text
stringlengths
2.14k
585k
summary
stringlengths
1
6.5k
case_category
stringlengths
4
57
case_tags
stringlengths
5
295
subset
float64
0
2
Αριθμός 1244/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 8η Απριλίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΩΝ: 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΗ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΑΡΚΟ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στο …, 2) Ι. Μ. του Α., 3) Χ. Κ. του Ε., κατοίκων ... που παραστάθηκαν δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Δημητρίου Γερονίκου και Κυριάκου Σαμπάνη οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Δ. χήρας Ι. Γ., το γένος Ι. Σ., 2) Κ. Γ. του Ι., κατοίκων ..., 3) Ε. Γ. του Ι., κατοίκου ..., 4) Σ. συζύγου Ε. Γ., το γένος Β. Α., κατοίκου ... και 5) Ι. Γ. του Ε., κατοίκου ..., όπως εκπροσωπείται από τους γονείς του Ε. Γ. και Σ. σύζυγο Ε. Γ., το γένος Β. Α., που παραστάθηκαν η εξ αυτών τρίτη μετά, άπαντες δε οι λοιποί διά του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Κωνσταντίνου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6-4-2011 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θηβών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 93/2012 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 59/2013 απόφαση του Μονομελές Εφετείου Ευβοίας. Την αναίρεση της τελευταίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 30-10-2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 20-3-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψη, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 914, 922 και 932 ΑΚ, 14, 16 αρ.2 και 663 αρ.1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η αγωγή, με την οποία ασκείται αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ψυχικής οδύνης, των μελών της οικογένειας προσώπου, το οποίο θανατώθηκε σε ατύχημα από βίαιο συμβάν κατά την παροχή εξαρτημένης εργασίας ή με αφορμή αυτήν, σε επιχειρήσεις του άρθρου 2 του ν. 551/1915, υπάγεται στην καθ' ύλη αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου και δικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 663-676 ΚΠολΔ, εφ' όσον α) στρέφεται κατά του εργοδότη ή των προστηθέντων, για τους οποίους αυτός ευθύνεται ή του προστήσαντος τον εργοδότη σε κάποια υπηρεσία και αποδίδεται σ' αυτούς πταίσμα ως προς την επέλευση του ατυχήματος και β) ζητείται ποσό μεγαλύτερο, από εκείνο που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου. Στην προκειμένη περίπτωση, με την ένδικη, από 6-4-2011 αγωγή, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι ο Ιωάννης Γίγας, σύζυγος, πατέρας, πεθερός, παππούς και υιός τους, αντιστοίχως, θανατώθηκε σε ατύχημα κατά το χρόνο που παρείχε εξαρτημένη εργασία ως μισθωτός στην επιχείρηση της πρώτης από τους εναγομένους, ανώνυμης εταιρίας. Ότι αυτή, με σύμβαση έργου, είχε αναλάβει την εκτέλεση της μεταφοράς αδρανών υλικών μέσα σε εργοτάξιο της τρίτης από τους εναγομένους, ανώνυμης εταιρίας, η οποία, ως εργοδότης στη σύμβαση έργου, είχε επιφυλάξει για τον εαυτό της το δικαίωμα εποπτείας, επίβλεψης και παροχής οδηγιών προς την πρώτη. Ότι το ατύχημα οφειλόταν σε παράλληλη, αμελή συμπεριφορά των αρμοδίων οργάνων ή υπαλλήλων των δύο εταιριών (όπως αυτή προσδιορίζεται ειδικότερα στην αγωγή και στη συνέχεια της παρούσας). Και ότι για την ανακούφιση της ψυχικής οδύνης, την οποία υπέστησαν από το θάνατο του συγγενούς τους, οι ενάγοντες θεωρούν εύλογο το συνολικό ποσό των 950.000 ευρώ (όπως, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, επιμερίζεται στον καθένα από αυτούς). Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή υπάγεται στην καθ' ύλη αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου και δικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, διότι οι ενάγοντες προσδιορίζουν την αξίωσή τους σε ποσό μεγαλύτερο, από εκείνο που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου και στρέφονται, μεταξύ των άλλων, κατά της κυρίας του έργου και των υπαλλήλων αυτής, ως προστήσασας στην εκτέλεση του έργου τον άμεσο εργοδότη του θανόντος. Επομένως, ο δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.5 και 14 ΚΠολΔ, υπό την εκδοχή ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε την αναρμοδιότητα του δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου, είναι αβάσιμος. 2. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, "ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλο σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον, παράνομα, κατά την υπηρεσία του". Η εφαρμογή της διάταξης αυτής προϋποθέτει: α) σχέση προστήσεως, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίδει οδηγίες ή εντολές στον προστηθέντα, ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας, που έχει ανατεθεί, β) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 914 ΑΚ και γ) εκδήλωση της ενέργειας αυτής κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας, που έχει ανατεθεί στον προστηθέντα ή επ' ευκαιρία ή εξ αφορμής αυτής, ακόμη και με κατάχρηση της υπηρεσίας του. Περαιτέρω, επί μισθώσεως έργου δεν νοείται, κατ' αρχήν, πρόστηση του εργολάβου από τον εργοδότη. Παρά ταύτα, υφίσταται πρόστηση, όταν ο εργοδότης, ρητώς ή σιωπηρώς, ιδίως ως εκ της φύσεως του έργου, επιφύλαξε στον εαυτό του τη διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτελέσεως αυτού και, ειδικότερα, το δικαίωμα παροχής οδηγιών στον εργολάβο (ΑΠ 936/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, δέχθηκε τα εξής ουσιώδη σχετικά με το υπό αμφισβήτηση ζήτημα της υπάρξεως ή μη σχέσεως προστήσεως μεταξύ της κυρίας του έργου και της εργολάβου, που είχε αναλάβει την εκτέλεσή του και υπήρξε ο εργοδότης του προσώπου που θανατώθηκε: Ότι με την από 03-05-2004 σύμβαση, που καταρτίσθηκε εγγράφως μεταξύ αφ' ενός της πρώτης από τους εναγομένους, ανώνυμης μεταφορικής εταιρίας (ως προς την οποία η αγωγή έχει απορριφθεί ως απαράδεκτη και η οποία δεν μετέχει στην αναιρετική δίκη) και αφ' ετέρου της τρίτης από τους εναγομένους και ήδη πρώτης από τους αναιρεσείοντες, ανώνυμης μεταλλευτικής εταιρίας, η τρίτη ανέθεσε ως εργοδότης και η πρώτη ανέλαβε ως εργολάβος το έργο της φόρτωσης, μεταφοράς και απόθεσης 900.000 κυβικών μέτρων ασβεστόλιθου και άλλου γαιώδους υλικού στο επιφανειακό μεταλλείο "Βόρειος Τομέας", που διατηρεί η μεταλλευτική εταιρία στο Ν. Κόκκινο Θηβών. Ότι στο πλαίσιο εκτέλεσης του έργου, κατά το θέρος 2006, η μεταφορική εταιρία προσέλαβε με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας τον Ι. Γ., σύζυγο, πατέρα, πεθερό, παππού και υιό των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων, κατά περίπτωση, προκειμένου να απασχοληθεί με την ειδικότητα του χειριστή ενός χωματουργικού μηχανήματος έργων (εργοταξιακό αυτοκίνητο "ντάμπερ", τύπου "wabco 60B"), που βρισκόταν στην κατοχή της. Ότι αντικείμενο της εργασίας του ως άνω μισθωτού ήταν η μεταφορά και απόθεση στείρου υλικού από ένα, καθορισμένο σημείο εντός του μεταλλείου, σε άλλο, το οποίο βρισκόταν, επίσης, εντός του μεταλλείου και απείχε περίπου 2000 μέτρα από το πρώτο. Ότι την 10-01-2007, κατά τη διάρκεια τέτοιας μεταφοράς και ενώ το μηχάνημα κινείτο έμφορτο, σε σημείο με ανηφορική κλίση ως προς την πορεία του, άρχισε ξαφνικά να χάνει τη μηχανική του ισχύ και επιβράδυνε την ταχύτητά του. Ότι αμέσως μετά και χωρίς ο ως άνω χειριστής να μπορεί να παρέμβει αποτρεπτικά, "έσβησε" η μηχανή του οχήματος και νεκρώθηκαν όλες οι λειτουργίες του. Ότι, στη συνέχεια, το μηχάνημα άρχισε να οπισθοχωρεί ανεξέλεγκτα, μέχρι που κατέπεσε σε γκρεμό βάθους περίπου 40 μέτρων. Ότι από την πτώση ο χειριστής υπέστη βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, από τις οποίες επήλθε ακαριαία ο θάνατός του. Ότι η αιφνίδια διακοπή της λειτουργίας του μηχανήματος οφείλεται στην παλαιότητά του (πέραν των 20 ετών), σε συνδυασμό με την πλημμελή συντήρηση αυτού, την οποία η μεταφορική εταιρία είχε αναθέσει σε ένα απλό μηχανικό αυτοκινήτων με πτυχίο εργοδηγού (τον Τ. Λ.) και όχι σε εξειδικευμένο τεχνικό προσωπικό, εφοδιασμένο με άδεια μηχανοδηγού (όπως προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 3 και 4 του π.δ. 31/1990 "επίβλεψη λειτουργίας, χειρισμός και συντήρηση μηχανημάτων εκτέλεσης τεχνικών έργων" σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 20 παρ.8 του ισχύοντος κανονισμού μεταλλευτικών και λατομικών εργασιών [ΚΜΛΕ] - ΦΕΚ Β' 931/31-12-1984). Ότι, πέρα από την πλημμέλειά τους, οι εργασίες συντήρησης δεν καταχωρούνταν σε επίσημο βιβλίο συντήρησης, θεωρημένο από δημόσια αρχή (άρθρα 20 παρ.9 εδ. β' και 113 παρ.1 του ΚΜΛΕ), για να είναι ευχερώς ελέγξιμη η επάρκειά τους, αλλά σε πρόχειρο χαρτί. Ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η μεταφορική εταιρία ενεργούσε ως προστηθείσα της κυρίας του έργου, μεταλλευτικής εταιρίας, η οποία είχε επιφυλάξει για τον εαυτό της το δικαίωμα της διεύθυνσης και επίβλεψης του έργου, με την παροχή οδηγιών προς την εργολάβο. Ότι το εν λόγω δικαίωμα διεύθυνσης και επίβλεψης έπρεπε να ασκείται από τους, επίσης προστηθέντες, υπαλλήλους της μεταλλευτικής εταιρίας, έκτο και έβδομο από τους εναγομένους και ήδη δεύτερο και τρίτο από τους αναιρεσείοντες, οι οποίοι, με την ιδιότητα του μηχανικού μεταλλείου και του μηχανικού ασφάλειας μεταλλείου, αντίστοιχα, είχαν την υποχρέωση, μεταξύ άλλων, να ελέγχουν αφ' ενός τις άδειες λειτουργίας και τα βιβλία συντήρησης των μηχανημάτων που χρησιμοποιούσε η εργολάβος εταιρία και αφ' ετέρου τα προσόντα και τις άδειες ειδικότητας του απασχολούμενου προσωπικού, προκειμένου να διαπιστώνεται η καταλληλότητα απάντων. Ότι από αμέλεια των εν λόγω υπαλλήλων και κατ' επέκταση της μεταλλευτικής εταιρίας, που εκδηλώθηκε κατά την άσκηση του δικαιώματος επίβλεψης της εκτέλεσης του έργου που είχε ανατεθεί στη μεταφορική εταιρία, δεν διαπιστώθηκε έγκαιρα η ανεπάρκεια του συντηρητή και η κακή μηχανική κατάσταση του οχήματος, με αποτέλεσμα να επέλθει το ατύχημα και οι εξ αυτού συνέπειες. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο διέγνωσε ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η κυρία του έργου, μεταλλευτική εταιρία είχε διατηρήσει, πράγματι, το δικαίωμα επίβλεψης, και με τον τρόπο αυτό είχε προστήσει τη μεταφορική εταιρία στην υπηρεσία της και αναδεχθεί την ευθύνη των παραλείψεών της. Σύμφωνα με τα παραπάνω, το δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε σωστά τις διατάξεις για την πρόστηση του εργολάβου και την εντεύθεν ευθύνη του εργοδότη, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Διότι από τις σαφείς αιτιολογίες του προκύπτει ευθέως ότι το δικαίωμα διεύθυνσης και επίβλεψης του ανατεθέντος έργου, το οποίο διατήρησε για τον εαυτό της η κυρία του έργου, ανώνυμη μεταλλευτική εταιρία, δεν αναφερόταν μόνο στην προσήκουσα εκτέλεση αυτού σε αναφορά προς τις απαιτήσεις της επιχείρησής της, αλλά και στην ασφάλεια του απασχολούμενου προσωπικού και των εγκαταστάσεων, τόσο των δικών της όσο και του εργολάβου, περιστατικό που προέκυπτε από το ότι το μεν έργο εκτελείτο μέσα σε δικό της εργοτάξιο, οι δε υπεύθυνοι μηχανικοί της είχαν την υποχρέωση να ελέγχουν την καταλληλότητα του προσωπικού και των μηχανημάτων που χρησιμοποιούσε ο εργολάβος. Επομένως, ο πρώτος και ο τρίτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. 3. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.20 ΚΠολΔ, παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας από εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου του εγγράφου, στο οποίο στήριξε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο την κρίση του, απέδωσε σε αυτό περιεχόμενο καταδήλως διάφορο του αληθινού, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Αντιθέτως, δεν υπάρχει παραμόρφωση όταν το δικαστήριο σχημάτισε την κρίση του από τη συνεκτίμηση περισσοτέρων αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και το επίμαχο έγγραφο, χωρίς τούτο να εξαίρεται ιδιαιτέρως, όπως και όταν το δικαστήριο, αξιολογώντας το αληθινό περιεχόμενο του εγγράφου, οδηγήθηκε σε συμπέρασμα διαφορετικό από εκείνο, που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, αφού η κρίση αυτή, κατ' άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 272/2009). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο από τους λόγους της αιτήσεως, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του από 03-05-2004 ιδιωτικού συμφωνητικού, διότι από αυτό συνήγαγε το πόρισμα ότι η πρώτη από τους αναιρεσείοντες, ανώνυμη μεταλλευτική εταιρία, είχε διαφυλάξει το δικαίωμα διεύθυνσης και εποπτείας του έργου, ενώ τέτοιο πράγμα δεν είχε συμφωνηθεί. Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, όμως, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας διαμόρφωσε τις ουσιαστικές παραδοχές του (βλ. παραπάνω, αρ.2) αξιολογώντας αποδεικτικά όχι μόνο το εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό, αλλά το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, από το οποίο συνήγαγε ότι οι αρμόδιοι μηχανικοί, υπάλληλοι της κυρίας του έργου, είχαν την υποχρέωση να ελέγχουν όχι μόνο την καλή εκτέλεση αυτού, αλλά και την επάρκεια του προσωπικού και των μηχανημάτων του εργολάβου, περιστατικό που προέκυπτε από το ότι ο τελευταίος έπρεπε να προσκομίσει "τις πρωτότυπες άδειες λειτουργίας όλων των ιδιόκτητων, μισθωμένων και υπεργολαβικών μηχανημάτων, που πρόκειται να χρησιμοποιήσει, καθώς και τα πρωτότυπα διπλώματα και άδειες ειδικοτήτων του προσωπικού του". Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος είναι αβάσιμος. 4. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα των τελευταίων (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 30-10-2013 αίτηση περί αναιρέσεως της 59/ 2013 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Ευβοίας. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 15η Μαΐου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 10η Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εργατικό ατύχημα. Επί μισθώσεως έργου, προϋποθέσεις ευθύνης εργοδότη ως προστήσαντος τον εργολάβο. Αρμοδιότητα Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών. Επαρκής αιτιολογία ως προς επιφύλαξη δικαιώματος επίβλεψης και παροχής οδηγιών κατά την εκτέλεση του έργου. Απαράδεκτος λόγος για παραμόρφωση του ιδιωτικού συμφωνητικού, που συνεκτιμήθηκε με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα. Απορρίπτει την αίτηση.
Χρηματική ικανοποίηση
Εργατικό ατύχημα, Χρηματική ικανοποίηση.
0
Αριθμός 1243/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 25η Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Μ. Π. του Χ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Νικολάου Αναγνωστόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "…", με το διακριτικό τίτλο "....", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στη …και 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...", με το διακριτικό τίτλο "....", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στη ..., οι οποίες παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Νικολάου-Σέργιου Σακαλή, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-12-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 638/2009 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 3421/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 21-6-2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 29-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψη, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 74, 75, 79, 111, 116, 118 αρ.4, 216 παρ.1, 218, 219 και 246 ΚΠολΔ συνάγονται τα ακόλουθα: Οι θεμελιώδεις δικονομικές αρχές της εφαρμογής έγγραφης προδικασίας (111) και της αποφυγής ενεργειών που οδηγούν σε παρέλκυση της δίκης (116) δημιουργούν την υποχρέωση, σε όποιον ζητεί δικαστική προστασία, να προσδιορίζει στο δικόγραφό του το σχετικό αίτημα με τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο (118.4), έτσι ώστε αυτό να δικαιολογείται έναντι του αντιδίκου του (216.1), χωρίς αντιφάσεις και χωρίς να επιφέρει σύγχυση (218). Η υποχρέωση αυτή παραβιάζεται, μεταξύ άλλων και, επί διαζευκτικής ή επικουρικής εναγωγής. Διαζευκτική εναγωγή υπάρχει όταν ενάγουν ή ενάγονται περισσότερα πρόσωπα, χωρίς να προσδίδεται σε ένα από αυτά, με οριστικό και θετικό τρόπο, η ιδιότητα του ενάγοντος (ως δικαιούχου) ή του εναγομένου (ως υποχρέου), σε συγκεκριμένη, έννομη σχέση δίκης. Επικουρική εναγωγή υπάρχει όταν, επί περισσοτέρων, ο δεύτερος ή οι επόμενοι διάδικοι ενάγουν ή ενάγονται μόνο για την περίπτωση απόρριψης της αγωγής ως προς τον αμέσως προηγούμενο από αυτούς. Επί διαζευκτικής ή επικουρικής εναγωγής περισσοτέρων, το αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας είναι απαράδεκτο, λόγω ακυρότητας του δικογράφου για έλλειψη προδικασίας (111.2), η οποία επέρχεται επί μεν διαζευκτικής εναγωγής από την αοριστία της αγωγής ως προς το πρόσωπο του διαδίκου, επί δε επικουρικής εναγωγής από την απαγορευμένη άσκηση αυτής υπό αίρεση (219.1). Το απαράδεκτο ερευνάται και η εντεύθεν απόρριψη της αγωγής επέρχεται ακόμη και με αυτεπάγγελτη ενέργεια του δικαστηρίου. Προκειμένου, όμως, να απαγγελθεί το απαράδεκτο, πρέπει να αποκλεισθεί, σε συγκεκριμένη περίπτωση και σύμφωνα με το ιστορικό της αγωγής, η συνδρομή των προϋποθέσεων της ενεργητικής ή παθητικής ομοδικίας (74, 75). Και περαιτέρω, πρέπει να είναι τέτοια η σύγχυση, που προκαλείται από το περιεχόμενο του δικογράφου, ώστε, ακόμη και αν τα πλείονα αιτήματα υπέρ ή κατά περισσοτέρων διαδίκων είχαν ασκηθεί ξεχωριστά, να μην υπήρχε ενδεχόμενο να ενωθούν και συνεκδικασθούν από το δικαστήριο, διότι κάτι τέτοιο δεν επρόκειτο να συμβάλει στη διευκόλυνση διεξαγωγής της δίκης (246). Άλλως, δεν πρόκειται για απαγορευμένη διαζευκτική ή επικουρική εναγωγή, αλλά για θεμιτή υποκειμενική ή αντικειμενική σώρευση αγωγών, η οποία, με την προϋπόθεση ότι το δικόγραφο δεν έχει άλλο, αθεράπευτο ελάττωμα, οδηγεί στην αποφυγή της έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, εξυπηρετεί την αρχή της οικονομίας της δίκης και, μακριά από στερεότυπες (φορμαλιστικές) πρακτικές (Διοικητική ΟλΑΠ 14/2010), συμβάλλει στην αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης. Εξ άλλου, κατ' άρθρο 559 αρ.14 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. 2. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση της ένδικης, από 22-12-2006 αγωγής του αναιρεσείοντος (ενάγοντος και εφεσιβλήτου) κατά των αναιρεσιβλήτων (εναγομένων και εκκαλουσών) εταιριών, προκύπτει ότι σ' αυτήν εκτίθενται τα ακόλουθα: Ότι την 26-10-2001, η πρώτη από τις εναγόμενες, που διατηρεί επιχείρηση εκμετάλλευσης καταστημάτων νυκτερινής διασκέδασης, προσέλαβε τον ενάγοντα, με ατομική σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με πλήρη απασχόληση, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως υπάλληλος (παρκαδόρος), σύμφωνα με τις εντολές της, στους χώρους στάθμευσης των αυτοκινήτων των προσερχόμενων συνεργατών ή πελατών στα διάφορα καταστήματά της (προσδιορίζονται στην αγωγή). Ότι, κατά τη σύμβαση, ο ενάγων είχε την υποχρέωση να εργάζεται οκτώ (8) συνεχόμενες ώρες από την 21:00 ώρα της Τετάρτης μέχρι την 05:00 ώρα της Πέμπτης και ούτω καθ' εξής μέχρι την 05:00 ώρα της Δευτέρας εκάστης εβδομάδος, αντί του εκάστοτε συμφωνημένου ημερομισθίου (προσδιορίζεται, κατά περιόδους, στην αγωγή). Ότι κατά την εξέλιξη της συμβάσεως και με τη συναίνεσή του, η πρώτη από τις εναγόμενες τον απασχολούσε, με τον τρόπο που αναφέρθηκε, μόνο κατά τη χειμερινή περίοδο (από Οκτώβριο μέχρι Απρίλιο εκάστου έτους), ενώ κατά τη θερινή περίοδο (από Μάιο μέχρι Σεπτέμβριο εκάστου έτους) δάνειζε την εργασία του στη δεύτερη από τις εναγόμενες, η οποία ασκούσε παρόμοια επιχείρηση και τον απασχολούσε αντιστοίχως, με τον ίδιο τρόπο. Ότι, αντίθετα προς τα συμφωνηθέντα και προς την πραγματικότητα, η πρώτη από τις εναγόμενες εμφάνιζε προς τις αρμόδιες υπηρεσίες τη μεταξύ τους εργασιακή σχέση ως διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου (ήτοι με διάρκεια μόνο κατά τη χειμερινή περίοδο), με μερική απασχόληση, γι' αυτό και του ζητούσε να υπογράφει ιδιωτικά συμφωνητικά με τέτοιο περιεχόμενο, τα οποία ο ενάγων υπέγραφε για να μη συγκρουσθεί μαζί της. Ότι με απαίτηση των εναγομένων, κατά τις ημέρες που εργαζόταν, άρχιζε τη δουλειά του από την 20:30 ώρα. Ότι με το εν λόγω πρόγραμμα εργασίας (αναλύεται περισσότερο στην αγωγή), ο ενάγων παρείχε νυκτερινή εργασία κατά τις συνήθεις ημέρες, εργασία κατά τις Κυριακές χωρίς να λαμβάνει προσαύξηση και αναπληρωματική ημέρα αναπαύσεως, νυκτερινή εργασία κατά τις Κυριακές, μισή ώρα παράνομη υπερωρία κατά τη διάρκεια της νύκτας εκάστης Κυριακής και εργασία κατά τις επίσημες αργίες χωρίς να λαμβάνει προσαύξηση. Ότι ο ενάγων εργάσθηκε από την πρόσληψή του μέχρι την 10-5-2005, οπότε η πρώτη από τις εναγόμενες κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας. Ότι, κατόπιν αυτών και κατά την κυρία βάση της αγωγής, η πρώτη από τις εναγόμενες, ως ο κύριος εργοδότης του ενάγοντος, πρέπει να του καταβάλει για ολόκληρο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του (πλην της παρακάτω, υπό στοιχείο ε' εξαίρεσης), σύμφωνα με τους αναλυτικούς υπολογισμούς που παρατίθενται στο δικόγραφο: α) ως προσαύξηση απλής, νυκτερινής εργασίας 4.148,48 ευρώ, β) ως προσαύξηση εργασίας κατά τις Κυριακές 3.228,14 ευρώ, γ) ως αποζημίωση λόγω μη χορήγησης αναπληρωματικής ημέρας αναπαύσεως 10.421,70 ευρώ, δ) ως προσαύξηση κυριακάτικης, νυκτερινής εργασίας 9.032,52 ευρώ, ε) ως αποζημίωση για παράνομη υπερωριακή εργασία Κυριακών, μόνο κατά τις χειμερινές περιόδους που τον απασχολούσε η ίδια, 1.640,26 ευρώ, στ) ως προσαύξηση εργασίας κατά τις επίσημες αργίες 910,35 ευρώ και ζ) ως διαφορές μεταξύ αφ' ενός των δικαιούμενων ποσών για επιδόματα εορτών και αδείας με συνυπολογισμό των ως άνω πρόσθετων αμοιβών και αφ' ετέρου των πράγματι καταβληθέντων 13.655,62 ευρώ, Ότι κατά την κυρία, επίσης, βάση της αγωγής, η δεύτερη από τις εναγόμενες, ως ο περαιτέρω, δια δανεισμού, εργοδότης του ενάγοντος, πρέπει να του καταβάλει μόνο για το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του στη δική της υπηρεσία (για τις θερινές περιόδους) και σύμφωνα με τους αναλυτικούς υπολογισμούς που παρατίθενται στο δικόγραφο, ως αποζημίωση για παράνομη υπερωριακή εργασία Κυριακών 1.088,90 ευρώ. Ότι, κατά την επικουρική βάση της αγωγής, ήτοι για την περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι δεν υπήρχε δανεισμός εργασίας, αλλά διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου κατά μεν τις χειμερινές περιόδους με την πρώτη από τις εναγόμενες, κατά δε τις θερινές με τη δεύτερη από αυτές, πρέπει να υποχρεωθεί η καθεμιά από τις εναγόμενες, ως αποκλειστικός εργοδότης, να καταβάλει στον ενάγοντα τα ποσά, τα οποία σύμφωνα με τους αυτούς αναλυτικούς υπολογισμούς και για τις ίδιες αιτίες αντιστοιχούν στα χρονικά διαστήματα (χειμερινή ή θερινή περίοδος) κατά τα οποία εκάστη τον απασχόλησε εκ περιτροπής, με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου. 3. Επειδή, με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη και ουδεμία διαζευκτική ή επικουρική εναγωγή ενέχει. Διότι δι' αυτής καθίσταται απολύτως σαφές ότι ο ενάγων επικαλείται σύμβαση εργασίας με την πρώτη από τις εναγόμενες, από την οποία, ως τον κυρίως εργοδότη αυτού, διεκδικεί το σύνολο των ενδίκων απαιτήσεών του, με εξαίρεση αυτήν της αποζημίωσής του για παράνομη υπερωριακή εργασία κατά τις Κυριακές, την οποία πρόσφερε κατά τη διάρκεια του δανεισμού της εργασίας του από την πρώτη προς τη δεύτερη από τις εναγόμενες και την οποία διεκδικεί από την τελευταία, ως τον περαιτέρω εργοδότη του. Είναι, συνεπώς, ξεκάθαρο ότι ο ενάγων, με την κυρία βάση της αγωγής του, ενώνει στο ίδιο δικόγραφο τις αξιώσεις, τις οποίες διατηρεί εναντίον δύο διαφορετικών προσώπων και οι οποίες, αν και ξεχωριστές μεταξύ τους, προέρχονται από ιστορική και νομική αιτία με την οποία συνδέονται άπαντες. Με την επικουρική βάση της αγωγής, την οποία ο ενάγων σωρεύει από εύλογη (όχι υπερβολική) δικονομική πρόνοια, στο πλαίσιο εξυπηρέτησης αφ' ενός του καθήκοντος της αληθείας και αφ' ετέρου της οικονομίας της δίκης, είναι και πάλι ξεκάθαρο ότι επιδιώκεται η δικαστική προστασία για την περίπτωση, κατά την οποία η πρώτη από τις εναγόμενες ήθελε ισχυρισθεί και αποδείξει ότι επρόκειτο περί διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, που καταρτίζονταν εκ περιτροπής με δύο διαφορετικούς εργοδότες. Οπότε ο ενάγων, παρά το γεγονός ότι η εκδοχή αυτή δεν εκφράζει τη δική του άποψη, επιδιώκει την προστασία του διαχωρίζοντας σαφώς τις απαιτήσεις του κατά τα χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία είχε προσφέρει την εργασία του στην καθεμιά από τις εναγόμενες εταιρίες και διεκδικώντας από την καθεμιά το κατά την άποψή του προσήκον μέρος. Το Εφετείο, που έκρινε ότι η αγωγή είναι απαράδεκτη ως προς μεν τη δεύτερη από τις εναγόμενες, διότι ενάγεται επικουρικώς και ως προς την πρώτη, διότι δεν περιγράφεται με συγκεκριμένο τρόπο το περιεχόμενο της συμβάσεως που δικαιολογεί την άσκησή της, ενήργησε αντίθετα προς την αληθινή έννοια των διατάξεων, που ήδη αναφέρθηκαν (βλ. παραπάνω, αρ.1) και παρά το νόμο απάγγειλε απαράδεκτο. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται το σφάλμα αυτό και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.14 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. 4. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3), προκειμένου να ερευνηθούν οι υπόλοιποι λόγοι της εφέσεως. Οι αναιρεσίβλητες, που ηττώνται, πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 3421/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι εφικτή.- Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις αναιρεσίβλητες να πληρώσουν στον αναιρεσείοντα δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 15η Μαΐου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την Ιουνίου 10η Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διαζευκτική ή επικουρική εναγωγή, έννοια και οριοθέτηση. Αγωγή για πρόσθετες αμοιβές και αποζημιώσεις, πρωτοδίκως δεκτή εν μέρει και στο Εφετείο απορριφθείσα ως απαράδεκτη α) λόγω επικουρικής εναγωγής της 2ης εναγομένης, περαιτέρω εργοδότη από δανεισμό εργασίας και β) αόριστη κατά τα λοιπά ως προς την 1η εναγομένη, κυρίως εργοδότη. Παραβίαση άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ. Αναιρεί.
Πρόσθετη αμοιβή μισθωτού
Αοριστία αγωγής, Αποδοχές μισθωτού, Πρόσθετη αμοιβή μισθωτού.
2
Αριθμός 1241/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 14η Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ" (ΔΕΗ ΑΕ), όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Παπαδημητρίου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ι. Μ. του Χ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Κρεμαλή, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-12-2003 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών την 23-12-2003. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 208/2005 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1438/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζήτησε ο ήδη αναιρεσίβλητος με την από 17-5-2006 αίτησή του, επί της οποίας, κατόπιν παραπομπής που έγινε με την 103/2009 απόφαση του παρόντος Τμήματος, εκδόθηκε η 4/2010 απόφαση της τακτικής Ολομελείας του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε την 1438/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Κατόπιν, εκδόθηκε η 3383/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, την αναίρεση της οποίας ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 11-4-2012 αίτησή της (ημερομηνία καταθέσεως). Επί της αιτήσεως εκδόθηκε ήδη η 336/2013 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, που διέταξε την επανάληψη της συζητήσεως. Η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 16-6-2013 κλήση του αναιρεσιβλήτου. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 24-12-2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου, τότε Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Αντωνίου Αθηναίου, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του κύριου λόγου της αίτησης αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του και την απόρριψη όλων των λοιπών λόγων αυτής, κύριου κατά το δεύτερο μέρος του και επικουρικού και κατά τα δύο μέρη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, φέρεται νομίμως προς συζήτηση, με την από 16-6-2013 κλήση του αναιρεσιβλήτου, η από 11-4-2012 αίτηση αναιρέσεως της καθ' ης η κλήση - αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρίας, μετά την έκδοση της 336/2013 μη οριστικής αποφάσεως αυτού του Δικαστηρίου. Με την εν λόγω απόφαση, εν όψει της παραδοχής ότι η αίτηση αναιρέσεως θα έπρεπε να γίνει δεκτή κατ' ευδοκίμηση του πρώτου από τους λόγους αυτής, είχε διαταχθεί η επανάληψη της συζητήσεως (ΚΠολΔ 254 και 573), προκειμένου "να προσκομισθούν, με επιμέλεια του εφεσιβλήτου - ενάγοντος, τα ελλείποντα πρακτικά του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, καθώς και τα αποδεικτικά έγγραφα", τα οποία προσδιορίζονται στο τέλος των αιτιολογιών της. Η ενέργεια αυτή είχε κριθεί αναπόφευκτη, διότι ο Άρειος Πάγος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 580 παρ.3 ΚΠολΔ και λόγω του ότι επρόκειτο να αναιρέσει απόφαση του Εφετείου μετά από παραπομπή σ' εκείνο της υπόθεσης ύστερα από προηγηθείσα, άλλη αναίρεση, είχε την υποχρέωση να κρατήσει και να δικάσει αυτός την ουσία της υπόθεσης. 2. Επειδή, με τον Κανονισμό Καταστάσεως Προσωπικού της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΚΚΠ/ΔΕΗ), ο οποίος καταρτίστηκε με την από 4-10-1973 Ειδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΣΣΕ) Προσωπικού ΔΕΗ, δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β' 1274/25-10-1973 με την 2842/442/1973 απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης, κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν.δ. 210/1974 και έχει ισχύ νόμου, καθορίζονται οι όροι εργασίας του προσωπικού της ΔΕΗ. Με το άρθρο 2 του ΚΚΠ/ΔΕΗ, το προσωπικό διακρίνεται σε τακτικό, που υπηρετεί σε οργανικές θέσεις και υπάγεται αυτοδικαίως στις διατάξεις του Κανονισμού, και σε έκτακτο, που προσλαμβάνεται με σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου, για την κάλυψη έκτακτων ή πρόσκαιρων αναγκών της επιχείρησης. Στο άρθρο 4 του ΚΚΠ/ΔΕΗ ορίζεται ότι το τακτικό προσωπικό κατατάσσεται σε κλάδους, που υποδιαιρούνται σε κατηγορίες και σε βαθμίδες, στις οποίες αντιστοιχούν μισθολογικά κλιμάκια και ορισμένος αριθμός οργανικών θέσεων. Κάθε μισθωτός εντάσσεται σε μισθολογικό κλιμάκιο, βαθμίδα, κατηγορία και κλάδο, σε πλήρωση οργανικής θέσεως. Σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ.1 και 2 του ΚΚΠ/ΔΕΗ, το τακτικό προσωπικό δύναται να μετατάσσεται από κατηγορία σε κατηγορία του αυτού ή ετέρου κλάδου, είτε για την κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών είτε για λόγους υγείας, εφ' όσον ο μισθωτός που μετατάσσεται έχει τα προσόντα που απαιτούνται για την κατηγορία της μετάταξης και για το μισθολογικό κλιμάκιο αυτής, στο οποίο εντάσσεται. Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ.3 και 4 του ΚΚΠ/ΔΕΗ, ο χρόνος ενάρξεως της μετατάξεως καθορίζεται στην απόφαση του οργάνου, που την αποφασίζει και η μετάταξη γίνεται στο εισαγωγικό κλιμάκιο της νέας κατηγορίας, εφ' όσον ο μισθωτός είχε μισθολογικό κλιμάκιο κατώτερο από αυτό. Άλλως, γίνεται στο μισθολογικό κλιμάκιο, που ήδη κατείχε ο μισθωτός και ο χρόνος που διανύθηκε σ' αυτό προσμετράται για τη μισθολογική προαγωγή του σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο στη νέα κατηγορία. Στο άρθρο 5 παρ. 1, 2, 3 του ΚΚΠ/ΔΕΗ ορίζεται ότι ουδείς προσλαμβάνεται απευθείας ως τακτικός, ότι η πρόσληψη έκτακτου προσωπικού γίνεται με έγγραφη σύμβαση, που μπορεί να ανανεωθεί μέχρι συμπληρώσεως χρονικού διαστήματος πέντε (5) ετών, εντός του οποίου μπορεί να γίνει ένταξη του έκτακτου προσωπικού στο τακτικό και ότι η ένταξη γίνεται σε μισθολογικό κλιμάκιο της κατώτερης βαθμίδας κάθε κατηγορίας. Σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.2 του ΚΚΠ/ΔΕΗ, η μισθολογική προαγωγή του τακτικού προσωπικού γίνεται με τη συμπλήρωση τριετίας στο εκάστοτε κατεχόμενο μισθολογικό κλιμάκιο. Στο άρθρο 6 του ΚΚΠ/ΔΕΗ, ορίζεται ότι ο χρόνος υπηρεσίας μισθωτού ως εκτάκτου, ο οποίος διανύθηκε πριν από την ένταξή του στο τακτικό προσωπικό, θεωρείται ως χρόνος δοκιμαστικής υπηρεσίας και συνυπολογίζεται στο χρόνο, ο οποίος απαιτείται κατά το άρθρο 22 αυτού, για την πρώτη μετά την ένταξη μισθολογική προαγωγή, θεωρούμενος ως διανυθείς στο μισθολογικό κλιμάκιο της εντάξεως. Αντίστοιχα, στο άρθρο 9 παρ.1 της από 5-10-1989 ΕΣΣΕ προσωπικού ΔΕΗ ορίστηκε, ότι "ο προηγηθείς της εντάξεως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας, που διανύθηκε στην επιχείρηση οποτεδήποτε και με οποιασδήποτε μορφής σύμβαση εργασίας (συνεχή ή διακοπτόμενη) προσμετράται για τη μισθολογική και προαγωγική εξέλιξη του μισθωτού, εφ' όσον δεν έχει προσμετρηθεί με οποιοδήποτε τρόπο". Επίσης, με το άρθρο 9 παρ.3 της από 5-10-1989 ΕΣΣΕ προσωπικού ΔΕΗ ορίστηκε ότι "η προσμέτρηση του ως άνω χρόνου για τους τακτικούς κατά την 1-1-1986 μισθωτούς θα γίνεται με ανάλογη μετάθεση της ημερομηνίας χορηγήσεως του μισθολογικού κλιμακίου, που κατείχαν κατά την ως άνω χρονολογία, μετατιθέμενης αναλόγως και της ημερομηνίας χορηγήσεως και των επομένων μισθολογικών κλιμακίων, στα οποία εν τω μεταξύ έχουν προαχθεί, ανεξαρτήτως της υπάρξεως ή όχι οργανικών θέσεων, ως και της ημερομηνίας μελλοντικής κρίσεως, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων των άρθρων 4, 22 και 23 του ΚΚΠ/ΔΕΗ". Στη συνέχεια, με το κεφ. Δ' παρ. ΙΙ της από 25-4-1991 ΕΣΣΕ προσωπικού ΔΕΗ, σε ρητή συμπλήρωση και διευκρίνιση της από 5-10-1989 ΕΣΣΕ, ορίστηκε ότι "1. Ο πραγματικός ευδόκιμος χρόνος μαθητείας στην Πρότυπη Σχολή Μαθητείας ΔΕΗ και στη Σχολή Ταχύρυθμης Εκπαίδευσης Τεχνιτών ΔΕΗ, κατά περίπτωση, των μισθωτών αποφοίτων των υπ' όψη σχολών, που πραγματοποιήθηκε πριν από την πρόσληψή τους στην Επιχείρηση, συνυπολογίζεται στον κατά το άρθρο 6 του ΚΚΠ/ΔΕΗ προβλεπόμενο χρόνο και προσμετράται για τη μισθολογική και προαγωγική τους εξέλιξη, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΚΠ/ΔΕΗ, όπως ισχύουν κάθε φορά, εφ' όσον δεν έχει προσμετρηθεί με οποιοδήποτε τρόπο. 2. Η προσμέτρηση του ως άνω χρόνου (...) θα γίνει ως εξής: 2.1. Για τους ήδη τακτικούς μισθωτούς κατά την ημερομηνία ισχύος της παρούσας ΕΣΣΕ με ανάλογη μετατόπιση της ημερομηνίας χορήγησης των μισθολογικών κλιμακίων, στα οποία έχουν προαχθεί από την κατάταξή τους στο τακτικό προσωπικό και μετέπειτα. 2.2. (...)". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι ο πραγματικός και ευδόκιμος χρόνος μαθητείας των μισθωτών στις ως άνω παραγωγικές σχολές, που αποτελεί προϋπόθεση της ένταξής τους στα τακτικό προσωπικό της Επιχείρησης, πρέπει να συνυπολογίζεται στη μισθολογική τους εξέλιξη, ανεξάρτητα από την προώθηση που δίδεται σ' αυτούς σε περίπτωση μετατάξεως. Ο συνυπολογισμός, όμως, πρέπει να γίνεται άπαξ και να ανατρέχει στο χρόνο ένταξης, ο οποίος πρέπει να μετατοπίζεται πλασματικά στο παρελθόν για τόσο χρονικό διάστημα, όσο υπήρξε το χρονικό διάστημα φοίτησης του συγκεκριμένου μισθωτού στην αντίστοιχη σχολή. 3. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής ουσιώδη: Ότι ο ενάγων (εφεσίβλητος και ήδη αναιρεσίβλητος) είχε φοιτήσει στη Μέση Τεχνική Σχολή της εναγομένης (εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας) Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) κατά το χρονικό διάστημα από 4-10-1976 έως 10-7-1979. Ότι αμέσως μετά τη φοίτησή του, με την από 3-9-1979 σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προσλήφθηκε από την εναγομένη ως τεχνικός υπάλληλος. Ότι με την πρόσληψή του εντάχθηκε αναδρομικά, από την 10-7-1999, στην κατηγορία Τ4 (τεχνικών εν γένει) του τακτικού προσωπικού της εναγομένης, στο εισαγωγικό, 12ο μισθολογικό κλιμάκιο αυτής, χωρίς να προσμετρηθεί ο πραγματικός χρόνος φοίτησής του στη σχολή μαθητείας, που ήταν 2 έτη, 6 μήνες και 9 ημέρες. Ότι, στη συνέχεια και σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΚΠ/ΔΕΗ και της ατομικής του σύμβασης, ο ενάγων εξελίχθηκε από 10-7-1982 στο 11ο μισθολογικό κλιμάκιο και από 10-7-1985 στο 10ο μισθολογικό κλιμάκιο της ίδιας κατηγορίας (Τ4). Ότι, την 1-10-1985, ο ενάγων κατέθεσε στην αρμόδια υπηρεσία της εναγομένης το πτυχίο του Τμήματος Μηχανολόγων της Ανώτερης Σχολής Τεχνολόγων Μηχανικών του ΚΑΤΕΕ Αθηνών, το οποίο είχε λάβει από 29-9-1985 και με βάση το οποίο ζήτησε τη μετάταξή του στην κατηγορία Τ3 (τεχνολόγων μηχανικών) του τακτικού προσωπικού της εναγομένης. Ότι, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα εκκρεμότητας, κατά το οποίο ο ενάγων τελούσε "υπό μετάταξη", η εναγομένη τον μετέταξε αναδρομικά, από 1-12-1985, ήτοι δύο μήνες μετά την κατάθεση του πτυχίου του στην υπηρεσία, στην κατηγορία Τ3 και στο εισαγωγικό 9ο μισθολογικό κλιμάκιο αυτής. Ότι, κατόπιν, εξελίχθηκε από 1-12-1988 στο 8ο μισθολογικό κλιμάκιο της νέας κατηγορίας (Τ3), λόγω παρελεύσεως τριετίας από την επέλευση των αποτελεσμάτων της μετάταξής του. Ότι, ενώ βρισκόταν στο 8ο μισθολογικό κλιμάκιο, έγινε "ανακλιμάκωση" σε εφαρμογή των διατάξεων της από 28-2-1990 ΕΣΣΕ του προσωπικού της εναγομένης και θεωρήθηκε ότι ο ενάγων βρίσκεται στο 6ο μισθολογικό κλιμάκιο από τότε που είχε εξελιχθεί στο 8ο (ήτοι, από 1-12-1988). Ότι, κατόπιν αυτού, ο ενάγων εξελίχθηκε από 1-12-1991 στο 5ο μισθολογικό κλιμάκιο. Ότι, στη συνέχεια και σύμφωνα με την από 5-10-1999 ΕΣΣΕ του προσωπικού της εναγομένης, όπως διευκρινίσθηκε και συμπληρώθηκε με την από 25-4-1991 ΕΣΣΕ, θα έπρεπε να προσμετρηθεί για την εξέλιξη του ενάγοντος ο χρόνος φοίτησής του στη σχολή μαθητείας, ο οποίος μέχρι τότε δεν είχε προσμετρηθεί και να δοθεί σ' αυτόν από 1-1-1992 το 4ο μισθολογικό κλιμάκιο. Ότι, κατόπιν, ο ενάγων θα έπρεπε να εξελιχθεί από 1-1-1995 στο 3ο μισθολογικό κλιμάκιο, από 1-1-1998 στο 2ο μισθολογικό κλιμάκιο και από 1-1-2001 στο 1ο μισθολογικό κλιμάκιο. Ότι η εναγομένη, αρνούμενη να προσμετρήσει το χρόνο φοίτησης του ενάγοντος στη σχολή μαθητείας με τον ως άνω τρόπο, καθόρισε την εξέλιξή του μόνο με βάση την πάροδο των τριετιών, ήτοι από 1-12-1994 στο 4ο μισθολογικό κλιμάκιο, από 1-12-1997 στο 3ο μισθολογικό κλιμάκιο και από 1-12-2000 στο 2ο μισθολογικό κλιμάκιο, με χρόνο μελλοντικής εξέλιξής του από 1-12-2003 στο 1ο μισθολογικό κλιμάκιο. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες, όπως αναφέρεται στην ήδη προσβαλλόμενη απόφαση, είχαν υπάρξει παραδοχές του Εφετείου και στην 1438/2006 απόφασή του και ως προς τις οποίες η εν λόγω, προηγούμενη απόφαση δεν είχε αναιρεθεί, το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι είχε υπάρξει παραβίαση των διατάξεων του ΚΚΠ/ΔΕΗ και των ΕΣΣΕ που τον συμπληρώνουν ως προς τη μισθολογική εξέλιξη του ενάγοντος και ότι είχε γεννηθεί υπέρ αυτού η ένδικη αξίωση για μισθολογικές διαφορές, οπότε απέρριψε κατ' ουσία την έφεση της εναγομένης και, κατ' αποτέλεσμα, επικύρωσε την τότε εκκαλούμενη 208/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που είχε κρίνει ομοίως. 4. Επειδή, με τα όσα δέχθηκε, το Εφετείο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τις διατάξεις του ΚΚΠ/ΔΕΗ και των ΕΣΣΕ που τον συμπληρώνουν, ως προς τον τρόπο συνυπολογισμού του χρόνου φοίτησης στη σχολή μαθητείας κατά τη μισθολογική εξέλιξη των μισθωτών της ΔΕΗ, όπως οι διατάξεις αυτές αναφέρονται παραπάνω (βλ. σκέψη αρ.2 της παρούσας). Διότι, κατά την αληθινή έννοια των διατάξεων αυτών, η προσμέτρηση του χρόνου μαθητείας δεν μπορεί να γίνεται οποτεδήποτε, κατά την επιθυμία του μισθωτού, αλλά πρέπει να ανατρέχει στο χρόνο ένταξης εκάστου μισθωτού στο τακτικό προσωπικό, με την πλασματική μετατόπιση του εν λόγω χρόνου στο παρελθόν για τόσο χρονικό διάστημα, όσο υπήρξε το χρονικό διάστημα της πραγματικής φοίτησης του συγκεκριμένου μισθωτού στην αντίστοιχη σχολή. Με βάση, λοιπόν, την ερμηνεία αυτή, η πραγματική ημερομηνία ένταξης του ενάγοντος (ήδη αναιρεσιβλήτου) στο τακτικό προσωπικό της εναγομένης (ήδη αναιρεσείουσας), ήτοι η 10-7-1979, μετατοπίζεται κατά 2 έτη, 6 μήνες και 9 ημέρες, που κατά την ουσιαστικώς ανέλεγκτη διάγνωση του δικαστηρίου της ουσίας ήταν ο πραγματικός χρόνος φοίτησης του ενάγοντος στη σχολή μαθητείας και δίδει νέα, πλασματική ημερομηνία ένταξης την 1-1-1977. Κατόπιν, ο ενάγων εξελίσσεται από 1-1-1980 στο 11ο μισθολογικό κλιμάκιο, από 1-1-1983 στο 10ο μισθολογικό κλιμάκιο λόγω, αντιστοίχως, της παρελεύσεως τριετίας, από 1-12-1985 στο 9ο μισθολογικό κλιμάκιο λόγω της αναδρομικής μετάταξής του στην κατηγορία Τ3 μετά την κατάθεση του πτυχίου ΚΑΤΕΕ, από 1-12-1988 στο 8ο μισθολογικό κλιμάκιο και από την ίδια ημερομηνία στο 6ο μισθολογικό κλιμάκιο λόγω της "ανακλιμάκωσης" που επέφερε η από 28-2-1990 ΕΣΣΕ του προσωπικού της εναγομένης. Κατόπιν, από 1-12-1991 στο 5ο μισθολογικό κλιμάκιο, από 1-12-1994 στο 4ο μισθολογικό κλιμάκιο, από 1-12-1997 στο 3ο μισθολογικό κλιμάκιο και από 1-12-2000 στο 2ο μισθολογικό κλιμάκιο λόγω, πάντοτε, της παρελεύσεως τριετίας, με χρόνο μελλοντικής εξέλιξής του από 1-12-2003 στο 1ο μισθολογικό κλιμάκιο, όπως, δηλαδή, προσδιόρισε την εξέλιξή του η εναγομένη. Κατόπιν αυτών, δεν διαπιστώνεται η αποδιδόμενη στην εναγομένη αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων αυτής έναντι του ενάγοντος. Επομένως, ο δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται η ως άνω κακή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του ΚΚΠ/ΔΕΗ και των ΕΣΣΕ που τον συμπληρώνουν και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. 5. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Η έρευνα του πρώτου από τους λόγους της αιτήσεως αποβαίνει περιττή. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 εδ.α' ΚΠολΔ, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 65 παρ.1 του ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α' 74/20-3-2013), "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση". Εν προκειμένω, μετά την αναίρεση αναβιώνει η εκκρεμοδικία επί της εφέσεως. Στο εφετείο, κατόπιν εφέσεως της εναγομένης, εκεί εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας, είχε μεταβιβασθεί η υπόθεση στο σύνολό της, διότι η αγωγή είχε γίνει δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και η εκκαλούσα επιδίωκε την απόρριψή της. Από τις αιτιολογίες, που αναφέρθηκαν κατά την έρευνα του λόγου αναιρέσεως, που ευδοκίμησε, προκύπτει ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη. Επομένως, δεν απαιτείται περαιτέρω έρευνα και, μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από τον Άρειο Πάγο, να γίνει δεκτή η έφεση κατά παραδοχή του δευτέρου από τους λόγους αυτής, με τον οποίο αμφισβητείται η νομική βασιμότητα της αγωγής, να εξαφανισθεί η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και να απορριφθεί η αγωγή. Τέλος, λόγω της ήττας του, αλλά και της εύλογης αμφιβολίας ως προς την αληθινή έννοια των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στην πληρωμή μέρους των εν γένει δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (ΚΠολΔ 176, 179, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 3383/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. ΚΡΑΤΩΝΤΑΣ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ επί της εφέσεως. ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση. ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την 208/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την με αριθμό καταθέσεως 4945/23-12-2003 αγωγή. - Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο να πληρώσει στην αναιρεσείουσα δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ, για μέρος από τα εν γένει δικαστικά έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 15η Μαΐου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 10η Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Με τις διατάξεις του ΚΚΠ/ΔΕΗ και της από 5-10-1989 ΕΣΣΕ του προσωπικού της ΔΕΗ καθιερώθηκε υποχρέωση της Επιχείρησης να προσμετρά για τη μισθολογική εξέλιξη των εργαζομένων της, οι οποίοι ανήκουν στο τακτικό προσωπικό, τον προ της εντάξεώς τους πραγματικό χρόνο υπηρεσίας τους στην επιχείρησή της, με οποιαδήποτε μορφή συμβάσεως εργασίας και εάν διανύθηκε ο χρόνος αυτός, εφ΄ όσον δεν έχει προσμετρηθεί με οποιονδήποτε τρόπο, οπότε αποκλείεται η εκ νέου προσμέτρηση, χωρίς να τίθεται καμία άλλη προϋπόθεση. Στο χρόνο αυτό περιλαμβάνεται και ο πραγματικός και ευδόκιμος χρόνος μαθητείας των μισθωτών στις παραγωγικές σχολές της Επιχείρησης, που αποτελεί προϋπόθεση της ένταξής τους στο τακτικό προσωπικό. Ο συνυπολογισμός, όμως, πρέπει να γίνεται άπαξ και να ανατρέχει στο χρόνο ένταξης, ο οποίος πρέπει να μετατοπίζεται πλασματικά στο παρελθόν για τόσο χρονικό διάστημα, όσο υπήρξε το χρονικό διάστημα φοίτησης του συγκεκριμένου μισθωτού στην αντίστοιχη σχολή (αναιρεί την ΕφΑθ 3383/2011).
Μισθολογικά κλιμάκια
Μισθολογικά κλιμάκια.
1
Αριθμός 1242/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 25η Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΩΝ: 1) Συνδικαλιστικού Σωματείου με την επωνυμία "ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΕΡΓΑΤΩΝ ΚΡΕΑΤΟΣ ΝΟΜΟΥ ΗΜΑΘΙΑΣ" όπως νομίμως εκπροσωπείται, που εδρεύει στο ..., 2) Ε. Α. του Ι., 3) Δ. Β. του Ε., 4) Κ. Β. του Δ., 5) Ν. Β. του Γ., 6) Γ. Γ. του Σ., 7) Ν. Γ. του Σ., 8) Σ. Γ. του Ι., 9) Σ. Δ. του Η., 10) Σ. Θ. του Ο., 11) Α. Κ. του Γ., 12) Γ. Κ. του Σ., 13) Ν. Κ. του Γ., 14) Α. Κ. του Σ., 15) Ι. Κ. του Σ., 16) Σ. Κ. του Γ., 17) Ε. Λ. του Ι., 18) Γ. Ν. του Α., 19) Α. Ν. του Γ., 20) Κ. Π. του Α., 21) Π. Μ. του Π., κατοίκων ... που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αποστόλου - Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη, ο οποίος ανακάλεσε την από 24-2-2014 δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις. ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΣΦΑΓΕΙΟ ΒΕΡΟΙΑΣ", όπως νομίμως εκπροσωπείται, που εδρεύει στο ... και παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Μαρίας Κλαπαδάκη - Βογιατζόγλου, η οποία κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-2-2010 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βεροίας. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 12/ΕΡ-ΔΙ/2011 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 112/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 27-9-2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 13-2-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 648, 652 ΑΚ και 6 του ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 32 ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος αμείβεται με μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και καταβολής αυτού και, επί πλέον, υποβάλλεται σε νομική εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο παροχής της εργασίας και να δίνει δεσμευτικές εντολές και οδηγίες για την προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής του εργαζόμενου. Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές και, ειδικότερα, αν ο παρέχων την εργασία δεν υποβάλλεται σε νομική εξάρτηση από τον εργοδότη, με την παραπάνω έννοια, τότε πρόκειται για σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Ο νομικός χαρακτηρισμός μιας συμβάσεως ως εξαρτημένης εργασίας ή ανεξάρτητων υπηρεσιών ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο δεν δεσμεύεται από την ονομασία, που τυχόν έχουν προσδώσει σ' αυτή τα συμβαλλόμενα μέρη (ΑΠ 1681/2012). 2. Επειδή, περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ.1 εδ. α' του ν. 2639/1998 (όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του ν. 3846/2010), "Η μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου συμφωνία για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας ή κατ` οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι δεν υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφ' όσον η συμφωνία αυτή καταρτίζεται εγγράφως και γνωστοποιείται μέσα σε δεκαπέντε ημέρες στην οικεία επιθεώρηση εργασίας". Και, κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου, "Μέσα σε διάστημα εννέα (9) μηνών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, κάθε εργοδότης υποχρεούται να υποβάλει στην οικεία επιθεώρηση εργασίας συγκεντρωτική κατάσταση, αναφορικά με τις υφιστάμενες συμφωνίες μεταξύ αυτού και των απασχολούμενων για παροχή υπηρεσιών ή έργου, στην οποία θα αναγράφονται η χρονολογία κατάρτισης της καθεμιάς και το ονοματεπώνυμο του απασχολούμενου. Σε περίπτωση παραλείψεως υποβολής της κατάστασης αυτής, θεωρείται ότι η σχετική συμφωνία υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας". Με τις διατάξεις αυτές, όπως σαφώς προκύπτει από τη διατύπωση και το περιεχόμενό τους, δεν επιχειρείται παρέμβαση του νομοθέτη στο ουσιαστικό μέρος των εν λόγω συμβάσεων, έτσι, ώστε αυτές να ερμηνεύονται αυθεντικά ως συμβάσεις έργου ή ανεξάρτητων υπηρεσιών στις περιπτώσεις της παρ.1 ή ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας στην περίπτωση της παρ.2, αλλά, απλώς, τόσο με τον όρο "τεκμαίρεται" της πρώτης όσο και με τον ταυτόσημο όρο "θεωρείται" της δεύτερης, καθιερώνονται μαχητά τεκμήρια υπέρ του ότι στη μεν πρώτη περίπτωση δεν υποκρύπτεται, στις μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου συμφωνίες, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στη δε δεύτερη ότι πράγματι υποκρύπτεται τέτοια σύμβαση και, συνεπώς, παρέχεται δυνατότητα ανταπόδειξης (ΚΠολΔ 338 παρ.2, ΑΠ 229/2011). 3. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις της ΥΑ 55575/1479/1965 (ΦΕΚ Β' 816) με την οποία κωδικοποιήθηκαν οι Κανονισμοί του ΙΚΑ "περί υπαγωγής εις την ασφάλισιν και εισπράξεως εισφορών", οι ασφαλιστικές εισφορές (εργοδοτικές), που προέρχονται από την παροχή της εργασίας των εκδοροσφαγέων, επιβαρύνουν τους εμπόρους, οι οποίοι εισάγουν στα σφαγεία ζώα ή πτηνά προς σφαγή (άρθρο 65 παρ.2). Οι εν γένει ασφαλιστικές εισφορές, εργοδοτικές και εργατικές, υπολογίζονται επί του συνόλου των αμοιβών, που οφείλονται στους εκδοροσφαγείς για την παροχή της εργασίας τους (άρθρο 66 παρ.1). Μετά τον υπολογισμό τους, οι εισφορές αυτές, στο σύνολό τους (ήτοι τόσο το ποσοστό του εργοδότη, που επιβαρύνει τους εμπόρους, όσο και το ποσοστό του ασφαλισμένου), καταβάλλονται προς το ΙΚΑ εκ μέρους του φορέα που έχει διενεργήσει τον υπολογισμό και την είσπραξή τους, ο οποίος, στη συνέχεια, παρακρατεί από τις αμοιβές που οφείλονται στους εκδοροσφαγείς το ποσοστό της εισφοράς που βαρύνει τους ίδιους, ως ασφαλισμένους (άρθρο 66 παρ.2). Τέτοιος φορέας είναι, κατά κανόνα, η επιχείρηση, η οποία διαχειρίζεται το σφαγείο. Ενδέχεται, όμως, να είναι και το σωματείο, το οποίο συγκροτείται από τους εκδοροσφαγείς, ως επαγγελματίες και μεσολαβεί μεταξύ αυτών και της επιχείρησης κατά την είσπραξη της αμοιβής, που οφείλεται για την παροχή των υπηρεσιών τους προς τους πελάτες αυτής (άρθρο 68 παρ.1). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι οι εκδοροσφαγείς θεωρούνται ως κατηγορία εργαζομένων, οι οποίοι πρέπει να ασφαλίζονται στο ΙΚΑ, όχι, όμως, και ότι αυτοί, άνευ ετέρου, συνδέονται με σχέση παροχής εξαρτημένης εργασίας με την επιχείρηση, η οποία διατηρεί ή διαχειρίζεται το σφαγείο, όπου παρέχουν τις υπηρεσίες τους. 4. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.1 περ. γ' του ν. 1876/ 1990, ως "επιχειρησιακές" χαρακτηρίζονται οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας που αφορούν στους εργαζόμενους μιας εκμετάλλευσης ή επιχείρησης. Η κατάρτιση μιας τέτοιας σύμβασης, βέβαια, προϋποθέτει την παροχή εξαρτημένης εργασίας ή, τουλάχιστον, την παροχή εργασίας υπό τέτοιες συνθήκες, οι οποίες δημιουργούν για τον εργαζόμενο ανάγκη προστασίας αντίστοιχη με αυτή, που προβλέπεται για όσους παρέχουν εξαρτημένη εργασία (άρθρο 1 παρ.1 και 2 του ν. 1876/1990). Παρά ταύτα, το αν μια συλλογική συμφωνία αποτελεί, πράγματι, επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας ή όχι δεν εξαρτάται από την ονομασία, που προσέδωσαν σ' αυτήν τα μέρη που την κατάρτισαν, αλλά από το αν το ένα από τα μέρη αυτά είναι όντως ο εργοδότης των εργαζόμενων μελών του άλλου μέρους, υπό την έννοια ότι μεταξύ του πρώτου και των λοιπών υφίστανται και λειτουργούν ατομικές συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας. 5. Επειδή, τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Και κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση, πράγμα που συμβαίνει όταν στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. Αντιθέτως, η απόφαση δεν στερείται από νόμιμη βάση όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου ή ανάγονται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (ΚΠολΔ 561 παρ.1) και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να εκτίθεται στην απόφαση σαφώς. 6. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, ανελέγκτως, τα εξής ουσιώδη: Ότι η εφεσίβλητη (εναγόμενη και ήδη αναιρεσίβλητη) ανώνυμη εταιρία έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας τη βιομηχανική σφαγή ζώων. Ότι πελάτες της είναι οι εν γένει ασχολούμενοι με την εμπορία του κρέατος (χονδρέμποροι ή κρεοπώλες), οι οποίοι ενημερώνουν εκάστοτε τη διοίκηση αυτής για την ανάγκη τους να σφαχθούν ζώα στις εγκαταστάσεις της, καθορίζοντας και τον αριθμό των ζώων. Ότι, ακολούθως, η εφεσίβλητη αναθέτει τη σφαγή του συγκεκριμένου αριθμού ζώων, για λογαριασμό των πελατών της, στο πρώτο από τους εκκαλούντες (ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες) επαγγελματικό σωματείο, του οποίου μέλη είναι άπαντες οι λοιποί από τους εκκαλούντες, που είναι κάτοχοι της κατά νόμο πιστοποίησης εκδοροσφαγέα και του αντίστοιχου βιβλιάριου υγείας. Ότι, στη συνέχεια, το σωματείο επιλέγει και αποστέλλει στις εγκαταστάσεις της εφεσίβλητης τόσους εκδοροσφαγείς εκ των μελών του, όσοι απαιτούνται για την προγραμματισμένη σφαγή και εκδορά ζώων. Ότι το σωματείο κατέχει μονοπωλιακή θέση στο αντικείμενο παροχής της εργασίας των μελών του, διότι στην περιοχή της δραστηριότητάς του όλοι οι πιστοποιημένοι εκδοροσφαγείς είναι μέλη του. Ότι η σφαγή και η εκδορά των ζώων συντελείται στις εγκαταστάσεις της εφεσίβλητης, η οποία παρέχει στους εκδοροσφαγείς τον απαιτούμενο εξοπλισμό και τα αναγκαία εργαλεία. Ότι η επιλογή των εκδοροσφαγέων για την πραγματοποίηση της σφαγής των ζώων γίνεται αποκλειστικά και μόνο από το εκκαλούν σωματείο, ενώ, αντίθετα, η εφεσίβλητη δεν έχει τη δυνατότητα να επιλέξει τους εκδοροσφαγείς, που θα εκτελέσουν συγκεκριμένη εργασία ή να τους υποχρεώσει για την εκτέλεση συγκεκριμένου έργου. Ότι οι εκκαλούντες εκδοροσφαγείς παρέχουν τις υπηρεσίες τους στους εμπόρους, των οποίων τα ζώα εισάγονται προς σφαγή στους χώρους της εφεσίβλητης. Ότι οι έμποροι καταβάλλουν την αμοιβή των εκδοροσφαγέων, η οποία έχει καθορισθεί πριν από την εκτέλεση της σφαγής, κατ' αποκοπή και ανά είδος σφαγίου, με κοινή συμφωνία μεταξύ του σωματείου και των ενδιαφερόμενων εμπόρων, χωρίς καμία απολύτως παρεμβολή της εφεσίβλητης ως προς τον προσδιορισμό του ύψους αυτής. Ότι, μόνο για λόγους διευκόλυνσης, η εφεσίβλητη ενεργεί διαμεσολαβητικά και εισπράττει από τον εκάστοτε πελάτη (χονδρέμπορο ή κρεοπώλη), για λογαριασμό και κατ' εντολή του οποίου διενεργήθηκε η σφαγή ζώων, το συμφωνηθέν μεταξύ του σωματείου και του πελάτη ποσό αμοιβής για την εκτέλεση των αντίστοιχων εργασιών από τα μέλη του, αφαιρεί τη δική της προμήθεια για την παραχώρηση των εγκαταστάσεών της και του αναγκαίου εξοπλισμού και, έπειτα, αποδίδει το υπόλοιπο ποσό στο εκκαλούν σωματείο. Ότι το τελευταίο παρακρατεί ένα μέρος του εισπραχθέντος ποσού για την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων του και, στη συνέχεια, διανέμει στα μέλη του το εναπομένον ποσό, που καλύπτει την αμοιβή τους για την παρασχεθείσα εργασία. Ότι η αποτίμηση της εργασίας εκάστου εκδοροσφαγέα και ο προσδιορισμός της αμοιβής του με βάση αυτήν και τις προσωπικές του συνθήκες γίνεται από το εκκαλούν σωματείο, πριν από τη διανομή του ποσού που αντιστοιχεί στην εκάστοτε εισπραττόμενη συνολική αμοιβή. Ότι στο άρθρο 11 του από 20-9-1971 καταστατικού του εκκαλούντος σωματείου ορίζεται ότι, μεταξύ των καθηκόντων του διοικητικού συμβουλίου του σωματείου, περιλαμβάνεται και ο καθορισμός των αποδοχών των μελών του. Ότι, για το λόγο αυτό, η εφεσίβλητη δεν χορηγεί στους εκκαλούντες εκδοροσφαγείς εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών κατά την από αυτούς είσπραξη της αμοιβής τους. Ότι, βάσει του Κανονισμού Ασφάλισης του ΙΚΑ (ΥΑ 55575/1965 ΦΕΚ Β' 816), το εκκαλούν σωματείο είναι υποχρεωμένο να ασφαλίζει το ίδιο τα μέλη του - εκδοροσφαγείς, καθώς, επίσης, να παρακρατεί και, στη συνέχεια, να καταβάλλει στο ΙΚΑ τις αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές, τόσο τις εργατικές όσο και τις εργοδοτικές. Ότι η σχέση μεταξύ των εκκαλούντων και της εφεσίβλητης καθορίσθηκε για πρώτη φορά με την από 28-9-1998 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας (ΕΣΣΕ), όπως αυτή ακολούθως τροποποιήθηκε με την από 20-9-2002 ΕΣΣΕ. Ότι σύμφωνα με το άρθρο 9 της εν λόγω από 28-9-1998 ΕΣΣΕ, το οποίο διατηρήθηκε και στη μεταγενέστερη από 20-9-2002 ΕΣΣΕ, η εφεσίβλητη δεν φέρει καμία ευθύνη και δεν εμπλέκεται σε τυχόν διενέξεις των εκκαλούντων μελών του πρώτου από τους εκκαλούντες σωματείου σχετικά με τον τρόπο διανομής των χρημάτων που εισπράττονται ως αντάλλαγμα των παρεχόμενων υπηρεσιών τους. Ότι, περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 11 του ως άνω καταστατικού του εκκαλούντος σωματείου, το διοικητικό συμβούλιο αυτού έχει το δικαίωμα να προβαίνει στις προσλήψεις των μελών του - εκδοροσφαγέων, καθώς και στις απολύσεις αυτών και, συνακόλουθα, η εφεσίβλητη δεν έχει αρμοδιότητα σχετικά με τις προσλήψεις ή τις απολύσεις των εκκαλούντων. Ότι, για το λόγο αυτό, η εφεσίβλητη ουδέποτε προέβη σε τυπικές διατυπώσεις, συνδεόμενες με την πρόσληψη, απασχόληση ή απόλυση εκδοροσφαγέων. Ότι, επίσης, όχι η εφεσίβλητη, αλλά το εκκαλούν σωματείο είναι αρμόδιο, σύμφωνα με το άρθρο 22 του καταστατικού του, για τη χορήγηση αδειών αναψυχής στους εκδοροσφαγείς - μέλη του. Ότι, επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 9 του καταστατικού του εκκαλούντος σωματείου, το διοικητικό συμβούλιο επιβάλλει πειθαρχικές κυρώσεις στα μέλη του για παραβάσεις κατά την παροχή της εργασίας τους στην επιχείρηση της εφεσίβλητης. Ότι, τέλος, το πρόγραμμα εργασίας των εκκαλούντων εκδοροσφαγέων, δηλαδή ο τρόπος, ο χρόνος και η οργάνωση της εργασίας τους, καθορίζεται από τη διοίκηση του σωματείου τους, ενώ η εφεσίβλητη δεν εποπτεύει ούτε ελέγχει την παροχή των υπηρεσιών τους, αλλά περιορίζεται στην καθοδήγηση αυτών με γενικές υποδείξεις, οι οποίες δεν αφορούν στον τρόπο άσκησης των καθηκόντων τους, αλλά στην τήρηση της τάξης στις εγκαταστάσεις του σφαγείου. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι μεταξύ της αναιρεσίβλητης (τότε εφεσίβλητης) ανώνυμης εταιρίας και των αναιρεσειόντων μελών του πρώτου από αυτούς επαγγελματικού σωματείου (τότε εκκαλούντων) δεν υφίσταται σχέση παροχής εξαρτημένης εργασίας, με αποτέλεσμα να μην έχουν γεννηθεί υπέρ αυτών οι ένδικες αξιώσεις έναντι της πρώτης. Κατόπιν αυτών, απέρριψε την έφεση κατά της τότε εκκαλουμένης αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που είχε κρίνει ομοίως. 7. Επειδή, με την κρίση αυτή, το Εφετείο ερμήνευσε και εφάρμοσε σωστά τις διατάξεις, που αναφέρονται στις προηγούμενες σκέψεις και αιτιολόγησε πλήρως, χωρίς λογικά κενά ή αντιφάσεις, την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη διάγνωσή του δέχθηκε ως αποδειχθέντα, στις διατάξεις αυτές. Ειδικότερα, αν και χωρίς ειδική αναφορά στα τεκμήρια του άρθρου 1 του ν. 2639/1998, το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε αιτιολογημένα ότι ουδεμία σχέση εξαρτημένης εργασίας συνδέει την αναιρεσίβλητη με τους 2ο έως και 21ο από τους αναιρεσείοντες, διότι οι τελευταίοι δεν υπόκεινται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από την αναιρεσίβλητη, αλλά από το 1ο από τους αναιρεσείοντες σωματείο, το οποίο ασκεί επί των μελών του το διευθυντικό δικαίωμα κατά την παροχή της εργασίας τους. Με τον τρόπο αυτό, το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε, κατ' αποτέλεσμα, ότι ανατρέπεται το τεκμήριο από τη μη κατάρτιση έγγραφης σύμβασης με τους αναιρεσείοντες για την παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών ή έργου προς την αναιρεσίβλητη, αφού η παραδοχή ότι οι υπηρεσίες τους προσφέρονταν προς τους εμπόρους, οι οποίοι επιθυμούσαν τη σφαγή των ζώων τους και πλήρωναν την αμοιβή και την εργοδοτική εισφορά για τους εκδοροσφαγείς, απέκλειε οποιαδήποτε ατομική σχέση εργασίας με την αναιρεσίβλητη (βλ. παραπάνω, αρ. 2). Περαιτέρω, η παραδοχή ότι μεταξύ των διαδίκων είχε καταρτισθεί συλλογική συμφωνία, την οποία οι ίδιοι αποκάλεσαν "επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας", δεν βρίσκεται σε αντίφαση με την παραδοχή ότι δεν υπήρξε σχέση παροχής εξαρτημένης εργασίας, αφού από το ίδιο το περιεχόμενο της συλλογικής συμφωνίας, το οποίο κατά τα κρίσιμα σημεία του παρατέθηκε στις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης, προέκυπτε η έλλειψη νομικής και πραγματικής εξάρτησης μεταξύ της αναιρεσίβλητης και των αναιρεσειόντων, πράγμα που καθιστούσε κενή περιεχομένου την, αδοκίμως δοθείσα, ονομασία της συλλογικής συμφωνίας (βλ. παραπάνω, αρ.4). Και, τέλος, από τις διατάξεις του Κανονισμού Ασφάλισης ΙΚΑ, τις οποίες, επίσης, έλαβε υπ' όψη το δικαστήριο της ουσίας, ουδόλως συνάγεται ότι η υποχρεωτική ασφάλιση των εκδοροσφαγέων στον εν λόγω ασφαλιστικό οργανισμό υποδηλώνει την ύπαρξη και λειτουργία σχέσεως εξαρτημένης εργασίας με την επιχείρηση που διαχειρίζεται το σφαγείο, όπου κατά τις περιστάσεις και με υπόδειξη του επαγγελματικού σωματείου παρέχεται κατ' αποκοπή η εργασία των μελών του (βλ. παραπάνω, αρ.3). Επομένως, άπαντες οι λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτονται συλλήβδην στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. 8. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 27-9-2013 αίτηση περί αναιρέσεως της 112/ 2013 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 15η Μαΐου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 10η Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διάκριση μεταξύ συμβάσεως παροχής εξαρτημένης εργασίας και ανεξάρτητων υπηρεσιών ή έργου. Εκδοροσφαγείς. Αιτιολογημένη κρίση για το ότι δεν συνδέονται με την επιχείρηση του σφαγείου με σχέση εργασίας. Δεν συνάγεται το αντίθετο από την έλλειψη έγγραφης σύμβασης (άρθρο 1 του ν. 2639/1998), ούτε από την ασφάλισή τους στο ΙΚΑ (Κανονισμός Ασφάλισης ΦΕΚ Β’ 816/1965) ούτε από το είχε χαρακτηρισθεί ως «επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας» η συμφωνία, με την οποία το επαγγελματικό σωματείο των εκδοροσφαγέων είχε ρυθμίσει το πλαίσιο συνεργασίας αυτού και των μελών του με την επιχείρηση του σφαγείου. Απορρίπτει την αίτηση.
Σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών
Συλλογική σύμβαση εργασίας, Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, Σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών.
0
Αριθμός 1209/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Χ. Α. του Α., κατοίκου ... και 2) Κ. Α. του Α.. Η πρώτη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Παρασκευά, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., στην οποία δηλώθηκε ότι η δεύτερη απεβίωσε και τη βιαίως διακοπείσα δίκη συνεχίζει η πρώτη. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα ΑΕ" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, με την ιδιότητα της διαχειριζόμενης της περιουσία του ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού ΕΟΤ" και εκπροσωπούσης αυτόν δικαστικώς, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ιωάννα Αλεξανδροπούλου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6-4-2001 αγωγή των αναιρεσειουσών, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 186/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 174/2009 του Εφετείου Δωδεκανήσου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείουσες με την από 4-12-2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη, ανέγνωσε την από 2-9-2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά το άρθρο 286 ΚΠολΔικ η δίκη διακόπτεται αν, μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση της υπόθεσης, μετά από την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, συντρέξει κάποιος από τους περιοριστικά αναφερόμενους στη διάταξη αυτή λόγους (NUMERUS CLAUSUS). Το αποτέλεσμα της διακοπής και της επανάληψης της δίκης επέρχεται, μόνον εφόσον τόσο το διακοπτικό γεγονός λχ θάνατος του διαδίκου κλπ, όσο και η κατά νόμιμο τρόπο γνωστοποίηση του επισυμβούν το βραδύτερο μέχρι την προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο. Η γνωστοποίηση του λόγου της διακοπής, γίνεται κατά το άρθρο 287 του ίδιου κώδικα, με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου, κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξεως, από εκείνον που έχει δικαίωμα να επαναλάβει την δίκη ή από εκείνον που μέχρι τη στιγμή της επελεύσεως του λόγου της διακοπής ήταν πληρεξούσιός του. Ως διάδικος υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης επί θανάτου του αρχικού διαδίκου νοείται ο κληρονόμος του, ο οποίος και έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη. Χωρίς όμως έγκυρη γνωστοποίηση, η δίκη συνεχίζεται κανονικά σαν αυτή να μη εχώρησε και η απόφαση εγκύρως εκδίδεται στο όνομα των αρχικών διαδίκων. Στην προκειμένη περίπτωση η πρώτη αναιρεσείουσα Χ. Α. του Α., κατέθεσε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ δήλωση ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, στην οποία περιέχεται γνωστοποίηση περί βιαίας διακοπής της δίκης λόγω του θανάτου της δεύτερης αναιρεσίβλητης και περί επαναλήψεώς της από αυτών (πρώτη αναιρεσείουσα) ως μοναδικής κληρονόμου της. Πλην όμως η γνωστοποίηση αυτή δεν είναι νόμιμη αφού δεν γίνεται με τους οριζόμενους στη διάταξη του άρθρου 287 ΚΠολΔικ τρόπους, καθόσον η δήλωση του 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ είναι γραπτή και όχι προφορική δήλωση στο ακροατήριο, που μάλιστα απλώς κατατίθεται και δεν επιδίδεται, ώστε να πληρούται το πραγματικό της εν λόγω διατάξεως του 287 ΚΠολΔικ. Ενόψει τούτων, εφόσον δεν έχει χωρήσει έγκυρη γνωστοποίηση του λόγου διακοπής της δίκης, αυτή συνεχίζεται κανονικά στο όνομα των διαδίκων, η δε υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 1 ΚΠολΔικ θα συζητηθεί ως να ήταν παρούσα και η απολιπομένη δεύτερη αναιρεσείουσα, καθόσον αυτή όπως και η πρώτη είναι οι επισπεύδουσες τη συζήτηση, όπως τούτο προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 5415γ/29.5.2012, έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ... που διενήργησε την επίδοση προς την αναιρεσίβλητη. Επειδή κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 4 του Κτηματολογικού Κανονισμού που κυρώθηκε με το υπ’ αριθμ. 132/1929 διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη στη Δωδεκάνησο και διατηρήθηκε σε ισχύ ως τοπικό δίκαιο και μετά την προσάρτηση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, δυνάμει του άρθρου 8 παρ. 2 του από 30.12.1947 ισχύοντος νόμου 510/1947, διατηρείται κατ’ αρχήν η διάκριση των γαιών σε κατηγορίες α)δημοσίων γαιών (εραζί, εμυριέ, μιρί, κλπ), β) ελεύθερης ιδιοκτησίας (μούλκ) και γ)βακουφίων, όπως είχε κατά το προϊσχύσαν στη Δωδεκάνησο Οθωμανικό Δίκαιο. Ως δημόσια κτήματα (γαίαι) της κατηγορίας "εραζί-εμυριέ" θεωρούνται οι γαίες που είχαν παραχωρηθεί κάποτε σε ιδιώτες με παραχωρητήρια (τοπία) μόνο για την ωφέλιμη κυριότητα "τεσσαρούφ", καθώς και εκείνες οι οποίες λόγω ελλείψεως τίτλου, θέλουν αναγνωρισθεί και ταξινομηθεί από τα όργανα του Κτηματολογίου, κατά την ενέργεια της βεβαιώσεως, στην ανωτέρω κατηγορία, οπότε η καταγραφή αυτή, μετά την παρέλευση των προθεσμιών των άρθρων 37 και 39 καθίσταται αμετάκλητη (άρθρ. 61 εδ. β’ ). Κατά δε το άρθρο 63 παρ. 5 του ίδιου Κτηματολογικού Κανονισμού δεν συγχωρείται εις βάρος των δημοσίων περιουσιακών κτημάτων η παραγραφή της πλήρους ή ψιλής κυριότητας ως προς τις γαίες "μιρί ή εραζί εμυριέ". Από το τελευταίο αυτό άρθρο συνδυαζόμενο και προς το άρθρο 4 εδ. στ’, με το οποίο προβλέπεται η από της ισχύος του Κανονισμού παραχώρηση της ωφέλιμης κυριότητας των δημοσίων περιουσιακών κτημάτων, μόνο με πράξη του Κυβερνήτη, σαφώς συνάγεται ότι επιτρέπεται πλέον μόνο η παραγραφή (κτητική) του δικαιώματος ωφέλιμης κυριότητας (τεσσαρούφ) των δημοσίων κτημάτων και μάλιστα οπωσδήποτε αυτών που έχουν παραχωρηθεί, ενώ αντιθέτως δεν συγχωρείται η παραγραφή του δικαιώματος ψιλής κυριότητας των ίδιων κτημάτων. Με το άρθρο 65 του ίδιου Κτηματολογικού Κανονισμού, ορίσθηκε ότι τα δημόσια οποτεδήποτε και αν αναγνωρίσθηκαν ως τέτοια, ακόμη και αν η παραχώρησή τους σε ιδιώτες έγινε μετά την Ιταλική κατάληψη των νήσων του Αιγαίου (1912), εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις του Οθωμανικού δικαίου, που ίσχυε κατά το χρόνο της κατάληψης, εφόσον συμβιβάζονται προς τις παρούσες κτηματολογικές διατάξεις. Επομένως ισχύει για τα ανωτέρω κτήματα και το άρθρο 78 του από 17 Ραμαζάν 1274 Οθωμανικού νόμου περί γαιών, με το οποίο αναγνωρίζεται δικαίωμα ανάλογο προς την χρησικτησία, (κατ’ εξαίρεση των διατάξεων του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα, οι οποίες δεν αναγνωρίζουν τον θεσμό της χρησικτησίας, ως κτητική παραγραφή) και μάλιστα με περιεχόμενο όμοιο με εκείνο που αποκτάται με έκδοση τίτλου και παραχώρηση από το Δημόσιο (τεσσαρούφ), αφού η ανωτέρω διάταξη ορίζει ότι εκείνος ο οποίος έχει εξουσιάσει και καλλιεργήσει για 10 συνεχή έτη, χωρίς δικαστική αμφισβήτηση, δημόσιες γαίες (εραζί-εμυριέ), όχι όμως βακουφικές, αποκτά επ’ αυτών δικαιώματα διηνεκούς εγκαταστάσεως, νομιμοποιούμενος στη δημιουργηθείσα και υφισταμένη πραγματική κατάσταση (ωφέλιμης κυριότητας). Έτσι και μετά την ισχύ του Κτηματολογικού Κανονισμού στην Δωδεκάνησο είναι κατά νόμο δυνατή η απόκτηση δικαιώματος "τεσσαρούφ" επί δημοσίου κτήματος όχι μόνο με παραχώρηση από το Κράτος (τον Κυβερνήτη), αλλά και με δεκαετή εξουσίασή του και μάλιστα χωρίς να είναι απαραίτητο, στην δεύτερη περίπτωση, να έχει αυτό παραχωρηθεί προηγουμένως σε ιδιώτη και να έχει καταγραφεί η σχετική πράξη στο κτηματολόγιο. Εννοείται ότι η ανωτέρω 10ετής κτητική παραγραφή στην ωφέλιμη κυριότητα επί δημοσίας γης, ισχύει κατά του Δημοσίου, εφόσον αυτή έχει συμπληρωθεί πριν από την ισχύ του α.ν. 1539/1938, ο οποίος έχει εισαχθεί στη Δωδεκάνησο με το Β.Δ/γμα της 31.12.1948/10.1.1949, δεδομένου ότι μετά από αυτήν, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του ανωτέρω νόμου, (κατά το οποίο) τα δικαιώματα του Δημοσίου επί ακινήτων κτημάτων δεν υπόκεινται σε καμμία παραγραφή, τέτοια δε παραγραφή που άρχισε πριν από την ισχύ του νόμου αυτού δεν έχει καμιά νόμιμη συνέπεια, αν αυτή δεν συμπληρώθηκε μέχρι την έναρξη της ισχύος του ανωτέρω αναγκαστικού νόμου, απαγορεύεται πλέον η παραγραφή κάθε δικαιώματος του Δημοσίου επί ακινήτου και επομένως και αυτής της ωφέλιμης κυριότητας. Εξάλλου ο νόμος 2100/1952 "περί συστάσεως οργανισμού ακινήτου περιουσίας του Δημοσίου εν Δωδεκανήσω κλπ", με το άρθρο 9 του οποίου ορίστηκε ότι επί των ακινήτων της κατηγορίας δημοσίων γαιών, επί των οποίων υπάρχει δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) αποσβέννυται οποιοδήποτε δικαίωμα του Δημοσίου και οι έχοντες δικαίωμα εξουσιάσεως αποκτούν αυτοδικαίως, χωρίς καμμία άλλη διατύπωση, την πλήρη κυριότητα επ’ αυτών, έχει εφαρμογή ειδικώς για τα κτήματα των περιφερειών των κτηματολογίων Ρόδου και Κω, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το ανωτέρω δικαίωμα εξουσιάσεως αποκτήθηκε πριν από την έναρξη της καταρτίσεως του Κτηματολογίου και διατηρήθηκε τούτο εξακολουθητικώς μέχρι της δημοσιεύσεως του ανωτέρω νόμου (26.4.1952) με την έννοια ότι φέρεται καταχωρημένο στο Κτηματολόγιο στο όνομα κάποιου εξουσιαστή (παραχωρησιούχου). Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 37-40, 51 και 61 του ίδιου ως άνω Κτηματολογικού Κανονισμού προκύπτει ότι σε ακίνητα που βρίσκονται στις περιφέρειες Ρόδου, Κω και Λέρου (Λακκί), όπου ισχύει το Κτηματολόγιο, υπόκεινται σε καταχώρηση στο οικείο βιβλίο του κτηματολογίου και ισχύουν από της καταχωρήσεως όλες οι μεταβολές της κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος του ακινήτου και ότι η υπάρχουσα στα βιβλία αρχική «θεμελιώδης» εγγραφή εμπραγμάτου δικαιώματος, όταν η εγγραφή αυτή καταστεί αμετάκλητη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 37-40 του ίδιου Κτηματ. Κανον., αποτελεί αμάχητο τεκμήριο, έναντι πάντων, ότι το εμπράγματο δικαίωμα που αφορά η ως άνω καταχώρηση (εγγραφή) στο σχετικό βιβλίο, ανήκει στο πρόσωπο που αναφέρεται στην αρχική (θεμελιώδη) αυτή εγγραφή, ενώ οι μεταγενέστερες της θεμελιώδους εγγραφές (όπως και η θεμελιώδης που δεν κατέστη αμετάκλητη) αποδεικνύουν μεν το δικαίωμα επί του ακινήτου, πλην όμως το παραγόμενο από αυτές τεκμήριο είναι μαχητό (ΟλΑΠ 1270/1985). Περαιτέρω στο άρθρο 57 του Κτηματολογικού Κανονισμού προβλέπεται, εκτός από την περίπτωση της διόρθωσης (μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου ή αυτεπαγγέλτως) υλικού σφάλματος ή παραλείψεως που παρεισέφρησαν κατά την ενέργεια των εγγραφών στο κτηματικό βιβλίο (παρ. 1, 2 και 3) και η περίπτωση ανάκτησης ακινήτου ή τμημάτων αυτού ειδικά για τα ακίνητα που ανήκουν στο Δημόσιο. Ειδικότερα, στην παράγραφο 4 περίπτωση γ του ανωτέρω άρθρου 57, προβλέπεται ότι εντός των τριών πρώτων ετών από την (θεμελιώδη) καταγραφή του ακινήτου και αφού ληφθεί υπόψη η γνώμη των Προϊσταμένων των Γραφείων της Οικονομικής Εφορίας και της Διαχείρησης Δημοσίων Κτημάτων, μπορεί να γίνει ανάκτηση ακινήτου ή τμήματος αυτού, ανήκοντος στο Δημόσιο, όταν "ως εκ της φύσεώς των ή εκ της καταστάσεως της καλλιέργειάς των πεπλανημένως απεδόθησαν εις ιδιώτην ή εις νομικά πρόσωπα", ενώ στην παρ. 5 του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι κατά της αποφάσεως του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου (ήδη Κτηματολογικού δικαστή) με την οποία διατάσσεται ή απορρίπτεται η διόρθωση μιας εγγραφής ή μιας βεβαιώσεως, επιτρέπεται εντός προθεσμίας 15 ημερών, από της κοινοποιήσεως αυτής, προσφυγής εις τον Κυβερνήτη, ο οποίος αποφασίζει οριστικά. Από την άνω διάταξη της παραγρ. 4 περίπτ. γ’ του άρθρου 57 του Κτηματολογικού Κανονισμού, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 45 παρ. 1, 46 παρ. 1 και 63 παρ. 4 και 5 του ίδιου Κανονισμού, σαφώς συνάγεται ότι: α)για δημόσιο κτήμα που έχει εγγραφεί στο κτηματικό βιβλίο, επ’ ονόματι του εξουσιαστή προς τον οποίο έγινε η παραχώρηση, προβλέπεται, τηρουμένης της ειδικής στο άνω άρθρο διαδικασίας (γνωμοδότηση των Προϊσταμένων των Γραφείων της Οικονομικής Εφορίας και της Διαχείρησης Δημοσίων Κτημάτων) περίπτωση απώλειας «εκπτώσεως» του δικαιώματος της παραχωρήσεως (εξουσιάσεως) και περιελεύσεως αυτού στην κυβέρνηση, εφόσον η τελευταία διαπιστώσει δια των οργάνων της εντός τριών ετών από της καταγραφής (πριν δηλαδή η θεμελιώδης εγγραφή καταστεί αμετάκλητη), ότι λόγω της φύσεως του ακινήτου ή της καταστάσεως της καλλιέργειάς του, από πλάνη παραχωρήθηκε το άνω δικαίωμα και εκδόθηκε επ’ ονόματι του εξουσιαστή ο τίτλος και β) επί των άνω κτημάτων η ψιλή κυριότητα (ρεκαμπέ) της Κυβέρνησης της Κτήσεως μετατρέπεται σε πλήρη κυριότητα «ανάκτηση του ακινήτου» με την εγγραφή της σχετικής περί απωλείας του δικαιώματος εξουσιάσεως διατάξεως του Προϊσταμένου του Κτηματολογίου. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 69 του Κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι οι παραχωρημένες δημόσιες γαίες οι οποίες σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή έμειναν ακαλλιέργητες, εγκαταλελειμμένες ή σε αγρανάπαυση για χρονική περίοδο μεγαλύτερη των τριών ετών, εκπίπτουν του δικαιώματος παραχωρήσεως και περιέρχονται στην πλήρη διάθεση της Κυβέρνησης, προκύπτει ότι προϋπόθεση για την παραχώρηση σε ιδιώτη μιας δημόσιας γαίας ήταν η καλλιέργεια αυτής. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται, ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων, σ’ αυτό, αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:" Στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας Κοσκινού Ρόδου βρίσκεται ένα ακίνητο νομικής φύσης "αρζί μιρί", εκτάσεως 70.000 τ.μ., με κτηματολογικά στοιχεία τόμος γαιών Κοσκινού 2, φύλλο 5, μερίδα ..., φάκελος ..., το οποίο συνορεύει ανατολικά με περίκρημνο θαλάσσια ακτή, νότια με την υπ’ αριθ. ... μερίδα, δυτικά με τις υπ’ αριθ. ..., ... και ... μερίδες και βόρεια με τις υπ’ αριθ. ... και ... μερίδες. Στο εν λόγω ακίνητο σύμφωνα με το με αριθμό 240/Μάρτιος 1292 (ελληνικό έτος 1876) πιστοποιητικό του Αυτοκρατορικού Κτηματολογίου (Τουρκικός Τίτλος), το οποίο προσκομίζεται σε επίσημη μετάφραση από την τουρκική στην ελληνική γλώσσα, του οποίου η νομική φύση είναι αρζί μιρί (δημόσια εν παραχωρήσει γαία) φέρεται να έχει παραχωρηθεί δικαίωμα εξουσιάσεως στον Π. Α., ήτοι παππού εκ πατρός των εναγουσών. Στη συνέχεια κατά τη σύνταξη του απογραφικού βιβλιαρίου [το απογραφικό βιβλιάριο βρίσκεται μέσα στο "φάκελλο" και έχουν καταχωρηθεί σ’ αυτό πλείστα χρήσιμα στοιχεία, τα οποία αφορούν το ακίνητο κατά την πρώτην απογραφήν του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι πληροφορίες τις οποίες συνέλεξε το Συνεργείο απογραφής για την κατάσταση κάθε ακινήτου (Θεοδωρόπουλος σελίς 135)] του ανωτέρω ακινήτου στις 23.05.1923 (το οποίο επίσης προσκομίζεται σε επίσημη μετάφραση από την ιταλική στην ελληνική γλώσσα), το επίδικο ακίνητο καταχωρήθηκε στο όνομα του Α. Α. του Π., πατέρα των εναγουσών, τον οποίο οι τελευταίες κληρονόμησαν μετά τον κατά το έτος 1981 θάνατό του, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, ενώ και στο απογραφικό βιβλιάριο η νομική φύση του ακινήτου καταγράφεται ως "αρζί μιρί". Στο άνω βιβλιάριο τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του άνω ακινήτου αναφέρονται ως εξής: Στην ένδειξη χρήση ακινήτου αυτό αναφέρεται ως "θαμνώδες βοσκοτόπι", στην ένδειξη περιγραφή του βαθμού γονιμότητας του εδάφους καταγράφεται η ένδειξη "ελάχιστη", (βλ. στοιχ. 16 του απογραφικού βιβλιαρίου), στην ένδειξη αν εξάγονται γεωργικά προϊόντα αναφέρεται η λέξη "κανένα", ενώ στη σελίδα που πρέπει να περιγραφεί η ύπαρξη του είδους της καλλιέργειας δεν σημειώνεται καμία ένδειξη. Με βάση τα παραπάνω στοιχεία και καταγραφές προκύπτει ότι το εν λόγω ακίνητο κατά το έτος 1923 δεν ήταν καλλιεργήσιμη γαία και ότι, δεδομένου ότι επρόκειτο για ακίνητο νομικής φύσης "αρζί μιρί" ήτοι δημόσιας εν παραχωρήσει γαίας, με το να καταγραφεί κατά την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου στο όνομα του Α. Α. του Π., δυνάμει της υπ’ αριθ. 204/08.11.1927 διάταξης του Προέδρου της Επιτροπής Κτηματολογίου, αυτός απέκτησε δικαίωμα μόνο ωφέλιμης κυριότητας, καθόσον, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας παρέμενε στο Ιταλικό Δημόσιο. Στη συνέχεια στις 11 Ιουνίου του έτους 1930 και ενώ, όπως προαναφέρθηκε, το επίδικο ακίνητο από αρχική θεμελιώδη καταγραφή στα κτηματολογικά βιβλία φαινόταν εγγεγραμμένο στο όνομα του Α. Α., δυνάμει του υπ’ αριθ. 54.843/01.04.1930 διατάγματος εγγράφηκε στα κτηματολογικά βιβλία κατά πλήρη κυριότητα στο όνομα της Κυβέρνησης των Ιταλικών Νήσων του Αιγαίου, η εγγραφή δε αυτή αποτελεί μεταγενέστερη της αρχικής (θεμελιώδους). Σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη (διάταγμα), η οποία προσκομίζεται σε επίσημη μετάφραση από την ιταλική στην ελληνική γλώσσα, η Κυβέρνηση των Νήσων του Αιγαίου, με τη σύμφωνη γνώμη των Προϊσταμένων της Οικονομικής Υπηρεσίας και της Υπηρεσίας του Δημοσίου, προχώρησε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 57 του Κτηματολογικού Κανονισμού, σε "διόρθωση" της αρχικής θεμελιώδους εγγραφής, με αποτέλεσμα η Κυβέρνηση των Νήσων του Αιγαίου να ανακτήσει το δικαίωμα της ωφέλιμης κυριότητας του ακινήτου, το οποίο από την αρχική θεμελιώδη εγγραφή είχε ο Α. Α., αποκτώντας κατ’ αυτό τον τρόπο την πλήρη κυριότητα επ’ αυτού. Με βάση τα ανωτέρω, προκύπτει ότι η γενόμενη μεταγενέστερη εγγραφή στο όνομα της Κυβέρνησης των Νήσων του Αιγαίου έλαβε χώρα στις 11 Ιουνίου 1930, ήτοι πριν συμπληρωθεί τριετία από την καταγραφή της θεμελιώδους εγγραφής (08.11.1927) και συνεπώς, για το λόγο αυτό, σύμφωνα και με τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, η θεμελιώδης εγγραφή δεν είχε καταστεί αμετάκλητη και δεν παρείχε αμάχητο τεκμήριο σχετικά με το δικαίωμα επί της ωφέλιμης κυριότητας του αρχικού τιτλούχου. Περαιτέρω, η εν λόγω μεταγενέστερη εγγραφή στηρίχθηκε στη διάταξη του άρθρου 57 περ. γ’ του Κανονισμού, καθόσον εκ της φύσεως του ακινήτου ως "θαμνώδους βοσκότοπου", χωρίς άλλες καλλιέργειες, όπως αυτό επιβεβαιώνεται τόσο από τις προαναφερθείσες εγγραφές στο απογραφικό βιβλιάριο του ακινήτου όσο και από τον χαρακτηρισμό αυτού όπως προκύπτει από τα κτηματολογικά βιβλία, δεν δικαιολογείτο η παραχώρηση του δικαιώματος της ωφέλιμης κυριότητας στον εν λόγω τιτλούχο (Α. Α.), διότι το δικαίωμα της ωφέλιμης κυριότητας στηρίζεται στο γεγονός της καλλιέργειας του ακινήτου από τον εξουσιαστή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα. Κατ’ ακολουθία των παραπάνω, η γενόμενη μεταγενέστερη εγγραφή ήταν καθ’ όλα νόμιμη και σύμφωνη με τα αναφερόμενα στο άρθρο 57 περ. γ’ του Κτηματολογικού Κανονισμού. Επομένως η καταχώρηση την οποία έκαμε επ’ ονόματί του το Ιταλικό Δημόσιο το 1930, αποτελεί διόρθωση της εγγραφής που εγένετο επ’ ονόματι του πατέρα των εναγουσών το έτος 1927 προβλεπόμενη (η διόρθωση) από το άρθρο 57 του Κτηματολογικού Κανονισμού με την οποία (καταχώριση του 1930) ο εξουσιαστής πατέρας των εναγουσών απώλεσε το δικαίωμα εξουσιάσεως το οποίο και απέκτησε το Ιταλικό Δημόσιο το τελευταίο δε δια της εγγραφής του δικαιώματος αυτού επ’ ονόματί του απέκτησε το ακίνητο κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας. Εξάλλου η αρχική (βασική, θεμελιώδης) εγγραφή του 1927 ήταν προσωρινή και ουδέποτε κατ’ εφαρμογή των άρθρων 37, 38 και 39 οριστικοποιήθηκε (με την Ολομ. 1270/1985 η εγγραφή ονομάζεται τελεσίδικη) και κατά μείζονα λόγο αυτή δεν κατέστη αμετάκλητη, αφού πριν να παρέλθει τριετία το ακίνητο γράφτηκε κατά πλήρες δικαίωμα στο όνομα του Ιταλικού Δημοσίου (ανακτήθηκε) και επομένως αφού αυτή (η θεμελιώδης εγγραφή του 1927) δεν έγινε αμετάκλητη δεν παράγεται αμάχητο τεκμήριο από την εγγραφή αυτή υπέρ του δικαιοπαρόχου των εναγουσών αλλά μαχητό όπως, μαχητό τεκμήριο παράγουν και οι μεταγενέστερες εγγραφές. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το σχετικό αίτημα περί αναγνώρισης της ακυρότητας της εγγραφής του επιδίκου ακινήτου στο Ιταλικό Δημόσιο πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι και η επόμενη εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία, η οποία διατάχθηκε με τις υπ’ αριθμ. 1540/1973, 3722/1975 και 4935/1976 διατάξεις του Κτηματολογικού Δικαστή, δυνάμει της οποίας το επίδικο ακίνητο περιήλθε από το Ελληνικό Δημόσιο στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού, τη διαχείριση της περιουσίας του οποίου, καθώς και την εκπροσώπησή του έχει αναλάβει η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Α.Ε.", σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12 και 13 του ν.2636/1998, είναι καθ’ όλα έγκυρη, αφενός διότι στηρίχθηκε στην αμέσως προηγούμενη νομότυπη και έγκυρη εγγραφή, αφετέρου διότι έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6 και 8 του ν.δ. 920/1971 (ΦΕΚ 148/23.07.1971), με το οποίο προβλεπόταν η μεταβίβαση της κυριότητας διαφόρων ακινήτων του Ελληνικού Δημοσίου προς τον ΕΟΤ, σε συνδυασμό με το αρθ. 1 εδ. Δ’ αρ. 14 του ν.162/1975 (ΦΕΚ 199/20.09.1975) "Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων τινών του ν.δ. 920/1971", όπου ρητώς προβλέπεται ότι το επίδικο ακίνητο είναι από αυτά που περιέρχονται στην κυριότητα του ΕΟΤ. Συνεπώς και το σχετικό αίτημα περί αναγνώρισης της ακυρότητας της ως άνω εγγραφής του επιδίκου ακινήτου στον ΕΟΤ πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. Κατόπιν των ανωτέρω και παρά το γεγονός ότι ο δικαιοπάροχος των εναγουσών είχε καταγραφεί στα κτηματολογικά βιβλία ως δικαιούχος, του δικαιώματος "τεσσαρούφ" επί του επιδίκου ακινήτου, με τη γενόμενη μεταγενέστερη εγγραφή στο όνομα του Ιταλικού Δημοσίου, η οποία όπως προαναφέρθηκε ήταν νόμιμη, απώλεσε το δικαίωμά του αυτό, με αποτέλεσμα το Ιταλικό Δημόσιο να ανακτήσει επί του εν λόγω ακινήτου την πλήρη κυριότητα. Πρέπει να λεχθεί ότι πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 του ν.2100/1952 δεν υπάρχει στην προκειμένη περίπτωση και τούτο διότι ο πατέρας των εναγουσών δεν διατήρησε εξακολουθητικά εγγεγραμμένο το δικαίωμά του μέχρι τη δημοσίευση του άνω νόμου σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην υπό στοιχ. ΙΙΙ (Ε) νομική σκέψη. Ωστόσο, ενώ ο Α. Α., θα μπορούσε ως "σφετεριστής" να αποκτήσει το "τεσσαρούφ", εξουσιάζοντας και καλλιεργώντας το επίδικο για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών, μέχρι το έτος 1949 δεν αποδείχθηκε ότι ο πατέρας των εναγουσών ασκούσε πράξεις νομής στο επίδικο και δη από της καταρτίσεως του Κτηματολογίου μέχρι το έτος 1949 αφού κανένα αποδεικτικό μέσο προσκομίστηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και δη ουδείς μάρτυρας εξετάστηκε, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα πρακτικά του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, οι δε εκκαλούσες δεν επικαλούνται ούτε προσκομίζουν τη ληφθείσα με αριθμό .../23.3.2004 ένορκη βεβαίωση του Α. Φ. του Κ. που δόθηκε με επιμέλεια εκείνων ενώπιον της συμβολαιογράφου Ρόδου Χρυσάνθης Ευσταθίου-Μητσού, της οποίας και γίνεται μνεία με την εκκαλούμενη. Πρέπει να λεχθεί ότι οι ενάγουσες με την αγωγή ισχυρίστηκαν ότι η με αριθμ. 54843/1930 πράξη του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού γραφείου (τίτλος της Κυβέρνησης της Κτήσεως) είναι άκυρη διότι το επίδικο δεν ήταν βοσκότοπος, όπως εκτίθεται στην άνω πράξη, αλλά αμπέλι και επομένως η επακολουθήσασα καταχώρηση της πράξης δηλαδή η 6111/11.7.1930 διάταξη του ίδιου ως άνω Προϊσταμένου είναι άκυρη. Με το πρώτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούσες ισχυρίζονται ότι η καταχώρηση (6111/1930) είναι άκυρη διότι ο τίτλος της Κυβέρνησης της Κτήσεως δεν ήταν δεκτικός καταχωρήσεως αφού δεν κοινοποιήθηκε ποτέ στον πατέρα τους ώστε να καταστεί καταχωριστέος με την πάροδο της 15ημερης προθεσμίας του άρθρου 57 § 5 του Κτημ. Κανονισμού προς άσκηση προσφυγής κατά της αποφάσεως του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού γραφείου, επί πλέον δε η άνω πράξη δεν στρέφεται κατά του πατέρα τους Α. Π. Α., αλλά κατά άσχετου προσώπου ονομαζόμενου Σ. Π. Σ.. Η το πρώτον όμως στην έκκλητη δίκη με την έφεση επιχειρούμενη μεταβολή της βάσεως της αγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 226 εδ. α’ και β’ ΚΠολΔικ και ο σχετικός λόγος της έφεσης είναι απαράδεκτος. Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις μνημονευθείσες διατάξεις των άρθρων 57 και 68 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου, του άρθρου 78 του από 17 Ραμαζάν 1274 Οθωμανικού Νόμου περί γαιών καθώς και του άρθρου 9 του Ν. 2100/1952, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, ενόψει του ότι υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτή και υπήχθησαν στις παραπάνω διατάξεις, όπως η έννοια αυτών αναλύθηκε στη νομική σκέψη και του συμπεράσματος του δικανικού της συλλογισμού. Ειδικότερα διαλαμβάνεται στην απόφαση ότι προτού να καταστεί αμετάκλητη η αρχική (θεμελιώδης) υπ’ αριθμ. 204/8.11.1927 εγγραφή, στο Κτηματολόγιο, του επιδίκου, στο όνομα του δικαιοπαρόχου των εναγουσών πατέρα τους Α. Α. του Π., ήτοι προτού να παρέλθει τριετία από της εγγραφής αυτής, έγινε "διόρθωση" με το υπ’ αριθμ. 54843/1.4.1930 διάταγμα, σύμφωνα με το άρθρο 57 του Κανονισμού και μεταγενέστερη εγγραφή στις 11.6.1930 με αποτέλεσμα η Κυβέρνηση των Νήσων του Αιγαίου να αποκτήσει το δικαίωμα της ωφέλιμης κυριότητας του επιδίκου και συνακόλουθα την πλήρη κυριότητά του, ενόψει δε του ότι το επίδικο δεν ήταν καταγεγραμμένο στο όνομα του δικαιοπαρόχου των εναγουσών, δεν συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 9 του Ν. 2100/1952, ενώ περαιτέρω ο εν λόγω δικαιοπάροχος δεν εξουσίασε το επίδικο τουλάχιστον επί μία 10ετία μέχρι το 1949 με καλλιέργεια, αφού τούτο ως εκ της φύσεώς του ως "θαμνώδες βοσκοτόπι" δεν καλλιεργείτο, μη συντρεχουσών ως εκ τούτου των προϋποθέσεων των άρθρων 65 και 69 του Κανονισμού, καθώς και του άρθρου 78 του από 17 Ραμαζάν 1274 Οθωμανικού Νόμου. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα δεύτερος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως κατά τον οποίο "ο τίτλος της Κυβέρνησης Κτήσεως δεν ήταν δεκτικός καταχωρήσεως, γιατί δεν κοινοποιήθηκε ποτέ στον δικαιοπάροχο των εναγουσών, ώστε να καταστεί καταχωρητέος με την πάροδο της 15νθήμερης προθεσμίας του άρθρου 57 παρ. 5 του Κτηματικού Κανονισμού προς άσκηση προσφυγής κατά του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού γραφείου", ενώ περαιτέρω "η πράξη αυτή δεν στρεφόταν κατά του εν λόγω δικαιοπαρόχου, αλλά κατά τρίτου προσώπου ονομαζομένου Σ. Π. Σ." είναι απαράδεκτος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔικ γιατί αφορά σε ισχυρισμό, που αυτοτελώς θεμελιώνει αγωγικό αίτημα περί ακυρότητας της ένδικης εγγραφής, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας και δεν αποτέλεσε αντικείμενο της ένδικης διαφοράς, που ήταν η ακυρότητα της από 11.6.1930 εγγραφής, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 54843/1.4.1930 διατάγματος, γιατί το επίδικο δεν ήταν βοσκότοπος, αλλά καλλιεργήσιμη γη και συγκεκριμένα αμπέλι, ενώ, επίκληση του αναφερομένου στον ερευνώμενο λόγο ισχυρισμού περί μη κοινοποιήσεως κ.λπ του τίτλου, για πρώτη φορά έγινε και μάλιστα αορίστως στο εφετήριο, καθόσον γίνεται επίκληση μόνο της διατάξεως του άρθρου 57 του ΚΚΔ και στη συνέχεια στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης και ως εκ τούτου δεν κατέστη αντικείμενο κρίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ενόψει τούτων οι δύο πρώτοι λόγοι της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν. Επειδή κατά το άρθρο 8 παρ. 3 του ΝΔ 920/1971 "Συμβάσεις Δημοσίου - ΕΟΤ ..." "πάντα τα ακίνητα, μετά των επ’ αυτών εγκαταστάσεων και εξοπλισμού τούτων, εις α αναφέρεται η εν άρθρω 6 του παρόντος σύμβασις ... περιέρχονται δυνάμει του παρόντος και άνευ ετέρας διατυπώσεως εις την πλήρη κυριότητα του ΕΟΤ". Μεταξύ των ακινήτων αυτών περιλαμβάνονται, όπως τούτο προκύπτει από το άρθρο 6 παρ. 1 του ίδιου Ν.Δ. και τα ακίνητα που δυνάμει του Ν. 2100/1952 περιήλθαν κατά κυριότητα στον "Οργανισμό Ακινήτου Περιουσίας του Δημοσίου εν Δωδεκανήσω ΟΔΠΔΔ" και κατά διοίκηση και διαχείρηση μέχρι το 1975 στον ΕΟΤ, δυνάμει των Ν. 3295/1953 και 3231/1955 και του εις εκτέλεση του άρθρου 5 του Ν. 2295/1953 εκδοθέντος ΒΔ της 11-3/20.4.1957. Στη συνέχεια με το Κεφάλαιο Β του Ν. 2636/26/27.8.98 (άρθρα 12 έως και 22) συνεστήθη ανώνυμη εταιρεία για τη διαχείρηση της περιουσίας του ΕΟΤ, της οποίας η επωνυμία κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του εν λόγω νόμου ήταν "Ανώνυμη Εταιρεία Αξιοποίησης Περιουσίας ΕΟΤ" και ο σκοπός κατά το άρθρο 13 παρ. 1 «... η διοίκηση, η διαχείριση και η αξιοποίηση της περιουσίας και των επιχειρηματικών μονάδων του ΕΟΤ»«, ενώ μεταξύ των περιουσιακών της στοιχείων ήταν κατά το άρθρο 13 παρ. 2 εδ. α’» «τα κάθε είδους κινητά και ακίνητα πράγματα, συμπεριλαμβανομένου και του εξοπλισμού τα οποία ανήκουν κατά κυριότητα στον ΕΟΤ ...» . Στη συνέχεια η εταιρεία αυτή με το Ν. 2837/2000 μετονομάστηκε σε "Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα ΑΕ" και ήδη έχει μετονομασθεί σε "Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου ΑΕ" (δυνάμει της Δ6Α 1162069 ΕΞ 2011 ΚΥΑ - ΦΕΚ 2779/Β/2.12.11 - που εκδόθηκε σε εκτέλεση του άρθρου 66 Ν. 4002/2011). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι εσφαλμένα δέχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο, έχει περιέλθει στον ΕΟΤ, σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13 του Ν. 2636/1998, καθόσον παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 3 και 6 του Ν. 920/71. Ως προς το ζήτημα αυτό στην προσβαλλομένη απόφαση αναφέρεται "Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι και η επόμενη εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία, η οποία διατάχθηκε με τις υπ’ αριθμ. 1540/1973, 3722/1975 και 4935/1976 διατάξεις του Κτηματολογικού Δικαστή, δυνάμει της οποίας το επίδικο ακίνητο περιήλθε από το Ελληνικό Δημόσιο στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού, τη διαχείριση της περιουσίας του οποίου, καθώς και την εκπροσώπησή του έχει αναλάβει η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα ΑΕ", σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12 και 13 του ν. 2636/1938, είναι καθ’ όλα έγκυρη, αφενός διότι στηρίχθηκε στην αμέσως προηγούμενη νομότυπη και έγκυρη εγγραφή, αφετέρου διότι έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6 και 8 του ΝΔ 920/71, με το οποίο προβλεπόταν η μεταβίβαση της κυριότητος διαφόρων ακινήτων του Ελληνικού Δημοσίου προς τον ΕΟΤ ...". Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο δεν παραβίασε τις επικαλούμενες διατάξεις, καθόσον κατά τις παραδοχές αυτές αλλά και εκείνες που εκτίθενται παραπάνω στο υπόλοιπο περιεχόμενο της αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες δεν έχουν δικαιώματα, επί του επιδίκου ακινήτου και τούτο ορθά μετά την εγγραφή της 11.6.1930 γράφτηκε στα κτηματολογικά βιβλία με τις επικαλούμενες διατάξεις του Κτηματολογικού Δικαστή στο όνομα του ΕΟΤ, στον οποίο νόμιμα μεταβιβάστηκε, κατά κυριότητα με τις αναφερόμενες στην απόφαση και αναλυόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 3 και 6 παρ. 1 του ΝΔ 920/1971, στις οποίες (διατάξεις) ως μεταβιβαζόμενα, μεταξύ άλλων στον ΕΟΤ ακίνητα είναι και εκείνα, που όπως το επίδικο περιήλθαν στο Δημόσιο και δη στον "Οργανισμό Ακίνητης Περιουσίας του Δημοσίου εν Δωδεκανήσω" κατά τον Ν. 2100/1952 και που ήδη κατά το αναφερόμενο στη νομική σκέψη άρθρο 13 του Ν. 2636/1938 ανήκουν στην περιουσία της αναιρεσίβλητης. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος τρίτος λόγος είναι αβάσιμος και γι’ αυτό πρέπει, όπως και η αναίρεση, στο σύνολό της, να απορριφθούν. Οι αναιρεσείουσες, λόγω της ήττας τους (άρθρο 183 και 176 ΚΠολΔικ) πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το εφαρμοζόμενο επί του Δημοσίου άρθρο 22 του Ν. 3693/1957 και όπως τούτο ισχύει (ΚΥΑ 134423/1992), των δικονομικών προνομίων του οποίου απολαμβάνει η αναιρεσίβλητη, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Ν. 2636/26-27/8.1998, ως εταιρεία διαχειριζομένη την περιουσία του ΕΟΤ, ο οποίος κατά το άρθρο 1 παρ. 12 του Ν. 2160/1993 έχει τα προνόμια αυτά. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 4.12.2011 αίτηση των Χ. Α. του Α. και Κ. Α. του Α., κατά της ανώνυμης εταιρείας "Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα ΑΕ" για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 174/2009 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου. Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 30η Απριλίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3η Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αν δε γίνει έγκυρη γνωστοποίηση το λόγου της διακοπής η δίκη συνεχίζεται στο όνομα των αρχικών διαδίκων. Η κατά το άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ δήλωση παράστασης στο ακροατήριο δεν καλύπτει τις προϋποθέσεις του 287 ΚΠολΔ . Κατά τον Κτηματολογικό Κανονισμό Δωδεκανήσου διατηρείται η κατά το Οθωμανικό δίκαιο διάκριση των Γαιών ΚΚΔ αρθ 63 παρ 5, 4 εδ στ. 65, 69, 57. Κατά το αρθρ 78 του από 17 Ραμαζαν 1274 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών αναγνωρίζεται δικαίωμα τεσσαρούφ, αν αυτός εξουσιάζει καλλιεργήσιμη γαία επί 10 έτη χωρίς δικαστική αμφισβήτηση Ν. 2100/1952. Κατά τα άρθρα 37-40, 51 και 61 το ΚΚΔ τα ακίνητα που βρίσκονται στις περιφέρειες Ρόδου Κω και Λέρου όπου ισχύει το κτηματολόγιο υπόκεινται σε καταχώρηση στο οικείο βιβλίο, που όταν καταστεί αμετάκλητη, αποτελεί αμάχητο τεκμήριο έναντι πάντων ότι το εμπράγματο δικαίωμα στο οποίο αφορά η καταχώρηση κατά το αρθρ. 57 παρ 4 περ γ εντός των τριών πρώτων από την καταγραφή μπορεί να γίνει ανάκτηση από το Δημόσιο, κατά δε της σχετικής μπορεί να γίνει προσφυγή εντός 15 ημερών από της κοινοποιήσεως. Ισχυρισμός που δεν έχει προταθεί νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας είναι κατά 562 παρ 2 ΚΠολ Δ απαράδεκτος 8 παρ 3ΝΔ 920/71 τα ακίνητα της παρ 6 του εν λόγω νόμου περιέρχονται στον ΕΟΤ. Σε αυτά περιλαμβάνονται και τα ακίνητα του Ν 2100/52. Με το Ν 2636/26/27.8.98 συνεστήθη ΑΕ για διαχείριση της περιουσίας του ΕΟΤ με την επωνυμία «Αν Ετ Αξιοποίησης Περιουσίας ΕΟΤ» που στη συνέχεια με το Ν2837/2000 μετονομάστηκε σε «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα ΑΕ» και ήδη μετονομασθεί σε «Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου ΑΕ» που απολαμβάνει των δικονομικών προνομίων του Δημοσίου.
Κτηματολογικός Κανονισμός Δωδεκανήσου
Αγωγή αναγνωριστική, Κτηματολογικός Κανονισμός Δωδεκανήσου.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1202/ 2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Φ. Σ. του Γ., κατοίκου ... και 2) Φ. Σ. του Κ., κατοίκου .... Ο 1ος παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητα του ως δικηγόρου και μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Εμμανουήλ Γιαννακάκι και ο 2ος εκπροσωπήθηκε από τους ως άνω πληρεξούσιους δικηγόρους του. Της αναιρεσίβλητης: Ν. Σ. του Γ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ασημάκη Κουρσόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3/12/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4292/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 4485/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 27/5/2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 19/12/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση. Ο 1ος αναιρεσείων και ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 1923 παρ. 1 ΑΚ ο διαθέτης μπορεί να υποχρεώσει τον κληρονόμο να παραδώσει έπειτα από ορισμένο γεγονός ή χρονικό σημείο την κληρονομιά που απέκτησε ή ποσοστό της σε άλλον (καταπιστευματοδόχο). Για τη σύσταση του καταπιστεύματος, όπως προκύπτει από την παραπάνω διάταξη, δεν είναι ανάγκη να γίνει χρήση πανηγυρικών φράσεων, ούτε καν της λέξης "καταπίστευμα". Αυτό μπορεί να γίνει και με έμμεση δήλωση του διαθέτη, αρκεί πάντως να προκύπτει από τη διαθήκη η θέληση του διαθέτη, να γίνει κάποιος κληρονόμος μόνο για ορισμένο διάστημα (TRACTUS TEMPORIS) και μετέπειτα κληρονόμος αυτού να γίνει άλλος. Ο καταπιστευματοδόχος είναι, κληρονόμος υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, που πληρώνεται με το θάνατο του διαθέτη και στην οποία αντιστοιχεί διαλυτική αίρεση ή προθεσμία της εγκατάστασης του αρχικού άμεσου κληρονόμου. Είναι ζήτημα ερμηνείας της διαθήκης κάθε φορά πότε, από τον τρόπο διατύπωσης της τελευταίας βούλησης, ενυπάρχει σε αυτή σύσταση καθολικού καταπιστεύματος και ποιο είναι το πρόσωπο του καταπιστευματοδόχου. Περαιτέρω από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 επ. ΑΚ, προκύπτει ότι κατά την ερμηνεία των διαθηκών αναζητείται μόνο η αληθινή βούληση του διαθέτη, σκοπούμενη από άποψη υποκειμενική και όχι αντικειμενική, υπό την οποία θα την αντιλαμβάνονται οι τρίτοι, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, ενώ δεν έχουν εφαρμογή τα κριτήρια του άρθρου 200 ΑΚ, αφού αυτά αναφέρονται όχι σε μονομερείς δικαιοπραξίες, αλλά σε συμβάσεις. Εξάλλου έδαφος για τέτοια ερμηνεία, που θα αποβλέπει στην αναζήτηση βούλησης διαφορετικής από εκείνη, η οποία εκφράστηκε με τις λέξεις που χρησιμοποίησε ο διαθέτης, δεν παρέχεται όταν κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η διατύπωση που έγινε με τις παραπάνω λέξεις είναι απόλυτα σαφής και αποδίδει με πληρότητα αυτό που και ο διαθέτης θέλησε. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί της ύπαρξης ή όχι ανάγκης προσφυγής στις αμέσως πιο πάνω ερμηνευτικές διατάξεις, ως αναγομένης την εκτίμηση πραγμάτων δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Παραβίαση του ερμηνευτικού κανόνα του άρθρου 173 ΑΚ υφίσταται όταν το δικαστήριο μολονότι ανελέκτως διαπιστώνει, έστω και εμμέσως την ύπαρξη κενού και αμφιβολίας στη δήλωση βουλήσεως του διαθέτη και εντεύθεν την ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας της, παραλείπει να προσφύγει στη διάταξη του πιο πάνω άρθρου ή προσφεύγει στην εφαρμογή της διατάξεως αυτής και τη συμπλήρωση ή ερμηνεία της διαθήκης, μολονότι δέχεται, επίσης ανελέγκτως ότι η διαθήκη είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπληρώσεως ή ερμηνείας, ακόμη δε και όταν προβαίνει σε κακή εφαρμογή της, οπότε ο αναιρετικός έλεγχος καταλαμβάνει και την ορθότητα της κρίσεως του δικαστηρίου, αναφορικά με την ερμηνεία της βούλησης του διαθέτη, αφού πρόκειται για εφαρμογή διατάξεως ουσιαστικού δικαίου. Η ερμηνεία της διαθήκης εξάλλου, κατά την αναγόμενη στο ρωμαϊκό δίκαιο αρχή FAVOR TESTAMENTI, πρέπει να κατατείνει στη διάσωση του κύρους της επίμαχης διατάξεως, προκειμένου επί δύο δυνατών νοημάτων και οδηγούντος τη διατήρηση της ισχύος της αμφίβολης διατάξεως, αφού εν πάσει περιπτώσει ο διαθέτης απέβλεψε σε κάποιο αποτέλεσμα εξ αυτής. Για την άρση δε των γενομένων αμφιβολιών επιτρεπτώς λαμβάνονται υπόψη από τον ερμηνευτή και στοιχεία εκτός του κειμένου της διαθήκης, όπως άτυπες δηλώσεις του διαθέτη προς τρίτους, το κοινωνικό του περιβάλλον, οι τυχόν προσωπικές (γλωσσικές ή επαγγελματικές συνήθειες αυτού: επιστολές του, προηγούμενα σχέδια διαθηκών και γενικά, δικαστικά τεκμήρια προκύπτοντα από οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο. Περαιτέρω εκτός από τα ρήματα που χρησιμοποιεί ο ΑΚ για την υποδήλωση των "παροχικών διατάξεων" του διαθέτη, ήτοι των διατάξεων με τις οποίες αυτός (διαθέτης) επιδίδει αιτία θανάτου σε ορισμένα πρόσωπα - τιμώμενους - διάφορα περιουσιακά στοιχεία, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και άλλα ρήματα, με τα οποία ο διαθέτης υποδηλώνει τον επιτακτικό και δεσμευτικό χαρακτήρα των διατάξεων της διαθήκης. Ο ΑΚ για την υποδήλωση των "παροχικών" αυτών διατάξεων του διαθέτη χρησιμοποιεί διάφορα ρήματα, όπως πχ "μνημονεύω" (άρθρ. 1790,1791 ΑΚ), τιμώ (αρθρ. 1790, 1793 ΑΚ) "γράφω" (αρθρ. 1802, 1803, 1806, 1807 παρ. 2 ΑΚ), "αφήνω" (αρθρ 1800 ΑΚ), "καταλείπω" (αρθρ. 1792 ΑΚ) ή "εγκαθιστώ" (άρθρο 1800 επ. ΑΚ), ενώ ακόμη από το διαθέτη μπορεί να χρησιμοποιηθούν τα ρήματα "ορίζω", "αφήνω", "να πωληθεί", "να διατεθεί" , "έχει την εντολή", "να κτισθεί", "επιθυμία μου". Εξ ετέρου από τη διάταξη του εδαφίου 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 20/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως, σ' αυτό, προσκομισθέντων και επικληθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με την ένδικη περί ακυρώσεώς της μεταβιβάσεως, βεβαρημένης με καταπίστευμα υπέρ των εναγόντων οικίας, αγωγή, την αναγνώριση της επί της οικίας αυτής συγκυριότητάς τους και την απόδοσή της σ' αυτούς από την εναγομένη αγοράστρια. Στις 29.12.1989 πέθανε στην Αθήνα ο Φ. Σ. του Κ., παππούς των εναγόντων. Αυτός με την από 22.06.1982 ιδιόγραφη διαθήκη του, η οποία δημοσιεύτηκε με τα 1064/22Δ/1/10.05.1990 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, εγκατέστησε κληρονόμους του σε δήλα πράγματα, που αποτελούσαν το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας του, τους τρεις γιους του από τον πρώτο γάμο του Κ., Ι. και Γ., του δύο εγγονούς του Φ. Κ. Σ. και Φ. Γ. Σ. και τη σύζυγο του από δεύτερο γάμο Ζ. Σ.. Στην τελευταία κατέλειπε το σπίτι του στην οδό ... αριθ .5 στην περιοχή ... της Αθήνας με όλα τα έπιπλα και σκεύη, εμβαδού 145 τετ. μέτρων περίπου, αποτελούμενο από τρία δωμάτια κ.λ.π, και ένα ελαιοπερίβολο δύο περίπου στρεμμάτων στη Θέση ... της κοινότητας ... Μεσσήνης. Επίσης περιέλαβε ως τελευταία διάταξη στην ως άνω διαθήκη τη φράση μετά το θάνατον της γυναίκας μου η επιθυμία μου είναι να δοθή ολόκληρος η περιουσία της κινητή και ακίνητη εις τους δύο εγγονούς μου Φ. Γ. και Φ. Κ. Σ. (ήτοι τους ενάγοντες). Στη συνέχεια η Ζ. Σ. το έτος 1996, δυνάμει του .../ 16-05-1996 συμβολαίου του συμβ/φου Τρίπολης Σπυρίδωνα Βοττέα, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών στον τόμο ... με αριθ. 256, πούλησε και μεταβίβασε κατά κυριότητα στην εναγομένη την οικία της οδού ... 5 της Αθήνας. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι με την τελευταία διάταξη της προαναφερόμενης διαθήκης ο διαθέτης παππούς τους βάρυνε την κληρονόμο του και μετέπειτα θανούσα σύζυγό του με καταπίστευμα υπέρ των ιδίων. Από την ερμηνεία όμως της διάταξης αυτής κατ' αρθρ. 173 ΑΚ, δηλ. την αναζήτηση της αληθινής βούλησης του διαθέτη χωρίς προσήλωση στις λέξεις, δεν προκύπτει βούληση του διαθέτη να συστήσει καταπίστευμα, με βεβαρημένη τη σύζυγό του Ζ. Σ. και υπέρ των εναγόντων, για τους εξής λόγους: α) γιατί στην ανωτέρω διάταξη ο διαθέτης δεν κάνει λόγο για την κληρονομιαία περιουσία του, αλλά για ολόκληρη την κινητή και ακίνητη περιουσία της συζύγου του, για την οποία δεν έχει εξουσία διαθέσεως, και β) γιατί με τη φράση "... η επιθυμία μου είναι ..." απλά εκφράζει παραίνεση προς τη σύζυγό του να εγκαταστήσει τους εγγονούς του κληρονόμους της, ενώ σε περίπτωση που ήθελε να συστήσει καταπίστευμα υπέρ αυτών, Θα χρησιμοποιούσε διαφορετική έκφραση, όπως "... ορίζω η κληρονομιά μου προς τη σύζυγό μου να περιέλθει μετά το θάνατό της στους εγγονούς μου ...", η κάποια ανάλογη φράση, με την οποία Θα δήλωνε καθαρά την βούλησή του, τα ανωτέρω περιουσιακά στοιχεία που άφησε με τη διαθήκη στην κληρονόμο σύζυγό του να περιέλθουν μετά το θάνατό της στους ενάγοντες ως καταπιστευματοδόχους του. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από στοιχεία ευρισκόμενα εκτός διαθήκης και ειδικότερα από το γεγονός ότι η Ζ. Σ. δυνάμει του .../12.06.1997 συμβολαίου του συμβ/φου Τρίπολης Σπ, Βοττέα που μεταγράφηκε νόμιμα, δώρησε εν ζωή και μεταβίβασε κατά κυριότητα το καταλειφθέν σ' αυτή με την ως άνω διαθήκη ελαιοπερίβολο στην Ε. σύζ. Β. Λ. και δεν προκύπτει δικαστική προσβολή αυτής της διάθεσης από τους ενάγοντες κατά της δωρεοδόχου, γεγονός από το οποίο συνάγεται ότι αυτοί δεν θεωρούν τούτο ως καταπίστευμα. Συνεπώς, εφόσον η επίμαχη διάταξη της διαθήκης του παππού των εναγόντων δεν συνιστά καταπίστευμα υπέρ αυτών και κατά της Ζ. Σ., αυτή είπε εξουσία διαθέσεως του προαναφερόμενου ακινήτου (οικίας) και εγκύρως μεταβίβασε την οικία στην οδό ... 5 της Αθήνας στην εναγομένη, η οποία από της μεταγραφής του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου κατά τα προαναφερθέντα κατέστη κυρία αυτής". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή των αναιρεσειόντων και στη συνέχεια αφού δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την έφεση της εναγομένης - αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο είχε κρίνει αντιθέτως και αφού δίκασε εκ νέου την αγωγή, την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, έμμεσα δέχθηκε την ύπαρξη ασάφειας στη διατύπωση της βούλησης του διαθέτη, καθόσον προσέφυγε για την άρση της ασάφειας αυτής στον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 173 ΑΚ, τον οποίο και παραβίασε προβαίνοντας σε κακή εφαρμογή του, καθόσον αναζητώντας την αληθινή βούληση του διαθέτη κατά την υποκειμενική του άποψη και χωρίς προσήλωση στις λέξεις προέβη σε μη ορθή ερμηνεία του όρου "επιθυμώ", ο οποίος αποτελεί έκφραση εγκαταστάσεως καταπιστευματοδόχου και όχι παραίνεση, δεχθέν ότι δεν προκύπτει βούληση για την σύσταση καταπιστεύματος, ενώ για την αποσαφήνιση των σημείων της διαθήκης προσέφυγε και σε στοιχεία εκτός του κειμένου της που όμως δεν προσδιορίζουν την βούληση του διαθέτη ή τις συνθήκες υπό τις οποίες συνετάγη η διαθήκη, αλλά αντίθετα προσδιορίζουν και ερμηνεύουν τη συμπεριφορά των εναγόντων αναιρεσειόντων. Περαιτέρω το Εφετείο, εκτός από την προαναφερθείσα διάταξη την οποία κακώς εφάρμοσε αναφορικά με την ερμηνεία της βούλησης του διαθέτη, παραβίασε και τη διάταξη του 1923 ΑΚ, το οποίο δεν εφάρμοσε, ενώ από τα προκύψαντα και γενόμενα δεκτά ως αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις συστάσεως καταπιστεύματος. Ενόψει τούτων οι δεύτερος (κατά το 2ο μέρος) του και τρίτος από τους λόγους της αναιρέσεως πρέπει να γίνουν δεκτοί ως ουσιαστικά βάσιμοι. Κατ' ακολουθία τούτων πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, πλην των πρότερον δικασάντων (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), ενώ πρέπει, κατά το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔικ, να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου, στους καταθέσαντες αναιρεσείοντες. Η αναιρεσίβλητη, ως ηττώμενη διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων (άρθρ 176 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 4485/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Αθηνών, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην αυτών που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στους καταθέσαντες-αναιρεσείοντες. Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη, στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000 ευρώ). ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 10η Απριλίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3η Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κληρονομικό καταπίστευμα. Η σύσταση ή μη κληρονομικού καταπιστεύματος διαπιστώνεται με ερμηνεία της διαθήκης. Κρίσιμη είναι η αληθής βούληση του διαθέτη, η οποία αναζητείται χωρίς προσήλωση στις λέξεις. Η αντικειμενική έννοια της δηλώσεως τελευταίας βουλήσεως δεν λαμβάνεται υπόψη. Σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς την έννοια διατάξεως διαθήκης προτιμάται εκείνη η ερμηνευτική διαδοχή που διασώζει το κύρος της. Η αναζήτηση της αληθούς βουλήσεως του διαθέτη η οποία πρέπει, έστω και ατελώς, να έχει εξωτερικευθεί στο κείμενο της διαθήκης, γίνεται και με στοιχεία εκτός του κειμένου αυτής, όπως είναι οι δηλώσεις του διαθέτη προς τρίτους (άρθρα 173, 1923 παρ 1 ΑΚ). Ρήματα που δηλώνουν εγκατάσταση κληρονόμου κατά το ΑΚ και την καθομιλουμένη.
Κληρονομία
Αγωγή αναγνωριστική, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Καταπίστευση, Κληρονομία , Ερμηνεία βούλησης διαθέτη.
0
Αριθμός 1200/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Κοινωφελούς Ιδρύματος με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ Ε. Σ. Σ.", που εδρεύει ... και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταύρο Μιχαλίτση. Του αναιρεσιβλήτου: Σ. Ε. Σ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Καραμαγκιώλη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Κοινοποιούμενης της αίτησης αναίρεσης προς τον Υπουργό Οικονομικών, ως εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ως ασκούντος την εποπτεία υπέρ των κοινωφελών ιδρυμάτων και υπέρ των κοινωφελών σκοπών καταλειπομένων περιουσιών, ο οποίος δεν παραστάθηκε. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/12/1999 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4016/2007 του ίδιου Δικαστηρίου, 1732/2009 μη οριστική και 890/2012 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 2/11/2012 αίτηση και τους από 2/11/2012 προσθέτους λόγους του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 12/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά παραδοχήν των πρώτου, δεύτερου και τρίτου, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., λόγους του αναιρετηρίου. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, καθώς και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 131 παρ. 1 του ΑΚ η δήλωση της βούλησης είναι άκυρη αν κατά τον χρόνο που αυτή έγινε το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόρισε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του, κατά δε το άρθρο 180 του ΑΚ η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην έγινε. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η δήλωση βουλήσεως είναι άκυρη κατά την πρώτη περίπτωση του ανωτέρω άρθρου 131 του ΑΚ όταν εκείνος που δηλώνει τη βούλησή του δεν έχει κατά τον χρόνο της δηλώσεως, εξαιτίας ειδικής καταστάσεως στην οποία βρίσκεται, συνείδηση των πράξεών του, αδυνατεί δηλαδή να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της επιχειρούμενης πράξης, συνιστά δε η έλλειψη αυτή της συνειδήσεως παροδική διατάραξη που δεν οφείλεται σε ασθένεια (ΑΠ 1637/2008, 319/2000). Κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης δεν απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη συνειδήσεως του εξωτερικού κόσμου (ΑΠ 1396/2001, αλλ' αρκεί η θόλωση της διάνοιας του δηλούντος από κάποιο νοσηρό ή μη αίτιο, η οποία να επιφέρει σε μεγάλο βαθμό σύγχυση της συνείδησής του (ΑΠ 1360/2002) και εντεύθεν αδυναμία του να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της δηλώσεως. Εξάλλου ο κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών ή (και) αντιφατικών αιτιολογιών ιδρύεται όταν στο αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του σε ζήτημα που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατον να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε. ΙΙ. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Στις 18-12-1997 πέθανε στο Γενικό Ογκολογικό Νοσοκομείο Κηφισιάς "Οι Άγιοι Ανάργυροι", όπου νοσηλευόταν, ο πατέρας του ενάγοντος, Ε. Σ., σε ηλικία 92 ετών (...) από αναπνευστική ανεπάρκεια, πνευμονικό οίδημα και οξεία λευχαιμία. Ο θανών άφησε πλησιέστερους συγγενείς και μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τα τέκνα του Σ. Σ., ενάγοντα, και Μ. Σ., που είχε αποκτήσει από τον πρώτο του γάμο (...). Ο αποβιώσας, όσο ζούσε, με την .../1.10.1997 συμβολαιογραφική πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών Κων/νου Λιακάκου, προέβη στην ίδρυση του κοινωφελούς ιδρύματος με την επωνυμία "Ίδρυμα Ε. Σ.", ενώ, ακολούθως, με τις .../31.10.1997, .../3.11.1997 και .../12.11.1997 συμβολαιογραφικές πράξεις των συμβολαιογράφων Αθηνών Αναστασίας Κούρου (οι δύο πρώτες) και Γεωργίας Γιαλαμπρίνου (η τρίτη), προέβη στην τροποποίηση της άνω ιδρυτικής πράξης, με τις οποίες κατέλιπε στο πιο πάνω ίδρυμα τα αναφερόμενα σ' αυτές περιουσιακά του στοιχεία. Ειδικότερα, με την .../1.10.1997 ιδρυτική πράξη όρισε, μεταξύ άλλων, ότι σκοπός του ιδρύματος είναι η ίδρυση ενός Γηροκομείου επί του ήδη υπάρχοντος ημιτελούς κτηρίου της ξενοδοχειακής εταιρείας "ΗΛΙΟΣ ΑΕ" στην παραλία ... της Κοινότητας ..., όπου θα περιθάλπονται οικονομικά αδύνατα και αναξιοπαθούντα άτομα τρίτης ηλικίας (άνδρες- γυναίκες) με προτίμηση άτομα της ιδιαίτερης του πατρίδας ... Δωδεκανήσου και ολοκλήρου της Δωδεκανήσου (άρθρο 2). Ότι περιουσία του ιδρύματος αποτελεί ένα οικόπεδο περιφραγμένο 31 περίπου στρεμμάτων, στην παραλία ... της Κοινότητας ..., το οποίο εφάπτεται της θάλασσας, εντός του οποίου λειτουργεί ξενοδοχειακή επιχείρηση, που περιλαμβάνει 50 πλήρως εξοπλισμένα διαμερίσματα δύο δωματίων και μια ημιτελή οικοδομή (άρθρο 3). Ότι οι πόροι του ιδρύματος είναι τα εισοδήματα από την εκμετάλλευση της παραπάνω ξενοδοχειακής μονάδας, οι τόκοι από τις καταθέσεις τους σε τράπεζες ή άλλους πιστωτικούς οργανισμούς, οι χρηματικές παροχές και οι κληρονομίες, κληροδοσίες και δωρεές προς το ίδρυμα οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου, τα έσοδα από ενδεχόμενες εκδηλώσεις και οι χορηγίες της ΕΟΚ ή άλλους φορείς (άρθρο 4). Ότι το ίδρυμα θα διοικείται από τους α) Ε. Σ., ως ισόβιο πρόεδρο, β) Δ. Κ., ιατρό, γ) Σ. Ε. Σ., έμπορο, δ) Θ. Μ., πολιτικό μηχανικό, και ε) Ν. Π., έμπορο (άρθρο 5). Ότι σε περίπτωση που χηρεύσει η θέση του ισόβιου Προέδρου, Πρόεδρος θα είναι ο ανήλικος τότε εγγονός του ιδρυτή Ε. Σ. Σ., ο οποίος σε ηλικία 20 ετών θα καταλάβει επί μία διετία τη θέση του Αντιπροέδρου και μετά την πάροδο αυτής τη θέση του ισόβιου Προέδρου (άρθρο 6) και ότι σε περίπτωση διάλυσης του ιδρύματος η περιουσία του περιέρχεται στους από τη διαθήκη του ιδρυτή προβλεπόμενους υποκατάστατους (άρθρο 15). Με την .../30.10.1997 τροποποιητική πράξη τροποποίησε τα πιο κάτω άρθρα της ιδρυτικής πράξης και όρισε ότι περιουσία του ιδρύματος αποτελούν οι μετοχές του ιδρυτή στις ανώνυμες εταιρείες α) "Ξενοδοχειακή Τουριστική, Εταιρεία ΗΛΙΟΣ ΑΕ", β) "Ε.Σ. Σ. ΑΒΕΕ", γ) "Ροδιακαί Ξενοδοχειακαί Επιχειρήσεις ΡΕΧ ΑΕ Ξενοδοχείο IMPERIAL" και οποιοδήποτε χρηματικό ποσό που θα ευρεθεί μετά το θάνατο του ιδρυτή (άρθρο 4), ότι το ίδρυμα θα διοικείται από τους: α) Ε. Σ. του Σ., ως ισόβιο Πρόεδρο (ιδρυτή), β) Δ. Κ., Γ. Μ., Θ. Μ. και Ν. Π. (άρθρο 5) και ότι σε περίπτωση διάλυσης του ιδρύματος η περιουσία του περιέρχεται σε κοινωφελή ιδρύματα με τον ίδιο ή παρεμφερή σκοπό (άρθρο 15). Με την .../3.11.1997 τροποποιητική πράξη, τροποποίησε το άρθρο 3 της ιδρυτικής πράξης και όρισε ότι περιουσία του ιδρύματος αποτελούν α) οι ανώνυμες μετοχές του ιδρυτή στις πιο πάνω ανώνυμες εταιρείες 1) "ΗΛΙΟΣ ΑΕ", 136.003 μετοχές, 2) "Ε.Σ. Σ. ΑΒΕΕ", 38.000 μετοχές,3) "ΡΟΔΙΑΚΑΙ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ REX ΑΕ Ξενοδοχείο IMPERIAL", 30075 μετοχές και β) οποιοδήποτε χρηματικό ποσό που θα ευρεθεί ως κληρονομιαία περιουσία μετά το θάνατο του ιδρυτή. Με την .../12.1997 τροποποιητική πράξη, τροποποίησε και συμπλήρωσε το άρθρο 3 της άνω ιδρυτικής πράξης και όρισε ότι περιουσία του ιδρύματος αποτελούν επίσης α) 381626 λίρες Αγγλίας, β) 107633 δολάρια Αμερικής, που είναι κατατεθειμένα στην τράπεζα "Barclays Private Bank Limited" του Λονδίνου στον ... λογαριασμό του, γ) 12.791 λίρες Αγγλίας, που είναι κατατεθειμένες στον ... λογαριασμό της τράπεζας "BARCLAYS BANK- PLS" της Ελλάδος, δ) 4972 δολάρια Αμερικής που είναι κατατεθειμένα στον ... λογαριασμό στην τράπεζα "BARCLAYS BANK- PLS" της Ελλάδος, ε) 98077 δολάρια Αμερικής κατατεθειμένα στην ΕΤΕ στον ... λογαριασμό και στ) οποιοδήποτε χρηματικό ποσό δικαιούται να εισπράξει ή ατομική επιχείρηση του ιδρυτή που εδρεύει στην Αθήνα, ..., από την πώληση εμπορευμάτων της προς τους πελάτες της. Την αναγνώριση της ακυρότητας των πιο πάνω τεσσάρων συμβολαιογραφικών πράξεων για έλλειψη συνείδησης των πραττομένων του ιδρυτή, αλλιώς την ακύρωσή τους εξαιτίας απάτης, αλλιώς απειλής του ιδρυτή, ζήτησε ο ενάγων γιος του με την ένδικη αγωγή. (...). Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι ο ιδρυτής του πιο πάνω Ιδρύματος Ε. Σ. μέχρι και τον Αύγουστο 1997, παρά τα 92 του χρόνια, ήταν εξαιρετικά υγιής, δραστήριος, σε πλήρη πνευματική διαύγεια. Ο ανωτέρω είχε επανειλημμένα στο παρελθόν εκφράσει την επιθυμία να συστήσει στην ιδιαίτερη πατρίδα του (στο ...) αθλητικό ίδρυμα, είχαν δε γίνει σχετικές δημοσιεύσεις στον τοπικό Ροδιακό τύπο. Με την πάροδο όμως του χρόνου μετέβαλε άποψη και άρχισε να ενδιαφέρεται να συστήσει ίδρυμα για την περίθαλψη αναξιοπαθούντων γερόντων καταγομένων από το ... και ολόκληρη τη Δωδεκάνησο, αλλά και από οποιαδήποτε περιοχή της Ελλάδας. Μάλιστα, για την υλοποίηση του σχεδίου του, είχε αρχίσει την κατασκευή του γηροκομείου στην ευρισκόμενη στον ... ως άνω έκταση των 30 στρεμμάτων, όπου βρίσκεται και το ξενοδοχείο "ΕΛΑΦΟΣ". Το καλοκαίρι του έτους 1997 ο Ε. Σ., μετά από αιματολογικό έλεγχο, εισήχθη, στις 5 Αυγούστου, στην παθολογική κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Νίκαιας "Άγιος Παντελεήμων", αιτιώμενος "ωχρότητα, καταβολή και αδυναμία" (...). Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του, που διήρκησε ένα εικοσιτετράωρο (5.8.1997 - 6.8.1997), υποβλήθηκε σε εξέταση μυελού των οστών και τέθηκε η διάγνωση "μυελοδυσπλαστικό σύνδρομο του τύπου ανθεκτική αναιμία με περίσσεια βλαστών σε μετατροπή (RAEB-Τ)". Επανεισήχθη στην ίδια κλινική μερικές ημέρες αργότερα, στις 24.8.1997, με σημεία λοίμωξης, παρουσιάζοντας παραγωγικό βήχα και υψηλό πυρετό 39ο C. Στις εργαστηριακές εξετάσεις που πραγματοποιήθηκαν ανευρέθηκε αναιμία, λευκοπενία και θρομβοπενία (αιματοκρίτης 28,5%, λευκά αιμοσφαίρια 2420 και αιμοπετάλια 36.000). Η κατάσταση αντιμετωπίσθηκε με μετάγγιση, ενώ, για την αντιμετώπιση του πυρετού, έλαβε αντιβιοτική αγωγή. Στις 3.9.1997 διεξήχθη ιατρικό συμβούλιο με αντικείμενο την πορεία της υγείας του ασθενή, στο οποίο συμμετείχαν ο (παθολόγος) Δ. Κ., Α. Σ., Διευθύντρια της αιματολογικής κλινικής του ογκολογικού νοσοκομείου Κηφισιάς "Άγιοι Ανάργυροι" και η Ά. Φ., αιματολόγος, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στο συμβούλιο αυτό οι γιατροί, ομόφωνα, συμφώνησαν ως προς τη διάγνωση του ασθενή, ενώ, η μεταφορά τους στο εξωτερικό για μεταμόσχευση μυελού των οστών, όπως είχε προτείνει ο γιος του ενάγων, θεωρήθηκε μη αναγκαία και επικίνδυνη. Κρίθηκε, επίσης, απαραίτητη η τακτική παρακολούθησή του από γιατρό αιματολόγο, μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο, με ενδεχόμενη άμεση εισαγωγή του αν κριθεί αναγκαίο. Ο ασθενής, λόγω του ότι η κατάσταση της υγείας του παρουσίασε βελτίωση, εξήλθε από την κλινική στις 3.9.1997. Στις 25.9.1997 ο ανωτέρω Ε. Σ. εισήχθη εκ νέου στο Γ. Ν. Νίκαιας με διάγνωση "Μυελοδυσπλαστικό σύνδρομο τελικού σταδίου με μετατροπή Οξείας Λευχαιμίας", ενώ την ίδια ημέρα, πριν προσέλθει στο εν λόγω νοσοκομείο, συνέταξε στο ξενοδοχείο "Έλαφος" στον ... την προαναφερόμενη, από 25.9.1997, ιδιόγραφη διαθήκη του. Ακολούθως, στις 26.9.1997, διακομίστηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Ογκολογικό Νοσοκομείο Κηφισιάς "Οι Άγιοι Ανάργυροι", μη δυνάμενος να μετακινηθεί, όπως αναφέρεται στο 35668/29.9.1997 πιστοποιητικό νοσηλείας του Νοσοκομείου Νίκαιας. Κατά την είσοδό του στο πιο πάνω ογκολογικό νοσοκομείο η κατάσταση του ασθενή, σύμφωνα με το 242/17.2.1998 πιστοποιητικό νοσηλείας, ήταν εξαιρετικά καλή για την ηλικία του και το υποκείμενο νόσημα. Εξήλθε από την κλινική στις 28.9.1997 και εισήχθη εκ νέου την 1η.10.1997, παρέμεινε δε νοσηλευόμενος έως τις 18.12.1997, ημέρα που κατέληξε. Πρέπει, όμως, να αναφερθεί ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1.10.1997 έως 9.10.1997 ο ασθενής παρέμενε εκτός νοσοκομείου και προσερχόταν μόνο για μεταγγίσεις αιμοπεταλίων και αίματος. Ο Ε. Σ. πριν από τη δεύτερη εισαγωγή του στο ως άνω ογκολογικό νοσοκομείο την 1η.10.1997 συνέταξε στον ... Αττικής την από 1.10.1997, συμπληρωματική τής από 25.9.1997 ως άνω ιδιόγραφης διαθήκης, διαθήκη, υπέγραψε δε στο επί της οδού ... 59 γραφείο του συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Λιακάκου την προσβαλλόμενη ως άνω .../1.10.1997 συμβολαιογραφική πράξη σύστασης του ιδρύματος με την επωνυμία "Ε. Σ. Σ.", ενώ, στις 4.10.1997 πριν προσέλθει για μετάγγιση στο ίδιο νοσοκομείο, συνέταξε την από 4.10.1997 ιδιόγραφη διαθήκη του στον ... Αττικής. Παρά τη λήψη, όμως, αντιβιοτικής αγωγής, ως χημειοπροφύλαξη, εξαιτίας του χαμηλού αριθμού (1330) των λευκών του αιμοσφαιρίων, στις 9.10.1997 ανέπτυξε υψηλό πυρετό, συστάθηκε δε, από τους θεράποντες γιατρούς του, η διαρκής πλέον παραμονή του στην κλινική υπό αυστηρά μέτρα ασηψίας για άμεση παρακολούθηση και αντιμετώπιση. Από τις 9.10.1997 η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε προοδευτικά παρά τη χρησιμοποίηση αντιβιοτικών ευρέως φάσματος σε διάφορα σχήματα, ενώ στις 23.10.1997 συγκλήθηκε ιατρικό συμβούλιο, παρουσία του λοιμωξιολόγου γιατρού Σ., με σκοπό την ειδικότερη διερεύνηση της λοίμωξης του ασθενή. Όμως, παρά τα νέα μέτρα, στα οποία περιλαμβάνονταν αντιφυματικά φάρμακα και υποστήριξη με οξυγόνο, η εικόνα παρέμεινε ανεπηρέαστη. Έτσι, στις 4.11.1997, αποφασίστηκε η συμπτωματική ανακούφιση του ασθενή με κορτικοστεροειδή. Μάλιστα, δόθηκαν οδηγίες για περιορισμένο επισκεπτήριο για να αποφευχθεί ο κίνδυνος λοιμώξεων στον επιβαρυμένο ανοσοκατεσταλμένο ασθενή. Από τις 11.11.1997, όταν προστέθηκε και αντιική αγωγή, λόγω των υψηλών τίτλων αντισωμάτων που ανευρέθηκαν στις εξετάσεις, ο ασθενής για κάποιες ημέρες ανταποκρίθηκε στη φαρμακευτική αγωγή, χωρίς όμως να παραμείνει διαρκώς απύρετος. Σημειωτέον, ότι στην αξονική τομογραφία που πραγματοποιήθηκε στις 25.10.1997 ανευρέθηκε αρχόμενο πνευμονικό οίδημα, στις 26.10.1997 σε ακτινογραφία θώρακα αναπτύχθηκε παθολογική εικόνα, στην οποία αποδόθηκε η εμπύρετη λοίμωξη, ενώ στις 30.10.1997 η νέα ακτινογραφία θώρακα παρουσίασε παρεγχυματική επιβάρυνση σε σχέση με την προηγούμενη. Στις 14.11.1997, η επιβαρυμένη ήδη κατάσταση της υγείας του Ε. Σ. παρουσίασε περαιτέρω επιπλοκή με την εμφάνιση κολπικής μαρμαρυγής, μιας μορφής δηλαδή καρδιακής αρρυθμίας, που αντιμετωπίσθηκε με τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής. Στις 16.11.1997 εμφάνισε αϋπνία, λάμβανε δε έκτοτε ταμπλέτες "υπνοστεντόν", το οποίο είναι υπναγωγό φάρμακο. Επειδή, όμως, διαπιστώθηκε ότι του προκαλούσε παραισθήσεις, από 5.12.1997 αντικαταστάθηκε από το αντιισταμινικό φάρμακο Benadryl, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η αϋπνία, αλλά και οι ανεπιθύμητες ενέργειες του προηγούμενου φαρμάκου, σύμφωνα με τα βιβλία της νοσηλευτικής λογοδοσίας του πιο πάνω νοσοκομείου. Αρχές Δεκεμβρίου 1997 επανεμφανίστηκε πυρετικό κύμα, κρίθηκε δε αναγκαία η εκ νέου τοποθέτηση ουροκαθετήρα, τον οποίο έφερε και από 23-10-1997 έως 8-11-1997, κατά τη διάρκεια του πρώτου πυρετικού κύματος. Στις 15-12-1997 ο ασθενής παρουσίασε πτώση του επιπέδου συνείδησης, στις 16-12-1997 περιήλθε σε βαθύ κώμα για να καταλήξει στις 18-12-1997. Σημειώνεται, ότι στις 20-11-1997 υπέγραψε την .../20-11-1997 δημόσια διαθήκη του, ενώ στις 31-10-1997, 3-11-1997 και 12-11-1997 υπέγραψε τις προσβαλλόμενες ως άνω τροποποιητικές της συστάσεως του ιδρύματος συμβολαιογραφικές πράξεις. Περαιτέρω, με βάση όσα πιο πάνω εκτέθηκαν, αποδεικνύεται ότι ο δηλών Ε. Σ. κατά το χρόνο (1-10-1997) όπου υπέγραψε την προσβαλλόμενη .../1-10-1997 συστατική του ιδρύματος συμβολαιογραφική πράξη παρά το σοβαρό αιματολογικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε από τον Αύγουστο του ιδίου έτους, εξακολουθούσε να διατηρεί ακμαίες τις σωματικές, πνευματικές και ψυχικές του δυνάμεις, δεν εστερείτο της χρήσεως του λογικού και είχε πλήρη συνείδηση της πράξης που επιχειρούσε, μπορούσε δε να διαγνώσει το περιεχόμενο και την ουσία της συμβολαιογραφικής περί συστάσεως του ιδρύματος πράξης που υπέγραφε (...). Αποδεικνύεται ακόμη, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, ότι από τις 9-10-1997 η κατάσταση της υγείας του διαθέτη έβαινε συνεχώς επιδεινούμενη. Πιο συγκεκριμένα, εκτός από την ασθένεια της λευχαιμίας που είχε διαγνωσθεί από 25-9-1997, άρχισε να αντιμετωπίζει και σοβαρά καρδιολογικά και πνευμονολογικά προβλήματα. Έτσι, σχεδόν καθημερινά υποβαλλόταν σε μεταγγίσεις αίματος και αιμοπεταλίων, λάμβανε πολλά και ποικίλα φάρμακα, όπως αντιβιοτική και αντιιική αγωγή, αντιφυματικά φάρμακα, κορτικοστεροειδή, βρισκόταν δε από 23-10-1997 συνεχώς σε υποστήριξη με οξυγόνο και υποβαλλόταν σε συνεχείς εργαστηριακές και ακτινολογικές εξετάσεις, ενώ από 16-11 του χορηγούνταν το υπναγωγό φάρμακο "υπνοστεντόν" που, ωστόσο, του δημιούργησε παραισθήσεις με συνέπεια στις 5-12 να αντικατασταθεί από αντιισταμινικό φάρμακο Benadryl. Εξάλλου και τα άλλα φαρμακευτικά σκευάσματα που λάμβανε ο ασθενής προκαλούν αρκετά συχνά ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως τα αντιφυματικά Dianicotyl, Rifinab και Myambutol (που του χορηγούνταν από 24-10) είναι δυνατό να προκαλέσουν νευροτοξικότητα, το κορτικοστεροειδές Prezolon (που λάμβανε από 4-11) προκαλεί ψυχιατρικές παρενέργειες, όπως κατάθλιψη, ψυχωσικές εκδηλώσεις και ψευδαισθήσεις και η Digoxin (που προστέθηκε από 14-11 λόγω κολπικής μαρμαρυγής) μπορεί να προκαλέσει κεφαλαλγία, κόπωση, σύγχυση, τρόμο, σπασμούς, παραισθήσεις, διαταραχές στην όραση, χωρίς, ωστόσο, να αποδειχθεί ότι τα συγκεκριμένα φάρμακα προκάλεσαν στον πιο πάνω ασθενή κάποιες από τις προαναφερόμενες παρενέργειες. Συνεπώς, με βάση όσα προεκτέθηκαν ο δηλών κατά τους κρίσιμους χρόνους (31-10-1997, 3-11-1997 και 12-11-1997) που υπέγραψε, ενώ αυτός νοσηλευόταν στο ογκολογικό νοσοκομείο Κηφισιάς, τις προαναφερόμενες τροποποιητικές της συστάσεως του ιδρύματος συμβολαιογραφικές πράξεις, εξαιτίας της προχωρημένης ηλικίας του 92 ετών και της βαρύτατης κατάστασης της υγείας του, δεν είχε συνείδηση των πράξεών του. Συγκεκριμένα, λόγω της θόλωσης της διανοίας του κατ' εκείνους τους χρόνους, ναι μεν γνώριζε ότι υπέγραφε τις εν λόγω τροποποιητικές πράξεις, χωρίς να έχει πλήρη έλλειψη της λειτουργίας του νου, δεν είχε, όμως, την ικανότητα να συλλάβει και εκτιμήσει τη σημασία και τις συνέπειες των επιμέρους διατάξεων των εν λόγω πράξεων και των συνεπειών που απέρρεαν από αυτές" (σελ. 40, και με διαφορετική κάπως, αλλά ταυτόσημη διατύπωση, 43-44 της αναιρεσιβαλλομένης). Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο έκρινε ότι α) η υπ' αριθμ. .../1-10-1997 συστατική του Ιδρύματος "Ε. Σ." συμβολαιογραφική πράξη είναι έγκυρη, καθόσον ο δηλών κατά τον χρόνο που υπέγραψε την πράξη αυτή είχε συνείδηση των πράξεών του και η πράξη δεν ήταν αποτέλεσμα απάτης και απειλής, ενώ β) είναι άκυρες οι υπ' αριθμ. .../31-10-1997, .../3-11-1997 και .../12-11-1997 τροποποιητικές της ανωτέρω ιδρυτικής συμβολαιογραφικές πράξεις, επειδή ο δηλών Ε. Σ. κατά τους κρίσιμους χρόνους της υπογραφής των πράξεων αυτών δεν είχε συνείδηση των πράξεών του, αδυνατώντας, ειδικότερα, να διαγνώσει το περιεχόμενο και την ουσία (συνέπειες) των επιμέρους διατάξεων των συμβολαιογραφικών πράξεων, και απέρριψε μετά ταύτα (το Εφετείο) τις αντίθετες εφέσεις των διαδίκων κατά της πρωτόδικης απόφασης, που είχε κρίνει ομοίως και είχε κάνει εν μέρει δεκτή την ένδικη αγωγή του αναιρεσιβλήτου, αναγνωρίζοντας ως άκυρες τις ειρημένες τρεις τροποποιητικές συμβολαιογραφικές πράξεις. Την κρίση του Εφετείου ως προς τις τελευταίες αυτές τροποποιητικές πράξεις προσβάλλει ήδη το αναιρεσείον Ίδρυμα με την κρινόμενη αίτησή του και τους από 2-11-2012 πρόσθετους λόγους. ΙΙΙ. Υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της ελλείψεως συνειδήσεως των πραττομένων στον δηλούντα Ε. Σ. κατά τους χρόνους συντάξεως (υπογραφής) των ανωτέρω τριών τροποποιητικών συμβολαιογραφικών πράξεων, οι οποίες (αιτιολογίες) καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής της οικείας ως άνω διατάξεως (άρθρ. 131 παρ. 1 ΑΚ) του ουσιαστικού δικαίου που εφήρμοσε το Εφετείο. Ειδικότερα 1) ενώ δέχεται ότι ο ιδρυτής του ιδρύματος Ε. Σ. μέχρι τον Αύγουστο 1997,παρά τα 92 χρόνια του, ήταν εξαιρετικά υγιής, δραστήριος και σε πλήρη πνευματική διαύγεια, ότι κατά την είσοδό του στο Ογκολογικό Νοσοκομείο την26-9-1997 και ενώ ήδη είχε διαγνωσθεί η νόσος του (λευχαιμία) από τις αρχές Αυγούστου η κατάστασή του ήταν εξαιρετικά καλή για την ηλικία του και το υποκείμενο νόσημα, ότι κατά τον χρόνο συντάξεως της ιδρυτικής πράξεως του Ιδρύματος, ήτοι την 1-10-1997, παρά το αιματολογικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε από τον Αύγουστο του ίδιου έτους, εξακολουθούσε να διατηρεί ακμαίες τις σωματικές, πνευματικές και ψυχικές του δυνάμεις, δεν εστερείτο της χρήσεως του λογικού και είχε πλήρη συνείδηση της πράξης που επιχειρούσε (λόγος άλλωστε για τον οποίο κρίθηκε έγκυρη η συνταγείσα κατά την ημερομηνία αυτή ιδρυτική πράξη του ιδρύματος), ότι κατά το επόμενο χρονικό διάστημα και δη από 9-10-1997 και μέχρι την 12-11-1997, οπότε συντάχθηκε η τελευταία από τις επίδικες τροποποιητικές πράξεις, η κατάσταση του ανωτέρω έβαινε συνεχώς επιδεινούμενη, παρουσιάζοντας επιπλέον τα λεπτομερώς προαναφερθέντα καρδιολογικά και πνευμονολογικά προβλήματα, καθώς και σοβαρή αϋπνία, για τα οποία και υποβαλλόταν συνεχώς στις επίσης προαναφερθείσες εργαστηριακές και ακτινολογικές εξετάσεις και ελάμβανε θεραπευτική αγωγή με τα αναφερόμενα φάρματα που μπορεί να επιφέρουν σοβαρές παρενέργειες, και ότι όμως δεν αποδείχθηκε ότι τα συγκεκριμένα φάρματα προκάλεσαν στον ασθενή κάποιες από τις ανεπιθύμητες αυτές παρενέργειες, ενώ το πρώτον κατά την 15-12-1997, ήτοι κατά πολύ μετά τη σύνταξη της τελευταίας τροποποιητικής πράξης (12-11-1997), παρουσίασε πτώση του επιπέδου συνειδήσεως, 2) εν τέλει δέχεται το Εφετείο ότι "Με βάση όσα προεκτέθηκαν ο δηλών κατά τους κρίσιμους χρόνους (31-10-1997, 3-11-1997 και 12-11-1997) που υπέγραψε, ενώ αυτός νοσηλευόταν στο ογκολογικό νοσοκομείο Κηφισιάς, τις προαναφερόμενες τροποποιητικές της συστάσεως του ιδρύματος συμβολαιογραφικές πράξεις, εξαιτίας της προχωρημένης ηλικίας του (των) 92 ετών και της βαρύτατης κατάστασης της υγείας του δεν είχε συνείδηση των πράξεών του. Συγκεκριμένα, λόγω της θόλωσης της διάνοιάς του κατ' εκείνους τους χρόνους, ναι μεν γνώριζε ότι υπέγραφε τις εν λόγω τροποποιητικές πράξεις, χωρίς να έχει πλήρη έλλειψη της λειτουργίας του νου, δεν είχε όμως την ικανότητα να συλλάβει και εκτιμήσει τη σημασία και τις συνέπειες των επιμέρους διατάξεων των εν λόγω πράξεων και των συνεπειών που απέρρεαν από αυτές" (σελ. 40, αλλά ομοίως και 43-44 της αναιρεσιβαλλομένης). Οι τελευταίες αυτές παραδοχές του Εφετείου καθόσον μεν αφορούν τη "θόλωση" της διάνοιας του ιδρυτή Ε. Σ. και την εντεύθεν έλλειψη συνειδήσεως των πραττομένων που το Εφετείο αποδίδει στην προχωρημένη ηλικία του προσώπου είναι αντιφατικές με τις αμέσως προηγούμενες (υπό 1), κατά τις οποίες η ηλικία του ανωτέρω δεν είχε επιδράσει δυσμενώς στην εν γένει κατάστασή του, σωματική και ψυχική-πνευματική, ούτε αναφέρεται καμία τέτοια δυσμενής επίδραση της ηλικίας του στην κατάσταση αυτή κατά το σύντομο και κρίσιμο εν προκειμένω χρονικό διάστημα της συντάξεως των επίδικων τριών συμβολαίων, μετά τη σύνταξη της έγκυρης, ως ανωτέρω, ιδρυτικής πράξης (1-10-1997) καθόσον δε οι παραδοχές του Εφετείου αφορούν την ίδια "θόλωση" της διάνοιας του Ε. Σ. και την εντεύθεν έλλειψη συνειδήσεως των πραττομένων που το Εφετείο αποδίδει στην βαρύτατη κατάσταση της υγείας του, οι αιτιολογίες της απόφασης είναι ανεπαρκείς, αφού δεν εξηγείται πώς το δικαστήριο κατέληξε στην παραδοχή της θόλωσης από την ανωτέρω αιτία, όταν προηγουμένως έχει δεχθεί ότι η θεραπευτική αγωγή που ακολουθούσε ο ασθενής δεν επέφερε καμία ανεπιθύμητη (δυσμενή) παρενέργεια σ' αυτόν, και δεν αναφέρει (το Εφετείο) άλλην συγκεκριμένη αιτία προκλήσεως της θόλωσης του νου του εν λόγω ασθενή, δεχόμενο περαιτέρω ότι το πρώτον κατά την 15-12-1997, ήτοι μετά τον τελευταίο κρίσιμο χρόνο (12-11-1997), ο ασθενής παρουσίασε πτώση του επιπέδου της συνείδησης, κατά τα προεκτεθένα. Επομένως το Εφετείο υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, όπως βάσιμα το αναιρεσείον Ίδρυμα υποστηρίζει με τους τρεις πρώτους, από τη διάταξη αυτή λόγους της αιτήσεώς του και τους δύο, από την ίδια διάταξη, όπως και ο δεύτερος εκτιμάται, του δικογράφου πρόσθετων λόγων. IV. Κατ' ακολουθίαν και κατά παραδοχήν των ανωτέρω λόγων, μετά την οποία παρέλκει η έρευνα των λοιπών, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούμενη αυτή απόφαση και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ), να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στο αναιρεσείον Ίδρυμα (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 890/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Διατάσσει την επιστροφή στο αναιρεσείον του κατατεθέντος παραβόλου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.- ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 6η Μαΐου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3η Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άκυρη δικαιοπραξία λόγω ελλείψεως συνειδήσεως (ΑΚ 131 παρ. 1). Έννοια ελλείψεως συνειδήσεως του δικαιοπρακτούντος. Αναίρεση. Έλλειψη νόμιμης βάσεως της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών. Πότε ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως του αρ 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. (Αναιρείται η ΕφΑθ 890/2012).
Ακύρωση δικαιοπραξίας
Ακύρωση δικαιοπραξίας.
1
Αριθμός 1201/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Κοινωφελούς Ιδρύματος με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ Ε. Σ. Σ.", που εδρεύει... και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταύρο Μιχαλίτση. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. Ε. Σ., κατοίκου ..., και 2) Σ. Ε. Σ., κατοίκου ... . Η 1η δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και ο 2ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Καραμαγκιώλη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Κοινοποιούμενης της αίτησης αναίρεσης προς τον Υπουργό Οικονομικών, ως εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ως ασκούντος την εποπτεία υπέρ των κοινωφελών ιδρυμάτων και υπέρ των κοινωφελών σκοπών καταλειπομένων περιουσιών, ο οποίος δεν παραστάθηκε. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 15/7/1998 αγωγή και από 5/12/1999 παρεμπίπτουσα αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2270/2001 μη οριστική, 3858/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 1733/2009 μη οριστική και 891/2012 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 2/11/2012 αίτηση και τους από 30/10/2013 προσθέτους λόγους του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 13/11/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά παραδοχήν των πρώτου, δεύτερου και τρίτου του αναιρετηρίου, και πρώτου του δικογράφου προσθέτων λόγων, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., λόγους αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, και των προσθέτων λόγων, καθώς και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Φέρονται προς συζήτηση μετά από αναβολή εκ του πινακίου από την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 4-12-2013 η από 2-11-2012 αίτηση και οι από 30-10-2013 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως του κοινωφελούς ιδρύματος με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ Ε. Σ. Σ." κατά της υπ' αριθμ. 891/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, με την οποία και με επικύρωση κατά τούτο της πρωτόδικης απόφασης έγινε δεκτή η ένδικη αγωγή των αναιρεσιβλήτων και αναγνωρίστηκε ότι η επίδικη υπ' αριθμ. .../20-11-1997 δημόσια διαθήκη του πατέρα τους Ε. Σ. είναι άκυρη, για τους αναφερόμενους στην απόφαση λόγους. Αντίγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως και του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με κλήση προς συζήτηση, έχει επιδοθεί, κατά το άρθρο 126 του α.ν. 2039/1939, στον Υπουργό των Οικονομικών, ως εκπρόσωπο του Ελληνικού δημοσίου, όπως τούτο προκύπτει από τις υπ' αριθμ. 1640/23-5-13 και 2329/31-10-13 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..., τις οποίες το αναιρεσείον προσκομίζει και επικαλείται. Το ίδιο αναιρεσείον, που επισπεύδει τη συζήτηση, έχει επιδώσει νόμιμα και εμπρόθεσμα, τα ανωτέρω δικόγραφα, με την κάτω από αυτή πράξη με την οποία ορίζεται δικάσιμος προς συζήτησή τους η προαναφερθείσα της 4-12-2013 και με κλήση για συζήτηση κατά τη δικάσιμο αυτή, στην πρώτη αναιρεσίβλητη Μ. Σ., όπως αποδεικνύεται από τις 1821/8-7-13 και 2336/1-11-13 εκθέσεις επιδόσεως του ως άνω δικαστικού επιμελητή ..., η αναιρεσίβλητη δε αυτή, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης, μετ' αναβολήν, δικάσιμο και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση της υποθέσεως. Επομένως και σύμφωνα με τα άρθρα 568 παρ. 4 και 576 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αφού δε η αναβολή εκ του πινακίου ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων και δεν απαιτείται νέα κλήση τους για την μετά την αναβολή δικάσιμο (άρθρ. 575, 226 παρ. 4 εδ. γ' και δ'), η συζήτηση της υποθέσεως θα προχωρήσει σαν να ήταν παρούσα και η απολιπόμενη ως ανωτέρω πρώτη αναιρεσίβλητη. ΙΙ. Κατά το άρθρο 1718 του ΑΚ διαθήκη για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1759 είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, κατά δε το άρθρο 1719 αρ. 3 του ίδιου ΑΚ ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι και όσοι κατά τον χρόνο της συντάξεως της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η διαθήκη είναι άκυρη σύμφωνα με την πρώτη από τις ως άνω περιπτώσεις του αριθμού 3 του άρθρου 1719 όταν ο διαθέτης εξαιτίας ειδικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται λόγω παθολογικών ή άλλων αιτίων δεν έχει συνείδηση των πράξεών του, αδυνατεί δηλαδή να διαγνώσει ότι συντάσσει διαθήκη ή αδυνατεί να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο των επιμέρους διατάξεων της συντασσόμενης διαθήκης, προς τούτο δε δεν απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη συνειδήσεως του εξωτερικού κόσμου, αλλ' αρκεί η θόλωση της διάνοιας του διαθέτη, από κάποιο νοσηρό ή μη αίτιο, η οποία και επιφέρει σε μεγάλο βαθμό σύγχυση της συνείδησής του (ΑΠ 1360/2002). Εξάλλου ο κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών ή (και) αντιφατικών αιτιολογιών ιδρύεται όταν στο αιτιολογικό της απόφασης που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του σε ζήτημα που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου. ΙΙΙ. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε ότι στις 18-12-1997 πέθανε στο Γενικό Ογκολογικό Νοσοκομείο Κηφισιάς "Οι Άγιοι Ανάργυροι" όπου νοσηλευόταν ο πατέρας των εναγόντων Ε. Σ., σε ηλικία 92 ετών, από αναπνευστική ανεπάρκεια, πνευμονικό οίδημα και οξεία λευχαιμία, άφησε δε πλησιέστερους συγγενείς και μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τα τέκνα του Σ. και Μ. Σ., ενάγοντες, που είχε αποκτήσει από τον πρώτο γάμο του, ότι ο θανών άφησε κατά τον χρόνο του θανάτου του τις από 25-9-1997, 1-10-1997 και 4-10-1997 ιδιόγραφες διαθήκες με τις οποίες διακανόνιζε την περιουσία του μετά τον θάνατό και οι οποίες κρίθηκαν έγκυρες από το δικαστήριο και δεν ενδιαφέρουν εδώ, καθώς και την υπ' αριθμ. .../20-11-1997 δημόσια διαθήκη του που συνέταξε η συμβολαιογράφος Γεωργία Γιαλαμπρίνου, στην οποία όρισε ότι αφήνει στους ενάγοντες τα αναφερόμενα περιουσιακά στοιχεία, ενώ κατά τα λοιπά ανέφερε ότι θα ισχύει η προηγούμενη από 4-10-1997 ιδιόγραφη διαθήκη του, ότι ο διαθέτης μέχρι και τον Αύγουστο του 1997 και παρά τα 92 του χρόνια ήταν εξαιρετικά υγιής, δραστήριος και με πλήρη διαύγεια του πνεύματος, ότι το καλοκαίρι του ίδιου έτους 1997 ο διαθέτης προσβλήθηκε από λευχαιμία και εισήχθη στα αναφερόμενα νοσοκομεία, όπου υποβλήθηκε σε εργαστηριακές και ακτινολογικές εξετάσεις, και εν τέλει στο Γενικό Ογκολογικό Νοσοκομείο Κηφισιάς "Οι Άγιοι Ανάργυροι", την 26-9-1997, ότι κατά την είσοδό του στο τελευταίο αυτό νοσοκομείο η κατάσταση του διαθέτη ήταν εξαιρετικά καλή για την ηλικία του και το υποκείμενο νόσημα, ο ίδιος δε κατά την 1-10-1997 εξακολουθούσε να διατηρεί ακμαίες τις σωματικές, πνευματικές και ψυχικές του δυνάμεις, ότι από 9-10-1997 η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε προοδευτικά, ενώ από 14-11-1997 παρουσίασε περαιτέρω επιπλοκή με υψηλό πυρετό (εμπύρετη λοίμωξη), πνευμονικό οίδημα, κολπική μαρμαρυγή (καρδιακή αρρυθμία) και αϋπνία, που αντιμετωπίστηκαν με τα αναφερόμενα φάρμακα, ότι στις 15-12-1997 ο ασθενής παρουσίασε πτώση του επιπέδου συνείδησης και στις 16-12-1997 περιήλθε σε βαθύ κώμα, για να καταλήξει στις 18-12-1997, ότι τα προαναφερόμενα φάρμακα που ο ασθενής ελάμβανε από την ως άνω επιδείνωση της υγείας του μπορεί να προκαλέσουν ανεπιθύμητες ενέργειες (παραισθήσεις, νευροτοξικότητα, ψυχιατρικές παρενέργειες, κεφαλαλγία, κόπωση, σύγχυση, τρόμο, σπασμούς και διαταραχή στην όραση), "χωρίς ωστόσο να αποδειχθεί ότι τα συγκεκριμένα φάρμακα προκάλεσαν στον πιο πάνω ασθενή κάποια από τις προαναφερόμενες παρενέργειες", και "συνεπώς", συνεχίζει το Εφετείο, "με βάση όσα προεκτέθηκαν, ο θανών, κατά τον κρίσιμο χρόνο (20-11-1997) σύνταξη της επίμαχης από 20-11-1997 δημόσιας διαθήκης, εξαιτίας της προχωρημένης ηλικίας του, 92 ετών, και της βαρύτατης κατάστασης της υγείας του, δεν είχε συνείδηση των πράξεών του και συγκεκριμένα λόγω της θόλωσης της διάνοιάς του εκείνον τον χρόνο ναι μεν γνώριζε ότι συνέτασσε τη διαθήκη του, χωρίς να έχει πλήρη έλλειψη της λειτουργίας του νου, δεν είχε όμως την ικανότητα να συλλάβει και εκτιμήσει τη σημασία και τις συνέπειες των επιμέρους διατάξεων της διαθήκης του και των συνεπειών που απέρρεαν από αυτές" (φ. 19, και με κάπως διαφορετική, πλην ταυτόσημη, διατύπωση, φ.21 της αναιρεσιβαλλομένης). Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, με επικύρωση κατά τούτο της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια και την ένδικη αγωγή των αναιρεσιβλήτων, δέχθηκε ότι η επίδικη ως άνω υπ' αριθμ. .../20-11-1997 δημόσια διαθήκη είναι άκυρη κατά τα άρθρα 1718 και 1719 αρ. 3 του ΑΚ, καθόσον ο διαθέτης δεν είχε κατά τον χρόνο της συντάξεώς της συνείδηση των πράξεών του υπό την προαναφερόμενη έννοια. IV. Υπό τις προαναφερθείσες παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς και αντιφατικές, υπό την προρρηθείσα (ανωτ. ΙΙ) έννοια, αιτιολογίες, στο ουσιώδες ζήτημα της ελλείψεως συνειδήσεως των πραττομένων στον διαθέτη Ε. Σ. κατά τον χρόνο συντάξεως της επίδικης δημόσιας διαθήκης, οι οποίες (αιτιολογίες) καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων ως άνω διατάξεων των άρθρων 1718 και 1719 αρ. 3 του ΑΚ, τις οποίες εφήρμοσε το Εφετείο. Ειδικότερα, 1) ενώ δέχεται ότι ο διαθέτης Ε. Σ. μέχρι και τον Αύγουστο του 1997 παρά τα 92 του χρόνια ήταν εξαιρετικά υγιής, δραστήριος και σε πλήρη πνευματική διαύγεια, ότι κατά την είσοδό του στο Ογκολογικό Νοσοκομείο την 26-9-1997 και ενώ ήδη είχε διαγνωσθεί η νόσος του (λευχαιμία) η κατάστασή του ήταν εξαιρετικά καλή για την ηλικία του και το υποκείμενο νόσημα, διατηρηθείσα έτσι μέχρι την 9-10-1997, οπότε άρχισε να επιδεινώνεται προοδευτικά, ότι κατά το επόμενο χρονικό διάστημα, στο οποίο εμπίπτει και ο κρίσιμος εν προκειμένω χρόνος της συντάξεως της επίδικης διαθήκης (20-11-1997), ελάμβανε μεν τα αναφερόμενα ισχυρά φάρμακα που μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές ανεπιθύμητες παρενέργειες, και ότι όμως δεν αποδείχθηκε ότι τα φάρμακα αυτά προκάλεσαν κάποια από τις παρενέργειες αυτές στον διαθέτη, ο οποίος το πρώτον στις 15-12-1997, ήτοι μετά τη σύνταξη της διαθήκης (20-11-1997), παρουσίασε πτώση του επιπέδου της συνείδησής του, 2) εν τέλει δέχεται (το Εφετείο) ως ανωτέρω ότι "με βάση όσα προεκτέθηκαν ο θανών κατά τον κρίσιμο χρόνο (20-11-1997) σύνταξης της επίδικης διαθήκης εξαιτίας της προχωρημένης ηλικίας του (92 ετών) και της βαρύτατης κατάστασης της υγείας του δεν είχε συνείδηση των πράξεών, και συγκεκριμένα λόγω της θόλωσης της διάνοιάς του κατ' εκείνον τον χρόνο ναι μεν γνώριζε ότι συνέτασσε τη διαθήκη του, χωρίς να έχει πλήρη έλλειψη της λειτουργίας του νου, δεν είχε όμως την ικανότητα να συλλάβει και εκτιμήσει τη σημασία και τις συνέπειες των επιμέρους διατάξεων της διαθήκης του και των συνεπειών που απέρρεαν από αυτές". Οι τελευταίες αυτές παραδοχές του Εφετείου καθόσον μεν αφορούν τη "θόλωση" της διάνοιας του διαθέτη και την εντεύθεν έλλειψη συνειδήσεως των πράξεών του που το Εφετείο αποδίδει στην προχωρημένη ως άνω ηλικία του διαθέτη είναι αντιφατικές με τις αμέσως προηγούμενες (υπό 1), κατά τις οποίες η ηλικία του ανωτέρω δεν είχε επιδράσει δυσμενώς στην εν γένει κατάστασή του, σωματική και ψυχική - πνευματική, ούτε αναφέρεται καμία τέτοια δυσμενής επίδραση της ηλικίας του στην κατάσταση αυτή μέχρι τον χρόνο της συντάξεως της επίδικης διαθήκης ή (και) κατά τον χρόνο αυτό, καθόσον δε οι παραδοχές του Εφετείου αφορούν τη "θόλωση" της διανοίας (του νου) του διαθέτη και την εντεύθεν έλλειψη συνειδήσεως των πραττομένων που το Εφετείο αποδίδει στην βαρύτατη κατάσταση της υγείας, οι αιτιολογίες είναι ανεπαρκείς, αφού δεν εξηγείται πως το δικαστήριο κατέληξε στην παραδοχή της θόλωσης από την ανωτέρω αιτία, όταν προηγουμένως έχει δεχθεί ότι η θεραπευτική αγωγή που ακολουθούσε ο ασθενής δεν επέφερε καμία ανεπιθύμητη (δυσμενή) παρενέργεια σ' αυτόν, ο τελευταίος δε το πρώτον, κατά τα προεκτεθέντα, μετά τη σύνταξη της διαθήκης και δη την 15-12-1997 παρουσίασε πτώση του επιπέδου της συνείδησής του. Επομένως το Εφετείο υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, όπως βάσιμα το αναιρεσείον Ίδρυμα υποστηρίζει με τους τρεις πρώτους από τη διάταξη αυτή, λόγους της αιτήσεώς του, και τον πρώτο, του δικογράφου πρόσθετων λόγων αναιρέσεως. V. Κατ' ακολουθίαν και κατά παραδοχήν των ανωτέρω λόγων, μετά την οποία παρέλκει η έρευνα των λοιπών, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούμενη αυτή απόφαση και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ), να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στο αναιρεσείον ΙΔΡΥΜΑ (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 891/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Διατάσσει την επιστροφή στο αναιρεσείον του κατατεθέντος παραβόλου. Και Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.- ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 6η Μαΐου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3η Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διαθήκη δημόσια. Ακυρότητα. Πότε η διαθήκη είναι άκυρη για έλλειψη συνειδήσεως του διαθέτη κατά το χρόνο της συντάξεώς της. Έννοια ελλείψεως συνειδήσεως των πραττομένων. Αναίρεση. Πότε ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από τον τον αρ 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (Αναιρεί Εφ Αθ 891/2012).
Διαθήκης ακύρωση
Διαθήκης ακύρωση.
0
Αριθμός 1187/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Γιολάντα Παπαρούνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Της αναιρεσίβλητης: Μ. συζ. Γ. Χ., το γένος Β. Ζ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Δήμητρα Κοντού. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/9/1985 αγωγής της ήδη αναιρεσίβλητη, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κατερίνης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 133/1999 του ίδιου Δικαστηρίου και 2030/2001 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 16/6/2003 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 10/3/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η ακίνητη περιουσία των χριστιανικών καθιδρυμάτων και ειδικότερα εκείνη των μοναστηρίων (βακούφια) επί τουρκοκρατίας περιελάμβανε πέντε ιδιαίτερες κατηγορίες ακινήτων. Στην τρίτη κατηγορία εντάσσονται τα ακίνητα εκείνα κατηγορίας δημόσιας γης που έχουν καταγραφεί ως βακουφικά στο (παλαιό) κτηματολόγιο επ' ονόματι της συγκεκριμένης μονής υπό τη γενική κατηγορία των βακουφικών -αφιερωμένων γαιών που κατέχονται ως τελείας κυριότητος - mulk, αλλά φορολογούνται ως δημόσιες γαίες με τους ετήσιους φόρους της δεκάτης ή και salariye ενώ απολαύουν του προνομίου να μην πληρώνεται γι' αυτές δικαίωμα ταπίου σε περίπτωση θανάτου των μοναχών που τις κατέχουν. Τα ακίνητα αυτά αποτελούν κυρίως το αντικείμενο της πρώτης περιπτώσεως του άρθρου 122 του Οθωμανικού Νόμου περί Γαιών, κατά την οποία "Αι έκπαλαι εις τι Μοναστήριον προσηρτημέναι γαίαι, των οποίων η τοιαύτη προσάρτησις είναι εγγεγραμμένη εν τω Αυτοκρατορικώ Κτηματολογίω, δεν εξουσιάζονται με ταπίον, ούτε αγοράζονται ούτε πωλούνται. Στην τέταρτη από τις ανωτέρω κατηγορίες ακινήτων εντάσσονται τα ακίνητα δημόσιας γης που αποκτήθηκαν από τον ηγούμενο ή από εκπρόσωπό του για λογαριασμό του μοναστηρίου κατά δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (tesarruf) με την άδεια του "κυρίου της γης", δηλ. του εκπροσώπου της κρατικής εξουσίας, ως ανήκοντα σε τιμάριο, για τα οποία πληρωνόταν δικαίωμα ταπίου (tapu). Τα ακίνητα αυτά υπάγονται στην δεύτερη περίπτωση του άρθρου 122 του Οθωμανικού Νόμου περί γαιών, κατά την οποία "Αι ανέκαθεν όμως με ταπίον εξουσιαζόμεναι (γαίαι), αίτινες κατόπιν περιήλθον εις χείρας Μοναχών και εξουσιάζονται ως προσαρτήματα των Μοναστηρίων, υπάγονται εις την κατηγορίαν των λοιπών δημοσίων γαιών και εξουσιάζονται με ταπίον ως και πρότερον". Τέλος, κατά το άρθρο 78 του ίδιου νόμου περί Γαιών "Εάν τις εξουσιάση και καλλιεργήση επί δέκα έτη άνευ αμφισβητήσεως δημοσίας και αφιερωμένας γαίας, αποκτά δικαίωμα εγκαταστάσεως, αι δε γαίαι αύται δεν θεωρούνται αδέσποτοι είτε ο εξουσιάζων κατέχει έγκυρον έγγραφον είτε μη, δέον δε να τω δοθή εκ νέου δωρεάν έγγραφον ταπίου". Την κατά τα ανωτέρω, με δεκαετή δηλ. κατοχή και καλλιέργεια του κτήματος, απόκτηση δικαιώματος εξουσιάσεως αναγνώρισε και το διάταγμα 2468/1017 της προσωρινής κυβερνήσεως Θεσσαλονίκης (άρθρ. 2), που κυρώθηκε με τον ν. 1072/1917, και ο ν. 2052/1920 (άρθρ. 50), εφόσον η δεκαετία συμπληρώθηκε μέχρι την 20-5-1917, με το άρθρο δε 49 του ν. 2052/1920 εκείνος που έχει δικαίωμα εξουσιάσεως αποκτά δικαίωμα πλήρους και αμετακλήτου κυριότητος κατά τα 4/5 εξ αδιαιρέτου του κτήματος, το δε δημόσιο δικαίωμα συγκυριότητας και συνδιακατοχής κατά το υπόλοιπο 1/5, το οποίο και αυτό (δικαίωμα του ελληνικού δημοσίου) περιήλθε στους κατά την έναρξη της ισχύος του ανωτέρω διατάγματος συνιδιοκτήτες κατά τα 4/5, αυτοδικαίως και χωρίς εγγραφή στα βιβλία μεταγραφής, δυνάμει των άρθρων 101-104 του διατάγματος της 11/12-11-1929, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 2 του ν. 4229/1229 και όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 17, 18 και 19 του ν. 1540/1938. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: "Η Ιερά Μονή Κανάλλων, η οποία ιδρύθηκε το έτος 1055, μετά από διαδοχικές πυρκαγιές, οι οποίες επισυνέβησαν στα τέλη του 19ου (αιώνα) και το έτος 1943, αποτεφρώθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά, με συνέπεια και την καταστροφή του αρχείου της. Με το από 7-12-1932 προεδρικό διάταγμα κατέστη Μετόχι της Ιεράς Μονής Αγίου Διονυσίου Ολύμπου. Κατά τη μακραίωνα ιστορία της απέκτησε μεγάλη ακίνητη περιουσία, στην οποία περιλαμβάνεται και έκταση 20.000 στρεμμάτων, κειμένη στην τοποθεσία "Τοπόλιανη - Ιμπραήμ Αυλάκι" Λιτοχώρου Πιερίας. Την έκταση αυτή η Ιερά Μονή, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, καλλιεργούσε είτε δια των μοναχών της και το ιδιωτικό προσωπικό της, χρησιμοποιώντας προς τούτο δικά της ζώα, με το σύστημα της αγρανάπαυσης ή αμειψισποράς, με διάφορα δημητριακά, χορτολειβαδικά και αμπέλια, είτε εκμίσθωνε σε τρίτους γεωργοκτηνοτρόφους, για καλλιέργεια και βοσκή, εξασφαλίζοντας έτσι τα έσοδα για τη λειτουργία της, την επιβίωση των μοναχών και την διατροφή των μικρών και μεγάλων ζώων που διατηρούσε (αιγοπρόβατα, αγελάδες, άλογα), καταβάλλοντας παράλληλα στο Τουρκικό Δημόσιο κτηματικό φόρο. Αυτό προκύπτει από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποσπάσματα των συνοπτικών τουρκικών φορολογικών βιβλίων (ΧΟΥΛΑΣΑ), εκ των οποίων το μεν ένα αφορά το τουρκικό έτος 1289 (1-3-1873 έως 28-2-1874), το δε άλλο το τουρκικό έτος 1304 (1-3-1888 έως 28-2-1889). Στο επάνω μέρος της σελίδας 312 του Συνοπτικού Φορολογικού βιβλίου (ΧΟΥΛΑΣΑ) του έτους 1873-1874 αναγράφεται "ΚANALA MONASTIRI" και στη στήλη του εξουσιαστή των ακινήτων και φορολογουμένων αναγράφεται ως εξουσιαστής το βακούφι του Μοναστηρίου Κανάλλων (KANALA MONASTIRI VAKFI), δηλαδή το καθίδρυμα του Μοναστηρίου Κανάλλων, με την έννοια ότι η περιουσία ανήκει σε χριστιανικό καθίδρυμα, ενώ το μείζον ακίνητο εμφανίζεται ως βοσκή να έχει έκταση 20.000 στρεμμάτων. Στο βιβλίο "ΧΟΥΛΑΣΑ" των ετών 1888-1989 επαναλαμβάνονται τα ίδια και το ακίνητο εμφανίζεται ως αγρός 20.000 στρεμμάτων. Από το με χρονολογία 1251 έτους (1835) Μονόγραμμα (Φιρμάνιον - Υψηλόν Διάταγμα) του Σουλτάνου Μαχμούτ, απευθυνόμενο προς τον Ιεροδικαστή της Υποδιοίκησης Φαναρίου Λάρισας, προκειμένου να μην αυξηθεί, όπως ζητούσε ο τούρκος Τιμαριούχος, ο ετήσιος φόρος των 160 γροσίων που κατέβαλε η ως άνω Μονή προς το Τουρκικό Δημόσιο και απαγορευθεί οποιαδήποτε παράνομη και εναντίον των αρχαίων εθίμων και του υψηλού του Διατάγματος επέμβαση του Βακουφικού επιτρόπου στα ακίνητα της Μονής, προκύπτει ότι η τελευταία κατέβαλε φόρο δεκάτης και, συνεπώς, η ακίνητη περιουσία της ανήκε στην κατηγορία της δημοσίας γης, επί της οποίας ισχύει το άρθρο 122 ΟΘΝπΓαιών. Και εάν μεν υπάγεται η ως άνω έκταση στην πρώτη περίπτωση του άρθρου 122 του ΟΘΝπΓαιών (ανέκαθεν προσαρτημένη σε μοναστήρι και καταγεγραμμένη στο κτηματολόγιο), δεν ήταν νόμω δυνατόν να έχουν στα χέρια τους ταπί οι μοναχοί για το ακίνητο αυτό και το κατείχαν νόμιμα, χωρίς ταπί, μόνον με καλλιέργεια και πληρωμή φόρων, ενόψει δε ότι, με το προαναφερόμενο φιρμάνι, ο τιμαριούχος απαγορεύεται να ζητήσει αύξηση του φόρου δεκάτης, η ως άνω έκταση αποδεικνύεται ότι ανήκει στην κατηγορία αυτή. Αλλά και αν ακόμη υποτεθεί ότι ανήκει στη δεύτερη περίπτωση του άρθρου 122 του ΟΘΝπΓαιών και καταστράφηκε ο τίτλος (ταπί), δυνάμει του οποίου το μοναστήριο, είχε αποκτήσει δικαίωμα TASARRUF επ' αυτής, η έκταση αυτή εμπίπτει στην ρύθμιση του άρθρου 78 του ΟΘΝπΓαιών και, συνεπώς, μπορούσε να αποκτηθεί δικαίωμα δεκαετούς εξουσιάσεως, το οποίο μετατράπηκε (όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη) σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας. Την ανωτέρω έκταση η Ιερά Μονή Κανάλλων κατείχε και εξουσίαζε από αμνημονεύτων ετών και μέχρι την 20-5-1917, χωρίς δικαστική αμφισβήτηση, καλλιεργώντας αυτήν με τους μοναχούς και το ιδιωτικό προσωπικό της με δημητριακά (σιτάρι, κριθάρι κ.λ.π.), χορτολιβαδικά και αμπέλια, κατά το σύστημα της αγρανάπαυσης ή αμειψισποράς ή εκμισθώνοντας τμήματα αυτής σε τρίτους γεωργοκτηνοτρόφους για καλλιέργεια και βοσκή. Η συνεχής εξουσίαση και εκμετάλλευση της ανωτέρω εκτάσεως από την ιερά Μονή Κανάλλων αποδεικνύεται από το προαναφερθέντα Τουρκικά Φορολογικά στοιχεία, από τις καταθέσεις των υπερηλίκων μαρτύρων, κατοίκων της περιοχής Λιτοχώρου και από τις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, επιβεβαιώνεται δε και με το από 21-8-1904 "Ενοικιαστήριον έγγραφον". Με το έγγραφο αυτό η Ιερά Μονή Κανάλλων, εκπροσωπούμενη από τον Ηγούμενο αυτής, εκμίσθωσε στους Γ. Α., Γ. Φ. και Γ. Φ., για μια επταετία, "πάντα τα δάση, τα υπαγόμενα στην κυριότητα και διακατοχή της Μονής, καθώς και απάσας τας χειμερινάς και θερινάς νομάς αυτής". Στον έκτο όρο του μισθωτηρίου αυτού ορίζονται ότι "ο Ηγούμενος δικαιούται να καλλιεργεί κατά έτος, από της 25 Μαρτίου και εντεύθεν, τα χωράφια τα οποία ανέκαθεν ευρέθησαν εις τας τοποθεσίας "Ιμπραήμ Αυλάκι" και "Καδρί Πλατάνια", τα δε εν τη τοποθεσία "Τοπόλιανη", δικαιούται να τα καλλιεργεί και να σπείρει εν οιαδήποτε εποχή θελήσει και αποφασίσει", ενώ με τον έβδομο όρο ορίζεται ότι "άπαντα τα ζώα της Μονής αγελάδια και αιγοπρόβατα θα βόσκωσι δωρεάν". Στα χωράφια της τοποθεσίας "Τοπόλιανη" εμπίπτει το υπ' αριθμ. 30 τεμάχιο της μετέπειτα οριστικής διανομής του αγροκτήματος Ν. Λιτοχώρου, για το οποίο θα γίνει λόγος κατωτέρω. Στο ανωτέρω μισθωτήριο καταχωρήθηκε την 8-1-1912 δήλωση περί καταβολής, από τους μισθωτές, του υπολοίπου μισθώματος από 105 λίρες. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με την υπ' αριθμ. 125329/28-9-1924 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, η οποία δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. 89 τ.Β /7-10-1925, κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο, για την αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών Λιτοχώρου και Λεπτοκαρυάς Πιερίας, το αγρόκτημα "Τοπόλιανη", το οποίο οριοθετήθηκε με επίσημο σχεδιάγραμμα, που συντάχθηκε το έτος 1931 από την αρμόδια Τοπογραφική Υπηρεσία του Υπουργείου Γεωργίας, βρέθηκε δε να έχει συνολική έκταση 13.076,687 στρεμμάτων, δοθέντος ότι δεν συμπεριελήφθη σ' αυτή η δασική έκταση των επτά χιλιάδων (7.000) περίπου στρεμμάτων. Με την υπ' αριθμ. 47/1933 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Κατερίνης, η οποία εκδόθηκε σε αντικατάσταση της ακυρωθείσης, με την υπ' αριθμ. 264/1932 απόφαση του Σ.τ.Ε., μετά από προσφυγή του ΟΔΕΠ, υπ' αριθμ. 29/1931 αρχικής τοιαύτης, και το σε εκτέλεση αυτής (47/1933 αποφάσεως Ε.Α. Κατερίνης) συνταγέν από 29-1-1936 Πρωτόκολλο Οριστικού Διαχωρισμού του ανωτέρω αγροκτήματος "Τοπόλιανης", η έκταση αυτή χαρακτηρίσθηκε ως ανήκουσα στην κατηγορία των δημοσίων γαιών (Εραζίι-Εμιριγιέ), με συγκύριο το Ελληνικό Δημόσιο κατά το 1/5, καθόσον αυτή υπερέβαινε τα 200 αυτοκαλλιεργούμενα στρέμματα (Δ/γμα του Μαΐου 1917 και άρθρ. 143 επ. Αγρ. Κώδικα), ενώ με την υπ' αριθμ. 801/1934 απόφαση του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης καθορίσθηκε η καταβλητέα αποζημίωση, λόγω της απαλλοτριώσεως, κατά 1/5 στο Ελληνικό Δημόσιο και κατά 4/5 στην ιδιοκτήμονα καθής η απαλλοτρίωση Ιερά Μονή Κανάλλων. Από την απαλλοτρίωση αυτή του αγροκτήματος "Τοπόλιανης" εξαιρέθηκαν τα υπ' αριθμ. 19 και 29 τεμάχια του προαναφερθέντος σχεδιαγράμματος, συνολικής εκτάσεως 269,275 στρεμμάτων, ως ανεπίδεκτα επιχερσώσεως, και το υπ' αριθμ. 30 τεμάχιο του αυτού σχεδιαγράμματος, εκτάσεως 1776,850 στρεμμάτων. Η εξαιρεθείσα έκταση του υπ' αριθμ. 30 τεμαχίου έγινε λόγω της μικρής γονιμότητας του εδάφους της, που παρουσίαζε το συγκεκριμένο χρόνο (περίοδος αγρανάπαυσης), οπότε θεωρήθηκε ότι η εκμετάλλευσή της δεν ήταν δυνατή με οικονομικά συμφέρουσες καλλιέργειες, αλλά και για να μπορεί να συντηρηθεί η Ιερά Μονή. Ειρήσθω ότι το ως άνω Πρωτόκολλο δεν αναθεωρήθηκε, ελλείψει οποιασδήποτε αμφισβητήσεως, μέχρι το έτος 1949 (προθεσμία ταχθείσα με τον Α.Ν. 1085/46). Την ανωτέρω εξαιρεθείσα της απαλλοτριώσεως έκταση το τοπικό Συμβούλιο του ΟΔΕΠ της Ιεράς Μητροπόλεως Κίτρους, με την υπ' αριθμ. 262/9-6-1936 διακήρυξή του εξέθεσε σε πλειοδοτική δημοπρασία εκποιήσεως, η οποία, μετά από διαδοχικές άκαρπες δημοπρασίες, πραγματοποιήθηκε την 12-7-1936 και κατακυρώθηκε στον Μ. Κ. (βλ. 5255/ 4350/1-9-36 έγγραφο Ο.Δ.Ε.Π.). Ακολούθως, συντάχθηκε το υπ' αριθμ. .../1936 πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Κατερίνης Ξενοφώντα Συλλοπούλου, νομίμως έκτοτε μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πιερίας, στον τόμο ... και με αριθμό 4499, με το οποίο μεταβιβάσθηκε κατά κυριότητα, νομή και κατοχή, από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, δυνάμει του άρθρου 20 του κωδικοποιημένου νόμου 4684 "περί διοικήσεως και διαχειρίσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας" και του άρθρου 10 του από 6-7-1931 Διατάγματος "περί όρων και τρόπου εκποιήσεως Εκκλησιαστικών και μοναστηριακών ακινήτων", στον ανωτέρω υπερθεματιστή - Μ. Κ. η δημοπρατηθείσα έκταση (βλ. το από 12-7-1936 έγγραφο Ε.Τ.Ε.) Με την υπ' αριθμ. 119272/12-11-1946 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, που δημοσιεύθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3250/1924, στο υπ' αριθμ. 11848/ 27-11-1946 φύλλο της Εφημερίδας "ΦΩΣ", ήρθη η από τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 3250/1924 υφισταμένη απαγόρευση και επετράπη στον Μ. Κ. να πωλήσει ελεύθερα, κατά διαιρετά τμήματα την ανωτέρω έκταση των 2.046,125 στρεμμάτων. Έτσι, ο Μ. Κ., με το υπ' αριθμ. .../1947 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Νικολάου Καραμάνου, νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πιερίας, στον τόμο ... και με αριθμό 239, μεταβίβασε στην ενάγουσα λόγω πωλήσεως διαιρετή έκταση 289 στρεμμάτων, η οποία αποτελεί κατά το μεγαλύτερο μέρος της, μέσα στην οποία περιλαμβάνεται και η επίδικος έκταση των 84,490 στρεμμάτων, τμήμα του υπ' αριθμ. 30 τεμαχίου (βλ. εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης). Ο Μ. Κ., από του έτους 1936 έως το έτος 1947, το υπ' αριθμ. 30 τεμάχιο καλλιεργούσε, με το σύστημα της αγρανάπαυσης, με σιτάρι, κριθάρι και γρασίδι. Η ενάγουσα, μετά την αγορά της εκτάσεως των 289 στρεμμάτων, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η επίδικος έκταση των 84,490 στρεμμάτων, συνέχισε η ίδια να νέμεται και κατέχει. Προέβη σε σημαντικές δαπάνες, με τη δημιουργία αγροτικών προσβάσεων, βελτίωση με μηχανικά μέσα και λίπανση του εδάφους, προς αύξηση της γονιμότητας και παραγωγικότητας, φύτευση ελαιοδένδρων, αμυγδαλιών και άλλων καρποφόρων δένδρων, μόνιμη περίφραξη, ανέγερση κτισμάτων, άντληση νερού (γεώτρηση), εγκατάσταση συγκροτήματος για άρδευση, με υπόγειο και υπέργειο σωληνωτό δίκτυο, εγκατάσταση δικτύου διανομής της ΔΕΗ και ανέγερση κτισμάτων, για την εξυπηρέτηση των γεωργικών αναγκών της. Μετά από τις ανωτέρω βελτιώσεις του εδάφους και τις εγκαταστάσεις υδρεύσεως, τόσο το επίδικο, όσο και το υπόλοιπο τμήμα του υπ' αριθμ. 30 τεμαχίου, καλλιεργούνταν με δυναμικές καλλιέργειες (φράουλες, μποστανικά, λαχανικά κλπ). Στο υπ' αριθμ. 8327/1978 έγγραφο της Διευθύνσεως Γεωργίας του Νομού Πιερίας, το οποίο συντάχθηκε μετά από αυτοψία του Γεωπόνου Ε. Γ., αναφέρονται, μεταξύ άλλων, ότι η όλη έκταση (υπ' αριθμ. 30 τεμάχιο) είναι καλλιεργημένη από παλαιότερα χωρίς να υπάρχουν ενδείξεις προσφάτου εκχερσώσεως, επιβεβαιώνονται δε ότι οι ανωτέρω βελτιώσεις και εγκαταστάσεις και ότι η Υπηρεσία δεν αμφισβήτησε ποτέ, κατά το παρελθόν, την κυριότητα του υπ' αριθμ. 30 τεμαχίου, γιατί αυτό, μαζί με άλλα τεμάχια, εξαιρέθηκε της απαλλοτριώσεως υπέρ της Ιεράς Μονής Κανάλλων, με την υπ' αριθμ. 47/1933 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Κατερίνης. Και ενώ αυτή ήταν η πραγματική και νομική κατάσταση του υπ' αριθμ. 30 τεμαχίου της διανομής του απαλλοτριωθέντος αγροκτήματος "Τοπόλιανης" Λιτοχώρου, την οποία το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο επί μισό αιώνα ανεγνώριζε, η Διεύθυνση Δασών Πιερίας εξέδωκε το υπ' αριθμ. 15/1980 Πρωτόκολλο Διοικητικής Αποβολής της ενάγουσας από την επίδικη έκταση των 84,490 στρεμμάτων, η οποία είναι τμήμα του ως άνω (υπ' αριθμ. 30) τεμαχίου, γιατί αυτή ήταν δασική έκταση. Το Πρωτόκολλο αυτό ακυρώθηκε με την υπ' αριθμ. 293/1981 απόφαση του Ειρηνοδικείου Κατερίνης, πλην όμως αυτή εξαφανίσθηκε, μετά από άσκηση εφέσεως του Ελληνικού Δημοσίου, με την υπ' αριθμ. 120/1982 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης. Το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο ειρήσθω ότι δεν προέβη στην εκτέλεση του ως άνω Πρωτοκόλλου Διοικητικής αποβολής, στηριζόμενο στην ανωτέρω απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης, προβάλλει, κατά της κρινόμενης αγωγής, τον ισχυρισμό ότι το επίδικο ανέκαθεν ήταν δάσος. Ο ισχυρισμός αυτός από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδεικνύεται. Αντιθέτως, εκτός των όσων προαναφέρθηκαν, αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η εξέλιξη της φυσικής βλάστησης, στο υπ' αριθμ. 30 τεμάχιο, του οποίου τμήμα αποτελεί το επίδικον, ποτέ δεν είχε φθάσει στη βαθμίδα του δάσους, και τούτο διότι η μάζα του εδάφους, αλουβιακής προελεύσεως (υλικά που μεταφέρθηκαν από τον ορεινό όγκο του Ολύμπου, με αρκετό αγρακικό ασβέστιο), είναι ουδέτερη έως βασική (PH7, ο έως 8,5) και ευνοεί τη φυσική ανάπτυξη λιβαδικής βλαστήσεως και όχι δασικής. Για το λόγο αυτό παρουσιάζει χαρακτηριστική ομοιομορφία, γεγονός που δείχνει ότι στο έδαφος δεν υπήρξαν χονδρές ρίζες δενδρώδους βλαστήσεως και ότι το έδαφος εκκαλιεργείτο γεωργικώς, τουλάχιστον κατά τα τελευταία 200 χρόνια (βλ. εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης και τεχνική έκθεση Δασολόγου - Εδαφολόγου Ν. Π.). Στην κρίση του αυτή το Δικαστήριο κατέληξε βάσει των ανωτέρω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, λαμβάνοντας προς τούτο υπόψη του και συνεκτιμώντας, α) την υπ' αριθμ. 58/1993 γνωμοδότηση του κατ' άρθρο 90 του Π.Δ./τος 284/1988 Γνωμοδοτικού Συμβούλου Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλαξίμου Περιουσίας, στην οποία αναφέρεται ότι "το Δημόσιο δεν έχει δικαιώματα επί των εκτάσεων του αγροκτήματος "Τοπόλιανης", οι οποίες αναγνωρίσθηκαν με αποφάσεις της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων ότι ανήκουν σε ιδιώτες ή στην Ιερά Μονή Κανάλλων και δη, όπως οι αποφάσεις αυτές, μετά των συνοδευόντων αυτές διαγραμμάτων και πινάκων, αρχικών και τροποποιητικών, οριστικοποιήθηκαν και ισχύουν, β) την υπ' αριθμ. 1016677/995/ Α0010/22-4-1994 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, με την οποία αποδέχθηκε την ανωτέρω γνωμοδότηση, (γ) το υπ' αριθμ. 093486/10126/1994 έγγραφο του Υπουργού Γεωργίας, προς την Διεύθυνση Δασών Πιερίας, στο οποίο αναφέρεται ότι "μετά την ανωτέρω αποδοχή της γνωμοδοτήσεως θεωρείται λυμένο το ιδιοκτησιακό καθεστώς της έκτασης των 1.762 στρεμμάτων στη θέση "Μαύρη Πέτρα-Τοπόλιανη" της περιοχής Δήμου Λιτοχώρου", δ) το υπ' αριθμ. ΓΕ/13297/1989 έγγραφο της Διευθύνσεως Γεωργίας Πιερίας, προς την Διεύθυνση Δασών Πιερίας, στο οποίο, μεταξύ των άλλων αναφέρεται ότι "... επειδή η Υπηρεσία μας δεν αμφισβήτησε ποτέ, κατά το παρελθόν, αλλά και σήμερα ακόμη, το ιδιοκτησιακό καθεστώς του 30 τεμαχίου, ως εξαιρεθέντος της απαλλοτριώσεως, υπέρ της ιδιοκτήτριας Μονής Κανάλλων, κρίνει ότι το εν λόγω τεμάχιο δεν θα πρέπει να υπαχθεί στην κατηγορία των εκτάσεων της μορφής του άρθρου 74 του Ν. 998/1979, ε) το υπ' αριθμ. ΓΕ/5238/24-6-1993 έγγραφο της Διευθύνσεως Γεωργίας Πιερίας, προς τον Οικοδομικό Συνεταιρισμό Δασκάλων - Νηπιαγωγών Ν. Λάρισας "Ο ΠΕΛΑΣΓΟΣ", στο οποίο αναφέρεται ότι "... σας γνωρίζουμε ότι η έκτασή σας ήταν ανέκαθεν και είναι αγροτική και αποτελεί τμήμα του 30 τεμαχίου, συνολικής εκτάσεως 1776,850 στρεμμάτων, το οποίο, με την υπ' αριθμ. 47/1993 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Κατερίνης, εξαιρέθηκε της απαλλοτριώσεως, υπέρ της ιδιοκτήτριας Ιεράς Μονής Κανάλλων και διαχωρίσθηκε υπέρ αυτής, με το από 29-1-1936 Πρωτόκολλο και ότι η Υπηρεσία μας ουδέποτε αμφισβήτησε το ιδιοκτησιακό καθεστώς", στ) το υπ' αριθμ. 2279/27-6-1997 έγγραφο της Διευθύνσεως Δασών Πιερίας, στο οποίο αναφέρεται, μεταξύ των άλλων, ότι η έκταση του υπ' αριθμ. 30 τεμαχίου δεν υπάγονται στις διατάξεις της Δασικής Νομοθεσίας, ζ) το υπ' αριθμ. 8855/22-7-1978 έγγραφο της Εφορίας Πιερίας, προς την Διεύθυνση Δασών Πιερίας, στο οποίο αναφέρεται ότι η όλη έκταση του υπ' αριθμ 30 τεμαχίου χαρακτηρίζεται ως αγροτική και η) το υπ' αριθμ. 3739/21-5-1979 έγγραφο της Διευθύνσεως Δασών Πιερίας, στο οποίο αναφέρεται ότι το υπ' αριθμ. 30 τεμάχιο δεν υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν.Δ. 86/1969 "Περί Δασικού Κώδικος". Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι επί αγωγής αναγνωρίσεως δικαιούχου αποζημιώσεως της Α. Ζ., η οποία είχε αγοράσει, όπως και η ενάγουσα, από τον Μ. Κ., τμήμα του υπ' αριθμ. 30 τεμαχίου, εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 2730/1999 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία κρίθηκε ότι το ανωτέρω υπ' αριθμ. 30 τεμάχιο ήταν ιδιοκτησία Ιεράς Μονής Κανάλλων. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον αποδείχθηκε ότι η επίδικος έκταση των 84,490 στρεμμάτων, κειμένη στη θέση "Τοπόλιανη" της κτηματικής Περιφέρειας Λιτοχώρου Πιερίας, είναι τμήμα της μείζονος εκτάσεως των 289 στρεμμάτων, η οποία περιήλθε στην ενάγουσα με το προαναφερθέν συμβόλαιο αγοραπωλησίας και η οποία αποτελεί τμήμα του υπ' αριθμ. 30 τεμαχίου της οριστικής διανομής του έτους 1936 του αγροκτήματος "Τοπόλιανης" Λιτοχώρου Πιερίας, το οποίο από την αμνημόνευτη αρχαιότητα και μέχρι την 20-5-1917 εξουσίαζε και καλλιεργούσε η Ιερά Μονή Κανάλλων, η κρινόμενη αγωγή είναι ουσιαστικά βάσιμη". Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο απέρριψε την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της πρωτόδικης υπ' αριθμ. 133/1999 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης, με την οποία και κατά παραδοχήν της ένδικης αγωγής της αναιρεσίβλητης αναγνωρίστηκε η τελευταία κυρία του επίδικου ακινήτου, εκτάσεως 84,490 στρεμμάτων, που περιγράφεται, ως ανωτέρω, στην απόφαση. Ενόψει της ανέλεγκτης παραδοχής του Εφετείου ότι α) το επίδικο, ως τμήμα της αναφερόμενης μείζονος εκτάσεως, είχε περιέλθει στην απώτερη δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης Ι.Μ. Κανάλλων κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας, η δικαιοπάροχος δε αυτή το καλλιεργούσε έκτοτε και το εκμίσθωσε σε τρίτους μέχρι την κατά το έτος 1936 μεταβίβασή του στον άμεσο δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης Μ. Κ., και ότι β) η Ι. Μ. Κανάλλων κατέβαλλε επί τουρκοκρατίας φόρο δεκάτης στο Τουρκικό Δημόσιο για το ακίνητο αυτό, ο οποίος φόρος καταβαλλόταν για τα ακίνητα εκείνα, κατηγορίας δημόσιας γης, που είχαν καταγραφεί ως βακουφικά στο κτηματολόγιο επ' ονόματι της συγκεκριμένης μονής υπό την γενική κατηγορία των βακουφικών - αφιερωμένων γαιών που κατέχονται ως τελείας κυριότητας - mulk, ορθώς (το Εφετείο) υπήγαγε το επίδικο στην προαναφερθείσα πρώτη περίπτωση μοναστηριακών γαιών του άρθρου 122 του Οθωμανικού Νόμου περί Γαιών, στις ανέκαθεν δηλαδή προσαρτημένες σε μοναστήρι και καταγεγραμμένες στο Κτηματολόγιο γαίες, για τις οποίες κατεβάλλετο ο προαναφερθείς φόρος, κατά τα προεκτεθέντα. Επομένως ο πρώτος λόγος, κατά το πρώτο σκέλος του, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, του αναιρετηρίου, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι το Εφετείο με την ανωτέρω παραδοχή του παραβίασε, με εσφαλμένη εφαρμογή, την ειρημένη διάταξη του άρθρου 122 του Οθωμανικού Νόμου περί Γαιών είναι αβάσιμος. Ο ίδιος αυτός λόγος αναιρέσεως, κατά το δεύτερο σκέλος του, ότι το Εφετείο με την προαναφερθείσα επάλληλη παραδοχή του ότι η Ι.Μ. Κανάλλων έγινε κυρία του επιδίκου κατά το άρθρο 78 του ίδιου νόμου περί Γαιών, παραβίασε τη διάταξη αυτή, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αλυσιτελής, αφού η προαναφερθείσα παραδοχή του Εφετείου ότι το επίδικο ανήκει στην πρώτη κατηγορία (περίπτωση) μοναστηριακών γαιών του άρθρου 122 του Οθωμανικού Νόμου περί Γαιών στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης και δεν πλήττεται επιτυχώς με λόγον αναιρέσεως, κατά τα προεκτεθέντα. ΙΙΙ. Ο λόγος αναιρέσεως από τον αρ. 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι δεν ιδρύεται και προβαλλόμενος είναι αβάσιμος όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι. Εν προκειμένω, από τη βεβαίωση που περιέχεται στην αναιρεσιβαλλομένη ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη "και όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, για ορισμένα εκ των οποίων θα γίνει ειδική μνεία, χωρίς αυτό να υποδηλώνει ότι τα υπόλοιπα δεν ελήφθησαν υπόψη", και το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως, τις προπαρατεθείσες δηλαδή παραδοχές του, όπου το δικαστήριο αναφέρει ειδικότερα τα δημόσια έγγραφα από τα οποία επείσθη για το βάσιμο των αγωγικών ισχυρισμών της αναιρεσίβλητης, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο έγγραφα, τα οποία είχε προσκομίσει και επικαλεστεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, και τα αντίθετα που το τελευταίο υποστηρίζει με τον δεύτερο, από τον αριθμό 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο του αναιρετηρίου είναι αβάσιμα. ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, και να καταδικαστεί το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 22 ν. 3693/1957), όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16-6-2003 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2030/2001 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Γαίες μοναστηριακές. Διακρίσεις κατά το άρθρο 122 του Οθωμανικού Νόμου περί Γαιών. Μετατροπή του δικαιώματος «διηνεκούς εξουσιάσεως» (tessarut) σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας. Σχετικές διατάξεις. Αναίρεση. Λόγοι από τους αρ. 1 και 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αβάσιμοι (Επικυρώνει ΕφΘεσσ 2030/2001).
Οθωμανικό δίκαιο
Γαίες, Οθωμανικό δίκαιο.
0
Αριθμός 1186/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Χ. Σ. του Θ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Θεώνη Μπελτάου. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Δ. Γ. του Γ. και 2) Α. Γ. του Γ., κατοίκων ... . Ο 1ος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, και ο 2ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιορδάνη Χατζηαντωνιάδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7/7/2008 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Έδεσσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 250/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 1141/2010 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση των αποφάσεων ζητεί ο αναιρεσείων με την από 21/12/2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανάργυρος Σταυράκης ανέγνωσε την από 20/2/2013 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Νικολάου Μπιχάκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 568 παρ. 4 και 576 παρ. 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως απουσιάζει ο αναιρεσίβλητος και ο αναιρεσείων που επισπεύδει τη συζήτηση έχει επιδώσει σ' αυτόν αντίγραφο του κατατεθέντος δικογράφου της αιτήσεως με κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο που έχει οριστεί, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία του κλητευθέντος αναιρεσιβλήτου. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούς πρακτικά, ο πρώτος αναιρεσίβλητος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, η οποία είχε ορισθεί μετά από αναβολή από την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 6-3-2013, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση. Όπως δε προκύπτει από την υπ' αριθμ. 11181/15-2-2012 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Εδέσσης ..., την οποία ο αναιρεσείων προσκομίζει και επικαλείται, ο τελευταίος επέδωσε στον αναιρεσίβλητο, νόμιμα και εμπρόθεσμα, αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως, με την κάτω από αυτήν πράξη, με την οποία ορίζεται η ανωτέρω αρχική δικάσιμος προς συζήτησή της, και με κλήση για να παραστεί κατά τη δικάσιμο αυτή. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, αφού δε η αναβολή εκ του πινακίου επέχει θέση κλητεύσεως όλων των διαδίκων (άρθρ. 575, 226 παρ. 4 εδ. γ' και δ' ΚΠολΔ), το δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία του κλητευθέντος, ως ανωτέρω, πρώτου αναιρεσιβλήτου. ΙΙ. Η νομική αοριστία της αγωγής στηρίζει λόγο αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στον συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη την αγωγή. Αντίθετα η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμον για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του ΚΠολΔ. Ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για την θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά την μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια, ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη η αγωγή, πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων αναγκαίων στοιχείων, και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, ώστε να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά του. Προκειμένου για αγωγή αναγνωριστική ή διεκδικητική της κυριότητας ακινήτου, απαιτείται, για να είναι ακριβής η περιγραφή του ακινήτου, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητά του, να προσδιορίζονται η θέση, τα όρια και ο προσανατολισμός των πλευρών του κατά τρόπον ώστε να μπορεί αυτό να εντοπίζεται επακριβώς και να διαχωρίζεται από τα γειτονικά εδάφη, έστω και αν δεν αναφέρεται το μήκος των πλευρών του σε μέτρα ή το εμβαδόν του, εάν δε το ακίνητο φέρεται ότι αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης έκτασης, θα πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς τα όρια που το διαχωρίζουν από τη μεγαλύτερη έκταση, ώστε να προκύπτει ποιο συγκεκριμένο τμήμα της μεγαλύτερης έκτασης καταλαμβάνει το επίδικο τμήμα. Η περιγραφή του ακινήτου δεν μπορεί να συμπληρώνεται με την παραπομπή σε άλλο έγγραφο, όπως σχεδιάγραμμα στο οποίο αποτυπώνεται το ακίνητο, εκτός αν το έγγραφο έχει ενσωματωθεί στην αγωγή, κατά τρόπον ώστε να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της. Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπ' αριθμ. καταθέσεως 125/16-7-2008 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Εδέσσης οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι εξέθεσαν ότι οι ίδιοι είναι συγκύριοι, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου έκαστος, ενός οικοπέδου, εμβαδού 414,21 τ.μ., που βρίσκεται μέσα στο εγκεκριμένο σχέδιο πόλης της ..., στην περιοχή "...", στο 55ο οικοδομικό τετράγωνο και στην οδό Έδεσσας-Αριδαίας, και συνορεύει βόρεια με πρόσοψη 9,95 γρ.μ., με οδό Έδεσσας- Αριδαίας, σε πλευρά 19,20 γρ.μ. με ακίνητο συνιδιοκτησίας των ιδίων (εναγόντων) και του εναγομένου, και σε πλευρά 2,90 γρ.μ. με ακίνητο ιδιοκτησίας Λ., νότια σε πλευρά 11,97 γρ.μ., 4,79 γρ., 12,94 γρ.μ. και 3,30 γρ.μ. με χείμαρρο Προφήτη Ηλία, ανατολικά σε πλευρές 12,50 γρ.μ. και 12,50 γρ.μ. με ακίνητο συνιδιοκτησίας επίσης των ιδίων (εναγόντων) και του εναγομένου και σε πλευρά 3,58 γρ.μ. με ακίνητο ιδιοκτησίας αδελφών Δ. Γ. και δυτικά σε πλευρά 17,63 γρ.μ. και 11,00 γρ.μ. με ακίνητο ιδιοκτησίας Λ., ότι το ως άνω οικόπεδο περιήλθε στην συγκυριότητά τους, κατά τα παραπάνω εξ αδιαιρέτου ποσοστά, από κληρονομία του πατέρα τους Γ. Γ. του Δ. δυνάμει της .../10-4-2008 δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Έδεσσας Αθανασίας Χατζή που μεταγράφηκε νόμιμα, με την οποία οι ίδιοι αποδέχθηκαν την εξ αδιαθέτου κληρονομία του δικαιοπαρόχου τους, ότι στον δικαιοπάροχο πατέρα τους Γ. Γ. περιήλθε το ως άνω οικόπεδο από κληρονομία της μητέρας του και αληθούς κυρίας του ακινήτου Θ. Π., η οποία απεβίωσε στις 14-1-1957 και με την υπ' αριθμ. .../12-12-1953 δημόσια διαθήκη της εγκατέστησε κληρονόμο μεταξύ άλλων στο εν λόγω ακίνητο τον υιό της και πατέρα τους (εναγόντων), την κληρονομία δε αυτή αποδέχθηκαν οι ίδιοι για λογαριασμό του δικαιοπαρόχου τους με την προαναφερόμενη νόμιμα μεταγεγραμμένη .../10-4-2008 δήλωση αποδοχής κληρονομίας, ότι το πιο πάνω οικόπεδο αποτελούσε μαζί με γειτονικό οικόπεδο, έκτασης 480 τ.μ., ένα ενιαίο ακίνητο, συνολικής εκτάσεως 894,21 τ.μ. που ανήκε κατά κυριότητα στην απώτερη δικαιοπάροχό τους Θ. Π., από το οποίο η τελευταία μεταβίβασε κοινά, αδιαίρετα και ισομερώς με το νομίμως μεταγεγραμμένο .../12-8-1953 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του άλλοτε συμβολαιογράφου Έδεσσας Πέτρου Μάσσα το περιγραφόμενο κατά θέση και όρια διαιρετό οικοπεδικό τμήμα έκτασης 480 τ.μ., στον πατέρα τους Γ. Γ. και στη δικαιοπάροχο του εναγομένου Μ. Σ., ενώ το υπόλοιπο ακίνητο έκτασης 414,21 τ.μ., παρέμεινε στην κυριότητα της Θ. Π. και περιήλθε κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα στους ίδιους, ότι περί το έτος 2006 ο εναγόμενος, που είναι συγκύριος του ως άνω όμορου προς ανατολάς οικοπέδου των 480 τ.μ., αυθαίρετα και παράνομα κατέλαβε ένα τμήμα από το οικόπεδο των 414,21 τ.μ., εμβαδού 122,08 τ.μ., που βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του (οικοπέδου) και συνορεύει βόρεια με πρόσοψη 9,95 γρ.μ. με οδό Έδεσσας- Αριδαίας, νότια σε πλευρά 10,05 γρ.μ. με λοιπό τμήμα του μείζονος οικοπέδου των 414,21 τ.μ., ανατολικά σε πλευρά 12,50 γρ.μ. με ακίνητο συνιδιοκτησίας ιδίων (εναγόντων) και του εναγομένου και δυτικά σε πλευρά 11,93 γρ.μ. με ακίνητο ιδιοκτησίας Λ., στο οποίο τμήμα κατασκεύασε σκάλα, φύτεψε άνθη και τοποθέτησε διάφορα αντικείμενα, αποβάλλοντας τους ιδίους από τη νομή και κατοχή του τμήματος αυτού, το οποίο και αρνείται να τους αποδώσει. Η ως άνω περιγραφή του επιδίκου ακινήτου στην ένδικη διεκδικητική αγωγή, κατά την οποία το επίδικο βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του μείζονος ακινήτου, με τα αναφερόμενα όρια και τις πλευρικές διαστάσεις ως προς το κάθε όριο, είναι πλήρης, και δεν γεννάται καμία αμφιβολία για την ταυτότητά του. Το Εφετείο απορρίπτοντας σχετικόν λόγο εφέσεως του αναιρεσείοντος για αοριστία της αγωγής ως αβάσιμο, καθόσον στην αγωγή, όπως το περιεχόμενό της προεκτίθεται, γίνεται πλήρης περιγραφή του επίδικου οικοπεδικού τμήματος, με προσδιορισμό της θέσης, της έκτασης, των ορίων και των πλευρικών του διαστάσεων, ανεξαρτήτως της μη ενσωματώσεως στο δικόγραφό της του τοπογραφικού διαγράμματος , το οποίο οι ενάγοντες αναφέρουν στην αγωγή, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια που προβλέπεται από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, της παρά τον νόμο δηλ. μη κηρύξεως απαραδέκτου, και επομένως οι σχετικοί πρώτος και εν μέρει δεύτερος, από τη διάταξη αυτή (όπως και ο δεύτερος εκτιμάται), λόγοι αναιρέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. ΙΙΙ. Με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη αποδείξεις μη προσαχθείσες και συγκεκριμένα απαλλοτριωτική πράξη η οποία ουδέποτε προσκομίστηκε με επίκληση, δεχόμενο εσφαλμένα ότι εκτός των ρυμοτομουμένων τμημάτων του μείζονος ακινήτου με την 19/1978 πράξη τακτοποιήσεως και αναλογισμού οικοπέδων της Δ/νσης Τεχνικών Υπηρεσιών Νομαρχίας Πέλλας, υφίστανται και άλλα ρυμοτομούμενα τμήματά του. Ο λόγος αυτός, από τον αρ. 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη, το δικαστήριο στήριξε την σχετική κρίση του στα αναφερόμενα στο υπ' αριθμ. .../1953 συμβόλαιο, και δεν έλαβε υπόψη απαλλοτριωτική πράξη που δεν είχε προσκομισθεί, με επίκληση, από τους αναιρεσιβλήτους. IV. Ο αναιρετικός λόγος από τον αρ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών ή (και) αντιφατικών αιτιολογιών δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του προσήκοντος κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διάταξης αυτής θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και στηρίζουν επομένως το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (ΟλομΑΠ 3/1997), καθώς και ο λόγος εφέσεως (ΟλομΑΠ 11/1996), όχι δε οι ισχυρισμοί που αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση των προηγουμένων ή επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου που συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε οι αόριστοι, απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά τον νόμο ισχυρισμοί. Αντιθέτως, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός της αναίρεσης όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, όπως και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει κατ' ουσίαν, εκ των πραγμάτων, προβληθέντα ισχυρισμό, δεχόμενο ως αποδειχθέντα γεγονότα αντίθετα προς εκείνα που τον συγκρατούν (ΑΠ 1363/2008). Τέλος, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν παραβιάστηκαν κανόνες δικαίου ή αν υπάρχει λόγος αναιρέσεως από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ότι με το υπ' αριθμ. .../12-8-1953 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Εδέσσης Πέτρου Μάσσα, που μεταγράφηκε νόμιμα, η Θ. Π., κυρία του περιγραφομένου ακινήτου, εμβαδού 894,21 τ.μ., που βρίσκεται στην Έδεσσα, μεταβίβασε στην απώτερη δικαιοπάροχο της αναιρεσείουσας Μ. Σ. και στον άμεσο δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων Γ. Γ. κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στον καθένα το αναφερόμενο τμήμα, εμβαδού 480 τ.μ. του μείζονος ακινήτου, και συνεπώς, δέχεται το Εφετείο, το υπόλοιπο τμήμα, εμβαδού 414,21 τ.μ., του ακινήτου, του οποίου περαιτέρω τμήμα αποτελεί το επίδικο, εμβαδού 122,08 τ.μ., ουδέποτε μεταβιβάστηκε και παρέμεινε στην κυριότητα της απωτέρης, ως άνω, δικαιοπαρόχου των διαδίκων, ότι ακολούθως το επίδικο, ως τμήμα του μη μεταβιβασθέντος τμήματος των 414,21 τ.μ., περιήλθε κατά κυριότητα στους αναιρεσιβλήτους ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους του πατέρα τους Γ. Γ., γιο της αρχικής κυρίας του μείζονος ακινήτου Θ. Π., ο οποίος απεβίωσε χωρίς διαθήκη την 18-10-2004 και στον οποίο είχε περιέλθει το επίδικο με την αναφερόμενη δημόσια διαθήκη της μητέρας του, αφού οι αναιρεσίβλητοι με την υπ' αριθμ. .../10-4-2008 δήλωση αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Αθαν. Χατζή που μεταγράφηκε νόμιμα αποδέχθηκαν, μεταξύ των άλλων, αφενός για λογαριασμό του πατέρα τους την επαχθείσα σ' αυτόν ως άνω κληρονομία της μητέρας του και γιαγιά τους Θ. Π., ως προς το ανωτέρω ακίνητο των 414,21 τ.μ., και αφετέρου την επαχθείσα στους ιδίους κληρονομία του πατέρα τους ως προς το ίδιο ακίνητο, ότι το επίδικο τμήμα δεν περιλαμβάνεται στον υπ' αριθμ. .../9-11-1972 τίτλο κυριότητας (μεταγραμμένο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο) με τον οποίο ο αναιρεσείων απέκτησε άλλο τμήμα, εμβαδού 240 τ.μ., του αρχικού μείζονος ακινήτου, πέραν του προρρηθέντος τμήματος των 414,21 τ.μ. που περιήλθε ως ανωτέρω στους αναιρεσιβλήτους, και ότι επομένως, δέχεται το Εφετείο, ο αναιρεσείων δεν απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου με παράγωγο τρόπο (ανωτέρω συμβόλαιο αγοράς), αλλ' ούτε και με πρωτότυπο, με χρησικτησία, τρόπο, αφού ο αναιρεσείων και η δικαιοπάροχός του δεν είχαν ποτέ το επίδικο τμήμα στη νομή τους, το πρώτον δε το έτος 2004 ο αναιρεσείων προέβαλε δικαίωμα κυριότητας επί του επιδίκου τμήματος και το κατέλαβε, αποβάλλοντας από αυτό τους αναιρεσιβλήτους. Υπό τις παραδοχές αυτές, συνοπτικώς εδώ αναφερόμενες, βάσει των οποίων το Εφετείο, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, δέχθηκε την ένδικη διεκδικητική αγωγή των αναιρεσιβλήτων για το επίδικο ως άνω ακίνητο (τμήμα) των 122 τ.μ., απορρίπτοντας την ένσταση ιδίας κυριότητας του αναιρεσείοντος, το δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της ταυτότητας του επιδίκου (τμήματος), με τα αναφερόμενα στην αγωγή και ανωτέρω (υπό ΙΙ) θέση και όρια, τον τρόπο της περιελεύσεώς του κατά κυριότητα στους αναιρεσιβλήτους, όχι δε στον αναιρεσείοντα, και τον χρόνο καταλήψεως του επιδίκου από τον τελευταίο (έτος 2004), συναρτώμενον με τον χρόνο της χρησικτησίας που είχε επικαλεστεί ο αναιρεσείων, οι οποίες (αιτιολογίες) επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου (άρθρ. 1033, 1045, 1710 επ. 1724, 1813, 1846, 1193, 1198 του ΑΚ), έλαβε δε υπόψη (το Εφετείο) και απέρριψε, εκτός των άλλων, και τους σχετικούς δεύτερον, τρίτο και τέταρτο λόγους της εφέσεως του αναιρεσείοντος. Επομένως τα αντίθετα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τους δεύτερον (εν μέρει), τέταρτο, πέμπτο και έκτο από τους αριθμούς 19 και 8 (όχι και 11 και 20) του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγους της αιτήσεώς του είναι αβάσιμα, ενώ απαραδέκτως κατά τα λοιπά στρέφεται με τους ίδιους λόγους κατά της ανέλεγκτης, ως ανωτέρω (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), ουσιαστικής κρίσεως (εκτίμηση αποδείξεων) του δικαστηρίου. V. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στη δικαστική δαπάνη του παρισταμένου δεύτερου αναιρεσιβλήτου (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 21-12-2011 αίτηση του Χ. Σ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1141/2010 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του δεύτερου αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία για το ορισμένο της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου, ιδίως επί τμήματος μείζονος ακινήτου. Αναιρετικός έλεγχος αοριστίας της αγωγής κατά το αρθρ. 559 αρ.1 (νομική) και 8 ή 14 (ποσοτική ή ποιοτική αοριστία)του ΚΠολΔ. Κρίση ότι η αγωγή είναι ορισμένη. Αναιρετικοί λόγοι από τους αριθμούς 8, 11 και 19 του άρθρου 559, αβάσιμοι (επικυρώνει ΕφΘεσσ 1141/2010).
Αοριστία αγωγής
Αγωγή διεκδικητική, Αοριστία αγωγής.
2
Αριθμός 1194/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α2’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων - καθών οι κλήση: 1) Οικοδομικού Συνεταιρισμού Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία "ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΚΑΙ ΘΡΑΚΩΝ - Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - Συν. Π.Ε", που εδρεύει στην τέως Κοινότητα Θρακομακεδόνων Αττικής και νυν Δήμο Αχαρνών Αττικής, νόμιμα εκπροσωπουμένου, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κωτσόγιαννη, και 2) του Δήμου τέως Θρακομακεδόνων και νυν Αχαρνών Αττικής, νόμιμα εκπροσωπουμένου από το Δήμαρχό του Σ. Ν., ο οποίος παραστάθηκε και διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο του τον Γεώργιο Νικολέρη. Των αναιρεσιβλήτων - καλούντων: Α’ 1) Κ. Κ. Σ., κατοίκου ..., ως κληρονόμου της αποβιωσάσης διαδίκου Ε. χας Κ. Ρ., το γένος ..., 2) Ε. συζ. Θ. Κ., το γένος Κ. Ρ., κατοίκου ..., 3) Β. Κ. Ρ., κατοίκου ..., των ανωτέρω με αριθμούς 2 και 3 ως κληρονόμων των αποβιωσάντων αρχικών διαδίκων Κ. Λ. Ρ. και Ε. χας Κ. Ρ., το γένος ..., 4) Α. Θ. Π., κατοίκου ..., ως κληρονόμου της αποβιωσάσης διαδίκου Μ. συζ. Θ. Π., 5) Ε. συζ. Σ. Κ., το γένος Ι. Σ., κατοίκου ..., 6) Σ. χήρας Σ. Σ., το γένος Ι. Σ., κατοίκου ..., των ανωτέρω με αριθμούς 5 και 6 ως κληρονόμων του αποβιώσαντος διαδίκου Ι. Α. Σ., 7) Β. χήρας Α. Σ., το γένος Φ. Λ., 8) Κ. Σ. του Α., 9) Φ. Σ. του Α., κατοίκων ..., των ανωτέρω με αριθμούς 7, 8, και 9 συνεχιζόντων τη δίκη τόσο ως κληρονόμων του αποβιώσαντος διαδίκου Α. Κ. Σ., όσο και ως καθολικού διαδόχου τούτου (μαζί μετά των κατωτέρω αναφερομένων με αριθμούς 10, 11 και 12) του αποβιώσαντος αρχικού διαδίκου του Κ. Α. Σ., 10) Α. Κ. Σ., κατοίκου ..., 11) Κ. συζ. Ε. Κ., το γένος Κ. Σ., κατοίκου ..., 12) Α. Κ. Σ., κατοίκου ..., των ανωτέρων με αριθμούς 10, 11 και 12 ως κληρονόμων του αποβιώσαντος διαδίκου Κ. Α. Σ., 13) Σ. Ι. Π., κατοίκου ..., ως κληρονόμου τόσο της αποβιωσάσης διαδίκου Σ. συζ. Ι. Π., όσο και του αποβιώσαντος διαδίκου Ι. Σ. Π., 14) Π. Α. Τ., κατοίκου ..., 15) Ν. Α. Τ., κατοίκου ..., 16) Α. συζ. Θ. Σ., το γένος Ν. Σ., κατοίκου ..., 17) Φ. χήρας Ν. Β., το γένος Ν. Σ., κατοίκου ..., των ανωτέρω με αριθμούς 14,15,16 και 17 ως κληρονόμων της αποβιωσάσης διαδίκου Ε. χας Ν. Σ., 18) Θ. Γ. του Ν., 19) Ε. συζ. Μ. Μ., το γένος Ν. Γ., κατοίκων ..., των ανωτέρω με αριθμούς 18 και 19 ως κληρονόμων της αρχικής διαδίκου Α. χήρας Ν. Γ., το γένος Α. Μ., η οποία ήταν κληρονόμος τόσο του αποβιώσαντος διαδίκου Α. Μ., όσο και της αποβιωσάσης διαδίκου Δ. χας Α. Μ., 20) Α. Θ. Μ., κατοίκου ..., 21) Ε. συζ. Δ. Ζ., το γένος Θ. Μ., κατοίκου ..., των ανωτέρω με αριθμούς 20 και 21 συνεχιζόντων τη δίκη, τόσο ως κληρονόμων της αποβιωσάσης διαδίκου Ε. χας Θ. Μ., το γένος Α. Σ., όσο και ως καθολικών διαδόχων (μαζί με της ανωτέρω αποβιωσάσης μητρός των Ε. χας Θ. Μ.) του αποβιώσαντος διαδίκου Θ. Α. Μ., 22) Α. Π. Μ., κατοίκου ..., 23) Ε. Π. Μ., κατοίκου ..., 24) Δ. συζ. Π. Π., το γένος Π. Μ., κατοίκου ..., των ανωτέρω με αριθμούς 22, 23 και 24 ως κληρονόμων των αποβιωσάντων διαδίκων Π. Μ. και Ε. χας Π. Μ., 25) Σ. Π. Μ., συζ. Δ. Χ., κατοίκου ..., 26) Γ. Π. Μ., συζ. Α. Μ., κατοίκου ..., των ανωτέρω με αριθμούς 25 και 26 ως κληρονόμων του αποβιώσαντος διαδίκου Π. Μ., 27) Κ. Ο. Μ., κατοίκου ..., ως κληρονόμου του Ο. Μ., 28) Γ. Ε. Σ., κατοίκου ..., ως κληρονόμου του Γ. Σ., 29) Ά. θυγ. Δ. Ν., συζ. Α. Λ., κατοίκου ..., 30) Ν. θυγ. Δ. Ν., συζ. Γ. Κ., κατοίκου ..., των ανωτέρω με αριθμούς 29 και 30 ως κληρονόμων του αποβιώσαντος Δ. Ν., 31) Σ. Π. Ν., χήρας Χ. Δ., κατοίκου ..., 32) Κ. Γ. του Α., κατοίκου ..., 33) Ν. Γ. του Δ., 34) Λ. Γ. του Δ., 35) Σ. Γ. του Ι., 36) Ε. Γ. του Ι., κατοίκων ..., των ανωτέρω με αριθμούς 32, 33, 34, 35 και 36 συνεχιζόντων τη δίκη ως κληρονόμων της Ε. χήρας Χ. Ν., η οποία συνεχίζει τη δίκη ως κληρονόμος του Χ. Π. Ν., 37) Ε. χήρας Π. Μ., το γένος Π. Ν., κατοίκου ..., των ανωτέρω με αριθμούς 31 και 37 ως κληρονόμων των αποβιωσάντων διαδίκων Π. Ν. και Ά. χας Π. Ν., 38) Χ. συζύγου Π. Ν., το γένος Π. Π., κατοίκου ..., συνεχιζούσης την δίκη ως κληρονόμου της αποβιωσάσης διαδίκου Μ. χήρας Π. Π., το γένος Σ. Μ., 39) Α. συζύγου Χ. Π., το γένος Σ. Μ., κατοίκου ..., των ανωτέρω με αριθμούς 38 και 39 ως κληρονόμων των διαδίκων Σ. και Τ. Μ., 40) Α. Ο. Σ., κατοίκου ..., 41) Α. Ο. Σ., κατοίκου ..., 42) Μ. συζ. Α. Π., το γένος Ο. Σ., κατοίκου ..., 43) Π. Ο. Σ., κατοίκου ..., 44) Κ. συζ. Κ. Β., το γένος Ο. Σ., κατοίκου ..., 45) Φ. Ο. Σ., κατοίκου ..., 46) Ν. Γ. Σ., 47) Γ. συζ. Γ. Σ., το γένος Γ. Σ., κατοίκων ..., των ανωτέρω με αριθμούς 46 και 47 ως κληρονόμων της αποβιωσάσης διαδίκου Μ. χας Ε. Σ. και 48) Ι. Κ. Μ. - Μ., κατοίκου ..., ως κληρονόμου της αποβιωσάσης διαδίκου Α. χας Ο. Χ. Ρ., και Β’ 49) Ν. Κ. Ν., 50) Γ. Κ. Ν., συζ. Δ. Π., κατοίκων ..., των ανωτέρω με αριθμούς 49 και 50 ατομικώς και ως καθολικών διαδόχων των αποβιωσάντων διαδίκων Γ. χας Κ. Ν. και Α. Κ. Ν. - Π., 51) Κ. Μ. Ν., κατοίκου ..., συνεχίζοντος τη δίκη τόσο ως κληρονόμου της αποβιωσάσης διαδίκου Μ. Κ. Ν., όσο και ως καθολικού διαδόχου της, και (μετά των ως άνω αναφερομένων με αριθμούς 49 και 50) των αποβιωσάντων διαδίκων Γ. χας Κ. Ν. και Α. Κ. Ν. - Π.. Οι 1ος, 2η, 3ος, 4ος, 5η, 6η, 7η, 9η, 10ος, 11η, 12ος, 14ος, 15ος, 17η, 19η, 20ος, 21η, 22ος, 23η, 24η, 25η, 26η, 27ος, 28ος, 38η, 39η, 41ος, 42η, 48ος, 49ος, 50η και 51ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ελευθέριο Κουρτέση. Οι 8ος, 13ος, 16η, 43ος, 44η, 45ος και 47η παραστάθηκαν με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος δήλωσε ότι: α) η 37η (Ελένη χήρα Π. Μ., το γένος Π. Ν.) απεβίωσε και συνεχίζει τη βιαίως διακοπείσα δίκη η μόνη εξ αδιαθέτου κληρονόμος της Π. Κ., κάτοικος ..., η οποία εκπροσωπείται από τον ίδιο και β) ο 46ος (Ν. Γ. Σ.) απεβίωσε και συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη οι μόνοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του: Ε. χήρα Ν. Σ., κάτοικος ..., Γ. Ν. Σ., κάτοικος ..., Χ. Ν. Σ. και Ε. Ν. Σ., κάτοικοι ..., η 1η εκ των οποίων παρίσταται με τον ίδιο και οι λοιποί εκπροσωπούνται από τον ίδιο. Οι 29η, 30η και 40ος παραστάθηκαν με την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ελένη Γλύκα και οι 31η, 32ος, 33ος, 34ος, 35, 36η εκπροσωπήθηκαν από την ίδια ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο. Ο 18ος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Οι ως άνω δικηγόροι (Ελευθέριος Κουρτέσης και Ελένη Γλύκα) δήλωσαν ότι διορίζουν και δεύτερο πληρεξούσιο δικηγόρο όλων των παραστάντων αναιρεσειόντων - καλούντων τον Γρηγόριο Παπαδογιάννη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3-3-1959 αγωγή των αναιρεσιβλήτων και με την από 16-10-1998 πρόσθετη παρέμβαση της Κοινότητας Θρακομακεδόνων Αττικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2908/1986 μη οριστική, 9762/1995 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε ανακοπή ερημοδικίας και εκδόθηκε η 7324/1997 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Επί της τελευταίας αποφάσεως ασκήθηκε έφεση και εκδόθηκαν οι 3428/2000 μη οριστική και 3618/2005 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκαν δύο αναιρέσεις, με τους αντίστοιχους προσθέτους λόγους, επί των οποίων εκδόθηκε η 986/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια. Εκδόθηκε η 8/2010 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία απέρριψε τον παραπεμφθέντα στην Ολομέλεια δεύτερο πρόσθετο λόγο αναίρεσης και ανέπεμψε την υπόθεση στο Γ’ Τμήμα Αρείου Πάγου για να αποφασίσει κατά τα λοιπά. Την υπόθεση επαναφέρουν προς συζήτηση οι υπό στοιχεία Α’ και Β’ καλούντες, με τις από 1/12/2011 και από 19/11/2013 κλήσεις τους, αντίστοιχα. Κατά τη συζήτηση των αιτήσεων αυτών, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε τις από 7-2-2007 εκθέσεις του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Σταύρου Γαβαλά, με τις οποίες εισηγήθηκε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή των αιτήσεων και των προσθέτων λόγων, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Φέρονται προς συζήτηση α) η από 25-7-2005 αίτηση και οι από 28-12-2006 πρόσθετοι λόγοι του Οικοδομικού Συνεταιρισμού με την επωνυμία "ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΚΑΙ ΘΡΑΚΩΝ Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - Συν.Π.Ε." και β) η από 14-12-2006 αίτηση και οι από 15-1-2007 πρόσθετοι λόγοι της πρώην κοινότητας και ήδη Δήμου Αχαρνών Αττικής για αναίρεση της υπ’ αριθμ.3618/2005 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ.8/2010 αποφάσεως της Ολομέλειας του Αρείου, με την οποία απορρίφθηκε ο δεύτερος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, του αναιρεσείοντος Οικοδομικού Συνεταιρισμού, που είχε παραπεμφθεί στην Ολομέλεια με την υπ’ αριθμ. 986/2007 απόφαση του παρόντος Τμήματος, και την αναπομπή της υποθέσεως στο ίδιο Τμήμα, προκειμένου να κριθούν οι υπόλοιποι λόγοι αναιρέσεως που προβάλλονται με τα προαναφερόμενα δικόγραφα. ΙΙ. Από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά προκύπτει ότι ο υπό τον αριθμό 18 από τους αναιρεσιβλήτους - καλούντες, που επισπεύδουν τη συζήτηση, Θ. Ν. Γ. δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου, στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση. Από τα στοιχεία δε της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσίβλητος αυτός είχε δώσει εντολή στον υπογράφοντα την κλήση δικηγόρο για να επισπεύσει και γι’ αυτόν (αναιρεσίβλητο) τη συζήτηση, ούτε (προκύπτει) ότι ο ίδιος αναιρεσίβλητος έχει κληθεί από κάποιο διάδικο μέρος να λάβει μέρος στη συζήτηση κατά την ανωτέρω δικάσιμο ή την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 6-3-2013, κατά την οποία η συζήτηση αναβλήθηκε εκ του πινακίου για την παρούσα. Επομένως και σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ.3 εδ.β’ του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 62 του ν. 4139/2013, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση ως προς τον απουσιάζοντα ως άνω αναιρεσίβλητο, απλό ομόδικο των λοιπών, και να συζητηθεί η υπόθεση ως προς τους παρισταμένους λοιπούς αναιρεσιβλήτους. ΙΙΙ. Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν τα ακόλουθα. Οι αναιρεσίβλητοι, πολλοί από τους οποίους έχουν υπεισέλθει στη θέση των αποβιωσάντων δικαιοπαρόχων τους - εναγόντων, όπως αναφέρεται στα πρακτικά, με την από 3-5-1959 αγωγή τους κατά του αναιρεσείοντος Συνεταιρισμού ζήτησαν να αναγνωρισθούν συγκύριοι εξ αδιαιρέτου κατά τα αναφερόμενα ποσοστά ο καθένας των επίσης αναφερομένων ακινήτων, η αγωγή δε αυτή έγινε εν τέλει δεκτή με την υπ’ αριθμ. 9762/1995 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε σε δεύτερη (μετ’ απόδειξη) συζήτηση ερήμην του εναγομένου. Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως ο αναιρεσείων συνεταιρισμός άσκησε την από 25-3-1996 ανακοπή ερημοδικίας, με αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, η οποία και απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ. 7324/1997 απόφαση του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την προσβαλλόμενη δε ήδη υπ’ αριθμ. 3618/2005 οριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε επί της από 26-3-1998 εφέσεως του αναιρεσείοντος κατά της ως άνω υπ’ αριθμ. 7324/1997 αποφάσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών και της από 16-10-1998 πρόσθετης παρέμβασης που άσκησε στο Εφετείο ο δεύτερος αναιρεσείων Δήμος ήδη Αχαρνών υπέρ του πρώτου - συνεταιρισμού, απορρίφθηκε εν τέλει η ένδικη ανακοπή ερημοδικίας και το αίτημα του πρώτου αναιρεσείοντος για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Την αναίρεση της ανωτέρω υπ’ αριθμ.3618/2005 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών ζητούν ήδη οι αναιρεσείοντες, για τους λόγους που αναφέρονται στα προαναφερθέντα (ανωτ. από Ι) δικόγραφά τους. IV. Επί της αιτήσεως του αναιρεσείοντος Οικοδομικού Συνεταιρισμού και των προσθέτων λόγων του. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 126 παρ. 1 στοιχ. δ’, 127παρ. 1, 128 παρ. 4, 129 και 139 παρ. 1 στοιχ. δ’ του ΚΠολΔ, που αφορούν επιδόσεις στην ημεδαπή, η επίδοση γίνεται για νομικά πρόσωπα ή άλλες ενώσεις προσώπων στον κατά τον νόμο ή το καταστατικό εκπρόσωπό τους, συνίσταται δε στην παράδοση του εγγράφου στα χέρια του προσώπου στο οποίο γίνεται. Αν ο παραλήπτης της επίδοσης δεν βρίσκεται στο κατάστημα, το γραφείο ή το εργαστήριο που προβλέπει το άρθρο 124 παρ. 2, το έγγραφο παραδίδεται στα χέρια του διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου ή του εργαστηρίου ή σε έναν από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες, εφόσον έχουν συνείδηση των πράξεων τούς και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του παραλήπτη της επίδοσης. Αν κανένα από τα πρόσωπα αυτά δεν βρίσκεται στο κατάστημα, στο γραφείο ή στο εργαστήριο, εφαρμόζονται όσα ορίζονται στο άρθρο 128 παρ. 4, δηλαδή γίνεται θυροκόλληση του εγγράφου, παράδοση αντιγράφου του στα χέρια του προϊσταμένου του οικείου αστυνομικού τμήματος ή σταθμού ή στα κατά σειράν αναφερόμενα στο άρθρο αυτό πρόσωπα και ταχυδρόμηση σε εκείνον προς τον οποίο το έγγραφο απευθύνεται έγγραφης ειδοποίησης σχετικά με την επίδοση που έγινε με τον τρόπο αυτό. Για την επίδοση συντάσσεται από εκείνον που την ενήργησε έκθεση, η οποία, εκτός των άλλων, πρέπει να περιέχει και α) την παραγγελία για επίδοση, β) σαφή καθορισμό (και) των προσώπων που αφορά, γ) μνεία του προσώπου στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο και τον τρόπο που επιδόθηκε σε περίπτωση απουσίας ή άρνησης του παραλήπτη ή των προσώπων που ορίζονται στα άρθρα 128 έως 135 και 138. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι αν πρέπει να γίνει επίδοση προς νομικό πρόσωπο, αυτό πρέπει να αναγράφεται στην κατά το άρθρο 123 παρ. 4 του ΚΠολΔ παραγγελία προς επίδοση, το οποίο αυτή αφορά, δεν απαιτείται δε στην παραγγελία προς επίδοση, εκτός από το νομικό πρόσωπο το οποίο αφορά η επίδοση, να αναφέρεται και το όνομα του φυσικού προσώπου που είναι ο παραλήπτης του εγγράφου. Διαφορετικό και από το πρόσωπο του παραλήπτη είναι το πρόσωπο στα χέρια του οποίου, αν δεν βρεθεί ο παραλήπτης, παραδίδεται το έγγραφο. Στη σχετική έκθεση επίδοσης, όταν ή επίδοση έγινε με παράδοση του εγγράφου στα χέρια του παραλήπτη, εκπροσώπου του νομικού προσώπου, πρέπει να μνημονεύεται το ονοματεπώνυμο του τελευταίου, εάν όμως αυτός δεν βρέθηκε στο προβλεπόμενο στο άρθρο 124 παρ. 2 του ΚΠολΔ κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο και η επίδοση έγινε σε ένα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 129 παρ. 1 του ΚΠολΔ πρόσωπα, αρκεί η αναγραφή στην έκθεση επίδοσης της ιδιότητας και του ονοματεπωνύμου του προσώπου αυτού, χωρίς να απαιτείται προσθέτω, για την εγκυρότητα της επίδοσης (πέραν από την αναγραφή της επωνυμίας του νομικού προσώπου το οποίο αφορά η επίδοση) και η αναγραφή του ονοματεπωνύμου του εκπροσώπου του νομικού προσώπου, που δεν βρέθηκε από τον δικαστικό επιμελητή (ολΑΠ 900/1985) . Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 και 5 στοιχ. β’, γ’ και 6 II 1 του Π.Δ. 93/1987 "Σύσταση -οργάνωση - διοίκηση - λειτουργία οικοδομικών συνεταιρισμών", όπως η παράγραφος 5 αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου 1 του Π.Δ. 448/1991, το διοικητικό συμβούλιο, το οποίο εκπροσωπεί δικαστικώς και εξωδίκως τον οικοδομικό συνεταιρισμό και μετά τη λήξη της θητείας του, έως την εκλογή από τη γενική συνέλευση και την ανάληψη των καθηκόντων τού νέου διοικητικού συμβουλίου, αλλά και, σε περίπτωση που ζητήθηκε ο διορισμός από το δικαστήριο προσωρινής διοίκησης, έως την έκδοση της απόφασης με την οποία διορίζεται προσωρινή διοίκηση, διενεργεί "μόνο τις κατεπείγουσες ή απλές διαδικαστικές πράξεις που είναι απολύτως απαραίτητες για τις τρέχουσες ανάγκες λειτουργίας του οικοδομικού συνεταιρισμού". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών στις κατεπείγουσες ή απλές διαδικαστικές πράξεις, που είναι απολύτως απαραίτητες για τις τρέχουσες ανάγκες λειτουργίας του οικοδομικού συνεταιρισμού, περιλαμβάνεται τόσο η άσκηση ένδικου μέσου, προκειμένου να μην παρέλθει άπρακτη η προβλεπόμενη από το νόμο προθεσμία προς άσκησή του, όσο και η παραλαβή δικογράφων απευθυνομένων προς το νομικό πρόσωπο, αφού αυτή είναι "απλή" πράξη και απαραίτητη για τις τρέχουσες ανάγκες λειτουργίας του συνεταιρισμού, ο οποίος, υπό αντίθετη εκδοχή, θα θεωρούνταν ότι ήταν σε πλήρη αδράνεια και είχε πάψει τη λειτουργία του. Άλλωστε, θα υπήρχε αδικαιολόγητα δυσμενής και άνιση μεταχείριση εις βάρος των τρίτων, οι οποίοι επίσης είναι ενδεχόμενο να κινδυνεύουν με απώλεια προθεσμιών, εάν δεν είχε εξουσία στο ανωτέρω ενδιάμεσο διάστημα το απερχόμενο διοικητικό συμβούλιο να παραλαμβάνει δικόγραφα, οπότε και θα ήταν αδύνατη σε αυτούς η ενέργεια επιδόσεων προς το νομικό πρόσωπο, με αποτέλεσμα να στερούνται ακόμη και τη δυνατότητα άμυνας κατά των ένδικων μέσων τα οποία θα ασκούσε κατά το ίδιο διάστημα ο συνεταιρισμός (π.χ. έγκαιρη άσκηση αντέφεσης, επίδοση κλήσεων προς λήψη ένορκων βεβαιώσεων κ.λ.π.) - Η επίδοση συνεπώς δικογράφου προς το διοικητικό συμβούλιο του οικοδομικού συνεταιρισμού, η οποία μάλιστα, σύμφωνα με το άρθρο 126 παρ. 2 του ΚΠολΔ, μπορεί να γίνει και σε ένα μόνο μέλος του, είναι νόμιμη και αφετηριάζει την άσκηση ένδικων μέσων εάν έγινε μετά τη λήξη της θητείας του και πριν από τη ανάληψη των καθηκόντων του νέου διοικητικού συμβουλίου που εκλέχτηκε από τη γενική συνέλευση ή διορίστηκε ως προσωρινή διοίκηση από το δικαστήριο. Το γεγονός ότι η επίδοση έγινε στο διάστημα αυτό δεν συνιστά περιστατικό ανώτερης βίας, που μπορεί να στηρίξει αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, κατά το άρθρο 152 παρ. 1 του ΠολΔ, προκειμένου να θεωρηθεί εμπρόθεσμο ένδικο μέσο που ασκήθηκε εκπρόθεσμα, αφού ο συνεταιρισμός, δια του απερχόμενου διοικητικού του συμβουλίου, έχει τη δυνατότητα να ασκήσει εγκαίρως το ένδικο μέσο. Ενόψει δε της δυνατότητας αυτής του οικοδομικού συνεταιρισμού, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εκείνος που ενήργησε επίδοση της απόφασης στον συνεταιρισμό, ενώ εγνώριζε ότι είχε λήξει η θητεία του διοικητικού του συμβουλίου, ενήργησε δολίως προκειμένου να απολέσει ο συνεταιρισμός την προθεσμία προς άσκηση ένδικου μέσου, ούτε ότι ενήργησε κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη και την καλή πίστη, την τήρηση των οποίων επιβάλλει στους διαδίκους το άρθρο 116 του ΚΠολΔ, αφού η έγκαιρη άσκηση ένδικου μέσου ήταν δυνατή και συνεπώς αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων δεν μπορεί να θεμελιωθεί, στην περίπτωση αυτή, σε δόλο του αντιδίκου του συνεταιρισμού. Τέλος, προϋπόθεση για την ίδρυση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β’ του ΚΠολΔ λόγου αναιρέσεως για παρά τον νόμο μη λήψη υπόψη πραγμάτων που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αποτελεί να είναι νόμιμος ο σχετικός ισχυρισμός που δεν λήφθηκε υπόψη, αφού διαφορετικά ο ισχυρισμός αυτός δεν θεωρείται ουσιώδης, διότι δεν ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης, ο ίδιος δε αυτός λόγος δεν στοιχειοθετείται επίσης όταν το δικαστήριο, έστω και σιωπηρά, απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, με αυτήν το Εφετείο δέχτηκε τα ακόλουθα : Η 9762/1995 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε ερήμην του αναιρεσείοντος, ως εναγομένου, κατά τη δεύτερη (τη μετ’ απόδειξη) συζήτηση της υπόθεσης, επιδόθηκε στον εναγόμενο και ανακόπτοντα οικοδομικό συνεταιρισμό στις 19-4-1996. Σύμφωνα με την 6507/19-4-1996 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ..., αυτός μετέβη στους Θρακομακεδόνες Αττικής στις 13.30’ της 19-4-1996 για να επιδώσει στον εν λόγω συνεταιρισμό ακριβές αντίγραφο από πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ανωτέρω απόφασης (9762/1995) και επειδή δεν βρήκε κανέναν στο κατάστημα του συνεταιρισμού που βρίσκεται στην Πλατεία Αριστοτέλους, αλλά τη θύρα κλειστή, την οποία έκρουσε κατ’ επανάληψη και με δύναμη χωρίς κανείς ν’ αποκριθεί, θυροκόλλησε την ανωτέρω απόφαση παρουσία του μάρτυρα Ε. Π., τήρησε δε περαιτέρω όλες τις διατυπώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 128 παρ. 4 του ΚΠολΔ, κατά τα λεπτομερώς εκτιθέμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση. Επίσης δέχτηκε το Εφετείο ότι η θητεία του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου - ανακόπτοντος συνεταιρισμού είχε λήξει στις 19-3-1995, δηλαδή πριν από την ανωτέρω επίδοση, αργότερα δε διορίσθηκε προσωρινή διοίκηση του συνεταιρισμού με την 3034/1996 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι νομίμως επιδόθηκε, κατά τον ανωτέρω τρόπο, προς τον εναγόμενο - ανακόπτοντα οικοδομικό συνεταιρισμό η 9762/1995 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και απέρριψε ως εκπρόθεσμη την ανακοπή ερημοδικίας του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος οικοδομικού συνεταιρισμού, η οποία κατατέθηκε στον αρμόδιο γραμματέα την 4-6-1996, δηλαδή μετά την πάροδο της προβλεπόμενης από το άρθρο 503 παρ. 1 δεκαπενθήμερης προθεσμίας, αφού έκρινε απορριπτέα και την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, που είχε ενώσει στο δικόγραφο της ανακοπής ο ανακόπτων, δεχόμενο μάλιστα ότι από τις 20-4-1996 είχαν λάβει γνώση της εν λόγω επίδοσης τα καταστατικά του όργανα στο προαναφερόμενο κατάστημα του οποίου καθημερινώς εργαζόταν ως υπάλληλος του συνεταιρισμού η E. Ν.. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, έλαβε υπόψη και απέρριψε τον ισχυρισμό του ανακόπτοντος ότι η ανωτέρω επίδοση της ανακοπτόμενης απόφασης δεν ήταν νόμιμη επειδή έγινε σε χρόνο που αυτός δεν είχε εκπρόσωπο, μετά τη λήξη της θητείας του διοικητικού του συμβουλίου και πριν από τον διορισμό προσωρινής διοίκησης σε αυτόν, και επίσης ότι πάντως, λόγω του γεγονότος αυτού, το οποίο εγνώριζαν οι αναιρεσίβλητοι, εξαιτίας ανώτερης βίας, αλλά και δόλου των αναιρεσιβλήτων, απώλεσε την προθεσμία άσκησης ανακοπής ερημοδικίας, ώστε να δικαιολογείται η αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, ενόψει και του ότι μόλις, μετά τον διορισμό τους, τα μέλη της προσωρινής διοίκησης του πληροφορήθηκαν την ύπαρξη της εν λόγω απόφασης άσκησαν την ανακοπή ερημοδικίας κατ’ αυτής. Είναι συνεπώς απορριπτέοι, ως αβάσιμοι, οι πρώτος και τρίτος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β’ του ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι παρά τον νόμο το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του αυτό. Ο λόγος αυτός εξάλλου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και διότι ο ανωτέρω ισχυρισμός δεν ήταν νόμιμος και συνεπώς δεν ασκούσε επίδραση στην έκβαση της δίκης, αφού και πριν από το διορισμό προσωρινής διοίκησης το απερχόμενο διοικητικό συμβούλιο του αναιρεσείοντος μπορούσε εγκύρως να παραλαμβάνει δικόγραφα και να ασκεί ένδικα μέσα. Περαιτέρω και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, το Εφετείο, με το να κρίνει έγκυρη την ανωτέρω επίδοση της ανακοπτόμενης απόφασης, που έγινε μετά τη λήξη της θητείας του απερχόμενου διοικητικού συμβουλίου του αναιρεσείοντος οικοδομικού συνεταιρισμού και πριν από το διορισμό προσωρινής διοίκησης, στη δε σχετική παραγγελία προς επίδοση φερόταν το νομικό πρόσωπο του αναιρεσείοντος συνεταιρισμού και όχι ο εκπρόσωπός του, ως το πρόσωπο προς το οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση, δεν παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει ακυρότητα, όπως δεν κήρυξε παρά τον νόμο ακυρότητα, ούτε παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 152 παρ.1 του ΚΠολΔ ως προς την έννοια του δόλου ή της ανώτερης βίας που δικαιολογούν την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, με το να απορρίψει ακολούθως, ως εκπρόθεσμη, την ανακοπή ερημοδικίας του αναιρεσείοντος, απορρίπτοντας ως αβάσιμη και την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, Επομένως είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι οι δεύτερος, σκέλος α, β και γ’ λόγοι του κυρίου δικογράφου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και πρώτος και τρίτος λόγοι του δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναίρεσης, με τους οποίους ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες α) αφενός από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 περ. α’ του ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο δεν κήρυξε άκυρη, παρά τη συνδρομή των προαναφερόμενων περιπτώσεων, την ανωτέρω επίδοση, και β) αφ’ ετέρου από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.14 περ.β’ και αρ.1 του ΚΠολΔ, επειδή απέρριψε την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση που είχε συνυποβάλει ο αναιρεσείων, επικαλούμενος ανώτερη βία και δολία και αντίθετη προς τα χρηστά ήθη και την καλή πίστη συμπεριφορά των αντιδίκων του, και απέρριψε ως εκπρόθεσμη την ανακοπή ερημοδικίας κατά της υπ’ αριθμ. 9762/1995 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. V. Επί της αιτήσεως της κοινότητας Θρακομακεδόνων και ήδη Δήμου Αχαρνών Αττικής και των πρόσθετων λόγων της. i. Με τον πρώτο, από τον αρ.14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο του αναιρετηρίου ο αναιρεσείων Δήμος υποστηρίζει ότι παρά τον νόμο το Εφετείο δεν κήρυξε άκυρη την κατά τα προεκτεθέντα (ανωτ. υπό IV) επίδοση με θυροκόλληση στον εναγόμενο Οικοδομικό Συνεταιρισμό, υπέρ του οποίου ο αναιρεσείων Δήμος (τότε κοινότητα) είχε παρέμβει στο Εφετείο, της πρωτόδικης υπ’ αριθμ.9762/1995 ερήμην απόφασης, με αποτέλεσμα να απορρίψει ως εκπρόθεσμη την κατά της αποφάσεως αυτής ανακοπή ερημοδικίας του Συνεταιρισμού και την αίτησή του για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, χωρίς να βεβαιώνεται στη σχετική υπ’ αριθμ. 6507/19-4-1996 έκθεση επιδόσεως ότι ο επιδώσας δικαστικός επιμελητής αναζήτησε προηγουμένως τον νόμιμο εκπρόσωπο του παραλήπτη (προς τον οποίο η επίδοση) συνεταιρισμού, τον οποίο (εκπρόσωπο) και δεν κατονομάζει ο δικαστικός επιμελητής. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι ταυτόσημος με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο του αναιρεσείοντος - εναγομένου Οικοδομικού Συνεταιρισμού, ο οποίος απορρίφθηκε ως αβάσιμος με την προειρημένη (ανωτ. υπό Ι) υπ’ αριθμ.8/2010 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκε ότι από τις σχετικές διατάξεις των άρθρων 126 παρ.1δ’, 127 παρ.1, 128 παρ.1 και 4, 129 και 139 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι (και) όταν η επίδοση γίνεται με θυροκόλληση στο γραφείο ή κατάστημα του νομικού προσώπου - παραλήπτη δεν είναι αναγκαία η αναζήτηση και η αναφορά από τον δικαστικό επιμελητή του προσώπου που είναι νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου. Επομένως για τον λόγο αυτό είναι απορριπτέος και ο εξεταζόμενος ήδη πρώτος λόγος αναιρέσεως του Δήμου Αχαρνών. Ο ίδιος δε αυτός λόγος, κατά το μέρος του με το οποίο προσάπτεται στην αναιρεσιβαλλομένη η ίδια πλημμέλεια από τον αρ.14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ότι το Εφετείο έκρινε νόμιμη και δεν κήρυξε άκυρη την ανωτέρω επίδοση παρότι αυτή έγινε "στο κατάστημα" και όχι στο γραφείο του Οικοδομικού Συνεταιρισμού, όπως και ο τρίτος, με όμοιο περιεχόμενο, πρόσθετος λόγος, είναι αβάσιμος, αφού σύμφωνα με όσα έχουν προαναφερθεί (ανωτ. υπό IV), η προσβαλλόμενη επίδοση ήταν νόμιμη και έγκυρη. Περαιτέρω, με τους δεύτερον, του αναιρετηρίου, και δεύτερον, του δικογράφου πρόσθετων λόγων, από τους αρ.1 και 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγους αναιρέσεως προσβάλλεται η παραδοχή του Εφετείου ότι η προειρημένη επίδοση της ερήμην απόφασης στον εναγόμενο Οικοδομικό Συνεταιρισμό καθ’ ην στιγμή είχε λήξει η θητεία του Διοικητικού Συμβουλίου του και προτού διορισθεί προσωρινό Διοικητικό Συμβούλιο με απόφαση του δικαστηρίου ήταν νόμιμη και κινούσε την προθεσμία για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας από τον Συνεταιρισμό. Οι λόγοι αυτοί, ταυτόσημοι με τους αντίστοιχους λόγους του αναιρεσείοντος Συνεταιρισμού που προαναφέρθηκαν (ανωτ. υπό IV), είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο ίδιο μέρος για τους ανωτέρω όμοιους λόγους του αναιρεσείοντος Οικοδομικού Συνεταιρισμού. ii. Κατά το άρθρο 562 παρ.2 του ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Εν προκειμένω ο αναιρεσείων Δήμος υποστηρίζει με τον πρώτο, από τον αρ.14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, πρόσθετο λόγο αναιρέσεως ότι όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ.6507/19-4-1996 έκθεση επιδόσεως η πρωτόδικη υπ’ αριθμ.9762/1995 ερήμην απόφαση επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα συνεταιρισμό - εναγόμενο μόνον από τους αναφερόμενους σ’ αυτήν πέντε εκ των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων Γ. Ν., Μ. Ν., Γ. Ν. - Π., Α. Ν. - Π. και Ν., οι οποίοι είχαν δώσει τη σχετική εντολή στον επιδώσαντα δικαστικό επιμελητή, όχι δε και από τους λοιπούς εκ των 36 εν συνόλω ενάγοντες, καθ’ ων η ανακοπή, ως προς τους οποίους (λοιπούς) επομένως, ενόψει της απλής ομοδικίας των εναγόντων και σύμφωνα με τα άρθρα 75, 123, 144 παρ.1-2 του ΚΠολΔ, δεν άρχισε, από την επομένη της επίδοσης αυτής, η κατά το άρθρο 503 παρ.1 προθεσμία για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας από τον εναγόμενο συνεταιρισμό. Έτσι, υποστηρίζει ο αναιρεσείων Δήμος, έπρεπε το Εφετείο να μην απορρίψει ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) την ανακοπή του συνεταιρισμού τουλάχιστον ως προς τους μη επιδώσαντες την πρωτόδικη απόφαση ενάγοντες, ως προς τους οποίους και δεν άρχισε, με την προειρημένη επίδοση, η προθεσμία της ανακοπής και ως προς τους οποίους η ανακοπή ήταν εμπρόθεσμη, υποπίπτοντας (το Εφετείο) με την αντίθετη παραδοχή του στην αναιρετική πλημμέλεια του αρ. 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτει ότι ούτε ο εναγόμενος - ανακόπτων συνεταιρισμός πρότεινε με την ανακοπή του ή στο Εφετείο, ως εκκαλών, τον ανωτέρω ισχυρισμό, ούτε ο αναιρεσείων Δήμος, στο Εφετείο, όπου παρενέβη υπέρ του συνεταιρισμού, πράγμα άλλωστε που και ο ίδιος αναιρεσείων δεν επικαλείται με τον εξεταζόμενο πρόσθετο λόγο του, συνεχίζοντας (οι αναιρεσείοντες) τις σχετικές δίκες έναντι όλων των εναγόντων - καθών η ανακοπή. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, αφού δε δεν συντρέχει εν προκειμένω καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ.2 του ΚΠολΔ, ο εξεταζόμενος αυτός λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος. VI. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, όπως διαμορφώθηκαν με τους πρόσθετους λόγους, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 281 παρ.2 ν.3463/2006 -ΚΔΚ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς τον αναιρεσίβλητο Θ. Ν.Γ.. Απορρίπτει τις από 25-7-2005 και 14-12-2006 αιτήσεις αναιρέσεως του οικοδομικού συνεταιρισμού με την επωνυμία "ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΚΑΙ ΘΡΑΚΩΝ Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - Συν.Π.Ε." και της κοινότητας Θρακομακεδόνων και ήδη Δήμου Αχαρνών Αττικής, αντίστοιχα, όπως διαμορφώθηκαν με τους πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ’ αριθμ.3618/2005 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των 2.700 ευρώ για τον πρώτο, και στο ποσό των 600 ευρώ για τον δεύτερο από τους αναιρεσείοντες. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 6η Μαΐου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3η Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επίδοση εγγράφων (δικαστικής απόφασης) σε νομικό πρόσωπο. Πως γίνεται. Στοιχεία που πρέπει να αναφέρονται στη σχετική έκθεση επιδόσεως. Αναίρεση. Λόγοι από τους αρ. 8, 14 άρθρου 559 ΚΠολΔ αβάσιμοι. Νόμιμη (έγκυρη) η επίδοση σε οικοδομικό συνεταιρισμό στο απερχόμενο ΔΣ που έληξε η θητεία του και πριν από το διορισμό ή εκλογή άλλου (Επικυρώνει ΕφΑθ 3618/2005).
