text
stringlengths
35.5k
105k
ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗ 441 π.Χ. ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΑΝΤΙΓΟΝΗ (Κόρη του Οιδίποδα και της Ιοκάστης, μνηστή του Αίμωνα) ΙΣΜΗΝΗ (Αδελφή της Αντιγόνης) ΧΟΡΟΣ (Γέροντες, σύμβουλοι της Θήβας) ΚΡΕΩΝ (Βασιλιάς της Θήβας, αδελφός της Ιοκάστης) ΦΡΟΥΡΟΣ (Στρατιώτης επιφορτισμένος με τη φύλαξη του πτώματος του Πολυνείκη) ΑΙΜΩΝ (Γιος του Κρέοντα και της Ευρυδίκης, νυμφίος της Αντιγόνης) ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ (Μάντης) ΑΓΓΕΛΟΣ (Αγγελιοφόρος) ΕΥΡΥΔΙΚΗ (Γυναίκα του Κρέοντα και μητέρα του Αίμωνα) ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ Η προσπάθεια της Αντιγόνης να θάψει τον νεκρό αδελφό της Πολυνείκη, παρά την αντίθετη εντολή του Κρέοντα, βασιλιά της Θήβας, θέτοντας την τιμή των θεών και την αγάπη για τον αδερφό της υπεράνω των νόμων των ανθρώπων. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Έλα καλή μου Ισμήνη. Έλα, και πες μου ειλικρινά, σαν αδελφή προς αδελφή, αν ξέρεις αμαρτία του Οιδίποδα που ο Δίας να μην ζήτησε να πληρωθεί από μας μόνο και μόνο επειδή ατυχήσαμε να ζούμε. Γιατί, εγώ τουλάχιστον, δεν βλέπω πόνο, συντριβή, αίσχος και ατιμία, που να μην καταβάλαμε. Σήμερα πάλι, κυκλοφορεί αδέσποτη στην πόλη καινούρια διαταγή του στρατηγού. Άκουσες τίποτα ή νομίζεις πως οι εχθροί μας έπαψαν να μας κυνηγούν; ΙΣΜΗΝΗ Όχι, Αντιγόνη. Δεν άκουσα, μα ούτε περνά απ' τον νου μου τι περισσότερο μπορούν να μας κάνουν οι εχθροί μας· αφού τα αδέλφια μας, οι μόνοι που μας είχαν απομείνει, φρόντισαν να μας στερήσ ουν ο ένας τον άλλον σαν εχθροί και οι εχθροί Αργείοι έφυγαν και μας άφησαν ανάμεσα σ' εχθρούς... χειρότερα ή καλύτερα, πραγματικά δεν ξέρω. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Το φαντάστηκα. Γι' αυτό θέλησα να βρεθούμε μόνες εδώ, έξω από το προαύλιο. ΙΣΜΗΝΗ. Μόνες; Τι σκοτεινά είναι αυτά; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ο Κρέων σκοπεύει τον έναν αδελφό μας να τιμήσει και τον άλλον ν' ατιμάσει. Τον Ετεοκλή, λένε, θα δώσει δίκαια στη γη των έντιμων νεκρών, με τις τιμές που ορίζουν τα ήθη και οι νόμοι. Ενώ τον Πολυνείκη, που είχε άθλιο θάνατο, διέταξε, όχι να μην τον θάψει, να μην σκεφτεί κανείς να τον θρηνήσει καν· έτσι άκλαυτος και άταφος να δώσει χαρά στα όρνια, όταν δουν τι θησαυρό τους άφησε ο Κρέοντας στη γη... Ο έντιμος Κρέοντας! Ακούς τι αρπακτικά ετοιμάζει, σε σένα και σε μένα... σε μένα, ναι! Κι έρχεται τώρα εδώ να καταστήσει, λέει, σαφείς τις διαταγές του σε όποιον δεν κατάλαβε πως αν τις παραβεί θα λιθοβοληθεί μπροστά σ' όλη την πόλη. Έτσι έχουν τα πράγματα. Και τώρα θ' αποδείξεις αν είσαι κόρη ή λάθος των γονιών σου. ΙΣΜΗΝΗ Μ' αν είναι έτσι, δύστυχη, πώς θα μπορούσα εγώ να κάνω κάτι μέσα σ' αυτό το χάος; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Μπορώ εγώ. Σκέψου, λοιπόν, αν θα συνεργαστείς. ΙΣΜΗΝΗ Κίνδυνο ακούω. Τι λες; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Λέω: αν θα σηκώσεις μαζί μου τον νεκρό. ΙΣΜΗΝΗ Δεν εννοείς να τον κηδέψουμε! Παρά τη διαταγή; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ναι! Τον αδελφό μου κι αδελφό σου. Κι αν δεν θέλεις εσύ, εγώ δεν πρόκειται να τον προδώσω. ΙΣΜΗΝΗ Ενάντια στον Κρέοντα; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Δεν θα μου πει αυτός τι θα κάνω με την οικογένειά μου. ΙΣΜΗΝΗ Ω δυστυχία μου! Σύνελθε αδελφή. Σκέψου π ώς ξέπεσε ο πατέρας: ένα βδέλυγμα στα μάτια εκείνων που τον σέβονταν. Σκέψου τι έκανε, πώς έβγαλε τα ίδια του τα μάτια, όταν είδε καθαρά τα ολέθρια λάθη του. Σκέψου πώς τέλειωσε με μια θηλιά τις δυο ζω ές της η μάνα και γυναίκα του· πώς έγιναν σε μια στιγμή οι δυο αδελφοί μας δύστυχα θύματα και θύτες στυγνοί ο ένας του άλλου. Σκέψου, λοιπόν, εμείς οι μόνες κι αβοήθητες, τι άθλιο τέλος θα έχουμε, αν παραβούμε τον νόμο, αν αγνοήσουμε ψηφίσματα και διαταγές της εξουσίας. Κατάλαβέ το, γεννηθήκαμε γυναίκες, ακατάλληλες για μάχες με τους άνδρες. Αφού αυτοί έχουν τη δύναμη, εμείς και θα υπακούσουμε και θα ευχηθούμε να μην πάθουμε χειρότερα. Εγώ ζητώ απ' τους νεκρούς να καταλάβουν πως είμαι ανίσχυρη και κάνω αυτό που λένε οι ισχυροί. Τι παραπάνω μπορεί κανείς να κάνει από τον εαυτό του; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Δεν θα προσπαθήσω να σε πείσω· τώρα, ακόμα και να θέλεις, δεν σε θέλω βοηθό μου. Μπορείς να είσαι όπου φτάνει ο εαυτός σου. Εγώ θα τον κηδέψω και θα είναι τιμή να στερηθώ τον εαυτό μου, προσπαθώντας να τιμήσω τον νεκρό μου. Τουλάχιστον θα είμαι μαζί του: αγαπημένη αγαπημένου· παράνομη αλλά έντιμη. Γιατί εκείνο ι εκεί κάτω θέλω να μ' εκτιμούν. Πόσο θα ζήσω εδώ πάνω; Εσύ, αν θέλεις, μπορείς ν' απαξιώσεις ό,τι αξιώνουν οι θεοί. ΙΣΜΗΝΗ Τίποτα δεν απαξιώνω. Τη δύναμη της πολιτείας δεν ξέρω πώς ν' αντιμετωπίσω. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Προφασίσου ό,τι θέλεις! Εγώ απροκάλυπτα θα τον κηδέψω τον αδελφό μου. ΙΣΜΗΝΗ Πού πας, δυστυχισμένη; Με φοβίζεις! ΑΝΤΙΓΟΝΗ Μην ανησυχείς για μένα. Εσύ κοίτα πού πηγαίνεις. ΙΣΜΗΝΗ Τουλάχιστον μην πεις τίποτα σε κανέναν, πριν το επιχειρήσεις. Κρύψου, κράτα το κρυφό. Το ίδιο κι εγώ. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Αλήθεια; Κι εγώ λέω να το πεις· σε όλους. Πιο πολύ θα μισήσω τη σιωπή σου παρά τα λόγια σου. ΙΣΜΗΝΗ Με του θανάτου την παγωνιά ζητά ει να ζεσταθεί η καρδιά σου. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ξέρω πως αυτό ζητούν αυτοί που πρέπει να τιμώ. ΙΣΜΗΝΗ Πρέπει και να μπορείς. Εσύ ζητάς το αδύνατο. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Αν πάψω να μπορώ, έχω τελειώσει. ΙΣΜΗΝΗ Καλύτερα να μην αρχίζεις αυτά που δεν μπορεί κανείς. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Πάψε πια! Στο τέλος κι εγώ θα σε μισήσω και στους νεκρούς θα πρέπει ν' απολογηθείς. Άσε με εμένα· πες πως είμαι τρελή, πως πάω στον θάνατό μου. Αν είναι έντιμος, δεν θέλω τη ζωή μου: με τρομάζει. ΙΣΜΗΝΗ Πήγαινε λοιπόν! Όμως να ξέρεις: είσαι παράλογη... μα... ναι: ξέρεις ν' αγαπάς... και ν' αγαπιέσαι! ΧΟΡΟΣ Πρόβαλε, ήλιε· πρόβαλε! Δεν έχει ξαναδεί η Θήβα η Επτάπυλη, τέτοια λαμπρή αυγή. Άνοιξε βλέφαρο χρυσό της μέρας, πάνω απ' τα νερά της Δίρκης· φώτισέ μας, εσύ που τύφλωσες τη λάμψη της λευκής ασπίδας του Αργείου κατακτητή, εσύ που έτρεψες τον πάνοπλο εισβολέα σε άτακτη φυγή. Του Πολυνείκη οι στυγνοί ισχυ ρισμοί τον έφεραν στη γη μας: αετό απόκρημνο με κάτασπρα σαν χιόνι τα φτερά, άγριες κραυγές κι όπλα πολλά και κράνη με αλόγων χαίτες στολισμένα. Πάνω απ ό τα σπίτια μας έγραψε κύκλο με νύχια πεινασμένα. Όμως δεν πρόλαβε το ράμφος του να βάψει στο αίμα μ ας· δεν πρόλαβε την πόλη, σαν πευκόδασος φλεγόμενο, στον Ήφαιστο να παραδώσει. Ο πάταγος τον τρόμαξε της μάχης. Αετός φίδι οργισμένο δεν νικά. Γιατί ο Δίας σιχαίνεται τους κομπασμούς . Κι όταν τους είδε να προελαύνουν, στολισμένοι χρυσάφι και αλαζονεία, ξέσπασε πύρινος από ψηλά κι έκανε βογκητά θανάτου τους αλαλαγμούς της νίκης που ετοιμάζονταν να ξεστομίσουν. Κλονίστηκε, έπεσε, τσακίστηκε στη γη με τον πυρσό στο χέρι, τα μένεα πνέοντας και τη θύελλα του μίσους, που απειλούσε να ξεσπ άσει απάνω μας, την έκανε τυφώνα τρομερό ο Άρης· τους αφάνισε, βοηθός μας. Επτά ηγέτες του εχθρού, πύλες επτά απείλησαν. Πλήρωσαν όλοι με χαλκό στον Δία την ήττα τους, μπροστά σ' επτά ισάξιους φύλακες. Επτά... μόνο οι άσπονδοι εκείνο ι αδελφ οί, έμειναν για να μοιραστούν την ίδια ολέθρια μοίρα. Αφού κραυγάσαμε, όμως, εμείς τη νίκη με το ένδοξο όνομά της και χάρηκε η Θήβα των όμορφων αρμάτων, ας παν στη λήθη οι εχθροί· ας κυκλώσουν τους ναούς μας οι χοροί. Στον στρατηλάτη Βάκχο η Θήβα να παραδοθεί. Μα, να, ο βασιλιάς του τόπου, ο Κρέων του Μενοικέα· έρχεται νέος κυρίαρχος της νέας τροπής που έδωσαν στα πράγματα οι θεοί. Τι σχεδιάζει και συγκάλεσε συμβούλιο των γερόντων με τόση επισημότητα; ΚΡΕΩΝ Άνδρες, γνωρίζετε πως οι θεοί που συγκλόνισαν την πόλη, θέλησαν πάλι να σταθεί στα πόδια της. Γι' αυτό σας κάλεσα εδώ, πρώτους εσάς με τόση επισημότητα. Γνωρίζω με πόσο σεβασμό περιβάλατε τον θρόνο και την δύναμη του Λαΐου. Τον ίδιο σεβασμό δείξατε στον Οιδίποδα που ανόρθωσε την πόλη. Κι όταν εκείνος χάθηκε, με φρόνημα ανάλογο συνδράματε τους γιους του. Τώρα, λοιπόν, που εκείνοι έγραψαν την ανόσια μοίρα ο ένας του άλλου, στης γης την σκόνη, έμεινα εγώ, εξ αγχιστείας συγγενής τους, με τον θρόνο και τη δύναμη. Κανείς, ωστόσο, δεν μπορεί να ξέρει τι προσδοκά, τι σκέφτεται, πώς κρίνει ο άνθρωπος πριν πάρει τους νόμους και την εξουσία στα χέρια του. Για μένα είναι ανάξιος αυτός που αναλαμβάνει την διοίκηση της πόλης και φοβάται να πει τα πράγματα με τ' όνομά τους. Κι ακατονόμαστος εκείνος που προτιμά τον φίλο απ' την πατρίδα. Εγώ, και μάρτυς μου ο Δίας που βλέπει τα πάντα από ψηλά, ουδέποτε θα πω σωτηρία τη συμφορά, όταν την δω να έρχεται. Ουδέποτε θα κάνω φίλο μου εχθρό της γης μου. Αυτή πατάμε, μόνο αυτή μας είναι πά ντοτε πιστή. Ας πορεύεται σωστά και φίλους κάνουμε όσους θέλουμε. Έτσι σκέφτομαι, έτσι κρίνω κι άλλο δεν προσδοκώ απ' την τήρηση των νόμων. Κι έχει νόμου χαρακτήρα η απόφαση που πήρα για τους γιους του Οιδίποδα· οι πολίτες πρέπει να συμμορφωθούν. Διατάσσω: ο Ετεοκλής, που έπεσε υπέρ πόλεως, μαχόμενος γενναία, θα ταφεί με όλες τις τιμές· ώστε ν' απαλλαγεί απ' οποιαδήποτε ενοχή και άριστος ανάμεσα στους άριστούς νεκρούς τη θέση του να βρει. Όσο για τον άλλον, τον αδελφό του εννοώ, τον Πολυνείκη, που πρώτα εγκατέλειψε κι ύστερα θέλησε να πυρπολήσει την πατρική του γη και τους θεούς τους πολιούχους, αφανίζοντας το ίδιο του το αίμα, υποδουλώνοντας ακόμα και τις στάχτες... αυτόν η πόλη άταφο πρέπει τον αφήσει, κανείς δεν θα τον κλάψει ούτε θα τον νεκροστολίσει. Θα μείνει εκεί που βρίσκεται για να χαρούν τις σάρκες του τα όρνια και τα σκυλιά. Έτσι σκέφτομαι, έτσι κρίνω και διατάσσω. Όσο κυβερνώ εγώ, οι άτιμοι δεν θα 'ναι το ίδιο με τους δίκαιους. Οι πατριώτες θα 'χουν τις τιμές που δικαιούνται ζωντανοί μα και νεκροί. ΧΟΡΟΣ. Μεταχειρίσου όπως θέλεις τους προδότες και τους πατριώτες, γιε του Μενοικέα. Έχεις κάθε δικαίωμα να χρησιμοποιήσεις τους νόμους, για να κρίνεις και κείνους τους νεκρούς κι εμάς εδώ τους ζωντανούς. ΚΡΕΩΝ Σε ορίζω φύλακα, λοιπόν, της εντολής μου. ΧΟΡΟΣ. Πρέπει να βρεις κανέναν νέο ν' αναθέσεις τέτοιο βάρος. ΚΡΕΩΝ Δεν εννοώ αυτό. Ήδη φυλάσσεται ο νεκρός. ΧΟΡΟΣ. Τότε τι να φυλάξω; ΚΡΕΩΝ Εσένα· μακριά απ' τους αντιφρονούντες. ΧΟΡΟΣ Δεν εί μαι πια τόσο ξεμωραμένος που να θέλ ω να χάσ ω τη ζωή μου. ΚΡΕΩΝ Ναι, θα την χάσεις, όπως το είπες. Όμως, συχνά, το κέρδος κάνει τους ανθρώπους να ξεχνούν τι πρόκειται να χ άσουν. ΣΚΟΠΟΣ Άρχοντα, δεν λέω πως τσακίστηκα να φτάσω ξέπνοος ως εδώ. Και σταματούσα κάθε τόσο να σκεφτώ πού πάω και πισωγύριζα. Γιατί όλο έλεγα μέσα μου: "Πού πας να μπλέξεις, δύστυχε; Κάτσε καλά". Και ύστερα: "Αργείς, πολύ αργείς. Αν το μάθει από άλλον ο Κρέοντας, ποιος σε σώζει!" Μ' αυτά και μ' αυτά έκανα ολόκληρο ταξίδι δυο βήματα δρόμο. Στο τέλος αποφάσισα να έρθω και να σ ' το πω Τι να σου πω; Δεν ξέρω και πολλά. Και ας γίνει ό,τι γίνει. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν ξέφυγε απ' τη μοίρα του ποτέ. ΚΡΕΩΝ Τι σε κατάντησε έτσι; ΣΚΟΠΟΣ Είμαι αθώος. Δεν το έκανα εγώ· ούτε τον ένοχο γνωρίζω. Αμαρτία να το φορτωθώ. ΚΡΕΩΝ Καλά, καλά... Ποιο πράγμα, όμως; Γιατί με τριγυρίζεις με λόγια. Πες μου τι έγινε. ΣΚΟΠΟΣ Σε τριγυρίζω επειδή φοβάμαι να με ακούσεις. ΚΡΕΩΝ Μίλα κι εξαφανίσου. ΣΚΟΠΟΣ Να, σου το λέω, λοιπόν! Πριν από λίγο, κάποιος έκανε κανονική κηδεία στον νεκρό. Του έριξε λίγο χώμα κι εξαφανίστηκε. ΚΡΕΩΝ Τι είπες; Ποιος τόλμησε! ΣΚΟΠΟΣ Δεν ξέρω. Η γη όλη γύρω απείραχτη, χέρσα, σκληρή όπως πάντα. Σαν να μην επιχείρησε κανείς να σκάψει τάφο. Κι αυτό είναι το λιγότερο. Σαν να μην ήρθε, να μην έφυγε κανείς: ούτε πατημασιές ούτε σημάδια τροχών. Όταν μας έδειξε το μέρος ο πρωινός σκοπός, μείναμε άναυδοι. Άφαντος ο νεκρός! Κοιτάξαμε καλύτερα και είδαμε πως δεν τον είχαν θάψει· τον είχανε σκεπάσει με λίγο χώμα για να φύγει το μίασμα. Ήταν εκεί, ολόκληρος. Τ' αρπακτικά και τα σκυλιά δεν τον είχαν πλησιάσει. Ύστερα... πρώτα ήρθαμε στα λόγια και μετά στα χέρια. Ο ένας έριχνε στον άλλον την ευθύνη κι ο άλλος φώναζε πως ήταν αθώος κι έβριζε, χτυπιόταν και χτυπούσε. Κι οι όρκοι, βροχή. Τι θα βάζαμε το χέρι στη φωτιά, τι θα πατούσαμε σε κάρβουνα αναμμένα, τι θα καλούσαμε τον Δία τον ίδιο μάρτυρα... Κανείς δεν είδε τίποτα, κανείς δεν το έκανε, μονάχος του ή με άλλον, κανείς δεν σκέφτηκε καν να το κάνει. Άκρη δεν έβγαινε. Και τότε πετάχτηκε ένας και είπε κάτι που είχαμε ξεχάσει. Παγώσαμε· τι να του απαντήσουμε, που είχε δίκιο απόλυτο; Ναι, έπρεπε ν' αναφέρουμε αμέσως σε σένα το συμβάν. Συμφωνήσαμε. Κ αι τσάκισε μένα, τον δύστυχο, ο κλήρος. Να 'μαι, λοιπόν, μπροστά σου, απρόθυμος κι απρόσκλητος· γιατί το ξέρω: κανείς δεν καλοδέχεται κακό μαντατοφόρο. ΧΟΡΟΣ Άρχοντά μου, τόσην ώρα, με τριγυρίζει η σκέψη μήπως είναι θέλημα θεών αυτή η πράξη. ΚΡΕΩΝ Πάψε, πριν χάσω την ψυχραιμία μου! Τι πράγματα είναι αυτά που λες; Θέλεις να μου αποδείξεις πως εκτός από γέρος είσαι κι ανόητος; Δεν δέχομαι πως οι θεοί θέλουν να προστατεύσουν τέτοιο νεκρό. Γιατί να το κάνουν; Επειδή τους τίμησε ζητώντας να κάνει στάχτη τους ναούς, τ' αφιερώματα, τη γη τους; Να σκορπίσει τους νόμους τους στους πέντε ανέμους; Ή μήπως επειδή οι νόμοι τους δικαιώνουν τους άτιμους; Όχι· δεν είναι δυνατόν. Ξέρω εγώ τι έγινε. Απ' την αρχή ορισμένοι πολίτες είχαν πρόβλημα με τη διαταγή μου. Κουνούσαν το κεφάλι και μουρμούριζαν πως δεν θα σκύψουν, τάχα, να τους περάσω χαλινάρι. Αυτοί, είμαι βέβαιος, πλήρωσαν κάποιους να το κάνουν. Άτιμη συνήθεια το χρήμα στους ανθρώπους! Και πόλεις ρημάζει και σπίτια διαλύει και συνειδήσεις διαφθείρει. Κάνει τον έντιμο άτιμο, τον λογικό παράλογο και τη ζωή συναλλαγή πανούργα. Όποιος πληρ ώθηκε, λοιπόν, για να το κάνει αυτό το πράγμα, αργά ή γρήγορα θα το πληρώσει και με το πάρα πάνω. Όσο για σας, ορκίζομαι στον Δία , που εγώ τουλάχιστον ακόμα τον τιμώ, πως αν δεν μου αποκαλύψετε τον δράστη, ακούτε; αν δεν τον φέρετε μπροστά μου, ούτε ο θάνατος δεν σας γλιτώνει. Θα σας κρεμάσω έναν-έναν ζωντανούς και δεν θα βρείτε τον δρόμο για τον Άδη πριν μαρτυρήσετε τον ένοχο. Να δείτε καθαρά τι είναι κέρδος και τι κλεψιά. Να καταλάβετε πως όποιος θέλει να κερδί ζει από τους πάντες, συχνά χάνει τα πάντα. ΣΚΟΠΟΣ Να μιλήσω ή να φύγω; ΚΡΕΩΝ Δεν κατάλαβες ακόμα πως κι ο ήχος της φωνής σου μ' ενοχλεί; ΣΚΟΠΟΣ Στ' αυτιά ή στην ψυχή; ΚΡΕΩΝ Τι σημασία έχει; ΣΚΟΠΟΣ Τ' αυτιά σου τα ενοχλώ εγώ· την ψυχή σου, ο δράσ της. ΚΡΕΩΝ Για δες! Εσύ είσαι γεννημένος για τα παιχνίδια με τις λέξεις. ΣΚΟΠΟΣ Μπορεί. Πάντως το έργο αυτό δεν το έγραψα εγώ. ΚΡΕΩΝ Και μάλιστα πουλώντας την ψυχή σου. ΣΚΟΠΟΣ Αχ, Κρέων, είναι κρίμα να κρίνει άκριτα ο κριτής. ΚΡΕΩΝ Καλά, κρύψου εσύ πίσω απ' το "κρίμα". Αν δεν μου φανερώσετε ποιος έκρινε σωστό να κάνει τέτοιο πράγμα, θα σας μάθω τι σημαίνει άτιμο κέρδος και δίκαιη τιμωρία. ΣΚΟΠΟΣ Εύχομαι ν' αποκαλυφθεί. Όμως εμένα, συλληφθεί δεν συλληφθεί, αυτό βέβαια θα το κρίνει η τύχη, δεν θα με ξαναδείς μπροστά σου. Ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω πώς με γλίτωσαν οι θεοί. Σώθηκα, τους ευχαριστώ και... τέλος με τις κρίσεις και τα κρίματα. ΧΟΡΟΣ Γκρεμός ο κόσμος· κι ο άνθρωπος ένας γκρεμός στην άκρη του γκρεμού. Ορθώνεται ακλόνητος στον άγριο χειμώνα του πελάγους κι ανοίγει δρόμους μες στις θύελλες που ζητούν να τον καταποντίσουν. Τ' άλογα οπλίζει με άροτρα και χρόνο με τον χρόνο δαμάζει, οργώνει, καλλιεργεί τη Γη, την ακατάλυτη, την άφθαρτη, αθάνατη, υπέρτατη θεά. Το ανάερο γένος των πουλιών πολιορκεί· των αγριμιών και των κατοίκων των βυθών τα έθνη υποδουλώνει με δίχτυα αναπόδραστα, ο επιτήδειος άνθρωπος: παγιδεύει τα θηρία των δασών, δαμάζει τ' άλογα και ζεύει άγριους ταύρους. Γλώσσα και σκέψη ευέλικτη και σταθε ρούς θεσμούς διδάσκει και διδάσκεται. Της παγωνιάς και της βροχής τα βέλη αποφεύγει και πάντα βρίσκει τρόπο ν' ανταπεξέλθει· αδύναμος μόνο μπροστά στον θάνατο δείχνεται, όσες πληγές κι αρρώστιες κι αν γνωρίζει να γιατρεύει. Σοφός, λοιπόν, ο άνθρωπος· σοφός και επιτήδειος. Κι όμως τρεκλίζει, σέρνεται στο χείλος του καλού και του κακού. Άλλος, πολίτης άξιος, σέβεται τους θεσμούς, τα ιερά και όσια. Κι άλλος, ανέστιος, βρίσκεται μόνος με την ατίμωση. Μακριά από μένα τέτοια συντροφιά. Βλέπω καλά ή μου στέλνουν οράματα οι θεοί; Δεν ξέρω τι να πω! Κι όμως θα ορκιζόμουν πως είναι η Αντιγόνη. Τι θες εδώ δύστυχη κόρη του δύστυχου Οιδίποδα; Τι τρέχει; Όχι, δεν μπορεί να παραβίασες εσύ τη διαταγή του βασιλιά! Τρελάθηκες, παιδί μου; ΣΚΟΠΟΣ Αυτή το έκανε. Την πιάσαμε επ' αυτοφώρω να τον θάβει. Πού είναι ο Κρέων; ΧΟΡΟΣ. Να τον. Πάνω στην ώρα βγαίνει απ' το παλάτι. ΚΡΕΩΝ Τι συμβαίνει; Πάνω σε ποιαν ώρα βγαίνω; ΣΚΟΠΟΣ Ο άνθρωπος, ά ρχοντά μου, όρκο δεν πρέπει για τίποτα να παίρνει. Η σκέψη τρώει την πρόθεση, ε; Να, δες: εγώ, ας πούμε, θα ορκιζόμουν πως με όλη την τρομάρα που πήρα, όταν άρχισες τις απειλές, μόνο σηκωτός θα ξαναρχόμουν εδώ. Έλα όμως που η ανέλπιστη χαρά κολλάει σαν μέλι! Να 'μαι, λοιπόν, επίορκος, μπροστά σου με τούτο το κορίτσι, που το πιάσαμε να ραίνει και να θάβει. Κι αν θες να ξέρεις, ετούτη τη φορά δεν μου έπεσε ο κλήρος να στην φέρω. Όχι! Εγώ ο ίδιος με κλήρωσα· εγώ την έπιασα. Αυτό δεν ήθελες; Παρ' την, λοιπόν! Κρίνε την, δίκασέ την... όμως εμένα απάλλαξέ με. Είμαι αθώος! ΚΡΕΩΝ Έτσι, ε; Και τι την έπιασες να κάνει; ΣΚΟΠΟΣ Να θάβει τον νεκρό, σου λέω. ΚΡΕΩΝ Και είσαι βέβαιος πως ξέρεις τι λες; ΣΚΟΠΟΣ Την είδα με τα ίδια μου τα μάτια να θάβει τον νεκρό που απαγόρεψες. Πώς να μην είμαι βέβαιος! ΚΡΕΩΝ Επ' αυτοφώρω, δηλαδή; Πώς έγινε; ΣΚΟΠΟΣ Λοιπόν... αφού με στόλισες με απειλές, μεταξύ άλλων, πήρα τους άλλους και γυρίσαμε πίσω, στο πτώμα που είχε αρχίσει να σαπίζει. Το καθαρίσαμε καλά-καλά από τα χώματα το γυμνώσαμε εντελώς, ανεβήκαμε σε κάτι βράχια να μην μας παίρνει η βρώμα κι αρχίσαμε να φυλάμε ο ένας τον άλλον αν φυλάει καλά το μέρος ή χαζεύει. Μ' αυτά και μ' αυτά, μεσημέριασε κι άρχισε ο ήλιος να καίει τα πάντα. Ξαφνικά, σηκώθηκε ένας τρομερός ανεμοστρόβιλος να πνίξει τον ουρανό και μάδησε τα δέντρα στην πεδιάδα και σκοτείνιασαν τα πάντα από την σκόνη. Εμείς λουφάξαμε για να περάσει ο χαλασμός. Κι όταν έπεσε ο αέρας και σηκωθήκαμε κι ανοίξαμε τα μάτια, να 'σου το κορίτσι να κλαίει σπαραχτικά, σαν το πουλί που του πήραν τα μικρά του απ' την φωλιά. Κοίταζε τον νεκρό, πεταμένο εκεί σαν το ψοφίμι και ούρλιαζε και καταριόταν αυτόν που τον ξεγύμνωσε. Έφερε με τα χέρια της χώμα διψασμένο, τον σκέπα σε και άρχισε να ξεδιψά γύρω τη γη, τρεις φορές κανονικά, με μια ωραία χάλκινη κανάτα. Τότε ορμήσαμε σαν τα λιοντάρια και την αρπάξαμε. Αυτή ούτε που σάλεψε· καν δεν ξαφνιάστηκε. Κι όταν αρχίσαμε να την κατηγορούμε γι' αυτά που έκανε, καμάρωνε κι εγώ απ' τη μια χαιρόμουν που ομολογούσε κι απ' την άλλη την λυπόμουν. Γιατί ωραία είναι μεν να την γλυτώνεις προσωπικά, όμως όχι και να στέλνεις τους άλλους στο θηρίο. Τέλος πάντων! Εγώ είμαι φτιαγμένος να προτιμώ πάντα το πρώτο. ΚΡΕΩΝ Εσύ εκεί, άσε τη γη και κοίταξέ με! Τι λες; Ομολογείς αυτές τις πράξεις ή τις αρνείσαι; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Λέω πως τις ομολογώ και πως δεν τις αρνούμαι. ΚΡΕΩΝ (Στον ΣΚΟΠΟ) Εσύ μπορείς να φύγεις. Ελεύθερος... κι αθώος! (Στην ΑΝΤΙΓΟΝΗ ) Όσο για σένα... λέγε χωρίς περιστροφές: δεν ήξερες πως βγήκε διαταγή που απαγόρευε αυτή την πράξη; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Φυσικά· κι εγώ και όλη η πόλη. ΚΡΕΩΝ Κι ωστόσο, παρανόμησες. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ούτε ο Δίας των ζωντανών ούτε η Δίκη των νεκρών μου απαγόρευσαν να κάνω ό,τι έκανα. Αυτοί νομοθετούν πραγματικά. Ή μήπως νομίζεις πως εσύ, ένας θνητός, μπορείς να δίνεις διαταγές που αντιβαίνουν στο άγραφο κι ακλόνητο δίκαιο των θεών! Αυτό δεν είναι προσωρινό. Ισχύ ει πάντα και παντού. Κανείς δεν ξέρει από πότε και κανείς, όση εξουσία κι αν έχει, δεν θα με κάνει να το παραβώ. Ναι, ξέρω: θα πεθάνω! Δεν χρειαζόταν η διαταγή σου για να το μάθω. Έτσι κι αλλιώς, είμαι θνητή. Θα πάω, λοιπόν, μια ώρα αρχύτερα. Κι αυτό είναι κέρδος. Ναι· ε ίναι κέρδος να τελειώνεις μια ζωή βασανισμένη. Αν είναι ο θάνατος το κόστος της ζωής μ ου, μετά χαράς θα το πληρώσω. Όμως δεν γίνεται να ζήσω για να δω τον αδελφό μου να τελειώνει σκυλεμένος. Θα κατέρρεα αμέσως κι όπως βλέπεις... είμαι ακόμα όρθια. Τώρα, αν νομίζεις πως λέω ανοησίες... δεν σκοπεύω να καταρρεύσω επειδή με θεωρεί ανόητη ένας ανόητος. ΧΟΡΟΣ Δες εκεί γλώσσα! Σκληρού πατέρα, σκληρό παιδί. Δεν την λυγίζουν οι συμφορές. ΚΡΕΩΝ Πρέπει να ξέρεις όμως πως και οι πιο ακλόνητες απόψεις κάποτε καταρρέουν. Το σίδερο σκληραίνει στη φωτιά, μα δεν αργεί να γίνει κομμάτια και τ' ατίθασα άλογα ένα τόσο δα χαλινάρι τα δαμάζει. Ο δούλος δεν πρέπει να έχει ακλόνητες απόψεις. Αυτή διέπραξε ήδη μιαν ύβρη, όταν παραβίασε τον νόμο και τώρα διαπράττει μια δεύτερη: εγκωμιάζει την πράξη της και μας σαρκάζει. Ε, λοιπόν, δεν θα με λυγίσει εμένα. Δεν θα της το επιτρέψω! Δεν είναι αυτή ο άντρας, αλλά εγώ! Μπορεί να την γέννησε η αδελφή μου, μπορεί να είναι αίμα μου, μα δεν θα την γλιτώσω από την άθλια μοίρα της. Θα πεθάνει κι αυτή κι η αδελφή της. Γιατί είναι προφανές πως κατάστρωσαν μαζί το σχέδιο της ταφής. Φωνάξτε την αμέσως εδώ! Την είδα, είναι μέσα, λυσσομανάει την τρέλα της. Τον συνωμότη πρώτα η ενοχή του τον ξετρυπώνει απ' το σκοτάδι. Αυτό που δεν ανέχομαι είναι όταν συλληφθεί να προσπαθεί να εξωραΐσει το έγκλημά του. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Με συνέλαβες, λοιπόν. Θα με σκοτώσεις τώρα ή θέλεις κάτι άλλο απ' τη ζωή μου; ΚΡΕΩΝ Μου φτάνει αυτή. Τι άλλο να θέλω; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Τι περιμένεις τότε; Ούτε κι εγώ μπορώ ν' ακούω τα ρητά σου ούτε κι εσύ αντέχεις να με ακούς· έτσι δεν είναι; Παρόλο που έθαψα τον αδελφό μου και θα 'πρεπε να με τιμάς γι' αυτό. Κι εσύ κι όλοι αυτοί, αν δεν τους είχε βουβάνει ο φόβος σου. Βλέπεις, η τυραννία, μεταξύ άλλων, μπορεί να είναι όσο λαλίστατη επιτρέπει στον εαυτό της. ΚΡΕΩΝ Τι θα έλεγαν; Αυτό που βλέπεις μόνο εσύ; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Βλέπουν κι αυτοί. Γλώσσα δεν έχουν πια. ΚΡΕΩΝ Έστω! Εσύ, γιατί δεν ακολουθείς το παράδειγμά τους; Δεν ντρέπεσαι; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Δεν είναι ντροπή να σέβομαι το ίδιο μου το αίμα. ΚΡΕΩΝ Κι ο άλλος, που τον σκότωσε το αίμα σου, αίμα σου δεν ήταν; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Αίμα μου, απ' την ίδια μητέρα και τον ίδιο πατέρα. ΚΡΕΩΝ Τότε πώς τιμάς τον άτιμο φονιά του; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Δεν νομίζω πως συμφωνεί μαζί σου ο νεκρός. ΚΡΕΩΝ Θεωρεί τιμή να σέβεσαι το ίδιο κι αυτόν κι έναν άτιμο; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Δεν ήταν δούλος. Αδελφός του ήταν. ΚΡΕΩΝ Ναι αδελφός, που ήθελε να πάρει την γη του αδελφού του. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Στον Άδη δεν μετράνε αυτά. ΚΡΕΩΝ Πάντως ο άτιμος κι ο τίμιος δεν είναι το ίδιο. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ποιος ξέρει τι γίνεται εκεί κάτω. ΚΡΕΩΝ Κι ο νεκρός εχθρός, εχθρός είναι. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Δεν είναι πόλεμος για μένα η ζωή· αγάπη είναι. ΚΡΕΩΝ Καλά, λοιπόν! Όταν πας εκεί κάτω αγάπα όποιον θέλεις. Εδώ πάνω όμως, ισχύουν αυτά που λέω, κι εσύ είσαι γυναίκα. ΧΟΡΟΣ Μα να μπροστά στην πύλη η Ισμήνη. Σύννεφο μαύρο έχει σκεπάσει τ' όμορφο πρόσωπό της, και βρέχει απαρηγόρητα στα ρόδινά της μάγουλα η αδελφική αγωνία. ΚΡΕΩΝ Έλα κι εσύ, οχιά κρυφή, που φώλιαζες στο σπίτι μου και μου έπινες το αίμα... Πού να το φανταστώ πως έτρεφα στον θρόνο μου φίδια αναρχικά! Έλα και λέγε: ομολογείς πως συμμετείχες στη ταφή ή θ' αρχίσεις να ορκίζεσαι κι εσύ πως είσαι αθώα; ΙΣΜΗΝΗ Αν ομολόγησε εκείνη, ομολογώ. Μοιράστηκα μαζί της την πράξη και μοιράζομαι την ενοχή και την ποινή. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Όχι δεν είναι δίκαιο. Ούτε το θέλησες ούτε σε δέχθηκα. ΙΣΜΗΝΗ Ναι· όμως τώρα, έγινε πέλαγο η συμφορά και δεν φοβάμαι να το περάσω στο πλευρό σου. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ποιος έκανε τι μόνον ο Άδης κι οι νεκροί το ξέρουν. Όσο για μένα, δεν θέλω σύντροφο στα λόγια. ΙΣΜΗΝΗ Όχι, αδελφή μου, άφησέ με να πεθάνω μαζί σου: να τιμήσω εσένα, εμένα, τον νεκρό μας. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Δεν χρειάζεται να μοιραστείς μαζί μου θάνατο που δεν κόπιασες. Φτάνει ο δικός μου. ΙΣΜΗΝΗ Και τη ζωή μου; Τι να την κάνω δίχως εσένα; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ρώτα τον Κρέοντα, που δεν ήθελες να παρακούσεις. ΙΣΜΗΝΗ Τι θα κερδίσεις απ' τον πόνο που μου δίνεις; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Μονάχα πόνο. Μα δεν γίνεται αλλιώς. ΙΣΜΗΝΗ Έστω κι έτσι, πες μου πώς μπορώ να σε βοηθήσω. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Να μείνεις ζωντανή. Φύγε από μένα, γλίτωσε· δεν πρόκειται να σου θυμώσω. ΙΣΜΗΝΗ Να πάω πού; Έξω απ' το πεπρωμένο σου υπάρχει μόνο δυστυχία. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Κρατήσου από την ζωή. Αυτήν επέλεξες. Εγώ επέλεξα τον θάνατο. ΙΣΜΗΝΗ Ναι την επέλεξα. Σου εξήγησα όμως... ΑΝΤΙΓΟΝΗ Σ' αυτούς εδώ εξήγησες. Και με το δίκιο σου. Εγώ βρήκα το δίκιο μου αλλού. ΙΣΜΗΝΗ Και μήπως δεν είχαμε άδικο και οι δυο; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Μην απελπίζεσαι: είσαι ζωντανή. Εγώ ήμουν νεκρή από καιρό για χάρη των νεκρών. ΚΡΕΩΝ Κι εγώ είμαι βέβαιος πως έχουμε να κάνουμε με μια τρελή εκγενετής και μια που έχασε τώρα τα λογικά της. ΙΣΜΗΝΗ Τρελαίνεται ο άνθρωπος, όσο μυαλό κι αν του έδωσε η φύση, βασιλιά μου, όταν τον χτυπήσουν συμφορές. ΚΡΕΩΝ Εσύ, πάντως, τρελάθηκες, όταν μοιράστηκες τη λογική της άλλης. ΙΣΜΗΝΗ Πώς θα ζήσω, αν πεθάνει εκείνη; ΚΡΕΩΝ Ποια "εκείνη"; Εκείνη δεν υπάρχει πια. Είναι νεκρή. Κατάλαβέ το! ΙΣΜΗΝΗ Τη νύφη του παιδιού σου θα σκοτώσεις, Κρέων; ΚΡΕΩΝ Γη καρπερή μπορεί να βρει κι αλλού. ΙΣΜΗΝΗ Αγαπημένη, όμως; ΚΡΕΩΝ Κακιά γυναίκα δεν θα δώσω στον γιο μου. ΙΣΜΗΝΗ Καλέ μου, Αίμων, πώς σε προσβάλει έτσι ο ίδιος σου ο πατέρας! ΚΡΕΩΝ Πάψε. Με ζάλισες μ' αυτόν το γάμο! ΧΟΡΟΣ Πραγματικά θα την στερήσεις απ' τον γιο σου; ΚΡΕΩΝ Όχι εγώ, ο θάνατός της. ΧΟΡΟΣ Το αποφάσισες, λοιπόν; ΚΡΕΩΝ Κι εγώ κι εσύ. Τι στέκεστε, φρουροί; Πάρτε τις μέσα γρήγορα. Και μην τους χαριστείτε επειδή είναι γυναίκες. Ακόμα και οι πιο ατρόμητοι άνδρες, κοιτάνε να ξεφύγουν σαν θρασίμια, όταν τους ζώσει ο θάνατος. ΧΟΡΟΣ Μακάριος αυτός που δεν δοκίμασε οργή θεού. Γιατί όταν χτυπήσει το σπίτι του σεισμός από ψηλά, δεν μένει συμφορά που να μην κατακλ ύσει τα ερείπια της γενιάς του. Βοριάς αλύπητος ορθώνει τον σκοτεινό βυθό των ημερών του καταπάνω στις ακτές των απογόνων και τις συντρίβει. Πάει το γένος το αρχαίο των Λαβδακιδών! Κύματα βουνά οι παλιές οι αμαρτίες σαρώνουν η μια ό,τι άφησε η άλλη. Ξεριζώνει έναν-έναν τους βλαστούς κάποιος θεός και τέλος πουθενά. Πάνω που βγήκε λίγος ήλιος να ζεστάνει το τελευταίο βλαστάρι του Οιδίποδα, στυγνό σκοτάδι άπλωσαν οι χθόνιοι θεοί: σκόνη τα λόγια τα στεγνά κι οι σκέψεις οι άγονες αφάνισαν τα πάντα. Την δύναμή σου, Δία, ποιος άνθρωπος μπορεί να παρακάμ ψει; Ούτε ο Ύπνος, ο γητευτής ούτε ο ακάματος ο Χρόνος. Άχρονος ό λα εσύ τα κυβερνάς με του Ολύμπου το μεγαλείο, αύριο, σήμερα και χθες και πάντα, όπως πάντα. Αυτός είναι ο νόμος σου. Κι ο άνθρωπος που ζητάει πολλά, μαθαίνει κάποτε πως έχει μερίδιο στην συμφορά. Γιατί οι αδέσποτες ελπίδες άλλους τους βοηθούν κι άλλους τους ρίχνουν στην φωτιά. Σοφά κείνα τα λόγια που λένε πως τρελαίνει ο θεός αυτόν που θέλει να τιμωρήσει: και το κακό το ύ φαίνεται καλό, κι αργά ή γρήγορα θα δυστυχήσει. Μα να ο Αίμων, το αγαπημ ένο σου παιδί. Είναι αγωνία για την καλή του, αυτό που βλέπω στο πρόσωπό του. Τον πονάει η ιδέα ενός τέτοιου χωρισμ ού; ΚΡΕΩΝ Δεν χρειάζονται εικασίες και μαντείες· τώρα θα δούμε. Παιδί μου, τι σε φέρνει εδώ; Ο θυμός για την απόφασή μου ή η αγάπη σου κι η πίστη σου σε μένα; ΑΙΜΩΝ Η αγάπη μου κι η πίστη μου, πατέρα. Το ξέρεις: σου ανήκω και σκέφτομαι όπως σκέφτεσαι, όταν σκέφτεσαι σωστά· κανένας γάμος δεν θα μπει ανάμεσά μας. ΚΡΕΩΝ Σωστά, παιδί μου. Έτσι πρέπει να σκέφτεσαι: ασπίδα σου να είναι η γνώμη του πατέρα. Γι' αυτό ο άνδρας θέλει να έχ ει στο σπίτι του υπάκουα παιδιά, που να εκδικούνται τους εχθρούς και να τιμούν τους φίλους του. Δυστυχισμένος για τους φίλους και γελοίος για τους εχθρούς είναι αυτός που γέ ννησε άχρηστα παιδιά. Πρόσεξε τον έρωτα παιδί μου: μπορεί να σε τρελάνει. Άκουσέ με: κακιά γυναίκα στο σπίτι, χειμώνας στο κρεβάτι σου. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πληγή απ' τον ανάξιο σύντροφο. Ξέχνα το ετούτο το κορίτσι. Είναι εχθρός σου, διώξε το να πάει στον Άδη να βρει αυτόν που της ταιριάζει. Επ' αυτοφώρω την έπιασα· αγνόησε τη διαταγή που σεβάστηκε όλη η πόλη. Δεν πρόκειται να το αποκρύψω απ' τους πολίτες. Ψεύτης εγώ δεν γίνομαι. Θα την σκοτώσω. Κι ας προσεύχεται όσο θέλει στον Δία προστάτη της συγγένειας. Αν τρέφω παραβάτες μες στο σπίτι μου, πως πρέπει ν' αντιμετωπίσω τους απέξω; Με καρτερία; Από το σπίτι φαίνεται ο άξιος πολίτης. Όποιος, όμως, ξεπερνά τα όρια και καταστρατηγεί τους νόμους και νομίζει πως μπορεί να επιβληθεί στην εξουσία, θα με βρει οπωσδήποτε μπροστά του. Αυτόν που θ' αναδείξει η πόλη, όλοι πρέπει να τον ακούν· και στα μικρά και στα μεγάλα· και στα δίκαια και στ' άλλα. Και πιστεύω πως αυτός θα κυβερνήσει με τόσο σθένος όση σύνεση θα είχε αν ήταν υπάκουος πολίτης. Ναι, αυτός μες στο χαλάζι των δοράτων θα σταθεί ακλόνητος στη θέση του: πιστός φίλος και συμπολεμιστής. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο κακό από την αναρχία. Αυτή αλώνει πολιτείες, αυτή γκρεμίζει σπίτια, αυτή σπάει τους δεσμούς των συμπολεμιστών και τους τρέπει σε άτακτη φυγή. Όμως η πειθαρχία σώζει τους πιο πολλούς από εκείνους που κρατούν τη θέση τους με θάρρος. Γι' αυτό πρέπει να υπερασπ ιστούμε αυτούς που σέβονται τους νόμους και να μην ανοίξει μάχη μαζί μας μια γυναίκα. Αν είναι κάποτε να χάσω την εξουσία, τουλάχιστον ας είναι από άνδρα. Δεν θα με αποτελειώσει η ντροπή πως με κατέβαλε γυναίκα. ΧΟΡΟΣ Αν δεν τα χάσαμε εντελώς από τα χρόνια, βρίσκουμε ό,τι λες σωστό. ΑΙΜΩΝ Πατέρα, ο νους είναι στον κόσμο το πράγμα το καλύτερα μοιρασμένο απ' τους θεούς. Όσο για μένα, δεν μπορώ ούτε και θέλω να πω αν είναι λογικά αυτά που λες, παρόλο που ένας άλλος θα τα έβλεπε αλλιώς και ίσως να είχε δίκιο. Εν πάση περιπτώσει, σαν παιδί σου, έχω την υποχρέωση να εξετά ζω προσεκτικά τα λόγια και τις πράξεις όσων διαφωνούν μαζί σου. Βέβαια, στη θέα σου και μόνο, οι πολίτες τρέμουν, μετρούν προσεκτικά τα λόγια τους, μην παραπέσει τίποτα που δεν θα σου αρέσει. Όμως εγώ τ' ακούω κρυφά να ηχούν. Και λένε: "Είναι ατιμία μεγάλ η να πεθάνει ντροπιασμένο ετούτο το κορίτσι, που ίσα-ίσα έκανε κάτι μεγαλειώδες: δεν άφησε το αιμόφυρτο πτώμα του αδελφού της βορά στα πεινασμένα για σάρκα όρνια και σκυλιά. Δεν της αξίζουν άραγε τιμές;" Τέτοια λόγια τριγυρίζουν στα σκοτεινά της πόλης. Για μένα τίποτα, πατέρα, δεν αξίζει όσο οι καλές σου πράξεις. Κάθε παιδί τιμή και δόξα απ' τον γονιό του προσδοκά, όπως κι εκείνος από αυτό. Θέλω να πω... μην κλείνεσαι στις σκέψεις σου, μην είσαι άδικα βέβαιος πως έχεις δίκιο απόλυτο. Όποιος νομίζει πως είναι ο μόνος λογικός, πως μόνο αυτός μπορεί να σκέφτεται και να μιλάει σωστά, στο τέλος βρίσκεται μόνος μέσα του: άνθρωπος κούφιος, άδειος· κι οι άλλοι το βλέπουν. Κι ο σοφότερος σοφός πάντα μπορεί να διδαχθεί το παραπάνω. Ντροπή δεν είναι. Μάλλον ευελιξία πνεύματος. Δες· το δέντρο που λυγίζει στη μανία του βοριά, γλιτώνει τα κλαδιά του. Όμως εκείνο που αρνείται να πιστέψει πως φυσά, χάνει κλαδιά, κορμό και ρίζες. Κι όποιος κρατάει πεισματικά τεντωμένο το πανί του καραβιού, καταπάνω στου ανέμου την ορμή, θ' αναγκαστεί να κάνει το ταξίδι ναυαγός απάνω στην καρίνα. Δώσε τόπο στην οργή. Άλλαξε γνώμη. Το ξέρω, είμαι νέος, ωστόσο ίσως να έχουν τα λόγια μου κάποιαν αξία. Και λέω πως μακάρι να γεννι όταν ο άνθρωπος τέλειος σοφός· όμως αφού δεν γίνεται, ας ακούει τον άλλο κι ας μαθαίνει απ' το δικό του μέρισμα στην γνώση. ΧΟΡΟΣ Άρχοντά μου, είναι σωστό αν κάτι καίριο λέει ν' ακούσεις και να μάθεις. Κι εσύ το ίδιο, Αίμων. Γιατί καλά τα είπατε κι οι δυο. ΚΡΕΩΝ Μα είναι πράγματα αυτά; Στην ηλικία μας να παίρνουμε μαθήματα από έναν άνθρωπο της ηλικίας του; ΑΙΜΩΝ Μόνον αν λέ ει το σωστό. Τι σημασία έχουν τα χρόνια μου; Εκείνο που μετράει είναι η συμπεριφορά μου. ΚΡΕΩΝ Και είναι συμπεριφορά σωστή να εκτιμάς τους ταραξίες; ΑΙΜΩΝ Δεν θα το συνιστούσα σε κανέναν. ΚΡΕΩΝ Τότε τι είναι αυτή; Δεν την τρώει το σαράκι της παρανομίας; ΑΙΜΩΝ Δεν θα 'λεγα πως συμφωνούν όλοι οι πολίτες. ΚΡΕΩΝ Και θα μου πουν αυτοί πως πρέπει να κυβερνώ; ΑΙΜΩΝ Τώρα μιλάς σαν πολύ μικρότερός μου. ΚΡΕΩΝ Σου ξαναλέω: κυβερνώ ή δεν κυβερνώ εγώ; ΑΙΜΩΝ Κι εγώ σου λέω πως καμιά πόλη δεν είναι κτήμα ενός ανθρώπου. ΚΡΕΩΝ Δεν θεωρείται, δηλαδή, η πόλη κτήμα του κυβερνήτη; ΑΙΜΩΝ Τότε, πήγαινε να βρεις καμιά ερημιά να κυβερνήσεις. ΚΡΕΩΝ Αυτός συμμάχησε με το κορίτσι! ΑΙΜΩΝ Αν το κορίτσι είσαι εσύ, ναι· είμαι σύμμαχός σου. ΚΡΕΩΝ Τιποτένιε, αντιδικείς με τον πατέρα σου; ΑΙΜΩΝ Ναι, γιατί κάνεις λάθος. ΚΡΕΩΝ Κάνω λάθος επειδή σέβομαι την εξουσία μου; ΑΙΜΩΝ Μα δεν την σέβεσαι, αφού δεν σέβεσαι την εξουσία των θεών. ΚΡΕΩΝ Βρωμιάρη, υποχείριο μιας γυναίκας. ΑΙΜΩΝ Τουλάχιστον δεν είμαι υποχείριο του κακού. ΚΡΕΩΝ Αν είσαι λέει! Κάθε σου λέξη αυτήν υπερασπίζεται. ΑΙΜΩΝ Κι εσένα κι εμένα και τους θεούς του κάτω κόσμου. ΚΡΕΩΝ Δεν πρόκειται να ζήσει γι α να την παντρευτείς. ΑΙΜΩΝ Τότε δεν θα 'ναι η μόνη που θα πεθάνει. ΚΡΕΩΝ Έχεις το θράσος να με απειλείς; ΑΙΜΩΝ Πώς ν' απειλήσω τον παραλογισμό! ΚΡΕΩΝ Θα το πληρώσεις ακριβά, πλάσμα παράλογο, που θα μου κάνεις μάθημα λογικής! ΑΙΜΩΝ Αν δεν ήσουν πατέρας μου θα έλεγα πως δεν μιλάς καθόλου λογικά. ΚΡΕΩΝ Αν δεν ήμουν πατέρας σου; Άσε τα καλοπιάσματα, υποχείριο γυναίκας. ΑΙΜΩΝ Μιλάς πολύ και δεν μπορείς ν' ακούσεις. ΚΡΕΩΝ Έτσι, ε; Μα τον Όλυμπο, θα πάψω αμέσως ν' ακούω τις λοιδορίες και τις β ρισιές σου. Φέρτε εδώ το σίχαμα. Μπροστά του θα πεθάνει. Εμπρός· ο γαμπρός θέλει τη νύφη του! ΑΙΜΩΝ Όχι, βέβαια! Να το βγάλεις απ' το μυαλό σου τέτοιο πράγμα. Ούτε εγώ θα την δω να πεθαίνει μπροστά μου ούτε εσύ θα με ξαναδείς μπροστά σου. Μπορείς, αν θέ λεις, να τρελαθείς μπροστά σ' αυτούς που κάθονται και σε βλέπουν. ΧΟΡΟΣ Θύμωσε κι έφυγε σαν άντρας, άρχοντά μου. Μα είναι νέος άνθρωπος ακόμα κι ο πόνος έχει υπεράνθρωπες διαστάσεις στο μυαλό του. ΚΡΕΩΝ Ας πάει να κάνει ό,τι θέλει ο άντρας, ο νέος, ο άνθρωπος, ο υπεράνθρωπος... Πάντως τα κορίτσια δεν πρόκειται να τα γλυτώσει. ΧΟΡΟΣ Θα τις σκοτώσεις και τις δυο, λοιπόν; ΚΡΕΩΝ Ναι... Όχι, όχι, έχεις δίκιο. Μόνον αυτή που εκτέλεσε το σχέδιο. ΧΟΡΟΣ Και π ώς σχεδιάζεις να την εκτελέσεις; ΚΡΕΩΝ Θα την πάω κάπου απόμερα, έξω απ' την πόλη και θα την κλείσω σ' ένα πέτρινο υπόγειο, με λίγα τρόφιμα, ίσα για να μην πέσει πάνω μου το κρίμα πως πέθανε από πείνα. Ας τα βρει εκεί μέσα με τον Άδη. Μπορεί να τον παρα καλέσει να την γλυτώσει εκείνος απ ' τον θάνατο, αφού είναι ο μόνος θεός που σέβεται. Αλλιώς, θα μάθει, έστω κι αργά, πως δεν συμφέρει να υπολογίζεις τους νεκρούς. ΧΟΡΟΣ Έρωτα, ανίκητε πολεμιστή, η μάχη σου γλυκιά σφαγή στα μάγουλα των κοριτσιών, που ξενυχτούν την τρυφερή εισβολή σου. Θάλασσες, πόλεις κι ερημιές, όλα γνωρίζουνε τη δύναμή σου. Δυνάστη ανθρώπων και θεών, ποιος πάλεψε μαζί σου και δεν έχει τρελαθεί; Εσύ, έρωτα· εσύ σπέρνεις τον πανικό στον νου του ανθρώπου, τρέπεις τις σκέψεις του σε άτακτη φυγή κι ο δίκαιος, αδικία φρικτή αιμορραγεί· τον γιο εχθρό κάνει ο πατέρας. Νικητής μέγας στον πόλεμο αυτό είναι μονάχα ο πόθος στα βλέφαρα των κοριτσιών: νομοθέτης και απόλυτος κριτής των ανθρωπίνων. Μας εμπαίζει η Αφροδ ίτη! Δεν ξέρω πια ποιος κρίνει τι και τι 'ναι νόμος. Θέλω να κλάψω, ναι· παράνομα. Μα δεν μπορώ να βλέπω την Αντιγόνη να πηγαίνει εκεί που θα 'πρεπε από καιρό να βρίσκομαι εγώ. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Φεύγω, πολίτες της πατρικής μου γης. Δεν θα με ξαναδείτε, ούτε κι εγώ του ήλιου το φως. Πηγαίνω στα φιλόξεν α σκοτάδια του Άδη. Είναι φιλόξενος ο Άδης· ναι! Όμως εμένα με θέλει ζωντανή στην πέτρινη όχθη του Αχέροντα. Νύφη με θέλει· δίχως τραγούδια και χαρές, νύφη του Αχέροντα: να ζω τον θάνατό μου. ΧΟΡΟΣ Τουλάχιστον εσύ φεύγεις γενναία κι ένδοξη. Ούτε αρρώστια σ' έδιωξε ούτε σπαθί. Αυτόνομη έζησες, αυτόνομη πεθαίνεις. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Σκέφτομαι το τραγικό τέλος που είχε η κόρη του Ταντάλου απ' την Σκυθία στου Σ ίπυλου την κορ υφή· την πέτρα που την τύλιξε, σαν τον κισσό· τις μπόρες και τα χιόνια, που την σβήνουν ακόμα, όπως λένε, και δεν λένε να την τελειώσουν, να χαθούν τα πετρωμένα βλέφαρα, τα δάκρυα που κυλούν πέτρα την πέτρα... Τέτοιο τέλος μου ετοίμασε ο θεός. ΧΟΡΟΣ Αλλά εκείνη ήταν θεά, θεού παιδί κι εμείς θνητοί, θνητών σπορά. Ωστόσο, είναι πολύ σημαντικό για μια γυναίκα να ειπωθεί πως έζησε και πέθανε σαν θεά. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ω, δυστυχία μου· με κοροϊδεύουν! Για όνομα των θεών, δεν πέθανα ακόμα! Είμαι εδώ μπροστά σου κι εσύ με λοιδορείς; Αχ, πόλη κι άρχοντες πολίτες· αχ, πηγές της Δίρκης κι ιερή γη των αρμάτων, Θήβα· πείτε μου εσείς: πώς γίνεται να μην με κλάψουν φίλοι; Ποιος νόμος λέει πως πρέπει να ταφώ σ' ένα ανήκουστο λαγούμι ζωντανή; Ω, δυστυχία! Ούτε οι νεκροί με θέλουν ούτε οι ζωντανοί. Εξόριστη είμαι ανάμεσα στο θάνατο και τη ζωή. ΧΟΡΟΣ Το θάρρος σου ακολούθησες σ' αυτήν την εξορία, παιδί μου· πέταξες ψηλά κι απ' τον ουράνιο θρόνο της δικαιοσύνης έπεσες στη γη της πατρικών αμαρτιών. Αυτά πληρώνεις. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Τώρα μου μπήγεις τα λόγια στην πατρική πληγή, που αιμορραγεί τρεις γενιές απελπισία στο ρημαγμένο σπίτι των ένδοξων Λαβδακιδών. Ανάθεμα στην τρέλα του κρεβατιού που όργωσε ο πόθος της μητέρας για τον γιο της: πατέρα κι αδελφό μου. Τι γονείς ήταν αυτοί, που μ' έριξα ν, τη δύστυχη, σε τούτη τη ζωή και τώρα με καλούν κοντά τους, πριν να ζήσω, να γεννήσω... Αχ, αδελφέ μου· της ίδιας τρέλας γέννημα· στον θάνατο με σέρνει ζωντανή ο θάνατός σου. ΧΟΡΟΣ Η ευσέβεια επιβάλλεται, δεν λέω. Όμως κι η εξουσία ξέρει πώς να επιβάλει τον σεβασμό στη δύναμή της. Σκέφτεσαι αυτεξούσια: αυτό σε σκότωσε. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Έμεινα μόνη· μόνη, στον δρόμο για τον θάνατο. Δεν άκουσα τραγούδια νυφικά, θρήνους των φίλων δεν θ' ακούσω. Πάει πια! Δεν φέγγει ήλιος για μένα. Ας με θρηνήσει κάποιος! Σε κανέναν δεν θα λείψω; ΚΡΕΩΝ Μην την ακούτε; Έτσι κλαψουρίζουν όλοι. Μόνον ο θάνατος μπορεί να τους πείσει να σταματήσουν. Πάρτε την! Γρήγορα, κλείστε την σε κείνον τον τάφο, όπως διέταξα, κι αφήστε την μονάχη να πεθάνει ή να ζήσει σαν νεκρή με το σκοτά δι συντροφιά. Εμείς την σεβαστήκαμε: της δώσαμε και σπίτι και τροφή· αρκεί να μην γυρίζει ανάμεσά μας. Δεν έχει το δικαίωμα αυτό. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Αχ, νυφική μου κάμαρα, σπίτι μου σκοτεινό: τάφε και φυλακή μου, έρχομαι για να βρω όσους δικούς μου δέχτηκε εκεί η Περσεφόνη. Μόνον εγώ απόμεινα. Μόνο και μόνο για να δω τον θάνατό μου πριν καλά-καλά να ζήσω. Άργησα, άργησα πολύ, μάνα καλή, πατέρα μου, κι αγαπημένε μου αδελφέ, κοντά σας να κουρνιάσω. Έρχομαι, κατεβαίνω: το αγαπημένο σας παιδί, εγώ που σας ετοίμα σα, σας στόλισα, σας τίμησα στο τελευταίο ταξίδι. Ακούτε; Ακούς κι εσύ καλέ μου Πολυνείκη. Το σώμα σου προστάτεψα, αδελφέ και να τι κέρδισα! Όχι· σε τίμησα, έτσι έπρεπε: το ξέρουν οι καλοί. Τέτοιο φορτίο τρομερό, κι ενάντια στους πολίτες, δεν θα το άντεχα, αδελφέ, ούτε για τα παιδιά μου, τα σπλάχνα μου· τον άντρα μου αν έβλεπα να λιώνει άταφος... Όχι, αδελφέ, μην σε τρομάζουν τα λόγια μου· ξέρω τι λέω. Τη θέση ενός άντρα νεκρού την παίρνει άλλος. Και την απώλεια των παιδιών, καινούργια την γιατρεύου ν. Όμως δεν γίνεται άλλος αδελφός από γονείς που βρίσκονται στον Άδη. Αυτό είναι νόμος, αδελφέ. Και τον σεβάστηκα. Κι αυτός, ο Κρέων, λέει πως παρανόμησα, δικαίωμα στις χαρές δεν έχω της ζωής: άντρα παιδιά και σπίτι. Σπίτι μου θέλει ο τάφος μου να γίνει· εκεί μονάχη κι έρημη να ζω τον θάνατό μου. Ποιο νόμο παραβίασα των θεών; Θεοί! Θεοί! Ούτε θεοί ούτε άνθρωποι μπορούν να με συντρέξουν πια, αφού καταδικάστηκα γι' ασέβεια επειδή υπήρξα ευσεβής! Αν συμφωνούν μ' αυτήν την καταδίκη οι θεοί, πεθαίνοντας θα ξ έρω πως το λάθος ήταν δικό μου. Όμως αν είχα δίκιο εγώ, ας πάθουν οι άδικοι όσα μου έκαναν. Αυτό μου φτάνει. ΧΟΡΟΣ Δεν λέει να πάψει η θύελλα στην ψυχή της. ΚΡΕΩΝ Αυτοί όμως αργούν και θα τους βρει άλλη θύελλα, αν δεν πάρουν τα πόδια τους αμέσως. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ω δυστυχία μου· φωνάζει στον θάνατό μου να βιαστεί! ΚΡΕΩΝ Τι περίμενες; Να σε παρηγορήσω; Είπα πως τέλειωσες και θα τελειώσεις! ΑΝΤΙΓΟΝΗ Θήβα πατρίδα μου, θεοί των προγόνων μου, με παίρνουν· δεν θα με ξαναδείτε. Κοιτάξτε με, άρχοντες της Θήβας· κοιτάξτε ό,τι απόμεινε από τους βασιλιάδες σας στα χέρια των δημίων. Τι έκανα; Σεβάστηκα ό,τι έπρεπε να σεβαστώ! ΧΟΡΟΣ Και η Δανάη στερήθηκε του ήλιου το φως στο χάλκινο σκοτάδι ενός τάφου. Ζωντανή την έθαψαν, παιδί μου. Κι ας ήταν από ένδοξη γενιά. Κι ας βλάστιζε στα σπλάχνα της ο σπόρος που πότισε η χρυσή βροχή του Δία. Είναι μεγάλη, ακλόνητη, η εξουσία της Μοίρας. Πλούτη, στρατοί, καταγωγή, κάστρα, καράβια που πάλεψαν με κύματα βουνά... όλα λυγίζουνε μπροστά της. Ζωντανό έθαψε τον άγριο γιο του Δρύαντα, τον βασιλιά των Ηδωνών, σε πέτρινη ειρκτή, ο Διόνυσος. Με πέτρα σκοτεινή έφραξε το ποτάμι της έξαλλης μανίας του: να μάθει στεγνά, στυγνά, να μην αφήνει την γλώσσα του αδέσποτη προς τον θεό, να σέβεται τις ιερές φωτιές των ένθε ων γυναικών και να μην προκαλεί τις Μούσες των αυλών. Κι εκεί, όπου βράχοι σκοτεινοί και θάλασσα διπλή κι ο Βόσπορος κι η εχθρική Σαλμυδησσός της Θράκης... εκεί ο πολιούχος Άρης είδε τους γιους του Φινέα να τον κοιτάζουν με μάτια σπήλαια τυφλά απ' το σκοτάδι που άνοιξαν χέρια-μαχαίρια αιμοσταγή της μητριάς. Σκοτάδι τους κύκλωσε, τους ρήμαξε. Κι έκλαψαν, έκλαψαν πικρά τον ρημαγμένο γάμο της μητέρας τους. Βλαστός των αρχαίων Ερεχθειδών ήταν. Σ τα σπήλαια του Βορέα, με θύελλες μεγάλωσε· σε απόκρημνες ακτές έπαιξε με τ' άλογα του ανέμου. Παιδί θεών ήταν, παιδί μου, κι όμως δεν ξέφυγε απ' τις αιώνιες Μοίρες. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Ήρθαμε εδώ άνθρωποι δυο με μάτια ενός, άρχοντες της Θήβας. Του τυφλού ο δρόμος είναι ένας: ο οδηγός του. ΚΡΕΩΝ Συνέβη κάτι, γέροντα Τειρεσία; ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Εγώ οδηγώ κι εσύ ακούς κι ακολουθείς. ΚΡΕΩΝ Πάντα σε άκουγα και σε ακολουθούσα. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Γι' αυτό κυβ ερνούσες σωστά. ΚΡΕΩΝ Να είσαι βέβαιος πως εσύ μ ου έδειχνες τον δρόμο. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Εμπρός, λοιπόν· προχώρα και νιώσε το κενό κάτω απ' τα πόδια σου. ΚΡΕΩΝ Τι εννοείς; Με τρομάζεις! ΤΕΙΡΕΣΙΑ Άκου και καταλάβαινε της τέχνης μου σημάδια. Κάθισα στην αρχαία σκοπιά μου, εκεί που καταφεύγουν τα πουλιά, για να μου πουν το μέλλον. Και τ' άκουγα και ξαφνικά γλώσσα ακατάληπτη έγινε το πέταγμά τους, σαν να ζητούσαν να σπαράξουν το ένα τ' άλλο. Νύχια αλύπητα, στριγκοί κρωγμοί, ορυμαγδός φτερών... Τρόμαξα, προσπάθησα ν' ανάψω τον βωμό, μα ο Ήφαιστος αρνιόταν να δεχθεί τις προσφορές. Έσβηνε η σάρκα του σφαγ ίου την φωτιά και τρέκλιζε ο καπν ός στον δρόμο για τον ουρανό και σκόρπιζε και μόλυνε τον τόπο κι οι προσφορές πάντα άκαυτες εκεί: βουβές, τυφλές, μάταιη θυσία. Αυτά μου είπε το παιδί, που με οδηγεί για να οδηγώ. Η αδιαλλαξία σου μόλυνε την πόλη. Σαπίζει στους βωμούς μας κομματιασμένη η σάρκα που πέταξες στα όρνια και τα σκυλιά, η σάρκα από την σάρκα του δύσμοιρου Οιδίποδα· αρνούνται οι θεοί τις προσφορές μας· αρνούνται να μας δείξουν το μέλλον τα πουλιά, κρώζουν φρικτά, με σάρκα κι αίμα ταϊσμένα. Σύνελθε, γιε μου· σκέψου: όλοι κάνουμε λάθη. Όμως, τα λάθη διορθώνονται. Μονάχα εκείνοι που τα βλέπουν κι επιμένουν να τα κάνουν, γίνονται θύματα οικτρά του παραλογισμού τους. Ο εγωισμός έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με την απανθρωπιά. Άσε επιτέλους τον νεκρό με τους νε κρούς να ησυχάσει. Τι άλλο ζητάς από τον θάνατό του; Τι θα κερδίσεις αν τον σκοτώσεις δυο φορές; Διπλή ανδρεία; Άκουσε τι σου λέω και σκέψου σωστά, όπως σκέφτομαι κι εγώ για σένα. Δεν υπάρχει πιο γλυκό κέρδος από τα λόγια αυτών που μεριμνούν για το καλό σου. ΚΡΕΩΝ Φτάνει γέρο· κατάλαβα πολύ καλά. Πρώτα με κύκλωσαν ετούτοι εδώ και μου έριξαν τα βέλη τους βροχή και ύστερα ήρθε η ράτσα των μάντεων και με φόρτωσε και πάει να με πουλήσει. Εμπόριο κανονικό. Πλουτί ζετε εσείς, μαζ εύετε ήλεκτρο απ' τις Σάρδεις και ινδικό χρυσάφι. Τον Πολυνείκη πάντως δεν θα τον θάψετε, ακόμα κι αν κουβαλήσουν οι αετοί του Δία τα βρ ωμερά κομμάτια του στον Όλυμπο, ακόμα κι αν τα καταβροχθίσουν πάνω σ τον θρόνο του θεού. Δεν το φοβάμαι το σίχαμα. Άταφος θα μείνει. Οι άνθρωποι δεν γίνεται να μιάνουν τους θεούς. Μιαίνουν, όμως, την ίδια τους τη ράτσα, γέρο-Τειρεσία, όταν τυλίγουν το αίσχος με ωραία λόγια και το πουλάνε για καλό. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Δεν ξέρουν οι άνθρωποι. Δεν έμαθαν ποτέ. Δεν μπ ήκαν καν στον κόπο να σκεφτούν... ΚΡΕΩΝ Τι πράγμα; Τι τόσο σπουδαίο μας διαφεύγει; ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Πως δεν υπάρχει μεγαλύτερο αγαθό απ' την ορθοφροσύνη. ΚΡΕΩΝ Εγώ ξέρω σίγουρα πως η αφροσύνη είναι το μεγαλύτερο κακό. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Ναι, γιατί έχεις πάρα πολλή. ΚΡΕΩΝ Δεν θ' απαντήσω. Δεν θέλω ν' ανταλλάξω άσχημα λόγια μ' έναν μάντη. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Και τι κάνεις όταν λες πως εμπορεύομαι χρησμούς; ΚΡΕΩΝ Είναι γνωστή η φιλαργυρία των μάντεων. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Κι η αισχροκέρδεια των τυράννων. ΚΡΕΩΝ Καταλαβαίνεις πως σ' ακούνε οι ταγοί σου; ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Ασφαλώς· αφού χάρη στα λόγια μου έσωσες την πόλη. ΚΡΕΩΝ Είσαι επιδέξιος μάντης. Με τη δικαιοσύνη δεν τα πας καλά. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Με προκαλείς να πω πράγματα που κράτησα μέσα μου μέχρι τώρα. ΚΡΕΩΝ Και δες τα λες! Φτάνει να μην είναι κι αυτά πληρωμένα. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Όχι ακόμα. Για να μην τα πληρώσεις εσύ ακριβά θα σου τα πω. ΚΡΕΩΝ Πρόσεξε τι πας να μου πουλήσεις. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Καλά, λοιπόν! Σου λέω πως δεν θα δεις πολλές φορές ακόμα τον ήλιο να γυρνάει στον ουρανό, πριν εξοφλήσεις στους νεκρούς το χρέος σου με νεκρό παιδί. Τι έκανες; Έθαψες τον ζωντανό κι αρνείσαι να θάψεις τον νεκρό; Τόση ατιμία! Ο ένας να πεθαίνει ζωντανός κάτω απ' τη γη κι ο άλλος να ζει αστόλιστος και άκλαυτος εδώ τον θάνατό του. Όχι εσύ... ούτε οι ουράνιοι θεοί δεν έχουν δικαίωμα πάνω στους νεκρούς. Δική σου επινόηση είναι αυτό το αίσχος. Άσκησες βία στον θάνατο! Λύθηκαν τώρα οι αιμοβόρες Ερινύες, μυρίζουν την αποφορά των πράξεών σου, έρχονται να σε πληρώσουν με την ίδια κτηνωδία. Λογάριασε, λοιπόν, να δεις αν είναι πληρωμένα τα λόγια μου. Και πρόσθεσε ακόμα ένα παλάτι ρημαγμένο ν' αντηχεί μονάχα θρήνους κι οδυρμούς αντρών και γυναικών· μια πόλη αγριεμένη, πνιγμένη από τη μυρωδιά της αποσύνθεσής της: ν' αναθέσει στα σκυλιά, στ' αγρίμια και στα όρνια το έργο της ταφής ενός παιδιού της. Με πλήγωσες. Με ανάγκασες να γίνω κι εγώ ένας τοξότης, από αυτούς που λες πως σε κυκλώνουν. Δυστυχώς τα βέλη μου χτυπάνε βαθιά, πολύ βαθιά. Πάμε παιδί μου· πάμε σπίτι. Ο άνθρωπος αυτός πρέπει να βρει κανέναν νέο να ξεσπάσει τον θυμό του, κι ύστερα να σκεφτεί με όσο μυαλό του λείπει πώς μιλούν οι μυαλωμένοι άνθρωποι στους άλλους αν έχουν τίποτα να πουν. ΧΟΡΟΣ Έφυγε, άρχοντα· και μας παράτησε στο έλεος των χρησμών του. Τι κάνουμε; Πού πάμε; Άσπρισαν τα μαλλιά μου, μα δεν τον είδα ποτέ να δείχνει λάθος δρόμο. ΚΡΕΩΝ Το ξέρω κι έχω ταραχτεί. Δεν ξέρω ούτε τι κάνω ούτε πού πάω. Πίσω: ποτάμι ο δισταγμός μου· μπροστά: γκρεμός αδέκαστος η δύναμή μου. ΧΟΡΟΣ Ελίξου συνετά, παιδί του Μενοικέα. ΚΡΕΩΝ Τι να κάνω; Πες εσύ· θα υπακούσω. ΧΟΡΟΣ Βγάλε τον ζωντανό από τον τάφο και θάψε, όπως πρέπει, τον νεκρό. ΚΡΕΩΝ Μου λες να υποχωρήσω; ΧΟΡΟΣ Όσο πιο γρήγορα μπορείς. Βιάσου, άρχοντά μου· οι θεοί δίνουν φτερά στις συμφορές, όταν καταδιώκουν αυτόν που σκέφτεται και πράττει το κακό. ΚΡΕΩΝ Ανάθεμά με! Δεν μπορώ! Μην με κρατάς καρδιά μου! Θα μας τσακίσει και τους δυο η ανάγκη! ΧΟΡΟΣ Άφησε την καρδιά σου. Στα χέρια και στα πόδια σου βασίσου. Εμπρός! ΚΡΕΩΝ Αμέσως· ναι... Εμπρός, φρουροί, όλοι μαζί: αρπάξτε τις αξίνες και γρήγορα εκεί... ξέρετε πού. Όσο για την άλλη, εγώ την έθαψα, εγώ θα την ξεθάψω. Τρέξτε. Άλλαξα γνώμη. Πολύ φοβάμαι πως για να ζει καλά κα νείς, πρέπει να σέβεται πρώτα τους ίδιους τους νόμους της ζωής. ΧΟΡΟΣ Πολυώνυμη δόξα και φως της Καδμείας παρθένας, του παράφορου Δία σπορά, των γλυκών αμπελώνων δεσπότη, των λαμπρών μυστηρίων προστάτη των χορών βασιλιά· των οργίων, ω Βάκχε, πολιούχε της Θήβας· πολίτη των νερών του Ισμηνού και επόπτη της γης, όπου ρίζωσε δράκων σπορά. Φως κι αιθάλη και λάμψη μεγάλη, πυρκαγιά των Βακχίδων νυμφών στο κρυστάλλινο νάμα των βουνίσιων πηγών· δάση αδιάβατα σύσκιων κισσών και αμπέλια χλωρά, φορτωμένα τσαμπιά στις γραμμές των ακτών, αναπέμπουν την δόξα αθανάτων ψαλμών όταν μπαίνεις στη Θήβα κι αρχίζει η μεγάλη γιορτή των κρυφών ηδονών. Έλα· χάνεται η πόλη σου, η πόλη της μητέρας σου, η πόλη της νύμφης, που κεραύνωσε ένθεος έρως. Έλα· απλώθηκε ζόφος, λοιμός βδελυρός. Με δροσιά απ' τις πλαγιές του σκιερού Παρνασσού και αλάτι απ' το κύμα του άγριου πορθμού, ράντισέ μας, εξάγνισε, Βάκχε, την πηγή του κακού. Ω, επόπτη των πύρινων άστρων, που τρέμουν στα χέρια· και των πύρινων λόγων της νύχτας, που τρέμουν στα χείλη! Ω, του Δία βλαστέ! Βασιλεύ, φανερώσου! Οι μαινάδες σου ας τρέχουν όλη νύχτα κι ας ψάλλουν παράφορα: "Ω, δέσποτα Ίακχε, δος!" ΑΓΓΕΛΟΣ Κοιτάξτε γύρω σας. Στην πόλη που έχτισαν ο Κάδμος κι ο Αμφίων ευτυχήσαμε να ζούμε. Μεγάλη πόλη, ισχυρή. Λοιπόν; Λοιπόν, εγώ λέω πως κανείς δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει την ανθρώπινη ζωή. Τι πάει να πει ευτυχία και δυστυχία; Μόνο η μοίρα ξέρει το πάνω και το κάτω. Εμείς απλά ακολουθούμε. Τι να πεις! Ποιος δεν ζήλεψε όσα πέτυχε ο Κρέων; Έδιωξε απ' τον τόπο τους εχθρούς, ανέλαβε την εξουσία, κυβέρνησε όπως ήθελε, ευτύχησε να έχει καλά παιδιά... Και τώρα; Τι απομένει; Τίποτα! Δεν ζει, ο άνθρωπος όταν χάσει όσα του δίνουν χαρά. Π εθαίνει κάθε μέρα την ζωή του. Συσσώρευσε όσα πλούτη θες, απέκτησε όση εξουσία φιλοδοξείς... Χαρά· έχεις χαρά; Τα υπόλοιπα δεν είναι ούτε καπνού σκιά. ΧΟΡΟΣ Τι έπαθε πάλι η εξουσία. Καινούργια συμφορά; ΑΓΓΕΛΟΣ Τους σκότωσαν, τους σκότωσαν. Και ζουν ακόμα οι αίτιοι. ΧΟΡΟΣ Ποιος σκότωσε ποιον κι ακόμα ζει; Μίλα! ΑΓΓΕΛΟΣ Πνίγηκε στο αίμα του ο Αίμων κι αυτοκτόνησε εκείνη. ΧΟΡΟΣ Τον Αίμονα ποιος... ο πατέρας του; Ή κι αυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ Κι αυτός, για να εκδικηθεί τον φόνο που διέπραξε ο πατέρας του. ΧΟΡΟΣ Α, Τειρεσία, βγήκαν τα λόγια σου αληθινά. ΑΓΓΕΛΟΣ Και πόσα ακόμα! ΧΟΡΟΣ Πάψτε· έρχεται η γυναίκα του Κρέοντα. Άκουσε τίποτα για το παιδί της; Αχ, δύστυχη Ευρυδίκη! ΕΥΡΥΔΙΚΗ Ποια συμφορά έπεσε πάλι πάνω μας, πολίτες; Έβγαινα για να προσευχηθώ στην Παλλάδα κι όπως έκανα ν' ανοίξω την πόρτα, σαν να χτύπησε το σπίτι κεραυνός. Τρόμαξα· αν δεν ήταν πίσω μου οι δούλες, θα σωριαζόμουν. Τι ήταν αυτά που άκουσα; Εξηγηθείτε. Δεν είναι η πρώτη φορά που με χτυπάει συμφορά. ΑΓΓΕΛΟΣ Καλή μου δέσποινα, ήμουν εκεί και θα σου πω τα πράγματα όπως έγιναν. Δεν θεωρώ σωστό ν' απαλύνω την αλήθεια. Δεν είμαι ψεύτης ούτε εσύ μικρό κορίτσι. Ακολούθησα τον άντρα σου στην άκρη της πεδιάδας, εκεί που ήταν πεταμένο ανελέητα το σώμα του Πολυνείκη, σπαραγμένο απ' τα σκυλιά. Ζητήσαμε συγχώρε ση από την Περσεφόνη και τον Πλούτωνα· εξαγνίσαμε το πτώμα με καθαρό νερό, κόψαμε χλωρά κλαδιά, κάψαμε τις σπαραγμένες σάρκες και το σκεπάσαμε με χώμα της πατρίδας, ν' αναπαυθεί επιτέλους. Ύστερα, ξεκινήσαμε για το υπόγειο μνήμα, τη μόνη νυφική κάμαρα που είδε το άτυχο κορίτσι. Κοντεύαμε, όταν κάποιος άκουσε κραυγές κι έτρεξε να το πει στον άρχοντα. Στο μεταξύ είχαμε φτάσει πολύ κοντά και φάνηκε πως κάποιος βογκούσε, στέναζε, έλεγε πράγματα ακατάληπτα. Τότε ο Κρέων άρχισε να ουρλιάζει: "Ανάθεμά με· το ήξερα πως κάτι θα συμβεί! Σ' όλο τον δρόμο μ' έτρωγε το κακό. Η φωνή του παιδιού μου είναι αυτή. Τρέξτε φρουροί, κοιτάξτε τι γίνεται στον τάφο. Αν δεν παίζουν μαζί μου οι θεοί, ακούω τον Αίμωνα! Τρέξαμε, κατεβήκαμε στην είσοδο... η πόρτα ήταν ανοιχτή και μέσα... μέσα το κορίτσι κρεμασμένο. Είχε κάνει την ζώνη του πέπλου της θηλιά. Ο Αίμων την είχε αγκαλιάσει από την μέση και την κατέβαζε· θρηνούσε την αγάπη του, την νύφη που έδωσε ο φονιάς πατέρας του στον Άδη. Μόλις αντίκρισε το θέαμα ο Κρέων, ξέσπασε σε λυγμούς. Μπήκε μέσα, πήγε κοντά στο γιο του και κλαίγοντας σπαρακτικά, "Τι κάνεις, δύστυχε", του έλεγε. "Τι έχεις στο μυαλό σου; Σε τρέλανε η συμφορά; Βγες έξω, παιδί μου, σε εκλιπαρώ!"Όμως εκείνος τον κοίταξε άγρια, τον έφτυσε και δίχως ν' απαντήσει τράβηξε το σπαθί του. Τρόμαξε ο πατέρας, έκανε πίσω, απέφυγε το χτύπημα κι έτρεξε αμέσως έξω. Τότε το δύστυχο παιδί, έξαλλο από θυμό, έστρεψε την λεπίδα στον εαυτό του και την έμπηξε στα σπλάχνα του. Δεν έσβησε αμέσως. Αγκάλιασε αδύναμα την άψυχ η παρθένα, ράντισε την κάτασπρη αγκαλιά με το αίμα του κι απόμεινε έτσι εκεί: νεκρός, πλάι στο νεκρό κορίτσι που παντρεύτηκε στου Άδη τα παλάτια, να λέει και να ξαναλέει βουβά: "Μα, δεν υπάρχει βαθύτερος γκρεμός απ' την ανθρώπινη ανοησία!" ΧΟΡΟΣ Τι λες γι' αυτό; Έφυγε η γυναίκα χωρίς να βγάλει λέξη. ΑΓΓΕΛΟΣ Όντως, πολύ παράξενο. Ας ελπίσουμε πως δεν θέλει να την δει η πόλη να θρηνεί τον γιο της. Μες στο σπίτι θα τον κλάψει με τις δούλες. Είναι συνετή γυναίκα. Τα προσέχει κάτι τέτοια. ΧΟΡΟΣ Δεν ξ έρω. Καμιά φορά η απόλυτη σιωπή σημαίνει πως ο θρήνος δεν είναι αρκετός. ΑΓΓΕΛΟΣ Έχεις δίκιο: επικίνδυνο πράγμα η σιωπή με τόσο πόνο. Πάω μέσα μήπως κρύβει καμιάν άλλη συμφορά. ΧΟΡΟΣ Να ο άρχοντας κι ο θάνατος. Δεν κάνει που το λέω, αλλά είναι μάταιο να προσπαθεί να κρατηθεί απ' το έγκλημά του. ΚΡΕΩΝ Ανάθεμά με· ανάθεμά σε, αγύριστο κεφάλι μου, αδίστακτε φονιά. Για δείτε εδώ· για δείτε εμφύλιο σπαραγμό: θύτης και θύμα, μια γενιά. Δείτε ανόητο κυβερνήτη, πατέρα δολοφόνο. Αχ, παιδί μου, σου στέρησα τα νιάτα σου. Εγώ σε σκότωσα, εγώ ανάθεμά με. ΧΟΡΟΣ Άργησες πολύ, δυστυχισμένε. ΚΡΕΩΝ Άργησα ο άθλιος· το ξέρω. Αλλά... κάποιος θεός με τρέλανε, αγρίμι μ' έκανε κι έπεσα πάνω σε ό,τι μου έδινε χαρά να το σπαράξω. Α, του ανθρώπου αφόρητο φορτίο! ΑΓΓΕΛΟΣ Αφόρητα φορτία, άρχοντά μου. Το ένα εδώ και το άλλο μέσα. Δεν τέλειωσαν τα βάσανά σου. ΚΡΕΩΝ Τι χειρότερο απ' αυτό εδώ μπορώ να πάθω; ΑΓΓΕΛΟΣ Είναι νεκρή η γυναίκα σου· η μάνα του νεκρού μόλις ξεκίνησε για να τον βρει. ΚΡΕΩΝ Λιμάνι αχόρταγο, άσπλαχνο, του Άδη, τι μου ζητάς; Τι άλλο να σου στείλω πια; Κι εσύ άγγελε του κακού, ψυχορραγώ, δεν βλέπεις; Γιατί δεν με τελειώνεις; Πες μου, παιδί μου, τι έκανε ο θάνατος στο σπίτι μου; Πού είναι το καινούργιο σφάγιό του; ΑΓΓΕΛΟΣ Μπροστά σου! ΚΡΕΩΝ Αλίμονό μου, τι άλλο θα δω; Δεν πρόλαβα να κλάψω το παιδί μου κι έχω μπροστά μου τη γυναίκα μου νεκρή. Αχ, μάνα δύστυχη· δυστυχισμένε γιε μου! ΑΓΓΕΛΟΣ Μπρος στην εστία, αφαίρεσε η ίδια την ζωή της. Έμπηξε το σπαθί στα σπλάχνα της, θρηνώντας τον Μεγαρέα που έχασε πρώτο και τώρα αυτόν εδώ, τον Αίμωνα και πριν κλείσουν τα βλέφαρά της, αναθεμάτισε τον παιδοκτόνο. ΚΡΕΩΝ Ανάθεμά με· γιατί ζω, ο άθλιος, ακόμα; Ας με σκοτώσει κάποιος. Μην με αφήσετε να με σπαράξει η αθλιότητά μου. ΑΓΓΕΛΟΣ Θα έπρεπε, αφού η νεκρή σε θεωρούσε μοναδικό υπεύθυνο. ΚΡΕΩΝ Μα δεν υπάρχει άνθρωπος πιο ένοχος από μένα. Ναι, εγώ σας σκότωσα· εγώ, ο άθλιος τ' ομολογώ. Ένα μηδενικό, ένα τίποτα είμαι. Φρουροί, πάρτε με αμέσως από εδώ. Είμαι νεκρός, νεκρός... ΧΟΡΟΣ Ακόμα την ευκολία σου ζητάς. Αν είναι δυνατόν! Όσο λιγότερο μπλέκεται ο θάνατος στα πόδια σου τόσο καλύτερα, ε; ΚΡΕΩΝ Έλα θάνατε· έλα, χάρισέ μου τα γεράματα που αξίζω. Έλα, λυπήσου με: άλλη μέρα να μην δω. ΧΟΡΟΣ Έχουμε καιρό γι' αυτά. Τώρα προέχει να δούμε τι θα κάνουμε με τούτα εδώ. Για τ' άλλα θα φροντίσουν όποιοι φροντίζουν πάντα. ΚΡΕΩΝ Γι' αυτό προσεύχομαι κι εγώ. Ας με λυτρώσουν πια! ΧΟΡΟΣ Πάψε, λοιπόν. Με προσευχές, δεν γίνεται ν' απαλλαγείς από το πεπρωμένο σου. ΚΡΕΩΝ Πάρτε με τον άθλιο από εδώ! Βάρος να μην σας γίνομαι, ο φονιάς. Παιδί μου εσύ... γυναίκα μου... σας σκότωσα... δεν ήθελα... Ποιον να πρωτοκοιτάξω... από πού να κρατηθώ! Μου ρήμαξε τα χέρια η τρέλα που με χτύπησε. ΧΟΡΟΣ Την ευτυχία ο νους την κάνει. Ο νους κι η ταπεινοφροσύνη. Μεγάλα λόγια, αγιάτρευτες πληγές. Κι όποιος νομίζει πως μπορεί κάτι να βγάλει απ' την αλαζονεία, μακάρι να προλάβει ν' ασπρίσουν τα μαλλιά του και να μάθει πως δεν υπάρχει βαθύτερος γκρεμός απ' την ανθρώπινη ανοησία! ΤΕΛΟΣ
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ΒΑΤΡΑΧΟΙ 405 π.Χ. ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΞΑΝΘΙΑΣ ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ΗΡΑΚΛΗΣ ΝΕΚΡΟΣ ΧΑΡΩΝ ΒΑΤΡΑΧΟΙ ΧΟΡΟΣ ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΣΣΑ ΠΛΑΘΑΝΗ ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ ΑΙΣΧΥΛΟΣ ΠΛΟΥΤΩΝΑΣ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ Στην Αθήνα του 405 π.Χ. δεν υπάρχει άξιος τραγικός ποιητής, οι γνωστοί Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης έχουν πεθάνει, έτσι ο ∆ιόνυσος μαζί με τον δούλο του Ξανθία αποφασίζουν να πάνε στον Άδη για να φέρουν πίσω, μετά από διαγωνισμό, τον καλύτερο τραγικό. (Στη σκηνή μπαίνει ο ∆ιόνυσος ντυμένος με λεοντή παριστάνοντας τον Ηρακλή και ο Ξανθίας ο δούλος του) ΞΑΝΘΙΑΣ Να πω κανένα γνωστό αστείο, κύριε, απ' αυτά που κάνουν τους θεατές να γελάσουν όταν τα ακούνε; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Πες ό,τι θέλεις εκτός από το "πιέζομαι", αχ! Πρόσεξε. Γιατί αυτό θα σου βγει ξινό. ΞΑΝΘΙΑΣ Ούτε κάποιο άλλο; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Πες. Εκτός απ' το "στενοχωριέμαι". ΞΑΝΘΙΑΣ Γιατί; Ποιο άλλο να βρω πιο αστείο; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Πες, μη φοβάσαι. Μόνο αυτά τα δυο μην πεις. ΞΑΝΘΙΑΣ Ποια; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ότι σου 'ρχεται να τα κάνεις καθώς αλλάζεις ώμο. ΞΑΝΘΙΑΣ Ούτε το "με τόση πίεση από πάνω θα μου φύγουν από κάτω. αν κάποιος δεν με ξαλαφρώσει"; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Όχι σε παρακαλώ πολύ. Μόνο αν θές να με ανακατέψεις. ΞΑΝΘΙΑΣ Τότε γιατί κουβαλάω αυτά τα βάρη, αν δεν μπορώ να κάνω τίποτα από αυτά που κάνουν και ο Φρύνιχος κι ο Λύκης κι ο Αμειψίας; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Μην το κάνεις αυτή τη στιγμή. Γιατί εγώ αν δω κάποια από αυτές τις κουταμάρες τώρα νιώθω ότι γέρασα περισσότερο κι από ένα χρόνο. ΞΑΝΘΙΑΣ Αχ ο κακομοίρης ο σβέρκος μου. Πόσο κουρασμένος είμαι, κι ούτε ένα καλαμπούρι δεν μπορώ να κάνω. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Έπειτα, δεν είναι ασέβεια εγώ ο ∆ιόνυσος, ο γιος του ∆ία να περπατάω και να κουράζομαι και τούτον να τον έχω πάνω στο γάιδαρο για να μην ταλαιπωρείτε ούτε να παιδεύεται; ΞΑΝΘΙΑΣ Μα εγώ δεν κουβαλάω; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Πως κουβαλάς αφού σε κουβαλάει ο γάιδαρος; ΞΑΝΘΙΑΣ Μα αφού σηκώνω αυτό; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Πως το σηκώνεις; ΞΑΝΘΙΑΣ Με πολύ κόπο. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆εν το σηκώνει ο γάιδαρος αυτό που κρατάς; ΞΑΝΘΙΑΣ Όχι, μα το ∆ία, εγώ το κρατάω και το κουβαλάω. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Πως κουβαλάς αφού σε κουβαλάνε; ΞΑΝΘΙΑΣ ∆εν ξέρω. Ο ώμος μου όμως αυτός έχει πιαστεί. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Αφού λες πως ο γάιδαρος δεν κάνει τίποτα άσε τον και κουβάλησέ το μόνος σου τότε. ΞΑΝΘΙΑΣ Αχ, ο δύστυχος! Γιατί να μην είχα πάει στις Αργινούσες; Θα σε έκανα να ουρλιάξεις. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Κατέβα αχαΐρευτε. Φτάσαμε κιόλας μπροστά στην πόρτα που ψάχναμε. Ε, μικρέ! Μικρέ! ΗΡΑΚΛΗΣ Ποιος μου χτύπησε τόσο δυνατά την πόρτα; Κένταυρος λες κι έπεσε πάνω της! Α! Τι ήταν αυτό; Για πες! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ο μικρός ήταν. ΞΑΝΘΙΑΣ Τι είναι; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆εν το κατάλαβες ε; ΞΑΝΘΙΑΣ Το ποιο; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Το πόσο με φοβήθηκε. ΞΑΝΘΙΑΣ Μα το ∆ία, θα σε πήρε για τρελό. ΗΡΑΚΛΗΣ Μα τη ∆ήμητρα! ∆εν μπορώ να μη γελάσω! ∆αγκώνομαι αλλά πάλι γελάω! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Έλα ευλογημένε σοβαρέψου. Κάτι σε θέλω. ΗΡΑΚΛΗΣ ∆εν μπορώ να σταματήσω το γέλιο! Βλέπω τη λεοντή που φοράς πάνω από τα μεταξωτά. Τι ιδέα! Τσόκαρο και ρόπαλο πώς ταιριάζουν; Από που έρχεσαι; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Κωπηλατούσα με τον Κλεισθένη. ΗΡΑΚΛΗΣ Και ναυμάχησες; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Και βουλιάξαμε μάλιστα, δώδεκα ή δεκατρία εχθρικά καράβια! ΗΡΑΚΛΗΣ Εσείς οι δύο; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Μα τον Απόλλωνα! ΞΑΝΘΙΑΣ Κι εκεί απάνω... ξύπνησα! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Και πάνω στο καράβι, όπως διάβαζα την Ανδρομέδα, ξαφνικά μια λαχτάρα τάραξε την καρδιά μου! ΗΡΑΚΛΗΣ Λαχτάρα; Πόσο μεγάλη; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Μικρή σαν τον Μόλωνα, το λωποδύτη. ΗΡΑΚΛΗΣ Λαχτάρα για γυναίκα; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Όχι βέβαια. ΗΡΑΚΛΗΣ Για παιδί τότε; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ούτε καν! ΗΡΑΚΛΗΣ Για άντρα; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Α, πα πα! ΗΡΑΚΛΗΣ Πήγαινες με τον Κλεισθένη; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Άσε την πλάκα αδελφέ μου. ∆εν είμαι καλά. Αυτός ο πόθος με κατατρώει! ΗΡΑΚΛΗΣ Τι πόθος αδελφούλη μου; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Πώς να το πω, δεν ξέρω. Θα στο πω με ένα αίνιγμα. Φάβα λαχτάρησες, ποτέ; ΗΡΑΚΛΗΣ Φάβα; Χίλιες φορές τη λιγουρεύτηκα. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Κατάλαβες λοιπόν ή να πω κι άλλα; ΗΡΑΚΛΗΣ Όχι για φάβα. Αρκετά. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Τέτοια μεγάλη λαχτάρα μ' έπιασε για τον Ευριπίδη. ΗΡΑΚΛΗΣ Λιγούρα για νεκρό; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Κανείς δεν μπορεί να με σταματήσει να μην τον βρω. Όχι. ΗΡΑΚΛΗΣ Που; Στον Άδη κάτω; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Και πιο κάτω, μα το ∆ία, αν χρειαστεί. ΗΡΑΚΛΗΣ Τι τον θέλεις; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Χρειάζομαι έναν άξιο ποιητή. Όσοι ήταν πέθαναν και αυτοί που ζουν δεν είναι καλοί. ΗΡΑΚΛΗΣ ∆εν ζει ο Ιοφώντας; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Αυτός απόμεινε καλός, αν είναι κι αυτός. ∆εν ξέρω αν θα παραμείνει έτσι όμως. ΗΡΑΚΛΗΣ Κι αντί τον Ευριπίδη, γιατί δεν θες το Σοφοκλή; Αυτόν να βγάλεις απ' τον Άδη. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Όχι. Πρώτα να δω τον Ιοφώντα, πως θα τα καταφέρει μόνος του, χωρίς τον Σοφοκλή. Κι εξάλλου ο Ευριπίδης, σαν πανούργος που είναι, θα βρει έναν τρόπο να το σκάσει. Ο Σοφοκλής είναι πιο εύκολος, κι εδώ κι εκεί βολεύεται. ΗΡΑΚΛΗΣ Ο Αγάθωνας που είναι; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Καλός σαν ποιητής κι αγαπητός φίλος, αλλά μας παράτησε κι έφυγε. ΗΡΑΚΛΗΣ Που πήγε ο δύστυχος; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Στο συμπόσιο των μακάρων... ΗΡΑΚΛΗΣ Κι ο Ξενοκλής; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Α να χαθεί, μα το ∆ία! ΗΡΑΚΛΗΣ Και ο Πυθάγγελος; ΞΑΝΘΙΑΣ Για μένα τίποτα δε λέτε που με πέθανε ο ώμος μου! ΗΡΑΚΛΗΣ Μα καλά, παιδαρέλια άλλα δεν υπάρχουν να φτιάχνουν τραγωδίες πιο πολλές απ' τον Ευριπίδη και πιο φλύαρες. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Απομεινάρια και στριγγλίσματα υπάρχουν, ωδεία χελιδονιών, συμφορές της τέχνης, που με την πρώτη ευκαιρία την τραγωδία την καταστρέφουν. Όσο κι αν ψάξεις δεν θα βρεις ποιητή δημιουργό με λόγο αξιόπιστο και δυνατό. ΗΡΑΚΛΗΣ Πως δυνατό; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Κοτσονάτο, γερό. Τόλμες και μεγάλα λόγια να έχει. "Αιθέρα, του ∆ία καμαρούλα", "Πόδι του χρόνου" "Η καρδιά μου δεν αντέχει να ορκιστεί στα ιερά ξέχωρα όμως από την καρδιά η γλώσσα ορκίζεται στο ψέμα". ΗΡΑΚΛΗΣ Σου αρέσουν τέτοια λόγια; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Με ξετρελαίνουν! ΗΡΑΚΛΗΣ Όμως είναι μεγαλοστομίες και αρλούμπες, όπως λες κι εσύ. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Μην μπαίνεις στο σπίτι μου, έχεις δικό σου. ΗΡΑΚΛΗΣ Άτεχνα και πονηρά λόγια φαίνονται. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Για φαγιά να δίνεις συμβουλές, όχι για στίχους. ΞΑΝΘΙΑΣ Για μένα όμως καθόλου δε γίνεται λόγος. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Γι' αυτό έβαλα τη λεοντή και πήρα το ρόπαλο όπως κάνεις εσύ και ήρθα να σε παρακαλέσω να μου πεις για τους φίλους που γνώρισες τότε που πήγες στον Άδη να πάρεις τον Κέρβερο. Πες μου, τι είδες που πήγες, που βρίσκονται τα λιμάνια, οι φούρνοι, τα λουτρά, οι βρύσες οι ταβέρνες, τα εστιατόρια, τα ξενοδοχεία με τους λιγότερους κοριούς... ΞΑΝΘΙΑΣ Για μένα πάλι τίποτα δε λέτε. ΗΡΑΚΛΗΣ Θα τολμήσεις να πας κι εσύ εκεί; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Άσε το τολμήσω, πες μου ποιο δρόμο να πάρουμε για να φθάσουμε γρήγορα στον Άδη κάτω; Να μην είναι όμως ούτε πολύ ζεστός ούτε πολύ κρύος. ΗΡΑΚΛΗΣ Άντε να σου πω, ποιον όμως να σου πω! Υπάρχει ένας, απ' το σκοινί και το σκαμνί να κρεμαστείς. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Σταμάτα, κοντεύω να πνιγώ! ΗΡΑΚΛΗΣ Είναι κι ένας άλλος γρήγορος και πολυσύχναστος. Το φαρμάκωμα. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Θες να πεις το κώνειο; ΗΡΑΚΛΗΣ Ακριβώς. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Κακός, ψυχρός κι ανάποδος είναι, παγώνει και τα πόδια. ΗΡΑΚΛΗΣ Θέλεις να σου πω έναν σύντομο και κατηφορικό; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Εύκολο, μα το ∆ία, γιατί δεν είμαι μαθημένος να περπατάω πολύ. ΗΡΑΚΛΗΣ Πήγαινε στον Κεραμεικό. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Και μετά; ΗΡΑΚΛΗΣ Στον πύργο ψηλά ανέβα επάνω. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Να κάνω τι; ΗΡΑΚΛΗΣ Να κοιτάς της λαμπαδηδρομίας το ξεκίνημα και μόλις πουν "εμπρός" ξεκίνα κι εσύ. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Που; ΗΡΑΚΛΗΣ Κάτω. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Μα, κάτω από κει; Θα χαθώ. Θα σπάσω το κεφάλι μου. ∆εν τον μπορώ αυτόν το δρόμο. ΗΡΑΚΛΗΣ Τότε ποιον; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Αυτόν που πήρες τότε εσύ. ΗΡΑΚΛΗΣ Α! Είναι μεγάλο ταξίδι. Θα φτάσεις πριν απ' όλα σε μεγάλη λίμνη, σαν άβυσσο βαθιά. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Πως θα την περάσω; ΗΡΑΚΛΗΣ Με μια βαρκούλα μικρή. Θα σε περάσει ο γέροΘναύτης όταν του δώσεις δυο οβολούς. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Αλίμονο! Πως μπορούν να σε πάνε παντού οι δυο οβολοί! Πως έφτασαν κι εκεί; ΗΡΑΚΛΗΣ Ο Θησέας πρωτοπλήρωσε. Και αφού πληρώσεις θα δεις φίδια και θηρία, πολλά και τρομερότατα. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Άσε τα τρομάγματα, δεν θα με καταφέρεις. ΗΡΑΚΛΗΣ Κι έπειτα θα δεις έναν μεγάλο βούρκο και μέσα είναι όσοι αδίκησαν ή γέλασαν παιδιά, ή έδειραν τη μάνα τους ή το στόμα του πατέρα τους το έσπασαν, ή στα ψέματα ορκίστηκαν, ή όποιος αντέγραψε ρητό του Μόρσιμου! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Έπρεπε να'ναι στο βούρκο και όποιος έμαθε το χορό του Κινησία. ΗΡΑΚΛΗΣ Από κει και παρακάτω ήχος αυλών θα σε τυλίξει και φως θα λάμψει, όπως εδώ, και θα δεις μυρσίνης κήπους και άντρες και γυναίκες σε συντροφιές μακάριες να χτυπούν παλαμάκια. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Α! Και τι' ναι αυτοί; ΗΡΑΚΛΗΣ Οι μυημένοι, όπως τους λένε, στα Μυστήρια... ΞΑΝΘΙΑΣ Μα το ∆ία, τότε εγώ είμαι το γαϊδούρι που κουβαλά τα άγια τους. ∆εν θα τα κουβαλήσω όμως για πολύ. (Ο Ξανθίας αρχίζει να ξεφορτώνει) ΗΡΑΚΛΗΣ Αυτοί οι μυημένοι ό,τι ρωτήσεις θα σ' το πουν. Μένουν στο δρόμο που οδηγεί στου Πλούτωνα το σπίτι. Γεια σου τώρα αδερφέ μου. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Γεια σου και συ και ο ∆ίας μαζί σου. Να είσαι πάντα καλά. Και συ τα φορτία σου πάρε τα πάλι. ΞΑΝΘΙΑΣ Μα δεν πρόλαβα να τα αφήσω. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Και κάνε γρήγορα. ΞΑΝΘΙΑΣ Μη, σε παρακαλώ. Αλλά πλήρωσε κάποιον μεταφορέα, να κάνει αυτή τη δουλειά. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Κι αν δεν βρω; ΞΑΝΘΙΑΣ Τότε θα τα πάρω εγώ. (Πλησιάζει μια πομπή κηδείας) ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Καλά λες! Να! Στην ώρα πάνω, μια κηδεία! Ε, συ! Ο πεθαμένος! Θέλεις να πας το φορτωματάκι ως τον Άδη; ΝΕΚΡΟΣ Πόσα είναι; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Να, αυτά. ΝΕΚΡΟΣ Θα με πληρώσεις δυο δραχμές; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆εν γίνεται λιγότερα; ΝΕΚΡΟΣ Άντε εσείς. Πάμε το δρόμο μας. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Στάσου βρε άνθρωπε, μπορεί να τα βρούμε. ΝΕΚΡΟΣ Αν δεν μου δώσεις τις δυο δραχμές σταμάτα να μου μιλάς. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Πάρε εννέα οβολούς. ΝΕΚΡΟΣ Καλύτερα ο θάνατος παρά τέτοια ζωή. ΞΑΝΘΙΑΣ Πω πω περήφανος! ∆εν τον παρατάς αφεντικό; Θα τα πάω εγώ. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Έτσι μπράβο! Και καλός και παλικάρι. Πάμε για το καράβι (Φτάνουν στη λίμνη. Πλησιάζει μια βάρκα που την οδηγεί ο Χάροντας) ΧΑΡΩΝ Ωοοοπ. Φτάσαμε. ΞΑΝΘΙΑΣ Τι είναι αυτό; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Αυτό; Λίμνη μα το ∆ία! Αυτή που μας έλεγε ο Ηρακλής. Βλέπω και μια βάρκα. ΞΑΝΘΙΑΣ Μα τον Ποσειδώνα! Κι αυτός είναι ο Χάρων! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Χαίρε Χάρων, Χαίρε Χάρων, Χαίρε! ΧΑΡΩΝ Ποιος θέλει να αφήσε τα βάσανα και να κάνει διακοπές; Ποιος θέλει να πάει στον τόπο της Λήθης, ή Κερβερείο, ή Γαϊδουροκουρείο, ή Κόρακες ή Ταίναρο; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Εγώ. ΧΑΡΩΝ Μπες μέσα και γρήγορα. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Πού θα πάμε; Αλήθεια στους Κόρακες; ΧΑΡΩΝ Για χάρη σου, μα το ∆ία. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Έλα εδώ και συ παιδί. ΧΑΡΩΝ ∆ούλο που δεν ναυμάχησε για να σωθεί δεν τον παίρνω. ΞΑΝΘΙΑΣ ∆εν φταίω, μα το ∆ία, έτυχα με πονόματο. ΧΑΡΩΝ Φέρε τότε τη λίμνη γύρω γύρω. ΞΑΝΘΙΑΣ Που να περιμένω; ΧΑΡΩΝ Στην Ξηρόπορτα κοντά. Στα σκαλιά μπροστά. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Κατάλαβες; ΞΑΝΘΙΑΣ Παρακατάλαβα ο δόλιος! Βρε τι κακό συναπάντημα είχα σήμερα! (Ο ∆ιόνυσος μπαίνει στη βάρκα) ΧΑΡΩΝ Κάτσε τώρα στο κουπί.. Κι αν είναι κι άλλος για βαρκάδα, ας βιαστεί. Εσύ τι κάνεις εκεί; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Τι άλλο να κάνω; Να κάτσω πάνω στο κουπί δεν πρόσταξες; ΧΑΡΩΝ Βρε κοιλαρά, κάτσε εδώ! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Να, κάθομαι. ΧΑΡΩΝ Πιάσε το, τέντωσε τα χέρια. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Τα τεντώνω. ΧΑΡΩΝ Άσε τα πολλά τα λόγια, πάτα γερά, τράβα το κουπί πίσω δυνατά. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Πως να μπορέσω; Άπειρος είμαι, αθάλασσος και ασαλαμίνωτος. ΧΑΡΩΝ Το παραμπορείς. Πιάσε τα κουπιά και φέρνε τα πίσω μπρος με το ρυθμό. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ποιανών ρυθμό; ΧΑΡΩΝ Τα βατραχοτράγουδα θ' ακούς, του αυτιού μαγεία! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Κουμάνταρε λοιπόν. ΧΑΡΩΝ Έλα έλα! Ωπ Ωωπ! ("Ανοίγεται" η βάρκα. Αρχίζει το τραγούδι των βατράχων) ΒΑΤΡΑΧΟΙ Βρεκεκέξ κοάξ κοάξ Βρεκεκέξ κοάξ κοάξ Ε, παιδιά της βρυσολίμνης στης φλογέρας το ρυθμό ας τραγουδήσουμε, με γλυκόλαλη φωνή βρεκεκέξ κοάξ κοάξ όπως στο Βατραχονήσι για του ∆ιόνυσου τη χάρη κάθε φορά το τραγουδούμε στην κανατογιορτή όπου ο κόσμος όλος φέσι και στην αγκαλιά τις ιερές Χύτρες μπαίνει στο ναό μαγεμένος βρεκεκέξ κοάξ κοάξ ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Κοάξ κοάξ και μένα κι ο πισινός μου με πόνεσε μα δεν σας μέλει εσάς. ΒΑΤΡΑΧΟΙ Βρεκεκέξ κοάξ κοάξ ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Βρεκεκέξ και σκασμός! Τίποτ' άλλο δεν ξέρετε απ' το κοάξ σας. ΒΑΤΡΑΧΟΙ Και βέβαια ω πολύξερε! Οι Μούσες οι γλυκόλαλες εμένα μ' αγαπούν κι ο Πάνας ο τραγόποδος ο που παίζει την καλαμοφλογέρα κι ο Φοίβος ο λυράρης εμένα μ' αγαπάει, που εγώ του τρέφω τα καλάμια για τη λύρα, μες στη λίμνη. Βρεκεκέξ κοάξ κοάξ ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Φουσκάλιασαν τα χέρια μου κι ο πισινός μου έχει ιδρώσει και από το σκύψιμο πιάστηκα. ΒΑΤΡΑΧΟΙ Βρεκεκέξ κοάξ κοάξ ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Πάψε βρε τραγουδοφάρα! ΒΑΤΡΑΧΟΙ Πιο δυνατά θ' αρχίσουμε κι από τότε που με ήλιο απ' τα νεροκάλαμα πεταγόμασταν πιο έξω κι αρχινούσαμε τραγούδι ανεβοκατεβαίνοντας όλες τις οκτάβες ή του ∆ία τη βροχάρα αποφεύγοντας και πέφτοντας στη λίμνη μέσα πλατς τραγουδούσαμε πλατς πλουτς με μεγάλους παφλασμούς. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Βρεκεκέξ κοάξ κοάξ Κάνω ό,τι ακούω. ΒΑΤΡΑΧΟΙ Άσχημα την πάθαμε ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Θα την πάθαινα χειρότερα αν σφιγγόμουν πιο πολύ. ΒΑΤΡΑΧΟΙ Βρεκεκέξ κοάξ κοάξ ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆εν με μέλει. Σκούζετε. ΒΑΤΡΑΧΟΙ Θα σκούζουμε θα σκούζουμε όσο αντέχει ο λάρυγγας όλη τη μέρα! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Βρεκεκέξ κοάξ κοάξ Στους βρόντους σας ξεπέρασα. ΒΑΤΡΑΧΟΙ Αμ δεν μας ξεπερνάς! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ούτε σεις με ξεπερνάτε. Θα φωνάζω όσο θέλω, αν πρέπει και όλη την ημέρα Βρεκεκέξ κοάξ κοάξ μέχρι να σας ξεπεράσω όλους Βρεκεκέξ κοάξ κοάξ ΧΑΡΩΝ Σταμάτα πια, σταμάτα Βάστα κουπί ν' αράξεις και πλήρωσε και βγες. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Πάρε τον οβολό Ο Ξανθίας, που είναι ο Ξανθίας; Ξανθίααα! ΞΑΝΘΙΑΣ Εδώ. Εδώ. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Έλα εδώ. ΞΑΝΘΙΑΣ Χαίρε αφέντη! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Τι γίνεται εδώ; ΞΑΝΘΙΑΣ Σκοτάδι και λάσπη. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Είδες πουθενά εδώ τους πατροκτόνους και τους επίορκους που μας έλεγε εκείνος; ΞΑΝΘΙΑΣ Εσύ δεν τους είδες; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Μα τον Ποσειδώνα! Τους είδα και τους βλέπω! Τι θα κάνουμε τώρα; ΞΑΝΘΙΑΣ Καλύτερα είναι να προχωρήσουμε Εδώ ο τόπος είναι τα θηρία, όπως μας έλεγε. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Αχ να το πληρώσει. Να με φοβίσει ήθελε για να καμαρώνει ο ζηλιάρης επειδή ξέρει την παλικαριά μου. ∆εν υπάρχει άλλος τόσο φαντασμένος σαν τον Ηρακλή. Κάνω όμως την ευχή να τύχω κάτι δύσκολο αντάξια του ταξιδιού μου να ανδραγαθήσω. ΞΑΝΘΙΑΣ Μα το ∆ία! Αχ! Άκουσα κάτι σαν τρίξιμο. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Που; Που είναι; ΞΑΝΘΙΑΣ Πίσω σου. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Για έλα πίσω μου. ΞΑΝΘΙΑΣ Τώρα ακούγεται από μπροστά. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Έλα μπροστά μου τώρα... ΞΑΝΘΙΑΣ Α! μα το ∆ία, βλέπω θεριό μεγάλο! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Τι θεριό; ΞΑΝΘΙΑΣ Τρομερό! Χίλιες μορφές αλλάζει! Βόδι γίνεται, μουλάρι, κοπέλα πανέμορφη!. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Που είναι; Πες να πάω προς αυτήν. ΞΑΝΘΙΑΣ ∆εν είναι γυναίκα πια! Τώρα είναι σκύλα. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Λάμια άρα είναι. ΞΑΝΘΙΑΣ Το πρόσωπό της είναι όλο μια φωτιά. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Και μπρούτζινο το πόδι; ΞΑΝΘΙΑΣ Το ένα, μα τον Ποσειδώνα! Το άλλο είναι ίδιο με γαϊδουριού. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Α πα πα! Από πού να φύγω; ΞΑΝΘΙΑΣ Κι εγώ; (Ο ∆ιόνυσος απευθύνεται σε έναν ιερέα που κάθεται στην πρώτη σειρά) ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Παπά μου, παπά μου! Πες πως είμαστε και τα πίνουμε μαζί. ΞΑΝΘΙΑΣ Μεγαλοδύναμε Ηρακλή, χανόμαστε! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Μη φωνάζεις έτσι άνθρωπέ μου! Μήτε και ψιθυριστά μη λες αυτό το όνομα! ΞΑΝΘΙΑΣ ∆ιόνυσε λοιπόν. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Αυτό είναι χειρότερο απ' το πρώτο! Έλα τράβα ίσια. ΞΑΝΘΙΑΣ Εδώ, εδώ αφέντη. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Τι είναι εδώ; ΞΑΝΘΙΑΣ Κουράγιο. Όλα καλά. Και μπορούμε να πούμε σαν τον Ηγέλοχο "στα κύματα επάνω βλέπω πάλι γαλήν" Έφυγε ο κίνδυνος". ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ορκίσου. ΞΑΝΘΙΑΣ Μα το ∆ία! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ξαναορκίσου. ΞΑΝΘΙΑΣ Μα το ∆ία. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ορκίσου. ΞΑΝΘΙΑΣ Μα το ∆ία. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Αλίμονο, ο δύστυχος... Μου πάγωσε το αίμα που την είδα. ΞΑΝΘΙΑΣ Κι απ' το φόβο του για σένα κατακοκκίνησε το ρούχο σου. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Αχ! Από πού ήρθαν και ξέσπασαν πάνω μου τα δεινά; Ποιος θεός να πω θέλει το χαμό μου; ΞΑΝΘΙΑΣ "Ο Αιθέρας, του ∆ία η καμαρούλα" ή "το πόδι του Χρόνου". (Ακούγεται ήχος αυλών) ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ξανθία! ΞΑΝΘΙΑΣ Τι είναι; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆εν άκουσες; ΞΑΝΘΙΑΣ Τι; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ήχος αυλών! ΞΑΝΘΙΑΣ Βέβαια! Και κάπνα μυστηριακή δαδιών! Ο άνεμος τη φέρνει. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Σιωπή τώρα ν' ακούσουμε. (Ακούγεται και έρχεται ο Χορός των Μυημένων) ΧΟΡΟΣ Ίακχε ω Ίακχε Ίακχε ω Ίακχε! ΞΑΝΘΙΑΣ Να αφέντη! Να ο ήχος! Παίζουν οι μυημένοι! Αυτοί που έλεγε αυτός! ∆οξολογούν τον Ίακχο. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Κι εγώ έτσι θαρρώ! Ήσυχα τώρα. Ήσυχα λοιπόν να καταλάβουμε. ΧΟΡΟΣ Ίακχε, ω Πολυτίμητε του ναού σου εδώ, Ίακχε Ίακχε. Έλα να χορέψεις σ' αυτό το λιβάδι με όσιους φίλους καλούς τα πολυκάρπια τινάζοντας στο κεφάλι πυκνά, με στέφανα μύρτων και χτυπώντας γερά τα οργιάζοντα πόδια και χάρη ολόγιομα, σέρνε τον αγνό και ιερό σου χορό για τους ένθεους μύστες. ΞΑΝΘΙΑΣ Ω σεβαστή πολυτίμητη κόρη της ∆ήμητρας Με λίγωσε τσίκνα γουρουνίσια στη σούβλα! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Λοιπόν δεν πας να αρπάξεις κανένα αντεράκι; (Μπαίνει σιγά σιγά ο Χορός στη σκηνή) ΧΟΡΟΣ Φλόγες στα χέρια τινάζοντας έρχεται Ίακχε Ίακχε το ολόλαμπρο άστρο της νυχτερινής γιορτής! Λάμπουν τα λιβάδια στο φως Πηδούν οι γέροντες σαν νιοί Αποτινάζουν τα γεράματα τις λύπες τους τις μακρινές και χρόνιες με της γιορτής τη χάρη. Κι εσύ με τη λαμπάδα φέγγοντας πρόβαλε κι οδήγα τη νιότη τη χορευταρού να πιάσει, σύρει το χορό στα ανθηρά λιβάδια. Να σκάσει να φύγει απ' το Χορό μας ο άσχετος και όποιος δεν έχει το νου καθαρό ή όποιος τα όργια των Μουσών δεν τα ξέρει και στη γιορτή τους δεν χόρεψε μηδέ στου Κρατίνου μπήκε το μεθυσμένο λόγο ή τα αθυρόστομα τα άκαιρα χαίρεται η στάση εχθρών δεν καταστέλλει και δυστροπεί, συνδαυλίζει τα μίση για κέρδος ή στης πατρίδας τα δεινά χρηματίζεται και παραδίνει τα φρούρια ή τα καράβια ή κομπιναδόρος εξαφανίζει φορτώματα ή κρυφοδίνει στους εχθρούς ευκαιρίες και τους στέλνει κρυφά ρούχα και τρόφιμα ή τους βωμούς της Εκάτης, στο δρόμο βρωμίζει, ή τις αμοιβές των ποιητών ροκανίζει επειδή του τα έψαλαν. Τούτους και μια και ξανά και τρεις το κηρύττω απ' τους χορούς των Μυστηρίων μακριά. Και σεις το τραγούδι αρχίστε, μην παύετε και τους χορούς τους ολονύκτιους στη γιορτή μας που πρέπουν. Τώρα εμπρός, όλοι με κέφι στις άπλες τις λουλουδιαστές των λιβαδιών χορεύοντας, γελώντας να παίζουμε και να αστειευόμαστε και να φάμε καλά. Έλα τώρα στο χορό με γλυκόηχο τραγούδι και δόξασε την Αθηνά που τη χώρα μας σώζει κάθε δύσκολη στιγμή και σε πείσμα κυβερνώντων. Έλα τώρα με άλλο τραγούδι τη θεά την καρποδότρα τιμήστε, τη ∆ήμητρα, με δυνατές φωνές. Των ιερών Μυστηρίων ∆ήμητρα ∆έσποινα έλα και βοήθα και τους Μύστες σου σώζε, κι εγώ να βαστώ ολοήμερα γιορτή και τραγούδι. Και αστεία να πω και ωραία και πολλά και σπουδαία και της γιορτής σου αντάξια, κι αφού παίξω και κάνω διάφορα να κερδίσω βραβεία. Έλα Έλα Τον ωραίο θεό με τραγούδια καλέστε να 'ρθει, το ∆ιόνυσο, συντροφιά των οργίων. Ίακχε πολυτίμητε, το γλυκό της Βακχείας που βρήκες αλάλαγμα, έλα ακολούθα για τιμή της θεάς και δείξε πως μένεις σε όλα ακούραστος πάντα. Ίακχε χορευταρά, συμπρόπεμπέ με, έλα. Συ με κάνεις να ξεσκίζω γελώντας τα σανδάλια μου, κι αυτά τα παλιοκούρελα και χωρίς ζημιά μεγάλη βρήκες τρόπο να χορεύω, να παίζω και να γελώ. Ίακχε χορευταρά, συμπρόπεμπέ με, έλα. Και λοξοκοίταξα τώρα Κι όμορφη αντίκρυσα παιδούλα χοροπηδηχτούλα σκίστηκε ο χιτώνας της και φάνηκε το κορμάκι της. Ίακχε χορευταρά, συμπρόπεμπέ με, έλα. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Και μένανε μ' αρέσει μαζί σου ν' ακολουθώ, και μαζί της θέλω συνέχεια να χορεύω αχ και να παίζω... ΞΑΝΘΙΑΣ Κι εγώ ακριβώς το ίδιο. ΧΟΡΟΣ Είσαστε τώρα όλοι έτοιμοι για πλάκα στον Αρχέδημο! Χρόνια πολιτεύεται κι ακόμα δεν τα κατάφερε. Τώρα μπλα μπλα και σπιουνιές στου πάνω κόσμου τους νεκρούς και είναι πρώτος στη βρωμιά και στο κακό τους. Και του Κλεισθένη ο γιος, ακούω, στου φίλου του τον τάφο σπαράζει και κλαίει και διπλώνεται χτυπά το στήθος του και καλεί τον εραστή που κείτεται στο χώμα! Και λεν για τούτον τον Καλλία του Ιπποβίνου φορώντας λεοντή ναυμαχούσε. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Μπορείτε να μας πείτε που μένει εδώ ο Πλούτωνας; Τώρα μόλις φτάσαμε. ∆εν ξέρουμε τα μέρη. ΧΟΡΟΣ Ούτε δυο βήματα μην πας και μην ξαναρωτάς. Ίσια στην πόρτα του μπροστά είσαι σταματημένος. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Έλα παιδί, ξαναφορτώσου. ΞΑΝΘΙΑΣ Αχ θεέ μου τι' ναι τούτο; Πέρα δώθε πέρα δώθε, όπως στον Ισθμό! ΧΟΡΟΣ Τώρα προχωρείτε στο περιβόλι της θεάς, στων λουλουδιών το άλσος παίξτε και χορέψτε τη θεοφίλητη γιορτή. Εγώ με τα κορίτσια θα 'μαι και τις γυναίκες. και θα βαστάω το ιερό κερί καθώς θα οργιάζουν. Πάμε στα λιβάδια με τα εύοσμα λουλούδια γλυκά ομορφοπαίζοντας χορεύοντας με χάρη το χορό μας που τον σέρνουν οι τρισμακάριες οι Μοίρες. Μόνο για μας χαρούμενα ήλιος και φεγγάρι λάμπουν, για μας τους μυημένους που μ' ευσέβεια φερόμαστε και στους φίλους και στους ξένους. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Την πόρτα πώς να τη χτυπήσω; Πως τη χτυπούν εδώ τάχα οι ντόπιοι; ΞΑΝΘΙΑΣ Μη χάνεις χρόνο. Όρμα της. ∆είξε πως είσαι ο Ηρακλής! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Αγόρι, ε αγόρι! Άνοιξε. (Ο ∆ιόνυσος χτυπάει την πόρτα. Βγαίνει ο Αιακός) ΑΙΑΚΟΣ Ποιος είναι; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ο Ηρακλής ο δυνατός! ΑΙΑΚΟΣ Βρε σιχαμένε και αδιάντροπε και αδίσταχτε βρε! Βρε μιαρέ, τρισμίαρε, τρισμιαρότατε! Που τον Κέρβερο, το σκύλο μας, το φύλακα που φύλαγα τον έπιασες απ' το λαιμό, τον πήρες και μαζί του το'σκασες! Τώρα όμως πιάστηκες! Της Στύγας σε κρατάει η πέτρα η μαυρόκαρδη του Αχέροντα ο βράχος ο αιμοσταγής και τα σκυλιά του Κωκυτού που γυροφέρνουν και η Έχιδνα το τέρας με τα εκατό κεφάλια, αχ τα συκώτια να σου φάει τα πνευμόνια σου η Σμέρνα κι οι Γοργόνες να σου σκίσουν τα νεφρά και τα άντερα. Τροχάδην πάω πάνω να τις φέρω. (Ο ∆ιόνυσος μαζεύεται, σκύβει και κάθεται) ΞΑΝΘΙΑΣ Τι έκανες βρε; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Τρόμαξα πολύ. Επικαλέσου το θεό! ΞΑΝΘΙΑΣ Σήκω βρε ξεδιάντροπε. Γρήγορα σήκω. Σήκω πριν μας δει και ξένος. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Αχ λιποθυμώ! Έλα. Βάλε μου πετσέτα βρεγμένη στην καρδιά! ΞΑΝΘΙΑΣ Να. Παρ' την και βάλτην πάνω σου. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Που είναι; Φερ' την. (Ο ∆ιόνυσος την παίρνει και με τρόπο σιγά-σιγά σκουπίζεται από πίσω) ΞΑΝΘΙΑΣ Θεοί μου! Εκεί είναι η καρδιά σου βρε; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Γλίστρησε απ' το φόβο της κι έφτασε εδώ! ΞΑΝΘΙΑΣ Α δειλέ πιο πολύ απ' όλους! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Εγώ; Πως δειλός, αφού σου ζήτησα πετσέτα; Έτσι κάνει ο δειλός; ΞΑΝΘΙΑΣ Αλλά πως κάνει; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Θα βρώμιζε. Εγώ όμως σηκώθηκα, και καθαρίστηκα. ΞΑΝΘΙΑΣ Πω πω ανδρεία, μα τον Ποσειδώνα! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Και βέβαια ανδρεία! Εσύ δεν τα φοβήθηκες το βρόντο και τις απειλές; ΞΑΝΘΙΑΣ Ούτε που με νοιάξανε! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Άντε τότε εσύ που είσαι και αντρείος άντε γίνει εσύ εγώ, και φόρα και τη λεοντή και βάστα και το ρόπαλο που είσαι άφοβος κι εγώ θα γίνω εσύ και θα σου κουβαλάω το βάρος. ΞΑΝΘΙΑΣ Έλα φερ' τα γρήγορα. Ας σου κάνω τη χάρη. Πω πω! Κοίτα τον Ηρακλοξανθία δειλός αν θα 'ναι κι όμοιός σου. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Μα το ∆ία, ολόιδιος Μελήτης μαστιγίας! Φερ' το φόρτωμά σου τώρα να το φορτωθώ. (Αλλάζουν αμοιβαία τα ρούχα τους. Ανοίγει η πόρτα, βγαίνει μια θεράπαινα ω βλέπει τον "Ηρακλή") ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Φίλτατε Ηρακλή μου ήρθες; Έλα μέσα. Έλα. Η Περσεφόνη μόλις έμαθε αμέσως έψησε ψωμί κι έβαλε αμέσως στη φωτιά τρία καζάνια φάβα και βόδι ένα ολόκληρο σου το έψησε στη θράκα και πίτες και γλυκίσματα. Πέρασε μέσα. ΞΑΝΘΙΑΣ Ωραία, ωραία! Μπράβο της. ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Μα τον Απόλλωνα, δεν θα δεχτώ να φύγεις αφού για σένα τα χηνόπουλα βράζουνε στη χύτρα κι ετοίμασε κρασί μαύρο γλυκό, γλυκύτατο και σου έψησε στραγάλια. Πέρασε μέσα. Έλα. ΞΑΝΘΙΑΣ Εντάξει τώρα άσε με. ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Τι άσε με και τέτοια λες! Πώς να σ' αφήσω που για σένα περιμένει μέσα έτοιμη πανέμορφη αυλητρίδα και δυο ή τρεις χορεύτριες; ΞΑΝΘΙΑΣ Τι; Αυλητρίδες και χορεύτριες; ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Ζουμερές και τρυφερές. Έλα όμως μπες. Ο μάγειρας τα έβγαλε τα ψάρια απ' τη σκάρα και το τραπέζι περιμένει. ΞΑΝΘΙΑΣ Πήγαινε τότε κι έρχομαι. Και πρώτα στις χορεύτριες πες ότι μπαίνω Ε, συ αγόρι. Σήκωσε το μπογαλάκι κι ακολούθα με. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Στάσου βρε συ. Το πήρες σοβαρά τ' αστείο πως σ' έκανα Ηρακλή; Α! Άσε τα λόγια τα πολλά και πιάσε το μπογαλάκι. ΞΑΝΘΙΑΣ Τι; Θα μου πάρεις ό,τι μου έδωσες; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Σου το πήρα κιόλας. Βγάλε και το δερμάτινο. ΞΑΝΘΙΑΣ Θεοί! Σας παίρνω μάρτυρες! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ποιους θεούς βρε σκλάβε και ανόητε! Περνιέσαι της Αλκμήνης γιος; ΞΑΝΘΙΑΣ Εντάξει εντάξει κράτα τα. Ο θεός είναι μεγάλος, θα με χρειαστείς. ΧΟΡΟΣ Αυτό είναι για άντρα με γνώση και με σύνεση και πολυταξιδεμένο, να τα γυρνάει πάντοτε στην μεριά την καλή κι όχι σαν ζωγραφιάς μορφή όλο στην ίδια στάση. Το να αλλάζεις στάση πάντοτε και όλο προς το εύκολο αυτό είναι ρεαλισμός αυτό είναι χαρακτήρας σαν του Θηραμένη! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ε, μα, γελοίος θα ήμουνα αν ο Ξανθίας, ο δούλος επάνω σε φλοκάτη ξάπλωνε με τη χορεύτρια κι εγώ να χαζολόγαγα κι αυτός βλέποντάς με να μου έριχνε σφαλιάρα στο πρόσωπο. (Βγαίνει μια ταβερνιάρισσα, βλέπει τον "Ηρακλή" και βάζει τις φωνές) ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΙΣΣΑ Πλαθάνη! Πλαθάνη! Έλα έξω, βγες! Να τος ο πανούργος που χώθηκε στο μαγερειό τότε και μας έφαγε μια φουρνιά ψωμιά! ΠΛΑΘΑΝΗ Ναι, μα το ∆ία! Ίδιος! Ναι. ΞΑΝΘΙΑΣ Ωχ πλησιάζει το κακό. ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΙΣΣΑ Και είκοσι μερίδες κρέας κατσαρόλας χίλιες δραχμές η καθεμιά. ΞΑΝΘΙΑΣ Κάποιος θα τις πληρώσει. ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΙΣΣΑ Και μια πλεξούδα σκόρδα. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Φλυαρείς κυρά μου, φλυαρείς... ∆εν καταλαβαίνεις τι λες. ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΙΣΣΑ Φόρεσες τα τσόκαρα και δεν θα σ' αναγνώριζα; Έτσι νόμισες; Και δεν είπα κουβέντα για τα παστά που έφαγες. ΠΛΑΘΑΝΗ Ούτε και για τ' ανθοτύρι. Με τα καλάθια το κατέβαζες. ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΙΣΣΑ Κι έπειτα που είπα "πλήρωσέ με" τότε αγρίεψες. ΞΑΝΘΙΑΣ Συνήθειά του αυτή. Τα ίδια όλο κάνει παντού! ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΙΣΣΑ Και τράβηξε σπαθί ολόιδιος τρελός! ΠΛΑΘΑΝΗ Μα το ∆ία, το 'κανε! ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΙΣΣΑ Κι όταν απ' το φόβο μας πηδήξαμε στο πατάρι αυτός τις ψάθες άρπαξε... κι εξαφανίστηκε. ΞΑΝΘΙΑΣ Κι αυτό παλιά συνήθειά του. ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΙΣΣΑ Μα κάτι έπρεπε να κάνουμε. Στον Κλέωνα να πούμε, τον προστάτη μας. ΠΛΑΘΑΝΗ Και στον Υπέρβολο αν τον βρεις. Να του δώσει σκαμπίλι. ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΙΣΣΑ Α, βρωμιάρη αχόρταγε! Α να σου'ριχνα κοτρώνα να σου έσπαζα τα δόντια, που το έφαγαν το βιός μου. ΠΛΑΘΑΝΗ Κι εγώ αχ να σε κρέμαγα στο βάραθρο κακούργε! ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΙΣΣΑ Κι εγώ με το σουγιά να σου κόψω το λαρύγγι. Όλον τον πατσά μου περιδρόμιασες. ΠΛΑΘΑΝΗ Στον Κλέωνα όμως τώρα. Σήμερα θα δικαστείς θα τα πεις όλα. (Η Ταβερνιάρισσα και η Πλαθάνη μπαίνουν μέσα) ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Κακό χαμό να έχω αν δεν αγαπώ τον Ξανθία. ΞΑΝΘΙΑΣ Ξέρω ξέρω που το πας. Ηρακλής δεν γίνομαι. Σταμάτα. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Μη μου μιλάς έτσι Ξανθουδάκι μου! ΞΑΝΘΙΑΣ ∆ούλος και θνητός... πώς να γίνω γιος της Αλκμήνης; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ξέρω ότι θύμωσες και δίκαιος ο θυμός σου Και να με δείρεις δεν θ' αντέλεγα. Αν όμως στο εξής το ξανακάνω να ξεριζωθώ κακήν κακώς κι εγώ και τα παιδιά μου επίσης κι η γυναίκα μου κι ο τσιμπλιάρης ο Αρχέδημος. ΞΑΝΘΙΑΣ Τον δέχομαι τον όρκο σου, γι' αυτό αλλάζω. (Αλλάζουν πάλι τα ρούχα τους, για τρίτη φορά) ΧΟΡΟΣ ∆ουλειά σου τώρα, τράβα, αφού τα ξαναπήρες τα πρωτινά τα εξαρτήματα, τρομέρεψε και την καρδιά κι αγρίεψε το βλέμμα σου να μοιάζεις το θεό καλά, αυτόν που παριστάνεις. Κι αν σε πιάνουν να χαζεύεις ή να δείχνεις αδύναμος, άντε πάλι, πρέπει να βάζεις τα πράγματά σου στον ώμο και να φεύγεις. ΞΑΝΘΙΑΣ ∆εν τα λέτε άδικα κι εγώ σκεφτόμουν τα ίδια ακριβώς. Αυτός, λοιπόν, το ξέρω, αν είναι για συμφέρον του πάλι θα τα ζητήσει, όμως εγώ θα δείξω την καρδιά μου δυνατή και τρομερό το μάτι μου. Και ώρα, είναι, όπως φαίνεται. Ακούγονται φωνές. (Βγαίνει ο Αιακός. Και πίσω του τρεις ακόλουθοι) ΑΙΑΚΟΣ Πιάσε τον αυτόν το σκυλοκλέφτη, γρήγορα! Να κριθεί να το πληρώσει. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Να το ήρθε το κακό!! ΞΑΝΘΙΑΣ Άντε παραπέρα. Άφησέ με. ΑΙΑΚΟΣ Μπα; Προβάλλουμε κι αντίσταση; ∆ίτυλα και Σκεβλύα και Παρδόκα Ελάτε. Εμπρός. Επάνω του. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Α πα πα! Τι άνθρωπος! Τον έπιασαν να κλέβει... και χτυπάει κιόλας! ΑΙΑΚΟΣ Τέρας μεγάλο! Α πα πα! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Μεγάλο και αχώνευτο. ΞΑΝΘΙΑΣ Αν ήρθα κι άλλοτε εδώ ή σου έκλεψα και μια τρίχα να πεθάνω τώρα δα. Μα το ∆ία! Και να δεις την αρχοντιά μου, ρώτα μου το δούλο αυτόν και ανάκρινέ ττον κι αν σου πει πως έκλεψα πάρε μα και σκότωσέ με. ΑΙΑΚΟΣ Πώς να τον ανακρίνω; ΞΑΝΘΙΑΣ Με όποιον τρόπο θέλεις. Βαλ' τον στον τροχό, κρέμασέ τον, δέσ' τον καν' του φάλαγγα στα πόδια κοπάνισέ τον, γδαρ' τον, στρίψε τον βαλ' του ξίδι στα ρουθούνια, κτίσε τον σε τουβλότοιχο, καν' του όλα όσα θέλεις. Μόνο με πρασόφυλλο όμως μη βαράς. ΑΙΑΚΟΣ Σωστά τα λες και δίκαια. Και βάζω την εγγύηση εάν στον σακατέψω. ΞΑΝΘΙΑΣ Όχι, δεν χρειάζεται. Παρ' τον πέρα ελεύθερα. ΑΙΑΚΟΣ Εδώ μπροστά σου να τα πει. Κάτω τα συμπράγκαλα και αλίμονο στους ψεύτες. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ειδοποιώ. Όχι βασάνισμα. Είμαι θεός. Όποιος το κάνει θα πληρώσει. ΑΙΑΚΟΣ Θεός; Τι θεός; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Θεός είμαι. Του ∆ία ο γιος ο ∆ιόνυσος. Αυτός είναι ο δούλος μου. ΑΙΑΚΟΣ Τ' ακούς; ΞΑΝΘΙΑΣ Βέβαια τ' ακούω. ∆ιπλά να του τα κάνετε. Θεός αν είναι δεν θα νιώσει. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Κι εσύ που λες ότι είσαι θεός να μην τις φας κι εσύ το ίδιο; ΞΑΝΘΙΑΣ Σωστά λοιπόν. Βάρα μας. Κι όποιος κλάψει πρώτος ή παραπονεθεί αυτός δεν είναι για θεός. ΑΙΑΚΟΣ Α! Σωστός άντρας είσαι! Προχωρείς ολόισια προς το δίκαιο. Ξεντυθείτε. ΞΑΝΘΙΑΣ Πως θα μας ανακρίνεις δίκαια; ΑΙΑΚΟΣ Εύκολο είναι. Θα βαράω μια και μια. ΞΑΝΘΙΑΣ Σωστό. ΑΙΑΚΟΣ Ναι. ΞΑΝΘΙΑΣ Εντάξει. Χτύπα με και κοίτα αν μορφάσω. (Ο Αιακός χτυπάει διαδοχικά τον Ξανθία και το ∆ιόνυσο) ΑΙΑΚΟΣ Εντάξει. Να. Σε βάρεσα. ΞΑΝΘΙΑΣ Ε, όχι. ∆εν κατάλαβα. ΑΙΑΚΟΣ Έτσι μου φαίνεται. Τώρα και τούτον. Να. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Άντε ντε! Πότε; ΑΙΑΚΟΣ Σε βάρεσα. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ούτε γαργάλισμα δεν κατάλαβα. Γιατί; ΑΙΑΚΟΣ ∆εν ξέρω. Πάλι ξανά στον πρώτο. Να. ΞΑΝΘΙΑΣ ∆εν θα χτυπήσεις; Άντε. Α πα πα πα! ΑΙΑΚΟΣ Τι πα πα πα; Σε πόνεσε; ΞΑΝΘΙΑΣ Όχι, μα το ∆ία. Σκέφτηκα πότε είναι το πανηγύρι του Ηρακλή. ΑΙΑΚΟΣ Ευσεβής αυτός ο άνθρωπος! Στον άλλο πάλι. Άντε. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ωι ωι! ΑΙΑΚΟΣ Τι γίνεται; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Βλέπω θολά! ΑΙΑΚΟΣ ∆άκρυσες; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Μου μύρισαν κρεμμύδια. ΑΙΑΚΟΣ Το ξύλο δεν σε ένοιαξε; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ποιο ξύλο; ΑΙΑΚΟΣ Α! Στον πρώτο πάλι πρέπει! Να! Να! ΞΑΝΘΙΑΣ Αχ ωχ! ΑΙΑΚΟΣ Σε έτσουξε; ΞΑΝΘΙΑΣ Αγκάθι πάτησα. Το βγάζεις; ΑΙΑΚΟΣ Βρε θεέ μου, τι 'ναι τούτο; Άντε στον άλλον πάλι. Να. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Απόλλωνα θεέ της ∆ήλου και ∆ελφών! ΞΑΝΘΙΑΣ Πόνεσε. Τον άκουσες; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Τι να πονέσω; Γιατί; Στίχο του Ιππώνακτα θυμήθηκα. ΞΑΝΘΙΑΣ ∆εν γίνεται έτσι... Στα πλευρά κοπάνα τον... ΑΙΑΚΟΣ Έτσι πρέπει μα τον ∆ία. Πρόβαλε την κοιλιά σου. Να! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ποσειδώνα μου... ΞΑΝΘΙΑΣ Κάποιος παραπόνεσε! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ... βασιλιά στης θάλασσας τα βάθη και στου Αιγαίου τα ακρογιάλια... ΑΙΑΚΟΣ Α, μα τη ∆ήμητρα... ποιος απ' τους δυο είναι θεός δεν καταλαβαίνω. Ελάτε όμως, ελάτε μέσα, το αφεντικό και η Περσεφόνη θα το πουν αφού είναι θεοί οι δυο τους. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Σωστό αυτό. Έπρεπε να το σκεφτείς πριν μας ξυλοφορτώσεις. (Ο Αιακός παίρνει μέσα το ∆ιόνυσο και τον Ξανθία) ΧΟΡΟΣ Μούσα ευλόγα το Χορό, το τραγούδι μας κάνε να τέρψει και να δεις μπροστά σου πλήθος και ανάμεσα σοφούς πιο ζηλωτές κι απ' τον Κλέωνα, που στα χείλη του τσιρίζει χελιδόνι θρακικό στο βάρβαρο διπρόσωπό του στόμα καθισμένο κι αηδονίσιο μοιρολόι κατάπικρο θρηνεί αφού στο μέτρημα των ψήφων θα βρεθεί χαμένος. ∆ίκαιο είναι ο ιερός μας Χορός στα χρηστά να προπέμπει και πάντα να λέει τα έντιμα. Πρώτα λοιπόν στους πολίτες ισότητα λέμε και ελεύθερος βίος και όποιους ξεγέλασαν τα κόλπα του Φρύνιχου να τους δώσουμε τώρα ευκαιρίες να πουν τα στραβά που έχουν κάνει και άφεση να έχουν. Και δεύτερο, λέω, δίχως δικαίωμα κανένας πολίτης. Ντροπή να γίνουν από σκλάβοι αφέντες σαν τους Πλαταιείς όσοι ναυμάχησαν μια μέρα, το ξέρετε, και δεν κατακρίνω, ίσα ίσα σας παινεύω, το μόνο έργο προκοπής που κάνατε, μα πρέπει κι αυτούς, που μαζί κι οι πατέρες τους μαζί σας πολέμησαν και αίμα σας έχουν, να παραδείτε το λάθος τους αφού το ζητούνε. Μια φορά έφταιξαν. Αφήστε λοιπόν την οργή σας, ω σοφότατοι, ας τους κάνουμε όλους συγγενείς μας με θέληση και πολίτη ισόνομο τον πολίτη που πάει μαζί μας στον πόλεμο. Φουσκωμένοι αν δείξουμε σ' αυτό κι ακατάδεχτοι τώρα που η πόλη μας στα κύματα έρμαιη, ύστερα, σίγουρα, θα μας κρίνουν για άμυαλους. Αν μπορώ απ' τη ζωή κι απ' τον τρόπο να κρίνω ποιος θα την πάθει, τότε, σε λίγο, τούτη η ενοχλητική μαϊμού, ο μικρός Κλειγένης, ο λούστρος ο παμπόνηρος, απ' όλους πιο πάνω, που το σαπούνι νοθεύει με αλισίβα και λάσπη, θα συρθεί στον αγύριστο και το ξέρει, γι' αυτό τον πόλεμο θέλει και μαγκούρα βαστά μη ριχτεί μεθυσμένος κανείς και του πάρει τα ρούχα. Πολλές φορές η πόλη μας έπαθε τα ίδια με τους καλούς της πολίτες, ό,τι έχει πάθει και με τα παλιά νομίσματα σε σχέση με τα νέα. Τα παλιά και γνήσια και γνωστά και τιμημένα και ολοκάθαρα κομμένα ηχούν κουδουνιστά και σ' όλους έχουν πέραση, Έλληνες και ξένους, μα εμείς τα αποφεύγουμε, ζητάμε τα μπρούτζινα τα κομμένα προχτές, πεταχτά και πρόχειρα. Έτσι με τους πολίτες όσους από γενιά, γνωστικούς και καλούς και δίκαιους ξέρουμε μεγαλωμένους στ' αθλήματα και στα καλά βιβλία, αυτούς αποφεύγουμε και τιμούμε τους κίβδηλους τους ξένους και φτωχούς και νεοφερμένους και άθλιους απ' άθλιους, που ούτε καν χαμάληδες τους θέλαμε πιο πριν. Και τώρα, πάλι, ανόητοι, αλλάξτε τα φορέματα βάλτε μπροστά σας τους χρηστούς που αν τυχει και πετύχουν θα είναι αναμενόμενο κι αν πάθετε κακό θα λεν για σας οι γνωστικοί "με το γερό σκοινί το κρέμασμα". (Βγαίνουν ο Αιακός με τον Ξανθία και συζητούν σαν φίλοι) ΑΙΑΚΟΣ Μα το ∆ία το Σωτήρα, τ' αφεντικό σου είναι από τζάκι. ΞΑΝΘΙΑΣ Βέβαια από τζάκι. Μόνο κρασί και πήδημα. ΑΙΑΚΟΣ Έλεγες είσαι αφέντης, δούλος όμως φάνηκες, και δεν σε έδιωξε. ΞΑΝΘΙΑΣ Θα μετάνιωνε αν με έδιωχνε. ΑΙΑΚΟΣ Αυτό που λες "μετάνιωνε" κάμωμα δούλου είναι. Κι εγώ μετά χαράς το λέω. ΞΑΝΘΙΑΣ Ποιο; Πες μου να χαρείς. ΑΙΑΚΟΣ Όταν καταριέμαι τον αφέντη μου στα κρυφά νιώθω επόπτης στα Μυστήρια! ΞΑΝΘΙΑΣ Κι όταν σ' τις βρέχουν και το σκας βρίζοντας; ΑΙΑΚΟΣ Κι αυτό το χαίρομαι πολύ. ΞΑΝΘΙΑΣ Κι όταν βάζεις σπιουνιές; ΑΙΑΚΟΣ Α, μα το ∆ία, δεν ξέρω τέτοια! ΞΑΝΘΙΑΣ Θεέ μου! Πως! Και όταν τεντώνεις το αυτί να ακούσεις τι λεν τ' αφεντικά σου; ΑΙΑΚΟΣ Α! Αυτό με τρελαίνει και βάλε! ΞΑΝΘΙΑΣ Κι όταν τα λες στη φόρα και τα καταγγέλλεις; ΑΙΑΚΟΣ Α, μα το ∆ία! Όταν το κάνω αυτό ζω ένα ωραίο όνειρο! ΞΑΝΘΙΑΣ Φοίβε Απόλλωνα! Κόλλα το. Έλα να σε φιλήσω και φίλα με κι εσύ και πες, μα το ∆ία τον προστάτη μας... (Ακούγονται από μέσα φωνές) Α! Τι θόρυβοι και κρότοι μέσα και βρισιές; ΑΙΑΚΟΣ Είναι του Αισχύλου και του Ευριπίδη. ΞΑΝΘΙΑΣ Πως; ΑΙΑΚΟΣ Καβγάς! Μεγάλος καβγάς γίνεται ανάμεσα στους νεκρούς. ΞΑΝΘΙΑΣ Γιατί; Για ποιο λόγο; ΑΙΑΚΟΣ Γιατί υπάρχει νόμος εδώ ότι ο καλύτερος στα Γράμματα και τις Τέχνες, οι ομότεχνοί του τον εκλέγουν, σιτίζεται στο Πρυτανείο δωρεάν και θρόνο του στήνουν δίπλα στον Πλούτωνα... ΞΑΝΘΙΑΣ Καταλαβαίνω. ΑΙΑΚΟΣ Μέχρι να φτάσει άλλος πιο άξιος και τότε τη θέση του θα την πάρει αυτός. ΞΑΝΘΙΑΣ Και τον Αισχύλο τι τον τάραξε; ΑΙΑΚΟΣ Είχε το θρόνο της Τραγωδίας, ως ο καλύτερος ποιητής. ΞΑΝΘΙΑΣ Και τώρα ποιος είναι; ΑΙΑΚΟΣ Όταν πια κατέβηκε ο Ευριπίδης και άρχισε τις επιδείξεις στους πορτοφολάδες, στους διαρρήκτες, λωποδύτες, πατροκτόνους , και ήταν γεμάτος ο Άδης από τέτοιους, και άκουγαν αυτοί τους στίχους του ξετρελάθηκαν και τον νόμισαν σοφώτατο. Κι αυτός περήφανος, κάθισε στο θρόνο που καθόταν ο Αισχύλος. ΞΑΝΘΙΑΣ Και δεν τον πετροβόλησαν; ΑΙΑΚΟΣ Όχι, μα το ∆ία! Απαιτούσαν να γίνουν εκλογές. Με εκλογές να κρίνει ο κόσμος τον καλύτερο! ΞΑΝΘΙΑΣ Ο κόσμος των πανούργων; ΑΙΑΚΟΣ Με φωνές ως τα ουράνια! ΞΑΝΘΙΑΣ Και του Αισχύλου οι θαυμαστές; ∆εν υπήρχαν; ΑΙΑΚΟΣ Οι καλοί είναι παντού λίγοι. Έτσι κι εδώ... ΞΑΝΘΙΑΣ Και ο Πλούτωνας τι σχεδιάζει; ΑΙΑΚΟΣ Αγώνα ορίζει να δείξουν την τέχνη τους. Και να αποφασίσει. ΞΑΝΘΙΑΣ Κι ο Σοφοκλής; ∆εν τον ήθελε το θρόνο; ΑΙΑΚΟΣ Όχι, μα το ∆ία! Ο Σοφοκλής όταν κατέβηκε φίλησε τον Αισχύλο, του έσφιξε το χέρι του προσυπέγραψε την κατοχή του θρόνου και τώρα είναι εφεδρικός, όπως είπε ο Κλειδημίδης. Κι αν νικήσει ο Αισχύλος δεν αλλάζει τίποτα, αν όμως νικηθεί τότε θα αντιβγεί αυτός στον Ευριπίδη. ΞΑΝΘΙΑΣ Τώρα θα γίνει ο αγώνας; ΑΙΑΚΟΣ Σε λίγο, μα το ∆ία! Εδώ θα γίνει η μάχη. Με ζυγαριά θα τη μετρήσουμε την ποίηση. ΞΑΝΘΙΑΣ Μπα; Σαν τους μπακάληδες; ΑΙΑΚΟΣ Θα φέρουν και αλφάδια και υποδεκάμετρα και στερεά καλούπια... ΞΑΝΘΙΑΣ Γιατί; Τούβλα θα κάνουν; ΑΙΑΚΟΣ Και διαβήτες και μοιρογνωμόνια... Ο Ευριπίδης λέει ότι όλες τις τραγωδίες θα τις ελέγξει λέξη λέξη! ΞΑΝΘΙΑΣ Φαντάζομαι την στενοχώρια του Αισχύλου! ΑΙΑΚΟΣ Μισόσκυψε και λοξοκοίταξε ολόιδιος ταύρος! ΞΑΝΘΙΑΣ Ποιος θα είναι ο κριτής; ΑΙΑΚΟΣ Αυτό είναι το δύσκολο. ∆εν βρίσκονται σωστοί κριτές έλεγαν και οι δύο. Ούτε και τους Αθηναίους τους συμπαθούσε ο Αισχύλος. ΞΑΝΘΙΑΣ Ίσως έβλεπε ανάμεσά τους πολλούς λωποδύτες. ΑΙΑΚΟΣ Και τους άλλους τους είχε ανίδεους από ποίηση. Και έπειτα τ' ανάθεσαν το θέμα στον αφέντη σου που ξέρει , λενε, από τραγωδία. Ας μπούμε όμως μέσα. Όταν τ' αφεντικά μας βιάζονται σε μας ξεσπούν. (Ο Αιακός με τον Ξανθία μπαίνουν μέσα) ΧΟΡΟΣ Βαρύς θυμός στα σωθικά του προφητόβροντου θα βράσει, σαν δει τον αντίτεχνο άγρια ν' ακονίζει τα δόντια. Τότε μανία φοβερή θα του στραβώσει τα μάτια. Περικεφαλαίες οργές και χαίτες αλόγων θα σμίγουν και κομψοί αστεϊσμοί κομψότεχνης γλώσσας θα αντιβγαίνουν στους πηγάσους στίχους ποιητή εμπνευσμένου. Η πλούσια χαίτη στο σβέρκο θα φρίξει περήφανη θα αγριέψουν τα φρύδια, θα ριχτούν βρυχηθμοί παχύγομφα λόγια και αποφθέγματα θ' ανασαίνει το στόμα. Κι απ' την άλλη, γλώσσα ξεψειρίστρα σχολαστική γυαλισμένη λεξολόγα, ξεχαλίνωτη του φθόνου, τις λέξεις μια μια θα λιανίζει, θα γδέρνει. Θα πονέσουν τα πνευμόνια μας. (Βγαίνουν συζητώντας ο ∆ιόνυσος με Αισχύλο και Ευριπίδη. Λίγο πιο πέρα ο Πλούτωνας) ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Όχι. Όχι δεν παραιτούμαι, μη με πιέζεις. Είμαι πιο πάνω στην τέχνη απ' αυτόν. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Αισχύλε, τι λες; Ακούς τι σου λέει; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Πρώτα θα πάρει πόζα να πει. Θα τερατολογήσει όπως τερατολογεί πάντα στις τραγωδίες. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Μην είσαι τόσο απόλυτος ευλογημένε. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Τον ξέρω καλά εγώ. Απ' έξω κι ανακατωτά τον έχω ψάξει! Άνθρωπος αγριωπός, μεγάλος καυχησιάρης αχαλίνωτο το στόμα του απύλωτο πομποκομπολεξάρης ασυμμάζευτος. ΑΙΣΧΥΛΟΣ Αλήθεια αγόρι της λαχανοκηποθεάς; Έτσι λες για μένα φτηνοσαχλοσυλλέκτη, κουρελομόδιστρε και μπαλωματοράφτη; Θα τις πληρώσεις τις ανοησίες σου. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Πάψε Αισχύλε. "Μην εξάπτεις τα θερμόαιμα σπλάχνα σου". ΑΙΣΧΥΛΟΣ Πρώτα θα τον ξεσκεπάσω θα τον δείξω. Στραβούς και κουτσούς παριστάνει και καμαρώνει. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Τον αμνό! Τον αμνό παιδιά τον μαύρο. Φέρτε τον να ξορκίσουμε Θα ξεσπάσει τυφώνας! ΑΙΣΧΥΛΟΣ Βρε συ που όλο μονότονο τραγούδι λες και τα έργα σου είναι γάμοι αιμομιχτικοί! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Κράτα πολυτίμητε Αισχύλε! Κρατήσου. Κι εσύ καταφερτζή Ευριπίδη κρατήσου μακριά από το χαλάζι, αν έχεις μυαλό, μη σε χτυπήσει λέξη σαν κοτρώνα απ' την οργή στο κεφάλι σου και στο σπάσει, και σου χύσει τον "Τήλεφο" έξω. Κι εσύ Αισχύλε, όχι θυμούς. Ήρεμα να πεις και να ακούσεις. Μην καβγαδίζετε όπως φουρνάρισσες, της ποίησης άνθρωποι. Κι εσύ Ευριπίδη σαν πουρνάρι αναμμένο τσιρίζεις. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Έτοιμος είμαι, δεν κάνω πίσω. Θα του δαγκώσω το διάλογο και μετά τα λυρικά μέρη ή να πρωτοδαγκώσει αυτός αν το θέλει. Ας δοκιμάσει, μα το ∆ία, με τον "Πηλέα" και τον "Αίολο" και το "Μελέαγρο" και με τον "Τήλεφο" ιδίως. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Τι σκέφτεσαι Αισχύλε; ΑΙΣΧΥΛΟΣ ∆εν να παραβγώ εδώ, άνισο είναι. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Γιατί; ΑΙΣΧΥΛΟΣ Τα έργα μου δεν πέθαναν μαζί μου. Τα δικά σου πέθαναν, όπως συνήθιζε να λέει, και έχουν έρθει εδώ. Αφού όμως έτσι σου φαίνεται σωστό, πρέπει ν' αντιβγώ. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Εμπρός, λιβάνι φέρτε, ανάψτε το, θέλω να ευχηθώ να κρίνω τον αγώνα τους με έμπνευση και γνώση. Και σεις τις Μούσες ανυμνήστε. ΧΟΡΟΣ Κόρες του ∆ία Μούσες αγνές μυαλά κοφτερά λεπτολόγα που βλέπετε γνωμολόγων ανδρών, όταν παλεύουν με αντιλογίες στρεβλές και ζαβολιές και ορμές, ελάτε να δείτε και ν' ακούσετε τη δύναμη μεγάλων στομάτων να βγάζουν λόγια και λογάκια. Ο αγώνας της σοφίας ο μεγάλος αρχίζει. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Να ευχηθείτε τώρα και σεις πριν αρχίσετε. ΑΙΣΧΥΛΟΣ ∆ήμητρα Θεά του Νου μου τροφοδότρα, κάνε με των Μυστηρίων σου άξιο! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Πάρε κι εσύ Ευριπίδη λιβάνι και πρόσφερε. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Να λείπει. Αλλιώς είναι οι δικοί μου θεοί που σ' αυτούς προσεύχομαι. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ικοί σου είναι, καινούργιοι; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Βεβαιότατα. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Άντε λοιπόν, ευχήσου στους δικούς σου. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Αιθέρα τροφή μου και της Γλώσσας μου βάνα και Σκέψη και Ρουθούνια της οσμής ιχνευτές! Κάντε να ελέγξω γερά τους στίχους που θα αρχίσω να λέω. ΧΟΡΟΣ Και μεις λαχταρούμε από άντρες σοφούς να ακούσουμε τι λόγια μαχαίρια στους αιθέρες ανοίγουν το δρόμο τους. Η γλώσσα τους αγρίεψε αποκότιασε η καρδιά τους, πεισματάρικα μυαλά! Τώρα όλοι μας περιμένουμε άλλος να λέει τα έξυπνα ομορφοφτιαγμένα κι άλλος με σκληρά λόγια τα άσχημα στιχάκια του αντιπάλου του να ορμά και να σαρώνει. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Εμπρός τώρα αρχίστε τα και να πείτε όμορφα χωρίς χυδαίες λέξεις ούτε ν' ακούσω πράματα που θα έλεγαν και άλλοι. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Για μένα, και για το πώς η ποίησή μου είναι στο τέλος θα πω. Πρώτα θα τον φανερώσω τι κατεργάρης ήταν και πλάνος και τι και πως ξεγελούσε τους θεατές, που πριν τους αποβλάκωσε με τα δικά του ο Φρύνιχος. Πρώτα πρώτα τούτος, σου έδειχνε στην αρχή έναν Αχιλλέα ή μια Νιόβη σκεπασμένους σαν νεκρές προμετωπίδες και τους άφηνε βωβούς. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Όχι κι έτσι Ευριπίδη. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Και ο Χορός του ύστερα... Τέσσερις αρμαθιές τραγούδια σου αράδιαζε και οι σκεπασμένοι τσιμουδιά! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Εμένα αυτό μου άρεσε. Η βουβαμάρα τους με έτερπε πιο πολύ απ' όσο οι φλυαρίες σήμερα. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ήσουν χαζός γι' αυτό. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Εγώ γι' αυτό. Αυτός όμως γιατί; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Αγυρτεία σκέτη. Να περιμένει ο θεατής πότε η Νιόβη θα πει τη συλλαβούλα της. και τέλειωνε το έργο! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Βρε βρε τον πονηρό! Έτσι με κορόϊδευε; Τι αναστατώνεσαι και ξεφυσάς Αισχύλε; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Επειδή τον ξεμπροστιάζω. Με του Χορού τις φλυαρίες, το δράμα έφτανε στη μέση. Και σου πέταγε μετά δώδεκα λεξάρες βοδινές παχιές, γερές και σκοτεινές. σαν σκιάχτρα τρομερά, άγνωστες στους θεατές. ΑΙΣΧΥΛΟΣ Ω τι λέει ο άσχετος! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Σώπα Αισχύλε! ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Και όλα ακαταλαβίστικα! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Μην τρίζεις τα δόντια σου Αισχύλε. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Όλο ποτάμια ανέφερε ή τάφρους ή σε ασπίδες πάνω γρυπαετούς χαλκόχυτους και φράσεις σπαζοκεφαλιές, δύσκολα μονοπάτια. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Μα τους θεούς, μια νύχτα ολόκληρη, κάποτε, ξαγρύπνησα για βρω τι πουλί είναι ο ξανθός αλογοκόκορας! ΑΙΣΧΥΛΟΣ Το ξυλόγλυπτο ακρόπρωρο των καραβιών βρε αγράμματε! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Α! Κι εγώ θαρρούσα είναι του Φιλόξενου ο Έρυξις. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Και μετά έπρεπε να βάζει κόκορες στις τραγωδίες; ΑΙΣΧΥΛΟΣ Εσύ βρε άθεε, σαν τι τάχα τους έβαζες; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ούτε αλογοκόκορες όπως εσύ, ούτε ελαφοκάτσικα που ζωγραφίζουν οι Πέρσες στις κουρτίνες τους. Εγώ καθώς την πήρα την τέχνη από σένα πρησμένη και ξιπασμένη, με παχιές φράσεις, τη λίγνεψα πρώτα, την αλάφρωσα, με λόγια απλά της έβγαλα το πολύ βάρος, και την τάισα χυλό με έξυπνα λόγια στραγγισμένο από βιβλία κι έπειτα τη μεγάλωσα με μονολόγους. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ανακατεύοντας Κηφισοφώντα. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Και ούτε φλυαρούσα στα χαζά ούτε τσαλαβουτούσα, αλλά στον πρόλογο, με τάξη, το πρόσωπο που έβγαινε έλεγε τη γενιά του. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Καλύτερα που έλεγε τη δική του, παρά τη δική σου. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Και μετά τους πρώτους στίχους βουβός δεν έμενε κανένας όλοι μιλούσαν κι έλεγαν κάτι, δούλοι και γυναίκες κι ο αφέντης κι η κοπέλα κι η γριά. ΑΙΣΧΥΛΟΣ Και με αυτά που έφτιαχνες, δεν ήσουν λες... για σκότωμα; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Γιατί; Κρατούσα δημοκρατικές αναλογίες. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Άς το φίλε. Μη. ∆εν είναι για καλό σου τέτοια ανάλυση. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Τους δίδαξα εξάλλου πώς να μιλούν. ΑΙΣΧΥΛΟΣ Κι εγώ σου λέω ήταν καλύτερα να έσπαγες στα δυο πριν προφτάσεις να διδάξεις. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Με λεπτούς κανόνες. Και τα λόγια τους να τα μετρούν με πόντους και να σκέφτονται, να βλέπουν, να αγαπούν τους ελιγμούς και τα τεχνάσματα και να υποψιάζονται και όλα να τα ψάχνουν. ΑΙΣΧΥΛΟΣ Κι εγώ αυτό λέω. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Απλά πράγματα βάζοντας στα έργα μου, που τα έχουμε και τα ξέρουμε, τα ζούμε, απ' αυτά κρινόμουνα. Από γνώστες. Και ούτε το ύφος φούσκωνα να τους θαμπώσω ούτε τους κανάκευα με Κύκνους και με Μέμνονες σαν άλογα με κρεμαστά κουδούνια. Εξάλλου και τους μαθητές μας δες να καταλάβεις. Αυτουνού οι μαθητές ο Φορμίσιος και ο Μεγαίνετος ο γρουσούζης σαλπιγγολογχογενιοφόροι και κουκουναρολυγιστές, δικοί μου ο Κλειτοφώντας κι ο Θηραμένης ο καλός. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ο Θηραμένης; Πολύ σοφός κι ανίκητος. Σε όλα. Όσο και να στριμωχτεί θα βγει άθικτος. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Πάντως εγώ έτσι τους έμαθα βάζοντας στα έργα μου στοχασμό και κρίση και τώρα όλοι σκέπτονται και όλα τα προβλέπουν και το σπίτι τους το ορίζουν πιο καλά απ' όσο πριν. Τώρα εξετάζουν όλοι "πως είναι αυτό;" "που είναι εκείνο;" "ποιος το πήρε αυτό;". ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Τώρα κάθε Αθηναίος ναι, μα τους θεούς, μπαίνοντας στο σπίτι του ευθύς τους δούλους του προ γκάει. "Που είναι η κατσαρόλα βρε; Ποιος μου το έφαγε της ρέγγας το κεφάλι που άφησα; Την κούπα την περυσινή ποιος την έσπασε μωρέ; Το χθεσινό το σκόρδο που είναι; Την ελίτσα ποιος τη δάγκωσε;" Ενώ ως τώρα ε, άπραγοι ήταν έχασκαν, σαν μωράκια κάθονταν ήσυχα. ΧΟΡΟΣ "Τα βλέπεις αυτά ένδοξε Αχιλλέα;" Έλα εσύ, απάντησε κοίτα μόνο, προσοχή... μη σ' αρπάξει ο θυμός και τα όρια περάσεις. Βαριά σε κατηγόρησε. Κοίτα ω γενναίε μη δώσεις χέρι στην οργή, μάζευε όμως τα πανιά και με το μαλακό. και ύστερα σιγά κι αργά τέντωσέ τα κι άπλωσέ τα όταν βρεις καλόν αγέρα και ούριο. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ω! Εσύ που πρωτοπύργωσες μεγαλόπρεπο λόγο και στόλισες το τραγικό τραγούδι με άκρατα! Άνοιξε τη βρύση σου τώρα ελεύθερα! ΑΙΣΧΥΛΟΣ Α, που να μην τον αντάμωνα! Να μη μ' ανακάτωνε και πρέπει τώρα να τον σκίσω! Για να μη λες ότι στριμώχνομαι, πες μου, για ποιο λόγο πρέπει τους ποιητές να τους θαυμάζουμε; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Για το μυαλό και τη συμβουλευτική μας. Ότι τον κάνουμε καλύτερο τον κόσμο. ΑΙΣΧΥΛΟΣ Κι αν αυτό δεν το έκανες... Κι αν από καλούς τους μεταμόρφωνες σε άθλιους τι πληρωμή οφείλεις βρε ; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Θάνατος του αξίζει, μην τον ρωτάς. ΑΙΣΧΥΛΟΣ Κοίτα λοιπόν τι ήταν όταν σ' τους παρέδωσα. Γενναίοι ήταν αντρακλάδες, όχι χασομέρηδες. Ούτε παπατζήδες, ούτε φοβιτσιάριδες σαν τους τωρινούς. Ούτε καταφερτζήδες. Πόλεμο όλοι έκαναν με δόρατα και λόγχες και περικεφαλαίες φουντωτές και κράνη και κνημίδες και ψυχές μεγάλες και γερές σαν τις επταβόιδες ασπίδες. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Να το, πλακώνει το κακό, θα πέσει στο κεφάλι μου. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Τι έκανες κι έγιναν τόσο, που λες, γενναίοι; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Αισχύλε μη φουσκώνεις με θυμούς και περηφάνειες. ΑΙΣΧΥΛΟΣ Έκανα δράμα όλο πόλεμο γεμάτο! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ποιο; ΑΙΣΧΥΛΟΣ Τους "Επτά επί Θήβας"! Όποιος το είδε, πολέμαρχος λαχτάρησε να γίνει! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Αυτό ήταν το κακό σου. Άρπα τη λοιπόν! Έδειξες τους Θηβαίους γενναιότερους στον πόλεμο! ΑΙΣΧΥΛΟΣ Στο χέρι σας ήταν να ασκηθείτε. Αλλά το ρίχνατε αλλού. Και εξάλλου με τους "Πέρσες" σας δίδαξα να θέλετε πάντα να νικάτε. Το μεγαλύτερο κατόρθωμά μας δόξασα. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Χάρηκα όταν έβαλες κλάμα για το ∆αρείο κι ο Χορός αμέσως χτύπαγε τα χέρια του και φώναζε αλί αλί... ΑΙΣΧΥΛΟΣ Τέτοια έργα χρεωστούν οι ποιητές. Και σκέψου τι ωφέλειες δώσαν οι καλύτεροι. Ο Ορφέας τα Μυστήρια και την αποχή απ' το Φόνο ο Μουσαίος τους Χρησμούς και τα Ξόρκια για αρρώστιες. Ο Ησίοδος το λάτρεμα της γης και της σποράς και τα καλά οργώματα κι ο Όμηρος ο μέγας τιμή και δόξα κέρδισε που δίδαξε παλικαριές και οπλισμούς. Και όλα αυτά είναι σωστά. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Τον Παντακλή όμως τον άπραγο τίποτα δεν τον δίδαξε. Προχτές για την παρέλαση κατέβασε το κράνος ως τα μάτια κι ύστερα από πάνω ζητούσε και φτερά! ΑΙΣΧΥΛΟΣ Έμαθε όμως άλλους πολλούς και παλικάρια. Το Λάμαχο για παράδειγμα. Από τον Όμηρο η τέχνη μου μάζεψε και έκανε Πάτροκλους και Τεύκρους λεοντόκαρδους, να ξεσηκώνεται ο καθένας το σάλπισμα ακούγοντας και πόλεμο να θέλει και πρωτιά. Ούτε Φαίδρες πόρνες έφτιαχνα ούτε Σθενέβοιες ούτε παράστησα ποτέ γυναίκα ερωτευμένη. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Εμ βέβαια, έτσι άχαρος που ήσουν και δεν πήρες τίποτα από την Αφροδίτη. ΑΙΣΧΥΛΟΣ Καλύτερα έτσι. Φτάνει η δική σου και των δικών σου ηρώων ο ερωτισμός που σε διέλυσε το βάρος του. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Α, Ευριπίδη, αυτό είναι σωστό. Όλα όσα κορόιδευες, έπεσαν στο κεφάλι σου. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Βρε άθλιε άντρα, τι κακό έκαναν στην πόλη οι δικές μου Σθενέβοιες; ΑΙΣΧΥΛΟΣ Τίμιες γυναίκες τιμίων ανδρών τις έκανες να πιουν φαρμάκι από ντροπή για τους Βελλερεφόντες, τα ομορφόπαιδα. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ ∆ηλαδή από το νου μου την έβγαλα τη Φαίδρα; ΑΙΣΧΥΛΟΣ Υπήρξε Φαίδρα βέβαια... μα το κακό ο ποιητής το αποκρύβει. ∆εν το παρασταίνει, ούτε το προβάλλει. Στα παιδιά διδάσκουν οι δάσκαλοι, στους ενήλικους οι ποιητές. Τα διδακτικά πρέπει να λέμε. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ ∆ιδακτικό είναι να ξεστομίζεις λέξεις σαν Λυκαβηττούς και σαν τους Παρνασσούς; ∆εν έπρεπε να μιλάς σαν άνθρωπος; ΑΙΣΧΥΛΟΣ Βρε κακομοίρη μου Θ μεγάλη γνώμη ή ιδέα θέλει και έκφραση μεγάλη. Τα λόγια των ημίθεων πρέπει να είναι μεγαλόπρεπα. Εγώ σου έδειξα το σωστό, εσύ το χάλασες. Αφού και τα ρούχα τους είναι πολύ σεμνότερα από τα δικά μας. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Τι έκανα δηλαδή; ΑΙΣΧΥΛΟΣ Κουρέλια φόρεσες στους βασιλιάδες να φαίνονται για λύπηση. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ε, και; Κακό έκανα μ' αυτό; ΑΙΣΧΥΛΟΣ Έμαθαν οι πλούσιοι να μην θέλουν να κάνουν ευεργεσίες στο έθνος αλλά ντύνονται κουρέλια και κάνουν το φτωχό. Και κλαίγονται. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ναι μα τη ∆ήμητρα! Φοράνε τα μάλλινα από πάνω και τα αρχοντικά από κάτω και πάνε για ψαράκι! ΑΙΣΧΥΛΟΣ Τους έμαθες εξάλλου να είναι φαφλατάδες και αναιδείς. Άδειασαν τα γυμναστήρια. Συνέχεια κάθονται. Ακόμα και οι κωπηλάτες αντιλένε στους άρχοντες. Όσο ζούσα όμως αυτά δεν τα ήξερα, δεν απιστούσαν, αλλά έκαναν τη δουλειά τους. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ναι μα τον Απόλλωνα! Έκαναν τη δουλειά τους και την έκαναν καλά. Τώρα μόνο αντιλογία είναι και τσαλίμια στο κουπί και το καράβι πάει πέρα δώθε. ΑΙΣΧΥΛΟΣ Και ποιας κατρακύλας δεν είναι αίτιος; Μαυλίστρες μεσίτρες ανάδειξε και νέες ιέρειες να γεννούν στους ναούς και με τους αδερφούς τους να σμίγουν και να λεν "η ζωή δεν είναι ζωή". Έτσι γι' αυτό η πόλη μας γέμισε ψευτοδιαβασμένους δημοπιθήκους και βρωμόλογους που τον κοσμάκη ξεγελούν και λαμπάδα να κρατήσουν στη γιορτή ούτε ένας δεν μπορεί με την αγυμνασιά τους. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Μα το ∆ία, αγυμνασιά, που μια φορά στα Παναθήναια ξεράθηκα στα γέλια που κάποιος αργοκίνητος και άσπρος άσπρος και σκυφτός και με παραπάνω κιλά, ξέμεινε τελευταίος και τρεκλίζοντας και κει στις πύλες του Κεραμεικού οι Κεραμειώτες άρχισαν να τον τσιμπούν και να τον κοροϊδεύουν, κοιλιά, πλευρά, παχάκια όλα του τα τσίμπαγαν. Κι αυτός που μες στο δρόμο τόσο ζορίστηκε... λάκισε και έφυγε σβήνοντας τη λαμπάδα. ΧΟΡΟΣ Μεγάλη υπόθεση, ο καβγάς δυνατός και γερός ο πόλεμος έρχεται. ∆ύσκολο έργο η κρίση όταν ο ένας σπρώχνει με δύναμη και ο άλλος μπορεί δυνατά να πατήσει και να κάνει στροφή να ορμήσει. Μην κολλάτε όμως όλο στα ίδια αφού και πολλά και άλλα σοφά χτυπήματα ξέρετε. Ό,τι έχει ο καθένας να βρίσει ας βρίσει, ορμήσει, χτυπήσει, ας πει για παλιά και για νέα και να μην διστάσει μπρος στα λεπτά και σοφά. Κι αν φοβάστε πως ο κόσμος με την άγνοια που έχει δεν το πιάνει το σωστό μην κουμπώνεστε γι' αυτό. ∆εν είναι δα κι έτσι. Όλοι τους είναι γυμνασμένοι κι όλοι τους βιβλία έχουν και τα ξέρουν τα σωστά. Άλλωστε ο χαρακτήρας τους πάντα ήταν άριστος, και τώρα τον ακόνισαν περισσότερο. Μη διστάζετε λοιπόν και πέστε τη σοφία σας να καταλάβει ο κόσμος. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Πρώτα για τους προλόγους σου λοιπόν. Μ' αυτούς αρχίζει η τραγωδία, μ' αυτούς θ' αρχίσω το ξετίναγμα κι εγώ. Επειδή απ' αυτούς αρχίζει και του λόγου η ασάφεια! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ποιας τραγωδίας τον πρόλογο θα... αναλύσεις; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Όλους σχεδόν. Και πρώτα της "Ορέστειας". ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Άντε λοιπόν, ησυχία να κάνει ο κόσμος. Λέγε Αισχύλε. ΑΙΣΧΥΛΟΣ "Χθόνιε Ερμή, του θρόνου μου του πατρικού προστάτη, σωτήρας μου γίνε και σύμμαχος. Στο ζητώ. Ήρθα στη γη μου και επέστρεψα". ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Λοιπόν; Βρίσκεις εδώ λάθος; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Πάνω από δώδεκα. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Μα τρεις στίχοι είναι όλοι κι όλοι! ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Με είκοσι λάθη ο καθένας! (Κάτι πάει να πει ο Αισχύλος) ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Αισχύλε, σε συμβουλεύω να πάψεις αλλιώς θα πεις κι άλλους απ' αυτούς τους τρεις. ΑΙΣΧΥΛΟΣ Να σωπάσω εγώ γι' αυτόν; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Αν με υπολογίζεις. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Απ' την αρχή λοιπόν το λάθος το τεράστιο. ΑΙΣΧΥΛΟΣ Καταλαβαίνεις πως λες βλακείες; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆εν είναι αυτό το θέμα. ΑΙΣΧΥΛΟΣ Τι λάθος έκανα, μου λες; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ξαναπές τους στίχους. ΑΙΣΧΥΛΟΣ "Χθόνιε Ερμή, του θρόνου μου του πατρικού προστάτη" ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Στάσου! Τα λέει αυτά ο Ορέστης στον τάφο του νεκρού πατέρα του; ΑΙΣΧΥΛΟΣ ∆ε λέω όχι. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ ∆ηλαδή; Όταν σκότωνε τον Αγαμέμνονα με δόλο η γυναίκα του πρόσφερε προστασία ο Ερμής; ΑΙΣΧΥΛΟΣ ∆εν εννοούσα τον Ερμή τον ψυχοπομπό αλλά τον Ερμή τον Εριούνιο! Αυτόν είπε Χθόνιο δείχνοντας ότι την ιδιότητα αυτή την έχει απ' τον ίδιο το ∆ία! ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Α πα πα! Πιο τρομερό το σφάλμα σου αν την χθόνια ιδιότητα την έχει απ' τον πατέρα του. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Έτσι θα ήταν κληροδότημα η τυμβωρυχία! ΑΙΣΧΥΛΟΣ ∆ιόνυσε, βαρύ κρασί πίνεις! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Πες τον άλλο στίχο Αισχύλε. Κι εσύ Ευριπίδη να προσέχεις τα λάθη. ΑΙΣΧΥΛΟΣ "Γίνε σωτήρας μου και σύμμαχος. ∆έομαι. Ήρθα στη γη μου και επέστρεψα" ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ ∆υο φορές το ίδιο ο σοφός Αισχύλος; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆υο; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Κοίτα το λέει. Θα σ' το δείξω. "Ήρθα στη γη μου" λέει "και επέστρεψα"! Το ήρθα και το επέστρεψα είναι το ίδιο. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ναι, μα το ∆ία, σαν να λες στο γείτονά σου δως μου τη σκαφίδα για το ζύμωμα ή αν θες τη ζυμωτήρα. ΑΙΣΧΥΛΟΣ Ανοησίες λες το ξέρεις; ∆εν λέει το ίδιο πράγμα. Ο στίχος μου είναι έξοχος. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Πως έξοχος δηλαδή; ∆ως μου να καταλάβω. ΑΙΣΧΥΛΟΣ "Ήρθα στη γη μου" θα το πει ένας που απλά έρχεται στη γη του. Ο εξόριστος όμως λέει "έρχομαι και επιστρέφω". ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Καλά λέει, μα τον Απόλλωνα. Εσύ Ευριπίδη τι λες; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Λέω ότι ο Ορέστης δεν "επέστρεψε". Ήρθε κρυφά, χωρίς άδεια. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ναι, μα τον Ερμή, δεν κατάλαβα όμως. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Πες άλλον. Τέλειωνε. ΑΙΣΧΥΛΟΣ "Πάνω στον τάφο αυτόν επικαλούμαι τον πατέρα να αφουγκραστεί, να ακούσει". ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Το ίδιο είναι και το ένα και το άλλο. "Αφουγκράζομαι" και "ακούω" είναι το ίδιο. Ξεκάθαρα. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Σε πεθαμένο μιλούσε κακούργε! Που και τρεις φορές να πεις, πάλι δεν ακούει! ΑΙΣΧΥΛΟΣ Εσύ πως τους έφτιαχνες τους προλόγους; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Θα σου πω. Κι αν πω κάτι δυο φορές ή αν δεις κοιλιά στο νόημα, φτύσε με. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Πες. Όχι να σε φτύσω, αλλά πρέπει ν' ακούσω να κρίνω την ορθότητα. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ "Ο Οιδίποδας ήταν ευτυχισμένος κάποτε" ΑΙΣΧΥΛΟΣ Ε, όχι βέβαια! Κακότυχος ήταν από τη φύση του ακόμα, πριν γεννηθεί. Ο Φοίβος είπε θα σκοτώσει τον πατέρα του. Πως μπορεί να ήταν ευτυχισμένος ένας τέτοιος; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ "... και έπειτα έγινε των αθλίων ο άθλιος". ΑΙΣΧΥΛΟΣ Ε, όχι μα το ∆ία! Πως "έπειτα", αφού ποτέ δεν έπαψε να είναι άθλιος; Που μόλις γεννήθηκε, χειμώνα καιρό, σε πανέρι τον έβαλαν μέσα τον έριξαν να μη μεγαλώσει φονιάς του πατέρα του Θ και στον Πόλυβο βρέθηκε ύστερα, με πόδια πρησμένα. Και έπειτα νέος πια παντρεύτηκε μια γριά. Που ήταν και μάνα του! Και ύστερα, ο ίδιος, τυφλώθηκε... μόνος του! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Χαρά στην ευτυχία του! Ούτε στρατηγός στις Αργινούσες να ήταν. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Χαζά λες. Άψογους τους φτιάχνω τους προλόγους! ΑΙΣΧΥΛΟΣ Ε, μα το ∆ία, δεν θα σ' τους ξύσω λέξη προς λέξη. Αλλά όλους μαζί τους βγάζω σκάρτους. Με μια λέξη παιχνιδάκι. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Τους προλόγους μου; Εσύ; Με μια λεξούλα; ΑΙΣΧΥΛΟΣ Με μία και μόνη. Έτσι είναι οι στίχοι σου, που στο μέτρο τους ταιριάζει και πουλάκι και σταμνάκι και σακάκι. Πες να στο αποδείξω. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Να τα μας! Να τ' αποδείξεις. ΑΙΣΧΥΛΟΣ Βέβαια θα στ' αποδείξω! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Άντε λοιπόν Ευριπίδη, να πεις. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ "Ο Αίγυπτος με τους πενήντα γιους του , όπως λέει ο μύθος, άραξε στο Άργος με το δοιάκι" ΑΙΣΧΥΛΟΣ ...έχασε το σταμνάκι. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Αυτό ήταν η λεξούλα παιχνιδάκι; Α να χαθείς! Πες άλλον πρόλογο Ευριπίδη, να κρίνω πάλι. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ "Ο ∆ιόνυσος θύρσους κρατώντας και ντυμένος προβιά, στου Παρνασσού χοροπηδώντας τα πευκάκια" ΑΙΣΧΥΛΟΣ Έσπασε τα σταμνάκια! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Α! Πάλι μας σακάτεψε το σταμνάκι! ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ε, δεν είναι τίποτα. Στον προλογο αυτό δεν κολλάει τίποτα. "Άνθρωπος να ευτυχεί δεν υπάρχει. Ή θα'ναι από ταπεινή γενιά ή δεν θα 'χει βιός κι ας είναι από τζάκι" ΑΙΣΧΥΛΟΣ Έχασε το σταμνάκι. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ευριπίδη! ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Τι; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Τέρμα. Φτάνει. Πολύ ζημιά μας κάνει το λεξάκι. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Μα τη ∆ήμητρα, τώρα θα δεις. Τώρα δεν θα 'χει που να το βάλει. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Έλα. Πες. Να μην κολλήσει πάνω σου το άκι. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ "Ο Κάδμος κάποτε, ο γιος του Αγήνορα, την Σιδώνα την άφησε" ΑΙΣΧΥΛΟΣ ... το σταμνάκι παράτησε! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ε, μα ευλογημένε! Αγόρασε το αυτό το λεξάκι να μην μας τα χαλά. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Το ποιο; Εγώ να τ' αγοράσω; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Αν εκτιμάς τον λόγο μου. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Όχι. Όχι. Μπορώ να πω πολλούς προλόγους που δεν μπορεί αυτός να προσκολλήσει το φαρμάκι του. "Ο Πέλοπας, του Τάνταλου ο γιος, σαν έφτασε στην Πίσα με τα γρήγορα άτια του" ΑΙΣΧΥΛΟΣ Έχασε τα σταμνάκια του! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Είδες; Στα άτια κόλλησε τα σταμνάκια! Έλα καημένε! ∆ώσε του δίκιο. Πάνω από έναν οβολό δεν θα σου στοιχίσει. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Όχι. Όχι. Έχω να πω πολλούς προλόγους. "Ο Οινέας κάποτε απ' το χωράφι του" ΑΙΣΧΥΛΟΣ Πάει το σταμνάκι του! ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ε, μα, πια! Άσε να πω ολόκληρο το στίχο! "Ο Οινέας κάποτε απ' το χωράφι του πρωτοπαίρνοντας καρπούς για προσφορά!" ΑΙΣΧΥΛΟΣ Του 'σπασαν τα σταμνιά! ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Στη θυσία πάνω; Ποιος τα έσπασε; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Άσε αγαπητέ μου, ας δοκιμάσει και σ' αυτό "Ο ∆ίας, όπως η ίδια η αλήθεια κυκλοφόρησε" ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Θα με πεθάνεις, αχ, τώρα δα θα πει "το σταμνάκι του απώλεσε". Όπως κοκκινίζει το μάτι με το κριθαράκι έτσι σου κολλάει στον πρόλογο το χεράκι. Άσε τους προλόγους, έλα στα λυρικά. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Α, σ' αυτά πια θα τον κολλήσω στον τοίχο τέτοιος που είναι και κάνει τα ίδια παντού. ΧΟΡΟΣ Α πα πα και τι θα γίνει; Με καίει η περιέργεια τι θα βρει να κατηγορήσει άντρα ποιητή γερό, με τα πιο πολλά τραγούδια και τα πιο καλά ως τώρα! Απορώ για ποιο ψεγάδι θα τον κρίνει πως γιατί τον πρώτο απ' όλους υμνητή του άνακτα του Βάκχου! Για αυτόν φοβάμαι. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Πολύ ωραία βέβαια. Γρήγορα θα φανεί. Όλα, τώρα, αυτουνού σε ένα θα τα σμίξω. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Εγώ θα τα μετρώ. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ "Αχιλλέα της Φθίας, το αντρόφονο έργο ακούς και βοήθεια αχ δεν φτάνεις στο μόχθο" "Τον πρόγονο του γένους Ερμή τιμούμε εδώ και βοήθεια αχ δεν φτάνεις στο μόχθο" ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ύο μόχθοι Αισχύλε. Κι επάνω σου! ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ "Των Αχαιών ενδοξότατε γιε του Ατρέα άρχοντα αχ το μόχθο μας δεν φτάνεις βοήθεια". ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Τρίτος μόχθος Αισχύλε μου, δικός σου! ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ "Σιωπή! Οι ιέρειες στο ναό της Άρτεμης έφτασαν! Αχ δεν φτάνεις βοήθεια στο μόχθο μας!" "Σημάδια του μισεμού των ανδρών φανερώνω Αχ, βοήθεια δεν φτάνεις στο μόχθο!" ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ία Βασιλιά! Τι μόχθοι τι αβάσταχτα! Άνοιξαν τα νεφρά μου απ' το μόχθο! ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Όχι. Πρώτα θα ακούσεις και άλλα λυρικά του που συνοδεύει κιθάρα. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Τέλειωνε λοιπόν, αλλά μη άλλο μόχθο! Ουφ! ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ "Σαν δίδυμη Αχαιών εξουσία της Ελλάδας η νιότη τοφλαττόθρα τοφλαθράτ Σφίγγα κακόχρονη σκύλα στέλνει κυβερνήτη τοφλαττόθρα τοφλαθράτ Όρνεο πολέμου με δόρυ στο χέρι εκδίκησης τοφλαττόθρα τοφλαθράτ Σκύλες ν' ανταμώσει αεροβάδιστες μαύρες τοφλαττόθρα τοφλαθράτ Σύγκλιση όλη στον Αίαντα ενάντια τοφλαττόθρα τοφλαθράτ ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Μα τι 'ναι αυτό το τοφλαττόθρα; Οι Πέρσες το λέγαν στο Μαραθώνα που πολέμησες ή είναι τριγμός μαγκανοπήγαδου; ΑΙΣΧΥΛΟΣ Σε καλή μεριά το βρήκα σε καλή το έβαλα. Να μη λες πως κορφολογώ τα ίδια με το Φρύνιχο. Τούτος όμως όλα τα κλέβει από παντού. Απ' τα τραγούδια των πορνείων απ' τα χαζά του Μέλητου απ' της Καρίας τα επιφωνήματα και από θρήνους ταφής και τραγούδια χορού. Γρήγορα θα δείξω, μια λύρα φέρτε ένας... λύρα; όχι λύρα. Λύρα γι' αυτόν τον άμουσο; Αυτή που βαράει τα κρόταλα να 'ρθει. Που είναι; (Έρχεται μια κοπέλα με κρόταλα) Έλα Μούσα του Ευριπίδη! Εσύ είσαι για τέτοια. Σε σένα ταιριάζουν τα τραγούδια του. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Πάντως αυτή η μούσα ποτέ της δεν βαριόταν! ΑΙΣΧΥΛΟΣ "Αλκυόνες, στης θάλασσας στα αέναα κύματα που κελαηδάτε δίπλα, βρέχοντας στις στάλες της θάλασσας τα φτερά σας δροσίζοντας και σεις αράχνες στις γωνιές που γυροφέρνετε με τα λεπτά σας δάχτυλα τα ιστοπαγιδέματα , σαΐτα κελαηδούσα, και το δελφίνι με τραγούδι στις πρώρες δίπλα με πηδιές τινάζεται προμαντεύοντας αμπέλου βέργα ολάνθιστη που κάνει τσαμπί και πνίγει μαράζια, τύλιξε τα χέρια σου γύρω μου, ω κόρη". Το μέτρο αυτό το βλέπεις; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Το βλέπω. ΑΙΣΧΥΛΟΣ Και τους στίχους τους βλέπεις; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Τους βλέπω. ΑΙΣΧΥΛΟΣ Και τέτοιους στίχους κάνοντας εσύ τολμάς να βρίζεις τους δικούς μου μαϊμουδίζοντας μοτίβα ποζάτα; Τα λυρικά σου τέτοια είναι. Θέλω όμως και τις μονωδίες σου να σου τις ξετινάξω. "Ω της νύχτας μαυρόφεγγο σκότος, τι άθλιο όνειρο στέλνεις απ' τον Άδη τον άφαντο, ψυχή ονείρου άψυχη παιδί της μαύρης Νύχτας φριχτόμορφη μορφή νεκροσαβανωμένη μάτια αίμα στάζοντας μεγάλα νύχια έχοντας. Βάγιες ανάψτε το λυχνάρι φέρτε νερό στις στάμνες ποταμίσιο να ζεστάνω να πλύνω τ' όνειρο. Ω θεέ της θάλασσας! Να! Ω σύνοικοι, κοιτάξτε το τέρας! Τον κόκορα μου άρπαξε η Γλύκη και έγινε άφαντη! Νύμφες των βουνών Ω Μανία! Πιάστε την! Κι εγώ η άμοιρη έτυχα να 'μαι πάνω στο έργο μου τ' αδράχτι στα χέρια να γεμίσω γυροστριφογυρίζοντας στην αγορά να προφτάσω να το πουλήσω την αυγή. Και πετούσε πετούσε ο κόκορας με τα φτερά στον αέρα ανάλαφρα και λύπη μου άφηνε λύπη και δάκρυα δάκρυα έχυνα απ' τη λύπη μου έχυνα δάκρυα η δύστυχη! Όμως ω Κρήτες, τέκνα της Ίδης με τα τόξα στα χέρια ελάτε κουνήστε τα πόδια σας κυκλώστε το σπίτι και η ∆ίκτυννα κόρη η Άρτεμη με τα σκυλιά της να έρθει στο σπίτι να ψάξει. Κι εσύ του ∆ία κόρη Εκάτη δίδυμες έχοντας στα χέρια λαμπάδες Έλα και φέξε μου στης Γλύκης να μπω να κοιτάξω..." ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Φτάνει. Αφήστε τα λυρικά. ΑΙΣΧΥΛΟΣ Κι εγώ λεω φτάνει. Τώρα στη ζυγαριά Αυτή θα την κρίνει των δυο μας την ποίηση. Το βάρος των στίχων μας αυτή θα ζυγίσει. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ελάτε τότε ελάτε κοντά, αφού πρέπει. Να τη ζυγίσω την Τέχνη σας όπως τυρί. (Φέρνουν μια ζυγαριά. Πιάνουν θέσεις γύρω) ΧΟΡΟΣ ∆εν πιάνονται οι ικανοί! Τούτο πάλι άλλο θαύμα άλλο αυτό πρωτόφαντο. Ποιος άλλος άλλο τέτοιο πονηρεύτηκε; Όποιος να μου το 'λεγε άλλος που θα το έβλεπε, δεν θα τον πίστευα θα νόμιζα ότι λέει ανοησίες. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ελάτε εδώ. ∆ίπλα στα ζύγια. ΑΙΣΧΥΛΟΣ & ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ήρθαμε. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Πιάστε ένα τάσι ο καθένας, ρίχτε στίχο πάνω του. Πριν πω "κούκου" μην τ' αφήσετε. ΑΙΣΧΥΛΟΣ & ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Τα πιάσαμε. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ρίχτε στίχο σας πάνω στο τάσι. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ "Ποτέ να μην πετούσε το σκάφος της Αργώς..." ΑΙΣΧΥΛΟΣ "Ποταμέ Σπερχειέ και βοϊδολίβαδα..." ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Κούκου! Αφήστε τα τάσια! Α! Αυτουνού βαραίνει περισσότερο Ευριπίδη! ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Και ο λόγος; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ο λόγος; Έβαλε ποταμό. Τον μούσκεψε τον στίχο όπως οι έμποροι μουσκεύουν το μαλλί. Εσύ του έβαλες φτερά. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Άλλον στίχο να πει και να τον ρίξει στο τάσι. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ξαναπιάστε τα τάσια. ΑΙΣΧΥΛΟΣ & ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Τα πιάσαμε. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Πες. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ "∆εν έχει η Πειθώ άλλο ναό. Μόνο το λόγο" ΑΙΣΧΥΛΟΣ "Απ' τους θεούς μόνο ο θάνατος δεν θέλει δώρα" ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Κούκου! Αφήστε, αφήστε τα τάσια! Πάλι το δικό του γέρνει. Το θάνατο έβαλε, απ' τα κακά το βαρύτατο. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Εγώ όμως την Πειθώ. Ωραιότατο στίχο. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Η Πειθώ είναι κάτι ελαφρύ. ∆εν έχει νόημα. Βρες κάτι άλλο απ' τα μεγάλα σταθμά να τραβήξει προς τα κάτω το τάσι. Κάτι βαρύ πες και μεγάλο. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Έχω τέτοιο στίχο; Που; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Θα πω, να δεις, παράδειγμα. "Έριξε τα ζάρια, έφερε δυο άσους και τεσσάρι ο Αχιλλέας" Λέτε λοιπόν η τελευταία δοκιμή σας. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ "Ξύλο αρπάζει το δεξί, βαρύ σαν σίδερο..." ΑΙΣΧΥΛΟΣ "Άρμα στο άρμα πάνω και νεκρός στο νεκρό..." ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Σε γέλασε πάλι Ευριπίδη! ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Πως; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆υο άρματα έβαλε και δυο νεκρούς! Ούτε εκατό άνθρωποι δεν το σηκώνουν. ΑΙΣΧΥΛΟΣ Άσε πια το στίχο στίχο. Ας μπει στο τάσι ο ίδιος, με τα παιδιά και τη γυναίκα του μαζί και ο Κηφισοφώντας κι όλες οι τραγωδίες του. Εγώ στο άλλο τάσι δυο στίχους θα βάλω μόνο. (Ο ∆ιόνυσος προς τους θεατές) ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Φίλοι μου, δεν θα τους κρίνω. ∆εν θα γίνω εχθρός κανενός. Τον έναν τον θαρρώ σοφό κι ο άλλος μου αρέσει. ΠΛΟΥΤΩΝΑΣ ∆ηλαδή; Για κρίση ήρθες, δεν θα κρίνεις; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Κι αν προκρίνω τον έναν; ΠΛΟΥΤΩΝΑΣ Όποιον προκρίνεις παρ' τον και τράβα. Να πιάσει τόπο ο κόπος σου. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Να είσαι καλά. Ελάτε τώρα εσείς κι ακούστε με. Εγώ κατέβηκα να βρω ποιητή. Τι θέλω να τον κάνω; Θέλω να σωθεί η πόλη να γιορτάσουμε. Όποιος λοιπόν δώσει συμβουλή χρήσιμη εις τους αιώνες, αυτόν θα τον πάρω επάνω. Λοιπόν. Για τον Αλκιβιάδη πρώτα, τι γνώμη έχετε; Η πόλη είναι μπερδεμένη μ' αυτόν. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Όμως ποια γνώμη έχει; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ποια; Τον λαχταρά μα τον μισεί και θέλει να τον έχει. Να πείτε κι εσείς τη γνώμη σας. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ "Μισώ όποιον αργεί να ωφελήσει και για βλάβη βιάζεται και για τον εαυτό του όλο εφευρίσκει και για την πόλη απραγεί" ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ωραίο, μα τον Ποσειδώνα. Εσύ Αισχύλε; ΑΙΣΧΥΛΟΣ "Μη τρέφεις στην πόλη λιονταρόπουλο. Αν τραφεί και μεγαλώσει... με τα χούγια του θα πας". ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Μα το ∆ία το σωτήρα, την πάτησα! Ο ένας το είπε σοφά, ο άλλος καθαρά. Τώρα θα μου πει τη γνώμη του ο καθένας σας πως θα ξελασπώσει η χώρα. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Να 'βαζε ένας τον Κλεόκριτο φτερά στον Κινησία να φυσήξει αγέρας, να τους σηκώσει στη θάλασσα. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Αστείο θα ήταν, θα γελούσαμε. Το νόημα όμως; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Αν γινόταν ναυμαχία και κρατούσαν ξιδερά θα ράντιζαν με ξίδι τα μάτια των εχθρών και θα νικούσαμε. Ξέρω πάντως έναν τρόπο, να τον πω; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Πες. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ "Όταν ό,τι αμφισβητούμε το πιστέψουμε κι ό,τι πιστεύουμε το αμφισβητήσουμε" ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆ηλαδή; ∆εν κατάλαβα. Πες το λιγότερο σοφά αλλά πες το καθαρότερα. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Αν τους άρχοντες που ψηφίζουμε μαυρίσουμε και τους μαυρισμένους αν ψηφίσουμε, τότε θα σωθούμε ίσως. Αφού δυστυχούμε με τους ψηφισμένους δεν θα ευτυχήσουμε με τους μαυρισμένους; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Μπράβο Παλαμήδη μου! Να σοφό κεφάλι! Ο ίδιος το σκέφτηκες ή ο Κηφισοφών; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Εγώ. Ο Κηφισοφών σκέφτηκε το ξίδι. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Εσύ Αισχύλε τι λες; ΑΙΣΧΥΛΟΣ Πες πρώτα τι ψηφίζει η πόλη τώρα. Ψηφίζει τους καλούς; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Τους καλούς; Αγκάθι της είναι οι καλοί. ΑΙΣΧΥΛΟΣ Οι άλλοι της αρέσουν; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ∆εν της αρέσουν. Μη θέλοντας τους έχει. ΑΙΣΧΥΛΟΣ Πώς να σώσεις τέτοια πόλη, που ούτε τους καλούς ψηφίζει ούτε τους κακούς μαυρίζει; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Να το βρεις να σε πάρω. ΑΙΣΧΥΛΟΣ Επάνω θα το πω. Εδώ δεν το λέω. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Α, όχι έτσι. Από εδώ θα τη διακηρύξεις τη διάσωση. ΑΙΣΧΥΛΟΣ "Όταν πιστέψουν τη γη των εχθρών τους δική τους και τη δική τους των εχθρών και δύναμη τα καράβια κι αδυναμία τη δύναμη..." ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Ωραία! Ο κριτής τα καταπίνει όλα μόνος του. ΠΛΟΥΤΩΝΑΣ Κρίνε λοιπόν. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Θα κρίνω λοιπόν. Θα διαλέξω όποιον η ψυχή μου θέλει. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Θυμήσου τους θεούς που ορκίστηκες. Ανέβασέ με. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ "Η γλώσσα μου ορκίστηκε". Τον Αισχύλο θα διαλέξω. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Τι λες βρε απαίσιε, όλων απαισιότατε; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Εγώ; Έκρινα νικητή τον Αισχύλο. Γιατί όχι; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Τέτοιο αίσχος κι έχεις μάτια και κοιτάς; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Γιατί αίσχος, αν δεν είναι αίσχος για τους θεατές; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Βρε άπονε, τ' αντέχεις να πεθάνω; ∆ΙΟΝΥΣΟΣ "Ποιος ξέρει αν η ζωή δεν είναι θάνατος... η αναπνοή δείπνο... ο ύπνος δέρμα...". ΠΛΟΥΤΩΝΑΣ ∆ιόνυσε, τώρα, ελάτε μέσα. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Γιατί; ΠΛΟΥΤΩΝΑΣ Να σας φιλέψω πριν μισέψετε... ∆ΙΟΝΥΣΟΣ Α! Ωραία, μα το ∆ία. ∆ε με πειράζει η καθυστέρηση. (Ο Ευριπίδης φεύγει νικημένος. Ο ∆ιόνυσος με τον Αισχύλο και τον Πλούτωνα μπαίνουν μέσα) ΧΟΡΟΣ Μακάριος ο έχων εγγυημένη φρόνηση. Πολλά μας το αποδείχνουν αυτό. Ετούτος μυαλωμένος έδειξε στο σπίτι του ξαναγυρνά για το καλό της πόλης όλης για το καλό του εαυτού του φίλων του και συγγενών, διότι είναι γνωστικός. Μη με το Σωκράτη μπλα μπλα και χαζομάρες κάθε μέτρο χάνοντας και τα καλά σημαντικά της τραγωδίας παρατώντας. Παλαβομάρα σκέτη είναι να χάνεις τον καιρό σου με μεγαλοστομίες και με σοφιστείες. (Ξαναβγαίνουν. Γίνεται προπομπή του Αισχύλου) ΠΛΟΥΤΩΝΑΣ Χαίρε Αισχύλε, στο καλό, και σώζε την πόλη μας με σωστές συμβουλές και τους άμυαλους μυάλωσε, και είναι πολλοί. Και δώσε στον Κλειοφώντα τούτο το σπαθί και το σχοινί στους φορατζήδες Νικόμαχο και Μέρμηγκα και στα χέρια του Αρχένομου τούτο εδώ το κώνειο και πες τους να 'ρθουν γρήγορα να μην αργοπορούν. Αν δεν βιαστούν, να πεις, εγώ... μα τον Απόλλωνα, με σίδερο καμμένο στάμπα θα τους βάλω θα τους δέσω τα πόδια μαζί με τον Αδείμαντο το Λευκολοφίδη και θα τους σύρω στα βαθιά. ΑΙΣΧΥΛΟΣ Θα τα κάνω όσα λες. Και το θρόνο μου δώσε τον στον Σοφοκλή, να τον έχει να τον βρω αν τυχόν συμβεί να ξανάρθω. Το Σοφοκλή τον έχω δεύτερο μετά από μένα. Και να θυμάσαι καλά ο πανούργος και ψεύταρος κι ο βρωμόστομος εκείνος... ποτέ μην καθίσει στο θρόνο μου ούτε κατά λάθος. ΠΛΟΥΤΩΝΑΣ Φέξτε τον τώρα. Συνοδέψτε τον με άγιες λαμπάδες τραγουδώντας σκοπούς και τραγούδια δικά του. (Καθώς ο Αισχύλος φεύγει με το ∆ιόνυσο) ΧΟΡΟΣ Στον ποιητή που φεύγει και στον πάνω κόσμο πάει καλό ταξίδι ευχηθείτε θεότητες του Άδη και στην πόλη δώστε γνώμες ευτυχίας μεγάλης. Έτσι θα σωθούμε απ' τα δεινά τα βαριά κι απ' του πολέμου τη φρίκη κι ο Κλεοφώντας κι ο όποιος άλλος θέλει πόλεμο τα χωράφια τα δικά τους να πανε ν' αφανίζουν. ΤΕΛΟΣ
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΟΡΕΣΤΗΣ 408 π.Χ. ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΗΛΕΚΤΡΑ (Αδελφή του Ορέστη) ΕΛΕΝΗ (Σύζυγος του Μενέλαου) ΟΡΕΣΤΗΣ (Γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμήστρας) ΜΕΝΕΛΑΟΣ (Αδελφός του Αγαμέμνονα) ΤΥΝΔΑΡΕΩΣ (Πατέρας της Ελένης και της Κλυταιμήστρας) ΠΥΛΑΔΗΣ (Εξάδελφος του Ορέστη) ΕΡΜΙΟΝΗ (Κόρη του Μενέλαου και της Ελένης) ΤΡΩΑΣ (Δούλος της Ελένης) ΑΓΓΕΛΟΣ (Γέρος χωρικός) ΧΟΡΟΣ (Κορίτσια του Άργους) ΑΠΟΛΛΩΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ Αφού κατάσφαξε την μητέρα του ο Ορέστης και χίμηξαν απάνω του οι φρικτές Ερινύες και τον καταδίκασαν σε θάνατο οι Αργείοι κι αποφάσισε να σκοτώσει την Ελένη και την Ερμιόνη, επειδή ο Μενέλαος καίτοι παρών δεν τον βοήθησε, τον σταμάτησε ο Απόλλων. Η πλοκή είναι πρωτότυπη σύλληψη (του Ευριπίδη). Το δράμα λαμβάνει χώρα στο Άργος. Ο χορός αποτελείται από συνομήλικες της Ηλέκτρας (κοπέλες του Άργους) οι οποίες καταφθάνουν, έχοντας μάθει τα δεινά του Ορέστη. Προλογίζει η Ηλέκτρα. Το δράμα έχει κατάληξη διασκεδαστικότερη (από το σύνηθες στις τραγωδίες). Εξελίσσεται δε ως εξής: μπρος στο παλάτι του Αγαμέμνονα κείται ο Ορέστης σε πρόχειρο κρεβάτι χτυπημένος από ιερή μανία. Στα πόδια του κάθεται η Ηλέκτρα· πράγμα πολύ περίεργο, αφού αν καθόταν στο προσκεφάλι του, θα ήταν πιο ταιριαστό γι' αδελφή π ου φροντίζει αδελφό. Αλλά φαίνεται πως το έστησε έτσι αυτό ο ποιητής, λόγω του Χορού. Θα ξυπνούσε ο Ορέστης, που μόλις είχε ησυχάσει και κοιμόταν, αν οι κοπέλες ήταν πιο κοντά του. Το υπονοούν αυτό τα λόγια της Ηλέκτρας στον Χορό: "Σιγά, σιγά· πρόσεξε πώς πατάς. Ίσα ν' αγγίζουν τα πόδια σου τη γη". Πολύ πιθανόν λοιπόν να ήταν αυτή η πρόθεση του ποιητή. Το δράμα προσφέρει συνταρακτικό θέαμα, αλλά τα ήθη των ηρώων του είναι χείριστα. Εκτός απ' τον Πυλάδη χαρακτήρες του είναι πολύ κακοί, διότι όλοι εκτός από τον Πυλάδη, όλοι οι άλλοι ήταν φαύλοι. Τα πρόσωπα του δράματος είναι η Ηλέκτρα, η Ελένη, ο Χορός, ο Ορέστης, ο Μενέλαος, ο Τυνδάρεως, ο Πυλάδης, ο Άγγελος, η Ερμιόνη και ο Απόλλων. ΗΛΕΚΤΡΑ Αντέχει, λένε, ο άνθρωπος· προβλήματα, σκοντάμματα, χτυπήματα της ζωής και των θεών ραπίσματα. Έτσι, λένε, είναι φτιαγμένος. Πώς; Σαν τον μακάριο Τάνταλο; Όχι δεν ειρωνεύομαι. Παιδί του Δία δεν είναι; Παιδί του Δία, λένε. Κι αυτή η πέτρα, που όλο λέει να τον συντρίψει και ποτέ δεν τον συντρίβει, για να τον συντρίβει μέρα-νύχτα η αγωνία της συντριβής; Παιδί του Δία δεν είναι κι αυτή; Την αρρώστια της ακόλαστης γλώσσας του δεν γεννήθηκε να τιμωρεί; Έπρεπε, λέει, να μάθει πως αυτός, που έχει μέσα του θεό, δεν είναι θεός είναι ένα πλάσμα άρρωστο, φτιαγμένο για ν' αντέχει, όχι να θέλει. Θνητή αθανασία την λένε την αρρώστια. Ο Τάνταλος! Στο μεταξύ έσπειρε τον Πέλοπα κι εκείνος τον Ατρέα κι η μοίρα του Ατρέα έκλωσε την δική του πέτρα: το μίσος του για τον Θυέστη, τον ίδιο του τον αδελφό και... Μα, τι κάνω; Τι πάω να πω; Πώς λέει κανείς πως τάισε στον Θυέστη τα παιδιά του; Πάψε, Ηλέκτρα, πάψε! Εντάξει, εντάξει· αφήνω τον Ατρέα. Δεν λέω τίποτα γι' αυτόν. Για τους γιους του; Για τον περίφημο Αγαμέμνονα, περίφημο για τι, πραγματικά δεν ξέρω, και τον Μενέλαο; Παντρεύτηκε ο Μενέλαος το μίσος των θεών, την Ελένη· κι ο Αγαμέμνονας, ανέβηκε ενώπιον των ένδοξων Ελλήνων, στο κρεβάτι της Κλυταιμνήστρας κι έσπειρε τρεις κόρες , την Ιφιγένεια, την Χρυσόθεμη κι εμένα, κι ένα αγόρι, τον Ορέστη: όλοι παιδιά μιας πρόστυχης γυναίκας, που έκανε τα σεντόνια του κρεβατιού της σάβανο του άντρα της, γιατί... Τι λες, Ηλέκτρα; Λέγονται αυτά; Δεν λέγονται το ξέρω. Ας καταλάβει μόνος του όποιος μ ' ακούει, αν με ακούει πια κανείς. Τι νόημα έχει να πω πως ο πραγματικός ένοχος είναι ο Φοίβος, επειδή έπεισε τον αδελφό μου να σκοτώσει την μάνα του; Την μάνα του! Τρομάζει, αηδιάζει, τον άνθρωπο η πράξη αυτή, όμως την σκέφτηκε θεός. Κι εγώ... την σκότωσα· κι εγώ. Γυναίκα, όμως βοήθησα. Μαζί μας κι ο Πυλάδης. Τώρα... τώρα πάει ο δύστυχος Ορέστης. Τον χάνουμε μέρα τη μέρα· εκεί, στο άρρωστο κρεβάτι του. Παλεύει σαν τρελός να ξεφύγει από το αίμα της μάνας. Πνίγεται... τον πνίγουν... Όχι, όχι δεν θα πω το όνομά τους· είναι ντροπή, είναι θεές, είναι... οι Ερινύες... οι σκύλες της εκδίκησης! Ντρέπομαι, αλλά το λέω: αυτές του κομματιάζουν την ψυχή, τον τρελαίνουν. Έξι μέρες, δίχως να φάει, να πλυθεί... Έξι μέρες απ' την μέρα, που κάψαμε το πτώμα της μάνας, να εξαγνίσουμε το αίσχος της σάρκας της· κι αυτός ακόμα κρυμμένος στα σκεπάσματα, παλεύει, σκάβει μέσα του να βρει τον εαυτό του. Κι αν καμιά φορά νομίζει ή νομίζω πως τον βρήκε, πετάγεται κι αρχίζει να τρέχει μες στο σπίτι, σαν πουλάρι, που το χαλίνωσαν, κι αυτό... αυτός... δεν θέλει-θέλει να τρέξει ελεύθερο... ελεύθερος... έξω απ' αυτήν την πόλη-φυλακή. Το Άργος μας εξόρισε μέσα στο Άργος. Κανείς δεν πρέπει να μ ας βάλει στο σπίτι του, κανείς να μας μιλήσει. Να μην ξαναπατήσουμε σε τόπο ιερό· καν να μην πλησιάσουμε βωμό, μέχρι... σήμερα· σήμερα θ' αποφασίσουν αν θα μας λιθοβολήσουν ή θα μας σφάξουν σαν τα ζώα. Υπάρχει ωστόσο ελπίδα να σωθούμε. Ο στόλος του Μενέλαου έχει πλημμυρίσει το λιμάνι του Ναυπλίου. Επέστρεψε επιτέλους από την Τροία. Περιπλανήθηκε πολύ, όμως επέστρεψε, ίσως την κατάλληλη στιγμή. Την Ελένη, νύχτα μας την έ στειλε στο σπίτι· σαν τον κλέφτη η κλεμμένη Ελένη των Ελλήνων! Αν την έβλεπαν στους δρόμους της πόλης μέρα-μεσημέρι, όσοι έχασαν παιδιά στην Τροία, σίγουρα θα την λιθοβολούσαν. Από κείνη την στιγμή δεν σταμάτησε να κλαίει την αδελφή της, την κατάντια του σπιτιού μας. Αν δεν είχε παρηγοριά την κόρη της, την Ερμιόνη, που την άφησε σε μας ο Μενέλαος πριν φύγει για την Τροία, δεν ξέρω τι θα γινόταν. Κάθομαι κι εγώ εδώ και κοιτάζω τον δρόμο, μήπως φανεί ο Μενέλαος. Τι να κάνω; Μόνο απ' αυτόν μπορούμε πια να κρατηθούμε. Εδώ που φτάσαμε ή μας σώζει ή γκρεμιζόμαστε μαζί μ' αυτό το σπίτι, που τρίζει δυστυχία. ΕΛΕΝΗ Πώς είσαι, Ηλέκτρα μου· πώς είναι ο αδελφός σου; Τι ρωτάω! Εσύ ακόμα δίχως άντρα και σπίτι και παιδάκι ο δύστυχος Ορέστης μητροκτόνος, μίασμα... Όχι, όχι αυτός. Ο Φοίβος ευθύνεται: θύμα το θύμα, θύμα κι ο θύτης· θύματα κι εσύ κι εγώ, γιατί με πόνεσε πολύ, αβάσταχτα, ο θάνατος της αδελφής μου. Ανάθεμα την ώρα που άφησα την τρέλ α των θεών να με ξεβράσει στην Τροία! ΗΛΕΚΤΡΑ Τι να σου πω, Ελένη, βλέπεις την κατάντια μας. Πάει το σπίτι του Αγαμέμνονα! Θαφτήκαμε όλοι εδώ μέσα. Κι εγώ, αν είμαι ακόμα ζωντανή, είναι επειδή δεν λέω να το πάρω απόφαση πως πέθανε ο αδελφός μου. Κοίτα το στήθος του: ίσα που σαλεύει, σαν να 'ναι ο αέρας το χειρότερο φαρμάκι, σαν να θέλει να ξεφύγει από τον ζωντανό θάνατο με τον θάνατό του. Και να πω πως έχει άδικο; Δεν έχει ο δύστυχος. Τι να την κάνει τέτοια ζωή; Εσύ έχεις τον άντρα σου: μπορείς να ευτυχήσεις, κι αυτός το ίδιο δίπλα σου, ν' αρχίσετε μια νέα ζωή. Εμείς... Αυτό που βλέπεις δεν είναι καν το τέλος μας. Είναι το τέλος του τέλους μας, από καιρό. ΕΛΕΝΗ Έχει καιρό έτσι στο κρεβάτι; ΗΛΕΚΤΡΑ Απ' όταν ένιωσε στα χέρια του το αίμα που τον γέννησε. ΕΛΕΝΗ Δύστυχο παιδί! Δύστυχη μάνα! Τι θάνατος! ΗΛΕΚΤΡΑ Γκρεμός βαθύς και σκοτεινός... ΕΛΕΝΗ Ησύχασε, κορίτσι μου· άκουσέ με μια στιγμή. Θέλω μια χάρη... ΗΛΕΚΤΡΑ Αν μπο ρώ· χωρίς ν' αφήσω τον αδελφό μου... ΕΛΕΝΗ Σε παρακαλώ, Ηλέκτρα μου, πήγαινε εσύ στο μνήμα της αδελφής μου. Εγώ... ΗΛΕΚΤΡΑ Να πάω στης μάνας μου το μνήμα; Για ποιο λόγο; ΕΛΕΝΗ Για να κάνεις τις χοές, που της χρωστάω και ν' αφήσεις μια μικρή πλεξίδα απ' τα μαλλιά μου. ΗΛΕΚΤΡΑ Και γιατί δεν πας εσύ; Έτσι είναι το σωστό. ΕΛΕΝΗ Το ξέρω· αλλά ντρέπομαι να εμφανιστώ μπρος στους Αργείους. ΗΛΕΚΤΡΑ Σωστά· όμως αυτό έπρεπε να το σκε φτείς, όταν τους εξευτέλιζες, αφήνοντας το σπίτι σου. ΕΛΕΝΗ Είσαι σκληρή μαζί μου, Ηλέκτρα, μα έχεις δίκιο. ΗΛΕΚΤΡΑ Μάλιστα. Ντρέπεσαι τους Μυκηναίους. Και, λοιπόν; ΕΛΕΝΗ Δεν είναι μόνο η ντροπή. Φοβάμαι, Ηλέκτρα· φοβάμαι αυτούς που έχασαν παιδιά στην Τροία. ΗΛΕΚΤΡΑ Σ' αυτό δεν έχεις άδικο. "Ελένη" σημαίνει "θάνατος" στο Άργος. ΕΛΕΝΗ Ε, τι λες; Θα μου την κάνεις αυτήν την χάρη; Θα μ' απαλλάξεις από τον φόβο. ΗΛΕΚΤΡΑ Όχι, δεν αντέχω να δω τον τάφο της. ΕΛΕΝΗ Είναι ντροπή να στείλω υπηρέτες... ΗΛΕΚΤΡΑ Τότε στείλε την κόρη σου. ΕΛΕΝΗ Να στείλω μια παρθένα μέσα στον όχλο των ανδρών; Είναι σωστό; ΗΛΕΚΤΡΑ Γιατί όχι; Ίσα-ίσα που θα έχει την ευκαιρία να τιμήσει την γυναίκα που την μεγάλωνε σαν μάνα τόσα χρόνια. ΕΛΕΝΗ Έχεις δίκιο, αυτό θα κάνω. Θα πάει η Ερμιόνη. Σ' ευχαριστώ, κορίτσι μου. Ερμιόνη· έλα, κόρη μου, εδώ. Πάρε, καλή μου, τις χοές κι ετούτη την πλεξίδα απ' τα μαλλιά μου και πήγαινε στο μνήμα της Κλυταιμήστρας· άδειασε το μέλι με το γάλα και ράντισε με το κρασί και πες αυτά τα λόγια στην γη που την σκεπάζει : "Η αδελφή σου, η Ελένη, σε τιμά μ' αυτές τις προσφορές. Δεν μπόρεσε να έρθει στο μνήμα σου η ίδια, από τον φόβο των Αργείων". Και παρακάλεσέ την, εκεί που αναπαύεται, να κάνει σκέψεις στοργικές για μένα και για σένα και τον πατέρα σου· κι αυτά τα δύστυχα παιδιά, που υποφέρουν τα πάνδεινα από τον θεό. Και πες της ναι: σιγά και ταπεινά πως θα τιμήσω την μνήμη της, άλλη φορά, που θα μπορώ, σαν αδελφή που έχασε αδελφή... Έλα, παιδί μου· τρέξε στο μνήμα, κάνε το χρέος μου και γύρισε αμέσως σπίτι. Ακούς; Αμέσως. Και πρόσεχε στον δρόμο. ΗΛΕΚΤΡΑ Η αιώνια Ελένη! Έτσι σου λέει την έπλασε η φύση. Ποια φύση; Αυτή που καταριέται τον άνθρωπο ή αυτή που καταριέται ο άνθρωπος; Αυτή που του στερεί απλόχερα τα πάντα ή αυτή που του χαρίζει τσιγκούνικα τα πλούτη της; Αχ, Ελένη· ωραία Ελένη! Ακόμα και στο πένθος πρώτα κοιτάς την ομορφιά σου. Ακόμα και η πλεξίδα, που έστειλες στον τάφο της αδελφής σου ήταν λειψή: δυο τρίχες προσεκτικά κομμένες, μην σου λείψουν τα όμορφα μαλλιά σου. Ίδια πάντα. Να σε κάψουν οι θεοί! Με τσάκισες, μας τσάκισες: και μένα και τον Ορέστη και την άμοιρη Ελλάδα. Έρχονται πάλι οι φίλες μου να με παρηγορήσουν με μοιρολόγια. Αχ, πιο σιγά. Θα μου ξυπνήσει, και κοιμάται τόσο γλυκά. Δεν θ' αντέξω να τον δω πάλι να σπαρταράει σαν τρελός· θα τρελαθώ. Σιγά, σιγά· πρόσεξε πώς πατάς. Ίσα ν' αγγίζουν τα πόδια σου τη γη. Μην πλησιάσεις το κρεβάτι, σε θερμοπαρακαλώ. ΧΟΡΟΣ Εντάξει, εντάξει. ΗΛΕΚΤΡΑ Και μιλάτε πιο σιγά, καλές μου. Αν σας ακούσει μες στον ύπνο του, να πει πως ακούει μια γλυκιά φλογέρα κάπου μακριά. ΧΟΡΟΣ Είναι καλά τόσο σιγά; ΗΛΕΚΤΡΑ Καλά. Ελάτε τώρα... σιγά-σιγά: να μην ακούγεστε. Λοιπόν, τι θέλετε; Πείτε μου. Δεν είναι πολλή ώρα που τον πήρε πάλι ο ύπνος. ΧΟΡΟΣ Πώς πάει, καλή μου; Είναι καλύτερα; ΗΛΕΚΤΡΑ Ανασαίνει, αλλά με δυσκολία. ΧΟΡΟΣ Τι δυστυχία! ΗΛΕΚΤΡΑ Πάψε· θα τον σκοτώσεις, αν τον ξυπνήσεις. Αυτός ο ύπνος τον κρατάει ζωντανό. ΧΟΡΟΣ Δεν είναι δίκαιο να περνά τέτοιο μαρτύριο, για τον φόνο που τον έβαλαν να κάνει οι θεοί. ΗΛΕΚΤΡΑ Δεν είναι δίκαιο, το ξέρω, είναι άδικο, άδικο θεού. Ο Απόλλωνας, αυτός του είπε να κάνει φόνο ανείπωτο· αυτός είναι φονιάς του δύστυχου φονιά της μάνας μας: αυτός και οι πανούργες προφητείες του σε κείνο το μαντείο. ΧΟΡΟΣ Για κοίτα· σαν να σάλεψε. ΗΛΕΚΤΡΑ Είδες τι έκανες με τις φωνές σου; Τον ξύπνησες, ανόητη. ΧΟΡΟΣ Μπα, έτσι μου φάνηκε· κοιμάται. ΗΛΕΚΤΡΑ Γιατί δεν φεύγεις να μας αφήσεις στην ησυχία μας; Απομακρύνσου από το σπίτι και φώναζε όσο θέλεις... ΧΟΡΟΣ Κοιμάται, ακόμα, σου λέω! ΗΛΕΚΤΡΑ Κοιμάται και θα κοιμάται, όλη νύχτα, αν τον αφήσεις. Κοιμήσου, αγόρι μου· κοιμήσου. Βάλσαμο είναι ο ύπνος στις μέρας τις πληγές... Πού είσαι νύχτα; Πού είσαι, καλή κυρά; Τι κάνεις στης αβύσσου την αετοφωλιά; Άνοιξε τα παρήγορα φτερά σου· έλα αρχόντισσά μου, σκέπασε, κρύψε ό,τι μας άφησε η δυστυχία σ' αυτό το ερείπιο, που ήταν κάποτε παλάτι. ΧΟΡΟΣ Τι συμφορά! Τι πόνος αβάσταχτος! ΗΛΕΚΤΡΑ Θα πάψεις καμιά φορά; Κράτα το στόμα σου κλειστό, αν δεν μπορείς να ελέγξεις την φωνή σου. Ή πήγαινε πιο κει... Άφησέ τον να ησυχάσει. Ήσυχα, ήσυχα, σου λέω καλή μου· αν σ' ακούσει μέσα στον ύπνο του να πει πως είναι ένα ρυάκι διάφανο νερό, που κελαηδάει, ανάμεσα στα φύλλα της σιωπής. ΧΟΡΟΣ Τι θα γίνει με τον δύστυχο, Ηλέκτρα μου; ΗΛΕΚΤΡΑ Θα πεθάνει, αυτό θα γίνει. Αφού δεν τρέφεται; ΧΟΡΟΣ Φαίνεται πως αυτή είναι η μοίρα του. ΗΛΕΚΤΡΑ Αυτή και η δική μου. Μας θυσίασε ο Φοίβος στον βωμό του παραλογισμού του. Ενάντια στην φύση! Άκου εντολή: να ξεπλύνου με το αίμα του πατέρα με το αίμα της μητέρας! ΧΟΡΟΣ Παράλογη, αφύσικη· όμως δίκαιη... ΗΛΕΚΤΡΑ ...δυστυχία! Αχ, μητέρα! Σκότωσες και σκοτώθηκες· μας χάρισες ζωή και την έπνιξες στο αίμα του πατέρα. Τον θάνατό μας ζούμε, μητέρα· εσύ ησύχασες μια και καλή. Εγώ έμεινα εδώ, να κάνω τι; Να διώχνω το φως με θρήνους όλη μέρα· να ποτίζω με δάκρια τις νύχτες μου, μονάχη, δίχως άντρα και παιδιά, σ' αυτόν τον τάφο που ήταν σπίτι κάποτε; ΧΟΡΟΣ Ησύχασε, καλή μου. Δες τι κάνει ο αδελφός σου. Σαν να μην ανασαίνει. Ανησυχώ... ΟΡΕΣΤΗΣ Σ' ευχαριστώ, ύπνε γλυκέ: βάλσαμο της ψυχής μου. Πόσο σε χρειαζόμουν! Λήθη, θεά μου· δεν με ξέχασες. Εσύ, μόνο εσύ, μόνο η δική σου σοφία δεν ξεχνά αυτούς που θέλουν να ξεχάσουν... Πού ήμουν; Πού είμαι; Πώς βρέθηκα εδώ; ΗΛΕΚΤΡΑ Κοιμήθηκες, καλέ μου; Μπράβο! Θέλεις να σε σηκώσω; ΟΡΕΣΤΗΣ Ναι, σήκωσέ με. Σκούπισε από τα χείλια μου αυτούς τους σιχαμένους αφρούς και στέγνωσέ μου τα μάτια. ΗΛΕΚΤΡΑ Έλα, να! Σ' ανακουφίζουν, αδελφέ μου, τα χέρια μου; Σ' ανακουφίζουν, το βλέπω. ΟΡΕΣΤΗΣ Αγκάλιασέ με, κράτα με σφιχτά. Και διώξε τα μαλλιά μου από τα μάτια μου. Δεν βλέπω τίποτα. ΗΛΕΚΤΡΑ Αγρίεψαν τα μαλλάκια σου, αγόρι μου· πρέπει να τα λούσουμε. ΟΡΕΣΤΗΣ Βάλε με να ξαπλώσω· όταν περάσει η κρίση, λύνομαι ολόκληρος. ΗΛΕΚΤΡΑ Αμέσως· το κρεβάτι, όπως και να το κάνεις, είναι του αρρώστου η φωλιά. Λίγο στενάχωρη, αλλά απαραίτητη. ΟΡΕΣΤΗΣ Όχι έτσι· γύρισέ με. Ησυχία δεν μπορώ να βρω σ' αυτό το στρώ μα. Σαν να είναι το σώμα μου μια φυλακή και το μυαλό μου να περιμένει μέσα εκεί φυλακισμένο την καταδίκη του. ΗΛΕΚΤΡΑ Δεν θες να περπατήσεις λίγο, να ξεφύγεις απ' το κρεβάτι; Έλα· η αλλαγή είναι υγεία. ΟΡΕΣΤΗΣ Καλά ακούγεται αυτό. Κι αν είναι ψέμα, τι έχω να χάσω; Την αλήθεια της αρρώστιας μου; ΗΛΕΚΤΡΑ Άκουσέ με, αγαπημένε· προσεκτικά, όσο κοιμούνται οι ερινύες στο μυαλό σου. ΟΡΕΣΤΗΣ Τι ν' ακούσω, αδελφή; Δεν έχω πια κουράγιο. Αν είναι να μου πεις κι άλλο κακό, δεν θα το αντέξω. ΗΛΕΚΤΡΑ Ήρθε ο Μενέλαος, ο αδελφός του πατέρα. Αγκυροβόλησε στο Ναύπλιο ο στόλος του. ΟΡΕΣΤΗΣ Αλήθεια; ΗΛΕΚΤΡΑ Αλήθεια. Γύρισε απ' την Τροία με την Ελένη... ΟΡΕΣΤΗΣ Αυτό δεν είναι καλό σημάδι. Αν γύριζε μόνος του, θα έλεγα πως βλέπω λίγο φως μες στ' άγρια μεσάνυχτα της μοίρας μας. Μα τώρα μας κουβάλησε το ίδιο το έρεβος... ΗΛΕΚΤΡΑ Έσπειρε ο Τυνδάρεως την Ελλάδα προστυχιά: κόρες αναίσχυντες, πανάθλια θηλυκά. ΟΡΕΣΤΗΣ Μην τους μοιάσεις, αδελφή. Ούτε στα λόγια ούτε στα έργα. Φυλάξου από το αίσχος τους... ΗΛΕΚΤΡΑ Ησύχασε, ησύχασε, καλέ μου. Αρχίζουν πάλι· το βλέπω· αγρίεψε το βλέμμα σου. Κρατήσου. Μην τις αφήνεις να σε πάρ ουν. Κράτα με, μην με αφήνεις, Ορέστη μου! ΟΡΕΣΤΗΣ Διώξ' τες, μητέρα, σε ικετεύω. Μην τις αφήνεις. Στάζουν αίμα τα μάτια τους, διψάνε τα νύχια τους, πεινάνε τα δόντια τους. Εσύ, εσύ τις στέλνεις. Θα με κατασπαράξουν. ΗΛΕΚΤΡΑ Πάψε· μην τρέμεις, μην φοβάσαι. Μες στο μυαλό σου είναι· δεν μπορούν να σε πειράξουν. ΟΡΕΣΤΗΣ Πού είσαι Απόλλωνα; Με παράτησες; Δεν βλέπεις; Με κυνηγούν οι σκύλες του θανάτου· θα με φτάσουν, θα με αρπάξουν οι δαιμόνισσες του Άδη. ΗΛΕΚΤΡΑ Εγώ δεν σε παράτησα, Ορέστη μου· είμαι εδώ. Κρύψου στην αγκαλιά μου· δεν θ' αφήσω την τρέλα να σε αρπάξει από τα χέρια μου. ΟΡΕΣΤΗΣ Άφησέ με! Ερινύα είσαι κι εσύ! Σφαγείο είναι τα χέρια σου· Τάρταρος η αγκαλιά σου. ΗΛΕΚΤΡΑ Τι να κάνω, η δύστυχη; Πώς να σε βοηθήσω; Θεός δεν είμαι. Ένα πλάσμα άρρωστο είμαι κι εγώ: φτιαγμένο για ν' αντέχει, όχι να θέλει. ΟΡΕΣΤΗΣ Πού είναι το τόξο μου· πού πήγε το κτήνος, κτήνος, ε; Ο Απόλλωνας... αυτός μου το 'δωσε, κατάλαβες; Για τις σκύλες. Έλα· πού είναι; Ας κάνουν πως γαυγίζουν, για να με φοβερίσουν· να δεις πού θα πάνε. Από άνθρωπο θα πάνε, οι λυσσασμένες, οι ανθρωποφάγες. Θεές να σου πετύχουν! Μια να πετύχω, θα χαθούν από τα μάτια μου μια και καλή. Ακούτε; Ακούτε σκύλες; Θα χαθείτε. Ελάτε να δείτε πώς πετάει το βέλος μου: γεράκι, ε; Ε, τι είναι αυτό; Μην μου χτυπάτε εμένα τα φτερά σας. Να χαθείτε, να χαθείτε, σκύλες, κι εσείς κι ο Απόλλωνας και ο χρησμός του· αλλιώς... Τι έπαθα; Τι κάνω; Πού είναι το κρεβάτι; Ζαλίζομαι· θα σωριαστώ. Να κάτσω· ν' ανασάνω· με το ζόρι κρατάω την ψυχή μου. Α, ψυχή μου· κάνε κουράγιο. Λίγο ακόμα και θα περάσει η τρικυμία. Δεν θα πνιγούμε. Να, σιγά-σιγά ησυχάζει το στήθος μου. Ανοίγει ο καιρός στα μέρη σου, ψυχή μου. Έλα, μην κλαις, Ηλέκτρα μου. Μην κρύβεις το πρόσωπό σου, μάτια μου· μην κρύβεις τα μάτια σου. Εγώ πρέπει να κρύβομαι· εγώ, που σε κρατάω κλεισμένη εδώ μέσα, παρθένα, που έπρεπε να χαίρεται τον ήλιο και να την χαίρεται το φως στα μάτια των ανδρών. Τι φταις εσύ; Συμφώνησες· αλλά τα χέρια που βάφτηκαν στο αίμα της μάνας ήταν τα δικά μου. Εγώ την σκότωσα, εγώ κι ο Απόλλωνας, που κρύβεται πίσω από τους χρησμούς του. Σκοτώνει ο Λόγος του Θεού, μα δεν ματώνει ο ουρανός, η γη ματώνει! Το αίμα είναι "προνόμιο" του άρρωστου πλάσματος, που φτιάχτηκε ν' αντέχει το μακελειό της γης. Αχ, να μπορούσα τότε να σταθώ μπρος στον πατέρα, εκεί κάτω, που βρίσκεται· να τον κοιτάξω κατάματα, να τον ρωτήσω αν πρέπει να σκοτώσω την μητέρα, που τον σκότωσε! Το ξέρω, θα γονάτιζε μπροστά μου και θα με ικέτευε να μην ποτίσω μ' αίμα τα στήθη, που με πότισαν το πρώτο μου το γάλα. "Εγώ δεν πρόκειται να ξαναδώ το φως του ήλιου, ό,τι κι αν κάνεις", θα μου έλεγε, το ξέρω. Κι εγώ δεν θα 'σπερνα παντού αίμα, σκοτάδι, απελπισία... Έλα, αδελφή μου· στεκόμαστε στην άκρη του γκρεμού, όμως μην κλαις, μην κρύβεις από μένα το πρόσωπό σου. Σκούπισε τα δάκρυά σου. Πρέπει να είσαι δυνατή. Όταν με βλέπεις να βυθίζομαι στην τρέλα, κράτα με, μίλα μου· η φωνή σου είναι το μόνο κλωνάρι που έχω να πιαστώ, να μην χαθώ στο βάρ αθρο της μαύρης μου ψυχής. Δος μου κουράγιο από το λίγο κουράγιο που σου δίνω, όταν συνέρχομαι. Έτσι δεν κάνουν οι άνθρωποι που αγαπιούνται; Έτσι! Πήγαινε τώρα στην κάμαρά σου, πέσε να κοιμηθείς, δίψασαν ύπνο τα βλέφαρά σου. Ξεκουράσου· φάε κάτι· πλύσου, έστω με το ζόρι· θα σου κάνει καλό να δροσιστείς, να μυρώσεις το κορμί σου, να χτενίσεις τα όμορφα μαλλιά σου. Θ' αρρωστήσεις κι εσύ στο τέλος, όλο δίπλα μου. Αν καταρρεύσεις, τι θα γίνω εγώ; Μόνον εσένα έχω στον κόσμο. ΗΛΕΚΤΡΑ Όχι, δεν φεύγω. Εδώ , μαζί σου θα ζήσω ή θα πεθάνω. Έχει νόημα να μείνω χωρίς πατέρα κι αδελφό, χωρίς προστάτη, σ' έναν κόσμο ανδρών; Πώς θα επιβιώσω; Όχι! Ωστόσο, αν σου κάνει καλό να ξέρεις πως φροντίζω τον εαυτό μου, θα κάνω αυτό που μου ζητάς. Μα, πρώτα να ξαπλώσεις και να μείνεις στο κρεβάτι, ό,τι κι αν γίνει. Κράτα τα μάτια σου κλειστά και μην τρομάξεις, όσα δόντια και να τρίξουν, όσες φτερούγες και να δείρουν τον αέρα. Η τρέλα με τον φόβο της τρέλας τρέφεται. ΧΟΡΟΣ Άρχισαν πάλι. Τις ακούτε; Σκάβουν τα σπλάχνα του αέρα. Σπαρταράει ο αέρας στις λεπίδες των φτερών τους· ξεριζώνουν το φως: κουρέλια ματωμένα, κρέμεται στα νύχια τους το φως. Γιορτάζουν, οργιάζουν έναν Βάκχο μεθυσμένο με δάκρυα και αίμα. Ουρλιάζουν, κρώζουν, οι άσπλαχνες θεές, οι Ερινύες, τα όρνια της εκδίκησης: μυρίζουν, ψάχνουν, ψάχνουν πληγές να κλείσουν με πληγές, αίμα να το σκεπάσουν με αίμα. Αίμα σκοτείνιασε η μέρα, σάρκα σκυλεμένη κρέμεται ο ουρανός από τον ουρανό. Σας ικετεύω, εκλιπαρώ το στυγερό σκοτάδι που αγριεύει δικαιοσύνη, στα θεϊκά σας σπλάχνα: λυπηθείτε τον γιο του Αγαμέμνονα, δεν του αξίζει τόσο σκοτάδι. Πού είχες το μυαλό σου, δύστυχε Ορέστη· τι σκεφτόσουν, όταν άκουγες τον Φοίβο να σου μιλάει, από τα σπλάχνα της γης; Δεν άκουσες την τρέλα, την συντριβή, το τέλος σου να ωρύονται στα βάθη εκείνου του χρησμού; Πού είναι, Δία, το έλεός σου; Χάνεται, ο δύ στυχος· παλεύει να κρατήσει την ζωή του, ανάμεσα στα ερείπια της ζωής του. Κι όπου πατήσει: γη ποτισμένη αίμα και δάκρυ. Και κλαίει, κλαίει, φωνάζει, τρέμει, σπαράζει, σαν τρελός να διώξει από το σπίτι του τον δαίμονα της τρέλας: το στοιχειωμένο αίμα της μάνας, που διψάει για αίμα και λυσσομανά στις άδειες κάμαρες, βροντά τις πόρτες, τρέχει, τρέμουν οι τοίχοι, τα πατώματα, η στέγη και χιμάει, κουρελιάζει την σκέψη του και την ψυχή. Κι αυτός παλεύει. Μάταια! Βαρκούλα η ανθρώπινη ε υτυχία και πέλαγο απέραντο η ζωή. Αργά ή γρήγορα ο θεός, κάποιος απ' όλους, θα σηκώσει κύμα βουνό την δυστυχία· θα κουρελιάσει η θλίψη το πανί, θα σπάσει η απελπισία το κατάρτι, θα γυρίσει το σκαρί και θα χορτάσει το έρεβος ματαιότητα... Αν δεν άξιζε ο Οίκος του Ταντάλου την αιώνια ευτυχία, τότε ποιος; Ποιος άλλος είχε ρίζα θεϊκή; Ο Μενέλαος! Δείτε εκεί! Έρχεται! Τι μεγαλείο! Αντάξιος απόγονος του Ταντάλου! Καλωσήρθες, βασιλιά μου. Κι εσύ κι η ευτυχία που καμαρώνει δίπλα σου. Εσένα καμαρώνει. Άκουσαν οι θεοί τις προσευχές σου. Επέβαλες το θέλημά σου στην Ασία! ΜΕΝΕΛΑΟΣ Αυτό λοιπόν είναι το σπίτι, που ονειρευόμουν ν' αντικρίσω με χαρά, όταν θα γύριζα απ' την Τροία; Ένα ρημαγμένο αρχοντικό, πίσω απ' τα τείχη που έχτισαν δάκρυ-δάκρυ οι συμφορές; Δεν πρόλαβα καλά-καλά να προσπεράσω τον άγριο Μαλέα κι ο γλαυκός προφήτης των αφρών άφηνε μήνυμα απ' το αρχαίο μαντείο των βυθών στην πλώρη μου: "Είναι νεκρός ο Αγαμέμνονας, Μενέλαε, απ' το χέρι της Κλυταιμήστρας. Γκρέμισε τείχη και δάμασε το πέλαγος, μα βρήκε τον θάνατο στο σπίτι του. Τον έπνιξε η γυναίκα του σ' ένα λουτρό νερό, τον αδελφό σου!" Κλάψαμε, κλάψαμε πικρά κι εγώ κι οι ναύτες. Κι όταν πιάσαμε Ναύπλιο κι έστειλα μπροστά την γυναίκα μου· κι ετοιμαζόμουν να έρθω κι εγώ να σφίξω στην αγκαλιά μου τον Ορέστη και την μητέρα του, ελπίζοντας τουλάχιστον αυτοί να 'ναι καλά, άκουσα κάποιον θαλασσόλυκο να λέει πως ο ανιψιός μου σκότωσε την κόρη του Τυνδάρεω. Πείτε μου, κοπέλες, πού θα βρω αυτό το... ανήκουστο... παιδί του Αγαμέμνονα. Ήταν μωρό στην αγκαλιά της Κλυταιμήστρας, όταν τον είδα τελευταία φορά, λίγο πριν φύγω για την Τροία. Δεν θα τον αναγνωρίσω, μετά από τόσα... ΟΡΕΣΤΗΣ ...μαρτύρια. Εδώ είμαι, Μενέλαε, κι εγώ κι η δυστυχία μου· μην με ψάχνεις. Έλα ν' ακούσεις από μένα τ' ανήκουστα, που λες. Πρώτα όμως, άφησέ με... σ' εκλιπαρώ, πέφτω στα πόδια σου, ικέτης... Δέξου το μόνο που μπορώ να σου προσφέρω: δυο λέξεις ματωμένης αγωνίας στων χειλιών μου τα ξερόκλαδα· και σώσε με. Ήρθες την κατάλληλη στιγμή... ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ω, θεοί! Άνθρωπος είσαι ή φάντασμα; ΟΡΕΣΤΗΣ Φάντασμα ανθρώπου ζωντανού! Ένας νεκρός που πρέπει να υποφέρει την ζωή του. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Μάζεψε λίγο τα μαλλιά σου· συγυρίσου, δυστυχισμένε. Τι έπαθες; Εσύ μοιάζεις με αγρίμι... ΟΡΕΣΤΗΣ ...σπαραγμένο απ' το θηρίο, που τρέφω μέσα μου. Έχει σημασία με τι μοιάζω; ΜΕΝΕΛΑΟΣ Και το βλέμμα σου, Ορέστη· Τι άψυχο βλέμμα είναι αυτό; ΟΡΕΣΤΗΣ Το βλέμμα του νεκρού, που ήταν κάποτε κάποιος Ορέστης. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Δεν ξέρω τι να πω. Με τρομάζεις. Αλλιώς σε περίμενα. ΟΡΕΣΤΗΣ Κι εγώ άλλα περίμενα. Κι εμένα με τρομάζει, με τρελαίνει, με σκοτώνει ο μητροκτόνος Ορέστης. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ξέρω, ξέρω. Σώπασε τώρα. Μην αφήνεις τις λέξεις να σκαλίζουν τα παλιά. ΟΡΕΣΤΗΣ Τα παλιά! Τώρα αρχίζουν τα παλιά κι έχουν πολλή δουλειά ακόμα. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Δηλαδή; Τι σου συμβαίνει, Ορέστη; ΟΡΕΣΤΗΣ Συνείδηση, μου συμβαίνει Μενέλαε. Συνείδηση αφόρητη. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Τι λες; Τα μπερδεμένα λόγια είναι πεντακάθαρη σιωπή, αγόρι μου. ΟΡΕΣΤΗΣ Η θλίψη λέω· η θλίψη με σκοτώνει. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Σκληρή θεά, αλλά κι αυτή λυπάται κάποτε τα θύματά της. Θα περάσει ΟΡΕΣΤΗΣ Η τρέλα όμως δεν περνά. Την τρέφει μέσα μου το αίμα της μητέρας, που σκότωσα. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Πότε κατάλαβες να χάνεις τα λογικά σου; Πού ήσουν, τι έκανες; ΟΡΕΣΤΗΣ Ετοιμαζόμουν να θάψω την ταλαίπωρη γυναίκα, που με γέννησε. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ήσουν στο σπίτι ή στην πυρά. ΟΡΕΣΤΗΣ Ξενυχτούσα στην πυρά, για να μαζέψω τα οστά της. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Μόνος; Χωρίς βοήθεια; ΟΡΕΣΤΗΣ Όχι· ήταν μαζί μου ο Πυλάδης. Αυτός που με βοήθησε στον φόνο. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Και τώρα έχεις οράματα; Τι βλέπεις; ΟΡΕΣΤΗΣ Τρεις παρθένες, σαν την νύχτα σκοτεινές. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ξέρω ποιες λες· μα δεν τολμώ να πω τ' όνομά τους. ΟΡΕΣΤΗΣ Έτσι πρέπει με τα ιερά ονόματα. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Αυτές σε μεθάνε με το αίμα, που έχυσες; ΟΡΕΣΤΗΣ Αυτές! Σαν λυσσασμένα σκυλιά με κυνηγούν να με σπαράξουν. Κι εγώ τρεκλίζω, προσπαθώ να τους ξεφύγω... ΜΕΝΕΛΑΟΣ Θάνατο έδωσες, μαρτύριο θα πάρεις. Και λογικό και αναπότρεπτο είναι. ΟΡΕΣΤΗΣ Κι όμως, ξέρω πως θα δώσω τέλος σε τούτο το μαρτύριο... ΜΕΝΕΛΑΟΣ Αυτό που σκέφτεσαι κι αν είναι τρέλα. Όχι, δεν θ' αφαιρέσεις την ζωή σου. ΟΡΕΣΤΗΣ Ποια ζωή; Ο Απόλλωνας! Αυτός μου είπε να σκοτώσω την ίδια την μητέρα μου. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ο Απόλλωνας; Μου λες πως δεν ξέρει πια ο θεός τι είναι δικαιοσύνη; ΟΡΕΣΤΗΣ Δεν ξέρω. Εγώ ξέρω πως όλοι για τους θεούς δουλεύουμε εδώ κάτω. Δούλοι τους είμαστε, όποιοι κι αν είναι. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Και τώρα πού είναι ο "ένοχος" θεός σου; Δεν θα σε βοηθήσει; ΟΡΕΣΤΗΣ Προς το παρόν το σκέφτεται. Αυτό δεν κάνει τον θεό, θεό; ΜΕΝΕΛΑΟΣ Πότε την σκότωσες... θέλω να πω... πότε πέθανε η μητέρα σου; ΟΡΕΣΤΗΣ Πάνε έξι μέρες με την σημερινή. Ακόμα είναι ζεστή η πυρά. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Δεν έχασαν καιρό οι θεές. Ρίχτηκαν πάνω στον φονιά... θέλω να πω... ΟΡΕΣΤΗΣ Ξέρω τι θέλεις να πεις. Είμαι τρελός, αλλά πιστός στους ανθρώπους μου. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Τι κέρδισες, λοιπόν, σκοτώνοντας την μάνα για χάρη του πατέρα; ΟΡΕΣΤΗΣ Τίποτα ακόμα· ή μάλλον ένα μέλλον ασάλευτο, βουβό... ΜΕΝΕΛΑΟΣ Οι πολίτες πώς αντέδρασαν; ΟΡΕΣΤΗΣ Με μίσος. Δεν θέλουν ούτε να με δουν μπροστά τους. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Εξαγνίστηκες τουλάχιστον να φύγει από τα χέρια σου το μίασμα του φόνου; ΟΡΕΣΤΗΣ Όχι· με διώχνουν απ' τους βωμούς. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ποιοι; ΟΡΕΣΤΗΣ Πρώτος και σκληρότερος ο Οίαξ. Κρατάει το μίσος του για τον πατέρα μου απ' την Τροία. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ξέρω. Ξεσπάζει απάνω σου τον φόνο του Παλαμήδη. ΟΡΕΣΤΗΣ Τι φταίω εγώ αν σκότωσε ο πατέρας μου τον αδελφό του; Τρία κοπάδια αρπακτικών με κυνηγούν, Μενέλαε. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ποιοι άλλοι; Μην μου πεις πως τα 'βαλαν μαζί σου και οι άνθρωποι του Αίγισθου! ΟΡΕΣΤΗΣ Κι αυτοί. Με βρίζουν, όλη μέρα. Και το χειρότερο είναι πως τρέχουν από πίσω τους σαν πρόβατα οι πολίτες. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Τον θρόνο του Αγαμέμνονα δεν σου τον πήραν, βέβαια; ΟΡΕΣΤΗΣ Ποιον θρόνο; Αυτοί ετοιμάζονται να μου πάρουν την ζωή. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Μίλα καθαρά. Τι κάνουν, δηλαδή; ΟΡΕΣΤΗΣ Ψηφίζουν σήμερα να δουν τι θα με κάνουν. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Αν σ' εξορίσουν, αν σ' εκτελέσουν... τι; ΟΡΕΣΤΗΣ Αν με λιθοβολήσουν ΜΕΝΕΛΑΟΣ Και γιατί δεν φεύγεις απ' την πόλη; ΟΡΕΣΤΗΣ Πήραν τα όπλα και φυλάνε όλους τους δρόμους. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Οι πολίτες ή ο στρατός; ΟΡΕΣΤΗΣ Όλοι. Φοβούνται τ' αρπακτικά μην χάσουν την λεία τους. Μ' έχουν ξεγράψει. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Σ' έφεραν, δύστυχε, στο χείλος του γκρεμού. ΟΡΕΣΤΗΣ Και μόνο από σένα μπορώ να κρατηθώ. Εσύ κατάφερες, Μενέλαε, να πιαστείς απ' το κλαδί της νίκης. Άφησέ με ν' αρπαχτώ αυτήν την ύστατη στιγμή από ένα φύλλο έστω της ευτυχίας σου. Είναι ασήκωτο το βάρος της δυστυχίας μου: με βουλιάζει. Σου περισσεύει δύναμη, το ξέρω. Δώσε μου λίγη απ' την πολλή, που σου 'δωσε ο πατέρας μου. Μοιράσου την τύχη σου. "Συμμαχητής" λέγεται ο φίλος στις δύσκολες στιγμές. Αλλιώς, να την ξεχάσουμε αυτήν την λέξη. ΧΟΡΟΣ Να ο Τυνδάρεως! Τι δυστυχία: να σέρνει πίσω της η απόγνωση έναν Σπαρτιάτη, που έχασε την κόρη του! ΟΡΕΣΤΗΣ Όχι, όχι. Αυτό ας πεθάνω, πριν τον δω! Ντρέπομαι... φοβάμαι ν' αντικρύσω το βλέμμα του, Μενέλαε. Δεύτερος πατέρας ήταν για μένα. Μ' έπαιρνε αγκαλιά,με χάιδευε, με γέμιζε φιλιά· κι έλεγε σ' όλους: "Δείτε εδώ τι εγγονό έχω εγώ: τον γιο του Αγαμέμνονα!" Με λάτρευαν, κι αυτός κι η Λήδα· με είχαν στην καρδιά τους ίσο με τους Διόσκουρους. Κι εγώ, εγώ η άθλια, τρισάθλια ψυχή, τους έδωσα να πιουν το χειρότερο φαρμάκι. Πάρε με νύχτα στον βυθό σου, σκέπασέ με σκοτάδι του Άδη να μην δω τον γέροντα, να μην με δει... ΤΥΝΔΑΡΕΩΣ Πού είναι ο γαμπρός μου, ο Μενέλαος; Είχα πάει με προσφορές στον τάφο του παιδιού μου και άκουσα να λένε πως έφτασε επιτέλους στο Ναύπλιο, γερός και δυνατός μαζί με την γυναίκα του. Οδηγείστε με κοντά του, κοπέλες μου. Ανυπομονώ να τον ασπαστώ, σαν φίλος που έχει χρόνια να δει τον φίλο του. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Χαίρε γέροντα Τυνδάρεως, ομόκλινε του Δία! ΤΥΝΔΑΡΕΩΣ Χαίρε κι εσύ, Μενέλαε, γαμπρέ μου... Τι βλέπουν τα μάτια μου! Αν ήξερα πως είναι ακόμα εδώ αυτό το κτήνος, ο αδίστακτος φονιάς... Κοιτάξτε εκεί: φαρμάκι ξερνούν τα μάτια του· αρρώστια αστράφτει, αίμα λυσσομανά το βλέμμα του. Φίδι σιχαμερό, χάσου απ' τα μάτια μου. Κι εσύ, Μενέλαε, τι δουλειά έχεις μαζί του; ΜΕΝΕΛΑΟΣ Είναι παιδί του αδελφού μου. Πώς... ΤΥΝΔΑΡΕΩΣ Αυτός; Γέννησε τέτοιο έκτρωμα ο Αγαμέμνων; Όχι· δεν είναι δυνατόν. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Είναι, Τυνδάρεως· είναι. Κι εγώ υποχρεούμαι να του συμπαρασταθώ. ΤΥΝΔΑΡΕΩΣ Τι λες! Μου φαίνεται πως έμεινες πολύ καιρό με τους βαρβάρους στην Τροία και ξέχασες πως είσαι Έλληνας. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Μα οι Έλληνες είναι που βάζουν πάνω απ' όλα την οικογένειά τους. ΤΥΝΔΑΡΕΩΣ Ακριβώς· δεν την κατασπαράζουν. Δεν είναι λογικό! ΜΕΝΕΛΑΟΣ Είναι σκληρός δουλοκτήτης η ζωή! Τσακίζει το μυαλό ακόμα και του πιο σοφού ανθρώπου. ΤΥΝΔΑΡΕΩΣ Κράτα τις σοφίες σου για σένα· δεν μου χρειάζονται. Εγώ έχω άλλες απόψεις. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ο θυμός και τα γεράματα θολώνουν το μυαλό σου, Τυνδάρεως. ΤΥΝΔΑΡΕΩΣ Το δικό μου; Το δικό του μυαλό το θολώνει η ανομία κι η ατιμία. Οι Έλληνες έχουν ήθη και νόμους· ξέρουν να ξεχωρίζουν το καλό από το κακό. Αυτός είναι ένα ζώο. Δεν σκέφτεται, χιμάει. Δεν κρίνει, κομματιάζει. Ναι· άφησε ο Αγαμέμνονας την τελευταία του πνοή στην άνομη, ανήθικη λεπίδα της Κλυταιμήστρας: πράξη φρικτή, ασυγχώρητη! Ναι· είναι φυσικό να θέλει ο γιος την τιμωρία της φόνισσας. Ας την έδιωχνε απ' το σπίτι κι απ' τον τόπο. Και νόμιμο θα ήταν και ηθικό. Όμως αυτός αντί να σεβαστεί το δίκαιο των Ελλήνων, ζήτησε εκδίκηση· έγινε χειρότερ ος φονιάς απ' τον φονιά. Δεν είναι τιμωρία αυτό, είναι καθαρή θηριωδία, Μενέλαε. Ένα πράγμα θέλω μόνο να μου πεις. Πες πως παντρεύεται αυτός και τον σκοτώνει η γυναίκα του κι ο γιος τους την εκδικείται· κι ύστερα ο γιος του εκδικητή γίνεται κι αυτός εκδικητής· και πάει λέγοντας και σφάζοντας... τι λες: υπάρχει περίπτωση να γεννηθεί αθώο παιδί μέσα σ' αυτό το μακελειό; Όχι! Καλώς έπραξαν οι πρόγονοί μας, που θέσπισαν την εξορία για τον φονιά. Δεν ήθελαν εκδίκηση. Να μην μολύνει ήθελαν το βλέμμα τους. Αρκεί αυτό. Αλλιώς θα γέμιζε η πόλη με νεκρούς εκδικητές εκδικητών και μελλοθάνατους φονιάδες φονιάδων. Όσο για τ' ανόσια θηλυκά, τις σιχαίνομαι· και πρώτη-πρώτη την κόρη μου, που σκότωσε τον άνδρα της. Την άλλη, την δική σου, την Ελένη, δεν θα την συγχωρήσω ποτέ γι' αυτό που έκανε. Ανάξια γυναίκα πήρες, Μενέλαε, κι ας είναι κόρη μου. Λυπάμαι, πραγματικά, που έφτασες πληγή-πληγή μέχρι την Τροία, για να την συμμαζέψεις. Όμως ο νόμος είναι νόμος· και θα τον υπερασπίζω με όλη μου την δύναμη, όσο ζω. Κάποτε πρέπει να τελειώνουμε με την θηριωδία της εκδίκησης. Είναι φρικτό, παράλογο, ανίερο ν' αφανίζονται πόλεις και χώρες ολόκληρες, από την δίψα για εκδίκηση. Πανάθλιε! Τι σκεφτόσουν, όταν σου έδειχνε η μάνα σου τα στήθη της και σε παρακαλούσε; Σκέφτομαι εκείνη την σκηνή την τρομερή και βρέχει η γεροντική ψυχή μου απελπισία στο κουρασμένο βλέμμα μου. Εσύ ψυχή δεν έχεις. Βδέλυγμα είσαι των θεών. Αυτοί σε τιμωρούν. Η τρέλα που σε τυραννάει είναι η πιο σκληρή απόδειξη του αίσχους σου· ο τρόμος που ξεσκίζει το μυαλό σου, το πιο φρικτό τεκμήριο της ενοχής σου. Η κατάντια σου μου λέει: "Αυτός είναι μητροκτόνος!" Άλλα λόγια δεν χρειάζονται. Κι εσύ, Μενέλαε, θα προσβάλεις τους θεούς, αν του προσφέρεις βοήθεια. Άφησε την πόλη να τον λιθοβολήσει, αλλιώς ξέχνα την Σπάρτη. Φόνισσα ήταν η Κλυταιμήστρα· της άξιζε ο θάνατος, όχι όμως από αυτόν. Δεν ξέρω τι να πω! Πέρασα καλή ζωή. Και αν δεν ήταν αυτές οι κόρες μου, θα έλεγα πως είμαι ευτυχισμένος άνθρωπος ΧΟΡΟΣ Χαρά σ' αυτόν που ευτύχησε να 'χει καλά παιδιά... ...πόρτες κλειστές στην συμφορά. ΟΡΕΣΤΗΣ Φοβάμαι, γέροντα, πως ό,τι και να πω θα σε πικράνω. Δεν έχω το δικαίωμα καν να στέκομαι μπροστά σου. Σκότωσα την μητέρα μου, κι αυτό με κάνει άδικο άνθρωπο· ωστόσο αυτή η αδικία μ' έκανε δίκαιο γιο: εκδικήθηκα τον φόνο του πατέρα μου. Βλέπεις, δεν είναι τόσο απλό· κι αν η βαριά σκιά των γηρατειών σου δεν θελήσει να με γκρεμίσει στην σιωπή, ίσως μπορέσω να σου εξηγήσω. Σε ρωτώ, σεβάσμιε γέροντα: Τι έπρεπε να κάνω; Ο ένας μ' έσπειρε, η άλλη με γέννησε. Αυτός με φύτεψε κι αυτή με ζέστανε στα σπλάχνα της και βλ άστισα κι αντί να δω το φως του ήλιου, είδα σκοτάδι απέραντο, ερημιά· κι ένοιωσα γύρω μου τη γη να πίνει αχόρταγα το αίμα του σπορέα. Τι είναι η γη χωρίς σποριά; Χωρίς πατέρα, γίνονται παιδιά; Δεν γίνονται! Γι' αυτό θεώρησα σωστό να σταθώ αντάξιος γιος του πατέρα μου και όχι εκείνης που με γέννησε. Εκείνη... ναι... η κόρη σου... η... όχι, δεν αξίζει μητέρα να την πω... βεβήλωσε τον γάμο της, η αναίσχυντη. Αναίσχυντη, ακούς; Αυτό είναι για μένα· αυτό... κι ας είναι αναισχυντία να την βρίζω! Άφησε ξένο άντρα ν' ανέβει στο κρεβάτι της· έκρυψε στα σεντόνια της τον Αίγισθο, τον έκανε αφέντη του σπιτιού, που ανήκε στον πατέρα μου. Τον σκότωσα, την σκότωσα κι αυτήν... Ναι· είμαι άτιμος φονιάς, ανάξιο πλάσμα· όμως αυτό με κάνει άξιο γιο του δολοφονημένου πατέρα μου. Πάψε, λοιπόν, να με απειλείς με λιθοβολισμό. Ως και οι πέτρες ξέρουν τι πρόσφερα στους Έλληνες μ' αυτή την πράξη μου. Στο εξής θα το σκεφτεί διπλά και τρίδιπλα η κάθε θρασύτατη Ελληνίδα, πριν κάνει αυτό που έκανε η μάνα μου. Δεν είναι δυνατόν να σφάζουν σαν τα ζώα τους άντρες τους και ύστερα να τρέχουν με γυμνά τα στήθη στα παιδιά τους, για να τις συγχωρήσουν, επειδή τάχα πόνεσαν να τα γεννήσουν. Όχι· πρέπει να ξέρουν πως θα έχουν την κατάληξη της κόρης σου· αλλιώς είναι ικανές ν' αφήσουν την πατρίδα δίχως άντρες. Η αγανάκτηση όπλισε το χέρι μου. Η γυναίκα, που έπεσε στα πόδια μου νεκρή, πήρε μαζί της την τρομερή επιδημία της συζυγοκτονίας. Η πράξη μου, η πράξη αυτή που ξεφωνίζεις πως είναι ανόσιο έγκλημα, επέβαλε το δίκαιο παραδειγματικά. Ο άνθρωπος που σκότωσε η μάνα μου δεν ήταν μόνο πατέρας μου, ήταν στρατηλάτης των Ελλήνων, και τον σκότωσε εν ψυχρώ, για να μην ανακαλύψει πως όσο εκείνος πολεμούσε, για την πατρίδα, εκείνη παρέδιδε το ιερό συζυγικό κρεβάτι, σε άλλον άνδρα. Ήξερε τι έκανε η βρωμερή γυναίκα! Σ' εξορκίζω στους θεούς, ναι· στους θεούς που θα 'πρεπε να τρέμω. Πες μου, αν δεχόμουν σιωπηλά το έγκλημα της κόρης σου, τι θα 'κανε το θύμα της; Δεν θα 'στελνε τις σκύλες της ενοχής να με τρελάνουν; Ή μήπως οι Ερινύες έχουν συνάψει συμφωνία προσωπική μ' αυτήν και δεν τους μένει καιρός ν' ασχοληθούν με τον νεκρό πατέρα μου; Αυτό κι αν είναι τρέλα, γέροντα, όπως μ' ακούς: τρέλα! Η τρέλα σου! Εσένα έπρεπε να κυνηγούν οι Ερινύες· εσένα, που έσπειρες στον κόσμο αυτό το άθλιο θηλυκό να μου στερήσει τον πατέρα και να με κάνει μητροκτόνο. Γιατί δεν σκότωσε ο Τηλέμαχος την μάνα του; Γιατί εκείνη, γέρο μου, δεν έδωσε την θέση του Οδυσσέα σε άλλον άντρα. Έκλεισε την πόρτα του σπιτιού της στην απιστία, δεν μόλυνε τον γάμο της. Εγώ... έχεις ακούσει για τον θεό που κατοικεί στο κέντρο της γης κι αποκαλύπτει τους δρόμους της ζωής; Απόλλωνα τον λένε και κανείς δεν αμφισβήτησε ποτέ την καθαρή αλήθεια των χρησμών του. Αυτός μου είπε να σκοτώσω την γυναίκα που με γέννησε. Αυτόν να πας να βρεις και να τον φέρεις μπρος στον λαό να τον λιθοβολήσουν. Αυτός είναι ο ένοχος, όχι εγώ. Εγώ... τι έπρεπε να κάνω; Να σκεφτώ πως προσπαθεί να με ρίξει σε παγίδα ή πως δεν έχει την δύναμη να μου παρασταθεί; Αν δεν με σώσει τώρα από τον θάνατο, γι' αυτό που μ' έβαλε να κάνω, δεν υπάρχει σωτηρία για τους ανθρώπους. Έρμαια θα είναι των λαθών τους, στον αιώνα τον άπαντα. Αν παντρευτούν καλή γυναίκα, θα ευτυχήσουν σπίτι καλό· αν όχι: ούτε σπίτι, ούτε πόλη, ούτε πατρίδα θα 'χουν. Δεν είμαι, γέρο μου, φονιάς-άτυχος είμαι. ΧΟΡΟΣ Σκόνταμμα το θηλυκό στον δρόμο του άντρα πάντα. ΤΥΝΔΑΡΕΩΣ Θύμωσες, θρασίμι, ε; Κλείσε το άθλιο στόμα σου! Τα λόγια, που μου πετάς σαν πέτρες, δεν με πληγώνουν, μ' εξαγριώνουν. Τώρα θέλω τον θάνατό σου όσο τίποτα στον κόσμο: δώρο θεόσταλτο για την ψυχή μου και την ψυχή της κόρης μου· να βάλω το πτώμα σου στον τάφο της, στολίδι νεκρικό! Θα πάω στην αγορά να ξεσηκώσω τους Αργείους, που άλλο δεν θέλουν, να σας θάψουν με τις πέτρες· κι εσένα και την ύπουλη αδελφή σου. Αυτή είναι χειρότερη: αυτή έσπειρε μέσα σου το μίσος για την μάνα σου, αυτή, που πότε έβλεπε στον ύπνο της τον "δύστυχο πατέρα" να ζητάει εκδίκηση και πότε δεν μπορούσε να βγάλει απ' το μυαλό της τον Αίγισθο στην αγκαλιά της Κλυταιμήστρας... ανάθεμά τους: έπνιξε ως και τον Άδη η βρώμα του πάνω κόσμου... αυτή, η αδελφή σου, άναψε κρυφή φωτιά και ρήμαξε το σπίτι. Όσο για σένα, Μενέλαε, σε προειδοποιώ: σεβάσου το πένθος μου και την συγγένειά μας· μην προστατεύσεις δολοφόνους, που τους σιχαίνονται οι θεοί· άφησε να τους λιθοβολήσουν, αλλιώς ξέχνα την Σπάρτη. Σκέψου καλά τα λόγια μου· η θέση σου δεν είναι πλάι στους δολοφόνους, αλλά στους έντιμους ανθρώπους. Δείξτε μου, δούλοι, την πόρτα του σπιτιού. Θέλω να φύγω. ΟΡΕΣΤΗΣ Άντε, λοιπόν! Τι περιμένεις; Πάρε την γκρίνια σου και φύγε· δεν μπορούμε να κουβεντιάσουμε ήσυχα με τα γεράματά σου από πάνω μας, σαν γύπες. Τι έπαθες, Μενέλαε; Ανήσυχο σε βλέπω. Τι σκέφτεσαι ή μάλλον τι διστάζεις να κάνεις; ΜΕΝΕΛΑΟΣ Πάψε μια στιγμή, Ορέστη, θέλω να σκεφτώ, ν' αποφασίσω. Μετά απ' αυτά που άκουσα... δεν ξέρω· πραγματικά δεν ξέρω... ΟΡΕΣΤΗΣ Μην βιαστείς· άκου με πρώτα... ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ακούω. Καμιά φορά τα λόγια είναι πιο καθαρά απ' την σιωπή... ΟΡΕΣΤΗΣ ...και τα πολλά πιο ξάστερα από τα λίγα. Συμφωνώ κι ευχαριστώ προκαταβολικά για την υπομονή σου. Εγώ, λοιπόν, Μενέλαε, δεν θέλω να μου δώσεις τίποτα δικό σου, αυτό που σου έδωσε ο πατέρας μου ζητώ. Δεν εννοώ ούτε χρυσάφι ούτε ασήμι· χρυσάφι και ασήμι είναι για μένα η ζωή μου: αυτή θέλω να μου δώσεις. Ήταν τρέλα αυτό που έκανα, το ξέρω: είμαι τρελός και μόνο αν μου γυρίσεις την τρέλα του πατέρα μου, θα ζήσω. Την τρέλα του καρπώθηκες, όταν ανέλαβε ολόκληρη εκστρατεία για μια τρέλα της γυναίκας σου. Δεν είχε να χωρίσει τίποτα με τους Τρώες. Κι όμως πολέμησε, σαν φίλος, στο πλευρό σου· πλήγωσε και πληγώθηκε, σκότωσε και κινδύνευσε να σκοτωθεί, μέχρι που πήρες πίσω την χαρά του κρεβατιού σου. Με την ίδια τρέλα σου ζητάω να σταθείς στο πλευρό μου: μόνο για μια μέρα, όχι για δέκα ολόκληρα χρόνια. Δεν απαιτώ να σκοτώσεις την Ερμιόνη, επειδή θυσιάσατε την αδελφή μου στην Αυλίδα, στην κατάσταση που είμαι δεν μπορώ ν' απαιτήσω τίποτα, παρόλο που θα είχα κάθε δικαίωμα. Την ζωή μου και την ζωή της αδελφής μου, που είναι ακόμα άγαμη, σε ικετεύω να δώσεις στον ταλαίπωρο πατέρα μου, αν πεθάνω θα ορφανέψει αυτό το σπίτι. Θα μου πεις: δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται. Σωστά! Όμως στα δύσκολα χρειάζονται οι φίλοι. Αν είναι να τα φέρνει ο θεός όλα καλά, τι να τους κάνεις; Όλη η Ελλάδα ξέρει πως λατρεύεις την γυναίκα σου, κι αυτό δεν το λέω για να σε κολακεύσω· στ' όνομά της, στην αγάπη που της έχεις, σε ικετεύω, εγώ, το αίμα σου, ο γιος του αδελφού σου, που έδωσε το αίμα του για σένα... Άθλια ζωή μου, που κατάντησα! Μα θα το αντέξω, πρέπει να το αντέξω, για χάρη του σπιτιού μου... Ακούς; Γυρίζει ακόμα εδώ μέσα η ψυχή, του πατέρα μου· αυτός σου μιλάει μέσα στα λόγια μου, αυτός σου ζητάει ό,τι ζητώ: αυτό που θέλει κάθε άνθρωπος. Να ζήσω! Ευχαριστώ που μ' άκουσες... εμένα... τον νεκρό... ΧΟΡΟΣ ...κι εμένα. Είμαι γυναίκα και μπορεί να μην μετράει η γνώμη μου, όμως σε ικετεύω, Μενέλαε, στήριξέ τον. Έχεις την δύναμη, που εγώ δεν έχω. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ορέστη, ομολογώ πως τρέφω μεγάλη εκτίμηση στο πρόσωπό σου και προφανώς θα ήθελα να μοιραστώ το πρόβλημά σου. Είμαι κι εγώ της γνώμης πως οι συγγενείς πρέπει να προστατεύουν ο ένας τον άλλον με όση δύναμη τους δίνουν οι θεοί. Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημά μου. Την δύναμη που είχα μου την πήραν οι θεοί. Μια χούφτα τσακισμένους στρατιώτες με άφησαν να πάρω απ' το σφαγείο της Τροίας. Δεν θέλω ούτε να σκέφτομαι τι πρόκειται να γίνει αν προσπαθήσουμε να επιτεθούμε στο Άργος. Σίγουρα θα μας τσακίσουν. Ίσως αν τους παίρναμε με το καλό... μπορεί... ποιος ξέρει; Πάντως είναι η μόνη ελπίδα μας. Αλλιώς... είναι πολλοί και είμαστε λίγοι, ακόμα κι ένας εντελώς ηλίθιος θα μπορούσε να καταλάβει τι σημαίνει αυτό. Όταν φουντώσει η οργή του όχλου κατακαίει τα πάντα. Τι να κάνεις μπροστά σε τέτοια λαίλαπα; Καλύτερα να βρεις μια σίγουρη γωνιά, μέχρι να ξεθυμάνουν και να τους πιάσεις την κουβέντα: να ζητήσεις αυτό που θέλεις ήσυχα, συγκαταβατικά. Είναι η μόνη σου ελπίδα. Σκέψου: έχ εις να κάνεις με ανθρώπους, μια λυσσασμένη τρικυμία κι ένα ήσυχο λιμάνι κρύβει καθένας μέσα του. Από σένα εξαρτάται το ταξίδι. Εγώ θα προσπαθήσω να πείσω τον Τυνδάρεω και τον λαό πως πρέπει να δείξουν επιείκεια. Αν τεντώσεις το πανί του καραβιού στην τρικυμία είναι σαν να βάζεις πλώρη για τον βυθό· αν το αφήσεις λάσκα θα σου βρει μονάχο του τον δρόμο για το λιμάνι. Ούτε ο θεός ούτε ο λαός ανέχονται την αδιαλλαξία. Θα σε σώσω, να 'σαι βέβαιος· όμως όχι χτυπώντας στο μαχαίρι την γροθιά. Εδώ χρειάζεται εξυπνάδα. Μην φαντάζεσαι πως ένα δόρυ φτάνει να σε βγάλει ζωντανό απ' την σφαγή, που σου ετοιμάζουν. Όχι πως αξίζουν να τους παρακαλάμε, αλλά... η ανάγκη βλέπεις! Τι νόμισες: δούλα των περιστάσεων είναι κι η περίφημη σοφία. ΟΡΕΣΤΗΣ Μην μου γυρίζεις την πλάτη εμένα, στρατηγέ του γυναικοπολέμου! Αν ήμουν θηλυκό, θα 'χες σημάνει κιόλας γενική επίθεση. Μέχρι εκεί φτάνει το θάρρος σου, ψοφίμι; Κι οι συγγενείς; Άχρηστο βάρος είναι οι συγγενείς στον δρόμο για το κρεβάτι σου; Άχρηστο βάρος, άχρηστε, είναι Αγαμέμνων; Ξεχνάς τι του χρωστάς; Αυτό ήταν πατέρα· μείναμε μόνοι· εσύ εκεί νεκρός μες στους νεκρούς, κι εγώ εδώ σαν τον νεκρό μέσα στους ζωντανούς. Με πρόδωσε, έφυγε, πήρε μαζί του την τελευταία ελπίδα, που είχα να ξεφύγω απ' τους Αργείους. Γύρισε επιτέλους ο Πυλάδης απ' την Φωκίδα! Φίλε μου, πιστέ μου φίλε, σαν την γαλήνη έφτασες μετά την καταιγίδα! ΠΥΛΑΔΗΣ Ποια γαλήνη, Ορέστη; Μόλις μπήκα στην πόλη, μου είπαν πως ψηφίζουν να σας σκοτώσουν και τους δυο. Τους είδα εγώ ο ίδιος, δηλαδή, συγκεντρωμένους στην αγορά. Τι έγινε; Τι έπαθαν; Πώς έφτασαν τα πράγματα ως εδώ; Μίλα μου, φίλε μου... αδελφέ μου... Αν σε χάσω, χάνω τον κόσμο, που χτίσαμε από παιδιά. ΟΡΕΣΤΗΣ Τι να σου πω; Μιλάς σ' έναν νεκρό... ΠΥΛΑΔΗΣ Κι εγώ τι κάνω εδώ; Μαζί σου στην ζωή, μαζί σου και στον θάνατο. Αυτό σημαίνει φίλος. ΟΡΕΣΤΗΣ Ο άθλιος, ο Μενέλαος, μας άφησε στην μοίρα μας. ΠΥΛΑΔΗΣ Κακιάς γυναίκας άντρας! Τι περιμένεις; ΟΡΕΣΤΗΣ Ήρθε-δεν ήρθε στο Άργος, το ίδιο κάνει. ΠΥΛΑΔΗΣ Είναι ο Μενέλαος εδώ; ΟΡΕΣΤΗΣ Κάμποσες μέρες. Όμως απ' την πρώτη στιγμή ξετρύπωσα το ύπουλο τσακάλι, που κρύβει μέσα του. ΠΥΛΑΔΗΣ Το άλλο, το θηλυκό τσακάλι του... την έφερε μαζί του ; ΟΡΕΣΤΗΣ Τον έφερε να λες· πρώτα κατέφθασε στην πόλη εκείνη. ΠΥΛΑΔΗΣ Επιδημία σωστή αυτή η γυναίκα. Από λίγο και θα ξεκλήριζε τους Αχαιούς. Πού είναι τώρα; ΟΡΕΣΤΗΣ Εδώ, στο σπίτι μου, αν είναι πια δικό μου. ΠΥΛΑΔΗΣ Τι είπες στον Μενέλαο; ΟΡΕΣΤΗΣ Του ζήτησα να μην καθίσει με τα χέρια σταυρωμένα να μετράει τις πέτρες που θα ρίχνουν οι πολίτες στ' ανίψια του. Να κάνει κάτι, να σωθούμε. ΠΥΛΑΔΗΣ Κι εκείνος πώς αντέδρασε; Πες μου, για τον θεό, τι είπε; Αυτό έχει σημασία. ΟΡΕΣΤΗΣ Τι να πει; Ό,τι λένε οι σκάρτοι φίλοι στα δύσκολα: να κάνω κουράγιο κι έχει ο θεός. ΠΥΛΑΔΗΣ Έτσι απλά; Πώς δικαιολόγησε την στάση του; Μην σταματάς· θέλω ν' ακούσω τα πάντα. ΟΡΕΣΤΗΣ Ήρθε εκείνος που έσπειρε το θηλυκό δίδυμο της ακολασίας. ΠΥΛΑΔΗΣ Τον Τυνδάρεω εννοείς. Φαντάζομαι θα ήταν έξαλλος μαζί σου. ΟΡΕΣΤΗΣ Ακριβώς. Και ο Μενέλαος πήρε το μέρος του. ΠΥΛΑΔΗΣ Δεν τόλμησε να σε υποστηρίξει; ΟΡΕΣΤΗΣ Πού να την βρει την τόλμη αυτός; Έτσι γεννήθηκε: δειλός. Μονάχα στις γυναίκες κάνει τον ήρωα! ΠΥΛΑΔΗΣ Και τώρα; ΟΡΕΣΤΗΣ Ό,τι ψηφίσουν οι Αργείοι. ΠΥΛΑΔΗΣ Θέλεις να πεις... ΟΡΕΣΤΗΣ Δυο λέξεις: ζωή ή θάνατος, καλέ μου φίλε... ΠΥΛΑΔΗΣ Όχι! Τρέμω και που το σκέφτομαι. Πάρε την αδελφή σου και φύγε αμέσως. ΟΡΕΣΤΗΣ Πώς; Δεν είδες τους στρατιώτες απέξω; Μας φυλάνε μέρα-νύχτα. ΠΥΛΑΔΗΣ Τους είδα. Έχουν κλείσει όλους τους δρόμους. ΟΡΕΣΤΗΣ Πάνοπλοι· σαν να πολιορκούν την πόλη του χειρότερου εχθρού τους. ΠΥΛΑΔΗΣ Εχθροί, εχθροί παντού! Κι εγώ στην ίδια μοίρα βρίσκομ αι, Ορέστη. ΟΡΕΣΤΗΣ Εσύ γιατί; Θεέ μου, δεν έχουν τέλος οι συμφορές! Τι έπαθες; ΠΥΛΑΔΗΣ Μ' εξόρισε ο πατέρας μου. ΟΡΕΣΤΗΣ Με ποια κατηγορία; Ζήμιωσες ποτέ τον ίδιο ή την χώρα σου; ΠΥΛΑΔΗΣ Είμαι, λέει, μίασμα για τον τόπο· επειδή συμμετείχα στην σφ αγή της μητέρας σου. ΟΡΕΣΤΗΣ Δύστυχε φίλε μου, σε πήρα στον γκρεμό μου. ΠΥΛΑΔΗΣ Πάψε, Ορέστη· εγώ δεν είμαι Μενέλαος. ΟΡΕΣΤΗΣ Μπορεί να σ' εκτελέσουν μαζί μου οι Αργείοι. Δεν φοβάσαι; ΠΥΛΑΔΗΣ Δεν μπορούν να με πειράξουν. Είμαι ξένος. ΟΡΕΣΤΗΣ Αχ, Πυλάδη! Γίνεται όχλος ο λαός, όταν τον κυβερνούν καθάρματα... ΠΥΛΑΔΗΣ...και σώμα δίκαιων πολιτών, όταν έχουν έντιμους ηγέτες. ΟΡΕΣΤΗΣ Σωστά. Τότε πρέπει να μιλήσουμε... ΠΥΛΑΔΗΣ Για ποιο πράγμα; ΟΡΕΣΤΗΣ Εγώ, δηλαδή· να μιλήσω στους πολίτες, να τους πω... ΠΥΛΑΔΗΣ Τι να τους πεις· πως ήταν δίκαιο αυτό που έκανες; ΟΡΕΣΤΗΣ Δεν ήταν; Του πατέρα μου τον θάνατο εκδικήθηκα! ΠΥΛΑΔΗΣ Θα σε συλλάβουν επιτόπου. Χάρη θα τους κάνεις. ΟΡΕΣΤΗΣ Και να λουφάξω εδώ: να περιμένω τον θάνατό μου με σκυμμένο το κεφάλι; ΠΥΛΑΔΗΣ Αυτό θα ήταν δειλία. ΟΡΕΣΤΗΣ Τότε; ΠΥΛΑΔΗΣ Αν μείνεις εδώ, έχεις καμιάν ελπίδα; ΟΡΕΣΤΗΣ Όχι. ΠΥΛΑΔΗΣ Αν πας και τους μιλήσεις; ΟΡΕΣΤΗΣ Ίσως. ΠΥΛΑΔΗΣ Απ' ό,τι φαίνεται, αυτό πρέπει να κάνεις. ΟΡΕΣΤΗΣ Τότε θα πάω. ΠΥΛΑΔΗΣ Να πας. Κι αν σε σκοτώσουν, θα 'χεις τουλάχιστον δώσει την μάχη σου, σαν άνδρας. ΟΡΕΣΤΗΣ Έχεις δίκιο. Κανείς δεν θα με πει δειλό. ΠΥΛΑΔΗΣ Ενώ αν σωπάσεις κλεισμένος εδώ μέσα... ΟΡΕΣΤΗΣ ...χάνω το δίκιο μου. ΠΥΛΑΔΗΣ Μονάχα να εύχε σαι να το δουν κι εκείνοι έτσι. ΟΡΕΣΤΗΣ Όλο και κάποιον θα συγκινήσω. ΠΥΛΑΔΗΣ Εξάλλου, είσαι γόνος βασιλέων. Μεγάλο πλεονέκτημα! ΟΡΕΣΤΗΣ Δεν γίνεται να μην τους εξόργισε η δολοφονία του πατέρα μου... ΠΥΛΑΔΗΣ Εννοείται. ΟΡΕΣΤΗΣ Πρέπει να πάω. Μαχόμενος θα πέσω· σαν άνδρας... ΠΥΛΑΔΗΣ Έτσι πρέπει. ΟΡΕΣΤΗΣ Στην Ηλέκτρα θα το πούμε; ΠΥΛΑΔΗΣ Όχι· προς θεού! ΟΡΕΣΤΗΣ Σωστά· θ' αρχίσει να κλαίει... ΠΥΛΑΔΗΣ ...κι αυτό θα είναι πολύ κακός οιωνός. ΟΡΕΣΤΗΣ Ας την αφήσουμε λοιπόν. ΠΥΛΑΔΗΣ Εξάλλου, πρέπει να δράσουμε αμέσως. ΟΡΕΣΤΗΣ Ένα πράγμα με ανησυχεί μονάχα. ΠΥΛΑΔΗΣ Τι; ΟΡΕΣΤΗΣ Η τρέλα που με πιάνει. Φοβάμαι μήπως μου ριχτούν ξαφνικά οι Ερινύες. ΠΥΛΑΔΗΣ Θα σε προσέχω εγώ. ΟΡΕΣΤΗΣ Είναι φρικτή η αρρώστια μου. Δεν πρέπει... ΠΥΛΑΔΗΣ...πρέπει· αν πρόκειται για σένα, δεν με φοβίζει τίποτα. ΟΡΕΣΤΗΣ Μπορεί να τρελαθείς κι εσύ... ΠΥΛΑΔΗΣ Δεν πρόκειται να πάθω τίποτα. ΟΡΕΣΤΗΣ Είσαι σίγουρος; Δεν θα διστάσεις όταν... ΠΥΛΑΔΗΣ Αυτό κι αν είναι αρρώστια: ο δισταγμός ανάμεσα στους φίλους. ΟΡΕΣΤΗΣ Σου δίνω το τιμόνι της μοίρας μου, λοιπόν! ΠΥΛΑΔΗΣ Μετά χαράς! ΟΡΕΣΤΗΣ Πάμε στο μνήμα του πατέρα μου. ΠΥΛΑΔΗΣ Γιατί; ΟΡΕΣΤΗΣ Θέλω να του ζητήσω να με φυλάει απ' το κακό. ΠΥΛΑΔΗΣ Έτσι είναι το σωστό. ΟΡΕΣΤΗΣ Όμως το μνήμα της μάνας μου δεν θέλω ούτε να το δω. Να με κρατήσεις μακριά! ΠΥΛΑΔΗΣ Κι αυτό σωστό. Εκείνη ήταν εχθρός σου. Εμπρός, πρέπει να τους προλάβουμε, πριν αρχίσουν να ψηφίζουν. Έλα, στηρίξου πάνω μου· είσαι εξαντλημένος. Θα διασχίσουμε μαζί την πόλη. Δεν με νοιάζει τι θα πει για μένα ο όχλος, ίσα-ίσα, θέλω να δουν πως είμαι φίλος σου και πως δεν πρόκειται να σε εγκαταλείψω. ΟΡΕΣΤΗΣ Καλά λένε πως αν έχεις φίλους πιστούς, τι να τους κάνεις τους συγγενείς! Ο ξένος, που μοιράζεται μαζί σου τα καλά και τα κακά αξίζει χ ίλια αδέλφια! ΧΟΡΟΣ Οι Ατρείδες· οι ένδοξοι, αδάμαστοι Ατρείδες! Το καμάρι των Ελλήνων! Και λοιπόν; Ένα ταξίδι μεγαλείο από εδώ μέχρι την Τροία , μια φρικτή αιμορραγία δρόμος απ' την Τροία μέχρι εδώ. Ξύπνησε πάλι το αρχαίο κτήνος του Τάνταλου. Ακούστε εκεί! Για ένα χρυσό τετράποδο, για ένα κριάρι λέει... Χρυσό; Χρυσό! Αλλά ζώο! Έγινε λύκος ο αδελφός στον αδελφό· κατασπάραξε ο πατέρας τα παιδιά του. Και κατάντησε το γένος των Ατρειδών αιώνια πληγή. Μια ιστορία γραμμένη μ' αίμα· μια ιστορία ζωντανή, που αιμορραγεί δίποδη φρίκη. Άρρωστο πλάσμα ο άνθρωπος. Τρελαίνονται στα χέρια του οι λέξεις και τα πράγματα. Σπέρνει αδικία το Δίκαιο, κακό φυτεύει το Καλό, παραφροσύνη καρπίζει η Λογική. Τρελό, αδίστακτό, θρασύ, πλάσμα ο άνθρωπος· αυτός, μόνον αυτός μπορεί να πνίξει στο αίμα τα στήθη που τον έκαναν άνθρωπο. Μόνο αυτός δεν ντρέπεται να δείξει στον ήλιο την λεπίδα της αχρειότητάς του, βαμμένη, μουσκεμένη, στοιχειωμένη, από τα σπλάχνα που του έδωσαν ζωή. Μόνον αυτός μπορεί να μην λυγήσει, ακούγοντας την μάνα να του λέει: "Μην με σκοτώνεις, παιδί μου· μην σκοτώνεις την μητέρα για χάρη του πατέρα· μην αφήνεις τον εαυτό σου στο έλεος του εαυτού σου!" Αντέχει, λένε, ο άνθρωπος. Αντέχει, ναι! Μονάχα την αθλιότητά του δεν γίνεται ν' αντέξει. Πώς ν' αντέξει; Υπάρχει μεγαλύτερο αίσχος από το αίμα της μάνας στην λεπίδα του παιδιού; Τι έκανες, Ορέστη; Πώς άφησες την τρέλα του αρχαίου ανθρώπου να οργιάσει στην καρδιά σου; Πού ήταν, ο γιος της Κλυταιμήστρας, όταν είδε ο γιος του Αγαμέμνονα, το στήθος της μητέρας του να λάμπει στοργή και ζεστασιά στην χρυσοκέντητη φωλιά του πέπλου της; Κομμάτιασες, Ορέστη, την ψυχή σου, στης μάνας σου την άψυχη αγκαλιά. Μυρίστηκαν νεκρή ψυχή οι Ερινύες και χύθηκαν απάνω σου. Πετούν, πεινούν, διψούν· ζητούν εκδίκηση: ακονίζουν τα νύχια τους μαρτυρικά στα βλέφαρά σου, Ορέστη, φονιά φονιάδων γιε. ΗΛΕΚΤΡΑ Πού είναι, κοπέλες, ο αδελφός μου; Τον άρπαξε η τρέλα των θεών και τον έβγαλε στους δρόμους; ΧΟΡΟΣ Όχι· όχι! Πάει στην συνέλευση των πολιτών να τους μιλήσει, λέει· να δώσει κι αυτός την μάχη του, για την ζωή σας. ΗΛΕΚΤΡΑ Ω, δυστυχία μου! Ποιος του 'πε να κάνει τέτοιο πράγμα; ΧΟΡΟΣ Ο Πυλάδης. Να, κάποιος έρχεται τρεχάτος. Τώρα θα μάθουμε τι έγινε. ΑΓΓΕΛΟΣ Τι ήταν αυτό που σε βρήκε, δύστυχη κόρη του Αγαμέμνονα! Τι να σου πω και τι ν' ακούσεις, πριγκίπισσά μου! ΗΛΕΚΤΡΑ Τι να μου πεις! Μήπως δεν βλέπω σε τι κατάσταση είσαι; Πάει, χαθήκαμε! ΑΓΓΕΛΟΣ Θάνατο ψήφισαν οι Αργείοι. Θα εκτελεστείτε σήμερα. ΗΛΕΚΤΡΑ Το ήξερα. Μέρα τη μέρα πάσχιζα να πνίξω τον φόβο μου στα δάκρυα κι εκείνος, σαν να τον πότιζα, γινόταν τρόμος. Όμως, πες μου, καλέ μου γέροντα, τι είπαν στην συνέλευση. Πώς έφτασαν να βγά λουν τέτοιαν απόφαση; Και πώς θα μοιραστώ την άθλια μοίρα μου με τον Ορέστη; Θα μας λιθοβολήσουν ή με... ξίφος; ΑΓΓΕΛΟΣ Θα σου πω. Εγώ, πριγκίπισσά μου, ήμουν έξω, στα χωράφια, και σκεφτόμουν τι ν' απογίνατε εσύ κι ο αδελφός σου. Γιατί, ξέρεις, εκτιμούσα τον πατέρα σου πολύ. Αυτός μου έδινε να θρέψω την οικογένειά μου. Φτωχός; Φτωχός· αλλά καμάρωνα. Δεν είναι λίγο να στηρίζει ο βασιλιάς έναν ξωμάχο, ε; Πήρα, λοιπόν, το δρόμο για την πόλη, να μάθω αν έχουμε κανένα νέο. Δεν πρόλαβα να φτάσω και είδα κόσμ ο πολύ να τραβάει κατά κει, που μαζεύονται οι πολίτες, απ' τον καιρό του Δαναού, ν' αποφασίσουν για τα σπουδαία της χώρας, ίσοι ανάμεσα σε ίσους. Είχαν πάρει θέση οι περισσότεροι. Και ρώτησα: Τι τρέχει; Γιατί σηκώθηκε στο πόδι το Άργος; Πόλεμο έχουμε; Τι λες; μου λέει ένας και μου δείχνει απέναντι. Δεν βλέπεις τον Ορέστη εκεί πέρα; Έρχεται τρέχοντας να δώσει μάχη για την ζωή του στην συνέλευση. Κοιτάζω καλά και τι να δω; Ο Πυλάδης, βοηθούσε μια σκιά ανθρώπου να σταθεί στα πόδια της, μην σβήσει απ' την αδυναμία. Ναι· ήταν ο αδελφός σου, κρεμασμένος από τον φίλο του· κι εκείνος απαρηγόρητος να τον παρηγορεί και να του λέει: Κουράγιο, φτάσαμε! Σαν να μιλούσε τον μικρό του αδελφό. Κι όταν μαζεύτηκαν πια οι πολίτες, σηκώθηκε ένας κήρυκας και είπε: Το θέμα της συνέλευσης είναι η τύχη του μητροκτόνου Ορέστη. Πρέπει να εκτελεστεί ή όχι για την πράξη του; Ποιος θέλει να μιλήσει; Τότε σηκώθηκε ο Ταλθύβιος, που ρήμαξε μαζί με τον πατέρα σου την Τροία. Όμως αυτόν τον ξέρουμε: η γλώσσα του γέρνει όπου φυσάει ο άνεμος της εξουσίας. Είπε δυο λόγια στην αρχή για τον πατέρα σου: πόσο σπουδαίος ηγέτης ήταν, πως η Ελλάδα δεν γνώρισε ποτέ ούτε θα γνωρίσει μεγαλείο σαν το δικό του... τέτοια· και ύστερα έπιασε να σέρνεται η γλώσσα του, σαν φίδι, ανάμεσα στις λέξεις και να λέει ίσια τ' ανάποδα κι ανάποδα τα ίσια κι όλο να δαγκώνει τον Ορέστη: πως αυτό που έκανε γκρεμίζει τον σεβασμό προς τους γονείς και θα οδηγήσει στην εξαχρείωση τους νέους... Κι όλο έριχνε ματιές με νόημα κατά κει, 'που κάθονταν οι οπαδοί του Αίγισθου. Αυτά. Τι περιμένεις; Ίδιοι είναι όλοι οι παρατρεχάμενοι. Πιστοί, σαν σκύλοι, φτάνει να έχει ο "αρχηγός" τους εξουσία: δημόσιο αξίωμα, θέση κλειδί στο κράτος... τέτοια! Μετά πήρε τον λόγο ο βασιλιάς Διομήδης. Αυτός ήταν της γνώμης πως η πόλη δεν είχε να κερδίσει τίποτα από τον θάνατό σας. Αντίθετα, αν ήθελε ν' απαλλαγεί απ' το μίασμα, θα έπρεπε να σας διώξει. Και δεν ήταν καθόλου λίγοι εκείνοι που επικρότησαν. Υπήρξα ν βέβαια κι αντιδράσεις. Τέλος πάντων, ήρθε κι η ώρα του τσακαλιού. Αυτός είναι ένα ξένο κάθαρμα πολιτογραφημένο στο Άργος· ένα στόμα τεράστιο, πάντα ανοιχτό: θράσος αδέσποτο και παρρησία αλήτισσα, θρασίμι απερίγραπτο. Ξέρει να ντύνει όμως με ωραία λό για τα ψέματά του. Μαγεύεται το πλήθος, όταν μιλάει. Και τι λέει; Ρητορείες! Ό ,τι θέλει ν' ακούσει ο κάθε ανόητος. Πόλη ολόκληρη μπορεί να διαλύσει με τα σαλιαρίσματά του. Έτσι είναι. Με τα λόγια εξαχρειώνεται ο λαός και πάει η πόλη στον γκρεμό· με τα λόγια αναλαβαίνει τις ευθύνες του ο πολίτης κι ανοίγει η πόλη τα φτερά της. Εξαρτάται ποιος μιλάει. Ο ύπουλος ξερνάει φαρμάκι με το μέλι· ο άξιος μιλάει καθαρά· κι αν κάποτε φανούν πικρά αυτά που λέει, θά 'ρθει η ώρα ν' αποδειχτούνε χρήσιμα. Γι' αυτό πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τους πολιτικούς. Πολιτική ίσον ρητορική. Ρητορική ίσον παγίδα· ναι! Κι άρχισε που λες εκείνο το τσακάλι, με γλυκερή φωνή να προσπαθεί να πείσει τους Αργείους να σας λιθοβολήσουν. Και τον σιγοντάριζε από δίπλα ο Τυνδάρεως. Μετά πήρε τον λόγο ένας που είχε αντίθετη άποψη. Όχι· δεν τον πιάνει το μάτι σου, αλλά είναι ψυχωμένος. Δεν έρχεται συχνά στην πόλη κι όταν έρχεται δεν χάνει τον χρόνο και τα λόγια του στην αγορά: αγρότης, ένα με την γη του, αυτοί δεν είναι το στήριγμα των πόλεων; Έντιμοι, μετρημένοι στα λόγια και τα έργα τους· μα είναι να μην ακούσουν παλαβομάρες ύπουλες, τότε να δεις τι πάει να πει ρήτορας πραγματικός, επιχειρήματα σωστά και καθαρές κουβέντες! Είπε, λοιπόν, πως ο Ορέστης όχι μόνο δεν πρέπει να τιμωρηθεί, αλλά να επαινεθεί. Γιατί ανέλαβε με θάρρος το χρέος του απέναντι στην μνήμη του πατέρα του και σκότωσε μιαν άτιμη γυναίκα. Αν δείλιαζε, αν έλεγε είναι μάνα μου, δεν πρέπει· πο ιος και πώς θα πήγαινε στον πόλεμο; Κανείς! Όλοι θα σκέφτονταν τι πρόκειται να βρουν, όταν γυρίσουν· αφού κάθε γυναίκα θα μπορούσε να μαγαρίσει ατιμώρητα το γάμο της κι ο κάθε αγαπητικός να διαλύσει την πόλη, από κρεβάτι σε κρεβάτι. Μια χαρά τα είπε κι όσοι είχαν στο κεφάλι τους μυαλό συμφώνησαν μαζί του. Και θα τέλειωναν εκεί οι ομιλίες, αν δεν έβγαινε μπροστά ο αδελφός σου. Πολίτες κληρονόμοι της γης του Ινάχου, σπορά του Πελασγού, καρποί του Δαναού, τους είπε. Αυτό που έκανα δεν ήταν τίποτα λιγότερο απ' αυτό, που θα 'κανε ο πατέρας μου για τον λαό του: εσάς. Αν έμενε ατιμώρητη η μάνα μου, οι γυναίκες θα εξολόθρευαν τους άντρες ή ακόμα χειρότερα θα τους περνούσαν χα λινάρι. Μια πόλη δούλων! Αυτό θέλετε; Ή να είμαστε εδώ και ν' αποφασίζουμε ίσοι ανάμεσα σε ίσους; Τώρα η μοιχαλίδα και φόνισσα είναι στην γη· κι αν με καταδικάσετε γκρεμίζετε θεσμούς που χτίσατε οι ίδιοι· και σε λίγο θα είστε όλοι νεκροί, γιατί απ' τα θηλυκά δεν λείπει ούτε η τόλμη ούτε η επιμονή. Εγώ νομίζω πως μίλησε σωστά, αλλά το πλήθος είχε κολλήσει πια στο μέλι εκείνου του καθάρματος, που πρότεινε να σας λιθοβολήσουν. Ο δύστυχος, Ορέστης το μόνο που κατάφερε ήταν ν' αλλάξει την ποινή. Τους υποσχέθηκε πως αν δεν σας εκθέσουν στην μανία των πολιτών, θ' αυτοκτονήσετε εδώ, μέσα στο σπίτι σας, μέχρι το τέλος της μέρας, και το δέχθηκαν. Τώρα τον φέρνει απ' την συνέλευση ο Πυλάδης. Με το ζόρι στέκεται στα πόδια του κι αυτός. Κλαίει ασταμά τητα. Καλά που είναι μερικοί φίλοι μαζί τους και τους προσέχουν... τέλος πάντων, όσο μπορούν, γιατί θρηνούν κι οδύρονται κι αυτοί. Τι σου μέλλεται να δεις, πριγκίπισσά μου, πριν σβήσει η φλόγα της ζωής στα μάτια σου! Το μόνο που σου απόμεινε είναι το πώς θα πάρεις τον δρόμο για τον Άδη. Σπαθί ή θηλιά; Ετοιμάσου· τώρα δεν έχει σημασία αν είσαι κόρη βασιλιά, μια δύστυχη παρθένα είσαι, στα χέρια του θανάτου. Τελειώσατε, κορίτσι μου! Σας τέλειωσε ο Απόλλωνας με τους χρησμούς του! ΧΟΡΟΣ Τι δυστυχία! Δείτε εκεί την δύσμοιρη παρθένα! Κρύβει το πρόσωπό της! Κρύβει τον πόνο στην σιωπή! Και την σιωπή στ' απελπισμένα χέρια! Προσπαθεί να συγκρατήσει τους λυγμούς! Αλλά... ΗΛΕΚΤΡΑ Τι να τα κάνω, γη μου, γη του πρώτου ανθρώπου, αυτά τα χέρια· αυτό το πρόσωπο, αυτά τα σάβανα μαλλιά; Να! Οργώνω με τα νύχια τα μάγουλά μου, σπέρνω απελπισία στην λάσπη του αίματός μου· ξεριζώνω την πικρή, κατασκότεινη σοδειά των αχρείαστων μαλ λιών μου· ν' ακούσει εκεί κάτω στον Άδη η Περσεφόνη, να θυμηθεί η θεά των σκοταδιών το φωτεινό κορίτσι που ήταν κάποτε. Θρήνησε πόλη· να ραγίσουν τα θεμέλια των γιγάντιων τειχών σου, να ραγίσουν οι καρδιές των κοριτσιών σου, να πιάσουν το δρεπάνι του πέν θους, να θερίσουν τα μαλλιά τους. Πληγή, πληγή αγιάτρευτη γυρίζει σ' αυτό το άθλιο σπίτι ο θάνατος. Να! Έρχεται να πάρει παιδιά Ελλήνων μαχητών, παιδιά ηρώων. ΧΟΡΟΣ Έσβησε, χάθηκε, αφανίστηκε η γενιά του Πέλοπα: την ρήμαξε ο φθόνος των θεών κι η μοχθηρία των πολιτών. Τόση ευτυχία και δύναμη και δόξα κανείς δεν την αντέχει. Πληγή βαθιά κι αγιάτρευτη η ζωή· κι η ελπίδα: ένα βρώμικο κουρέλι στην πληγή. Κι έρχεται η μοίρα και το αρπάζει κι αυτό. Και συνεχίζουμε, αιμορραγούμε αγωνία κι αμφιβολί α· κι αυτό είναι το μόνο βέβαιο στις μετρημένες μέρες μας. ΗΛΕΚΤΡΑ Πού είσαι γερο-Τάνταλε, πατέρα των πατέρων μου· πού είναι εκείνη η πέτρα, εκείνη η ανεμόδαρτη αγωνία της συντριβής, που όλο λέει να σπάσει τις χρυσές της αλυσίδες και να τελειώσει η φρικτή καταδίκη σου; Αν μπορούσα να πετάξω, να βρεθώ κοντά σου, θα σου έλεγα πως η πέτρα, που δεν λέει να σ' αφανίσει, αφανίζει τα παιδιά σου! Υποφέρεις, το ξέρω, αλλά... Τι έκανες; Ανάθεμά σε Πέλοπα! Ανάθεμα στο ψέμα της νίκης σου: πληγές του ανέμου τ' ά λογά σου! Έθαψες ζωντανούς τους απογόνους σου εκεί, σε κείνη την απάνθρωπη ακτή, που έριξες τον Μυρτίλο να ξεδιψάσει αίμα η λυσσασμένη αρμύρα. Κι έγιναν κύματα βουνά και άσπλαχνοι γκρεμοί οι μέρες και οι νύχτες των παιδιών σου. Για ένα χρυσό αρνί, ένα τέρας, μια τετράποδη κατάρα που φύτεψε ο Ερμής στα κοπάδια του Ατρέα, κινδύνευσε ο Ατρέας να στερηθεί το θρόνο του. Και για να μην τον στερηθεί, γύρισε η Έριδα το φτερωτό άρμα του ήλιου στης Αυγής τα μέρη, πριν τελειώσει η μέρα· κι άλλαξε ο Δίας την πορεία των Πλειάδων. Κι έγινε χάος ο κόσμος των Ατρειδών· κι ο θάνατος άξιζε όσο η ζωή, στο αποτρόπαιο τραπέζι του Θυέστη, στο πρόστυχο κρεβάτι της Αερόπης... Χάος, χάος! Και να είμαι αναγκασμένη να υποστώ εγώ όλη την φρίκη που έθρεψε το χάος στις γωνιές του ίδιου του σπιτιού μου! ΧΟΡΟΣ Έρχεται ο αδελφός σου. Τον τσάκισαν οι "έντιμοι" πολίτες! Αν δεν ήταν ο Πυλάδης να τον κρατάει, θα λύγιζε απ' το βάρος του θανάτου, πριν προφτάσει να τον λυγίσει ο θάνατος για πάντα. Ευλογημένος να 'σαι Πυλάδη! Τόση πίστη, τόση αγάπη, όχι φίλος, ούτε αδελφός δεν θα 'δειχνε. ΗΛΕΚΤΡΑ Πού πηγαίνεις, αδελφέ μου; Όχι από κει: είναι ανοιχτό το μνήμα σου, δεν βλέπεις; Ούτε από κει: λυσσομανάει η νεκρική πυρά σου. Δεν θέλω πια τα μάτια μου, αν είναι η τελευταία φορά που σ' αντικρίζω. Θα τρελαθώ· θα τρελαθώ! ΟΡΕΣΤΗΣ Πάψε, Ηλέκτρα! Τι μοιρολόγια είναι αυτά; Πού τα 'μαθες, πριγκίπισσα; Στάσου στο ύψος της σιωπής, που απαιτεί η μοίρα μας, όσο σκληρή κι αν είναι. ΗΛΕΚΤΡΑ Πώς να σωπάσω, αδελφέ μου, όταν βλέπω την μέρα, γύρω μου, χαρά θεού και ξέρω πως είναι η τελευταία μας; ΟΡΕΣΤΗΣ Συγκρατήσου· μην με θάβεις ζωντανό με τους θρήνους σου. Μου φτάνει ένας θάνατος, Ηλέκτρα! ΗΛΕΚΤΡΑ Πάνε τα νιάτα σου, καλέ μου. Δεν σου αξίζει τέτοια μοίρα. Εσύ τώρα έπρεπε να ετοιμάζεσαι για το χαρούμενο ταξίδι της ζωής. ΟΡΕΣΤΗΣ Σταμάτα πια, για το θεό! Είμαι ακόμα ζωντανός κι εσύ με κλαις; Θα χάσω και το λίγο κουράγιο, που μου έχει απομείνει. ΗΛΕΚΤΡΑ Δεν μπορώ. Είναι γλυκιά η ζωή... ΟΡΕΣΤΗΣ ...μα κάποτε τελειώνει. Κι αυτό το κάποτε είναι σήμερα για μας. Ώρα να φεύγουμε, στην άκρη ενός σκοινιού ή στην κόψη ενός σπαθιού, δεν έχει σημασία. ΗΛΕΚΤΡΑ Τότε να με σκοτώσεις εσύ: να μη χαρεί τον θάνατό μου η κτηνωδία του πλήθους. Αρκετά εξευτελίστηκε η μνήμη του Αγαμέμνονα. ΟΡΕΣΤΗΣ Όχι! Ακόμα με στοιχειώνει το αίμα της μητέρας. Κάνε το μόνη σου, όπως μπορείς. ΗΛΕΚΤΡΑ Με το σπαθί σου· με το σπαθί σου θα το κάνω, πριν προλάβεις να ξεψυχήσεις. Άσε με, τώρα να σ' αγκαλιάσω, όπως σ' αγκάλιαζα μικρό. Θέλω να νιώσω... ΟΡΕΣΤΗΣ Τι· έναν νεκρό, που σάπισε, πριν μπει στην γη; Εμπρός, αγκάλιασέ με, χάρισε στον εαυτό σου αυτή την άχαρη χαρά. Δεν έχει νόημα... ΗΛΕΚΤΡΑ Η ζωή μου· το πάθος μου· η αγάπη μου είσαι, αδελφέ μου. Ορέστη λένε το σώμα, την ψυχή μου... ΟΡΕΣΤΗΣ Την καρδιά μου, θέλω να νοιώσω να χτυπάει, μέσα σου: λειώνω, αδελφή, στο αγκάλιασμά σου. Όχι, δεν ντρέπομαι να κλαίω. Αυτά τα τελευταία λόγια, τα χάδια τα γλυκά, είναι οι χαρές του έρωτα, οι γάμοι, τα παιδιά, που δεν θα δούμε ποτέ! ΗΛΕΚΤΡΑ Αχ, έπρεπε, Ορέστη μου, να φεύγαμε μαζί: με μια πληγή, την ίδια στιγμή, από την ίδια λεπίδα· αγκαλιασμένοι να μέναμε για πάντα στο ίδιο μνήμα: ένα ζεστό κρεβάτι από κέδρο να μοιραζόμαστε στης γης την παγωνιά. ΟΡΕΣΤΗΣ Έπρεπε, κορίτσι μου· αλλά, δες: δεν μας απόμεινε κανείς· είμαστε οι τελευταίοι των Ατρειδών. Ποιος θα νοιαστεί πώς θα ταφούμε; ΗΛΕΚΤΡΑ Ο Μενέλαος... ΟΡΕΣΤΗΣ Ο Μενέλαος! Αυτός ο άτιμος προδότης του πατέρα μας, δεν μπήκε καν στον κόπο να περάσει απ' την συνέλευση. Ετοιμάζεται να βάλει χέρι στον θρόνο του Άργους. Τα παιδιά του αδελφού του θα σκεφτεί; Οι αυριανοί υπήκοοί του πρέπει να 'ναι ικανοποιημένοι! Είμαστε μόνοι, αδελφή· σ' το ξαναλέω. Μόνον ο θάνατος μας έμεινε, ας έχει το μεγαλείο, που στερήθηκε ο πατέρας! Όταν θα μπήξω στην καρδιά μου το σπαθί, θα δει ο συρφετός του Άργους πώς πεθαίνουν οι πρίγκιπες! Το ίδιο να κάνεις, αδελφή μου, κι εσύ. Εσύ, Πυλάδη, μείνε και κρίνε ποιος θα είναι ο νικητής στην μάχη του θανάτου με την αξιοπρέπεια. Ύστερα μάζεψέ μας και θάψε μας μαζί στον τάφο του πατέρα μας. Και... φίλε μου σε χαιρετώ... ΠΥΛΑΔΗΣ Στάσου! Δεν άκουσες ποτέ πικρή κουβέντα από μένα. Όμως τώρα... ναι, σου το λέω: είσαι τρελός, αν νομίζεις πως θα φύγεις και θα μείνω πίσω εγώ. ΟΡΕΣΤΗΣ Εσύ γιατί θα πρέπει να πεθάνεις; ΠΥΛΑΔΗΣ Τολμάς να με ρωτάς; Να κάνω τι, χωρίς τον φίλο μου, εδώ πάνω; ΟΡΕΣΤΗΣ Εσύ, δεν σκότωσες την μάνα σου. Εγώ... ΠΥΛΑΔΗΣ ...και δίπλα σου εγώ. Μαζί το κάναμε. Μαζί θα υποστούμε τις συνέπειες. ΟΡΕΣΤΗΣ Πυλάδη, πήγαινε στον πατέρα σου. Μην του στερήσεις την ζωή τού γιου του. Εσύ έχεις πόλη και σπίτι, γη και θάλασσα και πλούτη Εγώ δεν έχω τίποτα, φίλε μου. Φύγε. Πες πως δεν υπήρξαμε ποτέ εγώ κι αυτή η δύστυχη, η αδελφή μου, που ήθελες να κάνεις γυναίκα σου, κι εγώ καμάρωνα, γιατί θα δώσω μια μεγάλη μου αγάπη σ' έναν φίλο, που αγάπησα και πίστεψα και τίμησα... Σε λίγο θα 'ναι νεκρή κι αυτή. Μην χάνεις τον χρόνο σου εδώ. Θα βρεις μιαν άλλη αγάπη· θα παντρευτείς· θα κάνεις παιδιά και θα ξεχάσεις. Λύνω τον αρραβώνα σας, καλέ μου φίλε. Έλα, δεν θέλω να σε βλέπω λυπημένο, χαμογέλα. Μπορείς· θυμάσαι τότε που ήμαστε παιδιά; Εγώ... εμείς... δεν γίνεται, δεν έχει πρόσωπο ο θάνατος, πώς να χαμογελάσει; ΠΥΛΑΔΗΣ Πρώτη φορά σε νιώθω τόσο μακριά μου. Η μάνα γη να μην δεχθεί το σώμα μου κι ο πύρινος πατέρας των Αιθέρων να εξορίσει την ψυχή μου στο σκοτεινό διάστημα, αν σ' αφήσω να πάρεις μόνος σου τον δρόμο για τον Άδη. Μίασμα θα είμαι: ένας άθλιος προδότης, που ζει κατασπαράσσοντας την μνήμη του αγαπημένου φίλου του. Μαζί σκοτώσαμε· μαζί σχεδιάσαμε τον φόνο βήμα-βήμα, μαχαιριά την μαχαιριά. Θα βγω να το φωνάξω να ξέρουν οι Αργείοι πως δεν είσαι ο μόνος που έπρεπε να δώσεις λόγο. Είμαι συνένοχός σου και πρέπει να πεθάνω μαζί σου και μαζί της. Γιατί απ' την στιγμή που είπα πως θα γίνει γυναίκα μου, είναι γυναίκα μου. Και μην μου ξαναπείς να γυρίσω στην Φωκίδα. Τι θα πω στους συγγενείς, στους φίλους, στους πολίτες; Πως γλεντούσα με τον φίλο μου, αλλά τώρα χρειάζεται βοήθεια· κι εγώ δεν θέλω σκοτούρες στο κεφάλι μου; Ξέχνα το! Έχω μερίδιο στην μοίρα σου· το θέλω. Κι αφού είναι θάνατος, προτείνω να σκεφτούμε πώς γίνεται να μπει στην μοιρασιά και ο Μενέλαος. ΟΡΕΣΤΗΣ Ας το 'βλεπα αυτό, κι ας πέθαινα χίλιες φορές. ΠΥΛΑΔΗΣ Λοιπόν, προς το παρόν, βάλε στην άκρη το σπαθί κι ας το σκεφτούμε. ΟΡΕΣΤΗΣ Εντάξει· φτάνει να τον δω να υποφέρει... ΠΥΛΑΔΗΣ Πιο σιγά! Δεν εμπιστεύομαι πολύ τα θηλυκά. ΟΡΕΣΤΗΣ Μην τις φοβάσαι αυτές· είναι δικές μου. ΠΥΛΑΔΗΣ Την Ελένη! Αν την σκοτώσουμε, θα είναι σαν να σκοτώνουμε τον ίδιο τον Μενέλαο. ΟΡΕΣΤΗΣ Συμφωνώ. Πώς όμως; ΠΥΛΑΔΗΣ Τι πώς; Εδώ δεν ήρθε να κρυφτεί; Μπαίνουμε με τα σπαθιά στην κάμαρά της και την σφάζουμε. ΟΡΕΣΤΗΣ Και παύει, επιτέλους, να τριγυρνάει στο σπίτι μου, σαν να 'ναι δικό της. ΠΥΛΑΔΗΣ Ακριβώς, κι ας πάει στον Άδη να παραστήσει την βασίλισσα. ΟΡΕΣΤΗΣ Δεν ξέρω αν είναι τόσο απλό, με τόσους Τρώες... ΠΥΛΑΔΗΣ Τρώες; Τι δουλειά έχουν οι Τρώες; Ποιος τους λογαριάζει αυτούς; ΟΡΕΣΤΗΣ Έχουν γεμίσει το σπίτι. Άλλοι της κρατάνε τους καθρέφτες, άλλοι την αρωματίζουν... ΠΥΛΑΔΗΣ Έφερε μαζί της δούλους απ' την Τροία, μην της λείψουν οι ανέσειςτων βαρβάρων; ΟΡΕΣΤΗΣ Η ζωή στην Ελλάδα είναι, βλέπεις, κάπως... περιορισμένη! ΠΥΛΑΔΗΣ Ενώ αντίθετα οι Τρώες έχουν την ελευθερία να 'ναι δούλοι... όσο θέλουν κι όπως θέλουν! Το απόλυτο μηδέν! ΟΡΕΣΤΗΣ Καλά, λοιπόν. Εξάλλου τι έχω να χάσω; Το πολύ να με καταδικάσουν σε θάνατο! ΠΥΛΑΔΗΣ Κι εγώ να έχω δύο λόγους να εκδικηθώ τον θάνατό σου, πριν πεθάνω. ΟΡΕΣΤΗΣ Εξηγήσου, λοιπόν. Πώς θα το κάνουμε. ΠΥΛΑΔΗΣ Θα μπούμε στην κάμαρά της σαν νεκροί... ΟΡΕΣΤΗΣ Τι εννοείς; ΠΥΛΑΔΗΣ Θέλω να πω: θα πάμε να την βρούμε σαν μελλοθάνατοι. Θ' αρχίσουμε τους θρήνους τάχα... ΟΡΕΣΤΗΣ Κι εκείνη τάχα θα δακρύσει ενώ στο βάθος της ψυχής της θα χαίρεται... ΠΥΛΑΔΗΣ Κι εμείς το ίδιο! ΟΡΕΣΤΗΣ Έλα στο προκείμενο. ΠΥΛΑΔΗΣ Θα έχουμε κρυμμένα τα σπαθιά κάτω από το υς μανδύες μας. ΟΡΕΣΤΗΣ Κι οι δούλοι; Τι θα κάνουμε μ' αυτούς; ΠΥΛΑΔΗΣ Θα τους κλειδώσουμε σε άλλα δωμάτια... ΟΡΕΣΤΗΣ ...και όποιον προβάλει αντίσταση, θα τον σκοτώσουμε. ΠΥΛΑΔΗΣ Μετά, εμείς... στο χρέος μας. ΟΡΕΣΤΗΣ Κι αυτό σημαίνει: Ελένη τέλος! ΠΥΛΑΔΗΣ Ακριβώς. Άκουσε τώρα τον συλλογισμό μου και πες μου αν δεν είναι απόλυτα σωστός. Αν σκοτώναμε καμιά ενάρετη γυναίκα, θα διαπράτταμε φρικτό και ασυγχώρητο έγκλημα. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, εμείς προσφέρουμε στους Έλληνες αυτό που επ ιθυμούν: δικαιοσύνη, για τους νέους που χάθηκαν στον πόλεμο, αφήνοντας παιδιά ορφανά, γυναίκες μόνες και γονείς στο έλεος των γηρατειών. Γιατί; Για μιαν Ελένη! Να είσαι βέβαιος πως η πράξη μας αυτή θ' ανάψει τους βωμούς παντού και τα ονόματά μας θ' ακούγονται στις προσευχές των συμπατριωτών μας. Θα πάψουν πια να λένε "Ο μητροκτόνος Ορέστης" και θα λένε "Ο τιμωρός της Ελένης", που αφάνισε τα νιάτα των Ελλήνων. Δεν είναι δίκαιο να ευημερεί ο Μενέλαος, ενώ ο πατέρας σου κι εσύ κι η αδελφή σου, θα δυστυχείτε στου Άδη τα σκοτάδια· Όσο για την μητέρα σου... ας μη μιλήσω, μας ακούνε οι θεοί! Μάτωσε ο πατέρας σου στην Τροία, για να του εξασφαλίσει την μοιχαλίδα του κι εμείς θα τον αφήσουμε να κάνει πορνείο τον θρόνο του Άργους; Δεν την θέλω την ζωή μου, αν δεν μαυρίσει τις λεπίδες των σπαθιών μας η πρόστυχη ψυχή της. Κι αν δεν τα καταφέρουμε, ας πεθάνουμε. Όμως πρώτα θα το κάψουμε ετούτο το παλάτι. Ζούμε ή πεθαίνουμε, σαν κύριοι του εαυτού μας! ΧΟΡΟΣ Μίασμα είναι η Ελένη. Εξευτέλισε το γένος των γυναικών. Ανάξιο θηλυκό! ΟΡΕΣΤΗΣ Τώρα μπορώ να ορκιστώ πως όσο αξίζει ένας πιστός σύντροφος δεν αξίζουν όλου του κόσμου οι θησαυροί, όλες οι εξουσίες , ως κι αυτή η "λαϊκή βούληση", που μπορεί να τρελάνει ακόμα και την ίδια την λογική. Εσύ μου έδωσες διέξοδο, όταν ήθελα να πάρω εκδίκηση απ' τον Αίγισθο, για την δολοφονία του πατέρα μου· εσύ ήσουν κοντά μου, όταν κινδύνευα· εσύ με οδηγούσες στην μάχη ενάντια στους εχθρούς μου. Στιγμή δεν ένοιωσα πως ήμουν μόνος. Όμως, είπα πολλά· καλύτερα να πάψω να εκβιάζω την αφοσίωσή σου. Μου έδωσες ήδη αρκετή και θα μου δώσεις ακόμα περισσότερη, το ξέρω, είτε σε φορτώσω μ' εγκώμια είτε όχι. Ένα πράγμα θέλω από σένα, πριν πεθάνω: να πληρώσουν ακριβά τον θάνατό μου οι προδότες της ζωής μου. Είμαι γιος του Αγαμέμνονα, του ηγέτη των Ελλήνων, όχι επειδή κατείχε την εξουσία, αλλά επειδή τον θεωρούσαν οι θεοί ικανό να την κατέχει. Δεν θα τον εξευτελίσω, πηγαίνοντας στον θάνατο, σαν δούλος, με σκυμμένο το κεφάλι. Η ψυχή μου θα πετάξει, σαν ελεύθερο γεράκι, από τον βράχο της ελεύθερης καρδιάς μου· και θα κρατάει στα νύχια της την άτιμη καρδιά του Μενέλαου. Αυτό μου φτάνει! Κι αν γίνεται να βγούμε ζωντανο ί... ε, ναι· ελπίζω· η ελπίδα είναι το μόνο που δεν κοστίζει τίποτα κι ακούγεται τόσο γλυκά: "Θέλω να ζήσω!" ΗΛΕΚΤΡΑ Και θα ζήσεις, αδελφέ μου· κι εσύ κι αυτός... κι εγώ. Ξέρω τον τρόπο. ΟΡΕΣΤΗΣ Πώς; Με την βοήθεια των θεών; Αν περιμένεις απ' τους θεούς... Τι λέω! Συνέχισε, αδελφή μου· εσύ δεν λες ποτέ κουβέντες του αέρα. ΗΛΕΚΤΡΑ Άκουσέ με προσεκτικά, κι εσύ Πυλάδη. ΟΡΕΣΤΗΣ Ακούω· τι έχω να χάσω; Λόγια γλυκά κι ανέξοδα! ΗΛΕΚΤΡΑ Την κόρη της Ελένης την γνωρίζεις, φυσικά. ΟΡΕΣΤΗΣ Την Ερμιόνη; Εδώ δεν την μεγάλωσε η μάνα μας; ΗΛΕΚΤΡΑ Σωστά. Και τώρα έχει πάει στον τάφο της. ΟΡΕΣΤΗΣ Να κάνει τι; Έχει σχέση με μας; ΗΛΕΚΤΡΑ Την έστειλε η Ελένη, με προσφορές. ΟΡΕΣΤΗΣ Ε και λοιπόν; ΗΛΕΚΤΡΑ Μόλις γυρίσει, την πιά νεις όμηρο. ΟΡΕΣΤΗΣ Τι λες; Δεν σε καταλαβαίνω! Τι θα κερδίσουμε μ' αυτό; ΗΛΕΚΤΡΑ Αν όταν φύγει από την μέση η Ελένη, ο Μενέλαος τολμήσεινα κινηθεί εναντίον οποιουδήποτε από μας, γιατί είναι περιττό να πω πως είμαστε κι οι τρεις σαν ένας πια, θα βάλεις το σπαθί σου στον λαιμό του κοριτσιού και θα του πεις πως αν δεν μας σώσει, θα το σφάξεις. Αν αυτός, βλέποντας την γυναίκα του πνιγμένη στο αίμα της, τρομάξει και δεχθεί να μας υποστηρίξει, αφήνεις την κόρη του ελεύθερη. Αν, όμως, τυφλωμένος απ' την οργή του, κάνει να έρθει καταπάνω σου, σφάζεις την Ερμιόνη και την πετάς στα πόδια του. Σίγουρα, στην αρχή, θα δεις ένα θηρίο να δείχνει έξαλλα νύχια και δόντια. Γρήγορα, όμως, θα λουφάξει· γιατί δεν έχει μέσα του ψυχή. Αυτά απ' τις δικές μου... επάλξεις. ΟΡΕΣΤΗΣ Ψυχή γενναίου αρσενικού σε θηλυκού ωραία μορφή! Αν κάτι αξίζει η ζωή είναι γιατί υπάρχουν πλάσματα σαν και σένα. Άτυχε, Πυλάδη, τι γυναίκα θα χάσεις· τι γυναίκα θα στόλιζε το σπίτι σου αν ζούσε! ΠΥΛΑΔΗΣ Και θα ζήσει... Μπορεί... Ελπίζω... Θα την πάρω στην Φωκίδα και θα έχω την τιμή να την τιμήσω με τον τίτλο της αρχόντισσας κυράς μου... ΟΡΕΣΤΗΣ Ηλέκτρα, σαν πολύ δεν αργεί η Ερμιόνη; Όλο το σχέδιο εξαρτάται απ' το κουτάβι του κοπρόσκυλου. ΗΛΕΚΤΡΑ Νομίζω, πως όπου να 'ναι θα φανεί. ΟΡΕΣΤΗΣ Ωραία· Ηλέκτρα μου εσύ, μείνε εδώ να την "υποδεχθείς". Και κοίτα μην φανεί ο Μενέλαος ή κανένα τομάρι απ' τους Αργείους. Χτύπα την πόρτα δυνατά ή φώναξε. Εμπρός, Πυλάδη, σύντροφε στην μάχη της ζωής και του θανάτου! Τον λόγο έχουν τα σπαθιά. Φέξε, πατέρα, τον δρόμο μου στην νύχτα του σπιτιού σου. Ο γιος σου είμαι· εισάκουσέ με, στην αγωνία μου· βοήθησέ με, στον αγώνα μου· για σένα πάσχω τα μύρια άδικα. Με κύκλωσε το πλήθος: ζητάει να με συντρίψει, επειδή έπραξα τα δίκαια. Ακόμα κι ο ίδιος ο αδελφός σου με πρόδωσε. Οδήγησε το χέρι μου, πατέρα, να του στερήσω την γυναίκα του. ΗΛΕΚΤΡΑ Πατέρα, μ' ακούς; Είμαι η κόρη σου. Σκοτώνουν τα παιδιά σου, για χάρη σου. Έλα· βοήθησέ μας. ΠΥΛΑΔΗΣ Εισάκουσε και μένα, το παιδί του συγγενή σου, Αγαμέμνων· μην αφήσεις να χαθούνε τα παιδιά σου! ΟΡΕΣΤΗΣ Σκότωσα την μητέρα μου, πατέρα... ΗΛΕΚΤΡΑ Του κρατούσα, πατέρα, το σπαθί... ΠΥΛΑΔΗΣ Τους έδινα κουράγιο, βασιλιά μου... ΟΡΕΣΤΗΣ Τίμησα την μνήμη σου, πατέρα. ΗΛΕΚΤΡΑ Δεν σε πρόδωσε η κόρη σου. ΠΥΛΑΔΗΣ Άκουσε, λυπήσου τα παιδιά σου. ΟΡΕΣΤΗΣ Χοές στο μνήμα σου τα δάκρυά μου. ΗΛΕΚΤΡΑ Χοές οι στεναγμοί μου. ΠΥΛΑΔΗΣ Πάψτε τώρα· ώρα να πιάσουμε δουλειά. Αν όντως φτάνουν οι προσευχές στον Άδη, θα έχει ακούσει ο Αγαμέμνων τις δικές μας. Δία των προγόνων μου κι εσύ Δίκη σεπτή, δώστε να ευτυχήσουμε τέλος καλό στον δίκαιο αγώνα μας. Μαζί το αποφασίσαμε· μαζί θα πολε μήσουμε· μαζί θα κριθούμε, και ή θα ζήσουμε κι οι τρεις ή θα πεθάνουμε ψυχή-ψυχή πιασμένοι. ΗΛΕΚΤΡΑ Αρχοντοπούλες μου... ΧΟΡΟΣ Ακούω πριγκίπισσά μου· πώς μπορώ να βοηθήσω; ΗΛΕΚΤΡΑ Βλέπω, δεν χάσατε ακόμα την ευγένεια των προγόνων σας... ΧΟΡΟΣ Ποτέ όσο στολίζει τις Μυκήνες μια Δαναΐδα σαν εσένα. ΗΛΕΚΤΡΑ Χωριστείτε· οι μισές να έχετε τον νου σας στον μεγάλο δρόμο κι οι άλλες στο μονοπάτι. Πρέπει να φυλάμε το παλάτι. ΧΟΡΟΣ Τι συμβαίνει, καλή μου; Γιατί τόσες προφυλάξεις; ΗΛΕΚΤΡΑ Τρέμω στην ιδέα πως μπορεί να έρθει κανένας ξαφνικά και να πνιγούμε στο αίμα, πριν χυθεί σταγόνα από το αίμα της Ελένης. ΧΟΡΟΣ Εμπρός· μην κάθεστε! Εμείς, τον δρόμο της ανατολής. Κι εμείς, το μονοπάτι της δύσης. ΗΛΕΚΤΡΑ Δεκατέσσερα τα μάτια σας, καλές μου. ΧΟΡΟΣ Δεκατέσσερα και άλλα τόσα καλή μας. ΗΛΕΚΤΡΑ Έτσι· άγρυπνο το βλέμμα σας. Μαζέψτε τα μαλλιά σας να βλέπετε καλά... ΧΟΡΟΣ Ποιος είναι εκεί; Άνθρωπος είναι; Αγρότης μοιάζει· κι έρχεται προς τα εδώ. ΗΛΕΚΤΡΑ Ω, δυστυχία μου! Χαθήκαμ ε, κοπέλες! Θα δει αρματωμένα τα λιοντάρια μας και... πάει· θα κουβαλήσει εδώ όλο το Άργος! ΧΟΡΟΣ Μην φοβάσαι. Έκανα λάθος, πριγκίπισσά μου· έρημο είναι το μονοπάτι. ΗΛΕΚΤΡΑ Εσείς, κοπέλες μου; Όλα καλά; Πείτε μου πως δεν έρχεται κανείς απ' το μεγάλο δρόμο! ΧΟΡΟΣ Όλα καλά, παντού ερημιά. Σαν να εξαφανίστηκαν από τον κόσμο οι Έλληνες. Κι εμείς το ίδιο από εδώ, απόλυτη ερημιά. ΗΛΕΚΤΡΑ Καλά· Πάψτε τώρα ν' ακούσω τι γίνεται εκεί μέσα. ΧΟΡΟΣ Αργούν. Πολύ αργούν. ΗΛΕΚΤΡΑ Κι ανησυχώ. Τι κάνετε, επιτέλους; Στόμωσε τα σπαθιά σας η ομορφιά της; Γρήγορα· τελειώνετε, για τον θεό. Θα εμφανιστεί κανένας πάνοπλος Αργείος και θα την πάρει μέσα από τα χέρια σας! Τι με κοιτάζετε εσείς; Αφήστε με να λέω. Έξω στον δρόμο είναι η δική σας μάχη. Μην χαζεύετε! ΧΟΡΟΣ Προσέχουμε, προσέχουμε! Κι εμείς! ΕΛΕΝΗ Χάνομαι, Αργείοι! ΗΛΕΚΤΡΑ Ακούστε· την σκοτώνουν! Της Ελένης η φωνή δεν είναι αυτή; ΧΟΡΟΣ Δία παντοκράτορα βοήθησε τους φίλους μας! ΕΛΕΝΗ Πού είσαι Μενέλαε; Γιατί με άφησες μόνη, στο σπίτι των φονιάδων; ΗΛΕΚΤΡΑ Σφάξτε την, αφανίστε την, λιανίστε την! Να σκάψουν τα σπαθιά σας τις σάρκες της, να πιουν, να ξεδιψάσουν αίμα οι δίκοπες λεπίδες τους. Δεν θέλει λύπηση αυτή που πρόδωσε το σπίτι της· αυτή που όργωσε τις όχθες του Σκάμανδρου με σίδερο θανατηφόρο κι έσπειρε τα νιάτα των Ελλήνων, τα πότισε με αίμα και δάκρυ να βλαστίσουν ορφάνια κι ερημιά, στον κόρφο της πατρίδας· να πνίξουν την πατρίδα στο λασπωμένο θράσος του Ανατολίτη ποταμού... ΧΟΡΟΣ Σωπάστε· ακούω βήματα στο μονοπάτι. Κάποιος έρχεται προς τα εδώ! ΗΛΕΚΤΡΑ Η Ερμιόνη είναι. Μόνο του ήρθε στο σφαγείο το κατσικάκι! Πάψτε μην καταλάβει τι γίνεται· να πέσει κατευθείαν στα δίχτυα μας. Στις θέσεις σας εσείς· και σοβαρές. δεν θέλω υποπτευθεί τίποτα από το ύφος σας. Εγώ θα κάνω την θλιμμένη τάχα για τον αδελφό μου. Ήρθες κορίτσι μου; Εντάξει οι χοές στο μνήμα της Κλυταιμήστρας; Έβαλες λουλούδια γύρω-γύρω; ΕΡΜΙΟΝΗ Όλα όπως πρέπει. Τώρα θα μ' ευλογεί από κει 'που βρίσκεται. Ταράχτηκα, όμως, καθώς ερχόμουν: άκουσα κάποιον να κλαίει στο σπίτι. ΗΛΕΚΤΡΑ Τι άλλο από κλάματα ν' ακούσεις σε τούτη την φωλιά της συμφοράς; ΕΡΜΙΟΝΗ Μην με τρομάζεις κι άλλο! Τι έγινε; ΗΛΕΚΤΡΑ Το Άργος θεωρεί σωστό να εκτελεστούμε και οι δυο. ΕΡΜΙΟΝΗ Όχι· δεν γίνεται. Εγώ σας έχω σαν αδέλφια μου... ΗΛΕΚΤΡΑ ...κι η μητριά ζωή, σαν παραπαίδια της, μικρή μου Ερμιόνη. ΕΡΜΙΟΝΗ Γι' αυτό άκουσα κλάματα; ΗΛΕΚΤΡΑ Γι' αυτό. Κλαίει στα πόδια της Ελένης. ΕΡΜΙΟΝΗ Ποιος; Δεν καταλαβαίνω. ΗΛΕΚΤΡΑ Ο δύστυχος Ορέστης. Την ικετεύει να μας σώσει. ΕΡΜΙΟΝΗ Καλά το είπες φωλιά της συμφοράς αυτό το σπίτι! ΗΛΕΚΤΡΑ Τι άλλο νόμισες; Δάκρυ το δάκρυ υπάρχουμε εδώ μέσα. Όμως, γιατί δεν πας κι εσύ να βοηθήσεις τον Ορέστη, που είπες πως τον έχεις σαν αδελφό σου; Πέσε στα πόδια της μητέρας σου , έχει καρδιά μεγάλη. Ικέτευσέ την να μην δεχθεί ο Μενέλαος τον θάνατό μας. Εδώ, σ' αυτό το σπίτι, δεν μεγάλωσες, καλή μου; Στην αγκαλιά της μάνας μου δεν έγινες ολόκληρη γυναίκα; Λυπήσου μας. Σφαγείο σαν να μυρίζει κιόλας. Αίμα θα χυθεί συγγενικό σου. Έλα· πάμε να μπεις στην μάχη της ζωής μας. Μόνο εσύ μπορείς να μας γλυτώσεις. ΕΡΜΙΟΝΗ Και θα το κάνω, αν εξαρτάται από μένα, θα σας γλυτώσω. Τρέχω... ΗΛΕΚΤΡΑ Εσείς, εκεί μέσα· ετοιμάστε τα σπαθιά σας· Έρχεται το θήραμά σας! ΕΡΜΙΟΝΗ Ποιος είναι... τι... βοήθεια! ΟΡΕΣΤΗΣ Πάψε! Αν μας προδώσεις, χάθηκες! ΗΛΕΚΤΡΑ Πιάστε την· κρατάτε την γερά. Την λεπίδα στον λαιμό της· να σωπάσει! Τώρα θα δεις, Μενέλαε, τι σημαίνει πραγματικός πολεμιστής, όχι κανένα δειλό ανθρωπάκι απ' αυτά, που κυνηγούσες στην Τροία. Τώρα είσαι εσύ, δειλέ, το άθλιο ανθρωπάκι! Μην κάθεστε, κοπέλες. Σηκώστε θρήνο κι οδυρμό και ταραχή να μην ακούσουν οι Αργείοι τα ουρλιαχτά της Ελένης· κι αλαφιαστούν και τρέξουν να δουν τι γίνεται, και τότε αλίμονό μας. Αν δεν την δω αιμόφυρτη στο πάτωμα ή αν δεν έρθει κάποιος δούλος να μου πει πως πέθανε, δεν πρόκειται να ησυχάσω. Δεν τελειώνει εδώ αυτή η τραγωδία, όχι πριν δώσουν στην Ελένη οι θεοί το δίκαιο μέρισμά της στον θάνατο που σκόρπισε στους Έλληνες, για χάρη του καταραμένου Πάρι. ΧΟΡΟΣ Ακούστε: πόρτες βροντούν. Να έρχεται ένας Τρώας. Τώρα θα μάθουμε τι έγινε. ΤΡΩΑΣ Πώς γλύτωσα απ' τους Έλληνες που σφάζουν κόσμο εκεί μέσα, ούτε που ξέρω! Όμως, βάρβαρος-ξεβάρβαρος, τους ξέφυγα. Σαλτάρισα απάνω στην σκεπή, όπως ήμουν, με τα κατσάρια τ' ανατολίτικα, και παραλίγο να 'ρθω κάτω μαζί μ' αυτά τα... πώς τα λέτε... πατερά...; τρίγλυφα δωρικά...; κάτι μαδέρια από κέδρο στο ταβάνι. Τόπο, τόπο στον βάρβαρο να βγει από 'δώ μέσα. Γη μου, γη μου! Από πού να πάω, κορίτσια· πώς; Να δώσω μια να τιναχτώ ψηλά, να πάω πετώντας ίσια απ' τις λαμπράδες του Αιθέρα; Ή να πιάσω την θάλασσα απ' τα κέρατα του Ωκεανού, που φέρνει γύρα τη γη; ΧΟΡΟΣ Εσύ δεν είσαι από τους Τρώες, που έφερε δούλους μαζί της η Ελένη; Τι έπαθες; ΤΡΩΑΣ Αχ, Τροία μου· πόλη μου Ανατολίτισσα και καρπερές πλαγιές της Ίδης! Κλαίω· σπαράζω, ουρλιάζω, όπως ούρλιαζε κείνο το άρμα, που έκανε κομμάτια την ψυχή σας· κείνο το άρμα που έσυρε στην άμμο την δροσιά σας. Ανατολίτης είμαι· τραγούδια ανατολίτικα θλιμμένα ξέρω μόνο· και τραγουδώ λυγμό-λυγμό: ανάθεμα την ώρα, που βγήκε τόση ομορφιά, τόση φρικτή ομορφιά, από το αυγό της Λήδας. Ανάθεμά σε Ελένη· σκύλα, Ερινύα, λύσσα μοναχή, που αφάνισες του Απόλλωνα την καστροπολιτεία. Κλάψε καρδιά μου, κλάψε! Κλάψε δύστυχη πατρίδα: Δαρδανία των φτερωτών αλόγων, που σου χάρισε ο Δίας, για να χαίρεται την χάρη του Γανυμήδη σου... ΧΟΡΟΣ Δεν βγάζω νόημα! Πάψε! Πες μου τι έγινε· αργά και καθαρά. ΤΡΩΑΣ Τι να σας πω; Στην βάρβαρη γλώσσα μου, αυτό που έγινε λέγεται: κρίμα κι άδικο, παραλογιά μεγάλη· Έτσι θρηνούμε εμείς, στα μέρη της Ανατολής, τον θάνατο, με μια φωνή ψιλούτσικη, σπαρακτική: πώς σκούζει η σιδερή λεπίδα στον αέρα και ψιθυρίζει η γη το αίμα το χυμένο έτσι! Ακούστε πράμα, ακούστε! Μπήκαν οι Έλληνες στην κάμαρα, σωστά λιοντάρια και οι δυο. Αυτός, ο γιος του στρατηγού με τ' όνομα· κι ο άλλος, ο γιος του Στρόφιου: έξυπνος, αλλά κακός, μπροστά του ο 'δυσσέας δεν είναι τίποτα· ύπουλος, όμως στον φίλο του... α, πιστός· βασταγερός στα όπλα και ψυχωμένος: φίδι φαρμακερό, ανάθεμά τον· να το κάψουν οι θεοί το κάθαρμα! Μπήκαν, λοιπόν, στην κάμαρα και πήγανε κοντά κει 'που καθότανε η κυρά του Πάρι μας, τοξότης, ε; Είχαμε να το λέμε! Κι ήτανε τάχα δακρυσμένοι, χάλια, χάλια, απ' το κακό που πάθανε και πέσανε στα πόδια της: ο ένας απ' την μια κι ο άλλος απ' την άλλη... και τα σπαθιά, σπαθιά, κάτ' απ' τα ρούχα. Και την παρακαλούσανε, για την ζωή τους. Τρέξανε οι πατριώτες μου: οι Τρώες, οι... δούλοι, σουρ-σουρ με τα κατσάρια τους, αλαφιασμένοι. "Σάμπως να μη μου φαίνεται 'ντάξει 'πως την κοιτάζουνε", έλεγε ο ένας. "Πάψε· δεν βλέπεις, οι άνθρωποι κοιτάνε να γλυτώσουνε", ο άλλος. "Τι πάψε; Εδώ βρωμάει το πράμα", ο παρ' άλλος. "Ρίχνει τα δίχτυα του το φίδι, το κολοβό, που σκότωσε τη μάνα του..." ΧΟΡΟΣ Κι εσύ τι έκανες; Τα πόδια στον ώμο από τον φόβο και όπου φύγει-φύγει, ε; ΤΡΩΑΣ Μπα! Τι να κάνω ο δύστυχος ο Τρώας; Τα... τρωικά μου. Δούλος είμαι. Ε, της έκανα αέρα με το φτερό. Τα κάνουμε αυτά εμείς οι Ανατολίτες στις κυράδες... να δροσίζονται άμα ανάψουν απ' την ζέστη: στα μαλλιά, στα μάγου λα... κατάλαβες; Και η Ελένη έγνεθε λινάρι... είχε την ρόκα και δος του η ψιλή κλωστή ίσα με κάτω στο πάτωμα σωρός· γιατί 'θελε να φτιάξει πέπλο κόκκινο, ωραίο, τρωαδίτικο... έτσι το 'χουμε εμείς στα μέρη μου... ήθελε να 'ναι βασίλισσα στον τάφο η αδελφή της. Και της λέει αυτός... ο Ορέστης: "Σήκω, κόρη, του Δία", της λέει... ναι· κατάλαβες; "Σήκω κι έλα στην εστία του Πέλοπα, την πατρογονική, που έχω κάτι να σου πω". Και την πιάνει από το χέρι και κάνει πως την πάει και πάει εκείνη... τι να κάνει· μήπως ήξερε; Και κάνουμε κι εμείς να πάμε από πίσω τους, αλλά ο συνεργός του, το φίδι το κακό απ' την Φωκίδα, μας φωνάζει: "Πίσω, Τρώες, κοπρόσκυλα!" Και μας σκορπίζει άλλους εδώ κι άλλους εκεί... μέχρι στον στάβλο· και βάζει τις αμπάρες να μην πάει και φύγουμε και πάμε να φέρουμε βοήθεια. ΧΟΡΟΣ Μετά; ΤΡΩΑΣ Μετά... Θέα Γιγάντισσα... μάνα μου, μάνα, Αρχόντισσα της Ίδης Μεγαλόχαρη, τι 'ταν αυτό, που είδανε τα μάτια μου; Σφαγείο βρομερό, φιδότρυπα σιχαμερή, φωλιά φονιάδων, έγινε το παλάτι, ναι· μες στο παλάτι οι άτιμοι! Ακούστε, ακούστε πράμα! Τραβάνε τα σπαθιά, που 'χανε κρύψει από πριν στους κόκκινους μανδύες τους· ρίχνουνε άγριες ματιές τριγύρω, σαν τους κάπρους που φερμάρουν το αγριμάκι μες στο δάσος· και ορμάνε καταπάνω στη γυναίκα, την στριμώχνουνε... "Ήρθ' η ώρα να πεθάνεις!" λέει ο ένας. "Κι άμα θέλε ις να ξέρεις τον φονιά σου", λέει ο άλλος, "είναι ο άντρας σου! Αυτό το κάθαρμα, που αφήνει τους Αργείους να σκοτώσουν τον γιο του αδελφού του!" Η Ελένη αρχίζει να ουρλιάζει: "Όχι, όχι!" Και φέρνει η δύστυχη το ένα της χεράκι στο στήθος της και δέρνεται με τ' άλλο. Και κάνει έτσι να τρέξει, να ξεφύγει. Πώς να τρέξει, να ξεφύγει; Άμα δείτε τα τρυφερά της ποδαράκια, μες στα ολόχρυσα σανδάλια, θα καταλάβετε! Μια δρασκελιά, βαριά σαν τις αρβύλες του, χρειάστηκε ο Ορέστης, για να την πιάσει απ' τα μαλλιά, να της τραβήξει πίσω το κεφάλικαι να της κόψει τον λαιμό... το μαύρο κι άραχλο σπαθί του στον άσπρο της λαιμό! ΧΟΡΟΣ Κι εσύ τι έκανες; Οι άλλοι Τρώες; ΤΡΩΑΣ Δεν είπαμε; Είμαστε όλοι κλεισμένοι άλλοι εδώ κι άλλοι εκεί, απ' τον Πυλάδη. Εγώ κρυφοκοίταζα από μια χαραμάδα. Πέσαμε πάνω στις πόρτες με λοστάρια, και τις γκρεμίσαμε... όλα κάτω: κάσες, πορταδέλες, κλειδωνιές... μόνο οι τοίχοι γλύτωσαν... Και βούτηξε ο καθένας ό,τι βρήκε... μα πέτρα, μα κοντάρι, μα σπαθί... και τρέξαμε μπας και προλάβουμε τα χειρότερα. Μας είδε ο Πυλάδης και χύθηκε απάνω μας σαν σίφουνας... Σίφουνας! Τι να σας λέω! Τον είδατε ποτέ τον Έκτορα; Όχι· πού να τον δείτε; Έτσι μας χίμηξε... ή κάτσε, κάτσε... Τον Αίαντα τον ξέρετε. Ε, σαν κι αυτόν... αυτός είχε τρεις φούντες στο κράνος· κι όταν έφτανε στα τείχη της Τροίας, έλεγες: να, τώρα θα δώσει μια και θα τα κάνει σκόνη! Πέσαμε απάνω του κι εμείς... στον Πυλάδη, δηλαδή... κι ήρθαμε στα σπαθιά· αλλά, τότε καταλάβαμε γιατί μας ρήμαξαν οι Έλληνες στην Τροία· είναι θηρία ανήμερα στην μάχη, ξαδέρφια του Άρη... να μην πω: αδέρφια ή ο ίδιος... επιτόπου! Μας σκόρπισε. Αρχίσαμ' άλλοι να τρέχουμε να βρούμε κανένα μέρος σκοτεινό, για να χωθούμε· άλλοι να πετάμε τα σπαθιά και να ζητάμε έλεος... Κι όσοι βαστούσανε, δεν ήταν για πολύ. Γέμισ' ο τόπος σφαγμένους, λαβωμένους... βόγκοι, ουρλιαχτά... μεγάλος χαλασμός! Κι απάνω που σωριάζεται σφαγμένη η Ελένη, να 'σου η Ερμιόνη... Τι του έμελλε του δύστυχου να δει! Ορμάνε πάνω της αυτοί... ο Ορέστης κι ο Πυλάδης, δηλαδή... σαν τις Βάκχες, που πετάνε τους θύρσους και χιμάνε να βουτήξουν τα μικρά των αγριμιών, να τα κάνουνε κομμάτια. Την αρπάζουνε, γυρνάνε στην Ελένη να την αποτελειώσουνε... άφαντη του Δία η κόρη! Δία μεγαλοδύναμε, Άδη και γη και ουρανέ, τι πράμα 'ταν αυτό; Θαύμα, σας λέω, μάγια! Δεν ξέρω πώς, με τίποτα αλοιφές που φτιάχνουνε οι μάγισσες, με ξόρκια ή με θέλημα θεού... πάντως στο σπίτι δεν ήτανε... Καπνός! Μέχρι εκεί μπορώ να πω· γιατί άρχισα να τρέχω να προλάβω τα πόδια μου, που τρέχανε πιο γρήγορα από μένα. Δεν βγαίνει νόημα! Χάος! Ολόκληρη εκστρατεία, για να κερδίσει την γυναίκα του ο Μενέλαος στην Τροία και να την χάσει στην Ελλάδα! ΧΟΡΟΣ Το ένα παράξενο πάνω στο άλλο! Δείτε πως έρχεται αγριεμένος ο Ορέστης, με το σπαθί στο χέρι! ΟΡΕΣΤΗΣ Πού είναι αυτός που ξέφυγε; Θα τον λιανίσω... ΤΡΩΑΣ Προσκυνώ την αρχοντιά σου άρχοντα, λυπήσουμε τον βάρβαρο! ΟΡΕΣΤΗΣ Άσε τα προσκυνήματα! Εδώ δεν είναι Ανατολή, είναι Ελλάδα! ΤΡΩΑΣ Ελλάδα, Κύριέ μου· αλλά κι εδώ όπως κι εκεί είναι γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα. ΟΡΕΣΤΗΣ Έτρεχες για βοήθεια, ε; Να ειδοποιήσεις τον Μενέλαο... ΤΡΩΑΣ Όχι... ναι! Έτρεχα για βοήθεια, όμως για σένα, Κύριέ μου: Τι 'ναι αυτός μπροστά σε σένα; ΟΡΕΣΤΗΣ Σαν να λέμε: η Ελένη πέθανε δίκαια. Ή μήπως όχι; ΤΡΩΑΣ Όχι... ναι... δίκαια πέθανε. Έπρεπε να 'χει τρεις λαιμούς, να την δικάσει το σπαθί σου τρεις φορές! ΟΡΕΣΤΗΣ Φοβάσαι, κάθαρμα, δειλέ, και πας να μου κρυφτείς πίσω απ' τις λέξεις. Λέγε τι σκέφτεσαι πραγματικά. ΤΡΩΑΣ Σκέφτομαι... αυτή δεν ρήμαξε και την Ελλάδα και την Τροία; ΟΡΕΣΤΗΣ Ορκίσου, αλλιώς το βλέπεις το σπαθί; Αν με κοροϊδ εύεις... ΤΡΩΑΣ Στην ζωή μου, Κύριέ μου! Δεν έχω τίποτ' άλλο! ΟΡΕΣΤΗΣ Τόσο πολύ φοβούνται όλοι οι Τρώες τα σπαθιά; ΤΡΩΑΣ Πάρε από μπροστά μου τη λεπίδα, Κύριέ μου. Γυαλίζει, με στραβώνει, την φοβάμαι. ΟΡΕΣΤΗΣ Φοβάσαι να μην δεις μέσα της το κεφάλι της Μέδουσας και γίνεις πέτρα; ΤΡΩΑΣ Όχι πέτρα, πτώμα φοβάμαι να μην γίνω! ΟΡΕΣΤΗΣ Είσαι δούλος και φοβάσαι τον Άδη, που θα σε απαλλάξει από τα βάσανά σου; ΤΡΩΑΣ Δούλοι ή ελεύθεροι, για όλους το φως του ήλιου είναι γλυκό. ΟΡΕΣΤΗΣ Σωστά. Σ' έσωσε η σύνεσή σου. Πήγαινε μέσα τώρα. ΤΡΩΑΣ Δεν θα μου πάρεις την ζωή; ΟΡΕΣΤΗΣ Σου την χαρίζω. ΤΡΩΑΣ Αυτό που είπες μου άρεσε! ΟΡΕΣΤΗΣ Αλλά μπορεί ν' αλλάξω γνώμη. ΤΡΩΑΣ Αυτό δεν μ' άρεσε! ΟΡΕΣΤΗΣ Βλάκα! Νομίζεις πως θα ντροπιάσω το σπαθί μου στον λαιμό σου; Ένας ευνούχος Τρώας είσαι: ούτε άντρας ούτε γυναίκα. Για να μην ξεσηκώσεις με τις φωνές σου όλο το Άργος, σε κυνήγησα, όχι για να μην πας να φέρεις τον Μενέλαο. Αυτός είναι του σπαθιού μου. Ας έρθει μόνος του και θα σου πω εγώ πού θα πάνε οι ξανθές μπούκλες του και το ηγετικό παράστημά του. Ή ας κάνει πως μου φέρνει εδώ τον όχλο των Αργείων· ας αρνηθεί να σώσει εμένα, τον Πυλάδη και την Ηλέκτρα, και θα έχει δύο τάφους να στολίζει: της μάνας και της κόρης! ΧΟΡΟΣ Τι κάνεις Τύχη; Πάψε πια να βάζεις τους Ατρείδες ν' αφανίζουν τους Ατρείδες. Πού θα πάει αυτό; Τι κάνουμε τώρα; Να ειδοποιήσουμε την πόλη ή όχι; Καλύτερα όχι, φίλες μου. Νομίζω πως η σιωπή είναι το μόνο σίγουρο εδώ που φτάσαμε. Ποια σιωπή; Πάει κι αυτή! Δείτε καπνός που βγαίνει από το σπίτι. Σκοτείνιασε ο ουρανός. Ουρλιάζει την κατάντια μας. Κρατούν δαυλούς! Τι κάνουν; Δεν χόρτασαν εκδίκηση; Θα κάψουν το σπίτι τους οι απόγονοι του Τάνταλου! Παιχνίδι είναι οι άνθρωποι στα χέρια του δαίμονά τους! Άσπλαχνο, φρικτό, ασύλληπτο στοιχειό είναι το πάθος της εκδίκησης. Γκρεμίστηκε το σπίτι αυτό και πνίγηκε στο αίμα, όπως γκρεμίστηκε από εκείνο το αρχαίο άρμα ο Μυρτίλος! Να· βλέπω τον Μενέλαο. Τρέχοντας έρχεται! Θα έμαθε, φαίνεται, τα χάλια μας. Ε, σεις Ατρείδες, εκεί μέσα· κλείστε τις πόρτες, αμπαρώστε καλά. Λυσσομανάει σαν θύελλα κι εσείς είστε σαν καλαμιές στον κάμπο. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Πώς τόλμησαν αυτοί... αυτά... τα... σαρκοβόρα κτήνη, γιατί άντρες δεν αξίζει να τους πω. Ήρθε ένας δούλος με χαμένα τα μυαλά από τον τρόμο και μου είπε πως η γυναίκα μου δεν πέθανε, αλλά χάθηκε, έτσι ξαφνικά! Τι ανοησίες είναι αυτές; Έτσι νομίζει πως θα μου ξεφύγει ο μητροκτόνος; Ανοίξτε ετούτη την στιγμή την πόρτα, αλλιώς... Εμπρός ακόλουθοι, γκρεμίστε την! Να γλυτώσω το παιδί μου από τα νύχια των αιμοβόρων ζώων, που κρύβονται εκεί μέσα· να πάρω την νεκρή, την δύστυχη γυναίκα μου και να λιαν ίσω με τα ίδια μου τα χέρια τους δολοφόνους... ΟΡΕΣΤΗΣ Μείνε εκεί. που βρίσκεσαι, Μενέλαε! Μην τολμήσεις ν' απλώσεις το θρασύ σου χέρι στην πόρτα, θα γκρεμίσω όλο το σπίτι πάνω σου... ναι· δεν θα λυπηθώ τους κόπους των αρχαίων μαστόρων. Θα σε συντρ ίψω! Η πόρτα είναι γερά αμπαρωμένη· κι έτσι θα μείνει. Άφησε, λοιπόν, τις αγριάδες! ΜΕΝΕΛΑΟΣ Τι λάμπει εκεί, στου παλατιού την στέγη; Έβαλαν φρουρά οι φονιάδες ή ανέβηκαν οι ίδιοι; Τι κρατάνε· πυρσούς; Και... το παιδί μου; Κρατούν την κόρη μου· της έχουν την λεπίδα στον λαιμό; ΟΡΕΣΤΗΣ Έχεις κι άλλες απορίες ή θες ν' αρχίσω να σου λύνω αυτές που άκουσα; ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Να σε τσακίσω θα ήθελα· όμως εδώ που φτάσαμε... μίλα, σ' ακούω. ΟΡΕΣΤΗΣ Καλά, λοιπόν! Πρώτον, αυτή είναι η κόρη σου όντως και θα την σφάξω. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Δεν σου έφτασε η Ελένη; Κι άλλος φόνος; ΟΡΕΣΤΗΣ Την Ελένη την είχα στην λεπίδα μου· αλλά, βλέπεις, μου την πήραν οι θεοί. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Αρνείσαι πως την σκότωσες; Με κοροϊδεύεις; ΟΡΕΣΤΗΣ Όχι, δυστυχώς! Αν κι έπρεπε... ΜΕΝΕΛΑΟΣ ...να κάνεις τι; Φοβάσαι να το πεις; ΟΡΕΣΤΗΣ Έπρεπε να πετάξω στον Άδη αυτόν το θηλυκό λοιμό που θέρισε τους Έλληνες. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Άσε με να πάρω την νεκρή γυναίκα μου, για να την θάψω. ΟΡΕΣΤΗΣ Αυτή πήγαινε ζήτα την απ' τους θεούς. Της κόρης σου το πτώμα, πάντως, αν θέλεις σου το δίνω. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ακόμα να χορτάσει αίμα ο μητροκτόνος! ΟΡΕΣΤΗΣ Ο τιμωρός, θέλεις να πεις! Ο εκδικητής του πατέρα του! Αυτός που εσύ, προδότη, παρέδωσες στον όχλο! ΜΕΝΕΛΑΟΣ Δεν σου φτάνει το αίμα της Ελένης; ΟΡΕΣΤΗΣ Δεν μου φτάνει το αίμα όλων των άθλιων γυναικών του κόσμου! ΜΕΝΕΛΑΟΣ Εσύ, Πυλάδη, συμφωνείς μ' αυτό το αρπακτικό; Μίλα! ΟΡΕΣΤΗΣ Μιλάει. Δεν ακούς τι λέει η σιωπή του; Όχι; Τότε σου λέω εγώ: Ναι· συμφωνεί! ΜΕΝΕΛΑΟΣ Μην χαίρεσαι· δεν πρόκειται να φύγεις από εκεί πάνω, εκτός αν έχεις φτερά. ΟΡΕΣΤΗΣ Δεν πρόκειται να πάμε πουθε νά. Για να βάλουμε φωτιά στο παλάτι είμαστε εδώ. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Θα κάψεις το σπίτι του πατέρα σου; ΟΡΕΣΤΗΣ Ναι· δεν θα γίνει λεία σου. Βωμός θα γίνει κ αι το σφάγιο θα είναι η κόρη σου. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Εμπρός, σκότωσέ την! Μα να ξέρεις, δεν θα γλυτώσεις απ' τα χέρια μου. ΟΡΕΣΤΗΣ Όπως θέλεις. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Μη· μην το κάνεις! ΟΡΕΣΤΗΣ Πάψε! Αδίκησες και τώρα θα υποστείς την δίκαιη τιμωρία σου. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Κι εσύ; Είναι δίκαιο να ζήσεις; ΟΡΕΣΤΗΣ Ναι! Και να κυβερνήσω... ΜΕΝΕΛΑΟΣ Πού; ΟΡΕΣΤΗΣ Εδώ, στο Άργος του ένδοξου Πελασγού. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Και θα νίβεις με αγιασμό τα χέρια σου, μπρος στο βωμό; ΟΡΕΣΤΗΣ Ναι· θα τα νίβω. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Θ' αγγίζεις, πριν την μάχη, το ιερό σφάγιο; ΟΡΕΣΤΗΣ Εσύ; ΜΕΝΕΛΑΟΣ Εγώ έχω χέρια καθαρά. ΟΡΕΣΤΗΣ Συνείδηση, όμως, όχι. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ποιος θα βρεθεί να σε πει βασιλιά του; ΟΡΕΣΤΗΣ Αυτός που τιμά τον πατέρα του. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Κι αυτός που τιμά την μητέρα του; ΟΡΕΣΤΗΣ Είναι τυχερός. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Εσύ, όμως, όχι, ε; ΟΡΕΣΤΗΣ Όχι· εγώ δυστύχησα ανάξια μάνα. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Πάρε το σπαθί σου απ' τον λαιμό της κόρης μου. ΟΡΕΣΤΗΣ Αστειεύεσαι; ΜΕΝΕΛΑΟΣ Θα σκοτώσεις το παιδί μου; ΟΡΕΣΤΗΣ Τώρα μιλάς σοβαρά! ΜΕΝΕΛΑΟΣ Τι να κάνω; ΟΡΕΣΤΗΣ Να πας να πείσεις τους Αργείους. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Για ποιο πράγμα να τους πείσω; ΟΡΕΣΤΗΣ Να πάρουν πίσω την καταδίκη μας. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Αλλιώς θα σκοτώσεις το παιδί μου; ΟΡΕΣΤΗΣ Ακριβώς! ΜΕΝΕΛΑΟΣ Δύστυχη Ελένη! ΟΡΕΣΤΗΣ Κι εγώ; Δεν είμαι δύστυχος εγώ; ΜΕΝΕΛΑΟΣ Δυστυχισμένη αγάπη μου! Από την Τροία στο "ιερό" σφαγείο της Ελλάδας! ΟΡΕΣΤ ΗΣ Μου ξέφυγε, όμως! ΜΕΝΕΛΑΟΣ Τόσο πάθος, τόσος πόνος, τόσες προσπάθειες... ΟΡΕΣΤΗΣ Και για μένα, η απάθειά σου. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Υπέφερα τα πάνδεινα· και πόσα ακόμα... ΟΡΕΣΤΗΣ Όσα αξίζει ένας προδότης! ΜΕΝΕΛΑΟΣ Με νίκησες! ΟΡΕΣΤΗΣ Όχι εγώ, η προδοσία σου! Ηλέκτρα, βάλε φωτιά στο σπίτι. Κι εσύ Πυλάδη, μοναδικέ μου φίλε, κάψε την στέγη. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Στα όπλα, ιππότες Δαναοί! Τρέξτε, Αργείοι· εκβιάζει την πόλη ο άθλιος μητροκτόνος, για να σώσει την πανάθλια ζωή του! ΑΠΟΛΛΩΝ Συγκράτησε, Μενέλαε, την οργή σου· σε διατάζω εγώ, ο Απόλλων της Λητώς. Κι εσύ εκεί πάνω πάψε ν' απειλείς ένα κορίτσι· πάρε το σπαθί σου απ' τον λαιμό της. Ξεπεράσατε τα όρια· γι' αυτό ακούστε τι επιτάσσω και τι επιβάλλει η λογική. Ορέστη· την Ελένη, της οποίας την ζωή επιχείρησες να πάρεις, για να εκδικηθείς τον Μενέλαο. Την Ελένη, που είναι τώρα εκείνο εκεί το φωτεινό αστέρι στην κορυφή του στερεώματος, την πήρα απ' το σπαθί σου εγώ ο ίδιος, μ' εντολή του Δία Πατρός, διότι είναι κόρη του κι οφείλει να υπάρχει στους αιώνες των α ιώνων και να δείχνει στους ναυτικούς τον δρόμο της σωτηρίας, μαζί με τους διδύμους Κάστορα και Πολυδεύκη. Εσύ, Μενέλαε, αναζήτησε άλλη νύφη να στολίσει τον οίκο σου. Η Ελένη ανήκε εξ αρχής στους αθανάτους. Η ομορφιά της, που έσπειρε τον θάνατο στην Τροί α, ήταν η αιχμή του θεϊκού σχεδίου ν' απαλλαγεί η γη απ' το βάρος της δυστυχίας, που σπέρνουν οι θνητοί στο πέρασμά τους. Αυτά για την Ελένη. Εσύ Ορέστη, που υπερέβης τα όριά σου, πρέπει τώρα να περάσεις τα όρια της γης σου, και να μείνεις έναν χρόνο στην Παρασσία, την οποία οι Αζάνες κι οι Αρκάδες στο εξής θα ονομάζουν Ορέστεια. Ύστερα θα πας στων Αθηναίων την πόλη ν' απολογηθείς ενώπιον των τριών Ευμενίδων, για τον φόνο της μητέρας σου. Στην δίκη σου, στον Άρειο Πάγο, επιδιαιτητές θα είναι οι θεοί, οι οποίοι θα ρίξουν ακριβοδίκαια ψήφο υπέρ σου. Και θα επιστρέψεις νικητής στο Άργος να βρεις το πεπρωμένο σου: θα παντρευτείς ετούτη την παρθένα, που απειλείς με το σπαθί σου, ναι· την Ερμιόνη! Ο Νεοπτόλε μος, που τόσο ήθελε να την κάνει γυναίκα του, μια μέρα θα έρθει στους Δελφούς, αναζητώντας τρόπο να εκδικηθεί τον θάνατο του Αχιλλέα και θα βρει τον δικό του από λεπίδα ιερή. Όσο για τον Πυλάδη, δώσε του την Ηλέκτρα, όπως του είχες υποσχεθεί, θα ευτυχήσουν. Άφησε, Μενέλαε τον θρόνο του Άργους στον Ορέστη. Ο δικός σου είναι στην Σπάρτη. Πήγαινε εκεί να κυβερνήσεις την προίκα της γυναίκας, που σου προκάλεσε τόσα δεινά. Την σύγκρουση του Ορέστη με την πόλη θα την διευθετήσω εγώ, αφού εγώ τον εξώθησα στον φόνο της μητέρας του. ΟΡΕΣΤΗΣ Προφήτη, τώρα ξέρω πως χρησμοί σου τρέφουν, με ρίζες σκοτεινές, το φως το αληθινό. Από την πρώτη στιγμή, που άκουσα εκείνη την τρομερή εντολή, με βασάνιζε η ανόητη υποψία πως δεν ήσουν εσύ, μα κάποιος δαίμονας που με παρακινούσε. Τέλος καλό, όλα καλά. Στις εντολές σου, όπως και τότε! Ελευθερώνω την Ερμιόνη και αντί για το σπαθί μου, της προσφέρω στεφάνι νυφικό, αν συμφωνεί ο πατέρας της! ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ελένη, κόρη του Δία, χαίρομαι για σένα! Και σε ζηλεύω: βρήκες την ευτυχία στο βασίλειο των θεών! Ορέστη, ακολουθώντας την εντολή του Φοίβου, σε αρραβωνιάζω με την κόρη μου. Είναι κέρδος μεγάλο για έναν άρχοντα να έχει στο πλευρό του μια γνήσια αρχόντισσα. Το ξέρω, το έχω ζήσει. ΑΠΟΛΛΩΝ Και τώρα που η διένεξη έλαβε τέλος· ξέρετε τι πρέπει να κάνετε: καθένας, στον τόπο που του όρισα! ΜΕΝΕΛΑΟΣ Στις προσταγές σου! ΟΡΕΣΤΗΣ Κι εγώ το ίδιο. Στο εξής, Μενέλαε, είσαι σύμμαχος και φίλος μου· κι εσύ, προφήτη σκοτεινέ, νόμος και φως μου. ΑΠΟΛΛΩΝ Εμπρός, λοιπόν: τραβήξτε τον δρόμο του καθένας· και να τιμάτε την Ειρήνη, την υπέρτατη θεά! Εγώ θα οδηγήσω την Ελένη από τους δρόμος των αστεριών, στα μέλαθρα του Δία· όπου θα βρει έναν θρόνο, πλάι στους θρόνους της Ήρας και της Ήβης της γυναίκας του Ηρακλή· και θα τιμάται απ' τους ανθρώπους στους αιώνες των αιώνων, σαν θεά προστάτις των θαλασσινών, με τους διδύμους γιους του Δία, τους Τυνδαρίδες: Κάστορα και Πολυδεύκη. ΧΟΡΟΣ Πάνσεπτη Νίκη, έντιμη αριστεία, φώτιζε πάντα την ζωή και δίνε τα πρωτεία στον ποιητή, που έγραψε αυτή την τραγωδία. ΤΕΛΟΣ
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ΠΛΟΥΤΟΣ 388 π.Χ. ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΚΑΡΙΩΝ ΧΡΕΜΥΛΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ ΧΟΡΟΣ ΧΩΡΙΚΩΝ ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ ΠΕΝΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΧΡΕΜΥΛΟΥ ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ ΓΡΙΑ ΝΕΑΡΟΣ ΕΡΜΗΣ ΙΕΡΕΑΣ ΤΟΥ ∆ΙΑ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ Ο Χρεμύλος, γεωργός, συναντά στο δρόμο του τον γέροντα και τυφλό θεό Πλούτο και αποφασίζει να τον βοηθήσει να ξαναβρεί το φως του για να βλέπει σε ποιον διανέμει τα αγαθά και να προτιμά τους καλούς ανθρώπους. (Η σκηνή εκτυλίσσεται μπροστά στο σπίτι του Χρεμύλου) ΚΑΡΙΩΝ Ω ∆ία και θεοί, τι βάσανο που είναι να γίνει κανείς δούλος σε τρελό αφεντικό. Αν τύχει αλήθεια, ο δούλος να συμβουλεύσει τα πιο φρόνιμα και δε θελήσει εκείνος που τον έχει να τα εφαρμόσει, ό,τι κακό συμβεί θα έχει κι ο δούλος το μερίδιό του. Γιατί η μοίρα δεν αφήνει ο κύριος να ορίζει το κορμί του, αλλά εκείνος που τ' αγόρασε. Καλά όλα αυτά, μα κι ο Λοξίας που δίνει χρησμούς απ' το χρυσό τρίποδα, βρίσκω αλήθεια πως έχει τούτο το ψεγάδι, πως ενώ είναι γιατρός και σοφός, καθώς λένε, μάντης, άφησε τον αφέντη μου να φύγει ζαλισμένος τόσο που ακολούθησε ένα στραβό άνθρωπο, και κάνει τ' ανάποδο απ' ό,τι έπρεπε να κάμει. Αλήθεια, εμείς που βλέπουμε οδηγάμε τους τυφλούς, κι όμως αυτός τον ακολουθεί, και μ' αναγκάζει και μένα να κάνω το ίδιο, αν και σε ό,τι τον ρωτάμε δεν μας δίνει την παραμικρή απάντηση. (Στρέφεται προς τον Χρεμύλο) Μα εγώ δεν τόχω στο νου μου να σωπάσω, αλλά θα σου γίνω φόρτωμα, αν δεν μου πεις γιατί τον ακολουθούμε αυτόν, αφέντη. Γιατί βέβαια δεν θα με χτυπήσεις, μια και φορώ στεφάνι. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Όχι, μα το ∆ία, μα θα σου βγάλω το στεφάνι, αν με πολυσκοτίσεις, και θα τις φας πιο δυνατές. ΚΑΡΙΩΝ Κολοκύθια! Εγώ δε θα πάψω, αν δεν μου πεις πρώτα ποιος είναι αυτός εδώ. Επιμένω και ρωτάω, γιατί θέλω το καλό σου. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Καλά, δε θα σου κρύψω τίποτα, γιατί από τους δούλους μου σε θεωρώ τον πιο πιστό και τον πιο φρόνιμο κλέφτη. Εγώ, μολονότι ήμουν θεοφοβούμενος και δίκαιος άνθρωπος, δυστυχούσα και ήμουνα φτωχός. ΚΑΡΙΩΝ Το ξέρω. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Κι άλλοι πλούτιζαν, που ήσαν ιερόσυλοι, ρήτορες και συκοφάντες και παλιάνθρωποι. ΚΑΡΙΩΝ Σύμφωνοι. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Πήγα λοιπόν στο μαντείο να το ρωτήσω, όχι για εμένα τον δύστυχο, που σχεδόν μου φαίνεται πως πια έχω φάει τα ψωμιά μου, αλλά για το γιο μου που τον έχω μονάκριβο, για να μάθω μήπως πρέπει να αλλάξει τρόπους και να γίνει κατεργάρης, άδικος, δίχως ιερό και όσιο, γιατί, καθώς μου φαίνεται, αυτό είναι που συμφέρει στη ζωή. ΚΑΡΙΩΝ Και τι είπε ο Φοίβος από τον τρίποδα; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Άκου να δεις. Ξεκάθαρα ο θεός μου είπε τα εξής: Όποιον πρωτοσυναντήσω, καθώς θα έβγαινα, με πρόσταξε να μην τον παρατήσω πια, παρά να τον καταφέρω να με ακολουθήσει στο σπίτι. ΚΑΡΙΩΝ Και ποιον λοιπόν πρωτοσυνάντησες; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Αυτόν εδώ. ΚΑΡΙΩΝ Καλά, και δεν καταλαβαίνεις τι εννοεί ο θεός, αφού σου λέει, ολοφάνερα, να μορφώσεις το γιο σου κατά τα εγχώρια έθιμα; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Από πού το κρίνεις αυτό; ΚΑΡΙΩΝ Εννοεί ότι κι ένας τυφλός ξέρει τι είναι το σωστό. Ότι δηλαδή στην εποχή μας, συμφέρον είναι, τίποτα υγιές να μην κάνει κανείς. ΧΡΕΜΥΛΟΣ ∆εν έχει αυτό το νόημα ο χρησμός. Έχει κάποιο άλλο, σπουδαιότερο. Αν μας πει τώρα αυτός ποιος είναι τέλος πάντων και για ποιο πράγμα και ποια ανάγκη ήρθε μαζί μας ως εδώ, θα μαθαίναμε τι θέλει να πει ο χρησμός μου. ΚΑΡΙΩΝ (Στον Πλούτο) Εμπρός λοιπόν, εσύ, τι περιμένεις; Θα μας πεις ποιος είσαι, ή να προχωρήσω σε έργα; Έλα, λέγε γρήγορα-γρήγορα. ΠΛΟΥΤΟΣ Θα σε κάνω να φωνάζεις από τον πόνο, σου λέω. ΚΑΡΙΩΝ (Στο Χρεμύλο) Κατάλαβες ποιος λέει ότι είναι; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Σε σένα το λέει αυτό κι όχι σε μένα, αφού τον ρωτάς με πρόστυχο και πιεστικό τρόπο. (Στον Πλούτο) Μα για πες μου εμένα, αν σου αρέσουν οι τρόποι ενός τίμιου ανθρώπου. ΠΛΟΥΤΟΣ Θα σε κάμω να κλαις, σου λέω. ΚΑΡΙΩΝ Χαρά στον άνθρωπο και στο χρησμό που σου έδωσε ο θεός. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μα τη ∆ήμητρα, δεν θα χαρείς για πολλή ώρα. ΚΑΡΙΩΝ Λοιπόν, αν δεν μιλήσεις, θα σε καθαρίσω κακήν κακώς. ΠΛΟΥΤΟΣ Καλέ μου, αφήστε με ήσυχο! ΧΡΕΜΥΛΟΣ Όχι, ποτέ! ΚΑΡΙΩΝ (Για να τρομοκρατήσει τον Πλούτο) Λοιπόν, αυτό που λέω είναι το καλύτερο, αφέντη. Θα τον καθαρίσω πολύ άσχημα αυτόν τον άνθρωπο. Θα τον πάω, αλήθεια, σε κανένα γκρεμό και θα τον αφήσω και θα φύγω για να πέσει από εκεί και να βγάλει το σβέρκο του. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Άρπαξέ τον λοιπόν γρήγορα. ΠΛΟΥΤΟΣ Μη! Μη! ΧΡΕΜΥΛΟΣ Θα μας πεις, λοιπόν; ΠΛΟΥΤΟΣ Μα αν μάθετε ποιος είμαι, ξέρω καλά πως κάτι κακό θα μου κάνετε και δε θα μ' αφήσετε να φύγω. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μα τους θεούς, θα σ' αφήσουμε, αν το θέλεις εσύ. ΠΛΟΥΤΟΣ Λοιπόν, αφήστε με πρώτα. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Να, σ' αφήνουμε. ΠΛΟΥΤΟΣ Ακούστε, λοιπόν. Γιατί, καθώς φαίνεται, πρέπει να πω ό,τι ήμουν αποφασισμένος να κρατήσω μυστικό. Εγώ, που λέτε, είμαι ο Πλούτος. ΚΑΡΙΩΝ Ε, αχρειότατε των ανθρώπων, είσαι ο Πλούτος και το κρύβεις; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Εσύ είσαι ο Πλούτος μ' αυτά τα χάλια; Ω Φοίβε Απόλλωνα και θεοί και δαίμονες και ∆ία, τι λες μωρέ; Είσαι αλήθεια ο Πλούτος; ΠΛΟΥΤΟΣ Μάλιστα. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Αυτός ο ίδιος; ΠΛΟΥΤΟΣ Αυτότατος. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μα για πες μου, από πού έρχεσαι και είσαι τόσο βρωμιάρης; ΠΛΟΥΤΟΣ Έρχομαι από του Πατροκλή, που δεν πλύθηκε απ' τον καιρό που γεννήθηκε. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Κι αυτό το δυστύχημα πως το έπαθες; Για πες μου. ΠΛΟΥΤΟΣ Ο ∆ίας μου το σκάρωσε από φθόνο των ανθρώπων. Γιατί εγώ όταν ήμουν νέος τον φοβέρισα πως θα πήγαινα μονάχα στους δίκαιους και στους σοφούς και στους τίμιους. Κι αυτός μου έβγαλε τα μάτια, για να μη διακρίνω κανέναν απ' αυτούς. Τόσο εκείνος φθονεί τους καλούς ανθρώπους. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Και όμως μόνο απ' τους καλούς τιμάται και από τους δίκαιους. ΠΛΟΥΤΟΣ Σύμφωνοι. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Και δε μου λες, αν ξαναβρείς το φως σου όπως πρώτα, θα φεύγεις μετά μακριά απ' τους κακούς; ΠΛΟΥΤΟΣ Άκου, λέει! ΧΡΕΜΥΛΟΣ Και θα πηγαίνεις με τους δίκαιους; ΠΛΟΥΤΟΣ Βεβαιότατα. Γιατί έχω πολύ καιρό να τους δω. ΧΡΕΜΥΛΟΣ ∆ιόλου παράξενο, αφού ούτε εγώ τους βλέπω που έχω και τα μάτια μου. ΠΛΟΥΤΟΣ Αφήστε με τώρα. Μάθατε πια τα δικά μου. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Όχι δα! Ίσα ίσα που τώρα θα σε κρατήσω πιο πολύ. ΠΛΟΥΤΟΣ ∆εν το είπα εγώ πως θα μου γινόσαστε φόρτωμα; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Και συ, σε παρακαλώ, κάνε μου τη χάρη και μη μου φύγεις. Γιατί δε θα βρεις, όσο κι αν ζητήσεις, άνθρωπο πιο περιποιητικό από μένα, μα το ∆ία, άλλος σαν κι εμένα δεν υπάρχει. ΠΛΟΥΤΟΣ Όλοι τα ίδια λένε. Μα όταν με πάρουν στ' αλήθεια και γίνουν πλούσιοι, αυτοί δείχνουν την πιο μεγάλη κακία. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Έτσι είναι όπως το λες, μα δεν είναι όλοι κακοί. ΠΛΟΥΤΟΣ Μα το ∆ία, όλοι είναι ανεξαίρετα. ΚΑΡΙΩΝ Θα τον κάμω να ξεφωνήσει. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Για να μάθεις τι καλά θα βρεις, αν μείνεις κοντά μας, δώσε προσοχή ν' ακούσεις. Ελπίζω, ναι, ελπίζω, με τη βοήθεια του θεού, να σε απαλλάξω απ' αυτή την τύφλωση και να σε κάμω να βλέπεις. ΠΛΟΥΤΟΣ Ποτέ να μην το κάνεις αυτό. ∆εν θέλω να ξαναβρώ το φως μου. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Τι λες, καλέ; ΚΑΡΙΩΝ Μωρέ αυτός είναι κακορίζικος από φυσικού του. ΠΛΟΥΤΟΣ Λοιπόν, ξέρω πως ο ∆ίας, σαν τύχει να μάθει πως κάναμε τέτοια τρέλλα, θα με τιμωρήσει. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Και μην δεν το κάνει αυτό τώρα, που σ' αφήνει να γυρίζεις εδώ κι εκεί σκουντουφλώντας; ΠΛΟΥΤΟΣ ∆εν ξέρω. Μα εγώ τον φοβάμαι τρομερά. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Αλήθεια, ω δειλότατε απ' όλους τους ημίθεους; Και νομίζεις πως η βασιλεία του ∆ία και οι κεραυνοί του αξίζουν τρεις οβολούς, αν ξαναβρεις εσύ το φως σου, έστω και για λίγο διάστημα; ΠΛΟΥΤΟΣ Α! Μην τα λες αυτά, κατεργάρη! ΧΡΕΜΥΛΟΣ Για στάσου. Τώρα θα σου αποδείξω εσένα εγώ πως από το ∆ία είσαι πιο δυνατός. ΠΛΟΥΤΟΣ Για εμένα λες; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μα τον ουρανό. Λόγου χάρη, που βασίζεται κι είναι αρχηγός των θεών ο ∆ίας; ΚΑΡΙΩΝ Πάνω στο χρήμα. Γιατί έχει πολλά. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Για λέγε τώρα, ποιος του το δίνει το χρήμα; ΚΑΡΙΩΝ Αυτός εδώ. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Και για ποιον του προσφέρουν θυσίες; Όχι για τούτον; ΚΑΡΙΩΝ Και βέβαια ζητάνε να πλουτίσουν, είναι φανερό. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Αυτός λοιπόν δεν είναι ο αίτιος, κι εύκολα δεν θα μπορούσε να τα σταματήσει αυτά, αν ήθελε; ΠΛΟΥΤΟΣ Μα πως; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Γιατί κανείς απ' τους ανθρώπους δεν θα θυσίαζε πια, ούτε βόδι, ούτε τηγανίτες, ούτε άλλο τίποτα, αν δεν θέλεις εσύ. ΠΛΟΥΤΟΣ Πως; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Ρωτάς πως; Να, γιατί δε θα 'χει με τι ν' αγοράσει, αν δε βρίσκεσαι εσύ να του δίνεις χρήματα. Κι έτσι του ∆ία τη δύναμη, αν σ' ενοχλήσει καθόλου, θα την καταλύσεις μόνος σου. ΠΛΟΥΤΟΣ Τι μου λες; Για το χατίρι μου του κάνουν θυσίες; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Έτσι λέω. Και μα το ∆ία, αν υπάρχει τίποτα λαμπρό κι ωραίο ή νόστιμο στους ανθρώπους, για σένα γίνεται. Γιατί όλα τα πράγματα εξαρτώνται από τον πλούτο. ΚΑΡΙΩΝ Έτσι κι εγώ για λίγα ψωρολεφτά έγινα δούλος, που λες, γιατί δεν ήμουν βέβαια πλούσιος. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Κι οι εταίρες δα, οι Κορίνθιες, όπως λένε, αν τύχει κανένας φτωχός να τους πει κανένα λογάκι, ούτε δίνουν προσοχή. Μα αν είναι πλούσιος, αμέσως τον κάνουν παρέα. ΚΑΡΙΩΝ Και οι νέοι λένε πως το ίδιο κάνουν, όχι για τους εραστές, αλλά για τα χρήματα. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Όχι οι καλοί νέοι, μα οι διεφθαρμένοι. Οι καλοί βλέπεις δε ζητούν χρήματα. ΚΑΡΙΩΝ Αλλά τι ζητούν; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Άλλος ένα καλό άλογο, άλλος λαγωνικά. ΚΑΡΙΩΝ Γιατί ντρέπονται να ζητήσουν χρήματα και σκεπάζουν με τα άλλα ονόματα την κακοήθειά τους. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Κι όλες οι τέχνες κι οι εφευρέσεις για σένα έχουν βρεθεί από τους ανθρώπους. Έτσι ο ένας κάνει τον τσαγγάρη καθιστός. ΚΑΡΙΩΝ Άλλος το χαλκωματή, άλλος τον ξυλουργό. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Άλλος τον χρυσικό, αφού σου πάρει το χρυσάφι. ΚΑΡΙΩΝ Άλλος τον κλέφτη, μα τον ∆ία, κι άλλος το διαρρήκτη. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Άλλος το λαναρά. ΚΑΡΙΩΝ Κι άλλος πλένει τομάρια. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Άλλος κάνει τον βυρσοδέψη. ΚΑΡΙΩΝ Κι άλλος πουλάει κρεμμύδια. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Και για σένα μαδάνε το μοιχό που τον πιάνουν πάνω στην πράξη. ΠΛΟΥΤΟΣ Πω πω ο δόλιος δεν τα σκέφτηκα ποτέ μου αυτά. ΚΑΡΙΩΝ Και μήπως γι' αυτόν δεν κορδώνεται της Περσίας ο βασιλιάς; Και μη δεν γίνεται γι' αυτόν η συνέλευση των δικαστών; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Αμ, για πες μου, εσύ δεν γεμίζεις τα πλοία με πληρώματα; ΚΑΡΙΩΝ Και μη δεν τρέφει αυτός τους μισθοφόρους μας στην Κόρινθο; Και μη γι' αυτόν δεν θα τον πάρει ο διάολος τον Πάμφιλο; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Αμ όχι και το Βελονοπώλη κοντά στον Πάμφιλο; ΚΑΡΙΩΝ Και μήπως για το χατίρι του δεν ξεφυσάει ο Αγύρριος; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Αμ ο Φιλέψιος για σένα δε λέει τους μύθους; Και για σένα δεν έγινε η συμμαχία με τους Αιγυπτίους; Και για σένα δεν αγαπάει η Λαϊς το Φιλωνίδη; ΚΑΡΙΩΝ Αμ ο πύργος του Τιμόθεου..... ΧΡΕΜΥΛΟΣ (Στον Καρίωνα) Που να πέσει να σε πλακώσει... (Στον Πλούτο) Κι όλα τα πράγματα μη δε γίνονται για σένα; Γιατί μόνος εσύ είσαι όλων η αιτία, και των κακών και των καλών, να το ξέρεις. ΚΑΡΙΩΝ Και νικάνε αλήθεια στους πολέμους κάθε φορά, μονάχα εκείνοι που θα είσαι μαζί τους. ΠΛΟΥΤΟΣ Εγώ, ένας και μόνος μπορώ να κάνω τόσα πράγματα; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Ναι μα τον ∆ία, κι απ' αυτά πολύ περισσότερα. Τόσο που κανένας ποτέ δεν σ' έχει χορτάσει. Όλα τ' άλλα, βλέπεις τα χορταίνει κανείς. Τον έρωτα... ΚΑΡΙΩΝ Τα ψωμιά... ΧΡΕΜΥΛΟΣ Τη μουσική... ΚΑΡΙΩΝ Τους μεζέδες... ΧΡΕΜΥΛΟΣ Τις τιμές... ΚΑΡΙΩΝ Τις πίτες... ΧΡΕΜΥΛΟΣ Την ανδραγαθία... ΚΑΡΙΩΝ Τα σύκα... ΧΡΕΜΥΛΟΣ Τη φιλοδοξία... ΚΑΡΙΩΝ Το κριθαρόψωμο... ΧΡΕΜΥΛΟΣ Τη στρατηγία... ΚΑΡΙΩΝ Τη φακή... ΧΡΕΜΥΛΟΣ Εσένα όμως ποτέ κανένας δε σε χόρτασε, μα αν αποκτήσει δεκατρία τάλαντα, του ανάβει πιο πολύ ο καημός να έχει δεξαέξι. Κι αν τα βάλει κι αυτά στο χέρι, θέλει σαράντα, ή αλλιώς λέει πως τέτοια ζωή δεν υποφέρεται. ΠΛΟΥΤΟΣ Μου φαίνεται πως πολύ καλά τα λέτε οι δυο σας. Μονάχα ένα φοβούμαι. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Για λέγε! Τι είναι αυτό; ΠΛΟΥΤΟΣ ∆εν ξέρω πώς να μεταχειρισθώ εγώ αυτή τη δύναμη, που λέτε πως έχω. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Ναι, μα το ∆ία, καλά λένε όλοι πως είναι δειλότατος ο πλούτος. ΠΛΟΥΤΟΣ Κάθε άλλο, μονάχα κάποιος διαρρήκτης με συκοφάντησε. Είχε τρυπώσει κάποτε στο σπίτι μου, μα δεν μπόρεσε τίποτα να πάρει, γιατί τα βρήκε όλα σφαλισμένα, κι έτσι την πρόνοιά μου την ονόμασε δειλία. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Άφησέ τα τώρα, μην ανησυχείς καθόλου. Γιατί αν σταθείς πρόθυμος να βοηθήσεις στην περίσταση, θα σε κάμω εγώ να βλέπεις πιο καλά κι από τον Λυγκέα. ΠΛΟΥΤΟΣ Καλά, και πως θα μπορέσεις να το κάμεις αυτό, αφού είσαι θνητός; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Έχω μια μεγάλη ελπίδα από όσα μου είπε ο ίδιος ο Φοίβος, σείοντας τη μαντική δάφνη. ΠΛΟΥΤΟΣ Ώστε κι αυτός είναι συνεργός; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Έτσι λέω. ΠΛΟΥΤΟΣ Να έχουμε το νου μας. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Καλέ, μην ανησυχείς καθόλου. Γιατί να ξέρεις καλά, κι αν πρόκειται να πεθάνω ακό μα, εγώ με το χέρι μου θα τα εκτελέσω. ΚΑΡΙΩΝ Θα σε βοηθήσω κι εγώ, αν θέλεις. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Κι άλλοι πολλοί θα μας έρθουν σύμμαχοι, όλοι οι δίκαιοι που δεν έχουν ψωμί. ΠΛΟΥΤΟΣ Πω πω, κακούς συμμάχους μας είπες. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Κάθε άλλο, μια που θα πλουτήσουν. (Στον Καρίωνα) Μα άντε τρέχα εσύ γρήγορα. ΚΑΡΙΩΝ Τι να κάνω; Λέγε. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Φώναξε τους συναδέλφους μου τους γεωργούς (θα τους βρεις ίσως στα χωράφια να βασανίζονται), να 'ρθούν εδώ, για να πάρει ο καθένας τους ίσο μερίδιο με μας απ' αυτόν τον Πλούτο. ΚΑΡΙΩΝ Πάω αμέσως. Μα ας έρθει κανένας από μέσα να πάρει αυτό το κομμάτι το κρέας που κρατάω. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Φροντίζω εγώ γι' αυτό. Εσύ όμως τρέχα το γρηγορώτερο. Και συ, Πλούτε, που είσαι ο πιο δυνατός απ' όλους τους ημίθεους, έμπα εδώ μέσα μαζί μου. Να, αυτό είναι το σπίτι που πρέπει σήμερα να το γεμίσεις χρήματα είτε δίκαια είτε άδικα. ΠΛΟΥΤΟΣ Μα στεναχωριέμαι πολύ να μπαίνω κάθε τόσο σε ξένο σπίτι. Γιατί απ' αυτό ποτέ κανένα καλό δεν είδα. Αν τύχει, αλήθεια, να μπω σε κανενός τσιγκούνη, ευθύς με χώνει βαθιά μέσα στη γη. Κι αν πάει κανένας καλός άνθρωπος φίλος του να του ζητήσει να του δώσει ένα μικρό ποσόν, σκίζει τα ρούχα του πως δεν με είδε ποτέ του. Αν τύχει πάλι σε παραλυμένου σπίτι να μπω, με παραδίνει σε πόρνες και στα ζάρια και σε λίγο με πετούν γυμνόν έξω απ' την πόρτα. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Γιατί δεν πέτυχες ποτέ κανέναν ισορροπημένο. Τέτοιος εγώ στάθηκα πάντα. Μου αρέσει να κάνω οικονομίες όσο κανένας, μα και να ξοδεύω πάλι όταν χρειάζεται. Μα ας μπούμε μέσα, επειδή θέλω να γνωρίσεις και τη γυναίκα μου και το μοναχογιό μου, που τον αγαπάω πάρα πολύ μετά από σένα. ΠΛΟΥΤΟΣ Σε πιστεύω. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Γιατί να μη σου πει κανείς την αλήθεια; ΚΑΡΙΩΝ (Φωνάζοντας προς τους χωρικούς) Ε! σεις, που έχετε φάει με τον αφέντη μου απ' τους ίδιους βολβούς, φίλοι μου και συμπολίτες και παλικάρια της δουλειάς, ελάτε, κάνετε γρήγορα, δεν είναι καιρός για χάσιμο, αλλά ήρθε η στιγμή να διορθώσουμε την κατάστασή μας. ΧΟΡΟΣ Μα δεν μας βλέπεις που ερχόμαστε πρόθυμα, όσο μπορούν άνθρωποι που είναι πια αδύναμοι γέροντες; Μα εσύ, φαίνεται, ζητάς να τρέξω, προτού και να μου πεις για ποιο λόγο ο αφέντης σου με φώναξε εδώ. ΚΑΡΙΩΝ ∆ε σου το λέω τόσην ώρα; Εσύ όμως δεν ακούς. Να ο αφέντης μου λέει πως θα ζήσετε ευχαριστημένοι και θα γλυτώσετε απ' την άχαρη και βασανισμένη ζωή που ζείτε. ΧΟΡΟΣ Μα τι και πως συμβαίνει το πράγμα αυτό που λέει; ΚΑΡΙΩΝ Ήρθε κουβαλώντας εδώ ένα γέρο, κακομοίρη, λιγδιάρη, καμπούρη, ελεεινό, ζαρωμένο, καραφλό, φαφούτη, και μου φαίνεται, μα τον ουρανό, πως έχει και σπασμένη μέση. ΧΟΡΟΣ Ω εσύ που μας φέρνεις χρυσά νέα, τι μας λες; Για ξαναπές μου τα. Γιατί δείχνουν τα λόγια σου πως αυτός εκεί ήρθε φορτωμένος χρήματα. ΚΑΡΙΩΝ Εγώ είπα πως ήρθε φορτωμένος γεροντικές αρρώστειες. ΧΟΡΟΣ Μήπως σου πέρασε η ιδέα πως θα μας κοροϊδεύεις και θα τη γλιτώσεις χωρίς ζημιά, και μάλιστα αφού κρατάω μαγκούρα; ΚΑΡΙΩΝ Έτσι λοιπόν με παίρνετε πως είμαι παλιάνθρωπος, και νομίζετε πως κανένα σωστό δεν είπα; ΧΟΡΟΣ Για δες τον κατεργάρη που προσβλήθηκε! Τα πόδια σου όμως φωνάζουν αϊ! αϊ! κι αποζητούν τη φάλαγγα και τα χτυπήματα. ΚΑΡΙΩΝ Τώρα που έχεις το ένα πόδι μέσα στο λάκκο, σου έπεσε και σένα ο κλήρος να δικάσεις κι εσύ δεν πας. Ο Χάρος σου έχει δοσμένο το εισιτήριό σου. ΧΟΡΟΣ Να σκάσεις! Τι αδιάντροπος κι αχρείος άνθρωπος είσαι να κοροϊδεύεις τον κόσμο, κι ακόμα να μην θέλεις να μας πεις για ποιο λόγο με φώναξε εδώ ο αφέντης σου. Σ' εμάς που, ενώ είμαστε πολύ κουρασμένοι, δίχως να πάρουμε ανάσα, πρόθυμα ήρθαμε εδώ, αφήνοντας στο πέρασμά μας ένα σωρό ρίζες και βολβούς. ΚΑΡΙΩΝ Ωραία, δε σας το κρύβω περισσότερο. Να, τον Πλούτο, καημένοι, ήρθε κι έφερε ο αφέντης μου, που θα σας κάμει πλούσιους. ΧΟΡΟΣ Στ' αλήθεια, όλοι εμείς θα γίνουμε πλούσιοι; ΚΑΡΙΩΝ Μα τους θεούς, σαν τον Μίδα, αν αποκτήσετε και γαϊδουριού αυτιά. ΧΟΡΟΣ Πόσο χαίρομαι κι ευχαριστιέμαι, και θέλω να χορέψω απ' τη χαρά μου, αν τα λες αλήθεια αυτά. ΚΑΡΙΩΝ Να έτσι μου έρχεται να φωνάξω, τον Κύκλωπα να μιμηθώ, και να σας κουβαλήσω σαν κοπάδι, χοροπηδώντας. Μα ελάτε μικρά μου, φωνάζετε συχνά, βελάζετε σκοπούς σαν πρόβατα και σαν τράγοι βρωμισμένοι, κι ακολουθάτε πρόθυμα. Γιατί θα φάτε όλοι καλά. ΧΟΡΟΣ Κι εμείς εδώ θα πάρουμε από πίσω, φωνάζοντας, τον Κύκλωπα, βελάζοντας, κι όταν σε βρούμε σένα τον λιγδιάρη με σακούλι γεμάτο δροσερά αγριολάχανα και τύφλα στο μεθύσι να πέφτεις να κοιμηθείς, εμείς παίρνοντας ένα μεγάλο αναμμένο μυτερό παλούκι θα σου βγάλουμε το μάτι. ΚΑΡΙΩΝ Κι εγώ την Κίρκη που φτιάχνει τα μάγια και τους συντρόφους του Φιλωνίδη κάποτε στην Κόρινθο τους έκανε να πιστέψουν πως τάχα είναι γουρούνια, για να φάνε ζυμωμένη ακαθαρσία, και τους τη ζύμωνε η ίδια, αυτήν θα μιμηθώ σ' όλα της τα καμώματα. Και σεις γρυλίζοντας από ευχαρίστηση ακολουθάτε τη μητέρα, σαν γουρουνάκια ΧΟΡΟΣ Λοιπόν, εσένα την Κίρκη που φτιάχνεις τα μάγια και τις μαγγανείες και μαγαρίζεις τους συντρόφους θα σε πιάσουμε με ευχαρίστηση και κάνοντας το γιο του Λαέρτη θα σε κρεμάσουμε και θα σου αλείψουμε με ακαθαρσίες τη μύτη σαν του τράγου. Και συ σαν τον Αρίστυλλο με μισανοιγμένο στόμα θα λες: Ακολουθάτε τη μητέρα, σαν γουρουνάκια. ΚΑΡΙΩΝ Ελάτε τώρα, ας αφήσουμε πια τ' αστεία, εσείς πάρτε άλλο ύφος, κι εγώ πάω τώρα κρυφά να κοιτάξω να πάρω απ' τον αφέντη λίγο ψωμί και κρέας να μασήσω κι ύστερα κουραζόμαστε πάλι. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Να σας πω "καλώς ήλθατε", ω συμπολίτες, είναι παλιός πια ο λόγος και μπαγιάτικος. Εγώ σας λέω το "ως ευ παρέστητε" που ήρθατε τόσο πρόθυμα και γρήγορα και όχι βαρετά. Να μου είσθε και στα άλλα βοηθοί να μην πάθει αλήθεια τίποτα ο θεός. ΧΟΡΟΣ Έννοια σου. Θα με δεις και θα λες πως βλέπεις τον Άρη. Γιατί θα ήταν φοβερό, ενώ για τρεις οβολούς σπρωχνόμαστε κάθε τόσο στη συνέλευση, και ν' αφήσω εγώ άλλον να πάρει αυτόν τον Πλούτο. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μπα! Βλέπω κι αυτόν τον Βλεψίδημο να έρχεται εδώ. Από το βάδισμά του και τη βία, φαίνεται πως κάτι έχει μάθει. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Μα τι τρέχει λοιπόν; Από πού και πως πλούτισε ξαφνικά ο Χρεμύλος; ∆εν το πιστεύω. Και όμως βγήκε λόγος πολύς, μα τον Ηρακλή, απ' αυτούς που κάθονται στα κουρεία, πως έγινε ξαφνικά πλούσιος. Μα τούτο ακριβώς μου φαίνεται παράξενο, πως σαν καλός άνθρωπος φωνάζει και τους φίλους του. Αυτό που κάνει δεν το συνηθίζει ο τόπος. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Θα σου τα πω χωρίς να σου κρύψω τίποτα. Μα τους θεούς, Βλεψίδημε, είμαστε πιο καλά από χτες, ώστε μπορείς να λάβεις μέρος, γιατί και συ είσαι φίλος. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Αλήθεια λοιπόν έγινες πλούσιος όπως το λένε; ΧΡΕΜΥΛΟΣ ∆ηλαδή θα είμαι σε λίγο, αν θέλει ο θεός. Γιατί υπάρχει κάτι... υπάρχει κάποιος κίνδυνος στο ζήτημα. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Σαν τι; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Να... ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Τέλειωνε τι θες να πεις επί τέλους; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Αν το καταφέρουμε, θα είμαστε ευτυχισμένοι για πάντα. Μα αν αποτύχουμε, πάμε χαμένοι τελείως. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Αυτή η δουλειά μου φαίνεται ύποπτη και δεν μ' αρέσει. Απ' τη μια μεριά να γίνεται ξαφνικά κανείς πλούσιος κι απ' την άλλη να φοβάται. Αυτά είναι χαρακτηριστικά ανθρώπου που δεν έχει κάμει καμιά καθαρή δουλειά. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Καμιά καθαρή δουλειά; ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Θα έρχεσαι, μα τον ∆ία, από το ναό του θεού, απ' όπου θα έχεις κλέψει ασήμι και χρυσάφι, και τώρα ίσως το έχεις μετανιώσει. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Απόλλωνα, φύλαξέ με! Εγώ ποτέ, μα τον ∆ία. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Άφησε τα λόγια, καλέ μου. Εγώ είμαι βέβαιος. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μη βάζεις καθόλου τέτοιες σκέψεις στο μυαλό σου για μένα. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Αλίμονο! Κανείς δεν κάνει καμιά τίμια δουλειά, μα όλοι είναι υποδουλωμένοι στο κέρδος. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μου φαίνεται, μα την ∆ήμητρα, πως δεν είσαι στα καλά σου. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Πόσο άλλαξε και στους τρόπους που είχε πρωτύτερα! ΧΡΕΜΥΛΟΣ Τρελάθηκες, αγαπητέ μου, μα τον Ουρανό! ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Μα ούτε το βλέμμα του δεν το κρατάει ατάραχο και δείχνει φανερά πως έχει κάμει κάποια κατεργαριά. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Ξέρω τι φλυαρείς εσύ. Νομίζεις πως κάτι έκλεψα και πας για μερίδιο. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Εγώ για μερίδιο; Σε τι; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μα δεν είναι όπως τα λες. Κάτι άλλο συμβαίνει. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Μη δεν έκλεψες αλλά λήστεψες; ΧΡΕΜΥΛΟΣ ∆εν ξέρεις τι λες. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Θέλεις να πεις πως δεν εζημίωσες κανέναν; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Εγώ, κανέναν. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Ω Ηρακλή! Που να κρυφτεί κανένας! Ακούς να μη θέλει να πει την αλήθεια! ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μα εσύ με κατηγορείς, προτού μάθεις περί τίνος πρόκειται. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Εγώ, φίλε μου, αναλαμβάνω με λίγα έξοδα να τ' αποκρύψω πριν να τα μάθει η πόλη, κλείνοντας το στόμα των ρητόρων με χρήματα. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Ναι, ναι, είμαι βέβαιος, μα τους θεούς, πως σαν φίλος θα ξοδέψεις τρεις μνες και θα γράψεις δώδεκα. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Βλέπω κάποιον να κάθεται κάτω απ' το βήμα του δικαστηρίου κρατώντας δαδί ικετήριο, μαζί με τα παιδιά του και τη γυναίκα του, και δεν θα διαφέρει καθόλου από τους Ηρακλείδες του Παμφίλου. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Όχι, κακομοίρη μου. Παρά μόνο το ότι εγώ τους τίμιους και τους έξυπνους και τους γνωστικούς ακριβώς θα κάμω πλούσιους. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Τι λες, καλέ; Τόσα πολλά έχεις κλεμμένα; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Ουφ μπελάδες που βρήκα! Θα με πνίξεις. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Εσύ δα θα πνιγείς μοναχός σου, καθώς μου φαίνεται. ΧΡΕΜΥΛΟΣ ∆εν νομίζω, μια που έχω τον Πλούτο, κακέ άνθρωπε. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Εσύ τον Πλούτο; Ποιον Πλούτο; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Τον ίδιο το θεό. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Και που είναι; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μέσα. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Που; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Στο σπίτι μου. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Στο σπίτι σου; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μάλιστα. ΒΛΕΨΙΑ∆ΗΣ ∆εν πας στον κόρακα; Ο Πλούτος στο σπίτι σου; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μα τους θεούς. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Αλήθεια λες; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Αλήθεια. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Κάνεις όρκο στην Εστία; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μα τον Ποσειδώνα. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Τον θαλασσινό λες; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Αν είναι άλλος Ποσειδών, αυτόν τον άλλον. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Και δεν τον στέλνεις και σε μας τους φίλους; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μα δεν εφτάσαμε ακόμα εκεί. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Τι δηλαδή; ∆εν είναι ώρα για διανομή; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Όχι, μα τον ∆ία, μα πρέπει πρώτα... ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Τι; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Να τον κάμουμε να βλέπει. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Ποιον να βλέπει; Για λέγε. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Τον Πλούτο, να βλέπει όπως έβλεπε πρώτα, με κάποιον τρόπο. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Μα είναι αληθινά τυφλός; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μα τον Ουρανό. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ ∆ε παραξενεύομαι λοιπόν που δεν ήρθε ποτέ σε μένα. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Αν θέλουν οι θεοί, θα έρθει τώρα. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ ∆εν θα πρέπει να φωνάξουμε κανένα γιατρό; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Και ποιος γιατρός είναι σήμερα στην πόλη; Αφού ούτε τα κέρδη τους είναι τίποτα ούτε και η τέχνη. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Για να σκεφτούμε. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μα δεν υπάρχει κανείς. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Έτσι μου φαίνεται κι εμένα. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μα τον ∆ία, όπως έλεγα εγώ απ' την αρχή, το καλύτερο είναι να τον βάλω να κοιμηθεί στου Ασληπιού. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Καλά λες, αλήθεια, μα τους θεούς. Μη χάνεις καιρό λοιπόν, μόνο τέλειωνε, κάνε κάτι τι. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μα να, πηγαίνω. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Γρήγορα, γρήγορα. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Αυτό κάνω κι εγώ. (Μπαίνει στη σκηνή η Πενία) ΠΕΝΙΑ Βρε παλιανθρώποι, κακορίζικοι, που τολμάτε έργο θρασύ κι ανόσιο και παράνομο, που πάτε; Που; Γιατί φεύγετε; Πως δε στέκεστε; ΒΛΕΨΙΑ∆ΗΣ Θεούλη μου! ΠΕΝΙΑ Τώρα να σας ξεμπερδέψω εγώ κακήν κακώς. Γιατί αυτό που τολμήσατε να κάνετε δεν υποφέρεται και όμοιο κανείς άλλος ποτέ δεν έκαμε ούτε θεός ούτε άνθρωπος. Και γι' αυτό πάει, χαθήκατε. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Και ποια είσαι εσύ; Γιατί μου φαίνεσαι χλωμή. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Μπορεί να είναι καμιά Ερινύα από τραγωδία. Για δες, κοιτάζει με τρόπο μανιακό και πολύ τραγικό; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μα δεν έχει δάδες. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Λοιπόν, κλάψτε την. ΠΕΝΙΑ Ποια νομίζετε πως είμαι; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Καμμιά ξενοδόχα ή αυγουλού. Γιατί αλλιώς δεν θα ξεφώνιζες έτσι, χωρίς να σου έχουμε κάμει τίποτα. ΠΕΝΙΑ Έτσι ε; Και μήπως δε μου κάματε το μεγαλύτερο κακό, αφού ζητάτε να με διώξετε απ' όλη τη χώρα; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Και δε σου μένει το βάραθρο; Μα θα έπρεπε να μας πεις αμέσως ποια είσαι. ΠΕΝΙΑ Είμαι εκείνη που θα σας τιμωρήσω σήμερα, γιατί ζητάτε να μ' αφανίσετε απ' εδώ. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Μπα; Μην είσαι η ταβερνιάρισσα της γειτονιάς που με γελάει πάντα στο μέτρημα; ΠΕΝΙΑ Εγώ είμαι η Φτώχεια που κάθομαι μαζί σας πολλά χρόνια. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Ω Απόλλωνα βασιλιά και θεοί, που να τρυπώσει κανείς; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Ε συ, τι κάνεις; Ε, δειλότατο ζώο, δε μένεις εδώ; ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Κάθε άλλο. ΧΡΕΜΥΛΟΣ ∆ε μένεις; ∆υο άντρες εμείς, να φοβόμαστε μια γυναίκα; ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Γιατί αυτή είναι η Πενία, κακομοίρη, που πουθενά στη γη δε βρίσκεται ζώο απ' αυτή πιο τρομερό. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Στάσου σε παρακαλώ, στάσου. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Εγώ, ποτέ, μα τον ∆ία. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Και όμως, άκου που σου το λέω, θα κάνουμε έργο φοβερό το χειρότερο απ' όλα, αν αφήνοντας κάπου έρημο το θεό, φύγουμε, φοβισμένοι απ' αυτήν, αν δεν αντισταθούμε. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Και σε ποια όπλα ή δύναμη να βασιστούμε; Για ποιον θώρακα και ποιαν ασπίδα δε βάζει ενέχυρο αυτή η άθλια; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Κάμε καρδιά. Γιατί μονάχος ο θεός εκείνος ασφαλώς θα νικήσει τις φοβέρες της. ΠΕΝΙΑ Τολμάτε και να μουρμουρίζετε, καθάρματα, που σας έπιασα επ' αυτοφώρω να κάνετε τρομερό έγκλημα; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Και συ, που κακό χρόνο νάχεις, τι ήρθες και μας βρίζεις χωρίς να σε πειράξουμε καθόλου; ΠΕΝΙΑ Και νομίζετε πως καθόλου, μα τους θεούς, δε με πειράζετε, αφού πολεμάτε να κάνετε τον Πλούτο να ξαναβλέπει; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Και τι σε πειράζουμε μ' αυτό εσένα, αφού καλό ζητάμε να κάμουμε σε όλους τους ανθρώπους; ΠΕΝΙΑ Και τι καλό ζητάτε εσείς; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Τι καλό; Πρώτα πρώτα να βγάλουμε εσένα έξω απ' την Ελλάδα. ΠΕΝΙΑ Να βγάλετε εμένα έξω; Και τι μεγαλύτερο κακό νομίζετε πως θα κάνατε στους ανθρώπους; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Τι; Το μεγαλύτερο κακό θα ήταν να ξεχάσουμε ό,τι έχουμε στο νου να κάνουμε. ΠΕΝΙΑ Ε λοιπόν, γι' αυτό το ζήτημα θέλω πρώτα πρώτα να μιλήσω. Και αν μεν αποδείξω πως μονάχη εγώ είμαι η αιτία όλων των καλών σε σας, και πως εξ αιτίας μου ζείτε, πάει καλά. Αλλιώς κάνετε ό,τι σας αρέσει. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Και τολμάς, να τα λες αυτά εσύ, αχρειότατη; ΠΕΝΙΑ Μάλιστα, και συ άκουσε να μάθεις. Μπορώ πολύ εύκολα να σου αποδείξω πως πέφτεις εντελώς έξω, αν λογαριάζεις να κάμεις πλούσιους τους τίμιους ανθρώπους. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Ω μαστίγια και ξύλα, δεν έρχεστε να με βοηθήσετε; ΠΕΝΙΑ Μη στενοχωριέσαι και μη φωνάζεις πριν ακούσεις. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Και ποιος μπορεί να μη φωνάζει, αλίμονο, ακούγοντας τέτοια; ΠΕΝΙΑ Όποιος είναι γνωστικός. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Και τι ποινή να σου γράψω αν χάσεις τη δίκη; ΠΕΝΙΑ Ό,τι θέλεις. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Πολύ καλά. ΠΕΝΙΑ Αν την χάσετε όμως, τα ίδια κι εσείς πρέπει να πάθετε. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Σου φαίνονται αρκετοί λοιπόν είκοσι θάνατοι; ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Γι' αυτήν, ναι. Μα για μας αρκούνε δύο. ΠΕΝΙΑ Θα την πάθετε δίχως άλλο. Γιατί τι σωστό μπορεί καν είς ν' αντιτάξει πια; ΧΟΡΟΣ Ε, τώρα πρέπει να πείτε καμιά γνωστική κουβέντα, για να τη νικήσετε αυτήν στη λογομαχία. Και με κανένα τρόπο να μην υποχωρήσετε. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Εγώ νομίζω, και σ' όλους επίσης τούτο είναι γνωστό, πως δίκιο είναι οι τίμιοι άνθρωποι να ευτυχούν και το αντίθετο βέβαια να παθαίνουν οι παλιάνθρωποι και οι άθεοι. Αυτό λοιπόν εμείς που το είχαμε καημό, το βρήκαμε επι τέλους, ώστε να ληφθεί απόφαση όμορφη, σπουδαία και χρήσιμη. Γιατί, αν ο Πλούτος τώρα ξανάβρει το φως του και δε γυρίζει τυφλός, θα πηγαίνει στους καλούς ανθρώπους και δεν θα τους αφήνει πια, μα και θα φεύγει μακριά απ' τους παλιάνθρωπους και τους άθεους. Κι έτσι θα τους κάμει όλους να γίνουν τίμιοι και ν' αποκτήσουν πλούτη σίγουρα και να σέβονται τα θεία. Λοιπόν, ποιος θα μπορούσε να βρει καλύτερο απ' αυτό για τους ανθρώπους; ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Κανείς. Εγώ μπαίνω μάρτυρας γι' αυτό και αυτήν εδώ μην τη ρωτάς. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Γιατί η ζωή, όπως είναι τώρα σε μας τους ανθρώπους, ποιος δε νομίζει πως είναι παραλογισμός; Αφού πολλοί απ' τους ανθρώπους που είναι κατεργαρέοι, έχουνε πλούτη που με αδικίες τα μάζεψαν. Κι άλλοι πολλοί που είναι τιμιότατοι, δυστυχούν και πεινούνε και τον πιο πολύ καιρό μαζί σου είναι. Λοιπόν, εγώ λέω πως, αν ο Πλούτος τα σταματήσει αυτά ξαναβρίσκοντας το φως του, άλλος κανένας τρόπος δεν υπάρχει να προσφέρει στους ανθρώπους μεγαλύτερα καλά. ΠΕΝΙΑ Μα γέροι μου, που ευκολότερα από οποιονδήποτε άλλον μπορεί να σας πείσει κανείς πως δεν είστε στα καλά σας, συντρόφοι οι δυο σας στη φλυαρία και στην τρέλλα, αν γινόταν αυτό που ζητάτε εσείς, δεν πιστεύω να είναι για το καλό σας. Γιατί αν ο Πλούτος ξαναϊδεί πάλι και μοιράσει ίσα κομμάτια τον εαυτό του, ούτε τέχνη, ούτε εφεύρεση καμιά θα μελετούσε κανένας απ' τους ανθρώπους. Κι όταν τα χάσετε αυτά τα δύο, ποιος θα θελήσει να κάνει τον χαλκουργό, ή το ναυπηγό, ή να ράβει, ή να φτιάχνει τροχούς, ή να κάνει τον τσαγκάρη, ή να φτιάχνει τούβλα, ή να πλένει, ή να βυρσοδεψεί, ή αφού με αλέτρια σχίσει το έδαφος της γης να θερίσει της ∆ηούς τον καρπό, αν σας είναι εύκολο να ζείτε αργοί παραμελώντας όλα αυτά; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Λες ανοησίες. Γιατί όλα όσα μας αράδιασες τώρα θα τα κάνουν οι δούλοι. ΠΕΝΙΑ Και που θα τους βρεις τους δούλους; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Θα τους αγοράσουμε με χρήματα βέβαια. ΠΕΝΙΑ Και πες μου πρώτα πρώτα ποιος θα είναι αυτός που θα πουλάει, αφού θα έχει κι εκείνος χρήματα; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Κανένας έμπορος που θα ήθελε να κερδίσει, ερχόμενος από τη Θεσσαλία εκμέρους δολίων δουλεμπόρων. ΠΕΝΙΑ Μα πρώτα απ' όλα δεν θα υπάρχει κανένας ούτε δουλέμπορος, σύμφωνα με το λόγο βέβαια που εσύ λες. Γιατί ποιος πλούσιος θα θελήσει κινδυνεύοντας τη ζωή του να κάνει αυτό το έργο; Ώστε εσύ ο ίδιος θ' αναγκαστείς να οργώνεις και να σκάβεις και να κάνεις τις άλλες δουλειές, και θα περάσεις τη ζωή σου πολύ πιο βασανισμένα από τώρα. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Στο κεφάλι σου να πέσουν όσα λες. ΠΕΝΙΑ Κοντά στα άλλα, δεν θα μπορείς, ούτε σε κρεβάτι να κοιμηθείς, γιατί δεν θα υπάρχουν κρεβάτια. Ούτε και σε στρωσίδια, γιατί ποιος θα θελήσει να υφάνει, όταν έχει χρήματα; Ούτε να ραντίσεις με μυρουδιές τη νύφη που θα φέρεις στο σπίτι σου, ούτε ξοδεύοντας να τη στολίσεις με χρωματιστά και πλουμιστά φορέματα. Λοιπόν, κατά τι θα είσαι πλουσιώτερος, όταν θα στερείσαι όλα αυτά; Εξ αιτίας μου όμως εύκολα βρίσκεις όλα όσα χρειάζεσαι. Γιατί εγώ κάθομαι σαν κυρά και αναγκάζω τον τεχνίτη για τη χρεία του και τη φτώχεια του να ψάχνει να βρει από πού θα ζήσει. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μα εσύ τι άλλο καλό μπορείς να μας δώσεις παρά εγκαύματα από τη φωτιά του λουτρού και γκρίνιες από γριές κι από παιδιά που πεινάνε; Όσο για τις ψείρες και τα κουνούπια και τους ψύλλους, είναι τόσο πολλά, που δεν λέγεται, κι αυτά βουίζοντας γύρω από το κεφάλι σ' ενοχλούν και σε ξυπνούν και σου λένε: "Θα πεινάς, μα σήκω επάνω". Κοντά σ' αυτά, αντί για ρούχο να έχεις κανένα κουρέλι. Κι αντί κρεβάτι μια στοίβα σχοίνους γεμάτη κοριούς, που δεν αφήνουν να κοιμηθούν όσους πλαγιάζουν. Και αντί για στρωσίδι μια σάπια ψάθα. Και για προσκέφαλο μια μεγάλη πέτρα για ν' ακουμπάς το κεφάλι. Και να τρως αντί ψωμί βλαστάρια από μολόχες και για κριθαρόψωμο φύλλα από λιγνοράπανα, και αντί για σκαμνί να έχεις τον πάτο σπασμένης στάμνας και για σκάφη μια πλευρά πιθαριού, κι αυτή ραγισμένη. Μήπως τυχόν σε παριστάνω πως είσαι η αιτία καλών σε όλους τους ανθρώπους; ΠΕΝΙΑ Μα εσύ δε μιλάς για τη δική μου ζωή. Μας έλεγες για τη ζωή των ζητιάνων. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μα αλήθεια, λέμε πως η φτώχεια είναι η αδελφή της ανέχειας. ΠΕΝΙΑ Σεις το λέτε, που λέτε και πως ο ∆ιονύσιος είναι σαν το Θρασύβουλο. Μα εμένα η ζωή ούτε είναι, μα τον ∆ία, ούτε θα γίνει σαν κι αυτή. Γιατί η ζωή του ζητιάνου, που λες εσύ, είναι να ζει χωρίς να έχει τίποτα, ενώ του φτωχού είναι να ζει με οικονομίες και να κοιτάζει τη δουλειά του, και να μην του περισσεύει μεν τίποτα, μα και τίποτα να μην του λείπει. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Τι ευτυχισμένη, μα τη ∆ήμητρα, που παράστησες τη ζωή του, αφού με όλες τις οικονομίες και τους κόπους του δεν θα αφήσει ούτε για να τον θάψουν! ΠΕΝΙΑ Κοιτάς να περιπαίζεις και να κάνεις τον έξυπνο, κι όχι να μιλάς σοβαρά, γιατί δεν ξέρεις πως εγώ φτιάχνω καλύτερους άντρες απ' τον Πλούτο και στο μυαλό και στη μορφή. Αλήθεια, όσοι είναι κοντά σ' αυτόν έχουν ποδάγρα και είναι κοιλαράδες και χοντροπόδαροι και παχείς μέχρις αηδίας. Ενώ κοντά σε μένα είναι λυγεροί, με μέση δαχτυλίδι και στους εχθρούς φοβεροί. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Από την πείνα ίσως θα τους κάνεις τη μέση δαχτυλίδι. ΠΕΝΙΑ Για τη σωφροσύνη τους τώρα λοιπόν θα μιλήσω και θα σε μάθω πως μαζί μου κατοικεί η σεμνότης, ενώ ο Πλούτος έχει χαρακτηριστικό τη διαφθορά. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Ε, βέβαια, πολύ σεμνό είναι να κλέβει κανείς και να κάνει το διαρρήκτη. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Να μα τον ∆ία, αφού πρέπει να μην τον παίρνουν είδηση, πως δεν είναι σεμνός; ΠΕΝΙΑ Για συλλογίσου λοιπόν στις πολιτείες τους ρήτορες που, όταν μεν είναι φτωχοί, φέρνονται τίμια στο δήμο και στην πολιτεία, μα όταν πλουτίσουν από τα δημόσια χρήματα, στη στιγμή γίνονται άδικοι, και το λαό επιβουλεύονται και το δήμο πολεμάνε. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Α, όσο γι' αυτούς καθόλου δεν λες ψέματα, κι ας είσαι μεγάλη κουτσομπόλα. Μολαταύτα κι έτσι θα σε πάρει ο διάβολος, και μην το πάρεις απάνω σου που είπες μιαν αλήθεια, αφού ζητάς να μας πείσεις πως είναι καλύτερη η φτώχεια από τον πλούτο. ΠΕΝΙΑ Κι εσύ δεν μπορείς σ' αυτό να με αντικρούσεις, αλλά φλυαρείς και κοπιάζεις μάταια. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Τότε πως σε αποφεύγουν όλοι; ΠΕΝΙΑ Γιατί τους κάνω καλύτερους. Μπορεί κανείς να το καταλάβει άριστα από τα παιδιά. Αποφεύγουν αλήθεια τους γονιούς, που θέλουν το μεγαλύτερο καλό γι αυτά. Τόσο δύσκολο πράγμα είναι να διακρίνει κανείς τι τον συμφέρει. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Ώστε λες πως ο ∆ίας δεν διακρίνει σωστά ποιο είναι το καλύτερο, αφού κι εκείνος κρατάει τον πλούτο! ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Κι αυτήν εδώ μας τη στέλνει σ' εμάς. ΠΕΝΙΑ Ε! σεις που έχετε κι οι δυο τσιμπλιαρικα μυαλά με παμπάλαιες αλήθεια τσίμπλες, ο ∆ίας ασφαλώς είναι φτωχός, κι αυτό θα στο δείξω αμέσως ολοφάνερα. Να, αν ήταν πλούσιος, αυτός που κάνει τους Ολυμπιακούς αγώνες, όπου μαζεύει τακτικά όλους τους Έλληνες κάθε πέντε χρόνια, θ' ανακήρυσσε τους νικητές απ' τους αθλητές, στεφανώνοντάς τους με στεφάνι από αγριελιά; Κι όμως θα έπρεπε μάλλον με χρυσό, να τους στεφάνων ε αν ήταν πλούσιος. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Ε, με τούτο βέβαια φανερώνει πως εκτιμάει τον πλούτο εκείνος. Γιατί το εξοικονομεί, και δεν θέλει να τον ξοδέψει τίποτα απ' αυτόν, και στεφανώνοντας με μασκαραλίκια τους νικητές κρατάει τον πλούτο για τον εαυτό του. ΠΕΝΙΑ Πράγμα πολύ χειρότερο από τη φτώχεια ζητάς να του κολλήσεις, αν, αφού είναι πλούσιος, είναι τόσο σφιχτοχέρης και φιλοχρήματος. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Που να σε κόψει ο ∆ίας, αφού σε στεφανώσει με αγριελιάς στεφάνι! ΠΕΝΙΑ Και τολμάτε ν' αντιλέγετε πως δεν έχετε εσείς όλα τα καλά εξαιτίας της Φτώχειας; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Απ' την Εκάτη μπορούμε να μάθουμε αν ο πλούτος ή η φτώχεια είναι καλύτερο. Λοιπόν, αυτή λέει πως όσοι τον έχουν και είναι πλούσιοι, προσφέρουν δείπνο κάθε μήνα, και οι φτωχοί τ'αρπάζουν πριν να τ' ακουμπήσουν χάμω. Μα σύρε στα κομμάτια και μη πεις πια τίποτα, γιατί και αν με πείσεις δεν θα με πείσεις. ΠΕΝΙΑ Ω Αργείτες, ακούστε τι λέει! ΧΡΕΜΥΛΟΣ Τον Παύσωνα το σύντροφό σου να φωνάξεις. ΠΕΝΙΑ Τι να κάνω η δύστυχη; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Να πας στα τσακίδια το γρηγορότερο μακριά μας. ΠΕΝΙΑ Και που να πάω; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Στον αγύριστο. Μα μην αργείς, έλα ξεμπέρδευε. ΠΕΝΙΑ Κι όμως, εσείς πάλι θα με φωνάξετε να έρθω εδώ. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Τότε να ρθεις. Μα τώρα ξεκουμπίσου. Γιατί εγώ προτιμάω να είμαι πλούσιος και να σ' αφήσω εσένα να κλαις χτυπώντας το κεφάλι σου. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Μα τον ∆ία, εγώ θέλω λοιπόν να είμαι πλούσιος και να γλεντάω με τα παιδιά μου και τη γυναίκα μου, κι αφού λουστώ να βγαίνω γυαλιστερός από το λουτρό και ν' αδιαφορώ για τους τεχνίτες και τη φτώχεια. (Φεύγει η Πενία) ΧΡΕΜΥΛΟΣ Αυτή η αχρεία μας έφυγε επί τέλους. Και τώρα οι δυο μας, πάμε να ξαπλώσουμε το θεό το γρηγορότερο, στο ναό του Ασκληπιού. ΒΛΕΨΙ∆ΗΜΟΣ Και μη χασομεράμε, μήπως μας έρθει κανένας πάλι και μας εμποδίσει να κάμουμε ό,τι λογαριάζουμε. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Ε, δούλε Καρίωνα, πρέπει να βγάλεις έξω τις κουβέρτες και να φέρεις κι αυτόν τον Πλούτο, όπως είναι πρεπούμενο, και τ' άλλα όσα είναι μέσα ετοιμασμένα. ΚΑΡΙΩΝ Γερόντοι μου, που λίγες μπουκιές ψωμί σα κουτάλια φτιαγμένες στην εορτή των Θησείων έχετε βουτήξει στο ζουμί, τι τύχη που είχατε, τι ευτυχισμένοι που είσαστε, σεις και οι άλλοι, όσοι είναι τίμιοι. ΧΟΡΟΣ Τι ευχάριστο συμβαίνει καλέ μου άνθρωπε, στους φίλους σου; Γιατί φαίνεσαι πως φέρνεις κάποια καλή είδηση. ΚΑΡΙΩΝ Ο αφέντης μου είναι ευτυχέστατος, μα πιο πολύ ο ίδιος ο Πλούτος. Γιατί από τυφλός που ήταν βγήκε με ολάνοιχτα τα μάτια, που λάμπουν οι κόρες τους, επειδή βρήκε καλό γιατρό τον Ασκληπιό. ΧΟΡΟΣ Τα λόγια σου με γεμίζουν χαρά και μου έρχεται να φωνάξω. ΚΑΡΙΩΝ Και πρέπει να χαίρεστε πάρα πολύ μάλιστα. ΧΟΡΟΣ Θα φωνάξω ζήτω του Ασκληπιού που έχει τα καλά παιδιά και είναι μεγάλη παρηγοριά για τους ανθρώπους. ΓΥΝΑΙΚΑ ΧΡΕΜΥΛΟΥ Μπα! Τι φωνές είναι αυτές; Να σημαίνουν καμιά καλή είδηση; Γιατί αυτό ποθώντας τόση ώρα κάθομαι μέσα καρτερώντας τούτον εδώ. ΚΑΡΙΩΝ Γρήγορα γρήγορα, φέρε κρασί, κυρά, να πιείς και συ. Σ' αρέσει δα πολύ να το κάνεις αυτό. Γιατί σου φέρνω όλα τα καλά μαζεμένα. ΓΥΝΑΙΚΑ Και που ναι τα; ΚΑΡΙΩΝ Τώρα θα μάθεις απ' όσα θα σου πω. ΓΥΝΑΙΚΑ Τελείωνε λοιπόν γρήγορα ό,τι έχεις να πεις επί τέλους. ΚΑΡΙΩΝ Άκου λοιπόν, γιατί εγώ θα σου αραδιάσω όλες τις φασαρίες από τα πόδια μέχρι το κεφάλι. ΓΥΝΑΙΚΑ Α! Όχι στο κεφάλι μου! ΚΑΡΙΩΝ Ούτε τα καλά που έχουν γίνει; ΓΥΝΑΙΚΑ Για τις φασαρίες σου μιλάω. ΚΑΡΙΩΝ Μόλις φτάσαμε γρήγορα γρήγορα στο ναό, κουβαλώντας τον άνθρωπο που τότε ήταν πολύ δυστυχισμένος, μα τώρα είναι μακάριος και ευτυχισμένος πιο πολύ από κάθε άλλον, πρώτα τον πήγαμε στη θάλασσα και ύστερα τον λούσαμε. ΓΥΝΑΙΚΑ Μα τον ∆ία, θα καλοπέρασε γέρος άνθρωπος να τον λούσετε στην κρύα θάλασσα. ΚΑΡΙΩΝ Ύστερα τραβήξαμε για το ναό. Αφού θυσιάσαμε επάνω στο βωμό τις μελόπιττες και τις προσφορές στη φλόγα του μαύρου Ηφαίστου, πλαγιάσαμε τον Πλούτο, όπως συνηθίζεται, και ο καθένας μας στρώσαμε μια στοίβα φύλλα. ΓΥΝΑΙΚΑ Είχαν πάει κι άλλοι να παρακαλέσουν το θεό; ΚΑΡΙΩΝ Ήταν κι ένας Νεοκλείδης που είναι μεν τυφλός, μα στην κλεψιά ξεπέρασε τους ανοιχτομάτηδες. Μα ήταν κι άλλοι πολλοί που είχαν διάφορες αρρώστειες. Όταν λοιπόν ο ιερέας του θεού σβήνοντας τα λυχνάρια μας συνέστησε να κοιμηθούμε και μας είπε, αν ακούσουμε κανένα θόρυβο, να σωπαίνουμε, και πλαγιάσαμε ήσυχα. Μα εγώ δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Μ' ενοχλούσε ένα τσουκάλι με κουρκούτι που ήταν λίγο πιο πέρα απ' το κεφάλι κάποιας γριούλας κι επιθυμούσα τρομερά να πάω κοντά του. Έπειτα, καθώς σήκωσα τα μάτια, βλέπω τον ιερέα να βουτάει τις τηγανίτες και τα σύκα πάνω από την ιερή τράπεζα. Και ύστερα έφερε βόλτα όλους γύρω τους βωμούς, μήπως είχε απομείνει καμιά μελόπιττα, κι έπειτα τα αγίασε αυτά που βρήκε χώνοντάς τα σε ένα σακκούλι. Έτσι εγώ νομίζοντας πως είναι πολύ θεάρεστο να κάμω κι εγώ το ίδιο, σηκώνομαι και πάω στο τσουκάλι με το κουρκούτι. ΓΥΝΑΙΚΑ Βρε ελεεινότατε, και δε φοβήθηκες το θεό; ΚΑΡΙΩΝ Μα τους θεούς, φοβήθηκα μη με προλάβει και πάει αυτός στο τσουκάλι στεφανοφορεμένος. Βλέπεις, ο ιερέας του μου είχε γίνει παράδειγμα πρωτύτερα. Η γριούλα μόλις άκουσε τον κρότο που έκαμα, άπλωσε το χέρι στο τσουκάλι, μα τότε εγώ σφύριξα και τη δάγκασα, σαν να ήμουν φίδι φουσκομάγουλο. Αυτή αμέσως τράβηξε πίσω το χέρι, σκεπάστηκε και κάθισε ακίνητη και ξεφυσούσε απ' το φόβο της σα γάτα. Κι εγώ τότε πια ρούφηξα μεγάλη ποσότητα από το κουρκούτι, κι όταν χόρτασα, πήγα και ξαναπλάγιασα. ΓΥΝΑΙΚΑ Κι ο θεός δεν είχε έρθει; ΚΑΡΙΩΝ Όχι ακόμα. Κι ύστερα έκαμα κάτι που είναι για γέλια. Λοιπόν, την ώρα που ζύγωσε ο θεός, απόλυσα ένα πολύ δυνατό ξεφύσημα. Βλέπεις η κοιλιά μου ήταν φουσκωμένη. ΓΥΝΑΙΚΑ Και βέβαια θα σε σιχάθηκε γι' αυτό αμέσως. ΚΑΡΙΩΝ Α, μπα! Μονάχα η Ιασώ που ερχόταν από πίσω του κοκκίνησε και η Πανάκεια γύρισε αλλού το πρόσωπο κρατώντας τη μύτη της. Γιατί η αποφορά μου μύριζε λιβάνι. ΓΥΝΑΙΚΑ Κι εκείνος τι έκανε; ΚΑΡΙΩΝ Μα τον ∆ία, ούτε έδωσε σημασία. ΓΥΝΑΙΚΑ Θέλεις να πεις τάχα πως ο θεός είναι αναίσθητος; ΚΑΡΙΩΝ Όχι μα τον ∆ία τέτοιο πράγμα, μόνο πως είναι κοπροφάγος. ΓΥΝΑΙΚΑ Έλα, ανόητε! ΚΑΡΙΩΝ Ύστερα εγώ αμέσως σκεπάστηκα φοβισμένος, κι εκείνος έφερε ολόγυρα ήσυχα ήσυχα εξετάζοντας όλους τους αρρώστους. Έπειτα ένα παιδί του έφερε ένα πέτρινο γουδί κι ένα γουδοχέρι κι ένα κουτί. ΓΥΝΑΙΚΑ Πέτρινο; ΚΑΡΙΩΝ Όχι, μα το ∆ία, δεν ήταν πέτρινο το κουτί. ΓΥΝΑΙΚΑ Κι εσύ πως το είδες, βρε κακοχρόνο νάχεις, αφού λες πως ήσουν σκεπασμένος. ΚΑΡΙΩΝ Απομέσα απ' το σκέπασμά μου, γιατί είχε όχι λίγες τρύπες, μα το ∆ία. Πρώτα πρώτα για το Νεοκλείδη άρχισε να τρίβει ένα φάρμακο για κατάπλασμα κι έβαλε τρία κεφάλια σκόρδα τηνιακά, έπειτα τα κοπάνισε μέσα στο γουδί, ανακατώνοντας μαζί γάλα από σκιλλοκρέμμυδα και σχίνο. Ύστερα αφού τα μούσκεψε με σφήττιο ξίδι, του μπλάστρωσε τα βλέφαρα, γυρίζοντάς τα ανάποδα, για να πονέσει πιο πολύ. Και κείνος κλαίγοντας και φωνάζοντας πετάχτηκε για να φύγει. Μα ο θεός γελώντας του είπε: "Εδώ τώρα κάθησε μπλαστρωμένος, για να σ' εμποδίσω να κάνεις ψεύτικους όρκους στη συνέλευση". ΓΥΝΑΙΚΑ Πόσο αγαπάει την πόλη ο θεός, και τι σοφός που είναι! ΚΑΡΙΩΝ Ύστερα πήγε και κάθισε δίπλα στον Πλούτωνα και πρώτα του έπιασε το κεφάλι, έπειτα παίρνοντας μια καθαρή πετσέτα, του σκούπισε τα βλέφαρα. Και η Πανάκεια με ένα κόκκινο πανί του σκέπασε το κεφάλι και όλο το πρόσωπο. Κατόπιν ο θεός σφύριξε. Βγήκανε λοιπόν δυο φίδια απ' το ναό, πελώρια στο μάκρος. ΓΥΝΑΙΚΑ Πω πω, θεούλη μου! ΚΑΡΙΩΝ Αυτά χώθηκαν ήσυχα κάτω απ' το κόκκινο πανί κι έγλειφαν τα βλέφαρα, καθώς μου φαινόταν. Και πριν να πιείς κυρά μου, δέκα ποτήρια κρασί, ο Πλούτος σηκώθηκε απάνω και έβλεπε. Κι εγώ χτύπησα παλαμάκια απ' τη χαρά μου και ξύπνησα τον αφέντη. Κι ο θεός αμέσως έγινε άφαντος κι αυτός και τα φίδια μέσα στο ναό. Κι όσοι ήταν κοντά του πλαγιασμένοι να 'βλεπες πως φιλούσαν τον Πλούτο κι όλη τη νύχτα αγρύπνησαν, όσο που έφεξε η μέρα. Εγώ δόξαζα το θεό πάρα πολύ, που έκαμε γρήγορα τον Πλούτο να βλέπει, και τον Νεοκλείδη τον στράβωσε περισσότερο. ΓΥΝΑΙΚΑ Πόσο μεγάλη δύναμη έχεις, αφέντη βασιλιά Ασκληπιέ! Μα για πες μου, που είναι ο Πλούτος; ΚΑΡΙΩΝ Έρχεται. Μα τον έχει περικυκλώσει κόσμος αμέτρητος. Γιατί όσοι ήσαν πρωτύτερα τίμιοι και δεν είχανε πολλά τον αγκάλιαζαν και του έσφιγγαν το χέρι απ' τη χαρά τους. Και οι πλούσιοι, όσοι είχαν μεγάλη περιουσία που δεν την είχαν αποκτήσει με τον κόπο τους, ζάρωναν τα φρύδια και κατσούφιαζαν μαζί. Εκείνοι ακολουθούσαν από πίσω στεφανοφορεμένοι, γελώντας και φωνάζοντας χαρούμενα. Κι οι γέροι χτυπούσαν τα παπούτσια τους με ρυθμικά βήματα. Μα ελάτε όλοι πέρα για πέρα μ' ένα λόγο χορεύετε και σαλτοκοπάτε και χοροπηδάτε γιατί κανείς σαν μπαίνετε στο σπίτι δε θα σας πει πως ψωμί δε βρίσκεται στο σακκούλι. ΓΥΝΑΙΚΑ Μα την Εκάτη, κι εμένα μου έρχεται να σε στεφανώσω με αρμάθα φουρνιστά ψωμιά για τις καλές ειδήσεις που έφερες. ΚΑΡΙΩΝ Όχι ακόμα, μη βιάζεσαι, γιατί οι άντρες φτάσαν κιόλας στην πόρτα. ΓΥΝΑΙΚΑ Καλά λοιπόν, εγώ πάω μέσα να φέρω καλούδια να ρίξουμε για το καλό στα μάτια που έρχονται σαν νεοαγορασμένοι δούλοι. ΚΑΡΙΩΝ Κι εγώ πάω να τους υποδεχθώ εκείνους. (Μπαίνει ο Πλούτος θεραπευμένος) ΠΛΟΥΤΟΣ Και προσκυνάω πρώτα τον Ήλιο, έπειτα τη δοξασμένη γη της σεβαστής Παλλάδας, κι όλη τη χώρα του Κέκροπα που με δέχτηκε. Ντρέπομαι δα για εκείνο που έπαθα, που δίχως να έχω ιδέα συναναστρεφόμουνα τέτοιους ανθρώπους, ενώ εκείνους που άξιζαν να τους κάνω παρέα τους απέφευγα, χωρίς να ξέρω τι μου γίνεται. Τι έπαθα ο δόλιος! Γιατί βέβαια ούτε εκείνα ούτε τούτα έκανα σωστά. Μα όλα αυτά τώρα εγώ τ' αναποδογυρίζω πάλι και θα δείξω στο εξής σ' όλους τους ανθρώπους πως άθελά μου πρόσφερνα τον εαυτό μου στους κακούς. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Άει στα σκουπίδια! Τι βάσανο είναι αυτοί οι φίλοι που φυτρώνουν στη στιγμή, μόλις κανένας ευτυχίσει. Σου τσιμπούν, καλέ, και σου κόβουν τα ρούχα, δείχνοντας ο καθένας την αγάπη του. Εμένα που λες, και ποιος δεν με χαιρέτησε; Τι πλήθος από γέρους δεν με περικύκλωσε στην αγορά; ΓΥΝΑΙΚΑ Ω πολυαγαπημένε μου άνθρωπε, και συ και συ χαίρετε. Έλα τώρα, κατά το έθιμο, να σου χύσω αυτά τα καλούδια στο κεφάλι. ΠΛΟΥΤΟΣ Όχι, όχι. Γιατί μια που μπήκα στο σπίτι την πρώτη φορά και ξαναβρήκα το φως μου, δεν είναι σωστό να γίνω αφορμή για έξοδα παρά μάλλον για έσοδα. ΓΥΝΑΙΚΑ Έτσι λοιπόν, δε θα δεχτείς τα καλούδια; ΠΛΟΥΤΟΣ Μέσα, κοντά στην εστία, όπως είναι συνήθεια. Έτσι θα ξεφύγουμε και τη γελοία σκηνή. Γιατί δεν αρμόζει στον ποιητή να ρίχνει στους θεατές σύκα και καλούδια και μ' αυτά να τους αναγκάζει να γελάνε. ΓΥΝΑΙΚΑ Πολύ σωστά μιλάς. Να ο ∆εξίνικος αυτός σηκώθηκε κιόλας ν' αρπάξει τα σύκα. ΚΑΡΙΩΝ (Μονολογώντας) Τι ωραίο που είναι, αδελφέ μου, να ζει κανείς ευτυχισμένος, και μάλιστα χωρίς να ξοδεύει τίποτα από τα δικά του. Που λες, σωρός τα καλά στο σπίτι μας πλάκωσαν ξαφνικά, χωρίς ν' αδικήσουμε κανέναν. Τόσο γλυκό πράγμα είναι αλήθεια να έχει κανείς χρήματα Το αμπάρι είναι γεμάτο άσπρο αλεύρι και τα λαγήνια από μαύρο κρασί μοσχάτο. Όλα μας τα σεντούκια είναι γεμάτα ασήμι και χρυσάφι που να χάνεις το νου σου. Και το πηγάδι ξέχειλο από λάδι και τα δοχεία γεμάτα μόσχο και το ανώγι σύκα. Κάθε αγγείο και πιατέλλα και τσουκάλι έγινε χάλκινο. Και οι παιλοτσανάκες για τα ψάρια πήγαινε να δεις, ασημένιες. Άφησε το φανάρι μας που έγινε ξαφνικά φιλντισένο. Κι εμείς οι δούλοι παίζουμε μονάθζυγά χρυσούς στατήρες και σκουπιζόμαστε όχι με λιθάρια πια, αλλά με σκορδόφυλλα, έτσι για λούσο, κάθε φορά. Και τώρα ο αφέντης μέσα θυσιάζει σαν άρχοντας γουρούνα και τραγί και κριάρι στεφανοφορεμένα. Κι εμένα μ' έδιωξε ο καπνός. Μου ήταν αδύνατο να μείνω μέσα, γιατί μου έτσουζε τα βλέφαρα. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Παιδάκι μου, ακολούθησέ με να πάμε στο θεό. ΚΑΡΙΩΝ Ε! Ποιος είναι αυτός που έρχεται; ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Άνθρωπος άλλοτε δυστυχής και τώρα ευτυχισμένος. ΚΑΡΙΩΝ Φανερό πως είσαι και συ απ' τους τίμιους καθώς φαίνεται. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Μάλιστα. ΚΑΡΙΩΝ Ε, και τι θέλεις; ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Στο θεό έρχομαι, γιατί μου έστειλε μεγάλα καλά. Εγώ, που λες, είχα απ' τον πατέρα μου μεγάλη περιουσία και βοηθούσα όσους φίλους είχαν ανάγκη, νομίζοντας πως έτσι πρέπει να κάνει κανείς στη ζωή. ΚΑΡΙΩΝ Και βέβαια θα έφαγες γρήγορα τα χρήματα. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Ακριβώς. ΚΑΡΙΩΝ Έτσι λοιπόν ύστερα δυστύχησες. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Ναι. Μα εγώ νόμιζα πως εκείνους που είχα ευεργετήσει στην ανάγκη τους τους έκαμα φίλους στ' αλήθεια σταθερούς, αν βρισκόμουνα ποτέ σε ανάγκη. Μα αυτοί άλλαζαν δρόμο κι έκαναν πια πως δεν με βλέπουν. ΚΑΡΙΩΝ Και σε περιγελούσαν δίχως άλλο. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Ακριβώς. Τα παλιόρρουχά μου, βλέπεις, με κατέστρεψαν. Μα όχι πια τώρα. Γι' αυτό κι εγώ έρχομαι εδώ για να προσκυνήσω το θεό, όπως είναι σωστό. ΚΑΡΙΩΝ Και το σκέπασμα που κουβαλάει μαζί σου αυτό το παιδί, τι δουλειά έχει με το θεό; ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Να το αφιερώσω κι αυτό, έρχομαι, στο θεό. ΚΑΡΙΩΝ Μήπως μυήθηκες μ' αυτό στα μεγάλα μυστήρια της Ελευσίνας; ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Όχι, παρά τουρτούριζα με δαύτο δεκατρία χρόνια. ΚΑΡΙΩΝ Και τα παπούτσια; ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Μαζί κρυώνανε κι αυτά. ΚΑΡΙΩΝ Λοιπόν, τα έφερες κι αυτά να τ' αφιερώσεις; ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Ναι, μα το ∆ία. ΚΑΡΙΩΝ Α! Σπουδαία δώρα φέρνεις του θεού! ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Αλίμονό μου ο δύστυχος, χάθηκα ο δόλιος, και τρεις φορές δύστυχος και τέσσερις και πέντε και δώδεκα και δέκα χιλιάδες φορές. Αλί μου, αλί! Τι μεγάλη ατυχία μ' έχει τυλίξει! ΚΑΡΙΩΝ Απόλλων, υπερασπιστή και θεοί προστάτες, τι κακό να έχει πάθει ο άνθρωπος; ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Και μη δεν έπαθα τώρα συμφορές, αφού έχασα ό,τι είχα στο σπίτι μου εξ αιτίας του θεού αυτού, που πάλι θα ξανατυφλωθεί, αν δεν χάθηκε η δικαιοσύνη; ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Μου φαίνεται πως κάπως καταλαβαίνω τι συμβαίνει. Μας ήρθε ένας άνθρωπος που δυστυχάει, μα φαίνεται πως είναι κάλπικο νόμισμα. ΚΑΡΙΩΝ Τότε, μα τον ∆ία, δίκαια έχει καταστραφεί. ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Που είναι, που είναι αυτός που υποσχόταν πως μονάχος του θα μας έκανε όλους πλούσιους ευθύς, αν ξανάβρισκε το φως του όπως πρωτύτερα; Κι αυτός πολύ περισσότερο κατέστρεψε μερικούς. ΚΑΡΙΩΝ Και ποιον κατέστρεψε λοιπόν; ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Εμένα εδώ. ΚΑΡΙΩΝ Μην ήσουν απ' τους κατεργάρηδες και τους διαρρήκτες; ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Μα τον ∆ία, λοιπόν δεν είσθε καθόλου στα καλά σας, και δίχως άλλο εσείς θα μου έχετε πάρει τα πράγματα. ΚΑΡΙΩΝ Ω ∆ήμητρα, με τι θράσος μας ήρθε ο συκοφάντης! Ολοφάνερα πεθαίνει της πείνας. ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Εσύ να πας τρέχοντας στην αγορά το γρηγορώτερο. Εκεί, ενώ θα σε στρεβλώνουν απάνω στον τροχό, θα αναγκασθείς να πεις τις κατεργαριές που έχεις κάμει. ΚΑΡΙΩΝ Θα σε πάρει ο διάβολος. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Μα τον ∆ία, τον σωτήρα, πρέπει να δοξάζεται πολύ ο θεός αυτός απ' όλους τους Έλληνες, αν εξοντώσει κακήν κακώς τους συκοφάντες. ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Αλίμονό μου ο δύστυχος. Μα και συ με κατατρέχεις που είσαι συνένοχος; Και βέβαια είσαι, γιατί που βρήκες αυτό το φόρεμα; Εγώ χθες σε είδα και φορούσες ένα παλιόρουχο. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Καθόλου δε σε φοβάμαι, γιατί φορώ αυτό το δαχτυλίδι που τ' αγόρασα μια δραχμή απ' τον Εύδαμο. ΚΑΡΙΩΝ Μα δεν κάνει για δάγκωμα συκοφάντη! ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Και δεν είναι αναίδειες μεγάλες αυτά; Εσείς κοροϊδεύετε και δεν είπατε τι κάνετε εδώ πέρα. Γιατί δεν ήρθατε εδώ για καλό. ΚΑΡΙΩΝ Μα το ∆ία, όχι για δικό σου καλό, για να ξέρεις. ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Να μα τον ∆ία, θα δειπνήσετε από τα δικά μου πράγματα. ΚΑΡΙΩΝ Που να σκάσεις, αλήθεια, συ κι ο μάρτυράς σου, χωρίς να φας τίποτε. ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Αρνείσθε; Μέσα είναι, αχρειότατοι, ένα σωρό κομμάτια παστόψαρα και ψημένα κρέατα. Μμμμμ...! ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Βρε κακορίζικε, τι μυρίζεσαι; ΚΑΡΙΩΝ Ίσως το κρύο, μ' αυτό το τριβώνιο που φορεί. ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Μα υποφέρονται όλα αυτά λοιπόν, ω ∆ία και θεοί, να προσβάλλουν αυτοί εμένα; Αχ, πως θλίβομαι που δυστυχώ, αφού είμαι τίμιος και καλός πολίτης! ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Εσύ τίμιος και καλός πολίτης; ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Όσο κανένας άλλος. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Ε, τότε, απάντησέ μου σε ό,τι σε ρωτήσω. ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Τι πράγμα; ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Είσαι γεωργός; ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Για τόσο τρελλό με περνάς; ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Μήπως έμπορος; ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Ναι, έτσι λέω πως είμαι, όταν είναι ανάγκη. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Αμ τότε; Έμαθες καμιά τέχνη; ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Όχι μα τον ∆ία. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Λοιπόν πως κι από πού ζούσες, αφού δεν έκανες τίποτα; ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Φροντίζω για όλες τις υποθέσεις, τις δημόσιες και τις ιδιωτικές. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Εσύ; Και πως σου ήρθε; ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Κάνω το σύμβουλο του κόσμου. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Και πως μπορεί να είσαι τίμιος εσύ, παλιοκλέφτη, αφού γίνεσαι μισητός για δουλειές που δεν είναι δικές σου; ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Και δεν είναι δική μου δουλειά να ευεργετώ την πόλη, ανόητε, όσο μπορώ; ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Και ευεργεσία είναι να χώνεις παντού τη μύτη σου; ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Και βέβαια, όταν υποστηρίζει κανείς τους κειμένους νόμους, και δεν επιτρέπει σε κανέναν να τους παραβεί. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Καλά, και δεν έχει η πολιτεία δικαστές ορισμένους να φροντίζουν γι' αυτό; ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Και ποιος κάνει τις μηνύσεις; ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Όποιος θέλει. ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Ε, αυτός είμαι εγώ. Ώστε στη δικαιοδοσία μου υπάγονται οι υποθέσεις της πολιτείας. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Μα το ∆ία, αχρείο προστάτη βέβαια έχει η πολιτεία. Και δεν σ' αρέσει να κάθεσαι ήσυχος και να ζεις ξέγνοιαστος; ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Μ' αυτό που λες εσύ είναι ζωή προβάτου, όταν δεν υπάρχει στο βίο καμιά απασχόληση. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Ούτε θα μπορούσες να αλλάξεις γνώμη; ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Ούτε, κι αν μου έδινες τον ίδιο τον Πλούτο και του Βάττου το σίλφιο. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Βγάλε αμέσως το πανωφόρι σου. ΚΑΡΙΩΝ Ε! Σε σένα το λέει. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Ύστερα βγάλε τα παπούτσια σου. ΚΑΡΙΩΝ Σε σένα τα λέει όλα αυτά. ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Ε! Ας έλθει από σας κοντά μου εδώ όποιος θέλει. ΚΑΡΙΩΝ Να εγώ είμαι εδώ. ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Αλίμονό μου ο δύστυχος, με γδύνουν μέρα μεσημέρι. ΚΑΡΙΩΝ Ώστε έχεις την αξίωση να μασάς χώνοντας τη μούρη σου σε ξένες δουλειές; ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Βλέπεις τι μου κάνει; Σε βάζω μάρτυρα γι' αυτό. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Μα έφυγε εκείνος που τον είχες για μάρτυρα. ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Ωιμέ! Έμεινα μόνος... ΚΑΡΙΩΝ Τι φωνάζεις τώρα; ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Ωιμέ και πάλι ωιμέ! ΚΑΡΙΩΝ ∆ώσε μου εσύ το ρούχο σου, για να ντύσω τούτον εδώ το συκοφάντη. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Όχι δα. Το έχω ταμένο πια στον Πλούτο. ΚΑΡΙΩΝ Και που καλύτερα θ' ανατεθεί παρά στους ώμους ενός παλιανθρώπου και διαρρήκτη; Τον Πλούτο πρέπει να τον στολίζουμε με σεμνά φορέματα. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Και τα παπούτσια τι να τα κάνουμε; Για πες μου. ΚΑΡΙΩΝ Αυτά στο μέτωπο τούτου εδώ σαν σε αγριελιά θα του τα καρφώσω τώρα αμέσως. ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Φεύγω γιατί ξέρω πως είμαι πολύ πιο αδύναμος από εσάς. Μα αν βρω κανένα σύντροφο, έστω κι από συκιάς ξύλο να είναι, τούτον το δυνατό θεό θα σου τον κάμω εγώ σήμερα να καταδικασθεί, διότι παραβιάζει κατάφορα με το έτσι θέλω τη δημοκρατία, δίχως τη συγκατάθεση της βουλής ούτε της συνέλευσης. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΑΝ∆ΡΑΣ Α, ναι, μια που περπατάς φορώντας την αρματωσιά μου, τρέχα στο λουτρό κι εκεί στάσου μπροστά μπροστά και ζεσταίνου. Γιατί κι εγώ έτσι στεκόμουν κάποτε. ΚΑΡΙΩΝ Μα ο λουτράρης, πιάνοντάς τον, θα τον πετάξει έξω από την πόρτα, γιατί μόλις τον δεί θα καταλάβει πως είναι κάλπικος. Και τώρα ας μπούμε εμείς μέσα, για να προσκυνήσεις το θεό. (Φεύγουν. Μια γερόντισσα πλησιάζει το σπίτι του Χρεμύλου) ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Καλοί μου νέοι, τάχα στο σπίτι φτάσαμε αληθινά του καινούργιου αυτού θεού, ή μήπως χάσαμε τελείως το δρόμο; ΧΟΡΟΣ Μάθε πως βρίσκεσαι στην πόρτα του, κοριτσόπουλό μου, γιατί σαν κοριτσόπουλο ρωτάς. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Αν φωνάξω λοιπόν να βγει κανένας απ' το σπίτι. ΧΡΕΜΥΛΟΣ ∆εν χρειάζεται, γιατί εγώ από μέσα έχω βγει. Μα θα έπρεπε να πεις για ποιο σκοπό ήρθες. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Έχω πάθει συμφορές και αδικίες, χρυσό μου. Να, απ' τον καιρό που άρχισε ο θεός αυτός να βλέπει, μου έκανε τη ζωή ανυπόφορη. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μπα! Τι συμβαίνει; Μην είσαι και συ συκοφάντρια μέσα στις γυναίκες; ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Εγώ; Θεός φυλάξοι! ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μήπως κληρώθηκες για να δικάζεις και δεν το έκανες; ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Κοροϊδεύεις εσύ, μα εγώ καίγομαι, ολόκληρη η κατακαημένη. ΧΡΕΜΥΛΟΣ ∆εν μας λες επί τέλους τι καϊλα είναι αυτή που έχεις; ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Άκου λοιπόν. Είχα φίλο ένα παλικάρι. Φτωχό ήταν, μα καλοφτιαγμένο κι όμορφο και καλό παιδί. Σε ό,τι το χρειαζόμουν εγώ, όλα μου τα έκανε όμορφα και καλά. Κι εγώ πάλι ό,τι του ζητούσε του το έδινα για τον κόπο του. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Και σαν τι σου ζητούσε συνήθως; ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Όχι μεγάλα πράγματα. Γιατί με ντρεπόταν τρομερά. Έτυχε να μου ζητήσει είκοσι δραχμές για φόρεμα, ή και οχτώ για παπούτσια. Και για τις αδελφές του με παρακαλούσε να τους αγοράσω κανένα πουκάμισο. Και για τη μάνα του κανένα φορεματάκι. Έτυχε να χρειαστεί και τέσσερις μεδίμνους στάρι. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Α, βέβαια, δεν είναι πολλά, μα τον Απόλλωνα, αυτά που μας είπες και είναι φανερό πως σε ντρεπόταν. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Κι αυτά όμως, έλεγε, πως δεν τα ζητάει για τα χάδια του, παρά από αγάπη, για να με θυμάται φορώντας ρούχα από εμένα. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μ' αυτός ο άνθρωπος σ' αγαπάει φοβερά! ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Κι όμως τώρα δεν έχει την ίδια γνώμη ο σιχαμένος, μα πάρα πολύ άλλαξε. Γιατί, όταν του έστειλα αυτήν την πίτα και τους άλλους μεζέδες, που είναι μέσα στο πιάτο, και του μήνυσα πως το βράδυ θα πάω... ΧΡΕΜΥΛΟΣ Τι σου έκαμε, για πες μου. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Μου τα γύρισε πίσω, και μαζί κι αυτή τη γαλατόπιττα, για να μην ξαναπατήσω ποτέ πια στο σπίτι του. Και επιπλέον μου μήνυσε διώχνοντας τον απεσταλμένο μου πως "μια φορά ήταν δυνατοί οι Μιλήσιοι ". ΧΡΕΜΥΛΟΣ Είναι φανερό πως δε σου φέρθηκε άσχημα. Αφού πλούτισε, δεν του αρέσει πια η φακή. Πρωτύτερα όμως απ' τη φτώχεια του τα έτρωγε όλα. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Κι όμως πρωτύτερα κάθε μέρα, μα τις θεές, ερχόταν πολλές φορές στο σπίτι μου. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Γιατί φοβόταν μην πεθάνεις; ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Όχι καλέ, παρά γιατί λαχταρούσε ν' ακούσει μονάχα τη φωνή μου. ΧΡΕΜΥΛΟΣ ∆ηλαδή να πάρει κανένα δώρο. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Έτσι, μα τον ∆ία, αν μ' έβλεπε λυπημένη, με φώναζε χαϊδευτικά παπάκι και πιτσούνι. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Κι ύστερα θα σου ζητούσε να του πάρεις παπούτσια. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Και στα μεγάλα μυστήρια, μα τον ∆ία, που ήμουν απάνω στο αμάξι, επειδή με κοίταξε κάποιος, μ' έδερνε γι' αυτό το λόγο όλη μέρα. Τόσο πολύ ζηλότυπος ήταν ο νέος. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Του άρεσε, καθώς φαίνεται, να τρώει μονάχος. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Και μου έλεγε πως έχω ωραιότατα χέρια. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Όσες φορές του έδιναν τις είκοσι δραχμές. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Και μου έλεγε πως μοσχοβολάει το δέρμα μου. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Αν τον κερνούσες θάσιο κρασί, φυσικά, μα το ∆ία. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Και πως το βλέμμα μου είναι γλυκό και χαριτωμένο. ΧΡΕΜΥΛΟΣ ∆εν ήταν κουτό το παιδί, παρά ήξερε να τραγανίζει τα λεφτά μιας γριάς. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Λοιπόν, αυτά, φίλε μου, δεν τα κάνει καλά ο θεός, αν και λέει πως βοηθάει πάντα όσους αδικούνται. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Και τι να κάμει; Για πες και θα το κάμει. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ∆ίκιο είναι, μα τον ∆ία, ν' αναγκάσει αυτόν που τόσες χάρες είδε από μένα να μου τις ανταποδώσει πάλι. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Και δεν σου τις ανταπέδιδε καθημερινά τη νύχτα; ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Μα μου έλεγε πως ποτέ δεν θα με παρατήσει, όσο ζω. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Σωστά. Τώρα δεν σ' έχει πια για ζωντανή. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Αχ, έλειωσα απ' τον καημό, χρυσό μου. ΧΡΕΜΥΛΟΣ ∆εν είναι απ' αυτό, μα έχεις σαπίσει, καθώς μου φαίνεται. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Από δαχτυλίδι θα μπορούσες να με περάσεις. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Ναι, αν ήταν το δαχτυλίδι σαν κοσκινόγυρος. (Φαίνεται μια φιγούρα που πλησιάζει) ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Μπα! Αυτό το παλικάρι που κοντοζυγώνει είναι εκείνο που κατηγορούσα προ ολίγου. Φαίνεται πως έχει πιει. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Έτσι φαίνεται. Γιατί περπατάει έχοντας στεφάνια και δάδα. ΝΕΑΡΟΣ Γεια χαρά. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Σε σένα το λέει. ΝΕΑΡΟΣ Παλιά μου φιλενάδα, γρήγορα έχεις ασπρίσει, μα τον Ουρανό. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Αχ! Πως με προσβάλλει έτσι την κακομοίρα! ΧΡΕΜΥΛΟΣ Φαίνεται πως έχει πολύν καιρό να σε δει. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Τι πολύ καιρό, καημένε, που χτες ήταν στο σπίτι μου; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Ώστε έπαθε το αντίθετο απ' ό,τι παθαίνουν οι πολλοί. Θέλω να πω, όταν είναι πιωμένος, φαίνεται πως βλέπει καθαρότερα. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Α, μπα, μα έτσι πάντα έχει άσχημους τρόπους. ΝΕΑΡΟΣ Ω Ποσειδώνα θαλασσινέ και θεοί των γηρατειών, πόσες ζαρούλες έχει στο μούτρο της! ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Αχ! αχ! Μη μου φέρνεις κοντά τη δάδα! ΧΡΕΜΥΛΟΣ Βέβαια, έχει δίκιο. Γιατί, αν την αγγίξει έστω και μια σπίθα, θα την κάψει σαν ξερό κλαδί από ελιά. ΝΕΑΡΟΣ Θέλεις να παίξουμε λίγο; ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Που, καημένε; ΝΕΑΡΟΣ Εδώ. Πάρε καρύδια. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Τι παιχνίδι; ΝΕΑΡΟΣ Πόσα δόντια έχεις; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μα, εγώ να σου πω. Έχει τρία ίσως τέσσερα. ΝΕΑΡΟΣ Πλήρωνε! Έναν τραπεζίτη έχει μονάχα. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Μου φαίνεται πως δεν είσαι στα καλά σου να με κοροϊδεύεις έτσι μπροστά σε τόσους άντρες! ΝΕΑΡΟΣ Καλό θα σου έκανε αυτό! ΧΡΕΜΥΛΟΣ Όχι, δα, γιατί τώρα όπως είναι κάτι τρώγεται, μα αν της ξεπλύνει κανείς τούτο το φτιασίδι, θα δεις ζωηρότατες τις ζάρες του προσώπου. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Σα γέρος που είσαι μου φαίνεται πως έχεις τρελλαθεί. ΝΕΑΡΟΣ Μπα! Σαν να σου έβαλε χέρι και σε χάιδευε, νομίζοντας πως δεν το πήρα είδηση. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Μα την Αφροδίτη, όχι τα δικά μου, σιχαμένε. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μα την Εκάτη, κάθε άλλο. ∆εν τρελάθηκα ακόμα. Μα, παλικάρι μου, εγώ δεν το βρίσκω σωστό να μισείς αυτό το κορίτσι. ΝΕΑΡΟΣ Μα εγώ την υπεραγαπώ. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Κι όμως έχει παράπονα εναντίον σου. ΝΕΑΡΟΣ Τι παράπονα; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Λέει πως την επρόσβαλες και πως είπες ότι "μια φορά ήσαν δυνατοί οι Μιλήσιοι". ΝΕΑΡΟΣ Εγώ δε θα πιαστώ μαζί σου γ' αυτήν. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Γιατί; ΝΕΑΡΟΣ Γιατί σέβομαι την ηλικία σου. Αλλιώς ποτέ δεν θα επέτρεπα εγώ σε άλλον να το κάμει αυτό. Και τώρα πάρε το κορίτσι και σύρε στο καλό. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Ξέρω, ξέρω τι θες να πεις. Φαίνεται πως δεν θέλεις πια να είσαι μαζί της. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Και ποιος θα του το επιτρέψει; ΝΕΑΡΟΣ ∆εν θέλω πια σχέσεις με μια που έχουν περάσει από πάνω της δεκατρεις χιλιάδες χρόνια. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Όμως αφού είχες την αξίωση να πιείς το κρασί, πρέπει να πιείς και το κατακάθι. ΝΕΑΡΟΣ Μα το κατακάθι είναι πολύ παλιό και βρώμικο. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Πέρασέ το απ' τη σακούλα να φτιάξει. ΝΕΑΡΟΣ Ας μπούμε μέσα, γιατί θέλω να πάω στο θεό, και ν' αναθέσω αυτά τα στεφάνια που έχω. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Κι εγώ θέλω να του πω κάτι. ΝΕΑΡΟΣ Τότε εγώ δεν μπαίνω. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Κουράγιο, μη φοβάσαι. ∆ε θα σε βιάσει. ΝΕΑΡΟΣ Αλήθεια. Καλά λες. Γιατί αρκετόν καιρό την είχα πρωτύτερα. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Τράβα μπροστά, κι εγώ έρχομαι κατόπιν σου. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Πόσο δυνατά, ω ∆ία βασιλιά, το γραιϊδιο σαν πεταλίδα κόλλησε στο παλικάρι! ΚΑΡΙΩΝ Ποιος χτυπάει την πόρτα; Τι ήταν αυτό; Κανένας δε φαίνεται. Κι όμως η πόρτα κάνει κρότο χωρίς να τη χτυπάνε, τρίζει. (Εμφανίζεται ο Ερμής) ΕΡΜΗΣ Σε θέλω, Καρίωνα, περίμενε. ΚΑΡΙΩΝ Για πες μου, καλέ, εσύ χτυπούσες τόσο δυνατά την πόρτα; ΕΡΜΗΣ Όχι, μα το ∆ία, μα ήμουν έτοιμος, και με πρόφτασες και άνοιξες. Τρέχα γρήγορα να φωνάξεις τον αφέντη σου, ύστερα τη γυναίκα του και τα παιδιά του, ύστερα τους δούλους, ύστερα τη σκύλλα, ύστερα εσένα, ύστερα τη γουρούνα. ΚΑΡΙΩΝ Για πες μου τι τρέχει; ΕΡΜΗΣ Ο ∆ίας βρε αχρείοι, θέλει να σας ανακατώσει μέσα στο ίδιο αγγείο και να σας ρίξει όλους στο βάραθρο. ΚΑΡΙΩΝ Μωρέ για τέτοιο αγγελιοφόρο κόβουμε τη γλώσσα του θύματος. Μα γιατί τέλος παντων έβαλε στο νου του να μας το κάμει αυτό; ΕΡΜΗΣ Γιατί έχετε κάνει τα φοβερότερα πράγματα του κόσμου. Να, από την πρώτη στιγμή που άρχισε να βλέπει ο Πλούτος, κανένας ούτε θυμίαμα, ούτε δάφνη, ούτε γαλατόπιττα, ούτε σφαχτό, ούτε τίποτα άλλο δε θυσιάζει πια σε μας τους θεούς. ΚΑΡΙΩΝ Μα το ∆ία, ούτε και θα θυσιάσει. Γιατί λίγο εφροντίζατε για μας τότε. ΕΡΜΗΣ Να σου πω, για τους άλλους θεούς λίγο με νοιάζει, μα εγώ έλιωσα και χάθηκα. ΚΑΡΙΩΝ Σωστός ο λόγος σου. ΕΡΜΗΣ Που λες, πρωτύτερα στις ταβέρνες, είχα όλα τα καλά πρωί πρωί: Κρασόπιτες, μέλι, σύκα, όσα πρέπει να τρώει ο Ερμής. Και τώρα πεινάω και μένω ξαπλωμένος με τα πόδια ψηλά. ΚΑΡΙΩΝ Και μη δεν παθαίνεις δίκαια, που άφηνες καμιά φορά να τιμωρούνται εκείνοι που είχες απ' αυτούς τέτοια καλά; ΕΡΜΗΣ Αχ, ο δύστυχος, πάει η πίτα που μου ζύμωναν κάθε τετάρτη του μηνός. ΚΑΡΙΩΝ Ζητάς έναν που χάθηκε. Του κάκου τον φωνάζεις. ΕΡΜΗΣ Πάει και το χοιρομέρι που έτρωγα. ΚΑΡΙΩΝ Πήδα το κουτσό εδώ στο ξέφαντο. ΕΡΜΗΣ Πάνε και τα ζεστά εντόσθια. ΚΑΡΙΩΝ Κάποιος πόνος φαίνεται να σου στριφογυρίζει στα εντόσθια. ΕΡΜΗΣ Πάει και το ποτήρι με το μισονερωμένο κρασί. ΚΑΡΙΩΝ Πιες αυτήν και τρέχα να τα φτάσεις. ΕΡΜΗΣ Μπορείς να κάμεις μια χάρη στο φίλο σου; ΚΑΡΙΩΝ Αν χρειάζεσαι από εκείνες που μπορώ να σου κάμω. ΕΡΜΗΣ Να βρεις να μου δώσεις να φάω κανένα καλοζυμωμένο ψωμί και κανένα μεγάλο κομμάτι κρέας από εκείνα που θυσιάζετε εσείς μέσα. ΚΑΡΙΩΝ Μα δεν κάνει να βγάλουν έξω. ΕΡΜΗΣ Κι όμως, όσες φορές έκλεβες κάτι από τον αφέντη σου, εγώ σε σκέπαζα πάντα να μη σε πιάσουν. ΚΑΡΙΩΝ Για να έχεις κι εσύ το μερίδιό σου, κατεργάρη. Γιατί σου έπεφτε και σένα κανένα καλοζυμωμένο ψωμάκι. ΕΡΜΗΣ Κι ύστερα εσύ το έτρωγες κι αυτό. ΚΑΡΙΩΝ Γιατί δεν είχες μερίδιο και στο ξύλο που έτρωγα εγώ, όταν μ' έπιαναν να κάνω καμιά κατεργαριά. ΕΡΜΗΣ Μην τα θυμάσαι τα παλιά, μια που πήρες και τη Φυλή, μα πάρτε με και μένα σύνοικο του θεού σας. ΚΑΡΙΩΝ Μπα; Θ' αφήσεις τους θεούς για να μείνεις εδώ; ΕΡΜΗΣ Αφού εσείς εδώ περνάτε πολύ καλύτερα. ΚΑΡΙΩΝ Και πως; Η λιποταξία σου φαίνεται καλό πράγμα; ΕΡΜΗΣ Πατρίδα, να ξέρεις είναι παντού, όπου κανένας ευτυχεί. ΚΑΡΙΩΝ Και τι δουλειά μπορείς να μας κάνεις αν μείνεις εδώ; ΕΡΜΗΣ Βάλτε με στην πόρτα να διώχνω τους κλέφτες. ΚΑΡΙΩΝ Να διώχνεις τους κλέφτες; Μα πια δεν έχουνε δουλειά οι κλέφτες εδώ. ΕΡΜΗΣ Βάλτε με πραματευτή. ΚΑΡΙΩΝ Μα είμαστε πλούσιοι. Λοιπόν τι ανάγκη έχουμε να τρέφουμε έναν Ερμή μεταπράτη; ΕΡΜΗΣ Ε, τότε πάρτε με για δόλους. ΚΑΡΙΩΝ Για δόλους; Ας μας λείπουν. ∆εν χρειάζονται τώρα οι δόλοι, παρά οι ειλικρινείς τρόποι. ΕΡΜΗΣ Πάρτε με να σας δείχνω τους δρόμους. ΚΑΡΙΩΝ Μα ο θεός τώρα βλέπει, ώστε δεν έχουμε ανάγκη από οδηγό. ΕΡΜΗΣ Ε, τότε θα γίνω επόπτης στους αγώνες. Σ' αυτό τι έχεις να πεις; Γιατί αυτό είναι πολύ ταιριαστό στον Πλούτο, να κάνει αγώνες μουσικούς και γυμνικούς. ΚΑΡΙΩΝ Τι καλό πράγμα να έχει κανείς πολλά ονόματα! Να τώρα αυτός βρήκε τρόπο να ζήσει. Καλά κάνουν όσοι δικάζουν, που συχνά φροντίζουν να γράφονται σε πολλά δικαστήρια. ΕΡΜΗΣ Λοιπόν, να μπω μέσα τώρα; ΚΑΡΙΩΝ Έμπα και σύρε στο πηγάδι να ξύσεις τις κοιλιές, για να φανείς αμέσως πως κάνεις δουλειές. (Εμφανίζεται στη σκηνή ένας Ιερέας του ∆ία) ΙΕΡΕΑΣ Ποιος μπορεί να μου πει ασφαλώς που είναι ο Χρεμύλος; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Τι τρέχει, φίλτατε; ΙΕΡΕΑΣ Τι άλλο, παρά κακά και ψυχρά. Απ' τον καιρό που αυτός ο Πλούτος άνοιξε τα μάτια του, πεθαίνω της πείνας. Γιατί δεν έχω να φάω, κι ας είμαι ιερέας του ∆ιός Σωτήρος. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Και ποια είναι η αιτία, για όνομα των θεών; ΙΕΡΕΑΣ Κανείς πια δεν εννοεί να θυσιάζει. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Για ποιο λόγο; ΙΕΡΕΑΣ Γιατί όλοι είναι πλούσιοι. Και όμως τον καιρό που δεν είχαν τίποτε, άλλος ερχόταν, αν ήταν έμπορος, και θυσίαζε ένα σφαχτό γιατί είχε γλυτώσει τη ζωή του, άλλος που ξέφυγε την καταδίκη. Άλλος πάλι θυσίαζε για να πετύχει κάποιο του σκοπό και καλούσε κι εμένα τον ιερέα. Μα τώρα κανείς δεν θυσιάζει τίποτα απολύτως, ούτε μπαίνει σε ναό. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Κι απ' αυτά δεν παίρνεις εσύ ό,τι δικαιούσαι; ΙΕΡΕΑΣ Γι' αυτό μου φαίνεται πως κι εγώ θ' αφήσω γεια του ∆ιός Σωτήρος και θα έρθω να μείνω εδώ. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Θάρρος! Καλά θα πάνε τα πράγματα, αν θέλει ο θεός. Που λες, εδώ είναι ο ∆ίας ο Σωτήρας. Έχει έρθει μόνος του. ΙΕΡΕΑΣ Καλά είναι λοιπόν όλα όσα λες. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Γι' αυτό περίμενε λίγο και θα θρονιάσουμε τον Πλούτο όπου ήταν πρωτύτερα θρονιασμένος και θα φυλάει πάντα το πίσω μέρος του ναού της Αθηνάς. Μα ας βγάλει κανείς εδώ αναμμένες δάδες, για να τις κρατάς εσύ και να πηγαίνεις μπροστά απ' το θεό. ΙΕΡΕΑΣ Πολύ σωστό είναι βέβαια να γίνει αυτό. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Ας φωνάξει ένας έξω τον Πλούτο. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Κι εγώ τι να κάμω; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Σαν θα θρονιάσουμε το θεό, θα πάρεις τις χύτρες στο κεφάλι σου και θα τις κουβαλάς καμαρωτά. Αφού μας ήρθες μάλιστα και με πολύχρωμο φόρεμα. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Και ο σκοπός που ήρθα; ΧΡΕΜΥΛΟΣ Ό,τι ποθείς θα γίνει. Ο νέος θα έρθει απόψε σπίτι σου. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ Αν μου εγγυάσαι αλήθεια, μα τον ∆ία, πως θα έρθει εκείνος σπίτι μου, θα κουβαλήσω τις χύτρες. ΧΡΕΜΥΛΟΣ Και όμως μ' αυτές τις χύτρες συμβαίνει όλως διόλου το αντίθετο από τις άλλες. ∆ηλαδή στις άλλες χύτρες το γάλα κάνει ζάρες από πάνω, ενώ αυτής της γριάς οι ζάρες θα είναι από κάτω από τις χύτρες. ΧΟΡΟΣ Ούτε κι εμείς πρέπει να χασομεράμε καθόλου τώρα, μα να προχωρήσουμε από πίσω. Γιατί πρέπει τραγουδώντας να τους ακολουθήσουμε... ΤΕΛΟΣ