Επίδοση εγγράφου
Αγωγή αναγνωριστική, Επίδοση εγγράφου .
1
Αριθμός 1118/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΟΤΕ ΑΚΙΝΗΤΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ασημίνα Αγγελοπούλου, η οποία δήλωσε με τις προτάσεις της ότι διορθώνει το όνομα της 2ης αναιρεσίβλητης στο ορθό "Α." από το εσφαλμένο "Α.". Των αναιρεσιβλήτων: 1) Σ. Τ. του Δ., 2) Α. Ν. του Δ., κατοίκων ... και 3) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Οι 1ος και 2η παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Φραγκάκη και η 3η εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Χρυσούλα Βελλοπούλου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19/7/2007 αγωγή των ήδη 1ου και 2ης των αναιρεσιβλήτων και την από 13/12/2007 κύρια παρέμβαση της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκαν στο Ειρηνοδικείο Ανδρίτσαινας και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1/2009 μη οριστική, 9/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 118/2012 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 25/2/2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 2/1/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση ως απαράδεκτη, άλλως ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από το άρθρο 560 αρ.1 εδ. α' του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός, του αριθμού 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται, έστω και εμμέσως (ΑΠ 115/2003, 1310/2011), την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας ως προς τη βούληση των δικαιοπρακτούντων και παρά ταύτα δεν προσφεύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών που θέτουν τα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ για την ανεύρεση της αληθούς βουλήσεώς τους (ΑΠ 1310/2011). Παρέπεται ότι ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν διαπιστώνει, έστω και εμμέσως, την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας ως προς την βούληση των μερών και δεν προσφεύγει στους ειρημένους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ για την ανεύρεση της βουλήσεώς τους. Εξάλλου, λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται παραδοχή του δικαστηρίου η οποία δεν στηρίζει το διατακτικό της απόφασής του είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, αφού και υπό την εκδοχή της τυχόν βασιμότητάς του δεν οδηγεί στην ανατροπή (αναίρεση) της απόφασης. Εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, που δίκασε ως Εφετείο και έκανε δεκτή την ένδικη διεκδικητική αγωγή των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων κατά της τρίτης, απορρίπτοντας την κύρια παρέμβαση που άσκησε η αναιρεσείουσα στην εκκρεμή εκείνη δίκη, προκύπτει ότι το δικαστήριο δέχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο, εμβαδού 66,03 τ.μ., που βρίσκεται στην …, περιήλθε στην κυριότητα των εναγόντων - αναιρεσιβλήτων με παράγωγο τρόπο (αναφερόμενοι τίτλοι κυριότητας, νομίμως μεταγεγραμμένοι) αλλά και πρωτότυπο, και δη με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερον στην απόφαση, και ότι το ίδιο ακίνητο δεν περιλαμβάνεται στο υπ' αριθμ. …/2003 νομίμως μεταγεγραμμένο συμβόλαιο το οποίο η αναιρεσείουσα επικαλείται ως τίτλο κυριότητας, ούτε η φερόμενη ως άμεση δικαιοπάροχός της τρίτη αναιρεσίβλητη Ο.Τ.Ε. Α.Ε. ούτε ο απώτερος δικαιοπάροχός της Δήμος Ανδρίτσαινας είχαν ποτέ στη νομή τους το επίδικο, του οποίου επομένως η κυριότητα δεν περιήλθε στην αναιρεσείουσα, ούτε με παράγωγο ούτε με πρωτότυπο (τακτική χρησικτησία) τρόπο, όπως αβασίμως, κατά τις παραδοχές του δικαστηρίου, είχε υποστηρίξει η αναιρεσείουσα με την απορριφθείσα ως άνω κυρία παρέμβασή της. Από την ίδια (προσβαλλόμενη) απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο δεν δέχθηκε ούτε εμμέσως την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας ως προς τη βούληση των συμβληθέντων στο προαναφερθέν υπ' αριθμ…/2003 συμβόλαιο και εκείνο του δικαιοπαρόχου της αναιρεσείουσας ΟΤΕ υπ' αριθμ. …/87 συμβόλαιο σχετικά με την ταυτότητα του ακινήτου που απέκτησαν με τα διαδοχικά αυτά συμβόλαια και στα οποία κατά τις παραδοχές του δικαστηρίου δεν εμπεριέχεται το επίδικο τμήμα, επομένως δε το δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ για την ανεύρεση της αληθούς βουλήσεως των συμβληθέντων, τους οποίους και δεν παραβίασε με την μη προσφυγή του σ' αυτούς (ερμηνευτικούς κανόνες), και είναι αβάσιμα τα αντίθετα που η αναιρεσείουσα υποστηρίζει με τον πρώτο από τον αρ. 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς της. Τέλος, με τον δεύτερο και υπό την επίκληση του ίδιου άρθρου 560 αρ. 1 του ΚΠολΔ λόγο της αιτήσεως υποστηρίζεται ότι το δικαστήριο της ουσίας με τις αναφερόμενες παραδοχές του παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 1041, 1042 και 1044 του ΑΚ ως προς την έννοια της καλής πίστεως, ως στοιχείου της τακτικής χρησικτησίας επί του επιδίκου που επικαλέστηκε η αναιρεσείουσα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντος ως αλυσιτελής, αφού το δικαστήριο δέχεται ότι ελλείπει στην πλευρά της αναιρεσείουσας και ο νόμιμος τίτλος, ως απαραίτητο κατά νόμον (ανωτέρω διατάξεις) στοιχείο της τακτικής χρησικτησίας η παραδοχή δε αυτή, η οποία και μόνη στηρίζει το διατακτικό της απόφασης ως προς την κυριότητα της αναιρεσείουσας, κτηθείσα με τακτική χρησικτησία (απόρριψη σχετικής βάσεως της κύριας παρέμβασης), δεν προσβάλλεται με λόγον αναιρέσεως. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (αρθρ. 495 παρ.4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (αρθρ. 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 25-2-2013 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΟΤΕ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε." για αναίρεση της υπ' αριθμ. 118/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πύργου. Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2014. Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρετικός λόγος από τον αρ. 1 του άρθρ. 560 Κ.Πολ.Δ. για παραβίαση των ερμηνευτικών διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Πότε ιδρύεται. Λόγος αναιρέσεως που πλήττει παραδοχή της απόφασης η οποία δεν στηρίζει το διατακτικό της απορρίπτεται ως αλυσιτελής (Επικυρώνει Πολ. Πρωτ. Ηλ. 118/2012).
Χρησικτησία έκτακτη
Αγωγή διεκδικητική, Δικαιοπραξία , Χρησικτησία, Χρησικτησία έκτακτη.
1
Αριθμός 1120/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε." (OTE) , που εδρεύει στo Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Χρυσούλα Βελλοπούλου, η οποία δήλωσε με τις προτάσεις της ότι διορθώνει το όνομα της 2ης αναιρεσίβλητης στο ορθό "Α." από το εσφαλμένο "Α.". Των αναιρεσιβλήτων: 1) Σ. Τ. του Δ., 2) Α. Ν. του Δ., κατοίκων ..., και 3)Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΟΤΕ ΑΚΙΝΗΤΑ ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Οι 1ος και 2η παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Φραγκάκη και η 3η εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ασημίνα Αγγελοπούλου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19/7/2007 αγωγή των ήδη 1ου και 2ης των αναιρεσιβλήτων και την από 13/12/2007 κύρια παρέμβαση της ήδη 3ης αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκαν στο Ειρηνοδικείο Ανδρίτσαινας και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1/2009 μη οριστική, 9/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 118/2012 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 25/2/2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 2/1/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση ως απαράδεκτη, άλλως ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από το άρθρο 560 αρ.1 εδ. α' του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός, του αριθμού 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται, έστω και εμμέσως (ΑΠ 115/2003, 1310/2011), την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας ως προς τη βούληση των δικαιοπρακτούντων και παρά ταύτα δεν προσφεύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών που θέτουν τα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ για την ανεύρεση της αληθούς βουλήσεώς τους (ΑΠ 1310/2011). Παρέπεται ότι ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν διαπιστώνει, έστω και εμμέσως, την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας ως προς την βούληση των μερών και δεν προσφεύγει στους ειρημένους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ για την ανεύρεση της βουλήσεώς τους. Εξάλλου, λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται παραδοχή του δικαστηρίου η οποία δεν στηρίζει το διατακτικό της απόφασής του είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, αφού και υπό την εκδοχή της τυχόν βασιμότητάς του δεν οδηγεί στην ανατροπή (αναίρεση) της απόφασης. Εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, που δίκασε ως Εφετείο και έκανε δεκτή, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, την ένδικη διεκδικητική αγωγή των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων κατά της αναιρεσείουσας, απορρίπτοντας την κύρια παρέμβαση που άσκησε η τρίτη αναιρεσίβλητη Α.Ε. στην εκκρεμή εκείνη δίκη, προκύπτει ότι το δικαστήριο δέχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο, εμβαδού 66,03 τ.μ., που βρίσκεται στην Ανδρίτσαινα Ηλείας, περιήλθε στην κυριότητα των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων - εναγόντων με παράγωγο τρόπο (αναφερόμενοι τίτλοι κυριότητας, νομίμως μεταγεγραμμένοι), αλλά και πρωτότυπο, και δη με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, κατά τα ειδικότερον αναφερόμενα στην απόφαση, και ότι το ίδιο ακίνητο δεν περιλαμβάνεται στα υπ' αριθμ. ... και ... νομίμως μεταγεγραμμένα συμβόλαια τα οποία η κυρίως παρεμβάσα τρίτη αναιρεσίβλητη και η φερόμενη ως άμεση δικαιοπάροχός της αναιρεσείουσα επικαλούνται ως τίτλους κυριότητάς τους, αντίστοιχα, ούτε η τελευταία (αναιρεσείουσα) ούτε ο φερόμενος δικαιοπάροχός της - απώτερος δικαιοπάροχος της αναιρεσίβλητης Α.Ε. Δήμος Ανδρίτσαινας - είχαν ποτέ στη νομή τους το επίδικο, του οποίου επομένως η κυριότητα δεν περιήλθε στην αναιρεσείουσα και μετέπειτα στην τρίτη αναιρεσίβλητη, ούτε με παράγωγο ούτε με πρωτότυπο (τακτική χρησικτησία) τρόπο, όπως αβάσιμα, κατά τις παραδοχές του δικαστηρίου, είχαν υποστηρίξει οι τελευταίες. Από την ίδια (προσβαλλόμενη) απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο δεν δέχθηκε ούτε εμμέσως, την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας ως προς τη βούληση των συμβληθέντων στο προαναφερθέν υπ' αριθμ. ... συμβόλαιο και εκείνο της δικαιοπαρόχου της τρίτης αναιρεσίβλητης και ήδη αναιρεσείουσας υπ' αριθμ. 108/87 συμβόλαιο σχετικά με την ταυτότητα του ακινήτου που απέκτησαν οι τελευταίες με τα διαδοχικά αυτά συμβόλαια και στα οποία κατά τις παραδοχές του δικαστηρίου δεν εμπεριέχεται το επίδικο τμήμα, επομένως δε το δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ για την ανεύρεση της αληθούς βουλήσεως των συμβληθέντων, τους οποίους και δεν παραβίασε με την μη προσφυγή του σ' αυτούς (ερμηνευτικούς κανόνες), και είναι αβάσιμα τα αντίθετα που η αναιρεσείουσα υποστηρίζει με τον πρώτο από τον αρ. 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς της. Τέλος, με τον δεύτερο και υπό την επίκληση του ίδιου άρθρου 560 αρ. 1 του ΚΠολΔ λόγο της αιτήσεως υποστηρίζεται ότι το δικαστήριο της ουσίας με τις αναφερόμενες παραδοχές του παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 1041, 1042 και 1044 του ΑΚ ως προς την έννοια της καλής πίστεως, ως στοιχείου της τακτικής χρησικτησίας επί του επιδίκου που είχε επικαλεστεί η αναιρεσείουσα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντος ως αλυσιτελής, αφού το δικαστήριο δέχεται ότι ελλείπουν στην πλευρά της αναιρεσείουσας και ο νόμιμος τίτλος και η νομή, ως απαραίτητα κατά νόμον (ανωτέρω διατάξεις) στοιχεία της τακτικής χρησικτησίας, η παραδοχή δε αυτή, η οποία και μόνη στηρίζει το διατακτικό της απόφασης ως προς την κυριότητα της αναιρεσείουσας, κτηθείσα με τακτική χρησικτησία (απόρριψη σχετικής ενστάσεως της αναιρεσείουσας - εναγομένης και βάσεως της κύριας παρέμβασης της τρίτης αναιρεσίβλητης), δεν προσβάλλεται με λόγον αναιρέσεως. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (αρθρ. 495 παρ.4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (αρθρ. 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 25-2-2013 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΟΤΕ) Α.Ε." για αναίρεση της υπ' αριθμ. 111/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας. Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2014. Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρετικός λόγος από τον αρ. 1 του αρθρ. 560 ΚΠολΔ για παραβίαση των ερμηνευτικών διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Πότε ιδρύεται λόγος αναιρέσεως που πλήττει παραδοχή της απόφασης η οποία δε στηρίζει το διατακτικό της απορρίπτεται ως αλυσιτελής(Επικυρώνει ΠολΠρΗλ/118/2012)
Χρησικτησία έκτακτη
Αγωγή διεκδικητική, Δικαιοπραξία , Χρησικτησία, Χρησικτησία έκτακτη.
0
Αριθμός 1119/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Β. χας Δ. Χ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Σπανουδάκη. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Χ., κατοίκου ..., και 2) Γ. Χ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Εμμανουήλ Αμοναχάκη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/6/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λασιθίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 110/2008 μη οριστική, 21/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 163/2013 του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 30/8/2013 αίτησή της και τους από 30/11/2013 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 5/1/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά την περ. γ' του αρ. 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη ατή προκύπτει ότι δεν δημιουργείται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία οι διάδικοι είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί νομίμως, καθώς και όταν δεν λαμβάνει υπόψη προταθέν αποδεικτικό μέσο του οποίου η εξέταση δεν είναι κατά νόμον υποχρεωτική. Εξάλλου, κατά το άρθρο 339 του ΚΠολΔ αποδεικτικό μέσο είναι μεταξύ των άλλων και η εξέταση των διαδίκων, κατά δε το άρθρο 415 παρ. 1 του ίδιου ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 39 του ν. 3994/2011, το δικαστήριο μπορεί να εξετάσει έναν ή περισσότερους διαδίκους για την αλήθεια των πραγματικών γεγονότων. Από τη δεύτερη από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό και με εκείνην του άρθρου 270 παρ. 3 του ΚΠολΔ, κατά την οποία το δικαστήριο ζητεί τις αναγκαίες πληροφορίες και διασαφήσεις από τους διαδίκους ή τους εκπροσώπους τους και τους εξετάζει κατά την κρίση του σύμφωνα με τα άρθρα 415 επ., προκύπτει ότι η εξέταση του διαδίκου ως αποδεικτικό μέσον απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο θα κρίνει την αναγκαιότητα προσφυγής σ' αυτό και την παραδοχή σχετικού αιτήματος λαμβάνοντας υπόψη το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό και τους εν γένει ισχυρισμούς των διαδίκων. Η κατά τα ανωτέρω έννοια της διάταξης του άρθρου 415 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεση του αντίστοιχου άρθρου 39 του κυρωθέντος σχεδίου νόμου (3994/2011), στην οποία δεν γίνεται λόγος για υποχρεωτική εξέταση του διαδίκου όταν τούτο ζητηθεί, ενώ τα ίδια ισχύουν και ενώπιον του Εφετείου, σύμφωνα με το άρθρο 529 του ΚΠολΔ, κατά το οποίο στην κατ' έφεση δίκη επιτρέπεται η επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων. Επομένως εάν το Εφετείο κρίνει ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συντρέχει λόγος εξετάσεως διαδίκου, ως αποδεικτικού μέσου, κατά τα προεκτεθέντα, και απορρίψει σχετικό αίτημα, δεν υποπίπτει στην προρρηθείσα αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 11 γ' του ΚΠολΔ. Εν προκειμένω, από τη διαβεβαίωση του Εφετείου στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη τα κατ' είδος προσδιοριζόμενα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεσθεί οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και οι καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, τα έγγραφα και οι ένορκες βεβαιώσεις, και το όλο περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το Εφετείο κατέληξε στην κρίση του ότι η επίδικη από 5-11-2013 και φερόμενη ως ιδιόγραφη διαθήκη του αποβιώσαντος Δ. Χ. είναι άκυρη, καθόσον δεν γράφτηκε, δεν χρονολογήθηκε και δεν υπογράφηκε ιδιοχείρως από αυτόν, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 1721 του ΑΚ, αλλά από τρίτο πρόσωπο, και κατόπιν τούτου, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, έκανε δεκτή την αγωγή του αναιρεσιβλήτου και αναγνώρισε ως άκυρη τη διαθήκη αυτή, αφού έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τις καταθέσεις των εξετασθέντων πρωτοδίκως μαρτύρων, τις νομίμως δοθείσες ένορκες βεβαιώσεις και τα έγγραφα που είχαν προσκομίσει οι διάδικοι και τα οποία αναφέρονται στους τρίτον, του αναιρετηρίου, πρώτον μέρος πρώτο, τρίτον και τέταρτο πρόσθετους λόγους, και τα αντίθετα που η αναιρεσείουσα υποστηρίζει με τους λόγους αυτούς της αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 11 γ' του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Κατά τα λοιπά με τους ίδιους αυτούς λόγους, καθώς και με τους πρώτον, μέρος δεύτερο, και δεύτερον, υπό την επίκληση του αρ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠοΛΔ, πρόσθετους λόγους πλήττεται και μόνον η εκ μέρους του Εφετείου εκτίμηση των αποδείξεων, κατά συνέπειαν δε οι λόγοι αυτοί είναι απαράδεκτοι, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Περαιτέρω από την ίδια αναιρεσιβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο απέρριψε το αίτημα της αναιρεσείουσας να εξετασθεί η ίδια ως διάδικος ενώπιον του δικαστηρίου, με την αιτιολογία ότι "το δικαστήριο κρίνει ότι το υπάρχον αποδεικτικό υλικό (έγγραφα, μαρτυρικές καταθέσεις) είναι πλήρες και δύναται επί τη βάσει αυτού να αχθεί σε δικανική πεποίθηση ως προς τα κρίσιμα περιστατικά που αφορούν την γνησιότητα ή μη της επίδικης από 5-11-2003 ιδιόγραφης διαθήκης. Ενόψει τούτων και αφού σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη το δικαστήριο μπορούσε κατά την κρίση του και δεν είχε υποχρέωση να δεχθεί το αίτημα της αναιρεσείουσας και να την εξετάσει ως διάδικο, με την κατά τα προεκτεθέντα απόρριψη του αιτήματος αυτού δεν ενήργησε παρά τον νόμο και δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 παρ. 11 γ' του ΚΠολΔ, είναι δε αβάσιμα τα αντίθετα που η αναιρεσείουσα υποστηρίζει με τον πρώτο, από τη διάταξη αυτή, λόγο της αιτήσεώς της. ΙΙ. Κατά το άρθρο 559 αρ. 12 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης δημιουργείται όταν το δικαστήριο αποδίδει σε ορισμένο αποδεικτικό μέσον μεγαλύτερη ή μικρότερη αποδεικτική δύναμη από εκείνην που του προσδίδει ο νόμος και όχι αν έκρινε περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστο ένα από τα πολλά ισοδύναμα κατά νόμον αποδεικτικά μέσα. Εξάλλου η έκθεση της πραγματογνωμοσύνης που διατάσσεται ως αποδεικτικό μέσο κατά το άρθρο 368 του ΚΠολΔ εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 387 του ίδιου Κώδικα, και δεν έχει αυξημένη έναντι των άλλων αποδεικτικών μέσων δύναμη, που να δεσμεύει το δικαστήριο να δεχθεί την απόδειξη που προκύπτει από αυτήν (ΑΠ 3/2005). Τέλος, κατά τους ορισμούς του άρθρου 529 παρ. 1 εδ. α' και 2 του ΚΠολΔ επιτρέπεται στην κατ' έφεση δίκη η επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα εγγράφων, παρέχεται όμως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η εξουσία να αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα που προσάγονται για πρώτη φορά σε αυτό αν κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ο διάδικος δεν τα προσκόμισε στην πρωτοβάθμια δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια. Στην περίπτωση αυτή, της προσαγωγής δηλαδή στο Εφετείο νέων αποδεικτικών μέσων, ιδρύεται ο κατά το άρθρο 559 αρ. 11 γ' λόγος αναιρέσεως μόνο αν το δικαστήριο αποκρούσει και δεν λάβει υπόψη τα αποδεικτικά αυτά μέσα χωρίς να κρίνει ως απαράδεκτη την όψιμη προσαγωγή τους για έναν από τους ανωτέρω λόγους, διότι μόνο τότε το δικαστήριο παρά το νόμο δεν λαμβάνει υπόψη τα ως άνω (νέα) αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1352/12, 582/08). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο για τον κατά τα ανωτέρω (υπό Ι) σχηματισμό της κρίσεώς του ότι η επίδικη διαθήκη είναι άκυρη έλαβε υπόψη και την από 10-6-2009 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος πρωτοδίκως ειδικού γραφολόγου Π. Φ., καθώς και την από 24-3-2006 γραφολογική πραγματογνωμοσύνη του δικαστικού γραφολόγου Μ. Π., η οποία συντάχθηκε ύστερα από αίτηση των εναγόντων (αναιρεσιβλήτων), μετά δε την αξιολόγηση των εκθέσεων αυτών και άλλων αποδεικτικών μέσων, στην οποία προβαίνει το Εφετείο, καταλήγει στην εξής κρίση: "Η κατάθεση (της μάρτυρος Ε. Ζ., στην οποία το δικαστήριο έχει αναφερθεί προηγουμένως) δεν αναιρεί το πόρισμα των ανωτέρω πραγματογνωμόνων ότι η επίδικη διαθήκη δεν έχει γραφεί και υπογραφεί από τον Δ. Χ., το οποίο (πόρισμα) κατά την κρίση του δικαστηρίου είναι ασφαλέστερο σε σχέση με την κατάθεση της μάρτυρος, αφού οι πραγματογνώμονες έχουν την ευχέρεια να διακριβώσουν ευρήματα πλαστότητας με την χρήση κατάλληλων οργάνων του γραφολογικού εργαστηρίου. Για τον ίδιο λόγο το συμπέρασμα των πραγματογνωμόνων δεν αναιρείται και από τις καταθέσεις των μαρτύρων Γ. Μ., Ι. Σ. και Μ. Λ., οι οποίοι εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά την κήρυξη της επίδικης διαθήκης κυρίας. Οι εν λόγω μάρτυρες κατέθεσαν ότι ήταν στενοί φίλοι του αποβιώσαντος Δ. Χ. και γνώριζαν τον τρόπο γραφής και υπογραφής από σημειώματά του τα οποία είχαν δει". Ενόψει των παραδοχών αυτών του Εφετείου είναι προφανές ότι το δικαστήριο δεν προσέδωσε στις ειρημένες εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης αυξημένη αποδεικτική δύναμη έναντι των αναφερόμενων μαρτυρικών καταθέσεων, αλλά τις εκτίμησε ελευθέρως και δη ως ισοδύναμα με τις μαρτυρικές καταθέσεις αποδεικτικά μέσα, έκρινε όμως, για τους μνημονευόμενους ως άνω λόγους, πιο αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο τις εκθέσεις αυτές της πραγματογνωμοσύνης έναντι των μαρτυρικών καταθέσεων. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη το Εφετείο με την κρίση του αυτή δεν υπέπεσε στην ειρημένη αναιρετική πλημμέλεια του αρ. 12 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, και τα αντίθετα που υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον τρίτο, μέρος τελευταίο, από τη διάταξη αυτή, λόγο της αιτήσεώς της είναι αβάσιμα. Τέλος, από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει επίσης ότι το Εφετείο απέκρουσε και δεν έλαβε υπόψη την από 18-1-2013 "έκθεση γραφολογικής γνωμοδοτήσεως και κριτικών παρατηρήσεων επί της εκθέσεως Μ. Π. και Π. Φ." του ειδικού γραφολόγου Π. Κ., ως τεχνικού συμβούλου της αναιρεσείουσας, την οποία η τελευταία έλαβε μετά την πρωτόδικη δίκη και προσκόμισε το πρώτον ενώπιον του Εφετείου, με την αιτιολογία (του Εφετείου) ότι το αποδεικτικό αυτό μέσον η αναιρεσείουσα δεν το προσκόμισε στην πρωτοβάθμια δίκη από βαριά της αμέλεια. Οι σχετικές παραδοχές του δικαστηρίου για την απόκρουση του ανωτέρω αποδεικτικού μέσου έχουν ως εξής: "Στην προκειμένη περίπτωση από τα με επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα προέκυψε ότι κατά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής κατά τη δικάσιμο της 28-5-2008, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο Λασιθίου), εξέδωσε στις 10-9-2008 την υπ' αριθ. 110/2008 μη οριστική απόφαση, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, πραγματογνώμονας ορίσθηκε ο γραφολόγος Π. Φ., κάτοικος ..., ο οποίος ορίσθηκε να δώσει εντός προθεσμίας είκοσι ημερών από την κοινοποίηση σ' αυτόν της ως άνω απόφασης τον όρκο του πραγματογνώμονα ενώπιον του δικαστηρίου και μετά την όρκισή του να γνωμοδοτήσει ως προς την γνησιότητα της γραφής και της υπογραφής της από 5-11-2003 ιδιόγραφης διαθήκης, την οποία φέρεται ότι κατέλειπε ο διαθέτης Δ. Χ., την έγγραφη δε γνωμοδότησή του έπρεπε να την καταθέσει στη γραμματεία του δικαστηρίου μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών από την όρκισή του. Ο διορισθείς προαναφερόμενος πραγματογνώμονας στις 21-1-2009 έδωσε τον όρκο του πραγματογνώμονα και παραδόθηκαν σ' αυτόν τόσο από τους ενάγοντες όσο και από την εναγομένη έγγραφα που είχαν στα χέρια τους. Ακολούθως, μετά τη σύνταξη της πραγματογνωμοσύνης και την κατάθεση αυτής, επανεισήχθη με κλήση των εναγόντων η υπόθεση για μετ' απόδειξη συζήτηση στη δικάσιμο της 21-11-2011 και στη συνέχεια εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ' αριθμ. 21/2012 απόφαση. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην υπό στοιχείο 5 μείζονα σκέψη της παρούσας, η εκκαλούσα είχε δικονομική δυνατότητα να διορίσει τεχνικό σύμβουλο εγγράφως ή προφορικώς με δήλωση, είτε ενώπιον του δικαστηρίου, ή του εντεταλμένου δικαστή, είτε ενώπιον της γραμματείας του δικαστηρίου κατά τους ορισμούς των διατάξεων των άρθρων 270 παρ. 4, 391 και 392 του ΚΠολΔ, ο οποίος να συντάξει έγγραφη γνωμοδότηση και να την υποβάλει στο Δικαστήριο, καθώς επίσης να αναπτύξει τη γνώμη του για τη γνωμοδότηση του πραγματογνώμονα προφορικά ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη δεύτερη συζήτηση, ή να την υποβάλει εγγράφως, καθώς και να υποβάλει ερωτήσεις και στον πραγματογνώμονα (άρθρο 392 παρ. 2 ΚΠολΔ), πλην όμως δεν έπραξε τούτο αν και από την όρκιση του διορισθέντος από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο πραγματογνώμονα και την παράδοση σ' αυτόν εκ μέρους της εγγράφων απαραίτητων για την σύνταξη της πραγματογνωμοσύνης, έως και την μετ' απόδειξη συζήτηση (21-11-2011), είχε ικανό χρόνο (πλέον των δύο ετών) να διορίσει τεχνικό σύμβουλο. Αντίθετα, μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης και μετά την άσκηση της υπό κρίση έφεσης (18-4-2012), διόρισε τεχνικό σύμβουλο τον Π. Κ., οποίος συνέταξε την από 18-1-2013 γραφολογική γνωμοδότηση, η οποία προσάγεται απαραδέκτως για πρώτη φορά στο Δικαστήριο τούτο, καθόσον η μη σύνταξη και προσκόμιση αυτής από την εκκαλούσα στην πρωτόδικη δίκη έγινε, κατά την κρίση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τα εκτιθέντα ανωτέρω, από βαριά αμέλειά της (ΚΠολΔ 529 παρ. 1)". Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Εφετείο απέκρουσε και δεν έλαβε υπόψη το προαναφερθέν αποδεικτικό μέσον (έκθεση τεχνικού συμβούλου) αφού έκρινε και δη ανελέγκτως ότι για τον αναφερόμενο νόμιμο λόγο (μη υποβολή του πρωτοδίκως από βαριά αμέλεια της αναιρεσείουσας) η προσαγωγή του για πρώτη φορά στο Εφετείο ήταν απαράδεκτη. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη δεν δημιουργείται εν προκειμένω, από την απόκρουση αυτή, ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ. 11 γ' (ούτε 8 ή 14, που επικαλείται η αναιρεσείουσα) του ΚΠολΔ, και είναι αβάσιμα και απορριπτέα τα αντίθετα που η αναιρεσείουσα υποστηρίζει με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεώς της. ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, όπως διαμορφώθηκε με τους πρόσθετους λόγους, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 του ΚΠοΛΔ) και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30-8-2013 αίτηση, όπως διαμορφώθηκε με τους από 30-11-2013 πρόσθετους λόγους, της Β. Χ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 163/2013 απόφασης του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αβάσιμοι οι αναιρετικοί λόγοι από τους αρ. 11 γ΄ και 12 άρθρ. 559 Κ.Πολ.Δ.. Εξέταση διαδίκου, ως αποδεικτικό μέσο. Απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Αποδεικτική δύναμη. Απόκρουση από το δικαστήριο αποδεικτικού μέσου που προσκομίστηκε το πρώτος ενώπιον του. Πότε είναι νόμιμη (Επικυρώνει Τριμ. Εφ. Ανατολ. Κρ. 163/2013).
Αποδεικτικά μέσα
Αποδεικτικά μέσα.
0
Αριθμός 1116/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Κ. Χ. του Α., κατοίκου ..., και 2)Αικατερίνης Χασαπογιάννη του Α., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ελένη - Μαρία Κατσαντώνη. Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Κωνσταντίνο Βαρδακαστάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/5/1991 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και των Σ. και Μ. Χ., οι οποίες δεν είναι διάδικοι στη δίκη αυτή, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ναυπλίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 66/1993, 186/2000 μη οριστικές, 494/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 118/2010 οριστική του Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 16/6/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 31/3/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Για το κατά τα άρθρα 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ και 1094 του ΑΚ ορισμένο της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου δεν απαιτείται κατ' αρχήν να αναφέρονται στο δικόγραφό της και οι πλευρικές διαστάσεις του ακινήτου. Όταν όμως το διεκδικούμενο φέρεται ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου ο ενάγων έχει υποχρέωση εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου αυτού τμήματος να προσδιορίσει τη θέση του διεκδικουμένου μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, αναφέροντας, όταν τούτο είναι αναγκαίο, ελλείψει άλλων σταθερών ορίων, και τις πλευρικές διαστάσεις του τμήματος ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του, για να μπορεί ο εναγόμενος να αντιτάξει την άμυνά του και το δικαστήριο, εκτιμώντας τις αποδείξεις, να εκδώσει απόφαση δεκτική εκτελέσεως. Εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση η αγωγή δεν περιέχει και το ανωτέρω στοιχείο υπόκειται αοριστία της αγωγής και δη ποσοτική ή ποιοτική αοριστία, η σχετική δε κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται αναιρετικά με τους λόγους των αριθμών 8 και 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, οι αρχικοί ενάγοντες - δικαιοπάροχοι των αναιρεσειόντων και οι αναιρεσείοντες ισχυρίστηκαν στην αγωγή τους ότι είναι συγκύριοι κατά τα αναφερόμενα ποσοστά ο καθένας ενός ακινήτου (παραλιακού αγρού) που βρίσκεται στη θέση "..." ή "..." ..., έχει έκταση περίπου δεκαπέντε στρεμμάτων και συνορεύει ανατολικά με θάλασσα, βόρεια με πρώην ..., δυτικά με ιδιοκτησία πρώην Κ. Δ. (και πρώην δικαιοπαρόχων των εναγόντων) και νότια με τη βόρεια βραχώδη πλαγιά του λόφου "..." του ..., και ότι το αναιρεσίβλητο - εναγόμενο ελληνικό δημόσιο το καλοκαίρι του έτους 1989 κατέλαβε τμήμα του ανωτέρω ακινήτου, στο οποίο και εγκαταστάθηκε και το οποίο τμήμα βρίσκεται προς τα δυτικά του όλου ακινήτου, έχει εμβαδόν περίπου επτά (7) στρεμμάτων και συνορεύει ανατολικά με θάλασσα, βόρεια με πρώην ..., δυτικά με ιδιοκτησία πρώην Δ. (πρώην ανωτέρω δικαιοπαρόχων των εναγόντων) και νότια με υπόλοιπο αγρό εναγόντων. Και βάσει του ιστορικού αυτού ζήτησαν οι ενάγοντες να αναγνωρισθούν συγκύριοι του ως άνω τμήματος του μείζονος ακινήτου και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να αποδώσει σ' αυτούς το επίδικο αυτό τμήμα. Παρότι αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής, ως ανωτέρω, η θέση του επίδικου τμήματος, ευρισκομένου "προς τα δυτικά του όλου", η έκτασή του, ανερχόμενη σε "επτά περίπου στρέμματα", και τα προαναφερθέντα όριά του, εκ των οποίων το ανατολικό, βόρειο και δυτικό συμπίπτουν με τα αντίστοιχα όρια του αρχικού (μείζονος) ακινήτου, δεν είναι εν τούτοις δυνατός ο προσδιορισμός της ταυτότητας του επιδίκου, υπό την έννοια της ακριβούς θέσεως και του σχήματός του εντός του μείζονος ακινήτου, αφού δεν αναφέρεται στην αγωγή κανένα ειδικότερο προσδιοριστικό των στοιχείων αυτών σημείο, με αποτέλεσμα να παρίσταται ανάγκη αναφοράς των πλευρικών διαστάσεων (αλλά και του σχήματος) του επιδίκου τουλάχιστον ως προς τη βόρεια και την δυτική πλευρά του, όπου τα όρια του επιδίκου συμπίπτουν με το αντίστοιχο, πλην μη προσδιοριζόμενο, μέρος των ίδιων ορίων του μείζονος ακινήτου. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι υπό την ανωτέρω περιγραφή του επιδίκου η αγωγή είναι αόριστη ως προς το ειρημένο στοιχείο της ταυτότητας του επίδικου τμήματος, ως αντικειμένου της διαφοράς, με αποτέλεσμα λόγω της αοριστίας αυτής να μην μπορεί να εκδώσει απόφαση δεκτική εκτελέσεως, βάσει δε της παραδοχής αυτής (το Εφετείο) απέρριψε την ένδικη αγωγή αυτεπαγγέλτως ως αόριστη, αναφέροντας μάλιστα ότι εξαιτίας της ίδιας αοριστίας το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δέχθηκε την αγωγή κατ' ουσίαν, στηριζόμενο και στην αναφερόμενη έκθεση του ορισθέντος πραγματογνώμονα, προσδιορίζει το αποδοτέο ακίνητο με τα αναφερόμενα στην απόφαση όρια, διαφορετικά από τα αναφερόμενα στην αγωγή και με έκταση 13.961 τ.μ, αντί της αναφερόμενης στην αγωγή εκτάσεως των "επτά περίπου στρεμμάτων", ως προς την οποία άλλωστε έκταση είχαν ταχθεί αποδείξεις με τις προηγηθείσες υπ' αριθμ. 66/1993 και 186/2000 προδικαστικές αποφάσεις του ίδιου (πρωτοβάθμιου) δικαστηρίου. Έτσι που έκρινε το Εφετείο και σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη ορθώς απέρριψε την ένδικη αγωγή ως αόριστη και δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 8 ή 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι δε αβάσιμα τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με την αίτησή τους, επικαλούμενοι τις διατάξεις αυτές ( ως εκ περισσού δε και εκείνην του αριθμού 1 του ίδιου άρθρου 559 του ΚΠολΔ). Επομένως η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ' ουσία, να μην επιδικασθεί όμως δικαστική δαπάνη, ελλείψει σχετικού αιτήματος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 16-6-2011 αίτηση των Κ. Χ. κ.λ.π, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 118/2010 αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Οι πλευρικές διαστάσεις του επίδικου ακινήτου, ως στοιχείο της διεκδικητικής αγωγής. Ιδίως όταν το επίδικο είναι τμήμα μείζονος ακινήτου. Αναιρετικός έλεγχος της ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας της αγωγής, κατ΄ άρθρο 559 αρ. 8 ή 14 Κ.Πολ.Δ. (Επικυρώνει 118/2010 Εφ. Ναυπλ.).
Αοριστία αγωγής
Αγωγή διεκδικητική, Αοριστία αγωγής.
0
Αριθμός 1117 / 2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Μ. πρώην συζ. Γ. Π., το γένος Ν. Σ., 2) Γ. Π. του Γ., και 3) Ν. Π. του Γ., κατοίκων ... . Η 1η εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Καρολίνα - Ζωή Ανδριακοπούλου και οι 2ος και 3ος παραστάθηκαν με την ίδια ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο τους. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. Κ. του Ι., κατοίκου ..., και 2) Γ. Κ. του Ι., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Σταματελάτο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/5/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, την από 3/7/2007 προσεπίκληση των ήδη αναιρεσειόντων και την από 5/7/2007 του κύρια παρέμβαση του Δήμου Ερμουπόλεως, που δεν είναι διάδικος στην δίκη αυτή, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 76/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 47/2012 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 2/8/2012 αίτησή τους και τους από 13/3/2013 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 3/4/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διάταξης αυτής θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και στηρίζουν επομένως το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (Ολομ ΑΠ 3/1997), καθώς και ο λόγος εφέσεως (Ολομ. ΑΠ 11/1996), όχι δε οι ισχυρισμοί που αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση των προηγουμένων ή επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου που συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε οι αόριστοι, απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά τον νόμο ισχυρισμοί. Αντιθέτως, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός της αναίρεσης όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, όπως και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει κατ' ουσίαν, εκ των πραγμάτων, προβληθέντα ισχυρισμό, δεχόμενο ως αποδειχθέντα γεγονότα αντίθετα προς εκείνα που τον συγκροτούν (ΑΠ 1363/2008). Εξάλλου, ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 11 περ. γ' του ίδιου άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεν ιδρύεται επίσης όταν από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι οι αναιρεσίβλητοι είναι συγκύριοι εξ αδιαιρέτου ενός ακινήτου (οικοπέδου), εμβαδού 1387,80 τ.μ., που βρίσκεται στη συνοικία "..." του Δήμου Ερμούπολης Σύρου, ότι οι αναιρεσείοντες είναι επίσης συγκύριοι εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου, εμβαδού 385 τ.μ., στην ίδια ως άνω θέση και ομόρου με το ακίνητο των αναιρεσιβλήτων, ότι εντός του ακινήτου των αναιρεσιβλήτων υφίσταται μία εδαφική λωρίδα, εμβαδού 20,60 τ.μ. και μήκους περίπου 20 μέτρων, η οποία το διασχίζει, αρχίζοντας από τον δημοτικό δρόμο που εφάπτεται της ιδιοκτησίας αυτής και καταλήγοντας στο όριο του ακινήτου των αναιρεσειόντων, όπου έχει κατασκευασθεί είσοδος προς το ακίνητο αυτό, ότι οι αναιρεσείοντες και οι δικαιοπάροχοί τους χρησιμοποιούσαν την εδαφική αυτή λωρίδα (δίοδο) προκειμένου να μεταβαίνουν στην όμορη, ως άνω, ιδιοκτησία τους, όπου και η κατοικία τους, αρχικά από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 κατά παράκληση και με την ανοχή των αναιρεσιβλήτων, λόγω της στενής συγγενικής τους σχέσης, ότι οι αναιρεσείοντες, εκμεταλλευόμενοι την απουσία των αναιρεσιβλήτων, κατασκεύασαν το έτος1986 κλίμακα (σκαλοπάτια) στην ανωτέρω δίοδο για την ομαλότερη δυνατή διάβασή τους, ότι για την ενέργεια αυτή των αναιρεσειόντων, όταν την αντελήφθησαν, διαμαρτυρήθηκαν οι αναιρεσίβλητοι, οι οποίοι και τους πρότειναν να τους παραχωρήσουν δουλεία διόδου από την άκρη του ακινήτου τους, και ότι εν τέλει οι αναιρεσίβλητοι διαμαρτυρήθηκαν και εγγράφως προς τους αναιρεσείοντες για την ανωτέρω ενέργειά τους με την από 2-3-2002 εξώδικη δήλωση - διαμαρτυρία και άσκησαν εναντίον τους την από 26-10-2004 αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ερμουπόλεως, που απορρίφθηκε ως αόριστη. Και βάσει των παραδοχών αυτών και αφού α) έκρινε ότι οι προρρηθείσες ενέργειες (κατασκευή κλίμακας) των αναιρεσειόντων συνιστούν προσβολή της κυριότητας των αναιρεσιβλήτων επί του ακινήτου τους και ειδικότερα επί της ανωτέρω εδαφικής λωρίδας, που έλαβε χώραν (η προσβολή) το πρώτον το έτος 1985, και β) απέρριψε ως αβάσιμη την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος (άρθρ. 281 του ΑΚ) που είχαν προτείνει οι αναιρεσείοντες, στηριζόμενη και στον ισχυρισμό των τελευταίων ότι η επίδικη δίοδος ήταν σχηματισμένη και εχρησιμοποιείτο από τις αρχές του 20ου αιώνα (1902 έτος) για την εξυπηρέτηση του ακινήτου των δικαιοπαρόχων των αναιρεσειόντων και άλλων παρακείμενων ιδιοκτησιών, το Εφετείο δέχθηκε την ένδικη αρνητική αγωγή (άρθρ. 1108 του ΑΚ) των αναιρεσιβλήτων, που είχε απορριφθεί πρωτοδίκως, ως καταχρηστική, και υποχρέωσε τους αναιρεσείοντες - εναγομένους να παύσουν να διέρχονται από την επίδικη, ως ανωτέρω, εδαφική λωρίδα (παράλειψη της προσβολής της κυριότητας των αναιρεσιβλήτων στο μέλλον). Από τις προπαρατεθείσες και συνοπτικώς αναφερόμενες εδώ παραδοχές του Εφετείου προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και απέρριψε τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων ότι προϋπήρχε, από αιώνος, δίοδος στην επίδικη εδαφική λωρίδα, που ανέκαθεν ήταν κλιμακωτή και χρησίμευε ως δίοδος προς την οικία τους και τα γειτονικά ακίνητα και την οποία οι αναιρεσίβλητοι ενσωμάτωσαν στην ιδιοκτησία τους, καθώς και την ένστασή τους περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος των αναιρεσιβλήτων, την οποία επίσης το Εφετείο απέρριψε, κατά τα προεκτεθέντα. Επομένως τα αντίθετα που υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τους δεύτερο και τρίτο, από το άρθρο 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ, λόγους της αιτήσεώς του, προτεινομένους με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων της, είναι αβάσιμα. Περαιτέρω, από την αναφορά της αναιρεσιβαλλομένης ότι έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, και από το όλο περιεχόμενό της προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα εξής έγγραφα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι αναιρεσείοντες ήτοι την από το 1940 αεροφωτογραφία του επιδίκου με την συνημμένη σ' αυτήν από 25-1-2004 τεχνική έκθεση φωτοερμηνείας του δασολόγου-φωτοερμηνευτή Ν. Σ., την από 30-4-2003 τεχνική έκθεση του μηχανικού Ι. Α., καθώς και τα υπ' αριθμ . .../1978, .../1999 αγοραπωλητήρια και .../2002 διορθωτικά συμβόλαια, τα οποία αποτελούν τους τίτλους κυριότητος των αναιρεσιβλήτων και τα οποία άλλωστε ειδικώς αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως και οι πρώτος και τέταρτος, που προβάλλονται, αντίστοιχα, με το αναιρετήριο και το δικόγραφο πρόσθετων λόγων, από το άρθρο 559 αρ. 11 του ΚΠολΔ, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, ότι δηλαδή το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα ανωτέρω έγγραφα, είναι επίσης αβάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 2-8-2012 αίτηση, όπως διαμορφώθηκε με τους από 13-3-2013 πρόσθετους λόγους, των Μ. Π. - Σ. κλπ για αναίρεση της υπ' αριθμ. 47/2012 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου. Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρετικοί λόγοι από τους αρ. 8 και 11 γ' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., αβάσιμοι (Επικυρώνει Εφ. Αιγ. 47/2012).
Χρησικτησία έκτακτη
Δικαιοπραξία , Χρησικτησία, Χρησικτησία έκτακτη.
0
Αριθμός 1109/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Γ. Ν. του Σ., 2) Π. συζ. Γ. Ν., το γένος Η. Κ., και 3) Μ. Ν. του Γ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεόδωρο Πιστιόλη. Του αναιρεσιβλήτου: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικoύ διαδόχου της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "EUROSTAR ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ", η άδεια της οποίας έχει ανακληθεί και έχει τεθεί σε ασφαλιστική εκκαθάριση, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αργυρώ-Αικατερίνη Γρατσία-Πλατή, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/3/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 275/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 549/2011 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 1/3/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 18/4/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 1857 παρ. 2 του ΑΚ, η αγωγή για την ακύρωση της αποδοχής της κληρονομίας λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής παραγράφεται μετά ένα εξάμηνο. Με βάση τη διάταξη του ανωτέρω άρθρου, κατ' απόκλιση από τις γενικές διατάξεις, κατά τις οποίες το δικαίωμα ακυρώσεως ακυρώσιμης δικαιοπραξίας αποσβέννυται μετά την πάροδο διετίας από της δικαιοπραξίας ή από της παρελεύσεως της πλάνης, απάτης ή απειλής, και σε κάθε περίπτωση μετά την πάροδο εικοσαετίας από της δικαιοπραξίας (ΑΚ 157), το δικαίωμα ακυρώσεως της αποδοχής της κληρονομίας, καίτοι κατά τη φύση του διαπλαστικό, υποβάλλεται σε εξάμηνη παραγραφή. Ο χρόνος της παραγραφής αρχίζει από την επομένη ημέρα της αποδοχής, επί δε πλασματικής αποδοχής, αποδοχής δηλαδή που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποιήσεως (άρθρ. 1857 παρ. 4 ΑΚ), από της παρελεύσεως της προθεσμίας αποποιήσεως. Αν όμως η πλάνη, η απάτη ή απειλή εξακολουθήσουν και μετά την αποδοχή, κατ' ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 157 εδ.β' και γ,' το εξάμηνο αρχίζει από τότε που παρήλθε η κατάσταση αυτή και σε κάθε περίπτωση όταν περάσουν είκοσι χρόνια από την αποδοχή. Εξάλλου οι λόγοι αναιρέσεως από τους αρ. 10 και 11 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ ότι το δικαστήριο δέχθηκε ουσιώδη πράγματα χωρίς απόδειξη, και ότι δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν είναι αβάσιμοι όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο στήριξε την κρίση του στα αναφερόμενα στην απόφαση αποδεικτικά μέσα, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, ο δε λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 8 του ίδιου άρθρου είναι επίσης αβάσιμος όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον προταθέντα ουσιώδη ισχυρισμό και τον απέρριψε ευθέως για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, ή εμμέσως, με την παραδοχή πραγμάτων αντιθέτων προς τον ισχυρισμό αυτόν. Τέλος, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ίδιου Κ.Πολ.Δ η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν παραβιάστηκαν κανόνες δικαίου ή αν υπάρχει λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 559 αρ. 19 και 20 του Κ.Πολ.Δ., στην ίδια δε περίπτωση του ανελέγκτου της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου υπάγονται και τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την έννοια του αριθμού 1 εδ. β' του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., όταν αναφέρονται στις αποδείξεις και στην εντεύθεν ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου και όχι στην ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς, ενώ ο πρώτος από τους ανωτέρω λόγους (αρ. 19) δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων ουσιαστικών διατάξεων. ΙΙ. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως αποδεικνυόμενα από τα αναφερόμενα στην ίδια απόφαση αποδεικτικά μέσα: "Στις 8-1-2006, σε αυτοκινητικό ατύχημα που έλαβε χώρα στο 4.200 χλμ της επαρχιακής οδού Λάρισας -Φαρσάλων, κατόπιν συγκρούσεως του αριθ. κυκλ. ΡΙΝ - ... ΙΧΕ αυτοκινήτου που οδηγούσε ο Α. Τ., και του αριθ. κυκλ. ΥΗ2-... αυτοκινήτου που οδηγούσε ο Σ. Ν., με επιβαίνοντα τον Β. Α., σκοτώθηκαν οι δύο τελευταίοι. Ο Σ. Ν. απεβίωσε χωρίς διαθήκη και κληρονομήθηκε εξ' αδιαθέτου από τους ενάγοντες, γονείς και αδερφή του, αντίστοιχα. Μετά το ατύχημα, κατά της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας που είχε ασφαλίσει το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Σ. Ν. για την έναντι τρίτων αστική του ευθύνη, ασκήθηκε η από 25-5-2006 (και με αριθμ. καταθ. 432/2006) αγωγή από τους αναφερομένους στο δικόγραφο της στενούς συγγενείς του θανατωθέντος στο ατύχημα, Β. Α., ο οποίος επέβαινε στο αυτοκίνητο του Σ. Ν., και η από 26-10-2006 (και με αριθμ. καταθ. 792/2006) αγωγή από τον Α. Τ., ο οποίος οδηγούσε το συγκρουσθέν με το αυτοκίνητό του όχημα. Με τις αγωγές αυτές, οι άνω ενάγοντες ισχυριζόμενοι ότι το προεκτεθέν ατύχημα ήταν συνέπεια της αμελούς συμπεριφοράς του θανόντος, Σ. Ν., ζήτησαν από την εναγομένη ασφαλιστική του εταιρία να τους καταβάλει ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση, κατά τις στις εν λόγω αγωγές διακρίσεις, το συνολικό ποσόν των 518.454,25 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση των αγωγών αυτών. Κατόπιν αυτού και, ενόψει του ότι ο Σ. Ν. οδηγούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος σε ποσοστό 1,25 %ο, με αποτέλεσμα την εξαίρεση από την ασφαλιστική του κάλυψη, βάσει όρου της μεταξύ τους ασφαλιστικής συμβάσεως, η εναγομένη ασφαλιστική εταιρία άσκησε κατά των εναγόντων, ως εξ' αδιαθέτου κληρονόμων τούτου, την από 4-11-2006 (και με αριθ. καταθ. 923/2006) παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως, ζητώντας να υποχρεωθούν αυτοί να της καταβάλουν τα ποσά που θα υποχρεωθεί να καταβάλει ως αποζημίωση στους άνω ενάγοντες των κατ' αυτής κυρίων αγωγών, σε περίπτωση ευδοκιμήσεώς τους. Προ της 11-1-2007 που κοινοποιήθηκε στους ενάγοντες η ανωτέρω αγωγή, και ειδικότερα κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της 8-1-2006, που επήλθε ο θάνατος του Σ. Ν., και της 22-5-2006, οι ενάγοντες δεν είχαν γνώση για την ύπαρξη οφειλών εκ μέρους του προς τρίτους. Έτσι, ενόψει και του γεγονότος ότι δε διέθετε περιουσία άλλη από το αυτοκίνητο που οδηγούσε κατά το ανωτέρω ατύχημα και καταστράφηκε ολοσχερώς, ουδόλως ενδιαφέρθηκαν για την κληρονομία του, με συνέπεια να παραμελήσουν την τετράμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 1847§1α του ΑΚ, για την αποποίηση αυτής, και να θεωρείται πλέον, κατά πλάσμα του νόμου, ότι την έχουν αποδεχθεί από 8-5-2006 που παρήλθε άπρακτη η εν λόγω προθεσμία. Τούτο, λόγω άγνοιας των νομικών διατάξεων για την ύπαρξη της άνω προθεσμίας και την έννομη συνέπεια από την πάροδο αυτής άπρακτης, οι ενάγοντες πληροφορήθηκαν το πρώτον μεταγενέστερα και δη στις 22-5-2006, από υπάλληλο της "ΕFG ΕURΟΒΑΝΚ-ΕRGASΙΑS ΑΕ" που τηλεφώνησε στην οικία τους, η οποία, αξιώνοντας για λογαριασμό της εν λόγω Τράπεζας την πληρωμή ανεξόφλητων δόσεων δανείου, ύψους 15.000 ευρώ, που είχε λάβει ο θανών από την τελευταία, για την αγορά του άνω κατεστραφέντος στο ατύχημα αυτοκινήτου του, τους ενημέρωσε ότι ως εξ' αδιαθέτου κληρονόμοι του θανόντος κληρονόμησαν και το ανωτέρω χρέος του και ότι για την απαλλαγή τους από αυτό έπρεπε να αποποιηθούν την κληρονομία του εμπροθέσμως. Εξάλλου, και αν ήθελε υποτεθεί ότι η άνω υπάλληλος δεν ανέφερε στους ενάγοντες για την ύπαρξη της 4μηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 1847§1α του ΑΚ, περί αυτής αυτοί σε κάθε περίπτωση πληροφορήθηκαν από έχοντες νομικές γνώσεις του οικείου περιβάλλοντός τους, στους οποίους προσέτρεξαν θορυβηθέντες όταν έμαθαν για το άνω χρέος του κληρονομουμένου που επήχθη σ' αυτούς εξ' αδιαθέτου. Και τούτο δεδομένου ότι σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρος αποδείξεως και συζύγου της τρίτης των εναγόντων, Γ. Α., υπήρχαν στο οικείο περιβάλλον τους τέτοια πρόσωπα, και ειδικότερα η δικηγόρος Αθηνών, Υ. Κ., και ο ασφαλιστής του εν λόγω μάρτυρος, στους οποίους είχαν απευθυνθεί για να ενημερωθούν σε σχέση με τις ενέργειες, στις οποίες έπρεπε να προβούν για την τύχη της κληρονομίας του αποβιώσαντος. Έτσι, σε μια ύστατη προσπάθεια για να άρουν τις έννομες συνέπειες της πλασματικής αποδοχής που συνάγεται από την παραμέληση της άνω προθεσμίας για αποποίηση της κληρονομίας του θανόντος, προκειμένου να φανεί έστω και έμμεσα η άγνοιά τους για την ύπαρξη της εν λόγω προθεσμίας, προφανώς κατόπιν συνδρομής δικηγόρου, προσήλθαν διαδοχικά, και δη στις 25-5-2006, η τρίτη, στις 30-5-2006, η δεύτερη και την 1-6-2006, ο πρώτος, και προέβησαν ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Λάρισας σε εκπρόθεσμη δήλωση αποποιήσεως της κληρονομιάς του θανόντος, Σ. Ν.. Ενόψει δε του ότι γνωστοποιήθηκε στον άνω Γραμματέα ο χρόνος του θανάτου του κληρονομουμένου για να περιληφθεί στην οικεία έκθεση (βλ. τις με αριθμ. 228/25-5-2006, 229/30-5-2006 και 231/1-6-2006 εκθέσεις αποποιήσεως των εναγόντων ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Λάρισας) οπωσδήποτε τους επισημάνθηκε από τον τελευταίο το εκπρόθεσμο της δηλώσεως αποποιήσεως. Εξάλλου, ναι μεν οι δύο πρώτοι των εναγόντων ήταν απόφοιτοι του δημοτικού σχολείου και είχαν ελλιπή μόρφωση, η τρίτη, όμως, των εναγόντων ήταν φιλόλογος και συνεπώς δεν δικαιολογείται από τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη λογική μετά την ενημέρωσή της από την ανωτέρω υπάλληλο της Τράπεζας ότι κληρονόμησε χρέος του αποβιώσαντος, να μην επιδίωξε να ενημερωθεί για το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομίας, και εντεύθεν για την τύχη του κληρονομικού της δικαιώματος, τη στιγμή που υπήρχε η ευχέρεια προς τούτο, τόσο από το οικείο της περιβάλλον που προαναφέρθηκε, όσο και από το Γραμματέα του Πρωτοδικείου Λάρισας, ενώπιον του οποίου προέβη στην αποποίηση της κληρονομίας, ο οποίος μπορούσε να την πληροφορήσει τόσο για την ύπαρξη της προθεσμίας αποποιήσεως όσο και για τις έννομες συνέπειες της παρελεύσεως αυτής άπρακτης. Συνεπώς, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι οι ενάγοντες την 22-5-2006 και σε κάθε περίπτωση μέχρι την 1-6-2006 που προέβη και ο τελευταίος από αυτούς στην άνω δήλωση περί αποποιήσεως της κληρονομίας του θανόντος, είχαν διαπιστώσει την πλάνη τους και πλέον γνώριζαν ότι είχαν απωλέσει, λόγω άγνοιας περί το δίκαιο, την 4μηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 1847 παρ. 1α ΑΚ, ότι συνεπεία τούτου θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ότι αποδέχθηκαν την κληρονομία και ότι η δήλωση αποποιήσεως στην οποία προέβησαν, ήταν εκπρόθεσμη και εξ' αυτού άκυρη ..."). Μετά από αυτά και κατά παραδοχήν της ειρημένης ενστάσεως της εξάμηνης παραγραφής του άρθρου 1857 παρ. 2 του ΑΚ που είχε προτείνει η δικαιοπάροχος του αναιρεσιβλήτου εναγόμενη εταιρεία με την επωνυμία "EUROSTAR ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ" απέρριψε την ένδικη αγωγή των αναιρεσειόντων με την οποία οι τελευταίοι ζητούσαν να κηρυχθεί άκυρη λόγω πλάνης η εκ μέρους τους πλασματική (σιωπηρή) αποδοχή της κληρονομίας του αποβιώσαντος ως άνω Σ. Ν. που συνάγεται από την παραμέληση της τετράμηνης προθεσμίας για την αποποίησή της. ΙΙΙ. Με τους πρώτον και δεύτερο λόγους του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση των αρ. 10 και 11 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ οι αναιρεσείοντες, αναφερόμενοι στην ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου περί της γνώσεώς τους τουλάχιστον από την 1-6-2006 του δικαιώματός τους να αποποιηθούν την κληρονομία και την τετράμηνη προς τούτο προθεσμία που τάσσει ο νόμος και της εντεύθεν εξάμηνης παραγραφής της αγωγής τους μέχρι την επίδοσή της στην εναγομένη (24-4-2007), υποστηρίζουν ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα πραγματικά αυτά περιστατικά χωρίς απόδειξη, ενώ από την κατάθεση του μάρτυρά τους, την οποία, κατά τους ισχυρισμούς τους, δεν έλαβε υπόψη το Εφετείο, προκύπτουν τα αντίθετα. Σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη (ανωτ. υπό Ι) οι λόγοι αυτοί του αναιρετηρίου, ως λόγοι μεν από το άρθρο 559 αρ. 10 και 11 του Κ.Πολ.Δ είναι αβάσιμοι, αφού από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει ότι το δικαστήριο κατέληξε στην κατά τα ανωτέρω κρίση του στηριζόμενο στα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι ,μεταξύ των οποίων και η προρρηθείσα μαρτυρική κατάθεση, την οποία και έλαβε υπόψη το Εφετείο, ως αναφερόμενοι δε στην ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου οι ίδιοι αυτοί αναιρετικοί λόγοι είναι απαράδεκτοι, κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. Από τις ίδιες παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και απέρριψε τους αγωγικούς ισχυρισμούς των αναιρεσιβλήτων για την προβληθείσα άγνοια, μέχρι την άσκηση της αγωγής, εκ μέρους τους, της προθεσμίας αποποιήσεως της κληρονομίας και των συνεπειών της παραμελήσεως της προθεσμίας αυτής. Επομένως και ο τρίτος, από το άρθρο 559 αρ. 8 του Κ.Πολ.Δ., λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, επικαλούμενοι περαιτέρω την κατάθεση του μάρτυρά τους, είναι αβάσιμος, κατά τα λοιπά δε απαράδεκτος, κατά την ίδια, προαναφερθείσα, διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. Τέλος απαράδεκτος, κατά την ίδια διάταξη, είναι και ο τέταρτος κατά το πρώτο μέρος του, λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο και υπό την επίκληση του αριθμού 1β' του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. προσβάλλεται αληθώς η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, αφού τα φερόμενα ως παραβιασθέντα διδάγματα της κοινής πείρας δεν αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή πραγματικών γεγονότων σ'αυτούς, απλά χρησιμεύουν για την εκτίμηση των αποδείξεων. Ο ίδιος δε λόγος, κατά το δεύτερο μέρος του, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ, είναι αβάσιμος, αφού υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του Εφετείου (ανωτ. υπό ΙΙ) το δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα περί παραγραφής του ένδικού δικαιώματος των αναιρεσειόντων και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των ειρημένων ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 1857 και 157 του ΑΚ, απαραδέκτως κατά τα λοιπά στρεφόμενος και ο λόγος αυτός κατά της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. ΙV. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρ. 176 και 183 του Κ.Πολ.Δ.) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 1-3-2012 αίτηση των Γ. Ν. κ.λ.π για αναίρεση της υπ' αριθμ. 549/2011 απόφασης του Εφετείου Λαρίσης. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2014. Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πλασματική αποδοχή κληρονομίας. Ακύρωση λόγω πλάνης που οφείλεται σε άγνοια των σχετικών νομικών κανόνων. Εξάμηνη παραγραφή του δικαιώματος για ακύρωση, από την επόμενη ημέρα της αποδοχής (παρέλευση προθεσμίας αποποιήσεως), επί δε εξακολουθητικής πλάνης, από την πάροδο της καταστάσεως αυτής (άρση της πλάνης). Αναιρετικοί λόγοι από τους αρ. 1β, 8, 10, 11 και 19 Κ.Πολ.Δ.. Ανέλεγκτη η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου και αρ. αρ. 561 § 1 Κ.Πολ.Δ. (Επικυρώνει Εφ. Λαρ. 549/2011).
Παραγραφή αξιώσεων
Κληρονομία , Παραγραφή αξιώσεων.
0
Αριθμός 1102/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Ν. Ζ. του Μ. και 2) Γ. Ζ. του Μ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπυριδούλα - Αγγελική Λιώση. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Γ. του Γ. και 2) Α. Α. του Σ., κατοίκων ... . Ο 1ος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Χρυσούλα Τζοβάρα και η 2η δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Της προσθέτως παρεμβαίνουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΙΟΝΙΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ, ΕΜΠΟΡΙΚΗ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" με διακριτικό τίτλο "ΙΟΝΙΟΣ Α.Ε." που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Φανή Καραγιάννη. Υπέρ των αναιρεσειόντων και κατά των αναιρεσιβλήτων. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/3/2001 αγωγή του ήδη 1ου αναιρεσιβλήτου και με την από 3/12/2001 πρόσθετη παρέμβαση της ήδη 2ης αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 299/2003 μη οριστική, 1242/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 407/2009 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 29/6/2009 αίτησή τους. Η προσθέτως παρεμβαίνουσα με την από 19/1/2010 παρέμβαση προς το Δικαστήριο τούτο, ζήτησε όσα αναφέρονται σε αυτή. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 5/10/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Σπυρίδωνος Μιτσιάλη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 29-6-2009 αίτησης για αναίρεση της 407/2009 απόφασης του Εφετείου Πατρών και της από 19/1/2010 πρόσθετης παρέμβασης υπέρ των αναιρεσειόντων της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Ιόνιος ανώνυμη τεχνική, εμπορική, βιομηχανική και τουριστική εταιρεία". Οι πληρεξούσιες των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους, καθεμία δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. 5291Β/25-1-2010, 11528 Β/2-11-2012 και 1668 Γ/1-10-2013 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικού επιμελήτριας Κεφαλληνίας Α. Θ. Β., ακριβές αντίγραφο της από 29-6-2009 αιτήσεως αναιρέσεως, καθώς και κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο της 20-2-2013, κατά την οποία νόμιμα αναβλήθηκε η συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στη δεύτερη αναιρεσίβλητη Α. Α. του Σ.. Στην οποία, ως εκ περισσού, κοινοποιήθηκε πρακτικό αναβολής, αφού, ενόψει της απουσίας της, δεν χρειαζόταν, νέα κλήτευση, η δε αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρ. 575 και 226 παρ.4 εδ.γ ΚΠολΔικ). Συνεπώς εφόσον η εν λόγω αναιρεσίβλητη δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ’ αυτό, ούτε κατέθεσε δήλωση ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔικ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία αυτών (άρθρ. 576 παρ.2 ΚΠολΔικ). Επειδή κατά τις διατάξεις των άρθρων 80, 81 παρ.1 εδ.α και 215 παρ.1 του ΚΠολΔικ, αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, ως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της κύριας δίκης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίζει το διάδικο αυτόν. Η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους. Επομένως είναι παραδεκτή στην κατά αναίρεση δίκη η πρόσθετη παρέμβαση (Ολ.ΑΠ 14/2008, Ολ.ΑΠ 13/2006, Ολ.ΑΠ 25/2004). Στην προκειμένη περίπτωση από τα διαδικαστικά έγγραφα της υπόθεσης προκύπτουν τα ακόλουθα: Το Εφετείο Πατρών με την προσβαλλομένη υπ’ αριθμ. 407/2009 απόφασή του, δέχθηκε την ένδικη διεκδικητική αγωγή του πρώτου αναιρεσίβλητου κατά των αναιρεσειόντων. Με την από 19-1-2010 πρόσθετη παρέμβασή της, υπέρ των αναιρεσειόντων, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Ιόνιος Ανώνυμη Τεχνική Εμπορική Βιομηχανική και Τουριστική Εταιρεία" με διακριτικό τίτλο "ΙΟΝΙΟΣ ΑΕ" επικαλείται ότι έχει έννομο συμφέρον να αποβεί η δίκη υπέρ των αναιρεσειόντων, καθόσον μετά την άσκηση της αγωγής, έχει αποκτήσει το επίδικο ακίνητο, με το νόμιμα μεταγραμμένο υπ’ αριθμ. .../16-11-2011 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου Αργοστολίου Παν. Καραβιώτη, στο οποίο βρίσκονται εγκαταστάσεις απαραίτητες για τη λειτουργία της ασκουμένης από αυτής και στο συνεχόμενο του επιδίκου και αποκτηθέν με το ίδιο συμβόλαιο ακίνητο, επιχείρησης παραγωγής σκυροδέματος. Ενόψει των περιστατικών αυτών, η παρεμβαίνουσα έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης υπέρ των αναιρεσειόντων, αφού η απόφαση που θα εκδοθεί θα έχει συνέπειες για αυτήν (προσθέτως παρεμβάσα). Συνεπώς η πρόσθετη αυτή παρέμβαση, η οποία, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. 5292Β/25-1-2010, 5293Β/25-1-2010, 5204Β/25-1-2010 και 5290Β/25-1-2010 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικού επιμελήτριας ... κοινοποιήθηκε νόμιμα στους διαδίκους και φέρεται για συζήτηση, μαζί με την αίτηση της αναίρεσης με την από 28-12-2011 κλήση των αναιρεσειόντων (και μετ’ αναβολή από την ορισθείσα με την κλήση αυτή δικάσιμο της 20-2-2013) είναι τυπικά δεκτή. Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 74, 556 και 558 εδ.α του ΚΠολΔικ, συνάγεται ότι η αναίρεση δεν επιτρέπεται να απευθυνθεί εναντίον εκείνου που υπήρξε ομόδικος του αναιρεσείοντος στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, όπως, κατά το άρθρο 80 του ίδιου κώδικα, είναι και ο προσθέτως υπέρ αυτού παρεμβάς, τούτο δε για προφανή έλλειψη εννόμου συμφέροντος του αναιρεσείοντος (ΑΠ 1718/2010, ΑΠ 688/2003). Στην προκειμένη περίπτωση, από την ίδια την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει, ότι η σύμφωνα με τα προαναφερθέντα απολιπομένη δεύτερη αναιρεσίβλητη, υπήρξε ομόδικος των αναιρεσειόντων, κατόπιν πρόσθετης παρέμβασης που άσκησε υπέρ αυτών στην πρωτοβάθμια δίκη. Ενόψει τούτων η προκειμένη αίτηση, κατά το μέρος που στρέφεται εναντίον της, είναι απαράδεκτη και γι’ αυτό πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 577 παρ.2 ΚΠολΔικ. Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 1033 Ακ για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά ότι μετατίθεται σ’ αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμα αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο που κατά το άρθρο 1192 αρ.1 ΑΚ υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση με τον παράγωγη αυτό τρόπο της κυριότητας του ακινήτου, αποτελεί προϋπόθεση το να ήταν κύριος εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042 και 1051 ΑΚ του ίδιου κώδικα συνάγεται ότι για της κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο για μία δεκαετία, με δυνατότητα του νομέα να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Ο νομέας βρίσκεται κατά’ το άρθρο 1042 ΑΚ σε καλή πίστη όταν με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά έχει την πεποίθηση, χωρίς να τον βαρύνει βαριά αμέλεια, όταν απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου και η πεποίθησή του αυτή πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο κτήσης της νομής του ακινήτου. Άσκηση νομής αποτελούν, όταν πρόκειται για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς, πάνω σ’ αυτά πράξεις, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα για δικό του, τέτοιες δε πράξεις, μεταξύ άλλων είναι η εποπτεία, η επίβλεψη, η περίφραξη, η εγκατάσταση μονίμων ή μη κατασκευών, η οριοθέτηση, η σύνταξη τοπογραφικών κλπ, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. Τέλος κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία, για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγινα δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού (υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται, (διατυπώνεται) με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας του. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό, στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή την κατάλυση δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσω, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που ανέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 24/1992). Τα επιχειρήματα δηλαδή αυτά δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε να επιδέχεται αυτή στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔικ μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος (ΑΠ 495/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως, σ’ αυτό, επικληθέντων και προσκομισθέντων, από τους διαδίκους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη κρίση ως προς την διεκδικητική αγωγή του πρώτου αναιρεσίβλητου, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Ο ενάγων, με το υπ’ αρ. .../13-10-1988 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του Συμ/φου Αργοστολίου Παναγάγγελου Καραβιώτη, που μεταγράφηκε νόμιμα, απέκτησε την κυριότητα ενός οικοπέδου επιφανείας 5.539,65 τ.μ., που βρίσκεται στην τοποθεσία "..." της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Αργοστολίου και απεικονίζεται στο από 23-9-1988 τοπογραφικό διάγραμμα της πολιτικού υπομηχανικού Μ. Α.-Μ. με τα στοιχεία Α.Β.Γ.Δ.Ε.Ζ.Η.Α, συνορεύει δε ΒΑ με ιδιοκτησία αδελφών Γ. Π., ανατολικά και νοτιοανατολικά με τον περιφρειακό δρόμο γύρου Κουτάβου, νότια με ιδιοκτησία των εναγομένων, ΝΑ με ιδιοκτησία Π. Γ., αδελφού του ενάγοντος και βορειοδυτικά με αιγιαλό και πέραν αυτού με θάλασσα. Πωλήτρια του ακινήτου ήταν η Α. Α. η οποία ήταν κυρία πολύ μεγαλύτερης έκτασης (πλέον των 15 στρεμμάτων) στην ίδια περιοχή, δυνάμει του υπ’ αρ. .../27.5.1970 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του Συμ/φου Αργοστολίου Γεράσιμου Αυγερινού, που μεταγράφηκε νόμιμα, από τον Γ. Α.. Η ίδια ως άνω πωλήτρια το έτος 1984 είχε πωλήσει στους εναγόμενους άλλο ακίνητο εκτάσεως 4.106 τ.μ., όπως εμφαίνεται στο από Μαρτίου 1984 τοπογραφικό διάγραμμα του τεχνολόγου-πολιτικού μηχανικού Γ. Β., με τα στοιχεία Α.Β.Γ.Δ.Ε.Ζ.Η.Θ.Ι.Α, δυνάμει του υπ’ αρ. .../4.4.1984 συμβολαίου του Συμ/φου Ληξουρίου Παναγάγγελου Καραβιώτη, που μεταγράφηκε νόμιμα . Το εν λόγω ακίνητο στο οποίο οι εναγόμενοι είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, συνορεύει με το ακίνητο του ενάγοντος κατά τη νότια πλευρά του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το έτος 1977 οι εναγόμενοι σύστησαν ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "Ν. Ζ. και Σία Ο.Ε", με αντικείμενο την παραγωγή ετοίμου σκυροδέματος και μίσθωσαν από την Α. Α. την έκταση των 4.106 τ.μ., την οποία στη συνέχεια αγόρασαν, όπως προελέχθη, το 1984, όπου και εγκατέστησαν την επιχείρησή τους. Το έτος 1989, οι εναγόμενοι κατέλαβαν ένα μέρος της ιδιοκτησίας του ενάγοντος, ο οποίος είχε αγοράσει το 1988 την προαναφερθείσα έκταση από την ίδια ως άνω κοινή δικαιοπάροχο, εμβαδού 654 τ.μ. και εγκατέστησαν δύο σιλό (σιδερένιες κατασκευές) μέσα σ’ αυτή (βλ. σχετική κατάθεση μάρτυρα απόδειξης, ο οποίος είναι αδελφός του ενάγοντος και έχει ιδία αντίληψη της καταστάσεως, αφού και αυτός έχει όμορο ακίνητο ;που αγόρασε από την ίδια κοινή δικαιοπάροχο όλων). Ο ενάγων αντέδρασε ήπια στην προσβολή της νομής του επί του επίδικου τμήματος, γιατί είχε για πολλά έτη επαγγελματική συνεργασία με τους εναγόμενους και γι’ αυτό συμφώνησε μαζί τους να παραχωρήσει σ’ αυτούς το επίδικο τμήμα και σε αντάλλαγμα να μεταβιβάσει η κοινή δικαιοπάροχος τους Α. Α. στον αδελφό του Π. Γ. ένα άλλο τμήμα συνεχόμενο με αυτό που είχε αγοράσει πιο παλιά από αυτήν, το έτος 1984. Η συμφωνία αυτή αποτυπώθηκε στο από Απριλίου 1990 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου -μηχανικού Δ. Α., στο οποίο εμφαίνονται τα ακίνητα του ενάγοντος, των εναγομένων, του Π. Γ., το επίδικο καταληφθέν τμήμα και το τμήμα της ιδιοκτησίας της Α. Α., που θα μεταβιβαζόταν στον Π. Γ.. Η συμφωνία αυτή επικυρώθηκε το 1996 με την υπογραφή των διαδίκων στο εν λόγω τοπογραφικό. Όμως τελικά η παραπάνω συμφωνία δεν υλοποιήθηκε. Αντίθετα, οι εναγόμενοι, με τη σύμπραξη της Α. Α., δυνάμει του από το Δεκέμβριο του 1998 τοπογραφικού διαγράμματος του τοπογράφου - μηχανικού Δ. Α., συνέταξαν το υπ’ αρ. .../1999 συμβόλαιο του Συμ/φου Αργοστολίου Παναγαγγέλου Καραβιώτη, με το οποίο διόρθωσαν το αρχικό υπ’ αρ. .../4.4.1984 συμβόλαιο τους και περιέλαβαν στην ιδιοκτησία τους το επίδικο τμήμα του ακινήτου του ενάγοντος που κατέλαβαν . Οι εναγόμενοι ισχυρίσθηκαν ότι κατέλαβαν το επίδικο το 1983 και έχουν γίνει κύριοι αυτού με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας από το έτος 1987 τουλάχιστον; μέχρι την άσκηση της αγωγής το 2001. Ο μάρτυς ανταποδείξεως που κατέθεσε πρωτόδικα, ο οποίος είναι και πατέρας των εναγομένων, ισχυρίσθηκε ότι η κατάληψη έγινε το 1986. Από τη σύγκριση των τοπογραφικών διαγραμμάτων των διαδίκων (1984 των εναγομένων και 1988 του ενάγοντος), δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχαν τα σιλό μέχρι το έτος 1988, ενώ αντιθέτως υπήρχε το κτίσμα, του οποίου μία μικρή μεταλλική προεξοχή εισερχόταν στο επίδικο. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και η διορισθείσα με την υπ’ αρ. 299/2003 μη οριστική απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πραγματογνώμων, τοπογράφος -μηχανικός Α. Α., η οποία εξέτασε και αεροφωτογραφίες της περιοχής, του έτους 1986. Σημειώνει όμως ότι σ’ αυτές, στην ιδιοκτησία των εναγομένων "παρατηρούνται διάσπαρτα σκούρες κηλίδες που πιθανόν να είναι εγκαταστάσεις της επιχείρησης των Αφών Ζ., ενώ διακρίνεται καθαρά το κτίσμα της αποθήκης από λαμαρίνες, που αναφέρεται και στον τίτλο της ιδιοκτησίας", το οποίο, όπως προελέχθη, εισέρχεται ελάχιστα στο επίδικο, ώστε να μη αποτελεί ουσιαστικά προσβολή της νομής του ενάγοντος, σε σχέση με τα σιδερένια σιλό. Έτσι όπως είναι διατυπωμένες οι παραπάνω σκέψεις της πραγματογνώμονος, δεν μπορούν να οδηγήσουν το Δικαστήριο σε πλήρη δικανική πεποίθηση, ότι δηλαδή υπήρχαν τα σιλό πριν το έτος 1986 στην επίδικη έκταση. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκαν οι ισχυρισμοί των εναγομένων, ότι υπήρχε μανδρότοιχος μεταξύ των δύο ιδιοκτησιών από το έτος 1983 και πρέπει να απορριφθούν, αφού και γιαυτό η πραγματογνώμων αποφαίνεται ότι δεν προκύπτει από τις παραπάνω αεροφωτογραφίες ότι υπήρχε το έτος 1986, αλλά το πρώτον εμφανίζεται στο τοπογραφικό διάγραμμα του 1990, που σημαίνει ότι κατασκευάστηκε μετά την κατά το ίδιο έτος συμφωνία των διαδίκων και καταλήγει συμπερασματικά ότι το επίδικο τμήμα ανήκει στην ιδιοκτησία του ενάγοντος. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1044 Α.Κ. η καλή πίστη πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο απόκτησης της νομής. Η μεταγενέστερη κακή πίστη δεν βλάπτει. Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι, κατά το χρόνο κτήσης της νομής, το έτος 1989, δεν τελούσαν σε καλή πίστη, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, εφόσον είχαν επαγγελματική συνεργασία με τον ενάγοντα και τον αδελφό του Π. Γ., πρέπει να έλαβαν γνώση ότι το όμορο με το δικό τους ακίνητο της Α. Α. μεταβιβάστηκε το 1988 στον ενάγοντα, στο οποίο περιλαμβανόταν και το επίδικο τμήμα και αυτό ενισχύεται ότι το επίδικο για πρώτη φορά εμφαίνεται στο τοπογραφικό διάγραμμα του 1990 και όχι στο τοπογραφικό διάγραμμα που προσαρτάται στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο τους. Επομένως, οι εναγόμενοι δεν απέκτησαν την κυριότητα του επίδικου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας (διάνοια κυρίου, καλή πίστη και παρέλευση δέκα (10) ετών από την προσβολή της νομής) και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων πρέπει να απορριφθούν, καθώς και ο πρώτος λόγος της έφεσής τους με τον οποίο ισχυρίζονται τα ίδια. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι δεν άσκησε καταχρηστικά ο ενάγων το δικαίωμα αναγνώρισης της κυριότητος του στο επίδικο τμήμα, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους, διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο ενάγων διαμαρτυρήθηκε άμεσα στους εναγομένους και άρχισαν από το επόμενο έτος της κατάληψης της νομής του επίδικου (1990) οι διαδικασίες ανταλλαγής του τελευταίου με ίσης έκτασης εδαφικό τμήμα από ακίνητο της Α. Α. (βλ. το τοπογραφικό διάγραμμα του 1990, το οποίο υπεγράφη το 1996). Σε κάθε περίπτωση όμως οι εναγόμενοι δεν θα υφίσταντο οικονομική ζημία από την απομάκρυνση των δύο σιδερένιων σιλό που υπάρχουν στο επίδικο, λόγω του ότι αυτά είναι προσθαφαιρούμενα, αλλά και για τον πρόσθετο λόγο ότι λίγο χρονικό διάστημα μετά την άσκηση της από 8.3.2001 αγωγής του ενάγοντος, μεταβίβασαν το ακίνητο τους, με τις εντός αυτού εγκαταστάσεις, στην εταιρεία με το διακριτικό τίτλο "ΙΟΝΙΟΣ ΑΕ",με το υπ’ αρ. .../16.11.2001 συμβόλαιο του Συμ/φου Αργοστολίου Παν. Καραβιώτη . Επομένως, απορριπτέος ως αβάσιμος κρίνεται και ο δεύτερος λόγος της έφεσης των εναγομένων. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν ότι το συμβόλαιο μεταβίβασης του ενάγοντος είναι άκυρο κατ’ άρθρο 180 ΑΚ, γιατί έγινε κατά παράβαση του από 3.12.1985 π.δ., που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ με αριθμό 2/20.1.1986, με το οποίο η περιοχή του γύρου Κουτάβου, όπου βρίσκονται τα ακίνητα των διαδίκων, κηρύχθηκε Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου (Ζ.Ο.Ε.) και ορίστηκε ως ελάχιστο όριο κατάτμησης των ακινήτων τα οκτώ στρέμματα, ενώ του ενάγοντος ήταν 5.539,65 τ.μ., όπως προελέχθη. Το ακίνητο του ενάγοντος, μαζί με το επίδικο τμήμα, αποτελούσε τμήμα μεγαλύτερης εδαφικής έκτασης της Α. Α., η οποία το έτος 1984 μεταβίβασε, εκτός του ακινήτου των εναγομένων, έκτασης 4.106 τ.μ., στον Γ. Π. ακίνητο 1.200 τ.μ. με το υπ’ αρ. .../22.3.1984 συμβόλαιο του Συμ/φου Ληξουρίου Παν. Καραβιώτη και στον αδελφό του ενάγοντος Π. Γ. ακίνητο 4.259 τ.μ. με το υπ’ αρ. .../21.1.1984 συμβόλαιο του Συμ/φου Αργοστολίου Γεράσιμου Αυγερινού, το δε ακίνητο του ενάγοντος συνορεύει με τις παραπάνω ιδιοκτησίες, με αιγιαλό και πέραν αυτού με θάλασσα, όπως διαπίστωσε και η πραγματογνώμων, κατά την εφαρμογή των τίτλων των εν λόγω ιδιοκτησιών. Επομένως, από τα συμβόλαια των διαδίκων και τα συνοδεύοντα αυτά τοπογραφικά διαγράμματα αποδεικνύεται ότι η Α. Α. δεν είχε άλλη ιδιοκτησία, η οποία να συνόρευε με το ακίνητο του ενάγοντος, γιατί στην αντίθετη περίπτωση αυτό θα αναφερόταν στο συμβόλαιο του ενάγοντος του 1988, στο οποίο αναφέρεται ότι το ακίνητο συνορεύει Β.Δ με αιγιαλό και πέραν αυτού με θάλασσα. Η Α. Α. το έτος 1988, εκτός του ακινήτου του ενάγοντος, μεταβίβασε ακίνητο 2.155 τ.μ. σε κάποιον ονόματι Β. με το υπ’ αρ. .../1988 συμβόλαιο και κράτησε για τον εαυτό της ακίνητο 1.500 τ.μ., που εκμίσθωσε στον Γ. Ν.. Τα εν λόγω ακίνητα δεν συνορεύουν με την ιδιοκτησία του ενάγοντος. Οι εναγόμενοι επικαλούμενοι ότι η πραγματογνώμων διαπίστωσε ότι μεταξύ της ιδιοκτησίας τους και της ιδιοκτησίας του ενάγοντος υπάρχει "κενή" περιοχή, εκτάσεως 743,53 τ.μ., ισχυρίζονται ότι αυτή ανήκει στην Α. Α. και επομένως είχε ιδιοκτησία, συνορεύουσα με το ακίνητο του ενάγοντος, το έτος μεταβίβασής του σ’ αυτόν (1988) και ότι έτσι υπάρχει κατάτμηση κατά την έννοια του παραπάνω π.δ. Η έκταση αυτή δεν απεικονίζεται στα τοπογραφικά διαγράμματα του 1984 και 1988 και εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο τοπογραφικό διάγραμμα του 1998, βάσει του οποίου διορθώθηκε το συμβόλαιο αγοράς των εναγομένων. Από όλο το αποδεικτικό υλικό, το Δικαστήριο σχηματίζει δικανική πεποίθηση ότι αυτή η "κενή" περιοχή περιλαμβανόταν στο πωληθέν και μεταβιβασθέν ακίνητο στους εναγόμενους και αποτυπώθηκε το πρώτο στο τοπογραφικό διάγραμμα του 1998, στο οποίο περιελήφθη και η επίδικη έκταση. Τα ίδια δέχθηκε και η πραγματογνώμων, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι στο τοπογραφικό του ενάγοντος του 1988 στη θέση της "κενής" περιοχής, αναφέρονται ως συνορίτες οι εναγόμενοι αδελφοί Ζ. και ότι τα όρια της ιδιοκτησίας υποδείχθηκαν επί τόπου υπό της ιδιοκτήτου, ότι δηλαδή η "κενή" περιοχή υποδείχθηκε από την ίδια την Α. Α. ότι ανήκε στην ιδιοκτησία των αδελφών Ζ.. Εξάλλου, ότι η Α. Α. το 1988, μετά τη μεταβίβαση των ακινήτων στον ενάγοντα και τους λοιπούς προαναφερθέντες, ήταν κυρία μόνο του ακινήτου που είχε εκμισθώσει στον Γ. Ν., προέκυψε κατά την αυτοψία που έγινε στην επίδικη περιοχή του γύρου Κούταβου από τη Δ/νση Πολεοδομίας Αργοστολίου (βλ. Το υπ’ αρ. πρωτ. 2632/10.12.1997 έγγραφο της Προϊσταμένης της Πολεοδομίας Αργοστολίου). Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι η Α. Α. δεν είχε άλλη ιδιοκτησία όμορη με το πωληθέν προς τον ενάγοντα ακίνητο, αφού, εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα αναφερόταν στο συμβόλαιο του τελευταίου. Έτσι, το 1988 το ακίνητο του ενάγοντος είχε γίνει αυτοτελές, μετά τις γενόμενες το έτος 1984 προαναφερθείσες μεταβιβάσεις από την Α. Α. στους εναγομένους, στον Γ. Π. και Π. Γ.. Συνεπώς δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω το παραπάνω π.δ. του 1985 και το συμβόλαιο αγοράς του ενάγοντος της έκτασης των 5.539,65 τ.μ., στο οποίο περιλαμβάνεται και η επίδικη έκταση, δεν πάσχει ακυρότητα. Οι ισχυρισμοί των εναγομένων ότι στο τοπογραφικό διάγραμμα του 1990, που επικυρώθηκε το 1996, το ακίνητο του ενάγοντος εμφαίνεται ότι είναι εμβαδού 8.500 τ.μ. περίπου και ότι αυτό έγινε για να μη κηρυχθεί άκυρο το συμβόλαιο του, ενόψει του ως άνω π.δ/τος και αληθείς υποτιθέμενοι δεν έχουν έννομη επιρροή, εφόσον αποδείχθηκε ότι δεν υπήρξε κατάτμηση στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως και ο σχετικός τρίτος λόγος της έφεσης περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος στην άσκηση της αγωγής, λόγω της ακυρότητος του συμβολαίου του με το ως άνω π.δ., πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι ζητούν να διαταχθεί νέα πραγματογνωμοσύνη, επειδή η ορισθείσα πραγματογνώμων δεν προσδιόρισε με ακρίβεια τη συνολική έκταση της ιδιοκτησίας της Α. Α., να διευκρινήσει επαρκώς την ύπαρξη "κενής" περιοχής ανάμεσα στα ακίνητα του ενάγοντος και των εναγομένων, να εξηγήσει τη μετατόπιση της ιδιοκτησίας του ενάγοντος στα τοπογραφικά διαγράμματα "προς τα μέσα" και τη δημιουργία συνεχόμενης με τη μεταβιβασθείσα στον ενάγοντα έκτασης, 6.244,15 τ.μ. και να δικαιολογήσει την ταύτιση της ιδιοκτησίας του ενάγοντος με αυτή που αναγράφεται στο συμβόλαιο του. Επί αυτών πρέπει να λεχθεί ότι η ορισθείσα με την 293/2003 μη οριστική απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πραγματογνώμων, αφού έλαβε υπόψη τις αεροφωτογραφίες των ετών 1945, 1960, 1972 και 1986, καθώς και όλα τα προσαχθέντα από τους διαδίκους έγγραφα, συμβόλαια, τοπογραφικά διαγράμματα κ.λπ., έκανε όσο το δυνατόν ακριβή και λεπτομερή καταγραφή της κατάστασης που υπήρχε στην περιοχή της αρχικής ιδιοκτήτριας Α. Α. και εφάρμοσε με επάρκεια στο έδαφος τα όρια των ακινήτων, όχι μόνο των διαδίκων, αλλά και των άλλων όμορων ιδιοκτητών, έχοντας να αντιμετωπίσει την πρόσθετη δυσκολία ότι δεν συντάχθηκε τοπογραφικό διάγραμμα που να συνοδεύει το αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του 1970, με το οποίο η Α. Α. αγόρασε την έκταση, που κατατμήθηκε στη συνέχεια. Την ίδια δυσκολία αντιμετώπισαν και οι συντάξαντες τα τοπογραφικά διαγράμματα για τις επί μέρους μεταβιβάσεις και κατατμήσεις της αρχικής έκτασης, ώστε να προσδιορίσουν με ακρίβεια τα επί μέρους και τα συνολικά εμβαδά των κατατμηθέντων ακινήτων και γι’ αυτό, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, υπήρξαν αποκλίσεις ως προς ορισμένα εδαφικά τμήματα, ύπαρξη "κενών" περιοχών, μετατόπιση ορίων κ.λπ, αφού είναι γνωστό ότι πολλές φορές τα τοπογραφικά διαγράμματα δεν απεικονίζουν κατ’ απόλυτο τρόπο την εδαφική πραγματικότητα. Όμως τα παραπάνω, δεν εμπόδισαν το Πρωτοβάθμιο, αλλά και το παρόν Δικαστήριο, να διακριβώσει την αληθή κατάσταση που είχε διαμορφωθεί, βοηθούμενο σε αρκετά σημεία από τη διεξαχθείσα πραγματογνωμοσύνη. Συνεπώς, κρίνεται ότι δεν απαιτείται η διεξαγωγή νέας πραγματογνωμοσύνης, απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος των εναγομένων". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού τα πραγματικά περιστατικά, που με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα, ήταν αρκετά για την εφαρμογή των προδιαληφθεισών περί παραγώγου και πρωτοτύπου τρόπου αποκτήσεως κυριότητας διατάξεων (1033, 1192 αρ.1, 1041, 1042 ΑΚ) καθώς και του ΠΔ της 31-12-1985 (ΦΕΚ 2/20-1-1986) ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος. Ειδικότερα διαλαμβάνεται στην απόφαση ότι ο ενάγων έγινε κύριος του επιδίκου ακινήτου, το οποίο αποτελεί τμήμα μεγαλυτέρου ακινήτου που αυτός απέκτησε με το νόμιμα μεταγραμμένο υπ’ αριθμ. .../1988 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου Αργοστολίου Παναγάγγελου Καραβιώτη και ότι στο πρόσωπο των εναγομένων δεν συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις της τακτικής χρησικτησίας, καθόσον αυτοί κατά τον χρόνο καταλήψεως του επιδίκου, ήτοι το 1989 δεν είχαν καλή πίστη, ενώ συμπεριέλαβαν το ακίνητο αυτό στο τίτλο αιτήσεώς τους (συμβ..../4-4-1984) με το διορθωτικό του τίτλου αυτού υπ’ αριθμ..../99 συμβόλαιο του προαναφερθέντος συμβολαιογράφου, χωρίς τούτο να τους ανήκει και ακόμη ότι ο τίτλος αιτήσεως των εναγόντων δεν είναι άκυρος, κατά το ΠΔ της 3-12-1985, γιατί με τη σύμβαση αυτή δεν επήλθε κατάτμηση, καθόσον η πωλήτρια Α. Α., κατά το χρόνο καταρτίσεως του εν λόγω τίτλου (13-10-1988) δεν είχε στην ιδιοκτησία της άλλο ακίνητο που να συνορεύει με το πωληθέν στον ενάγοντα. Ενόψει τούτων οι από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αιτιάσεις των δύο πρώτων λόγων της αναιρέσεως, με τις οποίες αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω οι ίδιοι λόγοι αναιρέσεως κατά το μέρος, που με αυτούς οι αναιρεσείοντες προβάλλουν αιτιάσεις για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, για τον συσχετισμό και ανάλυση των αποδείξεων, για τη μη αιτιολόγηση της αποδοχής ή μη των αποδεικτικών μέσων και δη των μαρτυρικών καταθέσεων, των εγγράφων και της εκθέσεως πραγ/νης καθώς και για την επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, είναι κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτες, γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και περί την αποδοχή πραγματικών περιστατικών ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Επειδή κατά το άρθρο 559 αριθμ.11 περ.γ του ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίλυση αυτών από τον διάδικο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου, όταν είναι σαφής και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Καμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (μάρτυρες, έγγραφα κλπ). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.ΑΠ 2/2008) ή κατ’ άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 14/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, και υπό την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι το Εφετείο κατά το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος περί μη ακυρότητάς του τίτλου κτήσεως του ενάγοντος λόγω μη συνδρομής παραβιάσεως του από 3-12-1985 πδ δεν έλαβε υπόψη το από Απριλίου 1990 τοπογραφικό διάγραμμα του Δ. Α.. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος γιατί από την προσβαλλόμενη απόφαση και την αναφορά της σε "όλα τα επικαλούμενα και νόμιμα προσκομιζόμενα έγγραφα", στα οποία περιλαμβάνονται, κατά το άρθρο 390 ΚΠολΔικ, και τα τοπογραφικά διαγράμματα (Ολ.ΑΠ 8/2005, Ολ.ΑΠ 12/2005) και την ιδιαίτερη αναφορά της στα 4α και 8α φύλλα της στο επίμαχο τοπογραφικό διάγραμμα του 1990, καθώς και τις διαπιστώσεις της, δεν καταλείπεται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι το αποδεικτικό αυτό μέσο λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε με τις λοιπές αποδείξεις, για τη στήριξη του αποδεικτικού πορίσματος. Εξάλλου η αξιολόγηση του περιεχομένου του αποδεικτικού αυτού μέσου ανάγεται στην εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας, η οποίας είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Η άποψη ότι διαφορετική εκτίμηση του αποδεικτικού αυτού μέσου θα οδηγούσε το δικαστήριο της ουσίας, σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν ως προς την εγκυρότητα του τίτλου κτήσεως των αναιρεσιβλήτων, οδηγεί σε έλεγχο της προσβαλλομένης αποφάσεως για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ήτοι σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔικ. Επειδή, ο από το άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔικ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας, παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα, διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου. Για την ίδρυση του λόγου αυτού δεν αρκεί η εσφαλμένη ανάγνωση του αποδεικτικού, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔικ, εγγράφου, αλλά πρέπει επί πλέον το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το συνεκτιμήσει απλώς μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (Ολ.ΑΠ 2/2008, ΑΠ 495/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και κατά το δεύτερο μέρος του αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση επικουρικά ως προς το από το άρθρο 559 αρ.11 εδ.γ λόγο του πρώτου μέρους καθόσον διαφορετικά θα υπήρχε αντίφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, της παραμορφώσεως του Απριλίου 1990 τοπογραφικού διαγράμματος του Δ. Α., με το να δεχθεί ότι σ’ αυτό δεν υφίσταται κενή περιοχή 743,53 τ.μ, που ανήκει στην πωλήτρια Α. Α. και συνορεύει με το ακίνητο του αναιρεσιβλήτου η ύπαρξη της οποίας καθιστά άκυρο τον τίτλο κτήσεώς του λόγω παραβιάσεως του από 3-12-1985 π.δ. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον το δικαστήριο δεν στήριξε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο το αποδεικτικό του πόρισμα ως προς την εγκυρότητα του επίμαχου τίτλου στο τοπογραφικό αυτό διάγραμμα, το οποίο ο αναιρεσείων το υπολαμβάνει ως αποδεικτικό έγγραφο κατά την έννοια των άρθρων 335 επ. αλλά το συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, (έκθεση πραγ/νης, τοπογραφικά διαγράμματα των ετών 1984, 1988, 1998, έγγραφο πολεοδομίας Αργοστολίου) η δε επικαλούμενη πλημμέλεια αφορά στην ανέλεγκτη αναιρετικά αποδεικτική αξιολόγησή του. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός, κατά το ερευνώμενο μέρος του, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, αλλά και η πρόσθετη υπέρ των αναιρεσειόντων παρέμβαση πρέπει να απορριφθούν. Οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη του πρώτου αναιρεσίβλητου (άρθρ. 176, 180 παρ.1 και 183 ΚΠολΔικ), και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 29-6-2009 αίτηση των Ν. Ζ. του Μ. και Γ. Ζ. του Μ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 407/2009 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών και την υπέρ των αναιρεσειόντων, από 19-1-2010, πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Ιόνιος Ανώνυμη, Τεχνική, Εμπορική, Βιομηχανική και Τουριστική Εταιρεία". Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του πρώτου αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διεκδικητική αγωγή ακινήτου. Παράγωγος από αγορά και πρωτότυπος από τακτική χρησικτησία τρόπος αποκτήσεως ακινήτου (άρθρ. 1033, 1192 αρ. 1, 1041,1042, 1051 ΑΚ) ΠΔ 31.12.2005 απαγορεύεται η κατάτμηση, εκτός αν το μεταβιβαζόμενο ακίνητο έχει επιφάνεια 8 στρεμ. Η ανατροπή που απευθύνεται κατά του ομοδίκου προσθέτως παρεμβάντα είναι απαράδεκτη. Πρόσθετη παρέμβαση ασκείται το πρώτον και στον Άρειο Πάγο. 559 αρ. 22 η άποψη περί διαφορετικής εκτιμήσεως, πλήττει την ανέλεγκτη, περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου 559 αρ.20 Δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός, αν το έγγραφο συνεκτιμήθηκε με τα λοιπά έγγραφα και το δικαστήριο δεν στήριξε σ' αυτό αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο την κρίση του. 559 αρ. 19 εν ιδρύεται ο λόγος αν αφορά σε ελλείψεις ως προς την αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε ως προς την επάρκεια των επιχειρημάτων.
Χρησικτησία
Αγωγή διεκδικητική, Αποδεικτικά μέσα, Έγγραφα, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 1103/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Α. χήρας Θ. Μ., το γένος Ε. Π., 2) Χ. χήρας Α. Τ., το γένος Ε. Π., κατοίκων ..., 3) Κ. χήρας Β. Π., το γένος Χ. Ε., 4) Ε. Π. του Β., και 5) Χ. Π. του Β., κατοίκων ..., ο 4ος ατομικά και ως δικαστικός συμπαραστάτης του 5ου (δυναμεί της 30407/1996 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης). 'Ολοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Σοφία Μητροπούλου. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Π. του Χ. και 2) Α. Π. του Χ., συζύγου Γ. Μ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Τάντση. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/6/2007 αγωγή των ήδη 1ης και 2ης των αναιρεσειόντων και την από 15/1/2008 αγωγή των ήδη 3ης, 4ου και 5ου των αναιρεσειόντων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 377/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 1506/2011 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 20/11/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 5/4/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1710, 1846, 1193, 1195, 1198 και 1199 ΑΚ προκύπτει ότι παράγωγο τρόπο μεταβιβάσεως επί ακινήτου αποτελεί και η καθολική διαδοχή από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, εφόσον ο κληρονομούμενος ήταν κύριος του ακινήτου, κατά το χρόνο του θανάτου του και ο κληρονόμος αποδέχθηκε την επαχθείσα σ' αυτόν κληρονομιά με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο μεταγράφτηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών. Περαιτέρω κατά τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045 και 1051 ΑΚ για την κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή, με καθολική ή με ειδική διαδοχή, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση νομής (η οποία χρειάζεται για την κτήση κυριότητας με χρησικτησία) αποτελούν, όταν πρόκειται για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς πάνω σ' αυτά πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό τους, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα για δικό του. Εξάλλου ο ενάγων επί διεκδικητικής αγωγής πρέπει, κατά τα άρθρα 1094 ΑΚ και 338 ΚΠολΔικ, να αποδείξει το δικαίωμα της κυριότητάς του επί του ακινήτου και ότι ο εναγόμενος το νέμεται ή το κατέχει. Αν όμως απορριφθεί η αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη, για το λόγο ότι δεν αποδείχθηκε η κυριότητα του ενάγοντος, καθίσταται περιττή η έρευνα της ενστάσεως ιδίας κυριότητας του εναγομένου, αφού η απόρριψη της αγωγής που επιδίωξε ο εναγόμενος με την ένστασή του έγινε, γιατί ο ενάγων δεν απέδειξε τα πραγματικά περιστατικά, που την θεμελιώνουν. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται μόνο , αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας διακαίου παραβιάζεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 20/2011). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό, στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση και ιδρύει τον από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αναιρετικό λόγο, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης. Τα επιχειρήματα δηλαδή αυτά, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε αυτή να επιδέχεται στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔικ, μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, οπότε ο σχετικός λόγος απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Στην προκειμένη περίπτωση με τους δεύτερο και τρίτο λόγο της αναίρεσης προβάλλεται κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως η από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔικ αιτίαση για το λόγο ότι το Εφετείο απέρριψε τις ένδικες αγωγές των αναιρεσειόντων, δεχθέν ότι οι εναγόμενοι-αναιρεσίβλητοι απέκτησαν την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, ενώ οι πράξεις νομής που δέχθηκε ότι αυτοί ενήργησαν αφενός μεν δεν έλαβαν χώρα, αφετέρου δε δεν ήταν αρκετές και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία και την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 1045 ΑΚ. Οι λόγοι αυτοί της αναιρέσεως είναι απορριπτέοι, καθόσον, και όπως τούτο προκύπτει από την επισκόπηση του όλου περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Εφετείο έκρινε, ως απορριπτέες τις αγωγές των αναιρεσειόντων, γιατί δεν αποδείχθηκε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, το δικαίωμα κυριότητάς τους στο επίδικο. Η αιτιολογία αυτή είναι επαρκής για τη στήριξη του απορριπτικού, των αγωγών, διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης και κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν χρειαζόταν απιπλέον και η αποδοχή κατ' ουσίαν της ένστασης ιδίας κυριότητας των αναιρεσιβλήτων, η έρευνα της οποίας εφόσον δεν αποδείχθηκε η κυριότητα των εναγόντων ήταν περιττή, αφού η απόρριψη των αγωγών που επιδίωξαν οι εναγόμενοι με την ένστασή τους έγινε, γιατί οι ενάγοντες δεν απέδειξαν τα πραγματικά περιστατικά που τις θεμελιώνουν. Συνεπώς οι ως άνω λόγοι αναίρεσης, που πλήττουν το έρεισμα της αποφάσεως, που αναφέρεται στο βάσιμο της ένστασης ιδίας κυριότητας των αναιρεσιβλήτων, η οποία διατυπώθηκε πλεοναστικά και χωρίς να είναι αναγκαία για τη στήριξη του ως άνω διατακτικού, πρέπει να απορριφθούν προεχόντως ως αλυσιτελείς, αφού το διατακτικό της προσβαλλομένης επαρκώς στηρίζεται στην παραπάνω κύρια αιτιολογία, που δεν θίγεται επιτυχώς με κάποιο λόγο αναίρεσης. Με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και κατά το πρώτο μέρος του, προβάλλεται κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως η από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔικ αιτίαση, ότι ως προς το ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης ζήτημα για το αν το επίδικο ανήκε στην κληρονομία του δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων και κληρονομηθέντος από αυτούς Ε. Π., δέχθηκε με ανεπαρκείς αιτιολογίες ότι "αυτό δεν του ανήκε επειδή δεν το περιέλαβε στη διαθήκη του", ενώ ο διαθέτης δεν περιέλαβε στη διαθήκη του και δύο ακόμη ακίνητα που του ανήκαν, πράγμα το οποίο οι αναιρεσείοντες είχαν επικαλεσθεί με τις προτάσεις τους. Ο λόγος αυτός, κατά το ερευνώμενο μέρος του δεν αφορά σε αυτοτελή ισχυρισμό υπό την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια, αλλά σε επιχείρημα του δικαστηρίου, που συνέχεται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων και συνακόλουθα δεν συνιστά "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε αυτή να επιδέχεται, στο πλαίσιο της παραπάνω διάταξης, μομφή για ανεπάρκεια. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός (τέταρτος-πρώτο μέρος), πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.8 εδ.β' ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναίρεησης και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο και συνακόλουθα στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου εφέσεως. Έτσι "πράγματα" υπό την παραπάνω έννοια δεν αποτελούν τα επιχειρήματα ή τα συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Ο παραπάνω λόγος δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης και κατά το πρώτο μέρος του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 8 εδ. β' ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο "εσφαλμένα δεν δέχθηκε ως αληθινά τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν τις ιστορικές βάσεις των αγωγών των αναιρεσειόντων, μολονότι αυτά αποδείχθηκαν από την κατάθεση στο ακροατήριο της μάρτυρός τους Κ. Μ. και τις προσκομισθείσες από αυτούς ένορκες βεβαιώσεις, ενώ δέχθηκε τους ισχυρισμούς των αναιρεσιβλήτων ότι το επίδικο αγοράσθηκε το 1940 από τους Α. και Α. Π., οι οποίοι, το 1960 το πούλησαν άτυπα στον πατέρα των αναιρεσιβλήτων, ο οποίος έκτοτε το νεμόταν, μολονότι τα παραπάνω, όπως προκύπτει από την κατάθεση της ίδιας μάρτυρος δεν μπορούσαν να συμβούν, αφού οι προαναφερθέντες και φερόμενοι ως αγοραστές το 1940 είχαν επιστρατευθεί και δεν είχαν οικογένεια, ώστε να δικαιολογείται η απόκτηση περιουσίας, ενώ ο εν συνεχεία αγοραστής και πατέρας των αναιρεσιβλήτων, ουδέποτε δούλεψε στα χωράφια....". Ο λόγος αυτός, υπό το προεκτεθέν περιεχόμενό του δεν αφορά σε ισχυρισμούς που δεν λήφθηκαν υπόψη , αλλά σε ισχυρισμούς που εξετάσθηκαν και είτε έγιναν δεκτοί, είτε απορρίφθηκαν και συνακόλουθα, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν στοιχειοθετείται ο ερευνώμενος λόγος, ο οποίος προσέτι δεν στοιχειοθετείται και γιατί οι επικαλούμενες αιτιάσεις αφορούν στη στάθμιση, αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδείξεων και πλήττουν την ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔικ, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Επίσης ως πλήττουσες στην πραγματικότητα την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων είναι και οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη "α) ότι το επίδικο δεν είχε περίφραξη, β) ότι οι αναιρεσείοντες είχαν αναθέσει στον πατέρα των αναιρεσιβλήτων τη διαδικασία ένταξης του επιδίκου στο ρυμοτομικό σχέδιο και γ) ότι το χωράφι το χρησιμοποιούσε ο Ε. Π. ως αλώνι μέχρι το 1960 και έκτοτε για ζωοτροφή, ενώ τα τελευταία 15 χρόνια ήταν ακαλλιέργητο". Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός, κατά το ερευνώμενο μέρος του (πρώτος λόγος-πρώτο μέρος) πρέπει να απορριφθεί. Με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και κατά το δεύτερο μέρος του αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την ίδια διάταξη του αριθμού 8 εδ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του ισχυρισμό των αναιρεσειόντων ότι "ο δικαιοπάροχός τους Ε. Π. στη διαθήκη του δεν συμπεριέλαβε εκτός από το επίδικο και δύο ακόμη ακίνητα τα οποία, όπως και το επίδικο, του ανήκαν και ότι λόγω μη λήψεως υπόψη του ισχυρισμού αυτού κατέληξε στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι το επίδικο δεν ανήκε στον δικαιοπάροχό του, αφού δεν το συμπεριέλαβε στη διαθήκη του". Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος γιατί αφορά σε ισχυρισμό που δεν συνιστά "πράγμα" υπό την εκτιθέμενη στη νομική εκείνη έννοια αλλά σε "επιχείρημα" των αναιρεσειόντων, που έχει αντληθεί από την εκτίμηση των αποδείξεων και που σε κάθε περίπτωση λήφθηκε υπόψη από την προσβαλλομένη απόφαση και συνεκτιμήθηκε για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού της πορίσματος, ως προς το ζήτημα της υπάρξεως επί του επιδίκου, δικαιωμάτων κυριότητας του εν λόγω δικαιοπαρόχου. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός (τέταρτος-δεύτερο μέρος) πρέπει αν απορριφθεί. Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός στηρίζεται στην παράβαση του καθιερωμένου με το άρθρο 106 ΚΠολΔικ συστήματος συζητήσεως, κατά το οποίο ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί. Ο όρος "πράγμα" στην παρούσα περίπτωση είναι ταυτόσημος με τον αντίστοιχο όρο του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου, όπως αυτός αναλύθηκε παραπάνω, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο δέχθηκε "πράγματα", δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει έστω και γενικά, από ποια μέσα άντλησε την απόδειξη αυτή. Δεν απαιτείται να αξιολογεί η απόφαση τα επιμέρους αποδεικτικά μέσα ή να εξατομικεύει τα έγγραφα, ούτε να αναφέρει ποια έγγραφα λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης και κατά το δεύτερο μέρος του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, κατ' εκτίμηση των αναφερομένων η από την παραπάνω διάταξη πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο απέρριψε τις αγωγές των αναιρεσειόντων χωρίς απόδειξη. Όπως όμως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο στην ανωτέρω παραδοχή του για την απόρριψη των ενδίκων αγωγών, κατέληξε ύστερα από εκτίμηση, όπως βεβαιώνει, των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, καθώς επίσης και των εγγράφων, τα οποία, με επίκληση προσκόμισαν οι διάδικοι. Έτσι, στην εν λόγω παραδοχή το Εφετείο δεν κατέληξε χωρίς απόδειξη και γι' αυτό πρέπει ο αμέσως πιο πάνω από τη διάταξη του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως (πρώτος - 2ο μέρος) να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.11 περ. α' και γ' του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζομένη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο τη ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Η εν λόγω επίκληση μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά από την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, είτε και με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου (ΟλΑΠ 23/2008). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 11γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τις υπ' αριθμ. 1325/6.5.2009 και 1526α/6.5.2009 ένορκες βεβαιώσεις, τριών μαρτύρων των αναιρεσειόντων και δη των Π. Κ., Α. Π. και Ε. Μ., που αυτοί (αναιρεσείοντες) είχαν επικαλεσθεί με τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας δίκης. Ο λόγος αυτός δεν είναι νόμιμος καθόσον όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, οι αναιρεσείοντες δεν παρέστησαν κατά την δίκη ενώπιον του Εφετείου και συνακόλουθα δεν κατέθεσαν προτάσεις και δεν προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν με τον τρόπο που αναφέρεται στη νομική σκέψη τα αποδεικτικά αυτά μέσα, πράγμα το οποίο ήταν προαπαιτούμενο για να ληφθούν υπόψη. Ενόψει τούτων δεν στοιχειοθετείται η νομιμότητα του ερευνώμενου λόγου , ο οποίος ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί. Με τον έκτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από τη διάταξη του αριθμού 8 εδβ' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προέβαλλαν οι αναιρεσείοντες με την από 11.5.2009 προσθήκη των πρωτοδίκων προτάσεών τους, κατά τον οποίο το "Πιστοποιητικό Χρησικτησίας του Προέδρου της Κοινότητας Επανωμής" εκδόθηκε με βάση τις ψευδείς βεβαιώσεις του Α. Κ. και του Π. Τ., από τους οποίους ο πρώτος κατά τις προηγούμενες εκλογές ήταν υποψήφιος Πρόεδρος και ο δεύτερος υποψήφιος Κοινοτικός Σύμβουλος και ότι γι' αυτό δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη. Ο λόγος αυτός, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του δεν αφορά σε "πράγμα" υπό την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη του πρώτου λόγου έννοια, αλλά σε αποδεικτικό μέσο και συνεπώς δεν ιδρύει τον επικαλούμενο από τη διάταξη του αριθμού 8εδ.β' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγο αναιρέσεως, αλλά ούτε και τον από τον αριθμό 11α του ίδιου άρθρου, καθόσον το πιο πάνω πιστοποιητικό, το οποίο κατά την ανέλεγκτη κρίση του Εφετείου δεν εκδόθηκε για να χρησιμεύσει στην μεταξύ των διαδίκων δίκη, εκτιμήθηκε παραδεκτώς, ως απλή βεβαίωση τρίτου για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό δίκαιο, ήτοι επί παραβιάσεως κανόνων που καθορίζουν τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας. Στην προκειμένη περίπτωση με τον έβδομο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αποδίδεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η πλημμέλεια ότι παρά το νόμο, κήρυξε τους αναιρεσείοντες εκπτώτους του δικαιώματός τους να καταθέσουν, μέσα στην προθεσμία "της προσθήκης και αντίκρουσης" προτάσεις, καθώς και "προσθήκη και αντίκρουση" με την αιτιολογία ότι εφόσον δεν είχαν παρασταθεί στο ακροατήριο και δεν είχαν καταθέσει προτάσεις, είχαν απωλέσει το σχετικό τους δικαίωμα. Ο λόγος αυτός δεν είναι νόμιμος, καθόσον κατά τις διατάξεις του άρθρου 524 παρ.4 ΚΠολΔικ, ο απών κατά τη διαδικασία διάδικος, εφόσον έχει νόμιμα κλητευθεί, δικάζεται μεν ως να ήταν παρών, πλην όμως εκπίπτει, ως εκ της ερημοδικίας του, του κατά το άρθρο 110 ΚΠολΔικ δικαιώματος της ακροάσεως και γι' αυτό ούτε οι τυχόν κατά τα άρθρα 524 παρ.1 και 237 ΚΠολΔικ κατατεθείσες εμπρόθεσμα προτάσεις του λαμβάνονατι υπ'ψη, ούτε δικαίωμα κατά τα άρθρα 524 παρ.1 και 270 παρ.6 για προσθήκη και αντίκρουση έχει. Ενόψει τούτων το Εφετείο δεν υπέπεσε στην επικαλουμένη πλημμέλεια, μη στοιχειοθετημένου εντεύθεν του ερευνωμένου αναιρετικού λόγου (έβδομος), ο οποίος πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά το άρθρο 524 παρ.14 ΚΠολΔικ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο44 του Ν.3944/15.7.2011, σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί ως να ήταν και αυτός παρών.... Ο παριστάμενος διάδικος υποχρεούται μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση να προσκομίσει αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου του, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ' αυτήν. Διαφορετικά η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη. Η υποχρέωση αυτή γινόταν δεκτό ότι ίσχυε και ροιν από το Ν.3944/2011 και παρά την τότε κατάργηση των άρθρων 531 παρ.2 και 279 παρ.3 του ΚΠολΔικ (άρθρα 16 παρ.6 και 13 παρ.2 του Ν.2915/2001), που θεμελίωναν ρητά την υποχρέωση του εκκαλούντα να προσκομίσει τις προτάσεις, που είχε καταθέσει πρωτόδικα ο μη παραστάς εφεσίβλητος, σε περίπτωση δε μη τηρήσεως της δικονομικής αυτής υποχρεώσεως η συζήτηση κηρυσσόταν απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση με τον όγδοο λόγο της αναίρεσης και κατ' εκτίμηση των όσων αναφέρονται σ' αυτόν, αποδίδεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η πλημμέλεια ότι, παρά το νόμο, δεν κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση, παρά το ότι οι εκκαλούντες-αναιρεσίβλητοι δεν είχαν προσκομίσει τις προτάσεις των εφεσιβλήτων-αναιρεσειόντων του πρώτου βαθμού, δεδομένου ότι οι τελευταίοι δεν είχαν παρασταθεί στο ακροατήριο. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον από την παραδεκτή επισκόπηση των προτάσεων των εκκαλούντων -αναιρεσιβλήτων στο Εφετείο (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔικ) όπου ρητά στα προσκομιζόμενα έγγραφα, αναφέρονται τα έγγραφα του φακέλου του πρώτου βαθμού και δη η εφεσιβαλλομένη απόφαση, τα πρακτικά της συζήτησης των αγωγών, καθώς και οι αγωγές και προτάσεις των εφεσιβλήτων (σχετ. 31, 32,33), σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης, που εξετάζει τους περιεχόμενους στις προτάσεις αυτές ισχυρισμούς και την ιδιαίτερη αναφορά της στην από 13.5.2009 προσθήκη και αντίκρουση των προτάσεων αυτών (σελ. 27 της προσβαλλομένης), προκύπτει ότι οι εκκαλούντες-αναιρεσίβλητοι τήρησαν τη δικονομική υποχρέωσή τους για προσκομιδή των εγγράφων του αντιδίκου τους, που γινόταν δεκτή από τη νομολογία, μολονότι κατά το χρόνο συζητήσεως της εφέσεως (15.10.2010) δεν υφίστατο, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, ρητή νομοθετική πρόβλεψη, η οποία επιβλήθηκε με το μεταγενέστερο του χρόνου αυτού Ν. 3944/15.7.2011 (άρθρο 44). Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός, ως αβάσιμος, πρέπει να απορριφθεί, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της. Οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176, 180 παρ.1 και 183 ΚΠολΔικ) και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 20-11-2011 αίτηση της Α. χήρας Θ. Μ. κλπ για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1506/2011 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) Ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1 Απριλίου 2014. Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
558 αρ.1. Ο λόγος αναιρέσεως που υπό το πρόσχημα της παραβιάσεως κανόνα ουσιαστικού δικαίου, πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, απορρίπτεται κατά το άρθρ. 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ. ως απαράδεκτος 559 αρ. 19. Ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ιδρύει τον αναιρετικό λόγο της έλλειψης νομίμου βάσεως νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί και όχι τα επιχειρήματα ή τα συμπεράσματα του δικαστηρίου. 55 αρ.1 εδ. β. Δεν ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος της παραβιάσεως των διδαγμάτων της κοινής πείρας όταν αυτά χρησίμευσαν για έμμεση απόδειξη και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και όταν χρησιμοποιούνται για την υπό του δικαστηρίου εξακρίβωση της ύπαρξης πραγματικών περιστατικών 559 αρ.8 τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου δεν αποτελούν "πράγμα" 559 αρ.10. Ο όρος "πράγματα" της διατάξεως αυτής έχει την ίδια έννοια με εκείνη του αρ. 7 559 αρ.11. Η επίκληση των ισχυρισμών και των αποδεικτικών μέσων γίνεται με τις προτάσεις του Εφετείου ή με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων. Σε περίπτωση ερημοδικίας στο δεύτερο βαθμό του αναιρεσείοντα δεν μπορεί να γίνει λόγος για επαναφορά ενώ λόγω της ερημοδικίας του απώλεσε το δικαίωμα ακροάσεως και δεν μπορεί να καταθέσει προσθήκη και αντίκρουση, ενώ οι τυχόν κατατεθείσες προτάσεις του δεν λαμβάνονται υπόψη. Και υπό την ισχύ του Ν. 2915/2011 και μολονότι με αυτόν είχαν καταργηθεί τα άρθρα 539 και 269 γινόταν δεκτό ότι επί ερημοδικίας του εφεσιβλήτου ο εκκαλών είχε το δικονομικό βάρος να προσκομίσει τις προτάσεις του πρώτου βαθμού του μη παρισταμένου αντιδίκου του.
Προτάσεις
Αγωγή διεκδικητική, Αποδεικτικά μέσα, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Προτάσεις, Παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου.
1
Αριθμός 1107/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Β. χήρας Γ. Κ., το γένος Χ. Κ., και 2)Χ. Κ. του Γ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αικατερίνη Πατσουράκου. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Δ. Κ. του Σ., κατοίκου ..., και 2)Β. Κ. του Σ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Χριστοδούλου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/1/2008 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Ακράτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 47/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 59/2009 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καλαβρύτων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 27/6/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 25/2/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 560 αρ. 1 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν το Πρωτοδικείο που δίκασε έφεση κατά αποφάσεως του Ειρηνοδικείου παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση δε αυτή, εάν το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, κρίνεται ενόψει των πραγματικών γεγονότων που δέχθηκε το Πρωτοδικείο, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 561§1 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται στις αποφάσεις όλων των δικαστηρίων, η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (εκτός από τις αναφερόμενες εξαιρέσεις, για τις οποίες εδώ δεν πρόκειται). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Καλαβρύτων που την εξέδωσε, δικάζοντας ως Εφετείο, δέχθηκε ότι το επίδικο εδαφικό τμήμα - τριγωνική λωρίδα, εμβαδού 16,23 τ.μ., που βρίσκεται στον οικισμό "Μεσορούγι" του Δήμου Ακράτας Αχαΐας, ανήκει κατά κυριότητα στους αναιρεσιβλήτους, στους οποίους περιήλθε, ως τμήμα μείζονος ακινήτου (οικοπέδου), εμβαδού 162,65 τ.μ., μετά της επ' αυτού διώροφης οικοδομής, με τα υπ' αριθμ. … και …/9-2-2001 νομίμως μεταγεγραμμένα συμβόλαια δωρεάς της συμβολαιογράφου Αιγείρας Μ. Καγιούλη από την Δ. Κ., που ήταν κυρία του ακινήτου, αλλά και με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, με τα προσόντα της οποίας τα ενέμοντο οι αναιρεσίβλητοι μέχρι την άσκηση της αγωγής, προσμετρώντας στο χρόνο της δικής τους χρησικτησίας και το χρόνο χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων τους, όπως λεπτομερώς αναφέρεται στην αναιρεσιβαλλομένη. Με τους δύο λόγους του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση του άρθρου 560 αρ. 1 του ΚΠολΔ προβάλλεται η αιτίαση ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, με το να δεχθεί, ειδικότερα, ότι α) το επίδικο εδαφικό τμήμα περιλαμβάνεται στο μείζον, ως άνω, ακίνητο των αναιρεσιβλήτων (εναγομένων), όπως προκύπτει και από το γεγονός ότι το επίδικο περιγράφεται στους προαναφερόμενους τίτλους δωρεάς του δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων, ενώ, αντίθετα, κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται στους αντίστοιχους τίτλους των αναιρεσειόντων (εναγόντων), και ότι β) επιπλέον αποδείχθηκε ότι στο επίδικο εδαφικό τμήμα υπάρχει μια καρυδιά που ανήκει στους εναγομένους (...), ότι οι εναγόμενοι έχουν κατασκευάσει κάτω από την εν λόγω καρυδιά στέγαστρο για την αποθήκευση της ξυλείας τους, πριν από είκοσι περίπου χρόνια, και ακόμη ότι η ιδιοκτησία των εναγόντων (διώροφη και αυτή οικοδομή), όμορη της ιδιοκτησίας των εναγομένων, σε σχέση με το επίδικο βρίσκεται σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο, γι' αυτό και η πρόσβαση σ' αυτήν γίνεται μέσω τσιμεντένιων σκαλοπατιών, τα οποία έχουν κατασκευάσει οι ενάγοντες εις αντικατάσταση του παλαιού πρανούς, ενώ οι εναγόμενοι έχουν κατασκευάσει εντός του επιδίκου σιδερένια σκάλα που οδηγεί στον β' υπέρ το ισόγειο όροφο (...), εκτίμησε (το Πολυμελές Πρωτοδικείο) εσφαλμένα τα πραγματικά γεγονότα και ειδικότερα τους τίτλους ιδιοκτησίας των αναιρεσειόντων - εναγόντων (νομίμως μεταγραφείσα υπ' αριθμ. …/4-10-1999 συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομίας και …/29-4-1988 όμοια γονικής παροχής), από τους οποίους προκύπτει, κατά τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων, ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα ανήκει σ' αυτούς, αλλά και τις πράξεις νομής που δέχεται το δικαστήριο ότι άσκησαν οι αναιρεσίβλητοι στο επίδικο, στο οποίο, κατά τους ίδιους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων, πράξεις νομής ασκούσαν αυτοί οι τελευταίοι, και έτσι, υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, το Πολυμελές Πρωτοδικείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 1033, 1045, 1051, 993 και 1094 του ΑΚ και απέρριψε την ένδικη διεκδικητική του ανωτέρω επιδίκου τμήματος αγωγή τους, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια. Υπό το προαναφερθέν περιεχόμενο των προτεινόμενων ως άνω λόγων αναιρέσεως είναι προφανές ότι προσβάλλεται με αυτούς η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και δη του περιεχομένου των ειρημένων εγγράφων (συμβολαιογραφικών τίτλων που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι) και των λοιπών αποδείξεων, κατά συνέπεια δε και σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη οι λόγοι αυτοί του αναιρετηρίου είναι απαράδεκτοι. Πρέπει επομένως να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495§4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ. 176, 183, 191§2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 27-6-2012 αίτηση των Β. Κ. κ.λπ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 59/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καλαβρύτων. ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανέλεγκτη η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, κατ΄ άρθρον 561 § 1 Κ.Πολ.Δ.
Χρησικτησία έκτακτη
Χρησικτησία, Χρησικτησία έκτακτη, Ανέλεγκτη η ουσιαστική εκτίμηση.
0
Αριθμός 1108/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Α. Δ., χήρας Ν. Φ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Στάμου. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Μ. του Α., δικηγόρου, κατοίκου ..., ως οριστικού συνδίκου των πτωχευσάντων α) Ό. συζ. Π. Ι., το γένος Γ. Σ. και β) Θ. Σ. του Γ., 2) Ό. συζ. Π. Ι., το γένος Γ. Σ., και 3) Θ. Σ. του Γ., κατοίκων ... . Ο 1ος παραστάθηκε αυτοπροσώπως επειδή είναι δικηγόρος, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., και οι 2η και 3ος δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/1/2007 αγωγή των ήδη 2ης και 3ου των αναιρεσιβλήτων και την από 25/9/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 779/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 1316/2010 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 12/7/2011 αίτησή της και τους από 4/4/2013 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 25/4/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. ότι το δικαστήριο παρά τον νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο δεν ιδρύεται όταν το επικαλούμενο απαράδεκτο αναφέρεται στη συζήτηση της υποθέσεως λόγω μη τηρήσεως φορολογικών διατάξεων. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 68,70 του Κ.Πολ.Δ και 1718, 1721 παρ. 1α και 180 του ΑΚ προκύπτει ότι την ακυρότητα της διαθήκης μπορεί να την επικαλεστεί (προτείνει) καθένας που έχει έννομο προς τούτο συμφέρον, τέτοιο δε συμφέρον έχει και ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος του διαθέτη, στον οποίο, μετά την αναγνώριση της ακυρότητας της διαθήκης, περιέρχεται η κληρονομία του διαθέτη. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι η από 14-3-2006 και φερόμενη ως ιδιόγραφη διαθήκη της θανούσης Β. Χ. που δημοσιεύτηκε με τα υπ' αριθ. 963/2-8-2006 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και με την οποία φέρεται να καταλείπεται στην αναιρεσείουσα ένα διαμέρισμα στον Δήμο Ρεθύμνου είναι άκυρη επειδή συντάχθηκε καθ' ολοκληρίαν από την αναιρεσείουσα- τετιμημένη καθ' υπαγόρευση της διαθέτιδας, η οποία την υπέγραψε, και ότι (δέχεται το Εφετείο) οι αναιρεσίβλητοι- ενάγοντες, τέκνα του αδελφού της διαθέτιδας και εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της τελευταίας, μετά την αποποίηση της κληρονομίας της εκ μέρους του αδελφού της- πατέρα τους, έχουν (άμεσο) έννομο συμφέρον για την άσκηση της ένδικης αγωγής τους περί αναγνωρίσεως ως άκυρης της ανωτέρω (επίδικης) διαθήκης. Με τον πρώτο, από τον αρ. 14 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., λόγο του αναιρετηρίου προσάπτεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση ότι το Εφετείο, παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της υποθέσεως, λόγω μη προσκομίσεως από τους αναιρεσιβλήτους του οικείου, κατά το άρθρο 106 του ν. 2961/2001, πιστοποιητικού περί υποβολής εκ μέρους τους δηλώσεως φόρου κληρονομίας για το επίδικο ακίνητο, απορρίπτοντας τη σχετική ένταση- λόγον εφέσεως της αναιρεσείουσας, με την αιτιολογία ότι οι αναιρεσίβλητοι- ενάγοντες, διώκοντας την ακύρωση της διαθήκης, δεν ήταν ακόμη κληρονόμοι της διαθέτιδας ως προς το ακίνητο αυτό και δεν ήταν υποχρεωμένοι ως εκ τούτου να υποβάλουν σχετικώς δήλωση φόρου κληρονομίας και να προσκομίσουν το οικείο πιστοποιητικό. Παρεκτός του ότι η ως άνω παραδοχή του Εφετείο είναι ορθή, αφού η ειρημμένη διάταξη του άρθρου 106 του ν. 2961/2001 και η καθιερούμενη υποχρέωση προϋποθέτει δίκη που αφορά ευθέως περιουσιακό στοιχείο κτώμενο αιτία θανάτου, όχι δε και δίκη με αντικείμενο την αναγνώριση ακυρότητας διαθήκης (ΑΠ 1512/1991, υπό την ισχύ του άρθρου 106 του ν.δ 118/1973), ο εξεταζόμενος αυτός λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη. Περαιτέρω, υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του, βάσει των οποίων το δικαστήριο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, που είχε δεχθεί τα ίδια, δέχθηκε την αγωγή των αναιρεσιβλήτων και αναγνώρισε άκυρη την επίδικη διαθήκη, απορρίπτοντας και την περί του αντιθέτου ανταγωγή της αναιρεσείουσας, ορθώς εφήρμοσε τις ειρημένες ουσιαστικές διατάξεις, που ήταν εφαρμοστέες εν προκειμένω ενόψει των ουσιαστικών αυτών παραδοχών του Εφετείου και τις οποίες το δικαστήριο δεν παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη εφαρμογή, αλλ' ούτε και εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς αιτιολογίες, αφού οι αιτιολογίες της αναιρεσιβαλλομένης είναι επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής, ως ανωτέρω, εφαρμογής των ειρημένων ουσιαστικών διατάξεων. Επομένως τα αντίθετα που η αναιρεσείουσα υποστηρίζει με το δεύτερο, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., λόγο της αιτήσεώς της, είναι αβάσιμα. ΙΙ. Ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. δεν δημιουργείται όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομιστεί και επικαλεστεί οι διάδικοι. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης, το Εφετείο, εξετάζοντας τους κατ' ιδίαν λόγους της έφεσης της αναιρεσείουσας και τους σχετικούς ισχυρισμούς της, κατέληξε στην ουσιαστική κρίση του, όπου έκρινε νόμιμους τους ισχυρισμούς αυτούς, αφού έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχε προσκομίσει και επικαλεστεί (και) η αναιρεσείουσα, επομένως και τα είκοσι επτά (α-κζ') έγγραφα τα οποία αναφέρει η αναιρεσείουσα σε όλους τους λόγους, πλην του πρώτου, του αναιρετηρίου και του δικογράφου των προσθέτων λόγων της. Κατά συνέπειαν οι σχετικοί αυτοί λόγοι κατά το μέρος τούτο, από τον αρ. 11 του άρθρου 559 του ΚΠολ.Δ είναι αβάσιμοι. ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4, 566 § 1 και 577 § 3 του Κ.Πολ.Δ προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αναιρέσεως πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπον σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν και ποίον λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικώς αναφερομένους στο άρθρο 559 του Κ.Πολ.Δ θεμελιώνει η προβαλλόμενη αιτίαση (Ολομ. ΑΠ 32/1996). Επομένως μόνη η αναφορά στο αναιρετήριο των παραδοχών του εφετείου, η παράθεση του κειμένου των εισαγωγικών δικογράφων (αγωγής, εφέσεως κλπ) και των προτάσεων των διαδίκων, η αναφορά επίσης, συλλήβδην, νομικών διατάξεων που αφορούν το κριθέν ζήτημα, και η επίκληση αναιρετικών λόγων από το άρθρο 559 του Κ.Πολ.Δ, χωρίς συγκεκριμένον προσδιορισμό της αποδιδόμενης στην απόφαση νομικής πλημμέλειας, δεν στοιχειοθετεί τους αντίστοιχους αναιρετικούς λόγους, οι προβαλλόμενοι δε ως τέτοιοι λόγοι είναι απαράδεκτοι λόγω της αοριστίας τους. Εν προκειμένω, με τους λοιπούς, τρίτον έως και όγδοο, του αναιρετηρίου, και τους αντίστοιχους Α-Δ του πρόσθετου δικογράφου, λόγους που προβάλλει η αναιρεσείουσα, αφού παραθέτει τις παραδοχές του Εφετείου, το κείμενο των εισαγωγικών δικογράφων και των προτάσεών τους, συλλήβδην νομικές διατάξεις, κατά περίπτωση, και επικαλείται τους λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 1, 19 (και 11, για το οποίο έγινε ήδη λόγος στην προηγούμενη παράγραφο της παρούσης), του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στις ανωτέρω αναιρετικές πλημμέλειες ως προς τις παραδοχές της ότι α) η επίδικη διαθήκη δεν ήταν έγκυρη και ισχυρή ως έκτακτη διαθήκη κατά τα άρθρα 1749 επ. του ΑΚ, β) η ίδια διαθήκη, ως άκυρη, δεν ισχύει κατά μετατροπήν ως έγκυρη σύμβαση μεταβίβασης της νομής του καταλειπομένου στην αναιρεσείουσα διαμερίσματος (τέταρτος και πέμπτος λόγοι και οι αντίστοιχοι πρόσθετοι), γ) η ίδια διαθήκη δεν ήταν έγκυρη ως έκτακτη ούτε κατά το Βουλγαρικό δίκαιο, αν και η αναιρεσείουσα είχε, κατά τους ισχυρισμούς της, και την Βουλγαρική ιθαγένεια (χωρίς να αναφέρει ποια διάταξη του Βουλγαρικού δικαίου προβλέπει την έκτακτη διαθήκη, πολλώ δε μάλλον που το Εφετείο δέχεται ότι τέτοιος τύπος διαθήκης δεν υφίσταται στο βουλγαρικό δίκαιο), δ) οι αναιρεσίβλητοι ενάγοντες δεν είχαν παραιτηθεί από το κληρονομικό τους δικαίωμα και ε) οι ίδιοι δεν ασκούσαν καταχρηστικά (ΑΚ 281) το δικαίωμά τους για την αναγνώριση της διαθήκης ως άκυρης. Με το περιεχόμενο όμως αυτό οι προβαλλόμενοι ως ανωτέρω λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους δεν προσάπτεται συγκεκριμένη, κατά την προεκτεθείσα έννοια, πλημμέλεια, αφού δεν προσδιορίζεται το αποδιδόμενο στην κάθε παραδοχή νομικό σφάλμα της απόφασης, είναι αόριστοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως, ως δε εκ τούτου απαράδεκτοι. ΙV. Κατ' ακολουθίαν πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, όπως διαμορφώθηκε με τους από 4-4-2013 πρόσθετους λόγους, ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του πρώτου αναιρεσιβλήτου, οριστικού συνδίκου της πτωχεύσεως και εκπροσώπου των λοιπών (άρθρ. 176, 183, 191 § 2 Κ.Πολ.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12-7-2011 αίτηση, όπως διαμορφώθηκε με τους από 4-4-2013 πρόσθετους λόγους, της Α. Δ., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1316/2010 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2014. Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διαθήκη. Έννομο συμφέρον για την ακύρωσή της, απαραίτητο για την άσκηση της σχετικής αγωγής. Τέτοιο συμφέρον έχει και ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος που καλείται στην κληρονομία μετά την ακύρωση της διαθήκης. Αναιρετικός λόγος από τον αρ. 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Δεν ιδρύεται από μη κήρυξη απαράδεκτη τη συζήτησης λόγω μη προσκομίσεως πιστοποιητικού περί υποβολής δηλώσεως φόρου κληρονομίας, το οποίο άλλωστε δεν απαιτείται επί αγωγής περί αναγνωρίσεως ως άκυρης διαθήκης. Αναιρετικοί λόγοι από τους αρ. 1 και 19 του άρθρ. 559, αβάσιμοι. Στοιχεία για το ορισμένο των λόγων αναιρέσεως (Επικυρώνει Εφ. Θεσσ. 1316/2010)
Έννομο συμφέρον
Έννομο συμφέρον , Διαθήκης ακύρωση.
0
Αριθμός 1110/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Α. Κ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αγγελική Πετρούλα. Της αναιρεσίβλητης: Ι. χήρας Ι. Κ., το γένος Γ. Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Παναγιώτα Κυριακίδου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/7/2011 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Γρεβενών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 170/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 5/2013 του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 1/6/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 15/12/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθεμία δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν παραβιάστηκαν κανόνες δικαίου ή αν υπάρχει λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 559 αρ. 19 και 20. Από τους τελευταίους αυτούς λόγους ο πρώτος δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου. Ο δε δεύτερος δεν ιδρύεται επίσης όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, το δικαστήριο συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, αφού και στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο που αναφέρεται στην ανέλεγκτη κατά τα ανωτέρω εκτίμηση από το δικαστήριο πραγματικών γεγονότων. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι ο πατέρας των διαδίκων, που απεβίωσε την 30-9-1992, με την υπ' αριθμ. .../9-11-1988 δημόσια διαθήκη του που δημοσιεύτηκε νόμιμα άφησε το επίδικο ακίνητο (οικόπεδο), εμβαδού 505,56.τ.μ., που βρίσκεται στη ... του Ν. Γρεβενών, με τα αναφερόμενα όρια, στην αναιρεσίβλητη ενάγουσα, ότι το ακίνητο αυτό αποτελούσε διακριτό τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, εμβαδού 700 τ.μ. περίπου, το υπόλοιπο του οποίου, εμβαδού 200τ.μ, με τη βρισκόμενη σ' αυτό οικία, στην οποία κατοικούσε ήδη, κατά παραχώρηση, ο αναιρεσείων- εναγόμενος από του γάμου του το έτος 1975, άφησε ο πατέρας των διαδίκων με την ανωτέρω διαθήκη του στον αναιρεσείοντα, ότι ο δικαιοπάροχος αυτός των διαδίκων, πατέρας τους, ουδέποτε μέχρι τον θάνατό του, αποξενώθηκε από τη νομή ολόκληρου του ως άνω ακινήτου, την οποία και ασκούσε μέχρι τότε (τον θάνατό του), και ότι επομένως, δέχεται το Εφετείο, η αναιρεσίβλητη ενάγουσα, που αποδέχθηκε την κληρονομία του πατέρα της και μετέγραφε τη σχετική συμβολαιογραφική πράξη, έγινε κυρία του επιδίκου, εμβαδού 505,56 τ.μ, με παράγωγο τρόπο (κληρονομική διαδοχή). Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, κατά παραδοχήν της εφέσεως της αναιρεσίβλητης- ενάγουσας, δέχθηκε την ένδικη διεκδικητική του ανωτέρω ακινήτου αγωγή της τελευταίας, η οποία (αγωγή) είχε απορριφθεί πρωτοδίκως. Με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση των αρ. 19 και 20 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ υποστηρίζεται ότι το Εφετείο με τις ως ανωτέρω παραδοχές του παραμόρφωσε το περιεχόμενο της ειρημένης δημόσιας διαθήκης, ως εγγράφου, σχετικά με την ταυτότητα των ακινήτων που ο πατέρας των διαδίκων άφησε σ' αυτούς, και ότι διέλαβε "αναληθείς και ανακριβείς" αιτιολογίες ως προς τα όρια του επίδικου ακινήτου που άφησε στην αναιρεσίβλητη. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, είναι απαράδεκτος, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, ως αναφερόμενος και μόνον στην ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου σχετικά με το περιεχόμενο της διαθήκης (εκτίμηση περιεχομένου εγγράφου), κατά το δεύτερο δε σκέλος του, αβάσιμος, αφού υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε επαρκείς και χωρίς, αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα των ορίων και επομένως της ταυτότητας του, επιδίκου, οι οποίες επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου (άρθρα 1710, 1712, 1724 επ., 1193, 1198, 1199 του ΑΚ), τις οποίες και ορθώς εφήρμοσε το Εφετείο. Με τον δεύτερο, τέλος, και υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ και 810 του ΑΚ λόγο του αναιρετηρίου προσβάλλεται η ουσιαστική και μόνον κρίση του Εφετείου ως προς την παραδοχή του ότι ο πατέρας των διαδίκων είχε μέχρι τον θάνατό του το όλον, ως ανωτέρω, ακίνητο στη νομή του και ότι είχε παραχωρήσει τούτο κατά χρήση (χρησιδάνειο) στον αναιρεσείοντα για να το καλλιεργεί, προς κάλυψη των σχετικών αναγκών του. Επομένως και ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απαράδεκτος, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Και πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου ( άρθρ. 495 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ), και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 1-6-2013 αίτηση του Α. Κ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 5/2013 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο που κατατεθέντος παραβόλου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2014. Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρετικοί λόγοι από τους αρ. 19 και 20 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. Πότε (δεν) ιδρύονται. Αναιρετικώς ανέλεγκτη η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου κατ΄ άρθρ. 561 § 1 Κ.Πολ.Δ. (Επικυρώνει 5/2013 Μον. Εφ. Δυτ. Μακ/νίας).
Κληρονομία
Αγωγή διεκδικητική, Έγγραφα, Κληρονομία , Αποδείξεων εκτίμηση.
2
Αριθμός 1033/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Μ. Ι. Π., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Κ. Τ., κατοίκου ... και 2) Ι. Ν. Ν., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Πάρι Αναστασάκο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/3/2004 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος και την από 17/4/2006 πρόσθετη παρέμβαση του ήδη 2ου αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χανίων και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 158/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 319/2009 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 14/12/2009 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσίβλητοι, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 25/2/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ.1 και 2 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δε λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση ως να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Τις κλητεύσεις επικαλούνται και αποδεικνύουν οι παριστάμενοι διάδικοι. Στην προκειμένη περίπτωση από το σχετικό πινάκιο, τα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου, το πινάκιο της μετά από ματαίωση και με την ένδικη από 11.3.2013 κλήση ορισθείσας δικασίμου της 4.12.2013 και τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατά τη σημερινή συζήτηση της υποθέσεως και κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, ο αναιρεσείων δεν παραστάθηκε, ούτε κατέθεσε δήλωση ότι δεν θα παραστεί, κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1ΚΠολΔικ, από σε τις από 17.5.2013 σημειώσεις της διενεργήσασας τις επιδόσεις δικαστικού επιμελήτριας Χανίων … επί των προσκομιζομένων από τον δεύτερο αναιρεσίβλητο αντιγράφων τόσο του δικογράφου της αναιρέσεως όσο και της κλήσεως για συζήτηση για τη δικάσιμο της 4.12.2013 κατά την οποία, αυτή (συζήτηση) αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, προκύπτει ότι επισπεύδων τη συζήτηση είναι ο απολιπόμενος αναιρεσείων, οπότε η συζήτηση, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, πρέπει να προχωρήσει ως να ήταν και αυτός παρών. Επειδή κατά το άρθρο 558 ΚΠολΔικ "η αναίρεση απευθύνεται κατά εκείνων οι οποίοι ήταν διάδικοι στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση ή των καθολικών διαδόχων ή των κληρονόμων τους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αίτηση αναίρεσης του καθού η πρόσθετη παρέμβαση, δεν απευθύνεται κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, γιατί αυτός δεν είναι κύριος διάδικος, εκτός αν κατά τη δίκη εκείνη, ανέλαβε τον δικαστικό αγώνα, οπότε κατέστη κύριος διάδικος ή η αναίρεση αφορά την πρόσθετη παρέμβαση. Περαιτέρω, από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 82 εδ.γ και 81 παρ.3 του ίδιου κώδικα προκύπτει ότι ο προσθέτως παρεμβάς πρέπει να καλείται στη συζήτηση της αναιρέσεως, χωρίς δε τη κλήτευση αυτή παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, ειδική εφαρμογή της οποίας αποτελούν οι προαναφερόμενες διατάξεις και δημιουργείται απαράδεκτο της συζητήσεως της αναιρέσεως, το οποίο ως αναφερόμενο στην προδικασία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο. Πάντως αν η αναίρεση του καθού η παρέμβαση απευθυνθεί και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος, δεν ιδρύεται απαράδεκτο και εκτιμάται ως κλήση κατά τη συζήτηση της αναιρέσεως. Αν όμως η πρόσθετη παρέμβαση απορρίφθηκε ή κηρύχθηκε (χωρίς να επαναληφθεί) απαράδεκτη η συζήτησή της, ο παρεμβάς δεν καλείται στις περαιτέρω διαδικαστικές πράξεις η δε απεύθυνση εναντίον του της αναιρέσεως δεν μπορεί να εκτιμηθεί ως κλήση κατά τη συζήτηση αλλά αυτή (αναίρεση) απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη αίτηση στρέφεται και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος δεύτερου αναιρεσίβλητου, ο οποίος όμως όχι μόνον δεν ήταν κύριος διάδικος, στη διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας, αλλά ούτε καν κατέστη διάδικος ενώπιον αυτών, αφού όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας (άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔικ) κατά την πρωτοβάθμια δίκη η πρόσθετη παρέμβασή του απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω μη ολοκληρώσεως της ασκήσεώς της με επίδοσή της και στον υπέρ ου η παρέμβαση, ενώ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επικύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση και συνακόλουθα σιωπηρά απέρριψε και την πρόσθετη παρέμβαση. Εφόσον όμως ο δεύτερος αναιρεσίβλητος δεν ήταν, ούτε κατέστη κύριος διάδικος, αλλά ούτε και οι λόγοι αναίρεσης αφορούν και στην πρόσθετη παρέμμβαση, αυτή (αναίρεση) η οποία, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν μπορεί να εκτιμηθεί ως κλήση κατά τη συζήτηση, αφού η παρέμβαση έχει απορριφθεί πρέπει αυτεπαγγέλτως να απορριφθεί ως προς αυτόν (δεύτερο αναιρεσίβλητο) ως απαράδεκτη. Επειδή ο χαρακτήρας της πληρεξουσιότητας "ως εξουσίας εμπιστευομένης" στον πληρεξούσιο για την διάπλαση των εννόμων σχέσεων του αντιπροσωπευομένου αποκλείει, κατ' αρχήν την υποκατάσταση του πληρεξουσίου (ολικά ή μερικά) με άλλο πρόσωπο. Απόκλιση από την αρχή αυτή επιτρέπεται μόνο για όσους λόγους προβλέπεται στο νόμο και για την εντολή, κατ' ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ715, ήτοι αν επέτρεψε την υποκατάσταση ο αντιπροσωπευόμενος, αν τούτο επιβάλλεται από τις περιστάσεις και τέλος αν συνηθίζεται η υποκατάσταση, όπως όταν ο αντιπροσωπευόμενος δεν έχει συμφέρον να ζητήσει αυτοπρόσωπη ενέργεια του πληρεξουσίου που έχει διορίσει. Κατά μείζονα λόγο τούτο ισχύει όταν η πληρεξουσιότητα χορηγήθηκε για το αποκλειστικό συμφέρον του πληρεξουσίου. Η καθ' υποκατάσταση πληρεξουσιότης μπορεί να εμφανισθεί με δύο μορφές: είτε ως γνήσια καθ' υποκατάσταση πληρεξουσιότητα, είτε ως απλή μεταπληρεξουσιότητα του αρχικού πληρεξουσίου (ολική ή μερική). Στην πρώτη περίπτωση ο υποκατάστατος ενεργεί ευθέως στο όνομα του κυρίου των υποθέσεων, στη δε δεύτερη περίπτωση αυτός ναι μεν ενεργεί και πάλι για τον κύριο των υποθέσεων, ως πληρεξούσιος όμως (μεταπληρεξούσιος) του αρχικού πληρεξουσίου. Επί γνήσιας υποκαταστάσεως, ο αρχικός πληρεξούσιος κατά κανόνα δεν έχει δικαίωμα ανακλήσεώς της, ενώ αυτός (αρχικός πληρεξούσιος) έχει δικαίωμα ανάκλησης της μεταπληρεξουσιότητας. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 218 έως και 221 ΑΚ η πληρεξουσιότητα παύει με ανάκληση που γίνεται με δήλωση προς τον πληρεξούσιο ή τον τρίτο, αν δε δόθηκε με συμβολαιογραφικό έγγραφο ανακαλείται μόνο κατά τον ίδιο τύπο, ενώ αν δόθηκε με δήλωση προς τρίτο, η δήλωση ανάκλησης γίνεται μόνο προς αυτόν. Σε περίπτωση καθ' υποκατάσταση πληρεξουσιότητας, είτε γνήσια είτε απλής μεταπληρεξουσιότητας, η ανάκληση γίνεται από τον αρχικό αντιπροσωπευόμενο με δήλωση είτε στον καθ' υποκατάσταση πληρεξούσιο (γνήσιο η μεταπληρεξούσιο), είτε προς τον τρίτο προς τον οποίο είναι επιχειρητέα η δικαιοπραξία. Περαιτέρω δεν προκύπτει από τις ίδιες διατάξεις ότι η ανάκληση από τον αντιπροσωπευόμενο της πληρεξουσιότητας που παραχώρησε συνεπάγεται αυτοδικαίως την ανάκληση και της καθ' υποκατάσταση (γνήσιας ή απλής) πληρεξουσιότητας που δόθηκε από τον (έχοντα προς τούτο εξουσία) πληρεξούσιο προς τρίτο, για την οποία είναι απαραίτητη χωριστή ανακλητική πράξη του αντιπροσωπευομένου, απευθυνομένη απευθείας στον καθ' υποκατάσταση πληρεξούσιο. Με τη λήψη της περί ανακλήσεως δηλώσεως από τον εκάστοτε αποδέκτη της, επιφυλασσομένης της διατάξεως του ΑΚ 221 επέρχεται παύση της πληρεξουσιότητας, χωρίς να απαιτείται και γνώση του περιεχομένου, πολύ δε περισσότερο αποδοχή της ληψιδεούς αυτής δήλωσης από τον αποδέκτη. Η μετά την παύση επιχειρουμένη από τον πληρεξούσιο πράξη επάγεται τις συνέπειες των άρθρων 224 και 225 ΑΚ, η δε παύση ενεργεί ex nunc και δεν έχει αναδρομική ισχύ. Περαιτέρω από τη διάταξη άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, η αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) προκύπτει ότι αυτή, εκτιμώντας το σύνολο των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων από τους διαδίκους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ως προς την ουσία της υπόθεσης και τα ακόλουθα: "Με το υπ' αριθμ. .../19.4.1990 συμβόλαιο διανομής του συμβολαιογράφου Χανίων Αναστασίου Τσόντου που μεταγράφηκε νομίμως ο ενάγων Μ. Π. του Ι. κατέστη κύριος -μεταξύ άλλων- δύο ακινήτων, που βρίσκονται στην κτηματική περιφέρεια του οικισμού … του τοπικού διαμερίσματος … του Δήμου Ακρωτηρίου Νομού Χανίων.... Στη συνέχεια με τα υπ' αριθμ…./4.4.1997 και …/1.5.2002 πληρεξούσια της συμβολαιογράφου Χανίων Ειρήνης Βρεττουδάκη-Γαλανάκη και Δήμητρας Λαμπαθάκη-Βουτσάκη, αντίστοιχα, ο ενάγων χορήγησε στον αρχιτέκτονα-μηχανικό Ι. Ν. του Ν. (στο πλαίσιο των προηγουμένων μεταξύ τους συναλλαγών) την εντολή και την πληρεξουσιότητα να πωλήσει και να μεταβιβάσει για λογαριασμό του τα προαναφερόμενα ακίνητα σε οποιονδήποτε τρίτο ακόμα και τον εαυτό του με αυτοσύμβαση, με οποιοδήποτε τίμημα και με οποιουσδήποτε όρους και συμφωνίες ο ίδιος ο πληρεξούσιος εγκρίνει. Στη συνέχεια ο Ι. Ν. του Ν. κατάρτισε με τον εναγόμενο γαμβρό του, από αδελφή, Α. Τ. του Κ., το υπ' αριθμ..../7.6.2002 προσύμφωνο πώλησης ακινήτων της συμβολαιογράφου Ρεθύμνου Άννας Παπαδάκη-Ανδρουλάκη με το οποίο ανέλαβε την υποχρέωση να πουλήσει και να μεταβιβάσει στον τελευταίο τα ανωτέρω ακίνητα για λογαριασμό του ενάγοντος. Ειδικότερα, κατά τους λόγους του εν λόγω προσυμφώνου το τίμημα της πώλησης (145.000 Ευρώ) καταβλήθηκε εξ ολοκλήρου κατά την υπογραφή του, ο δε αγοραστής εναγόμενος απέκτησε το δικαίωμα να μεταβιβάσει την κυριότητα των ανωτέρω ακινήτων στον εαυτό του ή σε οποιονδήποτε τρίτο ακόμα και με αυτοσύμβαση, ως (καθ' υποκατάσταση) εντολέας και πληρεξούσιος του αντιπροσωπευόμενου πωλητή-ενάγοντος Μ. Π.. Όταν ο ενάγων πληροφορήθηκε την ενέργεια αυτή του Ι. Ν. θεώρησε ότι βλάπτονται τα συμφέροντα και τα δικαιώματά του αναφορικά με την πώληση των ανωτέρω ακινήτων, με αποτέλεσμα να ανακαλέσει πλήρως τα προαναφερόμενα πληρεξούσια, με τις υπ' αριθμ. .../4.7.2002 και .../17.6.2002 πράξεις ανάκλησης πληρεξουσίου των συμβολαιογράφων Αθηνών Ευαγγελίας Λίτινα και Χανίων Δήμητρας Λαμπαθάκη - Βουτσάκη, αντίστοιχα, οι οποίες επιδόθηκαν αμφότερες στον πληρεξούσιο Ι. Ν. του Ν. στις 16- 7-2002 (σχετ. οι υπ' αριθμ. .../16.7.2002 και .../17-7-2002 εκθέσεις επίδοσης, αντίστοιχα, της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Ρεθύμνου …). Στη συνέχεια, ο εναγόμενος, ο οποίος δεν αποδείχθηκε ότι είχε λάβει γνώση της ανάκλησης της πληρεξουσιότητας που είχε χορηγήσει ο ενάγων στον Ι. Ν., σε εκτέλεση των όρων του προσυμφώνου πώλησης που αναφέρθηκε, με το υπ' αριθμ. .../26-7-2002 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ρεθύμνου Άννας Παπαδάκη - Ανδρουλιδάκη, που μεταγράφηκε νομίμως στο Υποθηκοφυλακείο Χανίων (Α.Μ. 196797), στο οποίο συμβλήθηκε τόσο ως αντιπρόσωπος πληρεξούσιος του ενάγοντος πωλητή, όσο και ως αγοραστής (αυτοσύμβαση), μεταβίβασε στον εαυτό του λόγω πώλησης την κυριότητα των προαναφερόμενων ακινήτων. Έτσι, κύριος των προαναφερόμενων επίδικων ακινήτων έχει καταστεί ο εναγόμενος, δυνάμει του πωλητήριου συμβολαίου που αναφέρθηκε, ο οποίος ενέργησε νομίμως ως καθ' υποκατάσταση πληρεξούσιος (μεταπληρεξούσιος) του αντιπροσωπευόμενου πωλητή - ενάγοντος. Ο ενάγων ισχυρίζεται με την αγωγή του ότι η ανωτέρω μεταβιβαστική δικαιοπραξία (αυτοσύμβαση) που κατάρτισε ο εναγόμενος είναι άκυρη και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, διότι πραγματοποιήθηκε ύστερα από την ανάκληση της πληρεξουσιότητας που ο ίδιος είχε χορηγήσει στον Ι. Ν.. Ο ισχυρισμός του αυτός, ο οποίος αποτελεί και τη βάση της αγωγής του είναι αβάσιμος ουσιαστικά, γιατί ο ενάγων ανακάλεσε μεν την πληρεξουσιότητα που είχε παραχωρήσει προς τον αρχικό πληρεξούσιο Ι. Ν. Ν., η ανάκληση όμως αυτή δεν συνεπάγεται αυτοδικαίως, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη την ανάκληση και της μεταπληρεξουσιότητας που δόθηκε από τον τελευταίο στον εναγόμενο, για την οποία κατά τα αναφερόμενα επίσης στη μείζονα σκέψη ήταν απαραίτητη χωριστή ανακλητική πράξη του αντιπροσωπευομένου - ενάγοντος απευθυνόμενη απ' ευθείας στον μεταπληρεξούσιο - εναγόμενο. Από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρθηκαν δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κοινοποίησε με οποιονδήποτε τρόπο στον εναγόμενο ιδιαίτερη πράξη ανάκλησης πληρεξουσιότητας για την πώληση των επίδικων ακινήτων, πριν από την μεταβίβαση αυτών στον εαυτό του, ούτε, εξάλλου, επικαλείται αυτός στην αγωγή του σχετική κοινοποίηση ή έστω τη σύνταξη σχετικής πράξης ανάκλησης που να αφορά απευθείας τον εναγόμενο, αλλά ούτε και ότι ο εναγόμενος είχε λάβει γνώση της ανάκλησης της πληρεξουσιότητας προς τον Ι. Ν. καθ' οιονδήποτε τρόπο, από την οποία θα μπορούσε να συναχθεί η βούληση του αντιπροσωπευόμενου - ενάγοντος για την ανάκληση και της μεταπληρεξουσιότητας. Από όλα αυτά προκύπτει ότι αφού δεν έγινε νομοτύπως κατά τα ανωτέρω ανάκληση της μεταπληρεξουσιότητας, εγκύρως καταρτίστηκε από τον μεταπληρεξούσιο το άνω συμβόλαιο μεταβίβασης των ακινήτων με αυτοσύμβαση, με βάση το δικαίωμα που του είχε χορηγήσει ο Ι. Ν.." Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε ότι η ένδικη αναγνωριστική κυριότητας αγωγή του αναιρεσείοντος κατά του πρώτου αναιρεσίβλητου έπρεπε να απορριφθεί, κατ' ουσίαν. Ακολούθως απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης που είχε κρίνει ομοίως, απορρίπτοντας κατ' ουσίαν την εν λόγω αγωγή. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε τις παρατεθείσες ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 218-221 ΑΚ , με τη σαφή παραδοχή ότι η χορηγηθείσα στον εναγόμενο-αναιρεσίβλητο μεταπληρεξουσιότητα (απλή υποκατάσταση) δεν ανακλήθηκε από τον αντιπροσωπευόμενο ενάγοντα, μη αρκούσης στην ένδικη περίπτωση της ανακλήσεως του κυρίως πληρεξουσίου, της οποίας ανάκλησης ο εναγόμενος δεν είχε καθ' οιονδήποτε τρόπο γνώση και ότι συνακόλουθα ενόψει της ισχύος του μεταπληρεξουσίου εγγράφου είναι έγκυρη η με βάση αυτό και με αυτοσύμβαση καταρτισθείσα από τον εναγόμενο-αναιρεσίβλητο αγοραπωλησία των ενδίκων ακινήτων του αναιρεσείοντος. Ενόψει τούτων ο υπό την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ υποστηρίζων τα αντίθετα δεύτερος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή ο από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Για να ιδρυθεί ο παρών λόγος πρέπει να έχει γίνει επίκληση του εγγράφου αυτού και στην κατ' έφεση δίκη, πράγμα το οποίο ο Άρειος Πάγος ελέγχει από τις προτάσεις του διαδίκου και όχι από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, ενώ ο αναιρεσείων έχει την υποχρέωση να προσκομίσει το έγγραφο, που φέρεται ότι έχει παραμορφωθεί, προς διαπίστωση του λόγου της αναίρεσης, αλλιώς ο λόγος είναι αβάσιμος, ως αναπόδεικτος (ΑΠ 495/2013, ΑΠ 1258/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 το άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο του υπ' αριθμ. .../1997 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Χανίων Ειρήνης Βρεττουδάκη, με το να δεχθεί ότι σ' αυτό υπήρχε ρήτρα μεταπληρεξουσιότητας, ήτοι ότι με αυτό ο αναιρεσείων είχε παράσχει προς τον δεύτερο αναιρεσίβλητο Ι. Ν., το δικαίωμα να ορίζει "μεταπληρεξουσίους" για την πώληση των εις τις θέσεις "..." και "...", της κτηματικής περιφέρειας του χωριού … του Δήμου … ακινήτων του. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αναπόδεικτος καθόσον το πληττόμενο έγγραφο του οποίου είχε γίνει επίκληση στην κατ' έφεση δίκη, όπως τούτο προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των προτάσεων, δεν προσκομίζεται στο παρόν δικαστήριο, ώστε να διαπιστωθεί η βασιμότητα της ερευνώμενης πλημμέλειας. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 8 περ. β του ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή κάθε περιστατικό, το οποίο αφηρημένα λαμβανόμενο οδηγεί, κατά νόμο, στη γέννηση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση δικαιώματος (Ολ ΑΠ 23/2008). Ακόμη "πράγμα" υπό την έννοια της διατάξεως αυτής αποτελεί και ο λόγος εφέσεως, με τον οποίο εκφέρεται παράπονο σχετικά με αυτοτελή ισχυρισμό και όχι με ισχυρισμό αρνητικό της αγωγής (Ολ ΑΠ 3/2008). Για την ίδρυση δηλαδή του λόγου αυτού πρέπει να αγνοήθηκαν λόγοι εφέσεως αφορώντες σε αυτοτελείς ισχυρισμούς, ενώ δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αν ρητώς ή "εκ των πραγμάτων" προκύπτει ότι το Εφετείο εξέτασε το λόγο αυτό της εφέσεως και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ ΑΠ 25/2003, ΑΠ 282/2014). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως, κατά το δεύτερο σκέλος του και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο απέρριψε ως αλυσιτελή τον οικείο λόγο εφέσεως, κατά τον οποίο ο αντισυμβληθείς πρώτος αναιρεσίβλητος, ως μεταπληρεξούσιος, δυνάμει του αναφερομένου παραπάνω πληρεξουσίου προς απόκτηση των ενδίκων ακινήτων, δεν τα απέκτησε εγκύρως, καθόσον το παραπάνω πληρεξούσιο, που είχε ανακληθεί πριν την κατάρτιση της ένδικης συμβάσεως, δεν περιείχε ρήτρα μεταπληρεξουσιότητας. Επίσης με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της ίδιας διατάξεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη και απέρριψε ως αλυσιτελή, με την αιτιολογία ότι δεν είχε αποτελέσει αγωγική βάση, τον προβληθέντα με τον τρίτο λόγο της εφέσεως ισχυρισμό, κατά τον οποίο και αν ακόμη κρινόταν ότι ο αρχικός πληρεξούσιος Ι. Ν. είχε το δικαίωμα να δώσει πληρεξουσιότητα στον Α. Τ. και πάλι η αυτοσύμβαση, που ο τελευταίος κατάρτισε ήταν άκυρη, καθόσον δεν είχαν τηρηθεί ως προς αυτήν (αυτοσύμβαση) οι όροι του υπ' αριθμ .../2002 προσυμφώνου. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, καθόσον οι αιτιάσεις του κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, δεν στοιχειοθετούν την επικαλούμενη αναιρετική πλημμέλεια αφού οι επίμαχοι λόγοι εφέσεως λήφθηκαν υπόψη και απορρίφθηκαν. Ενόψει τούτων και οι λόγοι αυτοί, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 183 και 176 ΚΠολΔικ) και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 14 Δεκεμβρίου 2009 αίτηση του Μ. Ι. Π. για αναίρεση της υπ' αριθμό 319/2009 απόφασης του Εφετείου Κρήτης. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Απριλίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άρθρα 558, 82 εδ.γ και 81 παρ. 3 ΚΠολΔ. Η αναίρεση δεν στρέφεται κατά του κυρίως παρεμβάντος γιατί αυτός δεν είναι κύριος διάδικος, εκτός αν ανέλαβε τη δίκη οπότε κατέστη κύριος διάδικος ήταν η αναίρεση αφορά την πρόσθετη παρέμβαση, πρέπει όμως αυτός να καλείται κατά τη συζήτηση της αναίρεσης, διαφορετικά η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη. Αν η παρέμβαση έχει απορριφθεί ή η συζήτηση της κηρύχθηκε απαράδεκτη τότε δεν καλείται. Η κατά του προσθέτως παρεμβάντος αναίρεση εκτιμάται ως κλήση αυτού, αν όμως η πρόσθετη παρέμβαση είχε απορριφθεί τότε η αναίρεση απορρίπτεται. Πληρεξουσιότητα. Γνήσια καθ΄ υποκατάσταση πληρεξουσιότητα και μεταπληρεξουσιότητα παύση πληρεξουσιότητας. Αν δεν προσκομισθεί το προσβαλλόμενη έγγραφο, από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. αναιρετικός λόγος απορρίπτεται ως αβάσιμος και αναπόδεικτος. Αν οι λόγοι εφέσεως απορρίφθηκαν δεν στοιχειοθετείται ο από τον αριθμό 8 εδ. γ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως.
Πληρεξουσιότητα
Αγωγή αναγνωριστική, Πληρεξουσιότητα , Ανάκληση πληρεξουσιότητας.
0
Αριθμός 1030/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Π. Α. του Δ. και 2) Γ. Α. του Δ., κατοίκων ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ευφροσύνη Τσαμολιά. Του αναιρεσιβλήτου: Η. Β. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Παπαδάκο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/1/2010 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Σπάρτης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 25/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και 145/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 10/7/2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 22/1/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 1033 ΑΚ για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου, απαιτείται συμφωνία μεταξύ κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ' αυτόν η κυριότητα, για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, που υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση με τον παράγωγο αυτό τρόπο της κυριότητας του ακινήτου, αποτελεί προϋπόθεση το να ήταν κύριος εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1710, 1846, 1193, 1195, 1198 και 1199 ΑΚ προκύπτει ότι παράγωγο τρόπο μεταβιβάσεως επί ακινήτου αποτελεί και η καθολική διαδοχή από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, εφόσον ο κληρονομούμενος ήταν κύριος του ακινήτου κατά το χρόνο του θανάτου του και ο κληρονόμος αποδέχθηκε την επαχθείσα σ' αυτόν κληρονομιά, με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο μεταγράφτηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών. Εξ ετέρου από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1045 και 1051 του ίδιου κώδικα, συνάγεται ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική μεν χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο για μία δεκαετία, με έκτακτη δε χρησικτησία άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με δυνατότητα του νομέα να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση νομής αποτελούν, όταν πρόκειται για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς, πάνω σ' αυτά πράξεις, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα για δικό του, τέτοιες δε πράξεις, μεταξύ άλλων, είναι η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η δενδροφύτευση, η οριοθέτηση, η περίφραξη, η περιτοίχηση και εφόσον πρόκειται για κληρονομιαίο ακίνητο, η αποδοχή της κληρονομιάς και η μεταγραφή της, καθώς και η καταβολή του οικείου φόρου, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων, μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 560 του Κ.Πολ.Δικ., η απόφαση Πρωτοδικείου που εκδόθηκε επί εφέσεως, κατ' αποφάσεως Ειρηνοδικείου, υπόκειται σε αναίρεση μόνο για τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά (NUMERUS CLAUSUS) στη διάταξη αυτή και ειδικότερα αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε νόμιμα ή υπερέβη τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ' ύλη αρμοδιότητα και αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας. Η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία, κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που έκανε δεκτά το δικαστήριο της ουσίας. Εξάλλου, το προαναφερόμενο άρθρο καθορίζει περιοριστικά τους λόγους αναιρέσεως και δεν περιλαμβάνει σ' αυτούς και την εσφαλμένη από το δικαστήριο εκτίμηση δικογράφων, μεταξύ των οποίων και η αγωγή, το δε άρθρο 561 παρ. 2 του ίδιου ως άνω κώδικα δεν καθιερώνει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, αλλά επιτρέπει την εξέταση, αν από την εσφαλμένη εκτίμηση του περιεχομένου διαδικαστικού εγγράφου, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από τους αναφερομένους στο άρθρο 560 του Κ.Πολ.Δικ. Έτσι, αν από την εκτίμηση του περιεχομένου της αγωγής προκύψει ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τους πραγματικούς ισχυρισμούς που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αν και περιλαμβάνονταν στο δικόγραφο της αγωγής ή αντίστοιχα έλαβε υπόψη του τέτοιους ισχυρισμούς, αν και δεν περιλαμβανόντουσαν στο δικόγραφο αυτής, ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 560 αρ. 1, υπό την έννοια ότι το δικαστήριο ή αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία για την εφαρμογή της διατάξεως που εφάρμοσε ή αξίωσε περισσότερα από τα απαιτούμενα κατά τη διάταξη αυτή (ΑΠ 2062/2009, ΑΠ 231/2004). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση του ως Εφετείου δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης, απορρίφθηκε η ένδικη από 11-1-2012 αγωγή των αναιρεσειόντων, με την αιτιολογία ότι το επίδικο ακίνητο δεν περιλαμβανόταν σε ακίνητο που αυτοί απέκτησαν παραγώγως και δη από εξ αδιαθέτου κληρονομιά του αποβιώσαντος στις 23-6-1965 πατέρα τους Δ. Α., την οποία (κληρονομιά) αποδέχθηκαν και μετέγραψαν στις 2-9-1974, καθόσον τούτο περιλαμβάνεται στο αγοραπωλητήριο τίτλο κτήσεως του αναιρεσίβλητου, ο οποίος το απέκτησε παραγώγως με νόμιμα μεταγεγραμμένο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, αλλά και πρωτοτύπως με τακτική χρησικτησία, καθόσον "ο ίδιος και οι δικαιοπάροχοί του ασκούσαν σ' αυτό, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη όλες τις προσήκουσες στη φύση και το χαρακτήρα του ακινήτου πράξεις νομής, αποκρούοντας κάθε επέμβαση τρίτων επ' αυτού". Όπως όμως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής (άρθρ. 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.) περιέχεται σ' αυτήν βάση και από πρωτότυπο τρόπο αποκτήσεως κυριότητας και δη από έκτακτη χρησικτησία και ως εκ τούτου η προσβαλλομένη απόφαση που δεν έλαβε υπόψη τον περιλαμβανόμενο στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής ως άνω πραγματικό ισχυρισμό που έχει ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, παραβίασε τις προδιαληφθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 974, 1045 και 1051 ΑΚ, τις οποίες δεν εφάρμοσε, μολονότι τα συγκροτούντα αυτές πραγματικά περιστατικά εξετίθεντο στο δικόγραφο της αγωγής. Ενόψει τούτων η προσβαλλομένη απόφαση υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 560 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. και ο σχετικός δεύτερος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός, στη δε συνέχεια να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή, πλην εκείνου που εξέδωσε την αναιρουμένη απόφαση. Ακόμη πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στους αναιρεσείοντες του κατατεθέντος από αυτούς παραβόλου, κατά το άρθρο 495 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δικ., που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν.4055/2012, ενώ ο αναιρεσίβλητος, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων (άρθρ. 176 και 183 Κ.Πολ.Δικ.) και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 145/2013 απόφαση του δικάσαντος ως Εφετείου Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σπάρτης, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση. Διατάσσει την απόδοση στους αναιρεσείοντες του κατατεθέντος από αυτούς παραβόλου. Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, την οποία ορίζει σε τρείς χιλιάδες (3.000) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 7 Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση απόφασης επί εφέσεως κατά ειρηνοδικειακής απόφασης. Παράγωγος τρόπος μεταβιβάσεως ακινήτου, όπως από αγορά ή κληρονομική διαδοχή, εφόσον γίνει αποδοχή και μεταγραφή. Πρωτότυπος τρόπος μεταβιβάσεως ακινήτου. Τακτική και έκτακτη χρησικτησία. Οι κατά το άρθρο 560 Κ.Πολ.Δ. λόγοι είναι περιοριστικοί. Εφόσον δεν εξετάστηκε αγωγική βάση, όπως τούτο προκύπτει από την επισκόπηση της αγωγής κατά το άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., η προσβαλλομένη απόφαση που δεν έλαβε υπόψη της τον περιλαμβανόμενο στο δικόγραφο της αγωγής ως άνω πραγματικό ισχυρισμό που έχει ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης παραβίασε τις περί έκτακτης χρησικτησίας διατάξεις των άρθρων 974,1045 και 1051 ΑΚ τις οποίες δεν εφάρμοσε μολονότι τα συγκροτούντα αυτές πραγματικά περιστατικά εξετίθεντο στο δικόγραφο της αγωγής.
Αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης ειρηνοδικείου/πρωτοδικείου
Αγωγή διεκδικητική, Χρησικτησία, Χρησικτησία έκτακτη, Αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης ειρηνοδικείου/πρωτοδικείου.
0
Αριθμός 1031/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος - καθού η κλήση: Α. Τ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Δ. του Γ., ο οποίος απεβίωσε στις 11/4/2013 όπως αναφέρεται στην από 17/7/2013 κλήση. Των αναιρεσιβλήτων - καλούντων: 1)Γ. Δ. του Ν., κατοίκου ... και 2) Ε. Δ. του Ν., συζ. Ε. Κ., κατοίκου ..., οι οποίοι ατομικά και ως κληρονόμοι του Ν. Δ., εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ειρήνη Βαρδάκου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/6/2006 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος και την από 5/3/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2699/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 852/2009 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 9/3/2010 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 185/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επαναφέρουν οι καλούντες με την από 17/7/2013 κλήση τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσίβλητοι, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 28/12/2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Νικολάου Μπιχάκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 44170/7-10-2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ... με τη συνημμένη σ’ αυτή βεβαίωση παραλαβής δικογράφου και αποστολής συστημένης επιστολής, ακριβές αντίγραφο της από 17-7-2013 κλήσεως για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από επισπεύδοντες τη συζήτηση, αναιρεσίβλητους, προς τον αναιρεσείοντα. Εφόσον όμως ο διάδικος αυτός δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ’ αυτό, ούτε κατέθεσε δήλωση ότι δεν θα παραστεί, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔικ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως, παρά την απουσία αυτού (άρθρ. 576 παρ.2 ΚΠολΔικ). Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 1033 ΑΚ για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ’ αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο που υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση με τον παράγωγο αυτό τρόπο της κυριότητας του ακινήτου, αποτελεί προϋπόθεση το να ήταν κύριος εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1710, 1846, 1193, 1195, 1198 και 1199 ΑΚ προκύπτει ότι παράγωγο τρόπο μεταβιβάσεως επί ακινήτου αποτελεί και η καθολική διαδοχή, από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, εφόσον ο κληρονομούμενος ήταν κύριος του ακινήτου κατά το χρόνο του θανάτου του και ο κληρονόμος αποδέχθηκε την επαχθείσα σ’ αυτόν κληρονομιά, με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών. Εξ ετέρου από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1045 και 1051 του ίδιου κώδικα, συνάγεται ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική μεν χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο για μία δεκαετία, με έκτακτη δε χρησικτησία άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με δυνατότητα του νομέα να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου. Άσκηση νομής αποτελούν, όταν πρόκειται για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς, πάνω σ’ αυτά πράξεις, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα για δικό του, τέτοιες δε πράξεις, μεταξύ άλλων, είναι η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η δενδροφύτευση, η φύλαξη, η οριοθέτηση και εφόσον, πρόκειται για κληρονομιαίο ακίνητο η αποδοχή της κληρονομιάς και η μεταγραφή της καθώς και η καταβολή του οικείου φόρου, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο αναιρετικός αυτός λόγος αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παράβαση, τούτο δε συμβαίνει, μεταξύ άλλων και όταν το δικαστήριο δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του ή εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του. Τέλος κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία, για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά. Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται (διατυπώνεται) με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογή και ερμηνείας του (ΑΠ 40/2014 ΑΠ 486/2013, ΑΠ 481/2013). Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολδικ) προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των ενώπιόν του, με επίκληση, νομίμως προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως ως προς τις συνεκδικασθείσες και αφορώσες στο ίδιο ακίνητο διεκδικητική αγωγή του αναιρεσείοντα και αναγνωριστική αγωγή των αναιρεσιβλήτων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει του υπ’ αριθμ. .../20-5-1967 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμ/φου Πειραιώς Δημοσθένη Κατωπόδη, το οποίο έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Νικαίας στον τόμο ... και με αριθ. 457 και σε εκτέλεση του υπ’ αριθ. .../1966 προσυμφώνου του ίδιο συμβολαιογράφου, περιήλθε κατά κυριότητα στη Θεοδοσία συζ. Ν. Δ. εξ αγοράς από την Ά. συζ. Ε. Β. ένα αγροτεμάχιο εμβαδού 175 τ.μ., εκτός σχεδίου πόλεως και εκτός ζώνης, που βρίσκεται στο θέση "..." του Δήμου Κορυδαλλού και εμφαίνεται με τον αριθμό 6 του ... Ο.Τ. στο από 10-3-1956 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Σ. Μ., καθώς και στο νεώτερο από Ιανουαρίου 2007 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Γ. Μ., όπου φέρει τον αριθμό 6 με τα στοιχεία ΑΒΓΔΑ και συνορεύει γύρω ανατολικά με το υπ’ αριθ. 7 τεμάχιο, δυτικά με το υπ’ αριθ. 5 τεμάχιο, Βόρεια με το υπ’ αριθ. 19 τεμάχιο και νότια με δρόμο, ήδη οδό ... . Κατά το χρόνο αγοράς του το αγροτεμάχιο αυτό υπήρχε μόνο ως φυσικό έδαφος, χωρίς καμία καλλιέργεια ή άλλη χρήση και δεν ήταν περιφραγμένο. Η Θ. Δ. επισκεπτόταν και επέβλεπε το πιο πάνω ακίνητο της δύο-τρεις φορές το χρόνο, ασκώντας με τον τρόπο αυτό τη νομή που προσιδιάζει στη φύση και στον προορισμό του με διάνοια κυρίας, το δήλωσε στη Εφορία (έντυπο Ε9) ως περιουσιακό της στοιχείο και με την από 3/6/1999 δήλωσή της προς το Εθνικό Κτηματολόγιο το ακίνητο αυτό καταχωρήθηκε με βάση τον προαναφερόμενο τίτλο ιδιοκτησίας στο Κτηματολογικό Γραφείο Νικαίας στο όνομά της με δικαίωμα κυριότητας, όπου έλαβε αριθμό ΚΑΕΚ ... . Το έτος 2000 η Θ. Δ. ασθένησε σοβαρά και μέχρι το χρόνο του θανάτου της, που επισυνέβη στις 17/11/2005, δεν επισκέφθηκε ξανά το εν λόγω ακίνητο της, το οποίο ακολούθως περιήλθε ως εξ αδιαθέτου κληρονομιά στους ενάγοντες-εναγομένους Ν. Δ., Γ. Δ. και Ε. Δ., σύζυγο και δύο τέκνα της, κατά ποσοστό 2/8, 3/8 και 3/8 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά με την υπ’ αριθ. .../29-5-2006 δήλωση αποδοχής της συμβολαιογράφου Αθηνών Άννας Χατζάκη, πράξη η οποία εγγράφηκε στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου με αριθμό .../1-6-2006. Τμήμα του παραπάνω αγροτεμαχίου, εμβαδού 157,50 τ.μ., αγόρασε ο ενάγων-εναγόμενος Α. Τ. δυνάμει του υπ’ αριθ. .../13-6- 1996 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς Γεωργίας Βούλγαρη, νομίμως μεταγραφέντος στο Υποθηκοφυλακείο Νικαίας στον τόμο ... και με αριθμό 160, από τον Α. Χ. στον οποίο αμέσως προηγουμένως το είχε μεταβιβάσει με γονική παροχή η μητέρα του Τ. Χ. με το υπ’ αριθ. .../23-5- 1996 συμβόλαιο, νομίμως μεταγραφέντος, της ίδιας πιο πάνω συμβολαιογράφου. Η δικαιοπάροχος Τ. Χ., η οποία έχει γειτονική ιδιοκτησία και κατοικεί από χρόνια στην περιοχή, δεν είχε τίτλο ιδιοκτησίας και κατά τη σύνταξη του πιο πάνω συμβολαίου γονικής παροχής δήλωσε ότι το μεταβιβαζόμενο επίδικο ακίνητο έχει αποκτήσει με χρησικτησία, επειδή το κατέχει και το χρησιμοποιεί με διάνοια κυρίας περισσότερο από τριάντα χρόνια. Όμως τέτοιο δικαίωμα κυριότητας με χρησικτησία (έκτακτη) ουδέποτε απέκτησε η απώτερη δικαιοπάροχος του ενάγοντος-εναγομένου Α. Τ.. Ειδικότερα, από τη συνεκτίμηση των προσκομιζομένων και από τις δύο πλευρές τεχνικών εκθέσεων των μηχανικών Α. Κ., Δ. Ζ. και Δ. Α., οι οποίοι εξέτασαν τις αεροφωτογραφίες των ετών 1969, 1975, ληφθείσες από τη Γεωγραφική Υπηρεσία Στράτου (ΓΥΣ) και των ετών 1989, 1999, ληφθείσες από τον Οργανισμό Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος (ΟΚΧΕ), προκύπτει ότι μέχρι το έτος 1975 το επίδικο αγροτεμάχιο ήταν φυσικό έδαφος χωρίς καμία χρήση η’ άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα. Το έτος 1989 δεν ήταν περιφραγμένο, υπήρχε μόνο ξερολιθιά στη βόρεια πλευρά του, με την οποία ήταν οριοθετημένο το προς βορράν όμορο ακίνητο, μια μικρή ελιά προφανώς αυτοφυής και δεν υπήρχαν κτίσματα (κοτέτσια), τοποθετημένη ξυλεία ή άλλα υλικά. Το έτος 1999 φαίνεται να έχει περίφραξη με πασσάλους και συρματόπλεγμα στην πρόσοψη και στη δυτική πλευρά του και να υπάρχουν μέσα σ’ αυτό προϊόντα εκσκαφής (μπάζα). Από τα παραπάνω στοιχεία σε συνδυασμό με τις καταθέσεις των μαρτύρων, οι οποίες αξιολογούνται κατά το λόγο γνώσεως και το βαθμό αξιοπιστίας, αποδεικνύεται ότι η Τ. Χ. δεν άσκησε στο επίδικο πράξεις νομής με διάνοια κυρίας και μάλιστα επί εικοσαετία, καθόσον ποτέ δεν καλλιέργησε μέσα σ’ αυτό οπωροκηπευτικά, ούτε είχε κοτέτσια, δεν το είχε περιφράξει ποτέ η ίδια με ξερολιθιά και συρματόπλεγμα, αλλά η όποια οριοθέτηση υπήρχε προερχόταν από τα συνορεύοντα ακίνητα και η παράνομη πολλές φορές είσοδος της σ’ αυτό, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι η κατοικία της βρισκόταν πλησίον του επιδίκου, γινόταν λάθρα και εν αγνοία της αληθινής κυρίας Θ. Δ., η οποία με την οικογένεια της διέμενε μακριά σε άλλη περιοχή στο Δήμο ... και δεν ήταν εύκολο να το επισκέπτεται συχνά. Ούτε, εξάλλου, αποδείχθηκε ότι αυτό το συγκεκριμένο ακίνητο είχε μισθώσει η Τ. Χ. στον Α. Κ. για την τοποθέτηση επαγγελματικής ξυλείας, πράγματα τα οποία θα φαίνονταν στις αεροφωτογραφίες του έτους 1989, ενώ το προσκομιζόμενο από 10-11-1976 ιδιωτικό συμφωνητικό δεν φέρει καν βέβαια χρονολογία. Για πρώτη φορά στο επίδικο εμφανίζεται περίφραξη μετά το έτος 1998, όταν ο αγοραστής Α. Τ. μίσθωσε αυτό στον Η. Θ. για την αποθήκευση πέτρας, γι’ αυτό και στις αεροφωτογραφίες του έτους 1999 φαίνεται να υπάρχουν μέσα σ’ αυτό υπολείμματα πέτρας και υλικά εκσκαφής, ενώ προηγουμένως από το έτος 1996, που έγινε η αγορά καμία εμφανή υλική πράξη και συγκεκριμένα τοποθέτηση κουνελιών ή άλλη χρήση του επίδικου δεν έκανε ο Α. Τ.. Κατόπιν των ανωτέρω ο ενάγων-εναγόμενος ο Α. Τ. δεν κατέστη κύριος του επιδίκου αγροτεμαχίου με βάση το υπ’ αριθ. .../13-6-1996 συμβόλαιο αγοράς του, αφού οι δικαιοπάροχοι του απώτερη και άμεσος Τ. και Α. Χ., δεν είχαν αποκτήσει με κάποιο νόμιμο τρόπο (πρωτότυπο ή παράγωγο) κυριότητα επ’ αυτού, αλλά ούτε και με τακτική χρησικτησία έγινε κύριος, αφενός διότι από το έτος 1998 που άσκησε πράξεις νομής στο επίδικο μέχρι την άσκηση της αγωγής του, η οποία επιδόθηκε στις 12-7-2006, δεν συμπληρώθηκε δεκαετία, αφετέρου διότι ήταν κακόπιστος νομέας, αφού από βαριά αμέλεια αγνοούσε ότι η απώτερη δικαιοπάροχος του Τ. Χ. δεν είχε καταστεί κυρία με έκτακτη χρησικτησία και ότι αυτός αγόρασε από μη κύριο, ενώ η δικαιοπάροχος των αντιδίκων του Θ. Δ. ουδέποτε απώλεσε την κυριότητά της επί του επιδίκου". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις επικαλούμενες και τις προδιαληφθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις περί παραγώγου και πρωτοτύπου τρόπου αποκτήσεως κυριότητας, ενόψει του ότι στην απόφασή του, υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτή και υπήχθησαν στις εν λόγω διατάξεις, όπως η έννοια αυτών αναλύθηκε στις προαναφερθείσες σχετικές νομικές σκέψεις και του συμπεράσματος του δικανικού της συλλογισμού. Ειδικότερα υπό τα ως άνω γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του αναιρεσείοντα οι νόμιμες προϋποθέσεις για την κτήση της κυριότητας του επιδίκου παραγώγως, αλλά ούτε και πρωτοτύπως καθόσον οι δικαιοπάροχοί του (αμέσος και απώτερος) δεν ήταν κύριοι του επιδίκου, αφού δεν είχαν αποκτήσει επ’ αυτού κυριότητα με κάποιο νόμιμο τρόπο (πρωτότυπο ή παράγωγο), ενώ προσέτι ούτε δεκαετία συμπληρώθηκε από του χρόνου της ασκήσεως από τον αναιρεσείοντα πράξεων νομής δυνάμει του αγοραπωλητηρίου τίτλου, ούτε καλή πίστη υπήρχε, αφού αυτός από βαριά αμέλεια, αγνοούσε ότι η απώτερη, δικαιοπαρόχός του δεν είχε καταστεί κυρία από έκτακτη χρησικτησία και ότι ο άμεσος δικαιοπαρόχός του, δεν ήταν κύριος, ενώ αντίθετα οι αναιρεσίβλητοι απέκτησαν το μεγαλύτερο ακίνητό τους, στο οποίο περιλαμβάνεται και το επίδικο από νόμιμα αποδειχθείσα και μεταγραφείσα εξ αδιαθέτου κληρονομιά της δικαιοπαρόχου τους, η οποία είχε αποκτήσει την κυριότητα του περιλαμβάνοντος και το επίδικο ακινήτου παραγώγως και πρωτοτύπως και δεν την είχε ουδέποτε απωλέσει. Περαιτέρω με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ’ αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδη ζήτημα της μη αποκτήσεως της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου από τον αναιρεσείοντα με τον επικαλούμενο πρωτότυπο τρόπο της τακτικής χρησικτησίας, οι οποίες (αιτιολογίες) επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των επικαλουμένων παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 1041, 1042, 1044, αλλά και του 1049 ΑΚ, καθόσον η διακοπή της τακτικής χρησικτησίας με την έγερση διεκδικητικής αγωγής προϋποθέτει χρησιδεσποτεία κατά το 1041 ΑΚ, η οποία στην προκειμένη περίπτωση λόγω της ελλείψεως καλής πίστεως δεν συνέτρεξε. Ενόψει τούτων οι από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ τρεις πρώτοι λόγοι της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του δεύτερου λόγου κατά τις οποίες η απόφαση περιέχει ελλείψεις ως προς την αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και την αιτιολόγηση τόσο της βαρειάς αμέλειας του αναιρεσίβλητου, όσο και της παραλαβής του περιέχοντος και το επίδικο μεγαλυτέρου ακινήτου από τη δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων είναι απαράδεκτες, γιατί αφορούν σε ελλείψεις ως προς την αιτιολόγηση των αποδειχθέντων οι οποίες δεν ιδρύουν τον από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγο, ενώ οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα προέκυπτε διαφορετικό πόρισμα από το εξαχθέν, αφορούν σε κακή εκτίμηση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων και συνακόλουθα πλήττουν την περί τα πράγματα αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔικ κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου η αιτίαση του πρώτου λόγου κατά την οποία η προσβαλλομένη απόφαση στερείται νομίμου βάσεως ως ενσωματώσασα την πρωτόδικη απόφαση, στην οποία δεν γινόταν επίκληση των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων που εφαρμόσθηκαν, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, καθόσον οι εφαρμοστέες νομικές διατάξεις, που πράγματα δεν αναφερόντουσαν στην πρωτόδικη απόφαση συμπληρώθηκαν από την προσβαλλομένη απόφαση, ενώ σε κάθε περίπτωση η τυχόν έλλειψή τους δεν στοιχειοθετεί τον επικαλούμενο αναιρετικά λόγο, αφού οι νομικές διατάξεις, που στήριζαν το αγωγικό αίτημα, έστω και αν δεν μνημονεύονται στην προσβαλλομένη απόφαση αρκεί να υφίστανται και να δικαιολογούν, βάσει ουσιαστικών παραδοχών, το διατακτικό της και μπορούν να συμπληρωθούν ακόμη και από τον Άρειο Πάγο. Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 11 περ.γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή συνδυαζομένη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από το διάδικο. Καμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη, από τη δε ειδική αναφορά σε κάποιο από τα αποδεικτικά αυτά μέσα δεν συνάγεται ότι τα υπόλοιπα δεν λήφθηκαν υπόψη. Μόνο αν από τη γενική αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ή κατ’ άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 835, 481/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του και υπό την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που ο αναιρεσείων επικαλέσθηκε και προσκόμισε, από τα οποία προέκυπτε τα ουσία βάσιμο των ισχυρισμών του, περί ασκήσεως από τον άμεσο και την απώτερη δικαιοπάροχό του πράξεων νομής στο επίδικο. Ειδικότερα κατά το λόγο αυτό το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τις ένορκες βεβαιώσεις και τις τεχνικές εκθέσεις των αγρονόμων τοπογράφων μηχανικών Δ. Ζ. και Δ. Α.. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον από την προσβαλλομένη απόφαση και ρητά βεβαιώνει (φύλλο 4α) ότι κατά την κατάστρωση του νομικού της συλλογισμού έλαβε υπόψη τις ειδικά αναφερόμενες και προσκομισθείσες από τον αναιρεσείοντα ένορκες βεβαιώσεις καθώς και τις τεχνικές εκθέσεις (στις οποίες και αν ακόμη δεν γινόταν ειδική αναφορά καλύπτονται από την αναφορά της απόφασης στα έγγραφα) αλλά και από το περιεχόμενο της απόφασης όπου γίνεται ειδική αναφορά στις επίμαχες τεχνικές εκθέσεις (φύλλο 5α), δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία ότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο και συνεκτιμήθηκαν, με τις λοιπές αποδείξεις, για την εξαγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος. Η αιτίαση ότι το δικαστήριο δεν προσέδωσε στις τεχνικές εκθέσεις τη βαρύτητα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτές έχουν και ότι η διαφορετική εκτίμησή τους, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις, θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν οδηγεί σε έλεγχο της αποφάσεως για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως, ήτοι σε αποτέλεσμα του έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελίωση επιλογή του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔικ. Εξάλλου η αιτίαση του ίδιου λόγου, κατά την οποία το Εφετείο δεν αιτιολογεί γιατί θεώρησε μεγαλύτερης αποδεικτικής ισχύος την προσκομισθείσα από τους αναιρεσίβλητους τεχνική έκθεση της αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Α. Κ., από ότι τις παραπάνω προσκομισθείσες από τον αναιρεσείοντα τεχνικές εκθέσεις, είναι απαράδεκτη, καθόσον η απόδοση από το δικαστήριο μεγαλύτερης ή μικρότερης βαρύτητας ή αξιοπιστίας σε κάποιο από τα ισοδύναμα αποδεικτικά μέσα ανήκει στην ανέλεγκτη κατά το 340 ΚΠολΔικ ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων και δεν στοιχειοθετεί κάποιο αναιρετικό λόγο. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός (πέμπτος-1ο μέρος), πρέπει ως προς όλες τις αιτιάσεις να απορριφθεί, ενώ προσέτι απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο τέταρτος λόγος, κατά τον οποίο και υπό την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι, παρά το νόμο, θεώρησε ότι το από 10-11-1976 συμφωνητικό μισθώσεως, με το οποίο η απώτερη δικαιοπάροχος του αναιρεσείοντα Τ. Χ. εκμίσθωσε το επίδικο στον Α. Κ., δεν φέρει βεβαία χρονολογία, καθόσον ως προς το ιδιωτικό αυτό έγγραφο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της αποφάσεως, δεν προέκυψε κάποιος από τους αναφερομένους στο άρθρο 446 ΚΠολΔικ τρόπους, που θα προσέδιδαν βεβαία χρονολογία στο φερόμενο ως χρόνο συντάξεώς του χρόνο. Επειδή ο από το άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο του εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα, προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιείχε περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δεν και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου. Κατά την έννοια του ως άνω άρθρου έγγραφα, η παραμόρφωση των οποίων ιδρύει λόγο αναιρέσεως είναι τα κατά τα άρθρα 339 και 432 επ. αποδεικτικά εγγράφου που παρέχουν άμεση ή έμμεση απόδειξη κατά του αντιδίκου του επικαλουμένου και προσκομίζοντος αυτά. Τέτοια όμως έγγραφα δεν είναι οι προβλεπόμενες στην ΚΠολΔ 390 γνωμοδοτήσεις προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνες σε ζητήματα που αφορούν σε εκκρεμή δίκη, οι οποίες εισήχθηκαν ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου και εκτιμώντας ελευθέρα. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος του και υπό την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθ. 20 του άρθρου 55 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ή πλημμέλεια ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο των παραπάνω τεχνικών εκθέσεων από την ανάγνωση των οποίων δεν προέκυπταν τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά ως προς τη φύση του εδάφους του επιδίκου το 1975, την περίφραξή του το 1989 και την οριοθέτησή του κατά το 1999. Ο λόγος αυτός, που υποβάλλεται επικουρικά σε σχέση με εκείνον του 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ του πρώτου μέρους του ίδιου λόγου, με τον οποίο διαφορετικά θα αντέφασκε, είναι απαράδεκτος, διότι οι τέχνες αυτές εκθέσεις (γνωμοδοτήσεις) δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των κατά τα άρθρα 339 και 432 επ. ΚΠολΔ, εγγράφων. Ενόψει τούτων, και ο λόγος αυτός, κατά το ερευνώμενο μέρος του, καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔικ) και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 9-3-2010 αίτηση του Α. Τ. του Δ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 852/2009 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Απριλίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διεκδικητική και αναγνωριστική κυριότητας ακίνητα αγωγή. Παράγωγος και πρωτότυπος τρόπος απαιτήσεως κυριότητος, ήτοι από αγορά και κληρονομική διαδοχή και με τακτική και έκταση χρησικτησία. Προϋπόθεση του παραγώγου τρόπου το να είναι κύριος ο μεταβιβάζων, 559 αρ. 1 και 19. Προϋποθέσεις. Η έλλειψη μείζονος πρότασης δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης. Η διακοπή της χρησικτησίας με διεκδικητική αγωγή προϋποθέτει χρησιδεσποτεία 559 αρ. 11 γ. Η αναφορά κάποιων εγγράφων δεν δηλώνει ότι τα μη αναφερόμενα δεν ληφθήκαν υπόψη. Η άποψη περί διαφορετικής εκτίμησης πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου 559 αρ. 20. Ιδρύεται επί διαγνωστικού και όχι εκτιμητικού λάθους.
Χρησικτησία
Αγωγή αναγνωριστική, Αγωγή διεκδικητική, Αποδεικτικά μέσα, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 1028/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Μ. χήρας Κ. Μ., το γένος Κ. Τ., η οποία δεν παραστάθηκε. Στο σημείο αυτό ο δικηγόρος Σπυρίδων Μαύρος δήλωσε ότι η αναιρεσείουσα απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τον Ι. Μ., κάτοικο ..., ο οποίος συνεχίζει τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπείται από τον ίδιο βάσει πληρεξούσιου. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Α. Σ. του Π., 2)Σ. Σ. του Π., 3)Μ. συζ. Π. Σ., το γένος Κ. Μ. και 4)Ε. συζ. Ι. Μ., το γένος Κ. Μ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Λιούμα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις: 1)από 15/5/2008 αγωγή των ήδη τριών πρώτων των αναιρεσιβλήτων, 2)από 20/6/2008 αγωγή της ήδη τρίτης αναιρεσίβλητης, 3)από 26/2/2009 αγωγή της Ε. Μ., που δεν είναι διάδικος στη δίκη αυτή, και 4)από 10/4/2009 αγωγή της αρχικής αναιρεσείουσας, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 176/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 170/2011 του Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 29/9/2011 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 6/3/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Μετά την άσκηση της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης και ειδικότερα, στις 4.4.2012, πέθανε η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα Μ. χήρα Κ. Μ., το γένος Κ. και Β. Τ. Ο Ι. Μ. του Φ., ως μοναδικός εκ διαθήκης κληρονόμος της, όπως προκύπτει από τα, με επίκληση, προσκομιζόμενα από τον ίδιο έγγραφα, αλλά και δεν αμφισβητείται από τους αναιρεσιβλήτους, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του Σπυρίδωνος Μαύρου, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά, γνωστοποίησε νόμιμα το θάνατο της πιο πάνω άμεσης δικαιοπαρόχου του και την εκούσια στο όνομά της επανάληψη της δίκης, που διακόπηκε βίαια, η οποία πλέον συνεχίζεται νόμιμα. ΙΙ. Με το άρθρο 1923 ΑΚ καθιερώθηκε το καθολικό καταπίστευμα και ορίστηκε, ότι ο διαθέτης μπορεί να υποχρεώσει τον κληρονόμο όπως από ορισμένου γεγονότος ή χρονικού σημείου παραδώσει την απ'αυτόν αποκτηθείσα κληρονομία ή ποσοστό της σε άλλο (καταπιστευμαδόχο) και ότι τέτοια υποχρέωση δεν μπορεί να επιβληθεί στον καταπιστευματοδόχο - απαγορεύει δηλαδή το κληρονομικό καταπίστευμα πέραν του πρώτου βαθμού-. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1166, 1167, 1800 παρ.2, 1801, 1829 και 173 ΑΚ προκύπτει, ότι, αν ο διαθέτης καταλίπει ολόκληρη ή μέρος της επικαρπίας στον ένα κληρονόμο και την ψιλή κυριότητα σε άλλο κληρονόμο, εφαρμόζεται, στην περίπτωση αυτή, η ΑΚ 1829, αφού η κατάλειψη μόνο της επικαρπίας (ή μόνο της ψιλής κυριότητας) αποτελεί περιορισμό της νόμιμης μοίρας και ο κληρονόμος που εγκαταστάθηκε λ.χ. μόνο στην επικαρπία, αφού καλύψει το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του κατ'εφαρμογή της ΑΚ 1829, ως προς το υπερβάλλον εγκαθίσταται ως πλήρης κληρονόμος στην επικαρπία, εκτός αν παραιτήθηκε του δικαιώματος νόμιμης μοίρας ως προς το ελλείπον και να λάβει, έτσι, μόνο ό,τι έχει καταληφθεί με τη διαθήκη (Ολ.ΑΠ 935/1975 ΝοΒ 23.1267). Προκύπτει, επίσης, ότι μόνο ο διαχωρισμός μεταξύ επικαρπίας και ψιλής κυριότητας, με τη μεταβίβαση σε άλλον της επικαρπίας και σε άλλο της ψιλής κυριότητας, δεν αρκεί για την παραδοχή ότι ο κληρονόμος της επικαρπίας έχει εγκατασταθεί με τον περιορισμό της ΑΚ 1923 παρ.2, της σύστασης δηλαδή κληρονομικού καταπιστεύματος πρώτου βαθμού σε βάρος του επικαρπωτή και υπέρ του ψιλού κυρίου, αν δεν υπάρχει εκφρασμένη σαφώς τέτοια βούληση του διαθέτη. Συνεπώς, το Εφετείο, με το να δεχθεί όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, επί της ένδικης - από 10.4.2009- αγωγής της ήδη αναιρεσείουσας ενάγουσας, για την ακυρότητα της με αριθμό .../1975 δημόσιας διαθήκης του Κ. Μ., ότι "η διάταξη της επίμαχης διαθήκης, με την οποία ο διαθέτης Κ. Μ. όρισε, ότι η ψιλή κυριότητα των ακινήτων της κληρονομίας του, την οποία καταλείπει στο γιό του, Π. Μ., να περιέλθει, μετά το θάνατο του τελευταίου, στα τέκνα του εν λόγω κληρονόμου του και, αν δεν υπάρχουν, στα τέκνα των δύο θυγατέρων του - του διαθέτη- συνιστά σαφώς κληρονομικό καταπίστευμα πρώτου βαθμού (είναι δε - η διάταξη αυτή-) έγκυρη, παρά το γεγονός ότι την επικαρπία των παραπάνω ακινήτων κατέλιπε με τη διαθήκη του στην (ήδη αναιρεσείουσα) σύζυγό του και στα ανωτέρω τρία τέκνα του κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, αφού (δέχτηκε με σαφήνεια, ότι) με την τελευταία αυτή διάταξη δεν συστάθηκε (σε βάρος των επικαρπωτών συζύγου του διαθέτη και δύο θυγατέρων του) κληρονομικό καταπίστευμα πρώτου βαθμού, ώστε εκείνο που επιβλήθηκε στον (γιό του διαθέτη) Π. Μ. ως προς την ψιλή κυριότητα να είναι δεύτερο και, επομένως, απαγορευμένο και άκυρο", δεν παραβίασε ευθέως τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ΑΚ και γι'αυτό ο πρώτος και τέταρτος λόγος της αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους, υπό την επίκληση της πλημμέλειας αυτής, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Η περιλαμβανόμενη στον τέταρτο αναιρετικό λόγο αιτίαση, επίσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την οποία η αναιρεσείουσα αιτιάται το Εφετείο, γιατί, με το να δεχθεί, ότι δεν είναι άκυρη η διάταξη της διαθήκης, ότι "...μετά το θάνατο ενός εκ των τέκνων (του διαθέτη) το μερίδιον τούτου επί της επικαρπίας να περιέρχηται εις τα επιζώντα έτερα τέκνα τ(ου), μετά δε το θάνατο του τελευταίου τέκνου τ(ου), τότε η επικαρπία της ακινήτου περιουσίας του, να περιέρχηται εις τα τέκνα αυτών, ωσαύτως κατ'ισομοιρίαν..." και ως προς το πέραν του ποσοστού της νόμιμης μοίρας της (1/8 εξ αδιαιρέτου) και του 1/4 εξ αδιαιρέτου της επικαρπίας επί όλης της ακίνητης κληρονομιαίας περιουσίας που αναγνωρίσθηκε σ'αυτήν από την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά παραδοχή της άνω - από 10.4.2009 - αγωγής της, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1167 και 1168 ΑΚ, σύμφωνα με τις οποίες, εφόσον δεν ορίστηκε διαφορετικά, η επικαρπία αποσβήνεται με το θάνατο του επικαρπωτή και επιστρέφει στον ψιλό κύριο εξ ιδίου δικαίου, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφού προβάλλεται από τη σύζυγο του διαθέτη αναιρεσείουσα χωρίς έννομο συμφέρον, δεδομένου ότι αυτή δεν προσδοκά κανένα άλλο ατομικό όφελος - πέραν, δηλαδή, του, κατά τα άνω, εις αυτήν επιδικασθέντος - από την προβαλλόμενη ακυρότητα της διάταξης αυτής της διαθήκης. ΙΙΙ. Από την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 1923 παρ.2 ΑΚ, που απαγορεύει τη σύσταση δεύτερου και περαιτέρω κληρονομικών καταπιστευμάτων, σε συνδυασμό με τη διάταξη της πρώτης παραγράφου του ίδιου άρθρου προκύπτει, ότι δεύτερο καταπίστευμα, που απαγορεύει ο νόμος με ποινή την ακυρότητα του, είναι αυτό που επιβάλλεται από τον κληρονομούμενο στον καταπιστευματοδόχο, δηλαδή στον κληρονόμο του κληρονόμου του. Εκείνο δηλαδή) που απαγορεύει ο νόμος είναι η δυνατότητα του διαθέτη, αν επέβαλε καταπίστευμα στον κληρονόμο του, υποχρεώνοντας τον να παραδώσει την κληρονομιά σε τρίτον, τον καταπιστευματοδόχο, να επιβάλει στη συνέχεια και δεύτερο καταπίστευμα, υποχρεώνοντας τον τρίτο αυτή τη φορά, ήτοι τον καταπιστευματοδόχο, τον κληρονόμο, δηλαδή f του αρχικού κληρονόμου, να μεταβιβάσει περαιτέρω την κληρονομιά σε άλλο πρόσωπο που καθορίζει και πάλι ο διαθέτης. Δεν εμπίπτει, όμως, στην περίπτωση αυτή και δεν συνιστά δεύτερο καταπίστευμα, η περίπτωση του υποκατάστατου του καταπιστευματοδόχου, όταν δηλαδή ο διαθέτης ορίζει το πρόσωπο, στο οποίο θα περιέλθει η κληρονομιά, αν ο καταπιστευματοδόχος εκπέσει πριν από κάθε αποδοχή του καταπιστεύματος, αφού, τότε, δεν έχει περιέλθει σ' αυτόν η κληρονομιά, δεν έχει καταστεί ο ίδιος καταπιστευματοδόχος και, συνεπώς, ο μετ' αυτόν, για την περίπτωση της έκπτωσης του πριν την αποδοχή του καταπιστεύματος, οριζόμενος, είναι ο πρώτος καταπιστευματοδόχος, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για υποκατάσταση κατά την έννοια του άρθρου 1809 ΑΚ, η οποία, ενόψει και των διατάξεων του άρθρου 1940 ΑΚ, επιτρέπεται. Τέτοια περίπτωση είναι και εκείνη που ο διαθέτης καταλείπει την κληρονομιά του στο γιο του και ορίζει να περιέλθει, μετά το θάνατο του γιου του, στα τέκνα του τελευταίου και, αν πεθάνει άτεκνος, στα τέκνα των θυγατέρων του. Επομένως, το Εφετείο, με το να δεχθεί, ότι η διάταξη της παραπάνω διαθήκης, για την περιέλευση της ψιλής κυριότητας της κληρονομιάς, αν ο κληρονόμος Π. Μ. πεθάνει άτεκνος - όπως και, κατά τις παραδοχές των διαδίκων, συνέβη - στα τέκνα της αδελφής του, δεν συνιστά δεύτερο καταπίστευμα και ότι δεν είναι, για ΤΟ λόγο αυτό, άκυρη, σωστά τις άνω διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε, περιέλαβε δε στην απόφασή του πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία που καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των ίδιων διατάξεων, και, συνεπώς, ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης, κατ'ορθή εκτίμησή του, από τους αριθμούς 1 και 19 - και όχι μόνο από τον αριθμό 19 - του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο, υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. V. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1142 ΑΚ, η καθολικότητα των εξουσιών χρήσης και κάρπωσης του πράγματος, ως στοιχείο της έννοιας της επικαρπίας, το οποίο υφίσταται όταν οι εξουσίες αυτές περιλαμβάνουν τη δυνατότητα απεριόριστης χρήσης και κάρπωσης, δεν αναιρείται, αν με τη συστατική πράξη έχουν εξαιρεθεί υπέρ του κυρίου ή τρίτου ορισμένες εξουσίες πάνω σε ορισμένα επιμέρους ωφελήματα, οπότε γίνεται λόγος για περιτετμημένη επικαρπία, καθόσον και στην περίπτωση αυτή, η επικαρπία τείνει αφηρημένα στο σύνολο των ωφελειών, από τα οποία, όμως, έχουν εξαιρεθεί ορισμένα υπέρ άλλου προσώπου. Και δεν αναιρεί η εν λόγω εξαίρεση την έννοια της καθολικότητας, με περαιτέρω συνέπεια να μην αποκλείεται, παρά την εξαίρεση αυτή, ο χαρακτηρισμός του φορέα των υπόλοιπων εξουσιών ως επικαρπωτή, διότι το στοιχείο της καθολικότητας εισάγεται με τις διατάξεις του παραπάνω άρθρου ως αφηρημένο και όχι ως συγκεκριμένο περιεχόμενο του δικαιώματος της επικαρπίας, προϋπόθεση η οποία αναιρείται, όταν περιεχόμενο του δικαιώματος αυτού είναι η παραχώρηση εξουσιών πάνω σε ορισμένα επιμέρους ωφελήματα που προσδιορίζονται θετικά και όχι και όταν αφαιρούνται ορισμένες εξουσίες που προσδιορίζονται αρνητικά (ΑΠ 561/2010). Συνεπώς, είναι επικαρπωτής και εκείνος, στον οποίο ο διαθέτης κατέλιπε την επικαρπία ακινήτου του με την επιχείρηση που ασκείται σ' αυτό, αποκλείοντας τον, όμως, υπέρ άλλου συνεπικαρπωτή του, της εξουσίας να αναμειγνύεται στην εν λόγω επιχείρηση, αφού, παρά την αφαίρεση της εν λόγω εξουσίας, αυτός εξακολουθεί να είναι φορέας του αφηρημένου, με την έννοια που προεκτέθηκε, δικαιώματος της επικαρπίας. Επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας, εφόσον δέχτηκε τα ίδια και ακολούθως απέρριψε την ένδικη - από 10.4.2009- αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας ενάγουσας, για αναγνώριση της ακυρότητας της ανωτέρω διαθήκης, καθ'ο μέρος αφέθηκε σε κάθε μία των δύο θυγατέρων της το 1/4 της επικαρπίας του ακινήτου με τη ξενοδοχειακή του μονάδα, που αναφέρει, και στερήθηκαν με τη διαθήκη αυτή της εξουσίας να αναμειγνύονται στην παραπάνω επιχείρηση, σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε την προεκτεθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1142 ΑΚ, χωρίς να απαιτήσει περισσότερα στοιχεία ή να αρκεσθεί σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί η διάταξη αυτή, και, επομένως, ο τρίτος λόγος της αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο, υπό την επίκληση της αναιρετικής αυτής πλημμέλειας, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Η περιλαμβανόμενη στον ίδιο αναιρετικό λόγο αιτίαση, με την οποία η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ πλημμέλεια για παραβίαση της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 1714 ΑΚ, γιατί το Εφετείο εσφαλμένα δέχτηκε, ότι "υπάρχει δήθεν περιτετμημένη επικαρπία", ενώ έπρεπε να δεχθεί, ότι "υπάρχει κληροδοσία επικαρπίας", πρέπει να απορριφθεί , προεχόντως, ως απαράδεκτη, διότι, υπό την επίκληση της παραπάνω πλημμέλειας, πλήττεται αποκλειστικά η περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 29.9.2011 αίτηση της Μ. χήρας Κ. Μ. το γένος Κ. και Β. Τ. για αναίρεση της 170/2011 απόφασης του Εφετείου Ιωαννίνων. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Απριλίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 7η Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Περιτετμημένη επικαρπία. Πότε γίνεται λόγος γι΄ αυτήν. Δεύτερο καταπίστευμα, που απαγόρευσε ο νόμος με ποινή ακυρότητας του, δεν συνιστά η περίπτωση του υποκατάστατου του καταπιστευματοδόχου, όταν δηλαδή ο διαθέτης ορίζει το πρόσωπό, στο οποίο θα περιέλθει η κληρονομιά, αν ο καταπιστευματοδόχος εκπέσει πριν από κάθε αποδοχή του καταπιστεύματος.
Κληρονομία
Επικαρπία, Κληρονομία .
2
Αριθμός 1027/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Α. Κ. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Βάννα Τσιορβά. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Κωνσταντίνο Βαρδακαστάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., και 2) Ι. Μ. του Ν., κατοίκου ..., η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 13/12/1996 αγωγή και από 4/5/2001 κύρια παρέμβαση της ήδη 2ης αναιρεσίβλητης και τις από 5/2/2001 αγωγή και από 5/3/2001 κύρια παρέμβαση του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Επί της αρχικής αγωγής εκδόθηκε η 33675/1997 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου και στη συνέχεια εκδόθηκαν οι παρακάτω αποφάσεις με τις οποίες συνεκδικάστηκαν οι ως άνω αγωγές και κύριες παρεμβάσεις: 8945/2002, 20189/2007 μη οριστικές, 20467/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2828/2009 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 17/11/2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 11/3/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική του δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 568§4 και 576§2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως απουσιάζει ο αναιρεσίβλητος και ο αναιρεσείων που επισπεύδει τη συζήτηση έχει επιδώσει σ' αυτόν αντίγραφο του κατατεθέντος δικογράφου της αιτήσεως με κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο που έχει οριστεί, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία του κλητευθέντος αναιρεσιβλήτου. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, η δεύτερη αναιρεσίβλητη δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, η οποία είχε οριστεί μετά από αναβολή εκ του πινακίου από τη δικάσιμο της 29-11-2013 επίσης ορισθείσα μετά από αναβολή εκ του πινακίου από την αρχική δικάσιμο της 20-3-2013 που είχε ορισθεί, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση. Όπως δε προκύπτει από την υπ' αριθμ. 9564/8-2-2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ..., την οποία ο αναιρεσείων προσκομίζει και επικαλείται, ο τελευταίος επέδωσε στην αναιρεσίβλητη, νόμιμα και εμπρόθεσμα, αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως, με την κάτω από αυτήν πράξη, με την οποία ορίζεται η ανωτέρω δικάσιμος της 20-3-2013 προς συζήτησή της, και με κλήση για να παραστεί κατά τη δικάσιμο αυτή. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, αφού δε η αναβολή εκ του πινακίου ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρ. 575, 226 παρ.4 εδ.γ' και δ' ΚΠολΔ), το δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία της κλητευθείσης, ως ανωτέρω, αναιρεσίβλητης. ΙΙ. Κατά το άρθρο 559 αρ.14 του ΚΠολΔ δημιουργείται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο παρά τον νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, κατά δε το άρθρο 159 του ίδιου ΚΠολΔ η παράβαση διατάξεως που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης συνεπάγεται ακυρότητα την οποία απαγγέλλει το δικαστήριο 1)αν την τήρηση της διάταξης απαιτεί ρητά ο νόμος με την ποινή της ακυρότητας, 2)αν για την παράβαση αυτή επιτρέπεται αναίρεση ή αναψηλάφηση, και 3)σε κάθε άλλη περίπτωση, αν ο δικαστής κρίνει ότι η παράβαση προκάλεσε στον διάδικο που την προτείνει βλάβη η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Ως βλάβη κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης θεωρείται η δικονομική, εκείνη δηλαδή που αφορά την άσκηση των δικαιωμάτων του διαδίκου που προβλέπονται από τον ΚΠολΔ, και δημιουργείται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως μόνο αν το δικαστήριο της ουσίας ενώ δέχεται ότι επήλθε τέτοια βλάβη, εν τούτοις δεν κήρυξε ακυρότητα, ή αν ενώ δέχεται ότι δεν υπάρχει τέτοια βλάβη κηρύσσει την ακυρότητα. Εν προκειμένω από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν τα ακόλουθα: Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης εισήχθησαν και συνεκδικάστηκαν ως συναφείς α) η από 5-2-2001 αναγνωριστική αγωγή του αναιρεσείοντος Α. Κ. κατά του πρώτου αναιρεσιβλήτου Ελληνικού δημοσίου, που αφορούσε ένα ακίνητο, εμβαδού 6757 τ.μ., βρισκόμενο στο ... του Δήμου Χορτιάτη Ν. Θεσσαλονίκης, β) η από 13-12-1996 αναγνωριστική αγωγή της δεύτερης αναιρεσίβλητης Ι. Μ. κατά του πρώτου αναιρεσιβλήτου (Ελληνικού Δημοσίου), που αφορούσε μέρος του ως άνω ακινήτου, εμβαδού 2010 τ.μ., γ)η από 5-3-2001 κύρια παρέμβαση του αναιρεσείοντος και δ)η από 4-5-2001 κύρια παρέμβαση της δεύτερης αναιρεσίβλητης, κατά των αρχικών διαδίκων, αντίστοιχα, στη δίκη που ανοίχθηκε με τις ως άνω αγωγές και οι οποίες (κύριες παρεμβάσεις) αφορούσαν τα ίδια επίδικα ακίνητα. Επί των ανωτέρω αγωγών και παρεμβάσεων εκδόθηκε εν τέλει η υπ' αριθμ.20467/2008 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία και αφού ανακλήθηκε εν μέρει η αρχική υπ' αριθμ.8945/2002 παρεμπίπτουσα απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, με την οποία είχαν κριθεί νόμιμες οι αγωγές και οι παρεμβάσεις και είχαν ταχθεί αποδείξεις, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η παρέμβαση της δεύτερης αναιρεσίβλητης Ι. Μ. επειδή δεν είχε ιδιαίτερο αίτημα παροχής έννομης προστασίας, ανεστάλη η εκδίκαση της παρέμβασης του αναιρεσείοντος Α. Κ. λόγω εκκρεμοδικίας, που προέκυπτε από την ιδίου περιεχομένου εκκρεμούσα αγωγή του, και έγιναν εν μέρει δεκτές οι ένδικες αγωγές του αναιρεσείοντος και της δεύτερης αναιρεσίβλητης κατά του Ελληνικού δημοσίου. Με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου, από το άρθρο 559 αρ.14 του ΚΠολΔ, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παρά τον νόμο δεν κήρυξε άκυρη εν μέρει την υπ' αριθμ. 27620/2002 έκθεση εξετάσεως μαρτύρων, ως πράξη της αποδεικτικής διαδικασίας, και ειδικότερα ως προς τη συμμετοχή σ' αυτήν της δεύτερης αναιρεσίβλητης Ι.Μ., της οποίας και όπως προαναφέρθηκε η παρέμβαση στη δίκη μεταξύ του αναιρεσείοντος - ενάγοντος και του αναιρεσιβλήτου - εναγομένου Ελλ. Δημοσίου είχε αρχικά, με την υπ' αριθμ.8945/2002 μη οριστική, περί αποδείξεων, απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κριθεί παραδεκτή, εν συνεχεία δε, με την υπ' αριθμ. 20467/2008 οριστική απόφαση του ίδιου (πρωτοβάθμιου) δικαστηρίου, καθώς και με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, γεγονός που, κατά τον αναιρεσείοντα, καθιστά άκυρη τη συμμετοχή της αναιρεσίβλητης, ως παρεμβαίνουσας, στην ως άνω αποδεικτική διαδικασία. Ο προβαλλόμενος αυτός λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, αφού το Εφετείο δεν δέχεται, ούτε άλλωστε ο αναιρεσείων επικαλείται, ότι η κατά τα ανωτέρω συμμετοχή της αναιρεσίβλητης στην αποδεικτική διαδικασία προκάλεσε στον αναιρεσείοντα βλάβη που δεν μπορεί άλλως να αποκατασταθεί παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, όπως απαιτεί η προρρηθείσα διάταξη του άρθρου 159 περ.3 του ΚΠολΔ, που έχει εφαρμογή εν προκειμένω, ώστε από την μη κήρυξη της ακυρότητας αυτής να δημιουργείται ο προαναφερθείς λόγος αναιρέσεως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού νόμου "περί γαιών" τις 7 Ραμαζάν 1274, του οποίου οι διατάξεις που ρυθμίζουν τα δικαιώματα ιδιωτικής φύσεως διατηρήθηκαν σε ισχύ στις Νέες χώρες με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.4 του ν. 147/1914, η κυριότητα των αγρών ανήκει στο δημόσιο, η παραχώρησή τους δε στους ιδιώτες γίνεται με τη χορήγηση τίτλου (ταπίου), με το οποίο παρέχεται σε αυτούς δικαίωμα όχι κυριότητας, αλλά διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ). Από δε το άρθρο 78 του ίδιου νόμου "περί γαιών", σε συνδυασμό προς το άρθρο 8 των οδηγιών "περί εγγράφων ταπίων" της 7 Σαμπάν 1276, συνάγεται ότι για την κτήση του δικαιώματος εξουσιάσεως αρκεί μόνη η πραγματική κατάσταση της κατοχής και καλλιέργειας του αγρού από εκείνον που εξουσιάζει αυτόν για χρονικό διάστημα δέκα ετών, χωρίς δικαστική αμφισβήτηση και χωρίς να απαιτείται και η έκδοση, επ' ονόματι αυτού, τίτλου (ταπίου), ο οποίος είναι απλώς αποδεικτικό μέσο και όχι συστατικό στοιχείο. Την κτήση αυτή του δικαιώματος, εξουσιάσεως με δεκαετή κατοχή του αγρού αναγνώρισε και το υπ' αριθ. 2468 διάταγμα της προσωρινής κυβερνήσεως Θεσσαλονίκης (άρθρο 2), το οποίο κυρώθηκε με το ν.1072/1917 και ο ν.2052/1920 (άρθρο 50), εφόσον η 10ετία έχει συμπληρωθεί μέχρι 20 Μαΐου 1917. Από τις προεκτεθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 8, 9, 24, 30, 61 και 71 του αυτού ως άνω νόμου "περί γαιών" προκύπτει ότι το προμνησθέν άρθρο 78 έχει εφαρμογή μόνο επί καλλιεργησίμων γαιών και όχι επί βοσκοτόπων και δασών, τα οποία εξουσιάζονται μόνον με ταπί. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 49 παρ.1 του ν.2052/1920 σ' αυτούς που είχαν το παραπάνω δικαίωμα συνεχούς εξουσιάσεως παραχωρήθηκε κατά τα 4/5 εξ αδιαιρέτου το δικαίωμα κυριότητας που ανήκε εξ ολοκλήρου στο δημόσιο και μάλιστα από 20-5-1917 αυτοδικαίως αποκτήθηκε το δικαίωμα αυτό, στη συνέχεια δε με τα άρθρα 101-114 του Δ/τος της 11/12-11-1929, που εκδόθηκε μετά από εξουσιοδότηση του άρθρου 2 του ν. 4226/1929, παραχωρήθηκε σ' αυτούς και το υπόλοιπο 1/5 εξ αδιαιρέτου και έτσι αυτοί που είχαν αποκτήσει δικαίωμα συνεχούς εξουσιάσεως από μία δεκαετία μέχρι 20-5-1917 χωρίς δικαστική αμφισβήτηση, έγιναν καθ' ολοκληρίαν κύριοι του ακινήτου (ΑΠ 523/2000). Εξάλλου ο λόγος αναιρέσεως από τον αρ.1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο, εξετάζοντας την υπόθεση κατ' ουσίαν, εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, του οποίου, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, ή δεν εφαρμόζει κανόνα του οποίου δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, ο δε λόγος αναιρέσεως από τον αρ.19 του ίδιου άρθρου 559 δεν ιδρύεται επίσης όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του προσήκοντος κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε τα ακόλουθα: "Τα ακίνητα των οποίων οι ενάγοντες [αναιρεσείων και δεύτερη αναιρεσίβλητη] ζητούν να αναγνωριστούν κύριοι κείνται στην περιοχή "Μεσελίκ", που σημαίνει μικρός Δρυότοπος, της κτηματικής περιοχής του Δημοτικού Διαμερίσματος ... του Δήμου Χορτιάτη Ν.Θεσσαλονίκης. Η περιοχή αυτή είναι ορεινή με έντονο ανάγλυφο, το οποίο αυλακώνεται από βαθειά ρέματα και αποτελεί τμήμα της ορεινής λεκάνης απορροής του χειμάρρου Ξηροποτάμου. Στην περιοχή αυτή υπήρχαν δασικές εκτάσεις, υπήρχαν όμως και αγροτικές εκτάσεις που καταλάμβαναν τα πιο εύφορα και ισόπεδα εδάφη αυτής, τα οποία οι κάτοικοι του χωριού ... καλλιεργούσαν ανέκαθεν. Το ακίνητο, εμβαδού 2.010 τ.μ. που η ενάγουσα Ι. Μ. ζητεί να αναγνωρισθεί κυρία εμπίπτει -ταυτίζεται εν μέρει- στο ακίνητο του οποίου ο ενάγων Α. Κ. ζητεί να αναγνωρισθεί κύριος με τη συνεκδικαζόμενη αγωγή του. Τα επίδικα έχουν υψόμετρο 400-430 μ., έκθεση βόρεια με κλίση 15-20%, ενώ προς το τμήμα του ρέματος η κλίση αυτή φθάνει έως και 60-70%. Το έδαφος των επιδίκων είναι ως επί το πλείστον αβαθές, εν μέρει με περιορισμένο βάθος, ενώ σε κάποια σημεία φαίνεται το μητρικό του πέτρωμα. Τα επίδικα βρίσκονται σε απόσταση 200 μ. περίπου από τα όρια του προϋφισταμένου του έτους 1923 οικισμού του ... του οποίου οι κάτοικοι είναι γηγενείς. Το ακίνητο 6.757 τ.μ. [στο οποίο εμπίπτει και το ακίνητο της β' αγωγής] συνορεύει βόρεια και ανατολικά με δημόσια δασική έκταση, νότια και δυτικά με μη δασικού χαρακτήρα έκταση. Τα επίδικα ακίνητα κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας αλλά και μετέπειτα λόγω της ορεινής τους μορφής ήταν ακάλυπτα εν μέρει και εν μέρει καλύπτονταν από πολύ αραιή θαμνώδη βλάστηση πρίνου με ελάχιστα άτομα δρυός προς τη μεριά του ρέματος. Την ίδια κατάσταση είχαν και κατά το χρόνο εισαγωγής της Ελληνικής Νομοθεσίας στις Νέες Χώρες. Λόγω της συστάσεως του εδάφους και της κλίσης τους, τα επίδικα κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας δεν καλλιεργούνταν. Αλλά και μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας και κατά το χρόνο εισαγωγής της Ελληνικής Νομοθεσίας στις "Νέες Χώρες", στις οποίες ανήκει ο Ν. Θεσσαλονίκης, και εφεξής, ομοίως δεν καλλιεργήθηκαν αυτά. Ειδικότερα, μετά την απελευθέρωση και κατά την περίοδο της κατοχής λόγω του ότι ήταν κοντά στο χωριό ... οι κάτοικοι αυτού την ελάχιστη θαμνώδη βλάστηση την ξύλευσαν για τις οικιακές ανάγκες. Σε αεροφωτογραφία του έτους 1945 τα επίδικα εμφανίζονται γυμνά, χωρίς ίχνος πρόσφατης ή παλαιότερης καλλιέργειας και χωρίς ύπαρξη φυσικών ή τεχνικών ορίων. Στη συνέχεια, σε αεροφωτογραφία των ετών 1960 και 1988 εμφανίζονται άτομα πρίνου σε ποσοστό 15-25% χωρίς ίχνη καλλιέργειας πρόσφατης ή παλαιότερης, χωρίς φυσικά ή τεχνητά όρια που να της προσδίδουν εικόνα καλλιεργημένου αγρού. Τα επίδικα ακίνητα που ανήκαν στην κατηγορία των δημοσίων γαιών, ενόψει της θέσης και του άγονου εδάφους, κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας μέχρι 20-5-1917 δεν εξουσιάζονταν από τους δικαιοπαρόχους των εναγόντων ή τρίτους. Ουδέποτε κατά το διάστημα αυτό ή μεταγενέστερα καλλιεργήθηκαν από αυτούς. Ουδέποτε παραχωρήθηκαν σε ιδιώτες από το Τουρκικό Δημόσιο με δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως [τεσσαρούφ] ούτε είχαν ποτέ καλλιεργηθεί. Τα επίδικα αποτελούσαν ανέκαθεν δημόσιες γαίες και ανήκαν κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού Νόμου "περί γαιών" της 7 Ραμαζάν 1274 στο Τουρκικό Δημόσιο και ως τέτοιες [Δημόσιες γαίες] περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου βάσει του άρθρου 60 παρ.1 της δια του από 25-8-1923 ν. δ. κυρωθείσας συνθήκης της Λωζάννης ως διαδόχου του Τουρκικού Δημοσίου και κατέστησαν έκτοτε ανεπίδεκτα χρησικτησίας. Οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων δεν απέκτησαν στα επίδικα ακίνητα δικαίωμα εξουσιάσεως, το οποίο στη συνέχεια βάσει του αριθμ. 2468/20-5-1917 Διατάγματος της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης και του ν. 2052/1920 μετατράπηκε σε δικαίωμα πλήρους και αμετάκλητης κυριότητας. Α. Η κρίση αυτή περί ανυπαρξίας δικαιώματος εξουσιάσεως των απωτάτων δικαιοπαρόχων των εναγόντων δεν αναιρείται από την εγγραφή του Τουρκικού Προχείρου Φορολογικού Βιβλίου του χωριού ... του έτους 1323 [καθ' ημάς 1907], με αύξον. αριθμ. ..., αριθμ. μετώπ. 55, είδος ακινήτου αμπελότοπος, ποιότης γ' , με έκταση 1 στρέμμα και ένα αυλάκι και σύνορα Χ. Γ., Δ., Α. και Α. και όνομα εξουσιαστού Α. γιος Α. Τ.. Η εγγραφή αυτή, που δεν αποτελεί τίτλο ιδιοκτησίας, δεν προκύπτει ότι αφορά το επίδικο, αφού χωρίς διαστάσεις, εξάρτηση από δίκτυο αναφοράς, τοπογραφικά διαγράμματα ή επώνυμα ομόρων ιδιοκτητών είναι αδύνατο να εφαρμοσθεί στο έδαφος, ως προς το σχήμα και ως προς την ακριβή θέση του ακινήτου που αφορά, αλλά μια τέτοια εγγραφή μπορεί να εφαρμοσθεί και σε άλλα ακίνητα. Το ίδιο δέχεται και ο διορισθείς πραγματογνώμονας Ν. Ι., ο οποίος, ενώ αναγράφει στην έκθεσή του ότι δεν είναι δυνατόν από την περιγραφή της φορολογικής εγγραφής να προσδιορισθεί το σχήμα, η μορφή που είχε το επίδικο και η ακριβής θέση νιου, παρόλα αυτά, συλλέγοντας μαρτυρία τρίτου προσώπου ονόματι Θ. Χ., τον οποίο εξέτασε, χωρίς να του έχει επιτραπεί από το δικαστήριο για τη διαμόρφωση της κρίσης του η χρήση μαρτυριών τρίτων προσώπων, και επιπλέον δεχόμενος ότι με το αναγραφόμενο όνομα συνορίτη "Δ." της εγγραφής υπολαμβάνεται ο πατέρας του Δ., ο Σ. Π., ήτοι προφανώς κατ' αυτόν πρόκειται για λάθος του υπαλλήλου του Τουρκικού Κράτους η αναγραφή του "Δ." αντί Σ., καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εγγραφή αυτή αφορά το επίδικο [αριθμ. έκθ. κατ. 45032/1006], το οποίο ήταν αμπελότοπος και συνεπώς καλλιεργείτο κατά την Τουρκοκρατία. Τα παραπάνω όμως καθιστούν το συμπέρασμά του αυτό επισφαλές. Ούτε οι προταθέντες από την ενάγουσα Ι. Μ. μάρτυρες μπορούν να στηρίξουν αντίθετη κρίση. Οι καταθέσεις των μαρτύρων αυτών, εκ των οποίων μάλιστα ο Α. Λ. ή Μ. διεκδικεί και ο ίδιος από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο δέκα ακίνητα που βρίσκονται στην αυτή με το επίδικο περιοχή, που αναφέρουν πράξεις εξουσιάσεως [καλλιέργειας] του δικαιοπαρόχου της ενάγουσας επί του επιδίκου αναγόμενες στη δεκαετία πριν από την 20η Μαΐου 1917 τουλάχιστον, ελέγχονται ως μειωμένης αξιοπιστίας, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη το πρόσθετο γεγονός ότι αυτοί γεννήθηκαν το έτος 1931, ώστε δεν ομιλούν εξ ιδίας αντιλήψεως. Αλλά και οι πράξεις καλλιέργειας που καταθέτουν για το μετέπειτα διάστημα καταρρίπτονται από το ζεύγος αεροφωτογραφιών των ετών 1945, 1960 και 1988 όπου το ακίνητο φαίνεται γυμνό οιασδήποτε καλλιέργειας. Επίσης η ενάγουσα, ενώ επικαλείται ότι η δικαιοπάροχός της Α. χήρ. Γ. Β. είχε στην κυριότητά της το επίδικο ακίνητο βάσει της αριθμ. .../1943 δημόσιας διαθήκης, δεν την προσκομίζει έτσι ώστε να διαπιστωθεί αν αυτό περιέχεται στα κληρονομιαία ακίνητα και έτσι έστω και εμμέσως να συναχθεί εξουσίαση σε παρελθόντα χρόνο. Απεναντίας, στην αριθμ. .../11-4-1983 δημόσια διαθήκη της Α. χηρ. Β. με την οποία καταλείπεται στην ενάγουσα το επίδικο και ένα οικόπεδο, ενώ δηλώνεται για το τελευταίο [οικόπεδο] ως τρόπος περιέλευσης η αριθμ. .../12-12-194-3 δημόσια διαθήκη, για το επίδικο δεν αναγράφεται κάτι τέτοιο, γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι αυτό δεν περιέχονταν στη διαθήκη αυτή. Κατά τις επικρατούσες τότε μακροχρόνιες συνήθειες στα χωριά ο διαθέτης όταν συνέτασσε διαθήκη περιλάμβανε όλα τα ακίνητά του. Επίσης, δεν συμβιβάζονταν με τα κρατούντα τότε συναλλακτικά ήθη ο σύζυγος να δωρίζει άτυπα στη σύζυγό του, με την οποία εξακολουθεί να συμβιώνει, ακίνητο, όπως εδώ επικαλείται η ενάγουσα ότι ο Α. Τ., εξουσιάζοντας το ακίνητο από το 1902, το έτος 1917 το δώρησε ατύπως στη σύζυγό του Ε. Τ.. Απ' όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι στο επίδικο ακίνητο ουδεμία πράξη εξουσιάσεως έλαβε χώρα κατά τα έτη 1902-1917, αλλά και μεταγενέστερα δεν μεσολάβησε οποιαδήποτε πράξη νομής από τους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας. Για πρώτη φορά το ακίνητο αυτό εμφαίνεται στην αριθμ. .../11-4-1983 δημόσια διαθήκη όταν πλέον τα ακίνητα της περιοχής είχαν αρχίσει να αποκτούν οικονομική αξία. Β. Περαιτέρω, αντίθετη κρίση δεν μπορεί να στηριχθεί στις εγγραφές του Τουρκικού Πρόχειρου Φορολογικού Βιβλίου που επικαλείται ο ενάγων Α. Κ. [αριθμ. έκθ. κατάθ. αγωγ. 5351/2001]. Οι εγγραφές αυτές με αύξοντα αριθμ. 1025 και 1026 εκτάσεως 3 και ενός στρεμμάτων [=3.672 τ.μ.] που δεν αποτελούν τίτλους ιδιοκτησίας, δεν προκύπτει σε βαθμό δικανικής πεποιθήσεως ότι αφορούν το επίδικο ακίνητο εμβαδού 6.757 τ.μ., αφού η εφαρμογή τους στο έδαφος είναι αδύνατη ώστε να προσδιορισθεί το σχήμα και η ακριβής θέση αυτού. Τέτοιες εγγραφές μπορούν με τον τρόπο εφαρμογής που επικαλούνται οι πραγματογνώμονες να εφαρμοσθούν και σε άλλα ακίνητα της ευρύτερης περιοχής. Οι διορισθέντες με την αριθμ. 8945/2002 προδικαστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στους οποίους απαγορεύθηκε από το Δικαστήριο να χρησιμοποιήσουν πληροφορίες διαδίκων και τρίτων, ενώ τονίζουν στην έκθεση που συνέταξαν ότι από τις εγγραφές αυτές δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί το σχήμα του ακινήτου και η ακριβής θέση του, παρόλα αυτά, χρησιμοποιώντας και αυτοί ανεπίτρεπτα και συλλέγοντας μαρτυρία τρίτου προσώπου ονόματι Θ. Χ., καταλήγουν ότι η έκταση [6.757 τ.μ.] που διεκδικεί ο ενάγων προέρχεται [αυτολεξεί πραγματογνωμοσύνης] "α]Από τη συνένωση δύο κτημάτων του Α. γιου Σ. Τ. με αύξ. αριθμ. 1025 και 1026, έκτασης 3.672 τ.μ. το σχήμα των κτημάτων αυτών ... δεν μπορεί δυστυχώς να προσδιορισθεί, β]από τη συνένωση του κτήματος με αύξ. αριθμ. ... ... γ] από τη συνένωση του κτήματος του Σ. γιου Δ. Π. με αυξ. 1027 ... 918 τ. μ. καθώς και κτήμα από το κτήμα του Π. ...", χωρίς να απαντούν και με τη συμπληρωματική τους πραγματογνωμοσύνη στο ερώτημα ποιο τελικά είναι το τμήμα του επιδίκου που αφορούν οι εγγραφές αυτές και πού εντοπίζεται αυτό, παρατηρήσεις που καθιστούν επισφαλή τη γνωμοδότησή τους. Οι καταθέσεις των μαρτύρων που με επιμέλεια του ενάγοντος Α. Κ. εξετάσθηκαν και οι οποίοι αναφέρουν πράξεις εξουσιάσεως [καλλιέργειας] των δικαιοπαρόχων του επί του επιδίκου, αναγόμενες στη δεκαετία πριν από την 20η Μαΐου 1917 τουλάχιστον, ελέγχονται ως μειωμένης αξιοπιστίας, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι γεννήθηκαν κατά τα έτη 1922 και 1929, ώστε δεν ομιλούν εξ ιδίας αντιλήψεως αλλ' επικαλούνται αμφίβολης ακρίβειας διηγήσεις παλαιότερων προσώπων. Επίσης, είναι απορίας άξιο η σύζυγος, η θυγατέρα και ο υιός [ενάγων], ενώ αποδέχονται με την αριθμ. .../26-8-1966 πράξη του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Γεωργίου Βαβατσιούλα τα κληρονομιαία ακίνητα του αποβιώσαντος στις 25-10-1965 συζύγου και πατέρα τους, παραλείπουν να συμπεριλάβουν το επίδικο που έχει τόση μεγάλη έκταση στα κληρονομιαία ακίνητα, για το οποίο προβαίνουν σε συμπληρωματική δήλωση αποδοχής μόλις το έτος 1982. Ενισχυτικά όλων των παραπάνω, ήτοι της έλλειψης δικαιώματος εξουσιάσεως έως 20-5-1917 και νομής αργότερα επί του επιδίκου είναι και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέδειξε στο 6° συνεργείο Δασικού Κτηματολογίου ακίνητο του οποίου η έκταση ανέρχεται σε 5.927,17 τ.μ, ενώ στον τοπογράφο μηχανικό Χ. Μ. και στον Α. Ν. υπέδειξε όρια ακινήτου με έκταση 6.757 τ.μ. και επικαλείται φορολογικές εγγραφές που αφορούν δύο ακίνητα συνολικού εμβαδού 3.674 τ. μ. Όλα τα παραπάνω ενισχύουν την κρίση του Δικαστηρίου ότι στο επίδικο ακίνητο ουδεμία πράξη εξουσιάσεως έλαβε χώρα κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ή τουλάχιστον για μία δεκαετία έως 20-5-1917, αλλά και μεταγενέστερα δεν μεσολάβησε οποιαδήποτε πράξη νομής από τους δικαιοπαρόχους του και τον ίδιο. Για πρώτη φορά το ακίνητο αυτό εμφανίζεται στις αριθμ. ... και .../1982 συμπληρωματικές δηλώσεις αποδοχής, όταν πλέον τα ακίνητα της περιοχής έχουν αρχίσει να αποκτούν αξία. Μετά τις σκέψεις αυτές, οι συνεκδικαζόμενες αριθμ. έκθ. κατάθεσης 45032/16-12-1996 και 5351/2001 αγωγές είναι απορριπτέες ως ουσία αβάσιμες γιατί αποδείχθηκε ότι τα ακίνητα υπήρξαν ανέκαθεν δημόσιες γαίες και επί Τουρκοκρατίας ως ανήκοντα στην κατηγορία των δημοσίων γαιών, ουδέποτε παραχωρήθηκαν σε ιδιώτες από το Τουρκικό Δημόσιο με δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης ούτε είχαν ποτέ καλλιεργηθεί επί δεκαετία τουλάχιστον πριν από 20-5-1917 και συνεπώς η κυριότητά τους περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου". Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο δέχθηκε την έφεση του ήδη αναιρεσιβλήτου Ελληνικού δημοσίου κατά της πρωτόδικης υπ' αριθμ. 20467/2008 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που είχε δεχθεί τα αντίθετα, και απέρριψε κατ' ουσίαν την ένδικη αναγνωριστική αγωγή του αναιρεσείοντος Α. Κ. (και εκείνην της δεύτερης αναιρεσίβλητης Ι. Π.) κατά του ελληνικού δημοσίου, η οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή πρωτοδίκως (ανωτ. υπό ΙΙ). Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, ότι δηλαδή το επίδικο ακίνητο κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, αλλά και μετέπειτα, κατά τον χρόνο εισαγωγής της ελληνικής νομοθεσίας στις Νέες Χώρες, λόγω της περιγραφόμενης ορεινής του μορφής ήταν ακάλυπτο εν μέρει και εν μέρει καλύπτονταν από πολύ αραιή θαμνώδη βλάστηση πρίνου, με ελάχιστα άτομα δρυός προς το μέρος του ρέματος, ότι λόγω της επίσης περιγραφόμενης συστάσεως του εδάφους και της κλίσης του το επίδικο ουδέποτε κατά τους ανωτέρω χρόνους καλλιεργήθηκε, ούτε παραχωρήθηκε σε ιδιώτες (δικαιοπαρόχους των εναγόντων ή τρίτους) από το Τουρκικό δημόσιο με δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), ανήκοντας ανέκαθεν, ως δημόσια γαία, στο Τουρκικό κράτος κατά το άρθρο 3 του Οθωμ.ΝπΓ της 7 Ραμαζάν 1274 και ως τέτοια (δημόσια γαία) περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου βάσει του άρθρου 60 παρ.1 της Συνθήκης της Λωζάννης, που κυρώθηκε με το από 25-8-1923 ν.δ., ως διαδόχου του Τουρκικού Δημοσίου, και κατέστη έκτοτε ανεπίδεκτο χρησικτησίας, και ότι επομένως οι δικαιοπάροχοι του αναιρεσείοντος και ο τελευταίος δεν έγιναν κύριοι του επιδίκου, όπως ισχυρίζονταν με την αγωγή του, δεν παραβίασε ευθέως, με εσφαλμένη εφαρμογή, τις ανωτέρω και τις αναφερόμενες στην αρχή της παρούσης παραγράφου ουσιαστικές διατάξεις, αλλ' ούτε και εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς ή (και) αντιφατικές αιτιολογίες, αφού υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες τόσον ως προς τη μορφή του επιδίκου όσον και ως προς την μη περιέλευσή του στους δικαιοπαρόχους του αναιρεσείοντος και στον τελευταίο, οι οποίες (αιτιολογίες) επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής, ως ανωτέρω, εφαρμογής των ειρημένων ουσιαστικών διατάξεων. Επομένως τα αντίθετα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τους δεύτερον και έκτο, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγους της αιτήσεώς του, είναι αβάσιμα. IV. Ο αναιρετικός λόγος από τον αρ.11 περ.β' και γ' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αποδείξεις που προσκομίστηκαν, αποδεικτικά δηλαδή μέσα που οι διάδικοι προσκόμισαν και επικαλέστηκαν. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη, το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε τις ρητώς μνημονευόμενες αεροφωτογραφίες των ετών 1945, 1960 και 1988 που αφορούσαν το επίδικο και τις οποίες είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι (την πρώτη μάλιστα από αυτές και ο ίδιος ο αναιρεσείων, όπως αναφέρει στο αναιρετήριο), καθώς και τα υπ' αριθμ. 47/1997 πρακτικά του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης που είχε προσκομίσει και επικαλεστεί ο αναιρεσείων, και τις από 4-12-2006, αρχική, και 5-2-2008, συμπληρωματική, εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης που είχε διαταχθεί πρωτοδίκως και τις οποίες (εκθέσεις) είχαν επίσης προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι. Επομένως τα αντίθετα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τους τρίτον, τέταρτο και πέμπτο λόγους του αναιρετηρίου, από τον αρ.11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ότι δηλαδή το Εφετείο έλαβε υπόψη τις προρρηθείσες αεροφωτογραφίες χωρίς να τις έχει προσκομίσει και επικαλεστεί κανένας διάδικος, ενώ δεν έλαβε υπόψη τα λοιπά ως άνω αποδεικτικά μέσα (πρακτικό ειρηνοδικείου και εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης) που είχε προσκομίσει και επικαλεστεί ο αναιρεσείων, είναι αβάσιμα. Κατά τα λοιπά ο ίδιος πέμπτος λόγος, καθόσον προσάπτεται με αυτόν η αναιρετική πλημμέλεια του αρ.20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ότι το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της ανωτέρω συμπληρωματικής εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης, στο αποδεικτικό της μέρος, είναι απαράδεκτος, αφού η έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ως ίδιον αποδεικτικό μέσον, υποκείμενο στην εκτίμηση του δικαστηρίου, δεν αποτελεί έγγραφο κατά την έννοια του ειρημένου άρθρου 559 αρ.20 του ΚΠολΔ, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί αναιρετικώς για παραμόρφωση του περιεχομένου του, όπως απαράδεκτος κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ είναι ο ίδιος λόγος αναιρέσεως καθόσον πλήττεται με αυτόν η από το δικαστήριο της ουσίας εκτίμηση αποδεικτικών μέσων και δη των ανωτέρω εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης. Για τον ίδιο δε λόγο, ότι δηλ. πλήττεται με αυτόν η ουσιαστική και μόνον κρίση του Εφετείου, είναι απαράδεκτος και ο έβδομος λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο και υπό την επίκληση των αριθμών 8 και 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ υποστηρίζεται ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι επί Τουρκοκρατίας κατά την κρατούσα πρακτική οι καλλιεργητές δήλωναν στο Πρόχειρο Τουρκικό Φορολογικό Βιβλίο μικρότερη επιφάνεια καλλιεργούμενης έκτασης ώστε να πληρώνουν αντιστοίχως μικρότερο φόρο, ισχυρισμός άλλωστε που δεν είναι ουσιώδης, και επομένως "πράγμα" κατά την έννοια του αρ.8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, και ότι ο ίδιος (αναιρεσείων) είχε προβάλει τον ισχυρισμό ότι στο επίδικο ανευρίσκονται μέχρι σήμερα υπολείμματα "ξερολιθιάς", τον οποίο, αποδεικνυόμενο, δεν έλαβε υπόψη το Εφετείο. V. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, να μην επιδικασθεί όμως δικαστική δαπάνη εις βάρος του αναιρεσείοντος, ελλείψει σχετικού αιτήματος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 17-11-2011 αίτηση του Α. Κ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2828/2009 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 10η Απριλίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 7η Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ερημοδικία αναιρεσιβλήτου. Δικάζεται ωσεί παρών αν ο επισπεύδων αναιρεσείων έχει επιδώσει σ' αυτόν αντίγραφο της αναίρεσης με κλήση προς συζήτηση. Αναιρετικός λόγος για μη κήρυξη ακυρότητας (αριθμ. 14 αρθρ. 559 Κ.Πολ.Δ.). Έννοια ακυρότητας. Δικονομική βλάβη. Δημόσιες γαίες κατά τον Οθωμανικό Νόμο περί Γαιών. Πώς οι αγροί (και μόνον) περιέρχονταν στους ιδιώτες με δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεταρτούφ) και εντεύθεν στην κυριότητα τους μετά την Απελευθέρωση. Σχετικές διατάξεις. Αναιρετικοί λόγοι από τους αρ. 1, 8, 11 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., αβάσιμοι. Έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Δεν ελέγχεται κατά το άρθρο 559 αρ. 20 για παραμόρφωση του περιεχομένου της. Ανέλεγκτη η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου κατ΄ άρθρον 561 § 1 Κ.Πολ.Δ. (Επικυρώνει Εφ.Θεσσ. 2828/2009).
Κλήτευση
Γαίες, Δημόσια κτήματα, Ερημοδικία , Κλήτευση .
0
Αριθμός 1029/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Α. Σ. του Π., 2)Σ. Σ. του Π. και 3)Μ. συζ. Π. Σ., κατοίκων ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Λιούμα. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Μ. χας Κ. Μ., το γένος Κ. Τ., και 2)Ε. συζ. Ι. Μ., κατοίκου ... Η 1η δεν παραστάθηκε, διότι όπως δήλωσε ο δικηγόρος Σπυρίδων Μαύρος απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τον Ι. Μ., κάτοικο ..., ο οποίος συνεχίζει τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπείται από τον ίδιο βάσει πληρεξούσιου. Η 2η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Αρβανίτη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις: 1)από 15/5/2008 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, 2)από 20/6/2008 αγωγή της ήδη τρίτης αναιρεσείουσας, 3)από 10/4/2009 αγωγή της πρώτης αναιρεσίβλητης, και 4)από 26/2/2009 αγωγή της ήδη δεύτερης αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 176/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 170/2011 του Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 20/9/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 6/3/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του 1ου αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Μετά την άσκηση της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης και, ειδικότερα, στις 4.4.2012, πέθανε η ενάγουσα και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη Μ. χήρα Κ. Μ., το γένος Κ. και Β. Τ.. Ο Ι. Μ. του Φ., ως μοναδικός εκ διαθήκης κληρονόμος της, όπως προκύπτει από τα, με επίκληση, προσκομιζόμενα από τον ίδιο έγγραφα, αλλά και δεν αμφισβητείται από τους λοιπούς διαδίκους (αναιρεσείοντες και δεύτερη αναιρεσίβλητη), με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του Σπυρίδωνος Μαύρου, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά, γνωστοποίησε νόμιμα το θάνατο της πιο πάνω άμεσης δικαιοπαρόχου του και την εκούσια στο όνομά της επανάληψη της δίκης, που διακόπηκε βίαια, η οποία πλέον συνεχίζεται νόμιμα. ΙΙ. Από το σύνδεσμο των διατάξεων των άρθρων 1142, 1166, 1800 παρ. 2, 1820 παρ. 1, 1825, 1827 και 1829 ΑΚ συνάγεται, ότι η εγκατάσταση με διαθήκη αναγκαίου κληρονόμου, όπως ο σύζυγος του διαθέτη, σε μόνη την επικαρπία κληρονομιαίου ή κληρονομιαίων ακινήτων, η ψιλή κυριότητα των οποίων καταλείπεται σε άλλους, αποτελεί περιορισμό της νόμιμης μοίρας του, ο οποίος, κατά το μέρος που τη βαρύνει, θεωρείται σαν να μην έχει γραφεί, οπότε ο μεριδούχος δικαιούται τα κληρονομιαία ακίνητα κατά πλήρη κυριότητα ως προς το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του, που είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας του και επιπλέον, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη διάταξη στη διαθήκη, και την επικαρπία, στην οποία εγκαταστάθηκε (Ολ.ΑΠ 769/1970, ΑΠ 199/1998 Ελλ.Δνη 39.849), ενώ η σχετική αξίωσή του, ενόψει και των διατάξεων των άρθρων 1710, 1712 επ., 1846, 1871 ΑΚ και 70 ΚΠολΔ, μπορεί να ασκηθεί και με αναγνωριστική αγωγή για το κληρονομικό του δικαίωμα, εφόσον αμφισβητείται. Εξάλλου, κατά το άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ, η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117 πρέπει να περιέχει α)σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β)ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς κα γ)ορισμένο αίτημα. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως δέχτηκε το Εφετείο και προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) επισκόπηση του περιεχομένου της ένδικης - από 10.4.2009 - αγωγής της ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης ενάγουσας, η τελευταία ζήτησε με αυτή - αγωγή - να αναγνωριστεί, κατά το μέρος που περιορίζει τη νόμιμη μοίρα της, η ακυρότητα της από 25.11.1975 δημόσιας διαθήκης του συζύγου της Κ. Μ., ο οποίος πέθανε στις 14.8.1982 έχοντας αποκτήσει από το νόμιμο γάμο της με αυτήν τρία τέκνα, ήτοι τη Μ. Μ., Ε. Μ. και Π. Μ., εφόσον ο θανών σύζυγός της κατέλιπε σ'αυτή μόνο το 1/4 εξ αδιαιρέτου της επικαρπίας των κληρονομιαίων ακινήτων και οι ήδη αναιρεσίβλητοι εναγόμενοι αμφισβητούν το κληρονομικό δικαίωμά της ως νόμιμη μεριδούχου στην κληρονομία του συζύγου της. Η εν λόγω αγωγή, έχοντας το προεκτεθέν περιεχόμενο και αίτημα, είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, εφόσον στηρίζεται στις διατάξεις που προεκτέθηκαν. Επομένως, το Εφετείο, με το να κρίνει ότι η αγωγή είναι νόμιμη, ακολούθως δε να δεχθεί - όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση - ως αποδειχθέντα τα ιστορούμενα ανωτέρω περιστατικά, να καταλήξει δε στην παραδοχή της αγωγής ως βάσιμης και κατ'ουσίαν και να αναγνωρίσει την ακυρότητα της διαθήκης κατά το ποσοστό 1/8 της νόμιμης μοίρας της ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης ενάγουσας (πέραν του 1/4 εξ αδιαιρέτου της επικαρπίας, εφόσον δέχτηκε ότι δεν υπάρχει αντίθετη διάταξη στη διαθήκη), σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, χωρίς να απαιτήσει περισσότερα στοιχεία ή να αρκεσθεί σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτούν οι διατάξεις αυτές, ενώ περιέλαβε στην απόφασή του πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία που καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή τους, δεν παραβίασε δε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1831, 1833 και 1834 ΑΚ, τις οποίες επικαλούνται οι αναιρεσείοντες και αφορούν, αντίστοιχα, στον προσδιορισμό της κληρονομίας για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας, στις παροχές σε μεριδούχο που καταλογίζονται στη νόμιμη μοίρα και στον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας σε περίπτωση συνεισφοράς τις οποίες ορθά δεν εφάρμοσε, εφόσον, υπό τα προεκτιθέμενα δεδομένα, δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής τους, ούτε παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει απαράδεκτη την αγωγή λόγω - τάχα - αοριστίας της, ούτε επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή περισσότερα από όσα ζητήθηκαν και δεν έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και, συνεπώς, οι λόγοι αναίρεσης, πρώτος από τους αριθμούς 1, 19 και 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και τρίτος, κατ'ορθή εκτίμησή του, από τους αριθμούς 1, 8, 9, 14 και 19 (και όχι και από τον αριθμό 12) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους, υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. ΙΙΙ. Για την ίδρυση του λόγου από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για λήψη ή μη λήψη υπόψη πραγμάτων που δεν προτάθηκαν ή που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλαδή αυτοτελών πραγματικών ισχυρισμών που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 3/1997), θα πρέπει ο ισχυρισμός να είχε προταθεί ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά τρόπο ορισμένο και παραδεκτό, να είναι νόμιμος και ν'ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ.ΑΠ 2/1989). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης, κατ'ορθή εκτίμησή του, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 8 περ.β'(και όχι και από τους αριθμούς 1 και 19) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό τους, ότι η ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη ενάγουσα άσκησε την ένδικη αναγνωριστική κληρονομικού δικαιώματός της αγωγή χωρίς να έχει έννομο συμφέρον, αφού η αξίωση που αφορά έχει υποπέσει στην εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ, ισχυρισμό τον οποίο είχαν προβάλει με τις προτάσεις τους στον πρώτο βαθμό και είχαν επαναφέρει νόμιμα - ως ηττηθέντες - με λόγο της έφεσής τους κατά την εκκληθείσας απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Όπως, όμως δέχτηκε το Εφετείο και προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) επισκόπηση του - από 10.9.2010 - δικογράφου της έφεσης των ήδη αναιρεσειόντων (σελ.47 επ. αυτού), η προτεινόμενη παραγραφή αναφέρεται σε "δικαίωμα του Π. Μ. ως νόμιμου μεριδούχου..." και όχι στην αξίωση που αφορά η ένδικη αναγνωριστική κληρονομικού δικαιώματος αγωγή της ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης ενάγουσας. Συνεπώς, ο παραπάνω ισχυρισμός των αναιρεσειόντων δεν προτάθηκε νόμιμα στο Εφετείο και επομένως ο λόγος αυτός της αναίρεσης δεν ιδρύθηκε και είναι γι'αυτό απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί. Η περιλαμβανόμενη στον ίδιο αναιρετικό λόγο αιτίαση, επίσης, από το άρθρο 559 αρ.8 περ.β'ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη και τον προβληθέντα νόμιμα ουσιώδη ισχυρισμό τους, ότι τόσο ο Π. Μ. (έως το θάνατό του), όσο και η (ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη ενάγουσα), με την έως τώρα συμπεριφορά τους, επί 27 και πλέον έτη, δεν προέβαλαν ποτέ ζήτημα ακυρότητας της διαθήκης, που γνώριζαν, αλλά παραιτήθηκαν, σε κάθε περίπτωση, του δικαιώματος της νόμιμης μοίρας του - του Π. Μ.", πέραν της αοριστίας του άνω ισχυρισμού, εφόσον δεν προσδιορίζεται συγκεκριμένα η συμπεριφορά των ανωτέρω, από την οποία να προκύπτει η προβαλλόμενη παραίτησή τους, ως μη αφορώσα, και η αιτίαση αυτή, στην προαναφερθείσα αξίωση της ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης ενάγουσας αλλά στο δικαίωμα νόμιμης μοίρας του Π. Μ., δεν ασκεί έννομη επιρροή όσον αφορά την ένδικη αναγνωριστική κληρονομικού δικαιώματος αγωγή της ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης ενάγουσας και είναι γι'αυτό απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί. IV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάσθηκαν οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, οι οποίοι όμως εφαρμόζονται τότε μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά, ως προς αυτό, κρίση του, διαπιστώνει ότι υπάρχει σε δικαιοπραξία κενό ή αμφιβολία ως προς την έννοια των δηλώσεων βούλησης. Ειδικότερα, επί ερμηνείας διαθήκης, εφόσον υπάρχει κενό ή αμφίβολο σημείο στη δήλωση βούλησης του διαθέτη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 173 ΑΚ, για την πλήρωση ή άρση, αντίστοιχα, του σημείου αυτού, αναζητείται η αληθινή βούληση του διαθέτη χωρίς προσήλωση στις λέξεις, με μοναδικό κριτήριο την υποκειμενική άποψη, ως μη έχοντας εφαρμογή - επί διαθήκης- της διάταξης του άρθρου 200 ΑΚ (ΑΠ 389/2012). Εκτός, όμως, των γενικών ερμηνευτικών κανόνων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, υπάρχουν και ειδικοί ερμηνευτικοί ή συμπληρωματικοί κανόνες επί δικαιοπραξιών, οι οποίοι έχουν θεσπισθεί είτε για την περίπτωση που εκφράσθηκαν τα μέρη αλλά γεννιώνται αμφιβολίες ως προς την έννοια ή την έκταση της δήλωσής τους (ερμηνευτικοί των δηλώσεων κανόνες), είτε για την περίπτωση που τα μέρη δεν όρισαν τίποτε ως προς σημείο δικαιοπραξίας (συμπληρωτικοί κανόνες). Στην περίπτωση αυτή, θα προκληθούν των γενικών ερμηνευτικών κανόνων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ οι ειδικοί ερμηνευτικοί ή συμπληρωματικοί κανόνες, των οποίων άλλωστε η ειδική ερμηνεία ή συμπλήρωση που παρέχουν στηρίζεται επί του στοιχείου της συναλλακτικής ευθύνης που απαιτούν οι γενικοί ορισμοί. Τέλος, εκ πλαγίου παραβίαση των αρθρ.173 και 200 ΑΚ υπάρχει, όταν, μολονότι διαπιστώθηκε η ανάγκη ερμηνείας (κενό κ.λπ), οι διατάξεις εφαρμόσθηκαν κατά τρόπο που καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή εφαρμογή τους (ΑΠ 822/1998). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως δέχτηκε το Εφετείο και προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) εκτίμηση του περιεχομένου της από 26.2.2009 αγωγής της ήδη δεύτερης αναιρεσίβλητης ενάγουσας, η τελευταία ζήτησε με αυτή - αγωγή - να αναγνωρισθεί το κληρονομικό της δικαίωμα, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου, ως προς την ψιλή κυριότητα των κληρονομιαίων ακινήτων, διότι - όπως ισχυρίστηκε - ο διαθέτης (Κ. Μ.) την όρισε με την προαναφερθείσα δημόσια διαθήκη του, για την περίπτωση θανάτου άτεκνου - όπως συνέβη - του κληρονόμου του, γιου του, Π., καταπιστευματοδόχο, μαζί με τα υπόλοιπα εγγόνια του τόσο από τη θυγατέρα του - και μητέρα της - Ε., όσο και από την άλλη θυγατέρα του Μ., αν και η ίδια γεννήθηκε μετά το θάνατο του διαθέτη και του επιβαρυμένου με το καταπίστευμα κληρονόμου του και κατά τους χρόνους αυτούς είχαν γεννηθεί τα τέκνα της Μ., ήδη πρώτος και δεύτερος αναιρεσείοντες εναγόμενοι, που αμφισβητούν το δικαίωμά της αυτό. Η αγωγή αυτή, με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1809, 1923, 1924, 1995 και 1936 ΑΚ, οι οποίες, ενόψει και των ορισμών του άρθρου 1940 του ίδιου Κώδικα, εφαρμόζονται και στην περίπτωση του κληρονομικού καταπιστεύματος, από το συνδυασμό των οποίων - όπως ορθά δέχτηκε το Εφετείο - προκύπτει, ότι, αν ο διαθέτης εγκατέστησε κληρονόμο του το γιό του και για την περίπτωση που αυτός πέθαινε - όπως και συνέβη - άτεκνος όρισε καταπιστευματοδόχους τα παιδιά των δύο θυγατέρων του, από τα οποία, όμως, κατά το θάνατό του, είχαν γεννηθεί μόνο εκείνα της μιας, ενώ τα παιδιά της άλλης, τα οποία δεν ήταν καν συνειλημμένα τότε, γεννήθηκαν αργότερα, τα τελευταία είναι συγκαταπιστευματοδόχοι με τα πρώτα, τα οποία υποχρεούνται να τους αποδώσουν, κατά τον τοκετό τους, το μερίδιο που τους αναλογεί, αφού, προσδιορίζοντας ο διαθέτης ως καταπιστευματοδόχους τα παιδιά και των δύο θυγατέρων του, χωρίς, ως προς το θέμα αυτό, να ορίσει κάτι άλλο, θέλησε ως καταπιστευματοδόχους όλα τα εγγόνια του και από τις δύο θυγατέρες του, οπότε, στην περίπτωση αυτή, χρόνος επαγωγής στον καταπιστευματοδόχο που γεννήθηκε αργότερα, είναι ο χρόνος (όχι του θανάτου του επιβαρυμένου, αλλά) του τοκετού του. Ακολούθως, το Εφετείο - όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση - δέχτηκε την έφεση της ήδη δεύτερης αναιρεσίβλητης ενάγουσας κατά τη εκκληθείσας απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει αντίθετη κρίση, αφού δε εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και κράτησε και δίκασε την υπόθεση κατ'ουσίαν, δέχτηκε δε ως αποδειχθέντα τα ιστορούμενα ανωτέρω περιστατικά και το κατά τα άνω δικαίωμα νόμιμης μοίρας της ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης ενάγουσας κατά ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου, κατέληξε στην παραδοχή εν μέρει της αγωγής ως βάσιμης και κατ'ουσίαν και αναγνώρισε το κληρονομικό δικαίωμα της ήδη δεύτερης αναιρεσίβλητης ενάγουσας κατά (8/8 - 1/8 = 7/8 : 3=) 7/24 εξ αδιαιρέτου. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τους γενικούς ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και του ΑΚ, τους οποίους ορθά δεν εφάρμοσε, εφόσον, υπό τα προεκτιθέμενα δεδομένα, δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής τους, και, συνεπώς, οι λόγοι αναίρεσης, τέταρτος, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και πέμπτος, από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου του ΚΠολΔ, με τους οποίους, υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 20.9.2011 αίτηση των 1)Α. Σ. του Π. κ.α. για αναίρεση της 170/2011 απόφασης του Εφετείου Ιωαννίνων. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, επιμεριζόμενα λόγω της χωριστής τους υπεράσπισης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Απριλίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 7η Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η εγκατάσταση με διαθήκη αναγκαίου κληρονόμου σε μόνη την επικαρπία κληρονομιαίου ή κληρονομιαίων ακινήτου, η ψιλή κυριότητα των οποίων καταλείπεται σε άλλους, αποτελεί περιορισμό της νόμιμης μοίρας του, που θεωρείται, κοντά το μέρος του τη βαρύνει, σαν να μην έχει γραφεί, και ο μεριδούχος δικαιούται τα κληρονομιαία ακίνητα κατά πλήρη κυριότητα ως προς το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του και επιπλέον, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη διάταξη στη διαθήκη, και την επικαρπία, στην οποία εγκαταστάθηκε. Ειδικοί ερμηνευτικοί ή συμπληρωματικοί κανόνες επί δικαιοπραξιών προηγούνται των γενικών ερμηνευτικών κανόνων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ.
Κληρονομία
Κληρονομία .
2
Αριθμός 1034/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Μ. Φ. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Νινόπουλο. Του αναιρεσιβλήτου: Κ. Κ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Ρέκα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20/3/2008 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου και τις από 23/9/2011 προτάσεις - ανταγωγή του ήδη αναιρεσείοντος και των Κ. και Γ. Φ., που δεν είναι διάδικοι στη δίκη αυτή, οι οποίες κατατέθηκαν στο Ειρηνοδικείο Ηρακλείου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 108/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και 108/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 25/6/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 5/2/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά το άρθρο 1045 ΑΚ για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί μια συνεχής εικοσαετίας. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 974 ΑΚ, που ορίζει ότι "όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα είναι νομέας του, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου", συνάγεται ότι η νομή συγκροτείται από δύο στοιχεία το σωματικό (CORPUS) και το πνευματικό (ANIMUS DOMINI). Το μεν σωματικό εκδηλώνεται με τη φυσική εξουσίαση (κατοχή) του πράγματος κατά τρόπο που αποκλείει άλλον από αυτήν, το δε πνευματικό εξωτερικεύεται με τη μεταχείριση του πράγματος κατά τρόπο που προσιδιάζει σε κύριο αυτού. Ειδικότερα υπάρχει φυσική εξουσίαση, όταν ασκούνται πάνω στο πράγμα πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, έτσι ώστε το πράγμα, κατά την αντίληψη των συναλλαγών, να θεωρείται ότι βρίσκεται κατά τρόπο σταθερό στη διάθεση του νομέα. Πράξεις νομής είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η φύλαξη, η οριοθέτηση και καταμέτρηση, η περίφραξη κ.ά χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων, μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. Εξάλλου κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, καθώς και των Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατ' αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο από τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ. Οι λόγοι αυτοί , που είναι περιοριστικοί - NUMERUS CLAUSUS- είναι τέσσερεις και αντιστοιχούν προς τους λόγους των αριθμών 1, 2, 4, 5 και 7 του άρθρου 559, με τους οποίους όμως δεν ταυτίζονται απολύτως και συνεπώς είναι απαράδεκτοι οι άλλοι λόγοι αναιρέσεως που αναφέρονται στο άρθρο 559. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 560 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση κατά των προαναφερθεισών αποφάσεων επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου υπάρχει αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση. Στην προκειμένη περίπτωση επί της από 20.3.2008 και με αυξ. αριθμό κατάθ. 156/15.4.2008 διεκδικητικής αγωγής του αναιρεσίβλητου στο Ειρηνοδικείο Ηρακλείου κατά του αναιρεσείοντος και των Κ. Φ. του Γ.. (πατέρα του) και Γ. Φ. του Κ. (αδελφού του) για εδαφική έκταση 29,11 τ.μ., που βρίσκεται στο Δήμο …και στην ειδικότερη θέση "…" ή "…", η οποία (αγωγή) στις 20.9.2011 συνεκδικάστηκε με ασκηθείσα με τις από 10.3.2010 προτάσεις του αναιρεσείοντος, ανταγωγή αναγνωριστική κυριότητος μεγαλύτερου ακινήτου (813,77 τ.μ.) στο οποίο, κατά των ανταγωγή, περιλαμβανόταν και το διεκδικούμενο από τον ενάγοντα - αναιρεσίβλητο εδαφοτεμάχιο, εκδόθηκε η υπ' αρίθμ. 108/2012 απόφαση του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που έκανε δεκτή την αγωγή εις βάρος του αναιρεσείοντα, ενώ την απέρριψε για τους λοιπούς εναγόμενους και υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα σε απόδοση του επιδίκου εδαφοτεμαχίου των 29,11 τ.μ. και προσέτι απέρριψε την ανταγωγή του. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε με την προσβαλλόμενη, υπ' αριθμ. 108/2013, απόφαση του δικάσαντος, ως Εφετείου, Μονομελούς Πρωτοδικείου, γενομένου από αυτήν ανελέγκτως δεκτού όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της ότι το επίδικο εδαφοτεμάχιο είναι τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, που ο πατέρας του ενάγοντα - αναιρεσιβλήτου είχε αποκτήσει παραγώγως με αγορά από τη Β. συζ. Κ. Γ. (συμβ. 914/1.11.1957) και ο οποίος το 1969 το παραχώρησε άτυπα στον αναιρεσίβλητο, ο οποίος απέκτησε την κυριότητα του με έκτακτη χρησικτησία ήδη από το 1989, αφού "έκανε διαρκή και ακώλυτη χρήση αυτού, με διάνοια κυρίου από της παραλαβής του (1969) μέχρι και σήμερα" (εννοεί μέχρι του χρόνου ασκήσεως της ένδικης από 20.3.2008 αγωγής) και ότι ο εναγόμενος, που είναι ιδιοκτήτης του προς ανατολάς ακινήτου, άρχισε από το 2003 να εισχωρεί στο ακίνητο του ενάγοντα και τελικά τον Φεβρουάριο του 2008 δια του πατέρα του "...τοποθέτησε συρματόπλεγμα και στύλους εντός του ακινήτου του ενάγοντος σε σχήμα "Γ" εισχωρώντας από ανατολή προς δύση και στη συνέχεια από νότο προς βορρά εντός του αδιαμόρφωτου επικλινούς τμήματος αυτού, εμβαδού 29,11 τ.μ. "και έτσι τον επέβαλε από το επίδικο, του οποίου αυτός πρέπει να αναγνωρισθεί κύριος και να του αποδοθεί. Με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με τη επίκληση της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ. αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια, ότι κατά παραβίαση του άρθρου 1045 ΑΚ, το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο δέχεται ότι ο αναιρεσίβλητος κατέστη κύριος του μεγαλύτερου ακινήτου του, στο οποίο περιλαμβάνεται και το επίδικο εδαφοτεμάχιο των 29,11 τμ, με έκτακτη χρησικτησία, γιατί το νεμήθηκε από το 1969 που του παραχωρήθηκε άτυπα από τον πατέρα του, μέχρι το 1989, χωρίς να προσδιορίζει το μήνα του αντίστοιχου έτους που άρχισε και συμπληρώθηκε η 20ετία, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αμφιβολία για τη συμπλήρωση της απαιτούμενης 20ετίας και να υφίσταται εντεύθεν ευθεία παραβίαση της επικαλουμένης διάταξης του άρθρου 1045 ΑΚ. Ο λόγος αυτός, κατά τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον γίνεται δεκτό από αυτήν (προσβαλλόμενη) ότι ο χρόνος χρησικτησίας του περιλαμβάνοντος το επίδικο, μεγαλυτέρου ακινήτου, άρχισε το 1969 που αυτό παραχωρήθηκε άτυπα στον αναιρεσίβλητο και εξακολούθησε μέχρι του χρόνου ασκήσεως της ένδικης από 20.3.2008 αγωγής, ήτοι για χρόνο μεγαλύτερο της απαιτούμενης κατά το άρθρο 1045 ΑΚ εικοσατετίας, που ήδη είχε συμπληρωθεί το 1982. Δηλαδή οι παραδοχές της απόφασης αφορούν σε 39ετή νομή και καμμιά αμφιβολία δεν γεννιέται από την αναφορά του 1989 ως χρόνου συμπληρούντες την 20ετία, που απαιτείται για την πλήρωση του πραγματικού του άρθρου 1045 ΑΚ, αφού η άσκηση νομής συνεχίστηκε μέχρι το 2008. Ενόψει τούτων δεν στοιχειοθετείται η επικαλούμενη παραβίαση του άρθρου 1045ΑΚ και ο ερευνώμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της ίδιας διατάξεως του άρθρου 1 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ. και υπό την επίκληση της παραβιάσεως των διατάξεων των άρθρων 974 και 1046 (εννοεί 1045) ΑΚ, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι η προσβαλλόμενη απόφαση "αρκέστηκε στην παραδοχή ότι ο αναιρεσίβλητος νέμονταν το επίδικο ακίνητο με διάνοια κυρίου, χωρίς όμως και να αναφέρει παντάπασιν στο αιτιολογικό της τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία αποδεικνύονταν ότι το δικαστήριο της ουσίας είχε σχηματίσει απόλυτη δικανική πεποίθηση, περί του ότι ο αντίδικος, κατά τη φυσική εξουσίαση του επίδικου, είχε διάνοια κυρίου, ήταν βούληση εξουσιάσεως αυτού, ως νομέας του (χρησιδεσπόζων)". Ο λόγος αυτός, υπό το προεκτεθέν περιεχόμενο του είναι απαράδεκτος, καθόσον αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την έλλειψη νομίμου βάσεως, λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών, ήτοι αποδίδει στην απόφαση την πλημμέλεια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με την οποία όμως, όπως αναφέρεται στη νομική σκέψη, δεν πλήττονται αποφάσεις, όπως η ένδικη, του έχει εκδοθεί επί εφέσεως κατ' αποφάσεως Ειρηνοδικείου. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, κατά το άρθρο 495 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ., που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου (αρθρ. 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 25.6.2013 αίτηση του Μ. Φ. του Κ., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 108/2013 αποφάσεως του ως Εφετείου δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου. Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το κατατεθέν παράβολο. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 10 Απριλίου 2014. Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 7 Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κατά το 560 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. οι αναιρετικοί λόγοι κατά αποφάσεων που εκδίδονται επί αποφάσεων Ειρηνοδικείων και εφέσεως κατ΄ αυτών είναι περιοριστικός. 1045 και 974 ΑΚ. προϋποθέσεις έκτακτης χρησικτησίας και νομής. Φυσική εξουσία και διάνοια κυρίου. Πράξεις νομής 560 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Προϋποθέσεις. Ο λόγος που στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση είναι απαράδεκτος. Ο λόγος, που υπό την επίφαση της παραβιάσεως κανόνα δικαίου, αποδίδει στην απόφαση έλλειψη αιτιολογιών, αποδίδει στην απόφαση έλλειψη νομίμου βάσεως, ήτοι την πλημμέλεια του αρ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με την οποία δεν πλήττονται αποφάσεως του Ειρηνοδικείου.
Χρησικτησία έκτακτη
Αγωγή αναγνωριστική, Αγωγή διεκδικητική, Νομή, Χρησικτησία έκτακτη.
0
Αριθμός 1036/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Γ. Σ. του Ο., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Ασημακόπουλο. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Γ. Γ. του Δ., κατοίκου ..., 2)Α. Γ. του Δ., και 3)Μ. συζ. Ι. Ρ., κατοίκων ..., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου της Σ. χήρας Μ. Ν., το γένος Δ. Γ., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/10/2004 αγωγή των ήδη 1ου και 2ου των ήδη αναιρεσιβλήτων και της αρχικής διαδίκου Σ. χήρας Μ. Ν., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κιλκίς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 205/2006 μη οριστική, 387/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 44/2013 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 12/4/2013 αίτηση και τους από 12/11/2013 προσθέτους λόγους του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 5/2/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή όπως προκύπτει από τις υπ' αριθ. .../6-12-2013, .../6-12-2013 και .../6-12-2013 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Θεσσαλονίκης ..., ακριβές αντίγραφο της κρινομένης από 12-4-2013 αιτήσεως αναιρέσεως, μαζί με κλήση για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκε από τον επισπεύδοντα της συζήτηση αναιρεσείοντα προς τους αναιρεσίβλητους. Συνεπώς εφόσον αυτοί (αναιρεσίβλητοι) δεν παραστάθηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής σ' αυτό, ούτε κατέθεσαν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔικ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως, παρά την απουσία αυτών (αρθρ. 576 ΚΠολΔικ). Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 189 και 193 του Αγροτικού Κώδικα και του άρθρου 7 του ΝΔ 3958/1959, που ορίζουν ότι η έκδοση και η μεταγραφή του παραχωρητηρίου προσπορίζουν στον κληρούχο ή στους καθολικούς διαδόχους του την κυριότητα του κλήρου κατά πρωτότυπο τρόπο, έπεται ότι και τα εκδιδόμενα, κατ' εφαρμογή των άρθρων 246 και 242 του Αγροτικού Κώδικα, παραχωρητήρια για την κυριότητα των κατά το άρθρο 242 του Αγροτικού Κώδικα απαλλοτριούμενων κτημάτων, προσπορίζουν στους δικαιούχους την κυριότητα του κλήρου, κατά πρωτότυπο τρόπο και επέχουν θέση τίτλου κυριότητας, υποκειμένου σε μεταγραφή. Εξάλλου κατά το άρθρο 1106 εδ. α ΑΚ το προβλεπόμενο από αυτό δικαίωμα επίσχεσης, το οποίο λειτουργεί όπως το γενικό δικαίωμα επίσχεσης των 325 επ. ΑΚ, παρέχεται στο νομέα, ο οποίος ενάγεται με τη διεκδικητική αγωγή για τις δαπάνες οι οποίες οφείλονται σ' αυτόν. Δαπάνες δε οι οποίες οφείλονται στον κακόπιστο κατά την έννοια του άρθρου 1098 ΑΚ νομέα, ήτοι σε εκείνον ο οποίος κατά την κατάληψη του πράγματος γνώριζε ή από βαριά αμέλεια αγνοούσε ότι δεν δικαιούται να το νέμεται και για τις οποίες, συνεπώς, αυτός έχει δικαίωμα επίσχεσης, είναι, κατ' άρθρο 1102 ΑΚ, οι αναγκαίες δαπάνες, δηλαδή οι δαπάνες οι οποίες απαιτούνται προκειμένου να διατηρηθεί το πράγμα κατάλληλο για τακτική εκμετάλλευση (ΑΚ 1101 εδ α), καθώς επίσης και οι δαπάνες εξαιτίας βαρών του πράγματος, μόνο κατά τις διατάξεις περί διοικήσεως αλλοτρίων. Αντιθέτως, προκειμένου για επωφελείς δαπάνες, δηλαδή για δαπάνες από τις οποίες αυξάνεται η αξία του πράγματος (ΑΚ 1103), όπως η δαπάνη για την κατασκευή έργου στο αλλότριο ακίνητο, ο κακόπιστος νομέας δεν έχει την κατ' ΑΚ 1102 αξίωση αποζημίωσης για τις δαπάνες αυτές, αλλά κατ' άρθρο 1063 ΑΚ, αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού για την απόδοση της ωφέλειας, η οποία προσπορίστηκε στον κύριο του πράγματος και η οποία συνίσταται μόνο στην αξία των υλικών, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του έργου, όχι όμως και στην αξία της εργασίας. Συνεπώς, προκειμένου, για επωφελείς δαπάνες, ο κακόπιστος νομέας δεν έχει δικαίωμα επίσχεσης, αφού κατά τα προεκτεθέντα, το δικαίωμα αυτό παρέχεται μόνον για αξίωση αναγκαίων δαπανών, κατά τις άνω διακρίσεις, ενώ στην περίπτωση των επωφελών δαπανών ο κακόπιστος νομέας δεν έχει αξίωση δαπανών, αλλά αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού για την ανωτέρω ωφέλεια. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ.α ΚΠολΔικ προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, αν αυτή δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή. Εξάλλου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του ιδίου άρθρου, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από το αιτιολογικό της, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που είναι αναγκαία, για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Τέλος ο από τη διάταξη του αριθμού 8 εδ.β του ίδιου άρθρου λόγος αναιρέσεως δεν στοιχειοθετείται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αλυσιτελή ισχυρισμό, που δεν ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης, αφού τούτο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντά σε τέτοιους ισχυρισμούς (Ολ. ΑΠ 14/2004). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατ' ανέλεγκτη κρίση, ως προς τα πληττόμενα με τους αναιρετικούς λόγους ζητήματα, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες απέκτησαν την κυριότητα κατά ποσοστό 11/24 ή 45,833% εξ αδιαιρέτου ο καθένας των δύο πρώτων και κατά 2/24 ή 8,334% εξ αδιαιρέτου η τρίτη, ενός οικοπέδου και συγκεκριμένα του με αριθμό ... οικοπέδου, που βρίσκεται στο ... Ο.Τ. του Δήμου Πολυκάστρου Κιλκίς, εμβαδού 1192 τμ και συνορεύει βόρεια με την οδό … σε πλευρές 37,59 τμ και 10,70 τμ, νότια με το 1313 οικόπεδο σε πλευρές 8 τμ και 11,23 τμ και δυτικά με την οδό …σε πλευρά 34,08 τμ, αξίας 75.000 ευρώ. Την κυριότητα απέκτησαν δυνάμει της υπ' αριθμ. 260/17-2-2004 απόφασης του Νομάρχη Κιλκίς, η οποία καταχωρήθηκε νόμιμα στο Κτηματολογικό Γραφείο Πολυκάστρου Κιλκίς, στις 23-4-2004 με αριθμό καταχώρησης 236/23-4-2004, το ως άνω δε ακίνητο καταχωρήθηκε στο Εθνικό Κτηματολόγιο με ΚΑΕΚ ... Με την παραπάνω απόφαση το επίδικο ακίνητο παραχωρήθηκε στους ενάγοντες ως κληρονόμους του Π. Μ., σε αντάλλαγμα της απαλλοτριωθείσας το 1961 υπ' αριθμ. 614 και έκτασης 2.361 τμ ιδιοκτησίας του, κατ' εφαρμογή του σχεδίου πόλεως Πολυκάστρου, για την οποία (614 ιδιοκτησία) αναγνωρίσθηκαν κύριοι με την υπ' αριθμ. 106/2002 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Κιλκίς. Ήτοι, η 260/17-2-2004 απόφαση εκδόθηκε κατ' εφαρμογή του άρθρου 242 του Αγροτικού Κώδικα, επέχει θέση τίτλου κυριότητας, υποκειμένου σε μεταγραφή και σύμφωνα με όσα εκτίθενται στο Α' μέρος της μείζονος σκέψης, προσπορίζει στους ενάγοντες την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο (ΑΠ 895/2002, ΑΠ 1335/2000 δημ. Νόμος). Κατά του ως άνω τίτλου κυριότητας των εναγόντων (υπ' αριθμ. 260/2004 απόφασης του Νομάρχη Κιλκίς), ο εναγόμενος άσκησε την από 18-10-2006 προσφυγή του ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (μεταβατική έδρα Κιλκίς), με την οποία και για τους σ' αυτήν αναφερόμενους λόγους ζήτησε την ακύρωσή της. Επ' αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 149/2009 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου που απέρριψε την προσφυγή. Επίσης, η κατ' αυτής ασκηθείσα, από τον εναγόμενο, έφεση, απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. 718/2010 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης και έτσι ο ως άνω τίτλος κυριότητας των εναγόντων κατέστη απρόσβλητος, δυνάμει δε αυτού οι τελευταίοι απέκτησαν την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου κατά τα αναφερόμενα εξ' αδιαιρέτου ποσοστά ο καθένας, με πρωτότυπο τρόπο. Μάλιστα, ο διαχωρισμός του επιδίκου υπ' αριθμ. ...) οικοπέδου υπέρ των εναγόντων ως κληρονόμων του Π. Μ., σε αντικατάσταση της ως άνω απαλλοτριωθείσας ιδιοκτησίας του έγινε σύμφωνα με το από 19-26/1/1961 πρακτικό της Επιτροπής οριστικών διανομών. Το ακίνητο αυτό το έτος 1967 κατέλαβε παράνομα και αυθαίρετα ο εναγόμενος χωρίς κανένα δικαίωμα, επωφελούμενος από την απουσία των εναγόντων, και προέβη στην τοποθέτηση πρόχειρης περίφραξης με συρματόπλεγμα, και στην κατασκευή εντός αυτού ενός πρόχειρου και αυθαίρετου κτίσματος, εμβαδού 50 τμ, περίπου από τσιμεντόλιθους και λαμαρινοσκεπή, και μίας αποθήκης με τσιμεντόλιθους εμβαδού 8 τ.μ., έκτοτε δε το κατέχει μέχρι και το χρόνο άσκησης της αγωγής, αρνούμενος να το αποδώσει στους ενάγοντες. Οι τελευταίοι, από το έτος 1967 και εντεύθεν απευθύνθηκαν με επανειλημμένες αιτήσεις τους προς τη Νομαρχία Κιλκίς και άλλες αρμόδιες υπηρεσίες, ζητώντας την εγκατάστασή τους επί του επιδίκου ακινήτου, το οποίο είχε καταλάβει κατά τα άνω ο εναγόμενος (βλ. την από 30-9-1967 αίτηση, την από 17-12-1968 αίτηση με το απαντητικό έγγραφο, την από 13-2-1969 αίτηση, το από 15-2-1969 έγγραφο προς τη Δ/νση Γεωργίας Κιλκίς με το απαντητικό έγγραφο, την από 18-2-1969 αίτηση προς το Υπ. Γεωργίας, την από 1-3-1969 αίτηση προς τη Δ/νση Γεωργίας Κιλκίς κα. το από 5-3-1969 έγγραφο αυτής, την από 17-3-1971 αίτηση στη Δ/νση Γεωργίας Κιλκίς και το απαντητικό έγγραφο, την από 27-8-1991 αίτηση προς τη Δ/νση Γεωργίας Κιλκίς και το υπ' αριθμ. πρωτ. 1342993/4-2-1994 έγγραφο του Υπουργείου Γεωργίας, που επικαλείται και προσκομίζει ο εφεσίβλητος). Περαιτέρω, οι δύο πρώτοι, των εναγόντων, άσκησαν κατά του εναγομένου την υπ' αριθμ. κατάθεσης 106/1980 αγωγή τους, διεκδικητική του επιδίκου ακινήτου, ενώ η τρίτη ενάγουσα άσκησε κύρια παρέμβαση, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κιλκίς, το οποίο με την υπ' αριθμ. 103/1981 απόφασή του (κατ' αποδοχή και σχετικού αιτήματος του εναγομένου), κηρύχθηκε αναρμόδιο καθ' ύλην και παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Κιλκίς, το οποίο εξέδωσε την υπ' αριθμ. 285/1983 μη οριστική του απόφαση με την οποία διέταξε αποδείξεις και στη συνέχεια εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 292/1985 οριστική απόφαση με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή και αναγνωρίσθηκαν οι τότε ενάγοντες και κυρίως παρεμβαίνουσα (νυν ενάγοντες) συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου με κληρονομική διαδοχή, ενώ απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η προβληθείσα από τον εναγόμενο ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε έφεση ο εναγόμενος, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 251/1987 προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, που διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και τη διεξαγωγή αποδείξεων. Το έτος 1994 η Δ/νση Γεωργίας Κιλκίς, προέβη στην έκδοση επ' ονόματι των δύο πρώτων εναγόντων, του υπ' αριθμ.../15-4-1994 παραχωρητηρίου για το επίδικο ακίνητο, το οποίο μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών Πολυκάστρου, με βάση δε τον τίτλο αυτό οι δύο πρώτοι ενάγοντες άσκησαν κατά του εναγομένου την με αριθμό κατάθεσης 49/11-5-1994 αγωγή τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κιλκίς, η οποία δεν συζητήθηκε, ενόψει νέων δεδομένων, καθόσον η Επιτροπή Απαλλοτριώσεων Κιλκίς με την υπ' αριθμ. 59/1994 απόφασή της, τους αναγνώρισε συγκυρίους του επιδίκου. Με βάση την τελευταία αυτή απόφαση, οι δύο πρώτοι ενάγοντες άσκησαν κατά του εναγομένου ενώπιον του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, την με αριθμό κατάθεσης 1/1998 αγωγή τους, που έγινε δεκτή με την υπ' αριθμ. 228/1998 απόφαση, κατά της οποίας άσκησε έφεση ο εναγόμενος που απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. 1881/1999 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης ο εκκαλών-εναγόμενος άσκησε αναίρεση, που έγινε δεκτή με την υπ' αριθμ. 1335/2000 απόφαση του Αρείου Πάγου, και με την υπ' αριθμ. 2835/2004 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, που εκδόθηκε μετά την παραπομπή της υπόθεσης, απορρίφθηκε η αγωγή των δύο πρώτων εναγόντων ως μη νόμιμη. Ειδικότερα, με την ως άνω απόφαση του Αρείου Πάγου κρίθηκε ότι στην περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο περιληφθούν ξένα τεμάχια στην οριστική διανομή, αυτή παραμένει έγκυρη και απρόσβλητη, τα δε ξένα αυτά τεμάχια θεωρούνται ως απαλλοτριωθέντα λόγω δημόσιας ωφέλειας, ότι μετά την αναγνώριση της κυριότητας των τέως ιδιοκτητών κατά την διαδικασία του άρθρου 246 και την τήρηση των αναφερόμενων στη διάταξη 242 όρων, εκδίδονται από τον Υπουργό Γεωργίας, μετά από σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Εποικισμού, παραχωρητήρια επ ονόματι αυτών που επέχουν θέση τίτλου κυριότητας, υποκειμένου σε μεταγραφή, ενώ για την κυριότητα των απαλλοτριούμενων κτημάτων αποφαίνεται μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων η αρμόδια Επιτροπή Απαλλοτριώσεων. Η τελευταία δεν έχει δικαιοδοσία να εκδώσει τίτλο κυριότητας για το παραχωρούμενο ακίνητο, αλλά τον μόνο τίτλο αποτελεί το εκδιδόμενο από τον Υπουργό Γεωργίας (ή το Νομάρχη) παραχωρητήριο, που υπόκειται σε μεταγραφή. Έτσι, με την ως άνω υπ' αριθμ. 2835/2004 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι με την πιο πάνω απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Κιλκίς, δεν μεταβιβάσθηκε στους ενάγοντες η κυριότητα του επιδίκου ακινήτου, αφού η απόφαση αυτή δεν αποτελεί τίτλο κυριότητας και εκδόθηκε καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας της, τίτλο δε αποτελεί το εκδιδόμενο από τον Υπουργό Γεωργίας παραχωρητήριο και κατόπιν αυτού η αγωγή των δύο πρώτων εναγόντων απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, καθώς και η ασκηθείσα από την τρίτη ενάγουσα παρέμβαση. Μετά την έκδοση των παραπάνω αποφάσεων του Αρείου Πάγου και του Δικαστηρίου αυτού, εκδόθηκε η προαναφερόμενη υπ' αριθμ. 260/17-2-2004 απόφαση του Νομάρχη Κιλκίς, που καταχωρήθηκε νόμιμα στα Κτηματολογικά Βιβλία, η οποία σύμφωνα με όσα εκτίθενται παραπάνω αποτελεί το νόμιμο τίτλο κυριότητας που υπόκειται σε μεταγραφή, και προσπορίζει στους δικαιούχους- ενάγοντες την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου, με πρωτότυπο τρόπο, και η οποία αποτελεί τη βάση της κρινόμενης αγωγής. Περαιτέρω, από τα αποδεικτικά μέσα τα οποία προαναφέρθηκαν, αποδείχθηκε, ότι ο εκκαλών, κατά τον ανωτέρω χρόνο κατάληψης εκ μέρους του επιδίκου ακινήτου, γνώριζε ότι η έκταση αυτή ανήκε κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο και, εν συνεχεία, στους ενάγοντες, και ότι οι τελευταίοι όχι μόνον δεν συναινούν αλλά αντιδρούν και εναντιώνονται με τον προεκτεθέντα τρόπο στην εκ μέρους του κατάληψή του και, συνεπώς, ότι δεν έχει δικαίωμα νομής και κατοχής του εν λόγω ακινήτου. Παρόλα όμως αυτά ο εκκαλών επιλήφθηκε παράνομα και αυθαίρετα της κατοχής του ανωτέρω ακινήτου, και αρνείται μέχρι σήμερα να το αποδώσει στους ενάγοντες συγκυρίους, παρά τις προαναφερθείσες ενέργειες των τελευταίων. Επομένως ο εκκαλών είναι κακής πίστεως, με την προεκτεθείσα έννοια, νομέας του επιδίκου ακινήτου. Ενόψει τούτων, και σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο Γ' μέρος της μείζονος σκέψης, δεν έχει δικαίωμα αποζημίωσης για τις δαπάνες κατασκευής των ανωτέρω κτισμάτων και φύτευσης των δένδρων στην επίδικη έκταση, αφού πρόκειται όχι για αναγκαίες αλλά για επωφελείς δαπάνες, με τις προεκτεθείσες έννοιες αυτών και, κατά συνέπεια, αφού δεν έχει αξίωση για τις δαπάνες αυτές, δεν έχει και δικαίωμα επίσχεσης του επιδίκου για τις εν λόγω δαπάνες. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, για την αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, την οποία έχει για την αξία των υλικών τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τα παραπάνω έργα, δεν υφίσταται δικαίωμα επίσχεσης. Εξάλλου, δεν είναι δυνατή η επιδίκαση της αξίωσης αυτής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό αφού, πέραν του ότι δεν υποβάλλεται σχετικό αίτημα, δεν διακρίνει την αξία των υλικών την οποία δικαιούται από την αξία της εργασίας για την κατασκευή των παραπάνω κτισμάτων". Ακολούθως το Εφετείο, ως προς τα ζητήματα αυτά, ήτοι της εγκυρότητας του εκδοθέντος παραχωρητηρίου και του παρεχομένου στο νομέα δικαιώματος επισχέσεως, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις μνημονευθείσες ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 242 του Αγροτικού Κώδικα και 1106 εδ α ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν στέρησε την απόφασή του, ως προς το παραχωρητήριο, από νόμιμη βάση, αφού τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα για την εγκυρότητα του εκδοθέντος από τον οικείο Νομάρχη παραχωρητηρίου όπως τούτο κρίθηκε με ισχύ δεδικασμένου ήταν αρκετά για την πλήρωση του πραγματικού της προδιαλειφθήσας διατάξεως του Αγροτικού Κώδικα ειδικότερα διαλαμβάνεται στην απόφαση ότι το εκδοθέν από το Νομάρχη Κιλκίς, υπ' αριθμ. 260/17-2-2014 παραχωρητήριο, που κατέστη απρόσβλητο μετά την τελεσίδικη απόρριψη της κατ' αυτού προσφυγής από το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης, προσπόρισε την επί του επιδίκου κυριότητα στους ενάγοντες-αναιρεσίβλητους. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα και από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ μοναδικός λόγος του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως, καθώς και τρεις λόγοι του προσθέτου δικογράφου πρέπει να απορριφθούν, ενώ οι αιτιάσεις του τρίτου λόγου, με τις οποίες πλήττονται οι επάλληλες αιτιολογίες της αποφάσεως ως προς την αξίωση του αδικαιολογήτου πλουτισμού του κακόπιστου νομέα για τις επωφελείς δαπάνες, για τις οποίες δεν υφίστατο αγωγικό αίτημα, είναι απαράδεκτες. Καθόσον οι επάλληλες αυτές παραδοχές έχουν τεθεί ως εκ περισσού, δεν επηρεάζουν το διατακτικό της απόφασης και δεν δημιουργούν δεδικασμένο, ούτε υπόκεινται αυτοτελώς σε αναίρεση (Ολ ΑΠ 25/2003). Περαιτέρω η αιτίαση του ιδίου πρόσθετου λόγου κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη ότι οι επικληθείσες από τον αναιρεσείοντα δαπάνες αφορούν μόνο στην αξία των υλικών και τις δαπάνες φύτευσης των δένδρων και όχι στην αξία των κατασκευών και των δέντρων, αφορά σε αξίωση του κακόπιστου νομέα για επωφελείς δαπάνες, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, που όμως δεν ήταν αντικείμενο της δίκης, ούτε ασκούσε επιρροή στην έκβασή της, μη ιδρυομένης εντεύθεν της επικαλουμένης πλημμέλειας του αριθμ. 8 εδ. β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. Ενόψει τούτων η αναίρεση καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι στο σύνολό τους πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, κατά το άρθρο 495 παρ.4 του ΚΠΟΛΔικ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 12-4-2013 αίτηση και τους από 12-11-2013 πρόσθετους λόγους του Γ. Σ. του Ο., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 44/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το κατατεθέν παράβολο. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 10η Απριλίου 2014. Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 7η Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αγωγή αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου, που έχει παραχωρηθεί κατά τα άρθρα 246 και 242 του Αγροτικού Κώδικα. Η έκδοση και μεταγραφή του παραχωρητηρίου προσπορίζουν πρωτότυπο τρόπο κτήσεως κυριότητας (αρθ. 189 και 193 του Αγρ. Κώδικα και άρθρ. 7 του Ν.Δ. 3958/1959). Ένσταση επισχέσεως κατά τα άρθρα 325 και 1106 εδ.α ΑΚ παρέχεται στον κακόπιστο νομέα μόνο για αναγκαίες δαπάνες και όχι για επωφελείς. Οι αναγκαίες δαπάνες ζητούνται από κακόπιστο νομέα κατά τις διατάξεις περί διοικήσεως αλλοτρίων και οι επωφελείς κατά την αξία υλικών τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ο λόγος του 8 εδ. β δεν ιδρύεται επί μη υπάρξεως αντίστοιχου αγωγικού αιτήματος.
Αδικαιολόγητος πλουτισμός
Αγροτική Νομοθεσία, Αγωγή αναγνωριστική, Αδικαιολόγητος πλουτισμός.
1
Αριθμός 1019/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ε. Γ. του Π., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον δικηγόρο της Κωνσταντίνο Αλεξίου. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ι. Κ. του Α., κατοίκου ... και 2)Α. Κ. του Ι., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Φώσκολο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-5-2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λαμίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 216/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 154/2008 του Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της απόφασης αυτής ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 16-1-2009 αίτησή τους και με τους από 25-1-2010 πρόσθετους λόγους, επί των οποίων εκδόθηκε η 1550/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την 154/2008 απόφαση του Εφετείου Λαμίας και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Στη συνέχεια το Εφετείο Λαμίας εξέδωσε την 138/2012 απόφαση, την αναίρεση της οποίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 11/2/2013 αίτηση της και τους από 4/12/2013 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 10/12/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Ο κατά το άρθρο 559 αρ.8 περ.α' του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως δημιουργείται αν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα κατά την έννοια της διάταξης αυτής θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού δικαιώματος το οποίο ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσον και στηρίζουν επομένως το αίτημα αγωγής ή ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (Ολομ. ΑΠ 3/1997). Περαιτέρω, ο εκ του άρθρου 281 του ΑΚ ισχυρισμός μπορεί να στηρίζεται σε περισσότερα αυτοτελή πραγματικά περιστατικά, τα οποία, συνολικώς εκτιμώμενα, προσδίδουν καταχρηστικόν χαρακτήρα στο ασκούμενο δικαίωμα, καθένα δε από τα περιστατικά αυτά αποτελεί "πράγμα" που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης υπό την προεκτεθείσα έννοια και δημιουργείται ο ειρημένος λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο λάβει υπόψη τέτοιο περιστατικό (πράγμα) που δεν είχε προταθεί νομίμως ενώπιόν του. Αν όμως τα λοιπά πραγματικά περιστατικά που είχε προτείνει ο διάδικος και τα οποία έλαβε υπόψη και δέχθηκε ως αποδειχθέντα το δικαστήριο συνιστούν την κατά το ανωτέρω άρθρο 281 του ΑΚ κατάχρηση δικαιώματος, ο προαναφερόμενος λόγος είναι αλυσιτελής και ως εκ τούτου απορριπτέος, αφού δεν οδηγεί στην ανατροπή (αναίρεση) της αποφάσεως. Από την ίδια αυτή ΑΚ σε συνδυασμό με τις περί πραγματικών δουλειών διατάξεις των άρθρων 1118 επ. του ιδίου κώδικα προκύπτει ότι το δικαίωμα ασκήσεως της πραγματικής δουλείας από τον εκάστοτε κύριο του δεσπόζοντος ακινήτου, εφόσον το τελευταίο έχει καταστεί αύταρκες σε μεγάλο βαθμό, σε συνδυασμό με τη συνδρομή και άλλων περιστατικών, θεωρείται ότι γίνεται καταχρηστικά, για τον λόγο δε αυτό απαγορεύεται η άσκησή του όταν από τη όλη συμπεριφορά του δικαιούχου και από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα γίνεται φανερό ότι η συνέχιση άσκησης της πραγματικής δουλείας υπερβαίνει προφανώς πλέον τα όρια που επιβάλλονται από τη καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή από τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή ο κύριος του δουλεύοντος ακινήτου μπορεί να επιδιώξει δικαστικά την αναγνώριση της καταχρηστικής άσκησης της δουλείας από τον κύριο του δεσπόζοντος ακινήτου και να ζητήσει την απαγόρευση άσκησης της δουλείας στο μέλλον, αφού από το άρθρο 281 ΑΚ δεν γίνεται διάκριση ως προς τον δικονομικό τρόπο προβολής από τον θιγόμενο της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος από τον αντίδικο (ΑΠ 1009/2009). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος είναι κύριος ενός ακινήτου (αμπελώνα) εμβαδού 8500 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." ή "..." ... Φθιώτιδος, την κατοχή και χρήση του οποίου έχει ο δεύτερος αναιρεσίβλητος, γιός του , ότι το ακίνητο αυτό έχει συνενωθεί ήδη με τα όμορα όμοια (αμπελώνες) ακίνητα του δεύτερου αναιρεσιβλήτου και της θυγατέρας του τελευταίου Α.-Ά., εμβαδού, αντίστοιχα 12043,20 τ.μ. και 9023,75 τ.μ. και αποτελεί έτσι τμήμα μεγαλύτερου αμπελώνα, συνολικού εμβαδού 29577,25 τ.μ., ότι η αναιρεσείουσα είναι κυρία άλλου αγροτικού ακινήτου, εκτάσεως 14500 τ.μ., που βρίσκεται στην ίδια ως άνω θέση και συνορεύει προς νότον εν μέρει με το ανωτέρω ακίνητο του πρώτου αναιρεσιβλήτου και εν μέρει με το γειτονικό ακίνητο του δεύτερου αναιρεσιβλήτου, και ότι υπέρ του ακινήτου της αναιρεσείουσας και εις βάρος εκείνου του πρώτου αναιρεσιβλήτου έχει συσταθεί νομίμως με έκτακτη χρησικτησία πραγματική δουλεία διόδου, συνολικού μήκους 97 μ. και πλάτους 3 μ., η οποία αρχίζει από τον επαρχιακό δρόμο ... - Ρεγκινίου, προς τον οποίο και η επικοινωνία του ακινήτου της αναιρεσείουσας, προχωρεί παράλληλα με το ανατολικό κοινό όριο της αμπέλου του πρώτου αναιρεσιβλήτου με το ακίνητο του δευτέρου και καταλήγει στον αγρό της αναιρεσείουσας (δεσπόζον ακίνητο). Βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο απέρριψε την ένδικη αγωγή των αναιρεσιβλήτων κατά το κύριο αίτημά της να αναγνωρισθεί ότι η αναιρεσείουσα-εναγομένη δεν έχει δικαίωμα διόδου ως πραγματική υπέρ του ακινήτου της δουλείας, διαμέσου του ακινήτου των αναιρεσιβλήτων, περαιτέρω όμως, για του αναφερόμενους στην αναιρεσιβαλλόμενη, ως κατωτέρω, λόγους, το Εφετείο δέχθηκε την αγωγή των αναιρεσιβλήτων κατά το επικουρικό της αίτημα και αναγνώρισε ότι το ειρημένο δικαίωμα (πραγματική δουλεία διόδου) της αναιρεσείουσας ασκείται καταχρηστικά, κατά το άρθρο 281 του ΑΚ, απαγόρευσε δε, μετά ταύτα, την άσκηση του δικαιώματος αυτού από την αναιρεσείουσα στο μέλλον. Ειδικότερα, ως προς το επικουρικό αυτό αίτημα της αγωγής το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: "Ο αγρός της εναγομένης (δεσπόζον), που εκτείνεται βόρεια του αμπελώνα των εναγόντων (δουλεία), συνορεύει κατά τη β.δ. πλευρά του σε μήκος 118,23 μ. με τον όμορο αγρό της κόρης της Χ. Ε. Φ., εμβαδόν 11417,73 μ. (...). Το φθινόπωρο του 1992 η εναγομένη και η κόρη της φύτεψαν στους συνεχόμενους αγρούς τους φυστικόδενδρα και έτσι δημιούργησαν μια ενιαία φυτεία και εκμετάλλευση. Από τότε και στο εξής, για τις ανάγκες της καλλιέργειάς τους, διέρχονται από διάφορα σημεία και συγκεκριμένα από όποιον όμορο αγρό ήταν κατά το χρόνο της διελεύσεως ακαλλιέργητος ή από όποιον, στον οποίο θα προξενούσαν την ελάχιστη δυνατή ζημία, πάντοτε με την ανοχή των κυρίων αυτών, όπως συνηθίζεται μεταξύ των αγροτών της περιοχής. Επίσης, οι ενάγοντες, μετά την αγορά του δουλεύοντος ακινήτου από τον πρώτο ενάγοντα το Νοέμβριο 2001, οπότε προέβη σε δυναμική και δαπανηρή καλλιέργεια επ' αυτού με τη φύτευση αμπέλου και την κατασκευή δαπανηρής περίφραξης με τσιμεντένια κράσπεδα ύψους 0,40 μ. και πλάτους 0.20 μ. με σιδηροπασάλους και δικτυωτό συρματόπλεγμα, κατέστησαν έτσι αδύνατη τη διέλευση τρίτου μέσω της αμπέλου, πράγμα που αποτέλεσε και την έναρξη της μεταξύ αυτών και της εναγομένης αντιδικίας. Ωστόσο, η εναγομένη, επειδή κατέστη υπέργηρη και αποσύρθηκε από την ενεργό αγροτική δραστηριότητα, καίτοι έπαυσε όπως προαναφέρθηκε από το έτος 1992 να καλλιεργεί και να εκμεταλλεύεται η ίδια τον αγρό της και παρέδωσε την εκμετάλλευσή του στην κόρη της που τον συνένωσε με τον όμορο δικό της, εν τούτοις αξιώνει να συνεχίζει τη δια της αμπέλου των εναγόντων διέλευση και η κόρη της προς εξυπηρέτηση του ενιαίου κτήματος φυστικόδενδρων. Η ίδια όπως προαναφέρθηκε δεν είναι πλέον σε θέση να καλλιεργήσει τον αγρό της και έτσι ουσιαστικά δεν κάνει χρήση της ένδικης διόδου. Όμως η κόρη της και ο γαμβρός της που καλλιεργούν το ενιαίο κτήμα που προέκυψε από τη συνένωση εξυπηρετούνται με τον προπεριγραφόμενο τρόπο, όπως εξυπηρετούνταν το δικό τους κτήμα πριν τη συνένωση με εκείνο της εναγομένης. Πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση της νέας κατάστασης που προέκυψε από τη συνένωση των αγρών των εναγόντων (βαθειά άρωση, ισοπέδωση και ενοποίηση) και την επί του ενιαίου κτήματος φύτευση 5.600 συνολικά κλημάτων ότι οι αγροί αυτών απώλεσαν πλέον την αυτοτέλεια και τα διακριτικά μεταξύ τους ορόσημα, η δε περίφραξη του ενιαίου αμπελώνα συντελέστηκε το Μάιο 2002 χωρίς παρενόχληση από την κόρη της εναγομένης. Γι' αυτό και η εναγομένη στην από 12-9-2003 εξώδικη πρόσκλησή της προς τον δεύτερο ενάγοντα (που καλλιεργεί τον ενιαίο αμπελώνα) δεν παραπονείται για τη δίοδο μέσω του αγρού του πρώτου (πρώην ιδιοκτησία Γ. Χ.), αλλά περιορίζεται στη προειδοποίηση να μην καταστρέψει την περίφραξη της ιδιοκτησία της. Κατά δε τη διάρκεια της αντιδικίας του που ακολούθησε και δη μετά την έκδοση της υπ' αριθ. 39/2006 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας (σε προηγούμενη δίκη μεταξύ των διαδίκων, που αφορούσε την οιονεί νομή της αναιρεσείουσας επί της επίδικης δουλείας διόδου) οι ενάγοντες πρότειναν στη εναγομένη, προς αποφυγή της μεγάλης καταστροφής που θα τους προκαλούσε η εξακολούθηση διελεύσεως (ουσιαστικά της κόρης της εναγομένης) μέσω της αμπέλου τους λόγω της διαγώνιας κατεύθυνσης της διόδου και της εκ τούτου ανάγκης εκρίζωσης 11 έως 12 περίπου σειρών από κλήματα και καταστροφής του ριζικού συστήματος σε ανυπολόγιστο αριθμό άλλων και των συστημάτων ανάρτησης και στήριξης και άρδευσης (στάγδην) σε διάφορα σημεία τους, μία διαφορετική λύση, λιγότερο ζημιογόνα γι' αυτούς. Συγκεκριμένα, με την από 12-5-2006 εξώδικη δήλωσή τους της πρότειναν - σε αντικατάσταση της διόδου που αναγνώρισε το Δικαστήριο - με την προαναφερθείσα υπ'αριθμ.39/2006 απόφαση) να διέρχεται κατά μήκος της δυτικής πλευρά του αγρού του πρώτου ενάγοντος κατά μήκος του ορίου του με τον αγρό του Η. Κ., δεδομένου ότι εκεί υπήρχε αφύτευτη μία εδαφική λωρίδα πλάτους 3 μ. σε όλο το μήκος της, δηλαδή από το δρόμο μέχρι το νότιο όριο του αγρού της εναγομένης, προς διευκόλυνση των καλλιεργητικών εργασιών της κόρης της. Παρά ταύτα η εναγομένη (ουσιαστικά η κόρη της) απέρριψε αδικαιολόγητα την εύλογη αυτή πρόταση που θα έλυνε εξίσου καλά το πρόβλημα που παρουσιάστηκε ενόψει των νέων καλλιεργειών των ενιαίων αγρών (αμπέλου και φυστικαγρού). Ενόψει αυτών, η επιμονή της εναγομένης και ουσιαστικά της κόρης της στην εφαρμογή των όρων διελεύσεως που είχαν δημιουργηθεί υπό άλλες καλλιεργητικές προϋποθέσεις στο παρελθόν παρίσταται καταχρηστική διότι συντελεί στην εν μέρει βλάβη του πρότυπου βιολογικού αμπελώνα των εναγόντων με τη διαμόρφωση μονίμου διόδου μέσω αυτού. Συγκεκριμένα η εξακολούθηση λειτουργίας της επίδικης διόδου και μέσω του νέου αμπελώνα θα έχει ως αποτέλεσμα την εκρίζωση 11 και 12 περίπου σειρών από κλήματα και την καταστροφή του ριζικού συστήματος σε ανυπολόγιστο αριθμό άλλων και των συστημάτων ανάρτησης και στήριξης και άρδευσης (στάγδην) σε διάφορα σημεία τους, κατάσταση που συνεπάγεται ζημία ύψους 100.000 € περίπου. Ενόψει όλων αυτών και συγκεκριμένα των νέων περιστάσεων α)της δημιουργίας της νέας πρότυπης αμπέλου των εναγόντων, β)της παύσεως καλλιέργειας του δεσπόζοντος αγρού ατομικά από την εναγομένη, γ)της συνενώσεως αυτού με το όμορο κτήμα της κόρης της που το εκμεταλλεύεται εκείνη πλέον με νέα καλλιέργεια φυστικόδενδρων, δ)της εξυπηρέτησης του ενιαίου νέου αυτού κτήματος μέσω άλλων διεξόδων και δυνατοτήτων, τις οποίες είχε και προηγουμένως αυτοτελώς το κτήμα της κόρης της εναγομένης και ε)της αδικαιολόγητης άρνησής της να συγκατανεύσει στην προτεινόμενη αλλαγή της θέσεως της διόδου, η επιμονή της εναγομένης (και ουσιαστικά της κόρης της) στην εφαρμογή των αρχικών όρων διελεύσεως μέσω του κτήματος των εναγόντων, ενόψει και της προαναφερόμενης ζημίας που θα υποστούν οι τελευταίοι, υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η καλή πίστη και ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος δουλείας του αναγνωρίστηκε υπέρ της εναγομένης και γι'αυτό είναι καταχρηστική. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την αγωγή των αναιρεσιβλήτων οι τελευταίοι αναφέρουν σ'αυτήν μεταξύ των άλλων (σελ.3, στην αρχή) ότι μετά την παρέλευση ενός και μισού περίπου έτους από τον χρόνο της αγοράς του ακινήτου του πρώτου από αυτούς (9-11-2001) και της εγκαταστάσεώς τους στο ακίνητο, οι αναιρεσίβλητοι προέβησαν στις αναφερόμενες εργασίες προετοιμασίας, περιφράξεως, φυτεύσεως και καθημερινής έκτοτε φροντίδας και της φυτείας και της όλης εγκαταστάσεως "παρούσης και μη αντιλεγούσης ούτε της εναγομένης ούτε της κόρης της Χ. συζ. Ε. Φ. (...)". Επομένως το Εφετείο, που έλαβε υπόψη, όπως ρητώς αναφέρεται στις προπαρατεθείσες παραδοχές του και τον ισχυρισμό αυτόν των αναιρεσιβλήτων και ειδικότερα ότι η περίφραξη του ενιαίου αμπελώνα των αναιρεσιβλήτων συντελέστηκε τον Μάιο του 2002 χωρίς παρενόχληση από την κόρη της εναγομένης και ότι η εναγομένη δεν παραπονέθηκε για τη δίοδο), ως επιμέρους στοιχείο της καταχρηστικότητας στην άσκηση του δικαιώματος της αναιρεσείουσας που δέχθηκε, δεν έλαβε κατά τούτο παρά τον νόμο υπόψη πράγματα που ασκούσαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και τα οποία δεν είχαν προταθεί από τους αναιρεσίβλητους-ενάγοντες, είναι δε αβάσιμα τα αντίθετα που η αναιρεσείουσα υποστηρίζει με τον μοναδικό, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγο της αιτήσεώς της, από το αρ.8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Από την ίδια αγωγή των αναιρεσιβλήτων προκύπτει ότι οι τελευταίοι δεν περιείχαν σ'αυτήν ισχυρισμό ότι πρότειναν στην αναιρεσείουσα την αλλαγή της θέσεως της διόδου δια μέσου του κτήματός τους προς αποφυγήν της "μεγάλης" καταστροφής που προκαλούσε σ'αυτό η διέλευση της διόδου από την ειρημένη θέση, και ειδικότερα ότι με την από 12-5-2006 εξώδικη δήλωσή τους, που επέδωσαν στην αναιρεσείουσα την 16-5-2006 (ήτοι κατά την ίδια ημέρα που κατατέθηκε η αγωγή), πρότειναν στην αναιρεσείουσα εις αντικατάσταση της υπάρχουσας διόδου (που αναγνώρισε το δικαστήριο), να διέρχεται αυτή κατά μήκος της δυτικής πλευράς του αγρού του πρώτου αναιρεσίβλητου, στο όριό του με το όμορο, προς την πλευρά αυτή ακινήτου του Η. Κ., όπου υπήρχε αφύτευτη εδαφική λωρίδα πλάτους 3 μ. σε όλο το μήκος της, δυναμένη να εξυπηρετήσει εξίσου καλά τις ανάγκες του ακινήτου της αναιρεσείουσας, και ότι η αναιρεσείουσα απέρριψε αδικαιολόγητα την "εύλογη" αυτή πρόταση των αναιρεσιβλήτων. Ο ισχυρισμός αυτός ασκούσε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως ένα από τα αυτοτελή πραγματικά περιστατικά που προτείνουν οι αναιρεσίβλητοι-ενάγοντες για την επικαλούμενη καταχρησικότητα της άσκησης του δικαιώματος της αναιρεσείουσας-εναγομένης την αναγνώριση της οποίας (καταχρηστικότητας) ζητούσαν οι αναιρεσίβλητοι με την αγωγή τους, προτάθηκε δε το πρώτον ενώπιον του Πρωτοδικείου με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις των τελευταίων, όπως από αυτές προκύπτει, και ελήφθη υπόψη από το Εφετείο, όπως από το προπαρατεθέν περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης επίσης προκύπτει, στο οποίο (Εφετείο) είχαν επαναφέρει τον εν λόγω ισχυρισμό οι αναιρεσίβλητοι. Με το πρώτο μέρος του μοναδικού ως άνω, από το άρθρο 559 αρ.8 του ΚΠολΔ, λόγου του αναιρετηρίου προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη τον ανωτέρω ουσιώδη ισχυρισμό, ο οποίος, ως στοιχείο της αγωγής μη περιλαμβανόμενο σ'αυτήν, δεν είχε προταθεί νομίμως από τους αναιρεσιβλήτους-ενάγοντες. Ενόψει του ότι τα λοιπά, ως ανωτέρω, πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Εφετείο, ότι δηλαδή το δεσπόζον ακίνητο της αναιρεσείουσας έχει αυτάρκεια, εξυπηρετούμενο ήδη επαρκώς από άλλη δίοδο που οδηγεί στον κοινόχρηστο δρόμο, ότι στο δουλεύον ακίνητο των αναιρεσιβλήτων έχει δημιουργηθεί, προ της ασκήσεως της αγωγής, πρότυπη καλλιέργεια αμπέλου, την οποία οι αναιρεσίβλητοι περιέφραξαν με δαπανηρή περίφραξη με τσιμεντένια κράσπεδα ύψους 0,40,μ. και πλάτους 0,20 μ. και σιδηροπασάλους με δικτυωτό συρματόπλεγμα, ότι οι εργασίες αυτές (με τις οποίες κατέστη αδύνατη η διέλευση τρίτου, επομένως και της δουλειούχου αναιρεσείουσας, διαμέσου της αμπέλου) έγιναν υπό τα όμματα της αναιρεσείουσας, χωρίς καμιά διαμαρτυρία εκ μέρους της, και ότι τέλος, η διατήρηση της επίδικης διόδου συνεπάγεται τις αναφερόμενες στην αναιρεσιβαλλομένη, ως ανωτέρω, επαχθείς συνέπειες για το δουλείον ακίνητο των αναιρεσιβλήτων, είναι αρκετά (τα περιστατικά αυτά που δέχθηκε το Εφετείο) για να καταστήσουν και καθιστούν πράγματι καταχρηστική κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ. Την άσκηση του ενδίκου δικαιώματος (χρήση επίδικης δουλείας) της αναιρεσείουσας, ο εξεταζόμενος ως άνω λόγος αναιρέσεως είναι, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, απορριπτέος προεχόντος ως αλυσιτελής. II. Ο αναιρετικός λόγος από το αρ.1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο, εξετάζοντας την υπόθεση κατ' ουσίαν, εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, του οποίου, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής ?ο δε αναιρετικός λόγος από το αρ.19 του ίδιου άρθρου 559 δεν ιδρύεται επίσης όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκής και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του οικείου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, προσδίδοντας έτσι στην απόφαση νόμιμη βάση. Εν προκειμένω, υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του Εφετείου και όπως ήδη έχει αναφερθεί στην προηγούμενη παράγραφο της παρούσης, η άσκηση του ένδικου δικαιώματος δουλείας διόδου της αναιρεσείουσας-εναγομένης παρίσταται καταχρηστική και απαγορευμένη κατά την έννοια των προαναφερθεισών επίσης διατάξεων των άρθρων 281 και 1118 επ. του ΑΚ, και το Εφετείο, που έκρινε ομοίως, δεν παραβίασε ευθέως, με εσφαλμένη εφαρμογή, τις διατάξεις αυτές, των οποίων συνέτρεχαν πράγματι οι προϋποθέσεις εφαρμογής, αλλ' ούτε και εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, αφού από τις ίδιες αυτές παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής, ως ανωτέρω, των ειρημένων ουσιαστικών διατάξεων, είναι δε αβάσιμα τα αντίθετα που η αναιρεσείουσα υποστηρίζει με τον μοναδικό, από το άρθρο 559 αρ.1 και 19 του ΚΠολΔ, λόγο του από 4-12-2013 δικογράφου προσθέτων λόγων αναιρέσεως, που κατατέθηκε την 4-12-2013. ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως όπως διαμορφώθηκε με τον από 4-12-2013 πρόσθετο λόγο, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ.495§4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ.176,183,191§2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 11-2-2013 αίτηση της Ε. Γ., όπως διαμορφώθηκε με τον από 4-12-2013 πρόσθετο λόγο, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 138/2012 απόφασης του Εφετείου Λαμίας. ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Απριλίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε η πραγματική δουλεία διόδου ασκείται καταχρηστικά, κατά το άρθρο 281 του ΑΚ. Λόγοι αναίρεσης από τους αρ. 1,8,19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., αβάσιμοι (Επικυρώνει Εφ. Λαμ. 138/2012).
Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος
Δίοδος, Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Δουλεία.
0
Αριθμός 1020/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Π. Μ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Κοσκινά. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Σ. Κ. του Κ. και 2)Δ. Κ. του Κ., κατοίκων ... Ο 1ος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αναστασία Δούκα και ο 2ος παραστάθηκε με την ίδια ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/3/1999 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 72/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 131/2012 του Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 10/2/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 19/12/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. προκύπτει ότι ο λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογές του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 10/2011). Εξάλλου, ο κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 561 § 1 του Κ.Πολ.Δικ. προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάζονται με αυτά κανόνες δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή εφόσον ή εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης, από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε λόγος αναίρεσης από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Τέλος η έκθεση πραγματογνωμοσύνης, κατά το άρθρο 387 Κ.Πολ.Δικ., που επαναλαμβάνει τον ορισμό του άρθρου 340 του ίδιου κώδικα, εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, ακόμη και όταν διατάχθηκε υποχρεωτικά κατ' άρθρ. 386 και δεν έχει αυξημένη δύναμη σε σχέση με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, που να δεσμεύει το δικαστήριο να δεχθεί την απόδειξη που προκύπτει από αυτή και συνεπώς η συνεκτίμησή της με τα άλλα αποδεικτικά μέσα μπορεί να οδηγήσει το δικαστήριο σε σχηματισμό δικανικής πεποίθησης, του να είναι αντίθετη προς το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης, η δε σχετική ως προς την εκτίμηση της πραγματογνωμοσύνης κρίση του δικαστηρίου δεν είναι ανάγκη να αιτιολογείται και είναι αναιρετικά ανέλεγκτη και μάλιστα ούτε με τη διάταξη του αριθμού 12 του άρθρου 559, αφού δεν έχει ιδιαίτερη αποδεικτική δύναμη έναντι των λοιπών αποδεικτικών μέσων. Επίσης κατά το άρθρο 390 Κ.Πολ.Δικ,. το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τις γνωμοδοτήσεις προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης σε αιτήματα που αφορούν εκκρεμή δίκη, οι οποίες συντάχθηκαν ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου και προσάγονται από αυτόν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι έγγραφες εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων των διαδίκων, με τις οποίες διατυπώνουν κατά το άρθρο 392 παρ. 3 Κ.Πολ.Δικ. τις γνώσεις τους για τη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, αποτελούν έγγραφα που εκτιμώνται, ως τεκμήρια, ελεύθερα, από το δικαστήριο, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση των παραπάνω διατάξεων των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση πλημμέλεια ότι το Εφετείο με ανεπαρκείς αιτιολογίες δεν δέχθηκε το πόρισμα της από Μαΐου 2000 τεχνικής έκθεσης του μηχανικού Ι. Π., για τη φωτοερμηνεία αεροφωτογραφιών του 1945 και του 1970, καθώς και το παρέχων πλήρη απόδειξη πόρισμα της διεταχθείσας, κατά δικαστική επιταγή τεχνικής πραγματογνωμοσύνης του τοπογράφου μηχανικού Χ. Σ., ενώ αντίθετα έλαβε υπόψη ανεπιτρέπτως, την υπ' αριθμ. 11/1998 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Ειρηνοδικείου Σπερχειάδος, η οποία περιείχε την ιδιαίτερη προσωπική γνώμη της μη κατέχουσας ιδιαίτερες επιστημονικές γνώσεις δικάσασας δικαστού, με αποτέλεσμα να απορρίψει τους αγωγικούς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος. Ο λόγος αυτός, στον οποίο δεν προσδιορίζονται οι παραβιάσεις των περί πρωτοτύπου τρόπου αποκτήσεως κυριότητας διατάξεων ( έκτακτη χρησικτησία), ούτε διαλαμβάνονται οι ανεπαρκείς αιτιολογίες και τα ζητήματα στα οποία αφορούν και τα έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, είναι απαράδεκτος καθόσον ευθέως και χωρίς επιφάσεις, για ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση των εν λόγω διατάξεων, πλήττουν την αποδεικτή αξία των εκτιμωμένων ελευθέρως από το δικαστήριο και χωρίς την ανάγκη ιδιαίτερης αιτιολογίας εκθέσεων του δικαστικού πραγματογνώμονος και του τεχνικού συμβούλου καθώς και την ορθότητα της εκτιμήσεως της ως δικαστικό τεκμήριο λαμβανομένης υπόψη αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων. Η ορθότητα όμως της εκτιμήσεως των αποδείξεων είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο, καθόσον πλήττει την περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί καθόσον το Εφετείο ανελέγκτως εξετίμησε ελεύθερα τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα και τους απέδωσε την αποδεικτική αξία που κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη έχουν. Επειδή κατά το άρθρο 561 παρ 2 Κ.Πολ.Δικ. ο Άρειος Πάγος ελέγχει την εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων της ίδιας ή άλλης δίκης, ιδίως αγωγών, παρεμβάσεων, ενδίκων μέσων προτάσεων ή δικαστικών αποφάσεων. Η διάταξη αυτή δεν εισάγει ειδικό λόγο αναίρεσης, πέραν των λόγων του άρθρου 559, αναφέρεται όμως σε όλους τους λόγους του άρθρου 559 (ΟλΑΠ 10/2007). Εξάλλου κατά τη διάταξη του αριθμού 12 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση των παραπάνω διατάξεων των άρθρων 561 παρ 2 και 559 αρ. 12 Κ.Πολ.Δικ. αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την ομολογία των αναιρεσιβλήτων " περί ύπαρξης στην ένδικη οικοπεδική έκταση ιδιοκτησίας του αναιρεσείοντος", η οποία αποτελούσε πλήρη απόδειξη ως προς το ομολογούμενο γεγονός, το οποίο είχε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και οδηγούσε σε αποδοχή της αγωγής και της οποίας ομολογίας είχε γίνει επίκληση από τον αναιρεσείοντα- ενάγοντα στον πρώτο βαθμό και επαναφορά της είχε γίνει στο δευτεροβάθμιο με την έφεση και τις προτάσεις. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των επίμαχων προτάσεων, σ' αυτές αναφέρεται το αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι διάδικοι ήταν όμοροι ιδιοκτήτες καθώς και ο αρνητικός ισχυρισμός του δεύτερου εναγομένου - αναιρεσιβλήτου ότι το επίδικο περιλαμβάνεται στους τίτλους του, λόγω δε του ισχυρισμού αυτού διατάχθηκε με την υπ' αριθμ. 175/2000 παρεμπίπτουσα απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης. Δηλαδή δεν περιλαμβάνεται ομολογία, περί του ότι το επίδικο ή τμήμα του ανήκει στον αναιρεσείοντα και συνακόλουθα ορθά η προσβαλλομένη απόφαση δεν δέχθηκε ούτε την ύπαρξη, ούτε και την αποδεικτική δύναμη του αποδεικτικού αυτού μέσου, μη στοιχειοθετούμενου του ερευνώμενου ( πρώτου ) λόγου, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 16 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει δεδικασμένο, κατά δε τον αριθμό 12 του ίδιου άρθρου επιτρέπεται επίσης αναίρεση αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου, σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 336 § 3, 339 και 395 Κ.Πολ.Δικ., όταν η δια μαρτύρων απόδειξη δεν αποκλείεται, επιτρέπονται και τα δικαστικά τεκμήρια, τα οποία το δικαστήριο μπορεί να συναγάγει από οπουδήποτε, ακόμη και από ιδιωτικά έγγραφα ή διαδικαστικά έγγραφα άλλως δίκης, όπως είναι η αφορώσα το ένδικο ακίνητο απόφαση ασφαλιστικών μέτρων. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως, από τους αριθμ. 16 και 12 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, κατ' εκτίμηση των εκτιθεμένων, η πλημμέλεια ότι ενώ από την υπ' αριθμ. 11/1998 τελεσίδικη απόφαση του Ειρηνοδικείου Σπερχειάδος, που εκδόθηκε επί ασφαλιστικών μέτρων νομής μεταξύ των διαδίκων για το επίδικο ακίνητο, όφειλε να συναγάγει δικαστικά τεκμήρια, εν τούτοις δέχθηκε δεδικασμένο, μολονότι η απόφαση αυτή, λόγω της φύσεως της παρήγαγε προσωρινό και μόνο δεδικασμένο. Ο λόγος αυτός είναι κατά μεν την από τον αριθμό 16 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. αιτίαση απορριπτέος, καθόσον στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι από την επικαλούμενη απόφαση ασφαλιστικών λήφθηκε υπόψη δεδικασμένο, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει, όπως τούτο προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ. 561 § 2 Κ.Πολ.Δικ) στην οποία διηγηματικά αναφέρεται η πορεία της επί των ασφαλιστικών μέτρων , από 18-6-1998 αιτήσεως του ενάγοντος στο Ειρηνοδικείο Σπερχειάδος και η επ' αυτών απόφαση, το αποτέλεσμα της οποίας, κατά τα αναφερόμενα στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλομένης εκτιμήθηκε ως έγγραφο με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον δεν πρόκειται περί αυτοτελούς αποδεικτικού μέσου, κατά δε την από τον αριθμό 12 του ίδιου άρθρου αιτίαση απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού στο εν λόγω αποδεικτικό μέσο αποδόθηκε η δύναμη που έχει και συνεκτιμήθηκε, ως δικαστικό τεκμήριο, ελεύθερα με τα λοιπά ισοδύναμα αποδεικτικά του μέσα. Επειδή κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. α' και γ' του Κ.Πολ.Δικ. αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης (ολ. ΑΠ 2/2008) αφενός μεν οφείλει να μη λάβει υπόψη ανεπίτρεπτα αποδεικτικά μέσα, αφετέρου δε να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση από τον διάδικο. Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη ανφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Εξάλλου ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται α το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο τη βαρύτητα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 § 1 Κ.Πολ.Δικ., στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 11 περ. α και γ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη της αποδεικτικά μέσα που ο αναιρεσείων νόμιμα, μεταξύ άλλων, επικαλέσθηκε και προσκόμισε με τις προτάσεις του, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, από τα οποία προέκυπτε το ουσία βάσιμο της αγωγής του και ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη: α)την από Μάϊο 2000 τεχνική έκθεση του μηχανικού Ι. Π., για την φωτοερμηνεία αεροφωτογραφιών των ετών 1945 και 1970 και β0 των από Δεκεμβρίου 2007 έκθεση τεχνικής πραγματογνωμοσύνης του τοπογράφου-μηχανικού Χ. Σ.. Ακόμη αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι έλαβε υπόψη την υπ' αριθμ. 11/1998 απόφαση του Ειρηνοδικείου Σπερχειάδος, που έχει εκδοθεί μεταξύ των διαδίκων επί ασφαλιστικών μέτρων νομής ως προς το επίδικο, η οποία ήταν ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο, αφού σ'αυτήν αναφερόταν ως προς το επίδικο, απαραδέκτως η προσωπική γνώμη της δικάσασας Ειρηνοδίκου, που σχηματίστηκε με τις ιδιωτικές της γνώσεις από αυτοψία από χωρίς τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης. Ο λόγος αυτός κατά το πρώτο σκέλος του είναι απαράδεκτος καθόσον αντιφάσκει με τον αναφερόμενο παραπάνω πέμπτο λόγο της αναιρέσεως κατά τον οποίο οι εν λόγω εκθέσεις λήφθηκαν υπόψη αλλά δεν τους αποδόθηκε η αποδεικτική αξία που έχουν, ενώ περαιτέρω είναι αβάσιμος και κατά τα δύο σκέλη του, γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση και ιδιαίτερα από την περιεχομένη βεβαίωση ότι λήφθηκε υπόψη η επίμαχη έκθεση πραγματογνωμοσύνης, καθώς και όλα τα έγγραφα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, με ιδιαίτερη αναφορά στις τεχνικές εκθέσεις, η οποία ήταν περιττή, αφού και αυτές θεωρούνται έγγραφα με ειδική κατά το άρθρο 390 Κ.Πολ.Δικ. ρύθμιση (Ολ.ΑΠ 8/2005), αλλά και την ιδιαίτερη αναφορά της απόφασης και στα δύο αυτά αποδεικτικά στοιχεία δεν γεννιέται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία και συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, για τη στήριξη του αποδεικτικού του πορίσματος, περί μη απαιτήσεως της κυριότητας του επιδίκου από τον αναιρεσείοντα- ενάγοντα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Περαιτέρω η επικαλούμενη απόφαση του Ειρηνοδικείου Σπερχειάδος, η οποία μάλιστα κατέστη τελεσίδικη μετά την απόρριψη της κατ' αυτής εφέσεως με την υπ' αριθμ. 29/1999 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας ήταν επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο και ορθά λήφθηκε υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Η αιτίαση του ερευνώμενου λόγου ότι αν η προσβαλλομένη απόφαση λάμβανε ή δεν λάμβανε, αντίστοιχα, υπόψη τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα θα κατέληγε σε αντίθετο πόρισμα από εκείνο που δέχθηκε, είναι απαράδεκτη, καθόσον πλήττει την κατά το άρθρο 561 § 1 Κ.Πολ.Δικ. ανέλεγκτη αναιρετικά αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 20 Κ.Πολ.Δικ., ως έγγραφα η παραμόρφωση του περιεχομένου των οποίων ιδρύει λόγο αναίρεσης θεωρούνται τα αναφερόμενα στα άρθρα 339 και 432 επ. του ίδιου κώδικα ως αποδεικτικά μέσα. Η κατά τα άρθρα 387 Κ.Πολ.Δικ. έκθεση δικαστικής πραγματογνωμοσύνης αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, ξεχωριστό των, κατά τις παραπάνω διατάξεις, εγγράφων και γι'αυτό η τυχόν παραμόρφωση του περιεχομένου τους δεν ιδρύει τον εκ του άρθρου 559 αρ. 20 Κ.Πολ.Δικ. αναιρετικό λόγο. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της παραμορφώσεως του περιεχομένου της από 19-12-2007 εκθέσεως τεχνικής πραγματογνωμοσύνης, του κατά δικαστική επιταγή και με την υπ' αριθμ. 175/2000 παρεμπίπτουσα απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, διορισθέντα ως πραγματογνώμονα τοπογράφου- μηχανικού Χ. Σ.. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, η κατά το άρθρο 387 Κ.Πολ.Δικ. έκθεση πραγματογνωμοσύνης δεν είναι ως αποδεικτικό μέσο έγγραφο, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 επ. Κ.Πολ.Δικ. και ως εκ τούτου δεν πλήττεται με τον ερευνώμενο, από το άρθρο 559 αρ. 20 Κ.Πολ.Δικ. λόγο. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός (τέταρτος) καθώς και η αναίρεση στο σύνολό τους, πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, κατά το άρθρο 495 § 4 του Κ.Πολ.Δικ., που προστέθηκε με το άρθρο 12 § 2 του ν. 4055/2012. Ο αναιρεσείων λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρο 176 και 183 Κ.Πολ.Δικ) και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10-2-2013 αίτηση του Π. Μ. του Δ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 131/2012 αποφάσεως του Εφετείου Λαμίας. Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το κατατεθέν παράβολο. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Μαρτίου 2013. Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αποδεικτική δύναμη έκθεσης πραγματογνωμοσύνης και τεχνικών εκθέσεων. Η ομολογία πρέπει να έχει προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας καθώς και το δεδικασμένο 559 αρ. 12 ιδρύεται ο οικείος λόγος αν παραβιάστηκαν οι ορισμοί του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων 559 αρ. 11 Η αιτίαση περί διαφορετικής εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων πλήττει την ανέλεγκτη αναιρετικά αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων. Με τον αναιρετικό λόγο του 226 αρ. 20 περί παραμορφώσεως εγγράφου δεν πλήττεται η έκθεση πραγματογνωμοσύνης
Χρησικτησία
Αγωγή διεκδικητική, Πραγματογνωμοσύνη, Χρησικτησία.
1
Αριθμός 1025/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Χ. Γ. του Μ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιλτιάδη Νικολαΐδη. Του αναιρεσιβλήτου: Γ. Κ. του Α., κατοίκου ..., με την ιδιότητα του δικαστικού συμπαραστάτη του Γ. Κ. του Ε., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο - Μιλτιάδη Κόκκινο. Κατά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων, που παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω, ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης για τους λόγους που ανέπτυξε. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου δεν συναίνεσε στο αίτημα της αναβολής. Το Δικαστήριο διασκέφθηκε επί της έδρας και δια του Προέδρου του απέρριψε το αίτημα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28/8/2002 αγωγή του Α. Κ. του Γ., τότε δικαστικού συμπαραστάτη του Γ. Κ. του Ε., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4348/2004 του ίδιου Δικαστηρίου, 5124/2006 μη οριστική και 4105/2011 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 22/11/2012 αίτησή του. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 8/1/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα (Ολ. ΑΠ 8/2005) και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αορίστων νομικών εννοιών και για έμμεση απόδειξη κρισίμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων, που προσκομίστηκαν. Όμως η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, τα οποία πρέπει να καθορίζονται ιδρύει τον από τον αριθμό 1 εδ. β του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. λόγο αναιρέσεως, μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ'αυτούς. Επομένως ο λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας, προκειμένου να ανεύρει την αληθή έννοια κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ'αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς. Ο λόγος πάντως αυτός δεν ιδρύεται όταν τα διδάγματα της κοινής πείρας χρησίμευσαν προς έμμεση απόδειξη, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και όταν χρησιμοποιούνται για την υπό του δικαστηρίου εξακρίβωση της ύπαρξης πραγματικών περιστατικών, γιατί στην περίπτωση αυτή πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, εκφεύγουσα του αναιρετικού ελέγχου. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεων του αριθμού 1 εδ.β του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, ότι μολονότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε ο αναιρεσίβλητος, δεν προέκυπτε ότι αυτός πάσχει από νοητική καθυστέρηση, εν τούτοις το Εφετείο δέχθηκε ότι αυτός " πάσχει εκ γενετής από βαριά ψυχονεύρωση και βαριά διανοητική καθυστέρηση.... και ότι η πάθηση αυτή είναι μόνιμη και δεν επιτρέπει να αυτοσυντηρείται, ούτε να διαχειρίζεται τα περιουσιακά του στοιχεία και τις εν γένει υποθέσεις του, είναι δε ανίκανος για κάθε βιοποριστικό επάγγελμα εφ' όρου ζωής". Ότι οι παραδοχές αυτές του Εφετείου είναι αντίθετες από τα διδάγματα της κοινής πείρας, καθόσον από τις αποδείξεις που προσκόμισε ο αναιρεσείων, προέκυπτε ότι αυτός (αναιρεσίβλητος) είναι πλήρως ικανός για δικαιοπραξία και " είχε πλήρη αντίληψη των επιδίκων δικαιοπραξιών κατά το χρόνο της σύνταξης και υπογραφής των...." αφού έχει στην ιδιοκτησία του ΙΧ αυτοκίνητο, το οποίο και οδηγεί....ασκεί εμπορική δραστηριότητα.... παρίσταται στο δικαστήριο.. ζει μόνος του στο διαμέρισμά του... κ.λ.π". Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον υπό την επίφαση μη κατονομαζομένων διδαγμάτων κοινής πείρας, αιτιάται την απόφαση ως προς τις παραδοχές της, που κατά τη γνώμη του αναιρεσείοντες δεν προκύπτουν από το αποδεικτικό υλικό, από το οποίο κατά την άποψη του προκύπτει αντίθετο πόρισμα που δεν πληροί το πραγματικό της εφαρμοσθείσας διάταξης του άρθρου 131 ΑΚ. Ήτοι με τον λόγο αυτό αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 § 1 Κ.Πολ.Δικ., περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί. Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 391 και 392 του Κ.Πολ.Δικ., προκύπτει ότι οι νόμιμα διορισθέντες τεχνικοί σύμβουλοι των διαδίκων, βοηθούν με τις τεχνικές τους γνώσεις τον διάδικο που τους διόρισε, μπορούν δε να παρίστανται σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις, όπου παρίστανται οι πραγματογνωμοσύνες και έχουν τις εξουσίες των άρθρων 380 § 1 και 382 § 2, δηλ. να λάβουν γνώση των χρήσιμων, για τη γνωμοδότησή τους, στοιχείων της δικογραφίας και να παρίστανται στις συνεδριάσεις, να υποβάλλουν ερωτήσεις και να ζητούν την ανάγνωση εγγράφων. Στις πράξεις όμως που ενεργεί ο πραγματογνώμονας για να επιτελέσει το έργο του, όπως π.χ. ιατρικές εξετάσεις δεν έχουν δικαίωμα να παρίστανται οι διάδικοι ή οι τεχνικοί τους σύμβουλοι και συνακόλουθα η παράλειψη κλητεύσεως τους δεν επιφέρει ακυρότητα της πραγματογνωμοσύνης, αφού δεν πρόκειται για διενέργεια διαδικαστικών πράξεων, κατά την έννοια των άρθρων 382 § 1 και 392 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 14 και 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι παρά το νόμο και συγκεκριμένα κατά παραβίαση των διατάξεων 391, 392,159 και 110 Κ.Πολ.Δικ. δεν κήρυξε άκυρη, συντρεχούσης προς τούτο δικονομικής βλάβης, την υπ' αριθμ. 85/2009 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντα ως πραγματογνώμονα με την υπ' αριθμ. 5124/2006 παρεμπίπτουσα απόφαση του Εφετείου Ν. Κ., διδάκτορα Ιατροδικαστικής του Πανεπιστημίου καθόσον κατά τη διενέργεια της ιατρικής εξετάσεως του αναιρεσιβλήτου, για την διαπίστωση της ψυχικής και διανοητικής του καταστάσεως, δεν κλήθηκε ο αναιρεσίβλητος και οι διορισθέντες από αυτόν τεχνικοί σύμβουλοι Γ. Π. (νευρολόγος-ψυχίατρος). Α. Δ. (καθηγητής ψυχιατρικής), και Α. Τ. Η αιτίαση αυτή που αφορά σε ισχυρισμό που είχε υποβληθεί από τον εκκαλούντα- αναιρεσείοντα στο Εφετείο και μάλιστα μόνο ως προς τον τεχνικό του σύμβουλο Γ. Π., όπως τούτο προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των προτάσεών του είναι κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτη, αφού η αφορώσα την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης ιατρική εξέταση δεν είναι διαδικαστική πράξη και γι'αυτό δεν υφίσταται παραβίαση των επικαλουμένων διατάξεων από την μη κλήτευση για παράσταση σ'αυτήν, του αναιρεσείοντα και του τεχνικού του συμβούλου και συνακόλουθα δεν συνέτρεχε περίπτωση απαγγελίας ακυρότητας της πραγματογνωμοσύνης, κατά το άρθρο 159 § 3 Κ.Πολ.Δικ. Ενόψει τούτων ή προσβαλλομένη απόφαση που σιωπηρά απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, δεν βαρύνεται με αναιρετική πλημμέλεια και ο ερευνώμενος από τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., δεύτερος αναιρετικός λόγος, πρέπει να απορριφθεί , ως απαράδεκτος, ενώ προσέτι απαράδεκτος είναι ο ίδιος λόγος ως πλημμέλεια από τον αριθμό1 του ίδιου άρθρου αφού αυτή (πλημμέλεια) αφορά σε παραβίαση δικονομικού και όχι ουσιαστικού δικαίου, διατάξεων. Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 368-387 και 388 Κ.Πολ.Δικ. συνάγεται ότι η διάταξη πραγματογνωμοσύνης επί συγκεκριμένου ζητήματος ή η διάταξη νέας ή επαναλήψεως ή συμπληρώσεως της αρχικής από τους ίδιους ή άλλους πραγματογνώμονες, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο, κατά το άρθρο 368 § 2 Κ.Πολ.Δικ. κρίνει ότι χρειάζονται "ειδικές" γνώσεις επιστήμης ή τέχνης οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες. Η επανάληψη διατάσσεται, όταν η αρχική πραγματογνωμοσύνη έχει ατέλειες ή ασάφειες, που δεν μπορούν να θεραπευθούν με την παροχή διευκρινήσεων, κατά το άρθρο 384 του ίδιου κώδικα. Η νέα πραγματογνωμοσύνη διατάσσεται ως προς τα ίδια θέματα, για τα οποία έχει διαταχθεί η αρχική αλλά από καινούριους πραγματογνώμονες, όταν το δικαστήριο δεν έχει τις αναγκαίες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις για να ελέγξει το περιεχόμενο της αρχικής γνωμοδοτήσεως, η ορθότητα της οποία αμφισβητείται κατά τρόπο που κλονίζει το δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του και με την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 8 και 9 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν διέταξε νέα πραγματογνωμοσύνη, ενόψει της αμφισβητήσεως, από τον αναιρεσείοντα, της ορθότητας της υπ' αριθμ. 85/2009 έκθεσης ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντα, ως πραγματογνώμονα με την υπ' αριθμ. 5124/2006 παρεμπίπτουσα απόφαση του Εφετείου Ν. Κ. Οι αιτιάσεις αυτές δεν ιδρύουν κάποιο αναιρετικό λόγο, αφού η σχετική κρίση ανήκει στη διακριτική και συνακόλουθα ανέλεγκτη αναιρετικά ευχέρεια του δικαστηρίου. Επομένως δεν συντρέχει περίπτωση ούτε μη λήψεως υπόψη ισχυρισμού που προτάθηκε, ούτε περί μη εκδικάσεως υποβληθείσας αιτήσεως, μη στοιχειοθετούμενων εντεύθεν των αναιρετικών πλημμελειών των διατάξεων των αριθμών 8 και 9 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., καθόσον με την προσβαλλομένη απόφαση έγινε ανέλεγκτα δεκτό ότι το αίτημα του αναιρεσείοντα- εναγομένου "περί διεξαγωγής νέας ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, αφού δεν συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση οι περιστάσεις, όπως αυτές αναλύθηκαν στην οικεία νομική σκέψη, τα δε προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα ήταν επαρκή για τη διαμόρφωση πλήρους δικανικής πεποιθήσεως". Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ.γ του Κ.Πολ.Δικ., αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 και ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο (Ολ. ΑΠ 2/2008). Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου, όταν είναι εδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Η εν λόγω επίκληση μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε και με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου (Ολ. ΑΠ 23/2008). Καμία ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την εδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (έγγραφα, μάρτυρες, πραγ/νη κλπ). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ. ΑΠ 2/2008) ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ. ΑΠ 14/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Εξάλλου οι γνωμοδοτήσεις προσώπων με ειδικές γνώσεις (Κ.Πολ.Δικ. 390), όπως είναι και οι εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων (Κ.Πολ.Δικ 392 § 3) δεν είναι ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά έγγραφο με ειδική ρύθμιση από τον νόμο που εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο (ως δικαστικό τεκμήριο) χωρίς να απαιτείται η αντιδιαστολή του από τα άλλα έγγραφα και η ειδική μνεία του. Επομένως η μνεία της απόφασης ότι "λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα" καλύπτει και αυτές και συνεπώς η παράλειψη μνείας τους στην απόφαση δεν ιδρύει τον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο από το άρθρο 559 αρ. 11 (Ολ. ΑΠ 8/2005, Ολ. ΑΠ 12/2005). Περαιτέρω ο από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ λόγος αναίρεσης, δεν ιδρύεται όταν υφίστανται ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς. Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε, είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρης και σαφώς και όχι γιατί αποδείχτηκε ή δεν αποδείχθηκε (Ολ. ΑΠ 10/2011). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης κατά το δεύτερο μέρος του και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του 559 αρ. 11γ Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο κατά τον σχηματισμό του δικαστικού του πορίσματος ως προς τη διανοητική κατάσταση και τη δικαιοπρακτική ικανότητα του αναιρεσίβλητου δεν έλαβε υπόψη τις γνωματεύσεις των ιδιωτών ιατρών α)Α. Τ. (ειδικού ψυχιάτρου-ψυχοθεραπευτή) β) Χ. Β. (νευρολόγου-ψυχιάτρου), γ) Α. Δ. (ψυχιάτρου- ψυχιατροδικαστή και δ) την έκθεση του τεχνικού συμβούλου Γ. Π. (νευρολόγου-ψυχιάτρου). Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον η αναφορά της προσβαλλομένης απόφασης σε όλα "ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που προσκομίστηκαν νόμιμα" καλύπτει και τις προαναφερθείσες γνωμοδοτήσεις, οι οποίες από την αναφορά αυτή της απόφασης και την ιδιαίτερη αναφορά στην υπό στοιχ. Δ' τεχνική έκθεση (φύλλο 6β), σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της, προκύπτει αναμφίβολα ότι λήφθηκαν υπόψη και δεν χρειαζόταν ειδική και χωριστή αξιολόγηση καθεμιάς από αυτές. Εξάλλου απορριπτέος, ως απαράδεκτος, είναι και ο τέταρτος λόγος, με τον οποίο και υπό την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν αιτιολογεί γιατί δεν έλαβε υπόψη τις προαναφερθείσες γνωματεύσεις, καθόσον οι εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων και των προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις, εκτιμώνται ελεύθερα και η οικεία κρίση δεν ελέγχεται αναιρετικά από την επικαλουμένη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δικ. ως αφορώσα την περί τα πράγματα, ανέλεγκτη, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και σε ελλείψεις ως προς την ανάλυση, αξιολόγηση και στάθμισή αποδεικτικών μέσων. Επειδή ο από το άρθρο 20 Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί γεγονότα προφανώς διαφορετικά, από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (Ολ. ΑΠ 2/2008, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 567/2013). Δεν αρκεί για την ίδρυση του λόγου η εσφαλμένη ανάγνωση του αποδεικτικού, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 Κ.Πολ.Δικ., εγγράφου αλλά πρέπει επί πλέον το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο, στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο αυτό, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο α) του από 30-3-1992 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως μεταξύ του αναιρεσείοντος και του φερομένου ως πάσχοντος από βαριά διανοητική καθυστέρηση αναιρεσίβλητου, β) του από 2-7-1990 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως μεταξύ του Μ. Κ. και του προαναφερθέντος αναιρεσίβλητου και γ) του από 5-11-1991 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως μεταξύ του Μ. Κ. και του πατέρα του αναιρεσίβλητου από τα δύο πρώτα από τα οποία προκύπτει ότι ο αναιρεσίβλητος ήταν ικανός για κατάρτιση δικαιοπραξιών, ενώ το τρίτο καταρτίστηκε από τον πατέρα του αναιρεσίβλητου, που πέθανε στις 9-10-1991 ήτοι σε χρόνο προγενέστερο της καταρτίσεως της πρώτης από τις παραπάνω μισθώσεις. Ο λόγος αυτός ως προς τα δύο πρώτα έγγραφα αφορά σε λανθασμένη, κατά την άποψη του αναιρεσείοντα εκτίμηση των εγγράφων αυτών, από την οποία το δικαστήριο κατέληξε σε πόρισμα διαφορετικό, ως προς την ικανότητα του αναιρεσίβλητου να συναλλάσσεται, από το θεωρούμενο (κατά τον αναιρεσείοντα) ως ορθό και δεν αφορά σε "διαγνωστικό λάθος" των εγγράφων, τα οποία ορθά αναγνώσθηκαν. Δηλαδή ή επικαλουμένη αιτίαση αφορά σε παράπονο αναγόμενο στην ανέλεγκτη, αναιρετικά, εκτίμηση των αποδείξεων και του περιεχομένου των εγγράφων και γι'αυτό είναι απαράδεκτη, ενώ προσέτι ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και γιατί το αποδεικτικό πόρισμα της αποφάσεως, ως προς την δικαιοπρακτική ικανότητα του αναιρεσιβλήτου, δεν στηρίχθηκε, κυρίως ή αποκλειστικά, στα έγραφα αυτά τα οποία απλώς και χωρίς να τα εξαίρει συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος πέμπτος λόγος ως προς τα εν λόγω δύο πρώτα έγγραφα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Όσον αφορά το τρίτο έγγραφο ο λόγος αυτός είναι αόριστος γιατί δεν προσδιορίζεται το περιστατικό που θα αποδείκνυε το έγγραφο αυτό, στην κατάρτιση του οποίου δεν συμμετείχε ο αναιρεσίβλητος, αλλά ο πατέρα του, ούτε η επιρροή του το έγγραφο αυτό θα ασκούσε στην έκβαση της δίκης. Πρέπει λοιπόν και ο λόγος αυτός ως προς όλες τις αιτιάσεις του, καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, κατά το άρθρο 495 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου (αρθρ. 176 και 183 Κ.Πολ.Δικ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 22-11-2012 αίτηση του Χ. Γ. του Μ., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4105/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το κατατεθέν παράβολο. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2014. Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διδάγματα κοινής πείρας. Ο λόγος ιδρύεται μόνο αν τα διδάγματα αφορούν στην ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ΄ αυτούς. Δεν ιδρύεται όταν χρησίμευσαν για έμμεση απόδειξη. 559 αρ.19 Δεν ιδρύεται όταν υφίστανται ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων. Οι τεχνικές εκθέσεις είναι έγγραφα με ειδική ρύθμιση κατά το άρθρο 390 Κ.Πολ.Δ. και δεν χρειάζεται ειδική αναφορά τους στην απόφαση. Από το ότι οι τεχνικοί σύμβουλοι δεν κλήθηκαν για να παραστούν κατά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης δεν δημιουργείται ακυρότητα της πραγματογνωμοσύνης, γιατί αυτοί πρέπει να καλούνται κατά τη διενέργεια μόνο διαδικαστικών πράξεων. Η διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης απόκειται στη διακριτική και ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. 11 περ. γ Ο λόγος είναι αβάσιμος αν προκύπτει ότι τα έγγραφα λήφθηκαν υπόψη. 559 αρ.20 Δεν υφίσταται παραμόρφωση εγγράφου όταν σ΄ αυτό αποδίδεται διαγνωστικό και όχι εκτιμητικό λάθος. Δεν ιδρύεται ο λόγος αν το δικαστήριο δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο αυτό. Για το ορισμένο του λόγου πρέπει να αναφέρεται το αποδεικτέο περιστατικό και η επιρροή του στην έκβαση της δίκης.
Παράβαση διδαγμάτων κοινής πείρας
Έγγραφα, Παράβαση διδαγμάτων κοινής πείρας, Αποδείξεων εκτίμηση.
2
Αριθμός 1026/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ι. Μ. του Ν., κατοίκου ... η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Κωνσταντίνο Βαρδακαστάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., και 2) Α. Κ. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Βάννα Τσιορβά. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 13/12/1996 αγωγή και από 4/5/2001 κύρια παρέμβαση της ήδη αναιρεσείουσας και τις από 5/2/2001 αγωγή και από 5/3/2001 κύρια παρέμβαση του ήδη 2ου αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Επί της αρχικής αγωγής εκδόθηκε η 33675/1997 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου και στη συνέχεια εκδόθηκαν οι παρακάτω αποφάσεις, με τις οποίες συνεκδικάστηκαν οι ως άνω αγωγές και κύριες παρεμβάσεις: 8945/2002, 20189/2007 μη οριστικές, 20467/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2828/2009 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 16/11/2011 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσίβλητοι, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 10/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια του 2ου αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 568 § 4 και 576 § 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως απουσιάζει ο αναιρεσείων και ο αναιρεσίβλητος που επισπεύδει τη συζήτηση έχει καλέσει, νομίμως και εμπροθέσμως, τον αναιρεσείοντα προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο που έχει οριστεί, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία του κλητευθέντος αναιρεσείοντος. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, η αναιρεσείουσα δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, ορισθείσα μετά από αναβολή από την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 20-11-2013, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση. Όπως δε προκύπτει από την υπ' αριθμ. .../29-3-2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης …, την οποία ο δεύτερος αναιρεσίβλητος προσκομίζει και επικαλείται, ο τελευταίος επέδωσε στην αναιρεσείουσα, νόμιμα και εμπρόθεσμα, αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως, με την κάτω από αυτήν πράξη με την οποία ορίζεται η ανωτέρω δικάσιμος (20-11-2013) προς συζήτησή της και με κλήση για να παραστεί κατά τη δικάσιμο αυτή. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, αφού δε η αναβολή εκ του πινακίου ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρ. 575, 226 § 4 εδ. γ' και δ' του ΚΠολΔ), το δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία της κλητευθείσης, ως ανωτέρω, αναιρεσείουσας. ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 79 § 1, 81 §§ 1 και 2, και 216 § 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι στο δικόγραφο της κύριας παρέμβασης πρέπει να περιέχεται μεταξύ των άλλων και ιδιαίτερη αίτηση παροχής έννομης προστασίας, δηλαδή είτε καταψηφιστικό αίτημα ως προς το αντιποιούμενο με την παρέμβαση αντικείμενο της κύριας δίκης είτε αναγνωριστικό, θετικό ή αρνητικό, αίτημα ως προς το δικαίωμα αυτό. Άλλως, αν δηλαδή στο δικόγραφο της παρέμβασης αυτής δεν περιέχεται τέτοιο αίτημα, η κύρια παρέμβαση είναι απαράδεκτη και απορριπτέα. Εξάλλου ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ. 14 του ΚΠολΔ δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε απαράδεκτο που προβλέπεται από τον νόμο ή δεν κήρυξε απαράδεκτο που δεν υπήρχε στη συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ, τέλος, κατά το άρθρο 562 § 3 του ΚΠολΔ κανένας δεν μπορεί να δημιουργήσει λόγον αναιρέσεως από τις δικές του πράξεις ή από πράξεις των προσώπων που ενεργούν στο όνομά του, εκτός αν πρόκειται για λόγους που αφορούν τη δημόσια τάξη. Εν προκειμένω από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν τα ακόλουθα. Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης εισήχθησαν και συνεκδικάστηκαν ως συναφείς α) η από 5-2-2001 αναγνωριστική αγωγή του δεύτερου αναιρεσιβλήτου Α. Κ. κατά του πρώτου αναιρεσιβλήτου ελληνικού δημοσίου, που αφορούσε ένα ακίνητο, εμβαδού 6757 τ.μ., βρισκόμενο στο ... του Δήμου ..., β) η από 13-12-1996 αναγνωριστική αγωγή της αναιρεσείουσας επίσης κατά του πρώτου αναιρεσιβλήτου ελληνικού δημοσίου, που αφορούσε μέρος του ως άνω ακινήτου, εμβαδού 2010 τ.μ., γ) μη ενδιαφέρουσα εδώ παρέμβαση του δεύτερου αναιρεσιβλήτου Α. Κ. και δ) η από 4-5-2001 κύρια παρέμβαση της αναιρεσείουσας Ι. Μ. κατά των αναιρεσιβλήτων Α. Κ., ως ενάγοντος με την προρρηθείσα αγωγή του, και ελληνικού δημοσίου, ως εναγομένου με την τελευταία αυτή αγωγή, η οποία (κύρια παρέμβαση) αφορούσε το ανωτέρω ακίνητο των 2010 τ.μ., ως μέρος του αντικειμένου της δίκης (ακίνητο εμβαδού 6757 τ.μ.) που είχε ανοίξει με την ως άνω αγωγή του Α. Κ. κατά του ελληνικού δημοσίου. Με την κύρια αυτή παρέμβασή της και αφού ισχυρίζεται ότι έγινε κυρία του αντιποιούμενου ως άνω τμήματος του επιδίκου με παράγωγο (κληρονομική διαδοχή) αλλά και με πρωτότυπο (χρησικτησία) τρόπο, βάση ταυτόσημη με εκείνην της αγωγής της, η αναιρεσείουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η κύρια παρέμβασή της "επί τω τέλει όπως απορριφθεί" κατά το μέρος που την αφορά η από 5-2-2001 ως ανωτέρω αγωγή του αναιρεσιβλήτου Α. Κ.. Από το αιτητικό της κύριας παρέμβασης, μόνο του ή και σε συνδυασμό προς το ιστορικό της, προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα δεν περιέλαβε στο δικόγραφο της παρέμβασης αίτημα παροχής έννομης προστασίας υπό την προεκτεθείσα έννοια, περιορισθείσα απλώς στο αίτημα να απορριφθεί η αγωγή του αναιρεσιβλήτου Α. Κ.. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη η κύρια αυτή παρέμβαση ήταν απαράδεκτη, το δε Εφετείο που την απέρριψε γι' αυτόν τον λόγο, επικυρώνοντας κατά τούτο την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει ομοίως, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αρ. 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, της παρά τον νόμο δηλαδή κηρύξεως απαραδέκτου, και είναι αβάσιμα τα αντίθετα που η αναιρεσείουσα υποστηρίζει με τον δεύτερο από τη διάταξη αυτή λόγο της αιτήσεώς της. Με τον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση του ίδιου αρ. 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι παρά τον νόμο το Εφετείο δεν απέρριψε την αγωγή της ως αόριστη ως προς την περιγραφή του επιδίκου, αλλά την έκρινε ορισμένη και την απέρριψε κατ' ουσίαν. Παρεκτός του ότι όπως αναφέρεται στην αναιρεσιβαλλομένη και προκύπτει από το δικόγραφο της αγωγής τής αναιρεσείουσας το επίδικο περιγράφεται πλήρως στην αγωγή κατά θέση και όρια, χωρίς παραπομπή σε άλλα έγγραφα (αναφερόμενο τοπογραφικό), με αποτέλεσμα η αγωγή να είναι ορισμένη, όπως και ορθώς κρίθηκε από το Εφετείο, ο προβαλλόμενος αυτός λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, κατά την προρρηθείσα διάταξη του άρθρου 562 § 3 του ΚΠολΔ, αφού επιχειρείται να θεμελιωθεί σε πράξη της ίδιας της αναιρεσείουσας ή (και) του πληρεξούσιου δικηγόρου της, που συνέταξε την κατ' αυτήν αόριστη αγωγή της. ΙΙΙ. Ο κατά το άρθρο 559 αρ. 10 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ότι το δικαστήριο παρά τον νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο εξάγει την κρίση του επί των ουσιωδών αυτών πραγμάτων στηριζόμενο στα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί ενώπιόν του οι διάδικοι, ο δε κατά το ίδιο άρθρο 559 αρ. 1 περ. β'του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας είναι απαράδεκτος όταν τα φερόμενα ως παραβιασθέντα διδάγματα της κοινής πείρας χρησιμεύουν για την εκτίμηση των αποδείξεων και δεν αφορούν την ερμηνεία κανόνα δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς (ΟλομΑΠ 2/2008). Τέλος, κατά την έννοια του ίδιου άρθρου 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ ως ουσιώδη πράγματα των οποίων, προταθέντων, η μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας δημιουργεί τον αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως θεωρούνται και οι λόγοι εφέσεως, που περιέχουν παράπονα κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης (ΟλομΑΠ 25/2003, ΑΠ 786/2007), ο λόγος όμως αυτός της αναίρεσης προφανώς δεν δημιουργείται όταν το Εφετείο έλαβε υπόψη και απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, τον προταθέντα λόγο εφέσεως. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, ειδικότερα ως αποδειχθέντα από τα αναφερόμενα και κατ' είδος προσδιοριζόμενα αποδεικτικά μέσα, τα ακόλουθα: "Τα ακίνητα των οποίων οι ενάγοντες (αναιρεσείουσα και δεύτερος αναιρεσίβλητος) ζητούν να αναγνωριστούν κύριοι κείνται στην περιοχή "...", που σημαίνει μικρός .., της κτηματικής περιοχής του Δημοτικού Διαμερίσματος ... .... Η περιοχή αυτή είναι ορεινή με έντονο ανάγλυφο, το οποίο αυλακώνεται από βαθειά ρέματα και αποτελεί τμήμα της ορεινής λεκάνης απορροής του χειμάρρου Ξηροποτάμου. Στην περιοχή αυτή υπήρχαν δασικές εκτάσεις, υπήρχαν όμως και αγροτικές εκτάσεις που καταλάμβαναν τα πιο εύφορα και ισόπεδα εδάφη αυτής, τα οποία οι κάτοικοι του χωριού Ασβεστοχωρίου καλλιεργούσαν ανέκαθεν. Το ακίνητο, εμβαδού 2.010 τ.μ. που η ενάγουσα Ι. Μ. ζητεί να αναγνωρισθεί κυρία εμπίπτει - ταυτίζεται εν μέρει - στο ακίνητο του οποίου ο ενάγων Α. Κ. ζητεί να αναγνωρισθεί κύριος με τη συνεκδικαζόμενη αγωγή του. Τα επίδικα έχουν υψόμετρο 400 - 430 μ., έκθεση βόρεια με κλίση 15 - 20%, ενώ προς το τμήμα του ρέματος η κλίση αυτή φθάνει έως και 60 - 70%. Το έδαφος των επιδίκων είναι ως επί το πλείστον αβαθές, εν μέρει με περιορισμένο βάθος, ενώ σε κάποια σημεία φαίνεται το μητρικό του πέτρωμα. Τα επίδικα βρίσκονται σε απόσταση 200 μ. περίπου από τα όρια του προϋφισταμένου του έτους 1923 οικισμού του Ασβεστοχωρίου του οποίου οι κάτοικοι είναι γηγενείς. Το ακίνητο 6.757 τ.μ. [στο οποίο εμπίπτει και το ακίνητο της β' αγωγής] συνορεύει βόρεια και ανατολικά με δημόσια δασική έκταση, νότια και δυτικά με μη δασικού χαρακτήρα έκταση. Τα επίδικα ακίνητα κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας αλλά και μετέπειτα λόγω της ορεινής τους μορφής ήταν ακάλυπτα εν μέρει και εν μέρει καλύπτονταν από πολύ αραιή θαμνώδη βλάστηση πρίνου με ελάχιστα άτομα δρυός προς τη μεριά του ρέματος. Την ίδια κατάσταση είχαν και κατά το χρόνο εισαγωγής της Ελληνικής Νομοθεσίας στις Νέες Χώρες. Λόγω της συστάσεως του εδάφους και της κλίσης τους, τα επίδικα κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας δεν καλλιεργούνταν. Αλλά και μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας και κατά το χρόνο εισαγωγής της Ελληνικής Νομοθεσίας στις "Νέες Χώρες", στις οποίες ανήκει ο Ν. Θεσσαλονίκης, και εφεξής, ομοίως δεν καλλιεργήθηκαν αυτά. Ειδικότερα, μετά την απελευθέρωση και κατά την περίοδο της κατοχής λόγω του ότι ήταν κοντά στο χωριό ... οι κάτοικοι αυτού την ελάχιστη θαμνώδη βλάστηση την ξύλευσαν για τις οικιακές ανάγκες. Σε αεροφωτογραφία του έτους 1945 τα επίδικα εμφανίζονται γυμνά, χωρίς ίχνος πρόσφατης ή παλαιότερης καλλιέργειας και χωρίς ύπαρξη φυσικών ή τεχνικών ορίων. Στη συνέχεια, σε αεροφωτογραφία των ετών 1960 και 1988 εμφανίζονται άτομα πρίνου σε ποσοστό 15 - 25% χωρίς ίχνη καλλιέργειας πρόσφατης ή παλαιότερης, χωρίς φυσικά ή τεχνητά όρια που να της προσδίδουν εικόνα καλλιεργημένου αγρού. Τα επίδικα ακίνητα που ανήκαν στην κατηγορία των δημοσίων γαιών, ενόψει της θέσης και του άγονου εδάφους, κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας μέχρι 20-5-1917 δεν εξουσιάζονταν από τους δικαιοπαρόχους των εναγόντων ή τρίτους. Ουδέποτε κατά το διάστημα αυτό ή μεταγενέστερα καλλιεργήθηκαν από αυτούς. Ουδέποτε παραχωρήθηκαν σε ιδιώτες από το Τουρκικό Δημόσιο με δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως [τεσσαρούφ] ούτε είχαν ποτέ καλλιεργηθεί. Τα επίδικα αποτελούσαν ανέκαθεν δημόσιες γαίες και ανήκαν κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού Νόμου "περί γαιών" της 7 Ραμαζάν 1274 στο Τουρκικό Δημόσιο και ως τέτοιες [Δημόσιες γαίες] περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου βάσει του άρθρου 60 παρ. 1 της δια του από 25-8- 1923 ν.δ. κυρωθείσας συνθήκης της Λωζάννης ως διαδόχου του Τουρκικού Δημοσίου και κατέστησαν έκτοτε ανεπΙδεκτα χρησικτησίας. Οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων δεν απέκτησαν στα επίδικα ακίνητα δικαίωμα εξουσιάσεως το οποίο στη συνέχεια βάσει του αριθμ. 2468/20-5-1917 Διατάγματος της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης και του ν. 2052/1920 μετατράπηκε σε δικαίωμα πλήρους και αμετάκλητης κυριότητας. Α. Η κρίση αυτή περί ανυπαρξίας δικαιώματος εξουσιάσεως των απωτάτων δικαιοπαρόχων των εναγόντων, δεν αναιρείται από την εγγραφή του Τουρκικού Προχείρου Φορολογικού Βιβλίου του χωριού Ασβεστοχωρίου του έτους 1323 [καθ' ημάς 1907], με αύξον. αριθμ. …, αριθμ. μετώπ. … είδος ακινήτου αμπελότοπος, ποιότης γ', με έκταση 1 στρέμμα και ένα αυλάκι και σύνορα Χ. Γ., Δ., Α. και Α. και όνομα εξουσιαστού Α. γιος Α. Τ.. Η εγγραφή αυτή που δεν αποτελεί τίτλο ιδιοκτησίας, δεν προκύπτει ότι αφορά το επίδικο, αφού χωρίς διαστάσεις, εξάρτηση από δίκτυο αναφοράς, τοπογραφικά διαγράμματα ή επώνυμα ομόρων ιδιοκτητών είναι αδύνατο να εφαρμοσθεί στο έδαφος, ως προς το σχήμα και ως προς την ακριβή θέση του ακινήτου που αφορά, αλλά μια τέτοια εγγραφή μπορεί να εφαρμοσθεί και σε άλλα ακίνητα. Το ίδιο δέχεται και ο διορισθείς πραγματογνώμονας Ν. Ι., ο οποίος, ενώ αναγράφει στην έκθεσή του ότι δεν είναι δυνατόν από την περιγραφή της φορολογικής εγγραφής να προσδιορισθεί το σχήμα, η μορφή που είχε το επίδικο και η ακριβής θέση του, παρόλα αυτά, συλλέγοντας μαρτυρία τρίτου προσώπου ονόματι Θ. Χ. τον οποίο εξέτασε, χωρίς να του έχει επιτραπεί από το δικαστήριο για τη διαμόρφωση της κρίσης του η χρήση μαρτυριών τρίτων προσώπων, και επιπλέον δεχόμενος ότι με το αναγραφόμενο όνομα συνορίτη "Δ." της εγγραφής υπολαμβάνεται ο πατέρας του Δ., ο Σ. Π., ήτοι προφανώς κατ' αυτόν πρόκειται για λάθος του υπαλλήλου του Τουρκικού Κράτους η αναγραφή του "Δ." αντί Σ. καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εγγραφή αυτή αφορά το επίδικο [αριθμ. έκθ. κατ. 45032/1006], το οποίο ήταν αμπελότοπος και συνεπώς καλλιεργείτο κατά την Τουρκοκρατία. Τα παραπάνω όμως καθιστούν το συμπέρασμά του αυτό επισφαλές. Ούτε οι προταθέντες από την ενάγουσα Ι. Μ. μάρτυρες μπορούν να στηρίξουν αντίθετη κρίση. Οι καταθέσεις των μαρτύρων αυτών, εκ των οποίων μάλιστα ο Α. Λ. Μ. διεκδικεί και ο ίδιος από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο δέκα ακίνητα που βρίσκονται στην αυτή με το επίδικο περιοχή, που αναφέρουν πράξεις εξουσιάσεως [καλλιέργειας] του δικαιοπαρόχου της ενάγουσας επί του επιδίκου αναγόμενες στη δεκαετία πριν από την 20η Μαΐου 1917 τουλάχιστον, ελέγχονται ως μειωμένης αξιοπιστίας, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη το πρόσθετο γεγονός ότι αυτοί γεννήθηκαν το έτος 1931, ώστε δεν ομιλούν εξ ιδίας αντιλήψεως. Αλλά και οι πράξεις καλλιέργειας που καταθέτουν για το μετέπειτα διάστημα καταρρίπτονται από το ζεύγος αεροφωτογραφιών των ετών 1945, 1960 και 1988 όπου το ακίνητο φαίνεται γυμνό οιασδήποτε καλλιέργειας. Επίσης η ενάγουσα, ενώ επικαλείται ότι η δικαιοπάροχός της Α. Γ. Β. είχε στην κυριότητά της το επίδικο ακίνητο βάσει της αριθμ. .../1943 δημόσιας διαθήκης, δεν την προσκομίζει έτσι ώστε να διαπιστωθεί αν αυτό περιέχεται στα κληρονομιαία ακίνητα και έτσι έστω και εμμέσως να συναχθεί εξουσίαση σε παρελθόντα χρόνο. Απεναντίας, στην αριθμ. .../ 11-4-1983 δημόσια διαθήκη της Α. Β. με την οποία καταλείπεται στην ενάγουσα το επίδικο και ένα οικόπεδο, ενώ δηλώνεται για το τελευταίο [οικόπεδο] ως τρόπος περιέλευσης η αριθμ. .../12-12-1943 δημόσια διαθήκη, για το επίδικο δεν αναγράφεται κάτι τέτοιο, γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι αυτό δεν περιέχονταν στη διαθήκη αυτή. Κατά τις επικρατούσες τότε μακροχρόνιες συνήθειες στα χωριά ο διαθέτης όταν συνέτασσε διαθήκη περιλάμβανε όλα τα ακίνητά του. Επίσης, δεν συμβιβάζονταν με τα κρατούντα τότε συναλλακτικά ήθη ο σύζυγος να δωρίζει άτυπα στη σύζυγό του, με την οποία εξακολουθεί να συμβιώνει, ακίνητο όπως εδώ επικαλείται η ενάγουσα ότι ο Α. Τ. εξουσιάζοντας το ακίνητο από το 1902, το έτος 1917 το δώρησε ατύπως στη σύζυγό του Ε. Τ.. Απ' όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι στο επίδικο ακίνητο ουδεμία πράξη εξουσιάσεως έλαβε χώρα κατά τα έτη 1902-1917, αλλά και μεταγενέστερα δεν μεσολάβησε οποιαδήποτε πράξη νομής από τους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας. Για πρώτη φορά το ακίνητο αυτό εμφαίνεται στην αριθμ. .../11-4-1983 δημόσια διαθήκη όταν πλέον τα ακίνητα της περιοχής είχαν αρχίσει να αποκτούν οικονομική αξία. Β. Περαιτέρω, αντίθετη κρίση δεν μπορεί να στηριχθεί στις εγγραφές του Τουρκικού Πρόχειρου Φορολογικού Βιβλίου που επικαλείται ο ενάγων Α. Κ. [αριθμ. έκθ. κατάθ. αγωγ. 5351/2001]. Οι εγγραφές αυτές με αύξοντα αριθμ. 1025 και 1026 εκτάσεως 3 και ενός στρεμμάτων [=3.672 τ.μ.] που δεν αποτελούν τίτλους ιδιοκτησίας, δεν προκύπτει σε βαθμό δικανικής πεποιθήσεως ότι αφορούν το επίδικο ακίνητο εμβαδού 6.757 τ.μ., αφού η εφαρμογή τους στο έδαφος είναι αδύνατη ώστε να προσδιορισθεί το σχήμα και η ακριβής θέση αυτού. Τέτοιες εγγραφές μπορούν με τον τρόπο εφαρμογής που επικαλούνται οι πραγματογνώμονες, να εφαρμοσθούν και σε άλλα ακίνητα της ευρύτερης περιοχής. Οι διορισθέντες με την αριθμ. 8945/2002 προδικαστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, στους οποίους απαγορεύθηκε από το Δικαστήριο, να χρησιμοποιήσουν πληροφορίες διαδίκων και τρίτων, ενώ τονίζουν στην έκθεση που συνέταξαν ότι από τις εγγραφές αυτές δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί το σχήμα του ακινήτου και η ακριβής θέση του, παρόλα αυτά χρησιμοποιώντας και αυτοί ανεπίτρεπτα και συλλέγοντας μαρτυρία τρίτου προσώπου ονόματι Θ. Χ., καταλήγουν ότι η έκταση [6.757 τ.μ.] που διεκδικεί ο ενάγων προέρχεται [αυτολεξεί πραγματογνωμοσύνης] "α] Από τη συνένωση δύο κτημάτων του Α. γιου Σ. Τ. με αύξ. αριθμ. … και …, έκτασης 3.672 τ.μ. το σχήμα των κτημάτων αυτών... δεν μπορεί δυστυχώς να προσδιορισθεί, β] από τη συνένωση του κτήματος με αύξ. αριθμ. 1024... γ] από τη συνένωση του κτήματος του Σ. γιου Δ. Π. με αύξ. 1027... 918 τ.μ. καθώς και κτήμα από το κτήμα του Π.", χωρίς να απαντούν και με τη συμπληρωματική τους πραγματογνωμοσύνη στο ερώτημα ποιο τελικά είναι το τμήμα του επιδίκου που αφορούν οι εγγραφές αυτές και που εντοπίζεται αυτό, παρατηρήσεις που καθιστούν επισφαλή τη γνωμοδότησή τους. Οι καταθέσεις των μαρτύρων που με επιμέλεια του ενάγοντος Α. Κ. εξετάσθηκαν και οι οποίοι αναφέρουν πράξεις εξουσιάσεως [καλλιέργειας] των δικαιοπαρόχων του επί του επιδίκου αναγόμενες στη δεκαετία πριν από την 20η Μαΐου 1917 τουλάχιστον, ελέγχονται ως μειωμένης αξιοπιστίας, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι γεννήθηκαν κατά τα έτη 1922 και 1929, ώστε δεν ομιλούν εξ ιδίας αντιλήψεως αλλ' επικαλούνται αμφίβολης ακρίβειας διηγήσεις παλαιότερων προσώπων. Επίσης, είναι απορίας άξιο η σύζυγος, η θυγατέρα και ο υιός [ενάγων], ενώ αποδέχονται με την αριθμ. .../26-8-1966 πράξη του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Γεωργίου Βαβατσιούλα τα κληρονομιαία ακίνητα του αποβιώσαντος στις 25-10-1965 συζύγου και πατέρα τους, παραλείπουν να συμπεριλάβουν το επίδικο που έχει τόση μεγάλη έκταση στα κληρονομιαία ακίνητα, για το οποίο προβαίνουν σε συμπληρωματική δήλωση αποδοχής μόλις το έτος 1982. Ενισχυτικά όλων των παραπάνω, ήτοι της έλλειψης δικαιώματος εξουσιάσεως έως 20-5-1917 και νομής αργότερα επί του επιδίκου είναι και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέδειξε στο 6ο συνεργείο Δασικού Κτηματολογίου, ακίνητο του οποίου η έκταση ανέρχεται σε 5.927,17 τ.μ, ενώ στον τοπογράφο μηχανικό Χ. Μ. και στον Α. Ν. υπέδειξε όρια ακινήτου με έκταση 6.757 τ.μ. και επικαλείται φορολογικές εγγραφές που αφορούν δύο ακίνητα συνολικού εμβαδού 3.674 τ.μ. Όλα τα παραπάνω ενισχύουν την κρίση του Δικαστηρίου ότι στο επίδικο ακίνητο ουδεμία πράξη εξουσιάσεως έλαβε χώρα κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ή τουλάχιστον για μία δεκαετία έως 20-5-1917, αλλά και μεταγενέστερα δεν μεσολάβησε οποιαδήποτε πράξη νομής από τους δικαιοπαρόχους του και τον ίδιο. Για πρώτη φορά το ακίνητο αυτό εμφανίζεται στις αριθμ. ... και .../1982 συμπληρωματικές δηλώσεις αποδοχής, όταν πλέον τα ακίνητα της περιοχής έχουν αρχίσει να αποκτούν αξία. Μετά τις σκέψεις αυτές, οι συνεκδικαζόμενες αριθμ. έκθ. κατάθεσης 45032/ 16-12-1996 και 5351/2001 αγωγές είναι απορριπτέες ως ουσία αβάσιμες γιατί αποδείχθηκε ότι τα ακίνητα υπήρξαν ανέκαθεν δημόσιες γαίες και επί Τουρκοκρατίας ως ανήκοντα στην κατηγορία των δημοσίων γαιών, ουδέποτε παραχωρήθηκαν σε ιδιώτες από το Τουρκικό Δημόσιο με δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης ούτε είχαν ποτέ καλλιεργηθεί επί δεκαετία τουλάχιστον πριν από 20-5-1917 και συνεπώς, η κυριότητά τους περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου". Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο δέχθηκε την έφεση του ήδη αναιρεσιβλήτου ελληνικού δημοσίου κατά της πρωτόδικης υπ' αριθμ. 20467/2008 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που είχε δεχθεί τα αντίθετα, και απέρριψε κατ' ουσίαν την ένδικη αναγνωριστική αγωγή της αναιρεσείουσας (και εκείνην του δεύτερου αναιρεσιβλήτου Α. Κ., ανωτ. υπό ΙΙ) κατά του ελληνικού δημοσίου, η οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή πρωτοδίκως. Από τις προπαρατεθείσες παραδοχές του Εφετείου προκύπτει ότι το δικαστήριο στήριξε την κρίση του μεταξύ των άλλων και για τον δασικό χαρακτήρα της επίδικης έκτασης στα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, στα οποία περιλαμβάνονται και οι εκθέσεις των πραγματογνωμόνων που είχαν ορισθεί πρωτοδίκως, ενώ δεν είχε υποχρέωση να διατάξει τη διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης, έλαβε δε υπόψη (το Εφετείο) και τον ισχυρισμό - πρώτο λόγο εφέσεως της αναιρεσείουσας ότι ο απώτερος δικαιοπάροχός της ενέμετο το επίδικο με τις προϋποθέσεις του Οθωμανικού δικαίου (τεσσαρούφ), τον οποίο λόγο εφέσεως και απέρριψε κατ' ουσίαν. Επομένως τα αντίθετα που η αναιρεσείουσα υποστηρίζει με τους πρώτον, από τον αριθμό 10, και τον έκτο, από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγους της αιτήσεώς της, ότι δηλαδή, αντίστοιχα, το Εφετείο δέχθηκε τον ισχυρισμό - λόγο εφέσεως του ελληνικού δημοσίου για τον δασικό χαρακτήρα του επιδίκου χωρίς απόδειξη, ενώ δεν έλαβε υπόψη τον προαναφερθέντα πρώτο λόγο της εφέσεως της ιδίας (αναιρεσείουσας), είναι αβάσιμα. Περαιτέρω, τα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι κατά τις επικρατούσες τότε (αναφέρεται στην υπ' αριθμ. .../12-12-1943 δημόσια διαθήκη) μακροχρόνιες συνήθειες στα χωριά ο διαθέτης όταν συνέτασσε διαθήκη περιελάμβανε όλα τα ακίνητά του, και ότι δεν συμβιβάζονταν με τα κρατούντα τότε συναλλακτικά ήθη ο σύζυγος να δωρίζει άτυπα στη σύζυγό του, με την οποία εξακολουθεί να συμβιώνει, ακίνητο όπως εδώ επικαλείται η ενάγουσα ότι ο Α. Τ., εξουσιάζοντας το ακίνητο αυτό το 1902, το έτος 1917 το δώρησε ατύπως στη σύζυγό του Ε. Τ., ως διδάγματα (τα ανωτέρω) της κοινής πείρας που ελήφθησαν υπόψη από το Εφετείο, αφορούν την εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο, όχι δε την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη ο τέταρτος λόγος του αναιρετηρίου με τον οποίο και υπό την επίκληση του αρ. 1 περ. β' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ υποστηρίζεται ότι το Εφετείο με τις προαναφερθείσες παραδοχές του παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας είναι απαράδεκτος. Τέλος, από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει ότι το Εφετείο εκφέρει κρίση και για την μορφή του επιδίκου από τους χρόνους της Τουρκοκρατίας μέχρι την εκδίκαση της υποθέσεως στα δικαστήρια της ουσίας, όπως άλλωστε προεκτέθηκε κατά την εξέταση των πρώτου και έκτου λόγων του αναιρετηρίου. Επομένως ο πέμπτος λόγος του αναιρετηρίου με τον οποίο και υπό την επίκληση του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ υποστηρίζεται ότι το Εφετείο με το να μην αποφανθεί για την κατά τον ανωτέρω χρόνο μορφή του επιδίκου διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς αιτιολογίες είναι αβάσιμος, στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, ενώ κατά τα λοιπά απαραδέκτως, κατά το άρθρο 561 § 1 του ΚΠολΔ, στρέφεται κατά της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου (εκτίμηση αποδείξεων). IV. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να μην επιδικασθεί όμως δικαστική δαπάνη υπέρ των αναιρεσιβλήτων, ελλείψει σχετικού αιτήματος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16-11-2011 αίτηση της Ι. Μ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2828/2009 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παρέμβαση κύρια. Πρέπει να περιέχει μεταξύ των άλλων και ιδιαίτερη αίτηση παροχής έννομης προστασίας, άλλως είναι απαράδεκτη. Ένδικο μέσον αναιρέσεως Λόγοι από τους αριθμ. 1β΄, 8, 10, 14 και 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. Πότε ιδρύονται (Επικυρώνει Εφ. Θεσσ. 2828/2009)
Παρέμβαση
Παρέμβαση.
0
Αριθμός 1001/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Α. Β. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Πανόπουλο. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Κ. Μ. Μ., κατοίκου ..., 2) Γ. συζ. Μ. Π., το γένος Γ. Μ., κατοίκου ..., 3) Κ. Ν. Μ., κατοίκου ... 4) Σ. Ν. Μ., κατοίκου ... και 5) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "RILKEN ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΛΛΥΝΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ Α.Ε." ως διαδόχου της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "Π.Κ.", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα. Οι 1ος, 2η, 3ος και 4ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Τσίκνα και η 5η δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/12/1989 αγωγή των 1ου, 3ου και 4ου των ήδη αναιρεσιβλήτων και των ήδη αποβιωσάντων αρχικών διαδίκων Ε. χήρας Μ. Μ. και Φ. χήρας Ν. Μ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2994/1990 μη οριστική - Πράξη, 2878/2002 μη οριστική, 5339/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4371/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 14/11/2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από την από 23/9/2013 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Γεωργίου Κριμπά, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. 9788ε/22-4-2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ..., ακριβές αντίγραφο της από 14-11-2011 αιτήσεως αναιρέσεως, μαζί με κλήση για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τους επισπεύδοντες τη συζήτηση τέσσερεις πρώτους αναιρεσίβλητους προς την πέμπτη αναιρεσίβλητη ("RILKEN Βιομηχανία καλλυντικών προϊόντων ΑΕ"). Συνεπώς εφόσον η διάδικος αυτή δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ' αυτό, ούτε κατέθεσε δήλωση ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 Κ.Πολ.Δ., πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως, παρά την απουσία αυτής. Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 556 και 558 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι η αίτηση αναιρέσεως απευθύνεται κατ' εκείνων που προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση ότι ήταν διάδικοι στη δίκη, όπου εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση και μάλιστα αντίδικοι του αναιρεσείοντος που νίκησαν, ανεξάρτητα από την ιδιότητά τους ως διαδίκων στον πρώτο βαθμό, δεν στρέφεται δε αναγκαία εναντίον όλων των αντιδίκων του αναιρεσείοντος, εκτός από τις περιπτώσεις της αναγκαστικής ομοδικίας. Ειδικότερα η αναίρεση πρέπει να απευθύνεται μόνον εναντίον εκείνων από τους αντιδίκους του αναιρεσείοντος, από τους οποίους επιδιώκεται με αυτή και με βάση τις επικαλούμενες συνέπειές της, η αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Αν οι προτεινόμενοι λόγοι δεν αφορούν κάποιο διάδικο, η αίτηση αναίρεσης είναι απαράδεκτη ως προς αυτόν, αφού δεν είναι δυνατό να αναιρεθεί η απόφαση ως προς αυτόν και αν ακόμη ευδοκιμήσουν οι προβληθέντες λόγοι. Στην προκειμένη περίπτωση η αναίρεση στρέφεται τόσο κατά των νικησάντων στην κατ' έφεση δίκη τεσσάρων πρώτων αναιρεσιβλήτων, όσο και κατά της πέμπτης αναιρεσίβλητης, η οποία ήταν ομόδικος του αναιρεσείοντα-εφεσίβλητου, εφόσον δε οι προτεινόμενοι λόγοι αναίρεσης και οι περιεχόμενες σ' αυτούς πλημμέλειες δεν αφορούν την εν λόγω αναιρεσίβλητη ούτε περιέχεται ως προς αυτήν άλλη αιτίαση, με την οποία να επιδιώκεται και να είναι δυνατή, με βάση τις επικαλούμενες πλημμέλειες, η αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη ως προς αυτήν. Πρέπει λοιπόν η αναίρεση ως προς την εν λόγω Πέμπτη αναιρεσίβλητη ωα απορριφθεί ως απαράδεκτη. Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 974,1041,1042, 1045 και 1051 του Αστικού Κώδικα, συνάγεται ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική μεν χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο για μία δεκαετία, με έκτακτη δε χρησικτησία άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με δυνατότητα του νομέα να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση της νομής επί ακινήτου που οδηγεί στην κτήση της κυριότητας αυτού με χρησικτησία αποτελούν οι υλικές και εμφανείς, πάνω σ' αυτό πράξεις, που προϊδεάζουν στη φύση και τον προορισμό του και κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη είναι δηλωτικές εξουσιάσεως αυτού, κατά τρόπο, διαρκή και σταθερό, με διάνοια κυρίου, δηλαδή με τη βούληση του νομέα να εξουσιάζει το πράγμα ως δικό του. Τέτοιες δε πράξεις είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η δενδροφύτευση, η συλλογή των προϊόντων, η οριοθέτηση και καταμέτρηση των διαστάσεών του και, εφόσον πρόκειται για κληρονομιαίο ακίνητο, η αποδοχή της κληρονομίας και η μεταγραφή της. Εξάλλου ως προς το στοιχείο της καλής πίστης για την τακτική χρησικτησία, που πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που αποκτάται η νομή, αυτό συντρέχει όταν ο νομέας, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, έχει κατά την κτήση της νομής, την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαρειά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα, βαρυνόμενος με το σχετικό βάρος απόδειξης. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1041, 1193, 1195, 1198, 1199 και 1846 Α.Κ., νόμιμο τίτλο προς απόκτηση κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία αποτελεί και η κληρονομία υπό την προϋπόθεση ότι έχει μεταγραφεί η δήλωση αποδοχής της κληρονομίας ή το σχετικό κληρονομητήριο. Δεδομένου δε ότι εδώ η μεταγραφή ενεργεί αναδρομικώς (άρθρο 1199 Α.Κ.) αρκεί σαφή να γίνει και μεταγενεστέρως και δεν εμποδίζεται η χρησικτησία εξαιτίας του ότι δεν υπήρχε κατά το χρόνο της κτήσεως της νομής. Τέλος, κατά το άρθρο 983 Α.Κ., η νομή μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του νομέα. Προϋποθέσεις δε γι' αυτήν τη μεταβίβαση είναι αφενός η κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου νομή του πράγματος εκ μέρους αυτού και αφετέρου η κατά τον ίδιο χρόνο στο πρόσωπο του διαδόχου στη νομή ύπαρξη της ιδιότητας του αληθούς κληρονόμου, είτε εκ διαθήκης είτε εξ αδιαθέτου. Η μεταβίβαση της νομής επέρχεται είτε καλής πίστεως είτε κακής πίστεως νομέας ήταν ο κληρονομούμενος. Αν όμως ο τελευταίος νεμόταν μεν το πράγμα, αλλ' είχε επιληφθεί της νομής του όχι με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, ο κληρονόμος μπορεί με τίτλο κληρονομίας να αρχίσει δική του αυτοτελή τέτοια χρησικτησία, οπότε δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 1051 Α.Κ. για προσμέτρηση του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου του. Στην περίπτωση δε αυτήν και εφόσον, προκειμένου περί ακινήτου, επακολουθήσει μεταγραφή της αποδοχής της κληρονομίας, η τακτική χρησικτησία υπολογίζεται από τη στιγμή κατά την οποία αυτός με καλή πίστη θα αρχίσει να εξουσιάζει φυσικώς το πράγμα με διάνοια κυρίου. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 απ.1 Κ.Πολ.Δ., λόγους αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος παραβιάζεται αν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστό κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 10/2011). Τέλος κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου, λόγους αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που είναι αναγκαία, για να κριθεί, αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Οι παραπάνω από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγοι είναι δυνατόν να φέρονται ότι πλήττουν την προσβαλλομένη απόφαση, γιατί παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα υπό το πρόσχημα ότι πλήττουν την προσβαλλομένη απόφαση, γιατί παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε οι λόγοι αναίρεσης θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ 1 Κ.Πολ.Δ., γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από τη παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των ενώπιόν του, νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατ' ανέλεγκτη κρίση ως προς τις επικουρικές από τακτική και έκτακτη χρησικτησία βάσεις της αγωγής που αποτελούν αντικείμενο του τέταρτου αναιρετικού λόγου και ως προς την ένσταση ιδίας κυριότητας του αναιρεσείοντος, που αποτελούν αντικείμενο του πέμπτου αναιρετικού λόγου, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας αγωγή των πρώτου, τρίτου και τέταρτου των αναιρεσιβλήτων και των αρχικά εναγουσών Ε. χήρας Μ. Μ., στη θέση της οποίας υπεισήλθαν οι πρώτος και δεύτερη των αναιρεσιβλήτων ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της και της Φ. χας Ν. Μ., στη θέση της οποίας, ως επίσης εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της, υπεισήλθαν ο τρίτος και τέταρτος των αναιρεσιβλήτων "Δυνάμει της υπ' αριθ. .../16-4-1970 πράξη του συμβολαιογράφου Πειραιώς Σπυρίδωνος Παπαδόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αμαρουσίου στον τόμο ..., με αριθμό 48, η αρχικώς πρώτη ενάγουσα Ε. χήρα Μ. Μ. και ο δεύτερος ενάγων Κ. Μ. Μ. αποδέχθηκαν την εξ αδιαθέτου κληρονομία του συζύγου και πατρός, αντίστοιχα, Μ. Μ. του Κ., που απεβίωσε στις 29-10-1957. Με την εν λόγω συμβολαιογραφική πράξη, οι ανωτέρω αποδέχθηκαν, μεταξύ άλλων, ως κληρονομιαίο και το 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός αγροτικού ακινήτου, κειμένου στη Θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας Κάτω Κηφισιάς, εκτάσεως 824 τ.μ. και συνορευόμενου αρκτικώς με αγροτική οδό, επί πλευράς 44,30 μ. (σε καμπύλη περίπου γραμμή), μεσημβρινώς με ιδιοκτησία Βιομηχανίας "Π.Δ. Π. ΑΕ", πρώην ιδιοκτησία Ι. Σ., επί πλευράς 42,70 μ., ανατολικώς με ιδιοκτησία κληρονόμων Σ. Τ., επί πλευράς 19,50 μ. και δυτικώς με ιδιοκτησία Α. Μ., επί πλευράς 13,70 μ. Τούτο δε αποδέχθηκαν, η μεν πρώτη σε ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου (του όλου ακινήτου), ο δε δεύτερος σε ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου. Επίσης, δυνάμει της υπ' αριθμ. .../16-4-1970 πράξης του ίδιου ως άνω Συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αμαρουσίου στον τόμο ..., με αριθμό 47, η αρχικώς τρίτη ενάγουσα Φ. χήρα Ν. Μ., ο Κ. Μ. του Ν. (τέταρτος ενάγων), ο Σ. Μ. του Ν. (πέμπτος ενάγων) και ο Χ. Μ. του Ν., αποδέχθηκαν την εξ αδιαθέτου κληρονομία του συζύγου της πρώτης και πατέρα των λοιπών Ν. Μ. του Κ., που απεβίωσε στις 20-6-1969. Μεταξύ των ακινήτων που περιλαμβάνονται, ως κληρονομιαία, στην άνω συμβολαιογραφική πράξη είναι και το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου του ιδίου ως άνω αγροτικού ακινήτου, το οποίο οι ανωτέρω αποδέχθηκαν κατά ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου (του όλου ακινήτου) ο καθένας. Και στις δύο παραπάνω συμβολαιογραφικές πράξεις αναφέρεται ότι το άνω ακίνητο περιήλθε στη συγκυριότητα των δύο δικαιοπαρόχων των εναγόντων με έκτακτη χρησικτησία, αφού το νεμήθηκαν, σε συνέχεια των δικών τους δικαιοπαρόχων, από το έτος 1870 μέχρι το θάνατό τους. Το ως άνω περιγραφόμενο ακίνητο αποτελεί το επίδικο ακίνητο, το οποίο οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι περιήλθε στην συγκυριότητά τους, κατά κύριο λόγο, με παράγωγο τρόπο, δηλαδή με τις προαναφερόμενες κληρονομικές διαδοχές των δικαιοπαρόχων τους που ήταν αληθινοί κύριοι του επιδίκου κατά τον χρόνο του θανάτου τους (έτη 1957 και 1969). Οι εναγόμενοι, με τις προτάσεις της πρώτης πρωτοβάθμιας συζήτησης της αγωγής. αρνήθηκαν τη κυριότητα των εναγόντων αλλά και των άνω καθολικών δικαιοπαρόχων τους επί του επιδίκου ακινήτου και επί πλέον πρόβαλαν τον ισχυρισμό περί ιδίας κυριότητας του δευτέρου απ' αυτούς, κτηθείσας με παράγωγο τρόπο (υπ' αριθμ. .../1977 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του Συμβ/φου Αμαρουσίου Κωνσταντίνου Κουνέλη, νομίμως μεταγραφέν), άλλως με πρωτότυπο τρόπο (τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία). Οι ενάγοντες, όπως όφειλαν, ενόψει της ως άνω ειδικής αμφισβήτησης της κυριότητας των δικαιοπαρόχων τους (από τους εναγομένους), επικαλούνται, καθ' υποφορά με την αγωγή τους, τον πρωτότυπο τρόπο κτήσεως της κυριότητας αυτών (δικαιοπαρόχων) με έκτακτη χρησικτησία. Πρέπει επίσης, να σημειωθεί ότι δεν αποτελεί αντικείμενο έρευνας η προβαλλόμενη από τους τέταρτο και πέμπτο των εναγόντων κληρονομική διαδοχή του αποβιώσαντος το έτος 1983, άνω αδελφού τους Χ. Μ., ως προς το άνω περιελθόν σ' αυτόν (κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς) μερίδιο των 2/16 εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου ακινήτου, καθόσον, όπως ορθά κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η αγωγή, ως προς τη σχετική αυτή βάση της, είναι απορριπτέα ως αόριστη, λόγω της μη αναφοράς στο δικόγραφο αυτής της απαιτούμενης πράξης αποδοχής κληρονομίας και της μεταγραφής αυτής ή της μεταγραφής εκδοθέντος σχετικού κληρονομητηρίου, χωρίς η εν λόγω αοριστία να μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης. Το ίδιο ισχύει και για την επικουρικώς, προβαλλόμενη αγωγική βάση της τακτικής χρησικτησίας, ως προς το άνω μερίδιο (2/16 εξ αδιαιρέτου), του αποβιώσαντος Χ. Μ.). Σχετικά, λοιπόν, με το ως άνω κρίσιμο ζήτημα της κυριότητας των δικαιοπαρόχων των εναγόντων πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Όπως προεκτέθηκε, άμεσοι δικαιοπάροχοι των εναγόντων ήταν, των μεν δύο πρώτων ο Μ. Μ., των δε τριών λοιπών και του Χ. Μ. ο Ν. Μ., που απεβίωσαν τα έτη 1957 και 1969 αντίστοιχα. Ως κοινή δικαιοπάροχος των εν λόγω δύο δικαιοπαρόχων τους αναφέρθηκε από τους ενάγοντες, (το πρώτον στις προτάσεις τους της πρώτης μετ' απόδειξη πρωτοβάθμιας συζήτησης της αγωγής) η μητέρα τους Σ. χήρα Κ. Μ., που απεβίωσε το έτος 1947. Μάλιστα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν την, και ήδη προσκομιζόμενη, υπ' αριθμ. .../30-6-1955 πράξη αποδοχής κληρονομίας του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Μανωλόπουλου, νομίμως μεταγραφείσα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αμαρουσίου στις 5-8-1955, με την οποία οι άνω δύο δικαιοπάροχοι των εναγόντων αλλά και η αδελφή τους Φ. συζ. Χ. Κ. το γένος Κ. Μ. αποδέχθηκαν την εξ αδιαθέτου κληρονομία της άνω μητρός τους, στην οποία κληρονομία περιλαμβανόταν (σύμφωνα με την άνω πράξη) και το επίδικο ακίνητο, περιγραφόμενο ως ένας ξηρικός αγρός, εκτάσεως ενός στρέμματος, μετά 7 ελαιοδένδρων, κείμενος στη θέση ''..." Κηφισιάς και συνορευόμενος ανατολικώς με άγνωστο ιδιοκτήτη, δυτικώς με κτήμα Σ. Β., βορείως με Μ. Σ. και μεσημβρινώς με κτήμα Σ.. Το ότι στο άνω περιγραφόμενο στην πράξη αποδοχής, ακίνητο (αγρός) εμπίπτει και το επίδικο ακίνητο αποδεικνύεται, αφενός από την προσκομιζόμενη από τους εναγομένους από 7-6-2003 τεχνική έκθεση του Π. Γ., πολιτικού μηχανικού, που συντάχθηκε κατόπιν σχετικής έρευνας που διενήργησε ο τελευταίος κατ' εντολήν του δευτέρου εναγομένου και στην οποία (έκθεση) αναφέρεται ότι, με βάση τη γενομένη στην άνω πράξη αποδοχής κληρονομίας περιγραφή, το ακίνητο εντοπίζεται στην περιοχή του επιδίκου, με σχετική μάλιστα παραπομπή σε συνημμένο στην ίδια έκθεση φωτογραμμετρικό διάγραμμα, αφετέρου από την προαναφερόμενη έκθεση (δικαστικής) πραγματογνωμοσύνης, στην οποία ο πραγματογνώμονας, με βάση το εμβαδόν του περιγραφόμενου στην πράξη αποδοχής κληρονομίας ακινήτου, σε συνδυασμό με τα αναφερόμενα ονόματα των ομόρων ιδιοκτητών, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι πιθανότατα το επίδικο ακίνητο ανήκει στην έκταση που περιγράφεται στην πράξη αποδοχής. Όμως, από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε ότι η άνω μητέρα των δικαιοπαρόχων των εναγόντων Σ. Μ. άσκησε επί του επιδίκου ακινήτου οποιαδήποτε πράξη νομής τουλάχιστον από το έτος 1927 μέχρι το χρόνο του θανάτου της (έτος 1947), απαιτουμένου μάλιστα και του στοιχείου της καλής πίστης για τον μέχρι τις 23-2-1946 χρόνο (εισαγωγή του Αστικού Κώδικα), κατά τις σχετικές διατάξεις του προγενέστερου Βυζαντινορρωμαϊκού Δικαίου (άρθρα 64 και 65 του Εισ. Ν. ΑΚ). Αποτέλεσμα τούτου είναι ότι δεν θα μπορούσε να επέλθει μεταβίβαση νομής της στους άνω κληρονόμους της (αρθρ. 983 ΑΚ), ούτε να γίνει συνυπολογισμός κάποιου χρόνου χρησικτησίας της στον οποιοδήποτε χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου των δύο πρώτων εναγόντων Μ. Μ., που απεβίωσε στις 29-10-1957 (αρθρ. 1051 ΑΚ). Επομένως, ακόμη και αν ο τελευταίος νεμήθηκε το επίδικο από το έτος 1947 (χρόνος θανάτου της μητέρας του) έως το χρόνο του θανάτου του (έτος 1957), ο χρόνος αυτός δεν εξαρκεί για τη συμπλήρωση στο πρόσωπό του της απαιτούμενης εικοσαετίας για την εκ μέρους του κτήση κυριότητας επ' αυτού (επιδίκου) με έκτακτη χρησικτησία, την οποία προέβαλαν, παραδεκτά (κατά τα ανωτέρω), οι ενάγοντες. Πέραν όμως αυτού, δεν αποδείχθηκε από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα ότι οι άνω άμεσοι δικαιοπάροχοι των εναγόντων (Μ. Μ. και Ν. Μ.) άσκησαν στο επίδικο πράξεις νομής από το έτος 1947 έως το έτος 1955, οπότε, όπως προαναφέρθηκε, προέβησαν σε αποδοχή της κληρονομίας της μητρός τους (μαζί με την αδελφή τους Φ. Κ.), με την ως άνω, νομίμως μεταγραφείσα, συμβολαιογραφική πράξη, στην οποία συμπεριέλαβαν, ως κληρονομιαίο, και το επίδικο ακίνητο. Με την εν λόγω πράξη αποδοχής κληρονομίας και την, κατά τα ανωτέρω, μεταγραφή αυτής, που αποτελούν πράξεις νομής οι άνω άμεσοι δικαιοπάροχοι των εναγόντων άρχισαν να νέμονται το επίδικο ακίνητο, εκδηλώνοντας διάνοια κυρίων μέχρι το θάνατό τους (1957 και 1969 αντίστοιχα). Και ναι μεν, όπως προαναφέρθηκε, την κληρονομία αποδέχθηκε, μαζί με τους άνω δύο δικαιοπαρόχους και η, αποβιώσασα το έτος 1972, αδελφή τους Φ. Κ. (κατά το 1/3 εξ αδιαιρέτου ο καθένας), πλην όμως δεν αποδείχθηκε ότι η τελευταία προέβη έκτοτε σε οποιαδήποτε πράξη νομής στο επίδικο, αλλά τούτο (ολόκληρο) νεμήθηκαν στη συνέχεια (από το έτος 1955) μόνον οι δύο δικαιοπάροχοι των εναγόντων αποκλειστικά ως δικό τους, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, εν γνώσει και χωρίς οποιαδήποτε ενόχληση της αδελφής τους Φ.. Δεν απαιτείται δε, εν προκειμένω, η προηγούμενη γνωστοποίηση της ενέργειάς τους αυτής στην συγκοινωνό αδελφή τους, καθόσον το εν λόγω στοιχείο αποτελεί προϋπόθεση στην περίπτωση που αντιτάσσεται κτητική ή αποσβεστική παραγραφή έναντι του συγκοινωνού και όχι έναντι τρίτου όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση. Με την άσκηση όμως νομής στο επίδικο από τους δικαιοπαρόχους των εναγόντων από το έτος 1955 έως τα έτη 1957 και 1969 αντίστοιχα (χρόνοι θανάτου αυτών) και κυρίως από το δικαιοπάροχο Ν. Μ. (για τον Μ. Μ. έχει γίνει σχετική αναφορά και παραπάνω), δεν συμπληρώνεται ο απαιτούμενος, για την κτήση κυριότητας αυτών (δικαιοπαρόχων) με έκτακτη χρησικτησία, χρόνος των είκοσι ετών (την έκτακτη χρησικτησία πρόβαλαν οι ενάγοντες, παραδεκτά κατά τα ανωτέρω, για πρωτότυπο τρόπο κτήσεως της κυριότητας των δικαιοπαρόχων τους στο επίδικο). Έτσι, οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων δεν είχαν καταστεί (συγ)κύριοι του επιδίκου ακινήτου, με έκτακτη χρησικτησία, κατά τον χρόνο του θανάτου τους και επομένως και οι ενάγοντες δεν κατέστησαν συγκύριοι αυτού με τον, κυρίως, προβαλλόμενο στην αγωγή τους παράγωγο τρόπο των κληρονομικών διαδοχών (δύο άνω πράξεις αποδοχής κληρονομίας και μεταγραφή αυτών), αφού δεν απέκτησαν από κυρίους. Περαιτέρω, και όσον αφορά στις επικουρικές αγωγικές βάσεις περί κτήσεως της κυριότητας των εναγόντων επί του επιδίκου ακινήτου, με τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Όπως προεκτέθηκε, οι ενάγοντες, με τις προαναφερόμενες δύο συμβολαιογραφικές πράξεις που μεταγράφηκαν νόμιμα, αποδέχθηκαν, στις 16-4-1970, οι μεν δύο πρώτοι (Ε. Μ. και Κ. Μ.) την εξ αδιαθέτου κληρονομία του Μ. Μ. (συζύγου και πατρός, αντίστοιχα), οι δε λοιποί τρεις (Φ. Μ., Κ. Μ. και Σ. Μ.) και ο Χ. Μ., την εξ αδιαθέτου κληρονομία του Ν. Μ. (συζύγου της πρώτης και πατρός των λοιπών). Στις ως άνω πράξεις αποδοχής κληρονομίας περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο, το οποίο οι ανωτέρω αποδέχθηκαν, ως κληρονομιαίο, εξ αδιαιρέτου κατά ποσοστό 1/8 η πρώτη, 3/8 ο δεύτερος και 1/8 έκαστος των λοιπών. Οι εν λόγω κληρονομικές διαδοχές αποτελούν νομίμους τίτλους για άσκηση νομής τακτικής χρησικτησίας εκ μέρους των εναγόντων, έστω και αν οι άνω κληρονομηθέντες δεν είχαν καταστεί κύριοι του επιδίκου κατά το χρόνο του θανάτου τους, εφόσον, την 1-6-1970, έλαβε χώρα η μεταγραφή των δύο σχετικών συμβολαιογραφικών αποδοχών, όπως τούτο προκύπτει από τα υπ' αριθμ. .../1-6-1970 και .../1-6-1970 πιστοποιητικά του μεταγραφοφύλακος Αμαρουσίου. Η μεταγραφή δε αυτή ενεργεί αναδρομικά από το χρόνο θανάτου των κληρονομουμένων (αρθρ. 1199 ΑΚ) και δεν εμποδίζεται η χρησικτησία από το ότι δεν υπήρχε (η μεταγραφή) κατά το χρόνο κτήσης της νομής. Έτσι, με βάση τους άνω νομίμους τίτλους, οι ενάγοντες ασκούσαν στο επίδικο ακίνητο τις προσιδιάζουσες σ' αυτό διακατοχικές πράξεις, με διάνοια κυρίων (κατά το άνω ποσοστό ο καθένας), οι μεν δύο πρώτοι από τις 29-10-1957 (χρόνος θανάτου κληρονομηθέντος απ' αυτούς) οι δε λοιποί και ο Χ. Μ. από τις 20-6-1969 (χρόνος θανάτου του κληρονομηθέντος απ' αυτούς). Ειδικότερα, επισκέπτονταν το επίδικο και συνέλεγαν τον ελαιόκαρπο από τα υπάρχοντα εντός αυτού ελαιόδενδρα, τα οποία κλάδευαν και γενικά περιποιούνταν. Για τις εν λόγω πράξεις νομής κατέθεσαν οι εξετασθέντες ενώπιον του Εισηγητή Δικαστή (στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) μάρτυρες των εναγόντων και συγκεκριμένα η μεν Ε. Ξ. (δικαιοπάροχος του δευτέρου εναγομένου σε μεταβιβασθέν (πωληθέν) σ' αυτόν, το έτος 1977, ακίνητο, στο οποίο ο ίδιος υποστηρίζει ότι περιλαμβάνεται και το επίδικο) κατέθεσε ότι οι ενάγοντες, Κ. Μ. του Μ. και Κ. Μ. του Ν. (ενεργούντες και για λογαριασμό των υπολοίπων), μετέβαιναν στο επίδικο (...) από το ... (όπου ήταν η κατοικία τους) και συνέλεγαν τον ελαιόκαρπο, μαζί και κατόπιν συνεννοήσεως με τη μάρτυρα (που κατοικούσε και αυτή στο ...), η οποία συνέλεξε επίσης τον ελαιόκαρπο από τα ελαιόδενδρα που υπήρχαν στο ευρισκόμενο απέναντι από το επίδικο δικό της ακίνητο, τουλάχιστον μέχρι το έτος 1977, ... ο δε (μάρτυρας) Γ. Σ., κατέθεσε ότι οι ενάγοντες, μετά το θάνατο των άνω γονέων τους, μετέβαιναν στο επίδικο, συνέλεγαν τον ελαιόκαρπο και κλάδευαν (τα ελαιόδενδρα) αν χρειαζόταν, ... . Πέραν όμως των προαναφερομένων πράξεων νομής. αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, προκειμένου να προβούν στις άνω δηλώσεις αποδοχής κληρονομίας, προέβησαν, δια του εμπειρογνώμονος Κ. Μ., στη σύνταξη του από 16-4-1970 τοπογραφικού διαγράμματος, στο οποίο αποτυπώνεται το επίδικο ακίνητο (ως κληρονομιαίο) και το οποίο (διάγραμμα) προσαρτήθηκε στις ως άνω πράξεις αποδοχής κληρονομίας. Επίσης, οι ενάγοντες και ο ήδη αποβιώσας Χ. Μ. κατέθεσαν τις κατά νόμον δηλώσεις φόρου κληρονομίας των άνω δικαιοπαρόχων τους στις οποίες περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο, επιδοθέντων των υπ' αριθμ. 19407 και 19408/1980 πιστοποιητικών του Οικονομικού Εφόρου Γ' Κεφαλαίου Αθηνών, όπως τούτο αναφέρεται στην υπ' αριθμ. 6782/1981 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε επί της από 1-3-1980 (αριθμ. καταθ. 2447/80) αγωγής των εναγόντων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, περί αναγνωρίσεως της συγκυριότητας αυτών στο επίδικο ακίνητο. Στις 14-5-1983 απεβίωσε ο ως άνω Χ. Ν. Μ., τον οποίο κληρονόμησαν εξ' αδιαθέτου οι ενάγοντες (πλησιέστεροι συγγενείς του) Κ. Μ. και Σ. Μ., (αδελφοί του), ενώ η ενάγουσα Φ. Μ. (μητέρα του) αποποιήθηκε την κληρονομία του (βλ. υπ' αριθμ. .../28-7-1983 έκθεση αποποίησης κληρονομίας). Με την υπ' αριθμ. .../19-9-1983 πράξη αποδοχής κληρονομίας του Συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Λιανού, που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Κηφισιάς στις 16-2-1988, οι άνω δύο ενάγοντες αποδέχθηκαν κατ' ισομοιρίαν, την επαχθείσα σ' αυτούς κληρονομία του αποβιώσαντος αδελφού τους, στην οποία περιλαμβάνεται και το άνω μερίδιό του (2/16, εξ αδιαιρέτου) επί του επιδίκου. Επίσης, οι ανωτέρω κατέθεσαν στον Οικ. Έφορο ΔΟΥ Βύρωνος την υπ' αριθμ. 1979/83 δήλωση φόρου της κληρονομίας του άνω αδελφού τους, που αφορά και το άνω μερίδιο του τελευταίου επί του επιδίκου ακινήτου (βλ. από 12-2-1990 σχετικό πιστοποιητικό). Με όλες τις παραπάνω πράξεις νομής, οι οποίες είναι επαρκείς για να προσδιορίσουν στους ενάγοντες το προβαλλόμενο δικαίωμα κυριότητας αυτών με τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία, οι ενάγοντες ενέμοντο (κατά τα άνω ποσοστά) το επίδικο ακίνητο μέχρι το έτος 1985, οπότε ο δεύτερος εναγόμενος κατέλαβε τούτο, το ασφαλτόστρωσε, το περιέφραξε και εκμίσθωσε τμήμα του στην πρώτη εναγομένη εταιρία, η οποία κατασκεύασε σ' αυτό υπόστεγο με λαμαρίνες για τη στάθμευση των αυτοκινήτων του προσωπικού της (βλ. για τον χρόνο κατάληψης του επιδίκου και το υπ' αριθμ. 551/26-9-1985 τιμολόγιο της εταιρίας ''Αφοί Γ. Ν. ΟΕ" για τις γενόμενες από την πρώτη εναγομένη ως άνω κατασκευές, καθώς και κατάθεση της άνω μάρτυρος των εναγόντων, σύμφωνα με την οποία "αυτή η κατάσταση (τσιμεντόστρωση, υπόστεγο) υπάρχει χρόνια, είναι πριν από 8-10 χρόνια περίπου''. Αλλά και ο ως άνω Χ. Μ. νεμήθηκε, κατά τα ανωτέρω, το μερίδιό του (2/16 εξ αδιαιρέτου) επί του επιδίκου από το έτος 1969 μέχρι το θάνατό του (έτος 1983), οπότε συνέχισαν να νέμονται τούτο οι άνω ενάγοντες (κληρονόμοι του) κατά ισομοιρίαν μέχρι το έτος 1985. Επίσης, αποδείχθηκε ότι όλοι οι ενάγοντες (και ο Χ. Μ.), όταν απέκτησαν τη νομή του επιδίκου κατά τον χρόνο του θανάτου των άνω κληρονομηθέντων τελούσαν σε καλή πίστη, δηλαδή είχαν την πεποίθηση, που δεν στηριζόταν σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησαν την κυριότητα αυτού (με τις έχουσες αναδρομική ισχύ ως άνω μεταγενέστερες αποδοχές κληρονομίας και τη μεταγραφή αυτών). Η πεποίθηση αυτή στηριζόταν στο ότι πίστευαν ότι οι άνω κληρονομούμενοι (Μ. Μ. και Ν. Μ.) ήταν συγκύριοι του επιδίκου, όπως αυτοί εμφανίζονταν νεμόμενοι τούτο κατά τα ανωτέρω, ενώ ουδείς, μέχρι το θάνατό τους, είχε αμφισβητήσει τα δικαιώματά τους επ' αυτού (επιδίκου), ούτε είχε εμφανιστεί ως κύριος ή νομέας τούτου. Όπως δε αποδείχθηκε την άνω μάρτυρα Ε. Ξ. (δικαιοπάροχο του δευτέρου εναγομένου) τη γνώριζαν ως ιδιοκτήτρια του έναντι του επιδίκου ακινήτου και όχι του επιδίκου. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από τις καταθέσεις των εξετασθέντων ενώπιον του Εισηγητή Δικαστή (στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) μαρτύρων των εναγομένων ... καθόσον τα κατατεθέντα απ' αυτούς (περί ανυπαρξίας νομής των εναγόντων) δεν μπορούν να αναιρέσουν, σε καμία περίπτωση, τα όσα παραπάνω αποδεικνύονται με δημόσια έγγραφα. Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω, οι ενάγοντες κατέστησαν συγκύριοι (κατά τα άνω ποσοστά) του επιδίκου ακινήτου κατά τρόπο πρωτότυπο και συγκεκριμένα με τακτική χρησικτησία κατ' άρθρ. 1041 ΑΚ (πλην του άνω μεριδίου 2/16 εξ αδιαιρέτου) του αποβιώσαντος Χ. Μ., ως προς τους δύο ως άνω ενάγοντες, για το οποίο δεν υπάρχει, κατά τα προαναφερόμενα, ορισμένη αγωγική βάση τακτικής χρησικτησίας), αφού νεμήθηκαν τούτο, με νόμιμο τίτλο και καλή πίστη, τουλάχιστον επί μία δεκαετία από τα έτη 1957 και 1969 (κατά τις άνω διακρίσεις), άλλως με έκτακτη χρησικτησία (άρθρ. 1045, 1051 ΑΚ), αφού νεμήθηκαν το επίδικο, κατά τα άνω ποσοστά τους, τουλάχιστον επί μία εικοσαετία, προσμετρώντας οι τέταρτος και πέμπτος των εναγόντων το χρόνο της δικής τους νομής στο χρόνο νομής του κληρονομηθέντος Χ. Μ. (για το άνω ποσοστό), όλοι δε οι άνω κληρονόμοι του Ν. Μ. (τρίτη, τέταρτος και πέμπτος των εναγόντων και ο Χ. Μ.) το χρόνο της νομής τους στο χρόνο νομής του εν λόγω κληρονομηθέντος, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, νεμόταν ανενόχλητα το επίδικο (κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου), μαζί με τον κληρονομηθέντα από τους δύο πρώτους ενάγοντες Μ. Μ., από το έτος 1955, με την άνω δήλωση αποδοχής κληρονομίας της μητρός τους και τη μεταγραφή αυτής, μέχρι το θάνατό του (έτος 1969), συλλέγοντας, στη συνέχεια, τον ελαιόκαρπο από τα υπάρχοντα εντός του επιδίκου ελαιόδενδρα (επτά ελαιόδενδρα σύμφωνα με την άνω πράξη αποδοχής κληρονομίας του 1955), όπως περί αυτού κατέθεσε και ο άνω δεύτερος μάρτυρας των εναγόντων, αναφέροντας ότι "όταν ζούσαν οι πατεράδες τους (των εναγόντων) πήγαιναν στο κτήμα και μάζευαν τις ελιές και κλάδευαν''. Δεν αποδείχθηκαν δε, σε κάθε περίπτωση, ότι ο άνω κληρονομηθείς απώλεσε τη νομή του επί του επιδίκου μέχρι το θάνατό του. Εξάλλου, από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος απέκτησε κυριότητα επί του επιδίκου, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται. Ειδικότερα, δεν κατέστη κύριος αυτού με παράγωγο τρόπο, προεχόντως διότι, σύμφωνα και με την προαναφερόμενη έκθεση δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, το επίδικο ακίνητο δεν περιλαμβάνεται στο ακίνητο που αυτός αγόρασε από την άνω μάρτυρα Ε. Ξ., δυνάμει του επικαλούμενου και προσκομιζόμενου υπ' αριθμ. .../1977 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αμαρουσίου Κωνσταντίνου Κουνέλη και το οποίο (αγορασθέν ακίνητο) βρίσκεται, σύμφωνα με τον παραπάνω πραγματογνώμονα, αλλά και την κατάθεση της άνω δικαιοπαρόχου του (μάρτυρα των εναγόντων), βορείως του επιδίκου, με το οποίο διαχωρίζεται από υπάρχοντα δρόμο. Αλλά ούτε και με τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία κατέστη κύριος του επιδίκου ο δεύτερος εναγόμενος, καθόσον από το έτος 1985, οπότε, σύμφωνα με τα παραπάνω, κατέλαβε το επίδικο και άρχισε σ' αυτό την άσκηση πράξεων νομής ή έστω και από το έτος 1981, εάν εκληφθεί ως ομολογία των εναγόντων το αγωγικό τους αίτημα περί απόδοσης ωφελημάτων για μια περίπου οκταετία, βασιζόμενο στα αναφερόμενα σε εξώδικη απάντηση σ' αυτούς της πρώτης εναγομένης περί εκμισθώσεως σ' αυτήν του επιδίκου, την οποία όμως ήδη αρνούνται, μέχρι το έτος 1989 που ασκήθηκε η ένδικη αγωγή δεν συμπληρώνεται χρόνος ούτε δεκαετίας ούτε βεβαίως και εικοσαετίας. Αλλά ούτε και προσμέτρηση στη νομή του της νομής της δικαιοπαρόχου του Ε. Ξ. μπορεί να χωρήσει, καθόσον, όπως αποδείχθηκε, η τελευταία δεν του μεταβίβασε το επίδικο αλλά το έναντι αυτού ακίνητο στο οποίο ασκούσε και πράξεις νομής (βλ. έκθεση πραγματογνωμοσύνης και κατάθεση άνω μάρτυρος εναγόντων). Επομένως, ο σχετικός ισχυρισμός του δευτέρου εναγομένου (περί ιδίας κυριότητας αυτού) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ' ουσίαν με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε κατ' ουσίαν τους αφορώντας τις επικουρικές, από τακτική και έκτακτη χρησικτησία, λόγους της εφέσεως και αφού εξαφάνισε κατά τούτο την εκκαλουμένη που είχε κρίνει αντιθέτως, δίκασε εκ νέου την αγωγή και την δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη κατά τις διαλαμβανόμενες ως άνω δύο βάσεις της, ενώ απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την κατά της αγωγής αυτής υποβληθείσα ένσταση της εναγομένης-αναιρεσίβλητης. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες περί τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας ουσιαστικά δικαίου διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1045, 1051, 1193, 1195, 1118 και 1846 του ΑΚ, αφού υπό τα ως άνω γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Περαιτέρω έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τα ζητήματα της απόκτησης από τους ενάγοντες-αναιρεσίβλητους της συγκυριότητας του επιδίκου με πρωτότυπο τρόπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία) και της μη αποκτήσεως από τον εναγόμενο αντίστοιχου δικαιώματος, καταλυτικού εκείνου των εναγόντων. Οι αιτιολογίες αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των παραπάνω μνημονευθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων. Ενόψει τούτων οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα τέταρτος και πέμπτος από τους λόγους της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του τέταρτου λόγου κατά τις οποίες δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο των αναιρεσιβλήτων οι προϋποθέσεις εφαρμογής των παραπάνω διατάξεων και συγκεκριμένα ότι αυτοί δεν είχαν "καλή πίστη" αφού απέκρυψαν ότι οι δικαιοπάροχοί τους Μ. και Ν. Μ. απέκτησαν το επίδικο από κληρονομική διαδοχή της μητέρας τους Σ. από κοινού με την αδελφή τους Φ. Κ. - Μ., καθώς και ότι δεν προσδιορίζεται ο χρόνος από τον οποίο αυτοί νεμήθηκαν για τον εαυτό τους και το μερίδιο της αδελφής τους ώστε να προκύπτει ο χρόνος ενάρξεως της χρησικτησίας τους, που προσμετρήθηκε σε εκείνον των αναιρεσιβλήτων, είναι απαράδεκτες, καθόσον πλήττουν την ορθότητα της εκτιμήσεως των αποδείξεων και συνακόλουθα την περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, η οποία κατά την αναφερομένη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Επίσης για τον ίδιο λόγο είναι απαράδεκτες και οι αιτιάσεις του πέμπτου λόγου, κατά τους οποίους εσφαλμένα απορρίφθηκε, ως ουσιαστικά αβάσιμος ο περί ιδίας επί του επιδίκου κυριότητας του εναγομένου - αναιρεσείοντα, ενώ από τους τίτλους που αυτός προσκόμισε και δη του ίδιου (.../1977 συμβόλαιο αγοράς) και της δικαιοπαρόχου του (.../1954 συμβόλαιο), αλλά και με συνεκτίμηση των τίτλων αυτών με τον τίτλο της όμορης ιδιοκτησίας της ΑΕ Π. (.../27.2.1975) προέκυπτε κατά τους διαλαμβανομένους στην αίτηση αναιρέσεως ισχυρισμούς, ότι αυτός έχει αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου με τακτική και έκτακτη χρησικτησία. Ενόψει τούτων οι ερευνώμενοι 4ος και 5ος και από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 539 ΚΠολΔ τέταρτος και πέμπτος από τους λόγους της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι ενώ προσέτι απορριπτέα, ως απαράδεκτη, είναι και η αιτίαση του πέμπτου λόγου, κατά την οποία και υπό την επίκληση της διατάξεως μού 20 του ίδιου άρθρου, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι λόγω παραμορφώσεως του περιεχομένου των προαναφερθέντων συμβολαίων (.../1977, .../1934 και .../27.2.1975) κατέληξε σε εσφαλμένο συμπέρασμα ως προς την παραπάνω από τακτική και έκτακτη χρησικτησία ένσταση ιδίας κυριότητας του αναιρεσείοντα, καθόσον αφορά σε εκτιμητικό και όχι σε διαγνωστικό σφάλμα, ενώ σε κάθε περίπτωση ως εκ του αντικεικτέου των αποδεικτέων ζητημάτων (τακτική και έκτακτη χρησικτησία) οι τίτλοι αυτοί συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις και το δικαστήριο δεν στήριξε αποκλειστικά στα συμβόλαια αυτά την επίμαχη κρίση του, όπως ενδεχόμενα θα συνέβαινε επί παραγώγου κτήσεως. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, όχι δε και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, που δεν ασκούν επιρροή στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει (Ολ.ΑΠ 14/2004). Επίσης δεν αποτελούν "πράγματα" με την παραπάνω έννοια οι αιτιολογημένες αρνήσεις, οι νομικές αναλύσεις, καθώς και τα επιχειρήματα των διαδίκων, νομικά ή πραγματικά που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Ακόμη ο ίδιος λόγος δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη περιστατικά προκύψαντα από τις αποδείξεις, όπως από τις καταθέσεις των μαρτύρων ή από την εκτίμηση των εγγράφων, μη διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της αγωγής, εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή της, ούτε αν εκθέτει περιστατικά εκ περισσού και όχι προς στήριξη του διατακτικού του. Εξάλλου προς "πράγματα" μη προταθέντα εξομοιώνονται, και οι ισχυρισμοί που προτάθηκαν απαραδέκτως, όπως π.χ. η μη παραδεκτή μεταβολή της αγωγικής βάσης ή η πρόταση νέων ισχυρισμών, χωρίς τις προϋποθέσεις των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ ή η λήψη υπόψη από το Εφετείο ισχυρισμού που δεν είχε επαναφερθεί σ' αυτό, κατά τρόπο παραδεκτό, κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ.14 του ΚΠολΔ, υπάρχει λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες και απαράδεκτα από το δικονομικό δίκαιο. Τέλος κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ, όπως τούτο ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3994/2011, η μεταβολή της βάσεως της αγωγής είναι απαράδεκτη και ο ενάγων με τις ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προτάσεις του μπορεί μόνο να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται η βάση της αγωγής. Με τις διατάξεις αυτές του ως άνω άρθρου θεσπίζεται η απαγόρευση μεταβολής της βάσεως της αγωγής, με την ποινή του απαραδέκτου, η απαγόρευση δε αυτή αναφέρεται στη μεταβολή της ιστορικής βάσης, δηλαδή των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν το επίδικο δικαίωμα με την έννομη συνέπεια του οικείου κανόνα δικαίου. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και υπό την επίκληση των παραπάνω διατάξεων των αριθμών 8 εδ.α και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη προβληθέντες από τους ενάγοντες, με τις προτάσεις της μετ' απόδειξη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο συζήτησης ισχυρισμούς, οι οποίοι ήταν απαράδεκτοι γιατί ο πρώτος από αυτούς προσέθετε νέες βάσεις στην αγωγή και ο δεύτερος γιατί συμπλήρωνε απαράδεκτα την ιστορική βάση της αγωγής. Ειδικότερα ο πρώτος από τους ισχυρισμούς αυτούς ήταν ότι ενώ κατά την αγωγή οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων Μ. και Ν. Μ. του Κ. είχαν γίνει κύριοι του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία το δικαστήριο έλαβε υπόψη και εξέτασε και τον προβληθέντα με τις προαναφερθείσες προτάσεις ισχυρισμό περί αποκτήσεως της κυριότητας του επιδίκου από τους εν λόγω δικαιοπαρόχους τόσο από κληρονομική διαδοχή της μητέρας τους Σ. Μ., της οποίας την κληρονομιά αποδέχθηκαν με την υπ'αριθμ..../1955 πράξη του συμβ/φου Αθηνών Νικ. Μανωλοπούλου, όσο και με τακτική χρησικτησία και ο δεύτερος ότι δέχθηκε ως παραδεκτή τη συμπλήρωση της ιστορικής βάσεως της αγωγής, με την αναφορά με τις προαναφερθείσες προτάσεις, της μεταγραφής της υπ' αριθμ..../19.9.1983 πράξης αποδοχής της κληρονομιάς του αδελφού του τετάρτου και πέμπτου των εναγόντων (και ήδη τρίτου και τετάρτου των αναιρεσιβλήτων) Χ. Μ., που αφορούσε τα 2/16 εξ αδιαιρέτου του επιδίκου. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος και κατά τις δύο αιτιάσεις του. Ειδικότερα οι επικαλούμενοι ως ληφθέντες υπόψη ισχυρισμοί της πρώτης αιτίασης, αφορούν σε περιστατικά που εξετάζονται ως συναγόμενα από την αρνητική και όχι τη θετική, όπως υπολαμβάνει ο αναιρεσείων, μορφή τους από τις αποδείξεις και σε επιχειρήματα του δικαστηρίου που αφορούν στην απόρριψη του ισχυρισμού περί αποκτήσεως από τους εν λόγω δικαιοπαρόχους της κυριότητας του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία και καμία αναφορά δεν γίνεται σε απόκτηση κυριότητας από κληρονομιά ή τακτική χρησικτησία, όπως αβάσιμα απολαμβάνει ο αναιρεσείων. Ήτοι οι επικαλούμενες πλημμέλειες δεν αφορούν σε "πράγματα" υπό την προεκτεθείσα έννοια, ενώ εφόσον πρόκειται περί απορριφθέντος αγωγικού ισχυρισμού (έκτακτη χρησικτησία δικαιοπαρόχων εναγόντων) ο αναιρεσείων ως νικήσας ως προς τον ισχυρισμό αυτό διάδικος στερείται εννόμου συμφέροντος για την επίκληση πλημμελειών της ευνοϊκής, για αυτόν, παραδοχής της αποφάσεως. Όσο αφορά τον δεύτερο ισχυρισμό ο ερευνώμενος λόγος είναι αβάσιμος, καθόσον όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Εφετείο δεν δέχεται ότι αγωγική βάση περί αποκτήσεως από τους τέταρτο και πέμπτο των εναγόντων (τρίτο και τέταρτο των αναιρεσιβλήτων) του κληρονομικού δικαιώματος, επί του επιδίκου, του αδελφού τους Χ. Μ. συμπληρώθηκε, κατά την αοριστία τους, με την επίκληση της μεταγραφής της αποδοχής της, αλλά αντίθετα δέχεται στο 7α φύλλο της "πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι δεν αποτελεί αντικείμενο έρευνας, η προβαλλόμενη από τους τέταρτο και πέμπτο των εναγόντων, κληρονομική διαδοχή του αποβιώσαντος το έτος 1983 άνω αδελφού τους Χ. Μ. ως προς το άνω περιελθόν σ' αυτόν (κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς) μερίδιο των 2/16 εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου ακινήτου, καθόσον, όπως ορθά κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η αγωγή, ως προς τη σχετική αυτή βάση της, είναι απορριπτέα ως αόριστη, λόγω της μη αναφοράς στο δικόγραφο αυτής της απαιτούμενης πράξης αποδοχής κληρονομίας και της μεταγραφής αυτής ή της μεταγραφής εκδοθέντος κληρονομητηρίου, χωρίς η εν λόγω αοριστία να μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης". Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος πρώτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, μη στοιχειοθετουμένης ούτε της αναιρετικής πλημμέλειας της διατάξεως του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού δεν συνέτρεχε περίπτωση κηρύξεως απαραδέκτου κάποιου επικληθέντος ισχυρισμού. Με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και κατά το πρώτο σκέλος του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, υπό την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 εδ.α του άρθρου 559 ΚΠολΔ ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του χωρίς τούτο να έχει προταθεί α)ότι την κληρονομιά της μητέρας των άμεσων δικαιοπαρόχων τους Σ. χας Κ. Μ., που περιελάμβανε και το επίδικο ακίνητο, οι εκ λόγω δικαιοπάροχοι, ήτοι ο Μ. και ο Ν. Μ. την αποδέχθηκαν από κοινού με την αδελφή τους Φ. Κ. - Μ. με τη νόμιμα μεταγραφείσα υπ' αριθμ..../1955 πράξη αποδοχής κληρονομίας του συμβ/φου Αθηνών Κ. Μανωλοπούλου και β)ότι στη συνέχεια οι εν λόγω δικαιοπάροχοι από τον χρόνον της εν λόγω αποδοχής και επέκεινα νεμήθηκαν οι δυό τους το επίδικο εν γνώσει και χωρίς οποιαδήποτε ενόχληση της αδελφής τους, η οποία ουδέποτε προέβη σε πράξεις νομής επί του επιδίκου. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και κατά τις δύο αιτιάσεις του και δή της πρώτης γιατί αφορά σε ισχυρισμό αρνητικό της αγωγής που υποβλήθηκε από τον εναγόμενο - αναιρεσείοντα τόσο στον πρώτο, όσο και στον δεύτερο βαθμό των δικαστηρίων της ουσίας, όπως τούτο προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των οικείων προτάσεων και συνακόλουθα δεν συνιστά "πράγμα" υπό την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια, της δε δεύτερης γιατί αφορά σε διευκρινιστικά της αγωγής περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.10 ΚΠολΔ όπως τούτο ίσχυε κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής (1989) ιδρύεται λόγος αναίρεσης "αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχθηκε πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, χωρίς απόδειξη ή δεν διέταξε απόδειξη γι' αυτά". Ο λόγος αυτός στηρίζεται στην παράβαση του καθιερωμένου με το άρθρο 106 ΚΠολΔ αιτήματος συζητήσεως, κατά το οποίο ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί. Ο όρος "πράγματα" στην παρούσα περίπτωση του αριθμού 10 του άρθρου 559, είναι ταυτόσημος με τον αντίστοιχο όρο του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου, όπως αυτός αναλύθηκε παραπάνω στον πρώτο αναιρετικό λόγο. Η πρώτη περίπτωση του εν λόγω άρθρου ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχθηκε πράγματα, υπό την προεκτεθείσα έννοια, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη αυτή. Δεν απαιτείται να αξιολογεί τα επί μέρους αποδεικτικά μέσα ή να εξατομικεύει τα έγγραφα, ούτε να αναφέρει ποια έγγραφα λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη. Η δεύτερη περίπτωση του παρόντος άρθρου ιδρύεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο παρέλειψε να διατάξει τακτική απόδειξη. Η χρησιμότητα του λόγου αυτού κατά του παρόν σκέλους του εκμηδενίστηκε μετά την κατάργηση της προδικαστικής από το ν. 2915/2001, αφού ήδη η οριστική απόφαση, κατ' άρθρο 270, εκδίδεται με βάση τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι έχουν προσκομίσει και τις αποδείξεις που έχουν διεξαχθεί. Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου της αναιρέσεως και υπό την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τους αναφερομένους στο πρώτο σκέλος του ίδιου λόγου ισχυρισμούς, που προεκτέθηκαν (στο πρώτο σκέλος) χωρίς γι' αυτούς να έχει διαταχθεί οποιαδήποτε απόδειξη. Ο λόγος αυτός, όσο αφορά τον πρώτο επίμαχο ισχυρισμό είναι απαράδεκτος, καθόσον όπως προεξέθη παραπάνω στο πρώτο σκέλος του ίδιου λόγου αφορά σε αρνητικό της αγωγής ισχυρισμό και συνακόλουθα όχι σε "πράγμα", για το οποίο θα έπρεπε να τεθεί ιδιαίτερο θέμα αποδείξεως, καθόσον ο ισχυρισμός του εναγομένου με διεκδικητική αγωγή ότι στο επίδικο υφίσταται κυριότητα τρίτου, δυνάμει περιστατικών προγενεστέρων ή σύγχρονων με εκείνα που θεμελιώνουν την κτήση της κυριότητας του ενάγοντα αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση ενώ όσο αφορά τον δεύτερο ισχυρισμό ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της εκδοθείσας από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, υπ'αριθμ.2994/1990 πράξεως περί αποδείξεως είχε ταχθεί θέμα αποδείξεως για την άσκηση από τους δικαιοπαρόχους των εναγόντων πράξεων νομής επί του επιδίκου και δη ως προς τον Μ. Μ. για το διάστημα από το 1947 μέχρι το θάνατό του (29-10-1957) και ως προς τον Ν. Μ. για το διάστημα από το 1949 μέχρι το θάνατό του (20-6-1969), μετά δε από εκτίμηση των αποδείξεων που διεξήχθησαν έγιναν, ανέλεγκτα, δεκτά τα αναφερόμενα στον εν λόγω ισχυρισμό πραγματικά. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος δεύτερος αναιρετικός λόγος και κατά τα δύο σκέλη του, πρέπει να απορριφθεί. Επειδή ο από το άρθρο 559 αρ.20 λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης"), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά, από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα, διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (Ολ.ΑΠ 2/2008). Για την ίδρυση του λόγου αυτού δεν αρκεί η εσφαλμένη ανάγνωση του αποδεικτικού, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ εγγράφου, αλλά πρέπει, επί πλέον, το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να το εξαίρει αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε, για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της και κατά το πρώτο σκέλος του και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο της υπ' αριθμ..../1955 πράξεως αποδοχής κληρονομίας του συμβ/φου Αθηνών Νικ. Μανωλοπούλου, από την οποία προέκυπτε ότι αποδοχή της κληρονομίας της μητέρας των δικαιοπαρόχων των εναγόντων Σ. χήρας Κ. Μ. που περιελάμβανε και το επίδικο ακίνητο έκανε εκτός από αυτούς (Μ. και Ν. Μ.) και η αδελφή τους Φ. συζ. Χ. Κ., το γένος Κ. Μ. και ότι συνακόλουθα από την αποδοχή αυτή προκύπτει ομολογία ότι νομή στο επίδικο έκανε και η εν λόγω κληρονόμος και ότι ως εκ τούτου εσφαλμένα έγινε δεκτό ότι νομή, που προσμετρήθηκε στη νομή των εναγόντων ασκούσαν μόνο αυτοί. Ο λόγος αυτός είναι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτος, γιατί δεν αφορά σε "διαγνωστικό λάθος" του εγγράφου, το οποίο ορθά αναγνώσθηκε και μάλιστα το κείμενό του περιελήφθη στην απόφαση (φύλλο 7β) αλλά σε λανθασμένη εκτίμηση του περιεχομένου του, από την οποία το δικαστήριο κατέληξε σε κρίσεις και συμπεράσματα διαφορετικά από εκείνα που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθά και ειδικότερα δεν συνήγαγε όπως εκθέτει ο αναιρεσείων ομολογία για την άσκηση νομής επί του επιδίκου από την προαναφερθείσα Φ. συζ. Χ. Κ., αλλά όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης (αρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ) το Εφετείο από τη συνεκτίμηση του εγγράφου αυτού με τις λοιπές αποδείξεις δέχθηκε "- φύλλο 9α - και ναι μεν, όπως προαναφέρθηκε (αναφέρεται στο εκτιθέμενο περιεχόμενο του εγγράφου) την κληρονομία αποδέχθηκε, μαζί με τους άνω δύο δικαιοπαρόχους και η αποβιώσασα το έτος 1972, αδελφή τους Φ. Κ. (κατά το 1/3 εξ αδιαιρέτου ο καθένας) πλην όμως δεν αποδείχθηκε ότι η τελευταία προέβη έκτοτε σε οποιαδήποτε πράξη νομής στο επίδικο, αλλά τούτο (ολόκληρο) νεμήθηκαν στη συνέχεια (από το έτος 1955) μόνο οι δύο δικαιοπάροχοι των εναγόντων αποκλειστικά ως δικό τους, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου, εν γνώσει και χωρίς οποιαδήποτε ενόχληση της αδελφής τους Φ. ...". Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός (τρίτος) κατά το ερευνώμενο πρώτο μέρος του πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, ενώ προσέτι απαράδεκτος είναι και για το λόγο ότι ως εκ του αποδεικτέου θέματος, που αφορά σε τακτική και έκτακτη χρησικτησία, το έγγραφο αυτό δεν είναι το αποδεικτικό μέσο στο οποίο το δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στήριξε το πόρισμά του για την άσκηση πράξεων νομής στο επίδικο. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.11 περ.γ' του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και να το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφώς και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου όταν είναι σαφής και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητα του. Καμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη, ενώ από την αναφορά στην απόφαση μερικών από τα προσκομιζόμενα έγγραφα γιατί έχουν ιδιαίτερη σημασία δεν συνάγεται αναγκαστικά ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα μη αναφερόμενα. Μόνον αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.ΑΠ 2/2008) ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 14/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και κατά το δεύτερο σκέλος του, υπό την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11 περ.γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως ως προς την ένσταση ιδίας κυριότητας του αναιρεσείοντα δεν έλαβε υπόψη τα παρακάτω έγγραφα και γι' αυτό κατέληξε (ως προς την ένσταση αυτή) σε απορριπτικό πόρισμα, το οποίο είναι αντίθετο από εκείνο που θα προέκυπτε αν λάμβανε υπόψη και τα έγγραφα αυτά, τα οποία είναι: α) το υπ' αριθμ..../1977 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου Αμαρουσίου Κ. Κουνέλη με το οποίο ο αναιρεσείων αγόρασε μεγαλύτερο ακίνητο, επιφανείας 2000 τ.μ., που περιλαμβάνει και το επίδικο, β) το υπ' αριθμ..../1954 συμβόλαιο αγοράς της δικαιοπαρόχου του Ε. Ξ. γ) το υπ' αριθμ. .../27.2.1975 συμβόλαιο αγοράς του συμβ/φου Αθηνών Κων.Μητρέλη με το οποίο απέκτησε από αγορά παρακείμενο της ιδιοκτησίας του αναιρεσείοντα οικόπεδο η εταιρεία "Π.ς Α.Ε." δ) το υπ' αριθμ. .../25.4.1901 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Π. Μπαρδή, που αφορά τον Μ. Α. Β. (προπάππο των αναιρεσιβλήτων) και το υπ' αριθμ. .../1954 συμβόλαιο του συμβ/φου Ευσταθίου Κουτσοχέρα περί διανομής της περιουσίας του Μ. Β., από το οποίο προκύπτει ότι η κόρη του και γιαγιά των αναιρεσειόντων Σ. Μ. δεν απέκτησε το επίδικο ακίνητο. Ο λόγος αυτός που αφορά σε έγγραφα, των οποίων έγινε νόμιμη μετ' επικλήσεως προσαγωγή στο Εφετείο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση και ιδιαίτερα από την περιεχομένη σ' αυτήν βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη "όλα, ανεξαιρέτως, τα έγγραφα που προσκομίζουν νόμιμα και επικαλούνται οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων", σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, όπου γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στα υπό στοιχ.α και β έγγραφα (φύλλα 14α, 10β και 11α) - χωρίς από τούτο να συνάγεται, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, ότι τα μη ειδικώς αναφερόμενα δεν λήφθηκαν υπόψη - δεν γεννιέται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία και συνεκτίμησε για τη στήριξη του αποδεικτικού του πορίσματος περί του ουσία αβασίμου της προαναφερθείσας ενστάσεως ιδίας κυριότητας του αναιρεσείοντος. Η αιτίαση του ερευνώμενου λόγου ότι από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα συνάγεται αντίθετο πόρισμα από εκείνο που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση είναι απαράδεκτη, καθόσον πλήττει την, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, ανέλεγκτη αναιρετικά αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός (3ος - δεύτερο σκέλος) καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Η δικαστική δαπάνη των τεσσάρων πρώτων αναιρεσιβλήτων βαρύνει τον αναιρεσείοντα, λόγω της ήττας του (άρθρο 176 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 14-11-2011 αίτηση του Α. Γ. Β., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4371/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των τεσσάρων πρώτων αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2014. Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η αναίρεση απευθύνεται κατά των αντιδίκων και όχι των ομοδίκων 559 αρ.8 Τι είναι "πράγμα" Όχι τα περιστατικά που προκύπτουν από τις αποδείξεις, ούτε τα επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Προς μη προταθέντα πράγματα εξομοιώνονται και οι ισχυρισμοί που προτάθηκαν απαράδεκτος 559 αρ.10 αντικείμενο αποδείξεων δεν αποτελούν οι αρνητικοί ισχυρισμοί 559 αρ.1 και 19. Οι αιτιάσεις που αφορούν την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών δεν ιδρύουν τους λόγους αυτούς. Τακτική 'Έκτακτη χρησικτησία 974, 1041, 1042, 1045, 1051 ΑΚ 559 αρ.20. Δεν ιδρύεται αν η αιτίαση αφορά σε εκτιμητικό και όχι σε διαγνωστικό σφάλμα. Αν το έγγραφο συνεκτιμήθηκε με άλλα αποδεικτικά μέσα και δεν στήριξε το δικαστήριο το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά η κατά κύριο λόγο σ΄ αυτό δεν ιδρύεται ο αναιρετικός αυτός λόγος 559 αρ.11. Αβάσιμος ο λόγος αν προκύπτει ότι τα έγγραφα λήφθηκαν υπόψη. Η αιτίαση ότι από τα αποδεικτικά μέσα προκύπτει αντίθετο πόρισμα από εκείνο που δέχθηκε η προσβαλλόμενη πλήττει την ανέλεγκτη αναιρετικά αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδείξεων.
Χρησικτησία έκτακτη
Αγωγή αναγνωριστική, Αποδεικτικά μέσα, Έγγραφα, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Χρησικτησία, Χρησικτησία έκτακτη.
2
Αριθμός 973/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 18 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος - αναιρεσιβλήτου: Ιδρύματος με την επωνυμία "…", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Βάγια, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 17-3-2014 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται. Της αναιρεσίβλητης - αναιρεσείουσας: Μ. Τ. του Ν., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Νικολόπουλο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16-2-2009 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης - αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1404/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 357/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον - αναιρεσίβλητο με την από 16-10-2013 αίτησή του και η αναιρεσίβλητη - αναιρεσείουσα με την από 26-3-2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε τις από 6-3-2014 και 9-1-2014 εκθέσεις του, με τις οποίες εισηγήθηκε την απόρριψη και των δύο αιτήσεων αναίρεσης. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ζήτησαν την παραδοχή των αντιστοίχων αιτήσεών τους, την απόρριψη των αντιθέτων, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246 και 573 ΚΠολΔ πρέπει να ενωθούν και συνεκδικαστούν οι, από 26-3-2013 και 16-10-2013, αντίθετες αιτήσεις, για την αναίρεση της 357/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, καθόσον διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων. ΙΙ. Επί της από 26-3-2013 αίτησης της Μ. Τ. κατά του Ιδρύματος …Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 281 Α.Κ., το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, εκτός των άλλων, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε της άσκησής του και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τότε, δεν δικαιολογούν επαρκώς τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου δεν αρκεί, αλλ' απαιτείται επιπρόσθετα να συντρέχουν περιστατικά αναγόμενα στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο αυτού, όσο και εκείνου που αποκρούει το δικαίωμα, από τα οποία γεννιέται στον τελευταίο η πεποίθηση, ότι το δικαίωμα δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ' αυτού, έτσι ώστε η, με τη μεταγενέστερη άσκηση, επιδίωξη ανατροπής της κατάστασης που δημιουργήθηκε να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο συνέπειες. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Η αναιρεσείουσα, από το έτος 1970 έως το έτος 2000, εργαζόταν με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως διοικητική υπάλληλος, και από 1-6-1999 έως 30-6-2000 τοποθετήθηκε στην εταιρία του Ιδρύματος "Λαϊκή Ανώνυμη Εταιρία Οργάνωσης Επιχειρήσεων". Τέλος, από 3-7-2000 έως 31-1-2009 παρείχε τις υπηρεσίες της ως διοικητική υπάλληλος - γραμματέας στο Ίδρυμα ... αποκλειστικά, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, από Δευτέρα έως Παρασκευή, επί επτάωρο ημερησίως 08.30' έως 15.30' και μηνιαίες αποδοχές, κατά το έτος 2008 ύψους 1.520 ευρώ. Είναι απόφοιτος Λυκείου και κάτοχος πτυχίων αγγλικής γλώσσας Lower Certificate in English του Cambridge University (1974) και Diplomat d' Etudes Superieures, option Traduction, de l' Institute Francais d1 Athenes (1970). Κατέχει επάρκεια διδασκαλίας της Γαλλικής σε Φροντιστήρια από το Υπουργείο Παιδείας, έχει παρακολουθήσει σεμινάριο επιμόρφωσης γραμματέων από το ΕΛΚΕΠΑ, το έτος 1973 και χειρίζεται ηλεκτρονικό υπολογιστή. Στο αναιρεσίβλητο και στα ίδια γραφεία εργάζεται και η συνάδελφός της Ι. Α., η οποία προσελήφθη το έτος 1974, και από το έτος 1991 παρέχει τις υπηρεσίες της στο εκκαλούν, ως διοικητική υπάλληλος -γραμματέας. Έχει τα ίδια τυπικά προσόντα με την ενάγουσα, χωρίς να κατέχει πτυχία ξένων γλωσσών και παρέχει τις υπηρεσίες της, κάτω από τις ίδιες συνθήκες εργασίας με αυτήν, στη γραμματειακή υποστήριξη του Ιδρύματος, με το ίδιο αντικείμενο εργασίας. Και η οικογενειακή κατάστασή της είναι παρόμοια με αυτή της Ι. Α., καθ' όσον η τελευταία είναι έγγαμη και μητέρα δύο ενηλίκων τέκνων, ενώ η εφεσίβλητη διαζευγμένη με δύο ενήλικα τέκνα. Κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, από 1-1-2008 έως 31-1-2009, οι μηνιαίες αποδοχές που ελάμβανε η εφεσίβλητη ανέρχονταν σε 1.520 ευρώ, ανώτερες των καθοριζομένων από την Κ.Υ.Α. 12191/25-07-2006, που αφορούσε τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων σε Ιδρύματα και ανέρχονταν σε 1.373,55 ευρώ. Το ίδιο διάστημα, η Ι. Α. ελάμβανε μηνιαίες αποδοχές ύψους 2.550 ευρώ. Η διαφοροποίηση ως προς τις αποδοχές των άνω υπαλλήλων δεν οφείλεται στη συνδρομή ειδικού και σοβαρού λόγου, διότι το γεγονός ότι οι άνω υπάλληλοι προσελήφθησαν από το εκκαλούν Ίδρυμα σε διαφορετικό χρόνο και με διαφορετικό μηνιαίο μισθό, η καθεμία, δεν επηρεάζει τις προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης, ειδικά δε, ως προς τον συμφωνηθέντα μισθό, αρκεί η παροχή να γίνεται χωρίς νομική υποχρέωση, όπως στην περίπτωση που η εκούσια παροχή είναι αποτέλεσμα κατάρτισης σύμβασης εργασίας του εργοδότη με τον ευνοηθέντα μισθωτό. Δέχθηκε ακόμη το Εφετείο, ότι η ενάγουσα, με την από 10-12-2001 επιστολή της προς το Ίδρυμα, ζήτησε να αναπροσαρμοστούν οι αποδοχές της, στις οριζόμενες από τις κοινές υπουργικές αποφάσεις, που αφορούσαν τους εργαζομένους σε Ιδρύματα και να ληφθεί υπόψη η προϋπηρεσία της σε άλλους εργοδότες. Το αίτημά της αυτό ικανοποιήθηκε από το εναγόμενο, ενώ στην άνω επιστολή της δεν έθεσε θέμα εξίσωσης των αποδοχών της με αυτές άλλων συναδέλφων της. Για πρώτη φορά έθεσε το ζήτημα αυτό, με την από 18-7-2007, επιστολή της προς τον Πρόεδρο του Ιδρύματος, με την οποία ζητούσε "να εξισωθεί για το έτος 2007, ο μισθός της με το μισθό των άλλων Γραμματέων και να της καταβληθούν οι διαφορές από 1-1-2007, να γίνει καταγγελία της σύμβασής της με ημερομηνία αμέσως μετά την 1-1-2008, ούτως ώστε να επωφεληθεί της ανωτέρω αύξησης του 2007, για τον υπολογισμό της σύνταξης και τον καθορισμό της σε μεγαλύτερη ασφαλιστική κλάση του Ι.Κ.Α., και να της δοθεί πρόσθετο χρηματικό βοήθημα της τάξεως των 50.000 ευρώ, ούτως ώστε να καλύψει τις δαπάνες αυτασφάλισής της μέχρι συμπληρώσεως προϋποθέσεων πλήρους συνταξιοδότησής της στα τέλη του 2008, καθώς και τις ανάγκες διαβίωσης της ιδίας και της θυγατέρας της, που σπουδάζει, μέχρι να πάρει τη σύνταξη". Με την από 12-9-2001 αίτησή της προς το Ίδρυμα, ζήτησε την οικονομική συνδρομή του, για τις μεταπτυχιακές σπουδές του υιού της, διαρκείας περίπου δύο ετών στο Πανεπιστήμιο του Southampton, στην Αγγλία, στο Εμπορικό και Ναυτικό Δίκαιο, με ετήσιο κόστος περίπου 5.400.000 δραχμές. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος, με την από 19-9-2001 ομόφωνη απόφασή του, ενέκρινε την καταβολή στην ενάγουσα, εφάπαξ, ποσού 2.500.000 δραχμών, για την αντιμετώπιση των δαπανών σπουδών του γιου της στο εξωτερικό. Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσίβλητη, με την όλη της προαναφερθείσα συμπεριφορά, δημιούργησε ευλόγως στο εκκαλούν την πεποίθηση ότι ουδόλως διατηρεί αξίωση κατ' αυτού από την άνω αιτία, λαμβάνοντας δε υπόψη και τις λοιπές περιστάσεις και ότι το σχετικό αίτημα υποβλήθηκε τον Ιούλιο του 2007, ενόψει επικείμενης συνταξιοδότησής της, προκειμένου η μισθολογική αύξηση να υπολογισθεί στην σύνταξη, ενώ ουδέποτε στο παρελθόν είχε διαμαρτυρηθεί ή είχε ζητήσει να εξισωθούν οι αποδοχές της με αυτές της Ι. Α., το δε Ίδρυμα την είχε συνδράμει οικονομικά με το ποσόν των 7.336,75 ευρώ, στις μεταπτυχιακές σπουδές του υιού της, δέχθηκε ότι η άσκηση της αγωγής υπερβαίνει τα όρια τα καθοριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ., ήτοι της καλής πίστης, των χρηστών ηθών, του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος και στη συνέχεια, αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή, δέχθηκε ως βάσιμο κατ' ουσίαν τον παραδεκτά, από το αναιρεσίβλητο προβληθέντα ισχυρισμό, από το άρθρο 281 Α.Κ, ότι οι αξιώσεις της ενάγουσας (μισθολογικές διαφορές) ασκούνται κατά κατάχρηση δικαιώματος και απέρριψε στο σύνολό της την ένδικη αγωγή, δηλαδή και ως προς το ποσό των 5.533,35 ευρώ, που ζητεί ως διαφορά πλέον του ποσού των 9.341,65 ευρώ, που έλαβε ως αποζημίωση απόλυσης. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε την παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη, διέλαβε δε στην απόφασή του, σαφείς επαρκείς και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχό της, ως προς την ορθή εφαρμογή της διάταξης αυτής, διότι, τα δεκτά γενόμενα, ως άνω, πραγματικά περιστατικά, στο σύνολό τους 1) θεμελιώνουν, πράγματι, τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και καθιστούν την άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας καταχρηστική και 2) στηρίζουν επαρκώς το αποδεικτικό πόρισμά του, ως προς την παραπάνω κρίση του. Επομένως, είναι αβάσιμος, ο, περί του αντιθέτου, μοναδικός λόγος αναίρεσης, από τους αρ. 1 και 19 του ίδιου άρθρου, κατ' ακολουθίαν δε είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί η, από 26-3-2013, αίτηση της αναιρεσείουσας - ενάγουσας, για την αναίρεση της 357/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. ΙΙΙ. Επί της από 16-10-2013 αίτησης του Ιδρύματος ... κατά της Μ. Τ.. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, η, από 16-10-2013, αντίθετη αίτηση αναίρεσης του αναιρεσείοντος -αναιρεσίβλητου - εναγόμενου, που νίκησε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ασκήθηκε, επικουρικά, δηλαδή για την περίπτωση που γίνει δεκτή η παραπάνω από 26-3-2013, αίτηση για την αναίρεση της ίδιας (357/2013) απόφασης του Εφετείου Αθηνών, με την οποία, αφού απορρίφθηκε η ένσταση του ίδιου περί παραγραφής, έγινε δεκτή η έφεσή του κατά της οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, κατά παραδοχή, ως βάσιμης, της ένστασής του, περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, ακολούθως δε απορρίφθηκε η αγωγή της αναιρεσείουσας. Συνεπώς, η αίτηση αυτή, ασκούμενη επικουρικά, πρέπει, να απορριφθεί, αφού απορρίπτεται η αίτηση της αναιρεσείουσας - αναιρεσίβλητης - ενάγουσας. Τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, μετά από ανάλογη προς την εκατέρωθεν έκταση της νίκης και ήττας κατανομή τους (άρθρο 178 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συνεκδικάζει τις αναφερόμενες στο σκεπτικό αιτήσεις, για την αναίρεση της 357/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Απορρίπτει αυτές. Και Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, τα μεταξύ των διαδίκων δικαστικά έξοδα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2014. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 6 Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το Εφετείο δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, διέλαβε δε στην απόφασή του, σαφείς, επαρκείς και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες, διότι, τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, στο σύνολό τους, θεμελιώνουν, πράγματι, τη διάταξη αυτή και καθιστούν την άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας καταχρηστική, στηρίζουν δε επαρκώς το αποδεικτικό πόρισμά του. Εξάλλου, εφόσον η αντίθετη αίτηση αναίρεσης του εναγομένου ασκήθηκε επικουρικά, είναι απορριπτέα, αφού απορρίφθηκε η αίτηση της ενάγουσας.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 971/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 18 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος - αναιρεσιβλήτου: Ιδρύματος με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΜΠΟΔΟΣΑΚΗ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Βάγια, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 17-3-2014 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται. Της αναιρεσίβλητης - αναιρεσείουσας: Μ. Τ. του Ν., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Κούλα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-7-2008 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης - αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1405/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 361/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον - αναιρεσίβλητο με την από 16-10-2013 αίτησή του και η αναιρεσίβλητη - αναιρεσείουσα με την από 26-3-2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε τις από 6-3-2014 και 9-1-2014 εκθέσεις του, με τις οποίες εισηγήθηκε την απόρριψη και των δύο αιτήσεων αναίρεσης. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ζήτησαν την παραδοχή των αντιστοίχων αιτήσεών τους, την απόρριψη των αντιθέτων, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 246 και 573 ΚΠολΔ πρέπει να ενωθούν και συνεκδικαστούν οι, από 26-3-2013 και 16-10-2013, αντίθετες αιτήσεις, για την αναίρεση της 361/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, καθόσον διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται µείωση των εξόδων. ΙΙ. Επί της από 26-3-2013 αίτησης της Μ. Τ. κατά του Ιδρύματος Μποδοσάκη. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 281 Α.Κ., το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, εκτός των άλλων, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε της άσκησής του και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τότε, δεν δικαιολογούν επαρκώς τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου δεν αρκεί, αλλ' απαιτείται επιπρόσθετα να συντρέχουν περιστατικά αναγόμενα στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο αυτού, όσο και εκείνου που αποκρούει το δικαίωμα, από τα οποία γεννιέται στον τελευταίο η πεποίθηση, ότι το δικαίωμα δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ' αυτού, έτσι ώστε η, με τη μεταγενέστερη άσκηση, επιδίωξη ανατροπής της κατάστασης που δημιουργήθηκε να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο συνέπειες. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Η αναιρεσείουσα, από το έτος 1970 έως το έτος 2000, εργαζόταν µε σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως διοικητική υπάλληλος και από 1-6-1999 έως 30-6-2000 τοποθετήθηκε στην εταιρία του Ιδρύµατος "Λαϊκή Ανώνυµη Εταιρία Οργάνωσης Επιχειρήσεων". Τέλος, από 3-7-2000 έως 31-1-2009 παρείχε τις υπηρεσίες της ως διοικητική υπάλληλος - γραµµατέας στο Ίδρυµα Μποδοσάκη, αποκλειστικά, µε σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, από Δευτέρα έως Παρασκευή, επί επτάωρο ηµερησίως, 08.30' έως 15.30' και μηνιαίες αποδοχές, κατά το έτος 2008 ύψους 1.520 ευρώ. Είναι απόφοιτος Λυκείου και κάτοχος πτυχίων αγγλικής γλώσσας Lower Certificate ίn English του Cambridge University (1974) και Diplomat d' Etudes Superieures, option Traduction, de l' Institute Francais d' Athenes (1970). Κατέχει επάρκεια διδασκαλίας της Γαλλικής σε Φροντιστήρια από το Υπουργείο Παιδείας, έχει παρακολουθήσει σεµινάριο επιμόρφωσης γραμματέων από το ΕΛΚΕΠΑ, το έτος 1973 και χειρίζεται ηλεκτρονικό υπολογιστή. Στο αναιρεσίβλητο Ίδρυμα και στα ίδια γραφεία του εργάζεται και η συνάδελφός της Ι. Α., η οποία προσελήφθη το έτος 1974, και από το έτος 1991 παρέχει τις υπηρεσίες της στο εκκαλούν Ίδρυµα ως διοικητική υπάλληλος - γραμματέας. Η Ι. Α. έχει τα ίδια τυπικά προσόντα µε την ενάγουσα, χωρίς να κατέχει πτυχία ξένων γλωσσών και παρέχει τις υπηρεσίες της, κάτω από τις ίδιες συνθήκες εργασίας µε αυτήν, στη γραμματειακή υποστήριξη του Ιδρύµατος, µε το ίδιο αντικείμενο εργασίας. Περαιτέρω και η οικογενειακή κατάσταση της ενάγουσας είναι παρόµοια µε αυτή της Ι. Α., καθ' όσον η τελευταία είναι έγγαμη και μητέρα δύο ενηλίκων τέκνων, ενώ η εφεσίβλητη διαζευγµένη µε δύο ενήλικα τέκνα. Κατά το έτος 2008 οι μηνιαίες αποδοχές που ελάµβανε η ενάγουσα ανέρχονταν σε 1.520 ευρώ, ανώτερες των καθοριζομένων από την Κ.Υ.Α. 12191/25-07-2006, που αφορούσε τους όρους αµοιβής και εργασίας των εργαζοµένων σε Ιδρύµατα και ανέρχονταν σε 1.373,55 ευρώ. Το ίδιο διάστηµα, η Ι. Α. ελάµβανε μηνιαίες αποδοχές ύψους 2.550 ευρώ. Η διαφοροποίηση ως προς τις αποδοχές των άνω υπαλλήλων, δεν οφείλεται στη συνδρομή ειδικού και σοβαρού λόγου, διότι το γεγονός ότι οι άνω υπάλληλοι προσελήφθησαν από το εκκαλούν Ίδρυµα σε διαφορετικό χρόνο και µε διαφορετικό µηνιαίο µισθό, η κάθε µία, δεν επηρεάζει τις προϋποθέσεις εφαρµογής της αρχής της ίσης µεταχείρισης, ειδικά δε, ως προς τον συµφωνηθέντα µισθό, αρκεί η παροχή να γίνεται χωρίς νοµική υποχρέωση, όπως στην περίπτωση που η εκούσια παροχή είναι αποτέλεσµα κατάρτισης σύµβασης εργασίας του εργοδότη µε τον ευνοηθέντα µισθωτό. Δέχθηκε ακόμη ότι η ενάγουσα, µε την από 10-12-2001 επιστολή της προς το Ίδρυµα, ζήτησε να αναπροσαρμοστούν οι αποδοχές της, στις οριζόμενες από τις κοινές υπουργικές αποφάσεις, που αφορούσαν τους εργαζοµένους σε Ιδρύµατα και να ληφθεί υπόψη η προϋπηρεσία της σε άλλους εργοδότες. Το αίτηµά της αυτό ικανοποιήθηκε από το εναγόµενο, ενώ στην άνω επιστολή της δεν έθεσε θέµα εξίσωσης των αποδοχών της µε αυτές άλλων συναδέλφων της. Για πρώτη φορά έθεσε το ζήτηµα αυτό µε την από 18-7-2007, επιστολή της προς τον Πρόεδρο του Ιδρύµατος, µε την οποία ζητούσε "να εξισωθεί για το έτος 2007, ο µισθός της µε το µισθό των άλλων Γραµµατέων και να της καταβληθούν οι διαφορές από 1-1-2007, να γίνει καταγγελία της σύµβασής της µε ηµεροµηνία αµέσως µετά την 1-1-2008, ούτως ώστε να επωφεληθεί της ανωτέρω αύξησης του 2007, για τον υπολογισµό της σύνταξης και τον καθορισµό της σε µεγαλύτερη ασφαλιστική κλάση του Ι.Κ.Α., και να της δοθεί πρόσθετο χρηµατικό βοήθηµα της τάξεως των 50.000 ευρώ, ούτως ώστε να καλύψει τις δαπάνες αυτασφάλισής της µέχρι συμπληρώσεως προϋποθέσεων πλήρους συνταξιοδότησής της στα τέλη του 2008, καθώς και τις ανάγκες διαβίωσης της ιδίας και της θυγατέρας της, που σπουδάζει, µέχρι να πάρει τη σύνταξη". Με την από 12-9-2001 αίτησή της προς το Ίδρυµα ζήτησε την οικονοµική συνδροµή του, για τις µεταπτυχιακές σπουδές του υιού της, διάρκειας περίπου δύο ετών στο Πανεπιστήμιο του Southampton, στην Αγγλία, στο Εµπορικό και Ναυτικό Δίκαιο, µε ετήσιο κόστος περίπου 5.400.000 δραχµές. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύµατος, µε την από 19-9-2001 οµόφωνη απόφασή του, ενέκρινε την καταβολή στην εφεσίβλητη, εφ' άπαξ, ποσού 2.500.000 δραχµών (7.336,75 ευρώ), για την αντιµετώπιση των δαπανών σπουδών του γιού της στο εξωτερικό. Με τα δεδοµένα αυτά, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αναιρεσείουσα, µε την προαναφερθείσα συµπεριφορά, δημιούργησε ευλόγως στο αναιρεσίβλητο την πεποίθηση ότι ουδόλως διατηρεί αξίωση κατ' αυτού από την άνω αιτία, λαµβάνοντας δε υπόψη του και τις λοιπές περιστάσεις και ότι το σχετικό αίτηµα υποβλήθηκε τον Ιούλιο του 2007, ενόψει επικείμενης συνταξιοδότησής της, προκειµένου η µισθολογική αύξηση να υπολογισθεί στη σύνταξη, ενώ ουδέποτε στο παρελθόν είχε διαµαρτυρηθεί ή είχε ζητήσει να εξισωθούν οι αποδοχές της µε αυτές της Ι. Α., το δε Ίδρυµα την είχε συνδράµει οικονοµικά µε το ποσόν των 7.336,75 ευρώ, στις µεταπτυχιακές σπουδές του υιού της, δέχθηκε ότι η άσκηση της αγωγής υπερβαίνει τα όρια τα καθοριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ., ήτοι της καλής πίστης, των χρηστών ηθών, του κοινωνικού και οικονοµικού σκοπού του δικαιώµατος. Στη συνέχεια, αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία είχε γίνει, κατά ένα μέρος, δεκτή η αγωγή, δέχθηκε ως βάσιµο κατ' ουσίαν τον παραδεκτά, από το αναιρεσίβλητο προβληθέντα ισχυρισμό, από το άρθρο 281 Α.Κ, ότι οι αξιώσεις της ενάγουσας που αναφέρονται σε μισθολογικές διαφορές, που προκύπτουν από τη σύγκρισή της με την παραπάνω συνάδελφό της, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2003 έως 30-6-2008, ασκούνται κατά κατάχρηση δικαιώµατος και απέρριψε, στο σύνολό της, την ένδικη αγωγή. Με την κρίση του αυτή δεν παραβίασε την παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη, διέλαβε δε στην απόφασή του, σαφείς, επαρκείς και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχό της, ως προς την ορθή εφαρμογή της διάταξης αυτής, διότι, τα δεκτά γενόμενα, ως άνω, πραγματικά περιστατικά, στο σύνολό τους, 1) θεμελιώνουν, πράγματι, τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας και 2) στηρίζουν επαρκώς το αποδεικτικό πόρισμά του, ως προς την παραπάνω κρίση του. Επομένως, είναι αβάσιμος, ο, περί του αντιθέτου, μοναδικός λόγος αναίρεσης, από τους αρ. 1 και 19 του ίδιου άρθρου, κατ' ακολουθίαν δε είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί η, από 26-3-2013, αίτηση της αναιρεσείουσας -ενάγουσας, για την αναίρεση της 361/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. ΙΙΙ. Επί της από 16-10-2013 αίτησης του Ιδρύματος Μποδοσάκη κατά της Μ. Τ.. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, η, από 16-10-2013, αντίθετη αίτηση αναίρεσης του αναιρεσείοντος -αναιρεσίβλητου - εναγόμενου, που νίκησε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ασκήθηκε, επικουρικά, δηλαδή για την περίπτωση που γίνει δεκτή η παραπάνω από 26-3-2013, αίτηση για την αναίρεση της ίδιας (361/2013) απόφασης του Εφετείου Αθηνών, με την οποία, αφού απορρίφθηκε η ένσταση του ίδιου περί παραγραφής, έγινε δεκτή η έφεσή του κατά της οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, κατά παραδοχή, ως βάσιμης, της ένστασης του, περί καταχρηστικής άσκησής του δικαιώματος, ακολούθως δε απορρίφθηκε η αγωγή της αναιρεσείουσας. Συνεπώς, η αίτηση αυτή, ασκούμενη επικουρικά, πρέπει, να απορριφθεί, αφού απορρίπτεται η αίτηση της αναιρεσείουσας - αναιρεσίβλητης - ενάγουσας. Τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν, στο σύνολό τους, μετά από ανάλογη προς την εκατέρωθεν έκταση της νίκης και ήττας κατανομή τους (άρθρο 178 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συνεκδικάζει τις αναφερόμενες στο σκεπτικό αιτήσεις, για την αναίρεση της 361/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Απορρίπτει αυτές. Και Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, τα μεταξύ των διαδίκων δικαστικά έξοδα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2014. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το Εφετείο δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, διέλαβε δε στην απόφασή του, σαφείς, επαρκείς και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες, διότι, τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, στο σύνολό τους, θεμελιώνουν, πράγματι, τη διάταξη αυτή και καθιστούν την άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας καταχρηστική, στηρίζουν δε επαρκώς το αποδεικτικό πόρισμά του. Εξάλλου, εφόσον η αντίθετη αίτηση αναίρεσης του εναγομένου ασκήθηκε επικουρικά, είναι απορριπτέα, αφού απορρίφθηκε η αίτηση της ενάγουσας.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
1
Αριθμός 965/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1'Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 18 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Εταιρείας με την επωνυμία "…", που εδρεύει στην …και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Σ. Τ. του Χ., 3) Χ. Τ. του Σ. και 4) Σ. Φ. του Η., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Χριστιανίδη. Της αναιρεσίβλητης: Κ. Γ. του Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευφημία Τσαγκαλίδου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-4-2010 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κέρκυρας και συνεκδικάστηκε με την από 14-6-2012 διά των προτάσεων ανταγωγή των ήδη αναιρεσειόντων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 239/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 34/2013 του Εφετείου Κέρκυρας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 1-10-2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 6-3-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρ. 38 § 1 του Ν. 1892/90, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 2 του Ν. 2639/98, κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της, ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση) και ότι η συμφωνία αυτή, εφόσον μέσα σε 15 ημέρες από την κατάρτισή της δεν γνωστοποιηθεί στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι για την κατάρτιση της σύμβασης μερικής απασχόλησης, απαιτείται κατά νόμο έγγραφος τύπος, ο οποίος είναι συστατικός και η μη τήρησή του συνεπάγεται την ακυρότητα του συγκεκριμένου όρου της σύμβασης, που αφορά τη μερική απασχόληση, η ακυρότητα δε αυτή είναι απόλυτη, κατ' άρθρ. 159 του ΑΚ και λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, δεν θεραπεύεται δε και αν ακόμη εκπληρωθεί η σύμβαση με επίγνωση της έλλειψης του απαιτούμενου τύπου. Το τεκμήριο περί του οποίου γίνεται λόγος στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρ. 38 του Ν. 1892/1990 και τέθηκε για την προστασία των δικαιωμάτων του εργαζομένου, δίχως να παραβλάπτονται τα δικαιώματα του εργοδότη, προϋποθέτει έγκυρη συμφωνία περί μερικής απασχόλησης, δηλαδή εγγράφως καταρτισθείσα και αφορά μόνο την περίπτωση μη έγκαιρης γνωστοποίησης της συμφωνίας αυτής στην Επιθεώρηση Εργασίας. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Κέρκυρας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης πραγματικά περιστατικά: Την 1η Νοεμβρίου 1991, η ενάγουσα σύναψε, προφορικά, με τον τρίτο των εναγομένων, που διατηρούσε επιχείρηση κατασκευής και εμπορίας ενδυμάτων, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα της πωλήτριας. Την 1η Σεπτεμβρίου 1993, ο τρίτος των εναγομένων συνέστησε με τους δεύτερο και τέταρτο την πρώτη των εναγομένων ομόρρυθμη εταιρία, με την αυτή οικονομική δραστηριότητα, η οποία υπεισήλθε στην εν λόγω εργασιακή σχέση. Από τη σύναψη της εν λόγω εργασιακής σύμβασης μέχρι 31 Οκτωβρίου 2006 η ενάγουσα απασχολούνταν στην επιχείρηση της πρώτης των εναγομένων επί 5 ημέρες την εβδομάδα, εφαρμόζοντας το εκάστοτε ισχύον ωράριο των εμπορικών καταστημάτων πλήρους απασχόλησης και ειδικότερα από Δευτέρα έως Παρασκευή, από ώρα 8:30' - 14:30' και κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή από ώρα 17:30' έως 20:30'. Την 1η Νοεμβρίου 2006, η πρώτη των εναγομένων, δια των λοιπών νόμιμων εκπροσώπων της, προέβη σε μονομερή τροποποίηση της σύμβασης εργασίας από πλήρους σε μερικής απασχόλησης, χωρίς να καταργηθεί η αρχική σύμβαση και έτσι πλέον η ενάγουσα απασχολούνταν από Δευτέρα έως Παρασκευή, από ώρα 8:30' -14:30', χωρίς, ωστόσο, να τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις, με την κατάρτιση έγγραφης συμφωνίας και γνωστοποίησης αυτής, εντός δεκαπέντε (15) ημερών, στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας. Η εν λόγω τροποποιητική ρήτρα είναι άκυρη, και η υφιστάμενη μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης των εναγομένων σύμβαση ισχύει ως πλήρους απασχόλησης και καθίσταται η τελευταία υπερήμερη ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών της ενάγουσας με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, μη απαιτούμενης, περαιτέρω, της αντίστοιχης δήλωσης της τελευταίας ότι προσφέρει πραγματικά και με προσήκοντα τρόπο τις υπηρεσίες της με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, προκειμένου να καταστήσει υπερήμερη την εργοδότρια εταιρία, καθώς με μόνη τη μονομερή τροποποίηση των όρων εργασίας η τελευταία εκδήλωσε και την απόφασή της να μην αποδέχεται τις υπηρεσίες της ενάγουσας, κατά πλήρες ωράριο. Εξάλλου, το γεγονός της εξακολούθησης της προσέλευσης της ενάγουσας στην εργασία της και της παροχής των υπηρεσιών της δε δύναται να αξιολογηθεί ως σιωπηρή συμφωνία για κατάρτιση σύμβασης μειωμένης απασχόλησης, αφού έλαβε χώρα κατ' επιταγή σχετικής εντολής της εργοδότριας εταιρίας, λαμβανομένων, υπόψη και των προσωπικών συνθηκών, υπό τις οποίες τελούσε η ενάγουσα, ήδη πενήντα δύο (52) ετών, προ επικείμενης, εντός τριετίας, συνταξιοδότησης, που δεν καθιστούσαν συμφέρουσα την αποχώρησή της από την εργασία της, κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε τον πρώτο και τον τέταρτο λόγο της έφεσης των αναιρεσειόντων, με τους οποίους αυτοί επανέφεραν ενώπιόν του τον ισχυρισμό, ότι η αρχική σύμβαση εργασίας της ενάγουσας μετετράπη σε μειωμένης απασχόλησης. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν επαρκώς το αποδεικτικό πόρισμά του και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχό της, ως προς την ορθή εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων. Επομένως, είναι αβάσιμοι οι, περί του αντιθέτου, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, από τον αρ. 19 του ΚΠολΔ. Εξάλλου, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος του, ειδικότερα, με το οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αρ. 10 του ίδιου άρθρου, είναι απαράδεκτος, διότι δεν προσδιορίζεται στην αναίρεση σε τι συνίσταται η πλημμέλεια αυτή, αλλά εντελώς αόριστα γίνεται επίκληση από τους αναιρεσείοντες της διάταξης και μόνο αυτής. Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Για να θεωρηθεί η άσκηση δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον υπόχρεο την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν προσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου που προηγήθηκε, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται από τα όρια που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Στην προκειµένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες - εναγόµενοι, δια των πρωτόδικων προτάσεών τους, ισχυρίσθηκαν τ' ακόλουθα: "Η ενάγουσα ουδέποτε εξέφρασε την αντίθεσή της στη μετατροπή της σύµβασής της από πλήρους σε μερικής απασχόλησης. Αντιθέτως, η αλλαγή αυτή έγινε µε κοινή συμφωνία διότι αυτό εξυπηρετούσε πρωτίστως την ενάγουσα αλλά και την επιχείρηση. Η επί µακρόν αδράνεια της ενάγουσας να αμφισβητήσει το µειωµένο ωράριό της και να προσφέρει τις υπηρεσίες της, ως έπραττε προηγουµένως, µε πλήρες ωράριο, µας δημιούργησε εύλογα την πεποίθηση ότι ήταν απόλυτα ικανοποιημένη από τον τρόπο και τη διάρκεια παροχής της εργασίας της αλλά και το ύψος των αποδοχών της, οι οποίες ήταν σε συνάρτηση και αναλογικές µε το χρόνο εργασίας της. Γι' αυτό και συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος η διεκδίκηση διαφοράς αποδοχών για διάστηµα που ανατρέχει προ πενταετίας και δη µισθών δώρων και επιδοµάτων για εργασία που όχι µόνο δεν παρασχέθηκε αλλά και της οποίας η μείωση της διάρκειας αποτέλεσε αντικείµενο προφορικής συµφωνίας". Ο εν λόγω ισχυρισµός, εκτιμώμενος ως ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας, δεν είναι νόμιμος, ενόψει του ότι τα επικαλούμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά δεν καθιστούν πράγματι, την άσκηση του δικαιώματος της αναιρεσίβλητης καταχρηστική, με την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ. Επομένως, το Εφετείο που απέρριψε το σχετικό λόγο της έφεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες επανέφεραν, ενώπιόν του, τον παραπάνω ισχυρισμό, δεχόμενο και αυτό ότι ο τελευταίος δεν είναι νόμιμος, δεν παραβίασε, τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και ο τρίτος λόγος της αναίρεσης, αληθώς από τον αρ. 1 (και όχι 19 που επικαλούνται οι αναιρεσείοντες), του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Τέλος, αβάσιμος είναι και ο τέταρτος λόγος της αναίρεσης, από τον αρ. 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στην ειδικότερη κρίση, ότι η αναιρεσίβλητη παρείχε την εργασία της στην επιχείρηση της πρώτης αναιρεσείουσας τα Σάββατα μέχρι την 15.00' ώρα, δεν έλαβε υπόψη του τις αποδείξεις της ταμειακής μηχανής του καταστήματος και την κατάθεση του μάρτυρα της αναιρεσίβλητης, διότι στην απόφαση του Εφετείου διαλαμβάνεται η βεβαίωση ότι τούτο έλαβε υπόψη του, μεταξύ των άλλων, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, και όλα τα έγγραφα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, από τη βεβαίωση δε αυτή, σε συνδυασμό με τα πραγματικά γεγονότα που δέχθηκε δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι έλαβε υπόψη του και τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστούν δε οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 1-10-2013, αίτηση για την αναίρεση της 34/2013 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Κέρκυρας. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2014. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Για την κατάρτιση της σύμβασης μερικής απασχόλησης, απαιτείται έγγραφος τύπος. Η μη τήρησή του συνεπάγεται την ακυρότητα του συγκεκριμένου όρου της σύμβασης, που αφορά τη μερική απασχόληση, η ακυρότητα δε αυτή είναι απόλυτη, δεν θεραπεύεται δε και αν ακόμη εκπληρωθεί η σύμβαση με επίγνωση της έλλειψης του απαιτούμενου τύπου. Το τεκμήριο που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 38 του Ν. 1892/90 προϋποθέτει συμφωνία περί μερικής απασχόλησης, εγγράφως καταρτισθείσα και αφορά μόνο την περίπτωση μη έγκαιρης γνωστοποίησης της συμφωνίας αυτής στην Επιθεώρηση Εργασίας.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 958/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Εταιρείας με την επωνυμία "AEOLIS NAVIGATION LTD" (ΑΙΟΛΙΣ ΝΑΒΙΓΚΕΪΣΙΟΝ ΕΛΤΙΝΤΙ), που εδρεύει στα νησιά … και αντιπροσωπεύεται νόμιμα στην Ελλάδα από την Λιβεριανή εταιρεία με την επωνυμία "MARMARAS NAVIGATION LTD" (ΜΑΡΜΑΡΑΣ ΝΑΒΙΓΚΕΪΣΙΟΝ ΕΛΤΙΝΤΙ), η οποία έχει γραφεία στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) εταιρείας με την επωνυμία "MARMARAS NAVIGATION LTD" (ΜΑΡΜΑΡΑΣ ΝΑΒΙΓΚΕΪΣΙΟΝ ΕΛΤΙΝΤΙ), που εδρεύει στην …, έχει γραφεία στο …και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) Κ. Μ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Λεβέντη. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ι. Θ. Φ., χας Χ. Λ., 2) Σ. Λ. του Χ. και 3) Ε. Λ. του Χ., κατοίκων όλων …, εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αποβιώσαντος (αρχικού διαδίκου) Χ. Λ. του Σ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Αλιβιζάτο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-5-2010 αγωγή του ήδη αποβιώσαντος (στις 13-3-2011) Χ. Λ. του Σ., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3517/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 476/2012 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 20-11-2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 18-9-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, στο σύνολό του. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρ. 36 εδ. α' Εισ.Ν.ΑΚ), ισχύει δε και επί ναυτικής εργασίας, κατά το άρθρο 2 του νόμου αυτού και 66 εδ. Β' του κυρωθέντος με το ν. 3816/1958 Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ), ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής σε ναυτικό και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης θεωρείται κάθε βλάβη, που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεσή της κάτω από τις δεδομένες περιστάσεις (Ολ.ΑΠ 1287/1986). Ατύχημα από βίαιο συμβάν, κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την παροχή εργασίας, είναι και η νόσος του εργαζομένου, συνεπεία της οποίας επήλθε ο θάνατος αυτού, εφόσον προήλθε ή επιδεινώθηκε, όχι από τη βαθμιαία εξασθένιση και φθορά του οργανισμού του, εξαιτίας του είδους και της φύσεως της συμφωνημένης εργασίας, αλλά από την παροχή αυτής κάτω από ιδιαίτερα εξαιρετικές και ασυνήθιστα δυσμενείς και ανώμαλες συνθήκες ή από την εξακολούθηση της απασχόλησής του, έστω και υπό κανονικές συνθήκες, μετά την εκδήλωση της νόσου, με αποτέλεσμα την επιδείνωσή της, αφού στην τελευταία περίπτωση ο εργοδότης, που οφείλει να ρυθμίζει τα της εργασίας κατά τρόπο που να προστατεύεται η ζωή και η υγεία των εργαζομένων (άρθρο 662 ΑΚ), δεν μπορεί να αξιώσει τη συνέχιση της απασχόλησης του ασθενούντος εργαζομένου και αν δεν τον θέσει εκτός υπηρεσίας, παρότι γνωρίζει την εκδήλωση της νόσου, οι συνθήκες παροχής της εργασίας του καθίστανται εξαιρετικές και ασυνήθιστα δυσμενείς, προσλαμβάνοντας έτσι το χαρακτήρα του βίαιου συμβάντος. Αντίθετα, δεν συνιστά ατύχημα από βίαιο συμβάν, κατά την έννοια των προαναφερομένων διατάξεων, η εκδήλωση προϋπάρχουσας και σε λανθάνουσα έστω κατάσταση πάθησης του εργαζομένου ή η επιδείνωση αυτής και όταν αυτή είναι συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας αυτού, που αναλήφθηκε με τη σύμβαση και επέρχεται από αυτόν κάτω από κανονικές, έστω και δυσμενείς, σύμφυτες όμως προς αυτή, συνθήκες εργασίας, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου εξωτερικού γεγονότος, ξένου προς τον οργανισμό του παθόντος. Εξάλλου, o από το άρθρ. 559 αριθ. 1 KΠολΔ λόγος αναίρεσης, για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται όταν ο κανόνας δικαίου δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε, ανελέγκτως, εκτός άλλων, και τα ακόλουθα, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 14-6-2009 σύμβασης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνήφθη μεταξύ του ενάγοντος και του τρίτου εναγομένου, ο οποίος ενεργούσε ως εκπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης διαχειρίστριας του υπό ελληνική σημαία Φ/Γ πλοίου μεταφοράς χύδην στερών φορτίων "ΠΙΤΣΑ Δ", πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, ο ενάγων ναυτολογήθηκε, ως πλοίαρχος, για χρονικό διάστημα 7 μηνών, αντί μηνιαίων αποδοχών, ύψους 9.550 ευρώ, κλειστά, συμπεριλαμβανομένης αδείας και τροφοδοσίας και σύμφωνα με τους όρους της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΕ για τους πλοιάρχους φορτηγών πλοίων από 4500 TDW. Το παραπάνω πλοίο, που ναυπηγήθηκε στη Κορέα το έτος 2002, ανήκει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στην εταιρία, που εδρεύει στα νησιά MARSHAL "AEOLIS NAVIGATION LTD" και περιήλθε σε αυτήν από την Κυπριακή Εταιρία "HARK SHIPPING COMPANY LIMITED". Με την από 20-6-2008 αίτηση του εκπροσώπου της πλοιοκτήτριας εταιρίας, την από 26-6-2008 Υπεύθυνη Δήλωση παραίτησης παλαιού αντικλήτου, το από 26-6-2008 πρακτικό της εταιρίας, διορίστηκε αντίκλητος της "AEOLIS NAVIGATION LTD, η εταιρία "ΜΑRMARAS NAVIGATION LTD", ενώ με την 1241-1983/ 62/22243/24-10-1997 κοινή Απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας εγκρίθηκε η εγκατάσταση στην Ελλάδα γραφείων της εταιρίας "MARMARAS NAVIGATION LIMITED", που εδρεύει στη Λιβερία. Τη δεύτερη εναγομένη εκπροσώπησε στην κατάρτιση της επίδικης σύμβασης ο τρίτος εναγόμενος, σύμφωνα με την 3122.1/1983/174 βεβαίωση του Υπουργείου Θαλασσίων Υποθέσεων. Ο ενάγων ναυτολογήθηκε στο λιμάνι Dαmpier της Αυστραλίας και ανέλαβε την πλοιαρχία του πλοίου, το οποίο, κατά το χρόνο της ναυτολόγησης, ήταν εφοδιασμένο με τα προβλεπόμενα από το Διεθνή Κανονισμό Ραδιοεπικοινωνιών όργανα ραδιοεπικοινωνίας και δορυφορικού εντοπισμού και ειδικότερα με δυο συσκευές ραντάρ με καθοδικές λυχνίες, συσκευές ραδιοεπικοινωνίας VHF, δέκτη GPS, τρεις επαναλήπτες γυροπυξίδες, ραδιοτηλεφωνική συσκευή τύπου INMARSAT-C MES+EGC RECVR, τα οποία βρισκόντουσαν στη γέφυρα, αλλά με τις προβλεπόμενες κεραίες, (μανιταρόμορφη κεραία εκπομπής και λήψης, κεραία RADAR και VHF), που βρισκόντουσαν τοποθετημένες σε μικρό ιστό πάνω από τη γέφυρα, ενώ από το Πιστοποιητικό Ασφαλείας Ραδιεπικοινωνιών Φορτηγού Πλοίου προκύπτει, ότι το πλοίο είχε επιθεωρηθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Κανονισμού 1/9 της Σύμβασης. Πριν την ναυτολόγησή του, ο ενάγων είχε εφοδιαστεί, με την από 9-4-2008 κάρτα υγείας, σύμφωνα με την οποία εκρίθη ικανός και κατάλληλος προς ναυτολόγηση και άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος από τους ιατρούς που τον εξέτασαν. Στις 22-7-2009 και κατά τη διάρκεια απόπλου από τη Σιγκαπούρη προς τη Βραζιλία, ο ενάγων αισθάνθηκε για πρώτη φορά έντονο πόνο στο στήθος και στην ωμοπλάτη. Με τον κατάπλου στον λιμένα Pontα Dα Mαdeirα της Βραζιλίας, μετέβη σε ιατρό που του υπέδειξε ναυτικός πράκτορας της δεύτερης εναγομένης, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Στο πλαίσιο του σχετικού ιατρικού ελέγχου, πραγματοποίησε ακτινογραφία και διαπιστώθηκε μυοαυχενικό πρόβλημα, χορηγήθηκε δε σχετική φαρμακευτική αγωγή. Ο ενάγων, κατά την ναυτολόγησή του, έχαιρε άκρας υγείας, αλλά αργότερα και γύρω στις 10-8-2009, σε τηλεφωνική επικοινωνία, που υπήρχε ανάμεσα στον ενάγοντα και στον μάρτυρα - αδελφό του, παραπονέθηκε για πόνους στην ωμοπλάτη του, ενώ στη συνέχεια ο ίδιος καθησύχασε το μάρτυρα, λέγοντάς του ότι θα αναζητήσει ιατρική συμβουλή στο λιμάνι Πόντα ντα Μαντέιρα, προς το οποίο κατευθυνόταν το πλοίο. Και μετά την επίσκεψή του στον ιατρό και τη φαρμακευτική αγωγή την οποία ακολούθησε, ύστερα από υπόδειξη του ιατρού στη Μαντέιρα, οι πόνοι στην ωμοπλάτη και στο στήθος του εξακολουθούσαν να υπάρχουν. Περί τα μέσα Σεπτεμβρίου 2009, όταν το πλοίο έφθασε στο Νταλιάν, στην Κίνα, ο ενάγων επισκέφθηκε και πάλι ιατρούς σε ένα τοπικό Νοσοκομείο, που του είχε συστήσει ο τοπικός ναυτικός πράκτορας του πλοίου, όπου υποβλήθηκε σε μαγνητική τομογραφία και ακτινογραφία αυχένος. Με τις ανωτέρω εξετάσεις, διαγνώστηκε η ύπαρξη αυχενικού συνδρόμου (πρόπτωση του μεσοσπονδυλίου δίσκου στον 5ο και στον 6ο αυχενικό σπόνδυλο - εκφυλιστική αλλαγή αυχενικού σπονδύλου), χορηγήθηκε σχετική φαρμακευτική αγωγή και συνεστήθη σε αυτόν ανάπαυση, αλλά και η πραγματοποίηση χειρουργικής επέμβασης το συντομότερο δυνατό, προς αποφυγή επιδείνωσης της κατάστασής του. Αν και ζήτησε τότε την αντικατάστασή του από τη διαχειρίστρια εταιρία του πλοίου, τελικά συγκατατέθηκε να πάει το καράβι μέχρι το Port Hedlαnd της Αυστραλίας, όπου και αποναυτολογήθηκε. Ακολούθως, επαναπατρίστηκε και στη συνέχεια υποβλήθηκε σε σειρά εξετάσεων σε δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία και τελικά, περί τα τέλη Νοεμβρίου, στο νοσοκομείο "Ερρίκος Ντυνάν" διαγνώστηκε ότι δεν πάσχει από πρόβλημα στον αυχένα, αλλά από καρκίνο στους πνεύμονες. Ειδικότερα, στις 20-11-2009, πραγματοποίησε στο νοσοκομείο "Ερρίκος Ντυνάν" μαγνητική τομογραφία ΑΜΣΣ, αξονική τομογραφία θώρακος και αξονική τομογραφία άνω κοιλίας. Εξ αιτίας των ευρημάτων (μάζα εκ μαλακών μορίων αναπτυσσόμενη στο ύψος της δεξιάς πνευμονικής κορυφής, διογκωμένοι λεμφαδένες) πραγματοποίησε στο νοσοκομείο "Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ" νέες εξετάσεις για διερεύνηση μάζας ΔΑΛ, στις 21-11-2009, όπου και διαγνώστηκε η ύπαρξη μη μικροκυτταρικού καρκίνου (Cα) πνεύμονα πιθανόν αδενικού τύπου. Διενεργήθηκε, επίσης, σπινθηρογράφημα οστών, όπου διαπιστώθηκε διήθηση κατά συνέχεια ιστού 1ης πλευράς ΔΕ. Η CT κοιλίας ήταν αρνητική για 2παθείς εvτoπίσεις. Η κατάσταση αντιμετωπίστηκε συντηρητικά με αναλγητική θεραπεία και LMWH. Λόγω προχωρημένου σταδίου νόσου IIIV ή IV (Τ3, Ν3,Μ) παραπέμφθηκε σε ογκολόγους για περαιτέρω αντιμετώπιση μετά την ολοκλήρωση της σταδιοποίησης με CT εγκεφάλου. Από την έκθεση κυπαρολογικής εξέτασης του ΓΝΑ "ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ" προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατά την κυτταρολογική εξέταση των επιχρισμάτων από το υλικό διαβρογχικής παρακέντησης από την Α) Ομάδα 4R: παρατηρήθηκαν αρκετά κακοήθη κύτταρα μεμονωμένα ή σε αθροίσεις με διογκωμένους ανωμάλου σχήματος πυρήνες κατά πυρήνιο. Στο υπόστρωμα. παρατηρήθηκαν αραιά φλεγμονώδη κύτταρα, αραιά πλακώδη κύτταρα, καθώς και αραιά κροσσωτά κύτταρα βρογχικού επιθήλιου, με τελικό συμπέρασμα ότι πρόκειται για υλικό θετικό για κακοήθεια, το οποίο παρουσίασε εικόνα συμβατή με μη μικροκυτταρικό καρκίνωμα πιθανόν αδενικού τύπου. Β) Από την Ομάδα 7R παρατηρήθηκαν αρκετά κροσσωτά κύτταρα του βρογχικού επιθηλίου μεμονωμένα ή σε αθροίσεις με αραιά φλεγμονώδη κύτταρα στο υπόστρωμα, με τελικό συμπέρασμα αρνητικό για κακοήθεια σε αυτή την ομάδα. Ο ενάγων ισχυρίστηκε, ότι η ως άνω πάθησή του προήλθε από την έκθεσή του σε ακτινοβολία, την οποία εξέπεμπαν οι συσκευές, οι οποίες λειτουργούσαν στη γέφυρα του πλοίου και άνωθεν αυτής. Όμως, δεν προέκυψε ότι η ασθένεια του ενάγοντος, ο οποίος κατά το χρόνο εκδήλωσης αυτής ήταν καπνιστής, με κατανάλωση μεγάλου αριθμού τσιγάρων ημερησίως, συνδέεται αιτιωδώς με την ακτινοβολία που εκπέμπουν οι συσκευές της γέφυρας και του ιστού του πλοίου στο οποίο απασχολήθηκε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα. Αλλά ούτε και ο βαθμός της ακτινοβολίας των ανωτέρω οργάνων και συσκευών καθώς και η επίδραση της λειτουργίας αυτών στη σωματική ακεραιότητά του κατέστη δυνατόν να προσδιοριστούν με ακρίβεια. Και αν ακόμη ήθελε κριθεί ότι η εκπεμπόμενη ακτινοβολία από τα όργανα της γέφυρας του πλοίου και των κεραιών αυτού, κατά το χρονικό διάστημα απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο, έβλαψε καθ' οιονδήποτε τρόπο την υγεία του τελευταίου, δεν μπορεί να προσδιοριστεί ο βαθμός της δυσμενούς επίδρασης σε αυτή, συνυπολογιζομένου του γεγονότος ότι ο ενάγων (ο οποίος σημειωτέον διήγε το 49ο έτος της ηλικίας του, όταν ναυτολογήθηκε), είχε, κατά το χρόνο της ναυτολόγησής του, πολυετή ναυτική προϋπηρεσία σε γέφυρες άλλων πλοίων, στις οποίες βεβαίως υπάρχουν πανομοιότυπες συσκευές ραδιοεπικοινωνίας δορυφορικής επικοινωνίας. Το πλοίο διέθετε όλα τα προβλεπόμενα πιστοποιητικά για την ασφάλεια ραδιοεπικοινωνιών και εξαρτισμού, τα οποία εκδόθηκαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής, από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος, περί έλλειψης μέτρων ασφαλείας των μελών του πληρώματος, αναφορικά με την εκπεμπόμενη από τα όργανα της γέφυρας ακτινοβολία είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι από καμία διάταξη του νόμου ή διεθνούς σύμβασης δεν προβλέπεται και μάλιστα δεν προβλέπεται ειδικώς για το πλήρωµα που απασχολείται στη γέφυρα και χειρίζεται ή έρχεται σε επαφή µε τις προαναφερθείσες συσκευές, η χρήση προστατευτικών µέσων ή προστατευτικού ιµατισµού. Ενόψει των ανωτέρω, η πάθηση του ενάγοντος (καρκίνος του πνεύμονα) δεν συνδέεται αιτιωδώς µε την εκπεµπόµενη ακτινοβολία από τις συσκευές που λειτουργούσαν στη γέφυρα του πλοίου. Αντιθέτως, σύµφωνα µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας, αλλά και των δεδοµένων της ιατρικής επιστήµης, προκύπτει ότι η πάθηση του ενάγοντος οφείλεται σε απροσδιόριστα και ιατρικώς µη εξακριβωμένα αίτια, προϋπήρχε σε ασυµπτωµατικό στάδιο της ναυτολόγησής του στο πλοίο "ΠΙΤΣΑ Δ" και βρισκόταν σε εξέλιξη καθόλη τη διάρκεια της ναυτολόγησής του, χωρίς όµως να καταστεί δυνατόν να προσδιοριστεί, παρά την ύπαρξη των όποιων συµπτωµάτων. Καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστηµα, η δεύτερη εναγοµένη συνήνεσε, χωρίς καθυστέρηση, στην πραγματοποίηση ιατρικών εξετάσεων στη Βραζιλία και στη Κίνα, στο πλαίσιο των οποίων δεν υπήρξε διάγνωση καρκίνου πνεύµονα του ενάγοντος. Οι πόνοι στο στήθος, στην ωμοπλάτη και τον αυχένα εκτιμήθηκαν από τους θεράποντες ιατρούς ως συµπτώµατα αυχενικού συνδρόµου και ως εκ τούτου πραγματοποιήθηκαν οι εξετάσεις µόνο στην αυχενική χώρα, χωρίς να γίνει περαιτέρω διερεύνηση για ενδεχόμενη άλλη πάθηση. Επίσης, όταν συνεστήθη από τους Κινέζους ιατρούς η πραγματοποίηση χειρουργικής επέµβασης για την αντιμετώπιση του αυχενικού συνδρόµου, εφόσον η κατάσταση έβαινε επιδεινούμενη, τότε η δεύτερη εναγοµένη προέβη στην αποναυτολόγηση του ενάγοντος, λόγω ασθενείας, ο οποίος επαναπατρίστηκε, όταν αυτό κατέστη εφικτό. Ειδικότερα, ενόψει της νέας αυτής (επίσης λανθασμένης) ιατρικής γνωμάτευσης, ο ενάγων ζήτησε από τη δεύτερη των εναγομένων την άµεση αντικατάσταση και παλιννόστησή του, προκειµένου να τύχει της ενδεδειγμένης ιατρικής φροντίδας, πράγµα το οποίο έγινε στις 25-10-2009, ενώ το πλοίο βρισκόταν στο Port Hedland της Αυστραλίας. Εξάλλου, η δεύτερη εναγοµένη δέχθηκε, πριν την κατάρτιση της επίδικης σύµβασης ναυτολόγησης, την κάρτα υγείας του ενάγοντος, χωρίς να τίθεται ζήτηµα διενέργειας περαιτέρω ιατρικών εξετάσεων, εφόσον οι γιατροί που τον είχαν εξετάσει διαβεβαίωσαν ότι η κατάσταση της υγείας του ήταν καλή και ότι ήταν σε θέση να ναυτολογηθεί, ενώ δεν υπήρχαν συµπτώµατα ή ακόµη ενδείξεις περί ύπαρξης άλλης πάθησης (αφού ο καρκίνος από τον οποίο έπασχε ο ενάγων την στιγµή εκείνη ήταν ασυµπτωµατικός), οι οποίες ενδείξεις θα δικαιολογούσαν την πραγματοποίηση περαιτέρω εξειδικευμένων εξετάσεων για τη διαπίστωση της κατάστασης της υγείας του ενάγοντος. Εποµένως, ο σχετικός αγωγικός ισχυρισµός περί παραβίασης, εκ µέρους της δεύτερης εναγοµένης των διατάξεων των άρθρων 3 και 4 της µε αριθµό 73 Διεθνούς Συµβάσεως του 1946 "περί ιατρικής εξετάσεως των ναυτικών", η οποία κυρώθηκε µε το ν. 1131/1981 (ΦΕΚ Α' 39/1981) είναι αβάσιµος, µε συνέπεια η δεύτερη εναγοµένη να µην βαρύνεται µε την όποια υπαιτιότητα, ως προς την γένεση ή την εκδήλωση της πάθησης του ενάγοντος, αλλά ούτε και µε το χειρισµό του ζητήµατος της ήδη υπάρχουσας ασθένειάς του (καρκίνος του πνεύµονα) και την ενδεδειγμένη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, οπότε η κυρία βάση της αγωγής (εξ αδικοπραξίας), θα πρέπει να απορριφθεί. Δέχθηκε ακόμη το Εφετείο ότι ο ενάγων αντιμετώπιζε πράγματι προβλήματα στην αυχενική χώρα, σύμφωνα με τις σχετικές γνωματεύσεις των ιατρών του νοσοκομείου "Ερρίκος Ντυνάν". Η ύπαρξη, όμως, της ανωτέρω αυχενικής πάθησης δεν αναιρούσε τη δυνατότητα ιατρικής διάγνωσης από τους ιατρούς περί ύπαρξης καρκίνου του πνεύμονα, ενόψει των έντονων πόνων στο στήθος, που αντιμετώπιζε, καθόλη τη διάρκεια της ναυτολόγησής του. Σύμφωνα με τα δεδομένα της ιατρικής επιστήμης, ο επίμονος θωρακικός πόνος είναι ένα σύμπτωμα, που οδηγεί συχνά στη διάγνωση της νόσου. Πέραν δε των ανωτέρω και παρά το γεγονός ότι ο πόνος στο στήθος και στην ωμοπλάτη επέμενε και μετά την πρώτη διάγνωση στο λιμάνι Ponte De Mαdeirα της Βραζιλίας, ο ενάγων υποβλήθηκε σε μαγνητική τομογραφία και ακτινογραφία στην περιοχή του αυχένα, αποκλειστικά, χωρίς όμως να λάβει χώρα εξέταση και στη θωρακική χώρα, μέσω ακτινογραφίας ή αξονικής/μαγνητικής τομογραφίας θώρακος, με συνέπεια να μην είναι δυνατή η διακρίβωση της νόσου, ενώ θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η πάθηση του καρκίνου του πνεύμονα έχει, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αλλά και της ιατρικής επιστήμης, εξελικτική πορεία με δυνατότητα μετάστασης, σε διάφορα ζωτικά όργανα του ασθενούς, καθισταμένης αναγκαίας της έγκαιρης διάγνωσης και αντιμετώπισης αυτής, ενώ αποδείχθηκε ότι η κατάσταση της υγείας του ενάγοντος επιδεινώθηκε κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του στο πλοίο της πρώτης εναγομένης. Η ως άνω επιδείνωση οφείλεται στις αντικειμενικές εγγενείς στο ναυτικό επάγγελμα συνθήκες, αλλά και στην πλημμελή εξέταση του ενάγοντος από τους ιατρούς στα λιμάνια Pontα de Mαdeirα της Βραζιλίας και Dαliαn της Κίνας, οι οποίοι αρκέστηκαν στην εξέτασή του στην αυχενική χώρα, χωρίς την εξέταση, δι' ακτινογραφίας και αξονικής/μαγνητικής τομογραφίας θώρακος (η οποία θα οδηγούσε στη διάγνωση του καρκίνου του πνεύμονα), διαγιγνώσκοντας μόνο το αυχενικό σύνδρομο, με αποτέλεσμα τη μη σωστή αντιμετώπιση της κατάστασης της υγείας του. Οι συνθήκες αυτές κατέστησαν αδύνατη την έγκαιρη διάγνωση της νόσου, η οποία με την παροχή της προσήκουσας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης (χημειοθεραπείας, ακτινοβολιών κ.λπ.), θα ήταν δυνατόν, ενόψει των σύγχρονων ιατρικών μεθόδων και μέσων, να διαγνωσθεί και να περιορισθεί η εξέλιξή της. Η θέση αυτή επιβεβαιώνεται και από το από 26/11/09 ενημερωτικό σημείωμα του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών "ο Ευαγγελισμός", σύμφωνα με το οποίο, κατά τη διενέργεια σπινθηρογραφήματος οστών, διαπιστώθηκε διήθηση κατά συνέχεια ιστού 1ης πλευράς ΔΕ, πράγμα το οποίο σημαίνει καθυστερημένη διάγνωση και αντιμετώπιση της νόσου, με άκρως δυσμενείς συνέπειες στην περαιτέρω εξέλιξη της υγείας του ασθενούς, αφού στις περιπτώσεις αυτές των καρκινικών διηθήσεων σε ιστούς, οι μεταστάσεις είναι συνεχείς. Κατόπιν αυτών η ασθένεια του ενάγοντος φέρει τη μορφή του βιαίου συμβάντος. Συμβάν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπό την έννοια του εξωτερικού αιτίου και μάλιστα ευθέως βιαίου, ως προς τις συνέπειές του στην υγεία του ενάγοντος, ήταν η μη άμεση και αποτελεσματική διάγνωση της ασθένειάς του, η οποία ακριβώς οφείλεται στην ιδιομορφία της εργασιακής σχέσης. Συνεπώς, εφόσον το υπό την πιο πάνω έννοια βίαιο γεγονός είναι εκείνο που επέφερε την επιδείνωση της ασθένειας του ενάγοντος, εξ αιτίας της οποίας πληρούνται οι όροι του πραγματικού του κανόνα δικαίου του άρθρου 1 του ν. 551/1915 και η νόσος του συνιστά εργατικό ατύχημα, κατά την έννοια του άρθρου αυτού. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων κατά της 3517/2011 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία είχε γίνει, κατά ένα μέρος, δεκτή η αγωγή. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 του ν. 551/1915, 288, 648 και 652 ΑΚ. διότι, με τις παραδοχές της απόφασης, 1) δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της εργασίας του παθόντος και της νόσου του, 2) η τελευταία οφείλεται σε απροσδιόριστα και μη εξακριβωμένα ιατρικώς αίτια, προϋπήρχε δε της ναυτολόγησης, 3) οι αναιρεσείοντες δεν γνώριζαν την ύπαρξή της, 4) μόλις ο εργαζόμενος υπέβαλε το σχετικό αίτημα, οι εναγόμενοι συνήνεσαν δίχως καθυστέρηση, στην πραγματοποίηση ιατρικών εξετάσεων, την υποβολή του σε θεραπευτική αγωγή, την αντικατάσταση και παλιννόστησή του και 5) η κατάσταση της υγείας του ενάγοντος επιδεινώθηκε κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του στο πλοίο της πρώτης εναγομένης και η ως άνω επιδείνωση οφείλεται στις αντικειμενικές εγγενείς στο ναυτικό επάγγελμα συνθήκες, αλλά και στην πλημμελή εξέταση του ενάγοντος από τους ιατρούς, δεν θεμελιώνεται βίαιο συμβάν και συνεπώς εργατικό ατύχημα, κατά τους όρους των διατάξεων που προαναφέρθηκαν. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλονται οι σχετικές πλημμέλειες, είναι βάσιμος. Μετά από αυτά, παρελκούσης της έρευνας του ίδιου λόγου, κατά το δεύτερο μέρος του, από τον αρ. 19, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόµενη απόφαση, κατά το παραπάνω μέρος της, που αναφέρεται στην επικουρική βάση της αγωγής, να παραπεµφθεί δε η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστή άλλον από εκείνον που εξέδωσε την άνω απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει µετά την αντικατάστασή του µε το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013). Οι αναιρεσίβλητοι πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων (άρθ. 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη, µε αριθµό, 476/2012 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, κατά το μέρος της, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Παραπέµπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλον δικαστή. Και Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2014. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 1 του ν. 551/1915, 288, 648 και 652 ΑΚ διότι, με τις παραδοχές της απόφασης, δεν θεμελιώνεται βίαιο συμβάν και συνεπώς εργατικό ατύχημα.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Εργατικό ατύχημα, Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 959/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Ι. Θ. Φ., χας Χ. Λ., 2) Σ. Λ. του Χ. και 3) Ε. Λ. του Χ., κατοίκων όλων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Αλιβιζάτο. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία "AEOLIS NAVIGATION LTD" (ΑΙΟΛΙΣ ΝΑΒΙΓΚΕΪΣΙΟΝ ΕΛΤΙΝΤΙ), που εδρεύει στα νησιά … και αντιπροσωπεύεται νόμιμα στην Ελλάδα από την Λιβεριανή εταιρεία με την επωνυμία "MARMARAS NAVIGATION LTD" (ΜΑΡΜΑΡΑΣ ΝΑΒΙΓΚΕΪΣΙΟΝ ΕΛΤΙΝΤΙ), η οποία έχει γραφεία στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Λιβεριανής εταιρείας με την επωνυμία "MARMARAS NAVIGATION LTD" (ΜΑΡΜΑΡΑΣ ΝΑΒΙΓΚΕΪΣΙΟΝ ΕΛΤΙΝΤΙ), που εδρεύει στην …, έχει γραφεία στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) Κ. Μ., κατοίκου ... και 4) Μ. - Α. Ζ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Λεβέντη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-5-2010 αγωγή του ήδη αποβιώσαντος (στις 13-3-2011) Χ. Λ. του Σ., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3517/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 476/2012 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 20-12-2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 18-9-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και να απορριφθούν οι υπόλοιποι. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 551/1915 που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (αρθρ. 36 εδ. α' Εισ.Ν.ΑΚ), ισχύει δε και επί ναυτικής εργασίας, κατά το άρθρο 2 του νόμου αυτού και 66 εδ. Β' του κυρωθέντος με το ν. 3816/1958 Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ), ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής σε ναυτικό και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης θεωρείται κάθε βλάβη, που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεσή της κάτω από τις δεδομένες περιστάσεις. Ατύχημα από βίαιο συμβάν, κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την παροχή εργασίας, είναι και η νόσος του εργαζομένου, συνεπεία της οποίας επήλθε ο θάνατος αυτού, εφόσον προήλθε ή επιδεινώθηκε, όχι από τη βαθμιαία εξασθένιση και φθορά του οργανισμού του, εξαιτίας του είδους και της φύσης της συμφωνημένης εργασίας, αλλά από την παροχή αυτής κάτω από ιδιαίτερα εξαιρετικές και ασυνήθιστα δυσμενείς και ανώμαλες συνθήκες ή από την εξακολούθηση της απασχόλησής του, έστω και υπό κανονικές συνθήκες, μετά την εκδήλωση της νόσου, με αποτέλεσμα την επιδείνωσή της, αφού στην τελευταία περίπτωση ο εργοδότης, που οφείλει να ρυθμίζει τα της εργασίας κατά τρόπο που να προστατεύεται η ζωή και η υγεία των εργαζομένων (άρθρο 662 ΑΚ), δεν μπορεί να αξιώσει τη συνέχιση της απασχόλησης του ασθενούντος εργαζομένου και αν δεν τον θέσει εκτός υπηρεσίας, παρότι γνωρίζει την εκδήλωση της νόσου, οι συνθήκες παροχής της εργασίας του καθίστανται εξαιρετικές και ασυνήθιστα δυσμενείς, προσλαμβάνοντας έτσι τον χαρακτήρα του βίαιου συμβάντος. Αντίθετα, δεν συνιστά ατύχημα από βίαιο συμβάν, κατά την έννοια των προαναφερομένων διατάξεων, η εκδήλωση προϋπάρχουσας και σε λανθάνουσα έστω κατάσταση πάθησης του εργαζομένου ή η επιδείνωση αυτής και όταν αυτή είναι συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας αυτού, που αναλήφθηκε με τη σύμβαση και επέρχεται κάτω από κανονικές, έστω και δυσμενείς, σύμφυτες όμως προς αυτή, συνθήκες εργασίας, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου εξωτερικού γεγονότος, ξένου προς τον οργανισμό του παθόντος. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 16 του ν. 551/ 1915 προκύπτει, ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα (και σε περίπτωση θανάτου του οι κατά το άρθρο 6 του ιδίου νόμου συγγενείς του), έχει δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει, σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ, πλήρη αποζημίωση, μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν έλαβε χώρα, σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, για του όρους ασφαλείας των εργαζοµένων και βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια µε τη µη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, µπορεί να ασκήσει µόνο την αγωγή από το ν. 551/1915. Τέτοιες διατάξεις είναι εκείνες, οι οποίες ειδικά προβλέπουν τους όρους ασφάλειας των εργαζοµένων και ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, µνηµονεύοντας συγκεκριµένα µέτρα, µέσα και τρόπους, προς επίτευξη της ασφάλειάς των. Δεν αρκεί δηλαδή ότι το ατύχηµα επήλθε από τη µη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση πρόνοιας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιµέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόµου (Ολ.ΑΠ 26/1995). Σε κάθε, όµως, περίπτωση, δηλαδή και όταν ακόµη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση για αποζηµίωση, ο παθών από εργατικό ατύχηµα διατηρεί την αξίωση για χρηµατική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, κατά του εργοδότη, εφόσον το ατύχηµα οφείλεται σε πταίσµα (δόλο ή αµέλεια οποιασδήποτε µορφής) αυτού ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, που κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ), µη απαιτουμένης της συνδροµής του ειδικού πταίσματος της µη τήρησης επιβαλλομένων όρων ασφαλείας (Ολ.ΑΠ 1117/1986), ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά το ν. 551/1915 δεν επεκτείνεται και στη χρηµατική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι' αυτήν απαιτείται υπαιτιότητα. Εξάλλου, σε περίπτωση ναυτεργατικού ατυχήµατος, ο παθών έχει το επιλεκτικό δικαίωµα να αξιώσει έναντι του κυρίου της επιχείρησης είτε την περιορισμένη, κατ' αποκοπήν, αποζηµίωση του άρθρου 3 του ν. 551/1915, είτε την πλήρη αποζηµίωση του κοινού δικαίου κατά τα άρθρα 297, 298, 914, 922, 928 έως 932 ΑΚ, εφόσον όµως στη δεύτερη περίπτωση το ατύχηµα οφείλεται στη µη τήρηση των διατάξεων ισχυόντων νόµων, διαταγμάτων και κανονισµών περί ειδικών όρων ασφαλείας των εργαζοµένων ή σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του, εφόσον δηλαδή το βίαιο συµβάν είναι συγχρόνως και αδικοπραξία. Ο παθών έχει επιλεκτικό δικαίωµα να ασκήσει την µία από την άλλη αξίωση, δηλαδή οι αξιώσεις αυτές συρρέουν διαζευκτικά, µε την έννοια ότι, σε περίπτωση επιλογής της µιας από αυτές, αποκλείεται να ζητήσει ο δικαιούχος ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ' ανάλογη εφαρµογή του άρθρου 306 ΑΚ, χωρίς όµως να αποκλείεται η επικουρική άσκηση της µιας, σε σχέση µε την άλλη, που ασκείται κυρίως και όχι ότι ο δικαιούχος µπορεί να ασκήσει και τις δυο σωρευτικά, αλλά απλώς η ικανοποίηση της µιας επιφέρει την απόσβεση της άλλης, εφόσον βέβαια δεν έχει γίνει η επιλογή αυτή, που είναι αµετάκλητη. Ακόμη, ο παθών από εργατικό ατύχηµα ή σε περίπτωση θανάτου οι, κατά το άρθρο 6 του Ν. 551/ 1915, δικαιούμενοι συγγενείς, ασκώντας τις απορρέουσες από τον ανωτέρω νόµο αξιώσεις τους, δικαιούνται µόνο την καθοριζόμενη από το άρθρο 3 του ν. 551/1915, κατ' αποκοπήν, αποζηµίωση, όπως ισχύει ήδη και επί πλέον ό,τι δαπάνησαν για ιατροφαρμακευτικά έξοδα µε τους περιορισµούς όµως του άρθρου 7 του ν. 551/1915, όπως αυτό τροποποιήθηκε µε το ν. 4705/1930. Τέλος, κατά το άρθρο 66 ΚΙΝΔ, ο ναυτικός που ασθένησε, χωρίς υπαιτιότητα αυτού, δικαιούται το µισθό του και νοσηλεύεται µε δαπάνες του πλοίου, αν δε η σύµβαση ναυτολόγησης λυθεί, λόγω της ασθένειας και ο ναυτικός νοσηλεύεται έξω από το πλοίο, δικαιούται τα νοσήλια και το µισθό, όσο διαρκεί η ασθένεια, όχι όµως περισσότερο από τέσσερις µήνες. Οι διατάξεις αυτές εφαρµόζονται και στη περίπτωση εργατικού ατυχήµατος, µε την παραπάνω έννοια του άρθρου, ενώ αν ο ναυτικός έχει υποστεί από το ατύχηµα ανικανότητα προς εργασία διαρκή ή πρόσκαιρη, εφαρµόζονται παράλληλα και οι διατάξεις του ν. 551/1915 ή ανάλογα του ΑΚ σε περίπτωση επιλογής. Εξάλλου, α) o λόγος αναίρεσης, από τον αριθ. 1 του άρθρ. 559 KΠολΔ, για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται όταν ο κανόνας δικαίου δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, και β) ο λόγος αναίρεσης, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία, για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της διάταξης του ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε, εκτός άλλων, και τα ακόλουθα, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 14-6-2009 σύμβασης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνήφθη μεταξύ του ενάγοντος και του τρίτου εναγομένου, ως εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης διαχειρίστριας του υπό ελληνική σημαία Φ/Γ πλοίου μεταφοράς χύδην στερών φορτίων "ΠΙΤΣΑ Δ" πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, ο ενάγων ναυτολογήθηκε, ως πλοίαρχος, για χρονικό διάστημα 7 μηνών, αντί μηνιαίων αποδοχών, ύψους 9.550 ευρώ, κλειστά, συμπεριλαμβανομένης αδείας και τροφοδοσίας και σύμφωνα με τους όρους της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΕ για τους πλοιάρχους φορτηγών πλοίων από 4500 TDW. Το παραπάνω πλοίο ανήκει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στην εταιρία, που εδρεύει στα νησιά MARSHAL "AEOLIS NAVIGATION LTD" και περιήλθε σε αυτήν από την Κυπριακή Εταιρία "HARK SHIPPING COMPANY LIMITED". Με την από 20-6-2008 αίτηση του εκπροσώπου της πλοιοκτήτριας εταιρίας, την από 26-6-2008 Υπεύθυνη Δήλωση παραίτησης παλαιού αντικλήτου, το από 26-6-2008 πρακτικό της εταιρίας, διορίστηκε αντίκλητος της "AEOLIS NAVIGATION LTD, η εταιρία "ΜΑRMARAS NAVIGATION LTD", ενώ με την 1241-1983/62/22243/24-10-1997 κοινή Απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας εγκρίθηκε η εγκατάσταση στην Ελλάδα γραφείων της εταιρίας MARMARAS NAVIGATION LIMITED, που εδρεύει στη Λιβερία. Όσον αφορά την τέταρτη εναγομένη η αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, δεδομένου ότι ο ενάγων δεν επικαλείται εξουσία εκπροσώπησης της δεύτερης εναγομένης από την τέταρτη εναγομένη, κατά το χρόνο σύναψης της επίδικης σύμβασης, αλλά ούτε και μεταγενεστέρως, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της σύμβασης. Επίσης θα πρέπει να απορριφθεί και ο λόγος έφεσης των εκκαλούντων - εναγόντων, που αφορά την επιδίκαση δικαστικής δαπάνης υπέρ της τέταρτης των εναγομένων - εφεσίβλητης, σε βάρος του ενάγοντος, ύψους 29.482 ευρώ, διότι την εδικαιούτο, νομίμως, ως νικήσασα διάδικος. Περαιτέρω, δέχθηκε το Εφετείο, ότι ο ενάγων ναυτολογήθηκε στο λιμάνι Dαmpier της Αυστραλίας και ανέλαβε την πλοιαρχία του πλοίου, το οποίο, κατά το χρόνο της ναυτολόγησης, ήταν εφοδιασμένο με τα προβλεπόμενα από το Διεθνή Κανονισμό Ραδιοεπικοινωνιών όργανα ραδιοεπικοινωνίας και δορυφορικού εντοπισμού. Το πλοίο "ΠΙΤΣΑ Δ" ήταν εφοδιασμένο με δυο συσκευές ραντάρ με καθοδικές λυχνίες, συσκευές ραδιοεπικοινωνίας VHF, δέκτη GPS, τρεις επαναλήπτες γυροπυξίδες, ραδιοτηλεφωνική συσκευή τύπου INMARSAT-C MES+EGC RECVR, τα οποία βρισκόντουσαν στη γέφυρα, αλλά με τις προβλεπόμενες κεραίες, (μανιταρόμορφη κεραία εκπομπής και λήψης, κεραία RADAR και VHF), που βρισκόντουσαν τοποθετημένες σε μικρό ιστό πάνω από τη γέφυρα, ενώ από το Πιστοποιητικό Ασφάλειας Ραδιεπικοινωνιών Φορτηγού Πλοίου προκύπτει ότι το πλοίο είχε επιθεωρηθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Κανονισμού 1/9 της Σύμβασης. Πριν τη ναυτολόγησή του, ο ενάγων είχε εφοδιαστεί με την, από 9-4-2008, κάρτα υγείας, σύμφωνα με την οποία εκρίθη ικανός και κατάλληλος προς ναυτολόγηση και άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος από τους ιατρούς που τον εξέτασαν. Στις 22-7-2009, κατά τη διάρκεια απόπλου από τη Σιγκαπούρη προς τη Βραζιλία, ο ενάγων αισθάνθηκε για πρώτη φορά έντονο πόνο στο στήθος και στην ωμοπλάτη. Με τον κατάπλου στο λιμένα Pontα Dα Mαdeirα της Βραζιλίας, μετέβη σε ιατρό που του υπέδειξε ναυτικός πράκτορας της δεύτερης εναγομένης, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Πραγματοποίησε ακτινογραφία και διαπιστώθηκε μυοαυχενικό πρόβλημα, χορηγήθηκε δε σχετική φαρμακευτική αγωγή. Κατά την ναυτολόγησή του έχαιρε άκρας υγείας, αλλά αργότερα και γύρω στις 10-8-2009, παραπονέθηκε για πόνους στην ωμοπλάτη του και μετά την επίσκεψή του στον ιατρό και τη φαρμακευτική αγωγή την οποία ακολούθησε, ύστερα από υπόδειξη του γιατρού στη Μαντέιρα, οι πόνοι στην ωμοπλάτη και στο στήθος του εξακολουθούσαν να υπάρχουν. Περί τα μέσα του μηνός Σεπτεμβρίου 2009, όταν το πλοίο έφθασε στο Νταλιάν, στην Κίνα, ο ενάγων επισκέφθηκε και πάλι ιατρούς σε ένα τοπικό Νοσοκομείο, που του είχε συστήσει ο τοπικός ναυτικός πράκτορας του πλοίου, όπου υποβλήθηκε σε μαγνητική τομογραφία και ακτινογραφία αυχένος και διαγνώστηκε από τον θεράποντα ιατρό η ύπαρξη αυχενικού συνδρόμου (πρόπτωση του μεσοσπονδυλίου δίσκου στον 5ο και στον 6ο αυχενικό σπόνδυλο - εκφυλιστική αλλαγή αυχενικού σπονδύλου), χορηγήθηκε σχετική φαρμακευτική αγωγή και συνεστήθη σε αυτόν ανάπαυση αλλά και η πραγματοποίηση χειρουργικής επέμβασης το συντομότερο δυνατό, προς αποφυγή επιδείνωσης της κατάστασής του. Αν και ζήτησε τότε την αντικατάστασή του από τη διαχειρίστρια εταιρία του πλοίου, τελικά συγκατατέθηκε να πάει το καράβι μέχρι το Port Hedlαnd της Αυστραλίας, όπου και αποναυτολογήθηκε. Ακολούθως, επαναπατρίστηκε και υποβλήθηκε σε σειρά εξετάσεων σε δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία και τελικά περί τα τέλη Νοεμβρίου στο νοσοκομείο "Ερρίκος Ντυνάν" διαγνώστηκε ότι δεν πάσχει από πρόβλημα στον αυχένα, αλλά από καρκίνο στους πνεύμονες. Ειδικότερα, στις 20-11-2009 πραγματοποίησε στο νοσοκομείο "Ερρίκος Ντυνάν" μαγνητική τομογραφία ΑΜΣΣ, αξονική τομογραφία θώρακος και αξονική τομογραφία άνω κοιλίας. Εξ αιτίας των ευρημάτων (μάζα εκ μαλακών μορίων αναπτυσσόμενη στο ύψος της δεξιάς πνευμονικής κορυφής, διογκωμένοι λεμφαδένες) πραγματοποίησε στο νοσοκομείο "Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ" νέες εξετάσεις για διερεύνηση μάζας ΔΑΛ, στις 21-11-2009 όπου και διαγνώστηκε η ύπαρξη μη μικροκυτταρικού καρκίνου (Cα) πνεύμονα πιθανόν αδενικού τύπου. Διενεργήθηκε επίσης σπινθηρογράφημα οστών, όπου διαπιστώθηκε διήθηση κατά συνέχεια ιστού 1ης πλευράς ΔΕ. Η CT κοιλίας ήταν αρνητική για 2παθείς εvτoπίσεις. Η κατάσταση αντιμετωπίστηκε συντηρητικά με αναλγητική θεραπεία και LMWH. Λόγω προχωρημένου σταδίου νόσου IIIV ή IV (Τ3, Ν3,Μ) παραπέμφθηκε σε ογκολόγους για περαιτέρω αντιμετώπιση μετά την ολοκλήρωση της σταδιοποίησης με CT εγκεφάλου. Από την έκθεση κυτταρολογικής εξέτασης του ΓΝΑ "ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ" προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατά την κυτταρολογική εξέταση των επιχρισμάτων από το υλικό διαβρογχικής παρακέντησης από την Α) Ομάδα 4R: παρατηρήθηκαν αρκετά κακοήθη κύτταρα μεμονωμένα ή σε αθροίσεις με διογκωμένους ανωμάλου σχήματος πυρήνες κατά πυρήνιο. Στο υπόστρωμα παρατηρήθηκαν αραιά φλεγμονώδη κύτταρα, αραιά πλακώδη κύτταρα, καθώς και αραιά κροσσωτά κύτταρα βρογχικού επιθήλιου, με τελικό συμπέρασμα ότι πρόκειται για υλικό θετικό για κακοήθεια, το οποίο παρουσίασε εικόνα συμβατή με μη μικροκυτταρικό καρκίνωμα πιθανόν αδενικού τύπου. Β) Από την Ομάδα 7R παρατηρήθηκαν αρκετά κροσσωτά κύτταρα του βρογχικού επιθηλίου, μεμονωμένα ή σε αθροίσεις, με αραιά φλεγμονώδη κύτταρα στο υπόστρωμα, με τελικό συμπέρασμα αρνητικό για κακοήθεια σ' αυτή την ομάδα. Ο ενάγων ισχυρίστηκε, ότι η ως άνω πάθησή του προήλθε από την έκθεσή του σε ακτινοβολία, την οποία εξέπεμπαν οι συσκευές, οι οποίες λειτουργούσαν στη γέφυρα του πλοίου και άνωθεν αυτής. Όμως, δεν προέκυψε ότι η ασθένεια του ενάγοντος, ο οποίος, να σημειωθεί, κατά το χρόνο εκδήλωσης αυτής, ήταν καπνιστής, με κατανάλωση μεγάλου αριθμού τσιγάρων ημερησίως, συνδέεται αιτιωδώς με την ακτινοβολία που εκπέμπουν οι συσκευές της γέφυρας και του ιστού του πλοίου στο οποίο απασχολήθηκε, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα. Αλλά ούτε και ο βαθμός της ακτινοβολίας των ανωτέρω οργάνων και συσκευών καθώς και η επίδραση της λειτουργίας αυτών στη σωματική ακεραιότητα του ενάγοντος κατέστη δυνατόν να προσδιοριστούν με ακρίβεια. Και αν ακόμη ήθελε κριθεί ότι η εκπεμπόμενη ακτινοβολία από τα όργανα της γέφυρας του πλοίου και των κεραιών αυτού, κατά το χρονικό διάστημα απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο, έβλαψε καθ' οιονδήποτε τρόπο την υγεία του τελευταίου, δεν μπορεί να προσδιοριστεί ο βαθμός της δυσμενούς επίδρασης σε αυτή, συνυπολογιζομένου του γεγονότος ότι ο ενάγων (ο οποίος διήγε το 49ο έτος της ηλικίας του, όταν ναυτολογήθηκε), είχε, κατά το χρόνο της ναυτολόγησής του, πολυετή ναυτική προϋπηρεσία σε γέφυρες άλλων πλοίων, στις οποίες βεβαίως υπάρχουν πανομοιότυπες συσκευές ραδιοεπικοινωνίας δορυφορικής επικοινωνίας. Πέραν δε των ανωτέρω, το πλοίο "ΠΙΤΣΑ Δ" διέθετε όλα τα προβλεπόμενα πιστοποιητικά για την ασφάλεια ραδιοεπικοινωνιών και εξαρτισμού, τα οποία εκδόθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, σύμφωνα και με τις επιθεωρήσεις του Αγγλικού Νηογνώμονα. Ο ισχυρισμός του, περί έλλειψης μέτρων ασφάλειας των μελών του πληρώματος, αναφορικά με την εκπεμπόμενη από τα όργανα της γέφυρας ακτινοβολία, είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι από καμία διάταξη του νόμου ή διεθνούς σύμβασης δεν προβλέπεται και μάλιστα δεν προβλέπεται ειδικώς για το πλήρωµα που απασχολείται στη γέφυρα και χειρίζεται ή έρχεται σε επαφή µε τις προαναφερθείσες συσκευές, η χρήση προστατευτικών µέσων ή προστατευτικού ιµατισµού. Η πάθηση του ενάγοντος (καρκίνος του πνεύμονα) δεν συνδέεται αιτιωδώς µε την εκπεµπόµενη ακτινοβολία από τις συσκευές που λειτουργούσαν στη γέφυρα του πλοίου. Αντιθέτως, σύµφωνα µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας, αλλά και των δεδοµένων της ιατρικής επιστήµης, η πάθηση του ενάγοντος οφείλεται σε απροσδιόριστα και ιατρικώς µη εξακριβωμένα αίτια, προϋπήρχε σε ασυµπτωµατικό στάδιο της ναυτολόγησής του στο πλοίο "ΠΙΤΣΑ Δ" και βρισκόταν σε εξέλιξη καθόλη τη διάρκεια αυτής, χωρίς όµως να καταστεί δυνατόν να προσδιοριστεί, παρά την ύπαρξη των όποιων συµπτωµάτων. Καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστηµα, η δεύτερη εναγοµένη συνήνεσε, χωρίς καθυστέρηση, στην πραγματοποίηση ιατρικών εξετάσεων στη Βραζιλία και στη Κίνα, στο πλαίσιο των οποίων δεν υπήρξε διάγνωση καρκίνου του πνεύµονα του ενάγοντος. Οι πόνοι στο στήθος, στην ωμοπλάτη και τον αυχένα εκτιμήθηκαν από τους θεράποντες ιατρούς ως συµπτώµατα αυχενικού συνδρόµου και ως εκ τούτου πραγματοποιήθηκαν οι εξετάσεις µόνο στην αυχενική χώρα, χωρίς να γίνει περαιτέρω διερεύνηση για ενδεχόμενη άλλη πάθηση. Επίσης, όταν συνεστήθη από τους Κινέζους ιατρούς η πραγματοποίηση χειρουργικής επέµβασης για την αντιμετώπιση του αυχενικού συνδρόµου, εφόσον η κατάσταση έβαινε επιδεινούμενη, τότε η δεύτερη εναγοµένη προέβη στην αποναυτολόγηση του ενάγοντος, λόγω ασθένειας, ο οποίος επαναπατρίστηκε, όταν αυτό κατέστη εφικτό. Ενόψει της νέας αυτής ιατρικής γνωμάτευσης, ο ενάγων ζήτησε από τη δεύτερη εναγομένη την άµεση αντικατάσταση και παλιννόστησή του, προκειµένου να τύχει της ενδεδειγμένης ιατρικής φροντίδας, πράγµα το οποίο έγινε στις 25-10-2009, ενώ το πλοίο βρισκόταν στο Port Hedland της Αυστραλίας. Η δεύτερη εναγοµένη δέχθηκε, πριν την κατάρτιση της επίδικης σύµβασης ναυτολόγησης, την κάρτα υγείας του ενάγοντος, χωρίς να τίθεται ζήτηµα διενέργειας περαιτέρω ιατρικών εξετάσεων, εφόσον οι γιατροί που τον είχαν εξετάσει διαβεβαίωσαν ότι η κατάσταση της υγείας του ήταν καλή και ότι ήταν σε θέση να ναυτολογηθεί, ενώ δεν υπήρχαν συµπτώµατα ή ακόµη ενδείξεις περί ύπαρξης άλλης πάθησης, οι οποίες θα δικαιολογούσαν την πραγματοποίηση περαιτέρω εξειδικευμένων εξετάσεων, για τη διαπίστωση της κατάστασης της υγείας του. Εποµένως, ο ισχυρισµός περί παραβίασης, εκ µέρους της δεύτερης εναγοµένης των διατάξεων των άρθρων 3 και 4 της µε αριθµό 73 Διεθνούς Συµβάσεως του 1946 "περί ιατρικής εξετάσεως των ναυτικών", η οποία κυρώθηκε µε το ν. 1131/1981, είναι αβάσιµος, µε συνέπεια η δεύτερη εναγοµένη να µην βαρύνεται µε την όποια υπαιτιότητα, ως προς την γένεση ή την εκδήλωση της πάθησης του ενάγοντος, αλλά ούτε και µε το χειρισµό του ζητήµατος της ήδη υπάρχουσας ασθένειάς του και την ενδεδειγμένη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, οπότε η κυρία βάση της αγωγής (εξ αδικοπραξίας), θα πρέπει να απορριφθεί, ως κατ' ουσίαν αβάσιµη. Δέχθηκε, ακόμη, ότι ο ενάγων αντιμετώπιζε πράγματι προβλήματα στην αυχενική χώρα, σύμφωνα με τις σχετικές γνωματεύσεις των ιατρών του νοσοκομείου "Ερρίκος Ντυνάν". Η ύπαρξη όμως της ανωτέρω αυχενικής πάθησης δεν αναιρούσε τη δυνατότητα ιατρικής διάγνωσης από τους ιατρούς περί ύπαρξης καρκίνου του πνεύμονα, ενόψει των έντονων πόνων στο στήθος, που αντιμετώπιζε ο ενάγων, καθόλη τη διάρκεια της ναυτολόγησής του. Σύμφωνα με τα δεδομένα της ιατρικής επιστήμης, ο επίμονος θωρακικός πόνος είναι ένα σύμπτωμα, που οδηγεί συχνά στη διάγνωση της νόσου. Παρά το γεγονός ότι ο πόνος στο στήθος και στην ωμοπλάτη επέμενε και μετά την πρώτη διάγνωση στο λιμάνι Ponte De Mαdeirα της Βραζιλίας, ο ενάγων υποβλήθηκε σε μαγνητική τομογραφία και ακτινογραφία στην περιοχή του αυχένα αποκλειστικά, χωρίς όμως να λάβει χώρα εξέταση και στη θωρακική χώρα, μέσω ακτινογραφίας ή αξονικής/μαγνητικής τομογραφίας θώρακος, με συνέπεια να μην είναι δυνατή η διακρίβωση της νόσου, ενώ θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η πάθηση του καρκίνου του πνεύμονα έχει, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας αλλά και της ιατρικής επιστήμης, εξελικτική πορεία με δυνατότητα μετάστασης, σε διάφορα ζωτικά όργανα του ασθενούς, καθισταμένης αναγκαίας της έγκαιρης διάγνωσης και αντιμετώπισης αυτής, ενώ η κατάσταση της υγείας του ενάγοντος επιδεινώθηκε κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του στο πλοίο της πρώτης εναγομένης. Η ως άνω επιδείνωση οφείλεται στις αντικειμενικές εγγενείς στο ναυτικό επάγγελμα συνθήκες, αλλά και στην πλημμελή εξέτασή του ενάγοντος από τους ιατρούς στα λιμάνια Pontα de Mαdeirα της Βραζιλίας και Dαliαn της Κίνας, οι οποίοι αρκέστηκαν στην εξέτασή του στην αυχενική χώρα, χωρίς την εξέταση, δι' ακτινογραφίας και αξονικής/μαγνητικής τομογραφίας θώρακος (η οποία θα οδηγούσε στη διάγνωση του καρκίνου του πνεύμονα), διαγιγνώσκοντας μόνο το αυχενικό σύνδρομο, με αποτέλεσμα τη μη σωστή αντιμετώπιση της κατάστασης της υγείας του. Οι συνθήκες αυτές κατέστησαν αδύνατη την έγκαιρη διάγνωση της νόσου, η οποία άλλως με την παροχή της προσήκουσας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, θα ήταν δυνατόν ενόψει των σύγχρονων ιατρικών μεθόδων και μέσων να διαγνωσθεί και να περιορισθεί η εξέλιξή της. Κατόπιν αυτών η ασθένεια του ενάγοντος φέρει τη μορφή του βιαίου συμβάντος και εφόσον το υπό την πιο πάνω έννοια βίαιο γεγονός είναι εκείνο που επέφερε την επιδείνωση της ασθένειας του αρχικώς ενάγοντος, εξ αιτίας της οποίας πληρούνται οι όροι του πραγματικού του κανόνα δικαίου του άρθρου 1 του ν. 551/1915 και η νόσος του ενάγοντος συνιστά εργατικό ατύχημα, κατά την έννοια του άρθρου αυτού. Περαιτέρω δέχθηκε ότι 1) δεν πρέπει να επιδικαστούν οι δαπάνες μετακίνησης του ενάγοντος, με μισθωμένο όχημα, διότι δεν μπορούν να υπαχθούν στην έννοια των ιατροφαρμακευτικών εξόδων του άρθρου 7 του ν. 551/1915 και 2) πρέπει να απορριφθεί το αίτημα για καταβολή ποσού των αεροπορικών εισιτηρίων, διότι δεν αποδείχθηκε ότι η μετάβαση αυτή συνδέεται με την επίσκεψη σε ιατρούς. Ακολούθως, το Εφετείο, δέχθηκε ότι το ένδικο ατύχημα α) δεν επήλθε λόγω μη τήρησης των διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που μνημονεύουν συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφάλειας των εργαζομένων στο παραπάνω πλοίο, β) δεν τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη μη τήρηση αυτών, και γ) δεν οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων απ' αυτόν προσώπων. Με βάση τις παραδοχές αυτές κατέληξε, ότι η αγωγή του ενάγοντος, κατά την κύρια αυτής βάση, με την οποία διωκόταν η καταβολή πλήρους αποζημίωσης κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, ήταν πράγματι απορριπτέα, και ακολούθως απέρριψε τους σχετικούς λόγους της έφεσης των αναιρεσειόντων, κατά της 3517/2011 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Όπως προαναφέρθηκε, για να δικαιούνται ο παθών σε εργατικό ατύχημα και σε περίπτωση θανάτου αυτού τα εκεί αναφερόμενα πρόσωπα (επιζών σύζυγος και συγγενικά πρόσωπα τούτου) χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, αντίστοιχα, αρκεί (και απαιτείται όμως) να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα (δόλος η αμέλεια) του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ. Επομένως, το Εφετείο με το να κρίνει ότι ο ενάγων δεν δικαιούται την, από αυτόν, αιτηθείσα με την ένδικη αγωγή του χρηματική ικανοποίηση, με την κύρια αιτιολογία, που στηρίζει, αυτοτελώς, το αποδεικτικό πόρισμά του, ότι το ένδικο ατύχημα α) δεν οφείλεται στη μη τήρηση διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που μνημονεύουν συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφάλειας των εργαζομένων στο παραπάνω πλοίο, β) δεν τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη μη τήρηση αυτών, γ) δεν οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων απ' αυτόν προσώπων και δ) δεν βαρύνει την εργοδότριά του (πλοιοκτήτρια εταιρεία), αλλά και τους εκπροσώπους - αντιπροσώπους αυτής ή τους από αυτήν προστηθέντες οποιοδήποτε πταίσμα αλλ' ούτε και ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ οποιασδήποτε αμελούς συμπεριφοράς των εν λόγω προσώπων και του επελθόντος αποτελέσματος, δεν παραβίασε τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ ή τα άρθρα 1 και 16 του κ.ν. 551/1915. Γι' αυτό ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος του, από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης και κατά το μέρος του, από τον αρ. 19 του ΚΠολΔ, με το οποίο προβάλλονται πλημμέλειες για έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι αβάσιμος, αφού οι αιτιολογίες που έχει διαλάβει στην απόφασή του και πλήρεις και σαφείς είναι και δεν εμφανίζουν οποιαδήποτε αντιφατικότητα, καθιστούν δε εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, για την ορθή εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου. Περαιτέρω, κατά το μέρος του, από τον αρ. 11 του ίδιου άρθρου, με το οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της μη λήψης υπόψη των εκθέσεων επίδοσης της αγωγής, που οι αναιρεσείοντες προσκόμισαν για την απόδειξη της μεταβίβασης σ' αυτούς της αξίωσης, για χρηματική ικανοποίηση, του μετέπειτα θανόντος δικαιοπαρόχου των, είναι αλυσιτελής, ενόψει της παραπάνω κύριας αιτιολογίας της απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της αυτό. Τέλος, κατά το μέρος του, από τον αρ. 8 του ίδιου άρθρου, με το οποίο προβάλλεται, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων, ότι οι ιατροί που εξέτασαν τον παθόντα τελούσαν σε σχέση πρόστησης με τους αναιρεσίβλητους, είναι απαράδεκτος, διότι με την αίτηση αναίρεσης δεν γίνεται επίκληση ότι ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας προβλήθηκε παραδεκτά ο ισχυρισμός αυτός, ούτε εκτίθενται σ' αυτήν πραγματικά περιστατικά, που να τον θεμελιώνουν. Εξάλλου, με το να μην επιδικάσει το Εφετείο, τις δαπάνες μετακίνησης του ενάγοντος με μισθωμένο όχημα, διότι δεν μπορούν να υπαχθούν στην έννοια των ιατροφαρμακευτικών εξόδων του άρθρου 7 του ν. 551/1915 και να απορρίψει το αίτημα για καταβολή ποσού των αεροπορικών εισιτηρίων, με την επαρκή αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε ότι η μετάβαση αυτή συνδέεται με την επίσκεψη σε ιατρούς, δεν παραβίασε την παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη, διέλαβε δε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και δίχως αντιφάσεις, αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον έλεγχό της, ως προς την ορθή εφαρμογή της διάταξης αυτής. Επομένως, ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της αναίρεσης, από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Ο προβλεπόμενος στο άρθρο 559 αριθ. 11γ' ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης παρέχεται και αν το δικαστήριο της ουσίας σχημάτισε την αποδεικτική του κρίση χωρίς να λάβει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι προς άμεση ή έμμεση απόδειξη πραγματικών γεγονότων, ασκούντων ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή παραδεκτών και νομίμων. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος κατ' ουσίαν, όταν το δικαστήριο βεβαιώνει στην προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι έλαβε υπόψη τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα για τα οποία προτείνεται ο αναιρετικός λόγος ή ότι έλαβε υπόψη του όλα τα με επίκληση προσκομισθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα, έστω και χωρίς στην απόφασή του να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση καθενός από αυτά, εκτός, αν, παρά τη βεβαίωση αυτή, από το περιεχόμενο της απόφασης και ιδίως από τις αιτιολογίες καταλείπονται αμφιβολίες για τη συνεκτίμηση όλων ή ορισμένων αποδεικτικών μέσων, οπότε είναι ουσιαστικά βάσιμος ο κρίσιμος λόγος αναίρεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο, από το άρθρο 559 αριθ. 11γ' ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, προβάλλεται ότι το Εφετείο κατέληξε στην κρίση, ότι η αγωγή είναι απαράδεκτη, ως προς την τέταρτη εναγομένη, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, δίχως να λάβει υπόψη το φωτοτυπικό αντίγραφο από τη "μερίδα" του πλοίου ΠΙΤΣΑ Δ του Νηολογίου Πειραιώς. Από τη ρητή όμως αναφορά στην απόφασή του, ότι έλαβε υπόψη του και όλα τα έγγραφα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με τις λοιπές αιτιολογίες της, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και το έγγραφο αυτό και ο παραπάνω λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος, από τον αρ. 8 του ίδιου άρθρου, είναι αβάσιμος διότι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης, το Εφετείο έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων, ότι η τέταρτη εναγομένη ήταν εκπρόσωπος του πλοίου στην Ελλάδα και τον απέρριψε. Οι διατάξεις των άρθρων 167 και 168 του Κώδικα των Δικηγόρων, οι οποίες προβλέπουν την αμοιβή του δικηγόρου, όταν οι πράξεις ή εργασίες έγιναν ύστερα από εντολή περισσοτέρων του ενός εντολέων και με την πρώτη ορίζεται, ότι αυξάνεται η αμοιβή κατά 5% για κάθε ένα πέραν του ενός εντολέα και όχι πέραν του διπλασίου, ενώ με τη δεύτερη καθιερώνεται η, εις ολόκληρον, υποχρέωση των εντολέων για την πληρωμή της αμοιβής, εφαρμόζονται όταν πρόκειται για εντολή, που αφορά την ίδια κοινή υπόθεση των εντολέων και δεν έχουν εφαρμογή όταν πρόκειται για υποθέσεις της αυτής φύσης αλλά ενδιαφέρουν ιδιαίτερα πολλούς και εκτελέστηκαν από το δικηγόρο με την εντολή καθενός. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν τις αιτιάσεις, ότι το Εφετείο, με το να απορρίψει, δίχως αιτιολογία, το λόγο της έφεσής των, που αναφέρεται στην επιδίκαση από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στην τέταρτη εναγομένη, ως προς την οποία απορρίφθηκε η αγωγή, ως δικηγορικής αμοιβής, ποσού 2% επί του αντικειμένου της αγωγής, α) παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 100, 107, 167 και 168 του Κώδικα δικηγόρων, αφού όλοι οι εναγόμενοι είχαν κοινή εκπροσώπηση από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο, στον οποίο έδωσαν κοινή εντολή, πρόκειται δε για υπόθεση της αυτής φύσης και με κοινό ενδιαφέρον, για όλους και για την οποία δεν υποβλήθηκε καθένας στην ελάχιστη δαπάνη δικηγορικής αμοιβής και 2) στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, ότι το Εφετείο, δίχως ειδικότερη αιτιολογία και με τη μοναδική παραδοχή ότι η εναγομένη είναι νικήσασα διάδικος, δέχθηκε ότι αυτή δικαιούται την αμοιβή εκείνη και στη συνέχεια απέρριψε, πράγματι, τον αντίστοιχο λόγο έφεσης, αν και συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις να τον δεχθεί, αφού, αν τα επικαλούμενα από τους αναιρεσείοντες πραγματικά περιστατικά είναι αληθινά, έπρεπε να προσδιορίσει τη δικηγορική αμοιβή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 167 του Κώδικα δικηγόρων. Επομένως, είναι βάσιμος ο παραπάνω λόγος αναίρεσης. Αντίθετα, κατά το τρίτο μέρος του, από τον αρ. 9 του ίδιου άρθρου, είναι αβάσιμος διότι το δικαστήριο επιδίκασε δικαστική δαπάνη στην τέταρτη εναγομένη, δεχόμενο σχετικό αίτημά της. Η ειδικότερη αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έπρεπε να επιδικάσει δικαστική δαπάνη στους αναιρεσίβλητους - εκκαλούντες - εφεσίβλητους, είναι απαράδεκτη, λόγω αοριστίας. Μετά από αυτά, πρέπει, 1) Να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, στο σύνολό της, ως προς τους αναιρεσίβλητους, πρώτη, δεύτερη και τρίτο και 2) Να γίνει δεκτή, κατά ένα μέρος, η ίδια αίτηση, ως προς την τέταρτη αναιρεσίβλητη, να αναιρεθεί δε η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος της, που αφορά την απόρριψη του λόγου έφεσης των αναιρεσειόντων, ως προς την επιδίκαση, από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικαστικής δαπάνης υπέρ αυτής, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστή άλλον από εκείνον που την εξέδωσε (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013). Οι αναιρεσείοντες, πρέπει να καταδικαστούν, ως ηττώμενοι, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, πλην της τέταρτης και η αναιρεσίβλητη αυτή, ως εν μέρει ηττώμενη, πρέπει να καταδικαστεί σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 και 191 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 20-12-2012, αίτηση, για την αναίρεση της 476/2012 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, ως προς τους αναιρεσίβλητους πρώτη, δεύτερη και τρίτο. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των παραπάνω αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. Δέχεται την ίδια αίτηση, ως προς την τέταρτη αναιρεσίβλητη. Αναιρεί την παραπάνω απόφαση, ως προς αυτήν και κατά το μέρος της, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλον δικαστή. Και Καταδικάζει την ίδια αναιρεσίβλητη σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2014. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το Εφετείο, με το να κρίνει ότι ο ενάγων δεν δικαιούται χρηματική ικανοποίηση, διότι το ατύχημα α) δεν οφείλεται στη μη τήρηση διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, β) δεν τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη μη τήρηση αυτών, γ) δεν οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων απ’ αυτόν προσώπων και δ) δεν βαρύνει την εργοδότριά του, αλλά και τους εκπροσώπους – αντιπροσώπους αυτής ή τους από αυτήν προστηθέντες οποιοδήποτε πταίσμα αλλ’ ούτε και ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ οποιασδήποτε αμελούς συμπεριφοράς των και του αποτελέσματος, δεν παραβίασε τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ ή τα άρθρα 1 και 16 του κ.ν. 551/1915. Οι διατάξεις των άρθρων 167 και 168 του Κώδικα των Δικηγόρων, εφαρμόζονται όταν πρόκειται για εντολή, που αφορά την ίδια κοινή υπόθεση των εντολέων και δεν έχουν εφαρμογή όταν πρόκειται για υποθέσεις της αυτής φύσης αλλά ενδιαφέρουν ιδιαίτερα πολλούς και εκτελέστηκαν από το δικηγόρο με την εντολή καθενός.