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ΕΙΡΗΝΗ 421 π.Χ. ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΥΠΗΡΕΤΗΣ Α ΥΠΗΡΕΤΗΣ Β ΤΡΥΓΑΙΟΣ ΠΑΙ∆ΙΑ (Κόρες του Τρυγαίου) ΕΡΜΗΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΑΡΑΧΟΣ (Γιος του Πολέμου) ΧΟΡΟΣ ΙΕΡΟΚΛΗΣ ∆ΡΕΠΑΝΟΥΡΓΟΣ ΛΟΦΟΠΟΙΟΣ ΘΩΡΑΚΟΠΟΙΟΣ ΣΑΛΠΙΓΓΟΠΟΙΟΣ ΚΡΑΝΟΠΟΙΟΣ ∆ΟΡΑΤΟΠΟΙΟΣ ΠΑΙ∆Ι (Λάμαχου) ΠΑΙ∆Ι (Κλεώνυμου) ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ Ο Τρυγαίος, πολίτης της Αθήνας, είναι απελπισμένος από τον αλληλοσπαραγμό Αθήνας-Σπάρτης και αποφασίζει να ανέβει ο ίδιος στον ∆ία για να τον ρωτήσει ποιος είναι ο σκοπός του και αφήνει τις ελληνικές πόλεις να αλληλοσφάζονται. Φτάνει με τον "σκάθαρο" τον οποίο έκτρεφε από καιρό γι' αυτόν τον σκοπό και βρίσκει τον Ερμή που του λέει ότι ο Πόλεμος είναι τώρα μόνος του στον Όλυμπο και έχει φυλακίσει την Ειρήνη σε ένα βάραθρο. Ο Τρυγαίος αποφασίζει να την απελευθερώσει και να την φέρει πάλι στη γη. (Το σπίτι του Τρυγαίου με το στάβλο δίπλα. ∆υο υπηρ έτες ζυμώνουν κοπριές, τις φέρνουν στο στάβλο Ο ταΐζουν ένα μεγάλο σκαθάρι, τον "σκάθαρο") ΥΠΗΡΕΤΗΣ Α Φέρε φέρε την κοπριά γρήγορα για το σκάθαρο. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Β Να την, δωσ' την του να σκάσει και ποτέ να μη φάει πιο νόστιμη. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Α ∆ώσε κι άλλη, από καβαλίνα να 'ναι. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Β Να την. Παρ' την. Την έφαγε κιόλας την άλλη που του έδωσες; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Α Την πήρε στα μεγάλα πόδια του, τι στριφογύρισε και χλαπ! Αμάσητη την κατέβασε. Γρήγορα όμως φτιάχνε, φτιάχνε συνέχεια πολλές! ΥΠΗΡΕΤΗΣ Β Άνθρωποι κοπρολόγοι, πάρτε τα γρήγορα, γιατί μα τους θεούς θα πνιγώ από τη βρώμα ΥΠΗΡΕΤΗΣ Α Κι άλλην! Κι άλλην δώσε κι άλλην. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Β Πάρε. Αχ! Μόνο για ένα λέω πως δεν θα με κατηγορήσει κανείς, και δεν θα πει ότι πλάθοντας τρώω κι εγώ. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Α Αχ, αχ, φέρε, φέρε κι άλλην, πλάθε κι άλλες! ΥΠΗΡΕΤΗΣ Β Μα τον Απόλλωνα, όχι πια άλλες! Πάνω απ' τη σκάφη είμαι πόση ώρα, δεν μπορώ άλλο! ΥΠΗΡΕΤΗΣ Α Θα πιάσω και θα σύρω κοντά μου, εδώ, αυτή τη σκάφη. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Β Στον κόρακα κι εσύ και η σκάφη μαζί σου! Ε, μα το ∆ία, κάποιος αν ξέρει ας μου πει που θα βρω μύτη χωρίς ρουθούνια. Άλλη δουλειά πιο βρώμικη δεν υπάρχει να ζυμώνεις ακαθαρσίες να τα τρώει ο σκάθαρος! Γιατί άλλο γουρούνι ή σκυλιού ή ανθρώπου αμέσως τα τρώει. Μα τούτος εδώ είναι πολύ ψηλομύτης, κι αλλιώς δεν τα τρώει αν δεν του τα ζυμώσεις μια ολόκληρη μέρα σαν της γυναίκας τις αφράτες φραντζόλες. Όμως θα ανοίξω κρυφά το πορτάκι, να δω αν τρώει ακόμα. (Ανοίγει σιγά σιγά την πόρτα και βλέπει) Τρώγε τρώγε μη σταματάς! Μέχρι να σκάσεις! Αχ πως τρώει ο σιχαμένος. Σκύβει και χώνει το κεφάλι με χέρια και δόντια το γυροφέρνει, να έτσι, σαν παλαμάρια στην προβλήτα οι ναύτες! Αηδία και σίχαμα και βρωμιά ατελείωτη. Ποιος θεός το 'στειλε δεν ξέρω. Η Αφροδίτη αποκλείεται. Ούτε οι Χάριτες. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Α Τότε ποιανού είναι τούτο το τέρας; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Β ∆εν μπορεί να 'ναι του Κεραύνιου ∆ία. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Α Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος θεατής νεαρός εξυπνάκιας, να ρωτούσε "τι είναι; τι νόημα βαθύτερο έχει ο σκάθαρος;" Και δίπλα του κάποιος διαβασμένος θαρρώ θα του 'λεγε ίσως "Μπηχτές για τον Κλέωνα, μάλλον! Έτσι και κείνος καταπίνει τις βρωμιές του". ΥΠΗΡΕΤΗΣ Β Να πάω όμως μέσα να ουρήσω να πιεί. (Πηγαίνει) ΥΠΗΡΕΤΗΣ Α Κι εγώ θα πω στα παιδιά για το έργο και στους νιους και στους άντρες και στους πιο μεγάλους άντρες και σ' αυτούς που καμώνονται πως όλα τα ξέρουν. Το αφεντικό μου τρελάθηκε, όχι όπως οι άλλοι! Καινούρια είναι η τρέλα του. Κοιτά όλη μέρα τον ουρανό χαζοχάσκοντας και βρίζει το ∆ία και λέει "∆ία ∆ία! Που το πας ∆ία, άσε τη σκούπα! Μη τη σαρώνεις την Ελλάδα ολόκληρη"! Α! Μη τώρα. Μη! Σωπάτε! Νομίζω φωνάζει. (Ακούγεται η φωνή του Τρυγαίου) ΤΡΥΓΑΙΟΣ ∆ία! Τι θα τον κάνεις τον κόσμο μας! Τη λατρεία σου σβήνεις, τελείωσες αν τις διαλύσεις όλες τις πόλεις σου! ΥΠΗΡΕΤΗΣ Α Να το κακό που σας έλεγα! Να! Την καταλάβατε την τρέλα του τώρα. Να σας πω τι πρωτόπε όταν πρωτοάρχισε. Αναρωτιόταν και έλεγε "πως θα μπορούσα να φτάσω, πως, αμέσως στο ∆ία;" Και ύστερα έφτιαχνε σκαλίτσες λεπτές και σκαρφάλωνε πάνω τους, μέχρι που τσάκισε το κεφάλι του πέφτοντας και χτες, σε απόγνωση, δεν ξέρω πως έφερε έναν τρανό σκατομπούμπουλα της Αίτνας, τεράστιο, να τον φροντίζω μ' ανάγκασε κι αυτός τον ημέρωνε σαν πουλαράκι και τον κανάκευε κι έλεγε. "Πηγασάκι μου. Πέτα μου. Πάρε με και πάμε στο ∆ία αμέσως". Τώρα θα σκύψω να κοιτάξω τι κάνει. (Κάνει να σκύψει να δει, αλλά ο Τρυγαίος προβάλλει καβάλα στο τεράστιο σκάθαρο) Πω πω ο δύστυχος! Ελάτε γειτόνοι! Ο αφέντης τραβάει καβάλα στο σκάθαρο! Μετέωρος πάει. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Ήσυχα ήσυχα σκάθαρε, ήρεμα. Μη τόσο φορτσάρεις απ' την πρώτη στιγμή, θα ιδρώσεις και θα κουραστούν τα φτερά σου. Και μην ξεφυσάς ικετεύω. Βρωμάς. Αν θέλεις ξεφύσημα ν' έμενες σπίτι. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Α ∆έσποτα άνακτα! Κουνιέται πολύ! ΤΡΥΓΑΙΟΣ Σώπα! Σώπα! ΥΠΗΡΕΤΗΣ Α Γιατί πετάς άδικα ψηλά στον ουρανό! ΤΡΥΓΑΙΟΣ Για το καλό των Ελλήνων πετώ. Μηχανεύτηκα πρωτάκουστο τόλμημα. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Α Γιατί πετάς; Παλάβωσες άδικα! ΤΡΥΓΑΙΟΣ Σιωπή και ευλάβεια, και μην κακομελετάς. Μίλα με δέος. Πες στον κόσμο να σωπάσουν και να χτίσουν καινούργι ους κοπρώνες. Και να βάλουν τάπες. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Α ∆εν θα σιωπήσω αν δεν μου πεις που πας να πετάξεις. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Στον ουρανό, για το ∆ία. Τι άλλο! ΥΠΗΡΕΤΗΣ Α Τι έχεις στο νου σου; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Να τον ρωτήσω για τους Έλληνες όλους τι πάει να τους κάνει. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Α Κι αν δεν σου πει; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Θα τον καταγγείλω ότι προδίνει την Ελλάδα στους Μήδους. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Α Α, μα το ∆ιόνυσο! Ποτέ όσο ζω! ΤΡΥΓΑΙΟΣ ∆εν γίνεται αλλιώς. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Α Αχ αχ παιδάκια φεύγει ο πατέρας σας. Σας αφήνει παντέρημα. Στον ουρανό ανεβαίνει κρυφά. Ικέτεψε τον πατέρα σας δύστυχα! (Βγαίνουν οι δυο μικρές κόρες του Τρυγαίου) ΚΟΡΗ Πατερούλη αλήθεια; Ακούστηκε μια φωνή στο σπίτι, μας αφήνεις και φεύγεις, πετάς με τα πουλιά και πας μακριά; Τι είναι πατέρα; Πες την αλήθεια αν μας αγαπάς. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Κρίνετε εσείς κόρες μου. Η αλήθεια με θλίβει όταν μου ζητάτε "πατερούλη ψωμί" και φράγκο δεν έχω και ούτε ψίχουλο! Αν όμως τώρα τα καταφέρω, στο γυρισμό μου θα έχετε μεγάλη φραντζόλα και κρεμμύδι μαζί για προσφάγι. ΚΟΡΗ Ποιο δρόμο θα πάρεις; Εκεί στα ψηλά καράβι δεν πάει. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Με φτερωμένο πουλάρι θα πάω, όχι καράβι. ΚΟΡΗ Πως σου ήρθε ιδέα σκαθάρι να ζέψεις και να πας στους θεούς; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Στους μύθους του Αισώπου, ο Σκάθαρος μόνο απ' τα πετούμενα όλα πήγε πετώντας. ΚΟΡΗ Ψέματα είναι ο μύθος του Αισώπου , πως ως τους θεούς πήγε ο βρωμοσκάθαρος. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Πήγε από έχθρα παλιά στον Αετό να του φάει τ' αβγά για εκδίκηση. ΚΟΡΗ Πήγασο έπρεπε να ζέψεις πατέρα. Θα φαινόσουν στους θεούς ήρωας τραγωδίας. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Μα θα θέλει διπλάσια τρόφιμα κόρες μου. Τώρα όμως, με όσα θα τρώω μ' αυτά θα χορταίνω και τούτον τον σκάθαρο. ΚΟΡΗ Κι αν πέσει στη θάλασσα πως θα σωθείς αφού δεν έχει φτερά; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Έχω τούτο το πηδάλιο. Γι' αυτό θα μπορέσω. Το καράβι μου θα είναι Ναξιώτικο σκαθάρι! ΚΟΡΗ Ποιο λιμάνι θα σε δεχτεί όταν γυρίσεις; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Στον Πειραιά υπάρχει όρμος Κανθάρου. ΚΟΡΗ Κοίτα μη λαθέψεις και γκρεμοτσακιστείς. Κουτσό θα σε πάρει ο Ευριπίδης για θέμα του. Τραγωδία θα γίνεις. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Το έχω στο νου μου. Χαίρετε τώρα. Φεύγω. (Οι κόρες του Τρυγαίου μπαίνουν μέσα) Και σεις θεατές που πασχίζω για χάρη σας τρεις μέρες ολόκληρες να μην αφοδεύσετε. Θα το μυρίσει ο σκάθαρος που θα 'ναι πάνω και θα κατέβει αμέσως να έρθει να το φάει. Έλα μου Πήγασε, έλα χαρούμενος. Κούνα τ' αυτιά να βροντούν τα χρυσά χαλινάρια σου. Ει! Τι κάνεις; Γιατί ανοιγοκλείνεις τα ρουθούνια; Πέτα ψηλά! Ανέβα με θάρρος να σε φέρουν γραμμή τα απλωμένα φτερά σου στο παλάτι του ∆ία. Μην τη γυρνάς τη μύτη στις ακαθαρσίες και στις άλλες τροφές σου. (Βλέπει τάχα κάποιον κάπου) Ε! συ! Που τα κάνεις εκεί στου Πειραιά στα πορνεία. Αμάν! Θα με πάρεις στο λαιμό σου, θα χαθώ! Σκάψε. Σκέπασέ τα! Φύτεψε πάνω τους χόρτα και άνθη και μύρα ρίξε τους. Αν πέσω και πάθω τίποτα πέντε τάλαντα θα δώσουν για το χαμό μου οι Χιώτες και θα φταίει ο πισινός σου. Το φοβάμαι στ' αλήθεια, δεν το λέω για πείραγμα. Ε! Εσύ! Χειριστή του μηχανήματος! Ε! Το νου σου, ζαλίζομαι, γουργουρίζει η κοιλιά μου. Σιγότερα λίγο. Θα χορτάσω το σκάθαρο. Φτάσαμε όμως, έτσι μου φαίνεται, βλέπω καθαρά την πόρτα του ∆ία. Ποιος είναι στην πόρτα εδώ; Θα μου ανοίξει; (Έφτασαν στην πύλη, τη χτυπάει. Βγαίνει ο Ερμής) ΕΡΜΗΣ Από πού ακούγεται φωνή θνητού; Πω πω Ηρακλή μου! Τι είναι αυτό το τέρας! ΤΡΥΓΑΙΟΣ Αλογοσκάθαρος! ΕΡΜΗΣ Βρωμερέ και θρασύτατε και αδιάντροπε και αισχρέ και αισχρότερε και αισχρότατε! Πως ανέβηκες αρχιαίσχιστε και ήρθες; Πως σε λένε, πες. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Βρωμερότατος. ΕΡΜΗΣ Από ποια γενιά είσαι; Από ποια οικογένεια; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Βρωμερότατος. ΕΡΜΗΣ Πατέρας σου, ποιος είναι; ΤΡΥΓΑΙΟΣ ∆ικός μου; Ο Βρωμερότατος. ΕΡΜΗΣ Αν δεν πεις όνομα, μα τη Γη, όποιος κι αν είσαι, θα πεθάνεις. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Είμαι ο Τρυγαίος απ' το ∆ήμο Αθμωνίας, καλός αμπελουργός , όχι συκοφάντης και ταραχοποιός. ΕΡΜΗΣ Και γιατί ήρθες; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Να σου φέρω πεσκέσι τούτα τα κρέατα. ΕΡΜΗΣ Αχ καημενούλη, πως ήρθες! ΤΡΥΓΑΙΟΣ Αχ καλοφαγούλη, έλα φώναξε το ∆ία ∆εν σου φαίνομαι τώρα βρωμερότατος άλλο; ΕΡΜΗΣ Ω! ∆εν είναι εδώ. Έφυγαν χτες. Πήγαν αλλού. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Που πήγαν; ΕΡΜΗΣ Έφυγαν μακριά. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Που; Σε ποια μεριά της γης; ΕΡΜΗΣ Πέρα μακριά κάτω απ' τον ουρανό. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Και έμεινες μόνος; Γιατί; ΕΡΜΗΣ Φυλάγω των θεών τα πράγματα, τσουκαλάκια ποτηράκια, σκαμνάκια... ΤΡΥΓΑΙΟΣ Και γιατί έφυγαν οι θεοί; ΕΡΜΗΣ Θύμωσαν με τους Έλληνες. Εδώ στη θέση τους έβαλαν τον Πόλεμο και σ' αυτόν σας ανάθεσαν, να σας κάνει ό,τι θέλει. Οι ίδιοι, που έφυγαν, πήγαν στα ύψη να μην ακούν άλλο τις παρακλήσεις σας πια και σας βλέπουν να σφάζεστε. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Και γιατί μας τα κάνουν αυτά; ΕΡΜΗΣ Επειδή προτιμάτε τον πόλεμο, είπαν, αν και συχνά σας έσπρωξαν να φιλιώσετε. Μα όταν οι Λάκωνες νικούσαν λιγάκι... "ναι, μα το θεό, οι Αττικοί θα το πληρώσουν" έτσι θριαμβολογούσαν και αν κάτι καταφέρνατε εσείς οι Αττικοί και έρχονταν οι Λάκωνες τότε για ειρήνη, λέγατε ευθύς "μα την Αθηνά, μα το ∆ία, δεν πειθόμαστε. Αν κρατήσουμε την Πύλο θα μας ξαναρθούν". ΤΡΥΓΑΙΟΣ Ναι... ο χαρακτήρας μας έτσι είναι. ΕΡΜΗΣ Γι' αυτό δεν ξέρω αν θα ξαναδείτε την ειρήνη. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Που να πήγε τώρα; ΕΡΜΗΣ Την έριξε ο Πόλεμος σε ένα βαθύ πηγάδι. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Σε ποιο; ΕΡΜΗΣ Σε τούτο εδώ κάτω. Και βλέπεις τι πέτρες έριξε πάνω, για να μην την πάρετε έξω ποτέ. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Πες μου για μας τι έχει στο νου του; ΕΡΜΗΣ ∆εν ξέρω. Αποβραδίς όμως έφερε ένα γουδί τόοοοσο μεγάλο... ΤΡΥΓΑΙΟΣ Τι να το κάνει τέτοιο γουδί; ΕΡΜΗΣ Σκέφτεται να στουμπίσει τις πόλεις σας μέσα. Φεύγω όμως τώρα, εξάλλου θα βγει, ακούω θόρυβο. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Αχ, αχ ο έρμος, να φύγω κι εγώ. Τρίψιμο γουδιού άκουσα μέσα... Πολεμιστήριο σάλπισμα! (Ο Ερμής φεύγει, ο Τρυγαίος παραμερίζει. Βγαίνει ο Πόλεμος με το τεράστιο γουδί) ΠΟΛΕΜΟΣ Ω θνητοί! Θνητοί πολυβάσανοι! Τα σαγόνια σας τώρα θα τα σπάσω, θα σκούξετε. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Απόλλωνα αφέντη! Τι μεγάλο γουδί! Και πόσο άγριο είναι το μάτι του Πολέμου! Αυτός είναι εκείνος ο τρομερός και παχύδερμος με τις μεγάλες ποδάρες που μπροστά του τα κάνουμε; ΠΟΛΕΜΟΣ Αλίμονο Πρασιές, άθλιες και τρισάθλιες και δεκατρισάθλιες! Σήμερα θα χαθείτε. ΤΡΥΓΑΙΟΣ ∆εν είναι για μας προς το παρόν. ∆εν βαριέσαι! Για τους Λάκωνες είναι. ΠΟΛΕΜΟΣ Αλί σας Μέγαρα Μέγαρα! Θα σας στουμπίξω όλα πατόκορφα τώρα. Σκορδαλιά θα σας κάνω! ΤΡΥΓΑΙΟΣ Πω πω τσουχτερά μεγάλα σαν κορόμηλα δάκρυα έβαλε στους Μεγαριώτες! ΠΟΛΕΜΟΣ Ω Σικελία! Κι εσύ τωρα χάνεσαι! ΤΡΥΓΑΙΟΣ Αχ τι πόλη δύστυχη! Τρίμμα θα γίνει! ΠΟΛΕΜΟΣ ∆ώσε να περιχύσω και τούτο το μέλι της Αττικής. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Άλλο μέλι βάλε, όχι αττικό. Πανάκριβο είναι. ΠΟΛΕΜΟΣ Παιδί, παιδί μου Τάραχε! Έλα. ΤΑΡΑΧΟΣ Τι με θέλεις; ΠΟΛΕΜΟΣ Άπραγος μένεις. Θα κλάψεις γι' αυτό. Άρπα τη φάπα. ΤΑΡΑΧΟΣ Πω πω κατραπακιά! Ωχ! Άρχοντα! Μήπως έβαλες και σκόρδο στο χτύπημα; ΠΟΛΕΜΟΣ Τρέχα να φέρεις το γουδοχέρι γρήγορα. ΤΑΡΑΧΟΣ Μόλις χτες ήρθαμε. ∆εν υπάρχει γουδοχέρι. ΠΟΛΕΜΟΣ Πήγαινε τρέχα στους Αθηναίους και ζήτα. ΤΑΡΑΧΟΣ Τρέχω αμέσως, αλλιώς θα τις φάω. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Τι κάνουμε τώρα φουκαράκια μου, ε; Μέγας ο κίνδυνος. Αν έρθει ο Τάραχος και φέρει γουδοχέρι θα τις ταράξει τις πολιτείες ο Πόλεμος! Να χαθεί, θεέ ∆ιόνυσε, αχ να μην το βρεί να το φέρει. (Επιστρέφει ο Τάραχος χωρίς το γουδοχέρι) ΠΟΛΕΜΟΣ Ε, συ! ΤΑΡΑΧΟΣ Τι; ΠΟΛΕΜΟΣ ∆εν το φέρνεις το γουδοχέρι; ΤΑΡΑΧΟΣ Εκείνο που γουδοχέριαζε ο Τομαράς την Ελλάδα το έχασε η Αθήνα. ΤΡΥΓΑΙΟΣ ∆έσπονα σεβάσμια Παλλάδα! Τι καλά που χάθηκε πάνω στην ώρα εκείνο πριν να μας περιχύσει τούτος με σκορδαλιά! ΠΟΛΕΜΟΣ Τρέχα και πάρε φέρε άλλο, απ' τη Σπάρτη. ΤΑΡΑΧΟΣ Αμέσως αφέντη. ΠΟΛΕΜΟΣ Και γρήγορα πίσω. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Φίλοι μου, τι θα πάθουμε! ∆ύσκολα τα πράγματα. Όποιος από σας έτυχε να μυηθεί στης Σαμοθράκης τα Καβείρια μυστήρια τώρα να ευχηθεί να σπάσει τα πόδια του αυτός που πήγε. (Επιστρέφει πάλι ο Τάραχος χωρίς γουδοχέρι) ΤΑΡΑΧΟΣ Αχ συμφορά μου, συμφορά μου αλίμονο! ΠΟΛΕΜΟΣ Τι είναι πάλι; Πάλι δεν το φέρνεις; ΤΑΡΑΧΟΣ Πάει και της Σπάρτης το γουδοχέρι! ΠΟΛΕΜΟΣ Πως βρε πανούργε; ΤΑΡΑΧΟΣ Το δάνεισαν στα μέρη της Θράκης και έπειτα το έχασαν. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Καλά έκαναν, αχ! Μακάρι για καλό μας. Θάρρος θνητοί. ΠΟΛΕΜΟΣ Σύρ' τα μέσα τούτα τα αγγεία! Θα μπω να φτιάξω γουδοχέρι μόνος μου. (Ο Πόλεμος μπαίνει. Ακολουθεί ο Τάραχος. Φανερώνετα ι τώρα ο Τρυγαίος) ΤΡΥΓΑΙΟΣ Τώρα ταιριάζει το τραγούδι του ∆άτη που έλεγε κάποτε μέσα στη μεσημεριάτικη ζέστη "αχ τι καλά και γλυκά και ευφρόσυνα"! Τώρα Έλληνες είναι καλή η ευκαιρία να γλιτώσουμε απ' τις μάχες και τα δύσκολα και την Ειρήνη τη γλυκιά να ανασύρουμε, πριν μας προλάβει άλλο γουδοχέρι. Ω γεωργοί και τεχνίτες και έμποροι και ξένοι και μέτοικοι και νησιώτες και άλλοι. Όλος ο κόσμος. Όλοι ελάτε. Πάρτε και τρέξτε. Με σκοινιά και λοστούς! Τώρα καιρός να αρπάξουμε πάλι της καλής μας θεάς τις χαρές και τις γλύκες. (Έρχονται Αθηναίοι γεωργοί και άλλοι. Είναι ο Χορός Ο μπαίνει με χορό και τραγούδια) ΧΟΡΟΣ Όλοι πρόθυμοι εδώ, γραμμή για τη σωτηρία! Να βοηθήσουμε Πανέλληνες όσο ποτέ δίχως όπλα παρατάξεις και αιματηρά χτυπήματα. Τούτη η μέρα έλαμψε αντιπολεμική. Πες λοιπόν τι πρέπει και κάνε και οδήγα, δισταγμοί και σιωπές δεν πρέπουν σήμερα. Με σχέδιο και μόχθο να τη σύρουμε πρέπει να λάμψει στο φως η θεά η τρισμέγιστη και φίλη του Βάκχου. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Πάψτε να φωνάζετε από τη χαρά σας! θα τον αγριέψουνε τον Πόλεμο πάλι και θα βγει. ΧΟΡΟΣ Χαιρόμαστε που ακούσαμε τέτοια είδηση. ∆εν μας καλούν να πάμε για πόλεμο , με τροφή για τρεις μέρες... ΤΡΥΓΑΙΟΣ Φυλαχθείτε απ' τον Κέρβερο εκείνο μη μας εμποδίσει τη θεά ν' ανασύρουμε, με φωνές και χειρονομίες, όπως όταν ζούσε. ΧΟΡΟΣ Λίγο να τη βάλω στο χέρι εγώ... και κανείς δεν μπορεί να την πάρει. Χι χι... ΤΡΥΓΑΙΟΣ Σταματήστε τις φωνές, αλλιώς καταστρέφομαι. Θα βγει και θα τα πατήσει όλα αυτά που κάνουμε. ΧΟΡΟΣ Να βγει να τα πατήσει να τα κάνει ανάστα. Εμείς θα χαιρόμαστε, δεν σταματάμε. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Συμφορά! Τρελαθήκατε! Για όνομα των θεών μην τη χαλάτε ωραία δουλειά για χορούς και πηδήματα. ΧΟΡΟΣ Η χαρά τα σπρώχνει να χορεύουν τα πόδια μου, δεν τα σπρώχνω εγώ. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Μη άλλο τώρα, σταματήστε τους χορούς. ΧΟΡΟΣ Κοίτα με. Σταμάτησα. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Σταματάς, αλλά χορεύεις! ΧΟΡΟΣ Τούτο το βήμα μόνο και τέλος. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Άντε αυτό. Αυτό και σταμάτα. ΧΟΡΟΣ Αφού έτσι χαίρεσαι, δεν θα χορέψουμε. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Χορεύετε όμως. ΧΟΡΟΣ Τούτο το βήμα το δεξί και τελειώνουμε. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Κάντε το κι αυτό μη σας λυπήσω. ΧΟΡΟΣ Και τ' αριστερό πάει πακέτο. Ευφραίνομαι και χαίρομαι και γελώ πολύ πιο πολύ που γλίτωσα τώρα απ' την ασπίδα παρά αν ξεντυνόμουνα απ' όλα μου τα γερατειά! ΤΡΥΓΑΙΟΣ Μη χαίρεστε από τώρα, δεν ξέρετε καλά. Μόνο αν την πάρουμε τότε να χαίρεστε να ξεσπάτε να γελάτε να φεύγετε να μένετε να πηδάτε, να κοιμάστε στα πανηγύρια να γυρνάτε, να τρώτε και να πίνετε και να χασκογελάτε χαχαχα και χεχεχε. ΧΟΡΟΣ Μακάρι να γίνει να δω τέτοια μέρα κάποτε! Πολλά έως τώρα υπέφερα, δυσκολίες και κόπους , του Φορμίωνα πάθη, και στο εξής δεν θα είμαι δικαστής αυστηρός και σκληρός και κακότροπος όπως ήμουνα πριν, μαλακό θα με δεις και με γνώμες καινούριες , δεν θα 'χω γκρίνιες, αρκετό χρόνο τώρα χανόμασταν, τριβόμασταν εδώ κι εκεί παντού σε ασκήσεις και πεδία με ασπίδα και δόρυ. Τι να κάνουμε τώρα, πες, θα χαρείς. Τύχη αγαθή αρχηγό μας σε διάλεξε. (Ο Τρυγαίος πλησιάζει στο πηγάδι να βγάλει τις πέτρ ες. Πάνω εκεί βγαίνει ο Ερμής) ΤΡΥΓΑΙΟΣ Άντε να δω πως θα τραβήξουμε τις πέτρες. ΕΡΜΗΣ Τι πας να κάνεις μικρέ και παράτολμε; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Τίποτε το κακό Ό,τι και ο Κιλλικών. ΕΡΜΗΣ Χάθηκες κακοδαίμονε! ΤΡΥΓΑΙΟΣ Ό,τι μου τύχει. Ερμής είσαι βέβαια... κατά τον κλήρο σου θα κάνεις. ΕΡΜΗΣ Χάθηκες, αφανίστηκες... ΤΡΥΓΑΙΟΣ Για πότε λες; ΕΡΜΗΣ Τώρα. ΤΡΥΓΑΙΟΣ ∆εν πούλησα ακόμα τίποτα για να την πάθω. Ούτε αλεύρι, ούτε τυρί. ΕΡΜΗΣ Κι όμως την έπαθες. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Και πως δεν το κατάλαβα αυτό το καλό που έπαθα; ΕΡΜΗΣ ∆εν ξέρεις πως ο ∆ίας όρισε θάνατο σ' όποιον πιαστεί να την ξεθάβει; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Και τώρα θα πεθάνω κι εγώ κατ' ανάγκη; ΕΡΜΗΣ Βέβαια. ΤΡΥΓΑΙΟΣ ∆άνεισέ μου τότε τρεις δραχμές να θυσιάσω ένα γουρουνάκι. Πρέπει να μυηθώ πριν να πεθάνω. ΕΡΜΗΣ ∆ία βροντοκεραύνιε! ΤΡΥΓΑΙΟΣ Για όνομα των θεών, μη με μαρτυράς! Σε ικετεύω. ΕΡΜΗΣ ∆εν θα το κρύψω. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Σε εξορκίζω στο κρέας που σου 'φερα πεσκέσι. ΕΡΜΗΣ Θα με κάψει ο ∆ίας αγαπητέ μου αν δεν το διαλαλήσω και το κρατήσω κρυμμένο. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Μην το διαλαλήσεις καλέ μου Ερμάκο! Και σεις βρε, τι πάθατε; Μαρμαρώσατε όλοι; Παρακαλέστε και σες, αλλιώς θα το πει. (Μετά την προτροπή αυτή στο Χορό, ο Χορός επεμβαίνει) ΧΟΡΟΣ Μη ∆έσποτα Ερμή, μην το πεις, μη! Αν σου πρόσφερα ποτέ παχουλό γουρουνάκι και το 'φαγες μην το ξεχνάς σαν το τίποτα τώρα. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Ακούς τι και πως σε ικετεύουν ω ∆έσποτα; ΧΟΡΟΣ Μην πας ενάντια. Παρακαλούμε θερμά άσε να τη σύρουμε άσε να την πάρουμε μεγαλωδόρατε και φιλανθρωπότατε απ' όλους τους θεούς π αν του Πείσανδρου την έπαρση και το χαρακτήρα σιχαί νεσαι. Εμείς, ω άρχοντα, θα σου κάνουμε πάντα θυσίες και δώρα μεγάλα να χαίρεσαι. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Ερμή σε ικετεύω, την ικεσία τους ελέησε, πιο πολύ τώρα σε τιμούν από πριν, πιο πολύ τώρα κλέφτες απόγιναν. Και θα σου πω ένα πράγμα δεινό και μεγάλο που όλους τους θεούς αφορά. Στο κακό τους. ΕΡΜΗΣ Πες το, έλα. Ίσως με πείσεις. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Η Σελήνη και ο Ήλιος ο πανούργος σας επιβουλεύονται καιρό. Στους βάρβαρους προδίνουν την Ελλάδα! ΕΡΜΗΣ Γιατί το κάνουν τέτοιο πράγμα; ΤΡΥΓΑΙΟΣ ∆ιότι, μα το ∆ία, εμείς θυσιάζουμε σε σας και οι βάρβαροι σ' αυτούς και θέλουν γι' αυτό να μας χαλάσουν ολότελα, να πάρουν αυτοί τις λατρείες των θεών. ΕΡΜΗΣ Γι' αυτό και αυτοί αλληλοκλέβονται πάντα και τρώει ο ένας απ' τον κύκλο του άλλου; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Ναι, μα το ∆ία Γι' αυτό φίλε Ερμή βοήθα μας πρόθυμα τράβα μαζί να τη βγάλουμε και θα κάνουμε μεγάλα Παναθήναια για χάρη σου και όλες τις άλλες γιορτές για τιμή σου, και ∆ιπόλεια θα κάνουμε και Αδώνια και οι άλλες οι πόλεις που θα σώζονται, όλες, θα σε τιμούνε, Ερμή, παντού σαν σωτήρα. Και πολλά άλλα θα 'χεις. Και πρώτα απ' όλα τούτο το χρυσό κανατάκι να το 'χεις, να κάνεις σπονδές. ΕΡΜΗΣ Αχ, πάντα τα χρυσαφικά με κάνουν σπλαχνικό. Έργο σας τώρα! Με τις αξίνες σας γρήγορα Τραβάτε τις πέτρες! ΧΟΡΟΣ Θα τις τραβήξουμε εμείς. Και για χάρη μας, εσύ, των θεών ω σοφότατε, για ό,τι πρέπει να κάνουμε δίνε μας τις συμβουλές σου. Κι ως προς τα άλλα υπηρέτες σου θα είμαστε. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Έλα εσύ, γρήγορα κάνε. Κράτα το κύπελλο να τον γεμίσω κρασί να ευχηθούμε. ΕΡΜΗΣ Σπονδές. Σπονδές! Ησυχία. Ησυχία! (Κάνουν σπονδές και εύχονται) ΤΡΥΓΑΙΟΣ Με τις σπονδές μας ευχόμαστε τούτη η μέρα να είναι αρχή μεγάλων καλών για τους Έλληνες όλους. Κι όποιος πρόθυμα βοηθήσει και τραβήξει το σχοινί και τη βγάλουμε ποτέ του μην πιάσει ασπίδα αυτός. ΧΟΡΟΣ Μα το ∆ία, να περάσει τη ζωή εν ειρήνη και δίπλα στο τζάκι να κάθεται μαζί με την εταίρα. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Κι όποιος καλύτερα τον πόλεμο θέλει... ΧΟΡΟΣ Ποτέ του μην πάψει, ω ∆ιόνυσε άνακτα, να βγάζει απ' τα μπράτσα του βέλη. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Κι όποιος επιθυμεί να αρχηγέψει στον πόλεμο και δεν θέλει η ∆έσποινα να ανέλθεις στο φως... ΧΟΡΟΣ Να πάθει στη μάχη ό,τι και ο Κλεώνυμος. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Κι αν κάποιος κονταράς ή ασπιδέμπορας θέλει πολέμους για περισσότερα κέρδη... ΧΟΡΟΣ Να τον πιάσουν ληστές και να τρώει κριθάρι. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Και όποιος θέλοντας αρχηγίες στον πόλεμο δεν βοηθήσει ή δούλος ζητώντας καιρό να λακίσει... ΧΟΡΟΣ Αυτός στον τροχό να δεθεί για μαστίγωμα. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Και σε μας, τα καλά, ιώ Παιώνια ιω! ΧΟΡΟΣ Βγάλε το παιώ, το ιώ λέγε μόνο. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Ιω λοιπόν, ιώ! Ιώ λέω μόνο. Στον Ερμή. Ναι, στις Χάρες. Ναι, στην Αφροδίτη. Ναι, στις Ώρες. Ναι, στον Πόθο. Ναι. Στον Άρη; ΧΟΡΟΣ Όχι. Όχι. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Μήτε στον Ενυάλιο; ΧΟΡΟΣ Όχι. Όχι! ΤΡΥΓΑΙΟΣ Ρίξτε τότε όλοι τα σχοινιά και τραβάτε. (Ρίχνουν σχοινιά με γάντζους κ.λπ. και τραβούν) ΕΡΜΗΣ Έλα! Ωπ! ΧΟΡΟΣ Έλα γερά. ΕΡΜΗΣ Έλα, ωπ! ΧΟΡΟΣ Πιο γερά. Έλα. ΕΡΜΗΣ Έλα ωπ... έλα ωπ! ΤΡΥΓΑΙΟΣ ∆εν τραβούν το ίδιο όλοι. Μην ξεφυσάτε στα ψέματα. Τραβάτε! Βοιωτοί θα την πάθετε. ΕΡΜΗΣ Έλα τώρα! ΤΡΥΓΑΙΟΣ Έλα ωπ! ΧΟΡΟΣ Εμπρός και οι δυο σας. Τραβάτε μαζί μου. ΤΡΥΓΑΙΟΣ ∆εν τραβώ και τεντώνω και σκύβω και μοχθώ; ΧΟΡΟΣ Τότε γιατί δεν προχωρά η προσπάθειά μας; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Λάμαχε κάθεσαι μπροστά κι εμποδίζεις! ∆εν τα 'χουμε ανάγκη τα λοφία σου βρε άνθρωπε. ΕΡΜΗΣ Ούτε και τούτοι οι Αργείοι τραβούσαν. Γελούσαν με τους άλλους που ίδρωναν, κι όμως έπαιρναν αλεύρι κι απ' τους μεν κι απ' τους δε. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Οι Λάκωνες όμως σαν θηρία τραβούν. ΧΟΡΟΣ Όσοι ζουν ειρηνικά δείχνουν προθυμία. Οι χαλκουργοί εμποδίζουν. ΕΡΜΗΣ Κι οι Μεγαριώτες τίποτα. Ανόρεχτα τραβούν, σαν τα σκυλάκια λαχανιάζοντας εύκολα. Η πείνα τους αδυνάτισε, μα το ∆ία. ΤΡΥΓΑΙΟΣ ∆εν κάνουμε τίποτα. Έλα. Πρέπει όλοι μαζί. Ρυθμικά. ΕΡΜΗΣ Έλα ωπ! ΤΡΥΓΑΙΟΣ Έλα γερά. ΕΡΜΗΣ Έλα ωπ! ΤΡΥΓΑΙΟΣ Έλα, μα το ∆ία! ΧΟΡΟΣ Κάτι λίγο κουνήθηκε! ΤΡΥΓΑΙΟΣ ∆εν είναι ντροπή άλλοι να τραβούν, άλλοι να εμποδίζουν; Αργείοι θα τις φάτε! ΕΡΜΗΣ Έλα τώρα! ΤΡΥΓΑΙΟΣ Έλα, ωπ! ΧΟΡΟΣ Μερικοί από μας είναι ενάντιοι. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Όσοι θέλετε ειρήνη να τραβήξετε γερά! ΧΟΡΟΣ Κάποιοι όμως εμποδίζουν! ΕΡΜΗΣ Εσείς οι Μεγαριώτες δεν πάτε στο διάβολο; Σας μισεί η θεά που σας ξέρει. Πρώτοι εσείς την πασαλείψατε σκόρδο. Και σεις, Αθηναίοι, σταματήστε να τραβάτε προς την πλευρά αυτή πια. Έτσι το ρίχνετε το βάρος στους άλλους σαν να δικάζετε. Αν θέλετε πράγματι να τραβήξετε την Ειρήνη έξω τραβηχτήτε λιγάκι κατακεί. Προς τη θάλασσα. ΧΟΡΟΣ Εμπρός οι γεωργοί, να τη σύρουμε μόνοι μας. ΕΡΜΗΣ Μπράβο. Το τράβηγμα έτσι πάει καλύτερα. ΧΟΡΟΣ Το τράβηγμα καλύτερα πάει, μα όλοι να σέρνουν. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Οι γεωργοί μόνο σέρνουν. Άλλος κανένας. ΧΟΡΟΣ Έλα τώρα. Έλα όλοι. ΕΡΜΗΣ Όλοι μαζί. Κοντεύουμε. ΧΟΡΟΣ Λίγο ακόμα! Όχι λάσκα. Πιο γερά. Πιο γερά. ΕΡΜΗΣ Έτσι μπράβο. Τελειώνει. ΧΟΡΟΣ Έλα τώρα ωπ! Έλα όλοι ωπ! Έλα ωπ ωπ ωπ. Έλα όλοι. Όλοι ωπ! Ωπ! Ωωωπ! (Ανασύρεται η Ειρήνη με την Οπώρα και τη Θεωρία μαζί) ΤΡΥΓΑΙΟΣ Ω Σεβάσμια σταφυλόδωρη! Πώς να σε πω! Που να βρω λόγο, να σε προσφωνήσω, πώς να απαριθμήσω τα χιλιάδες σου χαρίσματα! ∆εν είχα προετοιμαστεί. Χαίρε Οπώρα! Χαίρε Θεωρία! Τι όμορφη είσαι Θεωρία μου! Αχ! Η πνοή σου γλυκιά... την ψυχή μου ευφραίνει σαν μύρου φάντασμα. Και απόλεμος βίος! ΕΡΜΗΣ Απ' το γυλιό του στρατιώτη δεν βγαίνει ίδιο μύρο. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Σίχαμα του εχθρού το γυλιό το απαίσιο. Εκείνο βρωμάει κρεμμυδόξινο ξέρασμα και τούτη ευωδιάζει καρπούς και δεξίματα και γιορτές και φλογέρες και τσίχλες, σκοπούς του Σοφοκλή και του Ευριπίδη τραγούδια... ΕΡΜΗΣ Θα μετανιώσεις που ψεύδεσαι. ∆εν θέλει η Ειρήνη τέτοια δικηγορίστικα! ΤΡΥΓΑΙΟΣ Κισσό και τρύγο ευωδιάζει και γλυκοβελάσματα και κόρφο γυναικών που τρέχουν στο λιβάδι και δούλες μεθυσμένες και κρασοκανάτες χύμα και όλα τα καλά. ΕΡΜΗΣ Έλα τώρα, άκου τις πόλεις τι λεν μεταξύ τους, που φίλιωσαν τώρα και γελούν τρισχαρούμενες κι ας έχουν ακόμα μελανιές και σημάδια στο κορμί και στο πρόσωπο. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Κοίτα και τα πρόσωπα τούτων των θεατών να καταλάβεις την τέχνη τους. ΕΡΜΗΣ Πω πω δύστυχος! ΤΡΥΓΑΙΟΣ Τον βλέπεις εκεινον, που φτιάχνει τα κράνη, να τραβά τα μαλλιά του; ΕΡΜΗΣ Εκείνος όμως που φτιάχνει αξίνες; Του οπλουργού τα μούτρα τα στραβομουτσούνιασε. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Κι ο δρεπανάς; Τον κοιτάς πόσο χαίρεται τον κονταρά που μουτζώνει; ΕΡΜΗΣ Έλα τώρα, πες στους γεωργούς να πηγαίνουν. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Άκουσε κόσμε. Οι γεωργοί να πάρουν τα σύνεργα τώρα και να παν στα χωράφια τους δίχως ακόντια και ξίφη και δόρατα. Όλα πια τώρα γέμισαν πάλι γλυκούλα ειρήνη. Ο καθένας σας τώρα στη δουλειά στο χωράφι του εμπρός τραγουδώντας. ΧΟΡΟΣ Ω μέρα πόθου των γεωργών και δικαίων! Σε είδα και χαίρομαι. Και θέλω να χαιρετήσω τις συκιές και τ' αμπέλια που φύτεψα μόνος μου και χρόνια πολλά τα λαχταρά η ψυχή μου. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Τώρα τις θεές να ευχαριστήσουμε που μας έσωσαν από Γοργόνες και κράνη κι έπειτα να βρούμε κάτι παστό καλό για προσφάγι και γραμμή στα χωράφια μας ύστερα. ΕΡΜΗΣ Ω Ποσειδώνα! Ωραίος ο κόσμος! Πηχτός σαν ζυμάρι και σαν άρωμα γρήγορος! ΤΡΥΓΑΙΟΣ Μα το ∆ία, λάμπει η τσάπα σαν πανοπλία και τα δίκρανα αστράφτουν στον ήλιο! Τα αυλάκια στ' αμπέλια ν' ανοίξουν καλά. Κι εγώ λαχταρώ να βρεθώ στο χωράφι και σαν τρίαινα πάνω του τη δικέλλα να παίξω μετά από χρόνια. Τώρα το φαγοπότι το παλιό θυμηθείτε που η Ειρήνη μας έδινε τα χρόνια εκείνα, τα μύρτα, τα σύκα, το κρασί το ολόγλυκο την ιτιά στο πηγάδι, τις ελιές , αχ λαχτάρα, και για όλα ετούτα τη θεά προσφωνήστε. ΧΟΡΟΣ Χαίρε που ήρθες στους γιορταστές σου γλυκιά μας. Έλιωνα για σένα, απ' τα βάθη της ψυχής μου ήθελα να συρθώ στα χορτάρια. ∆ώρο παμπόθητο το ύψιστο ήσουν για μας που περνούσαμε τη ζωή στα χωράφια. Τα αγαθά σου μας έδινες, στον καιρό σου, παλιά, πολλά σου μας χάριζες γλυκά και αναίμακτα, για τους αγρότες ήσουν ψωμί και σωτήρας. Για σένα τ' αμπέλια και οι νέες συκιές και όλα της γης, θα χαρούν και θα λάμψουν. Που ήταν όμως όλα τα χρόνια η θεά μακριά μας; Πες μας να μάθουμε καλέ μας θεέ. ΕΡΜΗΣ Γεωργοί μυαλωμένοι, νιώστε τα λόγια μου αν θέλετε να μάθετε πως χάθηκε η Ειρήνη. Την αρχή την έκανε ο Φειδίας που έφταιξε και μετά ο Περικλής, απ' το φόβο του μήπως η κλεψιά του Φειδία πέσει επάνω του , καθώς και σας ήξερε πόσο δαγκώνετε, πριν φτάσει και πάθει μηδέ το ελάχιστο, την πόλη πυρπόλησε. Μικρούλα σπιθούλα το μεγαρίτικο ψήφισμα και φούντωσε τόσος ξεφυσώντας ο πόλεμος που όλοι οι Έλληνες, οι εδώ και οι εκεί, απ' τον καπνό καταδάκρυσαν. Και μαράθηκαν τ' αμπέλια μόλις το άκουσαν και το ένα πιθάρι κλώτσησε το άλλο και κανένας δεν έμπαινε ανάμεσά τους και η Ειρήνη χανόταν. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Μα τον Απόλλωνα, αυτά δεν τα ήξερα! Ούτε και άκουσα πως ο Φειδίας είχε τέτοια σχέση! ΧΟΡΟΣ Ούτε εγώ. Τώρα μονάχα. Γι' αυτό, άρα, είναι τόσο πανέμορφη.. επειδή είναι συγγενής του. Αχ πολλά δεν ξέρουμε. ΕΡΜΗΣ Και τότε οι πόλεις που στο πέλμα τις είχατε επειδή τον τριγμό των δοντιών τον άκουσαν και είχαν το μίσος ανάμεσα απ' το φόβο των φόρων τα μηχανεύτηκαν όλα να τα κάνουν ενάντιά σας π γι' αυτό δωροδόκησαν τους ισχυρούς Σπαρτιάτες, που κι αυτοί παραδόπιστοι και πάντα μεγάλες κάνουν προς τους ξένους απάτες αδιάντροπα την Ειρήνη την έδιωξαν και τον πόλεμο άρπαξαν. Έτσι, για κέρδος, τους γεωργούς τους συμφόριασαν, αφού τα καράβια σας που πήγαν στα μέρη τους να πάρουν εκδίκηση των αγαθών γεωργών τα σύκα κατάτρωγαν. ΤΡΥΓΑΙΟΣ ∆ίκαια έκαναν. Και μένα αφού τη συκιά μου εκείνοι την εκοψαν... ΧΟΡΟΣ ∆ίκαιο ήταν, μα το ∆ία. Και σε μένα ρίξαν πέτρες, τις κυψέλες μου χάλασαν, εκατό κιλάκια μέλι. ΕΡΜΗΣ Κι έπειτα ο λαός απ' τα χωράφια που έτρεξε και μπήκε στα τείχη, την κοροϊδία που έπεφτε δεν τη έβλεπε κι αφού λείπαν τα σύκα και σταφύλια δεν είχαν βλακοστράφηκε όλος στους πολιτικούς, που το ξέρουν οι φτωχοί δεν μπορούν και δεν έχουν ψωμί, και με φωνές σαν δικράνες τη θεά μας την έδιωχναν, που από αγάπη για τη γη της μόνη της ερχόταν και όσους από τους σύμμαχους ήταν γεροί και χορτάτοι σε δίκες τους έσερναν ότι τάχα συμφωνούσαν στου Βρασίδα τα σχέδια. Κι ύστερα εσείς σαν σκυλιά τους δαγκώνατε διότι η πόλη φοβοκίτρινη και άπραγη τις κατηγόριες που κάποιος αμόλαγε, όλες, με χαρά τις κατάπινε. Και οι σύμμαχοι βλέποντας τι χτύπημα πάθαιναν, με χρυσάφι το στόμα των κατηγόρων βούλωναν και τους έφτιαχναν πλούσιους και η χώρα ρημάζοντας κι εσείς πέρα βρέχει. Κι όλων ο φταίχτης ο δερματέμπορας ήταν. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Αχ πάψε, πάψε αφέντη Ερμή. Μη λες. Ας τον στον Άδη τώρα που είναι, δεν είναι με μας πια, σε σένα ανήκει και που λες ότι ήταν και πανούργος, σαν ζούσε, και φαφλατάς καταδότης και ταραξίας κι αρπάχτρας, όλα τα λες σε δικό σου ενάντια. Γιατί σιωπάς όμως σεβάσμια Ειρήνη, πες. ΕΡΜΗΣ Στους θεατές δεν μιλάει. Τα έχει μαζί τους για τα δεινά που της έκαναν. ΤΡΥΓΑΙΟΣ ∆υο λέξεις να πει μόνο. Σε σένα. ΕΡΜΗΣ Πες μου τι σκέφτεσαι γι' αυτούς, αγαπημένη. Έλα του πολέμου η άσπονδη. Έλα. Ακούω. (Ο Ερμής σκύβει στο αυτί της Ειρήνης και μιλά και ακούει) Αυτό; Το κατάλαβα! Ακούστε γιατί σας έχει παράπονο. Ήρθε, λέει, μετά απ' την Πύλο, από μόνη της ήρθε και έφερε κιβώτιο γεμάτο συνθήκες και σεις τη χουγιάξατε! Τρεις φορές τη χουγιάξατε στην Εκκλησία του ∆ήμου. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Σφάλαμε. Συγνώμη. Τότε το νου μας τομάρια τον τύλιγαν. ΕΡΜΗΣ Ακούστε να πω και κάτι που ρώτησε. Ποιος ήταν στην πόλη δηλωμένος εχθρός της και ποιος ήταν φίλος της και τέλος να μπει στον πόλεμο βιάζονταν; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Φίλος της για καιρό ήταν ο Κλεώνυμος! ΕΡΜΗΣ Και στον πόλεμο πως κάνει; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Καλό παλικάρι, μα όχι και τόσο σαν τον πατέρα του. Μόλις τον καλέσουν του πέφτουν τα όπλα του, πλαφ! ΕΡΜΗΣ Και τώρα να σας πω τι ρωτούσε προ ολίγου. Στην Πνύκα λέει τώρα ποιος κρατάει το βήμα; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Ο Υπέρβολος διευθύνει. (Η Ειρήνη μόλις άκουσε αποστρέφεται) Ε, συ. Τι κάνεις; Γιατί στρέφεις το κεφάλι; ΕΡΜΗΣ Αποστρέφεται το δήμο. Αηδίασε που διάλεξε αυτόν για προστάτη. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Μα δεν θα τον έχουμε προστάτη καθόλου. ∆εν είχαμε, απλά, επίτροπο τώρα. Ο δήμος ήταν γυμνός. Στη γύμνια μας επάνω τον ζωστήκαμε! ΕΡΜΗΣ Πως θα προκόψει η πόλη με τέτοια; Έτσι ρωτά. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Θα αποφασίζουμε καλύτερα πες της. ΕΡΜΗΣ Με ποιον τρόπο; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Λυχναράς είναι αυτός. Στο σκοτάδι ως τώρα. Τα ψηλαφούσαμε μόνο. Τώρα όμως όλα στο φως θα τα βλέπουμε. ΕΡΜΗΣ Ω! Ω! Τι μου λέει άλλο να ρωτήσω! ΤΡΥΓΑΙΟΣ Τι; ΕΡΜΗΣ Πολλά! Και κείνα που άφησε τότε που έφυγε! Και πρώτα για το Σοφοκλή, ρωτάει τι κάνει. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Καλά είναι πες. Έπαθε όμως κάτι παράδοξο. ΕΡΜΗΣ Τι; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Από Σοφοκλής καταντάς Σιμωνίδης! ΕΡΜΗΣ Σιμωνίδης, πως; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Γέρος αν και είναι και ετοιμόρροπος όμως για το κέρδος κολυμπάει στην ψάθα. ΕΡΜΗΣ Ο Κρατίνος, λέει, ο σοφός, ζει; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Πέθανε όταν μπήκαν οι Λάκωνες! ΕΡΜΗΣ Τι έπαθε, ρωτάει. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Τι; Του έσπασαν το πιθάρι γεμάτο κρασί κι η καρδιά του δεν άντεξε. Έπαθε συγκοπή. Και τόσα άλλα πράγματα γίναν στην πόλη! Γι' αυτό θεά ∆έσποινα, ποτέ δεν θα σ' αφήσουμε. ΕΡΜΗΣ Έλα τώρα, αφού είναι έτσι, πάρε την Οπώρα γυναίκα σου κι άντε, στα χωράφια μαζί της, και ζούπα την να σου κάνει κρασί. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Έλα καλή μου να σε βάλω στο στόμα μου. Τι λες αφέντη Ερμή, θα με πείραζε λες που καιρό δεν δοκίμασα; ΕΡΜΗΣ Καταπιές χαμομήλι από πάνω κι εντάξει. Γρήγορα τώρα πάρε και τη Θεωρία να την πας στη Βουλή, εκεί ήταν πρώτα. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Καλότυχη Βουλή, ποιος στη χάρη σου τώρα! Τρεις μέρες θα ρουφάς βρασμένο πατσά και θα τρως τα κοψίδια. Φίλε Ερμή Χαίρε. Σ' αφήνω. ΕΡΜΗΣ Κι εσύ άνθρωπέ μου, με το καλό να πας και μη με λησμόνει. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Σκάθαρε. Έλα. Θα πετάξουμε πίσω στο σπίτι. ΕΡΜΗΣ ∆εν είναι εδώ, φίλε μου. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Που πήγε; ΕΡΜΗΣ Στου ∆ία το άρμα. Κουβαλά τ' αστραπόβροντα. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Και από πού θα βρίσκει να τρώει ο δύστυχος! ΕΡΜΗΣ θα τρώει του Γανυμήδη την αμβροσία. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Και στη γη; Πως θα κατέβω; ΕΡΜΗΣ Έλα εντάξει, με τις θεές θα κατέβεις. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Ελάτε κορίτσια! Μαζί μου και γρήγορα. Πολλοί σας ποθούν και σας προσμένουν οι έρμοι... (Ο Τρυγαίος με την Οπώρα και τη Θεωρία φεύγουν) ΧΟΡΟΣ Πήγαινε στο καλό. Και μεις όσα σύνεργα για το ξέθαμα είχαμε στους βοηθούς θα τα δώσουμε φύλαξη να 'χουν, γιατί πλήθος κλεφτάδες, και αυτό συνήθεια έγινε, τριγυρνούν στις σκηνές και ψάχνουν σκυμμένοι να αρπάξουν τα πάντα. Να τα φυλάτε καλά. Τώρα θ' ανοίξουμε δρόμο στη γλώσσα να ξεφορτώσει ο νους στους θεατές όσα έχει. Όποιος συγγραφέας κωμωδίας βγει στο κοινό και παινεύεται μόνος του, με τον τρόπο αυτόν, να τον χτυπούν οι ραβδούχοι. Εάν όμως πρέπει, και δίκαιο είναι, κόρη του ∆ία να τιμήσει κανείς του είδους τον άριστο, άξιος τότε επαίνου μεγάλου είναι ο δικός μας ο δάσκαλος μόνο. Πρώτα που είναι αυτός που σταμάτησε τα αστεία για ψείρες, και για ρούχα κουρέλια και για Ηρακλείδες αχόρταγους που όλο και ζύμωναν και όλο πεινούσαν και τους δούλους κατάργησε, στη σκηνή ολοένα που έβγαιναν κλαίγοντας και συνέχεια το 'σκασαν και έτρωγαν ξύλο για το λόγο και μόνο ένας άλλος τους σύνδουλος απ' το ξύλο να πάρει αφορμή να ρωτήσει κάνοντας πλάκα "αχ αχ καημένε! το δέρμα σου έπαθε; μήπως και όρμησε στη ράχη σου βούρδουλας γερός γουρουνόπετσος και σ' τη χαράκωσε όλην;" Τέτοιες κρυάδες χοντράδες και βρώμικα αστεία τα έβγαλε κι έκανε τέχνη μεγάλη σαν τεράστιο πύργο, με λόγια ωραία και γερούς στοχασμούς και επιπέδου αστεία. Ούτε γυναίκα κορόιδεψε, ούτε ανθρωπάκια, αλλά με ηράκλεια οργή στους μεγάλους ριχνόταν μέσα από βρώμες βαριές τομαριών κι απειλές βορβορόψυχες. Και πρώτα απ' όλα στον Καρχαρόδοντα ρίχτηκε που έβγαζαν λάμψεις τα μάτια του Κύννας και ολόγυρα σκούζαν εκατοκόλακα στόματα και οι γλώσσες τους γλείφαν και που είχε φωνή σαν βουή ρεματιάς και βρώμαγε φώκια και πισινό καμήλας και τ' απόκρυφά του άπλυτα σαν τη Λάμια. Τέτοιο τέρας που είδε δεν τον φόβισε, αλλά για σας πολεμώντας και για τ' άλλα νησιά ακράτητος ήταν, γι' αυτό τώρα, δίκαιο υπόψη να τα 'χετε και να του δώσετε ψήφο για πρώτο βραβείο. Εξάλλου και άλλοτε που πήρε το πρώτο δεν τριγυρνούσε στις παλαίστρες σαν άλλους τεκνά καμακώνοντας αλλά μάζεψε τα πράγματά του και αμέσως στο σπίτι του πήγε λίγους λυπώντας, τους πολλούς κατευφραίνοντας και αυτό που έπρεπε να κάνει έκανε. Γι' αυτό πρέπει όλοι με το μέρος μου να 'σαστε, και άντρες και παιδιά, και οι φαλακροί παρακαλώ να συντρέξουν στη νίκη μου. Αν νικήσω εγώ, όλοι θα λένε "φέρε στο φαλακρό να πιεί φέρε μεζέ να πάρει, μη στερείς τον ποιητή τον γενναιότατο που έχει μέτωπο αντρίκειο και καθαρό. Μούσα, έλα διώξε τον πόλεμο και με μένα το φίλο σου, χόρεψε και τραγούδα για γάμους και γιορτές αθανάτων και συμπόσια θνητών. Αυτά προστατεύεις. Κι αν έρθει ο Καρκίνος να χορέψει με τους γιους του αντίκρυ μην τον ακούς και μην πας μαζί του και μάθε πως είναι ορτύκια οικόσιτα, χορευτάδες χοντρόλαιμοι και γιδίσιες ακαθαρσίες και σωστοί τσαρλατάνοι. Ο πατέρας είπε πως το έργο που έγραψε και παραλίγο θα παιζόταν πήγε απόβραδο και το 'φαγε γάτα. Ωραία τραγούδια για τις όμορφες Χάριτες πρέπει να φτιάχνει ο σοφός ποιητής σαν χελιδόνι που κελαηδεί ανοιξιάτικα και να μην ανεβάζει έργο ο Μόρτιμος ούτε ο Μελάνθιος, που τη στριγγλιάρα φωνή του την άκουσα όταν ανέβασαν έργο τραγουδώντας αυτός κι ο αδερφός του, οι δυο. Γοργόνες τρισλαίμαργες, ψαροφάγες και Άρπυες λαγνόγριες άγριες με βρώμικες μασχάλες. Βγάλε και ρίξε τους στα μούτρα ροχάλα Μούσα θεά, και έλα μαζί μου και γιόρτασε. (Επιστρέφει ο Τρυγαίος με την Οπώρα και τη Θεωρία. Βγαίνει ένας υπηρέτης) ΤΡΥΓΑΙΟΣ Αχ δύσκολο να 'ρθεις απ' τους θεούς κατευθείαν! Τα σκέλη μου πιάστηκαν. Μικροί ήσασταν από πάνω που έβλεπα τιποτένιοι φαινόσασταν, από κοντά που σας βλέπω, πιο τιποτένιοι. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Γύρισες αφέντη; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Έτσι άκουσα... ΥΠΗΡΕΤΗΣ Τι έπαθες; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Τα πόδια μου πόνεσαν, μεγάλος ο δρόμος. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Πες μου αφέντη... ΤΡΥΓΑΙΟΣ Το ποιο; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Είδες πουθενά στον αέρα άλλον εκτός από σένα; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Όχι. Μόνο δυο τρεις διθυραμβοπλόκες ψυχές. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Τι έφτιαχναν; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Πετούσαν και μάζευαν στιχάκια γεμάτα φως, αέρα, ήχο. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Αληθεύει που λένε ότι γίνεται αστέρι όποιος πεθάνει; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Αληθεύει. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Και τώρα εκεί ποιος είναι άστρο; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Ο Ίωνας ο Χίος, που έγραψε εδώ το "Αυγερινός" κι εκεί μόλις πήγε Αυγερινό τον φώναζαν. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Και τα άστρα που καίγονταν τρέχοντας τι είναι; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Πλούσια άστρα επιστρέφουν από δείπνο και κρατούν φαναράκια και μέσα έχουν φωτιά. Πάρε όμως τώρα τούτη την Οπώρα και πήγαινε μέσα και γέμισε νερό τη λεκάνη και στρώσε γι' αυτήν και για μένα κρεβάτι, και καν' τα και έλα. Εγώ στο μεταξύ θα πάω στη Βουλή τη Θεωρία και θα 'ρθω. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Από πού τις πήρες αφέντη; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Από πού; Από τον Ουρανό. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Αν και οι θεοί πορνοβοσκούν σαν θνητοί δεν αξίζουν πεντάρα. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Όχι, αλλά κάποιοι κι εκεί ζουν από τέτοια πράγματα. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Πάμε τώρα. Έλα. Πες όμως αφέντη, τι να της δώσω να φάει; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Τίποτε. Ούτε ψωμί ούτε φαΐ θα θελήσει. Συνήθισε εκεί να τρώει αμβροσία. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Να της δώσω και εδώ κάτι να φάει.. (Ο Οικέτης με την Οπώρα μπαίνουν μέσα) ΧΟΡΟΣ Καλότυχος ο γέρος! Όσα είδε τότε εκεί τώρα εδώ θα τα χαρεί. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Κι αν με δείτε σαν γαμπρός να λάμπω τι θα πείτε; ΧΟΡΟΣ Καλότυχος θα είσαι γέρο λαμπρός μες στο ξανάνιωμα με μύρα αλειμμένος. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Κι όταν την χαϊδεύω; ΧΟΡΟΣ Τύφλα να 'χουν όλες οι στροφές του Καρκίνου. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Άδικα τάχα, που σε σκάθαρο καβάλα τους Έλληνες έσωσα, και τώρα πάνε στα χωράφια τους ακίνδυνα όλοι κι άφοβα πήδημα και ύπνο. (Ξαναβγαίνει ο Οικέτης) ΥΠΗΡΕΤΗΣ Αφέντη η κόρη λούστηκε κι άστραψε και ψήθηκε η πίτα, τα σουσαμόψωμα ζυμώνονται και όλα τα άλλα είναι έτοιμα. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Έλα τώρα να πάμε τη Θεωρία στη Βουλή να την παραδώσουμε όπως πρέπει. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Αυτήν; Τι λες; Αυτή είναι η Θεωρία που τότε μεθυσμένοι στη Βραυρώνα τη βαρούσαμε; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Αυτή είναι. Και δύσκολα την έπιασα. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Ω αφέντη! Κοίτα τι όμορφη είναι! (Ο Τρυγαίος προς τους θεατές) ΤΡΥΓΑΙΟΣ Εντάξει. Ποιος από σας είναι τίμιος τώρα να την πάρει να την πάει στη Βουλή και μάλιστα ανέγγιχτη; Ε, συ! Τι κάνεις κύκλους με το χέρι σου; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Στήνω αντίσκηνο στα Ίσθμια να μπω μέσα. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Λοιπόν; Ποιος θα τη φυλάξει; Έλα κορίτσι μου. Θα σε πάρω να σε βάλω ανάμεσα τώρα. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Εκείνος αφέντη εκεί κάνει νόημα. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Ποιος; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Ποιος; Ο Αριφάδης! Παρακαλά να την πας. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Μα καημένε αυτός... Θα γονατίσει μπροστά της θα της πιεί το ζουμί. Έλα κόρη μου. Βγάλε ακούμπα τα ρούχα σου κάτω. Έτσι. Βουλή και Πρυτάνεις! Θαυμάστε τη Θεωρία! Κοιτάξτε αγαθά που σας φέρνω ωραία! ∆είτε πόσο όμορφη είναι! ΥΠΗΡΕΤΗΣ Και θερμή! Η πυροστιά της Βουλής ήταν εκεί πριν απ' τον πόλεμο. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Κι από αύριο κιόλας μπορείτε να κάνετε αγώνες μαζί της. Πάλη κατάχαμα, από πίσω στα τέσσερα ή πλάγια πέφτοντας ή και στα γόνατα και παγκράτιο ακόμα και αλειμμένο με λάδι, να χτυπάτε τρυπάτε με μπουνιές χωσίματα και την τρίτη τη μέρα ιπποδρομία θα κάνετε και άλογο θα καταλικεύει. Το άλογο τ' άλλο και τα άρματα το ένα πάνω στο άλλο ανάσκελα φυσώντας και λαχάνιασμα σμίγοντας και άλλοι στις στροφές θα κείνται καβαλάρηδες ξέπνοοι. ∆εχθείτε ω Πρυτάνεις τη Θεωρία! (Την παραδίνει στον Πρύτανη που κάθεται επίσημα μπρ οστά. Αυτός την παίρνει και την τακτοποιεί δίπλα του) Κοιτάξτε τι πρόθυμα την πήρε ο Πρύτανης! Αν έλεγα παρ' την, χωρίς κέρδος όμως, δεν θα την έπαιρνες. Θα προφασιζόσουν τάχα ημέρα αργίας. ΧΟΡΟΣ Πόσο χρήσιμος είναι για όλον τον κόσμο ο τέτοιος ο άνθρωπος! ΤΡΥΓΑΙΟΣ Σαν την τρυγάτε θα καταλάβετε καλύτερα ποιος είμαι. ΧΟΡΟΣ Και τώρα το δείχνεις. Φάνηκες και είσαι, για όλους σωτήρας. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Θα δεις όταν πιείς το γιοματάρι κρασάκι της. ΧΟΡΟΣ Μετά απ' τους θεούς θα σ' έχουμε πρώτο. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Πολλά αξίζω εγώ ο Αθμωνίτης Τρυγαίος. Τους γεωργούς και τους δημότες απ' τα φυσικά τους απάλλαξα και τον Υπέρβολο στρίμωξα. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Τι θα κάνουμε τώρα εμείς; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Τι άλλο; Θα καθιερώσουμε γιορτή για τη θεά βράζοντας στις χύτρες διάφορους σπόρους. ΧΟΡΟΣ Στις χύτρες, όπως για τον γκρινιάρη τον Ερμάκο; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Τι να κάνουμε τότε; Θέλετε να σφάξουμε βόδι; ΧΟΡΟΣ Βόδι; Όχι! Να μη χρειαστεί βο(δ)ήθεια! ΤΡΥΓΑΙΟΣ Τότε γουρούνα παχιά και μεγάλη; ΧΟΡΟΣ Όχι. Όχι. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Γιατί; ΧΟΡΟΣ Του Θεαγένη η γουρουνίλα θα γεμίσει τον τόπο. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Τι άλλο τότε; ΧΟΡΟΣ Αρνί. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Αρνί; ΧΟΡΟΣ Ναι, μα το ∆ία! ΤΡΥΓΑΙΟΣ Ναι, αλλά τούτη η λέξη είναι Αθηναϊκή. ΧΟΡΟΣ Γι' αυτό ακριβώς! Όταν στην Εκκλησία του ∆ήμου κάποιος μας λέει να χωθούμε σε πόλεμο οι πολίτες φοβισμένοι θα λεν αθηναϊκά ... αρνι πέμαι. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Καλά το λες. ΧΟΡΟΣ Και να 'ναι μαλακοί ως προς τα άλλα. Αρνάκια αθώα μεταξύ τους να είναι και πιο αρνιά να 'ναι στους συμμάχους ακόμα. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Εμπρός τώρα, έλα. Το πρόβατο βρες κι εγώ το βωμό, να το ψήσουμε. ΧΟΡΟΣ Όλα που θέλει ο θεός και φέρνει η τύχη γίνονται όλα και το ένα με τ' άλλο στην ώρα τους έρχονται. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Εντάξει είναι. Κι ο βωμός είν' απέξω. ΧΟΡΟΣ Γρήγορα τώρα όσο το θείο αγέρι κρατά μακριά μας τον πόλεμο. Τώρα ο θεός φανερά το καλό μας χαρίζει. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Έτοιμο το κριθάλευρο, το στεφάνι κι η μάχαιρα. Η φωτιά περιμένει, το πρόβατο λείπει. ΧΟΡΟΣ Άντε κουνηθείτε άντε ο Χαίρης θα σας δει και θα έρθει να παίξει φλογέρα ακάλεστος κι έπειτα βέβαια αφού θα φυσά και θα κοπιάζει, φαΐ θα του δώσετε. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Έλα. Το αγίασμα πάρε και τη λεκάνη τα πρόσφορα και φέρε γύρω γύρω το βωμό. Ξεκίνα από τα δεξιά. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Αμέσως, εντάξει. Πες κι άλλο. Τελείωσα. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Φέρε το δαδί, στο νερό θα το σβήσω. Κάνε γρήγορα. Φέρε τα κριθάλευρα και πλύσου κι εσύ. Πάρε τη λεκάνη και ρίχνε στους θεατές τα κριθάλευρα. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Ρίχνω. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Έριξες τώρα; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Όσοι είναι και βλέπουν όλοι τους πήραν. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Οι γυναίκες δεν πήραν... ΥΠΗΡΕΤΗΣ Θα τους δώσουν το βράδυ οι άντρες τους. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Το ράντισμα τώρα. Ποιος είναι εδώ; Που είναι επιτέλους εδώ η αφρόκρεμα; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Φέρε σ' αυτούς. Αφρόκρεμα είναι. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Αυτούς λες αφρόκρεμα; ΥΠΗΡΕΤΗΣ ∆εν είναι; Τόσο τους καταβρέχουμε και ακούνητοι μένουν. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Τις ευχές και τα κριθάλευρα γρήγορα. ΧΟΡΟΣ Ευχόμαστε τώρα. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Σεμνή αρχόντισσα θεά Σεβάσμια Ειρήνη προστάτρια γάμων και χορών, τη θυσία μας δέξου. ΧΟΡΟΣ ∆έξου τη θυσία ω πολυτίμητη θεά και μην κάνεις ό,τι κι οι μοιχευόμενες κάνουν, που ανοίγουν κρυφά την εξώπορτα ψάχνοντας και σκύβουν σκοτώνοντας και μόλις δει κάποιος τραβιούνται και ξανασκύβουν σαν φύγει. Μην κάνεις έτσι κι εσύ, ω θεά! ΤΡΥΓΑΙΟΣ ∆είξου στους εραστές σου ολόκληρη δώσου που λιώνουμε για σένα, δεκατρία χρονάκια, λύσε τις ταραχές και τις μάχες να σε λέμε Λυσιμάχη, σταμάτα μας τις γκρίνιες που εφευρίσκουμε συνεχώς που ξεφωνίζουμε ο ένας στον άλλον. Ανακάτεψε τους Έλληνες όλους πάλι απ' την αρχή σε φιλίας χυλό, και το νου τους με πραότητα σμίξ' τον και άφεση, και να γεμίσει η αγορά ω θεά, μ' αγαθά και σκόρδα και σύκα και μήλα και ρόδια κι αγγούρια και κάπες μικρές για τους δούλους. Και κάνε να δούμε τους Βοιωτούς να μας φέρνουν χήνες και πάπιες και τροχίλους και φάσες και χέλια παχιά Κωπαϊδας, και να τρέχουμε εμείς πατείς με πατώ σε να παίρνουμε Μόρυχο σπρώχνοντας και Τελέα και Γλαυκέτη και βάλε και τους άλλους τους λαίμαργους. Και να έρθει κι ο Μελάνθιος όταν τελειώσουν και να βάλει τα κλάματα όπως η Μήδεια, "χάθηκα χάθηκα... μου τα πήραν όλα τα κρυμμένα στα σέσκουλα". Και ολόγυρα όλοι να ακούν και να χαίρονται. Αυτά που του ζητούμε πολυτίμητη δος τα μας. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Πιάσε το μαχαίρι και σφάξε τ' αρνί για θυσία. Καν' το μερίδες. ΤΡΥΓΑΙΟΣ ∆εν κάνει να σφάξουμε. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Τι; Γιατί; ΤΡΥΓΑΙΟΣ ∆εν της αρέσουν οι σφαγές της Ειρήνης ούτε ο βωμός της ματώνεται. Παρ' το μέσα, εκεί να γίνει η θυσία, και κόψε τα μπουτάκια του ωραία, και φερ' τα. Έτσι και το πρόβατο στο χορηγό απομένει. (Ο οικέτης παίρνει μέσα το αρνί για σφαγή. Ο Τρυγαίος θα ανάψει φωτιά) ΧΟΡΟΣ Στην πόρτα να είσαι, να μένεις και τις σχίζες να βάζεις να καις και όλα όσα πρέπει να τα κάνεις με τάξη. ΤΡΥΓΑΙΟΣ ∆εν σου φαίνεται ότι βάζω τις σχίζες σαν μάντης; ΧΟΡΟΣ Έτσι ακριβώς, δεν διαφέρεις σε τίποτα από τους έμπειρους. Όλα τα κάνεις, όλα που πρέπει ο μυαλωμένος να σκέφτεται προκομμένα, και με τόλμη. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Η σχίζα άναψε, ο Στιλβίδης ζηλεύει. Και θα φέρω εγώ το τραπέζι, δεν θέλω βοήθεια. ΧΟΡΟΣ Ποιος δεν θα παίνευε άνθρωπο τέτοιο που ζεύτηκε κι έσωσε την ιερή μας την πόλη; Οι πάντες και για πάντα θα σε ζηλεύουν Τρυγαίε. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Οι μερίδες έτοιμες. Στα κάρβουνα τώρα ψήνονται. Εγώ θα ξαναμπώ για λιχουδιές και εντόσθια. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Θα τα φροντίσω εγώ, μα θα 'πρεπε να 'σαι εδώ. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Εδώ είμαι. Έφτασα. Άργησα μήπως; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Ψήσ' τα καλά. Βλέπω και κάποιος φτάνει φορώντας στεφάνι! Ποιος είναι; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Αγύρτης μου μοιάζει, μάντης θα είναι. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Όχι. ∆εν είναι. Είναι ο Ιεροκλής από τον Ωρεό. Ο χρησμολόγος. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Τι θα μας πει τάχα; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Για τη θυσία θα πει, θα μας μαλώσει. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Όχι. Η τσίκνα του μύρισε και ήρθε. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Κάνε πως δεν τον βλέπουμε. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Έτσι πρέπει. Εντάξει. (Μπαίνει ο χρησμολόγος Ιεροκλής) ΙΕΡΟΚΛΗΣ Τι θυσία είναι αυτή και για ποιον; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Ψήνε εσύ και σιωπή. Και μην απλώνεις στο νεφρό! ΙΕΡΟΚΛΗΣ Για ποιον η θυσία; ∆εν θα μου πείτε; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Στάζει η ουρά του καλά; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Στάζει καλά, ω σεβάσμια φίλη Ειρήνη. ΙΕΡΟΚΛΗΣ Κάνε αρχή απ' τη θεά και δώσ' μου και μένα. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Πρώτα να ψηθεί. ΙΕΡΟΚΛΗΣ Κοίτα τούτα, είναι ψημένα. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Όποιος και να 'σαι πολύ ανακατεύεσαι. Κόβε τις μερίδες εσύ. Που είναι τραπέζι; Φέρε και κρασί για τη σπονδή. ΙΕΡΟΚΛΗΣ Η γλώσσα πάει χωριστά. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Το ξέρουμε πως πάει. Εσύ ξέρεις κάτι; ΙΕΡΟΚΛΗΣ Αν το πεις. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Μη μας μιλάς. Θυσιάζουμε στην Ειρήνη. ΙΕΡΟΚΛΗΣ Άμυαλοι θνητοί και δύστυχοι! Ω!... ΤΡΥΓΑΙΟΣ Ό,τι λες, στο κεφάλι σου να πέσει! ΙΕΡΟΚΛΗΣ Που άμυαλα κάνετε ειρήνη, μη ακούγοντας θεούς, με μαϊμουδοπονηρέματα... ΤΡΥΓΑΙΟΣ Μπου... χα... χα! ΙΕΡΟΚΛΗΣ Γιατί γελάς; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Μου άρεσε τα μαϊμουδοπονηρέματα! ΙΕΡΟΚΛΗΣ Και χαζοπούλια, που εμπιστεύεστε στις αλεπούδες τις πονηρές και μπαμπέσες... ΤΡΥΓΑΙΟΣ Μπα που ν' ανάψει το πλεμόνι σου σαν τούτη τη φωτιά! ΙΕΡΟΚΛΗΣ Αν οι Νύμφες δεν γελούσαν το Βάκης και ο Βάκης τους θνητούς και μήτε πάλι το Βάκη οι Νύμφες.. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Κακόχρονο θα 'χεις αν δεν πάψεις να βασίζεις... ΙΕΡΟΚΛΗΣ ∆εν ήταν θέληση θεών να λύσουμε την Ειρήνη... Έπρεπε πρώτα... ΤΡΥΓΑΙΟΣ Αλάτισε παιδί μου τούτα τα κοψίδια. ΙΕΡΟΚΛΗΣ ∆εν θέλουν οι Μακάριοι να λήξει το κακό πριν ζευγαρώσει με πρόβατο λύκος. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Και πως βρε κατάρατε θα πηδηχτούν λύκος με πρόβατο; Μπορεί; ΙΕΡΟΚΛΗΣ Όσο η βρωμούσα φεύγοντας βρωμάει και η σκύλα τα κουτάβια της τα γεννάει τυφλά απ' τη βιασύνη της... δεν έπρεπε να κλείσετε ειρήνη. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Τι έπρεπε τότε; Να πολεμάμε συνέχεια μέχρι να δούμε ποιος από τους δυο μας κλαίει περισσ ότερο; Ή να βρούμε τρόπο να γίνουμε αφέντες στην Ελλάδα κι εκείνοι κι εμείς, αφού το μπορούμε; ΙΕΡΟΚΛΗΣ Ο κάβουρας πάντα στραβά θα βαδίζει... ΤΡΥΓΑΙΟΣ Έτσι που έγινε δεν θα τρως άλλο στο Πρυτανείο. Ούτε πέραση θα 'χεις. ΙΕΡΟΚΛΗΣ Το καβούκι του αχινού δεν το λειαίνεις... ΤΡΥΓΑΙΟΣ ∆εν θα πάψεις να εξαπατάς τους Αθηναίους; ΙΕΡΟΚΛΗΣ Σύμφωνα με ποιο χρησμό κάνατε τη θυσία; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Με τον όμορφο εκείνο χρησμό του Ομήρου: "αφού του πολέμου τα σύννεφα τα 'διωξαν κάναν ειρήνη και ανάψαν βωμό κι αφού τα μπούτια ψήθηκαν και χόρτασαν εντόσθια γέμισαν τα ποτήρια και έκαναν σπονδές. Κι εγώ τα κανόνιζα, και κανένας δεν έδινε στο χρησμολόγο ποτήρι". ΙΕΡΟΚΛΗΣ ∆εν τα ξέρω αυτά. ∆εν τα είπε η Σίβυλλα. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Ο σοφός ο Όμηρος πανέξυπνα το είπε. "Άμυαλος κι ανόσιος και άσπιτος είναι εκείνος, που η ψυχή του αγαπά εμφύλιο πόλεμο". ΙΕΡΟΚΛΗΣ Σκέψου μήπως σε γελάσει με δόλο και σ' αρπάξει το γεράκι. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Φύλαγε εσύ τα εντόσθια παιδί μου. Τα απειλεί ο χρησμός του. Και φέρε κρασί για τις σπονδές και μεζέδες. ΙΕΡΟΚΛΗΣ Αν σας αρέσουν οι σπονδές, δώστε μου να... ρίξω και τη δική μου... ΤΡΥΓΑΙΟΣ Σπονδή! Σπονδή! ΙΕΡΟΚΛΗΣ Κάνε και για μένα και δώσ' μου μερίδα. ΤΡΥΓΑΙΟΣ ∆εν το θέλουν ακόμα οι μακάριοι θεοί. Εμείς τις σπονδές κι εσύ ξεφορτώσου μας. Έτσι ζητούν. Ω σεβάσμια Ειρήνη, μείνε μαζί μας για πάντα! ΙΕΡΟΚΛΗΣ ∆ώσε μου τη γλώσσα. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Φάε τη δική σου και φύγε. ΙΕΡΟΚΛΗΣ Σπονδή! ΤΡΥΓΑΙΟΣ Μαζί με τη σπονδή πάρε και τούτη γρήγορα. (Τον βαράει) ΙΕΡΟΚΛΗΣ ∆εν θα μου δώσει κανένας εντόσθια; ΤΡΥΓΑΙΟΣ ∆εν κάνει να δώσουμε πριν ζευγαρώσει λύκος μ' αρνί. ΙΕΡΟΚΛΗΣ Σας παρακαλώ στα γόνατα. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Άδικα ικετεύεις φιλαράκο. Το καβούκι του αχινού δεν το λειαίνεις. Ελάτε οι θεατές εδώ στα εντόσθια. ΙΕΡΟΚΛΗΣ Εγώ; Τι να φάω; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Τη Σίβυλλα φάε. ΙΕΡΟΚΛΗΣ Α! Μα τη Γη! ∆εν θα τα φάτε μόνοι σας! Στη μέση είναι για όλους. Θ' αρπάξω. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Παιδί χτύπα, χτύπα το Βάκη. ΙΕΡΟΚΛΗΣ Επικαλούμαι μάρτυρες! ΤΡΥΓΑΙΟΣ Κι εγώ. Γιατί είσαι λαίμαργος και αγύρτης! Χτύπα τον παιδί μου και κράτα μακριά τον αλαζόνα. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Χτύπα τον εσύ. Εγώ θα τον ξεφλουδίσω, θα του βγάλω τις προβιές που τόσα χρόνια μας γελούσε και τις έπαιρνε. Βγάλε την προβιά με ψευτομάντη. Να το κοράκι πως ήρθε απ' τον Ωρεό! Ξαναπέτα στο Ελύμνιο γρήγορα! (Ο οικέτης "ξέντυσε" το χρησμολόγο και μετά έφυγε!) ΧΟΡΟΣ Χαίρομαι. Χαίρομαι. Τέρμα το κράνος, το τυρί, τα κρεμμύδια! ∆εν μ' αρέσουν οι μάχες μ' αρέσει το τζάκι με φίλους, με άντρες και τα ξύλα να καίνε καλοκαίρι που τα μάζεψα καλοκομμένα και να ψήσω στραγάλια και γλυκά βαλανίδια και με τη δούλα να πάω όσο λούζεται η κυρά. Το πιο καλό είναι η σπορά να τελειώσει ο ουρανός να ποτίζει και να πεις σ' ένα γείτονα "Βρε Κωμαρχίδη, τι κάνουμε τώρα;" Αφού ο θεός τα φέρνει καλά, θέλω να πω. Βράσε γυναίκα τρεις κούπες φασόλια βάλε και στάρι και φέρε και σύκα και να πάει η δούλα να πει στο Μανή να 'ρθει απ' το αμπέλι. Ούτε βλαστολόγημα ούτε βωλοκόπημα γίνεται σήμερα, λάσπη το χώμα. Κι από μέσα να φέρει κάποιος την τσίχλα και τους σπίνους τους δυο. Και πρωτόγαλα είχα και λαγοκόμματα τέσσερα εκτός κι αν τ' απόβραδο μπήκε η γάτα και πήρε το ένα γιατί άκουσα θόρυβο και φασαρία. ∆εν ξέρω. Φέρε τα τρία απ' τα τέσσερα, άντε, και δώσε το άλλο στον πατέρα, το τέταρτο. Και ζήτα από τον Αισχινάδη καρπισμένες μυρσίνες και πες στο Χαρινάδη, από εκεί θα περάσεις, να έρθει να πιεί μαζί μας μια που του θεού η χάρη το κρασί το πέτυχε. Όταν ο τζίτζικας το γλυκοτράγουδο λαλεί χαίρομαι κι αποχαζεύω τα λημνώτικα αμπέλια μου που γλυκωρίμασαν , είναι ράτσα πρώιμη, και τα σύκα να φουσκώσουν κι όταν γίνουν μέλι γλύκα τα ζουπώ στο στόμα μου και πίνω θυμαρόμελο μετά και τα ανακατεύω. Κατακαλόκαιρο έτσι μ' αρέσουν οι ξάπλες παρά το θεομίσητο στρατηγό μας να βλέπω με τρία λοφία κι ολοκόκκινη χλαίνη που καμαρώνοντας λέει "η μπογιά είναι απ' τις Σάρδεις" κι αν πάει να μπει στη μάχη φορώντας την κατακόκκινος γίνεται απ' το φόβο κι ο ίδιος και πρώτος, το σκάζει το λειρί του κουνώντας σαν αλογοκόκκορας, κι εγώ μένω στην παγίδα. Και ύστερα στο γυρισμό τα ακάμωτα κάνουν κι άλλους μας στρατολογούν, μα άλλους γραφοσβήνουν και δυο και τρεις φορές ... και όλο "αύριο ξεκινάμε". Και κάποιος που δεν το ήξερε πως πάει για εκστρατεία, δεν φρόντισε για τρόφιμα, και ύστερα μπροστά στη Στήλη του Πανδίονα βλέπει το όνομά του και ανάστατος ορμά και αρχίζει να κοιτάει γύρω του άγρια. Τέτοια μας κάνουν εμάς τους αγρότες , στους αστούς κάνουν τα λιγότερα, αυτοί οι ριψάσπιδες για θεούς και θνητούς. Κι αν θέλει ο θεός, λόγο θα δώσουν που πολύ με αδίκησαν. Κάνουν τα λιοντάρια στην πόλη αλλά στη μάχη είναι αλεπούδες. (Φτάνει ένας με δρεπάνια και κάδους. Είναι ο δρεπανουργός. Μετά ακολουθούν κι άλλοι επαγγελματίες) ΤΡΥΓΑΙΟΣ Πω πω! Τι κόσμος στο γάμο μου πλάκωσε! Έλα! Σκούπισε τα τραπέζια με τα λοφία του κράνους, άχρηστα είναι και ύστερα άπλωσε πάνω τις τσίχλες και πίτες και λαγούς και φραντζόλες. ∆ΡΕΠΑΝΟΥΡΓΟΣ Που είναι ο Τρυγαίος; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Ετοιμάζω τις τσίχλες. ∆ΡΕΠΑΝΟΥΡΓΟΣ Τρυγαίε μου, φίλτατε, τι καλά έκανες που έφερες την Ειρήνη, γιατί κανείς μέχρι τώρα δρεπάνι δεν έπαιρνε , και τζάμπα να το 'δινα, και τώρα πουλώ χίλιες το ένα και πεντακόσιες τον κάδο! Πάρε Τρυγαίε δρεπάνια και κάδους, πάρε κι αυτά κι ό,τι θέλεις και χάρισμα. Απ' τα κέρδη σ' τα φέρνω για το γάμο σου δώρο. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Μπράβο καλόπαιδο. Ας τα και πέρνα στο τραπέζι για φίλεμα. Έρχεται όμως και κάποιος κατσούφης! Έμπορος όπλων! ΛΟΦΟΠΟΙΟΣ Τρυγαίε, με χαντάκωσες! ΤΡΥΓΑΙΟΣ Τι είναι κακόμοιρε; Λοφοαρρώστια σε βάρεσε; ΛΟΦΟΠΟΙΟΣ Μου χάλασες το επάγγελμα, μου πήρες το βιος και τουτουνού κι εκείνου του κονταρά, κι αυτουνού. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Τι να σου δώσω γι' αυτά τα λοφία; ΛΟΦΟΠΟΙΟΣ Τι δίνεις εσύ; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Τι δίνω; Ντρέπομαι. Επειδή όμως το πιάσιμό τους πάνω στο κράνος έχει ψιλοδουλειά, σου δίνω μια τσαπέλα σύκα. Τις θέλω αυτές τις φούντες για τραπεζοσφούγγαρα. ΛΟΦΟΠΟΙΟΣ Μπες και φέρε την τσαπέλα. Απ' το τίποτα καλά τα σύκα. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Α πα πα! Φύγε! Στ' ανάθεμα φύγε! Τριχόπτωση έχουν οι φούντες. Μαδούν. Ούτε για σύκο δεν θα τις έπαιρνα. ΘΩΡΑΚΟΠΩΛΗΣ Τι να τον κάνω τούτον το θώρακα που ταιριάζει σαν δέρμα πάνω στο σώμα! ∆έκα μνες αξίζει. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Να μην ζημιώσεις στο κόστος τον παίρνω. Καλός για βραδυνό δοχείο. ΘΩΡΑΚΟΠΩΛΗΣ Πάψε να βρίζεις τα έργα μου. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Έτσι να τον κρατώ... και τρεις πετρίτσες μαζί μου, εντάξει; ΘΩΡΑΚΟΠΩΛΗΣ Και πως θα σκουπιστείς ρε χωριάταρε; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Από κείνη την τρύπα θα περάσω το χέρι. Και απ' αυτήν. ΘΩΡΑΚΟΠΩΛΗΣ Και απ' τις δύο βρε; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Βέβαια. Να μην τη βουλώσω τη μία και μου πουν καταργώ κωπηλάτες. ΘΩΡΑΚΟΠΩΛΗΣ Καθιστός βρε θα χρησιμοποιείς θώρακα δέκα μνων; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Γιατί όχι; Για πόσο νομίζεις θα πουλούσα τον πισινό μου; ΘΩΡΑΚΟΠΟΙΟΣ Έλα, άντε, φέρε τα χρήματα. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Αχ αχ άτυχε! Κρίμα! Με τρυπάει εδώ να! Στον κόκκυγα πάνω. Παρ' τον και φύγε. ∆εν αγοράζω. ΣΑΛΠΙΓΓΟΠΟΙΟΣ Και τούτη τη σάλπιγγα τι να την κάνω; Μου στοίχισε εξήντα δραχμές. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Χύσε μέσα της μολύβι. Βάλε κι από πάνω βέργα μακρουλή.. θα φτιάξεις συντριβάνι. ΣΑΛΠΙΓΓΟΠΟΙΟΣ Με κοροϊδεύεις; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Άκου μια άλλη συμβουλή. Χύσε μέσα το μολύβι, όπως είπα, κι από εδώ με το σπαγγάκι κρέμα ζυγαριά να την έχεις στο χωράφι να ζυγίζεις τα σύκα που δίνεις στους δούλους σου. ΚΡΑΝΟΠΟΙΟΣ Βρωμοδαίμονα βρε με χαντάκωσες! Πόσο ακριβά μου στοίχισαν τούτα τα κράνη, και τώρα τι να τα κάνω; Ποιος θα τα πάρει με την Ειρήνη που έφερες; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Να τα πας να τα πουλήσεις στην Αίγυπτο. Άντε. Είναι καλά να μετρούν το καθάρσιό τους. ΚΟΝΤΑΡΑΣ Αλί μας κρανοποιέ! Μεγάλο κακό πάθαμε! ΤΡΥΓΑΙΟΣ Αυτός δεν έπαθε τίποτα. ΚΟΝΤΑΡΑΣ ∆εν έπαθε; Τι θα τα κάνει τα κράνη του; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Αν μάθει να βάζει μεγάλα χερούλια θα τα πουλά ακριβότερα τότε. ΚΡΑΝΟΠΟΙΟΣ Πάμε κονταρά να φύγουμε. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Όχι. Εγώ τα κοντάρια αυτουνού τ' αγοράζω. ΚΟΝΤΑΡΑΣ Πόσα δίνεις; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Αν κοπούν στα δυο, τα παίρνω για παλούκια. ∆έκα δραχμές τα εκατό. ΚΟΝΤΑΡΑΣ Μας κοροϊδεύουν φίλε. Πάμε. (Φεύγουν κι αυτοί. Έρχονται δυο παιδάκια, είναι του Λάμαχου και του Κλεώνυμου) ΤΡΥΓΑΙΟΣ Α, μα το ∆ία, βγαίνουν και τα παιδάκια των καλεσμέν ων για τσίσια , και να προβάρουν τα τραγούδια που θα πουν στη γιορτή. Έλα αγοράκι μου. Το τραγουδάκι που θα πεις στάσου εδώ κοντά μου και πες το. ΠΑΙ∆Ι (Λάμαχου) Να αρχίσω για άντρες σπουδαίους στα όπλα. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Πάψε βρε κακόμοιρο να λες για οπλισμένους! Ειρήνη τώρα έχουμε, δεν ξέρεις; Γρουσούζικο είσαι. ΠΑΙ∆Ι ... που όταν βρέθηκε ο ένας στον άλλον ενάντια χυμούσαν ακράτητοι και οι ασπίδες χτυπούσαν με τα κοντάρια... ΤΡΥΓΑΙΟΣ Ασπίδες βρε; Πάψε να τις θυμίζεις. ΠΑΙ∆Ι ... και τότε άκουγες ιαχές και βογγητά... ΤΡΥΓΑΙΟΣ Βογγητά βρε, θα σ' τις βρέξω μα το ∆ία! Μη λες για βογγητά και για ασπίδες. ΠΑΙ∆Ι Τι να πω τότε, πες τι σ' αρέσει. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Ότι μοίραζαν το κρέας το μοσχαρίσιο, και τέτοια. Ότι έστρωναν τραπέζι με τα καλύτερα φαγιά. ΠΑΙ∆Ι ... και μοίραζαν τότε κρέας βοδιών και ξέζευαν τα άτια που έσταζαν ιδρώτα, αφού πόλεμο χόρτασαν... ΤΡΥΓΑΙΟΣ Εντάξει. Χόρτασαν πόλεμο και ύστερα έτρωγαν. Αυτό να τραγουδάς. Αυτό. Χορτασμένοι ότι έτρωγαν. ΠΑΙ∆Ι ... και ντύθηκαν πάλι ασπίδες όταν χόρτασαν... ΤΡΥΓΑΙΟΣ Στα αστεία το έκαναν. ΠΑΙ∆Ι ... και απ' τα κάστρα ξεχύθηκαν και βοή ξεσηκώθη μεγάλη πολέμου! ΤΡΥΓΑΙΟΣ Άντε να χαθείς παλιόπαιδο...ανόητο! Κι εσύ και οι μάχες σου! Ποιανού είσαι βρε; ΠΑΙ∆Ι Εγώ; ΤΡΥΓΑΙΟΣ Εσύ βέβαια. ΠΑΙ∆Ι Του Λάμαχου είμαι. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Πω πω! Θα έσκαγα αν δεν ήσουν γιος κάποιου που αγαπάει τον πόλεμο και κλαίει όταν πάει! Τσακίσου και τράβα να το πεις σε πολεμόχαρους. Που είναι το αγοράκι του Κλεώνυμου; Έλα. Τραγούδα κι εσύ κάτι πριν μπεις. Μυαλωμένου γιος είσαι, δεν θα πεις για πόλεμο. ΠΑΙ∆Ι Την ασπίδα μου τη χαίρεται κάποιος Σάιος. ∆ίπλα σε θάμνο την πέταξα φεύγοντας όμορφη ήταν... ΤΡΥΓΑΙΟΣ Βρε, για τον πατέρα σου το λες; ΠΑΙ∆Ι ... μα τη ζωή μου την έσωσα. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Τον πατέρα σου ντρόπιασες! Άντε μέσα τώρα! Γιος πατέρα τέτοιου, δεν θα το ξεχάσεις όταν θα το λες. (Φεύγουν τα παιδιά. Οι δούλοι βγάζουν έξω τα φαγητά) Τώρα δουλειά σας, εσείς που απομείνατε μάσα γερή και ξεσκόνισμα όλα. Ριχτείτε επάνω στα φαγιά μας σαν άντρες. Να ανοιγοκλείνουν οι μασέλες γερά. Τα δόντια για δουλειά τους το μάσημα έχουν. Ειδαλλιώς, δεν είναι τίποτα. ΧΟΡΟΣ Τη δουλειά μας την ξέρουμε, μα καλή η συμβουλή σου. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Ε, πεινασμένοι! Στα λαγοκόμματα εμπρός. ∆εν βρίσκονται πάντα φραντζόλες και πίτες στο δρόμο αδέσποτες. Φάτε τις, μπρος, να μη μετανιώσετε. (Γίνεται το φαγοπότι) ΧΟΡΟΣ Τώρα σιωπή και κάποιος να βγάλει έξω τη νύφη και λαμπάδες να φέρει κι όλοι να εύχονται και μπράβο να λένε. Να πάμε ξανά στα χωριά και χωράφια μας αφού χορέψουμε κι αγαπηθούμε και τον Υπέρβολο διώξουμε και στους θεούς ευχηθούμε πλούτο να δίνουν στους Έλληνες και όλοι τους να 'χουνε στάρι πολύ και βαρέλια πολλά και γεμάτα και σύκα να τρώμε και να γεννούν οι γυναίκες μας και τ' αγαθά όσοι χάσαμε να τα μαζέψουμε πάλι Να πεθάνουν τα όπλα! (Βγάζουν έξω την Οπώρα νύφη) ΤΡΥΓΑΙΟΣ Έλα γυναίκα μου όμορφη στο χωράφι μαζί, να ξαπλώσουμε! (Αρχίζει "διάλογος" ανάμεσα στα δυο Ημιχόρια) ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α Ύμέναιε! Υμέναιε! Ω! ΗΜΙΧΟΡΙΟ Β Ω τρισμακάριε! Ω! Όλα τα αγαθά σου πρέπουν και τα έχεις. ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α Υμέναιε! Ω! ΗΜΙΧΟΡΙΟ Β Υμέναιε, Ω ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α Τι θα την κάνουμε τώρα αυτήν; ΗΜΙΧΟΡΙΟ Β Τι θα την κάνουμε τώρα αυτήν; ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α Θα την τρυγήσουμε. ΗΜΙΧΟΡΙΟ Β Θα την τρυγήσουμε. ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α Το γαμπρό να τον φέρουμε σηκωμένο στα χέρια οι προσκεκλημένοι! Εμπρός! ΗΜΙΧΟΡΙΟ Β Υμέναιε! Ω! ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α Υμέναιε! Ω! (Σηκώνουν τον Τρυγαίο στα χέρια) ΤΡΥΓΑΙΟΣ Να ζήσετε καλά Να μη δείτε πίκρες Να συκομαζεύετε. ΗΜΙΧΟΡΙΟ Β Υμέναιε! Ω! ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α Υμέναιε! Ω! ΗΜΙΧΟΡΙΟ Β Αυτός μεγάλος και τρανός. ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α Αυτή γλυκειά σαν σύκο. ΤΡΥΓΑΙΟΣ Όταν φας και πιείς πολύ τότε θα το πεις. ΧΟΡΟΣ Υμέναιε! Ω! ΤΡΥΓΑΙΟΣ Ω χαίρετε άντρες χαίρετε! Κι αν μ' ακολουθήσετε θα φάτε και φραντζόλα. ΤΕΛΟΣ
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ΑΧΑΡΝΗΣ 425 π.Χ. ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ ΜΕΓΑΡΕΥΣ ΚΗΡΥΚΑΣ ΑΜΦΙΘΕΟΣ ΠΡΕΣΒΕΙΣ ΒΟΙΩΤΟΣ ΨΕΥ∆ΑΡΤΑΒΑΣ ΝΙΚΑΡΧΟΣ ΘΕΩΡΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΧΟΡΟΣ ΚΟΡΗ ΓΕΩΡΓΟΣ ΚΗΦΙΣΟΦΩΝΤΑΣ ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΙ ΛΑΜΑΧΟΣ ΠΡΟΣΩΠΑ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ Η Αθήνα και η Σπάρτη βρίσκονται ήδη στον 6ο χρόνο του μεταξύ τους πολέμου. Ο αγροτικός πληθυσμός της Αθήνας έχει μαζευτεί μέσα στα τείχη της πόλης όπου οι συνθήκες ζωής είναι δραματικές. Ο Αθηναίος αγρότης ∆ικαιόπολης είναι απογοητευμένος γιατί οι πολίτες δεν πηγαίνουν στις συνελεύσεις, οι πολιτικοί δεν νοιάζονται για την ειρήνη, και η διαχείριση των κοινών είναι αδιαφανής. Βλέποντας ότι αυτά επαναλαμβάνονται και στην συνέλευση αυτής της ημέρας, αποφασίζει να κλείσει μόνος του ειρήνη με την Σπάρτη και έτσι αρχίζει να απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα που αυτό συνεπάγεται... (Ο χώρος της Πνύκας άδειος ακόμα. Στο κέντρο της ο ∆ικαιόπολης μόνος του. Σε λίγο, στο γύρω χώρο, εμφανίζονται πολίτες) ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Οι δαγκωνιές στην καρδιά μου είναι πολλές, οι χαρές λιγοστές, πολύ λίγες, τέσσερις. Οι πόνοι χίλιοι τέσσερις. Άντε να θυμηθώ τι χαρά άξια έζησα. Εκείνο που είδα και η καρδιά μου ευφράνθηκε είναι τα πέντε τάλαντα που ξέρασε ο Κλέωνας Έ αχ πολύ το χάρηκα αυτό και αγαπάω τους Ιππείς γι' αυτό τους το έργο. Αυτό το τιμάει η Ελλάδα! Πόνος όμως ήταν το άλλο στο θέατρο, που περίμενα όλος λαχτάρα Αισχύλο και ο κήρυκας είπε "Θέογνη το Χορό σου"! Τι ταμπλάς ήταν! Το άλλο που χάρηκα ήταν που μπήκε στη σκηνή ο ∆εξί θεος Έ μετά απ' τον Μόσχο, να τραγουδήσει Βοιώτικα, μα άνοιξε γη κι αλληθώρισα φέτος που μπήκε να πει λεβέντικο ύμνο μπαταρισμένος ο Χαίρης (ο φάλτσος). Και από τότε που άρχισα και πλένω το πρόσωπο ποτέ δεν μου έτσουξε η βρώμα τα μάτια όσο τώρα που έχουμε Συνέλευση επίσημη κι είναι πρωί κι η Πνύκα μας άδεια! Κι όμως στην αγορά φλυαρίες και τσάρκες και φευγάλες μην πέσει το φούμο του μπόγια κι οι πρυτάνεις δεν έρχονται κι όλο αργούν και ύστερα σπρώχνονται, όσοι αργήσουν, να βρουν ν' αγκαζάρουν θέση μπροστά.. Και για ειρήνη Έ για το αν και το πώς... ούτε λόγο δεν κάνουν. Αχ πατρίδα μου Αθήνα! Κι εγώ πάντα πρώτος παρών στη Συνέλευση προσμένω και κάθομαι και μόνος βαριέμαι και ρίχνω στεναγμούς και χαζεύω και χασμο υριέμαι, σέρνω γραμμές στο χώμα και ξύνομαι και μαδάω τα μαλλιά μου και φέρνω στο νου τα χωράφια και σκέφτομαι. Αγαπώ την ειρήνη, τη βαριέμαι την πόλη, τους χωριανούς μου ποθώ που ποτέ τους δεν είπαν "δώσε για κάρβουνο, δώσε για ξί δι, για λάδι" και τέτοια. Τα παράγουνε μόνοι τους, το "αγοράζω" δεν το ξέρουν. Κ αι τώρα που ήρθα πανέτοιμος είμαι για φωνές και προγκίγματα και να βαρέσω τον όποιον πάει να πει για οτιδήποτε άλλο εκτός για ειρήνη. (Μπαίνουν στην Πνύκα οι πρυτάνεις. Πίσω τους ακολουθούν και σπρώχνονται πολίτες) Α! οι πρυτάνεις! Μεσημέριασε κι ήρθαν! ∆εν έβγαζαν λόγο; Εμ το έλεγα εγώ. Για πρωτεία στριμώχνονται όλοι. ΚΗΡΥΚΑΣ Προχωρείτε. Προχωρείτε ο κόσμος! Στις θέσεις που ορίστηκαν όλοι! ΑΜΦΙΘΕΟΣ Μίλησε κανείς ως τώρα; ΚΗΡΥΚΑΣ Ποιος θέλει να μιλήσει; ΑΜΦΙΘΕΟΣ Εγώ. ΚΗΡΥΚΑΣ Ποιος είσαι εσύ; ΑΜΦΙΘΕΟΣ Αμφίθεος. ΚΗΡΥΚΑΣ Όχι θνητός; ΑΜΦΙΘΕΟΣ Αθάνατος είμαι. Ο Αμφίθεος ήταν της ∆ήμητρας και του Τριπτόλεμου που έκανε τον Κελεό και ο Κελεός παντρεύτηκε την Φαιναρέτη, τη γιαγιά μου, και έκανε το Λυκίνο. Από τον Λυκίνο εγώ. Αθάνατος είμαι. Σε μένα ανάθεσαν οι θεοί να κάνω ειρήνη με τους Σπαρτιάτες, μονάχος μου. Αλλά μ' όλο που είμαι αθάνατος, κρίμα, δεν έχω παράβολο Έ οι πρυτάνεις δεν δίνουν. ΚΗΡΥΚΑΣ Τοξότες! Στο έργο σας! (Έρχονται φρουροί να βγάλουν έξω τον Αμφίθεο. Αυτός ξεγλιστρά. Αργότερα πλησιάζει στο ∆ικαιόπολη) ΑΜΦΙΘΕΟΣ Τριπτόλεμε και Κελεέ! Το ανέχεστε αυτό; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Άντρες Πρυτάνεις! Το στόμα του κλείνετε! Το δήμο ντροπιάζετε! Ειρήνη θέλει ο άνθρωπος! Λέει "όχι στις ασπίδες"! ΚΗΡΥΚΑΣ Κάτσε κάτω και πάψε. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Αν δεν πάρετε απόφαση για την ειρήνη θα φωνάζω, μα τον Απόλλωνα! ΚΗΡΥΚΑΣ Να έρθουν οι πρέσβεις από το Βασιλέα. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ποιο Βασιλέα; Μου τη δίνουν πρέσβεις ψηλομύτηδες παγόνια. ΚΗΡΥΚΑΣ Πάψε είπα. (Μπαίνουν πρέσβεις με στολές και λούσα) ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Μπα. Μπα. Μπα! Μπαξ! Εκβάτανα ολόκληρα! ΠΡΕΣΒΗΣ Μας στείλατε στο Μέγα Βασιλιά με δέκα καφετιά αποζημίωση τη μέρα όταν ήταν άρχοντας ο Ευθυμένης... ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ωχ! Κρίμα στα δεκαχίλιαρα! ΠΡΕΣΒΗΣ Κακοπάθαμε στους κάμπους του Καϋστρου. Περιπλανιόμασταν μέναμε σε σκηνές. Πάνω σε αρμάμαξες τη βγάζαμε σκέτο σακάτεμα... ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Εγώ πέρναγα πολύ καλά πολεμώντας στο κάστρο και κοιμόμουν σε αχυρόστρωμα! ΠΡΕΣΒΗΣ Κι όταν μας τραπέζωναν έπρεπε να πίνουμε μέχρι σκασμού, με το ζόρι, άκρατο γλυκό κρασί σε χρυσογυάλινα ποτήρια... ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Αθήνα κοροϊδάρα μου! Ακούς τους πρέσβεις τι ρεζίλεμα έπαθαν; ΠΡΕΣΒΗΣ Μόνο όσοι τρώνε και πίνουν πάρα πολύ, αυτοί έχουν πέραση στους βάρβαρους άντρες. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Και σε μας οι τέτοιοι κι οι αποτέτοιοι. ΠΡΕΣΒΗΣ Στον τέταρτο χρόνο μόνο φτάσαμε στο βασιλιά, αλλά αυτός με το στρατό του είχε πάει προς νερού του για οχτώ μήνες πάνω σε χρυσά βουνά. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Πόσος χρόνος πήρε να ξανασφίξει ο πισινός του; ΠΡΕΣΒΗΣ Όσο να γεμίσει το φεγγάρι. Κι έπειτα που γύρισε μας έκανε τραπέζι βόδια στο φούρνο, ολόκληρα! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Πω πω τι περηφάνιες! Είδε ποτέ κανένας βόδια φουρνιστά; ΠΡΕΣΒΗΣ Ναι. Και μα το ∆ία, μας πρόσφεραν για γεύμα ένα πουλί τεράστιο, τριπλάσιο από τον Κλεώνυμο που το έλεγαν Φενάκη. Ξεγελαστή. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Γι' αυτό κι εσύ μας ξεγελούσες παίρνοντας δυο δραχμές τη μέρα. ΠΡΕΣΒΗΣ Και τώρα γυρίσαμε φέρνοντας μαζί τον Ψευδαρτάβα, το Μάτι του Βασιλιά. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Α, που να σου το φάει κόρακας το μάτι. Κι αυτουνού και το δικό σου! ΚΗΡΥΚΑΣ Το Μάτι του Βασιλιά του Μέγα! Ιδού! (Ντυμένος βαριά και με ένα μεγάλο φτιαχτό μάτι στο μέτωπο έρχεται ο Ψευδαρτάβας. Τον συνοδεύουν δυο ευνούχοι) ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Άρχοντα Ηρακλή μου, αμάν! Για το θεό σου άνθρωπέ μου! Καραβίσιο μάτι έχεις ή στρίβοντας κάβο ψάχνεις όρμο να αράξεις; Και τα μάτια σου κάτω ξεφούσκωτες φούσκες! ΨΕΥ∆ΑΡΤΑΒΑΣ Ιαρταμάν εξάρξαν απισσόνα σάτρα ΠΡΕΣΒΗΣ Καταλάβατε τι λέει; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Όχι, μα τον Απόλλωνα! ΠΡΕΣΒΗΣ Λέει θα μας στείλει ο βασιλιάς τους χρυσό! Πες Ψευδαρτάβα για το χρυσό καθαρά. Τι ακριβώς; ΨΕΥ∆ΑΡΤΑΒΑΣ Ντεν παρει χρυσό χασκοκώλο Ατήνο. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ωι μου ώι μου! Ξεκάθαρα λόγια! ΠΡΕΣΒΗΣ Τι είπε τώρα; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Τι; Χασκοκώληδες μας λέει τους Αθηναίους αν περιμένουμε χρυσάφι απ' τους Πέρσες. ΠΡΕΣΒΗΣ ∆εν λέει έτσι. Λέει για χρυσά σακιά. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ποια σακιά ρε; Μεγαλόμπουφος είσαι. Άντε στην άκρη να τον ρωτήσω εγώ. (Ο ∆ικαιόπολης, που συχνά μονολογούσε ως τώρα, απευθύνεται στους συνοδούς του Ψευδάρταβα) Έλα εσύ πες καθαρά, μίλα μπροστά του να μη σε κάνει κόκκινο τούτος ο ράβδος. Θα μας στείλει ο βασιλιάς χρυσάφι; (Ο συνοδός κάνει νόημα όχι) Aρα μας κοροϊδεύουν οι πρέσβεις! (Ο συνοδός νεύει ναι) Α! Σαν Έλληνας έκανε νεύμα αυτός! ∆εν μπορεί να είναι Πέρσες! Έλληνες Είναι. Είναι από δω! Από τους δυο αυτούς ευνούχους τον έναν τον ξέρω, είναι ο Κλεισθένης, ο γιος του Σιβύρτα! Βρε συ βρε κώλε αναμμένε βρε μαϊμού με γένια, γιατί μας ήρθες παριστάνοντας τον ευνούχο; ΚΗΡΥΚΑΣ Κάθισε κάτω. Σώπα. Τον Οφθαλμό του Βασιλιά τον καλεί η Βουλή στο Πρυτανείο. (Ο Ψευδαρτάβας αποχωρεί τον συνοδεύουν) ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Βρε κρέμασμα θέλουν! Εγώ στραγγίζω και γι' αυτούς η πόρτα πάντα ανοιχτή να μπαίνουν για τραπέζωμα! Θα τους κάνω εγώ χουνέρι μεγάλο. Θα τρομάξουν. Ο Αμφίθεός μου που είναι; ΑΜΦΙΘΕΟΣ ∆ίπλα σου είμαι. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Τσάκω αυτό το δεκαχίλιαρο Αμφίθεε. Και τράβα γραμμή και κάνε ειρήνη με τη Σπάρτη. Μόνο για μένα και για τα παιδιά μου και για τη φιλενάδα μου. Έλα. Και στέλνετε εσείς πρεσβείες και να χάσκετε. (Ο Αμφίθεος ξεγλιστρά και φεύγει... για τη Σπάρτη) ΚΗΡΥΚΑΣ Να έρθει ο Θέωρος που πήγε στο Σιτάλκη. ΘΕΩΡΟΣ Εδώ είμαι. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Aλλον πάλι φαφλατά κάλεσε ο κήρυκας! ΘΕΩΡΟΣ ∆εν θα έμενα πολύ καιρό στη Θράκη... ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Αν δεν σε καλοπλήρωναν μα το ∆ία! ΘΕΩΡΟΣ Αν δεν χιόνιζε και σκέπαζε τη Θράκη και πάγωσε το κρύο και τους ποταμούς... ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Θα 'ταν τότε που ο Θέογνης εδώ ανέβασε το έργο του. ΘΕΩΡΟΣ Όλο τον καιρό με το Σιτάλκη τα 'πινα! Μα πολύ φιλαθηναίος είναι, καταπληκτικά, και σας αγαπάει στ' αλήθεια και το 'γραψε και στα ντουβάρια του "ωραίοι κώλοι οι Αθηναίοι". Κι ο γιος του, που τον κάναμε επίτιμο δημότη, του σηκώθηκε να φάει σαλάμι απατουρνιώτικο και κόλλαγε στον πατέρα του να βοηθήσει την καινούργια του πατρίδα... Κι ορκίστηκε ο πατέρας του να βοηθήσει με τόσο στρατό, που οι Αθηναίοι θα πουν "πω πω ακρίδες σύννεφο πλάκωσαν"! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Να πέθαινα κακήν κακώς και ένα μόνο αν πίστευα. Εκτός απ' τις ακρίδες. ΘΕΩΡΟΣ Και σας έστειλε το πιο πολεμικό δείγμα της Θράκης! Να το! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Φως φανάρι όπως βλέπω! ΚΗΡΥΚΑΣ Να 'ρθουν οι Θράκες που έφερε ο Θέωρος. (Προχωρούν μεγαλόσωμοι και άγριοι, κακοντυμένοι άντρες) ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Αμάν! Τι είναι ρε αυτό το κακό! ΘΕΩΡΟΣ Στρατός Οδομάντων! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Τι Οδομάντων ρε! Πες μας τι είναι. Ποιος τους ξετρίχωσε έτσι; ΘΕΩΡΟΣ Αυτοί με δυο καφετιά τη μέρα σου την πλιατσικολογούν ολόκληρη τη Βοιωτία! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ ∆υο καφετιά σ' αυτούς τους αποτριχωμένους; Πως θα το ανέχονταν οι κωπηλάτες το υπό; Οι σωτήρες της πατρίδας; (Μερικοί Οδόμαντοι πλησίασαν το ∆ικαιόπολη και του πήραν απ' το σακίδιό του σκόρδα) Αχ ο δύστυχος! Αχ καταστρέφομαι! Μου τα φάγαν τα σκόρδα οι Οδόμαντοι! Τα σκόρδα μου ρε σεις! ΘΕΩΡΟΣ Ε! καβγατζή! Μην τους πας κόντρα... Είναι σκορδωμένοι! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Θα τ' ανεχθείτε εσείς, οι πρυτάνεις, να πάσχω εγώ στην πατρίδα μου τέτοια από βαρβάτους τέτοιους; Αρνούμαι στη Συνέλευση ν' αποφασίσει πληρωμή με μα ζώματα τέτοια! ΚΗΡΥΚΑΣ Η Συνεδρίαση λύεται. Να φύγουν οι Θράκες να έρθουν μεθαύριο. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Αχ ο καημένος, τη σκορδαλιά μου την ξάφρισαν! (Ο κόσμος φεύγει, ο ∆ικαιόπολης βγαίνει. Φτάνει ο Αμφίθεος τρέχοντας, κρατάει τρία δοχεία) Α! Ο Αμφίθεος όμως! Που πήγε στη Σπάρτη για σπονδές! Και επέστρεψε! Χαίρε Αμφίθεε! ΑΜΦΙΘΕΟΣ Πρώτα να σταματήσω να τρέχω και το χαίρε μετά. Πρέπει να γλιτώσω απ' τους Αχαρνιώτες! Με τρέχουν. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Τι συμβαίνει; ΑΜΦΙΘΕΟΣ Έτρεχα εγώ, ερχόμουν, ειρήνη σου έφερνα μα με μυρίστηκαν κάτι γέροι Αχαρνιώτες κούτσουρα και στριμμένοι, κακόβραστα στειλιάρια, Μαραθωνομάχοι Και με πήραν ξοπίσω και φώναζαν "βρε κάθαρμα φέρνεις σπονδές ειρήνης Ενώ μας τα κατάκοψαν τ' αμπέλια μας αυτοί; Και μάζευαν πέτρες στις ποδιές τους και έριχναν και έφευγα εγώ και πίσω αυτοί. Με ξεφώνιζαν όλοι. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Άσε τους να ξεφωνίζουν. Τις σπονδές τις έφερες; ΑΜΦΙΘΕΟΣ Και βέβαια τις έφερα. Τριών ειδών γεύμα. Αυτές πενταετείς! Πάρε δοκίμασε. (∆ίνει στη συνέχεια ένα ένα τα δοχεία στο ∆ικαιόπολη κι αυτός τα δοκιμάζει) ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Α! πα πα! ΑΜΦΙΘΕΟΣ Τι είναι; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ ∆εν μ' αρέσουν, μου μυρίζουν. Καραβίλα βρωμούν και καραβοστοκάρισμα. ΑΜΦΙΘΕΟΣ ∆οκίμασε τούτες τις δεκαετείς. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Κι αυτές συζητήσεις και χασομέρια μυρίζουν. Ξινοπρεσβύλα συμμάχων! ΑΜΦΙΘΕΟΣ Είναι κι αυτές οι τριανταχρονίτικες, άντε! Και κατά γην και κατά θάλασσαν. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ω! Γλεντοκόπια αυτές! Αυτές μοσχοβολούν αμβροσία και νέκταρ! ∆εν έχουν φροντίδα "τροφή για τρεις μέρες" αλλά "τράβα όπου θέλεις, έτσι σου λένε. Τις δέχομαι αυτές και τις γιορτάζω και κρασοκοπανώ και χαιρετάτε μου τον πλάτανο οι Αχαρνιώτες. Από πόλεμο τώρα και μπερδέμα τα ξένοιαστος τραβώ να γιορτάσω τα αγροτικά ∆ιονύσια. ΑΜΦΙΘΕΟΣ Κι εγώ μη με εύρουν οι Αχαρνιώτες θα φύγω. (Ο Αμφίθεος φεύγει, ο ∆ικαιόπολης προχωρεί στην άκρη της σκηνής, μπαίνει σε παρακείμενο σπίτι, είναι τάχα το σπίτι του στο ύπαιθρο. Από την άλλη μεριά μπαίνει ο Χορός. Γέροντες Αχαρνιώτες) ΧΟΡΟΣ Ξοπίσω. Κυνηγάτε τον - ρωτάτε όποιον βλέπετε. Πρέπει να τον πιάσουμε για το καλό της πόλης. Όποιος ξέρει να το πει. Που πήγε καταχώθηκε αυτός που ήρθε με σπονδές - χάθηκε πάει άφαντος, και τα χρονάκια μας το φταιν. Στα νιάτα μου και κάρβουνα φορτωμένος έτρεχα - πίσω απ' τον Φαϋλο, δεν θα μου ξέφευγε αν ήμουν νιος το κάθαρμα - που φτιάχνει τις σπονδές. Θα τον πρόφταινα βαρβάτα. Τώρα όμως έφυγε - δεν βαστούν τα κότσια μου. Τα πόδια μου βαραίνουν σαν του γέρου Λαοκρατείδη. Όμως στο ξοπίσω του. ∆εν πρέπει να χαρεί που ξέφυγε τους γέρους Αχαρνιώτες! Αχ θεοί και ∆ία μας, αχ μεγαλοδύναμε, αυτός με τους εχθρούς μας έκανε ειρήνη κι ας τα σπαρτά μας ρήμαξαν! Αμ δεν θα σταματήσω πριν μπω στο κορμί τους αγκάθι σουβλερό να πονέσουν βαθιά να μην ξανάρθουν να πατήσουν τ' αμπέλια μας. Μα πρέπει να ψάχνω να τον τρέχω παντού από τόπο σε τόπο - ως να τον βρω. ∆εν θα χορτάσω να τον χώνω στις πέτρες. (Ο ∆ικαιόπολης βγαίνει ιεροτελεστικά απ' το σπίτι. Τον συνοδεύουν μια δούλα, η κόρη του κι ένας δούλος. Ο Χορός στην άλλη άκρη) ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ιερή Σιγή! Σωπάστε! ΧΟΡΟΣ Τ' ακούσατε; Σιωπή! Ιερή σιγή κηρύττει. Να τος ο που ζητούμε! Στην άκρη όμως όλοι μας! Βγαίνει για θυσία. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ιερή Σιγή κρατήστε. Να προχωρήσει πιο μπροστά η κόρη με το κάνιστρο. Ο Ξανθίας το φαλλό να τον κρατάει ορθό. Απίθωσε κι εσύ κόρη μου το ταψί. Να αρχίσουμε τώρα. ΚΟΡΗ Μάνα δώσε μου την κουτάλα ν' αλείψω το χυλό στη φέτα. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Καλά είναι έτσι, άντε. ∆έσποτα ∆ιόνυσε σε σένα τη χαρίζω τούτη τη γιορτή εγώ και οι δούλοι μου, να γιορτάσουμε με τέχνη τα αγροτικά ∆ιονύσια μια που ο πόλεμος νισάφι και την τριαντάχρονη καλά να τη χουφτώσουμε. Έλα θυγατέρα μου. Φέρε το πανέρι όμορφα προσεκτικά, με όψη σοβαρή σαν σε πικρόχορτο στο στόμα. Καλότυχος όποιος σ' το κάνει και κάνει μαζί σου γατάκια ν' αμολούν σαν και σένα πορδές τα χαράματα. Προχώρα, προχώρα και κοίτα μη βάλουν στα χρυσάφια σου χέρι. Κι εσύ Ξανθία πρόσεχε, κράτα το φαλλό ορθό, πίσω απ ' την κόρη κράτα τον κι εγώ θ' ακολουθώ να λέω το τραγούδι. Κι εσύ γυναίκα ανέβα στη στέγη και κοίτα μας. Αρχίζουμε. Φαλή, του Βάκχου φίλε, συντραγουδιστή, μοιχέ και νυχτοπερπατιάρη και αγριοκυνηγιάρη, έξι χρόνια πρόσμενα να σε γιορτάσω στο χωριό μου με σπονδές χαρούμενος! Τέρμα πια τα δύσκολα και Λάμαχοι και μάχες! Αχ Φαλή, θεέ, τη γλύκα θα μου ήταν να 'βρισκα στο δρόμο μου ξυλοκλέφτρα ροδαλή τη Θράκα του Στρυμόδωρου, την παχουλή, να την πιάσω απ' τη μέση, να την πάρω να την κάτσω να την καταξεκουκιάσω αχ Φαλή Φαλή μου! Μαζί μου αν έρθεις να συμπιείς ένα κιούπι ειρήνης ως το πρωί θα καταπιείς και η ασπίδα στο καρφί θα μένει κρεμασμένη... (Καθώς η πομπή προχωρεί, τη διακόπτει ο Χορός) ΧΟΡΟΣ Αυτός είναι! Αυτός! Αυτός! Χτύπα! Χτύπα! Χτύπα! Χτύπα! Βάρα τον τον μιαρό. Μην του χαρίζεις. Χτύπα τον. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ηρακλή μου τι είναι αυτό; Τη χύτρα θα μου σπάσετε! ΧΟΡΟΣ Την κεφάλα σου θα σπάσουμε τη μιαρή. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Για ποια αιτία γερονταχαρνιώτες; ΧΟΡΟΣ Ρωτάς γιατί ξεδιάντροπε και σκατοβρωμερέ προδότη της πατρίδας που έκανες με τους εχθρούς μονάχος σου ειρήνη; Τολμάς να μας κοιτάς; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ ∆εν ξέρετε όμως το γιατί. Ακούστε να σας πω. ΧΟΡΟΣ Εσένα βρε ν' ακούσουμε; Βρε θα σε σκοτώσουμε. Στις πέτρες θα σε χώσουμε. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Μη προτού μ' ακούσετε. Κρατηθείτε λίγο. ΧΟΡΟΣ ∆εν θα κρατηθώ και μη μου λες κουβέντα. Σε μίσησα πιο κι απ' τον Κλέωνα ακόμα - που θα τον κόψω κομμάτια στους Ιππείς να τα δώσω στα παπούτσια τους σόλες. ∆εν θα κάτσω να μου λες πως έκανες σπονδές με τους εχθρούς τους Λάκωνες. Λιώμα θα σε κάνω. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Βρε άντε με τους Λάκωνες! Για τις σπονδές μου να σας πω, αν τις έκανα καλά. ΧΟΡΟΣ Πως καλά, που έκανες ειρήνη με αυτούς που μήδε πίστη και βωμός μήδ' όρκος τους απόμεινε; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ξέρω για τους Λάκωνες που είμαστε στα μαχαίρια, πως δεν φταίνε σ' όλα μόνο αυτοί. ΧΟΡΟΣ Όχι σε όλα κάθαρμα; Τολμάς, το λες ξεκάθαρα και θες και υποστήριξη; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Όχι σε όλα. Όχι. Κι αν κάνω και σας πω, θα δείξω πως ακόμα και αδικούνται σε πολλά. ΧΟΡΟΣ Μα είναι τρομερό! Μας αναστατώνεις αν τολμήσεις να μας πεις υπέρ των πολέμων! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Αν είναι άδικα όσα πω και αντειπεί ο κόσμος εγώ τον βάζω το λαιμό μου σε τάκο πάνω και μιλώ. ΧΟΡΟΣ Τις πετράρες πατριώτες! Τι τις καμαρώνουμε; ∆εν του ανοίγουμε πληγές με τούτες κατακόκκινες; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ποιο μαύρο βρε δαυλί σας καταμαύρισε; Την αλήθεια Αχαρνιώτες δεν θα την ακούσετε; ΧΟΡΟΣ ∆εν θα την ακούσουμε. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Θα κακοπάθω άρα. ΧΟΡΟΣ Να χαθώ αν σ' ακούσω. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Να μη χαθείτε Αχαρνιώτες. ΧΟΡΟΣ Τώρα θα πεθάνεις. Ξέρε. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Κι εγώ γερά θα σας δαγκώσω. Γι' αντίποινα κι εγώ, των φίλων σας τους φίλτατους θα τους αντισκοτώσω - όμηρους τους έχω. Μαχαίρι στο λαιμό. (Ο ∆ικαιόπολης μπαίνει στο σπίτι γρήγορα και βγαίνει με ένα σκεπασμένο κοφίνι) ΧΟΡΟΣ Τι μας απειλεί τους Αχαρνιώτες, πατριώτες; Μήπως κάποιο μας παιδί το έκρυψε στο κοφίνι; Γι' αυτό τσαμπουκαλίζεται; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Χτυπάτε με αν θέλετε! Εγώ θα το σκοτώσω! Γρήγορα θα μάθω ποιος νοιάζεται τα κάρβουνα. ΧΟΡΟΣ Ωι! Χαθήκαμε! Πατριώτη μας έχει στο κοφίνι σκεπασμένο! Μην κάνεις ό,τι σκέφτεσαι! Μην τον πειράξεις! Μη! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Θα τον σκοτώσω και φωνάζετε εσείς! ∆εν θα σας ακούσω. ΧΟΡΟΣ Θα σκοτώσεις άνθρωπο δικό μας καρβουνιάρη; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Το είπα, δεν τ' ακούσατε. ΧΟΡΟΣ Πες μας τώρα ό,τι θέλεις για τους Σπαρτιάτες. Πες πως είναι φίλοι. Το κοφινάκι μας αυτό δεν θα το προδώσουμε. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Τις πέτρες κάτω. Πρώτα αυτό. ΧΟΡΟΣ Τις αφήνουμε, δες. Κι εσύ το ξίφος πέτα. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Μήπως κρατάτε κι άλλες στα ρούχα σας κρυμμένες; ΧΟΡΟΣ Έπεσαν όλες. ∆εν βλέπεις πως κουνιόμαστε; Άσε την πρόφαση, πέτα το ξίφος. ∆ες εμάς τα ρούχα μας ανάλαφρα που είναι. (Ο Χορός κάνει κινήσεις να δείξει τα ρούχα του ανάλαφρα) ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Θα σκούζετε όλοι σας και λίγο ακόμα της Πάρνηθας άνθρακες τέζα θα ήταν. Κι η αμυαλιά σας θα έφταιγε. Το κοφίνι απ' το φόβο του τινάχτηκε απόλυσε μαυρόσκονη, σουπιά! Τρομερό η καρβουνόσκονη να μοιάζει με άνθρωπο που χτυπιέται και φωνάζει και δεν θέλει λέξη ν' ακούσει για δίκαιο, ενώ δέχομαι εγώ να μιλήσω για Λάκωνες με το λαιμό για σφαγή επάνω στον τάκο. Κι όμως την αγαπάω τη ζωούλα μου εγώ. ΧΟΡΟΣ Βγάλε τον τάκο και πες ό,τι έχεις. Τι το κρατάς τόσο σπουδαίο; Θέλω να μάθω πολύ ό,τι σκέφτεσαι. Κι αφού τον όρο τον έβαλες μόνος σου φέρε τον τάκο έξω και μίλα. (Ο ∆ικαιόπολης μπαίνει και βγάζει έξω τον τάκο) ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Να κοιτάξτε. Ο τάκος αυτός κι εγώ που θα πω, μικρός τοσοδούλης. ∆εν με μέλει, μα το ∆ία, δεν θα πάρω προφυλάξεις. Θα τα πω όσα πιστεύω για τους Σπαρτιάτες. Όμως σας φοβούμαι, γιατί τους ξέρω τους χωριάτες. Ξέρω πόσο χαίρονται όταν τους παινεύει τους ίδιους και την πόλη τους, δίκαια ή άδικα, ο όποιος φαφλατάς. Τις κοροϊδίες δεν θα τις πιάνουν. Και ξέρω για τους γέρους πως τίποτα δεν θέλουν παρά μονάχα ψήφο να ρίξουν να δαγκώσουν και δεν ξεχνώ τι έπαθε ο ίδιος απ' τον Κλέωνα με τον Χορό μου πέρσι. Με έσυρε στη Βουλή, με κατηγόρησε. Είπε τα χίλια ψέματα. Με έλουσε στις βρισιές με ξέπλυνε, που λίγο ακόμα θα την πάθαινα καταβρωμισμένος. Γι' αυτό, τώρα, πριν σας τα πω αφήστε με να ντυθώ φτωχός και τρισάθλιος όσο πιο πολύ. ΧΟΡΟΣ Τι τα κυκλοφέρνει έτσι και πονηρεύεσαι; Πάρε και φόρα μαλλούρα αν θέλεις, σαν του Ιερώνυμου σκυλομαυρότριχη σκεπάστρα - κι άρχισε μετά τις πονηριές του Σίσυφου. Η δίκη αυτή προφάσεις δεν παίρνει. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ώρα είναι άρα γερή καρδιά να κάνω. Πρέπει να πάω να βρω τον Ευριπίδη. (Ο ∆ικαιόπολης πηγαίνει στο διπλανό σπίτι, που υποτίθεται είναι του Ευριπίδη) Παιδί! Ε, παιδί! ΚΗΦΙΣΟΦΩΝΤΑΣ Ποιος είναι; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Μέσα είναι ο Ευριπίδης; ΚΗΦΙΣΟΦΩΝΤΑΣ Και είναι και δεν είναι, αν καταλαβαίνεις. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Πως είναι και δεν είναι; Μπορεί; ΚΗΦΙΣΟΦΩΝΤΑΣ Έτσι ακριβώς γέροντα. Ο νους του έξω τριγυρνά, μαζεύει στιχουργάκια - δεν είναι άρα μέσα, ο ίδιος όμως μέσα και ξαπλωτός ανάσκελα. Γράφει τραγωδίες. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Αχ Ευριπίδη, τρισμακάριστε άνθρωπε! Τι σοφά ξέρει να απαντάει ο δούλος σου. Φώναξέ τον να βγει. ΚΗΦΙΣΟΦΩΝΤΑΣ Αδύνατον. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Κι εγώ δεν θα φύγω. Θα χτυπήσω την πόρτα. Ευριπίδηη η! Ευριπιδάκιιι! Άνοιξε αν άνοιξες κάποτε σε κάποιον! Είμαι ο ∆ικαιόπολης, ο Χαλανδριώτης. (Ακούγεται η φωνή του Ευριπίδη από μέσα) ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ ∆εν ευκαιρώ. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Γλίστρα κατά δω με το μηχάνημα. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ ∆εν μπορώ. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Πρέπει. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Καλά. Θα γλιστρήσω. ∆εν θα κατέβω όμως, δεν έχω καιρό. ("Γλιστράει" το μηχάνημα. Πάνω του είναι ο Ευριπίδης) ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Α! Ευριπίδη! Τι βλέπω ρε; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Τι φωνάζεις; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Γράφεις ανάσκελα ενώ μπορείς μπρούμυτα; ΓΙ' αυτό τους στραβώνεις τους στίχους σου ρε; Και τι φοράς τέτοια απομεινάρια τραγωδίας κουρέλια επάνω σου; Γι' αυτό παρασταίνεις όλο φτωχούς; Σε παρακαλώ Ευριπίδη, σε ικετεύω. ∆ώσε μου κουρέλι από παλιά τραγωδία σου! Πρέπει να λογοδοτήσω στο Χορό για καλά και να πω ρητορείες. Αν αποτύχω με περιμένει ο θάνατος. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Τι κουρέλια λες; Εκείνο που φορούσε ο γεροδύστυχος Οινέας; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Όχι του Οινέα. Άλλου αθλιότερου. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Του Φοίνικα του αόμματου; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ούτε. Ούτε του Φοίνικα. Κάποιος άλλος ήταν κι απ' το Φοίνικα πιο κάτω. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ποιανού κουρέλια μου ζητάς τώρα; Μήπως λες του Φιλοκτήτη του ρακένδυτου; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Όχι. Του αλλουνού. Του πολύ πιο ρακένδυτου. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Θέλεις τα βρωμοκούρελα του κουτσού Βελλερεφόντη; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Όχι. Ένας άλλος. Κουτσός κι εκείνος ήταν και ζητιάνος και φλύαρος ακράτητος. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Α! Ξέρω ποιον λες! Τον Τήλεφο απ' τη Μυσία! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ναι! Ναι. Τον Τήλεφο! Αυτόν! Αυτουνού τα κουρέλια δώσε μου σε παρακαλώ. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Έλα Κηφισοφώντα. ∆ως του τα κουρέλια του Τήλεφου. Τα έχω πάνω απ' τα κουρέλια του Θυέστη και κάτω απ' της Ινώς. (Ο Κηφισοφώντας τα φέρνει, τα δίνει) ΚΗΦΙΣΟΦΩΝΤΑΣ Να τα. Αυτά είναι. Πάρτα. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ ∆ία που βλέπεις από πάνω και μέσα στα πάντα! Κάνε με να μοιάσω με τον πιο τρισάθλιο! Κι αφού μου δώρισες Ευριπίδη μου αυτά δώσε μου και τα άλλα που ταιριάζουν μ' αυτά. ∆ώσε μου το σκουφάκι που φορούν στη Μυσία. Πρέπει να δείξω πάμφτωχος σήμερα. Να είμαι αυτός αλλά άλλος να δείχνω. Οι θεατές να με ξέρουν ποιος είμαι αλλά οι άντρες του Χορού να χάσκουν ολόγυρα. Να τους κουφάνω στα έξυπνα. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Θα σ' τα δώσω. Μηχανεύεται ο νους σου γερά. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Να ευτυχίσεις Ευριπίδη! Και στον Τήλεφο να δώσουν οι θεοί όσα σκέφτομαι. (Ο ∆ικαιόπολης φόρεσε τα κουρέλια και το σκούφο του Τήλεφου, που του έφερε ο Κηφισοφώντας) Εντάξει είμαι, να. Γέμισα κιόλας ατράνταχτα λόγια. Χρειάζομαι όμως και ραβδάκι ζητιάνου. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Πάρε και φύγε. Φύγε Φύγε απ' τις σκάλες. (Του δίνει ραβδί, αλλά ο ∆ικαιόπολης δεν φεύγει) ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Αχ ψυχή μου, βλέπεις πως διώχνομαι κι ας έχω ανάγκη σύνεργα κι άλλα. Ταπεινώσου ψυχή μου, σκύψε, ζητιάνεψε. Ευριπιδάκι μου, σε παρακαλώ, δώς μου ένα καταμαυρισμένο πλεκτό σκέπασμα λύχνου. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Τι ανάγκη το έχεις τέτοιο ψαθί; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Όχι ανάγκη. Όμως το θέλω. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Κολλιτσίδα μου έγινες. Φύγε. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Αχ να ευτυχίσεις, μακάρι, όπως η μάνα σου. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Φύγε τώρα. Πήρες. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Μια κούπα τουλάχιστο με σπασμένα τα χείλη. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Παρ' την και χάσου. ∆εν αντέχεσαι. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Αχ, μα το ∆ία! Ξέρεις πόσο με λυπείς! Ευριπιδάκι μου καλό, τούτο μόνο. Ένα. ∆ώσε μου μια χυτρίτσα στουπωμένη με σφουγγάρι. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Βρε άνθρωπέ μου! Θα μου πάρεις όλες τις τραγωδίες σιγά σιγά. Πάρε τη χυτρίτσα και φύγε. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Φεύγω Ευριπιδάκι μου, αχ όμως, πως! Αν δεν έχω ένα ακόμα που χρειάζομαι χάθηκα αχ Ευριπιδάκι γλυκό μου δώς μου να πάρω ακόμα και τούτο και φεύγω Ευριπίδη μου δεν ξανάρχομαι άλλο. Βάλε στο ζεμπίλι μου λίγα λαχανόφυλλα. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Με κατάστρεψες! Αμάν! Όλες μου τις τραγωδίες τις κατάκλεψες. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Όχι ακόμα. Φεύγω όμως, φεύγω, βάρος έγινα. ∆εν καταλαβαίνω πως με μισούν οι άρχοντες. Αχ ο δύστυχος αχ χάθηκα. Το κυριότερο ξέχασα. Ευριπιδάκι μου, γλύκα μου και καμάρι μου κακήν κακώς να πάθω αν σου ζητήσω και άλλο. Μόνο αυτό. Μόνο το ένα. Αυτό μόνο. Αυτό... ∆ώσε λίγες λαχανίδες, κληρονομιά της μάνας σου. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Με βρίζει ο ξεδιάντροπος! Κλείσ' του την πόρτα. (Του κλείνουν την πόρτα, ο ∆ικαιόπολης φεύγει αργά, κοντοστέκεται δίβουλος) ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Αχ ψυχή μου! Χωρίς λαχανίδες τώρα θα παζαρέψεις τη ζωή σου. Ξέρεις τι αγώνα έχεις να κάνεις - αφού για Σπαρτιάτες θα πεις στους εχθρούς τους... Έλα ψυχή μου. Τράβα ντουγρού. Πάλι διστάζεις. ∆εν κατάπιες ψυχή μου Ευριπίδη ολόκληρο; Έτσι μπράβο! Πήγαινε. Πήγαινε καρδιά μου. Τράβα και βάλε το κεφάλι στον τάκο. Και πες ό, τι έχεις. Τόλμα. Εμπρός, ατρόμητη. Μπράβο! (Ο ∆ικαιόπολης πλησιάζει προς το Χορό) ΧΟΡΟΣ Τι θα κάνεις; Τι θα πεις; Σίδερο είσαι, άφοβος, βάζεις το λαιμό σου στο μαχαίρι μονάχος! Ένας και θα πείς τα ενάντια σε όλους; Άντρας είσαι. ∆εν φοβάσαι. Έλα άντε αφού το θέλεις, μίλησε και πες. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Αχ Αθηναίοι μη με στραβοκοιτάτε που με βλέπετε φτωχό και να θέλω να πω σε κρασοπαράσταση μπροστά σας για την πόλη. Όμως και η κωμωδία το ξέρει το δίκαιο. Θαρρετά θα τα πω τα πικρά αλλά δίκαια. ∆εν θα με ψέξει τώρα ο Κλέωνας ότι την εκθέτω την πόλη σε ξένους μπροστά! Εμείς κι εμείς είμαστε - τα Λήναια γιορτάζουμε - δεν υπάρχουν ξένοι, ούτε σταλμένοι τους φόρους τους έφεραν ούτε σύμμαχοι είναι. Εμείς οι ίδιοι είμαστε, σιτάρι καθαρό - κι οι μέτοι κοι είναι του σταριού μας τα άγανα. Εγώ τους Σπαρτιάτες τους μισώ για καλά και μακάρι ο Ποσειδώνας του Ταινάρου να κάνει σεισμό και να ρίξει τα σπίτια τους. Κι εμένα τα αμπέλια μου αυτοί τα ξερίζωσαν. Αφού όμως μεταξύ μας λέμε κι ακούμε τι τα φορτώνουμε όλα στους Λάκωνες; Αφού κι από μας, δεν λέω η πόλη - να το θυμάστε αυτό - δεν λέω η πόλη - αλλά κάποια ανθρωπάκια μοχθηρά και βλαμμένα, ξενοφερμένα και άτιμα, χλεύαζαν τους Μεγαριώτες "πουκαμίσα μεγαριώτικη" κι όπου έβλεπαν αγγούρι ή σκόρδο και αλάτι λαγό ή γουρουνόπουλο "Μεγαρίτικα" τα έλεγαν κι αμέσως τα σούφρωναν! Κι αυτά, έστω, ήταν τα μεταξύ μας ασήμαντα. Αλλά κάποιοι τσόγλανοι, άλλοι, πιωμένοι, πηγαίνοντας στα Μέγαρα άρπαξαν τη Σιμαίθα την πρώτη πουτάνα τους και τότε οι Μεγαριώτες απ' το κακό τους παπαρούνιασαν και αντίκλεψαν κι αυτοί δυο πορνίδια της Ασπασίας για αντίπραξη. Έτσι άρχισε ο πόλεμος ανάμεσα στους Έλληνες. Για τρεις παλιοεταίρες. Και τότε ο Περικλής ο μέγας κι ατάραχος άστραψε και βρόντησε κόκκινος οργή και την Ελλάδα ταρακούναγε κι έβγαζε νόμους ρυθμικούς όπως τα συνθήματα "έξω Μεγαριώτες απ' τη γη και τα παζάρια μας" "έξω Μεγαριώτες απ' τη γη μας και τη θάλασσα". Τότε και οι Μεγαριώτες απ' το "έξω" σφιγμένοι ζητούσαν απ' τους Λάκωνες να αλλάξουν το ψήφισμα για τις πόρνες που έκαναν και το ζητούσαν συχνά αλλά εμείς πεισματαρνιόμασταν. Και βρόνταγαν ασπίδες... Κι αν κάποιος πει δεν έπρεπε... όμως να πει τι έπρεπε. Αν π.χ. ένας Σπαρτιάτης έβγαινε στη θάλασσα στ' ανοιχτά με καράβι κι έκλεβε απ' τη Σέριφο ένα σκυλάκι, ας πούμε, θα καθόσασταν εσείς στα σπίτια σας; Αμ δε! Τριακόσια πλοία θ' αρματώνατε αμέσως πι και φι θα γέμιζε η πόλη στρατιωτών φωνές και βήματα και θα φωνάζατε για τριήραρχους και για μισθοδοσίες, να χρυσωθούν της Παλλάδας τα αγάλματα και θα βογγούσαν στις Στοές τα πηγαδάκια, το στάρι θα ζυγιάζονταν, ασκιά θα αγοράζατε και στάμνες και σκαρμούς και σκόρδα και ελιές, σαρδέλες και κρεμμύδια και αυλητρίδες θα μαζεύατε και στέφανα και θα φουσκάλιαζαν τα χέρια σας, στους ταρσανάδες θα πελέκαγαν κουπιά θα μπήγονταν καβίδες στους σκαρμούς και φλογέρες θ' αντηχούσαν και νταούλια και σφυρίγματα. Έτσι θα κάνατε. Το ξέρω. Ο Τήλεφος αλλιώς να κάνει; Άρα μυαλό δεν έχουμε. ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α Έτσι ρε μούτρο βρωμισμένο; Άνθρωπος αδέκαρος και βγάζεις τέτοια γλώσσα; Και συκοφάντης να'ταν ένας έπρεπε να τον έβριζες; ΗΜΙΧΟΡΙΟ Β Μα τον Ποσειδώνα, δίκαια λέει όσα λέει. Ούτε ένα ψέμα. ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α Και δίκαια να είναι, έπρεπε να τα έλεγε; ∆εν θα προφτάσει να χαρεί αφού τα είπε. ∆ες... (Κάνει να χτυπήσει τον ∆ικαιόπολη) ΗΜΙΧΟΡΙΟ Β Ε! Συ! Τι κάνεις; Μην τον χτυπάς, την έβαψες. ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α Λάμαχε αστραπομάτη Λάμαχε, βοήθα λοφιοκέφαλε, έλα. Αχ Λάμαχε, φίλε κι ομόφυλε, ή όποιος στρατηγός, ταξίαρχος ή άλλος ή άντρας τειχομάχος, ας έρθει να βοηθήσει! Εγώ είμαι πιασμένος για γερά! (Βγαίνει ο Λάμαχος από "διπλανό" σπίτι) ΛΑΜΑΧΟΣ Ποιος φωνάζει πόλεμο; Που να βοηθήσω; Που να ρίξω την αντάρα και την ταραχή; Τη Γοργόνα στην ασπίδα μου ποιος την κέντρισε; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Αχ Λάμαχε ήρωα λοφίων και λόχων! ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α Λάμαχε, αυτός! Αυτός την πόλη όλη από ώρα την κακολογεί. ΛΑΜΑΧΟΣ Τολμάς εσύ ένας κουρελής να λες τέτοιες κακολογίες; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Λάμαχε ήρωα! Συμπάθα με που είμαι φτωχός κι όμως άνοιξα το στόμα μου! ΛΑΜΑΧΟΣ Τι είπες για μας, πες. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ ∆εν ξέρω ακόμα. Ο φόβος των όπλων με ζάλισε. Σε ικετεύω. Πάρε τη Γοργόνα από μπρος μου. ΛΑΜΑΧΟΣ Να. Την πήρα. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Άσε την κάτω ανάποδα. ΛΑΜΑΧΟΣ Την άφησα. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ ∆ώσε μου και το φτερό του κράνους. ΛΑΜΑΧΟΣ Να και το φτερό. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Κράτα μου τώρα το κεφάλι να ξεράσω. Τα λοφία μου φέρνουν εμετό. (Ο ∆ικαιόπολης με το φτερό γαργαλάει το λαιμό του) ΛΑΜΑΧΟΣ Ε, τι; Γαργαλάς το λαιμό με το φτερό μου για ξέρασμα; Το φτερό είναι... ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ποιου πουλιού είναι; Φαφλατοφτέρουγο είναι; ΛΑΜΑΧΟΣ Α! Θα πεθάνεις! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Να μην πεθάνω, Λάμαχε, δεν έχεις τη δύναμη. Αν έχεις και μπορείς γιατί δεν με ξύρισες; Τα σύνεργα τα έχεις. ΛΑΜΑΧΟΣ Έτσι μιλά στο στρατηγό ένας φτωχός απένταρος; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Εγώ φτωχός κι απένταρος; ΛΑΜΑΧΟΣ Τι είσαι δα; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Τι; Πολίτης σπουδαίος όχι σπουδάχρηστος. Κι απ' την αρχή του πολέμου έως και τώρα είμαι οπλοκρατών κι όχι μισθοκρατών. ΛΑΜΑΧΟΣ Εμένα με εξέλεξαν. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Τρεις κι ο κούκος σε εξέλεξαν. Κάτι τέτοια με φουρκίζουν κι έκλεισα ειρήνη. Που βλέπω ασπρομάλληδες στη γραμμή των πρόσω και νέοι σαν κι εσένα σαν χέλια ξεγλιστρούν, άλλοι στη Θράκη απεσταλμένοι, σπουδαιογελοίοι, με παχυλή αντιμισθία, πανουργοσωματέμποροι, άλλοι στο ∆οντροχάρητα, άλλοι στους Χάονες, και άλλοι στην Καμαρίλα και στη Γέλα και στην Καταγέλα. ΛΑΜΑΧΟΣ ∆ιότι τους εξέλεξαν. Γι' αυτό. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Γιατί συνέχεια να πληρώνεστε εσείς κι από τούτους κανένας; Πες την αλήθεια Καρβουνοσκονάδη μέχρι τώρα π' άσπρισες πήγες ποτέ επιτροπή; Να τος! Όχι λέει. Κι όμως είναι εργατικός και είναι μυαλωμένος. Και οι άλλοι; Ο ∆ράκυλος, ο Ευφορίδης, ο Πρινίδης; Είδε κανείς σας τα Εκβάτανα ή τους Χάονες; Να! Όχι λένε. Όμως ο Λάμαχος κι ο Κλεφτοκοίσυρας πηγαίνουν κι ας είναι όλο "τράκα και αγύριστα" και σαν σκατόνερα στο δρόμο παραμερνούν όσοι τους βλέπουν. ΛΑΜΑΧΟΣ Αχ ∆ημοκρατία. Αντέχονται τέτοια λόγια; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ ∆εν θ' αντέχονταν αν δεν τα τσέπωνε ο Λάμαχος. ΛΑΜΑΧΟΣ Εγώ πάντα θα τα βάζω με τους Πελοποννήσιους και πάντοτε θα τους χτυπώ όσο μπορώ ενάντια και κατά γη και κατά θάλασσα. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Κι εγώ διακηρύσσω στους Πελοποννήσιους όλους και στους Μεγαριώτες και στους Βοιωτούς, να έρχονται σε μένα να πωλούν και ν' αγοράζουν. Στο Λάμαχο όμως μη. (Λάμαχος και ∆ικαιόπολης μπαίνουν στα σπίτια τους) ΧΟΡΟΣ Νικά ο ∆ικαιόπολης στα λόγια - και του κόσμου τη γνώμη για σπονδές την αλλάζει. Ας αλλάξουμε όμως κι εμείς τρόπο και ας πούμε τον ύμνο. Από τότε που διδάσκει κωμωδία ο δάσκαλος ποτέ δεν μας έβαλε να βγούμε να πούμε τι μάστορας άξιος είναι. Αλλά αφού οι εχθροί του σκορπούν κατηγόριες στους πολίτες μπροστά, που ακούν και πιστεύουν, πρέπει κι αυτός να τα πει τα λογάκια του στους Αθηναίους που, φαίνεται, αλλάζουνε γνώμη. Λέει λοιπόν ο ποιητής ότι πολλά σας ωφέλησε. Ότι τα μάτια σας άνοιξε. Να μην τα πιστεύετε τα λόγια των ξένων. Μήτε τις κολακείες που σας χύνουν να γλείφετε. Μήτε να στέκεστε ν' ακούτε χαυνόμυαλα. Πιο πριν οι πρέσβεις που στέλναν οι πόλεις σας λέγαν "ιοστέφανους" και σας τουμπάριζαν και μόλις ακούγατε στεφάνια και τέτοια τη βρίσκατε κουρνιάζοντας σαν κότες κι όποιος την έλεγε την Αθήνα "λαμπρόλουστη" του τα δίνατε όλα λες και σας έδινε τζάμπα σαρδέλες. Με τέτοια που έκανε πολύ σας ωφέλησε και έδειξε σ' όλους της δημοκρατίας τον τρόπο. Και τώρα αυτοί που σας φέρνουν τους φόρους θα 'ρθουν καψωμένοι να δουν τον ποιητή μας τον άριστο, που για να πει τα σωστά το κεφάλι του το 'βαλε επάνω στον τάκο και τόσο της τόλμης του η δόξα φτερούγισε που κι ο Μέγας Βασιλιάς της Περσίας τους πρέσβεις της Σπάρτης ανακρίνοντας τους ρώτησε ποιοι είναι στα καράβια γερότεροι και ποιους κακολογά ο ποιητής μας περισσότερο, γιατί αυτοί - όπως είπε - με τέτοιο συμβουλάτορα θα γίνουν καλύτεροι και πιο πολλές στον πόλεμο νίκες θα έχουν. Γι' αυτό και οι Σπαρτιάτες ειρήνη ζητούν και να πάρουν την Αίγινα όχι πως τους κόφτει το νησί, τι το θέλουν, αλλά τον ποιητή μας να πάρουν ζητούν, όμως μην τους τον δώσετε γιατί αυτός θα χτυπά τα όσα για χτύπημα είναι. Και λέει θα σας μάθει πολλά και καλά για να είστε ευδαίμονες - αλλά μη καλοπιάνοντας, μη υποσχόμενος παροχές και μισθούς, μη ξεγελώντας σας με πανουργίες κι απάτες αλλά τα σωστά δασκαλεύοντας. Προς τούτο ο Κλέων και χέρι ας βάλει και τα πάντα ας κάνει αφού το σωστό και το δίκαιο θα έχω και ποτέ για την πόλη μην πιαστώ σαν κι αυτόν δειλός και κουμάσι. Έλα Μούσα, Έλα, λαμπρή και ανάβοντας και γερή Αχαρνιώτικη όπως πηδούν απ' τα κάρβουνα σπίθες που αγέρας τις τρέφει και έτοιμα δίπλα τα ψαράκια για ψήσιμο και άλλοι θασιώτικη σάλτσα χτυπούν και ετοιμάζουν φρατζόλες, έτσι γερή και πηδηχτή και χωριάτα, έλα, συμπατριώτισσα Μούσα. Την κακίζουμε την πόλη εμείς οι παλιότεροι δεν μας φέρνεστε αντάξια των όσων προσφέραμε που γέροντες είμαστε, αλλά σε δίκες μας σέρνετε και μας αφήνετε μόνους - παίγνια να 'μαστε σε μαθητευόμενους ρήτορες, χωρίς να μπορούμε, και όπως κωφοί και χαλασμένες φλογέρες και μόνο το ραβδί μας θεός μας προστάτης. Και στο βήμα σερνόμαστε να πάρουμε λόγο μουρμουριστά και ανήμποροι και μετά μας σηκώνουν και ρωτούν κοροϊδεύοντας και μας ταράζουν και μας ταρακουνούν και μας κατακόβουν. Και ο γέροντας κάτω απ' τα χρόνια του κλαίει και πληρώνει το πρόστιμο και ύστερα φεύγει και μουρμουρίζει δακρύζοντας "το κομπόδεμα που είχα να πληρώσω τον τάφο μου, μου το πήραν για πρόστιμο τώρα και φεύγω". Πως να ανεχτώ να σακατέψεις σε δίκη άνθρωπο γέροντα που έπαθε πολλά και ιδρώτα ποτάμι για την πόλη του έχυσε παλεύοντας γερά στο Μαραθώνα; Τότε εκεί τους εχθρούς κυνηγούσαμε και τώρα μας κυνηγούν οι κακοί και οι άδικοι και μας βάζουν στο χέρι. Ποιος Μαρψίας θ' αντειπεί σ' ό,τι λέω; ∆εν είναι δίκαιο άνθρωπο γέρο, σαν τον Θουκυδίδη, να τον μπλέκει σε δίκες του Κηφισόδημου ο γιος ο φαφλατάς και αδίστακτος και να ρίχνεται εξόριστος στης Σκυθίας τα άβατα! Λυπήθηκα, γέμισαν τα μάτια μου δάκρυα, που είδα τοξότη να ταρακουνάει γέροντα, που ποτέ, μα τη ∆ήμητρα, καμιά προσβολή δεν θ' ανεχόταν νέος και μέχρι και δέκα τέτοιους θα νίκαγε και χιλιάδες τοξότες θα προγκούσε φωνάζοντας και στις σαγίτες του θα έβαζε τη γενιά τους ολόκληρη. Αφού όμως τους γέροντες δεν τους αφήνετε ούτε καν για ξαπόσταμα, πάρτε απόφαση και χωρίστε τις δίκες και να ενάγει το γέροντα γέρος φαφούτης και το νέο.. ο φαρδόκωλος γιος του Κλεινία. Και στο εξής πια, στις δίκες, γέρος να σέρνει γέροντα και νέος το νέο και να παθαίνει ο αρνούμενος. (Βγαίνει ο ∆ικαιόπολης με σχοινί και πασσάλους. Βάζει ένα γύρο ορόσημα) ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Της αγοράς μου τα σύνορα είναι αυτά. Εδώ Πελοποννήσιοι και Βοιωτοί και Μεγαριώτες μπορούν να πωλούν και ν' αγοράζουν μαζί μου. Με το Λάμαχο μη. Και γι' αγορανόμους βάζω τούτους τους βούρδουλες τους τρεις που κρατάω. Τα σύνορά μου τούτα συκοφάντης μην πατήσει μήτε καταδότης άλλος. Τώρα θα πάω να φέρω τη Στήλη που πάνω της έγραψα την ειρήνη που έκανα, να τη στήσω να φαίνεται. (Μπαίνει μέσα. Έρχεται ένας Μεγαριώτης φορτωμένος μαζί του δυο μικρά κοριτσάκια) ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Αγουρά τσ' Αθήνας γειά σου. Σ' τσ' Μεγαριώτες είσ' ουραία. Σαν τη μάνα σι πουθούσα μα του ∆ία. Αχ κόρις μου κακόμοιρις δύστυχου πατέρα. Αχ να 'ταν να βρούμι μπουκιά ψουμί. Αχ! Ακούστι να πω κι να πει η κοιλιά σας. Απ ' την πείνα γουργούρημα ή πούλημα θέλει; ΚΟΡΕΣ Πούλημα. Πούλημα! ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Κι εγώ του ίδιου λέου - μα ποιος να τα χαράμιζε τζιάμπα τα λιφτά του; Α! Σκαρφίστηκα μεγαριώτικη κουμπίνα! Θα σας έχω τάχα γρούνια κι θα σας πουλώ! Βάλτι τα γρουνόποδα να φαίνιστι απού σόι γιατί αν ξαναγυρίστι απούλητις στο σπίτι άγρια λόρδα θα σας κόψει. Βάλτι κι αυτές τις γουρνομύτες κι άντι μπάτι στου σακί κι να σκούζιτι κι να γρούζιτι σαν να κόβουν το λιμό σας στη Μυστήρια γιουρτή. Εγώ θα γκαρίξου να βγει ο ∆ικαιόπουλης. ∆ικαιόπουληηη! Θέλεις ν' αγουράσεις γρούνιες; (Βγαίνει ο ∆ικαιόπολης) ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Μπα! Μεγαριώτης είναι! ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Γι' αλισβιρίσι ήρθαμαν! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Πως τα περνάτε; ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Γουργουρίζουμι δίπλα στου τζιάκι. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ωραίο είναι το τζάκι, μα το ∆ία, αν έχει δίπλα αυλητρίδα. Τι άλλο κάνετε τώρα οι Μεγαριώτες; ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Τέτοια κάνουμι. Όταν ξεκίναγα να'ρθου για εμπόριο οι αρχηγοί μας κάναν λαοσύναξη πώς να χαθούμι γρήγουρα όλοι μας για πάντα. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Κι αμέσως να γλιτώσετε όλοι απ' τους σωτήρες! ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Αμάν; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Τι άλλο στα Μέγαρα; Πόσο πάει το στάρι; ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Στα ύψη πάει. Σαν τους θεούς. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Έφερες αλάτι; ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ ∆εν μας τις κρατάτι σεις τις αλυκές; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ούτε σκόρδα; ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Τι σκόρδα λες; Όταν έρχιστι ισείς δεν μας τα ξιριζώνιτι με τα παλούκια σαν πουντίκαροι; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Τι φέρνεις τότε; ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Γουρουνίτσις για Μυστήρια. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Καλά είναι. Για να δω. ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Πρώτου πράμα είνι. Κοίτα τις αν θελς. Παχουλές κι ο υραίις ουραίις. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Α! Τι πράγμα είναι αυτό; ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Γουρουνίτσα, μα του ∆ία! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Μπα! Γουρουνίτσα από πού; ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Απ' τα Μέγαρα. ∆εν είνι; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ ∆εν μου φαίνεται. ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Για κοίτα, δεν πιστεύει! Μα είνι τρουμερό! ∆εν είνι λέει γουρούνις! Θελς να πάμι στοίχημα ότι αυτό ιδώ του πράμα είνι γουρουνάκι, όπως το λέτι σεις; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ανθρωπίσιο είναι όμως. ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Ε, μα του ∆ιοκλή! ∆ικό μου είνι, πώς να είνι; Θες ν' ακούσεις τη φωνή τους; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ναι. Να την ακούσω. ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Έλα γουρουνίτσα μ' γρύλισι στα γρήγουρα. ∆εν γρυλίζς; Ψόψους θα σ' εύρει αν σουπαίνς. Θα σας πάου πάλι πίσου, μα τουν Ερμή! ΚΟΡΗ Γκόι Γκόι! ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ ∆εν είνι γουρουνίτσα; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Τώρα έτσι φαίνεται. Αν όμως ταϊστεί να μεγαλώσει θα γίνει κορίτσαρος. ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Η μάνα της ουλόιδια. Σι πέντι χρόνια του πουλύ. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ ∆εν είναι όμως ακόμα για θυσία. ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Αμάν; Γιατί δεν είνι; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ ∆εν έχει ουρά. ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Μικρούλα είνι ακόμη. Αν όμως τρανέψ' θα την έχει κι μεγάλη κι μαύρη κι παχειά. Μα αν τη θέλεις για θριφτάρι αυτή η γουρουνίτσα, τούτη, είνι η καλή. (Του δείχνει την άλλη κόρη του) ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Α! Ολόιδια είναι με την άλλη! ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Ίδια μάνα είχαν και πατέρα. Κι αν παχύνει ένα κι ένα θα είνι για την Αφρουδίτη. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Στην Αφροδίτη όμως δεν προσφέρουν γουρουνίτσα. ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Στην Αφρουδίτη δεν προυσφέρουν; Στη μόνη που προυσφέρουν ίσια ίσια! Κι αυτών των γουρουνιών του κρέας του καλύτερου άμα περαστεί στη σούβλα. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Τρων χωρίς τη μάνα τους; ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Κι χουρίς πατέρα τρων, μα τουν Ποσειδώνα! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Και τι το τρων καλύτερα; ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Ούλα. Κι ό,τι δώεις. Ρώτα τες κι μόνος σου. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Γουρουνίτσα. Γουρουνίτσα... ΚΟΡΗ Κόι. Κόι. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Θα 'τρωγες αγγουράκια; ΚΟΡΗ Κόι, Κόι, Κόι. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Συκάκια Φιβαλιώτικα; ΚΟΡΗ Κόι Κόι... ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Η άλλη θα τα 'τρωγε; ΚΟΡΗ Κόι Κόι Κόι... ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Α! Πιο λαίμαργα φωνάζουν για τα συκαλάκια. Ας φέρει κάποιος από μέσα, θα τα φαν; (Ένας δούλος φέρνει, τα δίνει) Α! πα πα! Ανοιγόκλειμα μασέλας Ηρακλή μου! Από πού είναι οι γουρουνίτσες; Τραγασαίες είναι; ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ ∆εν τα έφαγαν ούλα αυτές. Ένα σούφρωσα κι ιγώ. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Καλές οι γουρουνίτσες, μα το ∆ία, μου αρέσουν. Πόσο τις πουλάς; ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Τη μια για πλέτρα σκόρδα θα σ' την έδινα. Την άλλη για γαβάθ' αλάτι. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Περίμενε. Θα σου τις πάρω. (Ο ∆ικαιόπολης μπαίνει μέσα να πάρει σκόρδα και αλάτι) ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Έτσι μπράβου, Ερμή πραγματευτή μου! Έτσι να πουλήσω αχ κι τη γυναίκα μου... Κι τη μάνα μου την ίδια. (Έρχεται ένας συκοφάντης) ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Ε! Συ! Από πού είσαι; ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Γουρουνίτσις πουλώ, απ' τα Μέγαρα είμι. ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Και σένα κι αυτές σας καρφώνω! Εχθροί μας! ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Πάλι στα ίδια φτάσαμε... Στα πρώτα τα τιρτίπια. ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Κλαίγοντας θα πας στα Μέγαρα. Άσε το σακί. ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ ∆ικαιόπουληηηηη! Ρουφιανεύουμι! (Βγαίνει ο ∆ικαιόπολης με σκόρδα και αλάτι) ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Από ποιον, ποιος είναι ο ρουφιάνος; Α! Εσείς οι αγορανόμοι μου, δεν τον πετάτε έξω το ρουφιάνο; Βρε συ, χωρίς φανάρι τι φανερώνεις; ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Να μην τους φανερώσω τους εχθρούς; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Τρέξε τσακίσου αλλού να φανερώσεις πριν κλάψεις εδώ. (Ο συκοφάντης φεύγει) ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Βρε τι κακό τούτου στην Αθήνα! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Εντάξει Μεγαριώτη. Για τις γουρουνίτσες που μου έδωσες πάρε την πλέχτρα σκόρδα πάρε και τ' αλάτι. Και να' σαι καλά. ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Το καλά δεν το 'χουμε στα μέρη μας. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Παραπανίσιο το είπα. Στο κεφάλι μου να πέσει. ΜΕΓΑΡΙΩΤΗΣ Γουρουνίτσις μου, άντε, χουρίς τουν πατέρα σας! Κι αν κάποιους σας δίνει τώρα αλάτι, να του βάζτι στου ψουμί σας νούστιμου να γίνιτι.. (Φεύγει ο Μεγαριωτης. Ο ∆ικαιόπολης μπαίνει μέσα κρατώντας το σακί με τις γουρουνίτσες) ΧΟΡΟΣ Ευτυχισμένος άνθρωπος! Είδες τι κατάφερε που έκανε ειρήνη; Θα κάθεται χαίροντας στον πάγκο του τωρα κι αν κάποιος Κτησίας συκοφάντης σιμώσει θα λιώσει στα κλάματα. Κανένας τρακαδόρος δεν θα σε γελάσει. Ο Πρέπης, τη φαρδοκωλιά του δεν θα σ' την κουνά μήδ' ο Κλεώνυμος καβγά θα κάνει. Θα περπατάς κομψά και δεν θα σε τραβάει σε δίκες ο Υπέρβολος. Ούτε θα σου κολλά στο δρόμο ο Κρατίνος με τα μαλλιά τα λιγδωμένα, ούτε ο Αρτέμωνας που γράφει στο γόνατο τραγούδια και οι μασχάλες του βρωμούν τραγίλα και απλυσιά. Κι ούτε θα κοροϊδεύει ο Παύσων ο πεινάλας ούτε και ο Λυσίστρατος ο τριγυρατζής του Χολαργού το αίσχος, ο βουτηγμένος στη χολή που κρυώνει και πεινά τριάντα μέρες κάθε μήνα. (Έρχεται ένας Βοιωτός με το δούλο του. Είναι φορτωμ ένος. Πίσω τους ακολουθούν άλλοι με φλογέρες) ΒΟΙΩΤΟΣ Αχ Ηρακλή, τα πουδάρα μου κάλιασαν! Άσε τη ρίγανη κάτου Ισμενία. Κι εσείς φλουγιρτζήδις που ήρθαταν πίσου μου φυσάτι τις φλουγέρις δυο μέτρα παρακεί. (Βγαίνει ο ∆ικαιόπολης) ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Πάψετε βρε πανάθεμα! Πούθε ξεφυτρώσατε και ζουζουνίζετε στην πόρτα μου; Κακήν κακώς θα πάθετε με τούτες τις μουτσούνες. ΒΟΙΩΤΟΣ Να χαρείς, μα τουν Ιόλαου, φίλε. Μι πήραν το κατόπ ' απ' τη Θήβα ως ιδώ και μ' την ξιλουλούδιασαν τη ρίγανη φυσώντας. Αν θέλεις ν' αγουράεις απ' όσα φέρνου, πάρι. Κι πιτούμενα κι ζα. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Γεια σου Βοιωτέ μπομποτοφάγε. Τι καλούδια φέρνεις; ΒΟΙΩΤΟΣ Όσα έχ' η Βοιωτία γινικώς. Ρίγανη, ψαθί, φλισκούνι, φιτιλάκι, πάπιες, πιρδικούλις, κίσσες και τροχίλους... ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Σαν πουλιών φουρτούνα όρμησες στην αγορά! ΒΟΙΩΤΟΣ Έχου κι αλιπούδις κι χίνις κι λαγούς κι βίδρις κι κουνάβια κι νυφίτσις κι σκαντζουχοιρούλια. Κι χέλια Κουπαϊδας έχου... ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ω! Που φέρνεις την πιο ωραία νοστιμιά! ∆ώσε μου να την προσφωνήσω τη χελάρα. ΒΟΙΩΤΟΣ Η πιο τρανή απ' τις πινήντα κόρις τα' Κουπαϊδας βγες έξου να σι δει ου ξένους να χαρεί. (Ο Βοιωτός από ένα σκεπασμένο κοφίνι βγάζει ένα χέλι) ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ω καλή μου και από πάντα λαχτάρα της κωμωδίας ποθητή, του Μόρυχου χελάρα αγαπημένη! Βγάλτε τη σχάρα, βγάλτε το φυσητήρι. Κοιτάξετε παιδιά την καλύτερη χελάρα. Έξι χρόνια καψούρα για να'ρθει. Χαιρετήστε την παιδιά. Και για χάρη της εγώ στα κάρβουνα κουμάντο. Αχ μήτε και νεκρός να σε στερηθώ χελάρα μου βρασμένη με παντζάρια. ΒΟΙΩΤΟΣ Τι θα μου δώεις να σ' τη δώσου; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ ∆ικαίωμα αγοράς θα μου τη δώσεις. Τι άλλο πουλάς; ΒΟΙΩΤΟΣ Ούλα τα πουλώ. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Πόσο τα πουλάς; Ή είδος με είδος; ΒΟΙΩΤΟΣ Ό,τι έχτι στην Αθήνα κι δεν έχουμι στη Θήβα. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Θέλεις ν' ανταλλάξεις με σαρδέλες ή κανάτια; ΒΟΙΩΤΟΣ Σαρδέλις κι κανάτια έχουμι κι εμείς. Κάτι να μην το 'χουμι να σας πιρισσεύει. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ξέρω. Ξέρω. Πάρε έναν συκοφάντη. ∆έσε τον όπως τα κανάτια. ΒΟΙΩΤΟΣ Ναι, μα του θιό! Κέρδος θα'χα να'πιρνα μαϊμού να στάζ' φαρμάκι. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Να ένας. Έρχεται. Ο Νίκαρχος ο σπιούνος. ΒΟΙΩΤΟΣ Μικρούτσικος στου μπόι... ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Σπιουνοβρωμιά μεγάλη όμως. (Φτάνει ο Νίκαρχος και κοιτάει ερευνητικά) ΝΙΚΑΡΧΟΣ Ποιανού είναι αυτά τα πράγματα; ΒΟΙΩΤΟΣ Απ' τη Θήβα, δικάμ'. Κι του ουρκίζουμι. ΝΙΚΑΡΧΟΣ Ε, λοιπόν, εγώ τα καταγράφω εχθρικά. ΒΟΙΩΤΟΣ Τι κακό σου 'καναν τα άκακα πιτούμενα κι τα πουλεμάς; ΝΙΚΑΡΧΟΣ Σας καταγγέλνω εχθρούς κι εσένα μαζί. ΒΟΙΩΤΟΣ Τι αδικήθηκες; ΝΙΚΑΡΧΟΣ Θα το πω να τ' ακούσουν οι παρόντες. Φέρνεις φιτίλι α απ' τους εχθρούς. ΒΟΙΩΤΟΣ Εχθρός... για τα φιτίλια; ΝΙΚΑΡΧΟΣ Μπορεί και ναύσταθμο να κάψει ένα φιτιλάκι! ΒΟΙΩΤΟΣ Του ναύσταθμου; Του φυτιλάκι; ΝΙΚΑΡΧΟΣ Ναι. ΒΟΙΩΤΟΣ Πως; ΝΙΚΑΡΧΟΣ Μπορεί ένας Βοιωτός να πιάσει μια βρωμούσα και να της δέσει ένα φιτίλι και ύστερα να τ' ανάψει και όταν θα φυσήξει αέρας δυνατός να το πάρει να το πάει και στο ναύσταθμο να φτάσει... Κι ένα καράβι αν αρπάξει όλα θ' ανάψουν σαν λαμπάδες! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Βρε κακόχρονο να 'χεις βρε! Με μια βρωμούσα με φιτίλι, θα λαμπαδιάσει ο ναύσταθμος; (Ο ∆ικαιόπολης τον χτυπά, τον σπρώχνει) ΝΙΚΑΡΧΟΣ Μάρτυρες σας βάζω, με χτυπάει! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Κλείστε του το στόμα, δώστε μου μια ψάθα να τον τυλίξω σαν κανάτι μη μου σπάσει και ραγίσει στη μεταφορά. (Φέρνουν ψάθα και σχοινί. Ο ∆ικαιόπολης τυλίγει στην ψάθα το Νίκαρχο και τον δένει) ΧΟΡΟΣ ∆έσε τον σφίξε το αγαπητέ μου γύρω γύρω το ψαθί, δέσε το σφίξε το μη ραγίσει στη μεταφορά. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Για τα καλά θα το νοιαστώ γιατί είναι κούφιο και βροντά σαν να 'ναι ραγισμένο και το μισούν κι οι θεοί. ΧΟΡΟΣ Τι θα το κάνει; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Θα το έχει για όλα. ∆οχείο κακών τρίφτη δικών για ρουφιανιές φανάρι και γουδί γι' ανακάτεμα εις πάσαν περίπτωσιν. ΧΟΡΟΣ Τι πίστη να έχεις, να έχεις στο σπίτι σου τέτοιο αγγείο που αγγίζοντας τρίζει; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Γερό είναι φίλε μου ποτέ δε θα σπάσει αν απ' τα πόδια κατακέφαλα κρέμεται. ΧΟΡΟΣ Άντε τώρα έτοιμο. ΒΟΙΩΤΟΣ Τώρα να το μάσω. ΧΟΡΟΣ Μάζεψέ το, φόρτωσέ το όπου θέλεις πήγαινέ το. ∆είχνε τον παντού σ' όλους το σπιούνο. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Τον έδεσα γερά τώρα τον κακόχρονο. Άντε τώρα Βοιωτέ, φόρτωσε τον και πάρ' τον. ΒΟΙΩΤΟΣ Σκύψι να στουν βάλου στουν ώμου Ισμενάκου. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Στον ώμο και τα μάτια σου! Σκάρτο το φορτίο, μα αν βγάλεις κέρδος θα 'σαι ο πρώτος που θα 'χεις καλό από τέτοιο σπιούνο. (Φεύγει ο Βοιωτός με τον υπηρέτη του φορτωμένο. Έρχεται υπηρέτης του Λάμαχου) ΥΠΗΡΕΤΗΣ ∆ικαιόποληηη! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Τι είναι και με φωνάζεις; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Τι; Ζητάει ο Λάμαχος μ' αυτό το καφετί να του δώσεις κίχλες για τη γιορτή το κρασιού και χέλι Κωπαϊδας. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ποιος Λάμαχος ζητάει χέλι; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Ο τρομερός ο ανίκητος. Που κραδαίνει Γοργόνα. Και ανεμίζουν στο κράνος του τρία λοφία! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Και τη ασπίδα να δώσει δεν έχει κίχλες και χέλι να πεις. Ας πάει κουνώντας τα λοφία του, να βολευτεί με παστόψαρα. Κι αν βάλει τσιριξιές καλώ τους αγορανόμους. Τσίχλες και κοτσύφια και τα πάντα τα παίρνω ο ίδιος να τα φάω στο σπίτι μου. (Ο ∆ικαιόπολης μπαίνει μέσα φορτωμένος. Ο υπηρέτης του Λάμαχου φεύγει) ΧΟΡΟΣ Είδατε, είδατε εσείς οι πολίτες, ο φρόνιμος άντρας ο έξυπνος πως κάνει σπονδές κι αγορές και παζάρια να γεμίσει το σπίτι του και να 'χει να τρώει; Τα αγαθά από μόνα τους γι' αυτόν συμμαζεύονται. Ποτέ τον πόλεμο δεν θα βάλω στο σπίτι μου ούτε το τραγούδι του Αρμόδιου θα πει δίπλα στο τραπέζι μου φίλος μεθυσμένος που έρχεται όλο και τα κάνει ανάστα και τα σπρώχνει και τα σπάζει και όλο τσακώνεται κι ας οι άλλοι του λεν "πιες το και φρόνιμα. Πιες το σαν φίλος". Αυτός πιο πολύ μας τα καίει τ' αμπέλια μας και το κρασί μας το χύνει. Έφυγε τρέχοντας, πέταξε - πήγε για δείπνο και όλος καμάρι και στην πόρτα του σκόρπισε φτερά για σημάδι. Της γλυκιάς Αφροδίτης και των φίλων της Χάρης Ειρήνη συντρόφισσα, τι όμορφη είσαι και όμως το ξέχναγα! Πώς να μας έπαιρνε να μας έσμιγε ο έρωτας όπως αυτός ο ζωγραφιστός με το στεφάνι. Ή με νομίζεις γέρο κι ανίκανο; Αν όμως σε πάρω, τρία μπορώ ακόμα νομίζω, αυλάκι αμπέλι μεγάλο να σύρω και δίπλα να βάλω νέες συκούλες και μια κληματαριά και λιόδεντρα γύρω να'χουμε λάδι να αλειβόμαστε κάθε πρωτομηνιά. (Βγαίνει ο κήρυκας του ∆ικαιόπολη) ΚΗΡΥΚΑΣ Ακούστε ο λαός! Στο πανηγύρι του κρασιού με το βάρε μα της σάλπιγγας - όπως τα πάτρια - θ' αρχίσει να πίνει ο καθένας τον καύκο του και όποιος τον πιεί πρώτος θα πάρει το ασκί του Κτησιφώντα βραβείο του. (Βγαίνει ο ∆ικαιόπολης) ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ε! Παιδιά και γυναίκες, δεν ακούσατε; Τι κάνετε, εμπρός, δεν ακούτε τον κήρυκα; Βράζετε. Ψήνετε. Στρίβετε τις σούβλες. Βγάλτε τους ψημένους λαγούς. Φέρτε μου σούβλες να περάσω τις τσίχλες. Πλέξτε στεφάνια. ΧΟΡΟΣ Ζήτω σου για το μυαλό σου, ζήτω για το φαγητό σου άνθρωπε δαιμόνιε! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Τι θα πεις όταν δεις και τις τσίχλες ψημένες; ΧΟΡΟΣ Εύγε σου! Καλά το λες - αυτό είναι που να 'ναι! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Φρόντιζε, φύσα τη φωτιά... ΧΟΡΟΣ Άκουσες πως έμπειρα όμορφα και νόστιμα δείπνο ετοιμάζει; (Έρχεται ένας γεωργός ανήσυχος) ΓΕΩΡΓΟΣ Αχ ο δύστυχος, αχ! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ηρακλή μου, ποιος είναι τούτος! ΓΕΩΡΓΟΣ Άνθρωπος δυστυχισμένος... ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Κρατήσου όπως είσαι. ΓΕΩΡΓΟΣ Αχ αγαπητέ μου, μόνο εσύ έχεις ειρήνη... Αχ δώσ' μου κι εμένα, πεντάχρονη έστω. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Τι έπαθες; ΓΕΩΡΓΟΣ Κομμάτια και σκόρπισα. Μου πήραν τα βόδια. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ποιοι; Από πού; ΓΕΩΡΓΟΣ Απ' τη Φυλή. Βοιωτοί! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Αχ βρε τρισδύστυχε, και δεν φορείς μαύρα; ΓΕΩΡΓΟΣ Μου τα πήραν, μα το ∆ία, αυτά που με έτρεψαν, που μου έδιναν τα πάντα, με τις σβουνιές τους μαζί. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Και τι θέλεις τώρα; ΓΕΩΡΓΟΣ Έπαθαν τα μάτια μου να κλαίω, δεν βλέπω... Άλειψε λιγουλάκι ειρήνη στα μάτια μου. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ε, πονηρέ! ∆εν είμαι γιατρός του ∆ημοσίου! ΓΕΩΡΓΟΣ Μια στάλα μονάχα, στάξε μια στάλα σ' αυτό το κουτάκι. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Μήτε σταλιά μηδέ μυρουδιά. Το κλάμα αλλού. ΓΕΩΡΓΟΣ Αχ βόδια μου και χωραφάκια μου... (Φεύγει ο γεωργός) ΧΟΡΟΣ Βρήκε γλύκα στις σπονδές του. ∆εν θα δώσει φαίνεται, μηδέ σταλιά σε άλλον. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ρίχνε μέλι στα λουκάνικα, ψήνε τις σουπιές... ΧΟΡΟΣ Ακούς γλυκοπροστάγματα, ακούς; ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ξηροψήστε μου τα χέλια... ΧΟΡΟΣ Θα μας πεθάνεις από την πείνα εμένα και τους γειτόνους με αυτήν την κνίσα και τα λόγια που μας λες. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ψήστε τα κι αλείψτε το μέλι να ξανθήνουν. (Καθώς ο ∆ικαιόπολης μπαίνει μέσα, φτάνει ένας παρά νυμφος και πίσω του μια γυναίκα) ΠΑΡΑΝΥΜΦΟΣ ∆ικαιόποληηη! ∆ικαιόποληηη! Στάσου! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ποιος είναι αυτός; Ποιος; ΠΑΡΑΝΥΜΦΟΣ Νιόγαμπρος κάποιος σου στέλνει για κέρασμα τούτο το κρέας! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Όποιος και να 'ναι, πολύ καλά έκανε. ΠΑΡΑΝΥΜΦΟΣ Για το κρέας που σου στέλνει ζητά να του χύσεις σ' αυτό το ποτήρι μια στάλα ειρήνη... να μη στρατευθεί και πάει στον πόλεμο. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Πάρ' το. Πάρ' το το κρέας του. Μη. ∆εν έχει ειρήνη. Και για δέκα χιλιάδες, δράμι δεν δίνω. Πάρτε τώρα τις σπονδές, φέρτε τις κανάτες, θέλω κρασί για τη γιορτή. ΧΟΡΟΣ Τι είναι όμως! Α! Φτάνει ένας αγριομάτης, αυτός, σαν να 'ρχεται να πει κακό! (Έρχεται ένας αγγελιαφόρος, χτυπά την πόρτα του Λάμαχου. Αυτός απαντά από μέσα, μετά βγαίνει) ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Α Αχ αχ βάσανα και μάχη και Λαμάχοι! ΛΑΜΑΧΟΣ "Ποιος χτυπά στα χαλκοστόλιστα δώματα;" ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Α ∆ιαταγή των εννιά στρατηγών να πάρεις τα λοφία και τους λόχους και γρήγορα να πας και να κάτσεις στο χιόνι, να φυλάς τα περάσματα. Στη γιορτή του κρασιού ρίχτηκαν πάνω Βοιωτοί κλεφταράδες! Έτσι μας είπαν. ΛΑΜΑΧΟΣ Αχ στρατηγοί! Κεφάλια πολλά, γεμάτο κανένα. Ούτε γιορτή σ' αφήνουν να κάνεις. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ω στρατέ, Λαμαχοπολεμικέ! ΛΑΜΑΧΟΣ Αχ ο κακότυχος! Με περιπαίζεις κι εσύ! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Θέλεις να πολεμήσεις με τετράφτερο Γηριόνη; ΛΑΜΑΧΟΣ Αχ τι αγγελία μου ανάγγειλε ο κήρυκας! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Αχ και μένα, τι τρέχει κάποιος να μου πει. (Φτάνει και δεύτερος αγγελιοφόρος) ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ Β ∆ικαιόπολη... ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Τι είναι; ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ Β Γρήγορα για το δείπνο... Πάρε το καλάθι σου γεμάτο και τον καύκο, ο ιερέας του ∆ιόνυσου σε προσκαλεί... Γρήγορα όμως γρήγορα, καθυστερεί το δείπνο εξαιτίας σου, τα άλλα όλα είναι έτοιμα. Τραπέζια κι ανάκλιντρα, στεφάνια, μαξιλάρια και στρώματα κι αρώματα και μεζελίκια και αυλητρίδες, και ψωμιά και πίτες και σουσαμοκούλουρα και γλυκά και το "λεβέντη μου Αρμόδιε" απ' τα παλιά τραγούδια! Γρήγορα, όμως, γρήγορα! ΛΑΜΑΧΟΣ Αχ ο κακοδύστυχος εγώ! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Αχ που σε δυστύχεψε η τεράστια Γοργόνα! Τώρα εντολές. Ετοιμάστε το δείπνο. ΛΑΜΑΧΟΣ Παιδί μου φέρε μου έξω το γυλιό. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Φέρε μου παιδί το καλάθι τα καλούδια. ΛΑΜΑΧΟΣ Φέρε μου να'χω αλάτι και ρίγανη, φέρε κρεμμύδια. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Μου βρωμούν τα κρεμμύδια, σαρδέλες, εμένα. ΛΑΜΑΧΟΣ Παστόψαρα λίγα, τυλιγμένα σε φύλλα. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Εμένα φρεσκόψαρα, θα τα ψήσω εκεί. ΛΑΜΑΧΟΣ Φέρε τα φτερά του κράνους. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Τα πιτσούνια και τις κίχλες φέρε μου. ΛΑΜΑΧΟΣ Τι ωραία κάτασπρα στρουθοκαμηλοφτέρουγα! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Τι καλά ξανθοψημένο αυτό το πιτσουνάκι! ΛΑΜΑΧΟΣ Πάψε να περιπαίζεις τα όπλα μου. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Πάψε να στραβοκοιτάς τις κίχλες μου. ΛΑΜΑΧΟΣ Φέρε το κουτί με τα τρία μου λοφία. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ ∆ώσε μου την πιατέλα με τον ψητό λαγό. ΛΑΜΑΧΟΣ Αχ τριχοφάγος μου το 'φαγε το λοφίο. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Το στιφάδο θα το φάω πριν απ' το δείπνο. ΛΑΜΑΧΟΣ Βρε άνθρωπέ μου μη μου μιλάς. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ ∆εν μιλώ μαζί σου, μιλώ με το παιδί. Θέλεις να πάμε στοίχημα, παιδί, κι ο Λάμαχος να κρίνει τι είναι νοστιμότερο οι ακρίδες ή οι τσίχλες; ΛΑΜΑΧΟΣ Πω πω ξεδιαντροπιά! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ασύγκριτες οι ακρίδες, λέει. ΛΑΜΑΧΟΣ Ξεκρέμασε το δόρυ μου και φέρ' το. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Βγάλε και φέρε το κοκορέτσι παιδί μου. ΛΑΜΑΧΟΣ Πιάσε να το σύρω απ' τη θέση του. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Πιάσε τη σούβλα να το βγάλω. ΛΑΜΑΧΟΣ Φέρε της ασπίδας μου το τρίποδο. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Φέρε της γυναίκας μου τα ξεροτήγανα. ΛΑΜΑΧΟΣ Μα αυτό είναι κοροϊδία. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Αχ γλυκά που είναι. ΛΑΜΑΧΟΣ Στάξε μου λάδι στης ασπίδας το χάλκωμα. Βλέπω ένα γέροντα να τον δικάζουν για δειλό. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Στάξε μου εδώ το μέλι. Κάποιος γέρος ολοφάνερα λέει στο Λάμαχο το Γοργάσου "άντε" ΛΑΜΑΧΟΣ Φέρε παιδί μου το θώρακα τον πολεμικό. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Τον πότηρα τον καλό να μου φέρει ένας. ΛΑΜΑΧΟΣ Α! Μ' αυτόν θα 'μαι αχτύπητος στη μάχη. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Πρώτος θα βγω στο γλέντι μ' αυτόν. ΛΑΜΑΧΟΣ Βάλε στην ασπίδα τα λουριά. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Γέμα το καλάθι μου μεζέδες. ΛΑΜΑΧΟΣ Παίρνω το γυλιό και φεύγω. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Το ρούχο μου φορώ και πάω. ΛΑΜΑΧΟΣ Σήκωσε την ασπίδα παιδί μου προχώρα. Άπαπα! Χειμέρια τα πράγματα! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Κράτα μου το καλάθι, παιδί μου, πα πα! Γλεντζέδικα τα πράγματα! (Φεύγουν και οι δυο προς αντίθετες κατευθύνσεις) ΧΟΡΟΣ Στο καλό και με τύχη στον ανόμοιό σας δρόμο. Εσύ μες στο κρύο σκοπός θα φυλάς κι αυτός θα πίνει φορώντας στεφάνι και θα κοιμάται αγκαλιά με παιδούλα γλυκιά παιχνιδιάρα. Τον Αντίμαχο, της Πιτσιλούς, τον τέτοιο, που φτιάχνει τραγούδια, με δυο λόγια να πω, να τον κάψει ο ∆ίας γιατί μ' έδιωξε το δύστυχο στα Λήναια άδειπνο. Αχ να τον δω να ζητά καλαμάρι κι αυτό στο τραπέζι ψημένο να κείται λαχτάρα, προσμένοντας, έτοιμο, κι όπως αυτός χέρι θ' απλώνει σκύλος να μπει να τ' αρπάξει να φύγει. Κι εκτός απ' αυτό να πάθει και άλλο και να 'ναι και νύχτα. Να γυρίζει από ιππασία στο σπίτι με σύγκρυο και κάποιος πιωμένος τρελός να του σπάσει γερά την κεφάλα - και ψάχνοντας πέτρα μες στο σκοτάδι να χουφτιάσει φρέσκια σκατούλα κι αντί για το σκνίπα - καθώς θα τη ρίχνει - να του φύγει αυτή στου Κρατίνου τη μούρη. (Φτάνει αναστατωμένος ο υπηρέτης του Λάμαχου) ΥΠΗΡΕΤΗΣ Ε! ∆ούλοι! Στου Λάμαχου το σπίτι όσοι! Νερό! Βάλτε νερό να ζεσταθεί στο τσουκάλι. Κηρόπανα ετοιμάστε και φασκιές. Λιγδόμαλλα να βάλετε στο κότσι του αφέντη. Πληγώθηκε ο άνθρωπος, πηδώντας χαντάκι! Σε πάσσαλο έτυχε, το πόδι στραμπούληξε και πέφτοντας ύστερα ήταν οι πέτρες και το κεφάλι του το'σπασε και πέφτοντας του 'φυγε η Γοργώ της ασπίδας και το λοφίο του κράνους και μέσα στις πέτρες κατρακυλώντας τσακίστηκε και το είδε και έκλαιγε "ω ένδοξο λοφίο για τελευταία φορά σε βλέπω τώρα! Χάνω το φως μου! ∆εν είμαι άλλο". Τόσα είπε κι έπεσε μετά στο χαντάκι. Και σηκώθηκε πάλι να κυνηγήσει ληστές, και κυνηγώντας πληγώθηκε. Να όμως! Έφτασε. Ανοίξτε την πόρτα! (Μπαίνει ο Λάμαχος) ΛΑΜΑΧΟΣ Αχ Αχ! Τρομερά και σουγλερά έπαθα ο άμοιρος! ∆όρυ εχθρού με χτύπησε. Χάνομαι! Και πιο πολύ με σουγλίζει αν με δει ο ∆ικαιόπολης τώρα χτυπημένο και βάλει τα γέλια και γελάει την τύχη μου. (Μπαίνει ο ∆ικαιόπολης απ' την άλλη πλευρά, αγκαλιά με δυο μικρούλες "μεθυσμένος") ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Αχ Αχαχ! Φιλήστε με γλύκες μου. Σκαστά, ρουφηχτά. Ξεσηκώστε με. Πρώτος τον καύκο τον άδειασα! ΛΑΜΑΧΟΣ Αχ συμφορά μαύρη και πάθημα. Ωι Ωι τραύματα σφάζοντα! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Χε Χε! Χαίρε Λαμαχολογούλι! ΛΑΜΑΧΟΣ Ο δύστυχος αχ... ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Αχ αχ με ρουφάς... ΛΑΜΑΧΟΣ Ο φριχτόμοιρος αχ... ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Αχ δαγκωνίτσες... ΛΑΜΑΧΟΣ Αχ ο δύστυχος, βαριά την πλήρωσα την μάχη! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ποιος μου πλήρωσε το κρασί στη γιορτή; ΛΑΜΑΧΟΣ Απόλλωνα Παιάνα. Αχ... ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ ∆εν είναι σήμερα Παιώνια! ΛΑΜΑΧΟΣ Το πόδι μου αχ το πόδι μου πιάστε το. Κρατάτε με φίλοι μου. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Σφίχτε με κι οι δυο σας! ΛΑΜΑΧΟΣ Ζαλίζομαι απ' την πέτρα που με χτύπησε. Σβήνω και χάνομαι... ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ξάπλωμα θέλω! Χάνομαι. ΛΑΜΑΧΟΣ Στο ιατρείο να με πάτε. Στα χέρια των γιατρών! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Στους κριτές να με πάτε στον αρχηγό. Το βραβείο μου θέλω. ΛΑΜΑΧΟΣ Λόγχη μου έμπηξε κάποιος. Το κόκκαλο πέρασε. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ο καύκος μου άδειος! Τήνελλα καλλίνικος... ΧΟΡΟΣ Τήνελλα γέρο! Πρώτος! Καλλίνοκος! ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Ανέρωτο γεμάτος καύκος. Μονορούφι άσπρος πάτος! ΧΟΡΟΣ Τήνελλα τώρα γέρο κοτσονάτε. Πάρε το δώρο σου τώρα, προχώρα. ∆ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ Από πίσω μου όλοι μαζί τραγουδώντας. Τήνελλα καλλίνικος. (Παίρνει το δώρο του ένα ασκί κρασί) ΧΟΡΟΣ Όλοι ξοπίσω σου υμνώντας. Τήνελλα Καλλίνικος. Το γεμάτο εσύ και τη χάρη σου. ΤΕΛΟΣ
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΑΛΚΗΣΤΙΣ 438 π.Χ. ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝ ΘΑΝΑΤΟΣ ΧΟΡΟΣ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΑΔΜΗΤΟΣ ΕΥΜΗΛΟΣ ΗΡΑΚΛΗΣ ΦΕΡΗΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ Σύμφωνα με τον όρο που είχε θέσει ο Θεός, ο Άδμητος, Βασιλέας των Φερών, θα γινόταν αθάνατος, αν κάποιος στενός συγγενής του δεχόταν να θυσιαστή γι' αυτόν το σκοπό. Οι γονείς του δεν δέχονται, μα η γυναίκα του η Άλκηστις προσφέρεται πρόθυμα να θυσιαστή, δίδοντας έτσι μοναδικό παράδειγμα συζυγικής αφοσίωσης. Όμως ο Ηρακλής, κατόπιν μονομαχίας με τον Θάνατο, την επαναφέρει στη ζωή. (Η πρόσοψις των ανακτόρων του Αδμήτου, βασιλέως των Υερών. Ο Απόλλων, φέρων το τόξον και τα βέλη του, κατεβαίνει την κλίμακα των ανακτόρων και πλησιάζει εις το προσκήνιον). ΑΠΟΛΛΩΝ (Μόνος) Ω του Αδμήτου ανάκτορα, που αν και θεός μεγάλος εδέχθηκα να κάθωμαι στων δούλων το τραπέζι, χαίρετε τώρα. Αίτιος αυτής μου της δουλείας ήτανε ο Ζευς που σκότωσε με ένα κεραυνό του τον γυιό μου τον Ασκληπιόν. Εγώ απ' τον θυμό μου τους Κύκλωπας εσκότωσα, που την φωτιά δουλεύουν και την κάνουν κεραυνούς για τον πατέρα Δία. Μα ο Ζευς δεν εσυγχώρησε αυτήν μου την αγρίαν εκδίκησιν και μ' έστειλε εδώ να γίνω δούλος ενός θνητού. Τότε κ' εγώ ήρθα σ' αυτόν τον τόπο και του ανθρώπου έβοσκα τα βώδια, και το σπίτι ως σήμερα επροστάτευα από κάθε δυστυχία. Γιατί εγώ ο δίκαιος, άνθρωπο δίκαιον βρήκα τον γιό του Φέρητος. Εγώ τον έσωσα απ' τον Άδη, αφού της Μοίρες γέλασα. Εκείνες εχαρίσαν σ' εμένα του Αδμήτου την ζωή, μα με τη συμφωνία πώς κάποιος άλλος θα βρεθή για κείνον να πεθάνει. Όλους τους φίλους ρώτησε ο Άδμητος και όλους κρυφά τους ξέτασε αν δέχονται. Αλλ' όμως όλοι αρνήθηκαν, κι' αυτός ο γέρος του πατέρας και η μάνα που τον γέννησε, κι' αυτή αρνιέται ακόμη. Και μόνο η γυναίκα του προσφέρεται θυσία, και δέχεται για χάρη του να χάση τη ζωή της. Τώρα μέσα σ' τανάκτορα ψυχομαχεί· γιατ' ήρθε η μέρα που ήτανε γραφτό στον Άδη να κατέβει, κ' η δούλες της τήνε κρατούν στα χέρια ως να πεθάνει· τώρα κ' εγώ φεύγω μακρυά απ' ταγαπημένο σπίτι μήπως η θέα του νεκρού την όψη μου μολύνει, γιατί δεν κάνει ένας θεός νεκρόν να αντικρύζει. (Παρατηρεί προς το δεξιά παρασκήνιον) Α, να κι' ο Θάνατος. Εδώ τον βλέπω να προβαίνει, για να την σύρη γρήγορα στου Άδου τα παλάτια την άμοιρη βασίλισσα. Πάνω στην ώρα φτάνει γιατ' ήρθε πλέον η στιγμή που πρέπει να πεθάνει. (Εισέρχεται ο Θάνατος. Είναι οπλισμένος με ξίφος. Βλέπων τον Απόλλωνα δεν αποκρύπτει την δυσαρέσκειάν του) ΘΑΝΑΤΟΣ Α, α! Τι θέλεις, Φοίβε, εδώ τριγύρω στο παλάτι; Τάχα ποιός είναι ο σκοπός που βρίσκεσαι εδώ γύρω; Αν έρχεσαι το θύμα μου και τώρα να μου πάρεις σκέψου· του Άδου τους θεούς δεν πρέπει ναδικήσεις, να τους στερήσεις της τιμές που είναι δίκαιο νάχουν. Δεν σ' έφτασε που εμπόδισες τον θάνατο του Αδμήτου και που της Μοίρες γέλασες με τέτοιαν απιστία, αλλά σε βρίσκω πάλι εδώ με τόξα και με βέλη, για να φυλάξεις τη ζωή της κόρης του Πελία, που εδέχθη να πεθάνει αυτή για να γλυτώση εκείνος; ΑΠΟΛΛΩΝ Ησύχασε· έχω κ' εγώ τους λόγους μου. Και έχω μαζί μου εγώ το δίκαιον. ΘΑΝΑΤΟΣ Αφού το δίκαιο έχεις, τι θέλουνε τα βέλη σου; ΑΠΟΛΛΩΝ Πάντα μαζί μου τάχω Αυτή είν' η συνήθεια. ΘΑΝΑΤΟΣ Δεν είναι η συνήθεια· το τόξο σου επήρες, για να φυλάξεις άδικα το σπίτι αυτό. ΑΠΟΛΛΩΝ Με θλίβει η συμφορά, που απειλεί αγαπημένον φίλον. ΘΑΝΑΤΟΣ Ώστε και δεύτερον νεκρόν θέλεις να μου στερήσεις; ΑΠΟΛΛΩΝ Μήπως τον πρώτον σ' άρπαξα εγώ διά της βίας; ΘΑΝΑΤΟΣ Μα τότε πώς ακόμη ζει και πώς στη γη γυρίζει και όχι κάτω από τη γη στου Άδου τα παλάτια; ΑΠΟΛΛΩΝ Σούδωκε την γυναίκα του, που πας να πάρεις τώρα. ΘΑΝΑΤΟΣ Ω, θα την πάρω βέβαια, και θα την πάω κάτω. ΑΠΟΛΛΩΝ Πάρ' την λοιπόν και πήγαινε. Δεν ξέρω αν θα σε πείσω. ΘΑΝΑΤΟΣ Τι να με πείσεις: Αν αυτήν θα πάρω; Είν' η δουλειά μου. ΑΠΟΛΛΩΝ Όχι. Αλλά αν ήθελες για λίγο ν' αναβάλεις. ΘΑΝΑΤΟΣ Νοιώθω καλά τα λόγια σου και τι ζητείς το νοιώθω. ΑΠΟΛΛΩΝ Τάχα θα ήτανε πολύ, ν' αφήσεις να γεράση και να την πάρεις έπειτα; ΘΑΝΑΤΟΣ Α, δεν μπορεί να γίνει ούτε αυτό. Αδύνατον! Γιατ' η τιμές μ' αρέσουν. ΑΠΟΛΛΩΝ Μήπως αργά ή γρήγορα δεν θα της έχεις: ΘΑΝΑΤΟΣ Όταν πεθαίνουν νέοι, πιο πολλή είν' η τιμή για μένα. ΑΠΟΛΛΩΝ Αλλά κι' αν πέθαινε γριά πάλι θα την θάψουν μ' ακόμη περισσότερες τιμαίς... ΘΑΝΑΤΟΣ Ας είναι· βλέπω πως τώρα με τους δυνατούς πηγαίνεις και εσύ, Φοίβε. ΑΠΟΛΛΩΝ Τι είπες; Δεν το ήξερα πώς τον σοφό μας κάνεις. ΘΑΝΑΤΟΣ Όσοι πεθαίνουν γέροντες κάτι, θαρρώ, κερδίζουν. ΑΠΟΛΛΩΝ Ώστε το αποφάσισες; Τη χάρη δεν μου κάνεις; ΘΑΝΑΤΟΣ Όχι· Τον χαρακτήρα μου καλά τον γνωρίζεις. ΑΠΟΛΛΩΝ Ω, βέβαια· είσαι εχθρός εσύ εις τους ανθρώπους και όλοι σ' αποστρέφονται και οι θεοί ακόμη. ΘΑΝΑΤΟΣ Λέγε ό,τι θέλεις. Βέβαια εγώ δεν θα σου κάνω πράγμα, όπου δικαίωμα δεν έχεις να σου γίνει. ΑΠΟΛΛΩΝ Κι' όμως αδίκως φαίνεσαι σκληρός. Χωρίς να θέλεις σε κάποιον άλλον πούρχεται θενά υποχωρήσεις, σε κάποιον άνδρα, που έρχεται στου Φέρητος το σπίτι. Αυτόν τον στέλνει ο Ευρυσθεύς στα παγωμένα μέρη της Θράκης, δύο άλογα ζευγάρι να του φέρει. Αυτός θα φιλοξενηθεί στου Αδμήτου το παλάτι και μέσα από τα χέρια σου θα πάρει την γυναίκα. Έτσι κανένας από μας δεν θα χρωστάη χάρη σ' εσένα, και εγώ θα κάνω αυτό που θέλω και πιο πολύ θα σε μισώ αφ' ό,τι σ' εμισούσα. ΘΑΝΑΤΟΣ Όσα κι' αν πεις τα λόγια σου πηγαίνουν στα χαμένα και η γυναίκα σήμερα θα κατεβεί στον Άδη. Πηγαίνω τώρα με αυτό το κοφτερό σπαθί μου να την αγγίξω. Και, καθώς πολύ καλά γνωρίζεις, ανήκει πια εις τους θεούς του Άδου, όποιος τύχη να του αγγίξη τα μαλλιά αυτή μου η ρομφαία. (Ο Θάνατος εισέρχεται εις τανάκτορα, ενώ ο Απόλλων εξέρχεται δεξιά. Η σκηνή μένει επί τινας στιγμάς κενή. Ησυχία απόλυτος κρατεί). (Εισέρχονται οι γέροντες της πόλεως εκδηλούντες ανησυχίαν και αγωνίαν). ΧΟΡΟΣ (Κορυφαίος) Τι να σημαίνει άραγε αυτή η ησυχία; Γιατί αυτή η σιωπή σ' τανάκτορα του Αδμήτου; Δεν φαίνεται από δω κανείς να μας ειπή αν πρέπει ν' αρχίσουμε τα κλάματα, αν η βασίλισσά μας απέθανε, ή και αν ζει ακόμα ή αν βλέπει το φως του κόσμου η Άλκηστις, η κόρη του Πελία, που την ξέρουμε όλοι μας ξεχωριστή γυναίκα μέσα στης άλλες... ΗΜΙΦΟΡΙΟΝ Στεναγμοί ακούσθηκαν και θρήνοι; Ακούσατε καμία φωνή σπαρακτική να βγαίνη ή να χτυπούν τα χέρια των εις το παλάτι μέσα, όπως συμβαίνει πάντοτε, όταν κανείς πεθαίνει; Β' ΗΜΙΦΟΡΙΟΝ Ούτ' ένας δούλος φαίνεται στη θύρα του. Ω, είθε να εφαινόσουν, εσύ, ω Παιάν, αλλού να μεταστρέψεις της συμφοράς τα κύματα. Α' ΗΜΙΦΟΡΙΟΝ Μα αν είχε πια πεθάνει, γιατί αυτή η σιωπή; Β' ΗΜΙΦΟΡΙΟΝ Κι όμως έχει πεθάνει. Α' ΗΜΙΦΟΡΙΟΝ Κανείς δεν είδε τον νεκρό να βγάζουν... Β' ΗΜΙΦΟΡΙΟΝ Πώς το ξέρεις; Εγώ δεν έχω όπως εσύ καμία εμπιστοσύνη. Εσύ τι τάχα σκέπτεσαι και έχεις τόσο θάρρος; Α' ΗΜΙΦΟΡΙΟΝ Μπορεί ποτέ ο Άδμητος να θάψει μια γυναίκα , τέτοια γυναίκα! Έρημη, χωρίς να μας καλέσει; Β' ΗΜΙΦΟΡΙΟΝ Ίσως δεν έχεις άδικο. Στη θύρα εμπρός δεν βλέπω νάχουν νερό απ' την πηγή, που πλύνουνε τα χέρια, όταν πεθαίνει άνθρωπος στο σπίτι. Α' ΗΜΙΦΟΡΙΟΝ Την πλεξίδα, δεν βλέπω εις την είσοδο να είναι κρεμασμένη, που δείχνει πως εσκέπασε το πένθος ένα σπίτι, ουδέ γυναίκες άκουσα τα στή θια να χτυπούνε. Β' ΗΜΙΦΟΡΙΟΝ Και όμως η ημέρα αυτή είναι ημέρα πένθους. Α' ΗΜΙΦΟΡΙΟΝ Τι θέλεις με αυτό να πεις; Β' ΗΜΙΦΟΡΙΟΝ ... Είναι ημέρα πένθους, που η καλή βασίλισσα στον Άδη κατεβαίνει. Α' ΗΜΙΦΟΡΙΟΝ Σώπασε! Με τα λόγια σου μου σφίγγεις την ψυχή μου. Β' ΗΜΙΦΟΡΙΟΝ Όταν οι άνθρωποι οι καλοί τέτοια κακά τραβούνε, εκείνος που έτυχε καλός να γεννηθεί, λυπάται. Α' ΗΜΙΦΟΡΙΟΝ Σου κάκου· στα πιο μακρυνά όλης της γης μας μέρη, εις της Λυκίας τα Πάταρα, που είναι το μαντείον του Απόλλωνος, ή στης σκληρές κι' άνυδρες Αμμωνιάδες, στο άλλο μαντείον του θεού, αν την γυναίκα στείλης, αδύνατον απ' το γραφτό της Μοίρας να γλυτώση γιατί η ζωή της σώθηκε κ' η ώρα πλησιάζει, που θε ναρθεί ο θάνατος γοργά να την πάρει. Ούτε γνωρίζω πια θεόν κανένα να του πάμε θυσίες, να συγκινηθεί και να μας εισακούσει. Β' ΗΜΙΦΟΡΙΟΝ Ένας μονάχα θάκανε το θαύμα, αν εζούσε ο γιος του Υοίβου Ασκληπιός· αυτός και πεθαμένην την άμοιρη βασίλισσα μπορούσε ν' αναστήση κι' από τον Άδη εις την γην να μας την φέρει πίσω. Γιατί πριν μ' ένα κεραυνό ο Ζευς να τον σκοτώση πολλούς νεκρούς ανάστησε από τον κάτω κόσμο. Μα τώρα πια, ελπίδα μια μας μένει ότι τάχα μπορεί να ζήση η Άλκηστις και να σωθεί απ' την Μοίρα; ΧΟΡΟΣ (Κορυφαίος) Ο βασιλιάς μας έκανεν ό,τι έπρεπε να κάνει και όλων των θεών οι βωμοί εγέμισαν με αίμα και ζώα εθυσιάσθηκαν και τίποτε δεν μένει αφ' ό,τι πάντα γίνεται σε τέτοιες περιστάσεις, αλλά του κάκου επήγανε θυσίες και δεήσεις. (Στρέφεται εις την είσοδον των ανακτόρων, όπου φαίνεται ερχομένη μία υπηρέτρια. Όλοι οι άνδρες του χορού παρακολουθούν με αγωνίαν τον διάλογον και την διήγησιν της υπηρετρίας). ΧΟΡΟΣ (Κορυφαίος) Μα να, μια υπηρέτρια απ'το παλάτι βγαίνει και κλαίει και οδύρεται. Τι μέλλεται ν' ακούσω; Από την όψη φαίνεται πώς δυστυχία μας φέρει. (Προς την υπηρέτριαν η οποία εμφανίζεται εις την θύραν των ανακτόρων) Λέγε, τι κάνει η Άλκηστις, απέθανεν ή ζει; ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Στη θέση όπου βρίσκεται ταιριάζουν και τα δύο και ζει ακόμα, η δύστυχη, και είναι πεθαμένη. ΧΟΡΟΣ (Κορυφαίος) Πώς είναι δυνατόν αυτό; Καλλίτερα εξηγήσου! ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Χυχομαχεί. Σιγά σιγά ξεφεύγει η ζωή της. ΧΟΡΟΣ (Κορυφαίος) Δυστυχισμένε σύζυγε, τόσο καλός που είσαι τέτοια γυναίκα άδικα πώς χάνεις! ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Ο αφέντης θα καταλάβη τι έχασε, μονάχα όταν το χάση. ΧΟΡΟΣ (Κορυφαίος) Ώστε δεν μένει πια καμία ελπίδα; ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Καμία δεν μένει. Ήρθε η μέρα που έγραψεν η Μοίρα να πεθάνει. ΧΟΡΟΣ (Κορυφαίος) Μέσ' στο παλάτι έγινεν ό,τι έπρεπε να γίνει και ό,τι συνηθίζεται, σ' αυτάς τας περιστάσεις; ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Ο άνδρας της ετοίμασεν ο ίδιος τα στολίδια που θα της βάλη στον νεκρό. ΧΟΡΟΣ (Κορυφαίος) Σουλάχι στον ας μάθει πως θα πεθάνει ένδοξη, και θα το πει ο κόσμος πως ήταν η καλύτερη γυναίκα εις την γη μας. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Αλήθεια, η καλύτερη! Ποιος θαρνηθεί πως ήταν ξεχωριστή κι' ανώτερη απ' όλες της γυναίκες; Και πώς αλλοιώς θα τώδειχνε παρά μ' αυτό που κάνει; Άλλη γυναίκα δέχεται να χάση τη ζωή της, για να σωθεί ο άνδρας της: Αυτά τα ξέρετε όλοι, μα αν μάθετε τι έκανε στο σπίτι και τι κάνει θα μείνετε με ανοιχτό το στόμα. Μόλις είδε πως η ημέρα έφτασε που πρέπει να πεθάνει πήρε νερό του ποταμού και το άσπρο της το σώμα καλά καλά το έπλυνε· έπειτα από το δώμα, το κέδρινον, φορέματα και στολισμούς επήρε και με αυτά στολίσθηκε, σαν νύφη. Και κατόπιν μπρος στο βωμό εστάθηκε κ' είπε την προσευχή της: "Δέσποινα, είπε, κοίταξε, μπροστά σου γονατίζω εγώ για τελευταία φορά, γιατί θε να πεθάνω. Τα ορφανά μου τα παιδιά, σ' εσένα, ω θεά, ταφήνω να γίνεις εσύ μητέρα τους, κι' όταν η ώρα έρθει δώσε στ' αγόρι σύζυγον, όπου να του ταιριάζη, και δώσε και της κόρης μου τον άνδρα, που της πρέπει. Προστάτευσε τα, δέσποινα, να μη χαθούν κ' εκείνα, όπως εγώ η δύστυχη, απάνω στον ανθό τους, αλλά να ζήσουνε πολύ, και να πεθάνουν γέροι στον τόπο που γεννήθηκαν, στο χώμα της πατρίδας". Έπειτα όλους τους βωμούς, που έχει το παλάτι, όλους τους εστεφάνωσε με στέφανα από μύρτα χωρίς να κλάψη, ή στεναγμ ό τα χείλη της ν' αφήσουν ή να χαλάση μια στιγμή το χρώμα του προσώπου από το φόβο του κακού, που την περιμένει. Και μόνο όταν στον θάλαμο τον νυφικό της μπήκε και είδε το κρεββάτι της, τα κλάματα την πήραν. "Κρεββάτι μου, είπε, που εγώ σ' εγνώρισα παρθέ να και που γυναίκα με έκανες εκείνου που με χάνει, σε χαιρετώ. Δεν σε μισώ. Μόνον εσύ με χάνεις. Γιατί εγώ δεν ήθελα εσένα να προδώσω, αλλ' ούτε και τον άνδρα μου, γι' αυτό πεθαίνω τώρα. Εσένα άλλη θα χαρή γυναίκα, που θα τύχη, αν όχι πιο καλύτερη, μα πιο ευτυχισμένη". Είπε και εγονάτισε μπροστά εις το κρεββάτι και το φιλεί και με θερμά δάκρυα το μουσκεύει. Και όταν εκουράστηκε να κλαίη, βγαίνει έξω σιωπηλή και προχωρεί με το κεφάλι κάτω και φεύγει και ξανάρχεται, πολλές φορές, και πάλι ξαναγυρίζει κλαίοντας στο νυφικό κρεββάτι. Και τα παιδιά της τάμοιρα εκλαίγανε κ' εκείνα στους πέπλους της μητέρας τους με πόνο κρεμασμένα. Εκείνη στην αγκάλη της τάσφιγγε με λαχτάρα και πότε το ένα βιαστικά φιλούσε, πότε τάλλο. Μα κι' όλοι οι υπηρέται της, που έχει στο παλά τι, έχυναν μαύρα δάκρυα για την καλή κυρά τους και για την μαύρη μοίρα της. Εκείνη με το χέρι όλους απεχαιρέτισε, και δεν υπάρχει ένας ούτε κι' ο ταπεινότερος που να μη του μιλήση. Τέτοια κακά ευρήκανε το σπίτι του Αδμήτου Εάν ο ίδιος πέθαινε όλα γι' αυτόν χαμένα μα και που εσώθη, συμφορά τον βρίσκει πιο μεγάλη και τόση λύπη αισθάνεται, που δεν θα την ξεχάσει. ΧΟΡΟΣ (Κορυφαίος) Κι' ο Άδμητος; Πώς την βαστά αυτήν την δυστυχία; και πώς θα την στερηθεί τέτοια καλή γυναίκα; ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Την κλαίει· και κρατώντας την σφιχτά στην αγκαλιά του τήνε θερμοπαρακαλεί να μη του φύγει ακόμα. Αλλ' όμως πράγμα αδύνατον ζητά. Γιατί η αρρώστια την έφαγε την δύστυχη, και έρχεται το τέλος. Και έτσι μέσ' στα χέρια του, ενώ η ζωή της φεύγει και λίγη ακόμη μένει της πνοή, ζητάει ακόμα μία φορά τα μάτια της να ιδούν το φως του ήλιου , για τελευταία της φορά, πριν κλείσουνε για πάντα, Μα τώρα ας πάω να τους πω πως ήρθατε. Βεβαίως οι βασιλιάδες πάντοτε δεν αγαπώνται τόσο, ώστε να τρέχει ο λαός τριγύρω τους, σαν τύχη να τους σπαράζη συμφορά. Εσείς παληοί είσθε φίλοι. (Εισέρχεται εις τανάκτορα). ΧΟΡΟΣ (Κορυφαίος) Αλιμονον! Πώς θα βρεθή διέξοδος καμία, ω Ζευ πατέρα, να σωθούν από την δυστυχία οι βασιλιάδες; Άρά γε το χέρι σου θα βάλεις ή από τώρα τα μαλλιά της κεφαλής να κόψω και μαύρα να φορέσουμε και πένθος να ντυθούμε; Ω, φίλοι! Δεν υπάρχει πια καμία αμφιβολία. Εν τούτοις όμως στους θεούς θερμά ας προσευχηθούμε γιατί αυτοί είναι δυνατοί, κι' όλα μπορούν να κάμουν. Ω παντοδύναμε Παιάν, εύρε εσύ τον τρόπο ν' απομακρύνεις το κακόν από αυτό το σπίτι. Βοήθησε· βοήθησε γιατί και προ ολίγου συ έσωσες τον Άδμητον και εσύ μπορείς και τώρα και απ' αυτόν τον θάνατον, αν θέλεις, να τον σώσεις και να κρατήσεις την ορμή την φονική του Άδου. Ω γυιέ του Φέρητος, εσύ· τι τύχη σε προσμένει τώρα οπού θα στερηθείς τέτοια άξια γυναίκα! Δεν είναι τάχα άξια αυτή η δυστυχία, ώστε ο ίδιος να σφαγής ή να πνιγείς μονάχος, αφού θα χάσης σήμερα μια τόσο αγαπημένη γυναίκα; (Εις την θύραν των ανακτόρων εμφανίζονται οι φρουροί οι προπορευόμενοι των βασιλέων). Α, να έρχεται! Ο Άδμητος κ' εκείνη. Στέναξε, γη, κι' ολόλυξε, Υεραία, γιατί τώρα του κόσμου η καλύτερη γυναίκα κατεβαίνει στα σκοτεινά κ' υπόγεια παλάτια του θανάτου! Εγώ ποτέ μου δεν θα 'πω ότι ο γάμος φέρνει πολύ περσσότερες χαρές από της λύπες πούχει. Και τούτο έλεγα α πό πριν, αλλά το λέω και τώρα, που βλέπω την απίστευτη του Αδμήτου ατυχία. Έπειτα απ' την απώλεια τέτοιας χρυσής γυναίκας μία ζωή αβάστακτη θα είναι η ζωή του. (Εισέρχεται η Άλκηστις, κρατουμένη υπό του Αδμήτου. Τα παιδιά της κρατούνται κλαίοντα από τους πέπλους της) ΑΛΚΗΣΤΙΣ Ω ήλιε! Ω φως και ω σύννεφα, που γρήγορα στα ύψη γυρίζετε και τρέχετε στον γαλανόν αιθέρα! ΑΔΜΗΤΟΣ Ο ήλιος βλέπει και τους δυο, κ' εμένα κ' εσένα βλέπει, που στους θεούς δεν 'κάμ αμε ασέβειαν καμίαν, για να μας κάνουν δυστυχείς, να τιμωρούμεθα έτσι! ΑΛΚΗΣΤΙΣ Ω γη και ω παλάτι μου και σπίτι αγαπημένο και ω νυφικό κρεββάτι μου. Της Ιωλκού ω πατρίδα! ΑΔΜΗΤΟΣ Θάρρος, κρατήσου, δύστυχη! Μη φεύγεις! Μη μ' αφήνεις και παρακάλει τους θεούς ίσως μας λυπηθούνε. ΑΛΚΗΣΤΙΣ Βλέπω το πλοίο το δίκωπο, το βλέπω μέσ' στη λίμνη και τον πορθμέα των νεκρών, τον Χάρο, τον ακούω, όπου κρατώντας το κουπί στο χέρι του μου λέγει: "Γιατί αργείς; Μη χάνουμε καιρό. Σε περιμένω". Έτσι με βιάζει άγριος και θυμωμένος έτσι. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλιμονο, τι άγριο ταξίδι προφητεύεις! Ω, τ' είναι αυτή η συμφορά που τώρα μας ευρήκε! ΑΛΚΗΣΤΙΣ Δεν βλέπεις; Κάποιος έρχεται κοντά μου να με πάρει. Εις στα παλάτια των νεκρών κάτω σιγά με σέρνει είναι θεός με τα φτερά. Τα μάτια του πετούνε κάτω από τα βλέφαρα αγριεμένο βλέμμα. Α, άφησε με, άφησε. Τι θέλεις να με κάνεις; Τι δρόμος τάχα η άμοιρη είναι αυτός που παίρνω; ΑΔΜΗΤΟΣ Είναι ο δρόμος θλιβερός για όσους σ' αγαπούνε για τον φτωχό σου σύζυγο, για τα παιδιά που κλαίνε. ΑΛΚΗΣΤΙΣ Αφήστε με, αφήστε με. Μη με κρατείτε τώρα. Ξαπλώστε με, τα πόδια μου δεν με κρατούν. Ο Χάρος κοντύτερα μου έρχεται. Τα μάτια μου θολώνουν. Παιδιά μου, η μητέρα σας δεν είναι πια στον κόσμο. Είθε εσείς τουλάχιστον να ζήτε ευτυχισμένα! ΑΔΜΗΤΟΣ Αλιμονον τα λόγια σου μου σφίγγουν την ψυχή μου κ' είναι για με σκληρότερα ακόμα κι' απ' τον Χάρο! Για των θεών το όνομα, κρατήσου, μη μ' αφήνεις· εις την ζωή των ορφανών παιδιών μας σε ορκίζω, σηκώσου ορθή και γέμισε με θάρρος την ψυχή σου! Γιατί, αν μου πεθάνεις εσύ, δεν θέλω την ζωή μου, και εξαρτάται από σε να ζήσουμε ή όχι, γιατ' η αγάπη σου για μας είναι ιερή, ΑΛΚΗΣΤΙΣ Με βλέπεις σε τι κατάστασι έφθασα, Άδμητε. Πριν να κλείσω τα μάτια μου, θα σου ειπώ τι θέλω. Άκουσε με! Απ την αγάπη μου προς σε κι' από τον σεβασμό μου και για να ζήσεις μόνος σου και να χαρής τον κόσμο πεθαίνω εγώ, ενώ καθώς πολύ καλά γνωρίζεις μπορούσα να μην πέθαινα, αλλ' ευτυχής να ζήσω και μέσα από τους Θεσσαλούς να πάρω άλλον άνδρα, εκείνον που θα ήθελα, στο πλούσιο παλάτι να ζήσω 'σαν βασίλισσα μέσ' σ' ταγ αθά του θρόνου. Αλλ' όμως δεν ηθέλησα χωρίς εσένα να ζήσω με τα παιδιά μας ορφανά, χωρίς εσένα κοντά μου, και ούτε ελογάριασα τα νιάτα μου για σένα. Και όμως η μητέρα σου κι' ο γέρος σου πατέρας κ' οι δύο σ' εγκατέλειψαν, αν κ' είναι τόσο γέροι, που θα μπορούσ αν νάδιναν εκείνοι τη ζωή τους και να πεθάνουν ένδοξοι πως σώζουν το παιδί τους. Ήσουν το μόνο τους παιδί, κ' ελπίδα πια δεν είχαν, αν και εσύ τους πέθαινες, άλλο παιδί να κάμουν. Κ' έτσι εμείς θα ζούσαμε όσω μας μένει ακόμα και εσύ δεν θα με έχανες, η ώρα μου πριν έρθη, κι' αυτά δεν θα ωρφάνευαν. Μα όλα ήταν γραμμένα και ήταν θέλημα θεού ό,τι έγινε να γίνει. Ας είναι όμως. Τώρα πια ορκίσου πως θα κάνεις ό,τι αυτήν την ύστερη στιγμή θα σου ζητήσω, αν και μου είναι αδύνατον να εύρω αυτό που αξίζει να δώσεις ως α ντάλλαγμα της τόσης μου θυσίας. Γιατί δεν είναι τίποτε στον κόσμο πιο μεγάλο και πιο πολυτιμότερον απ' την ζωή του ανθρώπου. Έπειτα θε να δεις και εσύ πως δεν θα σου ζητήσω τίποτε άδικον, γιατί το ξέρω πως το ίδιο θα αγαπάς και εσύ αυτά τα δύστυχα παιδιά μας. Δέξου λοιπόν να μείνουνε κύριοι μέσ' στο σπίτι και μην τους δώσεις μητρυιά, μία γυναίκα ξένη, που δεν θα είναι σαν κ' εμένα καλή, και από ζήλεια θα βάλη χέρι απάνω τους και θα τα βασανίζη. Αυτό μονάχα σου ζητώ κ' ελπίζω να το κάνεις. Γιατί δεν είναι μητρυιά που εις τα παιδιά της μάνας να μην είναι χειρότερη κι' απ' την οχιά ακόμα. Και όσω για το αρσενικό, αυτό θα έχει εσένα, που θα του είσαι φύλακας και δυνατός προστάτης. Αλλά εσένα, κόρη μου, ποιός θα σε αναθρέψει όπως σου πρέπει; Άρά γε της μητρυιάς τα λόγια, 'σαν μεγαλώσεις, δεν μπορούν να σε κακοφημίσουν και να σου καταστρέψουνε την τύχη σου, παιδί μου; Δεν θάχης τη μαννούλα σου, αυτή να σε παντρέψει και να σταθεί στο πλάι σου, στου τοκετού την ώρα, που τίποτε γλυκύτερο δεν είν' από την μάνα. Γιατί εγώ πεθαίν ω πια. Είν' η ζωή μου λίγη, ούτε μια μέρα ούτε δυο ακόμα δεν θα ζήσω, σε λίγη ώρα θα βρεθώ κάτω στον μαύρον Άδη. Είθε να ζήσετε ευτυχείς· μπορείτε να καυχάσθε, εσύ ότι επέτυχες την πιο καλή γυναίκα και σεις, παιδιά, πως είχατε την πιο καλή μητέρα. ΧΟΡΟΣ Όσω γι' αυτό, μη νοιάζεσαι. Κανείς μας δεν διστάζει να πει πως ό,τι του ζητάς ο Άδμητος θα κάνει, αν έχει πάντα το μυαλό, που φαίνεται πως έχει. ΑΔΜΗΤΟΣ θα γίνει ό,τι μου ζητείς, θα γίνει, μην τρομάζης. Και ζωντανή είσαι η μόνη μου γυναίκα, κι' αν πεθάνεις, μόνη ε σύ γυναίκα μου θα μείνεις. Καμία άλλη, καμία γυναίκα Θεσσαλή, δεν θα βρεθή ή ωραία ή από γενιά ευγενική να σ' αντικαταστήση και να με λέη άντρα της. Όσω για τα παιδιά μας, μη φοβηθείς, θα μείνουνε η μοναχή χαρά μου, αφού δεν επροφθάσαμε εσένα να χαρούμε. Κ' έπειτα εγώ το πένθος σου δεν θάχω ένα χρόνο, αλλά για όλη τη ζωή και ως που να πεθάνω θα νοιώθω περιφρόνηση για κείνην που μ' εγέννα και θα μισώ το γέρο μου πατέρα. Και οι δυο τους με λόγια μ' αγαπούσανε, αλλ' όχι και με έργα. Εσύ μοναχή δεν 'δείλιασες να δώσεις τη ζωή σου, για να μου σώσεις τη ζωή. Μπορώ να μη στενάξω τώρα που τέτοιαν σύντροφον μοναδική θα χάσω; Ούτε τραγούδι θ' ακουστεί, ούτε χαρά θα λάμψη, ούτε στεφάνια συμποτών θα ιδούμε πια εδώ μέσα. Ούτε ποτέ την βάρβιτον θ'αγγίξω, ούτε ο νους μου θα θέ λη με τον Λιβυκόν αυλόν να ξαποστάση, γιατί εσύ κάθε χαρά μαζί σου τήνε παίρνεις. Θαύρω τεχνίτας διαλεκτούς το σώμα σου να κάμουν κι' απάνω στο κρεββάτι σου εγώ θα το 'ξαπλώσω και πέφτοντας κ' εγώ κοντά γλυκά θα ταγκαλιάζω και λέγοντας σου τώνομα, πως σ' έ χω θα νομίζω αν και εσύ δεν θάσαι πια! Παρηγορία μαύρη, μα κάποιο θάρρος στην ψυχή θαρρώ πως θα μου δίνη. Και στα όνειρά μου θάρχεσαι να ευφραίνης την ψυχή μου, γιατί κι' αυτό ευχαριστεί, στον ύπνο σου να βλέπεις έστω και λίγο, μια στιγμή, εκείνον που αγαπο ύσες. Μ' αν είχα κ' εγώ χάρισμα, φωνή σαν του Ορφέως, την Περσεφόνην να μπορώ κ' εγώ να συγκινήσω ή και τον Πλούτωνα, γοργά θα έτρεχα στον Άδη και ούτε τον ψυχοπομπόν θα τρόμαζα, μα ούτε ο Κέρβερος θα μ' έκανε στον κόσμο να γυρίσω χωρίς εσένα. Τώρα πια, περίμενε με κάτω κ' ετοίμασε τα δώματα, κοντά σου να καθίσω. Εγώ εδώ 'σ όλους αυτούς διαταγή θα δώσω στο ίδιο με σένα φέρετρο να βάλουνε κ' εμένα και να μ' απλώσουν δίπλα σου, στο πλάι σου. Δεν θέλω ούτε νεκρός να χωρισθώ ποτέ μου από σένα, που μόνη μου έμεινες πιστή. ΧΟΡΟΣ Όλοι εμείς μαζί σου το πένθος θα κρατήσωμε, που αλήθεια της αξίζει. ΑΛΚΗΣΤΙΣ Και σεις, παιδιά, τα ακούσατε τα λόγια του πατέρα. Είπε πως δεν θα παντρευτή και δεν θα με ξεχάσει. ΑΔΜΗΤΟΣ Το είπα κ' είμαι έτοιμος και να το κάνω. ΑΛΚΗΣΤΙΣ Τότε πάρε τα από τα χέρια μου τα δύστυχα παιδιά μας. ΑΔΜΗΤΟΣ Τα δέχομαι, απ' τα χέρια σου, αγαπημένα χέρια, αγαπημένην προσφορά. ΑΛΚΗΣΤΙΣ Γίνου εσύ μητέρα στη θέση μου. ΑΔΜΗΤΟΣ Είναι πολλή ανάγκη αυτό να γίνει τώρα που δεν θα έχουνε εσένα. ΑΛΚΗΣΤΙΣ Ω παιδιά μου, τώρα που έπρεπε να ζω για σας, πεθαίνω τώρα. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλιμονο! Χωρίς εσένα, ο δόλιος πως να κάνω; ΑΛΚΗΣΤΙΣ θα με ξεχάσεις με καιρό. Εκείνος που πεθαίνει δεν είναι πλέον τίποτα. Με τον καιρόν ξεχνιέται. ΑΔΜΗΤΟΣ Μη με αφήνεις, πάρε με κ' εμένα μαζί σου κάτω. ΑΛΚΗΣΤΙΣ Φθάνει ότι πεθαίνω εγώ για σένα. ΑΔΜΗΤΟΣ Ω Μοίρα, τέτοια γυναίκα ευρέθηκες να μου στερήσεις! ΑΛΚΗΣΤΙΣ Νοιώθω τα μάτια να βαραίνουνε· το βλέμμα μου θολώνει. ΑΔΜΗΤΟΣ Εχάθηκα, αν μου φύγεις εσύ, γυναίκα μου... ΑΛΚΗΣΤΙΣ Και όμως πάρε το πια απόφασιν πως μ' έχασες... ΑΔΜΗΤΟΣ Σηκώσου και λάβε θάρρος. Μην αφήνεις μόνα τα παιδιά σου. ΑΛΚΗΣΤΙΣ Μήπως κ' εγώ το ήθελα; Χαίρετε τώρα. ΑΔΜΗΤΟΣ Ιδέ τα, κοίταξε πως σε βλέπουνε. ΑΛΚΗΣΤΙΣ Δεν είμαι πια μαζί σας. ΑΔΜΗΤΟΣ Τι κάνεις; Μας αφήνεις; ΑΛΚΗΣΤΙΣ Ναι. Χαίρετε. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλιμονό μου! εχάθηκα ο άμοιρος. ΧΟΡΟΣ Πάει. Δεν υπάρχει πλέον. Επέθανε η δύστυχη γυναίκα του Αδμήτου. ΕΥΜΗΛΟΣ Αλιμονό μου! Επέθανε η μάνα μας, πατέρα, και με αφήνει ορφανό· τα μάτια της κλεισθήκαν και πέσανε τα χέρια της. Μανούλα μου, άκουσε με που σε φωνάζω, μάνα μου, 'σαν το πουλάκι που πέφτει εις της μάνας του το στόμα. ΑΔΜΗΤΟΣ Την φωνάζεις αδίκως, δεν ακούει πια ούτε και βλέπει. Έτσι η ίδια μαύρη συμφορά ευρήκε και τους δυο μας. ΕΥΜΗΛΟΣ Πολύ μικρός, πατέρα μου, μένω ορφανός στον κόσμο· τι έπαθα, και εσύ, αδελφή μου, τι έπαθες μαζί μου! Αδίκως, ω πατέρα μου, επήρες την μητέρα, αφού δεν επροφθάσατε να φθάσετε ως το γήρας· τώρα έφυγεν η μάνα μας και πάει το σπιτικό μας. ΧΟΡΟΣ Άδμητε, ανάγκη να φανής στη συμφορά σου άντρας, γιατί δεν είσαι απ' τους θνητούς ο πρώτος αλλά ούτε ο τελευταίος, που έχασε τόσον καλή γυναίκα. Πως όλοι θα πεθάνουμε πολύ καλά το ξέρεις. ΑΔΜΗΤΟΣ Το ξέρω, και η συμφορά άξαφνα δεν μ' ευρήκε, Είναι καιρός που τώξερα και μ' έτρωγ' η αγωνία. Μα τώρα μείνετε εδώ, να με βοηθήσετ' όλοι, να γίνει η κηδεία της, και πήτε της τους ύμνους, που θέλουν οι ανηλεείς θεοί του κάτω κόσμου. Κι' όλοι οι Θεσσαλοί που κυβερνώ εγώ σαν βασιλιάς τους, όλοι ας κάμουν πένθος τους το πένθος το δικό μου, και τα μαλλιά ας κόψουνε και ας βουτηχθούν στα μαύρα. Κι' όσοι από σας έχουν άρματα, και άλογα ας τους κόψουν την χαίτη με το σίδερο. Κι' ούτε αυλός ή λύρα σ' όλην την πόλη ν' ακουσθή, αν πρώτα δεν περάσουν δώδεκα τ' ολιγώτερο πανσέληνοι, σκεφθήτε πως προσφιλέστερο νεκρόν ποτέ μου δεν θα θάψω και πως αξίζει κάθε μια τιμή που αυτή εχάθει για να μου σώσει την ζωή. ΧΟΡΟΣ Ω κόρη του Πελίου, είθε στον Άδη που θα πας, στα βάθη χωρίς ήλιο, στου Πλούτωνος τα δώματα να είσ' ευτυχισμένη. Ας μάθει του Άδου ο θεός, με τα μαλλιά τα μαύρα, κι' ο γέρος ο νεκροπομπός, ο Χάρος, πως γυναίκα καλύτερη δεν πέρασε του Αχέροντα τη λίμνη. Όσοι απ' της Μούσες έλαβαν του τραγουδιού το δώρο συχνά θε να σε τραγουδούν απάνω εις την λύρα, την λύρα την επτάχορδη, από κόκκαλο χελώνας, ή και στους ύμνους που χωρίς τη λύρα τραγουδιούνται στην Σπάρτη όταν γίνωνται η εορτές τον Μάη ή της σεληνοφώτιστες της νύχτες στας Αθήνας. Τέτοια τροφή, πεθαίνοντας, αφήνεις στα τραγούδια. Ω, ας μπορούσαμε εμείς, κάτω από τον μαύρον Άδη κι' από τα νερά του Κωκυτού να πάρουμε εσένα και πίσω να σε φέρωμε! Γιατί ε σύ μονάχα είχες την γενναιότητα απ' όλες της γυναίκες με την δική σου τη ζωή τον άντρα σου να σώσεις. Είθε να πέση ελαφρό επάνω σου το χώμα. Και άν ποτε ο άντρας σου άλλην γυναίκα πάρει ούτε κανένας από 'μας ούτε και τα παιδιά σου θα έχουν μάτια να τον 'δουν. Γιατί ούτ' η γριά του μάνα, ούτε και ο πατέρας του, αν κ' ήτανε παιδί τους, εδέχτηκαν να κατεβούν στον Άδη να τον σώσουν, αν κ' ήταν γέροι και οι δυο, και τα μαλλιά τους άσπρα, και μόνο εσύ, που βρίσκεσαι στο άνθος της ζωής σου την νιότη σου εθυσίασες. Ε ίθε από 'μας καθένας τέτοια γυναίκα ναύρισκε, γιατί δεν είναι τύχη στον κόσμο μεγαλύτερη από καλή γυναίκα. Αν τέτοια μου ετύχαινε, βεβαίως τη ζωή της θα επερνούσε πλάι μου χωρίς καμία λύπη. (Ο χορός των Θεσσαλών γερόντων στέκεται σιωπηλός έξω από τα ανάκτορα. Εμφανίζεται ο Ηρακλής, ο οποίος τους ερωτά) ΗΡΑΚΛΗΣ Ω ξένοι, της Φεραίας γης πολίται, ξέρετε ίσως αν βρίσκεται ο Άδμητος μέσα στ' ανάκτορά του; ΧΟΡΟΣ Ναι, είναι μέσα, Ηρακλή. Αλλ' όμως ποιά αιτία σε φέρνει εις των Θεσσαλών την χώρα, στην Υεραία. ΗΡΑΚΛΗΣ Μια εργασία ανέλαβα του Ευρυσθέως τυράννου της Τίρυνθος. ΧΟΡΟΣ Και που πηγαίνεις τώρα, σε ποια μέρη τρέχεις να περιπλανηθείς; ΗΡΑΚΛΗΣ Στη Θράκη θα ζητήσω τα τέσσαρα τα άλογα, που έχει ο Διομήδης στο άρμα του. ΧΟΡΟΣ Εσκέφθηκες καλά πως θα το κάνεις; Γνωρίζεις με ποιόν άνθρωπον πηγαίνεις να τα βάλεις; ΗΡΑΚΛΗΣ Όχι, δεν έτυχε ποτέ στην χώρα των Βιστόνων. ΧΟΡΟΣ Αδύνατον τα άλογα να πάρεις χωρίς μάχην. ΗΡΑΚΛΗΣ Αλλ' όμως κι' ούτε ν' αρνηθώ μπορούσα. ΧΟΡΟΣ Θα σκοτώσεις για να γυρίσεις, ειδεμή εκεί νεκρός θα μείνεις. ΗΡΑΚΛΗΣ Δεν είναι η πρώτη μου φορά που αναλαμβάνω αγώνα. ΧΟΡΟΣ Και αν νικήσεις, τάχα ποιά τα κέρδη σου θα είναι; ΗΡΑΚΛΗΣ Τα άλογα στον τύραννο της Τίρυνθος θα πάω. ΧΟΡΟΣ Δύσκολο εις το στόμα τους να βάλεις χαλινάρι. ΗΡΑΚΛΗΣ Εκτός από το στόμα τους εάν φωτιές πετούνε. ΧΟΡΟΣ Τον άνθρωπο στα δόντια τους κομμάτια τόνε κάνουν. ΗΡΑΚΛΗΣ Όπως τα λέτε, όχι άλογα, άγρια θηριά θα είναι. ΧΟΡΟΣ Σαν πας θα δεις της φάτνες τους στο αίμα βουτηγμένες.. ΗΡΑΚΛΗΣ Και τίνος τάχα να είναι γιος αυτός που τανατρέφει; ΧΟΡΟΣ Σου Άρεως και βασιλεύς της Θράκης της πλουσίας. ΗΡΑΚΛΗΣ Από όσα λες μου φαίνεται πως ο άθλος μου αξίζει. Γιατί εμένα η μοίρα μου είναι σκληρή και πάντα από το ένα δύσκολο στο άλλο με πηγαίνει. Αφού μου ήτανε γραφτό με δυο παιδιά του Άρη να πολεμήσω στην αρχή με τον Λυκάονα πρώτον και με τον Κύκνον έπειτα, να τώρα και ο τρίτος που έχει αυτά τα άλογα; Μα δεν θα δει κανένας να φοβηθώ εγώ ποτέ, εγώ ο γιος της Αλκμήνης. ΧΟΡΟΣ Να και του τόπου ο βασιλιάς ο Άδμητος που φτάνει. (Εισέρχεται ο Άδμητος με κομμένην την κόμην εις ένδειξιν πένθους.) ΑΔΜΗΤΟΣ Χαίρε, καλώς μας ώρισες, γυιέ του Διός και του Περσέως απόγονε. ΗΡΑΚΛΗΣ Χαίρε και εσύ, ο άναξ των Θεσσαλών, ω Άδμητε. ΑΔΜΗΤΟΣ Το ήθελα να χαίρω. Ξέρω πως έρχεσαι εδώ σαν φίλος. ΗΡΑΚΛΗΣ Τα μαλλιά σου κομμένα βλέπω, πένθιμο σημάδι. Τι συμβαίνει; ΑΔΜΗΤΟΣ Κάποιον νεκρόν θα θάψουμε σήμερα. ΗΡΑΚΛΗΣ Από τα παιδιά σου Μακρυά μια τέτοια συμφορά να δώσει ο θεός. ΑΔΜΗΤΟΣ Εκείνα μέσα στο σπίτι ζωντανά είν' ευτυχή. ΗΡΑΚΛΗΣ Ο γέρος ο πατέρας σου μη μας αφήκε χρόνους; ΑΔΜΗΤΟΣ Κ' εκείνος κ' η μητέρα μου ζουν πάντοτε. ΗΡΑΚΛΗΣ Μα τότε μήπως η Άλκηστις επέθανε η γυναίκα σου; ΑΔΜΗΤΟΣ Για 'κείνην μία διπλή απάντησι μπορούσα να σου δώσω. ΗΡΑΚΛΗΣ Τι λες; Επέθανε ή ζει; ΑΔΜΗΤΟΣ Και είναι και δεν είναι και είμαι εξ αιτίας της σε λύπη βυθισμένος. ΗΡΑΚΛΗΣ Τα λόγια σου εξήγησι καμίαν δεν μου δίνουν. ΑΔΜΗΤΟΣ Δεν ξέρεις τι της ήτανε γραφτό από την Μοίρα; ΗΡΑΚΛΗΣ Ξέρω ότι εδέχθηκε για σένα να πεθάνει. ΑΔΜΗΤΟΣ Λοιπόν πως μπορώ να ειπώ πως ζει, αφού το εδέχθη; ΗΡΑΚΛΗΣ Α, μην την κλαις η ώρα της πριν έρθει. ΑΔΜΗΤΟΣ Τι σημαίνει; Τάχα δεν λέγεται νεκρός αυτός που θα πεθάνει; ΗΡΑΚΛΗΣ Ναι, αλλά είναι χωριστό το ένα από τάλλο. ΑΔΜΗΤΟΣ Έτσι νομίζεις, Ηρακλή, εσύ. Εγώ όμως όχι. ΗΡΑΚΛΗΣ Τότε τι κλαις; Μη φίλος σου επέθανε κανένας; ΑΔΜΗΤΟΣ Γυναίκα είναι ο νεκρός. Γι' αυτήν μιλούμε τώρα. ΗΡΑΚΛΗΣ Γυναίκα ξένη ή συγγενής; ΑΔΜΗΤΟΣ Ξένη, αλλά δική μας στο σπίτι αυτό. ΗΡΑΚΛΗΣ Μα τότε εδώ πως πέθανε κοντά σου; ΑΔΜΗΤΟΣ Σαν πέθανε ο πατέρας της, ήρθε ορφανή μαζί μας. ΗΡΑΚΛΗΣ Αλιμονο! Είθε οι θεοί να μ' έστελναν να σ' εύρω μιαν άλλην ώρα, Άδμητε, που να μην είχες λύπες. ΑΔΜΗΤΟΣ Τι θες να πεις! Τα λόγια σου αυτά τι να σημαίνουν; ΗΡΑΚΛΗΣ Πρέπει να φύγω από 'δω κι' αλλού να καταλύσω. ΑΔΜΗΤΟΣ Αδύνατον! Τέτοιο κακό ποτέ δεν θα μου κάνεις. ΗΡΑΚΛΗΣ Σ' αυτούς που έχουν τη λύπη τους είν' οχληρός ο ξένος. ΑΔΜΗΤΟΣ Οι πεθαμένοι 'πέθαναν. Πέρασε μέσ' στο σπίτι. ΗΡΑΚΛΗΣ Δεν είναι πρέπον άνθρωπος να κάθεται να τρώγη σε σπίτι όπου έπεσε η συμφορά κ' η λύπη. ΑΔΜΗΤΟΣ Είνα ι οι ξενώνες χωριστά. Εκεί θα σε οδηγήσω. ΗΡΑΚΛΗΣ Αν με αφήσεις, Άδμητε, θα σ' το χρωστώ ως χάρην. ΑΔΜΗΤΟΣ Δεν είναι πρέπον, Ηρακλή, να πας σε άλλο σπίτι. (Προς ένα δούλον) Οδήγησε τον ξένον μας απ' έξω στους ξενώνας, και σύστησε στους φύλακας να στρώσουν το τραπέζι με άφθονα τα φαγητά. Να κλείσουνε της θύρες που φέρνουν μέσα. Ο ξένος μας δεν πρέπει να ακούσει τους στεναγμούς, να λυπηθεί την ώρα που θα τρώγη. (Ο δούλος και ο Ηρακλής εξέρχονται). ΧΟΡΟΣ Τι κάνεις; Τέτοια συμφορά σ' ευρήκε κι' όμως θέλεις τον ξένον σου να τον δεχθείς, να τον φιλοξενήσεις; ΑΔΜΗΤΟΣ Τάχα θα μ' επαινούσατε αν έδιωχνα τον ξένο από το σπίτι μου εδώ κι' από την πόλη; Όχι. Η συμφορά λιγώτερη βεβαίως δεν θα ήτο και μόνο εγώ αφιλόξενος θα ήμουν. Μέσα σ' τάλλα κακά που μ' βρήκαν θάλεγε ο κόσμος πως ακόμη είμαι και αφιλόξενος και δεν τιμώ τους ξένους. Κι' όμως εγώ όταν βρεθώ στο άνυδρο το Άργος εκείνος με φιλοξενεί και με περιποιείται. ΧΟΡΟΣ Αφού όμως είναι φίλος σου όπως τον λες, τι κρύβεις τη συμφορά σου απ' αυτόν και δεν την φανερώνεις; ΑΔΜΗΤΟΣ Αν μάθαινε τον πόνο μου, θα ήθελε να μείνει; Ξέρω πως ό,τι έκανα θα σας φανή μια τρέλα, και δεν θα μ' επαινέσετε. Μα το δικό μου σπίτι δεν έμαθε τους ξένους του να διώχνει, ν' ατιμάζη, (Εισέρχεται εις τα ανάκτορα) ΧΟΡΟΣ Ω πάντοτε φιλόξενο, πρόθυμο πάντα σπίτι που κι' ο Απόλλων κάποτε ο Πύθιος, με τη λύρα την ξακουσμένη εδέχθηκε στη στέγη σου να μείνει γύρω στους λόφους σαν βοσκός την λύρα του να παίζη, και τα κοπάδια να καλή σε υμεναίων μεθύσι. Μαζί τους εβοσκούσανε, στον ήχ ο μαγεμένοι λύγκες με δέρμα ραβδωτό και άγρια λιοντάρια που έφευγαν απ' της Όθρυος τα δάση. Γύρω γύρω απ' την κιθάρα σου, αλαφρό, εχόρευε, ω Φοίβε, το ζαρκαδάκι το μικρό με παρδαλό το δέρμα όπου πετιέται άξαφνα απ' της ψηλές ελάτες. Γιατί αλήθεια ο Άδμητος σε χώρα βασιλεύει που έχει απ' όλες πιο πολλά κοπάδια γύρω γύρω απ' τα κρυστάλλινα νερά της λίμνης της Βοιβίας. Τα έμμορφα χωράφια της απλώνει απ' τώνα μέρος από εκεί που ο Ήλιος τα άλογα του ζεύει κατά των Μολοσσών τη γη, κι' από το άλλο μέρος προς το Αιγαίον απλώνεται και προς το Πήλιον κάτω όπου στης παραλίες του δεν βρίσκεται λιμάνι. Τώρα το σπίτι του άνοιξε για να δεχθή τον ξένο αν και το μάτι του είναι υγρό ακόμη από το δάκρυ για την γυναίκα που έχασε προ λίγης ώρας τώρα. Αλλ' η ευγενική ψυχή πάντα θα κάνει εκείνο που θεωρεί καθήκον της και πρέπον να το κάνει. Και οι καλοί πάντα καλά θα κάμουν. Τον θαυμάζω για ό,τι έκανε, και μέσ' στα βάθη της ψυχής μου εγώ έχω την πεποίθησι πως οι θεοί ως το τέλος την ευτυχίαν θα δώσουνε σε ένα τέτοιον άνδρα. (Εισέρχεται εις την σκηνήν η νεκρική πομπή της Αλκήστιδος) ΑΔΜΗΤΟΣ Άνδρες Υεραίοι, ευχαριστώ που ήρθατε εδώ όλοι για να μας αποδείξετε πόσο μας αγαπάτε. Τώρα οι δούλοι φέρνουνε στον τάφο στολισμένο το σώμα της γυναίκας μου, με όσα στολίδια πρέπει. Σεις αποχαιρετίσατε την πεθαμένη τώρα που ξεκινά για το υστερνό και αγύριστο ταξίδι. (Εμφανίζεται ο Φέρης ακολουθούμενος από δούλους, οι οποίοι φέρουν δώρα). ΧΟΡΟΣ Να κι' ο πατέρας σου, Άδμητε, αργά αργά προβαίνει με βήμα που του έκανε βαρύ η ηλικία. Οι δούλοι του στα χέρια τους τα δώρα του κρατούνε που συνηθίζουν στους νεκρούς να βάζουνε. ΦΕΡΗΣ Παιδί μου, ήρθα κ' εγώ να κλάψουμε μαζί τη συμφορά σου. Κανείς δεν έχει αντίρρησι πως έχασες γυναίκα, που ήταν καλή και φρόνιμη. Μα τι να κάνεις τώρα; Όσω κι' αν είναι δύσκολο, θα το υποφέρεις. Δέξου και βάλε της στον τάφο της τα λίγα αυτά στολίδια. Γιατί αξίζει απ' όλους μας να τιμηθή το σώμα εκείνης που απέθανε για να σε σώσει εσένα. Με την θυσία της αυτή δεν άφησε κ' εμένα χωρίς παιδί απόμενα τώρα στη γηρατειά μου. Παράδειγμα έγινεν αυτή σε όλες της γυναίκες μ' αυτό οπού τόλμησε προς χάρην σου να κάνει. οπού, εσύ που έσωσες αυτόν κι' όλους εμάς μαζί του, χαίρε, και είθε κάτω εκεί στου Άδου τα παλάτια ωραίαν να βρης ανάπαυσιν. Αλήθεια ή τέτοιον γάμο πρέπει κανείς να εύχεται, ή ανύπαντρος να μένει. ΑΔΜΗΤΟΣ Ούτε εγώ σ' εκάλεσα να έρθεις στην κηδεία ούτε που ήρθες χαίρομαι. Να πάρεις και τα δώρα που έφερες, γιατί σ' αυτήν εγώ δεν θα τα βάλω. Για να ταφή, απ' τα δώρα σου ανάγκη αυτή δεν έχει. Τότε έπρεπε να λυπηθείς, όταν εγώ εχανόμουν. Μα εσύ που τότε εδέχθηκες, αν κ' ήσουν τόσο γέρος, να αποθάνω νέος εγώ, τώρα γι' αυτήν λυπάσαι: Δεν είσαι εσύ πατέρας μου, όπως το λες, μα ούτε και μάνα μου είναι αυτή, που λέει πως είναι μάνα μόνο γιατί με γέννησε. Κάποια γυναίκα ξένη μ' έδωσε στη γυναίκα σου να με βυζάξη. Μόλις ήρθε η στιγμή κ' οι δύο σας να δείξετε αν είσθε αλήθεια οι γονείς μου εσείς, φανήκατε κ' οι δύο. Ή μήπως ανανδρότερος απ' όλους εγεννήθης κ' εδειλίασες κι' αρνήθηκες σ' αυτήν την ηλικία για του παιδιού σου την ζωή να χάσης τη δική σου, και μία ξένη αφήσατε για μένα να πεθάνει, που δίκαια την είχα εγώ πατέρα και μητέρα. Και όμως θα ήταν ο αγών ωραίος να πεθάνεις για το παιδί σου, αφού έφθασες στο τέλος πια του βίου και δεν σου έμενε πολύς καιρός να ζήσεις πλέον. Έπειτα όλες που μπορεί κανένας να ζητήση της ευτυχίες στον κόσμο αυτό της είχες. Από νέος ακόμη ήσουν βασιλιάς. Και ούτε υπήρχε φόβος πεθαίνοντας να άφηνες πίσω ορφανό τον θρόνο ξένοι να τον αρπάξουνε, αφού είχες το παιδί σου. Ούτε μπορο ύσες βέβαια να πεις, πως δεν τιμούσα τα γηρατειά σου και γι' αυτό μ' άφησες να πεθάνω γιατί εγώ σου έδειχνα τον σεβασμό, που πρέπει να δείχνουμε στους γέροντας, και όμως ιδέτε τώρα κ' οι δυο πως μου πληρώσατε αυτόν τον σεβασμό μου. Βεβαίως δεν θα μπορούσες πια άλλα παιδιά να κάνεις, να σε γηροκομήσουνε και όταν θάρθη η ώρα, το σώμα σου να εκθέσουνε και με τιμή να θάψουν. Εγώ μ' αυτά τα χέρια μου βεβαίως δεν θα σε θάψω, γιατί εγώ είμαι νεκρός για σένα. Αν σ' έναν άλλον χρωστώ το ότι ζωντανός είμαι ακόμα, εκείνον ωσάν πατέρα θα τιμώ και θα γηροκομούσα. Άδικα λεν οι γέροντες πως θέλουν να πεθάνουν και ότι βαρεθήκανε την μακρυνή ζωή τους. Μόλις φανή ο θάνατος πως θέλει να τους πάρει. όλοι ευθύς μετανοούν, και βρίσκουν πως το γήρας δεν είναι πια βαρύ γι' αυτούς. ΧΟΡΟΣ Άδμητε, παύσε τώρα. Φθάνει αυτή η συμφορά; Τον γέρο μην πληγώνεις. ΦΕΡΗΣ Παιδί μου, σε ποιόν δούλον σου μιλείς μ' αυτά τα λόγια, σε Φρύγα ή σε ανθρώπον που πήρες στη Λυδία; Δεν είμαι τάχα Θεσσαλός ελεύθερος; Δεν είχα κ' εγώ πατέρα Θεσσαλόν κ' ελεύθερον; Με βρίζεις με λόγια που τα όρια της λύπης σου περνούνε. Μα έπειτα απ' τα λόγια αυτά δεν μπορείς να φύγεις. Εγώ σ' εγέννησα, κ' εγώ είχα καθήκον πάλι να σ' αναθρέψω, κύριον στο σπίτι να σε κάνω, αλλ' όχι και προς χάρην σου να χάσω τη ζωή μου. Αυτό καμία συνήθεια του τόπου δεν το λέει κι' ούτε απ' τον πατέρα μου το έμαθα ως νόμον. Αν εγεννήθης ευτυχής ή δυστυχής, δικό σου είναι γραφτό, από εμάς ό,τι ήτανε να πάρεις το πήρες. Είσαι βασιλιάς νέος λαού μεγάλου και θα σου αφήσω κτήματα πολλά, όσα επήρα κ' εγώ απ' τον πατέρα μου. Λοιπόν, τι σου έχω κάνει κακό, και τι σ' εστέρησα; Δεν θέλω να πεθάνεις εσύ για μένα, μα ούτ' εγώ για χάρη σου πεθαίνω. Εσύ την ζωή την αγαπάς; Εγώ, νομίζεις, όχι; Σου κάτω κόσμου η ζωή είναι μακρυά κ' αιώνια, εδώ επάνω η ζωή είν' λίγη μα γλυκειά είναι. Εσύ χωρίς καμία ντροπή εζήτησες να ζήσεις κι' όταν η ώρα σου έφθασε σώθηκες απ' τη Μοίρα σκοτώνοντας αυτήν εδώ, και βρίζεις τώρα εμένα εσύ, ο αλήθεια άνανδρος, που εδέχθης μια γυναίκα πριν νάρθη η ώρα να χαθεί προς χάρην του καλού της;. Ωραίαν ευρήκες πρόφαση ποτέ να μην πεθάνεις, αν πείθης την γυναίκα σου την θέση σου να παίρνει. Σέτοιος εσύ, κατηγορείς τους άλλους, που δεν θέλουν να κάνουν ό,τι κάνεις συ. Σιώπησε και σκέψου, πως αν εσύ την αγαπάς δικαίως τη ζωή σου, οι άλλοι δεν την αγαπούν; Μην λες κακά για μένα, γιατί πολύ χειρότερα θ' ακούσεις, και δικαίως. ΧΟΡΟΣ Λόγια κακά ακούσθηκαν εδώ και πριν και τώρα. Αλλ' όμως παύσε, γέροντα, να βρίζης το παιδί σου. ΑΔΜΗΤΟΣ Πες ό,τι θέλεις· ξέρω εγώ πως θα σου απαντήσω. Εάν σου κακοφαίνεται ν' ακούης την αλήθεια, δεν έπρεπε να μου φερθείς, όπως εσύ εφέρθης. ΦΕΡΗΣ Αν πέθαινα για χάρη σου, χειρότερο θα ήτον. ΑΔΜΗΤΟΣ Το ίδιο είναι ο θάνατος του γέρου και του νέου; ΦΕΡΗΣ Μία ζωή θα ζήσουμε και όχι δύο. ΑΔΜΗΤΟΣ Είθε να ζήσεις περισσότερον ακόμα κι' από τον Δία. ΦΕΡΗΣ Αυτούς που σε εγέννησαν αδίκως καταριέσαι, ενώ κακό δεν σούκαναν. ΑΔΜΗΤΟΣ Τώρα μονάχα βλέπω πόσο σ' αρέσει η ζωή. ΦΕΡΗΣ Σ' εσένα δεν αρέσει, που άλλος για σένα πέθανε και τώρα τον παιδεύεις; ΑΔΜΗΤΟΣ Είναι σημάδι και αυτό δικής σου ανανδρίας. ΦΕΡΗΣ Τώρα θα πεις πως πέθανεν η Άλκηστις για μένα! ΑΔΜΗΤΟΣ Εύχου να μη με χρειαστείς ποτέ, σε καμία ανάγκη; ΦΕΡΗΣ Πάρε και άλλες σαν κι' αυτήν για νάχης να πεθαίνουν. ΑΔΜΗΤΟΣ Δική σου είναι η ντροπή, που ήθελες να ζήσεις. ΦΕΡΗΣ Ε, τι να γίνει! Είναι γλυκό το φως που ο θεός μας δίνει. ΑΔΜΗΤΟΣ Δεν έχεις ανδρική καρδιά στα στήθη σου, δεν έχεις. ΦΕΡΗΣ Δεν χαίρεσαι, γιατί νεκρόν τον γέρο δεν κηδεύεις. ΑΔΜΗΤΟΣ Μα θα πεθάνεις άδοξος, σαν θάρθη η σειρά σου. ΦΕΡΗΣ Όταν πεθάνω, λέγε μου ό,τι θέλεις. Δεν θακούω. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλιμονο, τι αδιάντροπα είναι τα γηρατειά! ΦΕΡΗΣ Αυτή δεν ήταν αναδεις; Κουτή μονάχα ευρήκες. ΑΔΜΗΤΟΣ Φύγε και άφησε μ' εδώ να θάψω τον νεκρό μου. ΦΕΡΗΣ Φεύγω και θάψε την εσύ, που είσαι κι' ο φονιάς της. Αλλά θα δώσεις μια φορά λόγο στους συγγενείς της; Άνδρας δεν θα είναι ο Άκαστος, αν κάποτε δεν έρθει να τιμωρήσει άγρια της αδελφής τον φόνο. ΑΔΜΗΤΟΣ Λοιπόν κατάρα και σ' εσένα, κατάρα και στην μάνα, Κ' οι δυο, αν κ' έχετε παιδί, εν τούτοις θα γυρνάτε χωρίς παιδί. Στο σπίτι μου κανείς σας να μην έρθει. Κι' αν είναι και με κήρυκες ναπαρνηθώ το σπίτι, το σπίτι που γεννήθηκα, βεβαίως θα το κάνω. Κ' εμάς που βρήκε η συμφορά τώρ' ας την υποστούμε και ας το πάμε στην πυρά το σώμα του νεκρού μας. ΧΟΡΟΣ Αλιμονο, η δύστυχη, το θύμα αυτό της τόλμης. Χαίρε, ω γενναία γυναίκα, εσύ, χαίρε, εσύ η μεγάλη. Είθε ο Φθόνιος Ερμής κι' ο Άδης να δειχθούνε ευνοϊκοί σε σένα. Και αν υπάρχη εκεί κάτω για τους καλούς κάτι καλό πλειότερο απ' τους άλλους είθε να τώχης εσύ η καλή σαν κάθεσαι στο πλάι της Περσεφόνης, γυναικός του Πλούτωνος στον Άδη. (Εξέρχεται η κηδεία βραδέως) (Η αυτή σκηνογραφία. Από την μεσαίαν θύραν εξέρχεται ο θεράπων) ΘΕΡΑΠΩΝ Είδαν πολλούς τα μάτια μου στο σπίτι τούτο ξένους κι' από τα πέρατα της γης στου Αδμήτου το τραπέζι πάρα πολλοί εκάθισαν. Μα σαν αυτόν τον ξένον χειρότερον δεν είδανε τα μάτια μου ως τώρα. Αφού είδε πως ο Άδμητος είχε νεκρόν στο σπίτι, αυτός εν τούτοις τόλμησε ναρθεί να καταλύση. Έπειτα δεν τον έφθασαν εκείνα που του πήγα να φάη, αλλ' εζήτησε και άλλα να του φέρω. Επήρε εις το χέρι του το ξύλινο ποτήρι και ήρχισε μαύρο κρασί να πίνει ως που η φλόγα επότισε το σώμα του και τώκανε καμίνι. Τότε με μύρτα εστόλισεν αμέσως το κεφάλι και ήρχισε να τραγουδή σαν σκύλλος που ουρλιάζει. Διπλή τότε ακουγότανε η μουσική στο σπίτι γιατί εκείνος ούρλ ιαζε, χωρίς να τόνε μέλη για τη δική μας συμφορά, ενώ ημείς οι άλλοι εκλαίγαμε τον θάνατο της δύστυχης κυράς μας. Όμως από τον ξένο μας εκρύβαμε τη λύπη, γιατί έτσι διέταξε ο Άδμητος σε όλους. Και έτσι ενώ τώρα εγώ φροντίζω μέσ' στο σπίτι για ένα ξένο, που ληστής θα είναι ή κακούργος, εκείνη πάει, χωρίς εγώ να πάω από πίσω, χωρίς να πιάσω μια στιγμή το χέρι και να κλάψω εκείνην που για όλους μας μητέρα, αλήθεια, ήταν. Γιατί από πολλά κακά μας έσωζε, με γλύκα, όταν περνούσε τον θυμό του Αδμήτου. Έχω δίκαιο λοιπόν να τον σιχαίνωμαι τον ξένο μας που ήρθε μέσα σε τέτοιες συμφορές; ΗΡΑΚΛΗΣ (Εξέρχεται από την μεσαίαν θύραν κλονιζόμενος από μέθην) Ε, εσύ, γιατί τα μούτρα σου κατεβασμένα, τάχεις; Δεν πρέπει ο δούλος σκυθρωπός να δέχεται τον ξένο, αλλά να είναι πρόσχαρος. Εσύ βλέπεις τον φίλο του αφέντη σου εδώ μπροστά και με κοιτάζεις έτσι με πρόσωπο περίλυπο και ζαρωμένα φρύδια, σαν να σου τρώγεται η ψυχή για κάποια ξένην έννοια. Έλα εδώ κοντύτερα σοφώτερος να γίνεις, Ξέρεις τι είδους πράγματα είνε των θνητών; Βεβαίως δεν ξέρεις. Κ' έχεις δίκαιον που να τα μάθεις; Έλα λοιπόν νακούσεις. Ο θνητός μια μέρα θα πεθάνει κι' ούτε υπάρχει άνθρωπος να ξέρη αν θα ζήση ως αύριο. Γιατί κανείς δεν ξέρει που πηγαίνει η Τύχη, κι' ούτε μπορεί με τέχνη να το μάθει. Τώρα λοιπόν που τάμαθες της τύχης από μένα κοίταξε πως να την χαρής σήμερα τη ζωή σου; πίνε, και τάλλα άφησ' τα στην τύχη να τα κάνει. Σίμα και την γλυκύτερη θεά για τους ανθρώπους, την Κύπριδα, γιατ' η θεά είναι καλή και ακούει. Όλα τα άλλα άφησ' τα, και άκουσε μ' εμένα γιατί μου φαίνεται σωστά πως λέω, αλήθεια, λόγια. Ξέχνα λοιπόν την λύπη σου κ' έλα να πιής μαζί μου. Γίνου ανώτερος εσύ, απ' όλα αυτά και βάλε στεφάνι στο κεφάλι σου. Δεν έχω αμφιβολία πως με ποτήρια άφθονα την λύπη σου θα διώξης και την φροντίδα σου. Αφού θνητοί έχουμε γίνει, πρέπει και να σκεπτώμεθα ωσάν θνητοί. Γιατ' όποιος όλη του την ζωή περνά με ζαρωμένα φρύδια και σοβαρός, μου φαίνεται τουλάχιστον εμένα πως δεν περνά ζωή αυτός, μα συμφορά. ΘΕΡΑΠΩΝ Τα ξέρω πως είναι αυτά που λες σωστά, μα τώρα δεν είν' ώρα για γέλια και για όρεξη. ΗΡΑΚΛΗΣ Για μια γυναίκα ξένη τόσο λυπάσαι! ο αφέντης σου και η κυρά σου ζούνε. ΘΕΡΑΠΩΝ Ζούνε; Τι λες; Τη συμφορά δεν ξέρεις του σπιτιού μας; ΗΡΑΚΛΗΣ Όχι. Εκτός αν ψέμματα ο κύριος σου είπε. ΘΕΡΑΠΩΝ Είναι πολύ φιλόξενος, και για να μη λυπήσει τον ξένο του. ΗΡΑΚΛΗΣ Λέγε λοιπόν τι συμφορά σας βρήκε; ΘΕΡΑΠΩΝ Πήγαινε στο καλό εσύ χαρούμενος. Οι άλλοι εμείς ας την κλάψουμε τη συμφορά του αφέντη. ΗΡΑΚΛΗΣ Δεν φαίνεται απ' τα λόγια σου να πρόκειται για ξένον. ΘΕΡΑΠΩΝ Αν ήταν ξένος ο νεκρός, δεν μ' έμελε να βλέπω εσένα να γλεντάς εδώ. ΗΡΑΚΛΗΣ Βέβαια, για έναν ξένο δεν έπρεπε να μείνω εγώ χωρίς φιλοξενία. ΘΕΡΑΠΩΝ Δεν είναι ξένος ο νεκρός. Είναι πολύ δικός μας. ΗΡΑΚΛΗΣ Πώς; Πάει τέτοια προσβολή ο Άδμητος σε μένα να κρύψη από τον ξένον του τη λύπη του; ΘΕΡΑΠΩΝ Δεν ήρθες σε μια στιγμή κατάλληλη. Εμείς έχουμε πένθος. Δεν βλέπεις μαύρα που φορώ, δεν βλέπεις τα μαλλιά μου κομμένα; ΗΡΑΚΛΗΣ Ποιός επέθανε; Μήπως παιδί κανένα ή μήπως ο πατέρας του ο γέρος; ΘΕΡΑΠΩΝ Όχι ξένε, επέθανε η γυναίκα του. ΗΡΑΚΛΗΣ Τι λες; Με τέτοιο πένθος στο σπίτι με εδεχθήκατε; ΘΕΡΑΠΩΝ Ντρεπότανε να διώξη τον ξένο από το σπίτι του, ο Άδμητος, σαν ήρθε. ΗΡΑΚΛΗΣ Ω άμοιρε, τι σπάνια γυναίκα στερήθεις! ΘΕΡΑΠΩΝ Εκείνη μόνο χάθηκε; Όλοι είμαστε χαμένοι. ΗΡΑΚΛΗΣ Είδα εγώ τα μάτια σας γεμάτα δάκρυα, είδα πως τα μαλλιά σας είχατε κομμένα. Μα εκείνος με έπεισε πως πέθανε κάποιος απ' έξω ξένος. Διά της βίας με εκράτησε στο σπίτι το θλιμμένο, και άρχισα να πίνω εγώ, ενώ αυτός πενθούσε. Τώρα μπορώ να κάθωμαι εγώ στεφανωμένος να πίνω και να τραγουδώ; Το σφάλμα είναι δικό σου που δεν μου είπες τίποτα γι' αυτήν την δυστυχία. Και τώρα πού την θάψανε; Πού είναι να τους εύρω; ΘΕΡΑΠΩΝ Στον δρόμο που στην Λάρισα πηγαίνει κατ' ευθείαν έξω απ' τα προάστεια; Εκεί θα δεις τον τάφο όλον από άσπρο μάρμαρο, καλοπελεκημένον. ΗΡΑΚΛΗΣ Ω εσύ καρδιά μου, που έκανες τόσα και τόσα ως τώρα και χέρι εσύ, ήρθε ο καιρός να δείξετε ποίος είναι εκείνος που εγέννησεν η Αλκμήνη από τον Δία κάτω από την Σίρυνθα, η κόρη του Ηλεκτρυόνος. Γιατί πρέπει να σώσω εγώ την δύστυχη γυ ναίκα που προ ολίγου επέθανε, και να την φέρω πάλι στο σπίτι της, στον Άδμητο, και χάρη να του κάνω. Τον μαυροφόρον θάνατον θα πάω να προφθάσω τον βασιλέα των νεκρών, κάτω εκεί στον τάφο έτοιμον των θυμάτων του το αίμα να ρουφήξη. Κ' αν πέσω απάνω του άξαφ να και με τα δυο μου χέρια καλά τον σφίξω, βέβαια κανείς δεν θα μπορέση να μου τον πάρει από εκεί, αν πρώτα δεν αφήση από τα ματωμένα του πλευρά του την γυναίκα. Κι' αν αποτύχω, ή ο θάνατος δεν έρθει να αρπάξη το αιματωμένο γλύκισμα, στον Άδη θα κατέβω σ' τα νήλια βασίλεια της Περσεφόνης κάτω να την ζητήσω. Και καμία αμφιβολία δεν έχω πως θα την φέρω γρήγορα την Άλκηστιν απάνω στα χέρια του συζύγου της να την παραδώσω που πρόθυμος εδέχθηκε στο σπίτι του τον ξένο αν κ' είχε τέτοια συμφορά κ' εσκέφθηκε να κρύψ η τόσο γενναίο τον πόνο του, κανένα μη λυπήσει. Ποίος είναι πιο φιλόξενος στων Θεσσαλών τη χώρα κι' απ' όλους όσοι κατοικούν εις την Ελλάδα; Όμως τόσο γενναίος αν φάνηκε, αχάριστον δεν βρήκε. (Εξέρχεται δεξιά) ΑΔΜΗΤΟΣ (Εισέρχεται με την κεφαλήν προς τα κάτω και πλησιάζων βλέπει έξω προς την θύραν τον πλόκαμον κρεμασμένον εις σημείον πένθους). Αλιμονο! Αλιμονο! Τι μαύρη η επιστροφή μου και μαύρη του ανακτόρου μου η όψη! Αλιμονο μου! Αλιμονο, που να σταθώ και που να πάω τώρα, και τι να πω; Καλλίτερα να είχα κ' εγώ πεθάνει! Τι άτυχον μ' εγέννησεν η μάνα μου! Ζηλεύω τους πεθαμένους, και ήθελα να ήμουνα μαζί τους. Δεν θέλω ούτε την αυγή να βλέπω πια, μα ούτε στη γη απάνω να πατώ; Τόσο αγαπούσα εκείνην που μ' άρπαξεν ο θάνατος στον Άδη να την δώσει. ΧΟΡΟΣ Προχώρησε, προχώρησε. Πήγαινε μέσ' στο σπίτι. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλιμονο!... ΧΟΡΟΣ Ο πόνος σου τους στεναγμούς αξίζει. ΑΔΜΗΤΟΣ Ωχ! ΧΟΡΟΣ Ξέρω στην οδύνην σου πως είσαι βυθισμένος. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλιμονο... ΧΟΡΟΣ Μα οι στεναγμοί νεκρό δεν ανασταίνουν. ΑΔΜΗΤΟΣ Ω! Ω! ΧΟΡΟΣ Είναι πολύ σκληρόν να μην ξαναντικρύσης μίας γυναίκας πρόσωπον που τόσον αγαπούσες. ΑΔΜΗΤΟΣ Μου εθύμισες τον πόνο που ξεσχίζει την καρδιά μου. Δεν είναι άλλη συμφορά στον κόσμο πιο μεγάλη παρά να χάση την πιστή γυναίκα του. Στο σπίτι γυναίκα μου καλύτερα να μην την είχα φέρει. Ζηλεύω τους ανθρώπους που δεν έχουνε γυναίκα ούτε παιδιά. Μία ζωή, μονάχα η δική τους, και αν χαθεί, ο πόνος της πάντα πιο λίγος είναι. Αλλά να βλέπει άρρωστα κανένας τα παιδιά του και το κρεββάτι του έρημο το νυφικό, είναι λύπη αβάσταχτη, ενώ χωρίς παιδιά μπορεί να μείνει, κ' ενώ μπορούσε άγαμος να ζήση τη ζωή του. ΧΟΡΟΣ Μια συμφορά αβάσταχτη αλήθεια μας ευρήκε. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλιμονο!... ΧΟΡΟΣ Σους στεναγμούς σου παύσε. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλιμονό μου. ΧΟΡΟΣ Είναι βαρειά η συμφορά και όμως. ΑΔΜΗΤΟΣ Ωχ, ωιμένα! ΧΟΡΟΣ Κάμε ολίγη υπομονή, δεν είσαι εσύ ο πρώτος... ΑΔΜΗΤΟΣ Ωχ! ΧΟΡΟΣ ... Που χάνεις τη γυναίκα σου. Όλοι οι θνητοί υποφέρουν, ο ένας μία συμφορά, ο άλλος πάλιν άλλην! ΑΔΜΗΤΟΣ Ω λύπες αλησμόνητες, και πένθη μας για εκείνους που αγαπημένους είχαμε και που η γη τους πήρε. Ποιος τάχα να μ' εμπόδισε να πέσω μέσ' στον τάφο νεκρός κ' εγώ ναναπαυθώ στο πλάι εκείνης που ήταν στον κόσμο η καλύτερη γυναίκα; Δυο ο Άδης ψυχές θα είχε αντί μιας, πι στά συνηνωμένες από μια πίστη ανίκητη, κι' οι δυο μαζί τη λίμνη του κάτω κόσμου αχώριστες μαζί θα την περνούσαν. ΧΟΡΟΣ Εγώ είχα κάποιον συγγενή, που είχεν ένα μόνο παιδί μέσα στο σπίτι του, ο Χάρος του το πήρε. Κι' όμως την λύπη υπέφερε, αν κ' έμεινε μονάχος και γέρος με άσπρα πια μαλλιά σκυμμένος απ' τα χρόνια. ΑΔΜΗΤΟΣ Ω σπίτι μου, την θύρα σου πως να περάσω τώρα; πως θα τους δω τους τοίχους σου, πούχουν αλλάξει τώρα. Αλιμονο. Τι διαφορά! Με πεύκα του Πηλίου και με τραγούδια άλλοτε του γάμου μου εμπήκα κρατώντας μέσ' στα χέρια μου το αγαπημένο χέρι της νύφης. Από πίσω 'μας πυκνή ακολουθία μ' άλλα τραγούδια ερχότανε, και όλοι απ' την καρδιά τους μας εμακάριζαν εμένα κ' εκείνην που εχάθει γιατί κ' οι δυο ευγενείς κι' από γενιά μεγάλη ενώναμε την τύχη μας. Τώρα ούτε τραγούδια, ούτε χαρές υμεναίου πια, μα στεναγμοί και θρήνοι. Και όχι άσπρα πέπλα. Πένθιμα στολίδια με προπέμπουν στο νυφικό δωμάτιον, που ερήμωσεν ο Χάρος. ΧΟΡΟΣ Μέσα στην ευτυχία σου η συμφορά σ' ευρήκε ενώ δεν την περίμενες. Εσύ όμως ζεις ακόμα και αν απνέεις. Επέθανε εκείνη και σ' αφήνει με όλες της αγάπες της. Τι τάχα νέο βρίσκεις σ' αυτό; Δεν είσαι μόνος σου. Κι' άλλοι πολλοί ως τώρα έχασαν της γυναίκες των. ΑΔΜΗΤΟΣ Η τύχη της νομίζω απ' τη δική μου πιο καλή πως είναι, αν και τω όντι έτσι δεν φαίνεται. Αυτή εσώθηκε απ' τους πόνους κι' από της λύπες, κ' ένδοξον ευρήκε τέλος. Όμως εγώ που εσώθηκα απ' τον θάνατον δεν πρέπει να ζήσω τώρα μόνος μου, γιατί καλά το νοιώθω ότι θα είναι θλιβερή στο μέλλον η ζωή μου. Πώς να τολμήσω τώρα πια να μπω σ' αυτό το σπίτι; ποιός τώρα θα με υποδεχθή και θα με χαιρετίση με λόγια γλυκομίλητα; Που να στραφώ; Ερημία είναι παντού, μέσα στο σπίτι τώρα και θα με διώχνει, έρημο το νυφικό κρεββάτι, έρημο και το κάθισμα που εκάθητο εκείνη. Παντού αταξία και μόνωσις, κ' εμπρός στα γόνατα μου με κλάμματα θα πέφτουνε τα ορφανά παιδιά μου κ' οι δούλοι την κυρία τους θα κλαιν την πεθαμένη. Αυτά μέσα στο σπίτι μου με περιμένουν. Έξω θα βλέπω και θα λαχταρώ τους άλλους που θα ζουν με της γυναίκες τους. Γιατί η ομήλικες μ' εκείνην θα μου σπαράζουν την καρδιά. Και οι εχθροί θα πούνε "Να εκείνος που δεν ήθελε ο ίδιος να πεθάνει και ζει μιαν άτιμη ζωή, αφού από ανανδρία έδωσε την γυναίκα του στον τόπο του. Είναι άνδρας αυτός, που τώρα εχθρεύεται και τους γονείς του ακόμη, γιατί δεν εδεχθήκανε γ ια κείνον να πεθάνουν;" Αυτήν την φήμη εκέρδησα εκτός από την λύπη. Γιατί λοιπόν καλύτερα να ζω, αφού θ' ακούω τα λόγια τα φαρμακερά κοντά στη συμφορά μου; ΧΟΡΟΣ Με την βοήθεια των Μουσών επέταξα στα ύψη της επιστήμης, κ' έμαθα πολλά, αλλά δεν βρήκα τίποτε δυνατώτερον απ' την Ανάγκη. Ούτε γι' αυτήν υπάρχει φάρμακον κανένα στης σανίδες της Θράκης που έγραψε ο Ορφεύς απάνω τι γιατρεύει το σώμα μας και την ψυχή, ούτε σε όσα ο Φοίβος στους Ασκληπιάδας έδωκε να πολεμούν τους πόνους και να βοηθούνε τους θνητούς. Είναι η θεά η μόνη που ούτε ακούει στους βωμούς ούτε αγάλματα έχει ούτε και θέλει τάμματα. Είθε, ω θεά μεγάλη, να μη μας έρθεις στη ζωή χειρότερη από τώρα. Γιατί ο Ζευς εκτελεστή στας αποφάσεις σ' έχει. Εσύ έχεις την δύναμη σίδερα να δαμάζης και τίποτα δεν σέβεται η άγρια θέλησίς σου Και σένα τώρα, Άδμητε, μέσ' στους γερούς δεσμούς της σ' ετύλιξε. Υπόμεινε. Γιατί τα δάκρυά σου πίσω δεν θα σου φέρουνε εκείνην που εχάθει. Σκέψου ότι και των θεών τα νόθα κατεβαίνουν στον Άδη. Εκείνη ήτανε αγαπητή σε όλους και όταν ζούσε, αγαπητή και πεθαμένη θα είναι. Γιατί πραγματικώς εσύ για σύζυγον επήρες την πλέον ευγενέστερην γυναίκα αυτού του κόσμου. Μήτε πως είναι ο τάφος της σαν άλλοι, να νομίζεις αλλά θα έχει της τιμές που οι θεοί μας έχουν και θα είναι αντικείμενο του σεβασμού των ξένων. Όλοι περνώντας από εκεί θα λένε, "Αυτή η γυναίκα πέθανε για τον άνδρα της, και τώρα ευτυχισμένη ζη με τους μάκαρας θεούς. Χαίρε, ω θεά, και είθε την ευτυχία και σε μας να δώσεις!" Με τα λόγια αυτά θα χαιρετίζεται ο τάφος της. Αλλ' όμως μου φαίνεται ο Ηρακλής πως είναι αυτός που φθάνει. (Ο Ηρακλής υποβαστάζει μίαν γυναίκα σκεπασμένην με πέπλον) ΗΡΑΚΛΗΣ Στον φίλον πρέπει, Άδμητε, τίποτα να μην κρύβης μέσα στα βάθη της ψυχής, και ελεύθερα να λέγης τι σου συμβαίνει. Μια φορά που ευρέθηκα κοντά σου είχα και την αξίωσιν να θεωρούμαι φίλος στη συμφορά σου. Αλλά εσύ μου έκρυψες πως έχεις μέσα στο σπίτι σου νεκράν την Άλκηστιν, κ' εδέχθης να με ξενίσεις, λέγοντας πως δεν είναι δικός σου ο άνθρωπος που πέθανε, αλλ ά είναι κάποιος ξένος. Κ' εγώ αφού εστεφάνωσα με άνθη το κεφάλι σπονδάς έκανα στους θεούς, σε λυπημένο σπίτι. Παραπονούμαι που σ' εμένα εφέρθης σαν εις ξένον, αλλά δεν θέλω πιο πολύ να σε λυπήσω τώρα. Άκουσε όμως τι εδώ με κάνει να γυρίσω. Πάρε την γυναίκα αυτήν και να μου την φυλάξεις ως να γυρίσω απ' των Θρακών την χώρα που πηγαίνω να πάρω εκείνα τάλογα που των Βιστόνων έχει ο βασιλεύς στο άρμα του, αφού θα τον σκοτώσω. Αν τύχη, ο μη γένοιτο, να μην το επιτύχω και δεν γυρίσω, πάρε την, για δούλαν μέσ' στο σπήτι. Αλήθεια, εκοπίασα πολύ για να την πάρω. Σε κάποιο αγώνα έτυχα, που ήτανε βραβεία άξια για τους νικητάς. Από αυτόν την πήρα για έπαθλον της νίκης μου. Οι νικηταί του δρόμου έπαιρναν άλογα. Αυτοί που ενίκησαν στην πάλη και στην πυγμή, αγωνίσματα πιο δύσκολα, κοπάδια έπαιρναν βώδια, μα και μια γυναίκα παραπάνω. Αφού λοιπόν ευρέθηκα τυχαίως στους αγώνας κ' ενίκησα, δεν ήθελα τέτοιο βραβείο ν' αφήσω. Πάρ' την λοιπόν και φρόντισε γι' αυτήν. Γιατί δεν είναι γυναίκα που να έκλεψα. Μου εστοίχισε η νίκη. Ίσως και εσύ με τον καιρό θα με ευχαριστήσεις. ΑΔΜΗΤΟΣ Ούτε από περιφρόνηση ούτε για εχθρό σ' επήρα και σούκρυψα της άμοιρης γυναίκας μου την τύχη. Αλλά στης τόσες λύπες μου ακόμα μία λύπη θα ήτανε να σ' έβλεπα σ' άλλον να πας να μείνεις. Ήταν για μένα αρκετόν να κλαίω τη συμφορά μου. Όσω για την γυναίκα αυτή, θα σε παρακαλέσω σε ένα άλλον Θεσσαλόν να τήνε δώσεις, σε ένα που να μην έπαθε κι' αυτός ό,τι εγώ έχω πάθει. Έχεις εσύ φίλους πολλούς Υεραίους, μη θελήσεις να ζωντανεύη η ανάμνησις της συμφοράς μου. Είναι αδύνατον, στο σπίτι μου βλέποντας την γυναίκα να μείνω αδάκρυτος. Με φθάνει η λύπη που βαραίνει την πονεμένη μου ψυχή. Κ' έπειτα πως να θρέψω μια νέα γυναίκα μέσα εδώ, γιατί γυναίκα νέα απ' τα στολίδια φαίνεται κ' απ' τα φορέματά της. Πού να την βάλω; Βέβαια μέσα σ τους άνδρες όχι. Πώς μέσ' στους νέους μπορεί αγνή αυτή να μείνει; Δεν είναι εύκολο, Ηρακλή, τον νέον να συγκρατήσεις κ' εγώ για το συμφέρον σου φροντίζω. Ή να την βάλω μέσα εις το δωμάτιον της πεθαμένης; Τότε πρέπει και το κρεββάτι της εκείνης να της δώσω. Αλλά διπλή κατακραυγή φοβούμαι πως θα μ' εύρη πρώτον κανείς από τον λαόν μην πει ότι προδίδω αυτήν που με ευεργέτησε, αν μοιρασθώ με άλλην την κλίνη μου, και δεύτερον κι' αυτή η πεθαμένη. Και ξέρεις πόσον άξια του σεβασμού μου είναι. Πρέπει βεβαίως με φρόνηση να ενεργώ. (Προς την γυναίκα) Εσύ όμως όποια κι' αν είσαι μάθε το. Μοιάζεις πολύ μ' εκείνην, έχεις το ίδιο ανάστημα και την μορφή την ίδια της άμοιρης Αλκήστιδος. Αλιμονο, λυπήσου και πάρτην απ' τα μάτια μου να μην την βλέπω, εμπρός μου. Είν' αρκετή η οδύνη μου, μη μου προσθέτεις κι' άλλην. την βλέπω και μου φαίνεται πως βλέπω την δική μου, και μου ραγίζεται η καρδιά και τρέχουνε τα μάτια ποτάμι. Ω τι άτυχος που είμαι! Πως την νοιώθω όλην την πίκρα στην ψυχή του πένθους μου!... ΧΟΡΟΣ Βεβαίως εγώ δεν μπορώ να 'πω πως είσαι ευτυχισμένος. Αλλ' όμως με υπομονή πρέπει να υποστούμε ό,τι μας δίνουν οι θεοί. ΗΡΑΚΛΗΣ Πως ήθελα να είχα τόση μεγάλη δύναμη να πάω στον κάτω κόσμο να πάρω την γυναίκα σου κ' εδώ να σου την φέρω! ΑΔΜΗΤΟΣ Ξέρω καλά πως το ήθελες. Μα πώς αυτό να γίνει; Δεν ζωντανεύουν οι νεκροί, το φως δεν ξαναβλέπουν. ΗΡΑΚΛΗΣ Στη λύπη μην αφήνεσαι. Υπομονή να κάνεις. ΑΔΜΗΤΟΣ Είν' εύκολες οι συμβουλές, δύσκολο να υποφέρεις. ΗΡΑΚΛΗΣ Μήπως κερδίζεις τίποτα με κλάμματα; ΑΔΜΗΤΟΣ Το ξέρω κ' εγώ, αλλ' όμως με τραβά η λύπη άθελα μου. ΗΡΑΚΛΗΣ Ε, βέβαια, η αγάπη μας για εκείνον που πεθαίνει μας φέρνει δάκρυα. ΑΔΜΗΤΟΣ Αυτή η αγάπη με σκοτώνει ακόμη περισσότερον από όσον λέω ΗΡΑΚΛΗΣ Αλήθεια σπανία γυναίκα έχασες. Ποιός λέει το εναντίον; ΑΔΜΗΤΟΣ Δεν έχει πια η ζωή για εμένα καμία χαρά. ΗΡΑΚΛΗΣ Ο χρόνος, τη λύπη σου σιγά σιγά θα την γλυκάνει. Τώρα είναι απάνω στην ορμή. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλήθεια αν ο χρόνος που λέγεις είναι ο θάνατος. ΗΡΑΚΛΗΣ Μία γυναίκα άλλη και νέος γάμος θάρθουνε τη λύπη σου να παύσουν. ΑΔΜΗΤΟΣ Σιώπησε! Εσύ τόλμησες να πεις αυτά τα λόγια; ΗΡΑΚΛΗΣ Μα τι; Ποτέ δεν σκέπτεσαι να παντρευτείς; Θα μείνεις χήρος για πάντοτε; ΑΔΜΗΤΟΣ Καμία γυναίκα δεν υπάρχει που νάρθη το κρεββάτι μου να μοιρασθή μαζί μου. ΗΡΑΚΛΗΣ Τι περιμένεις απ' αυτό να ωφεληθεί η νεκρή σου; ΑΔΜΗΤΟΣ Όπου κι' αν είναι της χρωστώ να την τιμώ. ΗΡΑΚΛΗΣ Δεν λέω βέβαια είσ' αξιέπαινος. Αλλ' όμως είναι τρέλα. ΑΔΜΗΤΟΣ Βέβαια είμ' αξιέπαινος. Ποτέ δεν θα ονομάσεις γαμπρό εμένα. ΗΡΑΚΛΗΣ Σ' επαινώ βεβαίως γιατί είσαι πιστός εις την γυναίκα σου. ΑΔΜΗΤΟΣ Αν την προδώσω κάποτε, να μη σώσω να ζήσω, αν και εκείνη τώρα πια δεν ζει για να μ' ακούσει ΗΡΑΚΛΗΣ Δέξου την τώρα αυτήν εδώ στο ευγενικό σου σπίτι. ΑΔΜΗΤΟΣ Όχι. Εις τον πατέρα σου τον Δία σε ορκίζω. ΗΡΑΚΛΗΣ Αν δεν το κάνεις, πρόσεξε, γιατί είν' αμαρτία. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλλ' αν το κάνω την καρδιά θα μου την τρώει η λύπη. ΗΡΑΚΛΗΣ Υπάκουσε; Στο σπίτι σου ίσως σ' εβρεί ευτυχία. ΑΔΜΗΤΟΣ Είθε να μην την έφερνες ποτέ απ' τους αγώνας βραβείο την γυναίκα αυτή. ΗΡΑΚΛΗΣ Όταν εγώ νικήσω είναι σαν να νίκησες κ' εσύ. ΑΔΜΗΤΟΣ Καλός ο λόγος, αλλά όμως η γυναίκα αυτή ας φύγει. ΗΡΑΚΛΗΣ Ναι, θα φύγει, αν πρέπει. Αλλά κοίταξε πρώτα αν πρέπει. ΑΔΜΗΤΟΣ Πρέπει, εκτός αν εναντίον μου θυμώσεις. ΗΡΑΚΛΗΣ Επιμένω, και για να επιμένω εγώ θα πει πως κάτι ξέρω. ΑΔΜΗΤΟΣ Αφού το θέλεις ας γίνει. Αλλά αυτό που κάνεις διόλου δεν μου είναι ευχάριστον. ΗΡΑΚΛΗΣ Μπορεί ναρθεί μια μέρα που ίσως θα μ' ευγνωμονείς. Υπάκουσε με τώρα. ΑΔΜΗΤΟΣ (Προς τους δούλους) Πηγαίνετε την μέσα σεις, αφού πρέπει να γίνει. ΗΡΑΚΛΗΣ Α, δεν την εμπιστεύομαι στους δούλους την γυναίκα. ΑΔΜΗΤΟΣ Τότε, αν θέλεις, μόνος σου οδήγησε την μέσα. ΗΡΑΚΛΗΣ Όχι; Εγώ στα χέρια σου θα σου την παραδώσω. ΑΔΜΗΤΟΣ Δεν την αγγίζω. Μόνη της μπορεί να μπει στο σπίτι. ΗΡΑΚΛΗΣ Στο χέρι σου το δεξιό μπορώ να σου την δώσω. ΑΔΜΗΤΟΣ Πολύ με βιάζεις κάτι τι να κάνω που δεν θέλω. ΗΡΑΚΛΗΣ Μην την φοβάσαι. Άπλωσε το χέρι να την πιάσεις. ΑΔΜΗΤΟΣ Να το το χέρι μου λοιπόν, τα μάτια αλλού γυρίζω σαν της Γοργόνας νάκοβα την κεφαλή. ΗΡΑΚΛΗΣ Την βρήκες; ΑΔΜΗΤΟΣ Την βρήκα. ΗΡΑΚΛΗΣ Κράτα την καλά. Και θάρθη μια ημέρα που θα το πεις και μόνος σου πως ήτανε γενναίος ο γιος του Διός, ο ξένος σου. Για κοίταξέ την τώρα. (Της αφαιρεί τον πέπλον) και ιδέ αν της γυναίκας σου μοιάζει πολύ. Η λύπη την θέση της παραχωρεί στην ευτυχία. ΑΔΜΗΤΟΣ (Στρεφόμενος και βλέπων) Θεοί μου! Τι να ειπώ. Ανέλπιστο είναι αυτό το θαύμα! Είναι η γυναίκα μου αυτή που βλέπω, ή είναι πλάνη που μου την στέλνουνε οι θεοί για να με ξεγελάσουν; ΗΡΑΚΛΗΣ Όχι είν' η γυναίκα σου αυτή που βλέπεις. ΑΔΜΗΤΟΣ Μήπως είναι κανένα φάντασμα από τον κάτω κόσμον; ΗΡΑΚΛΗΣ Όχι, δεν είναι ο ξένος σου κανένας μάγος. ΑΔΜΗΤΟΣ Είναι λοιπόν αυτή η γυναίκα μου που έθαψα προ ολίγου; ΗΡΑΚΛΗΣ Μην αμφιβάλεις. Αν κ' εγώ ο ίδιος δεν θαυμάζω, πως δυσπιστείς στην τύχη σου. ΑΔΜΗΤΟΣ Μπορώ να την αγγίξω, να της μιλήσω, μπορώ σαν νάταν ιδική μου, γυναίκα πάλι ζωντανή; ΗΡΑΚΛΗΣ Μπορείς να της μιλήσεις, αφού έχεις ό τι επιθυμείς τόσο πολύ. ΑΔΜΗΤΟΣ Ω μάτια, και σώμα της γυναίκας μου αγαπημένα, πάλι σας έχω, ενώ δεν ήλπιζα, να σας δω ποτέ μου! ΗΡΑΚΛΗΣ Τα έχεις, είθε απ' τους θεούς κανείς να μη ζηλέψει. ΑΔΜΗΤΟΣ Ω του μεγάλου μας Διός ευγενικό βλαστάρι, είθε να είσαι ευτυχής και να σε προστατεύη ο πατέρας που σ' εγέννησε. Γιατί εσύ μονάχος την τύχη μου μετέβαλες. Αλλ' όμως απ' τον Άδη πώς την επήρες και στο φως την έφερες του κόσμου; ΗΡΑΚΛΗΣ Πάλαιψα με τον Θάνατον, όπου τήνε κρατούσε. ΑΔΜΗΤΟΣ Και πού έγινεν ο αγών αυτός; ΗΡΑΚΛΗΣ Στον τάφο της απάνω ήμουν κρυμμένος, ώρμησα την άρπαξε στα χέρια... ΑΔΜΗΤΟΣ Αλλά γιατί σιωπηλή στέκει; ΗΡΑΚΛΗΣ Γιατί δεν πρέπει ν' ακούσεις την φωνή της πριν να γίνουν αι θυσίαι εις τους θεούς του Άδου, πριν περάσουν τρεις ημέρες. Αλλά στο σπίτι πάρε την δίκαιος όπως είσαι, και εις το μέλλον, Άδμητε, να είσαι ευσεβής στους ξένους. Και τώρα χαίρε. Φεύγω εγώ να κάνω ό,τι οφείλω, και ό,τι μου επέβαλε, του βασιλέως Σθενέλου ο γιος. ΑΔΜΗΤΟΣ Μείνε μαζί μας, κάθησαι μαζί μας να δειπνήσεις. ΗΡΑΚΛΗΣ Άλλοτε μένω. Βιάζομαι να φύγω τώρα. ΑΔΜΗΤΟΣ Είθε να επιτύχης, γρήγορα να έρθεις πάλι πίσω. Στη χώρα και στο κράτος μου προστάζω οι πολίται να χαιρετίσουν με χορούς την ευτυχία μου όλοι, και να προσφέρουν στους βωμούς την κνίσα από ταύρους. Γιατί για μας ανέτειλαν καλύτερες ημέρες από της πριν. Είμαι ευτυχής τώρα, και δεν το αρνούμαι. ΧΟΡΟΣ Με χίλιους τρόπους φαίνεται η ισχύς των αθανάτων κ' είναι πολλά τανέλπιστα, που οι θεοί μας στέλνουν. Δεν γίνεται ό,τι βέβαιον νομίζουμε. Και όμως βρίσκει τον τρόπο ο θεός τανέλπιστα να κάνει. Έτσι και στης Αλκήστιδος τον θάνατον συνέβη. ΤΕΛΟΣ