Εργατικό ατύχημα
Εργατικό ατύχημα.
0
Αριθμός 961/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΕ", που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Πήτα. Του αναιρεσιβλήτου: Μ. Γ. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Τσιώστα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-6-2007 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2666/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2447/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 22-11-2011 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 21-2-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί οι, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, δεύτερος, τρίτος, όγδοος (στο σύνολό τους) και δέκατος (κατά το πρώτο μέρος του) λόγοι αναίρεσης, να απορριφθούν δε οι υπόλοιποι. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 του KΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών (άρθ. 173 και 200 του Α.Κ.). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Περαιτέρω, από την αρχή της ίσης μεταχείρισης, που απορρέει από το άρθρο 288 ΑΚ και βρίσκει έρεισμα στα άρθρα 4 παρ. 1 και 2 και 2 παρ. 1 του Συντάγματος και 141 της Συνθ. Ε.Κ., προκύπτει ότι στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης δεν επιτρέπεται η άνιση μεταχείριση από τον εργοδότη των μισθωτών της αυτής εκμετάλλευσης, που έχουν τα ίδια προσόντα και παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Εξάλλου, ο κανονισμός εργασίας που εκδόθηκε με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ν.δ. 3789/1957 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως ενίων διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας" πριν από την έναρξη ισχύος του άρθρου 12 παρ. 4 του ν. 1767/1988 "περί συμβουλίων εργαζομένων και άλλες εργατικές διατάξεις" καταρτίζεται από τον επιχειρηματία - εργοδότη και ελέγχεται από ορισμένα όργανα της δημόσιας διοίκησης, ως προς τη νομιμότητα και τη σκοπιμότητά του, εφόσον δε εγκριθεί από αυτά, αναρτάται σε σημεία των εργασιακών χώρων, που είναι εμφανή και προσιτά για τους μισθωτούς. Η παραπάνω έγκριση του κανονισμού συνιστά πράξη διοικητική και όχι νομοθετική. Δεν δύναται δε να θεωρηθεί ότι οι διατάξεις του κανονισμού αυτού έχουν χαρακτήρα κανονιστικό, διότι, σύμφωνα με τους συνταγματικούς κανόνες, που αφορούν στη συλλογική αυτονομία, στην ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας και στο κοινωνικό δικαίωμα εργασίας, δεν επιτρέπεται στον εργοδότη να επιβάλλει κανόνες δικαιϊκού χαρακτήρα, χωρίς τη σύμπραξη των εργαζομένων στην επιχείρηση, ακόμη και αν οι κανόνες αυτοί έχουν εγκριθεί με διοικητική πράξη. Για το λόγο αυτό ο παραπάνω Κανονισμός δεν έχει κανονιστικό χαρακτήρα, αλλά, εφόσον γίνει αποδεκτός από τους εργαζομένους, με τις ατομικές συμβάσεις εκάστου, αποκτά συμβατικό χαρακτήρα. Περαιτέρω, με το άρθρο 16 του ισχύοντος κανονισμού εργασίας της αναιρεσείουσας, είχε εισαχθεί για το προσωπικό της η ρήτρα εξομοίωσης των αποδοχών τους με τις αποδοχές των εργαζομένων στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος. Ειδικότερα, στην παρ. 1 του άρθρου 16 του ως άνω κανονισμού ορίζεται ότι οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές κάθε υπαλλήλου, συνεπεία βαθμολογικών ή μισθολογικών ρυθμίσεων, δεν θα πρέπει να υπολείπονται εκείνων οι οποίες θα χορηγούνται από της υπογραφής του παρόντος στο προσωπικό της ΑΤΕ. Από τον παραπάνω όρο του συμβατικού κανονισμού προκύπτει, με σαφήνεια, ότι οι μόνιμοι υπάλληλοι της αναιρεσείουσας πρέπει να αμείβονται, όπως και οι συνάδελφοί τους, μόνιμοι υπάλληλοι της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, που έχουν αντίστοιχους βαθμούς την υπαλληλική ιεραρχία και τον ίδιο χρόνο υπηρεσίας. Η ισότητα αμοιβής των αναφέρεται στις συνολικές αποδοχές, στις οποίες περιλαμβάνονται ο οργανικός μισθός, τα επιδόματα και οι λοιπές παροχές. Ακόμα, για την καταβολή των αποδοχών, που αναφέρονται στον οργανικό βαθμό των υπαλλήλων, δεν υπάρχει άμεση υποχρέωση της εταιρείας για εφαρμογή της εξομοιωτικής αρχής, απλά και μόνο με βάση τη βαθμολογική αντιστοιχία, αλλά σε συνδυασμό πάντοτε με το χρόνο υπηρεσίας, τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα κ.λπ. Τούτο είναι εύλογο, αφού οι οργανισμοί προσωπικού των δύο εταιρειών είναι διάφοροι και η βαθμολογική εξέλιξη γίνεται σε διάφορους χρόνους και με διαφορετικές διαδικασίες, έτσι ώστε υπάλληλοι με τα αυτά χρόνια υπηρεσίας και τα αυτά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα να έχουν διαφορετικό βαθμό στην υπαλληλική ιεραρχία. Ειδικότερα, με βάση τους οργανισμούς προσωπικού των δύο εταιρειών, είναι δυνατό υπάλληλος της ΑΤΕ με πολύ περισσότερα χρόνια υπηρεσίας και τα αυτά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα με συνάδελφό του της Αγροτικής Ασφαλιστικής να κατέχει μικρότερο βαθμό της υπαλληλικής ιεραρχίας, από τον αντίστοιχο που κατέχει ο συνάδελφός του στη δεύτερη εταιρεία. Εάν δεν ληφθεί, ως βάση υπολογισμού της εξομοιωτικής ρήτρας, ο ίδιος χρόνος υπηρεσίας, αλλά μόνο η αντιστοιχία βαθμού της υπαλληλικής ιεραρχίας, θα συμβεί το παράλογο ο νεώτερος υπάλληλος της αναιρεσείουσας εταιρείας, που λόγω του Κανονισμού της έχει ταχύτερη βαθμολογική εξέλιξη, να λαμβάνει μεγαλύτερες αποδοχές από το συνάδελφό του της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, του οποίου ο οργανισμός προσωπικού προβλέπει βραδύτερη υπηρεσιακή και βαθμολογική εξέλιξη. Επομένως, εφόσον οι συνολικές αποδοχές υπαλλήλων της αναιρεσείουσας δεν υπολείπονται εκείνων που καταβάλλονται σε υπαλλήλους της Αγροτικής Τράπεζας, που έχουν αντίστοιχο βαθμό στην υπαλληλική ιεραρχία, τον ίδιο χρόνο υπηρεσίας και ασκούν τα ίδια καθήκοντα, δεν υπάρχει υποχρέωση της αναιρεσείουσας να καταβάλει στους υπαλλήλους της τις ειδικότερες παροχές (επιδόματα ευθύνης, κίνησης, εξυπηρέτησης πελατείας, παραγωγικότητας κ.λπ.) τις οποίες η ΑΤΕ καταβάλλει, για την καλύτερη άσκηση των καθηκόντων των υπαλλήλων της, εξαρτώμενες από την κατεχόμενη θέση ή την πολιτική αμοιβών της, με μόνο το γεγονός, ότι η ΑΤΕ καταβάλλει αυτές σε υπαλλήλους της. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, μεταξύ των άλλων και τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων (ήδη αναιρεσίβλητος) προσελήφθη από την εναγομένη (ήδη αναιρεσείουσα) στις 7.2.1985 με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και παρείχε τις υπηρεσίες του στη θέση του Υποδιευθυντή της Διεύθυνσης Αυτοκινήτων της εναγομένης. Στις 7.2.1988 προήχθη στο βαθμό του Διευθυντή και άσκησε τα καθήκοντά του, ως Διευθυντής πλέον, στην ίδια ως άνω Διεύθυνση, έως το έτος 1997, οπότε τοποθετήθηκε στη θέση του Συντονιστή Διευθυντή των Περιφερειακών Μονάδων Αττικής της εναγομένης, έως την 29.7.2003. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε στη θέση του Διευθυντή Περιφερειακής Διεύθυνσης Αθήνας, θέση την οποία κατείχε μέχρι την 16.9.2004, οπότε καταργήθηκε η εν λόγω Διεύθυνση. Μετά την κατάργησή της, στα πλαίσια του νέου οργανογράμματος της εναγομένης, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής τοποθετήθηκε ως Υποδιευθυντής Ελεγκτής στη Διεύθυνση Ελέγχου. Από τα εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας του των μηνών Ιανουαρίου και Απριλίου 2004 προκύπτει ότι ελάμβανε το επίδομα διοικητικών καθηκόντων που αναλογούσε στο βαθμό και τη θέση που κατείχε, ήτοι αυτή του Διευθυντή. Μετά, όμως, την τοποθέτησή του στη θέση του Υποδιευθυντή της Διεύθυνσης Ελέγχου, η εναγομένη δεν του κατέβαλε πλέον το ως άνω επίδομα του βαθμού του Διευθυντή, αλλά αυτό του Υποδιευθυντή, παρόλο που κατείχε οργανικά το βαθμό του Διευθυντή. Με το άρθρο 16 του ισχύοντος κανονισμού εργασίας της εναγομένης, είχε εισαχθεί για το προσωπικό της η ρήτρα εξομοίωσης των αποδοχών τους με τις αποδοχές των εργαζομένων στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος. Στην παρ. 1 του άρθρου 16 ορίζεται ότι οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές κάθε υπαλλήλου, συνεπεία βαθμολογικών ή μισθολογικών ρυθμίσεων, δεν θα πρέπει να υπολείπονται εκείνων οι οποίες θα χορηγούνται από της υπογραφής του παρόντος στο προσωπικό της ΑΤΕ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, με σαφήνεια, ότι στις "συνολικές μηνιαίες αποδοχές" συμπεριλαμβάνονται και τα πάσης φύσεως επιδόματα τα οποία καταβάλλονται στους υπαλλήλους της ΑΤΕ. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την 119/12.7.2004 υπηρεσιακή εγκύκλιο της ΑΤΕ στους Προϊστάμενους Υποδιευθύνσεων με το βαθμό του Διευθυντή καταβάλλεται επίδομα διοικητικών καθηκόντων (ευθύνης), το οποίο από 1.7.2004 ανέρχονταν στο ποσό των 1.077,67 ευρώ μηνιαίως, από 1.1.2005 στο ποσό των 1.110,46 ευρώ και από 1.9.2005 στο ποσό των 1.141,82 ευρώ. Ο ενάγων κατείχε οργανικά το βαθμό του Διευθυντή. Συνεπώς, δικαιούτο, εφόσον κατείχε θέση Υποδιευθυντή (προϊσταμένου) σε Υποδιεύθυνση της εναγομένης, όπως είναι η Διεύθυνση Ελέγχου, στην οποία υπηρετούσε, το επίδομα ευθύνης, που αναλογούσε στο βαθμό του Διευθυντή και όχι του Υποδιευθυντή, που του καταβαλλόταν, το οποίο προβλέπεται από τη ίδια ως άνω εγκύκλιο για τους κατέχοντες τον οργανικό βαθμό του Υποδιευθυντή, οι οποίοι ασκούσαν καθήκοντα Προϊσταμένων Υποδιευθύνσεων και το οποίο ανέρχονταν το έτος 2004 στο ποσό των 862,20 ευρώ μηνιαίως, από 1.1.2005 στο ποσό των 888,43 ευρώ και από 1.9.2005 στο ποσό των 913,52 ευρώ και η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα τη διαφορά που προκύπτει από τα ανωτέρω ποσά, και ειδικότερα: για το διάστημα από 10.10.2004 έως 10.11.2004 το ποσό των 215,47 ευρώ, για το διάστημα από 1.4.2005 έως 17.5.2005 το ποσό των 333,04 ευρώ, για το διάστημα από 15.11.2005 έως 31.12.2005 το ποσό των 342,45 ευρώ, για τη διαφορά δώρου Χριστουγέννων 2005 το ποσό των 61,82 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2006 έως 31.1.2006 το ποσό των 256,50 ευρώ και συνολικά το ποσό των 1.218,28 ευρώ. Περαιτέρω δέχθηκε ότι οι διαφορές μεταξύ του δικαιουμένου και του καταβληθέντος ως άνω επιδόματος, από 215,47, 222,03 και 287,37 ευρώ, αντίστοιχα, δεν προσμετρήθηκαν στο επίδομα αδείας των ετών 2004, 2005, 2006, στα δώρα εορτών των ετών 2004 και 2005, καθώς και στο επίδομα ισολογισμού των ετών 2004 και 2005 και γι' αυτό η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα, ως προσαύξηση επιδόματος αδείας για τα έτη 2004 - 2006, συνολικά, το ποσό 2.107,26 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές επιδίκασε στον ενάγοντα τα παραπάνω ποσά. Κρίνοντας, έτσι, το Εφετείο, παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τις προπαρατεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις (288 ΑΚ, 4 παρ. 1 και 2, 2 παρ. 1 του Συντάγματος και 141 της Συνθ. Ε.Κ.), διότι η διατύπωση του Κανονισμού της αναιρεσείουσας, για εξομοίωση των αποδοχών των υπαλλήλων της ΑΤΕ με τους υπαλλήλους, αντίστοιχων βαθμίδων της ιεραρχίας της αναιρεσείουσας, αναφέρεται, σαφώς, στις συνολικές μισθολογικές παροχές των παραπάνω υπαλλήλων, που συνδέονται με βαθμολογικές ή μισθολογικές ρυθμίσεις και την πραγματική άσκηση καθηκόντων και όχι μόνο με την κατεχόμενη θέση ευθύνης και τα συγκεκριμένα επιδόματα, που συνδέονται με αυτήν, εφόσον δε στην απόφαση δεν υπάρχει παραδοχή ότι οι συνολικές αποδοχές του ενάγοντος υπολείπονται εκείνων που καταβάλλονται σε υπαλλήλους της Αγροτικής Τράπεζας, που έχουν αντίστοιχο βαθμό στην υπαλληλική ιεραρχία, τον ίδιο χρόνο υπηρεσίας και ασκούν τα ίδια καθήκοντα, δεν θεμελιώνεται υποχρέωση της αναιρεσείουσας να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο τα παραπάνω ποσά. Επομένως, οι, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, δεύτερος, όγδοος (στο σύνολό τους), και δέκατος (κατά το πρώτο μέρος του) λόγοι αναίρεσης, είναι βάσιμοι, παρελκούσης δε της έρευνας των λοιπών, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος της που αναφέρεται στην επιδίκαση του παραπάνω επιδόματος, τις, εξαιτίας αυτού, προσαυξήσεις δώρων εορτών, αδείας και επιδόματος ισολογισμού και τη δικαστική δαπάνη, που επιβλήθηκε σε βάρος της αναιρεσείουσας - εκκαλούσας. Σύµφωνα µε το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4139/2013 "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, µπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να ασχοληθεί µε την εκδίκασή της, ιδίως αν, κατά την κρίση του, δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση". Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, ο ενάγων εκθέτει ότι, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, είχε το βαθμό του Διευθυντή και ασκούσε καθήκοντα Υποδιευθυντή σε υποδιεύθυνση της αναιρεσείουσας, και ότι με την 119/12.7.2004 υπηρεσιακή εγκύκλιο της ΑΤΕ στους Προϊστάμενους Υποδιευθύνσεων με το βαθμό του Διευθυντή καταβάλλεται επίδομα διοικητικών καθηκόντων (ευθύνης). Με βάση και μόνο αυτά, δίχως δε να αναφέρει σ' αυτήν, τον οργανικό μισθό του, τα επιδόματα που ελάμβανε και γενικά, ότι οι συνολικές αποδοχές, που αναγκαίως συνδέονται με το βαθμό ιεραρχίας και το χρόνο υπηρεσίας του, υπολείπονται των αποδοχών (που και αυτές δεν προσδιορίζει) των κατεχόντων τον οργανικό βαθμό του Υποδιευθυντή της Αγροτικής Τράπεζας, ζητεί την επιδίκαση του παραπάνω επιδόματος ευθύνης, που καταβάλλεται σε Διευθυντή της Αγροτικής Τράπεζας, και τις, εξαιτίας αυτού, προσαυξήσεις δώρων εορτών, αδείας και επιδόματος ισολογισμού. Όμως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η αγωγή δεν είναι νόμιμη, η υπόθεση δεν απαιτεί περαιτέρω έρευνα και, µετά την αναίρεση της προσβαλλομένης απόφασης, πρέπει ο Άρειος Πάγος να κρατήσει την υπόθεση και να ασχοληθεί με την εκδίκαση της. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την 2666/2008 απόφασή του, έκρινε την αγωγή, νόμιμη και στη συνέχεια τη δέχθηκε ως βάσιμη στην ουσία της, κατά το αντίστοιχο μέρος της. Κατ' αυτής άσκησε έφεση η αναιρεσείουσα, προβάλλοντας τις σχετικές πλημμέλειες, οι οποίες είναι βάσιμες. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή, κατά το ίδιο μέρος. Ο αναιρεσίβλητος -εφεσίβλητος - ενάγων πρέπει να καταδικαστεί, ως ηττώμενος, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί, την 2447/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό. Κρατεί την υπόθεση. Δέχεται, κατ' ουσίαν, την από 29-12-2008 και με αρ. 12082/ 2008 έφεση της αναιρεσείουσας. Εξαφανίζει την 2666/2008 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το παραπάνω μέρος της. Απορρίπτει την αγωγή, κατά το ίδιο μέρος. Και Καταδικάζει τον ενάγοντα - εφεσίβλητο - αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας - εναγομένης - εκκαλούσας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2014. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο όρος του Κανονισμού της αναιρεσείουσας Αγροτικής Ασφαλιστικής, για εξομοίωση των αποδοχών των υπαλλήλων της ΑΤΕ με τους υπαλλήλους, αντίστοιχων βαθμίδων της ιεραρχίας της, αναφέρεται, σαφώς, στις συνολικές μισθολογικές παροχές των παραπάνω υπαλλήλων, που συνδέονται με βαθμολογικές ή μισθολογικές ρυθμίσεις και την πραγματική άσκηση καθηκόντων και όχι μόνο με την κατεχόμενη θέση ευθύνης και τα συγκεκριμένα επιδόματα, που συνδέονται με αυτήν.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 966/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 18 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ε. Β. του Δ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Ματθαίου, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 13-3-2014 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται. Του αναιρεσιβλήτου: Μεγάρου Γραφείων (πολυκατοικίας), που βρίσκεται στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα από τη διαχειρίστριά του Ε. Π., το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Πολυχρόνη Περιβολάρη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-1-2009 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2925/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 95/2012 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 14-1-2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 24-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3, 4 § 2, 5 και 13 του ν. 3741/1929 "περί της ιδιοκτησίας κατ' ορόφους", που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ, και 1002 ΑΚ προκύπτει, ότι οι συνιδιοκτήτες κοινής οικοδομής, που υπάγεται στο καθεστώς του νόμου αυτού, μπορούν με συμφωνία τους να ρυθμίσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, τόσο στα κοινά μέρη που μπορούν να καθορίζουν οι ίδιοι, όσο και στις διηρημένες ιδιοκτησίες τους, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του νόμου αυτού, που είναι ενδοτικού δικαίου, καθορίζοντας συνελεύσεις και διορίζοντας διαχειριστή, που θα τους εκπροσωπεί ενώπιον των δικαστηρίων. Διαχειριστής μπορεί, με, απόφαση της γενικής συνέλευσης των συνιδιοκτητών, να διοριστεί συνιδιοκτήτης ή τρίτος. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 62 § β' και 64 § 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο, κατά το άρθρο 4 §§ 1 και 2 του πιο πάνω νόμου, διορισμένος διαχειριστής (σύμφωνα με τον κανονισμό ή με παμψηφία των συνιδιοκτητών) πολυώροφης οικοδομής, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, εκπροσωπεί και ενώπιον των δικαστηρίων, το σύνολο των ιδιοκτητών της, ως ένωση προσώπων, η οποία στερείται νομικής προσωπικότητας, παριστάμενος ως ενάγων και εναγόμενος για τις υποθέσεις που σχετίζονται με τη διαχείριση αυτής, δυνάμενος να εναγάγει συνιδιοκτήτη ή να εναχθεί απ' αυτόν για κάθε διαφορά από τη σχέση της συνιδιοκτησίας. Διάδικος όμως στο δικαστήριο, δηλαδή υποκείμενο της δικονομικής έννομης σχέσης, είναι μόνο η ένωση των συνιδιοκτητών (παρισταμένη στο δικαστήριο με το διαχειριστή της) και όχι οι, κατ' ιδίαν, συνιδιοκτήτες, οι οποίοι δεν έχουν την ιδιότητα του διαδίκου, αλλά του τρίτου σε σχέση με την εκκρεμή δίκη, τα ονόματα των οποίων ούτε καν χρειάζεται να αναφέρονται στην αγωγή, αρκεί να γίνεται μνεία της συγκεκριμένης ένωσης των συνιδιοκτητών, κατά τρόπο που να μη δημιουργείται αμφισβήτηση για την ταυτότητά της και να αναφέρεται στην αγωγή ότι εκπροσωπείται νόμιμα. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 62, 339, 409, 410 και 415 - 420 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ως μάρτυρες, με τις καταθέσεις των οποίων παρέχονται στο δικαστή πληροφορίες για τα αμφισβητούμενα ουσιώδη πραγματικά γεγονότα της επίδικης υπόθεσης, μπορούν να εξετασθούν μόνο τρίτα πρόσωπα και όχι οι διάδικοι, η εξέταση των οποίων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μαρτυρία, αλλά αποτελεί επικουρικό αποδεικτικό μέσο, επιτρεπόμενο μόνο αν τα πραγματικά γεγονότα δεν αποδείχθηκαν ή αποδείχθηκαν ατελώς με τα άλλα αποδεικτικά μέσα. Η ρύθμιση αυτή, για την ταυτότητα του λόγου, προσήκει και επί των προβλεπομένων στο άρθρο 270 παρ. 2 εδαφ. γ' ΚΠολΔ ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, με τις οποίες τρίτα πρόσωπα καταθέτουν ότι γνωρίζουν για τα αποδεικτέα γεγονότα. Έτσι, ένορκη βεβαίωση προσώπου στον Ειρηνοδίκη ή στο συμβολαιογράφο είναι νομικώς ανυπόστατη ως αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη, εφόσον αυτή δόθηκε, κατά το χρόνο που ήταν διάδικος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 671 παρ. 1 στην εργατική διαδικασία λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου μόνον αν έγιναν ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες από αυτήν. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, μοναδική προϋπόθεση για το παραδεκτό της εκτίμησης τέτοιων βεβαιώσεων, αποτελεί η προηγούμενη, πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες, κλήτευση του αντιδίκου του προκαλέσαντος την εξέταση διαδίκου. Συνεπώς, είναι παραδεκτές ένορκες βεβαιώσεις, τρίτων, υπό την προϋπόθεση που αναφέρθηκε, έστω και αν λήφθηκαν μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, μέσα στην προθεσμία προσθήκης και αντίκρουσης. Στην περίπτωση αυτή, η εντός της προθεσμίας αντίκρουσης δοθείσα ένορκη βεβαίωση επιτρεπτώς προσκομίζεται στο Εφετείο και μάλιστα, κατά μείζονα λόγο, αφού ενώπιον αυτού επιτρέπονται και νέα αποδεικτικά μέσα, άρα και ένορκες βεβαιώσεις, που δόθηκαν ακόμη και μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρ. 670 εδ. α', 671 παρ. 1δ, 674 παρ. 2, 529 παρ. 1α, 591 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ). Έτσι, στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, το οποίο δίκασε κατά την εργατική διαδικασία, με το να λάβει υπόψη του τις, με επίκληση, προσκομισθείσες από την εναγομένη ένορκες βεβαιώσεις α) 4346/30-3-2009 και 1708/30-3-2009 των συμβολαιογράφων Κυθήρων Στέλλας Καιδετσή και Πειραιώς Φωτεινής Σαρρή, αντίστοιχα, που δόθηκαν από τους Π. Γ. Λ. και Ι. Π. Λ., συνιδιοκτήτες της οικοδομής, και συνεπώς, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, μη έχοντες την ιδιότητα του διαδίκου στο δικαστήριο αλλά τρίτων, σε σχέση με την εκκρεμή δίκη και β) 1716/2-4-2009 ενώπιον της συµβολαιογράφου Πειραιώς Φωτεινής Σαρρή του µάρτυρα της εναγοµένης Π. Σ. Τ., του οποίου η εξέταση γνωστοποιήθηκε µε δήλωση της εναγοµένης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά, που έλαβε χώρα ενώπιον της ως άνω συμβολαιογράφου, μετά από τη διεξαχθείσα συζήτηση στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εντός όμως της ορισθείσης προθεσμίας για την κατάθεση προσθήκης και αντίκρουσης και ύστερα από νόμιμη κλήτευση της ενάγουσας να παραστεί στην ένορκη εξέτασή του, που έλαβε χώρα με σχετική προς τούτο δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου της εναγομένης, πριν από την έναρξη της συζήτησης επί της ουσίας της υπόθεσης ενώπιον του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασής του, δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που ο νόμος δεν επιτρέπει. Η ειδικότερη αιτίαση της αναιρεσείουσας, ότι απαραδέκτως έλαβε υπόψη του τις παραπάνω ένορκες βεβαιώσεις, που δόθηκαν από τους Π. Γ. Λ. και Ι. Π. Λ., διότι αυτοί, ως συνιδιοκτήτες της οικοδομής, 1) με την άσκηση της από 23-7-2009 έφεσής των κατά της πρωτόδικης απόφασης κατέστησαν διάδικοι, και 2) έχουν συμφέρον από την έκβαση της δίκης, είναι α) κατά το πρώτο μέρος της αβάσιμη, ενόψει του ότι, και αν ακόμη γίνει δεκτό ότι με τον τρόπο αυτό κατέστησαν διάδικοι, την ιδιότητα αυτή, όπως συνομολογείται από την αναιρεσείουσα, απέκτησαν μεταγενέστερα δηλαδή μετά την ένορκη εξέτασή των σε συμβολαιογράφο, που έγινε την 30-3-2009 και β) κατά το δεύτερο, απαράδεκτη, ενόψει του ότι πρόκειται για εργατική διαφορά. Πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αγωγής, η ενάγουσα στρέφεται κατά "του Μεγάρου Γραφείων (Πολυκατοικίας), που βρίσκεται στον …, οδός …αρ. …και εκπροσωπείται νόμιμα από την Π. Ε." και όχι κατά των συνιδιοκτητών της οικοδομής, η εκκαλούμενη δε απόφαση εκδόθηκε μεταξύ αυτών των διαδίκων. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ. α' ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο, είναι αβάσιμος, στο σύνολό του, ανεξαρτήτως του ότι, κατά το μέρος που αναφέρεται στη λήψη υπόψη των επικαλούμενων ως ανυπόστατων, παραπάνω ένορκων βεβαιώσεων, είναι και απαράδεκτος, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ότι η αναιρεσείουσα προέβαλε, ενώπιον του Εφετείου, ισχυρισμό περί ανυπόστατου αυτών, ως προερχόμενων από διαδίκους. Ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, όπως είναι και τα έγγραφα, δύναμη αποδείξεως μικρότερη ή μεγαλύτερη από εκείνη που δεσμευτικά γι' αυτό καθορίζει ο νόμος και δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο, εκτιμώντας ελεύθερα τις αποδείξεις, όπως έχει δικαίωμα από το νόμο (άρθρ. 340 ΚΠολΔ), αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, που, κατά το νόμο, έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με άλλα, μεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία. Περαιτέρω, έγγραφο, με την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται το αποδεικτικό έγγραφο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 339 και 442 ΚΠολΔ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ έγγραφα, που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο αυτό, ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση. Κατά δε το άρθρο 440 ΚΠολΔ, τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 438, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους, ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτό, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται, ότι έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο, όπως τέτοιος είναι και ο υπάλληλος της Επιθεώρησης Εργασίας, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους, τόσο ως προς όσα βεβαιώνονται στα έγγραφα αυτά, ότι έγιναν από πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή ότι έγιναν ενώπιόν του, όσο και ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτό, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, και ότι στην πρώτη περίπτωση δεν επιτρέπεται ανταπόδειξη, εκτός αν το έγγραφο προσβληθεί ως πλαστό, στη δεύτερη δε περίπτωση χωρεί ανταπόδειξη, χωρίς τις διατυπώσεις αυτές. Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης, κατά το πρώτο και δεύτερο μέρος του, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση, πλημμέλειες, αντίστοιχα, από τους αρ. 20 και 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο και δεν απέδωσε την αποδεικτική δύναμη του δημοσίου εγγράφου στο, από 2-10-2008, δελτίο εργατικής διαφοράς, που είχε προσκομίσει προς απόδειξη του ισχυρισμού της, ότι το αναιρεσίβλητο είχε λάβει γνώση της προσφυγής της, κατά το χρόνο της κοινοποίησης της απόλυσής της, με το να δεχθεί ότι το τελευταίο έλαβε γνώση αυτής την 23-10-2008 και όχι την 2-10-2008. Ο λόγος αυτός είναι 1) απαράδεκτος, κατά το πρώτο μέρος του, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση του, συνεκτιμώντας το περιεχόμενό του με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία και όχι αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από αυτό και 2) αβάσιμος, κατά το δεύτερο μέρος του, διότι το ανωτέρω έγγραφο αποτελεί μεν δημόσιο έγγραφο, γενικώς, παρέχει όμως πλήρη απόδειξη μόνον ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτό ότι έγιναν από τον συντάξαντα αυτό υπάλληλο ή ότι έγιναν ενώπιόν του, καθώς και ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτό, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο συγκεκριμένος υπάλληλος, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ο ίδιος λόγος, ως προς το υπόλοιπο μέρος του, με το οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, προσέδωσε στο έγγραφο, μικρότερη και στα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα μεγαλύτερη αποδεικτική αξία, εκείνης που τους προσδίδει ο νόμος, είναι αβάσιμος, διότι, το Εφετείο, εκτιμώντας ελεύθερα τις αποδείξεις, με το να μη δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στο παραπάνω έγγραφο από εκείνη των ίδιας αποδεικτικής δύναμης υπολοίπων αποδεικτικών μέσων (μαρτύρων, εγγράφων) δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 12 ΚΠολΔ. Για να θεμελιωθεί ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν προέβη στην ερμηνεία του περιεχομένου του ή το έχει συνεκτιμήσει απλώς, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα. Περαιτέρω, έγγραφο, με την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται το αποδεικτικό έγγραφο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 339 και 442 ΚΠολΔ. Τέτοιο είναι και το διαδικαστικό έγγραφο της αγωγής, επί άλλης δίκης, κατά το μέτρο που προσκομίζεται, προς απόδειξη γεγονότων, περί των οποίων έχει κατά το νόμο, δεσμευτική αποδεικτική δύναμη, όχι όμως και το δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής. Στην προκείμενη περίπτωση η αναιρεσείουσα, με τον τέταρτο (κατά το πρώτο και δεύτερο μέρος του) λόγο της αναίρεσής της, προβάλλει, αντίστοιχα, πλημμέλειες από τους αρ. 20 και 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και ειδικότερα ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στην παραδοχή, ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας δεν είναι καταχρηστική, παραμόρφωσε το περιεχόμενο της ένδικης αγωγής και δεν έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό που περιέχεται σ' αυτήν, ότι η καταγγελία έγινε, εξ αιτίας της μη αποδοχής από αυτήν της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων της σύμβασης εργασίας. Ο λόγος αυτός, κατά το πρώτο μέρος του είναι απαράδεκτος, εφόσον πρόκειται για το δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής και κατά το δεύτερο αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την απόφαση και τα πραγματικά περιστατικά που το Εφετείο δέχθηκε ως αληθή, έλαβε υπόψη του τον παραπάνω ισχυρισμό και τον απέρριψε. Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3, 4 § 2, 5 και 13 του ν. 3741/1929 "περί της ιδιοκτησίας κατ' ορόφους", που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ, και 1002 ΑΚ προκύπτει, όπως προαναφέρθηκε, ότι οι συνιδιοκτήτες κοινής οικοδομής που υπάγεται στο καθεστώς του νόμου αυτού μπορούν με συμφωνία τους να ρυθμίσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, τόσο στα κοινά μέρη που μπορούν να καθορίζουν οι ίδιοι, όσο και στις διηρημένες ιδιοκτησίες τους, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του νόμου αυτού που είναι ενδοτικού δικαίου, καθορίζοντας συνελεύσεις και διορίζοντας διαχειριστή, που θα τους εκπροσωπεί ενώπιον των δικαστηρίων. Διαχειριστής μπορεί, με, απόφαση της γενικής συνέλευσης των συνιδιοκτητών, να διοριστεί συνιδιοκτήτης ή τρίτος. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 5 του παραπάνω νόμου, προκύπτει ότι κάθε συνιδιοκτήτης οικοδομής που υπάγεται στις διατάξεις για την οριζόντια ιδιοκτησία συμμετέχει υποχρεωτικά στη συντήρηση και επισκευή των κοινοχρήστων μερών της οικοδομής και ευθύνεται ατομικά ή και παράλληλα με τους λοιπούς συνιδιοκτήτες για την επισκευή τους, κατά το ποσοστό συνιδιοκτησίας του. Για κάθε δε υπαίτια ζημιογόνο παράλειψη των άνω συνιδιοκτητών ή του διαχειριστή εντολοδόχου τους, σε σχέση με τις ανατεθείσες κατ' άρθρα 4 και 13 του ως άνω νόμου από τον Κανονισμό υποχρεώσεις του, για συντήρηση και επισκευή των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων μερών της οικοδομής, ο βλαπτόμενος ιδιοκτήτης έχει αξίωση αποζημίωσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο Πειραιώς, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, μεταξύ των άλλων και τα εξής, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Την 2-1-2002 η εναγομένη Ένωση Συνιδιοκτητών Μεγάρου Γραφείων, επί της οδού … - …, προσέλαβε την ενάγουσα Ε. Β., ως θυρωρό, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου και την 12-2-2002 ο διαχειριστής της Β. Λ. ανήγγειλε την πρόσληψή της στον Ο.Α.Ε.Δ. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής η ενάγουσα εργάστηκε με την πιο πάνω ειδικότητα μέχρι την 17-10-2008, οπότε απολύθηκε. Ειδικότερα, από την αρχή της εργασιακής της σχέσης μέχρι και τον Ιανουάριο 2008 εργαζόταν καθημερινά, ως θυρωρός, από Δευτέρα έως Παρασκευή από 7.30' π.μ. έως 2.30' μ.μ. και από το Φεβρουάριο 2008 έως και το Mάιο 2008 εργαζόταν επιπλέον από 2.30' μ.μ. έως 5.00' μ.μ., λαμβάνοντας πρόσθετη αμοιβή 298 ευρώ, μηνιαίως, στη συνέχεια δε εργαζόταν επιπλέον έως και τον Αύγουστο 2008 μέχρι την 7.00' μ.μ. λαμβάνοντας πρόσθετη αμοιβή 100 ευρώ, δηλαδή, συνολικά, για την απασχόλησή της αυτή, πέραν του ωραρίου της, λάμβανε 398 ευρώ. Από το Νοέμβριο 2007 έως και τον Αύγουστο 2008 εκτελούσε καθήκοντα βοηθού διαχειριστή, λαμβάνοντας ως αμοιβή το ποσό των 100 ευρώ μηνιαίως. Η Έκτακτη Γενική Συνέλευση της εναγομένης, κατά τη συνεδρίασή της 24-6-2008, απάλλαξε το διαχειριστή Β. Λ. από τα καθήκοντά του και εξέλεξε νέα διαχειρίστρια την Ε. Π., ορίζοντας ότι μαζί με την Α. Λ. και Ν. Μ. θα αποτελούν εφεξής το συμβούλιο της διαχείρισης του Μεγάρου Γραφείων. Ακόμη, η Γ.Σ. της εναγομένης Ένωσης Συνιδιοκτητών αποφάσισε "ομόφωνα την ανάθεση της διαχείρισης σε εξωτερικό "εξειδικευμένο" συνεργάτη, ο οποίος θα παρέχει στην πολυκατοικία υπηρεσίες επ' αμοιβή. Ο ανεξάρτητος αυτός επιτηδευματίας, ο οποίος θα εκτελεί τα καθήκοντα του διαχειριστή, ως βοηθός του εκλεγμένου διαχειριστή, όπως προβλέπεται και από το καταστατικό του κτηρίου, θα λογοδοτεί και θα ελέγχεται από το συμβούλιο της πολυκατοικίας και τη Γενική Συνέλευση". Σχετικά η Γ.Σ. της Ένωσης Συνιδιοκτητών αποφάσισε, ομόφωνα, τη σύναψη σύμβασης με τον Α. Κ., για ένα χρόνο. Ακολούθως, την 30-9-2008, το ως άνω τριμελές συμβούλιο κάλεσε την ενάγουσα και της ζήτησε εξηγήσεις, αναφορικά με τη διαχείριση. Η ενάγουσα αρνήθηκε τις αιτιάσεις του τριμελούς συμβουλίου και προσέφυγε την 1-10-2008 στην Επιθεώρηση Εργασίας, παραπονούμενη για βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της (μείωση μισθού). Σχετικά συντάχθηκε το 297/2-10-2008 Δελτίο Εργατικής Διαφοράς, από το οποίο προκύπτει ότι προσκλήθηκε, αυθημερόν, η εναγομένη σε συζήτηση την 17-11-2008 και μετά από αναβολή με αίτηση αυτής ορίσθηκε για συζήτηση της διαφοράς η 17-12-2008, οπότε αυτή αρνήθηκε τις αιτιάσεις της ενάγουσας. Κατά το μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα συνήλθε, την 12-10-2008, κατόπιν της από 6-10-2008 πρόσκλησης του τριμελούς συμβουλίου διαχείρισης, η Γενική Συνέλευση της εναγομένης Ένωσης Συνιδιοκτητών, με θέμα, μεταξύ άλλων, "Ενημέρωση και συζήτηση για την ανάληψη της διαχείρισης από τη νέα διαχείριση. Αποφάσεις που αφορούν σε αλλαγές της θέσης θυρωρού". Ειδικότερα, στο σχετικό πρακτικό της απόφασης της Γ.Σ. αναφέρονται τα ακόλουθα: "Κατόπιν της λογοδοσίας της νέας διαχειρίστριας Ε. Π. αναλύθηκε και συζητήθηκε ο τρόπος άσκησης διαχείρισης των υπηρεσιών θυρωρού/βοηθού διαχειριστή της κ. Ε. Β. συμπεριλαμβανομένου του τρόπου τήρησης βιβλίων εσόδων - εξόδων και χρεώσεων των Koινoχρήστων δαπανών του κτηρίου (έλλειψη παραστατικών, δικαιολογητικών, αποδείξεων). Οι συνιδιοκτήτες ομόφωνα, έκριναν πλημμελή και ανεπαρκή τη δραστηριότητα των προαναφερθεισών υπηρεσιών. Ως εκ τούτου τίθεται θέμα παραμονής ή αντικατάστασης της θυρωρού" και "Λόγω της σοβαρότητας του θέματος πιθανότητας αντικατάστασης της θέσης θυρωρού και για λόγους ετοιμότητας που αφορούν στην ασφάλεια και την ομαλή λειτουργία του κτηρίου το τριμελές συμβούλιο της διαχείρισης είχε απευθυνθεί στο Σύλλογο Θυρωρών Αθηνών - Πειραιώς από όπου υπήρξαν συστάσεις για επικοινωνία και συνεντεύξεις με τέσσερις (4) υποψήφιους θυρωρούς. Κατόπιν ελέγχου απεφασίσθη η επιλογή του Θ. Δ., οι μικτές αποδοχές του οποίου, σύμφωνα με τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των ετών 2008 - 2009, για τους όρους εργασίας και αμοιβής θυρωρών και προσωπικού καθαριότητας των κτηρίων κατοικιών και γραφείων, ορίστηκαν σε 904,72 ευρώ". Ακολούθως, επιδόθηκε στην ενάγουσα, την 16-10-2008, η υπό ίδια χρονολογία έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, εκ μέρους της εναγομένης και της προσφέρθηκε αποζημίωση απόλυσης ποσού 3.156,90 ευρώ, την οποία η ενάγουσα εισέπραξε, με επιφύλαξη. Η ίδια διατείνεται με την αγωγή της ότι η καταγγελία της εργασιακής σχέσης της από την εναγομένη είναι καταχρηστική, ως αντιβαίνουσα στο άρθρο 281 ΑΚ και ως εκ τούτου άκυρη, διότι έγινε από εχθρότητα και για εκδίκησή της, επειδή διαμαρτυρήθηκε στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας, για την αξίωση της εναγομένης εργοδότριας να αποδεχθεί μείωση του μισθού της. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον, δεν αποδεικνύεται ότι, κατά το χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, γνώριζε η εναγομένη ότι αυτή είχε προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας. Η τελευταία έλαβε γνώση της, από 1-10-2008, διαμαρτυρίας της ενάγουσας προς την αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας την 23-10-2008, οπότε παρέλαβε τη συστημένη επιστολή της πρόσκλησης για τη συζήτηση της εργατικής διαφοράς την 17-11-2008. Εξάλλου, συνομολογείται μεν ότι η ενάγουσα συναντήθηκε την 30-9-2008 με τα μέλη του τριμελούς συμβουλίου Μεγάρου Γραφείων της εναγομένης Ένωσης Συνιδιοκτητών, πλην όμως δεν αποδεικνύεται ότι της ζήτησαν να δεχθεί τη μείωση των αποδοχών της ως θυρωρού, προκειμένου να παραμείνει στην εργασία της, όπως η ίδια διατείνεται. Στη συνέχεια το Εφετείο δέχθηκε τον τρίτο λόγο της έφεσης, με τον οποίο η εναγομένη παραπονείται ότι η εκκαλουμένη, κατ' εσφαλμένη εκτίμηση, των αποδείξεων έκρινε άκυρη, λόγω καταχρηστικής άσκησης, την απόλυσή της. Περαιτέρω δέχθηκε ότι η αιτιολογία της απόλυσης της ενάγουσας περί πλημμελούς και ανεπαρκούς δραστηριότητας των υπηρεσιών της ως θυρωρού συνιστά κρίση, που δεν θίγει την τιμή και την υπόληψή της, αφού εδράζεται σε έλεγχο των πεπραγµένων που πραγµατοποίησε η νέα διαχειρίστρια και το πόρισµά της έθεσε υπόψη της Γενικής Συνέλευσης, που αποφάσισε την αντικατάστασή της και γι' αυτό δεν υπέστη ηθική βλάβη. Τέλος, δέχθηκε ότι οι τακτικές αποδοχές της ενάγουσας, κατά τον τελευταίο πριν από την απόλυσή της µήνα, µε καθεστώς πλήρους απασχόλησης, ανέρχονταν στο ποσό των 1.954,81 ευρώ και όχι στο ποσό των 1.456,81 ευρώ, και η αποζημίωση που δικαιούνταν να λάβει η απολυθείσα ενάγουσα ανέρχεται στο ποσό των 4.561,22 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε από την εναγομένη, όπως συνομολογείται εκατέρωθεν, το ποσό των 3.156,90 ευρώ, εφόσον δε η εναγομένη κατέβαλε στην ενάγουσα αποζημίωση απόλυσης λιγότερη από αυτή που έπρεπε, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αυτής είναι άκυρη και δεν επέφερε τη λύση της εργασιακής σχέσης, με συνέπεια να καταστεί η εναγομένη υπερήμερη δανείστρια. Με βάση τις παραδοχές αυτές, αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, αναγνώρισε ότι η, από 16-10-2008, καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας είναι άκυρη, για τον αμέσως παραπάνω λόγο και υποχρέωσε την εναγομένη να δέχεται τις υπηρεσίες της ενάγουσας και να καταβάλει σ' αυτήν το ποσό των 5.864,43 ευρώ. Η αναιρεσείουσα, με τον τρίτο, αληθώς από τον αρ. 19 (και όχι 17, όπως εσφαλμένα επικαλείται) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, επικαλείται ότι, ως προς τις παραπάνω παραδοχές της, περί του χρόνου γνώσης της προσφυγής της στην επιθεώρηση εργασίας και τη βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας η απόφαση, περιέχει αντιφατικές αιτιολογίες. Ο λόγος όμως αυτός είναι αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από το παραπάνω περιεχόμενο της απόφασης, δεν περιέχονται σ' αυτήν αντιφατικές αιτιολογίες, ενόψει μάλιστα και του ότι, ειδικά ως προς τη γνώση της προσφυγής, το Εφετείο, σαφώς, δέχεται ότι ο χρόνος προσφυγής - σύνταξης του δελτίου και της πρόσκλησης της αναιρεσίβλητης δεν συμπίπτει με το χρόνο της γνώσης της τελευταίας. Εξάλλου, με την παραπάνω κρίση του το Εφετείο δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 4 του ν. 3741/1929 ούτε τις διατάξεις του κανονισμού τις πολυκατοικίας και είναι αβάσιμος ο πέμπτος (κατά το πρώτο μέρος του) λόγος αναίρεσης, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Αβάσιμος είναι και κατά το δεύτερο μέρος του, από τον αρ. 8 του ίδιου άρθρου, με το οποίο προβάλλεται, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, ότι η ίδια ήταν βοηθός του διαχειριστή και την ευθύνη κατά το νόμο και τον κανονισμό της πολυκατοικίας είχε, αποκλειστικά, ο διαχειριστής της Πολυκατοικίας, ο οποίος μάλιστα απαλλάχθηκε αυτής από τη γενική συνέλευση, είναι αβάσιμος, διότι το Εφετείο, όπως προκύπτει από τα πράγματα που δέχθηκε, τον έλαβε υπόψη του και τον απέρριψε. Με τον έκτο λόγο της αναίρεσής της, η αναιρεσείουσα προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του, από 24.6.2008, πρακτικού της γενικής συνέλευσης του αναιρεσίβλητου, με το να δεχθεί, εσφαλμένα, ότι η έκτακτη γενική συνέλευσή του, κατά τη συνεδρίασή του εκείνη, απάλλαξε το διαχειριστή Β. Λ. από τα καθήκοντά του, ενώ έπρεπε να δεχθεί ότι τον απάλλαξε από τις ευθύνες του. Όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απαράδεκτος, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο στην κρίση του κατέληξε ύστερα από εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων και όχι αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το παραπάνω έγγραφο, όπως απαιτεί, για την ίδρυση του συναφούς λόγου αναίρεσης, το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ. Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθμός 11 περ. γ' ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Εξάλλου, κατά την έννοια του πιο πάνω εδαφίου, για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων, τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 341 και 346 ΚΠολΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, από τη διαβεβαίωση που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα, που προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι και όλο το περιεχόμενό της δεν καταλείπεται αμφιβολία, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του όλα τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν, από την ενάγουσα, μεταξύ των οποίων, η από 18 Νοεμβρίου 2008 συστατική επιστολή του Β. Λ., η από 22-11-2009 επιστολή του ίδιου προς την Ε. Π., η από 25-10-2008 επιστολή του ίδιου προς τους Κ. και Π. Λ., το πρακτικό της έκτακτης γενικής συνέλευσης της 24-6-2008 και ο κανονισμός της πολυκατοικίας. Επομένως είναι αβάσιμος ο, περί του αντιθέτου, έβδομος λόγος αναίρεσης. Ο έλεγχος του παραδεκτού του πραγματικού ισχυρισμού, ως προϋπόθεση του βάσιμου του αναιρετικού λόγου του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, αποτελεί απαραίτητο όρο του ελέγχου από τον Άρειο Πάγο της κρίσης του δικαστηρίου, ως προς την ύπαρξη ή μη προβολής πραγματικού ισχυρισμού. Αυτό συμβαίνει, ως προς το βάσιμο του αναιρετικού λόγου, διότι δεν υφίσταται λογικά παράνομη λήψη ή μη λήψη υπόψη πραγμάτων τα οποία δεν προτάθηκαν νόμιμα και παραδεκτά. Εξάλλου, ο παραπάνω λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν, ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή λόγου έφεσης όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι, κατά νόμο, ισχυρισμοί. Στην κρινόμενη υπόθεση, με τον όγδοο, από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό πόρισμά του, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του α) αόριστους ισχυρισμούς του αναιρεσίβλητου "περί δήθεν διαχειριστικών ατασθαλιών" και β) τον τρίτο λόγο της έφεσής του, που ήταν αόριστος. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, στο σύνολό του, διότι η αναιρεσείουσα δεν προσδιορίζει, ειδικότερα, τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς που δέχτηκε το Εφετείο, δίχως να προταθούν και ακόμη σε τι συνίσταται η αοριστία των ισχυρισμών και του λόγου έφεσης. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 14-1-2013, αίτηση για την αναίρεση της 95/2012 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2014. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διάδικος είναι μόνο η ένωση των συνιδιοκτητών πολυκατοικίας (παριστάμενη στο δικαστήριο με το διαχειριστή της) και όχι οι, κατ’ ιδίαν, συνιδιοκτήτες, οι οποίοι δεν έχουν την ιδιότητα του διαδίκου. Ένορκη βεβαίωση στο συμβολαιογράφο είναι νομικώς ανυπόστατη ως αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη, εφόσον αυτή δόθηκε, από πρόσωπο, κατά το χρόνο που ήταν διάδικος. Έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από υπάλληλο της Επιθεώρησης Εργασίας, αποτελούν πλήρη απόδειξη, τόσο ως προς όσα βεβαιώνονται σ’ αυτά, ότι έγιναν από αυτόν ή ότι έγιναν ενώπιόν του, όσο και ως προς όσα βεβαιώνονται, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
1
Αριθμός 922/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος - καλούντος: Κ. Μ. του Π., κατοίκου ..., o oποίος εκπροσωπήθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Άγγελο Τσάση, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων - καθών η κλήση: 1) Θ. χήρας Γ. Π., 2) Σ. Π. του Γ., κατοίκων ..., 3) Χ. Π. του Γ. και 4) Ε. Π. του Γ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Δελμούζο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/4/2005 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Δελφών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3/2007 του ιδίου Δικαστηρίου και 9/ΤΠ/2009 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άμφισσας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 29/4/2009 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 1053/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επαναφέρει ο καλών με την από 9/7/2013 κλήση του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από την από 8/2/2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Τσόλα, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1710 παρ. 1, 1712, 1721, 1724, 1813, 1846, 1193, 1195, 1198 και 1199 ΑΚ, συνάγεται ότι η κυριότητα ακινήτου αποκτάται παραγώγως, με κληρονομική διαδοχή, από το θάνατο του κληρονομουμένου, εφόσον ο κληρονόμος αποδεχθεί την κληρονομιά με δημόσιο έγγραφο και μεταγράψει την περί αποδοχής δήλωσή του. Για τη μεταβίβαση, με τον τρόπο αυτόν, της κυριότητας του ακινήτου, προϋπόθεση είναι ο αποβιώσας να ήταν κύριος του ακινήτου. Εξάλλου, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 1045, 1046 και 974 του ΑΚ, για την απόκτηση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται η επί εικοσαετία νομή του πράγματος, χωρίς να έχει σημασία ο τρόπος με τον οποίο αποκτήθηκε η νομή αυτού. Για την ύπαρξη νομής, σύμφωνα με την τελευταία από τις διατάξεις αυτές, απαιτούνται δύο στοιχεία: α) η φυσική εξουσίαση του πράγματος, (CORPUS), την οποία αποτελεί η άσκηση πράξεων που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του πράγματος, ώστε, κατά την αντίληψη των συναλλαγών, να θεωρείται ότι αυτό βρίσκεται κατά τρόπο σταθερό στη διάθεση του νομέα και β) η διάνοια κυρίου, η πρόθεση, δηλαδή, για διαρκή, απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του πράγματος, όμοια ή ανάλογη με εκείνη που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας (ANIMUS DOMINII), η οποία εκδηλώνεται με τη μεταχείριση του πράγματος, κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να το μεταχειριστεί ο ιδιοκτήτης αυτού, χωρίς να απαιτείται απαραίτητα η πρόθεση αυτή να κατευθύνεται σε έννομη κτήση της κυριότητας, ούτε και να συνοδεύεται από την πεποίθηση αυτού που εξουσιάζει το πράγμα ότι έχει και την κυριότητα αυτού (OPINIO DOMINII). Εξάλλου, κατά το άρθρο 560 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Τούτο συμβαίνει αν, για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του προσκομιζόμενου αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης, με αυτήν το Πολυμελές Πρωτοδικείο Άμφισσας, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Στην κτηματική περιφέρεια του Δ.Δ. Χρισσού του Δήμου Δελφών του Ν. Φωκίδος και συγκεκριμένα στη θέση "Αγία Καθολική" βρίσκεται ένα οικόπεδο μετά των επ' αυτού διώροφης οικίας και των ισόγειων αποθηκών, εκτάσεως 422,43 τ.μ., αποτυπώνεται με τα στοιχεία 1-2-3-4-5-6-7-8-9-10-10α-11-12-13-14-15-16-17-18-19-20-21-22-1 στο από Φεβρουάριο του έτους 2005 τοπογραφικό διάγραμμα που προσαρτάται στην με αριθμό κατάθεσης 6/2005 αγωγή και συνορεύει δυτικά με ανώνυμη δημοτική οδό, βόρεια με ιδιοκτησία Π. Δ. και Φ. Ν., ανατολικά με ιδιοκτησία Ι. Η. και νότια εν μέρει με ακίνητο του πρώτου εναγομένου και ήδη εκκαλούντος και εν μέρει με δημοτική οδό ... . Τμήμα του ανωτέρω ακινήτου αποτελεί και το επίδικο εδαφικό τμήμα, εκτάσεως 14,80 τ.μ., το οποίο αποτυπώνεται με τα στοιχεία 10α-11 -12-13-10α και συνορεύει ανατολικά με πλευρά 10α-11 μήκους 5,70 τ.μ. με ιδιοκτησία Ι. Η., νότια με πλευρά 11-12 μήκους 3,00 μέτρων με δημοτική οδό ..., δυτικά με πλευρά 12-13 μήκους 5,75 τ.μ. με ιδιοκτησία του πρώτου εναγομένου και ήδη εκκαλούντος και βόρεια με πλευρά 13-1 μήκους 2,25 τ.μ. με ιδιοκτησία εναγόντων και ήδη εφεσίβλητων. Το ανωτέρω ακίνητο και συνεπώς και το επίδικο εδαφικό τμήμα των 14,80 τ.μ. περιήλθε στους ενάγοντες, κατά παράγωγο τρόπο και ειδικότερα, από κληρονομιά του αποβιώσαντος την 9-10-2002, συζύγου της πρώτης και πατέρα των λοιπών, Γ. Π. του Χ. και της Ε., την οποία κληρονομιά απεδέχθησαν άπαντες, δυνάμει του .../30-04-2004 συμβολαίου αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Ιτέας Ιωάννη Αναγνωστόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Δελφών στον τόμο ... και αριθμό 304. Στο δικαιοπάροχο των εναγόντων το ως άνω ακίνητο περιήλθε κατά ποσοστό 3/4 από κληρονομιά του αποβιώσαντος την 19-10-1980 πατρός του Χ. Π. του Γ. και κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά της αποβιώσασας την 03-08-1983 μητρός του Ε. χας Χ. Π., στην οποία περιήλθε το προαναφερθέν ποσοστό λόγω κληρονομιάς του προαποβιώσαντος συζύγου της. Στον Χ. Π. του Γ. το ανωτέρω ακίνητο περιήλθε από κληρονομιά της αποβιώσασας την 7-05-1952 μητρός του Μ. χας Γ. Π.. Τόσο ο άμεσος όσο και οι απώτεροι δικαιοπάροχοι των εναγόντων για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας νέμονταν συνεχώς και αδιαλείπτως το προαναφερόμενο ακίνητο και συνεπώς και το επίδικο εδαφικό τμήμα των 14,80 τ.μ. με υλικές και εμφανείς επενέργειες πάνω σ' αυτό, χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από κανένα. Ειδικότερα, κατοικούσαν στην οικία που είναι χτισμένη στο ανωτέρω οικόπεδο και χρησιμοποιούσαν τις αποθήκες για αποθήκευση ελαιών. Όσον αφορά δε το επίδικο τμήμα των 14,80 τ.μ., αυτό χρησιμοποιούνταν προκειμένου να καταστεί δυνατή η προσέγγιση στην αποθήκη που βρίσκεται στο νότιο τμήμα του οικοπέδου των εναγόντων. Από το 1980 μέχρι την 9-10-2002 (για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας) στο ως άνω επίδικο τμήμα του ακινήτου των εναγόντων, ο Γ. Π. (σύζυγος της πρώτης και πατέρας των λοιπών εναγόντων) ασκούσε εμφανείς υλικές διακατοχικές πράξεις και συγκεκριμένα ξεφόρτωνε ξύλα για το τζάκι καθώς και κάδους ελαιών, τους οποίους αποθήκευε κατόπιν στην αποθήκη που βρίσκεται στο νότιο τμήμα του οικοπέδου των εναγόντων, τσιμεντόστρωσε την επιφάνεια του επιδίκου, ενώ από το 1981 και μετά στάθμευε το τρακτέρ του με την πλατφόρμα αυτού, κατασκεύασε μικρή τσιμεντένια ράμπα, προκειμένου να διευκολύνεται η είσοδος στο επίδικο ακίνητο, καθώς και ξύλινα πλαίσια με διχτυωτό συρματόπλεγμα σαν πόρτα στο επίδικο ακίνητο. Συνεπώς, ο προαναφερθείς, το έτος 2000, κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πρόσβαση στην προαναφερθείσα αποθήκη είναι δυνατή μόνο μέσω του επίδικου τμήματος, ενώ όπως προκύπτει από την από 16-02-2007 έκθεση αυτοψίας του Ειρηνοδίκη Δελφών Δημητρίου Ζουρνή, σύμφωνα με την οποία, "... Η δυτική (5,75 μ.) και η ανατολική πλευρά (5,70 μ.) εφάπτονται αντίστοιχα με τον ανατολικό τοίχο του πρώτου εναγομένου και με το δυτικό τοίχο του κτιρίου του δευτέρου εναγομένου. Στους δύο αυτούς τοίχους δεν υπάρχουν ανοίγματα επικοινωνίας (πόρτες ή παράθυρα) προς το επίδικο. Οι πόρτες και τα παράθυρα των δύο εναγομένων είναι στους τοίχους που εφάπτονται και κοιτούν προς την οδό ... . Η βόρεια πλευρά του επιδίκου (2,25 μ.) εφάπτεται με το νότιο τοίχο της αποθήκης των εναγόντων και ειδικότερα με την πράσινη δίφυλλη ξύλινη πόρτα εισόδου (πλάτους 1,30 μ.) που είναι τοποθετημένη εκεί και οδηγεί στο εσωτερικό της αποθήκης αυτής. Η τελευταία είναι πάρα πολύ παλιάς κατασκευής. Είναι πλινθόκτιστη και από την επισκόπηση της προκύπτει ότι το άνοιγμα της ξύλινης πόρτας έχει κατασκευαστεί κατά το χρόνο κατασκευής του κτιρίου της και η πόρτα έχει τοποθετηθεί ομοίως τότε..", το επίδικο εδαφικό τμήμα δεν εξυπηρετεί λειτουργικά το ακίνητο του εναγομένου, αντίθετα, όπως προαναφέρθηκε, εξυπηρετεί το ακίνητο των εναγόντων, δεδομένου ότι η πρόσβαση στην αποθήκη, που βρίσκεται στο νότιο τμήμα του ακινήτου τους, είναι δυνατή μόνο από το επίδικο εδαφικό τμήμα. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και από την κατάθεση της μάρτυρος (μητέρας) του πρώτου εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, Α. χήρα Π. Μ., η οποία ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι "Κάποια στιγμή το 1966 προσπάθησε ο Χ. Π. να ανοίξει μια πόρτα στον αχυρώνα που είχε και άρχισε να διαπληκτίζεται με τον πεθερό μου. Τους άφησε και άνοιξαν την πόρτα, δεν τους πήγε στο δικαστήριο και παρέμεινε μέχρι τώρα να μπαίνουν και να βγαίνουν...Δεν έχει πόρτα το κτίριο του πεθερού μου προς τα εκεί...το τσιμέντο μπροστά στο επίδικο πρέπει να το έριξε ο Π. όταν άρχισε να βάζει το τρακτέρ ...". Ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι, δυνάμει του .../29-12-1997 συμβολαίου γονικής παροχής κατέστη ψιλός κύριος του ευρύτερου ακινήτου, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το επίδικο τμήμα, ενώ η επικαρπία αυτού παραχωρήθηκε δυνάμει του προαναφερθέντος συμβολαίου στην ως άνω μητέρα του Α. Μ.. Επιπρόσθετα, ισχυρίζεται ότι, τόσο ο ίδιος όσο και οι απώτεροι δικαιοπάροχοι του νέμονταν με διάνοια κυρίου και το ως άνω επίδικο εδαφικό τμήμα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των εβδομήντα ετών και κατέστησαν έτσι κύριοι αυτού τόσο κατά πρωτότυπο όσο και κατά παράγωγο τρόπο. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι όσον αφορά το επίδικο ακίνητο το χρησιμοποιούσαν προκειμένου να επικοινωνούν με την ανατολική είσοδο της οικίας και αποθήκης τους, το αποτύπωναν σε σχέδια και διαγράμματα, κατασκεύασαν σε αυτό σωλήνα αποχέτευσης, κατά καιρούς εναπόθεταν υλικά οικοδομικών εργασιών, τοποθετούσαν σκαλωσιές και αποχετεύουν τους σταλαγμούς της στέγης της αποθήκης τους. Δεν αποδείχθηκε όμως οποιαδήποτε χρησιμοποίηση του επίδικου ακινήτου και ιδιαίτερα για την επικοινωνία με την ανατολική είσοδο της οικίας και αποθήκης του εκκαλούντος, αφού, όπως προαναφέρθηκε, δεν υπάρχει άνοιγμα του ακινήτου του εκκαλούντος προς το επίδικο ακίνητο, αντίθετα μέσω του επίδικου ακινήτου είναι δυνατή η πρόσβαση στην αποθήκη των εναγόντων- εφεσιβλήτων, ενώ όσον αφορά την αποχέτευση των σταλαγμών και την ύπαρξη σωλήνα αποχέτευσης δεν οδηγούν στη κτήση της νομής του επίδικου ακινήτου και όσον αφορά την τοποθέτηση ικριωμάτων και οικοδομικών υλικών για την επισκευή της παρακείμενης αποθήκης του εκκαλούντος, πρόκειται για παροδική χρήση, που επίσης δεν οδηγεί στην κτήση της νομής του επιδίκου, δεδομένου ότι αυτό δεν τίθεται κατά τρόπο σταθερό, κατά την αντίληψη των συναλλαγών, στη διάθεση του νομέα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το γεγονός ότι στο Κτηματολογικό Γραφείο Άμφισσας το δυτικό τμήμα του επιδίκου ακινήτου εμφανίζεται στην ιδιοκτησία του εκκαλούντος κατόπιν σχετικής ενστάσεώς του δεν ασκεί έννομη επιρροή, δεδομένου ότι κατά τη διαδικασία της κτηματογραφήσεως αποτυπώνεται απλώς και καταγράφεται η υφισταμένη κατάσταση των ακινήτων και των επ' αυτών δικαιωμάτων με βάση τις δηλώσεις των ενδιαφερομένων και τις πληροφορίες, που έχουν συλλέξει, χωρίς, πάντως, να κρίνεται με την αποτύπωση και την καταγραφή αυτή το ζήτημα του ιδιοκτήτη των περί ων πρόκειται ακινήτων. Η διαδικασία, δηλαδή, αυτή, ως εκ της φύσεως των οργάνων στα οποία έχει ανατεθεί η διεκπεραίωσή της, δεν υποκαθιστά ούτε αποκλείει τη δικαστική επίλυση των ιδιοκτησιακών διαφορών επί των ακινήτων της υπό κτηματογράφηση περιοχής, ενώ οι όποιες αμφισβητήσεις σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εν λόγω ακινήτων, οι οποίες ανακύπτουν κατά τη κτηματογράφηση ή μετά την περαίωση αυτής, εξ αφορμής πράξεων του Ο.Κ.Χ.Ε. και των συγκροτουμένων από τον Ο.Κ.Χ.Ε. Επιτροπών Ενστάσεων (Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας) υπάγονται, ως αφορώσες την αναγνώριση ιδιωτικών δικαιωμάτων, στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων σύμφωνα με το άρθρο 94 § 2 του Συντάγματος. Συνεπώς αποδείχθηκε ότι η κυριότητα του επιδίκου περιήλθε στους ενάγοντες με το θάνατο του Γ. Π. του Χ. στις 9-10-2002, αφού αυτοί με το .../30-04-2004 συμβόλαιο αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Ιτέας Ιωάννη Αναγνωστόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Δελφών στον τόμο 84 και αριθμό 304, απεδέχθησαν την επαγόμενη σ' αυτούς κληρονομιά του ως άνω αποθανόντος, συζύγου της πρώτης και πατέρα των λοιπών, στην οποία κληρονομιά συμπεριλαμβάνεται και το επίδικο. Εξάλλου, στις 22-06-2006 ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών μαζί με το δικαιοπάροχο του και πατέρα του με εξώδικη δήλωσή τους αμφισβήτησαν την κυριότητα των εναγόντων στο επίδικο ακίνητο ισχυριζόμενοι ότι οι ίδιοι τυγχάνουν ψιλός κύριος και επικαρπωτής, αντίστοιχα". Με βάση τις παραδοχές αυτές το, δικάσαν ως Εφετείο, Πολυμελές Πρωτοδικείο Άμφισσας δέχθηκε την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας αγωγή ως κατ' ουσίαν βάσιμη και απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που είχε κρίνει ομοίως. Έτσι που έκρινε το Πολυμελές Πρωτοδικείο Άμφισσας δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες διατάξεις των άρθρων 1045 και 974 ΑΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, αφού. υπό τα ως άνω ανελέγκτως γενόμενα πραγματικά περιστατικά, ο άμεσος δικαιοπάροχος των εναγόντων - αναιρεσιβλήτων Γ. Π. απέκτησε την κυριότητα του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, γιατί το είχε στη νομή του επί τον απαιτούμενο χρόνο της εικοσαετίας. Εξάλλου, το Πολυμελές Πρωτοδικείο με την κρίση του, ότι οι προαναφερόμενες από τον αναιρεσείοντα (και τους δικαιοπαρόχους του) πράξεις (αποχέτευση των σταλαγμών, διατήρηση στο επίδικο σωλήνα αποχέτευσης και παροδική τοποθέτηση σ' αυτό ικριωμάτων και οικοδομικών υλικών για την επισκευή της παρακείμενης αποθήκης του αναιρεσείοντος), δεν οδηγούν στην κτήση της νομής του επιδίκου δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 974 ΑΚ ως προς την έννοια της νομής, δεδομένου ότι, όπως προεκτέθηκε στη νομική σκέψη, για την ύπαρξη της νομής απαιτούνται τα ως άνω δύο στοιχεία, (φυσική εξουσίαση του πράγματος και διάνοια κυρίου), τα οποία δεν υφίστανται εν προκειμένω, αφού, σύμφωνα με τα ως άνω ανελέγκτως δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση πραγματικά περιστατικά, το επίδικο ακίνητο δεν βρισκόταν κατά τρόπο σταθερό στη διάθεση του αναιρεσείοντος (και των δικαιοπαρόχων του) και δεν υπήρχε πρόθεση αυτών, για διαρκή, απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του πράγματος, όμοια ή ανάλογη με εκείνη που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας. Συνεπώς είναι αβάσιμος ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, από τον αριθ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων ισχυρίζεται τ' αντίθετα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 29.4.2009 αίτηση του Κ. Μ. του Π. για αναίρεση της 9/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άμφισσας, που δίκασε ως Εφετείο. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2014 και Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Απριλίου 2014. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία που απαιτούνται για την ύπαρξη νομής είναι η φυσική εξουσία του πράγματος (corpus) και η διάνοια κυρίου. Έννοια αυτών.
Νομή
Νομή.
0
Αριθμός 926/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ι. Μ. - Ζ. του Ι., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Λιδωρίκη. Της αναιρεσίβλητης: Χ. συζ. Χ. Κ., το γένος Μ. Γ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Όλγα Κοράκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13/3/2006 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης και την από 5/9/2006 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χίου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 125/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 10/2013 του Τριμελούς Εφετείου Βορείου Αιγαίου (Μεταβατική έδρα Χίου). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 15/4/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 5/3/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά το άρθρο 309 εδαφ β ΚΠολΔικ, οι μη οριστικές αποφάσεις, μεταξύ των οποίων είναι και η από το άρθρο 249 εδ α περ α ΚΠολΔικ απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία διατάσσεται η αναστολή της συζήτησης της αγωγής ή της έφεσης και εντεύθεν η αναστολή της δίκης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα άλλη συναφής δίκη, που εκκρεμεί σε άλλο πολιτικό Δικαστήριο, μπορούν είτε αυτεπαγγέλτως, είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου, η οποία υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν, σε κάθε στάση της δίκης, από το Δικαστήριο που τις εξέδωσε. Η αίτηση περί ανακλήσεως είναι παραδεκτή, μόνον όταν το δικαστήριο επιλαμβάνεται της ουσίας της υπόθεσης, όπως όταν εισάγεται κλήση για συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, γιατί μόνο στην περίπτωση αυτή δημιουργείται στάση δίκης. Έτσι, αν η υπόθεση αναβλήθηκε από το δικαστήριο, η αίτηση ανάκλησης της αναβλητικής απόφασης που υποβλήθηκε ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ χωρίς στάση δίκης επί της ουσίας της υπόθεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Τούτο δε γιατί, η ως άνω αίτηση (ακόμη και εάν ο διάδικος την ονόμασε αίτηση ανάκλησης ή κλήση ή κλήση για συζήτηση)δεν μπορεί από μόνη της να δημιουργήσει στάση δίκης, ούτε να λειτουργήσει ως ένδικο μέσο προς έλεγχο της δικαστικής κρίσης της απόφασης, που διέταξε την αναστολή, αφού με την άνω διάταξη δεν σκοπήθηκε η εισαγωγή ενός νέου ενδίκου βοηθήματος. Η ανάκληση μη οριστικής απόφασης κατά τρόπο που αντίκειται στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 309 εδ β ΚΠολΔικ, συνιστά λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αρ 14 ΚΠολΔικ, ήτοι της παρά το νόμο μη κήρυξης απαραδέκτου, δεδομένου ότι η εισαγωγή της υποθέσεως, με κλήση, χωρίς τις νόμιμες προϋποθέσεις, πρέπει να κηρύσσεται απαράδεκτη. Πλην όμως κατά την ορθή ερμηνεία της διατάξεως αυτής, πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν ισχύει ο ανωτέρω περιορισμός της αυτοτελούς ανάκλησης, στις περιπτώσεις εκείνες, που με την μη οριστική απόφαση διατάχθηκε ένα μέτρο, η εκτέλεση του οποίου είναι ανέφικτη ή τάχθηκε ένα εμπόδιο στη ροή της διαδικασίας, η αναμονή για την άρση του οποίου, προκειμένου να εξακολουθήσει και ολοκληρωθεί η διαδικασία, είναι μάταιη και προκαλεί άσκοπη επιβράδυνση αυτής και καθυστέρηση ικανοποίησης του δικαιώματος του δανειστή ή πρόκειται για περιπτώσεις προφανώς εσφαλμένης μη οριστικής απόφασης που η εμμονή στην ισχύ της θα σήμαινε τη συνειδητή αναμονή μιας μάταιης διαδικασίας, η αίτηση ανάκλησης μπορεί να υποβληθεί παραδεκτώς και με την κλήση για κατ' ουσία συζήτηση της υπόθεσης, η εισαγωγή της οποίας δημιουργεί στάση δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση με τον μοναδικό λόγο της αναίρεσης, από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι, παρά το νόμο, δε κήρυξε απαράδεκτη την από 16-2-2012 και με αριθμ. πραξ. καταθ. 4/6.3.2012 κλήση της αναιρεσίβλητης, με την οποία εκείνη αυτοτελώς και χωρίς να υφίσταται στάση δίκης ζήτησε την ανάκληση της υπ' αριθμ 223/2009 μη οριστικής απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία είχε αναβληθεί "ανασταλεί" η συζήτηση της υπόθεσης, εωσότου περατωθεί τελεσίδικα προγενέστερα ασκηθείσα συναφής δίκη. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ 561 παρ 2 ΚΠολΔικ) ως προς την επίμαχη από 16-2-2012 κλήση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα : Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εκκαλών Ι. Μ.-Ζ., στην από 5.9.2006 (με αριθμ. κατάθ 1786/2006) αγωγή του στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χίου, εξέθεσε ότι κατέστη κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άτυπης δωρεάς από τον πατέρα του Ι. Μ. το έτος 1960, του περιγραφόμενου κατά θέση, έκταση και όρια ακινήτου, εμβαδού 1.606.515,50 τ.μ., που απεικονιζόταν στο συνημμένο στην αγωγή υπό στοιχ. Τ2 από μηνός Ιουνίου 2006 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Α. Μ. και ότι το έτος 1990 η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη κατέλαβε και περιέφραξε ένα τμήμα εμβαδού 27.962,67 τ.μ. από το νοτιοανατολικό μέρος του μεγάλου ακινήτου, το οποίο τμήμα επίσης περιγραφόταν και απεικονιζόταν στο συνημμένο στην αγωγή τοπογραφικό, αποβάλλοντας τον από τη νομή του. Περαιτέρω, ο ενάγων - εκκαλών αναφερόμενος στην απαλλοτρίωση που κηρύχθηκε με την υπ' αριθμ. 5/2005 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Χίου, με την οποία απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά, μεταξύ άλλων ιδιοκτησιών, για την κατασκευή περιφερειακού δρόμου, τρία τμήματα του εν λόγω ακινήτου του που περιγράφονταν αναλυτικά και απεικονίζονταν στο προαναφερθέν τοπογραφικό, τα οποία αποτελούν τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου του των 1.606.515,50 τ.μ. και περιλαμβάνονται στην έκταση των 27.962,67 τμ, που κατέλαβε η εναγομένη, εκτός από ένα τμήμα της υπ' αριθμ. 70 ιδιοκτησίας η οποία βρίσκεται εκτός αυτής αλλά εντός του ευρύτερου ακινήτου του. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε ο ενάγων και ήδη εκκαλών, ν' αναγνωριστεί κύριος του ακινήτου των 27.962,679 τ.μ. που κατέχει η εναγομένη - εφεσίβλητη και να υποχρεωθεί η τελευταία να του το αποδώσει και να αναγνωριστεί, επίσης, κύριος των απαλλοτριωθεισών ιδιοκτησιών ΚΠ 67, 68 και 70 και δικαιούχος της αντίστοιχης αποζημίωσης. Συνάμα όμως και η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη, Χ. Κ. είχε ασκήσει και αυτή κατά του προαναφερθέντος αντιδίκου της την από 13-3-2006 ( με αριθμ. κατάθ. 509/13-3-2006) αντίθετη αγωγή της, με την οποία αυτή ιστορούσε ότι είναι κυρία ενός ακινήτου εμβαδού 41.141 τ.μ. και κατά νεωτέρα καταμέτρηση 44.988,33 τ.μ., ότι το ακίνητο αυτό απέκτησε παράγωγα δυνάμει του υπ' αριθμ. .../1989 συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Χίου, Χρυσ. Αξιωτάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα, από τον αληθή κύριο πατέρα της, άλλως ότι κατέστη κυρία του ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο, με την προσμέτρηση στο χρόνο νομής της, του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου της. Ότι με την υπ' αριθμ. 5/2005 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Χίου, απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά, μεταξύ άλλων ιδιοκτησιών, για την κατασκευή περιφερειακού δρόμου, τρία τμήματα του εν λόγω ακινήτου της, που αναφέρονταν στον κτηματολογικό πίνακα. Ότι κατά τη δίκη της αναγνώρισης δικαιούχων για τα απαλλοτριωθέντα ακίνητα, παρενέβη ο εναγόμενος - εκκαλών, διεκδικώντας για τον εαυτό του την αποζημίωση που αναλογεί στις παραπάνω απαλλοτριωθείσες ιδιοκτησίες (67, 68 και 70 του ΚΠ,) και ως εκ τούτου το Δικαστήριο απέσχε να εκδώσει απόφαση αναγνώρισης δικαιούχων γι' αυτά, προκειμένου να κριθεί κατά την τακτική διαδικασία, το ζήτημα της κυριότητας των επίδικων ιδιοκτησιών. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε και αυτή, να αναγνωριστεί κυρία των τριών εδαφικών τμημάτων με αριθμούς ΚΠ 67, 68 και 70, που απαλλοτριώθηκαν και δικαιούχος της αναλογούσης σ' αυτά αποζημίωσης η οποία καθορίστηκε προσωρινά με την υπ' αριθμ. 9/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χίου. Οι αγωγές αυτές συνεκδικάστηκαν, αντιμωλία των διαδίκων στη δικάσιμο στις 2-5-2007 και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 125/2007 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χίου, η οποία δέχθηκε την αγωγή της Χ. Κ. και αναγνώρισε αυτήν δικαιούχο της αποζημίωσης, που αναλογεί στις υπ' αριθμ. 67, 68 και 70 ιδιοκτησίες, ενώ απέρριψε την αγωγή του Ι. Μ. Ζ.. Κατά της απόφασης άσκησε ο ενάγων της παραπάνω αγωγής, εναγόμενος στην αγωγή της Χ. Κ. και ήδη εκκαλών, την από 11/1/2008 (με αριθ. κατάθ. 6/14-1-2008 ) έφεση, καθώς και τους από 15/102008 (με αριθμ. κατάθ. 6/20-10- 2008) και από 24/3/2009 (με αριθμ. κατάθ. 2/26-3-2009) πρόσθετους λόγους έφεσης, παραπονούμενος για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, την παραδοχή της αγωγής του και την απόρριψη της αγωγής της αντιδίκου του. Η έφεση αυτή, συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων στις 30-4-2009 και εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 223/2009 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία κατά μερική παραδοχή της έφεσης, έγινε τυπικά δεκτή η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι, εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση και απορρίφθηκε ως αόριστη, η από 13-3-2006 (με αριθμ. κατάθ. 509/13-3-2006) αντίθετη αγωγή της Χ. Κ. και το Δικαστήριο ανέβαλε τη συζήτηση της υπόθεσης όσον αφορά την από 5-9-2006 (με αριθμ. κατάθεσης 1786/2006) παραπάνω αγωγή του Ι. Μ.- Ζ., χωρίς να αποφασίσει οριστικά γι' αυτήν (για τη νομική φύση της απόφασης αυτής ως μη οριστικής, βλ. ΑΠ 137/83, Δ. 15.30) εωσότου, περατωθεί τελεσίδικα η δίκη, που είχε ανοιχθεί με την άσκηση της υπ' αριθμ. κατάθεσης 52/1984 αγωγής, δεχόμενη τον ισχυρισμό του παραπάνω, ότι μεγαλύτερο ακίνητο εμβαδού 1.000 στρεμμάτων στο οποίο περιλαμβάνεται και το ένδικο της κρινόμενης αγωγής του, αποτελεί αντικείμενο της δίκης που ανοίχθηκε με την υπ' αριθμ. κατάθ. 52/1984 αγωγή του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Βροντάδου κατά του τελευταίου, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 65/1988 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χίου, που δέχθηκε την αγωγή και μετά από άσκηση έφεσης εκ μέρους του, η υπ' αριθμ. 327/1990 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου , η οποία διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και στη συνέχεια, η υπ' αριθμ. 336/92 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, που διέταξε συμπλήρωση της προαναφερθείσας πραγματογνωμοσύνης, η οποία ακόμη ως σήμερα δεν έχει διεξαχθεί. Ήδη με την ένδικη από 16/2/2012 ( με αριθμ. κατάθ. 4/6-3-2012) κλήση της, η Χ. συζ. Χ. Κ., εναγομένη της παραπάνω αγωγής του I. Μ. - Ζ. και ήδη εφεσίβλητη, ζητεί την ανάκληση της προαναφερθείσας υπ' αριθμ. 223/2009 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου και τη, στη συνέχεια, συζήτηση της από 11/1/2008 (με αριθ. κατάθ. 6/14-1-2008) έφεσης καθώς και των από 15/10/2008 ( με αριθμ. κατάθ. 6-20-10-2008) και από 24/3/2009 ( με αριθμ. κατάθ. 2/26-3-2009) προσθέτων λόγων έφεσης του ενάγοντος της από 5-9-2006 (με αριθμ. κατάθ. 1786/2006) αγωγής και ήδη εκκαλούντος για τους λόγους ότι: Α) Εσφαλμένα έκρινε το Δικαστήριο ότι η ένδικη υπόθεση αλλά και η αφορώσα την υπ' αριθμ. κατάθ. 52/1984 αγωγή, αφορούν το ίδιο ακίνητο και β) ότι η επιδικία μεταξύ του I. Ναού Αγίου Γεωργίου Βροντάδου και του καθ' ου η κλήση, εκκρεμεί ήδη 28 ολόκληρα χρόνια και δεν υπάρχει περίπτωση να τελειώσει , αφού οι διάδικοι δεν ενδιαφέρονται ουσιαστικά για την περάτωση της δίκης , η δε αναμονή εκ μέρους της, στην έκδοση απόφασης επί της ανωτέρω αγωγής, είναι μάταιη και προκαλεί άσκοπη επιβράδυνση αυτής και καθυστέρηση ικανοποίησης του δικαιώματος της απόληψης της αποζημίωσης, δεδομένου ότι ήδη, με την υπ' αριθμ. 15/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χίου, ανεστάλη κατά τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ η εκδίκαση της (νέας και ορισμένης πλέον) αγωγής της κατά του καθ'ου, μέχρι έκδοσης απόφασης επί της κρινόμενης υπόθεσης. Η ως άνω αίτηση. όσον αφορά το πρώτο σκέλος της είναι , σύμφωνα με τις παραδοχές της μείζονας σκέψης, απαράδεκτη και απορριπτέα, διότι δεν μπορεί η αυτοτελώς υποβαλλόμενη αίτηση ανάκλησης μη οριστικής απόφασης, που εξαφάνισε την προσβαλλόμενη και η οποία χωρίς να αποφασίσει επί της ουσίας, ανέστειλε τη συζήτηση μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης σε άλλη συναφή δίκη, να λειτουργήσει ως ένδικο μέσο ελέγχου της κρίσης της απόφασης που διέταξε την αναστολή, κρίση άλλωστε, η οποία στην ένδικη περίπτωση δεν προαποδεικνύεται και φανερά εσφαλμένη. Πλην, όμως, όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της, η εν λόγω αίτηση είναι παραδεκτή, διότι πράγματι προέκυψε, ότι η επιδικία μεταξύ του Ιερού Ναού Αγίου Βροντάδου και του καθ'ου η κλήση, που δημιουργήθηκε με την υπ' αριθμ. κατάθ. 52/1984 αγωγή του Ιερού Ναού, εκκρεμεί ήδη 28 ολόκληρα χρόνια, μετά δε την έκδοση της υπ' αριθμ. 336/92 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, η οποία διέταξε συμπλήρωση της διενεργηθείσας με προγενέστερη απόφαση του πραγματογνωμοσύνης και μέχρι τις 13-8-2010, που ο ενάγων και ήδη εκκαλών υπέβαλε την με αριθμ. κατάθ. 2/13-8-2010 αίτηση του για αντικατάσταση πραγματογνώμονα, δεν έγινε ουδεμία πράξη από τους διορισθέντες πραγματογνώμονες, αλλά ούτε και από τους διαδίκους, που αδιαφόρησαν παντελώς για διάστημα 18 ολόκληρων ετών. Μάλιστα, ενώ η υπ' αριθμ. 223/2009 απόφαση με την οποία διατάχθηκε η αναστολή, δημοσιεύθηκε στις 31-8-2009, ο αιτών, ενάγων και εκκαλών, υπέβαλε αίτηση αντικατάστασης πραγματογνώμονα ένα χρόνο αργότερα και δη στις 13-8-2010, ενώ με την υπ' αριθμ. 10/2011 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που δημοσιεύθηκε στις 14-1-2011, αντικαταστάθηκε ο ένας εκ των πραγματογνωμόνων, ο ενάγων - εκκαλών γνωστοποίησε το διορισμό του στις 14-6-2011 και από τότε έως σήμερα, δεν χώρησε όρκιση των πραγματογνωμόνων, ούτε προκύπτει ότι αυτοί προέβησαν σε κάποια ενέργεια για περάτωση αυτής. Η συνέχιση, λοιπόν, της επιδικίας και η εξ αυτής αναμονή εκ μέρους της εναγομένης - εφεσίβλητης , την οποία ουδεμία υπαιτιότητα βαρύνει για την καθυστέρηση αυτή, καθιστά μάταιη την αναμονή και προκαλεί άσκοπη επιβράδυνση αυτής και καθυστέρηση ικανοποίησης του δικαιώματος της για δίκαιη δίκη εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος και έρευνας του δικαιώματος της απόληψης της αποζημίωσης, δεδομένου ότι ήδη με την υπ' αριθμ. 15/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χίου ανεστάλη, κατά τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ, η εκδίκαση της αγωγής της κατά του καθ' ου, ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος για την απόληψη της αποζημίωσης μέχρι έκδοσης απόφασης επί της κρινόμενης υπόθεσης από το Δικαστήριο αυτό. Επομένως, πρέπει ν' ανακληθεί η προαναφερόμενη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ανακαλούμενης δε αυτής, παραδεκτά πλέον φέρονται προς συζήτηση και έκδοση απόφασης επί της ουσίας, η από 11.1.2008 (με αριθμ. Κατάθ. 6/14.1.2008) έφεση, καθώς και οι από 15.10.2008 (με αριθμ. Κατάθ. 6/20.10.2008) και από 23.4.2009 (με αριθμ. Κατάθ. 1786/2006) αγωγής του ήδη εκκαλούντος". Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, ορθά, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη έκρινε κατά ένα μέρος, και δη κατά εκείνο που δεν λειτουργούσε ως ένδικο βοήθημα, παραδεκτή την επίμαχη αίτηση ανακλήσεως μη οριστικής αποφάσεως, που υποβλήθηκε μαζί με κλήση για κατ' ουσίαν συζήτηση της υποθέσεως, η οποία δημιουργεί στάση δίκης και ανεκάλεσε την περί ης ο λόγος μη οριστική απόφαση, καθόσον η λόγω της διαταχθείσας αναστολής συνέχιση της επιδικίας προκαλούσε άσκοπη επιβράνδυση της εξελίξεως της δίκης και καθυστέρησης ικανοποίησης του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Δεν συνέτρεχε λοιπόν περίπτωση κηρύξεως απαραδέκτου της επίμαχης κλήσης, μη στοιχειοθετουμένου του ερευνωμένου από τον αρ 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. μοναδικού αναιρετικού λόγου, ο οποίος, όπως και η έφεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, κατά το άρθρο 495 παρ 1 του ΚΠολΔικ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ 2 του Ν. 4055/2012. Ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔικ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15-4-2013 αίτηση του Ι. Μ.-Ζ. του Ι., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 10/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου (Μεταβατικής Έδρας Χίου). Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το κατατεθέν παράβολο. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Απριλίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κατά το άρθρο 309 εδ. β Κ.Πολ.Δ., οι μη οριστικές αποφάσεις, όπως είναι και η από το 249 εδ. α παρ. α Κ.Πολ.Δ. μπορούν να ανακληθούν όχι με αυτοτελή αίτηση, αλλά μόνο όταν το δικαστήριο επιλαμβάνεται της ουσίας της υπόθεσης, όπως όταν εισάγεται κλήση για συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, γιατί μόνο στην περίπτωση αυτή δημιουργείται στάση δίκης.
Ανάκληση μη οριστικής απόφασης
Ανάκληση μη οριστικής απόφασης.
2
Αριθμός 909/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ι. Σ. του Π., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Σακκαλή. Της αναιρεσίβλητης: Γ. Τ. του Κ., κατοίκου ..., η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/11/1997 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αμφίσσης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 19/ΤΠ/2002 του ίδιου Δικαστηρίου και 110/2004 του Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση των αποφάσεων αυτών ζητεί ο αναιρεσείων με την από 3/11/2004 αίτηση και τους από 15/8/2011 προσθέτους λόγους του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 12/11/2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 8734Β/6-9-2010 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Άμφισσας ..., ακριβές αντίγραφο της από 3-11-2004 αιτήσεως αναιρέσεως, μαζί με κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο της 5-10-2011, κατά την οποία νόμιμα αναβλήθηκε η συζήτηση για τη δικάσιμο της 21-11-2012 και στη συνέχεια για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκε στην αναιρεσίβλητη, η οποία δεν παραστάθηκε σε καμία από τις δικασίμους αυτές. Η κλήση όμως για συζήτηση κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο δεν ήταν νόμιμη, αφού δεν κάλυπτε την απαιτούμενη κατά το άρθρο 568 παρ.4 ΚΠολΔικ προθεσμία των 60 ημερών πριν από τη δικάσιμο. Πλην όμως όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 2272Γ/ 13-8-2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Άμφισσας ..., επιδόθηκε στην αναιρεσίβλητη, νόμιμα και εμπρόθεσμα, πρακτικό αναβολής για την αναφερόμενη στην αρχή της αποφάσεως δικάσιμο. Επομένως η αρχική ακυρότητα της κλήσεως προς συζήτηση καλύφθηκε και ενόψει του ότι έχει γίνει τόσο επίδοση της αναίρεσης, όσο και εμπρόθεσμη επίδοση του πρακτικού αναβολής, η συζήτηση, κατά το άρθρο 576 παρ.2 του ΚΠολΔικ πρέπει να προχωρήσει παρά την απουσία της αναιρεσίβλητης, η οποία δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το ικείο πινάκιο, ούτε κατέθεσε δήλωση ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔικ. Επειδή όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 552 και 553 του ΚΠολΔικ, αν η πρωτόδικη απόφαση προσβλήθηκε με έφεση και αυτή έγινε τυπικά δεκτή, σε αναίρεση υπόκειται μόνο η οριστική απόφαση του Εφετείου που ερεύνησε την ουσία της υπόθεσης, αφού αν μεν έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίσθηκε και έπαυσε να υπάρχει, ενώ αν η έφεση απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν, η πρωτόδικη απόφαση ενσωματώθηκε πλέον στην εφετειακή απόφαση (Ολ.ΑΠ 40/1996). Μόνο αν η έφεση απορριφθεί για τυπικούς λόγους, σε αναίρεση υπόκειται η εφετειακή για το κεφάλαιό της το σχετικό με την απόρριψη καθώς και η πρωτόδικη απόφαση ως προς την ουσία της υποθέσεως, οπότε και απαιτείται η κατά το άρθρο 566 παρ.2 ΚΠολΔικ κατάθεση της αναίρεσης και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση η ένδικη αναίρεση στρέφεται τόσο κατά της υπ’ αριθμ. 19/ΤΠ/2002 αποφάσεως του σε πρώτο βαθμό δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμφίσσης, όσο και κατά της υπ’ αριθμ. 110/2004 αποφάσεως του Εφετείου Λαμίας, με την οποία, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπησή της (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ) έγινε τυπικά δεκτή η έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος κατά της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης, κατά της ως άνω πρωτόδικης αποφάσεως και το Εφετείο μετά την τυπική παραδοχή της εν λόγω εφέσεως, την απέρριψε κατ’ ουσίαν. Επομένως η αναίρεση κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία ενσωματώθηκε στην απόφαση του Εφετείου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρ.577 παρ.1 ΚΠολΔικ). Επειδή η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με την εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που πρέπει να εφαρμοσθεί, ελέγχεται ως παράβαση από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔικ, αν το δικαστήριο για την κρίση του, ως προς το νόμω βάσιμο της αγωγής, είτε αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα ο νόμος απαιτεί, είτε αρκέστηκε σε λιγότερα, ενώ αντίθετα η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά το νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος, ελέγχεται ως παράβαση από το άρθρο 559 αριθμ. 14 ή 8 του ΚΠολΔικ. Η αοριστία του δικογράφου της αγωγής, ενόψει του ότι δεν αφορά τη δημόσια τάξη, αφού συνιστά έλλειψη αυτοτελούς διαδικαστικής προϋπόθεσης και όχι προδικασίας, πρέπει κατ’ άρθρο 562 ΚΠολΔικ, για το παραδεκτό της προβολής του, να προταθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και να γίνεται περί τούτου μνεία στο αναιρετήριο, ενόψει δε του ότι αφορά σε ισχυρισμό που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα, μπορεί να προταθεί το πρώτο στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως και με την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 14 και 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι πλημμέλειες της μη απορρίψεως της αγωγής, τόσο για ποιοτική (ποσοτική) αοριστία, όσο και για νομική αοριστία, καθόσον αφενός μεν στην ιστορική της βάση δεν προσδιοριζόταν το ακίνητο κατά την ακριβή του επιφάνεια και τις δύο πλευρικές του διαστάσεις, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει η ταυτότητά του, αφετέρου δε γιατί δεν περιείχε τα απαιτούμενα, κατά τα άρθρα 1041 και 1045 ΑΚ πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν το αίτημα για απόκτηση του επιδίκου με τακτική, άλλως με έκτακτη χρησικτησία. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος αφενός μεν γιατί, κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο των προσθέτων λόγων, ο οικείος περί αοριστίας ισχυρισμός, όπως κατωτέρω εκτίθεται, είχε προταθεί μόνο στο Πρωτοβάθμιο δικαστήριο και δεν είχε επαναφερθεί με λόγο εφέσεως και στο δευτεροβάθμιο, αφετέρου δε γιατί, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔικ), ο μη επαναφερθείς ισχυρισμός αφορούσε σε αοριστία μόνο του τρόπου αποσβέσεως της επικαλούμενης δουλείας, ενώ οι επίμαχες πλημμέλειες, του κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη θα μπορούσε το πρώτο να προταθούν στο δεύτερο βαθμό δικαστήριο, δεν έχουν προταθεί σ’ αυτό. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος λόγος "δεύτερος πρόσθετος" πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔικ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία, δεδικασμένο, το οποίο δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί και συνακόλουθα το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογητική σχέση από την οποία έχει αυτό παραχθεί δεν επιτρέπεται να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης. Η απαγόρευση αυτή λειτουργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει το δικαίωμα που κρίθηκε εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο, είτε ως προδικαστικό ζήτημα, οφείλει να θέσει ως βάση της αποφάσεις του, το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντας το ως αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό δικαίωμα που κρίθηκε, αν η απόφαση έκρινε οριστικά για έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβασή ή ένσταση συμψηφισμού. Έννομη σχέση κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, είναι το σύνολο των εννόμων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσιδίκως και όχι στα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απέσβεσαν τις έννομες αυτές συνέπειες. Εξάλλου η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι από αυτό της αγωγής που κρίθηκε, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε από αυτό, αφού δεδικασμένο παράγεται και από εσφαλμένη απόφαση (Ολ.ΑΠ 1/2005). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του αριθμού 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο,, κατά παράβαση του νόμου, δέχθηκε ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει δεδικασμένο. Η διάταξη αυτή αφορά στο ουσιαστικό δεδικασμένο, δηλαδή της δεσμευτικότητας της δικαστικής διάγνωσης μιας έννομης σχέσης, ενώ όταν δεν λήφθηκε υπόψη ισχυρισμός περί δεδικασμένου ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος της διατάξεως του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου Ε2 ετέρου από τη διάταξη του άρθρου 332 του ίδιου κώδικα, που ορίζει ότι το δεδικασμένο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, συνάγεται ότι τούτο μπορεί να προβληθεί το πρώτον και στο Εφετείο, αφού ως προς την υποβολή του, κατά τις διατάξεις των άρθρων 269 παρ.1 και 527 ΚΠολδικ δεν ισχύει ο περιορισμός της προβολής των ενστάσεων κατά την πρώτη συζήτηση. Ο ισχυρισμός όμως αυτός δεν μπορεί να προβληθεί για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο και τούτο, γιατί το δεδικασμένο δεν ανήκει στους κανόνες δημόσιας τάξης, αφού οι διατάξεις που το καθιερώνουν έχουν τεθεί για την εξυπηρέτηση του ιδιωτικού συμφέροντος και όχι άλλου ανωτέρω κοινωνικού σκοπού. Αν το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του αυτεπαγγέλτως το δεδικασμένο, παρά την κατά το άρθρο 332 υποχρέωσή του δεν ιδρύεται ο από τις διατάξεις των αριθμών 8 και 16 αναιρετικός λόγος, όπως επίσης δεν ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του αριθμού 16 αν το δικαστήριο δεν ασχολήθηκε καθόλου με το δεδικασμένο, ιδρυομένου στην περίπτωση αυτή και εφόσον ο οικείος ισχυρισμός είχε υποβληθεί παραδεκτά του αναιρετικού λόγου του αριθμού 8 (ΟλΑΠ 2/2001). Περαιτέρω αναγκαία στοιχεία της διεκδικητικής κυριότητος ακινήτου αγωγής είναι, εκτός των άλλων, η κυριότητα του ενάγοντος επί του επιδίκου ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση και όρια, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Η κατά όρια περιγραφή προσδιορίζει το ακίνητο, έστω και αν η επιφάνειά του προσδιορίζεται κατά προσέγγιση με τις εκφράσεις "περίπου" και "πλέον ή έλαττον". Στην προκειμένη περίπτωση με τον μοναδικό λόγο του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως, αποδίδεται, κατ’ εκτίμηση, στην προσβαλλομένη απόφαση ότι το Εφετείο κατά παράβαση των περί δεδικασμένο διατάξεων, δεν έλαβε υπόψη τον επικουρικά υποβληθέντα ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, που είχε κριθεί τελεσίδικα με την υπ’ αριθμ. 3565/1991 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, ότι αυτός είναι δικαιούχος οιονεί νομής πραγματικής δουλείας σε όλο το επίδικο ακίνητο, έχοντας αυτός και οι δικαιοπάροχοί του αποκτήσει το εν λόγω δικαίωμα με τα προσόντα της τακτικής, αλλά και της έκτακτης χρησικτησίας. Από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔικ), προκύπτει ότι ο ισχυρισμός αυτός είχε αναφερθεί διηγηματικά το εναγόμενο-αναιρεσείοντα τόσο στις ενώπιον του πρωτοβαθμίου, όσο και ενώπιον του Εφετείου και θα μπορούσε, εφόσον ήταν βάσιμος, παρά την μη ευθεία υποβολή του, να ληφθεί υπόψη αυτεπάγγελτα, τόσο από το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όσο και το πρώτον από το Εφετείο. Πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός, ερειδόμενος στην μη παράγουσα δεδικασμένο, υπ’ αριθμ. 1/1966 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Ειρηνοδικείου Γαλαξειδίου, ήταν αλυσιτελής και ορθά το εκδώσαν την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστήριο δεν απάντησε σ’ αυτόν, αφού τούτο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει σε μη νομίμους, αορίστους και αλυσιτελείς ισχυρισμούς, μη ιδρυομένου από την παράλειψη αυτή λόγου αναιρέσεως. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της υπ’ αριθμ. 3595/1991 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, με αυτήν δεν αναγνωρίζεται ο αναιρεσείων δικαιούχος δουλείας, αλλά μόνον η αναιρεσίβλητη- ενάγουσα αναγνωρίζεται κυρία του επιδίκου ακινήτου και υποχρεώνεται ο εναγόμενος-αναιρεσείων να της το αποδώσει, ενώ προσέτι απορρίπτεται ο περί ιδίας κυριότητας ισχυρισμός του. Επομένως δεδικασμένου υφίσταται μεταξύ των διαδίκων για την κυριότητα του επιδίκου, αφού για την έννομη αυτή σχέση έκρινε οριστικά η απόφαση. Τα διηγηματικά αναφερόμενα στην απόφαση αυτή, ότι ο δικαιοπάροχος του αναιρεσείοντος Π. Σ. είχε στο επίδικο προσωρινό δικαίωμα οιονεί νομής δουλείας διελεύσεως και ότι η καταχθείσα σε δίκη από 22-6-2006 αρνητική, ως προς το δικαίωμα αυτό, αναγνωριστική αγωγή της δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης παρέμεινε στο στάδιο της εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, αναφέρονται πλεοναστικά, δεν συνιστούν αιτιολογίες του δικαιώματος που κρίθηκε και δεν στηρίζουν το διατακτικό της αποφάσεως, ούτε αφορούν σε ισχυρισμούς που καλύπτονται από το δεδικασμένο (άρθρ.330ΚΠολΔικ). Ενόψει τούτων δεν ιδρύεται ο επικαλούμενος και ερειδόμενος στις αναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις των αριθμό 8 και 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ όχι όμως και σε εκείνη του αρ.19 λόγος αναίρεσης, αφού δεν υφίστατο το επικαλούμενο δεδικασμένο και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη και συνακόλουθα η προσβαλλόμενη απόφαση που δεν απάντησε στον αλυσιτελή αυτό ισχυρισμό, δεν υπέπεσε σε αναιρετική πλημμέλεια. Πρέπει λοιπόν ο ερευνώμενος μοναδικός λόγος του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως να απορριφθεί. Με τον πρώτο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως και με την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 1, 16 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της ευθείας και εκ πλαγίου παραβιάσεως των περί δεδικασμένου διατάξεων των άρθρων 321 και 324 ΚΠολΔικ, καθόσον δεν υπάρχει ταυτότητα του αναφερομένου στην υπ’ αριθμ. 3565/1991 απόφαση του Εφετείου Αθηνών ακινήτου, στο οποίο αναγνωρίστηκε κυρία η αναιρεσίβλητη-ενάγουσα, με το ακίνητο στο οποίο αφορά η προσβαλλομένη υπ’ αριθμ. 110/2004 απόφαση του Εφετείου Λαμίας, καθόσον το τελεσιδίκως κριθέν δικαίωμα κυριότητας αφορούσε σε ακίνητο 150 τ.μ. περίπου, που βρίσκεται στο ... στη θέση ... της συνοικίας ... και συνορεύει βόρεια με κοινοτικό δρόμο (πρώτη ιδιοκτησία Ρ.), δυτικά με ιδιοκτησία εναγομένου (αναιρεσείοντος)-πρώην Α.- νότια επίσης με ιδιοκτησία εναγομένου και ανατολικά με Κ. Τ., ενώ με τη μεταγενέστερη από 17-11-1997 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απ’ φοαση, το καταχθέν σε αναγνώριση κυριότητας δικαίωμα της αναιρεσίβλητης αφορούσε σε ακίνητο που έχει "εμβαδό 170 τ.μ. που συνόρευε γύρω-γύρω βόρεια σε πλευρά μήκους 12 μ. περίπου με δημοτικό δρόμο, ανατολικά σε πλευρά μήκους 14 μ. περίπου με ιδιοκτησία Κ.Τ., νότια σε πλευρά μήκους 7,50μ. και δυτικά σε πλευρά μήκους 15 μ. με ιδιοκτησία εναγομένου". Ότι εφόσον η περιγραφή των ακινήτων είναι διαφορετική, αφού η πρώτη αφορά σε ακίνητο 150 τ.μ, χωρίς αναφορά γύρωθεν των πλευρικών του διαστάσεων, ενώ η δεύτερη αφορά σε ακίνητο μεγαλύτερο, ήτοι 170 τ.μ.,με με προσδιορισμένες πλευρικές διαστάσεις, δεν υφίσταται κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος δεδικασμένο, αφού η επικαλουμένη υπ’ αριθμ. 3565/1991 απόφαση του Εφετείου έκρινε για δικαίωμα κυριότητας άλλου ακινήτου από εκείνο που αφορά η προσβαλλομένη απόφαση. Ειδικότερα ως προς το θέμα αυτό στην προσβαλλομένη απόφαση αναφέρονται τα ακόλουθα: "... Η ήδη ενάγουσα (εφεσίβλητη), τότε ανήλικη, εκπροσωπούμενη από τους γονείς της, με την από 10-4-1986 αγωγή της κατά του ήδη εναγομένου ζήτησε ν’ αναγνωριστεί η κυριότητά της επί του επίδικου ακινήτου, ως αποκτηθείσα με παράγωγο και πρωτότυπα τρόπο. Επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ αριθμ. 54/1987 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άμφισσας, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Όμως κατ’ αυτής η ενάγουσα άσκησε έφεση, η οποία έγινε δεκτή με την επικαλουμένη και προσκομιζόμενη σε ακριβές αντίγραφο από τους διαδίκους υπ’ αριθμ. 3565/1991 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, με αυτή, αφού εξαφανίστηκε η υπ’ αριθμ. 54/1987 απόφαση, αναγνωρίστηκε κυρία η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη του επίδικου ακινήτου, που βρίσκεται στο Γαλαξίδι Φωκίδας εντός σχεδίου πόλεως στη θέση ... της συνοικίας ..., έκτασης 150 τ.μ. πλησίον του Δημοτικού σχολείου και συνορεύει βόρεια με δημοτική οδό, ανατολικά με ιδιοκτησία του εναγομένου. Με αυτή έγινε δεκτό, ότι η ενάγουσα απέκτησε την κυριότητα επ αυτού με πρωτότυπα και παράγωγο τρόπο. Συγκεκριμένα, την απέκτησε από κληρονομιά με την από 18-11-1979 ιδιόγραφη διαθήκη της κατά την 23-3-1983 αποβιώσασας Μ. χας Γ. Α. (γιαγιά της) την οποία κληρονομιά οι γονείς της, ως ακούντες τη γονική μέριμνα, την αποδέχτηκαν για λογαριασμό της επ’ ωφελεία απογραφής. Για την αποδοχή συντάχθηκε η υπ’ αριθμ. .../1985 δήλωση αποδοχής ενώπιον της συμβ/φου Γαλαξιδίου Γιαννίτσας Κουμπούρη, που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Γαλαξιδίου στον τόμο ... και με αριθμ.40. Επί πλέον έγινε δεκτό, ότι απέκτησε αυτός την κυριότητά επ' αυτού και με έκτακτη χρησικτησία, ο δε ισχυρισμός του εναγομένου, ότι απέκτησε αυτός την κυριότητα επί του επιδίκου ακινήτου με παράγωγο τρόπο δηλαδή με το υπ’ αριθμ. .../1968 συμβόλαιο δωρεάς του Συμβ/φου Γαλαξιδίου Νικ. Μαρκεζίνη και με πρωτότυπο τόπο, απορρίφθηκε, ως ουσιαστικά αβάσιμος. Από την τελεσίδικη αυτή απόφαση παράγεται δεδικασμένο στην παρούσα δίκη μεταξύ των διαδίκων κατά του εναγομένου ήδη εκκαλούντος και υπέρ της ενάγουσας ήδη εφεσίβλητης για το ζήτημα της κυριότητας επί του επίδικου ακινήτου, δηλαδή περί του ότι η εφεσίβλητη είναι κυρία του επίδικου πιο πάνω ακινήτου, έκτασης 150 τμ, που βρίσκεται εκτός του Γαλαξιδίου στη θέση "..." στη συνοικία "..." κι ότι αυτή απέκτησε την κυριότητα, όπως παραπάνω, με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο". Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις επικαλούμενες δικονομικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 321 και 324 ΚΠολΔικ, καθόσον δέχθηκε ορθά ότι υπάρχει δεδικασμένο, αφού πρόκειται περί κριθέντος δικαιώματος κυριότητας, μεταξύ των ίδιω διαδίκων ως προς το ίδιο ακίνητο, με την ίδια ιστορική και νομική αιτίαση ήτοι της αποκτήσεως κυριότητας από διαθήκη και με έκτακτη χρησικτησία και ότι ο περί ιδίας κυριότητας ισχυρισμός του εναγομένου είναι αβάσιμος. Η περιγραφή του ακινήτου στην προεκδοθείσα και αποτελούσα δεδικασμένο απόφαση και στην από 17-11-1997 αγωγή, όπως προκύπτει από την επισκόπησή της, δεν καταλείπει καμιά αμφιβολία ότι αφορά το ίδιο ακίνητο. Άλλωστε κατ’ ανέλεγκτη κρίση η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ότι η επιφάνεια του επιδίκου ακινήτου είναι 150 τ.μ., και όχι 170 τ.μ μόνη δε η αναφορά στην αγωγή ότι η επιφάνεια του ακινήτου είναι 170 τ.μ περίπου, εφόσον η υπόλοιπη περιγραφή ταυτίζεται (οι πλευρικές διαστάσεις δεν είναι απαραίτητο στοιχείο εφόσον από την υπόλοιπη περιγραφή προκύπτει η ταυτότητά του ακινήτου) δεν δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την ταυτότητά του. Οι πλημμέλειες του ίδιου λόγου, που, υπό την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδουν στην προσβαλλομένη απόφαση, ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των ίδιων διατάξεων, των άρθρων 321 και 324 ΚΠολΔικ, είναι απαράδεκτες, καθόσον πρόκειται περί δικονομικών διατάξεων, η παραβίαση των οποιών δεν ιδρύει τους επικαλούμενους λόγους, που αφορούν σε παραβίαση ουσιαστικού δικαίου διατάξεων. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος λόγος (1ος του προσθέτου δικογράφου) πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 10/2011). Περαιτέρω κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔικ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο στήριξε την κρίση του, για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου ου εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι, κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση διάταξης του ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή του, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων, που δεν συνιστούν ισχυρισμούς τους. Εξάλλου κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε της ασκήσεώς του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, δημιούργησαν στον υπόχρεο την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, σε τρόπο ώστε η μεταγενέστερη άσκησή του, που θα έχει επαχθείς, για τον υπόχρεο συνέπειες, να μην δικαιολογείται επαρκώς και να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 5/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔικ), προκύπτει ότι το Εφετείο, σε σχέση με την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεώς του ενδίκου δικαιώματος της ενάγουσας-αναιρεσίβλητης, ως που είχε υποβάλλει επικουρικά ο αναιρεσείων, δέχθηκε, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ’ αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα ακόλουθα: Σε εκτέλεση της υπ’ αριθμ. 3565/1991 απόφασης ο εκκαλών αποβλήθηκε από το επίδικο ακίνητο, με την υπ’ αριθμ. 244/91 έκθεση αναγκαστικής εκτέλεσης του δικαστικού επιμελητή ... . Παρόλα αυτά ο εκκαλών διέρχεται από το επίδικο ακίνητο προς διευκόλυνση του και συγκεκριμένα από εδαφική λωρίδα αυτού, μήκους 14,5 μ. και πλάτους 1 μέτρου, που αρχίζει από τη δημοτική οδό, που βρίσκεται βόρεια του επιδίκου ακινήτου, όπου υπάρχει σιδηρόπορτα της εφεσίβλητης, διασχίζει στο μέσον το επίδικο και καταλήγει στην είσοδο του ακινήτου αυτού (του εκκαλούντος) που βρίσκεται στο νότιο όριο του επίδικου ακινήτου της. Αυτό δε πράττει ο εκκαλών όχι με διάνοια οιονεί νομέα πραγματικής δουλείας διόδου σε βάρος του επίδικου ακινήτου υπέρ του δικού του οικοπέδου, στο οποίο υπάρχει οικία αυτού, αλλά με την πεποίθηση, ότι το επίδικο ακίνητο ανήκει σ’ αυτόν κατά κυριότητα. Πρέπει να σημειωθεί, ότι αυτός έχει τη δυνατότητα επικοινωνίας με δημοτική οδό από τη νότια πλευρά του ακινήτου και συγκεκριμένα δια μέσου ευθείας διόδου πλάτους 1,20 μ. η οποία αρχίζει από την εξώπορτα του ακινήτου και καταλήγει στη δημοτική οδό, πλάτους 4-5 μ. Η προσπέλαση από το σημείο αυτό είναι ευχερής. Πριν περιφραχθεί το οικόπεδο της εφεσίβλητης διέρχονταν από αυτό τόσο ο εκκαλών όσο και ο δικαιοπάροχός του, αλλά και τρίτος προς διευκόλυνσή τους, με την ανοχή της. Το γεγονός αυτό δεν προσδίδει σ’ αυτόν την ιδιότητα του δικαιοπαρόχου πραγματικής δουλείας διόδου δια μέσου του ακινήτου της εφεσίβλητης. Με την επίδικη δίοδο δια μέσου του ακινήτου της εφεσίβλητης αυτό χωρίζεται σε δύο τμήματα και μειώνεται η αξία του, ενώ το ακίνητο του εκκαλούντος έχει δίοδο από την νότια πλευρά του. Από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τους διαδίκους υπ’ αριθμ. 1/1996 περί προσωρινών μέτρων απόφαση του Ειρηνοδίκη Γαλαξιδίου δεν παράγεται δεδικασμένο στην παρούσα δίκη περί του εκκαλουμένου δικαιώματος αυτού διέλευσης δια μέσου του επιδίκου ακινήτου της εφεσίβλητης, όπως αβάσιμα υποστηρίζει αυτός. Με τα δεδομένα αυτά, η ένδικη αξίωση της ήδη εφεσίβλητης, να απαγορεύσει στον εκκαλούντα να διέρχεται από την επίδικη εδαφική χωρίδα δια μέσου του ακινήτου της δεν είναι καταχρηστική με την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ. Με βάση της παραδοχής αυτές το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου την προδιαληφθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, ενόψει του ότι υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτό (Εφετείο) και υπήχθησαν στην παραπάνω διάταξη, όπως η έννοια αυτής αναλύθηκε στη νομική σκέψη και του συμπεράσματος του δικανικού του συλλογισμού . ακόμη δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό αυτής, διέλαβε επαρκείς σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς το ουσιώδες ζήτημα της μη ασκήσεως από την ενάγουσα (αναιρεσίβλητη) καταχρηστικά του δικαιώματος της περί μη διαταράξεως της κυριότητάς της επί του επιδίκου, με τη διέλευση από αυτό του εναγομένου (αναιρεσείοντος) ως δικαιούχου πραγματικής δουλείας, ενώ οι επικαλούμενες ελλείψεις ως προς τη στάθμιση των αποδείξεων και την μη ιδιαίτερη ανάλυση των επιχειρημάτων του εναγομένου δεν ιδρύουν κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη τον επικαλούμενο λόγο της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. Ειδικότερα γίνεται δεκτό, κατά ανέλεγκτη κρίση, ότι ο αναιρεσείων-εναγόμενος και μετά το 1991, που εκτελέστηκε προεκδοθείσα τελεσίδικη απόφαση, που αναγνώριζε την ενάγουσα-αναιρεσίβλητη κυρία του επιδίκου, διερχόταν από αυτό και δη από εδαφική λωρίδα πλάτους 1 μ. και μήκους 14,5μ, που το τέμνει στα δύο και μειώνει την αξία του, όχι με διάνοια οιονεί νομέα πραγματικής δουλείας διόδου εις βάρος του επιδίκου ακινήτου και υπέρ του δικού του οικοπέδου και της οικίας που έχει σ’ αυτό, αλλά με την πεποίθηση ότι το επίδικο του ανήκει κατά κυριότητα και ότι εφόσον το ακίνητό του εξυπηρετείται από άλλο, η ανοχή της ενάγουσας να επιτρέπει σ’ αυτόν και παλαιότερα στον δικαιοπάροχό του και σε τρίτους να διέρχονται από το επίδικο όταν τούτο δεν ήταν ακόμη περιφραγμένο, δεν του προσπορίζει δικαιώματα δουλείας διελεύσεως, η οποία δικαστικά δεν του έχει αναγνωρισθεί και δεν καθιστά την άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας περί μη διαταράξεως της κυριότητάς της καταχρηστική. Ενόψει τούτων ο τέταρτος λόγος του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως κατά το μέρος, που υπό την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ ως αβάσιμος πρέπει να απορριφθεί ο ίδιος λόγος και κατά τις αιτιάσεις του από τις διατάξεις των αριθμών 8 περ.β και 11 περ.γ του ίδιου άρθρου, καθόσον το Εφετείο έλαβε υπόψη τον οικείο περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων ως προς το άρθρο 281 ΑΚ λόγο εφέσεως του αναιρεσείοντος, και τον απέρριψε στην ουσία του (Ολ.ΑΠ 3/2008) ενώ από το περιεχόμενο της απόφασης καθίσταται αναμφίβολο και αδιστάκτως βέβαιο ότι οι επικαλούμενες δικαστικές αποφάσεις, ήτοι η υπ’ αριθμ. 3561/1991 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και η υπ’ αριθμ.1/1996 απόφαση του Ειρηνοδικείου Γαλαξιδίου έχουν ληφθεί υπόψη από το Εφετείο που κάνει ειδική αναφορά σ’ αυτές και μάλιστα στην ύπαρξη ή μη δεδικασμένου που απορρέει από την πρώτη και στην αποδεικτική δύναμη της δεύτερης ως αποφάσεως προσωρινών-ασφαλιστικών μέτρων νομής που κατά το περιεχόμενό της συνεκτιμήθηκε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα ως δικαστικό τεκμήριο για τη στήριξη του αποδεικτικού πορίσματος της αποφάσεως (άρθρο 312 ΚΠολΔικ). Πρέπει λοιπόν και ο λόγος αυτός (4ος του προσθέτου δικογράφου) να απορριφθεί. Επειδή ο από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως, είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση γιατί παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολδικ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, νοούνται οι ασκούντες ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή κάθε περιστατικό, το οποίο αφηρημένα λαμβανόμενο οδηγεί, κατά νόμω στη γέννηση ή στην κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση ή την αντένσταση δικαιώματος, ανεξάρτητα από τη βασιμότητα του, η οποία αποτελεί περιεχόμενο της αποδεικτικής διαδικασία και όχι αυτοτέλειας του ισχυρισμού. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως και με την επίκληση της προαναφερθείσας διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι το Εφετείο, κατά εσφαλμένη εφαρμογή των περί πραγματικής δουλείας διατάξεων των άρθρων 1118, 111, 1121, 1124 και 1125 ΑΚ, απέρριψε τον επικουρικά υποβληθέντα ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, περί ασκήσεως, από αυτόν από το 1966 διανοία δικαιούχου, οιονεί νομής πραγματικής δουλείας διόδου, σε όλο το επίδικο και υπέρ του ακινήτου του, δεχθείσα εσφαλμένα ότι αυτός διέρχεται από τα επίδικο ακίνητο όχι με διάνοια δικαιούχου δουλείας, αλλά με την πεποίθηση ότι έχει κυριότητα σ’ αυτό. Ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση τον ίδιο αυτό ισχυρισμό δεν τον έλαβε υπόψη, υποπίπτοντας στην αναιρετική πλημμέλεια της διατάξεως του αριθμού 8 εδ.β του ίδιου άρθρου. Ο λόγος αυτός κατά της προεκτεθείσες αιτιάσεις του είναι απαράδεκτος, αφενός μεν ως αντιφατικός, αφού κατά τα εκτιθέμενα σ’ αυτόν ο ίδιος ισχυρισμός εξετάσθηκε και εσφαλμένα απορρίφθηκε, αλλά και δεν εξετάστηκε, αφετέρου δε γιατί υπό την επίφαση της παραβιάσεως των επικαλουμένων ουσιαστικών διατάξεων, πλήττει την περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, η οποία κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔικ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Στη συνέχεια με τον ίδιο λόγο της αναιρέσεως και κατ’ εκτίμηση των όσων σ’ αυτόν εκτίθενται, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, υπό την επίκληση της διατάξεων του αριθμού 8 εδ.α του άρθρου 559 ΚΠολΔικ η πλημμέλεια ότι εξέτασε ισχυρισμό διαφορετικό από εκείνον που ο αναιρεσείων-εναγόμενος υπέβαλλε, μεταβάλλονται με τον τρόπο αυτό το αίτημα του ισχυρισμού του και ειδικότερα ότι ενώ ο αναιρεσείων ισχυρίστηκε ότι ασκούσε δικαιώματα οιονεί νομής πραγματικής δουλείας σε όλο το επίδικο ακίνητο, η προσβαλλομένη απόφαση εξέτασε ισχυρισμό περί ασκήσεως δουλείας σε εδαφική λωρίδα, πλάτους 1μ. και μήκους 1,45μ, όχι με διάνοι οιονεί νομέα, αλλά με την πεποίθηση ότι το επίδικο ανήκει στην κυριότητά του. Ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής, καθόσον στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι πρόκειται περί μη προταθέντος ισχυρισμού του αναιρεσείοντος ενώ πρόκειται περί ισχυρισμού που υποβλήθηκε από την ενάγουσα-αναιρεσίβλητη και έγινε δεκτός, απορριφθέντος εκ του πράγματος του επίμαχου ισχυρισμού του εναγομένου-αναιρεσείοντα, που υποβλήθηκε προς αντίκρουση του εν λόγω ισχυρισμού της ενάγουσας και ως άρνηση αυτού, ήτοι ως ισχυρισμός που δεν συνιστά "πράγμα", υπό την έννοια της διατάξεως του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. Στη συνέχεια με τον ίδιο λόγο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα υποπίπτοντας στην πλημμέλεια της διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ και συγκεκριμένα δεν έλαβε υπόψη τις προσκομισθείσες από τον αναιρεσείοντα υπ’ αριθμ. 3565/1991 και 1/1996 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών και του Ειρηνοδικείου Γαλαξειδίου, αντίστοιχα, των οποίων την αποδεικτική δύναμη παραβίασε, υποπίπτοντας στην πλημμέλεια του αριθμού 12 του ίδιου άρθρου, αλλά και το περιεχόμενο των οποίων παραβίασε δεχθείσα πραγματικά περιστατικά διαφορετικά από εκείνα που αυτές περιέχουν, υποπίπτοντας στην πλημμέλεια της διατάξεως του αριθμού 20 του ιδίου άρθρου. Οι αιτιάσεις αυτές είναι απαράδεκτες ως αντιφατικές αφού τα ίδια έγγραφα δεν μπορεί αφενός μεν να μη λήφθηκαν υπόψη και αφετέρου να λήφθηκαν υπόψη, να παραβιάστηκε η αποδεικτική τους δύναμη και να παραμορφώθηκε το περιεχόμενό τους. Τούτο ανεξάρτητα από το ότι, όπως ήδη αναφέρθηκε στον τέταρτο πρόσθετο αναιρετικό λόγο, οι δικαστικές αυτές αποφάσεις λήφθηκαν υπόψη και τους αποδόθηκε η αποδεικτική δύναμη που έχουν, ενώ ως προς την πλημμέλεια της διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, το δικαστήριο, όπως αναφέρεται στον μοναδικό λόγο του κυρίου δικογράφου της αναίρεσης και στους πρώτο και τέταρτο από τους λόγους του προσθέτου δικογράφου δεν παραμόρφωσε το περιεχόμενο τους, αλλά τις εξετίμησε, κατά την αποδεικτική δύναμη που ο νόμος τους αποδίδει σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός (3ος του προσθέτου δικογράφου) ως προς όλες τις αιτιάσεις του, καθώς και η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι, στο σύνολό τους, πρέπει να απορριφθούν. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 3-11-2004 αίτηση και τους από 15-8-2011 πρόσθετους λόγους του Ι. Π. Σ. κατά της Γ. Κ. Τ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 110/2004 αποφάσεως του Εφετείου Λαμίας και της υπ’ αριθμ. 19/ΤΠ/2002 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αμφίσσης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2014. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η μη νόμιμη επίδοση καλύπτεται με μεταγενέστερη νόμιμη επίδοση του πρακτικού αναβολής. Σε αναίρεση υπόκειται μόνο η απόφαση του Εφετείου αφού αν έγινε κατ΄ ουσίαν δεκτή η αναίρεση, η πρωτόδικη απόφαση έπαυσε να υπάρχει, ενώ αν η έφεση απορρίφθηκε η πρωτόδικη ενσωματώθηκε στην εφετειακή. Νομική και ποσοτική αοριστία της αγωγής. Ελέγχονται αντίστοιχα με τις διατάξεις του άρ. 1 ή 14 και 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Δεδικασμένο. Προϋποθέσεις . Πρέπει όπως και η αοριστία να προτείνεται στο δικαστήριο της ουσίας. Η ύπαρξη και η έκταση του προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι της αγωγής, έστω και αν η απόφαση δεν εξάντλησε το αντικείμενο της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε από αυτό, αφού δεδικασμένο παράγεται και από εσφαλμένη απόφαση. Ο δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει σε αλυσιτελή ισχυρισμό 559 αρ. 16. Αν το προταθέν δεδικασμένο δεν λήφθηκε υπόψη ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ.8 559 αρ.1 και 19. Δεν ιδρύεται αν υπό την επίφαση της παραβιάσεως του κανόνα ουσιαστικού δικαίου πλήττεται η περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. 281 ΑΚ Προϋποθέσεις. Αντιφατικές οι αιτιάσεις κατά τις οποίες αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη, αλλά και παραβιάστηκε η αποδεικτική τους δύναμη, ενώ παραμορφώθηκε το περιεχόμενό τους.
Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος
Αγωγή αναγνωριστική, Αοριστία αγωγής, Αποδεικτικά μέσα, Δεδικασμένο, Έγγραφα, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Επίδοση εγγράφου , Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος.
0
Αριθμός 911/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Α. Σ. του Θ., 2) Α. - Χ. Σ. του Θ., 3) Σ. Σ. του Θ., και 4) Σ. συζ. Θ. Σ., το γένος Α. Χ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Παπαστεργίου. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Χ. Ι. του Ι., 2) Χ. Ι. του Ι., 3) Π. Ι. του Ι. και 4) Κ. Ι. του Ι., όλων κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Δήμα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/5/1998 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Κολινδρού. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 354/1998 του ίδιου Δικαστηρίου, 262/2000 μη οριστική και 60/2010 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης. Την αναίρεση των τελευταίων αποφάσεων ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 11/1/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 28/12/2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή μετά την έναρξη ισχύος του ΑΝ 431/1968 (23-5-1968) "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της εν γένει εποικιστικής νομοθεσίας κλπ" και κατά το άρθρο 1 παρ.1 αυτού ο κατά την εποικιστική εν γένει νομοθεσία κληρούχος και οι κληρονόμοι του, δεν λογίζονται κατά πλάσμα του νόμου νομείς του κλήρου, αν δεν κατέχουν πράγματι αυτόν και συνεπώς είναι δυνατή η χωρίς τη θέλησή τους αίτηση από τον τρίτο της νομής ολόκληρου του κληροτεμαχίου, που μπορεί να οδηγήσει στην κτήση της κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, υπό τον περιορισμό, σε κάθε περίπτωση να μην κατατέμνονται τα τεμάχια της οριστικής διανομής. Ο περιορισμός αυτός της μη κατατμήσεως τίθεται ως γενική αρχή και έχει εφαρμογή σε κάθε μεταβίβαση του κλήρου, όχι μόνο όταν γίνεται με τη θέληση του κληρούχου, δηλαδή με δικαιοπραξία, αλλά και όταν γίνεται χωρίς τη θέλησή του, όπως επί αποκτήσεως από τρίτο της νομής ολόκληρου του κληροτεμαχίου, η οποία μπορεί, εάν συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, να οδηγήσει στην με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία κτήση κυριότητας αυτού, εφόσον συμπληρωθεί ο απαιτούμενος από το νόμο για καθεμιά, από αυτή, χρόνος. Δηλαδή κατά τον περιορισμό αυτό δεν επιτρέπεται η αίτηση κυριότητας με χρησικτησία επί διαιρετού τμήματος του κληροτεμαχίου, πράγμα το οποίο αποβλέπει στη διατήρησή τους ακεραίων, προς το σκοπό της επωφελέστερης εκμεταλλεύσεως τους. Η φυσική κατάτμηση των κληροτεμαχίων απαγορεύεται όχι μόνο όταν γίνεται από τον κληρούχο, αλλά και από τους διαδόχους του. Εφόσον λοιπόν το τμήμα κληροτεμαχίου δεν είναι δεκτικό νομής και χρησικτησίας από άλλον, αυτός δεν μπορεί να αποκτήσει την κυριότητα αυτού με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, ούτε να αντιτάξει κατά του διεκδικούντος τον κλήρο κληρούχου ή των κληρονόμων και την από το άρθρο 249 ΑΚ ένσταση παραγραφής της διεκδικητικής αγωγής (Ολ. ΑΠ 15/2004, ΑΠ 408/2013). Ο περιορισμός αυτός (της μη κατατμήσεως) κατά την παρ. 2Αβ του ίδιου άρθρου 1 του ως άνω νόμου δεν ίσχυε στην περίπτωση κατά την οποία το κληροτεμάχιο βρισκόταν εντός περιοχών τουριστικών ή καταλλήλων προς παραθερισμό. Η διάταξη αυτή από 27-8-1977 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 666/24/27-8-1977 το οποίο ορίζει ότι η απαγόρευση δεν ισχύει ... επί κλήρων "επί των οποίων σκοπείται η δημιουργία τουριστικών εγκαταστάσεων". Προαπαιτούμενο για την κατάρτιση του οικείου συμβολαίου μεταβιβάσεως είναι η προηγούμενη έγγραφη γνώμη του ΕΟΤ - Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού - περί του σκοπίμου της δημιουργίας τους, η οποία μνημονεύεται και επισυνάπτεται στο συμβόλαιο. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ειδικότερα, ότι η εξαίρεση από τον περιορισμό της μη κατάτμησης του κλήρου, στον οποίο σκοπείται η δημιουργία τουριστικών εγκαταστάσεων, δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε μεταβίβαση, αλλά μόνο τη μεταβίβαση που γίνεται με δικαιοπραξία αφού ρητά προβλέπεται σ' αυτή η σύνταξη συμβολαίου, στο οποίο επισυνάπτεται η προηγούμενη έγγραφη γνώμη του ΕΟΤ, πράγμα που είναι ασυμβίβαστο με την έννοια της χρησικτησίας. Εξάλλου με το άρθρο μόνο του ΒΔ 823/22-10/6-11-1965 η περιοχή της Κοινότητας Μακρύγιαλου του Νομού Πιερίας χαρακτηρίστηκε ως "τουριστική περιοχή" και επομένως κατά το διάστημα που ίσχυε η παρ. 2Αβ του άρθρου 1 του αν 431/1968 (25-3-1968 μέχρι 27-8-1977), ήτοι πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 του ν. 666/1977, για τα κληροτεμάχια της περιοχής αυτής δεν ίσχυε ο περιορισμός της μη κατατμήσεώς τους και συνακόλουθα κατά το διάστημα αυτό δεκτικά μεταβιβάσεως με δικαιοπραξία, αλλά και (δεκτικά) χρησικτησίας, ήταν και τμήματα του κληροτεμαχίου, ενώ μετά την ισχύ του ν. 666/1977 δεν απαγορεύεται η κατάτμηση μόνο των κλήρων που μεταβιβάζονται με δικαιοπραξία για τη δημιουργία τουριστικών εγκαταστάσεων (μετά από έγγραφη γνώμη του ΕΟΤ) και συνακόλουθα είναι ανεπίτρεπτη η με άλλο τρόπο, απόκτηση κυριότητας επί διαιρετού τμήματος του κλήρου. Περαιτέρω με το άρθρο 281 ΑΚ ορίζεται ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου ή ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Απαιτείται δηλαδή, για να καταστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε ανάρτηση και με εκείνη του υποχρέου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης, οι πράξεις του υποχρέου και η διαμορφωθείσα υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων, είναι αναγκαίο να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά, δεν συγχωρείται να επικαλεσθεί προς αντίκρουση του δικαιώματος. Η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψή του, η δε με την άσκηση του δικαιώματος ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε ή η με αυτήν πρόκληση στον υπόχρεο επαχθών, όχι δε κατ' ανάγκη και αφόρητων συνεπειών, θα πρέπει, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη να μην είναι ανεκτή, ώστε, μετά και από αντιστάθμισή τους προς το συμφέρον του η άσκηση αυτή εξυπηρετεί για τον δικαιούχο, να κρίνεται επιβεβλημένη, προς αποτροπή των επαχθών για τον υπόχρεο συνεπειών, η θυσία του αξιουμένου δικαιώματος. Έτσι, το ζήτημα, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες του μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του. Εξάλλου, η εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία, έχει έντονο χαρακτήρα κανόνα δημοσίας τάξης, δεν αποκλείεται και επί ασκήσεως δικαιώματος που πηγάζει από διατάξεις δημοσίας τάξης, όπως είναι και εκείνες του Αγροτικού Κώδικα για παραχώρηση της κυριότητας γεωργικών κλήρων και οικοπέδων (ΟλΑΠ 33/2005, ΟλΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001). Σε κάθε περίπτωση τα περιστατικά που έγιναν ανελέγκτως από το δικαστήριο της ουσίας υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αν συνιστούν ή όχι κατάχρηση δικαιώματος, με την προαναφερθείσα έννοια (ΑΠ 1126/2013, ΑΠ 191/2013). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 1 του ΚΠολΔικ προκειμένου περί αποφάσεων των Ειρηνοδικείων και των αποφάσεων των Πρωτοδικείων, που εκδίδονται επί εφέσεων κατ' αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, τέτοια δε παραβίαση υπάρχει αν ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ΟλΑΠ 7/2006). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση (ΟλΑΠ 10/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της συμπροσβαλλομένης υπ' αριθμ. 262/2000 εν μέρει οριστικής αποφάσεως (άρθρο 553 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο απέρριψε την εκ μέρους των αναιρεσειόντων υποβληθείσα ένσταση παραγραφής της διεκδικητικής αγωγής των αναιρεσιβλήτων, για το λόγο ότι επί του επιδίκου το οποίο αποτελεί τμήμα αγροτικού κλήρου, δεν ήταν δυνατή, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1975-1998, η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, μετά την ισχύ του ΑΝ 431/1938, αφού αυτό θα οδηγούσε σε κατάτμηση του κλήρου και συνεπώς δεν ήταν δυνατή ούτε και η έναρξη και συμπλήρωση της παραγραφής της διεκδικητικής αγωγής. Στη συνέχεια το προαναφερθέν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προαναφερθείσα συμπροσβαλλομένη εν μέρει οριστική απόφασή του, δέχθηκε ως βάσιμη κατ' ουσίαν την έφεση των εναγόντων - αναιρεσιβλήτων και αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, που είχε απορρίψει την αγωγή δεχθέν την ένσταση παραγραφής, κράτησε την αγωγή και αφού την δίκασε εκ νέου, διέταξε πραγματογνωμοσύνη, μετά τη διεξαγωγή της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, από την παραδεκτή επισκόπηση της οποίας (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) προκύπτει ότι το εν λόγω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, ως προς την ουσία της υπόθεσης, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Οι ενάγοντες είναι συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι, κατ' ισομοιρία, ενός κληροτεμαχίου 14700 τ.μ., κατά τον τίτλο κτήσεως. Το ως άνω κληροτεμάχιο βρίσκεται στην κτηματική περιοχή Μακρυγιάλου, στη θέση "Τούμπα", φέρει αριθμό 941, τμήμα του οποίου κατέχουν σήμερα οι ενάγοντες, εμβαδού 14348,90 τμ, όπως εμφαίνεται και προσδιορίζεται στο τοπογραφικό διάγραμμα του πραγματογνώμονα Η. Σ., με τα αλφαβητικά στοιχεία Α1, Α2, Α3, Α4, Α5, Α6, Α7, Α8, Α9, Α10, Α11, Α12, Α13, Α1, συνορεύει βόρεια επί πλευράς Α1-Α2=74,71 μ με το αριθμό 940 τεμάχιο, Α2-Α3=64,34 και Α3-Α4=44,86 μ, με τμήμα του με αριθμό 940 κληροτεμαχίου ιδιοκτησίας της αρχικής εναγομένης, ανατολικά επί πλευρών Α4-Α5=10,26 μ, Α5-Α6=28,94 μ, Α6-Α7=11,28 μ με επαρχιακή οδό Μακρυγιάλου - Αλυκών Κίτρους, νότια επί πλευρών Α8-Α9=38,87 μ, Α9Α10=36,38 μ και Α10-Α11=96,55 μ με τα αριθμούς 944 και 945 κληροτεμάχια και δυτικά Α11-Α12=50,47 μ, Α12-13=45,26 μ και Α13-Α1=12.00 μ. με τα με αριθμούς 927 χέρσο, 942 και 943 κληροτεμάχια από τα οποία χωρίζεται με αγροτικό δρόμο. Την κυριότητα του παραπάνω κληροτεμαχίου απέκτησαν οι ενάγοντες ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του πατέρα τους Ι. Ι., ο οποίος απεβίωσε το έτος 1944. Περαιτέρω, την κληρονομία του πατέρα τους ως προς το ανωτέρω κληροτεμάχιο αποδέχθηκαν οι ενάγοντες με την με αριθμό .../1996 πράξη αποδοχής της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ελ. Γκουτζαμάνη, που μεταγράφηκε στον τόμο ... και 72 των βιβλίων μεταγραφών του Κολινδρού, οι τρεις πρώτοι και με τη με αριθμό .../1997 πράξη της ίδιας συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο ... και αύξοντα αριθμό 342 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κολινδρού, ο τελευταίος. Στον πατέρα των εναγόντων το προαναφερόμενο κληροτεμάχιο περιήλθε από παραχώρηση του Ελληνικού Δημοσίου, για την οποία (παραχώρηση) εκδόθηκε στο όνομά του, ο με αριθμό .../1953 τίτλος κυριότητας της ΑΤΕ, ο οποίος μεταγράφηκε στον τόμο ... και αύξοντα αριθμό 428 των βιβλίων μεταγραφών Πιερίας. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η εναγομένη είναι κυρία, νομέας και κάτοχος τμήματος του με αριθμό 940 όμορου ακινήτου μ' αυτό των εναγόντων, εμβαδού 4001,40 τμ, σύμφωνα με τον τίτλο κτήσης, ενώ κατείχε κατά την ως άνω πραγματογνωμοσύνη ακίνητο εμβαδού 3972,49 τμ. Το ως άνω κληροτεμάχιο απέκτησε η αρχική εναγόμενη με το με αριθμό .../10-5-1973 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Βέροιας Φωτίου Παπαδόπουλου, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο ... και αύξοντα αριθμό 203 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πιερίας. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι το έτος 1973 η εναγομένη προέβη στην περίφραξη του κληροτεμαχίου της με τοιχείο από οπλισμένο σκυρόδεμα και σιδερένιους πασσάλους με δικτυωκτό σύρμα, ενώ στην πλευρά της προσόψεως αυτού επί της επαρχιακής οδού και επί μήκους 38 μ. κατασκεύασε περίφραξη με τοιχείο οπλισμένου σκυροδέματος και μεταλλικά περίτεχνα κιγκλιδώματα συνολικού ύψους 2.μ. περίπου. Στη συνέχεια και αφού εκδόθηκε η με αριθμό .../19-4-1975 οικοδομική άδεια του Γραφείου Πολεοδομίας Πιερίας η εναγομένη ανήγειρε κατά το έτος 1975 επί του εν λόγω ακινήτου μια διώροφη οικοδομή και ακόμη ένα ανεξάρτητο ισόγειο κτίσμα συνολικού εμβαδού 400 μ.2 περίπου. Πλην όμως, κατά την κατασκευή της προαναφερόμενης περίφραξης του ανωτέρω ακινήτου της η εναγομένη περιέλαβε στο ακίνητό της και τμήμα εμβαδού 229 τ.μ., το οποίο, όπως εμφαίνεται και προσδιορίζεται με τα αλφαβητικά στοιχεία Θ-1-Α4-Θ στο τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Η. Σ., έχει σχήμα τριγωνικό και συνορεύει βορειοδυτικά επί πλευράς Θ-1=79,77 μ με την ιδιοκτησία της εναγομένης, ανατολικά επί πλευράς ι-Α4=5,74 μ. με επαρχιακή οδό Μακρυγιάλου-Αλυκών Κίτρους και νότια επί πλευράς Α4-θ=80,18 μ. με την ιδιοκτησία των εναγόντων. Σύμφωνα όμως με την από 26-6-2001 πραγματογνωμοσύνη του πραγματογνώμονα Η. Σ. το επίδικο τμήμα, εμβαδού 229 τμ, περιλαμβάνεται στο με αριθμό 941 κληροτεμάχιο, το οποίο παραχωρήθηκε με το με αριθμό .../2-12-1953 τίτλο κυριότητας, ήτοι στο ακίνητο των εναγόντων, το οποίο κατέλαβε αυθαίρετα η αρχική εναγομένη, όπως προεκτέθηκε. Να σημειωθεί σ' αυτό το σημείο ότι η άσκηση του δικαιώματος των εναγόντων προς διεκδίκηση του επιδίκου τμήματος του ακινήτου τους δεν υπερβαίνει τα αντικειμενικά κριτήρια του άρθρου 281 του ΑΚ, καθόσον μόνο η μακροχρόνια αδράνεια των εναγόντων δεν καθιστά την άσκηση της κρινόμενης αγωγής καταχρηστική, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν ειδικές περιστάσεις υπό τις οποίες η αποβολή από το ακίνητο θα επιφέρει στην εναγομένη καταστροφικές και δυσβάστακτες συνέπειες, καθώς ο μάρτυρας τίποτε σχετικό δεν κατέθεσε, και κατόπιν τούτου πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η ένσταση των εναγομένων για κατάχρηση δικαιώματος εκ μέρους των εναγόντων. Επομένως, εφόσον οι ενάγοντες είναι συγκύριοι του εν λόγω τμήματος, εμβαδού 229 τμ, το οποίο βρίσκεται εντός του ακινήτου τους και το οποίο απέκτησαν με τις πιο πάνω αποδοχές κληρονομίας του πατέρα τους Ι. Ι. πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αγωγή ... και να αναγνωρισθούν οι ενάγοντες ως συγκύριοι του ανωτέρω τμήματος εμβαδού 229 τ.μ. και να τους αποδοθεί το ανωτέρω τμήμα, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο, έκρινε ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή, απορρίπτοντας ως αβάσιμη την εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση των εναγομένων - αναιρεσειόντων, την οποία αυτοί ως εφεσίβλητοι στην δευτεροβάθμια δίκη είχαν επαναφέρει νόμιμα στο Εφετείο, κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔικ (ΟλΑΠ 23/2008). Με αυτά όμως που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, αφού τα από αυτό ανελέγκτως γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά αξιολογούμενα, όπως τα δέχθηκε το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο Κατερίνης, πληρούν το πραγματικό της ως άνω διατάξεως του 281 ΑΚ, και κατά συνέπεια δικαιολογούν στην εφαρμογή του, καθόσον κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, το επίδικο, επιφάνειας 229 τμ τμήμα, που περιλαμβάνεται στον τίτλο κυριότητας των εναγόντων, έχει προσαρτηθεί από το 1973 στην όμορη ιδιοκτησία των εναγομένων και είναι έκτοτε περιφραγμένο από τοιχείο με οπλισμένο σκυρόδεμα και σιδερένιους πασσάλους με δικτυωτό σύρμα, ενώ έχει ανεγερθεί επί του όλου ακινήτου των εναγομένων διώροφη οικία και ανεξάρτητο κτίσμα συνολικής επιφάνειας 400 τμ περίπου. Ενόψει των εν λόγω γενομένων δεκτών, ως αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών η γενομένη δεκτή και αποδειχθείσα αδράνεια των εναγόντων και η εκ των υστέρων άσκηση του δικαιώματός τους μετά την παρέλευση εικοσαετίας και πλέον, τελούσε σε συνάρτηση και με άλλα περιστατικά που ήταν αρκετά για την πλήρωση του πραγματικού της επίμαχης διάταξης. Κατ' ακολουθίαν πρέπει να γίνει δεκτός ο από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔικ δεύτερος λόγος της αναιρέσεως, ενώ η αιτίαση του πρώτου λόγου, κατά την οποία οι αναιρεσείοντες - εναγόμενοι εφόσον είναι συγκύριοι τμήματος και όχι ολόκληρου του 940 κληροτεμαχίου δεν νομιμοποιούνται παθητικά μόνο οι ίδιοι, αλλά και οι λοιποί συγκύριοι του κληροτεμαχίου είναι αβάσιμος, καθόσον ανεξάρτητα από το ότι οι εναγόμενοι της διεκδικητικής αγωγής συνδέονται με απλή ομοδικία, κατά το χρόνο του η δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων απέκτησε το ακίνητό τους, που πράγματι είναι τμήμα του 940 κληροτεμαχίου και δη με το υπ' αριθμ. .../10-5-1973 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμ/φου Βέροιας Φωτίου Παπαδοπούλου, επιτρεπόταν κατά τα αναφερόμενα στην νομική σκέψη η απόκτηση τμήματος κληροτεμαχίου στην ένδικη περιοχή (που με το Β.Δ. 823/1965 είχε καθιερωθεί ως τουριστική), σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 Αβ του αν 431/1968, όπως τούτο ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του Ν. 666/77 και συνακόλουθα μόνο οι ίδιοι, ως υπεισελθόντες στη θέση της αγοράστριας είναι συγκύριοι του εν λόγω τμήματος, νομιμοποιούνται παθητικά για την απεύθυνση εναντίον τους της ένδικης διεκδικητικής αγωγής. Πρέπει λοιπόν να αναιρεθεί η απόφαση, στη δε συνέχεια να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από δικαστές άλλους, πλην εκείνων, που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων (άρθρο 176, 180 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔικ) και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 60/2010 απόφαση του ως Εφετείου δικάσαντος Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κατερίνης, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην εκείνων που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, την οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2014. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 30 Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση κατά αποφάσεως Πολυμελούς Πρωτοδικείου που δίκασε ως Εφετείο. Με τον αν 731/68 οι κληρούχοι δεν θεωρούνται νομέας του κλήρου αν δεν τον κατέχαν πραγματικά. Επιτρέπεται η απόκτηση κυριότητας από τρίτο με τα προσόντα της χρησικτησίας (τακτικής ή έκτακτης) σε ολόκληρο το κληροτεμάχιο, ήτοι δεν επιτρέπεται η χρήση με χρησικτησία σε διαιρετό τμήμα. Με το ν. 666/77 αντικ. η παρ. 2ΑΒ του άρθρου 1 του αν 431/68 και από της ισχύος του (27.8.77) δεν επιτρέπεται η κατάτμηση του κληροτεμαχίου, εκτός εάν πρόκειται για μεταβίβαση με δικαιοπραξία για τη δημιουργία τουριστικών εγκαταστάσεων, που βεβαιώνεται με γνώμη του ΕΟΤ. Με χρησικτησία απαγορεύεται η κατάτμηση. 4 παρ. 2ΑΚ του άρθρου 1 του αν 431/68 πριν την τροποποίηση του με ν. 666/77 επέτρεπε την κατάτμηση εφόσον επρόκειτο για ακίνητο ευρισκόμενο σε παραθεριστική ή τουριστική περιοχή. Κατά το άρθρο μόνο του Β.Δ. 823/65 η περιοχή "Μακρυγυάλου Πιερίας" είναι τουριστική περιοχή. Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος κατά 281 ΑΚ. Αναιρετική η απόφαση γιατί τα γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα ήταν αρκετά για την πλήρωση του πραγματικού της εν λόγω διατάξεως, η οποία παραβιάστηκε, κατ΄ άρθρο 560 παρ.1, με το απορριφθέν η οικεία ένσταση, που νόμιμα είχε επαναφερθεί στο Εφετείο από τους εφεσίβλητους αναιρεσείοντες.
Δικαιώματος κατάχρηση
Αγροτική Νομοθεσία, Αγωγή διεκδικητική, Δικαιώματος κατάχρηση.
0
Αριθμός 913/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Γ. Σ. του Χ., κατοίκου ..., 2) Ν. Χ. Λ. του Κ., 3) Ε. Λ. Μ. συζ. Β. Σ., κατοίκων ... και 4) Φ. Φ. του Γ., κατοίκου .... Ο 1ος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Ιωάννα Χατζοπούλου και οι 2η, 3η και 4ος εκπροσωπήθηκαν από την ίδια ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο τους. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Λ. Β. του Ι., 2) Ε. συζ. Λ. Β., το γένος Δ. Λ., 3) Ι. - Μ. Β. του Λ., 4) Δ. - Α. Β. του Λ., κατοίκων ..., 5) Ε. χήρας Ι. Φ., το γένος Μ. Ρ., κατοίκων ..., 6) Γ. Φ. του Ι., 7) εταιρείας με την επωνυμία "Ντάινερς Κλαμπ Ελλάδας" (DINERS CLUB OF GREECE S.A.) που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα και 8) εταιρείας με την επωνυμία "Σίτι Μπανκ ΑΕ" (CITIBANK NA), που εδρεύει στην …, είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα και εκπροσωπείται νόμιμα. Οι 1ος, 2η, 3ος και 4ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Απόστολο Γεωργιάδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και οι 5η, 6ος, 7η και 8η δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/8/2007 αγωγή των 1ου, 2ης, 3ου και 4ου των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 111/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 269/2011 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 9/2/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 2/10/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή όπως προκύπτει από τις υπ' αριθμ. .../29-5-2012, .../29-5-2012, .../28-5-2012 και .../28-5-2012 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικού επιμελήτριας Σύρου … οι δύο πρώτες και του δικαστικού επιμελητή Αθηνών … οι δύο άλλες, ακριβές αντίγραφο της από 9-2-2012 αιτήσεως αναιρέσεως, μαζί με κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο της 16-10-2013, κατά την οποία νόμιμα αναβλήθηκε η συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τους επισπεύδοντες τη συζήτηση τέσσερεις πρώτους αναιρεσίβλητους, προς τους λοιπούς πέμπτη, έκτο, έβδομη και όγδοη των αναιρεσίβλητων (Ε. χα Ι. Φ., Γ. Φ. του Ι., εταιρεία "Ντάινερς Κλαμπ Ελλάδας" και εταιρεία "Σίτυ Μπανκ ΑΕ"). Νέα κλήτευση των διαδίκων αυτών, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (μετ' αναβολή) δικάσιμο δεν χρειαζόταν, καθόσον η εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρ. 575 και 226 παρ. 4 ΚΠολΔικ. Συνεπώς εφόσον οι διάδικοι αυτοί δεν παραστάθηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ' αυτό, ούτε κατέθεσαν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔικ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως, παρά την απουσία αυτών. Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 556 και 558 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι η αίτηση αναίρεσης απευθύνεται κατ' εκείνων που προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση ότι ήταν διάδικοι στη δίκη, όπου εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση και μάλιστα αντίδικοι του αναιρεσείοντος που νίκησαν, ανεξάρτητα από την ιδιότητά τους ως διαδίκων στον πρώτο βαθμό, δεν στρέφεται δε αναγκαία εναντίον όλων των αντιδίκων του αναιρεσείοντος, εκτός από τις περιπτώσεις της αναγκαστικής ομοδικίας. Ειδικότερα η αναίρεση πρέπει να απευθύνεται μόνον εναντίον εκείνων από τους αντιδίκους του αναιρεσείοντος από τους οποίους επιδιώκεται με αυτή και με βάση τις επικαλούμενες συνέπειές της, η αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Αν οι προτεινόμενοι λόγοι δεν αφορούν κάποιο διάδικο, η αίτηση αναίρεσης είναι απαράδεκτη ως προς αυτόν, αφού δεν είναι δυνατό να αναιρεθεί η απόφαση ως προς αυτόν και αν ακόμη ευδοκιμήσουν οι προβληθέντες αναιρετικοί λόγοι. Στην προκειμένη περίπτωση η αναίρεση στρέφεται τόσο κατά των νικησάντων στην κατ' έφεση δίκη τεσσάρων πρώτων αναιρεσιβλήτων, όσο και κατά των τεσσάρων λοιπών, ήτοι, των πέμπτης, έκτου, έβδομης και όγδοης των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι ήταν ομόδικοι των εκκαλούντων - αναιρεσειόντων στον πρώτο βαθμό και ως προς τους οποίους η έφεση απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ως απαράδεκτη, γιατί δεν εδικαιολογείτο η εναντίον τους απεύθυνση, εφόσον δε οι προτεινόμενοι λόγοι αναίρεσης και οι περιεχόμενες σ' αυτούς πλημμέλειες δεν αφορούν τους εν λόγω αναιρεσίβλητους, ούτε περιέχεται ως προς αυτούς άλλη αιτίαση, με την οποία να επιδιώκεται και να είναι δυνατή, με βάση τις επικαλούμενες πλημμέλειες, η αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη ως προς αυτούς. Πρέπει λοιπόν η αναίρεση να απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς τους πέμπτη, έκτο, έβδομη και όγδοη των αναιρεσιβλήτων. Επειδή κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του ν.δ. της 17-7-1923 "περί σχεδίων πόλεων, κωμών και συνοικισμών του κράτους" που αντιστοιχεί στη διάταξη του άρθρου 411 του Κώδικα βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε μεταβίβαση της κυριότητας μέρους ή του όλου γηπέδου, πάνω στο οποίο ο ιδιοκτήτης σχημάτισε ή αναγνώρισε σχηματισθέντες τυχόν χωρίς τη θέλησή του κοινόχρηστους χώρους (ιδιωτικές οδούς, πλατείες κ.λπ.) ή δεν σχημάτισε, ούτε αναγνώρισε μεν τέτοιους, αλλά επιδιώκει τον σχηματισμό ή την αναγνώρισή τους με μια τέτοια μεταβίβαση. Στην έννοια του σχηματισμού κοινόχρηστων χώρων περιλαμβάνεται ο περιορισμός ή παραίτηση δικαιωμάτων πάνω στα ειρημένα γήπεδα, που έγινε με οποιοδήποτε τρόπο με ιδιωτική πρωτοβουλία ή με συμφωνία για να σχηματισθούν άμεσα ή έμμεσα οι χώροι αυτοί. Κάθε μεταβίβαση της κυριότητας που έγινε, παρά τις ανωτέρω διατάξεις, είναι αυτοδικαίως άκυρη. Η διάταξη για την ακυρότητα αυτή ισχύει και αν ακόμη δεν έγινε σε κάποια επίσημη πράξη σαφής μνεία για τον σχηματισμό των ως άνω κοινόχρηστων χώρων, αλλά έμμεσα προκύπτει από τις γενόμενες μεταβιβάσεις ότι αυτές έγιναν για ένα τέτοιο σχηματισμό και γενικά για την εφαρμογή ιδιωτικού δικαίου ρυμοτομίας. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, οι διατάξεις της ανωτέρω παρ. 1 δεν ισχύουν προκειμένου για καλλιεργούμενα γήπεδα, που βρίσκονται έξω από τα εγκεκριμένα σχέδια των πόλεων, κωμών κ.λπ., πάνω στα οποία σχηματίζονται ιδιωτικοί δρόμοι για τη μεταφορά των προϊόντων, εφόσον από τα πράγματα προκύπτει, ότι ο σχηματισμός αυτών αποσκοπεί στη μεταφορά των πραγμάτων αυτών, όχι δε στην εφαρμογή ιδιωτικού σχεδίου ρυμοτομίας και τη με βάση αυτό κατάτμηση των γηπέδων σε μικρά τμήματα. Επίσης δεν ισχύουν οι διατάξεις της παρ. 1 α)... και β)... Τέλος, κατά την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου, αρμόδιος να αποφανθεί για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, αν η μεταβίβαση της κυριότητας των γηπέδων έγινε για το σχηματισμό πάνω σ' αυτά κοινόχρηστων χώρων και γενικά για την εφαρμογή ιδιωτικού σχεδίου ρυμοτομίας ή για απλή μεταφορά προϊόντων, αν επήλθε ή όχι αύξηση της έκτασης των κοινόχρηστων αυτών χώρων και ποιά η θέση και η έκταση αυτών και ειδικότερα πότε υφίσταται περίπτωση εφαρμογής των εξαιρέσεων α' και β' της προηγούμενης παραγράφου, είναι ο της Συγκοινωνίας Υπουργός, ο οποίος αποφαίνεται για όλα τα ζητήματα αυτά, μετά από γνώμη του Συμβουλίου των Δημοσίων έργων. Σε περίπτωση ενστάσεων των ενδιαφερομένων κατά της απόφασης του Υπουργού δύναται αυτός να αναθεωρήσει την αρχική του απόφαση μόνο μια φορά (εφάπαξ). Περίληψη των άνω αποφάσεων του Υπουργού και της σχετικής γνωμοδότησης του Συμβουλίου Δημοσίων Έργων δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Από τις συνδυασμένες αυτές διατάξεις, με την τελευταία των οποίων θεσπίζεται αρμοδιότητα του Υπουργού της Συγκοινωνίας πάνω σε αναφερόμενα σ' αυτή ζητήματα, προκύπτει ότι τα τακτικά δικαστήρια, καλούμενα να αποφανθούν σε σχετική ενώπιόν τους δίκη για το κύρος σύμβασης για μεταβίβαση κυριότητας γηπέδου, για την οποία προβάλλεται ότι συντρέχει λόγος ακυρότητας από τους αναφερόμενους στο άρθρο 20 παρ. 1 του ν.δ. 17-7-1923, δεν έχουν εξουσία να αποφανθούν για την ακυρότητα της σύμβασης, εφόσον προηγουμένως δεν έχει αποφανθεί ο αρμόδιος Υπουργός (τώρα Νομάρχης κατά την Ε 26033/46/16-8-1977 απόφαση του Υπουργού Δημοσίων Έργων) με διαπιστωτική πράξη, ότι συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση η συνδρομή του ως άνω λόγου, εκτός εάν στη δίκη συνομολογείται από τους ενδιαφερόμενους διαδίκους η συνδρομή τέτοιου λόγου ακυρότητας, οπότε τα δικαστήρια δικαιούνται και υποχρεούνται με βάση την ομολογία αυτή να αποφανθούν για την ακυρότητα της σύμβασης. Τέλος κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύθηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα. Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ' επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης. Έτσι με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος, πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο, τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην απόφαση νομικό σφάλμα (Ολ.ΑΠ 20/2005), ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Εξ ετέρου κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο. Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση και στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων της διατάξεως που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας της. Εξάλλου ο ίδιος λόγος αναιρέσεως είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για εκ πλαγίου παραβίαση κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί των εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ) προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς τον περί ακυρότητας του τίτλου κτήσεως των εναγόντων ισχυρισμό των εναγομένων - αναιρεσειόντων, λόγω δημιουργίας με αυτόν (τίτλο κτήσεως) ιδιωτικού ρυμοτομικού σχεδίου, κατά παραβίαση του άρθρου 20 παρ. 1 του Ν.Δ. της 17.7/6-8-1923: "...Περαιτέρω οι ίδιοι ως άνω εναγόμενοι, και ήδη αναιρεσείοντες, ισχυρίστηκαν πρωτοδίκως και τον ίδιο ισχυρισμό επαναφέρουν με σχετικούς λόγους της έφεσης... ότι δηλαδή είναι άκυρο το υπ' αριθμ. …/1999 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, γιατί με αυτό... επιχειρείται με τη διάνοιξη των αναφερομένων στο ως άνω συμβόλαιο δύο οδών, να κατατμηθεί μία ενιαία έκταση σε τρία τμήματα και να καθιδρυθεί ιδιωτικό ρυμοτομικό σχέδιο, κατά παράβαση του άρθρου 20 παρ. 1 του Ν.Δ. της 17-7-1923. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ' ουσίαν για το λόγο... ότι το Δικαστήριο αυτό δεν έχει την εξουσία να αποφανθεί ότι συντρέχει τέτοιος λόγος ακυρότητας της ανωτέρω μεταβιβαστικής σύμβασης, αφού δεν έχει αποφανθεί προηγουμένως το κατά νόμο αρμόδιο διοικητικό όργανο (ήτοι ο αρμόδιος Νομάρχης) με διαπιστωτική πράξη του ότι συνέτρεξε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο ως άνω λόγος ακυρότητας, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη στην παράγραφο V της παρούσας. Ειδικότερα, από όλα τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε (ούτε, άλλωστε, και οι ως άνω εναγόμενοι το επικαλούνται) ότι στην προκειμένη περίπτωση έχει ήδη εκδοθεί σχετική διαπιστωτική πράξη του αρμόδιου Νομάρχη, με την οποία αυτός να αποφαίνεται ότι συνέτρεξε ο επικαλούμενος λόγος ακυρότητας, προϋπόθεση αναγκαία ώστε το Δικαστήριο να έχει εξουσία να αποφανθεί περί της ακυρότητας της σύμβασης αυτής. Επίσης, στην προκειμένη δίκη δεν συνομολογείται από τους ενάγοντες (αγοραστές) η ύπαρξη του ανωτέρω λόγου ακυρότητας (αντιθέτως αυτοί τον αρνούνται ρητώς), ώστε το Δικαστήριο να έχει την ίδια ως άνω εξουσία (ήτοι να αποφανθεί περί της ακυρότητας της σύμβασης) ούτε, εξάλλου, συνάγεται τέτοια ομολογία τους από άλλες πράξεις αυτών (εναγόντων) ή ακόμη και από το περιεχόμενο της εν λόγω μεταβιβαστικής σύμβασης. Σημειώνεται, πάντως, ότι με την προαναφερόμενη υπ' αριθμ. 11/2007 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία, όπως προεκτέθηκε, διατάχθηκε ο μεταγραφοφύλακας Σύρου να προβεί στην μεταγραφή του υπ' αριθμ. …/1999 αγοραπωλητήριου συμβολαίου, κρίθηκε ότι, στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν τίθεται ζήτημα ακυρότητας του ως άνω συμβολαίου κατ' άρθρο 20 παρ. 1 του Ν.Δ. της 17-7-1923, αφενός γιατί το Τμήμα Πολεοδομίας Σύρου με την υπ' αριθμ. πρωτ. 1117/2002 βεβαίωσή της και ο Δήμαρχος Ποσειδωνίας Σύρου με το υπ' αριθμ. πρωτ. 927/2002 έγγραφό του βεβαιώνουν ότι η περιοχή, στην οποία βρίσκεται η εν λόγω έκταση, δεν υπάγεται στο ρυμοτομικό σχέδιο πόλεως ή οικισμού και αφετέρου γιατί το Κοινοτικό Συμβούλιο της τότε Κοινότητας Φοίνικα Σύρου με την υπ' αριθμ. 7/18-5-1995 απόφασή του δέχθηκε την αιτηθείσα διάνοιξη, ενώ η απόφαση αυτή εγκρίθηκε από την Περιφερειακή Διοίκηση της Νομαρχίας Κυκλάδων, με την υπ' αριθμ. πρωτ. 6453/26-5-1995 πράξη της, γεγονός που καταδεικνύει, σύμφωνα με το σκεπτικό της ως άνω απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, ότι ο αρμόδιος πλέον Νομάρχης Κυκλάδων με την εν λόγω διαπιστωτική του πράξη ενέκρινε τη διάνοιξη". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε τους αφορώντες το ζήτημα αυτό οικείους λόγους της εφέσεως (3ο και 6ο) και επικύρωσε κατά τούτο την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 1, 3 και 4 του Ν.Δ. της 17.7/23-8-1923, τις οποίες ορθά ερμήνευσε, καθόσον δέχθηκε ότι αναγκαία προϋπόθεση για τη δικαστική διάγνωση της συνδρομής του επικαλουμένου λόγου ακυρότητας της επίμαχης σύμβασης, είναι η προγενέστερη έκδοση από τη διοίκηση διαπιστωτικής πράξης, η οποία στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει εκδοθεί, ούτε προέκυψε ομολογία ως προς τη συνδρομή τέτοιας ακυρότητας, ενώ η αναφορά της προσβαλλομένης αποφάσεως στις πλεοναστικές, λόγω του αντικειμένου της, ως εκδοθείσας κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας υπ' αριθμ. 11/2007 αποφάσεως του Εφετείου, γίνεται διηγηματικά και με παραδοχές που δεν στηρίζουν το διατακτικό, ούτε δημιουργούν δεδικασμένο, αφού η επικύρωση από την Περιφερειακή Διοίκηση αποφάσεως του Κοινοτικού Συμβουλίου, ως προς τη διάνοιξη του ένδικου δρόμου, δεν είναι η απαιτούμενη για την ένδικη υπόθεση διαπιστωτική πράξη του Νομάρχη. Ενόψει τούτων ο εκ της διατάξεως του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ πρώτος λόγος της αναιρέσεως, κατά τον οποίο ως προς την ένδικη ακυρότητα, η κρίση της Διοικήσεως δεν είναι αναγκαία, αλλά παρεμπίπτουσα, και εκφέρεται εφόσον δεν είχαν αποφανθεί προς τούτο τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια, πρέπει ενόψει των αναφερομένων στη νομική σκέψη να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, έτσι, όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση αφού εξέθεσε σ' αυτήν, χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά γεγονότα που δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα και που ήταν αναγκαία για την απόρριψη του ερευνηθέντος ισχυρισμού και συνακόλουθα με την εφαρμογή των προδιαληφθεισών ουσιαστικών διατάξεων. Συνεπώς ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο και υπό την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών, ως προς το ζήτημα της αρνήσεως, από τους ενάγοντες, του λόγου της ακυρότητας του ενδίκου τίτλου και της μη συναγωγής ομολογίας από τους ισχυρισμούς τους, ως προς την ακυρότητα αυτή, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω ο ίδιος λόγος, κατά το μέρος που, με αυτόν, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν αιτιάσεις για μη συναγωγή εξώδικης ομολογίας, ως προς την ακυρότητα του ενδίκου τίτλου πλήττουν, υπό την επίφαση των ανεπαρκών αιτιολογιών, την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, που εξήχθει από το περιεχόμενο των αναφερομένων στον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο εγγράφων, τα οποία το Εφετείο έλαβε υπόψη, ενώ οι επικαλούμενες ελλείψεις ως προς την αιτιολόγηση και ανάλυση των αποδείξεων, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες, αφού μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα, ήτοι η απόρριψη του ερευνηθέντος ισχυρισμού, εκτίθεται πλήρως και σαφώς. Επειδή κατά το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ. γ' του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 352 και 335 ΚΠολΔικ, συνάγεται ότι δικαστική ομολογία, η οποία παρέχει πλήρη απόδειξη, είναι μόνον εκείνη που γίνεται από τον διάδικο, προφορικώς ή γραπτώς, ενώπιον του δικαστηρίου, που δικάζει την υπόθεση (ή του εντεταλμένου δικαστή), κάθε δε άλλη ομολογία θεωρείται εξώδικη. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του αν συνάγεται ή όχι εξώδικη ομολογία από έγγραφο το οποίο επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι και η οποία κατά το άρθρο 352 παρ. 2 ΚΠολΔικ εκτιμάται ελευθέρως, ανάγεται σε πράγματα και ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αν από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας, έλαβε υπόψη το έγγραφο, από το οποίο συνάγεται, κατά το λόγο αναίρεσης εξώδικη ομολογία. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως, που συμπληρώνεται με τα εκτιθέμενα στον δεύτερο αναιρετικό λόγο και κατ' εκτίμηση των σ' αυτόν αναφερομένων, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την εξώδικη ομολογία των τεσσάρων πρώτων αναιρεσιβλήτων - αγοραστών περί ακυρότητας του ενδίκου συμβολαίου, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του Ν.Δ. της 17.7?23-8-1923, η οποία προέκυπτε από το περιεχόμενο των από 14-8-1996 και 29-8-1996 ιδιωτικών συμφωνητικών και του εν συνεχεία και με βάση τα ιδιωτικά αυτά συμφωνητικά καταρτισθέντος ενδίκου πωλητηρίου συμβολαίου. Ότι το Εφετείο λόγω μη λήψεως υπόψη της εξώδικης αυτής ομολογίας, αλλά και της δικαστικής που περιεχόταν στους λοιπούς (μη προσδιορισμένους) ισχυρισμούς των εν λόγω αναιρεσιβλήτων στις ενώπιον του Εφετείου από 8-6-2011 προτάσεις τους, κατέληξε σε αντίθετη, ως προς την ομολογία αυτή, κρίση. Ο λόγος αυτός υπό το εκτεθέν περιεχόμενό του αφορά σε μη ληφθέν υπόψη αποδεικτικό μέσο και συνακόλουθα υπάγεται στην αναιρετική πλημμέλεια της διατάξεως του αριθμού 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ και όχι στην επικαλούμενη 8 εδ. β' του ίδιου άρθρου, είναι δε αυτός, κατά το πρώτο και αφορών στην εξώδικη ομολογία μέρος του απαράδεκτος, καθόσον αφορά σε μη συναγωγή τέτοιας ομολογίας από την εκτίμηση του περιεχομένου εγγράφων, η οποία κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη είναι ανέλεγκτη, καθ' όσον το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τα προαναφερόμενα έγγραφα, από τα οποία συνάγεται, κατά τους αναιρεσείοντες, εξώδικη ομολογία, ενώ κατά το δεύτερο μέρος του είναι αόριστος γιατί δεν προσδιορίζονται οι ισχυρισμοί που συνιστούσαν δικαστική ομολογία, ούτε από την επισκόπηση των επίμαχων προτάσεων προκύπτει ότι περιέχεται σ' αυτές ομολογία των αναιρεσιβλήτων. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 8 περ. β' ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που τείνουν στη θεμελίωση αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως. Ως πράγματα νοούνται και οι λόγοι εφέσεως ή αντεφέσεως, εφόσον σ' αυτούς περιέχεται ισχυρισμός παραδεκτός νόμιμος και ορισμένος και όχι αρνητικός της αγωγής ή αλυσιτελής, στον οποίο το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει. Για την στήριξη δηλαδή του λόγου πρέπει να αγνοήθηκαν λόγοι εφέσεως που αφορούν σε αυτοτελείς ισχυρισμούς και όχι σε επιχειρήματα που στηρίζουν τον ίδιο ή άλλο λόγο εφέσεως, ενώ αντίστοιχα δεν στοιχειοθετείται ο λόγος, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης, από τον αριθμό 8 περ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον προταθέντα με πρόσθετο λόγο της εφέσεως ισχυρισμό, κατά τον οποίο, ως προς το ζήτημα της ακυρότητας του ένδικου υπ' αριθμ. …/1999 μεταβιβαστικού συμβολαίου, λόγω καθιδρύσεως με αυτό ιδιωτικού ρυμοτομικού σχεδίου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα παρέπεμψε στις κρίσεις της υπ' αριθμ. 11/2007 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου, οι οποίες είναι λανθασμένες για τους λόγους που είχαν εκτεθεί στο εφετήριο και επαναλαμβάνονται στο αναιρετήριο και ότι λόγω μη λήψεως υπόψη των ισχυρισμών αυτών απέρριψε τον οικείο πρόσθετο λόγο εφέσεως. Ο λόγος αυτός προεχόντως είναι απαράδεκτος γιατί αφορά σε λόγο εφέσεως που απορρίφθηκε και όχι σε λόγο εφέσεως που δεν εξετάστηκε, ενώ οι αιτιάσεις περί εσφαλμένης παραδοχής των αφορωσών τον ένδικο τίτλο αιτιολογιών της επικαλούμενης 11/2007 αποφάσεως του Εφετείου, δεν αφορούν σε "πράγματα" υπό την εκτιθεμένη στη νομική σκέψη έννοια, αλλά σε επιχειρήματα του δικαστηρίου που προέκυψαν από την ανέλεγκτη εκτίμηση αποδεικτικού μέσου και δη από παραδοχές δικαστικής αποφάσεως, που ως προς το ερευνώμενο ζήτημα της εγκυρότητας του ένδικου τίτλου ήταν πλεοναστικές, αναφερόντουσαν διηγηματικά και δεν δημιουργούσαν δεδικασμένο, αφού εξέφευγαν του διαγνωστικού αντικειμένου της δίκης εκείνης, που ήταν η κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας επιβολή στον Υποθηκοφύλακα της υποχρεώσεώς του προς μεταγραφή του ένδικου τίτλου. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, ενώ η επίκληση στο αναιρετήριο, ως προς το λόγο αυτό και της διατάξεως του αριθμού 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ οφείλεται σε παραδρομή. Όμως για την περίπτωση που η επίκληση της διατάξεως αυτής αφορά στο ότι η προαναφερθείσα υπ' αριθμ. 11/2007 απόφαση του Εφετείου λήφθηκε υπόψη παρά το νόμο, η αιτίαση αυτή είναι απαράδεκτη, γιατί η εν λόγω απόφαση ήταν επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο, του οποίου έγινε νόμιμη επίκληση και προσκομιδή στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Ενόψει τούτων η αναίρεση πρέπει ως προς όλους τους λόγους της και όσον αφορά τους τέσσερεις πρώτους αναιρεσίβλητους να απορριφθεί ως αβάσιμη, ενώ όσον αφορά τους λοιπούς αναιρεσίβλητους πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Οι αναιρεσείοντες ως ηττώμενοι διάδικοι πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των τεσσάρων πρώτων αναιρεσιβλήτων (άρθρ. 176, 180 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔικ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό, ενώ για τους λοιπούς αναιρεσιβλήτους δεν επιδικάζονται έξοδα αφού αυτοί δεν παραστάθηκαν και ως εκ τούτου ούτε σε δαπάνες υποβλήθηκαν, ούτε οικείο αίτημα υπέβαλλαν. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 9-2-2012 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 269/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των τεσσάρων πρώτων αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η αναίρεση απευθύνεται κατά των νικησάντων και όχι κατά των ομοδίκων του ηττηθέντος. Άρθρ. 20 παρ. 1 του ΝΔ της 17.7.1923 "περί σχεδίων, πόλεων, κωμών και συνοικισμών του Κράτους. Τα δικαστήρια (πολιτικά) δεν έχουν εξουσία να αποφανθούν για την ακυρότητα σύμβασης μεταβιβάσεως ακινήτου, στο οποίο ο μεταβιβάσας διαμόρφωσε δρόμους κατά παράβαση των πολεοδομικών διατάξεων, εάν προηγουμένως δεν έχει εκδοθεί διαπιστωτική πράξη του Νομάρχη (εε 26033/46/16.8.1977 απόφαση του Υπουργού Δημοσίων Έργων). Ο από το άρθρ. 559 αρ.8 λόγος δεν ιδρύεται, αν αφορά στα επιχειρήματα αντλούμενα από τις αποδείξεις. "Πράγματα" και οι λόγοι εφέσεως που δεν εξετάστηκαν, όχι που απορρίφθηκαν. Δικαστική και εξώδικη ομολογία. II περ. γ αφορά σε αποδεικτικά μέσα τα οποία αποδεικνύουν ισχυρισμούς και συνακόλουθα δεν είναι ισχυρισμοί υπό την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 εδ. β.
Ακυρότητα μεταβίβασης
Απαράδεκτη αίτηση αναίρεσης, Δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων, Ακυρότητα μεταβίβασης, Παράβαση πολεοδομικών διατάξεων.
0
Αριθμός 916/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Π. Α. του Ε. και 2)Α. συζ. Π. Α., το γένος Η. Ρ. του Η., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρήστο Οικονομάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Α. Μ. του Α. και 2)Ι. Α. του Κ., κατοίκων ... οι οποίοι παραστάθηκαν με την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αφροδίτη Βαρδουνιώτου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25/2/2008 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Σικυώνος. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 126/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 194/2010 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 1/10/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 28/1/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η από 1/10/2011 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 194/2010 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου. Η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 560 αρ. 1 εδ. β' του ΚΠολΔ (αντίστοιχος του άρθρ. 559 αρ.1β' του ίδιου ΚΠολΔ) ιδρύεται μόνο όταν τα διδάγματα της κοινής πείρας που φέρεται ότι παραβιάστηκαν αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς, όχι δε όταν χρησιμεύουν για εκτίμηση αποδείξεων (Ολομ.ΑΠ 2/2008) η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο που την εξέδωσε, δικάζοντας ως Εφετείο, δέχθηκε ότι οι αναιρεσίβλητοι - εναγόμενοι απέβαλαν τους αναιρεσείοντες από τη νομή τους στην επίδικη εδαφική λωρίδα, συνολικού εμβαδού αυτού (8) τετρ. Μέτρων, εντός του έτους 2006, και ότι από την αποβολή αυτή μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής των αναιρεσειόντων, που ολοκληρώθηκε, με την επίδοσή της, την 7-3-2008, παρήλθε χρονικό διάστημα που υπερβαίνει το έτος, με αποτέλεσμα η αξίωση των εναγόντων για την προστασία της νομής τους επί της ανωτέρω εδαφικής λωρίδας να έχει υποπέσει στην ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 992 του ΑΚ. Και βάσει των παραδοχών αυτών το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την ένσταση της παραγραφής της ένδικης αξίωσης των αναιρεσειόντων που είχαν προβάλει οι αναιρεσίβλητοι, και απέρριψε την περί νομής, ως άνω αγωγή τους. Με τον μοναδικό λόγο του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση του άρθρου 560 παρ. 1β'του ΚΠολΔ προσάπτεται η αιτίαση ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο με το να δεχθεί ότι η αποβολή από τη νομή των αναιρεσειόντων έγινε εντός του έτους 2006, σύμφωνα και με την κατάθεση του ίδιου του μάρτυρά τους, κατά τον οποίο η αποβολή έγινε "πριν 2-3 χρόνια", αφ' ενός μεν παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας, αφ' ετέρου δε εσφαλμένα εκτίμησε την υπ' αριθμ. 180/2007 απόφαση του Ειρηνοδικείου Σικυώνος και την αντίστοιχη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Κ. Μ. (μη διαδίκου στην παρούσα υπόθεση), τις οποίες οι αναιρεσείοντες είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί ως έγγραφα (αποδεικτικά μέσα) και από τις οποίες προκύπτει κατά τους ισχυρισμούς τους ότι οι παράνομες ενέργειες των εναγομένων - αναιρεσιβλήτων (αποβολή από τη νομή) έλαβαν χώραν την 20-3-2007, από την οποία και μέχρι την άσκηση της αγωγής (7-3-2008) δεν συμπληρώθηκε η ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 992 του ΑΚ που δέχθηκε το δικαστήριο. Ο προτεινόμενος αυτός λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, κατά μεν το πρώτο σκέλος του διότι τα φερόμενα ως παραβιασθέντα διδάγματα της κοινής πείρας αναφέρονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και δεν αφορούν ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς, κατά το δεύτερο δε σκέλος του διότι πλήττεται με αυτό ευθέως η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και δη του περιεχομένου των ως άνω εγγράφων. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ. 176 και 183 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 1-10-2011 αίτηση των Π. Α. κ.λ.π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 194/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1 Απριλίου 2014. Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρετικός λόγος για παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Πότε ιδρύεται. Ανέλεγκτη η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, κατά το άρθρο 561 §1 του Κ.Πολ.Δ. (Επικυρώνει Πολ.Πρωτ.Κορ. 194/2010).
Παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου
Παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, Παράβαση διδαγμάτων κοινής πείρας.
0
Αριθμός 917/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Τoυ αναιρεσείοντος: Κ. Κ. του Μ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαρίλαο Κοψαχείλη. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Α. Κ. του Μ., κατοίκου ..., και 2)Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογράφησης Ελλάδας, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Ο 1ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημοσθένη Γούλα και ο 2ος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Στο σημείο αυτό ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος δήλωσε ότι ο αναιρεσείων παραιτείται από το δικόγραφο της από 19/11/2010 αίτησης για αναίρεση της 525/2010 αποφάσεως του Εφετείου Λάρισας. Ο πληρεξούσιος του 1ου αναιρεσίβλητου ζήτησε την καταδίκη του αντιδίκου του στα δικαστικά του έξοδα. Το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε να αποφασίσει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 97, 98, 188 παρ. 1, 189 παρ. 2, 190, 191 παρ. 2, 192, 294, 295 παρ. 1, 297, 299 και 573 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων μπορεί με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αναιρεσίβλητο να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης χωρίς τη συναίνεση του αντιδίκου του, εφόσον δεν προχώρησε στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, ενώ η παραίτηση που γίνεται αργότερα είναι απαράδεκτη, εφόσον ο αναιρεσίβλητος προβάλλει αντίρρηση και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον η δίκη να περατωθεί με την έκδοση οριστικής απόφασης. Η παραίτηση από το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης, για την οποία αρκεί η ύπαρξη γενικής μόνο πληρεξουσιότητας στο πρόσωπο του δικηγόρου του παραιτουμένου, έχει ως αποτέλεσμα ότι η αίτηση αναίρεσης θεωρείται πως δεν ασκήθηκε και η δίκη καταργείται χωρίς να είναι αναγκαία η έκδοση απόφασης που να κηρύσσει την κατάργησή της. Στην περίπτωση αυτή η εκκαθάριση των δικαστικών εξόδων γίνεται κατά τη διαδικασία των άρθρ. 679 επ. ΚΠολΔ από το Μονομελές Πρωτοδικείο. Δεν αποκλείεται όμως και η έκδοση απόφασης του δικαστηρίου που να αναγνωρίζει το κύρος της παραίτησης και να κηρύσσει καταργημένη τη δίκη, οπότε με την απόφαση αυτή γίνεται και η εκκαθάριση των δικαστικών εξόδων, εφόσον υποβλήθηκε σχετικό αίτημα, το οποίο δεν είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από κατάλογο των εξόδων (ΑΠ 1287/2011,771/2013). Τα έξοδα βαρύνουν κατ' αρχήν τον παραιτούμενο, δεν αποδίδονται όμως τα έξοδα στα οποία ο αντίδικός του υποβλήθηκε για τη σύνταξη και την κατάθεση προτάσεων, ενώ γνώριζε ότι είχε ήδη γίνει έγκυρη παραίτηση, αφού τότε πρόκειται για έξοδα από απροσεξία ή από υπερβολική πρόνοια του αντιδίκου του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου, ο αναιρεσείων με δήλωσή που έγινε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαρ. Καψαχείλη παραιτήθηκε από το δικόγραφο της από 19-11-2010 αίτησής του για αναίρεση της υπ' αριθμ. 525/2010 απόφασης του Εφετείου Λαρίσης. Η παραίτηση αυτή είναι έγκυρη και επέφερε τα αποτελέσματά της, δηλ. θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε η αίτηση αναίρεσης και η δίκη καταργείται. Ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του πρώτου αναιρεσιβλήτου, κατά το σχετικό νόμιμο αίτημα του τελευταίου, που παραστάθηκε στο ακροατήριο εκπροσωπούμενος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημοσθ. Γούλα, ο οποίος δικαιολογημένα πριν από τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης είχε καταθέσει στις 17-12-2013 τις από 16-12-2013 έγγραφες προτάσεις του. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Θεωρεί ότι δεν ασκήθηκε η από 19-11-2010 αίτηση του Κ. Κ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 525/2010 απόφασης του Εφετείου Λαρίσης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του πρώτου των αναιρεσιβλήτων Α. Κ., τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, την 1η Απριλίου 2014. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραίτηση από το δικόγραφο. Πώς γίνεται – αποτελέσματα. Έκδοση αποφάσεως και καταδίκη παραιτουμένου στα δικαστικά έξοδα παρισταμένου αναιρεσιβλήτου που είχε προκαταθέσει προτάσεις.
Παραίτηση από δικόγραφο
Παραίτηση από δικόγραφο.
0
Αριθμός 918/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ν. Π. του Α., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Κοκκονό. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ Α.Ε." που εκπροσωπείται νόμιμα από την οιονεί καθολική της διάδοχο ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΚΤΗΡΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ειρήνη Μπακράτση και 2) Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Γεώργιο Βαμβακίδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με: α)την από 13/6/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, β)την από 13/12/2007 ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση της 1ης ήδη αναιρεσίβλητης και 3)την από 18/3/2008 κύρια παρέμβαση του 2ου ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Έδεσσας και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 137/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 73/2012 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 12/12/2012 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 5/12/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της 1ης αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Στις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. δ. 4247/1962 "Περί ιδρύσεως Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων" ορίζεται στην παρ. 1 ότι "Ιδρύεται αυτόνομος οργανισμός υπό την επωνυμίαν "Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων" (Ο.Σ.Κ.), έδραν έχων τας Αθήνας και αποτελών νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου", και στην παρ. 2 ότι "Ο Οργανισμός ούτος τελεί υπό την εποπτείαν του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων". Περαιτέρω, στις διατάξεις του άρθρου 13 του ίδιου ως άνω ν. δ/τος ορίζεται στην παρ. 1 ότι "ο Οργανισμός προβαίνει εις την ανοικοδόμησιν σχολικών κτιρίων, εφ' όσον έχουσι παραχωρηθή αυτώ δωρεάν παρά του Δημοσίου, των οικείων Δήμων ή Κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων οι κατάλληλοι χώροι. Δια την τοιαύτην παραχώρησιν ουδείς φόρος ή τέλος ή εισφορά τις καταβάλλεται. Η παραχώρησις των χώρων του μεν δημοσίου συντελείται δι' αποφάσεως του οικείου Υπουργού, αναγνωριζομένης απολύτου προτεραιότητος εις την κάλυψιν σχολικών αναγκών, των Νομικών Προσώπων δι' αποφάσεως των οικείων οργάνων Διοικήσεως, χωρίς να απαιτήται εις πάσαν περίπτωσιν προηγουμένη γνώμη οιουδήποτε ετέρου οργάνου ή εγκριτική των εν λόγω αποφάσεων πράξις, των δε Δήμων και Κοινοτήτων δι' αποφάσεως των Δημοτικών ή Κοινοτικών Συμβουλίων κυρουμένων δια πράξεως του οικείου Νομάρχου. Η πράξις αποδοχής εν η σημειούνται άπαντα τα γνωρίσματα του παραχωρουμένου κτήματος, αποτελεί νόμιμον τίτλον μεταγραπτέον υπέρ του Οργανισμού". Με το άρθρο 20 παρ. 1 του α.ν. 627/1968 καταργήθηκε το ν. δ. 4247/1962, πλην των προβλεπομένων απαλλαγών τελών και χαρτοσήμου, και μεταβλήθηκε η προαναφερθείσα διαδικασία του άρθρου 13, ενώ με τις διατάξεις του π.δ/τος 414/1998 ο Ο.Σ.Κ. μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Ο.Σ.Κ.". Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1033, 1192 και 1198 ΑΚ, οι εμπράγματες δικαιοπραξίες υποβάλλονται σε μεταγραφή, χωρίς την οποία δε συντελείται η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου (ΑΠ 643/03, ΑΠ 942/00). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι προκειμένου να γίνει μεταβίβαση της κυριότητας οικοπέδου λόγω παραχώρησης, με δωρεά, από το Ελληνικό Δημόσιο, με απόφαση του αρμοδίου υπουργού, ως δωρητή, ή ν. π.δ.δ., με απόφαση του οργάνου διοίκησής του ή με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου εγκεκριμένη από τη Νομαρχία, προς τον Ο.Σ.Κ. απαιτούνταν, υπό το καθεστώς ισχύος του ν.δ. 4247/1962, μεταγραφή της πράξης αποδοχής της δωρεάς από το ν. π.δ.δ. με την επωνυμία "Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων", χωρίς την οποία (μεταγραφή) δεν γινόταν η μεταβίβαση. Εξάλλου ο κατά το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας εφαρμόζει κανόνα, του οποίου, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, ή (και) όταν δεν εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, του οποίου, ενόψει των ίδιων παραδοχών, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι με το υπ' αριθμ. .../10-7-1958 συμβόλαιο διανομής ακινήτων του συμβολαιογράφου Εδέσσης Λουκά Κόκκαλη που μεταγράφηκε νόμιμα περιήλθε στην κυριότητα του δεύτερου αναιρεσιβλήτου Ελληνικού δημοσίου μεταξύ των άλλων και το αναφερόμενο οικόπεδο, εμβαδού 1168,50 τ.μ., που βρίσκεται στην πόλη της Έδεσσας και το οποίο καταγράφηκε στα βιβλία δημοσίων κτημάτων με αριθμό ΒΚ 1317, αποτελώντας έκτοτε το ταυτάριθμο δημόσιο κτήμα, ότι με την υπ' αριθμ. Ε/11219/2446/22-8-1963 απόφαση του Γενικού Διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών, με εντολή του Υπουργού, εγκρίθηκε η παραχώρηση του ανωτέρω δημοσίου κτήματος, τμήμα του οποίου αποτελεί η επίδικη έκταση, εμβαδού 385,50 τ.μ., στον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων (Ο.Σ.Κ.), για την ανέγερση του 4ου Νηπιαγωγείου Εδέσσης, και παραγγέλθηκε η σύνταξη πρωτοκόλλου παράδοσης και παραλαβής και η καταχώρηση στο βιβλίο καταγραφής της δωρεάν παραχώρησης, ότι συντάχθηκε μετά ταύτα το από 7-10-1963 πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής του ακινήτου (Α.Β.Κ. 1317 οικόπεδο), μετά των επ' αυτού κτισμάτων, για την ανέγερση του ανωτέρω νηπιαγωγείου (η οποία ουδέποτε πραγματοποιήθηκε), ενώ καταχωρήθηκε η δωρεάν παραχώρηση στο βιβλίο καταγραφής του Ελληνικού δημοσίου, και ότι όμως, δέχεται το Εφετείο, η κυριότητα του παραχωρηθέντος παρέμεινε στο Ελληνικό δημόσιο, επειδή δεν μεταγράφηκε ποτέ, μέχρι σήμερα, πράξη αποδοχής της δωρεάς από τη διοίκηση του Ο.Σ.Κ., η οποία ήταν απαραίτητη κατά τον κρίσιμο χρόνο της παραχώρησης για τη μεταβίβαση της κυριότητας από το Ελληνικό δημόσιο προς τον Ο.Σ.Κ. σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 1 του ν. δ. 4247/1962. Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο δέχθηκε την ένδικη κυρία παρέμβαση του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού δημοσίου κατά των αρχικών διαδίκων και ήδη αναιρεσείουσας και πρώτου αναιρεσιβλήτου Ο.Σ.Κ., ενάγουσας και εναγομένου, αντίστοιχα, και αναγνώρισε το αναιρεσίβλητο - κυρίως παρεμβαίνον κύριο του ανωτέρω ακινήτου, εμβαδού 385,50 τ.μ., ως τμήματος του προρρηθέντος υπ' αριθμ. Β.Κ. 1317 δημόσιου κτήματος, απορρίπτοντας και τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι το επίδικο ανήκε στην κυριότητα του Ο.Σ.Κ. (ένσταση εκ δικαιώματος τρίτου). Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο και σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη, το δικαστήριο δεν παραβίασε, με εσφαλμένη εφαρμογή, τις προμνησθείσες διατάξεις των άρθρων 13 του ν.δ. 4247/1962 και 1033, 1192 και 1198 του ΑΚ, κατά τις οποίες ήταν αναγκαία η μεταγραφή της σχετικής, ως ανωτέρω, αποδοχής της δωρεάς εκ μέρους των οργάνων του Ο.Σ.Κ. για τη συντέλεση της επικαλούμενης μεταβίβασης του δωρηθέντος ακινήτου στον Οργανισμό, όπως ορθώς δέχθηκε το Εφετείο, και τα αντίθετα που υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον πρώτο, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς της είναι αβάσιμα. ΙΙ. Στο άρθρο 4 του ν. 3127/2003, που αφορά τροποποίηση και συμπλήρωση των ν. 2308/1995 και 2664/1998 για την κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο, ορίζονται τα εξής: "παρ. 1. Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέρα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου, εφόσον α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23-2-1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη, ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στον χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α' και β' προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του Α.Κ. παρ. 2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2.000 τ.μ. μόνο εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά την 32.12.2002 κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον 30% του ισχύοντος συντελεστή δόμησης την περιοχή". Έτσι, από τις άνω διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 1042 ΑΚ, προκύπτει ότι για να αποκτήσει κάποιος κυριότητα σε ακίνητο του δημοσίου με έκτακτη χρησικτησία απαιτούνται αδιατάρακτη νομή επί 30 έτη του πράγματος και καλή πίστη που πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που αποκτάται η νομή. Ειδικότερα, ως προς το στοιχείο της καλής πίστης, αυτό συντρέχει όταν ο χρησιδεσπόζων, έστω και αν γνωρίζει ότι το ακίνητο ανήκει στην κυριότητα τρίτου, όμως, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, έχει, κατά την κτήση της νομής, την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα (ΑΠ 863/11, ΑΠ 1267/10). Εξάλλου ο κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη προταθέντα ουσιώδη ισχυρισμό δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό και τον απορρίπτει για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, ο δε κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του προσήκοντος κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: "Στην ανωτέρω επίδικη έκταση, και σε παλαιό κτίσμα μέσα σ' αυτήν, περί το έτος 1947, εγκαταστάθηκε ο Α. Π.. Στο παλαιό κτίσμα αυτής κατοίκησε με την οικογένειά του, μέχρι το έτος 1985, οπότε παρέδωσε αυτό στην θυγατέρα του Μ. Π., καθ' ης η κύρια παρέμβαση και ήδη εκκαλούσα. Κατά το χρόνο της εγκατάστασης του Α. Π., η επίδικη έκταση ανήκε στη συγκυριότητα του Α. Τ. Ρ. και του Ελληνικού Δημοσίου, κατά τον προαναφερθέντα τρόπο και κατά τα ανωτέρω για καθένα ιδανικά μερίδια (...). Ο προαναφερθείς Α. Π. γνωρίζοντας ότι η επίδικη έκταση και το κτίσμα αυτής ανήκε στη συγκυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου και του Α. Τ. Ρ. κατέλαβε αυτήν, και τελούσε εν γνώσει του ότι δεν έγινε κύριος αυτής, έναντι του συγκυρίου Ελληνικού Δημοσίου, αλλά ούτε και μετά την από 10.7.1958 έναντι του κυρίου Ελληνικού Δημοσίου, δεδομένου ότι ούτε έναντι του προαναφερθέντος συγκυρίου Α. Ρ. μέχρι την από 10.7.1958 μεταγραφή της πράξης διανομής είχε αποκτήσει οποιοδήποτε δικαίωμα κυριότητας. Αντίθετα, ο Α. Π. γνώριζε ότι η επίδικη έκταση ανήκε στην συγκυριότητα του Α. Ρ. και του Ελληνικού Δημοσίου (...). Γνωρίζοντας ότι η επίδικη έκταση ανήκε στη συγκυριότητα του κυρίως παρεμβαίνοντος Ελληνικού Δημοσίου και του Α. Ρ., και, μετά την ως άνω μεταγραφή της πράξης διανομής, στην αποκλειστική κυριότητα του κυρίως παρεμβαίνοντος Ελληνικού Δημοσίου, ο Α. Π. προέβη κατά τη διάρκεια κατοχής αυτής σε επισκευή του παλαιού κτίσματος και συγκεκριμένα των τοίχων αυτού, της οροφής των δωματίων, και της στέγης, ενώ κατασκεύασε τουαλέτα και μπάνιο. Σε κάθε περίπτωση, ο Α. Π. από βαριά του αμέλεια πίστευε, κατά το χρόνο κτήσης της κατοχής, όπως αναλύεται παραπάνω, ότι είχε καταστεί συγκύριος με τον Α. Ρ. και, μετά την ανωτέρω μεταγραφή, αποκλειστικός κύριος της επίδικης έκτασης. Αβάσιμα, η καθ' ης η κύρια παρέμβαση ισχυρίστηκε ότι ο δικαιοπάροχός της, Α. Π., εγκαταστάθηκε από την Κοινωνική Πρόνοια στην ανωτέρω παλαιά κατοικία. Αυτή δε διαχειρίζονταν από την υπηρεσία της Κοινωνικής Πρόνοιας Έδεσσας ούτε από το Υπουργείο Γεωργίας. Η επίδικη έκταση, με την επ' αυτής οικία, ανήκε στη διαχείριση του Υπουργείου Οικονομικών. Με τη με αριθμ. Ε 14817/30.11.1951 Διαταγή της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών, παραχωρήθηκε, κατά χρήση, το όλο Β.Κ. 1317 οικόπεδο, έκτασης 1.168,50 τ.μ., για να χρησιμοποιηθεί ως φυλακές Έδεσσας από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, πλην όμως ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε απ' αυτό. Επειδή ο Α. Π. αυθαίρετα κατείχε την επίδικη έκταση με το επ' αυτού κτίσμα, μετά το με αριθμ. 45/7.4.1960 πρωτόκολλο γνωμοδότησης της αρμόδιας επιτροπής, εκδόθηκαν από το κυρίως παρεμβαίνον, και, ειδικότερα, από την αρμόδια Οικονομική Εφορία Έδεσσας, οι από 1.6.1960 δύο καταστάσεις βεβαίωσης μισθωμάτων αστικού κτήματος της Διεύθυνσης Δημοσίων Κτημάτων, για την επίδικη έκταση, συνολικού ποσού 3.240 δρχ., τέλος χαρτοσήμου (3%) 97,50 δρχ., για το χρονικό διάστημα από 1.1.1958 μέχρι 31.12.1958, και συνολικού ποσού 3.360 δρχ., τέλος χαρτοσήμου (3%) 101 δρχ., για το χρονικό διάστημα από 1.1.1959 μέχρι 31.12.1959. Ο Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων, με το με αριθμ. 2114/15.6.1963 έγγραφό του, ζήτησε την παραχώρηση του Β.Κ. 1317 για την ανέγερση του Νηπιαγωγείου Έδεσσας. Όπως προαναφέρθηκε, με τη με αριθμ. πρωτ. Ε/11219/2446/22.8.1963 απόφαση του Γενικού Διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών, με εντολή Υπουργού, εγκρίθηκε η παραχώρηση του Β.Κ. 1317, τμήμα του οποίου αποτελεί η επίδικη έκταση, προς τον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων, για την ανέγερση του 4ου Νηπιαγωγείου Έδεσσας, αφού ανακλήθηκε η προαναφερθείσα με αριθμ. Ε 14817/30.11.1951 Δ/γή για παραχώρηση της χρήσης στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, λόγω της παραπάνω μη χρησιμοποίησης απ' αυτό. Επίσης, παραγγέλθηκε η σύνταξη πρωτοκόλλου παράδοσης και παραλαβής και η καταχώρηση στο βιβλίο καταγραφής της σημείωσης της δωρεάν παραχώρησης. Συντάχθηκε το από 7.10.1963 πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής του με αριθμ. Β.Κ. 1317 οικοπέδου, εμβαδού 1.168,50 τ.μ., με τα επ' αυτού κτίσματα, για την ανέγερση του κτιρίου του 4ου Νηπιαγωγείου Έδεσσας, ενώ καταχωρήθηκε η δωρεάν παραχώρηση στο βιβλίο καταγραφής του Ελληνικού Δημοσίου. Όπως προαναφέρθηκε, η κυριότητα του ανωτέρω Β.Κ. 1317 παρέμεινε στο κυρίως παρεμβαίνον, Ελληνικό Δημόσιο, επειδή δε μεταγράφηκε στο βιβλίο μεταγραφών του οικείου Υποθηκοφυλακείου η πράξη αποδοχής από τη διοίκηση του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων, η οποία, κατά τον κρίσιμο χρόνο παραχώρησης, απαιτούνταν από τις διατάξεις του άρθρου 13 παρ. 1 του ν. 4247/1962, για τη μεταβίβαση της κυριότητας από το Ελληνικό Δημόσιο προς τον Ο.Σ.Κ., ούτε μέχρι σήμερα έλαβε χώρα οιαδήποτε μεταγραφή. Η επίδικη έκταση κατέχονταν αυθαίρετα από τον Α. Π.. Για το λόγο αυτό εκδόθηκε το με αριθμ. 95/21.11.1984 πρωτόκολλο καθορισμού αποζημίωσης του Οικονομικού Εφόρου Έδεσσας, με το οποίο καθορίστηκε σε βάρος του Α. Π. ως αποζημίωση αυθαίρετης χρήσης, για το χρονικό διάστημα από 1.1.1979 μέχρι 31.12.1983, το συνολικό ποσό των 72.000 δρχ.. Το παραπάνω πρωτόκολλο αποζημίωσης επιδόθηκε στις 22.11.1984 στον Α. Π.. Ο τελευταίος, αυθημερόν, προσήλθε προς συμβιβασμό και συντάχθηκε η από 22.11.1984 πράξη συμβιβασμού της αποζημίωσης στο ποσό των 60.000 δρχ. και βεβαιώθηκε, στις 20.2.1985, σε βάρος του Α. Π. το ποσό των 62.160 δρχ., από το οποίο το ποσό των 1.800 δρχ. αφορούσε το χαρτόσημο και το ποσό των 360 δρχ. αφορούσε κρατήσεις υπέρ ΟΓΑ (20% του χαρτοσήμου). Το έτος 1985 ο Α. Π. παραχώρησε την κατοχή της επίδικης έκτασης με το επ' αυτής κτίσμα στη θυγατέρα του, Μ. Π., η οποία εξακολούθησε να κατέχει αυτήν, να κατοικεί στο κτίσμα της οικίας, και να συντηρεί αυτό. Κατά το χρόνο κτήσης της φυσικής εξουσίας της επίδικης έκτασης, η κυρίως παρεμβαίνουσα, Μ. Π., γνώριζε ότι κύριος αυτής και του κτίσματος της οικίας ήταν το κυρίως παρεμβαίνον, στο οποίο ανήκε και το υπόλοιπο τμήμα του Β.Κ. 1317, και σε κάθε περίπτωση από βαριά της αμέλεια πίστευε ότι έγινε κυρία αυτή. Συγκεκριμένα, η καθ' ης η κύρια παρέμβαση γνώριζε ότι ο πατέρας της δεν ήταν κύριος και σε κάθε περίπτωση ότι από βαριά του αμέλεια πίστευε ότι έγινε κύριος, γνώριζε ότι αυθαίρετα κατείχε την επίδικη έκταση ο πατέρας της, ότι ο τελευταίος αναγνώρισε την κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, ότι εκδόθηκαν σε βάρος του πατέρα της πρωτόκολλα αποζημίωσης και ότι αυτός συμβλήθηκε στην παραπάνω πράξη συμβιβασμού του ποσού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης. Ο ισχυρισμός της καθ' ης η κύρια παρέμβαση ότι ουδέποτε κατέβαλε ή ίδια ή ο δικαιοπάροχός της αποζημίωση αυθαίρετης χρήσης δεν αναιρούν αυτήν τούτη την αυθαίρετη χρήση της επίδικης έκτασης και την κακή πίστη τόσο της ίδιας όσο και του δικαιοπάροχου αυτής. Εξάλλου, η καθ' ης η κύρια παρέμβαση, με την από 7.3.2002 αίτησή της, προς την Κτηματική Υπηρεσία Ν. Πέλλας, με την οποία ζήτησε την άδεια κατεδάφισης, επειδή κρίθηκε επικίνδυνα ετοιμόρροπο, κτίσματος που εφάπτεται της κατοικίας στην οποία διέμενε, ανέφερε ότι η κατοικία ανήκε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου. Τόσο η Μ. Π., όσο και ο πατέρας της, Α. Π., κατά το χρόνο κτήσης της φυσικής εξουσίας της επίδικης έκτασης και του επ' αυτής κτίσματος οικίας, τελούσαν σε κακή πίστη, όπως λεπτομερώς αναλύεται παραπάνω. Σε κάθε περίπτωση, τόσο η Μ. Π. όσο και ο Α. Π., κατά τον αυτό παραπάνω χρόνο κτήσης της φυσικής εξουσίας, από βαριά αμέλεια είχε την πεποίθηση ότι είχαν αποκτήσει την κυριότητα. Συνεπώς, κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού του κυρίως παρεμβαίνοντος, που πρότεινε με τις προτάσεις του που κατέθεσε πριν από την έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αποδείχθηκε κακή πίστη της τόσο της καθ' ης η κυρία παρέμβαση, Μ. Π., κατά το χρόνο κτήσης της φυσικής εξουσίας στην επίδικη έκταση και το επ' αυτής κτίσμα οικίας, όσο και του δικαιοπαρόχου αυτής, Α. Π., το χρόνο του οποίου προσμετρά για το συνυπολογισμό της τριακονταετούς, μέχρι την 19.3.2003, καλόπιστης νομής επί της επίδικης έκτασης της καθ' ης η κύρια παρέμβαση. Επομένως, δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις κτήσης κυριότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 β' και 2 του ν. 3127/2003 και πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη η ένσταση ιδίας κυριότητας, θεμελιούμενη στις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 β' και 2 του ν. 3127/2003 που πρότεινε η καθ' ης η κυρία παρέμβαση Μ. Π. και να γίνει δεκτή η κύρια παρέμβαση". Τα αναφερόμενα ως ανωτέρω περιστατικά που συγκροτούν την κακή πίστη του δικαιοπαρόχου της αναιρεσείουσας κατά την απόκτηση της νομής του επιδίκου, την οποία (κακή πίστη) δέχεται το Εφετείο, ως πράγματα που ασκούσαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, τα είχε προτείνει σαφώς το αναιρεσίβλητο Ελληνικό δημόσιο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως τούτο προκύπτει από τις ενώπιον του δικαστηρίου εκείνου νομίμως κατατεθείσες προτάσεις του δημοσίου, σε συνδυασμό με την επίσης νομίμως κατατεθείσα προσθήκη-αντίκρουση του ιδίου, ως αντένσταση στην προρρηθείσα ένσταση ιδίας κυριότητας που είχε προτείνει η αναιρεσείουσα-καθ' ης η κυρία παρέμβαση με τις προτάσεις της στο ίδιο δικαστήριο. Επομένως το Εφετείο, λαμβάνοντας υπ' όψη τα περιστατικά αυτά και την κακή πίστη του δικαιοπαρόχου της αναιρεσείουσας που είχε επικαλεστεί το αναιρεσίβλητο, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ, της παρά τον νόμο λήψεως υπόψη ουσιωδών πραγμάτων που δεν προτάθηκαν, και είναι αβάσιμα τα αντίθετα που η αναιρεσείουσα υποστηρίζει με τον δεύτερο, από την ανωτέρω διάταξη, αλλά και με τον τρίτο, όπως εκτιμάται, από την ίδια διάταξη, λόγους της αιτήσεώς της. Τέλος, υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ανωτέρω κρίσιμο ζήτημα της κακής πίστης του δικαιοπαρόχου της αναιρεσείουσας κατά τον χρόνο της απόκτησης της νομής του επιδίκου, οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου και το διατακτικό της απόφασής του (παραδοχή αντενστάσεως και εντεύθεν κύριας παρέμβασης αναιρεσιβλήτου) και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των ρηθεισών ουσιαστικών διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 του ν. 3127/2003, είναι δε αβάσιμα τα αντίθετα που η αναιρεσείουσα υποστηρίζει με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της αιτήσεώς της. ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 22 ν. 3693/57). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12-12-2012 αίτηση της Ν. Π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 73/2012 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ για την πρώτη (Ο.Σ.Κ. ΑΕ) και τριακοσίων (300) ευρώ για το δεύτερο (Eλληνικό Δημόσιο). ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Απριλίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 30η Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου του ελληνικού δημοσίου στον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων (Ο.Σ.Κ.) βάσει του άρθρου 13 του ν.δ. 4247/1962. Απαιτείται μεταγραφή της πράξεως αποδοχής της δωρεάς από τον Ο.Σ.Κ. χωρίς την οποία δεν επέρχεται η μεταβίβαση. Προϋποθέσεις αποκτήσεως κυριότητας ακινήτου που ανήκει στο δημόσιο με χρησικτησία βάσει του άρθρου 4 του ν. 3127/2003. Πρέπει ο χρησιδεσπόζων να μην ευρίσκεται σε κακή πίστη κατά τον χρόνο απαιτήσεως της νομής. Αναιρετικοί λόγοι από τους αρ. 1,8 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., αβάσιμοι (Επικυρώνει Εφ. Θεσσ. 731/2012).
Χρησικτησία
Δημόσιο , Χρησικτησία, Κυριότητα.
2
Αριθμός 919/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος - καθού η κλήση: Δήμου Παπάγου - Χολαργού, ως καθολικού διαδόχου του πρώην Δήμου Παπάγου Αττικής, που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Γεωργακόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Του αναιρεσιβλήτου - καλούντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) με την επωνυμία "Αυτόνομος Οικοδομικός Οργανισμός Αξιωματικών του Στρατού Ξηράς, Θαλάσσης και Αέρος" (ΑΟΟΑ), που εδρεύει στου Παπάγου Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Κοσμόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων - καθών η κλήση: 1)"Ταμείου Αλληλοβοηθείας Στρατού (ΤΑΣ) πρώην "Ταμείου Αλληλοβοηθείας Στρατού Ξηράς" (ΤΑΣΞ) αποτελούντος ήδη "Ειδικού Λογαριασμού του Μετοχικού Ταμείου Στρατού" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από το "Μετοχικό Ταμείο Στρατού", ως καθολικού αυτού διαδόχου, και 3) Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) με την επωνυμία "Μετοχικό Ταμείο Στρατού (ΜΤΣ)" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, τα οποία εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Κουκουζέλη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/11/2001 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος και την από 13/1/2003 πρόσθετη παρέμβαση προσώπων που δεν είναι διάδικοι στη δίκη αυτή, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1396/2004 του ίδιου Δικαστηρίου και 5759/2008 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων Δήμος με την από 9/2/2009 αίτηση και τους από 6/12/2010 προσθέτους λόγους του. Κατά τη δικάσιμο της 20/2/2013 η υπόθεση ματαιώθηκε και την επαναφέρει το καλόν ΝΠΔΔ με την από 1/4/2013 κλήση του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 11/2/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 9/2/2009 αίτησης και των από 6/12/2010 πρόσθετων λόγων αναίρεσης για αναίρεση της υπ' αρ. 5759/2008 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Η πληρεξούσια των 2ου και 3ου των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή στις παρακάτω διατάξεις του Ν. 3463/2006 "Κύρωση Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων", που κατά τη διαχρονικού δικαίου διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 του ΕισΝ Κ.Πολ.Δικ., ίσχυε κατά τον κρίσιμο, στην προκειμένη περίπτωση, χρόνο άσκησης της αίτησης αναίρεσης (12.2.2009)-ΑΠ 842/20123- ορίζονται τα εξής: α)Η Δημαρχιακή Επιτροπή αποφασίζει την άσκηση όλων των ενδίκων βοηθημάτων και των ενδίκων μέσων (άρθρο 103 παρ. 2 εδ. στ), β)για τις περιπτώσεις στ'.....της προηγούμενης παραγράφου η απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής, λαμβάνεται ύστερα από γνωμοδότηση δικηγόρου, η ανυπαρξία της οποίας συνεπάγεται ακυρότητα της σχετικής απόφασης (άρθρο 103 παρ.3 εδ. α) και γ)όταν δημιουργείται άμεσος ή προφανής κίνδυνος ή απειλείται ζημία των δημοτικών συμφερόντων από την αναβολή, ο δήμαρχος μπορεί να λάβει μέτρα για θέματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα της Δημαρχιακής Επιτροπής. Στην περίπτωση αυτή οφείλει να υποβάλει προς έγκριση τη σχετική απόφασή του κατά την πρώτη συνεδρίαση της Δημαρχιακής Επιτροπής (άρθρο 86 παρ. 2). Από τις εκτεθείσες διατάξεις σαφώς προκύπτει, ότι για το τυπικά δεκτό, εκτός άλλων κατά του ενδίκου μέσου της αιτήσεως αναιρέσεως από το Δήμαρχο, ως νόμιμο εκπρόσωπο του Δήμου, απαιτείται απαραιτήτως η ύπαρξη άδειας της Νομαρχιακής Επιτροπής, η οποία λαμβάνεται με απόφαση αυτής, επί της άδειας δε αυτής θεμελιώνεται και η αντιπροσωπευτική εξουσία του Δημάρχου για τη διεξαγωγή της δίκης ως αντιπροσώπου του Δήμου. Η άδεια αυτή, νομίμως λαμβάνεται και μετά την άσκηση της αίτησης και μέχρι τη συζήτησή της, εγκρινομένης με αυτή της αίτησης που έχει ήδη ασκηθεί, πρέπει δε να προσκομίζεται κατά τη συζήτηση της αίτησης. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 73 του ΚΠολΔικ, η έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋποθέσεως ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, γιατί η τήρηση της διατάξεως του άρθρου 103 παρ.2 εδ. στ' του Ν. 3463/2006, που αποσκοπεί στην όσο το δυνατό αποτροπή διεξαγωγής ανώφελων δικών, ανάγεται στη δημόσια τάξη. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Δήμος Παπάγου Αττικής, νομίμως εκπροσωπούμενος από το Δήμαρχο αυτού, άσκησε (στις 12.9.2009) την από 9.2.2009 αίτηση αναιρέσεως και (στις 10.12.2010) τους από 6.12.2010 προσθέτους λόγους κατά της υπ' αριθμ. 5759/2008 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, πλην όμως για την παραδεκτή άσκηση αυτής δεν προσκομίζει απόφαση της Νομαρχιακής Επιτροπής του Δήμου, η οποία να του παρέχει την άδεια ασκήσεως του ενδίκου αυτού μέσου ή να εγκρίνει την άσκησή του. Ενόψει της ελλείψεως αυτής η συζήτηση της υποθέσεως πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της από 9.2.2009 αιτήσεως του Δήμου Παπάγου Αττικής και των από 6.12.2010 προσθέτων λόγων, για αναίρεση της υπ' αριθ. 5759/2008 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1 Απριλίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 30 Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ .
Κατά τα άρθρα 103 παρ. 2 εδ. στ και παρ. 3 εδ α, 86 παρ. 2 του Ν. 3463/2006 περί "Κυρώσεως Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων", που ίσχυε κατά το χρόνο ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως (25 παρ. 2 Εισ. Ν, Κ.Πολ.Δ.) για την άσκηση αναίρεσης από το Δήμο, πρέπει να προσκομίζεται άδεια της Νομαρχιακής Επιτροπής, η οποία λαμβάνεται μετά από γνωμοδότηση δικηγόρου και του που πρέπει να προσκομίζεται κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως και μπορεί να ληφθεί και μετά την άσκησή της, ως εγκριτική. Κατά το άρθρο 73 Κ.Πολ.Δ η έλλειψη των διαδικαστικών προϋποθέσεων ερευνάται αυτεπαγγέλτως.
Δήμοι
Δήμοι, Δημαρχιακή επιτροπή.
0
Αριθμός 875/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 25η Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νομίμως από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της Αικατερίνης Γαλάνη, Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία κατέθεσε προτάσεις. ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Δ. Μ. (D. B.) του Ε., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Λάμπρου Μακρυγιάννη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-5-2004 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 8/2007 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 5304/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 27-10-2010 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσίβλητος, όπως σημειώθηκε. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 13-2-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, με το π.δ. 314/1990 ρυθμίσθηκε η υπηρεσιακή κατάσταση του επιστημονικού προσωπικού του Κέντρου Μετάφρασης και Διερμηνείας (ΚΕΜΕΔΙ) του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΥΠΕΠΘ), το οποίο είχε καταργηθεί μετά τη δημιουργία αναλόγου τμήματος στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Στο άρθρο 2 παρ.1 του εν λόγω π.δ. ορίσθηκε ότι το υπηρετούν, μη μόνιμο επιστημονικό προσωπικό του ΚΕΜΕΔΙ εντάσσεται αυτοδικαίως, με διαπιστωτική πράξη του αρμόδιου υπουργού, σε προσωρινές θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, που συνιστώνται στην κεντρική υπηρεσία του ΥΠΕΠΘ. Και με τις παρ.2, 3 και 5 του ίδιου άρθρου ορίσθηκε ότι η μισθοδοσία του εν λόγω προσωπικού καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 1198/1972 (για τον τρόπο ρύθμισης των όρων αμοιβής και εργασίας του προσωπικού του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου) και βαρύνει τον προϋπολογισμό της κεντρικής υπηρεσίας του ΥΠΕΠΘ, μέχρι δε την έκδοση της σχετικής απόφασης καθορισμού των αποδοχών ισχύουν οι διατάξεις της 208176/7864/0022/2-10-1989 ΚΥΑ Οικονομικών και ΥΠΕΠΘ (ΦΕΚ Β' 743). Τέλος, στο άρθρο 3 του π.δ. 314/1990 ορίσθηκε ότι το προσωπικό του εν λόγω διατάγματος μπορεί, μετά από αίτησή του και απόφαση του αρμόδιου υπουργού, να μετακινείται, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, σε υπηρεσίες ή ιδρύματα αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ, για την προσφορά διδακτικού ή ερευνητικού έργου. 2. Επειδή, οι διατάξεις του ν.δ. 1198/1972, στις οποίες παρέπεμπε το άρθρο 2 παρ.2 του π.δ. 314/1990 για τον καθορισμό των αποδοχών του εντασσόμενου στην κεντρική υπηρεσία του ΥΠΕΠΘ μη μονίμου επιστημονικού προσωπικού του ΚΕΜΕΔΙ, είχαν ήδη καταργηθεί κατά την έναρξη της ισχύος του εν λόγω π.δ. (27-9-1990), με το άρθρο 23 του ν. 1876/1990 (για τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις), που είχε αρχίσει να ισχύει από 8-3-1990 και ρύθμιζε τα ίδια ζητήματα. Στη θέση των καταργημένων διατάξεων, ίσχυαν πλέον αυτές των άρθρων 19 αρ.2 και 20 παρ.1 του ν. 1876/1990, σύμφωνα με τις οποίες, εφ' όσον πρόκειται για εργαζόμενους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, σε περίπτωση αδυναμίας υπογραφής συλλογικής σύμβασης εργασίας λόγω έλλειψης συνδικαλιστικής οργάνωσης, γενικώς μεν, οι όροι εργασίας καθορίζονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του αρμόδιου υπουργού, ειδικότερα δε, σε ιδιαίτερα εξαιρετικές περιπτώσεις, η αμοιβή μπορεί να καθορίζεται με κοινή απόφαση των ίδιων υπουργών σε ύψος ανώτερο από το προκύπτον με τη διαδικασία του ν. 1876/1990. Κατ' εξουσιοδότηση των εν λόγω διατάξεων, εκδόθηκε η 2004718/ 301/0022/3/23-3-1992 ΚΥΑ Οικονομικών και ΥΠΕΠΘ (ΦΕΚ Β' 195), με την οποία τροποποιήθηκε η 2034398/3058/0022/4/25-7-1991 ΚΥΑ των ίδιων υπουργών (ΦΕΚ Β' 596), με την οποία είχε προστεθεί παράγραφος 6 στην 2009024/724/0022/4/30-4-1991 ΚΥΑ των ίδιων υπουργών (ΦΕΚ Β' 274), για τον καθορισμό των αποδοχών του μη μονίμου επιστημονικού προσωπικού του πρώην ΚΕΜΕΔΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή και κατ' εξαίρεση, το μη μόνιμο επιστημονικό προσωπικό που μετακινείται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του π.δ. 314/1990 σε Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα για την προσφορά διδακτικού έργου, λαμβάνει τις αποδοχές του επίκουρου καθηγητή ΑΕΙ με έδρα το νομό Αττικής. 3. Επειδή, επακολούθησε η έκδοση του ν. 2530/1997 (για την αναμόρφωση του μισθολογίου του διδακτικού, ερευνητικού και εκπαιδευτικού προσωπικού των Ιδρυμάτων της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης), στο άρθρο 16 παρ.2 του οποίου ορίσθηκε ότι οι διατάξεις, που παραπέμπουν ως προς τον καθορισμό αποδοχών και παροχών εν γένει σε αποδοχές βαθμίδων μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ και μελών ΕΠ των ΤΕΙ, παύουν να ισχύουν. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, έπαυσε η ισχύς της ως άνω παραγράφου 6 της 2009024/ 724/0022/4/30-4-1991 ΚΥΑ ως προς τις αποδοχές του μη μονίμου επιστημονικού προσωπικού του πρώην ΚΕΜΕΔΙ. Λόγω δε του ότι δεν υφίστατο συμφωνημένος ή συνηθισμένος μισθός (ΑΚ 653) για τους υπαλλήλους της εν λόγω κατηγορίας, των οποίων ο αριθμός ήταν περιορισμένος και οι θέσεις προσωποπαγείς, ανέκυψε υποχρέωση των αρμοδίων υπηρεσιακών οργάνων, ως αντιπροσωπευόντων τον εργοδότη (το Ελληνικό Δημόσιο), να προσδιορίσουν εκ νέου τις καταβλητέες αποδοχές κατά δίκαιη κρίση (ΑΚ 371 εδ. α'), με την έκδοση κοινής απόφασης των συναρμόδιων υπουργών, κατ' εφαρμογή των ως άνω διατάξεων του ν. 1876/1990. Και, εφ' όσον τα όργανα αυτά καθυστερούσαν, ανέκυπτε ζήτημα προσδιορισμού των αποδοχών εκ μέρους του δικαστηρίου (ΑΚ 371 εδ. β'). 4. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι η ενάγουσα (ήδη αναιρεσίβλητη) είχε διορισθεί ως καθηγήτρια γαλλικής γλώσσας στο ΚΕΜΕΔΙ, στην Κέρκυρα, με την ιδιότητα του μη μονίμου επιστημονικού προσωπικού αυτού. Ότι, μετά την ίδρυση του Ιονίου Πανεπιστημίου και την κατάργηση του ΚΕΜΕΔΙ, η ενάγουσα, που δεν είχε τα τυπικά προσόντα για την κατάληψη θέσεως ΔΕΠ στο πανεπιστήμιο αυτό, μεταφέρθηκε σε θέση διοικητικού υπαλλήλου, στην Κεντρική Υπηρεσία του ΥΠΕΠΘ. Ότι, μετά την ένταξή της στην υπηρεσία αυτή, στην αρχή μισθοδοτείτο ως διοικητικός υπάλληλος και, στη συνέχεια, μετά την έκδοση της 2004718/301/0022/3/23-3-1992 ΚΥΑ, έπαιρνε τις αποδοχές του επίκουρου καθηγητή ΑΕΙ με έδρα το νομό Αττικής. Ότι σ' αυτό συνηγορούσε το γεγονός ότι ήδη είχε αποσπασθεί, πρώτα, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και, έπειτα, στο τμήμα γαλλικής γλώσσας και φιλολογίας του ΕΚΠΑ, για να διδάσκει γαλλικά. Ότι μετά την έκδοση του ν. 2530/1997, οι αποδοχές της δεν ακολούθησαν το μισθολόγιο των καθηγητών ΑΕΙ κλπ, αλλά καθηλώθηκαν στο ύψος εκείνων που λάμβανε μέχρι τότε. Ότι, αν και κατ' επανάληψη η ενάγουσα επιδίωξε την έκδοση νέας ΚΥΑ προσδιορισμού των αποδοχών της (ήταν πλέον η μόνη εν ενεργεία υπάλληλος της κατηγορίας της), αυτό δεν συνέβη, λόγω διαφωνίας των συναρμόδιων υπηρεσιακών παραγόντων. Ότι, τελικώς, από την 1-1-2004, με την 2/35785/0022/28-7-2004 ΚΥΑ Οικονομικών και ΥΠΕΠΘ (που επακολούθησε την άσκηση της ένδικης αγωγής), η αμοιβή της ενάγουσας εξισώθηκε προς τις νόμιμες αποδοχές του ειδικού παρέδρου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου του ΥΠΕΠΘ. Ότι παρά ταύτα, για το ένδικο χρονικό διάστημα από 1-5-2002 μέχρι 31-12-2003 (του οποίου οι αξιώσεις δεν είχαν καταληφθεί από την παραγραφή), οι αποδοχές της ενάγουσας παρέμειναν αρρύθμιστες. Ότι το χρονικό διάστημα από την κατάργηση του προηγούμενου μισθολογικού καθεστώτος (1997) μέχρι τον επανακαθορισμό αυτού (2004) ενείχε βραδύτητα του εναγομένου (ήδη αναιρεσείοντος) Ελληνικού Δημοσίου και δημιούργησε δικαίωμα της ενάγουσας να επιδιώξει τον κατά δικαία κρίση προσδιορισμό των αποδοχών της εκ μέρους του δικαστηρίου (ΑΚ 371). Κατόπιν αυτών, το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι η δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής, με την οποία επιδιωκόταν ο προσδιορισμός με τον εν λόγω τρόπο, ήταν επαρκώς ορισμένη και νόμιμη και, ως εκ τούτου, αφού εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοδικείου, που είχε κρίνει διαφορετικά, έκρινε, περαιτέρω, ότι οι αποδοχές, που θα έπρεπε να έχει λάβει η ενάγουσα και κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, είναι αυτές που το ίδιο το εναγόμενο καθόρισε από 1-1-2004, ήτοι αυτές του ειδικού παρέδρου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου του ΥΠΕΠΘ. Γι' αυτό και, αφού αναζήτησε το κατά νόμο ύψος τους εντός του ενδίκου χρονικού διαστήματος (περί αυτού δεν διατυπώνεται συγκεκριμένη αμφισβήτηση από το εναγόμενο), επιδίκασε στην ενάγουσα τη διαφορά μεταξύ αυτών και εκείνων που πράγματι είχε λάβει σύμφωνα με το παλιό, υπό αναπροσδιορισμό, μισθολογικό καθεστώς. 5. Επειδή, με την κρίση αυτή, το Εφετείο εφάρμοσε σωστά τις διατάξεις που αναφέρονται στις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας και με επαρκείς, χωρίς αντιφάσεις, αιτιολογίες υπήγαγε σ' αυτές τα πραγματικά περιστατικά, που ανελέγκτως δέχθηκε ως αποδεδειγμένα. Ειδικότερα, είναι μεν αληθές ότι η αναιρεσίβλητη, καθ' όλο το ένδικο χρονικό διάστημα, λάμβανε αμοιβή για την παροχή της εργασίας της. Η αμοιβή αυτή, όμως, ήταν η αμοιβή του 1997, η οποία έχρηζε επανακαθορισμού μετά την κατάργηση της σύνδεσής της με τις αποδοχές του επίκουρου καθηγητή ΑΕΙ περιοχής Αττικής, την εξέλιξη των οποίων, πλέον, δεν μπορούσε να ακολουθήσει. Το αναιρεσείον, που είχε την υποχρέωση του μονομερούς επανακαθορισμού των αποδοχών της αναιρεσίβλητης κατά δικαία κρίση, ως εκ της ελλείψεως συνδικαλιστικής αντιπροσώπευσης υπέρ αυτής, βράδυνε στην εκπλήρωση της υποχρέωσής του. Γι' αυτό και δημιουργήθηκε δικαίωμα της αναιρεσίβλητης να επιδιώξει τον επανακαθορισμό με απόφαση του δικαστηρίου. Το τελευταίο προέβη στον επανακαθορισμό στην έκταση στην οποία και το ίδιο το αναιρεσείον τον έκανε για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα. Επομένως, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. 6. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 27-10-2010 αίτηση περί αναιρέσεως της 5304/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αναιρεσείον στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσιβλήτου. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 8η Απριλίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 22α Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καθορισμός των αποδοχών διδασκάλισσας γαλλικών του ΥΠΕΠΘ, προερχόμενης από το καταργηθέν ΚΕΜΕΔΙ και υπηρετούσας με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, εκ μέρους του δικαστηρίου κατά δικαία κρίση. Δικαιούται τις αποδοχές του ειδικού παρέδρου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου του ΥΠΕΠΘ. Ορθή εφαρμογή των σχετικών διατάξεων και επαρκής αιτιολογία. Απορρίπτει την αίτηση.
Αποδοχές μισθωτού
Αποδοχές μισθωτού.
0
Αριθμός 865/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Δημήτριο Μουστάκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Γιαννούλη), Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα, Ασπασία Καρέλλου και Κωνσταντίνο Παπασταματίου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 11η Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΑΧΑΪΑΣ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην Πάτρα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου Δήμητρας Κουνινιώτη - Χρύσανθου, η οποία κατέθεσε προτάσεις. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Κ. Α. του Ν. και 2) Χ. Σ. του Ν., κατοίκων ... που παραστάθηκαν δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημήτριου Ρήγα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-7-2011 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Πατρών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 227/2012 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 440/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 30-9-2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 29-1-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 649 ΑΚ συνάγεται ότι σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου είναι εκείνη, της οποίας η διάρκεια συνομολογείται μέχρις ένα ορισμένο χρονικό σημείο ή μέχρι την επέλευση μελλοντικού και βέβαιου γεγονότος ή για την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου παύει αυτοδικαίως. Σε περίπτωση αμφιβολίας, η σύμβαση θεωρείται αορίστου χρόνου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 21 παρ.1, 2 και 3 του ν. 2190/1994, οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 14 παρ.1 του νόμου αυτού επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, για την αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, χωρίς, πάντως, να επιτρέπεται, εγκύρως, η παράταση μιας τέτοιας σύμβασης ή η μετατροπή της σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Οι περιορισμοί αυτοί απέκτησαν αυξημένη τυπική ισχύ με την προσθήκη των παρ.7 και 8 στο άρθρο 103 του Συντάγματος, κατά την αναθεώρηση του έτους 2001. Στους κανόνες αυτούς υπάγεται τόσο το προσωπικό, που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιο τομέα με υπαλληλική σχέση δημοσίου δικαίου όσο και αυτό, που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ.3 και 8 του Συντάγματος (ΟλΑΠ 7, 8/2011). Ειδικά, όμως, με το άρθρο 20 παρ.4 του ν. 2738/1999 εισήχθη συγκεκριμένη ρύθμιση και δη προσετέθη, ως περίπτωση (κα') στο άρθρο 14 παρ.2 του ν. 2190/1994, επιπλέον εξαίρεση στο σύστημα προσλήψεων του νόμου αυτού (απαλειφθείσα ήδη με το άρθρο 1 του ν. 3812/2009, που δεν καταλαμβάνει την ένδικη διαφορά), η οποία αφορά στην πρόσληψη προσωπικού σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος απασχόλησης, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ. Ειδικότερα, ορίσθηκε ότι η πρόσληψη του προσωπικού, που προσλαμβάνεται σε εκτέλεση τέτοιου προγράμματος, διενεργείται σύμφωνα με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια που καθορίζονται στο πρόγραμμα αυτό. Η επιδοτούμενη αυτή πρόσληψη υπαλλήλων είναι εξαιρετική, διότι συνδέεται με την ανάγκη εκτέλεσης των ειδικών προγραμμάτων, γι' αυτό και οι εξ αυτής απορρέουσες εργασιακές σχέσεις έχουν συγκεκριμένο χρόνο διάρκειας, η πάροδος του οποίου συνεπιφέρει αυτοδικαίως και τη λήξη τους (ΑΚ 669 παρ.1). Η σύναψη των σχέσεων αυτών ως συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου είναι επιτρεπτή, διότι επιβάλλεται από αντικειμενικούς λόγους που συνδέονται με την φύση των ειδικών προγραμμάτων, για την εξυπηρέτηση των οποίων συνάπτονται. Περαιτέρω, σύμβαση μαθητείας είναι η σύμβαση κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταδώσει στον άλλο τις αναγκαίες εμπειρικές γνώσεις, για την άσκηση από τον τελευταίο ορισμένου επαγγέλματος ή ορισμένης τέχνης. Ειδικότερες μορφές της συμβάσεως μαθητείας είναι η γνήσια σύμβαση μαθητείας και η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου. Στη γνήσια σύμβαση μαθητείας προέχον στοιχείο είναι η παροχή εκπαίδευσης στο μαθητευόμενο, η δε τυχόν παροχή εργασίας από αυτόν δεν γίνεται µε σκοπό εκτέλεσης παραγωγικού έργου, αλλά για τις ανάγκες της εκπαίδευσης και της εξοικείωσής του µε το αντικείμενο του επαγγέλματος ή της τέχνης του. Στη σύμβαση αυτή, για την οποία δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση και κατά την οποία ο μαθητευόμενος παρέχει εργασία για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, μόνο αναλογικά εφαρμόζονται οι διατάξεις της σύμβασης εργασίας του ΑΚ, εφ' όσον συμβιβάζονται µε τη φύση και το σκοπό της, ενώ δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόμιμες αποδοχές, την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, την αποζημίωση απολύσεως κλπ, οι οποίες προϋποθέτουν παροχή εξαρτημένης εργασίας, που δεν αποτελεί προέχον στοιχείο στη γνήσια σύμβαση μαθητείας. Επίσης, στη γνήσια σύμβαση μαθητείας μπορεί να συμφωνηθεί ότι ο εργοδότης θα καταβάλλει στο μαθητευόμενο μισθό (κατώτερο από το μισθό του καταρτισμένου μισθωτού) για την ωφέλεια που αντλεί από την εργασία του, καθώς και ότι ο μαθητευόμενος είτε δεν θα λαμβάνει μισθό είτε θα καταβάλλει ορισμένο ποσό στον εργοδότη για την εκπαίδευσή του (ΟλΑΠ 19/1987). Αντίθετα, επί συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου, η οποία υφίσταται όταν ο μισθωτός παρέχει εργασία σε επιχείρηση ή εκμετάλλευση επιδιώκοντας, παραλλήλως, την απόκτηση γνώσεων ή ικανότητας σε ορισμένη ειδικότητα ή επάγγελμα, η εκμάθηση τέχνης εκ μέρους του επέρχεται ως αυτόματη συνέπεια της εφαρμογής της συμβάσεως και εντός των πλαισίων της συνήθους λειτουργίας αυτής και δεν αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης υποχρέωσης του εργοδότη. Γι' αυτό, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου εφαρμόζονται τόσο οι γενικές όσο και οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, αφού προέχων σκοπός της συμβάσεως είναι η παροχή εκ μέρους του μαθητευόμενου εργασίας, έναντι αμοιβής και παρεπόμενος σκοπός είναι η εκμάθηση τέχνης ή επαγγέλματος σύμφωνα µε τις οδηγίες και κατευθύνσεις του εργοδότη (ΑΠ 1677/2011, ΑΠ 1592/2009). Σε κάθε περίπτωση ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας ενοχικής σχέσης ως σύμβασης έργου ή ως σύμβασης μαθητείας γνήσιας ή μη γνήσιας ή ως σύμβασης εργασίας ανεξάρτητης ή εξαρτημένης, ορισμένου ή αορίστου χρόνου αποτελεί, κατ' εξοχήν, έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, τα οποία, μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων, κρίνουν με ποια συγκεκριμένη νομική μορφή συνδέεται ο μισθωτός με τον εργοδότη του, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση (ΟλΑΠ 19, 20/2007, ΟλΑΠ 18/2006). 2. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο που δίκασε κατ' έφεση, με την προσβαλλόμενη απόφαση και κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ότι με τα από 19-12-2007 συμφωνητικά συνεργασίας μεταξύ αφ' ενός του ΟΑΕΔ, αφ' ετέρου του εκκαλούντος (εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος) Επιμελητηρίου και εκ τρίτου μιας εκάστης των εφεσιβλήτων (εναγουσών και ήδη αναιρεσιβλήτων), οι τελευταίες προσλήφθηκαν στο πλαίσιο ειδικού προγράμματος για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας (stage) στα Επιμελητήρια της Χώρας. Ότι οι εφεσίβλητες είχαν την υποχρέωση να απασχοληθούν στην υπηρεσία του εκκαλούντος από 15-1-2008 μέχρι 15-7-2009, παρέχοντας γραμματειακή υποστήριξη και εργαζόμενες από Δευτέρα έως Παρασκευή, από ώρα 08:00 έως 14:30 ημερησίως, αντί αμοιβής 25 ευρώ την ημέρα, κατόπιν χρηματοδοτήσεως του ΟΑΕΔ. Ότι μετά τη λήξη τους, οι εν λόγω συμβάσεις παρατάθηκαν για άλλους δώδεκα μήνες, ήτοι μέχρι την 2-8-2010 και με τον ίδιο σκοπό, ήτοι την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας. Ότι εν όψει της λήξεως του συμφωνημένου χρόνου, το εκκαλούν δήλωσε στις εφεσίβλητες ότι δεν θα αποδέχεται στο εξής την εργασία τους. Ότι οι εφεσίβλητες, που επιθυμούσαν το αντίθετο, υπέβαλαν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών, με την οποία ζήτησαν να υποχρεωθεί προσωρινά το εκκαλούν να αποδέχεται την εργασία τους, με τις νόμιμες αποδοχές. Ότι, με την υποβολή της αίτησης, εκδόθηκε η από 29-7-2010 προσωρινή διαταγή, με το ως άνω περιεχόμενο. Ότι κατά τη συζήτηση της αιτήσεως των ασφαλιστικών μέτρων διατηρήθηκε η προσωρινή διαταγή μέχρι την έκδοση αποφάσεως επ' αυτής. Ότι, με τον τρόπο αυτό, το εκκαλούν απασχόλησε πραγματικά τις εφεσίβλητες μέχρι την 10-2-2011, οπότε δημοσιεύθηκε δικαστική απόφαση απορριπτική της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων. Ότι, παρά το γεγονός ότι οι εφεσίβλητες πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους κατά το χρονικό διάστημα από 2-8-2010 μέχρι 10-2-2011, παρέχοντας, όπως και προηγουμένως, γραμματειακή υποστήριξη στο εκκαλούν, το τελευταίο δεν κατέβαλε προς αυτές τις νόμιμες αποδοχές. Ότι οι συμβάσεις, με τις οποίες απασχολήθηκαν οι εφεσίβλητες, ήσαν γνήσιες συμβάσεις μαθητείας, διότι καταρτίσθηκαν και εκπληρώθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 20 του ν. 2639/1998 με χρηματοδότηση του ΟΑΕΔ, προκειμένου οι εφεσίβλητες να αποκτήσουν θεωρητική και πρακτική επαγγελματική κατάρτιση. Ότι, ως εκ τούτου, οι συμβάσεις αυτές δεν αποτελούν συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας και επ' αυτών δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, που καθορίζουν τις υποχρεωτικές, ελάχιστες αποδοχές των εργαζομένων. Ότι οι εφεσίβλητες δεν θα μπορούσαν να αξιώσουν τις ένδικες αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 2-8-2010 μέχρι 10-2-2011, ούτε σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία, αφού δεν είχαν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, ούτε σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού απασχολήθηκαν με έγκυρες, γνήσιες συμβάσεις μαθητείας, οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως άκυρες συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Ότι, παρά ταύτα, η προσωρινή διαταγή, σε εκτέλεση της οποίας οι εφεσίβλητες απασχολήθηκαν κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, αποτελεί γι' αυτές επαρκές νομικό έρεισμα αποζημίωσης για την εργασία που πρόσφεραν στην υπηρεσία του εκκαλούντος και αντίστοιχης υποχρέωσης του τελευταίου, ανεξάρτητης από τη σύμβαση μαθητείας. Ότι, ως εκ τούτου, το εκκαλούν έχει την υποχρέωση να αποδώσει στις εφεσίβλητες την ωφέλεια, την οποία αποκόμισε από την παροχή της εργασίας τους και η οποία συνίσταται στην αμοιβή, την οποία θα είχε καταβάλει σε τρίτα πρόσωπα, με τα ίδια προσόντα, στα οποία θα είχε αναθέσει με έγκυρες συμβάσεις εργασίας τα ίδια καθήκοντα, κατά το ως άνω ένδικο χρονικό διάστημα. Με τις σκέψεις αυτές, το Μονομελές Πρωτοδικείο, που έκρινε κατόπιν εφέσεως του εναγομένου (ήδη αναιρεσείοντος), υπολόγισε ως νόμιμες αποδοχές των εναγουσών (ήδη αναιρεσιβλήτων), οι οποίες δεν είχαν ασκήσει αυτοτελή έφεση ή αντέφεση, όχι αυτές που λάμβαναν κατά την προηγηθείσα διάρκεια των συμβάσεων μαθητείας (ήτοι, 25 ευρώ ημερησίως και ουδέν έτερο), αλλά εκείνες που θα έπρεπε να λάβουν με έγκυρη σύμβαση εργασίας, ήτοι, πέραν του κατωτάτου ημερομισθίου της από 2-4-2008 ΕΓΣΣΕ (33,04 ευρώ) και τα δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, το επίδομα αδείας και τις αποδοχές αδείας του χρόνου της απασχόλησής τους σε εκτέλεση της προσωρινής διαταγής, τις οποίες είχε αρνηθεί να επιδικάσει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Στη συνέχεια, εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση του Ειρηνοδικείου και έκανε δεκτή την αγωγή κατά το μεγαλύτερο μέρος, ως προς την εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού, επικουρική βάση αυτής. 3. Επειδή, με την κρίση αυτή, το δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε εσφαλμένα τις ουσιαστικές διατάξεις που αναφέρθηκαν (βλ. παραπάνω, αρ. 1), διότι, αν και ορθώς δέχθηκε ότι οι συμβάσεις των αναιρεσιβλήτων ήσαν γνήσιες συμβάσεις μαθητείας, επί των οποίων δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, μεταξύ των οποίων και αυτές που προβλέπουν το κατώτατο ημερομίσθιο και την καταβολή δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, επιδόματος αδείας και αποδοχών αδείας, εν τούτοις επιδίκασε τις εν λόγω παροχές, υποπίπτοντας στην ερμηνευτική πλημμέλεια ότι η προσωρινή διαταγή του δικαστηρίου, που υποχρέωσε το αναιρεσείον να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους και μετά την εκπνοή του συμφωνημένου χρόνου των συμβάσεων μαθητείας, είχε (δήθεν) την έννομη συνέπεια να προσδώσει σ' αυτούς δικαιώματα περισσότερα από όσα είχαν κατά τη διάρκεια των εν λόγω συμβάσεων. Ενώ, στην πραγματικότητα, η προσωρινή διαταγή δεν μπορούσε να έχει άλλη έννοια και αποτελέσματα πέραν της διατήρησης μιας πραγματικής και νομικής κατάστασης, η οποία είχε ήδη διαμορφωθεί και, χάριν της κοινωνικής ειρήνης, δεν θα έπρεπε να μεταβληθεί μέχρι την εκδίκαση της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων. Επομένως, ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται το σφάλμα αυτό και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, όπως συμπληρώνεται από τον εισηγητή (ΚΠολΔ 562 παρ.4), είναι βάσιμος. 4. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Η έρευνα του δευτέρου από τους λόγους της αιτήσεως αποβαίνει περιττή. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 εδ.α' ΚΠολΔ, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 65 παρ.1 του ν. 4139/2013, "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση". Εν προκειμένω, μετά την αναίρεση αναβιώνει η εκκρεμοδικία επί της εφέσεως. Στο εφετείο, κατόπιν εφέσεως του εναγομένου, εκεί εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος Επιμελητηρίου, είχε μεταβιβασθεί η υπόθεση στην έκταση που η αγωγή είχε γίνει δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ενώ το εκκαλούν επιδίωκε την απόρριψή της. Από τις αιτιολογίες, που αναφέρθηκαν κατά την έρευνα του λόγου αναιρέσεως, που ευδοκίμησε, προκύπτει ότι το Ειρηνοδικείο, εφαρμόζοντας σωστά τις ισχύουσες διατάξεις, για το ένδικο χρονικό διάστημα της απασχόλησης των εναγουσών στην υπηρεσία του εναγομένου δυνάμει της δοθείσας προσωρινής διαταγής, είχε επιδικάσει την αμοιβή, η οποία καταβαλλόταν και κατά τη διάρκεια των συμβάσεων μαθητείας, που είχαν ισχύσει προηγουμένως. Ως εκ τούτου, οι λόγοι της έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο, ελέγχονται αβάσιμοι. Επομένως, δεν απαιτείται περαιτέρω έρευνα και, μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από τον Άρειο Πάγο και να απορριφθεί η έφεση. Τέλος, λόγω του ότι η μεν αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή, αλλά η έφεση απορρίπτεται, πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα της κατ' έφεση και της αναιρετικής δίκης (ΚΠολΔ 178 παρ.1 και 183). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 440/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών. ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ επί της εφέσεως. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την με αριθμό κατάθεσης 3682/24-10-2012 έφεση κατά της 227/2012 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πατρών.- Και ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 8η Απριλίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 15η Απριλίου 2014. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Γνήσια σύμβαση μαθητείας, με επιδότηση ΟΑΕΔ. Μη εφαρμογή διατάξεων εργατικού δικαίου. Προσωρινή διαταγή για παράταση της απασχόλησης μετά τη λήξη της σύμβασης. Κατά τη διάρκεια της παράτασης, οι οφειλόμενες αποδοχές δεν μπορεί να είναι υπέρτερες εκείνων, που καταβάλλονταν κατά τη διάρκεια της σύμβασης μαθητείας. Αναιρεί, κρατεί την υπόθεση και απορρίπτει την έφεση.
Σύμβαση μαθητείας
Σύμβαση μαθητείας.
0
Αριθμός 839/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Μ. χήρας Δ. Τ. το γένος Ν. Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ξενοφώντα Νικολάου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Του αναιρεσιβλήτου: Χ. Κ. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Τσοβόλα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12/12/2005 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας και την από 1/11/2007 ανταγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 300/2008 του ιδίου Δικαστηρίου και 660/2010 του Εφετείου Πατρών. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η 95/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την 660/2010 απόφαση του Εφετείου Πατρών και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Την αναίρεση της ίδιας ως άνω εφετειακής απόφασης ζητεί εκ νέου η αναιρεσείουσα με την από 19/4/2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 8/1/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1710 παρ.1, 1712, 1721, 1724, 1738, 1846, 1193, 1195, 1198, 1199, 999, 1000 και 1001 εδ. α ΑΚ, συνάγεται, ότι η κυριότητα ακινήτου αποκτάται παραγώγως, με κληρονομική διαδοχή, από το θάνατο του κληρονομουμένου, εφόσον ο κληρονόμος αποδεχθεί την κληρονομιά με δημόσιο έγγραφο και μεταγράψει την περί αποδοχής δήλωση του. Για τη μεταβίβαση, με τον τρόπο αυτό, της κυριότητας του ακινήτου, προϋπόθεση είναι ο αποβιώσας να ήταν κύριος του ακινήτου. Εξάλλου, ως πράγμα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ.8 ΚΠολΔ, η λήψη ή η μη λήψη του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας ιδρύει τον οικείο αναιρετικό λόγο, αποτελεί και η βάση της αγωγής (κύρια ή επικουρική), καθώς και τα προς θεμελίωση αυτής περιστατικά. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης - από 12.12.2005 - αγωγής, η ήδη αναιρεσείουσα ενάγουσα ισχυρίστηκε, ότι με τη .../27.2.1976 δημόσια διαθήκη ενώπιον του συμβολαιογράφου Μυρτουνίων Γεωργίου Τζιμόπουλου του αποβιώσαντος το έτος 1977 πατέρα της Ν. Κ., που δημοσιεύτηκε νόμιμα, έγινε αποδεκτή από την ίδια και μεταγράφηκε η δήλωση αποδοχής της, απόκτησε την κυριότητα οικοπέδου, εμβαδού 50τ.μ., που αποτελούσε τμήμα μείζονος ακινήτου, εμβαδού 251,58 τ.μ., ιδιοκτησίας του αποβιώσαντος, που περιγράφονται λεπτομερώς, κατά θέση, έκταση και όρια, με το μισό (1/2 διαιρετώς) της οικίας (ενός δωματίου) που εμπίπτει στο οικόπεδο αυτό, και τη συγκυριότητα του έμπροσθεν της όλης οικίας χώρου εμβαδού 104,16τ.μ., και της κείμενης εκεί αποθήκης, εμβαδού 7 τ.μ., που περιγράφονται, επίσης, λεπτομερώς, κατά θέση, έκταση και όρια, αφέθηκαν δε από τον αποβιώσαντα, για την εξυπηρέτηση των χωριστών οικιών των διαδίκων, δηλαδή και του άλλου μισού(1/2 διαιρετώς) της όλης οικίας που ο αποβιώσας κατέλιπε στον εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο γιο του, ο οποίος, όμως, τα μέσα Οκτωβρίου του έτους 2004 απέβαλε αυτήν - ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα αδελφή του - από τμήμα του κοινόχρηστου πιο πάνω χώρου, εμβαδού 61,34 τ.μ., που περιγράφεται, επίσης, λεπτομερώς, κατά θέση, έκταση και όρια, και από τη συνεχόμενη με το τμήμα αυτό κοινόχρηστη αποθήκη, και αρνείται να της τα αποδώσει κατά το ανήκον σ' αυτήν ποσοστό - 1/2 -εξ αδιαιρέτου. Γι' αυτό ζήτησε να αναγνωριστεί συγκύρια του προεκτιθέμενου χώρου εμβαδού 104,16 τ.μ. και της ως άνω αποθήκης και να υποχρεωθεί ο ήδη αναιρεσίβλητος εναγόμενος να της αποδώσει το προεκτεθέν τμήμα εμβαδού 61,34 τ.μ. και την αποθήκη κατά το ανήκον σ' αυτήν ως άνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Η αγωγή, με βάση το προεκτιθέμενο ιστορικό, είναι, κατά τα ως άνω αιτήματα, νόμιμη, εφ' όσον στηρίζεται στις διατάξεις που προαναφέρθηκαν και σ' εκείνες των άρθρων 70 ΚΠολΔ και 1094 ΑΚ. Το Εφετείο, όμως έκρινε την αγωγή ως μη νόμιμη και ως τέτοια την απέρριψε, γιατί από κακή εκτίμηση του δικογράφου της έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν. Ειδικότερα - το Εφετείο - έκρινε, ότι επιχειρείτο η θεμελίωση της αγωγής στην επίκληση, ότι η ενάγουσα από κληρονομιά του πατέρα της, με τη δημόσια πιο πάνω διαθήκη του, απόκτησε τη συγκυριότητα του χώρου των 104,16 τ.μ., της αποθήκης και την κυριότητα του μισού της οικίας, όπως πιο πάνω περιγράφονται, ως αποτελούντα συστατικά του ανωτέρω - μείζονος - ακινήτου των 251,58 τ.μ., για τα οποία - το Εφετείο - δεχόμενο περαιτέρω, ότι κατ' άρθρα 953-955 ΑΚ δεν μπορεί να είναι χωριστά αντικείμενο κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος, ούτε ότι κατόπιν σύστασης οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας (την οποία εξάλλου στην προκείμενη περίπτωση - όπως δέχτηκε το Εφετείο - ουδείς των διαδίκων επικαλείται) κατά τα άρθρα 1002, 1117, του ΑΚ, 1 έως 14 του ν. 3741/1929 "περί ιδιοκτησίας κατ' ορόφους" και 1 έως 14 του ν.δ. 1024/1971 περί διηρημένης ιδιοκτησίας επί οικοδομημάτων ανεγειρομένων επί ενιαίου οικοπέδου, είναι δυνατή η κτήση χωριστής αποκλειστικής κυριότητας επί μέρους οικοδομήματος και του υπ' αυτού εδάφους και άλλης χωριστής κυριότητας ή συγκυριότητας επί του λοιπού ακάλυπτου μέρους του οικοπέδου, έκρινε την αγωγή ως μη νόμιμη και ως τέτοια την απέρριψε. Για την κρίση του όμως αυτή - το Εφετείο - έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν με την ένδικη αγωγή, στα οποία και στηρίχτηκε για να αχθεί στην απόρριψη της τελευταίας και, έτσι, υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. α' ΚΠολΔ, κατά το βάσιμο - μοναδικό άλλωστε - λόγο της αναίρεσης, ο οποίος και πρέπει να γίνει δεκτός. Με την 95/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου η προσβαλλόμενη απόφαση, μετά από αίτηση του ήδη αναιρεσιβλήτου εναγομένου αντενάγοντα, αναιρέθηκε μόνο όσον αφορά το κεφάλαιο της ανταγωγής. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί - και - όσον αφορά το κεφάλαιο της αγωγής και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 660/2010 απόφαση του Εφετείου Πατρών όσον αφορά το κεφάλαιο της ένδικης - από 12.12.2005 - αγωγής. Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην αναιρεσείουσα. Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3000) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Πράγμα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, αποτελεί και η βάση της αγωγής (κύρια ή επικουρική), καθώς και τα προς θεμελίωση αυτής περιστατικά.
Κληρονομία
Κληρονομία .
0
Αριθμός 835/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα ------- Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος δεν παραστάθηκε και εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ε. Μ. του Δ., το γένος Μ. Δ., κατοίκου ... και 2)Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Οργανισμός Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεως Ελλάδος", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Ο 1ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ - Κωνσταντίνο Πουλάκο και το 2ο δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 4/11/2005 αγωγή και ανακοίνωση δίκης του ήδη 1ου αναιρεσίβλητου και την από 20/2/2007 κύρια παρέμβαση του ήδη αναιρεσείοντος που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 15/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 69/2012 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 6/11/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο 1ος αναιρεσίβλητος, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 19/12/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του παραστάντος αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή όπως προκύπτει από τις υπ' αριθμ. 2100Γ/19.6.2013 και 2117Γ/20.6.2013 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Πειραιά Γ. Κ., ακριβές αντίγραφο της από 6.11.2012 αιτήσεως αναιρέσεως, μαζί με κλήση για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση πρώτο αναιρεσίβλητο, τόσο προς το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, όσο και στο δεύτερο αναιρεσίβλητο ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Οργανισμός Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεως Ελλάδας". Συνεπώς εφόσον οι διάδικοι αυτοί δεν παραστάθηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ' αυτό, ούτε κατέθεσαν δήλωση ότι δεν θα παραστούν, κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔικ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως, παρά την απουσία αυτών. Επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις του από 3/22.2.1830 Πρωτοκόλλου του Λονδίνου "περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος" και τα ερμηνευτικά του εν λόγω πρωτοκόλλου κείμενα των τριών προστάτιδων δυνάμεων από 4/16.6.1830 και 1. 7/19.8.1830, και ιδίως με το άρθρο 5 του πρώτου από αυτά, του μοναδικού άρθρου του δεύτερου και του άρθρου 1 του τρίτου, με τα οποία αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία του Ελληνικού Κράτους και ρυθμίστηκαν οι σχέσεις του Ελληνικού Δημοσίου στο μέλλον, ως προς τις τέως ιδιοκτησίες των Οθωμανών στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την από 3.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως "περί διαρρυθμίσεως των Ελληνικών συνόρων" με την οποία αναγνωρίστηκε η ύπαρξη της Ελλάδας ως ανεξάρτητου κράτους, το Ελληνικό Δημόσιο υπεισήλθε ως διάδοχος στα δικαιώματα του Οθωμανικού Δημοσίου επί της γης. Έτσι οι δημόσιες γαίες και όσες άλλες ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο, κατά τον Οθωμανικό νόμο της 7ης Ραμαζάν 1274, περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, χωρίς όμως από την ανωτέρω διαδοχή να θιγούν τα αποκτηθέντα έως τότε εμπράγματα δικαιώματα των ιδιωτών επί των ακινήτων καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) και τα αποκτηθέντα κατά τον ίδιο οθωμανικό νόμο, δικαιώματα (τεσσαρούφ) επί των δημοσίων γαιών. Το Ελληνικό Δημόσιο με τις παραπάνω ρυθμίσεις απέκτησε δυνάμει δικαιώματος πολέμου, με αμάχητο τεκμήριο, την κυριότητα μόνο εκείνων των ιδιόκτητων γαιών, οι οποίες κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του έτους 1821 έως την 3.2.1830, είτε καταλήφθηκαν από τις στρατιωτικές δυνάμεις και δημοσιεύθηκαν, είτε εγκαταλείφθηκαν από τους αποχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του ν. 21-6/10.7.1837 "περί διακρίσεως κτημάτων". Όμως την εποχή της Τουρκοκρατίας οι Κυκλάδες αποτελούνταν στο σύνολό τους από ιδιωτικές γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), οι οποίες εξουσιάζονταν κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας από τους κυρίους τους και επί των οποίων δεν υφίστατο κανένα δικαίωμα του Δημοσίου. Αυτό συνέβαινε γιατί τα νησιά αυτά, υπαχθέντα υπό την Οθωμανική κυριαρχία όχι δικαιώματι πολέμου, αλλά ειρηνικά, με την οικειοθελή υποταγή τους, κατόπιν συνθηκών που συνήφθησαν μεταξύ των μέχρι τότε Γεναιατών ή Ενετών κατακτητών τους αφενός και του Σουλτάνου αφετέρου, δεν θεωρήθηκαν περιελθόντα στον Σουλτάνο, αλλά οι γαίες των νησιών αυτών χαρακτηρίστηκαν κατά τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο ιδιωτικές ανήκουσες στην κατά τα άρθρα 1 και 2 του από της 7ης Ραμαζάν έτους 1274 Οθωμανικού Νόμου "περί γαιών" κατηγορία των καθαρής ιδιοκτησίας ακινήτων, τα οποία συνεπώς εξακολούθησαν εξουσιαζόμενα υπό των μέχρι τότε κυρίων αυτών και μάλιστα κατά πλήρη κυριότητα. Το ιδιόμορφο αυτό ιδιοκτησιακό καθεστώς των νησιών του Αιγαίου (και όχι μόνον των Κυκλάδων) αναγνώρισε και ο ίδιος ο νομοθέτης του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους στη "Διασάφηση" (αιτιολογική έκθεση με τη σημερινή έννοια) του νόμου της 27ης Νοεμβρίου 1835 "περί προικοδοτήσεως Ελληνικών Οικογενειών από 26.5/7.6.1835", όπου γινόταν αναφορά στο "ιδιότροπο της ιδιοκτησίας στην Ελλάδα, κατά το οποίο σχεδόν όλες οι γαίες του Αιγαίου είναι ιδιόκτητες, ενώ άλλες κατέχονται με εμφυτευτικά επί Τουρκοκρατίας δοθέντα δικαιώματα. Επομένως οι ιδιωτικές γαίες καθαρής ιδιοκτησίας των νήσων αυτών, μη εξουσιαζόμενες πριν από την επανάσταση από τον Σουλτάνο, ούτε κατεχόμενες από Οθωμανούς ιδιώτες, δεν περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, δικαιώματι πολέμου και δυνάμει των προαναφερθέντων περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος Πρωτοκόλλων του Λονδίνου και της από 9.7.1932 Συνθήκης της Κων/λεως (Ολ. ΑΠ 1/2013). Περαιτέρω κατά το άρθρο 6 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 2664/1998, όπως η παρ. 3 αυτού αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 3127/2003, και ίσχυε κατά το χρόνο ασκήσεως της ένδικης αγωγής (22.11.2005) "πρώτες εγγραφές είναι εκείνες που καταχωρίζονται ως αρχικές στο κτηματολογικό βιβλίο, σύμφωνα με την παρ. 2 περ.β του άρθρου 3. Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή υπόκειται στις ρυθμίσεις του παρόντος κεφαλαίου (παρ.1). Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί με αγωγή ενώπιον του αρμοδίου καθ'ύλην και κατά τόπον Πρωτοδικείου η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση, ολικά ή μερικά της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον....... (παρ. 2). Η αγωγή της παρ. 2, όσο αφορά σε ακίνητο "αγνώστου ιδιοκτήτη" κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 9, απευθύνεται κατά του ΟΚΧΕ και ανακοινώνεται, με ποινή απαραδέκτου, στο Ελληνικό Δημόσιο εντός προθεσμίας δέκα ημερών από την κατάθεσή της" (παρ. 3). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι στην περίπτωση αγωγής της παρ. 2 για αρχικές εγγραφές με την ένδειξη "αγνώστου ιδιοκτήτη", αυτή (αγωγή) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον, στο καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο απευθύνεται δε κατά του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεως Ελλάδος (ΟΚΧΕ) και ανακοινώνεται, με ποινή απαραδέκτου, στο Ελληνικό Δημόσιο, μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από την κατάθεσή της. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 10/2011). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), μετά από συνεκτίμηση των νομίμων σ'αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων δέχθηκε, κατά ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς την κυρία παρέμβαση, που άσκησε το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, μετά από ανακοίνωση, σ' αυτό, της ασκηθείσας στις 22.11.2005 από 4.11.2011 αγωγής, του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 μεταξύ των αναιρεσιβλήτων, για την διόρθωση ανακριβούς και αφορώσας σε άγνωστο ιδιοκτήτη πρώτης εγγραφής, στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σύρου, ως προς το ποσοστό συγκυριότητας 10% επί δέκα ακινήτων κειμένων στην Ποσειδωνία Σύρου, η συζήτηση της οποίας (αγωγής) κηρύχθηκε απαράδεκτη από το Πρωτόδικο δικαστήριο λόγω μη τηρήσεως της διαδικασίας του άρθρου 214Α ΚΠολΔικ περί εξώδικης επιλύσεως της διαφοράς: Τα επίδικα ακίνητα βρίσκονται στην Ποσειδώνια της νήσου Σύρου των Κυκλάδων, έχουν λάβει ΚΑΕΚ 2909607072, 290960708032, 290960708003, 290960817007, 290960709016, 290960709001, 290960306009, 290960617004, 290960709026, 290960709024, 290960709023, 290960708019, 290960708031, 90960707096, 290960617025, 290960709022, 290960708024 και 290960709020 και έχουν καταχωρηθεί όλα στους κτηματολογικούς πίνακες του Κτηματολογικού Γραφείου Σύρου ως ανήκοντα κατά συγκυριότητα σε κληρονόμους του Μ. Δ., πλην κάποιων μικρών εξ αδιαιρέτου ποσοστών επ'αυτών, στα οποία φαίνεται ως δικαιούχος "άγνωστος". Ο ενάγων της κύριας αγωγής και καθού η κύρια παρέμβαση Ε. Μ. ισχυρίζεται ότι συγκύριος επί των αδιαιρέτου αυτών ποσοστών, τα οποία ο ίδιος προσδιορίζει σε 10% για κάθε ακίνητο, είναι ο ίδιος εκ κληρονομίας, αφ' ενός των γονέων του Δ. Μ. και Ά. συζ. Δ. Μ. το γένος Μ. Δ., την οποία κληρονομία αποδέχθηκε με την υπ' αριθμ. ... πράξη δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Αθηνών, που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σύρου, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί με την υπ'αριθμ. ... πράξη της συμβ/φου Αθηνών Μάρθας Κωνσταντοπούλου και αφ' ετέρου της γιαγιάς του Ε. χήρας Μ. Δ., την οποία κληρονομία αποδέχθηκε με την υπ' αριθμ. ... πράξη δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας του συμβ/φου Αθηνών Ν. Βουλά, που νόμιμα έχει μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σύρου. Το κυρίως παρεμβαίνων και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, αποκρούοντας την επικαλούμενη από τον ενάγοντα συγκυριότητα επί των ιδανικών μεριδίων των επιδίκων ακινήτων, ισχυρίζεται ότι την κυριότητα αυτών απέκτησε το ίδιο, δυνάμει των πρωτοκόλλων του Λονδίνου του 1930 και της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως του 1832, κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, δικαιώματι πολέμου, καθόσον αυτά αποτελούσαν ιδιοκτησία του Οθωμανικού Κράτους, που καταλήφθηκαν και δημοσιεύθηκαν κατά τον περί ανεξαρτησίας αγώνα και δεν δεσπόζονταν πριν και μετά τον αγώνα αυτό, ως επίσης και κατά τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους, από οιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην προηγούμενη νομική σκέψη, οι διατάξεις των Πρωτοκόλλων του Λονδίνου του 1830 και της από 3.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, δεν εφαρμόζονται επί των κειμένων στα νησιά των Κυκλάδων γαιών, διότι είναι πασίγνωστο ότι, κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, οι Κυκλάδες αποτελούντο στο σύνολό τους από ιδιωτικές γαίες καθαρής ιδιοκτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του από 7ης Ραμαζάν έτους 1274 Οθωμανικού νόμου "περί γαιών", ενόψει του ότι δεν εξουσιάζονταν από το Σουλτάνο πριν από την επανάσταση, ούτε κατέχονταν από Οθωμανούς ιδιώτες και έτσι δεν περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, αλλ' εξακολούθησαν να εξουσιάζονται από τους μέχρι τότε κυρίους αυτών (χριστιανούς ιδιώτες) και δη κατά πλήρη κυριότητα. Στοιχεία αποδεικτικά της κυριότητος του Οθωμανικού κράτους επί των επιδίκων ακινήτων και κατ'επέκταση και δική του το εκκαλούν (Ελληνικό Δημόσιο) δεν προσκόμισε, επειδή δε, το ίδιο φέρει το βάρος του εν λόγω ισχυρισμού, χωρίς να εξαντλεί τη δικονομική του υποχρέωση απλά και μόνο με την επίκληση των διατάξεων των άνω Πρωτοκόλλων και Συνθήκης, πρέπει αυτός να απορριφθεί ως αβάσιμος. Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο έκρινε ότι το αντιποιηθέν το αντικείμενο της δίκης κυρίως παρεμβάν-αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, δεν απέκτησε τη συγκυριότητα των επίδικων ακινήτων, σύμφωνα με τα επικαλούμενα Πρωτόκολλά και Συνθήκη, καθόσον δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, αφού αυτά (επίδικα) βρίσκονται στο νησί των Κυκλάδων Σύρο, όπου τα ακίνητα ήταν γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) και δεν εξουσιάζονταν από τον Σουλτάνο, ούτε κατέχονταν από Οθωμανούς ιδιώτες που τα εγκατέλειψαν, ώστε να περιέλθουν στο Ελληνικό Δημόσιο, ούτε δε το βαρυνόμενο με το οικείο βάρος αναιρεσείον απέδειξε το αντίθετο. Κατόπιν τούτου το Εφετείο απέρριψε τον οικείο πρώτο λόγο της εφέσεως, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις επικαλούμενες και αναφερόμενες στη νομική σκέψη ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των από 3/22.2.1830, 4/16.6.1830 και 19.6/1.7.1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, των ερμηνευτικών των εν λόγω Πρωτοκόλλων κειμένων των τριών προστάτιδων δυνάμεων και της από 9.7.1832 Συνθήκης της Κων/λεως, των οποίων οι προϋποθέσεις εφαρμογής δεν συνέτρεχαν. Ενόψει τούτων ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πρώτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή κατά το άρθρο 559 άρ. 8 εδ.β ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και είχαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή κάθε περιστατικό, το οποίο αφηρημένο λαμβανόμενο οδηγεί, κατά νόμο, στη γέννηση ή την κατάλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση δικαιώματος. Ως "πράγματα" νοούνται και οι λόγοι εφέσεως ή αντεφέσεως, εφόσον σ'αυτούς περιέχεται ισχυρισμός παραδεκτός νόμιμος και ορισμένος. Ο παραπάνω λόγος δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό τον οποίο και απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 εδ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο εσφαλμένα απέρριψε ως αόριστο τον δεύτερο λόγο της εφέσεως, καθόσον δεν έλαβε υπόψη τον περιεχόμενο στο λόγο αυτό ισχυρισμό του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, κατά τον οποίο τα επίδικα είχαν περιέλθει σ'αυτό ως αδέσποτα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα παραπάνω στον πρώτο αναιρετικό λόγο Πρωτόκολλα, εξαιτίας του ότι αυτά είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς κυρίους τους πριν από την υπογραφή των εν λόγω Πρωτοκόλλων. Ο λόγος αυτός είναι κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτος, καθόσον οι αιτιάσεις του δεν αφορούν στο ότι δεν εξετάστηκε ο επίμαχος λόγος εφέσεως, αλλά στο ότι εξετάσθηκε και απορρίφθηκε, κριθέντος εσφαλμένα (κατά το αναιρεσείον) του περιεχομένου του ως αορίστου. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός, κατά το ερευνώμενο μέρος του, πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά το Οθωμανικό δίκαιο της 7ης Ραμαζάν τις νεκρές γαίες τις αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε όπως π.χ. τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση κλπ. Αδέσποτα μπορούσαν να καταστούν μόνο οι γαίες αυτές που βρίσκονταν μακριά από πόλεις και χωριά ("όσο και η φωνή μεγαλόσωμου ανθρώπου"). Αντίθετα οι υπόλοιπες κατηγορίες γαιών δεν ήταν δυνατόν να καταστούν αδέσποτες. Επομένως εφόσον στις Κυκλάδες υπήρχαν μόνο γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), αυτές δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθούν εξ αρχής αδέσποτες. Μετά την απελευθέρωση ένα ακίνητο στα νησιά των Κυκλάδων μπορούσε να καταστεί αδέσποτο μόνο αν είχε εγκαταλειφθεί από τον Οθωμανό κύριο, λόγω της οριστικής αποχώρησής του από την Ελλάδα, οπότε και το Δημόσιο θα απαιτούσε την κυριότητα, είτε αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 16 του νόμου "περί διακρίσεως κτημάτων" του Ν. 21-6/10.7.1837, το οποίο όριζε ότι όλα τα μη δεσποζόμενα παρ' ιδιωτών ή Κοινοτήτων κτήματα ανήκουν στο Δημόσιο. Εξάλλου κατά τις αντίστοιχες διατάξεις του ισχύοντος μετά την απελευθέρωση και μέχρι της ισχύος του ΑΚ Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου (Ν. 1, 23 Πανδ (47, 1) Εισηγ. 47 (2-1), για να καταστεί κάποιο ακίνητο αδέσποτο, έπρεπε να υπάρχει εγκατάλειψη νομής από τον κύριο προς το σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα και χωρίς την πρόθεση περαιτέρω μεταβιβάσεώς της προς τρίτο πρόσωπο, η δε βούληση του κυρίου θα έπρεπε να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν την καθιστούν αμφίβολη, χωρίς να απαιτείται η τήρηση τύπου, όπως απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ, όπου τα αδέσποτα ρυθμίζονται από το άρθρο 972 ΑΚ και το άρθρο 2 παρ. 1 του αν 1539/1938 η σχετική δήλωση του κυρίου περί παραιτήσεως πρέπει να γίνει ενώπιον συμβολαιογράφου και να υποβληθεί σε μεταγραφή, γιατί η εγκατάλειψη (DEREDITIO AK 1076) αποτελεί δικαιοπραξία, που τείνει σε κατάργηση εμπραγμάτου δικαιώματος επί ακινήτου (ΑΚ 1192 αρ. 1, 1198). Στην προκειμένη περίπτωση με τον ίδιο δεύτερο λόγο της εφέσεως και κατά το δεύτερο σκέλος του, με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι το Εφετείο, κατά παράβαση του νόμου απέρριψε ως αόριστο τον αναφερόμενο παραπάνω (στο πρώτο σκέλος του ίδιου λόγου) και περιεχόμενο στο δεύτερο λόγο της εφέσεως περί αδεσπότων ισχυρισμό, καθόσον αξίωσε περισσότερα από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, ώστε τα επίδικα, ως αδέσποτα, να έχουν περιέλθει στο αναιρεσείον κατά την υπογραφή των παραπάνω Πρωτοκόλλων και δη απαίτησε την επίκληση των προϋποθέσεων του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, του άρθρου 34 παρ. 8 και α.ν. 1539/1938 καθώς και του Αστικού Κώδικα. Ο λόγος αυτός, που κατ'εκτίμηση του περιεχομένου του, αφορούσε νομική και όχι σε ποσοτική αοριστία, ιδρυομένου εντεύθεν του αναιρετικού λόγου της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ είναι αβάσιμος, καθόσον κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, τα επίδικα ως ακίνητα καθαρής ιδιοκτησίας που βρίσκονται σε νησί των Κυκλάδων και που δεν γίνεται επίκληση εγκαταλείψεώς τους από τυχόν Οθωμανούς ιδιώτες ώστε να συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του Ν. 21.6/10.7.1837, αδέσποτα κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη θα μπορούσαν να καταστούν κατά τις διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού και του εν συνεχεία ισχύσαντος δικαίου η επίκληση των προϋποθέσεων του οποίου ήταν απαραίτητη για το ορισμένο του επίμαχου ισχυρισμού. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, κατά το ερευνώμενο μέρος του, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Το αναιρεσείον Δημόσιο λόγω της ήττας του (άρθρ. 183 και 176 ΚΠολΔικ) πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του παρισταμένου πρώτου αναιρεσιβλήτου, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝΚΠολΔικ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ' αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 6.11.2012 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 69/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου. Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του πρώτου αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Απριλίου 2014. Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παρέμβαση Δημοσίου σε δίκη μεταξύ ιδιώτη και ΟΚΧΕ για ανακριβή πρώτη εγγραφή. Νομικό καθεστώς των ακινήτων στις Κυκλάδες κατά της Τουρκοκρατία. Τα μουλκία, ήτοι οι γαίες καθαρής ιδιοκτησίας ανήκαν στους ιδιώτες και σ' αυτούς εξακολούθησαν να ανήκουν μετά την απελευθέρωση και δεν περιήλθαν στο Δημόσιο με το οικείο πρωτόκολλο του Λονδίνου περί Ανεξαρτησίας της Ελλάδος και των ερμηνευτικών των εν λόγω πρωτοκόλλων κειμένων (Πρωτόκολλο 3/22.2.1830, ερμηνευτ. πρωτοκ. 4/16.6.1830 και 1.7/19.8.1830) 559 αρ.1. Πότε ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος. Οι διατάξεις των πρωτοκόλλων είναι ουσιαστικού δικαίου 559 αρ. 8 "πράγμα" αποτελεί και ο λόγος εφέσεως. Δεν ιδρύεται ο οικείος αναιρετικός λόγος αν ο λόγος εφέσεως εξετάστηκε και απορρίφθηκε. Η πλημμέλεια ότι για το ορισμένο ισχυρισμού απαιτήθηκαν περισσότερα από τόσα απαιτεί ο νόμος, αφορά σε νομική και όχι σε ποσοτική αοριστία και γι αυτό ιδρύεται ο αναιρετικό λόγος του αρ.1 του άρθρου 559 και όχι του αριθμού 14. Ο ισχυρισμός περί αδεσπότων είναι αόριστος, γιατί για το επέκεινα της ανεξαρτησίας διάστημα δεν γίνεται επίκληση των απαιτουμένων κατά τις ισχύουσες διατάξεις προϋποθέσεων περί αδεσπότων Δικαστικά έξοδα Δημοσίου ΑΔΕΣΠΟΤΑ κατά Οθωμανικό και Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο καθώς και υπό την ισχύ του ΑΚ.
Παρέμβαση
Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Γαίες, Δημόσια κτήματα, Παρέμβαση, Κυριότητα, Οθωμανικό δίκαιο.
0
Αριθμός 837/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος - καλούντος: Ε. Π. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέργιο Σπυρόπουλο. Του αναιρεσιβλήτου - καθού η κλήση: Σ. Π. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/2/2008 αναγνωριστική αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 12449/2009 του ιδίου Δικαστηρίου και 1716/2010 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 29/11/2010 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 1664/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επαναφέρει ο καλών με την από 22/4/2013 κλήση του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 15/10/2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 568 παρ. 4 Κ.Πολ.Δικ. "αν ο αναιρεσείων επισπεύδει τη συζήτηση, κλήση συντάσσεται κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου που έχει κατατεθεί και επιδίδεται με επιμέλειά του στους αντιδίκους τουλάχιστον εξήντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν όλοι οι διάδικοι που καλούνται διαμένουν στην Ελλάδα ... Αν ο αναιρεσίβλητος επισπεύδει τη συζήτηση ή την επισπεύδει άλλος διάδικος εκτός από τον αναιρεσείοντα, η κλήση επιδίδεται μέσα στην ίδια προθεσμία με επιμέλεια εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση, στον αναιρεσείοντα και τους άλλους διαδίκους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να είναι νόμιμη η κλήτευση του αναιρεσίβλητου, για την ορισθείσα από τον Πρόεδρο του αρμόδιου τμήματος δικάσιμο, απαιτείται η επίδοση προς αυτόν και αντιγράφου του κατατεθέντος δικογράφου της αναίρεσης. Αν τη συζήτηση επισπεύδει ένας από τους αναιρεσίβλητους ή άλλος διάδικος, εκτός από τον αναιρεσείοντα, τότε δεν απαιτείται μεν η επίδοση στον τελευταίο αντιγράφου από το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης, είναι όμως υποχρεωτική η επίδοση αυτού με κλήση προς συζήτηση, προς τους υπολοίπους αναιρεσίβλητους, αλλιώς η κλήτευσή τους δεν είναι νόμιμη (ΑΠ 185/2009). Αν έχει ήδη επιδοθεί το αναιρετήριο, όπως π.χ. όταν ματαιώθηκε η συζήτηση , τότε αρκεί η επίδοση μόνο της κλήσης, τις δε κλητεύσεις επικαλούνται και αποδεικνύουν οι παριστάμενοι διάδικοι (ΑΠ 181/2013, ΑΠ 190/2013, ΑΠ 842/2013). Στην προκειμένη περίπτωση από το σχετικό πινάκιο, τα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου κα τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, παραστάθηκε ο αναιρεσείων, με τον ειδικώς προς τούτο εξουσιοδοτηθέντα δικηγόρο του Στέργιο Σπυρόπουλο, ενώ ο αναιρεσίβλητος δεν παραστάθηκε, ούτε κατέθεσε δήλωση ότι δεν θα παραστεί, κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., από δε την προσκομιζόμενη υπ' αριθμ. 47291/5-9-2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ..., προκύπτει ότι αντίγραφο της από 22-4-2013 κλήσεως για συζήτηση, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκε σ' αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα από την επισπεύδοντα τη συζήτηση αναιρεσείοντα. Πλην όμως ο τελευταίος δεν αποδεικνύει την επίδοσή προς τον αναιρεσίβλητο και του αναιρετηρίου, επίδοση του οποίου δεν προκύπτει ότι είχε γίνει ούτε κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 24-10-2012, κατά την οποία, με την υπ' αριθμ. 1664/2012 απόφαση κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη, ως προς όλους τους διαδίκους, η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 29.11.2010 αιτήσεως του Ε. Π. του Γ. κατά του Σ. Π. του Γ., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1716/2010 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 1 Απριλίου 2014. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Από τη διάταξη του άρθρου 568 παρ. 4 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν η συζήτηση επισπεύδεται από τον αναιρεσείοντα πρέπει να γίνεται επίδοση τόσο της κλήσεως για συζήτηση, όσο και του αναιρετηρίου, διαφορετικά, αν δηλ. δεν γίνει επίδοση και του αναιρετηρίου η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη. Αν όμως η συζήτηση επισπεύδεται από τον αναιρεσίβλητο, τότε δεν απαιτείται η προς τον αναιρεσείοντα επίδοση και του αναιρετηρίου, το οποίο όμως, μαζί με κλήση, πρέπει να επιδοθεί στους λοιπούς αναιρεσίβλητους.
Κλήτευση
Ερημοδικία , Κλήτευση , Επίσπευση συζήτησης.
0
Αριθμός 838/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Δ. Γ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Κουτσουράκη. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Κ. Σ. του Γ., 2)Δ. Σ. του Γ., 3)Θ. Σ. του Γ., κατοίκων ... 4)Κ. Σ. του Μ., κατοίκου ..., 5)Σ. Σ. του Μ., συζ. Κ. Σ., 6)Κ. Λ. του Ι., 7)Α. Λ. του Ι., 8)Μ. Λ. του Ι., κατοίκων ... 9)Ε. Λ. του Ι. συζ. Α. Κ., κατοίκου ..., 10)Α. Λ. του Ι., συζ. Χ. Π. και 11)Μ. Λ. του Ι., κατοίκων ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Κουρουκλή, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/2/2004 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 143/2005 του ίδιου Δικαστηρίου, 555/2006 μη οριστική του Εφετείου Κρήτης και 24/2013 οριστική του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 17/4/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 8/1/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045, 1051 ΑΚ προκύπτει, ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. 'Ασκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ' αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Τέτοιες ενέργειες, οι οποίες ποικίλουν ανάλογα με τον προορισμό του ακινήτου, είναι μεταξύ των άλλων, η οριοθέτηση, η περίφραξη, η καλλιέργεια, ακόμη δε και η απλή επίσκεψη, επίβλεψη ή επισκόπηση του ακινήτου, που γίνονται αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 976 ΑΚ προκύπτει, ότι για τη μεταβίβαση της νομής απαιτείται συμφωνία μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, η οποία είναι άτυπη και αναιτιώδης ακόμη και αν αφορά ακίνητο, και παράδοση του πράγματος. Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Επίδικο είναι, ένα ακίνητο (αγριάδα) για την ταυτότητα του οποίου δεν υπάρχει αμφισβήτηση κατά το πλείστον ακαλλιέργητο, πετρώδες και βραχώδες, το οποίο βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του δημοτικού διαμερίσματος Ελαίας του Δήμου Γουβών, περιφερείας Ειρηνοδικείου και Υποθηκοφυλακείου Ηρακλείου, στη θέση "..." ή "..." ή "...", εκτάσεως περί τα 63.226,34 τ.μ. και όπως τούτο εικονίζεται στο από 4-2-2004 τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του Τεχνολόγου Τοπογράφου Μηχανικού Κ. Ζ..........Το ακίνητο τούτο, οι άμεσοι δικαιοπάροχοι των εναγόντων, Γ. Σ., Μ. Σ. και Λ. Λ., οι οποίοι ήταν αδέλφια, το συγκατείχαν και το συννέμονταν κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, μετά από άτυπη παραχώρηση του πατέρα τους Κ. Σ. του Ε., κατά το έτος 1950. Επί του ακινήτου τούτου ασκούσαν πράξεις νομής και κατοχής τουλάχιστον από το έτος αυτό (1950), οι ως άνω δικαιοπάροχοι των εναγόντων και οι ίδιοι οι ενάγοντες μετά την παραχώρησή του σ'αυτούς, συνεχώς και αδιαλείπτως, μέχρι και την άσκηση της αγωγής (2004). Ειδικότερα, αδιαίρετα περιήλθε στον καθένα από τους ενάγοντες, από άτυπη δωρεά των ως άνω δικαιοπαρόχων τους, που έγινε κατά το έτος 1968 για τους τρεις πρώτους, από τον πατέρα τους Γ. Σ. και κατά ποσοστό 1/6 στον καθένα, το έτος 1980 για τους τέταρτο, πέμπτη, έκτο, έβδομο και όγδοο αυτών από τον πατέρα τους Μ. Σ. και κατά ποσοστό 1/18 στον καθένα και το έτος 1982 για τους ένατη, δέκατη και ενδέκατη τούτων, από τη μητέρα τους Λ. συζ. Ι. Λ., το γένος Κ. Σ. και κατά ποσοστό 1/9 στον καθένα, αντίστοιχα. Από το χρόνο κτήσεως του παραπάνω ακινήτου και έκτοτε οι ενάγοντες εξ αδιαιρέτου κατέχουν και νέμονται τούτο, ο καθένας κατά το ως άνω ποσοστό της συγκυριότητάς του σ'αυτό, με διάνοια κυρίου, συνεχώς, ασκώντας επ'αυτού όλες τις προσιδιάζουσες προς τη φύση τoυ, διακατοχικές εμφανείς στους κατοίκους της περιοχής πράξεις νομής και κατοχής, όπως επίσκεψη, επίβλεψη του ακινήτου αυτοπροσώπως, περίφραξη τούτου με συρματόπλεγμα, καθόσον λόγω της ιδιομορφίας του (ως βραχώδες και πετρώδες κατά το πλείστον), δεν ήταν δυνατόν να καλλιεργηθεί, γενόμενοι, έτσι, συγκύριοι αυτού, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού από την αρχική κτήση της νομής τους μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής (2004), έχουν περάσει πάνω από είκοσι έτη και από δε το χρόνο της νομής των δικαιοπαρόχων, πάνω από 50 έτη, συνεχώς και αδιαλείπτως, χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από κάποιον ή να αμφισβητηθεί η νομή τους επ' αυτού. Περί των ανωτέρω πραγματικών γεγονότων, κατέθεσε με σαφήνεια και εξ ιδίας αντιλήψεως ο με επιμέλεια των εναγόντων εξετασθείς, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, μάρτυρας Ε. Μ., ο οποίος ως συγχωριανός τους, γνωρίζει την οικογένεια των εναγόντων αλλά και το ίδιο το επίδικο ακίνητο από το έτος 1960. Ο ανωτέρω μάρτυρας με γνώση και κατά κατηγορηματικό τρόπο, κατέθεσε, μεταξύ άλλων, και ότι, " ... το επίδικο ακίνητο ήταν του παππού των εναγόντων Κ. Σ., είναι περιφραγμένο από τους Σ. τώρα και 15 χρόνια". Η κατάθεση του ανωτέρω μάρτυρα στηρίζεται σ'όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα, η οποία, χωρίς να αναιρείται από κατάθεση άλλου μάρτυρα που εξετάστηκε με την επιμέλεια του εναγομένου, ενισχύεται, τόσο από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Β. Λ. και Ν. Λ., οι οποίοι ως όμοροι ιδιοκτήτες με το επίδικο, καταθέτουν και αυτοί ότι το επίδικο ανήκει στον παππού των εναγόντων, που τον έλεγαν "Μ.", το οποίο επιτηρούσαν και ότι η περιοχή που βρισκόταν το επίδικο, λεγόταν " η Χαλέπα του Μ.", όσο και από τ'ακόλουθα νομίμως προσκομιζόμενα έγγραφα, (α) από το με αριθμό 10|2007 πρακτικό αυτοψίας, του Εισηγητή Εφέτη Νικόλαου Βεργιτσάκη, όπου διαπιστώνεται ότι νοτιοδυτικά του επίδικου ακίνητου υπήρχε πράγματι παλαιά περίφραξη και υφίσταται βραχώδης υψομετρική διαφορά (πρανές-γκρεμός) ύψους από 10 έως 30 περίπου μέτρων, προς το ακίνητο του εναγομένου, (β) τις έξι (6) φωτογραφίες που προσκομίζονται από τους ενάγοντες και απεικονίζουν την περίφραξη από συρματόπλεγμα, (γ) τα με χρονολογία από 14-6-2003 και από 8-8-2003 δύο τοπογραφικά διαγράμματα, του Τοπογράφου μηχανικού Κ. Ζ., (που εξετάστηκε και ως μάρτυρας από τον εκκαλούντα), όπου το επίδικο, στο μεν πρώτο τοπογραφικό φέρεται έκτασης εμβαδού 63.092,90 τ.μ,, εκ του οποίου αποκόπτεται τμήμα εμβαδού 19.348,72, (σύμφωνα με το υπ' αριθμ..../22-7-2003 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβ\φου Ηρακλείου, Ειρήνης Χατζάκη) και το μεταβιβάζει (πωλεί) ο εναγόμενος στον Ι. Κ., στο δε δεύτερο τοπογραφικό, το οποίο προσκομίζει ο τελευταίος, προς αντίκρουση της υπό κρίση αγωγής και όταν υποβάλλει τις αντιρρήσεις του κατά της με αριθμό 6943/4-12-2003 πράξης χαρακτηρισμού της Διεύθυνσης Δασών Ηρακλείου, όπου με το δεύτερο αυτό τοπογραφικό διάγραμμα του ίδιου τοπογράφου, εμφανίζεται ο εναγόμενος να είναι κύριος ακινήτου συνολικής εκτάσεως 98.501 τ.μ, αντί των 63.092,90 τ.μ. που εμφάνιζε με το ως άνω πρώτο τοπογραφικό, εκ του οποίου απέκοψε το τμήμα αυτό των 19.348,72 και το πούλησε και δ) από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης {πατέρα του εναγομένου), ο οποίος καταθέτει ότι ο ίδιος το έτος 1979 έκαμε περίφραξη στην ανατολική πλευρά του ακινήτου του κάτω από τον γκρεμό, δηλαδή περιέφραξε ακριβώς στα όρια του ακινήτου του. Σημειώνεται, ότι η εκτίμηση του αγρονόμου-τοπογράφου μηχανικού Ε. Α., που ορίστηκε από τον εναγόμενο ως τεχνικός του σύμβουλος, που περιέχεται στην από 10-3-2012 τεχνική του έκθεση, ότι το επίδικο ανήκει στην ιδιοκτησία του εναγομένου -εκκαλούντος, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η τεχνική αυτή έκθεση, όπως προαναφέρθηκε, εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο, δεν ασκεί επιρροή ως προς το ζήτημα της νομής του εναγομένου και του δικαιοπαρόχου του, ως αναγκαίου στοιχείου για την απόκτηση της κυριότητος του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον το στοιχείο τούτο αποτελεί ζήτημα νομικής φύσεως. Περαιτέρω......δεν αποδείχθηκε, ότι ο εναγόμενος άσκησε συγκεκριμένες εμφανείς πράξεις νομής στο επίδικο ακίνητο κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα. Και τούτο, διότι δεν άσκησε σ' αυτό πράξεις νομής, υπό την έννοια που αναφέρεται στη σχετική νομική σκέψη (με στοιχ. III) της παρούσας, καθόσον οι επικαλούμενες απ' αυτόν πράξεις νομής, δεν μπορεί να θεωρηθούν εμφανείς πράξεις νομής, ικανές να προσπορίσουν στον εναγόμενο το επικαλούμενο δικαίωμα κυριότητας, καθόσον όταν πρόκειται για ακίνητο που δεν είναι επιδεκτικό καλλιέργειας, όπως εν προκειμένω, πράξεις νομής αποτελούν η απλή επίσκεψη, η επισκόπηση και η επίβλεψη του ακινήτου αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο, που ήταν εμφανείς στους κατοίκους της περιοχής. Οι πράξεις όμως τις οποίες ισχυρίζεται ότι ασκούσε επ'αυτού ο εναγόμενος, όπως, (α) η δήλωση ακινήτου έκτασης 100.000 τ.μ, στο έντυπο Ε9 της εφορίας, που υπέβαλε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. το έτος 1997, για τον αναλογούντα φόρα ακίνητης περιουσίας, ως ανήκοντος κατά κυριότητα στον δηλούντα εναγόμενο, αφενός μεν, δεν αποτελεί εμφανή πράξη νομής κατά την προαναφερόμενη έννοια και αφετέρου, από μόνη της η πράξη αυτή ως δήλωση, εφόσον δεν συνδυάζεται και με άλλα αποδεικτικά στοιχεία, δεν μπορεί, να θεωρηθεί ότι εξ αιτίας της δήλωσης αυτής, το δηλωθέν ακίνητο, ανήκει στον εναγόμενο δηλούντα και (β) η εντολή εκπόνησης τοπογραφικών διαγραμμάτων από τον εναγόμενο, τα οποία άλλωστε ως ιδιωτικά έγγραφα δεν παρέχουν βεβαιότητα ως προς την έκτασή τους και το χρόνο σύνταξής τους και ως ανήκοντος κατά κυριότητα στον εντολέα, δεν αποτελούν πράξεις νομής, αφού αυτές δεν ήταν εμφανείς στους κατοίκους της περιοχής (στους συγχωριανούς τους). Αλλά και η βόσκηση ποιμνίου στο επίδικο από κτηνοτρόφους, όπως ισχυρίζεται ο εκκαλών-εναγόμενος, αν και είναι εμφανής πράξη νομής, δεν μπορεί να καταλογιστεί στον τελευταίο, καθόσον από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχτηκαν περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι ο εναγόμενος εκμίσθωνε το επίδικο σε κτηνοτρόφους και μάλιστα στους Ε. Π. και Β., καθόσον δεν προσκόμισε κάποιο ιδιωτικό μεταξύ τους έγγραφο παραχώρησης ή εκμίσθωσης του επιδίκου σ' αυτούς, η κατάθεση δε του μάρτυρα (πατέρα του) που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με την επιμέλεια του εναγομένου, είναι τελείως ασαφής ως προς το σημείο τούτο, ενώ και οι μάρτυρες που εξετάστηκαν με την επιμέλειά του στις ένορκες ως άνω βεβαιώσεις, δεν κάνουν καθόλου μνεία για το κρίσιμο τούτο αποδεικτικό στοιχείο της εκμίσθωσης του επίδικου". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχτηκε ως βάσιμη και κατ' ουσίαν την ένδικη - από 26.2.2004 - αναγνωριστική συγκυριότητος ακινήτου αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων εναγόντων και απέρριψε την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος εναγομένου κατά της εκκαλουμένης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει όμοια κρίση. Με βάση αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, σωστά τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 974, 976, 1045 και 1051 ΑΚ ερμήνευσε και εφάρμοσε, περιέλαβε δε στην απόφασή του πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων που προαναφέρθηκαν. Αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος το Εφετείο με σαφή αιτιολογία δέχτηκε, ότι οι δικαιοπάροχοι των ήδη αναιρεσιβλήτων εναγόντων (Γ. Σ., Μ. Σ. και Λ. Λ.), από το έτος 1950 συγκατείχαν και συννέμονταν το επίδικο ακίνητο, ως έχοντας περιέλθει σ'αυτούς, και ακολούθως οι ίδιοι οι ενάγοντες (από το έτος 1968 οι τρεις πρώτοι, από το έτος 1980 οι επόμενοι πέντε και από το έτος 1982 οι λοιποί) μέχρι την άσκηση - το έτος 2004 - της ένδικης αναγνωριστικής συγκυριότητας του επίδικου ακινήτου αγωγής του, ήτοι για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας (ΑΚ 1045), ασκώντας σ' αυτό με διάνοια συγκυρίων εμφανείς πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση του, όπως αυτές της επίσκεψης και της επίβλεψής του αυτοπροσώπως, αλλά και της περίφραξής του με συρματόπλεγμα, καταστάντες, έτσι, συγκύριοι αυτού - επίδικου ακινήτου - με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας που αποτελεί και τη βάση της αγωγής. Εξάλλου - το Εφετείο - δέχθηκε με σαφήνεια, ότι "η εντολή εκπόνησης τοπογραφικών διαγραμμάτων από τον εναγόμενο" δεν αποτελεί πράξη νομής, διότι "δεν ήταν εμφανής στους κατοίκους της περιοχής (συγχωριανούς του)", πέραν του ότι - όπως δέχτηκε το Εφετείο - τα τοπογραφικά αυτά διαγράμματα "δεν παρέχουν βεβαιότητα ως προς την έκτασή τους και το χρόνο σύνταξής τους και ως ανήκοντος κατά κυριότητα στον εντολέα" και επομένως και ως προς την κτήση της νομής. Γι' αυτό ο πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τους οποίους, υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει ν' απορριφθούν. ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο 'Αρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης είχε προταθεί στο δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και μάλιστα ότι είχε προταθεί νόμιμα. Το γεγονός εξάλλου, ότι ο ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει σημασία, γιατί, στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο παραβίασε μεν το νόμο, λόγος, όμως, αναίρεσης δεν μπορεί να ιδρυθεί, αν ο σχετικός ισχυρισμός δεν είχε προταθεί νόμιμα από το διάδικο, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ. Με τα δεδομένα αυτά, πρέπει ο ισχυρισμός να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και τρόπος πρότασής του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος. Όπως δε περαιτέρω προκύπτει από την αμέσως πιο πάνω διάταξη, το καθιερούμενο απαράδεκτο αναφέρεται σε όλους τους προβλεπόμενους από τη διάταξη λόγους αναίρεσης, ακόμη και σε εκείνους των αριθμών 1 και 19, αντίστοιχα, του εν λόγω άρθρου. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον τρίτο και τέταρτο λόγους της αναίρεσης, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις αναιρετικές πλημμέλειες των αριθμών 11 περ.α' και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη απαράδεκτα αποδεικτικά μέσα τα οποία οι αναιρεσίβλητοι με τις προτάσεις τους στο Εφετείο, της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, επικαλέστηκαν και προσκόμισαν και συγκεκριμένα τις υπ' αριθμ. 4468 και 4469/14.9.2009 ένορκες βεβαιώσεις των Β. Λ. και Ν. Λ., αντίστοιχα, στη συμβολαιογράφο Ηρακλείου Αθηνά Ζαχαριουδάκη, αφού δεν προσκόμισαν νόμιμα με επίκληση εκθέσεις επίδοσης "για την απόδειξη της νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσής του - του αναιρεσείοντος-", αλλά και διότι οι ένορκες αυτές βεβαιώσεις "υπερέβαιναν το ανώτατο όριο των τριών, που μπορούσαν - κατ' άρθρο 270 παρ. 2 εδαφ. γ' ΚΠολΔ - να προσκομίσουν και επικαλεστούν οι αναιρεσίβλητοι". Οι αναιρετικοί αυτοί λόγοι, παρεκτός του ότι το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, έλαβε υπόψη μόνο τις άνω δύο ένορκες βεβαιώσεις, προεχόντως, είναι απορριπτέοι ως αόριστοι, εφόσον ο αναιρεσείων δεν αναφέρει στο αναιρετήριο ότι οι περί απαραδέκτου των εν λόγω ενόρκων βεβαιώσεων ανωτέρω ισχυρισμοί του, στους οποίους οι λόγοι αυτοί στηρίζονται - και δεν εμπίπτουν σε καμία από τους εξαιρέσεις της παρ. 2 του άρθρου 562 ΚΠολΔ - είχαν προβληθεί από αυτόν νόμιμα στο Εφετείο. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 17.5.2013 αίτηση του Δ. Γ. για αναίρεση της 24/2013 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Διατάσσει να εισαχθεί το κατατεθέν παράβολο στο δημόσιο Ταμείο. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2014. Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Οι εμφανείς υλικές ενέργειες επί ακινήτου, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει ποικίλουν ανάλογα με τον προορισμό του ακινήτου και είναι μεταξύ των άλλων η οριοθέτηση, η περίφραξη, η καλλιέργεια ακόμη δε και η απλή επίσκεψη, επίβλεψη ή επισκόπηση του ακινήτου, που γίνεται αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο.
Χρησικτησία
Χρησικτησία.
0
Αριθμός 840/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Δήμου Σερίφου, Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης που εδρεύει στη Χώρα της Νήσου Σερίφου και εκπροσωπείται νόμιμα από το Δήμαρχό του, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Γαλανό, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Του αναιρεσιβλήτου: Π.-Δ. Κ. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Γιαννόπουλο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25/8/2003 αγωγή του αρχικού διαδίκου Ν. Κ., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 46/ΤΜ/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 215/2011 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων Δήμος με την από 13/12/2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 3/4/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά τα άρθρα 58 παρ. 1 εδ. α' και 72 παρ. 1 εδ. γ' και 2 του Ν.3852/7.6.2010 περί "Νέας Αρχιτεκτονικής της Αυτοδιοίκησης - Πρόγραμμα Καλλικράτης", που κατά το άρθρο 286 αυτού, ισχύουν από 1.1.2011 και εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση κατά τη διαχρονικού δικαίου διάταξη του άρθρου 24 του Εισ.Ν. ΚΠολΔικ, ως ισχύοντα κατά το χρόνο δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως (5.9.2011) "ο Δήμαρχος εκπροσωπεί το Δήμο στα δικαστήρια και σε κάθε δημόσια αρχή -άρθρο 58 παρ. 1 εδ. α'- ". "Η Οικονομική Επιτροπή είναι όργανο παρακολούθησης και ελέγχου της Οικονομικής λειτουργίας του Δήμου. Ειδικότερα έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες ... ιγ) αποφασίζει για την άσκηση όλων των ενδίκων βοηθημάτων και των ενδίκων μέσων -άρθρ.72 παρ. 1 εδ. ιγ'-. "Για τις περιπτώσεις ... ιγ' της προηγουμένης παραγράφου, η απόφαση λαμβάνεται ύστερα από γνωμοδότηση δικηγόρου, η ανυπαρξία της οποίας συνεπάγεται ακυρότητα της σχετικής αποφάσεως -άρθρ. 72 παρ.2-". Από τις διατάξεις σαφώς προκύπτει, ότι, για το τυπικά παραδεκτό, εκτός άλλων και του ενδίκου μέσου της αιτήσεως αναιρέσεως από το Δήμαρχο ως νόμιμο εκπρόσωπο του Δήμου, απαιτείται απαραιτήτως η ύπαρξη άδειας της Οικονομικής Επιτροπής, η οποία λαμβάνεται με απόφαση αυτής, επί της αδείας δε αυτής θεμελιώνεται και η αντιπροσωπευτική εξουσία του Δημάρχου, για τη διεξαγωγή της δίκης ως αντιπροσώπου του Δήμου (ΑΠ 92/2013, ΑΠ 842/2013, ΑΠ 1127/2013). Η άδεια αυτή, που πρέπει να προσκομίζεται κατά τη συζήτηση της αίτησης, νομίμως λαμβάνεται και μετά την άσκηση της αίτησης και μέχρι τη συζήτησή της, ως εγκριτική της άσκησής της. Τούτο προκύπτει από το άρθρο 58 παρ. 2 του ως άνω νόμου που ορίζει ότι, κατ' εξαίρεση, όταν δημιουργείται άμεσος και προφανής κίνδυνος ή απειλείται άμεση ζημία των δημοτικών συμφερόντων από την αναβολή λήψης απόφασης, ο δήμαρχος μπορεί να αποφασίσει για θέματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα της οικονομικής ή της επιτροπής ποιότητας αυτής. Στην περίπτωση αυτή οφείλει να υποβάλει προς έγκριση τη σχετική απόφασή του κατά την επόμενη συνεδρίαση της αντίστοιχης επιτροπής". Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 73 του ΚΠολΔικ, η έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋποθέσεως ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, γιατί η τήρηση της διατάξεως του άρθρου 72 παρ. 1 εδ. ιγ' του Ν. 3852/2010, που αποσκοπεί στην όσο το δυνατό αποτροπή διεξαγωγής ανώφελων δικών, ανάγεται στη δημόσια τάξη (ΑΠ 842/2013, ΑΠ 1733/2012). Στην προκειμένη περίπτωση ο Δήμος Σερίφου και Νομού Κυκλάδων, νομίμως εκπροσωπούμενος από το Δήμαρχο αυτού άσκησε στις 14.12.2011 την από 13.12.2011 αίτηση αναίρεσης, κατά της υπ' αριθμ. 215/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου, πλην όμως για την παραδεκτή άσκηση αυτής προσκομίζει την υπ' αριθμ. 16/20.10.2012 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής, με την οποία εγκρίνεται η ασκηθείσα από το Δήμαρχο, ως εκπρόσωπο του Δήμου, αίτηση αναιρέσεως, η οποία όμως (απόφαση) είναι άκυρη, καθόσον όπως προκύπτει από το κείμενό της δεν προηγήθηκε, της λήψεώς της, γνωμοδότηση δικηγόρου, η οποία κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 2 του Ν. 3852/2010 είναι προϋπόθεση της εγκυρότητάς της. Εφόσον λοιπόν ο εκπροσωπών τον αναιρεσείοντα Δήμο Δήμαρχός του, δεν ήταν εφοδιασμένος με νόμιμη (έγκυρη) απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής, η συζήτηση της υποθέσεως πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της αιτήσεως του Δήμου Σερίφου του Νομού Κυκλάδων, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 215/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2014. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Για την άσκηση από Δήμο του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως απαιτείται σύμφωνα με τα άρθρα 58 παρ. 1 εδ. α’ και 72 παρ. 1 εδ. γ’ και 2 του ν. 3852/2010 «περί Νέας Αρχιτεκτονικής της Διοίκησης – Πρόγραμμα Καλλικράτης» απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής, που λαμβάνεται ύστερα από γνωμοδότηση δικηγόρου, η ανυπαρξία της οποίας (γνωμοδοτήσεως) συνεπάγεται ακυρότητα της σχετικής αποφάσεως. Απαράδεκτη η αναίρεση γιατί η προσκομισθείσα απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής είναι άκυρη γιατί δεν έχει προηγηθεί της λήψεώς της γνωμοδότηση δικηγόρου.
Δήμοι
Δήμοι, Απαράδεκτη συζήτηση.
2
Αριθμός 841/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Μ. Σ. Κ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Σταραντζή. Της αναιρεσίβλητης: Ι. συζ. Σ. Α., το γένος Ι. Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Βέμμο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20/11/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4195/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 1902/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 21/11/2010 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 27/12/2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 1825, 1827, 1871 και 1872 ΑΚ προκύπτει, ότι η αγωγή του νόμιμου μεριδούχου για απόδοση της νόμιμης μοίρας του, είτε εξ ολοκλήρου, είτε ελλείποντος ποσοστού αυτής, κατά το οποίο αυτός συντρέχει ως κληρονόμος, είναι η περί κλήρου αγωγή, με την οποία ο νόμιμος μεριδούχος δικαιούται να απαιτήσει από εκείνο που ως κληρονόμος κατακρατεί αντικείμενα της κληρονομίας, την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του και την υποχρέωση του εναγομένου να του αποδώσει τα κατακρατούμενα από αυτόν κληρονομιαία πράγματα κατά το ποσοστό του δικαιώματος της νόμιμης μοίρας του ή κατά το ποσοστό που λείπει από τη νόμιμη μοίρα του. Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ.19 Κ.Πολ.Δ., η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς η αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και, έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε. Αντίθετα, η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης, όταν οι πιο πάνω ελλείψεις αφορούν την εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και, ειδικότερα, αναφέρονται στην ανάλυση, αξιολόγηση και στάθμιση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές, αρκεί μόνο το πόρισμα να εκτίθεται με σαφήνεια (Ολ. ΑΠ 24/1992). Περαιτέρω, ο λόγος αυτός αναίρεσης προϋποθέτει την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και τη διατύπωση αποδεικτικού πορίσματος και όχι την απόρριψη ισχυρισμού ως αόριστου, ή απαράδεκτου ή για οποιονδήποτε άλλο τυπικό λόγο (Ολ.ΑΠ 3/1997, Ολ.ΑΠ 44/1990). Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Στις 15.4.05 απεβίωσε στο ΓΝΑ "Γ. Γεννηματάς", όπου νοσηλευόταν, η γεννηθείσα το έτος 1924 στη Γεωργιούπολη Χανίων, Μ. χήρα Ι. Κ., η οποία ήταν μητέρα της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας και γιαγιά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης και κατέλιπε μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς αυτής τα δυο τέκνα της, δηλαδή την ενάγουσα και τον πατέρα της εναγομένης Σ. Ι. Κ.. Η εν λόγω αποβιώσασα, κατά το χρόνο του θανάτου της, είχε στην κυριότητά της και νεμόταν ένα ακίνητο, δηλαδή ένα εκτός σχεδίου πόλεως οικόπεδο, επιφάνειας 149 τ.μ., μετά της εντός αυτού κείμενης ισόγειας κατοικίας με στέγη από ελλενίτ, επιφάνειας 83 τμβ κείμενο στην οδό … του Δήμου Αχαρνών Αττικής, το οποίο και αποτελούσε το μοναδικό κληρονομιαίο περιουσιακό στοιχείο της. Η τελευταία κατέλιπε την .../25.2.1999 ενώπιον της συμβολαιογράφου Περιστερίου Αττικής Παναγιώτας συζ. Εμμ. Στελιουδάκη - Πλαγάκη δημόσια διαθήκη της που δημοσιεύθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με το 5524/21.10.05 πρακτικό, της οποίας το περιεχόμενο έχει, επί λέξει, ως ακολούθως: "Εγκαθιστώ κληρονόμους μου, το σύζυγο μου Ι. Σ. Κ. και την εγγονή μου (κόρη του γιου μου Σ.) και επιθυμώ μετά το θάνατο μου: α) Η εγγονή μου να λάβει την ψιλή κυριότητα μιας κατοικίας (όσης επιφάνειας και αν είναι) μετά του οικοπέδου της και της περιοχής της γενικά, που βρίσκεται στις Αχαρνές Αττικής στη θέση "Άγιος Δημήτριος" και στην οδό ... και β) την επικαρπία του παραπάνω ακινήτου να λάβει ο σύζυγος μου και για όσο βρίσκεται στη ζωή. Μετά το θάνατο του, θα περιέρχεται στην ψιλή κυρία". Δηλαδή με την διαθήκη της αυτή η εν λόγω κληρονομουμένη εγκατέστησε μοναδικούς κληρονόμους της σ' ολόκληρη την κληρονομιαία περιουσία της , η οποία, όπως προεκτέθηκε, αποτελείτο αποκλειστικά και μόνο από το παραπάνω αναφερόμενο περιουσιακό στοιχείο, α) την εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη - εγγονή της, στην οποία κατέλιπε την ψιλή κυριότητα του εν λόγω ακινήτου και β) το σύζυγο της Ι. Σ. Κ., στον οποίο και κατέλιπε την επικαρπία και εφ' όρου ζωής του, ορίζοντας παράλληλα, ότι μετά το θάνατο του τελευταίου, ο οποίος, σημειωτέον, προαποβίωσε της διαθέτιδας στις 25.11.03, το ακίνητο αυτό να περιέλθει κατά πλήρη κυριότητα στην εναγομένη - ψιλή κυρία, ενώ στην ενάγουσα που είναι τέκνο της και νομικ^ μεριδούχος (αρθ. 1825 ΑΚ) δεν κατέλιπε οτιδήποτε. Η διαθήκη όμως αυτή της άνω κληρονομουμένης, κατά το μέρος που προσβάλλει το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας της ενάγουσας, το οποίο ανέρχεται στο μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας και ενόψει του ότι η τελευταία συντρέχει με τον προαναφερόμενο αδελφό της ανέρχεται σε ποσοστό 1/4 (1/2:2) εξ αδιαιρέτου, είναι αυτοδικαίως άκυρη, κατά το ποσοστό δε αυτό η ενάγουσα συντρέχει αυτοδικαίως ως κληρονόμος της κληρονομουμένης μητέρας της στο προαναφερόμενο κληρονομιαίο ακίνητο της τελευταίας. Όμως μετά το θάνατο της κληρονομουμένης, η εναγομένη κατέλαβε το προαναφερόμενο ακίνητο το οποίο και νέμεται έκτοτε ως μοναδική κληρονόμος και, αντιποιούμενη το παραπάνω κληρονομικό δικαίωμα της ενάγουσας, αρνείται να της αποδώσει το εν λόγω εξ αδιαιρέτου ποσοστό της. Πρωτοδίκως η εναγομένη είχε προβάλλει τον ισχυρισμό, ότι η ένδικη αξίωση της ενάγουσας προς απόδοση του ποσοστού της νόμιμης μοίρας της ασκείται καταχρηστικά, καθόσον η τελευταία έλαβε από τους γονείς της, κατά το διάστημα που ζούσαν οι τελευταίοι, το ποσό των 550.000 δραχμών που υπερβαίνει την αξία της νόμιμης μοίρας της, επί πλέον δε το τίμημα για την αγορά του προαναφερόμενου οικοπέδου το κατέλαβε εξ ολοκλήρου ο πατέρας της (της εναγομένης), ο οποίος και αποδέχθηκε τις συναλλαγματικές που εκδόθηκαν προς εξασφάλιση της πληρωμής του, τις οποίες και εξόφλησε. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός της εναγομένης δεν αποδείχθηκε από οποιοδήποτε στοιχείο της δικογραφίας αφού η τελευταία, η οποία φέρει το βάρος αποδείξεως του, δεν εξέτασε μάρτυρες, ούτε προσκόμισε άλλα, ικανά για την απόδειξη του, αποδεικτικά στοιχεία, δεδομένου μάλιστα ότι όπως προκύπτει από το .../2.12.1978 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αχαρνών Γεωργίου Νικ. Μουστακλή, δυνάμει του οποίου, όπως συνομολογείται εκατέρωθεν, η άνω κληρονομουμένη αγόρασε το προαναφερόμενο οικόπεδο, το περιεχόμενο του οποίου δεν προσβάλλει η εναγομένη, σε συνδυασμό με την .../3-6-1981 πράξη εξοφλήσεως του τιμήματος του ίδιου, ως άνω, Συμβολαιογράφου, το από 95000 δραχμές τίμημα που συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβληθέντων για την αγορά του, καταβλήθηκε δια χρημάτων της αγοράστριας, δηλαδή της άνω κληρονομουμένης και όχι δια χρημάτων του πατέρα της εναγομένης, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η τελευταία, ο πατέρας της δε, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του εν λόγω αγοραπωλητήριου συμβολαίου, συμβλήθηκε στη σύμβαση αυτή ως πληρεξούσιος κατ' εντολή και για λογαριασμό της αγοράστριας μητέρας του, δυνάμει σχετικής πληρεξουσιότητας που του είχε χορηγηθεί από την τελευταία δυνάμει του .../1978 πληρεξουσίου του ίδιου, ως άνω, Συμβολαιογράφου, με την ιδιότητα του δε αυτή και όχι ατομικά αποδέχθηκε τις συναλλαγματικές που εξέδωσαν οι πωλητές προς εξασφάλιση της πληρωμής του τιμήματος (άρθ. 8 του Ν. 5325/1932). Εξάλλου, ούτε από τις παραπάνω αναφερόμενες και επικαλούμενες από την εναγομένη ένορκες καταθέσεις και βεβαιώσεις που λήφθηκαν στα πλαίσια προγενέστερης δίκης μεταξύ των αυτών διαδίκων και όπως προεκτέθηκε, εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια, είναι δυνατόν το Δικαστήριο να οδηγηθεί σε διαφορετική κρίση, αφού η απόδειξη με δικαστικά τεκμήρια προϋποθέτει μη αμφισβήτηση του γεγονότος που αποτελεί τη βάση του τεκμηρίου και στην προκείμενη περίπτωση οι επικαλούμενες από την εναγομένη καταβολή χρημάτων προς την ενάγουσα από τους γονείς της, που αποτελεί τη βάση του τεκμηρίου, τις οποίες σημειωτέον, και αρνείται η τελευταία, δεν αποδείχθηκαν από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι είναι και ουσιαστικά βάσιμη η ένδικη - από 20.11.2007 - περί κλήρου αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης ενάγουσας κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας της (1/4 εξ αδιαιρέτου) επί του ανωτέρω ακινήτου, το οποίο και αποτελούσε την κληρονομιαία περιουσία της διαθέτιδας, δέχτηκε δε αυτήν - αγωγή - εν τέλει ως βάσιμη και κατ'ουσίαν, κατά παραδοχή της έφεσης που είχε ασκήσει η αναιρεσίβλητη κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει αντίθετη κρίση. Κρίνοντας, έτσι, το πιο πάνω Δικαστήριο, περιέλαβε στην απόφασή του πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία τόσο όσον αφορά την παραδοχή της αγωγής όσο και όσον αφορά την απόρριψη της άνω ένστασης από την ΑΚ 281 και συνεπώς, οι λόγοι αναίρεσης, πέμπτος, κατά το πρώτο μέρος του, κατ'ορθή εκτίμησή του - όχι από τον αριθμό 17, αλλά - από τον αριθμό 19 και έκτος από τον αριθμό 19 - και αυτός - του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Οι περιλαμβανόμενες στους ίδιους αναιρετικούς λόγους αιτιάσεις, επίσης, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τις οποίες η αναιρεσείουσα ψέγει το Εφετείο, γιατί "δέχτηκε ότι το επίδικο ακίνητο είναι κληρονομιαίο περιουσιακό στοιχείο και αγοράστηκε με χρήματα (της μεδόποτε εργασθείσας) μητέρας της ήδη αναιρεσίβλητης ενάγουσας....", όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο "είχε πεισθεί απόλυτα και ορθά και δίκαια είχε δεχθεί την ένστασή της - της αναιρεσείουσας - περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και είχε απορρίψει την ένδικη αγωγή, εφόσον δέχτηκε ότι ναι μεν το επίδικο ακίνητο αγοράστηκε και γράφτηκε στο επίσημο συμβόλαιο στο όνομα της διαθέτιδας, αλλά ολόκληρο το τίμημα της αγοράς του το κατέβαλε και το εξόφλησε ο πατέρας της - της αναιρεσείουσας - ..." η ενάγουσα δε (ήδη αναιρεσίβλητη) "έλαβε από τους γονείς της την προίκα της και αποκαταστάθηκε πλήρως και συνεπώς ουδέν άλλο περιουσιακό δικαίωμα ή οικονομικό όφελος δικαιούται απ'αυτούς, όταν μάλιστα τούτο έχει όχι απλά αποδειχθεί με μάρτυρες και έγγραφα, αλλά κατά τρόπο απόλυτα πανηγυρικό", είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, αφού όλες οι αιτιάσεις αυτές ανάγονται αποκλειστικά στην εκτίμηση των αποδείξεων, το από τις οποίες πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ), καθώς και σε αντλούμενα από τις ίδιες επιχειρήματα. Αλλά και η περιλαμβανόμενη στον έκτο αναιρετικό λόγο ειδικότερη αιτίαση, με την οποία η αναιρεσείουσα ψέγει το Εφετείο για πλημμέλεια, επίσης, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο χωρίς καμιά αιτιολογία παρέλειψε να λάβει υπόψη τις πρωτόδικες προτάσεις της που είχε νόμιμα ενσωματώσει στις προτάσεις της στο Εφετείο και είχε περιλάβει σ'αυτές τις αντιρρήσεις και ενστάσεις της, προεχόντως, είναι απορριπτέα - και αυτή - ως απαράδεκτη, αφού δεν αναφέρεται στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος, αλλά σε ζήτημα δικονομικό, ως προς το οποίο δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης. Τέλος, και ο πέμπτος, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα ψέγει το Εφετείο για πλημμέλεια από τον αριθμό 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί κατά τα άνω, δέχτηκε την ένδικη αγωγή της αναιρεσίβλητης, απορρίπτοντας την ένστασή της περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (ΑΚ 281), όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντίθετα, είχε απορρίψει την αγωγή κατά παραδοχή της άνω ένστασης από την ΑΚ 281, είναι απορριπτέος - και αυτός - ως απαράδεκτος, αφού ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, αν η ίδια η απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις, ώστε να καθίσταται αδύνατη η εκτέλεσή της, όχι δε και όταν η αντίφαση υπάρχει μεταξύ των αποφάσεων του Εφετείου και του πρωτοδίκως δικάσαντος Δικαστηρίου. ΙΙ. Ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικώς από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν. Η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει, κατά τη σαφή έννοια των άρθρων 559 παρ.1 εδαφ.β' και 560 παρ.1 εδ.β' ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης μόνο αν αυτά χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένως από το δικαστήριο κατά την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ'αυτούς των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν και όχι προς έμμεση απόδειξη ή προς εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν (Ολ.ΑΠ 2/2008, 8, 10, 11/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 1 εδάφιο β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, με το να δεχθεί την έφεση της αναιρεσίβλητης και εν τέλει την ένδικη αγωγή παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας τα οποία παρέλειψε να εφαρμόσει και, έτσι κατέληξε στην κρίση του αυτή, "μη εκτιμώντας ορθά και δίκαια όλες τις αποδείξεις και τα αποδεικτικά στοιχεία" τα οποία η αναιρεσείουσα - εναγομένη είχε προσκομίσει νόμιμα με επίκληση, αφού "απλή και μόνο θεώρηση" των κανόνων της καλής πίστης και των συναλλακτικών και χρηστών ηθών καθώς και των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής "πείθει", ότι όσον αφορά το ανωτέρω ακίνητο, το οποίο φέρεται ότι είχε αγοράσει η διαθέτιδα με το .../2.12.1978 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Αχαρνών Γεωργίου Μουστακλή, υποκρυπτόταν δωρεά του πατέρα της αναιρεσείουσας προς τη διαθέτιδα μητέρα του, δεδομένου ότι το έτος 1978 ο πατέρας της αναιρεσείουσας λάμβανε 60.000 δραχμές μηνιαίο μισθό, ενώ η διαθέτιδα μητέρα του στερείτο οικονομικών πόρων, συναλλαγματικές δε 95000 δραχμών για το πιστούμενο τίμημα εκδόθηκαν επ'ονόματί του και εξοφλήθηκαν από τον ίδιο, η αναιρεσίβλητη δε είχε λάβει εν ζωή της διαθέτιδας ο, τι της αναλογούσε, αφού το έτος 1985 οι γονείς της της αγόρασαν το όμορο οικόπεδο στο οποίο κτίστηκε μετά δύο - τρία έτη διώροφο σπίτι και με χρήματα των γονέων της είχε αγοραστεί και εξοφληθεί οικόπεδο με σπίτι, το οποίο πουλήθηκε και έλαβε ως προίκα το 1/2 του τιμήματος, δηλαδή παροχές που κατά την ΑΚ 1833 καταλογίζονται και υπερκαλύπτουν τη νόμιμη μοίρα της. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού τα αναφερόμενα ως διδάγματα της κοινής πείρας πραγματικά περιστατικά, παρεκτός του ότι δεν συγκροτούν την έννοια τέτοιων διδαγμάτων, δεν αφορούν την ερμηνεία ή την εφαρμογή συγκεκριμένων κανόνων ουσιαστικού δικαίου ή την υπαγωγή πραγματικών γεγονότων σ'αυτούς, αλλά αναφέρονται στην ουσία της υπόθεσης. ΙΙΙ. Ο από τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής) είτε ως αμυντικό (ένσταση, αντέσταση) μέσο. Για το ορισμένο του λόγου, κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 559 αριθ.8 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 566 και 118 αρ.4 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ποια ήταν τα "πράγματα" και ποια επίδραση άσκησαν ή θα ασκούσαν στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 714/1993 ΕλλΔνη 36.95). Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 8 περ.β'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς που αυτή νόμιμα επικαλέστηκε "αφού όπως αναφέρει η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ελήφθησαν υπόψη οι ενσωματωθείσες στο δικόγραφο των ενώπιον του Εφετείου Αθηνών πρωτόδικες προτάσεις (της)...στις οποίες αναφέρονται οι ενστάσεις και ισχυρισμοί (της)" πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος, διότι δεν αναφέρονται στο αναιρετήριο συγκεκριμένα οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που η αναιρεσείουσα νόμιμα επικαλέστηκε και το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη. Η περιλαμβανόμενη στον ίδιο αναιρετικό λόγο αιτίαση, επίσης, από τον αριθμό 8 περ.β'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που η αναιρεσείουσα "προσήγαγ(ε)" δηλαδή "τους μάρτυρες, επίσημα έγγραφα (και) ομολογία - επιβεβαίωση του πατέρα της σε ερώτηση από έδρας", είναι απορριπτέα, προεχόντως, ως απαράδεκτη, εφόσον τα αποδεικτικά μέσα δεν αποτελούν "πράγματα" με την έννοια της προμνημονευθείσας διάταξης του άρθρου 559 αριθ.8 ΚΠολΔ. Αν ήθελε δε εκτιμηθεί ως πλημμέλεια από τον αριθμό 11 περ.γ'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αόριστη και ως τέτοια πρέπει και πάλι να απορριφθεί, εφόσον δεν προσδιορίζεται συγκεκριμένα η ταυτότητα των - κατά την αναιρεσείουσα - μη ληφθέντων υπόψη από το Εφετείο αποδεικτικών μέσων. IV. Με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ.11 περ.γ'ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ως προς την ουσιαστική παραδοχή της ένδικης περί της νόμιμης μοίρας της αγωγής της αναιρεσίβλητης, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκε και προσκόμισε και, ειδικότερα: α)την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος Δ. Μ. που εξετάστηκε με πρότασή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και περιέχεται στα πρακτικά του με αριθμό 1890/2007, και β)τις ένορκες βεβαιώσεις τρίτων που έχουν ληφθεί με επιμέλειά της και έχουν συνταχθεί οι πράξεις 2346, 2347, 2348, 2349, 2351/27.10.2006 του Ειρηνοδίκη Αχαρνών Αττικής και .../27.10.2006 της συμβολαιογράφου Χανίων Δήμητρας Λαμπαδάκη - Βουτσάκη, που η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε, με τις προτάσεις της της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προς ανταπόδειξη της αγωγής και απόδειξη της άνω ένστασής της από την ΑΚ 281. Όμως, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση του Εφετείου, ότι λήφτηκαν υπόψη "οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και περιέχονται στα 1890/2007 πρακτικά, οι οποίες δόθηκαν στα πλαίσια προγενέστερης από 8.6.2006 (6380/06) αγωγής της αυτής ενάγουσας κατά της ίδιας εναγομένης και εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια, (και) οι 2346, 2347, 2348, 2349, 2351/27.10.06 και .../27.10.06 ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αχαρνών Αττικής και ενώπιον της συμβολαιογράφου Χανίων Δήμητρας Λαμπαδάκη - Βουτσάκη, αντίστοιχα, ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της εναγομένης, που δόθηκαν στα πλαίσια της ίδιας, ως άνω, δίκης που ανοίχθηκε με την έγερση της προαναφερόμενης αγωγής, οι οποίες επίσης εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια", καθώς και από το σύνολο των σκέψεων αυτού, γίνεται φανερό και αναμφισβήτητο ότι τούτο έλαβε υπόψη του και τα παραπάνω υπό στοιχ.α' και β' αποδεικτικά μέσα, ήτοι της ως άνω ένορκη κατάθεση μάρτυρος και τις ένορκες ως άνω βεβαιώσεις που επικαλέστηκε και προσκόμισε η αναιρεσείουσα (εναγομένη) και ο περί του αντιθέτου λόγος αυτός της αναίρεσης είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. V. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.12 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Ο λόγος αυτός αναίρεσης δημιουργείται όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα μεγαλύτερη ή μικρότερη αποδεικτική δύναμη από εκείνη που δεσμευτικά γι'αυτό (δικαστήριο) καθορίζει ο νόμος, - λ.χ. στις καταθέσεις των μαρτύρων - όχι όμως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, εκτιμώντας ελεύθερα, όπως έχει δικαίωμα από το νόμο (άρθρο 340), αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με άλλα, μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τα τελευταία. Ο τέταρτος, επομένως, λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο ψέγεται η προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να σχηματίσει το αποδεικτικό πόρισμά του ως προς την ουσιαστική παραδοχή της ένδικης αγωγής, προσέδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στην ένορκη κατάθεση της μάρτυρος της απόδειξης - συγγενούς της αναιρεσίβλητης ενάγουσας - από την ένορκη ως άνω κατάθεση του μάρτυρος και τις ένορκες ως άνω βεβαιώσεις που η αναιρεσείουσα εναγομένη προσκόμισε νόμιμα με επίκληση, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. VI. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ.20 του ΚΠολΔ, έγγραφα, που η παραμόρφωση του περιεχομένου τους ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, είναι εκείνα που χαρακτηρίζονται ως αποδεικτικά μέσα στα άρθρα 339 και 432 επ. του ίδιου Κώδικα. Ως εκ τούτου, δεν είναι έγγραφα εκείνα που αποτυπώνουν στο περιεχόμενό τους άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως είναι τα πρακτικά των δικαστηρίων και οι εκθέσεις του εισηγητού δικαστού, κατά το μέρος που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, καθώς και οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου. Επομένως, ο έβδομος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο παραμόρφωσε τα πρακτικά της δίκης, με το "να αποδώσει ισχύ στα ολίγα, φτωχικά και εντελώς επιγραμματικά, που κατέθεσε άνευ λόγου βέβαιης γνώσης η μάρτυρας της αντιδίκου πλευράς και να αποσιωπήσει εντελώς τα όσα η δική (της) μάρτυρας Δ. Μ. (αδελφή της θανούσας) είχε μετά λόγου βέβαιης γνώσεως καταθέσει..." είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Η περιλαμβανόμενη στον ίδιο αναιρετικό λόγο αιτίαση από τον αριθμό 11 περ.γ'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο "δεν έλαβε καν υπόψη του την ενυπόγραφη και με σφραγίδα εκτίμηση της αξίας του επιδίκου από κτηματομεσίτη και τη βεβαίωση από Μηχανικό, που (η αναιρεσείουσα) προσήγαγε και επικαλέστηκε στα σχετικά έγγραφά (της) τα οποία και έχουν σχέση με την όλη επίδικη περίπτωση για τον υπολογισμό της εμπορικής αξίας αυτού", πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος, διότι δεν προσδιορίζεται συγκεκριμένα η ταυτότητα των ανωτέρω εγγράφων. VII. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 535 παρ.1, 176, 183, 189 περ.1γ'και 191 ΚΠολΔ και 100 επ. του Κώδικα Δικηγόρων προκύπτει, ότι, ως προς την τελική κατανομή των δικαστικών εξόδων των διαδίκων καθιερώνεται η αρχή της ήττας η οποία ισχύει και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, δηλαδή σε περίπτωση παραδοχής του ένδικου μέσου της έφεσης, οπότε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκδικάζει την αποβληθείσα αίτηση παροχής έννομης προστασίας, ως ηττηθείς δε διάδικος ο οποίος καταδικάζεται στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αντιδίκου του, αμφοτέρων των βαθμών, εφόσον προβάλλεται από αυτόν - αντίδικό του - σχετικό αίτημα, λογίζεται εκείνος ως προς τον οποίο αποβαίνει δυσμενής η κατάληξη της δίκης με την παραδοχή ή την απόρριψη της αίτησης, αδιαφόρως αν το ένδικο μέσο άσκησε αυτός ή ο αντίδικος του. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε κατ'ουσίαν την έφεση της ήδη αναιρεσίβλητης ενάγουσας, και, αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που είχε εκφέρει αντίθετη κρίση και δίκασε την υπόθεση κατ'ουσίαν, δέχτηκε την αγωγή ως βάσιμη και κατ'ουσίαν και καταδίκασε την ήδη αναιρεσείουσα εναγομένη στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της ήδη αναιρεσίβλητης ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς την οποία όρισε σε 1300 ευρώ. Από το δικόγραφο της έφεσης της ήδη αναιρεσίβλητης ενάγουσας προκύπτει ότι αυτή απέβαλε αίτημα περί καταδίκης της αντιδίκου της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας στη δικαστική δαπάνη της αμφοτέρων των βαθμών. Επομένως, το Εφετείο, με το να καταδικάσει την ήδη αναιρεσείουσα εναγομένη στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της ήδη αναιρεσίβλητης ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και συνεπώς ο όγδοος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα, υπό την επίκληση της παραπάνω πλημμέλειας, υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 21.11.2010 αίτηση της Μ. Κ. του Σ. για αναίρεση της 1902/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 18η Μαρτίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 10η Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έννοια περί κλήρου αγωγής. Προσβολή νόμιμης μοίρας.
Αγωγή περί κλήρου
Αγωγή περί κλήρου .
0
Αριθμός 842/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Ι. Κ. του Β. και 2)Ε. - Σ. Κ. του Ι., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Λαφαζάνο. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Δ. Κ. του Β., κατοίκου ..., και 2)Α. Κ. του Β., κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Κοπανά. Κατά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων, που παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω, ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης για τους λόγους που ανέπτυξε. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων δεν συναίνεσε στο αίτημα της αναβολής. Το Δικαστήριο διασκέφθηκε επί της έδρας και δια του Προέδρου του απέρριψε το αίτημα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/12/2008 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6757/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 3863/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 23/12/2011 αίτησή τους. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 5/4/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 138 παρ.1 ΑΚ, που ορίζει ότι "δήλωση βουλήσεως που δεν έγινε στα σοβαρά, παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη" και 139 του ίδιου κώδικα το οποίο ορίζει, ότι "η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που συναλλάχθηκε αγνοώντας την", συνάγεται ανενδοιάστως, ότι η εικονικότητα και η από αυτήν ακυρότητα υπάρχει μόνο κατά εκείνου που συναλλάχθηκε εν γνώσει αυτής, όχι δε και κατά του οπωσδήποτε αγνοούντος αυτήν. Συνεπώς η ακυρότητα δικαιοπραξίας λόγω εικονικότητας, σε καμμιά περίπτωση δεν βλάπτει τον εν αγνοία αυτής συναλλαχθέντα τρίτον, ήτοι το πρόσωπο που κατά το χρόνο κτήσεως δικαιώματος από την εικονική πράξη, δεν τελούσε εν γνώσει της εικονικότητας. Από τις διατάξεις των άρθρων 138 και 139 ΑΚ προκύπτει, εκτός άλλων, ότι ο επικαλούμενος την εικονικότητα και την εξ αυτής ακυρότητα, πρέπει συνάμα να προτείνει και να αποδείξει διαζευκτικώς, είτε ότι εκείνος κατά του οποίου επικαλείται αυτήν γνώριζε την εικονικότητα, κατά το χρόνο που απέκτησε το δικαίωμά του, είτε ότι, υπαιτίως αγνοούσε αυτήν, όχι και τα δύο (ΑΠ 437/2001). Ο τρίτος δεν έχει το βάρος να αποδείξει "ότι ηγνόει". Τούτο δε γιατί με την ΑΚ 139 δεν εισάγεται εξαίρεση στην ΑΚ 138, αλλά απλά προσδιορίζεται η έννοια της εικονικότητας, ενώ θα αντέκειτο στον σκοπό προστασίας του καλοπίστου τρίτου η επιβολή σ' αυτόν του βάρους να αποδείξει "ότι ηγνόει" κλπ. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ. προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, μεταξύ άλλων και όταν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, μεταξύ άλλων και όταν το δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται ή όταν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. 'Ελλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που συνέχονται με τη συνεκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχή, επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔικ να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, οπότε ο σχετικός λόγος απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως (αρθρ. 562 παρ.1 ΚΠολΔικ) προκύπτει ότι, με αυτήν, το Εφετείο, αφού δέχθηκε την εικονικότητα της μεταβιβάσεως, αιτία γονικής παροχής, της ψιλής κυριότητας της επίδικης οικίας από την Ε. Κ. προς τον εναγόμενο - αναιρεσείοντα γυιο της Ι. Κ., αδελφό των δύο εναγόντων - αναιρεσιβλήτων, που καταρτίσθηκε με το υπ' αριθμ. ... συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Χρήστου Στείρου, στη συνέχεια ως προς το δεύτερο αγωγικό αίτημα, ήτοι την μη επιφέρουσα τα έννομα αυτής αποτελέσματα εν συνεχεία γενομένης μεταβιβάσεως της επίδικης οικίας, ομοίως αιτία γονικής παροχής, από τον πρώτο εναγόμενο - αναιρεσείοντα προς τη δεύτερη εναγομένη - αναιρεσείουσα κόρη του Ε. - Σ. Κ., μετά από εκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως τα ακόλουθα: "......Όμως ο πρώτος εναγόμενος κατά παράβαση των συμφωνηθέντων και παρά το ότι εν γνώσει αυτού και της μητέρας του, η ένδικη σύμβαση γονικής παροχής καταρτίστηκε όχι σπουδαία, αλλά εικονικά και κατά φαινόμενο μόνον, μετά το θάνατο της μητέρας του, το έτος 2008, με το, με αριθμ. ..., συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Σωτηρίας Κασσαγιάννη, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε το επίδικο ακίνητο, λόγω γονικής παροχής, στη δεύτερη εναγόμενη, κόρη του, η οποία τελούσε, επίσης, σε γνώσει της εικονικότητας του παραπάνω τίτλου ιδιοκτησίας του δικαιοπαρόχου της και άρα της ακυρότητας αυτού και της έλλειψης κυριότητας του πατέρα της κατά τα ποσοστά που δεν περιέρχονταν σ' αυτόν, από την κληρονομιά της μητέρας του, δηλαδή κατά τα 2/3 εξ αδιαιρέτου, τα οποία περιήλθαν στους δύο ενάγοντες - αδέλφια του.......... Για την εικονικότητα γνώριζε η δεύτερη εναγόμενη, αφού τότε ήταν 22 ετών (γεννήθηκε το έτος 1978) και μάλιστα όπως ο μάρτυρας των εναγομένων Α. Κ., ενόρκως βεβαιώνει στην παραπάνω ένορκη βεβαίωσή του, αυτή είχε και ένα μέρος του "ουσιαστικού" μεριδίου των μετοχών του πατέρα της, στην παραπάνω τεχνική εταιρεία των αδελφών Κ. και φυσικά ήταν σε θέση να γνωρίζει τις συνεννοήσεις και διαπραγματεύσεις μεταξύ τους. Επομένως δεν απέκτησε αυτή, κυριότητα με τη σύμβαση γονικής παροχής που καταρτίστηκε με το, με αριθμ. ..., συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Σωτηρίας Κασσαγιάννη, που μεταγράφηκε νόμιμα, λόγω της ακυρότητας, συνεπεία εικονικότητας του τίτλου ιδιοκτησίας του δικαιοπαρόχου και πατέρα της και της έλλειψης, ως εκ τούτου, κυριότητας αυτού, κατά τα ποσοστά που δεν περιέρχονται σ' αυτόν, από την κληρονομιά της μητέρας του, δηλαδή κατά τα 2/3 εξ αδιαιρέτου, κατά τα οποία οι ενάγοντες, έχοντας έννομο συμφέρον ζητούν την ακυρότητα αυτή, επικαλούμενοι προσβολή του κληρονομικού τους δικαιώματος κατά τα ως άνω ποσοστά". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο δέχθηκε κατ' ουσίαν την έφεση και αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε απορρίψει την αγωγή, δίκασε αυτήν (αγωγή) εκ νέου και την δέχθηκε κατά την κύρια βάση της περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας των ενδίκων γονικών παροχών και ειδικότερα της δεύτερης ως ανενεργού και μη επιφέρουσας τα έννομα αποτελέσματά της, γιατί η συναλλαγείσα σ' αυτήν δεύτερη - αναιρεσείουσα - εναγομένη κατά το χρόνο της καταρτίσεώς της τελούσε εν γνώσει της εικονικότητας, της προηγηθείσας, προς τον πατέρα της - πρώτο εναγόμενο - αναιρεσείοντα γονικής παροχής. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή την διάταξη του άρθρου 139 ΑΚ, αφού υπό τα ως άνω ανελέγκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά υφίστατο "γνώση της εικονικότητας" της προηγηθείσας γονικής παροχής και της ως εκ τούτου καταρτίσεως της δεύτερης γονικής παροχής από μη κύριο. Επομένως ο υποστηρίζων τα αντίθετα μοναδικός λόγος της αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ οι επικαλούμενες ως προς "την άγνοια" της δεύτερης αναιρεσείουσας αιτιάσεις βασίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι περιεχόμενο της ιστορικής βάσεως της αγωγής και αντικείμενο αποδείξεως, ήταν η υπαίτια ή μη άγνοια της εικονικότητας, πράγμα το οποίο όμως δεν συνέβη, καθόσον η αγωγή αφορούσε σε γνώση της εικονικότητας κατά το χρόνο καταρτίσεως της επίδικης γονικής παροχής. Περαιτέρω ο ίδιος λόγος αναιρέσεως κατά το δεύτερο σκέλος του, με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση ότι δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία η παραδοχή ότι η δεύτερη αναιρεσείουσα "είχε γνώση ή τη δυνατότητα γνώσης της εικονικότητας επειδή είχε ένα μέρος του ουσιαστικού μεριδίου των μετοχών του πατέρα της στην εταιρεία και ότι ήταν σε θέση να γνωρίζει τις συνεννοήσεις και διαπραγματεύσεις μεταξύ των αδελφών" είναι απαράδεκτος, γιατί οι αιτιάσεις αυτές δεν αφορούν, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, σε "αιτιολογίες" της αποφάσεως, αλλά σε επιχειρήματα του δικαστηρίου, που συνέχονται με την εκτίμηση των αποδείξεων και στην ανεπάρκεια (κατά τους αναιρεσείοντες) της συναγωγής από αυτές του ανωτέρω αποδεικτικού πορίσματος. Ενόψει τούτων ο μοναδικός λόγος της αναιρέσεως, ως προς όλες τις αιτιάσεις του πρέπει να απορριφθεί. Οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (αρθρ. 176, 180 πα.1 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 23.12.2011 αίτηση των Ι. Κ. του Β. και Ε. - Σ. Κ. του Ι., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3863/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) Ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2014. Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εικονικότητα 138, 139 ΑΚ. Δεν βλάπτει τον εν αγνοία αυτής συναλλαγέντα. Ο επικαλούμενος την εικονικότητα πρέπει να προτείνει και να αποδείξει διαζευκτικώς είτε ότι εκείνος κατά του οποίου επικαλείται αυτήν γνώριζε την εικονικότητα, κατά το χρόνο που απέκτησε το δικαίωμα του, είτε ότι υπαιτίως αγνοούσε αυτήν, όχι και τα δυο. Ο τρίτος δεν έχει το βάρος να αποδείξει «ότι ηγνόει» 559 αρ. 1 ΚΠολΔ. Πότε ιδρύεται ο οικείος αναιρετικός λόγος 559 αρ. 19 ΚΠολΔ. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου δε συνιστούν αιτιολογίες της απόφασης. Οι ελλείψεις ως προς την ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες αφού μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε.
Εικονικότητα σύμβασης
Εικονικότητα σύμβασης.
2
Αριθμός 815/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 14η Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Ε. Ν. του Γ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Λεωνίδα Πανούση, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Λαϊκό Περιφερειακό Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Νικολάου Καλούδη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-11-2000 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 2365/2003 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 93/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 30-5-2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώθηκε. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 27-12-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324 και 331 ΚΠολΔ συνάγεται ότι από τελεσίδικη απόφαση παράγεται δεδικασμένο και όταν το αντικείμενο της νέας δίκης, που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων, είναι μεν διαφορετικό από εκείνο της δίκης που προηγήθηκε, αλλά έχει ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη. Αυτό συμβαίνει όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογητική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα, με αυτό που κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη. Ο κανόνας αυτός δεν ισχύει, αν κατά τον κρίσιμο για τη μεταγενέστερη δίκη χρόνο έχει επέλθει μεταβολή του νομικού καθεστώτος, το οποίο διέπει την έννομη σχέση ή τις έννομες συνέπειες, που απορρέουν από αυτή, αφού τότε δεν υπάρχει η απαιτούμενη για την ενεργοποίηση του δεδικασμένου ταυτότητα νομικής αιτίας. Ειδικότερα, στην περίπτωση διαρκούς ενοχικής σχέσεως από την οποία πηγάζουν πλείονες έννομες συνέπειες, όπως είναι η σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, στην οποία η απασχόληση του μισθωτού θεμελιώνει ποικίλες αξιώσεις που στηρίζονται σε διάφορους ουσιαστικούς νόμους, συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΣΣΕ) ή διαιτητικές αποφάσεις (ΔΑ), το δεδικασμένο των αποφάσεων που κρίνουν επιμέρους αξιώσεις του μισθωτού, ως έννομες συνέπειες της εν λόγω διαρκούς έννομης σχέσεως, τελεί υπό την προϋπόθεση ότι το νομοθετικό καθεστώς, που ισχύει κατά τον κρίσιμο χρόνο, παραμένει αμετάβλητο και στο μέλλον. Συνεπώς, η τελεσίδικη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι η, συνιστώσα προδικαστικό ζήτημα για τις επιμέρους αξιώσεις του μισθωτού, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας διέπεται από το πλέγμα των τότε υφισταμένων διατάξεων, δεν αποτελεί δεδικασμένο για την εκτός του κριθέντος χρονικού διαστήματος και στο μέλλον αναγόμενη χρονική περίοδο, αν κατά την περίοδο αυτή δεν παρέμεινε αναλλοίωτο το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, δηλαδή αν οι αιτούμενες με νεότερη αγωγή επιμέρους αξιώσεις του μισθωτού, που γεννήθηκαν σε χρονικό διάστημα μεταγενέστερο του ήδη κριθέντος, στηρίζονται σε νέες νομοθετικές διατάξεις, διάφορες εκείνων που ίσχυαν κατά την πρώτη δίκη. Τέτοιες, νέες νομοθετικές διατάξεις είναι και οι κανονιστικοί όροι των ΣΣΕ ή ΔΑ, οι οποίοι προσδιορίζουν, εν όψει της ισχύος τους για συγκεκριμένη χρονική περίοδο (άρθρα 9 και 16 παρ.3 του ν. 1876/1999), όχι μόνο την έκταση, αλλά και το είδος των βασικών αποδοχών και των επιδομάτων του μισθωτού για την περίοδο εκείνη. Επομένως, από της ισχύος κάθε νέας ΣΣΕ ή ΔΑ μεταβάλλεται το νομοθετικό καθεστώς και γι' αυτό οι δικαστικές αποφάσεις, που έκριναν τελεσιδίκως αξιώσεις των εργαζομένων ορισμένου χρονικού διαστήματος, ρυθμιζόμενες από τις τότε ισχύουσες ΣΣΕ ή ΔΑ, δεν αποτελούν δεδικασμένο και ως προς τις αξιώσεις τους για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, που στηρίζονται στις κατά το διάστημα αυτό ισχύουσες νεότερες ΣΣΕ ή ΔΑ (ΟλΑΠ 3/2003, ΟλΑΠ 10/2002). 2. Επειδή, περαιτέρω, το νομικό καθεστώς της 42/1981 απόφασης του ΔΔΔΔ Πειραιώς "περί των όρων αμοιβής και εργασίας του προσωπικού νοσηλευτικών κλπ ιδρυμάτων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ", η οποία κηρύχθηκε εκτελεστή και ακολούθως υποχρεωτική µε τις 16170/1981 και 18749/ 1981 υπουργικές αποφάσεις (ΦΕΚ Β' 472/1981), μεταβλήθηκε, µε την από 22-12-1988 Ειδική ΣΣΕ "περί των όρων αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στα Δημόσια Νοσοκομεία της Χώρας", η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική με την 17853/1989 υπουργική απόφαση (ΦΕΚ Β' 741/1989) για όλους τους εργοδότες και εργαζόμενους του επαγγέλματος στο οποίο αφορά και ίσχυσε από 1-7-1988 (άρθρο 10 αυτής). Με αυτή την ΕΣΣΕ επεκτάθηκαν, στους εργαζόμενους (πλην ιατρών) µε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στα νοσοκομεία του ν.δ. 2592/1953, που είναι µέλη των σωματείων των ανηκόντων στην ΠΟΕΔΗΝ, στο σύνολο τους, οι διατάξεις του ν. 1505/1984 "αναδιάρθρωση μισθολογίου προσωπικού δημόσιας διοίκησης κλπ", όπως τροποποιήθηκε µε το ν. 1810/1988 (άρθρο 3 παρ.1 της ΕΣΣΕ). Με το άρθρο 9 της εν λόγω ΕΣΣΕ ορίστηκε ότι τυχόν καταβαλλόμενες ανώτερες αποδοχές από αυτές που καθορίζονται µε αυτή τη συλλογική σύμβαση διατηρούνται. Τούτο είχε την έννοια της διατήρησης των μέχρι της μεταβολής του νομικού καθεστώτος τυχόν ανώτερων αποδοχών και όχι της εξακολούθησης και μετά ταύτα του προϊσχύοντος νομικού καθεστώτος (ΟλΑΠ 10/2002). Με το άρθρο 31 του ν. 2470/1997 "αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού δημόσιας διοίκησης κλπ", καταργήθηκαν τα άρθρα 1 έως 27 του ν. 1505/1984, οπότε μεταβλήθηκε και πάλι το μισθολογικό καθεστώς, μεταξύ άλλων, και των εργαζομένων με σχέση ιδιωτικού δικαίου στα νοσηλευτικά ιδρύματα του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ. 3. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, η ενάγουσα (ήδη αναιρεσείουσα) µε την ένδικη, από 27-11-2000 αγωγή, ισχυρίστηκε ότι την 25-1-1973 προσλήφθηκε από το εναγόμενο (ήδη αναιρεσίβλητο) κρατικό νοσοκομείο, µε σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, η οποία από 1-6-1973 μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου, ως καθαρίστρια, µε αποδοχές τις εκάστοτε προβλεπόμενες από την εργατική νομοθεσία, τις ΣΣΕ και τις ΔΑ για τους όρους αμοιβής και εργασίας του ιδιωτικού δικαίου προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ. Ότι το εναγόμενο, κατά τον προσδιορισμό των αποδοχών της για το ένδικο χρονικό διάστημα από 1-1-1998 έως 17-7-2000, οπότε η ενάγουσα αποχώρησε από την υπηρεσία του προς συνταξιοδότηση λόγω γήρατος, θα έπρεπε να έχει εφαρμόσει τις ευνοϊκότερες γι' αυτήν διατάξεις της ως άνω 42/1981 διαιτητικής απόφασης του ΔΔΔΔ Πειραιώς, σύμφωνα με τις οποίες (κατά την άποψη της ενάγουσας, που ήταν διαζευγμένη, με μια άγαμη θυγατέρα γεννηθείσα το έτος 1966 και με προϋπηρεσία 18 ετών την 18-1-1986 και 21 ετών την 18-1-1989) ο μηνιαίος μισθός αυτής συντίθεται α) από το κατώτατο ημερομίσθιο εργατοτεχνίτη (ημερομίσθιο ασφαλείας) της εκάστοτε ισχύουσας ΕΓΣΣΕ, πολλαπλασιαζόμενο επί 8/6 (διότι, ως προς τις καθαρίστριες, αντιστοιχεί σε 6 ώρες ημερήσιας απασχόλησης, ενώ η ενάγουσα εργαζόταν 8 ώρες), προσαυξανόμενο κατά 15% για τους υπηρετούντες στα νοσοκομεία που αναφέρονται στη συγκεκριμένη ΔΑ (ήτοι επί 1,15) και πολλαπλασιαζόμενο επί τις 25 εργάσιμες ημέρες εκάστου μηνός, β) από επί πλέον προσαύξηση 35% για το επίδομα πολυετούς υπηρεσίας, γ) από επί πλέον προσαύξηση 50% για το επίδομα τριετιών, δ) από επί πλέον προσαύξηση 10% για οικογενειακό επίδομα, ε) από επί πλέον προσαύξηση 15% για επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, στ) από επί πλέον προσαύξηση 20% για το νοσοκομειακό επίδομα του άρθρου 2 παρ.1 του ν. 201/1975, ζ) από την ειδική αποζημίωση 8.000 δραχμών, η) από το επίδομα τροφής 12.000 δραχμών, θ) από την επί πλέον αμοιβή 50 ωρών του άρθρου 2 παρ.3 του ν. 201/1975, ι) από το επίδομα 500 δραχμών του ν.δ.1064/1971 και ια) από το επίδομα αυξημένης ευθύνης 35.000 δραχμών. Ότι αντί της εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων, το εναγόμενο, κατά τον προσδιορισμό των νομίμων αποδοχών της εφάρμοσε την ως άνω από 22-12-1988 ΕΣΣΕ "περί των όρων αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στα Δημόσια Νοσοκομεία της Χώρας", με αποτέλεσμα να προκύψουν υπέρ αυτής οι μισθολογικές διαφορές, τις οποίες ζητεί με την ένδικη αγωγή. Ότι η ορθότητα του προαναφερθέντος τρόπου υπολογισμού των νομίμων αποδοχών αυτής είχε διαγνωσθεί ήδη, με την 7166/1990 αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία είχε εκδοθεί επί ετέρας αγωγής της ιδίας, για μισθολογικές διαφορές προηγούμενου χρονικού διαστήματος και επικυρώσει την επί της αγωγής εκείνης εκδοθείσα 2408/1989 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ότι εκ των εν λόγω αποφάσεων απορρέει δεδικασμένο ως προς τον ορθό τρόπο υπολογισμού των αποδοχών που δικαιούται. Αυτοί ήσαν οι ισχυρισμοί της ενάγουσας, οι οποίοι επαναλήφθηκαν και στο Εφετείο. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 2365/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με αυτήν, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε το κεφάλαιο της αγωγής για επιδίκαση πρόσθετης αμοιβής για εργασία πέραν των νομίμων χρονικών ορίων, δεχθέν ότι επ' αυτού δεν υφίσταται δεδικασμένο και ότι η αγωγή ήταν μη νόμιμη ή, άλλως, αόριστη. Κατά τα λοιπά, όμως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την ύπαρξη δεδικασμένου και επιδίκασε τα αιτούμενα ποσά για διαφορές μεταξύ νομίμων και καταβληθεισών αποδοχών. Μετά την άσκηση εφέσεως εκ μέρους του εναγομένου (ήδη αναιρεσιβλήτου) νοσοκομείου, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι από την προηγηθείσα 7166/1990 απόφαση αυτού, που είχε κρίνει επί προηγουμένης αγωγής της ενάγουσας (ήδη αναιρεσείουσας) και είχε δεχθεί ότι αυτή υπάγεται στο μισθολογικό καθεστώς της 42/1981 διαιτητικής αποφάσεως του ΔΔΔΔ Πειραιώς και όχι σ' εκείνο της από 22-12-1988 ΕΣΣΕ της ΠΟΕΔΗΝ, γι' αυτό και είχε επιδικάσει μισθολογικές διαφορές μέχρι 31-12-1997, δεν δημιουργείται δεδικασμένο, διότι, έκτοτε, μετεβλήθη το νομοθετικό καθεστώς της ρύθμισης των αποδοχών της µε την ισχύ των μεταγενεστέρων από 18-5-1998 και 23-5-2000 ΕΓΣΣΕ. Γι' αυτό και, αφού κατά παραδοχή της εφέσεως εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση, απέρριψε την αγωγή ως νόμω αβάσιμη. 4. Επειδή, με την κρίση αυτή και σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Εφετείο αφ' ενός μεν έλαβε υπ' όψη τον περί δεδικασμένου ισχυρισμό της ενάγουσας και τον απέρριψε ως αβάσιμο, αφ' ετέρου δε ουχί παρά τον νόμο δεν δέχθηκε την ύπαρξη δεδικασμένου, διότι εν προκειμένω δεδικασμένο δεν υπήρχε λόγω της ενδιάμεσης μεταβολής του υφιστάμενου νομοθετικού καθεστώτος με την έναρξη εφαρμογής αφ' ενός των από 18-5-1998 και 23-5-2000 ΕΓΣΣΕ (ΑΠ 336/2011, ΑΠ 196/2011, ΑΠ 710/2010) και αφ' ετέρου του ν. 2470/1997. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.8 και 16 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. 5. Επειδή, περαιτέρω το Εφετείο, δεχόμενο ότι οι αποδοχές της αναιρεσείουσας ρυθμίζονται από το μισθολογικό καθεστώς της από 22-12-1988 ΕΣΣΕ της ΠΟΕΔΗΝ, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 2, 7 παρ. 1, 8 παρ. 1, 10 παρ. 1 του ν. 1876/1990, 28 της 42/1981 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Πειραιώς, 680 ΑΚ, 9 της από 22-12-1988 ΕΣΣΕ της ΠΟΕΔΗΝ και των από 18-5-1998 και 23-5-2000 ΕΓΣΣΕ και ο δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, κατά το μέρος με το οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος κατά το μέρος με το οποίο προσάπτεται στο Εφετείο παραβίαση των άρθρων 6 παρ.1 εδ. α' της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής, που έχουν κυρωθεί µε το ν. δ. 53/1974, είναι, επίσης, αβάσιμος, διότι ναι µεν µε τη δεύτερη διάταξη καλύπτονται και τα ενοχικά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις, που είχαν αναγνωρισθεί µε δικαστική απόφαση ή είχαν γεννηθεί κατά το εθνικό δίκαιο και δημιούργησαν νόμιμη προσδοκία, µε βάση το ισχύον δίκαιο, κατά το χρόνο προσφυγής στο δικαστήριο, ότι θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν δικαστικά (ΟλΑΠ 40/1998), πλην, όμως, οι προϋποθέσεις αυτές δεν συντρέχουν στην προκείμενη περίπτωση, κατά την οποία το νομοθετικό καθεστώς, επί του οποίου στηρίχθηκε η προηγηθείσα, ευνοϊκή δικαστική διάγνωση, δεν παρέμεινε αναλλοίωτο. 6. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 30-5-2013 αίτηση περί αναιρέσεως της 93/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 20η Μαρτίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 10η Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Νοσοκομείο. Καθαρίστρια. Δεν υπάρχει δεδικασμένο, εάν μεταβληθεί το νομοθετικό καθεστώς επί του οποίου στηρίχθηκε προηγούμενη τελεσίδικη ρύθμιση ως προς τις αποδοχές του εργαζόμενου. Απορρίπτει την αίτηση.
Δεδικασμένο
Αποδοχές μισθωτού, Δεδικασμένο.
2
Αριθμός 816/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 25η Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Ν. Α. του Λ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αιμιλίου Βλάχου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΗΤΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ" (ΑΤΠΕ-ΑΤΕ), όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Θεοδώρου Πέππα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26-11-2007 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 1764/2008 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1404/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 10-2-2011 αίτησή του και τους από 1-11-2013 πρόσθετους λόγους αυτής. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 29-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των πρόσθετων λόγων και την καταδίκη του αντιδίκου στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 22 παρ.5 του ισχύοντος Συντάγματος, που ορίζουν, αντιστοίχως, ότι "οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου" και ότι "το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει", παράγεται δέσμευση του κοινού νομοθέτη, ο οποίος δεν δύναται, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων, να μεταχειρίζεται τις περιπτώσεις αυτές κατά τρόπο ανόμοιο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, η συνδρομή του οποίου υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Η εν λόγω δέσμευση του νομοθέτη υφίσταται και κατά την εκδήλωση της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων και επιβάλλει την με ίσους όρους συμμετοχή αυτών στο σύστημα παροχών και αντιπαροχών της κοινωνικής ασφάλισης, μεταξύ των οποίων και η παροχή εφάπαξ βοηθήματος - αποζημίωσης στους εξ αυτών αποχωρούντες από την ενεργό υπηρεσία. Έτσι, η συνταγματικώς επιτρεπτή εισαγωγή, με νόμο, ανώτατου ορίου στο παρεχόμενο από τον ασφαλιστικό φορέα εφάπαξ βοήθημα, τελεί υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα. Η προϋπόθεση αυτή υφίσταται όταν το ασφαλιστικό κεφάλαιο, από το οποίο καταβάλλεται το εφάπαξ βοήθημα, δεν σχηματίζεται αποκλειστικά, κατά τη νομοθεσία που το διέπει, με κρατήσεις από τις αποδοχές των ασφαλισμένων, αλλά και με τη συμμετοχή άλλων, ιδίως κοινωνικών, πόρων ή ουσιωδών επιβαρύνσεων τρίτων (ΟλΑΠ 32/1995). Όταν, όμως, το κεφάλαιο αυτό σχηματίζεται αποκλειστικά με κρατήσεις από τις αποδοχές των ασφαλισμένων και έχει, επομένως, αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, η επιβολή νομοθετικά ανώτατου ορίου στην παροχή του εφάπαξ βοηθήματος παραβιάζει την κατά το άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, αφού ενέχει αδικαιολόγητα δυσμενή διάκριση σε βάρος των υπαλλήλων, οι οποίοι, ως εκ του μακρού χρόνου υπηρεσίας τους και των υψηλών αποδοχών τους, υποβλήθηκαν σε μεγαλύτερες κρατήσεις και παρά ταύτα θα λάβουν την ίδια εφάπαξ αποζημίωση με συναδέλφους τους, οι οποίοι, ως εκ του μικρού χρόνου υπηρεσίας τους και των χαμηλών αποδοχών τους, υποβλήθηκαν σε μικρότερες κρατήσεις, παρά τον, από την ίδια διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του Συντάγματος, κανόνα ότι το μέγεθος της εφάπαξ αποζημίωσης, υπολογιζόμενο με βάση το χρόνο υπηρεσίας και τις αποδοχές του εργαζομένου, είναι ανάλογο προς τις εισφορές που καταβλήθηκαν από αυτόν. 2. Επειδή, με την υπ' αριθ. Φ46/3239/23-2-1987 απόφαση του Υπουργού Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με την οποία ανασυντάχθηκε, τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε το Καταστατικό του Ταμείου Συντάξεων και Πρόνοιας του Προσωπικού της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, ορίζεται, στο άρθρο 2 παρ.2 αυτής, ότι η ασφάλιση που ασκείται από το εν λόγω Ταμείο ενεργείται από δύο Κλάδους, τον Κλάδο Συντάξεων και τον Κλάδο Πρόνοιας, από τον οποίο χορηγείται το εφάπαξ βοήθημα και στο άρθρο 9 παρ. 3 αυτής, ότι για τον Κλάδο Πρόνοιας (εφάπαξ βοήθημα) πόροι είναι: α) εισφορά του ασφαλισμένου ίση με 3%, που υπολογίζεται στις πάσης φύσεως αποδοχές του για κάθε πραγματική υπηρεσία στην ΑΤΕ, β) εισφορά του εργοδότη ίση με 3%, που υπολογίζεται στις πάσης φύσεως αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε πραγματική υπηρεσία στην ΑΤΕ, γ) ποσοστό από τα έσοδα που προέρχονται από τις ασφαλιστικές εργασίες του εργοδότη ή θυγατρικών του εταιρειών, το οποίο καθορίζεται μέσα στο πρώτο εξάμηνο κάθε χρόνου με απόφαση του ΔΣ του εργοδότη, δ) ποσοστό προμήθειας από τις ασφαλιστικές εργασίες της Τράπεζας, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.4 του άρθρου 13 του ν. 1256/1982, το οποίο καθορίζεται κάθε χρόνο με απόφαση του ΔΣ της Τράπεζας, ε) οι τόκοι και γενικά οι πρόσοδοι των κεφαλαίων και κάθε άλλου περιουσιακού στοιχείου του Κλάδου Πρόνοιας. Η ίδια ως άνω Υπουργική Απόφαση, στο άρθρο 34 ορίζει ότι: "1. Οι ασφαλισμένοι του Κλάδου (εννοείται Πρόνοιας) δικαιούνται εφάπαξ βοηθήματος, υπό τις προϋποθέσεις: α) [...], β) εφόσον αποχωρήσουν από την υπηρεσία της Τράπεζας λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας, που προβλέπεται από τον Οργανισμό της ή για οποιουσδήποτε άλλους λόγους, εφόσον έχουν χρόνο πραγματικής υπηρεσίας στην Αγροτική Τράπεζα, ασφαλισμένη στον Κλάδο Πρόνοιας, όχι από αναγνώριση, πέντε (5) τουλάχιστον ετών. 2. Το εφάπαξ βοήθημα υπολογίζεται στον τελευταίο ετήσιο μισθό, όπως αυτός καθορίζεται στην επόμενη παράγραφο, κατά την ακόλουθη κλίμακα: 4% για κάθε χρόνο ασφαλίσεως από του 1ου μέχρι και του 10ου, 8% για κάθε χρόνο ασφαλίσεως από του 11ου μέχρι και του 15ου, 10% για κάθε χρόνο ασφαλίσεως από του 16ου μέχρι και του 32ου. 3. Για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου ετήσιος μισθός λογίζεται το άθροισμα δεκατεσσάρων (14) μισθών βάσης, με βάση το μήνα εξόδου του ασφαλισμένου από την υπηρεσία, προσαυξημένων με τα επιδόματα πολυετούς υπηρεσίας, βαθμού θέσεως, επιστημονικής αποδόσεως, γάμου, τέκνων και αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής (ΑΤΑ). 4. Αν διακοπεί η χορήγηση των επιδομάτων γάμου, τέκνων και θέσεως πριν από τη συμπλήρωση πενταετίας, για τον καθορισμό του εφάπαξ βοηθήματος λαμβάνονται ποσοστά των επιδομάτων αυτών, ως εξής: Αν ο ασφαλισμένος αποχώρησε από την υπηρεσία μέσα στον πρώτο χρόνο από την διακοπή, λαμβάνεται υπόψη το 90% του επιδόματος, μέσα στο δεύτερο χρόνο το 80%, μέσα στον τρίτο χρόνο το 70%, μέσα στον τέταρτο χρόνο το 60% και μέσα στον πέμπτο χρόνο το 50%. Μετά τον πέμπτο χρόνο διακοπής του επιδόματος, δεν υπολογίζονται τα επιδόματα γάμου, τέκνων και θέσεως, για τον καθορισμό του εφάπαξ βοηθήματος". Περαιτέρω, με το άρθρο 57 του ν. 2084/1992 "για την Αναμόρφωση της Κοινωνικής Ασφάλισης", το ποσό της παρεχόμενης στους υπαλλήλους των τραπεζών κ.λπ. εφάπαξ αποζημιώσεως περιορίσθηκε και ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, στην παρ.1 ότι "Η προβλεπόμενη από τις οικείες διατάξεις των φορέων ασφαλίσεως πρόνοιας των υπαλλήλων των τραπεζών, μεταξύ των οποίων και η Αγροτική Τράπεζα, που χορηγούν εφάπαξ βοηθήματα, εισφορά εργοδότη μειώνεται προοδευτικά, αρχής γενομένης από 1-1-1993, κατά το 1/10 για κάθε έτος. Η κατά τα άνω μειούμενη εισφορά προστίθεται αντίστοιχα στην εργοδοτική εισφορά υπέρ του φορέα κύριας σύνταξης, στον οποίο υπάγονται οι ασφαλισμένοι των φορέων ή κλάδων ασφάλισης πρόνοιας" και στην παρ. 3 ότι "Το ακαθάριστο ποσό του εφάπαξ βοηθήματος, που χορηγούν οι φορείς ασφάλισης πρόνοιας της παρ.1 του άρθρου αυτού για 35 έτη ασφάλισης, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 10.000.000 δραχμών. Επιπλέον ποσό εφάπαξ βοηθήματος, προβλεπόμενο από τις καταστατικές διατάξεις των φορέων, χορηγείται μειωμένο κατά το 1/6 για κάθε έτος από 1-1-1993 και μετά. Για χρόνο ασφάλισης μικρότερο ή μεγαλύτερο των 35 ετών, το παραπάνω ποσό μειώνεται ή αυξάνεται αναλόγως των ετών ασφάλισης". Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι η παρεχόμενη στους αποχωρούντες υπαλλήλους της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος από το Ταμείο Συντάξεων και Πρόνοιας του Προσωπικού της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος εφάπαξ αποζημίωση - βοήθημα έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, αφού καταβάλλεται από το ασφαλιστικό κεφάλαιο του Κλάδου Πρόνοιας του παραπάνω Ταμείου, που σχηματίζεται αποκλειστικά από εισφορές των εργαζομένων - ασφαλισμένων και της εργοδότριας Τράπεζας. Η εισφορά δε της εργοδότριας Τράπεζας, η οποία (εισφορά), μάλιστα, μειούμενη από 1-1-1993 κατά το 1/10 ετησίως, μέχρι καταργήσεώς της, έχει καταργηθεί από 1-1-2002, αποτελούσα αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, είναι και αυτή ποσοτικά ανάλογη των αποδοχών του εργαζομένου -ασφαλισμένου, όπως και η εισφορά του τελευταίου και δεν μπορεί παρά να εξομοιώνεται, από την άποψη του χαρακτηρισμού της εφάπαξ αποζημιώσεως ως ανταποδοτικής ή μη, με την εισφορά του ασφαλισμένου. Κοινωνικοί πόροι δεν προβλέπονται, ούτε και ουσιώδεις επιβαρύνσεις τρίτων, υπό την έννοια της πρόβλεψης και καταβολής αυτών σταθερά και μόνιμα, έτσι ώστε να μπορούν βασίμως να συνυπολογισθούν στο σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου, από το οποίο προέρχεται η εφάπαξ αποζημίωση. Και ναι μεν στις ως άνω περιπτώσεις γ' έως ε' της παρ.3 του άρθρου 9 του Καταστατικού του Ταμείου Συντάξεων και Πρόνοιας του Προσωπικού της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος προβλέπονται ως πόροι του Κλάδου Πρόνοιας και άλλα έσοδα (όπως από τις ασφαλιστικές εργασίες της Τράπεζας ή θυγατρικών της εταιρειών, τόκοι και γενικά πρόσοδοι των κεφαλαίων και κάθε άλλου περιουσιακού στοιχείου του Κλάδου Πρόνοιας του παραπάνω Ταμείου), πλην των ασφαλιστικών εισφορών, τα έσοδα αυτά, όμως, εν πολλοίς αόριστα και υποθετικά, δεν μπορούν να αποτελέσουν ασφαλές κριτήριο για τον χαρακτηρισμό του επίδικου εφάπαξ βοηθήματος ως ανταποδοτικού ή μη, διότι δεν προκύπτει ότι συμβάλλουν, κατά τρόπο σταθερό και μόνιμο, στο σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου του παραπάνω Κλάδου Πρόνοιας. Συνεπώς, οι διατάξεις του άρθρου 57 παρ.3 του ν. 2084/1992, κατά το μέρος που θεσπίζουν περιορισμό του ανωτάτου ορίου του εφάπαξ βοηθήματος, που χορηγείται στους ασφαλισμένους του εν λόγω Ταμείου, οι οποίοι εξέρχονται από την ενεργό ασφάλιση κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-1993 έως την πλήρη κατάργηση της καταβαλλόμενης στον Κλάδο Πρόνοιας του Ταμείου εργοδοτικής εισφοράς, αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ.1 και 22 παρ.5 του Συντάγματος, καθόσον η θέσπιση ανωτάτου ορίου στην καταβαλλόμενη από το Ταμείο Συντάξεων και Πρόνοιας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος προς τους αποχωρούντες υπαλλήλους της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος εφάπαξ αποζημίωση, εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος των υπαλλήλων εκείνων, οι οποίοι, ως εκ του μακρού χρόνου υπηρεσίας τους ή των υψηλών αποδοχών τους ή και των δύο, έχουν υποβληθεί σε μεγαλύτερες κρατήσεις και δικαιούνται αναλογικά μεγαλύτερη, από το ανώτατο όριο, εφάπαξ αποζημίωση, σε σχέση με τους συναδέλφους τους, οι οποίοι, ως εκ του μικρότερου χρόνου υπηρεσίας τους και των χαμηλότερων αποδοχών τους, έχουν υποβληθεί σε μικρότερες κρατήσεις και παρά ταύτα θα λάβουν το ίδιο ποσό εφάπαξ αποζημίωσης. Η διάκριση δε αυτή, ενόψει του αμιγώς ανταποδοτικού χαρακτήρα της παροχής, δεν δικαιολογείται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος και είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα, λαμβανομένης υπόψη και της δίκαιης ισορροπίας, που πρέπει να υφίσταται μεταξύ του γενικού συμφέροντος και του συμφέροντος του ατόμου για την καταβολή της ασφαλιστικής παροχής, όταν αυτή, ως περιουσιακό δικαίωμα, προέρχεται, όπως στην προκείμενη περίπτωση, από τις ασφαλιστικές εισφορές του ασφαλισμένου, έτσι ώστε βασίμως να αναμένεται από αυτόν, στα πλαίσια της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, η αποχή από κάθε επέμβαση και η προστασία του εν λόγω δικαιώματος του (ΑΕΔ 5/2007, ΟλΑΠ 17/2005, ΑΠ 794/2013, ΑΠ 1770/2012). 3. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι ενάγων (ήδη αναιρεσείων) προσλήφθηκε από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος την 16-11-1973, ως γεωπόνος, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και απασχολήθηκε μέχρι την 15-7-2006, οπότε αποχώρησε από την ενεργό υπηρεσία προς συνταξιοδότηση, έχοντας συμπληρώσει 32 έτη, 7 μήνες και 29 ημέρες εργασίας (μείον 39 ημέρες απεργίας). Ότι το εναγόμενο (ήδη αναιρεσίβλητο) αλληλοβοηθητικό ταμείο, ως καθολικός διάδοχος του κλάδου πρόνοιας του "Ταμείου Συντάξεων και Πρόνοιας Προσωπικού ΑΤΕ" (άρθρο 6 παρ. 20 του ν. 3029/2002), κατέβαλε στον ενάγοντα, λόγω της αποχώρησής του, με τις 1889/113/18-7-2006 και 2471/1-8-2007 πράξεις των αρμοδίων οργάνων του, ως εφάπαξ βοήθημα με αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, το συνολικό ποσό των 94.936,46 ευρώ. Ότι ο υπολογισμός του ποσού αυτού έγινε σύμφωνα με το άρθρο 17 του ισχύοντος καταστατικού του εναγομένου. Ότι αν ο υπολογισμός είχε γίνει σύμφωνα με το άρθρο 34 του παλαιού καταστατικού, το ύψος του αναλογούντος βοηθήματος θα είχε ανέλθει στο ποσό των 132.239,23 ευρώ, αλλά ο ενάγων δεν θα είχε λάβει περισσότερα από 56.220,35 ευρώ, λόγω εφαρμογής του πλαφόν του άρθρου 57 παρ.3 του ν. 2084/1992. Ότι η μεταβατική διάταξη του άρθρου 24 παρ.5 του καταστατικού του εναγομένου δεν ευνοεί εν προκειμένω τον ενάγοντα, που αποχώρησε εντός πενταετίας από την έναρξη εφαρμογής του, διότι το ποσό που έλαβε σύμφωνα με τις διατάξεις του νέου καταστατικού είναι κατά πολύ μεγαλύτερο εκείνου, που θα λάμβανε σύμφωνα με τις διατάξεις του παλιού καταστατικού, υπό τον περιορισμό του άρθρου 57 παρ.3 του ν. 2084/1992, τον οποίο είχαν υπ' όψη οι συντάκτες της μεταβατικής διάταξης. Κατόπιν αυτών, το Εφετείο εξαφάνισε την τότε εκκαλούμενη απόφαση και, δικάζοντας εκ νέου την αγωγή, απέρριψε την κυρία βάση αυτής ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, αφού ο αναιρεσείων είχε λάβει μεγαλύτερο εφάπαξ βοήθημα από εκείνο που λάμβανε υπό το προηγούμενο ασφαλιστικό καθεστώς. 4. Επειδή, με την κρίση αυτή και σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, το Εφετείο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τις διατάξεις που αναφέρθηκαν και ουχί ορθώς υπήγαγε σ' αυτές τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε, διότι θα έπρεπε να αγνοήσει τελείως το νομοθετημένο ανώτατο όριο του εφάπαξ βοηθήματος, ως αντισυνταγματικό. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος από τους λόγους του κυρίου δικογράφου και ο πρώτος από τους λόγους του δικογράφου των προσθέτων, με τους οποίους επισημαίνεται το σφάλμα αυτό και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι. Κατά τη γνώμη, όμως, ενός μέλους του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα του εισηγητή αρεοπαγίτη Χριστόφορου Κοσμίδη, με την ΥΑ Φ.46/ 3239/1987 Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ Β` 108/1987), τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ανασυντάχθηκε το καταστατικό του "Ταμείου Συντάξεων και Πρόνοιας Προσωπικού της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος" (ΑΤΕ). Με το άρθρο 34 του καταστατικού αυτού καθορίσθηκαν οι προϋποθέσεις και ο τρόπος υπολογισμού του εφ' άπαξ βοηθήματος, το οποίο, κατά περίπτωση, χορηγείται στους υπαλλήλους της Τράπεζας που αποχωρούν από την ενεργό υπηρεσία για διάφορους λόγους. Ακολούθως, με το άρθρο 57 παρ.3 του ν. 2084/1992 εισήχθη ο περιορισμός ότι "Το ακαθάριστο ποσό του εφ' άπαξ βοηθήματος, που χορηγούν οι φορείς ασφάλισης πρόνοιας της παρ. 1 του άρθρου αυτού για 35 έτη ασφάλισης δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 10.000.000 δραχμών" (= 29.347,03 ευρώ, ποσό το οποίο, ύστερα από αλλεπάλληλες, κατά καιρούς, αναπροσαρμογές, έφθασε στα 56.220,35 ευρώ). Στους φορείς του άρθρου 57 παρ.1 του ν. 2084/1992, μεταξύ άλλων, συγκαταλέγεται ρητώς και το εν λόγω Ταμείο. Η διάταξη, όμως, του άρθρου 57 παρ.3 του ν. 2084/ 1992, στο μέτρο που περιορίζει το εφ' άπαξ βοήθημα, όταν αυτό έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα (πράγμα που συμβαίνει όταν καταβάλλεται από ασφαλιστικό κεφάλαιο, το οποίο σχηματίζεται αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο από εισφορές είτε μόνο των ασφαλισμένων είτε και του εργοδότη που τους απασχολεί, ανεξαρτήτως, μάλιστα, του ύψους των εισφορών του εργοδότη), κρίθηκε αντισυνταγματική (ΑΕΔ 3-5/2007, ΟλΑΠ 17/2005, ΑΠ 1769/2012) και, κατά συνέπεια, μη εφαρμόσιμη. Περαιτέρω, με το άρθρο 6 παρ.20 εδ.α' του ν. 3029/2002 (όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 138 παρ.8 του ν. 3655/2008), σε μια προσπάθεια ορθολογικής αναμόρφωσης του συστήματος επικουρικής ασφάλισης με στόχο τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων, μεταξύ άλλων ορίσθηκε και ότι "Υφιστάμενα ταμεία ασφάλισης τα οποία λειτουργούν ως ΝΠΔΔ ή κλάδοι αυτών που χορηγούν παροχές, οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο δημόσιας, κύριας και επικουρικής ασφάλισης και για τις οποίες καταβάλλονται εισφορές μόνο από τους εργαζόμενους, μετατρέπονται σε ΝΠΙΔ με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από αίτηση που υποβάλλει προς αυτούς το διοικητικό συμβούλιο εκάστου ταμείου". Σε εφαρμογή της διάταξης αυτής εκδόθηκε η ΚΥΑ Φ.80000/23358/1107/2004 (ΦΕΚ Β' 2/2004), με την οποία μετετράπη ο κλάδος προνοίας του "Ταμείου Συντάξεων και Προνοίας Προσωπικού ΑΤΕ" σε αυτοτελές ΝΠΙΔ και αποτέλεσε το εναγόμενο Ταμείο (ήδη αναιρεσίβλητο). Με την ίδια ΚΥΑ εγκρίθηκε το καταστατικό του νέου Ταμείου. Στο άρθρο 17 του καταστατικού του εναγομένου καθορίσθηκαν και πάλι οι προϋποθέσεις και ο τρόπος υπολογισμού του εφ' άπαξ βοηθήματος, με τρόπο, όμως, που είναι δυσμενέστερος εκείνου, τον οποίο προέβλεπε το καταστατικό του παλαιού, ενιαίου Ταμείου. Στο άρθρο 24 παρ.5 του καταστατικού του εναγομένου, ως μεταβατική διάταξη και από διάθεση επιείκειας προς τους παλαιούς ασφαλισμένους, ορίσθηκε κατά λέξη ότι "Για όσους [Όσοι] αποχωρήσουν σε διάστημα μιας πενταετίας από της ενάρξεως εφαρμογής του παρόντος καταστατικού δεν λαμβάνουν λιγότερα από αυτά που θα ελάμβαναν αν ο υπολογισμός γινόταν με τον παλαιό τρόπο υπολογισμού (παλαιό καταστατικό και πλαφόν του ν. 2084/1992)". Εν όψει του ότι η διάταξη του άρθρου 24 παρ.5 του νέου καταστατικού τέθηκε σε χρόνο (7-1-2004) κατά τον οποίο δεν είχαν εκδοθεί ακόμη οι ως άνω αποφάσεις περί της αντισυνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 57 παρ.3 του ν. 2084/1992 (οι αποφάσεις εκδόθηκαν κατά το έτος 2005 και μετέπειτα), καθίσταται σαφές ότι η επιείκεια, η οποία υπαγόρευσε το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 24 παρ.5, απέβλεπε στο να μην είναι μικρότερο το καταβλητέο ποσό του βοηθήματος, υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 17 του καταστατικού του εναγομένου, είτε από το ποσό του βοηθήματος με βάση το άρθρο 34 του παλαιού καταστατικού (εάν αυτό ήταν έλασσον του ποσού των 56.220,35 ευρώ) είτε από το ποσό των 56.220,35 ευρώ (εάν το ποσό με βάση το άρθρο 34 ήταν μείζον των 56.220,35 ευρώ, ήτοι του πλαφόν που τότε εφαρμοζόταν). Με άλλα λόγια, δηλαδή, η δια του άρθρου 24 παρ.5 του καταστατικού του εναγομένου αναφορά στο πλαφόν του ν. 2084/1992 δεν έγινε για να περιορίσει το ύψος του βοηθήματος, οπότε η λειτουργία του πλαφόν θα ήταν απαγορευμένη ως αντισυνταγματική, αλλά για να εξασφαλίσει στους συνταξιούχους τη βεβαιότητα ότι, εξερχόμενοι από την ενεργό υπηρεσία μετά την έναρξη της ισχύος του καταστατικού του νέου Ταμείου, δεν θα λάβουν εφ' άπαξ παροχή μικρότερη, από εκείνη που θα ελάμβαναν με το παλαιό καθεστώς, που προέβλεπε, βέβαια, το ανώτατο όριο του ν. 2084/1992, το οποίο είχαν υπ' όψη τους τα πρόσωπα που κατάρτισαν το νέο καταστατικό, διότι δεν είχε κριθεί ακόμη αντισυνταγματικό. Άλλως, εάν στην πρόθεση των συντακτών του καταστατικού του νέου Ταμείου (του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου), το οποίο ως προς τις κανονιστικές του ρυθμίσεις έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, ήταν το να μην είναι μικρότερο το ποσό του βοηθήματος, υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 17 αυτού, από το ποσό που προέκυπτε με εφαρμογή του άρθρου 34 του παλαιού καταστατικού ανεξαρτήτως του πλαφόν, θα είχαν διαλάβει διάταξη στην οποία, με πολύ απλούστερο τρόπο, θα οριζόταν ότι "η νέα ρύθμιση δεν καταλαμβάνει τους υπαλλήλους που θα συνταξιοδοτηθούν κατά τη διάρκεια μιας πενταετίας μετά την έναρξη εφαρμογής της". Τέτοια διάταξη, όμως, δεν υπήρξε, με συνέπεια οι ρυθμίσεις του νέου καταστατικού να είναι υποχρεωτικές και για τους εν λόγω ασφαλισμένους, υπό την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 24 παρ.5 αυτού (εγκριθέντος με την ΚΥΑ Φ.80000/23358/1107/2004), της οποίας η αληθινή έννοια είναι αυτή που αναφέρθηκε. Σύμφωνα με τη μειοψηφούσα γνώμη, το Εφετείο, που δέχθηκε πάντα τα ανωτέρω, ερμήνευσε και εφάρμοσε σωστά τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν. Γι' αυτό και οι εξεταζόμενοι λόγοι της αιτήσεως και του δικογράφου των προσθέτων θα έπρεπε να κριθούν αβάσιμοι. 5. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Η έρευνα των υπολοίπων λόγων αναιρέσεως αποβαίνει περιττή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί το αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 1404/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι εφικτή.- Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αναιρεσίβλητο να πληρώσει στον αναιρεσείοντα δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 8η Απριλίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 10η Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ταμείο Πρόνοιας ΑΤΕ, συμπλήρωμα εφάπαξ αποζημίωσης συνταξιούχου. Κατά τον υπολογισμό της, δεν λαμβάνεται υπ' όψη η μεταβατική διάταξη του νέου καταστατικού του Ταμείου, σύμφωνα με την οποία, κατά την πρώτη πενταετία της εφαρμογής του, το ποσό της αποζημίωσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο από εκείνο που προέκυπτε με βάση τις διατάξεις του παλαιού καταστατικού, λαμβανομένου υπ' όψη του «πλαφόν του ν. 2084/1992», διότι η θέσπιση του εν λόγω ανωτάτου ορίου κρίθηκε ήδη αντισυνταγματική. Αναιρεί. Αντίθετη μειοψηφία.
Αποζημίωση μισθωτού
Αποζημίωση μισθωτού.
2
Αριθμός 817/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 11η Μαρτίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "Ε. Μ. ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ" όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στη … και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Μιχαήλ Κόκκινου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Α. Δ. του Δ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Ζερβού. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-10-2009 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 6/2012 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 9/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δωδεκανήσου. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 18-9-2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 25-2-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 115 παρ.3, 256 παρ.1δ', 591 παρ.1 και 666 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά την οποία δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς, πραγματικούς ισχυρισμούς τους, προφορικά, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο. Επί πλέον, οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να καταχωρισθούν στα πρακτικά, με συνοπτική έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν, εκτός αν τα γεγονότα αυτά περιέχονται στις κατατιθέμενες προτάσεις, οπότε η καταχώρηση στα πρακτικά αρκεί να γίνει επιγραμματικά. Απαιτείται, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, προφορική προβολή των ισχυρισμών και αντίστοιχη καταχώρηση στα πρακτικά, τα οποία αποτελούν την πλήρη (και μόνη) απόδειξη ως προς τη συζήτηση και το περιεχόμενο αυτής (ΚΠολΔ 259). Η προφορική προβολή των ισχυρισμών πρέπει να προκύπτει ευθέως από την καταχώρησή τους στο τμήμα των πρακτικών, όπου γίνεται μνεία περί των προτάσεων και δηλώσεων των διαδίκων. Έμμεση συναγωγή αυτής, από το περιεχόμενο είτε των μαρτυρικών καταθέσεων, που επακολουθούν είτε των προτάσεων, που κατατίθενται στην έδρα, δεν επιτρέπεται (ΟλΑΠ 2/2005). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 527 παρ.2 και 3 ΚΠολΔ, στην κατ' έφεση δίκη είναι απαράδεκτη η εκ μέρους του εκκαλούντος προβολή πραγματικών ισχυρισμών, που δεν είχαν προταθεί στην πρωτόδικη δίκη, εκτός εάν γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ή συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ. Ο διάδικος, που ως εκκαλών προβάλλει τέτοιους ισχυρισμούς, οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων, που επιτρέπουν την όψιμη προβολή τους. Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 559 αρ.8 περ. β' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, οι οποίοι συγκροτούν την ιστορική βάση και, επομένως, θεμελιώνουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, καθώς και οι λόγοι έφεσης. Ο λόγος αναιρέσεως, όμως, δεν στοιχειοθετείται, όταν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπ' όψη τον προταθέντα ισχυρισμό, αλλά τον απέρριψε ως απαράδεκτο ή αβάσιμο. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.14 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο (ΑΠ 585/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο από τους λόγους της αιτήσεως, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, χαρακτήρισε ως απαράδεκτο τον περί εξοφλήσεως των ενδίκων αποδοχών της αναιρεσίβλητης (ως ενάγουσας και εφεσίβλητης) ισχυρισμό της αναιρεσείουσας (ως εναγομένης και εκκαλούσας) και, κατ' αποτέλεσμα, δεν τον έλαβε υπ' όψη, αν και είχε επαναφερθεί με λόγο έφεσης, με την αιτιολογία ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν είχε προβληθεί νομίμως ενώπιον του πρωτοδικείου. Από την επισκόπηση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, που πιστοποιούν τις γενόμενες στο ακροατήριο διαδικαστικές πράξεις, προκύπτει ότι κατά την έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης δεν προβλήθηκε, εκ μέρους της αναιρεσείουσας, ρητός και σαφής ισχυρισμός περί εξοφλήσεως των ενδίκων αποδοχών. Έμμεση συναγωγή της προβολής του, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, δεν ήταν κατά νόμον επιτρεπτό να επιχειρηθεί. Επίκληση νόμιμου λόγου όψιμης προβολής δεν προκύπτει από το δικόγραφο της εφέσεως ούτε και τώρα μνημονεύεται εκ μέρους της αναιρεσείουσας, που περιορίζεται στην επιχειρηματολογία περί εμμέσου συναγωγής. Εξ αυτών συνάγεται ότι το Εφετείο, που δέχθηκε ότι η προβολή της ενστάσεως εξοφλήσεως μόνο με τις προτάσεις ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και η επαναφορά αυτής με λόγο έφεσης είχαν γίνει απαραδέκτως, ουχί παρά το νόμο κήρυξε ακυρότητα και ορθώς δεν έλαβε υπ' όψη πράγμα μη νομίμως προταθέν. Επομένως, ο εξεταζόμενος πρώτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.8 ή, άλλως, αρ.14 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. 2. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας ή β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση ή γ) για ισχυρισμό που αφορά στη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή αποτελεί εκδήλωση της αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως με βάση τα πραγματικά γεγονότα και τους ισχυρισμούς, που είχαν τεθεί από τους διαδίκους υπ' όψη του δικαστηρίου της ουσίας. Ισχυρισμοί που δεν είχαν προβληθεί, έστω και επιγενόμενοι, δεν μπορούν να προταθούν για τη θεμελίωση λόγων αναιρέσεως, αν δεν συντρέχει κάποια από τις προαναφερόμενες εξαιρέσεις. Ο αναιρεσείων φέρει το βάρος να επικαλεσθεί τη νόμιμη προβολή των ισχυρισμών στο δικαστήριο της ουσίας και να την αποδείξει με τα προσκομιζόμενα διαδικαστικά έγγραφα. Αν δεν συμβεί αυτό, ο Άρειος Πάγος οφείλει να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως αν οι ισχυρισμοί είχαν προβληθεί νομίμως και, σε περίπτωση παράλειψης, πρέπει να απορρίψει ως απαράδεκτο το λόγο αναιρέσεως, που στηρίζεται σε μη προβληθέντα ισχυρισμό (ΑΠ 1482/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο από τους λόγους της αιτήσεως, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπ' όψη τον εν μέρει καταλυτικό ισχυρισμό της αναιρεσείουσας (ως εναγομένης και εκκαλούσας) σύμφωνα με τον οποίο η αναιρεσίβλητη (ως ενάγουσα και εφεσίβλητη) είχε αποχωρήσει, οικειοθελώς, από την εργασία κατά το μήνα Σεπτέμβριο 2008, με συνέπεια να μη δικαιούται ένα μέρος των ενδίκων αποδοχών, γεγονός που συνομολογούσε η ίδια. Παρατηρείται, όμως, ότι ούτε αυτός ο ισχυρισμός είχε προταθεί κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, περιστατικό που προκύπτει από την έλλειψη οποιασδήποτε μνείας στα πρακτικά συνεδριάσεως εκείνου. Κατόπιν αυτού, το Εφετείο δεν είχε δικονομικά τη δυνατότητα να τον λάβει υπ' όψη και εκ του λόγου αυτού δεν είχε ούτε την υποχρέωση να απαντήσει επί του λόγου εφέσεως, με τον οποίο είχε διατυπωθεί σχετικό παράπονο ενώπιόν του. Επομένως, ο εξεταζόμενος τέταρτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.8 ή, άλλως, αρ.9 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος. 3. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. Αντιθέτως, η απόφαση δεν στερείται από νόμιμη βάση όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου ή ανάγονται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (ΚΠολΔ 561 παρ.1) και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να εκτίθεται στην απόφαση σαφώς (ΑΠ 1102/2003). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής ουσιώδη: Ότι με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, που καταρτίσθηκε εγγράφως την 7-9-2005, η εναγομένη εταιρία προσέλαβε την ενάγουσα προκειμένου να απασχοληθεί ως προϊσταμένη σε τεχνικά έργα ειδικότητας πολιτικού μηχανικού. Ότι η διάρκεια της συμβάσεως ορίσθηκε τριετής και οι ετήσιες αποδοχές της ενάγουσας προσδιορίσθηκαν στο ποσό των 15.000 ευρώ. Ότι αν και η ενάγουσα πρόσφερε προσηκόντως τις υπηρεσίες της, η εναγομένη κατέβαλε προς αυτήν τις συμφωνημένες αποδοχές για το πρώτο έτος (2006), αλλά παρέλειψε να καταβάλει τις εν λόγω αποδοχές για τα επόμενα δύο έτη (2007 και 2008). Κατόπιν αυτών, το δικαστήριο της ουσίας, αφού έκρινε απαράδεκτο το λόγο της έφεσης με τον οποίο επαναφερόταν η μη νομίμως προταθείσα ένσταση εξοφλήσεως της εναγομένης, απέρριψε τη έφεση ως αβάσιμη και με τον τρόπο αυτό επικύρωσε την απόφαση του πρωτοδικείου, με την οποία είχε γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή και επιδικασθεί στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 30.000 ευρώ. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην απόφασή του όλα τα πραγματικά περιστατικά, με τα οποία θεμελιώνεται η ένδικη αξίωση της αναιρεσίβλητης(ενάγουσας) και ουδεμία υποχρέωση είχε να αιτιολογήσει, αναλυτικότερα, την παραδοχή ότι είχαν καταβληθεί οι αποδοχές του πρώτου έτους παροχής της εργασίας της αναιρεσίβλητης, αφού η αναφορά σ' αυτές έγινε ιστορικά και δεν ήταν ουσιώδης. Επομένως, ο τρίτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. 4. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπ' όψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται, όμως, η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην απόφαση. Για τον αναιρετικό έλεγχο αρκεί το ότι από τη γενική, κατ' είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό με το συνολικό περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν, νομίμως, στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραβλεφθεί. Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο από τους λόγους της αιτήσεως αποδίδεται η αναιρετική πλημμέλεια ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπ' όψη τις ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες είχαν ληφθεί με επιμέλεια της αναιρεσείουσας και τις οποίες αυτή είχε νομίμως επικαλεσθεί και προσκομίσει ενώπιόν του. Παρατηρείται, όμως, ότι από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση διαβεβαίωση, κατά την οποία οι προαναφερθείσες (βλ. παραπάνω, αρ.3) ουσιαστικές παραδοχές αυτού προήλθαν, εκτός των άλλων, από τις ... και .../19-5-2011 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Ρόδου Μαρίας Καρποδίνη - Καντιδνού, καθώς και από την 9226/8-2-2013, μεταγενέστερη, ένορκη βεβαίωση ενώπιον της αυτής συμβολαιογράφου, δεν μένει καμία αμφιβολία ως προς το ότι το Εφετείο, προς συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος περί των ενδίκων αξιώσεων της αναιρεσίβλητης, εκτίμησε και τις ως άνω, τρεις ένορκες βεβαιώσεις. Επομένως, ο εξεταζόμενος δεύτερος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ' ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. 5. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που δεν κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 18-9-2013 αίτηση περί αναιρέσεως της 9/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Δωδεκανήσου. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή χιλίων εκατό (1.100) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 8η Απριλίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 10η Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αβάσιμος ο λόγος 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, όταν το εφετείο απέρριψε ως απαράδεκτο ισχυρισμό του εκκαλούντος, που δεν είχε προβληθεί νομίμως στο πρωτοδικείο. Αβάσιμος ο λόγος 559 αρ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ, όταν το εφετείο μνημονεύει ρητώς τις ένορκες βεβαιώσεις, των οποίων τη μη λήψη υπ' όψη προβάλλει ο αναιρεσείων. Απαράδεκτος ο λόγος 559 αρ.8 και 9 ΚΠολΔ, όταν το εφετείο δεν έλαβε υπ' όψη ισχυρισμό που δεν είχε προβληθεί νομίμως στο πρωτοδικείο.
Βεβαίωση ένορκη
Αποδοχές μισθωτού, Βεβαίωση ένορκη, Αυτοτελείς ισχυρισμοί.
0
Αριθμός 800/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Δημήτριο Μουστάκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, Γεωργίου Γιαννούλη), Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα, Ασπασία Καρέλλου και Κωνσταντίνο Παπασταματίου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 11η Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Κ. Κ. του Θ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Νίκα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Δήμου Μώλου - Αγίου Κωνσταντίνου Λοκρίδος, ως καθολικού διαδόχου του αρχικά εναγομένου Δήμου Μώλου Λοκρίδος, όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στα Καμένα Βούρλα Λοκρίδος και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αντωνίου Μήτσου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7-3-2007 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 137/2008 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 243/2010 απόφαση του Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 15-10-2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 29-1-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των πρόσθετων λόγων, ο αναιρεσίβλητος την απόρριψη, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 648 παρ.1 ΑΚ, εργοδότης στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αφ' ενός δικαιούται να αξιώσει από τον εργαζόμενο την παροχή της συμφωνημένης εργασίας και αφ' ετέρου υποχρεούται να πληρώσει προς αυτόν το συμφωνημένο μισθό. Συνήθως, εργοδότης είναι το πρόσωπο που συμβάλλεται με τον εργαζόμενο κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας, που ασκεί το διευθυντικό δικαίωμα κατά την εκπλήρωση της σύμβασης και που εποπτεύει την τήρηση των όρων υπό τους οποίους τελεί η προσφορά των υπηρεσιών του εργαζόμενου. Όταν οι ρόλοι αυτοί είναι κατανεμημένοι σε ή ασκούνται από πλείονα του ενός πρόσωπα, αποτελεί ζήτημα πραγματικό το εάν την ιδιότητα του εργοδότη έχουν περισσότεροι του ενός ή εάν εργοδότης είναι μόνον ένας, στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται οι κυριότεροι από τους ως άνω ρόλους, ενώ τα υπόλοιπα πρόσωπα έχουν δευτερεύουσα και νομικώς μη αξιόλογη συμμετοχή στη σχέση που έχει αναπτυχθεί (ΑΠ 805/2011). Εξ άλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων του ως άνω άρθρου με εκείνες των άρθρων 361 και 651 ΑΚ, συνάγεται ότι είναι δυνατό, με συμφωνία ή συναίνεση του εργαζόμενου, οι υπηρεσίες του τελευταίου να παρέχονται για ορισμένο χρόνο σε άλλο εργοδότη (δανεισμός εργασίας). Η εν λόγω συναίνεση μπορεί να είναι και σιωπηρή, να συνάγεται, δηλαδή, από τη συμπεριφορά του εργαζόμενου, ο οποίος προσέρχεται και προσφέρει την εργασία του σε τρίτο. Στην περίπτωση αυτή, εφ' όσον δεν υπάρχει ειδικότερη συμφωνία μεταξύ αρχικού εργοδότη, εργαζόμενου και τρίτου, η οποία να ρυθμίζει κατά τρόπο διαφορετικό τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις, αντισυμβαλλόμενος παραμένει ο αρχικός εργοδότης. Η εργασιακή σχέση εξακολουθεί να υφίσταται με τον αρχικό εργοδότη, στην εξουσία αυτού ανήκει το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης και αυτός βαρύνεται με όλες τις υποχρεώσεις από τη σύμβαση εργασίας, δηλαδή την καταβολή του μισθού, των αποδοχών αδείας, των δώρων κλπ (ΑΠ 1010/2010). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Και κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση, πράγμα που συμβαίνει όταν στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. Αντιθέτως, η απόφαση δεν στερείται από νόμιμη βάση όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου ή ανάγονται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (ΚΠολΔ 561 παρ.1) και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να εκτίθεται στην απόφαση σαφώς. 2. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση και κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, δέχθηκε μεταξύ άλλων τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ότι ο εναγόμενος (ήδη αναιρεσίβλητος) ΟΤΑ, πριν από το έτος 2005, είχε συστήσει νομίμως (άρθρο 277 του π.δ. 410/1995) το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία "Δημοτική Επιχείρηση Ανάπτυξης και Κατασκευής Έργων Μώλου - Θερμοπύλες". Ότι αν και η εν λόγω επιχείρηση διέπεται από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, η πρόσληψη του προσωπικού της, κατ' εφαρμογή του άρθρου 1 παρ.3 του ν. 2527/1997, γίνεται με εφαρμογή των διατυπώσεων του ν. 2190/1994, εκτός αν πρόκειται για εργαζόμενους που απασχολούνται στο πλαίσιο ειδικών προγραμμάτων, επιδοτούμενων από τον ΟΑΕΔ. Ότι κατά το έτος 2005, ο ΟΑΕΔ είχε θέσει σε εφαρμογή πρόγραμμα απόκτησης εργασιακής εμπειρίας (stage) στον τομέα του φυσικού περιβάλλοντος, στο οποίο ενέταξε και την ως άνω δημοτική επιχείρηση. Ότι στο πλαίσιο αυτό, με το από 10-8-2005 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ του ΟΑΕΔ, της δημοτικής επιχείρησης και του ενάγοντος, ο τελευταίος τοποθετήθηκε στην υπηρεσία της δημοτικής επιχείρησης προκειμένου να αποκτήσει εργασιακή εμπειρία. Ότι η τοποθέτηση του ενάγοντος έγινε με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας με προκαθορισμένη διάρκεια 9 μηνών, για την οποία ο ΟΑΕΔ ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλλει στον ενάγοντα ως αμοιβή το ποσό των 25 ευρώ ημερησίως. Ότι η δημοτική επιχείρηση τοποθέτησε περαιτέρω τον ενάγοντα, που είναι πτυχιούχος του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, στην οικονομική υπηρεσία του εναγομένου ΟΤΑ, όπου αυτός απασχολήθηκε πραγματικά. Ότι κατά τον Ιούνιο 2006, η δημοτική επιχείρηση ζήτησε από τον ΟΑΕΔ την υπαγωγή της στο πρόγραμμα επιχορήγησης επιχειρήσεων για την απασχόληση ανέργων, η οποία εγκρίθηκε κατά το μήνα Οκτώβριο 2006. Ότι μετά την έγκριση αυτή, η δημοτική επιχείρηση προσέλαβε και πάλι τον ενάγοντα με την από 6-10-2006 σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου δύο ετών, για να απασχοληθεί ως διοικητικός υπάλληλος γραφείου. Ότι και πάλι η δημοτική επιχείρηση τον τοποθέτησε στην υπηρεσία του εναγομένου ΟΤΑ, όπου αυτός απασχολήθηκε πραγματικά μέχρι την 16-2-2007. Ότι κατά την εν λόγω ημερομηνία, η δημοτική επιχείρηση, με απόφαση του διοικητικού της συμβουλίου, κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος και ακόμη δύο εργαζόμενων με το ίδιο καθεστώς, επικαλούμενη οικονομική αδυναμία, διότι η επιδότηση, που έπαιρνε από τον ΟΑΕΔ, δεν επαρκούσε για την πληρωμή των αποδοχών τους. Ότι έκτοτε, η δημοτική επιχείρηση έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες του. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι εργοδότης του ενάγοντος υπήρξε η δημοτική επιχείρηση, η οποία, παρά το γεγονός ότι τον είχε τοποθετήσει στην υπηρεσία του εναγομένου ΟΤΑ, εξακολουθούσε κατά τη διάρκεια της συμβάσεως να καθορίζει τα καθήκοντά του και να ελέγχει την εκπλήρωσή τους. Κατόπιν αυτού, απέρριψε την αγωγή ως κατ' ουσίαν αβάσιμη έναντι του εναγομένου ΟΤΑ, ο οποίος αμφισβητούσε την ιδιότητά του ως εργοδότη του ενάγοντος και την εκ του λόγου αυτού παθητική νομιμοποίησή του. 3. Επειδή, με την κρίση αυτή, το Εφετείο ερμήνευσε σωστά τις ουσιαστικές διατάξεις που αναφέρθηκαν (βλ. σκέψη αρ.1) και υπήγαγε προσηκόντως σ' αυτές τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε ως αληθινά και με επάρκεια, χωρίς αντιφάσεις, παρέθεσε στο αποδεικτικό του πόρισμα (βλ. σκέψη αρ.2). Διότι η παραδοχή ότι ο αναιρεσείων είχε προσληφθεί από τη δημοτική επιχείρηση, ως συμβληθείσα, αρχικώς, με αυτόν και με τον ΟΑΕΔ από κοινού και, κατόπιν, με μόνο τον αναιρεσείοντα, δεν αντιφάσκει προς την παραδοχή ότι, μετά την πρόσληψη, η δημοτική επιχείρηση έδωσε στον αναιρεσείοντα την εντολή να απασχολείται πραγματικά στην υπηρεσία του εναγομένου ΟΤΑ, περιστατικό που αποτέλεσε δανεισμό της εργασίας του, υπαγορευόμενο από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση, χωρίς εναντίωση του εργαζόμενου και χωρίς μεταβολή του προσώπου του εργοδότη. Επομένως, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ (καθ' ό μέρος δεν αμφισβητούνται απαραδέκτως οι ουσιαστικές παραδοχές, ΚΠολΔ 561 παρ.1), είναι αβάσιμοι. 4. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 15-10-2012 αίτηση περί αναιρέσεως της 243/ 2010 αποφάσεως του Εφετείου Λαμίας. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 8η Απριλίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 10η Απριλίου 2014. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εργοδότης. Έννοια και κριτήρια χαρακτηρισμού ενός προσώπου ως εργοδότη. Δανεισμός εργασίας. Ορθή εφαρμογή και επαρκής αιτιολογία. Απορρίπτει την αίτηση.
Δανεισμός εργασίας
Δανεισμός εργασίας.
0
Αριθμός 801/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Δημήτριο Μουστάκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, Γεωργίου Γιαννούλη), Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα, Ασπασία Καρέλλου και Κωνσταντίνο Παπασταματίου, Αρεοπαγίτες ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 11η Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Τ. Σ., το γένος Β. Χ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Βασιλείου Σάλιαρη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "ALPHA BANK", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθανασίου Μακρυνιώτη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-12-2004 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 1703/2006 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 2272/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 5-12-2012 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 11-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του όρου 6 της από 12-1-1981 ειδικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας (ΕΣΣΕ) "περί των όρων εργασίας και αμοιβής του προσωπικού εν γένει Τραπεζών", που καταρτίσθηκε μεταξύ αφ' ενός της "Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας της Ελλάδος" και άλλων Τραπεζών και αφ' ετέρου της "Ομοσπονδίας Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων Ελλάδος" και κηρύχθηκε υποχρεωτική με την 15868/1981 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β' 446/1981), "οι υπάλληλοι εξελίσσονται υπηρεσιακώς κατ' ίσο τρόπο ανεξαρτήτως φύλου, εφ' όσον έχουν τα αυτά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, σύμφωνα και προς τας διατάξεις του Οργανισμού ή Κανονισμού εκάστης Τράπεζας". Εξ άλλου, το υπηρεσιακό καθεστώς των υπαλλήλων της ως άνω Τράπεζας διέπεται από τον ισχύοντα Οργανισμό Προσωπικού, που έχει καταρτισθεί με την από 1-12-1977 ΕΣΣΕ, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β' 1315/1977) με την 49468/10730/1977 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, κηρύχθηκε υποχρεωτική με την 15868/1981 απόφαση του ίδιου Υπουργού (ΦΕΚ Β' 446/1981) και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, γιατί εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση των άρθρων 2 παρ.1 και 7 παρ.1 και 5 του ν. 3239/1995. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 4 παρ.1, 9 και 10 παρ. 1, 2, 4, 6, 8, 9, 13, 15 και 16 του εν λόγω Οργανισμού συνάγεται ότι οι προαγωγές των υπαλλήλων της Τράπεζας στους βαθμούς του υποδιευθυντή β' και άνω γίνονται κατ' εκλογή από το διοικητικό συμβούλιο αυτής, μετά από εισήγηση της γενικής διευθύνσεως και κατόπιν προτάσεως του συμβουλίου υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων. Δικαίωμα προαγωγής έχουν οι υπάλληλοι που συμπλήρωσαν στον κατεχόμενο βαθμό ευδόκιμη υπηρεσία τριών ετών. Το διοικητικό συμβούλιο της Τράπεζας, για να στηρίξει την περί της προαγωγής κρίση του, λαμβάνει υπ' όψη τα μνημονευόμενα στοιχεία του ατομικού φακέλου του κρινόμενου, που περιλαμβάνει τα κατ' έτος συντασσόμενα δελτία αξιολογήσεως για τις γνώσεις του υπαλλήλου, την ειδικότητα, την επιμέλεια, την ευσυνειδησία και την επάρκεια στην εκτέλεση της υπηρεσίας, το ήθος και τη συμπεριφορά του, γενικώς, προς το προσωπικό και την πελατεία. Η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, με την οποία παραλείφθηκε μισθωτός κατά τις προαγωγές στον ανώτερο βαθμό, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο μόνο με τις προϋποθέσεις του άρθρου 281 ΑΚ. Η παράλειψη προαγωγής του μισθωτού στον ανώτερο βαθμό είναι καταχρηστική όταν αυτός υπερτερεί καταφανώς του αντ' αυτού προαχθέντος συναδέλφου του και εντεύθεν η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου είναι κατάφωρα άδικη (ΑΠ 841/2003, 1384/2001). 2. Επειδή, ειδικότερα και κατ' εξαίρεση, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.15 του Οργανισμού Προσωπικού της ίδιας Τράπεζας, η Γενική Διεύθυνση δύναται να προαγάγει εφ' άπαξ στον επόμενο βαθμό και χωρίς πρόταση του συμβουλίου υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων, όπου απαιτείται τέτοια πρόταση κατά την παρ.1 του ίδιου άρθρου, οιονδήποτε υπάλληλο διακρίθηκε κατά την κρίση της για "εξαιρετική επίδοση, εργατικότητα και απόδοση", ανεξάρτητα από το χρόνο ένταξής του και το χρόνο παραμονής του στο βαθμό από τον οποίο προάγεται. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό και με τις προηγούμενες καθώς και εκείνη του άρθρου 281 ΑΚ, συνάγεται ότι η ανωτέρω εξουσία της Γενικής Διεύθυνσης της Τράπεζας για κατ' εξαίρεση προαγωγή υπαλλήλου δεν αποτελεί άσκηση φυσικής ευχέρειας που πηγάζει από τη γενική ελευθερία της προσωπικότητας του ατόμου και είναι από τη φύση της ανέλεγκτη, αλλά αποτελεί και αυτή (όπως και η κατ' εκλογή προαγωγή) άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, δηλαδή άσκηση, στο πλαίσιο της συμβάσεως εργασίας, της αναγκαίας εξουσίας για την οργάνωση, τη διαμόρφωση και τη λειτουργία της επιχείρησης σύμφωνα με το είδος και το σκοπό της. Η άσκηση της εξουσίας αυτής, εφ' όσον συναρτάται προς τη συνδρομή αντικειμενικών αξιοκρατικών κριτηρίων, όπως είναι η σε εξαιρετικό βαθμό επίδοση, εργατικότητα και απόδοση του υπαλλήλου, ελέγχεται δικαστικώς ως προς το ενδεχόμενο κατάχρησης του διευθυντικού δικαιώματος. Ο έλεγχος επιβάλλεται εν όψει του αυξημένου κινδύνου αυθαιρεσίας του αρμοδίου οργάνου και προς διασφάλιση του δικαιώματος επαγγελματικής εξέλιξης και προόδου των ικανών υπαλλήλων, καθώς και του συμφέροντος της ίδιας της Τράπεζας να στελεχώνεται με ικανούς υπαλλήλους. Έτσι, αν κατά παράλειψη υπαλλήλου, που διακρίνεται, πράγματι, για την εξαιρετική του επίδοση, εργατικότητα και απόδοση, προήχθη υπάλληλος που δεν έχει τέτοια προσόντα ή που τα επιδεικνυόμενα υπολείπονται καταφανώς εκείνων του υπαλλήλου που παραλείφθηκε, τότε ο τελευταίος μπορεί να θεμελιώσει αξίωση προαγωγής σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.15 του Οργανισμού Προσωπικού (πρβλ. ΟλΑΠ 22/1999 για την Εμπορική Τράπεζα, επί διατάξεως Οργανισμού με το ίδιο περιεχόμενο). Παράλληλα, μπορεί να επιδιώξει την αποκατάσταση της ζημίας ή της ηθικής βλάβης που προκάλεσε σ' αυτόν η παράλειψη, επικαλούμενος αντιστοίχως τις λοιπές προϋποθέσεις των άρθρων 297, 298, 299, 914, 919 και 932 ΑΚ. Οι προαναφερθείσες διατάξεις του Οργανισμού Προσωπικού εφαρμόζονται ήδη και στο προσωπικό που υπήχθη στην τραπεζική εταιρία με την επωνυμία "ΑΛΦΑ Τράπεζα ΑΕ", ως καθολική διάδοχο, λόγω συγχωνεύσεως με απορρόφηση, της "Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ" (βλ την εγκριτική Κ2-5127/25-4-2000 απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης, ΦΕΚ ΑΕ & ΕΠΕ 2590/2000). 3. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι η εκκαλούσα (ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα) έχει δύο πανεπιστημιακούς τίτλους σπουδών, ήτοι αφ' ενός του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και αφ' ετέρου του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης του "Παντείου" Πανεπιστημίου. Ότι γνωρίζει δύο ξένες γλώσσες, ήτοι την αγγλική και γαλλική, αμφότερες σε βαθμό επίδοσης α'. Ότι προσλήφθηκε στην υπηρεσία της "Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ", που ήδη απορροφήθηκε από την εφεσίβλητη Τράπεζα (εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη) την 5-2-1979, με "valeur" πολυετίας 10-5-1975, ενταχθείσα ως πτυχιούχος στο βαθμό του βοηθού (αντί του δοκίμου) λογιστή και αποχώρησε από αυτήν την 30-4-2000. Ότι, κατά τη διάρκεια της καριέρας της, παρακολούθησε έξι (6) σεμινάρια επιμόρφωσης και διετέλεσε η ίδια εισηγητής σε τέσσερα (4) σεμινάρια επιμόρφωσης του προσωπικού της Τράπεζας. Ότι έλαβε δικαίωμα δεύτερης υπογραφής προσωρινά από 1-3-1985 και κανονικά από 1-8-1985 και πρώτης υπογραφής προσωρινά από 23-9-1987 και κανονικά από 4-1-1988. Ότι από το έτος 1985 και μετέπειτα άσκησε υπεύθυνα καθήκοντα και, ειδικότερα, από 1-8-1985 ως προϊσταμένη τμήματος του Κεντρικού Καταστήματος, από 9-9-1991 ως προϊσταμένη τμήματος στη Διεύθυνση Πιστωτικής Πολιτικής, από 1-1-1993 ως τομεάρχης στην ίδια Διεύθυνση, από 4-4-1994 ως τομεάρχης στη Διεύθυνση Μεγάλων Επιχειρήσεων και από 21-6-1994 ως τομεάρχης, και πάλι, στη Διεύθυνση Πιστωτικής Πολιτικής. Ότι στα φύλλα ποιότητας της επιθεώρησής της χαρακτηρίζεται πάντοτε ως "εξαίρετη" υπάλληλος, με το σχόλιο ότι είναι "εξαιρετικά εργατική και μεθοδική, με πολύ καλή γνώση του αντικειμένου της εργασίας της και υψηλό αίσθημα ευθύνης". Ότι οι προαγωγές της μέχρι το βαθμό του τμηματάρχη β' είχαν γίνει κατ' εκλογή, αλλά στους επόμενους βαθμούς, του τμηματάρχη α' και του υποδιευθυντή β', είχε προαχθεί κατόπιν δικαστικής αποφάσεως. Ότι την 2-11-1999 ανακοινώθηκε από την Τράπεζα ότι είχαν προαχθεί κατ' εξαίρεση, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.15 του Οργανισμού Προσωπικού, στο βαθμό του υποδιευθυντή α', οι υπάλληλοι α) Β. Α., ) Μ. Κ., ) Ι. Κ. και ) Γ. Κ., ενώ είχε παραλειφθεί, αντιστοίχως, η εκκαλούσα. Ότι εξ αυτών, ο πρώτος, Β. Α., είναι απόφοιτος εξαταξίου γυμνασίου και γνωρίζει μόνο αγγλικά, σε βαθμό επίδοσης β'. Ότι προσλήφθηκε στην υπηρεσία της Τράπεζας την 11-1-1969, με "valeur" πολυετίας 12-8-1968. Ότι, κατά τη διάρκεια της καριέρας του, παρακολούθησε έξι (6) σεμινάρια επιμόρφωσης. Ότι έλαβε δικαίωμα δεύτερης υπογραφής κανονικά από 8-9-1978 και πρώτης υπογραφής προσωρινά από 1-7-1986 και κανονικά από 15-7-1986. Ότι από το έτος 1978 και μετέπειτα άσκησε υπεύθυνα καθήκοντα και, ειδικότερα, από 8-9-1978 ως προϊστάμενος τμήματος στη Διεύθυνση Διαθεσίμων, από 11-4-1983 ως προϊστάμενος τμήματος στο Κατάστημα της πλατείας Βάθης, από 30-7-1990 ως διευθυντής στο Κατάστημα Ωρωπού, από 1-2-1991 ως διευθυντής στο Κατάστημα Πετραλώνων, από 2-3-1993 ως υποδιευθυντής στη Διεύθυνση Διοικητικού, από 10-11-1995 ως υποδιευθυντής στη Διεύθυνση Εργασιών και Καταστημάτων και από 27-7-1998 ως υποδιευθυντής, και πάλι, στη Διεύθυνση Διοικητικού. Ότι στα φύλλα ποιότητας της επιθεώρησής του από 1984 έως 1998 χαρακτηρίζεται ως "εξαίρετος" υπάλληλος, πλην των ετών 1984 και 1985 που έχει τη βαθμολογία "πολύ καλός". Ότι είχε προαχθεί στον προηγούμενο βαθμό του υποδιευθυντή β' από 1-7-1997. Ότι εξ αυτών, ο δεύτερος, Μ. Κ., είναι απόφοιτος αφ' ενός εξαταξίου γυμνασίου και αφ' ετέρου του Ινστιτούτου Τραπεζικών Σπουδών. Ότι γνωρίζει ιταλικά, σε βαθμό επίδοσης β' και γαλλικά, σε βαθμό επίδοσης γ'. Ότι προσλήφθηκε στην υπηρεσία της Τράπεζας την 3-6-1969. Ότι, κατά τη διάρκεια της καριέρας του, παρακολούθησε δεκατέσσερα (14) σεμινάρια επιμόρφωσης. Ότι έλαβε δικαίωμα δεύτερης υπογραφής προσωρινά από 20-4-1975 και κανονικά από 1-10-1975 και πρώτης υπογραφής προσωρινά από 2-4-1979 και κανονικά από 27-8-1979. Ότι από το έτος 1979 και μετέπειτα άσκησε υπεύθυνα καθήκοντα και, ειδικότερα, από 20-8-1979 ως διευθυντής στο Κατάστημα Σπετσών, από 10-12-1982 στη Διεύθυνση Γενικής Επιθεωρήσεως, από 18-2-1985 στη Διεύθυνση Μεγάλων Επιχειρήσεων, από 1-3-1994 ως τομεάρχης στη Διεύθυνση Γενικής Επιθεωρήσεως και από 18-2-1998 ως υποδιευθυντής στην ίδια Διεύθυνση. Ότι στα φύλλα ποιότητας της επιθεώρησής του από 1984 έως 1998 χαρακτηρίζεται ως "εξαίρετος" υπάλληλος, πλην των ετών 1984, 1985 και 1987 που έχει τη βαθμολογία "πολύ καλός". Ότι είχε προαχθεί στον προηγούμενο βαθμό του υποδιευθυντή β' από 1-1-1997. Ότι εξ αυτών, ο τρίτος, Ι. Κ., είναι απόφοιτος εξαταξίου γυμνασίου και γνωρίζει μόνο αγγλικά, σε βαθμό επίδοσης γ'. Ότι προσλήφθηκε στην υπηρεσία της Τράπεζας την 27-4-1966. Ότι, κατά τη διάρκεια της καριέρας του, παρακολούθησε δέκα επτά (17) σεμινάρια επιμόρφωσης. Ότι έλαβε δικαίωμα πρώτης υπογραφής προσωρινά από 16-3-1992 και κανονικά από 24-11-1998. Ότι από το έτος 1982 και μετέπειτα άσκησε υπεύθυνα καθήκοντα και, ειδικότερα, από 5-3-1982 ως προϊστάμενος τμήματος στο Κατάστημα Αγγελοπούλου, από 16-3-1992 ως προσωρινός διευθυντής στο Κατάστημα Αμαρουσίου, από 22-6-1998 ως προσωρινός διευθυντής στο Κατάστημα Νέας Ερυθραίας και από 16-12-1998 ως υποδιευθυντής στη Διεύθυνση Γενικής Επιθεωρήσεως. Ότι στα φύλλα ποιότητας της επιθεώρησής του από 1984 έως 1998 χαρακτηρίζεται ως "εξαίρετος" υπάλληλος, πλην του έτους 1985 που έχει τη βαθμολογία "πολύ καλός". Ότι είχε προαχθεί στον προηγούμενο βαθμό του υποδιευθυντή β' από 1-7-1997. Ότι εξ αυτών, ο τέταρτος, Γ. Κ., είναι πτυχιούχος της Ανώτατης Βιομηχανικής Σχολής Πειραιώς και γνωρίζει μόνο αγγλικά, σε βαθμό επίδοσης β'. Ότι προσλήφθηκε στην υπηρεσία της Τράπεζας την 9-8-1973. Ότι, κατά τη διάρκεια της καριέρας της, παρακολούθησε εννέα (9) σεμινάρια επιμόρφωσης και διετέλεσε ο ίδιος εισηγητής σε είκοσι έξι (26) σεμινάρια επιμόρφωσης του προσωπικού της Τράπεζας. Ότι έλαβε δικαίωμα πρώτης υπογραφής κανονικά από 13-12-1993. Ότι από το έτος 1994 και μετέπειτα άσκησε υπεύθυνα καθήκοντα και, ειδικότερα, από 18-3-1994 ως υποδιευθυντής στη Διεύθυνση Διοικητικού, από 1-5-1996 ως υποδιευθυντής στη Διεύθυνση Προϊόντων και Marketing και από 27-7-1998 ως υποδιευθυντής, και πάλι, στη Διεύθυνση Διοικητικού. Ότι στα φύλλα ποιότητας της επιθεώρησής του από 1984 έως 1998 χαρακτηρίζεται ως "εξαίρετος" υπάλληλος, πλην του έτους 1987 που έχει τη βαθμολογία "πολύ καλός". Ότι είχε προαχθεί στον προηγούμενο βαθμό του υποδιευθυντή β' από 1-1-1998. Ότι από τη σύγκριση των προσόντων της εκκαλούσας με τα προσόντα των ως άνω συναδέλφων της προκύπτει ότι αυτή μεν υπερέχει έναντι πάντων ως προς τους τίτλους σπουδών και τη γλωσσομάθεια, ενώ οι συνάδελφοί της υπερέχουν έναντι αυτής ως προς τη γενική αρχαιότητα και οι εξ αυτών τρεις πρώτοι υπερέχουν και ως προς την ειδική, ήτοι το χρόνο προαγωγής στο βαθμό του υποδιευθυντή β'. Ότι η εκκαλούσα δεν έχει ουδεμία υπεροχή ως προς τα σεμινάρια επιμόρφωσης που η ίδια παρακολούθησε (αντιθέτως, οι Κ., Κ. και Κ. έχουν παρακολουθήσει πολύ περισσότερα από αυτήν), υπερέχει, όμως, έναντι των Α., Κ. και Κ. ως προς το ότι υπήρξε η ίδια εισηγητής σε σεμινάρια επιμόρφωσης, πλην, βεβαίως, του Κ., ο οποίος υπήρξε εισηγητής σε πολύ περισσότερα σεμινάρια από όσα η εκκαλούσα. Ότι η εκκαλούσα υπερέχει ως προς το χρόνο απόκτησης δικαιώματος υπογραφής έναντι των Κ. και Κ., υστερεί, όμως, αντιστοίχως, έναντι των Κ. και Α.. Ότι η εκκαλούσα υπερέχει μεν έναντι πάντων στα φύλλα ποιότητας, υπό την έννοια όχι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα των ετών 1984 έως 1998 λάμβανε πάντοτε το βαθμό "εξαίρετη", ενώ οι συγκρινόμενοι είχαν λάβει, κατά τα πρώτα έτη, αντιστοίχως δύο, τρεις, μία και μία φορές το βαθμό "πολύ καλός". Ότι η εν λόγω, μικρή υπεροχή στη βαθμολογία δεν μπορεί να αξιολογηθεί δικαστικώς ως ιδιαιτέρως βαρύνουσα, διότι απηχεί την υποκειμενική εκτίμηση του εκάστοτε επιθεωρητή και ανάγεται σε παρωχημένο χρόνο. Ότι, αντιθέτως, περισσότερο σημαντική για το δικαστήριο είναι η εκ μέρους της Τράπεζας ανάθεση στους συγκρινόμενους, σε χρόνο μεταγενέστερο της μη "εξαίρετης" βαθμολογίας και επί σειρά αρκετών ετών, της άσκησης καθηκόντων ευθύνης, η οποία υποδηλώνει την εμπιστοσύνη αυτής, ως εργοδότη, προς τα προσόντα και τις ικανότητές τους. Ότι, τέλος, το γεγονός ότι η εκκαλούσα ουδέποτε είχε ασκήσει καθήκοντα ευθύνης από θέση ανώτερη εκείνης του τομεάρχη, ενώ οι συγκρινόμενοι συνάδελφοί της είχαν ασκήσει τέτοια καθήκοντα από θέσεις είτε διευθυντή μικρών Καταστημάτων είτε υποδιευθυντή Διευθύνσεων της κεντρικής υπηρεσίας, οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι δεν διαπιστώνεται καταφανής υπεροχή αυτής έναντι των κατ' εξαίρεση προαχθέντων και, μάλιστα, τέτοιας σπουδαιότητας που να στοιχειοθετεί την "εξαιρετική επίδοση, εργατικότητα και απόδοση" που απαιτεί η διάταξη του άρθρου 10 παρ.15 του Οργανισμού Προσωπικού της Τράπεζας. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι εν προκειμένω η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της αναιρεσίβλητης δεν υπήρξε κατάφωρα άδικη και καταχρηστική. 4. Επειδή, με την κρίση αυτή το Εφετείο ερμήνευσε σωστά τις διατάξεις του Οργανισμού Προσωπικού της Τράπεζας σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 281 ΑΚ και υπήγαγε προσηκόντως σ' αυτές τα πραγματικά περιστατικά τα οποία, ανελέγκτως, δέχθηκε ως αληθινά και χωρίς ελλείψεις ή αντιφάσεις παρέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφασή του. Ειδικότερα, από το σύνολο των παραδοχών του δικαστηρίου της ουσίας προκύπτει, χωρίς ενδοιασμό, ότι τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα της αναιρεσείουσας, ακόμη και στα σημεία που ήσαν, κατά περίπτωση, υπέρτερα κάποιων από τα προσόντα των αντ' αυτής προαχθέντων συναδέλφων της, δεν αρκούσαν για τη διάγνωση καταφανούς υπεροχής στο εν προκειμένω ουσιώδες ζήτημα της "εξαιρετικής επίδοσης, εργατικότητας και απόδοσης", που αποτελεί προϋπόθεση της κατ' εξαίρεση προαγωγής. Διότι η προηγούμενη αξιολόγηση της αναιρεσείουσας με το βαθμό "εξαίρετη" αναφερόταν στα καθήκοντα που είχε ασκήσει σε θέσεις ευθύνης μέχρι αυτήν του τομεάρχη και όχι σε καθήκοντα μείζονος ευθύνης, κατά την άσκηση των οποίων είχαν διακριθεί οι προαχθέντες συνάδελφοί της. Και, βέβαια, ένας "εξαίρετος" τομεάρχης της κεντρικής υπηρεσίας δεν είναι αυτονόητο ότι διαθέτει άνευ ετέρου και το προσόν της "εξαιρετικής επίδοσης, εργατικότητας και απόδοσης", που διασφαλίζει την ευδόκιμη προσφορά υπηρεσιών σε ανώτερες διευθυντικές θέσεις, για τις οποίες η αναιρεσείουσα ουδέποτε θεωρήθηκε κατάλληλη από τα προϊστάμενα κλιμάκια της Τράπεζας. Η συλλογιστική αυτή αναδύεται σαφώς από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτονται σ' αυτήν οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. 5. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ.8 περ. β' ΚΠολΔ, επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπ' όψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, την ένσταση ή αντένσταση. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ.15 του Οργανισμού Προσωπικού της Τράπεζας (βλ. παραπάνω, αρ.1 και 2), ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας, ως ενάγουσας, ότι κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας της στην Τράπεζα είχε επιδείξει "εξαιρετική επίδοση, εργατικότητα και απόδοση" ήταν ουσιώδης, διότι συνιστούσε την προϋπόθεση τής, κατ' εξαίρεση, εφ' άπαξ προαγωγής της στον επόμενο βαθμό. Εν τούτοις, από τα όσα αναφέρθηκαν ήδη (βλ. παραπάνω αρ.3), προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπ' όψη τον ισχυρισμό αυτό κατά τη σύγκριση των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων της αναιρεσείουσας με εκείνα των προαχθέντων συναδέλφων της και τον έκρινε κατ' ουσίαν αβάσιμο, υπό την έννοια ότι δεν διέγνωσε καταφανή υπεροχή της αναιρεσείουσας ως προς τη συνδρομή της προϋπόθεσης αυτής. Επομένως, ο τρίτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. 6. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο "δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν". Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπ' όψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται, όμως, η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην απόφαση. Για τον αναιρετικό έλεγχο αρκεί το ότι από τη γενική, κατ' είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό με το συνολικό περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν, νομίμως, στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να αγνοηθεί. Εν όψει, όμως, του ότι μόνο ένα ουσιώδες γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης, η παράβαση της ως άνω υποχρεώσεως ιδρύει τον εξεταζόμενο λόγο αναιρέσεως υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός, που επικαλείται ο διάδικος ως προκύπτον από το αποδεικτικό μέσο που κατά την άποψή του δεν αξιολογήθηκε, ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 42/2002). Με τον τέταρτο από τους λόγους της αιτήσεως προβάλλεται η αναιρετική πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπ' όψη τις 17935/2005 και 5231/2006 ένορκες βεβαιώσεις προσώπων που εξετάσθηκαν με επιμέλεια της αναιρεσείουσας, από τις οποίες αποδεικνύεται ο ουσιώδης ισχυρισμός αυτής περί "εξαιρετικής επίδοσης, εργατικότητας και απόδοσης", ως προϋπόθεσης της κατ' εξαίρεση εφ' άπαξ προαγωγής της στον επόμενο βαθμό. Εν τούτοις, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και τα όσα αναφέρθηκαν ήδη (βλ. παραπάνω αρ.3), προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπ' όψη τις εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις, τις οποίες ρητώς μνημονεύει στην αρχή της σκέψεως όπου παρατίθεται το αποδεικτικό του πόρισμα. Και περαιτέρω, εμμέσως πλην σαφώς, προκύπτει ότι από την αξιολόγηση του περιεχομένου των εν λόγω ενόρκων βεβαιώσεων σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία (χωρίς, βέβαια, πρόσθετη ειδική αναφορά, η οποία δεν ήταν απαραίτητη) κατέληξε στην αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση ότι δεν διαπιστώνεται καταφανής υπεροχή της αναιρεσείουσας έναντι των προαχθέντων συναδέλφων της. Επομένως, και ο τέταρτος (και τελευταίος) από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ' ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. 7. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 5-12-2012 αίτηση περί αναιρέσεως της 2272/ 2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 8η Απριλίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 10η Απριλίου 2014. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράλειψη προαγωγής, ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ. Με ορθή ερμηνεία του Οργανισμού Προσωπικού και πλήρη αιτιολογία δεν διαπιστώνεται καταφανής υπεροχή της αναιρεσείουσας έναντι των «κατ' εξαίρεση» προαχθέντων συναδέλφων της. Αβάσιμοι οι αναιρετικοί λόγοι 559 αρ.1, 8, 11 και 19 ΚΠολΔ. Απορρίπτει την αίτηση.
Προαγωγή υπαλλήλου
Προαγωγή υπαλλήλου.
1
Αριθμός 814/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 26η Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "…" όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στις ... και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Στυλιανού Βλαστού, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ι.-Ά. Σ. του Α., κατοίκου ..., που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Απόστολου Λύτρα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-06-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 217/2011 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 592/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 24-5-2013 αίτησή της και τους από 9-9-2013 πρόσθετους λόγους αυτής. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώθηκε. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 15-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των πρόσθετων λόγων, ο αναιρεσίβλητος την απόρριψη, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, για την εφαρμογή των διατάξεων του εργατικού δικαίου, ως εξαρτημένη εργασία νοείται, κατά κανόνα, η παροχή της πνευματικής ή σωματικής δραστηριότητας του εργαζόμενου, που αναπτύσσεται υπό τον έλεγχο του εργοδότη και αποβλέπει στην επίτευξη ενός οικονομικού αποτελέσματος. Ωστόσο, υπάρχει παροχή εξαρτημένης εργασίας και όταν, απλώς, δεσμεύεται η ελευθερία του εργαζόμενου, με την ανάληψη της υποχρέωσης να παραμένει σε ετοιμότητα προς παροχή της εργασίας του, όταν αυτή απαιτηθεί από τον εργοδότη. Ειδικότερα, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των ν. 3239/1933, 3755/1957 και 1876/1990 και του π.δ. 88/1999, ως προς το ζήτημα της ετοιμότητας προς εργασία, γίνονται οι εξής δύο, βασικές διακρίσεις. Στην πρώτη περίπτωση, ο εργαζόμενος οφείλει να βρίσκεται σε ορισμένο τόπο (της επιχείρησης ή και εκτός αυτής, από όπου, πάντως, μόλις κληθεί, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προσέλθει άμεσα στον τόπο εργασίας) και για συγκεκριμένο χρόνο, διατηρώντας τις πνευματικές και σωματικές του δυνάμεις σε ένταση, ώστε να είναι σε θέση να προσφέρει τις υπηρεσίες του αμέσως μόλις απαιτηθούν από τον εργοδότη ή τις περιστάσεις. Υπό τη μορφή αυτή, πρόκειται για "σύμβαση γνήσιας ετοιμότητας προς εργασία", διότι, εκτός από τη δέσμευση της ελευθερίας, υπάρχει και διαρκής εγρήγορση των δυνάμεων του μισθωτού, οπότε πρόκειται για πλήρη απασχόληση, ανεξάρτητα προς το αν θα απαιτηθεί πραγματικά ή όχι η παροχή της εργασίας. Γι' αυτό και στην περίπτωση αυτή έχουν εφαρμογή όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και, ειδικότερα, αυτές για τα ελάχιστα όρια αμοιβής και τις προσαυξήσεις ή αποζημιώσεις της νυκτερινής, υπερωριακής ή άλλης εργασίας σε ημέρα Κυριακή, αργίας ή αναπαύσεως. Στη δεύτερη περίπτωση, ο εργαζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να περιορίσει μόνο κατά ένα μέρος την ελευθερία των κινήσεών του υπέρ του εργοδότη, ώστε να δύναται να προσφέρει την εργασία του οποτεδήποτε του ζητηθεί, ενώ διατηρεί, παράλληλα, την ευχέρεια να αναπαύεται ή να βρίσκεται μακριά από τον τόπο εργασίας, επιδιδόμενος, ενδεχομένως, σε άλλες ασχολίες. Υπό τη μορφή αυτή, πρόκειται για "σύμβαση μη γνήσιας ετοιμότητας προς εργασία" (απλής ετοιμότητας ή ετοιμότητας κλήσεως), διότι η δέσμευση της ελευθερίας του εργαζόμενου είναι περιορισμένη και δεν απαιτεί διαρκή εγρήγορση των σωματικών ή πνευματικών δυνάμεων αυτού. Γι' αυτό και στην περίπτωση αυτή δεν έχουν εφαρμογή όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και ειδικότερα αυτές για τα ελάχιστα όρια αμοιβής και τις προσαυξήσεις ή αποζημιώσεις της νυκτερινής, υπερωριακής ή άλλης εργασίας κατά τις Κυριακές ή αργίες, αλλά οφείλεται μόνο ο μισθός που συμφωνήθηκε ή, άλλως, ο συνηθισμένος μισθός. Μεταξύ των περιπτώσεων αυτών είναι δυνατό, στο πλαίσιο της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361), να υπάρξουν και ενδιάμεσες "βαθμίδες ετοιμότητας", ανάλογα προς την ένταση της απαιτούμενης εγρήγορσης του μισθωτού. Οπότε, ανάλογα υπολογίζονται και οι αποδοχές του. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το αν πρόκειται για γνήσια ή μη γνήσια ετοιμότητα προς εργασία ή για κάποια ενδιάμεση μορφή, εξαρτάται μεν από το αποδεικτικό του πόρισμα (ΟλΑΠ 10/2009), αλλά υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθότητα της υπαγωγής του εν λόγω πορίσματος σε κάποια από τις ως άνω μορφές ετοιμότητας. Εξ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και εάν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και, ιδίως, εάν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση δίκης. Ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού ουδόλως εκτίθενται πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αυτά αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Αυτό συμβαίνει όταν από την απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν προκύπτει ποια ήσαν τα πραγματικά περιστατικά που αυτό δέχθηκε ως αληθινά, ώστε, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, να κριθεί, περαιτέρω, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν τα στοιχεία για την εφαρμογή της διάταξης που ήταν εφαρμοστέα ή για τη μη εφαρμογή της. Αντιθέτως, η απόφαση δεν στερείται από νόμιμη βάση όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου ή ανάγονται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (ΚΠολΔ 561 παρ.1) και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να εκτίθεται στην απόφαση σαφώς (ΑΠ 1102/2003). 2. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, σε σχέση με το ζήτημα της φύσεως και των ωρών της απασχόλησης του αναιρεσίβλητου στην επιχείρηση της αναιρεσείουσας, δέχθηκε, ανελέγκτως, τα ακόλουθα: Ότι ο εκκαλών (ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος) προσλήφθηκε από την εφεσίβλητη (εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα) επιχείρηση ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, την 1-9-2002, με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, ως οδηγός σχολικού λεωφορείου για τη διακίνηση των μαθητών της και για χρονικό διάστημα αντίστοιχο προς τη σχολική περίοδο. Ότι, έκτοτε, ο εκκαλών απασχολήθηκε στην υπηρεσία της εφεσίβλητης δυνάμει παρομοίων, διαδοχικών συμβάσεων παροχής εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που άρχιζαν με την έναρξη της σχολικής περιόδου (κατά κανόνα την 1η Σεπτεμβρίου κάθε έτους) και έληγαν με το πέρας αυτής (κατά κανόνα την 15η Ιουνίου κάθε έτους), έως την 15-6-2008, οπότε συνταξιοδοτήθηκε. Ότι με όλες τις συμβάσεις αυτές, που καταρτίζονταν εγγράφως, συμφωνείτο, ρητά, ότι θα εφαρμόζονται οι όροι της αντιστοίχως κατά χρόνο ισχύουσας κλαδικής ΣΣΕ των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών και καθοριζόταν τόσο το ημερήσιο όσο και το εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας του εκκαλούντος. Ότι, ειδικότερα, είχε συμφωνηθεί να εργάζεται ο εκκαλών με το σύστημα της πενθήμερης εβδομάδας εργασίας, ως εξής: Α) Κατά το διάστημα από 1-9-2004 μέχρι 15-6-2005 επί 38 ώρες την εβδομάδα και δη Δευτέρα, Τρίτη και Πέμπτη από 07:30 έως 08:30 και από 13:30 έως 17:00, Τετάρτη από 07:30 έως 17:00 και Παρασκευή από 07:30 έως 08:30 και από 13:30 έως 19:30, µε καταβαλλόμενες μηνιαίες αποδοχές 854,57 ευρώ. Β) Κατά το διάστημα από 1-9-2005 μέχρι 15-6-2006 επί 40 ώρες την εβδομάδα και δη Δευτέρα, Τρίτη και Πέμπτη από 07:30 έως 08:30 και από 13:30 έως 17:30, Τετάρτη από 07:30 έως 17:30 και Παρασκευή από 06:30 έως 08:30 και από 13:30 έως 19:30, µε καταβαλλόμενες μηνιαίες αποδοχές 956,17 ευρώ. Γ) Κατά το διάστημα από 1-9-2006 μέχρι 15-6-2007 επί 40 ώρες την εβδομάδα και δη Δευτέρα, Τρίτη και Πέμπτη από 07:00 έως 08:30 και από 13:30 έως 17:30, Τετάρτη από 07:00 έως 17:30 και Παρασκευή από 07:00 έως 08:30 και από 13:30 έως 19:30, µε καταβαλλόμενες μηνιαίες αποδοχές 1019,33 ευρώ. Δ) Κατά το διάστημα από 1-9-2007 μέχρι 15-6-2008 επί 40 ώρες την εβδομάδα και δη Δευτέρα, Τρίτη και Πέμπτη από 07:00 έως 08:30 και από 13:30 έως 17:30, Τετάρτη από 07:00 έως 17:30 και Παρασκευή από 07:00 έως 08:30 και από 13:30 έως 19:30, µε καταβαλλόμενες μηνιαίες αποδοχές 1169,03 ευρώ. Ότι σύμφωνα με το περιεχόμενο των συμβάσεων των σχολικών ετών 2004-05, 2006-07 και 2007-08, οι οποίες είχαν γνωστοποιηθεί προσηκόντως στην αρμόδια επιθεώρηση εργασίας, κατά τις αντίστοιχες χρονικές περιόδους ο εκκαλών έπρεπε να εργάζεται με το σύστημα της μειωμένης απασχόλησης. Ότι, ανεξάρτητα από τα συμφωνηθέντα, ο εκκαλών, καθ' όλα τα έτη της απασχόλησής του στην υπηρεσία της εφεσίβλητης, εργάσθηκε κατά μέσο όρο επί ένδεκα (11) ώρες ημερησίως, ήτοι από 06:30 έως 17:30. Ότι, συγκεκριμένα, ο εκκαλών πραγματοποιούσε καθημερινά τα προκαθορισμένα δρομολόγια παραλαβής και μεταφοράς μαθητών από διάφορες περιοχές της Αττικής προς τα εκπαιδευτήρια της εφεσίβλητης, που βρίσκονται στις ..., κατά τις ώρες 06:30 έως 08:30. Ότι μετά την ολοκλήρωση των μαθημάτων ακολουθούσε τα αντίστροφα δρομολόγια επιστροφής των μαθητών στις κατοικίες τους, κατά τις ώρες 14:00 έως 17:30, ενόψει του ότι άλλοι μαθητές σχολούσαν την 14:00 και άλλοι την 16:00 ώρα. Ότι στο ως άνω ημερήσιο ωράριο του εκκαλούντος δεν περιλαμβάνεται ο χρόνος μετάβασης αυτού από την κατοικία του, στο σημείο από όπου παραλάμβανε τον πρώτο μαθητή ούτε και ο χρόνος επιστροφής του από το σημείο όπου άφηνε μετά την λήξη των μαθημάτων τον τελευταίο μαθητή, στην κατοικία του. Ότι κατά τις δύο ημέρες της εβδομάδας, ο εκκαλών εκτελούσε υπηρεσία "εφημερίας", ήτοι κατά τις ενδιάμεσες ώρες, από την 08:30, που ολοκληρωνόταν η προσέλευση μαθητών, μέχρι την 13:30, που έπρεπε το λεωφορείο να είναι έτοιμο για την μεσημεριανή αποχώρησή τους, παρέμενε υποχρεωτικά στο σχολείο και εκτελούσε, με το λεωφορείο, διάφορες εξωτερικές εργασίες για λογαριασμό της εφεσίβλητης. Ότι κατά τις υπόλοιπες τρεις ημέρες της εβδομάδας, κατά το ως άνω ενδιάμεσο χρονικό διάστημα μεταξύ της προσέλευσης και της αποχώρησης των μαθητών, ο εκκαλών, όπως και οι άλλοι οδηγοί της εφεσίβλητης, απασχολείτο με εργασίες, παρεμφερείς προς την κύρια εργασία του, ως οδηγού. Ότι οι εργασίες αυτές, ως παρακολούθημα της κύριας εργασίας του, συνίσταντο στην καθαριότητα του εσωτερικού χώρου του λεωφορείου (π.χ. από τις τσίχλες που ήσαν κολλημένες στα καθίσματα, στο πάτωμα ή στις κουρτίνες, από τα γραψίματα με μαρκαδόρους κλπ), στον ανεφοδιασμό του με καύσιμα (που απαιτούσε περίπου 1 ώρα), στην επιδιόρθωση των καθισμάτων και των ζωνών ασφαλείας και, γενικά, σε ό,τι ήταν απαραίτητο για την ασφαλή μετακίνηση των μαθητών σε καθαρό περιβάλλον. Ότι για το σκοπό αυτό ο εκκαλών παρέμενε στις εγκαταστάσεις της εφεσίβλητης και διατηρούσε σε εγρήγορση τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις για την ανά πάσα στιγμή αξιοποίησή τους από την εναγομένη, που εκδηλωνόταν με την έκτακτη μεταφορά μαθητών σε ημερήσιες εκδρομές (όπως στο Λαύριο ή τη Χαλκίδα) ή σε πολιτιστικές επισκέψεις (π.χ. σε θέατρα, ιδρύματα κλπ), για τις οποίες ήσαν απαραίτητοι 4 ή 5 οδηγοί. Ότι για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις αυτές, ο εκκαλών βρισκόταν σε κατάσταση γνήσιας ετοιμότητας προς εργασία, η οποία εξομοιώνεται με κανονική εργασία και επιδέχεται εφαρμογή όλων των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας. Ακολούθως, το Εφετείο, με βάση τις παραδοχές αυτές, έκρινε ότι ο αναιρεσίβλητος, ενόψει του ως άνω ωραρίου του και του εκάστοτε καταβαλλόμενου μηνιαίου μισθού, δικαιούται για την πέραν του συμβατικού ωραρίου παροχή εργασίας κατά το από 1-9-2004 έως 15-6-2008 ένδικο χρονικό διάστημα (απλή επιπλέον εργασία, ιδιόρρυθμη υπερωριακή εργασία, παράνομη υπερωριακή εργασία και αντίστοιχη προσαύξηση των επιδομάτων εορτών, αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας των αντιστοίχων ετών), συνολική αμοιβή 24.628,53 ευρώ, την οποία και επιδίκασε, μετά από εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και μερική παραδοχή της ένδικης αγωγής. 3. Επειδή, σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, το Εφετείο, με τις ως άνω παραδοχές και την κρίση που στηρίχθηκε σ' αυτές, διέλαβε πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες ως προς το ότι η πραγματική απασχόληση του αναιρεσίβλητου στην υπηρεσία της αναιρεσείουσας δεν περιοριζόταν στα στενά χρονικά πλαίσια, που είχαν προσδιορισθεί στις μεταξύ τους έγγραφες συμβάσεις εργασίας, αλλά, κατ' εντολή της αναιρεσείουσας, εκτεινόταν, καθημερινά, από την 06:30 μέχρι την 17:30 ώρα και απέβλεπε τόσο στην τακτική μεταφορά μαθητών από τις κατοικίες τους προς το σχολείο και αντιστρόφως όσο και στην έκτακτη διακίνηση αυτών στο πλαίσιο του εκάστοτε προγράμματος των σχολικών δραστηριοτήτων, με την πρόσθετη υποχρέωση, για όσο χρόνο ο αναιρεσίβλητος δεν οδηγούσε το σχολικό λεωφορείο, να παραμένει στις εγκαταστάσεις του σχολείου και είτε να επιδίδεται σε συναφείς προς κυρία απασχόλησή του εργασίες συντήρησης, καθαριότητας ή ανεφοδιασμού του λεωφορείου είτε, σε κάθε περίπτωση, να βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα προκειμένου να λάβει εντολή για κάποια έκτακτη κίνηση (ΑΠ 919/ 2013, 116, 115 και 112/2009). Επομένως, σύμφωνα με τη γνώμη που πλειοψήφησε, ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως, καθώς και ο συναφής προς αυτόν, δεύτερος από τους λόγους του δικογράφου των προσθέτων, με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Κατά τη γνώμη, όμως, ενός μέλους του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα του εισηγητή αρεοπαγίτη Χριστόφορου Κοσμίδη, με τις ως άνω παραδοχές (βλ. αρ.2), το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της διάκρισης μεταξύ αφ' ενός της γνήσιας και αφ' ετέρου της μη γνήσιας ετοιμότητας προς εργασία, το οποίο είχε ουσιώδη επιρροή για την ουσιαστική διάγνωση του δικαιώματος του αναιρεσίβλητου να αξιώσει πρόσθετες αμοιβές ή αποζημιώσεις για τις ώρες, κατά τις οποίες παρέμενε στο σχολείο της αναιρεσείουσας μεταξύ της 08:30 ώρας, που ολοκληρωνόταν η προσέλευση μαθητών και της 13:30 ώρας, που έπρεπε το λεωφορείο να είναι έτοιμο για τη μεσημεριανή αποχώρηση των μαθητών ή για μέρος μόνο αυτών. Ειδικότερα, με τις παραδοχές που αναφέρθηκαν, το Εφετείο δεν κατέστησε σαφή τη διάκριση μεταξύ α) αφ' ενός των δύο ημερών εκάστης εβδομάδος, κατά τις οποίες ο αναιρεσίβλητος είχε "εφημερία" και έπρεπε να παραμένει στο σχολείο, προκειμένου η αναιρεσείουσα να έχει τη δυνατότητα να αναθέτει σ' αυτόν διάφορες εξωτερικές εργασίες, που έπρεπε να εκτελεσθούν με το σχολικό λεωφορείο (ποιες ήσαν οι εργασίες αυτές, πόσο τακτική ήταν η ανάγκη της εκτέλεσής τους και σε τι διέφερε αυτή από την έκτακτη ανάγκη της μεταφοράς μαθητών σε ημερήσιες εκδρομές ή πολιτιστικές επισκέψεις, την οποία, σύμφωνα με τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, ο αναιρεσίβλητος ικανοποιούσε παραμένοντας στο σχολείο και κατά τις ημέρες που δεν είχε "εφημερία", σε συνδυασμό με το εκατέρωθεν αναφερόμενο περιστατικό, το οποίο, εμμέσως πλην σαφώς, γίνεται δεκτό στην προσβαλλόμενη απόφαση με την παραδοχή ότι ο ανεφοδιασμός των λεωφορείων σε καύσιμα απαιτούσε 1 ώρα κάθε φορά και σύμφωνα με το οποίο η επιχείρηση της αναιρεσείουσας χρησιμοποιούσε περί τα 75 σχολικά λεωφορεία, εκ του οποίου έπεται ότι κάθε εργάσιμη ημέρα περί τους 30 οδηγούς είχαν τακτική, δισεβδομαδιαία "εφημερία") και β) αφ' ετέρου των ετέρων τριών ημερών εκάστης εβδομάδος, κατά τις οποίες ο αναιρεσίβλητος δεν είχε "εφημερία", αλλά παρά ταύτα έπρεπε και πάλι να παραμένει στο σχολείο, προκειμένου η αναιρεσείουσα να έχει τη δυνατότητα να τον χρησιμοποιεί για την εκτέλεση άλλων εργασιών (πέραν των εξωτερικών, στις οποίες απέβλεπε η "εφημερία" του), οι οποίες, σύμφωνα με τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας και την κοινή πείρα, είτε ήσαν συνήθεις, αλλά όχι καθημερινές (η καθαριότητα του λεωφορείου, οι μικροεπισκευές και ο ανεφοδιασμός σε καύσιμα) είτε ταυτίζονταν με εκείνες που από τη φύση τους υπάγονταν στα καθήκοντα της "εφημερίας" (τα έκτακτα δρομολόγια για ημερήσιες εκδρομές ή πολιτιστικές επισκέψεις των μαθητών, για τα οποία θα έπρεπε να μην επαρκούν οι "εφημερεύοντες" οδηγοί). Με την ασάφεια αυτή, όμως, δεν καθίσταται βέβαιο εάν η γνήσια ετοιμότητα του αναιρεσίβλητου προς εργασία κατά τις ενδιάμεσες ώρες υπήρχε σε όλες τις ημέρες της εβδομάδος ή μόνο στις δύο από αυτές (ήτοι, όταν είχε "εφημερία"), ενώ κατά τις υπόλοιπες τρεις ημέρες υπήρχε απλή ετοιμότητα κλήσεως, κατά τη διάρκεια της οποίας ο αναιρεσίβλητος, όπως και οι άλλοι οδηγοί, έχοντας χρονική άνεση και μη θέλοντας να παραμένει αργός, επιδιδόταν σε εργασίες ευπρεπισμού του λεωφορείου χωρίς αντίστοιχη συμβατική υποχρέωση (ΑΠ 766/2012, 491/2011 και 1066/2010). Σύμφωνα, λοιπόν, με την ελάσσονα γνώμη του Δικαστηρίου, ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως, καθώς και ο δεύτερος από τους λόγους του δικογράφου των προσθέτων, με τους οποίους επισημαίνονται τα παραπάνω και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, θα έπρεπε να κριθούν βάσιμοι. 4. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 653 και 659 ΑΚ συνάγεται ότι, αν κατά την διάρκεια της συμβάσεως εργασίας συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων η παροχή από τον εργαζόμενο, μέσα στο νόμιμο ωράριο, πρόσθετης διαρκούς φύσεως εργασίας, η οποία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, δεν είναι συναφής με την αρχικώς συμφωνηθείσα εργασία και η οποία παρέχεται συνήθως με μισθό, ο εργοδότης, αν δεν έχει συμφωνηθεί ιδιαίτερος μισθός ή ότι δεν θα καταβάλλεται τέτοιος, υποχρεούται να καταβάλλει για την πρόσθετη αυτή εργασία το συνηθισμένο μισθό, δηλαδή το μισθό που καταβάλλεται συνήθως σε άλλους μισθωτούς, οι οποίοι παρέχουν την ίδια εργασία κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο του δικογράφου των προσθέτων προβάλλεται η αιτίαση ότι το δικαστήριο της ουσίας, κατά παραβίαση των ως άνω διατάξεων, επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο αμοιβές και αποζημιώσεις για απλή επιπλέον εργασία, ιδιόρρυθμη υπερωριακή εργασία και παράνομη υπερωριακή εργασία, ενώ θα έπρεπε να αναζητήσει και επιδικάσει το συνηθισμένο μισθό. Παρατηρείται, όμως, ότι ο εξεταζόμενος λόγος, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, ερείδεται επί αναληθούς προϋποθέσεως, διότι, όπως προκύπτει από τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας (βλ. παραπάνω, αρ.2), οι εν λόγω αμοιβές και αποζημιώσεις δεν επιδικάσθηκαν για πρόσθετη, διαρκούς φύσεως εργασία, μη συναφή προς τη συμφωνηθείσα, κυρία εργασία του οδηγού, αλλά για εργασία που αποτέλεσε παρακολούθημα της κυρίας και οδήγησε σε υπέρβαση του συμβατικού και νομίμου ωραρίου εργασίας. Επομένως, είναι αβάσιμος. 5. Επειδή, με το δεύτερο από τους λόγους του κυρίως δικογράφου, αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.8 και 14 ΚΠολΔ, υπό την εκδοχή ότι το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο δεν κήρυξε το απαράδεκτο, αλλά αντιθέτως έλαβε υπ' όψη τους ισχυρισμούς του αναιρεσίβλητου, ως ενάγοντος και εκκαλούντος, σύμφωνα με τους οποίους αυτός, κατά την παραμονή του στις εγκαταστάσεις της επιχειρήσεως της αναιρεσείουσας, ως εναγομένης και εφεσίβλητης, κατά το χρονικό διάστημα από 08:30 μέχρι 13:30 ώρας των εργασίμων ημερών κατά τις οποίες δεν εκτελούσε "εφημερία", είχε την απασχόληση που αναφέρθηκε (βλ. παραπάνω, αρ.2), εκ της οποίας συναγόταν ότι βρισκόταν σε γνήσια ετοιμότητα προς παροχή εργασίας στον εργοδότη του. Παρατηρείται, όμως, ότι η ένδικη αγωγή είχε ως βάση το περιστατικό ότι ο αναιρεσίβλητος απασχολήθηκε καθημερινά καθ' υπέρβαση του νομίμου ωραρίου, περιστατικό το οποίο όφειλε να αποδείξει. Η εντός του διαδικαστικού πλαισίου προσθήκη των περιστατικών ότι η εν λόγω απασχόληση προέκυπτε από την εκτέλεση συγκεκριμένων εργασιών, τις οποίες προσδιόρισε με τις προτάσεις στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και με το δικόγραφο της έφεσής του ή, σε κάθε περίπτωση, προέκυπτε από την εκ μέρους του εργοδότη επιβολή σ' αυτόν της υποχρέωσης να παραμένει στο χώρο της επιχείρησης και να βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα να δεχθεί εντολή προς εκτέλεση κάποιας από τις εργασίες αυτές, δεν συνιστά υπέρβαση του περιορισμού που τίθεται από την ΚΠολΔ 224, αλλά διευκρινιστική συμπλήρωση που βρίσκεται μέσα στα όρια αυτής. Το δικαστήριο της ουσίας, που έκρινε ομοίως, δεν υπέπεσε στις προβαλλόμενες πλημμέλειες και γι' αυτό ο εξεταζόμενος λόγος ελέγχεται αβάσιμος. 6. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 24-5-2013 αίτηση περί αναιρέσεως της 592/ 2013 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 20η Μαρτίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 10η Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ετοιμότητα προς εργασία. Διάκριση μεταξύ γνήσιας και μη γνήσιας ετοιμότητας. Οδηγός σχολικού λεωφορείου. Επαρκείς και σαφείς αιτιολογίες. Απορρίπτει την αίτηση. Αντίθετη μειοψηφία, διότι δεν διευκρινίζεται επαρκώς η διάκριση μεταξύ των ημερών κατά τις οποίες είχε εφημερία (= γνήσια ετοιμότητα) και κατά τις οποίες παρέμενε απλώς στο σχολείο περιμένοντας το σχόλασμα (= απλή ετοιμότητα).
Αποζημίωση μισθωτού
Αποδοχές μισθωτού, Αποζημίωση μισθωτού.
0
Αριθμός 792/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Γ. Δ. του Ε., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Θεοδωράκη, που δεν κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: Εταιρείας με την επωνυμία "LOFT 12 ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ & ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ", που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Γεωργία Βούλγαρη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-4-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2420/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 198/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 29-7-2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 21-2-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της, από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής αρκεί για το παραδεκτό της αγωγής να εκτίθενται στο δικόγραφό της τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής ορισμένης νομικής διάταξης, στην οποία και θεμελιώνεται το ασκούμενο με την αγωγή αίτημα. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου υπόκειται και η εκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας του περιεχομένου διαδικαστικών εγγράφων, στα οποία περιλαμβάνεται και η αγωγή, για την οποία η εσφαλμένη, ως προς τη νομιμότητα και την εν γένει θεμελίωσή της, κρίση, ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αριθ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, γιατί ανάγεται στη μη προσήκουσα εφαρμογή και ερμηνεία του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε. Η νομική δε αοριστία της αγωγής, η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ελέγχεται αυτεπάγγελτα από το ουσιαστικό δικαστήριο, ελέγχεται αναιρετικά, ως παραβίαση από τον αριθ. 1 του άρθρ. 559 του ΚΠολΔ, εάν το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια και πληρότητα της αγωγής και τη νομική βασιμότητά της, σε αναφορά με συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αξίωσε περισσότερα στοιχεία από εκείνα που ορίζει ο κανόνας αυτός για τη θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή αντιθέτως αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία ή διάφορα από αυτά, ενώ η περαιτέρω ενδεχόμενη αοριστία του δικογράφου της αγωγής, δηλαδή αυτή που ανάγεται στην ποσοτική ή ποιοτική αοριστία αυτής, που συνεπάγεται την αοριστία του ίδιου του δικογράφου της αγωγής και την, εξαιτίας τούτου, απόρριψη αυτής ως αόριστης, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αριθ. 8 ή 14 του ΚΠολΔ. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 648 ΑΚ, με τη σύμβαση εργασίας ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να παρέχει, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να καταβάλει το συμφωνημένο μισθό. Επί σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, ο μισθωτής της εργασίας (εργοδότης) είναι συνήθως, αλλά όχι πάντοτε, ο κύριος της επιχείρησης προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της οποίας συνάπτεται η σύμβαση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την, παραδεκτή, επισκόπηση της, από 14-4-2009, αγωγής του ο ενάγων εκθέτει ότι την 1-1-2007 προσελήφθη από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΣ ΑΕ", με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως υπάλληλος μάρκετινγκ, αντί μηνιαίου μισθού, αποτελούμενου από το σταθερό μηνιαίο ποσό των 1.204,05 ευρώ και από μηνιαία προμήθεια συνιστάμενη σε οριζόμενο κατά περίπτωση ποσοστό επί του ετησίου τζίρου που αυτός θα επετύγχανε, ετησίως, από τις πωλήσεις σε τρίτους διαφημιστικού χώρου στο ομώνυμο έντυπο της εργοδότιδας. Ότι στις 30.4.2008 έληξε η σχέση εργασίας του με την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΣ ΕΚΔΟTlΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", κατόπιν της με την ίδια ηµεροχρονολογία έγγραφης καταγγελίας, προκειμένου στην πραγματικότητα να "μεταφερθεί" αυτός και άλλοι εργαζόμενοι στην εναγομένη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "LOFT 12 ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ", "προφανώς" συγγενή εταιρεία της "ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΣ ΑΕ". Ότι, προ της "μεταφοράς" του, προηγήθηκε συνάντησή του με τους εκπροσώπους της εναγομένης, κατά την οποία του ανακοινώθηκε η επικείμενη "μεταφορά" του στο εργατικό δυναμικό της, η οποία θα αναλάμβανε εφεξής την οργάνωση, επιμέλεια, διαχείριση και εμπορική εκμετάλλευση της εφημερίδας "METROPOLlS", βεβαιώθηκε ότι ουδεμία αλλαγή στις συνθήκες εργασίας του θα υφίστατο στην εναγομένη, ενώ ρητά επίσης συμφωνήθηκε ότι ο μισθός του θα αποτελείτο αφενός μεν από το σταθερό μηνιαίο ποσό των 1.465 ευρώ, αφ' ετέρου δε από μηνιαία προμήθεια, συνιστάμενη σε ποσοστό 5% επί του ετησίου τζίρου που αυτός θα επετύγχανε από διαφημιστικά συμβόλαια, που θα συνάπτονταν με τη μεσολάβησή του, κατά τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις που είχαν συμφωνηθεί με τη "ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΣ ΑΕ". Ότι κατόπιν αυτής της συμφωνίας αποδέχθηκε τη μεταφορά του στην άνω ΕΠΕ, με ταυτόχρονη πρόσληψή του, από τις 1.5.2008. Ότι η εναγομένη, παραβιάζοντας τη μεταξύ τους συμφωνία, από τον Μάϊο 2008 δεν του κατέβαλε το ποσό των 1.164,05 ευρώ, ως πρόσθετη παροχή του μηνός Απριλίου 2008, για τον τζίρο που πέτυχε το μήνα αυτό, που απασχολείτο στη "ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΣ ΑΕ" καθώς και το συνολικό ποσό των 4.645,29 ευρώ, ως πρόσθετη παροχή των μηνών Μαΐου 2008 έως Δεκεμβρίου 2008. Ότι στις 4.2.2009, η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, απαγορεύοντας την είσοδό του στο χώρο εργασίας και καταβάλλοντάς του, αντί του ποσού που εδικαιούτο από 2.412,33 ευρώ, ελλιπή αποζημίωση από 1.709,16 ευρώ, καθόσον δεν συνυπολόγισε στις τακτικές αποδοχές του τη συμφωνηθείσα μηνιαία πρόσθετη παροχή. Με βάση τα παραπάνω ζήτησε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της, από 4.2.2009, καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του από την εναγομένη και να υποχρεωθεί η τελευταία, ως υπερήμερη εργοδότιδα, να του καταβάλει το συνολικό ποσό των [1.465 ευρώ μηνιαίως Χ 14 μήνες (12 μήνες πλέον της αναλογίας επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας του χρονικού διαστήματος των μηνών Φεβρουαρίου 2009 έως και Ιανουαρίου 2010) = ] 20.510 ευρώ, ως μισθούς υπερημερίας, το συνολικό ποσό των προσθέτων παροχών (5.809,35 ευρώ) και συνολικά το ποσό των 26.319,35 ευρώ. Επί της αγωγής εκδόθηκε, ερήμην της εναγομένης, η 2420/2010 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία αναγνώρισε την ακυρότητα της, από 4.2.2009, καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος και επιδίκασε σ' αυτόν το χρηματικό ποσό των 25.155,29 ευρώ, ως οφειλόμενη πρόσθετη παροχή των μηνών Μαΐου 2008 έως Δεκεμβρίου 2008 και μισθούς υπερημερίας των μηνών Φεβρουαρίου 2009 έως Ιανουαρίου 2010. Κατά της παραπάνω απόφασης η αναιρεσίβλητη άσκησε την, από 29.11.2010, έφεση και με αυτοτελές δικόγραφο πρόσθετο λόγο αυτής, ζητώντας την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι, δεδοµένου ότι οι συνέπειες από τη µεταβολή του προσώπου του εργοδότη και η επέλευσή τους προϋποθέτουν ενεργό, κατά το χρόνο της µεταβίβασης, σύµβαση εργασίας µε τον αρχικό εργοδότη, η αγωγή δεν είναι νόµιµη, διότι, σύµφωνα µε τα εκτιθέμενα σ' αυτήν πραγματικά περιστατικά, η εργασιακή σχέση του ενάγοντος με τη φερομένη ως αρχική εργοδότιδά του, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΣ ΑΕ", είχε λήξει με την, από 30.4.2008, καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, από την τελευταία (ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΣ ΑΕ), στη θέση της οποίας, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, υπεισήλθε αργότερα η εναγομένη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "LOFT 12 ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ", ως διάδοχη εργοδότιδα. Στην αγωγή δε δεν εκτίθεται ότι η, από 30.4.2008, καταγγελία υπήρξε άκυρη ή ότι είχε ήδη ακυρωθεί για κάποιο λόγο (μη καταβολής παντάπασιν αποζημίωσης ή μη καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης), ώστε ανεξαρτήτως του αν η εναγομένη συνέχισε ή όχι την επιχειρηματική δραστηριότητα της "ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΣ ΑΕ", εφόσον στην αγωγή ρητώς διαλαμβάνεται ότι η τέως εργοδότιδα του ενάγοντος "ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΣ ΑΕ" απέλυσε αυτόν προτού προβεί στη μεταβίβαση του τμήματος οικονομικής διαχείρισης (management) στην εναγομένη, η οποία ακολούθως τον προσέλαβε με νέα σύμβαση εργασίας, δεν νοείται στην προκειμένη περίπτωση, η επικαλούμενη στην αγωγή προς την εναγομένη μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από την εργασιακή σύμβαση της "ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΣ ΑΕ" με τον ενάγοντα, αφού η, από 1.1.2007, σύμβαση εργασίας του είχε, νομίμως, λήξει. Συνεπώς, καταλήγει το Εφετείο, ο ενάγων μη νομίμως αιτείται την καταβολή των αιτουμένων χρηματικών ποσών από την εναγομένη, ως διάδοχο της αρχικής εργοδότιδας, που υποκατέστησε την "ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΣ ΑΕ" στην ασκούμενη από αυτήν επιχείρηση. Με τις παραδοχές αυτές δέχθηκε την έφεση της αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την εκκληθείσα απόφαση και απέρριψε την αγωγή. Όμως, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της αγωγής, ο ενάγων επιδιώκει την ικανοποίηση των ενδίκων αξιώσεών του, επικαλούμενος την κατάρτιση με την εναγομένη αυτοτελούς σύμβασης μίσθωσης εργασίας, με βάση την οποία, ενόψει της "μεταφοράς του", αυτός ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει την εργασία του σ' αυτήν, μετά την απόλυσή του από την αρχική εργοδότριά του, και η εναγομένη να του καταβάλει, ως μισθό για την παροχή αυτής, τα ποσά που προαναφέρθηκαν. Ο ισχυρισμός αυτός περιέχεται σαφώς στην αγωγή του και είναι ουσιώδης για την έκβαση της δίκης και ειδικότερα για την παθητική νομιμοποίηση της αναιρεσίβλητης. Το Εφετείο, αν και είχε υποχρέωση, δεν έλαβε υπόψη αυτόν, ενώ, αντίθετα έλαβε υπόψη του ισχυρισμό, που δεν προτάθηκε από τον ίδιο και αναφέρεται στην παθητική νομιμοποίηση της αναιρεσίβλητης, ως διαδόχου εργοδότριας της αρχικής. Αν, όμως, λάμβανε υπόψη του τον παραπάνω ισχυρισμό θα δεχόταν ότι η αγωγή διαλαμβάνει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, για την ενεργητική νομιμοποίηση του αναιρεσείοντος, την παθητική νομιμοποίηση της αναιρεσίβλητης και τη θεμελίωση των διωκόμενων αξιώσεων, αφού, ο αναιρεσείων στηρίζει τις αξιώσεις του όχι στη διαδοχή του εργοδότη, όπως εσφαλμένα δέχεται το Εφετείο, αλλά στην αυτοτελή σύμβαση εργασίας, που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, προφορικά, την 1-4-2008, με βάση την οποία ανέλαβαν την υποχρέωση, αυτός μεν να παρέχει την εργασία του και η αναιρεσίβλητη να του καταβάλει, ως αμοιβή, τα αιτούμενα ποσά. Επομένως, το Εφετείο, υπέπεσε στην πλημμέλεια, από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και είναι βάσιμος ο μοναδικός λόγος της αναίρεσης. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόµενη απόφαση, να παραπεµφθεί δε η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την άνω απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει µετά την αντικατάστασή του µε το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013). Η αναιρεσίβλητη πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος (άρθ. 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη, µε αριθµό, 198/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέµπει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε χίλια πεντακόσια (1500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2014. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της αγωγής, ο ενάγων επιδιώκει την ικανοποίηση των αξιώσεών του, επικαλούμενος την κατάρτιση με την εναγομένη αυτοτελούς σύμβασης μίσθωσης εργασίας. Το Εφετείο, δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό αυτό και υπέπεσε στην πλημμέλεια, από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
2
Αριθμός 834/2012 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - (ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ανδρέα Ξένο, σύμφωνα με τις 16 και 20/2011 αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτη), για συμπλήρωση της σύνθεσης και Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 και 22 Μαΐου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος-εκζητουμένου A. M. του G., Ρουμάνου υπηκόου, ήδη προσωρινά κρατουμένου στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης Κομοτηνής, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Λαφαζάνο, κατά της υπ' αριθμ. 10/2012 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Θράκης. Το Συμβούλιο Εφετών Θράκης, με την ως άνω απόφασή του αποφάσισε την εκτέλεση του από 17-11-2009 ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε από το Τοπικό Δικαστήριο (Ειρηνοδικείο) Arad Ρουμανίας σε βάρος του ανωτέρω εκζητουμένου. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε την με αριθμό και ημερομηνία 70/3-3-2012 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Θράκης Αναστασίας Δαλκυριάδου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 505/2012. Προκειμένης συζητήσεως Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησε όσα αναφέρονται στο σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η έφεση του εκζητουμένου. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3251/2004 "Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.... και άλλες διατάξεις", κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών, που διέταξε την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, δικαιούται να ασκήσει έφεση, στον Άρειο Πάγο, ο καθού το ένταλμα και ο Εισαγγελέας, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τη δημοσίευση της αποφάσεως, συντασσόμενης εκθέσεως από το γραμματέα εφετών. Συνεπώς η κρινόμενη, από 3-3-2012 έφεση, με αριθμό εκθέσεως 70/2012, του, M. A. του G. και της S. κατά της υπ' αριθ. 10/2-4-2012 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Θράκης, με την οποία αποφασίσθηκε η εκτέλεση του κατ' αυτού εκδοθέντος από 17-11-2009 ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως των Ρουμανικών Αρχών, που εκδόθηκε από το Τοπικό Δικαστήριο (Ειρηνοδικείο) Arad Ρουμανίας, ασκηθείσα νομοτύπως και εμπροθέσμως, ενώπιον της Γραμματέως του ανωτέρω Εφετείου, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσία. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ως άνω Ν. 3251/2004, το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως είναι απόφαση ή διάταξη δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την προσαγωγή προσώπου, το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον το πρόσωπο αυτό ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους εκδόσεως του εντάλματος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας προκειμένου α) να ασκηθεί ποινική δίωξη για αξιόποινη πράξη που έχει ήδη αποδοθεί σ' αυτό ή β) να εκτελεστεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία. Στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου ορίζεται το περιεχόμενο και ο τύπος του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, που περιέχει, ειδικότερα, α) ταυτότητα και ιθαγένεια του εκζητουμένου, β) όνομα, διεύθυνση, αριθμό τηλεφωνικής κ.λπ. σύνδεσης της δικαστικής αρχής εκδόσεως του εντάλματος, γ) μνεία της εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως, του εντάλματος συλλήψεως ή της συναφούς διατάξεως δικαστικής αρχής, δ) φύση και νομικό χαρακτηρισμό του εγκλήματος, ε) περιγραφή των περιστάσεων τελέσεως του εγκλήματος, στις οποίες περιλαμβάνονται ο χρόνος και τόπος τελέσεως, καθώς και τη μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου στην αξιόποινη πράξη, στ) την επιβληθείσα ποινή, αν πρόκειται για αμετάκλητη απόφαση ή το πλαίσιο ποινής που προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη από τη νομοθεσία του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος και ζ) στο μέτρο του δυνατού, κάθε άλλη πληροφορία σχετικά με την αξιόποινη πράξη και τις συνέπειες της και, περαιτέρω, ορίζεται ότι το ένταλμα μεταφράζεται στην επίσημη γλώσσα του κράτους εκτελέσεως του. Στο άρθρο 9 παρ. 3 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι, όταν ο εκζητούμενος δεν συγκατατίθεται να προσαχθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλματος, αρμόδια δικαστική αρχή για την έκδοση της αποφάσεως εκτέλεσης του εντάλματος είναι το Συμβούλιο Εφετών, στην περιφέρεια του οποίου διαμένει ή συλλαμβάνεται ο εκζητούμενος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εκδίδεται για πράξεις, οι οποίες τιμωρούνται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών ή, σε περίπτωση που έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία για απαγγελθείσες καταδίκες διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών, κατά δε το άρθρο 10 παρ. 1 του νόμου αυτού, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 11 έως 13 του παρόντος, το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εκτελείται εφόσον α) η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί, συνιστά έγκλημα σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, το οποίο τιμωρείται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους εκδόσεως του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών και β) τα δικαστήρια του τόπου έκδοσης του εντάλματος καταδίκασαν τον εκζητούμενο σε ποινή ή μέτρο ασφαλείας, στερητικό της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών για αξιόποινη πράξη, την οποία και οι ελληνικοί νόμοι χαρακτηρίζουν ως πλημμέλημα ή κακούργημα. Περαιτέρω, στο άρθρο 11 του ίδιου νόμου ορίζονται οι περιπτώσεις που απαγορεύεται η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και στο άρθρο 12 οι περιπτώσεις που η δικαστική αρχή, η οποία αποφασίζει για την εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος, μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του. Ο Έλληνας δικαστής, λοιπόν, ως δικαστική αρχή εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, αφού αρχικά ελέγξει τη νομιμότητα του εντάλματος, δηλαδή την εξωτερική (νομότυπη έκδοση) (π.χ. έκδοση του εντάλματος από δικαστική αρχή) και την εσωτερική νομιμότητα αυτού (π.χ. έκδοση για αξιόποινες πράξεις και ποινές που επιτρέπουν την παράδοση του εκζητουμένου), οφείλει, στη συνέχεια, να ερευνήσει, αν συντρέχει κάποιος από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 11 του ν. 3251/2004 λόγους υποχρεωτικής αρνήσεως εκτελέσεως του εντάλματος και, σε καταφατική περίπτωση, να εκδώσει απορριπτική απόφαση και να αρνηθεί την παράδοση του εκζητουμένου ή αν συντρέχει κάποιος από τους λόγους δυνητικής αρνήσεως εκτελέσεως του εντάλματος του άρθρου 12 του ίδιου νόμου, η συνδρομή του οποίου παρέχει στο δικαστή τη διακριτική εξουσία, ασκούμενη σύμφωνα με τις ισχύουσες στο ελληνικό ποινικό σύστημα αρχές, να αρνηθεί την εκτέλεση του εντάλματος. Μεταξύ των λόγων δυνητικής αρνήσεως εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως περιλαμβάνεται και εκείνος της περ. ε του ως άνω άρθρου 12 του ν. 3251/2004, σύμφωνα με την οποία η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση αυτού "αν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας, στερητικών της ελευθερίας, εφόσον ο εκζητούμενος κατοικεί ή διαμένει στην Ελλάδα, και η Ελλάδα αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας σύμφωνα με τους ποινικούς της νόμους". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η ελληνική δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος (στην παρούσα περίπτωση ο Άρειος Πάγος), προκειμένου να αποφασίσει αν θα κάνει χρήση του ως άνω δυνητικού λόγου αρνήσεως εκτελέσεως, οφείλει αρχικώς να προσδιορίσει αν ο εκζητούμενος "κατοικεί" ή "διαμένει" στην Ελλάδα και, επομένως, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως, και, στη συνέχεια, και μόνον εφόσον διαπιστώσει ότι το πρόσωπο αυτό ικανοποιεί ένα από τα κριτήρια αυτά, να εκτιμήσει αν υπάρχει εύλογο συμφέρον που να δικαιολογεί την εκτέλεση της ποινής, που επιβλήθηκε από το Κράτος που εξέδωσε το ένταλμα, στην Ελλάδα. Στην εισηγητική έκθεση του ν. 3251/2004, αναφορικά με την παρόμοια διάταξη του άρθρου 13 §3 (που αφορά ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως προς το σκοπό της διώξεως σε βάρος εκζητουμένου που κατοικεί στην Ελλάδα), διευκρινίζεται ότι πρόσωπα που κατοικούν στην Ελλάδα νοούνται εκείνα που η διαμονή τους έχει το στοιχείο της μονιμότητας. Συνεπώς, ένας εκζητούμενος, "κατοικεί" στην Ελλάδα εφόσον έχει εδώ την πραγματική κατοικία του και "διαμένει" σ' αυτήν εφόσον, μετά από σταθερή παραμονή ορισμένης διαρκείας, δημιούργησε δεσμούς παρομοίους προς εκείνους που δημιουργεί ένας κάτοικος. Για να διαπιστωθεί αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υφίστανται μεταξύ του εκζητουμένου και της Ελλάδας δεσμοί που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το πρόσωπο αυτό "διαμένει" στο Κράτος, η δικαστική αρχή εκτελέσεως απαιτείται να προβεί σε συνολική εκτίμηση διαφόρων αντικειμενικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν την περίπτωση του προσώπου αυτού, στα οποία καταλέγονται, μεταξύ άλλων, η διάρκεια, η φύση και οι συνθήκες παραμονής του εκζητουμένου, καθώς και οι οικογενειακοί και οικονομικοί δεσμοί του με το κράτος - μέλος εκτελέσεως (Ελλάδα). Εφόσον δε κριθεί ότι συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις και ο εκζητούμενος έχει εύλογο συμφέρον να ζητήσει να εκτελεστεί η ποινή, που του έχει επιβληθεί και για την έκτιση της οποίας εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα, στην Ελλάδα, οι ελληνικές δικαστικές αρχές έχουν την ευχέρεια να μη τον παραδώσουν στο Κράτος, οι δικαστικές αρχές του οποίου εξέδωσαν το ένταλμα, αλλά να διατάξουν την εκτέλεση της ποινής που του έχει επιβληθεί, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους. Υποχρέωση εκτελέσεως του εντάλματος και παραδόσεως του εκζητουμένου στις Αρχές του Κράτους που το εξέδωσε υπάρχει, συνήθως, στην περίπτωση που στη Χώρα μας δεν προβλέπεται το είδος της ποινή ή του μέτρου ασφαλείας που επιβλήθηκε και, επομένως, δεν μπορεί αυτή να εκτιθεί, κάτι που ασφαλώς πρέπει να ελέγχεται από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως του εντάλματος. Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, μεταξύ των οποίων και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, και όσα εξέθεσε προφορικά στο ακροατήριο ο παραστάς συνήγορος του εκκαλούντα, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Με την εκκαλούμενη απόφαση του, το Συμβούλιο Εφετών Θράκης αποφάσισε την εκτέλεση του από 17-11-2009 Εντάλματος Συλλήψεως του Τοπικού Δικαστηρίου (Ειρηνοδικείου) Arad Ρουμανίας, το οποίο βασίζεται στην υπ' αριθμό 382/16-2-2009 απόφαση του παραπάνω δικαστηρίου, κατά του εκκαλούντα M. A. του G. και της S., ο οποίος γεννήθηκε στις 8-12-1975 στο Βουκουρέστι Ρουμανίας και κατοικεί στην ..., προκειμένου να παραδοθεί ο εκζητούμενος στην εκδόσασα το ως άνω ένταλμα Ρουμανική Αρχή, ώστε να εκτιθεί μόνο η ποινή φυλάκισης των εννέα (9) μηνών που του επιβλήθηκε με την παραπάνω απόφαση, για την κάθε μία από τις αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας και χρήσης πλαστού εγγράφου. Το ένταλμα αυτό περιέχει όλα τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 του Ν. 3251/2004, που προαναφέρθηκε, στοιχεία, εκδόθηκε δε, προκειμένου να εκτελεστεί κατά του ανωτέρω εκκαλούντα, συνολική ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους και εννέα (9) μηνών που επιβλήθηκε σ' αυτόν, κατά συγχώνευση με την ως άνω απόφαση, για τα εγκλήματα: α) της οδήγησης οχήματος χωρίς άδεια οδήγησης β) της πλαστογραφίας άδειας οδήγησης και γ) της χρήσης πλαστής άδειας οδήγησης. Ειδικότερα ο εκζητούμενος καταδικάστηκε γιατί στις 18-5-2008 , στα σύνορα της Ρουμανίας μέσο ΠΤΦ Ναδλάγη, στο νομό Αράδ, καταλήφθηκε να οδηγεί αυτοκίνητο και κατά τον έλεγχο επέδειξε Ρουμανική άδεια οδήγησης η οποία ήταν πλαστή και την πλαστογράφησε ο ίδιος. Τα εν λόγω εγκλήματα προβλέπονται, η μεν οδήγηση οχήματος χωρίς άδεια από το άρθρο 86 παρ. 1 του ν. 195/2002 αναδημοσιευμένο και εγκεκριμένο από το Ν. 49/2006 που ισχύει στη Ρουμανία, η πλαστογραφία άδειας οδήγησης από το άρθρο 288 Π.Κ. Ρουμανίας και η χρήση πλαστής άδειας οδήγησης από το άρθρο 291 Π.Κ. Ρουμανίας τιμωρούμενα με στερητική της ελευθερίας ποινή από ένα (1) έως πέντε (5) έτη το πρώτο και από τρεις (3) μήνες έως τρία (3) έτη το δεύτερο και τρίτο. Οι παραπάνω αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας και της χρήσης πλαστού εγγράφου προβλέπονται και τιμωρούνται, ως πλημμέλημα και κατά τον Ελληνικό Ποινικό Κώδικα και ειδικότερα, ως ενιαίο έγκλημα, της χρήσεως θεωρουμένης ως επιβαρυντικής περίστασης, τιμωρείται δε με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών (άρθρο 216 παρ. 1 ΠΚ), ενώ η αξιόποινη πράξη της οδήγησης οχήματος χωρίς άδεια, προβλέπεται από τα άρθρα 94 παρ. 2, 3, 5α ΚΟΚ και 31 παρ. 1 ν. 3904/2010 και τιμωρείται με ποινή κράτησης μέχρι έξι (6) μήνες και πρόστιμο μέχρι 3.000 Ευρώ, ήτοι τιμωρείται ως πταίσμα, για το λόγο δε αυτό και η προσβαλλόμενη απόφαση, διέταξε την εκτέλεση του εντάλματος, μόνο για τις πλημμεληματικού χαρακτήρα πράξεις της πλαστογραφίας και χρήσης πλαστού εγγράφου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εκζητούμενος διαμένει στην Ελλάδα από διετίας τουλάχιστον, με τη μνηστή του, με την οποία προτίθεται να τελέσει γάμο, S. D. I., Ρουμανικής υπηκοότητας, σε διαμέρισμα επί της οδού Ρήσου αριθμός 1Α στην Κομοτηνή το οποίο έχει μισθώσει η τελευταία, η οποία διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα, εφοδιασμένη με έγγραφο πιστοποίησης μόνιμης διαμονής. Η παραπάνω, εξετάστηκε και ως μάρτυρας ενώπιον του εκδόντος την προσβαλλομένη απόφαση συμβουλίου. Ο εκζητούμενος εργάζεται σε οικοδομές (βλ. προσκομιζόμενα έγγραφα, και ιδίως, από 19-9-2011 μισθωτήριο συμφωνητικό κατοικίας, θεωρημένο από την αρμόδια Δ.Ο.Υ, υπ' αριθ. 3983/5-α έγγραφο πιστοποίησης μόνιμης διαμονής πολίτη κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης της Αστυνομικής Διεύθυνσης Ροδόπης καθόσον αφορά τη S. D. I., και την από 4-4-2012 Υπεύθυνη δήλωση του Μ. Κ., από την οποία προκύπτει ότι ο εκζητούμενος συζεί στο ως άνω διαμέρισμα με την παραπάνω μνηστή του). Επομένως, ο εκζητούμενος έχει, προδήλως, εύλογο συμφέρον να ζητεί να εκτελεστεί η ποινή του στην Ελλάδα, δεδομένου ότι εργάζεται και διαμένει εδώ. Ενόψει όλων των ανωτέρω, παρά τη διαπιστωθείσα νομιμότητα του επίμαχου ευρωπαϊκού εντάλματος, το Συμβούλιο κρίνει, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ότι συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της περ. ε του άρθρου 12 του ν. 3251/2004 και πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως και κατ' ουσία βάσιμη, να αποφανθεί αυτό υπέρ της μη παραδόσεως του εκζητούμενου στις Ρουμανικές αρχές και, ταυτόχρονα, να διατάξει την εκτέλεση, με την επιμέλεια του αρμοδίου Εισαγγελέα, της ποινής του στην Ελλάδα, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, ενόψει και της δήλωσής του στο δικόγραφο της έφεσης ότι προτίθεται να εκτίσει (εξαγοράσει) την ποινή του στην Ελλάδα, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΕΧΕΤΑΙ την υπ' αριθ. 70/3-3-2012 έφεση του M. A. του G. και της S. κατά της υπ' αριθ. 10/2-4-2012 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Θράκης. ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την ως άνω απόφαση κατά το μέρος που εκκαλείται. ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ ότι δεν συντρέχει περίπτωση να παραδοθεί ο εκζητούμενος, M. A. του G. και της S. Ρουμάνος υπήκοος, στις Δικαστικές Αρχές της Ρουμανίας, προς εκτέλεση του από 17-11-2009 ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως του Τοπικού Δικαστηρίου (Ειρηνοδικείου) Arad Ρουμανίας, που εκδόθηκε σε βάρος του με βάση την από 16-2-2009 απόφαση του Τοπικού Δικαστηρίου (Ειρηνοδικείου) Arad Ρουμανίας, η οποία κατέστη τελεσίδικη με την απόρριψη της έφεσης με την υπ' αριθμό 120 Α από 15-4-2009 απόφαση του Δικαστηρίου και την απόρριψη της Προσφυγής με την υπ' αριθμό 1111/R από 16-11-2009 απόφαση του Εφετείου Τιμισοάρα, με την οποία αυτός καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως εννέα (9) μηνών για την κάθε μία από τις αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας και χρήσης πλαστού εγγράφου. Και ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εκτέλεση, με την επιμέλεια του αρμοδίου Εισαγγελέα, των πιο πάνω ποινών φυλακίσεως που επιβλήθηκαν στον εκζητούμενο, M. A. του G. και της S., στην Ελλάδα, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2012. Εκδόθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 22 Μαΐου 2012. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αλλοδαποί. Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εις βάρος Ρουμάνου υπηκόου εκδοθέν από τις Ρουμανικές αρχές για έκτιση ποινών που του έχουν επιβληθεί. Έφεση κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών, βάσει της οποίας διατάσσεται η εκτέλεση του εντάλματος, ενώπιον του ΑΠ. Περιεχόμενο και τύπος εντάλματος. Τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις εκτέλεσης του εντάλματος. Λόγοι δυνητικής αρνήσεως εκτελέσεως του εντάλματος. Διαμονή του εκζητούμενου στην Ελλάδα και έκτιση της ποινής στην Ελλάδα. Δεκτή η έφεση.
null
null
0
Αριθμός 727/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ε. Γ. του Γ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Διονύσιο Καραλή, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Του αναιρεσιβλήτου: Σ. Π. του Α., κατοίκου ... (πρώην ...), ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Δημητρούκα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/10/2010 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Ξηρομέρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 12/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 50/2012 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Μεσολογγίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 13/1/2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 18/11/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μία εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία. Αποτελούν δε πράξεις νομής, όταν πρόκειται για ακίνητο, οι υλικές και εμφανείς πάνω σ' αυτό πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα για δικό του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 983 ΑΚ, η νομή μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του νομέα. Από τη διάταξη αυτή, η οποία καθιερώνει παράγωγο τρόπο κτήσης της νομής, με καθολική διαδοχή, προκύπτει, ότι, με το θάνατο του κληρονομουμένου η νομή ακινήτου που είχε ο κληρονομούμενος μεταβιβάζεται αυτοδικαίως στον κληρονόμο, χωρίς να απαιτείται απόκτηση της φυσικής εξουσίας του ή αποδοχή της κληρονομίας και μεταγραφή της σχετικής δήλωσης ή του κληρονομητηρίου. Η ίδια δε νομή του ακινήτου που αποκτήθηκε με το θάνατο του κληρονομουμένου εξακολουθεί να υπάρχει, χωρίς να αναλώνεται ούτε να μεταπίπτει σε πρωτότυπη, και μετά την απόκτηση από τον κληρονόμο της φυσικής εξουσίας της νομής του. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1094 ΑΚ, ο κύριος πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από το νομέα ή τον κάτοχο την αναγνώριση της κυριότητάς του και την απόδοση του πράγματος. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1108 ΑΚ, αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλο τρόπο εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, ο κύριος δικαιούται να απαιτήσει από εκείνον που προσέβαλε την κυριότητα να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η αρνητική αγωγή ασκείται στην περίπτωση μερικής και όχι ολικής προσβολής της κυριότητας, δηλαδή όταν ο κύριος διαταράσσεται στη νομή του που ασκεί επί του πράγματος και όχι όταν προσβάλλεται με άλλο τρόπο, όπως με την αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, οπότε προστατεύεται με τη διεκδικητική αγωγή κατ' αυτού που κατέχει το πράγμα. Διατάραξη της κυριότητας (ή συγκυριότητας) αποτελεί κάθε έμπρακτη εναντίωση στο θετικό ή αποθετικό περιεχόμενο της κυριότητας, δηλαδή όταν ο εναγόμενος ενεργεί στο πράγμα πράξεις, τις οποίες μόνο ο κύριος δικαιούται να ενεργήσει ή όταν εμποδίζει τον κύριο να ενεργήσει στο δικό του πράγμα, η δε διατάραξη αυτή έχει ως συνέπεια τη μη ελεύθερη και ανενόχλητη χρησιμοποίηση, εκμετάλλευση και απόλαυση ορισμένων μόνο εξουσιών εκ της κυριότητας επί του πράγματος (ΑΠ 1062/2006). Έτσι, όμως προκύπτει, από τις διατάξεις των πιο πάνω άρθρων 1094 και 1108 ΑΚ και του άρθρου 218 Κ.Πολ.Δ., δεν είναι επιτρεπτή η αντικειμενική σώρευση της διεκδικητικής και της αρνητικής αγωγής λόγω αντίφασης μεταξύ τους, αφού η πρώτη προϋποθέτει καθολική προσβολή της κυριότητας με στέρηση της νομής ή κατοχής, ενώ η δεύτερη προϋποθέτει μερική προσβολή, που δεν φθάνει μέχρι την ολική απώλεια της νομής. Τέλος, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 560 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται, αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Ο εκκαλών (και ήδη αναιρεσίβλητος) απέκτησε το έτος 1983, οπότε αποβίωσε η μητέρα του Π. Π., με διαδοχή της νομή κατ' ιδανικό μερίδιο 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου εμβαδού 128,96 τ.μ., που βρίσκεται εντός του οικισμού δ.δ. ... Δήμου …, με την εντός αυτής υπάρχουσα διώροφη οικία συνολικού εμβαδού 49,63 τ.μ. Το οικόπεδο αυτό αποτυπώνεται με τα στοιχεία 1-2-3-4-5-6-7-8-9-10-11-12-13-14-15-16-17-1 στο προσκομιζόμενο από 7/2010 τοπογραφικό διάγραμμα της μηχανικού έργων Α. Κ. και συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία Σ. Π., δυτικά εν μέρει με ιδιοκτησία Η. Π. και εν μέρει με ιδιοκτησία εφεσίβλητης, βόρεια με ιδιοκτησία εφεσίβλητης και νότια με δημοτικό δρόμο. Από τότε δε που έλαβε το ανωτέρω ακίνητο στη νομή του, μέχρι τη συζήτηση της αγωγής (το έτος 2011) το νεμόταν κατ' ιδανικό μερίδιο 1/2 εξ αδιαιρέτου, ασκώντας όλες τις εμφανείς προσιδιάζουσες σε συγκύριο διακατοχικές πράξεις (π.χ. επίβλεψη και προστασία) για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα είκοσι συναπτά έτη χωρίς ποτέ να έχει ενοχληθεί από κάποιον που να αμφισβητήσει τη νομή του στο ακίνητο. Επομένως, έχει καταστεί συγκύριος κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου αυτού με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία), σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Ο νότιος τοίχος της ιδιοκτησίας του, ο οποίος συνορεύει με την ιδιοκτησία της εφεσίβλητης, (και ήδη αναιρεσείουσας), φέρει χαμηλά ένα παράθυρο και ψηλότερα δύο παράθυρα και μία μπαλκονόπορτα με εξώστη, από τότε που κτίσθηκε το σπίτι που είναι ηλικίας περίπου 150 ετών. Τα παράθυρα και η μπαλκονόπορτα, όταν άνοιγαν, κατελάμβαναν χώρο που αντιστοιχούσε σε εδαφική λωρίδα ιδιοκτησίας της εφεσίβλητης. Με την επί μεγάλο χρονικό διάστημα χρήση τους (άνοιγμα και κλείσιμο αυτών από το έτος 1983 έως το έτος 2011), ο εκκαλών νεμόταν ταυτόχρονα και το τμήμα που δημιουργείται από το άνοιγμα των παραθύρων και της μπαλκονόπορτας στο χώρο πλάτους 1 μέτρου και μήκους 8,83 μέτρων που αντιστοιχεί στην εδαφική λωρίδα που βρίσκεται στην όμορη ιδιοκτησία της εκκαλούσας. Ο εκκαλών νεμόταν την επίδικη εδαφική λωρίδα για χρονικό διάστημα άνω των είκοσι συναπτών ετών, βάζοντας λουλούδια, επιβλέποντας και καθαρίζοντας αυτήν. Συνεκτιμάται ότι δεν αποδεικνύεται όχλησή του από την εφεσίβλητη κατά την άσκηση της νομής πριν να συμπληρωθεί χρονικό διάστημα είκοσι συναπτών ετών. Συνεπώς, απέκτησε κυριότητα σ' αυτήν τη λωρίδα με έκτακτη χρησικτησία. Και τούτο διότι με βάση τις αντιλήψεις του πρακτικού οικονομικού βίου η χρήση του κάθε παραθύρου ακολουθείται λογικά και αναπόσπαστα από την ταυτόχρονη νομή του εδαφικού τμήματος που αντιστοιχεί σ' αυτό όταν ανοίγει. Υπό διαφορετική παραδοχή, δεν θα εμποδιζόταν ο εκάστοτε όμορος ιδιοκτήτης, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα όποια συμφέροντα του να κτίσει, εφαπτόμενος (εφόσον επιτρεπόταν με βάση τους πολεοδομικούς κανόνες) στην ιδιοκτησία του γείτονα και να καταργήσει αυθαίρετα τα παράθυρα της ιδιοκτησίας του, παρακάμπτοντας, έτσι, τη νόμιμη οδό προσφυγής στα δικαστήρια, η οποία επιβάλλεται σε περίπτωση που υφίσταται ιδιοκτησιακή διαφορά μεταξύ ιδιωτών. Η προπεριγραφείσα εδαφική λωρίδα εμβαδού 8,83 τ.μ. αποτυπώνεται με τα στοιχεία 8-9-10-11-12-13-18-8 στο ως άνω προσκομιζόμενο τοπογραφικό διάγραμμα. Κατά το έτος 2008 η εφεσίβλητη εκτελώντας εργασίες ανέγερσης οικοδομής στο οικόπεδο της κατασκεύασε τμήμα του φέροντος οργανισμού αυτής με υποστηλώματα και δοκούς σε τμήμα της επίδικης εδαφικής λωρίδας καταλαμβάνοντας χώρο εμβαδού (1,00μ. Χ 2,09μ. =) 2,09 τ.μ. και στη συνέχεια ολοκλήρωσε και τον τοίχο πλήρωση με δρομική οπτοπλινθοδομή. Αναφορικά με τον ισχυρισμό της εφεσίβλητης ότι ειδικά όσον αφορά το τμήμα της εν λόγω λωρίδας, αυτό είναι ιδιοκτησίας της, καθώς εκεί υφίστατο σκάλα εισόδου και ο μετρητής ηλεκτρικού ρεύματος της Δ.Ε.Η. της οικίας των δικαιοπαρόχων της, αυτός καταρρίπτεται από τις προσκομιζόμενες από την ίδια φωτογραφίες, από τις οποίες προκύπτει, ότι η σκάλα και ο μετρητής δεν βρίσκονταν μέσα στη λωρίδα που κατέλαβε η ίδια με την οικοδομή της. Εν κατακλείδι η εφεσίβλητη απέβαλε τον εκκαλούντα από το τμήμα της ως άνω εδαφικής λωρίδας ιδιοκτησίας του, το οποίο νέμεται πλέον η ίδια, εμβαδού (1,00 μ Χ 2,09μ =) 2,09 τ.μ., όπως αυτό περιγράφεται με τα στοιχεία 8-9-10 στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα. Πρέπει, επομένως, να αναγνωρισθεί ο εκκαλών συγκύριος του παραπάνω εδαφικού τμήματος κατά το προαναφερόμενο εξ αδιαιρέτου ποσοστό και να υποχρεωθεί η εφεσίβλητη, η οποία βρίσκεται στην κατοχή του, να του το αποδώσει. Περαιτέρω, η εφεσίβλητη αμφισβητεί το δικαίωμα συγκυριότητας του εκκαλούντος και στο υπόλοιπο τμήμα του επιδίκου εμβαδού 6,74 τ.μ. και η αναγνώρισή του είναι πρόσφορο μέτρο για να αποτραπεί κάθε κίνδυνος από την αμφισβήτησή του". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, κατέληξε στην κρίση, ότι η ένδικη - από 8.10.2010 - αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου ενάγοντος είναι βάσιμη και κατ' ουσίαν, ως προς τη βάση της από την έκτακτη χρησικτησία, και πρέπει να γίνει δεκτή. Ακολούθως, δέχτηκε την έφεση του αναιρεσιβλήτου κατά της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει αντίθετη κρίση και, αφού εξαφάνισε την εν λόγω απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και κράτησε και δίκασε την υπόθεση, δέχτηκε, εν τέλει, ως βάσιμη και κατ' ουσίαν την αγωγή, αναγνωρίζοντας τον ήδη αναιρεσίβλητο ενάγοντα συγκύριο κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου της άνω εδαφικής λωρίδας εμβαδού 8,83 τ.μ. και υποχρεώνοντας την ήδη αναιρεσείουσα εναγομένη, α) να του αποδώσει κατά την ιδανική του μερίδα 1/2 αδιαιρέτου το εδαφικό πιο πάνω τμήμα της - της προεκτεθείσας εδαφικής λωρίδας - εμβαδού 2,09 τ.μ., από το οποίο τον έχει αποβάλει, και β) να αφαιρέσει (κατεδαφίσει) το κατασκεύασμα, που έχει γίνει στο τελευταίο αυτό τμήμα. Έτσι που έκρινε το πιο πάνω Δικαστήριο, όσον αφορά στην αναγνώριση του ήδη αναιρεσίβλητου ενάγοντος συγκύριου, ως άνω, της εδαφικής λωρίδας εμβαδού 8,83 τ.μ. και στην υποχρέωση της ήδη αναιρεσείουσας εναγομένης να του αποδώσει το πιο πάνω τμήμα της εμβαδού 2,09 τ.μ., δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικές δικαίου διατάξεις των άρθρων 974, 983, 1045 του ΑΚ, ούτε εκείνες των άρθρων 994, 1113 ΑΚ και 943 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., που η αναιρεσείουσα επιπροσθέτως επικαλείται. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις της αναιρεσείουσας το Δικαστήριο της ουσίας ορθά δέχτηκε, ότι το έτος 1983 ο αναιρεσίβλητος (ενάγων) απέκτησε τη νομή του παραπάνω οικοπέδου εμβαδού 128,96 τ.μ. με την υπάρχουσα εντός αυτού διώροφη οικία εμβαδού 49,63 τ.μ. κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου με καθολική διαδοχή της αποβιώσασας μητέρας του και ακολούθως, ότι έγινε συγκύριος αυτού - του οικοπέδου - και της άνω εδαφικής λωρίδας εμβαδού 8,83 τ.μ. - μέρος της οποίας αποτελεί και το προεκτεθέν τμήμα εμβαδού 2,09 τ.μ. - κατά το ίδιο - 1/2 - ποσοστό εξ αδιαιρέτου, ως νεμηθείς αυτά με διάνοια συγκυρίου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας. Γι' αυτό, οι περί του αντιθέτου πρώτος και δεύτερος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγοι αναίρεσης από το άρθρο 560 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Όσον αφορά, όμως, την κρίση του πιο πάνω Δικαστηρίου περί αφαίρεσης (κατεδάφισης) του κατασκευάσματος που έχει γίνει στο άνω εδαφικό τμήμα εμβαδού 2,09 τ.μ., του αγωγικού, δηλαδή, αιτήματος από την ΑΚ 1108 ΑΚ που αφορά στην αρνητική αγωγή, ανακύπτει το ζήτημα της σώρευσης ή όχι στο ίδιο δικόγραφο διεκδικητικής και αρνητικής αγωγής, στην περίπτωση - όπως εδώ - που στο διεκδικούμενο έχει γίνει μια εγκατάσταση. Ο Άρειος Πάγος με τη 1347/2010 απόφασή του έχει κρίνει, ότι "αν με το αγωγικό δικόγραφο γίνεται επίκληση ολικής παράνομης κατακρατήσεως του ακινήτου εκ μέρους του εναγομένου και σωρεύεται η διεκδικητική της κυριότητας αγωγή με την αρνητική τοιαύτη, που αφορά το ίδιο ακίνητο, η τελευταία τυγχάνει μη νόμιμη". Έκρινε, ειδικότερα, ότι το Δικαστήριο της ουσίας, με το να δεχθεί "ως νόμιμη και τη με τη διεκδικητική αγωγή σωρευόμενη αρνητική αγωγή, διότι εξαιρετικώς είναι επιτρεπτή η αντικειμενική σώρευση - και - στην περίπτωση που ... με τη σωρευόμενη αρνητική αγωγή ζητείται η κατεδάφιση ανεγερθέντος από τον εναγόμενο προσβολέα κτίσματος στο διεκδικούμενο ακίνητο", παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1108 και 1094 ΑΚ, εφόσον δέχτηκε ότι η διεκδικητική αγωγή σωρεύεται νόμιμα με την αρνητική τοιαύτη, μολονότι αυτές αφορούν το ίδιο τμήμα του ακινήτου". Αντίθετα η θεωρεία (Κων. Παπαδόπουλου, Αγωγές Εμπράγματου Δικαίου, παρ. 117 αρ. 4, σελ. 306-307, Γεωργιάδη, Εγχειρ. Παρ. 60V, σελ. 399 και Κων. Παπαδόπουλου, Η αρνητική αγωγή, σελ. 151) δέχεται, ότι, στην περίπτωση αυτή που στο διεκδικούμενο ακίνητο έχει γίνει μια εγκατάσταση, μπορεί ο ενάγων, ενώνοντας τις εν λόγω αγωγές στο ίδιο δικόγραφο, χωρίς να υπάρχει εμπόδιο από τη δικονομικού δικαίου διάταξη του άρθρου 218 Κ.Πολ.Δ., να ζητήσει την κατεδάφιση της εγκατάστασης και την απόδοση του ακινήτου. Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., γιατί το Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα παραπάνω, με το να δεχθεί τη με τη διεκδικητική αγωγή σωρευόμενη αρνητική αγωγή, υποχρεώνοντας την ήδη αναιρεσείουσα εναγομένη να αφαιρέσει (κατεδαφίσει) το κατασκεύασμα που έχει γίνει στο προεκτεθέν τμήμα εμβαδού 2,09 τ.μ., παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1094, 1108 ΑΚ και 945 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Κατόπιν των ανωτέρω, και δεδομένου ότι πρόκειται για ζήτημα με γενικότερο ενδιαφέρον, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2 εδ. β' Κ.Πολ.Δ., ο λόγος αυτός αναίρεσης να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 13-1-2013 αίτηση της Ε. Γ. του Γ. για αναίρεση της 50/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Μεσολογγίου ως προς τους πρώτο και δεύτερο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγους αναίρεσης. Παραπέμπει το δεύτερο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγο αναίρεσης στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4.2.2014 Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν είναι επιτρεπτή η αντικειμενική σώρευση της διεκδικητικής αγωγής και της αρνητικής αγωγής λόγω αντίφασης μεταξύ τους. Παραπομπή στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου του ζητήματος, αν, στην περίπτωση που στο διεκδικούμενο έχει γίνει μια εγκατάσταση, μπορεί ο ενάγων, ενώνοντας τις εν λόγω αγωγές, στο ίδιο δικόγραφο, να ζητήσει την κατεδάφιση της εγκατάστασης και την απόδοση του ακινήτου.