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ΟΙ ΌΡΝΙΘΕΣ 414 π.Χ. ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ Διά της κωμωδίας αυτής σατυρίζει δριμύτερον ο ποιητής την επικρατή σασαν εν Αθήναις πολιτικήν και κοινωνικήν διαφθορά, παρουσιάζων δύο πολίτας Αθηναίους εξοριζομένους εκουσίως και καταφεύγοντας στα τα πτηνά προς ίδρυσιν νέας πολιτείας με ηρεμώτερον βίον και με αγνότερα ήθη· σατυρίζει δε φαιδρώς και τας αποδιδομένας στους τους θεούς ανθρωπίνους αδυναμίας. ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ ΤΟ ΤΡΥΠΟΚΑΡΥΔΟ (Τροχίλος υπηρέτης του Τσαλαπετεινού) Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ (Έποψ) ΧΟΡΟΣ ΟΡΝΙΘΩΝ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟΠΟΥΛΙ (Φοινικόπτερον) Ο ΙΕΡΕΥΣ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ Ο ΧΡΗΣΜΟΛΟΓΟΣ ΜΕΤΩΝ (Γεωμέτρης) Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ Ο ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΠΩΛΗΣ ΑΓΓΕΛΟΙ ΙΡΙΣ Ο ΠΑΤΡΑΛΟΙΑΣ ΚΙΝΗΣΙΑΣ (Διθυραμβοποιός) Ο ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΠΟΣΕΙΔΩΝ ΗΡΑΚΛΗΣ Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ (Πεισθέταιρου, βωβός) (Η σκηνή παριστά οδόν πετρώδη. Εις απόστασιν δένδρα, θάμνοι και λίθοι. Εισέρχεται ο Πεισθέταιρος και ο Ευελπίδης κρατούντες ο είς Κουρούναν και ο έτερος Καρακάξαν. Ακολουθεί ο θεράπων κρατών στρωμνάς, χύτραν και άλλα μαγειρικά σκεύη) ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ (Προς την Καρακάξαν) Να πάμε ίσια προς τα εκεί, που το δενδρί προβάλλει. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Προς την Κουρούναν) Να σκάσεις! Η κουρούν'αυτή άκουσε σκούζει πάλι. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Γιατί μωρέ κακόμοιρε, πέρα και δώθε τρέχουμε; θα τσακιστούμε· γνέματα για διάσιμο δεν έχουμε. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Εγώ, που στης Κουρούνας μου επίστεψα το στόμα επήρα χίλια στάδια ως τώρα, πες κι' ακόμα. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Αμή κ'εγώ, που να πεισθώ στην Καρακάξα βιάσθηκα, για δες, εξενυχιάσθηκα. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Δεν βλέπω πού βρισκόμαστε, σε ποιόν του κόσμου τόπο. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Να βρούμε την πατρίδα μας ξέρεις κανένα τρόπο; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Σε τούτο θα βρισκότανε ακόμα μπερδεμένος και ο Εξηκεστίδης ο κοσμογυρισμένος. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Αλλοίμονο! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Παρατηρών προς το βάθος) Για τράβα 'ς αυτό το μονοπάτι. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ (Προς το κοινόν) Και τον χρωστάμε όλον ετούτον τον μπελιά στον υποχονδριασμένον αυτόν τον Φιλοκράτη που μας πουλεί στο πιάτο τα πιο παχειά πουλιά· γιατί μας είπ' Ορθά κοφτά το πως με τα πουλιά του αυτά θα βρούμε τον Σηρέα τον Τσαλαπετεινό που ήταν πρώτα όρνιο κι' αυτός ανθρωπινό, και την Κουρούνα εφούσκωσε τρεις οβολούς 'ς εμένα, την Καρακάξα δε αυτή στον Θαρρελείδη, ένα· κι' άλλο δεν ξεύρουν τόσην ώρα παρά να μας φορτώνουνε δαγκώματα. (Προς την Κουρούναν) Έλα, μωρή! Τι χάσκεις τώρα; θα μας τραβάς ακόμα στα πετρώματα; (Προς τον Πεισθέταιρον) Πήρες κανένα δρόμο με το μάτι; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Μπα! Δεν υπάρχει ούτε μονοπάτι. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ θα βρούμε, λέ' η Κουρούνα σου, δρόμο 'ς αυτήν τή χώρα; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ο,τι έλεγε προτήτερα, το ίδιο λέει και τώρα. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Σαν τι σου λέει δηλαδή; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Τι άλλο τάχα ξέρει, παρά πού μου κατάκοψε με δαγκωνιές το χέρι; Τι φοβερό! γυρέψαμε του κάκου να πάμε μια φορά "κατά κοράκου", κ' ετοιμασίες κάναμε, και όμως δεν ξέρουμε πούθε τραβά ο δρόμος! (Προς το κοινόν) Γιατί ημείς, ω άνδρες, που ακούτ' εμέ τον βλάκα επάθαμεν αρρώστια αντίθετη απ' του Σάκκα. Γιατί αυτός δεν ήτανε πολιτογραφημένος και γύρευε με το στανιό να τον ειπούν πολίτη· κ' εμείς, που είχαμε τιμές από φυλή και γένος, πολίτες, δίχως να μας μπει κανένας και στη μύτη, πήραμε τα δυο πόδια μας καθένας και πετάξαμε· μα τούτο δεν το πράξαμε ούτ' από μίσος τάχα για την πόλη, γιατί έχει από τη φύσι προτερήματα, ούτε πως δεν μοιράζει 'ς όλους χρήματα. Η τζίτζικες 'ς ένα χρόνο τραγουδούν δυο μήνες μόνο, μα οι Αθηναίοι τώρα πέρασαν και της τζιτζίκες, γιατί 'ς όλο τους το βίο τραγουδούνε μόνο δίκες! Γι' αυτό λοιπόν τραβήξαμε κ' εμείς 'ς αυτά τα μέρη με χύτρα και με κάνιστρο και με μυρτιές 'ςτο χέρι, να χτίσουμε την πόλην μας κ' εδώ κ' εκεί γυρνάμε να βρούμε τόπον ήσυχο, που να καλοπερνάμε. Με δρόμο μακρυνό εκείνον τον Σηρέα τον Τσαλαπετεινό καθένας μας ζητάει, να τον παρακαλέσουμε αν θέλει να μας πη, εκεί όπου πετάει, αν είδε καμιά πόλη με τέτοια προκοπή. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Ερχόμενος προς τον Ευελπίδην) Ε! ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Τι; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Σούτ' η Κουρούνα μου ρίχνει ψηλά το μάτι και ώρα είναι κάμποση, που απάνω δείχνει κάτι. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Κ' η Καρακάξα χάσκοντας ψηλά το μάτι ρίχνει κι' απάνω κάτι δείχνει. Δεν ξέρω αν βρίσκονται πουλιά στον τόπο αυτόν που μπαίν ουμε, μα μ' ένα κρότο στη στιγμή, νομίζω, το μαθαίνουμε. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Α, κάμε τούτο πρώτο! χτύπησε με το γόνα σου την πέτρα τη μεγάλη. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Δεν την κτυπάς καλύτερα εσύ με το κεφάλι; διπλό θα κάνει κρότο. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Σκύψε λοιπόν, σου είπα, πάρε λιθάρι κτύπα! ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Αφού το θέλεις, νά κ' εγώ... (Λαμβάνει λίθον και κτυπά επί του βράχου, φωνάζων) Παί! Παί!... ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Για να σου ειπώ, παιδί τον λες τον Έποπα; Για πες του: πω πω πω! ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ (Κτυπών) Πώ πω πω πάω!... πω πω πω πάω! ακόμη θέλεις να κτυπάω; Πω πω πω πάω!... πω πω πω πάω!... (Εξέρχεται επί του βράχου το Τρυποκάρυδον). ΤΟ ΤΡΥΠΟΚΑΡΥΔΟ Τ' είναι τούτοι που κτυπάνε; τον αφέντη ποιοί ζητάνε; ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Ω Απόλλων μου! Τι στόμα είναι τούτο που αν οίγει; ΤΟ ΤΡΥΠΟΚΑΡΥΔΟ Συμφορά μου! Είν' άνθρωποι, οπού βγήκαν στο κυνήγι. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Βρε τι βλέπεις φοβερό; δεν μπορούσες να πεις τάχα ένα λόγο τρυφερό; ΤΟ ΤΡΥΠΟΚΑΡΥΔΟ Να!... να πάτε να χαθήτε! ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Μα δεν είμαστε άνθρωποι. ΤΟ ΤΡΥΠΟΚΑΡΥΔΟ Αμ τι είσθε τότε; πειτε! ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Είμαι όρνιο της Λιβύας που το λενε φοβιτσάρη. ΤΟ ΤΡΥΠΟΚΑΡΥΔΟ Τίποτε μ' αυτό δεν είπες κ' έλα, κάνε μας τη χάρη... ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ (Δεικνύων τα σκέλη του) Σα πουλιά δω κάτω πούνε, δεν ρωτάς να σου το ειπούνε; ΤΟ ΤΡΥΠΟΚΑΡΥΔΟ (Δει κνύων τον Πεισθέταιρον) Τ' είδους όρνειο είναι τούτος κι' από ποιο τραβάει γένος; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Να, εγώ που βλέπεις είμαι Φασιανικός χεσμένος. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Και σύ τι θηρίον είσαι; σε παρακαλώ πολύ. ΤΟ ΤΡΥΠΟΚΑΡΥΔΟ Είμαι δουλικό πουλί. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Μήπως τάχ' από κανένα ενικήθης πετεινό; ΤΟ ΤΡΥΠΟΚΑΡΥΔΟ Από τότε που ο αφέντης ήλθε κ' έγινε πτηνό, παρακάλεσε κ'εμένα Τρυποκάρυδο να γίνω κ' είδός τι ακόλουθός του κ' υπηρέτης του να μείνω. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Σα πουλιά έχουν ανάγκην από δούλους; ΤΟ ΤΡΥΠΟΚΑΡΥΔΟ Καθώς ξέρω ήταν άνθρωπος· και όταν μου γυρεύη να του φέρω της μαρίδες του Φαλήρου, παίρνω αμέσως ένα πιάτο και της φέρνω από κει κάτω. Κι' όταν φάβα θέλει πάλι, βρίσκω χύτρα και κουτάλι. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Τρέχα-τρέχ' αυτός ο φίλος έγινε πουλί τροχίλος. Ξέρεις τώρα τι να πράξεις; τον αφέντη σου να κράξεις. ΤΟ ΤΡΥΠΟΚΑΡΥΔΟ Μά τον Δία, εκοιμήθη· μόλις είναι στιγμές λίγες, πούφαγε σμυρτιές και μυίγες. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Μολαταύτα ξύπνισέ τον. ΤΟ ΤΡΥΠΟΚΑΡΥΔΟ Αχ! θα τον στενοχωρήσω, μα για χάρη σας πηγαίνω στη στιγμή να τον ξυπνίσω. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Εξαφνιζόμενος από το πέταγμα του Τρυποκάρυδου Απ' τον τρόμο, που να σκάσεις! μού κοψες τα ύπατα μου. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ (Βλέπων την Καρακάξαν του αφιπταμένην εκτων χειρών του) Να τη! Πάει η Καρακάξα απ' το φόβο, συφορά μου! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Βρε δειλότατο θηρίο! Τοσ' είν' η παλληκαριά σου πού άφησες την Καρακάξα; ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Μήπως δα κ' η αφεντιά σου δεν αφήκες την Κουρούνα, όταν τούμπα είχες φάη; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Δεν την άφησα. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Πού είναι; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Έκαμε φτερά και πάει. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Μόνη της φτερό είχε πάρει; μπράβο!... είσαι παλληκάρι!.. (Εμφανίζεται ο Τσαλαπετεινός) Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Σα χόρτα μου άνοιξε να βγω! ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ (Μετά κωμικού φόβου) Τι τρομερό θηρίο! Ω Ηρακλή! Τι φτερωσά! Τι τρίδιπλο λοφίο! Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Ποιός με γυρεύει; ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Οι θεοί μαζί και με τον Δία σ' έχουν μαδήση, φαίνεται. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Ωραία κοροϊδεία για τα φτερά που βλέπετε αυτά τα μαδημένα· μα ήμουν άνθρωπος κ' εγώ. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Ποιος κοροϊδεύει εσένα; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Ποιόν κοροϊδεύεις τάχα; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ση μύτη σου μονάχα. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Ο Σοφοκλής που μ' έφερε 'ς αυτό το χάλι φταίει, που όλο στής τραγωδίες του για τον Σηρέα λέει. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Συ είσαι ο Σηρεύς λοιπόν; Τι είσαι γινωμένος, όρνειο, παγώνι... Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Πουλί. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Μπα! Γιατ' είσαι μαδημένος; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Εμάδησα. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Και από τι; Από αρρώστιαν; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Όχι αλλά το γένος των πουλιών που λέτε, έτσι τώχει: μαδούν στη βαρυχειμωνιά, βγάζουν φτερά κατόπι. Μα πέτε μου ποιοί είσθε σεις; ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Εμείς; θνητοί, ανθρώποι. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Ποιά είναι η πατρίδα σας; ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Είμαστε από την πόλη που βγαίνουν όλο στόλοι. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Μην τύχει κ' είσθ' ηλιασταί; ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Το εναντίον βρήκες είμαστε απηλιασταί, σχαινόμεθα της δίκες Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Μπα! Βρίσκεται τέτοια σπορά στου τόπου σας το χώμα; ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Αν φέρης γύρα τους αγρούς, κάτι θα βρης ακόμα. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Και τι λοιπόν γυρεύετε που ήλθατ' έδώ πέρα; ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Γυρεύουμε να μείνουμε μαζί σου νύχτα-μέρα. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Γιατί; ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Γιατ' ήσουν σαν εμάς άνθρωπος μια φορά κ' έτσι το είχες, σαν εμάς, και συ κρυφή χαρά, όταν τα ξένα χρήματα, καθώς εμείς, συγύριζες, και τα 'παιρνες για δανεικά και πίσω δεν τα γύριζες· κατόπιν έγινες πουλί, πήρες τον κόσμο γύρα, και του ανθρώπου απόκτησες και του πουλιού την πείρα. Γι' αυτό ικέται ήλθαμε 'ς εσένα να μας πης για καμιά πόλη τριχωτή που ναν' της προκοπής, κι' ως είδος τι γουναρικό, που νάχουμ' όλον τον καιρό ξαπλωταριό γερό. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Γυρεύεις μεγαλύτερη από την πόλη εκεί των Κραναών; ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Α, όχι δα, μα πιο συμφερτική. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Α, θα γυρεύης, φαίνεται, την αριστοκρατία. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Δεν θέλω ούτε για το γιο ν' ακούσω του Σκελλία. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Ήγουν ποια πόλη θέλατε να κατοικήτ' ευχάριστα; ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Εκείνην που τα πράματα τα πιο τρανά και άριστα θάσαν αυτά: Αυγή-αυγή όξω άπ' τη θύρα μου να βγει ένας από τους φίλους μου, κι' αυτά να πει'ς εμένα: "Πάρε και τα παιδάκια σου μαζί, καλολουσμένα, κ' έλα, για όνομα θεού, στο σπίτι γείτονα μου, πούχω τραπέζι γάμου· πρόσεξε μήπως δεν φανής, γιατί αν τύχει μια φορά να μου 'ρθη κάποια συμφορά, στο λέω, δεν θα σε δεχθώ. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Γυρεύεις, μα τον Δία, πράγματα λυπηρά. Και συ! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Μια τέτοια αηδία κ' εγώ γυρεύω. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Δηλαδή; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Όταν πατέρας θα με ιδή που έχει όμορφο παιδί, να 'ρθή κοντά μου με ντροπή και τέτοια λόγια να μου πη: "Α Στιλβωνίδη, φίλε μου, είμαι προσβεβλημένος· γύριζε απ' το γυμνάσιον ο γιοκας μου λουσμένος, και όταν τον απάντησες καθόλου δεν του μίλησες, και ούτε τον αγκάλιασες, και ούτε τον εφίλησες, δεν του πιασες ταρχίδια, μα ούτε και στο σπίτι σου τον πήγες για παιγνίδια, κ' είσαι και φίλος πατρικός!... Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Τι λες! βρε τον καϋμένο! που ένα πράμα γύρεψε και τούτος σιχαμένο! Τπάρχει όπως τη θέλετε μια πόλη ευτυχισμένη· πούνε κοντά στη θάλασσα την Ερυθρά χτισμένη" ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Πω, πω! Σε θάλασσα κοντά να βρούμε κατοικία, κλητήρες να μας δέχωνται με τη Σαλαμινία! Δεν ξέρεις πόλη ελληνική; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Τον Λέπρεον της Ήλιδος· γιατί δεν π άτ' εκεί; ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Σιχαίνομαι τον Λέπρεον, γιατί αρκεί που είδα τον ποιητή Μελάνθιον. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Να πάτε στη Λοκρίδα, που είναι οι Οπούντιοι, να μείνετε. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Να μείνωμε; και μ' ένα τάλαντο χρυσό Οπούντιος δεν γίνομαι να πέσω στο κατά ντι του Οπουντίου του στραβού, τεμπέλη, συκοφάντη. Για πες μου τώρα: πως περνά, ζώντας κανείς με τα πουλιά; εσύ θα ξέρης βέβαια. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Δεν είναι κι' άσχημη δουλειά· πρώτον, δεν θέλεις χρήματα για έξοδα και για φαΐ. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Αμ' τότε κίβδηλα πολλ ά αφαίρεσες απ' τη ζωή. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Τρώμε στους κήπους της μυρτιές, το άσπρο το σουσάμι, και δυόσμο, που χωρίς αυτόν δεν γίνονται οι γάμοι και παπαρούνες. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Δηλαδή σαν νεοπανδρεμένοι περνάτε. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Μωρέ τι μας λες! Στον πουλιών τα γένη βλέπω μεγάλη φρόνηση και δύναμη πολλή, και πιο τρανοί θα γίνετε με μια μου συμβουλή. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Τι συμβουλή! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Τι συμβουλή θ' ακούσετε ρωτάτε; πρώτον τρυγύρω χάσκοντας ποτέ να μή πετάτε· δεν είναι και το έργο αυτό τιμητικό πολύ· γιατί "τ' είν' τούτο το πουλί;" κανένας αν ρωτούσε, θάβγαιν' ευθύς ο παστρικός Σελέας ν' απαντούσε: "τούτο είν' ανθρωπορνίθι όπου άστατο γεννήθη, θέσι δεν κρατεί να μείνη κι' ούτε ίχνος δεν αφίνει. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Μα τον Διόνυσον! λαμπρά η κοροϊδεία όλη. Μα τι λοιπόν να κάνουμε; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Να χτίσετε μια πόλη. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Μα τα πουλιά μονάχα τι είδους πόλη, λέτε σεις, μπορεί να χτίσουν τάχα; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Τι κουταμάρα φοβερή μας είπες τούτ' την ώρα! Για κοίτα κάτω. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ (Εκτελών) Βλέπω, νά! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Κοίτα κι' απάνω τώρα. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ (Εκτελών) Να, βλέπω. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Τώρα κοίταξε και γύρω σου ως τόσο. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ (Εκτελών) Καλά, κι αν κοψολεμιασθώ στο τέλος τι θα νοιώσω; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Τι είδες; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Είδα σύγνεφα και τουρανού το θόλο. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Μα πως; Δεν έχουν τα πουλιά στον ουρανό τον πόλο; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Πόλο; Τι πόλο δηλαδή; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Να, σαν να λέμε, χώρα· τόπος που τριγυρνάνε κι' όλ' άπ' αυτόν περνάνε, λέγεται πόλος τώρα· και αν τον κατοι κήσετε και τον μανδρογυρίσετε, ο πόλος πόλης γίνεται. Και στους ανθρώπους άρχοντες και κύριοι θα μείνετε, ακρίδες σαν να ήσανε· κι' όπως στη Μήλο μια φορά της πείνας εψοφήσανε, το ίδιο θα ψοφήσουνε και οι θεοί μια μέρα. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Πώς; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Μέσο ουρανού και γης έχουμε τον αγέρα· όπως εμείς, σαν θέλουμεν εις τους Δελφούς να πάμε, το δρόμο να μας δώσουνε οι Βοιωτοί ζητάμε, έτσι κι' όταν προσφέρουμε θυσίας κατά κόρον εις τους θεούς, αν οι θεοί δεν σας πληρώσουν φόρον, σεις δεν θαφήσετε ποτέ να πάη απάνω ίσα στο χάος απ' τας πόλεις τους, των θυσιών η κνίσα. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ (Μετά θαυμασμού) Πρε! μα τη γή! Τα σύγνεφα! Τα δίχτυα! Την παγίδα ως τώρα σκέψι απ' αυτή σοφώτερη δεν είδα. εάν και τάλλα τα πουλιά εγκρίνουν τούτη τη δουλειά, θα είμαι π ρόθυμος μαζί να χτίσουμε τη χώρα. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Και θα τους εξηγήση ποιός το σχέδιο μας τώρα; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Ο ίδιος συ. Σόσον καιρό μαζί μ' αυτά που μένω, μια που ήταν γένος βάρβαρο και μη γραμματισμένο., και να μιλάνε τά μαθα. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Και πως θα τα καλούσες; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Α! Εύκολα. Μέσ' από δω 'ς οχτιές πυκνοφυλλούσσες αμέσως θα πηδήσω, τ'αηδόνι θα ξυπνίσω και κελαδώντας τότε αυτό θα προσκαλέση τάλλα, που σαν ακούσουν τη φωνή θαρθούν εδώ τρεχάλα. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ω συ, απ' τα πουλιά ταγαπητότερο, κάμε μ' αυτήν τη χάρη, μην αργήσεις, κ' έμβα μέσ' στην οχτιά το γρηγορώτερο ταηδόνι να ξυπνήσεις. (Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ προχωρών προς την λόχμην των θάμνων και λαμβάνων την κατάλληλον θέσιν αρχίζει τας κάτωθι στροφάς) Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Παύσε τον ύπνο, σύντροφε απ ό παληούς καιρούς και χύσε ήχους από ύμνους ιερούς, που με το θείο σου το στόμα τον Ίτυ τον πολύκλαυστο θρηνείς ακόμα, τον Ίτυ τον δικό μου και δικό σου, και με το ράμφος το ξανθό σου τον κλαις γλυκά με μοιρολόγια αρμονικά. Μέσ' από τα πυκνόφυλλα που ρνάρια στους θρόνους του Διός υψώνετ' η φωνή σου η καθάρεια κι' ο χρυσομάλλης Υοίβος ο θεός στους θρήνους τους λυπητερούς μ' άλλο τραγούδι απαντά, και στένει με τη χρυσή τη λύρα του την λεφαντοδεμένη θεών χορούς· και τοτ' αντιφωνεί από τα στόματά τους τα αιώνια κοινά τραγούδια και εναρμόνια η θεία των θεών φωνή. (Ακούεται έσωθεν αυλός ως άσμα αηδόνος) ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ω, τι ωραία το πουλί, Ζευ βασιλειά, όπου λαλεί! ολόκληρη τη λαγκαδιά εγέμισε από μέλι. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Ε! Συ! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Τι τρέχει; ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Τσιμουδιά! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Γιατί; ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Ο Τσαλαπετεινός να τραγουδήσει θέλει. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Εποποί! Ποποπό! Ποποί! Ποποί! Ιώ! Ιώ! Ίτω ίτω! Ίτω ίτω! Ίτω ίτω! Έλα, έλα εδώ κανένα φτερωμένο σαν εμένα! όσα τους αγρούς τρυγάτε με της φύτρες της πολλές κριθαροφάγ οι, αναρίθμητες φυλές, κι όσα σεις σπορολογάτε και πετάτ' εδώ κ' εκεί γοργόφτερα, και με φωνή μελωδική· και σεις, που με λεπτή φωνή και μ' ένα στόμα, γλυκολαλείτε μέσ' στης αυλακιάς το χώμα που αφίνει το ζευγολατιό Τιό τιό τιό! Τιό τιό τιό! Τιό τιό τιό! Και σεις, που μέσ' στων περβολιών πετάτε της κισσοσκέπαστες μεριές, και σεις που στα βουνά τρυγάτε ταγρίληα και της κουμαριές πετάχτ' εδώ που σας ζητώ τοτοβρίξ! Τριοτό! Τριοτό! Τριοτό! Και σεις, που κυνηγάτε και τα κουνούπια χάφτετα τα βλαβερά, και μέσ' στων βάλτων τα νερά και στης κοιλάδες πάτε· κι' όσα στα μέρη μένετε της γης τα δροσερά, και μέσ' στου Μαραθώνα τον μαγικό λειμώνα, και συ, λιβαδοπέρδικα, με τα πολύχρωμα φτερά! Και όσες φυλές στης θάλασσες γυρίζετε και με της αλκυό νες φτερουγίζετε απάνω από τα κύματα τα φουσκωμένα, ελάτε τα νεώτερα να μάθετ' από μένα. ελάτ' ελάτ' από το κάθε μέρος όλα τα μακρολαίμικα πουλιά, γιατ' ένας πονηρός έφθασε γέρος με νέες γνώμες γι' άγνωστη δουλειά! Όλα στους λόγους μου τρέχατε! ελάτ', ελάτ' ελάτε! (Ο Τσαλαπετεινός εισέρχεται εις την λόχμην, ενώ ταυτοχρόνως ακούεται έσωθεν ο χορός των Πτηνών, αδόντων εις ποικίλας φωνάς) ΧΟΡΟΣ (ΠΤΗΝΩΝ) Σόρο τόρο τόρο τοροτίξ! κικκαβαύ! κικκαβαύ! Τόρο τόρο τόρο τορολιλιλίξ... (Πίπτει η αυλαία υπό τα βή ματα των πτηνών, ενώ ο Πεισθέταιρος και ο Ευελπίδης παρατηρούν αλλήλους μετ' ευαρέστου εκπλήξεως.) (Η αυτή σκηνογραφία. Ο Πεισθέταιρος και ο Ευελπίδης φαίνονται επανερχόμενοι εκτων παρασκηνίων, κατόπιν ερεύνης προς ανεύρεσιν των πτηνών) ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Βλέπεις συ πουλί κανένα; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Τίποτε δεν διακρίνω αν και χάσκω ολονένα βλέποντας τον ουρανό. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Σώρα χάσαμ' από μπρος μας και τον Τσαλαπετεινό· άδικα να σκούξη μπήκε, σαν την κλώσσα στην οχτιά, όπως τα κιτρινοπούλια οπού ζουν στη ρεματιά. ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟΠΟΥΛΙ (Εμφανιζόμενον εις ύψωμα) Τοροτίξ! Τοροτοτίξ; ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Να ένα πουλί σιμώνει· αλλά τι πουλ' είναι τούτο; είναι τάχατε παγώνι; (Εμφανίζεται ο Τσαλαπετεινός) ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Δεικνύων τον Τσαλαπετεινόν) Νατος! Τι πουλί είναι τούτο, θα μας το εξηγήσεις τώρα; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Δεν είν' απ' αυτά τα ντόπια, όπου βλέπετε στη χώρα· είν' ένα πουλί της λίμνης. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Μωρέ, σούνε μια χαρά!, κ' έχει κόκκινα φτερά. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Με το δίκαιο του καϋμένε· Κοκκινόπουλο το λένε. (Εμφανίζεται ο Πετεινός της Περσίας) ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Ε! για κοίτα! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Τι φωνάζεις; ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Κι άλλο δες εκεί πουλί. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Μα τον Δία! από τόπο θάνε μακρυνό πολύ. (Προς τον Τσαλαπετεινόν) Και ποιος 'είναι τάχα τούτος, ο παράξενος βουνήσιος, που, σαν ποιητής και μάντης, στέκει κορδωμένος, ίσιος; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Μήδος είναι τόνομά του. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Μήδος αι; ω Ηρακλή μου! Πως επέταξ' έδώ κάτου, δίχως ναν' ό πως οι Μήδοι στην καμήλα του καβάλλα; (Εμφανίζεται πτηνόν με λοφίον, όπως ο Τσαλαπετεινός) ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Να κ' ένα πουλί που βγαίνει με λοφίο στην κεφάλα. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ποιό να είν' αυτό το τέρας; Είναι κι άλλος σαν εσένα; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Ήταν ποιητής πατέρας και αυτού ο Φιλοκλής, κι ο δικός μου ο Σοφοκλής κ' είμ' εγώ δικός του πάππος· σαν να λέμεν έτσι κάπως για περισσότερη ευκολία ο Καλλίας Ιππονίκου, κι ο Ιππόνικος Καλλία. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ο Καλλίας είναι τούτος δηλαδή, και επομένως πρέπει νάνε μαδημένος. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Με το νανε πιο γενναίος και να σπέρνη τον παρά του συκοφάντες και γυναίκες του μαδούνε τα φτερά του. (Εισέρχεται έτερον πτηνόν με χρωματιστά πτερά) ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ποσειδώνα! Τ' είναι τούτο, πούχει στα φτερά του χρώμα; πώς το λέ νε; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Φαταούλα. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Κι' άλλος βρίσκεται ακόμα Φαταούλας, ή μην είναι ο Κλεώνυμος; ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Α, όχι! Ω Κλεώνυμος αν είναι το λοφίο δεν θά τόχη! τρέχα-τρέχα, δος του νάχη τόχασε σε κάποια μάχη. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Βρε, λοφία που τα έχουν, στους αγώνες σαν να τρέχουν. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Ζούνε, βλέπετε, στους λόφους νάχουν κάποια σιγουριά, σαν τους Κάρες. (Εισβάλλει πλήθος πτηνών εις την σκηνήν) ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ποσειδώνα! απ' την κάθε μια μεριά τι πουλί και τι κακό που μαζεύθη! ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Ω Απόλλων! Σύγνεφο είναι ξαφνικό! απ' το πέταγμα που κάνουν δεν τα βλέπω πούθε φθάνουν. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Να μια πέρδικα, νά κ' ένα τηγανάρι του λειμώνα, κοκκινόπαπια είναι τούτο, να, και τούτ' ειν' αλκυόνα... ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Κι από πίσω της ποιός είναι; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Σούτος; είν' ένας κηρύλος. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Μπα! Πουλί είν' ο κηρύλος: ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Πώς δεν είναι ο σποργίλος; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Να και μια κουκουβάγια. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Πρε, τι λες; ποιός έχει φέρη κουκουβάγια στην Αθήνα; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Να, τρυγόνι, περιστέρι, μπούφος, νεκροπούλι, κίσσα, κοκκινόπουλο, αμπελίδα, φάσσα και κοκκινολαίμης, όρνειο, κούκος, κολυμπίδα, νά και μία καρδερίνα, και κοκκινοποδαράκι, νά κ'ένας βελανιδιάρης, σκορδαλός, νά και γεράκι, νά κ' ένας ανεμογάμης. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Τι κοτσίφια και πουλιά! Τι τρεχάλες πέρα-δώθε, τι φωνές και τι λαλιά! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Σάχατε μας φοβερίζουν; ωχ! 'ς εμάς τους δυο γυρίζουν χάσκοντας κι' αγριεμένα! ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Έτσι φαίνεται κ' εμένα ΧΟΡΟΣ Πόπο πόπο πόπο πού με γυρεύουνε; και τούτοι μας έφθασαν από πού; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Βρίσκομαι καιρό 'δώ πάνω, μα τους φίλους δεν ξεχάνω. ΧΟΡΟΣ τι τι τι τι: θέλεις τάχα; κ' έχεις πράμα να μου πεις καλό και τι; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Μιάν υπόθεσι καλή και ωφέλιμη και δίκηα και κοινή και ασφαλή. Δυο σοφοί μας ήλθαν άνδρες κείν' η γνώμ ες του καλές. ΧΟΡΟΣ Από πού και πώς; τι λες; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Ήλθαν από τους ανθρώπους δύο γέροι γάλι-γάλι κ' ένα σχέδιον μας φέρουν για υπόθεσι μεγάλη. ΧΟΡΟΣ Βρε, κολασμένε γέρο! πούχεις απ' όσους ξέρω της αμαρτίες πιο πολλές τι κάθεσαι και λες; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Μ'όσα θ' ακούσεις να σου ειπώ φόβο, να μη σε πιάσει. ΧΟΡΟΣ Τι τάχα μου 'χεις φτιάση; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Δυο άνδρας υποδέχθηκα, που ζήτησαν να ρθήτε κ' εδώ να μαζευθήτε. ΧΟΡΟΣ Και το καμες αυτό εσύ, Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Για το δικό μας το καλό. και χαίρομ αι. ΧΟΡΟΣ Και είν' εδώ; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Οσο κ'εγώ που σας μιλώ. Δεικνύει τον Πεισθέταιρο και τον Ευελπίδην. ΧΟΡΟΣ Άι! άι! Πάθαμε κακό! έγκλημα προδοτικό! Αυτός που φίλος ήτανε μαζί μας, και μοιραζόταν πάντα τη βοσκή μας, της συμφωνίες της παληές επάτησε και των πουλιών τους όρκους δεν εκράτησε! Με δολερούς μ' έφερε τρόπους και μ' έρριψε στους παληανθρώπους. που από γενετής μ' επολεμήσανε και για τροφή τους μ' εξεκοκκαλίσανε Κι' όσο γι' αυτόν, όπου τους έχει φέρη, κατόπιν θα τα λογαριάσουμε, αφού πληρώσουν π ρώτα οι δυο γέροι που θα τους κατακομματιάσουμε! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (έντρομος) Φαθήκαμε ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ προς τον Πεισθέταιρον 'Σ' εσέ χρωστώ την τύχει τούτη την κακή· γιατί με πήρες από κει μαζί σου εδώ να τρέχω; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Για σύντροφο να σ' έχω. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Ναι, για να κλάψω. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Βρε τι λες; Και πώς θα κλάψεις τάχα, σαν θα σου βγάλουν τα πουλιά τα μάτια σου, βρε χάχα; ΧΟΡΟΣ Ω! ω! Εμπρός! Προχώρει! Χτύπησε τον, με ορμή πολέμου, φοβερά, κι' από παντού περιτριγύρισέ τον με τα φτερά! Πρέπει να κλάψουν τούτ' οι δυο πρεσβύτες κ' έτσι να δώσουμε τροφή και στης δικές μας μύτες. Ούτε βουνό βαθυσκιωμένο ούτε του αιθέρα σύγνεφο και πέλαγ' αφρισμένο να μου κρυφθούν, θα τους δεχθεί. Λοιπόν ας μην αργήσουμε κι ας πέσουμε με δαγκανιές να τους σουρομαδήσουμε! Πούν' ο ταξίαρ χος; ας προχωρήση με το δεξί το κέρας να κτυπήση ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ (έμφοβος) Να τα! και πού ο δύστυχος θα στρίψω για να φύγω; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Βρε! Δεν θα μείνης; ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Έτσι ε; για να με φαν σε λίγο; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ποιός τρόπος τάχα να σωθής σου ήλθε στο κεφάλι; ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Ξέρω κ' εγώ; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Λοιπόν εγώ έχω μια γνώμην άλλη: εδώ να μείνουμε κ' οι δυο, της χύτρες να κρατήσουμε και πόλεμο να στήσουμε. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Κ' η χύτρα τι ωφέλεια θα μας δώσει; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Η κουκουβάγια δεν θα μας ζυγώση. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ 'Σ αυτά πού έχουν νύχια τι θα δείξουμε; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Εδώ μπροστά της σούβλες μας θα μπήξουμε. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Και για τα μάτια τι θα κάμω πάλι; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ση χύτρα βάλ' εμπρός ή το τσουκάλι. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Σοφώτατε! Επέτυχες σπουδαία στρατηγήματα, και τον Νικία πέρασες κι' αυτόν στα μηχανήματα! ΧΟΡΟΣ Προχώρει! Δόσε! τη μύτη χώσε! με γρηγοράδα κοντά τους σύρε! τράβα και μάδα! χτύπα και δείρε! πρώτ' από τάλλα, σπάσ' την τσουκάλα! Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ (Επεμβαίνων προς τα πτηνά) Για πέστε μου, τι θέλετε να φτιάσετε; να κατασ τρέψετε, να κομματιάσετε, χωρίς κακό κανένα να σας κάνουνε, ώ σεις, χειρότερα θεριά του κόσμου! αυτούς τους δυο, όπου για φίλοι φθάνουνε κ' είναι και συγγενείς της γυναικός μου! ΧΟΡΟΣ Και πρέπει να τους λυπηθούμε περσσότερο κι' από τους λύκους; ποιούς άλλους θα εκδικηθούμε πιο φοβερούς εχθρούς κι' αδίκους; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Απ' τη γενειά τους είν' εχθροί, μα είναι φίλοι στην ψυχή, και θα σε μάθουν πράματα, που θα σε κάνουν ευτυχή. ΧΟΡΟΣ Πού ξέρω αν θα μας μάθουνε ό,τ' είν' ωφέλεια μας, που πάντοτε ήσαν εχθροί με τα προγονικά μας; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Απ' τους εχθρούς τους οι σοφοί μεγάλη παίρνουν γνώσι και πάντοτ' η προφύλαξις κατώρθωσε να σώση· ο φίλος όμως τίποτα στο νου σου δεν σου βάζει, και να μαθαίνη ο εχθρός μονάχα τ' αναγκάζει. Κ' η πόλεις μόνο απ' το υς εχθρούς εμάθανε καλά, κ' όχι από τους φίλους τους, τείχη να χτίζουνε ψηλά, και νάχουν πλοία μακρυά. Αυτά είναι τα μαθήματα που πάντα σώζουν τα παιδιά, το σπίτι και τα χρήματα. ΧΟΡΟΣ Ας δούμ' από τα λόγια τους τ' όφελος μας βγαίνει· πάντα κανείς κάτι σοφό κ' απ' τον εχθρό μαθαίνει. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Προς τον Ευελπίδην) Σαν να τους πέρασε ο θυμός· για γύρισε ποδάρι. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ (Προς τον χορόν) Έτσ'είναι δίκηα, και γι'αυτό να μου χρωστάτε χάρη. ΧΟΡΟΣ (Προς τον Τσαλαπετεινόν) Μα κι' ό,τι τώρα εζήτησες π οτέ δεν σ'τ'αρνηθήκαμε. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Προς τον Ευελπίδην) Σαν να φιλιωθήκανε. Για βάλε τώρα κάτω τη χύτρα και το πιάτο. κ' αυτό το δόρυ, δηλαδή τη σούβλα, ας την κρατούμε, νάμαστε μέσ' στα όπλα μας εδώ που περπατούμε, κ' ας ρίχνουμε λοξή ματιά με προσοχή μεγάλη σε τούτο το τσουκάλι· δεν πρέπει να το χάσουμε. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Καλά, κι' αν σκοτωθούμε πού τάχα θα ταφούμε; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Να, και τους δυο θα μας δεχθεί αμέσως ο Κεραμεικός και θα μας θάψουν δωρεάν, αν πούμε εις τους στρατηγούς πως πέσαμεν ηρωικώς μαχόμεν οι εις Ορνέαν! ΧΟΡΟΣ (ο Κορυφαίος τακτοποιών την γραμμήν των λοιπών πτηνών) Μπήτε στη θέσι σας καθένας, και το θυμό με την οργή, όπως το κάνουν κ' οι οπλίτες, να καταθέσετε στη γη, κι' ας μάθουμε ποιοι ναν αυτοί και τι μας φέρνουνε καλό. Άρχισε, Τσαλαπετεινέ! Εσένα πρώτα προσκαλώ. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Θέλεις ν' ακούσεις; ΧΟΡΟΣ Ποιοί 'ν' αυτοί και πούθε είναι φερμένοι; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Απ' την Ελλάδα τη σοφή είναι κ' οι δυο οι ξένοι. ΧΟΡΟΣ Τάχα ποιά τύχει στα πουλιά τους φέρνει και τους δυο; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Από αγάπη στων πουλιών τους τρόπους και το βίο ήλθαν να κατοικήσουν μαζί σου, και να ζήσουν. ΧΟΡΟΣ Μπα, έτσι ε! μωρ' τι μας λες; ποιά τάχα νάχουν γνώμη; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Απίστευτα θ' ακούσετε και πιο πολύ ακόμη. ΧΟΡΟΣ Κάποιο κέρδος θα του βγαίνει για να θέλει εδώ να μένη. τους εχθούς του να νικήση, ή τους φίλους να ωφελήση! Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Για μεγάλην ευτυχία κ' ανεξήγητη μιλεί πουν απίστευτη πολύ, και δικά σας όλα θάνε κατά τη δική τους γνώμη και τα δώθε και τα κείθε και τα παραπέρα ακόμη. ΧΟΡΟΣ Ποιος απ ό τους δύο σας χρωστά; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Α, τάχουμε πολύ σωστά. ΧΟΡΟΣ Πού είν' η φρονιμάδα σας; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Είναι πασπαλισμένοι απ' όλα, πονηροί, σοφοί και κωλοπετσωμένοι. ΧΟΡΟΣ Πες του, πες του να μιλήση· με φτερά τα όσα είπες μούχουν την ψυχή γεμίση· Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ (Προς τους Αθηναίους) Έλα, καθένας από σας τα όπλα του ας πάρει, κ' ας τα κρεμάση, με καλό, εκεί στο κρεμαστάρι του μαγερειού, κοντά στη 'στιά. Συ τώρα μίλησε τους, και του μαζεύματος αυτού το λόγο εξήγησε τους. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Όχι, μα τον Α πόλλωνα, αν ίσως δεν θελήσει μ' εμέ να συμφωνήση, όπως με τη γυναίκα του υπόσχεσ' είχε δώσει ο πίθηκος ο μαχαιράς, ούτε να με δαγκώση, μήτε ταρχίδια να μου 'γγίση μα ούτε και να μου τρυπήση, τον.... ΧΟΡΟΣ Α, καταλαβαίνω, τον.... να μη φοβάσαι όσο γι ' αυτόν. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Τον οφθαλμόν θέλω να ειπώ ΧΟΡΟΣ E, συμφωνώ μαζί σου. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Καλά λοιπόν ορκίσου. ΧΟΡΟΣ Εύχομαι νικητής να βγεις για όλους τους κριτάς και για τους θεατάς. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Καλά. ΧΟΡΟΣ Κι' αν δεν κρατήσω τον όρκο μου, μ' ένα κριτή μονάχα να νικήσω. Ο ΚΗΡΥΞ (ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ) Ακουσε, λαέ! ας πάνε οι οπλίται τώρα πάλι με τα όπλα τους στα σπίτια· κι' αν ανάγκη εϊνε μεγάλη για καινούργια προσταγή, στα πινάκια θα βγει. ΧΟΡΟΣ Πάντοτε δολερό με κάθε τρόπον γεννήθηκε το γένος των ανθρώπων. Για πες· κάτι καλό μπορεί να μου προτείνης οπού 'ς εμένα το διακρίνεις, ή βλέπεις νάχω δύναμη μεγάλη, που δεν τη νοιώθει το ξερό μου το κεφάλι. Πες ότι βλέπεις 'ς όλους μπρος· κ' αν τύχει ο λόγος σου καλό να μας πετύχει, θάνε καλό για όλους μας αντάμα. Λέγε λοιπόν με θάρρος για να δω για ποιό μας ήλθες πράμα τη γνώμη σου να πεις εδώ· κανένας τη συνθήκη δεν θα λύση προτού καθένας από σας μιλήση. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Και λοιπόν, μα τον Δία, την ώρα καθώς βλέπεις δεν χάνω, θα ζυμώσω το λόγο μου τώρα και καρβέλια θα κάνω. Φέρε στεφάνι, βρε παιδί! Κι' άλλος ας κουβαλήσει νερό το γρηγορότερο, στα χέρια μου να χύσει. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Ε! Πρόκειται να φάμε λοιπόν ή τίποτ' άλλο; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ω, μα τον Δία, θέλω λόγο να ειπώ μεγάλο με ξύγγι, την ψυχή τους βαθιά να τη λυγώση· γατ' είσθε βασιλιάδες, και θλίψιν έχω τόση.... ΧΟΡΟΣ Τι; βασιλιάδες, είπες; σε ποιόν; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Σε κάθε πράμα. Σ'εμέ, 'ς αυτόν, στον Δία, και πιο παλιοί συνάμα του Κρόνου, των Τιτάνων, κι' από της γης το χώμα.. ΧΟΡΟΣ Της γης; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Μα τον Απόλλωνα! ΧΟΡΟΣ Δεν τώχα μάθει ακόμα. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Γιατί γεννήθηκες αμαθής και δεν σπούδασες πολλά, ούτ' Αίσωπον διάβασες, που 'λεγε σώνει και καλά, πως εγεννήθ' η σκορδαλλού προτήτερα και χωριστά απ' όλα τάλλα τα πουλιά, και από τον κόσμο πιο μπροστά, κ' από αρρώστιαν έχασε κατόπι τον πατέρα· κ' εκείνος έμειν' άταφος έως την πέμπτη μέρα με το να μην υπάρχη γη· μ' από τη στενοχώρια της μη ξέροντας το πως να βγει, άνοιξε τάφο να τον βάλη μέσ'στο δικό της το κεφάλι. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Που πάει να πη, πως ο πατέρας πούχε αυτή, εκεί στον Δήμον Κεφαλών έχει θαφτεί. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Αφού εγεννηθήκανε κι' από τη γη προτήτερα, κι' απ' τους θεούς, και βγαίνουνε απ' όλους μεγαλύτερα, δεν είναι πρέπον να γυρεύουν μόνον αυτά να βασιλεύουν; ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Ω ναι, μα τον Απόλλω να· πρέπει να κατορθώσεις τώρα, λοιπόν τη μύτη σου και συ να δυναμώσης. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Αμ' δε θα δώσει ο Δίας με ευκολία στον ξυλοφάγο αυτόν την βασιλεία; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Κι' ότι δεν ήσαν οι θεοί στα χρόνια τα παληά εις τους ανθρώπους άρχοντες, μα ήσαν τα πουλιά κ' εκείνα βασίλευανε, σημάδι έμεινε τρανό· και πρώτα πρώτ' ας φέρουμε παράδειγμα τον πετεινό· Δαρείο και Μεγάβυζον αυτός ετυραννούσε, και Πέρσας διοικούσε, γι' αυτό καθένας τον καλεί και Περσικό πουλί. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Για τούτο επομένως πηγαίνει κορ δωμένος σαν τον Μεγάλο Βασιλειά, κ' έχει στην κεφαλή του ολόρθο το λειρί του, μόνος απ' όλα τα πουλιά. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Σόσο πολύς και μέγας είχε γίνει και είχε τέτοια δύναμη μεγάλη, που την παληά τη δύναμί του εκείνη και σήμερα τη ανακρίνεις πάλι, γιατί στην π ρωινή του τη λαλιά σηκώνονται και μπαίνουν στη δουλειά οι τσουκαλάδες και οι σιδεράδες, οι παπουτσήδες και οι τομαράδες, κ' οι λουτρατζήδες και οι ψωμάδες, κ' οι ασπιδολυροτορνευτάδες, και φεύγουν όσοι νύχτες βγαίνουν και για βρωμοδουλειές πηγαίνουν. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Αμ δεν ρωτάς εμένα που έχασ' από τούτο το πουλί ο άμοιρος μια χλαίνα και ήταν κ' από φρυγικό μαλλί! Γιατ' είχα μισοκοιμηθή, κ' ήμουν κουτσοπιωμένος, 'ς ενός παιδιού δεκάμερα στην πόλη καλεσμένος, και πριν να φάνε οι άλλοι, τούτος ο πετειν ός εδώ ακούσθηκε που ελάλει· θαρρώντας το λοιπόν κ' εγώ πως είχε πεια φωτίση, στην Αλιμούντα ετράβηξα· λίγο είχα προχωρήση έξω απ' το τείχος, που άξαφνα εις τα πλευρά μου πέφτει μια μαγκουριά από 'να νυκτοκλέφτη· κυλιέμαι χάμου έτοιμος να σκούξω· μα τραβάει εκείνος το μανδύα μου, και πάει κ' ακόμα πάει. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Σότε λοιπόν ο γέρακας εις τον καιρόν εκείνον θα ήταν ίσως βασιλιάς και άρχων των Ελλήνων. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Πώς; των Ελλήνων;! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Βέβαια, κ' εδίδαξε καλά πως πρέπει να κατρακυ λά κανείς στο γέρακα μπροστά. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Μα τον Διόνυσο, σωστά, κ' εγώ σαν είδα γέρακα, κυλίσθηκα στο χώμα· κ' όπως ανασκελώθηκα, με χάσκοντας το στόμα, κατάπια έναν οβολό, το μόνο μου λεφτούλι κ' εγύρισα στο σπίτι μου με αδειανό σακκούλι. ΠΕΙΣΘΕΣΑΙ ΡΟΣ Μα πάλι και στην Αίγυπτον εκείνη και στη Φοινίκη βασιλιάς ο Κούκκος είχε γίνει· κ' οι κούκκοι όταν "κουκκουκού" αρχίζανε, οι Υοίνικες εβγαίναν και θερίζανε στους κάμπους τα σιτάρια καθώς και τα κριθάρια. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Α! Ώστε αυτό που λέμ' εμείς σαν βγαίνουνε στο θέρος. οι θεριστάδες μας γυμνοί θάρθε απ' αυτό το μέρος: "Κούκκου! ψωλές στους κάμπους μας!" ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Και δύναμ' είχαν τόση, ώστε και ο Μενέλαος, κι ο Αγαμέμνων, κι' όσοι μέσα σε πόλη ελληνική βασίλεψαν και χώρα, είχαν πουλί στο σκήπ τρο τους, με μερδικό στα δώρα ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Κοίτα! κι αυτό δεν τόξερα· για τούτο κι απορούσα όταν να βγαίνει ο Πρίαμος στο θέατρο θωρούσα και το πουλί που εκράτει εγύριζε και κοίταζε κατά τον Λυσικράτη όπου δωροδοκεί. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Να και το σπουδαιότερο: ο Δίας που τώρα διοικεί, μ' όλη τη βασιλεία του, έχει στην κεφαλή αητό, που πάει να πει πουλί· κ' η Αθηνά η κόρη του την κουκουβάγια θέλει και ο Απόλλωνας κρατεί γεράκι, σαν κοπέλλι. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Μα τη θεά τη Δήμητρα, τα λες με πολλή γνώσι· μα γι α ποιό λόγο τα πουλιά έχουνε χάρη τόση; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Γιατί, βλέπεις, σαν κανένας στους θεούς θυσία φέρη και, συμφώνως με το νόμο, ζώων σπλάγχνα τους προσφέρη τρέχουν τα πουλιά με βία και αρπάζουνε τα σπλάγχνα πιο μπροστά κ' από τον Δία, και κανένας δεν μπ ορούσεν όρκο στον παληόν το χρόνο στους θεούς του πεια να κάνει, παρά στα πουλιά και μόνο. Μα κ' ο Λάμπων που μαντεύει εις τη χήνα παίρνει όρκο σαν κανένα κοροϊδεύη. Κ' έτσι για τρανούς αγίους σας περνούσαν μια φορά· τώρα σας περνούν για δούλους, για κοπέλια, για μωρά. σας κτυπούν 'ς αυτά τα χρόνια σαν ζουρλούς με τα κοτρώνια. Κ' εκεί μέσα στα ιερά κάθε κυνηγός που μπαίνει στήνει ξόβεργα γερά, φράχτρες και πλακοπαγίδες. βρόχια, δίχτυα, πλέχτρες, κόλλα· κ' έπειτα που σας τσακώνουν σας πουλάνε μαζί όλα, κι' ο αγοραστής σας ψάχει για να σας ευρή τα πάχη. κ'ύστερα, όταν σας ψήσουν, τούτο πάλι δεν τους φθάνει· παίρνουνε τυρί τριμμένο και μυρουδικό βοτάνι, βάζουν λάδι, βάζουν ξείδι, κ' όταν όλα γίνουν ένα σάλτσα φτιάνουνε γερή και γλυκειά και λιπαρή, και ζεστά σας περιχύνουν, σαν να είσθε βρωμισμένα. ΧΟΡΟΣ Πολλές, πολλές μας φέρνουν λύπες, ω άνθρωπε, αυτά που είπες· και θλίψι αισθάνομαι βαρειά στην πατρική κακομοιριά που κληρονόμησαν τιμή μεγάλη και μας την άφησαν 'ς αυτό το χάλι. Κάποιος θεός και κάποια μοίρα 'ς εμένα σ' έστειλαν σωτήρα· θα σ' αναθέσω να διοικήσεις κ' εμέ και τα πουλιά μου επίσης. Μα τι θα κάμω για να νικήσω πες μου· δεν θάμαι άξιος να ζήσω, εάν δεν πάρω με κάθε τρόπον την βασιλείαν θεών κι ανθρώπων. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Και λοιπόν εγώ σας δίνω πρώτα-πρώτα συμβουλή, μια πόλης να υπάρχη που να ζεί κάθε πουλί· να μανδρώσετε κατόπιν γύρω-γύρω τον αέρα, κ'ότι βρίσκετ' εκεί πέρα, σε τρανές ψημένες πλίθες, όπως εις τη Βαβυλώνα. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Γιγαντόσωμα εσείς όρνεια! Πορφυρίων! Κεβριώνα! τρομερά που θάνε πάλι! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Κι'όταν σεις τη φτιάσετ' έτσι, τότε ν' απαιτήσετ' όλοι την αρχήν από τον Δία· κ' αν απάντησι δεν δώσει και τον δυνατώτερό του δεν θελήσει να τον νοιώση, πόλεμο ιερό κηρύχτε, που να μην επιτραπή από το βασίλειό σας να περνούν χωρίς ντροπή, κ' όπως πρώτα καυλωμένοι κατεβαίνανε με τρέλλες και πλακώνανε Αλκμήνες, και Αλόπες, και Σεμέλες! Κ' αν δεν το παραδεχθούνε, στην ψωλή να σφραγισθούνε για να παύσουν να γαμούνε. Έχω κ' άλλη συμβουλή: στους ανθρώπους κήρυκά σας άλλο στείλατε πουλί, κι' αφού θάχουνε το γένος το δικό σας βασιλιά, να προσφέρουν στα πουλιά της θυσίες οι άνθρωποι, και εις τους θεούς, κατόπι· κ' ύστερα πουλιά να πάρουν, όπως πρέπει σε καθένα, και εις των θεών τη θέσι να τα βάλουν ένα-ένα. Κι' όποιος εις την Α φροδίτη έκανε θυσία πρώτα, στάχυα να δωρή ψημένα στη φαληρική την κόττα· κι' όποιος εις τον Ποσειδώνα τη γουρούνα του προσφέρει, στάχυα στο παπί να φέρη, και στον Ήφαιστον εκείνος όπου θυσιάζει κάτι, εις το γλάρο να προσφέρη πίττα στο εξής μελάτη· κ' αν στον βασιλιά τον Δία εθυσίαζε κριάρι, τώρα βασιλιά έχει χάρη το αρχιδοπούλι, κι' όλοι να του σφάζουν εδώ κάτω, πιο μπροστά κ' από τον Δία, έναν κούνουπ' αρχιδάτο! ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Α, του κούνουπα η θυσία όλο γλύκα με γεμίζει· τώρα ο Δίας ας μπουμπουνίζει! Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Πως για θεούς οι άνθρωποι θα μας νομίσουν μια φορά, κι' όχι κουρούνες βρωμερές, που έχουν σαν εμάς φτερά; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Αυτά που λες είναι ζουρλά· φτερά δεν έχει σαν πουλί και ο Έρμής πούνε θεός, κ' άλλοι θεοί παρά πολλοί; Έχει κι η Νίκη που πετά χρυσά φτερά στο σώμα, κι ο Έρωτας ακόμα. Έψαλε για την Ίριδα κ' ο Όμηρος εγκώμια και έλεγε πως ήτανε με περιστέρι όμοια. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Δεν θα βροντήση απάνω μας ο Δίας από τον ουρανό το φτερωτό του κεραυνό; ΧΟΡΟΣ Και αν δεν κατα λάβουνε και παν με τους παληούς θεούς κ' υπ' όψει δεν μας λάβουνε; Σύγνεφ' από σπορολόγους και σπουργίτια να υψωθή, στα χωράφια τους να πέση κ' η σπορά τους να χαθή. Και η Δήμητρ' ας ορίση, σαν ψοφήσουνε της πείνας, το σιτάρι να μετρήση. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Μα τον Δία δίκαιον έχεις, ούτε καν θα το θελήσει, και να δεις και τι προφάσεις που θα βγή να τους πουλήση! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Κ' ύστερα τη δύναμί σας για να νοιώσουν τη μεγάλη, κόρακες να 'βγούνε πάλι και τα βώδια που οργώνουν και ταρνιά τους να στραβώνουν, που για να τα θεραπεύη κ' ο γιατρός τους ο Απόλλων, πληρωμή θα τους γυρεύη ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Όχι, πριν πουλήσω πρώτα δυο βοϊδάκια. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Κι' αν θελήσουν σένα για θεό, και σένα για ζωή ν' αναγνωρίσουν, σένα και για γη, για Κρόνο, και για Ποσειδώνα εσένα, δόστε ταγαθά σας όλα. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Πες απ' ταγαθά μας ένα. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Η ακρίδες τους αμπελανθούς ποτέ δεν θα τρυγάνε, μα η κουκουβάγιες θα της τρών' και θα της κυνηγάνε με τους ανεμογάμηδες. Οι κούνουπες κ' η σκνίπες στα σύκα δεν θα πέφτουνε να τα γεμίζουν τρύπες, μα η τσίχλες σαν κοπάδι θα γυρίζουν, κ' απ' όλ' αυτά θα τα ξεκαθαρίζουν. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Πώς τάχα θα τους δώσουμε και πλούτη; γιατί τα χρήματ' αγαπάνε τούτοι. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Όταν ζητήσουν συμβουλή θα μάθουν μ'ευκολία που είναι τα πιο πλούσια μεταλλεία· θα λένε και στους μάντιδες επίσης ποιες φέρνουν κέρδη πλειότερα απ' της επιχειρήσεις, κ' έτσι από τους ναυτικούς να μη χαθή ούτ' ένας. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Πώς τάχα δεν θα χάνεται; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Πάντα ρωτάει καθένας για τα ταξίδια τα πουλιά: "Σώρα μην ξεκινήσεις· θα κάνει βαρυχειμωνιά." "Ξεκίνα, θα κερδίσης". ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Παίρνω καράβι τότ' εγώ, μαθαίνω να τραβώ κουπιά, κ' έτσι με σας δεν μένω πια. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Τους θησαυρούς που οι πρόγονοι 'ς άγνωστους θάψαν τόπους, θα δείξουν στους ανθρώπους, γιατί τους ξέρουν τα πουλιά· και λενε μάλιστα πολλοί: "το θησαυρό που έχω εγώ, τον ξέρει μόνο το πουλί". ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Α, το καράβι το πουλώ, και παίρνω ένα τσαπί καλό της στάμνες να ξεχώνω. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Και πως μπορούν να δώσουνε υγεία, πούνε μόνο στο χέρι των θεών αύτη: ΠΕΙΣ ΘΕΤΑΙΡΟΣ Και πως; η ευτυχία τάχα δεν είν' υγεία; Να το ξέρης, πως κανέναν δεν θα δεις ποτέ γέρο, όταν ζεί με μόνο κέρδος τον κακό του τον καιρό. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Και στο γήρας πως θα φθάνουν, που και τούτο κατοικεί εις τον Όλυμπον εκεί; παιδαρέλια θα πε θαίνουν; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Σα πουλιά θα τους προσθέσουν μια ζωή τριών αιώνων. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ, Με ποιόν τρόπο; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Με ποιόν τρόπο; με τον εαυτό τους μόνον Και δεν ξέρεις πως ανθρώπων πέντε γενεές μαζί η γλωσσού η κουρούνα ζη; ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Αντε! Τότ' απ ό τον Δία βέβαια πιο άξια θάνε τα πουλιά να κυβερνάνε. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ποιός αμφιβάλλει πια γι' αυτό; Με μάρμαρο πελεκητό ναούς δεν θα υψώνουμε, και ούτε θα χρυσώνουμε την κάθε μια τους πόρτα· θα κατοικούνε μια χαρά, σε πουρναράκια δροσερά, χαμόκλαδα και χόρτα. Κι' αυτά τα πιο σεμνά πουλιά θάχουν ναό τους την εληά· και ούτε πια τον Αμμωνα και τους Δελφούς θα πιάνουμε θυσίες να τους κάνουμε· στης αγριληές και κουμαριές θα φέρνουμε μ' απλοχεριές σιτάρι και κριθάρι και με τα χέρια σηκωτά ευχή θα κάνουμε 'ς αυτά μερίδι' απ' όλα ταγαθά να δίνουνε για χάρη και ταγαθά μας θα τα ξαναπαίρνουμε, με λίγο σιταράκι που θα φέρνουμε. ΧΟΡΟΣ Ω φίλτατέ μου γέροντα, που εχθρό μου τόσην ώρα σε νόμιζα, και φίλος βγαίνεις τώρα, ποτέ δεν θα θελήσω τη γνώμη σου ν'αφήσω· Περή φανο με κάμανε τα λόγια σου πολύ, κ' έκαμα όρκο με απειλή, πως αν εσύ, οπού μου είπες όλο άγια και δίκηα λόγια, δίχως δόλο, έπαιρνες την απόφασι με τη δική μου γνώμη να πολεμήσεις τους θεούς μαζί μου, αυτοί δεν θα μπορούσανε πολύν καιρόν ακόμη να την ποδοπα τούν τη δυναμί μου. Και όσα θέλουν δύναμη να γίνουνε, είναι δουλειά όπου ανήκει στα πουλιά· μ' αν χρειασθούν σοφίσματα τρανά και μετρημένα ανήκει αυτό 'ς εσένα. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Μα το θεό δεν πρέπει να νυστάζουμε ακόμα τώρα, και νίκες αυριανές να λογαριάζουμ ε δεν είναι ώρα. Δεν πρέπει πια ν' αργήσουμε και κάτι ας ενεργήσουμε. Μα πρώτα μπήτε μέσ' στη φωλιά μου, στα φρύγανά μου και στ' άχυρά μου. Και τώνομά σας πέτε μας. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Μπα, εύκολο το πράμα. Εμένα λεν Πεισθέταιρο. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Και τούτος πούν' α ντάμα; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ο Ευελπίδης είν' αυτός απ' τον Κριό. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Καλή ώρα και εις τους δυο. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Νασαι καλά. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Ορίστε μέσα τώρα. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Πάμε, μα πέρνα οδηγός. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Και με χαρά μεγάλη. (Προχωρεί και επανέρχεται) ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Μωρέ να πάρει η οργή! θα τα πρυμνίσω πάλι! Πες μας να δούμε: πως εγώ και τούτος θα τα πάμε με σας, πουλιά πετούμενα, εμείς που δεν πετάμε; Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Λαμπρά! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Μα γι' άκου τώρα συ το μύθο του Αισώπου, μας λέει κάτι, όπου το λένε όλοι τακτικά: η Αλεπού με τον Αετό συντρόφεψε πολύ κακά. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Να μη φοβάσθε τίποτε· όταν θα φάτε μια φορά τη ρίζα κάποιου χορταριού, ευθύς θα βγάλετε φτερά. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Χμμ, σαν ην' έτσι, μπαίνουμε. Μανόδωρε! Ξανθία! αρπάξατε τα στρώματα και μπήτε κατ' ευθεία! (Εισέρχονται οι δύο υπηρέται φέροντες στρώματα και και προχωρώντες εξέρχονται εκτου ετέρου παρασκηνίου. Ο ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ και ο ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ διατίθενται ν' ακολουθήσουν τους υπηρέτας, και ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ κατέρχεται εκτου υψώματος, ότε ο ΧΟΡΟΣ λαμβάνει τον λόγον, απευθυνόμενος προς τον ΤΣΑΛΑΠΕΣΕΙΝΟΝ) ΧΟΡΟΣ Σε φωνάζω! Σε φωνάζω! Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Τι φωνάζεις συ; ΧΟΡΟΣ Να πάτε και μαζί να καλοφάτε· το γλυκόλαλον αηδόνι, οπού με της Μούσες μοιάζει, φέρ' το εδώ και άφησέ το, γι α να μας διασκεδάζη. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Μα τον Δία άκουσέ τους, δίχως άργητα καμιά, κράξε στο πουλάκι νάβγει, απ' τη βοϊδοκαλαμιά. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Ναι, για το θεό, για φέρ' το να το δούμε το πουλί. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Ε, κι αυτό θα σας το κάνω, σαν το θέλετε πολύ. Αποτεινόμενος προς το βάθος. Έβγα, Πρόκνη απ' τη φωλιά σου και μπροστά στους ξένους στάσου! (Εξέρχεται η Αηδών, η οποία είναι εταίρα φέρουσα μόνον προσωπίδα πτηνού.) ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ω Ζευ μου πολυτίμητε! Πόσο μου φαίνεται καλό, και τι λευκό και απαλό! ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ (Ερευνών το σώμα της Αηδόνος στρέφεται ταυτοχρόνως προς τον Πεισθέταιρο) Βρε, ξέρεις τούτο το πουλί θαρρώ πως θα το πλάκωνα και μ' ευχαρίστηση πολλή. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Πλησιάζων) Χρυσάφι πούχει απάνω της, σαν νάτανε παρθένα, ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Πως θα της δώσω ένα φιλί μου φαίνεται κ' εμένα. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Αλλά, μωρέ κακόμοιρε, έχει τη μύτη σουβλερή. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Σότε, μα το θεό, μπορεί να πιάσω το κεφάλι της να το ξεκαθαρίσω, όπως το τσώφλι του αυγού, κ' ύστερα να φιλήσω. Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ Ελάτε, πάμε τώρα. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ E, τράβα συ λοιπόν μπροστά με την καλή την ώρα. (Ο ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ, ο ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ και Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ αποσύρονται δεξιόθεν) ΧΟΡΟΣ (ΠΤΗΝΩΝ) Ήλθες, ω φιλενάδα μου. ω ξανθή μου. που είσαι η πιό αγαπητή μου εσύ άπ' όλα τα πουλιά· όπου στο υς ύμνους συντροφιά μου κάνεις και στα τραγούδια μου, ήλθες, εφάνης για να μου φέρης τη γλυκειά σου τη λαλιά. Ω, εσύ! Που λάλημ' ανοιξιάτικο καλό φυσάς με τον γλυκόλαλον αυλό, έλα τους αναπαίστους αρχίνησε και πες τους! Ακούεται αυλός συνοδεύων τας κάτωθι στροφάς Σκοτεινόζωοι άνθρωποι, που με φύλλων ομοιάζετε γένη, λιγοδύναμοι, λασποφτιασμένοι, ίδιοι μ' όνειρα, εφήμεροι κ' άφτεροι εσείς, όπου ζήτε' με λύπες πολλές, ω θνητοί, ασθενείς σαν τον ίσκιο φυλές. προσοχή στους αθάνατους δόσατε εμάς που μιλούμε στους αιθέριους, που υπάρχουμε πάντα κ' αγέραστοι ζούμε, και θ'ακούσετε σεις από μας τα σωστά, για το κάθε κρυφό τουρανού, που αθάνατην έχουμε σκέψι στο νου· κι αφού μάθετε τώρ'από μένα το πως είναι θεοί και πουλιά και ποτάμια πλασμένα. χάος κ' έρεβος, πέστε του Πρόδικου σεις του αστρονόμου να πάψη και να κάτση να κλάψη. Ήταν έρεβος, νύχτα ολοσκότεινη, πλατύς τάρταρος, χάος, σιγή, κ' ούτ' υπήρχανε τότε ολοφώτεινοι ο ουρανός κ' ο αγέρας κ' η γη. Στου ερέβους τον άπειρο χώρο η μαυρόφτερη Νύχτα περν ά, κ' αυτή πρώτη γεννά έν' αυγό δίχος σπόρο, που στου χρόνου τους γύρους τον Έρωτα βγάζει που η ψυχές τον ποθούν και που φέρνει στης πλάτες φτερά χρυσοστόλιστα κ' αστραφτερά, και μ' ανέμου στροβίλους ομοιάζει. Κι' αφού η Νύχτα με αγάπη πολλή με τ' ολ όφωτο Φάος ενώθη, στου Σαρτάρου τα βάθη εκλώθη και στο φως πρώτη εβγήκε η δική μας φυλή. Σων θεών δεν υπήρχε το γένος πριν ο Ερωτας βγή για να σμίξη τα πάντα· και αυτά του ήσαν ξένα, μεταξύ τους σαν βρέθηκαν όλα σμιγμένα. ουρανός εγεννήθη, και πόντος, και γη, κ' όλα αυτά των μακάρων ταθάνατα γένη· κ' έτσι εμείς πιο μπροστά, γεννηθήκαμε χρόνια πολλά, από κάθε θεό· μα κ' ότ'είμαστε όλοι βγαλμένοι απ' τον Έρωτα, φαίνεται τούτο καλά: γιατί πάντα πετάμε και ζούμε μαζί γοργοφτέρωτα μ' όσους έχουν τον έρωτα μέσ' στην καρδιά· κ' όσα όμορφα ήσαν ακόμα παιδιά, αλλά μπήκαν στα χρόνια κι αυτά κ' αρνηθήκαν τον έρωτα, με το μέσο μας οι ερασταί τα γαμήσαν κ' εκείνα ή ορτύκι προσφέροντας ή πετεινό, ή προσφέροντας πέρδικα ή χήνα. Από μας τα πουλάκια και μόνα βγαίνει πάντα καλό κάθε τι, και της ώρες μετρούν οι θνητοί φθινοπώρου, ανοίξεως, χειμώνα. Σαν ο γερανός κράζοντας πάη στη Λιβύα, ο άνθρωπος σπέρνει, και του ναύτη του λέει να κρεμάη το τιμόνι και ύπνο να παίρνη. Και του Ορέστη του λέει μια χλαίνα δική του να υφάνη να μη γδύνη τους άλλους κρυφά όταν ρίγος τον πιάνη. Το γεράκι εποχή δείχνει άλλη και βγαίνει να πει, το μαλλί το καλοκαιρινό των αρνιών να κοπή πότε πρέπει· και ύστερα πάλι χελιδόνι προβάλλει, για να πει πότε πρέπει κανείς να πουλήση τη χλαίνα, και χιτών α ελαφρό ν' αγοράση κανένα. Είμαστ' Άμμων και Υοίβος Απόλλων εμείς τα πουλιά και Δελφοί και Δωδώνη· για κάθε δουλειά κ' ό,τι χρήσιμο θέλετ' εσείς της ζωής ν' αποχτάτε, για εμπόρια, για γάμους, εμάς πρώτα-πρώτα ρωτάτε. Όρνια πάντα τα λέτ' όσα έχουν για σας μ αντική· κάθε φήμη έχει γούρι σαν όρνειο' άκουτ' από κει ένα φτέρνισμα, γούρι κ' αυτό· κι όσα βλέπετε γούρια κ' η φωνή και οι δούλοι, κι' αυτά τα γαϊδούρια. Απ αυτές της μαντείες που κάνουμε κάθε φορά ο Απόλλων ο μάντης δεν είμαστ' εμείς φανερά; Εάν θεών μας δώσετε τιμάς, θα βρήτε μάντεις πάντοτε 'ς εμάς για της Μούσες, για τ' αγέρι και για όλη τη χρονιά, για δροσές, για καλοκαίρι και για βαρυχειμωνιά. Και δεν θα σας ξεφύγουμε, γεμάτα περηφάνεια. όπως ο Δίας'ς τα σύγνεφα κι απάνω 'ς τα ουράνια· μα πάντοτε κο ντά σας 'ς εσάς και 'ς τα παιδιά σας και 'ς των παιδιών σας τα παιδιά, καθένα μας θα δίνει και ευτυχία, και ζωή, και πλούτο, και ειρήνη, υγεία, νειάτα και χορούς, γέλια και γλέντια κι άλλα, και του πουλιού το γάλα, που από τα τόσα αγαθά θα βγήτε κουρασμένοι, μα κ' όλοι πλουτισμένοι. (Στροφή) Ω Μούσα εσύ της λαγκαδιάς! με την πολύτροπη λαλιά, όπου καθήμενος με σε εις την πυκνόφυλλη μελιά, τιό τιό τιό τιοτίγξ! μέσ' στα λιβάδια ταπαλά και στων βουνών της κορυφές, τιό τιό τιό τιοτιγξ! από το ράμφος το ξανθό με τραγουδιών γλυκές στροφές, δείχνω τους νόμους του Πανός, τους θείους και ιερούς, και τους σεμνούς της Ορεινής μητέρας μας χορούς, τοτοτοτοτοτοτοτοτοτίγξ! Κι' ο Υρύνιχος ο ποιητής επήγε κ' έκοψε από 'κει των τραγουδιών του τον καρπό, που έχουν αρμένισμα γλυκύ, τιό τιό τιό τιοτίγξ! Αν, ω θεαταί, θελήσει από σας κανείς να ζήση τη ζωή ευτυχισμένη, ας ερθή μ' εμάς να μένη. Κάθε τι, που εδώ στην πόλη για κακό το παίρνουν όλοι και οι νόμοι το εμποδίζουν, στα πουλιά το συνηθίζουν. Αν οι νόμοι εδώ πέρα τώχουν για κακό, το τέκνο να χτυπάη τον πατέρα, επιτρέπουμε και τούτο· κι'αν ποτέ κανείς ορμήση το γονιό του να κτυπήση θα του πει: "και συ στη μύτη, βάλ' ένα κεντρί επίσης κι' αν μπορής, να πολεμήσεις". Κι' αν κανένας δραπετεύση από σας στιγματισμένος, κ' έρθει στων πουλιών το γένος, τότε αυτόν θα τον καλώ τηγανάρι παρδαλό. Κι' αν κανείς απ' τη Υρυγία, εις τον τόπον μας φερμένος 'σαν το Σπίθαρο μαζί μας θέλει στα πουλιά να μείνη φρυγικό πουλί θα γίνει, του Φιλήμονος το γένος. Κι' αν κανείς απ' την Καρία δούλος, και 'ς εμάς ανέβη, κ' όπως ο Εξηκεστίδης πάππους και αυτός γυρεύη, θα τους βρη τους συγγενείς του λίγο τι να ψάξη κάπως, γιατί μέσ' 'ς της τόσες πάππιες θα βρεθή και κάποιος πάππος Μα κι' αν ο Πεισίου δ είξη εις τους άτιμους της πύλες, ότι θέλει για' ν' ανοίξη, περδικόπουλο να γίνει ο καθείς θα τον ιδή, του πατέρα του παιδί, γιατί δεν είν' αμαρτία για της πέρδικες βαρειά, ο πατέρας να μαθαίνη στο παιδί την πονηριά. (Αντιστροφή) Έτσι κ' οι κύκνοι κάνουν με χαρά τώ τιό τιό τιό τιό τιό τιοτίγξ! όταν μαζί χτυπούνε τα φτερά, κ' υμνούνε τον Απόλλωνα σε μια φωνή ενωμένοι, τιό τιό τιό τιοτίγξ! εκεί στου Εύρου ποταμού την όχθη καθισμένοι. τιό τιό τιοτίγξ! Σα αιθέρια νέφη προσπερνά το λάλημα που χύνεται· με φόβο στέκουν τα θεριά και ήσυχ' απ' την ξαστεριά τ' άγριο κύμα σβύνεται. τοτοτοτοτοτοτοτοτοτίγξ! Ο Όλυμπος το αντιλαλεί κ' οι αθάνατοι απορούνε, κ' η Μούσες και η χάριτες γλυκά το αντιφωνούνε, τιό τιό τιό τιοτίγξ! Γλυκύτερο καλό και πιο μεγ άλο παρά φτερά να κάνεις δεν είν' άλλο. Κι' αν από σας κανείς, ω θεαταί, είχε φτερά 'ς την πλάτη του ποτέ, σαν θα τον θέριζεν η πείνα, με το ν' ακούη τακτικά όλα τ' ατέλειωτα εκείνα της τραγωδίας χορικά, θα πέταγε στο σπίτι του καλά να τη γεμίση, και πάλι μ έσ' 'ς το θέατρο χορτάτος να γυρίσει. Κι' αν σε κανέναν από σας τουρχότανε χεσίδι, δεν θα' χεζε το ρούχο του, ωσάν τον Πάτροκλείδη, μα θα πετούσε στα ψηλά με βιάσι του μεγάλη, να κλανε, να ξεθύμαινε και να ξανάρθη πάλι. Και αν κανένας από σας νάνε μοιχ ός τυχαίνη, και στο Βουλευτικό ιδή το σύζυγο να μένη της γυναικός, αυτός μπορεί γοργό φτερό να βάλη, να την γαμήση γρήγορα και να ξανάρθη πάλι. Βλέπετε τώρα καθαρά πως για καθέναν άνθρωπο συμφέρουν τα φτερά. Κι' ο Διιτρέφης, που κανε φτερά σαν το πουλ ί πλέκοντας βέργες λυγαριάς, έγινε πρώτος σε φυλή και ίππαρχος, που ήτανε μηδενικό στη χώρα, και φτιάνει τόσα πράματα και κόκκορας είν' τώρα. (Σκηνή η αυτή. Εισέρχονται ο Πεισθέταιρος και ο Ευελπίδης φέροντες πτέρωμα και παρατηρούντες μετά περιέργειας αλλήλους) ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Καγχάζων) Να το λοιπόν το θάμα! Μα πιό αστείο πράμα ως τώρα, σου το βεβαιώ, δεν είχα ιδή, μα το θεό! ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Γιατί γελάς, παρακαλώ; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Παρατηρών τον Ευελπίδην) Γελώ με τα φτερά σου· ξέρεις με τι κατάντησες να μοιάζης συφορά σου;. μ' ένα χηνάρι σπιτικό κακοζωγραφισμένο. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Συ μοιάζεις μ' ένα κότσυφο σύρριζα μαδημένο. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Θαρρώ πως θα την πάθουμε κ' οι δυο μας μια χαρά, σαν του Αισχύλου το ρητό, από τα ίδια μας φτερά. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Και τι θα κάνουμε; για πες. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Πρώτον, να κατορθώσουμε μεγάλο κ' ένδοξ' όνομα 'ς την πόλη μας να δώσουμε, και 'ς τους θεούς να κάνουμε θυσίασμα και δώρα. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Έτσι κ' εμέ μου φαίνεται. Μα για να δούμε τώρα, τι όνομα θα βάλουμε 'ς την πόλη μας; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Να βάλουμε από τη Λακεδαίμονα και Σπάρτη να τη βγάλουμε. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Ώ Ηρακλή! Δεν σου 'ρθε τίποτ' άλλο; Σπάρτην εγώ την πόλη μου να βγάλω; με σπάρτα χαμοκρέββατο κι' αν είχα για να πέσω, κι' αν είχ ' ακόμα ένα σχοινί μονάχα, να το δέσω, Σπάρτη δεν θα την έβγαζα. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Σότε λοιπόν να δούμε πώς πρέπει να την πούμε. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Κάποιο να βρούμε όνομα τρανό, με περηφάνεια, παρμένο από τα σύγνεφα και από τα ουράνια. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Νεφελοκοκκυγία, βρε, σ' αρέσει να τη βγάλω;. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Πω, πω! μωρέ τι όνομα ωραίο και μεγάλο! Νεφελοκοκκυγία, ναι! Πες μου, 'ς την πόλη τούτη του Θεαγένη τάχατε δεν βρίσκονται τα πλούτη και του Αισχίνη; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Βέβαια· μα βρίσκονται ακόμα σπαρμένα μέσ' 'ς το χώμα στη Υλέγα, που οι ποιηταί στη Θράκη την εφτιάσανε και τους Τιτάνας οι θεοί εκατακομματιάσανε. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Μωρέ τι πόλης! και θεό ποιόν σκέπτεσαι να βάνουμε για πολιούχο, και για ποιόν τον πέπλο θα υφάνουμε; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ E, δεν αφίνουμε κ' εμείς εις την δική σας πόλη την Αθηνά, που έχουνε κ' οι Αθηναίοι όλοι; ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Πω, πω! θεός φυλάξοι! Και πως μια πόλη θα μπορεί να βρίσκεται σε τάξη, που νάχη από δω θεό, γυναίκ' αρματωμένη, και τον Κλεισθένη από 'κεί με τ' αργαλειού το χτένι; Κι' απ άνω στα πετρώματα ποιούς θάχεις διωρισμένους; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ένα πουλί θαν' από μας, του Περσικού του γένους, οπού το λένε δυνατό, και το φωνάζουν ούλοι για κλωσσοπούλι του Άρεως. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ (Μετά κωμικής ικεσίας) Ώ κύριε κλωσσοπούλι! να τέλος πάντων και θεός, και όχι σαν αυτούς εκεί, που και 'ς της πέτρες μια φορά μπορεί να κατοικεί. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Έλα λοιπόν τώρα, πέτα 'ς τον αέρα, πήγαιν' εκεί πέρα που οι μαστόροι χτίζουν τείχη για τη χώρα φέρε τους μαζί σου και χαλίκια, γδύσου· δούλεψε τη λάσπη, στάμν ες τους κουβάλα, γλίστρ' από της σκάλες, πέσε κουτρουβάλα, βάλε και φυλάκους, σύμπα τη φωτιά. γύρνα με κουδούνια, ρίχνε μια ματιά φύλακας τους νάσαι, πέφτε να κοιμάσαι! Μα και κήρυκας να στείλης 'ς τους θεούς απάνω ένα, κ' άλλον κάτω 'ς το υς ανθρώπους, κι' απ' αυτούς πάλι 'ς εμένα. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Και συ μένοντας 'δω χάμου κάτσε κι' ούρλιαζε κοντά μου. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Πήγαιν' εκεί που σ' έστειλα, γιατί χωρίς εσένα απ' όλ' αυτά που είπαμε δεν θα γενή κανένα. θα μείνω εγώ δω πάνω 'ς αυτούς τους νέους μας θεούς θυσία για να κάνω. προσκάλεσε λοιπόν να μπη κι' ο ιερεύς για την πομπή. Παιδί! Παιδί! έλα κοντά· σήκωσε το παναίρι αυτό και τη λεκάνη να νυφτώ. (Ο ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ εξέρχεται. Εισέρχεται ο ΙΕΡΕΥΣ οδηγών τράγον ισχνόν και κατεσκληκότα) ΙΕΡΕΥΣ Είμαι σύμφωνος μαζί σου και της γνώμης της δικής σου· και μεγάλα και ωραία 'ς τους θεούς θα φέρω τώρα και ποιήματα και δώρα· και για χάρη τους θα πιάσω το τραγί να θυσιάσω. Εμπρός! Εμπρός! Η Πυθική φωνή ας ακουστή, και το τραγούδι το σαχλό του Φαίρη του κιθαριστή. (Εμφανίζεται είς Κόραξ φυσών αυλόν κακοζήλως και παρατόνως) ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Προς τον Κόσσυφον) Παύσε, μωρέ! αυτήν την αηδία! Ω Ηρακλή! Τ' είν' τούτος; μα τον Δία, πολλά κακά είδα κ' εγώ, αλλά δεν είδ' ακόμα φλογέρα μ' επιστόμιο 'ς ενός κοράκου στόμα! (Ο Κόραξ εξαφανίζεται) E, ιερέα! Εμπρός! Στην εργασία! κάμε 'ς τους νέους μας θεούς θυσία. ΙΕΡΕΥΣ θα το κάμω· ποιός θα φέρη της θυσίας το παναίρι; (Τψοί τας χείρας προς τον ουρανόν και εύχεται με κωμικήν κατάνυξιν ) Ευχηθήτε 'ς την Εστία την πουλερική, 'ς το γεράκι πούν' εκεί κι' από της εστίες ζη, 'ς του Ολύμπου τους αθανάτους, 'ς τα ολύμπια παιδιά τους, πάντων και πασών μαζί! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ω συ, γεράκι του Σουνίου! βασιλιά Πελαργικέ! Χαίρε απ' όλα τα πουλιά! ΙΕΡΕΥΣ (Ως ανωτέρω) Ευχηθήτε απ' ευθείας κ' εις τον Δήλιον τον κύκνο, κ' εις τον κύκνο της Πυθίας 'ς τη Λητώ ορτυκομάννα κι' Άρτεμι την Καρδερίνα. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Βλέπεις τα ονόματά της τ' άλλαξ' η θεά κ' εκείνα: Κολαινίς για την Αθήνα, κ' εδώ πέρα Καρδερίνα. ΙΕΡΕΥΣ Και στο Βάκχο τώρα πάλι που Σαβάζιο τον λένε εις τους φρυγικούς τους τόπους, κ' ευχηθήτε 'ς τη μεγάλη τη Σπουργίταινα, μητέρα 'ς τους θεούς και 'ς τους ανθρώπους. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Φαίρε, δέσποινα Κυβέλη, που σπουργίτα είσ' εδώ πέρα, του Κλεόκριτου μητέρα! ΙΕΡΕΥΣ Εύχομαι να δώσουν όλοι 'ς τους Νεφελοκοκκυγιώτες σωτηρίαν και υγείαν, όπως και 'ς αυτούς τους Φιώτες! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Δεν ξέρεις τι ευχαρίστησην αισθάνομαι μεγάλη, που έχουν την ουρίτσα τους παντού οι Φιώτες βά λη. ΙΕΡΕΥΣ (Ως ανωτέρω) 'Σ τους Ήρωας και 'ς τα πουλιά ευχή τώρα θα κάνω και 'ς των Ηρώων τα παιδιά, και εις τον πελεκάνο, και εις τον Πορφυρίωνα, κ' εις το παγώνι εκείνο, και εις τον ξυλοπετεινό, και εις τον πελεκάνο, και εις την άγριοπαππια, κ' εις το κοκκινοπούλι, και εις το μελανόσκουφο, και εις το κλαψοπούλι, ευχή και 'ς τα πουλιά τα δυο 'ς τον ελασά κ' αιγιθαλό, 'ς τον καταρράχτη κ' ερωδιό! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Με έκρηξιν στενοχωρίας) Αεί 'ς την οργή! Τι προσκαλείς, με όλ' αυτά που είπες, και τι θα φ άνε, δύστυχε, τόσοι αητοί και γύπες; Δεν βλέπεις πως και μοναχά μπορεί ένα γεράκι ν' αρπάξη το τραγάκι; τράβ' από 'δώ και χάσου συ και τα στέμματά σου! Τον τράγο αυτό, με τάχος, θα σφάξω εγώ μονάχος. ΙΕΡΕΥΣ Πρέπει κατόπι πάλι ευχή να κάμω κι' άλλη και ράντισμα με βάγιο, να ειπώ τραγούδι δεύτερο θεοσεβές και άγιο, και να καλέσω τους θεούς με ιερές στροφές, ή ένα μόνον απ' αυτούς, αν έχετ' αρκετές τροφές, γιατί ο τράγος τούτος 'δώ δεν έχει τίποτ' άλλα, παρά τη γενειάδα του και κέρατα μεγάλα! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Θα ευχηθούμε τούτη τη φορά 'ς τους νέους μας θεούς με τα φτερά! (Εισέρχεται ο Ποιητής. Είν' ρακένδυτος και φέρει μακράν κόμην) ΠΟΙΗΤΗΣ (Στομφωδώς) Σην Νεφελοκοκκυγία την πολυευτυχισμένη με ωδές και ύμνους, Μούσ α, κράτησε την δοξασμένη. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Τ' εί'ν' αυτό το πράμα, θε μου! Τ' είσαι συ, μωρέ, για πε μου! ΠΟΙΗΤΗΣ (Πάντοτε στομφωδώς) Εγώ γράφω τους ύμνους μελιρρύτων γλωσσών κ' είμ' ακούραστος δούλος των εννέα Μουσών κατά που λέει ο Όμηρος. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡ ΟΣ Εγώ ποτέ δεν είδα κανένα δούλο ακούρευτο με τόση δα κοτσίδα. ΠΟΙΗΤΗΣ Όχι είμεθα όμως διδάσκαλοι ούλοι, των Μουσών των εννέα ακούραστοι δούλοι κατά που λέει ο Όμηρος. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Και μόνο η αφεντιά σου; μα δούλος είν' ακούραστος κι' αυτό το φόρε μά σου. Και ως εδώ, κυρ ποιητή, εξεκουμπίσθηκες, γιατί; ΠΟΙΗΤΗΣ 'Σ της Νεφελοκοκκυγίες έφερα ωδές γραμμένες με συνέχειες μεγάλες, κ' έφερα ακόμη κι' άλλες για να ψάλουν η παρθένες. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Πότε την σκάρωσες αυτήν την εσοδείαν όλη; ΠΟΙΗΤΗΣ Από καιρό, πολύν καιρό, την ψέλνω αυτήν την πόλη. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Βρε συ, μόλις τη βάφτισα, σαν το μωρό, τη χώρα, κι' ακόμα τα δεκάμερα δεν γιώρτασα ως τώρα. ΠΟΙΗΤΗΣ Φήμη στα αυτιά μου μεγάλου λόγου με γρηγοράδα ήλθεν αλόγου: "της Αίτνας κτίστη και πατέρα, Ιέρων ! όνομα ιερών" δος και 'ς εμένα εδώ πέρα με προθυμίαν θησαυρόν, κ' απ' όλα δος μου ταγαθά σου, πούχεις και για την αφεντιά σου ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Καθ' εαυτόν) Ου! απ' αυτό το βάσανο πολλές δουλειές θα δούμε, αν κάτι δεν του δώσουμε να τον ξεφορτωθούμε. Συ, πούχεις και γουναρικό, μα και χιτώνα παστρικό, γδύσου και δόσε κάτι τι και 'ς το σοφό τον Ποιητή· μα κράτει το γουναρικό με τούτον τον ψυχρό καιρό, γιατί μου φαίνεται και συ πως έχεις τούρτουρα γερό. ΠΟΙΗΤΗΣ Η φίλη Μούσα δέχεται τη χάρη, κ' αυτό που της προσφέρεις, θα το πάρει. Ακούστε τώρα μια ωδή Πινδαρική, που θα σας πω. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Αυτός να μας ξεφορτωθή, δεν θάχει, φαίνεται σκοπό. ΠΟΙΗΤΗΣ Μέσα 'ς τους Σκύθες τους νομάδες, εδώ κ' εκεί ο Στράτων τρέχει· ρούχο απ' τους ανυφαντάδες να ρίξη απ άνω του δεν έχει, κ' άδοξος ζεί θέρος, χειμώνα, με δίχως γούνα και χιτώνα. Κατάλαβες τι εννοώ; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Καταλαβαίνω κάτι· 'κείν' το χιτώνα έβαλες, μου φαίνεται, 'ς το μάτι. (Προς τον Ιερέα) Γδύσου, καιρό μη χάνουμε πρέπει 'ς αυτόν το Ποιητή κάπ οιο καλό να κάνουμε (Ο Ιερεύς παραδίδει τον χιτώνα του εις τον Ποιητήν. Ούτος δε σπεύδει να τυλιχθεί δι' αυτού) Πάρ' τον αυτόν, παρακαλώ, και άμε τώρα 'ς το καλό. ΠΟΙΗΤΗΣ Υεύγω· κ' όταν στη πόλη μου θα φθάσω ακούστε τι τραγούδι θα σας φτιάσω: Δόξασε, ω χρυσόθρονη, την πόλη πούνε φρικτή και παγωμένη όλη. Στους κάμπους της επήγα μια φορά τους πολυχιονισμένους και πολυσποριασμένους, τραλαραρά!... τραλαραρά!... (Απέρχεται επαναλαμβάνων την στροφήν) ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Προς τον εξελθόντα ποιητήν) Μα το θεό τη γλύττωσες για τούτον το χειμώνα μ' αυτόν που μας εβούτηξες 'δώ πέρα τον χιτώνα. (Προς τον ιερέα). Σε βεβαιώ δεν πίστευα τέτοιο κακό να δω: να πάρει αμέσως μυρουδιά την πόλη μας εδώ Πάρε λοιπόν τον αγιασμό τριγύρω να γυρίσεις. ΙΕΡΕΥΣ (Ετοιμαζόμεν ος διά την θυσίαν) Προσέχετε και σιωπή! (Εισέρχεται ο ΧΡΗΣΜΟΛΟΓΟΣ, καθ' ην στιγμήν ο Πεισθέταιρος σύρει προς εαυτόν τον τράγον) ΧΡΗΣΜΟΛΟΓΟΣ Τον τράγο μη τον 'γγίσης! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ποιος είσαι συ; ΧΡΗΣΜΟΛΟΓΟ Σ Ποιος είμ' εγώ; Ο Χρησμολόγος. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Χάσου ΧΡΗΣΜΟΛΟΓΟΣ Μην παίζεις, ω κολότυχε, και με τα ιερά σου. Για τη Νεφελοκοκκυγία αυτή υπήρχε μια φορά ένας χρησμός του Βάκιδος, που τώπε καθαρά. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Μπορώ να σε ρωτήσω γιατί δεν είπες το χρησμό προτού την πόλη χτίσω; ΧΡΗΣΜΟΛΟΓΟΣ Το θείον μούχε αποκλεισμό. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Για πες, ν' ακούσω, το χρησμό. ΧΡΗΣΜΟΛΟΓΟΣ (Εφεξής πομπωδώς) "Οταν λύκοι κατοικήσουν και κουρούνες άσπρες ζήσουν μεταξύ της Τικυώνος και Κορίνθου" ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Εδώ πέρα τι δουλειά με Κορινθίους έχω εγώ; ΧΡΗΣΜΟΛΟΓΟΣ Για τον αέρα ήθελε να πει ο Βάκις (Πομπωδώς) "Για θυσία και για δώρα ασπρομάλλικο κριάρι να προσφέρης στην Πανδώρα· κ' όποιος μάντης πει πρώτος τη μαντεία μου, για χάρη υποδήματα καινούργια και χιτώνιον να πάρει". ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Μπα! υπάρχουν και παπούτσια μέσα στο χρησμό του Βάκι; ΧΡΗΣΜΟΛΟΓΟΣ (Εξάγων φύλλον παπύρου) Πάρε, διάβασ' το χαρτάκι. (Αναγινώσκει ο ίδιος) "Να του δώσουν και μποτίλλια, και στο χέρι του να βάλη τα εντόσθια του τράγου". ΠΕΙΣΘΕΣΑΙΡΟΣ Μπα! Το λέει και τούτο πάλι; ΧΡΗΣΜΟΛΟΓΟΣ (Τείνων τον πάπυρον) Πάρε, διάβασ' το χαρτάκι. (Εξακολουθεί πομπωδώς). "Κι' αν αυτά που σου προστάζω εκτελέσης, νεανία, εις τα ύψη σ' ανεβάζω σαν αητό· δεν θα σε κάνω, αν δεν φάγω κ' εγώ τράγο, ούτ' αητό, ού τε τρυγόνι, παρά μόνο ξυλοφάγο!" ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ο χρησμός λοιπόν του Βάκι μέσα όλ' αυτά τα βάζει; ΧΡΗΣΜΟΛΟΓΟΣ (Ως ανωτέρω). Πάρε, διάβασ' το χαρτάκι. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Όμως ο χρησμός δεν μοιάζει και μ' αυτόν, που απ' τον ίδιο τον Απόλλωνα έχω πάρει, και δεν λέε ι τέτοια χάρη. (Εξάγει φύλλον παπύρου και αναγινώσκει, μιμούμενος το πομπώδες ύφος του Χρησμολόγου, και υπό πνεύμα απειλής). "Αν κουβαληθή κανένας φαφλατάς και φουσκωμένος δίχως ναν προσκαλεσμένος, φέρνοντας στενοχωρία όταν κάνεις τη θυσία, κ' από του ψη τού τα σπλάχνα μεζεδάκια σου γυρέψη, δος του κλωτσοπατηνάδες στα πλευρά, ως που να ρέψη!" ΧΡΗΣΜΟΛΟΓΟΣ (Απαθώς) Το κοψες το ψεματάκι! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Τείνων τον πάπυρον) Πάρε, διάβασ' το χαρτάκι. (Αναγινώσκει ως ανωτέρω) "Ούτε και αητός θα πάρει από τους μεζέδες, μήτε και ο Λάμπων, και ο μέγας Διοπείθης, οι προφήται". ΧΡΗΣΜΟΛΟΓΟΣ Όλα, όλ' αυτά τα είπε του Απόλλωνος το στόμα; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Ως ανωτέρω) Πάρε, διάβασ' το χαρτάκι!- E, δεν έφυγες ακόμα; ΧΡΗΣΜΟΛΟΓΟΣ Ω, κακότυχος που ήμουν! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Ωθών αυτόν προς έξοδον) Τράβας' άλλες πολιτείες να πουλήσεις προφητείες! (Ο Χρησμολόγος φεύγει θρηνών. Εισέρχεται εκτου αντιθέτου μέρους ο Μέτων, φέρων πίνακα, κανόνας γεωμετρικούς και διαβήτας) ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ- ΙΕΡΕΥΣ- ΜΕΤΩΝ ΜΕΤΩΝ Να πούρχομαι κ' εγώ σε σας. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Άλλος μπελάς και πάλι! τ' ήλθες να κάμης; εύρηκες εφεύρεσι μεγάλη; τι τάχατε βουλήθηκες και πήρες τα παπούτσια σου κ' εδώ μας κουβαλήθηκες; ΜΕΤΩΝ Να σας μετρήσω θέλω τον αγέρα, και δρόμους να χαράξω εδώ πέρα. ΠΕΙΣΘΕΣΑ ΙΡΟΣ Για το θεό! Ποιος είσαι συ; ΜΕΤΩΝ Ποιος είμ' εγώ; ο Μέτων, που δεν τον ξέρει ο Κολωνός, μα η Ελλάς. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Για ιδέ τον! Και δεν μου λες, σαν τ' είν' αυτά που έχεις εκεί πέρα; ΜΕΤΩΝ Σα μέτρα του αγέρα, Σαν φούρνος γύρω από τη γη ο αγέρας τη γυρολ ογεί· τούτ' τον κανόνα τον κυρτόν απάνωθε θα βάλω, τον διαβήτην ύστερα καρφώνω τον μεγάλο... νοιώθεις; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Δεν νοιώθω τίποτα, και ούτε θα μπορέσω ΜΕΤΩΝ Κανόνα ύστερα ορθόν σε τούτα θα προσθέσω να σου γενή τετράγωνον ο κύκλος μια χαρά, Στο κέ ντρον θαν' η αγορά και θάρχωνται ακόμη ορθοί στο μέσο οι δρόμοι, τα ίδια όπως γίνεται στο στρογγυλό σταστέρι, που απ' όλα του τα μέρη αστράφτουν η αχτίνες, όλες ορθές κ' εκείνες! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Αυτός ο Μέτων ο γνωστός σου είν'ενας Θαλής σωστός! ΜΕΤΩΝ Τι τρέχει; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ξέρεις βέβαια το πόσο σ' αγαπώ, έ, άκου αυτό που θα σου ειπώ: Να πάρεις πόδι γρήγορα. ΜΕΤΩΝ Και τι θα πάθω; για να δω. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Όπως στη Λακεδαίμονα, το ίδιο κάνουμε κ' εδώ· τους δέρνουμε, τους σπρώχνομε τους ξένους, και τους διώχνο με. ΜΕΤΩΝ Μην έχετ' επανάστασι, κ' ελεύθερα της βρέχετε; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Α, όχι δα, μα τον θεό! ΜΕΤΩΝ Σότε λοιπόν τι έχετε; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Έχουμε πάρει απόφασιν εδώ να μην αφήσουμε κάθε ψωροπερήφανο, κ' όλους να τους τσακίσουμε. ΜΕΤΩΝ Ώστε πρέπει να του δίνω απ' τον τόπο τούτο τώρα. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Μα δεν ξέρω αν θαύρης ώρα. (Τον δέρνει) Να που άρχισ' η βροχή! ΜΕΤΩΝ Συμφορά στον δυστυχή! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Δεν σου τόπα; τράβα τώρα και του λόγου σου επίσης τα πλευρά σου να μετρήσεις! (Ο Μέτων φεύγει δερόμενος.- Εισέρχ εται εκτου αντιθέτου μέρους ο επίσκοπος κρατών δύο αμφορείς ψηφοφορίας και ενδεδυμένος με φόρτον πολυτελείας) ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ- ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ Πού είν' εδώ οι Πρόξενοι; για πέτε μου ν'ακούσω. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ποιός είσαι, Σαρδανάπαλε, πούρθες με τέτοιο λούσο; ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ Επίσκοπος κληρώθηκα Νεφελοκοκκυγίας. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Επίσκοπος; ποιός σ' έστειλε με τέτοιας οδηγίας; ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ Μ' έστειλ' ένα παληόχαρτο εκείνου του Σελέα. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Τι λες; πολυ ωραία! Θέλεις να πάρεις το μισθό τη ράχη να μας δείξεις, πριν ιστορίες τίποτα στην πόλη μας ανοίξεις; ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ Μα τους θεούς, να γύριζα το ήθελα πολύ, γιατί έχω κάμει πρότασι σπουδαία 'ς τη Βουλή για τον Φαρνάκη των Περσών, πούχει μεγάλο πλούτο. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (ραπίζων αυτόν αιφνιδί ως) Ορίστε!... πάρε το μισθό και τράβα! ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ Τ' είναι τούτο! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Να, τώρα ένα ψήφισμα για τον Φαρνάκη παίρνεις. ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ Διαμαρτύρομαι φρικτά! Τους επισκόπους δέρνεις; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Βρε δεν θα φύγης από δω με τούτα τα σταμνιά σου; και έπειτα, για στάσου, στέλνουν επίσκοπο ποτέ σε πολιτείες και λαούς πριν πιάσουνε οι κάτοικοι να θυσιάσουν στους θεούς; (Ο Πεισθέταιρος αποδιώκει τον Επίσκοπον διά ραβδισμών. Εισέρχεται εκ του ετέρου μέρους ο Ψηφισματοπώλης αναγινώσκων ψήφισμα επί παπύρου) ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΠΩΛΗΣ (Αναγινώσκων) Αν Νεοελοκοκκυγιώτης Αθηναίον αδικήσει... ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Τι παλιόχαρτο είναι τούτο, που μας έχει κουβαλήσει; ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΠΩΛΗΣ Είμαι Ψηφισματοπώλης, κ' ήλθα εδώ να συμφωνήσω και τους νόμους να πουλήσω ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ποιούς; ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΠΩΛΗΣ (Αναγινώσκων) "Να μεταχειρισθούνε οι Νεφελοκοκκυγιώτες μέτρα και σταθμά και νόμους, όπως κ' οι Ολοφυξιώτες της Φαλκιδικής πολίτες ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Διάβασε και συ τους νόμους, όπου έχουν οι Σκουξίτες! (Τον δέρνει) ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΠΩΛΗΣ Τι έπαθες; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Τι θες να πάθω; αν δεν πας εις την δουλειά σου, μαύρους νόμους θα σε μάθω. (Ο Ψηφισματοπώλης αποσύρεται δερόμενος, ενώ αντιθέτως επανέρχεται ο Επίσκοπος κρατών πάντοτε τας εκλογικάς κάλπας) ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ Μηνύω τον Πεισθέταιρον, και τον Απρίλη μήνα να έλθη στην Αθήνα να δικασθή ως υβριστής. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Βρε συ! Τι τσαμπουνάς αυτού; Δεν θα ξεκουμπιστής; (Ο Ψηφισματοπώλης εμφανίζεται εκτου ετέρου μέρους) ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΠΩΛΗΣ (Αναγινώσκων) "Και όποιος διώξη άρ χοντες κι' απλήρωτους τους στείλη και αψηφή το ψήφισμα, που πέρασε στη στήλη, που γράφονται οι νόμοι... ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Μπα, συφορά που μ' εύρηκε! βρε είσ' εδώ ακόμη; ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ Δέκα χιλιάδες πρόστιμο δραχμές θα σου προσθέσω. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (λαμβάνων τους δύο αμφορείς εκτων χειρών του Επισκόπου) Κ' εγώ θα κάτσω γρήγορα στα δυο σου αγγειά να χέσω. ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ Να μου το θυμηθής αυτό, που κάθισες στους δρόμους τη νύχτα, και κατάχεσες τους ψηφισμένους νόμους. (Ενώ ο Πεισθέταιρος κάθεται αλληλοδιαδό χως επί εκατέρου των δοχείων και αφοδεύει, ο Ψηφισματοπώλης και ο Επίσκοπος αναγκάζονται να φύγουν κρατούντες την μύτην των.) ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Προσποιούμενος ότι καταδιώκει) Πιάστε τον! Πιάστε τον αυτόν! Βρε βλάκα! Πού πηγαίνεις; γιατί μ' εμάς δεν μένεις; (Επανέρχεται. Προς τον Ιερέα) E, ας τραβήξουμε κ' εμείς και τον καιρό μη χάνουμε κι' αυτόν τον τράγο στους θεούς θυσία να τον κάνουμε! (Ο Ιερεύς και ο Πεισθέταιρος σύρουν τον τράγον εκτός της σκηνής) ΗΜΙΧΟΡΟΣ (ΠΤΗΝΩΝ) Στον παντεπόπτη εμένα τώρα, που πήρα όλες της εξουσίες, θα κάνει ο κόσμος ευχές και δώρα, θεών λατρεία, θεών θυσίες. Από τα ύψη εγώ και μόνο θα βλέπω κάθε της γης μεριά, καρπούς θα σώζω, και θα σκοτώνω όλα τα γένη απ' τα θεριά, που, με ταχόρταγό τους το στόμα, πέφτουν και τρώνε κάθε φορά και τα βλαστάρια της γης ακόμα κι' όλα τα δένδρα τα καρπερά. Υονηάς θα γίνω του κάθε γένους που φαρμακώνει με το κεντρί, μέσα στους κήπους τους μυρωμένους, κάθε λουλούδι, κάθε δεντρί. Σαύρες και φίδια, κ' ό,τι δαγκάνει θα πάθουν όλεθρο φοβερό, κ' όσα θα βλέπω, κ' όσα θα φθάνη το ελαφρό μου γοργό φτερό. ΧΟΡΟΣ (ΠΤΗΝΩΝ) Σήμερα που ακούτε όλοι μια προκήρυξι στη χώρα: όποιος από σας σκοτώση το Μηλιό το Διαγόρα που ασέ βησε στης Κόρης και στης Δήμητρας τη χάρη, ένα τάλαντο θα πάρει Κι'όποιος πάλι θα σκοτώση τύραννο νεκρόν κανένα για το ανδραγάθημά του τάλαντο θα πάρει ένα. Κι' από μέν' ακούστε πάλι· μια προκήρυξι μεγάλη: Φιλοκράτη τον Σπουργίτη όποιος από σας σκοτώ ση, ένα τάλαντο θα πάρει· ζωντανόν αν τον τσακώση θαν' ακόμα πιο καλό, και το τάλαντο το ένα τετραπλό θα το κερδίζη, γιατί εφτά στον οβολό τα πουλάει τα σπουργίτια, κ' έτσι τα εξευτελίζει· και της τσίχλες μας προσέτι της φυσά, της βασανίζει, και κατόπι της εκθέτει· και των κοτσυφιών της μύτες της τρυπά κάθε φορά με τα ίδια τους φτερά, και κρατεί φυλακισμένα μέσ' στα δίχτυα και δεμένα όσα περιστέρια πιάνει, όπου κράχτες με τη βία 'ς τάλλα τα πουλιά τα κάνει. Σούτα θέλαμε να ειπούμε· κι' όσοι έχουνε συνήθεια νάχουνε φυλακισμένα μέσα στης αυλές ορνίθια, να ταφήσουνε να πάνε στη δική τους τη δουλειά. Και αν δεν το παραδεχθήτε, θα σας πιάσουν τα πουλιά, μεσ' 'ς τα δίχτυα θα σας δέσουν, κ' έτσι, με τους ίδιους τρόπους, είδος κράχτες θα σας θέσουν για να πιάνουν τους ανθρώπους. ΗΜΙΧΟΡΟΣ (Αντιστροφή) Γενειά των όρνειων ευτυχισμένη και των πουλιών μας, που δίχως χλαίνη κάθε χειμώνα περνάει βαρύ, και ούτε ζέστη ποτέ μας φέρει το πυρωμένο το καλοκαίρι κ' η κάθε αχτίνα του η λαμπερή. Μέσα 'ς των φύλλων πάντοτε μένω τον κάθε κόρφο τον πυκνωμένο του ανθισμένου του λιβαδιού, όταν ο τζίτζικας, με άσματα μύρια, κράζει, καϋμενος απ' τα λιοπύρια που ανάφτει ο ήλιος μεσημεριού Μέσα σε άντρα βαθιά φωλιάζω και με της Νύμφες ξεχειμωνιάζω· κι' όλο σε μύρτα παρθενικά βρίσκω τροφή μου πάντα 'ς το θέρος, που η Φάρες σπέρνουν σε κάθε μέρος, με τα λουλούδια τους τα λευκά. ΧΟΡΟΣ Για τη νίκη θέλω κάτι στους κριτάς μου να ορίσω: τα καλά που θα μας βρούνε, όλα θα τα δώσω πίσω· και του Αλέξανδρου τα δώρα θα τα ξεπερνούν οι χάρες που από μας θα ιδούνε τώρα. Πρώτον, θάχετε από 'κείνο, που γυρεύουν οι κριταί: του Λαυρείου η κουκουβάγιες δεν θα λείψουνε ποτέ· μεσ' 'ς τα σπίτια σας θα μένουν, και στης τσέπες σας πολλούς θα κλωσάνε οβολούς· και τα σπίτια σας θα γί νουν σαν ναοί πελεκητοί γιατί θάρχωνται να στήνουν αετώματα οι αητοί. Κι' αν ορέγεσθε καμία να βουτήξετ' εξουσία, θα σας βάζουμε στο χέρι έν' αχόρταγο ξεφτέρι. Κι' αν κανένας φαγοπότι από σας τυχαίνη νάχη. πάντα δανεικό θα παίρνη το δικό μας το στομά χι. Μ' αν κανένας τη γυρίσει εναντίον μας την κρίσι, ας φροντίση για να βάλη, όπως και στους ανδριάντας, ένα σκιάδι 'ς το κεφάλι, γιατί όποιος δεν θα τώχη και μιαν άσπρη φέρνη χλαίνα, θα μου το πληρώση εμένα όταν θάρθουν τα πουλιά να τον κάμουν από πάνω έως κάτω, κουτσουλιά! (Εισέρχεται ο Πεισθέταιρος και ο Ευελπίδης) ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ E, η θυσία, βρε πουλιά, είχε καλή την τύχη. Αλλά κανείς δεν φαίνεται να φθάνη από τα τείχη, να μάθουμε 'σαν τι δουλειά κάνουν 'κεί πέρα τα πουλιά. Μα να που λαχανιάζοντας κάποιος εκεί προβάλλει κ' έρχεται 'σαν τον Αλφειό με δύναμη μεγάλη. (Εισέρχεται ο Αγγελος Α', ασθμαίνωντας) ΑΓΓΕΛΟΣ Α'. Πού ναν', πού νάνε τάχα ο άρχων ο Πεισθέταιρος; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Να, δεν με βλέπεις, χάχα; ΑΓΓΕΛΟΣ Α'. E, τέλειωσε· το χτίσανε το τείχος τα πουλιά. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Λαμπρά! ΑΓΓΕΛΟΣ Α'. Τι μεγαλοπρεπής και τι καλή δουλειά! και τέτοιο πλάτος έχουν, που θα μπορούν να τρέχουν, ο Θεαγένης από 'δω, με μια ορμή μεγάλη, και νάρχεται ο φα φλατάς απ' την μεριά την άλλη, ο Προξενείδης, μ' άρματα και άλογα ζεμένα, που ναν' από τον Δούρειο τρανότερο καθένα. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ω Ηρακλή! ΑΓΓΕΛΟΣ Α' Το μάκρος του το μέτρησα κι' αυτό: οργυιές είν' εκατό· ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (ή ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ) Τι μάκρος, Ποσειδώνα μου! Ποιοι τάχατε να ήσανε εκείνοι που το χτίσανε; ΑΓΓΕΛΟΣ Α' Ησαν μονάχα τα πουλιά· πλιθοκουβαλητάδες Αιγύπτιοι δεν ήσανε, ούτε και λιθαράδες, ούτε και χτίστες· τόχτισαν μεγάλο και σωστό το τείχος, μόνα τα πουλιά με τρόπο θαυμαστό. Βάλαν της πέτρες Γερανοί και το θεμέλιο φτιάσανε, που απ' τη Λιβύα φθάσανε σωστές τρεις μυριάδες, και την επελεκήσανε την πέτρα οι Μυταράδες, και κάθε Ρεματόπουλο, και όποιο στα ποτάμια ζη, εις τον αέρα το νερό το κουβαλήσανε μαζί. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Και πηλοφόρι απ' αυτά ποιό ήξερε να κάνει; ΑΓΓΕΛΟΣ Α' Ήλθαν ευθύς Ερωδιοί καθένας με λεκάνη. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Και πώς μπορούσαν τον πηλό να βάλουν μ' ευκολία; ΑΓΓΕΛΟΣ Α' Κι' αυτό ευρέθη, φίλε μου, και με πολλή σοφία· οι Φήνες τον δουλέψανε με τα πλ ατειά ποδάρια και 'ς της λεκάνες ύστερα τον ρίχνανε σαν φτυάρια. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (ή ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ) Σα πόδια τι δεν φτιάνουνε! ΑΓΓΕΛΟΣ Α'. Μα το θεό, σωστά· και τα Παππιά εζώσανε άσπρες ποδιές μπροστά· και Φελιδόνια με ξυστριά επέταξαν ακόμα, όπως ταγίζουν τα πο υλιά, με τον πηλό στο στόμα. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (ή ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ) Έτσι με τέτοιους όρους δεν είναι ανάγκη με μισθό να πάρεις και μαστόρους. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Μα πες μου τώρα, ποιό πουλί απ' όλα τούτα ξέρει του τείχους να κατεργασθή τα ξύλινα τα μέρη; ΑΓΓΕΛΟΣ Α'. Αρχιμα στόροι πάνσοφοι οι Πελεκάνοι ήσανε και με της τόσες μύτες τους της πόρτες πελέκησανε, οπού ενόμιζε κανείς, με της χτυπιές που κάνανε, πως ναυπηγείο στήσανε και πως καράβια φτιάνανε. Και τώρα η πύλες μπήκανε κι' όλες μανταλωθήκανε· γίνετ' η έφοδος καλά· κουδούνια έχουνε πολλά, να στέκουν 'ς όλες της μεριές οι φύλακες δεν παύουν, κ' εκεί στους πύργους γύρωθε πολλές φωτιές ανάβουν. Εγώ πηγαίνω μια στιγμή για να νιφθώ τρεχάλα. Συ, κάμε τώρα τάλλα. (Ο Άγγελος Α' απέρχεται) ΧΟΡΟΣ- ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ- ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ και μετ' ολίγον ΑΓΓΕΛΟΣ Β' ΧΟΡΟΣ Συ αυτού τι κάνεις τώρα; τάχα θαυμασμό σου αφίνει, που το τείχος έχει γίνει τόσο γρήγορα στη χώρα; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ E, βέβαια, μα τους θεούς! και να θαυμάζω πρέπει, ψέμμα θα το θαρρή κανείς ακόμα κι' αν το βλέπη. ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ Σταλμένον κάποιο φύλακα εδώ κοντά θωρώ, που έρχεται χορεύοντας πολεμικό χορό. (Εισέρχεται ο Αγγελος Β') ΑΓΓΕΛΟΣ Β' (Ασθμαίνων και έμφοβος) Ωχ! Ωχ! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ποιό σούρθε ξαφνικό; ΑΓΓΕΛΟΣ Β' Επάθαμε τρανό κακό: Εφάνηκε κάποιος θεός απ' τους συντρόφους του Διός· της Καρακάξες γέλασε, που ήσαν σκοποί τη μέρα, κ' από της πύλες πέρασε πετώντας στον αγέρα. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (ή ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ) Πρε, τι κακή ψυχρή δουλειά πάθαμε τούτη τη φορά! Ποιός ήτανε; ΑΓΓΕΛΟΣ Β'. Δεν ξέρουμε· είχε στης πλάτες του φτερά. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Έπρεπε να του στείλετε της περιπόλους πρώτες. ΑΓΓΕΛΟΣ Β'. Πώς; τρεις χιλιάδες στείλαμε γεράκια ιπποτοξότες και κάθε απ' τα πουλιά αυτά πούχουν τα νύχια αγκυλωτά επήγαν σε λιγάκι, Ανεμογάμης, Γυψ, Αητός, τριάρχιδο Γεράκι, Φαλκοκουρούνα,- πέταξαν με ορμή στην ίδιαν ώρα, και ο αιθέρας έτριξεν απ' των φτερών τη φόρα, όταν εξεκινήσανε προς τον θεό να πάνε. Αλλά δεν είναι μακρά, κάπου δω πέρα θάνε. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Σόξα, σφενδόνες γρήγορα να πάρετε στο χέρι, και τα κοπέλια μας εδώ να ρθούνε χέρι-χέρι. Ρίξε το τόξο! Χτύπησε! Δος μου για τον αγώνα κ' εμένα τη σφενδόνα! (Ο Αγγελος Β' απέρχεται βιαστικός) ΧΟΡΟΣ Πόλεμος σηκώθηκε π' ούτε ξαναειπώθηκε! Βάλτε τούτη τη φορά στον αγέρα μια φρουρά, τον νεφοτριγυρισμένο, που Έρεβος τον έχει φτιάση, μήπως και θεός κανένας ξεγλιστρήση και περάση· και προσέχετ' ένα γύρω, γιατί ακούσθη ως εδώ πέρα θεϊκής φτερούγας χτύπος, πούρχεται απ' τον αγέρα. (Εμφανίζεται η Ίρις) ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ε, ε! Πού πας του λόγου σου και πού πετάς τρεχάτη; μην το κουνάς!... στάσου αυτού και την ορμή σου κράτει!... ποιά είσαι και πούθ' έρχεσαι και από τόπους ποίους; ΙΡΙΣ Έρχομαι από τους θεούς εγώ, τους Ολυμπίους. (Ο Πεισθέταιρος και ο Ευελπίδης πλησιάζουν και την παρατηρούν γύρωθεν περιέργως) ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Καράβι είναι άραγε ή κράνος τώνομά σου; ΙΡΙΣ Η Ίρις είμαι η γρήγορη που βρίσκομαι σιμά σου. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Σαλαμινία, Πάραλος, τι είσαι; ΙΡΙΣ Τάχεις χάσει! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Προς τον Χορόν) Δεν πάει ένα τριάρχιδο γεράκι να την πιάσει! ΙΡΙΣ Εμέ να πιάσει ένα πουλί! Γιατί; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Να κλάψεις και πολύ. ΙΡΙΣ Τι έκαμα; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Πως άνοιξες, μωρή καταραμένη, της πύλες, και στα τείχη αυτά μας βρίσκεσαι χωμένη; ΙΡΙΣ Δεν ένοιωσα να πέρασα τίποτα πύλες. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Άκου! αυτή με κοροϊδεύει εδώ, κ' εγώ μιλώ του κάκου! Στον Καρακαξοφρούραρχο επήγες εκεί 'πάνου; μίλει! Επήρες κανενός σφραγίδα Πελεκάνου; ΙΡΙΣ Παρακαλώ, Για στάσου Πούν' το κακό; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (ή ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ) Δεν έχεις, αι; ΙΡΙΣ Μα είσαι στα σωστά σου; ΠΕΙΣΘΕ ΤΑΙΡΟΣ Δεν σού βαλε ο Ορνίθαρχος σημάδι του κανένα; ΙΡΙΣ Όχι· κανείς σημάδι του δεν έδωκε 'ς εμένα. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Κ' έτσι λοιπόν επέταξες από το χάος τώρα, μέσα 'ς την ξένη χώρα. ΙΡΙΣ Χμμ 'να πετάη ο θεός 'ς το χάος, έτσι τώχει. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Εγώ δεν είμαι σ ύμφωνος μ' αυτό τον τρόπον, όχι. ΙΡΙΣ Με αδικείς. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ξέρεις λοιπόν, μωρή κατακαϋμένη, που απ' όλες συ της Ίριδες πιό δίκηα πεθαμένη θα ήσουν, αν το άξιζες; ΙΡΙΣ Μ' αυτό πως θα το κάνεις· που είμ' εγώ αθάνατη; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Μπορεί και να πεθάνεις· γιατί νομίζω πως πολλά θα πάθουμε κακά, να μαστ' εμείς αφεντικά και σεις να φτιάνετε δουλειές 'σαν το κακό καιρό σας, χωρίς ν' ακούτε κάποτε και τον καλήτερό σας. Αλλά για πες μου, στάσου: τι τ' αρμενίζεις έτσι δα μπροστά μου τα φτερά σου; ΙΡΙΣ 'Στους αν θρώπους εκεί πέρα τρέχω, τώρ' αποσταλμένη απ' τον θείο μου πατέρα, να τους πω να θυσιάζουν και αρνιά 'ς τους Ολυμπίους, όπως πάντοτε, να σφάζουν 'ς τους βωμούς των θυσιών, που η κνίσα ν' ανεβαίνη ως της μύτες των θεών. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Τι μας λες! Σε θεούς ποί ους; ΙΡΙΣ Να, 'ς εμάς τους ουρανίους. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Σα πουλιά ευρήκαν τρόπους θεοί νάνε στους ανθρώπους, και να γίνετ' η θυσία μοναχά 'ς αυτά, και όχι και στον Δία- μα τον Δία! ΙΡΙΣ Βλάκα, βλάκα! μην τα βάζης με τη θεϊκήν οργή, γιατ' η Δίκη δεν αργεί, και ο Δίας εξωργισμένος ημπορεί να καταστρέψη σένα κι όλο σου το γένος· ένα κεραυνό Λυκίμνου στο κεφάλι σου αν ανάψη, είναι άξιος και το σώμα και το σπίτι να σου κάψη. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Κάτσε ήσυχα! Τα λόγια πάψε πεια τα φουσκωμένα· για Λυδό ή και για Υρύγα συ μ' επέρασες εμένα, που θαρρείς πως η φοβέρα την ψυχή μου θα κλονίση; Μάθε πως ο Δίας, αν ίσως και με παραενοχλήση, θα του κάμω τα παλάτια στάχτη, μα κι' αυτό ακόμα του Αμφίωνος το δώμα, με αητούς πυρπολητάδες. Πορφυρίωνες τρανούς εναντίον του θα στε ίλω αψηλά στους ουρανούς εξακόσιους, και ντυμένους με παρδάλεων δορά. Σούφτιασ' ένας Πορφυρίων φασαρίες μια φορά. Κι' όσο για την αφεντιά σου, αν μου παραμπής στη μύτη, θα σ' ανοίξω τα μεριά σου, - πούσαι κι' αγγελιοφόρος- κι' όταν θα σε βάλω χάμου, θα στο σκίσω, αυτό που έχεις, μ' όλα τα γεράματά μου. που θα παραξενευθής πως σαν έμβολο του πλοίου μου σηκώθηκεν ευθύς. ΙΡΙΣ Ου, να σκάσεις, κουτομόγια! Καλέ κοίταξε τι λόγια! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Δεν τραβάς λοιπόν δουλειά σου; θα φας ξύλο και γαμήσι ΙΡΙΣ Μα ο πατέρας μου, θα δούμε, να το κάνεις αν σ' αφήσει. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Συφορά μου! Πέτα τώρα για να κάψης και κανένα πιο γερόν και από μένα. ΧΟΡΟΣ Εβγάλαμε προκήρυξιν, όσο θεοί και νάνε, ποτέ να μη περνάνε την πόλη μας αυτή· κι' ούτε να στέλλουν οι θνητοί από της γης καμιά μεριά την κνίσα τη βαρειά. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Ανησύχως) Πολύ κακό μου κάνει, που ακόμα δεν εφάνη ο Κήρυκας, που στείλαμε να πάη στους ανθρώπους. (Εισέρχεται ο Κήρυξ, κομίζων χρυσούν στέφανον) ΚΗΡΥΞ Πεισθέταιρε μακάριε! Που ξέρεις τόσους τρόπους! σοφώτατ' ενδοξότατε και τρισμακαρισμένε!... δος μου, να πάψω, προσταγή... ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Τι τσαμπουνάς, καϋμένε; ΚΗΡΥΞ Οι λαοί σου στέλλουν όλοι το χρυσό στεφάνι τούτο, δίκαια να στεφανώση της σοφίας σου τον πλούτο. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Δέχομαι· μα γιατί τάχα οι λαοί να με τιμάνε; ΚΗΡΥΞ Έφτιασες αιθέρια πόλη τόσο δοξασμένη νάνε, που δεν ξέρεις πως τιμάται από τους ανθρώπους τώρα, κ' απ' αυτούς ακόμα πόσοι την ποθούν αυτήν τη χώρα! Προτού φτιάσης'συ την πόλη από λακωνο μανία είχαν παλαβώση όλοι· έσερναν μακρές μαγκούρες, είχαν τα μαλλιά κοτσίδες, εσωκράτιζαν, πεινούσαν κ' είχαν γίνει κουρελήδες· τώρα τα γυρίσαν πάλι και μια ορνιθομανία τους κυρίεψε μεγάλη, και δεν έχουνε δουλειά παρά με ευχαρίστησί τους να μιμούνται τα πουλιά. Μόλις το πρωί ξυπνήσουν και ανοίξουνε τα μάτια. φεύγουν από τα κρεββάτια, τρέχουν στα βοσκίσματα· κ' όταν θάρθουνε στην πόλη στα βιβλία σκύφτουν όλοι, βόσκουνε ψηφίσματα! Και τέτοια η μανία τους κατάντησε να γίνει, που τα ονόματα πουλιών επήρ ανε κ' εκείνοι. Πέρδικα ήταν κάπελας, που είχ' ένα ποδαράκι· και ο στραβός Οπούντιος λεγότανε κοράκι· και χελιδόνι ο Μένιππος λεγόταν του λοιπού· και σκορδαλλός ο Φιλοκλής· ελέγανε χηναλεπού τον Θεαγένη· έβγαλαν Αιγύπτιο λελέκι και το Λυκούργο νυχτερίς ο Φαιρεφών παρέκει· κίσσα τον Συρακούσιο κι' ορτύκι τον Μειδία, γιατ' ήταν αηδία μ' εκείνο το κεφάλι του, που ήταν κτυπημένο σαν ορτυκιού πολεμιστή, και σουρομαδημένο. Κι' από την πολλήν αγάπη όπου έχουν στα πουλιά να τα τραγουδάνε όλοι είν' η μόνη τους δουλειά, κι' όπου βλέπουν περιστέρι, χελιδόνι, ή και κάποια βγει μπροστά τους χήνα ή πάπια, ή μονάχα ένα φτερό, ή και πούπουλο ξερό! Να, αυτό εκεί συμβαίνει και θα δεις 'ς αυτούς τους τόπους δέκα νάρθουν χιλιάδ ες να γυρέψουνε φτερά, και να μάθουνε τους τρόπους, οπού ξέρουνε τα όρνεια, να βουτάνε στα γερά! Ώστε πρέπει φτερά νάβρης, έτσι που να κατορθώσεις όσοι θάρθουν μετανάστες γρήγορα να τους φτερώσης. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Μπα! και κάθουμαι ακόμα μ' όλ' αυτά που έχω μάθει; (Προς τον Κήρυκα) Και το κάθε μας κοφίνι, και το κάθε μας καλάθι τρέχα γέμισε γερά ως απάνω με φτερά· κι' ο Μανής μου χέρι-χέρι ως τη θύρα να τα φέρη, γιατί εγώ τους ερχομένους πρέπει να δεχθώ, τους ξένους. (Ο Κήρυξ απέρχεται) ΧΟΡΟΣ Γρήγορα η πόλη τούτη από άνδρες θάχει πλούτη, φθάνει μόνο λίγη τύχη και τα πάντα θα πετύχει, κι' όλοι θα την αγαπήσουν και 'ς αύτη θα κατοικήσουν ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Προς τον υπηρέτη) Έλα συ, καιρό μη χάνης! κι' ό,τι σου είπα να το κάνεις. ΧΟΡΟΣ Τι καλό μας λείπει τώρα από τούτη εδώ τη χώρα τάχα, που δεν θα θελήσουν άνδρες να την κατοικήσουν; και ο Πόθος κ' η Σοφία, κάθε Φάρι θεϊκιά, και η φρόνιμ' Ησυχία με την όψη τη γλυκειά! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Προς τον υπηρέτην βραδέως και ανεπιτηδείως εκτελούντα την διαταγήν του) Τι βλακείες φτιάνεις! Στάσου!... Κάνε γρήγορα δουλειά σου! ΧΟΡΟΣ Ας μη χάνουμε καιρό ας το φέρη το καλάθι ένας με γοργό φτερό, και ας τρίψει αυτού τη μούρη οπού φαίνεται πως είναι αργοκίνητο γαϊδούρι! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Προς τον χορόν) Είναι βλάκας ο Μανής και δειλός, όσο κανείς. ΧΟΡΟΣ Σα φτερά εσύ να βάλης τακτικά όσ' από πουλιά εβγήκαν μουσικά κι' από μαντικά μαζί, κ' όποιο άλλο συνηθίζει εις της θάλασσες να ζη· κ' έπειτα τον κάθε άνδρα, που το μάτι σου θα βλέπη, τον φτερώνεις όπως πρέπει. (Εισέρχεται ο Πατραλοίας) ΠΑΤΡΑΛΟΙΑΣ Ω! ήθελα να γίνω αητός και να πετώ με τα φτερά στης λίμνης της απέραντης τα γαλανά νερά! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Προς τον χορό) Αυτός που' πε πως έγινα μέγας και πολύς ήτανε άγγελος σωστός, δεν ήτανε ψευταγγελής Να πούρχετ' ένας απ' αυτούς και τραγουδάει τους αητούς. ΠΑΤΡΑΛΟΙΑΣ Φε! Φε! Τίποτα δεν είναι σαν το πέταγμα γλυκό! Ορνιθομανία τώρα μ' έχει πιάσει και κακό! και μ' αρέσουνε ακόμη όλοι των πουλιών οι νόμοι, και πετώ, και θα ζητήσω με πουλιά να κατοικήσω. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Με ποιούς νόμους; γιατί τέτοιους έχουν τα πουλιά πολλούς. ΠΑΤΡΑΛΟΙΑΣ Όλους· μάλιστα εκείνους που νομίζουν πιο καλούς: τον πατέρα όταν θέλεις από τον λαιμό να πιάνης και βαθιά να τον δαγκάνης. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Μα τον Δία! όσ ο δέρνουν τον πατέρα πιο βαριά το περνούν τα κλωσσοπούλια για τρανή παλληκαριά! ΠΑΤΡΑΛΟΙΑΣ Να, γι' αυτό να κατοικήσω ήλθα στα ψηλά 'δω πέρα, γιατί θέλω να τον πνίξω τον δικό μου τον πατέρα κι' ό,τι έχει να του πάρω. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Μα κι' αυτό να ξέρης όμως: εις των Πελαργών της πλάκες παλαιός υπάρχει νόμος: "Όταν Πελαργός πατέρας αναθρέψη τα πουλιά, και τα κάμη να πετάξουν από μέσ' απ' τη φωλιά, τότε πεια με προθυμία τρέχουνε κι' αυτά μεγάλη τον πατέρα τους το γέρο να τον θρέψουνε και πάλι". ΠΑΣΡΑΛΟΙ ΑΣ Σότε τάχω κάμη ρόίδο! κ' ήλθα εδώ να καταντήσω, τον πατέρα να βοσκήσω; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Όχι, όχι, κακομοίρη! μ' αφού θέλεις πεια ως τόσο, 'σαν αυτό τωρφανοπούλι γρήγορα θα σε φτερώσω. Δεν θ' ακούσεις, βρε παιδί μου, την κακή τη συμβουλή μου· θα σε μάθω εγώ να κάνεις ό,τι έκανα παιδί: τον πατέρα σου μη δέρνης· πάρε τούτο τα ραβδί, πάρ' και τη φτερούγα τούτη, βάλε μια φορά στο νου ότι έχεις στο κεφάλι το λειρί του πετεινού, γίνου στρατιώτης, φρούρει, παίρνε και μισθό μαζί για να τρως- και άφησε τον τον πατέρα σου να ζη! Κ' επειδ' είσαι παλληκάρι, πέταξε στη Θρακική για να πολεμάς εκεί. ΠΑΤΡΑΛΟΙΑΣ Μα το Βάκχο! θα το κάμω: μου πες πράμα πιο καλό. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Κάμε το λοιπόν, να δείξεις ότι έχεις και μυαλό! (Ο Πατραλοίας απέρχεται. Εισέρχεται ο Κινησίας ) ΚΙΝΗΣΙΑΣ Πετάω μ' ελαφρά στον Όλυμπο φτερά· παίρνω και δρόμους άλλους των τραγουδιών μεγάλους. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ναί· μα για να πετάς καλά φορτίο σου χρειάζεται από φτερά πολλά. ΚΙΝΗΣΙΑΣ Πετώ 'μ' άφοβο σώμα και με νου στο νέο τούτο δρόμο τουρανού. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Τον Κινησία ασπάζομαι τον φλαμουρένιον! Στάσου! κάνει στροφές το πόδι σου 'σαν τα ποιήματά σου. ΚΙΝΗΣΙΑΣ (Τραγουδών) Επιθυμώ πολύ αηδόνι να με κάνεις, γλυκόλαλο πουλί. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Πάψε τες, σε παρακαλώ, της μελ ωδίες της πολλές, κ' εξήγει τ' είν' αυτά που λες. ΚΙΝΗΣΙΑΣ Γυρεύω από σένα φτερά να πάρω ξένα στα σύγνεφα πετώντας να υψωθώ, ζητώντας στροφές να πάρω νέες αεροκλονισμένες και χιονοσκεπασμένες! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Για κάνε 'μου τη χάρη και πες μου ποιός μπορεί στροφές στα σύγνεφα να πάρει; ΚΙΝΗΣΙΑΣ Η τέχνη μας κρέμετ' εκεί, γιατ' είναι του αέρος· κάθε ωραίο και γλυκύ των διθυράμβων μέρος, που είναι γαλαζόλαμπον ωσάν τον ουρανό και γοργοφτεροκίνητο και μαυροσκοτεινό. θέλεις ν' ακούσεις από δαύτα; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ευχαριστώ, δεν θέλω· άφτα! ΚΙΝΗΣΙΑΣ Μα τον Ηρακλή, θ' ακούσεις· θα σου περιγράψω τώρα την αέρινη τη χώρα και πουλιών αιθεροδρόμων μιαν εικόνα θα σου δώσω, κι' όρνειων όπου το λαιμό τους έχουν τόσο κι' άλλο τόσο... ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Φωχώπ! Σία κι' αράξαμε! ΚΙΝΗΣΙΑΣ Κι' αμέσως πέρα ως πέρα με της πνοές του αγέρα όλον το θαλασσόδρομο θα θαλασσοπεράσω... ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (ή ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ) Θαρρώ πως θα σε πιάσω και θα στης κόψω της πνοές! ΚΙΝΗΣΙΑΣ Και πότε δρόμο παίρνοντας στο νότο, πότε στο βόρεια το σώμα τούτο φέρνοντας, θ' ανοίγω αυλάκι στ' ουρανού τα αιθέρια τα μάκρη δίχως λιμάνι κι' άκρη· Α, γέρο μου, πολύ σοφά το σκέφθηκες το πράμα! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Δέρων αυτόν) Καλά λοιπόν, δεν χαίρεσαι που βλέπεις τέτοιο θάμα, να γίνεις φτεροκίνητος; ΚΙΝΗΣΙΑΣ Και κάνεις τέτοιο συ κακόν με το ραβδί στον δάσκαλον των τραγουδιών των κυκλικών, όπου για μένα η φυλές κάνουν καυγά τόσον καιρό; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Θέλεις να μείνης, και σε 'μας για να διδάξεις το χορό των όρνειων των πετούμενων και στο Λεωτροφίδη, για να τον μάθει απ' αυτόν κι' ο δήμος Κεκροπίδη; ΚΙΝΗΣΙΑΣ Με κοροϊδεύεις, φαίνεται· μα εγώ από δω πέρα δεν το κουνώ, και ξέρε το, αν ίσως στον αγέρα δεν θα πετάξω μια φορά παίρνοντας από σε φτερά. (Αποσύρεται. Εισέρχεται ο Συκοφάντης ρακένδυτος) ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Σα πουλιά ποιά είναι τούτα τα παρδαλοφτερωμένα, οπού χρήματα δεν έχουν στα κρυφά κομποδεμένα, χελιδών με τα φτερά σου τα μακρυά και παρδαλά; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Άναψα πολύ μεγάλον στο κεφάλι μου μπελά! Να κ' αυτός που μουρμουρίζει κι' από δώ θε μας προβάλλει. ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Χελιδών μακροφτερούσσα, εις εσέ μιλώ και πάλι. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (ή ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ) Μα θαρρώ, πως μ' όλα τούτα, όπου λέει στη χελιδόνα, κάποιον θα ζητεί χιτώνα, με τη γδύμνια όμως πούχει και για να ντυθή καλά, φαίνεται πως χελιδόνια του χρειάζονται πολλά. ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Ποιός αυτός που κατορθώνει τους ανθρώπους οπού έρχοντ' εδώ πέρα να φτερώνη; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Να με· πες μας τι με θέλεις. ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Θέλω φτέρωμα να βάλω· μη ρωτάς για τίποτ' άλλο. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Και τι σκέπτεσαι να πράξεις; στην Πελλήνη θα πετάξεις; ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Όχι· είμαι συκοφάντης και κλητήρας νησιώτης... ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Τι ευλογημένη τέχνη! ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Κ' έχω για δουλειά εν πρώτοις τακτικά ν' ανοίγω δίκες· νά, γι' αυτό λοιπόν φτερά θέλω νάχω μια φορά, να γυρνώ στην κάθε πόλι και σε δίκες να καλώ... ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (ή ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ) Και γιατί, παρακαλώ; Σην δουλειάν αυτή θα κάνεις πιο καλά με τα φτερά; ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Κ' έτσι, για να μη με βλέπουν οι λησταί καμιά φορά, κάθε τόπο που πηγαίνω με τους γερανούς θ' αφίνω κ' όλο δίκες για σαβούρα μέσα μου θα καταπίνω. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ώστ' αυτό το έργο κάνεις; μα για πε μου: τόσο νέος οπού είσαι, και τους ξένους τους συκοφαντείς; ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Βεβαίως· τι φοβούμαι για να πάθω, όταν του σκαφτιά την τέχνη δεν κατώρθωσα να μάθω; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Μα υπάρχουν τόσα έργα που μπορεί κάνεις να ζη και με τη δικαιοσύνη και με φρόνηση μαζί· πως κανένα δεν ευρήκες παρά έμαθες μονάχα να σκαρώνης όλο δίκες; ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Βάλε μου φτερά στην πλάτη, και σταμάτα της πολλές που μου δίνεις συμβουλές. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Με τα λόγια ν' αποκτήσεις τα φτερά θα κατορθώσεις. ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Και πως τάχα; με τα λόγια έναν άνδρα θα φτερώσης; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Με τα λόγια πιο γερά παίρνει ο άνθρωπος φτερά. ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Όλοι; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Μήπως ευκαιρία δεν σου έτυχε, ν' ακούσεις τους πατέρες στα κουρεία όπου πάνε τα παιδιά τους, λέγοντας κάθε φορά: "Στο παιδί μου ο Διιτρέφης τόσα έδω κεφτερά με τα λόγια, όπου τέχνη τώρ' απέκτησε μεγάλη για την ιππασία"· κι' άλλος είπε πως του γιου του πάλι το μυαλό πήρε φτερό, και πετά στην τραγωδία. ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Με τους λόγους απορώ πως φτερά στο νου φυτρώνουν. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ναι τα λόγια τον υψώνουν και του δίνουν περηφάνεια. Να και τώρα μια φορά και 'ς εσένα θα προσφέρω με τα λόγια μου φτερά, και, συμφώνως με το νόμο, να τραβάς τον ίσιο δρόμο. ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Μα δεν θέλω. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Θα το κάμης. ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Η γενηά μου είναι μια πούχει τη συκοφαντία πατρική κληρονομιά, κι' αίσχος τούτο θα της κάμη. Βάλε μου φτερά στη ράχη γερακιού ή ανεμογάμη, για να προσκαλώ τους ξένους, κι' όταν τους κατηγορώ, να ξα ναγυρίζω, κ' έτσι να μη χάνω τον καιρό. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Σώρα σε καταλαβαίνω· θέλεις δηλαδή πριν φθάσης να δικάζουνε τον ξένο. ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Σώχεις νοιώση μια χαρά! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Κι' όταν θάρχεται ο ξένος, τότε συ με τα φτερά θα ξαναπετάς κει κάτου να βουτάς τα χρ ήματά του. ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Τι ωραία που τα ξέρεις! ούτε πρέπει από τη σβούρα τίποτε να διαφέρης. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Τι σημαίν' η σβούρα πούπες νοιώθω τώρα καθαρά· έχω τα ωραία τούτα κερκυραίικα φτερά. (Τον μαστιγώνει) ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Αχ!.. αλλοί!.. τι συφορά;. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Όχι, βρε· έχω φτερά κι' από σήμερα θ' αρχίσεις σαν τη σβούρα να γυρίσεις. (Τον δέρει) ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ Συφορά κ' αλλοίμονό μου! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Δεν πετάς από δω πέρα και να πας εκεί που ο λίβας θα σε ψήνη νύχτα μέρα; Υύγε, κακό χρόνο νάχης! γιατί μ' όσα εδώ θα πάθεις πονηροστρεψοδικίες περισσότερες θα μάθεις! (Τον αποδιώκει διά ραβδισμών, επανερχόμενος δε αποτείνεται προς τον παρευρισκόμενον υπηρέτην) Ας τραβούμε τώρα δρόμο· πάρ' και τα φτερά στον ώμο. (Ο υπηρέτης λαμβάνει τα καλάθια με τα φτερά και απ έρχεται μετά του Πεισθεταίρου). ΧΟΡΟΣ Μ' όσες φορές ανοίξαμε φτερά και επετάξαμε στην κάθε χώρα, πολλά καινούργια είδαμε ως τώρα ιεράματα, θαυμαστά και φοβερά. Υυτρώνει στην Καρδία πάρα κάτου ξετοπισμένο κάποιο δένδρο άλλο. Κλεώνυμον το λενε τώνομά του, κ' είν' άχρηστο, δειλό, κ' όμως μεγάλο. Όταν η άνοιξι πως ήλθε δείχνη συκοφαντίες πάντοτε βλαστάνει, κι' όταν το κρύο του χειμώνα πιάνη πετάει ασπίδες και τα φύλλα ρίχνει. Ακόμη παρά πέρα είδα τόπους απ' τη μεριά που το σκοτάδι βγαίνει· από λυχνάρια είν' ερημωμένοι κ' οι ήρωες συζούν με τους ανθρώπους· τρώνε μαζί στο ίδιο το τραπέζι όλες της ώρες, έξω από το βράδυ, γιατί η νύχτα η σκοτεινή δεν παίζει, και ήρωες δεν βρίσκεις στο σκοτάδι. Κι' αν ίσως σε θνητόν κανένα λάχη ο ήρωας Ορέστης να τον πιάσει, θα φάη ξυλοφόρτωμα στη ράχη και κάθε ρουχαλάκι του θα χάσει. (Εισέρχεται εν σπουδή ο Προμηθεύς, με την κεφαλήν κεκαλυμμένην και κρατών σκιάδιον) ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ (έμφοβος) Αν με ιδή ο Δίας, θα πάθω συφορά πολύ μεγάλη. Ο Πεισθέταιρος πού είναι; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Εισερχόμενος μετά του Ευελπίδου) Ω, ω! Τ' είναι τούτος πάλι, και γιατί έχει τα μούτρα έτσι δα κουκουλωμένα; ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ Από πίσω μου να τρέχει βλέπετε θε ό κανένα; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Όχι, όχι· συ ποιος είσαι; ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ Τι ώρα είναι; ποιός να ξέρη; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Τι ώρα είναι; τώρα μόλις πέρασε το μεσημέρι. Μα ποιος είσαι συ, για πε μου. ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ Εινε τάχα περασμένο δειλινό, ή και πιο βράδυ; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (ή ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ) Ω τι πράμα σιχαμένο! ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ Και ο Δίας τι κάνει τώρα; φέρνει σύγνεφα βαριά ή μην είναι ξαστεριά; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Δέρων αυτόν). Να λοιπόν και συ να κλάψεις. ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ Σαν αρχίζεις τέτοιο πράμα, ξεσκεπάζομ' εν τω άμα. (Αποκαλύπτεται) ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Φίλτατέ μου Προμηθέα! ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ Σώπα, σώπα! μη φωνάζης! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Τι συμβαίνει; ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ Σώνομά μου απ' το στόμα σου μη βγάζης αν με ιδή ο Δίας δω κάτω, θα με κάμης να χαθώ· κ' όσα πράματα συμβαίνουν για να σου διηγηθώ, παρ' ευθύς αυτό το σκιάδι κ' έλα κάμε μου τη χάρη σκέπασε μ' ευθύς, το μάτι των θεών να μη με πάρει. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Μωρέ πως αυτό το σκέφθης! κ' αφού είσαι Προμηθέας σαν καλα το προμηθεύεις! Έλα, τρύπωσ' από κάτω, η ψυχή σου να θαρρέψη. (Ο Προμηθεύς κρύπτεται υπό το σκιάδι ον, το οποίον κρατεί ο Πεισθέταιρος·) ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ Άκουσε. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ακούω, λέγε. ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ Πάει, τον έχεις καταστρέψη συ τον Δία. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Από πότε; ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ Απ' την ώρα που εδώ πέρα κατοικείτε τον αγέρα· στους θεούς δεν θυσιάζουν και η κνίσα απ' τα μεριά των σφαχτών δεν ανεβαίνει στη δική μας τη μεριά, κι' όπως στων Θεσμοφορίων τη γιορτή, χωρίς θυσίες, την περνάμε με νηστείες. Και οι βάρβαροι θεοί σκούζουν όλοι πεινασμένοι σαν να είν' Ιλλυριοί, και θα κάνουν εκστρατεία, από πάνω από τον Δία, τα εμπορικά του αν ίσως δεν ανοίξη τα κλεισμένα, που τουλάχιστον να μπάζουν σπλάχνα μέσα τους κομμένα. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Μα για στάσου, από πάνω στο δικό σας το κεφάλι, είναι κ' άλλοι θεοί πάλι βαρβάροι; ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ Και μπορεί τάχα να μην είναι τέτοια είδη, που οι πρόγονοι κει επάνω βρίσκονται του Εξηκεστίδη; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Και για πες μου, πως τους λένε; ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ Α, ποιό είναι τώνομά τους; Τριβαλλούς εκεί τους λένε τους βαρβάρους αθανάτους. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Τριβαλλούς; Καταλαβαίνω· "θα σου τρίψω την κασσίδα" είναι από κει βγαλμένο. ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ Ακριβώς. Ακουσε τώρα που στο λέω καθαρά: για να συμφιλιωθήτε αν έλθουν καμιά φορά από του Διός το μέρος κι' απ' των Τριβαλλών επίσης, πούν' ακόμα παρά πάνω, συ να μη τους συμφωνήσεις, αν ο Δίας την εξο υσία που κατέχει τη μεγάλη στα πουλιά δεν δώσει πάλι, κι' αν δεν δώσει για γυναίκα την Βασίλεια 'ς εσένα. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Η Βασίλεια τι' είναι; ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ Είναι όμορφη παρθένα που κρατεί τ' αστροπελέκια του Διός μονάχα εκείνη, κ' όλα τάλλα: σωφροσύνη, καλή θέληση, την τάξη, του ναυστάθμου τα ταμεία, τα τριώβολα που έχει, και την κάθε κοροϊδεία! ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Βρε τι λες! και όλα τούτα τα φυλάει μόνο εκείνη; ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ Σου το είπα· κ' αν την πάρεις, 'ς όλ' αφέντης θάχεις γίνει! Να, γι' αυτό ήλθα δω κάτω να στους μάθω αυτούς τους τρόπους, γιατί, βλέπεις, πάντα ήμουν ευεργέτης στους ανθρώπους. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (ή ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ) Βέβαια· 'ς εσέ χρωστούμε των θεών το πυρ, γι' αυτό τρώμε τώρα και ψητό. ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ Τους σιχαίνομαι, το ξέρεις. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Και για τούτο μισητός είσαι πάντοτε 'ς εκείνους. ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ Είμαι Σίμωνας σωστός. Πρέπει όμως να γυρίσω δίχως τον καιρό να χάνω· φέρ' το σκιάδι μου, αν τύχει και με πάρει από πάνω του Διός το μάτι έτσι, να θαρρή πως κανηφόρον ακολούθησα καμίαν στης Παλλάδος την πομπή. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Προσφέρων μικρόν σκίμποδα) Πάρ' και το σκαμνάκι τούτο στο κεφάλι σου να μπη να σε ιδή και σκαμνηφόρον! (Tοποθετεί τον σκίμποδα επί της κεφαλής του Προμηθέως, ο οποίος απέρχεται μετά του Πεισθεταίρου- και του Ευελπίδου.) ΧΟΡΟΣ Κοντά στους Ισκιοπόδαρους μια λίμν' είν' απλωμένη, που ο Σωκράτης άλουστος με της ψυχές πηγαίνει. Επήγ' εκεί κ' ο Πείσανδρος με την επιθυμία να ιδή ψυχή καμία, που τη δική του ζωντανή την έχασε σε μάχη κι' όλοι τον είδαν νάχη ένα χαμηλοπρόβατο σφαχτό, που το θυσίασε και έφυγε σαν Οδυσσεύς και πεια δεν επλησίασε· και του καμηλοαίματος τη μυρουδιά ρουφώντας από τον Άδη η νυχτερίδ' ανέβη ο Φαιρεφώντας. (Εισέρχεται ο Ποσειδών, ο Ηρακλής και ο Τριβαλλός) ΠΟΣΕΙΔΩΝ Της Νεφελοκοκκυγίας η ονομασμένη πόλη, που ερχόμαστε για πρέσβεις, νά τη! Είναι τούτη όλη όπου βλέπουμ' εδώ πέρα. (Προς τον Τριβαλλόν, ο οποίος οσφραίν εται γύρωθεν) Ε! Τι κάνεις συ; για στάσου από το ζερβί το μέρος κούμπωσες το φόρεμά σου; δεξιά δεν το γυρίζεις; τ' είσαι, βρε δυστυχισμένε; μήπως τάχα Λαισποδία στραβοπόδαρο σε λένε; Η δημοκρατία, κοίτα! Κοίτα που μας καταντά! πρέσβυ να χειροτονήσουν οι θεοί κι' αυτόν κοντά! (Ο Τριβαλλός, μηδέν εννοών, στρέφεται εδώ και εκεί ο Ποσειδών τον κρατεί αποτόμως) Μην κουνιέσαι, λέω, σκάσε! Γιατί μέσ' στον ουρανό βάρβαρον θεό δεν είδα από σένα πιό τρανό. Τι θα κάνουμ' Ηρακλή μου; ΗΡΑΚΛΗΣ Άκουσε το: εάν τύχει και βρεθή μπροστά μου εκείνος που μας έφραξε με τείχη σου το λέω: θα τον πνίξω κ' όπως θέλουν ας τον λένε. ΠΟΣΕΙΔΩΝ Στάσου, βρε ευλογημένε! μας εκλέξανε για πρέσβεις και μας έστειλαν εδώ για ειρήνη. ΗΡΑΚΛΗΣ Θα τον πνίξω δυο φορές, σαν τον δω. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Εισέρχεται, προσποιούμενος ότι δεν προσέχει εις τους παρόντας και λέγει εμφατικώς προς τον ακολουθούντα αυτόν Ευελπίδην) Πάρε συ για το φαΐ μας τα μυρουδικά στο χέρι· πάρε συ τον τυροτρίφτη· άλλος το τυρί να φέρη, κι' ας τρέξη άλλος πάλι τη φωτιά να πάη να βάλη. (Οι θεοί παρατηρούν αλλήλους με έκφρασιν λαιμαργίας και πείνης) ΠΟΣΕΙΔΩΝ (Προχωρών και υποκλίνων) Τρεις θεοί εδώ μιλούμε και τον άνδρα χαιρετούμε. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ θα ξύσω τα μυρουδικά. ΠΟΣΕΙΔΩΝ Τι κρέατα 'ν' αυτά; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Αυτά; Πουλιά επαναστατικά που τα καταδικάσανε τα όρνεια τα δημοτικά γιατί επαναστατήσανε. ΗΡΑΚΛΗΣ Γιατί με τα μυρουδικά τα περιχείς; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Προσποιούμενος έκπληξιν) Ω Ηρακλή! καλώς τον! Τι συμβαίνει; ΠΟΣΕΙΔΩΝ Πρέσβεις 'ς εσένα ήλθαμεν απ' τους θεούς σταλμένοι να παύσει αυτός ο πόλεμος. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Στρέφων τα νώτα και αποτεινόμενος προς τον υπηρέτην) Λάδι, μωρέ, δεν έχει το λαδικό; ΗΡΑΚΛΗΣ Πολύ σωστά· πρέπει παχύ να τρέχει το λίπος από τα πουλιά. ΠΟΣΕΙΔΩΝ Ακούστε με κ' εμένα: κέρδος από τον πόλ εμο δεν έχουμε κανένα· μ' αν γίνετε με τους θεούς και με τον Δία φίλοι, στους βάλτους σας πολύ νερό βροχήσιο θα σας στείλη, και θα περνά γαλήνια η κάθε σας ημέρα· γι' αυτό και πληρεξούσιοι εφθάσαμ' εδώ πέρα. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Εμείς δεν πρωταρχίσαμε τον πόλεμο μαζί σας· μ' αν ην' η θέλησί σας τώρα σπονδή θα γίνει, αν να τα πάμε θέλετε με τη δικαιοσύνη. Να, τούτο είν' το δίκαιο μας: Ο Δίας πρέπει ν' αφήσει κάθε αρχή, και στα πουλιά να την ξαναγυρίσει· έτσι κ' η συμφιλίωσει θα πάη με το καλό, και στο τραπέζι τούτο εδώ τους πρέσβεις προσκαλώ. ΗΡΑΚΛΗΣ Για το τραπέζι εμίλησε; αυτό αρκεί 'ς εμένα: Ψηφίζω. ΠΟΣΕΙΔΩΝ Τ' είπες, δύστυχε; τάχεις λοιπόν χαμένα, κ' η λιχουδιά σε δέρνει; ποιός γιος απ' τον πατέρα του την εξουσία παίρνει; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Τι λες! αλήθεια; κι' από που θάχετε τέτοια χάρη σαν έχουν κάτω τα πουλιά την εξουσία πάρει; Να, δεν κυττάτε τώρα όπου κρυμμένοι άνθρωποι στης γης την κάθε χώρα, σκύφτουνε και σας κάνουνε σωστή επιορκία; Και όμως, αν με τα πουλιά κάνετε συμμαχία, στον Δία και στον κόρακα όρκο κανείς αν κάνει κ' επιορκή, ο κόρακας το μάτι θα του βγάνη. ΠΟΣΕΙΔΩΝ Ώ, μα τον Ποσειδώνα! ναι, τα λες πολύ καλά. ΗΡΑΚΛΗΣ Έτσι μου φαίνεται κ' εμέ. ΠΟΣΕΙΔΩΝ (Προς τον Τριβαλλόν) Τι λες και συ, κρεμανταλά; ΤΡΙΒΑΛΛΟΣ "Ναβαισατρού" ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Να, βλέπετε; Κι ' αυτός το παραδέχεται. Μα τώρα, για προσέχετε ν' ακούσετε κ' έν' άλλο, που θα πετύχετ' απο μας, καλό πολύ μεγάλο: Αν άνθρωπο, υποσχεθεί 'ς ένα θεό θυσία, και ύστερα την αρνηθεί από φιλαργυρία και λέγοντας πως ο θεός την κάκια δεν βαστάει, εμείς θα το πληρώνουμε αυτό που θα χρωστάει. ΠΟΣΕΙΔΩΝ Και με ποιόν τρόπον; για να δω. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Όταν ο άνθρωπος αυτός τα χρήματά του θα μετρά, ή και θα κάθεται γδυτός μέσ' στο λουτρό, απάνω του θα πέφτει ένα ξεφτέρι και δυο αρνιών αντίτιμο θ' αρπάζει να σας φέρη. ΗΡΑΚΛΗΣ Εγώ λοιπόν απ' όλους σας ψηφίζω πρώτα-πρώτα να ξαναπάρουν τα πουλιά την εξουσία. ΠΟΣΕΙΔΩΝ Ρώτα να δεις τι λέει κ' ο Τριβαλλός. ΗΡΑΚΛΗΣ (Προς τον Τριβαλλόν) Τι λες εσύ; βρε βλάκα; ξαναγκαρύζεις μια φοράν ακόμη, αι; ΤΡΙΒΑΛΛΟΣ "Σαυνάκα βακταρικρούσα" ΗΡΑΚΛΗΣ (Προς τον Ποσειδώνα) Δέχεται και κάτι παραπάνω. ΠΟΣΕΙΔΩΝ 'Σαν είσθε σύμφωνοι εσείς, κ' εγώ το ίδιο κάνω. ΗΡΑΚΛΗΣ (Προς τον Πεισθέταιρον) Κ' εγώ μαζί σου συμφωνώ εσύ να πάρεις την αρχή από τον ουρανό. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Μα το θεό, θυμήθηκα κι' αυτό: όταν σ το Δία θα παραδώσω μια φορά την Ήρα για συμβία, θάνε συμφωνημένα να δώσει τη Βασίλεια την κόρη του 'ς εμένα. ΠΟΣΕΙΔΩΝ (Ειρωνικώς) Χμμ! Τότε η ευγένεια σου φιλίωσει δε θέλει (Προς τους λοιπούς) και πάμε στη δουλίτσα μας. (Στρέφεται να φύγη) ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Κ' εμένα δεν με μέλει, (Προς τα παρασκήνια) Μάγερα! Φτιάξε πιο γλυκειά τη σάλτσα σου ακόμα. ΗΡΑΚΛΗΣ Ευλογημένε Ποσειδών, πώχεις κ' άνθρώπου στόμα, για μια γυναίκα σήμερα εμείς θα πολεμήσουμε; πού πας; ΠΟΣΕΙΔΩΝ Και τι θα κάνουμε λοιπόν; ΗΡΑΚΛΗΣ Να συμφωνήσουμε. ΠΟΣΕΙΔΩΝ Φτωχέ! Σε κοροϊδεύουνε· δεν τώχεις καταλάβει; μ' αυτά που θέλεις γίνεται στον εαυτό σου βλάβη· γιατί, όταν πεθάνει ο Δίας και του αρπάξουν τούτοι το σκήπτρο, συ θάσαι φτωχός· το χρήμα και τα πλούτη θάναι δικά σου, μια φορά που ο Δίας θενά πεθάνει. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Αλλοίμονο και τρις αλλοί! Σοφίσματα που βγάνει! (Προς τον Ηρακλέα, λαμβάνων αυτόν ιδιαιτέρως) Για έλα τώρα πιο κοντά, που έχω κάτι να σου ειπώ. (Κατ' ιδίαν προς αυτόν) Ο θειός σου σε φούσκωσε ραδιουργίες, πω, πω, πω! συ είσαι νόθο του παιδί, και λέει ρητά ο νόμος πως ούτε 'ς ένα τόσο δα δεν θάσαι κληρονόμος. ΗΡΑΚΛΗΣ Νόθος εγώ! Τι λες; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Εσύ· από γυναίκα ξένη σ' εγέννησε. Κ' η Αθηνά δεν είναι γεννημένη από τον Δία; τίποτα για κείνη δεν θ' αφήσουνε τα γνήσια ταδέλφια της, που θα κληρονομήσουνε. ΗΡΑΚΛΗΣ Μα πώς; κιάν ο πατέρας μου, πεθαίνοντας, θελήσει 'ς εμέ, το νόθο του το γιο, τα χρήματα ν' αφήσει; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Το εμποδίζει όμως το πράμ' αυτό ο νόμος. Πρώτος κ' αυτός ο Ποσειδών, που σ' ερεθίζει τώρα, θα σου ζητεί τα χρήματα από την ίδιαν ώρα, και θα σου λέει γνήσιος πως είναι αδελφός. Ο Σόλων 'ς ένα νόμο του το λέει κ' αυτό σαφώς: "Ο νόθος δεν έχει καμιά μερίδα στην κληρονομιά μπροστά στα γνήσια παιδιά· κ' αν γνήσιος δεν είν κανείς, τα παίρνουνε τα χρήματα οι πιο στενοί οι συγγενείς". ΗΡΑΚΛΗΣ Ώστ' από του πατέρα μου τα χρήματα, για μένα δεν θ' απομείνη δηλαδή μερίδιο κανένα; ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ναι, μα τον Δία, τίποτε. Μα πες μου έτσι σ' άφησε ως τώρα ο πατέρας σου; Δεν σ' επολιτογράφησε; ΗΡΑΚΛΗΣ Ακόμα· και μου φάνηκε παράξενον ως τώρα... (Βλέπει, αγρίως προς τον ουρανόν) ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Τι χάσκεις, βλέποντας με οργή την πατρική σου χώρα; Άκου και τούτο ακόμα: να μείνης αν παραδεχθείς με το δικό μας κόμμα, εγώ σε κάνω βασιλιά, και θα τηλώνης την κοιλιά με των πουλιών τα γάλα. ΗΡΑΚΛΗΣ Εγώ τα βρίσκω όλ' αυτά τα δίκηα σου μεγάλα, κι' αυτήν την κόρη που ζητείς, εγώ στην παραδίνω. (Προς τον Ποσειδώνα) Και συ τι λες; ΠΟΣΕΙΔΩΝ Δεν δέχομαι· την ψήφο μου δεν δίνω. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ E, τώρα η απόφασις απέμεινε στον Τριβαλλό. (Προς τον Τριβαλλόν) Και συ, τι λες, παρακαλώ; ΠΟΣΕΙΔΩΝ Ωμόρφαινα-κορίτσαινα-μεγάλα-βασιλιά το-δίνω-στο-πουλιά. ΗΡΑΚΛΗΣ Σην παραδίνει λέει κ' αυτός. ΠΟΣΕΙΔΩΝ Δεν είπε αυτό που λες· αν τέτοιο πράμα ήθελε, θάκανε πηδησιές πολλές και τσίρι τσίρι θάλεγε σαν χελιδόνι. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Στάσου! στα λόγια τα δικά σου και τούτος είναι σύμφωνος· κ' αυτός την κόρη εκείνη στα χελιδόνια δίνει. ΠΟΣΕΙΔΩΝ Τι να σου ειπώ, που τάχετε μαζί συμφωνημένα, κ' εγίνατ' όλοι ένα· και τώρα αφού σύμφωνοι θελήσατε να μείνετε, εγώ δεν λέω τίποτε. ΗΡΑΚΛΗΣ (Προς τον Πεισθέταιρον) Ότι μας είπες γίνεται. Έλα λοιπόν, πάμε μαζί στον ουρανό τρεχάλα την κόρη τη Βασίλεια να πάρεις κι' όλα τάλλα. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ (Δεικνύων τα σφαγμένα πτηνά). Ώστε και τούτα τα πουλιά έγκαιρα τάχα σφάξει για το τραπέζι, που απαιτεί του γάμου μου η τάξη. ΗΡΑΚΛΗΣ E, τώρα σεις πηγαίνετε· εγώ θα μείνω πίσω ετούτα εδώ τα κρέατα να κάτσω να τα ψήσω. ΠΟΣΕΙΔΩΝ Να ψήσεις συ τα κρέατα, κ' εμείς να πάμε μόνοι! Πολύ μεγάλη λιχουδιά το πράμα φανερώνει. ΗΡΑΚΛΗΣ Μα έτσι, όπως κρίνω... τι να σου ειπώ; καλύτερα μου φαίνεται να μείνω. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Ας έλθη ένας κοντά μου για να μου φέρη γρήγορα το φόρεμα του γάμου. (Εξέρχεται ακολουθούμενος υπό του Ευελπίδου Ποσειδώνος, Ηρακλέους και Τριβαλλού) ΧΟΡΟΣ Στας Φανάς κοντά, που βγαίνει της Κλεψύδρας το νερό, το γλωσσοθρεμμένο γένος βρίσκεται το πονηρό, όπου σπέρνουν και θερίζουν και τρυγάνε με της γλώσσες οι συκοφαντίες τόσες. Φίλιππ' είναι και Γοργίαι, γέννημα βαρβάρου γένους, κ' έτσι από τους Φιλίππους τούτους τους γλωσσοθρεμμένους εις της Αττικής τη χώρα, όταν κάνουνε θυσίες, κόβουνε της γλώσσες τώρα κ' απ' τα σπλάγχνα της χωρίζουν που κ' εκείνα τα βρωμίζουν! (Εισέρχεται ο Αγγελος Γ') ΑΓΓΕΛΟΣ Γ' Ω γένος απερίγραπτο και τρισμακαρισμένο, καλότυχα πουλιά! στα ευτυχισμένα μέρη σας τώρα τον νηοφερμένο δεχθείτε βασιλιά. Σέτοιος προβάλλει, που κανείς τη λάμψη του ως τώρα δεν θάχε ιδωμένη σε άστρο μυριοφώτιστο, στων ουρανών τη χώρα τη χρυσοφωτισμένη. Στο χέρι κεραυνό κρατεί, σαγίτα φτερωμένη κ' έχει γυναίκα συντροφιά, που η λάμψης η μακρόλαμπη του ήλιου δεν της βγαίνει στην αμολόγητη ωμορφιά. Άφραστες χύνοντ' ευωδιές από τα βάθη τουρανού ώ τι ωραίο πράμα! κ' η αύρες παιγνιδίζουνε με της πλεξίδες του καπνού που αφίνει το θυμίαμα. Να τος, που έφθασεν εδώ' ας ανοιχθεί ακόμα γι' αυτόν το καλορροίζικο και θείο της Μούσας στόμα. ΧΟΡΟΣ Ανάβαινε και κάνε τόπο, άλλαξε θέσι, άλλαξε τρόπο, και πέτα. γύρω, πουν' ενωμένοι ευτυχισμένος μ'ευτυχισμένη! Ω, ω! Τι νιάτα! Ω, ω! Τι κάλλη! σου κάνουμ' όλοι δόξα μεγάλη, με τέτοιο γάμο 'ς αυτήν την πόλη! Μεγάλη τύχη τον περιμένει τον άνδρ' αυτόν από τα γένη των φτερωτών Χάλετε γάμου τραγούδια χίλια στον άνδρα τούτον και στη Βασίλεια. (Ημίχορος) Σέτοια τρα γούδια εκοίμισαν σε περασμένο χρόνο την Ήρα την Ολύμπια μέσ' στου Διός την αγκαλιά, θεών μεγάλου βασιλιά με τον ψηλό το θρόνο. Υμέναιε! Υμέναιε! Κι' ο Έρωτας παρέκει στους δυο τους παραστέκει, ο χρυσοφτέρωτος θεός, που των αλόγων τα λουριά τα ελαστικά τραβούσε κ' ως μάρτυρας περνούσε. Υμέναιε! Υμέναιε! Στους γάμους Ήρας και Διός! (Βρονταί και αστραπαί. Εισέρχεται ο Πεισθέταιρος περιβεβλημένος πορφύραν, άνωθεν του πτερώματος, οδηγών την Βασίλειαν διά της δεξιάς και εις την αριστεράν κρατών κεραυνούς. Ακολουθεί και ο Ευελπίδης) ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Οι ύμνοι μ' ευχαρίστησαν και τα τραγούδια τα πολλά κ' αυτά τα λόγια τα καλά. Έλα, μιαν ωδή καλή για το βρόντημά μου πες, που η γη το αντιλαλεί, ψάλε και της φλογισμένες του Διός της αστραπές, κ' ύμνους ο καθείς ας πλέκη στο λαμπρό το αστροπελέκι. ΧΟΡΟΣ Ώ φως της αστραπής τρανό και χρυσωμένο! ώ του Διός σπαθί, άφθαρτο, πυρωμένο! ώ συ, που αντιλαλείς και μέσ' στης γης το χώμα και φέρνεις τη βροχή, και συ β ροντή ακόμα, οπού με σένα εδώ ταράζει τούτος τώρα της γης την κάθε χώρα. (Προς τον Πεισθέταιρον) Κράτησε τώρα όλα αυτά να βασιλεύης μόνος σου, και την Βασίλεια του Διός για σύντροφο στο θρόνο σου. ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ Τους γάμους μου γιορτάστε τώρα, σύντροφα γέν η φτεροφόρα, στου Διός μέσα το παλάτι κ' εκεί στου γάμου το κρεββάτι. (Προς την Βασίλειαν) Άπλωσ', ευτυχισμένη, με χαρά το χέρι σου το τρυφερό, πιάσε με απ' τα δυο μου τα φτερά κ' έλα να στήσουμε χορό, κ' ελαφρά θα κατορθώνω στα ψηλά να σε σηκώνω. (Η Βασίλεια τον λαμβάνει, εκτης πτέρυγος και χορεύει μετ' αυτού, ενώ ταυτοχρόνως συνοδεύουσι βρονταί και αστραπαί καθώς και τα ποικίλα άσματα των πτηνών, όπως εις το τέλος της α' πράξεως) ΧΟΡΟΣ Tραλαλά! Εμπρός! Παιών! τραλαλά! Τη Νίκη ψάλε! απ' τα γένη των θεών πιο λαμπρέ και πιο μεγάλε! ΤΕΛΟΣ