Αγωγή αρνητική
Αγωγή αρνητική.
0
Αριθμός 728/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειουσών: 1)Εταιρείας με την επωνυμία "Χαρτοποιΐα Θράκης", που εδρεύει στα …, τελεί υπό πτώχευση και εκπροσωπείται νόμιμα από τη σύνδικο Ρ. Π., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ασπασία Γιαννοπούλου και 2)Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "Ερμής Ανώνυμη Εμπορική και Βιομηχανική Εταιρεία Χάρτου" που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αργύριο Καρρά. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Α. χήρας Δ. Μ., το γένος Ν. Ρ. και 2)Α. Γ. Λ., συζ. Ε. Π., κατοίκου .... Η 2η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Ανδρέου και δήλωσε ότι η 1η απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους: α)Γ. Μ. του Δ., )Ν. Μ. του Δ. και )Μ. Σ., το γένος Δ. Μ., οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/10/2008 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3396/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 5420/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 14/2/2013 αίτηση και τους από 31/10/2013 προσθέτους λόγους τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 20/11/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειουσών ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά το άρθρο 577 παρ.1 ΚΠολΔ, το δικαστήριο πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναίρεσης, κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου, αν η αναίρεση δεν ασκήθηκε νόμιμα ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή, ο Άρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω κατά το άρθρο 62 ΚΠολΔ ικανός να είναι διάδικος είναι εκείνος που έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η ικανότητα αυτή, που εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο (άρθρο 73 ΚΠολΔ), προκειμένου για φυσικό πρόσωπο παύει να υπάρχει με το θάνατό του (αρθρ.35 ΑΚ). Εξάλλου κατ'άρθρο 313 παρ.1 εδ.δ ΚΠολΔ, απόφαση που εκδόθηκε σε δίκη που είχε διεξαχθεί κατ'ανυπάρκτου φυσικού προσώπου, όπως είναι και το αποβιώσαν, δεν έχει υπόσταση, χαρακτηριζόμενη ρητά ως ανύπαρκτη. Εξ ετέρας όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 286 επ. ΚΠολΔ, τα οποία εφαρμόζονται και στην κατ'αναίρεση δίκη (αρθρ.573 παρ.1 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με τις ανωτέρω διατάξεις, αν ο διάδικος είναι στη ζωή κατά την έναρξη της δίκης, αποβιώσει όμως στη συνέχεια (προτού αποπερατωθεί η δίκη αμετακλήτως), αν μεν ο θάνατός του επήλθε μέχρι πέρατος της προφορικής συζητήσεως, μετά την οποία εκδίδεται οριστική απόφαση, τότε, τηρουμένων και των λοιπών νομίμων διατυπώσεων, μεταξύ των οποίων και εκείνης της γνωστοποιήσεως του θανάτου προς τον αντίδικο, επέρχεται διακοπή της δίκης, με συνέπεια όλες οι επιχειρούμενες στο μεταξύ και μέχρι της νόμιμης επαναλήψεως διαδικαστικές πράξεις, εκτός της τυχόν εκδιδόμενης απόφασης, να λογίζονται άκυρες. Αν δε ο θάνατος έλαβε χώρα μετά το πέρας της συζητήσεως εκείνης, πολύ δε περισσότερο μετά την έκδοση της οριστικής επ'αυτής αποφάσεως, τότε, εφόσον δεν υφίσταται εκκρεμής δικαστικός αγώνας, ούτε στάδιο εφαρμογής των διατάξεων για διακοπή και επανάληψη της δίκης, τα ασκούμενα κατά της ως άνω αποφάσεως ένδικα μέσα, άρα και η αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απευθύνονται σύμφωνα με το άρθρο 558 ΚΠολΔ, κατά των καθολικών διαδόχων (κληρονόμων) του αποβιώσαντος, απευθυνόμενα δε κατά του αποβιώσαντος είναι άκυρα, υπό την προϋπόθεση όμως, ότι ο αναιρεσείων διάδικος είχε λάβει γνώση προτού ασκηθεί η αναίρεσή του, μ'οποιονδήποτε τρόπο, του θανάτου του αντιδίκου του, ώστε να διαπιστώσει τους κληρονόμους του και ν'απευθύνει κατ'αυτών την αναίρεση. Η αναίρεση συνεπώς που απευθύνεται κατά του αποβιώσαντος, χωρίς όμως να γνωρίζει το θάνατό του ο αναιρεσείων, δεν είναι άκυρες και νόμιμα χωρεί η συζήτηση αυτής με τους κληρονόμους του αποβιώσαντος, οι οποίοι καλούνται προς τούτο ή εμφανίζονται κατά τη συζήτηση με την ιδιότητα αυτή στη θέση του αναιρεσιβλήτου και προβάλλουν υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς (Ολ.ΑΠ 27/1987). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, κατά το χρόνο ασκήσεως της αναιρέσεως, ήτοι στις 14.2.2013, η πρώτη αναιρεσίβλητη Α., χήρα Δ. Μ., το γένος Ν. Ρ., είχε ήδη και δή από 13.1.2013, αποβιώσει (βλ. υπ' αριθμ. 20/3/15.1.2013 Ληξιαρχική Πράξη Θανάτου του Δήμου Αθηναίων). Πλήν όμως η αναίρεση παραδεκτά ασκήθηκε κατ'αυτής, καθόσον οι αναιρεσείουσες δεν γνώριζαν τον θάνατό της, του οποίου έλαβαν γνώση μετά την άσκηση της αναίρεσης και συγκεκριμένα στις 16.2.2013, με τη γνωστοποίηση σ'αυτές του θανάτου της, καθώς και των εξ αδιαθέτου κληρονόμων της, ήτοι των τριών παιδιών της, που τελικά είναι και οι εκ διαθήκης κληρονόμοι της και μάλιστα κατ'ισομοιρία, ήτοι κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, κατά τη νόμιμα δημοσιευθείσα με το υπ'αριθμ.1/2013 πρακτικό Δημοσιεύσεως του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου της ενώπιον της συμβ/φου Αθηνών Βασιλικής Μπάη συνταχθείσας υπ'αριθμ..../6.6.2011 δημοσίας διαθήκης της (βλ. τις από 16-2-2013 επισημειώσεις του δικαστικού επιμελητή Αθηνών, επί του επιδοθέντος σε κάθε αναιρεσείουσα αντίγραφο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως με την προσαρτημένη σ'αυτό γνωστοποίηση θανάτου και κληρονόμων καθώς και των οικείων νομιμοποιητικών εγγράφων και τα προαναφερθέντα πρακτικό δημοσιεύσεως και αντίγραφο δημόσιας διαθήκης). Οι ως άνω κληρονόμοι υπεισήλθαν στη θέση της εν λόγω αποβιώσας αναιρεσίβλητης και συνεχίζουν την εναντίον της αναιρετική δίκη, ενώ οι ασκηθέντες από 31.10.2013 πρόσθετοι λόγοι παραδεκτά απευθύνθηκαν εναντίον τους, αφού κατά τα προαναφερθέντα κατά το χρόνο αυτό (31.10.2013) είχε γνωστοποιηθεί το γεγονός του θανάτου της δικαιοπαρόχου τους. Ενόψει τούτων η αναίρεση είναι παραδεκτή, όπως παραδεκτοί είναι και οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, των οποίων έχει λάβει χώρα και εμπρόθεσμη επίδοση, ήτοι προ τριάντα τουλάχιστον ημερών από την ορισθείσα συζήτηση της αναιρέσεως, όπως τούτο προκύπτει από τα υπ' αριθ. .../1.11.2013, .../1.11.2013, .../1.11.2013 και .../1.11.2013 αποδεικτικά επιδόσεως του δικαστ. επιμελητού Αθήνας …. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ.11 περ.γ' του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης (Ολ.ΑΠ 2/2008), οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Κατά την έννοια του παραπάνω εδαφίου του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, για την ίδρυση του λόγου αυτού αναιρέσεως αρκεί η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας των αποδεικτικών μέσων που προσκόμισαν με επίκληση, τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη του, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 338 επ του ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) το Εφετείο, από τη συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων, σ'αυτό, αποδεικτικών στοιχείων δέχθηκε κατ'ανέλεγκτη κρίση, σε σχέση με την ένδικη διεκδικητική κυριότητας αγωγή των αναιρεσιβλήτων και των κατ'αυτής υποβληθεισών ένστασεων ιδίας κυριότητας και παραγραφής τα ακόλουθα, συνοπτικά, πραγματικά περιστατικά: "Η πρώτη ενάγουσα με το νόμιμα μεταγεγραμμένο υπ'αριθμ…./1958 συμβόλαιο και η Α. Ρ. με το νόμιμα επίσης μεταγεγραμμένο υπ'αριθμ…./1958 συμβόλαιο, του συμβ/φου Αθηνών Βασιλείου Σολωμού, μεταβίβασαν η μεν πρώτη ένα αγροτεμάχιο επιφανείας 2772,80 τ.μ., η δε δεύτερη ένα αγροτεμάχιο επιφανείας 2600 τ.μ., που βρίσκονται στη θέση "..." της περιοχής "... στον Θ. ή Λ. Γ. η πρώτη και στην "Ανώνυμη Εταιρεία Μεταφορών ΓΕΠΑ" η δεύτερη. Στα εν λόγω συμβόλαια αναφέρεται ότι κάθε πωλήτρια έχει αφήσει παρακείμενο του πωληθέντος αγροτεμαχίου εδαφικό τμήμα πλάτους 6μ και μήκους 80μ., ήτοι εμβαδού 480 τμ. το καθένα, με σκοπό τη δημιουργία ιδιωτικής οδού. Τα πωληθέντα και παρακείμενα των εδαφικών αυτών τμημάτων αγροτεμάχια, μετά από διαδοχικές μεταβιβάσεις, περιήλθαν στην κυριότητα της δεύτερης εναγομένηςμ ως ενιαίο αγροτεμάχιο, επιφανείας 5.200 τ.μ., ενώ η δεύτερη από τις παραπάνω εδαφικές λωρίδες, φέρεται ως ανήκουσα κατά κυριότητα και κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου στις εναγόμενες, με απώτερη εκ κληρονομίας δικαιοπάροχό τους την Α. Ρ.. Περί το τέλος του 2004 οι εναγόμενες εταιρείες απέβαλαν τις ενάγουσες από τα επίδικα, συνολικής επιφανείας 960 τ.μ. (480 + 480), εδαφικά τμήματα, αντικαθιστώντας την προστατευτική μπάρα που υπήρχε στη νότια πλευρά των επιδίκων και κτίζοντας μανδρότοιχο με συρματόπλεγμα στη βόρεια πλευρά. Τα εδαφικά αυτά τμήματα που αφέθηκαν για τη δημιουργία ιδιωτικής οδού και για την εξυπηρέτηση και επικοινωνία, με την Ιερά Οδό των προς βορράν των εδαφικών αυτών λωρίδων ιδιοκτησιών των κληρονόμων των Ι. και Ν. Ρ., στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ενάγουσες, δεν είναι κοινόχρηστες (λωρίδες) γιατί δεν χαρακτηρίστηκαν ως κοινόχρηστος χώρος με την έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου της περιοχής, αλλά ούτε και τέθηκαν σε κοινή χρήση με τη βούληση των ιδιοκτητών. Στις επίδικες εδαφικές λωρίδες με τη συναίνεση και τη ανοχή του συζύγου της πρώτης ενάγουσας και αδελφού της δεύτερης Δ. Μ., η εταιρεία του οποίου είχε μισθώσει παρακείμενο οικόπεδό τους, στάθμευαν τα αυτοκίνητά τους οι εναγόμενες, ενώ τα κλειδιά της πόρτας, που βρισκόταν στη βόρεια πλευρά των επιδίκων τα κατείχε πάντα ο Δ. Μ. Από το γεγονός ότι η δεύτερη εναγόμενη στάθμευε τα αυτοκίνητά της στο επίδικο, δεν συνάγεται το συμπέρασμα ότι νεμόταν αυτό με την πρόθεση να το έχει δικό της, καθόσον αυτό γινόταν με τη συναίνεση των εναγουσών, ενώ η δεύτερη εναγόμενη δεν αγόρασε με τον τίτλο κτήσεως του παρακειμένου των επιδίκων ακινήτων τους και τα επίδικα, ούτε αποδείχθηκε ότι ο πωλητής του ακινήτου αυτού (Συνεταιρισμός Γ' ΚΤΕΛ) νεμόταν αυτά για διάστημα είκοσι ετών, ενώ η μνεία στο μεταβιβαστικό αυτό συμβόλαιο ότι το πωληθέν αγροτεμάχιο συνορεύει με τα επίδικα "τα οποία νεμόταν η πωλήτρια εταιρεία για διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι ετών", δεν ασκεί επιρροή. Ακόμη το γεγονός της εκμισθώσεως των επιδίκων ακινήτων από τη δεύτερη εναγομένη τόσο στην πρώτη, όσο και σε άλλους μισθωτές, για να χρησιμοποιηθούν ως χώρο, σταθμεύσεως αυτοκινήτων, δεν μπορεί να οδηγήσει σε αντίθετη κρίση, καθόσον οι ενάγουσες δεν γνώριζαν, αλλά ούτε και όφειλαν να γνωρίζουν εάν τα σταθμευμένα αυτοκίνητα ανήκαν σε υπαλλήλους της δεύτερης εναγόμενης ή των μισθωτριών της. Οι ενέργειες της δεύτερης εναγόμενης έγιναν με σχεδιασμό και σκοπιμότητα προκειμένου να θεμελιώσει δικαίωμα κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία επί των επιδίκων, εκμεταλλευόμενη την ανοχή των εναγουσών για στάθμευση των αυτοκινήτων της, ώστε να επικαλεσθεί νομή από του χρόνου αγοράς του παρακειμένου ακινήτου της, ήτοι από το 1984, η δε δήλωση από αυτή (δεύτερη εναγομένη) των επιδίκων από το 1997 στο έντυπο Ε-9 ήταν προσχηματική και έγινε για τη θεμελίωση αξιώσεων επί του επιδίκου, ενώ ο χρόνος εκδηλώσεώς τους δεν είναι επαρκής για τη θεμελίωση δικαιώματος έκτακτης χρησικτησίας. Ενόψει τούτων πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και να απορριφθούν ως αβάσιμες οι ενστάσεις της δεύτερης εναγόμενης περί ιδίας κυριότητας και περί παραγραφής της ένδικης αξιώσεως των εναγουσών".Ακολούθως το Εφετείο δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την έφεση και αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει αντιθέτως, δίκασε εκ νέου την αγωγή και αφού την δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη αναγνώρισε την κυριότητα των εναγουσών επί των επιδίκων εδαφικών λωρίδων και δη την πρώτη ενάγουσα ως αποκλειστική κυρία της μιας από τις εδαφικές αυτές λωρίδες και τις δύο δι ενάγουσες συγκύριες, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου της άλλης εδαφικής λωρίδας και υποχρέωσε τις εναγόμενες να τις αποδώσουν....". Με το δεύτερο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τον αριθ.11 περ.γ του άρθρου 559 πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι αναιρεσείουσες, μεταξύ άλλων, επαναπροσκόμισαν και επικαλέσθηκαν στη δευτεροβάθμια δίκη, από τα οποία προέκυπτε το ουσία αβάσιμο της αγωγής των αναιρεσιβλήτων και η ουσιαστική βασιμότητα της ενστάσεως ιδίας κυριότητας των αναιρεσειουσών και ότι ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη α)την από 31.3.1985 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της πρώτης ενάγουσας - αναιρεσίβλητης και της δικαιοπαρόχου της δεύτερης ενάγουσας - αναιρεσίβλητης, στην οποία αυτές αναφέρουν ότι από το 1953 είχαν δημιουργήσει οδό επιφανείας 960 τ.μ. (480+480) που είχε αφεθεί από τις ιδιοκτησίες τους και ότι οι εναγόμενες - αναιρεσείουσες από τον Φεβρουάριο του 1985 προέβησαν στην κατασκευή μεγάλης θύρας, που κάλυπτε όλο το πλάτος της οδού, με αποτέλεσμα να τις εμποδίζουν από την χρήση της οδού, προσβάλλοντας παράνομα, κατά το άρθρο 57 ΑΚ, την προσωπικότητά τους, β)τις από 9.2.2005 και 22.9.2005 αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων των εναγουσών - αναιρεσιβλήτων κατά των εναγομένων - αναιρεσειουσών, στις οποίες δεν γίνεται οποιαδήποτε μνεία ή αναφορά περί δικαιώματος κυριότητας ή νομής επί των επιδίκων, αλλά μόνο προσβολή της προσωπικότητάς τους εξαιτίας φερόμενων κατασκευών από τις αναιρεσείουσες, που παρεμποδίζουν τη διέλευσή τους προς τις ιδιοκτησίες τους. Το Εφετείο βεβαιώνει μεν στην προσβαλλομένη απόφασή του ότι για το σχηματισμό της κρίσεώς του ως προς το ανωτέρω ζήτημα έλαβε υπόψη τις καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν, ενόρκως στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι. Όμως από μόνη τη βεβαίωση αυτή του Εφετείου, το όλο περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως του και το σύνολο των ως άνω αιτιολογιών αυτής δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο και αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφθηκαν υπόψη από το Εφετείο και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού του πορίσματος, ως προς την κυριότητα και συγκυριότητα των εναγουσών στα επίδικα ακίνητα και οι ως άνω αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, δοθέντος ότι η απόφαση, ενώ στηρίζεται στις καταθέσεις των μαρτύρων και σε όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι, από τα οποία προκύπτει, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, η ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής των αναιρεσιβλήτων, δεν ασχολείται καθόλου με τα πιο πάνω έγγραφα των αναιρεσειουσών και μπορούσε βεβαίως το Δικαστήριο, ως μη δεσμευόμενο από τα όσα αναφέρονται στα έγγραφα αυτά, να καταλήξει σε αντίθετο πόρισμα, ενόψει όμως της σοβαρότητας των αποδεικτικών αυτών στοιχείων, έπρεπε να τα αντικρούσει ειδικώς, μη αρκούσης προς τούτο της αόριστης αναφοράς της αποφάσεως ότι "το ότι σε δικόγραφα των εναγουσών τα επίδικά αναφέρονται με τον εντελώς αδόκιμο όρο ως κοινόχρηστος δρόμος, δεν αρκεί για να συναγάγει το δικαστήριο ότι αυτά (επίδικα) είχαν εξαιρεθεί της ιδιοκτησίας των εναγουσών και ότι ο καθένας μπορούσε να τα χρησιδεσπόσει". Ενόψει τούτων ως προς τα έγγραφα αυτά (τρείς αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων), στοιχειοθετείται ο ερευνώμενος από τη διάταξη του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, ο οποίος και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Κατ'ακολουθίαν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, πλην των πρότερον δικασάντων (άρθρ.580 παρ.3 ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στις αναιρεσείουσες του κατατεθέντος, από αυτές, παραβόλου (άρθρ.495 παρ.4 ΚΠολΔ). Οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειουσών (άρθρ.176, 180 παρ.1 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ'αριθμ.5420/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Αθηνών, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην αυτών που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Διατάσσει την επιστροφή στις αναιρεσείουσες του κατατεθέντος από αυτές παραβόλου. Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Θάνατος του φυσικού προσώπου του αρχικού διαδίκου. Αν ο αντίδικος αγνοεί το θάνατο, το ένδικο μέσο που ασκεί και απευθύνεται κατά του προσώπου που απεβίωσε δεν είναι ανίσχυρο (άκυρο). Έγκυρη η συζήτηση με τους κληρονόμους (άρθρ. 62, 313 παρ. 1, 573 παρ. 1, 286 επ. ΚΠολΔ). 559 αρ. 11γ’ ΚΠολΔ αν δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο και αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφθηκαν υπόψη τα νομίμως επικληθέντα και προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, η απόφαση αναιρείται.
Διάδικοι
Αποδεικτικά μέσα, Διάδικοι.
0
Αριθμός 729/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ι. Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων - καθών η κλήση: 1)Γ. Μ. του Ν., 2)Σ. Μ. του Ν. και 3)Β. Μ. του Ν., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γ. Μπότη. Του αναιρεσιβλήτου - καλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Εμμανουέλα Πανοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ2 του Κ.Πολ.Δικ. Του αναιρεσιβλήτου - καθού η κλήση: Δήμου Ξυλοκάστρου, που εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/3/1981 αγωγή του αρχικού διαδίκου Ν. Μ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κορίνθου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 543/1981 μη οριστική, 397/2000 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου, 682/2003 μη οριστική και 62/2010 οριστική του Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 30/6/2010 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 1767/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επαναφέρει το καλούν Ελληνικό Δημόσιο με την από 4/3/2013 κλήση του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 10/10/2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Δημητρίου Μαζαράκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 568 και 576 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως απουσιάζει ένας από τους αναιρεσίβλήτους και ο αναιρεσίβλητος που επισπεύδει τη συζήτηση έχει επιδώσει σ' αυτόν αντίγραφο του κατατεθέντος δικογράφου της αιτήσεως με κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο που έχει οριστεί, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία του κλητευθέντος αναιρεσιβλήτου. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, ο δεύτερος αναιρεσίβλητος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση. Όπως δε προκύπτει από τις υπ'αριθμ.2923 και 2924/5-8-2013 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Κορίνθου Γεωργίας Σούκαλη, τις οποίες το πρώτο αναιρεσίβλητο ελληνικό δημόσιο προσκομίζει και επικαλείται, το τελευταίο επέδωσε στον αιτούντα αναιρεσίβλητο, νόμιμα και εμπρόθεσμα, αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως, με την κάτω από αυτήν πράξη με την οποία ορίζεται η ανωτέρω δικάσιμος προς συζήτησή της και με κλήση για να παραστεί κατά τη δικάσιμο αυτή. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, το δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία του κλητευθέντος, ως ανωτέρω, αναιρεσιβλήτου. ΙΙ. Κατά το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Αστικού κώδικα κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά γεγονότα για την απόκτησή τους. Έτσι, κατά τις διατάξεις των ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. Κωδ. (7.31) Βασ. 50 (10.4), ν. 12 Πανδ. (2.53) και τις αντίστοιχες με αυτές διατάξεις των άρθρων 1033, 1041 και 1045 ΑΚ, η κυριότητα ακινήτου αποκτάται, κατά παράγωγο μεν τρόπο με σύμβαση που καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγράφεται νόμιμα, πρωτότυπα δε με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1, Κωδ. (7.39) 9 παρ. 1 (Βασ. 50.14), γίνεται κάποιος κύριος ακινήτου πράγματος με έκτακτη χρησικτησία, αν νεμηθεί αυτό συνέχεια επί μία τριακονταετία με καλή πίστη, δηλαδή, με την πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής δεν προσβάλλεται κατ' ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου (ν. 27, Πανδ. (18.1.), 15 παρ. 3, 48 Πανδ. (41.3), 2 παρ. 4 και 7, 11 Πανδ. (51.4), 5 παρ. 1 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16), ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 65 του ΕισΝΑΚ, από την έναρξη της ισχύος του ΑΚ αρκεί η για μια εικοσαετία νομή με διάνοια κυρίου. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορρωμαϊκού Δικαίου, ν.2 παρ. 2, Πανδ. (41.4), ν. 5, Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (13.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3), για το συνυπολογισμό του χρόνου χρησικτησίας των προκτητόρων εκείνου που χρησιδεσπόζει στον ίδιο αυτού χρόνο, προς συμπλήρωση του πιο πάνω χρόνου που ήταν αναγκαίος για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη και τακτική χρησικτησία, απαιτούνταν νόμιμη αιτία, δηλαδή, ειδική ή καθολική διαδοχή. Κατά τη διάταξη, επίσης, του άρθρου 1051 του ΑΚ, εκείνος που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή ειδική διαδοχή μπορεί να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Από την τελευταία αυτή διάταξη, συνδυαζόμενη προς εκείνη του άρθρου 1045, καθώς και προς αυτές των άρθρων 249, 271, 974 και 976 ΑΚ, προκύπτει ότι στην έκτακτη χρησικτησία για το συνυπολογισμό της νομής των προκτητόρων του χρησιδεσπόζοντος πράγμα κινητό ή ακίνητο στην ίδια αυτού νομή, προς συμπλήρωση του αξιούμενου γι' αυτή από το νόμο χρόνου νομής (εικοσαετίας), δεν απαιτείται ειδική διαδοχή στο επί του πράγματος δικαίωμα κυριότητας, αλλά αρκεί απλώς ειδική διαδοχή στη νομή, η οποία (ειδική διαδοχή επί νομής), αναγνωριζόμενη από τον ΑΚ, χωρεί με παράδοση που γίνεται με τη βούληση του νομέα (976 ΑΚ) και έχει την έννοια ότι στον αποκτώντα μεταβιβάζεται η ίδια νομή, την οποία είχε ο μεταβιβάζων και παραδίδων (Ολ.ΑΠ 1593/1979). Άσκηση δε φυσικής εξουσίας επί του ακινήτου, η οποία εμπίπτει στην έννοια της νομής κατά το άρθρο 974 ΑΚ και η οποία (φυσική εξουσίαση) επέρχεται όταν υπάρχουν οι πραγματικοί όροι, έτσι ώστε κατά τη συνηθισμένη και ομαλή πορεία των πραγμάτων, σύμφωνα και με τις κρατούσες στις συναλλαγές αντιλήψεις, το πράγμα να θεωρείται ότι τέθηκε στη διάθεση του αποκτώντος και να τελεί υπό την εξουσία του, συνιστούν όλες οι πράξεις οι προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και είναι δηλωτικές της εξουσίασής του απ' αυτόν. Από το συνδυασμό, επίσης, των διατάξεων των ν. 8 παρ. 1, Κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1, Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ. 20, Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ. Πανδ. (44-3), ν. 76 παρ. 1, Πανδ. (18.1) και ν. 7 παρ. 3, Πανδ. (23.3) του Βυζαντινορρωμαϊκού Δικαίου, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21-6/3.7.1837 "περί διακρίσεως κτημάτων", προκύπτει περαιτέρω ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν, και σε δημόσια κτήματα, όπως είναι και τα δημόσια δάση, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915. Και αυτό γιατί μετά την αμέσως πιο πάνω ημερομηνία δεν ήταν επιτρεπτή η χρησικτησία στα δημόσια κτήματα, όπως, ειδικότερα, προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου", που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότησή του, και αφετέρου του άρθρου 21 του Ν.Δ. της 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", που κυρώθηκε με τη με αριθμό 24/1926 Συντακτική Απόφαση, κατά την οποία τα δικαιώματα του Δημοσίου επί των ακίνητων κτημάτων δεν υπόκεινται σε καμιά παραγραφή στο μέλλον, ενώ, εξάλλου, αυτή που άρχισε, δεν έχει καμιά συνέπεια, αν μέχρι τη δημοσίευση του πιο πάνω διατάγματος δεν είχε συμπληρωθεί η παραγραφή των τριάντα ετών, κατά τους νόμους που ίσχυαν. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος της αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Κατά δε το άρθρο 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.Απ. 24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του, σχετικά με την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή του ενάγοντος και ήδη δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων και την ένσταση ιδίας κυριότητας του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο Ζ. Μ. είχε αποκτήσει στην πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή του με παραχώρηση από το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο δυνάμει των με αριθμούς 51990/3-1-1881, 52044/3-1-1881 και 245786/31-8-1918 παραχωρητηρίων αυτού, που μεταγράφηκαν νόμιμα (...), τέσσερις συνεχόμενους ξηρικούς αγρούς, εκτάσεως του πρώτου 2 στρεμμάτων, του δεύτερου 6 στρεμμάτων και του τρίτου και τέταρτου, που περιελήφθησαν αμφότεροι στο τρίτο παραχωρητήριο, 3 και 4 στρεμμάτων, αντιστοίχως, ενόλω δε (2+6+3+4=) 15 στρεμμάτων, που βρίσκονται στη θέση "Νησί" της κτηματικής περιφέρειας της πρώην Κοινότητας και ήδη Δημοτικού Διαμερίσματος Καμαρίου του Δήμου Ξυλοκάστρου Κορινθίας (...). Την 22.4.1915 ο Ζ. Μ. με το υπ' αριθμόν ... πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Β. Δ., που μεταγράφηκε νόμιμα (...), πούλησε και μεταβίβασε στους υιούς του Γ. Μ. και Η. Μ. και κατά το ήμισυ εξ αδιαιρέτου στον καθένα, μεταξύ άλλων ακινήτων, και το υπ' αριθμόν 7 περιγραφόμενο στο παραπάνω συμβόλαιο, δηλαδή "έναν αγρό εκ 12 περίπου στρεμμάτων, κείμενον στη θέση "Νησί" και "οροθετούμενον με ομοίους Θ. Κουρή, δρόμον, κληρονόμων Καραβούλη και ακτήν θαλάσσης", τον οποίον είχε αποκτήσει "συνεπεία δηλώσεώς του ως εθνικό". Πρόκειται για τους παραπάνω δύο ξηρικούς αγρούς εκτάσεως 2 και 6 στρεμμάτων, ενόλω δε 8 στρεμμάτων, τους οποίους ο πωλητής κατά το χρόνο της πώλησης είχε αποκτήσει από το εναγόμενο με τα ... και ... παραχωρητήρια αυτού. Ενώ όμως στα τελευταία η έκταση που του παραχωρήθηκε ανέρχεται σε 8 μόνο στρέμματα, με το προαναφερόμενο μεταγενέστερο πωλητήριο συμβόλαιο πωλεί και μεταβιβάζει στους υιούς του αγρό 12 στρεμμάτων, δηλαδή έκταση κατά 4 στρέμματα μεγαλύτερη από εκείνη που του είχε παραχωρηθεί. Περαιτέρω από την ίδια αυτή αγροτική έκταση των 8 στρεμμάτων ο ίδιος ο Ζ. Μ. με το υπ' αριθμόν ... πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Τρικάλων Β. Δ., που μεταγράφηκε νόμιμα, πούλησε και μεταβίβασε στον Γ. Α. ένα τμήμα εκτάσεως 1.680 τετ. μέτρων, ενώ οι υιοί του Γ. και Η. Μ. από την υπόλοιπη έκταση την οποίαν ο πατέρας τους τους μεταβίβασε με το προαναφερόμενο ... πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Τρικάλων Β. Δ. πούλησαν και μεταβίβασαν διαδοχικά με τα υπ' αριθμούς ... των Συμβολαιογράφων Τρικάλων Β. Δ., Κ. Δ., Β. Δ. και Β. Δ. που μεταγράφτηκαν νόμιμα στους Β. σύζυγο Α. Χ. το γένος Α., Ι. Κ., Ε. σύζυγο Π. Ρ. το γένος Α. και Γ. σύζυγο Σ. Κ.υ μερικότερα τμήματα εκτάσεως 1.350 τετ. μέτ, 1.000 τετ. μέτρων, 1.905 τετ. μέτ. και 1.000 τετ. μέτ. αντιστοίχως. Μετά τις διαδοχικές αυτές πωλήσεις, αρχικά εκ μέρους του Ζ. Μ. και ακολούθως εκ μέρους των ειδικών διαδόχων του, υιών του, Γεωργίου και Η. Μ., από την αρχική αγροτική έκταση των 8 στεμμάτων την οποίαν το εναγόμενο είχε παραχωρήσει στον πρώτο με τα δύο πρώτα, υπ' αριθμούς ..., παραχωρητήρια απέμεινε στους ειδικούς αυτούς διαδόχους του υιούς του Γ. και Η. Μ. αγροτική έκταση (8.000 - 1.680 - 1.350 - 1.000 - 1905 - 1.000 =) 1.065 τετ. μέτρων. Το έτος 1926 απεβίωσε ο Ζ. Μ., χωρίς να αφήσει διαθήκη, και κληρονομήθηκε κατά την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή από τα δύο πιο πάνω άρρενα τέκνα του, Γ. και Η. Μ.. Κατά το χρόνο του θανάτου του Ζ. Μ. στην κληρονομιά του ανήκαν και οι δύο ξηρικοί αγροί εκτάσεως 3 και 4 στρεμμάτων στη θέση "Νησί", τους οποίους το εναγόμενο του είχε παραχωρήσει με το μεταγενέστερο, τρίτο κατά σειράν, υπ' αριθμόν 245786/1918 παραχωρητήριο. Οι αγροί αυτοί, συνολικής εκτάσεως 7 στρεμμάτων, η οποία δεν είχε απομειωθεί με μεταγενέστερες πωλήσεις, περιήλθαν κατά την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή στους υιούς του αποβιώσαντος Γ. και Η. Μ. και κατά το ήμισυ εξ αδιαιρέτου στον καθένα τους. Έτσι, οι τελευταίοι μετά τον θάνατο του πατέρα τους το έτος 1926 έγιναν κύριοι αγροτικής εκτάσεως 8 περίπου στρεμμάτων, με την προσθήκη στο κληρονομιαίο ακίνητο των επτά στρεμμάτων και του ενός στρέμματος που τους είχε απομείνει από την έκταση των 8 στρεμμάτων των δύο προγενέστερων ... και ... παραχωρητηρίων μετά τις προαναφερόμενες προς τρίτους διαδοχικές πωλήσεις τμημάτων αυτής πρώτα από τον πατέρα τους και ύστερα από τους ίδιους. Την 16.9.1936 οι Γ. και Η. Μ. με το υπ' αριθμόν ... διανεμητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Πάνου Γιαννόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα, διένειμαν την κοινή αμφοτέρων ακίνητη περιουσία, στην οποίαν ανήκε και το αναφερόμενο υπ' αριθμόν 6 στο παραπάνω συμβόλαιο ακίνητο, ήτοι "αγρός 8 στρεμμάτων περίπου εις θέσιν Νησί οριζόμενος με δρόμον, ακτήν θαλάσσης, Σ. Σ. και κληρονόμους Θ. Κ.". Το παραπάνω ακίνητο είναι αυτό που περιήλθε στους συμβαλλομένους από τον πατέρα τους, κατά μεν τα επτά στρέμματα, από κληρονομία του, κατά δε το ένα στρέμμα από την προς αυτούς εκ μέρους του πώληση με το υπ' αριθμόν ... συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Β. Δ., στον δε πατέρα τους αμφότερα τα τμήματα αυτά είχαν περιέλθει το μεν πρώτο των 7 στρεμμάτων με το υπ' αριθμόν 245786/1918 παραχωρητήριο του εναγομένου, το δε δεύτερο του 1 στρέμματος ως τμήμα μείζονος εκτάσεως 8 στρεμμάτων με τα υπ' αριθμούς ... και ... παραχωρητήρια του εναγομένου, η οποία εν τω μεταξύ είχε απομειωθεί στο 1 στρέμμα με τις προαναφερόμενες προς τρίτους διαδοχικές πωλήσεις τμημάτων της. Οι Γ. και Η. Μ. διένειμαν τον παραπάνω ξηρικό αγρό των 8 στρεμμάτων έτσι ώστε το 1/4 αυτού προς το ανατολικό μέρος να το λάβει ο Γ.ς Μ., το ήμισυ του όλου συνεχομένως του ως άνω τμήματος να το λάβει ο Η. Μ. και το 1/4 προς το δυτικό μέρος αυτού να το λάβει ο Γ.ς Μ.. Έτσι από τον κοινό αγρό των οκτώ στρεμμάτων στη θέση "Νησί" ο Η. Μ. έλαβε 4 στρέμματα στο μέσον αυτού και ο Γ.ς Μ. ανά 2 στρέμματα ανατολικά και δυτικά. Με το πιο πάνω διανεμητήριο συμβόλαιο οι αδελφοί Γ. και Η. Μ. διένειμαν την κοινή τους περιουσία, αποτελούμενη από δεκαεπτά συνολικά ακίνητα, "επισημοποιήσαντες", όπως χαρακτηριστικά αναγράφεται σε αυτό, "την αγράφως μεταξύ των προ δωδεκαετίας γενομένην διανομήν". Συνεπώς, εκτός από τα παραπάνω οκτώ στρέμματα στη θέση "Νησί" της πρώην Κοινότητας Καμαρίου δεν είχαν άλλη επιπλέον κοινή έκταση στην ίδια θέση, συνεχόμενη της πρώτης, που για κάποιο λόγο δεν την συμπεριέλαβαν στο πιο πάνω διανεμητήριο συμβόλαιο και την άφησαν εκτός αυτού, αφού η θέλησή τους ήταν να εκκαθαρίσουν δι' αυτού και "επισήμως", όπως οι ίδιοι αναγράφουν, τη μεταξύ τους σχέση κοινωνίας. Περαιτέρω ο Γ.ς Μ. 1) με το υπ' αριθμόν ... προικοσύμφωνο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Γεωργίου Φελούκα, που μεταγράφηκε νόμιμα (...), συνέστησε υπέρ της θυγατέρας του Χ.ς και ενόψει του γάμου της με τον Β. Χ. προίκα αποτελούμενη, εκτός από άλλα ακίνητα, και "από το 1/2 διαιρετώς και ορθίως προς ανατολάς ενός αγρού χερσώδους και αγόνου εκτάσεως τεσσάρων στρεμμάτων περίπου κειμένου εις θέσιν "Νησί" Καμαρίου και οριζομένου με Θ. Κ., Α. Μ., Η. Μ., θάλασσαν και Δημοσιαν Οδόν", και 2) με το αμέσως επόμενο υπ' αριθμόν 387/1.10.1956 πωλητήριο συμβόλαιο του ίδιου πιο πάνω Συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα (...) πούλησε και μεταβίβασε στον μέλλοντα γαμβρό του Β. Χ. "έναν αγρόν εκτάσεως δύο περίπου στρεμμάτων χερσώδη και άγovov κείμενον εις θέσιν "Νησί" περιφερείας κοινότητας Καμαρίου και οριζόμενον με προικώον Β. Χ., Θ. Κ., Α. Μ., Η. Μ., θάλασσαν και δρόμον. Με τα προαναφερόμενα δύο συμβόλαια ο Γ.ς Μ. διπλασιάζει τον αγρό των 2 στρεμμάτων που είχε αποκτήσει με το προαναφερόμενο διανεμητήριο συμβόλαιο προς το δυτικό μέρος του όλου ακινήτου των οκτώ στρεμμάτων που διένειμε με τον αδελφό του Η. Μ. και τον εμφανίζει ως έχοντα έκταση 4 στρεμμάτων και εξ αυτών τα δύο στρέμματα ανατολικώς τα συστήνει προίκα στη θυγατέρα του Χ., τα έτερα δύο δε δυτικώς τα πουλάει στον γαμβρό του Β. Χ.. Ο γάμος όμως της θυγατέρας του Χ.ς με τον Β. Χ. λύθηκε με διαζύγιο το έτος 1960 και ο προικολήπτης Β. Χ. δια μεν του υπ' αριθμόν ... συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Κορίνθου Σπυρίδωνος Γαρούφη, που μεταγράφηκε νόμιμα, απέδωσε στην πρώην σύζυγο του Χ. θυγατέρα Γ. Μ. τον πιο πάνω προικώο αγρό των δύο στρεμμάτων, δια δε του υπ' αριθμόν ... πωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Πάνου Γιαννόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα, πούλησε και μεταβίβασε στους Θ. Γ. και Ν. Σ. τον έτερο αγρό των δύο στρεμμάτων, τον συνεχόμενο του προικώου, τον οποίον είχε αγοράσει από τον πατέρα της πρώην συζύγου του Γ. Μ. με το προαναφερόμενο πωλητήριο συμβόλαιο. Μετά ταύτα ο ενάγων προβαίνει στις ακόλουθες αγορές. 1) Την 15.12.1962 αγοράζει με το υπ' αριθμόν ... πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Πάνου Γιαννόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα, από τους Θ. Γ. και Ν. Σ. τον παραπάνω αγρό των 2 στρεμμάτων που τους είχε πουλήσει ο Β. Χ., 2)Την 2.2.1963 αγοράζει με το υπ' αριθμόν ... πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Πάνου Γιαννόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα, από την Χ. θυγατέρα Γ. Γ. τον έτερο αγρό των 2 στρεμμάτων, τον προς ανατολάς συνεχόμενο εκείνου του πρώην συζύγου της Β. Χ., το οποίον ο πατέρας της είχε δώσει προίκα και με τη λύση του γάμου της απεδόθη, 3) Την 28.4.1963 αγοράζει με το υπ' αριθμόν ... πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Γεωργίου Φελούκα, που μεταγράφηκε νόμιμα, από τους Ι. Α. Μ., Ν. Α. Μ., Β. Α. Μ., Δ. Α. Μ., Κ. θυγατέρα Α. Μ., Μ. θυγατέρα Α. Μ. και Α. θυγατέρα Α. Μ. "έναν αγρόν συνολικής εκτάσεως τριών περίπου στρεμμάτων ή όσης εκτάσεως είναι κείμενον εις θέσιν "Ποτάμι της περιφερείας και κοινότητας Καμαρίου του τέως Δήμου Τρικάλων οριζόμενον γύρωθεν με ακτήν θαλάσσης, ποταμόν Φονίσσης, Ν. Μ. και Θ. Κ.". Στο συμβόλαιο αυτό οι πιο πάνω πωλητές δηλώνουν ότι "Το άνω ακίνητο κέκτηνται κατά τα 3/28 έκαστος εξ αδιαιρέτου παρά του κατά την 5.9.1960 αποβιώσαντος πατρός των Α. Ι. Μ., κατοίκου Καμαρίου και ως εξ αδιαθέτου και εξ αδιαιρέτου κληρονόμοι τούτου και κατά το 1/28 έκαστος εξ αδιαιρέτου εκ κληρονομιάς της κατά την 30.12.1961 αποβιωσάσης μητρός των Ο. χήρας Α. Μ. κατοίκου ... ως εξ αδιαθέτου και εξ αδιαιρέτου κληρονόμοι ταύτης", ουδέν όμως αναφέρουν σε αυτό σχετικά με τον τρόπο κατά το οποίον οι γονείς τους το είχαν αποκτήσει, ουδέν καν περί χρησικτησίας, παρόλο ότι αυτοί είχαν προσφάτως, κατά χρόνο της σύνταξης του συμβολαίου, αποβιώσει. Kαι 4)ο ενάγων την 20.11.1963 αγοράζει με το υπ' αριθμόν ... πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Γεωργίου Φελούκα, που μεταγράφηκε νόμιμα, από τον Η. Μ. του Ζ. "έναν αγρό αμμώδη, συνολικής εκτάσεως τριών περίπου στρεμμάτων ή όσης εκτάσεως είναι, κείμενον εις θέσιν "Ποτάμι Φονίσσης ή Νησί" της περιφερείας και Κοινότητας Καμαρίου του τέως Δήμου Τρικάλων οριζόμενον γύρωθεν με Γ. Μ., Ν.ν Μυλωνά, ακτήν θαλάσσης και δημόσιον δρόμον και τον οποίον κέκτηται εκ διανομής και δυνάμει του υπ' αριθμόν ... διανεμητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Πάνου Γιαννόπουλου, νομίμως μεταγραφέντος". Την 2.7.1969 απεβίωσε ο Γ.ς Μ. και με την υπ' αριθμόν ... δημόσια διαθήκη του που συντάχθηκε ενώπιον του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Γεωργίου Φελούκα και δημοσιεύθηκε με το υπ' αριθμόν 41/4.3.1970 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου άφησε στην ετέρα θυγατέρα του Μ. Μ., μεταξύ άλλων ακινήτων, και "έναν αγρό τεσσάρων περίπου στρεμμάτων εις θέσιν "Νησί Καμαρίου" οριζόμενον ανατολικώς με Κ. Γ. και κληρονόμων Σ. Σ., δυτικώς με Ν. Μ. (πρώην Η. Μ.), βορείως με ακτήν θαλάσσης και νοτίως με παλαιόν δρόμον Καμαρίου", τον οποίον η ως άνω κληρονόμος αποδέχθηκε, μαζί με την λοιπή κληρονομία του πατέρα της, με την υπ' αριθμόν ... πράξη αποδοχής κληρονομίας του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Γεωργίου Φελούκα, που μεταγράφηκε νόμιμα. Με την παραπάνω διαθήκη ο Γ.ς Μ. έκανε με το ανατολικό τμήμα των 2 στρεμμάτων που είχε λάβει με τη διανομή του έτους 1935 ό, τι έκανε και με το δυτικό, το οποίο έδωσε προίκα στην άλλη κόρη του Χ., διπλασίασε δηλαδή την έκτασή του από 2 σε 4 στρέμματα, ώστε η κόρη του Μ. να λάβει και αυτή 4 στρέμματα, όσα έλαβε και η Χ.. Το ενιαίο της μεθόδου που εφάρμοσε ο Γ.ς Μ. για να διπλασιάσει τα 4 στρέμματα που είχε αποκτήσει με τη διανομή του 1935 σε 8 προκύπτει από το ότι η πιο πάνω δημόσια διαθήκη προς την κόρη του Μ., αφενός, και τα προικοσύμφωνο και πωλητήριο συμβόλαια προς την άλλη κόρη του Χ. και τον γαμπρό του Β. Χ., αφετέρου, με τα οποία διπλασιάζονται οι παραπάνω εκτάσεις, συντάσσονται την ίδια χρονική περίοδο. Η επίδικη εδαφική έκταση αποτυπώνεται στο από Ιουλίου 1999 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Α. Μ., το οποίο επισυνάπτεται στην από 30.7.1999 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του, υπό τα περιμετρικά αλφαβητικά στοιχεία Δ - ζ - η - θ-ι - Α - Β - σ - τ - υ - Γ - Δ και έχει έκταση 6.222 τετ. μέτ. Σύμφωνα με τον εν λόγω πραγματογνώμονα από την επίδικη έκταση: α)το προς δυσμάς τμήμα ι - Α - Β - σ - ι εκτάσεως 1.220 τετ. μέτρων εμπίπτει στο υπ' αριθμόν ... συμβόλαιο αγοράς εκ μέρους του ενάγοντος των 3 στρεμμάτων από τους κληρονόμους του Α. Μ., β) το ανατολικώς του προηγουμένου συνεχόμενο τμήμα η - θ - ι - σ-τ - η εκτάσεως 2.000 τετ. μέτρων εμπίπτει στο υπ' αριθμόν ... συμβόλαιο αγοράς εκ μέρους του ενάγοντα των 2 στρεμμάτων από τους Θ. Γ. και Ν. Σ., γ)το ανατολικώς του προηγουμένου συνεχόμενο τμήμα ζ - η - τ - υ - ζ εκτάσεως 2.000 τετ.μέτρων εμπίπτει στο υπ' αριθμόν ... συμβόλαιο αγοράς εκ μέρους του ενάγοντος των 2 στρεμμάτων από την Χ. θυγατέρα Γ. Μ. και δ)το ανατολικώς του προηγουμένου συνεχόμενο τμήμα Δ - ζ - υ - Γ -Δ εκτάσεως 1.002 τετ μέτρων εμπίπτει στο υπ' αριθμόν 6571/2003 συμβόλαιο αγοράς εκ μέρους του ενάγοντος των 3 στρεμμάτων από τον Η. Μ.. Επίσης στο ίδιο αυτό τοπογραφικό διάγραμμα ο "αμμώδης αγρός συνολικής εκτάσεως τριών περίπου στρεμμάτων ή όσης εκτάσεως είναι" τον οποίον ο ενάγων αγόρασε από τον Η. Μ. με το προαναφερόμενο υπ' αριθμόν 6571/1963 συμβόλαιο αποτυπώνεται υπό τα περιμετρικά στοιχεία α - β-γ - δ - Ε - Δ - ζ - υ - Γ - φ - χ -ψ - α, με πλευρικές διαστάσεις: χ - ψ - α = 129,3 μέτρα, ζ - υ = 124,50 μέτρα, χ -φ - Γ - υ = 53,5 μέτρα και α-β - γ-δ - ε - Δ - ζ = 65,2 μέτρα, από τις οποίες προκύπτει ότι τούτο υπερβαίνει σε έκταση κατά πολύ τα τρία στρέμματα που αναγράφονται στο παραπάνω συμβόλαιο και εγγίζει τα οκτώ στρέμματα. Έτσι ο παραπάνω πραγματογνώμονας αποφάνθηκε καταφατικά για το ζήτημα αν το επίδικο εμπίπτει ή όχι στα προαναφερόμενα 4 πωλητήρια συμβόλαια τα οποία ο ενάγων επικαλείται για να θεμελιώσει το αμφισβητούμενο δικαίωμα κυριότητας του στο επίδικο. Δεν αποφάνθηκε όμως και για το αν το επίδικο εμπίπτει ή όχι και στους τίτλους των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος, άμεσους και απωτέρους, ώστε η πραγματογνωμοσύνη του να είναι τεκμηριωμένη, ενώ ουδεμία εξήγηση παρέσχε για το πώς o αμμώδης αγρός που ο ενάγων αγόρασε από τον Η. Μ., ενώ στο παραπάνω συμβόλαιο φέρεται να έχει εμβαδόν τρία μόνο στρέμματα, μετά την καταμέτρηση και την αποτύπωση του στο παραπάνω τοπογραφικό διάγραμμα βρέθηκε να έχει εμβαδόν που εγγίζει τα οκτώ στρέμματα. Τις ελλείψεις αυτές της πρωτοδίκως διεξαχθείσης πραγματογνωμοσύνης κλήθηκε να συμπληρώσει ο διορισθείς με την 682/2003 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου πραγματογνώμονας τοπογράφος - μηχανικός Ε. Μ.. Ο εν λόγω πραγματογνώμονας, όπως προκύπτει από τη σχετική από 24.4.2005 έκθεση του, δεν προέβη σε επιτόπου εφαρμογή των τίτλων ούτε του ίδιου ενάγοντος, όπως τουλάχιστον έπραξε ο πρωτοδίκως διορισθείς συνάδελφος του, ούτε των δικαιοπαρόχων του, άμεσων και απώτερων μέχρι του Ζ. Μ., όπως του υπέδειξε η παραπάνω απόφαση, με την αιτιολογία ότι στους τίτλους αυτούς τα εμβαδά ορίζονται αόριστα με εκφράσεις του τύπου "περίπου ή όσον και αν είναι" και δεν -επισυνάπτονται τοπογραφικά διαγράμματα ή έστω σκαριφήματα ικανά να υποστηρίξουν την επιτόπου εφαρμογή τους, αλλά "θεώρησε την υπάρχουσα σήμερα κατάσταση και τα υπάρχοντα σήμερα εμβαδά σαν αληθή 'και αξιόπιστα", χρησιμοποίησε "τον ορθοφωτοχάρτη του Υπουργείου Γεωργίας της περιοχής Καμαρίου σε κλίμακα 1 : 5000, τοποθέτησε πάνω σε αυτόν τον χάρτη της αποτύπωσης του 1985 της Τοπογραφικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας", διαπίστωσε ότι οι δύο αυτοί χάρτες ταυτίζονται και ότι επομένως δεν μεταβλήθηκαν καθόλου οι ιδιοκτησίες των διαδίκων στα είκοσι χρόνια που διέρρευσαν από το 1985 μέχρι τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης, "τοποθέτησε πάνω στους χάρτες αυτούς όλα τα συμβόλαια αγοραπωλησιών του ενάγοντος σύμφωνα με τα εμβαδά τους με μια ευρύτερη έκφραση ως προς αυτά" και απεφάνθη ότι "το επίδικο ακίνητο περιλαμβάνεται πλήρως στους αναφερομένους στο σκεπτικό της προδικαστικής απόφασης τίτλους κυριότητας του ενάγοντος και δη τόσον τους δικούς του όσο και των δικαιοπαρόχων του άμεσων και απώτερων σύμφωνα με την περιγραφή τους". Ο παραπάνω πραγματογνώμονας παρεξέκλινε εντελώς από τις υποδείξεις της 682/2003 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, δεν εφάρμοσε επί τόπου τους τίτλους του ενάγοντα και των δικαιοπαρόχων του, ακολούθησε μέθοδο της δικής του εμπνεύσεως και στηρίχθηκε σε στοιχεία που δεν είναι πρόσφορα για να επιλυθεί το ζήτημα το οποίο τέθηκε υπό την κρίση του (όπως, υπάρχουσα σήμερα κατάσταση και υπάρχοντα εμβαδά, κατάσταση του έτους 1985). Επομένως, το πιο πάνω, ευνοϊκό για τον ενάγοντα, πόρισμα στο οποίο κατέληξε είναι αυθαίρετο και όχι αποτέλεσμα λεπτολόγου και επιστημονικά τεκμηριωμένης εξέτασης και έρευνας του ζητήματος επί του οποίου κλήθηκε να αποφανθεί. Από την αλληλουχία και το περιεχόμενο των τίτλων που παρατίθενται παραπάνω προκύπτει ότι οι αδελφοί Γ. και Η. Μ. μετά τη διανομή του έτους 1935 μόνο οκτώ στρέμματα στη θέση "Νησί" μπορούσαν εγκύρως να μεταβιβάσουν, από τέσσερα έκαστος, στους διαδόχους τους, ειδικούς και καθολικούς, από τις αρχικές εκτάσεις των τριών παραχωρητηρίων των ετών 1881 και 1918, διότι τόσα τους είχαν απομείνει κατά το χρόνο της διανομής, μετά τις πέντε διαδοχικές αγοραπωλησίες τμημάτων τους που προηγήθηκαν και αναφέρονται παραπάνω, και τόσα ακριβώς στρέμματα συμπεριέλαβαν ρητώς στη διανομή. Άλλη επιπλέον έκταση στην ίδια θέση αυτοί δεν είχαν, όπως εκτίθεται παραπάνω, διότι, υπό την αντίθετη εκδοχή, θα την συμπεριλάμβαναν και αυτήν στη διανομή. Αφαιρούμενης από τα οκτώ αυτά στρέμματα της ανατολικώς του όλου ακινήτου εκτάσεως των δύο στρεμμάτων την οποίαν ο Γ.ς Μ. άφησε στην κόρη του Μ. με τη δημόσια διαθήκη του 1957, εμφανίζοντας την ως έκταση τεσσάρων στρεμμάτων, απέμειναν έξι στρέμματα, τέσσερα του Η. Μ. στο μέσον και δύο του Γ. Μ. στο δυτικό μέρος του όλου ακινήτου. Τόσα δε ακριβώς στρέμματα, δηλαδή 4 και 2 και εν όλω 6, μπορούσε και ο ενάγων να αγοράσει εγκύρως από τον Η. και τον Γ. Μ. ή από τους ειδικούς διαδόχους τους. Ωστόσο ο ενάγων από μεν τους προαναφερόμενους ειδικούς διαδόχους του Γ. Μ., δηλαδή από την κόρη του Χ. και από τους Θ. Γ. και Ν. Σ. αγόρασε 4 στρέμματα, δηλαδή δύο παραπάνω από όσα πράγματι μπορούσαν αυτοί να του μεταβιβάσουν, διότι ο Γ.ς Μ., όταν πάντρεψε την κόρη του αυτή με τον Β. Χ., διπλασίασε την έκταση που τους έδωσε με τα προαναφερόμενα, προικώο και πωλητήριο, συμβόλαια, από δε τον Η. Μ. αγόρασε στην πραγματικότητα οκτώ στρέμματα, δηλαδή τέσσερα στρέμματα παραπάνω από όσα εκείνος μπορούσε εγκύρως να του μεταβιβάσει. Και ναι μεν στο σχετικό 6571/1963 συμβόλαιο ανεγράφη μικρότερη έκταση "τριών περίπου στρεμμάτων ή όσης έκτασης είναι", το ότι όμως με αυτό πουλήθηκε στην πραγματικότητα μεγαλύτερη έκταση, εγγίζουσα τα οκτώ στρέμματα προκύπτει από την αποτύπωση του πωληθέντος στο συνημμένο στην από 30.7.1999 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Α. Μ. από Ιουλίου 1999 τοπογραφικό διάγραμμα αυτού και τις αναγραφόμενες σε αυτό πλευρικές διαστάσεις του, όπως αυτές εκτίθενται παραπάνω, αλλά και από τη σύγκριση του τιμήματος των 70.000 δραχμών που ο ενάγων πλήρωσε για να το αγοράσει από τον Η. Μ. με εκείνο των 35.000 δραχμών που ο ίδιος πλήρωσε για να αγοράσει από τους κληρονόμους του Α. Μ. με το υπ' αριθμόν ... συμβόλαιο τον προς δυσμάς συνεχόμενο αμμώδη αγρό των τριών στρεμμάτων, διότι δεν είναι δυνατόν για το πρώτο ακίνητο, το οποίο γειτνιάζει με το δεύτερο, έχει την ίδια έκταση με αυτό και πωλείται την ίδια εποχή, να συμφωνείται και να καταβάλλεται διπλάσιο τίμημα από εκείνο που συμφωνείται και καταβάλλεται για το δεύτερο. Οκτώ, επομένως, στρέμματα στην πραγματικότητα ο Η. Μ. πούλησε και μεταβίβασε στον ενάγοντα με το παραπάνω συμβόλαιο και όχι τρία που αναγράφονται σε αυτό, από τα οκτώ όμως αυτά στρέμματα μόνο τα 4 μπορούσε εγκύρως να του μεταβιβάσει, διότι μόνο τόσα είχε από τη διανομή του 1935. Από τα παραπάνω έπεται ότι οι αδελφοί Γ. και Η. Μ. στον αγρό των οκτώ στρεμμάτων που ανάγεται στα τρία παραχωρητήρια των ετών 1881 και 1918 και στο διανεμητήριο του 1935 προσέθεσαν και άλλα οκτώ στρέμματα, επεκτεινόμενοι ανατολικά του παραπάνω αγρού ο οποίος πράγματι τους ανήκε και καταλαμβάνοντας παράνομα ακίνητο το οποίο ανήκε στο εναγόμενο και από τα 16 συνολικά στρέμματα τα 4 προς το ανατολικό μέρος του όλου ακινήτου τα έλαβε η θυγατέρα του Γ. Μ. Μ. από κληρονομία του με την προαναφερόμενη δημόσια διαθήκη του 1957 και τα υπόλοιπα 12 τα αγόρασε ο ενάγων, 8 από τον Η. Μ. και 4 από τους ειδικούς διαδόχους του Γ. Μ., οι οποίοι όμως μόνο τα μισά, δηλαδή έξι, μπορούσαν εγκύρως να του μεταβιβάσουν. Τα έξι δε στρέμματα τα οποία ο ενάγων εγκύρως αγόρασε από τον Η. Μ. και τους ειδικούς διαδόχους του Γ. Μ. με τα προαναφερόμενα πωλητήρια συμβόλαια κείνται ανατολικότερα της επίδικης έκτασης των 6.222 τετ. μέτρων, διότι η τελευταία δεν εμπίπτει στους τίτλους τους, δηλαδή στο προαναφερόμενο διανεμητήριο συμβόλαιο και στα παραχωρητήρια των ετών 1881 και 1918, αλλά αποτελεί προϊόν αυθαίρετης και παράνομης εκ μέρους των επέκτασης προς δυσμάς και κατάληψης ξένου κτήματος ανήκοντος στο εναγόμενο. Περαιτέρω η επίδικη εδαφική έκταση γειτνιάζει προς δυσμάς με τον χείμαρρο "Φόνισσα", ο οποίος αποτελεί το φυσικό διαχωριστικό όριο μεταξύ των πρώην κοινοτήτων και ήδη δημοτικών διαμερισμάτων Καμαρίου και Λουτρού. Παλαιότερα η κοίτη του χειμάρρου αυτού είχε εύρος 150 μέτρων, με την πάροδο του χρόνου όμως αυτή συρρικνώθηκε σε 30 μέτρα και περιορίστηκε προς τα δυτικά, με αποτέλεσμα να απελευθερωθούν προς τα ανατολικά αντίστοιχες εκτάσεις τις οποίες κατελάμβανε η παλαιά κοίτη. Βεβαίως το επίδικο δεν αποδεικνύεται ότι αποτελεί τμήμα της εγκαταλειφθείσης παλαιάς κοίτης του Χειμάρρου "Φόνιοσα", αποδεικνύεται όμως ότι παλαιότερα βρισκόταν εγγύτερον προς την κοίτη και, όταν σε περιόδους έντονων βροχοπτώσεων, ο χείμαρρος υπερχείλιζε, κατακλυζόταν από τα όμβρια ύδατα. Έτσι το έδαφος του ήταν αμμώδες, άγονο και απρόσφορο για οποιαδήποτε καλλιέργεια, ως τέτοιο δε περιγράφεται σε όλους τους τίτλους που ο ενάγων επικαλείται. Γι' αυτό, άλλωστε, το εναγόμενο δεν το συμπεριέλαβε ούτε στα προαναφερόμενα προς τον απώτερο δικαιοπάροχο του ενάγοντος Ζ. Μ. παραχωρητήρια ούτε σε κάποιο άλλο προς τρίτους. Αντιθέτως αποδεικνύεται ότι ελεύθερη πρόσβαση σε αυτό είχαν οι κάτοικοι της κοινότητας Καμαρίου και ιδίως οι νέοι για αθλοπαιδιές και αναψυχή. Ουδείς επομένως άσκησε ποτέ στο επίδικο νομή διανοία κυρίου και μάλιστα συνεχώς επί τριάντα έτη πριν από το 1915 ώστε να αποκτήσει δικαίωμα κυριότητας πάνω σε αυτό και να μπορεί να το αντιτάξει κατά του εναγομένου, όπως ο νόμος απαιτεί. Νομή το πρώτον στο επίδικο άσκησε ο ενάγων μετά την αγορά του το έτος 1963 με τα παραπάνω πωλητήρια συμβόλαια, όταν αυτό απέκτησε οικοπεδική αξία, από την οποία όμως νομή αποβλήθηκε το έτος 1976 με το από 5.8.1976 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής του Οικονομικού Εφόρου Ξυλοκάστρου, που επικυρώθηκε, ως προς την επίδικη έκταση, με την υπ' αριθμόν 154/1978 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου. Ακολούθως το εναγόμενο με την υπ' αριθμόν 167/29.1.1989 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου παραχώρησε στον προσθέτως παρεμβαίνοντα Δήμο Ξυλοκάστρου τη χρήση του επιδίκου για αόριστο χρόνο προς το σκοπό της δημιουργίας και λειτουργίας σε αυτό χώρων παιδικής χαράς και αθλοπαιδιών, ήδη δε ο τελευταίος έχει κατασκευάσει σε τμήμα του γήπεδα μπάσκετ και βόλλευ". Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο έκρινε ότι ο αρχικός ενάγων Ν.ς Μ., στη δικονομική θέση του οποίου υπεισήλθαν λόγω κληρονομικής διαδοχής οι ήδη αναιρεσείοντες, οι οποίοι νόμιμα συνεχίζουν τη δίκη, ούτε κατά παράγωγο τρόπο ούτε πρωτοτύπως, με έκτακτη χρησικτησία, συμπληρωθείσα από τους ως άνω απώτερους δικαιοπαρόχους του μέχρι 12-9-1915, έχει αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου, το οποίο αντίθετα ανήκει κατά κυριότητα στο εναγόμενο και ήδη πρώτο αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο. Κατόπιν τούτου δέχτηκε την ασκηθείσα από το εναγόμενο και ήδη πρώτο αναιρεσίβλητο έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει αντίθετα, και απέρριψε την ένδικη διεκδικητική αγωγή. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. Κωδ. (7.31) Βασ. 50 (10.4), ν. 12 Πανδ. (2.53), ν. 8 παρ. 1, Κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 (Βασ. 50.14), ν. 27, Πανδ. (18.1.), 15 παρ. 3, 48 Πανδ. (41.3), 2 παρ. 4 και 7, 11 Πανδ. (51.4), 5 παρ. 1 Πανδ. (41.10), 109 Πανδ. (50.16), ν.2 παρ. 2, Πανδ. (41.4), ν. 5, Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (13.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) και ν. 6 παρ. Πανδ. (44-3), του προϊσχύσαντος Βυζαντινορρωμαϊκού Δικαίου, των άρθρων 974, 1045, 1051 ΑΚ και ιδίως των άρθρων 51 Εισ.Ν.Α.Κ. και 21 του νόμου της 21-6/3.7.1837 "περί διακρίσεως κτημάτων", που αναφέρονται στο αναιρετήριο, τις οποίες διατάξεις ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, διότι διέλαβε σ' αυτή πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς το ουσιώδες ζήτημα ότι οι άμεσοι και απώτεροι δικαιοπάροχοι των ήδη αναιρεσειόντων δεν άσκησαν πράξεις νομής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη στο επίδικο ακίνητο τουλάχιστον για μια τριακονταετία πριν από τις 11-9-1915 και δεν απέκτησαν έτσι κυριότητα σ' αυτό, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα στο πρώτο αναιρεσίβλητο. Ειδικότερα το Εφετείο δέχτηκε ότι ο άμεσος δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων αγόρασε εγκύρως από τον Η. Μ. και τους ειδικούς διαδόχους του Γ. Μ. μόνο έξι (6) στρέμματα, τα οποία κείνται ανατολικότερα της επίδικης έκτασης, η οποία δεν εμπίπτει στους τίτλους τους, δηλαδή στα ως άνω διανεμητήριο συμβόλαιο του 1935 και παραχωρητήρια των ετών 1881 και 1918, αλλά αποτελεί προϊόν αυθαίρετης και παράνομης εκ μέρους τους επέκτασης προς δυσμάς και κατάληψης ξένου κτήματος που ανήκει στο αναιρεσίβλητο, ότι κανένας από τους απώτερους δικαιοπαρόχους των αναιρεσειόντων άσκησε ποτέ στο επίδικο νομή διανοία κυρίου και μάλιστα συνεχώς επί τριάντα έτη πριν από το 1915/και ότι το πρώτον άσκησε νομή στο επίδικο ο άμεσος δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων Ν.ς Μ. το έτος 1963, από την οποία όμως νομή αποβλήθηκε το έτος 1976 με πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής. Επομένως, οι τέταρτος, κατά το δεύτερο μέρος του, και πρώτος, από τους αριθμούς 1 και 19, αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 368, 387, 388 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η διάταξη πραγματογνωμοσύνης επί συγκεκριμένου ζητήματος ή η διάταξη νέας ή επανάληψη ή συμπλήρωση της γενομένης, από τους αυτούς ή άλλους πραγματογνώμονες, εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Η δε εσφαλμένη κρίση των πραγματογνωμόνων ή η μη λήψη υπόψη από αυτούς κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων δεν καθιστά άκυρη την έκθεσή τους, αφού στο δικαστήριο εναπόκειται να αποδώσει σε αυτή την προσήκουσα αποδεικτική βαρύτητα. Συνεπώς είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο, υπό την επίκληση αναιρετικής πλημμέλειας από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, στην πραγματικότητα πλήττεται η αναιρεσιβαλλομένη για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συγκεκριμένα ότι το Εφετείο δεν διέταξε την διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης, αφού δέχτηκε ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η από 24-4-2005 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Ε. Μ., που διατάχθηκε με την 682/2003 μη οριστική απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, και κατά το οποίο το επίδικο περιλαμβάνεται στους αναφερόμενους τίτλους κυριότητας των απωτέρων και άμεσων δικαιοπαρόχων τους, είναι αυθαίρετο και όχι αποτέλεσμα λεπτολόγου και επιστημονικά τεκμηριωμένης εξέτασης και έρευνας του ζητήματος. IV. Ο από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος της παραμόρφωσης εγγράφου ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στο έγγραφο περιεχόμενο καταδήλως διαφορετικό από το αληθινό και καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Ως έγγραφα, η παραμόρφωση του περιεχομένου των οποίων θεμελιώνει τον αμέσως πιο πάνω λόγο αναιρέσεως, νοούνται τα αναφερόμενα στα άρθρα 338 και 432 ΚΠολΔ ως αποδεικτικά μέσα, κατά συνέπεια δε δεν θεωρούνται έγγραφα με την εν λόγω έννοια μεταξύ των άλλων και η έγγραφη γνωμοδότηση του πραγματογνώμονα επί ζητήματος για το οποίο διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, κατά τα άρθρα 368 επ. ΚΠολΔ, η οποία αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο κατά το άρθρο 339 του ίδιου Κώδικα, διακρινόμενο των εγγράφων. Ο τρίτος, επομένως, λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως εκτιμάται, η από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια (και όχι από τον αριθμό 11 του ίδιου άρθρου, που αναφέρεται στο αναιρετήριο), ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της υπ'αριθμ. 8/2005 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Ε. Μ. τοπογράφου μηχανικού της Πολεοδομίας, που διατάχθηκε με την 682/2003 μη οριστική απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, με το να δεχτεί ότι ο πραγματογνώμονας δεν εφάρμοσε επί τόπου τους τίτλους του ενάγοντος και δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων, με την αιτιολογία ότι στους τίτλους δεν επισυνάπτονται τοπογραφικά διαγράμματα ή σκαριφήματα για να υποστηρίξουν την επί τόπου εφαρμογή, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. V. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασης τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού η δικονομικού δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 25/2003), όχι δε και εκείνοι που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν άρνηση αυτής ούτε και εκείνοι που δεν έχουν αυτοτέλεια και αποτελούν επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ.ΑΠ 469/1984). Στην προκείμενη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τον τέταρτο, κατά το πρώτο μέρος του, αλλά και τελευταίον, λόγο αναιρέσεως προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β' ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον αυτοτελή ισχυρισμό τους ότι τόσο οι απώτεροι όσο και οι άμεσοι δικαιοπάροχοι τους έγιναν κύριοι του επίδικου ακινήτου με τακτική και έκτακτη χρησικτησία. Από την προσβαλλόμενη απόφαση, όμως, πρόκυπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τον ως άνω ισχυρισμό των αναιρεσειόντων και τον απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμο. Επομένως και ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι αβάσιμος. VI. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερομένη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου ελληνικού δημοσίου, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρ. 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 22 ν.3693/57). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30-6-2010 αίτηση των Γ. Μ. κ.λπ. για αναίρεση της υπ' αριθμ.62/2010 απόφασης του Εφετείου Ναυπλίου. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου ελληνικού δημοσίου, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 4η Μαρτίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 2η Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κτήση κυριότητας κατά το β.ρ.δ. με χρησικτησία. Πότε κατά του δημοσίου (προϋποθέσεις χρησικτησίας επί δημοσίου κτήματος). Έννοια νομής και χρησικτησίας. Ένδικο μέσο αναιρέσεως. Πότε ιδρύονται οι αναιρετικοί λόγοι από τους αρ. 1, 8, 10, 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. [Επικυρώνει ΕφΝαυπλ 62/2010].
Χρησικτησία
Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Δημόσιο , Ένδικο μέσο, Νομή, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 730/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Εμμανουέλλα Πανοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ι. Ν. Μ., 2) )Γ. Ν. Μ., )Λ. συζ. Γ. Μ., ως ασκούντων τη γονική μέριμνα του ανηλίκου υιού τους Ν. και 3)Ν. Γ. Μ., κατοίκων ... Οι 1ος και 3ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Τάκη Ανδρονόπουλο, ο οποίος δήλωσε ότι ο Ν. Μ. του Γ. και της Λ. ενηλικιώθηκε, συνεχίζει ιδίω ονόματι τη δίκη και εκπροσωπείται από τον ίδιο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/3/2001 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 486/2003 μη οριστική, 66/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 697/2010 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 11/10/2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 7/2/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της ένδικης αίτησης αναίρεσης ως προς τον πρώτο λόγο και την απόρριψη ως προς τον δεύτερο λόγο. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Νόμιμα ο δεύτερος των αναιρεσιβλήτων, ως ενηλικιωθείς στις 18-4-2011, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη νόμιμα με επίκληση σε φωτοτυπία υπ' αριθ. ΑΕ 234866 Δελτίου Αστυνομικής ταυτότητάς του, δηλώνει ότι συνεχίζει ιδίω ονόματι τη δίκη. ΙΙ. Με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Β.Δ. της 17.11./1.12.1836 "περί ιδιωτικών δασών", που έχει ισχύ νόμου, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες πριν από την έναρξη του περί ανεξαρτησίας απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες. Για την αναγνώριση των τελευταίων ως ιδιωτικών δασών, όφειλαν οι ιδιοκτήτες των δασικών εκτάσεων, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του διατάγματος αυτού, να παρουσιάσουν στη Γραμματεία του Υπουργείου Οικονομικών τους τίτλους ιδιοκτησίας, διαφορετικά θεωρούνται δημόσια δάση. Έτσι με τις διατάξεις αυτές του πιο πάνω Β. Δ/τος θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας σε όλα τα δάση, που υπήρχαν πριν την ισχύ του διατάγματος αυτού στα όρια του Ελληνικού Κράτους, τα οποία δεν αναγνωρίσθηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Προϋπόθεση, όμως, εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικουμένου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παραπάνω διατάγματος. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1 1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3.) του προϊσχύσαντος Β. Ρ. Δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Εισ.Ν.Α.Κ., έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας, εφόσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα που ανήκαν στο Δημόσιο, ακόμη και αν αυτά ήταν δημόσια δάση ή δασικές εκτάσεις, κατόπιν άσκησης νομής πάνω σ' αυτά με καλή πίστη και διάνοια κυρίου σε χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρισιδέσποζε να συνυπολογίσει στο χρόνο της ιδίας του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού (Ολ. ΑΠ 75/1987 Ελλ Δνη 32.1483). 'Όπως δε συνάγεται από τους ν.20 παρ. 12 Πανδ. (5.3), ν.25 Πανδ. (24.1), ν.27 Πανδ. (18.1), ν.10, 13 παρ. 1, 17, 48 Πανδ.(41.3), ν.5 Πανδ.(41.7), ν.3 Πανδ. (41.10), ν.7 Παρ. 6 Πανδ. (41.4), ν.109 Πανδ. (50.16) καλή πίστη αποτελεί η ειλικρινής πεποίθηση του νομέα ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ' ουσίαν το δικαίωμα του Κυρίου (ΑΠ 2106/2007 Ελλ. Δνη 49.504). Εξάλλου, από τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ'/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου", που εκδόθηκαν σε εκτέλεσή του και ακόμη του άρθρου 21 του ν.δ. της 22.4/26.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", που επαναλήφτηκε στο άρθρο 4 του α.ν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων", με τις οποίες απαγορεύτηκε κάθε παραγραφή των δικαιωμάτων του δημοσίου επί των κτημάτων αυτού από τις 26.5.1926 και εφεξής, συνάγεται, ότι, προκειμένου περί δημοσίων κτημάτων, όπως είναι και τα δημόσια δάση, είναι δυνατή η απόκτηση από άλλον κυριότητας σ' αυτά με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών με διάνοια κυρίου και καλή πίστη είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915 (Ολ. Απ 75/1987). Από δε τις διατάξεις των άρθρων 1033, 1192 αριθ. 1 του ΑΚ, όσο και αυτές του προϊσχύσαντος του Αστικού Κώδικα νόμου 76 παρ. 1 πανδ. (18.1), ν. Κώδ. (7.31), βασ. 50 (10.4) ν.12 πανδ. (2.53) προκύπτει, ότι για τη μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο, στο οποίο να αναφέρεται η συμφωνία για το πράγμα και - αν πρόκειται για πώληση - και για το τίμημα, και να υποβληθεί σε μεταγραφή. Επί διεκδικητικής δε ή αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής, που έχει ως βάση νόμιμο παράγωγο τρόπο, πρέπει το περιγραφόμενο στην αγωγή ακίνητο να ταυτίζεται με το αναφερόμενο στο μεταβιβαστικό τίτλο και μ' αυτό που ο εναγόμενος κατέχει. Τέλος, κατά την έννοια διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: Με το υπ' αριθμ. .../30.12.1858 παραχωρητήριο του Υπουργού Οικονομικών, που μεταγράφηκε νόμιμα ... παραχωρήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο στους Μ. Δ. (ή Ε.) και Α. Δ. (ή Σ.), απώτερους δικαιοπαρόχους των εναγόντων μια έκταση, στη θέση "..." του Δήμου Πατρέων, εμβαδού 5,941 βασιλικών στρεμμάτων, που συνορεύει ανατολικά με το ΣΤ' τεμάχιο, Δυτικά με το Δ' τεμάχιο, Βόρεια με λαγκάδι και Νότια με λόφο. Το εν λόγω ακίνητο κατείχαν και ενέμοντο με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και νόμιμο τίτλο οι ως άνω αδελφοί από του έτους 1858, που παραχωρήθηκε σ' αυτούς, ενεργούντες σ' αυτό όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του διακατοχικές πράξεις (καλλιέργεια, σπορά, φύτευση αμπέλου, δένδρων, συλλογή καρπών κλπ.) συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι του θανάτου τους (ο Α. Δ. απεβίωσε το έτος 1895 και ο Μ. Δ.ς το έτος 1900). Πρέπει να σημειωθεί ότι το έδαφος είναι αργιλλοαμμώδες και κατάλληλο για την καλλιέργεια αμπέλου και ελιάς, εξαιτίας δε της κλίσης του εδάφους (60-70%), είχαν κατασκευασθεί πεζούλες, οι οποίες υπάρχουν και σήμερα διάσπαρτες για τη συγκράτηση του εδάφους και των καλλιεργειών. Και το στοιχείο αυτό χαρακτηρίζει γεωργική δραστηριότητα στο παρελθόν. Στη συνέχεια (μετά το θάνατο των ανωτέρω) το εν λόγω ακίνητο περιήλθε στη Δ. χήρα Σ. Π., πρώην χήρα Α. Γ., θυγατέρα Α. Δ. ή Σ., ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμο του πατρός της Α. Δ. ή Σ. και του θείου της Μ. Δ. ή Σ. στην κληρονομιά των οποίων υπεισήλθε και αναμείχθηκε. Η τελευταία ενεργούσε στο ακίνητο τις προαναφερθείσες διακατοχικές πράξεις που προσιδιάζουν στο ακίνητο με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, μέχρι το έτος 1920, που μεταβίβασε αυτό λόγω πωλήσεως στο Γ. Δ. Δ., δυνάμει του υπ' αριθμ. .../1920 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πατρών Αγγέλου Κουμανιώτη, που μεταγράφηκε νόμιμα ... Στο συμβόλαιο αυτό η άνω πωλήτρια μεταβίβασε στον άνω αγοραστή διάφορα αγροτεμάχια, μεταξύ αυτών και "μια άμπελον εκ στρεμμάτων 10 ή όσης έκτασης και αν είναι στη θέση "…ή ..." των άνω Συχαινών, που συνορεύει γύρωθεν με άμπελον Ι. Β. και ξηρολάγκαδο και άμπελο Σακελλαρόπουλου". Η έκταση αυτή αποτελεί τη μείζονα έκταση των επίδικων ακινήτων, ταυτιζομένη τόσο κατά τη θέση, όσο κατά τα όρια της με τα επίδικα. Μετά το θάνατο του Γ. Δ. Δ. (Ιούλιος 1921) το προαναφερόμενο ακίνητο, μαζί με άλλα περιουσιακά στοιχεία, περιήλθε κοινώς και αδιαιρέτως στα τέκνα του Ν. Γ. Δ. και Δ. Γ. Δ., δυνάμει της από 1-6-1921 δημόσιας διαθήκης του ενώπιον του συμβολαιογράφου Πατρών Παν. Κυριτσόπουλου, που συντάχθηκε με την υπ' αριθμ…/1-6-1921 πράξη του και δημοσιεύθηκε με τα υπ' αριθμ. 50/14-7-1921 πρακτικά του Πρωτοδικείου Πατρών, στην κληρονομιά του οποίου υπεισήλθαν και ανεμείχθησαν, αποδεχθέντες αυτήν αδιαιρέτως και κατ' ισομοιρίαν. Στη συνέχεια τα ως άνω αδέλφια προέβησαν σε διανομή των περιελθόντων σ' αυτά περιουσιακών στοιχείων, δυνάμει του υπ' αριθμ. .../10-10-1924 συμβολαίου διανομής του συμβολαιογράφου Πατρών Παν. Κυριτσόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα ... και το επίδικο ακίνητο περιήλθε στο Ν. Γ. Δ.. Στο συμβόλαιο αυτό η μείζονα έκταση των επίδικων ακινήτων περιγράφεται ως "μια σταφιδάμπελος στρεμμάτων 7 μετά συνεχόμενου λογκώδους τόπου στη θέση "..." της περιφερείας Συχαινών των Πατρών", ταυτίζεται δε κατά θέση και όρια με τα επίδικα ακίνητα. Μετά το θάνατο του Ν. Δ., που απεβίωσε το έτος 1925 χωρίς διαθήκη το ως άνω ακίνητο περιήλθε κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου στη σύζυγό του Χ. Χήρα Ν. Δ., θυγατέρα Α. Τ. και κατά τα υπόλοιπα 3/4 στον υιό της Γ. Ν. Δ., μετά δε το θάνατο του υιού της Γ., που έλαβε χώρα το έτος 1942 περιήλθε σ' αυτήν και το ποσοστό των 3/4 του υιού της και έτσι έγινε κυρία ολόκληρου του ακινήτου η Χ. χήρα Ν. Δ.. Τόσο η προαναφερθείσα Χ. χήρα Ν. Δ., όσο και ο υιός της Γ. Δ. υπεισήλθαν στην κληρονομιά του συζύγου και πατρός τους κατά τα προαναφερθέντα ποσοστά εξ αδιαιρέτου καθένας και ανεμείχθησαν έκτοτε αποδεχθέντες αυτήν, μετά δε το θάνατο του υιού της Ν. Δ. η προαναφερθείσα μητέρα του (Χ. χήρα Ν. Δ.) υπεισήλθε στην κληρονομιά αυτού και ανεμείχθη έκτοτε, αποδεχθείσα αυτήν (κληρονομιά). Στη συνέχεια η Χ. χήρα Ν. Δ., δυνάμει του υπ' αριθμ. .../6-2-1958 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πατρών Αποστόλου Σκουλίκη, που μεταγράφηκε νόμιμα. ...πώλησε στον τρίτο ενάγοντα Ν. Γ. Μ. και στον αδελφό του Π. Γ. Μ. κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα το ακίνητο που κληρονόμησε από τους προαναφερόμενο σύζυγο και γιό της. Στο συμβόλαιο αυτό η μείζονα επίδικη έκταση περιγράφεται "ως αγρός και άμπελος, εκτάσεως 7 περίπου στρεμμάτων μετά συνεχόμενου λογκώδους τόπου, κειμένην στη θέση "..." της περιφέρειας του χωρίου Συχαινών του Δήμου Πατρέων". Και στο συμβόλαιο αυτό τα όρια και η θέση ταυτίζονται με τα επίδικα ακίνητα. Κατόπιν το ως άνω κοινό ακίνητο οι προαναφερθέντες συγκύριοι διένειμαν μεταξύ τους, δυνάμει του υπ' αριθμ. .../9-6-1999 συμβολαίου διανομής της συμβολαιογράφου Πατρών Αναστασίας Χρήστου Κωνσταντίνου, που μεταγράφηκε νόμιμα ... και αφού χωρίσθηκε σε τέσσερα (αγροτεμάχια), όπως αποτυπώνεται στο από Μαΐου 1999 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Δ. Τ., το οποίο προσαρτάται στο άνω συμβόλαιο διανομής, ο τρίτος των εναγόντων έλαβε τα υπό στοιχεία 3 και 4 αγροτεμάχια, εκ των οποίων: 1) το πρώτο (υπό στοιχείο 3) είχε έκταση 4.160 τ.μ., ευρισκόμενο εκτός σχεδίου και οικισμού, άρτιο και οικοδομήσιμο και συνορεύει σε πλευρές Α.Φ. και Φ.Υ. με το υπ' αριθμ. 1 αγροτεμάχιο, σε πλευρά Υ.Ε'., μήκους 55 μέτρων με το υπ' αριθμ. 4 αγροτεμάχιο, σε πλευρές Ε'.Ζ'.,Ζ'.Η',Η',Θ'. και Θ'.Γ με αγρούς ιδιοκτησίας Π. Μ. και Π. Μ. και σε πλευρά Γ.Α με ρέμα Καραβά και πέραν αυτού με δημοτικό δρόμο Άνω Συχαινών - Κάτω Συχαινών και 2) το δεύτερο (υπό στοιχείο 4) είχε έκταση 3.300 τ.μ., ευρισκόμενο εκτός σχεδίου και οικισμού, μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο και συνορεύει σε πλευρές Α.Φ. και Φ.Υ. με το υπ' αριθμ. 1 αγροτεμάχιο, σε πλευρά Ε'.Υ. με το υπ' αριθμ. 3 αγροτεμάχιο, σε πλευρά Υ.Τ. με το υπ' αριθμ. 1 αγροτεμάχιο, σε πλευρά Τ.Χ. με ιδιοκτησία Γ. και σε πλευρές Χ.Ψ.Ψ.Ω και Ω.Ε' με ιδιοκτησία Ι. Γ.. Το υπό στοιχείο 4 ακίνητο, έκτασης 3.300 τ. μ., που έλαβε ως μερίδιο ο Ν. Μ. (τρίτος των εναγόντων), αποτελεί το σύνολο των δύο τμημάτων της επίδικης έκτασης, όπως εξάλλου δέχεται και ο διορισθείς ως πραγματογνώμονας τοπογράφος μηχανικός Χ. Β. (βλ. σελίδα 5 της από 26-9-2005 πραγματογνωμοσύνης του). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι δυνάμει του υπ' αριθμ. .../20-8-1999 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πατρών Αναστασίας Χρήστου - Κωνσταντίνου, που μεταγράφηκε νόμιμα... Ο τρίτος των εναγόντων μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στον πρώτο των εναγόντων Ι. Ν. Μ. (γιό του) την ψιλή κυριότητα του επίδικου αγροτεμαχίου, έκτασης 1.650 τ.μ. ή όσης είναι, που βρίσκεται στη θέση "..." ή "..." της περιοχής Άνω Συχαινών της πόλεως των Πατρών του Δήμου Πατρέων, το οποίο συνορεύει Ανατολικά με αγρό Ι. Γ. και αγρό Γ., Βόρεια με αγρό Ι. Γ. και εν μέρει Π. Μ. και Νότια με αγρό Ν. Γ. Μ., εμφαίνεται δε στο από Ιουλίου 1999 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Δ. Τ. με τα κεφαλαία γράμματα Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Ο-Β και τον αριθμό 2 μέσα σε κύκλο. Έτσι ο ως άνω (πρώτος των εναγόντων) κατέστη ψιλός κύριος του άνω κατά θέση, έκταση και όρια επιδίκου ακινήτου και 2) δυνάμει του υπ' αριθμ. …/20-8-1999 συμβολαίου της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου Πατρών Αναστασίας Χρήστου Κωνσταντίνου, που μεταγράφηκε νόμιμα ..... ο τρίτος των εναγόντων μεταβίβασε λόγω δωρεάς στο δεύτερο των εναγόντων Ν. Γ. και Λ. Μ. (εγγονό του), που ως ανήλικος εκπροσωπείται από τους υπό στοιχεία 2α και β εκ των εναγόντων, την ψιλή κυριότητα του επίδικου αγροτεμαχίου, έκτασης 1650 τ.μ ή όσης είναι, που βρίσκεται στη ίδια ως άνω θέση και περιφέρεια, συνεχόμενο προς νότον με το προπεριγραφέν αγροτεμάχιο του πρώτου ενάγοντος Ι. Ν. Μ., το οποίο συνορεύει Ανατολικά και σε πλευρά 27,50 μ. με αγρόν Ι. Μ., Δυτικά και σε πλευρά 34 μέτρων με αγρό Γ., Βόρεια και σε πλευρά 56,30 μέτρων με το πρώτο άνω περιγραφέν αγροτεμάχιο του Ι. Ν. Μ. και Νότια σε πλευρά 56,30 μέτρων με ιδιοκτησία Π. Μ.. Έτσι ο ως άνω (δεύτερος των εναγόντων) κατέστη ψιλός κύριος του άνω κατά θέση, έκταση και όρια επιδίκου ακινήτου. Ο τρίτος των εναγόντων τυγχάνει επικαρπωτής των άνω ακινήτων, καθόσον με τα προαναφερθέντα συμβόλαια παρακράτησε την επικαρπία. Από την έρευνα των παραπάνω τίτλων ιδιοκτησίας προκύπτει ότι το όλο ακίνητο του τρίτου ενάγοντος Ν. Γ. Μ., δικαιοπαρόχου των δύο πρώτων εναγόντων έχει σταθερά όρια, όπως προκύπτει από το υπ' αριθμ. .../1999 άνω διανεμητήριο συμβόλαιο, ανατολικά το λαγκάδι, δυτικά τους αγρού Τ., Μ. και Γ., που είναι ψηλά στη ράχη γιατί είναι επικλινές από δυσμάς προς ανατολάς (η κλίση κυμαίνεται από 60-70%, εκτός από το ανώτατο τμήμα, όπου η κλίση είναι μεγαλύτερη). Τα όρια υφίστανται από του έτους 1858, καθόσον στο προαναφερόμενο .../1858 παραχωρητήριο του Υπουργείου Οικονομικών αναφέρεται για το παραχωρούμενο ακίνητο η ίδια θέση, "..." Άνω Συχαινών Πατρών και ότι τούτο συνορεύει "προς άρκτον με λαγκάδι και προς μεσημβρίαν με λόφον". Τα δύο επίδικα δε τμήματα, όπως περιγράφονται στην αγωγή και αποτυπώνονται στο συνημμένο σχεδιάγραμμα περιέχονται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους αν όχι ολόκληρα στο προαναφερθέν παραχωρητήριο 9.../1858)". Ακολούθως, δέχτηκε το Εφετείο ότι "... Αντίθετα, από κανένα αποδεικτικό μέσο αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του εναγομένου, ότι τα επίδικα ακίνητα αποτελούσαν δασική έκταση πριν από την έναρξη ισχύος του ΒΔ από 16.11.1836 - και - ότι, κατά συνέπεια, δεν υπάρχει τεκμήριο κυριότητας του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω ... (αλλά) ότι από το έτος 1858 είχαν περιέλθει στην κυριότητα των απώτατων και απώτερων δικαιοπαρόχων των εναγόντων με νόμιμο τρόπο και συνέχιζαν να μεταβιβάζονται κατά τον τρόπο που περιγράφεται παραπάνω, έτσι, ώστε, οι ίδιοι (ενάγοντες) απέκτησαν τα ένδικα δικαιώματά τους με παράγωγο τρόπο", εν τέλει δε δέχτηκε ως βάσιμη και κατ' ουσίαν την ένδικη - από 15.3.2001 - αναγνωριστική ψιλής κυριότητας και επικαρπίας αγωγή των αναιρεσιβλήτων, εφόσον, σύμφωνα με τα παραπάνω και ειδικότερα τα μεταβιβαστικά πιο πάνω - ... και .../20.8.1999 - συμβόλαια, έκρινε, ότι απέκτησαν ο εκ των αναιρεσιβλήτων πρώτος την ψιλή κυριότητα του επίδικου αγροτεμαχίου, έκτασης 1650 τ.μ., ή όσης είναι, και ο δεύτερος την ψιλή κυριότητα του άλλου επίδικου αγροτεμαχίου, έκτασης - και αυτού -1650 τ.μ. ή όσης είναι, ο δε τρίτος ότι τυγχάνει επικαρπωτής των ίδιων αγροτεμαχίων, δηλαδή με βάση τον προεκτιθέμενο παράγωγο τρόπο, που αποτελούσε τη βάση της ένδικης αγωγής και απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει όμοια κρίση. 'Ετσι, όμως, που έκρινε το Εφετείο, περιέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της ταυτότητας των επίδικων αγροτεμαχίων, διότι, παρόλο που δέχτηκε, α) ότι στους απώτερους δικαιοπαρόχους των αναιρεσιβλήτων, Μ. Δ. (ή Σ.) και Α. Δ. (ή Σ.) είχε παραχωρηθεί με το πιο πάνω - .../1858 - παραχωρητήριο έκταση 5,941 βασιλικών στρεμμάτων - έκταση την οποία "και ενέμοντο με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και νόμιμο τίτλο οι ως άνω αδελφοί από του έτους 1858, που παραχωρήθηκε σ' αυτούς ... συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι του θανάτου τους (ο Α. Δ. απεβίωσε το έτος 1895 και ο Μ. Δ. το έτος 1990)" ακολούθως δε "το εν λόγω ακίνητο" νεμόταν με τα ίδια προσόντα η προαναφερθείσα Δ. χήρα Σ. Π., πρώην χήρα Α. Γ., ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος τους, μέχρι το έτος 1920 που το μεταβίβασε, ως άνω, λόγω πωλήσεως στο Γ. Δ., και β) ότι το παραχωρηθέν ακίνητο αυτό ταυτίζεται με τα ακίνητα που περιγράφονται στους προμνημονευθέντες τίτλους των διαδοχικών πιο πάνω μεταβιβάσεων και μάλιστα και με το περιγραφόμενο στο άνω - .../6.2.1958 - συμβόλαιο, με το οποίο το ίδιο ακίνητο μεταβιβάστηκε στον τρίτο ενάγοντα και στον αδελφό του Π. Μ. κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, οι οποίοι ακολούθως το διένειμαν δυνάμει του άνω - .../9.6.1999 διανεμητήριου συμβολαίου, από δε τη διανομή του αυτή ο τρίτος των εναγόντων "έλαβε ως μερίδιο το υπό στοιχείο 4 ακίνητο έκτασης 3.300 τ.μ.", το οποίο "αποτελεί το σύνολο των δύο τμημάτων της επίδικης έκτασης", δέχτηκε στη συνέχεια, ότι τα επίδικα δύο αυτά τμήματα "... περιέχονται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους αν όχι ολόκληρα στο προαναφερθέν - .../1858 - παραχωρητήριο". 'Όμως, από την τελευταία αυτή αιτιολογία, ως εκ της ενδοιαστικής διατύπωσής της, δεν προκύπτει με τρόπο αναμφίβολο ότι τα επίδικα δύο τμήματα (αγροτεμάχια) περιήλθαν και μάλιστα κατά ποια έκτασή τους με τα μεταβιβαστικά πιο πάνω - ... και .../20.8.1999 - συμβόλαια η ψιλή κυριότητά τους στον πρώτο και δεύτερο των αναιρεσιβλήτων και η επικαρπία τους στον τρίτο των αναιρεσιβλήτων. Με βάση, δηλαδή, εκείνα που δέχτηκε και έτσι που έκρινε - το Εφετείο - στέρησε την απόφασή του από τη νόμιμη βάση της, αφού εξαιτίας των παραπάνω αντιφατικών και ανεπαρκών αιτιολογιών δεν είναι εν τέλει εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή των προαναφερθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων που αφορούν στον παράγωγο τρόπο κτήσης της ψιλής κυριότητας και επικαρπίας των επίδικων δύο τμημάτων - ως άνω - από μέρους των αναιρεσιβλήτων (εναγόντων), γι'αυτό και ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή σύνθεσή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 697/2010 απόφαση του Εφετείου Πατρών. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2014. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής, που έχει ως βάση νόμιμο παράγωγο τρόπο, πρέπει το περιγραφόμενο στην αγωγή ακίνητο να ταυτίζεται με το αναφερόμενο στο μεταβιβαστικό τίτλο και μ’ αυτό που ο εναγόμενος κατέχει.
Αγωγή διεκδικητική
Αγωγή αναγνωριστική, Αγωγή διεκδικητική.
1
Αριθμός 731/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Μ. Δ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Αλεξάκο. Του αναιρεσιβλήτου: Μ. Δ. του Ι., o oποίος δεν παραστάθηκε. Στο σημείο αυτό η δικηγόρος Όλγα Μοσχοχωρίτου δήλωσε ότι ο αναιρεσίβλητος απεβίωσε στις 25/1/2013 και κληρονομήθηκε από τους γιούς του Ι. Δ. και Γ. Δ., οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από την ίδια. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12/6/2008 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2174/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 2614/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 13/11/2011 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 1/2/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Από τις διατάξεις των άρθρων 1782§1, 150 και 151 του ΑΚ προκύπτει ότι για την ακύρωση διαθήκης η οποία συντάχθηκε υπό το κράτος απειλής που ασκήθηκε παράνομα ή εναντίον των χρηστών ηθών απαιτείται αφενός μεν απειλή σοβαρή, ήτοι ψυχολογική βία που να προκαλεί υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες φόβο σε έμφρονα άνθρωπο, αφ' ετέρου δε η απειλή αυτή να εκθέτει σε σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα, την ελευθερία, την τιμή, την περιουσία αυτού που απειλήθηκε ή των προσώπων που συνδέονται στενότατα με αυτόν, και να υφίσταται εξακολουθητικώς, και μετά τη σύνταξη της διαθήκης, μέχρι τον θάνατο του διαθέτη, ώστε να μην μπορεί αυτός να την ανακαλέσει, υπάρχει δε τέτοια απειλή και όταν κάποιος απειλεί ασθενή ότι θα τον εγκαταλείψει μόνο (του) κατά τις τελευταίες ημέρες της ζωής του (ΑΠ 677/2002). Εξάλλου, ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 1 εδ. β' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύεται μόνο όταν τα διδάγματα της κοινής πείρας αφορούν την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς, και όχι όταν χρησιμεύουν για εκτίμηση αποδείξεων. Ο λόγος δε αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου 559 είναι αβάσιμος όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της απόφασης αναφέρονται χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που καλύπτουν όλα τα στοιχεία τα οποία απαιτούνται κατά το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας ή την άρνησή της. Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως από αυτήν προκύπτει, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι την 19-6-2007 απεβίωσε στην Αθήνα η Β. Δ.-Δ. σε ηλικία 75 ετών, η οποία είχε τελέσει γάμο με τον αναιρεσίβλητο σε ηλικία 64 ετών, ότι η θανούσα με την υπ' αριθμ. .../12-6-2007 δημόσια διαθήκη της, που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Μαραθώνα Ελένης Παπαθανασίου επτά ημέρες προ του θανάτου της (διαθέτιδας) και δημοσιεύτηκε νόμιμα, άφησε μοναδικό κληρονόμο της τον σύζυγό της-αναιρεσίβλητο, ανακαλώντας τις προηγούμενες διαθήκες της, και ότι η ανωτέρω διαθήκη και οι προρρηθείσες διατάξεις της δεν ήταν προϊόν απειλής που ασκήθηκε παράνομα ή αντίθετα προς τα χρηστά ήθη από τον τετιμημένο αναιρεσίβλητο. Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο απέρριψε την ένδικη αγωγή του αναιρεσείοντος, τον οποίο η κληρονομουμένη είχε ορίσει καταπιστευματοδόχο σε όλη την κληρονομία της με προηγούμενη και ανακληθείσα ως άνω διαθήκη και ο οποίος ζητούσε με την αγωγή αυτή την ακύρωση της τελευταίας υπ' αριθμ. .../2007 διαθήκης, ως προϊόντος απειλής, παράνομης και αντίθετης προς τα χρηστά ήθη, εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου-εναγομένου. Ειδικότερα, ως προς το ουσιώδες εν προκειμένω ζήτημα των συνθηκών της συντάξεως της επίδικης διαθήκης το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: "Μετά τον γάμο της (με τον αναιρεσίβλητο) η διαθέτις εμφάνισε φλυκτενώδη ψωρίαση, συνεπεία της οποίας νοσηλεύτηκε κατ' επανάληψη στο Νοσοκομείο Συγγρού και ακολούθησε φαρμακευτική αγωγή. Στις αρχές του έτους 1997 εμφάνισε αναπνευστική δυσχέρεια, κατά τη διάρκεια του νυκτερινού ύπνου. Στις 16-3-1997 μετέβη στο Ευγενίδειο Θεραπευτήριο, στη Μονάδα Νοσημάτων Θώρακα, όπου υπεβλήθη σε ειδική μελέτη ύπνου, και εξήλθε στις 19.3.1997 με τη διάγνωση της βαρύτατης αποφρακτικής άπνοιας κατά τον ύπνο και τη σύσταση για χρήση συσκευής συνεχούς θετικής πίεσης, μέσω ρινικής μάσκας, η οποία κρίθηκε αναγκαία να χρησιμοποιείται καθημερινά, κατά τη διάρκεια του ύπνου. Στις 2.10.2003 εισήλθε στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός και συγκεκριμένα στην καρδιοχειρουργική κλινική, όπου διαπιστώθηκε στένωση αορτικής βαλβίδας. Παρέμεινε στο Νοσοκομείο μέχρι την 23.10.2003, αφού υπεβλήθη σε εγχείρηση αντικατάστασης της αορτικής βαλβίδας και, έκτοτε, ακολουθούσε ειδική φαρμακευτική αγωγή. Στις 22.1.2006, εισήλθε στον Ευαγγελισμό, στο κέντρο μελέτης ύπνου, γιατί, παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιούσε την ειδική συσκευή κατά τη διάρκεια του ύπνου, εμφάνιζε εκ νέου προβλήματα αναπνευστικής δυσχέρειας. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της διαπιστώθηκε έντονη αποφρακτική άπνοια στον ύπνο, και της συστήθηκε η χρήση αναπνευστήρα, τον οποίο προμηθεύθηκε στις 10.2.2006. Στις 13.4.2006, αισθανόμενη αδυναμία και καταβολή δυνάμεων, εισήλθε στο 7° Νοσοκομείο Αθηνών του ΙΚΑ, όπου παρέμεινε για εξετάσεις μέχρι 20.4.2006. Κατά τον εργαστηριακό έλεγχο, στον οποίο υποβλήθηκε, διαπιστώθηκε αναιμία, αιμορροιδιοπάθεια 2ου-3ου βαθμού - εκκολπώματα σιγμοειδούς, σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, αρτηριακή υπέρταση και πρόβλημα στην βαλβίδα αορτής και της συστήθηκε τακτική κλινικοεργαστηριακή παρακολούθηση. Στις 2.5.2007 εισήλθε στην καρδιολογική κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Ν. Ιωνίας "ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΕΙΟ" με οξύ πνευμονικό οίδημα και, αφού υποβλήθηκε σε ειδική εξέταση, διαπιστώθηκε δυσλειτουργία βιοπροσθετικής βαλβίδας στη θέση της αορτής με σημαντικού βαθμού στένωση και ανεπάρκεια της βαλβίδας. Στις 7.5.2007 εισήχθη εκ νέου στο Νοσοκομείο "Ευαγγελισμός" για εξετάσεις και νοσηλεύθηκε μέχρι 14.5.2007, πάσχουσα από ανεπάρκεια αορτής. Μετά ταύτα, κρίθηκε αναγκαίο να υποβληθεί σε στεφανιογραφία και, στη συνέχεια, σε εγχείρηση αντικατάστασης, εκ νέου, της αορτικής βαλβίδας. Στις 14.6.2007 εισήλθε στο Νοσοκομείο ΝΊΜΤΣ, όπου υποβλήθηκε σε στεφανιογραφία, και ενώ είχε προγραμματιστεί η εγχείριση αντικατάστασης της αορτικής βαλβίδας υπέστη πνευμονικό οίδημα και εισήλθε στην εντατική μονάδα θεραπείας του Νοσοκομείου, όπου υπέκυψε στις 19.6.2007 από καρδιογενές σοκ. Όλα τα χρόνια της έγγαμης συμβίωσής τους, ο εναγόμενος ήταν συνεχώς κοντά στην διαθέτιδα - σύζυγό του, της συμπαρίστατο, φρόντιζε για την παρακολούθηση των προβλημάτων της υγείας της, για την νοσηλεία, την περίθαλψη και την συντήρησή της. Αυτός ήταν και ο λόγος που η διαθέτις, με την .../12.6.07 δημόσια διαθήκη της, εγκατέστησε τον εναγόμενο - σύζυγό της αποκλειστικό κληρονόμο, ανακαλώντας τις δύο προγενέστερες διαθήκες της. Άλλωστε, και με την .../3.12.02 διαθήκη της, η διαθέτις είχε εγκαταστήσει κληρονόμο της τον εναγόμενο και, μετά τον θάνατο αυτού, τον ενάγοντα, ως καταπίστευματοδόχο. Ο ενάγων, καθόλο το ως άνω χρονικό διάστημα, επισκεπτόταν την διαθέτιδα και επιμελείτο ενίοτε και για τις μετακινήσεις της, ωστόσο δεν είχε δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι' αυτήν, κατά τον χρόνο προ του γάμου της με τον εναγόμενο, και αυτός ήταν ο λόγος, που, με την πρώτη διαθήκη της, η αποβιώσασα είχε καταστήσει αποκλειστικές κληρονόμους της την Α. Χ. και Α. Β., όπως προαναφέρθηκε, έχοντας αποκλείσει εξ ολοκλήρου αυτόν από την κληρονομιαία της περιουσία. Αλλά, και κατά την διάρκεια του εγγάμου βίου της, ο ενάγων δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι' αυτήν, ούτε ενεργό συμμετοχή, κατά τη διάρκεια της αντιμετώπισης των ως άνω προβλημάτων της υγείας της. Αντίθετα, πολλές φορές την είχε πιέσει να τον καταστήσει αποκλειστικό της κληρονόμο και αυτό την είχε προβληματίσει έντονα. Άλλωστε, ο ενάγων, μετά τον θάνατο του αμφιθαλούς αδελφού του Ε. και της μητέρας του, είχε δημιουργήσει αντιδικία και με τον αμφιθαλή αδελφό του Ν. Δ., που αφορούσε την κληρονομιαία περιουσία των ως άνω αποβιωσάντων. Ενόψει αυτών, η διαθέτις μερίμνησε και, μετά από προσωπική επικοινωνία της με την ως άνω συμβολαιογράφο, προέβη στη σύνταξη της επίδικης διαθήκης, ενώπιον αυτής και των ως άνω μαρτύρων. Η επίδικη διαθήκη υπήρξε προϊόν ελεύθερου προσδιορισμού της βουλήσεώς της ως άνω διαθέτιδος, με λογικούς υπολογισμούς και τελούσε, κατά τον χρόνο συντάξεως αυτής, εν γνώσει της ουσίας και του περιεχομένου της, όπως και των συνεπειών που θα απέρρεαν από αυτή. Αντίθετα, δεν αποδείχθηκε ότι από τις 5.6.2007 ο εναγόμενος είχε απομονώσει την διαθέτιδα στο σπίτι τους και ότι δεν επέτρεπε στον ενάγοντα να την επισκεφθεί, ούτε ότι στις 11.6.2007 την απείλησε ότι θα την αφήσει να πεθάνει μόνη της, προκειμένου να κάμψει τη θέλησή της και να αναγκαστεί να συντάξει την ένδικη διαθήκη, εφόσον περί αυτών δεν προσκομίζονται επαρκείς και πειστικές αποδείξεις. Δικαστική κρίση περί των ως άνω θεμάτων δεν μπορεί να στηριχθεί στα προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα, που φέρει, εν προκειμένω, το βάρος της απόδειξης του ισχυρισμού του αυτού, αποδεικτικά μέσα (...). Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω η επίδικη διαθήκη δεν συνιστά προϊόν απειλής και μάλιστα υφισταμένης εξακολουθητικώς και μετά τη σύνταξη αυτής, μέχρι το θάνατο της διαθέτιδας, για να μην μπορεί αυτή να την ανακαλέσει". Με τον δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου, από τους αρ. 1β και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, προσάπτεται αιτίαση ότι το Εφετείο με τις προρρηθείσες παραδοχές του α) παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατά τα οποία "ο τελών υπό την εξουσία άλλου υπερήλικας και μακροχρόνια σοβαρά ασθενής που δεν έχει ανιόντες ή κατιόντες υφίσταται επ' απειλή εγκαταλείψεώς του ψυχολογική βία για τη ζωή του, την υγεία και την περιουσία του", και β) διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της επικαλούμενης ακυρώσεως της επίδικης διαθήκης. Ο προβαλλόμενος αυτός λόγος αναιρέσεως ως προς μεν το πρώτο σκέλος του είναι απαράδεκτος, αφού τα ανωτέρω φερόμενα ως διδάγματα της κοινής πείρας δεν αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς, αλλά μπορούν να χρησιμεύσουν μόνο για την εκτίμηση αποδείξεων, που δεν ελέγχεται αναιρετικώς, κατά τα προεκτεθέντα, κατά δε το δεύτερο σκέλος του ο ίδιος αυτός λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος, αφού υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του Εφετείου αναφέρονται στην αναιρεσιβαλλομένη χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων και σύμφωνα με το πραγματικό των ειρημένων διατάξεων των άρθρων 150, 151 και 1782§1 του ΑΚ δεν επέρχεται η έννομη συνέπεια των διατάξεων αυτών, η επικαλούμενη δηλαδή ακυρωσία της επίδικης διαθήκης, την οποία αρνήθηκε το Εφετείο, απορρίπτοντας την αγωγή του αναιρεσείοντος. ΙΙ. Κατά το άρθρο 270§2 εδ. γ' του ΚΠολΔ που εφαρμόζεται και στην κατ' έφεση δίκη, κατά το άρθρο 524§1 του ίδιου ΚΠολΔ, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή Συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά αν έχουν ληφθεί κατά τον οριζόμενο τρόπο, κατά δε το άρθρο 529§§ 1α και 2 του ΚΠολΔ "Στην κατ' έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα που προσάγονται πρώτη φορά σ' αυτό ως απαράδεκτα, αν κατά την κρίση του, ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια". Κατά την έννοια του τελευταίου αυτού άρθρου για το παραδεκτό ή μη των νέων αποδεικτικών μέσων κρίνει ανελέγκτως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, πάντως, οφείλει να αιτιολογήσει την απόκρουση του νέου αποδεικτικού μέσου, όχι όμως και το αντίθετο, τη λήψη δηλαδή υπόψη (και) του αποδεικτικού αυτού μέσου. Εν προκειμένω ρητώς αναφέρεται στην αναιρεσιβαλλομένη ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη, εκτός από τα άλλα αποδεικτικά μέσα, και την υπ' αριθμ. 7393/22.3.2011 ένορκη βεβαίωση του Ν. Δ. ενώπιον της συμβολαιογράφου Μαραθώνος Ελένης Παπαθανασίου, την οποία προσκόμισε και επικαλέστηκε το πρώτον στο Εφετείο ο αναιρεσίβλητος, "διότι κρίνεται ότι η παράλειψη προσκόμισής της στην πρωτόδικη δίκη δεν οφείλεται σε πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια του εκκαλούντος" (αναιρεσιβλήτου), και ότι δεν έλαβε υπόψη τις υπ' αριθμ. 6179, 6180, 8181 και 6182/23.9.2009 ένορκες βεβαιώσεις των αναφερομένων προσώπων τις οποίες είχε προσκομίσει ο ίδιος διάδικος και οι οποίες δεν είχαν ληφθεί νομίμως. Με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση των αριθμών 1, 11, 14 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ υποστηρίζεται ότι α) το Εφετείο κατά παράβαση του ανωτέρω άρθρου 270§2γ'του ΚΠολΔ έλαβε υπόψη την προαναφερθείσα υπ' αριθμ. 7393/22.3.2011 ένορκη βεβαίωση, που είχε προσκομισθεί καθ' υπέρβαση του ανωτέρω νομίμου ορίου (τρεις για κάθε πλευρά), ενώ έπρεπε να λάβει υπόψη τις προαναφερθείσες τέσσερις ένορκες βεβαιώσεις που έκρινε απαράδεκτες και οι οποίες (υπερ-)εκάλυπταν το όριο αυτό, και ότι β) διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες για την παραδοχή τής ενώπιόν του το πρώτον προσκομισθείσης υπ' αριθμ. 7393/2011 ενόρκου βεβαιώσεως. Ο λόγος αυτός του αναιρετηρίου, ως λόγος μεν από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος, διότι πρόκειται για δικονομική (άρθρο 276 ΚΠολΔ) και όχι ουσιαστική διάταξη και για ανέλεγκτη, κατά τα προεκτεθέντα, παραδοχή του δικαστηρίου, που δεν χρήζει αιτιολογίας, ως λόγος δε από τους αριθμούς 11 και 14 του ίδιου άρθρου (είναι) αβάσιμος, καθόσον η προρρηθείσα υπ' αριθμ. 7393/2011 ένορκη βεβαίωση ορθώς ελήφθη υπόψη από το Εφετείο, αφού δεν ελήφθησαν υπόψη οι προηγούμενες, ως ανωτέρω, τέσσερις ένορκες βεβαιώσεις, ως μη νομίμως ληφθείσες, κατά τις παραδοχές του δικαστηρίου και σύμφωνα με τη σχετική ένσταση που ο αναιρεσείων-εφεσίβλητος είχε προβάλει με τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις του. ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 13-11-2011 αίτηση του Μ. Δ. για αναίρεση της υπ' αριθμ.2614/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 2 Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ακύρωση διαθήκης λόγω απειλής. Προϋποθέσεις – έννοια απειλής. Αναιρετικοί λόγοι από τους αρ.1β και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πότε ιδρύονται [Επικυρώνει ΕΑ 2614/2011].
Διαθήκης ακύρωση
Διαθήκης ακύρωση.
0
Αριθμός 721/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Θ. Γ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Λεβεντάκο. Της αναιρεσίβλητης: Εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΙΑΣ ΝΑΥΠΗΓΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ Α.Ε." που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Σουρή. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3/3/2000 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3091/2006 του ίδιου Δικαστηρίου και 2333/2007 του Εφετείου Αθηνών. Κατά της απόφασης αυτής ο ήδη αναιρεσείων άσκησε την από 22/12/2009 αίτηση αναψηλάφησης, επί της οποίας εκδόθηκε η 3466/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 11/12/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 6/11/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 544 αρ. 7 ΚΠολΔικ, επιτρέπεται αναψηλάφηση και, αν ο διάδικος που τη ζητεί βρήκε ή πήρε στην κατοχή του, μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, νέα κρίσιμα έγγραφα, τα οποία δεν μπορούσε να προσκομίσει εγκαίρως από ανωτέρα βία ή τα οποία κατακράτησε ο αντίδικός του ή τρίτος που είχε συνεννοηθεί με τον αντίδικο και των οποίων την ύπαρξη αγνοούσε, όπως αγνοούσε και την κατοχή τους από τον αντίδικο ή τον τρίτο κατά τη διάρκεια της δίκης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι, για τη θεμελίωση του ως άνω λόγου αναψηλαφήσεως, πρέπει, μεταξύ άλλων προϋποθέσεων που απαιτούνται σωρευτικώς, το έγγραφο να είναι κρίσιμο, με την έννοια, ότι από αυτό προκύπτει αμέσως και πλήρως απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους πραγματικού ισχυρισμού που είχε προβληθεί στη διεξαχθείσα δίκη κατά τρόπον, ώστε να καθίσταται προφανές, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη και έτσι θα μπορούσε να εκδοθεί διαφορετική απόφαση υπέρ του ζητούντος την αναψηλάφηση, εάν το έγγραφο είχε τεθεί υπόψη του δικαστηρίου. Τέτοιου είδους έγγραφο ικανό να στηρίζει τον ανωτέρω λόγο αναψηλαφήσεως δεν είναι εκείνο που μπορεί απλώς να χρησιμεύσει ως αρχή έγγραφης απόδειξης ή για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Το ζήτημα, αν το έγγραφο είναι ή όχι χρήσιμο, υπό την προεκτεθείσα έννοια, είναι πραγματικό, εξαρτώμενο από την κρίση του δικαστηρίου που δικάζει την αίτηση αναψηλαφήσεως, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1180/2011). Ανώτερη δε βία, η κρίση περί της οποίας ως αόριστης νομικής έννοιας ελέγχεται αναιρετικώς, είναι κάθε απρόβλεπτο εξωτερικό γεγονός, το οποίο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες δεν μπορούσε να αποτραπεί, ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, στο χώρο δε του δικονομικού δικαίου, τέτοιο γεγονός συνιστά και η ανυπαίτια άγνοια της ύπαρξης κρισίμων εγγράφων, όπως όταν το έγγραφο αυτό εφυλάσσετο από ιδιώτη, χωρίς καταχώρηση σε δημόσιο βιβλίο από την οποία άγνοια συνακόλουθα ανακύπτει και αδυναμία έγκαιρης προσκομιδής τους στη δίκη (ΑΠ 1774/2011, ΑΠ 1180/2011, ΑΠ 474/2011, ΑΠ 219/2011), ενώ αντίστοιχα δε νοείται κατακράτηση εγγράφου από δημόσια υπηρεσία. Περαιτέρω η κατά την διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ' επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης. 'Ετσι με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (Ολ. ΑΠ 10/2011). Τέλος ο από τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως για μη λήψη υπόψη πραγμάτων που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δεν στοιχειοθετείται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ. ΑΠ 25/2003) "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία είναι ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση αυτοτέλειας του ισχυρισμού (ΑΠ 609/2013, ΑΠ 833/2013, ΑΠ 1494/2013). Στην προκειμένη, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο Αθηνών αναφορικά με την από 22-12-2009 αίτηση αναψηλάφησης και άσκησε ο ήδη αναιρεσείων κατά της υπ' αριθμ. 2333/2007 αποφάσεως του ίδιου δικαστηρίου, επικαλούμενος σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 544 αρ. 7 ΚΠολΔικ δύο νέα και κρίσιμα έγγραφα που βρήκε και έλαβε στην κατοχή του μετά την έκδοση της απόφασης αυτής, τα οποία δεν μπορούσε να προσκομίσει εγκαίρως γιατί αγνοούσε την ύπαρξή τους, δέχθηκε τα ακόλουθα: "...... ο πρώτος εναγόμενος και τώρα αιτών, ισχυρίζεται με την κρινόμενη αίτηση αναψηλάφησης, ότι στις 2-11-2009, κατόπιν επιμόνων προσπαθειών των συνεργατών του, το Τμήμα Τοπογραφικής και Κτηματολογίας της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής του παρέδωσε τα υπ' αριθμ. 1657/2-11-2007 και 1671/2-11-2009 αποσπάσματα εκ των στοιχείων αποτύπωσης των ετών 1932 και 1949 του αγροκτήματος Λαυρίου τμήματος ιδιοκτησίας Δημοσίου, στα οποία σημειώνεται ότι τα στοιχεία της αποτύπωσης δεν έχουν αποδεικτική ισχύ. Ωστόσο τα στοιχεία αποτύπωσης αυτά, λήφθηκαν υπόψη κατά τη σύνταξη του από 2-11-1996 τοπογραφικού διαγράμματος των μηχανικών Π. Κ. και Δ. Β. της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου, το οποίο έλαβε υπόψη της η απόφαση και αναφέρει και στο διατακτικό της, για τον προσδιορισμό της ιδιοκτησίας της ενάγουσας, του γεγονότος δε τούτου (ότι τα στοιχεία αποτύπωσης των ετών 1932 και 1949 δεν έχουν αποδεικτική ισχύ) έλαβε γνώση στις 2-11-2009, όταν παρέλαβε τα ως άνω δύο αποσπάσματα, ήτοι μετά την έκδοση της απόφασης και εντός της νομίμου προθεσμίας των 60 ημερών της αναψηλάφησης από τότε που έλαβε γνώση των εγγράφων αυτών, μέχρι την άσκησή της. Ο λόγος αυτός της αναψηλάφησης είναι αβάσιμος, διότι υπό τα εκτιθέμενα, δεν στοιχειοθετείται ανώτερη βία για τη μη επίκληση και προσκομιδή των εγγράφων αυτών από τον αιτούντα, κατά τη δίκη επί της οποίας εξεδόθη η προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι, στο από 2-11-1996 τοπογραφικό διάγραμμα, γίνεται αναφορά (καθ' ομολογία του αιτούντος) από τους συντάκτες του διαγράμματος, της λήψης υπόψη των στοιχείων της αποτύπωσης των ετών 1932 και 1949, οπότε αυτός (αιτών) θα μπορούσε ευχερώς κατά τη διάρκεια της δίκης επί της οποίας εξεδόθη η προσβαλλόμενη απόφαση, να ανεύρει τις αποτυπώσεις αυτές και να τις προσκομίσει στο Δικαστήριο (όπως έπραξε τώρα), προβάλλοντας τον τωρινό ισχυρισμό ότι τα στοιχεία των αποτυπώσεων, όπως αναφέρεται σ' αυτές, δεν έχουν αποδεικτική ισχύ, καταβάλλοντος την επιμέλεια του μέσου επιμελούς και συνετού ανθρώπου, αφού πρόκειται για έγγραφα δημόσια και δεν νοείται κατακράτησή τους από Δημόσια Υπηρεσία. Εξάλλου τα προσκομισθέντα αυτά έγγραφα δεν είναι κρίσιμα κατά την άνω έννοια του άρθρου 544 αρ. 7 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, στο από 2-11-1996 τοπογραφικό διάγραμμα των μηχανικών Π. Κ. και Δ. Β. της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου, αναφέρονται στο υπόμνημα σχετικά τα κάτωθι: "3. Με στοιχεία Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Ι, Κ, απεικονίζονται οι κορυφές του τεμαχίου που φαίνεται με τους παρακάτω αριθμούς στις διανομές ΛΑΥΡΙΟ (τμήμα Σουνίου) του Υπουργείου Γεωργίας, α) με αριθμό τεμαχίου ... στη διανομή του 1932, β) με αριθμό τεμαχίου ... στη διανομή 1949. Το ίδιο τεμάχιο απεικονίζεται με αριθμό ... (Παλαιά Ναυπηγεία) στην αποτύπωση σε αζιμουθιακή προβολή ΗΑΤΤ, που έκανε το 1971 το Υπουργείο Γεωργίας για λογαριασμό του Υπουργείου Οικονομικών". Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι μηχανικοί του από 2-11-1996 τοπογραφικού διαγράμματος, για τη σύνταξη αυτού, έλαβαν μεν υπόψη το τεμάχιο ... ή ... των αποτυπώσεων των ετών 1932 και 1949 αντίστοιχα, ωστόσο δεν δέχτηκαν τα στοιχεία των αποτυπώσεων ως πλήρη απόδειξη, αλλά συνεχίζοντας την έρευνα, σύγκριναν και διαπίστωσαν την ταύτιση του τεμαχίου αυτού με το αναγραφόμενο με αριθμό ... τεμάχιο της αποτύπωσης του 1971, του οποίου και τις συντεταγμένες έλαβαν. Εφήρμοσαν δε την τελευταία αποτύπωση καθ, ό μέρος ήταν εφαρμόσιμη, καθότι δεν οριοθετείτο πλήρως η έκταση του Δημοσίου, και ειδικότερα οι οριογραμμές αιγιαλού και παραλίας. Περαιτέρω συνέταξαν το τοπογραφικό διάγραμμα, με βάση τους τίτλους του Δημοσίου και το νόμο ως προς τον καθορισμό των οριογραμμών του αιγιαλού και της παραλίας, και έλαβαν υπόψη και άλλα στοιχεία, όπως το από Αυγούστου 1946 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Τ.. Η εγκυρότητα δε του διαγράμματος αυτού (των μηχανικών Π. Κ. και Δ. Β.) διαπιστώνεται και από την ορισθείσα από το Δικαστήριο πραγματογνώμονα, η έκθεση της οποίας δεν αντικρούεται βάσιμα από τις τεχνικές εκθέσεις που προσκομίζει ο αιτών. Επομένως, εκ των εγγράφων τούτων (που προσκομίζει ο αιτών), ουδόλως συνάγεται ακυρότητα ή άρση της βασιμότητας του από 2-11-1996 τοπογραφικού διαγράμματος των μηχανικών Π. Κ. και Δ. Β. της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου, το οποίο έλαβε υπόψη της η προσβαλλομένη απόφαση και αναφέρει και στο διατακτικό της, για τον προσδιορισμό της ιδιοκτησίας της ενάγουσας. Τέλος δεν αποτελεί βάσιμο λόγο αναψηλάφησης, η αμφισβήτηση της αποδεικτικής αξίας και των λοιπών τοπογραφικών διαγραμμάτων της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου και είχαν συνταχθεί για την περιοχή και συγκεκριμένα των διαγραμμάτων Τ., Ξ. και Νομικού, αφού δεν γίνεται επίκληση νέων κρισίμων εγγράφων από τον αιτούντα. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η αίτηση ως αβάσιμη". 'Ετσι την ως άνω απορριπτική του κρίση στήριξε το Εφετείο στο ότι, υπό τα επικαλούμενα περιστατικά δεν στοιχειοθετείται ανώτερη βία για την μη επίκληση και προσκομιδή των επίμαχων εγγράφων από τον αιτούντα, που αναφέρονται στο επικαλούμενο διάγραμμα της 2-11-1996 και συνακόλουθα αυτός θα μπορούσε ευχερώς, κατά τη διάρκεια της δίκης να ανεύρει, καταβάλλοντας την επιμέλεια του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου, αφού πρόκειται για δημόσια έγγραφα και δεν νοείται κατακράτησή τους από δημόσια υπηρεσία, τα οποία προσέτι δεν ήταν κρίσιμα κατά την έννοια του άρθρου 544 αρ. 7 ΚΠολΔικ., καθόσον στο από 2-11-1996 τοπογραφικό διάγραμμα οι μηχανισμοί Π. Κ. και Δ. Β. της Κτηματικής υπηρεσίας του Δημοσίου δεν δέχθηκαν τις αποτυπώσεις των επίμαχων εγγράφων ως πλήρη απόδειξη, αλλά σύγκριναν και διαπίστωσαν την ταύτιση του ένδικου εδαφικού τεμαχίου με το υπ' αριθμ. ... τεμάχιο της αποτύπωσης του 1971, του οποίου και τις συντεταγμένες έλαβαν, ενώ έλαβαν υπόψη και άλλα στοιχεία, όπως το Αυγούστου 1946 τοπογραφικό διάγραμμα της μηχανικού Τ., τους τίτλους του Δημοσίου και το νόμο ως προς τον καθορισμό των οριογραμμών, του αιγιαλού και της παραλίας. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε το άρθρο 544 αρ. 7 του ΚΠολΔικ ως προς την εκ του ουσιαστικού δικαίου νομική έννοια της ανώτερης βίας και γι'αυτό ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, που όπως αυτός, κατά το πρώτο μέρος του εκτιμάται, αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ πλημμέλεια πρέπει να απορριφθεί. Επίσης απορριπτέος είναι ο ίδιος λόγος και κατά το δεύτερο μέρος του, με τον οποίο, υπό την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 8 εδ. β του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί ανυπαίτιας άγνοιας, καθόσον ο ισχυρισμός αυτής λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε. Ειδικότερα αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση υπό την επίκληση της παραπάνω διατάξεως, ότι ως προς τον ισχυρισμό ότι "ο αναιρεσείων βρισκόταν σε ανυπαίτια άγνοια του περιεχομένου των επίμαχων εγγράφων καθόσον πίστευε ότι τα στοιχεία, τα οποία ανέφεραν στο από 2-11-1996 τοπογραφικό τους διάγραμμα οι μηχανικοί της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου Π. Κ. και Δ. Β., ήταν έγκυρα, όπως θα πίστευε και ο μέσος συνετός 'Ελληνας, που θα του ήταν αδύνατο να διανοηθεί ότι δημόσιοι λειτουργοί, θα συνέτασσαν τοπογραφικό, λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία που γνώριζαν ότι δεν έχουν καμμία ισχύ" δέχθηκε ότι "..... ο λόγος αυτός (η εκ των υστέρων γνώση των εγγράφων) είναι αβάσιμος διότι υπό τα εκτιθέμενα δεν στοιχειοθετείται ανώτερη βία για την μη επίκληση και προσκομιδή των εγγράφων αυτών από τον αιτούντα κατά τη δίκη εκ της οποίας εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφαση, δεδομένου ότι ....". Ενόψει τούτων δεν πρόκειται περί ισχυρισμού που δεν λήφθηκε υπόψη, αλλά περί ισχυρισμού που απορρίφθηκε, μη στοιχειοθετουμένου ως εκ τούτου, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη του επικαλουμένου από τον αριθμό 8 εδ. β του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικού λόγου. Επειδή στην περίπτωση που το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως στηρίζεται αυτοτελώς σε περισσότερες, επάλληλες αιτιολογίες, με την αναίρεση δε πλήττονται μεν όλες, πλην όμως η προσβολή της μιας από αυτές δεν τελεσφορεί, οι λόγοι αναιρέσεως που πρόσβαλλαν τις λοιπές είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς (ΑΠ 1774/2011, ΑΠ 406/2010, ΑΠ 1219/2010, ΑΠ 1041/2003). Στην προκειμένη περίπτωση όπως προαναφέρθηκε, το Εφετείο απέρριψε την ένδικη αίτηση αναψηλαφήσεως, στηρίζοντας την απορριπτική του κρίση στις επάλληλες αιτιολογίες α) ότι δεν συνέτρεχε λόγος ανώτερης βίας για την μη έγκαιρη προσκομιδή των επίμαχων εγγράφων και β) ότι τα έγγραφα αυτά δεν ήταν κρίσιμα για τη διάγνωση της διαφοράς. Επομένως, μετά την κατά τα ανωτέρω απόρριψη των λόγων αναιρέσεως που αφορούσαν την πιο πάνω με στοιχείο α αιτιολογία οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος και από τους αριθμούς 20 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. λόγοι της αναιρέσεως, με τους οποίους προσβάλλεται η επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλομένης κατά την οποία τα αναφερόμενα στην αίτηση αναιρέσεως έγγραφα δεν ήταν κρίσιμα, είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, και αυτό ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι ως άνω λόγοι αναιρέσεως, αναφορικά με το αν είναι κρίσιμο ή όχι το ανευρεθέν έγγραφο, με τους οποίους υπό την επίκληση των πλημμελειών από τους αριθ. 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προσβάλλεται η ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου ότι το ως άνω ανευρεθέν έγγραφο δεν ήταν κρίσιμο, απορρέει πράγματι από την εκτίμηση του περιεχομένου του εγγράφου αυτού και είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ. Τέλος από τη διάταξη του αριθμού 11 περ. γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Για να είναι ορισμένος και άρα παραδεκτός ο λόγος αυτός της αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο ισχυρισμός προς απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου, το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη, παρά το νόμο αποδεικτικό μέσο, να προσδιορίζεται το αποδεικτικό μέσο κατά τρόπο, που να προκύπτει η ταυτότητά του και να καθορίζεται το περιεχόμενό του, ώστε να είναι δυνατόν να κριθεί αν αυτό είναι κρίσιμο για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του ισχυρισμού. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι δεν έλαβε υπόψη το τοπογραφικό διάγραμμα Νομικού, το οποίο είναι συνημμένο στα υπ' αριθμ. .../8-11-1978 και .../30-5-1979 συμβόλαια του συμβ/φου Λαυρίου Λουκά Παπαγγελή, με τα οποία ο αναιρεσείων αγόρασε το υπόλοιπο 1/2 του επιδίκου. Ο λόγος αυτός είναι αόριστος γιατί δεν προσδιορίζεται ο ισχυρισμός, το βάσιμο του οποίου θα αποδεικνυόταν με το εν λόγω αποδεικτικό μέσο, ούτε ο λόγος για το οποίο ο ισχυρισμός αυτός θα ασκούσε ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της ένδικης περί αναψηλαφήσεως δίκης δηλαδή θα είχε επίδραση στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 11-12-2012 αίτηση του Θ. Γ. του Δ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3466/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2014. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άρθρο 544 αρ. 7 ΚΠολΔ. Αναψηλάφηση. Επιτρέπεται και όταν ο διάδικος πήρε στην κατοχή του νέα κρίσιμα έγγραφα τα οποία από ανώτερη βία δεν μπόρεσε να προσκομίσει. Η κρίση περί της κρισιμότητας των νέων εγγράφων ανέλεγκτη. Η κρίση περί ανωτέρας βίας ελέγχεται αναιρετικώς ως αφορώσα σε αόριστη νομική έννοια. Έννοια νέων εγγράφων και ανωτέρας βίας. Ο αναιρετικός λόγος του 559 αρ. 19 ΚΠολΔ αφορά σε παραβίαση διατάξεων ουσιαστικού και όχι δικονομικού δικαίου. Η διάταξη 544 αρ. 7 είναι δικονομικού δικαίου. 559 αρ. 8. Δεν ιδρύεται όταν ο ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε για οποιοδήποτε τυπικό ή ουσιαστικό λόγο. 559 αρ. 20. Δεν ιδρύεται όταν η αιτίαση αφορά σε εκτιμητικό και όχι σε διαγνωστικό σφάλμα. 559 αρ. 11. Είναι αόριστος ο λόγος όταν δεν προσδιορίζεται ο ισχυρισμός που θα αποδεικνυόταν από το έγγραφο που δεν λήφθηκε υπόψη και ο λόγος που ο ισχυρισμός αυτός ασκούσε έννομη επιρροή στην έκβαση της δίκης.
Έλλειψη νόμιμης βάσης
Αναψηλάφηση, Βία ανώτερη, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης.
1
Αριθμός 723/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Δ. Π. Δ., 2)Σ. - Ι. Δ. Δ., 3)Μ. Δ. Δ., 4)Ε. συζ. Δ. Δ., το γένος Δ. Γ., κατοίκων ..., 5)κατά κόσμον Ι. - Α. Δ. Γ. και ήδη Ηγουμένης Ευθυμίας της Ιεράς Μονής Αγίου Κοσμά του Αιτωλού Μεγαδένδρου - Θέρμου Τριχωνίδας Νομού Αιτωλοακαρνανίας και 6)Ιεράς Μονής Αγίου Κοσμά του Αιτωλού Μεγαδένδρου - Θέρμου Τριχωνίδας Νομού Αιτωλοακαρνανίας. Οι 1ος, 2η, 3η και 4η παραστάθηκαν με τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους α)Ιωάννη Καράκωστα και β)Δημήτριο Αϋφαντή και η 5η ατομικά και για λογαριασμό της 6ης εκπροσωπήθηκε από τους ίδιους ως άνω πληρεξούσιους δικηγόρους. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Δήμου Σπετσών, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, 2)Κ. Σ. Β., κατοίκου ..., και 3)εταιρείας με την επωνυμία "Μπέλφοντ Ντιβελοπμεντ Κορπ" ("Belfont Development Corp") που εδρεύει στον …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται. Ο 1ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Αρβανιτόπουλο και οι 2ος και 3η εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους α)Λεωνίδα Μαραβέλη και β)Παναγιώτη Πρωτόπαππα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/3/1999 αγωγή του ήδη 1ου αναιρεσίβλητου και την από 28/7/1999 πρόσθετη παρέμβαση των ήδη 2ου και 3ης ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4225/2001 μη οριστική, 5204/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 60/2010 εν μέρει οριστική και 459/2011 οριστική του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση των τελευταίων αυτών αποφάσεων του Εφετείου Πειραιώς ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 1/12/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 25/2/2013 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Δημητρίου Μαζαράκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέσθηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο αγωγή. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά δηλαδή περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 8 και 14 του ΚΠολΔ. Εξάλλου, ο από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωση και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σ' αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή παραγνωρίζοντας τα εκτιθέμενα για τη θεμελίωση και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σ' αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη. Εξάλλου, κατά το προϊσχύσαν του ΑΚ βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο (ν. 3 Πανδ. 43. 7, ν. 2 παρ. 8 Πανδ. 39.3, ν. 28 Πανδ. 22. 3) αναγνωριζόταν ως τρόπος κτήσης της ιδιότητας πράγματος ως κοινοχρήστου η αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα στη χρήση του πράγματος σύμφωνα με τον προορισμό του για την εξυπηρέτηση δημόσιων, δημοτικών ή κοινοτικών σκοπών από τους δημότες Κοινότητας ή Δήμου (vetustas), με την οποία κυρωνόταν ως νόμιμη η πραγματική κατάσταση που υπήρχε πριν από τόσο χρόνο, ώστε η ζώσα γενεά να τη γνώρισε ως έχει και να μη διέσωσε παράδοση από την παρελθούσα γενεά για την ύπαρξη άλλης διαφορετικής κατάστασης. Η αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα δεν υιοθετήθηκε από τον ΑΚ, διατηρείται, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 51 ΕισΝ ΑΚ, η δυνάμει αυτής ιδιότητα που απέκτησε το πράγμα ως κοινής χρήσης, εφόσον πριν από την εισαγωγή του ΑΚ (23-2-1946) δύο συνεχόμενες γενεές ανθρώπων επί συνολικό διάστημα τουλάχιστον ογδόντα (80) ετών δεν γνώρισαν διαφορετική κατάσταση του πράγματος από την κοινοχρησία. Εκείνος που ισχυρίζεται, ότι κάποιο ακίνητο είναι κοινόχρηστος χώρος, πρέπει, για το ορισμένο του ισχυρισμού του, να καθορίσει το νόμιμο τρόπο, με τον οποίο αποκτήθηκε η ιδιότητα της κοινοχρησίας. Έτσι, δεν αρκεί η αναφορά στο σχετικό ισχυρισμό της ιδιότητας του πράγματος ως κοινοχρήστου και της κτήσης της εν λόγω ιδιότητας με την κοινή χρήση του πράγματος από δύο κατά συνέχεια γενεές (αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα), αλλά απαιτείται, επίσης, να αναφέρεται σ' αυτόν, ότι η αρχαιότητα στην κοινή χρήση είχε συμπληρωθεί κατά το χρόνο εισαγωγής του ΑΚ, δηλαδή στις 23-2-1946. Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη πρώτος αναιρεσίβλητος Δήμος με την ένδικη από 1-3-1999 αγωγή του, την οποία εκτιμά, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ως διαδικαστικό έγγραφο ο Άρειος Πάγος, ισχυρίστηκε ότι η επίδικη εδαφική έκταση, εμβαδού 130,25 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση Παλαιό Λιμάνι της πόλης των Σπετσών, στην ενορία Αγίου Νικολάου εντός του Ο.Τ. 372 και ορίζεται γύρωθεν με το δυτικό όριο της ιδιοκτησίας πρώην Κ. και τώρα της εταιρείας "Belfont Development. Corp." (Μπέλφοντ Ντιβέλοπμεντ Κορπ.), ήτοι της δεύτερης προσθέτως υπέρ του ενάγοντος-πρώτου αναιρεσίβλητου Δήμου παρεμβαίνουσας και ήδη τρίτης αναιρεσίβλητης, με ιδιοκτησία Δ., με ανατολικό τοίχο και μανδρότοιχο της οικίας των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων καιμε κοινόχρηστο δρόμο, ανήκει σ' αυτόν κατά κυριότητα, έχοντας το χαρακτήρα κοινόχρηστου δημοτικού χώρου, τον οποίο απέκτησε από αμνημόνευτα χρόνια οπωσδήποτε δε πριν από τo έτος 1865 με τη μορφή αυτή, το χρησιμοποιούσαν δε όλοι οι δημότες της πόλης των Σπετσών, αλλά και κάθε πολίτης, ως δημόκοινο, και συγκεκριμένα αφού δύο συνεχόμενες γενεές πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (23-2-1946), καθεμιάς εξ αυτών υπολογιζόμενης σε σαράντα έτη, τον επίδικο αυτό χώρο χρησιμοποιούσε ελεύθερα και δικαιωματικά μεγάλος και ακαθόριστος αριθμός δημοτών όλων των ηλικιών, κυρίως προς διέλευση αλλά και για να επικοινωνούν, κοινωνικώς, μικροί και μεγάλοι δημότες, χωρίς να ανήκει σε οποιονδήποτε, και ότι οι εναγόμενοι-αναιρεσείοντες, αμφισβητώντας τον χαρακτήρα της εν λόγω εδαφικής έκτασης ως κοινόχρηστης και ανήκουσας στην κυριότητα του, απέκλεισαν αυτή με την κατασκευή νέου μανδρότοιχου (περιφρακτικού όμορης ιδιοκτησίας τους), με σκοπό να την προσαρτήσουν στη δική τους ιδιοκτησία. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά ζήτησε να αναγνωριστεί η κυριότητα του επί της επίδικης εδαφικής λωρίδας, που έχει την ιδιότητα του κοινόχρηστου χώρου. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η ως άνω ένδικη αγωγή περιέχει όλα τα αναγκαία για τη θεμελίωση της αναγνωριστικής κυριότητας κοινόχρηστου ακινήτου αγωγής στοιχεία (άρθρο 216 ΚΠολΔ), δηλαδή τόσο τις μέχρι της εισαγωγής του ΑΚ ουσιαστικές προϋποθέσεις του ΒΡΔ για την απόκτηση της ιδιότητας του κοινοχρήστου με αμνημόνευτη αρχαιότητα, όσο και του ακινήτου που αφορούσε αυτή, και είναι σαφής και ορισμένη, αφού καθορίζεται ο νόμιμος τρόπος με τον οποίο το επίδικο απέκτησε την ιδιότητα αυτή με βάση την αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα, καθόσον ρητά αναφέρεται σ' αυτή ότι το επίδικο απέκτησε το χαρακτήρα του κοινόχρηστου δημοτικού χώρου, αφού δύο συνεχόμενες γενεές πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (23-2-1946), καθεμιάς εξ αυτών υπολογιζόμενης σε σαράντα έτη και δη οπωσδήποτε πριν από τα έτος 1865 τον επίδικο χώρο με τη μορφή αυτή του κοινόχρηστου χώρου χρησιμοποιούσε ελεύθερα και δικαιωματικά μεγάλος και ακαθόριστος αριθμός δημοτών όλων των ηλικιών, κυρίως προς διέλευση αλλά και για να επικοινωνούν, κοινωνικώς, μικροί και μεγάλοι σε ηλικία δημότες και, έτσι, γίνεται επίκληση της κοινής χρήσης του επιδίκου σε χρόνο που ανατρέχει 80 και πλέον έτη προ της εισαγωγής του ΑΚ (23-2-1946) με έναρξη πριν ακόμη από το έτος 1865, ενώ η επίδικη αυτή εδαφική λωρίδα σαφώς περιγράφεται κατά θέση, έκταση και όρια με τρόπο ώστε να προσδιορίζεται η ταυτότητα της, αφού μάλιστα κατά την ως άνω οριοθέτηση της εκτίθεται μεταξύ άλλων ότι ορίζεται και με ανατολικό τοίχο και μανδρότοιχο της οικίας των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων και με κοινόχρηστο δρόμο. Επομένως, το Εφετείο που με τη συμπροσβαλλόμενη 60/2010 εν μέρει οριστική απόφαση του, καθώς και την προσβαλλόμενη οριστική απόφαση του, που αναφέρθηκε κατά τούτο στην προηγουμένη, έκριναν πλήρως ορισμένη την ένδικη αγωγή, δεν έσφαλαν και δεν αρκέστηκαν σε λιγότερα από τα απαιτούμενα νόμιμα στοιχεία και, έτσι, δεν παραβίασαν τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του προϊσχύσαντος του ΑΚ βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου των ν. 3 Πανδ. 43. 7, ν, 2 παρ. 8 πανδ 39. 3, ν. 28 Πανδ. 22.3, των άρθρων 966, 967, 968 και 1054 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσαν και εφάρμοσαν, ούτε κατά παράβαση του νόμου, θεώρησαν επαρκή τα εκτιθέμενα για την περαιτέρω εξειδίκευση του κανόνα δικαίου πραγματικά γεγονότα, και συνακόλουθα ο δεύτερος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος της αναίρεσης από τον αριθμό 1, όπως εκτιμάται, του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθώς και ο ίδιος δεύτερος, κατά το δεύτερο μέρος του, από το ίδιο άρθρο αριθμός 14, που αναγράφεται στο αναιρετήριο, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι η αγωγή είναι αόριστη, γιατί δεν αναφέρεται σ' αυτή νόμιμος τρόπος πρόσληψης του κοινόχρηστου χαρακτήρα της επίδικης έκτασης, είναι αβάσιμος και κατά τα δύο μέρη του. Περαιτέρω, οι αναιρεσείοντες με τον συναφή τρίτο λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ψέγουν τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, γιατί για τη θεμελίωση και την κρίση περί ορισμένου της ένδικης αγωγής του πρώτου αναιρεσιβλήτου και ειδικότερα του αγωγικού ισχυρισμού περί του κοινόχρηστου χαρακτήρα της επίδικης έκτασης βάσει της από αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας, έλαβαν υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα που δεν περιλαμβάνονται στην αγωγή και συγκεκριμένα δέχτηκαν ως ορισμένη την αγωγή, κρίνοντας ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος Δήμος επικαλείται στην αγωγή του, ότι η επίδικη έκταση ανήκει σ' αυτόν κατά κυριότητα και ως "έχουσα το χαρακτήρα κοινόχρηστης δημοτικής πλατείας (με τη μορφή εσοχής όμορης δημοτικής οδού)" και έτσι για το ορισμένο της αγωγής δέχτηκαν πράγματα που δεν προβλήθηκαν, αφού στην αγωγή ο ενάγων-πρώτος αναιρεσίβλητος αναφέρεται στο επίδικο ως κοινόχρηστο δημοτικό χώρο και αρκείται στην αναφορά ότι έχει το χαρακτήρα παραδοσιακού. Από την επισκόπηση όμως της ένδικης αγωγής, όπως το περιεχόμενο της αναλυτικά ανωτέρω εκτέθηκε κυριαρχικά δε εκτιμάται από το δικαστήριο προκύπτει ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος κατά την οριοθέτηση του επιδίκου εκθέτει στην ένδικη αγωγή ότι η επίδικη κοινόχρηστη εδαφική έκταση "ορίζεται και με ανατολικό τοίχο και μανδρότοιχο της οικίας των εναγομένων και με κοινόχρηστο δρόμο" και συνεπώς οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκτιμώντας την αγωγή ορθά έκριναν, ότι η επίδικη έκταση έχει τη μορφή εσοχής όμορης δημοτικής οδού, και έτσι δεν έλαβαν υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή που απαραδέκτως μεταβάλλουν τη βάση της αγωγής. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, ο τρίτος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Επειδή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 80, 81 παρ.1 εδάφ. α' και 215 παρ.1 του ΚΠολΔ, αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της κύριας δίκης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν. Η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι απαραίτητη προϋπόθεση της πρόσθετης παρέμβασης είναι η στον παρεμβαίνοντα τρίτο ύπαρξη του ειδικού έννομου συμφέροντος, όπως η μεταξύ άλλων εκκρεμής δίκη αποβεί υπέρ εκείνου του αρχικού διαδίκου, για την υποστήριξη του οποίου παρεμβαίνει. Το έννομο συμφέρον πρέπει να προσδιορίζεται σαφώς στο δικόγραφο της παρεμβάσεως, τούτο δε υφίσταται, όταν με την παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η εις βάρος του δημιουργία νομικής υποχρεώσεως ή δυσμενούς καταστάσεως, πρέπει, όμως, αυτά να απειλούνται από τη δεσμευτικότητα ή την εκτελεστότητα της εκδοθησόμενης αποφάσεως ή την προσβολή αυτών από τις αντανακλαστικές συνέπειες της. Εξάλλου, κατά το άρθρο 57 εδάφ. α' ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται, ότι προϋπόθεση της παρεχόμενης με αυτήν προστασίας είναι η συνδρομή παρανόμου πράξεως, από την οποία επέρχεται μειωτική διαταραχή της προσωπικότητας σε κάποια έκφανση της. Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής με τις διατάξεις των άρθρων 59, 966 και 967 ΑΚ προκύπτει, ότι με την καθιέρωση του πράγματος ως κοινοχρήστου, το άτομο αποκτά εξουσία προς χρήση αυτού, η οποία, απορρέουσα από το δικαίωμα επί της ιδίας αυτού προσωπικότητας, απολαμβάνει σε περίπτωση προσβολής της με το δικαίωμα αυτό προσωπικότητας παρεχόμενης προστασίας, περιεχόμενο της οποίας είναι η άρση της προσβολής και η παράλειψη της στο μέλλον. Ενόψει δε του ότι η κατά τα άρθρα 966 και 967 ΑΚ κοινοχρησία δεν είναι άμεσος εξουσία επί του πράγματος, αλλά αποτελεί απόρροια του δικαιώματος επί της προσωπικότητας, έπεται ότι ο τρόπος με τον οποίο αυτή παρήχθη είναι αδιάφορος . Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι προσθέτως παρεμβαίνοντες και ήδη δεύτερος και τρίτη των αναιρεσιβλήτων με την από 28-7-1999 πρόσθετη παρέμβαση τους ισχυρίστηκαν, ότι με την επιχειρούμενη από τους εναγομένους-αναιρεσείοντες ενσωμάτωση στη δική τους ακίνητη περιουσία της επίδικης εδαφικής λωρίδας, την οποία χαρακτηρίζουν ως κοινόχρηστο δημοτικό χώρο, όπως και ο ενάγων-πρώτος αναιρεσίβλητος Δήμος, προσβάλλεται το δικαίωμα τους για ελεύθερη και ακώλυτη χρήση της και ζητούν να αποβεί η δίκη υπέρ του ενάγοντος Δήμου και να γίνει δεκτή η αγωγή. Με αυτό το ουσιώδες περιεχόμενο και αίτημα η πρόσθετη παρέμβαση είναι αρκούντως ορισμένη από την άποψη του προβλεπόμενου για το παραδεκτό της έννομου συμφέροντος των παρεμβαινόντων, ενόψει των προαναφερθεισών διατάξεων, στις οποίες και στηρίζεται από απόψεως νομικής βάσεως. Επομένως, η συμπροσβαλλόμενη με αριθμό 60/2010 εν μέρει οριστική απόφαση του Εφετείου, με την οποία έκρινε ως ορισμένη την ένδικη πρόσθετη υπέρ του ενάγοντος παρέμβαση και κατόπιν τούτου δέχτηκε την έφεση των προσθέτως παρεμβαινόντων και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, η οποία είχε εκφέρει αντίθετη κρίση, δεν έσφαλε και δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ της παρά το νόμο μη κήρυξης απαραδέκτου και, συνακόλουθα, ο πέμπτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη οριστική απόφαση του, δέχτηκε τα ακόλουθα: To επίδικο ακίνητο είναι εδαφική έκταση, εμβαδού 130,25 τετρ. μέτρων, κείμενη στο Ο.Τ. 372 της πόλεως Σπετσών (ενορίας Αγίου Νικολάου) και οριζόμενη γύρωθεν με το δυτικό όριο της ιδιοκτησίας πρώην Κ. και τώρα εταιρίας "Belfont Development Corp.", με ιδιοκτησία Δ., με ανατολικό τοίχο και με μανδρότοιχο της οικίας των εναγομένων. Για τη διάγνωση του χαρακτήρα και της φυσιογνωμίας του επίδικου χώρου στο ενδιαφέρον εν προκειμένω χρονικό διάστημα των ογδόντα ετών πριν από την 23η Φεβρουαρίου 1946, χρήσιμες είναι οι υπάρχουσες αεροφωτογραφίες του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. της 21.9.1940 και 19.5.1961, από την ερμηνεία των οποίων, σε συνδυασμό με τη βεβαίωση της ενεστωσας πραγματικής καταστάσεως και της εξελικτικής πορείας διαμορφώσεως της, όπως προκύπτουν από τις μαρτυρικές καταθέσεις και τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, μπορεί να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα. Από την ερμηνεία της αεροφωτογραφίας της 21.9.1940 διαπιστώνεται ότι ανάμεσα στην οικία "Γ. -Δ." (εναγομένων) και στην οικία "Belfont Development Corp." (2ης προσθέτως παρεμβαίνουσας) το έδαφος είναι κατηφορικό με ομαλή κλίση προς την οικία "Belfont Development Corp.", ενώ δεν υπάρχει καθόλου φυτεία και η σύσταση του εδάφους παρουσιάζεται με πετρώδη υφή. Ο χώρος αυτός είναι απερίφρακτος και χέρσος, συγκεντρώνοντας τα χαρακτηριστικά του "ελεύθερου" ή "κοινόχρηστου" χώρου. Τούτο ενισχύεται και από την υπάρχουσα ψηλή, παλαιά και παραδοσιακή μάνδρα του ακινήτου των εναγομένων με την ψηλή παραδοσιακή αυλόπορτα, που τοποθετείται σε εξωτερική μάνδρα περιφράξεως ιδιοκτησίας. Από την ερμηνεία της αεροφωτογραφίας της 19.5.1961 διαπιστώνεται ότι ανάμεσα στην οικία "Γ. - Δ." (εναγομένων) και στην οικία "Belfont Development Corp." (2ης προσθέτως παρεμβαίνουσας) το έδαφος είναι κατηφορικό με ομαλή κλίση προς την τάφρο που υπήρχε σε επαφή με το νοτιοανατολικό εξωτερικό τοίχο της οικίας "Belfont Development Corp." και ο ελεύθερος αυτός χώρος είναι καλυμμένος με χαμηλή (ποώδη) βλάστηση, που τερματίζει ακριβώς στο όριο της τάφρου. Έχει κατασκευασθεί χαμηλότερη μάνδρα, που φαίνεται να "κολλάει" στην παλαιά εξωτερική και παραδοσιακή μάνδρα, περί της οποίας έγινε λόγος ανωτέρω και είναι διαφορετικής τεχνοτροπίας, μικρότερου πάχους και φέρουσα διαφορετικό επίχρισμα (σοβά) από τον υπόλοιπο αυλόγυρο της οικίας των εναγομένων. Η μάνδρα αυτή, που είναι χαμηλότερη της ανωτέρω παραδοσιακής μάνδρας, είναι μεταγενέστερη και κατασκευάσθηκε μετά το έτος 1958, περιλαμβάνοντας, με ενσωμάτωση στην ιδιοκτησία των εναγομένων, τον προαναφερθέντα ελεύθερο χώρο. Ο παλαιός ψηλός και παραδοσιακός μανδρότοιχος με την παλαιά, μεγάλη και παραδοσιακή αυλόπορτα της ιδιοκτησίας των εναγομένων καθορίζουν τα πραγματικά περιμετρικά όρια της εν λόγω ιδιοκτησίας, είναι δηλαδή τοίχος περιφράξεως και όχι τοίχος αντιστήριξης. Στον παραπάνω ελεύθερο χώρο, έως το έτος 1961, δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε φυτεία, εκτός μιας σποραδικής χαμηλής (ποώδους) βλαστήσεως, αφού και το έδαφος του, με ομαλή κλίση, παρουσίαζε σύσταση με πετρώδη υφή, ακατάλληλη για την ανάπτυξη φυτείας. Η εμφανιζόμενη εντός αυτού φυτεία διαμορφώθηκε μετά το έτος 1961, με την κατά καιρούς επιχωμάτωση του. Στην ανατολική πλευρά του χώρου αυτού και σε επαφή με τον τοίχο της οικίας "Belfont Development Corp." προϋπήρχε τάφρος απορροής όμβριων υδάτων, που σταδιακά κατεστράφη με τις επιχωματώσεις του χώρου για τη δημιουργία φυτείας. Με την τελεσίδικη υπ' αριθμ. 2767/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αναγνωρίσθηκε η εταιρία "Belfont Development Corp." ως κυρία της εδαφικής λωρίδας, που αντιστοιχούσε στην επιχωματωθείσα τάφρο και με τον τρόπο αυτό έμμεσα διαπιστώθηκε η επιχωμάτωση όλου του ελεύθερου χώρου, περί του οποίου γίνεται εδώ λόγος, για τη δημιουργία του εμφανιζόμενου σήμερα ως "κήπου" της οικίας των εναγομένων στη θέση του έως το έτος 1961 βραχώδους, χέρσου και ελεύθερου χώρου.- Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά επιβεβαιώνονται και από την εκτίμηση και αξιολόγηση των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων. Από αυτούς, ο εξετασθείς με επιμέλεια του ενάγοντος Γ. Κ. του Β., γεννηθείς στις Σπέτσες το έτος 1942 και κατοικώντας μόνιμα εκεί, έχοντας δε προσωπική αντίληψη για την κατάσταση του επίδικου χώρου από του έτους 1950 περίπου και εφ' εξής, αλλά και για το προγενέστερο (ενδιαφέρον εν προκειμένω) χρονικό διάστημα εκ διηγήσεων των προγόνων του, βεβαίωσε με επαρκή τεκμηρίωση ότι ο επίδικος χώρος, μέχρι της "ενσωματώσεως" του στο ακίνητο των εναγομένων με την κατασκευή της παραπάνω νεότερης μάνδρας, ήταν κοινόχρηστος, δηλαδή ελεύθερα και δικαιωματικά προσβάσιμος σε όλους τους δημότες είτε προς διέλευση είτε προς κοινωνική επικοινωνία και αναψυχή. Ο μάρτυρας Σ. Μ. του Α., που εξετάσθηκε με επιμέλεια των προσθέτως υπέρ του ενάγοντος παρεμβαινόντων, επιβεβαίωσε, με πειστική τεκμηρίωση υπό την επιστημονική ιδιότητα του ως τοπογράφου φωτοερμηνευτή, τις πληροφορίες, που παρέχονται για το επίδικο από την ερμηνεία των αεροφωτογραφιών των ετών 1940 και 1961, όπως αυτές σημειώθηκαν ανωτέρω. Τέλος, η μάρτυρας Α. Δ. του Ο., που εξετάσθηκε με επιμέλεια των εναγομένων, υπεραμύνθηκε των θέσεων τους για το χαρακτήρα του επίδικου χώρου ως "κηπάριου" της οικίας τους, που ανέκαθεν είχε φυτά ποτιζόμενα, μεταξύ των οποίων και δύο μεγάλες ελιές, αλλά και λουλούδια, δεν μπόρεσε, όμως, να αντικρούσει ούτε να δώσει κάποια πειστική και τεκμηριωμένη εξήγηση για το γεγονός ότι, όπως πιστοποιείται από τις αεροφωτογραφίες των ετών 1940 και 1961, τέτοια δένδρα και βλάστηση στον επίδικο χώρο δεν υπήρχαν και επομένως προέκυψαν στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, που συμπίπτει και με την κατασκευή της νέας μάνδρας. Ούτε, άλλωστε, η άποψη της εν λόγω μάρτυρος περί της υπάρξεως διαδεδομένης "τεχνοτροπίας" στην πόλη των Σπετσών, βάσει της οποίας κατασκευάζονται επάλληλοι περιφρακτικοί τοίχοι, επιβεβαιώθηκε, αφού ουδεμία άλλη τέτοια περίφραξη μπόρεσε να προσδιορίσει ούτε τούτο δικαιολογείται από κάποιον αποχρώντα λόγο.- Συμπερασματικά, σημειώνεται ότι, ο επίδικος χώρος είχε ανέκαθεν (τουλάχιστον επί ογδόντα χρόνια πριν από την 23η Φεβρουαρίου 1946) το χαρακτήρα του κοινοχρήστου και επομένως ανήκοντος στον ενάγοντα Δήμο Σπετσών, με τις ενέργειες δε των εναγομένων η ιδιότητα του αυτή στερείται του ουσιαστικού περιεχομένου της, που είναι η δυνατότητα όλων των δημοτών (και των προσθέτως υπέρ του ενάγοντος παρεμβαινόντων) να τον χρησιμοποιούν ελεύθερα και δικαιωματικά είτε προς διέλευση είτε προς κοινωνική επικοινωνία και αναψυχή. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε, ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα είναι χώρος απερίφρακτος και χέρσος, συγκεντρώνοντας τα χαρακτηριστικά του κοινόχρηστου χώρου, ότι έχει κατασκευασθεί χαμηλότερη μάνδρα της αναφερόμενης παραδοσιακής μάνδρας της οποίας είναι μεταγενέστερη και κατασκευάστηκε μετά το έτος 1958, περιλαμβάνοντας με ενσωμάτωση στην ιδιοκτησία των αναιρεσειόντων τον κοινόχρηστο αυτό χώρο, ότι στο χώρο αυτό έως το έτος 1961 δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε φυτεία, η όποια δε εμφανιζόμενη εντός αυτού φυτεία διαμορφώθηκε μετά το έτος 1961 με την κατά καιρούς επιχωμάτωση του, ότι στην ανατολική πλευρά του χώρου αυτού προϋπήρχε τάφρος απορροής υδάτων, ότι ο επίδικος αυτός χώρος μέχρι της ενσωμάτωσης του στο ακίνητο των αναιρεσειόντων ήταν κοινόχρηστος, ήτοι ελεύθερα και δικαιωματικά προσβάσιμος σε όλους τους δημότες, είχε δε ανέκαθεν και δη τουλάχιστον επί ογδόντα χρόνια πριν από την 23-2-1946 όπως δηλαδή κατά τα άνω εκτίθεται στην αγωγή, το χαρακτήρα του κοινοχρήστου, που ανήκε στον πρώτο αναιρεσίβλητο Δήμο, και ότι με τις ενέργειες των αναιρεσειόντων η ιδιότητα του αυτή του κοινοχρήστου στερείται του ουσιαστικού περιεχομένου της, που είναι η δυνατότητα όλων των δημοτών και συνεπώς και των προσθέτως υπέρ του ενάγοντος Δήμου παρεμβαινόντων, να τον χρησιμοποιούν ελεύθερα και δικαιωματικά είτε προς διέλευση είτε προς κοινωνική επικοινωνία και αναψυχή. Κατόπιν τούτου, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης με την 60/2010 εν μέρει οριστική εφετειακή απόφαση, το Εφετείο δέχτηκε ως και κατ' ουσίαν βάσιμη την ένδικη αγωγή καθώς και την πρόσθετη υπέρ του ενάγοντος-πρώτου αναιρεσιβλήτου Δήμου παρέμβαση. Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του από τη νόμιμη βάση της, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενο αυτής, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς το ουσιώδες ζήτημα ότι το επίδικο ακίνητο απέκτησε την ιδιότητα του κοινοχρήστου με την κοινή χρήση του με συνέπεια να δικαιολογείται απόλυτα η μη αποτύπωση του στο επίσημο ρυμοτομικό σχέδιο, και, έτσι, από το αιτιολογικό της προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το διατακτικό της και τα οποία, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις είναι αναγκαία για την αναγνώριση του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος και ήδη πρώτου αναιρεσιβλήτου Δήμου επί του επιδίκου ακινήτου, το δε αποδεικτικό πόρισμα από την ανάλυση, αξιολόγηση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων εκτίθεται με σαφήνεια. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Επειδή, με το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Ν. 3127/2003 ορίζονται τα εξής: "1. Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιατάρακτος για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23-2-1945, εκτός εάν κατά τη κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη, ή β) νέμεται μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά τη κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α' και β' προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του ΑΚ. 2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2.000 τ.μ. Για ενιαίο ακίνητο εμβαδού μεγαλύτερου των 2.000 τ.μ. οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται μόνο εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά την 31-12-2002 κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον τριάντα τοις εκατό (30%) του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή". Από την ως άνω σαφή διατύπωση των προπαρατεθεισών διατάξεων προκύπτει ότι οι απαιτούμενες προϋποθέσεις εφαρμογής του είναι αθροιστικώς οι ακόλουθες: Α) Να πρόκειται για ακίνητο που βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως ή εντός προΰφιστάμενου του έτους 1923 οικισμού ή εντός οριοθετηθέντος οικισμού, ο πληθυσμός του οποίου συμφώνως με την τελευταία (προ της ενάρξεως εφαρμογής του ως άνω νόμου) απογραφή δεν υπερβαίνει τους 2.000 κατοίκους. Β) Να πρόκειται για ακίνητο εμβαδού α) μέχρι 2.000 τετρ. μέτρων ή β) μείζονος των 2.000 τετρ. μέτρων, εφόσον στο ακίνητο αυτό υπήρχε στις 31-12-2002 κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον 30% του ισχύοντος στην περιοχή συντελεστή δόμησης, Γ) Να έχει καταστεί το ακίνητο αντικείμενο αδιατάρακτης νομής μέχρις ενάρξεως ισχύος του ως άνω νόμου α) επί δέκα έτη με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία υπέρ του ιδίου του νεμομένου ή νεμηθέντος ή υπέρ των δικαιοπαρόχων του, εφόσον ο νόμιμος αυτός τίτλος έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 28-2-1945, εκτός εάν κατά τη κτήση της νομής ο επικαλούμενος κυριότητα ή οιοσδήποτε από τους δικαιοπαρόχους του ήταν κακής πίστεως, ή β) επί τριάντα έτη, εκτός εάν κατά τη κτήση της νομής ο επιληφθείς της νομής του ακινήτου ήταν κακής πίστεως, δηλαδή εφόσον δεν συνέτρεχαν κατά τον χρόνο κτήσεως της νομής οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 ΑΚ. Εξάλλου, στο χρόνο νομής των ως άνω περιπτώσεων α' και β' προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 966, 968 και 1054 ΑΚ προκύπτει ότι τα εκτός συναλλαγής ακίνητα του Ελληνικού Δημοσίου, στα οποία συγκαταλέγονται και τα κοινής χρήσεως είναι ανεπίδεκτα τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας και, επομένως, δεν μπορούν να είναι αντικείμενο της κατά το ιδιωτικό δίκαιο κτήσεως είτε κατά κυριότητα είτε κατανομή από οποιονδήποτε τρίτο, του οποίου το δικαίωμα προς χρήση των πραγμάτων αυτών δεν συνιστά νομή ή οιονεί νομή ή κατοχή αλλά ιδιόρρυθμο δικαίωμα που απορρέει από την προσωπικότητα του ανθρώπου και προστατεύεται με την ΑΚ 57 μόνο στην περίπτωση παρακωλύσεως ή αποβολής από τη χρήση του κοινόχρηστου πράγματος. Συνεπώς, τα ανήκοντα στο Ελληνικό Δημόσιο κοινόχρηστα πράγματα δεν καταλαμβάνονται από το ως άνω άρθρο 4 του ν. 3127/2003 (ΑΠ 1271/2011), αφού το άρθρο αυτό αναφέρεται στις προϋποθέσεις κτήσεως κυριότητας ακινήτου ανήκοντος στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου ή Δήμου. Στην προκείμενη περίπτωση, η αρχική δεύτερη των εναγομένων, μετά το θάνατο της οποίας υπεισήλθαν στη δικονομική της θέση ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της οι ήδη τέταρτη, πέμπτη και έκτη των αναιρεσειόντων, που νόμιμα συνεχίζουν τη δίκη, καθώς και η τρίτη των εναγομένων και ήδη δεύτερη των αναιρεσειόντων πρόβαλαν την ένσταση ιδίας κυριότητας επί του επίδικου ακινήτου, την οποία απέκτησαν με τακτική αλλιώς με έκτακτη χρησικτησία, κατά τους όρους του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 3127/2003, καθόσον νέμονται τούτο σε συνάφεια με τον αναφερόμενο νόμιμο και εξ επαχθούς αιτίας τίτλο τους, που καταρτίστηκε και μεταγράφηκε μετά την 23-2-1946 επί συνεχές χρονικό διάστημα υπέρτερο της δεκαετίας μέχρι της ενάρξεως ισχύος του παραπάνω νόμου (19-3-2003), αλλιώς και χωρίς το στοιχείο του νόμιμου τίτλου επί συνεχές χρονικό διάστημα υπέρτερο των τριάντα ετών μέχρι του ίδιου χρονικού σημείου (19-3-2003), με προσμέτρηση και στις δύο περιπτώσεις του χρόνου νομής της αναφερόμενης δικαιοπαρόχου τους Μ. Γ.. Η ένσταση αυτή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, είναι νόμω αβάσιμη, διότι στην προκείμενη περίπτωση το επίδικο ακίνητο φέρεται με την αγωγή ως κοινόχρηστος χώρος και, έτσι, αν αποδειχθεί ως αληθής ο αγωγικός αυτός ισχυρισμός, το επίδικο είναι ανεπίδεκτο τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας, μη καταλαμβανόμενο από το ως άνω άρθρο 4 Ν. 3127/2003. Επομένως, το Εφετείο που με την συμπροσβαλλόμενη εν μέρει οριστική του απόφαση 60/2010 απέρριψε ως αβάσιμη κατά νόμο την ως άνω ένσταση ιδίας κυριότητας, δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 3127/2003 και, συνακόλουθα, ο έκτος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, το οποίο ορίζει ότι "δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον", συνάγεται ότι ένδικη προστασία παρέχεται υπέρ ή κατ' εκείνων μόνον των προσώπων, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος αποτελούν τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης ή μετέχουν κατά το ουσιαστικό δίκαιο στη διαχείριση αυτής της σχέσης και αν το δικόγραφο της αγωγής είναι ελλιπές ως προς τα στοιχεία της ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης και δεν συμπληρωθούν παραδεκτώς οι ελλείψεις (άρθρα 224, 227 ΚΠολΔ), τότε απορρίπτεται η αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας του δικογράφου της. Έτσι, ειδικότερα, η νομιμοποίηση του διαδίκου απορρέει κατά κανόνα αμέσως από το νόμο και κυρίως από διατάξεις του ουσιαστικού ή κάποτε και του δικονομικού δικαίου. Εκείνος που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο δικαιούχος ή υπόχρεος νομιμοποιείται κατ' αρχήν ως ενάγων ή εναγόμενος, αντίστοιχα. Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως ότι δεν υπάρχει ενεργητική ή παθητική νομιμοποίηση του διαδίκου στηρίζεται στο άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Αν, όμως, ο ενάγων δεν επικαλείται τα στοιχεία νομιμοποιήσεως σύμφωνα με το νόμο, η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη και ο λόγος αναιρέσεως από την έλλειψη αυτή στηρίζεται στο άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 14, διότι δεν εκτίθενται στην αγωγή, καθώς και στην πρόσθετη παρέμβαση του δεύτερου και τρίτης των αναιρεσιβλήτων, στο δικόγραφο των οποίων και ενσωματώθηκε αυτούσιο το κείμενο της αγωγής, στοιχεία που θεμελιώνουν την παθητική νομιμοποίηση του πρώτου εναγομένου και ήδη πρώτου αναιρεσείοντος και συνεπώς το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτη ως προς αυτόν την αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι, όπως προκύπτει από το παρατεθέν ως άνω περιεχόμενο της αγωγής, στο δικόγραφο αυτής εκτίθενται στοιχεία παθητικής νομιμοποιήσεως του πρώτου αναιρεσείοντος, αφού ο ενάγων-πρώτος αναιρεσίβλητος εκθέτει στην ένδικη αγωγή, ότι όλοι οι εναγόμενοι κατέλαβαν την επίδικη κοινόχρηστη εδαφική λωρίδα και με τις ενέργειες τους όλοι οι εναγόμενοι αμφισβητούν την κυριότητα του επ' αυτής. Επειδή, κατά τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση περιεχομένου εγγράφου, όταν το δικαστήριο της ουσίας υποπίπτει σε διαγνωστικό λάθος (εσφαλμένη ανάγνωση) και αποδίδει στο αποδεικτικό έγγραφο περιεχόμενο προφανώς διαφορετικό εκείνου που πραγματικά έχει, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα πόρισμα ως προς πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, όχι, όμως, και όταν το δικαστήριο ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει, έστω και εσφαλμένα αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, διότι πράγματι στην τελευταία αυτή περίπτωση πρόκειται για αιτίαση αναφερομένη στην εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Σε κάθε περίπτωση για να θεμελιωθεί ο λόγος αυτός αναίρεσης θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, και όχι όταν το έχει απλά συνεκτιμήσει με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο αναφορικά με το πόρισμα, στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (Ολομ. ΑΠ 2/2008). Εξάλλου, δεν θεωρούνται έγγραφα κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης και δη τα πρακτικά του δικαστηρίου που περιέχουν καταθέσεις μαρτύρων. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον έβδομο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από την ως άνω διάταξη πλημμέλεια, ότι το Εφετείο με το να δεχτεί ότι με την 2767/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς "αναγνωρίστηκε η τότε ενάγουσα εταιρεία "BELFONT DEVELOPMENT CORP." (στην παρούσα δίκη δεύτερη προσθέτως παρεμβαίνουσα και ήδη τρίτη αναιρεσίβλητη) ως κυρία της εδαφικής λωρίδας, που αντιστοιχούσε στην επιχωματωθείσα τάφρο και με τον τρόπο αυτό έμμεσα διαπιστώθηκε η επιχωμάτωση όλου του ελεύθερου χώρου, περί του οποίου γίνεται εδώ λόγος, για τη δημιουργία του εμφανιζόμενου σήμερα ως κήπου της οικίας των εναγομένων (ήδη αναιρεσειόντων) στη θέση του έως το έτος 1961 βραχώδους, χέρσου και ελεύθερου χώρου", παραμόρφωσε το περιεχόμενο της ως άνω απόφασης, η οποία σε άλλη δίκη είχε αναγνωρίσει την τότε ενάγουσα εταιρεία "BELFONT DEVELOPMENT CORP." κυρία έκτασης εμβαδού 12,17 τ.μ., που βρίσκεται στις Σπέτσες στην ενορία Αγίου Νικολάου, στο 372 Ο.Τ. και ρητά στο σκεπτικό της αναφέρεται στην ύπαρξη κοινών ορίων μεταξύ των ιδιοκτησιών των τότε διαδίκων, χωρίς να κάνει οποιαδήποτε αναφορά σε μεσολαβούντα κοινόχρηστο δημοτικό χώρο. Ο ως άνω λόγος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι με αυτόν δεν αποδίδεται στην πραγματικότητα διαγνωστικό λάθος ως προς το περιεχόμενο του παραπάνω εγγράφου, αλλά σφάλμα ως προς την αποδεικτική αξιολόγηση και δη την εκτίμηση του περιεχομένου του σε συσχετισμό με άλλα αποδεικτικά μέσα, και τη συναγωγή αποδεικτικού πορίσματος διαφορετικού εκείνου που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό και πάντως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, εφόσον, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο την κρίση του αναφορικά με τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων σχημάτισε όχι αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το πιο πάνω έγγραφο, αλλά ύστερα από συνεκτίμηση αυτού με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Περαιτέρω, και ο όγδοος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο παραμόρφωσε τα πρακτικά της δίκης της 5-11-2011 και της περιεχόμενης σ' αυτά ένορκης κατάθεσης της μάρτυρας τους Α. θυγ. Ο. Δ., είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον δεν θεωρούνται έγγραφα κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ πρακτικά του δικαστηρίου που περιέχουν καταθέσεις μαρτύρων. Επειδή, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β' ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, όταν το δικαστήριο παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολομ. ΑΠ 9/1997). "Πράγματα" υπό την έννοια αυτή αποτελούν και οι λόγοι εφέσεως που αφορούν τέτοιους ισχυρισμούς. Δεν αποτελούν "πράγματα" και άρα δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναιρέσεως, αν δεν ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί που αποτελούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, καθώς και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων. Περαιτέρω, δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό, αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ.ΑΠ 11/1996). Εξάλλου, η μη λήψη υπόψη εξώδικης ομολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 8 περ. β'. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον ένατο λόγο αναίρεσης προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β' ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη αφενός εξώδικη ομολογία του ενάγοντος-πρώτου αναιρεσίβλητου Δήμου, ότι η επίδικη έκταση ανήκε στη δικαιοπάροχο τους Μ. Γ. και σ' αυτούς, η οποία προκύπτει από την από 14-2-1958 έγγραφη έγκριση του τότε Δημάρχου Σπετσών στη Μ. Γ. για την κατασκευή εξώστη στην επίδικη έκταση, στην οποία σημειώνεται ότι η κατασκευή αυτή γίνεται εντός των ορίων της ιδιοκτησίας της, και αφετέρου εξώδικη ομολογία της δεύτερης προσθέτως παρεμαβαίνουσας και ήδη τρίτης αναιρεσίβλητης, που περιλαμβάνεται στην με αριθμό 30/4-10-1996 αίτηση της ασφαλιστικών μέτρων και στην με αριθμό 20/15-5-1998 αγωγή της, στις οποίες οριοθετεί την ιδιοκτησία της προς δυσμάς όχι με κάποιο κοινόχρηστο δημοτικό χώρο αλλά με ιδιοκτησία δική τους και της Μ. Γ.. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η μη λήψη υπόψη εξώδικης ομολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 8 περ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και επιπροσθέτως είναι απαράδεκτος, διότι οι επικαλούμενοι ισχυρισμοί δεν αποτελούν "πράγμα", αλλά συνιστούν επιχειρήματα και συμπεράσματα των διαδίκων αναιρεσειόντων από την εκτίμηση των προσκομισθέντων αποδεικτικών εγγράφων. Επειδή, ο λόγος από τον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο, αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον όγδοο, κατά το δεύτερο μέρος του, και δέκατο λόγο της αναίρεσης προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 11 περίπτ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ότι η επίδικη εδαφική έκταση έχει την ιδιότητα του κοινόχρηστου χώρου και κατόπιν τούτου να απορρίψει την ένσταση τους ιδίας κυριότητας και να δεχτεί την αγωγή, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα κατωτέρω έγγραφα, τα οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ενώπιον του Εφετείου με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προς απόδειξη της ένστασης τους ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου, ήτοι: 1) την από 20-12-1999 τεχνική έκθεση της Επ. Καθηγήτριας του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, 2) το από 14-2-1958 έγγραφο του Δημάρχου Σπετσών προς τη δικαιοπάροχο τους Μ. Γ., με το οποίο εγκρίνει την κατασκευή εξώστη στην ανατολική πλευρά της οικοδομής της, 3) την με αριθμό 30/4-10-1996 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και την με αριθμό 20/15-5-1998 αγωγή της προσθέτως παρεμβαίνουσας εταιρείας και ήδη τρίτης αναιρεσίβλητης κατά των αναιρεσειόντων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σπετσών, 4) το …/1995 συμβόλαιο αγοράς του όμορου προς την επίδικη έκταση οικοπέδου της ως άνω εταιρείας ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Αικατερίνης Τσιγκάνου, 5) την 2767/2005 αμετάκλητη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και 6) τα ρυμοτομικά σχέδια της πόλης των Σπετσών των ετών 1867, 1890 και 1981. Οι ερευνώμενοι αυτοί αναιρετικοί λόγοι είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα, αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων και "από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι", δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία, ότι το Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα ανωτέρω έγγραφα, μερικά των οποίων ρητά μνημόνευσε, όπως την 2767/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, χωρίς να είναι απαραίτητο να μνημονεύσει χωριστά το καθένα και από τα υπόλοιπα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 1.12.2011 αίτηση των 1) Δ. Π. Δ. κ.ά. για αναίρεση της 459/2011 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς και της 60/2010 εν μέρει οριστικής απόφασης του ίδιου Εφετείου ως προς τις οριστικές της διατάξεις. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ, εκ των οποίων ποσό εξακοσίων (600) ευρώ στον πρώτο αναιρεσίβλητο Δήμο, λόγω της χωριστής του υπεράσπισης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε ακίνητο μπορεί να καταστεί κοινόχρηστο κατά το β.ρ.δ. με την από αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα (vetustas).
Πράγματα κοινόχρηστα
Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Πράγματα κοινόχρηστα.
1
Αριθμός 724/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Α. - Ά. Μ. του Σ., 2)Ν. Μ. του Σ., κατοίκων ..., 3)Η. Μ. του Σ., κατοίκου ..., και 4)Σ. Μ. του Η., κατοίκου .... Οι 1η, 2ος και 3ος παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ηλία Κωνσταντόπουλο και ο 4ος εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Α. συζ. Β. Ζ., το γένος Θ. Τ., κατοίκου ..., 2)Γ. συζ. Γ. Μ., το γένος Θ. Τ., κατοίκου ..., 3)Ν. συζ. Β. Κ., το γένος Θ. Τ., κατοίκου ..., και 4)Α. Α. Π., συζ. Γ. Μ., κατοίκου ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Στυλιανό Βαγιανό. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/5/2002 αγωγή των αρχικών διαδίκων Σ. Α., δικαιοπαρόχου των τριών πρώτων αναιρεσιβλήτων, και Α. Π., τέταρτης αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1746/2004 μη οριστική, 106/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 47/2010 μη οριστική και 5148/2011 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 23/12/2011 αίτησή τους και τους από 31/10/2013 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 20/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης, και την από 13/11/2013 συμπληρωματική έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθούν και οι 31/10/2013 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμ. 5148/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 1718, 1721 παρ. 1α'και 180 του ΑΚ προκύπτει ότι η ιδιόγραφη διαθήκη που δεν έχει γραφεί ολόκληρη, χρονολογηθεί και υπογραφεί με το χέρι του διαθέτη αλλά με το χέρι άλλου προσώπου είναι άκυρη, την ακυρότητα δε της διαθήκης αυτής μπορεί να την προτείνει καθένας που έχει άμεσο έννομο συμφέρον, όπως οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, στους οποίους λόγω της ακυρότητας της διαθήκης περιέρχεται ολόκληρη η κληρονομία του. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και όταν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, το αναγκαίο περιεχόμενο της οποίας προσδιορίζεται από το πραγματικό του εκάστοτε εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου στη συγκεκριμένη περίπτωση κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Ελλείψεις που ανάγονται μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν τούτο διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες, ενώ τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης ώστε να ελέγχεται αναιρετικώς κατά την εξεταζόμενη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ο αναιρετικός λόγος της οποίας (διάταξης) δεν δημιουργείται επίσης όταν το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν αποτελούν αυτοτελείς ισχυρισμούς (ΑΠ 1363/2008). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε τα ακόλουθα: "Η Δ. χα Σ. Σ. Χ., το γένος Ν. και Α. Α., η οποία όσο ζούσε ήταν κάτοικος ..., αποβίωσε στην Αγία Παρασκευή στις 25-12-2001 και κατέλειπε μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς της την αμφιθαλή αδελφή της Σ. Α., αρχική πρώτη ενάγουσα, η οποία αποβίωσε την 1-8-2006 και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τις τρεις θυγατέρες της Α. συζ. Β. Ζ. θυγ. Θ. και Σ. Τ., Γ. συζ. Γ. Μ. θυγ. Θ. και Σ. Τ. και Ν. συζ. Β. Κ. θυγ. Θ. και Σ. Τ. και οι οποίες, ως μοναδικές εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της μητέρας τους συνεχίζουν τη δίκη, και την κόρη τού προαποβιώσαντος αυτής (θανούσας) αμφιθαλούς αδελφού της Α. Α. και Α. Π.-Α. συζ. Γ. Μ., οι οποίες δεν αποποιήθηκαν την κληρονομία της, ως αποδεικνύεται από το 15731/1-10-2003 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την από 15-4-1997 ιδιόγραφη διαθήκη της, που δημοσιεύθηκε με το 951/22-2-2002 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κηρύχθηκε κυρία με την 365/22-2-2002 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, η θανούσα κατέλειπε την μεν ακίνητη περιουσία της και δη μια οικία με το οικόπεδό της στην … και στην οδό … αρ. … στους δύο πρώτους εναγομένους, επιπλέον την κινητή περιουσία της στην πρώτη αυτών, και περαιτέρω όρισε να δοθεί στον τρίτο εναγόμενο το ποσό των 5000000 δρχ. Ειδικότερα, στην άνω διαθήκη, η οποία είναι γραμμένη και υπογεγραμμένη εξ ολοκλήρου με κεφαλαία γράμματα και με περιθώριο αναφέρονται τα εξής: <ΣΗΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ 15 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1997 Η ΚΑΤΟΘΙ Χ. Δ. Του Σ. ΑΦΗΝΟ ΤΗΝ ΑΚΙΝΗΤΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΜΟΥ ΟΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΕΥΡΙΣΚΕΤΑΙ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΠΙΝΔΑΡΟΥ 6 ΣΤΗΝ ΑΓ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΤΗΝ Α. Α. Σ. Μ. ΚΑΙ ΣΤΟΝ Ν. Σ. Μ.. ΣΤΟΝ Η. Μ. ΝΑ ΔΟΣΟΥΣΙΝ ΑΠΟ 5000000 ΔΡΧ. ΣΤΗΝ Α. Μ. ΑΦΗΝΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΙΝΙΤΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΑΓΑΠΗ ΑΓ ΠΑΡ/ΥΗ 15-4-1997. Δ. Χ.>. Κατά της εγκυρότητας της διαθήκης αυτής βάλλουν οι ενάγουσες με την άνω αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ισχυριζόμενες ότι η ιδιόγραφη αυτή διαθήκη είναι άκυρη, για το λόγο ότι δεν έχει γραφεί και υπογραφεί δια χειρός της διαθέτιδος, ως έχουσες, προς τούτο έννομο συμφέρον, δεδομένου ότι, εφόσον αυτή κηρυχθεί άκυρη θα καταστούν μοναδικές εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της. Αντίθετα, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η επίμαχη διαθήκη γράφηκε και υπογράφηκε από την διαθέτιδα. Όμως από τα άνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι η ένδικη διαθήκη γράφηκε και υπογράφηκε με το χέρι της διαθέτιδος. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η θανούσα, η οποία είχε γεννηθεί το έτος 1930 στους Πόθους Καρυστιαίας Ευβοίας, από μικρή ηλικία είχε έλθει στην Αθήνα και είχε μείνει στην οικία του ζεύγους Α., όπου προσέφερε τις υπηρεσίες της, παρακολουθώντας παράλληλα με την εργασία της και δύο ή τρεις τάξεις προπολεμικού δημοτικού σχολείου, έτσι ώστε να έχει περιορισμένες γραμματικές γνώσεις. Στην οικογένεια Α. πρόσφερε τις υπηρεσίες της μέχρι το έτος 1954, όταν νυμφεύθηκε τον Σ. ή Σ. Χ., έκτοτε δε, με πρωτοβουλία του συζύγου της, έπαψαν οι επαφές μεταξύ αυτής και του ζεύγους Α., το οποίο το έτος 1940 είχε αποκτήσει μια θυγατέρα, την Π., της οποίας τέκνα είναι οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι και σύζυγος ο τέταρτος, και το έτος 1946 τον Κ., τον οποίο η θανούσα είχε μεγαλώσει και εκείνος τη θεωρούσε μητέρα του, και παρά τη διακοπή των σχέσεων με την υπόλοιπη οικογένεια είχε διατηρήσει επαφές μαζί του. Το γεγονός ότι η θανούσα είχε περιορισμένες γραμματικές γνώσεις αποδεικνύεται ιδίως από την κατάθεση του μάρτυρα Κ. Α., ο οποίος, μεταξύ άλλων, καταθέτει ότι η θανούσα είχε παρακολουθήσει δύο ή τρεις μόνο τάξεις του δημοτικού σχολείου πριν τον πόλεμο και δεν αναιρείται από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Περαιτέρω, από την παραβολή του κειμένου της προσβαλλομένης ιδιόγραφης διαθήκης, η οποία αποτελείται από 18 στίχους, με αριστερό περιθώριο και κεφαλαία γράμματα, με τα πρόχειρα σημειώματα, από τα οποία τα με αριθμούς 8 έως 15 στις πρωτοβάθμιες προτάσεις των εναγομένων και με αριθμούς στις 260/05 και 64/10 εκθέσεις πραγ/νης 18-42 και 20-27, αντίστοιχα, καθώς και το κείμενο των από 18-12-80 και 20-10-78 εγγράφων, έχουν ήδη προσβληθεί ως πλαστά ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και κατονομάστηκαν ως ηθικοί αυτουργοί οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι και εκείνο το δικαστήριο με την 1746/04 απόφαση του, σύμφωνα με το άρθρο 38 ΚΠΔ, διέταξε να διαβιβασθούν αντίγραφα της αγωγής, πρακτικών, προτάσεων και λοιπών εγγράφων στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημ/κων Αθηνών για τις δικές του ενέργειες, καθώς και τα δείγματα υπογραφών της θανούσας που δόθηκαν ως συγκριτικά στοιχεία τα οποία επισυνάπτονται στις 260/05 και 64/10 εκθέσεις γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, καθώς και τα αφορώντα την υπογραφή της και προσκομισθέντα το πρώτον στο παρόν δικαστήριο, το δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι η προσβαλλόμενη διαθήκη δεν έχει γραφεί και υπογραφεί από τη διαθέτιδα Δ. Χ., αλλά από άλλο πρόσωπο. Ειδικότερα, οι υπό αντιπαραβολή γραφές και υπογραφές της διαθέτιδας σε σχέση με την ένδικη διαθήκη διαφέρουν σε βασικά γραφολογικά γνωρίσματα καθώς και σε ποιότητα του τρόπου αποτύπωσης της σχηματιστικής τους γραφής, έχει δε τηρηθεί αριστερό περιθώριο στην ένδικη διαθήκη, γίνεται πολύ καλή χρήση της καθαρεύουσας, με λίγα ορθογραφικά λάθη και η σύνταξη είναι πολύ καλή, γεγονότα που δεν είναι συμβατά με το επίπεδο μόρφωσης της διαθέτιδος. Εξάλλου, ενώ η θανούσα, ως αποδεικνύεται από τα συγκριτικά στοιχεία, συνήθιζε να γράφει με μικρά γράμματα, αναμειγνύοντας συχνά στα μικρά γράμματα και κεφαλαία, να παραλείπει γράμματα στις διάφορες λέξεις, η δε γραφή της είναι ανοργάνωτη, χωρίς αίσθηση του χώρου, με ακανόνιστα γράμματα που καταλαμβάνουν περισσότερες των μια γραμμών, όπου αυτές υπάρχουν και χαρακτηρίζεται από έλλειψη γραφικής ευχέρειας, έλλειψη σιγουριάς στη γραφική κίνηση, δυσκολία χάραξης των γραφικών στοιχείων και στοιχειώδη σχηματισμό των γραμμάτων με φτωχή δομή και αδέξιες και δυσανάγνωστες μορφές, φανερώνοντας άνθρωπο που δεν έχει λάβει στοιχειώδη μόρφωση και δεν έχει βασικές γραμματικές γνώσεις, αντιθέτως η κρινόμενη διαθήκη έχει γραφεί ολόκληρη με κεφαλαία γράμματα χωρίς αναμείξεις στις λέξεις μικρών γραμμάτων με κεφαλαία, με μόνη εξαίρεση το γράμμα ρ, τα γράμματα και οι αριθμοί ακολουθούν τις έντυπες γραμμώσεις, προσαρμοζόμενα στο χώρο, χωρίς την ύπαρξη παραλείψεων γραμμάτων, με σωστή σύνταξη, ελάχιστες ανορθογραφίες και σύντμηση της λέξης ΠΑΡ/ΥΗ, από δε το σύνολο της λεκτικής διατύπωσης (κάτωθι, δόσουσιν, επί της οδού, ευρίσκεται ) φαίνεται να έχει γραφεί από άνθρωπο με γραφική ευχέρεια που έχει επαρκείς γραμματικές γνώσεις, οι δε τυχόν εμφανιζόμενες αβέβαιες και διστακτικές κινήσεις εμφανίζονται στην άνω διαθήκη να χαράσσονται αφύσικα, προσποιητά και χωρίς αυθορμητισμό, εκδηλώνοντας έτσι γραφικές ασυνέπειες. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η θανούσα έχει σταθερό υπογραφικό τύπο, που έχει θέσει σε σωρεία δημοσίων και επισήμων εγγράφων, επί σειρά δεκαετιών (1954-2000), συμβολικού τύπου, χωρίς να διακρίνονται σ' αυτόν τα γράμματα του ονοματεπωνύμου της, πλην του αρχικού Χ και ενίοτε και του ο και δεν εμφανίζεται να υπογράφει ολογράφως και με κεφαλαία γράμματα. Όμως, στην ένδικη διαθήκη δεν χρησιμοποιήθηκε η συμβολικού τύπου υπογραφή της, της οποίας η απομίμηση ήταν δύσκολη, προδήλως για να μη καθίσταται εμφανής και από μη ειδικό η πλαστότητα του εγγράφου, αλλά το ονοματεπώνυμο της θανούσας με κεφαλαία γράμματα. Στο ίδιο συμπέρασμα, ότι δηλ η προσβαλλόμενη διαθήκη δεν έχει γραφεί και υπογραφεί εξ ολοκλήρου από τη διαθέτιδα Δ. Χ. αλλά από τρίτο άτομο καταλήγουν και οι διορισθέντες από το πρωτοβάθμιο και το δικαστήριο τούτο πραγματογνώμονες Μ. Μ. και Γ. Τ., οι οποίοι προέβησαν σε αντιπαραβολική σύγκριση της γραφής και της υπογραφής της διαθέτιδος στην προσβαλλομένη διαθήκη (το πρωτότυπο της οποίας εξέτασαν) με τη γνήσια γραφή και υπογραφή αυτής στα δείγματα που τους διατέθηκαν, αφού έκριναν το δειγματοληπτικό υλικό που αφορούσε την γραφή της διαθέτιδος ανεπαρκές και αμφισβήτησαν την γνησιότητα μέρους αυτού, ενώ αυτό που αφορούσε την υπογραφή της το έκριναν αναμφισβήτητα γνήσιο, ποσοτικά επαρκές και κατάλληλο προς σύγκριση. Το γεγονός δε ότι οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ο Γ. Τ. μεροληπτεί γιατί έλαβε υπόψη του την επιστολή του πληρεξούσιου των εναγόντων Σ. Β., κατά τη διενέργεια της άνω πραγ/νης, η οποία σημειωτέον εκτιμάται ελευθέρως από το δικαστήριο σε συνδυασμό με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία, εκτός του ότι όφειλε να τη λάβει υπόψη του, σύμφωνα με την 47/2010 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, κατά την οποία (απόφαση), για τη διενέργεια της πραγ/νης έπρεπε να λάβει υπόψη του κάθε χρήσιμη για τη διεξαγωγή της (πραγ/νης) διευκρίνιση από τους διαδίκους ή πληροφορία από τρίτους, αυτοί (εναγόμενοι) αν έκριναν ότι πράγματι μεροληπτούσε σε βάρος τους είχαν τη δυνατότητα, αφού, κατά τη διενέργεια της άνω πραγ/νης συμμετείχαν και οι τεχνικοί τους σύμβουλοι και είχαν γνώση της άνω επιστολής, να προβούν σε αίτηση εξαίρεσής του, πράξη στην οποία δεν προέβησαν. Εξάλλου, με τη γνώμη των ανωτέρω πραγ/νων περί μη γνησιότητας της γραφής και υπογραφής της θανούσας στην άνω διαθήκη συμφωνεί, με την από 4-8-2005 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης, και η τεχνική σύμβουλος Μ -Μ Κ., που διορίστηκε νόμιμα από τις ενάγουσες στις 23-5-2005 και 29-6-2010 αντίστοιχα. Τα ανωτέρω δε, δεν αναιρούνται από τις γραφολογικές εκθέσεις των διορισθέντων νόμιμα από τους εναγόμενους τεχνικών συμβούλων Δ Κ. στις 23-5-2005 και 30-7-2010 αντίστοιχα και Χ. Τ. στις 30-7-2010. Συγκεκριμένα, στις από 12-11-2002 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης και από 21-11-2002 συμπληρωματική αυτής, ο πρώτος αυτών εξετάζοντας τα ίδια συγκριτικά στοιχεία με τους παραπάνω και την ένδικη διαθήκη, διαπιστώνει: α) ομοιότητα στον ρυθμό της χάραξης, η οποία κρίνεται ελεύθερη και αυθόρμητη στα πλαίσια της γραφικής κατάστασης της θανούσας, όπως αυτή αποτυπώνεται στο συγκριτικό υλικό χωρίς στοιχεία ελεγχόμενης χάραξης, διστακτικότητα, αβεβαιότητα κίνησης, τρόμο, επιχαράξεις, διακοπές κλπ, β) ομοιότητα στις αποστάσεις γραμμάτων και λέξεων, οι οποίες, είναι μικρότερες του κανονικού, στο ασύνδετο της χάραξης των γραμμάτων στο μικρό βαθμό ποικιλίας, γ) ομοιότητα στην κλήση της γραφής της ένδικης διαθήκης, η οποία έχει καθέτους άξονες γραμμάτων, ενώ χαράσσονται και γράμματα με κλίση ελαφρά δεξιά και το γράμμα ν με μεγάλη κλίση δεξιά, δ) ομοιότητα στη χάραξη των γραμμάτων με τριχοειδή έναρξη ή απόληξη, στοιχείο ιδιαίτερης ατομικότητας, ε) ομοιότητα στη δομή και στα χαρακτηριστικά όλων των απαντωμένων κοινών μεταξύ των συγκρινόμενων γραμμάτων και στ) μη εντοπισμό διαφορών στη χάραξη των αριθμητικών ψηφίων, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η γραφή του κειμένου της ένδικης διαθήκης και η υπογραφή σ' αυτή και η εξετασθείσα γραφή της θανούσας στα έγγραφα του συγκριτικού υλικού, έχουν χαραχθεί από το ίδιο πρόσωπο και συνεπώς η διαθήκη αυτή αποτελεί γνήσια ιδιόγραφη διαθήκη της θανούσας. Ενώ στην συμπληρωματική του έκθεση αναφέρει ότι η χάραξη ολοκλήρου του επώνυμου στην ληξιαρχική πράξη γάμου μαρτυρεί ότι η θανούσα γνώριζε επαρκώς γραφή, έκτοτε δε αυτή διαμόρφωσε τον υπογραφικό τύπο που χρησιμοποιούσε μετά το γάμο της, το <χ> και <ο> της υπογραφής της ληξιαρχικής πράξης γάμου με αυτά στην υπογραφή της ταυτότητας και στα άλλα εξετασθέντα έγγραφα είναι όμοια καθώς και ότι η υπογραφή της στη ληξιαρχική πράξη γάμου της θανούσας εναρμονίζεται με το συγκριτικό υλικό που εξετάστηκε κατά τη διενέργεια της από 12-11-2002 γνωμοδότησης του αλλά και τα γράμματα ο και ρ της διαθήκης. Ο άνω δε τεχνικός σύμβουλος, στις από 3-4-2006, 7-3-2007 και 16-11-2010 εκθέσεις κριτικής και αξιολογήσεως γραφολογικής γνωμοδοτήσεως και έκθεση παρατηρήσεων επί γραφολογικής πραγ/νης αντίστοιχα, χωρίς να προσθέσει κάτι σχετικό στις προαναφερθείσες εκθέσεις του αντικρούει την πραγ/νη της Μ Μ. την έκθεση της Μ - Μ Κ. και την πραγμ/νη του Γ. Τ. Οι παραπάνω γνωμοδοτήσεις και αντικρούσεις του άνω τεχνικού συμβούλου, δεν κρίνονται πειστικές, καθόσον δεν μπορούν να δώσουν μια αξιόπιστη απάντηση στο πώς η διαθέτιδα, η οποία, ως αποδείχθηκε, είχε ελάχιστες γραμματικές γνώσεις και μικρή γραφική εμπειρία, στην ένδικη διαθήκη τηρεί αριστερό περιθώριο, η χάραξη των γραμμάτων και αριθμών εμφανίζεται συμμετρική και σέβεται την γραμμή βάσης των γραμμώσεων αυτής, έτσι ώστε να προσαρμόζονται γράμματα και αριθμοί στο χώρο που τους αναλογεί, είναι εξ ολοκλήρου γραμμένη με κεφαλαία γράμματα με εξαίρεση το ρ στο Χ., είναι ομοιόμορφα τα γράμματα και οι αριθμοί, είναι συντακτικά ορθή με καλή χρήση της καθαρεύουσας και με λίγα ορθογραφικά λάθη και παρουσιάζει δεξιότητα στη γραφή, σε αντίθεση με τα συγκριτικά στοιχεία, όπου η χάραξη των γραμμών και αριθμών δεν είναι συμμετρική αλλά ακανόνιστη στο χώρο περιλαμβάνοντας συχνά περισσότερες τις μιας γραμμές, όπου αυτές υπάρχουν, είναι ανοργάνωτη και υπάρχει ανάμειξη μικρών και κεφαλαίων γραμμάτων. Περαιτέρω, όσον αφορά την υπογραφή της στην ένδικη διαθήκη και στα δημόσια έγγραφα δεν εξηγεί γιατί η διαθέτιδα αν και είχε καθιερώσει επί πολλά χρόνια ένα συγκεκριμένο τρόπο υπογραφής, αποτελούμενο κυρίως τα τελευταία χρόνια από τα δύο αρχικά γράμματα του επιθέτου της δηλ χ και ο και με τον οποίο υπέγραφε και στα δημόσια και επίσημα έγγραφα, όπως και ο ίδιος διαπιστώνει, ξαφνικά υπέγραψε στην ένδικη διαθήκη με ολόκληρο το όνομα και το επώνυμο της και με κεφαλαία γράμματα. Ομοίως, η γραφολόγος Χ. Τ., η οποία ως προελέχθη, διορίστηκε τεχνική σύμβουλος των εναγομένων στις 30-7-2010, στην από 3-12-2010 έκθεση γραφολογικών παρατηρήσεων και κριτικής, αφού προσπαθεί να αντικρούσει την πραγ/νη του Γ. Τ. και παραπέμπει στην από 5-3-07 έκθεση της στην οποία προσπαθεί να αντικρούσει την πραγ/νη της Μ. Μ. και την έκθεση της τεχνικής Συμβούλου Μ. Μ. Κ. και στην οποία, αφού αναφέρει ότι είναι προφανές ότι η διαθήκη γράφηκε με αυξημένη επιμέλεια και είναι πολύ πιθανό να γράφηκε σύμφωνα με κάποιο υπόδειγμα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η γραφή και η υπογραφή στην ένδικη διαθήκη προέρχεται από το ίδιο πρόσωπο που έγραψε και υπέγραψε το δειγματικό γραφολογικό υλικό και πρόκειται για γνήσια διαθήκη που γράφηκε, χρονολογήθηκε και υπογράφηκε από την διαθέτιδα καθώς η υπογραφή στην διαθήκη που είναι γραμματικού τύπου ως Δ. Χ. συνδέεται απόλυτα με τη γραφή του κειμένου αυτής αλλά και την δειγματική γραφή, η δε χάραξη της υπογραφής στην διαθήκη έγινε με κεφαλαία γράμματα, προφανώς για να είναι ευκρινές το ονοματεπώνυμο της, στοιχείο που απαντάται συχνά σε διαθήκες, άλλωστε αν επρόκειτο για πλαστογραφημένη υπογραφή θα ήταν πολύ ευκολότερο στον πλαστογράφο ν' απομιμηθεί τη συμβολικού τύπου υπογραφή της διαθέτιδος, η οποία είναι βραχεία και απλή στη χάραξή της. Ομοίως, στην μεταγενέστερη από 3-12-2010 έκθεση της, καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα υποστηρίζοντας ότι η ιδιόγραφη διαθήκη έχει γραφεί και υπογραφεί από τη διαθέτιδα. Όμως, η ανωτέρω γραφολόγος δεν κρίνεται πειστική γιατί, προκειμένου να αιτιολογήσει τις περιορισμένες γραμματικές γνώσεις της διαθέτιδος και την μειωμένη γραφική της ευχέρεια συνεπεία τούτων, πιθανολογεί ότι η ένδικη διαθήκη προφανώς γράφηκε με αυξημένη επιμέλεια και είναι πολύ πιθανόν να γράφηκε σύμφωνα με κάποιο υπόδειγμα, ισχυρισμό που δεν προβάλλουν ούτε οι εναγόμενοι, χωρίς όμως να μπορεί να αιτιολογήσει πως η διαθέτιδα, η οποία είχε περιορισμένες γραμματικές γνώσεις, στην ένδικη διαθήκη τηρεί αριστερό περιθώριο, η χάραξη των γραμμάτων και αριθμών εμφανίζεται συμμετρική, έτσι ώστε να προσαρμόζονται αυτοί στο χώρο που τους αναλογεί, γίνεται σ' αυτή καλή χρήση της καθαρεύουσας, είναι συντακτικά ορθή και με λίγα ορθογραφικά λάθη και χωρίς διορθώσεις παρουσιάζοντας έτσι δεξιότητα στη γραφή, σε αντίθεση με τα δείγματα όπου η γραφή εκεί είναι ακανόνιστη στο χώρο και ανοργάνωτη, καταλαμβάνοντας συχνά περισσότερες των μια γραμμών, αποδεικνύοντας αδεξιότητα αυτής στην γραφή. Προκειμένου δε να δικαιολογήσει την υπογραφή της θανούσας με κεφαλαία γράμματα υποστηρίζει ότι η επί χρόνια χρησιμοποιούμενη από την τελευταία υπογραφή είναι εύκολο να πλαστογραφηθεί, παραγνωρίζοντας ότι είναι ευκολότερο να είναι η υπογραφή με κεφαλαία γράμματα παρά να χωρήσει απομίμηση αυτής, αφού στην τελευταία περίπτωση θα ήταν ενδεχόμενο να γίνει αντιληπτή η πλαστογραφία και από τρίτο μη ειδικό. Τέλος, ο γραφολόγος Ι. Δ., αφού λαμβάνει υπόψη του και επιπλέον συγκριτικά στοιχεία, ως προς την υπογραφή της θανούσας, μετά από εξέταση των δειγμάτων γραφής και υπογραφής της θανούσας με την ένδικη διαθήκη, διαπιστώνει ομοιότητα στον τρόπο χάραξης των γραμμάτων και των αριθμών μεταξύ των δειγμάτων και της διαθήκης και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ομοιότητα γενικότερα στην γενική εμφάνιση, γραφική πίεση, ποιότητα χάραξης, δομή των γραμμάτων, μέγεθος των γραμμάτων, χρήση γραφικών συμβόλων και την κλίση και πορεία αυτών επισημαίνοντας την ιδιαίτερη κλίση του γράμματος ν προς τα δεξιά, ότι η γραφή στην διαθήκη, που έχει γίνει από άτομο μέτριας γραφικής παιδείας είναι γνήσια, ενώ σχετικά με την υπογραφή της στην ένδικη διαθήκη αναφέρει ότι η υπογραφή με κεφαλαία γράμματα είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο στις διαθήκες, καθόσον οι διαθέτες περιορισμένων γραμματικών γνώσεων νομίζουν ότι αναγράφοντας πλήρως το όνομα τους προσδίδουν επισημότητα στην διαθήκη. Όμως, ο ανωτέρω γραφολόγος, εσφαλμένως δέχεται ότι η θανούσα ήταν μετρίας γραφικής παιδείας, αφού η φοίτηση της στις δύο ή τρεις πρώτες τάξεις προπολεμικού δημοτικού σχολείου, ενώ παράλληλα εργαζόταν στην οικία της οικογένειας Α. δεν δύναται, σύμφωνα με τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής να έχει ως αποτέλεσμα την μέτρια γραφική παιδεία που αναφέρει ότι αυτή διαθέτει, έτσι ώστε να δύναται αυτή να γράφει με περιθώριο, με ορθή σύνταξη και ελάχιστα λάθη στην καθαρεύουσα, ενώ παραβλέπει το γεγονός ότι ενώ στη διαθήκη η χάραξη των γραμμάτων και των αριθμών εμφανίζεται συμμετρική και σέβεται την γραμμή βάσης των γραμμώσεων αυτής, έτσι ώστε να προσαρμόζονται τα γράμματα και οι αριθμοί στο χώρο που τους αναλογεί στα δείγματα τα γράμματα και οι αριθμοί είναι ανομοιόμορφοι και ακανόνιστοι στο χώρο περιλαμβάνοντας συχνά περισσότερες των μια γραμμών, όπου αυτές υπάρχουν. Εξάλλου, ως προς την υπογραφή της θανούσας ο εν λόγω γραφολόγος, αναφέρει ότι είναι συνηθισμένο οι διαθέτες περιορισμένων γραμματικών γνώσεων να αναγράφουν ολόκληρο το όνομά τους για να προσδώσουν επισημότητα στη διαθήκη τους, παραβλέποντας το γεγονός ότι η θανούσα για μεγάλο χρονικό διάστημα είχε διαμορφώσει ένα συγκεκριμένο τρόπο υπογραφής, αποτελούμενη από το γράμμα Χ και συχνά και το γράμμα ο, υπογράφοντας σε επίσημα και δημόσια έγγραφα, έτσι ώστε να μην υπάρχει ανάγκη να αλλάξει την υπογραφή της και να υπογράψει την τελευταία της βούληση με κεφαλαία γράμματα και με πλήρες το ονοματεπώνυμο της, έτσι ώστε τα συμπεράσματά του να μην κρίνονται πειστικά. Τα ανωτέρω δε δεν αναιρούνται από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο, ούτε και από την κατάθεση της μάρτυρος Β. Π., που περιέχεται στην 1877/2003 ένορκη βεβαίωση η οποία αναφέρει ότι η θανούσα της έδειξε τη διαθήκη της πριν την παραδώσει στον δικηγόρο Στ. Μ., αντίγραφο της οποίας της έδειξε μεταγενέστερα η Ά. Μ. και ότι αναγνωρίζει χωρίς αμφιβολία τα γράμματα της θανούσας και το χαρτί που της έδειξε η θανούσα αλλά οι αναφορές αυτές δεν αντέχουν στη λογική, αλλά σε κάθε περίπτωση, χωρίς αυτή να βεβαιώνει ότι η ένδικη διαθήκη γράφηκε και υπογράφηκε από την ίδια τη θανούσα. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι η ένδικη διαθήκη δεν γράφηκε και υπογράφηκε από την διαθέτιδα Δ. Χ., αλλά από τρίτο άτομο, μη συντρεχούσης ανάγκης να διαταχθεί η διενέργεια νέας γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης και απορριπτόμενου του σχετικού αιτήματος των εναγομένων. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι οι σχέσεις μεταξύ της θανούσας και του ζεύγους Α., που είχαν διακοπεί μετά το γάμο της, αποκαταστάθηκαν μετά το θάνατο του συζύγου της Σ. Χ., που επήλθε το έτος 1976, όταν η Π. Α. την επισκέφθηκε και της ζήτησε να περιποιείται αρχικά τους γονείς της Ν. και Α. Α., γεγονός που αποδέχθηκε η θανούσα, προκειμένου να ενισχύσει την σύνταξη της, και στη συνέχεια δε μετά το θάνατο των ανωτέρω από το έτος 1985 αφότου παρείχε τις υπηρεσίες της στην θυγατέρα τους Π. Α. συζ. Σ. Μ. Με τα αδέλφια της Σ. Τ. και Ά. Π. και τις ανηψιές της (ενάγουσες) είχε πάντα πολύ καλές σχέσεις, τις κόρες δε της αδελφής της Σ. τις φιλοξενούσε στο σπίτι της μέχρι που έκαναν δική τους οικογένεια και παρευρισκόταν σε όλες τις χαρές και λύπες τους και εν γένει στις κοινωνικές εκδηλώσεις τους και με το σύζυγο της όσο αυτός ζούσε και μόνη της μετά το θάνατο του. Οι ανηψιές της δε (ενάγουσες) και οι σύζυγοι τους την βοηθούσαν σε ό,τι χρειαζόταν και όταν ζούσε ο σύζυγός της, αλλά και μετά και μέχρι το δικό της θάνατο, επρόκειτο δε την ημέρα των Χριστουγέννων, κατά την οποία επήλθε ο θάνατος της, να την περάσει οικογενειακά με τους άνω συγγενείς της, ενώ οι σχέσεις της με τους εναγόμενους ήταν ανύπαρκτες όσο ζούσε ο σύζυγός της, και υπήρξε επανασύνδεση μόνο μετά το θάνατο του. Τα παραπάνω αποδεικνύονται ιδίως από τις νόμιμα επικαλούμενες και προσκομιζόμενες φωτογραφίες, που αφορούν ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και δη από το γάμο της το έτος 1954 τουλάχιστον μέχρι την 22-9-2001, δηλ. λίγο πριν το θάνατο της σε συνδυασμό με το …/29-2-2000, πληρεξούσιο της Σ/φου Αθηνών Άννας Πανταλου με το οποίο δίδει πληρεξουσιότητα στον Γ. Μ., σύζυγο της ανηψιάς της Γ. να δωρίσει αντ' αυτής και για λογαριασμό της, το μερίδιό της εκ ποσοστού 1/4 εξ αδιαιρέτου, επί ενός αγρού στη θέση ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, εκτός ορίων του οικισμού Κατσαρωνίου, της κτηματικής περιφέρειας του δήμου Μαρμαρίου Ευβοίας, 32748,80 τμ, στην αδελφή της Σ. Τ. και από τις καταθέσεις των μαρτύρων Ν. Κ., που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, καθώς και αυτές (καταθέσεις) των Δ. Γ., Β. Ζ. και Β. Κ., που περιέχονται στις 12667, 12666 και 12665/03 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις και δεν αναιρούνται από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και ιδίως από τις καταθέσεις των μαρτύρων Ε. συζ. Ε. Α. το γένος Π., Π. συζ. Σ. Μ. το γένος Α. και Β. συζ. Π. Π. το γένος Σ., που περιέχονται στις 1878, 1879 και 1877/4-9-1003 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Σ/φου Αθηνών Αικ. Τόλια, οι οποίες (μάρτυρες) και καταθέτουν είτε ότι μεταξύ της θανούσας και των συγγενών της δεν υπήρχαν καθόλου σχέσεις, είτε ότι αυτές ήταν τυπικές, οι οποίες δεν κρίνονται πειστικές και τούτο γιατί τις διαψεύδουν τα γεγονότα και συγκεκριμένα το ότι ως αποδεικνύεται ιδίως από το προαναφερθέν πληρεξούσιο, το έτος 2000 δηλ. πολύ μεταγενέστερα από τον φερόμενο ως χρόνο σύνταξης της ένδικης διαθήκης, η θανούσα δώρισε το μερίδιο της επί του προαναφερθέντος αγρού στην αδελφή της Σ., στις 22-9-2001 δε συμμετείχε στην προετοιμασία του γάμου της μικρανηψιάς της Σ. Κ. και φωτογραφίζεται με το ζευγάρι και την αδελφή της μετά το γάμο. Εξάλλου, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία, ενώ αποδείχθηκε ότι μεταξύ της θανούσας και του Κ. Α. υπήρχαν δεσμοί αγάπης, αφού ο τελευταίος την αισθανόταν σαν μητέρα του επειδή τον μεγάλωσε, δεν αποδείχθηκε ότι η θανούσα θεωρούσε ως οικογένεια της την οικογένεια Μ., στους οποίους εργαζόταν, προκειμένου να συμπληρώνει τη σύνταξη της και όχι αφιλοκερδώς, κάτι που θα άρμοζε αν ο δεσμός ήταν τέτοιος, τον οποίο οι εναγόμενοι επιδιώκουν να εμφανίζουν και αν πράγματι είχε συντάξει διαθήκη με τετιμημένους αυτούς. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι οι εναγόμενοι την παραμονή των Χριστουγέννων, που εκείνη εργαζόταν στην οικία τους μαγειρεύοντάς τους, όταν αισθάνθηκε αδιαθεσία δεν την κράτησαν στην οικία τους και δεν κάλεσαν γιατρό ή ασθενοφόρο, προκειμένου να εισαχθεί σε νοσοκομείο, την μετέφεραν στην οικία της, όπου το επόμενο πρωί γύρω στις 05:30 πμ περίπου, όταν την επισκέφθηκε ο Σ . Μ. τη βρήκε νεκρή και αρκετά αργότερα στις 11:30 περίπου ειδοποίησε τους συγγενείς της, η δε κηδεία της έγινε με δαπάνες του οίκου γερόντων, στον οποίο αφιλοκερδώς επί χρόνια προσέφερε τις υπηρεσίες της, συμπεριφορά που δεν αρμόζει σε πρόσωπο το οποίο ως ισχυρίζονται ήταν σαν μέλος της οικογενείας τους και τάφηκε στον οικογενειακό τάφο της οικογένειας-Α., στον οποίο είχαν μεταφερθεί τα οστά του συζύγου της, μετά την εκταφή από τον Α27 τριετούς ταφής τάφο του Νεκροταφείου Αγ. Παρασκευής. 'Αρα η θανούσα δεν είχε κανένα λόγο να αποκλείσει τους συγγενείς της, με τους οποίους είχε πάντα καλές σχέσεις και την φρόντιζαν , από την περιουσία της, ούτε να τιμήσει με διαθήκη τους τρεις πρώτους εναγόμενους με την οικογένεια των οποίων συνδεόταν κυρίως επαγγελματικά. Επομένως, αφού οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι, που έφεραν το βάρος της απόδειξης, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αρχή της παρούσας δεν απέδειξαν ότι η επίμαχη διαθήκη γράφηκε με το χέρι της διαθέτιδας και υπογράφηκε από αυτή, η ως άνω διαθήκη είναι άκυρη, οι ενάγουσες δε έχουν έννομο συμφέρον να ζητήσουν να αναγνωριστεί η ακυρότητά της, διότι έτσι καθίστανται οι ίδιες εξ αδιαθέτου κληρονόμοι στην περιουσία της θανούσας". Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο δέχθηκε την ένδικη αγωγή της δικαιοπαρόχου των τριών πρώτων αναιρεσιβλήτων Σ. συζ. Θ. Τ. και της τέταρτης αναιρεσίβλητης, η οποία (αγωγή) είχε απορριφθεί πρωτοδίκως, αναγνώρισε ότι η επίδικη ως άνω ιδιόγραφη διαθήκη είναι άκυρη, επειδή δεν είχε γραφεί, χρονολογηθεί, και υπογραφεί από την φερόμενη ως διαθέτιδα, αλλά από τρίτον, και ότι οι ενάγουσες είναι (μοναδικές) εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της θανούσης Δ. Χ.. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα το Εφετείο καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμον, ήτοι σύμφωνα με το πραγματικό των διατάξεων των άρθρων 1718, 1721 παρ. 1α και 180 του ΑΚ που προαναφέρθηκαν, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απήγγειλε το δικαστήριο, την ακυρότητα δηλαδή της επίδικης ιδιόγραφης διαθήκης, επειδή, κατά τις παραδοχές του Εφετείου, η διαθήκη αυτή δεν έχει γραφεί ολόκληρη, χρονολογηθεί και υπογραφεί με το χέρι της διαθέτιδας, αλλά με το χέρι άλλου προσώπου, τα πραγματικά δε αυτά περιστατικά εκτίθενται με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις στην προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία επομένως και έχει νόμιμη βάση. 'Ετσι, οι αντίστοιχοι δεύτερος, του αναιρετηρίου, και πρώτος και τέταρτος, του δικογράφου πρόσθετων λόγων προτεινόμενοι λόγοι αναιρέσεως, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι, απαράδεκτος κατά τα λοιπά και σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ προσβάλλοντας την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου και ειδικότερα την κατά τα προεκτεθέντα, στις παραδοχές του Εφετείου, ανάλυση και αιτιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και η ειδικώς σχολιαζόμενη από τους αναιρεσείοντες ένορκη βεβαίωση της Β. Π., καθώς και επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων. ΙΙ. Ο κατά το άρθρο 559 αρ. ΙΙ περ. γ' του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν είναι αβάσιμος όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και στηρίζουν επομένως το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (ΟλομΑΠ 3/1997), καθώς και ο λόγος εφέσεως (ΟλομΑΠ 11/1996), όχι δε οι ισχυρισμοί που αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση των προηγουμένων ή επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου που συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε οι αόριστοι, απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά τον νόμο ισχυρισμοί. Αντιθέτως, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός της αναίρεσης όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, όπως και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει κατ' ουσίαν, εκ των πραγμάτων, προβληθέντα ισχυρισμό, δεχόμενο ως αποδειχθέντα γεγονότα αντίθετα προς εκείνα που τον συγκροτούν (ΑΠ 1363/2008). Εν προκειμένω προβάλλεται με τον πρώτο, από την ανωτέρω διάταξη, λόγο του αναιρετηρίου, καθώς και με τους δεύτερο και τρίτο από την ίδια διάταξη, προσθέτους λόγους, ότι από την γενική αναφορά του Εφετείου ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο αποδεικνύονται από τα αναφερόμενα και κατ' είδος προσδιοριζόμενα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και οι υπ' αριθμ. 260/2005 και 64/2010 εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των διορισθέντων πραγματογνωμόνων Μ. Μ. και Γ. Τ. και τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, στα οποία συγκαταλέγονται και οι γνωμοδοτήσεις των τεχνικών συμβούλων των διαδίκων δεν καθίσταται "αδιστάκτως βέβαιο" ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο και τους ανωτέρω πρόσθετους λόγους αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι αναιρεσείοντες και από τα οποία προκύπτει, κατά τους ισχυρισμούς τους, ότι η επίδικη ιδιόγραφη διαθήκη είχε γραφεί εξ ολοκλήρου και είχε χρονολογηθεί και υπογραφεί από τη διαθέτιδα, και ήταν επομένως έγκυρη. Τα αποδεικτικά αυτά μέσα είναι κυρίως η από 20-8-2013 βεβαίωση του Προϊσταμένου του Ιδρύματος "Στέγη Γερόντων", η από 18-12-1951 δήλωση προς τον σταθμό Χωροφυλακής Αγίας Παρασκευής, αντίγραφο αποσπάσματος του υπ' αρ. 12784635 κοινού τραπεζικού λογαριασμού, το από 22-3-2011 ενημερωτικό σημείωμα του δικαστικού γραφολόγου-τεχνικού συμβούλου Δ. Κ., η από 1-10-2010 επιστολή του δικηγόρου Στέλιου Βαγιανού, η από 17-10-2010 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Γ. Τ., η από 4-8-2005 έκθεση της τεχνικής συμβούλου Μ. Κ. και η από 14-10-2010 επιστολή του τεχνικού συμβούλου Δ. Κ.. Οι προβαλλόμενοι αυτοί λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι, αφού από την προαναφερθείσα κατ' είδος αναφορά των αποδεικτικών μέσων στην αναιρεσιβαλλομένη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα "νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα", αλλά και οι ειδικώς άλλωστε, στις προμνησθείσες παραδοχές, αναφερόμενες εκθέσεις των ειρημένων πραγματογνωμόνων και εκείνες (ως έγγραφα) των τεχνικών συμβούλων των διαδίκων, προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο και τους πρόσθετους λόγους αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι. Περαιτέρω, με τους ίδιους ως άνω δεύτερον και τρίτο πρόσθετους λόγους και υπό την επίκληση και του αριθμού 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς τους σχετικά με τις σχέσεις της διαθέτιδας με την οικογένειά τους και την οικογένεια Α. που αναφέρεται στην απόφαση, από τις οποίες προκύπτει, κατ' αυτούς, ότι η διαθέτιδα ήθελε να εγκαταστήσει κληρονόμους της τους αναιρεσείοντες. Κατά το ανωτέρω μέρος τους οι προαναφερθέντες λόγοι αναιρέσεως είναι απαράδεκτοι, αναφερόμενοι σε αρνητικούς της αγωγής ισχυρισμούς και επιχειρήματα των αναιρεσειόντων, οι οποίοι, σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ που προαναφέρθηκε, δεν αποτελούν "πράγματα" που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και των οποίων η μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο να δημιουργεί τον αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως, τούτο δε πέραν του γεγονότος ότι, όπως προκύπτει από το προπαρατεθέν περιεχόμενο της αποφάσεως, το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τους ισχυρισμούς αυτούς των αναιρεσειόντων. ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, όπως διαμορφώθηκε με τους από 31-10-2013 πρόσθετους λόγους, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 23-12-2011 αίτηση των Α.- Α. Μ. κ.λ.π., όπως διαμορφώθηκε με τους από 31-10-2013 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 5148/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2014. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διαθήκη ιδιόγραφη. Άκυρη, όταν δεν έχει γραφεί ολόκληρη, υπογραφεί και χρονολογηθεί με το χέρι του ίδιου του διαθέτη. Ποιος προτείνει την ακυρότητα. Αναίρεση. Λόγοι από τους αρ. 19 και 11 περ. γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αβάσιμοι. [Επικυρώνει ΕΑ 5148/2011].
Διαθήκης ακύρωση
Διαθήκης ακύρωση.
0
Αριθμός 725/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας - καλούσας: Μ. - Α. Χ. του Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Τσιλιμιδό. Του αναιρεσιβλήτου: Μ. Π. του Δ., ο οποίος, όπως αναφέρεται στην από 9/11/2011 κλήση, απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους 2ο και 3ο των καθών η κλήση. Της αναιρεσίβλητης - καθής η κλήση: Α. συζ. Χ. Γ., το γένος Δ. Π., κατοίκου ... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Στυλιανό Καραμαρία. Των καθών η κλήση: 1) Α. Π. του Μ. και 2) Γ. Π. του Μ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Στυλιανό Καραμαρία. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/6/2006 (με αρ. κατ. 7352/2006) αγωγή και την από 25/7/2006 (με αρ. κατ. 7356/2006) προσεπίκληση - παρεμπίπτουσα αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν με τις από 21/9/2006 (με αρ. κατ. 8693/2006 και 8731/2006) αγωγές προσώπων που δεν διάδικοι στην δίκη αυτή. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 8060/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 6787/2008 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα την από 3/5/2009 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 11/2/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1711 εδ. β', 1846, 1847, 1848, 1849, 1850, 1851 και 1856 ΑΚ συνάγεται ότι ο κληρονόμος είτε καλείται από διαθήκη, είτε εξ αδιαθέτου, αποκτά αυτοδίκαια την κληρονομία με μόνο το θάνατο του κληρονομουμένου, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ενέργεια από μέρους του, ακόμα και χωρίς τη γνώση ή θέλησή του. Το δικαίωμα όμως αυτό της αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομίας είναι προσωρινό και μετακλητό, γιατί τελεί υπό την τιθέμενη από το νόμο διαλυτική αίρεση της εμπρόθεσμης αποποίησης της κληρονομίας (άρθρο 1847 ΑΚ), δηλαδή δικαιούται ο κληρονόμος να αποποιηθεί κατά βούληση την κληρονομία που έχει επαχθεί σ' αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, οπότε η κτήση αναιρείται εξαρχής και θεωρείται σαν να μην έγινε ποτέ. Ο κληρονόμος κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την επαγωγή μέχρι την αποποίηση μπορεί να ενεργεί επί της κληρονομίας πράξεις διαχείρισης, αρκεί αυτές να μην είναι δηλωτικές αποδοχής της κληρονομίας, ώστε να οδηγούν σε απώλεια του δικαιώματος αποποίησης (άρθρ. 1849 ΑΚ). Η αποποίηση της κληρονομίας είναι δήλωση του προσωρινού κληρονόμου ότι αποκρούει -δεν δέχεται την κληρονομία που έχει επαχθεί σ' αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου. Η αποποίηση συνιστά μονομερή δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα, μη απευθυντέα σε τρίτο, υποκείμενη σε συστατικό τύπο και είναι ανεπίδεκτη οποιασδήποτε αίρεσης ή προθεσμίας, χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών (άρθρο 1851 εδ.β' ΑΚ). Η σχετική δήλωση αποποίησης γίνεται ενώπιον του γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας, μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών, (με τη διαφοροποίηση του άρθρου 1847 παρ. 2 ΑΚ), που αρχίζει από τότε που ο κληρονομούμενος έλαβε γνώση της επαγωγής και του λόγου αυτής. Στην επαγωγή όμως από διαθήκη η προθεσμία δεν αρχίζει πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης (άρθρ. 1847 παρ. 1 εδ. β' ΑΚ). Η αποποίηση είναι άκυρη, αν είχε προηγηθεί ρητή η σιωπηρή δήλωση αποδοχής της κληρονομίας (άρθρ. 1849 ΑΚ). Ρητή αποδοχή υπάρχει, όταν ο προσωρινός κληρονόμος εκφράζει ευθέως -γραπτά ή προφορικά - τη δήλωσή του να γίνει οριστικός κληρονόμος. Η δήλωση όμως αυτή θα πρέπει αναγκαστικά να απευθύνεται σε πρόσωπο, που έχει συμφέρον από την κληρονομία, όπως σε συγκληρονόμο, σε δανειστή της κληρονομίας κλπ. Δεν αποτελεί αποδοχή ή ανακοίνωση σε τρίτον σκέψης του προσωρινού κληρονόμου ν' αποδεχθεί αφού εκφράζει μελλοντική πρόθεση και όχι ενεστώσα βούληση του κληρονόμου αποδοχής της κληρονομίας. Σιωπηρή αποδοχή υπάρχει όταν η βούληση του προσωρινού κληρονόμου να γίνει οριστικός, συνάγεται από τη συμπεριφορά του απέναντι στην κληρονομία, δηλ. από πράξεις ή παραλείψεις του, που καθεαυτές εμπεριέχουν εξωτερίκευση της βούλησής του για ανάμειξή του στην κληρονομία και οριστική αποδοχή της. Τέτοιες πράξεις είναι η υποβολή αίτησης για έκδοση κληρονομητηρίου, η άσκηση της περί κλήρου αγωγής, η υποβολή δήλωσης για επιβολή φόρου κληρονομίας κλπ, ενώ άλλες πράξεις, αντίθετα, δεν εκφράζουν καθεαυτές βούληση αποδοχής, όπως είναι πράξεις απλής διαχείρισης της κληρονομίας (άρθρο 1859 ΑΚ) ή και διοίκησή της χάριν και μέλλοντος κληρονόμου. Πότε η συμπεριφορά του κληρονόμου, δηλαδή η ανάμειξή του στην κληρονομία, ενέχει σιωπηρή αποδοχή είναι ζήτημα πραγματικό και κρίνεται, κατά περίπτωση, από το δικαστήριο. Επίσης, από την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας αποποίησης τεκμαίρεται αμαχήτως από το νόμο (άρθρ. 1850 εδ. β' ΑΚ) η αποδοχή της κληρονομίας. Η δήλωση αποποίησης έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, αφού δημιουργεί μία νέα νομική κατάσταση ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου. Ηη κληρονομία επάγεται σ' εκείνον που θα είχε κληθεί, αν εκείνος που αποποιήθηκε δεν ζούσε κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, (άρθρ. 1856 ΑΚ). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 1 και 2 ΑΚ, η αποδοχή ή η αποποίηση της κληρονομίας είναι αμετάκλητη, ενώ η αποδοχή ή η αποποίηση που οφείλεται σε πλάνη ή απειλή ή απάτη κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες. Ειδικότερα αποδοχή ή αποποίηση που οφείλεται σε πλάνη ως προς το λόγο της επαγωγής, έστω και αν αναφέρεται στα παραγωγικά αίτια της βούλησης εκείνου που αποδέχθηκε ή αποποιήθηκε είναι άκυρη (άρθρ. 1851 ΑΚ). Δεν αποκλείεται, όμως, παρά το ότι η διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 1 ΑΚ καθιερώνει το αμετάκλητο της αποδοχής ή της αποποίησης ως μονομερούς δικαιοπραξίας με προφανή σκοπό τη δημιουργία βεβαιότητας ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου, η αποδοχή και η αποποίηση να είναι συνέπεια πλάνης που δεν αναφέρεται στο λόγο της επαγωγής ή που είναι αποτέλεσμα απάτης ή απειλής. Στις περιπτώσεις αυτές, η διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 2 ΑΚ παραβλέπει τη δυνατότητα ακύρωσης της αποδοχής ή αποποίησης, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις για τις ακυρώσιμες δικαιοπραξίες (άρθρ. 140 επ, 147 επ, 150 επ ΑΚ), που εφαρμόζονται, ενόσω δεν τροποποιούνται από τις ιδιαίτερες ρυθμίσεις των διατάξεων του άρθρου 1857 παρ. 2-4 ΑΚ. Έτσι, αν πρόκειται για δήλωση από πλάνη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 140, 141 και 142 ΑΚ, αν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, η δήλωση δεν συμφωνεί από ουσιώδη πλάνη, με τη βούληση του δηλούντος, αυτός έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Η πλάνη είναι ουσιώδης, όταν αναφέρεται σε σημείο ή ιδιότητα του προσώπου ή του πράγματος τέτοιας σπουδαιότητας για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν ο πλανηθείς γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε την δικαιοπραξία. Πλάνη είναι η εσφαλμένη γνώση της απαιτούμενης για τον προσδιορισμό της βούλησης του δηλούντος πραγματική κατάσταση. Προς την πλάνη, με την παραπάνω έννοια, εξομοιώνεται και η έλλειψη γνώσης (άγνοια) της πραγματικής κατάστασης, όταν δεν είναι συνειδητή από μέρους του δηλούντος, όταν δηλαδή αυτός δεν είναι εν γνώσει ότι αγνοεί την απαιτούμενη πραγματική κατάσταση, γιατί αν έχει πλήρη επίγνωση της άγνοιάς του δεν πλανάται. Συνεπώς και η πλάνη, που οδηγεί σε ακυρωσία της αποδοχής ή της αποποίησης κληρονομίας, κατά τις διατάξεις των πιο πάνω άρθρων 1857 και 140-141 του ΑΚ, πρέπει να είναι ουσιώδης, δηλαδή να αναφέρεται σε τόσο σπουδαίο σημείο της αποδοχής ή της αποποίησης, ώστε αν ο κληρονόμος γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα αποδεχόταν ή δεν θα αποποιούνταν την κληρονομία: Όμως σύμφωνα με το άρθρο 143 του ΑΚ, δεν είναι ουσιώδης η πλάνη που αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης και συνακόλουθα, δεν επιφέρει ακύρωση της δικαιοπραξίας, εκτός αν τα παραγωγικά αίτια συζητήθηκαν πριν από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας και αποτέλεσαν, κατά τη βούληση των μερών, βάση ή προϋπόθεση για τη δικαιοπραξία ή δικαιολογείται τούτο από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, οπότε πλέον πρόκειται για πλάνη ουσιώδη ως προς το περιεχόμενο της βούλησης, καθώς και στις περιπτώσεις που το προβλέπει ρητά ο νόμος, όπως στο άρθρο 1851 του ΑΚ (πλάνη ως προς το λόγο επαγωγής της κληρονομίας), οπότε δεν ισχύει η ρύθμιση του άρθρου 143 του ΑΚ. Από τις προπαρατιθέμενες λοιπόν διατάξεις συνάγεται, ότι η πλάνη εκείνου που αποποιήθηκε την κληρονομία, που αναφέρεται στα αίτια που προκάλεσαν τη δήλωση αυτού για την αποποίηση, δεν είναι ουσιώδης και κατά συνέπεια δεν ενεργεί ακυρωτικά επί της γενομένης αποποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 140 ΑΚ. Ειδικότερα, όταν η δήλωση αποποίησης κληρονομίας γίνεται από τον κληρονόμο μόνο από πλάνη που αναφέρεται στο πρόσωπο στο οποίο θα περιέλθει η κληρονομία του θανόντος μετά την αποποίησή του, δηλαδή όταν ο δηλών προέβη στην αποποίηση, επειδή νόμιζε ότι η περιουσία του κληρονομουμένου θα περιέλθει, κατόπιν αυτής σε ορισμένο πρόσωπο, ενώ τούτο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, η πλάνη αυτή, επειδή αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά της βούλησης αίτια και όχι στο περιεχόμενο της δήλωσής του, που συνίσταται μόνο στην εξωτερίκευση της βούλησής του να μη γίνει κληρονόμος του θανόντος, δεν είναι ουσιώδης και επομένως δεν ενεργεί ακυρωτικά επί της αποποίησης που έγινε, αφού, τις συνέπειες της αποποίησης, τις καθορίζει κυριαρχικά, κατ' άρθρο 1856 ΑΚ, ο νόμος και δεν μπορεί να τις ρυθμίζει ο αποποιούμενος. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 138 παρ. 1 ΑΚ, δήλωση βουλήσεως που δεν έγινε στα σοβαρά, παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για κάθε μονομερή, μη απευθυντέα σε άλλον δικαιοπραξία (ΑΠ 1570/2007), οπότε είναι νοητή εικονικότητα της αποποίησης κληρονομίας, η οποία δεν εμποδίζεται, καθόσον η αρχή που αναλαμβάνει να τη συντάξει είναι απλώς εντεταλμένη για την πιστοποίηση της σχετικής δήλωσης, όπως αυτή εμφανίζεται εξωτερικά και δεν συμπράττει, με τη βούλησή της στη δικαιοπραξία (ΑΠ 615/2007). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ. ΑΠ 4/2005, Ολ. ΑΠ 7/2006). Τέλος κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δικ., η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού της συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει πλήρως και χωρίς αντιφάσεις να καλύπτεται από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μη καταλείπονται αμφιβολίες. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη απόφαση, μεταξύ άλλων, συνεκδικάστηκε και η από 4-2-2008 και με αριθμό πράξ. καταθέσεως 1629/15-2-2008 έφεση της αναιρεσείουσας κατά την αναιρεσίβλητων (και των μη αναιρεσιβλήτων Δ. - Δ. Π. και Κ. Π. Κ.) και της υπ' αριθμ. 8060/2007 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, μεταξύ άλλων, είχε συνεκδικασθεί η από 8-6-2006 και με αριθμ. πράξ. καταθέσεως 7352/26-7-2006 αγωγή της αναιρεσείουσας κατά των αναιρεσιβλήτων, περί αναγνωρίσεως κληρονομικού δικαιώματος και είχε απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη ως προς όλες τις βάσεις της, κύρια και επικουρική. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.), προκύπτει ότι το Εφετείο μετά τυπική παραδοχή της παραπάνω εφέσεως επικύρωσε κατά τα εκκληθέντα κεφάλαιά της την πρωτόδικη απόφαση απορρίψασα τους οικείους λόγους εφέσεως πλην εκείνου της εικονικότητας κατά το οποίο, δέχθηκε κατ' ουσίαν την έφεση και αφού δίκασε εκ νέου την αγωγή κατά τη βάση αυτή, την έκρινε, ως νομικά βάσιμη και την απέρριψε στην ουσία της. Ειδικότερα η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής αυτής: "Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη πρώτη πιο πάνω, από 8-6-2006 αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι στην …, στις 4-7-2005, πέθανε, χωρίς ν' αφήσει διαθήκη, ο δικηγόρος Αθηνών Δ. Σ. Ο., πρώτος εξάδελφός της από τη μητρική γραμμή, ο οποίος ήταν διαζευγμένος και δεν άφησε κατιόντες. Ότι η μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος του - πλησιέστερη συγγενής του Σ. χήρα Α. Δ., το γένος Π. και Π. Λ. (ετεροθαλής αδελφή του), αποποιήθηκε την κληρονομιά του και ότι, κατόπιν αυτού, η ίδια (ενάγουσα) κατέστη εξ αδιαθέτου κληρονόμος του σε ποσοστό 50% της κληρονομιαίας περιουσίας του. Ότι, στη συνέχεια, αποφάσισε και η ίδια να προβεί σε δήλωση αποποίησης της κληρονομιάς αυτής, πιστεύοντας, εξαιτίας των εσφαλμένων νομικών συμβουλών των πληρεξούσιων δικηγόρων της Δ. - Δ. Π. και Κ. Κ., ότι με τον τρόπο αυτόν θα περιερχόταν, χωρίς δαπάνες, η επαχθείσα σ' αυτή μερίδα επί της κληρονομιάς στα τέκνα της Σ. - Ά. και Φ. - Κ. Κ., ενώ το αληθές είναι ότι σε περίπτωση αποποίησης, από μέρους της, της εν λόγω κληρονομιάς, αυτή αποξενώνεται πλήρως από την κληρονομιά και η κληρονομική της μερίδα περιέρχεται, σύμφωνα με το νόμο (άρθρ. 1856 και 1816 ΑΚ), όχι στα τέκνα της αλλά στους εναγομένους, οι οποίοι είναι πρώτα εξαδέλφια, από την πατρική γραμμή, την κληρονομούμενου Δ. Ο.. Ότι, πράγματι, στις 4-10-2005, αποποιήθηκε την παραπάνω κληρονομιά με δήλωση της ενώπιον του γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η σχετική 4058/2005 έκθεση αποποίησης κληρονομιάς του γραμματέα αυτού. Ότι η εν λόγω δήλωση αποποίησης κληρονομιάς δεν ανταποκρίνεται στην αληθινή βούλησή της, η οποία ήταν να περιέλθει η κληρονομιά, κατόπιν της δήλωσης της αυτής, στα παραπάνω τέκνα της και ότι, αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση, και συγκεκριμένα τις συνέπειες της δήλωσής της για την αποποίηση της κληρονομιάς, δεν θα προέβαινε σ' αυτή. Ζητεί, ύστερα απ' αυτά, 1) ν' ακυρωθεί η προαναφερόμενη δήλωση της αποποίησης κληρονομιάς, επειδή είναι προϊόν (ουσιώδους) πλάνης της, 2) αλλιώς, επικουρικά, ν' αναγνωριστεί ότι η δήλωση της αυτή είναι άκυρη, α) ως εικονική, με την, περαιτέρω, επίκληση ότι υπό την εικονική αποποίηση υποκρύπτεται εκποίηση της κληρονομιάς (από την ίδια προς τα τέκνα της), β) αλλιώς, επειδή είχε ήδη αποδεχθεί ρητά, αλλιώς σιωπηρά, την εν λόγω κληρονομιά πριν από την αποποίηση και ειδικότερα είχε προβεί σε ρητή δήλωση αποδοχής της συγκεκριμένης κληρονομιάς, ανακοινώνοντας προς τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Δ. - Δ. Π. και Κ. Κ., στα τέκνα της Σ. - Ά. και Φ. - Κ. Κ. και στη νύφη της Ο. Τ. (σύζυγο Σ. - Α. Κ.) ότι επιθυμεί να λάβει τα αναλογούντα σ' αυτή και στη δική της κληρονομική μερίδα περιουσιακά στοιχεία, προκειμένου να τα μεταβιβάσει στα τέκνα της, ενώ, σε κάθε περίπτωση, αναμείχθηκε στην κληρονομιά αυτή, αφού συναντήθηκε, δύο φορές, στις 19-9-2005 και τέλη Σεπτεμβρίου - αρχές Οκτωβρίου 2005, με τους δικηγόρους Δ. -Δ. Π. και Κ. Κ., στο δικηγορικό τους γραφείο, τους οποίους και διόρισε πληρεξούσιους δικηγόρους της για την προστασία της κληρονομιάς του Δ. Σ. Ο. και, συνακόλουθα, της δικής της κληρονομικής μερίδας (που κινδύνευε από "έκνομες" ενέργειες της δικηγόρου Σ. Κ., συνεργάτη του κληρονομουμένου) και μάλιστα διόρισε δικηγόρο της τον παραπάνω Δ. - Δ. Π., ως καλύτερο γνώστη της υπόθεσης και της περιουσίας του κληρονομουμένου, επειδή ήταν, επί σειρά ετών, στενός συνεργάτης του, επιπλέον διόρισε τον Κ. Κ. ως "κηδεμόνα της κληρονομιάς" για την προστασία της κληρονομιάς και της δικής της κληρονομικής μερίδας, όπως την παρέπεισαν οι δύο αυτοί δικηγόροι, περαιτέρω δε συνέταξε και παρέδωσε στον πιο πάνω δικηγόρο Δ. - Δ. Π. σημείωμα που εμφάνιζε το γενεαλογικό δέντρο του κληρονομουμένου από την πλευρά της μητέρας του, προκειμένου αυτός να προσδιορίσει την κληρονομική μερίδα, πράγμα που ήταν αναγκαίο, ενόψει του ότι ο εν λόγω δικηγόρος θεωρούσε εσφαλμένα ότι, εκτός από τα πρώτα εξαδέλφια, στην τρίτη τάξη κληρονομούν με αυτά και τα τέκνα πρώτων εξαδέλφων του κληρονομουμένου που είχαν πεθάνει πριν απ' αυτόν και 3) αλλιώς, ν' αναγνωριστεί ότι είναι άκυρη η δήλωση της, καθόσον έγινε υπό τη σιωπηρή αίρεση όπως η επίμαχη κληρονομιά περιέλθει ακολούθως στα τέκνα της και; κατόπιν αυτών, ν' αναγνωριστεί το κληρονομικό της δικαίωμα, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, στην κληρονομιά του Δ. Σ. Ο. και ειδικά στα περιγραφόμενα στην αγωγή ακίνητα. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή αυτή δεν είναι νόμιμη ως προς την κύρια βάση της και ως προς την επικουρική, με στοιχ. 2β, βάση αυτής (ως προς την άλλη επικουρική, με στοιχ. 3, βάση της που απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του ως μη νόμιμη, δεν υποβάλλεται παράπονο από την ενάγουσα και, συνεπώς, η υπόθεση δεν μεταβιβάστηκε στο παρόν Δικαστήριο, κατ' άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.. ως προς το μέρος αυτό). Ειδικότερα, 1) ως προς την κύρια βάση της, γιατί η ιστορούμενη, υπό την προαναφερόμενη μορφή, πλάνη της ενάγουσας (που πίστεψε, από πλάνη, ότι με την αποποίηση, από μέρους της, της κληρονομιάς του Δ. Σ. Ο., αυτή θα περιερχόταν, ως προς την κληρονομική της μερίδα, στα τέκνα της), και με την εκδοχή ότι είναι αληθινή, δεν είναι ουσιώδης, αφού αναφέρεται στα παραγωγικά της βούλησης της ενάγουσας αίτια και, συνεπώς, δεν παρέχει δικαίωμα ακύρωσης της δήλωσης αποποίησης, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη. Επισημαίνεται, ότι δε μπορεί να θεμελιωθεί, κατά νόμο, αίτημα ακύρωσης της πιο πάνω δήλωσης, λόγω ουσιώδους πλάνης και "ανατροπής του δικαιοπρακτικού θεμελίου", όπως υποστηρίζει, επικουρικά, η ενάγουσα (σελ. 33-34 της αγωγής της, αλλά και. 33η σελίδα της έφεσής της), διότι για να συντρέξει τέτοια περίπτωση, απαιτείται, κατ' αρχάς, σύμβαση και κοινή πλάνη αμφοτέρων των συμβληθέντων μερών ως προς τα παραγωγικά της βούλησης αίτια που αποτέλεσαν, κατά τη βούληση των μερών, το "δικαιοπρακτικό θεμέλιο", προϋπόθεση, βέβαια, που δεν συντρέχει εδώ και 2) ως προς την επικουρική, με στοιχ. 2β, βάση της, γιατί α) η επικαλούμενη, ρητή, αποδοχή της κληρονομιάς, από μέρους της ενάγουσας δεν έγινε σε πρόσωπα που έχουν συμφέρον από την κληρονομιά αυτή, αλλά σε τρίτους και β) οι προαναφερόμενες πράξεις της ενάγουσας δεν εμπεριέχουν, καθεαυτές, εξωτερίκευση της βούλησής της ν' αναμειχθεί στην κληρονομιά και να την αποδεχθεί οριστικά. Άλλωστε, η ίδια η ενάγουσα εκθέτει στην αγωγή της ότι δεν ήθελε ν' αποδεχθεί, για τον εαυτό της, την επίδικη κληρονομιά, αλλά επιθυμούσε αυτή να περιέλθει στα τέκνα της, όπως εξέφρασε την επιθυμία της αυτή, από την πρώτη κιόλας συνάντηση της, στις 19-9-2005, στους δικηγόρους της Δ. - Δ. Π. και Κ. Κ. (βλ. ιδίως τις 5η, 8η και 38η σελίδες της αγωγής της) και, συνακόλουθα, όλες οι ενέργειες της έγιναν χάριν των "μελλοντικών κληρονόμων" - γιων της και δεν εκφράζουν βούληση αποδοχής της ίδιας (για τον εαυτό της) και μάλιστα "ενεστώσα". Έπρεπε, λοιπόν, ν' απορριφθεί η αγωγή, ως προς τις βάσεις της αυτές, ως μη νόμιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του κατέληξε στην ίδια κρίση, αν και με συνοπτικότερη αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρ. 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε στην εφαρμογή και ερμηνεία των προπαρατιθέμενων νομικών διατάξεων και όσα για το αντίθετο υποστηρίζει η ενάγουσα με τους σχετικούς Α2 και Α3 λόγους της έφεσης της είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Έσφαλε, όμως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με το να απορρίψει την αγωγή ως μη νόμιμη και κατά την επικουρική της βάση με στοιχείο 2α (εικονικότητας), διότι η εικονικότητα είναι νοητή, κατά την κρατούσα άποψη, και στις μονομερείς, μη απευθυντέες σε άλλον, δικαιοπραξίες, όπως είναι εδώ η αποποίηση κληρονομιάς, σύμφωνα με τα όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, με την επισήμανση ότι για την υποκρυπτόμενη, υπό την εικονική αποποίηση, εκποίηση της κληρονομιάς, όπως υποστηρίζει η ενάγουσα, απαιτείται η τήρηση του συμβολαιογραφικού τύπου κατ' άρθρ. 1942 παρ. 2 ΑΚ. Κατά συνέπεια, πρέπει, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού Α1 λόγου της έφεσης της ενάγουσας, να γίνει δεκτή η έφεση αυτή, ως προς το προαναφερόμενο μέρος της και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ως προς το μέρος της αυτό, καθώς και ως προς τη διάταξη της για τη δικαστική δαπάνη στο σύνολο της, ενόψει της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού αυτής για όλα τα κεφάλαια της απόφασης.... Ακολούθως, η αγωγή πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα κατά τη βάση της αυτή. Σημειώνεται, ότι η αγωγή αυτή, κατά το μέρος που ζητείται η αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος της ενάγουσας στα περιγραφόμενα κληρονομιαία ακίνητα, έχει καταχωριστεί στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων, κατ' αρθρ. 220 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.... Στη συνέχεια η προσβαλλομένη απόφαση, εκτιμώντας το σύνολο των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ως προς την ουσία της υπόθεσης, αναφορικά με την εν λόγω, περί εικονικότητας βάση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 4-7-2005 πέθανε στην Αθήνα, χωρίς ν' αφήσει διαθήκη, ο Δ. Σ. Ο., δικηγόρος, ο οποίος ήταν διαζευγμένος και δεν είχε αποκτήσει τέκνα. Πλησιέστερος συγγενής του ήταν η ετεροθαλής αδελφή του Σ. χήρα Α. Δ., το γένος Π. και Π. Λ., ηλικίας 77 ετών, η οποία, στις 21-7-2005, αποποιήθηκε την κληρονομιά (σχετ. η 3135/21-7-2005 έκθεση αποποίησης κληρονομιάς που συντάχθηκε από την αρμόδια γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών). Ακολούθως, στις 18-9-2005, η Α. Ν., που ήταν γραμματέας του αποβιώσαντος από τον Απρίλιο του έτους 1987 μέχρι το θάνατο του, επικοινώνησε τηλεφωνικά με την Μ. - Α. Χ. (ενάγουσα της πρώτης αγωγής και πρώτη εναγομένη των τρίτης και τέταρτης των αγωγών), πρώτη εξαδέλφη του αποβιώσαντος από τη μητρική γραμμή, και της ζήτησε να επισκεφθεί τον πρώην συνεργάτη του αποβιώσαντος Δ. - Δ. Π. (ενάγοντα της τρίτης αγωγής) στο γραφείο του στην … (...) που διατηρεί από τον Απρίλιο του έτους 2002 (μέχρι τότε συστεγαζόταν, ως συνεργάτης, στο γραφείο του αποβιώσαντος στην οδό ... επίσης στην Αθήνα), προκειμένου να την ενημερώσει για την τύχη της κληρονομιάς, δεδομένου ότι, μετά την αποποίηση της κληρονομιάς αυτής από την παραπάνω Σ. Δ., Μ. -Α. Χ. κατέστη, μεταξύ άλλων, συγκληρονόμος. Πράγματι, η τελευταία, την επόμενη ημέρα (19.9.2005), συνοδευόμενη από τη νύφη της - μάρτυρά της Ο. Τ., επισκέφθηκε το γραφείο του Δ. - Δ. Π., όπου παρευρίσκονταν και ο Κ. Κ., δικηγόρος (ενάγων της τέταρτης αγωγής) που συστεγαζόταν εκεί και η Α. Ν.. Ο εν λόγω δικηγόρος Δ. - Δ. Π. ενημέρωσε τη Μ. - Α. Χ. για τα στοιχεία της κληρονομίας, δηλαδή το ενεργητικό, αλλά και το παθητικό της, που γνώριζε, σε γενικές γραμμές βέβαια, αφού ήταν επί σειρά ετών σημαντικός συνεργάτης στο δικηγορικό γραφείο του Δ. Ο. και γνώριζε τις υποθέσεις του. Παράλληλα, την ενημέρωσε ότι οι συγκληρονόμοι της - συγγενείς του αποβιώσαντος από την πατρική γραμμή κινούνται για την αποδοχή της κληρονομιάς του με την πληρεξούσια δικηγόρο τους Σ. Κ., επίσης συνεργάτη στο δικηγορικό γραφείο του Δ. Ο., η οποία, μάλιστα, προέβαινε και σε "παράνομες" πράξεις εισπράττοντας αμοιβές που ανήκαν στον αποβιώσαντα Δ. Ο., για χειρισμό δικών του υποθέσεων, με αντίστοιχη βλάβη της κληρονομιαίας περιουσίας. Τότε, η Μ. -Α. Χ. ανέθεσε την εκπροσώπηση της, αναφορικά με την κληρονομιά, στους δύο πιο πάνω δικηγόρους, τους οποίους διόρισε πληρεξούσιους δικηγόρους της, ο πρώτος από τους οποίους της παρέδωσε την επαγγελματική του κάρτα, στην οποία ο δεύτερος ανέγραψε ιδιοχείρως τον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου, πιστεύοντας, ειδικά για τον πρώτο Δ. - Δ. Π., ότι, λόγω της στενής σχέσης του με τον κληρονομούμενο, ως συνεργάτης του επί σειρά ετών, ήταν ο καλύτερος γνώστης της υπόθεσης και της περιουσίας του και θα μπορούσε, εξ αιτίας αυτών, να προασπίσει τα συμφέροντα της με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Κατά την ίδια συνάντηση, η Μ. - Α. Χ. εξέφρασε στους δικηγόρους αυτούς την επιθυμία της όπως η κληρονομική της μερίδα από την εν λόγω κληρονομιά περιέλθει στους γιους της Σ. - Ά. Κ. και Φ. - Κ. Κ. (δεύτερο και τρίτο των εναγομένων, αντίστοιχα, στις τρίτη και τέταρτη αγωγές), αφού η ίδια, όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε η μάρτυρας της (βλ. 42η και 43η σελίδες πρακτικών της εκκαλουμένης), "δεν ενδιαφερόταν να την κρατήσει", ενόψει και της μεγάλης ηλικίας της (τότε, 80 ετών). Κατόπιν αυτού, οι δύο δικηγόροι, υπό την προαναφερόμενη πλέον ιδιότητα τους ως πληρεξουσίων της, τη συμβούλευσαν να προβεί σε αποποίηση της κληρονομιάς, διαβεβαιώνοντας την ότι με τον τρόπο αυτό η κληρονομική της μερίδα θα περιέλθει, σύμφωνα με το νόμο, στους γιούς της. Στην ίδια συνάντηση, οι ίδιοι δικηγόροι ανέφεραν στη Μ. - Α. Χ. ότι ήταν αναγκαίο να διοριστεί ο δεύτερος απ' αυτούς Κ. Κ. ως "κηδεμόνας της κληρονομιάς", προκειμένου να διαφυλαχθεί και να προστατευθεί η κληρονομιά αυτή και, συνακόλουθα, η δική της κληρονομική μερίδα, μέχρι να βρεθούν όλοι οι κληρονόμοι από τη μητρική πλευρά. Επίσης, της ζητήθηκε απ' αυτούς να συντάξει το γενεαλογικό δένδρο της οικογένειας Ο. από τη μητρική πλευρά, ώστε να εξευρεθεί η ακριβής κληρονομική της μερίδα και να γίνουν όλες οι απαιτούμενες λοιπές ενέργειες (προκειμένου αυτή να περιέλθει, τελικά, στους γιούς της), αφού, όπως της έλεγαν οι δικηγόροι αυτοί, μαζί με την ίδια (που ήταν η μοναδική στη ζωή πρώτη εξαδέλφη του κληρονομουμένου, από τη μητρική γραμμή), συγκληρονομούσαν και τα τέκνα πρώτων εξαδέλφων του κληρονομουμένου .που είχαν πεθάνει πριν απ' αυτόν. Πράγματι, τις επόμενες ημέρες η Μ. - Α. Χ. συνέταξε και παρέδωσε στους δύο δικηγόρους της έγγραφο σημείωμα, το οποίο εμφάνιζε το γενεαλογικό δένδρο του κληρονομούμενου Δ. Ο. από τη μητρική γραμμή. Επακολούθησε νέα συνάντηση της Μ. - Α. Χ. με τους δύο δικηγόρους της στο ίδιο γραφείο, περί το τέλος Σεπτεμβρίου - αρχές Οκτωβρίου 2005. στην οποία παρευρέθηκαν και οι δύο πιο πάνω γιοί της και η νύφη της Ο. Τ., όπου, για δεύτερη φορά, οι δικηγόροι αυτοί της υπέδειξαν, ως μοναδική λύση για να περιέλθει η κληρονομική της μερίδα, χωρίς καμιά φορολογική επιβάρυνση ή άλλη δαπάνη, στους γιους της, την αποποίηση, από μέρους της, της κληρονομιάς. Κατόπιν αυτών των νομικών συμβουλών που δόθηκαν από τους παραπάνω πληρεξούσιους δικηγόρους της, η Μ. - Α. Χ., συνοδευόμενη από τη νύφη - μάρτυρα της Ο. Τ., προέβη, ενώπιον του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, στις 4-10-2005, σε αποποίηση της κληρονομιάς του Δ. Ο. (σχετ. η …/4-10-2005 έκθεση αποποίησης), με την παρουσία και του δικηγόρου Κ. Κ.. Η δήλωση αυτή της Μ. - Α. Χ. έγινε στα σοβαρά και όχι φαινομενικά (βλ, άλλωστε, και την κατάθεση της δικής της μάρτυρος στη σελ. 62 των πρακτικών της εκκαλουμένης), παρά τα όσα για το αντίθετο υποστηρίζει αυτή με την ένδικη, κύρια, αγωγή της, κατά την επικουρική της βάση για την εικονικότητα (μόνο ως προς την πιο πάνω βάση εξετάζεται πλέον), ενώ είναι αδιάφορο νομικά το ότι αυτή ήθελε να ευνοήσει τους γιους της, προβαίνοντας στην εν λόγω αποποίηση, δεδομένου ότι στην έννοια της εικονικότητας δικαιοπραξίας δεν ανήκει η αφορμή της κατάρτισής της. Συνεπώς, η αγωγή αυτή είναι απορριπτέα, ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά την πιο πάνω βάσης της". Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση ως προς τα κεφάλαια της εκκαλουμένης που αφορούσαν την κύρια βάση της αγωγής περί αποποιήσεως της κληρονομιάς λόγω ουσιώδους πλάνης και την υπό στοιχ. 2β επικουρική βάση της αγωγής περί ακυρότητας της αποποιήσεως της κληρονομιάς λόγω προηγηθείσας αποδοχής, τις οποίες έκρινε, όπως και η εκκαλουμένη ως νομικά αβάσιμες, ενώ δέχθηκε ως κατ' ουσίαν βάσιμη την έφεση ως προς το εκκληθέν κεφάλαιο της εκκαλουμένης, που αφορούσε την υπό στοιχ. 2α επικουρική βάση της αγωγής, περί εικονικότητας της αποποίησης της κληρονομιάς και αφού εξαφάνισε, κατά τούτο, την εκκαλουμένη, δίκασε εκ νέου την αγωγή και αφού την έκρινε νομικά βάσιμη, την απέρριψε στην ουσία της. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ως προς την εν λόγω αγωγή της αναιρεσείουσας, δεν παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1846, 1849, 1857, 1942, 1955 του ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, καθόσον δέχθηκε ότι η ιστορούμενη στην κύρια βάση της αγωγής πλάνη της ενάγουσας - και πίστεψε πεπλανημένες κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ότι με την αποποίηση από μέρους της, της κληρονομιάς του Δ. Δ. Ο., αυτή (κληρονομιά) θα περιερχόταν, ως προς την κληρονομική της μερίδα στα τέκνα της - δεν είναι ουσιώδης, ως αναφερομένη στα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως και ως εκ τούτου δεν παρείχε δικαίωμα ακύρωσης της δήλωσης αποποίησης, ενώ το επικαλούμενο "δικαιοπρακτικό θεμέλιο" απαιτεί αμφοτεροβαρή σύμβαση, για δε την 2β επικουρική βάση της αγωγής δέχθηκε ότι η επικαλούμενη ρητή αποδοχή δεν έγινε σε πρόσωπα που έχουν συμφέρον από την κληρονομιά, δηλαδή σε νόμιμους μεριδούχους, ενώ οι επικαλούμενες πράξεις, που όπως εκτίθεται στην αγωγή έγιναν για τους γυιούς της ενάγουσας και όχι για την ίδια, δεν εκφράζουν βούλησή της και μάλιστα "ενεστώσα" για αποδοχή της κληρονομιάς. Περαιτέρω με τις προεκτεθείσες παραδοχές το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 138 παρ. 1 ΑΚ, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, δεχθέν ότι η διάταξη αυτή ισχύει και επί μονομερών δικαιοπραξιών, που γίνονται ενώπιον αρχής εντεταλμένης απλώς να πιστοποιεί τη δήλωση, χωρίς να συμπράττει, με τη βούλησή της σ' αυτήν, όπως είναι η κατά το άρθρο 1848 ΑΚ αποποίηση κληρονομίας, ενώ δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού με σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της ως άνω ουσιαστικής διατάξεως, δέχθηκε ότι η δήλωση της ενάγουσας-αναιρεσείουσας περί αποποιήσεως της ένδικης κληρονομιάς, έγινε στα σοβαρά και όχι φαινομενικά, καθόσον στην έννοια της εικονικότητας δεν ανήκει η αφορμή της κατάρτισής της, όντος νομικά αδιάφορου του ότι η αναιρεσείουσα με την αποποίηση ήθελε να ευνοήσει τους γυιούς της. Ενόψει τούτων οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα, με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. πρώτος, τρίτος, πέμπτος και έκτος και με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου τέταρτος από τους λόγους της αναίρεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δικ. ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην σύμβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, νοούνται οι ασκούντες ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή κάθε περιστατικό το οποίο αφηρημένα λαμβανόμενο οδηγεί, κατά νόμο στη γέννηση ή στην κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση ή την αντένσταση δικαιώματος, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία είναι ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση αυτοτέλειας του ισχυρισμού. Ενόψει τούτων δεν αποτελούν "πράγματα" με την παραπάνω έννοια οι ισχυρισμοί που αποτελούν αιτιολογημένες αρνήσεις ή επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της προλαβούσας διατάξεως του αριθμού 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι έλαβε υπόψη τον μη προταθέντα από την αναιρεσείουσα, ισχυρισμό κατά τον οποίο αυτή "δεν ήθελε να αποδεχθεί για τον εαυτό της την επίδικη κληρονομιά, αλλά επιθυμούσε να περιέλθει αυτή στα τέκνα της" ενώ δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό της ότι "όχι μόνο δεν επιθυμούσε να αποποιηθεί την κληρονομιά" όπως εσφαλμένα δέχεται η απόφαση, αλλά αντίθετα "ότι επιθυμούσε να την αποκτήσει και περαιτέρω, ενόψει της μεγάλης ηλικίας της να τη μεταβιβάσει στα παιδιά της, τα οποία την στήριζαν σε όλη της τη ζωή οικονομικά ...". Ο λόγος αυτός ως αιτίαση από την παραπάνω διάταξη είναι απαράδεκτος γιατί οι επικαλούμενοι ισχυρισμοί δεν είναι "πράγματα" υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά επιχειρήματα της αναιρεσείουσας προς στήριξη του νομικά βασίμου του καταγομένου σε δίκη δικαιώματος και σε εκτιμήσεις από το δικαστήριο της ιστορικής βάσης της αγωγής. Τούτο ανεξάρτητα από το ότι οι επικαλούμενοι ισχυρισμοί, που κατά την έννοιά τους και μάλιστα υπό αρνητική διατύπωση ο πρώτος και υπό θετική ο δεύτερος, ταυτίζονται, αφενός μεν αναφέρονται στην αγωγή, αφετέρου δε λήφθηκαν υπόψη και εκτιμήθηκαν για το νόμω βάσιμό της. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν. Η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων οι δεύτερος και τρίτος από τους οποίους συνεχίζουν την κατά του αρχικού αναιρεσιβλήτου πατέρα τους, Μ. Π. του Δ., δίκη, στη θέση του οποίου υπεισήλθαν ως μοναδικοί από ιδιόγραφη διαθήκη κληρονόμοι του, μετά την αποποίηση της με ίδια διαθήκη εγκατασταθείσας ως συγκληρονόμου μητέρας της Α. Π. (άρθρ. 176 και 183 Κ.Πολ.Δικ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 3-5-2009 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 6787/2008 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναγνώριση κληρονομικού δικαιώματος, λόγω άκυρης αποποιήσεως. Αποποίηση λόγω πλάνης, δεν είναι ουσιώδης αν αφορά στα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως, όπως είναι η πεποίθηση περί περιελεύσεως της κληρονομίας, μετά την αποποίηση, σε κάποιο πρόσωπο. Το «δικαιοπρακτικό θεμέλιο» απαιτεί σύμβαση και δεν ισχύει στην αποποίηση που είναι μονομερής δικαιοπραξία. Πώς μπορεί να γίνει η ρητή αποδοχή. Όταν απευθύνεται σε πρόσωπα που έχουν συμφέρον από την κληρονομιά, όπως οι νόμιμοι μεριδούχοι. Η εικονικότητα ισχύει και επί μονομερών δικαιοπραξιών, που γίνονται ενώπιον αρχής, εντεταλμένης για την πιστοποίηση της δηλώσεως, χωρίς αυτή (αρχή) να συμπράττει, δια της βουλήσεώς της, στην κατάρτιση της δικαιοπραξίας.
Κληρονομία
Αγωγή αναγνωριστική, Δικαιοπραξία εικονική, Κληρονομία .
2
Αριθμός 726/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: Α. 1) Δ. Β. του Α., 2) Σ. συζ. Χ. Π., το γένος Α. Β., κατοίκου ..., 3) Π. Χ. Κ., 4) Ε. Κ. του Π., κατοίκων ..., 5) Γ. Τ. του Β., κατοίκου ... - καθών η κλήση. Ο 1ος απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τις: α) Κ. χήρα Δ. Β., β) Α. Β. του Δ. και γ) Χ. Β. του Δ., η πρώτη απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τις δεύτερη και τρίτη, οι οποίες δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Οι 2η και 3ος δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο 4ος απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τον Π. Κ. του Ε., ο οποίος βρίσκεται υπό πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση και εκπροσωπείται από τις δικαστικές συμπαραστάτριες του α) Β. Τ. του Η., β) Φ. χήρα Ι. Φ. και γ) Ε. συζ. Β. Μ., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Δημητούλη. Ο 5ος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Β. 1) Σ. συζ. Δ. Γ., το γένος Π. Κ., και 2) Α. Τ. του Χ., οι οποίοι απεβίωσαν, όπως αναφέρεται στην από 14/11/2011 κλήση και κληρονομήθηκαν από τους καλούντες: 1) Δ. Γ. του Χ., 2) Χ. Γ. του Δ., 3) Ε. Γ. του Δ., 4) Α. Γ. του Δ., ..., ως κληρονόμους της Σ. Γ. (1ης αναιρεσείουσας), 5) Γ. συζ. Α. Τ., το γένος Α., 6) Ε. Τ. του Α., 7) Μ. Τ. του Α., 8) Β. Τ. του Α., 9) Χ. Τ. του Α., ..., ως κληρονόμους του Α. Τ. (2ου αναιρεσείοντος), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Δημητούλη. Γ. 1) Μ. συζ. Α. Κ., το γένος Ι. Λ. ή Τ., 2) Μ. χήρας Β. Κ., το γένος Π. - Κ., 3) Ά. Κ. του Χ., 4) Μ. - Α. χήρας Χ. Κ., 5) Ε. χήρας Σ. Τ., το γένος Π. Κ., 6) Χ. χήρας Η. Τ., το γένος Ι. Θ., 7) Ε. συζ. Ε. Β., το γένος Η. Τ., 8) Ε. συζ. Α. Μ., το γένος Η. Τ., 9) Ε. Κ. του Χ., κατοίκων ...-καλούντων, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Δημητούλη, ο οποίος δήλωσε ότι διορθώνει το γένος του 9ου από το εσφαλμένο "Ε. Κ." στο ορθό "Ε. Κ.". Των αναιρεσιβλήτων - καθών η κλήση: 1) Α. συζ. Ε. Φ., το γένος Χ., κατοίκου ..., 2) Ε. συζ. Ι. Ζ., το γένος Χ. Χ., κατοίκου ..., 3) Α. Κ. του Α., 4) Ε. Κ. του Α., 5) Ι. Κ. του Α., 6) Γ. Κ. του Α., 7) Ε. χήρας Δ. Χ., το γένος Ε. Ρ., 8) Γ. Χ. του Δ., 9) Ε. Χ. του Δ., 10) Σ. Χ. του Δ., 11) Γ. Χ. του Β., κατοίκων ... και 12) Α. συζ. Α. Μ., το γένος Β. Χ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Κουβουκλιανό, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Του προσθέτως παρεμβαίνοντος (υπέρ των αναιρεσειόντων και κατά των αναιρεσιβλήτων) - καλούντος: Κ. Π. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Δημητούλη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/6/1996 αγωγή των ήδη 1ης, 2ης, 7ης, 8ου, 9ου, 10ης, 11ου και 12ης των αναιρεσιβλήτων και της αρχικής διαδίκου Κ. Κ., που απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους της τρίτον και έκτον αναιρεσιβλήτους οι οποίοι συνεχίζουν τη δίκη, η οποία (αγωγή) κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 23.909/1997 μη οριστική, 3838/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1908/2009 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 23/12/2009 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 1175/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επαναφέρουν οι καλούντες με την από 14/11/2011 κλήση τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 19-4-2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Σπυρίδωνος Μιτσιάλη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 23-12-2009 αίτησης και της από 3-2-2011 πρόσθετης παρέμβασης, για αναίρεση της 1908/2009 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 568 και 576 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως απουσιάζει ένας ή περισσότεροι από τους διαδίκους και αυτοί έχουν κληθεί νομίμως και εμπροθέσμως, από τον ή τους διαδίκους που επισπεύδουν τη συζήτηση, η συζήτηση προχωρεί παρά την απουσία των κλητευθέντων διαδίκων. Κατά δε τις διατάξεις του άρθρου 226 παρ.4 εδ. γ' και δ' του ίδιου ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται και στην ενώπιον του Αρείου Πάγου διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 575 εδ. β' του ΚΠολΔ, αν η υπόθεση αναβληθεί εκ του πινακίου κατά την ορισθείσα δικάσιμο σε μεταγενέστερη, με αναγραφή της αναβολής στο πινάκιο, η αναγραφή αυτή ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων και δεν απαιτείται κλήση για εμφάνισή τους στη νέα, μετ' αναβολήν, δικάσιμο. Εν προκειμένου, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, οι εκ των διαδίκων Α. Β. και Χ. Β., κληρονόμοι του πρώτου αναιρεσείοντος Δ. Β., που έχει αποβιώσει, και Σ. Π., Π. Χ. Κ. και Γ. Τ., δεύτερη, πέμπτος και ενδέκατος αναιρεσείοντες, δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου, στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, και δεν έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υποθέσεως. Η δικάσιμος αυτή είχε ορισθεί μετά από αναβολή εκ του πινακίου από την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 20-2-2013, όπως δε προκύπτει από τις υπ' αριθμ. 10085, 10090/17-12-2012, 10093/18-12-2012, 10060/13-12-2012 και 9990/6-12-2012 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ..., τις οποίες οι επισπεύδοντες λοιποί αναιρεσείοντες προσκομίζουν και επικαλούνται, οι τελευταίοι, με την από 14-11-2011 κλήση τους, που επέδωσαν στους απόντες αναιρεσείοντες, με την κάτω από αυτήν πράξη, με την οποία ορίζεται δικάσιμος προς συζήτηση της αναιρέσεως η προαναφερθείσα της 20-2-2013, κάλεσαν τους απόντες αυτούς αναιρεσείοντες για συζήτηση της υποθέσεως στην ορισθείσα αυτή δικάσιμο. Επομένως και αφού, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η αναβολή εκ του πινακίου και η αναγραφή της στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, πρέπει η συζήτηση να προχωρήσει σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες. ΙΙ.- Ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 11 περιπτ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς να γίνεται διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης αποδίδουν οι αναιρεσείοντες στην προσβαλλόμενη απόφαση την ανωτέρω πλημμέλεια από τον αριθμό 11γ' (όχι και 8) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι δηλ. το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στη δικανική του κρίση ότι οι αναιρεσίβλητοι έγιναν συγκύριοι του επιδίκου οικοπέδου παραγώγως, αλλά και πρωτοτύπως, με έκτακτη χρησικτησία, και στην εντεύθεν παραδοχή της ένδικης αναγνωριστικής αγωγής τους, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις τα αναφερόμενα στον λόγο αυτόν έγγραφα τα οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι αναιρεσείοντες με τις προτάσεις τους της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι: α) τον υπ’ αρ. 9052/22-12-1934 πίνακα περιγραφής κτήματος της Εθνικής Τράπεζας β) το υπ' αρ. .../1943 διανεμητήριο συμβόλαιο του συμ/φου Θεσ/νίκης Β. Κίτσου, γ) την υπ’ αρ. 145/1957 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικ. επιμελητή Γ.Χ. Α., δ) το υπ' αρ. 174/1873 ταπίο του τουρκικού κτηματολογίου, ε) τις υπ'.αρ. 2750/1969 και 3401/1973 πράξεις τακτοποίησης της Δ/νσης Πολεοδομίας Θεσ/νίκης και τους πίνακες ιδιοκτησιών που τις συνοδεύουν και στ) τις υπό ημερομηνία 16-12-1992 και 12-5-1993 αιτήσεις του ογδόου αναιρεσείοντος προς τη Δ/νση τοπογραφικού του Δήμου Θες/νίκης και τα υπό ημερομηνία 29-6-1992 και 18-5-1993 έγγραφα της τελευταίας προς αυτόν, από τα οποία αποδεικνυόταν κατά τους ισχυρισμούς τους ότι το επίδικο ακίνητο, ήτοι πρώην αμπελώνας και ήδη οικόπεδο εμβαδού 938 τ.μ., που βρίσκεται στην Κηφισιά Θεσσαλονίκη, από την εποχή της τουρκοκρατίας και έκτοτε συνεχώς κατείχαν και ενέμοντο οι αναιρεσείοντες και ότι αυτοί είναι οι αληθείς και αδιαμφισβήτητοι συγκύριοι του επιδίκου. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων, και "από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν", σε συνδυασμό και με το όλον περιεχόμενο της αποφάσεως, δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα ανωτέρω έγγραφα, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση του καθενός. ΙΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 25/2003, 12/2009 και 3/1997), όχι δε και εκείνοι που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν άρνησή της, ούτε και εκείνοι που δεν έχουν αυτοτέλεια και αποτελούν επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από τα νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ.ΑΠ 469/1984). Εν προκειμένω, με τους δεύτερο και τρίτο λόγους της αναίρεσης προβάλλεται η από τον αριθμό 8 περ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι οι αναιρεσίβλητοι έγιναν συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου παραγώγως, επειδή αυτό περιλαμβάνεται στους τίτλους ιδιοκτησίας τους, δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων που προτάθηκαν με την έφεση, ότι το διεκδικούμενο από τους αναιρεσιβλήτους ακίνητο με βάση τους επικαλούμενους από τους ίδιους τίτλους ιδιοκτησίας, δεν έχει καμμίαν σχέση με το επίδικο ακίνητο, ενώ το ακίνητο των αναιρεσειόντων ταυτίζεται απόλυτα με αυτό. Οι ερευνώμενοι αυτοί αναιρετικοί λόγοι είναι απορριπτέοι προεχόντως ως απαράδεκτοι, αφού οι πιο πάνω ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων δεν συνιστούν "πράγμα" με την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ που προαναφέρθηκε, αλλά αιτιολογημένη άρνηση της ένδικης αναγνωριστικής κυριότητας αγωγής των αναιρεσιβλήτων, που ελήφθησαν άλλωστε υπόψη από το δικαστήριο και απορρίφθηκαν εκ των πραγμάτων, με την παραδοχή των αντίθετων ισχυρισμών των αναιρεσιβλήτων. IV.- O προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 550 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πρέπει δε την παραπάνω επιζήμια κρίση του για τον αναιρεσείοντα να σχημάτισε το δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως παραμορφωμένο, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει όταν το εν λόγω έγγραφο εκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε. Εν προκειμένω, με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του κτηματολογικού πίνακα και κτηματογραφικού διαγράμματος του Ν. Φ., τοπογράφου της Εθνικής Τράπεζας της περιοχής Πυλαίας, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα αντίθετα από εκείνα που αναφέρονται σ' αυτά, σε σχέσης με τη μη άσκηση νομής των αναιρεσειόντων στο επίδικο ακίνητο κατά τον κρίσιμο χρόνο, δηλαδή τη μη άσκηση από μέρους τους διακατοχικών πράξεων με διάνοια κυρίου στο εν λόγω ακίνητο. Ο αναιρετικός αυτός λόγος, παρεκτός του ότι αναφέρεται στην εκτίμηση του ανωτέρω εγγράφου από το δικαστήριο, είναι εν πάση περίπτωση απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να καταλήξει στη δικανική του κρίση στηρίχθηκε σε περισσότερα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή στις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως που περιλαμβάνονται στην υπ' αρ. 43008/1997 εισηγητική έκθεση, στην από 25-1-1999 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Αγρονόμου-τοπογράφου-μηχανικού Ά. Π. και σε όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκόμισαν, με επίκληση, ενώπιόν του, χωρίς να στηρίξει το επί της ουσίας πόρισμά του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στα παραπάνω έγγραφα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 23-12-2009 αίτηση του Δ. Β. κλπ για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1908/2009 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης, και την από 3-2-2011 πρόσθετη υπέρ των αναιρεσειόντων παρέμβαση του Κ. Π. Δ.. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Μαρτίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 2 Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ένδικο μέσο αναιρέσεως. Ερημοδικία διαδίκου που έχει κληθεί από επισπεύδοντα. Συζήτηση σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες. Αναβολή από το πινάκιο. Ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων και στη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου. Αναιρετικοί λόγοι από τους αρ. 8, 11 γ’ και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Πότε ιδρύονται. [Επικυρώνει ΕφΘεσσ 1908/2009].
Κλήτευση
Ερημοδικία , Κλήτευση , Επίσπευση συζήτησης, Αναβολή συζήτησης.
0
Αριθμός 692/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 28η Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "ΩΝΑΣΕΙΟ ΚΑΡΔΙΟΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην Καλλιθέα Αττικής και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου Αλεξάνδρας Κωνσταντινίδου, η οποία κατέθεσε προτάσεις. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Μ. Δ., έως και 100) Ν. Κ., κατοίκων ... Οι υπό στοιχεία 1, 5, 6, 8, 13, 15, 18, 19, 26, 27, 29, 30, 33, 35, 36, 37, 40, 41, 43, 44, 47, 48, 51, 52, 55, 58, 59, 60, 62, 63, 64, 65, 68, 69, 76, 77, 79, 80, 81, 83, 84, 89, 91, 92, 93 και 97 αναιρεσίβλητοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιορδάνη Προυσανίδη, που ανακάλεσε την από 27-1-2014 δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις. Οι λοιποί αναιρεσίβλητοι, ήτοι οι υπό στοιχεία 2, 3, 4, 7, 9, 10, 11, 12, 14, 16, 17, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 28, 31, 32, 34, 38, 39, 42, 45, 46, 49, 50, 53, 54, 56, 57, 61, 66, 67, 70, 71, 72, 73, 74, 75, 78, 82, 85, 86, 87, 88, 90, 94, 95, 96, 98, 99 και 100 δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. ΤΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ" (ΓΣΕΕ), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Μαρίας Λαγουβάρδου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13-5-2008 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Καλλιθέας. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 430/2009 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 2815/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 17-4-2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 13-9-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Οι πληρεξούσιοι των παραστάντων αναιρεσιβλήτων και της προσθέτως παρεμβαίνουσας ζήτησαν την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, κατά το άρθρο 576 παρ.2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτή με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από το αναιρεσείον εκθέσεις επιδόσεως … του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …, ακριβές αντίγραφο της από 17-4-2013 αιτήσεως αναιρέσεως, με την πράξη καταθέσεως και την κάτω από αυτήν πρόσκληση του αναιρεσείοντος, υπογραφόμενη από την πληρεξούσια δικηγόρο αυτού, προς τους αναιρεσίβλητους για να παρασταθούν κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 24-9-2013, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε από το πινάκιο για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή (28-1-2014), επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στους με αριθμό 2, 3, 4, 7, 9, 10, 11, 12, 14, 16, 17, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 28, 31, 32, 34, 38, 39, 42, 45, 46, 49, 50, 53, 54, 56, 57, 61, 66, 67, 70, 71, 72, 73, 74, 75, 78, 82, 85, 86, 87, 88, 90, 94, 95, 96, 98, 99 και 100 αναιρεσίβλητους, αντιστοίχως, οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως με τη σειρά της από το πινάκιο της ως άνω, μετ' αναβολή δικασίμου, ούτε κατέθεσαν κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ δήλωση μη παραστάσεως κατά τη δικάσιμο αυτή. Επομένως, πρέπει να συζητηθεί η υπόθεση παρά την απουσία των αναιρεσιβλήτων, αφού η αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο για την προκειμένη μετ' αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση γι' αυτούς (ΚΠολΔ 226 παρ.4 εδ. α', γ' και δ', 568 παρ. 4, 576 παρ.2). 2. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι "Αν, σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν", η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί για πρώτη φορά και ενώπιον του Αρείου Πάγου. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ίδια διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, αναγκαίος όρος για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη αμέσου εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης υφίσταται όταν με αυτή μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η εις βάρος αυτού δημιουργία νομικής υποχρεώσεως. Πρέπει, όμως, αυτά είτε να απειλούνται από το δεδικασμένο ή την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί είτε να τίθενται σε διακινδύνευση από άλλες, αντανακλαστικές συνέπειες αυτής. Ως εκ τούτου, για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης δεν αρκεί το ότι σε δίκη, εκκρεμή μεταξύ άλλων, πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, επειδή υφίσταται ή ενδέχεται να ανακύψει σε άλλη δίκη μεταξύ αυτού και κάποιου από τους διαδίκους ή τρίτου, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης, στην οποία παρεμβαίνει, να θίγει ευθέως, από την άποψη του πραγματικού και νομικού ζητήματος, τα έννομα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 14/2008). Η προϋπόθεση αυτή, γενικώς, υφίσταται υπέρ των συνδικαλιστικών ενώσεων, οιουδήποτε βαθμού, οι οποίες και αυτοτελώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 669 ΚΠολΔ, θα μπορούσαν να ασκήσουν υπέρ των μελών τους τα δικαιώματα που απορρέουν από συλλογική σύμβαση ή άλλες διατάξεις που εξομοιώνονται προς διατάξεις συλλογικής σύμβασης, όχι, όμως, και υπέρ άλλων επαγγελματικών σωματείων στα οποία ούτε μετέχουν ούτε και θα μπορούσαν να μετέχουν οι διάδικοι της κυρίας δίκης (ΟλΑΠ 9/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως, άσκησε πρόσθετη παρέμβαση δια δικογράφου ενώπιον του Αρείου Πάγου, η "Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος" (ΓΣΕΕ), ως τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση, στην οποία μέλος είναι η "Ομοσπονδία Συλλόγων Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων Ελλάδος" (ΟΣΝΙΕ), στην οποία ανήκει και το "Σωματείο Εργαζομένων Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου", του οποίου μέλη είναι οι αναιρεσίβλητοι. Η παρέμβαση αυτή ασκείται από οργάνωση που έχει άμεσο έννομο συμφέρον να προασπίσει τα δικαιώματα των μελών των υποκειμένων σ' αυτή σωματείων (ΚΠολΔ 669 αρ.2). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί στην ουσία. 3. Επειδή, σύμφωνα με τη γενική "αρχή της εύνοιας" υπέρ των εργαζομένων, που διαπνέει το εργατικό δίκαιο, η προσπάθεια αναζήτησης της ευνοϊκότερης ρύθμισης για τον εκμισθωτή της εργασίας δεν περιορίζεται μόνο στο συσχετισμό μεταξύ συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά επεκτείνεται και στη σχέση μεταξύ περισσότερων πηγών διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, που ρυθμίζουν εν δυνάμει τους όρους αμοιβής και εργασίας σε συγκεκριμένη περίπτωση (π.χ. νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης κ.λπ.). Με βάση, λοιπόν, την "αρχή της εύνοιας" υπέρ των μισθωτών, που ήδη προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.2 του ν. 1876/1990, "Οι όροι ατομικών συμβάσεων εργασίας, που αποκλίνουν από τους κανονιστικούς όρους συλλογικών συμβάσεων εργασίας, είναι επικρατέστεροι, εφ' όσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζόμενους". Αυτό συμβαίνει, διότι οι κανονιστικοί όροι μιας συλλογικής σύμβασης εργασίας (ΣΣΕ) περιέχουν τα κατώτατα όρια προστασίας και, ως εκ τούτου, απαγορεύουν την τυχόν δυσμενέστερη ρύθμιση με μια ατομική σύμβαση, όχι, όμως, και την δι' αυτής βελτίωση της προστασίας των εργαζόμενων. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, που ορίζει ότι "Για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά", καθιερώνεται στο ενοχικό και κατ' ακολουθία στο εργατικό δίκαιο, ως απόρροια του δόγματος της αυτονομίας της βουλήσεως, η "αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων". Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι συμβαλλόμενοι έχουν απεριόριστη δυνατότητα για κατάρτιση οποιασδήποτε δικαιοπραξίας, με οποιαδήποτε μορφή και με οποιοδήποτε περιεχόμενο, αρκεί αυτό να μην απαγορεύεται από το νόμο ή να μην αντιβαίνει στα χρηστά ήθη (ΟλΑΠ 1/2007, ΑΠ 431/2011). Επομένως, σε ατομικό επίπεδο, είναι έγκυρη, η μεταξύ εργοδότη και μισθωτή, ρητή ή σιωπηρή, συμφωνία, κατά την οποία ο δεύτερος θα λαμβάνει για την εργασία που παρέχει στον πρώτο την αμοιβή, που προβλέπεται από ισχύουσα ή μέλλουσα να ισχύσει ΣΣΕ που καταρτίζεται μεταξύ τρίτων, έστω και αν τα μέρη της ατομικής σύμβασης δεν είναι μέλη των οργανώσεων που καταρτίζουν τη συλλογική. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι συλλογικές ρυθμίσεις, προς τις οποίες γίνεται η παραπομπή με την ατομική σύμβαση, αποκτούν έναντι των συμβαλλομένων συμβατική δύναμη (ΑΠ 1706/1987). 4. Επειδή, από το συνδυασμό των άρθρων 22 παρ.2 του Συντάγματος και 3 παρ.1, 7, 8 παρ.2, 10 παρ.2 και 11 παρ.2 του ν. 1876/1990 "ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις", συνάγονται τα ακόλουθα. Περιεχόμενο των ΣΣΕ είναι η ρύθμιση των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των εργαζομένων. Κατά τη σύναψη των ΣΣΕ, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ασκούν νομοθετική (κανονιστική) εξουσία κατά παραχώρηση του Κράτους. Ως εκ τούτου, οι κανονιστικοί όροι των ΣΣΕ έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ ουσιαστικού νόμου και, αν είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους, υπερισχύουν των τυπικών νόμων, εκτός αν πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια (ΑΠ 56/2012). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.1 περ.β' και γ' του ν. 1876/1990, οι ΣΣΕ διακρίνονται, μεταξύ άλλων, σε "κλαδικές", οι οποίες αφορούν στους εργαζόμενους περισσότερων ομοειδών ή συναφών εκμεταλλεύσεων ή επιχειρήσεων ορισμένης πόλης ή περιφέρειας ή και όλης της χώρας και σε "επιχειρησιακές", οι οποίες καταρτίζονται μεταξύ του εργοδότη και της συνδικαλιστικής οργάνωσης μιας εκμετάλλευσης ή επιχείρησης που απασχολεί τουλάχιστον 50 εργαζόμενους και αφορούν σε όλους ανεξαιρέτως τους μισθωτούς αυτής (ΑΠ 1494/2010). Η κατά τα ανωτέρω κανονιστική εξουσία, η οποία έχει παραχωρηθεί στις οργανώσεις των εργοδοτών και εργαζομένων, πρέπει να ασκείται από τις ίδιες, στο πλαίσιο της υφιστάμενης νομοθετικής εξουσιοδότησης. Ως εκ τούτου, οι οργανώσεις αυτές δεν έχουν τη δυνατότητα να εκχωρούν τη δοθείσα κανονιστική εξουσία σε τρίτους, πράγμα το οποίο συμβαίνει κατ' αποτέλεσμα όταν, αντί να ρυθμίσουν αυτές οι ίδιες τους όρους απασχόλησης και αμοιβής που επιθυμούν να ισχύσουν στις εργασιακές σχέσεις των μελών τους, έστω και με παραπομπή σε άλλη, ισχύουσα ΣΣΕ, αναθέτουν τη ρύθμιση αυτή σε άλλες οργανώσεις, με γενική και αόριστη παραπομπή στους όρους των ΣΣΕ που μελλοντικώς θα συνάπτουν εκείνες, εφ' όσον είναι ευμενέστεροι. Τούτο, διότι η κατ' άρθρο 361 ΑΚ "αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων", η οποία εφαρμόζεται στο ατομικό εργατικό δίκαιο, δεν εξικνείται μέχρι του σημείου της υπέρβασης της νομοθετικής εξουσιοδότησης των αρμόδιων φορέων για την κανονιστική ρύθμιση των εργασιακών θεμάτων σε συλλογικό επίπεδο. Επομένως, η ρήτρα που περιλαμβάνεται σε επιχειρησιακή ΣΣΕ και προβλέπει ότι δυνάμει αυτής και μόνο θα έχουν εφαρμογή οι εκάστοτε, έστω και ευμενέστεροι, όροι απασχόλησης και αμοιβής που πρόκειται να συμπεριληφθούν σε άλλη ΣΣΕ, η οποία θα καταρτισθεί στο μέλλον μεταξύ άλλων φορέων και θα ισχύει για τους εργαζόμενους συγκεκριμένου κλάδου, είναι άκυρη, διότι υπερβαίνει την προς κατάρτιση ΣΣΕ παρασχεθείσα νομοθετική εξουσιοδότηση (ΟλΑΠ 471/1974, ΑΠ 1671/2002). 5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα εξής ουσιώδη: Ότι οι εφεσίβλητοι (ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι) είναι εργαζόμενοι στο εκκαλούν (εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον) ΝΠΙΔ με την επωνυμία "Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο", απασχολούμενοι με ατομικές συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας, ως υπάλληλοι διαφόρων ειδικοτήτων. Ότι την 5-12-2006 υπογράφηκε, μεταξύ του εκκαλούντος και της συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "Σωματείο Εργαζομένων Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου", η επιχειρησιακή ΣΣΕ για τα έτη 2006 - 2007, που έχει εφαρμογή σε όλους τους εργαζόμενους, πλην του ιατρικού προσωπικού. Ότι εκτός των άλλων, στο άρθρο 13 παρ.2 της εν λόγω επιχειρησιακής ΣΣΕ ορίσθηκε ότι "Ρητά συμφωνείται ότι θα ισχύουν αυτόματα οι τυχόν ευνοϊκότερες ρυθμίσεις των τυχόν εφαρμοζόμενων για ορισμένες ειδικότητες ομοιοεπαγγελματικών και των κλαδικών ΣΣΕ, οι οποίες εφαρμόζονται και ισχύουν παράλληλα με την παρούσα". Ότι με τον όρο αυτό συμφωνήθηκε σαφώς η άμεση εφαρμογή της εκάστοτε ισχύουσας κλαδικής ΣΣΕ της "Ομοσπονδίας Συλλόγων Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων Ελλάδος" (ΟΣΝΙΕ), καθώς και της τυχόν εφαρμοζόμενης για ορισμένες ειδικότητες ομοιοεπαγγελματικής ΣΣΕ, στην έκταση που αυτές οδηγούν σε ευνοϊκότερους όρους για τους εργαζόμενους σε σχέση με την επιχειρησιακή ΣΣΕ και χωρίς καμιά άλλη προϋπόθεση. Ότι η συμφωνία αυτή, που καταρτίσθηκε μεταξύ εργοδότη και σωματείου εργαζομένων ως προς την εκούσια εφαρμογή άλλης, συγκεκριμένης ΣΣΕ, είναι έγκυρη και δεσμεύει τα μέρη, ανεξάρτητα προς το αν αυτά είχαν ή όχι την ιδιότητα του μέλους των οργανώσεων που συνέπραξαν στην υπογραφή εκείνης ή προς το αν η τελευταία κηρύχθηκε γενικώς υποχρεωτική και οι διάδικοι θα μπορούσαν να είναι μέλη των οργανώσεων αυτών. Ότι επακολούθησε η υπογραφή της από 14-5-2007 κλαδικής ΣΣΕ "για τις ιδιωτικές κλινικές και τις μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων, οίκους ευγηρίας κλπ όλης της Χώρας", μεταξύ αφ' ενός των εργοδοτικών οργανώσεων που εκπροσωπούν τον κλάδο και αφ' ετέρου της ΟΣΝΙΕ, στο άρθρο 9 της οποίας ορίσθηκε ότι "Σε όλους τους εργαζόμενους που υπάγονται στην παρούσα ρύθμιση και εργάζονται με σχέση εξαρτημένης εργασίας σε ιδιωτικές κλινικές [...], οι οποίες απασχολούν αθροιστικά περισσότερους από 500 εργαζόμενους, καταβάλλεται ειδικό εφ' άπαξ επίδομα 500 ευρώ, μόνο για το 2007. Το επίδομα αυτό θα καταβληθεί μέχρι 31-8-2007 και δικαιούνται να το λάβουν οι εργαζόμενοι που έχουν συμπληρώσει 12μηνη απασχόληση στον ίδιο εργοδότη στις 31-12-2006". Ότι ο εν λόγω ευνοϊκός όρος της από 14-5-2007 κλαδικής ΣΣΕ της ΟΣΝΙΕ έχει, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ.2 της από 5-12-2006 επιχειρησιακής ΣΣΕ, άμεση εφαρμογή στην περίπτωση του εκκαλούντος, το οποίο απασχολεί περισσότερους από 500 εργαζόμενους. Ότι οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι είναι εργαζόμενοι στο εκκαλούν και την 31-12-2006 είχαν συμπληρώσει 12μηνη απασχόληση στην υπηρεσία του, δικαιούνται να λάβουν το ως άνω επίδομα. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού αντικατέστησε την αιτιολογία της εκκαλουμένης αποφάσεως του Ειρηνοδικείου με τη σκέψη ότι η εν προκειμένω δέσμευση του εκκαλούντος απορρέει από τις μνημονευθείσες διατάξεις των ως άνω ΣΣΕ, επιχειρησιακής και κλαδικής, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, απέρριψε την έφεση και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε επιδικάσει το αιτηθέν επίδομα. 6. Επειδή, με την κρίση αυτή, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παραβίασε τις ουσιαστικές διατάξεις που αναφέρθηκαν (βλ. παραπάνω, αρ.4), σε συνδυασμό με το άρθρο 361 ΑΚ, διότι δέχθηκε την καθ' υπέρβαση της υφιστάμενης νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως ισχύ της ρήτρας της επιχειρησιακής ΣΣΕ περί παραπομπής σε τυχόν ευνοϊκότερο όρο των εκάστοτε ισχυουσών κλαδικών ΣΣΕ της ΟΣΝΙΕ, ήτοι και σε μελλοντικές συλλογικές ρυθμίσεις και συγκεκριμένα της από 14-5-2007 κλαδικής ΣΣΕ, που δεν είχε τεθεί σε ισχύ όταν υπογράφηκε η από 5-12-2006 επιχειρησιακή ΣΣΕ. Επομένως, οι πρώτος και τρίτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τους οποίους επισημαίνεται η παραβίαση αυτή και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι. 7. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Η έρευνα των λοιπών λόγων της αιτήσεως αποβαίνει περιττή. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 εδ.α' ΚΠολΔ, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 65 παρ.1 του ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α' 74/20-3-2013), "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση". Εν προκειμένω, μετά την αναίρεση αναβιώνει η εκκρεμοδικία επί της εφέσεως. Στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, κατόπιν εφέσεως του εναγομένου, εκεί εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος ΝΠΙΔ, είχε μεταβιβασθεί η υπόθεση στο σύνολό της, διότι η αγωγή είχε γίνει δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και το εκκαλούν επιδίωκε την απόρριψή της. Από τις αιτιολογίες, που αναφέρθηκαν κατά την έρευνα των λόγων αναιρέσεως, που ευδοκίμησαν, προκύπτει ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη. Επομένως, δεν απαιτείται περαιτέρω έρευνα και, μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από τον Άρειο Πάγο, να γίνει δεκτή η έφεση κατά παραδοχή του λόγου που αναφέρεται στη νομική βασιμότητα της αγωγής, να εξαφανισθεί η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και να απορριφθεί η αγωγή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι και η προσθέτως υπέρ αυτών παρεμβαίνουσα στα εν γένει δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). 8. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 579 ΚΠολΔ, αν η αίτηση αναιρέσεως ευδοκιμήσει, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και, αν προαποδεικνύεται εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης αυτής, ο Άρειος Πάγος, εφ' όσον υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του ως την παραμονή της συζήτησης, διατάσσει, με την αναιρετική απόφαση, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Στην προκειμένη περίπτωση, το αναιρεσείον, με τις προτάσεις που κατέθεσε την παραμονή της συζήτησης, όπως προκύπτει από την από 27-1-2014 βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέα επί του σώματος αυτών, υπέβαλε, παραδεκτώς, αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την αναιρεθείσα απόφαση, ζητώντας να υποχρεωθεί ένας έκαστος εκ των αναιρεσιβλήτων, πλην των (2) Α. Δ., (72) Δ. Κ. και (100) Ν. Κ., που αρνήθηκαν την είσπραξη, σε επιστροφή του ποσού των επτακοσίων δύο ευρώ και είκοσι λεπτών (702,20), το οποίο τους κατέβαλε, σε εκούσια εκτέλεση της εν λόγω απόφασης, για επιδικασθέν κεφάλαιο και τόκους, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αναιρετικής απόφασης. Το αίτημα επαναφοράς είναι νόμιμο, στηριζόμενο στη διάταξη του άρθρου 579 παρ.2 ΚΠολΔ και, από τις μηχανογραφημένες μισθολογικές καταστάσεις που επικαλείται και προσκομίζει το αναιρεσείον, χωρίς επ' αυτών να αντιλέγουν οι αναιρεσίβλητοι, προαποδεικνύεται βάσιμο. Επομένως, πρέπει το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων να γίνει δεκτό και ένας έκαστος εκ των αναιρεσιβλήτων, πλην των προαναφερθέντων, να υποχρεωθεί να επιστρέψει στο αναιρεσείον το ανωτέρω ποσό, νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 2815/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. ΚΡΑΤΩΝΤΑΣ την υπόθεση. ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ επί της εφέσεως και ΔΕΧΟΜΕΝΟ αυτήν. ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την 430/2009 απόφαση του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ένδικη, από 13-5-2008 αγωγή. ΔΕΧΕΤΑΙ το αίτημα του αναιρεσείοντος περί επαναφοράς των πραγμάτων στην πριν από τη αναιρεθείσα απόφαση κατάσταση. ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ ένα έκαστο εκ των αναιρεσιβλήτων, πλην των αναφερομένων στο σκεπτικό, να καταβάλει στο αναιρεσείον το ποσό των επτακοσίων δύο ευρώ και είκοσι λεπτών (702,20), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσιβλήτους και την προσθέτως υπέρ αυτών παρεμβαίνουσα να πληρώσουν στο αναιρεσείον τρεις χιλιάδες πεντακόσια (3.500) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 11η Μαρτίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 1η Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κλινικές. Επιχειρησιακή ΣΣΕ που προβλέπει εφαρμογή ευνοϊκότερων όρων ομοιοεπαγγελματικών ή κλαδικών ΣΣΕ. Είναι άκυρος ο όρος κατά το μέρος με το οποίο γίνεται παραπομπή αορίστως, σε μελλοντικές ΣΣΕ. Αναιρεί, κρατεί την υπόθεση, εξαφανίζει πρωτόδικη και απορρίπτει αγωγή.
Εφ' άπαξ επίδομα
Εφ' άπαξ επίδομα.
0
Αριθμός 691/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 28η Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "ΩΝΑΣΕΙΟ ΚΑΡΔΙΟΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην Καλλιθέα Αττικής και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου Αλεξάνδρας Κωνσταντινίδου, η οποία κατέθεσε προτάσεις. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Η. Α., έως και 100) Π. Δ., κατοίκων ... Οι υπό στοιχεία 1, 6, 7, 11, 12, 15, 17, 19, 24, 25, 33, 34, 35, 36, 37, 45, 46, 48, 55, 57, 60, 61, 62, 64, 66, 70, 71, 72, 74, 75, 78, 79, 80, 82, 85, 89, 91, 92, 93, 96, 97 και 100 αναιρεσίβλητοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιορδάνη Προυσανίδη, που ανακάλεσε την από 27-1-2014 δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις. Οι λοιποί αναιρεσίβλητοι, ήτοι οι υπό στοιχεία 2, 3, 4, 5, 8, 9, 10, 13, 14, 16, 18, 20, 21, 22, 23, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 47, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 56, 58, 59, 63, 65, 67, 68, 69, 73, 76, 77, 81, 83, 84, 86, 87, 88, 90, 94, 95, 98 και 99 δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. ΤΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ" (ΓΣΕΕ), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Μαρίας Λαγουβάρδου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13-5-2008 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Καλλιθέας. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 431/2009 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 2817/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 17-4-2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 13-9-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Οι πληρεξούσιοι των παραστάντων αναιρεσιβλήτων και της προσθέτως παρεμβαίνουσας ζήτησαν την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, κατά το άρθρο 576 παρ.2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτή με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από το αναιρεσείον …εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …, ακριβές αντίγραφο της από 17-4-2013 αιτήσεως αναιρέσεως, με την πράξη καταθέσεως και την κάτω από αυτήν πρόσκληση του αναιρεσείοντος, υπογραφόμενη από την πληρεξούσια δικηγόρο αυτού, προς τους αναιρεσίβλητους για να παρασταθούν κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 24-9-2013, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε από το πινάκιο για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή (28-1-2014), επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στους με αριθμό 2, 3, 4, 5, 8, 9, 10, 13, 14, 16, 18, 20, 21, 22, 23, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 47, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 56, 58, 59, 63, 65, 67, 68, 69, 73, 76, 77, 81, 83, 84, 86, 87, 88, 90, 94, 95, 98, και 99 αναιρεσίβλητους, αντιστοίχως, οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως με τη σειρά της από το πινάκιο της ως άνω, μετ' αναβολή δικασίμου, ούτε κατέθεσαν κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ δήλωση μη παραστάσεως κατά τη δικάσιμο αυτή. Επομένως, πρέπει να συζητηθεί η υπόθεση παρά την απουσία των αναιρεσιβλήτων, αφού η αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο για την προκειμένη μετ' αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση γι' αυτούς (ΚΠολΔ 226 παρ.4 εδ. α', γ' και δ', 568 παρ. 4, 576 παρ.2). 2. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι "Αν, σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν", η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί για πρώτη φορά και ενώπιον του Αρείου Πάγου. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ίδια διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, αναγκαίος όρος για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη αμέσου εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης υφίσταται όταν με αυτή μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η εις βάρος αυτού δημιουργία νομικής υποχρεώσεως. Πρέπει, όμως, αυτά είτε να απειλούνται από το δεδικασμένο ή την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί είτε να τίθενται σε διακινδύνευση από άλλες, αντανακλαστικές συνέπειες αυτής. Ως εκ τούτου, για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης δεν αρκεί το ότι σε δίκη, εκκρεμή μεταξύ άλλων, πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, επειδή υφίσταται ή ενδέχεται να ανακύψει σε άλλη δίκη μεταξύ αυτού και κάποιου από τους διαδίκους ή τρίτου, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης, στην οποία παρεμβαίνει, να θίγει ευθέως, από την άποψη του πραγματικού και νομικού ζητήματος, τα έννομα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 14/2008). Η προϋπόθεση αυτή, γενικώς, υφίσταται υπέρ των συνδικαλιστικών ενώσεων, οιουδήποτε βαθμού, οι οποίες και αυτοτελώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 669 ΚΠολΔ, θα μπορούσαν να ασκήσουν υπέρ των μελών τους τα δικαιώματα που απορρέουν από συλλογική σύμβαση ή άλλες διατάξεις που εξομοιώνονται προς διατάξεις συλλογικής σύμβασης, όχι, όμως, και υπέρ άλλων επαγγελματικών σωματείων στα οποία ούτε μετέχουν ούτε και θα μπορούσαν να μετέχουν οι διάδικοι της κυρίας δίκης (ΟλΑΠ 9/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως, άσκησε πρόσθετη παρέμβαση δια δικογράφου ενώπιον του Αρείου Πάγου, η "Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος" (ΓΣΕΕ), ως τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση, στην οποία μέλος είναι η "Ομοσπονδία Συλλόγων Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων Ελλάδος" (ΟΣΝΙΕ), στην οποία ανήκει και το "Σωματείο Εργαζομένων Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου", του οποίου μέλη είναι οι αναιρεσίβλητοι. Η παρέμβαση αυτή ασκείται από οργάνωση που έχει άμεσο έννομο συμφέρον να προασπίσει τα δικαιώματα των μελών των υποκειμένων σ' αυτή σωματείων (ΚΠολΔ 669 αρ.2). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί στην ουσία. 3. Επειδή, σύμφωνα με τη γενική "αρχή της εύνοιας" υπέρ των εργαζομένων, που διαπνέει το εργατικό δίκαιο, η προσπάθεια αναζήτησης της ευνοϊκότερης ρύθμισης για τον εκμισθωτή της εργασίας δεν περιορίζεται μόνο στο συσχετισμό μεταξύ συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά επεκτείνεται και στη σχέση μεταξύ περισσότερων πηγών διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, που ρυθμίζουν εν δυνάμει τους όρους αμοιβής και εργασίας σε συγκεκριμένη περίπτωση (π.χ. νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης κ.λπ.). Με βάση, λοιπόν, την "αρχή της εύνοιας" υπέρ των μισθωτών, που ήδη προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.2 του ν. 1876/1990, "Οι όροι ατομικών συμβάσεων εργασίας, που αποκλίνουν από τους κανονιστικούς όρους συλλογικών συμβάσεων εργασίας, είναι επικρατέστεροι, εφ' όσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζόμενους". Αυτό συμβαίνει, διότι οι κανονιστικοί όροι μιας συλλογικής σύμβασης εργασίας (ΣΣΕ) περιέχουν τα κατώτατα όρια προστασίας και, ως εκ τούτου, απαγορεύουν την τυχόν δυσμενέστερη ρύθμιση με μια ατομική σύμβαση, όχι, όμως, και την δι' αυτής βελτίωση της προστασίας των εργαζόμενων. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, που ορίζει ότι "Για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά", καθιερώνεται στο ενοχικό και κατ' ακολουθία στο εργατικό δίκαιο, ως απόρροια του δόγματος της αυτονομίας της βουλήσεως, η "αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων". Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι συμβαλλόμενοι έχουν απεριόριστη δυνατότητα για κατάρτιση οποιασδήποτε δικαιοπραξίας, με οποιαδήποτε μορφή και με οποιοδήποτε περιεχόμενο, αρκεί αυτό να μην απαγορεύεται από το νόμο ή να μην αντιβαίνει στα χρηστά ήθη (ΟλΑΠ 1/2007, ΑΠ 431/2011). Επομένως, σε ατομικό επίπεδο, είναι έγκυρη, η μεταξύ εργοδότη και μισθωτή, ρητή ή σιωπηρή, συμφωνία, κατά την οποία ο δεύτερος θα λαμβάνει για την εργασία που παρέχει στον πρώτο την αμοιβή, που προβλέπεται από ισχύουσα ή μέλλουσα να ισχύσει ΣΣΕ που καταρτίζεται μεταξύ τρίτων, έστω και αν τα μέρη της ατομικής σύμβασης δεν είναι μέλη των οργανώσεων που καταρτίζουν τη συλλογική. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι συλλογικές ρυθμίσεις, προς τις οποίες γίνεται η παραπομπή με την ατομική σύμβαση, αποκτούν έναντι των συμβαλλομένων συμβατική δύναμη (ΑΠ 1706/1987). 4. Επειδή, από το συνδυασμό των άρθρων 22 παρ.2 του Συντάγματος και 3 παρ.1, 7, 8 παρ.2, 10 παρ.2 και 11 παρ.2 του ν. 1876/1990 "ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις", συνάγονται τα ακόλουθα. Περιεχόμενο των ΣΣΕ είναι η ρύθμιση των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των εργαζομένων. Κατά τη σύναψη των ΣΣΕ, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ασκούν νομοθετική (κανονιστική) εξουσία κατά παραχώρηση του Κράτους. Ως εκ τούτου, οι κανονιστικοί όροι των ΣΣΕ έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ ουσιαστικού νόμου και, αν είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους, υπερισχύουν των τυπικών νόμων, εκτός αν πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια (ΑΠ 56/2012). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.1 περ.β' και γ' του ν. 1876/1990, οι ΣΣΕ διακρίνονται, μεταξύ άλλων, σε "κλαδικές", οι οποίες αφορούν στους εργαζόμενους περισσότερων ομοειδών ή συναφών εκμεταλλεύσεων ή επιχειρήσεων ορισμένης πόλης ή περιφέρειας ή και όλης της χώρας και σε "επιχειρησιακές", οι οποίες καταρτίζονται μεταξύ του εργοδότη και της συνδικαλιστικής οργάνωσης μιας εκμετάλλευσης ή επιχείρησης που απασχολεί τουλάχιστον 50 εργαζόμενους και αφορούν σε όλους ανεξαιρέτως τους μισθωτούς αυτής (ΑΠ 1494/2010). Η κατά τα ανωτέρω κανονιστική εξουσία, η οποία έχει παραχωρηθεί στις οργανώσεις των εργοδοτών και εργαζομένων, πρέπει να ασκείται από τις ίδιες, στο πλαίσιο της υφιστάμενης νομοθετικής εξουσιοδότησης. Ως εκ τούτου, οι οργανώσεις αυτές δεν έχουν τη δυνατότητα να εκχωρούν τη δοθείσα κανονιστική εξουσία σε τρίτους, πράγμα το οποίο συμβαίνει κατ' αποτέλεσμα όταν, αντί να ρυθμίσουν αυτές οι ίδιες τους όρους απασχόλησης και αμοιβής που επιθυμούν να ισχύσουν στις εργασιακές σχέσεις των μελών τους, έστω και με παραπομπή σε άλλη, ισχύουσα ΣΣΕ, αναθέτουν τη ρύθμιση αυτή σε άλλες οργανώσεις, με γενική και αόριστη παραπομπή στους όρους των ΣΣΕ που μελλοντικώς θα συνάπτουν εκείνες, εφ' όσον είναι ευμενέστεροι. Τούτο, διότι η κατ' άρθρο 361 ΑΚ "αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων", η οποία εφαρμόζεται στο ατομικό εργατικό δίκαιο, δεν εξικνείται μέχρι του σημείου της υπέρβασης της νομοθετικής εξουσιοδότησης των αρμόδιων φορέων για την κανονιστική ρύθμιση των εργασιακών θεμάτων σε συλλογικό επίπεδο. Επομένως, η ρήτρα που περιλαμβάνεται σε επιχειρησιακή ΣΣΕ και προβλέπει ότι δυνάμει αυτής και μόνο θα έχουν εφαρμογή οι εκάστοτε, έστω και ευμενέστεροι, όροι απασχόλησης και αμοιβής που πρόκειται να συμπεριληφθούν σε άλλη ΣΣΕ, η οποία θα καταρτισθεί στο μέλλον μεταξύ άλλων φορέων και θα ισχύει για τους εργαζόμενους συγκεκριμένου κλάδου, είναι άκυρη, διότι υπερβαίνει την προς κατάρτιση ΣΣΕ παρασχεθείσα νομοθετική εξουσιοδότηση (ΟλΑΠ 471/1974, ΑΠ 1671/2002). 5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα εξής ουσιώδη: Ότι οι εφεσίβλητοι (ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι) είναι εργαζόμενοι στο εκκαλούν (εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον) ΝΠΙΔ με την επωνυμία "Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο", απασχολούμενοι με ατομικές συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας, ως υπάλληλοι διαφόρων ειδικοτήτων. Ότι την 5-12-2006 υπογράφηκε, μεταξύ του εκκαλούντος και της συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "Σωματείο Εργαζομένων Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου", η επιχειρησιακή ΣΣΕ για τα έτη 2006 - 2007, που έχει εφαρμογή σε όλους τους εργαζόμενους, πλην του ιατρικού προσωπικού. Ότι εκτός των άλλων, στο άρθρο 13 παρ.2 της εν λόγω επιχειρησιακής ΣΣΕ ορίσθηκε ότι "Ρητά συμφωνείται ότι θα ισχύουν αυτόματα οι τυχόν ευνοϊκότερες ρυθμίσεις των τυχόν εφαρμοζόμενων για ορισμένες ειδικότητες ομοιοεπαγγελματικών και των κλαδικών ΣΣΕ, οι οποίες εφαρμόζονται και ισχύουν παράλληλα με την παρούσα". Ότι με τον όρο αυτό συμφωνήθηκε σαφώς η άμεση εφαρμογή της εκάστοτε ισχύουσας κλαδικής ΣΣΕ της "Ομοσπονδίας Συλλόγων Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων Ελλάδος" (ΟΣΝΙΕ), καθώς και της τυχόν εφαρμοζόμενης για ορισμένες ειδικότητες ομοιοεπαγγελματικής ΣΣΕ, στην έκταση που αυτές οδηγούν σε ευνοϊκότερους όρους για τους εργαζόμενους σε σχέση με την επιχειρησιακή ΣΣΕ και χωρίς καμιά άλλη προϋπόθεση. Ότι η συμφωνία αυτή, που καταρτίσθηκε μεταξύ εργοδότη και σωματείου εργαζομένων ως προς την εκούσια εφαρμογή άλλης, συγκεκριμένης ΣΣΕ, είναι έγκυρη και δεσμεύει τα μέρη, ανεξάρτητα προς το αν αυτά είχαν ή όχι την ιδιότητα του μέλους των οργανώσεων που συνέπραξαν στην υπογραφή εκείνης ή προς το αν η τελευταία κηρύχθηκε γενικώς υποχρεωτική και οι διάδικοι θα μπορούσαν να είναι μέλη των οργανώσεων αυτών. Ότι επακολούθησε η υπογραφή της από 14-5-2007 κλαδικής ΣΣΕ "για τις ιδιωτικές κλινικές και τις μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων, οίκους ευγηρίας κλπ όλης της Χώρας", μεταξύ αφ' ενός των εργοδοτικών οργανώσεων που εκπροσωπούν τον κλάδο και αφ' ετέρου της ΟΣΝΙΕ, στο άρθρο 9 της οποίας ορίσθηκε ότι "Σε όλους τους εργαζόμενους που υπάγονται στην παρούσα ρύθμιση και εργάζονται με σχέση εξαρτημένης εργασίας σε ιδιωτικές κλινικές [...], οι οποίες απασχολούν αθροιστικά περισσότερους από 500 εργαζόμενους, καταβάλλεται ειδικό εφ' άπαξ επίδομα 500 ευρώ, μόνο για το 2007. Το επίδομα αυτό θα καταβληθεί μέχρι 31-8-2007 και δικαιούνται να το λάβουν οι εργαζόμενοι που έχουν συμπληρώσει 12μηνη απασχόληση στον ίδιο εργοδότη στις 31-12-2006". Ότι ο εν λόγω ευνοϊκός όρος της από 14-5-2007 κλαδικής ΣΣΕ της ΟΣΝΙΕ έχει, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ.2 της από 5-12-2006 επιχειρησιακής ΣΣΕ, άμεση εφαρμογή στην περίπτωση του εκκαλούντος, το οποίο απασχολεί περισσότερους από 500 εργαζόμενους. Ότι οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι είναι εργαζόμενοι στο εκκαλούν και την 31-12-2006 είχαν συμπληρώσει 12μηνη απασχόληση στην υπηρεσία του, δικαιούνται να λάβουν το ως άνω επίδομα. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού αντικατέστησε την αιτιολογία της εκκαλουμένης αποφάσεως του Ειρηνοδικείου με τη σκέψη ότι η εν προκειμένω δέσμευση του εκκαλούντος απορρέει από τις μνημονευθείσες διατάξεις των ως άνω ΣΣΕ, επιχειρησιακής και κλαδικής, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, απέρριψε την έφεση και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε επιδικάσει το αιτηθέν επίδομα. 6. Επειδή, με την κρίση αυτή, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παραβίασε τις ουσιαστικές διατάξεις που αναφέρθηκαν (βλ. παραπάνω, αρ.4), σε συνδυασμό με το άρθρο 361 ΑΚ, διότι δέχθηκε την καθ' υπέρβαση της υφισταμένης νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως ισχύ της ρήτρας της επιχειρησιακής ΣΣΕ περί παραπομπής σε τυχόν ευνοϊκότερο όρο των εκάστοτε ισχυουσών κλαδικών ΣΣΕ της ΟΣΝΙΕ, ήτοι και σε μελλοντικές συλλογικές ρυθμίσεις και συγκεκριμένα της από 14-5-2007 κλαδικής ΣΣΕ, που δεν είχε τεθεί σε ισχύ όταν υπογράφηκε η από 5-12-2006 επιχειρησιακή ΣΣΕ. Επομένως, οι πρώτος και τρίτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τους οποίους επισημαίνεται η παραβίαση αυτή και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι. 7. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Η έρευνα των λοιπών λόγων της αιτήσεως αποβαίνει περιττή. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 εδ.α' ΚΠολΔ, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 65 παρ.1 του ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α' 74/20-3-2013), "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση". Εν προκειμένω, μετά την αναίρεση αναβιώνει η εκκρεμοδικία επί της εφέσεως. Στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, κατόπιν εφέσεως του εναγομένου, εκεί εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος ΝΠΙΔ, είχε μεταβιβασθεί η υπόθεση στο σύνολό της, διότι η αγωγή είχε γίνει δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και το εκκαλούν επιδίωκε την απόρριψή της. Από τις αιτιολογίες, που αναφέρθηκαν κατά την έρευνα των λόγων αναιρέσεως, που ευδοκίμησαν, προκύπτει ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη. Επομένως, δεν απαιτείται περαιτέρω έρευνα και, μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από τον Άρειο Πάγο, να γίνει δεκτή η έφεση κατά παραδοχή του λόγου που αναφέρεται στη νομική βασιμότητα της αγωγής, να εξαφανισθεί η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και να απορριφθεί η αγωγή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι και η προσθέτως υπέρ αυτών παρεμβαίνουσα στα εν γένει δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). 8. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 579 ΚΠολΔ, αν η αίτηση αναιρέσεως ευδοκιμήσει, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και, αν προαποδεικνύεται εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης αυτής, ο Άρειος Πάγος, εφ' όσον υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του ως την παραμονή της συζήτησης, διατάσσει, με την αναιρετική απόφαση, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Στην προκειμένη περίπτωση, το αναιρεσείον, με τις προτάσεις που κατέθεσε την παραμονή της συζήτησης, όπως προκύπτει από την από 27-1-2014 βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέα επί του σώματος αυτών, υπέβαλε, παραδεκτώς, αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την αναιρεθείσα απόφαση, ζητώντας να υποχρεωθεί ένας έκαστος εκ των αναιρεσιβλήτων σε επιστροφή του ποσού των επτακοσίων δύο ευρώ και είκοσι λεπτών (702,20), το οποίο τους κατέβαλε, σε εκούσια εκτέλεση της εν λόγω απόφασης, για επιδικασθέν κεφάλαιο και τόκους, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αναιρετικής απόφασης. Το αίτημα επαναφοράς είναι νόμιμο, στηριζόμενο στη διάταξη του άρθρου 579 παρ.2 ΚΠολΔ και, από τις μηχανογραφημένες μισθολογικές καταστάσεις που επικαλείται και προσκομίζει το αναιρεσείον, χωρίς επ' αυτών να αντιλέγουν οι αναιρεσίβλητοι, προαποδεικνύεται βάσιμο. Επομένως, πρέπει το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων να γίνει δεκτό και ένας έκαστος εκ των αναιρεσιβλήτων να υποχρεωθεί να επιστρέψει στο αναιρεσείον το ανωτέρω ποσό, νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 2817/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. ΚΡΑΤΩΝΤΑΣ την υπόθεση. ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ επί της εφέσεως και ΔΕΧΟΜΕΝΟ αυτήν. ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την 431/2009 απόφαση του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ένδικη, από 13-5-2008 αγωγή.- Και ΔΕΧΕΤΑΙ το αίτημα του αναιρεσείοντος περί επαναφοράς των πραγμάτων στην πριν από τη αναιρεθείσα απόφαση κατάσταση. ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ ένα έκαστο εκ των αναιρεσιβλήτων να καταβάλει στο αναιρεσείον το ποσό των επτακοσίων δύο ευρώ και είκοσι λεπτών (702,20), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσιβλήτους και την προσθέτως υπέρ αυτών παρεμβαίνουσα να πληρώσουν στο αναιρεσείον τρεις χιλιάδες πεντακόσια (3.500) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 11η Μαρτίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 1η Απριλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κλινικές. Επιχειρησιακή ΣΣΕ που προβλέπει εφαρμογή ευνοϊκότερων όρων ομοιοεπαγγελματικών ή κλαδικών ΣΣΕ. Είναι άκυρος ο όρος κατά το μέρος με το οποίο γίνεται παραπομπή αορίστως, σε μελλοντικές ΣΣΕ. Αναιρεί, κρατεί την υπόθεση, εξαφανίζει πρωτόδικη και απορρίπτει αγωγή.
Εφ' άπαξ επίδομα
Εφ' άπαξ επίδομα.
0
Αριθμός 671/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 14η Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΩΝ: 1) Χ. Γ. του Χ., κατοίκου ..., 2) Π. Β. του Κ., κατοίκου ... και 3) Π. Μ. του Κ., κατοίκου ..., που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Σπυρόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Αναστασίας Βασιλείου, η οποία κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31-12-2007 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών την 18-1-2008. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 399/2009 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 3067/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητούν οι αναιρεσείοντες, με την από 13-5-2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 27-12-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 1104/ 1980, η Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία (ΜΕΑ) στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (ήδη Ευρωπαϊκή Ένωση, Βέλγιο, Βρυξέλλες), που είχε συσταθεί με το άρθρο 6 του ν. 4226/1962, υπήχθη στο Υπουργείο Εξωτερικών (ΥΠΕΞ). Για την επάνδρωση και λειτουργία της Υπηρεσίας αυτής επήλθαν στις οργανικές θέσεις του προσωπικού του Υπουργείου οι αναγκαίες μεταβολές και, περαιτέρω, προβλέφθηκε (άρθρο 5 παρ.4) ότι οι θέσεις οικονομικών και τεχνικών συμβούλων ή γραμματέων της ΜΕΑ (ήτοι, πέραν εκείνων που καλύπτονται από το διπλωματικό ή το λοιπό διοικητικό, τεχνικό ή βοηθητικό προσωπικό του ΥΠΕΞ) πληρούνται, με απόφαση του Υπουργού Συντονισμού, είτε με διορισμό υπαλλήλων που προσλαμβάνονται ειδικώς για υπηρεσία στο Εξωτερικό με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου διαρκείας μέχρι τριών ετών, είτε με απόσπαση υπαλλήλων από άλλες δημόσιες υπηρεσίες κατά παρέκκλιση των σχετικών διατάξεων. Για τους υπαλλήλους, που αποσπώνται στη ΜΕΑ από άλλες δημόσιες υπηρεσίες, δημοσίους οργανισμούς ή τράπεζες, καθορίζεται στη σχετική απόφαση ο βαθμός της διπλωματικής ιεραρχίας, τον οποίο θα φέρουν για όσο χρόνο διατηρείται η απόσπασή τους. Ο αποσπώμενος λαμβάνει το Επίδομα Υπηρεσίας Αλλοδαπής (ΕΥΑ) του βαθμού, που καθορίζεται με την απόφαση περί αποσπάσεως. Ακόμη, προβλέφθηκε (άρθρο 5 παρ.5) ότι, πέραν των θέσεων αυτών, επιτρέπεται η με απόσπαση τοποθέτηση στη ΜΕΑ δημοσίων υπαλλήλων και υπαλλήλων ΝΠΔΔ, οργανισμών ή τραπεζών, που διενεργείται με κοινή απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών και του κατά περίπτωση αρμοδίου Υπουργού. Το πάσης φύσεως προσωπικό της ΜΕΑ, ανεξάρτητα από την οργανική του ιδιότητα, τελεί υπό τον Μόνιμο Αντιπρόσωπο και ενεργεί σύμφωνα με τις οδηγίες του. Από τις διατάξεις αυτές δεν αποκλείεται η απόσπαση στη ΜΕΑ υπαλλήλων που συνδέονται με τις υπηρεσίες, από τις οποίες προέρχονται, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Εκ του ότι, όμως, το προσωπικό του ΥΠΕΞ, σύμφωνα με τις περί αυτού ειδικές διατάξεις, αφ' ενός δεν χαρακτηρίζεται, συλλήβδην, ως "διπλωματικό", αλλά και ως "λοιπό διοικητικό, τεχνικό ή βοηθητικό" και αφ' ετέρου ο εν λόγω χαρακτηρισμός δεν εξαρτάται από τη φύση των εκάστοτε ασκούμενων καθηκόντων, αλλά από τη διαδικασία πρόσληψης αυτού και την οργανική κατάταξη της κατεχόμενης θέσης, έπεται ότι οι ως άνω υπάλληλοι, που αποσπώνται στη ΜΕΑ από άλλες δημόσιες κλπ υπηρεσίες, δεν εξομοιώνονται, απλώς και μόνο λόγω της απόσπασής τους, με διπλωματικούς υπαλλήλους. Μια τέτοια εξομοίωση εξαρτάται από το αν ο χαρακτηρισμός αυτός θα προσδοθεί από την περί αποσπάσεως απόφαση του αρμοδίου οργάνου. Άλλως, ο αποσπώμενος δεν θεωρείται ως διπλωματικός υπάλληλος, αλλά, απλώς, λαμβάνει το ΕΥΑ, το οποίο καταβάλλεται τόσο στους διπλωματικούς όσο και στους λοιπούς υπαλλήλους του ΥΠΕΞ, στο ύψος που καθορίζεται με την περί αποσπάσεως απόφαση και για όσο χρόνο διατηρείται η απόσπασή του. 2. Επειδή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 135 παρ.1, 4 και 5 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών (ΥΠΕΞ), που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 2594/1998 και ίσχυσε από την 24-3-1998 μέχρι την 5-6-2007 (οπότε καταργήθηκε με το άρθρο 171 παρ.2 του νέου Οργανισμού του ΥΠΕΞ που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 3566/2007), ήτοι ίσχυε κατά το χρόνο που γεννήθηκαν οι ένδικες αξιώσεις (2005 έως 31-12-2007), ως αποδοχές των υπαλλήλων του ΥΠΕΞ, τόσο της Κεντρικής Υπηρεσίας όσο και των Αρχών του Εξωτερικού, νοούνται ο βασικός μισθός αυτών και όλα τα, κατά τις κείμενες διατάξεις, χορηγούμενα επιδόματα και προσαυξήσεις. Προς αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους ζωής στην αλλοδαπή και των ειδικών συνθηκών διαβίωσης σε κάθε Χώρα, παρέχεται σε συνάλλαγμα Επίδομα Υπηρεσίας Αλλοδαπής (ΕΥΑ) αναλόγως του κλάδου και του βαθμού εκάστου υπαλλήλου, το οποίο προσαυξάνεται με τα ποσοστά που ορίζονται αντιστοίχως για τα οικογενειακά βάρη και τη στέγαση. Το επίδομα αυτό προσδιορίζεται εκάστοτε με κοινή υπουργική απόφαση (ΚΥΑ) για τους υπαλλήλους του ΥΠΕΞ με πρεσβευτικό βαθμό και καθορίζεται με την ίδια ΚΥΑ για τους λοιπούς υπαλλήλους σε ποσοστό επ' αυτού, που έχει προσδιοριστεί για τους υπαλλήλους με πρεσβευτικό βαθμό. Πριν από τον εν λόγω Οργανισμό του ΥΠΕΞ (ν. 2594/1998) είχε ισχύσει ο ν. 419/1976 "Οργανισμός του Υπουργείου Εξωτερικών" που καταργήθηκε με το άρθρο 150 παρ.1 του Οργανισμού/1998. Με το άρθρο 131 παρ.10 και 11 του Οργανισμού εκείνου, είχε παρασχεθεί και τότε στους υπαλλήλους του ΥΠΕΞ που υπηρετούν στο Εξωτερικό, προς αντιμετώπιση της διαφοράς κόστους ζωής και των ειδικών συνθηκών διαβιώσεως σε κάθε χώρα, ΕΥΑ σε συνάλλαγμα, ανάλογα με τον κλάδο, το βαθμό, τα οικογενειακά βάρη, το κόστος ζωής και τις συνθήκες στεγάσεως του τόπου, στον οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος, το οποίο προσδιοριζόταν με τρόπο παρόμοιο με αυτόν, που αναφέρθηκε. Σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ.1 του Οργανισμού/1976, το επίδομα αυτό καταβαλλόταν και στο βοηθητικό προσωπικό της εξωτερικής υπηρεσίας του ΥΠΕΞ, που προσλαμβανόταν με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι κατά την παροχή του ΕΥΑ προβλεπόταν ανέκαθεν διαφοροποίηση των δικαιούχων υπαλλήλων, ανάλογα όχι μόνο προς τον κλάδο, στον οποίο ανήκουν και προς τον κατεχόμενο βαθμό, αλλά και προς τον τόπο, στον οποίο αυτοί υπηρετούν. 3. Επειδή, στο άρθρο 132 του ν. 419/1976 είχε ορισθεί ότι οι προϊστάμενοι των διπλωματικών και των εμμίσθων προξενικών αρχών δικαιούνται δωρεάν οικήσεως σε βάρος του Δημοσίου και ότι, σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, ένεκα ειδικών οικιστικών συνθηκών, είναι δυνατό να μισθώνεται σε βάρος του Δημοσίου οίκημα για τη στέγαση και των λοιπών υπαλλήλων της εξωτερικής υπηρεσίας, στην περίπτωση αυτή, όμως, θα εκπίπτεται το 1/3 του ΕΥΑ που καταβάλλεται σ' αυτούς. Κατ' εξουσιοδότηση των διατάξεων του Οργανισμού/1976 και των άρθρων 12 παρ.1 του ν.1256/1982 και 3 παρ.8 του 1288/1982, εκδόθηκε η Φ.083-58/11-3-1988 (ΦΕΚ 177 Β') ΚΥΑ, που κυρώθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 25 παρ.1 του ν. 1884/1990. Με αυτήν καθορίστηκε το ΕΥΑ για τους προϊσταμένους των διπλωματικών και προξενικών αρχών και για τους λοιπούς υπαλλήλους όλων των κλάδων του ΥΠΕΞ και ορίστηκε, επί πλέον (παρ. Γ'), ότι στους υπαλλήλους του διπλωματικού κλάδου, εφ' όσον δεν παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο, το ποσοστό του επιδόματος που προβλέπεται γι' αυτούς αυξάνεται σε ποσοστό 10% κατά τις εκεί αναφερόμενες διακρίσεις. Κατόπιν, με την παρ. 2 της 2014615/1224/ 0022/27-3-1991 (ΦΕΚ Β' 184) ΚΥΑ διευκρινίσθηκε ότι η αληθής έννοια της παρ. Γ' της Φ.083-58/11-3-1988 ΚΥΑ είναι ότι την κατά την παράγραφο αυτή προσαύξηση του ΕΥΑ δικαιούνται μόνο οι υπάλληλοι του διπλωματικού κλάδου του ΥΠΕΞ, εφ' όσον δεν τους παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, υπό το καθεστώς του ν. 419/1976, προβλέφθηκε, αρχικά, δικαίωμα δωρεάν οίκησης στους προϊσταμένους των διπλωματικών Αρχών, το οποίο θα μπορούσε να επεκταθεί και στους λοιπούς υπαλλήλους, με αντίστοιχη μείωση του ΕΥΑ. Και ότι στη συνέχεια, αντί της δωρεάν οίκησης, προβλέφθηκε προσαύξηση του καταβαλλόμενου ΕΥΑ, την οποία δικαιούνταν μόνο οι υπάλληλοι του διπλωματικού και όχι των λοιπών κλάδων του ΥΠΕΞ. 4. Επειδή, ακολούθως, με την ΣΤ1/Μ/Φ.083-13/ΑΣ 2900/5-4-1993 (ΦΕΚ Β' 730) ΚΥΑ, το δικαίωμα της προσαύξησης για την αντιμετώπιση των δαπανών στέγασης επεκτάθηκε στους μονίμους υπαλλήλους του διοικητικού κλάδου γενικών καθηκόντων, του κλάδου τεχνικών επικοινωνιών, του κλάδου διοικητικών γραμματέων και του κλάδου βοηθητικού προσωπικού, εφ' όσον, βέβαια, δεν μισθώνεται σε βάρος του Δημοσίου οίκημα υπέρ αυτών και μόνο εφ' όσον αποσπώνται σε Αρχή του Εξωτερικού. Τέλος, με την 083/ΕΥΑ/ΑΣ 11254/22-1-2001 (ΦΕΚ 390 Β') ΚΥΑ (δηλαδή, μετά την έναρξη ισχύος του Οργανισμού/1998 του ΥΠΕΞ) καθορίστηκε ότι στους υπαλλήλους του διπλωματικού κλάδου, εφ' όσον δεν παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο, το ποσοστό του ΕΥΑ προσαυξάνεται κατά 20% επί του επιδόματος του Προϊσταμένου/ Πρέσβη (...), ενώ στους μονίμους υπαλλήλους των λοιπών κλάδων, εφ' όσον δεν παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο, το ποσοστό του ΕΥΑ προσαυξάνεται κατά 10% επί του επιδόματος του Προϊσταμένου/ Πρέσβη. Η ρύθμιση αυτή επαναλήφθηκε στις ΚΥΑ που επακολούθησαν επί του ιδίου αντικειμένου (βλ. ενδεικτικώς την 2/19609/0022/2006 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας - Οικονομικών και Εξωτερικών, ΦΕΚ Β' 553). 5. Επειδή, από το σύνολο των διατάξεων που ήδη αναφέρθηκαν συνάγεται ότι η ως άνω προσαύξηση για την αντιμετώπιση των δαπανών στεγάσεως δεν αποτελεί ξεχωριστό επίδομα, αλλά επαύξηση του ΕΥΑ, το οποίο καταβάλλεται σε όλο το προσωπικό που επανδρώνει τις διπλωματικές υπηρεσίες του ΥΠΕΞ στο Εξωτερικό και υπηρετεί εκεί με σχέση εργασίας είτε δημοσίου είτε ιδιωτικού δικαίου (εκτός από αυτό που προσλαμβάνεται επιτοπίως, περί του οποίου δεν πρόκειται ενταύθα, βλ. ΑΕΔ 14/2005, ΑΠ 1217/ 2013, 977/2011, 1529/2005), ήτοι αποκτά ως εκ της υπηρεσίας του διαμονή σε τόπο διαφορετικό από εκείνο της κατοικίας του. Παρατηρείται, όμως, ότι η περί τούτου σαφής και σταθερή βούληση του νομοθέτη ήταν να συσχετίζεται το εκάστοτε καταβαλλόμενο ΕΥΑ προς τον κλάδο και το βαθμό του δικαιούχου υπαλλήλου και, κατά συνέπεια, να διαφοροποιείται το ύψος αυτού, αναλόγως. Η διαφοροποίηση αυτή είναι δικαιολογημένη από την πραγματική και νομική κατάσταση (το "status"), την οποία δημιουργεί για τον υπάλληλο ο κλάδος, στον οποίο υπηρετεί και ο βαθμός, τον οποίο κατέχει. Γι' αυτό και η σχετική νομοθετική ρύθμιση αποτελεί θεμιτή απόκλιση από την περί ισονομίας γενική αρχή του άρθρου 4 παρ.1 του Συντάγματος. Εκ τούτου έπεται ότι και κατά τον εκάστοτε, με κοινή υπουργική απόφαση, προσδιορισμό της προσαύξησης του ΕΥΑ για την αντιμετώπιση των δαπανών στέγασης του δικαιούχου υπαλλήλου κατά την παραμονή αυτού και της οικογένειάς του στην αλλοδαπή, η νομοθετική εξουσιοδότηση περιλαμβάνει τη διατήρηση του ως άνω συσχετισμού. Κατά συνέπεια, οι ΚΥΑ που προαναφέρθηκαν και που διαφοροποιούν την προσαύξηση μεταξύ αφ' ενός των υπαλλήλων του διπλωματικού κλάδου (20% επί του ΕΥΑ του Προϊσταμένου/ Πρέσβη) και αφ' ετέρου των μονίμων υπαλλήλων των λοιπών κλάδων του ΥΠΕΞ (10% επί του ΕΥΑ του Προϊσταμένου/ Πρέσβη), ούτε έξω από την παρασχεθείσα νομοθετική εξουσιοδότηση βρίσκονται ούτε τη συνταγματική αρχή της ισονομίας παραβιάζουν. 6. Επειδή, περαιτέρω και ειδικότερα, ως προς τον καθορισμό του ΕΥΑ και της προσαυξήσεως αυτού λόγω δαπανών στέγασης για το προσωπικό, που δεν ανήκει στο ΥΠΕΞ, αλλά αποσπάται στη ΜΕΑ από άλλες δημόσιες υπηρεσίες, τράπεζες ή οργανισμούς σύμφωνα με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, κρίσιμο στοιχείο αποτελεί το εάν συγκεκριμένος υπάλληλος, αδιάφορο αν υπηρετεί με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, κατά την απόσπασή του στη ΜΕΑ εξομοιώθηκε με διπλωματικό υπάλληλο συγκεκριμένου βαθμού, οπότε δικαιούται το ΕΥΑ και την προσαύξηση εκείνου (20%) ή εάν αυτό δεν συνέβη, οπότε, για όσο χρόνο δεν εξομοιώνεται με διπλωματικό υπάλληλο, οφείλει να περιορισθεί στο ΕΥΑ και την προσαύξηση που προβλέπεται για το προσωπικό των λοιπών κλάδων του ΥΠΕΞ (10%). 7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ότι η διαφοροποίηση της προσαύξησης του ΕΥΑ προς αντιμετώπιση των δαπανών στέγασης μεταξύ αφ' ενός των διπλωματικών υπαλλήλων και αφ' ετέρου του λοιπού προσωπικού του ΥΠΕΞ, που γίνεται με τις ΚΥΑ που προαναφέρθηκαν και δη με αυτές που ίσχυσαν κατά το εν προκειμένω κρίσιμο χρονικό διάστημα (2005 έως 31-12-2007), αφ' ενός βρίσκεται εντός της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, η οποία παρασχέθηκε με τις διατάξεις των Οργανισμών των ετών 1976 και 1998 του ΥΠΕΞ, που προβλέπουν αναλογία του ΕΥΑ προς τον κλάδο και το βαθμό των δικαιούχων και αφ' ετέρου δεν παραβιάζει την αρχή της ισονομίας, διότι δικαιολογείται από τις διαφορετικές συνθήκες πρόσληψης, απασχόλησης και εξέλιξης εκάστης κατηγορίας υπαλλήλων. Επομένως, ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. 8. Επειδή, περαιτέρω, το Εφετείο δέχθηκε ότι οι ενάγοντες (ήδη αναιρεσείοντες), κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, είναι υπάλληλοι διαφόρων (άλλων, πλην του ΥΠΕΞ) υπηρεσιών ή οργανισμών του εναγομένου (ήδη αναιρεσιβλήτου), συνδεόμενοι με αυτό με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και αποσπασμένοι στη ΜΕΑ, χωρίς να έχουν εξομοιωθεί, κατά την έκδοση των αντιστοίχων προς την απόσπαση ενός εκάστου κοινών υπουργικών αποφάσεων, με υπαλλήλους του διπλωματικού κλάδου. Κατόπιν αυτών, το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι οι ενάγοντες, οι οποίοι, κατά τα υπ' αυτών εκτιθέμενα, δεν εξομοιώθηκαν με διπλωματικούς υπαλλήλους, αλλ' ασκούν καθήκοντα που προσομοιάζουν με εκείνα των διπλωματικών υπαλλήλων, δεν δικαιούνται τη μείζονα προσαύξηση του ΕΥΑ σε ποσοστό 20% επί του επιδόματος του Προϊσταμένου/ Πρέσβη, αλλά την ελάσσονα σε ποσοστό 10% επί του εν λόγω επιδόματος, την οποία δικαιούνται οι υπάλληλοι των λοιπών κλάδων (πλην διπλωματικού) του ΥΠΕΞ. Γι' αυτό και απέρριψε την αγωγή, ως μη νόμιμη. Με την αιτιολογία αυτή, το Εφετείο ερμήνευσε και εφάρμοσε σωστά τις διατάξεις που αναφέρθηκαν, αφού για τους υπαλλήλους που αποσπώνται στη ΜΕΑ η εξομοίωση με διπλωματικούς υπαλλήλους δεν αποτελεί πραγματικό ζήτημα, συναγόμενο από το είδος των ασκούμενων καθηκόντων, αλλά υπηρεσιακή διαβάθμιση, συντελούμενη με την περί αποσπάσεως απόφαση. Επομένως, ο δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, εκτιμώμενος μεν ως παραβίαση των ουσιαστικών διατάξεων που προαναφέρθηκαν (ΚΠολΔ 559 αρ.1) είναι αβάσιμος, αξιολογούμενος δε ως πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος, αφού το Εφετείο δεν εισήλθε στην ουσιαστική διερεύνηση της αγωγής. 9. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). 10. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ.4 β' ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του ν. 4055/2012 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 93 παρ.1 ν. 4139/2013, "Εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο ποσού διακοσίων (200), τριακοσίων (300) και τετρακοσίων (400) ευρώ, αντίστοιχα, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας. Σε περίπτωση που ασκήθηκε ένα ένδικο μέσο από ή κατά περισσότερων διαδίκων, κατατίθεται ένα παράβολο από τους εκκαλούντες, αναιρεσείοντες ή αιτούντες. Σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο, ως απαράδεκτο. Σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης του καταθέσαντος, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο σε αυτόν, αλλιώς διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο. Η υποχρέωση της παρούσας παραγράφου δεν ισχύει για τις διαφορές των άρθρων 663, 677 και 681Β". Στην προκειμένη περίπτωση και για όσο ακόμη υπήρχε αμφιβολία ως προς την πρακτική εφαρμογή των διατάξεων αυτών, οι τρεις αναιρεσείοντες, από λόγους δικονομικής πρόνοιας, κατέθεσαν τρία παράβολα. Η κατάθεση αυτή, όμως, δεν ήταν αναγκαία στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας των εργατικών διαφορών (ΚΠολΔ 663 επ). Επομένως, τα παράβολα θα πρέπει να επιστραφούν. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 13-5-2013 αίτηση περί αναιρέσεως της 3067/ 2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή των κατατεθέντων παραβόλων. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 20η Μαρτίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 27η Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επίδομα Υπηρεσίας στην Αλλοδαπή, προσαύξηση για δαπάνες στέγασης. Η διαφοροποίηση μεταξύ υπαλλήλων διπλωματικής υπηρεσίας (20%) και λοιπών διοικητικών ή άλλων κατηγοριών υπαλλήλων του ΥΠΕΞ (10%), δεν έγινε καθ’ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης για τον καθορισμό της ούτε βρίσκεται σε αντίθεση προς την αρχή της ισότητας έναντι του νόμου. Προϋπόθεση για τη λήψη της αυξημένης προσαύξησης από υπαλλήλους άλλων υπηρεσιών, που αποσπάσθηκαν στη ΜΕΑ, αποτελεί το αν είχαν εξομοιωθεί ή όχι, κατά την απόσπασή τους, με διπλωματικούς υπαλλήλους. Διατάσσει επιστροφή παραβόλων, των οποίων η κατάθεση δεν είναι αναγκαία για την άσκηση αίτησης αναίρεσης στη διαδικασία των εργατικών διαφορών.
Επίδομα αλλοδαπής
Επίδομα αλλοδαπής.
0
Αριθμός 672/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 14η Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΘΗΝΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στο … και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Μιχαήλ Γιαμπουράνη. ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ν. Σ. του Κ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου Δήμητρας Γαβαλά, η οποία κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-6-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών την 15-6-2009. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 314/2009 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 2785/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 17-7-2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 27-12-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, στο άρθρο 173 ΑΚ ορίζεται ότι "Κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις". Στο άρθρο 200 ΑΚ ορίζεται ότι "Οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπ' όψη και τα συναλλακτικά ήθη". Οι διατάξεις αυτές παραβιάζονται όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά τη διάγνωση ασάφειας ή ατέλειας κατά τη διατύπωση της βουλήσεως ή οποιασδήποτε αμφιβολίας ως προς την έννοιά της, παραλείπει να προσφύγει στους κανόνες που τίθενται με αυτές για τη συναγωγή της προσήκουσας ερμηνείας ή να παραθέσει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους (ΑΠ 357/2010, ΑΠ 1179/1996). Οι ίδιες διατάξεις, όμως, παραβιάζονται και όταν το δικαστήριο της ουσίας, αν και ρητώς δέχεται ότι η υπό αξιολόγηση δήλωση βουλήσεως δεν έχει ανάγκη ερμηνείας, διότι [δήθεν] είναι σαφής, σιωπηρώς καταφάσκει την ανάγκη αυτή, διότι προβαίνει σε αναζήτηση του πράγματι ηθελημένου νοήματος της υπό αξιολόγηση δηλώσεως με συσχέτιση των επί μέρους εκφράσεων των ενδιαφερομένων ή άλλων, προηγουμένων ή μεταγενεστέρων δηλώσεων αυτών, με χρησιμοποίηση πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων ή με ενδοιαστικές εκφράσεις ή επιχειρήματα, τα οποία αναδεικνύουν προσπάθεια ερμηνείας της δηλώσεως βουλήσεως, κατά την οποία δεν έγινε εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων που προαναφέρθηκαν (ΟλΑΠ 324/1978, ΑΠ 253/2010). Τέλος, οι ίδιες διατάξεις παραβιάζονται και όταν το δικαστήριο της ουσίας προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους, δηλαδή όταν η ερμηνεία που δίδεται από αυτό ως προς το περιεχόμενο της υπό αξιολόγηση δηλώσεως δεν είναι σύμφωνη προς τους κανόνες των ΑΚ 173 και 200. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ, επιτρέπεται αναίρεση "αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών" και, κατά το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ, "αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης". Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι η δήλωση βουλήσεως είναι σαφής ή ασαφής και ότι, αντιστοίχως, δεν έχει ή έχει ανάγκη ερμηνείας, αποτελεί εκτίμηση πραγμάτων και, συνεπώς, δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 103/2010). Η παράλειψη, όμως, του δικαστηρίου της ουσίας να προσφύγει στην εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων, στις περιπτώσεις που αυτή είναι επιβεβλημένη, καθώς και η ορθότητα της κρίσεως αυτού ως προς τη δοθείσα ερμηνεία της δικαιοπρακτικής βουλήσεως, ελέγχονται αναιρετικώς, διότι ανάγονται στην εφαρμογή διατάξεων ουσιαστικού δικαίου (ΚΠολΔ 561 παρ.1, ΑΠ 1179/1996, ΑΠ 1139/1980). 2. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι, με το από 8-11-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό, που επιγράφεται ως "Σύμβαση Ανεξαρτήτων Υπηρεσιών Συμβούλου", η εκκαλούσα (εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα) τεχνική εταιρία, ως ανάδοχος της εργολαβίας "Έργα Διάθεσης Λυμάτων Σαλαμίνας στην Ψυτάλλεια", η οποία είχε προκηρυχθεί από την ΕΥΔΑΠ, ανέθεσε στον εφεσίβλητο (ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο) πολιτικό μηχανικό, μέλος του ΤΕΕ, την προς αυτήν παροχή των αναγκαίων και καταλλήλων υπηρεσιών σε επίπεδο συμβουλών, υποδείξεων μεθόδων κατασκευής, παρακολουθήσεως και επιβλέψεως της κατασκευής των χερσαίων τμημάτων του εν λόγω έργου και, ενδεικτικώς, "των δεξαμενών εσχάρωσης και εξάμμωσης και του πύργου πλύσεως" αυτού. Ότι η εναγομένη, με την κατάρτιση της σύμβασης, απέβλεπε στην αξιοποίηση της μακράς εμπειρίας, την οποία ο ενάγων είχε αποκτήσει από το έτος 1997 και εντεύθεν, σε τεχνικά ζητήματα που συνδέονται με τη μορφολογία του εδάφους της Σαλαμίνας, ως επιβλέπων μηχανικός της κατασκευής ετέρου έργου, συνδεομένου, επίσης, με το αποχετευτικό σύστημα της περιοχής. Ότι, σύμφωνα με το περιεχόμενο του ως άνω συμφωνητικού, ο ενάγων ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει προς την εναγομένη καθαρά συμβουλευτικές υπηρεσίες σχετικά με την ορθή εκτέλεση μέρους μόνο της εργολαβίας, το οποίο αναφερόταν στα χερσαία τμήματα αυτής [ήτοι, όχι στα υποθαλάσσια τμήματα]. Ότι, ειδικότερα, ο ρόλος του ενάγοντος περιοριζόταν στην εποπτεία της κατασκευής των εν λόγω τμημάτων, διότι την επίβλεψη αυτής, με την νομοτεχνική έννοια του όρου, είχαν αναλάβει άλλοι μηχανικοί της εναγομένης, προς τους οποίους ο ενάγων είχε την υποχρέωση να δίδει συμβουλές, μόνο σε περίπτωση που ανέκυπταν τεχνικά ζητήματα, τα οποία δεν μπορούσαν να επιλυθούν από τους επιβλέποντες. Ότι η υποχρέωση αυτή δεν περιλάμβανε τη σύνταξη οποιασδήποτε μελέτης ή σχεδίου κατασκευής, διότι στην εκπόνηση αυτών είχε ήδη προβεί η εναγομένη, ως ανάδοχος του όλου έργου, πριν από την κατάρτιση τού από 8-1-2001 συμφωνητικού με τον ενάγοντα. Ότι, ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός της εναγομένης, σύμφωνα με τον οποίο ο ενάγων θα έπρεπε να εκπονεί μελέτες ή σχέδια ή να παρέχει γραπτές οδηγίες, ελέγχεται αβάσιμος, διότι, κατά την κοινή πείρα και λογική, η εποπτεία των τεχνικών έργων [σαν αυτή που είχε αναλάβει ο ενάγων] μπορεί να πραγματοποιείται και μόνο με προφορικές υποδείξεις ή συμβουλές. Ότι ο πρόσθετος όρος του από 8-1-2001 ιδιωτικού συμφωνητικού, κατά τον οποίο στα καθήκοντα του ενάγοντος περιλαμβανόταν και "η επιμέλεια προώθησης των διαδικασιών πάσης φύσεως παραλαβών και εγκρίσεων του έργου από την ΕΥΔΑΠ" και τον οποίο η εναγομένη είχε επικαλεσθεί ως μη εκπληρωθέντα, προκειμένου να αποφύγει την καταβολή του εισέτι οφειλομένου μέρους της αμοιβής του ενάγοντος, δεν αφορούσε στο σύνολο της εργολαβίας, που είχε αναδεχθεί η εναγομένη έναντι της ΕΥΔΑΠ, αλλά μόνο στο μέρος, για το οποίο ο ενάγων είχε αναλάβει την παροχή των συμβουλευτικών του υπηρεσιών. Ότι, ως εκ τούτου, η υποχρέωση του ενάγοντος περιλάμβανε σαφώς τη σύνταξη των επιμετρήσεων και των πρωτοκόλλων παραλαβής αφανών εργασιών (ΠΠΑΕ) μόνο για τα χερσαία τμήματα, όχι, όμως, και για τα πέραν αυτών μέρη του συνολικού έργου. Κατόπιν αυτών, το Εφετείο, διαπιστώνοντας αφ' ενός ότι ο ενάγων είχε εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, όπως αυτό τις οριοθέτησε αξιολογώντας το περιεχόμενο του από 8-11-2001 ιδιωτικού συμφωνητικού και αφ' ετέρου ότι η κυρία του έργου (η ΕΥΔΑΠ) είχε ήδη προβεί στις απαραίτητες εγκρίσεις και στην οριστική παραλαβή αυτού, κατέληξε στην κρίση ότι η εναγομένη θα έπρεπε να καταβάλει, προς το ΤΕΕ (ως εκ του νόμου αρμόδιο για την είσπραξη των αμοιβών που οφείλονται στους μηχανικούς), το εισέτι οφειλόμενο μέρος της αμοιβής του ενάγοντος και απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση κατά της τότε εκκαλουμένης αποφάσεως του Πρωτοδικείου, που είχε αποφανθεί ομοίως. 3. Επειδή, από την κατάστρωση των ως άνω παραδοχών του δικαστηρίου της ουσίας προκύπτει ότι αυτό, προκειμένου να οριοθετήσει τις συμβατικές υποχρεώσεις του αναιρεσιβλήτου και να διαγνώσει το ουσιώδες, πλην αμφισβητούμενο εκ μέρους της αναιρεσείουσας, περιστατικό της προσήκουσας εκπλήρωσης αυτών, υποχρεώθηκε να αναζητήσει την, πράγματι, ηθελημένη έννοια των δικαιοπρακτικών δηλώσεων, οι οποίες είχαν συμπεριληφθεί στο από 8-11-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό. Η εν λόγω ερμηνευτική προσπάθεια του δικαστηρίου της ουσίας γίνεται εμφανής από τις παραδοχές ότι κατά μεν την αναιρεσείουσα, ο αντισυμβαλλόμενός της δεν είχε εκπληρώσει την υποχρέωση "της προώθησης των διαδικασιών πάσης φύσεως παραλαβών και εγκρίσεων του έργου από την ΕΥΔΑΠ", η οποία αναφερόταν στο σύνολο της εργολαβίας, κατά δε τον αναιρεσίβλητο, η υποχρέωση αυτή είχε εκπληρωθεί, διότι αναφερόταν όχι στο σύνολο, αλλά στο μέρος μόνο της εργολαβίας, την εποπτεία του οποίου είχε αναλάβει και πραγματοποιήσει ο ίδιος. Το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε, ως αληθές περιεχόμενο του ιδιωτικού συμφωνητικού, την άποψη του αναιρεσιβλήτου. Και για να καταλήξει στην κρίση αυτή, συνδύασε τη διατύπωση του συγκεκριμένου όρου αφ' ενός με την περιγραφή της βασικής υποχρέωσης που είχε αναλάβει ο αναιρεσίβλητος και αφ' ετέρου με το σύνολο των αποδειχθέντων περιστατικών, τα οποία, άπαντα, αξιολόγησε, ως προς την πραγματική σημασία τους, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής. Εφαρμογή των συναλλακτικών ηθών και της καλής πίστης στην προσπάθεια αυτή, δεν προκύπτει ότι έκανε. Επομένως, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται παραπάνω (βλ. αρ.1), το Εφετείο παραβίασε τόσο ευθέως όσο και εκ πλαγίου τις διατάξεις των ΑΚ 173 και 200, γι' αυτό και οι τρίτος και τέταρτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τους οποίους επισημαίνεται το σφάλμα αυτό και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι. 4. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 681 και 694 παρ.1 ΑΚ, συνάγεται ότι στη σύμβαση μισθώσεως έργου, κατ' εξαίρεση προς τις γενικές αρχές που ισχύουν επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων, ο εργολάβος οφείλει, έναντι του εργοδότη, να εκπληρώσει πρώτος αυτός τόσο την κυρία υποχρέωσή του, δηλαδή εκείνη της κατασκευής του έργου, όσο και κάθε άλλη υποχρέωση η οποία, βάσει συμβατικού όρου, ανάγεται σε κυρία υποχρέωση. Και ότι, μόλις προβεί στην εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεων, ο εργολάβος δικαιούται να ζητήσει την αμοιβή του, ταυτόχρονα με την παράδοση του έργου (ΑΠ 778/2013). Συνεπώς, όταν ο εργολάβος ενάγει τον εργοδότη για την καταβολή της αμοιβής του ή του υπολοίπου αυτής, οφείλει να επικαλεσθεί, για το ορισμένο της αγωγής, τα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως, ήτοι το έργο και την αμοιβή που συμφωνήθηκε, καθώς και την εκ μέρους αυτού εκτέλεση και παράδοση του έργου ή, έστω, την προσφορά του στον εργοδότη (ΑΠ 357/2012). Ο ισχυρισμός του εργοδότη ότι το έργο δεν εκτελέσθηκε, διότι μεταξύ των υποχρεώσεων του εργολάβου περιλαμβανόταν και κάποια ακόμη, επί πλέον εκείνων που αναφέρονται στην αγωγή, η οποία, επίσης, είχε αναχθεί σε κυρία υποχρέωση και την οποία ο εργολάβος παρέλειψε να εκπληρώσει, συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. Αυτά, αναλογικώς, εφαρμόζονται και στη σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Εξ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπ' όψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπ' όψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της διάταξης αυτής, συνιστούν οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, οι οποίοι, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (ΟλΑΠ 25/2003). Αντιθέτως, δεν συνιστούν πράγματα οι ισχυρισμοί που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν άρνηση αυτής, ως και εκείνοι που δεν έχουν αυτοτέλεια, αλλά αποτελούν επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΟλΑΠ 469/1984). 5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο από τους λόγους της αιτήσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει το παράπονο ότι το Εφετείο έλαβε υπ' όψη τον όρο του από 8-11-2001 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο είχε καταρτισθεί μεταξύ αυτής και του αναιρεσιβλήτου και σύμφωνα με τον οποίο στα καθήκοντα του ενάγοντος περιλαμβανόταν και "η επιμέλεια προώθησης των διαδικασιών πάσης φύσεως παραλαβών και εγκρίσεων του έργου από την ΕΥΔΑΠ", χωρίς να έχει γίνει επίκληση αυτού με την ένδικη αγωγή. Παρατηρείται, όμως, ότι αναγκαίο περιεχόμενο της αγωγής ήταν η εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου (ενάγοντος) επίκληση της εκτελέσεως του έργου, που είχε αναλάβει. Τέτοια επίκληση υπήρχε στην αγωγή. Η εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας διερεύνηση του επίμαχου όρου έγινε κατά την αιτιολόγηση της κρίσεώς του επί της απαντήσεως της αναιρεσείουσας (εναγομένης), σύμφωνα με την οποία το έργο δεν είχε ολοκληρωθεί, διότι ο αντίδικός της δεν είχε συμμορφωθεί προς την ως άνω πρόσθετη υποχρέωση, η οποία, κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, αφορούσε στο σύνολο της εργολαβίας, που εκείνη είχε αναλάβει και όχι μόνο στο μέρος, για το οποίο είχε συμφωνηθεί η συμβουλευτική συμμετοχή του αναιρεσιβλήτου. Η απάντηση αυτή, σύμφωνα με τα ήδη αναφερθέντα (βλ. παραπάνω, αρ.6), αποτελούσε αιτιολογημένη άρνηση της ιστορικής βάσεως της αγωγής. Ως εκ τούτου, το δικαστήριο της ουσίας ουδόλως έλαβε υπ' όψη πράγμα που δεν είχε προταθεί, διότι η εκ μέρους αυτού διερεύνηση του επίμαχου όρου έγινε κατά την αιτιολόγηση της κρίσεώς του επί της ως άνω απαντήσεως της αναιρεσείουσας (εναγομένης). Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος. 6. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Η έρευνα των υπολοίπων λόγων αναιρέσεως αποβαίνει περιττή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που δεν κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 2785/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι εφικτή.- Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο να πληρώσει στην αναιρεσείουσα χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 20η Μαρτίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 27η Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραβίαση ερμηνευτικών κανόνων ΑΚ 173 και 200. Ο ισχυρισμός του εναγόμενου εργοδότη ότι ο ενάγων για την αμοιβή του εργολάβος δεν εκπλήρωσε συγκεκριμένη πρόσθετη υποχρέωση αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση. Το δικαστήριο, που απαντά στον ισχυρισμό αυτό, δεν υποπίπτει στην πλημμέλεια της ΚΠολΔ 559 αρ.8. Αναιρεί για παράβαση ΚΠολΔ 559 αρ.1.
Αμοιβή εργολάβου
Αμοιβή εργολάβου.
0
Αριθμός 623/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Μ. Λ. του Κ., συζ. Ν. Μ., κατοίκου ... , 2)Ε. Λ. του Κ., συζ. Κ. Ι., κατοίκου ... , και 3)Ι. Λ. του Κ. , κατοίκου ... , ως κληρονόμων του Κ. Λ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Χαρακτινιώτη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Εθνική Κεφαλαίου Α.Ε. - Ανώνυμη Εταιρεία Διαχειρίσεως Ενεργητικού και Παθητικού" νόμιμα εκπροσωπούμενης ως ειδικής εκκαθαρίστριας της υπό εκκαθάριση Ανώνυμης Εταιρείας Γεωργικής Βιομηχανίας, και 2)Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία "Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε." νόμιμα εκπροσωπούμενης. Η 1η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Γεωργούλα και η 2η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Παναγόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/10/1997 ανακοπή του αρχικού διαδίκου Κ. Λ. (δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων), που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Καλαμάτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 88/1999 μη οριστική, 184/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 89/2012 του Εφετείου Καλαμάτας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 19/11/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 18/11/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της 1ης αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε ευθέως κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου υπάρχει, όταν το δικαστήριο, με βάση τις παραδοχές του, στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρέλειψε να εφαρμόσει ένα ουσιαστικό κανόνα δικαίου, ο οποίος ήταν εφαρμοστέος ή εφάρμοσε ουσιαστικό κανόνα δικαίου, τον οποίο δεν έπρεπε να εφαρμόσει. Ειδικότερα, το δικαστήριο παραβιάζει τους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, που εισάγουν οι διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, όταν μολονότι, κατά την ανέλεγκτη ως προς αυτό κρίση του, διαπιστώνει, έστω και έμμεσα, την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων, συνακόλουθα δε, την ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνεία αυτών, παραλείπει να προσφύγει για τη συμπλήρωση ή ερμηνεία τους στις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ ή προσφεύγει στην εφαρμογή των διατάξεων αυτών και στη συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι δέχεται, επίσης, ανέλεγκτα, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, ως στοιχεία προσδιοριστικά της καλής πίστης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα ακόλουθα: "Με το υπ' αριθμ. ... /1-12-1966 "προσύμφωνο αγοραπωλησίας ακινήτου" του τότε συμβολαιογράφου Θουρίας Κων/νου Κόλλια, τα επτά αδέλφια, Σ., Π., Π., Γ., Κ. (ανακόπτων), Ι. και Α. , εκ των οποίων τα πέντε πρώτα βιομήχανοι, τέκνα του Η. και της Μ. Λ., αφού δήλωσαν, ότι έχουν στη νομή, κατοχή και κυριότητα τους (από κληρονομιά των γονέων τους, την οποία αποδέχθηκαν) ένα οικόπεδο στην Καλαμάτα φερόμενο τότε εκτάσεως 6000 τετρ. μέτρων (τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο ακίνητο, που βρίσκεται στο Ο.Τ. 453Α, εμβαδού 3315 τ.μ, και κατά νεώτερη καταμέτρηση 3258,90 τ.μ.), αποφασίζουν και "πωλούσι σήμερον παραχωρούσιν και μεταβιβάζουσι", όπως κατά λέξη αναγράφεται στο προσύμφωνο, "κοινώς και αδιαιρέτως και έκαστος το εν έβδομον (1/7) ιδανικόν μερίδιον εξ αδιαιρέτου ελεύθερον παντός εν γένει βάρους..." προς την (παλαιά) Ανώνυμη Εταιρία με την επωνυμία "Γεωργική Βιομηχανία", αντί συνολικού τιμήματος 749.000 δρχ. Πρέπει να επισημανθεί, ότι με το προαναφερόμενο προσύμφωνο ο ανακόπτων και τα αδέρφια του δεν ανέλαβαν απλώς την υποχρέωση να πουλήσουν προς την αγοράστρια εταιρία τα ιδανικά μερίδια τους επί του ως άνω ακινήτου (αρθρ. 166 ΑΚ), αλλά συμφώνησαν προσθέτως, βάσει της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (βλ. και αρθρ. 361 ΑΚ), και παρέδωσαν στην αγοράστρια, με την κατάρτιση του προσυμφώνου, την κατοχή και τη νομή του παραπάνω ακινήτου, ενώ υπολειπόταν μόνο η μεταβίβαση της κυριότητας με την εμπράγματη δικαιοπραξία αφού το προσύμφωνο πώλησης είναι ενοχική δικαιοπραξία. Άλλωστε η συμφωνία μεταβιβάσεως της νομής ακινήτου είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την εμπράγματη μεταβίβαση. Προηγουμένως, την ίδια μέρα, ο ανακόπτων και οι άρρενες αδελφοί του είχαν αποδεχθεί, με τις επικαλούμενες από τον ανακόπτοντα υπ' αριθμ. …/1-12-1966 και …/1-12-1966 αντίστοιχα δηλώσεις αποδοχής κληρονομιάς, που συντάχθηκαν ενώπιον του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, την κληρονομιά των γονέων τους (που απεβίωσαν το 1953 ο πατέρας και το 1962 η μητέρα τους), ως μόνοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι. Όμως; η μεταγραφή αυτών στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Δήμου Καλαμάτας πραγματοποιήθηκε μετά πάροδο περίπου είκοσι επτά (27) ετών, στις 22-9-1993, αφού στο μεταξύ είχε επέλθει παύση πληρωμών των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της νέας εταιρίας του ανακόπτοντος και των αρρένων αδελφών του (για την οποία εταιρία θα γίνει λόγος παρακάτω) και είχαν υποβληθεί αιτήσεις από πιστωτικά ιδρύματα, για να τεθεί η εν λόγω εταιρία σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης του αρθρ. 46α του Ν. 1892/1990. Ακολούθως, με το υπ' αριθ. …/1-9-1973 συμβόλαιο συστάσεως ανωνύμου εταιρίας του συμβ/φου Καλαμάτας Δ. Τσαπόγα, που δημοσιεύτηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών και στο υπ' αριθ. 1938/13-12-1973 ΦΕΚ δελτίο Α.Ε και Ε.Π.Ε., ο Ν. Φ. (υπάλληλος των βιομηχάνων αδελφών Λ. ), ως τυπικός εκπρόσωπος της παλαιάς ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Ανώνυμος Εταιρία Γεωργικής Βιομηχανίας", που ανήκε στους αδελφούς Λ. (βλ. το υπ' αριθμ. 1095/1968 ΦΕΚ δελτίο Α.Ε και Ε.Π.Ε.), και οι άρρενες αδελφοί Λ. , μεταξύ των οποίων και ο ανακόπτων, που ενεργούσαν ατομικώς και ως εκπρόσωποι και μόνα ομόρρυθμα μέλη της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "…. ", ίδρυσαν τη νέα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ" (ήδη τελούσα υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης του αρθρ. 46α του Ν. 1892/1990) στην οποία εισφέρθηκε το σύνολο της περιουσίας των δύο προαναφερόμενων εταιριών, οι οποίες εν συνεχεία διαλύθηκαν (βλ. 2° φύλλο του Καταστατικού). Μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων που εισφέρθηκαν στη νέα εταιρία για το σχηματισμό του μετοχικού (εταιρικού) κεφαλαίου περιλαμβανόταν και το επίδικο ακίνητο. Ειδικότερα, στο αρθρ. 43§11 του Καταστατικού (βλ. και άρθρα 7 και 42 τούτου) αναφέρεται κατά λέξη ότι "η εν Καλαμάτα εδρεύουσα παλαιά Ανώνυμος Εταιρεία υπό την επωνυμία "Ανώνυμος Εταιρία Γεωργικής Βιομηχανίας" εισφέρει, εκχωρεί και μεταβιβάζει προς την δυνάμει του παρόντος συνιστώμενη νέαν Ανώνυμον Εταιρείαν υπό την επωνυμίαν "Ανώνυμος Εταιρία Γεωργικής Βιομηχανίας" τα εκ του υπ' αριθμ. ... από 1-12-1966 προσυμφώνου του Συμβολαιογράφου Θούριας Κων/νου Γ. Κάλλια απορρέοντα δικαιώματα της, δια την παρά των εν τω ανωτέρω προσυμφώνω αναφερομένων πωλητών αγοράν ενός αστικού ακινήτου, γηπέδου, συνολικής εκτάσεως 4360 μ2, κειμένου εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλεως Καλαμάτας του ομωνύμου Δήμου παρά την οδόν Ευαγγελιστρίας αποτελουμένου εκ δύο διακεκριμένων τμημάτων ούτινος γηπέδου το προσυμφωνηθέν τίμημα έχει καταβάλει εξ ολοκλήρου προς τους πωλητάς η εισφέρουσα τούτο παλαιά Ανώνυμος Εταιρία Γεωργικής Βιομηχανίας και έχει την νομήν αυτού, την οποία παραδίδει προς την δυνάμει του παρόντος ιδρυομένην νέαν Ανώνυμον Εταιρείαν". Από το περιεχόμενο του ως άνω Καταστατικού, που περιβλήθηκε τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, προκύπτει σαφώς ότι η παλαιά "ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ Α.Ε." είχε κατά την κατάρτιση της ανωτέρω υπ' αριθμ. …/1973 συμβολαιογραφικής πράξεως, τη νομή του επίδικου ακινήτου, την οποία μεταβίβασε στην ιδρυθείσα (και ήδη υπό εκκαθάριση τελούσα) εταιρία με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ". Ο πρώτος επομένως, κατ'ορθή εκτίμησή του, λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, με το να δεχθεί, ότι με το ανωτέρω - υπ'αριθμ.... /1.12.1966 - προσύμφωνο αγοραπωλησίας ο ανακόπτων και τα αδέλφια του "...δεν ανέλαβαν απλώς την υποχρέωση να πουλήσουν προς την αγοράστρια τα ιδανικά τους μερίδια επί του επίδικου ακινήτου αλλά συμφώνησαν προσθέτως....και παρέδωσαν στην αγοράστρια με την κατάρτιση του προσυμφώνου, την κατοχή και τη νομή του παραπάνω ακινήτου...", ενώ η αληθής βούλησή τους ήταν, "ότι υπόσχονταν την πώληση του ακινήτου αντί συγκεκριμένου τιμήματος ποσού 749.000 δρχ., δηλαδή αναλάμβανουν την υποχρέωση να το πουλήσουν (και να μεταβιβάσουν αυτό κατά κυριότητα, νομή και κατοχή) με την υπογραφή της εμπράγματης δικαιοπραξίας (οριστικού συμβολαίου πώλησης) τη σύνταξη του οποίου ανέβαλαν για συγκεκριμένη ημερομηνία, την 30η Μαρτίου 1967", παραβίασε ευθέως τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με το να μη προσφύγει σ'αυτούς, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, εφόσον το Εφετείο, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης που προπαρατέθηκαν, δεν διαπίστωσε, έστω και έμμεσα, κενό ή αμφίβολο σημείο ως προς τα σαφές περιεχόμενο των δηλώσεων βούλησης των συμβαλλόμενων μερών στο ... /1.12.1966 προσύμφωνο αγοραπωλησίας, που προμνημονεύθηκε. ΙΙ. Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχόμενο και καταδήλως διαφορετικό από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του υπ' αριθμ. ... /1.12.1966 προσυμφώνου αγοραπωλησίας ακινήτου, με το να δεχθεί, επί λέξει, ότι με αυτό " ....τα επτά αδέλφια Σ., Π., Π., Γ., Κ. (ανακόπτων), Ι. και Α. ... αφού δήλωσαν ότι έχουν στη νομή, κατοχή και κυριότητά τους... ένα οικόπεδο στην Καλαμάτα... αποφασίζουν και "πωλούσι σήμερον παραχωρούσιν και μεταβιβάζουσι", προς την (παλαιά) Ανώνυμη Εταιρία Γεωργική Βιομηχανική αντί συνολικού τιμήματος 749000 δρχ.", δεν ανέλαβαν απλώς την υποχρέωση ο ανακόπτων και τα αδέλφια του να πουλήσουν προς την αγοράστρια τα ιδανικά τους μερίδια επί του επιδίκου ακινήτου (άρθρο 166 ΑΚ), αλλά συμφώνησαν προσθέτως...και παρέδωσαν στην αγοράστρια με την κατάρτιση του προσυμφώνου, την κατοχή και τη νομή του παραπάνω ακινήτου...", ενώ από το περιεχόμενο αυτού - του προσυμφώνου - δεν προκύπτει τέτοια πρόσθετη συμφωνία, ούτε αναφέρεται ότι παραδίδεται η νομή και κατοχή του ακινήτου, αλλά περιέχεται μόνο η υπόσχεση (ενοχική υποχρέωση) να συνταχθεί οριστική σύμβαση πώλησης και να μεταβιβασθεί το ακίνητο κατά κυριότητα, νομή και κατοχή. Ο αναιρετικός αυτός λόγος πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως ως απαράδεκτος, εφόσον με αυτόν δεν αποδίδεται διαγνωστικό σφάλμα ως προς το αληθινό περιεχόμενο του πιο πάνω εγγράφου, δηλαδή λάθος κατά την ανάγνωσή του - τα ουσιώδη, άλλωστε, στοιχεία του οποίου, κατά τα άνω παρατίθενται στην απόφαση - αλλά σφάλμα ως προς την εκτίμηση του περιεχομένου του. ΙΙΙ. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περ.γ'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 11 περίπτ. γ' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα, ειδικότερα, μνημονευόμενα σ'αυτή αποδεικτικά μέσα, που οι αναιρεσείοντες επικαλέστηκαν με τις προτάσεις τους της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προς απόδειξη του ουσιώδους ισχυρισμού τους, ότι ο αρχικός ανακόπτων - στη θέση του οποίου μετά το θάνατό του στις 3.11.2007 υπεισήλθαν οι ήδη αναιρεσείοντες - νεμόταν το επίδικο κατά το ιδανικό του μερίδιο 1/7 εξ αδιαιρέτου από όταν το απέκτησε (κατά κυριότητα, νομή και κατοχή) εκ κληρονομίας των γονέων του και μέχρι την άσκηση της ανακοπής του και ότι ουδέποτε απέκτησε η ΑΕ Γεωργικής Βιομηχανίας (παλαιά και νέα) τη νομή του επίδικου ακινήτου, ούτε ειδικότερα η νέα το 1973 (με το συμβόλαιο 168/1973 σύστασής της ως εισφορά από την παλαιά ΑΕ Γεωργικής Βιομηχανίας), και, πάντως, δεν παρέλειψε ποτέ να ασκεί πράξεις νομής με διάνοια συγκυρίου σε αυτό - επίδικο - και μάλιστα ούτε και μετά το 1973 και μέχρι την άσκηση της ανακοπής του το 1997, δηλαδή: α)το υπ'αριθμ…./1967 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Δημητρίου Στυλιανού Φατούρου, με το οποίο παρατάθηκε η προθεσμία για τη σύνταξη οριστικού συμβολαίου και δηλώθηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη ότι ισχύουν όλες οι διατάξεις και όροι του υπ'αριθμ.... /1966 προσυμφώνου, β)σχέδια του αρχιτέκτονα μηχανικού Ι. Ζ. από τα οποία προκύπτει ότι το 1984 είχε ανατεθεί από το δικαιοπάροχο των αναιρεσειόντων και τους άλλους συγκυρίους του επιδίκου σε μηχανικό η σύνταξη σχεδίων για την ανέγερση πολυκατοικίας σε αυτό, δηλαδή πράξεις νομής του ανακόπτοντος στο επίδικο και διακοπή της χρησικτησίας και παραγραφής, γ)το από 23.5.1990 συμφωνητικό εκμισθώσεως του επίδικου ακινήτου από το Σ. Λ. (ενεργούντα κατ'εντολή όλων των συγκληρονόμων) στον Α. Ν. , από το οποίο προκύπτει η συνεχής νομή του αρχικού ανακόπτοντος στο επίδικο και σε κάθε περίπτωση η διακοπή της οποίας εκ των αντιδίκων επικαλούμενης χρησικτησίας και παραγραφής, δ)Λογαριασμούς παροχής ρεύματος στο επίδικο επ'ονόματι του Σ. Λ. και σχετικό έγγραφο της ΔΕΗ, από τα οποία προκύπτει η επί πολλά έτη χρήση και νομή του επιδίκου από τον αρχικό ανακόπτοντα και τους λοιπούς συγκυρίους, αφού η εν λόγω σύνδεση με τη ΔΕΗ του επιδίκου έχει γίνει προ του έτους 1985 και εξακολουθούσε να ισχύει μέχρι και μετά το 2002, και οι λογαριασμοί εξοφλούνται από αυτούς, ε)το από 7.8.1987 έγγραφο της Νομαρχίας Μεσσηνίας, απευθυνόμενο στον αρχικό ανακόπτοντα Κ. Λ. , με το οποίο αναγνώριζε την κυριότητά του και τη νομή του επί του επιδίκου, και προκύπτει η επιμέλεια, φροντίδα και προστασία που επεδείκνυε στο επίδικο με διάνοια συγκυρίου, στ)την από 21.12.1987 αναγγελία αξιώσεως του αρχικού ανακόπτοντος Κ. Λ. προς τον Υπουργό των Οικονομικών κοινοποιηθείσα νόμιμα σε αυτόν, από την οποία επίσης προκύπτει η επιμέλειά του και η άσκηση πράξεων νομής στο επίδικο, ζ)αποσπάσματα προσωρινών Κτηματολογικών στοιχείων Α'ανάρτησης και απόσπασμα προσωρινού κτηματολογικού διαγράμματος Α'ανάρτησης στο όνομα του Σ. Λ. (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης 21.12.1999) για το επίδικο ακίνητο που φέρει ΚΑΕΚ ... , η)απόσπασμα προσωρινών κτηματολογικών στοιχείων Β'ανάρτησης και απόσπασμα προσωρινού κτηματολογικού διαγράμματος Β'ανάρτησης στο όνομα του αρχικού ανακόπτοντος Κ. Λ. (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης 30.9.2002) για το επίδικο ακίνητο που φέρει ΚΑΕΚ ... , και θ)τις καταθέσεις των μαρτύρων Π. Κ. και Ι. Π. , που περιέχονται στην υπ'αριθμ.37/2007 εισηγητική έκθεση, από τις οποίες προκύπτει ότι οι μόνοι συγκύριοι και συννομείς του επίδικου ακινήτου επί πενήντα και πλέον έτη, ήδη από το 1962 και μετά, ήταν ο αρχικός ανακόπτων Κ. Λ. και τα αδέλφια του. Ο ερευνώμενος αυτός αναιρετικός λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων και "από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν ενώπιον του Εισηγητή Δικαστή και τη συνεκτιμώμενη προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ημιτελή ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Ι.Π. και από όλα τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα) σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι στο αιτιολογικό της απόφασης δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο από το οποίο να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για το αν το Εφετείο έλαβε υπόψη του και τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία, ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα αποδεικτικά αυτά μέσα, από τα οποία, μάλιστα, υπάρχει ειδική μνεία της ημιτελούς ένορκης κατάθεσης του Ι.Π. , ότι ως τέτοιας - συνεκτιμάται προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία και των λοιπών ή χωριστική αξιολόγηση του καθενός. IV. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασης τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 25/2003, 12/2000 και 3/1997), όχι δε και εκείνοι που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν άρνηση αυτής, ούτε και εκείνοι που δεν έχουν αυτοτέλεια και αποτελούν επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ.ΑΠ 469/1984). Ο λόγος δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιονδήποτε τυπικό ή ουσιαστικό λόγο (Ολ.ΑΠ 12/1991). Στην προκείμενη περίπτωση, με τους συναφείς τρίτο, τέταρτο και έκτο λόγους της αναίρεσης οι αναιρεσείοντες ψέγονται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 8 περ.γ'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ουσιώδη ισχυρισμό τους, ότι ουδέποτε μεταβιβάστηκε και παραδόθηκε με το υπ'αριθμ.... /1966 προσύμφωνο πώλησης η νομή και κατοχή στην αγοράστρια εταιρία ΑΕ ΓΕΩΡΓΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ, αλλά παρέμεινε στους πωλητές, γι'αυτό και τέθηκε στο εν λόγω - ... /1966 - συμβόλαιο "ο όρος ως ποινική ρήτρα - αρραβώνας", ότι σε περίπτωση μεταμέλειας των αγοραστών καταπίπτει το καταβληθέν (με συναλλαγματικές) ποσό και καμία αξίωση δεν έχουν οι αγοραστές από τους πωλητές, ούτε υπέγραψε ο αρχικός ανακόπτων - Κ. Λ. του Η. - την "από 29.4.1987 επιστολή της ΑΕ Γεωργικής Βιομηχανίας ως νόμιμος - τότε - εκπρόσωπός της περί συναίνεσης σε εγγραφή προσημείωσης επί του επίδικου ακινήτου", την οποία επικαλέστηκε η τρίτη καθ'ης η ανακοπή και δεύτερη αναιρεσίβλητη Εθνική Τράπεζα προς ανταπόδειξη της ένδικης - από 8-10-1997 - αναγνωριστικής συγκυριότητας ακινήτου ανακοπής του αρχικού ανακόπτοντος και απόδειξη της ένστασής της περί κτήσης του επίδικου ακινήτου από τη δικαιοπάροχό της προαναφερόμενη ΑΕ με έκτακτη χρησικτησία (με τους τρίτο και έκτο απ'αυτούς) και επίσης "την αντέσταση της διακοπής της εκτάκτου χρησικτησίας, η οποία επήλθε δια των τις την ανακοπή (που είχε ως βάση - επικουρική - την έκτακτη χρησικτησία) από τον αρχικό ανακόπτοντα ιστορουμένων ....(με τον τέταρτο απ'αυτούς). Οι αναιρετικοί αυτοί λόγοι είναι, αφενός, οι τρίτος και έκτος απ'αυτούς απορριπτέος ως απαράδεκτοι, γιατί οι περιεχόμενοι σ'αυτούς ανωτέρω ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων δεν είναι αυτοτελείς, με την έννοια του άρθρου 559 αριθ.8 ΚΠολΔ, που προπαρατέθηκε, αλλά συνιστούν αιτιολογημένη άρνηση της ένστασης της τρίτης καθ'ης η ανακοπή και ήδη δεύτερης αναιρεσίβλητης Εθνικής Τράπεζας περί κτήσης του επίδικου ακινήτου από τη δικαιοπάροχό της "ΑΕ Γεωργικής Βιομηχανίας", και, αφετέρου, ο τέταρτος απ'αυτούς απορριπτέος ως αβάσιμος, εφόσον το Εφετείο έλαβε υπόψη τον αμέσως πιο πάνω θεμελιωτικό της ανακοπής ισχυρισμό - αντέσταση του αρχικού ανακόπτοντος και τον απέρριψε ως κατ'ουσίαν αβάσιμο. Η ειδικότερη αιτίαση που αφορά στη μη υπογραφή από τον αρχικό ανακόπτοντα ως νόμιμο εκπρόσωπο της "ΑΕ Γεωργικής Βιομηχανίας" της προεκτεθείσας - από 29.4.1987 - επιστολής της για την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί του επίδικου ακινήτου, όπως αυτή εκτιμάται, από το άρθρο 559 αριθ.19 ΚΠολΔ, ως μη αναφερόμενη σε ουσιώδη ισχυρισμό εφόσον το Εφετείο, κατά τα άνω, με σαφήνεια δέχτηκε, ότι "από το περιεχόμενο του καταστατικού της, που περιβλήθηκε τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, προκύπτει σαφώς ότι η παλαιά "ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΑΕ" είχε κατά την κατάρτιση της ανωτέρω υπ'αριθμ…./1973 συμβολαιογραφικής πράξεως τη νομή του επίδικου ακινήτου, την οποία μεταβίβασε στην ιδρυθείσα (και ήδη υπό εκκαθάριση τελούσα) εταιρία με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ", και μάλιστα, ότι "πέραν της άνω - από 29.4.1987 - επιστολής για το ότι η "Α.Ε. Γεωργικής Βιομηχανίας" βρισκόταν συνεχώς και αδιαλείπτως στη νομή του επίδικου ακινήτου, αποδεικνύεται και από τα πιστοποιητικά ελέγχου των ισολογισμών της "Α.Ε. Γεωργικής Βιομηχανίας" από ορκωτούς λογιστούς....και το πιο ουσιώδες στην προκείμενη περίπτωση, ότι "είναι στην κατοχή της εταιρίας σύμφωνα με δήλωση των αρμοδίων οργάνων της, εδώ και είκοσι χρόνια περίπου" ....(αντιπρόεδρος της οποίας από την 1.1.1986 έως 1.12.1988 ήταν ο αρχικός ανακόπτων Κ.Λ. )....προς τους ορκωτούς λογιστές", είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί. V. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.10 ΚΠολΔ, που ορίζει, ότι αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη, προκύπτει, ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντέσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη γι'αυτά (ΑΠ 1708/2010). Επομένως ο έβδομος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη και συγκεκριμένα, ότι την από 29.4.1987 επιστολή της ΑΕ Γεωργικής Βιομηχανίας περί συναίνεσης σε εγγραφή προσημείωσης επί του επίδικου ακινήτου υπογράφει και ο αρχικός ανακόπτων (Κ.Α.Λ. ς), παρότι αρνήθηκαν ρητά ότι είναι η υπογραφή του δικαιοπαρόχου τους στην εν λόγω επιστολή. Κατά τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη, ως μη αναφερόμενος σε ουσιώδη ισχυρισμό, δηλαδή σε "πράγμα", κατά την έννοια της άνω διάταξης του άρθρου 559 αριθ.10 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19.11.2012 αίτηση των 1)Μ. Λ. του Κ. συζ.Ν. Μ. κ.α. για αναίρεση της 89/2012 απόφασης του Εφετείου Καλαμάτας. Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, επιμεριζόμενα λόγω της χωριστής τους υπεράσπισης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το δικαστήριο παραβιάζει τους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 – οπότε και ιδρύεται λόγος αναίρεσης απ’ τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ – όταν μολονότι, κατά την ανέλεγκτη ως προς αυτά κρίση του, διαπιστώνει, έστω και έμμεσα, την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων, συνακόλουθα δε, την ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας αυτών, παραλείπει να προσφύγει για τη συμπλήρωση ή ερμηνεία τους στις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ ή προσφεύγει στην εφαρμογή τους και στη συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι δέχεται, επίσης, ανέλεγκτα, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, ως στοιχεία προσδιοριστικά της καλής πίστης.
Δικαιοπραξία
Δικαιοπραξία .
0
Αριθμός 624/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Π. Τ. του Χ. και 2)Χ. Τ. του Π., κατοίκων ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ηλία Θεοδωράτο. Της αναιρεσίβλητης: Μ. χήρας Ε. Π., το γένος Ν. Σ., κατοίκου ... η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπυράγγελο Μουντάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/12/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αργοστολίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 122/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 53/2012 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 28/6/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 20/12/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολΔ κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο 1)αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου...,2)αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόμος...,3)αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ'ύλην αρμοδιότητα και 4)αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας. Από την αμέσως πιο πάνω διάταξη προκύπτει, ότι η απαρίθμηση των λόγων αναίρεσης κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, είναι περιοριστική. Οι λόγοι αναίρεσης είναι μόνο τέσσερις και αντιστοιχούν προς τους λόγους αναίρεσης που προβλέπονται από τους αριθμούς 1, 2, 4, 5 και 7, αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προς τους οποίους όμως δεν ταυτίζονται απολύτως. Έτσι, δεν ιδρύεται ο λόγος, όταν το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και αν η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες. Ο περιορισμός αυτός, με κριτήριο την υλική αρμοδιότητα και την βάσει αυτής υπαγωγή της διαφοράς σε ορισμένη κατηγορία δικαστηρίων, αποβλέπει στην ταχύτερη επίλυση των υπαγόμενων στα ειρηνοδικεία διαφορών, που κατ'αρχήν είναι ήσσονος σημασίας, χάριν εξυπηρετήσεως του γενικού κοινωνικού συμφέροντος, και γι'αυτό δεν αντίκειται η ρύθμιση αυτή στο άρθρο 5 του Συντάγματος, περί της ανάπτυξης από καθένα της προσωπικότητάς του ελεύθερα ή στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, για την προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) που κυρώθηκε (μαζί με τη σύμβαση) με το ν.δ.53/1974 που έχει σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος αυξημένη ισχύ (ΑΠ 50/2014). Οι πρώτος, δεύτερος και τρίτος, επομένως, λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους, υπό την επίκληση των αριθμών 8 περ.β'και 19, αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλεται, ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, υπέπεσε στις πλημμέλειες του ότι δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων, ότι και μετά το έτος 1993 καλλιεργούσαν αυτοί - αναιρεσείοντες - την επίδικη έκταση και έβοσκαν τα ζώα τους εντός αυτής - πρώτος απ'αυτούς - και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες - δεύτερος και τρίτος απ'αυτούς - είναι απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν. ΙΙ. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, απαράδεκτος είναι ο λόγος αναίρεσης, αν υπό την επίφαση συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελίωσής του πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση πραγματικών γεγονότων από το δικαστήριο της ουσίας (Ολ.ΑΠ 1/1995). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, γιατί το ίδιο πιο πάνω Δικαστήριο - Πολυμελές Πρωτοδικείο - που δίκασε ως Εφετείο και δέχτηκε την ένδικη - από 18.12.2007 - αναγνωριστική κυριότητας αγωγή της αναιρεσίβλητης, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του περί παραδοχής της αγωγής αυτής, παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, διότι, αν και "απεδείχθη ότι η αναιρεσίβλητη δεν είχε στη νομή της για μία εικοσαετία την επίδικη έκταση, αντιθέτως μάλιστα οι αναιρεσείοντες όργωναν ανελλιπώς την επίδικη έκταση...και έβοσκαν τα ζώα τους εντός αυτού, όπως άλλωστε απεδέχθη και ο μάρτυρας της αναιρεσιβλήτου...στην πραγματικότητα δε ο Σ. Τ. κατέλιπε την εν λόγω έκταση, όπως δήλωσε και ο μάρτυρας της αναιρεσιβλήτου...στο υιό του Α. Τ....πλην, όμως, ο Α. Τ. μέχρι το θάνατό του (1991) ουδέποτε ασχολήθηκε με αυτήν, ούτε άσκησε πράξεις νομής ή κατοχής στην επίδικη έκταση, με αποτέλεσμα....από το έτος τουλάχιστον 1980 και μέχρι σήμερα να οργώνεται και να καλλιεργείται από τους αναιρεσείοντες...και - έτσι - να αποδεικνύεται ότι η αναιρεσίβλητη μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής (2007) δεν είχε αποκτήσει κυριότητα...με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας...δέχτηκε παρά ταύτα την αγωγή της και απέρριψε κατ'ουσίαν την έφεση των αναιρεσειόντων, κατ'εσφαλμένη εφαρμογή της - προεκτεθείσας- διάταξης του άρθρου 1045 ΑΚ". Είναι πρόδηλο, ότι με το λόγο αυτό υπό την επίφαση της παραβίασης της ως άνω διάταξης πλήττεται αποκλειστικά η εκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων, η οποία (εκτίμηση) καθ'εαυτή δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Γι'αυτό ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 28.6.2012 αίτηση του 1)Π. Τ. του Χ. και της Σ. κ.α. για αναίρεση της 53/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, που δίκασε ως Εφετείο. Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο περιορισμός του άρθρου 560 ΚΠολΔ, που αποβλέπει στην ταχύτερη επίλυση των υπαγόμενων στα Ειρηνοδικεία διαφορών, που κατ’ αρχήν είναι ήσσονος σημασίας, χάριν εξυπηρετήσεως του γενικού συμφέροντος, δεν αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.).
Ευρωπαϊκή Συνθήκη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Ευρωπαϊκή Συνθήκη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
0
Αριθμός 625/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Βασίλειο Κορκίζογλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1)α. Χ. Π. του Ν., )Π. Π. του Ν., )Θ. Π. του Ν., )Ά. Π. του Ν., κατοίκων ..., ως καθολικών διαδόχων της αποβιωσάσης Α. χας Ν. Π., 2)Ι. Π. του Π., 3)Θ. Π. του Π., 4)Κ. Μ. του Δ., κατοίκων ..., 5)Ό. συζ. Δ. Μ., το γένος Κ. Π., κατοίκου ... και 6)Ε. συζ. Φ. Χ., το γένος Κ. Π., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μπουγά. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/10/2002 αγωγή της αρχικής διαδίκου Α. Π. και των ήδη 2ου, 3ου, 4ου και 5ης και 6ης των αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Βόλου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 263/2004 μη οριστική, 279/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 264/2009 οριστική του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το Ελληνικό Δημόσιο με την από 22/11/2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 20/12/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης ως προς τους δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγους της, και να απορριφθεί ως προς τους λοιπούς. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 στοιχ.α'και β'ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που ανάγονται για τη νομική θεμελίωση της αγωγής, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Προκειμένου, ειδικότερα, περί αναγνωριστικής κυριότητας και επικαρπίας ακινήτου αγωγής, απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, πλήν άλλων και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή, ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και μάλιστα τόσο λεπτομερής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Δεν απαιτείται, όμως, για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο οι πλευρικές διαστάσεις και ο καθ'όρια προσανατολισμός του, ούτε να κατονομάζονται οι ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων. Η ακριβής, εξάλλου, περιγραφή του ακινήτου, η οποία μπορεί να γίνει και με αποτύπωσή του σε ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα, είναι αναγκαίο, γιατί μόνον έτσι θα μπορέσει ο εναγόμενος να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της ένδικης - από 1.10.2002 - αναγνωριστικής κυριότητας και επικαρπίας τμημάτων μείζονος ακινήτου αγωγής, το μείζον περιγραφόμενο σ'αυτήν ακίνητο, δηλαδή ένα αγροτικό ακίνητο, γνωστό με το όνομα "..." ή "...", αποτελούμενο από καλλιεργούμενες και λειβαδιακές εκτάσεις (βοσκοτόπους) μετά των επί του αγροτικού αυτού ακινήτου οικιών, γεωργικών οικιών, αποθηκών, αχυρώνων, σταύλων, κονακίων, χανίων, χορτονομών, προβατονομών, μανδρών, αλωνίων κ.λπ., κείμενο πλησίον του χωριού Περσοφλί της επαρχίας, τότε, Λάρισας και στη συνέχεια της κτηματικής περιφέρειας της τέως Κοινότητας Αερινού Βελεστίνου Βόλου και τώρα Δημοτικού Διαμερίσματος του Δήμου Φερρών του Νομού Μαγνησίας, εκτάσεως 10.000 περίπου στρεμμάτων και συνορευόμενο γύρω-γύρω με το κτήμα Ουσλάρ και γαίες των χωριών Αερινού (περσοφλί), Σέσκουλου και Ν.Αγχιάλου, κατά δε τον τίτλο κτήσης αυτού από το Γ. ή Γ. Κ. με αγορά από ιδιοκτήτη του οθωμανό Ε. Ε., ήτοι το …/14.5.1882 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Λάρισας Παναγιώτη Σκαμπούγερα, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, "με δερέν, όστις εμπεριέχει βάτον (καρά κιελέ) και απ'αυτόν μέχρι Καρά Δερέ και απ'αυτόν με την άκραν του Ουζλαρίν Δερέ μέχρι Καμπαγιά και από αυτόν μέχρι το Καρά - Τας (Μαυρόπετρα) και μέχρι του αγρού Παναγιάς και μέχρι του Γιαγιλά", τμήμα του οποίου απαλλοτριώθηκε με την 7/24.4.1924 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Βόλου προς αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και οι ιδιοκτήτες του αποζημιώθηκαν, ενώ το υπόλοιπο μέρος του, έκτασης 6.252,264 στρεμμάτων ή όσης έκτασης επί πλέον ή έλαττον και αν είναι, εμφαινόμενο με τον αριθμό δώδεκα (12) στους υπό του Υπουργείου Γεωργίας συνταχθέντες κτηματολογικό πίνακα και κτηματολογικό διάγραμμα της οριστικής διανομής (1930) του κτήματος αυτού "Παλαιόν" ή "Ντουμουλλάρ", η οποία - διανομή - εγκρίθηκε με τη 48144/23.4.1932 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας (ΦΕΚ 40/9.5.1932), συνορευόμενο δε κατά το άνω κτηματολογικό διάγραμμα του Υπουργείου Γεωργίας, γύρω-γύρω, με απαλλοτριωθείσες κατά τα άνω εδαφικές εκτάσεις του αρχικού αγροκτήματος "...", με όρια των κοινοτήτων Αερινού (πρώην Περσοφλί) και Σεσκούλου, με ιδιοκτησία Α. και όρια Αγχιάλου και Ούσλαρ, εξαιρέθηκε της κατά τα άνω απαλλοτρίωσης υπέρ των - τότε - συνιδιοκτητών του, και αποτελούμενο ήδη - κατόπιν άτυπης διανομής του, κατά το μήνα Ιούνιο 1975, μεταξύ των τότε ιδιοκτητών του -, α)από το τμήμα (περιοχή) αυτού, εκ καλλεργούμενων αγρών και βοσκοτόπων, έκτασης (συνολικής) 2.100, περίπου, στρεμμάτων, εμφαινόμενο με το λατινικό αριθμό δύο ( ΙΙ) στο από Μαρτίου 2000 διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Α. Θ. και συνορευόμενο, γύρω-γύρω, κατά το σχεδιάγραμμα αυτό αα)με τις δια της άνω 7/1924 απόφασης της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Βόλου απαλλοτριωθείσες εκτάσεις του αρχικού τσιφλικίου "...", ββ)με το υπό το λατινικό αριθμό τρία ( ΙΙΙ) τμήμα (περιοχή) του ίδιου σχεδιαγράμματος, ιδιοκτησίας σήμερα του εκ των ήδη αναιρεσιβλήτων Ι. Π.Π., γγ)με τα με τους αραβικούς αριθμούς 1,2,4,5,9 και 11 αγροτικά ακίνητα, του με το λατινικό αριθμό ένα (Ι) τμήματος (περιοχής) του ίδιου σχεδιαγράμματος, ιδιοκτησίας σήμερα των εκ των ήδη αναιρεσιβλήτων Ό. Δ. Μ. - Π., Κ. Δ. Μ. και Ε. Φ. Χ. - Π., δδ)με όρια των κτηματικών περιφερειών Σεσκούλου και Ν.Αρχιάλου και εε)με ιδιοκτησία Α., β)από το τμήμα (περιοχή) έκτασης 2000 περίπου στρεμμάτων, εκ καλλιεργούμενων αγρών και βοσκοτόπου, εμφαινόμενο στο παραπάνω σχεδιάγραμμα του μηχανικού Α. Θ. με το λατινικό αριθμό τρία ( ΙΙΙ) και συνορευόμενο, γύρω-γύρω, κατά το διάγραμμα αυτό αα)με τις δια της άνω 7/1924 απόφασης της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Βόλου απαλλοτριωθείσες γαίες του μείζονος αγροκτήματος "..." προς αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών, ββ)με το υπό το λατινικό αριθμό δύο ( ΙΙ) αγρόκτημα (περιοχή) του διαγράμματος αυτού, ιδιοκτησίας σήμερα της ήδη αποβιώσασας Α. χήρας Ν. Π. (συνενάγουσας) στη θέση της οποίας έχουν υπεισέλθει οι υπό στοιχεία 1α, 1β, 1γ και 1δ ήδη αναιρεσίβλητοι - τέκνα της και εκ διαθήκης κληρονόμοι της - , γγ)με όριο κτηματικής περιφέρειας της τέως κοινότητας Σεσκούλου ήδη Δημοτικού Διαμερίσματος Δήμου Αισθωνίας Μαγνησίας, δδ)με αγρούς κατοίκων Αερινού (Περσόφλι) και εε)με τον υπό το λατινικό αριθμό τέσσερα (IV) αγρό (περιοχή) του ως άνω διαγράμματος, ιδιοκτησίας σήμερα του εκ των ήδη αναιρεσιβλήτων Θ. Π. Π., γ)από το τμήμα (περιοχή), ήτοι αγρό καλλιεργούμενο έκτασης 160, περίπου, στρεμμάτων, εμφαινόμενο στο παραπάνω σχεδιάγραμμα (Α. Θ.) υπό το λατινικό αριθμό τέσσερα (IV) και συνορευόμενο, γύρω-γύρω, κατά το σχεδιάγραμμα αυτό αα)με τις απαλλοτριωθείσες γαίες δυνάμει της άνω 7/1924 απόφασης της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Βόλου και ββ)με το υπό το λατινικό αριθμό τρία ( ΙΙΙ) αγροτικό ακίνητο (αγροτελειβαδική έκταση - περιοχή) του αυτού ως άνω σχεδιαγράμματος, ιδιοκτησίας σήμερα του εκ των αναιρεσιβλήτων Ι. Π. Π., και δ)από το τμήμα (περιοχή), αποτελούμενο από καλλιεργούμενους αγρούς και βοσκοτόπους, έκτασης 2000, περίπου, στρεμμάτων, εμφαινόμενο υπό το λατινικό αριθμό ένα (Ι) στο άνω από Μαρτίου 2000 σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Α. Θ. και συνορευόμενο, κατά το σχεδιάγραμμα αυτό, γύρω-γύρω, αα)με το υπό το λατινικό αριθμό δύο ( ΙΙ) τμήμα (περιοχή) του σχεδιαγράμματος αυτού, ιδιοκτησίας της ήδη αποβιώσασας και κληρονομηθείσας ως άνω από τους εκ των ήδη αναιρεσιβλήτων υπό στοιχεία Ια, Ιβ, Ιγ και Ιδ Α. χήρας Ν. Π. το γένος Χ. Κ., ββ)με τις απαλλοτριωθείσες γαίες του αρχικού αγροκτήματος "..." δυνάμει της παραπάνω 7/1924 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Βόλου, γγ)με το πρώην αγρόκτημα Ουσλάρ και ήδη αγρούς ιδιοκτησίας αδελφών Σ., δδ)με κτηματική περιφέρεια Αγχιάλου, εε)με ιδιοκτησία Α. και ζζ)με κτηματική περιφέρεια Σεσκούλου, το τελευταίο δε από τα οποία (υπό στοιχ.δ) η ήδη αποβιώσασα ιδιοκτήτριά του Ε. Κ.Π., δυνάμει των μνημονευόμενων ιδιόγραφων διαθηκών της, που έχουν νόμιμα δημοσιευθεί, κατέλιπε κατά διαιρετά τμήματα αυτού στους εκ των ήδη αναιρεσιβλήτων Κ. Μ. του Δ. (εγγονό της), Ό. Δ. Μ. και Ε. Φ. Χ. (θυγατέρες της) και συγκεκριμένα α) Στον Κ. Δ. Μ.: 1) κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, ένα αγρό καλλιεργημένο εκτάσεως 240 περίπου στρεμμάτων, εμφαινόμενο στο άνω από Μαρτίου 2000 σχεδιάγραμμα του πολιτικού Μηχανικού Α. Θ. υπό τον αραβικό αριθμό δύο (2) και συνορευόμενο, γύρω-γύρω, κατά το σχεδιάγραμμα αυτό: α) με το υπό τον αραβικό αριθμό ένα (1) ακίνητο του ίδιου σχεδιαγράμματος, ιδιοκτησίας των εκ των αναιρεσιβλήτων Ό. Μ. και Ε. Χ., β) με όρια Δήμου Ν. Αγχιάλου, γ) με το υπό τον λατινικό αριθμό δύο (II) ιδίου σχεδιαγράμματος αγροτικό ακίνητο ιδιοκτησίας της ήδη αποβιώσασας και κληρονομηθείσας, ως άνω, Α. Ν. Π., δ) με το υπό τον αραβικό αριθμό 9 αγρό ιδιοκτησίας της εκ των αναιρεσιβλήτων Ό. Μ. και ε) με αγρούς ιδιοκτησίας Αφών Σ. (πρώην αγρόκτημα Ούσλαρ), και 2) κατά ψιλή κυριότητα: α) αγρό (καλλιεργούμενο) εμφαινομένο στο ως άνω σχεδιάγραμμα Α. Θ. με τον αραβικό αριθμό τρία (3), εκτάσεως 105 στρεμμάτων, πλέον ή έλαττον, και συνορευόμενο κατά το σχεδιάγραμμα αυτό, γύρω-γύρω, με το υπό τον αραβικό αριθμό 9 ακίνητο του αυτού σχεδιαγράμματος ιδιοκτησίας της εκ των αναιρεσιβλήτων Ό. Μ. και με ιδιοκτησία Αφών Σ. (πρώην κτήμα Ούσλαρ), β) αγρό (καλλιεργούμενο) εμφαινομένο στο ως άνω σχεδιάγραμμα Αλ. Θεοδωρέλλου με τον αραβικό αριθμό 4, εκτάσεως 17 (δέκα επτά) στρεμμάτων, περίπου, και συνορευόμενο, γύρω-γύρω με το υπό τον αραβικό αριθμό 9 αγροτεμάχιο του ίδιου σχεδιαγράμματος, ιδιοκτησίας της εκ των αναιρεσιβλήτων Ό. Μ. και με το υπό τον λατινικό αριθμό δύο (II) ακίνητο του ίδιου σχεδιαγράμματος, ιδιοκτησίας της ήδη αποβιώσασας και κληρονομηθείσας, ως άνω Α. Ν. Π., γ) αγρό (καλλιεργούμενο) εμφαινόμενο στο άνω σχεδιάγραμμα Α. Θ. υπό τον αραβικό αριθμό 5, εκτάσεως δέκα οκτώ (18) περίπου στρεμμάτων και συνορευομενο γύρω-γύρω με το υπό τον αραβικό αριθμό 9 αγροτεμάχιο του ίδιου σχεδιαγράμματος, ιδιοκτησίας της εκ των αναιρεσιβλήτων Ό. Μ. και με το υπό τον λατινικό αριθμό δύο (II) ακίνητο (περιοχή) του αυτού σχεδιαγράμματος, ιδιοκτησίας της ήδη αποβιώσασας και κληρονομηθείσας, ως άνω Α. Ν. Π., δ) αγρό (καλλιεργούμενο) εμφαινόμενο στο αυτό ως άνω σχεδιάγραμμα Α. Θ. με τον αραβικό αριθμό 7, εκτάσεως είκοσι (20), περίπου, στρεμμάτων και συνορευόμενο, γύρω-γύρω, με τους υπό τους αραβικούς αριθμούς 9, 10, 8 και 11 αγρούς του ιδίου παραπάνω διαγράμματος, ε) αγρό (καλλιεργούμενο) εμφαινόμενο στο άνω σχεδιάγραμμα Α.Θ. υπό τον αραβικό αριθμό οκτώ (8), εκτάσεως 37 (τριάντα επτά) περίπου στρεμμάτων και συνορευόμενο, γύρω-γύρω, 1) με το υπ' αριθμόν 9 αγροτεμάχιο του ίδιου ως άνω διαγράμματος ιδιοκτησίας της έκ των αναιρεσιβλήτων Ό. Δ. Μ., 2) με τον υπό τον αραβικό αριθμό επτά (7) ως άνω αγρό του ιδίου σχεδιαγράμματος, ιδιοκτησίας του ιδίου, και 3) με τους υπό τους αραβικούς αριθμούς 10 και 11 αγρούς του αυτού ως άνω σχεδιαγράμματος ιδιοκτησίας της εκ των αναιρεσιβλήτων Ε. Φ. Χ. - Π. και στ) αγρό (καλλιεργούμενο) εμφαινόμενο στο ίδιο ως άνω σχεδιάγραμμα Α. Θ. με τον αραβικό αριθμό 6, εκτάσεως πέντε (5) περίπου στρεμμάτων και συνορευόμένο γύρω-γύρω, με τον υπό τον αραβικό αριθμό 9 αγροτεμάχιο του αυτού ως άνω διαγράμματος ιδιοκτησίας της εκ των αναιρεσιβλήτων Ό. Μ. και με το υπό τον λατινικό αριθμό II ακίνητο (περιοχή) του ίδιου σχεδιαγράμματος ιδιοκτησίας της ήδη αποβιώσασας και κληρονομηθείσας, ως άνω Α. χήρας Ν. Π.. β)Στην εκ των αναιρεσιβλήτων Ό. Δ. Μ. το γένος Κ. και Ε. Π. (θυγατέρα της), 1)κατά πλήρη κυριότητα α)το αγροτικό ακίνητο (λειβάδι), εκτάσεως 200, περίπου, στρεμμάτων, που φαίνεται στο παραπάνω σχεδιάγραμμα Α. Θ. με τον αραβικό αριθμό εννέα (9) και συνορεύει, κατά το διάγραμμα αυτό, 1) με το υπό τον λατινικό αριθμό δύο (II) ακίνητο (περιοχή) του διαγράμματος αυτού, ιδιοκτησίας της ήδη αποβιώσασας και κληρονομηθείσας, ως άνω Α. Ν. Π., 2) με τους υπό τους αραβικούς αριθμούς 2,3,4,5,6,7,8,10 και 11 αγρούς του αυτού ως άνω σχεδιαγράμματος, 3) με τις απαλλοτριωθείσες, με την άνω υπ' αριθμ. 7/1924 απόφαση της Επιτροπής απαλλοτριώσεων Βόλου, γαίες του μείζονος κτήματος "..." και 4) με ιδιοκτησία Αφών Σ. και Γ. (πρώην κτήμα Ούζλαρ), και β) το 1/2 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου (λειβαδίου), εκτάσεως (του όλου) 700 περίπου στρεμμάτων, εμφαινόμενο στο ως άνω σχεδιάγραμμα Α. Θ. υπό τον αραβικό αριθμό ένα (1) και συνορευόμενο, γύρω-γύρω, με το υπό τον λατινικό αριθμό δύο (II) αγροτικό ακίνητο (περιοχή) του ίδιου σχεδιαγράμματος, με το υπό τον αραβικό αριθμό δύο (2) ακίνητο, αγρό καλλιεργούμενο, του αυτού διαγράμματος, ιδιοκτησίας του από μας Κ. Μ., και με όρια του Δήμου Ν. Αγχιάλου και 2) κατ' επικαρπία, εφόρου ζωής, τα προπεριγραφέντα υπό τους αραβικούς αριθμούς 3, 4, 5, 6, 7 και 8 ακίνητα (αγροί), του ως άνω σχεδιαγράμματος Α.Θ., που κατελήφθησαν και ανήκουν κατά ψιλή κυριότητα στον εκ των αναιρεσιβλήτων Κ. Δ. Μ., περιήλθαν δε τα προεκτεθέντα ακίνητα στους δικαιοπαρόχους των ήδη αναιρεσιβλήτων εναγόντων από το έτος 1882 και εν τέλει σ'αυτους - ήδη αναιρεσιβλήτους ενάγοντες - κατά τις ως άνω διακρίσεις σε καθένα απ'αυτούς κατά πλήρη κυριότητα, ψιλή κυριότητα και επικαρπία, από αληθείς κυρίους με τα αναφερόμενα διαδοχικά συμβόλαια που έχουν νόμιμα μεταγραφεί, καθώς και με κληρονομική διαδοχή με αποδοχή και μεταγραφή, ως άνω, και, πάντως, με έκτακτη χρησικτησία, ως νεμόμενοι οι δικαιοπάροχοί τους από το έτος 1882 και ακολούθως οι ίδιοι οι ήδη αναιρεσίβλητοι ενάγοντες έως και την άσκηση της αγωγής με νόμιμο τίτλο και καλή πίστη, με την έννοια του προϊσχύοντος βρδ έως της εισαγωγής του Αστικού Κώδικα, δηλαδή με την πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν δικαιώματα τρίτων, ασκώντας διαδοχικά σ'αυτά τις αναφερόμενες διακατοχικές πράξεις. Τόσο το μείζον ακίνητο όσο και το ακίνητο των 6.252,264 στρεμμάτων, καθώς και τα προεκτεθέντα εδαφικά τμήματα, όπως περιγράφονται στο αγωγικό δικόγραφο, κατά είδος, θέση, έκταση και όρια, κατονομάζονται δε στο ίδιο δικόγραφο και οι ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων, εξατομικεύονται πλήρως, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά τους. Το Εφετείο, επομένως, που, με την προσβαλλόμενη απόφαση, έκρινε πλήρως ορισμένη την ένδικη αγωγή και ως προς την περιγραφή του μείζονος ακινήτου και των επί μέρους τμημάτων του, απορρίπτοντας ως αβάσιμο τον πρώτο λόγο της του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου περί αοριστίας της εν λόγω αγωγής λόγω μη περιγραφής σ'αυτή τόσο του μείζονος ακινήτου, τμήματα του οποίου αποτελούν τα προεκτεθέντα επίδικα, όσο και των τελευταίων, δεν παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει απαράδεκτο, γι'αυτό και ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια (που αφορά στην ποσοτική αοριστία της αγωγής) από την ίδια πιο πάνω αιτία, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙ. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, οι διατάξεις του Οθωμανικού Νόμου περί γαιών καταργήθηκαν, τα δε δικαιώματα "επί των αγροκηπίων, βοσκών, λειμώνων, δασών, νομών και παντός είδους γαιών κατεχομένων παρ'ιδιώτου ή κοινοτήτων δυνάμει φιρμανίων, χοτζετίων, ταπίων και άλλων τίτλων ή δυνάμει απλώς των διατάξεων του Οθωμανικού Νόμου" βάσει των άρθρων 4 και 9 της από 20.6/2.7.1881 συμβάσεως μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, που κυρώθηκε με το νόμο ..ΛΗ'/1882 (ΑΠ 417/1938), αναγνωρίσθηκαν και μετατράπηκαν εις πλήρη κυριότητα των δικαιούχων των δικαιωμάτων αυτών και οι μεταξύ αυτών κτηματικές σχέσεις υπήχθησαν έκτοτε στο κοινό δίκαιο. Δηλαδή, από την προσάρτησή της στην Ελλάδα, εισήχθη στη Θεσσαλία η ημεδαπή νομοθεσία, η οποία ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις που εφεξής δημιουργούνται, με τη διάκριση, ότι, ως προς το παρελθόν, αυτές ρυθμίζονται κατά τον προϊσχύοντα Οθωμανικό Νόμο, θεωρούμενο ως νόμο - όχι αλλοδαπό, αλλά - εσωτερικό. Κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 (1856), δημόσιες γαίες είναι οι αγροί, οι λειμώνες, οι χειμερινές και θερινές βοσκές, τα δάση και οι παρόμοιοι με αυτούς τόποι, η δε κυριότητα επ'αυτών ανήκει στο Τουρκικό Δημόσιο, το οποίο μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας, διαδέχθηκε σ'αυτή το Ελληνικό Δημόσιο, εκτός αν, με βάση τα προεκτεθέντα, είχε αποκτηθεί νομίμως από τρίτο. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 9, 19, 30, 68 και 71 του ίδιου Οθωμανικού νόμου, επί των δημοσίων γαιών μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) μπορούν να αποκτήσουν οι ιδιώτες, με την έκδοση έγγραφου τίτλου, ταπίου, που φέρει την αυτοκρατορική σφραγίδα ή μονόγραμμα και στο οποίο ρητά αναφέρεται το είδος των παραχωρούμενων γαιών (ΑΠ 385/2012, ΑΠ 1053/1982 ΝοΒ 31.1163). Όπως δε προκύπτει από τα άρθρα 36 και 37 του ίδιου νόμου περί γαιών, το πιο πάνω δικαίωμα μπορούσε να μεταβιβασθεί εν ζωή η αιτία θανάτου ή και να γίνει ανταλλαγή γαιών κατόπιν αδείας της Αρχής. Ειδικά επί καλλιεργήσιμων αγρών, δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσης (τεσσαρούφ) μπορούσε να αποκτήσει και ο σφετεριστής, ο οποίος καταλάμβανε, εξουσίαζε και καλλιεργούσε δημόσιες γαίες επί δεκαετία, χωρίς δικαστική αμφισβήτηση και χωρίς να απαιτείται η έκδοση "ταπίου" στο όνομά του, το οποίο άλλωστε ήταν αποδεικτικό και όχι συστατικό του δικαιώματος "τεσσαρούφ". Προϋπόθεση, όμως, για την κτήση του ως άνω δικαιώματος διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) από το σφετεριστή είναι όχι μόνον η χωρίς δικαστική αμφισβήτηση κατοχή του αγρού επί μια δεκαετία, αλλά και η καλλιέργεια αυτού και επομένως δεν είναι δυνατή η, κατά τον ως άνω τρόπο, από το σφετεριστή απόκτηση δικαιώματος διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) επί δασών. Ενώ, η τυχόν εγκατάλειψη της δημόσιας γης επί τριετία χωρίς να υπάρχει δικαιολογημένο κώλυμα για την καλλιέργεια, είχε ως αποτέλεσμα την έκπτωση του δικαιούχου από το δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ), σύμφωνα με τα άρθρα 68, 69 έως 71 και 75 του άνω Οθωμανικού νόμου περί γαιών, η οποία είχε ως συνέπεια την αυτοδίκαιη επαναφορά του πιο πάνω δικαιώματος στο Οθωμανικό Δημόσιο. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 1248 και 1660 του Οθωμανικού ΑΚ, στην πρώτη από την οποία προβλέπονται οι τρόποι κτήσης κυριότητας, στους οποίους δεν περιλαμβάνεται η χρησικτησία, και στη δεύτερη που προβλέπει τη δεκαπενταετή αποσβεστική παραγραφή υπέρ του κατόχου, χωρίς συγχρόνως να αναγνωρίζει την κτητική παραγραφή (χρησικτησία), προκύπτει, ότι δεν είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με χρησικτησία υπό το κράτος του Οθωμανικού δικαίου, με την επιφύλαξη των προαναφερθέντων για την κτήση δικαιώματος διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) από εκείνον που καλλιέργησε δημόσια γη επί δεκαετία, κατά το άρθρο 78 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών (ΑΠ 1817/2011 Ελλ.Δνη 54.1013, 1014). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.8 παρ.1 κωδ.(7-39), ν.9 παρ.1 πανδ. (50-4), ν.2 παρ.20, πανδ. (41-4), ν.6 πρ.πανδ. (44-3), ν.76 παρ.1, πανδ.(18-1) και 7 παρ.3 πανδ. (23-3) του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, με τις οποίες κρίνεται η απόκτηση του δικαιώματος κυριότητας πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, κατ'άρθρο 51 Εισ.Ν.Α.Κ., μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία, μετά από άσκηση νομής με καλή πίστη και διάνοια κυρίου αδιαλείπτως, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού ο οποίος χρησιδέσποζε να συνυπολογίζει στο χρόνο της νομής του και εκείνο του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Ως "καλή πίστη" νοείται, κατά τις διατάξεις των ν.27 πανδ.(18.1), 15 παρ.3, 48 πανδ. (41.3) 11 πανδ. (51.4), 5 παρ.5, 1 (41.10) και 109 πανδ. (50.16) η ειλικρινής πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ'ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας, άλλου επ'αυτού (ΑΠ 1789/2005, ΑΠ 1060/1999, ΑΠ 873/1973). Προκειμένου για έκτακτη χρησικτησία που άρχισε υπό το κράτος του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαΪκού δικαίου, είναι απαραίτητη η ύπαρξη καλής πίστης, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη περιστατικών που καθιστούν εύλογη την πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος για το ανεπίληπτο της νομής του (ΑΠ 464/2004, ΑΠ 13/1980). Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν. της 21.6/3.7.1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων" προκύπτει, ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του νόμου ΔΞΗ /1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου" που εκδόθηκαν με βάση αυτόν και αφετέρου του άρθρου 21 του ν.δ. της 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης" με τις οποίες ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύτηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, άρα και η χρησικτησία τρίτων πάνω σ'αυτά (Ολ.ΑΠ 75/1967 ΝοΒ 37.85). Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ.19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Με το …/14.5.1882 συμβόλαιο του τότε συμβολαιογράφου Λάρισας Παναγιώτη Σκαμπούγερα, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο απώτατος δικαιοπάροχος των εναγόντων Γ. ή Γ. Κ. απέκτησε από τον αληθή κύριο αυτού Οθωμανό Α. Ε. του Ι. το σ'αυτόν ανήκον κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή αγρόκτημα (τσιφλίκι) στη θέση "..." ή " Παλαιόν" ή " ...", τμήμα του οποίου αποτελούν τα επίδικα ακίνητα. Ήτοι ένα αγρόκτημα αποτελούμενο από καλλιεργούμενες και λιβαδικές εκτάσεις (βοσκότοπους), μετά των οικιών, γεωργικών οικιών, αποθηκών, αχυρώνων, στάβλων, κονακίων, χανιών, χορτονομών, προβατονομών, μανδριών, αλωνιών κλπ που υπήρχαν μέσα σ'αυτό. Το όλο αυτό ακίνητο βρισκόταν κοντά στο χωριό Περσοφλί (ήδη Αερινό), της επαρχίας τότε Λάρισας και στη συνέχεια της κτηματικής περιφέρειας του Αέρινου Βελεστίνου Μαγνησίας, και ήδη εντός του Δημοτικού Διαμερίσματος του Δήμου Φερών Ν. Μαγνησίας. Είχε έκταση περί τα 10.000 στρέμματα και συνόρευε με το κτήμα Ουσλάρ και γαίες των χωριών Αέρινου (Περσοφλί), Σέσκουλου και Ν. Αγχιάλου. Στον ως άνω Οθωμανό πωλητή Ε. Ε. του Ι., είχε περιέλθει το ως άνω τσιφλίκι, δυνάμει των στο αγοραπωλητήριο αυτό συμβόλαιο (.../1882) αναφερόμενων δώδεκα επίσημων οθωμανικών τίτλων (ταπίων), τα οποία,όπως αναφέρεται στο ως άνω συμβόλαιο παραδόθηκαν στον αγοραστή;τα οποία, όμως, δεν προσκομίσθηκαν λόγω καταστροφής του Υποθηκοφυλακείου Φερών. Με τα ταπία αυτά αυτός αγόρασε το ήμισυ του ενός μεριδίου των σε οκτώ ίσια μερίδια διανεμηθέντων και πωληθέντων αγροκτημάτων, ήτοι το 1/16 (προφανώς εξ αδιαιρέτου) των δώδεκα τσιφλικιών ονομαζόμενων Ουζουτζέ, Ουρμπά, Τουρχαλή, Κάπουρνα, ..., ... (...), Χατζή Ουμπέρ, Εσκή Χαμάν και λοιπών ευρισκομένων κοντά στον Αλμυρό, υπαγομένων, τότε, στην Επαρχία Λαρίσης, καλουμένων Δαβουτλή Καλεμών και κατόπιν παραχωρήσεως στους συνιδιοκτήτες του μεριδίου του (1/16) επί των δώδεκα τσιφλικιών, εκτός των τσιφλικιών "..." και ... (...α) και αντ'αυτού έλαβε στην κυριότητα του ολόκληρα τα μερίδια των συνιδιοκτητών του επί των δύο αυτών αγροκτημάτων (... και ...α), γεγονός που έλαβε χώρα το έτος 1865 (τουρκικό έτος1281 από Εγίρας, στο οποίο αντιστοιχεί το Χριστιανικό έτος 1865) δυνάμει του από 1.2.1281 (Τουρκικού έτους) εξηκοστού πέμπτου (65ου) ανταλλακτηρίου ή διανεμητηρίου εγγράφου των συνιδιοκτητών των τσιφλικιών αυτών. Δηλαδή κατόπιν διανομής-ανταλλαγής που έγινε το έτος 1865 μεταξύ των συνιδιοκτητών των ως άνω δώδεκα (12) τσιφλικιών με την οποία αυτός (Ε. Ε.) έλαβε στην αποκλειστική του κυριότητα, νομή και κατοχή του ολόκληρα τα τσιφλίκια "... και ..." ( ...) και έκτοτε τα κατείχε και νέμονταν αυτά κατά τον προορισμό τους με καλή πίστη, διάνοια κυρίου και νόμιμο τίτλο συνεχώς, αδιαλείπτως και αδιαταράκτως μέχρι της δια του άνω συμβολαίου (…/1882) πωλήσεως αυτών στον Γ. Κ.. Από την περιέλευση δε του ακινήτου αυτού στον Γ. Κ. αυτός το κατείχε και το νέμονταν με τη θέληση να είναι κύριος αυτού, με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο, ασκώντας επ'αυτων όλες τις διακατοχικές πράξεις που αρμόζουν στη φύση και τον προορισμό τους. Ειδικότερα καλλιεργούσε τους αγρούς με δημητριακά, συνέλεγε τους καρπούς και τη χορτονομή, αποθήκευε αυτά στις αποθήκες, εκμίσθωνε τους υπόλοιπους αγρούς σε καλλιεργητές, τις προβατονομές, χορτονομές και προβατομάντρες σε κτηνοτρόφους, για βόσκηση και σταυλισμό των ποιμνίων τους, τις οικίες τις διέθετε για κατάλυμα στο εργατοϋπαλληλικό προσωπικό και τις οικογένειες τους, συνεχίζοντας τη νομή του δικαιοπαρόχου του Οθωμανού. Στη συνέχεια ο Γ. Κ. με το υπ'αρ. .../7-3-1885 συμβόλαιο του τότε συμβολαιογράφου Βόλου Κ. Καραμανώλη που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε το 1/2 εξ αδιαιρέτου του όλου ακινήτου στο Δ. Γ. Γ. και έκτοτε ασκούσαν μαζί κοινά και αδιαίρετα, ο καθένας κατά το ποσοστό συγκυριότητας του όλες τις διακατοχικές πράξεις επ' αυτού. Μετά το θάνατο του Δ. Γ. Γ., αυτός κληρονομήθηκε από την κόρη του Ζ. Δ. Γ., που ήταν το μοναδικό τέκνο του και η μοναδική και καθολική κληρονόμος του. Η τελευταία υπεισήλθε και αναμείχθηκε στην κληρονομιά αυτή διάνοια κληρονόμου δικαιούχου και το παρέλαβε στη νομή της, κατά το ίδιο εξ αδιαιρέτου ποσοστό του δικαιοπαρόχου της, μαζί με τον Γ. Κ.. Στη συνέχεια με το υπ'αρ. .../8-4-1905 συμβόλαιο του τότε συμβολαιογράφου Βόλου Κων. Καραμανώλη που μεταγράφηκε νόμιμα, οι παραπάνω συγκύριοι, Γ. Κ. και Ζ. Γ. μεταβίβασαν το παραπάνω ακίνητο κατά τα ποσοστά της εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας του ο καθένας, στον Μ. Χ. Α., ο οποίος κατέλαβε το ακίνητο ως αποκλειστικός κύριος αυτού και ασκούσε όλες τις διακατοχικές πράξεις που αρμόζουν στη φύση και τον προορισμό του με καλή πίστη, νόμιμο τίτλο και με τη θέληση να είναι κύριος αυτού, μέχρι και το θάνατο του 1.2.1915. Ενώ με την από 22-07-1914 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε νόμιμα, ο Μ. Α., κατέλιπε μοναδικούς κληρονόμους του, κατά μεν την επικαρπία του ακινήτου τη σύζυγο του Ε., κατά δε την ψιλή κυριότητα τους γιους του Α., Ρ. και Χ. κοινά αδιαίρετα και κατ'ισομοιρίαν κατά ποσοστό 1/3 τον καθένα, οι οποίοι υπεισήλθαν και αναμίχθηκαν στην κληρονομιά διάνοια κληρονόμου και το παρέλαβαν στη νομή τους. Όλα τα προαναφερόμενα πρόσωπα, ο καθένας από το χρόνο που έλαβε χώρα το γεγονός μεταθέσεως σ' αυτόν της κυριότητας, παρέλαβε στη νομή του τα ιδανικά μερίδια που του αναλογούσαν στο αγρόκτημα και ασκούσε ανεμπόδιστα κάθε πράξη νομής που αρμόζει σε κύριο. Ειδικότερα, λόγω της φύσεως του κτήματος, κατά κανόνα βοσκούσαν τα ζώα τους σ' αυτό, καλλιεργούσαν τους αγρούς με δημητριακά συνέλεγαν τους καρπούς, εκμίσθωναν τους υπόλοιπους αγρούς σε καλλιεργητές, τις προβατονομές, χορτονομές και προβατομάντρες σε κτηνοτρόφους για βόσκηση και σταυλισμό των ποιμνίων τους, τις οικίες διέθεταν για κατάλυμα στο προσωπικό και τις οικογένειες τους. Όλες οι ανωτέρω πράξεις νομής ήταν ικανές κατά το δίκαιο που ίσχυε μέχρι το 1915 να στηρίξουν νομή του επιδίκου αγροκτήματος και κατά συνέπεια να δημιουργήσουν προϋποθέσεις χρησικτησίας. Ήταν δε όλοι ανεξαίρετα καλής πίστεως νομείς αφού ανεπίληπτα (με την άδολη δηλαδή και ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν δικαιώματα τρίτων πάνω σ αυτό) πίστευαν ο μεν πρώτος απ'αυτούς λόγω των "ταπίων" που έλαβε από το Οθωμανικό Δημόσιο, οι δε διάδοχοι του λόγω των προαναφερόμενων τίτλων κυριότητας, με βάση τα οποία ο καθένας παρέλαβε και συνέχισε τη νομή του δικαιοπαρόχου του, ότι ήταν οι αληθινοί κύριοι αυτού. Φυσικά ο απώτερος δικαιοπάροχος τους είχε την εξουσίαση του κτήματος ήδη πριν την απελευθέρωση της Θεσσαλίας (1881), πλην όμως ο χρόνος νομής υπό το καθεστώς της Τουρκοκρατίας δεν μπορεί να προσμετρηθεί διότι από τα άρθρα 1248 και 1674 του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα και του άρθρου 3 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών δεν αναγνωριζόταν ο θεσμός της χρησικτησίας ως τρόπος κτήσεως της κυριότητας τόσο ως προς τα ακίνητα καθαρής ιδιοκτησίας, όσο και ως προς τις δημόσιες γαίες και συνεπώς δεν υπολογίζεται για τη χρησικτησία ο χρόνος νομής που διέδραμε υπό το κράτος της Οθωμανικής νομοθεσίας (ΑΠ 416/1963 ΑρχΝ ΙΔ'σελ.650). Συνεπώς με τις ανωτέρω πράξεις νομής που άσκησαν οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων από το 1881 μέχρι το 1915 με διάνοια κυρίου και καλή πίστη (την οποία δικαιολογούσε η γνώση ότι είχαν εκδοθεί τα προαναφερόμενα "ταπία" που καταστράφηκαν), οι απώτεροι δικαιοπάροχοι των εναγόντων απέκτησαν την κυριότητα των επιδίκων, την οποία μεταβίβασαν με παράγωγο τρόπο στους άμεσους δικαιοπαρόχους αυτών, όχι με τίτλο (ταπί) από το Οθωμανικό Δημόσιο, αλλά με έκτακτη χρησικτησία που άρχισε το 1881 που απελευθερώθηκε η Θεσσαλία από τον τουρκικό ζυγό και συμπληρώθηκε μέχρι το 1915. Σημειωτέον ότι η αναφορά στην αγωγή των τίτλων που είχαν λάβει οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων από το Οθωμανικό Δημόσιο και οι οποίοι κατά τους ισχυρισμούς τους απωλέσθηκαν δεν γίνεται να θεμελιωθεί η κτήση κυριότητας και σε ένα τέτοιο τρόπο, αλλά για να δικαιολογηθεί η αξιούμενη από το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο καλή πίστη για την κτήση κυριότητας με χρησικτησία".... Με τον παραπάνω τρόπο οι ενάγοντες κατέστησαν συγκύριοι, κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά με παράγωγο τρόπο του επι'δικου ακινήτου το οποίο κατά τον κτηματολογικό πίνακα της οριστικής διανομής του 1930, βρίσκεται στην περιφέρεια της τέως κοινότητας Αέρινου και Δημοτικού Διαμερίσματος Δήμου Φερών και συνορεύει α)με τις κατά τα παραπάνω απαλλοτριωθείσες γαίες, β) με κτηματική περιφέρεια Περσοφλί (Αέρινου), γ) με κτηματική περιφέρεια Σέσκουλου, δ) με ιδιοκτησία Αργυροπούλου, ε) με κτηματική περιφέρεια Αγχιάλου και στ)με παλαιόν κτήμα Ουσλάρ. Επίσης από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, απεδείχθη ότι οι ενάγοντες κατέστησαν συγκύριοι αυτού και με τα προσόντα έκτακτης χρησικτησίας, καθ όσον, όπως προαναφέρθηκε, ήδη από το έτος 1882, οπότε κατά τα προεκτεθέντα το όλο ακίνητο-τσιφλίκι "..." περιήλθε στη νομή και κατοχή του απώτατου δικαιοπαρόχου τους Γ. Κ. μέχρι και το έτος 1915, από το οποίο και εφεξής κατέστη αδύνατη η έκτακτη χρησικτησία σε βάρος του Δημοσίου, είχε ήδη συμπληρωθεί (από το έτος 1912) η χρησικτησία επ' αυτού, στο πρόσωπο των δικαιοπαρόχων των εναγόντων. Με βάση λοιπόν τα προαναφερόμενα, η αγωγή έπρεπε να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και να αναγνωρισθούν οι ενάγοντες συγκύριοι του επιδίκου αγροκτήματος ο καθένας με τα αιτούμενα ιδανικά μέρη. Εφόσον τα ίδια είπε και η προσβαλλόμενη απόφαση, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς δεν έσφαλε. Οι δε αντίθετοι λόγοι της εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι....." Έτσι, όμως, που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της με καλή πίστη νομής των δικαιοπαρόχων των εναγόντων (αναιρεσιβλήτων), με την έννοια που προπαρατέθηκε των πιο πάνω διατάξεων του προϊσχύοντος βυζαντινορωμαΪκού δικαίου, ώστε να είχαν καταστεί κύριοι με έκτακτη χρησικτησία με τη συμπλήρωση τριακονταετίας έως στις 11.9.1915 και εν τέλει οι αναιρεσίβλητοι κατά τις ως άνω διακρίσεις ο καθένας απ'αυτούς κατά πλήρη κυριότητα, ψιλή κυριότητα και επικαρπία αντίστοιχα, διότι ενώ δέχτηκε ότι το μείζον ακίνητο, έκτασης περί τα 10.000 στρέμματα, είχε περιέλθει στον Οθωμανό Ε. Ε. του Ι. - πωλητή του απώτατου δικαιοπαρόχου των εναγόντων (εφεσιβλήτων) - "δυνάμει των στο αγοραπωλητήριο (.../1882) συμβόλαιο αναφερόμενων δώδεκα επίσημων οθωμανικών τίτλων (ταπίων), τα οποία - όπως αναφέρεται στο ως άνω συμβόλαιο- παραδόθηκαν στον αγοραστή (απώτατο δικαιοπάροχο των εφεσιβλήτων Γ. ή Γ. Κ.)", έκρινε ακολούθως, ότι τα ταπία αυτά "δεν προσκομίσθηκαν λόγω καταστροφής του Υποθηκοφυλακείου Φερών", αν και κατά τα άνω δέχτηκε, ότι τα ταπία αυτά είχαν παραδοθεί "στον αγοραστή (προαναφερόμενο απώτατο δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων)", έτσι, ώστε, εξαιτίας της ανεπαρκούς και ασαφούς αυτής αιτιολογίας, να μην μπορεί να ελεγχθεί εάν αυτά είχαν ή όχι νόμιμα εκδοθεί και, εν τέλει, ότι υπήρχαν. Περαιτέρω, ενώ δέχτηκε, ότι το μείζον αυτό ακίνητο είχε περιέλθει στον προαναφερόμενο Οθωμανό πωλητή Ε. Ε. του Ι. "δυνάμει του από 1.2.1281 (Τουρκικού έτους στο οποίο αντιστοιχεί το χριστιανικό έτος 1865) εξηκοστού πέμπτου (65ου ) ανταλλακτηρίου ή διανεμητηρίου εγγράφου των συνιδιοκτητών των τσιφλικιών αυτών", δεν αποσαφηνίζεται εάν η ανταλλαγή αυτή έγινε ή όχι με την - κατά τα προαναφερθέντα - απαραίτητη, για το κύρος της, άδεια της Αρχής. Έτσι, ενώ - το Εφετείο - ακολούθως δέχτηκε, ότι το ίδιο ακίνητο το νεμήθηκε αποκλειστικά ο απώτατος δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων από την περιέλευσή του σ'αυτόν και από το έτος 1885 κοινά και αδιαίρετα με το Δ. Γ. Γ. - στον οποίο, κατά τα άνω, είχε μεταβιβασθεί κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου με το πιο πάνω .../7.3.1885 συμβόλαιο - μετά δε το θάνατο αυτού, με την κόρη του Ζ. Δ. Γ., έως τη μεταβίβασή του με το προεκτεθέν .../8.4.1905 συμβόλαιο, στο Μ. Χ. Α., ο οποίος - κατά τις παραδοχές του Εφετείου - συνέχισε να το νέμεται μέχρι το θάνατό του τη 1.2.1915, και, ότι, έτσι, οι απώτεροι δικαιοπάροχοι των αναιρεσιβλήτων (εναγόντων) κατέστησαν κύριοι του εν λόγω ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον άσκησαν από το έτος 1881, που απελευθερώθηκε η Θεσσαλία, έως το 1915 (δηλαδή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της τριακονταετίας) τις ανωτέρω πράξεις νομής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη κατά τις προμνημονευθείσες διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, δηλαδή με την άδολη και ειλικρινή πεποίθηση, ότι δεν προσβάλλουν δικαιώματα τρίτων (την οποία δικαιολογούσε η γνώση ότι είχαν εκδοθεί τα προαναφερόμενα "ταπία" που καταστράφηκαν), υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του - του Εφετείου- δεν είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος του εάν οι προαναφερθέντες δικαιοπάροχοι των αναιρεσιβλήτων (εναγόντων) άσκησαν ή όχι τις ανωτέρω πράξεις νομής στο άνω ακίνητο με καλή πίστη με την έννοια που προπαρατέθηκε και, εν τέλει, το εάν ορθώς εφαρμόστηκαν ή όχι οι προμνημονευθείσες διατάξεις του προϊσχύοντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου για την έκτακτη χρησικτησία. Παρεκτός αυτού - το Εφετείο - ενώ δέχτηκε, ότι το ίδιο ακίνητο είναι "αγρόκτημα αποτελούμενο από καλλιεργούμενες και λιβαδικές εκτάσεις (βοσκοτόπους)" δεν αποσαφηνίζεται ποιες οι καλλιεργούμενες και ποιες οι λιβαδικές εκτάσεις, ώστε να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή όχι εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων του Οθωμανικού νόμου περί γαιών για απόκτηση επί του πιο πάνω ακινήτου δικαιώματος "τεσσαρούφ" χωρίς την έκδοση ή όχι ταπίου. Επομένως, είναι βάσιμος ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ.19 ΚΠολΔ, και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η προσβαλλόμενη 264/2009 απόφαση του Εφετείου Λάρισας να αναιρεθεί και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ.3 εδ.2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 264/2009 απόφαση του Εφετείου Λάρισας. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο όμως από άλλους Δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση. Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 18η Φεβρουαρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 19η Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εφαρμογή διατάξεων του Οθωμανικού Νόμου περί γαιών στη Θεσσαλία. Από την προσάρτησή της στην Ελλάδα, εισήχθη στη Θεσσαλία ημεδαπή νομοθεσία, η οποία ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις που εφεξής δημιουργούνται με τη διάκριση, ότι, ως προς το παρελθόν, αυτές ρυθμίζονται κατά τον προϊσχύοντα Οθωμανικό Νόμο, θεωρούμενο ως νόμο –όχι αλλοδαπό, αλλά– εσωτερικό.
Οθωμανικό δίκαιο
Γαίες, Οθωμανικό δίκαιο.
2
Αριθμός 626/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Λ. Ν. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Γερασιμούλα Σιμωνετάτου. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Δ. Ν. του Λ., κατοίκου ..., 2) Φ. χήρας Α. Χ., το γένος Λ. Ν., και 3) Μ. συζ. Ε. Μ., το γένος Λ. Ν., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρο τους Ιωάννη Βαρδάκο και Γεώργιο Στεφανάκη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/11/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5024/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 713/2010 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 3/12/2010 αίτηση και τους από 29/10/2013 προσθέτους λόγους του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 18/11/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι της. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1 και 3, 97 παρ. 1 και 104 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι ο δικηγόρος που επισπεύδει τη συζήτηση της αναίρεσης, υπογράφοντας την απαιτούμενη κλήση και την παραγγελία προς το δικαστικό επιμελητή για την επίδοση, καθώς και εκείνος που εκπροσωπεί το διάδικο κατά τη συζήτησή της στον Άρειο Πάγο, πρέπει να είναι εφοδιασμένος με σχετική πληρεξουσιότητα, η οποία παρέχεται από τον εκπροσωπούμενο διάδικο είτε με συμβολαιογραφική πράξη έως τη συζήτηση στο ακροατήριο, είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση. Η έλλειψη της πληρεξουσιότητας, ως άνω, εξεταζόμενη και αυτεπαγγέλτως, έχει ως συνέπεια την ακυρότητα των πιο πάνω πράξεων της προδικασίας και τη μη προσήκουσα παράσταση του διαδίκου ο οποίος ειδικότερα θεωρείται δικονομικά απών. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 575, 226 παρ. 4 εδ. α' και γ', 568 παρ. 4 και 576 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι, αν τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης αναβλήθηκε με επισημείωση στο πινάκιο, είναι δε απών, κατά τη νέα μετά την αναβολή δικάσιμο, κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως αν ο απών διάδικος είχε επισπεύσει την αρχική συζήτηση ή είχε κλητευθεί σ' αυτήν νόμιμα και εμπρόθεσμα, αν δε συντρέχει η μία ή η άλλη από τις προϋποθέσεις αυτές, είναι περιττή νέα κλήτευση του απόντος, κατά τη νέα μετ' αναβολή, διαδίκου. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Η υπό κρίση, από 3.12.2010, αίτηση αναίρεσης και πρόσθετοι λόγοι της κατά της 713/2010 απόφασης του Εφετείου Πειραιά ορίστηκε αρχικά να συζητηθεί στη δικάσιμο της 4.12.2013, οπότε η συζήτηση αναβλήθηκε από το πινάκιο για την αναφερόμενη στην αρχή δικάσιμο - της 8.1.2014 -. Κατά τη νέα μετ' αναβολή δικάσιμο και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, ο αναιρεσείων εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Γερασιμούλα Σιμεωνάτου με το ειδικό πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Στέφανου Γκριόγλου του Ιωάννη υπ' αριθμ. … της 13.1.2014, μετά δηλαδή τη συζήτηση στο ακροατήριο, με συνέπεια, επομένως, να μην έχει εκπροσωπηθεί προσηκόντως και να θεωρείται δικονομικά απών. Από την ...'/20.9.2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών … προκύπτει, ότι, κατόπιν έγγραφης παραγγελίας της πληρεξούσιας δικηγόρου του πρώτου αναιρεσιβλήτου, που επισπεύδει τη συζήτηση, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης - ως εκ περισσού - με πράξη ορισμού δικασίμου για την αρχική δικάσιμο της 4.12.2013 - οπότε κατά τα άνω αναβλήθηκε η συζήτηση από το πινάκιο για την αναφερόμενη στην αρχή δικάσιμο (της 8.1.2014) - και κλήση προς συζήτηση της αναίρεσης (και των πρόσθετων λόγων της) κατά την αρχική δικάσιμο επιδόθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως στον αναιρεσείοντα και πρέπει, επομένως, εφόσον, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν χρειαζόταν νέα κλήση του δικονομικά απόντος αναιρεσείοντος κατά τη νέα μετά την αναβολή δικάσιμο (της 8.1.2014), παρά την απουσία του, να προχωρήσει τη συζήτηση της αναίρεσης. ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 902 ΑΚ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να πληροφορηθεί το περιεχόμενο ενός εγγράφου που βρίσκεται στην κατοχή άλλου έχει δικαίωμα να απαιτήσει την επίδειξη ή και αντίγραφό του, αν το έγγραφο συντάχθηκε για το συμφέρον αυτού που το ζητεί ή πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και αυτόν ή σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση είτε απ' ευθείας από τον ίδιο είτε για το συμφέρον του, με τη μεσολάβηση τρίτου. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι η αξίωση εκείνου που επιδιώκει να πληροφορηθεί το περιεχόμενο ενός εγγράφου ασκείται με αγωγή, στοιχεία της οποίας είναι η κατοχή του εγγράφου από τον εναγόμενο και το έννομο συμφέρον που έχει ο ενάγων για να λάβει γνώση αυτού. Σε μια τέτοια περίπτωση, η υποχρέωση του κατέχοντος να προβεί σε επίδειξη του εγγράφου απορρέει απ' ευθείας από τη διάταξη του άρθρου 902 ΑΚ, είναι δηλαδή ενοχή εκ του νόμου. Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται, αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερο στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτό δεν υπάγονται. Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Στις 18.10.2005 απεβίωσε στο Μαρούσι Αττικής ο αδελφός των (ήδη αναιρεσιβλήτων) εναγόντων και πατέρας του (ήδη αναιρεσείοντος) εναγομένου, Ν. Λ. Ν., ο οποίος κατέλιπε την από 20.1.1998 ιδιόγραφη διαθήκη του, με την οποία εγκατέστησε μοναδικό κληρονόμο τον εναγόμενο - υιό του, που είχε αποκτήσει από το γάμο του με τη Σ. Ξ., που είχε λυθεί το έτος 1978 και κληροδόχους επί δήλων πραγμάτων της κληρονομίας του τους ενάγοντες αδελφούς του, είχε δε, επί λέξει, το ακόλουθο περιεχόμενο ... Υ.Γ. Η πρωτότυπος διαθήκη να κρατηθεί από τον Λ. (αναιρεσείοντα) και ενυπόγραφα φωτοτυπημένα αντίγραφά της στον αδελφό (τ)ου Δ. και αδελφές (τ)ου Μ. και Φ. (αναιρεσιβλήτους) (υπογραφή). Στο δε πρώτο των εναγόντων, αδελφό του, Δ. Ν., απέστειλε, επίσης, τη συνταχθείσα, κατά των αυτή ως άνω κληρονομία ενυπόγραφη επιστολή, στην οποία αναγράφονται .... 1. Αναφέρομαι στα εδάφια (β) και (γ) 4ης παραγράφου της υπό σημερινή ημερομηνία διαθήκης μου που αναθέτω σε σένα (και εν αδυναμία σου η σκυτάλη στην αδελφή μας Μ.), να φροντίσετε για την κατά των απόλυτο κρίση σας εκπλήρωση των επιθυμιών μου, δίχως να δώσετε εξηγήσεις σε οιονδήποτε για τις όποιες ενέργειες και αποφάσεις σας. 2. Ηναγκάσθην να διατυπώσω την παράγραφο 4 της διαθήκης μου διότι έχω αμφιβολίες για την ορθή και ανεπηρέαστη κρίση του Λ. για τον οποίο υποπτεύομαι ότι επηρεάζεται και ακολουθεί πολλές φορές τις υποδείξεις της πενθεράς του ή και της μητέρας του, για τις οποίες υποδείξεις των δεν νομίζω ότι υπήρξαν πάντοτε ορθές. 3. Αυτός και μόνον αυτός είναι ο λόγος για τον φόβο μου ότι είναι δυνατόν να μη συμμορφωθεί προς τις επιθυμίες μου. 4. Διετύπωσα την παράγραφο 3 της διαθήκης μου ώστε ο Λ. για ό,τι ανήκει σε μένα να μη έχει καμία απολύτως ανάμειξη ως προς την διάθεση των κατά την απόλυτη κρίση σας..... 11. Συγχώρεσέ με για το βαρύ έργο που σου αναθέτω. Προστάτεψε τον Λ. και τις αδελφές μας. Ο Θεός πάντα μαζί σου". Ακριβή φωτοαντίγραφα της εν λόγω ιδιόγραφης διαθήκης φέροντα την πρωτότυπη υπογραφή του διαθέτη Ν. Ν. (βλ. αυτά προσκομιζόμενα) παραδόθηκαν από τον τελευταίο στον πρώτο και την τρίτη των εναγόντων Δ. Ν. και Μ. Μ., το γένος Λ. Ν., γεγονός, που δεν αμφισβητεί ειδικά, άλλωστε ο εναγόμενος. Στο ένα από τα παραπάνω φωτοαντίγραφα είναι συνημμένο ιδιόχειρο σημείωμα του διαθέτη, με ερυθρά γράμματα, με ημερομηνία, επίσης, 20-1-1998, φέρον την υπογραφή του διαθέτη, έχει δε το εξής περιεχόμενο: "Επιθυμία μου να ενταφιασθώ στον οικογενειακό τάφο του Νεκροταφείου Αναστάσεως Πειραιά. Εκτελεστή της διαθήκης μου ορίζω τον αδελφό μου Δ. Λ. Ν.. Μετά παρέλευση ενός έτους περίπου από την σύνταξη της ένδικης διαθήκης, ο διαθέτης συνέταξε το, επίσης προσκομιζόμενο από τους ενάγοντες, ιδιόχειρο και ενυπόγραφο από 6-2-1999 σημείωμα με επικεφαλίδα "Ενημέρωσις/Διευκρινήσεις Διαθήκης 20-1-1998" με το ακόλουθο περιεχόμενο: "3 (α) Ήδη προσεφέρθησαν διά Συμβολαιογραφικής Πράξεως στο Ναυτικό Μουσείο Θήρας, 3(β) Το κτήριο των γραφείων Λονδίνου επωλήθη και το τίμημα διετέθη ήδη για τις ανάγκες των FERRIES. 'Όπως, επίσης, επωλήθη και το FLAT, ολόκληρο το τίμημα του οποίου διετέθη ως αποζημίωση, της GILL και SYLVIA. Υ.Γ. Φωτοτυπημένα αντίγραφα διαθήκης μου μόνο στον αδελφό μου Δ. και αδελφή μου Μ.. Η πρωτότυπος στον Λ.. Πειραιεύς 6 Φεβρουαρίου 1999". Από τα παραπάνω έγγραφα και ιδιαίτερα από τα υστερόγραφα της ιδιόγραφης διαθήκης και του από 6-2-1999 εγγράφου του διαθέτη καθίσταται σαφές ότι το πρωτότυπο της εν λόγω διαθήκης, η σύνταξη της οποίας δεν αμφισβητείται από τον εναγόμενο, παραδόθηκε στον τελευταίο από τον διαθέτη - πατέρα του και βρίσκεται έκτοτε στην κατοχή του μέχρι σήμερα. Το συμπέρασμα αυτό είναι σύμφωνο με τους κανόνες της λογικής και συνάδει με τη μεθοδικότητα και επιμέλεια, που επέδειξε ο διαθέτης σε σχέση με το λεπτομερή και δίκαιο, κατά την κρίση του, χειρισμό των θεμάτων, που αναφέρονται στην τύχη της περιουσίας του, μετά το θάνατο του. Έτσι, θα ήταν αντίθετο με την τυπικότητα και υπευθυνότητα, που τον χαρακτήριζε, όπως τούτο προκύπτει με σαφήνεια από τις καταθέσεις αμφοτέρων των μαρτύρων των διαδίκων, καθ'όλη τη διάρκεια του κοινωνικού και επιχειρηματικού βίου του, αλλά και την εγνωσμένη εμπειρία του σε νομικά ζητήματα, να μην ανακοινώσει, καθ'όλο το χρονικό διάστημα των επτά ετών, που μεσολάβησε από τη σύνταξη της εν λόγω διαθήκης, μέχρι το θάνατό του, στους αδελφούς του -ενάγοντες, τους οποίους, μάλιστα, περιέβαλλε με ιδιαίτερα αισθήματα αγάπης, την πρόθεσή του για καταστροφή της διαθήκης ή να μην προβεί στη νομότυπη ανάκληση αυτής. Και τούτο, παρά το ότι, κατά το χρονικό διάστημα αυτό, σημειώθηκαν σημαντικές μεταβολές των περιουσιακών στοιχείων του Ν. Ν., όπως λ.χ. η πώληση των πλοίων της "NOMICOS LINES" τον Οκτώβριο του 1999 στη "MINOAN FLYING DOLPHINS", η πώληση της κείμενης, στον Πειραιά πολυκατοικίας στην εταιρία "ΝΟΒΟ ΑΕ", συμφερόντων του πρώτου των εναγόντων και του εναγομένου το Δεκέμβριο του 2003, η πώληση των μετοχών του διαθέτη του Ξενοδοχείου "ΔΕΛΦΙΝΙΑ", που βρίσκεται στη Λέσβο, κατά 50% στον πρώτο των εναγόντων και κατά 50% στον εναγόμενο, τον Οκτώβριο του 2005 στο Νοσοκομείο "ΥΓΕΙΑ" όπου νοσηλευόταν ο διαθέτης, λίγες ημέρες πριν από το θάνατο του, που θα δικαιολογούσε ενδεχόμενη ανάκληση της διαθήκης. Με αυτά τα δεδομένα αβασίμως ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι δεν κατέχει την εν λόγω διαθήκη, η οποία δεν παραδόθηκε ποτέ σ' αυτόν από τον πατέρα του, με τον οποίο, σημειωτέον, συγκατοικούσαν στην ίδια οικία από το έτος 1998, διατεινόμενος ότι ο πατέρας ακύρωσε, με κάποιο τρόπο, ή κατέστρεψε εν τέλει τη διαθήκη αυτή και ότι εν πάση περιπτώσει η διαθήκη είχε καταστεί άνευ αντικειμένου, διότι είχε επέλθει, κατά το θάνατο του διαθέτη - πατέρα του πλήρης και ουσιώδης μεταβολή των περιουσιακών στοιχείων του τελευταίου. Το γεγονός αυτό και αληθές υποτιθέμενο, δεν ασκεί καμία επιρροή στην προκείμενη περίπτωση, καθ'ότι η αποτίμηση της αξίας της κληρονομιαίας περιουσίας και η επάρκεια της για την ικανοποίηση των αξιώσεων των εναγόντων ως κληροδόχων αντικειμένων αυτής, δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας δίκης, αλλά μελλοντικής κληρονομικής δίκης, που θα ανοιγεί μεταξύ των διαδίκων, για τη διάγνωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων τους, αντίστοιχα, που απορρέουν από την ένδικη διαθήκη. Ανεξαρτήτως τούτου, πάντως, από την επισκόπηση του περιεχομένου της διαθήκης, γίνεται φανερό ότι με την εκποίηση των προαναφερθέντων περιουσιακών στοιχείων δεν εξαντλείται η κληρονομιαία περιουσία του Ν. Ν.. Άλλωστε, ο τετιμημένος με διαθήκη, ως κληρονόμος ή κληροδόχος, εγκαθίσταται σε ό,τι ήθελε ευρεθεί κατά το χρόνο θανάτου του διαθέτη. Σημειώνεται ότι, μετά την άρνηση του εναγομένου να προβεί στη δημοσίευση της εν λόγω διαθήκης, οι ενάγοντες άσκησαν κατ' αυτού ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 15-3-2006, προγενέστερη της ένδικης, αγωγή για αναγνώριση της παραπάνω διαθήκης, επί της οποίας εκδόθηκε η 3036/2007 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή αυτή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, με την παραδοχή, ότι, εφόσον κατά τα ιστορούμενα σ' αυτήν, ο εναγόμενος παρακρατούσε σκόπιμα την ευρισκόμενη στην κατοχή του διαθήκη, αρνούμενος να προβεί στη δημοσίευσή της, θα έπρεπε προηγουμένως ν' ασκηθεί κατ' αυτού αγωγή προς επίδειξη του εγγράφου της διαθήκης και εάν αυτή η διαδικαστική ενέργεια δεν απέφερε αποτέλεσμα, οπότε και θα υπήρχε αδυναμία έγγραφης απόδειξης, να ασκηθεί η ενώπιον του φερόμενη αγωγή. Υπό τα περιστατικά αυτά συντρέχουν εν προκειμένω οι προβλεπόμενες από το άρθρο 902 ΑΚ προϋποθέσεις για τη δημιουργία της αξίωσης των εναγόντων για την επίδειξη σ' αυτούς της από 20-1-1998 ιδιόγραφης διαθήκης του αποβιώσαντος στις 18-10-2005 αδελφού τους Ν. Λ. Ν. και για τη χορήγηση αντιγράφου αυτής, ήτοι α) η εγκατάσταση τους από τον διαθέτη ως κληροδόχων δήλων πραγμάτων της περιουσίας του τελευταίου και συγκεκριμένα ο πρώτος ενός ζωγραφικού πίνακα του Κ. Β. και εκάστη των λοιπών του ποσού των 150.000 US $ και β) η κατοχή του εγγράφου αυτού από τον εναγόμενο. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ως εκ τούτου ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το Νόμο και χωρίς πλημμέλεια εκτίμησε τις προσαχθείσες ενώπιόν του αποδείξεις. Επομένως, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου υπό λατινικά Ι και ΙΙ λόγοι της έφεσης". Ακολούθως, - το Εφετείο - έκρινε, ότι πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη - από 22.11.2007 - περί επίδειξης αγωγή των αναιρεσιβλήτων και να υποχρεωθεί ο ήδη αναιρεσείων εναγόμενος να προβεί σε επίδειξη προς τους ήδη αναιρεσιβλήτους ενάγοντες της εν λόγω διαθήκης με την απειλή εναντίον του χρηματικής ποινής 500 ευρώ και προσωπικής κράτησης ενός μηνός, για την περίπτωση που δεν εκπληρώσει τις ανωτέρω υποχρεώσεις του, επικυρώνοντας, έτσι, την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει όμοια κρίση. Έτσι, που έκρινε, το πιο πάνω Δικαστήριο, δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 901 έως 903 ΑΚ, την πρώτη από τις οποίες, που αφορά στην επίδειξη πράγματος, ορθά δεν εφήρμοσε, εφόσον, από το προεκτιθέμενα δεδομένα, δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής της, ενώ - όσον αφορά στην παραδοχή της αγωγής - περιέλαβε στην απόφασή του πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία που καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων, και, συνεπώς, οι λόγοι αναίρεσης, πρώτος κατά το πρώτο μέρος του και πρώτος πρόσθετος, κατά το πρώτο μέρος του, από τον αριθμό 1, και δεύτερος, δεύτερος πρόσθετος - κατ' ορθή εκτίμησή του - και τρίτος πρόσθετος, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. και όχι από τον αριθ. 17 του ίδιου άρθρου, με τους οποίους κατά τις αντίστοιχες αιτιάσεις, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Οι περιλαμβανόμενες στους ίδιους αναιρετικούς λόγους αιτιάσεις, από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., ότι το Εφετείο, με το να δεχθεί την αγωγή παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 901-903 ΑΚ, εφόσον "εξ ουδενός αποδεικτικού στοιχείου, με βάση τους κανόνες αποδείξεως της τακτικής διαδικασίας απεδείχθη το κρίσιμο στοιχείο που απαιτείται εν προκειμένω, ήτοι η ύπαρξη πρωτότυπης διαθήκης και η κατοχή του εγγράφου, του οποίου η επίδειξη ζητήθηκε ... ούτε καν από την ιδιόχειρη σημείωση του αποβιώσαντος ... επί του κειμένου της υποτιθέμενης διαθήκης, στο οποίο προφανώς ερείδεται η κρίση της εκκαλουμένης, αποδεικνύεται το γεγονός της ύπαρξης πρωτότυπης διαθήκης και της πραγματικής παράδοσής της στον - ήδη αναιρεσείοντα - εναγόμενο, αφού, ειδικότερα, δεν απεδείχθη αν υπήρχε πρωτότυπη διαθήκη, αν παραδόθηκε ... και μάλιστα ποιος, πότε και υπό ποιες συνθήκες του την παρέδωσε", είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, γιατί, υπό την επίφαση της παραβίασης κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, πλήττεται η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση (ανάλυση και στάθμιση) των αποδείξεων, η οποία, όμως, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Εξάλλου και οι περιλαμβανόμενες στους ίδιους αναιρετικούς λόγους αιτιάσεις από το άρθρο 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ., ότι το Εφετείο διέλαβε ασαφείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς την παραδοχή του ουσιώδους αγωγικού ισχυρισμού "ότι δήθεν συντάχθηκε πρωτότυπη διαθήκη, η οποία δήθεν παραδόθηκε στον - ήδη αναιρεσείοντα - εναγόμενο από τον αποβιώσαντα πατέρα του και ότι δήθεν έκτοτε βρίσκεται στην κατοχή του" και, έτσι, στέρησε την απόφασή του από τη νόμιμη βάση της, διότι δέχτηκε την ύπαρξη στην επίμαχη - ιδιόγραφη - διαθήκη δύο υστερογράφων, με ημερομηνίες 20.4.1998 και 6.2.1999, αντίστοιχα, με σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς τον κύκλο των προσώπων που φέρονται να λαμβάνουν αντίγραφα της διαθήκης, που "ουδόλως αιτιολογεί", αφού, ενώ με το "υστερόγραφο της 20.1.1998 ... φέρεται να έχουν ήδη παραδοθεί στο Δ. Ν. και στις αδελφές του πατέρα του αναιρεσείοντος, Μ. και Φ. (αναιρεσιβλήτους)", ένα χρόνο μετά ο πατέρας του αναιρεσείοντος φέρεται να διαφοροποιεί παντελώς το συγκεκριμένο υστερόγραφο και η βούλησή του να εκδηλώνεται με τη φερόμενη παράδοση αντιγράφων της διαθήκης μόνο στους Δ. και Μ.", και "ενώ στο υστερόγραφο της 20.1.1998 γίνεται λόγος για ενυπόγραφα φωτοτυπημένα αντίγραφα, στο μεταγενέστερο της 6.2.1999 γίνεται λόγος για απλά φωτοτυπημένα αντίγραφα", και περαιτέρω, ότι - ο αναιρεσείων, "αν τα αναφερόμενα στο υστερόγραφο της 20.1.1998 είχαν τω όντι υλοποιηθεί από τον πατέρα του, δηλαδή αν είχαν παραδοθεί ενυπόγραφα αντίγραφα της διαθήκης στα τρία αδέλφια του, δεν θα μπορούσε ένα χρόνο μετά ο πατέρας του να φέρεται και να διαφοροποιεί την εικαζόμενη επιθυμία του ως προς τον αριθμό των ατόμων που θα κατείχαν αντίγραφα της διαθήκης και να διαφοροποιεί τα αντίγραφα από ενυπόγραφα σε απλά φωτοτυπημένα, ενώ, αν τα αντίγραφα είχαν ήδη παραδοθεί στις 20.1.1998, δεν θα μπορούσε στις 6.2.1999 να εξαιρέσει τη Φ., ο τρόπος δε διατύπωσης στο υστερόγραφο της 20.1.1998 δίνει την αίσθηση τουλάχιστο σε αυστηρή γραμματική διατύπωση ότι τα αντίγραφα έχουν ήδη παραδοθεί, γεγονός, όμως, που αποδεικνύεται ανακριβείς ... με δεδομένο δε αυτό ... δημιουργείται, σχεδόν, βεβαιότητα, ότι δεν έλαβε χώρε ούτε και η παράδοση του πρωτοτύπου ... και το ασφαλές συμπέρασμα που εξάγεται από το συνδυασμό και των δύο εγγράφων - κατά τον αναιρεσείοντα - είναι ότι ο πατέρας του έγραψε πιθανότατα κάποιες σκέψεις και επιθυμίες του σε κάποιο σημείο της ζωής του, οι οποίες ουδέποτε υλοποιήθηκαν με τη μορφή έγκυρης διαθήκης", είναι απορριπτέες - και αυτές - ως απαράδεκτες, αφού μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε, αφού ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς - όπως, κατά τα άνω, εδώ γίνεται - δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ. ΑΠ 861/1984 ΝοΒ34.88, ΑΠ 1987/2007 Ελλ.Δνη 49.500). Τέλος, η περιλαμβανόμενη στον πρώτο, κατά το πρώτο μέρος του, αναιρετικό λόγο αιτίαση, από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε την αγωγή απαράδεκτη και ως τέτοια, δεν την απέρριψε, "καθώς ουδέν εκ των ανωτέρω στοιχείων διαλαμβανόταν σ' αυτήν - αγωγή -" είναι αόριστη και πρέπει να απορριφθεί, γιατί δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο εάν ο ως άνω ισχυρισμός - ο οποίος και δεν εμπίπτει σε καμιά από τις εξαιρέσεις της παρ. 2 του άρθρου 562 Κ.Πολ.Δ. - προτάθηκε νόμιμα από τον ήδη αναιρεσείοντα εναγόμενο με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επαναφέρθηκε στο Εφετείο από τον ίδιο, ως ηττηθέντα, με λόγο της έφεσής του κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 338 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται στους διαδίκους το δικανικό βάρος απόδειξης των πραγματικών γεγονότων, τα οποία ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου προϋποθέτει γενικά και αφηρημένα για να ισχύει η έννομη συνέπεια, της οποίας διώκεται η δικαστική διάγνωση. Το βάρος απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει το διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο πρέπει να επιβάλλει με απόφασή του την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό της πλήρους δικανικής προϋπόθεσης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Αντίθετα, αντικειμενικό βάρος απόδειξης είναι ο κίνδυνος που διατρέχει ο διάδικος στην περίπτωση αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γένεσης της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρος απόδειξης, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γένεσης της επίδικης έννομης συνέπειας διαδίκου, ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθ. 13 Κ.Πολ.Δ. λόγο αναίρεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης και τον πρώτο πρόσθετο, κατά το δεύτερο μέρος του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του αριθμού 13 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., γιατί το Εφετείο, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 338 Κ.Πολ.Δ., μετατόπισε το βάρος της απόδειξης στον αναιρεσείοντα και δέχτηκε ότι αποδείχθηκε ο αγωγικός ισχυρισμός των αναιρεσιβλήτων, περί ύπαρξης πρωτότυπης διαθήκης και κατοχής της από αυτόν - αναιρεσείοντα". Οι λόγοι, όμως, αυτοί της αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, καθ' όσον από την επισκόπηση του περιεχομένου της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι το Εφετείο δέχθηκε την αγωγή των αναιρεσιβλήτων, μετά την εκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών μέσων που είχαν προσκομισθεί από τους αναιρεσιβλήτους για την απόδειξη του ως άνω ισχυρισμού του, δεχθέν, έτσι, ότι οι αναιρεσίβλητοι ανταποκρίθηκαν στο αντικειμενικό βάρος απόδειξης με το οποίο βαρύνονταν. IV. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης, προβάλλεται από τον αναιρεσείοντα η από τον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του περί της ουσιαστικής βασιμότητας της ένδικης - από 2.11.2007 - περί επίδειξης εγγράφου (της άνω ιδιόγραφης διαθήκης) αγωγής των αναιρεσιβλήτων, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, 1) τις υπ. αριθμ. 32.142, 32.143 και 32.144/2009 ένορκες βεβαιώσεις τρίτων ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών Χρήστου Στείρου, οι οποίες έχουν ληφθεί κατόπιν προηγούμενης νόμιμης κλήτευσης των αντιδίκων του, όπως προκύπτει από τις υπ' αριθμ. ..., ...'και .../2009 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών … και 2) τις καταθέσεις των μαρτύρων που περιέχονται στα υπ' αριθμ. 5024/2008 πρακτικά του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ιδιαίτερα δε του μάρτυρος απόδειξης, ο οποίος κατέθεσε, ότι "ούτε έχω ακούσει ούτε έχω δει παράδοση διαθηκών πρωτοτύπου από το Ν. Ν., στο Λ. Ν., δηλαδή αποδεικτικά μέσα από τα οποία προκύπτει, ότι στην κατοχή του - του αναιρεσείοντος - "ΔΕΝ ΕΥΡΙΣΚΕΤΟ η επίδικη διαθήκη", τα οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε ενώπιόν του, με τις προτάσεις του της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προς ανταπόδειξη της εν λόγω αγωγής. Ο ερευνώμενος αυτός αναιρετικός λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση-βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων και από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα (ένορκες βεβαιώσεις και καταθέσεις μαρτύρων) τα οποία και ρητά μνημονεύει, σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι στο αιτιολογικό της απόφασης δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο από το οποίο να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για το αν το Εφετείο έλαβε υπόψη του και τα παραπάνω έγγραφα, δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία, ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα έγγραφα αυτά, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει χωριστή αξιολόγηση του καθενός. V. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού η δικονομικού δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 25/2003, 12/2000 και 3/1997), όχι δε και εκείνοι που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν άρνηση αυτής, ούτε και εκείνοι που δεν έχουν αυτοτέλεια και αποτελούν επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ.ΑΠ 469/1984). Ο τέταρτος, επομένως, λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων ψέγεται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 8 περ. γ' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη "τον αποδεδειγμένο δια των μαρτυρικών καταθέσεων ισχυρισμό του, τον οποίο πρόβαλε νομότυπα αντικρούοντας αντίθετο ισχυρισμό των αντιδίκων του, ότι ο πατέρας του δεν διακρινόταν πλέον για την επιμέλεια και τυπικότητά του, λαμβανομένης υπόψη και της ηλικίας του (ήταν γεννηθείς το 1920) ... σταδιακά η επιμέλεια που διέκρινε τον αποβιώσαντα πατέρα του μειώθηκε σε μεγάλο βαθμό τα τελευταία χρόνια της ζωής του.... Δεν θα μπορούσε ο πατέρας του να διαθέτει αυτή την επιμέλεια και τυπικότητα στις υποθέσεις του και να περιορισθεί στη σύνταξη υποτίθεται κάποιων επιστολών, ενώ θα μπορούσε πολύ απλά να συντάξει μια δημόσια διαθήκη και να την καταθέσει σε έναν από τους αρκετούς συμβολαιογράφους", είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί, γιατί τα εν λόγω περιστατικά αποτελούν απλά επιχειρήματα για την απόκρουση της αγωγής, δεν συνιστούν , δηλαδή, "πράγματα" με την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ., που προπαρατέθηκε. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 3-12-2010 αίτηση του Λ. Ν. του Ν. για αναίρεση της 713/2010 απόφασης του Εφετείου Πειραιά και τους από 29-10-2013 πρόσθετους λόγους της. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 902 ΑΚ, η αξίωση εκείνου που επιδιώκει να πληροφορηθεί το περιεχόμενο ενός εγγράφου ασκείται με αγωγή, στοιχεία της οποίας είναι η κατοχή του εγγράφου από τον εναγόμενο και το έννομο συμφέρον που έχει ο ενάγων για να λάβει γνώση αυτού. Σε μια τέτοια περίπτωση, η υποχρέωση του κατέχοντος να προβεί σε επίδειξη του εγγράφου απορρέει απ’ ευθείας από τη διάταξη του άρθρου 902 ΑΚ, είναι δηλαδή ενοχή εκ του νόμου.
Επίδειξη εγγράφων
Επίδειξη εγγράφων.
2
Αριθμός 619/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Ε. συζ. Ι. Υ., το γένος Α. Χ., 2) Δ. Υ. του Ι. και 3) Γ. Υ. του Ι., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αλέξανδρο Στρίμπερη. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. Β. του Χ. και 2) Α. Β. του Χ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Χολέβα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/12/2008 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και εκδόθηκε η 2022/2011 απόφαση του. Την αναίρεση της απόφασης αυτής ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 12/10/2011 αίτησή τους και τους από 17/10/2011 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 11/2/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αναιρέσεως και των προσθέτων λόγων. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή η αναιρεσιβαλλομένη υπ' αριθμ. 2022/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών έχει καταστεί τελεσίδικη λόγω παραιτήσεως με την κρινόμενη αναίρεση της κατ' αυτής ασκηθείσας εφέσεως (αρθρ. 297, 299 και 553 παρ.1 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου αυτή υπόκειται σε αναίρεση, που στην προκειμένη περίπτωση παραδεκτά έχει ασκηθεί με την κατάθεση της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (αρθρ. 466 παρ.2 ΚΠολΔ). Επειδή η ποιοτική (ποσοτική) αοριστία του δικογράφου της αγωγής, υπάρχει αν ο ενάγων δεν αναφέρει στην αγωγή με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στο οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής. Στην περίπτωση αυτή η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη και η σχετική παράβαση ελέγχεται αναιρετικά με τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθόσον το δικαστήριο, κατά παράβαση της δικονομικής διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔ, παραλείπει να ελέγχει ακυρότητα του δικογράφου. Περαιτέρω για το ορισμένο αγωγής, αναγνωριστικής ή διεκδικητικής κυριότητας ακινήτου, απαιτείται από απόψεως ακριβούς περιγραφής του αντικειμένου της διαφοράς (αρθρ.216 παρ.1 ΚΠολΔ) ο καθορισμός κατά τρόπο λεπτομερή και σαφή της θέσεως στην οποία κείται το ακίνητο και οπωσδήποτε των ορίων και της έκτασής του, ώστε να μη γεννιέται αμφιβολία για την ταυτότητά του. Το γεγονός ότι το μνημονευόμενο τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο εμφαίνεται το επίδικο ακίνητο δεν προσαρτήθηκε στην αγωγή, δεν την καθιστά αόριστη ως προς την περιγραφή του, αν από την όλη περιγραφή του ακινήτου στο δικόγραφο δεν γεννιέται αμφιβολία για την ταυτότητά του. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο πρόσθετο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι το δικαστήριο παρά το νόμο, δεν απέρριψε την αγωγή ως αόριστη διότι α)με την αγωγή διεκδικούνται τα 3/4 εξ αδιαιρέτου τα του επιδίκου ακινήτου, χωρίς να προσδιορίζεται ο ιδιοκτήτης του υπολοίπου 1/4 εξ αδιαιρέτου β)η περιγραφή του επιδίκου αναφέρεται στο από Αυγούστου 1964 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Λ. Σ., χωρίς τούτο να προσαρτάται στην αγωγή και γ)ο τίτλος κτήσεως της δικαιοπαρόχου των εναγόντων - αναιρεσιβλήτων, ήτοι το υπ' αριθμ. .../1970 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμ/φου Αθηνών Ευαγγέλου Ζώγγου, έχει μεταγραφεί σε διαφορετικό Υποθηκοφυλακείο από εκείνο της τοποθεσίας του επιδίκου ακινήτου και ειδικότερα στο Υποθηκοφυλακείο Αθηνών, αντί εκείνου των Αχαρνών και ότι λόγω της ακυρότητας της μεταγραφής αυτής δεν έχει χωρήσει μεταβίβαση της κυριότητας στους ενάγοντες - αναιρεσίβλητους με κληρονομική διαδοχή, αλλά ούτε και με τακτική χρησικτησία, ελλείψει νομίμου τίτλου. Οι αιτιάσεις αυτές είναι απορριπτέες και δή η πρώτη γιατί η αναφορά του ιδιοκτήτη του υπολοίπου 1/4 εξ αδιαιρέτου του επιδίκου ακινήτου δεν ήταν στοιχείο του ορισμένου της αγωγής, αφού τούτο δεν ήταν αντικείμενο της ένδικης διαφοράς, η οποία αφορούσε τα 3/4 και μόνο εξ αδιαιρέτου του επιδίκου, ως προς τη δεύτερη γιατί η περιγραφή του ενδίκου ακινήτου στην αγωγή δεν περιοριζόταν στην αναφορά στο, πράγματι, μη προσαρτώμενο στην αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα, αλλά όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της, ανέφερε και τα προσδιοριστικά στοιχεία του οικοπέδου μετά την ένταξή του στο σχέδιο πόλεως του Καματερού Αττικής, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του και ως προς την τρίτη, γιατί αυτή αναφέρεται σε περιστατικά που δεν αφορούν το ορισμένο της αγωγής, για το οποίο αρκούσε η επίκληση των μεταβιβαστικών συμβάσεων του επιδίκου ακινήτου, αλλά είναι αντικείμενο της ουσιαστικής βασιμότητάς της. Ενόψει τούτων, δεν συνέτρεχε περίπτωση ακυρότητας του δικογράφου της αγωγής, λόγω αοριστίας και δεν έσφαλε η προσβαλλομένη απόφαση που την δέχθηκε ως ορισμένη, απορριπτομένου ως εκ τούτου του ερευνωμένου πρώτου λόγου του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως. Περαιτέρω απορριπτέος, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, είναι και ο πέμπτος λόγος του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι εσφαλμένα απέρριψε, ως αόριστα, τα επί μέρους κονδύλια της επικουρικά υποβληθείσας από τους αναιρεσείοντες ενστάσεως επισχέσεως, για επωφελείς δαπάνες επί του επιδίκου και δη α) των 650 Ευρώ για την τοποθέτηση συρματοπλέγματος και β) των 2000 Ευρώ για την τοποθέτηση σιδερένιας πόρτας εισόδου, για το λόγο ότι δεν αναφερόταν ο χρόνος διενεργείας των δαπανών αυτών, καθ' οσον από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) προκύπτει, ότι κατά την μη πληττομένη αναιρετικώς διάταξη της αποφάσεως, οι αναιρεσείοντες κρίθηκαν ως κακής πίστεως νομείς και ως εκ τούτου ως μη δικαιούχοι επωφελών δαπανών, και συνεπώς στερούνται εννόμου συμφέροντος για την προβολή του συγκεκριμένου λόγου αναιρέσεως. Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1710, 1846, 1193, 1195 και 1198 ΑΚ προκύπτει ότι παράγωγο τρόπο μεταβιβάσεως επί ακινήτου αποτελεί και η καθολική διαδοχή από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, εφόσον ο κληρονομούμενος ήταν κύριος του ακινήτου κατά το χρόνο του θανάτου του και ο κληρονόμος αποδέχθηκε την επαχθείσα σ' αυτόν κληρονομιά, με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1199 του ίδιου κώδικα με την κατά το άρθρο 1193 μεταγραφή η κυριότητα του ακινήτου θεωρείται ότι περιήλθε στον κληρονόμο από τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου. Περαιτέρω κατά τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1045 και 1051 του ίδιου κώδικα συνάγεται ότι για την κτήση κυριότητας με τακτική μεν χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο για μία δεκαετία, με έκτακτη δε χρησικτησία άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία με τη δυνατότητα και στις δύο περιπτώσεις, του νομέα να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του χρησικτησίας και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, κατά δε το άρθρο 1046 του ίδιου κώδικα, εκείνος που έχει στη νομή του το πράγμα κατά την έναρξη και τη λήξη ορισμένης χρονικής περιόδου, τεκμαίρεται ότι το νέμεται και κατά τον ενδιάμεσο χρόνο. Άσκηση νομής (η οποία χρειάζεται για την κτήση κυριότητας με χρησικτησία) αποτελούν όταν πρόκειται για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς πάνω σ' αυτά πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό τους με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να είναι το πράγμα δικό του. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1846, 1045 ΑΚ και 262 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο κατά της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου προβαλλόμενος, από τον εναγόμενο, ισχυρισμός, ότι απέκτησε αυτός την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία αποτελεί ένσταση μεν αν η αγωγή στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο αποκτήσεως της κυριότητας, όπως είναι και η κληρονομική διαδοχή εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου ή και σε πρωτότυπο τρόπο, εφόσον όμως τα περιστατικά που προτείνονται από τον τελευταίο, με βάση τα οποία απέκτησε την κυριότητα είναι μεταγενέστερα εκείνων της αγωγής ή ο χρόνος της νομής που περιέχεται σ' αυτά είναι επαρκής για τη συμπλήρωση διπλής χρησικτησίας, άρνηση δε της αγωγής αν τα περιστατικά αυτά συμπίπτουν ή είναι προγενέστερα εκείνων που περιέχονται στην αγωγή. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, παραβιάζεται δε αυτός αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 10/2011), κατά δε τη διάταξη του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Εξάλλου το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) η οποία εκδόθηκε επί διεκδικητικής αγωγής ακινήτου των αναιρεσιβλήτων κατά των αναιρεσειόντων, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως, σ' αυτό, επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, το δικαστήριο, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Οι ενάγοντες από κληρονομιά της Μ. Σ. που απεβίωσε στις 05/12/1991, την οποία αποδέχθηκαν με τη με αρ. .../1992 πράξη αποδοχής ενώπιον της Συμβολαιογράφου Βόλου Μαρίας Αναγνώστου και μετέγραψαν νόμιμα, απέκτησαν κοινώς, αδιαιρέτως και κατ' ισομοιρίαν, αρχικώς κατά ψιλή κυριότητα και εν συνεχεία, μετά το θάνατο της επικαρπώτριας Ε. Β., που συνέβη το έτος 1997, τα 3/4 ιδανικά μερίδια ενός οικοπέδου. Το εν λόγω οικόπεδο (επίδικο) βρίσκεται στη θέση "Μαντριά Γκάτση" της περιφέρειας πρώην Κοινότητας και ήδη Δήμου Καματερού Αττικής (... Ο.Τ), επί της οδού ... αρ. 96, όπως εμφαίνεται με τον αριθμό (4) του υπό στοιχεία Μ τετραγώνου στο από Αυγούστου 1964 τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του Τοπογράφου Μηχανικού Λ. Σ., που προσαρτάται στο υπ' αριθμ. .../1964 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Ευαγγέλου Ζώγγου, έχει έκταση 170 τ.μ. και συνορεύει αρκτικώς σε πλευρά (10) μ. με το υπ' αριθμ. (11) οικόπεδο, μεσημβρινώς σε πλευρά (10) μ. με ιδιωτικό δρόμο (ήδη οδό ...), ανατολικά σε πλευρά (17) μ. με το υπ' αριθμ. (5) οικόπεδο και δυτικά σε πλευρά (17) μ. με το υπ' αριθμ. (3) οικόπεδο. Στη δικαιοπάροχο των εναγόντων (Μ. χήρα Α. Σ.), το ως άνω ποσοστό του επιδίκου οικοπέδου (3/4) είχε περιέλθει δυνάμει του με αρ. .../1970 πωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Ευαγγέλου Ζώγγου, που μεταγράφηκε νόμιμα και συντάχθηκε "εις μερικήν εκτέλεσιν" του με αρ. .../1964 προσυμφώνου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Ευαγγέλου Ζώγγου, στο οποίο είχε συμφωνηθεί η πώληση του όλου, που εν τέλει επιτεύχθηκε μερικώς (κατά τα 3/4). Το επίδικο ακίνητο περιλαμβάνεται στον τίτλο κτήσεως κυριότητας των εναγόντων και σε αυτούς της απώτερης και απώτατων δικαιοπαρόχων τους, σύμφωνα με την Έκθεση Πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα, που προέβη στην εφαρμογή των τίτλων ιδιοκτησίας των. Από του έτους 1970 η αρχική δικαιοπάροχος και μέχρι του έτους 1991, οπότε κληρονομήθηκε από τους ενάγοντες, κατείχε συνεχώς και αδιαλείπτως το επίδικο, ενεργώντας επ' αυτού όλες τις εμφανείς υλικές πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση του, και, συγκεκριμένα το επισκέπτονταν, το αποψίλωνε από τα χόρτα και το περιέφραξε με πασσάλους και με συρματόπλεγμα μέσα στη δεκαετία του 1970. Από του έτους 1991 (χρόνο θανάτου της) οι ήδη ενάγοντες, οπότε παρέλαβαν τη νομή του ακινήτου, προέβαιναν στην άσκηση εμφανών πράξεων νομής το επισκέπτονταν σε τακτά χρονικά διαστήματα και ενημερώνονταν από τους περίοικους για την ανάπτυξη της περιοχής. Επίσης οι ενάγοντες το συμπεριελάμβαναν στις φορολογικές τους δηλώσεις, όπως ενδεικτικά τούτο φαίνεται από τις προσκομιζόμενες φορολογικές δηλώσεις των ετών 1995 και 1996. Το γεγονός και μόνον της απουσίας αυτών, λόγω της μόνιμης διαμονή τους στο Βόλο, δεν σημαίνει χωρίς άλλο ότι οι ενάγοντες είχαν αποξενωθεί του ακινήτου. Η πρώτη εναγομένη από του έτους 2000, επωφελούμενη της ως άνω διαμονής των εναγόντων μακρά, της Αττικής, έβγαλε το παλαιό συρματόπλεγμα και έβαλε καινούριους πασάλους με συρματόπλεγμα τοποθέτησε σιδερένια πόρτα και επίστρωσε τμήμα με γκρο-μπετόν, δήλωσε αυτό στο Δήμο Καματερού, ως ακίνητο που ανήκε στην κυριότητά της, κατέβαλε τα τέλη σύνδεσης του επιδίκου με το δημοτικό αγωγό ακαθάρτων υδάτων και το τέλος ακίνητης περιουσίας για τα έτη 1995 - 2000 με το με αρ. 3020/2000 διπλότυπο είσπραξης. Με τις ενέργειες αυτές και σε αυτό το χρονικό σημείο, η πρώτη εναγομένη έδειξε εμφανώς τις βλέψεις της να ιδιοποιηθεί το επίδικο ακίνητο, το οποίο εξακολουθεί να νέμεται μέχρι και σήμερα. Ακολούθως δυνάμει του υπ' αριθμ. .../2000 συμβολαίου της Συμβ/φου Αθηνών Σοφίας Γεωργιάδη, που έχει νομίμως μεταγραφεί, μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στα τέκνα της Δ. και Γ. Υ., δεύτερο και τρίτο των εναγομένων το 1/2 ιδανικό μερίδιο της ψιλής κυριότητας του επιδίκου ακινήτου, παρακρατώντας για τον εαυτό της την επικαρπία. Περαιτέρω από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχτηκε ότι στο επίδικο ακίνητο ασκούνταν εμφανείς υλικές πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση του με διάνοια κυρίου, προ του έτους 1965 από τον ανωτέρω δικαιοπάροχο (πατέρα) της πρώτης εναγομένης καθώς επίσης και από αυτήν από το έτος 1965 και εντεύθεν, διότι αποδείχθηκε ότι η τελευταία το νεμήθηκε από του έτους 2000 Προηγούμενες ενέργειες της πρώτης εναγομένης, όπως η στάθμευση του αυτοκινήτου της στο επίδικο, η εναπόθεση κάποιων παλεττών και αντικειμένων σε αυτό, περί των οποίων κατέθεσαν οι μάρτυρες αυτής, δεν είναι ικανές να αποδείξουν την θέληση της να εξουσιάσει το επίδικο ως κυρία. Τα ανωτέρω προκύπτουν από τη σαφή κατάθεση του μάρτυρα των εναγόντων σε συνδυασμό με τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από αυτούς έγγραφα και δεν αναιρούνται από τις αόριστες ασαφείς και αμφιβόλου αξιοπιστίας καταθέσεις των μαρτύρων των εναγομένων Ακολούθως η πρώτη εναγόμενη, δεν μεταβίβασε την ψιλή κυριότητα του επιδίκου οικοπέδου στους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων δυνάμει του προαναφερόμενου συμβολαίου διότι στις ανωτέρω μεταβιβάσεις έλειπε το βασικό στοιχείο κατ' άρθρο 1033 του ΑΚ, ήτοι η κυριότητα του μεταβιβάζοντος. Συνεπώς οι ενάγοντες κατέστησαν αποκλειστικοί συγκύριοι του ως άνω επιδίκου ακινήτου, αφενός με παράγωγο τρόπο, αφετέρου με πρωτότυπο τρόπο λόγω έκτακτης χρησικτησίας εφόσον συμπληρώθηκε στο πρόσωπο τους και της δικαιοπαρόχου τους, ο χρόνος αυτής, οι δε εναγόμενοι, ουδέποτε απέκτησαν δικαίωμα κυριότητας επ' αυτού όπως αβασίμως ισχυρίζονται, εφόσον όπως προαναφέρθηκε δεν αποδείχθηκε φυσική εξουσίαση του επιδίκου εκ μέρους της πρώτης εξ αυτών, συνεχής και αδιάλειπτη επί εικοσαετία, με διάνοια κυρίου και εφόσον δε κατέστη κυρία του επιδίκου η πρώτη εξ αυτών, δεν μεταβίβασε την κυριότητα αυτού στους 2ο και 3ο των εναγομένων. Επομένως, απορριπτόμενων ως κατ' ουσίαν αβάσιμων αφενός της ένστασης ιδίας κυριότητας που πρόβαλαν οι εναγόμενοι και αφετέρου της ένστασης παραγραφής της διεκδικητικής αγωγής - αφού κατάληψη του επιδίκου έλαβε χώρα μόλις το 2000 που πρόβαλαν άπαντες οι εναγόμενοι, θα πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση κύρια αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη. Τέλος οι εναγόμενοι είναι κακής πίστεως, με την προεκτεθείσα έννοια, νομείς της επίδικης έκτασης. Ενόψει τούτων, σύμφωνα με την προεκτεθείσα σκέψη, δεν έχουν δικαίωμα αποζημιώσεως για τις επωφελείς δαπάνες κατασκευής των ανωτέρω έργων στις επίδικες εκτάσεις, και, κατά συνέπεια, αφού δεν έχουν αξίωση για τις δαπάνες αυτές, δεν έχουν και δικαίωμα επισχέσεως για τις εν λόγω δαπάνες". Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή α) κατά την κύρια βάση της περί παραγώγου τρόπου κτήσεως, καθόσον με την αποδοχή κληρονομιάς που μεταγράφτηκε νόμιμα οι αναιρεσίβλητοι απέκτησαν παραγώγως την κυριότητα του επιδίκου, την οποία είχε αποκτήσει η εκ διαθήκης δικαιοπάροχός τους και με έκτακτη χρησικτησία και β) κατά την επικουρική από έκτακτη χρησικτησία βάση της, καθόσον από του χρόνου θανάτου της κληρονομουμένης το 1991 μέχρι το 2000, που οι ενάγοντες - αναιρεσίβλητοι αποβλήθηκαν από το επίδικο από την πρώτη αναιρεσείουσα - εναγομένη, ασκούσαν σ' αυτό τις προσιδιάζουσες στη φύση του, αναφερόμενες, πράξεις νομής, όπως και η διαθέτης δικαιοπάροχός τους που ασκούσε πράξεις νομής από το 1970 μέχρι το 1991 με αποτέλεσμα να καταστούν κύριοι με έκτακτη χρησικτησία, αφού ο χρόνος της χρησικτησίας με την προσμέτρηση και του χρόνου χρησικτησίας της δικαιοπαρόχου τους υπερβαίνει την εικοσαετία, ενώ γ)απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένσταση ιδίας κυριότητας της πρώτης αναιρεσείουσας - εναγομένης, η οποία ως μη έχουσα κυριότητα δεν μεταβίβασε στους λοιπούς εναγόμενους (παιδιά της) με γονική παροχή, δυνάμει του επικαλουμένου συμβολαίου την ψιλή κυριότητα του επιδίκου. Έτσι που έκρινε το δικαστήριο ως προς τις εν λόγω αγωγικές βάσεις δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις περί παραγώγου, από κληρονομική διαδοχή, κτήσεως κυριότητας και περί πρωτοτύπου, από έκτακτη χρησικτησία, διατάξεις του ΑΚ, ήτοι τις διατάξεις των άρθρων 1846, 1193, 1198, 1199, 1045, 1046, 1051 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού με σαφείς, πλήρεις (αν και συνοπτικές) και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων, δέχθηκε τα προαναφερθέντα πραγματικά, που πληρούν το πραγματικό των προπαρατεθεισών διατάξεων. Εν όψει τούτων οι από τις διατάξεις των αριθ.1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος του κυρίου δικογράφου και δεύτερος, πρόσθετος λόγος της αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά δε και υπό το πρόσχημα της επικλήσεως των ως άνω πλημμελειών που προβλέπονται από το άρθρο 559 αριθ.1 και 19 ΚΠολΔ, πλήττεται στην πραγματικότητα η αναιρετική ανέλεγκτη εκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας των αποδείξεων. Ο ίδιος λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση από τους αριθ.1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της ευθείας και εκ πλαγίου παραβάσεως των άρθρων 1035 και 1192 ΑΚ σχετικά με την ακυρότητα της μεταγραφής του .../1970 συμβόλαιο του συμ/φου Αθηνών Ευαγγέλου Ζώγγου, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, καθόσον με αυτόν προσβάλλεται η επάλληλη αιτιολογία που στηρίζει την κυριότητά της δικαιοπαρόχου των εναγόντων στον παράγωγο ως άνω τρόπο, πλήν όμως δεν τελεσφόρησε η προσβολή της επάλληλης αιτιολογίας της κτήσεως των εναγόντων με έκτακτη χρησικτησία, η οποία στηρίζει επαρκώς το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ομοίως η επικαλουμένη παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 1041 και 1043 εδ.β ΑΚ, στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η προσβαλλομένη απόφαση έχει δεχθεί τη βάση περί τακτικής χρησικτησίας, πράγμα το οποίο όμως δεν συμβαίνει, γιατί το δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με τη βάση αυτή, της οποίας η εξέταση, ως επικουρικής, μετά την αποδοχή των δύο άλλων βάσεων παρείλκε, μη ιδρυομένων ως εκ τούτου, ούτε των ερευνωμένων αναιρετικών λόγων, των οποίων αντικείμενο ελέγχου είναι τα όσα εκτίθενται στην απόφαση και όχι εκείνα για τα οποία δεν εκφέρεται κρίση, ούτε εκείνων των διατάξεων των αριθμών 8 και 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Οι αιτιάσεις τέλος περί παραβιάσεως του άρθρου 1045 ΑΚ για το λόγο ότι αν και η απόφαση δέχεται πράξεις νομής για 19 χρόνια και δή της δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων από το 1970 μέχρι το 1980 και των ίδιων από το 1991 μέχρι το 2000, εν τούτοις δέχεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την απόκτηση της κυριότητας του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία είναι αβάσιμες, αφού όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της απόφασης, αυτή αναφέρεται σε πράξεις νομής της δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων από το 1970 μέχρι το 1991, ενώ μεταξύ των πράξεων που γίνεται δεκτό ότι αυτή διενήργησε σε όλο αυτό το διάστημα, ήταν και η περίφραξη του επιδίκου με πασσάλους και συρματόπλεγμα που έλαβε χώρα μέσα στη δεκαετία του 1970 και συνακόλουθα δεν στοιχειοθετείται η επικαλουμένη παραβίαση, συντρέχοντος σε κάθε περίπτωση του τεκμηρίου του άρθρου 1046 του ΑΚ, που από τις παραδοχές της απόφασης δεν προκύπτει, ότι ανατράπηκε. Επειδή κατά το άρθρο 281 ΑΚ μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον υπόχρεο την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου αλλά και του υποχρέου, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της καταστάσεως που έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί, με αποτέλεσμα να επέρχονται δυσμενείς για τα συμφέροντα του υποχρέου επιπτώσεις, να καθιστά την άσκηση του δικαιώματος μη ανεκτή, κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, ήτοι κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη (Ολ.ΑΠ 5/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση (αρθρ.562 παρ.2 ΚΠολΔ), το δικαστήριο της ουσίας, σε σχέση με την καταχρηστική άσκηση του ενδίκου δικαιώματος, που οι αναιρεσείοντες είχαν υποβάλει δέχθηκε τα ακόλουθα: "Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται περαιτέρω ότι οι ενάγοντες ασκούν καταχρηστικά το δικαίωμά τους, δεδομένου ότι επί σειρά ετών οι δικαιοπάροχοί τους και από το έτος 1965 η πρώτη εξ αυτών, κατέχουν και νέμονται το επίδικο ακίνητο, χωρίς ποτέ τόσο οι ενάγοντες, όσο και η δικαιοπάροχός τους να διαμαρτυρηθούν γι' αυτό και ότι μετά την παρέλευση τόσων ετών τους δημιουργήθηκε εύλογα η πεποίθηση ότι οι ενάγοντες δεν θα ασκήσουν την ένδικη διεκδικητική αγωγή. Ο ισχυρισμός αυτός των εναγομένων, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν είναι μη νόμιμος, δεδομένου ότι τα περιστατικά αυτά και αληθή υποτιθέμενα δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος των εναγόντων, αφού η από τον δικαιούχο επί μακρό χρονικό διάστημα αδράνεια και μόνο, δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση του αξιουμένου επιδίκου δικαιώματος". Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το δικαστήριο της ουσίας δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, καθόσον τα επικαλούμενα από τους αναιρεσείοντες περιστατικά δεν ήταν αρκετά για το νόμω βάσιμο της υποβαλλομένης ενστάσεως τους καθόσον κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, μόνη η επίκληση αδράνειας του δικαιούχου, χωρίς την επίκληση της συνδρομής ειδικών περιστάσεων, προερχομένων από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου αλλά και του υποχρέου, δεν αρκούν για τη νομική της θεμελίωση. Ενόψει τούτων οι περί του αντιθέτου και εκ του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ δεύτερος του κυρίως δικογράφου και τρίτος πρόσθετος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 8 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" υπό την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό (Ολ.ΑΠ 25/2003). Επομένως πράγματα με την έννοια αυτή αποτελούν και οι διάφορες βάσεις της αγωγής, κύρια και επικουρικές και τα για τη θεμελίωση αυτών και των διαφόρων αιτημάτων τους προτεινόμενα περιστατικά. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του αριθμού 11γ του ίδιου άρθρου αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο (Ολ.ΑΠ 23/2008). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 8 περ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων ότι η δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων Μ. χα Α. Σ. δεν είχε μεταγράψει τον τίτλο ιδιοκτησίας της στο υποθηκοφυλακείο της τοποθεσίας του ακινήτου, αλλά σε άλλο υποθηκοφυλακείο. Ότι λόγω της άκυρης αυτής μεταγραφής, ήτοι της μεταγραφής του υπ' αριθμ..../1970 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβ/φου Αθηνών Ευαγγέλου Σβέγγου το οποίο ενώ έπρεπε να μεταγραφεί στο υποθηκοφυλακείο Αχαρνών μετεγράφη στο υποθηκοφυλακείο Αθηνών, η εν λόγω δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων δεν είχε αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου με παράγωγο τρόπο και γιαυτό και οι εκ διαθήκης κληρονόμοι της αναιρεσίβλητοι δεν απέκτησαν από αυτήν κυριότητα και συνακόλουθα ο μεταγραφείς τίτλος τους, ήτοι η υπ' αριθμ. .../1992 πράξη αποδοχής κληρονομίας δεν είχε τα στοιχεία του νόμιμου τίτλου ώστε να θεμελιώνει δικαίωμα για απόκτηση κυριότητας με τακτική χρησικτησία. Επίσης με τον ίδιο λόγο και με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι δεν έλαβε υπόψη την μεταξύ των διαδίκων εκδοθείσα υπ' αριθμ. 1335/2000 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά την οποία η επίμαχη μεταγραφή έπρεπε να γίνει στο Υποθηκοφυλακείο Αχαρνών. Ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής και κατά τις δύο αιτιάσεις του, γιατί βασίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι έγινε δεκτή η επικουρική από τακτική χρησικτησία βάση της αγωγής, η οποία όμως δεν εξετάστηκε, ενώ προσέτι η παράλειψη αυτή δεν ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ.8 εδ.β ΚΠολΔ, αφού η εξέτασή της εφόσον έγιναν δεκτές οι δύο άλλες βάσεις της αγωγής, από κληρονομική διαδοχή και έκτακτη χρησικτησία, παρείλκε. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες, με την επίκληση των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η προσβαλλομένη απόφαση παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις περί μεταγραφής διατάξεις των άρθρων 1192 αρ.1 και 1193 ΑΚ, αφού δέχθηκε ότι μεταγράφηκα νόμιμα τόσο ο αγοραπωλητήριος τίτλος κτήσεως της δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων, όσο η πράξη αποδοχής της επαχθείσας σ' αυτούς, από διαθήκη κληρονομιάς της δικαιοπαρόχου τους είναι απορριπτέες και μάλιστα όσον αφορά την μεταγραφή του αγοραπωλητηρίου τίτλου της δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων, γιατί όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, αφορά σε ζήτημα που δεν άσκησε επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού έγινε επάλληλα δεκτό ότι η δικαιοπάροχος αυτή απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, ενώ όσο αφορά την πράξη αποδοχή της κληρονομίας που είχε μεταγραφεί αρχικά στο αναρμόδιο υποθηκοφυλακείο Αθηνών (τόμος ... αρ. 202) μεταγράφτηκε στη συνέχεια στις 17.11.2008 στο αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο Αθηνών (τόμος ... αρ. 282) πράγμα το οποίο ήταν περιεχόμενο του ιστορικού της αγωγής και συνακόλουθα η αναφορά της αποφάσεως στο νόμιμο της μεταγραφής ήταν νόμιμη και επαρκής και δεν παραβίαζε ευθέως ή εκ πλαγίου περί μεταγραφής διατάξεις και των συνεπειών που αυτές έχουν, δεδομένου ότι η μεταγενέστερη της 17.11.2008 μεταγραφή, κατά το άρθρο 1199 ΑΚ ανατρέχει στο χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός (τέταρτος πρόσθετος) καθώς και η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι της, στο σύνολό τους πρέπει να απορριφθούν. Οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (αρθρ. 176, 180 παρ.1 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12.10.2011 αίτηση και τους από 17.10.2011 πρόσθετους λόγους για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1022/2011 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Ιανουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ποιοτική – ποσοτική αοριστία της αγωγής ιδρύει τον λόγο 559 αρ. 14. Η μη προσάρτηση στην αγωγή του επικαλουμένου τοπογραφικού δεν καθιστά αόριστη την διεκδικητική αγωγή αν προκύπτει η ταυτότητα του ακινήτου. Διεκδικητική – ορισμένο αγωγής. Παράγωγος με κληρονομική διαδοχή και πρωτότυπος με τακτική και έκτακτη χρησικτησία. Πράξεις νομής. 559 αρ. 1 και 19. Πότε ιδρύονται οι αντίστοιχοι λόγοι. Απαράδεκτες οι αιτιάσεις που πλήττουν την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. 281 ΑΚ. Προϋποθέσεις νομίμου της οικείας ενστάσεως. 559 αρ. 8 εδ. ιι. «Πράγματα» συνιστούν και οι διάφορες βάσεις της αγωγής. Ένσταση ιδίας κυριότητας κατά διεκδικητικής αγωγής.
Νομή
Αγωγή διεκδικητική, Αοριστία αγωγής, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Ένσταση, Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Νομή.
0
Αριθμός 616/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Γ. χήρας Α. Ψ., το γένος Ν. Π., κατοίκου ... η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της 1)Α. Ψ. και 2)Κωνσταντίνο Τσέγα. Του αναιρεσιβλήτου: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Δήμος Μυλοποτάμου" Ν. Ρεθύμνης, καθολικού διαδόχου του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Δήμος Γεροποτάμου" Ν. Ρεθύμνης, που εκπροσωπείται νόμιμα και εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Μιχελάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/5/2007 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Μυλοποτάμου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 75/ΠΤ/9/2010 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 10/1/2011 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 10/9/2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Δημητρίου Μαζαράκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 369, 966, 967, 968, 972, 1033 και 1192 αρ.1 του ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 55 του ΕισΝ. ΑΚ, προκειμένου να κριθεί μετά την εισαγωγή του ΑΚ η ιδιότητα ενός πράγματος ως εκτός συναλλαγής ή κοινοχρήστου, προκύπτει ότι μεταξύ των κοινοχρήστων πραγμάτων περιλαμβάνονται οι πλατείες και οι οδοί αδιακρίτως. Τα κοινής χρήσεως πράγματα λαμβάνουν τον προορισμό τους αυτό από το νόμο ή τη βούληση του ιδιοκτήτη τους (όπως με διαθήκη ή δωρεά), που μπορεί να εκδηλωθεί και με παραίτηση από την κυριότητα του πράγματος για να καταστεί αυτό κοινόχρηστο, η οποία όμως παραίτηση πρέπει να γίνει με συμβολαιογραφικό έγγραφο, που θα υποβληθεί σε μεταγραφή. Κατά το προϊσχύσαν του ΑΚ βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο (ν.3 Πανδ. 43, 7, ν. 2 παρ. 8, Πανδ. 39.3, ν. 28 Πανδ. 22, 3) αναγνωριζόταν ως τρόπος κτήσης της ιδιότητας πράγματος ως κοινοχρήστου η αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα στη χρήση του πράγματος από τους δημότες Κοινότητας ή Δήμου (vetustas), με την οποία κυρούνταν ως νόμιμη η πραγματική κατάσταση που υπήρχε πριν από τόσο χρόνο, ώστε η ζώσα γενεά να τη γνώρισε ως έχει και να μη διέσωσε παράδοση από την παρελθούσα γενεά για την ύπαρξη άλλης διαφορετικής κατάστασης. Η αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα δεν υιοθετήθηκε από τον ΑΚ, διατηρείται, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 51 ΕισΝ ΑΚ, η δυνάμει αυτής ιδιότητα που απέκτησε το πράγμα ως κοινής χρήσεως, εφόσον πριν από την εισαγωγή του ΑΚ (23-2-1946) δύο συνεχόμενες γενεές ανθρώπων επί συνολικό διάστημα τουλάχιστον ογδόντα (80) ετών δεν γνώρισαν διαφορετική κατάσταση του πράγματος από την κοινοχρησία. Εκείνος που ισχυρίζεται ότι κάποιο ακίνητο ή οδός είναι κοινόχρηστος χώρος, πρέπει, για το ορισμένο του ισχυρισμού του, να καθορίσει το νόμιμο τρόπο με τον οποίο αποκτήθηκε η ιδιότητα της κοινοχρησίας. Προκειμένου, επομένως, να γίνει δεκτή ως και κατ' ουσίαν βάσιμη αγωγή, η οποία θεμελιώνεται στην ιδιότητα του πράγματος ως κοινοχρήστου, πρέπει να καθορίζονται στην απόφαση όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι απαραίτητα κατά νόμο, δηλαδή κατά τις διατάξεις του προϊσχύσαντος του ΑΚ ΒΡΔ που προπαρατέθηκαν, για την εφαρμογή του θεσμού της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας. Έτσι, δεν αρκεί η αναφορά στην απόφαση της ιδιότητας του πράγματος ως κοινοχρήστου και της κτήσης της εν λόγω ιδιότητας με την κοινή χρήση του πράγματος από δύο κατά συνέχεια γενεές (αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα), αλλά απαιτείται, επίσης, να αναφέρεται σ' αυτή ότι η αρχαιότητα στην κοινή χρήση είχε συμπληρωθεί κατά το χρόνο εισαγωγής του ΑΚ (23-2-1946). Διαφορετικά η απόφαση αρκείται σε στοιχεία λιγότερα από εκείνα που απαιτούν οι διατάξεις του ΒΡΔ που προμνημονεύθηκαν, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 ΕισΝ Α.Κ. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης κατά των αποφάσεων των Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δίκαιου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του αναφορικά με την ένδικη διεκδικητική αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου Δήμου, δέχτηκε τα ακόλουθα: Ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος Δήμος Μυλοποτάμου Ν.Ρεθύμνης είναι κύριος μίας κοινόχρηστης δημοτικής οδού που βρίσκεσαι εντός του οικισμού Εξάνδη της τέως κοινότητας Μελιδονίου του Δήμου Γεροποτάμου, η οποία έχει μήκος 30 μέτρα περίπου και πλάτος που κυμαίνεται από 3,07 μέτρα έως 1,50 μέτρα, ξεκινά από άλλη δημοτική οδό και διερχόμενη από την ιδιοκτησία της εναγομένης - αναιρεσείουσας κατευθύνεται αρχικά ανατολικά σε μήκος 18 μέτρων περίπου και πλάτος 3,07 έως 2,50 μέτρα και στη συνέχεια βορειοανατολικά σε μήκος 12 μέτρων περίπου και πλάτος από 2,78 έως 1,5 μέτρα και καταλήγει σε άλλη δημοτική οδό. Η οδός αυτή εχρησιμοποιείτο κυρίως από τους κατοίκους του οικισμού Εξάνδη και από άλλους δημότες που διέρχονταν πεζοί και με σκαπτικά μηχανήματα, αποτελεί δε διακλάδωση άλλης κοινοτικής οδού. Έχει ήδη καταστεί κοινόχρηστη, αφού την χρησιμοποιούσαν για τουλάχιστον 80 έτη πριν από το έτος 1946 κυρίως οι κάτοικοι του οικισμού Εξάνδη, αλλά και οι δημότες του ενάγοντος. Έτσι δύο γενεές πριν την εισαγωγή του ΑΚ δεν γνώρισαν διαφορετική κατάσταση ως προς τη χρήση της οδού. Επί της οδού αυτής, η δικαιοπάροχος του ενάγοντος τέως κοινότητα Μελιδονίου κατασκεύασε προ 30-35 ετών, δίκτυο ύδρευσης και την τσιμεντόστρωσε, επειδή ήταν χωματόδρομος, ενώ το έτος 2006 κατασκεύασε επ' αυτής αποχετευτικό δίκτυο. Ο ισχυρισμός της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας ότι τμήμα της επίδικης οδού μήκους 16 μέτρων και πλάτους από 2,85 μέτρα έως 2,50 μέτρα, αποτελεί ιδιοκτησία της, επί της οποίας υφίσταται δουλεία διάβασης υπέρ της Ε. Τ. δεν αποδείχθηκε. Ειδικότερα: α) στο υπ' αριθμ. …/6-10-1954 συμβόλαιο δωρεάς του τέως συμβολαιογράφου Μυλοποτάμου Αντωνίου Λουκάκη, με το οποίο ο πατέρας της αναιρεσείουσας δώρησε σε αυτήν το ακίνητό της (οικία και κήπο), αναφέρεται ότι αυτό συνορεύει "με δρόμο" και ότι το απέκτησε "προ τεσσαράκοντα ετών εκ πατρικής κληρονομίας". Τούτο σημαίνει ότι ήδη το έτος 1914 υπήρχε η επίδικη οδός, ενώ πουθενά δεν αναφέρεται δουλεία διαβάσεως, β) στην με αριθμ 719/1972 άδεια οικοδομής της Πολεοδομίας Ρεθύμνου και στο τοπογραφικό διάγραμμα που την συνοδεύει, η παραπάνω οδός χαρακτηρίζεται ως κοινοτική, γ) στην με αριθμ. 566/1993 βεβαίωση του Προέδρου της κοινότητας Μελιδονίου που εξεδόθη με επιμέλεια της αναιρεσείουσας καθώς και στο συνημμένο σε αυτή από Ιούλιο 1993 τοπογραφικό διάγραμμα αναφέρεται ότι η ιδιοκτησία της συνορεύει Νότια Ανατολικά και Δυτικά με κοινοτικό δρόμο, δηλαδή την επίδικη οδό. Το ίδιο αναφέρεται και στην υπ' αριθμ. 122/1993 άδεια οικοδομής που εκδόθηκε με επιμέλειά της, δ) στην υπ' αριθμ. 391/1981 άδεια οικοδομής που εκδόθηκε με αίτηση του δικαιοπαρόχου της εναγομένης Α. Ψ., καθώς και στο από Ιούλιος 1981 τοπογραφικό διάγραμμα που την συνοδεύει, η επίδικη οδός αναφέρεται ως "κοινόχρηστο τμήμα (διάβασις)", ε)στο με αριθμ. 530/6-9-1993 έγγραφο του Προέδρου της κοινότητας Μελιδονίου υποδεικνύεται στην αναιρεσείουσα να διορθώσει το τοπογραφικό διάγραμμα που υπέβαλε για την έκδοση της παραπάνω αδείας οικοδομής, στο οποίο εμφανίζει την επίδικη οδό ως ιδιοκτησία της, "προκειμένου να πετύχει μεγαλύτερη κάλυψη". Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από το με αριθμό …/15-7-1988 συμβόλαιο δωρεάς του συμβολαιογράφου Ρεθύμνης Απόστολου Ρήγα, με το οποίο η εναγομένη απέκτησε το ακίνητό της από τον σύζυγό της Α. Ψ., στο οποίο για πρώτη φορά γίνεται λόγος για δουλεία διαβάσεως υπέρ της ιδιοκτησίας της Ε. Τ., καθόσον δεν αναφέρεται ο τρόπος δημιουργίας της δουλείας και άλλα προσδιοριστικά αυτής στοιχεία (μήκος, πλάτος, κατεύθυνση). Ούτε άλλωστε από την με αριθμ. 5/1984 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκου Μυλοποτάμου, που συνετάχθη με επιμέλεια της αναιρεσείουσας, προκύπτει το αντίθετο, αφού δεν αναφέρονται σε αυτήν ο τρόπος δημιουργίας της δουλείας και άλλα προσδιοριστικά αυτής στοιχεία (μήκος. κατεύθυνση). Τέλος και από το από 10/1993 έγγραφο της αναιρεσείουσας προς το Κοινοτικό Συμβούλιο Μελιδονίου, με το οποίο δηλώνει ότι συναποδέχεται να γίνει η φερομένη ως δουλεία διαβάσεως, κοινοτικός δρόμος δεν προκύπτει ότι υφίσταται τέτοια δουλεία, αφού το έγγραφο αυτό συνετάχθη με σκοπό να καταστεί δυνατή η έκδοση της οικοδομικής άδειας, στην οποία δεν συναινούσε η κοινότητα Μελιδονίου, καθώς θεωρούσε ήδη την επίδικη οδό ως κοινοτική. Επί της κοινόχρηστης δημοτικής οδού, η εναγομένη κατασκεύασε μία γούρνα διαστάσεων 1,6 Χ 0,60 μ. την οποία χρησιμοποιούσε για το πλύσιμο των ρούχων και την οποία διατηρεί ακόμα, παρά το γεγονός ότι δεν την χρησιμοποιεί πλέον για το σκοπό αυτό, περιορίζοντας έτσι το πλάτος της οδού κατά 0,57 μέτρα. Επίσης έχει κατασκευάσει έμπροσθεν της ιδιοκτησίας της σκαλοπάτι εμβαδού διαστάσεων 0,40 Χ 1 μ,, εμβαδού 0,40 τ.μ., και με τον τρόπο αυτό απέβαλε τον ενάγοντα από τα τμήματα αυτά. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε τον κοινόχρηστο χαρακτήρα της επίδικης δημοτικής οδού, η οποία έχει καταστεί κοινόχρηστη γιατί τη χρησιμοποιούσαν για τουλάχιστον 80 έτη πριν την εισαγωγή του ΑΚ (23-2-1946) κυρίως οι κάτοικοι του οικισμού Εξάνδη αλλά και οι λοιποί δημότες του αναιρεσίβλητου Δήμου και έτσι δύο συνεχόμενες γενεές ανθρώπων επί ογδόντα (80) τουλάχιστον έτη δεν γνώρισαν διαφορετική κατάσταση, και κατόπιν τούτου δέχτηκε την ένδικη διεκδικητική αγωγή ως και κατ' ουσίαν βάσιμη, αναγνώρισε τον ενάγοντα-αναιρεσίβλητο Δήμο κύριο της επίμαχης κοινόχρηστης δημοτικής οδού και υποχρέωσε την εναγομένη-αναιρεσείουσα να του αποδώσει την οδό αυτή, επικυρώνοντας κατά τούτο την πρωτόδικη απόφαση, που κατά τούτο είχε κρίνει όμοια. Έτσι που έκρινε το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 369, 966, 967, 968, 972, 1033 και 1192 αριθ. 1 ΑΚ, και εκείνες του προϊσχύσαντος του ΑΚ βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου ν.3 Πανδ. 43, 7, ν. 2 παρ. 8, Πανδ. 39.3, ν. 28 Πανδ. 22, 3, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, αφού δεν αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα από τα αξιούμενα από τις προμνημονευόμενες ουσιαστικές διατάξεις για την παραδοχή της ένδικης αγωγής ως ουσιαστικά βάσιμης. Επομένως, ο μοναδικός λόγος από το άρθρο 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. ΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου Δήμου Μυλοποτάμου Ν. Ρεθύμνης, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρ. 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 281 παρ.2 ν.3463/2006). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10-1-2011 αίτηση της Γ. Ψ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 75/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνης. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου Δήμου, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κοινόχρηστα πράγματα είναι και οι δημοτικές οδοί, που ανήκαν στην κυριότητα του οικείου Δήμου. Απόκτηση της ιδιότητας του κοινοχρήστου με την αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα (vetustas). Προϋποθέσεις. Λόγος αναιρέσεως από τον αρ. 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ. Πότε δημιουργείται [Επικυρώνει ΠολΠρωτΡεθ. 75/2010].
Πράγματα κοινόχρηστα
Δήμοι, Πράγματα κοινόχρηστα.
0
Αριθμός 617/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Α. Φ. του Π., κατοίκου ... και ήδη …, ως έχοντος την πλήρη δικαστική συμπαράσταση του πατέρα του Π. Φ. του Α., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γαβριήλ Ντούγια. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Κ. Φ. του Α., κατοίκου ..., 2)Χ. Φ. του Α., κατοίκου ... και 3)Σ. Τ. του Α., κατοίκου .... Ο 1ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλκιβιάδη Παππά και οι 2η και 3η δεν παραστάθηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/11/1996 αγωγή του ήδη 1ου αναιρεσιβλήτου και της Α. χήρας Α. Φ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσπρωτίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 95/1997, 47/1998, 64/2007 μη οριστικές, 99/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 68/2011 οριστική του Εφετείου Κέρκυρας. Την αναίρεση όλων των παραπάνω αποφάσεων ζητεί ο αναιρεσείων με την από 15/7/2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 9/1/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του παραστάντος αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 575, 226 παρ. 4 εδ. α' και γ', 568 παρ.4 και 576 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, αν η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης αναβλήθηκε με επισημείωση στο πινάκιο, είναι δε απών, κατά τη νέα μετά την αναβολή δικάσιμο, κάποιος από τους διαδίκους, ο 'Αρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως αν ο απών διάδικος είχε επισπεύσει την αρχική συζήτηση ή είχε κλητευθεί σ' αυτή νόμιμα και εμπρόθεσμα, αν δε συντρέχει η μία ή η άλλη από τις προϋποθέσεις αυτές, είναι περιττή νέα κλήτευση του απόντος, κατά την νέα μετ' αναβολή, διαδίκου. Στην προκείμενη περίπτωση, από τις εκθέσεις επίδοσης …/19-11-2012 και …/15-11-2012 των δικαστικών επιμελητών … στο Πρωτοδικείο Τρίπολης και … στο Πρωτοδικείο Ιωαννίνων, αντίστοιχα, προκύπτει, ότι, κατόπιν έγγραφης παραγγελίας του πληρεξούσιου δικηγόρου του αναιρεσείοντος, Γαβριήλ Ντούγια, δυνάμει του …/19-9-2011 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Ηγουμενίτσας Ευαγγελίας Γιαννούλη, που επισπεύδει τη συζήτηση, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου για την αρχική δικάσιμο της 23-1-2013 και κλήση προς συζήτηση της αναίρεσης, κατά την αρχική αυτή δικάσιμο, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στη δεύτερη και τρίτη των αναιρεσιβλήτων. Κατ' αυτήν, η συζήτηση της αναίρεσης, με σχετική επισημείωση στο οικείο πινάκιο, αναβλήθηκε - μετά από αίτημα των αναιρεσιβλήτων - για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης. Κατά τη νέα μετ' αναβολή δικάσιμο και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το πινάκιο, η δεύτερη και τρίτη των αναιρεσιβλήτων δεν εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν με δήλωση πληρεξουσίου δικηγόρου τους, κατά τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ. Εφόσον, όμως, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν χρειαζόταν νέα κλήση, πρέπει, παρά την απουσία τους, να προχωρήσει η συζήτηση της αναίρεσης (άρθρο 576 παρ. 2 εδ. α' και γ' ΚΠολΔ). ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 552, 553 και 564 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, αν η έφεση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, η αναίρεση στρέφεται μόνο κατά της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον δεν παρήλθε η προθεσμία αυτής (ΑΠ 1379/1996), η δε απόφαση του Εφετείου προσβάλλεται μόνο ως προς την απορριπτική της έφεσης διάταξη. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 566 παρ.2 ΚΠολΔ, αν με το ίδιο αναιρετήριο προσβάλλονται δύο ή περισσότερες αποφάσεις πρωτοβάθμιου και δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η κατάθεσή του πρέπει να γίνεται στο καθένα από τα δικαστήρια αυτά. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι, αν η αναίρεση πλήττει την απόφαση του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, πρέπει να κατατεθεί στη γραμματεία και των δύο δικαστηρίων, άλλως είναι απαράδεκτη ως προς την απόφαση του δικαστηρίου στη γραμματεία του οποίου δεν κατατέθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 68/2011 απόφαση του Εφετείου Κερκύρας, η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Επομένως, η ένδικη αίτηση αναίρεσης νομίμως στρέφεται κατά της άνω -68/2011- απόφασης του Εφετείου Κερκύρας- στη γραμματεία του οποίου και κατατέθηκε - ως προς την απορριπτική της έφεσης διάταξη, καθ' όσον, όμως, στρέφεται κατά της πρωτόδικης απόφασης (99/2009 οριστικής και 95/1997, 47/1998 και 64/2007 συμπροσβαλλόμενων μη οριστικών του Πρωτοδικείου Θεσπρωτίας), δεδομένου ότι, όπως από αυτήν - ένδικη αίτησης αναίρεσης - προκύπτει, δεν κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου ως άνω Δικαστηρίου, ούτε άλλωστε και ο αναιρεσείων επικαλείται κάτι τέτοιο, είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί. Για τον ίδιο λόγο, και ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης, εφόσον με αυτόν - κατ' ορθή εκτίμησή του - αποδίδεται στην 99/2009 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η από τον αριθμό 14 του άρθρου 555 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί, καίτοι είχε επέλθει διακοπή της δίκης από τη γνωστοποίηση από τον αναιρεσείοντα κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η 64/2007 προδικαστική απόφαση του θανάτου, στις 23-12-2003, της δεύτερης εκ των αρχικών εναγόντων, Α. Φ., εν τούτοις, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συνέχισε τη δίκη, με την οριστική δε ως άνω -99/2009- απόφασή του παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει άκυρες τις διαδικαστικές πράξεις που έγιναν μετά τη διακοπή (ΚΠολΔ 289), είναι - και αυτός - απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 517 ΚΠολΔικ. η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εξάλλου, με την παρ. 1 του άρθρου 76 του ΚΠολΔικ., ορίζονται οι περιπτώσεις της αναγκαστικής ομοδικίας, ενώ με την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι η άσκηση των ένδικων μέσων από κάποιον από τους ομοδίκους της παρ. 1 έχει αποτέλεσμα και για τους άλλους, υπό την έννοια ότι αν κάποιος αναγκαίος ομόδικος ασκήσει ένδικο μέσο, θεωρούνται εκ του νόμου ότι άσκησαν αυτό και οι ομόδικοι εκείνου παρόλον ότι αδράνησαν. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν απαιτείται από το νόμο η έφεση που ασκείται από κάποιο από τους ομοδίκους να απευθύνεται επί ποινή απαραδέκτου και κατά των ομοδίκων αυτού, αφού στην αντίθετη περίπτωση ο αναγκαστικός ομόδικος του εκκαλούντος θα εμφανίζεται να έχει ταυτόχρονα την ιδιότητα του εφεσίβλητου και του εκκαλούντος, πράγμα που είναι λογικά και νομικά απαράδεκτο (Ολ. ΑΠ63/1981). 'Όμως, ειδικώς επί αναγκαστικής ομοδικίας, η οποία προκύπτει σε δίκη περί διανομής, ως εκ του ότι κατά το άρθρο 478 του ΚΠολΔ είναι αναγκαία η εναγωγή όλων των κοινωνών, τα προεκτεθέντα δεν δύνανται να ισχύσουν. 'Όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 798 και 799 του ΑΚ, | 480 παρ. 3, 481 αριθ. 2, 482 παρ. 1, 483 και 489 ΚΠολΔικ., η αγωγή περί διανομής δεν είναι μόνο διαπλαστική, διότι επιδιώκει τη διάπλαση νέας έννομης σχέσης για κάθε κοινωνό με τη λύση της κοινωνίας, αλλ' είναι και διπλού χαρακτήρα, με την έννοια ότι δημιουργεί δίκη, κατά την οποία προκαταβολικά και ανεξάρτητα από αυτήν, ο ενάγων είναι συγχρόνως και εναγόμενος, ως και κάθε εναγόμενος είναι συνάμα και αντίδικος του συνεναγόμενού του, εφόσον υφίσταται η δυνατότητα οποιοσδήποτε από τους εναγομένους να υποβάλει αίτηση ( η οποία δεν φέρει το χαρακτήρα ανταγωγής, ώστε να είναι εφαρμοστέα τα όσα ορίζονται στο άρθρο 268 παρ. 2 του ΚΠολΔ) επί τη βάσει πραγματικού διάφορου της αγωγής ως προς το επίκοινο δίκαιο και τη διάπλαση αυτού και σε περίπτωση παραδοχής της αίτησης αυτής, να αποβεί η δίκη σε βάρος των λοιπών, όχι με την απόρριψη της αγωγής, αλλά με τη διάπλαση της έννομης σχέσης κατά τρόπο διάφορο του επιδιωχθέντος με την αγωγή και συνεπώς να καταλήξει η δίκη εις βάρος του ενάγοντος ή των εναγόντων και του ετέρου ή των λοιπών εναγομένων, οι οποίοι κατά τούτο είναι αντίδικοι μεταξύ τους και δεσμεύονται από τη διαπλαστική ενέργεια της εκδιδόμενης απόφασης. Περαιτέρω, η περί διανομής δίκη που άρχισε είναι ομοίως διπλή καθ' όλη την πορεία της και συνεπώς και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Το ότι ένας ή ορισμένοι από τους κοινωνούς, ως επιτιθέμενοι ή αμυνόμενοι, βρίσκονται σε αντίστοιχη δικονομική θέση κατά την έναρξη του δικαστικού αγώνα σε κάθε στάδιο αυτού είναι όλως συμπτωματικό, αφού κάθε ένας από αυτούς, ανεξάρτητα από την ως άνω θέση του, μπορεί να έχει αντίθετα συμφέροντα προς τον άλλο, όπως εκτέθηκε, και, προβάλλοντας αυτά, να είναι ουσιαστικώς αντίδικος του άλλου. Επομένως, σε δίκη περί διανομής, ο εναγόμενος ασκώντας έφεση πρέπει με ποινή απαραδέκτου, να απευθύνει αυτήν και κατά του στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας αναγκαίου ομοδίκου του (συνεναγομένου), σύμφωνα προς το άρθρο 517 εδ. β' του ΚΠολΔ, διότι στην ειδική αυτή, περίπτωση η παρ. 4 του άρθρου 76 του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία "η άσκηση ένδικων μέσων από κάποιον από τους ομοδίκους του έχει αποτέλεσμα και για τους άλλους", δεν εφαρμόζεται. Πραγματικά, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι λογίζεται από το νόμο ως αντιπροσωπευόμενος στην άσκηση της έφεσης από τον εκκαλούντα ο ως άνω αναγκαίος ομόδικός του στο μέτρο που έχει αντίθετα συμφέροντα προς αυτόν και, λόγω του διπλού χαρακτήρα της δίκης αυτής, έχει ουσιαστικώς και την ιδιότητα του αντιδίκου (Ολ. ΑΠ 321/1983). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 68/2011 οριστική απόφασή του, δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων, εναντίον του οποίου και της δεύτερης και τρίτης των αναιρεσιβλήτων, ασκήθηκε η ένδικη - από 5-11-1996 - αγωγή διανομής από τον πρώτο αναιρεσίβλητο και τη μητέρα του Α. χήρα Α. Φ. - η οποία αποβίωσε κατά τη διάρκεια της δίκης - άσκησε έφεση κατά της εκκαλούμενης πιο πάνω απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την οποία δεν απηύθυνε και εναντίον των συνεναγόμενων ομοδίκων του Χ. Φ. του Α. και Σ. Τ. το γένος Α. Φ. και για το λόγο αυτό απέρριψε την έφεσή του ως απαράδεκτη. Πράγματι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της έφεσης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), ο αναιρεσείων δεν απηύθυνε την έφεση προς τις προαναφερόμενες συνεναγόμενες ομόδικές του, αλλά μόνο την κοινοποίησε προς αυτές. Αντίθετη κρίση δεν προκύπτει από το ότι ζητήματα που αναφέρονται με την έφεση και τους λόγους της αφορούν και τις εν λόγω ομόδικες, αφού ρητά αναφέρεται στην έφεση ότι αυτή -μόνο- κοινοποιείται και σ' αυτές. Επομένως, το Εφετείο, υπό τα δεδομένα αυτά, δεν απέρριψε παρά το νόμο ως απαράδεκτη την έφεση του αναιρεσείοντος και συνεπώς οι συναφείς λόγοι αναίρεσης, πρώτος και τρίτος από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους, υπό την επίκληση ως πλημμέλειας αυτής, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15-7-2011 αίτηση του Α. Φ. του Π., για αναίρεση της 68/2011 απόφασης του Εφετείου Κερκύρας, της 99/2009 οριστικής απόφασης και των συμπροσβαλλόμενων 95/1997, 47/1998 και 64/2007 μη οριστικών αποφάσεων του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσπρωτίας. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του πρώτου αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 4η Φεβρουαρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 19η Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αν η έφεση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, η αναίρεση στρέφεται μόνο κατά της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον δεν παρήλθε η προθεσμία αυτής, η δε απόφαση του εφετείου προσβάλλεται μόνο ως προς την απορριπτική της έφεσης διάταξη.
Ένδικο μέσο
Ένδικο μέσο.
0
Αριθμός 615/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "Α. Ν. Μ. και Σία Ο.Ε." που εδρεύει στη ... και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Α. Μ. του Ν., κατοίκου ... . Ο 2ος ατομικά και ως εκκαθαριστής της 1ης παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαράλαμπο Προδρομίδη. Του αναιρεσιβλήτου: Α. Π. του Ε., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Αλμπανίδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/9/2006 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 17/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 41/2011 του Εφετείου Αθηνών (Μεταβατική έδρα Χαλκίδας). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 15/5/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 18/12/2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Δημητρίου Μαζαράκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 974, 976 και 977 του ΑΚ συνάγονται τα ακόλουθα, σχετικώς με την κτήση της νομής επί πράγματος με ειδική διαδοχή: α) Σε πράγμα, που βρίσκεται στη νομή κάποιου η νομή αποκτάται από άλλον με παράδοση του πράγματος στον αποκτώντα, η οποία γίνεται με τη βούληση τού έως τώρα νομέα, β) Η συμφωνία τού έως τώρα νομέα με τον αποκτώντα περί της από αυτόν τον δεύτερο κτήσεως της νομής αρκεί για την κτήση της νομής, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός ο δεύτερος είναι σε θέση να ασκεί τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα, γ) Παράδοση στον αποκτώντα υπάρχει και όταν συμφωνηθεί ανάμεσα σε αυτόν και στον έως τώρα νομέα ότι τρίτος, που τυχαίνει να βρίσκεται στην κατοχή του πράγματος με βάση ορισμένη μίσθωση ή άλλη έννομη σχέση με τον έως τώρα νομέα, θα παραμείνει στην κατοχή του πράγματος με βάση την ίδια σχέση, που βέβαια θα έχει πλέον ως υποκείμενο, τον τρίτο και τον αποκτώντα (στη θέση τού έως τώρα νομέα), σ' αυτή δε την περίπτωση έναντι του τρίτου μεταβιβάζεται η νομή στον αποκτώντα αφότου γνωστοποιηθεί αυτό στον τρίτο από τον έως τώρα νομέα. Παρέπεται ότι αν μεταξύ τού έως τώρα νομέα και του αποκτώντος δεν συμφωνηθεί τίποτα σχετικά με την κατοχή του τρίτου ή αν η αντίστοιχη γνωστοποίηση προς τον τρίτο δεν λάβει χώρα, ο αποκτών δεν μπορεί να αντιτάξει τη νομή του επί του πράγματος έναντι του τρίτου και γι' αυτό δεν είναι σε θέση να ασκεί τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα. Από δε το συνδυασμό των αμέσως πιο πάνω διατάξεων με εκείνες των άρθρων 158, 361, 369 και 973 του ίδιου Κώδικα προκύπτει, ότι η συμφωνία για τη μεταβίβαση της νομής ακινήτου, η οποία δεν είναι εμπράγματο δικαίωμα, αφού δεν περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών που περιοριστικά μνημονεύονται στο άρθρο 973 του πιο πάνω Κώδικα, δεν υπόκειται στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, κατ' εφαρμογή του άρθρου 369 ΑΚ, ούτε και σε μεταγραφή, κατ' εφαρμογή των άρθρων 1033 και 1198 του ίδιου Κώδικα, αλλά αποτελεί αφηρημένη ή αναιτιώδη δικαιοπραξία, το κύρος της οποίας δεν επηρεάζεται από την ακυρότητα ή την ανυπαρξία της αιτίας, εκτός εάν, κατά τη βούληση των μερών, το κύρος της συμφωνίας περί μεταβιβάσεως της νομής εξαρτήθηκε από την αιτία που την υπαγόρευσε, το τελευταίο δε διατυπώθηκε από αυτά ως αίρεση της δικαιοπραξίας. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 410, 411,513 επ., 681 επ. και 974 επ. του ΑΚ προκύπτει ότι η σύμβαση μεταξύ οικοπεδούχου και εργολάβου με την οποία ο τελευταίος αναλαμβάνει να ανεγείρει, κατά το σύστημα της αντιπαροχής, πολυώροφη οικοδομή σε οικόπεδο του πρώτου, ο οποίος υπόσχεται ότι, ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών, θα μεταβιβάσει προς τον εργολάβο ή τον τρίτο που θα υποδείξει αυτός ως αγοραστή διαιρετού χώρου (συνήθως με προσύμφωνο), είναι μη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, κατά την οποία ο εργολάβος και μόνον αυτός δικαιούται να ζητήσει από τον υποσχεθέντα (οικοπεδούχο) την εκπλήρωση της παροχής στον τρίτο (αγοραστή διαμερίσματος). Συνεπώς ο τρίτος δεν έχει ευθεία απαίτηση κατά του υποσχεθέντος, εκτός αν υπάρχει ρητή βούληση των συμβαλλομένων (οικοπεδούχου-εργολάβου) ή υπάρξει εκχώρηση της απαίτησης του εργολάβου κατά του οικοπεδούχου ή ο τρίτος ενασκήσει πλαγιαστικά τα δικαιώματα του εργολάβου, όταν αυτός αμελεί (ΟλΑΠ 350/1982, ΟλΑΠ 1237/1982). Νομέας εξακολουθεί κατά τη διάρκεια της ανέγερσης της πολυώροφης οικοδομής να είναι ο οικοπεδούχος, στο όνομα του οποίου, βάσει της ως άνω ενοχικής σχέσης, ασκεί την κατοχή στο όλο ακίνητο ο εργολάβος, εκτός αν με νεότερη έστω άτυπη σύμβαση μεταβιβαστεί η νομή διαιρετού χώρου που περιέρχεται στον εργολάβο ως αντάλλαγμα, μαζί με τα αναλογούντα σ' αυτόν ποσοστά συννομής εξ αδιαιρέτου στο έδαφος, προς τον εργολάβο ή τον υποδεικνυόμενο παρ' αυτού τρίτο. Συνήθως η μεταβίβαση της νομής παρά των οικοπεδούχων γίνεται με το συμβόλαιο μεταβίβασης της κυριότητας, με την σύμπραξη και του οικοπεδούχου. Τα ανωτέρω ισχύουν σε κάθε περίπτωση που με συμβολαιογραφικό προσύμφωνο μεταξύ οικοπεδούχου και εργολάβου, που περιέχει οριστική σύμβαση μόνο για την εργολαβία (κατασκευή της πολυώροφης οικοδομής), αναλαμβάνεται η υποχρέωση του οικοπεδούχου για μεταβίβαση, ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών, κατά κυριότητα και νομή ορισμένων ποσοστών εξ αδιαιρέτου στο έδαφος μετά των συσταθησομένων συγκεκριμένων διαιρετών χώρων (διαμερισμάτων) προς τον εργολάβο ή τους τρίτους που αυτός θα υποδείξει. Περαιτέρω από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 980 και 982 ΑΚ προκύπτει ότι όταν η νομή ασκείται μέσω άλλου προσώπου, ήτοι αντιπροσώπου νομής, ο τελευταίος θεωρείται απλός κάτοχος και τεκμαίρεται ότι όσο διατηρεί την κατοχή την ασκεί στο όνομα του νομέα, αν δε αυτός θελήσει να αντιποιηθεί τη νομή, δεν την αποκτά πριν λάβει γνώση της αντιποιήσεως ο μέχρι τότε νομέας. Υπάρχει δε αντιποίηση όταν ο κάτοχος εξωτερικεύσει τη θέλησή του να έχει εφεξής το πράγμα όχι για τον νομέα, αλλά για τον εαυτό του ή για κάποιον τρίτο, η δε απώλεια της νομής δεν επέρχεται για τον νομέα πριν πληροφορηθεί τη μεταστροφή του βουλήσεως του αντιπροσώπου του. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στον νόμο, και ιδρύεται ο λόγος αυτός της αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Κατά δε το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (ΟλΑΠ 24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του δέχτηκε τα ακόλουθα: Mε το υπ' αριθμ. .../30-10-1986 πωλητήριο συμβόλαιο-αυτοσύμβαση του συμβολαιογράφου Αντωνίου Καρρά, που μεταγράφηκε νόμιμα, και εις εκτέλεση του προηγηθέντος υπ' αριθμ. .../23-12-1981 προσυμφώνου πωλήσεως, η Ι. Μ.-οικοπεδούχος, πώλησε και μεταβίβασε στον ενάγοντα-αναιρεσίβλητο κατά κυριότητα και νομή τα αναφερόμενα στα συμβόλαια αυτά δύο διαμερίσματα-οριζόντιες ιδιοκτησίες της ανεγερθείσης από την πρώτη αναιρεσείουσα-εργολήπτρια εταιρεία με το σύστημα της αντιπαροχής πολυώροφης οικοδομής στο βρισκόμενο επί της οδού ..., στη θέση "Καραμπαμπά" Δροσιάς Χαλκίδος, οικόπεδο της πωλήτριας, τα οποία (διαμερίσματα) περιήρχοντο στην εργολήπτρια εταιρεία ως μέρος της εργολαβικής αμοιβής της και των οποίων την πώληση προς τρίτους είχε αναλάβει η οικοπεδούχος βάσει της σχετικής εργολαβικής σύμβασης, ένα δε από τα πωληθέντα αυτά διαμερίσματα, ήτοι εκείνο του τρίτου ορόφου της οικοδομής, υπό τα στοιχεία Γ-2 και με εμβαδόν 46,56 τ.μ., είναι το επίδικο, το οποίο, κατά τη συμφωνία των μερών, έπρεπε να παραδοθεί στον αναιρεσίβλητο - αγοραστή από την εργολήπτρια εταιρεία με αποπερατωμένα τα ψιλά επιχρίσματα και τοποθετημένα τα εξωτερικά κουφώματα. Περαιτέρω, το Εφετείο δέχεται τα εξής: "Κατά το χρόνο υπογραφής του ανωτέρω πωλητηρίου συμβολαίου νομέας του επιδίκου διαμερίσματος ήταν η οικοπεδούχος Ι. συζ. Ι. Μ., ενώ η πρώτη εναγομένη εργολήπτρια εταιρία ήταν απλή κάτοχος του διαμερίσματος αυτού, βάσει της προαναφερθείσας εργολαβικής σύμβασης και της σύμβασης εκχωρήσεως που επακολούθησε. Μέχρι και του παραπάνω χρόνου υπογραφής του πωλητηρίου συμβολαίου δεν αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη εργολήπτρια εταιρία είχε εκδηλώσει πρόθεση αντιποιήσεως της νομής της οικοπεδούχου επί του επιδίκου διαμερίσματος, ούτε ότι είχε γίνει γνωστοποίηση τέτοιας προθέσεως στην οικοπεδούχο. Ούτε αποδείχθηκε περαιτέρω ότι υπήρξε συμφωνία μεταξύ της οικοπεδούχου και της πρώτης εναγομένης εργολήπτριας για μεταβίβαση στην τελευταία της νομής των οριζοντίων ιδιοκτησιών, που, κατά το προσύμφωνο και το εργολαβικό συμβόλαιο, θα περιέρχονταν σ' αυτήν ως εργολαβικό αντάλλαγμα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το επίδικο διαμέρισμα. Από την υπ' αριθμ. .../1-8-1985 πράξη παρατάσεως προθεσμίας παραδόσεως, που επικαλούνται οι εναγόμενοι, δεν προκύπτει ρητή ή έστω σιωπηρή συμφωνία με την οικοπεδούχο να νέμεται η πρώτη εναγομένη εργολήπτρια στο εξής τις οριζόντιες ιδιοκτησίες που θα περιέρχονταν σ' αυτήν ως εργολαβικό αντάλλαγμα για δικό της πλέον λογαριασμό, αν ληφθεί μάλιστα υπόψη και το γεγονός ότι μεταξύ της οικοπεδούχου και της εργολήπτριας είχαν ήδη ανακύψει διαφωνίες και έριδες για την καθυστέρηση αποπεράτωσης της οικοδομής και των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων χώρων, αλλά και για ελλείψεις και κακοτεχνίες του ήδη εκτελεσθέντος έργου. Συνεπώς κατά το χρόνο υπογραφής του παραπάνω πωλητηρίου συμβολαίου νομέας του επιδίκου διαμερίσματος εξακολουθούσε να είναι η παραπάνω οικοπεδούχος, στο όνομα της οποίας, βάσει της ως άνω εργολαβικής σύμβασης, ασκούσε την κατοχή επ' αυτού η πρώτη εναγομένη εργολήπτρια. Η τελευταία παρέμεινε στην κατοχή του επιδίκου διαμερίσματος και μετά την υπογραφή του ως άνω πωλητηρίου συμβολαίου και τη μεταβίβαση της νομής του διαμερίσματος αυτού στον ενάγοντα αγοραστή από τη νομέα οικοπεδούχο, βάσει της ίδιας πιο πάνω εργολαβικής σύμβασης και της διαλαμβανόμενης στο συμβόλαιο αυτό συμφωνίας ότι το πωλούμενο διαμέρισμα θα παραδοθεί από την εργολήπτρια στον ενάγοντα αγοραστή με αποπερατωμένα τα ψιλά επιχρίσματα και τοποθετημένα τα εξωτερικά κουφώματα, σύμφωνα με του όρους της γενικής συγγραφής υποχρεώσεων, βάσει των οποίων αυτή είχε την υποχρέωση να κατασκευάσει την όλη οικοδομή, όπως είχε συμφωνηθεί με το προσύμφωνο. Μάλιστα η συμφωνία αυτή γνωστοποιήθηκε στην πρώτη εναγομένη εργολήπτρια εταιρία (...). Επομένως ο ενάγων απέκτησε, βάσει των παραπάνω συμφωνιών, τη νομή του επιδίκου διαμερίσματος (...), έκτοτε δε (ο ενάγων) νεμόταν το επίδικο διαμέρισμα δια μέσου της πρώτης εναγομένης εργολήπτριας εταιρίας ως αντιπροσώπου του, η οποία το κατείχε, βάσει της προαναφερθείσας εργολαβικής σύμβασης, χωρίς να έχει εκδηλώσει τουλάχιστον μέχρι και του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2005 πρόθεση να νέμεται το διαμέρισμα αυτό για δικό της αποκλειστικά λογαριασμό και κυρίως χωρίς να έχει γνωστοποιήσει την πρόθεσή της αυτή στον ενάγοντα, ώστε ο τελευταίος να απωλέσει τη νομή του. Άλλωστε οι εναγόμενοι δεν πρόβαλαν πρωτοδίκως με τις προτάσεις τους, ούτε δε και τώρα προβάλλουν με την έφεσή τους, αυτοτελή ισχυρισμό περί απωλείας της νομής του ενάγοντος στο επίδικο διαμέρισμα από κάποιον νόμιμο λόγο, αλλά ισχυρίστηκαν μόνο ότι ο ενάγων ουδέποτε απέκτησε τη νομή του διαμερίσματος με το παραπάνω πωλητήριο συμβόλαιο και ότι νομέας του διαμερίσματος αυτού υπήρξε η πρώτη εναγομένη εργολήπτρια εταιρία από του μηνός Ιουλίου 1982, αντιποιούμενη τη νομή της οικοπεδούχου, άλλως από 1-8-1985 που καταρτίσθηκε η προαναφερθείσα υπ' αριθμ. .../1-8-1985 πράξη παρατάσεως της προθεσμίας παράδοσης των οριζοντίων ιδιοκτησιών της οικοπεδούχου. Επιπρόσθετα ο ενάγων δήλωνε το επίδικο διαμέρισμα στο έντυπο Ε9 των φορολογικών του δηλώσεων των ετών 1997 και 2005 και στο έντυπο Ε2 των ετών 1997, 2000 και 2005, ενώ στις 5-10-1999 προέβη και σε δήλωση του επιδίκου διαμερίσματος στο Εθνικό Κτηματολόγιο και έλαβε Κωδικό Αριθμό Εθνικού Κτηματολογίου (Κ.Α.Ε.Κ.) 121626612002/0/9. Κατά το μήνα Ιανουάριο του 2006 οι εναγόμενοι, ενώ μέχρι τότε δεν είχαν προβεί σε καμία εργασία αποπεράτωσης του επιδίκου διαμερίσματος, το οποίο παρέμενε ημιτελές, στο στάδιο των ψιλών επιχρισμάτων και με τοποθετημένα τα εξωτερικά κουφώματα, δηλαδή στο στάδιο που ήταν παραδοτέο στον ενάγοντα, με βάση τα προαναφερόμενα συμβόλαια (προσύμφωνο και οριστικό συμβόλαιο πώλησης), άρχισαν την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών μέσα σ' αυτό για την αποπεράτωσή του, αντιποιούμενοι τη νομή του ενάγοντος. Το γεγονός αυτό πληροφορήθηκε από ένοικο της πολυκατοικίας ο ενάγων, ο οποίος μετέβη αμέσως στο επίδικο διαμέρισμα και τοποθέτησε στην πόρτα εισόδου αυτού πινακίδα, στην οποία αναγραφόταν το όνομα και το επώνυμό του και ότι απαγορεύεται η είσοδος σ'αυτό. Την πινακίδα αυτή διόρθωσε ο δεύτερος εναγόμενος ως προς το επώνυμο του ενάγοντος και έγραψε πάνω από αυτό το δικό του επώνυμο. Κατόπιν τούτων ο ενάγων άσκησε κατά των εναγομένων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Χαλκίδας (...) την από 14-3-2006 αίτησή του για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων νομής. Η τελευταία αυτή αίτηση έγινε δεκτή με την 439/2006 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χαλκίδας, που κατέστη τελεσίδικη με την 159/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, που απέρριψε την ασκηθείσα κατ' αυτής έφεση, και ο ενάγων [και ήδη αναιρεσίβλητος και τότε αιτών] αναγνωρίστηκε προσωρινά νομέας του επίδικου διαμερίσματος και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι [και ήδη αναιρεσείοντες και τότε καθ' ων η αίτηση] να του αποδώσουν τη νομή αυτού". Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο έκρινε ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος ήταν νομέας του επίδικου διαμερίσματος κατά το χρόνο της προσβολής της νομής του με αποβολή, που έγινε παράνομα και χωρίς τη θέλησή του με τις προαναφερθείσες ενέργειες των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων, και κατόπιν τούτου δέχτηκε την αγωγή και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε εκφέρει όμοια κρίση. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 974 και 977 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς το ουσιώδες ζήτημα της απόκτησης της νομής του επιδίκου από τον αναιρεσίβλητο, ο οποίος το νεμόταν διά μέσου της πρώτης αναιρεσείουσας εργολήπτριας εταιρείας ως αντιπροσώπου του, που απλώς το κατείχε βάσει της αναφερόμενης εργολαβικής σύμβασης. Επομένως, ο πρώτος, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. ΙΙ.- Ο κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β' ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά τον νόμον έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε είτε ως επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής) είτε ως αμυντικό (ένσταση, αντένσταση) μέσο, αλλά όχι και οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή επιχειρήματα, νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από τον νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός της αναίρεσης αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψή του δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (Ολ.ΑΠ 11/1996). Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β' ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον ουσιώδη ισχυρισμό τους περί ιδίου δικαιώματος νομής επί του επίδικου διαμερίσματος και ότι ο αναιρεσίβλητος ουδέποτε απέκτησε τη νομή του διαμερίσματος αυτού. Από την προσβαλλόμενη απόφαση, όμως, προκύπτει ότι το Εφετείο δέχτηκε ότι μέχρι και του χρόνου υπογραφής του πωλητηρίου συμβολαίου στις 30-10-1986 δεν αποδείχθηκε ότι η πρώτη αναιρεσείουσα εργολήπτρια εταιρεία είχε εκδηλώσει πρόθεση αντιποιήσεως της νομής τής οικοπεδούχου επί του επίδικου διαμερίσματος ούτε ότι είχε γίνει γνωστοποίηση τέτοιας προθέσεως στην οικοπεδούχο και ότι άλλωστε οι εναγόμενοι-αναιρεσείοντες δεν πρόβαλαν αυτοτελή ισχυρισμό περί απωλείας της νομής του ενάγοντος-αναιρεσιβλήτου στο επίδικο διαμέρισμα από κάποιον νόμιμο λόγο, αλλά ισχυρίστηκαν μόνο ότι ο αναιρεσίβλητος ουδέποτε απέκτησε τη νομή του διαμερίσματος με το συμβόλαιο και ότι νομέας του επιδίκου υπήρξε η πρώτη αναιρεσείουσα. Επομένως, ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος που με αυτόν προσβάλλεται η ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτος (άρθρ.561 παρ.1 ΚΠολΔ). ΙΙΙ. -Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για την ίδρυση του λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν πράγματι λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν από τους διαδίκους με επίκληση, τα οποία έχει το δικαστήριο υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ (ΑΠ 643/2001). Εξάλλου, δεν θεμελιώνει λόγο αναίρεσης η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να μνημονεύσει στην απόφασή του ποια αποδεικτικά μέσα χρησιμοποιήθηκαν για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη ή να καθορίσει τη βαρύτητα που αποδόθηκε στο καθένα από αυτά ή τη σχέση και επιρροή εκάστου στα προς απόδειξη θέματα, από δε την αναφορά στην απόφαση μερικών από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, γιατί έχουν ιδιαίτερη σημασία, δεν συνάγεται αναγκαστικά ότι δεν εκτιμήθηκαν και τα μη αναφερόμενα. Επίσης, ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ' δεν θεμελιώνεται όταν με αυτόν προβάλλεται μη λήψη υπόψη εξώδικης ομολογίας και από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη το έγγραφο από το οποίο συνάγεται κατά τον λόγο αναιρέσεως εξώδικη ομολογία. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης προβάλλεται κατά της προσβαλλόμενης απόφασης αιτίαση από τον αριθ. 11 περ. γ' άρθρου 559 ΚΠολΔ ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη παρά τον νόμο τα ακόλουθα έγγραφα, τα οποία προσκόμισαν οι αναιρεσείοντες με επίκληση προς απόδειξη του ισχυρισμού τους ότι ο αναιρεσίβλητος ουδέποτε απέκτησε τη νομή του επιδίκου, και ειδικότερα α) την από 12-1-1990 αγωγή του αναιρεσιβλήτου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, με την οποία ο τελευταίος αποδέχεται ότι η πρώτη αναιρεσείουσα αρνείται να του παραδώσει το επίδικο και τα κλειδιά εισόδου σ' αυτό από τότε που αυτός το αγόρασε και ζητεί να αναγνωριστεί η κυριότητά του και να διαταχθεί η απόδοσή του σ' αυτόν, και έτσι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την περιεχόμενη στο έγγραφο αυτό εξώδικη ομολογία του αναιρεσιβλήτου, την οποία επικαλέστηκαν, και β) την υπ' αριθμ. 462/1988 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χαλκίδας. Από την υπάρχουσα, όμως, στην προσβαλλόμενη απόφαση ρητή διαβεβαίωση, κατά την οποία το δικαστήριο έλαβε υπόψη "όλα ανεξαιρέτως τα με επίκληση προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα", καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος και συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και τα παραπάνω έγγραφα, και δη και το υπό στοιχείο α' έγγραφο, από το οποίο συνάγεται κατά τον εξεταζόμενο λόγο αναιρέσεως εξώδικη ομολογία, χωρίς να είναι αναγκαίο να κάνει χωριστεί μνεία του καθενός από αυτά. Επομένως και ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι αβάσιμος. ΙV. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου,, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρ.176, 183, 191 παρ.2 του ΚΠολΔ). - ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15-5-2011 αίτηση της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "Α. Ν. Μ. και Σία Ο.Ε." κ.λ.π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 41/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών/Μεταβατική Έδρα Χαλκίδος. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μεταβίβαση οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμέρισμα) κατά (κυριότητα και) νομή από οικοπεδούχο για λογαριασμό και της εργολήπτριας εταιρείας σε τρίτον. Αποβολή από την νομή εκ μέρους της εργολάβου. Αγωγή νομής του αγοραστή δεκτή. Αναίρεση. Λόγοι από τους αρ. 1 και 19, και 11γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αβάσιμοι. Λόγος από τον αρ. 8, απαράδεκτος, ως αναφερόμενος σε αρνητικούς της αγωγής ισχυρισμούς – πράγματα μη ουσιώδη. [Επικυρώνει ΕφΑθ/ΜετΕδρΧαλκ 41/2011].
Οριζόντια ιδιοκτησία
Νομή, Οριζόντια ιδιοκτησία.
0
Αριθμός 614/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Δ. Α. του Σ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Παπασταυρόπουλο. Της αναιρεσίβλητης: Σ. συζ. Ν. Μ., το γένος Α. Λ., κατοίκου ... η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Πολίτη. Κατά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων, που παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω, ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης για τους λόγους που ανέπτυξε. Το Δικαστήριο διασκέφθηκε επί της έδρας και δια του Προέδρου του απέρριψε το αίτημα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20/4/2005 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Πόρου (Καλαυρίας). Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 34/2005 μη οριστική, 7/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2806/2010 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 13/9/2010 αίτησή της. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 18/11/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 1012 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία, αν ακίνητο στερείται την αναγκαία δίοδο προς το δρόμο, έχει δικαίωμα ο κύριός του να απαιτήσει δίοδο από τους γείτονες έναντι ανάλογης αποζημίωσης, προκύπτει, ότι η σχετική αγωγή ασκείται από τον κύριο του ακινήτου που στερείται επαρκούς διόδου και απευθύνεται κατά του κυρίου του ακινήτου, το οποίο μεσολαβεί μεταξύ του ακινήτου αυτού και του δρόμου (δημοσίου, δημοτικού ή κοινοτικού) και, εφόσον μεταξύ του ακινήτου του ενάγοντος και του δρόμου αυτού μεσολαβούν περισσότερα από ένα ακίνητα, απευθύνεται κατά των κυρίων όλων των ακινήτων αυτών. Μόνο λοιπόν οι κύριοι των ενδιάμεσων ακινήτων μπορεί να είναι εναγόμενοι και όχι αναγκαίως ο επικαρπωτής, γιατί αυτός δεν δικαιούται να επιφέρει μεταβολή στο πράγμα ανεξαρτήτως του ότι είναι σκόπιμο να συνενάγεται γιατί διαφορετικά η δουλεία διούδου που θα συσταθεί με την απόφαση του δικαστηρίου δεν μπορεί να αντιταχθεί κατ' αυτού. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολΔ κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου...,2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόμος...,3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ' ύλην αρμοδιότητα και 4) αν παράνομα αποκλείσθηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας. Από την αμέσως πιο πάνω διάταξη προκύπτει, ότι η απαρίθμηση των λόγων αναίρεσης κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, είναι περιοριστική. Οι λόγοι αναίρεσης είναι μόνο τέσσερις και αντιστοιχούν προς τους λόγους αναίρεσης που προβλέπονται από τους αριθμούς 1, 2, 4, 5 και 7, αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προς τους οποίους όμως δεν ταυτίζονται απολύτως. Έτσι, δεν ιδρύεται ο λόγος, όταν το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Επομένως, οι πρώτος, κατά το πρώτο μέρος του, δεύτερος, κατά το δεύτερο μέρος του, και τρίτος - όπως ορθά εκτιμάται - λόγοι της αναίρεσης, με τους οποίους, υπό την επίκληση των αριθμών 14 περ. δ' και 8 περ. β', αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλεται ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, υπέπεσε στις πλημμέλειες του ότι παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτη την ένδικη - από 20.4.2005 - αγωγή της αναιρεσίβλητης ως προς τη βάση της από την ΑΚ 1012 (που έγινε δεκτή από το πιο πάνω Δικαστήριο), αφού δεν συνενάγονται με την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα ψιλή κυρία και οι γονείς της επικαρπωτές του ακινήτου, από το οποίο ζητείται δίοδος, και δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς της εναγομένης, ότι η ενάγουσα έχει παραιτηθεί από το δικαίωμά της να κάνει χρήση της προτεινόμενης διόδου και ότι είναι δυνατή η παροχή άλλης διόδου προσφορότερης και λιγότερο επιζήμιας, τη θέση της οποίας και προσδιόρισε - πέραν του ότι στην αγωγή παροχής διόδου του άρθρου 1012 ΑΚ εναγόμενοι μπορεί να είναι ο κύριος όχι και ο επικαρπωτής του ενδιάμεσου ακινήτου - , προεχόντως, είναι απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν. II. Από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες δικαίου στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Στην προκειμένη περίπτωση, με τους πρώτο, κατά το δεύτερο μέρος του, δεύτερο, κατά το πρώτο μέρος του, και τέταρτο - όπως ορθά εκτιμάται - λόγους της αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Δικαστήριο της ουσίας δέχτηκε την αγωγή, απορρίπτοντας και "τον ισχυρισμό της εναγομένης - ήδη αναιρεσείουσας - περί χρήσεως στη βορειοδυτική πλευρά του ακινήτου της αναιρεσίβλητης μέσα από την ιδιοκτησία Κ., που οδηγούσε σε αποδυνάμωση οποιουδήποτε δικαιώματος παροχής διόδου στην αντίδικο από τα αγροτεμάχια της αναιρεσείουσας και του Σ. Κ.", εφόσον "εσφαλμένως παρείδε και κακώς εκτίμησε το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, παρότι η αναιρεσείουσα τα είχε νόμιμα επικαλεστεί και προσκομίσει, ενώ ορθώς εκτιμώντας αυτά (μεταξύ των οποίων και) η από 15.9.2005 Τεχνική Έκθεση του πολιτικού μηχανικού Α. Δ., η οποία επιβεβαιώνει τους ανταποδεικτικούς ισχυρισμούς της (προβάλλουσας τους λόγους αυτούς αναιρεσείουσας - εναγομένης), θα είχε καταλήξει στην ορθή κρίση ανυπαρξίας υπάρχουσας δήθεν δουλείας διόδου... ιδιότητας του περικλείστου στο ακίνητο της (ήδη αναιρεσίβλητης) ενάγουσας και σε κάθε περίπτωση θα είχε κρίνει ως προσφορότερη προς δημιουργία της ζητουμένης, την από την (ήδη αναιρεσείουσα) εναγομένη επικουρικώς αντιπροταθείσα και θα είχε απορρίψει και ως προς αυτά την αγωγή", παραβιάζοντας, έτσι, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1012, 1013 και 1014 ΑΚ. Είναι πρόδηλο, ότι υπό την επίφαση της παραβίασης των ως άνω διατάξεων οι λόγοι αυτοί πλήττουν αποκλειστικά την εκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων, η οποία (εκτίμηση) καθ' εαυτή δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γι' αυτό πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 13.9.2010 αίτηση της Δ. Α. για αναίρεση της 2806/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε ως Εφετείο. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Οι λόγοι αναίρεσης, όταν, υπό την επίφαση της παραβίασης κανόνων ουσιαστικού δικαίου, πλήττουν αποκλειστικά την εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων, η οποία (εκτίμηση) καθ’ εαυτή δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (561 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
Δίοδος
Δίοδος.
0
Αριθμός 612/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Κ. Γ. του Ι., κατοίκου ... , ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Ζησιμόπουλο. Του αναιρεσιβλήτου: Εκκλησιαστικού Συμβουλίου της Ενορίας Εισοδείων της Θεοτόκου Πιθαρίου, που εδρεύει στο Πιθάρι Κυδωνίας και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχάλη Βεργανελάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/6/2001 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χανίων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 83/2003 του ίδιου Δικαστηρίου, 518/2005 μη οριστική και 491/2009 οριστική του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 30/11/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 6/11/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Eπειδή επί τουρκοκρατίας, υπό το κράτος του οθωμανικού δικαίου, το οποίο αγνοούσε την έννοια του νομικού προσώπου, οι χριστιανικές εκκλησίες (Ναοί) εν γένει δεν αναγνωριζόντουσαν ως υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αναγνωριζόντουσαν όμως DE FACTO ως περιουσιακές ολότητες (UNIVERSITAS BONORUM) προορισμένες για την εξυπηρέτηση του θρησκευτικού και φιλανθρωπικού σκοπού τους, των οποίων τη διαχείριση, ως επί ιδίου πράγματος, ασκούσαν κατά τα παραχωρηθέντα από το Σουλτάνο προνόμια του Γένους, οι κατά τόπους αρχές με επιτρόπους της Ορθόδοξης Κοινότητας υπό την προεδρία του Επιχωρίου Επισκόπου, μέσου δε την προνομίων αυτών, τα οποία επικυρώθηκαν και με τα Σουλτανικά Διατάγματα του Χάρτι - σερίφ του 1839 και Χάττι- Χουμαγκούν της 18 Φεβρουαρίου 1856, οι υποθέσεις των χριστιανικών καθιδρυμάτων υπαγόντουσαν στη δικαιοδοσία των Πατριαρχικών Δικαστηρίων, που εφάρμοζαν τους Βυζαντινούς νόμους, οι οποίοι χρησίμευαν ως νόμοι του Ελληνικού Έθνους. Την πραγματική αυτή κατάσταση που υπήρχε στις Νέες Χώρες κατά το χρόνο της απελευθέρωσής τους από την Ελλάδα, αναγνώρισε και ο Έλληνας Νομοθέτης προνοώντας για την εξασφάλιση των περιουσιών αυτών, που ήταν ταγμένες για τους προαναφερθέντες θρησκευτικούς και φιλανθρωπικούς, καθώς και άλλους ηθικούς και κοινωνικούς σκοπούς και με το άρθρο 8 παρ.3 του Ν. 147/1914 "περί της εν ταις προσαρτωμέναις χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας", κατά το άρθρο 2 παρ. 4 εδ. 1 του οποίου, εξάλλου στις χώρες που τέως διατελούσαν υπό την άμεση κυριαρχία του Οθωμανικού Κράτους εισήχθη στο σύνολό της η ισχύουσα στην Ελλάδα αστική νομοθεσία, επομένως και το οριζόμενο στο από 23.2.1835 ΒΔ αστικό (Βυζαντινορωμαϊκό) δίκαιο και η νεοελληνική αστική νομοθεσία. Εξ ετέρου με το Ν. 2508/1920 "περί εξακριβώσεως και διαχειρίσεως των περιουσιών και πόρων των εν Νέαις Χώραις από Τουρκοκρατίας Χριστιανικών Κοινοτήτων, ο οποίος θέσπισε στο άρθρο 3 παρ. 6 ότι " ακίνητα, ων την διαχείρησιν ως επί ιδίων πραγμάτων είχαν επί τουρκοκρατίας αι αρχαί και επιτροπαί των Ορθοδόξων Κοινοτήτων ή των εν αυταίς υπαγόμενων επί μέρους ιδρυμάτων, εν οίς προδήλως περιλαμβάνονται και οι παντώς είδους Ιεροί Ναοί, και νομικών προσώπων και ων οι πρόσοδοι διετίθεντο προς εξυπηρέτησιν τίνος των εν παραγ. 1 του παρόντος άρθρου μνημονευμένων σκοπών, εν οις και η συντήρησης εκκλησιών, αναγνωρίζονται ως νομίμως κεκτημένη περιουσία και εάν οι τίτλοι αυτών φέρονται αναγεγραμμένοι επ' ονόματι ιδιωτών ή εμφιλοχωρεί ακυρότης αιτήσεως κατά τον οθωμανικόν νόμον, εν ελλείψει ικανότητας προς κτήσιν παρά τω κτησαμένω προσώπω, είτε δια την μη τήρησιν των νομίμων διατυπώσεων κατά την μεταβίβασιν, στο δε άρθρο 5 παρ. 1 ότι " οι κατά το εδ. β' της παρ. 1 του άρθρου 3 ενοριακαί περιουσίαι, παραμένουσι ως περιουσίαι των κατά τον νόμον περί ενοριών οργανωμένων Ενοριακών Ναών". Με τις παραπάνω διατάξεις έπαυσε να υπάρχει η υφιστάμενη κατά το παρελθόν ανικανότητα των εν γένει χριστιανικών καθιδρυμάτων, επομένως και των νομικών προσώπων να αποκτήσουν κυριότητα, η κτήση όμως αυτή της κυριότητας από τα πιο πάνω ιδρύματα, δεν επερχόταν αμέσως από το νόμο, αλλά όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 εδ. β' και 6,11 παρ.1, 15 παρ. 1, 16, 19 παρ.1 και 2 και 20 παρ. 1 του νόμου αυτού, μετά την τήρηση των διατυπώσεων που αναφέρονται στο νόμο αυτό και την μετά τη νόμιμη συλλογή και εξακρίβωση των αναγκαίων στοιχείων, αναγνώρισή της κυριότητας με απόφαση των αρμοδίων, κατά τη διάταξη του άρθρου 11 επιτροπών, που συνεστήθησαν. Ειδικότερα δε προκειμένου περί παρεκκλησίων και εξωκκλησίων επικύρωση της ανωτέρω υφισταμένης από τα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας καταστάσεως, της αναγνωρίσεως δηλαδή σε αυτά, μολονότι δεν ήταν εξοπλισμένα με νομική προσωπικότητα, της ικανότητας για κτήση ιδίας περιουσίας, για την εξυπηρέτηση των αναγκών τους, εκπροσωπουμένης κατά τα άνω, αποτελεί και η διάταξη του άρθρου 1 του εν τω μεταξύ, πριν από την απελευθέρωση των Νέων Χωρών, θεσπισθέντος νόμου ΓΦИΣΤ /1910 "περί Ενοριακών ναών κλπ", κατά την οποία (διάταξη), όπως αυτή συμπληρώθηκε με το ν. 2677/1921 " πας ενοριακός ναός της εν Ελλάδι ορθοδόξου Εκκλησίας αποτελεί νομικόν πρόσωπον έχων ιδίαν περιουσίαν ... εξωκκλήσια και παρεκκλήσια ... υπάγονται εις τους Ενοριακούς Ναούς, ως εξαρτήματα αυτών, μετά ομόφωνον γνωμοδότησιν του Επισκόπου κλπ, τα δε έχοντα ετήσιον εισόδημα πλέον των δισχιλίων δραχμών υπάγονται εις το Γενικόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον, μετά γνωμοδότησιν της Ιεράς Συνόδου", κατά την έννοια της οποίας διατάξεως αναγνωρίζεται η υφιστάμενη και πρότερον αυτοτέλεια και αυθυπαρξία της περιουσίας των παρεκκλησίων και εξωκκλησίων, ως ταγμένης σε ορισμένο σκοπό και η ικανότητά τους για τη διατήρησή της και με τη φράση "υπάγονται εις τους Ενοριακούς Ναούς ως εξαρτήματα αυτών" ανατίθεται η διοίκηση και διαχείρηση της περιουσίας τους και η έναντι τρίτων εκπροσώπησή τους στον Ενοριακό Ναό στον οποίο αυτά υπάγονται. Τούτο δε καθίστανται φανερό και από τη διατύπωση των αντίστοιχων διατάξεων των νεωτέρων νόμων περί Ιερών Ναών που επηκολούθησαν, όπως του άρθρου 4 του ΝΔ 27/28 Δεκεμβρίου 1923 "περί ενοριακών ναών και εφημεριών" που επεκτάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 3615/1928 και στις Νέες Χώρες, του άρθρου 6 του αν. 1369/1938, του άρθρου 5 του αν. 2200/1940, ήδη δε του άρθρου 13 παρ. 4 του εκδοθέντος κατ' εξουσιοδότηση του ν. 590/1977 υπ' αριθμ. 8/1979 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος "περί Ιερών Ναών και Ενοριών", που αναφέρονται σαφώς στην υπαγωγή των παρεκκλησίων και εξωκκλησιών εις τον ενοριακόν ναόν ή και εις το ΤΑΚΕ, κατά τις αναφερόμενες στις διατάξεις αυτές διακρίσεις "ως προς την διοίκησιν και διαχείρησιν" της περιουσίας τους, χωρίς να θίγεται η αυτοτέλεια της (ΟλΑΠ 1741/1980, ΑΠ 485/2013, ΑΠ 1171/2013). Τέλος κατά το άρθρο 54 του Ν. 4149/1961 " Περί Καταστατικού Νόμου της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας και άλλων τινών διατάξεων" "αι εν τη Αυτοκεφάλω της Εκκλησίας της Ελλάδος ισχύουσαι διατάξεις περί Ενοριακών Ναών και Εφημερίων εφαρμόζονται και εν τη περιφερεία της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας". Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 147/1914 που όρισε ότι "οποιοδήποτε έγγραφο αποδεικνύει κυριότητα, όπως και οι τίτλοι που αποδεικνύονται σε καταχωρήσεις σε βιβλία μητροπόλεων, πρέπει να μεταγράφεται" προκύπτει ότι "η απόφαση των αναφερομένων παραπάνω Επιτροπών του άρθρου 11 του Ν. 2508/1920 έπρεπε να υποβληθεί σε μεταγραφή. Παρόμοια ρύθμιση προέβλεπε και η διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 3800/1957. Από τις εκτεθείσες διατάξεις του Ν. 2508/1920 και ιδιαίτερα εκείνη του εδ. β' της παρ.1 του άρθρου 3 προκύπτει ότι αν δεν τηρηθούν οι αναφερόμενες σ' αυτές (διατάξεις) διατυπώσεις, ήτοι απόφαση Επιτροπών και μεταγραφή της, ο Ιερός Ναός δεν αποκτά παραγώγως κυριότητα, αλλά εξακολουθεί να έχει τη νομή της περιουσίας του, η άσκηση της οποίας, υπό τις προϋποθέσεως του ισχύοντος στην προκείμενη περίπτωση από 23.7.1904 μέχρι 23.2.1946 Κρητικού Κώδικα και του Αστικού Κώδικα για το μετέπειτα διάστημα, οδηγεί στην απόκτηση κυριότητας με έκταση χρησικτησίας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 293, 295 Κρητικού Κώδικα, 1045, 1046, 1051, ΑΚ και 51, 53 Εισ. ΝΑΚ. Εξ' άλλου κατά μεν το άρθρο 559 αρ.1 Κ.Πολ.Δ, επιτρέπεται αναίρεση, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου, κατά δε την έννοια του άρθρου 559 αριθ.19 Κ.Πολ,Δ., λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που είναι αναγκαία, για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της διατάξεως του ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Αντιθέτως, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσεως όταν πρόκειται για ελλείψεις, που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, εφόσον αυτό διατυπώνεται στην απόφαση σαφώς. Μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Η επίδικη έκταση είναι ένα γήπεδο εμβαδού 2.085 τ.μ., που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του χωριού ... του δημοτικού διαμερίσματος Αρωνίου του δήμου Ακρωτηρίου Νομού Χανίων και στη θέση "Αγία Παρασκευή". Το γήπεδο αυτό συνορεύει βόρεια με ιδιοκτησία Χ. Μ., νότια με κοινόχρηστο μονοπάτι και με αγροτεμάχιο της ενάγουσας προερχόμενο από κληρονομιά Θ. Κ., ανατολικά με ιδιοκτησία Ε. Β. και δυτικά με ιδιοκτησία Ε. Μ.. Μέσα στο γήπεδο αυτό βρίσκονται τρεις ιεροί ναοί (εξωκκλήσια) στα οποία τιμώνται οι Άγιοι Γεώργιος, Παρασκευή και Αρτέμιος. Ο πρώτος φέρεται να κτίστηκε κατά τον 15° αιώνα και οι υπόλοιποι στα μέσα του 16ου αιώνα (περί το 1550). Με τα ναϊδρια της Αγίας Παρασκευής και του Αγίου Αρτεμίου σχηματίζεται ένας δίκλιτος ή διμάρτυρος ναός, καθ όσον αυτά βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο. Κατά τον αρχαιολόγο - βυζαντινολόγο Ι. Β., μελέτη του οποίου προσκομίζει η ενάγουσα, τα δύο ναϊδρια, όπου τιμώνται η Αγία Παρασκευή και ο Άγιος Αρτέμιος, αποτελούν σημαντικά μεσαιωνικά μνημεία της Κρήτης γύρω δε από αυτά υπάρχουν λείψανα οικοδομημάτων που ερμηνεύονται ως τμήματα μικρής Μονής, η οποία λειτουργούσε στην θέση αυτή κατά τους τελευταίους αιώνες της ενετοκρατίας (1210 - 1645/1669) και πιθανώς της τουρκοκρατίας (1645/1669 - 1897), και η οποία πιθανώς κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και εξαιτίας των πολλών εξεγέρσεων εναντίον των Τούρκων παρήκμασε και εγκαταλείφθηκε. Από την ένταξη της Κρήτης στο ελληνικό Κράτος όμως, τα ναΐδρια αυτά ιερουργούνται (βλ. κατάθεση μάρτυρα, ενάγουσας), ενώ κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, με πρωτοβουλία κατοίκων της περιοχής, τα πιο πάνω ναΐδρια στερεώθηκαν αναπαλαιώθηκαν και εξυπηρετούν τις λατρευτικές ανάγκες τους. Γύρω από τα εν λόγω ναΐδρια υπάρχουν λείψανα παλιών κτισμάτων (κελλίων, βοηθητικών χώρων) καθώς και δύο υπόγειες υδατοδεξαμενές και ένα πηγάδι, ενώ διακρίνονται κεραμίδια και ποικίλα όστρακα, προερχόμενα από χοντροειδή αγγεία καθημερινής χρήσης των μέσων και νεότερων χρόνων, δηλωτικά της ύπαρξης εκεί της προρρηθεϊσας Μονής (βλ. και υπ' αριθμ. 1718/28-9-2001 έγγραφο της 13ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Κρήτης). Στον ίδιο χώρο του γηπέδου υπάρχουν δύο παλαιοχριστιανικά σπήλαια για τις λατρευτικές ανάγκες των χριστιανών εκείνης της εποχής. Όλος το χώρος του ειρημένου γηπέδου των 2.085 τ.μ. θεωρούνταν προαύλιος των τριών προαναφερθέντων ναϊδρίων και ουδέποτε έγινε αντιληπτή η εγκατάσταση ή η εκμετάλλευση του χώρου αυτού από τρίτο πρόσωπο, θεωρούνταν δε από τους κατοίκους της περιοχής ότι ανήκει στην ενορία της περιοχής. To 1935, τo τότε εκκλησιαστικό συμβούλιο της Ενορίας Εισοδίων Θεοτόκου Πιθαρίου, η οποία (Ενορία) τότε, κατά τις νομικές σκέψεις που εκτίθενται στο κεφ. 3 της παρούσας αποτελούσε μια περιουσιακή ολότητα, ήδη δε αποτελεί ν.π.δ.δ. (βλ. ΦΕΚ 185Α'/1994) με βάση τον ν. 2677/1921 και το αρθρ. 1 παρ. 4 ν. 590/1977 "Περί του Καταστατικού χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος", κατά παράκληση του Γ. Γ. του Ι. και Κ., παππού του εναγόμενου - εκκαλούντα, του παραχώρησε άτυπα έκταση 80 τ.μ. μέσα στο γήπεδο για να κτίσει μικρή οικία, ώστε να μπορεί να κυνηγά και να παραθερίζει εκεί με την οικογένεια του κατά τους θερινούς μήνες, πράγμα το οποίο ο τελευταίος έπραξε, μετέβαινε, δε στην οικία αυτή ως το έτος 1945 που την κατέστρεψαν, πυρπολώντας την, τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Τούτη η παραχώρηση (χρησιδάνειο) φαίνεται να έγινε για λόγους ευγνωμοσύνης για δωρεές του πιο πάνω Γ. Γ. στην ενάγουσα, καθότι αυτός ήταν εύπορος, ενώ ποτέ δεν έθεσε θέμα ο τελευταίος περί απόκτησης κυριότητας στην οικία αυτή και στον περιβάλλοντα χώρο της. Τα παραπάνω κατατέθηκαν με σαφήνεια στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου από τον μάρτυρα της ενάγουσας, ιερέα στο ... Χανίων, ο οποίος διαβεβαίωσε ότι το ιστορικό του επίδικου χώρου το πληροφορήθηκε από τον υπερήλικα Γ. Μ.. Αφότου καταστράφηκε η πιο πάνω οικία, εγκαταλείφθηκε από τον παραπάνω Γ. Γ., ενώ όπως προειπώθηκε, οι κάτοικοι της περιοχής μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, αύξησαν το ενδιαφέρον τους για τα ναΐδρια και τον πέριξ αυτών χώρο και οι λειτουργίες εκεί άρχισαν να πυκνώνουν. Αντίθετα, με τα παραπάνω, οι μάρτυρες του εναγομένου δεν εξηγούν πως περιήλθε η οικία αυτή και έκταση 1.503,54 τ.μ. στον δικαιοπάροχο του εναγομένου. Καμία μαρτυρία δεν υπάρχει που να πείθει ότι άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, πλην της ενάγουσας ασκούσε διακατοχικές πράξεις στην επίδικη έκταση των 2.085 τ.μ, πλην της ενάγουσας, ενώ αόριστα κατατίθεται ότι σποραδικά από το 1950 και μετά από τον προαναφερθέντα Γ. Γ. έγιναν κάποιες λειτουργίες στα ναΐδρια ή κάποιες επισκευές, ενέργειες στις οποίες θα μπορούσε να προβεί κάθε ενορίτης, χωρίς να δηλώνει τούτο πράξεις νομής και πρόθεση τούτου να καταστεί κύριος στο επίδικο, ή ότι στο μάρτυρα Ε. Κ., ο Κ. Γ. (εναγόμενος -εκκαλών) του επέτρεψε να βάζει ζωοτροφές στην ερειπωμένη προαναφερθείσα οικία. Ο ίδιος μάρτυρας όμως καταθέτει ότι την οικία αυτή τη βρήκε εγκαταλελειμμένη, δεν ήξερε σε ποιον ανήκε και ένας κάτοικος της περιοχής, ονόματι Κ. του είπε ότι ανήκει στον εναγόμενο. Με αυτά όμως τα στοιχεία, ακόμη και αν κριθεί ότι αληθεύουν, κρίνεται ότι δεν προκύπτουν διακατοχικές πράξεις νομής από πλευράς εναγομένου και των δικαιοπαρόχων του. Σε μια αγροτική περιοχή, όπου βρίσκεται η επίδικη έκταση, το να τεθούν ζωοτροφές σε ερειπωμένο κτίσμα χωρίς να γίνει τούτο αντιληπτό ή και αν γίνονταν να θορυβηθεί η ενάγουσα, είναι φυσικό. Εξ άλλου, κανένας μάρτυρας του εναγομένου δεν καταθέτει ότι πέραν της ερειπωμένης οικίας θεωρούνταν ότι ανήκει στον εναγόμενο και στους δικαιοπαρόχους του και προαύλιος χώρος, ούτε ότι ο εναγόμενος ή οι δικαιοπάροχοι του δήλωσαν ποτέ στην ενάγουσα ότι νέμονται τμήμα του επιδίκου ή όλο το επίδικο ως κύριοι, ούτε κάποια πράξη τους αποδείχθηκε ότι έγινε εμφανώς υπό τα όμματα των εκπροσώπων της ενάγουσας, που να δήλωνε ότι αυτοί κατέχουν το επίδικο ή τμήμα του ως κύριοι. Με βάση τα προεκτιθέμενα, αποδείχθηκε ότι, από το έτος 1914 ως το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής αδιάλειπτα ασκούσε η ενάγουσα - εφεσίβλητη τη νομή με διάνοια κυρίου και καλή πίστη (η καλή πίστη απαιτούνταν ως 23-2-1946 κατά το β.ρ. δίκαιο, αν και κατά τον Κρητ. Α.Κ. δεν ήταν αναγκαία) και ότι ουδέποτε εξέφυγε της νομής της η επίδικη έκταση ως το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής. Ο εναγόμενος αποδείχθηκε ότι, μόνο κατά τα έτη 1999-2000 άρχισε να αμφισβητεί την κυριότητα της ενάγουσας στην επίδικη έκταση. Κατά συνέπεια, οι μεν ενστάσεις του εναγόμενου - εκκαλούντα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες κατ' ουσία η δε ένδικη αγωγή, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσία και να αναγνωρισθεί η ενάγουσα εφεσίβλητη, ως κυρία της προμνημονευόμενης επίδικης έκτασης των 2.085 τ.μ." Με τη κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 293, 295 του Κρητικού Κώδικα, 1045, 1046, 1051 Α.Κ., 51, 53 του ΕισΝΑΚ., 8 παρ.3 του ν. 147/1914, 3 παρ. 1εδ. β και 6, 11 παρ.1, 14 παρ.1, 16.19, 20 ν. 2508/1920, ΓΦИΣΤ/1910, 2677/1921, 3 Ν. 3615/1928, 6 Α.Ν. 1369/1938, 1 επ. 13 παρ. 4 ν. 590/1977, και 54 του ν. 4149/1961, ούτε στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση, εξαιτίας ελλείψεως αιτιολογίας ή ελαττώματος σ' αυτήν, ως προς την βάση της ένδικης αγωγής της στηριζομένης στην έκτακτη χρησικτησία, ως τρόπο κτήσεως της κυριότητας του επιδίκου από της εισαγωγής του Κρητικού Κώδικα και στη συνέχεια του Α.Κ και του ν. 419/1961, αφού εξέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, το από τις αποδείξεις πόρισμα, στο οποίο κατέληξε, και τα πραγματικά γεγονότα, που εκείνο δέχθηκε, τα οποία ήταν αναγκαία για την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε κατά τα αναλυτικώς προεκτιθέμενα. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τους πρώτο και τέταρτο λόγους της αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τους αριθ. 1 και 19 του αρθρ. 559 του Κ.Πολ.Δ κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και οι λόγοι αναίρεσης. Κατά τα λοιπά δε και υπό το πρόσχημα της επικλήσεως των ως άνω πλημμελειών που προβλέπονται από το άρθρο 559 αριθμ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ., πλήττεται στην πραγματικότητα, η αναιρετικά ανέλεγκτη, κατ' άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., εκτίμηση από το Εφετείο των αποδείξεων. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 8 εδ. β' ΚΠολΔικ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή κάθε περιστατικό, το οποίο αφηρημένα λαμβανόμενο οδηγεί, κατά νόμο, στη γέννηση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία είναι ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση αυτοτέλειας του ισχυρισμού. Ως "πράγματα" νοούνται και οι λόγοι εφέσεως ή αντεφέσεως, εφόσον σ' αυτούς περιέχεται ισχυρισμός παραδεκτός, νόμιμος και ορισμένος. Ο παραπάνω λόγος δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 εδ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη την νόμιμα προβληθείσα ένσταση του αναιρεσείοντος- εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως του ένδικου δικαιώματος του αναιρεσίβλητου - ενάγοντος. Όπως όμως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του εφετηρίου (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) η παραδεκτά υποβληθείσα από τον εκκαλούντα- αναιρεσείοντα με τον τέταρτο λόγο της εφέσεως το πρώτον, στη δευτεροβάθμια δίκη, λόγω της ερημοδικίας του στην πρωτοβάθμια δίκη, ένσταση του άρθρου 281 Α.Κ, λήφθηκε υπόψη από το Εφετείο και απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, όπως και οι λοιπές ενστάσεις. Ενόψει τούτων δεν ιδρύεται, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, ο ερευνώμενος δεύτερος λόγος. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ' του ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σταματήσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Καμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν υπόψη, ενώ ως αποτελούν ξεχωριστό από τα έγγραφα, αποδεικτικά μέσο, πρέπει να μνημονεύεται η γνωμοδότηση των πραγματογνωμών (ΚΠολΔικ 383). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα α) το υπ' αριθμ. .../16.11.1999 συμβόλαιο της συμ/φου Χανίων Βάσως Ορφανουδάκη, β) το υπ' αριθμ. 52/1964 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων, στο οποίο περιέχεται η υπ' αριθμ. ... /26.10.1949 μυστική διαθήκη του συμ/φου Χανίων Γεωργίου Ζαχαριουδάκη και γ) την έκθεση δικαστικής πραγ/νης του τοπογράφου - μηχανικού Γ. Β., που διεξήχθη κατ' επιταγήν της υπ' αριθμ. 518/2005 παρεμπίπτουσας αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Ο λόγος αυτός, που είναι παραδεκτός, γιατί όλων των παραπάνω αποδείξεων, έγινε επίκληση και προσκομιδή τους στη δευτεροβάθμια δίκη και δη των δύο πρώτον για πρώτη φορά, ενόψει της ερημοδοκίας του αναιρεσείοντος - εκκαλούντος - εναγομένου στον πρώτο βαθμό, του δε τρίτου, επίσης για πρώτη φορά στον δεύτερο βαθμό, ως διεταχθείσας της πραγ/νης κατά τη δευτεροβάθμια δίκη, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση και ιδιαίτερα από την περιεχόμενη σ' αυτήν βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, καθώς και από την αναφορά στην αρχή της απόφασης, περί εισαγωγή της υποθέσεως προς συζήτηση μετά τη διενέργεια πραγ/νης, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν γεννιέται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα τα οποία και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού του πορίσματος, ιδιαίτερη δε αναφορά στο εδαφικό, τμήμα των 450 τ.μ για το οποίο διεξήχθηκε πραγ/νη και το οποίο ήταν τμήμα του όλου επιδίκου των 2085 τ.μ, δεν ήταν απαραίτητη, αφού έγινε ανελέγκτως δεκτό ότι το όλο ακίνητο το νεμόταν το αναιρεσίβλητο από την ένταξη της Κρήτης στο Ελληνικό Κράτος. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου (αρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30.11.2012 αίτηση του Κ. Γ. του Ι. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 491/2009 αποφάσεως του Εφετείου Κρήτης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δίκαιο διέπον τους Εκκλησιαστικούς Ναούς κατά την Τουρκοκρατία. Ν. 2508/1920. Για την απόκτηση κυριότητας χρειαζόταν μεταγραφή 8 ν. 147/1914. Από το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 2508/1920 προκύπτει ότι αν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις περί μεταγραφής ο Ιερός Ναός δεν αποκτά παραγώγως κυριότητα, αλλά εξακολουθεί να έχει την νομή, η οποία για Ναό της Κρήτης, αποκτά κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία υπό τις προϋποθέσεις του ισχύοντος από 23.7.1904 μέχρι 23.2.1946 Κρητικού Κώδικα και εν συνεχεία του Αστικού Κώδικα. 559 αρ. 8 εδ. β’ ΚΠολΔ. Δεν ιδρύεται ο λόγος αν ο ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό. 11 περ. γ’. Η πραγματογνωμοσύνη ως ξεχωριστό αποδεικτικό μέσο πρέπει να μνημονεύεται στην απόφαση.
Κρητικός Αστικός Κώδικας
Εκκλησία, Κρητικός Αστικός Κώδικας.
1
Αριθμός 609/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ι. Γ. Κ., συζ. Χ. Ν., κατοίκου ..., η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Π. Δ. Π., κατοίκου ..., 2) Δ. Π. - Τ., κατοίκου ..., και 3) Μ. συζ. Η. Π., κατοίκου ... . Οι 1η και 3η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Δημητρακόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και ο 2ος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24/9/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4172/2007 μη οριστική, 628/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5541/2010 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 19/4/2011 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 12/11/2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 5536Δ/12.9.2011 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ..., με τη συνημμένη σ’ αυτή βεβαίωση παραλαβής δικογράφου και αποστολής συστημένης επιστολής, ακριβές αντίγραφο της από 19.4.2011 αιτήσεως αναιρέσεως, μαζί με κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο της 21.11.2012, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση για την αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τους επισπεύδοντες τη συζήτηση αναιρεσίβλητους προς την αναιρεσείουσα. Νέα κλήση της διαδίκου αυτής, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (μετ’ αναβολή) δικάσιμο δεν χρειαζόταν, καθόσον η εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (αρθρ. 575 και 226 παρ.4 ΚΠολΔ). Συνεπώς, εφόσον η αναιρεσείουσα καθώς ο δεύτερος αναιρεσίβλητος, που, όπως προαναφέρθηκε, είναι όπως και οι λοιποί αναιρεσίβλητοι επισπεύδων, δεν παραστάθηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ’ αυτό, ούτε κατέθεσαν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία αυτών (αρθρ. 576 ΚΠολΔ). Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 1721 ΑΚ, η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται εξ ολοκλήρου με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται κατά τρόπο που να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος και υπογράφεται από αυτόν, αλλά και να μην συντρέχει λόγος ανικανότητας του άρθρου 1723 ΑΚ. Η χρονολογία, από την οποία προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος, απαιτείται για να υπάρχει δυνατότητα ελέγχου της δικαιοπρακτικής ικανότητας του διαθέτη, της αληθινής βουλήσεώς του και των τυχόν ελαττωμάτων της, καθώς και για να μπορεί να καθοριστεί η ισχύς της διαθήκης όταν υπάρχουν και άλλες ανάλογα με τη χρονολογική τους σειρά. Η έλλειψη συνεπώς κάποιου από τους ανωτέρω βασικούς όρους συνεπάγεται την ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης. Με έλλειψη δε της χρονολογίας αυτής ισοδυναμεί και η πλαστογραφημένη χρονολογία, εκείνη δηλαδή που έχει τεθεί στο σώμα της διαθήκης από τρίτο πρόσωπο, κατ’ απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα του διαθέτη, ενώ η ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης. Αν ελλείπει κάποιο από τα στοιχεία αυτά είναι άκυρη, σύμφωνα με το άρθρο 1718 ΑΚ. Εξάλλου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού της συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του, για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση, στην συγκεκριμένη περίπτωση, της συνδρομής των όρων του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας του. Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ) το Εφετείο μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ’ αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη κρίση, ως προς την ένδικη αναγνωριστική, ακυρότητας ιδιόγραφης διαθήκης αγωγής των αναιρεσιβλήτων, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Την 9-7-2005 απεβίωσε στην Αθήνα, σε ηλικία 79 ετών, χωρίς να αφήσει κατιόντες, η Ε. Π. - Τ. του Δ., κάτοικος εν ζωή ... . Πλησιέστερους, μεταξύ άλλων, κατά το χρόνο του θανάτου της εξ αίματος συγγενείς της, οι οποίοι καλούνται στην δεύτερη τάξη της εξ αδιαθέτου διαδοχής, είχε -(1) την αμφιθαλή αδερφή της και πρώτη ενάγουσα, Π. σύζυγο Δ. Π., το γένος Δ. Π. - Τ., (2) τον δεύτερο ενάγοντα, Δ. Σ. Π. - Τ., ο οποίος τυγχάνει τέκνο του προαποβιώσαντος αυτής αδερφού της Σ. Δ. Π. - Τ. και (3) την τρίτη ενάγουσα Μ. σύζυγο Η. Π., το γένος Δ. και Ε. Φ., η οποία τυγχάνει τέκνο της προαποβιώσασας αυτής αδερφής της, Ε. Φ. το γένος Δ. Π. - Τ., (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. .../25-10-2005 πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών της Κοινότητας Μαρκοπούλου Ωρωπού Αττικής ). Η ως άνω αποβιώσασα φέρεται ότι είχε συντάξει την από 2-5-2005 ιδιόγραφη διαθήκη, που δημοσιεύτηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με το υπ’ αριθ. 1673/10-3-2006 πρακτικό συνεδρίασης και κηρύχθηκε κυρία με την υπ’ αριθ. 657/2006 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της διαθήκης αυτής η εναγομένη εγκαθίσταται κληρονόμος της αποβιώσασας σε ένα ακίνητο της κληρονομιάς, στο οποίο κατοικούσε εν ζωή η κληρονομουμένη, στον ... στην ειδικότερη θέση "...", επί της οδού ... αριθ. 47, επιφανείας περίπου 425 τμ, μετά της επ’ αυτού ισόγειας παλαιάς οικίας εμβαδού 65 τμ. Η διαθήκη αυτή δεν αποδείχθηκε ότι είναι γνήσια διαθήκη της κληρονομουμένης Ε. Π. - Τ., διότι δεν έχει γραφτεί, δεν έχει χρονολογηθεί και δεν έχει υπογραφτεί με το ίδιο της το χέρι. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει η ως άνω διορισθείσα πραγματογνώμονας αντιπαραβάλλοντας την επίδικη ιδιόγραφη διαθήκη με άλλα αναμφισβήτητης γνησιότητας έγγραφα της φερόμενης ως διαθέτιδας, που αναφέρονται στην έκθεση της. Ειδικότερα για τη διερεύνηση της γνησιότητας της γραφής και υπογραφής στην επίδικη διαθήκη χρησιμοποιήθηκαν δειγματικά έγγραφα βεβαίας γνησιότητας, που κρίθηκαν κατάλληλα ποιοτικά και ποσοτικά επαρκή καθώς και δείγματα υπογραφών της θανούσας, που είχαν τεθεί σε βεβαίας γνησιότητας έγγραφα, τα οποία χορηγήθηκαν από την πλευρά των εναγόντων. Η δειγματική γραφή και υπογραφή σε ευχετήρια κάρτα, καθώς και η δειγματική γραφή σε μισό φύλλο τετραδίου, που παραδόθηκαν στην ως άνω πραγματογνώμονα από την εναγομένη, αφού συγκρίθηκαν με τη γραφή και υπογραφή της θανούσας σε αναμφισβήτητα γνήσια έγγραφα και διαπιστώθηκε πως τα δύο αυτά έγγραφα δεν έφεραν γνήσια γραφή και υπογραφή της φερόμενης ως διαθέτιδας, εξαιρέθηκαν δικαιολογημένα από το συγκριτικό υλικό της πραγματογνωμοσύνης. Σύμφωνα με τα πορίσματα της εν λόγω πραγματογνωμοσύνης το κείμενο της επίδικης διαθήκης και η επ’ αυτού υπογραφή, που αποδίδονται στην ανωτέρω κληρονομουμένη, προέρχονται από το ίδιο μεν άτομο, το οποίο όμως δεν είναι αυτή η ίδια. Πράγματι από την συγκριτική αντιπαραβολή της γραφής και υπογραφής επί του ελεγχομένου εγγράφου με τα προαναφερθέντα γνήσια έγγραφα προκύπτουν σημαντικές μεταξύ τους διαφορές επισημαινόμενες μεταξύ άλλων και από την ανωτέρω πραγματογνώμονα και ειδικότερα: (Α) Ως προς τη γραφή, -α) η ταχύτητα χάραξης του κειμένου της διαθήκης είναι γρήγορη και ελεγχόμενη, ενώ η γραφή στα συγκρινόμενα γνήσια έγγραφα είναι αργή, δικαιολογούμενη από την μεγάλη ηλικία της κληρονομουμένης και τις χαμηλές γραμματικές γνώσεις της, β) η γραφή του κειμένου της διαθήκης είναι εν γένει, (πλην περιορισμένων εξαιρέσεων), κάθετη προς τον οριζόντιο άξονα του εγγράφου, ενώ εκείνη στα δειγματικά γνήσια έγγραφα έχει κλίση προς τα δεξιά, γ) η γραφή στην επίμαχη διαθήκη γίνεται με το μονοτονικό σύστημα πλημμελώς εφαρμοζόμενο, αντίθετα η γραφή στα δειγματικά γνήσια έγγραφα προσπαθεί να ακολουθήσει, αν και πλημμελώς, το πολυτονικό σύστημα με χρήση πνευμάτων. (Β) Ως προς την υπογραφή, α) στην επίδικη διαθήκη τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται είναι μεγάλα και στρογγυλά, με χωριστή το καθένα χάραξη και κάθετη ως προς τον οριζόντιο άξονα, ενώ οι αναμφίβολα γνήσιες δειγματικές υπογραφές της κληρονομουμένης γίνονται με στοιχεία ελλειπτικά, πλάγια και με συνεχόμενη χάραξη, β) το μικρό όνομα της κληρονομουμένης έχει διορθωθεί από το αρχικά λανθασμένο "Ε." στο ορθό "Ε.", γεγονός που ουδέποτε παρατηρείται στα αντιπαραβληθέντα έγγραφα, που φέρουν αναμφισβήτητα γνήσιες υπογραφές της ιδίας, αν και το μικρό της όνομα εμφανίζεται μερικές φορές αποτετμημένο κατά τα τελευταία στοιχεία του και γ) το επίθετο της κληρονομουμένης αναγράφεται ως "Π.", αντί του ορθού "Π.", δηλαδή με δύο ομόηχες αρχικές συλλαβές "Πα" αντί τριών κατά την ορθή γραφή, λάθος βασικό για κάθε γνήσιο υπογραφέα, αλλά και ασύνηθες για την ίδια την κληρονομουμένη, η οποία αν και μερικές φορές προβαίνει σε απότμηση της τελευταίας συλλαβής του επιθέτου της για λόγους χώρου (λ.χ. στην αστυνομική της ταυτότητα), εντούτοις δεν συνηθίζει να προβαίνει σε απότμηση της 3ης από τις τρεις ομόηχες πρώτες συλλαβές. Το συμπέρασμα της ανωτέρω πραγματογνωμοσύνης ενισχύεται με ανάλογες παρατηρήσεις και από την ιδιωτική γνωμοδότηση του ειδικού δικαστικού γραφολόγου Γ. Χ., καθώς και από τις καταθέσεις των μαρτύρων των εναγόντων, τόσο εκείνης που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, όσο και εκείνου που χορήγησε την προαναφερθείσα ένορκη βεβαίωση, οι οποίες κρίνονται αντικειμενικές και αξιόπιστες και βεβαιώνουν ότι η εναγομένη δεν υπήρξε ουδέποτε αποκλειστική οικιακή βοηθός της κληρονομουμένης, με στενή σχέση εμπιστοσύνης προς αυτήν, η οποία να δικαιολογεί την κατάλειψη σε αυτήν ενός τόσο σημαντικού περιουσιακού στοιχείου. Αντίθετα από την κατάθεση του εξετασθέντος στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μάρτυρα της εναγομένης Μ. Γ., οδηγού TAXI, που διατηρεί ελεύθερη σχέση μαζί της, δεν δημιουργούνται αμφιβολίες για το ανωτέρω συμπέρασμα, αφού η κατάθεση του δεν κρίνεται αξιόπιστη, αλλά προϊόν διαθέσεως συμπαραστάσεως προς την εναγομένη, ούτε άλλωστε και από τα όψιμα προσκομιζόμενα από την ίδια διάδικο δειγματικά έγγραφα. Από το σύνολο των ανωτέρω αποδειχθέντων περιστατικών προκύπτει ότι η επίδικη ιδιόγραφη διαθήκη είναι άκυρη, ως μη γνήσια διαθήκη της αποβιώσασας Ε. Π. - Τ., οι δε εφεσίβλητοι - ενάγοντες νομιμοποιούνται να επικαλεσθούν την ακυρότητα αυτή και να ζητήσουν την αναγνώριση της, καθόσον τυγχάνουν εξ αδιαθέτου κληρονόμοι στην κληρονομιά της ως άνω αποβιώσασας. Κατά συνέπεια η ένδικη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσία και να αναγνωριστεί η ακυρότητα της ανωτέρω διαθήκης". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση αφού διέλαβε στην απόφασή του, πλήρεις σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της γραφής και υπογραφής της ένδικης ιδιόγραφης διαθήκης από πρόσωπο διαφορετικό από την φερομένη ως συντάκτριά της, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 1721 ΑΚ, την οποία το Εφετείο ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε εκ πλαγίου. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα δεύτερος λόγος της αναιρέσεως κατά το οικείο μέρος του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες η απόφαση έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς την αποδοχή των συμπερασμάτων της διαταχθείσας από το δικαστήριο γραφολογικής πραγ/νης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθ’ όσον το Δικαστήριο εκτιμά, κατά το άρθρο 387 ΚΠολΔ, ελεύθερα τη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων και επομένως η κρίση του για την εκτίμηση της δικαστικής πραγματογνωμοσύνης δεν είναι ανάγκη να αιτιολογείται και δεν ελέγχεται αναιρετικώς. Υπό την επίκληση δε τις αποδιδομένης κατά τα ανωτέρω πλημμέλειας ο λόγος αυτός πλήττει αποκλειστικά την εκτίμηση από το Εφετείο πραγματικών γεγονότων, η οποία (εκτίμηση) καθ’ εαυτή, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Επειδή κατά το άρθρο 250 ΚΠολΔ "αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή, που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης, εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία". Με τη διάταξη αυτή παρέχεται η δυνατότητα και δεν θεσμοθετείται υποχρέωση, αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης, με απόφαση πάντοτε του δικαστηρίου, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση του διαδίκου, εφόσον υφίσταται εκκρεμής ποινική αγωγή, η οποία επηρεάζει τη διάγνωση της αστικής δικαιολογικής σχέσης. Η αναβολή, η οποία μπορεί να διαταχθεί και στην κατ’ έφεση δίκη, όχι όμως στο αναιρετικό τμήμα του Αρείου Πάγου (αρθρ. 573 παρ.1 ΚΠολΔ) απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, το οποίο δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει την προς τούτο απόφασή του, η οποία είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι παραβίασε την παραπάνω διάταξη του άρθρου 250 ΚΠολΔ, καθόσον μολονότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της δεν ανέστειλε την ενώπιον του Εφετείου δίκη, εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η εκκρεμούσα εναντίον της αναιρεσείουσας - εναγομένης ποινική διαδικασία για πλαστογραφία της ένδικης ιδιόγραφης διαθήκης, μετά την υποβολή μηνύσεως από την τρίτη αναιρεσίβλητη, άλλως ότι απέρριψε το οικείο αίτημα με ανεπαρκείς αιτιολογίες. Οι αιτιάσεις αυτές ανεξάρτητα από το ότι αφορούν στους αναιρετικούς λόγους των διατάξεων των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ που δεν πλήττουν την ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση διατάξεων δικονομικού δικαίου, όπως είναι η ερευνώμενη διάταξη του άρθρου 250 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτες, προεχόντως, γιατί η περί αναβολής - αναστολής της δίκης, κατά το άρθρο 250 ΚΠολΔ, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Επειδή ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 12 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως εξαιτίας της παραβάσεως των ορισμών του νόμου, αναφορικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα δύναμη αποδείξεως μεγαλύτερη ή μικρότερη από εκείνη που δεσμευτικά γι’ αυτό (δικαστήριο) καθορίζει ο νόμος, όχι όμως και στην περίπτωση που εκτιμώντας ελεύθερα όπως έχει το δικαίωμα από το νόμο (άρθρο 340 ΚΠολΔ.) αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με άλλα, μεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τα τελευταία αυτά. Επομένως ο δεύτερος, κατά το οικείο μέρος του, λόγος αναίρεσης που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση με την αιτίαση ότι το Εφετείο που την εξέδωσε δεν προσέδωσε την ίδια βαρύτητα στις καταθέσεις των μαρτύρων αμφοτέρων των διαδίκων αλλά μεγαλύτερη στον μάρτυρα των αναιρεσιβλήτων, κρίνοντας αναξιόπιστη την κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως Μ. Γ., πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Επειδή τέλος η κατά το άρθρο 245 του ΚΠολΔ αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων, που έχει ως αποστολή τη διευκρίνιση αποσαφήνιση και επεξήγηση του πραγματικού υλικού και δεν είναι αποδεικτικό, όπως η εξέταση των διαδίκων, μέσο απόκειται στην κυριαρχική εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο αποφασίζει ελευθέρως και ανελέγκτως, μετά από εκτίμηση της αναγκαιότητας και της συντελεστότητας του μέτρου, για τη διαλεύκανση των εριστών σημείων της διαφοράς και του όλου της υπόθεσης πραγματικού μέρους. Η απορριπτική δε κρίση του Δικαστηρίου δεν ελέγχεται αναιρετικώς ούτε από τον αριθ.19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Επομένως ο ίδιος (δεύτερος) λόγος αναίρεσης, κατά το σκέλος του, με τον οποίο η αναιρεσείουσα καταλογίζει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι χωρίς αιτιολογία απέρριψε το αίτημα της για αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων στο ακροατήριο για παροχή διευκρινίσεων, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί. Η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη διάδικος πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των παρισταμένων αναιρεσιβλήτων (πρώτης και τρίτης) - άρθρ.176 και 183 ΚΠολΔ - και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19.4.2011 αίτηση της Ι. Γ. Κ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ.5541/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των παρισταμένων πρώτης και τρίτης των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ (και για τις δύο). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
245 ΚΠολΔ και 1721 ΑΚ ακύρωση ιδιόγραφης διαθήκης. 1721 ΑΚ ακύρωση ιδιόγραφης διαθήκης. 559 αρ. 19. Δεν ιδρύεται αν υπάρχουν ελλείψεις στην αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων. Η αναβολή της δίκης κατά το άρθρο 205 ΚΠολΔ, η διεξαγωγή νέων αποδείξεων, η εκτίμηση της πραγματογνωμοσύνης, η αξιοπιστία των μαρτύρων, η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων, απόκειται στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία (κρίση) δεν ελέγχεται αναιρετικά.
Διαθήκης ακύρωση
Διαθήκης ακύρωση.
0
Αριθμός 605/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 18 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος - καθού η κλήση: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Περικλή Αγγέλου, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Δεν κατέθεσε προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων - καλούντων: 1) Κ. Π. του Γ., κατοίκου ..., 2) Ά. Σ. του Σ., κατοίκου ... και 3) Π. Κ. του Ν., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Περπατάρη, που δεν κατέθεσε προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων - καθών η κλήση: 1) Γ. Φ. του Α., κατοίκου ..., 2) Π. Π. του Ι., κατοίκου ..., 3) Κ. Λ. του Θ., κατοίκου ..., 4) Χ. - Σ. Μ. του Ι., κατοίκου ..., 5) Ε. Κ. του Α., κατοίκου ... και 6) Ε. Π. του Φ., κατοίκου .... Οι 1η, 2ος, 4η και 5η των αναιρεσιβλήτων εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία - Μαγδαληνή Τσίπρα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώ οι η 3η και η 6η δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-11-2005 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και του Αργυρίου Θάνου, που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσπρωτίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 185/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 243/2009 του Εφετείου Κερκύρας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον με την από 16-2-2010 αίτησή του. Εκδόθηκε η 176/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε τη συζήτηση απαράδεκτη. Η υπόθεση επανέρχεται για συζήτηση με την από 2-8-2013 κλήση των αναιρεσιβλήτων - καλούντων. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 6-9-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθούν: 1) όλοι οι λόγοι αναιρέσεως, ως προς τους, δεύτερη, τρίτο, πέμπτη και έβδομη από τους αναιρεσίβλητους και 2) να γίνουν δεκτοί οι τέταρτος, πέμπτος, έκτος (κατά το πρώτο μέρος του) και έβδομος λόγοι, ως προς τους λοιπούς, να απορριφθούν δε και ως προς αυτούς οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων - καθών η κλήση ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθ. 94 § 1 (όπως η παρ. αυτή αντικ. µε το άρθρο 6 παρ. 7 του ν. 4055/12-3-2012), 96 §§ 1 και 2 (όπως το άρθρο αυτό αντικ. µε το άρθ. 7 § 2 ν. 3994/2011) και 104 ΚΠολΔ, σε συνδυασµό µε εκείνη του άρθρου 568 παρ. 4 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι, αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ενώπιον του Αρείου Πάγου, δεν εµφανισθεί κάποιος από τους διαδίκους, το Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει αν ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύθηκε νόµιµα ή επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση. Αν ο επισπεύδων τη συζήτηση διάδικος δεν εµφανισθεί ή εµφανισθεί αλλά δεν μετέχει, νοµίµως, στη συζήτηση, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν ο δικηγόρος που υπογράφει την κλήση για συζήτηση ήταν εφοδιασμένος µε πληρεξουσιότητα και σε καταφατική περίπτωση η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Και αν µεν η συζήτηση επισπεύδεται από το διάδικο που εμφανίσθηκε και δεν εµφανίστηκε ο αντίδικός του, πρέπει να προσκοµίζεται µε επίκληση αποδεικτικό επίδοσης της σχετικής κλήσης προς συζήτηση, αν δε η συζήτηση επισπεύδεται από τον απολειπόμενο διάδικο, πρέπει να προσκοµίζεται µε επίκληση η κλήση που επιδόθηκε. Προκύπτει, επίσης, ότι, αν ο μη εμφανισθείς διάδικος είναι αναιρεσίβλητος, δεν αρκεί, για το νόμιμο της κλήτευσής του, η προς αυτόν επίδοση μόνο της κλήσης προς συζήτηση, αλλ' απαιτείται να του επιδοθεί και αντίγραφο της αίτησης αναίρεσης. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 576 ΚΠολΔ, σε περίπτωση απλής οµοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί, νοµίµως, ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κληθεί νοµίµως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Στην προκειμένη περίπτωση, η συζήτηση της κρινόμενης αίτησης, για αναίρεση της 243/2009 απόφασης του Εφετείου Κέρκυρας, επισπεύδεται με την από 2-8-2013 κλήση, που υπογράφεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο των δεύτερης, τρίτου και έκτης από τους αναιρεσίβλητους. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο, που έγινε στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (18-2-2014) δεν εμφανίστηκαν οι αναιρεσίβλητες Κ. Λ. (5η) και Ε. Π. (9η), ούτε εκπροσωπήθηκαν δια πληρεξουσίου δικηγόρου, ενώ παραστάθηκαν το αναιρεσείον, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, οι πρώτη, τέταρτος, έβδομη και όγδοη αναιρεσίβλητοι, δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Μαρίας Τσίπρα και οι δεύτερη, τρίτος και έκτη δια του πληρεξουσίου δικηγόρου των Δημητρίου Περπατάρη. Το αναιρεσείον και οι τελευταίοι αναιρεσίβλητοι δεν κατέθεσαν προτάσεις. Οι παραστάντες διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε αποδεικνύουν, με την προσκόμιση των, προς τούτο, εγγράφων, ότι τη συζήτηση της υπόθεσης επισπεύδουν και οι απολειπόμενες αναιρεσίβλητες (δια δικηγόρου εφοδιασμένου με σχετική πληρεξουσιότητα). Από τις .../4-12-2013 και .../27-11-2013 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών Αθηνών, αντίστοιχα, … και …, τις οποίες προσκομίζουν οι επισπεύδοντες τη συζήτηση, προκύπτει ότι οι απολειπόμενες αναιρεσίβλητες κλητεύθηκαν για να παραστούν κατά την παραπάνω δικάσιμο. Όμως, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε σ' αυτές και αντίγραφο της αίτησης αναίρεσης, αφού, τόσο το αναιρεσείον όσο και οι παραστάντες ομόδικοί των, δεν επικαλούνται, ούτε προσκομίζουν σχετική έκθεση επίδοσης. Κατά συνέπεια, πρέπει, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπόθεσης, ως προς τις αναιρεσίβλητες αυτές. Κατά τις διατάξεις των άρθρων: 1) 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η αναγόμενη στην παράθεση στο δικόγραφο αυτής των περιστατικών τα οποία συγκεκριμενοποιούν την ασκούμενη αξίωση και το προβαλλόμενο αίτημα µε βάση αυτά, ώστε αυτό να είναι, ως λογικό επακόλουθο αυτών, σαφές, ελέγχεται, αντίστοιχα, ως παράβαση µε βάση τους, από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολΔ, λόγους αναίρεσης. 2) 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, εάν αυτός εφαρμοσθεί, αν και κατά της σχετικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αντίθετα, όταν δεν εφαρμοσθεί, μολονότι, κατά τις παραδοχές αυτές, συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή. 3) 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και εάν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ προκύπτει, ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρις την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει, αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει, αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθ. 669 § 1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση η οποία στη συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης, ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα (Ολ.ΑΠ 18/2006). Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 (που δημοσιεύθηκε την 10-7-1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10-7-2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με τη λήψη από τα κράτη μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής, η Οδηγία δε αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα ΠΔ 81/2003 και 164/2004, που εφαρμόζεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, η ισχύς των οποίων άρχισε από την δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2-4-2003 και 19-7-2004, αντίστοιχα. Ανεξάρτητα από την Οδηγία αυτή, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθ. 8 § 3 ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθ. 281, 671 ΑΚ, 25 §§ 1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου, περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης. Η διάταξη αυτή, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας, ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης, ως άνω, κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας, και τούτο διότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης και δη της σύμβασης εργασίας, ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων (ΑΕΔ 3/3001, Ολ.ΑΠ 6/2001), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη "μετατροπή" του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αόριστου (Ολ.ΑΠ 18/ 2006). Συνάγεται, περαιτέρω, από τα προαναφερθέντα, ότι επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο κ.λπ. πριν από την έναρξη ισχύος (1) της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ (2) των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν από 18-4-2001 (ΦΕΚ Α' 85/2001) και απαγορεύουν την ακόμη και από το νόμο μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και (3) των άρθ. 5 και 11 του ΠΔ 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19-7-2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των, κατά την έναρξη της ισχύος του, ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά τη φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις, διότι αυτές είχαν προσλάβει ήδη και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, το χαρακτήρα της σύμβασης αορίστου χρόνου, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψής των ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), τον οποίο διατηρούν και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (πρβλ. Πλ.Ολ.ΑΠ 7/2011). Τέλος, οι διατάξεις του άρθρου 103 §§ 2 και 3 του Συντάγματος, οι οποίες επιβάλλουν τη νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων, για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των άλλων ν.π.δ.δ., ορίζουν τα εξής: "κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου" (§2). "Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται" (§3). Με την αναθεώρηση του έτους 2001 (ΦΕΚ Α' 85/18-4-2001) προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παρ. 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης στο ίδιο άρθρο (103) προστέθηκε παρ. 8, που προβλέπει ότι: "Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου". Στους προαναφερόμενους κανόνες υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ, με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος. Μέλημα του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν να αποτρέψει τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αόριστου χρόνου, όχι απλώς εκείνων που κάλυπταν παροδικές και απρόβλεπτες ανάγκες, αλλά και εκείνων που πράγματι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και προς το σκοπό αυτό προσέθεσε την παραπάνω διάταξη του εδ. γ' της παρ. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία πλέον αδιακρίτως απαγορεύει την από το νόμο ακόμα μονιμοποίηση του, κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, προσλαμβανόμενου προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου. Δηλαδή, η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει και την περίπτωση κατά την οποία οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, απασχολούνται στην πραγματικότητα για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του δημόσιου τομέα. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, συναπτόμενες υπό το κράτος της ισχύος των πιο πάνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, και δη μετά την έναρξη ισχύος (18-4-2001) του αναθεωρημένου άρθ. 103 του Συντάγματος με την προσθήκη των ως άνω παραγράφων 7 και 8 σ' αυτό, με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες, αφού, έστω και αν αυτό συμβαίνει, ο εργοδότης δεν έχει την ευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, συνακόλουθα δε, σε κάθε περίπτωση, στις συμβάσεις αυτές, υπό την ισχύ των ως άνω διατάξεων, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 § 3 του ν. 2112/1920. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 189 § 3 και ήδη 249 §§ 1 και 3 της Ενοποιημένης απόδοσης της Συνθήκης της Ε.Ο.Κ. προκύπτει, ότι οι οδηγίες αποτελούν παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος - μέλος της Κοινότητας, στο οποίο απευθύνονται, καθόσον αφορούν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Γι' αυτό απευθύνονται, κατ' ανάγκην, όχι απ' ευθείας προς τους ιδιώτες, θεσπίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, αλλά μόνο προς τα κράτη - μέλη, αφού μόνο αυτά έχουν τη δυνατότητα να λάβουν τα μέτρα, με τα οποία θα καταστεί εφικτή η επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Το κράτος - μέλος, που είναι αποδέκτης της οδηγίας, έχει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει το αποτέλεσμα αυτό μέσα στην τασσόμενη προθεσμία, με μέσα, όμως, τα οποία αυτό θα επιλέξει. Αν η οδηγία περιέχει κανόνες σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής (δηλαδή χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής), η παράλειψη του εθνικού νομοθέτη, να την εκτελέσει εμπρόθεσμα, συνεπάγεται την άμεση ισχύ της στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους - μέλους, που είναι ο παραλήπτης αυτής, η ισχύς της όμως εκτείνεται μόνο κατά του κράτους - μέλους που παρέλειψε να την καταστήσει "εθνικό δίκαιο" και των αντίστοιχων κρατικών φορέων και δεν εκτείνεται και στις μεταξύ των ιδιωτών σχέσεις, είναι δηλαδή κάθετη και όχι οριζόντια. Η οριζόντια ισχύς αυτής ολοκληρώνεται μόνο με την έκδοση πράξης του εθνικού νομοθέτη, που μετατρέπει την οδηγία σε κανόνα του εσωτερικού δικαίου (Ολ.ΑΠ 31/2009, 19, 20/2007). Περαιτέρω, την 10-7-1999 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, ύστερα από τη συμφωνία - πλαίσιο, την οποία συνήψαν στις 18-3-1999 οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα CES, UNICH και CΕΕΡ, στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι στα κράτη μέλη παρέχεται προθεσμία συμμόρφωσης προς το περιεχόμενο της Οδηγίας αυτής έως την 10-7-2001, με δυνατότητα παράτασης της εν λόγω προθεσμίας έως την 10-7-2002, της οποίας (δυνατότητας) η Ελλάδα έκαμε χρήση. Στο προοίμιο της οδηγίας αυτής αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα μέρη της παρούσας συμφωνίας αναγνωρίζουν, ότι οι συμβάσεις αόριστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων και ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, σε ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων. Ορίζει ειδικότερα η παραπάνω Οδηγία, μεταξύ άλλων, ότι η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου, που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική κάθε κράτους - μέλους (ρήτρα 2) και ότι για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη - μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα αναφερόμενα μέτρα και ειδικότερα καθορίζουν α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. Επίσης τα κράτη - μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, τις συνθήκες υπό τις οποίες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται "διαδοχικές" και χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου (ρήτρα 5). Η πιο πάνω Οδηγία δεν περιέχει κανόνες κοινοτικού δικαίου σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής στην Ελληνική έννομη τάξη, δηλαδή η Οδηγία αυτή δεν είναι χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής από τον εθνικό νομοθέτη. Η επίτευξη του στόχου της, που είναι η αποτροπή της κατάχρησης να συνάπτονται διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, προϋποθέτει συγκεκριμένα μέτρα προσαρμογής, που θα λάβει ο εθνικός νομοθέτης, ο οποίος καλείται να εξειδικεύσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές και μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αορίστου χρόνου. Συνεπώς, δεν αποκλείεται η πρόβλεψη άλλων, πρόσφορων, κατά την κρίση του εθνικού νομοθέτη, κυρώσεων σε βάρος του εργοδότη για την αποτελεσματική προστασία του εργαζομένου, όπως είναι η ακυρότητα των συναπτόμενων συμβάσεων, με παράλληλη εξασφάλιση για τον εργαζόμενο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε και αποζημίωσης. Η ευχέρεια του νομοθέτη να προβλέπει άλλες πρόσφορες κυρώσεις, πλην του χαρακτηρισμού των ανεπίτρεπτων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας αορίστου χρόνου, συνάγεται και από την παρ. 3 του προοιμίου της συμφωνίας πλαισίου, στην οποία ορίζεται ότι "η παρούσα συμφωνία καθορίζει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου, αναγνωρίζοντας ότι για τις λεπτομέρειες της εφαρμογής της πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία των συγκεκριμένων εθνικών, τομεακών και εποχιακών καταστάσεων", καθώς και από την με αριθ. 10 γενική παρατήρηση αυτής, όπου ορίζεται ότι "η παρούσα συμφωνία παραπέμπει στα κράτη - μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των γενικών αρχών της, των ελάχιστων απαιτήσεων και διατάξεων, ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση σε κάθε κράτος - μέλος και οι ιδιαίτερες συνθήκες ορισμένων τομέων και επαγγελμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εποχικής φύσης". Ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα Π.Δ 81/2003 και 164/2004, από τα οποία το δεύτερο αναφέρεται στους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και των οποίων η ισχύς άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα. Με το άρθρο 5 του Π.Δ. 164/2004 ορίζεται ότι (α) απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών (β) η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται, κατ` εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, αντικειμενικός δε λόγος υφίσταται όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεις συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών, που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με την μορφή ή το είδος ή την δραστηριότητα της επιχείρησης (γ) σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του επομένου άρθρου. Ως κύρωση για την περίπτωση της παράνομης κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του αυτού Π.Δ. η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία, που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέσθηκαν εξ ολοκλήρου ή κατά ένα μέρος, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του, ενώ θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Όμως, ενόψει του γεγονότος ότι το Π.Δ. 164/2004 άρχισε να ισχύει από την 19-7-2004, περιέλαβε αυτό στο άρθρο 11, ως μεταβατικές διατάξεις, ρυθμίσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν την ως άνω προσαρμογή στην προαναφερόμενη Οδηγία και προβλέπουν την κατ' εξαίρεση και υπό τις εκεί προϋποθέσεις μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Ειδικότερα, με το άρθρο 11 του ως άνω Π.Δ. ορίζεται ότι (1) διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον 24 μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχολήσεως 18 μηνών μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 μηνών από την αρχική σύμβαση (β) ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδ. α' να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση (γ) το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον που υπηρετεί ο φορέας αυτός (δ) ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση, η προϋπόθεση δε του εδ. α' της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης (2) για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγουμένη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας 2 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών, αρμόδιο δε όργανο να κρίνει αιτιολογημένα, εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγουμένης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία (3) οι ως άνω κρίσεις των αρμοδίων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από την διαβίβαση σ' αυτό των σχετικών κρίσεων. Πρέπει να σημειωθεί, ότι η ως άνω διαδικασία ενώπιον των οικείων υπηρεσιακών συμβουλίων και του ΑΣΕΠ δεν αποκλείει το δικαίωμα των εργαζομένων να ζητήσουν, σύμφωνα με τα άρθ. 20, 26, 94 και 95 του Συντάγματος, με αγωγή, παρακάμπτοντας την διαδικασία αυτή, την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας τους, ότι δηλ. συνδέονται με το Δημόσιο κ.λπ. εξαρχής με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία (αγωγή) ως εισάγουσα διαφορά ιδιωτικού δικαίου υπάγεται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (άρθ. 94 Συντ., 1 ν. 1406/1983, 1 ΚΠολΔ). Περαιτέρω από τα παραπάνω συνάγεται, ότι, εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες ως άνω προϋποθέσεις, δεν μπορεί να γίνει μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου. Κατά συνέπεια, ενόψει των ανωτέρω συνταγματικών ρυθμίσεων και της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της Ε.Ε., η οποία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920 ούτε κατ' επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή, κατά το χρονικό διάστημα από 10-7-2002 μέχρι την έναρξη της ισχύος του Π.Δ. 164/2004, αλλά ούτε και μετά την έναρξη της ισχύος του, ούτε και η ως άνω Οδηγία, η ισχύς της οποίας, που δεν ήταν κατά τα προαναφερθέντα άμεσης εφαρμογής, και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και Κράτους ολοκληρώθηκε μόνο με την έκδοση του ως άνω διατάγματος για την ενσωμάτωσή της στην ελληνική έννομη τάξη (Ολ.ΑΠ 19 και 20/2007, 31/2009), τούτο δε και μόνο ρυθμίζει από την έναρξη της ισχύος του τα σχετικά ζητήματα. Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, με την από 4-11-2005 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσπρωτίας εξέθεταν, ότι με βάση αποφάσεις της Διευθύντριας της Η' Εφορίας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων Νομών Κέρκυρας - Θεσπρωτίας, συνήψαν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες καταρτίσθηκαν μεταξύ αυτών και της ως άνω νομίμου εκπροσώπου της εν λόγω δημόσιας υπηρεσίας, που εδρεύει στην Κέρκυρα, προκειμένου να εργασθούν ως αρχαιολόγοι οι πέντε πρώτοι, ως εργάτριες η έκτη και η έβδομη, ως σχεδιάστρια η όγδοη και ως συντηρήτρια έργων τέχνης η ένατη, με τόπο προσφοράς της εργασίας τους την περιφέρεια των Νομών Κέρκυρας - Θεσπρωτίας, διότι διέθεταν τα σχετικά τυπικά προσόντα (πτυχίο Αρχαιολογίας ΠΕ, εργάτρια ΥΕ, σχεδιάστρια ΔΕ και πτυχιούχος συντηρήτρια έργων τέχνης) για τις εν λόγω ειδικότητες, με χρόνο έναρξης της εργασίας τους την 3.10.2003 η πρώτη, την 1.9.1997 η δεύτερη, την 1.9.1997 ο τρίτος, την 13.11.2002 ο τέταρτος, την 1.11.2000 η πέμπτη, την 13.11.2002 η έκτη, την 8.3.2000 η έβδομη, την 13.11.2001 η όγδοη και την 3.10.2003 η ένατη, για τις λεπτομερώς εκτιθέμενες για καθένα από αυτούς εργάσιμες ημέρες, με κανονικό ωράριο από ώρα 7.00' π.μ. μέχρι 2.30' μ.μ., επί πέντε ημέρες την εβδομάδα και μισθό, που καθοριζόταν κάθε φορά από τις οικείες ΣΣΕ και ΔΑ. Ότι, μετά τις αρχικές συμβάσεις επακολούθησαν αλλεπάλληλες συμβάσεις ορισμένου χρόνου (οι οποίες αναλυτικά αναφέρονται), με το αυτό αντικείμενο υπηρεσιών τους και τους αυτούς εργασιακούς όρους, με βάση τις οποίες προσέφεραν την εργασία τους συνεχώς μέχρι τις 30-10-2005, οπότε απολύθηκαν όλοι με εντολή της άνω υπηρεσίας, εφόσον δεν ανανεώθηκαν οι εργασιακές τους συμβάσεις και από τότε το εναγόμενο δεν αποδέχεται την προσφερόμενη από αυτούς εργασία. Ότι, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, εργάσθηκαν με κανονικό ωράριο με τις αυτές ως άνω ειδικότητες έκαστος, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες της παραπάνω υπηρεσίας του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου. Ότι η απόλυσή τους, αφού η εργασιακή τους σύμβαση είναι ενιαία και αόριστου χρόνου, είναι άκυρη, διότι δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες προϋποθέσεις, δηλαδή η καταγγελία της σύμβασης και η καταβολή της νόμιμης αποζημίωσής τους και, ως εκ τούτου, το εναγόμενο έγινε υπερήμερο, ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών τους, που αυτοί διατηρούν στη διάθεσή του και εκείνο αρνείται να τις δεχθεί. Ζητούσαν δε, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους, και να τους καταβάλει μισθούς υπερημερίας για το μέχρι τις 30.7.2007 διάστημα. Η αγωγή, µε το ως άνω περιεχόµενο, είναι επαρκώς ορισµένη, διότι, πλην των αναφερομένων στα άρθρα 117 και 118 του ΚΠολΔ απαιτουμένων στοιχείων, αναφέρονται στο δικόγραφό της και όλα εκείνα τα περιστατικά, που απαιτούνται για τη θεµελίωσή της και δικαιολογούν την άσκησή της από τους ενάγοντες κατά του εναγοµένου και, ειδικότερα, το περιεχόµενο των συµβάσεων των εναγόντων, που καταρτίστηκαν µε την εκπρόσωπο της υπηρεσίας ΕΠΚΑ του εναγοµένου, ο χρόνος πρόσληψής τους, ο χαρακτηρισµός της σύµβασής τους ως ορισµένου χρόνου, ο τόπος που θα προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, τα καθήκοντά τους, που ήταν τα ίδια καθόλο το χρονικό διάστηµα που εργάσθηκαν, ότι ήταν υπόλογοι και υπάκουαν στις εντολές της Διευθύντριας της ΕΠΚΑ, οι αποφάσεις της Διευθύντριας της ΕΠΚΑ με τις οποίες γίνονταν οι διαδοχικές προσλήψεις τους και τέλος, το ωράριό και ο τρόπος καθορισµού του µισθού και της πληρωµής τους, δεν ήταν δε αναγκαίο, για την πληρότητα του περιεχομένου της, να διαλαμβάνονται σ' αυτή και άλλα στοιχεία (δηλαδή ο αριθμός υπουργικής απόφασης προκήρυξης θέσεων, οι επί μέρους ειδικότητες και ο αριθμός θέσεων, οι συγκεκριμένες οδηγίες των εργοδοτών των εναγόντων προς αυτούς, ο συγκεκριμένος εκάστοτε τόπος παροχής της εργασίας των κ.λπ.), όπως αβάσιμα επικαλείται το αναιρεσείον, με τον πρώτο, αληθώς από τους αρ. 8 και 14 (και όχι 1) ΚΠολΔ λόγο της αναίρεσης και συνεπώς ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, κατά τον οποίο, με την άσκηση της αγωγής αυτής παρακάμπτεται η προβλεπόμενη από το άρθ. 11 ΠΔ 164/2004 διαδικασία, δοθέντος ότι η μόνη δικαστική προστασία που προβλέπεται είναι αυτή της προσβολής της τυχόν μη ευνοϊκής απόφασης του ΑΣΕΠ ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, πρέπει ν' απορριφθεί (α) κατά το σκέλος του από τον αριθμό 1 του άρθ. 559 ΚΠολΔ για ευθεία παραβίαση του άρθ. 11 ΠΔ 164/2004, ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι για τον ορθό χαρακτηρισμό των ενδίκων συμβάσεων δεν εφαρμόζεται το ΠΔ 164/2004 και (β) κατά το σκέλος του αληθώς από τον αριθμό 4 του ως άνω άρθρου, για υπέρβαση της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας (και όχι από τον αριθμό 5, για έλλειψη καθ' ύλην αρμοδιότητας, όπως φέρεται) ως αβάσιμος. Εξάλλου, με το άρθρο 106 ΚΠολΔ που ορίζει ότι "το δικαστήριο ενεργεί µόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει µε βάση πραγματικούς ισχυρισµούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόµος ορίζει διαφορετικά", κατοχυρώνονται δύο βασικές αρχές α) η αρχή της διαθέσεως και β) η αρχή της συζητήσεως. Η αρχή της διαθέσεως ορίζει ότι η δικαστική προστασία παρέχεται µόνον αν ζητείται, στην έκταση που ζητείται και εφόσον εξακολουθεί να ζητείται από τους διαδίκους. Συνεπώς το δικαστήριο δεσµεύεται από τις αιτήσεις των διαδίκων, και δεν επιτρέπεται να επιδικάσει κάτι περισσότερο ή διαφορετικό απ' αυτό που ζητήθηκε ή να επιδικάσει κάτι που δεν ζητήθηκε. Στην προκείµενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το περιεχόµενο της κρινόµενης αγωγής, εμμέσως πλην σαφώς, περιέχεται σε αυτήν και αίτηµα να αναγνωρισθεί ότι οι ενάγοντες συνδέονται µε το εναγόµενο µε ενιαία εργασιακή σύµβαση αορίστου χρόνου, µε βάση το σύνολο των εκτεθειμένων σ' αυτήν πραγµατικών περιστατικών, ως παραγωγικών του επιδίκου δικαιώµατος της καταβολής μισθών υπερημερίας. Επομένως το Εφετείο που δέχθηκε, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου της, ότι η αγωγή, περιέχει και το αίτηµα αυτό, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του αρ. 9 άρθρο 559 του ΚΠολΔ, και ο, περί του αντιθέτου, δεύτερος, λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε ότι η Διευθύντρια της Η' Εφορίας Προϊστορικών Αρχαιοτήτων των Νομών Κέρκυρας και Θεσπρωτίας, ως νόμιμη εκπρόσωπος του εναγομένου, Ελληνικού Δημοσίου, μεταξύ των ετών 1996 και 2005 εξέδωσε σειρά ανακοινώσεων, που αφορούσαν πρόσληψη ωρομισθίου προσωπικού με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου προς κάλυψη αναγκών προσωπικού της εν λόγω δημόσιας υπηρεσίας. Ειδικότερα, ζητήθηκε η εκδήλωση ενδιαφέροντος για θέσεις αρχαιολόγων, εργατριών, σχεδιαστών και συντηρητών έργων τέχνης. Οι ανακοινώσεις αυτές εγκρίνονταν κάθε φορά από το αρμόδιο, προς τούτο, Υπουργείο Πολιτισμού. Οι ενάγοντες, διαθέτοντας έκαστος τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα, άσκησαν το δικαίωμά τους να συμμετάσχουν στη διαδικασία πρόσληψης, για τις ανωτέρω θέσεις, καταθέτοντας τα αναγκαία δικαιολογητικά και προσλήφθηκαν με σύμβαση ορισμένου χρόνου, καταρτισθείσα ανάμεσα σ' αυτούς και τη Διευθύντρια της ΕΠΚΑ και, συγκεκριμένα, προκειμένου να εργασθούν με πενθήμερη απασχόληση και με κανονικό ωράριο, όμοιο με των λοιπών δημοσίων υπαλλήλων, από ώρα 7.00' π.μ. έως 14.30' μ.μ., με τόπο εργασίας την περιφέρεια των Νομών Κέρκυρας - Θεσπρωτίας και με αμοιβή, που θα οριζόταν από τη σχετική συλλογική σύμβαση. Η πρώτη ενάγουσα προσελήφθη αρχικά στις 3.10.2003, ως αρχαιολόγος, και παρείχε συνολική εργασία 18,5 μηνών, με συνεχείς ανανεώσεις και παρατάσεις της αρχικής σύμβασης, η δεύτερη ενάγουσα προσελήφθη στις 1.9.1997, ως αρχαιολόγος, και παρείχε συνολική εργασία 61 μηνών, με συνεχείς ανανεώσεις και, παρατάσεις της αρχικής σύμβασης, ο τρίτος ενάγων προσελήφθη αρχικά στις 1.9.1997, ως αρχαιολόγος, και παρείχε συνολική εργασία 30 μηνών, με συνεχείς ανανεώσεις και παρατάσεις της αρχικής σύμβασης, ο τέταρτος ενάγων προσελήφθη στις 13.11.2002, ως αρχαιολόγος, και παρείχε συνολική εργασία 57,5 μηνών, με συνεχείς ανανεώσεις και παρατάσεις της αρχικής σύμβασης, η πέμπτη ενάγουσα προσελήφθη στις 1.11.2000, ως αρχαιολόγος, και παρείχε συνολική εργασία 12 μηνών, με συνεχείς ανανεώσεις και παρατάσεις της αρχικής σύμβασης, η έκτη ενάγουσα προσελήφθη στις 13.11.2002, ως εργάτρια, και παρείχε συνολική εργασία 18 μηνών, με συνεχείς ανανεώσεις και παρατάσεις της αρχικής σύμβασης, η έβδομη ενάγουσα προσελήφθη στις 8-3-2000, ως εργάτρια, και παρείχε συνολική εργασία 14,5 μηνών, με συνεχείς ανανεώσεις και παρατάσεις της αρχικής σύμβασης, η όγδοη ενάγουσα προσελήφθη στις 13-11-2002, ως σχεδιάστρια, και παρείχε συνολική εργασία 48 μηνών, με συνεχείς ανανεώσεις και παρατάσεις της αρχικής σύμβασης και η ένατη στις 3.10.2003, ως συντηρήτρια έργων τέχνης, και παρείχε συνολική εργασία 14,5 μηνών, με συνεχείς ανανεώσεις και παρατάσεις της αρχικής σύμβασης. Τα περιστατικά αυτά, ήτοι οι αλλεπάλληλες συμβάσεις ορισμένου χρόνου και η προσφορά της εργασίας των εναγόντων στην περιφέρεια των Νομών Κέρκυρας - Θεσπρωτίας, με τις ως άνω ειδικότητες, δεν αμφισβητούνται από το εναγόμενο και, συνεπώς, ως προς αυτά συνάγεται έμμεση ομολογία του (άρθρο 261 ΚΠολΔ). Μετά τη λήξη της τελευταίας σύμβασης στις 30.10.2005 δεν έγινε επαναπρόσληψή όλων των εναγόντων και το εναγόμενο έπαψε να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους. Από όλα τα ανωτέρω είναι εμφανές, ότι οι ενάγοντες με την συνεχή προσφορά της εργασίας τους στο εναγόμενο για τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, με τις ως άνω ίδιες ειδικότητες, κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του και όχι ευκαιριακές ή επείγουσες και απρόβλεπτες ανάγκες, οι οποίες δεν έπαψαν να υφίστανται μετά τη λήξη (ανανέωση) της τελευταίας σύμβασής τους, για την κάλυψη δε αυτών των αναγκών, σε περίπτωση απόλυσής τους, το εναγόμενο θα έπρεπε να προσλάβει στη θέση τους άλλον υπάλληλο. Οι εργασιακές συμβάσεις των εναγόντων είχαν καταρτισθεί πριν από την ισχύ του ΠΔ 164/2004 και ήταν ενεργείς πριν από αυτήν και, ειδικότερα, κατά την ημερομηνία που έπρεπε να ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη η προαναφερθείσα (στην προηγούμενη παράγραφο της παρούσας) Κοινοτική Οδηγία (10-7-2002), καταλαμβανόταν δε από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 και αυτές (διατάξεις άρθ. 8), ως ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο, εφαρμοζόμενο και στη σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, εφαρμόζονται ως προς τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της φύσης της σύμβασης (λαμβανομένων υπόψη, ως προς την ερμηνεία της, των συναλλακτικών ηθών, της καλής πίστης και των περιστάσεων), ως αορίστου χρόνου, αντί ορισμένου χρόνου, που χαρακτηρίστηκαν οι επί μέρους αλλεπάλληλες συμβάσεις κατά την κατάρτιση της κάθε μιας εξ αυτών (Ολ.ΑΠ 18/2006). Επομένως, οι συμβάσεις αυτές είναι άκυρες ως προς τον χρονικό αυτό περιορισμό και συνιστούν μία ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, παρεκτός του ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση με βάση τα προεκτεθέντα, συντρέχουν όλες οι τιθέμενες, κατά τα άνω (διαλαμβανόμενες στη νομική σκέψη της προηγούμενης παραγράφου), προϋποθέσεις του Π.Δ. 164/2004 για τη μετατροπή των αλλεπάλληλων εργασιακών συμβάσεων σε αόριστης διάρκειας. Οι συμβάσεις αυτές, ως αορίστου χρόνου, ανταποκρίνονται στις περιστάσεις και στις ανάγκες του εναγομένου, και δη του Υπουργείου Πολιτισμού, όπως είναι οι ανάγκες αρχαιολογικών ανασκαφών, συντήρησης έργων τέχνης κ.λπ., ως εκ του ότι αυτές είναι πάγιες και διαρκείς αλλά και άκρως απαραίτητες. Συνεπώς, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό των ένδικων συμβάσεων των εναγόντων, αυτές είναι ενιαίες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και όχι ορισμένου χρόνου. Περαιτέρω δέχθηκε ότι, εφόσον το εναγόμενο δεν τήρησε τις προϋποθέσεις του νόμου για την έγκυρη καταγγελία των, στην πραγματικότητα, επίμαχων αόριστης διάρκειας συμβάσεων (έγγραφο και καταβολή αποζημίωσης), αυτές είναι άκυρες και συνεπώς μη αποδεχόμενο τις υπηρεσίες των εναγόντων μετά τις 30.10.2005, έγινε υπερήμερο και οφείλει να τους καταβάλει από τότε μισθούς υπερημερίας μέχρι το διάστημα της συζήτησης της ένδικης αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (11.5.2006), οι οποίοι ανέρχονται για την πρώτη ενάγουσα σε 7.952 ευρώ, για τη δεύτερη σε 8.246 ευρώ, για τον τρίτο ενάγοντα σε 7.952 ευρώ, για τον τέταρτο σε 7.595 ευρώ, για την έκτη σε 5.267,64 ευρώ, για την έβδομη σε 4.659,34 ευρώ και για την όγδοη σε 5.954,34 ευρώ. Με βάση τις παραδοχές αυτές, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και επιδίκασε σ' αυτούς τους μισθούς υπερημερίας που αναφέρονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, 1) Ως προς τους δεύτερη, τρίτο, και έβδομη από τους αναιρεσίβλητους, εφόσον δέχθηκε, ότι οι επίμαχες διαδοχικές συμβάσεις εργασίας των (καταρτισθείσες πριν την έναρξη ισχύος της ως άνω Οδηγίας, των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος και του ΠΔ 164/2004 και συνεχισθείσες, όντας ενεργές κατά τα χρονικά αυτά σημεία, και μετά ταύτα) κάλυπταν μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσείοντος και ότι ο καθορισμός της διάρκειας αυτών ως ορισμένου χρόνου δεν δικαιολογείται από τη φύση τους, αλλά τέθηκε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εναγόντων αυτών και έκρινε ότι αυτές αποτελούν μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθ. 8 § 3 ν. 2112/1920, που ήταν εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση, και σε ορθό κατέληξε συμπέρασμα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι εσφαλμένα θεώρησε ως εφαρμοστέες και τις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, 103 §§ 7 και 8 του Συντάγματος (με την εκδοχή ότι αυτές δεν απαγορεύουν την σε κάθε περίπτωση μετατροπή των αλλεπαλλήλων συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου), διέλαβε δε στην απόφασή του πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες. Επομένως, ως προς αυτούς, είναι αβάσιμοι οι τέταρτος, πέμπτος, έκτος (κατά το πρώτο μέρος του) και έβδομος λόγοι αναίρεσης, από τους αριθ. 1 και 19 του άρθ. 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους αποδίδονται οι αιτιάσεις ότι το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθ. 8 § 3 ν. 2112/1920, που εφάρμοσε αν και δεν ήταν εφαρμοστέες, και των άρθ. 103 §§ 7 και 8 του Συντάγματος, 81 § 3 ν. 1958/1991, 10 ΠΔ 99/1992, 27 ν. 2947/2001, που απαγορεύουν τον χαρακτήρα των συμβάσεων αυτών ως αορίστου χρόνου, και 5 και 11 ΠΔ 164/2004, τις οποίες δεν εφάρμοσε, αν και ήταν εφαρμοστέες. 2) Ως προς τους λοιπούς όμως αναιρεσίβλητους το εσφαλμένα εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθ. 1, 3 και 8 ν. 2112/1920 και της Οδηγίας 1999/70 που, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δεν ήσαν εφαρμοστέες κατά πάσα περίπτωση, αφού οι ως άνω συμβάσεις ορισμένου χρόνου αυτών των εναγόντων -αναιρεσίβλητων καταρτίσθηκαν ως ορισμένου χρόνου, κατ' επιταγή των προαναφερομένων συνταγματικών ή άλλων διατάξεων και δη μετά την έναρξη ισχύος του αναθεωρημένου άρθ. 103 του Συντ., στο οποίο προστέθηκαν οι ως άνω παράγραφοι 7 και 8. Οι συμβάσεις αυτές δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν, έστω εν μέρει, ως ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, ούτε κατ' εφαρμογή του άρθ. 11 ΠΔ 164/2004, ως προς τις καταρτισθείσες πριν την έναρξη ισχύος αυτού και συνεχιζόμενες και μετά ταύτα για τον μετά την έναρξη της ισχύος του και εφεξής χρόνο, διότι, από τις ανέλεγκτες παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, δεν προκύπτει ότι, κατά το κρίσιμο ως άνω χρονικό σημείο, οι ενάγοντες αυτοί είχαν συμπληρώσει συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον 24 μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης, κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης 18 μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 μηνών από την αρχική σύμβαση. Επομένως, οι τέταρτος, πέμπτος, έκτος (κατά το πρώτο μέρος του) και έβδομος λόγοι αναίρεσης, από το άρθ. 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι, ως προς αυτούς. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα", με την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης νόμιμοι, αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν τη βάση και θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού η δικονομικού δικαιώματος, όχι δε και εκείνοι που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν άρνηση αυτής. Σύμφωνα με τα παραπάνω ο έκτος λόγος της κρινόμενης αίτησης (κατά το δεύτερο μέρος του) από την ως άνω διάταξη, με τον οποίο αποδίδεται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος ότι οι ενάγοντες ουδέποτε συνήψαν αλλεπάλληλες σχέσεις εργασίας καθώς και ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του ΠΔ 164/2004 για μετατροπή της εργασιακής τους σύμβασης σε αόριστης διάρκειας, πρέπει ν' απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι οι ισχυρισμοί αυτοί δεν αποτελούν "πράγματα" με την προαναφερθείσα έννοια, αλλά άρνηση της αγωγής. Εξάλλου, αλυσιτελής και συνεπώς, απαράδεκτος είναι α) ο, από την ίδια διάταξη, όγδοος, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τον παραδεκτώς προβληθέντα ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, ότι η δεύτερη και η όγδοη από τους αναιρεσίβλητους προσλήφθηκαν από την ΕΠΚΑ και οι υπόλοιποι επανήλθαν στην υπηρεσία τους στην οποία και εργάζονταν μέχρι τη συζήτηση της αγωγής, εφόσον δεν προκύπτει ότι προσδιορίζονται με αυτόν τα κερδηθέντα και ο ισχυρισμός αυτός δεν περιέχει αίτημα αφαίρεσης από τους επιδικασθέντες μισθούς υπερημερίας, των κερδηθέντων από την απασχόληση αυτή (ΑΚ 656 παρ. 2) και β) ο ίδιος (όγδοος) λόγος, κατά το πρώτο μέρος του, με το οποίο προβάλλεται πλημμέλεια από τον αρ. 11γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του το με αρ. 145/10-1-2006 έγγραφο της Η' Εφορίας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων Κέρκυρας -Θεσπρωτίας, το οποίο το αναιρεσείον επικαλέστηκε για την απόδειξη της πρόσληψης και απασχόλησης στην ΕΠΚΑ, δηλαδή του παραπάνω απαράδεκτου ισχυρισμού. Μετά από αυτά πρέπει: Α) Να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, ως προς τους αναιρεσίβλητους δεύτερη, τρίτο και έβδομη και να καταδικαστεί το αναιρεσείον στα δικαστικά τους έξοδα, περιοριζόμενα, όπως παρακάτω αναφέρεται, και Β) να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τους αναιρεσίβλητους πρώτη, τέταρτο, έκτη και όγδοη, να παραπεµφθεί η υπόθεση, ως προς αυτούς, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, από εκείνους που την εξέδωσαν (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει µετά την αντικατάστασή του µε το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013) και να καταδικαστούν αυτοί οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττώμενοι, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, περιοριζόμενα κατά το μέτρο του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957 (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της, από 16-2-2010, αίτησης για την αναίρεση της 243/2009 απόφασης του Εφετείου Κέρκυρας, ως προς τις αναιρεσίβλητες Κ. Λ. (5η) και Ε. Π. (9η). Απορρίπτει την ίδια αίτηση αναίρεσης, ως προς τους αναιρεσίβλητους δεύτερη, τρίτο και έβδομη. Και Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά των έξοδα, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Αναιρεί, την παραπάνω απόφαση, ως προς τους αναιρεσίβλητους πρώτη, τέταρτο, έκτη και όγδοη, στο σύνολό της. Παραπέµπει την υπόθεση, ως προς αυτούς, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει τους ίδιους αναιρεσίβλητους, στα δικαστικά έξοδα του Ελληνικού Δηµοσίου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2014. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η αγωγή, με την οποία επιδιώκεται να αναγνωριστεί ότι οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας, ορισμένου χρόνου, των εναγόντων, που καταρτίστηκαν με το Δημόσιο, συνιστούν ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, δεν είναι νόμιμη, ως προς αυτούς που προσλήφθηκαν μετά την ισχύ των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που ισχύουν από 18-4-2001, δεν είναι νόμιμη. Ως προς τους λοιπούς, όμως, που προσλήφθηκαν πριν την ισχύ των παραπάνω διατάξεων είναι νόμιμη.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
1
Αριθμός 606/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 18 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "…", που εδρεύει στην …και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Α. Α. του Γ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Βασιλακόπουλο. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. χας Δ. Μ., το γένος Η. Σ., ενεργούσης ατομικώς και ως ασκούσης τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων της Χ. Μ. και Ν. Μ., 2) Ι. Μ. του Ν., 3) Γ. Μ. του Ν., 4) Μ. συζ. Α. Π., το γένος Ν. Μ. και 5) Χ. χας Ν. Μ., κατοίκων ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-12-2005 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καλαμάτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 33/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 7/2013 του Εφετείου Καλαμάτας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 26-3-2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσείοντες όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 7-2-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 568 παρ. 1 και 576 παρ. 1 και 3 KΠολΔ. συνάγεται, ότι, σε περίπτωση ερημοδικίας στην αναιρετική δίκη, ερευνάται αυτεπάγγελτα, αν ο απολειπόμενος διάδικος επισπεύδει τη συζήτηση ή αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε αρνητική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση για όλους τους διαδίκους (Ολ.ΑΠ 36/ 1997). Στην προκείμενη περίπτωση, υπόκειται προς κρίση η, από 26-3-2013, αίτηση αναίρεσης της 7/2013 απόφασης του Εφετείου Καλαμάτας. Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η συζήτηση της ένδικης αίτησης προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (18-2-2014). Από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά προκύπτει ότι οι αναιρεσίβλητοι δεν εμφανίσθηκαν, κατά την ως άνω δικάσιμο, που η υπόθεση εκφωνήθηκε, προσηκόντως, από το πινάκιο, ούτε κατέθεσαν έγγραφη δήλωση εκπροσώπησης δια πληρεξούσιου Δικηγόρου, ενώ η αναιρεσείουσα εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις, με τις οποίες η αναιρεσείουσα συνομολογεί ότι η επίσπευση της συζήτησης της υπόθεσης έγινε από την ίδια και ότι δεν κλήτευσε τους αναιρεσίβλητους. Επομένως, εφόσον η παραστάσα αναιρεσείουσα δεν επικαλείται ούτε προσκομίζει εκθέσεις επίδοσης στους αναιρεσίβλητους της αίτησης αναίρεσης και της κλήσης για τη συζήτηση κατά την παραπάνω δικάσιμο, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της, από 26-3-2013, αίτησης αναίρεσης. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2014. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης.
Εργατικό ατύχημα
Εργατικό ατύχημα, Απαράδεκτη συζήτηση.
0
Αριθμός 608/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 18 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σωματείων Ταχυδρομικών (ΠΟΣΤ), που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Βερβεσό. Του αναιρεσιβλήτου: Σ. Σ. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Κατσαντώνη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-2-2010 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ευρυτανίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 160/2012 του Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 28-2-2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 21-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του ν. 765/1943, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι, με τους όρους της συμφωνίας τους, αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και καταβολής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής των υπηρεσιών του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσής του προς αυτές. Η υποχρέωση του εργαζοµένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του, ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισµα της παραπάνω εξάρτησης, η οποία µπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόµενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστηµονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη (Ολ.ΑΠ 28/2005). Το δικαίωµα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τον τόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει τη συμμόρφωση του εργαζοµένου, προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία όµως, δεν εξαρτάται µόνον από το αν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά. Διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σε αυτή εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθµιση της σχέσης του µε τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίµηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει, κατά περίπτωση, ανάλογα µε τα είδος και τη φύση της εργασίας (Ολ.ΑΠ 28/2005). Η παροχή των υπηρεσιών του εργαζόμενου σε καθορισμένο τόπο και χρόνο, καθώς και η συμμόρφωση προς από κοινού συμφωνούμενους όρους, δεν αποτελούν, χωρίς άλλο, κριτήριο παροχής εξαρτημένης εργασίας, αν δικαιολογούνται από τη φύση και τις συνθήκες παροχής της. Ακόμη, δεν αποτελούν αποφασιστικά κριτήρια χαρακτηρισμού της απασχόλησης με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η ασφάλιση του εργαζομένου στο ΙΚΑ και η χορήγηση σ' αυτόν βεβαιώσεων μισθωτών υπηρεσιών, η ασφάλισή του στο ΤΕΒΕ και η έκδοση δελτίου παροχής υπηρεσιών, η παράλειψη του εργοδότη να ασφαλίσει τον εργαζόμενο στο ΙΚΑ και ο τρόπος και ο χρόνος καταβολής του χρηματικού ανταλλάγματος. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι με τη σύμβαση έργου, ο εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή, προκύπτει ότι κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύμβασης έργου, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, είναι ότι με αυτήν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στο τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και όχι, όπως, επί σύμβασης εργασίας, σ' αυτή καθ' εαυτή την εργασία, που θα απαιτηθεί για την εκτέλεση του έργου, του οποίου η πραγμάτωση επιφέρει τη λύση της σύμβασης. Αντικείμενο της σύμβασης έργου μπορεί να είναι και έργο μη αυτοτελές, αλλά επαναλαμβανόμενο σε ορισμένη ή αόριστη χρονική διάρκεια. Σε κάθε, όµως, περίπτωση, τη µίσθωση έργου χαρακτηρίζει η έλλειψη εξάρτησης από τον κύριο του έργου, αφού ο εργολάβος έχει την πρωτοβουλία στην εκτέλεση αυτού, επιλέγοντας το χρόνο και τον τρόπο εκτέλεσής του, µέσα στις συµβατικές προθεσμίες, χωρίς να υποχρεούται να συµµορφώνεται µε τις εντολές και οδηγίες του κυρίου του έργου, µη υποκείµενος στον έλεγχό του. Η υποχρέωσή του να συμμορφώνεται, ως προς την εκτέλεση του έργου, προς από κοινού συμμορφούμενους όρους ή να παρέχει τις υπηρεσίες του σε καθορισµένο χρόνο και τόπο, ακόµη και σε χώρο του εργοδότη, δεν καθιστά, χωρίς άλλο, τη συνδέουσα τους συμβαλλομένους σχέση ως εξαρτηµένης εργασίας και συνεπώς, µπορεί αυτή να έχει το χαρακτήρα µίσθωσης έργου ή και ανεξάρτητων υπηρεσιών. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης έργου ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθ. 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στην σύμβαση, κρίση η οποία στην συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (Ολ.ΑΠ 6/2001, 7 και 8/2011). Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 (που δημοσιεύθηκε την 10-7-1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10-7-2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με τη λήψη από τα κράτη - μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής), η Οδηγία δε αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα ΠΔ 81/2003 και 164/2004. Ανεξάρτητα από την Οδηγία αυτή, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης έργου ή εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν µε το άρθ. 8 § 3 ν. 2112/ 1920 (σε συνδυασµό µε τα άρθ. 281, 671 ΑΚ, 25 §§ 1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρµόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συµβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δηµόσιο τοµέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόµου αυτού εφαρμόζονται και επί συµβάσεων εργασίας µε ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισµός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύµβασης, αλλά τέθηκε σκόπιµα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόµου, περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύµβασης. Η διάταξη αυτή, ενώ αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από τη µη τήρηση εκ µέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο ν. 2112/ 1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νοµικό χαρακτηρισµό των συµβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, µε πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συµβάσεις έργου ή εργασίας ορισµένου χρόνου, που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας. Εξάλλου ο προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας αυτός παραβιάζεται αν, ενόψει των ανελέγκτως γενόμενων δεκτών πραγματικών περιστατικών από το δικαστήριο της ουσίας, αυτό δεν εφαρμόσει τον εφαρμοστέο κανόνα, ενώ συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσει αυτόν ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και όταν εφαρμόσει τον κανόνα εσφαλμένα, είτε με εσφαλμένη ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, η οποία εκδηλώνεται με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2005). Περαιτέρω, με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, ελέγχεται η ορθότητα της ελάσσονος πρότασης του νομικού συλλογισμού, από την άποψη αν οι παραδοχές της απόφασης πληρούν το πραγματικό του κανόνα δικαίου που το δικαστήριο εφάρμοσε. Η κατά την έννοια του αριθμού αυτού ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία, που έχει ως συνέπεια την αναίρεση της απόφασης για έλλειψη νόμιμης βάσης, υπάρχει και όταν από το αιτιολογικό της απόφασης δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία στηρίζουν τη διάπλαση ή διάγνωση που έλαβε χώρα. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Η εναγόµενη και ήδη αναιρεσείουσα "Πανελλήνια Οµοσπονδία Σωµατείων Ταχυδρομικών (Π.Ο.Σ.Τ.)", η οποία αποτελεί ΝΠΙΔ, διατηρεί και εκμεταλλεύεται (πριν από το έτος 2003) για λογαριασµό της, αλλά και των µελών της (ταχυδροµικών υπαλλήλων), παραθεριστικό οικισµό, αποτελούμενο από έξι (6) αυτοτελείς και ανεξάρτητες µονοκατοικίες, ένα εστιατόριο και αποθήκες µετά του περιβάλλοντος αυτού χώρου πρασίνου, που βρίσκεται στο Κερασοχώρι του Δήµου Βίνιανης Ν. Ευρυτανίας. Την 1-10-2003, δια της διαχειριστικής επιτροπής της, µε έγγραφη σύµβαση µίσθωσης έργου, κατά το χαρακτηρισµό των ίδιων των συμβαλλομένων, ανέθεσε στον ενάγοντα τη φροντίδα της εύρυθµης λειτουργίας του παραθεριστικού οικισµού και δη την εκτέλεση των αναγκαίων για την καθαριότητα, την υγιεινή, τη συντήρηση και την επισκευή των εγκαταστάσεών του εργασιών, αλλά και για τη λειτουργία και εκμετάλλευση του εστιατορίου - καφετέριας. Ειδικότερα, µε την άνω έγγραφη σύµβαση, ο ενάγων ανέλαβε την υποχρέωση: 1) της λειτουργίας και εκµετάλλευσης του εστιατορίου - καφετέριας, που βρίσκεται µέσα στον οικισµό, 2) της προετοιμασίας (καθαρισµό των οίκων - πλύσιµο και σιδέρωµα κλινοσκεπασμάτων, έλεγχο οικοσκευής και καλής λειτουργίας των ηλεκτρικών και υδραυλικών), της παράδοσης και παραλαβής των κλειδιών στους παραθεριστές και τον έλεγχο των οικιών κατά την αποχώρηση των παραθεριστών, 3) της συντήρησης και αποκατάστασης των μικροβλαβών στις οικίες, το εστιατόριο και στο μηχανολογικό εξοπλισμό, 4) της συντήρησης και καθαριότητας του περιβάλλοντος χώρου, της επισκευής και ασφαλούς λειτουργίας της παιδικής χαράς, 5) της, μετά από επικοινωνία και έγκριση της εναγομένης, επισκευής και αποκατάστασης σοβαρών βλαβών, δαπάνης άνω των 50 ευρώ, των κτιριακών εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού του παραθεριστικού κέντρου και 6) του ελέγχου όλων των σκευών του εστιατορίου και του εξοπλισμού των οικιών, της αντικατάστασης των φθαρμένων λόγω παλαιότητας (μετά από έγκριση της εργοδότριας) και της ενημέρωσης της εναγομένης σε περίπτωση φθορών από συγκεκριμένους παραθεριστές. Ο ενάγων, κατά τη σύμβαση, μπορούσε, ανάλογα με τις ανάγκες του οικισμού, να προσλαμβάνει βοηθητικό προσωπικό, στο οποίο ο ίδιος θα καταβάλει ολόκληρη την αμοιβή τους, για τις παρεχόμενες εργασίες του, χωρίς η εναγομένη να βαρύνεται με οποιαδήποτε υποχρέωση (χρηματική ή ασφαλιστική) προς αυτούς. Επιπλέον ο ενάγων είχε την υποχρέωση να δέχεται και να διευκολύνει οποιοδήποτε εντεταλμένο εκπρόσωπο της εναγομένης, για έλεγχο των χώρων του παραθεριστικού κέντρου και των προσφερομένων απ' αυτόν υπηρεσιών. Τέλος, κατά τη σύμβαση, ο ενάγων θα προσέφερε τις ως άνω υπηρεσίες του για ορισμένη χρονική διάρκεια και δη από 1-10-2003 μέχρι 30-9-2004 αντί αμοιβής 600 ευρώ, μηνιαίως. Στα πλαίσια της σύμβασης αυτής παρείχε τις προαναφερόμενες υπηρεσίες καθημερινά στον άνω παραθεριστικό οικισμό, ο οποίος λειτουργούσε καθ' όλη τη διάρκεια του έτους. Σ' αυτόν οι παραθεριστές εναλλάσσονταν, διέμεναν δε συνήθως εκεί επί επταήμερο ή και επί τριήμερο (Παρασκευή - Κυριακή). Με τη λήξη της σύµβασης (30-9-2004) ο ενάγων, χωρίς να έχει καταρτισθεί νέα έγγραφη σύµβαση, συνέχιζε να παρέχει τις ίδιες υπηρεσίες του στον παραθεριστικό οικισµό, τις οποίες η εναγοµένη αποδεχόταν, καλύπτοντας έτσι τις ανάγκες του. Τις υπηρεσίες αυτές παρείχε, µε προφορική σύµβαση, µέχρι τις 29-6-2007. Στη συνέχεια, οι διάδικοι κατάρτισαν νέα έγγραφη σύµβαση έργου, κατά το χαρακτηρισµό των ιδίων, διάρκειας από 1-7-2007 µέχρι 30-6-2010. Με τη σύµβαση αυτή ο ενάγων ανέλαβε την υποχρέωση να προσφέρει τις ίδιες, όπως και µε την πρώτη σύµβαση, υπηρεσίες του, με τους ίδιους όρους και τις ίδιες προϋποθέσεις. Η αµοιβή του ορίστηκε στο ποσό των 1.200 ευρώ, µηνιαίως. Ακόµη, µε τη σύµβαση αυτή, σε συνέχεια άλλωστε της προηγούμενης, παραχωρήθηκε στον ενάγοντα η δωρεάν χρήση του καταστήµατος (εστιατορίου - καφετέριας), που βρίσκεται µέσα στον οικισµό. Η λειτουργία εξυπηρετούσε τις ανάγκες των παραθεριστών (τις βραδινές κυρίως ώρες), γι' αυτό και η εναγοµένη, παραχωρώντας, χωρίς αντάλλαγµα, την εκμετάλλευσή του στον ενάγοντα, στο όνοµα του οποίου και εκδόθηκε το έτος 2006 η άδεια ίδρυσης και λειτουργίας του, απέδιδε ιδιαίτερη σηµασία για την ορθή και συνεχή λειτουργία του. Γι' αυτό και όταν ο ενάγων δεν µπορούσε να ανταποκριθεί στην υποχρέωσή του να λειτουργεί το άνω κατάστηµα, οι διάδικοι, µετά από συζητήσεις, κατάρτισαν, στις 28-2-2009, νέα σύµβαση έργου, όπως και πάλι τη χαρακτήρισαν, µε την οποία, τροποποιώντας την προηγούµενη (από 29-6-2007), καθορίστηκε ως χρόνος διάρκειας αυτής το διάστηµα από 1-3-2009 µέχρι 28-2-2010, συντοµεύοντας έτσι την καθορισθείσα µε την προηγούµενη σύµβαση διάρκειά της. Η λειτουργία του καταστήµατος ανατέθηκε σε άλλον, γι' αυτό και στη νέα σύµβαση δεν περιλαµβάνεται η υποχρέωση του ενάγοντος να λειτουργεί το κατάστηµα αυτό. Η αµοιβή και οι υποχρεώσεις του παρέµειναν, κατά το υπόλοιπο µέρος, οι ίδιες µε τα οριζόμενα στην προηγούµενη σύµβαση. Στα πλαίσια, αρχικά της από 29-6-2007 και ακολούθως, της από 28-2-2009 σύµβασης, ο ενάγων συνέχισε να παρέχει τις ίδιες, όπως και πριν υπηρεσίες, µέχρι και τις 28-2-2010, οπότε η εναγόµενη, έχοντας ήδη γνωστοποιήσει σ' αυτόν, µε το από 18-12-2009 έγγραφο της Διαχειριστικής επιτροπής της, την πρόθεσή της να µην ανανεώσει τη σύµβαση, καλώντας τον µε τη λήξη αυτής (στις 28-2-2010) να της αποδώσει τα κλειδιά των οικιών κ.λπ. του άνω κέντρου, έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες του και αυτός, πράγµατι, στις 28-2-2010, παρέδωσε τα άνω κλειδιά. Ο ενάγων, κατά τη διάρκεια των παραπάνω συµβάσεων, παρείχε τις υπηρεσίες του µέσα στο χώρο του παραθεριστικού οικισµού. Αρχικά ο ίδιος διέµεινε στη …, στη συνέχεια, για µεγάλο διάστηµα στη …, µόλις σε απόσταση 5 χιλιοµέτρων από το χώρο του παραθεριστικού οικισµού και ακολούθως, τα τελευταία 2 - 3 έτη, στο .., που απέχει 48 χλµ. από το χώρο του οικισµού. Κατά τη διάρκεια όλων των ετών προσερχόταν, σχεδόν καθηµερινά, στο χώρο του οικισµού, υποδεχόµενος κάθε φορά τους παραθεριστές που έφταναν στον οικισµό. Απ' αυτόν οι παραθεριστές παραλάμβαναν τα κλειδιά των κατοικιών και σ' αυτόν τα παρέδιδαν κατά την αποχώρηση τους. Πάντοτε υπήρχαν παραθεριστές (και ιδιαίτερα τις ηµέρες Παρασκευή έως και Κυριακή), γι' αυτό και η παρουσία του ήταν αναγκαία στο χώρο του οικισµού. Εξυπηρετούσε καθηµερινά τους παραθεριστές, φρόντιζε για την καθαριότητα των χώρων του οικισµού και επιδιόρθωνε, µετά από ενημέρωση της εναγομένης, κάθε βλάβη των οικιών και εν γένει εγκαταστάσεων. Τις εργασίες επισκευής ή συντήρησης των οικιών και λοιπών χώρων του οικισµού ανέθετε ο ίδιος σε τρίτους (υδραυλικούς, µηχανικούς, τεχνίτες κ.λπ.), αποδίδοντας, κάθε φορά, λογαριασµό στην εναγοµένη, την οποία και βάρυναν οι σχετικές δαπάνες. Κάθε µήνα της απέδιδε λογαριασµό της διαχείρισης εσόδων και εξόδων. Τις υπηρεσίες του αυτές παρείχε σύµφωνα µε τους καθοριζόµενους µε τις συµβάσεις όρους, ακολουθώντας τις οδηγίες της εναγοµένης, όπως η τελευταία περιέλαβε αυτές στις συµβάσεις, αλλά και κάτω από τη συνεχή εποπτεία και τον έλεγχο της ορθής εκτέλεσης των υπηρεσιών. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στις συµβάσεις περιλαµβάνεται ρητώς η υποχρέωση του ενάγοντος να δέχεται τον έλεγχο των προσφερόµενων υπηρεσιών του από την εναγόµενη. Το γεγονός ότι ο ενάγων ήταν υποχρεωµένος, κατά τη σύµβαση, να αποδίδει λογαριασµό της διαχείρισης εσόδων και εξόδων, τον οποίο και απέδιδε στην εναγόµενη, αλλά και πριν από κάθε αποκατάσταση βλαβών του οικισµού να την ενημερώνει, ενισχύει την κρίση, ότι υπήρχε συνεχής έλεγχος και εποπτεία της εναγοµένης, κατά τη διάρκεια της προσφοράς της εργασίας του ενάγοντος προς αυτήν. Κατά τη διάρκεια των συµβάσεων, ο ενάγων δεν εργαζόταν αλλού, ενώ η εκμετάλλευση του εστιατορίου - καφετέριας από τον ίδιο ήταν ανεξάρτητη από τις υπόλοιπες προσφερόµενες υπηρεσίες του. Η κρίση αυτή ενισχύεται από το γεγονός, ότι η εναγοµένη εξακολουθούσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες του (καταρτίζοντας μάλιστα και την τελευταία έγγραφη σύμβαση) και μετά την παύση της λειτουργίας του καταστήµατος, εκ µέρους του, αναθέτοντας αυτήν και εν γένει εκμετάλλευσή του σε τρίτον. Οι διάδικοι µε τις ένδικες συµβάσεις απέβλεψαν στην παροχή της εργασίας του ενάγοντος και όχι στην επίτευξη ορισµένου αποτελέσματος, ενώ ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του υπό τη νοµική και προσωπική εξάρτησή του από το αρµόδιο όργανο (διαχειριστική επιτροπή) της εναγόµενης, αφού αυτή καθόριζε τους γενικούς και ειδικότερους όρους παροχής της εργασίας του, ως προς τον τόπο, τον τρόπο και το χρόνο αυτής, ασκώντας έλεγχο και εποπτεία για την επιµελή εκτέλεση της εργασίας. Οι ένδικες συµβάσεις φέρουν το χαρακτήρα της σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας και όχι των συµβάσεων έργου, όπως ισχυρίζεται η εναγόµενη και χαρακτήρισαν οι ίδιοι οι διάδικοι, κατά την κατάρτισή τους, ή έστω των συµβάσεων ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Ο παραπάνω χαρακτηρισµός των, ανεξαρτήτως αν τον ίδιο προσέδιδαν ή όχι και τα συµβαλλόµενα µέρη, κατά το χρόνο παροχής της εργασίας, χωρίς να αναιρείται από µόνο το γεγονός ότι ο ενάγων δεν ήταν ασφαλισµένος στο ΙΚΑ, ενισχύεται από το γεγονός, ότι για την εργασία του λάµβανε σταθερά το ίδιο ποσό µηνιαίως (600 ευρώ αρχικά και 1.200 ευρώ στη συνέχεια), όπως ακριβώς αµείβεται ο εργαζόµενος µε σύµβαση εργασίας, χωρίς οι άνω καταβολές να εξαρτώνται από τον αριθµό των παραθεριστών στον οικισµό και από το µέγεθος των εργασιών συντήρησης, επισκευής κ.λπ. που θα εκτελούσε κατά µήνα ο ενάγων. Η ορισµένη διάρκεια των άνω συµβάσεων εργασίας του ενάγοντος, δεν δικαιολογείται από τη φύση, το είδος ή το σκοπό της εργασίας του, που ανελλιπώς παρείχε από 1-10-2003 χωρίς διακοπή, ούτε από τις συνθήκες λειτουργίας του παραθεριστικού οικισµού, αλλά ούτε και από κάποιο αντικειμενικό λόγο, που να δικαιολογείται από τη µορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα του άνω οικισµού της εναγοµένης ή από ειδικούς λόγους ή ανάγκες, όπως η προσωρινή αναπλήρωση άλλου εργαζοµένου ή η εκτέλεση σωρευμένης ή παροδικού χαρακτήρα εργασίας ή η ορισµένη διάρκειά της να γίνεται για την πραγματοποίηση συγκεκριμένου έργου. Αντίθετα, ο ενάγων κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες της εναγοµένης σε σχέση µε τη λειτουργία του παραθεριστικού οικισµού της, οι ανάγκες του οποίου, για παροχή υπηρεσιών καθαριότητας, υγιεινής, συντήρησης και επισκευής των εγκαταστάσεών του, αλλά και για την εξυπηρέτηση των παραθεριστών, ήταν συνεχείς. Ο αριθµός των άνω διαδοχικών συµβάσεων εργασίας και η εξαιρετικά µεγάλη χρονική διάρκειά τους δεν µπορεί να δικαιολογήσει την ανάγκη της πρόσκαιρης απασχόλησης του ενάγοντος. Εποµένως, ο ορθός χαρακτηρισµός των επίδικων συµβάσεων είναι εκείνος της εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου και η σύναψη αλλεπάλληλων συµβάσεων έργου έγινε µε πρόθεση καταστρατήγησης των διατάξεων του ν. 2112/1920, µε συνέπεια το σύνολο των διαδοχικών αυτών συµβάσεων µε την εναγοµένη να συνιστά µία ενιαία σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία δεν λήγει αυτοδικαίως κατά την ηµεροµηνίας λήξης της τελευταίας σύµβασης (δηλαδή στις 28-2-2010), αλλά εξακολουθεί να υφίσταται και µετά την εν λόγω ηµεροµηνία. Παρά ταύτα η εναγοµένη, δια της αρµόδιας Διαχειριστικής επιτροπής της, αφ' ενός µε το από 18-12-2010 έγγραφό της γνωστοποίησε στον ενάγοντα τη λήξη της σύµβασης στις 28-2-2010 και την πρόθεσή της να µην ανανεώσει αυτήν, καλώντας τον να της αποδώσει, τα κλειδιά των σπιτιών του άνω οικισµού της και αφ' ετέρου στις 28-2-2010, οπότε ο ενάγων, ενεργώντας κατά την άνω έγγραφη δήλωση της εναγοµένης και ενώ ήδη είχε ασκήσει την ένδικη αγωγή, της παρέδωσε τα κλειδιά, παρέλαβε αυτά και έπαυσε πλέον να αποδέχεται τις άνω υπηρεσίες του. Η άνω δήλωσή της και πολύ περισσότερο η παραλαβή των κλειδιών ενέχει, κατά τρόπο σαφή και αναµφίβολο, τη βούλησή της για λύση της σύμβασης. Όµως, η καταγγελία αυτή της αορίστου χρόνου σύµβασης εργασίας είναι άκυρη, γιατί, όπως συνομολογείται, η εναγοµένη δεν κατέβαλε, στον απολυόμενο ενάγοντα την οφειλόµενη αποζηµίωση απόλυσης. Με βάση τα παραπάνω το Εφετείο δέχθηκε ότι: 1) η συνδέουσα τους διαδίκους σύµβαση είχε, κατ' ορθό χαρακτηρισµό αυτής, το χαρακτήρα της ενιαίας σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου και όχι σύμβασης έργου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή ορισμένου χρόνου, διότι ο ενάγων συνεχώς παρείχε την εργασία του στην εναγομένη, κατά τη διάρκεια δε αυτής, τελούσε σε καθεστώς εξάρτησης ελέγχου και εποπτείας από εκείνη, αφού ελάμβανε απ' αυτήν εντολές και οδηγίες, δεν του παρείχοντο δε περιθώρια πρωτοβουλίας και ελευθερίας στον καθορισμό του τρόπου και του χρόνου εργασίας του, 2) η καταγγελία αυτής ήταν άκυρη και 3) η σύναψη αλλεπάλληλων συµβάσεων, χαρακτηριζομένων, μάλιστα, ως έργου, έγινε µε πρόθεση καταστρατήγησης των διατάξεων του ν. 2112/1920. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, που, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε τους συναφείς λόγους της έφεσης της αναιρεσείουσας, κατά του σχετικού μέρους της προσβαλλόμενης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που είχε δεχθεί τα ίδια, δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, μεταξύ των οποίων και εκείνες των άρθρων 648 επ., 681 Α.Κ. και 6 του ν. 765/43, ευθέως ή εκ πλαγίου, διέλαβε δε στην απόφαση του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις και ενδοιασμούς, αιτιολογίες, για ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχό της, ως προς την ορθή εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων. Πρέπει να σημειωθεί ότι, η ειδικότερη παραδοχή της απόφασης, σύμφωνα με την οποία µε την αρχική σύµβαση, παραχωρήθηκε στον ενάγοντα η δωρεάν χρήση του καταστήµατος (εστιατορίου - καφετέριας), που βρίσκεται µέσα στον οικισµό, δεν αναιρεί το χαρακτηρισμό των επί μέρους ενδίκων συμβάσεων, ως μίσθωσης εργασίας, διότι, όπως δέχθηκε το Εφετείο, 1) η παραχώρηση αυτή είναι ανεξάρτητη της σύμβασης εργασίας και έγινε προκειμένου να εξυπηρετούνται οι ανάγκες των παραθεριστών (τις βραδινές κυρίως ώρες), 2) η εναγοµένη, παραχώρησε, χωρίς αντάλλαγµα, την εκμετάλλευσή του στον ενάγοντα, επειδή απέδιδε ιδιαίτερη σηµασία για την ορθή και συνεχή λειτουργία του, 3) όταν ο ενάγων δεν µπορούσε να ανταποκριθεί στην υποχρέωσή του να λειτουργεί το άνω κατάστηµα, οι διάδικοι, µετά από συζητήσεις, κατάρτισαν, στις 28-2-2009, νέα σύµβαση µε την οποία, τροποποιώντας την προηγούµενη (από 29-6-2007), καθορίστηκε ως χρόνος διάρκειας αυτής το διάστηµα από 1-3-2009 µέχρι 28-2-2010, η δε λειτουργία του καταστήµατος ανατέθηκε σε άλλο άτομο, γι' αυτό και στη νέα σύµβαση δεν περιλαµβάνεται η υποχρέωση του ενάγοντος να λειτουργεί το κατάστηµα αυτό και 4) η αµοιβή και οι υποχρεώσεις του αναιρεσίβλητου παρέµειναν, κατά το υπόλοιπο µέρος, οι ίδιες µε τα οριζόμενα στην προηγούµενη σύµβαση. Επομένως, οι, περί του αντιθέτου, από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 του ΚΠολΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι της αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται οι σχετικές πλημμέλειες της απόφασης, είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 28-2-2013, αίτηση της αναιρεσείουσας, για την αναίρεση της 160/2012 απόφασης του Εφετείου Λαμίας. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2014. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το Εφετείο, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, των άρθρων 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920, 648 επ., 681 ΑΚ και 6 του ν. 765/43, ευθέως ή εκ πλαγίου, διέλαβε δε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις και ενδοιασμούς, αιτιολογίες, για ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχό της, ως προς την ορθή εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων. Απορρίπτει τους λόγους αναίρεσης.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
2
Αριθμός 610/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Χ. Κ. του Δ. και 2) Α. συζ. Χ. Κ., το γένος Δ. Χ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Καλαμούτσο. Του αναιρεσιβλήτου: Ι. Τ. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Νικολάου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/6/2000 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Άρτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 50/2001 μη οριστική, 12/2003 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 412/2006 οριστική του Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 15/6/2009 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 16/10/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1710, 1846, 1193, 1195 και 1198 ΑΚ προκύπτει ότι παράγωγο τρόπο μεταβιβάσεως επί ακινήτου αποτελεί και η καθολική διαδοχή από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, εφόσον ο κληρονομούμενος ήταν κύριος του ακινήτου κατά τον χρόνο του θανάτου του και ο κληρονόμος αποδέχθηκε την επαχθείσα σ' αυτόν κληρονομιά, με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών. Περαιτέρω κατά τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1045 και 1051 του ίδιου κώδικα συνάγεται ότι για την κτήση κυριότητας με τακτική μεν χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο για μία δεκαετία, με έκτακτη δε χρησικτησία άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία με τη δυνατότητα, και στις δύο περιπτώσεις, του νομέα να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του χρησικτησίας και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του άσκηση νομής (η οποία χρειάζεται για την κτήση κυριότητας με χρησικτησία) αποτελούν όταν πρόκειται για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς πάνω σ' αυτά πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό τους, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομές να είναι το πράγμα δικό του. Τέτοιες πράξεις είναι, μεταξύ άλλων και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η δενδροφύτευση, η οριοθέτηση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του, η ανοικοδόμησή του και εφόσον πρόκειται για κληρονομιαίο ακίνητο, η αποδοχή της κληρονομιάς και η μεταγραφή της, καθώς και η καταβολή του οικείου φόρου. Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1033, 1041 επ, 1094 του ΑΚ και 262 παρ.1 του ΚΠολΔ, εφόσον ο ενάγων ισχυρίζεται ότι κατέστη κύριος του επιδίκου με παράγωγο τρόπο, αποτελεί ένσταση ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η επικαλούμενη από τον ενάγοντα κυριότητα του δικαιοπαρόχου του, απαραίτητη για να μεταχθεί σ' αυτόν το δικαίωμα, δεν υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβιβαστικής πράξεως, γιατί εν τω μεταξύ, ο εναγόμενος είχε αποκτήσει την κυριότητα με χρησικτησία, ο χρόνος της οποίας είχε συμπληρωθεί στο πρόσωπό του πριν από τη μεταβίβαση. Τούτο δε γιατί στην περίπτωση αυτή ο εναγόμενος, ισχυριζόμενος ότι ο ενάγων δεν απέκτησε κυριότητα παραγώγης, όπως ισχυρίζεται, επειδή ο φερόμενος ως δικαιοπάροχός του την είχε απωλέσει πριν από την επικαλουμένη μεταβιβαστική πράξη, προβάλλει γεγονός καταλυτικό του δικαιώματος της κυριότητας στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος. Τέλος ο κατά της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου προβαλλόμενος από τον εναγόμενο ισχυρισμός ότι απέκτησε αυτός την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία αποτελεί ένσταση μεν αν η αγωγή στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας ή και σε πρωτότυπο τρόπο, εφόσον όμως τα περιστατικά που προτείνονται από τον τελευταίο, με βάση τα οποία απέκτησε την κυριότητα είναι μεταγενέστερα εκείνων της αγωγής ή ο χρόνος της νομής που περιέχεται σ' αυτά είναι επαρκής για τη συμπλήρωση διπλής χρησικτησίας, άρνηση δε της αγωγής αν τα περιστατικά αυτά συμπίπτουν ή είναι προγενέστερα εκείνων που περιέχονται στην αγωγή. Περαιτέρω ο από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος για έλλειψη νομίμου βάσεως δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αξιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων της διατάξεως που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας της. Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 24/1992, ΑΠ 197/2013, ΑΠ 567/2013). Τα επιχειρήματα δηλαδή αυτά δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε να επιδέχεται αυτή, στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάζονται, με αυτά, κανόνας δικαίου ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε λόγος αναίρεσης από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1021/2013, ΑΠ 567/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ. 561 παρ.1 ΚΠολΔ), η οποία εκδόθηκε επί διεκδικητικής αγωγής ακινήτου των αναιρεσειόντων κατά του αναιρεσιβλήτου, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως, σ' αυτό, επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, το Εφετείο δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το επίδικο ακίνητο, ήτοι ένα οικόπεδο, εμβαδού 100 τετραγωνικών μέτρων περίπου, βρίσκεται στο κέντρο του δημοτικού διαμερίσματος ... του Δήμου Αγνάντων Άρτας και συνορεύει με ανώνυμη δημοτική οδό που οδηγεί προς την Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης Καταρράκτη Άρτας, την πλατεία του Ιερού Εφημεριακού Ναού Καταρράκτη "Η Κοίμηση της Θεοτόκου" και ιδιοκτησίες Γ. Π. και Κ. Τ.. Εντός αυτού υφίστατο από 70ετίας και πλέον λιθόκτιστο ισόγειο κτίσμα, εμβαδού 28 τετραγωνικών μέτρων περίπου. Με το υπ' αριθ. .../11-8-1939 συμβόλαιο δωρεάς αιτία θανάτου του συμβολαιογράφου Τζουμέρκων Δημοσθένη Σκάρλου, ο Ι. Κ. Τ. μεταβίβασε στον υιό του Π. Τ., απώτερο δικαιοπάροχο των εναγόντων, το προαναφερθέν κτίσμα με τον προς το δημοτικό σχολείο ... προαύλιο χώρο [επίδικο], ενώ στον άλλο υιό του Κωνσταντίνο, πατέρα του εναγομένου, μεταβίβασε με το ίδιο ως άνω συμβόλαιο και για τον ίδιο λόγο έναν κήπο, εκτάσεως εκατόν πενήντα τετραγωνικών μέτρων περίπου, συνεχόμενο με τη δωρηθείσα στον Π. Τ. έκταση. Ο Π. Τ., ο οποίος ήταν αστυνομικός και διέμενε μονίμως στο ..., το έτος 1961, μετά τον κατά τον ανωτέρω χρόνο επισυμβάντα θάνατο του πατέρα του, φρόντισε για την επισκευή και συντήρηση του κτίσματος με τη διενέργεια εργασιών σ' αυτό, ενώ με το από 15 Ιουνίου 1965 ιδιωτικό συμφωνητικό το εκμίσθωσε στον Γ. Τ., μίσθωση η οποία διήρκεσε μέχρι το έτος 1978. Έκτοτε ουδόλως ενδιαφέρθηκε για το εν λόγω ακίνητο και καμία πράξη νομής δεν ασκήθηκε επ' αυτού, είτε από τον ίδιο, είτε από άλλον για λογαριασμό του. Αντίθετα από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχτηκε ότι από το έτος 1978 ο Κ. Τ. μαζί με τον εναγόμενο υιό του κατέλαβαν το επίδικο ακίνητο και, δυνάμει της υπ' αριθ. 738/1978 αδείας κατεδαφίσεως του Τμήματος Πολεοδομίας και Π.Ε. της Νομαρχίας Άρτας, προέβησαν στην κατεδάφιση του υπάρχοντος παλαιού κτίσματος που βρισκόταν μέσα σ' αυτό. Ακολούθως ανήγειραν στο ακίνητο αυτό και στο συνεχόμενο που ήταν δικό τους, καινούργια διώροφη οικοδομή, δυνάμει της υπ' αριθ. .../1978 αδείας οικοδομής, περιέφραξαν το όλο ακίνητο, ενώ στον ακάλυπτο χώρο αυτού φύτευσαν διάφορα οπωροφόρα δέντρα. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι μετά την ανέγερση της άνω οικοδομής επί του ενιαίου πλέον ακινήτου, ο Κ. Τ., προέβη στη σύσταση οριζοντίων ιδιοκτησιών επ' αυτής δυνάμει της υπ' αριθ. .../1982 πράξεως του συμβολαιογράφου Άρτας Θωμά Γόγαλη, ενώ ο εναγόμενος έλαβε από την τότε Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος δάνειο ποσού 4.500.000 δραχμών, συνάψας το υπ' αριθ. .../1982 συμφωνητικό, προκειμένου να αποπερατώσει τον πρώτο όροφο της οικοδομής αυτής. Επίσης ο εναγόμενος το έτος 1987 με την υπ' αριθ. .../1983 συμπληρωματική άδεια οικοδομής προέβη στην ανέγερση και νέου κτίσματος, εμβαδού 45,55 τετραγωνικών μέτρων, ανατολικά της υπάρχουσας νέας οικοδομής. Μετά το θάνατο του Κ. Τ. το έτος 1994 οι συγκληρονόμοι του, ήτοι η σύζυγος του και τα τρία τέκνα του, αφού αποδέχθηκαν την επαχθείσα σ' αυτούς κληρονομιά, συνέστησαν νέα πράξη συστάσεως οροφοκτησίας, με την υπ' αριθ. .../1999 σχετική πράξη της συμβολαιογράφου Άρτας Ευαγγελίας Κιτσαντά. Κατόπιν αυτών συγκύριοι του όλου ακινήτου, δηλαδή και του επιδίκου, κατέστησαν ο εναγόμενος, ο αδελφός του Β., η αδελφή του Α. Τ. - Λ. και η μητέρα του Σ. Τ., αφού νέμονται αυτό με διάνοια κυρίου, με τη προσμέτρηση του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου τους, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας Όλα τα ανωτέρω περιστατικά αποδεικνύονται από τις σαφείς καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων ανταποδείξεως Λ. Ν. και Α. Τ., τις οποίες το Δικαστήριο θεωρεί πειστικές, καθόσον για όσα περιστατικά καταθέτουν, έχουν άμεση αντίληψη τούτων, δεδομένου είναι μόνιμοι κάτοικοι ... . Συγκεκριμένα αυτοί επιβεβαίωσαν κατηγορηματικώς ότι τουλάχιστον από το έτος 1978 ο Κ. Τ. και ο εναγόμενος ασκούσαν τις προαναφερθείσες πράξεις νομής στο επίδικο, χωρίς καμία αντίστοιχη πράξη νομής από τους ενάγοντες και τους δικαιοπαρόχους τους. Αντιθέτως, οι μάρτυρες αποδείξεως Α. Λ. και Κ. Κ. που είναι μόνιμοι κάτοικοι Μεσολογγίου δεν έχουν σαφή και άμεση αντίληψη της καταστάσεως που διαμορφώθηκε στο επίδικο. Ειδικότερα αυτοί κατέθεσαν ότι ο Π. Τ. εκμίσθωνε το κτίσμα που υπήρχε μέχρι το 1978 στο επίδικο, χωρίς όμως να αναφέρουν για τον μετέπειτα χρόνο άλλη πράξη νομής από τον τελευταίο, τη σύζυγο του ή τους ενάγοντες. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η δεύτερη μάρτυς ουδέποτε επισκέφθηκε το επίδικο, όσα δε περί αυτού κατέθεσε, τα γνώριζε από διηγήσεις της δικαιοπαρόχου των εναγόντων Κ. Τ., ενώ ο πρώτος τούτων που είχε επισκεφθεί τον ... για πρώτη φορά το έτος 1983-1984 και είδε το επίδικο μαζί με το συνεχόμενο ακίνητο του εναγομένου από απόσταση 50 μέτρων, έμαθε ότι το όλο ακίνητο είναι των "Τ.". Τέλος δε πρέπει να σημειωθεί ότι η προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τους ενάγοντες απόδειξη ταχυδρομικής επιταγής, με την οποία φέρεται ότι τον Ιούνιο του 1984 ο εναγόμενος απέστειλε 15.000 δραχμές στον Π. Τ., δεν μπορεί από μόνη της να στηρίξει βασίμως τον επικαλούμενο από τους ενάγοντες ισχυρισμό τους ότι το ποσό αυτό αποτελούσε μίσθωμα που κατέβαλε ο τελευταίος στον πρώτο ως εκμισθωτή του κτίσματος που βρισκόταν εντός του επιδίκου ακινήτου, καθόσον το κτίσμα τούτο είχε ήδη κατεδαφιστεί από το έτος 1978". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την αγωγή των αναιρεσειόντων περί διεκδικήσεως του επιδίκου ακινήτου, κάνοντας δεκτή την από έκτακτη χρησικτησία ένσταση ιδίας κυριότητος του εναγομένου - αναιρεσιβλήτου και στη συνέχεια απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων κατά της πρωτόδικης αποφάσεως που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού εξέθεσε σ'αυτήν χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά γεγονότα που δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα και που καθιστούν ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή, αφού η από τακτική χρησικτησία κτηθείσα κυριότητα του επιδίκου από τον απώτερο δικαιοπάροχο των εναγόντων Π. Τ., καταλύθηκε από την αποκτηθείσα από τον δικαιοπάροχο του εναγομένου Κ. Τ. και τον ίδιο, καθώς και τους μετά το θάνατο του Κ. Τ. συγκληρονόμους του, με έκτακτη χρησικτησία κυριότητα του επιδίκου και συνεπώς δεν υφίστατο μεταβιβαστέο στους ενάγοντες, με κληρονομική διαδοχή, δικαίωμα κυριότητας. Συνακόλουθα η απόφαση περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που ήταν αναγκαία για την ορθή εφαρμογή των περί παραγώγου, με κληρονομική διαδοχή και περί τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας του ΑΚ προπαρατεθεισών ουσιαστικών διατάξεων, καθώς και της διατάξεως του άρθρου 981 ΑΚ η οποία ορίζει ότι η νομή χάνεται μόλις εκδηλωθεί αντίθετη διάνοια του νομέα, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος. Ενόψει τούτων οι δεύτερος και τρίτος λόγος, κατά το δεύτερο μέρος τους και οι πέμπτος και έκτος από τους λόγους της αναιρέσεως, που υποστηρίζουν τα αντίθετα και ενόψει του ότι οι αιτιολογίες κρίνονται στο σύνολό τους πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω οι αιτιάσεις α) του δεύτερου λόγου, κατά τις οποίες η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε εσφαλμένα χρόνο καταλήψεως του επιδίκου διαφορετικό από εκείνο που ανέφερε ο αναιρεσίβλητος, καθώς και ότι επί του επιδίκου έχει ανεγερθεί οικοδομή, ενώ τούτο είναι ο προαύλιος χώρος της οικοδομής β) του τρίτου: ότι τα γενόμενα δεκτά ως κατατεθέντα από τις μάρτυρες αποδείξεως Α. Λ. και Κ. Κ. είναι διαφορετικά από όσα αυτές κατέθεσαν, γ) του πέμπτου: ότι η προσκομισθείσα από τους αναιρεσείοντες, από Ιουνίου 1984, ταχυδρομική επιταγή του αναιρεσίβλητου προς τον Π. Τ. δεν είναι καίριο αποδεικτικό στοιχείο καταβολής από τον τελευταίο οφειλομένου για το χρόνο αυτό (1984) μισθώματος είναι απαράδεκτες, γιατί αφορούν σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Η αιτίαση του έκτου λόγου κατά την οποία η απόφαση εσφαλμένα και με εκ πλαγίου παραβίαση των περί μισθώσεως και συστατικών διατάξεων των άρθρων 574 και 954 ΑΚ, δέχθηκε ότι η επικαλουμένη από τους ενάγοντες - αναιρεσείοντες μίσθωση, αφορούσε μόνο στο κτίσμα, που ήταν στο επίδικο και κατεδαφίστηκε και όχι στο όλο επίδικο, ως ακάλυπτο χώρο, πλήττει την επιχειρηματολογία του Δικαστηρίου, καθώς και την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, το οποίο έχει δεχθεί ότι η επίμαχη μίσθωση αφορούσε μόνο το επί του επιδίκου κτίσμα και όχι και τον ακάλυπτο χώρο του. Ενόψει τούτων οι ερευνώμενοι δεύτερος (2ο μέρος), τρίτος (2ο μέρος), πέμπτος και έκτος από τους λόγους της αναίρεσης πρέπει να απορριφθούν. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.11 περ.γ' του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της (Ολ.ΑΠ 2/2008) οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφώς και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του (Ολ.ΑΠ 23/2008). Καμία ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (μάρτυρες, έγγραφα, ένορκες βεβαιώσεις κ.λπ). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμα αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.ΑΠ 2/2008) η κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 13-14-15/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Εξάλλου ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο τη βαρύτητα του ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διάταξης του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη της τα αποδεικτικά μέσα που οι αναιρεσείοντες νόμιμα, μεταξύ άλλων, επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, από τα οποία προέκυπτε η τέλεση από τους ίδιους και τους δικαιοπαρόχους τους πράξεων νομής επί του επιδίκου και για το επέκεινα του 1978 διάστημα και ότι συνακόλουθα, δεν αποβλήθηκαν έκτοτε από αυτό από τον αναιρεσίβλητο και τον δικαιοπάροχό του, ώστε να καταλυθεί η κυριότητά τους, με έκτακτη χρησικτησία των τελευταίων ότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα που δεν λήφθηκαν υπόψη είναι α) Ιδιόγραφο σημείωμα του Π. Τ. (δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων) για την απόδειξη επτά κατά χρονική σειρά μισθώσεων του επιδίκου προς τους Η. Ν., Κ. Ρ., Ε. Α., Κ. Μ. και Η. Τ. β) ιδιόχειρη κατάσταση του ίδιου με τίτλο "Έξοδα επισκευής στέγης μαγαζίου - Οκτώβριος 1962- γ) η από 5-5-1964 ιδιόγραφη διαθήκη του Π. Τ. που δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία με την υπ' αριθμ. 185/1995 απόφαση του Μονομ. Πρωτ. Μεσολογγίου δ) Ιδιόχειρη κατάσταση του Π. Τ. με τίτλο "1965: Έξοδα καφενείου έτους 1965" με τις προσαρτημένες σ' αυτήν αποδείξεις πληρωμής οικοδομικών υλικών και εργασιών, ε) η από 2.4.65 επιστολή του Α. Τ. στ) η από 2.6.1993 ιδιόγραφη διαθήκη της Κ. Τ., με την πράξη και το πρακτικό κατάθεσης της, που δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία με την υπ' αριθμ. 139/1995 απόφαση του Μονομ. Πρωτ. Μεσολογγίου και ζ) η υπ' αριθμ. .../1996 πράξη αποδοχής της κληρονομίας της Κ. Τ. ενώπιον της συμβ/φου Μεσολογγίου Μαρία Φιλιπποπούλου. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση και ιδιαίτερα από την περιεχόμενη σ' αυτήν βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη "όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τα οποία λαμβάνονται όλα υπόψη, χωρίς να παραλείπεται κανένα από αυτά", σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν γεννιέται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία και συνεκτίμησε για τη στήριξη του αποδεικτικού του πορίσματος. Περαιτέρω με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, με την επίκληση της ίδιας διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ η πλημμέλεια ότι παρόλο που το Εφετείο αναφέρεται στις καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως Α. Λ. και Κ. Κ., από το περιεχόμενο της προκύπτει ότι τις καταθέσεις αυτές δεν τις έλαβε υπόψη, αφού δέχεται ότι οι εν λόγω μάρτυρες καταθέτουν για πράξεις νομής επί του επιδίκου του δικαιοπαρόχου του αναιρεσιβλήτου μέχρι το 1978, ενώ αυτές καταθέτουν και για το επέκεινα και μάλιστα μέχρι του χρόνου του θανάτου του εν λόγω δικαιοπαρόχου (1987) Π. Τ., διάστημα. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι ως προς τις μαρτυρικές καταθέσεις το Εφετείο δέχεται "Όλα τα ανωτέρω περιστατικά αποδεικνύονται από τις σαφείς καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων ανταποδείξεως Λ. Ν. και Α. Τ., τις οποίες το Δικαστήριο θεωρεί πειστικές καθόσον για τα όσα καταθέτουν έχουν άμεση αντίληψη, ... . Αντιθέτως οι μάρτυρες αποδείξεως Α. Λ. και Κ. Κ., που είναι μόνιμοι κάτοικοι ..., δεν έχουν σαφή και άμεση αντίληψη της καταστάσεως που διαμορφώθηκε στο επίδικο ...". Από τις προεκτεθείσες παραδοχές της αποφάσεως, προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και τις επίμαχες μαρτυρικές καταθέσεις και τις συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού ου πορίσματος, κατά δε την κυριαρχική και ανέλεγκτη εξουσία του και στα πλαίσια της καθιερωμένης με το άρθρο 340 ΚΠολΔ αρχής της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων, απέδωσε μεγαλύτερη αξιοπιστία στις καταθέσεις των μαρτύρων ανταποδείξεως. Οι αιτιάσεις και των δύο ερευνωμένων λόγων (πρώτου και τρίτου κατά το πρώτο μέρος του), ότι από τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία συνάγεται πόρισμα αντίθετο από εκείνο που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, ως προς την κατάλυση της κυριότητας των αναιρεσειόντων επί του επιδίκου ακινήτου, είναι απαράδεκτες καθόσον πλήττωντων, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, ανέλεγκτη αναιρετικά αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων. Ενόψει των προεκτεθέντων οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και είχαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι οι ασκούντες ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή κάθε περιστατικό, το οποίο αφηρημένα λαμβανόμενο οδηγεί, κατά νόμο, στη γέννηση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 25/2003), ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία είναι ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση αυτοτέλειας του ισχυρισμού. Ενόψει τούτων δεν αποτελούν "πράγματα" με την παραπάνω έννοια οι αιτιολογημένες αρνήσεις, οι νομικές αναλύσεις, καθώς και τα επιχειρήματα των διαδίκων, νομικά ή πραγματικά, που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Επίσης ο ίδιος λόγος δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη περιστατικά προκύψαντα από τις αποδείξεις, όπως από τις καταθέσεις των μαρτύρων ή την εκτίμηση των εγγράφων, ακόμη και μη διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της αγωγής ή της ένστασης εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή της ούτε αν εκθέτει περιστατικά εκ περισσού και όχι προς στήριξη του διατακτικού του. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και κατά το πρώτο μέρος του με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι έλαβε υπόψη της "πράγματα" διαφορετικά από εκείνα που είχε προτείνει ο αναιρεσίβλητος, για τη στήριξη της υποβληθείσας από αυτόν ενστάσεως ιδίας κυριότητας και συγκεκριμένα ότι ενώ αυτός ισχυρίστηκε ότι κατέλαβε το επίδικο το 1980 και ότι έκτοτε τούτο αποτελεί τον προαύλιο χώρο του καφεπαντοπωλείου του, το Εφετείο δέχθηκε ότι το επίδικο καταλήφθηκε το 1978 από τον αναιρεσίβλητο και τον πατέρα του και ότι ανήγειραν πάνω σ' αυτό και στο συνεχόμενο του επιδίκου, που ήταν δικό τους, διώροφη οικοδομή και ότι στη συνέχεια μετά την ανέγερση της οικοδομής αυτής, επί του ενιαίου πλέον ακινήτου, έγινε σύσταση οριζοντίων ιδιοκτησιών κ.λπ. Ο λόγος αυτός στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι ο αναιρεσίβλητος αναφέρει ως χρόνο καταλήψεως του επιδίκου το 1980, ενώ τούτο δεν συμβαίνει, αφού αυτός στον επαναφερθέντα με τις προτάσεις του ενώπιον του Εφετείου οικείο ισχυρισμό του (αρθρ. 240 ΚΠολΔ) εκθέτει ότι ο πατέρας του Κ. Τ. κατείχε το επίδικο από το 1961 που πέθανε ο δικός του πατέρας (Ι. Τ.) και ότι εκείνος (Κ. Τ.) το 1978 κατεδάφισε το υπάρχον στο επίδικο κτίσμα και προέβη σ' αυτό και στο συνεχόμενο του επιδίκου ακίνητό του, σε ανέγερση διώροφης οικοδομής, στο ισόγειο της οποίας ο αναιρεσίβλητος διατηρεί από το 1980 κατάστημα κρεοπωλείου κ.λπ. Το Εφετείο, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε ως αποδειχθέντα σχετικά με τους ισχυρισμούς αυτούς ως προκύψαντα δηλαδή από τις αποδείξεις τα προαναφερθέντα ιστορούμενα, από τους αναιρεσείοντες περιστατικά, τα οποία διαλαμβανόντουσαν στη ιστορική βάση της επίμαχης ενστάσεως. Ενόψει τούτων δεν στοιχειοθετείται ο ερευνώμενος λόγος, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Επειδή ο από το άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο, όταν δηλαδή υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης"). Η παραμόρφωση πρέπει να είναι προφανής, ενώ για την ίδρυση του λόγου αυτού δεν αρκεί η εσφαλμένη ανάγνωση του αποδεικτικού, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ εγγράφου, αλλά πρέπει επιπλέον το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να το εξαίρει αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο των υπ' αριθμ. .../1978 και .../1983 οικοδομικών αδειών και των συνοδευτικών αυτών εγκεκριμένων σχεδιαγραμμάτων, από τα οποία προκύπτει ότι οικοδομήματα ανεγέρθηκαν στο παρακείμενο του επιδίκου συνεχόμενο ακίνητο του αναιρεσιβλήτου και των λοιπών δικαιοδόχων του Κ. Τ. και όχι μέσα στο επίδικο, όπως έγινε δεκτό. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει, ότι το Εφετείο δεν στήριξε, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο, το αποδεικτικό του πόρισμα περί καταλύσεως της επί του επιδίκου κυριότητας του δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων στα έγγραφα αυτά, αλλά τα συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν. Οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου (αρθρ. 176, 180 παρ.1 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15.6.2009 αίτηση των Χ. Δ. Κ. και Α. συζ. Χ. Κ., το γένος Δ. Χ., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 412/2006 αποφάσεως του Εφετείου Ιωαννίνων. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μεταβίβαση ακινήτου με παράγωγο, όπως είναι και κληρονομική διαδοχή και πρωτότυπο τρόπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία). Διεκδικητική αγωγή. Ένσταση ιδίας κυριότητας επί διεκδικητικής αγωγής. 559 αρ. 19. Δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις στην αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων. Τι θεωρείται «ζήτημα» του οποίου η μη αιτιολόγηση ιδρύει τον λόγο του αρ. 19, όχι τα επιχειρήματα. Το δικαστήριο ανέλεγκτα θεωρεί αξιόπιστες ή όχι τις μαρτυρικές καταθέσεις. 559 αρ. 8. Δεν συνιστούν «πράγματα» όσα προέκυψαν από τις αποδείξεις. 559 αρ. 20. Ανακύπτει ο λόγος και όταν αφορά έγγραφο που έχει προσκομίσει ο αντίδικος του αναιρεσείοντος και είχε καταστεί κοινό αποδεικτικό μέσο, εάν ο αναιρεσείων το είχε επικαλεστεί και είχε αναφερθεί στο περιεχόμενό του προς απόδειξη δικού του λυσιτελούς ισχυρισμού.
Έλλειψη νόμιμης βάσης
Αγωγή διεκδικητική, Αποδεικτικά μέσα, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης.
1
Αριθμός 618/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Ρ. χας Ν. Σ., το γένος Χ., κατοίκου ... 2) Μ. Ν. Σ., κατοίκου ... 3) Γ. Ν. Σ., 4) Π. Ν. Σ., κατοίκων ..., 5) Γ. Π. Δ. και 6) Ε. συζ. Γ. Δ., κατοίκων ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευτύχιο - Δημήτριο Καλαμίδα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Του αναιρεσιβλήτου: Ε. Β. Μ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιο δικηγόρο του Άννα Μανωλάκη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/6/2002 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Παμίσου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 22/2003 του ίδιου Δικαστηρίου, 88/2007 μη οριστική και 62/2010 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας. Την αναίρεση των τελευταίων αποφάσεων ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 12/7/2010 αίτησή τους και τους από 15/9/2011 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 10/10/2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων αυτής λόγων. Η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 1118, 1119, 1120 και 1121 ΑΚ προκύπτει, ότι οι πραγματικές δουλείες, με βάση τις οποίες αποκτάται εμπράγματο δικαίωμα σε βάρος ακινήτου υπέρ του εκάστοτε κυρίου άλλου ακινήτου, όπως είναι και η δουλεία οδού, συνιστώνται και με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον, σύμφωνα με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 1045 επ. ΑΚ, σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 974, 975 του ίδιου Κώδικα, επί του δουλεύοντος ακινήτου ασκήθηκε υπέρ του δεσπόζοντος ακινήτου από τον κύριο αυτού επί συνεχή εικοσαετία μερική φυσική εξουσία, η οποία περιλαμβάνει μία η περισσότερες χρησιμότητες του πράγματος, οι οποίες αποτελούν περιεχόμενο τέτοιας δουλείας με διάνοια δικαιούχου (οιονεί νομή). Εξάλλου , από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281, 1118, 1119, 1120, 1124, 1125 και 1136 ΑΚ προκύπτει, ότι η πραγματική δουλεία, όπως είναι και η δουλεία οδού, αποσβήνεται αν η άσκηση αυτής έχει καταστεί απολύτως και διαρκώς αδύνατη από λόγους πραγματικούς ή νομικούς. Τέτοια αδυναμία υπάρχει όταν παύει η παροχή ωφέλειας ή χρησιμότητας από το δουλεύον ακίνητο υπέρ του δεσπόζοντος ή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, όταν εκλείπει η ανάγκη εξυπηρέτησης του δεσπόζοντος ακινήτου από τη δουλεία, η οποία (ανάγκη) είχε αποτελέσει στοιχείο του περιεχομένου της δουλείας κατά τη σύστασή της. Τούτο όμως μπορεί να συμβεί μόνο όταν η έκλειψη της πιο πάνω ανάγκης επέρχεται εξαιτίας αυτάρκειας του δεσπόζοντος ή κατ' άλλη έκφραση όταν η άσκηση της δουλείας καθίσταται περιττή και μάταιη, εφόσον όμως η αυτάρκεια του δεσπόζοντος περιλαμβάνει όλο το περιεχόμενο του δικαιώματος της δουλείας. Η, παρά την κατά τα άνω αυτάρκεια του δεσπόζοντος ακινήτου εξακολούθηση άσκησης της δουλείας συνιστά κατάχρηση δικαιώματος και συνεπώς αποτελεί και νομικό λόγο αδυναμίας άσκησης της πραγματικής δουλείας, διότι υπερβαίνει τα όρια τα οποία τάσσονται από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, εφόσον το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει να μην παρεμποδίζεται με άσκοπους περιορισμούς η οικονομική εκμετάλλευση των ακινήτων (ΑΠ 1360/2006). Τέλος, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 560 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται, αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Στην προκείμενη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Καλαμάτας που δίκασε ως Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Ο ενάγων (και ήδη αναιρεσίβλητος) Ε. Μ. είναι κύριος ενός αγροτικού ακινήτου (ελαιοκτήματος), ακριβούς εμβαδού 10.153,14 τ.μ., κειμένου στη θέση "..." του δημοτικού διαμερίσματος Χαρακοπιού Δήμου Κορώνης Μεσσηνίας. Το ακίνητο απεικονίζεται στο από μηνός Αυγούστου 2001 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Ι. Σ. και συνορεύει βορείως με ιδιοκτησίες Γ. και Α. Α., ανατολικώς με ιδιοκτησία Φ. Σ., νοτιοανατολικώς με αγροτική οδό, νοτίως με ιδιοκτησίες Ι. και Ν. Π., και δυτικώς με ιδιοκτησία κληρονόμων Ν. Σ., ήτοι των. τεσσάρων πρώτων εναγομένων. Στην ψιλή κυριότητα του ενάγοντος περιήλθε, λόγω αγοράς από τον πατέρα του, Β. Μ., δυνάμει του υπ' αριθμ. .../24-8-1973 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Κορώνης Δημητρίου Τσώνη, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του τέως Δήμου Κολλωνίδων στις 25-8-1973, στον τόμο … και υπό τον αύξοντα αριθμό …. Η επικαρπία του ακινήτου παρακρατήθηκε από τον ανωτέρω πωλητή υπέρ του ιδίου και της συζύγου του Ά. Μ., εφ' όρου ζωής αμφοτέρων. Μετά το θάνατο και των δύο επικαρπωτών, αρχικώς της μητέρας το έτος 1974 και ύστερα του πατέρα στις 30-4-1988, ο ενάγων κατέστη πλήρης κύριος του ακινήτου και συνέχισε την άσκηση πράξεων νομής εμφανών και αντίστοιχων με τη φύση του ακινήτου ως αγροτικού (περιποίηση, λίπανση και συλλογή ελαιοκάρπου, συντήρηση του εντός του ακινήτου ευρισκόμενου αγροτικού οικίσκου, καθαρισμός, οριοθέτηση και επίβλεψη). Στο δυτικό όριο, όπως προαναφέρθηκε, το ακίνητο του ενάγοντος συνορεύει με την ιδιοκτησία των εξ αδιαθέτου κληρονόμων Ν. Σ., ο οποίος πέθανε στις 13-9-1994, ήτοι της Ρ. Σ. το γένος Χ. (χήρας) και Μ., Γ. και Π. Σ. (θυγατέρων). Το ακίνητο αυτό έχει εμβαδό 8.028,60 τ.μ. και συνορεύει, βορείως με ιδιοκτησία Γ. Α., ανατολικώς με ιδιοκτησίες ενάγοντος και Π. Π. (από βορρά προς νότο), νοτίως με ιδιοκτησία κληρονόμων Π. Π. και δυτικώς με ιδιοκτησία Γ. και Ε. Δ. (πέμπτου και έκτης των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων) όπως εμφαίνεται στο από μηνός Οκτωβρίου 2001 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Ι. Τ.. Ακόμη πιο δυτικά σε σχέση με την ανωτέρω ιδιοκτησία βρίσκεται το ακίνητο συνιδιοκτησίας Γ. Δ. και Ε. συζύγου Γ. Δ., το γένος Ε. Κ. (πέμπτου και έκτης εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων εμβαδού 5.037,70 τ.μ., το οποίο συνορεύει, βορείως με ιδιοκτησία Π. Λ., ανατολικώς με ιδιοκτησία τεσσάρων πρώτων εναγομένων - και ήδη αναιρεσειόντων - κληρονόμων Ν. Σ.), νοτίως με ιδιοκτησία Β. Π. και δυτικώς με αγροτική οδό άγουσα βορείως προς Κόμπους και νοτιοανατολικώς προς Χαρακοπιό, περιήλθε δε στους ανωτέρω, κατά το ήμισυ εξ αδιαιρέτου στον καθένα, λόγω αγοράς από τον Α. Κ., δυνάμει του υπ' αριθμ. .../25-1-1988 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Σωτηρίου Μεντζέλου, νομίμως μεταγεγραμμένου στις 29-1-1988 στα ως άνω βιβλία μεταγραφών, στον τόμο …. και υπό τον αύξοντα αριθμό …. Η πρόσβαση του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων του, από την προς τα δυτικά δημοτική οδό προς το ακίνητο (ελαιόκτημα), του οποίου γίνεται γεωργική εκμετάλλευση, γινόταν ανέκαθεν μέσω εδαφικής λωρίδος, συνολικού μήκους 192,10 μέτρων και πλάτους 2,90 μέτρων. Η δίοδος αυτή απεικονίζεται στο από μηνός Ιανουαρίου 2002 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Ι. Σ. υπό στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η. Αρχίζει από το δυτικό άκρο της νυν ιδιοκτησίας Δ. (σημείο Α σε απόσταση 10,30 μέτρων από την βόρεια άκρη του ακινήτου), προχωρεί προς τα ανατολικά επί 66,00 μέτρα, κάμπτει ελαφρώς, από το σημείο Β προς τα βορειοανατολικά επί 17,60 μέτρα μέχρι το σημείο Γ, όπου επανακάμπτει ελαφρώς προς τα ανατολικά επί άλλα 28,50 μέτρα, μέχρι το σημείο Δ, όπου βρίσκεται το όριο των ιδιοκτησιών Δ. και κληρονόμων Σ.. Συνολικά διανύει εντός του ακινήτου Δ. μία απόσταση 112,10 μέτρων. Κατόπιν, η δίοδος συνεχίζει προς τα ανατολικά εντός της ιδιοκτησίας Σ. επί 8,00 μέτρα (Δ-Ε, όπου το σημείο Δ απέχει του βορείου άκρου της ιδιοκτησίας 7,60 μέτρα), κάμπτει προς τα βορειοανατολικά επί 39,00 μέτρα (Ε-Ζ) και μετά πάλι προς τα ανατολικά επί 33,00 μέτρα (Ζ-Η, όπου το σημείο Η απέχει του βορείου άκρου της ιδιοκτησίας 6,20 μέτρα) και φθάνει στο δυτικό όριο της ιδιοκτησίας του ενάγοντος. Τη δίοδο αυτή χρησιμοποιούσε ήδη ο παππούς του ενάγοντος, Ε. Μ., από το έτος 1889 περίπου και μετ' αυτόν ο πατέρας του ενάγοντος Β. Μ. από το έτος 1940 μέχρι τον θάνατο του, κατά το έτος 1988, οπότε τον διαδέχθηκε ο ενάγων και συνέχισε να χρησιμοποιεί την ίδια διαδρομή μέχρι και το Σεπτέμβριο 2001, προκειμένου να εισέλθει στο ακίνητο του, προερχόμενος από τους Κόμπους όπου κατοικούσε. Η διέλευση γινόταν σταθερά και αδιατάρακτα, με τη γνώση και συναίνεση των κυρίων των ενδιάμεσων ακινήτων, παλαιότερα με τα πόδια ή με ζώα και αργότερα, μετά το 1973, και με κάθε είδους μεταφορικά μέσα, κυρίως αγροτικά μηχανήματα που χρησιμοποιούνταν για την καλλιέργεια και κάρπωση του ελαιοκτήματος. Το μήκος και πλάτος, καθώς και η κατά τα ανωτέρω διαχρονική και ανεμπόδιστη χρήση της εδαφικής λωρίδας αποδεικνύονται πλήρως και σε λογική αλληλουχία από τις καταθέσεις του μάρτυρος αποδείξεως και των ενόρκως βεβαιούντων, που όλοι έχουν άμεση και ιδίαν αντίληψη των πραγμάτων. Η ύπαρξη και χρήση της εν λόγω οδού συνάγεται και εμμέσως από την ύπαρξη αποθήκης δίπλα στο όριο με την ιδιοκτησία κληρονόμων Σ., για τον λόγο ακριβώς ότι από εκεί προσεγγίζει στην ιδιοκτησία του ο ενάγων. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει επίσης να γίνει για το υπ' αριθμ. .../15-5-1956 πωλητήριο συμβόλαιο του τότε συμβολαιογράφου Καλαμών Χαραλάμπους Λίγγρη, το οποίο στις 20-5-1956 μεταγράφηκε νομίμως στα ως άνω βιβλία μεταγραφών του τέως Δήμου Κολλωνίδων, στον τόμο … και υπό τον αριθμό …. Πρόκειται περί του πωλητηρίου συμβολαίου διά του οποίου ο Ν. Σ., δικαιοπάροχος των τεσσάρων πρώτων εναγομένων, απέκτησε από την Γ. σύζυγο Μ. Μ. την κυριότητα του ανωτέρω περιγραφομένου ακινήτου, ενδιαμέσου μεταξύ αυτού και του ακινήτου Δ.. Στο συμβόλαιο ρητώς αναφέρεται ότι το πωλούμενο ακίνητο "επικοινωνεί με τον προς δυσμάς αυτού αγροτικόν δρόμον δια του παρεμβαλλόμενου κτήματος του Α. Κ. (ήδη Δ.) και ότι διά του πωλουμένου διέρχονται μεταβαίνοντες προς την προς ανατολάς του πωλουμένου ιδιοκτησίαν των οι Π. Π. και Β. Μ.". Η μνεία αυτή δεν αποτελεί νόμιμο τρόπο σύστασης δουλείας, διότι δεν συνεβλήθη σε αυτήν ο κύριος του δεσπόζοντος ακινήτου, ούτε έχει μεταγραφεί ως πραγματική δουλεία οδού. Ωστόσο, έχει μεγάλη αποδεικτική σημασία, διότι αποτελεί ανύποπτου χρόνου μαρτυρία σε δημόσιο έγγραφο του έτους 1956, προερχόμενη από δικαιοπαρόχους των τεσσάρων πρώτων εναγομένων, σε συνδυασμό δε με τις σαφείς και πειστικές μαρτυρικές καταθέσεις αποδεικνύει, ότι, λόγω συνεχούς διέλευσης των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος με διάνοια οιονεί δικαιούχων δουλείας οδού από το συγκεκριμένο τμήμα των δύο άλλων δουλευόντων ακινήτων επί χρονικό διάστημα κατά πολύ μεγαλύτερο της εικοσαετίας, τουλάχιστον δε κατά τη χρονική περίοδο 1956-2001, αποκτήθηκε νομίμως, λόγω έκτακτης χρησικτησίας, δικαίωμα δουλείας οδού. Ως προς το ακίνητο του ζεύγους Δ., πρώην Α. Κ., από την ίδια τη διάταξη των ακινήτων σε σχέση με τη δημοτική οδό, μεταξύ της οποίας και του ακινήτου Σ. παρεμβάλλεται το ακίνητο Δ., συνάγεται ότι η αναφερόμενη στο συμβόλαιο διέλευση γινόταν αναγκαία και μέσω του ακινήτου Δ.. Περαιτέρω, με την προβολή σχετικής ένστασης εκ μέρους των εναγομένων, τέθηκε το ζήτημα, κατά πόσον το δεσπόζον ακίνητο ιδιοκτησίας Μ. εξυπηρετείται εξ ίσου ή και καλύτερα από τη διερχόμενη στα νοτιοανατολικά αυτού αγροτική οδό μέσου πλάτους 3,00 μέτρων, η οποία άπτεται του ακινήτου Μ., με υψομετρική διαφορά (όχθο) επί 21,60 μέτρα, με εξαίρεση την κατωτέρω αναφερόμενη κεκλιμένη διέξοδο που έχει κατασκευάσει ο ενάγων, εξακολουθεί στο όριο του ακινήτου Π. και ύστερα κάμπτει προς νότο επί μήκος 89,00 μέτρων, όπου συμβάλλει με την δημοτική οδό Κόμπων - Χαροκοπιού. Η εδαφική αυτή λωρίδα μήκους 89,00 μέτρων και πλάτους 1,10 μέτρων έχει αμετακλήτως αναγνωρισθεί ως κοινόχρηστη οδός, σε δίκη μεταξύ της τότε Κοινότητος Χαρακοπιού και των κληρονόμων Π. Π., με την υπ' αριθμ. 74/31-1-1997 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου, η κατά της οποίας αίτηση αναίρεσης απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. 630/20-4-1999 απόφαση του Αρείου Πάγου. Με τις αποφάσεις αυτές αναγνωρίσθηκε ως κοινόχρηστη οδός, λόγω χρήσης εκ μέρους των κατοίκων της περιοχής από αμνημονεύτων χρόνων, ένα τμήμα πλάτους 1,10 μέτρων και μόνο αυτό, χαρακτηριζόμενο ως "μονοπάτι", δηλαδή κατάλληλο μόνο για πεζή διέλευση, όχι όμως και για κίνηση με τροχοφόρα, επιβατικά αυτοκίνητα ή αγροτικά μηχανήματα ή άλλα βαρύτερα οχήματα. Το δικαίωμα κοινής χρήσεως, του οποίου και μόνο μπορεί να επωφελείται ο ενάγων για διέλευση προς την δημοτική οδό Κόμπων -Χαρακοπιού, αφορά αποκλειστικά σε αυτό το μονοπάτι 1,10 μέτρων και όχι στην υπάρχουσα πλατύτερη ιδιωτική οδό, πλάτους 2,25 μέτρων (1,25 μέτρα εκατέρωθεν της κοινόχρηστης οδού), η οποία έχει παραχωρηθεί προσωρινώς από τις κληρονόμους Π. έναντι αποζημίωσης και δυνάμει της υπ' αριθμ. 16/27-5-1998 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Ειρηνοδικείου Παμίσου, κατόπιν αιτήσεως άλλων κατοίκων της περιοχής για παροχή διόδου κατ' άρθρο 1012 Α.Κ. Ο ενάγων όμως δεν έχει το δικαίωμα χρήσης της διόδου που παραχωρήθηκε σε άλλους, διότι δεν συμμετείχε στη δίκη εκείνη, επειδή οι δικές του ανάγκες για μετακινήσεις και μεταφορές από και προς το ακίνητο του εξυπηρετούνταν επαρκώς από την ανωτέρω περιγραφόμενη δίοδο. Εκτός αυτού η υπέρ αυτού δίοδος μέσω των ακινήτων των εναγομένων είναι πιο ευκολοδιάβατη, σύντομη και ακίνδυνη. Συγκεκριμένα, η κεκλιμένη έξοδος (ράμπα) από το ακίνητο του ενάγοντος στην οδό που βρίσκεται στα νοτιοανατολικά, έχει μεγάλη κλίση (18,50%), όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες και την από 18-1-2003 βεβαίωση του πολιτικού μηχανικού Ι. Σ.. Η χρήση της δυσχεραίνεται ακόμη περισσότερο κατά τη χειμερινή περίοδο λόγω των υδάτων της βροχής. Και αν ακόμη ο ενάγων είχε δικαίωμα διέλευσης με όχημα από το προαναφερόμενο τμήμα των 89,00 μέτρων, φθάνοντας στη συμβολή με τη δημοτική οδό Κόμπων - Χαρακοπιού, είναι αδύνατη η χωρίς ελιγμούς στροφή προς τα δεξιά (δηλαδή προς Κόμπους, όπου η κατοικία του). Η διέλευση μέσω της εν λόγω εναλλακτικής οδού, ιδίως με ελκυστήρα ή βαρέα οχήματα, ενέχει επίσης κίνδυνο ανατροπής και σοβαρού τραυματισμού ή και θανάτου του οδηγού του οχήματος. Επομένως, η διερχόμενη στα νοτιοανατολικά του ακινήτου αγροτική οδός δεν παρέχει ίση και επαρκή ωφέλεια στο ακίνητο του ενάγοντος, σε σχέση με την υπάρχουσα στα δυτικά του ακινήτου νομίμως συνεστημένη δουλεία οδού, η οποία εξυπηρετεί καλύπτρα τον ενάγοντα και μάλιστα χωρίς βλάβη των εναγομένων οι οποίοι κατά το παρελθόν επέτρεπαν στον ενάγοντα τη διέλευση μέσω των ακινήτων τους, μέχρι τις 28-9-2001, κατά την οποία ημερομηνία, παρανόμως, με κοινή τους ενέργεια και κατόπιν συνεννόησης, τοποθέτησαν περίφραξη και του απαγόρευσαν τη διέλευση. Το συμπέρασμα του διορισθέντος πραγματογνώμονος Σ. Κ., ότι δηλαδή η νοτιοανατολικώς του δεσπόζοντος αγροτική οδός παρέχει ίση ωφέλεια με την δουλεία οδού, δεν επαληθεύεται από τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και στηρίζεται στις εσφαλμένες προϋποθέσεις, α') ότι το μέσο πλάτος της νοτιοανατολικής οδού είναι τριών μέτρων, και β') ότι οι κληρονόμοι Π. Π. δεν θα περιφράξουν την ιδιοκτησία τους καθ' ό υπερβαίνει την πλάτους 1,10 μέτρων κοινόχρηστη ατραπό, ενώ αληθές είναι αντιστοίχως, α') ότι το πλάτος της οδού δεν είναι το ίδιο καθ'όλο το μήκος τής Οδού, χαρακτηριστικά δε στο τμήμα των 89,00 μέτρων δεν υπερβαίνει τα 2,25 μέτρα, και β') ότι ανά πάσα στιγμή οι κληρονόμοι Π. έχουν τη δυνατότητα, όπως προαναφέρθηκε, να αποκλείσουν στους τρίτους με τους οποίους δεν αντιδίκησαν στο Ειρηνοδικείο Παμίσου για την παροχή διόδου, την χρήση της ατραπού πέραν του πλάτους 1,10 μέτρου, το οποίο σε καμμία περίπτωση δεν επαρκεί για διέλευση με αγροτικά οχήματα, των οποίων η είσοδος στο ακίνητο του ενάγοντος είναι απαραίτητη. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι, όπως αποδεικνύεται από τη σαφή κατάθεση του μάρτυρος αποδείξεως Θ. Κ. στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και από την ένορκη βεβαίωση/του Π.-Τ., όταν το μήνα Απρίλιο 2001 ο Γ. Δ. περιέφραξε ολόκληρο το ακίνητο του, οχλήθηκε προφορικώς από τον ενάγοντα και αποδέχθηκε ότι έσφαλε μη αναγνωρίζοντας τη δουλεία οδού, κατόπιν δε τούτου, έδωσε εντολή στον Π. Τ. και άνοιξε την περίφραξη στο σημείο από όπου διέρχεται δικαιωματικά ο ενάγων, στον οποίο απέκλεισε παρανόμως τη διέλευση λίγους μήνες αργότερα (28-9-2001). Η άσκηση της αγωγής δεν είναι καταχρηστική, διότι δεν επιφέρει κάποια βλάβη στα δουλεύοντα ακίνητα, ούτε απαιτείται να κοπούν ελαιόδενδρα, η δε επιβάρυνση των δουλευόντων ακινήτων είναι η μικρότερη δυνατή και η ίδια ακριβώς με αυτήν που υπήρχε ήδη από την περίοδο των δικαιοπαρόχων τους, από τους οποίους απέκτησαν τα ακίνητα ήδη βεβαρημένα με τη δουλεία. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν οι εκ των άρθρων 281 και 1136 ενστάσεις των (ήδη αναιρεσειόντων) εναγομένων και να γίνει δεκτή η αγωγή ....". Με εκείνα που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το πιο πάνω Δικαστήριο, του οποίου το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1000, 1001, 1045, 1118, 1119, 1120, 1124 και 281 ΑΚ, που επικαλούνται οι αναιρεσείοντες, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, ούτε τις διατάξεις των άρθρων 1012, 1013, 1014, 1116 και 1117 του ίδιου Κώδικα, που αφορούν, αντίστοιχα, α) στην υποχρέωση παροχής διόδου όταν ακίνητο στερείται την αναγκαία δίοδο προς το δρόμο (ΑΚ 1012, 1013, 1014), β) στο δικαίωμα του συγκυρίου να ασκεί έναντι τρίτων για ολόκληρο το πράγμα της αξιώσεις από την κυριότητα (ΑΚ 1116) και γ) στην αναγκαία πάνω στα μέρη όλου του ακινήτου συγκυριότητα του κυρίου ορόφου ή διαμερίσματος της κατά το ν.3741/1929 ιδιοκτησίας κατ' ορόφους (ΑΚ 1117), τις οποίες ορθά δεν εφάρμοσε, εφόσον, από τα προεκτιθέμενα δεδομένα, δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής τους, και, συνεπώς, οι λόγοι αναίρεσης, από το άρθρο 560 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, έκτος, έβδομος και όγδοος, με τους οποίους, από την επίκληση της παραπάνω πλημμέλειας, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Οι περιλαμβανόμενες στους ίδιους αναιρετικούς λόγους αιτιάσεις, επίσης από το άρθρο 560 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., γιατί το ίδιο πιο πάνω Δικαστήριο δέχτηκε, α) ότι το ακίνητο του αναιρεσιβλήτου είναι "περίκλειστο", ενώ αυτό έχει πρόσοψη 31,20 μέτρα σε κοινόχρηστα-δημοτικό δρόμο, κατάλληλο για κάθε είδους οχήματα, από τον οποίο εξυπηρετούνται και πολλοί άλλοι ιδιοκτήτες αγροτικών ακινήτων της περιοχής "Φτερολάγκαδα", στην οποία εντάσσεται και το ακίνητο του αναιρεσιβλήτου, πράγμα το οποίο ενισχύεται και από την παραδοχή του πιο πάνω Δικαστηρίου της ουσίας ότι "...βλάβη (ηθική) ο ενάγων δεν υπέστη, αντιθέτως μάλιστα και μετά την εκ μέρους των εναγομένων παράνομη προσβολή του δικαιώματός του και απαγόρευση διέλευσης συνέλεξε τον ελαιόκαρπο του αγροτικού ακινήτου του και κατά τις ελαιοκομικές περιόδους που ακολούθησαν την προσβολή", β) ότι η πιο πάνω οδός "εξυπηρετεί καλύτερα τον ενάγοντα", εφόσον από την πλευρά των εναγομένων πρόκειται, για διέλευση όχι στο άκρο των κτημάτων τους, και γ) ότι συνεστήθη πραγματική δουλεία οδού με χρησικτησία, αν και πάντοτε καλλιεργείτο και μάλιστα και από τους εναγομένους, οι οποίοι όργωναν πρωτίστως τα ελαιοπερίβολά τους δύο φορές κατ' έτος και ήταν αδύνατο να διέλθει οποιοδήποτε όχημα μέσα από οργωμένο κτήμα, το οποίο μάλιστα έχει έδαφος αργιλώδες και θα "κόλλαγε" (βούλιαζε) στο πρώτο μέτρο της διαδρομής του, ενώ το επί αιώνες πατημένο από ανθρώπους και ζώα και ήδη και από οχήματα έδαφος της "εναλλακτικής οδού" έχει γίνει συμπαγές, το τμήμα δε της οδού αυτής μέσω της ιδιοκτησίας σήμερα Ό. Π. είναι τσιμεντοστρωμένο, πράγμα που σημαίνει ότι δεν ήταν και δεν είναι δυνατή η χρησιμοποίησή του, η παραχώρηση δε της δουλείας αυτής συνεπάγεται αχρήστευση, σχεδόν, των ακινήτων των εναγομένων, αφού δεν θα μπορούν να καλλιεργούν το τμήμα αυτών που αντιστοιχεί στη δουλεία αυτή, και ακολούθως απέρριψε τις ενστάσεις των εναγομένων-αναιρεσειόντων - από τα άρθρα 281 και 1136 ΑΚ και δέχτηκε εν μέρει την ένδικη αγωγή του αναιρεσιβλήτου, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1045, 1121 και 1132 ΑΚ, και αναγνώρισε ότι έχει συσταθεί η περιγραφόμενη πραγματική δουλεία οδού, πεζή και με οχήματα, πλάτους 2,90 μέτρων, με δεσπόζον το αγροτικό ακίνητο του αναιρεσιβλήτου (ενάγοντος) και δουλεύοντα τα ακίνητα των αναιρεσειόντων (εναγομένων), παραβιάζοντας τις προεκτεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, προεχόντως είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, γιατί, υπό την επίφαση της παραβίασης κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, πλήττεται η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση (ανάλυση και στάθμιση) των αποδείξεων, η οποία όμως είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ. Κ.Πολ.Δ.) ΙΙ. Ο λόγος αναίρεσης που προβλέπεται από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ. - προκειμένου περί αποφάσεων ειρηνοδικείων, καθώς και αποφάσεων πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά αποφάσεων ειρηνοδικείων - αναφέρεται στην παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή, κανόνων που ρυθμίζουν τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση των δικαιωμάτων και τη γένεση των υποχρεώσεων και επιβάλλουν κυρώσεις, χωρίς να ενδιαφέρει σε ποιο επίπεδο εντάσσεται ο κανόνας από άποψη ιεραρχίας των πηγών του δικαίου. Άρα, ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται, όσον αφορά στην παραβίαση δικονομικών διατάξεων, που καθορίζουν τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας. Οι πρώτος και πέμπτος, επομένως, λόγοι της αναίρεσης, με τους οποίους, υπό την επίκληση αναιρετικής πλημμέλειας από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ., πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση των δικονομικών διατάξεων των άρθρων 106 και 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ., περί της αρχής της διάθεσης και της συζήτησης και περί της λήψης αυτεπαγγέλτως υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας και χωρίς αποδείξεις, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. ΙΙΙ. Με τους πρώτο και δεύτερο πρόσθετους λόγους αναίρεσης προβάλλονται οι αιτιάσεις, ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, έλαβε υπόψη τον αυτοτελή - κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1121 και 1045 ΑΚ - ισχυρισμό του αναιρεσιβλήτου (ενάγοντος) περί κτήσης της επίδικης δουλείας οδού με έκτακτη χρησικτησία, που δεν είχε επικαλεστεί με την ένδικη αγωγή του, ενώ δεν έλαβε υπόψη τα αναφερόμενα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία οι πρώτη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτος και έκτη από τους αναιρεσείοντες νόμιμα είχαν προτείνει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επανέφεραν στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας με τις προτάσεις τους της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προς θεμελίωση της ένστασής τους από την ΑΚ 281 περί καταχρηστικής άσκησης από τον αναιρεσίβλητο (ενάγοντα) του ένδικου δικαιώματός του, και, έτσι, απέρριψε κατ' ουσίαν την ένσταση αυτή και έκανε (και) κατ' ουσίαν δεκτή την ένδικη αγωγή. Οι εξεταζόμενοι αυτοί αναιρετικοί λόγοι, που, παρά την αναφορά τους στον αριθμό 1 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ., στηρίζονται, κατ' ορθή εκτίμησή τους, στις αντίστοιχες πλημμέλειες από τον αριθμό 8 περ. α' και β' του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, εφόσον οι αποδιδόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση αμέσως πιο πάνω πλημμέλειες της λήψης ή μη υπόψη, αντίστοιχα, πραγμάτων που προτάθηκαν ή όχι και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης δεν εμπίπτουν στην περιοριστική απαρρίθμηση των λόγων της αναίρεσης κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12-7-2010 αίτηση των 1) Ρ. χας Ν. Σ., το γένος Χ. κ. ά. και τους πρόσθετους λόγους της για αναίρεση της 62/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, που δίκασε ως Εφετείο. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες εφτακόσια (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προϋποθέσεις κτήσης δουλείας με χρησικτησία. Η, παρά την αυτάρκεια του δεσπόζοντος ακινήτου, εξακολούθηση χρησιμοποίησης της διόδου του δουλεύοντος ακινήτου, συνιστά κατάχρηση δικαιώματος.
Χρησικτησία
Χρησικτησία, Δουλεία.
0
Αριθμός 620/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Σ. Κ. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ποντικάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Της αναιρεσίβλητης: Ε. συζ. Ε. Β., το γένος Μ. Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Βεργανελάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13/11/1997 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χανίων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 67/2000 μη οριστική, 126/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 206/2010 οριστική του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24/2/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 18/11/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Τέτοια, όμως, έγγραφα δεν είναι τα περιέχοντα τις γνωμοδοτήσεις των εχόντων ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης ή τη γνώμη των πραγματογνωμόνων, των οποίων (εγγράφων) το περιεχόμενο εκτιμά ανελέγκτως και ελευθέρως το δικαστήριο (ΑΠ 792/1993 Ελλ Δνη 36.113, 114). Ούτε περιλαμβάνει την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Πρέπει δε την παραπάνω επιζήμια κρίση του για τον αναιρεσείοντα να σχημάτισε το δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως παραμορφωμένο, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει, όταν το εν λόγω έγγραφο εκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του. Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης, ο αναιρεσείων ψέγεται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο - που δέχτηκε την ένδικη, από 13.11.1997, διεκδικητική αγωγή της αναιρεσίβλητης ως βάσιμη και κατ' ουσίαν, αναγνωρίζοντας αυτήν κυρία δύο επίδικων τμημάτων ακινήτου, εμβαδού 2085 και 265,26 τ.μ., αντίστοιχα, και υποχρεώνοντας τον αναιρεσείοντα (εναγόμενο), που τα είχε καταλάβει παράνομα τα έτη 1981 και 1991, αντίστοιχα, και έκτοτε τα κατέχει, να της τα αποδώσει - με το να δεχθεί, α)ότι το ακίνητο της αναιρεσίβλητης, το οποίο έχει προέλθει από διανομή δυνάμει του .../1927 διανεμητηρίου συμβολαίου του άλλοτε συμβολαιογράφου Χανίων Μάρακα, είναι - όχι 1,7 στρέμματα, αλλά - 17.300 τ.μ. "επειδή συνέταξε ένα τοπογραφικό νέο ολίγες ημέρες πριν την έγερση της αγωγής και ετοπογράφησε ως δικά της 17.300 τ.μ.", και ότι "η ιδιοκτησία του αναιρεσείοντος συνορεύει με την ιδιοκτησία της αναιρεσίβλητης, αφού στηρίχθηκε στο τοπογραφικό διάγραμμα της μηχανικού που συντάχθηκε στις 10.11.1997, δηλαδή 70 χρόνια μετά το έτος 1927", ενώ, με βάση τη διανομή, "όλη η οικογένεια Κ. στη θέση "Ρίζα" έλαβε στο μερίδιό της πέντε στρέμματα και ακολούθως η αναιρεσίβλητη το 1/3 του όλου ακινήτου των πέντε στρεμμάτων", στο διανεμητήριο δε συμβόλαιο "ουδόλως αναφέρεται ως όριο της ιδιοκτησίας αυτής (των πέντε στρεμμάτων) η ιδιοκτησία του δικαιοπαρόχου του αναιρεσείοντος", β) και περαιτέρω, ότι "οι δικαιοπάροχοι του αναιρεσείοντος του πώλησαν το 230 κληροτεμάχιο, ενώ στο .../1962 συμβόλαιο του άλλοτε συμβολαιογράφου Χανίων Αν. Τσόντου ουδόλως αναφέρεται ότι το πωλούμενο είναι τμήμα ή ολόκληρο το κληροτεμάχιο 230 της περιοχής" και γ) Τέλος ότι "εντός των επίδικων τμημάτων υπήρχε ασβεστοκάμινο, ελαιόδεντρα και χαρουπιές και ότι με την ύπαρξη αυτών των δέντρων και του ασβεστοκαμίνου η αναιρεσίβλητη και οι δικαιοπάροχοί της ασκούσαν διακατοχικές πράξεις στα επίδικα πράγματα, ενώ ουδόλως αναφέρεται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης ή στο τοπογραφικό διάγραμμα που συνέταξε ο πραγματογνώμονας Δ. Κ., ότι εντός των επίδικων τμημάτων υπήρχε ασβεστοκάμινο, ελαιόδενδρα και χαρουπόδεντρα", παραμόρφωσε το περιεχόμενο των προμνημονευόμενων εγγράφων. Ο αναιρετικός αυτός λόγος, καθ' όσον αναφέρεται σε παραμόρφωση του περιεχομένου της άνω "έκθεσης πραγματογνωμοσύνης" είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος του που αναφέρεται στην παραμόρφωση των με αριθμούς .../1927 και .../1962 συμβολαίων των συμβολαιογράφων Χανίων Μάρακα και Αντ. Τσόντου, αντίστοιχα, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος και διότι με αυτόν δεν αποδίδεται διαγνωστικό σφάλμα ως προς το αληθινό περιεχόμενο των πιο πάνω εγγράφων, δηλαδή λάθος κατά την ανάγνωση, αλλά σφάλμα ως προς την εκτίμηση του περιεχομένου τους. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, εφόσον το Εφετείο στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα σε περισσότερα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή στις "ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν ενώπιον της Εισηγήτριας - Δικαστή ... στην από 8.1.2004 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 3/2004 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Δ. Κ. αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού ... και στα έγγραφα που νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και α) φωτογραφίες η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, β) η από 17.1.2005 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου 2/2005 συμπληρωματική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ίδιου ανωτέρω πραγματογνώμονα, η οποία διεξήχθη χωρίς να ζητηθούν οι προϋποθέσεις είτε του άρθρου 384 ΚΠολΔ ... είτε του άρθρου 388 ίδιου Κώδικα ... και επομένως θεωρείται απλή γνωμοδότηση συνταχθείσα από πρόσωπο που έχει ειδικές γνώσεις επιστήμης κατά το άρθρο 390 ΚΠολΔ, γ)η από 12.1.2005 τεχνική έκθεση του νομίμως διορισθέντος τεχνικού συμβούλου του εκκαλούντος (αναιρεσείοντος) Ν. Π. αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού και δ)η από 20.2.2008 έκθεση του γεωπόνου Γ. Γ., και όχι αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στα προμνημονευόμενα έγγραφα. ΙΙ. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περ.γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποιά αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, προβάλλεται από τον αναιρεσείοντα η από τον αριθμό 11 περ.γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του περί της ουσιαστικής βασιμότητας της ένδικης - από 13.11.1997 - αναγνωριστικής κυριότητας και διεκδικητικής τμημάτων ακινήτου αγωγής της αναιρεσίβλητης, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις τα με αριθμούς 21/1981 και 22/1981 πρακτικά του Ειρηνοδικείου Χανίων, που επικαλέστηκε και προσκόμισε ενώπιόν του, με τις προτάσεις του της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προς απόδειξη του ουσιώδους ισχυρισμού του ότι τα επίδικα τμήματα ακινήτου ανήκουν σ' αυτόν κατά κυριότητα και συγκεκριμένα ότι το "νέμεται και το κατέχει από του έτους 1962 και ότι από τότε αλλά και ανέκαθεν το δυτικό όριο της ιδιοκτησίας του ήταν το δρομάκι που υπήρχε στη δυτική πλευρά του επιδίκου". Ο ερευνώμενος αυτός αναιρετικός λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων και "από τα έγγραφα, που νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι" σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι στο αιτιολογικό της απόφασης δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο από το οποίο να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για το αν το Εφετείο έλαβε υπόψη του και τα παραπάνω έγγραφα, δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία, ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα έγγραφα αυτά, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση του καθενός. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24.2.2012 αίτηση του Σ. Κ. του Σ. για αναίρεση της 206/2010 απόφασης του Εφετείου Κρήτης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγοι αναίρεσης από τους αριθμούς 11 περ. γ’ και 20 άρθρου 559 ΚΠολΔ. Πότε οι λόγοι αυτοί ιδρύονται.
Αποδείξεων εκτίμηση
Αποδείξεων εκτίμηση.
0
Αριθμός 621/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Κ. Π. του Ε. και 2)Γ. Π. του Κ., κατοίκων ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Περράκη. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Α. Ψ. του Δ., συζ. Δ. Τ., 2)Ε. Τ. του Δ., 3)Μ. Τ. του Δ. και 4)Γ. Τ. του Δ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Κουτσουράκη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/6/2004 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρεθύμνου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 62/1279/ΜΤ/76/2005, 47/1690/ΜΤ/108/2007 μη οριστικές, 59/2420/ΜΤ/127/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 42/2012 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 12/10/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 18/11/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσείοντες ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 στοιχ.α'και β'ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που ανάγονται για τη νομική θεμελίωση της αγωγής, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Προκειμένου, ειδικότερα, περί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, πλην άλλων, και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή, ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και μάλιστα τόσο λεπτομερώς, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Δεν απαιτείται, όμως, για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο οι πλευρικές διαστάσεις και ο καθ'όρια προσανατολισμός του, ούτε να κατονομάζονται οι ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων. Η ακριβής, εξάλλου, περιγραφή του ακινήτου, η οποία μπορεί να γίνει και με αποτύπωσή του σε ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα, είναι αναγκαία, γιατί μόνον έτσι θα μπορέσει ο εναγόμενος να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής, ο περιγραφόμενο σ'αυτήν ακίνητο, δηλαδή ένα αγροτεμάχιο, που περιήλθε στους ενάγοντες και ήδη αναιρεσιβλήτους με βάση το ...18.2.2004 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ρεθύμνης Αναστασίας Δρανδάκη, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, κατά ποσοστό 3/6 εξ αδιαιρέτου στην πρώτη και από 1/6 εξ αδιαιρέτου σε καθένα από τους λοιπούς, βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος του Δήμου Γεροποτάμου του Νομού Ρεθύμνου και συνορεύει βόρεια σε πλευρά 1-2-3-4-5-6-7 συνολικού μήκους 33,21μ. με ιδιοκτησία Σ. Δ. και εν μέρει σε τεθλασμένη πλευρά 9-10-11-12-13-14 συνολικού μήκους 104,26μ. με ιδιοκτησία Ε. Τ., Π. Κ., Δ. Τ. και Δ. Δ., νοτιοανατολικά σε πλευρά 14-15 μήκους 66,06 μ. εν μέρει με αγροτικό δρόμο και εν μέρει με ιδιοκτησία Ε.Τ., Π. Κ., Δ. Τ. και Δ. Δ. και σε πλευρά 15-16 μήκους 98,83 μ. με ιδιοκτησία Ε.Τ., Π. Κ., Δ. Τ. και Δ. Δ., νοτιοδυτικά σε τεθλασμένη πλευρά 16-17-18-19-20-21-23-24-25-26 συνολικού μήκους 161,45 μ. με ιδιοκτησία Ε.Χ. και δυτικά εν μέρει σε τεθλασμένη πλευρά 26-27-28-29-30-31 συνολικού μήκους 122,34 μ. με ιδιοκτησία Α. Π., εν μέρει σε πλευρά 31-32 μήκους 25,62 μ. με ιδιοκτησία Θ. Ρ. και εν μέρει σε πλευρά 32-33-1 συνολικού μήκους 42,79μ. με ιδιοκτησία Σ. Δ., όπως απεικονίζεται στο τοπογραφικό διάγραμμα (με χρονολογία Νοέμβριος 2002) του αρχιτέκτονα μηχανικού Α. Γ., που είναι προσαρτημένο στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, με τα στοιχεία 1-2-3-4....33-1. Εξαιτίας της ανώμαλης μορφολογίας του ανωτέρω ακινήτου εμβαδομετρήθηκε με τη μέθοδο της οριζόντιας επιφάνειας, δηλαδή η οριζόντια κάτοψή του, η οποία έχει εμβαδό 32,983,57 τ.μ., και όχι η ανώμαλη επιφάνειά του (βραχώδης σε μεγάλη έκταση με εδαφικές κλίσεις και ανώμαλες πτυχές), η οποία έχει υπερδιπλάσιο εμβαδό (75 στρέμματα περίπου), προσδιορίζεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, πλήρως από τις όμορες ιδιοκτησίες, οι οποίες περιγράφονται παραπάνω και από τις οποίες διακρίνεται με απόλυτη σαφήνεια καθώς είναι οριοθετημένο με πασσάλους. Το εν λόγω ακίνητο - επίδικο-, όπως περιγράφεται στο αγωγικό δικόγραφο, κατά είδος, θέση, έκταση, όρια και πλευρικές διαστάσεις ορίων, κατονομάζονται δε στο ίδιο δικόγραφο και οι ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων, εξατομικεύεται πλήρως, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Το Εφετείο, επομένως, που, με την προσβαλλόμενη απόφαση, έκρινε πλήρως ορισμένη την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή και ως προς την περιγραφή του επίδικου ακινήτου, απορρίπτοντας μετά ταύτα την ένσταση αοριστίας της εν λόγω αγωγής λόγω μη ακριβούς περιγραφής του σ'αυτήν, που είχε προταθεί από τους αναιρεσείοντες με τις προτάσεις τους στο Δικαστήριο της ουσίας - πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο -, δεν παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει απαράδεκτο, γι'αυτό και ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια (που αφορά την ποσοτική αοριστία της αγωγής), από την ίδια πιο πάνω αιτία, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙ. Κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος (έκτακτη χρησικτησία). Και κατά το άρθρο 1046 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του το πράγμα κατά την έναρξη και τη λήξη ορισμένης χρονικής περιόδου, τεκμαίρεται ότι το νέμεται και κατά τον ενδιάμεσο χρόνο. Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφασις η από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια γιατί το Εφετείο διέλαβε ασαφείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της απόκτησης του επίδικου ακινήτου από τη δικαιοπάροχο των ήδη αναιρεσιβλήτων εναγόντων με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, σύμφωνα με τα άρθρα 1045 και 1046 ΑΚ και, έτσι, στέρησε την απόφασή του από τη νόμιμη βάση της. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε, κατά τα κρίσιμα σημεία της, τα ακόλουθα: "Δυνάμει του υπ'αριθ....18.2.2004 συμβολαίου αγοράς του συμβολαιογράφου Ρεθύμνου Αναστασίας Δρανδάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα....οι εκκαλούντες ενάγοντες (ήδη αναιρεσίβλητοι), σύμφωνα με τον παραπάνω τίτλο, φέρονται ότι απέκτησαν με παράγωγο τρόπο τη συγκυριότητα, κατά ποσοστό 3\6 εξ αδιαιρέτου η πρώτη εξ αυτών, και από 1/6 εξ αδιαιρέτου οι λοιποί εκκαλούντες, ενός ακινήτου, που κατώτερω περιγράφεται αναλυτικά, από την Ε. συζ. Κ. Λ. φυσικό τέκνο του Α. και της Χ. Π., και θετό τέκνο του ιερέα Α. Ψ.. Η παραπάνω δικαιοπάροχος των εκκαλούντων κατά την αγωγή και τον παραπάνω τίτλο, φέρεται ότι είχε αποκτήσει την κυριότητα νομή και κατοχή του εν λόγω ακινήτου με παράγωγο τρόπο, λόγω κληρονομικής διαδοχής, ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος του θετού πατρός της Α. Ψ., ο οποίος απεβίωσε στις 21.10.1978, στον οποίο ανήκε μέχρι τότε το παραπάνω ακίνητο κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή και ότι από το θάνατο του θετού πατρός της υπεισήλθε αμέσως αυτή στην κληρονομιά του και συγκεκριμένα στη νομή και κατοχή του παραπάνω ακινήτου, το οποίο αποδέχθηκε δυνάμει της υπ' αριθ. ...\18.2.2004 συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Ρεθύμνου Αναστασίας Δρανδάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία του υποθηκοφυλακείου Μυλοποτάμου, στον τόμο …με αριθ. …. Το εν λόγω ακίνητο, σύμφωνα με τον παραπάνω τίτλο κυριότητας των εκκαλούντων-εναγόντων, είναι ένα αγροτεμάχιο εμβαδού 32.983,57 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας του οικισμού Σκεπαστής του Δήμου Γεροποτάμου του Νομού Ρεθύμνου και συνορεύει, (όπως αυτό αποτυπώνεται στο τοπογραφικό διάγραμμα από Νοέμβριο 2002 του αρχιτέκτονα μηχανικού Α. Γ., που έχει προσαρτηθεί στο παραπάνω συμβόλαιο αγοραπωλησίας), βόρεια....". Ακολουθεί περιγραφή των ορίων του, όπως αυτά αναφέρονται στην προηγούμενη με το στοιχείο Ι σκέψη της παρούσας και αμέσως μετά το Εφετείο δέχτηκε - και - τα εξής: "Δυνάμει του υπ'αριθ..../2003 συμβολαίου αγοράς της συμβολαιογράφου Ρεθύμνου Στυλιανής Κουμάντου-Σκουλούδη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Μυλοποτάμου, στον τόμο … με αριθμό …, ο δεύτερος εναγόμενος-εφεσίβλητος (και ήδη δεύτερος αναιρεσείων), σύμφωνα με τον παραπάνω τίτλο, φέρεται ότι απέκτησε με παράγωγο τρόπο την κυριότητα, νομή και κατοχή δύο συνεχόμενων αγροτεμαχίων 22 και 3 στρεμμάτων αντίστοιχα, που κατωτέρω περιγράφονται αναλυτικά, από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη τους Σ. Δ., ο οποίος είχε αποκτήσει την κυριότητα των εν λόγω ακινήτων, δυνάμει των υπ' αριθ. …/13.12.1976 και …./13.12.1976 συμβολαίων αγοράς του συμβολαιογράφου Μυλοποτάμου Μιχαήλ Κωνσταντινίδη, που μεταγράφηκαν νόμιμα στα οικεία βιβλία του υποθηκοφυλακείου Μυλοποτάμου, στον τόμο 43 με αντίστοιχους αριθμούς 38.303 και 38.304, το μεν ακίνητο των 22 στρεμμάτων από τον Α. Ψ., (απώτερο δικαιοπάροχο και των εναγόντων - εκκαλούντων), το δε ακίνητο των τριών στρεμμάτων από τον Κ. Λ.. Ο τελευταίος είχε αποκτήσει την κυριότητα του ακινήτου των τριών στρεμμάτων από την Ε. Π. δυνάμει του υπ' αριθ. …/1976 συμβολαίου αγοράς του συμβολαιογράφου Μυλοποτάμου Μιχαήλ Κωνσταντινίδη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία του υποθηκοφυλακείου Μυλοποτάμου στον τόμο …με αριθμό …. Τα εν λόγω ακίνητα, σύμφωνα με τον παραπάνω τίτλο κυριότητας του 2ου εναγομένου-εφεσιβλήτου, (το υπ' αριθ. ...... συμβόλαιο), είναι συνεχόμενα και αποτελούν ένα αγροτεμάχιο εμβαδού 32.983,57 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας του οικισμού Σκεπαστής του δήμου Γεροποτάμου του νομού Ρεθύμνου και συνορεύει, (όπως αυτό αποτυπώνεται στο από Δεκεμβρίου 2003 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού Τ.), βόρεια με γραμμή αιγιαλού, νότια με κληρονόμους Ν. Γ., δυτικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Π. και κληρονόμους Ν. Γ. και ανατολικά με ιδιοκτησία Ε. Τ.". Στη συνέχεια, το Εφετείο δέχτηκε, ότι "οι εκτάσεις αυτές δεν είναι άλλες από το επίδικο και ότι στην πραγματικότητα ο Α. Ψ. κατά τη μεταβίβαση των 22 στρεμμάτων στο Σ.Δ. δεν διατήρησε άλλη όμορη ιδιοκτησία στην περιοχή..... Συνεπώς, η θετή του θυγατέρα δεν υπεισήλθε στη νομή του ακινήτου, αφού ο αποβιώσας το έτος 1978 θετός πατέρας της είχε απολέσει τη νομή αυτού. Κατά συνέπεια, η Ε. Λ. δεν απέκτησε με παράγωγο τρόπο τη νομή του επιδίκου των 22 στρεμμάτων από το θετό πατέρα της. Επίσης δεν αμφισβητείται η κυριότητα του Κ. Λ. στο επίδικο των τριών στρεμμάτων, ο οποίος το 1976 μεταβίβασε την κυριότητα του αυτή στο Σ. Δ., επομένως διέφυγε της εξουσίας του και της νομής του, την οποία παρέδωσε στον παραπάνω αγοραστή, ο οποίος έγινε κύριος και νομέας του εν λόγω επιδίκου. Εν τούτοις η Ε. Λ. ενεργώντας αυτοπροσώπως και μέσω αντιπροσώπων και ιδίως του συζύγου της Κ. Λ., ο οποίος διαχειριζόταν την περιουσία της συζύγου του, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι ο Σ. Δ.ς, μετά την αγορά των εν λόγω ακινήτων δεν ασχολήθηκε με την ιδιοκτησία του, παρά μόνο υποθήκευσε αυτήν, προκειμένου να λάβει δάνειο για τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, (αυτός, άλλωστε, ήταν και ο κύριος λόγος που προέβη στην αγορά των εν λόγω ιδιοκτησιών), άρχισε να ασκεί, με διάνοια κυρίας, πράξεις νομής επί των επιδίκων ακινήτων, αντιμετωπίζοντας τα ως ένα ενιαίο ακίνητο, και να εμφανίζεται ως κυρία του ενιαίου αυτού ακινήτου. Συγκεκριμένα εκμεταλλευόταν το εν λόγω ακίνητο εκμισθώνοντάς το, δια του συζύγου της, σε βοσκούς της περιοχής, το είχε μισθώσει μάλιστα και στον 2° εναγόμενο-εφεσίβλητο, (πατέρα του πρώτου εναγομένου -εφεσιβλήτου), και τον αδελφό του Α. Π., το επέβλεπε, απέκρουε διεκδικήσεις τρίτων, προέβη σε τοπογράφηση του, διάνοιξε δρόμο στο ακίνητο κλπ, όπως προκύπτει α) από το με ημερομηνία 28.3.1981 μισθωτήριο που καταρτίστηκε μεταξύ του Κ. Λ., ενεργώντας για λογαριασμό της συζύγου του, και του δεύτερου εναγομένου-εφεσιβλήτου, με το οποίο ο πρώτος εκμίσθωσε στο δεύτερο και τον αδελφό του Α. Π. ένα ακίνητο στη θέση ..., β) από την με ημερομηνία 22.3.1981 βεβαίωση αγροτικού πταίσματος σε βάρος του δεύτερου εναγομένου - εφεσιβλήτου για αγροτική φθορά που είχε προκαλέσει αυτός με τα ζώα του σε ακίνητο στη θέση "...", πράξη, για την οποία αυτός καταδικάστηκε, γ) από το με ημερομηνία 5.1.1989 μισθωτήριο που καταρτίστηκε μεταξύ των παραπάνω προσώπων, με το οποίο ο πρώτος εκμίσθωσε στο δεύτερο εφεσίβλητο ακίνητα στις θέσεις Βρούλα, Καλόγερο και ... συνολικής έκτασης 50 στρεμμάτων, δ) Στις 1.10.1997 υποβλήθηκε μήνυση από τον Κ. Λ. σε βάρος του δεύτερου εναγομένου - εφεσιβλήτου, για αγροτική φθορά σε ακίνητο στη θέση ..., πράξη για την οποία αυτός επίσης καταδικάστηκε. Οι παραπάνω πράξεις νομής αφορούσαν το επίδικο, δοθέντος ότι δεν αποδείχθηκε ότι η Ε. Λ. ή ο σύζυγος της διέθεταν ή νέμονταν άλλη ιδιοκτησία, πλην του επιδίκου, στη θέση ... και του ότι οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι, οι οποίοι αν και αρνούνται ότι οι παραπάνω πράξεις νομής αφορούσαν το επίδικο, δεν προσδιορίζουν συγχρόνως το ακίνητο που αφορούσαν αυτές, ενώ, αν ο ισχυρισμός τους αυτός ήταν αληθινός, ευχερώς θα μπορούσαν να προσδιορίσουν το ακίνητο το οποίο μίσθωνε ο δεύτερος εφεσίβλητος από τον Κ. Λ. ή στο οποίο εισερχόταν αυτογνομώνως για τη βοσκή των ζώων του. Η αναφορά εξάλλου στα παραπάνω μισθωτήρια, μηνύσεις κλπ διαφορετικής, υπερδιπλάσιας, έκτασης από αυτήν του επιδίκου, δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου, διότι αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι ο Κ. Λ. μετρούσε την ανώμαλη επιφάνεια του επιδίκου, ήτοι τις εδαφικές κλίσεις και πτυχές του εδάφους, αντί της προβλεπόμενης, από τον Πολεοδομικό κανονισμό, μεθόδου εμβαδομέτρησης, που απαιτεί απόλυτη ευθεία με μηδενική υψομετρική απόκλιση. Στις δίκες, εξάλλου, που έγιναν με κατηγορούμενο το δεύτερο εναγόμενο-εφεσίβλητο για αγροτική φθορά, (μετά τις προαναφερθείσες μηνύσεις), αυτός δεν ισχυρίστηκε ότι το επίδικο ανήκε στον υιό του, (πράγμα φυσικό, αφού ακόμη τότε ο πρώτος εναγόμενος-εφεσίβλητος δεν είχε προβεί στην αγορά του επιδίκου), αλλά ούτε επικαλέστηκε ότι μίσθωνε το επίδικο από το Σ. Δ., όπως ασφαλώς θα έπραττε, αν ο ισχυρισμός αυτός των εφεσιβλήτων-εναγομένων ήταν αληθινός, αλλά ούτε καν επικαλέστηκε ότι αυτό δεν ανήκε στον Κ. Λ. ή τη σύζυγό του και ότι ανήκε σε τρίτο πρόσωπο το Σ. Δ., προφανώς διότι η παραπάνω αγοραπωλησία δεν του ήταν τότε γνωστή, δεδομένου και του ότι, όπως προαναφέρθηκε, ο Σ. Δ.ς δεν ήταν πρόσωπο που είχε καταστήσει εμφανή την παρουσία του στην περιοχή και πρώτη φορά το 2003 ο δεύτερος εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι το επίδικο ανήκει στον υιό του σε δίκη στην οποία αυτός ήταν κατηγορούμενος για αγροτική φθορά, που προκάλεσε με τα ζώα του σε ακίνητο στη θέση ... κατόπιν της με ΑΒΜ55\2003 μήνυσης που Δ. Τ., ο οποίος είχε προσυμφωνήσει με την Ε. Λ. να αγοράσει το επίδικο και ενεργούσε ως αντιπρόσωπος στη νομή της. Στη δίκη αυτή ο αδελφός του πρώτου εναγομένου-εφεσιβλήτου Α. Π. κατέθεσε, (η κατάθεσή του αυτή περιλαμβάνεται στην υπ' αριθ. 3303/2003 απόφαση του Πταισματοδικείου Ρεθύμνου), "ότι το 1997 μας κατήγγειλε ο Τ. για το χωράφι του Δ." από την παραπάνω κατάθεση επιβεβαιώνεται η κρίση του δικαστηρίου ότι οι παραπάνω αναφερόμενες πράξεις νομής αφορούσαν το επίδικο, στ) Το 1985 ο Κ. Λ. διάνοιξε δρόμο μέσα στο επίδικο, ο οποίος, δρόμος, το 2003 επεκτάθηκε μέχρι το κτήμα του όμορου Ρ., η διάνοιξη του δρόμου κατά την επέκταση του έγινε με αλυσιδοφόρο μηχάνημα κατόπιν εντολής της πρώτης ενάγουσας-εκκαλούσας, που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της δικαιοπαρόχου της Ε. Λ., ενόψει της μεταξύ τους προσυμφωνημένης αγοράς του επιδίκου, ζ) το 1995 και το 2001 η δικαιοπάροχος των εκκαλούντων προέβη σε τοπογράφησή του, στην τοπογράφηση μάλιστα του 2001 ο τοπογράφος Α. Γ. πραγματοποίησε τέσσερις επισκέψεις στο επίδικο για τις απαραίτητες μετρήσεις, η) Στις 28.4.1994 υπέβαλε στη Δ\νση Δασών της Νομαρχίας Ρεθύμνης αίτηση αποχαρακτηρισμού του επιδίκου, το 2003 έγινε αυτοψία στο επίδικο, ακολούθησε ο αποχαρακτηρισμός, που δημοσιεύτηκε σε δύο τοπικές εφημερίδες στις 19.9.2003 και αναρτήθηκε για δύο μήνες στον πίνακα ανακοινώσεων του Δήμου Μυλοποτάμου, χωρίς να υποβληθεί ένσταση από κανένα. Πολλές από τις παραπάνω πράξεις νομής έγιναν από τον Κ. Λ. για λογαριασμό όμως της συζύγου του, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι στη δήλωση Ε9 του έτους 1997, στην οποία αυτός περιέλαβε το επίδικο, αναφέρει ότι αυτό είναι ιδιοκτησία της συζύγου του, όπερ δεν θα έπραττε αν το νεμόταν για τον εαυτό του, και από το έτος 2001 πράξεις νομής επί του επιδίκου, διενεργεί και ο Δ. Τ., σύζυγος της πρώτης εκκαλούσας και πατέρας των λοιπών, με τη συναίνεση της Ε. Λ., ενόψει της προηγηθείσης συμφωνίας τους για μεταβίβαση του επιδίκου σε αυτόν ή σε μέλη της οικογένειας του, όπως και έγινε στη συνέχεια. Αντίθετα δεν αποδείχθηκε ότι ο δικαιοπάροχος των εναγομένων-εφεσιβλήτων Σ. Δ. άσκησε οποιαδήποτε πράξη νομής επί του επιδίκου, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, αγόρασε τα δύο όμορα ακίνητα προκειμένου να τα υποθηκεύσει, όπως και έπραξε, για να λάβει δάνεια από τράπεζες και να χρηματοδοτήσει τις επιχειρήσεις του. Η σύσταση όμως υποθηκών δεν συνιστά πράξεις νομής. Ο ισχυρισμός εξάλλου των εναγομένων-εφεσιβλήτων ότι μίσθωναν τα επίδικα από το δικαιοπάροχο τους είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού, αποδείχθηκε ότι αυτοί είτε το μίσθωναν από τον Κ. Λ., είτε εισέρχονταν αυθαίρετα σε αυτό για να βοσκήσουν τα ζώα τους. Έτσι, λοιπόν, από το 1981 η δικαιοπάροχος των εναγόντων-εκκαλούντων ασκούσε τη φυσική εξουσία του επιδίκου με διάνοια κυρίας και συνέχισε να έχει τη νομή του επιδίκου αδιατάρακτα μέχρι το 2004, έτσι έγινε κυρία του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, ήδη από το 2001 (1981-2001). Επομένως οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι δεν έγιναν κύριοι του επιδίκου με τα προαναφερθέντα συμβόλαια, αφού απέκτησαν από μη κύριο, το Σ. Δ., του οποίου η κυριότητα, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, καταλύθηκε από το 2001 με έκτακτη χρησικτησία από τη δικαιοπάροχο των εκκαλούντων. Στις 18.2.2004 η Ε. Λ. μεταβίβασε το επίδικο στους εκκαλούντες δυνάμει του παραπάνω αναφερόμενου υπ' αριθ. ...\18.2.2004 συμβολαίου κατά ποσοστό 3\6 εξ αδιαιρέτου στην πρώτη εξ αυτών, και από 1\6 εξ αδιαιρέτου σε έκαστο των λοιπών εκκαλούντων και επομένως αυτοί έγιναν με παράγωγο τρόπο συγκύριοι του επιδίκου κατά τα προαναφερθέντα ποσοστά". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι η ένδικη - από 30.6.2004 - αναγνωριστική συγκυριότητας ακινήτου αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων εναγόντων είναι βάσιμη κατ'ουσίαν και πρέπει να γίνει δεκτή. Ακολούθως, δέχτηκε την έφεση των αναιρεσιβλήτων κατά της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει αντίθετη κρίση, και, αφού εξαφάνισε την εν λόγω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και κράτησε και δίκασε την υπόθεση, δέχτηκε, εν τέλει, ως βάσιμη και κατ'ουσίαν την αγωγή και αναγνώρισε τους ήδη αναιρεσιβλήτους ενάγοντες συγκυρίους, κατά ποσοστό 3/6 εξ αδιαιρέτου την πρώτη απ'αυτούς και κατά ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου καθένα των λοιπών του επίδικου ακινήτου. Με εκείνα που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς την άσκηση νομής στο επίδικο ακίνητο από μέρους της δικαιοπαρόχου των ήδη αναιρεσιβλήτων εναγόντων κατά το χρονικό διάστημα 1981 - 2004 και την απόκτηση, έτσι, από αυτή κυριότητας στο επίδικο με έκτακτη χρησικτησία - και εν τέλει από τους ήδη αναιρεσιβλήτους ενάγοντες συγκυριότητας σ'αυτό (επίδικο) με τον προεκτεθέντα νόμιμο παράγωγο τρόπο, ο οποίος και αποτελούσε τη βάση της ένδικης αγωγής- που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου πιο πάνω διατάξεων - των άρθρων 1045 και 1046 ΑΚ - που επικαλούνται οι αναιρεσείοντες, γι'αυτό και ο ερευνώμενος αναιρετικός λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Η περιλαμβανόμενη στον ίδιο αναιρετικό λόγο αιτίαση, επίσης από το άρθρο 559 αριθ.19 ΚΠολΔ, ότι "οι ισχυρισμοί των αντιδίκων (ήδη αναιρεσιβλήτων εναγόντων) ως προς το αντικείμενο της αγωγής (ταυτότητα - προσδιορισμός του επιδίκου εκτός της μείζονος εκτάσεως - όρια κ.λπ) είναι αόριστοι και κατά ταύτα ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως και παρά ταυτά - το Εφετείο - όλως αντιφατικώς δεν κηρύσσει απαράδεκτο της ενδίκου αγωγής", είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί, εφόσον ο από το άρθρο 559 αριθ.19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης παρέχεται όταν η αντιφατικότητα των αιτιολογιών αποδίδεται στην επί της ουσίας κρίση του και όχι - όπως εδώ συμβαίνει - στο δικονομικό ζήτημα αοριστίας της αγωγής. ΙΙΙ). Από τα άρθρα 335, 338, 339, 340 και 346 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για το αποδεικτικό πόρισμα αναφορικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έχουν ανάγκη απόδειξης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τ' αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων τα έγγραφα και οι ένορκες βεβαιώσεις που προσάγονται είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Δεν είναι πάντως αναγκαίο να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από τ' αποδεικτικά μέσα. Η παράβαση της ανωτέρω υποχρέωσης του δικαστηρίου της ουσίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αρ. 11 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης. Ειδικότερα για τις ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες κατά το άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, πρέπει να γίνεται μνεία στην απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη, χωρίς να είναι αναγκαία η χωριστή μνημόνευση της κάθε μιας από αυτές, πλην του ότι γι' αυτές τηρήθηκαν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Όσον αφορά τις ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες έχουν ληφθεί εξ αφορμής άλλης δίκης, πριν από την άσκηση της αγωγής και προσκομίζονται με επίκληση κατά τη συζήτηση της, δεν αποτελούν ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα, ώστε να απαιτείται ειδική μνεία αυτών στην απόφαση, αλλά αποτελούν απλά έγγραφα που συνεκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον βέβαια, δεν λήφθηκαν για να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά μέσα στη συγκεκριμένη δίκη. Στην περίπτωση αυτή αρκεί να βεβαιώνεται από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι, ώστε να μη καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το έγγραφο αυτό της ένορκης βεβαίωσης (Α.Π 338/2007, Α.Π. 1379/2006, Α.Π. 75/2007). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αίτησης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του αριθμού 11 περ.γ'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα περί ουσιαστικής βασιμότητας της ένδικης αγωγής, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, α)την από 17.10.2003 και με αριθμό κατάθεσης 1983 ΠΤ/163/2003 αγωγή των αναιρεσιβλήτων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνου, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκαν, ενόψει της συζήτησης της ένδικης νέας αγωγής τους, στην οποία - σε αντίθεση με τη νέα αγωγή τους - "ομολογούν" ότι το επίδικο ακίνητο "συνορεύει βόρεια με ιδιοκτησία Σ. Δ....", και β)την υπ'αριθ./21.1.2004 ένορκη βεβαίωση του Ε. Δ./υιού του δικαιοπαρόχου του β'των αναιρεσειόντων Σ. Δ., η οποία δόθηκε μετά από προηγούμενη κλήτευση των εναγόντων της άνω υπ'αριθμ.πρωτ.1983/ΠΤ/163/2003 αγωγής για να χρησιμεύσει, επομένως, σε άλλη δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων, ήτοι έγγραφα που οι αναιρεσείοντες επικαλέστηκαν με τις προτάσεις τους της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από την επισκόπηση του όλου περιεχομένου της προσβαλλόμενης απόφασις, όπου μάλιστα υπάρχει η ρητή διαβεβαίωση σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο έλαβε υπόψη και "όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, ειδικώς μνημονευόμενα κατωτέρω ή μη, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι", μεταξύ των οποίων και η άνω υπό στοιχ.β'ένορκη βεβαίωση που είχε ληφθεί νομότυπα, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος και τα παραπάνω έγγραφα που διαλαμβάνονται στον κρινόμενο λόγο της αναίρεσης. IV. Ο από τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν ελαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, την ένσταση ή την αντέσταση, όχι δε και οι ισχυρισμοί που συνέχονται με την ιστορική τους βάση και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση αυτής, αποκρουόμενοι με την παραδοχή των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν την αγωγή, την ένσταση ή την αντέσταση (Ολ.ΑΠ 469/1984). Ο λόγος δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιονδήποτε τυπικό ή ουσιαστικό λόγο (Ολ.ΑΠ 12/1991). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 8 περ.β'του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον αυτοτελή ισχυρισμό των αναιρεσειόντων τον οποίο είχαν προβάλει ως υπεράσπιση κατά της έφεσης των αντιδίκων τους αναιρεσιβλήτων, ότι "η εμπράγματι αξίωση που ζητείται η αναγνώρισή της με την ένδικη αγωγή έχει υποπέσει σε εικοσαετή παραγραφή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 247 και 249 ΑΚ", και επομένως, ότι οι αναιρεσίβλητοι άσκησαν χωρίς να έχουν έννομο συμφέρον την ένδικη αγωγή, η οποία πρέπει γι'αυτό να απορριφθεί. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, εφόσον το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, έλαβε υπόψη τον εν λόγω ισχυρισμό και τον απέρριψε εκ του πράγματος ως ουσιαστικά αβάσιμο, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τον συγκροτούν. V. Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχόμενο καταδήλως διαφορετικό από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πρέπει δε την παραπάνω επιζήμια κρίση για τον αναιρεσείοντα να σχημάτισε το δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως παραμορφωμένο, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει, όταν το εν λόγω έγγραφο εκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί, στην τελευταία αυτή περίπτωση, δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των εξής εγγράφων: α)του με ημερομηνία 28.3.1981 μισθωτηρίου που καταρτίσθηκε μεταξύ του Κ. Λ. και του πρώτου αναιρεσείοντος, β)της με ημερομηνία 22.3.1981 βεβαίωσης αγροτικού πταίσματος σε βάρος του πρώτου αναιρεσείοντος και γ)του με ημερομηνία 5.11.1989 ενοικιαστηρίου που φέρεται να καταρτίσθηκε μεταξύ του Κ. Λ. και του πρώτου αναιρεσείοντος, με το να δεχθεί 1)ως προς το υπό στοιχείο (α) έγγραφο (μισθωτήριο) ότι συνεβλήθη ο Κ. Λ. για λογαριασμό της συζύγου του Ε. Λ., ενώ από το περιεχόμενό του και μάλιστα τη γραμματική διατύπωσή του προκύπτει, ότι συνεβλήθει για λογαριασμό του και δη ως κύριος του αναφερόμενου ακινήτου και, επίσης, ότι με το ίδιο - υπό στοιχείο (α) - έγγραφο εκμισθώθηκε στον πρώτο αναιρεσείοντα το επίδικο ακίνητο, ενώ από το περιεχόμενό του δεν προκύπτει η ταυτότητά του, και ζ)ως προς το υπό στοιχείο (γ) έγγραφο, ότι συνεβλήθη ο Κ. Λ. για λογαριασμό της συζύγου του Ε. Μ., ενώ από το περιεχόμενό του δεν προκύπτει ότι ενήργησε για λογαριασμό του και δη ως κύριος του αναφερόμενου ακινήτου και, επίσης, ότι με το ίδιο - υπο στοιχείο (γ)- έγγραφο εκμισθώθηκε στον πρώτο αναιρεσείοντα το επίδικο, ενώ από το περιεχόμενό του δεν προκύπτει η μίσθωση αυτή να αφορά το επίδικο ακίνητο. Ο αναιρετικός αυτός λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, εφόσον το Εφετείο στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα σε περισσότερα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή στις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, στην υπ'αριθ.11/14.6.2006 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα πολιτικού μηχανικού Μ. Κ., που διορίστηκε με την υπ' αριθμ.62/05 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με τις διασαφήσεις του ορισθέντος πραγματογνώμονος και των διαδίκων που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πρακτικά, στην υπ'αριθμ.7663/19.9.2011 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Ρεθύμνου Αναστασίας Δρανδάκη και σε όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι προσκόμισαν νόμιμα με επίκληση - μεταξύ των οποίων είναι και η δήλωση Ε9 του έτους 1997 του Κ. Λ., για την οποία υπάρχει στην προσβαλλόμενη απόφαση ειδική μνεία, ότι από αυτήν προκύπτει, ότι "πολλές από τις παραπάνω πράξεις νομής έγιναν από τον ίδιο τον Κ. Λ. για λογαριασμό, όμως, της συζύγου του (Ε. Λ.) - και όχι αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στα προμνημονευόμενα έγγραφα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12.10.2012 αίτηση των 1)Κ. Π. του Ε. και της Χ. κ.α. για αναίρεση της 42/2012 απόφαση του Εφετείου Κρήτης. Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Οι ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες έχουν ληφθεί εξ αφορμής άλλης δίκης, πριν την άσκηση της αγωγής και προσκομίζονται με επίκληση κατά τη συζήτησή της, δεν αποτελούν ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα, ώστε να απαιτείται ειδική μνεία αυτών στην απόφαση, αλλά αποτελούν απλά έγγραφα που συνεκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον βέβαια δεν λήφθηκαν για να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά μέσα στη συγκεκριμένη δίκη.
Βεβαίωση ένορκη
Βεβαίωση ένορκη.
0