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΜΗΔΕΙΑ 431 π.Χ. ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΡΟΦΟΣ (Γερόντισσα παραμάνα της Μήδειας) ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ (Γέροντας που προσέχει και εκπαιδεύει τα παιδιά της Μήδειας) ΜΗΔΕΙΑ (Κόρη του βασιλιά της Κολχίδ ας Αιήτη και σύζυγος του Ιάσον α) ΧΟΡΟΣ (Κορίνθιες γυναίκες) ΚΡΕΩΝ (Βασιλιάς της Κορινθίας) ΙΑΣΩΝ (Γιος του νόμιμου βασιλιά της Ιωλκού Αίσονος, ηγέτης της Αργοναυτικής Εκστρατείας και σύζυγος της Μήδειας.) ΑΙΓΕΥΣ (Βασιλιάς της Αθήνας) ΑΓΓΕΛΟΣ (Ακόλουθος του Ιάσον α) ΠΑΙΔΙΑ (Της Μήδειας και του Ιάσονα) ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ Η Μήδεια, λόγω του μίσους που έτρεφε για το Ιάσονα, που ετοιμαζόταν να παντρευτεί την κόρη του Κρέοντα, σκότωσε τη νύφη, τον πατέρα της και τα παιδιά της και έπειτα χώρισε τον Ιάσονα και πήγε να ζήσει με τον Αιγέα. Τον μύθο δεν διαπραγματεύτηκε κανείς άλλος. Η σκηνή του δράματος τοποθετείται στην Κόρινθο και ο Χορός αποτελείται από εντόπιες γυναίκες. Τον πρόλογο κάνει η τροφός της Μήδειας. Διδάχθηκε επί επωνύμου άρχοντος Πυθοδώρου, τον πρώτο χρόνο της 87ης Ολυμπιάδας (431 π.Χ.). Το πρώτο βραβείο απέσπασε ο Ευφορίων, το δεύτερο ο Σοφοκλής και το τρίτο ο Ευριπίδης με τη Μήδεια, τον Φιλοκτήτη και την Δίκτυ και το σατυρικό δράμα Θερισταί, το οποίο δεν σώζεται. ΤΡΟΦΟΣ Ήταν ανάγκη να ξεφύγει εκείνο το ξυλάρμενο, η Αργώ, απ' τα σκοτάδια των Συμπληγάδων και να πέσει, σαν όρνιο πάνω στην Κολχίδα; Δεν γίνονταν κομμάτια τα τσεκούρια, που θέρισαν κουπιά στα δάση του Πηλίου; Δεν κόβονταν καλύτερα τα χέρια που άρπαξαν τα κουπιά να κάνουν τι; Να κατακτήσουν τάχα τα πέλαγα, να φέρουν στον Πελία ένα χρυσό τομάρι. Για ένα χρυσό τομάρι, γκρεμίστη κε, η Μήδεια, η κυρά μου, στον έρωτα του Ιάσονα. Ο έρωτας την ξέβρασε στα βράχια της Ιωλκού. Ο έρωτας την έσπρωξε να βάλει τις κόρες του Πελία να σκοτώσουν τον πατέρα τους. Η τρέλα του έρωτα την κυνήγησε ως εδώ, στην Κόρινθο, με τα παιδιά και τον μεγάλο έρωτά της. Δεν λέω, οι Κορίνθιοι της φέρθηκαν καλά. Ησύχασε, άρχισε να ζει ανάμεσα σε ανθρώπους, που δεν την έβλεπαν σαν ξένη ούτε σαν κυνηγημένη. Και με τον ήρωα καλά· πώς να μην πάνε όλα καλά, όταν δεν φέρνει αντιρρήσεις η γυναίκα στον κύ ριό της; Ύστερα, όλα στραβά κι ανάποδα. Την πρόδωσε αυτός. Την άφησε με τα παιδιά και κρύβεται στο νυφικό κρεβάτι τού καινούργιου έρωτά του. Παντρεύεται την κόρη του Κρέοντα, του βασιλιά του τόπου. Και η δύστυχη κυρά μου, έχει κλειστεί στο σπίτι: μένει νηστική και κλαίει, όλη μέρα. Κλαίει και τρέμει και κοιτάζει την γη, πάντα τη γη, και λέει και ξαναλέει τους όρκους που της έδωσε ο προδότης. Δεν μπορεί βγάλει απ' το μυαλό της τους όρκους του: πώς έσφιγγε το χέρι της, στον γάμο τους. Θυμάται· θυμάται και φωνάζει τους θεούς να κατεβούν να δουν τι έγιναν εκείνοι οι όρκοι. Εμάς δεν μας ακούει καν, ακούνε τα βράχια και τα κύματα κανέναν, όταν αρπαχτούν για τα καλά; Κι αν δείξει πως ακούει, καμιά φορά, σηκώνει τ' όμορφο πρόσωπο και λέει: "Ήρθες πατέρα; Πάμε στο σπίτι μας· εδώ με πρόδωσαν, με ατίμασαν!" Θυμάται την πατρίδα της· θυμάται τι έκανε, πώς βρέθηκε στα βράχια του αχάριστου αρσενικού. Δεν θέλει να δει ούτε τα παιδιά της. Σαν να μην είναι μάνα τους. Φοβάμαι. Έχει λυθεί το αγρί μι της και ξέρω πως δεν θα μαζευτεί, αν δεν χορτάσει αίμα. Την ξέρω εγώ καλά. Λίγο δεν θέλει να καρφώσει στην καρδιά της κάνα μαχαίρι ή να το αρπάξει και να κάνει μακελειό. Είναι επικίνδυνη. Δεν πρόκειται ν' αφήσει κανέναν ζωντανό σε κείνο το παλάτι. Αλίμονο στο αρσενικό, που θα ξεγελαστεί πως έχει μπρος του μιαν αδύναμη γυναίκα. Έρχονται τα παιδιά. Αυτά δεν ξέρουν τίποτα. Σκέφτονται μόνο το παιχνίδι. Έτσι πρέπει, τα παιδιά. ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ Τι κάθεσαι μόνη εδώ και κλαις την μοίρα σου; Πού είναι η Μήδεια; Εσένα χρειάζεται κοντά της τέτοιες ώρες. ΤΡΟΦΟΣ Η καρδιά μου το ξέρει πού είμαι και τι κάνω. Θα πέθαινα αν δεν έβγαινα για μια στιγμή να μοιραστώ με την σιωπή τον πόνο της δούλας, ναι· γιατί όταν έρθει η συμφορά, δούλος κι αφέντης, δούλοι της. ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ Ακόμα κλαίει; ΤΡΟΦΟΣ Ακόμα; Ρωτάς ακόμα, δάσκαλε; Ε, σε ζηλεύω! Ακόμα δεν είμαστε ούτε στην αρχή. ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ Φαντάσου να 'ξερε τι έρχεται, η... ανόητη, συγνώμη, είναι κυρά μου, αλλά πώς αλλιώς να την χαρακτηρίσω; ΤΡΟΦΟΣ Τι έρχεται; Τι λες; ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ Τίποτα, άσε με να λέω. Κι αυτό που άκουσες είναι πολύ. ΤΡΟΦΟΣ Πες μου· σε ξορκίζω στην σκλαβιά μας, στα γερατειά μας. Μίλα· θα κρατήσω το στόμα μου κλειστό. Σου ορκίζομαι... ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ Τι να σου πω και τι ν' ακούσεις. Πήγα στην πηγή, εκεί που μαζεύονται οι γέροι, να παίξουν λίγο τα παιδιά και πήρε το αυτί μου μια κουβέντα... αν είναι αλήθεια ή λόγια του αέρα δεν μπορώ να ξέρω· ελπίζω να μην άκουσαν καλά αυτό που άκουσα. Έλεγαν, λοιπόν, πως ο Κρέων αποφάσισε να διώξει από την χώρα την Μήδεια και τ' αγόρια. ΤΡΟΦΟΣ Κι ο Ιάσων; Τι κάνει, ο Ιάσων; Θα το δεχθεί; Καλά, την μάνα δεν την θέλει πια. Μα τα παιδιά του; ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ Ποια παιδιά; Περασμένα-ξεχασμένα. Ο Ιάσων πλέει τώρα σε καινούργια πελάγη ευτυχίας. ΤΡΟΦΟΣ Μας αποτέλειωσε. ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ Εσύ, ούτε κουβέντα στην κυρά. Μόνο αυτό της έλειπε ν' ακούσει. ΤΡΟΦΟΣ Ακούτε πατέρας που σας έτυχε παιδιά μου; Στα τσακίδια να πάει· κι ας είναι αφεντικό μου! Εμένα δεν με πείραξε ποτέ· αλλά γυναίκα και παιδιά τα κατασπάραξε σαν κτήνος. ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ Γιατί σου κάνει εντύπωση; Τώρα το ανακάλυψες πως δεν έχουν όλα τα κτήνη τέσσερα πόδια; Αυτός σκέφτεται μόνο το καινούργιο του κρεβάτι. ΤΡΟΦΟΣ Άντε, αγόρια· μέσα τώρα. Κι εσύ μην τα αφήσεις ούτε να πλησιάσουν την μάνα τους. Δεν είναι στα καλά της. Την είδα πώς τα κοίταζε: σαν ταύρος μανιασμένος. Ποιος ξέρει τι έχει στο μυαλό της. Αυτό που ξέρω εγώ είναι πως η μανία της ζητάει θύμα. Ας είναι τουλάχιστον κάποιος που να το αξίζει. ΜΗΔΕΙΑ Δεν το αντέχω άλλο το ζωντανό κουφάρι της ψυχής μου. Να τελειώσω· να χαθώ· να ησυχάσω. ΤΡΟΦΟΣ. Φύγετε, παιδάκια μου. Κρυφτείτε, φυλαχτείτε απ' το αγρίμι της μάνας. Το ακούτε πως ουρλιάζει; Να μην σας δει· να μην σας νοιώσει δίπλα του. Έχει λυθεί και είναι πληγωμένο. ΜΗΔΕΙΑ. Ανάθεμά σε, ύπουλε λύκε· κι εσύ και τα κουτάβια σου κι η άθλια φωλιά σας. ΤΡΟΦΟΣ. Τι σου φταίνε τα παιδιά, δυστυχισμένη; Εσύ τους διάλεξες πατέρα, αυτά θα πληρώσουν τις βρωμιές του; Αφέντες, λέει! Έμαθαν να διατάζουν, αλλά τους στρώνουν στην δουλειά για τα καλά τα πάθη τους. Αυτά είναι αφέντες του αφέντη. Α, όχι, να μου λείπουν τα μεγαλεία. Καλύτερα το λίγο εκείνο που με κάνει άνθρωπο μες στους ανθρώπους να ζήσω ήσυχα και να πεθάνω ακόμα πιο ήσυχα. Όποιος ζητάει τα πολλά κάνει την δυστυχία αφεντικό στο σπίτι του. ΧΟΡΟΣ Τι γίνεται, γερόντισσα, με την δυστυχισμένη; Πάλι κλαίει και φωνάζει; Πού θα πάει αυτό; Την ακούω να θρηνεί και σπαράζει η καρδιά μου. Το πονάω αυτό το σπίτι. ΤΡΟΦΟΣ Ποιο σπίτι; Δεν υπάρχει σπίτι πια. Αυτός παντρολογιέται με την καινούργια του ζωή κι αυτή με το θάνατο, εκεί μέσα. ΜΗΔΕΙΑ Δία και γη και φως, ρίξτε φωτιά και κάψτε με· στάχτη να γίνω, να σκορπίσω στον άνεμο, να πάψω να σκέφτομαι, να πάψει η καρδιά μου να χτυπάει τη συμφορά της. Τι να την κάνω τέτοια ζωή; ΧΟΡΟΣ Δία και γη και φως, ακούτε τι σας ζητάει η δύστυχη γυναίκα; Πάψε καλή μου· επειδή το αρσενικό σου τριγυρίζει άλλο κρεβάτι καλείς τον Άδη στο δικό σου; Μην παίζεις με τον θάνατο, δεν είναι της μιας νύχτας εκδίκηση αυτός. Άσε τον άπιστο άνδρα σου στην πίστη των θεών και, πίστεψέ με, θα το πληρώσει ακριβά. ΜΗΔΕΙΑ Πού είσαι παντοδύναμη Θέμις; Πού είσαι Άρτεμις των τίμιων σεντονιών μου; Νόμισα πως τον έδεσα με όρκους κι αυτός ο άθλιος κοίταζε πότε θα μείνει ανοιχτή η πόρτα του σπιτιού να φύγει από μένα, την Μήδεια. Πώς τόλμησε! Κομμάτια να τον δω κι αυτόν και το τρισάθλιο θηλυκό του, στα ερείπια της πρόστυχης φωλιάς τους. Τι έκανα; Τι έκανα, πατέρα; Γι' αυτόν σε άφησα; Γι' αυτόν σε σκότωσα, αδελφέ μου; ΤΡΟΦΟΣ Την ακούτε; Αν δεν χορτάσει αφανισμό το μίσος της, δεν πρόκειται να πάψει να ουρλιάζει. ΧΟΡΟΣ Αν μπορούσα να την δω, να της μιλήσω, να την παρηγορήσω. Έλα, γερόντισσα, πήγαινε πες της πως περιμένουν έξω φίλοι. Τρέξε να την προλάβουμε πριν τα μιλήσει με τον θάνατο εκεί μέσα. ΤΡΟΦΟΣ Θα πάω, αν και ξέρω πως δεν θα κάνω τίποτα. Θα με κοιτάξει άγρια, σαν λιονταρίνα που νομίζει πως θα της πάρω τα μικρά, κι αυτό είναι όλο. Δεν παίρνει από λόγια. Τέλος πάντων, θα προσπαθήσω, επειδή την συμπονάς. Καλά λένε πως οι παλιοί δεν είχανε πολύ μυαλό. Έπιασαν κι έφτιαξαν τόσα τραγούδια, για να διασκεδάζουν στα τραπεζώματα, λες και δεν είναι το φαγοπότι αρκετό για να ευχαριστηθούν, και δεν σκέφτηκαν να φτιάξουν τραγούδια που να κάνουν τον άνθρω πο, άνθρωπο από θηρίο. Αυτά χρειάζεται η αναποδιά μας. Τ' άλλα, τι νόημα έχουν; Πάει ποτέ κανένας σε τραπέζι, αγριεμένος; ΧΟΡΟΣ Όλο το πέλαγο αποδώ ως την Κολχίδα, δέρνεται στον θρήνο της. Παλεύει με τα σκοτάδια, που έπνιξαν τον γάμο της· ζητάει το κουφάρι του προδότη να πιαστεί, να πάει μαζί του στον βυθό. ΜΗΔΕΙΑ Ορίστε· ήρθα εγώ σε σας, γυναίκες της Κορίνθου, για να μην παρεξηγηθώ. Λένε πολλά οι άνθρωποι μπροστά και πίσω από τις πόρτες. Αλαζονεία βλέπουν στην διακριτικότητα οι γείτονες, γιατί το βλέμμα και άδικο είναι κι απρόκλητα επιθετικό, πριν διακρίνει τον άνθρωπο στον άνθρωπο· πόσο μάλλον αν είναι ξένος. Το σωστό είναι να σέβεται την πόλη που τον φιλοξενεί. Μα κι οι πολίτες να μην κρίνουν απ' τα φαινόμενα. Πολίτης και άγνοια είναι σωστή καταστροφή. Όσο για μένα, με τσάκισε, καλές μου, αυτό το ξαφνικό. Σαν φάντασμα πλανιέμαι σε τούτη την ζωή που δεν την θέλω. Είμαι νεκρή, σας λέω· νεκρή. Ο άντρας μου, αυτός που ήταν για μένα ο κόσμος όλος, όλη μου η ζωή, είναι το μεγα λύτερο ψέμα του κόσμου. Μα, δεν υπάρχει πλάσμα σ' αυτόν τον κόσμο, πιο δύστυχο απ' την γυναίκα. Κάθε ανάσα, κάθε σκέψη κι ένα πρόβλημα. Πληρώνουμε πανάκριβα έναν άντρα κι αγοράζουμε αφέντη. Υπάρχει μεγαλύτερη απάτη; Κι αν βγει καλός, πάει καλά. Όμως θα βγει; Άλλη αγωνία αυτή. Για χωρισμό ούτε λόγος. Η άτιμη, αυτή που άφησε τον άντρα της! Μένουμε εκεί, σ' ένα καινούριο άγνωστο σπίτι, με άλλες συνήθειες κι άλλες αρχές, αμήχανες, χωρίς να ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε. Πρέπει να είσαι Πυθία για να ξέρεις πράγματα που δεν έμαθες στο πατρικό σου σπίτι. Κι αν καταφέρουμε να μάθουμε όπως-όπως και πάρουν όλα την σειρά τους κι ο άντρας λέει, όπως λένε, πως αντέχει τον ζυγό του γάμου έχει καλώς. Δεν είναι άσχημα. Το αντίθετο, μπορείς να λες πως είσαι ευτυχισμένη. Ασφαλώς, ο άντρας, όταν βαρεθεί την σπιτική μονοτονία, βγαίνει, πηγαίνει να ξεσκάσει. Εμείς στο μεταξύ δίνουμε μάχη για την τιμή του με σύμμαχο την μοναξιά. Για ν' ακούσουμε στο τέλος πως είμαστε κρυμμένες στην ασφάλεια του σπιτιού, όταν εκείνοι προσπαθούν να ξεφύγουν, με το δόρυ, το δόρυ του εχθρού. Ανοησίες! Χίλιες φορές η ασπίδα και το δόρυ, παρά μια γέννα. Όμως άλλο εσείς κι άλλο εγώ. Εσείς έχετε τόπο και σπίτι πατρικό και φίλους και γνωστούς. Εγώ είμαι μόνη σε ξένο τόπο: λάφυρο μιας εκστρατείας σε τόπο βάρβαρο, χωρίς γονείς και αδελφό και συγγενή να καταφύγω. Μια χάρη μόνο σου ζητώ. Αν βρω τρόπο να τιμωρήσω τον άντρα μου, την νύφη του και τον πατέρα της, για το κακό που μου 'καναν, μην πεις τίποτα σε κανέναν. Γιατί, σ' το λέω: μπορεί η γυναίκα να φοβάται και τον ίσκιο της, μπορεί να μην αντέχει ούτε ν' ακούει για μάχες και σπαθιά, μα όταν πολιορκηθεί ο έρωτάς της, δεν υπάρχει πιο πολεμόχαρη ψυχή. ΧΟΡΟΣ Δεν θα πω τίποτα σε κανέναν, Μήδεια· γιατί έχεις δίκιο να ζητάς εκδίκηση απ' τον άντρα σου. Δεν με εκπλήσσει το πένθος σου μετά απ' αυτό που έγινε. Μα, βλέπω τον Κρέοντα. Για να δούμε τι θα σου πει. ΚΡΕΩΝ Πάλι με τον άντρα σου τα έχεις; Δεν λες να ξεχάσεις τον θυμό σου, Μήδεια. Θα σε διευκολύνω. Πάρε αμέσως τα παιδιά σου και φύγε από την χώρα. Ή μάλλον, στάσου: θα σε βγάλω εγώ, ετούτη κιόλας την στιγμή. Αν δεν σε δω πρώτα ν' αφήνεις πίσω σου τα όρια της γης μου, δεν θα γυρίσω στο παλάτι. ΜΗΔΕΙΑ Χάθηκα, η δύστυχη. Αυτοί είναι αποφασισμένοι να με τελειώσουν· και δεν έχω από πού να κρατηθώ· κάπου να τρέξω να κρυφτώ να μην με αρπάξει το κακό. Ανάθεμά σε, Κρέοντα· με τσάκισες! Μα έστω κι έτσι, ό,τι απόμεινε από μένα σε ρωτάει: Γιατί; Γιατί με διώχνεις; ΚΡΕΩΝ Σε φοβάμαι. Εδώ που φτάσαμε, δεν έχει νόημα να το κρύβω. Σ' έχω ικανή να κάνεις το μεγαλύτερο κακό. Ότι ξέρω για σένα, μου λέει να φυλάγομαι. Είσαι μάγισσα, Μήδεια: μάγισσα πληγωμένη· κι όπως ακούω απειλείς συνέχεια τον άντρα σου, την νύφη του κι εμένα προσωπικά. Καλύτερα να σε τσακίσω σήμερα εγώ, παρά να με τσακίσεις, αύριο εσύ, επειδή σε λυπήθηκα. ΜΗΔΕΙΑ Δεν είσαι ο πρώτος, Κρέοντα, που λέει πως με φοβάται. Μια ολόκληρη ζωή με κατατρέχει η φήμη της μάγισσας. Γι' αυτό άνθρωπος λογικός δεν προσπαθεί να κάνει τα παι διά του πιο σοφά απ' τα παιδιά των άλλων. Γιατί δεν είναι μόνο πως θα τα πουν αργόσχολα· θα τα καταδιώξουν ύπουλα, με τον φθόνο του εργατικού ηλίθιου. Αν θελήσεις ν' ανοίξεις τα μάτια αυτών που πάνε στα τυφλά, θεότυφλο θα σε πουν. Κι αν δουν, αυτοί που βλέπουν λίγο, πως εσύ βλέπεις τα πάντα καθαρά, σαν σκουπίδι στο μάτι της πόλης θα σε αντιμετωπίσουν. Αυτή είναι η μοίρα μου. Όσοι δεν με μισούν, με θεωρούν τελείως περιττή, κι όσοι πιστεύουν πως σε κάτι χρησιμεύω, με θεωρούν εμπόδιο στην ζωή τους. Μην φοβάσαι, δεν είμαι τόσο σοφή όσο λένε. Σέβομαι την εξουσία. Δεν πρόκειται να πάθεις τίποτα από μένα. Εξάλλου δεν με αδίκησες; Εσύ απλά φρόντισες για τον θρόνο σου. Και είναι λογικό να θέλεις τον καλύτερο γαμπρό για το παιδί σου. Δεν σε κατηγορώ. Κάντε το γάμο με το καλό και όλα να σας έρθουν δεξιά. Εγώ, γιατί να φύγω; Ποιος ο λόγος να με διώξεις; Ναι· αδικήθηκα. Ναι· θύμωσα. Όμως ξέρω να σω παίνω, μπροστά στην δύναμη της εξουσίας. ΚΡΕΩΝ Τα λόγια σου, αναμφίβολα, με συγκινούν. Για τις σκέψεις σου αμφιβάλω. Σε φοβάμαι· έχω μάθει να σε φοβάμαι, Μήδεια. Μην προσπαθείς να με καθησυχάσεις. Από γυναίκα θυμωμένη κι από άντρα νευρικό μπορείς να φυλαχτείς. Την μανία που σωπαίνει να φοβάσαι. Έλα τώρα. Άσε τα λόγια κι ετοιμάσου. Φεύγεις, είναι διαταγή· και δεν μπορείς να την αλλάξεις, απ' την στιγμή που με βλέπεις και σε βλέπω σαν εχθρό. ΜΗΔΕΙΑ Όχι, σε ικετεύω. Να χαρείς την κόρη που παντρεύεις. ΚΡΕΩΝ Άδικα χάνεις τα λόγια σου. Δεν με λυγίζεις. ΜΗΔΕΙΑ Ξένη σε ξένο τόπο, άσυλο σου ζητώ κι εσύ με διώχνεις, Κρέοντα; Μεγάλη αμαρτία. ΚΡΕΩΝ Μεγάλη, ναι· όμως ακόμα μεγαλύτερη ν' αφήσω το σπίτι μου στο έλεός σου. ΜΗΔΕΙΑ Πατρίδα μου· αχ, πατρίδα μου! ΚΡΕΩΝ Έχω κι εγώ πατρίδα· και την βάζω πάνω απ' όλα, κάτω ακριβώς απ' τα παιδιά μου. ΜΗΔΕΙΑ Ανάθεμά σε, έρωτα, δήμιε των ψυχών. ΚΡΕΩΝ Ή ευεργέτη. Εξαρτάται απ' την κατάληξή του. ΜΗΔΕΙΑ Μην λησμονήσεις, Δία, ποιος φταίει για την κατάληξή μας. ΚΡΕΩΝ Πάρε τα πόδια σου, ανόητη, κι απάλλαξέ με από το πρόβλημά μου. ΜΗΔΕΙΑ Και το δικό μου πρόβλημα ποιος θα το ακούσει; ΚΡΕΩΝ Κάποιον θα βρεις. Σε λίγο οι φρουροί μου θα σε πετάξουν έξω από την χώρα. ΜΗΔΕΙΑ Όχι, Κρέων· όχι αυτό. Σ' εκλιπαρώ. ΚΡΕΩΝ Μην με ζαλίζεις. ΜΗΔΕΙΑ Καλά, καλά: θα φύγω. Δεν σου ζητώ να μείνω. ΚΡΕΩΝ Τότε γιατί με τυραννάς με ικεσίες κι άσυλα; Φύγε, να μην σε βλέπω. ΜΗΔΕΙΑ Μια μέρα μόνο σου ζητώ να με υπομείνεις. Μια μέρα να ετοιμαστώ και να ετοιμάσω τα παιδιά. Ξέρεις πως ο πατέρας τους είναι απασχολημένος. Λυπήσου τα· είσαι και συ εσύ πατέρας. Αυτά από μένα κι από σένα περιμένουν λίγη αγάπη· άλλον δεν έχουν. Εγώ αντέχω την εξορία· δεν με νοιάζει ό,τι κι αν γίνει. Η δική τους εξορία με τρομ άζει. ΚΡΕΩΝ Αχ, Μήδεια! Δεν είμαι τύραννος, παρόλο που έχω πληρώσει ακριβά κάθε μου συγκατάβαση. Ξέρω πως κάνω λάθος. Αυτό είναι βέβαιο· αλλά θα υποχωρήσω. Μόνο, σε προειδοποιώ, αν σε βρει το πρώτο φως του ήλιου στην χώρα, είσαι νεκρή, το εννοώ. Ορίστε, μείνε σήμερα, λοιπόν· δεν θα προλάβεις να κάνεις τίποτα κακό, όχι τουλάχιστον αυτό που με στοιχειώνει. ΧΟΡΟΣ Δύστυχη γυναίκα, βάλθηκαν όλοι να σ' αφανίσουν! Πού θα πας; Ποιο σπίτι, ποιος, θα σου σταθεί; Σε τρικυμία σκοτεινή σ' έριξε, Μήδεια, ο θεός και πουθενά δεν φέγγει γη. ΜΗΔΕΙΑ Έτσι φαίνεται· αλλά θα γρήγορα φέξει· πίστεψέ με. Έχουν ακόμα πολύ δρόμο, σπαρμένο με αγκάθια, μπροστά τους οι νεόνυμφοι κι ο συνεργός τους. Νομίζεις πως θα χάιδευα τ' αυτιά του με ικεσίες, αν δεν είχα κάποιο σχέδ ιο; Τον ανόητο! Αντί να με πετάξει, δίχως δεύτερη κουβέντα από την χώρα, καθόταν και με άκουγε να εξασφαλίζω τον θάνατο και των τριών: του πεθερού, της κόρης του και του άντρα μου. Μα, ναι, θα τους σκοτώσω. Ο τρόπος είναι αυτό που με προβληματίζει. Γιατί έχω, φίλες μου, πολλούς· πάρα πολλούς. Να τους κάψω ζωντανούς στην κάμαρά τους ή να τους ξεριζώσω την καρδιά; Όμως, θα πρέπει να μπω στο παλάτι κρυφά. Κι αν με δουν και με πιάσουν, πριν προλάβω να τους σκοτώσω; Θα με σκοτώσουν και θα γελούν πάνω απ' το πτώμα μου. Όχι, όχι· θα πάρω, τον ίσιο δρόμο: αυτόν που ξέρουνε καλά τα δηλητήριά μου. Ας γίνει έτσι. Είναι νεκροί, λοιπόν. Κι εγώ; Ποια πόλη, ποιος θα με δεχθεί; Ποιος θ' ανοίξει το σπίτι του στην Μήδεια; Κανείς, το ξέρω. Όχι· πρέπει να κάνω υπομονή, μέχρι να βρω την κατάλληλη ευκαιρία. Ένα άλλοθι χρειάζομαι: γερό, σαν κάστρο. Από εκεί θα εξαπολύσω τον χαμό τους. Ύπουλα, κρυφά! Κι αν κάτι δεν πάει καλά, θα φτάσω στ' άκρα· κι ας χαθώ κι εγώ μαζί τους, θ' αρπάξω ένα σπαθί και θα τους πετσοκόψω. Ναι, μα την Εκάτη, που λατρεύω, στις σκοτεινές γωνιές του σπιτικού μου: δεν θ' αφήσω να με πνίξει η χαρά τους. Θα τους παντρέψω εγώ πνιγμένους στο αίμα τους· και ας πνιγώ στην τρικυμία της εξορίας. Εδώ σε θέ λω, Μήδεια, κυρά κι αρχόντισσα του ολέθρου. Ρίξου στη μάχη της εκδίκησης: αδίστακτη, σκληρή, θανατηφόρα. Σκέψου τι σου 'καναν και μην αφήσεις να σου χρεώσει αυτός ο γάμος τον εξευτελισμό σου. Εσύ είσαι κόρη μεγάλου βασιλιά, απόγονος του Ήλιου, όχι σπορά του Σίσυφου. Ξέρεις και θέλεις και μπορείς να κάνεις ό,τι πρέπει. Είσαι γυναίκα, όπως όλες· δεν γεννήθηκες για έργα μεγάλα, αλλά την τέχνη του κακού την ξέρεις απ' τα σπάργανα. ΧΟΡΟΣ Γυρίζουν πίσω τα ποτάμια στις πηγές να μην μολύνουν τα τρισάγια νερά τους· το άδικο δίκιο έγινε· ήρθαν τα πάνω κάτω στον κόσμο. Ύπουλα πλάσματα έγιναν οι άνδρες. Δεν φοβούνται τους θεούς. Γλιστρούν από τους όρκους τους σαν φίδια. Μόνο εγώ, η ανάποδη, όπως λένε, γυναίκα θα σταθώ όρθια στο τέλος· κι η ντροπή, που φόρτωσε στο φύλο μου του κόσμου η ανάποδη γλώσσα, θα ξεχαστεί. Οι μούσες των αρχαίων ποιητών θα πάψουν πια να τραγουδούν την απιστία των γυναικών. Ο Φοίβος δεν μου χάρισε την τέχνη να φτιάχνω στίχους θεϊκούς· αλλιώς θα σκάρωνα κι εγώ πολλούς, για την ευτέλεια των ανδρών. Άφησες πίσω σου σπίτι και γη· ρίχτηκες με μανία στην τρικυμία του έρωτα· πέρασες συμπληγάδες και συμπληγάδες κι έφτασες εδώ, για να σου κλέψει τον έρωτά σου ο έρωτας, και να σε διώξει η ατιμία από την εξορία σου. Λόγια γυμνά κατάντησαν οι όρκοι· αέρας σκέτος των Ελλήνων η περίφημη τιμή. Για δες εκεί: μια γυναίκα δίχως τόπο να σταθεί, δίχως γονιό να την παρηγορήσει, στο έλεος μιας άλλης, που επειδή έχει βασιλική δύναμη, της άρπαξε άντρα και σπίτι. Τι κατάντια είναι αυτή! ΙΑΣΩΝ Δεν είναι η πρώτη φορά που διαπιστώνω πως η ακατέργαστη οργή οδύνες κατεργάζεται. Δες τώρα· θα 'χες σπίτι και πατρίδα, αν δεχόσουν με συγκατάβαση τις αποφάσεις των ανωτέρων σου. Τα κούφια σου τα λόγια σ εξορίζουν. Εμένα δεν με νοιάζει· πες με ό,τι θέλεις, πες πως δεν υπάρχει άντρας χειρότερος στο κόσμο απ' τον Ιάσονα. Όμως την εξουσία δεν μπορείς να την προσβάλεις, κοστίζει· κι η εξορία είναι το πιο μικρό τίμημα. Σε κάλυψα πολλές φορές· συγκράτησα τον βασιλιά να μην ξεσπάσει πάνω σου την δίκαιη οργή του, γιατί ήθελα να μείνεις κοντά μου· όμως εσύ, ανόητη, δεν σταματάς να βρίζεις το παλάτι. Ως εδώ ήταν! Εσύ και μόνο εσύ αποφάσισες την εξορία σου. Ωστόσο, ακόμα κι έτσι, δεν έσβησε η αγάπη μου για σένα. Να σε στηρίξω, ήρθα· να σου δώσω ό,τι χρειάζεσαι. Δεν θέλω εσύ και τα παιδιά σου να στερηθείτε τίποτα. Η εξορία σέρνει πίσω της τα πεινασμένα λυκόπουλα της δυστυχίας. Βλέπεις, εσύ μπορεί να με μισείς, όμως εγώ δεν θέλω το κακό σου. ΜΗΔΕΙΑ Άνανδρε, κάθαρμα! Ένα σου λέω: έχε χάρη που είμαι γυναίκα, αλλιώς δεν θα 'μενα στα λόγια. Τολμάς να στέκεσαι μπροστά μου, εσύ: το βδέλυγμα θεών κι ανθρώπων; Όχι, δεν είναι ήρωας αυτός, που έχει το θράσος να λοιδορεί τα θύματά του· είναι νεκρή ψυχή· το σκότωσε η χειρότερη αρρώστια που μπορεί να πλήξει το ανθρώπινο γένος: η προστυχιά. Όμως καλά έκανες κι ήρθες. Τώρα θα πάρεις πίσω το φαρμάκι που με πότισες. Το δικαιούμαι και το αξίζεις. Άκου, λοιπόν, τι έκανα για σένα και πώς με πλήρωσες. Όπως γνωρίζουν καλά όσοι ανέβηκαν μαζί σου σε κείνο το ξυλάρμενο, την "Φτερωτή Αργώ", εγώ σε γλύτωσα, όταν ξερνούσαν φωτιά οι ταύροι, που έπρεπε να ζέψεις, για να οργώσεις και να σπείρεις τον θάνατό σου· εγώ σκότωσα το φίδι, που αγρυπνούσε άγρια τυλιγμένο στ' ολόχρυσο τομάρι σου· εγώ σου φώτισα τον δρόμο της φυγής· και σ' ερωτεύτηκα παράφορα· και πρόδωσα τρελά πατρίδα και πατέρα· και ήρθα απερίσκεπτα μαζί σου στην Ιωλκό· και έκανα τις κόρες του Πελία φόνισσες· και γκρέμισα τον θρόνο του. Κι ύστερα απ' όλα αυτά, με πρόδωσες, για ένα κρεβάτι, άτιμε άνδρα, ανάξιε πατέρα, ναι· γιατί αν δεν είχες παιδιά και ήθελες να παίξεις τον εραστή, θα έλεγα: συμβαίνουν αυτά. Όμως εσύ... Τι έπαθες; Είναι απίστευτο! Αδιαφορείς για το σπίτι σου, σαν ν' άλλαξε θεούς ο κόσμος ή σαν ν' άλλαξαν τους νόμους του κόσμου οι θεοί. Μου ορκίστηκες, ακούς; Α, χέρι μου δεξί και γόνατά μου κι ασύλληπτη αφέλειά μου, πώς σας άφησα στα χέρια άνανδρου άνδρα; Εντάξει, εντάξει· σταματάω. Αφού λες πως μ' αγαπάς ακόμα, θέλω να κουβεντιάσουμε ήσυχα, αν και δεν περιμένω ν' ακούσω τίποτα καλό από σένα· πάλι την ίδια προστυχιά θα δείξεις. Πες μου τι θα γίνω εγώ; Πού θα πάω; Στον πατέρα που εγκατέλειψα για σένα ή στα δύστυχα παιδιά του Πελία; Δεν φαντάζεσαι με πόση προθυμία θα υποδεχθούν την φόνισσα του πατέρα τους. Ναι· αυτή είναι η αλήθεια: πρόδωσα την γη μου, τον λαό μου και σκότωσα ανθρώπους, που δεν μου έκαναν κακό. Έχω παντού μόνο εχθρούς, για χάρη σου. Α, μα τι λέω; Σε σένα δεν οφείλω την φήμη μου; Εσύ δεν έκανες τους Έλληνες να με θαυμάζουν; Όχι, πρέπει να νοιώθω τυχερή που βρήκα τέτοιον άντρα σπουδαίο, για να με διώξει, να γυρίζω στις ερημιές, σέρνοντας πίσω μου τα ορφανά, να ζητιανεύω για να ζήσω και να τα ζήσω. Αυτός είναι γαμπρός πιστός μέχρι αχαριστίας! Κι αυτό είναι δώρο νυφικό: μια οικογένεια κατεστραμμένη. Αχ, Δία, φρόντισες να δείξεις στους ανθρώπους να ξεχωρίζουν τον χρυσό απ' ό,τι λάμπει. Τι ήταν να μας δείξε ις πώς ξεχωρίζει ο άντρας από το κάθαρμα; ΧΟΡΟΣ Βαθιά κι αγιάτρευτη πληγή το μίσος της αγάπης. ΙΑΣΩΝ Τρικυμία τρομερή η γλώσσα σου, γυναίκα. Όμως εγώ θα ξεφύγω τις ξέρες του αγριεμένου στόματός σου· θα δεις πως είμαι κι εγώ καλός καπετάνιος στα λόγια. Και πρώτα-πρώτα, επειδή δίνεις στον ρόλο σου τεράστιες διαστάσεις, σου λέω πως αν βγήκα ζωντανός από κείνη την φουρτούνα, το οφείλω μόνο στην Αφροδίτη - ούτε σε άνθρωπο ούτε σε άλλον θεό. Το ξέρεις, πολύ καλά, μα δεν σ' αφήνει ο φθόνος να το παρα δεχθείς: τα βέλη του έρωτα σ' ανάγκασαν να σώσεις το τομάρι μου - όπως λες. Δεν σκοπεύω να επιμείνω επί του θέματος. Για όποιον λόγο κι αν έκανες ό,τι έκανες, ζημιά πάντως δεν μου 'κανες. Αντίθετα, με γλύτωσες. Πάει καλά. Νομίζω, όμως, πως σε ξεπλήρωσ α και με το παραπάνω. Εδώ είναι Ελλάδα, δεν είναι η βάρβαρη πατρίδα σου. Εδώ οι άνθρωποι έχουν νόμους· δεν ισχύει το δίκαιο του δυνατού. Μέτρα, λοιπόν, τι λες και σκέψου πως εγώ σ' έφερα εδώ· εγώ έμαθα τους Έλληνες να λένε πως είναι τυχεροί, που ζει ανάμεσά τους η Μήδεια, η περίφημη, η σοφή. Αν σ' άφηνα σε κείνη την βάρβαρη γωνιά του κόσμου, θα ήσουν άγνωστη στους πάντες. Κι αυτό είναι πολύ. πάρα πολύ. Μόνο η δόξα μετράει στην ζωή. Τι να το κάνω αν έχω όλου του κόσμου το χρυσάφι στο σπίτι μου κρυμμένο; Τι να το κάνω αν μπορώ να τραγουδήσω χίλιες φορές καλύτερα απ' τον Ορφέα και κανείς δεν το γνωρίζει; Αυτά, για τις δοκιμασίες μου, αφού μπήκες στον κόπο να μου θυμίσεις τι υπέφερα. Όσο για τον γάμο, που μου καταμαρτυρείς, θα σου αποδείξω πως υπήρξε ενέργεια και σοφή και προνοητική και συμφέρουσα για σένα και τα παιδιά, ησύχασε, περίμενε ν' ακούσεις. Ήρθα εδώ απ' την Ιωλκό, σέρνοντας πίσω μου του κόσμου τα προβλήματα. Λοιπόν, υπάρχει πιο έξυπνη κίνηση για έναν φυγά, από τον γάμο με την κόρη του ίδιου του βασιλιά; Γι' αυτό πάψε να τρώγεσαι πως τάχα σε βαρέθηκα και με ξετρέλανε η μικρή πριγκίπισσα. Ούτε αποφάσισα να κάνω άθλημα την τεκνοποιία , έχω δυο παιδιά· μου φτάνουν. Την ελπίδα πως θα ζούσαμε χωρίς τον φόβο της ανάγκης πάνω απ' τα κεφάλια μας, είχα στον νου μου. Ο φτωχός δεν έχει φίλους. Ήθελα να δώσω στα παιδιά, που μου γέννησες εσύ, ανατροφή αντάξια των προγόνων μου· ήθελα να τους χαρίσω αδέλφια ισάξιά τους· να ενώσω το αίμα τους με το αίμα του βασιλιά και να ευτυχήσουμε όλοι. Εσύ δεν έχεις ανάγκη άλλα παιδιά. Όμως εγώ χρειάζομαι καινούργια, για να γίνουν βασιλόπουλα αυτά που έχω ήδη. Μήπως έκανα λάθος; Μήπως δεν σκέφτηκα σωστά; Κι εσύ η ίδια, αν δεν τρωγόσουν συνέχεια μ' αυτό το νέο κρεβ άτι μου, όπως λες, θα συμφωνούσες. Αλλά ποιος βγάζει άκρη με τις γυναίκες; Όσο το αρσενικό βόσκει ήσυχα-ήσυχα στο κρεβάτι τους, όλα είναι τέλεια. Λίγο ν' απομακρυνθεί, γίνονται λύκαινες να το κατασπαράξουν. Θα έπρεπε οι άντρες ν' αποκτούν παιδιά κάπως αλ λιώς, να μην υπάρχουν γυναίκες: θα ησύχαζε ο κόσμος. ΧΟΡΟΣ Είσαι καλός, πολύ καλός, στα λόγια, Ιάσων. Στις πράξεις, όμως... είμαι αναγκασμένη να σου πω πώς αδίκησες πολύ, πάρα πολύ, την γυναίκα σου. ΜΗΔΕΙΑ Καλός στα λόγια! Ε, λοιπόν, δεν θα μπορέσω ποτέ να καταλάβω πως σκέφτονται οι θνητοί. Εγώ νομίζω πως αυτός, που λέει σοφίες και πράττει αδικίες, πρέπει να τιμωρείται αμείλικτα. Γιατί αν μπορεί να ντύσει με λόγια όμορφα την κάθε αδικία, παίρνει θάρρος και νομίζει πως ο κόσμος είναι παιχνίδι του. Όχι πως, τελικά, έχει σταλιά μυαλό. Εσύ ανήκεις σ' αυτό το είδος. Άφησε, λοιπόν, τις σοφιστείες. Όλα όσα είπες ένα μόνο επιχείρημα, απλό και καθαρό, τα μηδενίζει: αν δεν ήσουν κάθαρμα θα μου έλεγες, πρώτα εμένα, πως σχεδιάζεις γάμο· θα ζητούσες την συγκατάθεσή μου. Η σιωπή δεν πάει με την αγάπη. ΙΑΣΩΝ Αν κρίνω απ' την χολή, που δεν μπορείς ή που δεν θες να συγκρατήσεις τώρα, ωραία συγκατάθεση θα μου έδινες! ΜΗΔΕΙΑ Δεν ήταν αυτό. Δεν ήθελες να λένε ότι ο ανδρισμός σου έφτανε μόνο μέχρι το κρεβάτι μιας βάρβαρης. ΙΑΣΩΝ Κατάλαβέ το: είχα γυναίκα, δεν ήθελα άλλη, κι ας ήταν κόρη βασιλιά. Σε σένα ήθελα να δώσω μιαν άνετη ζωή και στα παιδιά μου βασιλόπουλα αδέλφια, για να τα προστατεύουν. ΜΗΔΕΙΑ Είναι φτώχια απερίγραπτη η άνετη ζωή, όταν σου κλέβουν κάθε μέρα ό,τι έχεις φυλαγμένο στην καρδιά σου· και μαρτύριο αβάσταχτο τα πλούτη, όταν σε οδηγούν στην τρέλα. ΙΑΣΩΝ Αν είχες λίγο μυαλό, θα έπρεπε να ευχόσουν μια τέτοια άνετη φτώχια κι ένα τόσο πλούσιο μαρτύριο. ΜΗΔΕΙΑ Με χλευάζεις· αλλά εσύ έχεις σπίτι να γυρίσεις. Εγώ έχω μόνο τους δρόμους και την μοναξιά της εξορίας. ΙΑΣΩΝ Εσύ επέβαλες τέτοια ποινή στον εαυτό σου. ΜΗΔΕΙΑ Και πώς το έκανα αυτό; Μήπως βρήκα άλλον άντρα και σ' εγκατέλει ψα; ΙΑΣΩΝ Όχι· άρχισες να γαυγίζεις σαν λυσσασμένη σκύλα τον βασιλιά. ΜΗΔΕΙΑ Και μόνο αυτόν; Και σένα και την κόρη του μαζί. Κι αν μπορούσα, θα σας έκανα κομμάτια. ΙΑΣΩΝ Δεν θέλω άλλες κουβέντες. Μόνο κοίταξε αν χρειάζεστε, εσύ και τα παιδιά, κάτι για κει που πρόκειται να πάτε. Χρήματα έχω· ζήτα μου όσα θες Κι αναγνωριστικά για τους φίλους μου εκεί έξω: να σε περιποιηθούν. Άφησε τους θυμούς και λέγε. Δεν είναι ντροπή, ωριμότητα είναι, γυναίκα. ΜΗΔΕΙΑ Δεν θέλω ούτε των φίλων σου την συνδρομή ούτε τα χρήματά σου. Μην μπαίνεις στον κόπο. Άδωρο δώρο κι άχρηστο, το δώρο του εχθρού. ΙΑΣΩΝ Όπως νομίζεις. Εγώ πάντως, μάρτυρές μου οι θεοί, είχα κάθε διάθεση να κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου, για σένα και τα παιδιά. Εσύ αρνήθηκες· εσύ, αγύριστο κεφάλι, διώχνεις τους ανθρώπους, που θέλουν το καλό σου. ΜΗΔΕΙΑ Βιάζεσαι να φύγεις, ε; Να τρέξεις στην παρθένα σου; Εμπρός· τι περιμένεις; Πήγαινε, παντρέψου. Κάτι μου λέει πως μια μέρα , πρώτα ο θεός, θα θέλεις να ξεφύγεις απ' αυτόν τον γάμο και δεν θα μπορείς. ΧΟΡΟΣ Αν πέσει ο έρωτας σαν ζώο πεινασμένο πάνω στον άνθρωπο, δεν του αφήνει ούτε μυαλό ούτε καρδιά. Αν έρθει όμως σιγά, σιγά και ταπεινά, ο πόθος, δεν υπάρχει γλυκύτερος θεός. Ω, δέσποινα μου Αφροδίτη, μην αφήσεις να στρέψει επάνω μου τα βέλη του βαμμένα στου πάθους την παραφορά. Δώστε μου φρόνηση, θεοί, κατά το μέγα έλεός σας. Αφροδίτη μου εσύ απάλλαξέ με από το πάθος που πληγώνει και τα λόγια που ρίχνουν τρέλα στην πληγή της ξένης αγκαλιάς. Σεβάσου την γαλήνη των τίμιων κρεβατιών, στάσου στο πλάι των άξιων γυναικών. Σπίτι, πατρίδα μου, ποτέ να μην σας στερηθώ. Μονάχη να μην πορευτώ, ζωή αβάσταχτη να ζω και μάταια να θρηνώ. Καλύτερα ο θάνατος να έρθει, πριν να δει το φως της μέρας, η πικρή εκείνη μέρα. Η ζωή είναι μαρτύριο γι' αυτόν, που χάνει την πατρίδα του. Δεν άκουσα πως κάποτε, κάπου μια Μήδεια... Είδα εγώ, η ίδια, την φρικτή κατάντια σου: ούτε γη σου 'μεινε ούτε ελπίδα, φίλος κανείς να σε δεχθεί. Ανάθεμα σ' αυτόν που εγκαταλείπει με τόση ευκολία τους δικούς του. Τρελός ή άτιμος αυτός θα είναι πάντα εχθρός μου. ΑΙΓΕΑΣ Χαίρε, Μήδεια. Τι ωραία, ο πρώτος που συναντάς να είναι φίλος! ΜΗΔΕΙΑ Χαίρε κι εσύ, παιδί του άξιου Πανδίονα. Πώς κι απ' αυτά τα χώματα. ΑΙΓΕΑΣ Έρχομαι απ' το αρχαίο μαντείο του Φοίβου. ΜΗΔΕΙΑ Και τι γύρευες στο κέντρο της γης; ΑΙΓΕΑΣ Παιδιά· πώς ν' αποκτήσω απογόνους. ΜΗΔΕΙΑ Για όνομα του θεού! Άτεκνος είσαι; ΑΙΓΕΑΣ Άτεκνος. Κάποιος θεός με κατατρέχει. ΜΗΔΕΙΑ Δεν έχεις σύζυγο; ΑΙΓΕΑΣ Έχω. ΜΗΔΕΙΑ Και τι σου είπε ο Φοίβος; ΑΙΓΕΑΣ Λόγια που ξεπερνούν την ανθρώπινη σοφία. ΜΗΔΕΙΑ Δεν κάνει να τ' ακούσω; ΑΙΓΕΑΣ Μην ανοίξεις το πόδι του ασκού... ΜΗΔΕΙΑ ...πριν από τι και πότε; ΑΙΓΕΑΣ Πριν φτάσεις στην εστία σου. ΜΗΔΕΙΑ Λοιπόν; Και τι γυρεύεις σ' αυτά τα μέρη; ΑΙΓΕΑΣ Τον Πιτθέα, τον βασιλιά της Τροιζηνίας. ΜΗΔΕΙΑ Λένε πως είναι άνδρας θεόπνευστος, του Πέλοπα παιδί. ΑΙΓΕΑΣ Θέλω ν' ακούσει τον χρησμό. ΜΗΔΕΙΑ Ξέρει απ' αυτά. Είναι σοφός. ΑΙΓΕΑΣ Και σύμμαχος μου αγαπητός. ΜΗΔΕΙΑ Σου εύχομαι να βρεις ό,τι ποθείς. ΑΙΓΕΑΣ Μα, τι συμβαίνει; Κλαις; ΜΗΔΕΙΑ Ο Ιάσονας, Αιγέα· μου έτυχε ο χειρότερος άντρας του κόσμου. ΑΙΓΕΑΣ Δηλαδή; ΜΗΔΕΙΑ Με αδίκησε, χωρίς να τον πειράξω. ΑΙΓΕΑΣ Πώς, δηλαδή· εξήγησέ μου. ΜΗΔΕΙΑ Έβαλε πάνω από μένα άλλη γυναίκα. ΑΙΓΕΑΣ Τόλμησε τέτοια ατιμία; ΜΗΔΕΙΑ Ναι· και με άφησε, με πέταξε... ΑΙΓΕΑΣ Ερωτεύτηκε ή βαρέθηκε εσένα; ΜΗΔΕΙΑ Ερωτεύτηκε τρελά. Είναι στο αίμα του η ατιμία. ΑΙΓΕΑΣ Ας πάει στο καλό, λοιπόν. Δεν σου αξίζει τέτοιος άντρας. ΜΗΔΕΙΑ Ο έρωτάς του μυρίζει εξουσία... ΑΙΓΕΑΣ Και ποιος του εμπιστεύτηκε την κόρη του; Συνέχισε, ακούω. ΜΗΔΕΙΑ Ο Κρέων, ο βασιλιάς της Κορινθίας. ΑΙΓΕΑΣ Καταλαβαίνω. Έχεις δίκιο να λυπάσαι. ΜΗΔΕΙΑ Να λυπάμαι! Είμαι νεκρή, Αιγέα! Με διώχνουν, μ' εξορίζουν. ΑΙΓΕΑΣ Άλλο πάλι κι αυτό! Ποιος σ' εξορίζει; ΜΗΔΕΙΑ Ο Κρέων· με διώχνει από την Κορινθία. ΑΙΓΕΑΣ Κι ο Ιάσων; Το εγκρίνει; ΜΗΔΕΙΑ Λέει πως όχι, αλλά δεν κάνει τίποτα. Προσπέφτω, προσκυνώ την σεβαστή μορφή σου, Αιγέα· λυπήσου με· λυπήσου με την δύστυχη· μην μ' αφήσεις στον γκρεμό μου· κράτησέ με· δέξου με στο σπίτι σου, στον τόπο σου. Να δώσουν ν' αποκτήσεις απογόνους οι θεοί και να τελειώσεις την ζωή σου, χορτασμένος από ζωή. Να, δες, άνο ιξε κιόλας η τύχη σου: με βρήκες πάνω, που με χρειάζεσαι. Εγώ μπορώ να σου δώσω παιδιά. Ξέρω το φάρμακο. ΑΙΓΕΑΣ Πάει καλά. Φαίνεται πως έχω αρκετούς λόγους να σε συντρέξω. Μετά χαράς, λοιπόν. Πρώτα για τους θεούς κι έπειτα για τα παιδιά, που μου υπόσχεσαι, αυτό μου τρώει την ζωή. Άκουσε πώς θα γίνει. Θα έρθεις με δική σου πρωτοβουλία στην χώρα μου· εκεί έχω δικαίωμα να σου προσφέρω προστασία. Αυτό σ' το λέω εκτων προτέρων: δεν μπορώ να σε πάρω μαζί μου. Αποδώ πρέπει να φύγεις μόνη και να ζητήσεις άσυλο στο σπίτι μου. Μετά, θα είσαι απόλυτα ασφαλής: δεν έχω υποχρέωση σε δώσω σε κανέναν. Μόνη, όμως θα φύγεις αποδώ, στο ξαναλέω. Δεν θέλω να δώσω δικαιώματα στους ξένους. ΜΗΔΕΙΑ Εντάξει· θα το κάνω. Όμως θα ήμουν πιο ήσυχη, αν μπορούσες μου ορκιστείς. ΑΙΓΕΑΣ Δεν με πιστεύεις; Τι περνάει από τον νου σου; ΜΗΔΕΙΑ Σε πιστεύω. Αλλά, οι άνθρωποι του Πελία και ο Κρέων είναι ορκισμένοι εχθροί μου. Αν ορκιστείς μπρος στους θεούς, θα έχεις κάθε λόγο να μην με παραδώσεις, όταν έρθουν να με πάρουν. Μόνο οι υποσχέσεις σου σε μένα δεν θα είναι επιχείρημα ισχυρό στις διαπραγματεύσεις. Είμαι ένα τίποτα και είναι βασιλιάδες. ΑΙΓΕΑΣ Προνοείς κι αυτό μου αρέσει. Συμφωνώ. Έτσι θα είμαστε κι οι δυο εξασφαλισμένοι απέναντι στις απαιτήσεις των εχθρών σου. Πες μου σε ποιους θεούς να ορκιστώ. ΜΗΔΕΙΑ Στη μάνα Γη και στον λαμπρό πατέρα του πατέρα μου, τον Ήλιο· και σ' όλους τους θεούς. ΑΙΓΕΑΣ Να κάνω ή να μην κάνω τι; ΜΗΔΕΙΑ Να μην με διώξεις από το σπίτι σου ούτε να με παραδώσεις στους εχθρούς μου, όσο ζεις. ΑΙΓΕΑΣ Ορκίζομαι στη Γη και στο αγνό φως του Ήλιου· και σ' όλους τους θεούς. ΜΗΔΕΙΑ Αρκεί· και τι να πάθεις, αν παραβείς τον όρκο του; ΑΙΓΕΑΣ Ό,τι παθαίνουν οι ασεβείς θνητοί. ΜΗΔΕΙΑ Όλα καλά. Πήγαινε τώρα στο καλό· κι εγώ θα έρθω στον τόπο σου, αμέσως μόλις τελειώσω όσα σκέφτομαι και γίνουν όσα ελπίζω. ΧΟΡΟΣ Είθε ο γιος της Μαίας, ο προστάτης των οδοιπόρων να σε φέρει με το καλό στο σπίτι σου κι ό,τι ποθείς να γίνει· γιατί 'σαι μεγαλόψ υχος άνδρας, Αιγέα. ΜΗΔΕΙΑ Δίκη του Δία και Δία και φως του Ήλιου! Θα νικήσουμε, φίλες· άνοιξε ο δρόμος και προχωράμε. Τώρα μπορώ να ελπίζω πως θα δικαιωθώ. Αυτός ο άνδρας έπεσε πάνω στο πρόβλημά μου την κατάλληλη στιγμή. Είναι λιμάνι πραγματικό. Εκεί θα δέσω, όταν φτάσω στο παλάτι της Παλλάδας. Θα σου πω το σχέδιό μου, αν και ξέρω πως δεν θα χαρείς, όταν το ακούσεις. Θα στείλω στον Ιάσονα έναν δούλο να του πει πως θέλω να τον δω· πως τον παρακαλώ να έρθει. Κι όταν έρθει, εγώ θα είμαι ήρεμη. Θα του πω πως συμφωνώ μαζί του, πως έπρεπε να κάνει αυτόν τον γάμο με την κόρη του βασιλιά και να μ' εγκαταλείψει, γιατί έτσι θα εξασφαλιζόμαστε όλοι. Αφού όμως, όπως ήρθαν τα πράγματα, είναι πολύ αργά για μέ να, τουλάχιστον ας μείνουν μαζί του τα παιδιά. Όχι, βέβαια, επειδή, προτίθεμαι να τα εγκαταλείψω στο έλεος των εχθρών μου, αλλά γιατί έχω σχέδιο να σκοτώσω την πριγκίπισσα. Θα της στείλω τα παιδιά με δώρα που θα φωνάζουν: Μην μας διώχνεις! Πέπλο αραχνοκέντητο κι ολόχρυσο στεφάνι. Όταν τα δει έτσι όμορφα που θα 'ναι και τα πάρει και τα φορέσει, θα 'χει θάνατο φρικτό, κι αυτή και όποιος την αγγίξει, αφού θα είναι ποτισμένα με το χειρότερο φαρμάκι απ' τα φαρμάκια μου. Όμως αυτό δεν με απασχολεί. Πείτε π ως έγινε κιόλας. Το μετά είναι το πρόβλημα. Θα σκοτώσω τα παιδιά μου, κανείς δεν πρόκειται να μου τα πάρει. Θα γκρεμίσω συθέμελα το σπίτι του Ιάσονα. Και ύστερα θα φύγω όσο πιο μακριά μπορώ απ' αυτόν τον τόπο, που έκανα ό,τι πιο μιαρό μπορεί να κάνει άνθρωπος: να σκοτώσει τ' αγαπημένα του παιδιά. Δεν αντέχεται το γέλιο του εχθρού, φίλες μου. Στα τσακίδια όλα! Γιατί να ζω; Τι περιμένω, δίχως πατρίδα, δίχως σπίτι, δίχως καν την ελπίδα πως μπορώ να συνεχίσω; Έκανα μεγάλο λάθος ν' αφήσω το σπίτι μου, πιστεύοντας τα λόγια ενός Έλληνα. Κι αυτό, με την βοήθεια των θεών, θα το πληρώσει. Ούτε τα παιδιά που του γέννησα εγώ θα ζήσουν να τα χαρεί ούτε η καινούργια του γυναίκα θα του γεννήσει άλλα, αφού θα την σκοτώσει το φαρμάκι μου. Όχι, δεν είμαι καμιά αδύναμη, ασήμαντη, γυναίκα, που σκύβει το κεφάλι. Πρέπει να μάθουν όλοι πως όσο τρυφερή είμαι με τους ανθρώπους που αγαπώ και μ' αγαπούν, τόσο στυγνή, αδίστακτη είμαι με τους εχθρούς μου. Μόνον έτσι μπορεί να επιβιώσει η τιμή, στον κόσμο των άτιμων θνητών. ΧΟΡΟΣ Αφού μοιράστηκες τις σκέψεις σου μαζί μας· κι αφού σκοπός μου είναι: και να σε βοηθήσω και τους νόμους των θνητών να προστατεύσω, σε αποτρέπω: δεν είναι πράγματα αυτά. ΜΗΔΕΙΑ Δεν γίνεται αλλιώς. Εσύ έχεις την άνεση να σκέφτεσαι και μένα και τους νόμους. Εγώ μόνο υποφέρω, απλά υποφέρω. ΧΟΡΟΣ Μα, θα τολμήσεις να σκοτώσεις τα παιδιά σου; ΜΗΔΕΙΑ Μόνον έτσι θα ξεσκίσω την καρδιά του άντρα μου. ΧΟΡΟΣ Και μόνον έτσι θα γίνεις η χειρότερη γυναίκα του κόσμου. ΜΗΔΕΙΑ Στα τσακίδια τι θα γίνω. Στα τσακίδια οι κουβέντες. Εσύ, πήγαινε φέρε τον Ιάσονα. Σου έχω , πάντα σου είχα, εμπιστοσύνη. Και ούτε λέξη, για όσα είπα, σαν πιστός υπηρέτης και γυναίκα. ΧΟΡΟΣ Από τ' αρχαία χρόνια, οι Ερεχθείδες, παιδιά μακάρια μακάριων θεών, με της σοφίας τρέφονται την αμβροσία, σε γη ελεύθερη, αδάμαστη, ιερή. Και προχωρούν ντυμένοι φως, στων ουρανών την τρυφερή αιθρία, εκεί που λέει ο λαός πως έδωσε ζωή η υπέρτατη Αρμονία στις εννέα Πιερίδες. Κι η Αφροδίτη, με τα γάργαρα νερά του Κηφισού δροσίζει τον τόπο και γλυκές πνοές ανέμων ήμερων σκορπίζει. Πλέκει στεφάνια με ρόδα ευωδιαστά και στολίζει τα ωραία της μαλλιά. Και της Σοφίας τους συνοδούς τους έρωτες στέλνει αποκεί να φέρουνε στον κόσμο κάθε αρετή. Μα, πώς θα σε δεχθεί μια γη θεών και ιερών νερών και πολιτών ενάρετων, αν μολυνθείς με το αίμα των παιδιών σου; Μήδεια, πρέπει να σκεφτείς τι πας να κάνεις. Την καρδιά σου, τα σπλάχνα σου; Γιατί, γιατί; Σ' εκλιπαρώ, σ' εκλιπαρεί όλο το γένος των θνητών: μην σκοτώσεις τα παιδιά σου. Πώς θ' αντέξει η καρδιά σου; Πού θα βρεις την δύναμη ν' απλώσεις χέρια φονιά στα σπλάχνα σου, να ξεριζώσεις την ζωή απ' την ζωή σου; Πώς θ' αντέξει τόση οδύνη, τόση φρίκη, τόσο αίμα, το μυαλό σου; Πώς θ' αντικρίσεις τα παιδιά σου σπαραγμένα από σένα, με το μάτι του αδίστακτου φονιά; Όταν τα δεις γονατισμένα μπροστά σου να παρακαλούν την μητερούλα να τα σώσει από την μάνα, δεν θα τολμήσει η τρέλα σου ν' απλώσει τα χέρια της απάνω τους. ΙΑΣΩΝ Με ζήτησες κι έτρεξα αμέσως. Βλέπεις εσύ μπορεί να με μισείς, όμως εγώ έχω κάθε καλή διάθεση απέναντί σου. Πες μου τι θέλεις. ΜΗΔΕΙΑ Μια συγνώμη, για όσα σου είπα προηγουμένως, Ιάσων. Κάνε μου την χάρη και δείξε κατανόηση. Είναι λογικό να θυμώνω, μετά από τόση ευτυχία που ζήσαμε οι δυο μας. Κάθισα, ό μως, και σκέφτηκα κι έβαλα κάτω τον εαυτό μου: "Άθλια γυναίκα", είπα, "τι θέλεις κι αστράφτεις και βροντάς κι ορμάς, σαν το θηρίο, σ' αυτούς που σκέφτονται σωστά; Κήρυξες πόλεμο στον βασιλιά του τόπου και στον άντρα, που παντρεύεται πριγκίπισσα, γιατί θέλει το καλό της οικογένειάς του: να χαρίσει βασιλόπουλα αδέλφια στα παιδιά του. Τι έπαθες; Δεν βλέπεις πως οι θεοί τα έφεραν όλα καλά. Δεν σκέφτεσαι καθόλου τα παιδιά σου; Ορίστε το αποτέλεσμα της άθλιας μανίας σου: να τριγυρνάτε δίχ ως φίλους στον κόσμο, σαν ζητιάνοι". Έτσι είπα κι ένοιωσα ανόητη κι ανόητα θυμωμένη. Τώρα ξέρω πως είσαι λογικός κι είμαι παράλογη· πως είχες δίκιο να θέλεις να προσφέρεις σε μας τέτοια συγγένεια· πως έπρεπε απ' την αρχή να σε στηρίξω, να στρώσω το καινούργιο σου κρεβάτι, να φροντίσω να μην λείψει τίποτα απ' την καινούργια σου γυναίκα Μα τι τα θες· όλα τα θηλυκά είμαστε... δεν θα πω: εντελώς στραβά πλασμένα, πάντως θηλυκά. Μην δίνεις σημασία σ' αυτά που λέω και κάνω. Μην γίνεσαι κι εσύ ανόητος, προσπαθώντας να προβάλεις αστεία επιχειρήματα στις αστειότητές μου. Εγώ τα παρατάω. Ήμουν παράλογη, τ' ομολογώ· μα τώρα βλέπω καθαρά ποιο είναι το σωστό. Παιδιά· πού είστε; Βγείτε από το σπίτι. Είναι ο πατέρας σας εδώ. Ελάτε να τον φιλήσετε, να του μιλή σετε· δεν είναι πια κακός, είναι καλός: σας αγαπάει κι αγαπάει την μαμά. Πάνε τα κλάματα και οι φωνές· κάναμε ειρήνη. Να· πιάστε του το χέρι, αχ, δεν μπορώ να σας βλέπω, έτσι αθώα, σαν πουλάκια, και να ξέρω πως σήμερα-αύριο... Για πόσο ακόμα θ' απλώνετε τα τρυφερά χεράκια σας, παιδιά μου; Τι δυστυχία· τι πόνος! Φοβάμαι, αγοράκια μου, τρέμω... Με τον πατέρα σας όλα καλά· αλλά... όχι, δεν είναι δάκρυα αυτά· είναι η δροσιά στα μάγουλά μου. ΧΟΡΟΣ Αυτή η δροσιά κυλάει και στα δικά μου μάγουλα: πικρή, κατάπικρη δροσιά και τρέμω να μην γίνει φαρμάκι, συμφορά. ΙΑΣΩΝ Και γι' αυτά σε συγχαίρω, γυναίκα, και για τ' άλλα δεν σε ψέγω. Είναι στην φύση του θηλυκού να οργίζεται, όταν το αρσενικό του έχει κρυφές δοσοληψίες με άλλο θηλυκό. Εν πάση περιπτώσε ι, έστω και τώρα, είδες το σωστό. Έτσι πρέπει να κάνει κάθε σοβαρή γυναίκα. Όσο για σας, παιδιά μου, ο πατέρας αγρυπνά, με την βοήθεια των θεών. Κάτι μου λέει πως μια μέρα, θα γίνετε σπουδαίοι στην Κορινθία, δίπλα στ' αδέλφια, που θα σας χαρίσω. Μεγαλώστε με το καλό εσείς και τ' άλλα τ' αναλαμβάνει ο πατέρας κι όποιος θεός σταθεί βοηθός του. Εύχομαι να σας δω λεβέντες όμορφους και δυνατούς: να τρέμει μπροστά σας όποιος θέλει το κακό μου. Εσύ τι κάνεις εκεί πέρα· κλαις; Για γύρισε να δω τ' όμορφο πρόσωπό σου. Ναι· κλαις! Κι έχασες το χρώμα σου. Γιατί; Είπα τίποτα κακό; ΜΗΔΕΙΑ Όλα καλά τα είπες. Σκέφτομαι τα παιδιά. ΙΑΣΩΝ Και κλαις, δυστυχισμένη; Τι θα πάθουν τα παιδιά; ΜΗΔΕΙΑ Σπλάχνα μου είναι! Κι όταν ευχήθηκες να γίνουν λεβέντες, σκέφτηκα αν θα προλάβουν. ΙΑΣΩΝ Μην φοβάσαι. Θα φροντίσω να προλάβουν. ΜΗΔΕΙΑ Αφού το λες εσύ, δεν φοβάμαι. Μην μου δίνεις σημασία. Τα έχουμε εύκολα τα δάκρυα οι γυναίκες. Να, σταμάτησα. Όμως, ας πάμε παρακάτω. Θέλω να σου θυμίσω, δηλαδή να σου υπενθυμίσω, κάτι ακόμα. Εντάξει με μένα: ο βασιλιάς θεώρησε καλό να με απομακρύνει· κι αυτό, νομίζω, πως είναι το καλύτερο για μένα. Γιατί να μπλέκομαι συνέχεια στα πόδια σου; Εξάλλου, ξέρω πως το παλάτι με θεωρεί εχθρό. Θα φύγω, ήσυχα αποδώ. Όμως τ' αγόρια πρέπει να έχουν τον πατέρα τους κοντά. Ζήτα απ' τον Κρέοντα να μην τα διώξει. ΙΑΣΩΝ Δεν ξέρω αν θα τον πείσω. Θα προσπαθήσω όμως. ΜΗΔΕΙΑ Ε, τότε μίλα στην γυναίκα σου. Αυτή μπορεί να πείσει τον πατέρα της. ΙΑΣΩΝ Σωστά. Και νομίζω πως μπορώ να την πείσω εύκολα, αν σκέφτεται όπως όλες οι γυναίκες. ΜΗΔΕΙΑ Θα σε βοηθήσω κι εγώ. Θα της στείλω τα παιδιά με τα ομορφότερα δώρα, που υπάρχουν στον κόσμο ετούτη την στιγμή: πέπλο αραχνοκέντητο κι ολόχρυσο στεφάνι. Γρήγορα· να τα φέρουν εδώ οι υπηρέτες. Τυχερή γυναίκα! Όλα τα καλά, δικά της. Και τον καλύτερο άνδρα στο πλευρό της και στολισμένη, όπως καμιά, γιατί ετούτα τα δώρα έφτασαν στα χέρια μου απ' τον Ήλιο, τον πατέρα του πατέρα μου. Ελάτε παιδιά μου· πάρτε ετούτα τα προικιά, να τα δώσετε στην νύφη, στην καλή πριγκίπισσά μας. Της αξίζουν και με το παραπάνω. Θα το καταλάβει αμέσως μόλις τα φορέσει. ΙΑΣΩΝ Τι κάνεις τώρα; Μοιράζεις τα πράγματά σου, λες κι έχεις τα πολλά; Γεμάτο είναι το παλάτι με πέπλους και χρυσάφι. Κράτησέ τα. Αν η γυναίκα μου πειστεί, θα είναι επειδή εκτιμά τον λόγο μου και όχι τα π ολύτιμα στολίδια. ΜΗΔΕΙΑ Εσύ να κάνεις την δουλειά σου. Τα δώρα πείθουν και θεούς, λέει μια παροιμία. Για τους θνητούς ένα κομμάτι χρυσάφι αξίζει χίλιες λέξεις. Τώρα αυτή λάμπει σαν τ' άστρο της αυγής: νέα, όμορφη, πριγκίπισσα, γεμάτη απαιτήσεις απ' την ζωή, που ανοίγεται μπροστά της. Κι εγώ, όχι χρυσάφι, την ίδια την ζωή μου, θα έδινα για να μην δω να παίρνουν τα παιδιά μου τους δρόμους. Άντε, αγόρια μου· γρήγορα στο παλάτι μας, στην νέα γυναίκα του πατέρα, στην κυρά κι αφέντρα μου. "Πάρε αυτά τα όμορφα δώρα", πείτε της, "και σε παρακαλούμε, μην μας διώξεις από την χώρα σου". Σ' αυτήν την ίδια να τα δώσετε, στα χέρια της. Εμπρός! Κι ύστερα ελάτε να πείτε στην μανούλα σας τα νέα, που λαχταράει ν' ακούσει. ΧΟΡΟΣ Χάθηκαν τα παιδιά! Πάνε στον θάνατό τους. Δεν έχω ελπίδα πια καμιά για την ζωή τους. Χάθηκε η νύφη, η δύστυχη. Σε λίγο με τα ίδια της τα χέρια θα νεκροστολιστεί. Χρυσό στεφάνι του Άδη θα βάλει στα ωραία της μαλλιά· τον πέπλο τον μαγευτικό, τον θεϊκό τον πέπλο θα φορέσει στην χαρά της να καμαρώνει: νύφη νεκρή μες στους νεκρούς. Χάθηκε ο άτυχος γαμπρός. Το φωτεινό του μέλλον, το μέλλον το βασιλικό, θα γίνει άδικη σφαγή και δεν το ξέρει. Δεν ξέρει πως θα χάσει, μες σε μια μέρα σκοτεινή, γυναίκα και παιδιά. Χάθηκες, Μήδεια, κι εσύ: θύμα των σκοτεινών ερωτικών παραδαρμών σου και θύτης αποτρόπαιος των ίδιων των παιδιών σου. Γιατί; Για ένα αρσενικό, που σ' εγκατέλειψε. Γι' αυτό; ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ Σώθηκαν τα παιδιά σου, αρχόντισσά μου. Δεν θα τα εξορίσουν. Δέχτηκε μετά χαράς τα δώρα η πριγκίπισσα. Δεν κινδυνεύουν πια τ' αγόρια απ' το παλάτι. Τι έπαθες, δεν χαίρεσαι; ΜΗΔΕΙΑ Ανάθεμά με! ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ Αυτό δεν το περίμενα. ΜΗΔΕΙΑ Και τρις ανάθεμά με! ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ Μήπως σου έφερα καμιά δυσάρεστη είδηση και δεν το ξέρω; ΜΗΔΕΙΑ Εσύ μου έφερες αυτό που έπρεπε να μου φέρεις. ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ Τότε γιατί βούρκωσες; ΜΗΔΕΙΑ Δεν μπορώ να κρατηθώ, γέρο μου. Οι θεοί κι εγώ, η τρελή, φέραμε τα πράγματα ως εδώ. ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ Υπομονή! Θα μεγαλώσουν τα παιδιά και θα στείλουν να σε φέρουν στο παλάτι. ΜΗΔΕΙΑ Στο μεταξύ, εγώ η τρελή, θα έχω στείλει άλλους, σ' άλλο παλάτι. ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ Δεν είσαι η μόνη που αναγκάζεσαι ν' αφήσεις τα παιδιά σου. Άνθρωποι είμαστε· αν ήταν να μας τσακίζει η κάθε συμφορά θα είχε μείνει από καιρό άδειος ο κόσμος. Μην δίνεις σημασία. ΜΗΔΕΙΑ Αυτό θα κάνω. Άντε τώρα· πήγαινε μέσα να ετοιμάσεις τα καθημερινά, για τα παιδιά. Παιδιά μου, αγόρια μου, εσείς έχετε τώρα χώρα, σπίτι παντοτινό. Εγώ θα τριγυρνώ εξόριστη στον κόσμο αυτόν τον τρομερό. Δεν θα σας δω, λεβέντες μου, λεβέντες· δεν θα δω την ευτυχία στο βλέμμα σας· τους γάμους σας δεν θα χαρώ· δεν θα καλωσορίσω τις νύφες σας στην πόρτα του σπιτιού, δεν θα στολίσω τις κάμαρές σας· τον πυρσό της μάνας, της αρχόντισσας, δεν θα κρατήσω. Ανάθεμα την ξεροκεφαλιά μου! Άδικα σας ανάθρεψα, παιδιά μου. Άδικα πήγαν οι κόποι κι οι αγωνίες μου· οι πόνοι, οι αβάσταχτοι, να σας γεννήσω. Έλεγα: ετούτα τα παιδιά θα 'ναι η παρηγοριά σου, όταν γεράσεις· στην φωλιά, που θα σου χτίσ ουν θα κουρνιάσεις, όταν βαρύνουν τα φτερά σου. Κι όταν σωθούν οι μέρες σου, αυτά θα σε στολίσουν, για τελευταία φορά και θα κρατήσουν ζωντανή την μνήμη σου. Αυτό δεν λαχταρά ένας θνητός μετά από μια θνητή κι αχάριστη ζωή; Κι ύστερα έδωσα μια και σκόρπισα, η τρελή, τα όνειρά μου. Τώρα θα σέρνω άσκοπα, βαριά, τυφλά τα βήματά μου. Κι εσείς δεν θα 'στε εκεί, για να με δείτε, να μ' αγκαλιάσετε, να βρω γλυκιά παρηγοριά. Άλλη ζωή θα ζείτε. Ω, δυστυχία μου! Πώς με κοιτάτε, μ' αυτά τα μάτια τα γλυκά; Πώς μου χαμογελάτε, για τελευταία φορά. Δεν το αντέχω. Πείτε μου, γυναίκες, τι να κάνω; Δεν το μπορεί η καρδιά μου. Δείτε πώς με κοιτάζουν; Ε, όχι! Στα τσακίδια κι εγώ κι οι αποφάσεις μου. Θα τα πάρω και θα φύγουμε αποδώ. Γιατί θα πρέπει να πληρώσω το αίσχος του πατέρα τους διπλά; Στα τσακίδια! Στα τσακίδια! Δεν θα χάσω τα παιδιά μου, επειδή... Τι σου συμβαίνει, Μήδεια; Θ' αφήσεις τους εχθρούς σου να γελούν μαζί σου, επειδή λυπάσαι τα παιδιά σου; Από πότε αφήνεις το έλεος να κάνει ό,τι θέλει την καρδιά σου; Εκδίκηση! Εκδίκηση! Αυτό χρειάζεσαι. Άντε παιδιά, πηγαίνετε στο σπίτι· κι όποιος νομίζει πως δεν ξέρω τι κάνω, στα τσακίδια. Το δικό μου χέρι δεν έτρεμε στα δύσκολα ποτέ. Ανάθεμά σε, καρδιά μου, από πέτρα είσαι φτιαγμένη; Τι σου φταίνε τα παιδιά; Παρ 'τα και φύγε. Εκεί θα σου χαρίσουν όσην ευτυχία στερήθηκες. Θεοί και δαίμονες του Άδη, σταθείτε δίπλα μου. Δεν πρέπει να τ' αφήσω στα χέρια των εχθρών μου. Θα τα διαπομπεύσουν πριν τα σκοτώσουν. Όχι· εγώ τους έδωσα ζωή, εγώ θα τους την πάρω. Στην αγκαλιά της μάνας θα ξεψυχήσουν, σαν πουλιά, που δεν τα μόλυνε ποτέ ανθρώπινη βρομιά. Τώρα η πριγκίπισσά μας θα είναι ένα βρομερό ψοφίμι μες στον πέπλο. Τα παιδιά· να χαιρετήσω τα παιδιά, για το ταξίδι. Ελάτε· δώστε μου τα χέρια σας να τα φιλήσω. Αχ, χεράκια μου· μαλλάκια, προσωπάκια αρχοντικά, είθε να βρείτε εκεί την ξεγνοιασιά, που σας στέρησε ο πατέρας σας εδώ. Αχ, χεράκια μου, αγκαλιάστε με σφιχτά· πονέστε με, πονέστε με γλυκά, χείλη απαλά κι ανάσες μυρωμένες. Εμπρός, εμπρός, στο σπίτι. Δεν μπορώ πια να σας βλέπω: το κακό μ' αρπάζει απ' την καρδιά και με κατασπαράζει. Ξέρω πως είναι τρομερό αυτό που πάω να κάνω. Μα το θηρίο, μέσα μου, δεν σκέφτεται, ουρλιάζει και χάνω το μυαλό μου. Όχι· δεν είμαι άνθρωπος. Ποιος άνθρωπος θα έκανε ποτέ τόσο κακό; ΧΟΡΟΣ Δεν πρέπει, λένε, να σκέφτεται πολύ το θηλυκό. Δεν είναι φτιαγμένο για ν' αντέχει το βάρος των λεπτών συλλογισμών. Ωστόσο εγώ καμιά φορά κάθομαι, ξεφλουδίζω προσεκτικά τις σκέψεις μου και καταλήγω πως έχουμε μέσα μας κι εμείς λίγη φιλοσοφία. Όχι όλες, ασφαλώς. Λίγες. Οι περισσότερες παίρνουν τα πράγματα όπως έρθουν. Το σκέφτηκα, λοιπόν, καλά και λέω πως είναι ευτυχής, όποιος δεν γέννησε κι ανάθρεψε παιδιά. Αν δεν γεννήσεις, δεν ξέρεις καν τι έχασες· απλά απολαμβάνεις το κέρδος σου. Ενώ αν ευλογήσει η τύχη το σπίτι σου με το γλυκό δώρο των απογόνων, αρχίζει το μαρτύριο, το καθημερινό. Τα μεγαλώνεις όπως πρέπει; Θα τους αφήσεις αρκετή περιουσία. Θα βγουν καλά παιδιά; Κι ας πούμε πως μεγαλώνουν μια χαρά και γίνονται παράδειγμα αρετής και τους αφήνεις σεβαστή περιουσία, θα την χαρούν; Ή θα ριχτεί απάνω τους ο Χάρος ξαφνικά και θα βρεθούν στον Άδη; Τι κάνουν εκεί πάνω οι θεοί; Γιατί θα πρέπει να πληρώνουμε το δώρο των παιδιών με τόσους τρόμους; ΜΗΔΕΙΑ Αργούν, πολύ αργούν, φίλες μου. Τι κάνουν τόσην ώρα; Θα με φάει η αγωνία. Πάψτε, να· βλέπω έναν άνθρωπο του Ιάσονα, και τρέχει σαν να κυνηγάει την ανάσα του, μην πει το νέο πριν της ώρας του. Δεν είναι για καλό αυτή η ταραχή. ΑΓΓΕΛΟΣ Φύγε, Μήδεια, χάσου. Πέρνα στεριές και θάλασσες όσο πιο μακριά μπορείς. ΜΗΔΕΙΑ Γιατί; Με κυνηγάει κανείς; ΑΓΓΕΛΟΣ Το φαρμάκι σου· ξεκλήρισες τον θρόνο· έσβησε η πριγκίπισσα, ξεψύχησε ο Κρέων. ΜΗΔΕΙΑ Επιτέλους! Αυτό δεν είναι νέο, είναι αγαθοεργία, φίλε μου κι ευεργέτη μου! ΑΓΓΕΛΟΣ Τρελάθηκες, γυναίκα; Εγώ σου λέω πως ξεκλήρισες τον θρόνο κι εσύ πανηγυρίζεις, αντί να ψάχνεις μέρος να κρυφτείς; ΜΗΔΕΙΑ Μην βιάζεσαι, καλέ μου. Έχω κι εγώ τους λόγους μου. Θα σου εξηγήσω· όμως πρώτα πες μου πώς πέθαναν. Υπέφεραν πολύ; Ψόφησαν σαν τα σκυλιά; Μιλά, λοιπόν! Κάνε με ευτυχισμένη! ΑΓΓΕΛΟΣ Όταν ήρθαν τα παιδιά σου με τον πατέρα τους και μπήκαν στον γυναικωνίτη, εμείς πετάξαμε απ' την χαρά μας· γιατί, καταλαβαίνεις, είχαμε στενοχωρηθεί πολύ με την υπόθεσή σου. Βούιξε όλο το παλάτι πως τα βρήκατε επιτέλους με τον άντρα σου· και πέσαμε απάνω στα παιδιά κι άλλος τα φίλαγε κι άλλος τα χάιδευε. Εγώ, να φανταστείς, ξεχάστηκα και μπήκα στον γυναικωνίτη. Όσο για την κυρά, που μας κουβάλησαν στην θέση σου, είχε μάτια μόνο για τον Ιάσονα. Ύστερα, όμως, είδε τα παιδιά και χλόμιασε και θύμωσε και γύρισε αλλού, σαν να τα σιχαινόταν. Ο άντρας σου πήγε κοντά, για να την καλοπιάσει. "Μην είσαι τόσο εχθρική μ' αυτούς που αγαπώ", της είπε. "Γύρισε και κοίτα τα παιδιά μου και γέλασέ τους λίγο· είναι παιδιά του άντρα που αγαπάς. Δέξου τα δώρα που σου φέρνουν και πέσε στου πατέρα σου τα πόδια να μην τα εξ ορίσει. Σαν χάρη σ' το ζητώ". Γύρισε εκείνη κι έπεσε το βλέμμα της στα δώρα και θαμπώθηκε απ' την λάμψη τους και είπε πως θα φροντίσει οπωσδήποτε για τα παιδιά. Και πριν καλά-καλά προλάβουν να της αδειάσουν την γωνιά, φορούσε τον πέπλο τον υπέροχο και το χρυσό στεφάνι. Πήγε και κάθισε μπρος στον καθρέφτη και βάλθηκε να φτιάχνει τα ωραία της μαλλιά, χαμογελώντας στο άψυχο είδωλό της. Ύστερα σηκώθηκε κι άρχισε να βαδίζει πάνω-κάτω στο δωμάτι ο, με καμάρι. Κι έριχνε γρήγορες ματιές μπρος-πίσω να δει αν έστρωνε καλά στο σώμα της ο πέπλος. Και ξαφνικά, χίμηξε απάνω της η φρίκη. Άλλο ν' ακούς κι άλλο να βλέπεις. Χλόμιασε και άρχισε να τρέμει· ίσα που πρόλαβε να κάτσει μην σωριαστεί στο πάτωμα. Και μια γριά υπηρέτρια, νόμισε πως την έπιασε του Πάνα ή κάποιου άλλου θεού ο πανικός κι άρχισε να λέει όλα τα ξόρκια που ήξερε. Κι όταν την είδε ν' ασπρίζει σαν να έφυγε όλο το αίμα ξαφνικά απ' το κορμί της, να γυρίζουν τα μάτια της, να στάζουν αφρ οί από το στόμα της. παράτησε τα ξόρκια κι άρχιζε να ουρλιάζει. Την ακούν οι υπηρέτες και αρχίζουν να τρέχουν, άλλος για τον Κρέοντα και άλλος για τον Ιάσονα. Βουίζει το παλάτι ολόκληρο. Κι η δύστυχη πριγκίπισσα, χαμένη στο άναυδο σκοτάδι των ματιών της, προσπαθεί να σηκωθεί, αγκομαχάει, γυρεύει να πιαστεί από την ίδια της την φρίκη, να ξεφύγει από τα νύχια και τα δόντια των θηρίων, που είχαν χιμήξει απάνω της: τ' ολόχρυσο στεφάνι που έλουζε με απόκοσμη φωτιά τα ωραία της μαλλιά της, και τον πέπλο τον θαυμάσιο, το δώρο των παιδιών σου, που σπάραζε άσπλαχνα την τρυφερή της σάρκα. Κάποτε τα κατάφερε. Πετάχτηκε απάνω και άρχισε να τρέχει, πασχίζοντας ν' απαλλαγεί απ' το στεφάνι· κι όσο τίναζε το κεφάλι της, τόσο αγρίευαν οι φλόγες. Ώσπου σπαρτάρησε, σωριάστηκε στο πάτωμα: αγνώριστη: ένας σωρός σάρκας κομματιασμένης, που μόνο ο πατέρας της μπορούσε να πει πως ήταν κάποτε η κόρη του. Μια μάσκα κέρινη, που αιμορραγούσε φωτιά είχε γίνει τ' ωραίο πρόσωπό της. Κι έλιωνε, έλιωνε φρικτά. Κι έσταζε από τα κόκκαλα η τρυφερή της σάρκα, σαν το ρετσίνι από το πεύκο· και ο πέπλος , ποιος ξέρει από ποιο φαρμάκι ερεθισμένος, άνοιγε χίλια στόματα και χόρταινε ζωή αφανισμένη. Εμείς κοιτάζαμε άναυδοι ως πού μπορεί να φτάσει ο θάνατος· κι η φρίκη μας δασκάλευε να μείνουμε μακριά από το πτώμα. Μπαίνει τότε στην κάμαρα ο ταλαίπωρος πατέρας, εντελώς ανύποπτος για το κακό και βλέπει... βλέπει την κόρη του εκεί νεκρή κι αφήνει φωνή σπαρακτική, μες απ' τα σπλάχνα του βαθιά· κι ορμά στ' απομεινάρια των σπλάχνων του, αγκαλιάζει το ρημαγμένο σώμα κι αρχίζει έναν θρήνο... έναν θρήνο! "Ποιος δαίμονας, ποιο πρόστυχο στοιχειό σε ζήλεψε, σ' αφάνισε παιδί μου; Τι με παράτησες, τον γέροντα, ορφανό στου Άδη το κατώφλι; Πάρε με μαζί σου. Τι να την κάνω την ζωή;" Ώρα πολλή! Ώσπου του σώθηκε η πνοή κι έκανε να σηκώσει το γέρικο κορμί του. Μα, είχε κολλήσει πια στου πέπλου τις πτυχές, σαν τον κισσό στης δάφνης τα κλωνιά. Κι άρχισε πάλη τρομερή, απελπισμένη· κι η νεκρή, σαν ζωντανή τον έσφιγγε απάνω της· κι οι σάρκες του ξεσκίζονταν και γύμνωναν τα κόκκαλα. Ώρα πολλή! Ώσπου λύγισε μπροστά στο σαρκοβόρο θηρίο της απόγνωσης. Ξεψύχησε εκεί, στην αγκαλιά της κόρης του. Και ήταν... ήταν να ξεδιψάει το δάκρυ συμφορά και δάκρυ, η συμφορά τους. Βρες τώρα μόνη σου εσύ τον τρόπο να ξεφύγεις απ' την δική σου. Αυτά είχα να πω. Κι ακόμα πως ο Άνθρωπος είναι σκιά σκιάς· και οι φιλόσοφοι, σοφοί και σοφιστές, που αναζητούν το Ον και την αλήθεια του, μια τρύπα κάνουν στο απόλυτο μηδέν, για να φωλιάσει το τίποτα της ευτυχίας κι όλα μαζί τα πλούτη του κόσμου που δεν γίνεται να το ξορκίσουν. ΧΟΡΟΣ Φαίνεται πως σήμερα ο θεός αποφάσισε να κλείσει όλους τους λογαριασμούς του με τα κρίματα του Ιάσονα. Μα εσύ δύστυχη κόρη του Κρέοντα πλήρωσες σκληρά, πολύ σκληρά, το όνειρο των κοριτσιών: πόθησες λάθος άνθρωπο κι έγινες νύφη ανύμφευτη σε λάθος κόσμο. ΜΗΔΕΙΑ Καλώς, λοιπόν. Ώρα να φεύγω κι εγώ, αφού σκοτώσω τα παιδιά μου. Το αποφάσισα, δεν γίνεται αλλιώς. Δεν θα τ' αφήσω να πεθάνουν σε άσπλαχνα χέρια. Εγώ τους έδωσα ζωή, εγώ θα τους την πάρω, αφού έτσι αλλιώς είναι καταδικασμένα. Εμπρός, οπλίσου καρδιά μου, μη διστάζεις· είναι τέκνο της ανάγκης η αθλιότητα αυτή. Μην τρέμεις χέρι μου· κράτα γερά το ξίφος· χάρισέ μου την άθλια ζωή, που μου αξίζει. Μην δειλιάσεις μπρος στα παιδιά, μην θυμηθείς το τρυφερό άγγιγμά τους. Σκότωσε σήμερα, αύριο θρηνείς. Ανάθεμά σε, Μήδεια! Ανάθεμά σε! ΧΟΡΟΣ Πού είσαι Γη; Πού είσαι φως του Ήλιου; Δείτε τι κάνει η τρελή: Χάρος θα γίνει στα ίδια τα παιδιά της· θεριστής των βλασταριών σου, Ήλιε μου. Δεν πρέπει να χυθεί αίμα θεού από θνητό. Τι κάνεις θείο φως; Σταμάτησέ την, φράξε της τον δρόμο για το σπίτι: μαίνεται, ο Αλάστωρ την έκανε Ερινύα. Άδικα πόνεσες να τα γεννήσεις· άδικα χάρηκε παιδιά η αγκαλιά σου, κόρη δραπέτισσα των συμπληγάδων; Πώς άφησες το μίσος να πετρώσει στην καρδιά σου; Η ανελέητη σφαγή, σφαγή ανελέητη θα γεννήσει· κι αυτός, που έβαψε τα χέρια του στο αίμα του αίματός του, άστεγος θα ζει τον θάνατό του. ΠΑΙΔΙΑ Αααα! Αααα! ΧΟΡΟΣ Ακούς; Φωνάζουν τα παιδιά. Τι κάνεις άθλια γυναίκα; Να πάω μέσα; Τι να κάνω; Θεέ μου, τα σκοτώνει. Τρέξτε κάποιος. Πέτρα ή σίδερο είναι η καρδιά σου, γυναίκα; Τα παιδιά σου; Τα ίδια τα παιδιά σου; Μόνο η Ινώ το τόλμησε· κι αυτήν την τρέλανε η Ήρα. Αυτοκτονία ήταν. Έπεσε στην θάλασσα μαζί τους. Ανάθεμά σας έρωτες! Κρεβάτια: τα χειρότερα σφαγεία! ΙΑΣΩΝ Είναι στο σπίτι ακόμα η φόνισσα ή πρόλαβε να φύγει; Η γη ν' ανοίξει και να την καταπιεί, φτερά να βγάλει και να πετάξει δεν γλυτώνει απ' τους ανθρώπους του Κρέοντα. Αν νομίζει πως σκότωσε τον βασιλιά και το παιδί του και θα μείνει ατιμώρητη, επειδή τρύπωσ ε στην ασφάλεια του σπιτιού της, γελιέται. Όμως εγώ δεν ήρθα εδώ για κείνην· έχουν γνώση οι φύλακες του παλατιού, και θα την περιλάβουν, όπου να 'ναι. Για τα παιδιά μου ανησυχώ. Δεν πρέπει να πληρώσουν το έγκλημα της μάνας τους. Αν πέσουν στων συγγενών τα χέρια, είναι χαμένα. ΧΟΡΟΣ Αχ, να 'ξερες τι λες, δυστυχισμένε! ΙΑΣΩΝ Μήπως θέλει να σκοτώσει και μένα; ΧΟΡΟΣ Σκότωσε τα παιδιά. ΙΑΣΩΝ Τι λες; Είσαι καλά, γυναίκα ή θέλεις κι εσύ να με σκοτώσεις; ΧΟΡΟΣ Ιάσονα, κατάλαβε: δεν έχεις πια παιδιά. ΙΑΣΩΝ Πού έγινε αυτό; Εδώ, στο σπίτι ή... μίλα! ΧΟΡΟΣ Μπες και δες την συμφορά σου. ΙΑΣΩΝ Διώξτε την πόρτα από μπροστά μου. Σπάστε την, κομμάτια να την δω, μη με κοιτάτε· γρήγορα! Έχω δυο νεκρά παιδιά εκεί μέσα και μια φόνισσα, που πρέπει να πληρώσει. ΜΗΔΕΙΑ Τι φασαρία είναι αυτή, για μια κλειστή πόρτα; Ορίστε τα νεκρά παιδιά κι η μάνα τους ακόμα ζωντανή. Ησύχασε· πες ό,τι θες, μόνο μην με αγγίξεις. Αυτό το άρμα, που έστειλε ο πατέρας του πατέρα μου, ο Ήλιος, είναι το άσυλο και τ' οχυρό μου. ΙΑΣΩΝ Άθλια, θηρίο λυσσασμένο· μάστιγα, βδέλυγμα θεών κι ανθρώπων, σκότωσες τα παιδιά σου, με άφησες χωρίς παιδιά κι έχεις το θράσος να πατάς τη γη, να βλέπεις το φως του ήλιου. Εγώ, φταίω. Γιατί δεν σ' άφηνα στην βάρβαρη γωνιά σου; Την ίδια την απανθρωπιά έφερα στην Ελλάδα. Έπρεπε να το 'χα καταλάβει: τι καλό μπορείς να δεις από ένα πλάσμα που προδίδει το πατρικό της σπίτι και σκοτώνει τον ίδιο της τον αδελφό; Πώς σ' άφησα ν' ανέβεις στην Αργώ, να την μολύνεις; Ποιος θεός τάισε τον δικό σου Αλάστορα με τα δικά μου σπλάχνα; Σου χάρισα παιδιά κι εσύ τα χάρισες στον Άδη, για ένα κρεβάτι· βάρβαρη, ναι, βάρβαρη· γιατί καμιά Ελληνίδα καν δεν θα σκεφτόταν να κάνει τέτοιο έγκλημα. Κι εγώ πήρα, ο τρελός, και μάζεψα το πρώτο θηλυκό, που βρήκα στ' άγρια πέρατα της γης. Μια σκύλα λυσσασμένη παντρεύτηκα : ένα τέρας πιο διψασμένο για αίμα κι απ' την Σκύλλα, Σκύλλα, αδελφή της Χάρυβδης! Χάσου από μπροστά μου! Δεν χαραμίζω πια ούτε τα πιο χυδαία λόγια μου σε σένα. Εσύ τρέφεσαι με βρωμιά. Φύγε! Θέλω να θρηνήσω τα παιδιά και την γυναίκα μου, άκληρος και άστεγος μετά από τόσους κόπους. ΜΗΔΕΙΑ Δεν θέλω ούτε κι εγώ να χαραμίσω τα λόγια μου σε σένα. Εξάλλου, ο Δίας ξέρει ποιος απ' τους δυο μας κόπιασε, για ποιον και τι· ποιος θέλησε πρώτος ν' αφήσει άκληρο κι άστεγο τον άλλον. Ναι· πέτυχα να μην χαρείς την ατιμία, που έκανες, να μην γελάς μαζί μου, πλάι στο καινούργιο θηλυκό σου και ο Κρέων να μην με διώξει, σαν ζητιάνα από την γη του. Πέτυχα, ακούς; Πες με, λοιπόν σκύλα και Σκύλλα, αδελφή της Χάρυβδης κι ακόμα χειρότερη. Αντέχω· αφού ξερίζωσα την μαύρη σου καρδιά. ΙΑΣΩΝ Πώς; Ξεριζώνοντας και την δική σου; ΜΗΔΕΙΑ Ναι· μα η δική μου συνεχίζει να χτυπά, με το αίμα της δικής σου. ΙΑΣΩΝ Δεν είναι μάνα αυτή που σας έδωσα, παιδιά μου. ΜΗΔΕΙΑ Σας αφάνισε η τρέλα του πατέρας σας, παιδιά μου. ΙΑΣΩΝ Δεν τα σκότωσα εγώ. ΜΗΔΕΙΑ Η απιστία σου. Το ίδιο κάνει. ΙΑΣΩΝ Κι έπρεπε να πεθάνουν, για μια απιστία μου; ΜΗΔΕΙΑ Η πίστη λέγεται ζωή στην γλώσσα της γυναίκας. ΙΑΣΩΝ Της γυναίκας που ξέρει τι λέει και τι κάνει. Όμως εσύ μπερδεύεις τον κόσμο με τον Άδη. ΜΗΔΕΙΑ Στον Άδη είναι τώρα τα παιδιά, κι ο Άδης μέσα σου, άθλιε. ΙΑΣΩΝ Και μέσα σου. Θα πάψουν, λες, να σε στοιχειώνουν; ΜΗΔΕΙΑ Ξέρουν καλά οι Θεοί ποιος απ' τους δυο έβαλε στο σπίτι μας τον θάνατο. ΙΑΣΩΝ Ναι· ξέρουν την βρομερή ψυχή σου. ΜΗΔΕΙΑ Σε μισώ· με αηδιάζει ακόμα και ο ήχος της φωνής σου. ΙΑΣΩΝ Κι εγώ· δεν σε αντέχω πια. Ας τραβήξει τον δρόμο του ο καθένας. ΜΗΔΕΙΑ Πώς; Λέγε τι θέλεις, για ν' απαλλαγώ από σένα. ΙΑΣΩΝ Κάνε στην άκρη, για να πάρω τα παιδιά μου, να τα θάψω, όπως πρέπει. ΜΗΔΕΙΑ Αυτό ποτέ! Θα τα θάψω εγώ στην αγκαλιά της Ήρας των βράχων. Δεν θ' αφήσω τον τάφο τους στο ανύπαρκτο έλεος των εχθρών μου. Και κάθε χρόνο, εδώ στην γη του Σίσυφου θα κάνω σεμνό μνημόσυνο να μην ξεχνά κανείς τον αποτρόπαιο φόνο. Εγώ θα πάω στον τόπο του Ερεχθέα να ζήσω πλάι στον Αιγέα· κι εσύ θα σέρνεις το μαρτύριο της άκληρης και άστεγης ζωής σου, τραβώντας από το αισχρό τομάρι σου μια-μια τις σκλήθρες της "Φτερωτής Αργώς". ΙΑΣΩΝ Θα σ' το πληρώσουν, άθλια, η Δίκη κι οι Ερινύες. ΜΗΔΕΙΑ Από πότε ακούνε τους προδότες οι θεοί κι οι δαίμονες; ΙΑΣΩΝ Ανάθεμά σε, φόνισσα. ΜΗΔΕΙΑ Πήγαινε τώρα να θάψεις την καινούργια σου γυναίκα. ΙΑΣΩΝ Θα πάω, αφού δεν γίνεται να πάρω τα παιδιά μου ούτε νεκρά απ' τα χέρια σου, μόνος κι απελπισμένος. ΜΗΔΕΙΑ Περίμενε να φτάσουν τα γεράματα και τότε θα δεις τι πάει να πει μοναξιά κι απελπισία. ΙΑΣΩΝ Αχ, παιδιά μου! ΜΗΔΕΙΑ Δικά μου, όχι δικά σου. ΙΑΣΩΝ Γι' αυτό τ' αφάνισες; ΜΗΔΕΙΑ Για να σε αφανίσω. ΙΑΣΩΝ Πώς να σας πάρω, αγόρια μου, στην αγκαλιά μου, πώς να φιλήσω τα γλυκά χειλάκια σας; ΜΗΔΕΙΑ Αργά, πολύ αργά, θυμήθηκες πως είσαι πατέρας. Όταν ζούσαν ήθελες να τα ξεφορτωθείς. ΙΑΣΩΝ Άσε με να χαϊδέψω τα τρυφερά τους μάγουλα. Μας βλέπουν οι θεοί. ΜΗΔΕΙΑ Άδικα χάνεις τα λόγια σου. ΙΑΣΩΝ Δία, ακούς τι πάσχω, πώς με διώχνει, αυτό το τέρας, η Σκύλλα, η φόνισσα των ίδιων των παιδιών της; Μάρτυρές μου οι θεοί, μάρτυρες και δικαστές! Εγώ πονώ κι εσύ μου απαγορεύεις ν' αγγίξω τους νεκρούς μου, δεν μ' αφήνεις να θάψω τα παιδιά μου, ανάθεμα την ώρα που τα έσπερνα· ανάθεμα την ώρα που σ' άφησα να τα κατασπαράξεις. ΧΟΡΟΣ Έχει πολλούς λογαριασμούς ο Δίας, ανοιχτούς, εκεί ψηλά, στον Όλυμπο· και όλους, αργά ή γρήγορα, με κάποιον τρόπο, τους κλείνουν οι θεοί. Κάποτε μας αφήνουν ακάλυπτους και κάποτε, απρόσμενα, μας δίνουν παραπάνω κι απ' όσα ελπίσαμε. Ε, κάπως έτσι τελειώνει και αυτή η ιστορία. ΤΕΛΟΣ
ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΑΙΑΣ 442 π.Χ. ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΘΕΑ ΑΘΗΝΑ ΟΔΥΣΣΕΑΣ (Βασιλιάς της Ιθάκης) ΑΙΑΣ (γιος του βασιλιά της Σαλαμίνας) ΧΟΡΟΣ ΣΑΛΑΜΙΝΙΩΝ ΝΑΥΤΩΝ-ΠΟΛΕΜΙΣΤΩΝ ΤΕΚΜΗΣΣΑ (Ομόκλινη του Αίαντα και μητέρα του παιδιού του, Ευρυσάκη) ΑΓΓΕΛΟΣ ΜΕΝΕΛΑΟΣ (Βασιλιάς της Σπάρτης) ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ (Βασιλιάς του Άργους) ΤΕΥΚΡΟΣ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ Ο Αίαντας έχει θυμώσει γιατί θεωρεί ότι άδικα δεν του αποδόθηκαν τα όπλα του Αχιλλέα και μανιασμένος κυρίως με τους Ατρείδες και τον Οδυσσέα αποφασίζει να τους σκοτώσει. Η Αθηνά όμως του σκοτίζει το μυαλό έτσι ώστε αυτός να επιτεθεί στα κοπάδια του στρατοπέδου, νομίζοντας πως εφορμά εναντίον των εχθρών του. Όταν συνέρχεται και καταλαβαίνει τι έκανε, θεωρεί ότι ντροπιάστηκε και αποφασίζει να δώσει τέρμα στη ζωή του. Ούτε η σύζυγός του, Τέκμησσα, ούτε ο αδερφός του, Τεύκρος, καταφέρνουν να τον μεταπείσουν. Μετά την αυτοχειρία του ήρωα, ο Μενέλαος και ο Αγαμέμνονας διατάζουν να μείνει άταφη η σορός του, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες και απειλές του Τεύκρου. Ο Οδυσσέας όμως δίνει τη λύση παρεμβαίνοντας και συμβουλεύοντας τον Αγαμέμνονα να επιτρέψει την ταφή, όπως ήταν το δίκιο. ΑΘΗΝΑ Πάντα στα ίχνη του εχθρου και πάντα έτοιμος να κάνεις τον θηρευτή σου θήραμα, γιε του Λαέρτη. Έτσι σε ξέρω κι έτσι σε βρίσκω πάλι κυνηγό στ' απόμερα των πλοίων να μετράς πατήματα στην άμμο, για να δείς αν είναι ο Αίας στην σκηνή του. Και είναι, βεβαια· σωστά σε οδηγεί η όσφρησή σου, σαν σπαρτιάτικο σκυλί. Δεν έχει ώρα που έφτασε πνιγμένος στον ιδρώτα και το αίμα. Πάψε τώρα να κοιτάζεις ένα γύρο σαν τον κλεφτη. Τι δεν βλέπεις; Πες μου κι άσε αυτόν που βλέπει να σου πει. ΟΔΥΣΣΕΑΣ Σε γνώρισα, φωνή της Αθηνάς, φωνή θεου που αγάπησα όσο κανέναν άλλον. Κι αν κρύβεσαι απ' το βλέμμα μου, μέσα μου βαθιά μιλάς την γλώσσα των τυρρηνικών σαλπίγγων. Σωστά, λοιπόν, κατάλαβες: ακολουκώ τα ίχνη του τρομερου πολεμιστή που μας έκανε απίστευτη ζημιά μέσα στη νύχτα. Αν, βεβαια, είναι ο Αίας. Δεν ξέρουμε, αμφιβάλουμε και πελαγοδρομουμε. Γι' αυτό ανάλαβα κι εγώ τουτη την αγγαρεία. Πριν από λίγο βρήκαμε τη λεία μας κομμάτια: όλα τα ζώα περασμένα από μαχαίρι μαζί και οι βοσκοί. Και τώρα όλοι στρέφουν τις υποψίες τους σ' αυτόν· ένας σκοπός είπε πως τον ξεχώρισε να τρέχει στην πεδιάδα με το σπαθί ν' αχνίζει αίμα στο χέρι. Δεν εχασα καιρό, ρίχτηκα γρήγορα στα ίχνη του. Τα βρήκα, όμως βρήκα κι άλλα που με μπερδεύουν. ΑΘΗΝΑ Το ξέρω, Οδυσσέα· γι' αυτό είμαι κοντά σου απ' την αρχή. ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ώστε δεν χάνω, δέσποινα, την ώρα μου εδώ; ΑΘΗΝΑ Οχι, αφου ο δράστης είναι οπωσδήποτε αυτός. ΟΔΥΣΣΕΑΣ Τι προσδοκούσε απ' την παράλογη σφαγή; ΑΘΗΝΑ Τον τρέλανε ο θυμός του για τα όπλα του Αχιλλέα. ΟΔΥΣΣΕΑΣ Και χίμηξε απάνω στα κοπάδια; ΑΘΗΝΑ Νόμιζε πως βουτούσε τα χέρια του στο αίμα σας. ΟΔΥΣΣΕΑΣ Για τους Αργείους προοριζόταν το κακό; ΑΘΗΝΑ Και να τελεσφορούσε αν δεν φρόντιζα εγώ. ΟΔΥΣΣΕΑΣ Τι σχεδίαζε να κάνει ο παλαβός; ΑΘΗΝΑ Να σας ριχτεί στον ύπνο. ΟΔΥΣΣΕΑΣ Και το επιχείρησε; ΑΘΗΝΑ Έφτασε μιαν ανάσα από τους δυο στρατηγους. ΟΔΥΣΣΕΑΣ Τι τον εμπόδισε να κάνει μακελειό; ΑΘΗΝΑ Τον τυφλωσα με ανικεστη χαρά. Τον εστρεψα στα ζωντανά: κοπάδια και αδεσποτα της λείας που δεν είχαν ξεχωρίσει οι βοσκοί. Έπεσε πάνω τους και κέριεε κεφάλια, σαν να ήταν σπαρτά τα κέρατα, εκοβε, ξεκοίλιαζε, χτυπούσε· και πότε νόμιζε πως είχε στα χέρια του τους δυό Ατρείδες και τους εσφαζε και πότε του φαινόταν πως χίμαγε απάνω σε άλλον στρατηλάτη. Έτρεχε ξεφραγη η μανία του κι εγώ τον τσάκιζα με άρρωστο κουράγιο: όπου πατούσε, μια παγίδα τρισχειρότερη απ' την άλλή. Κι όταν χόρτασε σφαγή, εσυρε δεμένα στην σκηνή του τα ζώα που είχαν γλιτώσει, τάχα πως είναι αιχμάλωτοι και όχι βόδια. Εκεί μέσα τα έχει ακόμα στριμωγμένα και τους κάνει του κόσμου τα μαρτυρια. Στάσου τώρα να δείς τι πάει να πε ή απροκάλυπτη αρρώστια, για να πείς στους Ατρείδες τι να πρέπει να φοβούνται. Εσύ, σιωπή· ασάλευτος. Δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς. Ο άνθρωπος αυτός βλέπει μονάχα μέσα του κι ακούει μόνο την τρέλα του κι εμένα. Εσύ! Με ακούς; Εσενα, λεω, που λυνεις και δένεις μέσα στην σκηνή. Βγες εξω, Αία! ΟΔΥΣΣΕΑΣ Τι κάνεις, Αθηνά; Μην τον φωνάζεις. ΑΘΗΝΑ Δεν την αντέχεις την σιωπή; Αντέχεις τη δειλία; ΟΔΥΣΣΕΑΣ Οχι, για τον θεό. ΑΘΗΝΑ Τι όχι; Τι να πάθεις; Δεν ήταν κάποτε άνθρωπος; ΟΔΥΣΣΕΑΣ Και μάλιστα επικίνδυνος εχθρός μου· πόσο μάλλον... ΑΘΗΝΑ Μα δεν γελάει καλύτερα όποιος γελάει με τον εχθρό του; ΟΔΥΣΣΕΑΣ Μου φτάνει να μην κάνει βήμα από κει μέσα. ΑΘΗΝΑ Φοβάσαι να σταθείς μπροστά σ' έναν τρελό; ΟΔΥΣΣΕΑΣ Αν ήταν στα καλά του δεν να φοβόμουν τίποτα. ΑΘΗΝΑ Δεν έχει σημασία, αφου δεν να σε δει. ΟΔΥΣΣΕΑΣ Δεν να με δει; Τον τυφλωσες; ΑΘΗΝΑ Χωρίς να τον τυφλώσω. ΟΔΥΣΣΕΑΣ Όλα γίνονται όταν βάλει την τέχνη του ο θεός. ΑΘΗΝΑ Πάψε, λοιπόν, και μείνε ασάλευτος εκεί. ΟΔΥΣΣΕΑΣ Μενω, αν και να προτιμουσα να είχα εξαφανιστεί. ΑΘΗΝΑ Αία! Είναι ανάγκη να σε φωνάξω δυό φορές; Τόσο πολύ σε συγκινεί η συμμαχός σου; ΑΙΑΣ Χαίρε, Αθηνά, τεκνο του Δία! Καλώς με βρήκες. Με λάφυρα χρυσά να σε φορτώσω για το πλουσιο κυνήγι που μου χάρισες. ΑΘΗΝΑ Σωστά! Όμως, για πες μου, χόρτασε το σπαθί σου αίμα Αργείων πολεμιστών; ΑΙΑΣ Δεν να το κρύψω: κριάμβευσα. ΑΘΗΝΑ Σικωσες τα όπλα καταπάνω στους Ατρείδες; ΑΙΑΣ Για να μην ξαναπροσβάλουν έναν Αίαντα σαν και μένα. ΑΘΗΝΑ Και συμύωνα με όσα λες, τώρα αυτοί είναι νεκροί. ΑΙΑΣ Εντελώς· και ας κοπιάσουν να τους δώσω εγώ τα όπλα! ΑΘΗΝΑ Κατάλαβα. Κι εκείνος του Λαέρτη ο γιος; Τι έγινε; Σου ξεφυγε; ΑΙΑΣ Α, την άθλια αλεπου! ΑΘΗΝΑ Ναι μπράβο, αυτός, ο Οδυσσέας, ο άσπονδος εχθρός σου. ΑΙΑΣ Τον εχω μέσα στην σκηνή. Δεν τον σκοτώνω ακόμα, γιατί τον περιμένει κάτι πολύ χειρότερο. ΑΘΗΝΑ Υπάρχει και χειρότερο από τον θάνατο; ΑΙΑΣ Βεβαίως. Κα τον δεσω σ' έναν στφλο. ΑΘΗΝΑ Λέγε, λοιπόν, τι τρομερό του επιφυλάσσέις; ΑΙΑΣ Μια πλάτη κατακόκκινη απ' το μαστίγιό μου. ΑΘΗΝΑ Οχι, δεν πρέπει! Τέτοιο βασανιστήριο! Ποτε! ΑΙΑΣ Αθηνά, το θέλημά σου είναι για μένα διαταγή. Όμως αυτός να δικαστεί και να πληρώσει. ΑΘΗΝΑ Αφου, λοιπόν, σ' ευχαριστεί μια τέτοια πράξη, εμπρός: ας μην αφήσουν έκθετη την σκέψη σου τα χέρια σου. ΑΙΑΣ Εγώ γυρίζω στο έργο μου. Εσενα σε διορίζω παντοτινό μου συμμαχο! ΑΘΗΝΑ Καταλαβαίνεις, Οδυσσέα, τι σημαίνει ισχύς θεου; Υπήρξε άνδρας πιο σαφής στην σκέψη και πιο καίριος στην πράξη από αυτόν; ΟΔΥΣΣΕΑΣ Κανείς. Δεν ξέρω... όχι, κανείς. Συμπάσχω με τον δύστυχο κι ας με μισούσε. Τον γκρέμισε μανία κακιά. Και βλέπω μες στη μοίρα του τη μοίρα μου και τρέμω, γιατί καταλαβαίνω πως ζουμε σαν φαντάσματα και σβήνουμε σαν σκιες. ΑΘΗΝΑ Αφου καταλαβαίνεις, φρόντισε να μην άρεις τον λόγο σου ποτε στο ύψος των θεών ουτε να ισχυριστείς την ύπαρξή σου ανώτερη από την ύπαρξη άλλου ανθρώπου, όσο ψηλά κι αν στέκεσαι, όσο βαθυς κι αν είναι ο πλουτος σου. Φτάνει μια μέρα κι έρχονται τα πάνω-κάτω στη ζωή. Τους σώφρονες τους εκτιμουν και τους κακούς τους απεχθάνονται οι θεοί. ΧΟΡΟΣ Τέκνο του Τελαμώνα, δεσπότη των ασίγαστων ακτών της Σαλαμίνας, αγάλλομαι όταν ευτυχείς· κι όταν σε πλήττει ο Δίας ή σου χιμουν κακόβουλα λόγια των Αχαιών, τρομάζω και μαζεύομαι και τρέμω και ξαφνιάζεται το βλέμμα μου και σπαρταράει σαν του περιστεριού που βρίσκεται σε κίνδυνο. Έτσι με τριγυρίζουν όλη τη νύχτα αρπακτικές φίμες και ουρλιάζουν πως μόλυνες το χλοερό άσυλο των αλόγων κι άστραψες σίδερο αιχμηρό πάνω στα ζώα που είχαν κερδίσει με το δόρυ οι Δαναοί. Με τέτοια λόγια επίπλαστα χαϊδεύει ο Οδυσσέας όλων τ' αυτιά. Και σφόδρα πείθει, αφου αυτός ξέρει να λέει ψέματα κι οι άλλοι ν' ακούν κακίες. Εύκολος στόχος είναι οι φτερωτές ψυχές. Εγώ μπορώ να κρύβομαι στης γης τον κουρνιαχτό. Κι αν με κατηγορουσαν, να πίστευε κανείς πως γίνεται να κάνω τόσο κακό; Ούτε καλό ουτε κακό. Μονάχα ζω. Αυτόν που ξεχωρίζει τοξεύει πάντα ο φθόνος κι ας είναι η διαφορά του η μόνη ελπίδα του μικρου κι ασήμαντου να κάνει κάτι της προκοπής. Ναι, αριστεύουν οι μικροί στον ίσκιο των μεγάλων και οι μεγάλοι ανδραγακούν με των μικρών την προτροπή. Μα, τι να πείς! Δεν γίνεται σε ανόητους να διδάξεις την τάξη της ζωής. Τέτοιοι ανόητοι κορυβουν τώρα ένα γύρο και καταρρέουμε, βασιλιά μου, εμείς έξω απ' τα τείχη σου. Ξεφυγαν απ' το βλέμμα σου και γαυριάζουν πάνω μας σαν τα κοράκια. Αν σ' εβλέπαν μπροστά τους ξαφνικά, να έσπευδαν να κρυφτουν μες στη φωλιά του τρόμου, που σπέρνει ο μέγας γύπας. Τι έπαθες; Η Άρτεμις η Ταυροπόλα ήταν, που σ' έριξε μαινόμενη στα ζώα του λαου μας; Ω, φήμη, φήμη αδέκαστη, μητέρα της αισχύνης μου! Τι έκανες; Της στέρησες το μέρισμα απ' τις μάχες που κέρδισες, της εκρυψες τα ελάφια που κυνήγησες; Ή μήπως ο χαλκόφρακτος Αφεντης του Πολεμου νόμισε πως τον πρόδωσες στη μάχη και αγρί εψε και σου εστησε την στυγερι παγίδα αυτις της νύχτας; Αυτοί ή εσφ; Οχι, ποτε, τεκνο του Τελαμώνα. Τέτοια αχαλίνωτη μανία δεν μπορεί να βγήκε από τα σπλάχνα σου. Δεν είναι δυνατόν να είσαι εσύ σφαγέας αθώων ζωντανών. Είναι οι θεοί, το ξέρω. Το ξέρω και παρακαλώ τον Δία και τον Φοίβο να βάλουν σ' ο,τι λενε κι ακούνε οι Αχαιοί φραγμό. Μ' αν οι δυο στρατηγοί και το αίσχος του Σισύφου επιμενουν να διαδίδουν παραμύκια, εσύ δεν πρέπει, βασιλιά μου, να επιμένεις στη φυγή της σκιάς σου. Αμύνσου, αμύνσου! Σταμάτα πια να τρέφεις με απελπισία τη συμφορά σου. Απλώκηθε σαν τον λοιμό το αίσχος των εχθρών σου· κακιά πληγή κατάντησε η δροσιά των λιβαδιών. Σε λοιδωρουν, αιμορραγουν αδιαντροπιά. Κι εγώ παλεύω μόνος στου πόνου τα βαθιά. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Συνταξιδιώτες του Αίαντα, θαλασσινοί Ερεχθειδείς, τρέμω κι αγωνιώ. Τι θ' απογίνει, εκεί μακριά, του Τελαμώνα η γενιά, έτσι που γύρισε ο καιρός κι ο Αίας, ο φοβερός και τρομερός πολεμιστής, της άνοιξης η δύναμη, της δόξας ο ανθός, παγώνει τώρα μες στα χιόνια της ζωής. ΧΟΡΟΣ Πώς βάρυνε έτσι η νύχτα πάνω στη μέρα, κόρη του Φρύγιου Τελεύταντα; Πες μας, αγαπημενη του δόρατος και της καρδιάς του Αίαντα. Αν δεν ξέρεις εσύ, κανείς δεν ξέρει. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Λέγεται ο θάνατος; Γιατί είναι θάνατος αυτή η τρέλα που τον άρπαξε μέσα στη νύχτα. Τον λυγισε, τον τσάκισε. Και να η κατάντια του: τα ζώα να κολυμπουν στο αίμα τους κι αυτός εκεί: θύτης χωρίς θυσία. ΧΟΡΟΣ Τι άντεξες να πείς κι εγώ τι άντεξα ν' ακούσω για τον λαμπρό πολεμιστή; Λόγια ανυπόφορα, σκληρά, πουλιά αρπακτικά, κρεμμενα με αδεσποτους ψιθύρους απ' τα χείλη των περιβόητων Δαναών. Ω, δυστυχία, φοβάμαι αυτό που έρπει προς τα εδώ να πλήξε ή έναν γενναίο, που κατάντησε σφαγέας αθώων ζωντανών. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Ω, συμφορά μου! Από εκεί ήταν τα ζωντανά, που εσυρε δεμένα στην σκηνή κι άρχισε να τα σφάζει, να τα λιανίζει... πνίγηθε η γη στο αίμα Άρπαξε δυο δυνατά κριάρια... το ένα το αποκεφά λισε και του εκοψε την γλώσσα από τη ρίζα και την πέταξε στη γη· το άλλο το' δεσε σ' έναν στφλο και πιρε το λουρί για τ' άλογα, το δίπλωσε στα δυο και άρχισε να το χτυπάει με λυσσα. Και εβριζε· πώς εβριζε! Λόγια φρικτά, ανικουστα, που μόνο ένας θεός ξέρει από ποιόν θεό τα έμαθε· γιατί άνθρωπος δεν ήταν. ΧΟΡΟΣ Και τώρα εμείς; Τι άλλο μας μένει απ' τη φυγή; Κρυφτείτε, σκεπαστείτε σαν τους κλεφτες. Τρέξτε όπου βρείτε καταφυγιο στην στεριά, μπείτε στο πρώτο πλοίο, αρπάξτε τα κουπιά. Είναι νόμος στυγνός οι απειλες των Ατρειδών. Κα μας συντρίψει πέτρινος ο Άρης της οργής τους, μαζί με αυτόν που ανικει αμετάκλητα στην τρέλα. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Οχι αμετάκλητα· ποτε! Μια μπόρα ήταν, σίγουρα, ένας ύπουλος νοτιάς. Κόπασε και τώρα προσπαθεί να περισώσει τα λογικά του στα βαθιά ενός άλλου πόνου. Γιατί βαθαίνει η οδύνη, όταν βλέπεις καθαρά τι έκανες, τι έπαθες· μονάχος. ΧΟΡΟΣ Μ' αν κόπασε, μπορώ να ελπίζω. Όπως και να' χει, μετά την μπόρα όλο και κάποια αχτίδα να φανεί. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Πες μου, αν ήταν να διαλέξεις, τι να προτιμούσες: να χαίρεσαι εσύ και να πονουν για σενα αυτοί που αγαπάς ή να πονάς μαζί τους; ΧΟΡΟΣ Εμπρός γκρεμός και πίσω δυό γκρεμοί, γυναίκα. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Τώρα, λοιπόν, μπορούμε να διαλέξουμε ελεύθερα γκρεμό. ΧΟΡΟΣ Δεν σε καταλαβαίνω. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Όταν τον έδερνε η αρρώστια, εκείνος νόμιζε ηδονες τις οδύνες του κι εμείς οι λογικοί πονούσαμε για την κατάστασή του. Τώρα που συνήλθε, ασφυκτιά στης κλίψης τον βυκό κι εμείς πάλι πονάμε. Είναι διπλός ή όχι ετούτος ο γκρεμός; ΧΟΡΟΣ Σωστά, όμως φοβάμαι πως την πληγή αυτή την άνοιξε θεός. Γιατί πώς γίνεται να χαίρεται στη νύχτα της τρέλας κι όταν φέγγει η λογική να καταρρέει; ΤΕΚΜΗΣΣΑ Και όμως, πάρ' το απόφαση, αυτή είναι η αλήθεια. ΧΟΡΟΣ Πώς ρίχτηκε απάνω του το αρπακτικό της συμφοράς; Μίλα. Οι πληγες του κι οι πληγες σου είναι πληγες μας. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Το ξέρω, έχεις κι εσύ μερίδιο σ' αυτή τη δυστυχία. Μοιράσου τώρα την αλήθεια της μαζί μου. Ήταν μεσάνυχτα βαθιά και τα λυχνάρια όλα σβηστά, όταν τον άκουσα να ψάχνει σαν τον τυφλό την έξοδο, κρατώντας μια δίστομη λεπίδα. "Μα τι κάνεις, Αία;" τον μάλωσα εγώ. "Γιατί σηκώθηκες; Σε φώναξε κανείς; Άκουσες θήρυκες να ή σάλπιγγες; Που πας;" Κι εκείνος μου πετάει την παροιμία: "Χρυσάφι είναι η σιωπή για τη γυναίκα". Κατάλαβα και σώπασα και βγήκε μες στη νύχτα. Τι συνεβη εκεί έξω δεν το ξέρω. Ξέρω μόνο πως σε λίγο ήρθε κι εσερνε μαζί του ταφρους και τσοπανόσκυλα και πρόβατα με το πυκνό, λαμπρό μαλλί· κι έπεσε απάνω τους και άρπαζε κεφάλια και τα' κοβε και άνοιγε λαιμους κι εσπαζε ράχες και τα βασάνιζε αλύπητα, νομίζοντας πως είναι πολεμιστες. Κι απάνω εκεί, στο μακελειό, πετάγεται έξω σαν αστραπι κι αρχίζει να μιλάει στον κανένα, να βρίζει τους Ατρείδες, να λοιδορεί τον Οδυσσέα, να γελάει σαν τρελός και να φωνάζει πως να πληρώσουν ακριβά την προσβολι, που του έκαναν. Μετά ορμάει πάλι στην σκηνή, στέκεται ασάλευτος κι αρχίζει λίγο-λίγο να συνέρχεται, ώσπου βρίσκει τα λογικά του και κοιτάζει ένα γύρο την σφαγή κι αφήνει άγρια φωνή, δέρνει το μέτωπό του και καταρρέει στη ματωμενη γη. Κάκισε ανάμεσα στων ζώων τ' απομεινάρια και τραβούσε τα μαλλιά του ανελεητα. Ζμεινε εκεί βουβός ώρα πολλι. Ώσπου, κάποια στιγμή, γυρίζει, με κοιτάζει κι αρχίζει να με απειλεί πως έφτασε το τέλος μου αν δεν του πω τι έγινε, πώς μπλεχτηκε σε τέτοιο μακελειό. Κι εγώ, φίλοι μου, πίστεψα τις απειλες του, τρόμαξα και του είπα όσα έκανε μπροστά μο υ. Αχ, ο λυγμός που εσκαψε το στικος του! Τι κλάμα! Οχι, αυτόν τον άνδρα δεν τον είχα ξανακούσει. Τους θρήνους και τους οδυρμους ο Αίας μου τους άφθνε στ' ασήμαντα, λιγόψυχα ανθρωπάκια. Και όμως να που τώρα εκλαιγε βουβά, σπαρακτικά. Θρηνούσε, στέναζε, βογκούσε σαν ταφρος πληγωμένος. Εκεί είναι ακόμα: ανάμεσα στα λιανισμένα ζώα, ασάλευτος, βουβός. Πενθεί βαθιά και σκέφτεται κάτι κακό· το ξέρω. Γι' αυτό κατεφυγα σ' εσάς, φίλοι μου. Τέτοιοι άνδρες μόνο στα λόγια των συντρόφων τους λυγίζουν. ΧΟΡΟΣ Τεκμησσα, κόρη του Τελεύταντα, μας κεραυνοβολείς μ' έναν τρελό ηγέτη. ΑΙΑΣ Ω, δυστυχία μου! ΤΕΚΜΗΣΣΑ Τώρα χειροτερεύει. Τον ακούτε πώς φωνάζει; ΑΙΑΣ Ω, δυστυχία! ΧΟΡΟΣ Είναι τρελός ακόμα ή πάει να τρελακεί, βλέποντας που τον έφερε η τρέλα. ΑΙΑΣ Ω, συμφορά! Παιδί μου! ΤΕΚΜΗΣΣΑ Ω, δυστυχία μου! Τι θέλει και φωνάζει το παιδί μας; Τι σκέφτηκε, Ευρυσάκη μου, για σενα; ΑΙΑΣ Τεύκρε! Που είναι ο Τεύκρος; Πετάει τον χρόνο του στις μάχες την ώρα που εγώ χάνω εδώ πέρα τη δική μου; ΧΟΡΟΣ Συνέρχεται μου φαίνεται. Άνοιξε την σκηνή. Μπορεί αν με δει να συγκρατισει λίγο τον εαυτό του. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Ανοίγω. Δες τι έκανε στον Αίαντα ο Αίας. ΑΙΑΣ Α, δυστυχία! Σύντροφοι της θάλασσας πιστοί, μόνον εσείς είστε ορθοί στην πλώρη της ζωής μου. Κοιτάξτε τώρα τρικύμία που μου έστειλε η στεριά. ΧΟΡΟΣ Αλίμονο! Είναι όπως τα λες. Και είναι άσχημα πολύ, αν κρίνω απ' την κατάστασή σου. ΑΙΑΣ Ω, συμφορά μου! Σύντροφοι, τεχνίτες των κουπιών και των πανιών, που δώσατε μαζί μου τη μάχη της αρμύρας, γλυτώστε με: σκοτώστε με. ΧΟΡΟΣ Τι λόγια είναι αυτά; Κες να δαμάσεις το κηρίο του κακού, ταΐζοντάς το συμφορές; ΑΙΑΣ Για κοίτα τον σκληρό πολεμιστή, τον τολμηρό, τον ακατάβλητο στη μάχη! Κοίτα, να, μ' αυτά τα χέρια τα κατατρόπωσα, ο γελοίος, τ' αθώα ζώα. Πώς μπόρεσα να εξευτελίσω έτσι τον εαυτό μου; ΤΕΚΜΗΣΣΑ Οχι, άρχοντά μου, Αία μου! Πάψε, σ' εκλιπαρώ. ΑΙΑΣ Φύγε εσύ. Μην κάθεσαι. Πάρε τα πόδια σου. Έξω! ΧΟΡΟΣ Υσύχασε, για τον θεό, και σκέψου καθαρά. ΑΙΑΣ Τι έκανα! Τι έκανα! Άφησα να μου φύγουν μες απ' τα χέρια οι δαίμονες του αίσχους και γύρεψα το δίκιο μου στο αίμα περήφανων κι αθώων ζωντανών. ΧΟΡΟΣ Σταμάτα τώρα να θρυνείς. Ο,τι έγινε, έγινε κι αυτό δεν γίνεται ν' αλλάξει. ΑΙΑΣ Α, κάθαρμα, πολεμιστή για κλάματα, βρωμιάρη, γιε του Λαέρτη, γέλα, γέλα με την κατάντιά μου. Γιατί, το ξέρω, είσαι εδώ. Εσύ και το κακό πηγαίνετε παντού μαζί. Δες με και γέλα, γέλα. ΧΟΡΟΣ Έχει ο θεός γυρίσματα στο γέλιο και στο κλάμα. ΑΙΑΣ Α, να τον είχα τώρα μπροστά μου, ακόμα κι έτσι που είμαι... Πώς κατάντησα! ΧΟΡΟΣ Γι' αυτό μην πείς μεγάλο λόγο. ΑΙΑΣ Δία, πατέρα των πατέρων μου, δείξε μου πώς να λιώσω αυτό το ύπουλο ερπετό, πώς να συντρίψω το δικέφαλο κηρίο της βασιλείας. Κι ύστερα αξίωσέ με να βρω τον θάνατό μου. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Μνημόνευσε κι εμένα στην προσευχή σου τότε. Δεν μενω πίσω μοναχή με τη ζωή μου. ΑΙΑΣ Α, συμφορά! Σκοτάδι: φως μου, έρεβος: πατρίδα μου μοναδική, σ' εσάς ανήκω, σώστε με· άστεγος είμαι πια στον κόσμο των αιώνιων θεών και των εφιμερων ανθρώπων και ανάξιος να υπάρχω ανάμεσά τους. Με κυνηγά η πανίσχυρη κόρη του Δία. Που να πάω, που να κρυφτώ; Αχ, φίλοι μου, πνίγηθα στο παράλογο αίμα αυτών των ζώων· κι αργά ή γρήγορα να πεσει απάνω μου ο στρατός. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Ω, δυστυχία μου! Πώς λέει αυτός ο άξιος άνδρας πράγματα που δεν ήθελε ουτε ν' ακούσει κάποτε; ΑΙΑΣ Δρόμοι κατάγκρεμνοι της θάλασσας και δάση και λιβάδια των ακτών, τόσος καιρός κι ακόμα με κρατάτε στο κάτεργο της Τροίας. Φτάνει πια! Δεν σας ανήκω. Οχι όσο ζω. Ακούτε; Ακούστε με κι εσείς και βάλτε το καλά στον νου που σας απόμεινε: Τελείωσα, λεω! Ως εδώ! Ναι, Σκάμανδρε, φιλόξενε, γείτονα πρόθυμε των Αχαιών, δεν πρόκειται να ξαναδείς ανάμεσα στους Έλλήνες που έφτασαν στην Τροία τον άνδρα τον μοναδικό , ε, ναι λοιπόν, κομπάζω: τον αναντικατάστατο, που έφτασε να τρέφει με σκόνη και με πέτρες την άθλια ύπαρξή του. ΧΟΡΟΣ Δεν ξέρω. Έχει νόημα να σου φωνάξω: πάψε; Κα με ακούσεις στον βυκό της συμφοράς σου; ΑΙΑΣ Αι, α! Στενάζω και ακούω τ' όνομά μου. Οχι στενάζω, αιάη ω είναι το σωστό. Κι έτσι μπορώ να είμαι Αίας όσο ζητάει η κατάντιά μου. Αι, α, κατάντια: να φτάνει κάποτε στην Τροία ο πατέρας, να σπέρνει σθένος και ορμι και να θερίζει δόξα· και να' ρχεται υς τερα ο γιος στην ίδια γη να οργώνει τα πεδία των μαχών με χέρια ισάξια του πατέρα, να σπέρνει το ίδιο σθένος και να θερίζει ατίμωση σαν να' ναι ο τελευταίος των Αχαιών. Όμως ακόμα κι έτσι ερείπιο όπως είμαι, μέσα μου ξέρω σίγουρα πως αν ο Αχιλλέας ήταν εδώ και εκρινε ποιος έχει την ανδρεία να φέρει τα όπλα του, να έδειχνε εμένα· μόνο εμένα. Κι ας πιστεφουν οι Αχαιοί πως είναι άξιος να τα' χει ένας πανουργος κι ας λοιδορούν το σθένος μου. Αν εβλέπα μπροστά μου, αν να σκεφτώ, δεν να τολμουσαν να προκρίνουν άλλον άνδρα. Μα εγώ άπλωσα το χέρι να συντρίψω ανθρώπους ενοχους και η κόρη, η αρπακτική, του Δία άλυσε καταπάνω μου τη λυσσα της. Ορίστε, λοιπόν, ο ανδρείος μαχητής: ένας ασήμαντος χασάπης. Τώρα γελουν, νομίζουν πως είναι ζωντανοί από δικό μου λάκος. Δεν σκέφτονται πως όταν σπέρνει σκοτάδι ο θεός, βρίσκει την ευκαιρία και ξεγλιστρά απ' τον γενναίο ο δειλός. Λοιπόν, τι μου απομένει; Οι θεοί με κυνηγουν, το πανελλινιο με μισεί κι η Τροία δεν με σηκώνει. Ν' αφήσω ετούτη την στιγμή τους Αχαιους, να πάρω πίσω το Αιγαί ο μονάχος, λιποτάκτης; Πώς να σταθώ μπροστά στον Τελαμώνα; Πώς να τον αντικρύω; Και πώς θ' αντεξει να με δει να επιστρέφω με άδεια χέρια; Τι να του πω; Γυμνός να πάει ο γιος στη δόξα του πατέρα; Οχι, ποτε, ποτε ό σο ζω. Καλλίτερα να ορμίσω πάνω στους Τρώες μόνος μου. Κι όσους θερίσω πριν με θερίσουν. Έτσι τουλάχιστον να πάω δοξασμένος. Οχι! Αυτό δεν περιμενουν οι Αχαιοί, για να πανηγυρίσουν; Δεν βγαίνει άκρη. Κάπως πρέπει να μάθει ο πατέρας πως ο γιος δεν είναι ανάξιος καρπός της γενναιότητάς του. Πρέπει· γιατί είναι ντροπή να λες να ζήσεις μια ζωή που οι δυστυχίες της γενούν μονάχα δυστυχίες. Τι νόημα έχει να πεθαίνεις κάθε μέρα για να μένεις ζωντανός; Ύπαρξη κάλπικη αυτός που προσπαθεί να συντηρήσει της ελπίδας τη φωτιά με ψέματα χλωρά. Ζήσε καλά ή πέθανε καλύτερα. Να πώς υπάρχει ο αυθεντικός άνθρωπος. Εγώ αυτά είχα να πω. ΧΟΡΟΣ Και δεν μπορεί κανένας ν' αμφιβάλει πως αξίζουν όσο αξίζει του Αίαντα η καρδιά. Ωστόσο, δώσε το δικαίωμα σ' αυτους που σ' αγαπούν να ξέρουν τι σου αξίζει. Άφησε αυτές τις σκέψεις. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Αία, κύριε κι οδηγέ μου στη ζωή, δεν υπάρχει πιο δυσβάστακτο κακό απ' το αναπάντεχο. Εγώ γεννήθηκα ελεύθερη στο σπίτι ελεύθερου ανθρώπου με εξουσία και πλουτη ασύγκριτα σε όλη την Φρυγία. Μα τώρα είμαι σκλάβα. Αυτό θεώρησαν πως έπρεπε να γίνει οι θεοί κι αυτό εσπευσαν να κάνουν τα δυνατά σου χέρια. Βρέθηκα στο κρεβάτι σου. Είμαι δική σου. Όμως σε ικετεύω στ' όνομα του Δία του σπιτιου μας, στον γάμο που μας δενει, μην με ρίξεις βορά στα λόγια και στα χέρια των εχθρών σου. Γιατί εσενα ο θάνατος μπορεί, όπως λες, να σε λυτρώσει, όμως εγώ και το παιδί σου να βρεθουμε στο άλεος των Αχαιών. Κι όλο και κάποιος απ' αυτους, που να με σέρνουν στην σκηνή τους, να γυρίζε, να με κοιτάζει και να ρίχνει φαρμάκι στην πληγή μου: "Για δείτε εκεί ένα κηλυκό που είχε στο κρεβάτι του ο Αίας, ο στυλοβάτης του στρατου! Δεν είναι υπέροχη; Είναι! Και πάνω απ' όλα πρόθυμη να κάνει την πιο φτηνι δουλειά, για να κερδίσει την άθλια ζωή της". Κι εγώ θ' ακούω και θ' αφήνω τη ζωή μου στον δαίμονα της μοίρας μου, θ' ακούω και να ξέρω πως η γενιά σου βουλιαξε στη λάσπη του εξευτελισμου. Σεβάσου τον πατέρα που άφησες μονάχο στην ερη μιά των γηρατειών. Σεβάσου την αρχόντισσα των ημερών μητέρα σου που προσπαθεί με προσευχες να σε κρατισει ζωντανό. Λυπήσου το παιδί ενός βασιλιά που να πεινάσει και να διψάσει τον πατέρα στα χέρια των εχθρών σου. Μην μας εξαναγκάσεις να μοιραστουμε εγώ κι αυτό τον κλήρο του κανάτου σου. Νομίζεις πως χρειάζομαι το φως του κόσμου αν φυγεις; Για να μου δείξει τι; Μόνο το δόρυ σου έμεινε από τη γη μου κι οι γονείς μου εχουν πάρει από καιρό τον δρόμο για τον Άδη. Έχω, λοιπόν, άλλή πατρίδα από σενα, άλλα πλουτη, άλλή ζωή από αυτή που βρίσκεται στα χέρια σου; Κυμήσου: η μνήμη κάνει άντρα το αρσενικό· κι η χάρη για τις χαρές που ζηησε, τον άντρα βασιλιά. ΧΟΡΟΣ Μακάρι να σε άγγιζαν, Αία, τα λόγια της βαθιά, εκεί που με συντάραξαν: να' νοιωκες την αλήθειά τους. ΑΙΑΣ Την ενοιωσα και λεω πως να την κάνω αλήθειά μου, αν κάνει δίχως δισταγμους αυτό που διατάσσω. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Αγαπημενε, δίστασα ή αρνήθηκα ποτε, να σε υπηρετισω; ΑΙΑΣ Φέρε μου το παιδί μου. Που είναι; Θέλω να το δω. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Το άφησα έξω μην τρομάξει με όλα αυτά. ΑΙΑΣ Με όλα αυτά που έπαθα κι έκανα, λες να πείς. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Κα πεθαινε αν σ' εβλέπε σε τε τοια δυστυχία; ΑΙΑΣ Δεν να' χανε ο δαίμονας της μοίρας μου τέτοια ευκαιρία. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Γι' αυτό το απομάκρυνα. ΑΙΑΣ Εσύ και σκέφτεσαι σωστά και προνοείς. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Πες μου, λοιπόν, τι άλλο σωστό μπορώ να κάνω. ΑΙΑΣ Θέλω να δω τον γιο μου. Θέλω να του μήλισω. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Αμέσως. Να, απ' έξω, εδώ... οι υπηρέτες τον κρατουν... ΑΙΑΣ Τι με νοιάζει τι κάνουν οι υπηρέτες; Εγώ ζητάω να τον δω! ΤΕΚΜΗΣΣΑ Παιδί μου, ο πατέρας σου ζητάει να σε δει. Ποιος υπηρέτης τον κρατά; Ας τον φέρει αμέσως μέσα. ΑΙΑΣ Σε σακάτη ή σε κουφό τον άφησες; Που είναι; Γιατί αργουν; ΤΕΚΜΗΣΣΑ Να, έρχονται. Τον φέρνει. ΑΙΑΣ Εδώ, εδώ, κοντά μου. Αν είμαι εγώ πατέρας του κι αν είναι αυτός δικός μου γιος, δεν πρόκειται να φοβηθεί ετούτο εδώ το μακελειό. Πρέπει να μάθει από μικρός τον νόμο του πατέρα: ωμό, γυμνό, απροκάλυπτο, και να τον κάνει νόμο του. Μόνο στην τύχη, γιε μου, δεν πρέπει να μου μοιάσεις και να κυλισει η ζωή. Μα ήδη κυλάει για σενα. Και σε ζηλεύω, ναι, αγνοείς πως όλα αυτά, μικρό μου, τα λενε συμφορά. Δίχως τις λεξεις η ζωή είναι γλυκιά. Ώσπου να μάθεις δυό πικρές: λυπη-χαρά. Και τότε να πρέπει να εξηγήσεις στους εχθρους μας πώς κόβουνε στην γλώσσα και στο χέρι του γιου μου. Ως τότε κόβε απ' των ανέμων τα κλαδιά το νόημα των ψιθύρων σου και τρέφε την καρδιά σου και την καρδιά της μάνας σου με παιδικές φωνουλες. Το ξέρω, είναι υβριστες στυγνοί οι Αχαιοί. Μα ξέρω πως εσενα κανείς δεν να τολμισει να σε προσβάλει, επειδή δεν να' μαι εκεί να τον τσακίσω. Κα είναι ο Τεύκρος φυλακάς σου, αγόρι μου. Κι είναι γενναίος και δυνατός. Να, τώρα τριγυρίζει και θερίζει τους εχθρους. Ε, μαχητές μου, μάστιγα της θάλασσας και της στεριάς, θέλω να πείτε στον Τεύκρο πως διατάσσω να φροντίσει να παραλάβουν το παιδί ο Τελαμώνας και η μητέρα μου Εριβοία. Να πάει, λεω, κοντά τους και να φωτίζει το σκοτάδι των γηρατειών τους, ώσπου να βρουν μιαν ήσυχη γωνιά στον κάτω κόσμο. Κι ακόμα να μην μπουν στον κόπο οι Αχαιοί να διεκδική σουν τα όπλα μου. Κανείς δεν να τ' αγγίξει. Ούτε αυτό το κάθαρμα! Οχι! Εσύ, Ευρυσάκη, να πάρεις την πανίσχυρη ασπίδα, που σου έδωσε, παιδί μου, τ' όνομά σου· ν' αρπάζεις τη λαβή της και να δείχνεις στον εχθρό τη δύναμη των ταφρων που της χάρισαν το δέρμα. Τον υπόλοιπο οπλισμό να τον κάψετε μαζί μου. Γυναίκα, πάρε μέσα το παιδί και μάζεψε τους θρήνους σου. Εδώ είναι σκηνή πολεμιστή όχι μοιρολογίστρας. Πάψε και φυγε! Ο καλός γιατρός δεν θεραπεύει με ξόρκια την αρρώστια που χρειάζεται νυστέρι. ΧΟΡΟΣ Με τρομάζει αυτή η βιασύνη κι αυτά τα λόγια που κόβουν σαν σπαθιά. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Αία, δεσπότη μου, τι εβαλες στον νου σου; ΑΙΑΣ Μην με ρωτάς. Μην ψάχνεις. Συμμορφώσου. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Πώς αντέχω! Σ' εξορκίζω στο παιδί σου, στους θέους, μην μας εγκαταλείψεις. ΑΙΑΣ Μην με ζαλίζεις άλλο. Δεν έχεις καταλάβει πως δεν οφείλω πια τίποτα στους θέους; ΤΕΚΜΗΣΣΑ Μην βλαστημάς! ΑΙΑΣ Να μιλάς σ' όποιον σ' ακούει. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Δεν με ακούς; ΑΙΑΣ Μιλάς πολύ. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Φοβάμαι, άρχοντά μου. ΑΙΑΣ Σύνελθε, λεω. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Σύνελθε κι εσύ, για τον θεό. ΑΙΑΣ Μην γίνεσαι ανόητη. Είμαι πολύ μεγάλος πια για να μου παραδίδεις μαθήματα ηθικής και λογικής. ΧΟΡΟΣ Αχ, Σαλαμίνα ξακουστή, εσύ περνάς πλησίστια τις τρικύμίες των καιρών προς την ευδαιμονία κι εγώ βαλτώνω ο δύστυχος στης Ίδης τις βοσκές, ανάμεσα στ' αθώα ζωντανά· κι έρχονται οι εποχες και φεύγουν και μ' αφήνουν τρομαγμένο να μετρώ μήνες και χρόνια, ασάλευτος, να μην μπορώ να κρατηθώ ουτε από την ελπίδα πως αύριο-μεθαύριο να δω τον αναπόφευκτο Άδη. Και τώρα πρέπει να φροντίσω την πληγή που αιμορραγεί κεία μανία στου Αίαντα τον νου. Εσύ τον κατευόδωσες κάποτε αλυγιστο πολεμιστή κι εγώ εχω τώρα εδώ μια δυστυχία που τρέφεται με τρέλα κι απελπίζει τους συντρόφους του. Τα έργα, ακούς;, τα έργα τα μεγάλα των χεριών του τα θεωρουν σκουπίδια τα σκουπίδια, οι Ατρείδες. Α, συμφορά που ορφάνισε τα ύστερα της μάνας του. Α, πώς θ' ακούσει το τρελό κρώξιμο του παιδιού της η γέρικη αηδόνα; Πώς να θρηνήσει, η δύσμοιρη! Κραυγες σπαρακτικές θ' αφήσει και να δείρει τα στήκη της και τα λευκά μαλλιά της θ' ανασπάσει. Καλυτερα να σέρνει στις σκοτεινες γωνιες του Άδη την ανικεστη τρέλα του αυτός που ήρθε στον κόσμο από άρχοντα ακλόνητο Αχαιό και ξαφνικά κλονίστηκε και ξεφυγε και άνοιξε κουβέντα με άλλους κόσμους. Α, δύστυχε πατέρα πώς να μάθεις την αποτρόπαιη μοίρα του παιδιού σου! Πρώτη φορά τσακίστηκε με τέτοια βία παράλογη κλαδί των Αιακιδών. ΑΙΑΣ Ο χρόνος, πάντα και παντού. Ο χρόνος, απροσμέτρητος, ασυλλήπτος, φωτίζει τα κρυμμένα και κρύβει τα ολοφάνερα και τίποτα απροσδόκητο κι ανέλπιστο στον κόσμο. Όλα λυγίζουν στον καιρό τους. Όρκοι μεγάλοι και μεγάλες αποφάσεις, σκύβαλα όλα. Σκύβαλο κι εγώ. Εγώ, ο σκληρός σαν σίδερο μαλάκωσα στα λόγια μιας γυναίκας και λυπάμαι, ναι, λυπάμαι, που να μείνει χιρα με τ' ορφανό της στα χέρια των εχθρών. Μα τώρα πάω στην δροσερή γη της ακτής να βρω νερό να διώξω από πάνω μου το μίασμα. Μπορεί να μαλακώσει η θεά. Πάω να βρω μιαν ερημιά να κάψω ετούτο το σπαθί, που το μισώ και με μισεί, βαθιά στη γη, κανείς να μην το ξαναδεί· μόνο το σκότος κι ο Άδης. Γιατί από τότε που μου το' βαλε στο χέρι χέρι άσπονδου εχθρου, καλό δεν είδα απ' τους Αργείους. Σωστά το λέει η παροιμία: άδωρο δώρο κι άχρηστο, το δώρο του εχθρου. Λοιπόν, στο εξις να υποχωρώ μπρος στους θέους και να μάκω να φοβάμαι τους Ατρείδες. Όπως και να' χει, άρχοντες είναι. Δεν γίνεται αλλιώς. Τι είναι η δύναμη κι η τόλμη μπροστά στην εξουσία; Τρέχουν τα χιόνια του χειμώνα να κρυφτουν όταν ενσκύψει καλοκαίρι καρπερό. Καλπάζει η μέρα η φωτεινι και πυρπολεί, κάθε αυγι, της νύχτας την σκοτεινή επιμονή. Πατάσσει ο άγριος άνεμος το μένος των θυμάτων. Κι ο ύπνος, ο απόλυτος άρχοντας... ως κι αυτός που δεν του αντιστέκεται τίποτα και κανείς, λυνει ο,τι δένει κάποτε. Λοιπόν, ποιος είμαι εγώ που δεν να συμβιβαστώ; Μήπως δεν είδα σήμερα πως τον χειρότερο εχθρό πρέπει να τον μισώ, σαν φίλο μου αυριανό και να εξυπη ρετώ τον φίλο, σαν να κάνω χάρη σ' αυτόν που κάποτε να εχω εχθρό; Λιμάνι, ναι, η φιλία, αλλά ανοιχτό στα θυματα της απιστίας. Πάει καλά. Όλα στην ώρα τους. Μα τώρα εσύ γυναίκα πήγαινε μέσα, προσευχήσου στους θέους να εκπληρωκουν οι πόκοι μου· το ίδιο κι εσείς σύντροφοί μου. Κι όταν έρθει ο Τεύκρος υποδείξτε του πως πρέπει να σας σεβεται και να σας οδηγεί. Εγώ είμαι ήδη εκεί που βγάζει ο δρόμος μου. Εσείς να κάνετε όπως είπα. Και ίσως σε λίγο ακούσετε πως κάποιος δυστυχής βρήκε τον τρόπο να σωκεί. ΧΟΡΟΣ Φουντώνει μέσα μου η χαρά, βγάζει φτερά, πετώ. Ε, Παν! Τι λες εσύ ο θαλασσινός στα χιόνια της Κυλλινης; Έλα κοντά μας, βασιλιά, χοροδιδάσκαλε θεών, χορους της Νύας, της Κνωσου παράφορους ν' ανάψεις. Κι ας έρθει από τα νερά της Ικαρίας ο άρχοντας Απόλλων κι ας καταδεχτεί θεός αυτός με των κνητών να τη συντροφιά να ευφρανθεί. Ξάνοιξε του Άρη το στυγνό σκοτάδι. Βλεπω τη χαρά να' ρχεται· Ω Δία, ξημέρωσε φως και γαλάζιον ουρανό απάνω από τα καράβια μας. Λησμόνησε τη συμφορά ο Αίας και κάνει στους θέους θυσίες σιγά και ταπεινά. Όλα περνουν με τον καιρό και όλα γίνονται, αφου το πιο ανέλπιστο εχω δει: τον Αίαντα πάλι λογικό και συμμαχο των Ατρειδών. ΑΓΓΕΛΟΣ Φίλοι, αφήστε τους χορους και τα τραγουδια. Ακουστε με. Ο Τεύκρος μόλις ήρθε απ' τις Μυσίας τα βουνά κι έχει κολλήσει έξω από το στρατηγείο. Τον είδαν οι βρομόστομοι Αγρείοι και τον πιραν με τις βρισιες. Τον κύκλωσαν και του εσερναν κάθενας τα δικά του κι όλοι μαζί: "Είσαι αδελφός του μανιακού που θέλει να διαλυσει τον στρατό. Κομμάτια να σας κάνουμε κι αυτόν κι εσενα με τις πέτρες". Τέτοια αίσχη, ώσπου τράβηξαν σπαθιά. Αλλά ευτυχώς μπικαν στη μέση οι μεγαλύτεροι και φαίνεται πως κόπασε η φουρτουνα. Μα που είναι ο Αίας; Τέτοια πράγματα οι ηγέτες πρέπει να τα μαθαίνουν πρώτοι. ΧΟΡΟΣ Δεν έχει ώρα που εφυγε. Μάζεψε τις καινουργιες σκέψεις του και πάει να τις κάνει καινουργια έργα. ΑΓΓΕΛΟΣ Και τώρα; Ή μου στέρησε τον χρόνο αυτός που μ' έστειλε ή τον σκόρπισα στον δρόμο. ΧΟΡΟΣ Τι είναι τόσο βιαστικό και χολοσκάς; ΑΓΓΕΛΟΣ Ο Τεύκρος είπε να μην βγει ο Αίας απ' την σκηνή, πριν έρθει να τον δει. ΧΟΡΟΣ Κι εγώ σου είπα: εφυγε. Πιρε σωστή απόφαση και πάει να εξευμενίσει τους θέους. ΑΓΓΕΛΟΣ Μου το' πες· μα αν ιξερες την προφητεία του Κάλχα, δεν να' βγαινε απ' το στόμα σου τέτοια ανοησία. ΧΟΡΟΣ Τι προφητεία μου λες. Που ξέρει αυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ Δεν είδα ουτε άκουσα πολλά, αλλά κάποια στιγμή, εκεί που είχαν μαζευτεί οι στρατηγοί και έκαναν συμβουλιο, σηκώνεται ο Κάλχας κι αφήνει την πλευρά των Ατρειδών και πάει στον Τεύκρο και του πιάνει το χέρι σαν πατέρας κι αρχίζει να του λέει πως πρέπει να εμποδίσει πάση θυσία τον Αίαντα να βγει απ' την σκηνή του, αν θέλει να τον ξαναδεί μπροστά του ζωντανό. "Μαίνεται σήμερα η Αθηνά κι όπου τον βρει να τον τσακίσει", όπως μ' ακούς, "γιατί δεν θέλουν οι θεοί", λέει να βλέπουν αλαζόνες και άχρηστα κορμιά. Όποιος γεννήέται άνθρωπος σαν ανθρωπος οφείλει να ελπίζει. Όμως αυτός, φεύγοντας απ' το σπίτι του, άφησε στον πατέρα του ανοησίες και κομπασμους. 'Γιε μου', του είπε ο Τελαμώνας, 'κράτα γερά το δόρυ σου, μα ξέρε πως τη νίκη τη δίνουν οι θεοί'. Κι εκείνος, ο αλαζόνας: 'Με τη βοήθεια των θεών και τα σκουπίδια ακόμα μπορουν να γίνουν ενδοξοι κατακτητες, πατέρα. Εγώ δεν τους χρειάζομαι. Το λεω και το πιστεύω πως είμαι ικανός να θριαμβεύω μόνος μου'. Τέτοιες ανοησίες! Και ήρθε εδώ και μια φορά που η Αθηνά στεκόταν δίπλα του στη μάχη κι οδηγούσε το φονικό του χέρι, γυρίζει και της λέει: 'Ε, θεά, δεν πας να βοηθήσεις κανέναν άλλο; Εδώ φυλάω εγώ. Δεν πρόκειται να σπάσουν οι γραμμές. Έτσι της είπε της θεάς, ο άνθρωπος που ξέχασε πως είναι άνθρωπος· κι αυτή θύμωσε. Ωστόσο αν βγάλει τη μέρα ζωντανός, κάτι να βρούμε αύριο, με τη βοήθεια των θεών". Αυτά του είπε ο Κάλχας. Πετάχτηκε εκείνος από το κάθισμά του και μ' έστειλε να φέρω διαταγές. Άργησα όμως· κι αν είναι ο Κάλχας μάντης, ο Αίας είναι νεκρός. ΧΟΡΟΣ Τεκμησσα, τρέξε δύστυχη ν' ακούσεις τι σου μέλλεται. Τρέξε, πλάσμα κακότυχο. Ετουτος δεν μιλάει, μοιράζει μαχαιριες. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Τι φωνές είναι αυτές; Δεν γίνεται, η άμοιρη, να ξεχάσω μια στιγμή τα βάσανά μου; ΧΟΡΟΣ Άκου τι λέει ετούτος για τον Αία. Άκου, γιατί εγώ... καλύτερα να είχα κουφαθεί. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Τι συμβαίνει, άνθρωπέ μου; Μίλα, λοιπόν! Χαθήκαμε; ΑΓΓΕΛΟΣ Δεν ξέρω αν χάθηκες εσύ, αλλά η απουσία του Αίαντα πολύ με ανησυχεί. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Η απουσία; Τι εννοείς; Μην με ταράζεις. ΑΓΓΕΛΟΣ Ο Τεύκρος έδωσε ρητι διαταγή να μείνει ο Αίας στην σκηνή του. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Ο Τεύκρος; Που είναι; Τι σημαίνει αυτή η διαταγή; ΑΓΓΕΛΟΣ Μόλις επεστρεψε και έχει λόγους να φοβάται πως αν βγει στο φως της μέρας, πάει ο Αίας. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Ω, δυστυχία μου! Γιατί; Τι ξέρει; ΑΓΓΕΛΟΣ Σήμερα κρίνεται η ζωή κι ο θάνατός του, είπε ο Κάλχας. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Ουρλιάζει η σθύλα η μοίρα μου. Κρατιστε την, καλοί μου. Φυλάξτε με. Μην στέκεστε· τρέξτε στον Τεύκρο, πείτε του να έρθει αμέσως, κάντε την άμμο άνω-κάτω να βρείτε αυτόν που πάει στον θάνατό του. Με πρόδωσε, με ξέχασε. Τώρα καταλαβαίνω! Παιδί μου, τι να γίνουμε; Τι κάθομαι σαν κουτσουρο; Πρέπει να τρέξω... κάπου... όπου με παν τα πόδια μου. Πάμε, λοιπόν, μην κάθεστε. Βιαστείτε να προλάβουμε αυτόν που τρέχει να προλάβει τον χαμό του. ΧΟΡΟΣ Είμαι έτοιμος, στο πλάι σου, με λόγια και με έργα. Μεγάλη ανάγκη, γρήγορα ποδάρια. ΑΙΑΣ Έδου, λοιπόν, ο ιερέας του ολοκαυτώματός μου. Πιο πρόθυμος δεν γίνεται να άλεγα, αν είχα την άνεση να το φιλοσοφήσω. Ο Έκτορας, ο άθλιος, ο χειρότερος εχθρός μου, μου τόβαλε στο χέρι. Δώρο να σου πετύχει! Μα φυσικά, αμύνεται, προασπίζει τη γη του, καρφωμενο στα χώματα της Τροίας, αγριεμενο από το ακόνι που χορταίνει με σίδερο φαρμακερό. Εγώ το α ιχμαλώτισα εκεί. Μα το σεβάστηκα για να με σεβαστεί. Ελπίζω να μου δώσει θάνατο γρήγορο και καθαρό. Όλα καλά, λοιπόν, ετοιμασμένα. Εμπρός, πρώτος εσύ, Δία, βοήθηση με. Έτσι είναι το σωστό. Δεν σου ζητώ καμιά μεγάλη χάρη. Στείλε έναν άγγελο στον Τεύκρο να του μηνύσει το κακό, πρώτος αυτός να με σηκώσει απ' το σπαθί που να ποτίσω με το αίμα μου. Δεν θέλω να με βρουν έτσι οι εχθροί· στα όρνια, στα σκυλιά να με πετάξουν. Μόνον αυτό. Κι εσύ Ερμι ψυχοπομ πη κάνε τον θάνατό μου ύπνο ατάραχο, βοήθησε να βρει γρήγορα η λεπίδα τη θέση της στα σπλάχνα μου. Φστερα... Εσάς σεμνες παρθενες, που βλέπετε τον άνθρωπο να πάσχει τη ζωή του, στον αιώνα, αιφνίδιες Ερινύες, σας καλώ να δείτε πώς με αφάνισαν τον δύστυχο οι Ατρείδες. Κακό να πεσει στο κακό κεφάλι τους: όπως εγώ κάνω κομμάτια τώρα τη ζωή μου, να λιανίσουν την ολεθρια γενιά τους τα παιδιά τους. Τρέξτε, α κατάσχετοι εκδικητες. Χιμήξτε, Ερινύες, απάνω στον στρατό. Ξεσκίστε τους, αδέκαστες. Χορτάστε με τις σάρκες τους. Κι εσύ αρματηλάτη των ουρανών, ήλιε, όταν δείς την πατρική μου γη, κράτησε την χρυσι σου ορμι και δώσε το φρικτό μήνυμα της αδιάβα της νύχτας που με κυκλώνει, στον γέροντα πατέρα μου, στη δύστυχη γυναίκα που με γεννησε. Πώς να το ακούσει η άμοιρη και πώς θ' αντεξει η πόλη ν' ακούσει τις κραυγες της; Ε, πάψε πια! Τι νόημα εχουν οι κρινοι; Εμπρός, πρέπει ν' αρχίσεις γρήγορα, αν θέλεις να τελειώνεις. Κάνατε, ακούς; Έλα, λοιπόν. Έτσι κι αλλιώς μ' έχει κερδίσει η νύχτα σου. Μέρα μου, φως μου, ήλιε κρυστάλλινε θνίοχε των διάφανων α ικέρων, ακούστε με· με ακούτε για τελευταία φορά. Κάμπος του κόσμου, ιερι πατρίδα Σαλαμίνα, εστία των προγόνων μου κι αδάλυια, πατριώτες της ενδοξης Αθήνας, πηγες ποτάμια, τρωικά πεδία, μου δώσατε ζωή. Ο Αίας σας ευχαριστεί. Μονάχα αυτό. Τα υπόλοιπα... κουβεντες του Άδη. ΗΜΙΧΟΡΙΟ Με κόπο ο κόπος τρέφεται κι άδικο κόπο τρέφει. Και που δεν πήγα; Τόπο δεν βρήκα πρόθυμο. Σιωπι μονάχα αποκόμισα. Φωνές ή ψυχομαχητά είναι αυτά που ακούω; ΗΜΙΧΟΡΙΟ Φωνές. Οι σύντροφοί σου, οι ναυαγοί. ΗΜΙΧΟΡΙΟ Πώς πήγε; ΗΜΙΧΟΡΙΟ Οργώσαμε την παραλία δυτικά των καραβιών. ΗΜΙΧΟΡΙΟ Βρήκατε τίποτα; ΗΜΙΧΟΡΙΟ Άμμο κι αλάτι κι αγωνία. ΗΜΙΧΟΡΙΟ Το ίδιο κι ανατολικά. Άφαντος έγινε. ΧΟΡΟΣ Ποιόν να ρωτισω να μου πει; Ποιόν; Τους ψαράδες που αγρυπνουν καρτερικά στο κυνήγι της αρμύρας; Τις νεράιδες του Ολυμπου, τα ορμητικά ποτάμια του Βοσπόρου; Και να μου πουν; Κα ξέρουν που χάθηκε, που τρέχει αλύπητα ο Αίας; Κουράστηκα να τριγυρνώ στους δρόμους, ζητιανεφοντας τον δρόμο που έχει πάρει. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Ω, συμφορά μου! ΧΟΡΟΣ Ακούς τι λέει η λαγκαδιά; ΤΕΚΜΗΣΣΑ Αλίμονό μου, η δύστυχη! ΧΟΡΟΣ Βλεπω την άμοιρη γυναίκα, που σκλάβωσε η αγάπη του Αίαντα. Αχ, Τεκμησσα! Πώς κλαίει! ΤΕΚΜΗΣΣΑ Χάθηκα, ξεκληρίστηκα! Αχ, φίλοι μου... ΧΟΡΟΣ Τι τρέχει; ΤΕΚΜΗΣΣΑ Ρέκανε ο Αίας μου... εκεί... ενα κουβάρι μες στην σκόνη, αγκαλιά με το σπαθί. ΧΟΡΟΣ Σπίτι μου και πατρίδα μου και γη μου! Καπετάνιε, εφυγες και πήρες μαζί σου την επιστροφή μου. Χάθηκες, κακόμοιρη γυναίκα! ΤΕΚΜΗΣΣΑ Εμείς χακικαμε. Εκείνος; ΧΟΡΟΣ Ποιος τόλμησε... ποιό χέρι... ΤΕΚΜΗΣΣΑ Ποιό να μπορούσε; Στιριξε το σπαθί στη γη κι έπεσε απάνω του. ΧΟΡΟΣ Τι έκανες; Παράτησες τους φίλους για τον θάνατο; Κι εγώ, ο κουφός, ο ανόητος, πώς σ' άφησα να φυγεις; Που είναι, που είναι να τον δω... το αγύριστο κεφάλι! ΤΕΚΜΗΣΣΑ Οχι, μην πας. Να τον σκεπάσω πρώτα μ' αυτό το ρουχο. Είναι φρικτό πως αναβλυζει σκοτεινό το αίμα από τις μύτες και το στόμα του: πηγι έγινε των σπλάχνων του η πληγή. Ω, δ υστυχία! Τι κάνω; Ένας φίλος! Που είναι ο Τεύκρος; Επρεπε να είναι εδώ· μας έχει ανάγκη το σώμα του νεκρού αδελφού. Δύσμοιρε Αία, ποιος ήσουν και τι είσαι: ένα κουβάρι άνθρωπος στη γη και δάκρυα, ακόμα και στα μάτια των εχθρών σου. ΧΟΡΟΣ Ταλαίπωρε άνθρωπε, αργά ή γρήγορα η αναποδιά σου, να έδινε τέλος στην ανάποδη ζωή σου. Σκληρι η ζωή, σκληρός κι εσύ. Δεν άντεξε η καρδιά σου την κατάντια του μίσους που έτρεφες για τους Ατρείδες. Το ξέρω, όλα ξεκίνησαν μ' εκείνον τον αγώνα και για την τιμή των όπλων. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Ω, δυστυχία μου! ΧΟΡΟΣ Σου σκίζει ο πόνος την καρδιά. Το νοιώθω. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Ω, δυστυχία! ΧΟΡΟΣ Δεν σ' αδικώ, γυναίκα. Όσο κι αν κλάψεις δεν υποφέρεται η απώλεια τέτοιου άντρα. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Εσύ το βλέπεις, μα εγώ το νοιώκω. ΧΟΡΟΣ Δίκιο έχεις. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Αχ, γιε μου, γιε μου, ποιό ηυγό μας ετοιμάζουν. Ποιοι να κρατουν την τρομερή βουκεντρα της σκλαβιάς; ΧΟΡΟΣ Αχ, τις ακατονόμαστες πράξεις των Ατρειδών μου δείχνει ο σπαραγμός σου. Να μην μας ρίξει ο θεός στα χέρια των κτηνών. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Δεν να μας έφερναν εδώ, δίχως την άδεια των θεών. ΧΟΡΟΣ Έργο αποτρόπαιο τέλεσαν. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Του Δία η Παλλάδα, η αρπακτική θεά, έσπειρε την καταστροφή, για χάρη του Οδυσσέα. ΧΟΡΟΣ Κα χαίρεται ο ύπουλος υπαίτιος για την τρέλα που μας ριμαξε, να λέει που καταντισαμε στη συμμορία των Ατρειδών και να γελουν όλοι μαζί. ΤΕΚΜΗΣΣΑ Ας χαίρονται, ας γελουν, λοιπόν, όσο είναι καιρός. Τους ενοχλούσε ζωντανός· κι όμως να τον θρηνήσουν νεκρό, όταν τους λείψει το δόρυ του στη μάχη. Ο διεύκαρμένος δεν μπορεί να εκτιμής ει το αγακό· μόνο την απουσία του. Εμένα ο θάνατός του μου αφαίρεσε τα πάντα. Μα σε κείνους δεν έδωσε το ελάχιστο. Μόνο τον εαυτό του ικανοποίησε. Έπαιρνε πάντα αυτό που ήθελε, ακόμα και τον ίδιο του τον θάνατο. Λοιπόν, πώς να γελάσεις με τέτοιον άντρα; Οχι μ' αυτους, με τους θέους μετρήθηκε και έχασε. Ας βρίζει κι ας γελάει ο Οδυσσέας. Ο Αίας μου προνόησε μια δίκαιη μοιρασιά. Σ' αυτους την απουσία του, σε μένα: πίκρα, πόνο. ΤΕΥΚΡΟΣ Ω, δυστυχία! ΧΟΡΟΣ Για πάψτε. Αυτι η κραυγι έχει κάτι από τη δυστυχία μας. Ο Τεύκρος είναι. ΤΕΥΚΡΟΣ Αχ, αδελφη μου, αίμα μου και φίλε μου καλε, τελείωσες με τα βάσανα του κόσμου; Είναι αλήθεια; ΧΟΡΟΣ Δέξου το, Τεύκρε, είναι νεκρός. ΤΕΥΚΡΟΣ Κι εγώ ένα ερείπιο της μοίρας του. ΧΟΡΟΣ Το ξέρω. Είναι το χτύπημα βαρύ. ΤΕΥΚΡΟΣ Αλίμονό μου. ΧΟΡΟΣ Κλάψε... ΤΕΥΚΡΟΣ Α, πώς πονάει το ξαφνικό. ΧΟΡΟΣ ...όσο αντέχεις, Τεύκρε. ΤΕΥΚΡΟΣ Τι έπαθα, τι έπαθα! Που είναι το παιδί του; Που κρύβει την ορφάνια του από την ξένη γη; ΧΟΡΟΣ Είναι μονάχο στην σκηνή. ΤΕΥΚΡΟΣ Τι κάθεσαι, λοιπόν; Τρέξε, μην το μυρίσουν το λιονταράκι αφυλαχτο από τη μάνα και χυκουν να το σπαράξουν. Μην αργείς. Το ξέρεις πως οι άνθρωποι δεν σέβονται νεκρό εκείνον που φοβουνταν ζωντανό. ΧΟΡΟΣ Αυτό ακριβώς που σκέφτηκες ήταν η τελευταία επιθυμία του, Τεύκρε: να προστατεύεις παιδί. ΤΕΥΚΡΟΣ Αυτό το θέαμα! Μια ζωή βλέπω τον κόσμο να δίνει την φρικτή παράστασή του, μα δεν ευχήθηκα ποτε να ήμουν τυφλός. Έτρεξα αμέτρητες φορές με την ψυχι στο στόμα μην με προλάβει ο θάνατος, όμως ποτε δεν ενοιωσα τόσο κοντά μου την σκληρι ανάσα του, όπως τώρα που έτρεχα να ξεφυγω απ' τον δικό σου θάνατο, αδελφη μου. Προσπαθουσα να σε προλάβω και βογκουσαν οι ουρανοί και τρικύμιζαν τα πλήθη των Αχαιών, σαν να σάρωνε τον κόσμο τρομερή φωνή θεου: "Χάθηκε ο Αίας!" Κι έφτασα: ένα κουράλι ανθρώπινο τώρα θρυνεί τον θάνατό σου. Τραβιξτε αυτό το ρουχο! Θέλω να δω τι έμεινε χειρότερο να δω. Ω, συμφορά! Αία στυγνέ, τι έκανες στον αδελφό μου; Έσπειρες βάσανα κι αγωνίες τους δρόμους της ζωής μου; Πρόλαβες, εφυγες εσύ. Μ' άφησες για να κάνω τι, να πάω που; Ποιος ζωντανός να με δεχθεί, εμένα που σε άφησα στα χέρια του κανάτου; Κι εκείνος ο πατέρας, που μας μοίρασε ζωή... Τι να κάνει ο Τελαμώνας, όταν με δει να επιστρέφω μόνος; Κα υποδεχθεί τον γιο του με χαρά και υπερθφάνεια; Αυτός που όταν ευτυχεί απλά σωπαίνει. Αυτός; Κ' αφήσει λόγια στη σιωπή; Οχι! Τι δεν να πει στον νόκο του σπαθιου του, τον άνανδρο προδότη, τον δειλό που σ' εγκατάλειψε, αδελφη μου αγαπημενε, για να σώσει τον εαυτό του κι ίσως να σφετεριστεί την εξουσία, τον οίκο σου, τη γη σου. Αυτά να πει ο άγριος ο άντρας, ο στυγνός ο γέροντας, που οργίζεται με το παραμικρό. Ναι· και να με πετάξει σαν σκουπίδι από τον τόπο του, δηλώνοντας πως είμαι δουλος και όχι ελεύθερος. Αυτά εκεί. Εδώ, στην Τροία, εχω αμέτρητους εχθρους και λίγους βοηθους που περιμενουν βοήθεια από μένα. Να τι μου κληροδότησε ο θάνατός σου, αδελυζ. Τώρα; Πώς να σε πάρω απ' τον φονιά σου, πώς να βγάλω από τα σπλάχνα σου το δόντι του κανάτου; Για δες εκεί πως ήρθανε τα πράγματα: ο Έκτορας σε αφάνισε ακόμα και νεκρός. Για δες! Ο Έκτορας να σπείρει τις σάρκες του στη γη πριν ξεψυχισει, δεμένος σ' ένα άρμα με τη ζώνη που του χάρισε ο Αίας. Και ο Αίας να φυτεψει, να ποτίσει με το αίμα του το δώρο του Έκτορα στην ίδια γη. Δεν χάλκευσε, λοιπόν, κάποια Ερινύα αυτό το ξίφος; Δεν είχε απάνω της την άγρια μαστοριά του Άδη εκείνη η ζών η; Μα ξέρετε τι λεω εγώ; Οι άνθρωποι θερίζουν ο,τι σπέρνουν οι θεοί. Κι όποιος δεν συμύωνεί, το ίδιο μου κάνει. ΧΟΡΟΣ Μην πας μακριά. Κοίταξε πρώτα πώς να δώσεις στον άταφο άνδρα μια γωνιά ν' αναπαυτεί κι ύστερα σκέψου τι να πείς σ' αυτόν εκεί που έρχεται να μας σκυλεψει. Αδίστακτα τομάρια! ΤΕΥΚΡΟΣ Ποιος είναι; Ξεχωρίζεις; ΧΟΡΟΣ Ο Μενάλαος, που του κάναμε τη χάρη να πνιγουμε μέχρι εδώ. ΤΕΥΚΡΟΣ Τον βλέπω, ναι. Δεν θέλει και πολύ να τον αναγνωρίσεις. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Εσύ· μην διανοηθείς ν' αγγίξεις τον νεκρό. Κα μείνει εκεί που βρίσκεται. Ακούς; ΤΕΥΚΡΟΣ Ακουω, μα δεν καταλαβαίνω γιατί σκορπάς τα λόγια σου. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Γιατί έτσι θέλω. Έτσι θέλει ο αρχιστράτηγός σου. ΤΕΥΚΡΟΣ Και γιατί θέλει αυτό που θέλει ο αρχιστάτηγός μου. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Γιατί όταν τον πιραμε μαζί μας θεωρισαμε πως είναι συμμαχος των Αχαιών· κι αυτός αποδείχθηθε χειρότερος εχθρός από τους Φρύγες. Σκέφτηκε να μας πιάσει στον ύπνο, να περάσει από μαχαίρι τον στρατό μέσα στη νύχτα. Κι αν δεν βρισκόταν μπροστά του ένας θεός να τον στραβώσει, να' σαι βέβαιος πως δεν να' χες μπροστά σου τώρα ένα πτώμα, αλλά πολλά. Αυτός να ζούσε και να είχαμε εμείς την άθλια τύχη του. Όμως ο θεός έκανε ζώα τους μαχητές και τον μαινόμενο υβριστή, χασάπη. Καταλαβαίνεις τώρα, γιατί κανείς δεν έχει τη δύναμη να κάψει αυτό το πτώμα; Εδώ να μείνει, πεταμενο στην φριγμένη αμμουδιά να το βοσκήσουν τα όρνια. Και σε προειδοποιώ: μην κάνεις άδικα τον κόπο να θυμώσεις. Αν δεν μπορούσα να τον πείσω ζωντανό, να τον πατάξω, κες δεν λες, νεκρό. Τι να τον κάνεις τον πολίτη που κάνει τον κουφό στις εντολες του κράτους; Σκέτη φυρα! Αν δεν επικρατεί φόβος στην πολιτεία, ουτε οι νόμοι εχουν ισχύ ουτε ο στρατός διοικείται σωστά. Φόβος, λοιπόν· φόβος, ντροπή και υποταγή. Κι αν τύχει κάποιος να γεννηθεί πανίσχυρος στο σώμα πάντα υπάρχει μια λεπτομ έρεια, ένα ασήμαντο κακό, που έχει ωστόσο δύναμη να τον γκρεμοτσακίσει. Κάποιοι γλιτώνουν. Και γιατί; Το ξαναλεω: φόβος, ντροπή και υποταγή. Μάκε κι αυτό: η πολιτεία που δίνει το δικαίωμα στον κάθενα να βρίζει και να χώνεται παντού, μια μέρα να πιάσει πάτο σύψυχη. Χρειάζεται, νομίζω, ο φόβος. Οπωσδήποτε κάνει καλή δουλειά. Κι ας μην νομίζουμε πως όταν κυνηγάμε τα μεγαλεία, δεν να μας κυνηγισει ο ξεπεσμός. Έτσι είναι αυτά, πάνε μαζί. Τουτος εδώ δεν ήταν που έπαιρνε φωτιά με το παραμικρό και πρόσβαλε όποιον ήθελε; Ετουτος, βεβαια. Και ποιος στέκεται άξιος ηγεμών πάνω απ' το πτώμα του; Εγώ. Ένα σου λεω: μην σκεφτείς να τον κηδέψει σ, αν δεν θέλεις να μοιραστείτε τον λάκκο που να σκάψεις. ΧΟΡΟΣ Μενάλαε, μίλησες σοφά. Όμως μην αδικήσεις τα λόγια σου, υβρίζοντας νεκρό. ΤΕΥΚΡΟΣ Μετά απ' αυτό δεν πρόκειται, άνδρες, να ξαναπώ κακή κουβέντα για τον κάθε στερημένο, που λέει κουταμάρες, αφου οι γιοι των αρίστων αριστεύουν στην τέχνη της ανοησίας. Ας δουμε τι ακούσαμε, λοιπόν. Και πρώτα-πρώτα τα περί συμμαχίας. Ο Αίας ήρθε εδώ μόνο επειδή το θέλησε ο ίδιος. Πες μου, από που προκύπτει πως είσαι στρατηγός του, κι επιπλεον πως μπορείς να διατάζεις τον στρατό του; Μιας Σπάρτης είσαι βασιλιάς. Ούτε αυτόν να θεωρείς υποτελή σου ουτε κι εμάς. Έχεις απάνω του όση εξουσία έχει κι αυτός απάνω σου. Εσενα σε αγγάρεψε ως εδώ ένας άλλος. Τώρα πώς μας προεκυψες διοικητής του Αίαντα, δεν ξέρω. Αν σου αρέσει να γαυγίζεις σοφίες και διαταγές, τράβα σ' εκείνους που σε φοβούνται. Εγώ τον άνδρα αυτόν να τον τιμήσω με ταφή, θέλεις δεν θέλεις , εσύ ή οποιοσδήποτε άλλος μεγάλος στρατηγός, γιατί σ' αυτήν την εκστρατεία δεν τον έφερε η γυναίκα σου, όπως όλους εκείνους που κουβάλησες εδώ κακήν κακώς. Τον όρθο του ήρθε να τιμήσει. Εσενα δεν σε υπολόγιζε. Και πώς να υπολογίσει το μηδέν; Σου λεω, λοιπόν, ν' αποχωρήσεις ήσυχα. Κι αν σκεφτείς να επιστρέψεις, συνιστώ να' χεις μαζί σου περισσότερους οπλίτες και τον ίδιο τον Ατρείδη. Ως τότε πάψε να σκούζεις· δεν φοβάμαι αυτό που, έτσι κι αλλιώς, δεν είσαι. ΧΟΡΟΣ Δεν μου αρέσει αυτό το φυος μέσα σε τόσες συμφορές. Δίκαια ή άδικα τα λόγια τ' αδεσποτα δαγκώνουν φαρμακερά. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Το λέει η καρδιά του, του τοξότη. ΤΕΥΚΡΟΣ Θέλει καρδιά και νου ο τοξότης. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Κόμπαζε εσύ. Ασπίδα δεν πρόκειται ποτε σου να κρατήσεις. ΤΕΥΚΡΟΣ Δεν μου χρειάζεται αν είναι να εχω αντιπάλους σαν εσενα. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Και ξέρει, βλέπω, η γλώσσα σου να σ' εμψυχώνει μια χαρά. ΤΕΥΚΡΟΣ Το δίκιο δίνει δύναμη στον άνδρα. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Είναι δίκαιο ν' αποδώσουμε τιμες στον φονιά μου; ΤΕΥΚΡΟΣ Στον φονιά σου; Μια χαρά τα πας για πεθαμένος! ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ζωντανός για τον θεό που μ' εσωσε· γι' αυτόν, νεκρός. ΤΕΥΚΡΟΣ Αφου, λοιπόν, σε γλύτωσαν οι θεοί, μην βλαστημάς. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Λες πως δεν σέβομαι τις εντολες των ουρανών; ΤΕΥΚΡΟΣ Ναι, γιατί ήρθες και ζητάς ν' αφήσουμε άταφο έναν νεκρό. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Αφου ήταν εχθρός μου, δεν θέλω τίποτα κακό. ΤΕΥΚΡΟΣ Τι εννοείς εχθρός σου; Σε πολεμούσε ο Αίας; ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ξέρεις καλά πως τον μισούσα και με μισούσε. ΤΕΥΚΡΟΣ Μόνο αφου μαγείρεψες τις ψιφους για να μην εκλεγεί. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Αν έχασε υπεύθυνοι είναι μονάχα οι κριτες. ΤΕΥΚΡΟΣ Κι έτσι, όποιος κλέβει στα κρυφά, ευημερεί στα φανερά! ΜΕΝΕΛΑΟΣ Σίγουρα κάποιος θα υποφέρει σήμερα. ΤΕΥΚΡΟΣ Οχι εγώ. Εσύ θα έχεις το πρόβλημα, νομίζω. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Λοιπόν, για να τελειώνουμε: αυτός δεν θα ταφεί. ΤΕΥΚΡΟΣ Κι εγώ σου λεω πως θα τελειώσουμε μόνον όταν ταφεί. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Γνώρισα κάποτε έναν πολυλογά, που έπεισε τους ναύτες να σαλπάρουν μέσα το καταχείμωνο. Μα όταν αγρίεψε ο καιρός, μουγκάθηκε και ζάρωσε σαν μπόγος στο κατάστρωμα να τον τσαλαπατουν οι ναύτες. Μάζεψε, λοιπόν, την φλογερή σου γλώσσα, γιατί μπορεί να είναι αραιή η συννεφιά, μα δεν αργεί να πιάσει μπόρα και να σβήσει το θράσος σου· μια και καλή. ΤΕΥΚΡΟΣ Ιξερα κάποτε κι εγώ έναν άνδρα πολύ ανόητο και θρασυ, που πήγαινε όπου συμφορά και πρόσβαλε τον κόσμο. Έπεσε όμως, πάνω σε κάποιον καρραλεο, να, σαν και μένα, και του είπε: "Άνθρωπη μου, μην υβρίζεις τους νεκρούς, γιατί, μια-δυό, να το πληρώσεις". Κι άλλα τέτοια τον συμβουλευε να κάνει τον αναίσχυντο εκείνο, που, τώρα, όπως σε βλέπω, σαν να μου φαίνεται πως ήσουν εσύ. Έγινα σαφής; ΜΕΝΕΛΑΟΣ Φεύγω. Δεν θέλω να με δουν να προσπαθώ να πείσω αυτόν που εχω τη δύναμη να διατάξω. Είναι ντροπή. ΤΕΥΚΡΟΣ Τράβα, λοιπόν. Νομίζεις πως εγώ δεν ντρέπομαι ν' ακούω ανοησίες από έναν κουφιο άνθρωπο; ΧΟΡΟΣ Μεγάλη σύγκρουση κα φέρει αυτή η αψιμαχία. Γρήγορα, Τεύκρε, βρες κανένα λάκκο κατάλλήλο να βρει αυτός τη λησμονιά, κι εμείς την μνήμη ενός γενναίου. ΤΕΥΚΡΟΣ Σωστά· και να, πάνω στην ώρα, βλέπω τον γιο και τη γυναίκα του που έρχονται να τιμήσουν τον δύστυχο νεκρό. Έλα, παιδί μου, στάσου εδώ: ικέτης στον πατέρα που σου έδωσε ζωή. Γονάτισε και ζιτα να σε ακούσει, πρόσφερέ του με το χεράκι σου μαλλιά απ' τα μαλλιά μου, τα μαλλιά της, τα μαλλιά σου· άλλο πλουτο δεν εχουν οι ικέτες. Κι αν τολμισει κανείς απ' τον στρατό να σ' εμποδίσει, να ξεριζώσω την αισχρή ζωή του, όπως αρπάζω και ξεριζώνω ετούτο εδώ τον βόστρυχο. Ορίστε, πάρε, παιδί μου, τα μαλλιά μου· μην τ' αφήσεις, μην αφήσεις κανέναν να σε διώξει από εδώ. Κράτα γερά τον πατέρα σου. Κρατήσου. Κι εσείς τι με κοιτάτε σαν τις μοιρολογίστρες; Σας θέλω φυλακες βοηθους, ώσπου να επις τρέψω. Εγώ να βρω τον τάφο του, ο κόσμος να ματώσει. ΧΟΡΟΣ Δέρνεται αλύπητα το πάλαγος του χρόνου. Κι εγώ όλο λεω: το θυμα αυτό να' ναι το τελευταίο. Κι όλο απομενω ναυαγός να σκάβω με το δόρυ μου την άγρια γη της Τροίας, να επιβιώσω. Μόνο αυτό. Α που κατάντησαν οι Έλλήνες! Ντροπή, ντροπή απαρηγόρητη! Εκείνος που τους δίδαξε την τέχνη της σφαγής, να' πρεπε να κοιτάξει το απέραντο γαλάζιο τ' ουρανου κι ύστερα να σκεφτεί την σκοτεινή κληρονομιά που μας αφήνει η ζωή: πόνους πόνων απόγονους, προγόνους πόνων! Εκείνος, ναι, ξερίζωσε τον άνθρωπο απ' τα σπλάχνα του ανθρώπου. Ανάθεμά τον! Μου άρπαξε κάθε χαρά. Και τι ζητουσα; Ένα στεφάνι, ένα βαθύ κύπελλο και μια συντροφιά: να παίζει όλη νύχτα γλυκός αυλός και ίσως... Ναι, τον έρωτα μου στέρησε, τον έρωτα προπάντων! Στο τέλος ξέμεινα εδώ, για να με τρώει η αρμύρα και να μην ξεχνώ τι μου έκανε η Τροία. Κι αν κάποτε είχα φύλακα τον Αίαντα στο σκοτάδι των τρομερών νυχτερινών καταδρομών, κι αν αψηφούσα των εχθρών τα βάλει οχυρωμένος πίσω το άγριο σθένος του, τώρα τον άρπαξε κι αυτόν δαίμονας στυγερός. Κι εγώ... Τι άλλο μου μένει; Να ελπίζω πως να δω μια μέρα να προβάλει καταμεσής του πελάγου ένας βράχος. Κι εκεί που αγγίζει το νερό: δάσος πυκνό και στην κορφή του, πλάτωμα: το Σουνιο. Και μόλις περάσουμε τον κάβο: η Αθήνα, η δοξασμένη! Χαίρε δοξασμένη Αθήνα! ΤΕΥΚΡΟΣ Είδα τον Αγαμέμνονα να έρχεται προς τα εδώ αγριεμένος κι έτρεξα να τον προλάβω. Σίγουρα να θέλει να μας δείξει την βρωμερή του γλώσσα. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Εσύ, λοιπόν, είσαι αυτός, που είχε το θράσος να μας λούσει με βρισιες και ζει ακόμα; Ακούς τι λεω, σκλάβε; Αν ήσουν γιος ελεύθερης γυναίκας να στεκόσουν στα δυό σου πόδια και να έφτανε η φωνή σου στο ύψος των ανθρώπων. Μα είσαι ένα τίποτα και λες να προστατεύεις ενα νεκρό μηδενικό, σκούζοντας πως οι Αχαιοί δεν εχουν ουτε στρατηγους ουτε ναυάρχους και πως ο Αίας ήρθε εδώ κύριος του εαυτου του. Είναι σωστό να κάθομαι ν' ακούω των δούλων τις βρωμιές; Ποιόν άνδρα υπερασπίζεις και βάζεις τις φωνές με τόσην έπαρση; Που πήγε, τι μεγαλύτερο κατόρθωσε από μένα; Αυτός, λοιπόν, δεν είχε όμοιό του στον στρατό των Αχαιών; Πόλεμος έγινε, μου φαίνεται, εκείνος ο αγώνας για τα όπλα του Αχιλλέα, αφου ο Τεύκρος έτσι κι αλλιώς να διασυρει τ' όνομά μας κι εσείς δεν πρόκειται ποτε ν' αποδεχθείτε αυτό που αποφάσισαν ομόφωνα οι κριτες, αλλά να λοιδορείτε τους νικητες, εσείς, οι νικημενοι, και ύπουλα να σέρνεστε, αρπάζοντας κάθε ευκαιρία να μας κάνετε κακό. Πώς να ισχύουν νόμοι, αν βάζουμε στην άκρη τους πρώτους και τους άξιους και φέρνουμε μπροστά τους τελευταίους. Φτάνει πια. Συνάλθετε, γιατί οι πλάτες και τα δυνατά χέρια δεν είναι όσο δείχνουν ασφαλή. Έτσι κι αλλιώς, παντού και πάντα επιβάλλονται οι σοφοί. Το βόδι όσο μεγάλο κι αν είναι φτάνει ένα μικρό κεντρί για να το βάλει στον δρόμο τον σωστό. Και τώρα που το λεω, σαν να μου φαίνεται πως ίσως χρειαστείς μια δόση από το φάρμακο αυτό, αν συνεχίσεις να υπερασπίζεις μια σκιά με ύβρεις και αυθάδειες. Σύνελθε και υπάκουσε ή στείλε μας στη θέση σου κανέναν άνδρα ελεύθερο να συνεννοηθουμε. Εγώ δεν μίλησα ποτε γλώσσα βαρβάρων. Δεν σε καταλαβαίνω. ΧΟΡΟΣ Λογικευτείτε και οι δύο. Δεν ξέρω τι άλλο να σας πω. ΤΕΥΚΡΟΣ Τι εύκολα ξεχνουν οι ζωντανοί! Δεν προλαβαίνει να ξεψυχίσει ο άνθρωπος και τρέχει η προδοσία, με τα σύνεργα της λήθης, για να χώσει όπως-όπως την αξία του στη γη. Αχ, Αία, Αία! Πάλι καλά που αυτός εδώ θυμάται ακόμα τ' όνομά σου. Τα υπόλοιπα: πόσες φορές έτρεξες να τον σώσεις, είναι, βεβαια, παρελθόν. Κι ο στρατηγός δεν σπαταλάει τα λόγια του, αν δεν είναι ν' αραδιάσει σοβαρές ανοησίες. Ακούς, αρχιλογά; Είπες πολλά, μα όχι τι έκανε ο Αίας, όταν σας στρίμωξαν οι Τρώες στον φράχτη κι έγλυφε η φωτιά τα πλοία κι ο Έκτορας προάλαυνε ακάθεκτος. Χαμενοι να πηγαίνατε αν ο Αίας δεν ερχόταν μοναχός του, μ' ένα δόρυ, να ενισχύει τις γραμμές σας. Ποιος πρόλαβε τον όλεθρο; Μήπως αυτός που είχε τις ίδιες ικανότητες με σενα; Οχι, ευτυχώς. Παρανομούσε τότε; Παρανομούσε όταν ζητούσε να χτυπηθεί εκείνος με τον Έκτορα, όταν έβαζε γερό λαχνό στην κλήρωση και υμνούσε τους κριτες; Οχι, δεν παρανομούσε. Ανδραγακούσε. Και στο πλευρό του ήμουν εγώ, ο βάρβαρος, ο γιος της σκλάβας, όχι εσύ. Ε, φουκαριάρη, την τύφλα σου δεν βλέπεις. Τι περνάει απ' το μυαλό σου και μας παίρνεις τ' αυτιά με τις φωνές σου; Δεν το ξέρεις πως ο παππους σου, ο Πάλοπας, ήταν βάρβαρος κι αυτός απ' την Φρυγία; Δεν άκουσες ποτε πως ο Ατρέας, που έσπειρε στον κόσμο την προστυχιά σου, είχε την προστυχιά να κάνει το τραπέζι στον αδελφό του με τις σάρκες των ίδιων των παιδιών του; Δεν σου είπαν πως η μάνα σου ήταν απ' την Κριτη και πως, όταν την έπιασε ο πατέρας της με κάποιον ξένο, την τάισε στα μαύρα ψάρια; Ποιος είσαι εσύ που λοιδορείς εμένα; Μήπως δεν είμαι γιος του Τελαμώνα και της πριγκίπισσας που κέρδισε με τέχνη πολεμική και σθένος αρσενικό, της κόρης που ξανάδωσε το τεκνο της Αλκμινης στον πατέρα Λαομέδοντα. Μπορώ εγώ, ο άριστος βλαστός αρίστων, να ντροπιάσω το αίμα μου, αυτόν που κείται εδώ νεκρός μετά από τόσους κόπους κι αγωνίες και του αρνείσαι αχρείε την ταφή; Άκου και βάλε το καλά στον νου σου: αν πετάξεις στα όρνια αυτόν τον άντρα, να πετάξεις κι εμάς τους τρεις μαζί του. Και βεβαια προτιμώ να πέσω αγωνιζόμενος για το δίκαιο του αδελφού μου, παρά για τις γυναίκες σας. Όμως μην άσχολείσαι με μένα. Φρόντισε να σώσεις το τομάρι σου. Γιατί αν τολμήσεις να με πλήξεις, είναι βέβαιο πως μια μέρα να ευχηθείς να ήσουν δειλός κι όχι θρασύς. ΧΟΡΟΣ Πάνω στην ώρα έφτασες, άρχοντα Οδυσσέα· αν δεν ήρθες να μπερδέψεις χειρότερα τα πράγματα. ΟΔΥΣΣΕΑΣ Τι συμβαίνει, άνδρες; Γιατί κραυγάζουν έτσι οι Ατρείδες πάνω απ' τον γενναίο νεκρό; ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Γιατί μας πέταξε κατάμουτρα βρισιες αδιανόητες αυτός ο άνδρας, άρχοντα Οδυσσέα. ΟΔΥΣΣΕΑΣ Τι λόγια; Πες μου. Θεωρώ πως είναι φυσικό ν' αντικρούεις με βρισιες τον υβριστή σου. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Αυτό ακριβώς. Με έβρισε, τον έβρισα κι εγώ. ΟΔΥΣΣΕΑΣ Και τι σου είπε τόσο αισχρό; ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Πως δεν πρόκειται ν' αφήσει άταφο ετούτον τον νεκρό, θέλω δεν θέλω. ΟΔΥΣΣΕΑΣ Μπορώ να είμαι ειλικρινής, δίχως να κινδυνεύω να χάσω τη φιλία σου; ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Ασφαλώς. Θα ήμουν τρελός αν έπαυα να σε αντιμετωπίζω σαν πρώτο και καλύτερο συμμαχο των Αργείων. ΟΔΥΣΣΕΑΣ Άκου, τότε. Επικαλούμαι τους θέους και σε προτρέπω να μην αφήσεις άταφο ετούτο τον νεκρό. Είναι σκληρό, απάνθρωπο. Φυλάξου απ' την οργή σου. Αν καταφέρει να σε στρώσει στο κυνήγι δεν σου μένει παρά μόνο ο γκρεμός της ανομίας. Εγώ έγινα ο χειρότερος εχθρός του από τη μέρα που κράτησα τα όπλα του Αχιλλέα. Όμως όσο μίσος κι αν έτρεφε για μένα, δεν είναι δυνατόν να ξεχάσω πως απ' όλους τους Αργείους μόνον αυτός στεκόταν στο ύψος του Αχιλλέα. Αυτό που πας να κάνεις δεν είναι εκδίκηση, είναι ύβρις: πετάς στα όρνια τους νόμους των θεών. Κλέφτης κοινός της ίδιας της αξίας του είναι αυτός που θέλει να τιμωρίσει έναν νεκρό, όσο κι αν τον μισεί. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Παίρνει στο μέρος του, Οδυσσέα; ΟΔΥΣΣΕΑΣ Τον μισούσα όταν ήταν φυσικό να τον μισώ. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Και το κουφάρι του; Δεν είναι φυσικό να το μισείς; ΟΔΥΣΣΕΑΣ Δεν φέρνει κέρδος δίκαιο η χαρά της αδικίας, Ατρείδη. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Κι η εξουσία δεν μπορεί να είναι δίκαιη δίχως κόστος. ΟΔΥΣΣΕΑΣ Εξαιρούνται οι σύμβουλοι κι οι φίλοι. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Οι τίμιοι κι οι ενάρετοι οφείλουν υποταγή στην εξουσία. ΟΔΥΣΣΕΑΣ Πάψε! Την εξουσία οι φίλοι σου τη δίνουν. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Αναλογίζεσαι σε ποιόν θέλεις να δώσεις χάρη; ΟΔΥΣΣΕΑΣ Σ' έναν εχθρό, αλλά γενναίο κι από γενιά λαμπρή. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Και τι να κάνεις; Κα τιμήσεις ένα άψυχο κουφάρι; ΟΔΥΣΣΕΑΣ Έχει μεγαλύτερη αξία απ' το δικό μου μίσος. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Αυτό δείχνει αμηχανία μπρος στις ανθρώπινες αξίες. ΟΔΥΣΣΕΑΣ Έτσι κι αλλιώς, οι άνθρωποι παίζουν με τις αξίες τους. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Και θέλεις τέτοιους φίλους; ΟΔΥΣΣΕΑΣ Μου φτάνουν οι καλόψυχοι. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Μα τι θέλεις; Ν' αποδείξεις πως είμαστε καθάρματα. ΟΔΥΣΣΕΑΣ Το αντίθετο: πως είμαστε Έλλήνες άνδρες δίκαιοι. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Λοιπόν, με παροτρύνεις να κάψω τον νεκρό; ΟΔΥΣΣΕΑΣ Αυτό ακριβώς, αφου κι εγώ ίσως βρεθώ στη θέση του μια μέρα. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Όσο γι' αυτό, κάθενας μας φροντίζει πρώτα τον εαυτό του. ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ποιόν άλλο; ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Τότε πάρε την ευθύνη εσύ. Εγώ είμαι άλλος. ΟΔΥΣΣΕΑΣ Όποιος κι αν είσαι, δίκαιος να φανείς. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Θέλω να ξέρεις πως αυτό που μου ζητάς δεν είναι τίποτα μπροστά σ' αυτά που να μπορούσα να σου εκχωρήσω. Όμως αυτόν, άνδραι κουφάρι ανδρός, πάντα να τον μισώ. Πράξε όπως νομίζεις. ΧΟΡΟΣ Μόνον ένας τρελός, Οδυσσέα, θ' αμφισβητούσε πως γεννήθηκες σοφός. ΟΔΥΣΣΕΑΣ Και τώρα θέλω να δηλώσω πως θεωρώ τον Τεύκρο συμμαχό μου με όση πίστη τον θεωρουσα κάποτε εχθρό. Κι ακόμα πως επιθυμώ να βοηθήσω στην ταφή του εξαίρετου νεκρού και να μην λυπηθώ κανέναν κόπο για όσα αξίζει. ΤΕΥΚΡΟΣ Άριστε Οδυσσέα πώς μπορώ να μην επικροτήσω τα λόγια σου; Διέψευσες τους φόβους μου. Εσύ, ο άσπονδος εχθρός του, άπλωσες χέρι βοηθείας. Δεν ήρθες να υβρίσεις τον νεκρό, όπως αυτός ο μανιακός κι ο άλλος ο αδελφός του, που ζητουσαν να τον αφήσουν άταφο, για να τον ατιμάσουν. Αλλά ο υπέρτατος πατέρας, εκεί πάνω, κι η επιμνήμων Ερινύα κι η τελεσφόρος Δίκη, κακήν κακώς να τους συντρίψουν. Τέτοιον άνδρα κανείς δεν έχει το δικαίωμα να προσβάλει. Ωστόσο, γιε του έντιμου Λαέρτη, εσύ... κάπως μου φαίνεται... να προτιμουσα να μην σε δω, ουτε κι αυτός, πάνω απ' τον τάφο. Κατά τα άλλα είναι δεκτή κάθε βοήθειά σου. Κι αν θέλεις στείλε απ' τον στρατό να παραστουν όποιοι νομίζεις. Δεν πει ράζει. Κα φροντίσω τα πάντα εγώ. Μα θέλω να ξέρεις πως κι εμείς σε θεωρούμε συμμαχό μας. ΟΔΥΣΣΕΑΣ Και όμως να το ήθελα πολύ. Παρ' όλα αυτά αν σε δυσαρεστεί, το δεχομαι κι αποχωρώ. ΤΕΥΚΡΟΣ Φτάνει ως εδώ· αργήσαμε πολύ. Εμπρός, εσείς, σκάψτε τη γη βαθιά. Κι εσείς τη μεγαλύτερη υψώστε πυροστιά για το ιερό λουτρό. Κάποιοι να πάνε στην σκηνή να φέρουν τα όπλα του, εκτός απ' την ασπίδα. Έλα κι εσύ, παιδί μου, πιάσε όπως μπορείς τα ρουχα του πατέρα σου. Έτσι, σιγά και τρυφερά. Πρέπει να τον σηκώσουμε ψηλά. Είναι ζεστός ακόμα και το αίμα του δεν λέει να κοπάσει. Ελάτε, βοηθήστε με όλοι εσείς που λεγατε πως εχετε έναν βοηθό ακούραστο στο πλάι σας. Τον Αίαντα, λεω, τον ζωντανό! Μ' ακούτε; ΧΟΡΟΣ Ζούμε και βλέπουμε πολλά, κι όλο κάτι μαθαίνουμε. Όμως το μέλλον και η μοίρα καθενός: νύχτα βαθιά. Σαν τους τυφλούς μες στο σκοτάδι πάμε· πάμε! ΤΕΛΟΣ
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΚΥΚΛΩΨ 411 π.Χ. ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΣΕΙΛΗΝΟΣ ΧΟΡΟΣ ΣΑΤΥΡΩΝ ΟΔΥΣΣΕΥΣ ΚΥΚΛΩΨ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ Ο Οδυσσεύς επιστρέφων από την Τροία, μετά την άλωσιν της πόλεως, ρίπτεται υπό της τρικυμίας εις τας ακτάς της Σικελίας, και προ του σπηλαίου εις το οποίον κατοικεί ο Κύκλωψ Πολύφημος. Απουσιάζοντος του Κύκλωπος εις κυνήγιον, ο Οδυσσεύς ζητεί από τους Σατύρους τροφάς προσφέρων εις α ντάλλαγμα οίνον. Φθάνει όμως ο Κύκλωψ, ο οποίος κατατρώγει δύο από τους συντρόφους του Οδυσσέως. Αλλ' ο Οδυσσεύς κατορθώνει να τον μεθύσει και να τον τυφλώση και τοιουτοτρόπως φεύγει με τους συντρόφους του και με τους Σατύρους. (Η σκηνή παριστά χώρον προ του άντρου του Πολυφήμου εις την Αίτναν της Σικελίας. Η παραλία δεν απέχει πολύ). ΣΕΙΛΗΝΟΣ Ω Βρόμιε Βάκχε, βάσανα που τα τραβώ για σένα απ' τον καιρό που ώρθωναν τα νειάτα το κορμί μου. Πρώτα όταν σου έστειλεν η Ήρα τη μανία κι' από της Νύμφαις έφυγες που σ' είχαν αναθρέψει· Έπειτα όταν στο πλάι σου, αλήθεια παλληκάρι μαζί σου επολέμησα, και υπερασπιστής σου σκότωσα τον Εγκέλαδο με μία κονταριά μου στη μέση της ασπίδ ας του. Άραγε αλήθεια λέω ή μήπως τάχα όλα αυτά τα είδα στ' όνειρό μου; Όχι, δεν λέω ψέματα· τα λάφυρα τα είδε ο Βάκχος, που του τάδειξα. Μα πιο πολλά απ' όλα τώρα τραβώ για χάρη σου. Γιατί όταν η Ήρα έστειλε Συρρηνούς ληστάς για να σε κυνηγήσου ν και να σε φέρουνε μακρυά, μακρυά σε τόπους ξένους μόλις εγώ το έμαθα, επήρα τα παιδιά μου και με το πλοίο ξεκίνησα να σε ζητήσω. Ο ίδιος εις το τιμόνι εκάθησα, στην πρύμη. Σα παιδιά μου στο κάθισμα των ερετών γερό κουπί ετραβούσαν και άσπριζαν με τον αφρό το κύμα το γαλάζιο. Κι όλα αυτά για ναύρουμε εσένα, ω βασιλιά μου. Μα εκεί που πλησιάζαμε στην άκρη του Μαλέα άξαφνα επήρε δυνατός στο πλάι απηλιώτης και το καράβι έρριξε σ' αυτήν εδώ την ξέρα της Αίτνας, όπου κάθονται σ' έρημα σπήλα ια μέσα οι Κύκλωπες, μονόφθαλμοι, παιδιά του Ποσειδώνος, που τους θνητούς σκοτώνουνε και δεν χορταίνουν αίμα. Ένας λοιπόν από αυτούς μας έπιασε, και τώρα σαν δούλοι τον δουλεύουμε· Πολύφημο τον λένε, αυτόν που έγινε αφέντης μας. Δεν έχει πια μεθύσι, δεν έχει πια ούτε χορούς ούτε τραγούδια τώρα... Τώρα εκαταντήσαμε να βόσκουμε κοπάδια αυτού του αθλίου Κύκλωπα. Σαν νέα τα παιδιά μου τα πρόβατα τα πρώιμα πηγαίνουν να βοσκήσουν πέρα στης άκραις των Βουνών. Κ' εγώ σαν γέρος πούμαι μένω εδώ πί σω στη σπηλιά, το σπίτι να σαρώνω και να γεμίζω τα βουτσιά και να δουλεύω ακόμα στα δείπνα, τα ανόσια του Κύκλωπα. Και τώρα πρέπει ό,τι επρόσταξε να κάνω· να σαρώσω με αυτήν την σκούπα μου εδώ όλο το σπήλαιο, ώστε όταν γυρίσει ο αφέντης μου ναύρη καθάρια όλα, γι' αυτόν και για τα πρόβατα (Βλέπει προς το βάθος) ΚΥΚΛΩΨ Μα, να και τα παιδιά μου βλέπω που με τα πρόβατα γυρίζουν. Μα τι τρέχει; Τι θόρυβος είναι αυτός; Φορεύετε, παιδιά μου, όπως εκείνον τον καιρό, που, συνοδεία του Βάκχου εις της Αλθαίας πηγαίνατε το σπίτι με τραγούδια που τα συνώδευε εύθυμα της λύρας σας ο ήχος; (Ο χορός φαίνεται απευθυνόμενος κατ' αρχάς προς τα πρόβατα) ΧΟΡΟΣ (ΣΑΤΥΡΩΝ) ευγενικό βλαστάρι ευγενικών γονέων, τι τρέχεις μέσ' στους βράχους; Εδώ γλυκό δεν θαύρης και δροσερό αεράκι και κρύσταλλα νεράκια. Γυρίσετε στη στάνη στου Κύκλωπα το άντρον που τα μικρά βελάζουν. Χιτ! θάρθης από δώθε; Τάχα μπορείς ν' αφήσεις τη δροσερή ραχούλα; Ε! Άκου, θα σ' αρχίσω στης πέτραις, να γυρίσεις. Γύρισε πίσω, τράγε με τα μεγάλα κέρατα, στου Κύκλωπα τη στάνη. Και συ, κατσίκα, στάσου ν' αρμέξω τα μαστάρια που είναι γεμάτα γάλα. (Αντιστροφή) Δόσε τα στα μικρά σου που όλην την ημέρα στη στάνη τους κοιμούνται και νάρθης περιμένουν. Πότε τ' ωραίο λιβάδι θ' αφήσεις και στα βράχια της Αίτνας θα γυρίσεις; Εδώ δεν είναι ο Βάκχος ούτε χοροί με θύρσους ούτε τυμπάνων κρότοι κοντά στης κρύαις βρύσαις ούτε γλυκό κρασάκι και συντροφιές Νεράιδων. Το Βακχικό τραγούδι της Αφροδίτης ψάλλω ΚΥΚΛΩΨ και τρέχω να την εύρω με συντροφιές της Βάκχαις πούχουνε τ' άσπρα πόδια. Ω Βάκχε, αγαπημένε που τάχα να γυρίζης τινάζοντας μονάχος τα ολόξανθα μαλλιά σου, ενώ εγώ ο πιστός σου στον Κύκλωπα δουλεύω με το πετσί του τράγου στην πλάτη για μανδύα μακρυά από σένα, ω Βάκχε; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Παιδιά μου, σιωπήσατε· και ειπέτε εις τους δούλους γρήγορα τα κοπάδια τους στο σπήλαιο να μαζέψουν. ΧΟΡΟΣ (Προς τους δούλους) Ε! σεις, πηγαίνετε μπροστά. (Προς τον Σειληνόν) Τι βιάζεσαι, πατέρα; ΣΕΙΛΗΝΟΣ (Παρατηρών προς την θάλασσαν) Βλέπω εκεί κάτω χαμηλά κατά το ακρογιάλι ένα καράβι Ελληνικό και ναύταις που πηγαίνουν πίσω από έναν αρχηγό. Προς τη σπηλιά τραβούνε και φέρνουν στο κεφάλι τους άδεια δοχεία και στάμναις. Βέβαια δεν θα ξέρουνε ο αφέντης μας τι είναι, γι' αυτό εδώ μας έρχονται να πέσουνε στα δόντια του ανθρωποφάγου Κύκλωπα. Αλλ' όμως ησυχάστε να μά θουμε οι ανθρώποι πώς βρέθηκαν στην Αίτνα. (Ο Οδυσσεύς και οι σύντροφοί του εμφανίζονται όπως ανηγγέλθησαν από τον Σειληνόν). ΟΔΥΣΣΕΥΣ Ξένοι, κανένας από σας μπορούσε να μας δείξη πού ένα ποτάμι θαύρουμε τη δίψα μας να σβύσει και αν μπορή κανένας σας να μας πουλήση κάτι να φάμε γιατί - ναυαγούς - μας θέρισεν η πείνα. (Βλέπει, καλύτερα τους Σατύρους). Αλλά τι βλέπω; έτυχα σε τόπο που λατρεύει τον Βάκχο. Βλέπω Σάτυροι στην είσοδο του άντρου... Και πρώτα·πρώτα χαι ρετώ τον γεροντότερό σας. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Χαίρε, ω ξένε. Από που και ποιός είσαι πες μας. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Απ' την Ιθάκη. Ο Οδυσσεύς, των Κεφαλλήνων άναξ. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Σε ξέρω, του Σισύφου γιος και ξακουστός στα λόγια. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Ναι, εγώ είμαι εκείνος, γέροντα. Αλλ' όμως μη με βρίζεις. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Και πώς εδώ ευρέθηκες στη Σικελία; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Γυρίζω από της Τροίας τον πόλεμο. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Και πώς; Δεν τον γνωρίζεις τον δρόμο της πατρίδας σου; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Σον ξέρω, αλλά του ανέμου από τον δρόμο μ' έβγαλε η ορμή!... ΣΕΙΛΗΝΟΣ Αλίμονο σας την ίδια τύχη είχαμε.. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Και συ τα ίδια είχες; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Ναι. Εκυνηγούσα τους ληστάς που αρπάξανε τον Βάκχο. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Ποιά είναι η χώρα που είμαστε, και ποιοί την κατοικούνε; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Η Αίτνα, το ψηλότερο της Σικελίας μέρος. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Και πού είναι της πόλεως τα τείχη και οι πύργοι; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Δεν είναι τίποτε απ' αυτά. Άνθρωποι δεν υπάρχουν. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Και ποιοί λοιπόν την κατοικούν; Άγρια θηρία ίσως;.. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Οι Κύκλωπες, σε σπήλαια κι' όχι σε σπίτια μέσα. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Ποιοί κυβερνούν; Ή είν' εδώ ο όχλος κυβερνήτης; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Είναι βοσκοί. Κανένας τους δεν υπακούει στον άλλο. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Πώς ζούνε; Στάχυα σπέρνουνε της Δήμητρας στη γη τους; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Με γάλα ζούνε και τυρί και με το κρέας των ζώων. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Πιοτό του Βάκχου έχουνε, κρασί από ταμπέλια; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Καθόλου. Είναι αχάριστη η γη που κατοικούνε. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Είναι άραγε φιλόξενοι; Τους δέχονται τους ξένους; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Λένε ότι γλυκύτερο είναι το κρέας των ξένων. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Τι λες; ώστε αλήθεια, εδώ είναι ανθρωποφάγοι; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Κανείς δεν βρέθηκε εδώ που να μην τονε σφάξουν. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Κι' ο Κύκλωψ που να βρίσ κεται; Μήπως στο σπήλαιο μέσα; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Στην Αίτνα με τους σκύλλους του επήγε για κυνήγι. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Ξέρεις τι θέλω από σε, για να σωθούμε όλοι; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Δεν ξέρω· αλλά πρόσταξε. Προς χάριν σου θα γίνει. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Πουλήσατε μας τρόφιμα που έχουμε ανάγκη. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Σου είπα πως δεν έχουμε παρά μονάχα κρέας. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Κι' αυτό καλό· την πείνα μας μπορεί να ησυχάση. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Μα και γιαούρτι και τυρί και γάλα γελαδίσιο. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Τώρα να γίνει η αγορά ενόσω είναι μέρα. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Και συ όμως για πληρωμή πόσο χρυσάφι δίνεις; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Φρυσάφι όχι. Έχω κρασί για πληρωμή να δώσω. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Αυτό είναι καλύτερο. Καιρό έχουμε να πιούμε. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Ο Μάρων μου το έδωκε, ο γιος του Διονύσου ΣΕΙΛΗΝΟΣ Εκείνος που ανέθρεψα εγώ στην αγκαλιά μου; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Ο γιος του Βάκχου, αν ζητάς καλύτερα να μάθης. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Και στο καράβι το άφησες, ή το κρατείς μαζί σου; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Το έχω μέσα στο ασκί ετούτο, γέροντα μου. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Αυτό ούτε το στόμα μου δεν φτάνει να γεμίσω. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Έχω ακόμα δυο φορές τόσο και άλ λο τόσο. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Καλή είναι η βρύση όπως λες· την χαίρεται η καρδιά μου ΟΔΥΣΣΕΥΣ Θέλεις λιγάκι απ' αυτό να δοκιμάσεις πρώτα; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Καλά το λες. Η δοκιμή την όρεξι ανοίγει. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Καλά που έφερα, μαζί με τον ασκό, ποτήρι. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Βάλε μου, κουδουνίζοντας, να πιω να το θυμάμαι. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Να, πάρε! ΣΕΙΛΗΝΟΣ Μωρέ τ' είναι αυτό; Τι μυρωδιά την έχει; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Είδες; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Δεν είδα· εμύρισα. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Πιε τώρα, όχι με λόγια μονάχα να το επαινής. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Μούρχεται να χορέψω. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Σου βράχηκε ο λάρυγγας καλά; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Έως τα νύχια τη γλύκα του αισθάνθηκα. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Μαζή μ' αυτό και χρήμα, αν θέλης, θα σου δώσουμε. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Άδειασε το ασκί σου και κράτα το χρυσάφι σου. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Φέρ το τυρί σας τώρα και πρόβατο νεογέννητο. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Αμέσως θα το κάνω και αν πης για τον αφέντη μου, διόλου δεν με μέλει. Για ένα ποτήρι απ' αυτό δίνω όλα τα κοπάδια του Κύκλωπα και δέχομαι στη θάλασσα να πέσω σαν νοιώσω πως βλέφαρα βαρύνει το μεθύσι. Όποιος δεν πίνει το κρασί, σωστά τρελλός θα είναι. Γιατί μονάχα το κρασί στον έρωτα σε σπρώχνει και στο χορό, και λησμονείς κάθε κακό στον κόσμο. Και τώρα που το ευρήκα εγώ δεν θα το παραιτήσω κι' ας κάνει ό,τι θέλει ο Κύκλωπας με τώνα του το μάτι! (Εισέρχεται εις το σπήλαιον διά να φέρη το τυρί και το κρέας). ΧΟΡΟΣ Και τώρα ας πούμε τίποτα ως νάρθη να τα φέρη. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Λέγετε ό,τι θέλετε σαν φίλοι σ' ένα φίλον. ΧΟΡΟΣ Την Τροία την επήρατε, καθώς και την Ελένη; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Όλην την οικογένεια πιάσαμε του Πριάμου. ΧΟΡΟΣ Και όταν η νέα έπεσε στα χέρια σας, βεβαίως όλοι θα την χορτάσατε καθείς με τη σειρά του γιατί αυτής της άρεσε άνδρες πολλούς ν' αλλάζη, η άπιστη που τα βρακιά του Πάρι όταν είδε να κατεβαίνουνε πλατιά στης γάμπαις του και όταν ένα χρυσό περιδέραιο εις τον λαιμόν του είδε τάχασε αμέσως κι' άφησε τον άνδρα τον καλό της. Είθε να μη βρισκότανε στη γη καμμιά γυναίκα παρά για μένα μοναχά. (Εμφανίζεται ο ΣΕΙΛΗΝΟΣ) Πάρε απ' τα κοπάδια μας, ω βασιλιά, ό,τι βγάζουν πάρε αρνάκια τρυφερά, και βούτυρο και γάλα και άφθονα τυριά μαζί. Και φύγετε αμέσως μακρυά από το σπήλαιον. Άφησε το κρασί σου για πληρωμή, Ω, τ' είναι αυτό; Τι βλέπω εκεί κάτω Ω, δυστυχία! Ο Κύκλωπας. Και τώρα; Τι θα γίνει; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Αλίμονο, εχαθήκαμε. Πού να κρυφτούμε τώρα; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Κρυφτήτε μέσα στη σπηλιά. Μπορεί να μη σας νοιώση! ΟΔΥΣΣΕΥΣ Μου φαίνεται στα δίχτυα του μας ρίχνει η συμβουλή σου ΣΕΙΛΗΝΟΣ Όχι, γιατ' έχει η σπηλιά πολλούς κρυψώνες μέσα. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Κι' όμως δεν πρέπει· αν μάθαινε η Τροία πως ένα άνδρα έτσι εφοβηθήκαμε θα μας παραπονοιόταν. Εγώ με την ασπίδα μου πολλές φορές ως τώρα χιλιάδες Υρύγας έβαλα μπροστά. Και τώρα αν να πεθάνω είναι γραφτό, τουλάχιστον θα πέσουμε σαν άντρες, Ή την ζωή αν σώσουμε, μα τίμια θα σωθούμε. (Αποσύρονται εις το βάθος) (Εισερχόμενος ο Κύκλωψ αποτείνεται προς τους χορεύοντας Σατύρους) ΚΥΚΛΩΨ Ε, σεις! Καθήστε φρόνιμα! τι είναι αυτό το γλέντι, και οι χοροί; Διόνυσος δεν είν' εδώ. Σταθήτε, δεν είναι ούτε τύμπανα από χαλκό, ούτε κρίκοι. Τι κάνουν τα νεογέννητα αρνάκια μέσ' στο άντρον; Βυζαίνουν της μητέραις τους και παίζουν στο πλευρό τους; Είναι γεμάτα από τυρί τα σχοίνινα καλάθια; Τι λέτε; Πώς;... Δεν απαντά κανείς σας; Μήπως πρέπει με το ματσού κι μου αυτό ν' αρχίσω τα πλευρά σας νάχουμε πάλι κλάμματα; Σηκώσετε τα μάτια και μην κυττάζετε στη γη... ΧΟΡΟΣ Να, βλέπουμε απάνω έως τον Δία, και στ' ουρανού τα άστρα. ΚΥΚΛΩΨ Το τραπέζι είν' έτοιμο; ΧΟΡΟΣ Είναι έτοιμο. Όρεξι φθάνει νάχης. ΚΥΚΛΩΨ Και οι κρατήρες έτοιμοι; Είναι γεμάτοι γάλα; ΧΟΡΟΣ Και το πιθάρι ολόκληρο, αν θέλης. ΚΥΚΛΩΨ Είναι γάλα της προβατίνας, βωδινό, ή ανακατωμένο; ΧΟΡΟΣ Απ' ό,τι θέλεις· μοναχά εμάς να μη ρουφήξεις. ΚΥΚΛΩΨ Εσείς δεν μου χρειάζεσθε. Με τα πηδήματα σας μπορείτε να ξεσκίσετε τα βάθη της κοιλιάς μου (Έξαφνα βλέπει τους Έλληνας και τον Σειληνόν ο οποίος φαίνεται ότι τους διώχνει). Ε!; Τι είναι εκε ί κάτω αυτοί που βλέπω στη σπηλιά μου; Λησταί ή κλέφτες βγήκανε στον τόπο μας; Τι βλέπω; Σαρνιά μας εις το σώμα τους δεμένα με καλάμια· και η στάμναις μας με το τυρί γεμάταις... Και ο γέρος ο φαλακρός, που στέκεται με τα πρησμένα μούτρα φαίνεται πως της έφαγε... ΣΕΙΛΗΝΟΣ Αλίμονο σ' εμένα! Καίει το κορμί μου του άμοιρου απ' της ξυλιές. ΚΥΚΛΩΨ Για στάσου!... Ποιός, γέροντα, σ' εχτύπησε;... ΣΕΙΛΗΝΟΣ Αυτοί εδώ που βλέπεις γιατί εγώ δεν ήθελα ν' αφήσω να σε κλέψουν. ΚΥΚΛΩΨ Και πώς; Δεν ήξευραν αυτοί, πως είμ' εγώ ο Κύκλωψ θεός εγώ, θεών παιδί; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Όλα αυτά τα είπα του κάκου! εκείνος άρπαξε τα πράγματα σου ως τόσω και το τυρί σου έτρωγαν και έκλεβαν ταρνιά σου. Εσέ τον ίδιον έλεγαν πως με σχοινί θα δέσουν τρεις πήχες, και από το μάτι σου θα κάνουν να ξεράσεις τα σπλάγχνα σου και καμτσικιές θα σούδιναν στη ράχη και έπειτα θα σ' έρριχναν δεμένον στο καράβι και δούλον θα σ' επήγαιναν τον μύλο να γυρίζης. ΚΥΚΛΩΨ Αλήθεια; Σρέξε γλήγορα μαχαίρια ν' ακονήσης· μάζεψε ξύλα κι' άναψε φωτιά, γιατί σε λίγο όλους θα σφάξω και ζεστούς θα τους καταβροχθίσω άλλους ψητούς στα κάρβουνα κι' άλλους βραστούς στη χύτρα. Πολύν καιρό ετρεφόμουνα με λάφια και λιοντάρια, και έχω πάρα πολύν καιρό να φάω ανθρώπου κρέας. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Σωστά. Είναι καλύτερο, αφέντη, το καινούριο. Πολύν καιρό έχουν ανθρώποι να ρθούνε στη σπηλιά σου. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Ω Κύκλωψ, άκουσε και μας τους ξένους. Πεινασμένοι στον τόπο σου εβγήκαμε, λίγ η τροφή ναυρούμε και να την αγοράσουμε με χρήμα. Αυτός που βλέπεις μας πούλησε, όχι άθελα, το γάλα και ταρνιά σου και μείς κρασί του δώσαμε γι' ανταλλαγή και ήπιε· τίποτα δεν εκάναμε διά της βίας, ο γέρος ψέματα λέει, γιατί κρυφά τον ηύρες να σε κλέβη. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Εγώ;... που να σ' εύρη κακό... ΟΔΥΣΣΕΥΣ Να μ' εύρη, αν λέω ψέμα. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Στον Ποσειδώνα ορκίζομαι, στον θείο σου πατέρα και στον μεγάλον Σρίτωνα και στον Νηρέα κι' ακόμα στην Καλυψώ ορκίζομαι, και στου Νηρέως της κόραις, στα κύματα, ω Κύκλωπα, σ' όλα μαζί τα ψάρια καλέ μου, αφεντάκη μου, ψέματα είναι όλα. Δεν πούλησα εγώ τίποτα από τα πράγματα σου. Να μη μου μείνη ένα παιδί, που ξέρεις πως τα έχω. ΧΟΡΟΣ Οι όρκοι σου απάνω σου αμέσως να γυρίσουν. Σε είδα με τα μάτια μου που τα πουλούσες· ψέμα αν λέη ο πατέρας μας από κακού να πάει. (Προς τον Κύκλωπα) Τους όρκους μην παραδεχθής. Μην αδικής τους ξένους. ΚΥΚΛΩΨ Χέμματα λέτε. Μόνον αυτόν τον γέροντα πιστεύω, γιατί και απ' τον Ραδάμανθυν πιο δίκαιον τον έχω. Αλλά θα μάθω μόνος μου. Ποιοι είσθε σεις, ω ξένοι, από που έρχεσθε, και ποιά η πατρίδα σας; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Η Ιθάκη, είν η πατρίδα μας. Και αφ' ου επήραμε την Τροία τώρα από εκεί γυρίζαμε. Μα η τρι κυμία, ω Κύκλωψ, στον τόπο σου μας έρριξε. ΚΥΚΛΩΨ Ώστε είσθε σεις εκείνοι που για να ξαναφέρετε στη Σπάρτη την Ελένη εφθάσατε ως το Ίλιον, στης όχθες του Σκαμάνδρου; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Εμείς, και ετραβήξαμε τόσα δεινά. ΚΥΚΛΩΨ Εκστρατεία κακή, αφού η αιτία της μία γυναίκα ήτον κ' επήγανε προς χάριν της ως την Υρυγία. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Έτσι ήτον το θέλημα του θεού. Θνητός κανείς, δεν φταίει. Και τώρα, ω γενναίο παιδί του Ποσειδώνος, όλ οι εμείς σε ικετεύουμεν και σε παρακαλούμε όχι σαν δούλοι, αλλ' ακριβώς ωσάν ελεύθεροι άνδρες την θεία οργή να φοβηθής και να μη μας σκοτώσεις. Γιατί εμείς, ω βασιλιά, εις την Ελλάδα όλη τιμούμε τον πατέρα σου και έχουμε ναούς του έως τα μακρυνώτε ρα του τόπου μας σημεία. Απάτητος και ιερός είναι ο λιμήν του κάτω στο Σαίναρον και πάρα εκεί στην άκρη του Μαλέα κ' έπειτα και στο Σούνιον, που η Αθηνά μαζί του έχει ναόν στο έδαφος που βγάζει το ασήμι, Άλλος ναός του και άσυλον στον Γεραιστόν της Ευβοίας. Αλλά δεν υποφέραμε την ύβριν που η Υρυγία εις την Ελλάδα έκαμε. Η δόξα μας δική του επίσης είναι. Γιατί εσύ στον φλογισμένον βράχο της Αίτνης που είναι Ελληνική, κύριος είσαι. Νόμος είναι για όλους τους θνητούς να δέχωνται τους ξένους που έπαθαν στη θάλασσα, να τους φιλοξενούνε κι όχι να τους σουβλίζουνε με των βωδιών της σούβλες και να χορταίνουν με τροφή της σάρκες των ανθρώπων. Πολύν καιρό εδεκάτισε η Τροία την Ελλάδα, και ήπιε το αίμα των νεκρών που εσκότωνε το δόρυ και άφησε γρηές χωρίς παιδιά, γυναίκες χωρίς άνδρες. Αν συ τους λίγους που έμειναν μέσ' στη φωτιά τους ρίξεις για να τους φας, πού μένει πια κανείς να καταφύγη; Όχι, άκουσε τα λόγια μου, ω Κύκλωπα, και κράτει τα δόντια σου· προτίμησε φιλάνθρωπος να μεί νης κι' όχι να γίνεις ασεβής. Γιατί πολλοί ως τώρα από τα κέρδη τα κακά εβγήκαν ζημιωμένοι. ΣΕΙΛΗΝΟΣ (Προς τον Κύκλωπα) Άκου κ' εμέ μια συμβουλή που θα σου δώσω, μία μπουκιά απ' το κρέας του να μην αφήσεις. Κόψε τη γλώσσα του και φάγε την να μάθης ν' αγορεύης. ΚΥΚΛΩΨ (Προς τον Οδυσσέα) Ε, ανθρωπάκο, των σοφών θεός είναι ο πλούτος. Όλα τα αλλά ανώφελα κι' άχρηστα λόγια είναι. Τι τάχα θα κερδίσω εγώ, αν ο πατέρας μου έχη ναούς στα ακρωτήρια, και τι μου τ' αραδειάζεις; Εγώ του Διός τους κερ αυνούς δεν τους φοβάμαι διόλου κι' ούτε καλύτερο θεωρώ τον Δία από μένα. Δεν λογαριάζω τίποτα. Ξέρεις γιατί; Αν βρέξη ο Δίας, εγώ στο βράχο αυτόν πηγαίνω και τρυπώνω κένα μοσχάρι ψήνοντας ή τίποτα κυνήγι το τρώω και ανάσκελα στο χώμα ξαπλωμένος , αφού αδειάσω ολόκληρο τον αμφορέα με γάλα, έπειτα την κοιλιά χτυπώ και με τον ήχο κάνω Βροντές κ' εγώ και κεραυνούς ωσάν τον Δία. Και όταν πάλι άγριος ο βοριάς από τη Θράκη αρχίσει και με το χιόνι όλη τη γη σκεπάση, εγώ χωμένος μέσ' στων θηρίων τα δέρματα, φωτιά μεγάλη ανάβω και για το χιόνι του Διός καθόλου δεν με μέλει. Η γη εξ ανάγκης, θέλοντας και μη, χορτάρι βγάζει να τρώνε τα κοπάδια μου, τα βώδια και ταρνιά μου. Εγώ κανένα απ' αυτά δεν θυσιάζω σ' άλλον θεόν, γιατί καλύτερον δεν ξέρω απ' την κοιλιά μου. Να τρώη, να πίνη, να γλεντά κανένας κάθε μέρα, να μη χαλά για τίποτα την όρεξί του, αυτό είναι ο Δίας για 'κείνον που έμαθε να ζη σ' αυτόν τον κόσμο. Εκείνοι που άλλους έκαμαν για τους ανθρώπους νόμους και στη ζωή τους έβαλαν ένα σωρό φροντίδες, εκείνοι θέλουν κρέμασμα. Για χάρη τους βεβαίως εγώ δεν έχω όρεξι να σκάσω την καρδιά μου και δεν θα μ' εμποδίσουνε αυτοί να σε μασήσω. Αυτήν την περιποίησί σου ετοιμάζω, ω ξένε, για να μην έχης άδικα παράπονα. Η φωτιά μ ου και το καζάνι έτοιμο του πατρικού σπιτιού μου την σάρκα σου θα ντύσουνε και θα ζεστοκοπήσουν. Έλα, συρθήτε στη σπηλιά, και γύρω απ' το βωμό μου τρέξετε να ετοιμάσετε το γεύμα. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Αλίμονο μας! Σωθήκαμε απ' τον πόλεμο κι απ' τη μανία του πόντου και τώρα να μαλάξουμε μία καρδιά ανθρώπου δεν κατορθώνουμε. Ω θεά του Δία θυγατέρα, βοήθησε μας· κίνδυνοι χειρότεροι απ' της Τροίας μας απειλούν. Αλλά και συ που κατοικείς στα άστρα, ω Δία φιλόξενε, ιδέ τα βάσανα μας τώρα, γιατί αν την βοήθεια που σου ζητώ δεν δώσεις αδίκως σε λατρεύουνε, θεός εσύ δεν είσαι, (Εισέρχεται εις το σπήλαιον) ΧΟΡΟΣ Σα χείλη σου άνοιξε τα που κλείνουνε το στόμα γιατί σε λίγο, ω Κύκλωψ, θα είναι έτοιμες η σάρκες ψητές ή και βρασμένες έτοιμες να της πιάνης απ' τη φωτιά απάνω και να της κατεβάζεις· τα κόκκαλα θα σπάζεις των ξένων, που θα βράσουν μέσ' σε βωδιού τομάρι. Μη μας καλείς μαζί σου κράτησε μοναχός σου. ολόκληρο το πλοίο της σάρκες φορτωμένο. Ας φύγουμε απ'το άντρον κι' απ' της φρικτές θυσίαις του Κύκλωπα που τρώει της σάρκες των ανθρώπων. Τι άγριος πρέπει νάνε εκείνος που σκοτώνει τους ξένους που η τύχη τους έστειλε κοντά του και ανήμερα τους κόβει και σπα τα κόκκαλά τους με τασεβή του δόντια και βράζει το κορμί τους ή στη φωτιά το ψήνει κι' απ' την πυρά απάνω τράβα τα κρέατα τους και τα καταβροχθίζει! (Εξέρχεται ο Οδυσσεύς έντρομος από το άντρον) ΟΔΥΣΣΕΥΣ-ΧΟΡΟΣ Ω Δία, ω Δία! πως να σας πω τι είδα μέσ' στο άντρον Βέβαια δεν θα πιστέψετε, πως είναι έργα ανθρώπου. ΧΟΡΟΣ Τι τρέχει; Τι είδες, Οδυσσεύ; Μήπως οι σύντροφοι σου δεν ζούνε πια; Τους έφαγε; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Άρπαξε δύο πρώτα κι' αφ' ου καλά τους έψαξε και με τα δυο του χέρια και είδε ότι ήτανε κ' οι δυο καλύτερα θρεμμένοι. ΧΟΡΟΣ Ω τους φτωχούς! Πώς έγινε το πράγμα; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Μόλις στο άντρον εμπήκαμε, άρχισε φωτιά ο Πολύφημος, νανάβη ρίχνοντας μιας βελανιδιάς μεγάλης τα κλωνάρια, που τρί α αμάξια δύσκολα μπορούσαν να κρατήσουν. Έπειτα πλάι στη φωτιά ένα κρεββάτι στρώνει από έλατα, και έπειτα ένα κρατήρα επήρε ίσον με δέκα αμφορείς, αρμέγει της γελάδες και τον γεμίζει κάτασπρο το γάλα. Και κατόπιν ένα ποτήρι ξύλινο από κισσό τρείς πήχες το ύψος κι' άλλους τέσσερες τουλάχιστον το βάθος. Ένα καζάνι χάλκινο στη φλόγα απάνω στήνει και σούβλες που η άκρη τους ήτανε σιδερένια. Και όταν όλα ετοίμασεν ο μάγερας του Άδου δυο από τους συντρόφους μου άρπαξε, τους έσφαξε με κάποιον ρυθμό, τον' ένα έρριξε εις το καζάνι μέσα και έπειτα τον δεύτερον αρπάζει απ' το πόδι και τον χτυπάει δυνατά στου βράχου τη γωνία και το κεφάλι του έσπασε κ' εχύθη το μυαλό του· τότε με το μαχαίρι του της σάρκες κατακόβει και τον πετάει στη φωτιά, ενώ τα άλλα μέλη, μέσ' στο καζάνι τάρριξε να βράσουν με τον άλλον. Εγώ σ' αυτό το μεταξύ με μάτια δακρυσμένα στο πλάι του εστεκόμουνα και τον υπηρετούσα. Οι άλλοι στα βάθη της σπηλιάς οι δόλιοι μαζεμένοι σαν τα πουλάκια έτρεμαν, κ' είχε κοπή η λαλιά τους. Σέλος όταν εχόρτασε με σάρκες και ξαπλώθη ο Κύκλωψ κ' η ανάσα του 'μόλυνε τον αέρα μια θεία αλήθεια έμπνευσις μου ήρθε· το ποτήρι με το κρασί του Μάρωνος εγέμισα και του είπα - Ω Κύκλωψ, του θεού παιδί των θαλασσών, αν θέλης, δοκίμ ασε απ' το ποτόν που βγάζουνε το θείον ταμπέλια της Ελλάδος μας, απ' το ποτόν του Βάκχου! Εκείνος από το φρικτό το δείπνο χορτασμένος με μια μονάχα ρουφιξιά άδειασε τον κρατήρα και το κρασί επαίνεσε κ' υψώνοντας τα χέρια μου είπε "Ω πιο αγαπητέ απ' όλους τους άλλους ξένε, μου δίνεις ένα θείο ποτό, έπειτα από θείο γεύμα". Σαν είδα πως του άρεσε και δεύτερο του δίνω βέβαιος ότι το κρασί θα τον υποδουλώση και θα βοηθήση, γρήγορα να τον εκδικηθούμε· τότε άρχισε να τραγουδή, κ' εγώ το ένα στο άλλο κρασί ποτήρια τούδινα και μια φωτιά στα σπλάγχνα του άναβα· τα τραγούδια του στο άντρον αντηχούνε· με των δυστυχισμένων μου συντρόφων μου τους θρήνους. Σότε σιγά σιγά εγώ εβγήκα από το άντρον κ' ήρθα εδώ για να σωθώ κι' όλους εσάς να σώσω αν με βοηθήσετε. Αλλά θέλω να μάθω πρώτα αν θέλετε να φύγετε απ' τον ανόσιον άνδρα και εις του Βάκχου φθάνοντας τανάκτορα, να ζήτε με της Νεράιδες του μαζί. Αυτός ήταν ο πόθος του γέρου του πατέρα σας, που είναι στο άντρον τώρα. Μα αυτός είναι α δύνατος και άλλο δεν συλλογιέται απ' το μεθύσι· σαν πουλί που η ξόβεργα θα πιάση τινάζει αδίκως τα φτερά, μα δεν μπορεί να φύγη απ' το ποτήρι το κρασί. Σεις όμως που είσθε νέοι ελάτε να γλυτώσετε και να γυρίστε πίσω. στον Βάκχο, όπου με αυτόν τον Κύκλωπα δεν μοιάζει. ΧΟΡΟΣ Ω αγαπημένε φίλε μας, είθε ναρθή η ημέρα να φύγουμε απ' του Κύκλωπος τα χέρια! Πόσο ως τώρα καιρό έχουμε να βάλουμε στο στόμα μας ποτήρι! Αλλ' όμως δεν είναι εύκολο να φύγουμε. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Ακούστε τι τρόπο ευρήκα απ' το άγριο θηρίον να σωθούμε και να το τιμωρήσουμε. ΧΟΡΟΣ Μίλησε, δεν υπάρχει τραγούδι ωραιότερο της Λυδικής κιθάρας από το άκουσμα αυτό: πως πέθανε ο Κύκλωψ. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Τώρα που ήπιε, απ' τη χαρά μία ιδέα του ήρθε στους αδερφούς του Κύκλωπας να πάει να διασκεδάση. ΧΟΡΟΣ Κατάλαβα· θέλεις λοιπόν στο δάσος να τον βρούμε μονάχο να τον σφάξουμε ή από κανένα βράχο να τον πετάξουμε. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Όχι δα, κανένα από δύο, το σχέδιόν σου πιο καλά μελετημένο είναι. ΧΟΡΟΣ Λέγε λοιπόν από καιρό, σοφός πως είσαι ακούμε. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Πρώτα δεν κάνει θα του πω, να πάει στο τραπέζι και εις τους άλλους Κύκλωπας να δώση το κρασί του, παρά να τώχη μόνο αυτός να το γλεντάη μονάχος · Κι' όταν μεθύσει και βαρύς στον ύπνο πάλι πέσει εγώ ένα κλώνο της εληάς, απ' τη σπηλιά θα πάρω. Κι' αφού στην άκρη μυτερό με το σπαθί τον κάνω θα τον πυρώσω στη φωτιά· κι' όταν τον 'δω να κάψει, θα τον τραβήξω, και με ορμή, στο μάτι θα τον χώσω του Κύκλωπος, κι' αυτός ευθύς θα στραβωθή. Όπως όταν ένα καράβι φτειάνουνε ο ναυπηγός γυρίζη με δυο πετσιά στης τρύπες του τριγύρω το τρυπάνι έτσι κ' εγώ μέσ' στου ματιού την κόγχη θα γυρίσω το πυρωμένο μου κλαδί, την όψι να του κάψω. ΧΟΡΟΣ Ω, τι χαρά! Μας τρέλλανε ο τρόπος που ευρήκες. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Έπειτα όλους σας εδώ στο πλοίο θα σας βάλω μαζί με τον πατέρα σας, και τα κουπιά τραβώντας με όλη μας την δύναμι, μακρυά από δω θα πάμε. ΧΟΡΟΣ Αφού σου ωρκισθήκαμε πως θάμαστε δικοί σου, θα μας αφήσεις τον δαυλό και μείς να τον γυρνούμε μέσα στο μάτι σου; Γιατί σ' αυτήν την τιμωρία χαρά μας να βοηθήσουμε. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Και πρέπει, γιατί είναι πολύ μεγάλος ο δαυλός και δεν μπορώ μονάχος. ΧΟΡΟΣ Το βάρος εκατό αμαξιών σηκώνουμε ευχαρίστως, φτάνει κ' εμείς να κάψουμε του Κύκλωπα το μάτι και φτάνει να το λυώσουμε σαν σφήκα. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Ησυχία κάνετε· τώρα εμάθατε το σχέδιο· όταν είναι η ώρα, θα σας 'πω εγώ και σεις να υπακούτε στον αρχηγό. Γιατί εγώ έχω όλους τους δικούς μου μέσ' στη σ πηληά και δεν ζητώ μονάχος να γλυτώσω, αν και μπορούσα νάφευγα, αφού έφθασα και βγήκα. Αλλά δεν είναι δίκαιον ν' αφήσω τους δικούς μου που ήλθανε μαζί μου εδώ, και να σωθώ εγώ μόνος. (Εισέρχεται εις το σπήλαιον). ΧΟΡΟΣ Πάμε, ποιός θα είναι ο πρώτος, ποιός έπειτ' απ' τον πρώτο τον πυρωμένο κλάδο στο μάτι θα βυθίσει του Κύκλωπα, το φως του το λαμπερό να σβύσει; Σιωπάτε, σιωπάτε, άρχισε το τραγούδι ο μεθυσμένος ψάλτης που αργότερα θα κλάψη, και έξω απ' το παλάτι το πέτρινο προβάλλει. Ελάτε, με τραγούδια να μάθουμε να ψάλει γιατί σε λίγο μάτια δεν θάχη για να βλέπη. (Στροφή) Ευτυχισμένος όποιος από γλυκό κρασάκι μεθύσει στο τραπέζι κρατώντας στην αγκάλη, αγαπημένη φίλη κ' έπειτα στο κρεββάτι με τα ξανθά μαλλιά της στα μύρα βουτηγμένη με πόθους τα χαϊδεύει και σιγοτραγουδώντας , τη θύρα ποιος θ' ανοίξει; (Ο Κύκλωψ εμφανίζεται μεθυσμένος και τρικλίζων) ΚΥΚΛΩΨ Πώ πω· είμαι γεμάτος κρασί, και η καρδιά μου εχάρηκε τραπέζι. Σαν βαρυφορ τωμένο καράβι είν' η κοιλιά μου. Αυτή η πρασινάδα που απλώνεται μπροστά μου την όρεξι μ' ανοίγει να πάω να γλεντήσω την άνοιξι εκεί κάτω στους Κύκλωπας τους άλλους τους αδελφούς μου. Φέρε, ω ξένε, το ασκί σου δος μου να πιω ακόμα! ΧΟΡΟΣ (Αντιστροφή β') Απ' το παλάτι μέσα ωραίος ο Κύκλωψ βγαίνει με το ωραίο το μάτι. Θ' αναψουνε λαμπάδες για χά ρι σου σε λίγο και σαν μια νέα νύφη μέσ' στη δροσιά του άντρου στεφάνι από λουλούδια γύρω απ' το μέτωπο σου ωραία θα σε στολίσει. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Άκουσε, Κύκλωψ, κάτι τι που θα σου πω. Εγώ ξέρω καλά του Βάκχου το ποτόν που σούδωκα. Άκουσε με. ΚΥΚΛΩΨ Ώστε κι' ο Βάκχος για θεός περνά; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Κι' απ' τους μεγάλους γιατί πολλή ευχαρίστησι και ηδονή μας φέρνει, ΚΥΚΛΩΨ Γι' αυτό κ' εγώ τον ρέβομαι και ευφραίνεται η ψυχή μου. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Έτσι σε όλους φέρεται· κανένα δεν πειράζει. ΚΥΚΛΩΨ Μα που ακούστηκε θεός μέσ' στους ασκούς να μέν η; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Όπου και αν τον βάλλουνε, είναι ευχαριστημένος. ΚΥΚΛΩΨ Όμως δεν πρέπει οι θεοί να ζουν μέσ' στα τομάρια. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Και τι σε μέλει αφού αυτός σ' ευχαριστεί; Ή τάχα μήπως τον έκαμε πικρόν το δέρμα; ΚΥΚΛΩΨ Δεν μ' αρέσει το ασκί, μ' αρέσει το πιοτό που είναι μέσα. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Μείνε λοιπόν εδώ και πίνε τον και γλέντησε. ΚΥΚΛΩΨ Δεν πρέπει να δώσω λίγο απ' αυτό στ' αδέλφια μου; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Αν τώχες μόνον εσύ, καλύτερος θα φαίνεσαι απ' όλους. ΚΥΚΛΩΨ Μα αν το δώσω και σ' αυτούς θα τους υποχρεώσω. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Το γλέντι φέρνει σύγχυσι, φιλονεικίες, λόγια. ΚΥΚΛΩΨ Και αν μεθύσω ποιός τολμά εμένα να μ' αγγίξει; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Όποιος το τσούξει, σπίτι του καλύτερα να μένει. ΚΥΚΛΩΨ Κουτός που σαν εμέθυσε δεν θέλει να γλεντήση. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Όποιος μεθύσει κ' έπειτα μείνη στο σπίτι του είναι σοφός. ΚΥΚΛΩΨ Εσύ, Σειληνέ, τι λες; Να μείνουμε στο σπίτι; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Αυτή είναι η γνώμη μου. Τους άλλους τι τους θέλεις; ΚΥΚΛΩΨ Ωραίο, αλήθεια, απλώνεται σαν στρώμα το χορτάρι. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Με το λιοπύρι είναι καλά να πίνη κάνεις. Έλα ξαπλώσου κάτω, κατά γης. ΚΥΚΛΩΨ Τι κρύβεις το ποτήρι πίσω μου; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Μη περνά κανείς και μας το πάρει. ΚΥΚΛΩΨ Όχι. για να το πιής εσύ κρυφά... Βάλτο εδώ στη μέση. Και συ ω ξένε, δεν μας λες ποιό είναι τόνομά σου; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Κανείς, εγώ ονομάζομαι, τι χάρη θα μου κάνεις να ξέρω τι θα σου χρωστώ; ΚΥΚΛΩΨ Απ' όλους τελευταίον θα φάω εσένα. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Σπάνια του κάνεις χάρη, αλήθεια. ΚΥΚΛΩΨ Ε, ε, τι κάνεις συ αυτού; Μου κλέβεις το κρασί μου; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Όχι, αυτός μ' εφίλησε, γιατί με βρίσκει ωραίον. ΚΥΚΛΩΨ θα κλάψης· το κρασί αγαπάς, μ' αυτό δεν σ' αγαπάει. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Μα το θεό, με αγαπά· λέει πως είμαι ωραίος. ΚΥΚΛΩΨ Βάλε κρασί, και γέμιστο ως απάνω το ποτήρι. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Στάσου να ιδούμε ε πέτυχε στο ανακάτεμα του; ΚΥΚΛΩΨ Μ' επέθανες! Βάλε να πιω κι' ας είναι όπως κι' αν είναι. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Α, όχι, πριν να σε ιδώ να βάλεις το στεφάνι και πριν το δοκιμάσω εγώ. ΚΥΚΛΩΨ Α, κεραστή αχρείε! ΣΕΙΛΗΝΟΣ Δεν είμαι αχρείος κερασ τής, είναι γλυκό ετούτο. Έπειτα πρέπει να πλυθής για να το νοιώσεις όταν το πίνης. ΚΥΚΛΩΨ Να, δεν έχουνε τα χίλια μου κ' η τρίχες τίποτα. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Τώρα στήριξε στο χώμα τον αγκώνα κ' έπειτα ιδέ πως πίνω εγώ και... μη με δείς πως πίνω. (Πίνει, τόσον γρήγορα ώστε δεν προφθάνει να τον δεί ο Κύκλωψ). ΚΥΚΛΩΨ Ε, ε, τι χάνεις; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Τίποτα, μια ρουφηξιά επήρα. ΚΥΚΛΩΨ Πάρ' το ασκί, ω ξένε εσύ, και κέρναμε. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Με ξέρει καλά εμένα το κρασί, το χέρι το γνωρίζει. ΚΥΚΛΩΨ Έλα λοιπόν, κέρνα. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Κερνώ, μα μη φωνάζεις· σώπα. ΚΥΚΛΩΨ Δύσκολα πράγματα ζητάς από αυτόν που πίνει. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Πάρε και πιέ και φρόντισε σταλιά να μην αφήσεις. Πρέπει κανείς στην ύστερη γουλιά του να πεθαίνη. ΚΥΚΛΩΨ Πω πω, τι ξύλο ώμορφο του αμπελιού το ξύλο! ΟΔΥΣΣΕΥΣ Αν αφού έφαγες καλά, πιης και καλά, είτ' έχεις είτε δεν έχεις δίψα, ευθύς σ' ύπνον γλυκόν θα πέσεις. Μα αν αφήσεις μια σταλιά. θα σου ξεράνη ο Βάκχος τον λάρυγγα. ΚΥΚΛΩΨ Εκολύμπησα μέσ' στο κρασί και μόλις εσώθηκα γιατ' ήτανε χωρίς νερό. Και τώρα μου φαίνεται ο ουρανός κ' η γη μαζί ένα πράγμα. Βλέπω το θρόνο του Διός και τους θεούς τριγύρω. Η Φάρις με ειρωνεύονται. Αλλά εμένα φτάν ει ο Γανυμήδης, προτιμώ ταγόρια απ' τα κορίτσια. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Ώστε να πούμε είμ' εγώ ο Γανυμήδης; ΚΥΚΛΩΨ Είσαι εσύ όπου σε άρπαξα από την Δαρδανία. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Ω δυστυχία εχάθηκα· παιδιά μου, τι θα πάθω! ΚΥΚΛΩΨ Σον εραστή που εμέθυσε εσύ τον περιπαίζεις; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Ξυνό θα μου βγη το κρασί που ήπια. (Ο Κύκλωψ απάγει τον Σειληνόν εις το άντρον). ΟΔΥΣΣΕΥΣ Ελάτε τώρα, παιδιά του Βάκχου ευγενικά, εκείνος πάει μέσα σε λίγο από το κρασί σ' ύπνον βαρύν θα πέσει κι' απ' το άτιμο λαρύγγι του της σάρκαις θα ξεράση που έφαγε πρωτήτερα. Μέσα ο δαυλός καπνίζει και τίποτα δεν μένει πια παρά στο μάτι μέσα να μπη. Ελάτε, δείξετε πως είσθε άνδρες. Θάρρος! ΧΟΡΟΣ Πέτρα η καρδιά μας θα γενή και σίδερο. Προχωρεί μέσ' στη σπηλιά πριν τίποτα κακό ο πατέρας πάθη. Και μείνε ήσυχος για εδώ, θα είναι όπως τα θέλεις. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Ω Ήφαιστε, ω βασιλιά της Αίτνας, κάψε τώρα του γείτονα σου του κακού το μάτι, μια για πά ντα από αυτόν ναπαλλαχθής. Και συ παιδί της Νύχτας ω Όπνε, έλα κάθησε στα μάτια του θηρίου που το μισούνε οι θεοί. Έπειτα από την νίκη της Τροίας μην αφήσετε ο Οδυσσεύς να πάθη κ' οι σύντροφοι του, άδικα από χέρια ενός ανθρώπου που ούτε τους θε ούς τιμά ούτε θνητούς φοβάται. Άλλως θα το πιστέψουμε ότι η τύχη είναι θεός, και ότι οι θεοί είναι κατώτεροι της. (Εισέρχεται εις το σπήλαιον) ΧΟΡΟΣ (Μόνος) Θα τον πιάση απ' το λαιμό σαν τανάλια ο πόνος το θεριό που τρέφεται απ' ανθρώπων σάρκαις και της κόρες των ματιών η φωτιά θα κάψει. Ο δαυλός επύρωσε της δρυός κλωνάρι μέσ' στη στάχτη καρτερεί στη φωτιά κρυμμένος. Έλα, Μάρων, γύρισε το μυαλό του τώρα και για την εκδίκησι βοήθησε μας. Βγάλτου το μονάχο μάτι του. γίνου ο θάνατος του. Πάλι θέλουμε να ιδούμε τον θεό τον Βάκχο με στεφάνια από κισσό τον επιθυμούμε. Θέλουμε του Κύκλωπος την ερημιά ναφήσουμε. Θάρθη η ώρα άραγε· τέτοιας ευτυχίας; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Για το θεό ησυχάσατε, ω Σάτυροι. Σωπάτε κλείσετε πια το στόμα σας. Σας το απαγορεύω. να πάρετε αναπνοή, να κλείσετε τα μάτια να φτύσετε, μη άξαφνα ξυπνήση ο Κύκλωψ μέσα πριν ο δαυλός στο μάτι του χωθή. ΧΟΡΟΣ Να μη σε μέλει, μια λέξη δεν θα βγάλουμε, και την αναπνοή μας θα την κρατήσουμε. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Εμπρός, απ' τη φωτιά τραβήχτε το ξύλο γιατί επύρωσε καλά και μέσ' στο άντρον πηγαίνετε ΧΟΡΟΣ Καλύτερα δεν είναι να ορίσεις ποιοί πρώτα θα τραβήξουμε απ' τη φωτιά το ξύλο και ποιοι θα το βυθίσουνε στον Κύκλωπος το μάτι για να μην κάνουμε άτακτα καθένας ότι τύχη; ΗΜΙΦΟΡΙΟΝ Εμείς μακρυά βρισκόμαστε απ' της σπηλιάς τη θύρα και αδύνατον να φτάσουμε το ξύλο ως το μάτι. ΧΟΡΟΣ Κ' εμείς εκουτσαθήκαμε άξαφνα. ΗΜΙΦΟΡΙΟΝ Πώς το ίδιο. ΚΥΚΛΩΨ Μαζί μ' εμάς επάθατε; Γιατί εμάς τα πόδια εκεί που εστεκόμαστε στραβώσανε. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Α, έτσι εκεί που εστεκόσαστε; ΗΜΙΦΟΡΙΟΝ Αλήθεια! Και τα μάτια γεμίσανε δεν ξέρω τι, σαν σκόνη ή σαν στάκτη. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Άνανδροι, φοβιτσάρηδες. Για τίποτε δεν είσθε. ΧΟΡΟΣ Είνε ανανδρία την ράχη μας αν αγαπάμε; Είναι κακό, που δεν δεχόμαστε να φάμε τέτοιο ξύλο που να μας βγουν τα δόντια μας; Ξέρουμε ένα τραγούδι ένα τραγούδι μαγικό του Ορφέως που μπορούσε να κάνει μόνος του ο δαυλός να πάει και να κάψει το μάτι το μονάκριβο του Γίγαντος. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Αλήθεια από καιρό σας ήξερα πως τέτοιοι είσθε· τώρα σας έμαθα καλύτερα. Βλέπω πως είναι ανάγκη να πάρω τους συντρόφους μου να με βοηθήσουν. Όμως αν δύναμι στα χέρια σας δεν νοιώθετε, με λόγια τουλάχιστον βοηθήστε μας και προσευχή που θάρρος να δώση στους συντρόφους μου το χρέος των να κάνουν. ΧΟΡΟΣ Αυτό το κάνουμε. Για μας θα κινδυνεύσουν άλλοι, ενώ εμείς με προσευχή θα βγάζουμε το μάτι του Κύκλωπος. (Ο Οδυσσεύς εισέρχεται εις το σπήλαιον). Θάρρος! Με θάρρος σπρώχνετε μη χάνετε καιρό. Βυθίστε μέσ' στο μάτι του αυτού όπου τους ξένους ωσάν θηρίο έτρωγε. Φτυπάτε! Κάψετέ τον της Αίτνας τον βοσκό και φύγετε έπειτα γοργοί μην τύχη κι' απ' τον πόνο σας κάνει τίποτα κακό. (Ακούεται η φωνή του Κύκλωπος). ΚΥΚΛΩΨ Αλίμονο μου! Μούκαψαν το μάτι!... ΧΟΡΟΣ Ω τι τραγούδι ωραίο! Ξανατραγούδηστο, ω Κύκλωψ. ΚΥΚΛΩΨ (Εξερχόμενος και κρατών το μάτι του) Δυστυχία! τι προσβολή μου έγινε· εχάθηκα! (Προς τους Έλληνας) Αλλ' όμως μη σας περνάει από τον νου πως θα σωθήτε, αχρείοι. Δεν φεύγετε απ' τα χέρια μου. Εις της σπηλιάς τη θύρα εδώ στη μέση θα σταθώ και θα σας πιάσω όλους. ΧΟΡΟΣ Τι τρέχει; Τι είναι η φωνές αυτές, ω Κύκλωψ; ΚΥΚΛΩΨ Τι είναι; Εχάθηκα. ΧΟΡΟΣ Τι έπαθες; Πώς είσαι έτσι; ΚΥΚΛΩΨ Είμαι χειρότερα απ' ό,τι βλέπετε. ΧΟΡΟΣ Μήπως απ' το μεθύσι έπεσες στη φωτιά; ΚΥΚΛΩΨ Ο Κανείς μ' έκαμε όπως είμαι. ΧΟΡΟΣ Κανείς; Δεν σούκαμε λοιπόν κανείς κακό; ΚΥΚΛΩΨ Σας λέω πως ο Κανείς μου έκαψε το μάτι. ΧΟΡΟΣ Ώστε δεν είσαι στραβός. ΚΥΚΛΩΨ Είθε να είσαστε και σεις ωσάν εμένα. ΧΟΡΟΣ Πώς γίνεται να είσαι στραβός αφ' ού το λες ο ίδιος πως δεν σε στράβωσε κανείς; ΚΥΚΛΩΨ Με περιπαίζεις; Έλα λέγε που είναι ο Κανείς ΧΟΡΟΣ Μα, πουθενά δεν είναι. ΚΥΚΛΩΨ Λοιπόν ο ξένος, να στο πω για να το καταλάβης, ο ξένος με κατέστρεψε ο άτιμος, εκείνος που μούδωσε να πιω κρασί για να με καταβάλει. ΧΟΡΟΣ Είναι, αλήθεια το κρασί αγωνιστής γενναίος. ΚΥΚΛΩΨ Για το θεό, εφύγανε ή μέσα είναι ακόμα; ΧΟΡΟΣ Όχι, στο βράχο στέκονται χωρίς να βγάζουν λέξη. ΚΥΚΛΩΨ Από ποιο χέρι; ΧΟΡΟΣ Απ' το δεξί. ΚΥΚΛΩΨ Πού; (Διευθύνεται προς τον βράχον) ΧΟΡΟΣ Απάνω εις τον βράχο τους έπιασες; ΚΥΚΛΩΨ Άλλο κακό μ' ευρήκε. Το κεφάλι στον βράχο απάνω έσπασα. ΧΟΡΟΣ Να τους! θα σου' ξεφύγουν. ΚΥΚΛΩΨ Ώστε δεν ήτανε εκεί που ελέγατε; ΧΟΡΟΣ Δεν σου είπα εκεί. ΚΥΚΛΩΨ Λέγε λοιπόν που είναι. ΧΟΡΟΣ Γύρω γύρω τρέχουν αριστερά σου. ΚΥΚΛΩΨ Αλίμονο! Με περιπαίζουν τώρα στη δυστυχία μου. ΧΟΡΟΣ Ήρθανε· μπροστά σου πια δεν είναι Κανείς. ΚΥΚΛΩΨ Κανείς; Ω άθλιε που βρίσκεσαι; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Μακρυά σου Ο Οδυσσεύς είμαι εγώ και ξέρω να φυλάξω τον εαυτόν μου. ΚΥΚΛΩΨ Πώς; Λοιπόν άλλο όνομα έχεις τώρα; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Το όνομα που μού' δωσε ο πατέρας μου σου λέω. Ήταν καιρός ναρθώ εγώ και να σε τιμωρήσω για τους ανθρώπους που έτρωγες. Τι θα ωφελούσε η δόξα ότι την Τροία εκάψαμε, αν δεν ετιμωρούσα τον φόνον των συντρόφων μου; ΚΥΚΛΩΨ Αλίμονο σ' εμένα. Ήρθ' ο καιρός ο παλαιός χρησμός να γίνει. Γιατί αλήθεια μου είχαν 'πη, ότι εσύ όταν η Τροία πέσει κι' όταν γυρίσεις απ' αυτήν το φως μου θα μου σβύσεις. Μα και για σένα ο χρησμός είπε πως θα τραβήξεις μαρτύρια στη θάλασσα πολύν καιρόν ακόμα; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Κλαίγε και στέναζε· αφορμή και για τα δυο σου δίνω. Τώρα εγώ κι' οι φίλοι μου τραβούμε στ' ακρογιάλι και πέρνω το καράβι μου κι' από της Σικελίας τη θάλασσα, τη πλώρη μου για την πατρίδα βάζω. ΚΥΚΛΩΨ Ά όχι. Γιατί αυτήν εδώ την πέτρα θα σηκώσω κι' όλους τους ναύτας σου και σε θα θρυμματίσω. Απάνω στο βράχο εκείνον θ' ανεβώ, αν και τυφλός περνώντας μέσα από το σπήλαιο που είναι ανοιχτό τριγύρω. ΧΟΡΟΣ Κ' εμείς ναύταις θα γίνουμε στου Οδυσσέως το πλοίο και εις τον Βάκχον έπειτα θα αφιερωθούμε. ΤΕΛΟΣ
ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ 428 π.Χ. ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΙΕΡΕΥΣ ΔΙΟΣ ΚΡΕΩΝ ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΙΟΚΑΣΤΗ ΑΓΓΕΛΟΣ ΘΕΡΑΠΩΝ ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ ΧΟΡΟΣ ΘΗΒΑΙΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ Ο Λάιος, βασιλιάς της Θήβας, είχε πάρει χρησμό πως το παιδί που θα γεννούσε με την Ιοκάστη θα σκότωνε τον πατέρα του και θα παντρευόταν τη μητέρα του. Έτσι, όταν ο γιος τους γεννήθηκε, τρύπησαν τα πόδια του και τον άφησαν έκθετο στον Κιθαιρώνα. Κάποιος βοσκός βρήκε το βρέφος, το έσωσε και το έδωσε σε άλλο βοσκό, που το παρέδωσε στον αφέντη του, τον βασιλιά της Κορίνθου. Αυτός το μεγάλωσε σαν παιδί του. Όταν ο Οιδίπους μεγάλωσε, αμφιβάλλοντας για την καταγωγή του, πήγε στο μαντείο των Δελφών, όπου πληροφορήθηκε πως υπήρχε χρησμός σύμφωνα με τον οποίο έμελλε να σκοτώσει τον πατέρα του και να παντρευτεί τη μητέρα του. Θέλοντας να αποφύγει την πραγματοποίηση του φοβερού αυτού χρησμού, δεν επέστρεψε στην Κόρινθο και σ' εκείνους που θεωρούσε γονείς του. Στον δρόμο του όμως συνάντησε και αμυνόμενος σκότωσε τον Λάιο, αγνοώντας πως είναι πατέρας του. Όταν έφτασε στη Θήβα, έλυσε το αίνιγμα της Σφίγγας και κέρδισε τη βασιλεία της πόλεως, παίρνοντας την Ιοκάστη γυναίκα του και αποκτώντας μαζί της τέσσερα παιδιά. Τη Θήβα έπληξε όμως φοβερός λοιμός, υπεύθυνος για τον οποίο είναι ο δολοφόνος του Λαΐου. Ο Οιδίπους αναλαμβάνει να τον βρει και να σώσει την πόλη. Στην πορεία αναζήτησης του δολοφόνου, ο ήρωας ανακαλύπτει πως είναι πραγματικά ο ίδιος. Όχι μόνο είναι ο φονέας του προηγούμενου βασιλιά της Θήβας, αλλά και δολοφόνος του πατέρα του και σύζυγος της μητέρας του. Ύστερα από την αποκάλυψη της τραγικής αλήθειας, η Ιοκάστη απαγχονίζεται και ο Οιδίπους αυτοτυφλώνεται, εκλιπαρώντας για εξορία και ανησυχώντας για την τύχη των παιδιών του. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τέκνα του Κάδμου του παλιού γενεά νέα, τι συναγμένοι κάθεσθε σ' αυτούς τους τόπους, με τα κλαδιά της ικεσίας στεφανωμένοι; Και η πόλη είν' από θυμιάματα γεμάτη, και αντιλαλεί από στεναγμούς κι από παιάνας; Αυτά εγώ απ' το στόμα να μάθω θέλοντας, κι όχι απ' το στόμα των μαντατοφόρων ο πολυφήμιστος ήλθα εδώ πέρα Οιδίπους. Λέγε μου ωστόσο γέροντα που σου ταιριάζει πρώτα απ' τους άλλους να μιλής: η αιτία ποια να 'νε που ήλθατ' εδώ στεφανωτοί με δάφνης κλώνους; Για ένα κακό που πάθατε ή μήπως γι' άλλο που προσδοκάτε; Πρόθυμος να σας βοηθήσω. Γιατί θενά ήμουν άσπλαχνος αν δεν λυπούμουν αξιολύπητους όπως εσάς ικέτας. ΙΕΡΕΥΣ Οιδίπου, που του τόπου μας αφέντης είσαι, βλέπεις ικέτας όλους μας μπρος στους βωμούς σου: να μακροφτερουγίσουνε δεν ημπορούνε άλλοι· κι άλλους βαρύνουνε τα γερατειά· ιερέας εγώ του Διός και τούτοι διαλεχτοί στους νέους. Κι ο λαός όλος με κλαδιά στεφανωμένος της ικεσίας στην αγοράν εσυμμαζεύθη, σιμά στους ναούς της Αθηνάς και του Ισμηνίου Απόλλωνος τον μαντικόν βωμόν· η πόλη βλέπεις πώς συνταράζεται και να σηκώση κεφάλι από τον κόκκινο των βυθών σάλον δεν ημπορεί· και φθείρονται οι βλαστοί της μάνας γης και ψοφούν ανάριθμα βωδιών κοπάδια και πεθαμένα τα παιδιά γεννοβολούνε οι μανάδες. Ο ολέθριος θεός στην πόλην έστειλε κακορρίζικην αρρώστειαν, έτσι αδειάζει η Θήβα από ζωές πολλές ανθρώπων και ο μαύρος Άδης στεναγμούς και γόους γεμίζει. Όχι πως σε νομίζομε, με τους Θεούς ίσον, εγώ και οι νιοί απομένομεν ικέται τώρα μα γιατί σε πιστεύομε των θνητών πρώτον στις τύχες όλες της ζωής και των Ολυμπίων τας σχέσεις. Συ που εγλύτωσες αυτόν τον τόπο, από τα ξένα φθάνοντας ποτέ στας Θήβας, από τον φόρον της σκληράς Σφιγγός που πάντα αινιγματώδη, ξωτικά, έλεε, τραγούδια· και το 'καμες χωρίς κανείς από μας όλους να σου διδάξη τίποτε, μα όλοι το λένε, , και το νομίζω ατός μου εγώ, φώτισι θεία πως είχες και τας έσωσες, άναξ, τας Θήβας. Τώρα, ω Οιδίπου μέγιστε στους θνητούς όλους, γονατισμένοι πέφτουμεν εμπρός σου ικέται και σωτηρίαν γυρεύομε να μας χαρίσης είτε θεός, είτε άνθρωπος τρόπον σου δείξει. Γιατί καλό πως πέρνουνε νομίζω τέλος όσα καλά οι φρόνιμοι τ' αποφασίσουν. Την πόλην δέξου, άριστε, τούτην να σώσης. Μη χάσεις το καλό όνομα στας Θήβας που 'χεις. Σωτήρα εδώ σε κράζουνε για την φροντίδα που έλαβες άλλοτε για μας. Όμως κανένας δεν θα θυμάται εσέ βασιλέα της Θήβας, αν όλους μας ο όλεθρος μάς συνεπάρη κι ας σου 'λαχε απ' τον θάνατον να μας γλυτώσης. Ανάστησε απ' την συμφοράν την πόλην, άναξ, όπως και τότε μάντευμα καλό στην πόλην έδωκες, δώσε μια φοράν ακόμη. Κ' έτσι αν είναι μεσ' στον τόπο μας να βασιλεύης κάλλιο γεμάτη η πόλη μας να 'ναι απ' ανθρώπους παρ' αδειανή. Δεν θ' άξιζε καράβι ή κάστρο έρημον απ' ανθρώπινη ζωή που μένει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πολύ γνωστοί μου οι πόθοι σας, δυστυχή τέκνα. Ξέρω και τι σας έφερεν ενώπιόν μου. Ξέρω η αρρώστια όληνε δέρνει την πόλην, μα σαν εμέναν' άρρωστος κανείς δεν είναι. Εσείς μονάχα θλίβεσθε για τον εαυτό σας. Μα για την πόλην και για μένα και για σένα πονεί, ραγίζεται η ψυχή του βασιλέως. Δεν είμαι ως από βαρύπνον να ξυπνώ ύπνον. Ξέρετε πως τα δάκρυά μου ποτάμια τρέχουν και σε πολλούς με πλάνησε δρόμους η έννια. Κι ό,τι σωτήριο φάνηκε στους στοχασμούς μου εις πράξιν ευθύς το 'βαλα. Του Μενοικέως τον υιόν Κρέοντα έστειλα, τον συγγενή μου, εις το μαντείον των Δελφών για να ρωτήσει, τι κάνοντας ή λέγοντας την πόλην σώζω. Και καθώς συλλογίζομαι πως πλέον καιρός του από το δελφικό ταξίδι να γυρίση θλίβομαι· αλλ' ως γυρίση λέω, πως θενά κάνω ό, τι ο θεός μού πη με τους χρησμούς του. ΙΕΡΕΥΣ Μα σε κατάλληλον καιρόν το εσυλλογίσθης, και οι νέοι λεν πως να 'ρχεται τον Κρέοντα βλέπουν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Άναξ Απόλλων, αν καλή τύχη μας φέρη χαρούμενος στην όψιν, λέγω, θα 'ναι. ΙΕΡΕΥΣ Ας τον ρωτήσωμε· κοντά είναι ώστε να 'κούη. Κρέων, ω άναξ, και του Μενοικέως βλαστάρι ποιος ο χρησμός του θεού που μας κομίζεις; ΚΡΕΩΝ Καλός. Γιατί αν νικήσωμε τις δυσκολίες όλα σε καλό θά 'βγουνε, πιστεύω, Οιδίπου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλά ποιος ο χρησμός; γιατί όλ' αυτά τα λόγια, ούτε και με φοβίζουνε, ούτ' ενθαρρύνουν. ΚΡΕΩΝ Αν θέλης να σ' τον πω μπροστά τους, πε μου, πρόθυμος είμαι. Στο παλάτι αλλοιώς ας έμπουμε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Λέγε τον φανερά. Επειδή για τούτους πιότερο νιάζομαι παρά για την ζωήν μου. ΚΡΕΩΝ Θα πω λοιπόν ό,τι απ τον Φοίβον έχω ακούσει: Μας δίνει φανερώτατα συμβουλή ο Απόλλων το μίασμα να διώξωμεν από τας Θήβας. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και με ποιόν τρόπον; Ποιος ο εξιλασμός; ΚΡΕΩΝ Πρέπει να διώξωμε τον ένοχο απ' τας Θήβας, ή να ξεπλύνωμε τον φόνον μ' άλλον φόνον· γιατί το αίμα του μέσα εδώ πέρα σκούζει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Σε ποιόν μηνάει τάχα τέτοια τύχη ο Φοίβος; ΚΡΕΩΝ Άναξ, βασίλευε ποτέ στας Θήβας ο Λάιος προτού δώσωμε σ' εσέ το σκήπτρον. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Έχω ακουστά, αν και ποτέ μου δεν τον είδα. ΚΡΕΩΝ Αυτός λοιπόν σκοτώθηκε και τώρα ο Φοίβος να τιμωρήσωμε τον ένοχον προστάζει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και σε ποιο μέρος βρίσκεται; τάχα θα βρούμε του κρίματος του παλαιού το κρύφιον ίχνος; ΚΡΕΩΝ Σ' αυτήν εδώ πως κρύβεται τη χώρα, λέγει, κι ό,τι ζητάει κανείς το βρίσκει πάντα και μοναχά ό,τι αμελεί, νομίζω, χάνει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μεσ' στο παλάτι ή στους αγρούς τον εσκοτώσαν; ή σ' άλλη χώρα απόμακρη ξενιτεμένον; ΚΡΕΩΝ Καθώς επήγαινε να λάβη στο μαντείον χρησμόν κάπου τον σκότωσαν και δεν ξανάλθε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και δεν τον είδε ούδ' άγγελος ή ακόλουθός του πού τον εσκότωσαν; ΚΡΕΩΝ Όχι, γιατί εσκοτώθηκαν και μόνον ένας, που γλύτωσε απ' τον θάνατον, γνωρίζει τούτο. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποιο; λέγε το! Γιατί μπορεί κανένας από το λίγο πιο πολλά να συμπεράνη. ΚΡΕΩΝ Λένε λησταί τον σύντυχαν και τον σκοτώσαν πολλοί που επάνω ρίχθηκαν στον βασιλέα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πώς ήθελε κανείς βρεθή, να τον σκοτώση ληστής, αν δεν τον πλήρωνεν από 'δώ κάποιος; ΚΡΕΩΝ Τούτο και τότε πίστεψαν. Αλλ' αφού εχάθη ο βασιλεύς δεν βρέθηκε κανείς βοηθός μας. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τι σας εμπόδισε να μάθετε ποιος ήταν του βασιλέως που εχάθηκεν ο δολοφόνος; ΚΡΕΩΝ Η Σφιγξ με τα τραγούδια της τα αινιγματώδη. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Όμως εγώ στο φως τούτα θα βγάλω. Άξια ο Φοίβος μας θυμίζει και εσύ άξια το ξεχασμένο το θανάσιμο το κρίμα· και δίκαια τον βασιλέα βοηθόν θα βρήτε εμένα, όχι για χάρι των νεκρών μονάχα, αλλά και για την ίδια μου τη σωτηρία. Θα διώξω εγώ την εντροπήν από τας Θήβας, γιατί ο φονιάς που έχει τον Λάιον σκοτωμένα, μπορεί και μένα να σκοτώση καμμιάν ώρα. Λοιπόν κάνω καλό στον εαυτό μου αν έτσι τον θάνατον εκδικηθώ του βασιλέως. Όσο πιο γλίγωρα μπορείτε σηκωθήτε της ικεσίας πέρνοντας μαζί τις δάφνες. Κι άλλος εδώ τον λαόν του Κάδμου ας συμμαζέψη. Εγώ ό, τι δυνατόν θα επιτελέσω, κ' έτσι ή ευτυχισμένοι ή δυστυχείς θενά γενούμε. ΙΕΡΕΥΣ Ω τέκνα, ας εγερθούμε, γιατί πλέον εκείνα που να ζητήσωμε ήλθαμε μας υπεσχέθη και ο Φοίβος που μας έστειλε τους θείους χρησμούς του βοηθός ας έλθη και σωτήρ στην πόλη ετούτη. ΧΟΡΟΣ (Στροφή α) Ω του Διός γλυκύλαλε χρησμέ, που απ' το μαντείον το πλούσιον εδιάβηκες στας Θήβας, υπομονή δεν έχω εγώ και ο φόβος με κατέχει, ευσπλαχνικέ θεέ της Δήλου. Γιατί φοβούμαι την θεϊκή αξέχαστην οργή σου· ποιος ξέρει η προσταγή σου ποιο παλαιό να κάνωμε λησμονημένο χρέος ξανά θα μας προστάξη; Πε μου αθάνατη θεά, της Ελπίδος τέκνον, Φήμη. (Αντιστροφή α) Σ' εσένα πρώτην δέομαι, Αθηνά του Διός κόρη, και στην βοηθόν της πόλεως θεάν την αδελφή σου, την Άρτεμι, στον κύκλιον της αγοράς τον θρόνον που μένει θρονιασμένη, και στον Απόλλωνα τον τοξότη. Τους τρεις καλώ σας βοηθοί να 'λθήτε στα δεινά μας. Αν άλλοτε σε δυστυχίαν αρχαίαν εσείς σωτήρες εδράματε κι εδιώξατε την φλόγα της καταστροφής, και τώρα να βοηθήσετε. (Στροφή β) Αλλοίμονον που ανάριθμα πάμπολλα τα δεινά μου κι ο λαός πάσχει ολόκληρος, ποιος τρόπος, ποια φροντίδα μου θα διώξη το κακό απ' την πόλην; Φυτό δεν αναδίν' η γη με πόνους και με βάσανα γεννούνε οι δύστυχες μητέρες. Και θενά ιδής να τρέχουνε προς του Άδη τ' ακρογιάλι, όπως πουλιά που πέτονται το 'να ξοπίσω στ' άλλο πιο γλίγωρα κι απ' τη φωτιά την αδάμαστην ακόμα. (Αντιστροφή β) Κ' έτσι η πόλη χάνεται και των παιδιών που κείτονται τ' άθαφτα σώματα στη γη τον θάνατον γεννούν στη χώρα. Και οι παντρεμένες και οι γρηές μπρος τους βωμούς μητέρες παρακαλούν να λυτρωθούν απ' των δεινών το πλήθος. Και αντιλαλούν του εξιλασμού φροντίδες και αναστεναγμοί! (Στροφή γ) Τον Άρη, τον ολέθριον, όπου χωρίς ασπίδας φλέγει με καθώς έρχεται μεσ' από θρήνους, από τη γη μας μακριά κάνε να φύγη προς τα πελάγη ας πάει της Αμφιτρίτης, είτε στη μαύρη θάλασσα, ή όπου βογγά ο Βορριάς της Θράκης. Γιατί ορθόν ό, τι αν αφήσει η μέρα έρχεται η νύκτα και το συντρίβει. Αυτόν εσύ πατέρα Δία, ω δέσποτα των αστραπών, με το δικό σου σύντριψε το αστροπελέκι. (Αντιστροφή γ) Θέλω τα ολάγρια βέλη σου, Φοίβε μου Λύκιε, με τα χρυσά δοξάρια σου ρίχνοντας να μας σώσης, τον Χρυσομίτραν Διόνυσον ακόμη επικαλούμαι που είναι προστάτης των Θηβαίων, τον Βάκχον, τον κρασοπρόσωπον σύντροφον των Μαινάδων να εγγίση μ' ένα ολόκαυστον πεύκο τον Άρη που οι θεοί καθόλου δεν τιμούνε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αυτά παρακαλείς εσύ: Αν θες να γείνουν καταλεπτώς όσα ζητής, πρέπει ν' ακούσης προσεκτικά τα λόγια μου και θενά λάβης παρηγορίαν υπέρτατην εις τα δεινά σου. Τους λόγους τούτους θα σου πω αμέσως τώρα. Αν και την πράξιν αγνοώ κι αγνοώ τον φόνον και ούτ' ένα έχω μαρτύριον να μ' οδηγήσει. Αλλ' όμως επειδή συμπατριώτης είμαι δικός σας, ακούστε με τούτο σας κηρύττω: αν ίσως και κανείς σε σας τον βασιλέα ποιος σκότωσε γνωρίζει, τον προστάζω να 'λθή καταλεπτώς να φανερώση εμένα την πράξιν. Αν ο ένοχος ο ίδιος φοβάται το φοβερό που ετέλεσε να ειπή το κρίμα, μήπως και λάβη την ποινήν όπου τ' αξίζει, κηρύττω εγώ πως άφοβα να πη το κρίμα μπορεί και, λέγω, απείραχτον θα τον αφήσω. Δεν θενά πάθη τίποτε, μόνο απ' τας Θήβας μακριά θα φύγη απείραχτος ο δολοφόνος. Αν λάχη πάλι και κανείς σε σας γνωρίζει, πως είν' αυτός που εσκότωσε τον βασιλέα απ' άλλη χώρα μακρινήν, ας μη το κρύψη και πλούσια του υπόσχομαι θα τον αμείψω, χάρι γι' αυτό παντοτεινή θα του χρωστάω. Αν πάλι μου το κρύψετε αυτό από φόβον, φοβούμενοι μη φίλο σας ή τον εαυτό σας βλάψετε, τουτ' ακούσατε που εγώ κηρύττω: Να μη δεχθή τον ένοχον κανείς, κανείς σας στο σπίτι του· να μη δεχθή να του μιλήσει, μήτε στας δεήσεις σύντροφον να τόνε λάβη, ακόμη ούτε τους χέρνιβας να του προσφέρη. Προστάζω να τον διώχνετε Θηβαίοι καθένας από τ' αγνά τα σπίτια σας, γιατί μιαίνει, ως το μαντείον εκήρυξε, την πόλην όλη. Εγώ λοιπόν το πρόσταγμα θενά τελέσω ο Φοίβος που μας έστειλε, και θα εκδικήσω τον σκοτωμόν του άμοιρου του βασιλέως. Κατάρα αφήνω, τούτα μου τα λόγια όλοι εις έργον να τα βάλετε, για το χατίρι της πόλεως, όπου φθείρεται, και το δικό μου. Γιατί αν δεν επρόσταζεν ακόμη ο Φοίβος την πόλην να εξαγνίσωμεν από το κρίμα, πάλι κακό θε νά 'τανε, αφού κ' εχάθη μεσ' στους ανθρώπους ο άριστος των Θηβαίων ο άναξ, ν' αφήσωμε ανεκδίκητον τον σκοτωμό του. Τώρα στον ίδιον που έλαχε να βασιλεύω θρόνον, που αυτός βασίλευε, την ίδιαν κλίνη την ίδια ακόμη σύζυγον μ' εκείνον να 'χω, κι αν άκληρος δεν πέθαινε, θα 'ταν αδέλφια τα τέκνα του που θα 'καμνε με τα δικά μου· τον έχει δαμασμένο ωιμέ η κακή τύχη τον Λάιον· μα πατέρα μου σα να τον είχα θα προσπαθήσω το φονιά του Λαΐου να πιάσω, του Λαΐου, όπου ο Λάβδακος έχει γεννήσει, του Πολυδώρου το παιδί, όπου κρατάει από του Κάδμου τη γενιά κι απ' τον παλιόν Αγήνορα. Και τους θεούς παρακαλώ να μη αναδώση βλαστόν η γη σ' εκείνονε που δεν θα κάνη, όσα προστάζω· δέομαι στους θεούς ακόμη παιδί να μη του γεννηθή από τη γυναίκα μιά συμφορά χειρότερη απ' αυτήν να λάχη. Κατάρα και στους ένοχους είτε πολλοί 'ναι είτ' ένας· κακοθάνατος κακά να πάει. Και αν είν' μεσ' στο παλάτι μου και τον γνωρίζω, ας πέση επάνω μου ο θυμός των αθανάτων κι όποια κατάρα έδωκα σ' εμένα να στρέξη και στους Θηβαίους που ακούνε με ας είν' η Δίκη σύμμαχη και παντοτεινά οι Αθάνατοι ας τους βοηθούνε. ΧΟΡΟΣ Άναξ, καθώς εμίλησες κ' εγώ μιλάω. Tον Λάιον δεν εσκότωσα· ούτε γνωρίζω τον ένοχον, και δύναται μόνο ο Απόλλων την απορίαν που εγέννησε και να τη λύση. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Σωστά μιλείς. Μα ποιος μπορεί από τους ανθρώπους να εξαναγκάσει εις κάτι τι τους Ολυμπίους; ΧΟΡΟΣ Μιάν άλλη συμβουλή μπορώ να δώσω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και μίαν ακούω πρόθυμος, αν θες, και δύο. ΧΟΡΟΣ Ο Τειρεσίας γνωρίζομε πως όσα ο Φοίβος μπορεί, κ' εκείνος δύναται να τα μαντεύση· κι αν τον ρωτήσωμε μπορεί, ποιος ξέρει; αυτά όλα καθαρότατα να μας γνωρίση. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και τούτο δεν τ' αμέλησα. Ο Κρέων, ως μου 'πε, να τονε φέρουν έστειλε τον μάντι άγγέλους, και πως ακόμη αργοπορεί, απορώ, φίλε. ΧΟΡΟΣ Και τ' άλλα αβέβαια φυσικά και κούφια λόγια. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποια λόγια; Πε μου γλίγωρα, θέλω να μάθω. ΧΟΡΟΣ Λένε πως τον σκότωσε κάποιος διαβάτης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Έτσι ακουστά το 'χω κ' εγώ. Μα ποιος τον είδε; ΧΟΡΟΣ Ακόμη και αν αφόβητη τύχ' η ψυχή του, όμως θαρρώ η κατάρα σου θα τον μακρύνει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Όποιος χωρίς να ταραχθή κάνει το κρίμα, εκείνον δεν τρομάζουνε τα μάταια λόγια. ΧΟΡΟΣ Ιδού όμως που αφανέρωτος δεν θενά μείνη· τον θείον τώρα εδώ οδηγούν τον Τειρεσίαν τον μάντιν, όπου ενδόμυχην μες τα βαθειά του μόνος του μέσα στους θνητούς αλήθειαν έχει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Συ, που τα πάντα δύνασαι να κρίνης, μάντι, κι όσα μπορούν να λέγωνται κι όσ' άρρητα είναι, ω Τειρεσία, επίγεια μαζί και ουράνια, την συμφοράν που δέρνει μας αν και δεν βλέπεις, ξέρεις καλά κ' αισθάνεσαι· μονάχα εσένα, άναξ, προστάτη ευρίσκομε στη δυστυχία. Ο Φοίβος, όπως θα 'μαθες απ' τους αγγέλους σ' εκείνους όπου εστείλαμε να τον ρωτήσουν, παράγγειλε πως άλληνε γιατρειά καμμία δεν είναι ή να σκοτώσωμε του βασιλέως Λαΐου, ή να εξορίσωμε τους δολοφόνους. Η σωτηρία μας κρέμεται σ' εσένα μόνον. Το πιο αγαθό που δύναται κανείς να κάνη είναι να κάνη το καλό με κάθε τρόπο. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Αλλοίμονο! Πόσο βαρύ καλά να ξέρης το αληθινό που ανήμπορο να σε βοηθήσει κ' είναι συνάμα βλαβερό. Ξεχνώντας όμως ό, τι καλά δεν ήξερα ήλθα εδώ πέρα· τέτοιαν αλλοιώς δεν θα 'χα εγώ τόλμην ο μάντις. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τι να συμβαίνη κι άθυμος μας ήλθες, μάντι; ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Στο σπίτι μου να ξαναπάω άσε με, Οιδίπου. Τη δυστυχία καλύτερα θενά υπομείνης, κ' εγώ πάλι καλύτερα την εδική μου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Δίκαια δεν λες ούτε αρεστά στην πόλην, μάντι, την πόλην όπου σ' έθρεψε καθώς αρνείσαι, από απορία που σου ζητάει να τήνε βγάλης. Μη, σ' εξορκίζω στους θεούς, ω Τειρεσία, αρνείσαι που όλοι, ικέται σου, παρακαλούμε. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Είναι γιατί δεν ξέρετε· μα εγώ ποτέ μου δεν θενά πω το μάντευμα που μέλλει, Οιδίπου, να φανερώση τα φρικτότατά σου έργα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τι λες; Καλά γνωρίζοντας τα πάντα κρύβεις; Μας καταστρέφεις, μα το ναι, και μας προδίδεις. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Τον εαυτό μου δεν ποθώ και σε να θλίψω. Τι λοιπόν μάταια μ' ερωτάς και μ' εξετάζεις, αφού είναι αδύνατο από μέ κάτι να μάθης; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω ελεεινότατε άνθρωπε, που κ' έναν βράχον μπορείς να οργίσης, δεν θα πης ό, τι ρωτούμε, αλλά έτσι αδάκρυτος, αλύγιστος θα μείνης; ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Για τον θυμό μου εμένα ψέγεις τάχα, και την οργήν που σε κατέχει δεν τη βλέπεις; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Οργίζομαι· μα ποιος ακούοντας τέτοια τάχα λόγια, θα 'μενε ανόργιστος, όπου την πόλην, την πόλην που σ' εγέννησεν αυτά ατιμάζουν; ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Μόνα τους θα φανερωθούν· τι κι αν τα κρύβης; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τότε λοιπόν τι ανάγκη σου να μας τα κρύβης; ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Πιότερα δεν μπορώ να πω. Έτσι όσο θέλεις πλάνταζε, θύμωνε άγρια· δεν με φοβίζεις. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ναι! βαρυθυμωμένος είμαι, και κανένα δεν θενά λείψω να σου 'πω, απ' όσα, αλήθεια, πιστεύω· λοιπόν μάθε το πως καλά ξέρω ότι όχι μόνο τους φονείς εσύ γνωρίζεις, αλλ' ότι και συνέτρεξες αυτόν τον φόνον. Έστω κι αν δεν εμόλυνες στου Λαΐου το αίμα τα χέρια σου. Αν δε σ' έκανε τυφλόν η τύχη, εσένα θενά πίστευα αυτουργόν του φόνου. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Αλήθεια; εγώ στο κήρυγμα να εμμείνης, λέγω, και πλέον από σήμερα ούτ' εγώ, ούτε τούτοι ταιριάζει ν' απευθύνομε σ' εσέ τον λόγον, που είσαι το ανόσιο μίασμα του τόπου! ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τέτοιαν απότολμην κατηγορία σ' εμένα ρίχνεις και απ' το θυμό μου θα γλυτώσης, λέγεις; ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Ήξευρα πως πικρή η αλήθεια που είπα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αυτά δεν σου τα δίδαξε η μαντεία βέβαια. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Εσύ να πω μ' ανάγκασες όσα δεν θέλω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποιά να μου πης σ' ανάγκασα; λέγε ν' ακούσω. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Τάχα καλά δεν μ' άκουσες; τι ζητάς τώρα; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Δεν κατάλαβα καλά, για ξαναπέ μου. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Λέγω πως είσαι ο ένοχος που εμείς ζητούμε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Για τις διπλές δεν θα χαρής, βέβαια, βρισιές σου. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Κι άλλα να πω; και πιότερο να σε θυμώσω; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πες ό, τι θέλεις. Μάταια, κούφια τα λόγια. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Λέγω λοιπόν σ' αισχρότατη πως ήλθες σχέσιν με τους στενούς σου συγγενείς· και δεν γνωρίζεις πόσο κακή είναι η θέσις σου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Έννια σου κι ατιμώρητος δεν θ' απομείνης. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Βέβαια, σαν έχη δύναμην κάποια η αλήθεια. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μέσα σου δεν ευρίσκεται η αλήθεια εσένα, τυφλός και στα μάτια και στ' αυτιά και στον νουν είσαι. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Δυστυχισμένος είσαι που μ' ονειδίζεις με τέτοια· θα σε ονειδίσουν αύριον εσένα όλοι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Άπαυτη τύφλα σε κρατεί και δεν κατέχεις ουδέ κ' εμένα, ουδέ κι άλλονε θνητόν να βλάψης, απ' όσους χαίρονται αγαθό το φως του ήλιου. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Βέβαια εγώ δεν ημπορώ να βλάψω εσένα, είν' ο Απόλλων αρκετός για να το κάνει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ο Κρέων να επινόησεν αυτά ή μονάχος εσύ; ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Ατός σου εβλάφθηκες εσύ. Ο Κρέων τι φταίει; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω πλούτε και βασιλεία στην γην, που απ' όλες τις τέχνες τις ανθρώπινες εξέχεις· κάνεις όλοι του βασιλέως τη ζωή να τη ζηλεύουν, αφού για τον βασιλικόν τον θρόνον, όπου η πόλη μού τον έδωκε, άξιό μου δώρο, χωρίς εγώ να το ζητώ, τούτος ο Κρέων, ο πρώτα φίλος μου πιστός, μ' επιβουλεύει, το σκήπτρον αυτό θέλοντας για τον εαυτό του, και μου 'στειλε τον μάγο αυτόν και τον πανούργον, τον δόλιον, τον αγύρτη αυτόν που μόνο κέρδη αγαπά, κ' είναι τυφλός εις την μαντείαν. Πότε, για πε μου, εδείχθηκες μάντις αλήθεια; Όταν η Σφιγγοπρόσωπη εδώ ήτον Σφίγγα, και ξωτικά ετραγούδαε τα αινίγματά της, δεν έδινες σωτήριες τις συμβουλές σου· το αίνιγμα ευκολοξήγητο δεν ήτον τότε, ούτε ήτονε του καθενός για να το λύση· μαντείαν εχρειαζότανε που δεν τη βρήκες στους οιωνούς που εξέταζες, αλλ' ούτε ακόμη θεός κανείς σ' την έδωκεν. Εγώ όμως ήλθα χωρίς να ξέρω τίποτε, ο Οιδίπους, λύω το αίνιγμα και την τρομερή την σφίγγα φθείρω. Από τον θρόνο ωρκίσθηκες ν' απομακρύνεις εμένα, σιμά στον Κρέοντα να βασιλεύης. Μου φαίνεται πως κλαίοντας και οι δύο τας Θήβας θ' αφήσετε· το μίασμα μαζί θα φύγη. Τα γερατειά αν δε σεβόμουν θα 'βλεπες ποία ανταμοιβή θα λάβαινες στους λογισμούς σου. ΧΟΡΟΣ Σ' εμάς ο θυμός φαίνεται πως και τα λόγια τα δικά του εμπνέει, βασιλεύ, και τα δικά σου. Τέτοια δεν μας χρειάζονται. Μα πρέπον είναι, την άριστη για τον χρησμόν να βρούμε λύσιν. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Τι κι αν λογιέσαι βασιλεύς; Εγώ θα δώσω απόκρισιν ανάλογη στ' άθλιά σου λόγια· γιατί κ' εγώ την δύναμην ετούτην έχω. Δεν είμαι σκλάβος εδικός σου αλλά του Φοίβου· της προστασίας του Κρέοντος δεν έχω ανάγκην. Με τέτοια γλώσσα σου μιλώ τυφλός γιατί είπες πως είμαι, αλλ' αν του λόγου σου ανοιχτομάτης είσαι, γιατί στην άβυσσον που έχεις φθασμένα δεν βλέπεις; Και το σπίτι σου ποιο 'ναι δεν ξέρεις. Μήπως γνωρίζεις την γενεάν όπου κρατιέσαι; Δεν ξέρεις ότι μισητός στους συγγενείς σου τους πεθαμένους έλαχες και σ' όσους ζούνε, και πως διπλή φρικτότατη των γονέων κατάρα από τας Θήβας, άθλιε, θα σε μακρύνει; Εσένα που καμώνεσαι γι' ανοιχτομάτης, ποιος τόπος από την φωνήν δεν θ' αντηχήσει την εδική σου; Ποιο βουνό, ποιος άλλος Κιθαιρών τέτοιον άνομον που έκανες γάμον και μπήκες καλοτάξιδος σ' αυτό το σπίτι; Αλλ' ούτε των άλλων σου κακών το πλήθος γνωρίζεις που σε κάνουνε με τα παιδιά σου ίσον. Και τώρα ονείδιζε αν ημπορέσης εμένα και τον Κρέοντα, όσο κι αν θέλης· χειρότερη κανένας σου θνητός δεν θα 'χει τύχην από όσους τρέφονται στην γην ετούτη. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλά μπορεί τέτοια ν' ακούη κανένας λόγια και να υπομένη; Πήγαινε σου λέγω γέρο στων θεών την κατάρα! Πήγαινε πίσω σπίτι σου. Φύγε απ' εμπρός μου. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Ποτέ δεν θενα 'ρχόμουνα, αν δεν μ' εκάλεις. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Σ' εκάλεσα όχι ελπίζοντας μωρολογίες, αλλοιώς δεν θενά πάταγες εις το παλάτι. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Τέτοιος εγώ εγεννήθηκα: μωρός για σένα, μα συνετός για τους γονείς που σ' έχουν κάνει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Για ποιους γονείς; Ποιος μ' έκανεν απ' τους ανθρώπους; ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Η μέρα τούτη θα σε φάει, που θενά δείξει ποιος σ' έκανε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αινιγματώδη, σκοτεινά λόγια, μου λέγεις. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Μα έλεγες πως τα αινίγματα ξέρεις και λύνεις. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Λέγε με για όσα εβοήθησαν να γείνω μέγας. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Αυτή σου η τύχη σ' έφθειρε, δυστυχισμένε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Λίγο με μέλλει, αφού 'σωσα μ' αυτήν τας Θήβας. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Φεύγω! Παιδί μου, οδήγει με να πάω στο σπίτι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ας σε οδηγήσει. Πήγαινε αφού είσαι εμπόδιο, να τελεσθή το πρόσταγμα τ' άγιο του Φοίβου. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Είπα, όσα μ' ερωτήσατε· και τώρα φεύγω και δεν φοβούμαι θάνατον εγώ από σένα. Σου λέγω μόνον ο άνθρωπος όπου ζητούνε, εκείνος όπου εσκότωσε τον βασιλέα είναι μπροστά, και μέτοικος αν λέη πως είναι, γλίγωρα θα τον εύρετε να 'ναι Θηβαίος. Δεν θα χαρή για τούτη του την καλή τύχην, θα τυφλωθή, προλέγω σας, και θα πλανάται ξένος μέσα στην ξενιτειά με το ραβδί του να βρή τον δρόμον ψάχνοντας· ο ίδιος πατέρας και αδελφός ομού και της μητρός του μαζί παιδί και σύζυγος !... Εσείς θα ιδήτε πώς είναι, και πώς έσπειρεν ίδια γυναίκα με τον πατέρα θα βρεθή. Καλά στοχάσου μπαίνοντας στο παλάτι σου αυτά που λέγω· κι αν εύρης ότι ψέματα σου λέγω, τότε να μην πιστεύης στη δική μου την μαντείαν. ΧΟΡΟΣ (Στροφή α) Ποιος είν' αυτός, που ο Δελφικός μαντικός είπε βράχος πως έκανε με φονικά τα χέρια κακά τόσα; Είναι καιρός, πιο γλίγωρα από τ' ανεμόποδ' άτια το πόδι του γοργό να πάρη να πάει μακριά. Ο Απόλλων με τις αστραπές και τη φωτιά και το δοξάρι κινιέται κατ' επάνω του, και φοβερές τον ακολουθούν οι αλάθευτες Εριννύες. (Αντιστροφή α) Γιατί έλαμψε απ' του Παρνασού την κορυφή τη χιονισμένη χρησμός, όπου προστάζει μας να βρούμε το φονιά, γιατί συχνάζει στ' άγρια τα δασωμένα μέρη, στ' άντρα, στους βράχους και σαν ταύρος με το πόδι του, το δύστυχο ο δυστυχισμένος, το μάντευμα το Δέλφιον, που από τον ομφαλόν της γης εστάλη, μακριά να διώξη θέλει. Όμως το θεϊκό μάντευμα πετάει πάντα ζωντανό τριγύρω απ' τον δυστυχισμένον. (Στροφή β) Δεινή λοιπόν η ταραχή που φέρνει ο μάντις, ούτ' είν' απίστευτα όσα λέει και πιθανά δεν είναι. Έτσι δεν ξέρω τι να ειπώ, με των ελπίδων τα φτερά πετάω ούτε στο μέλλον βλέποντας ούτε και στο παρόν. Η έχθρα πώς εστάθηκεν ανάμεσα στη γενεά του Λαβδάκου και στου Πολύβου το παιδί, ούτ' άλλοτε άκουσα ποτέ ούτε και τώρα ξέρω, κι έτσι εκδικούμενος εγώ τον σκοτωμόν του Λαΐου, ένοχον τον Οιδίποδα στον λαόν να παραστήσω. (Αντιστροφή β) Όμως ο Δίας και ο Δελφικός θεός καλά γνωρίζουν τ' ανθρώπινα. Αλλ' απίστευτο κανένας από τους ανθρώπους μάντις στην κρίσι να υπερέχη εμένα. Στη σοφία στέκ' η υπεροχή απ' άνθρωπον ανθρώπου. Όμως ποτέ δεν θα 'ψεγα τον βασιλέα, αν δεν έβλεπα απόδειξι στων κατηγόρων του τα λόγια. Γιατί άλλοτε, που φανερά η Φτερωμένη Κόρη γοργόπεσεν απάνω του, σοφός εδείχθη και αληθινά σωτήριος εις την πόλην, γι' αυτό ποτέ στη σκέψι μου κακός δεν θα 'ναι ο Οιδίπους. ΚΡΕΩΝ Άνδρες Θηβαίοι, ως έμαθα πως ο Οιδίπους κατηγορίες βαρύτατες λένε μου ρίχνει, ήλθα επειδή δεν βάσταξα. Γιατί αν πιστεύη της δυστυχίας που του 'τυχε πως είμ' αιτία ή πως κακό εγώ του 'καμα με λόγια ή μ' έργα, δεν θέλω πιότερο να ζω μ' αυτόν τον ψόγον, γιατί μικρή δεν έχω εγώ απ' αυτόν ζημία· ζημία, νομίζω, υπέρτατη πως είνε οι φίλοι κακόν να μ' ονομάσουνε. ΧΟΡΟΣ Τούτα σου κατηγόρησαν μες το θυμό τους, κι όχι γιατί τα νόμισαν σωστά πως είναι. ΚΡΕΩΝ Είπαν πως τάχα έβαλα το μάντι εγώ να ειπή όσα είπε. ΧΟΡΟΣ Έλεγαν τέτοια· μα γιατί, δεν ξέρω, Κρέων. ΚΡΕΩΝ Με τα σωστά του τα 'λεγεν αυτά τα λόγια; ΧΟΡΟΣ Δεν ξέρω. Των αρχόντων δεν θωρώ τα έργα. Ιδού όμως βγαίνει ο βασιλεύς απ' το παλάτι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω συ! Πώς είν' και τόλμησες μπροστά μου να 'λθης και να πατήσεις του σπιτιού μου το κατώφλι, συ φανερά το βασιλιά που έχεις σκοτώσει, και που ληστής του θρόνου μου να γείνης θέλεις. Πε μου για χάρι των θεών, για ποιόν μ' επήρες, ανόητον τάχα ή δειλόν, κι αυτά μου κάνεις ή μήπως τάχα νόμισες εγώ την πανουργίαν δεν θενά καταλάβαινα και θα εδεχόμουν; Τάχα μωρότατος δεν είσαι να πιστεύης, πως δίχως φίλους και λαόν θενά μπορέσης από τα χέρια μου τη βασιλεία ν' αρπάξης όπου με χρήματα και φίλους αποκτούνε; ΚΡΕΩΝ Ξέρεις τι θα 'τανε καλό να κάνεις; άκου ίσα προς όσα μου είπες τώρα λόγια, Οιδίπου, κ' έπειτα μόνος σου μπορείς και κρίνεις. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Εύγλωττος είσαι. Δύσκολα όμως σ' ακούω γιατί πως είσαι άπιστος, βρέθηκες, φίλος. ΚΡΕΩΝ Θα σου εξηγήσω τούτο. Δέξου να μ' ακούσης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μη μου αρνηθής το ότι κακός εστάθης, Κρέων. ΚΡΕΩΝ Αν την αστόχαστη την τόλμη σου νομίζεις πως κάτι αξίζει, βέβαια, δίκιο δεν έχεις. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Επίβουλος σε συγγενή σου εδείχθης, κ' έτσι νομίζεις ατιμώρητος πως θενά μείνης; ΚΡΕΩΝ Ομολογώ πως δίκαια μίλησες τώρα, αλλ' όμως τι 'ναι το κακό που σου 'χω κάνει; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μου 'λεγες ή δεν μου 'λεγες πως ειν' ανάγκη, να στείλω εδώ να φέρουνε τον Τειρεσία; ΚΡΕΩΝ Αυτήν μου δεν την άλλαξες τη γνώμη ακόμη. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πόσος καιρός επέρασε αφ' ότου ο Λάιος... ΚΡΕΩΝ Έκαμε τι; Δεν ξέρω τι 'ναι όπου ρωτάς με. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Εχάθη από θανάσιμην κρυφήν αιτία; ΚΡΕΩΝ Αμέτρητος καιρός έχει, θαρρώ, περάσει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και τότε μάντιν λέγανε τον Τειρεσία; ΚΡΕΩΝ Σοφόν και τότε. Κι όμοια τον ετιμούσαν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και τάχα μ' εθυμήθηκεν ο μάντις τότε; ΚΡΕΩΝ Όχι δεν σ' εθυμήθηκε ποτέ, πιστεύω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλ' ούτε τον ρωτήσατε για τους φονιάδες; ΚΡΕΩΝ Πώς όχι! τον ρωτήσαμε, μα δεν μας είπε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Γιατί σας το 'κρυψε ο σοφός ο μάντις τούτο; ΚΡΕΩΝ Δεν ξέρω. Να σιγώ λοιπόν, άναξ, ταιριάζει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Κάτι θα ξέρης, μολαταύτα, έστω και λίγο. ΚΡΕΩΝ Πε μου, κι αν ξέρω κάτι τι δεν θα το κρύψω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Λέγω, αν δεν συμφώναγε με σένα ο μάντις, του Λαΐου φονιάς δεν θα 'λεγε πως είναι ο Οιδίπους. ΚΡΕΩΝ Δεν ξέρω ο μάντις τι σου λέγει. Ωστόσο θέλω να μάθω, ως θες και εσύ από με να μάθης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Εξέταζε. Φονιά ποτέ δεν θενά μ' εύρης. ΚΡΕΩΝ Πώς; μη δεν έχης σύζυγον την αδελφή μου; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Απ' όσα λέγεις τίποτε δεν απαρνούμαι. ΚΡΕΩΝ Μαζί της δεν μερίζεσαι την εξουσίαν; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Σ' ό, τι ποτέ μού ζήτησε όχι δεν είπα. ΚΡΕΩΝ Τάχα δεν με τιμούν ίσα με σας τους δύο; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλ' όμως εδώ δείχνεσαι κάκιστος φίλος. ΚΡΕΩΝ Όχι. Αν αμερόληπτα θέλεις να κρίνης καλά στοχάσου: προτιμότερο δεν θά 'τον να εξουσιάζης άφοβος και να κοιμάσαι τιμώμενος και εσύ με τους άρχοντας ίσα; Εγώ ποτέ δεν θα 'θελα βασιλεύς να 'μαι, βασιλικά όμως θα 'θελα να πράττω. Το ίδιο καθένας άλλος. Άφοβος έτσι λαμβάνω ό, τι θελήσω. Που αν βασίλευα μονάχος ίσως και να 'κανα πολλά, αθέλητά μου. Θέλεις λοιπόν ανήσυχη την βασιλείαν να προτιμώ απ' την άνοιαστη την εξουσίαν; Δεν είμαι τόσον άμυαλος ώστε να θέλω, απ' όσα ωφέλιμα κατέχω, κι άλλα. Τώρα όλ' η Θήβα, φίλοι μου. Όσοι σε θέλουν σ' εμένα πάντα τρέχουνε, ξέρεις, Οιδίπου. Έτσι μονάχα ελπίζουνε να το επιτύχουν. Πώς λοιπόν τουτ' αφίνοντας να ποθώ άλλα; Ποτέ νους καλοστόχαστος κακός δεν είναι· αλλ' ούτε βασιλέας ποτέ θέλω να γείνω, ούτε θα καλοτύχιζα, κι αν προσπαθούσα μ' άλλους μαζί να πάρω σου τη βασιλεία. Εις το μαντείον πήγαινε καλά να μάθης, αν τον χρησμόν σού άλλαξα και δεν τον είπα όπως τον πήρα. Αν τύχει δε και με τον μάντιν φανή πως εσυμφώνησα για κάποιο πράγμα να με σκοτώσης, βασιλιά, παρακαλώ σε, με τη δική μου θέλησι και τη δική σου. Αλλ' όμως άδικο πολύ κατηγορίαν τέτοιαν να μου κατηγορής χωρίς μαρτυρία, ούτε είναι διόλου δίκαιον να το πιστεύης: καλοί, οι κακοί και οι πονηροί πως είναι. Και το να χάσεις άδικα ένα φίλον που 'χεις την ακριβή ζωούλα σου είναι ως να χάσεις. Με τον καιρόν θα τα σκεφθής αυτά που λέγω, γιατί με τον πολύν καιρόν φαίνεται ο δίκιος, ενώ ο κακός σε μόνη μια δείχνεται μέρα. ΧΟΡΟΣ Σωστά είπε, Οιδίπου, για όποιονε φοβάται μήπως πέση. Γιατί όσοι βιάζονται πολύ, σκοντάφτουν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Γλίγωρα σαν ο επίβουλος κάνει ό, τι κάνει, γλίγωρα κ' εγώ απόφασι να παίρνω πρέπει! Με χέρια σταυρωμένα, λέγω, αν απομείνω εύκολα την κακήν βουλή του θα εκτελέση. ΚΡΕΩΝ Και τι ζητάς; από τας Θήβας να με βγάλης; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Καθόλου. Θέλω θάνατον να σου χαρίσω. ΚΡΕΩΝ Πρόθυμα, μόνον ένοχος δείξε πως είμαι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πίστιν στα μάταια λόγια σου γιατί να δώσω; ΚΡΕΩΝ Σε βλέπω κ' είσαι αστόχαστος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Για το συμφέρον μου φαίνεται πως σκέπτομαι καλά. ΚΡΕΩΝ Μα πρέπει να μην αμελής και το δικό μου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ναι. Μα το φυσικό σου κακό θα 'ναι! ΚΡΕΩΝ Τίποτε δεν στοχάζεσαι καλά. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλ' όμως χρειάζεται στους άρχοντας να υπακούσης. ΚΡΕΩΝ Όχι όμως στον κακόν τον άρχοντα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω πόλη, πόλη. ΚΡΕΩΝ Κ' εγώ την πόλην αγαπώ. Όχι εσύ μόνος. ΧΟΡΟΣ Άνακτες, δέομαι, παύσατε. Γιατί στην ώραν που πρέπει βλέπω να έρχεται η Ιοκάστη απ' το παλάτι, και μπορεί μαζί μ' εκείνην, να διώξτε τη διχόνοια που σας διχάζει. ΙΟΚΑΣΤΗ Γιατί τέτοια ασυλλόγιστη λογομαχία εστήσατε ταλαίπωροι, ενώ τας Θήβας δέρνει η μεγάλη συμφορά; Ντροπή καμμία δεν έχετε και αστόχαστα κινείτε μίση. Δεν πας εις το παλάτι σου και εσύ στο σπίτι, Κρέων, μη λάχη τα μικρά γείνουν μεγάλα; ΚΡΕΩΝ Ο σύζυγός σου τρομερήν, άνασσα, θέλει να μου επιβάλη τιμωρίαν και μου προτείνει τον θάνατον αν προτιμώ ή την εξορία. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ομολογώ· τον έπιασα με πανουργία την ζωήν μου την βασιλικήν να επιβουλεύη. ΚΡΕΩΝ Καλό να μην ιδώ. Ο θυμός των Αθανάτων να με συντρίψη, αν πόθησα ποτέ κακό σου. ΙΟΚΑΣΤΗ Για χάρι πίστευε των θεών, Οιδίπου, όσα σου λέγει. Τον ιερόν σεβάσου όρκον, έπειτα εμένα και όλους εδώ που είναι παρόντες. ΧΟΡΟΣ Πείθου και μην οργίζεσαι, Οιδίπου, σ' ικετεύω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Να υποχωρήσω μου ζητάς; ΧΟΡΟΣ Σεβάσου αυτόν που ουδέ πρωτύτερα κακός δεν ήτον ούτε και τώρα είναι κακός. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τάχα γνωρίζεις τι ζητάς; ΧΟΡΟΣ Καλά γνωρίζω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Λέγε λοιπόν, τι σκέπτεσαι; ΧΟΡΟΣ Ποτέ να μη κατηγορής τον αθώο φίλον ως άτιμον, χωρίς μιά φανερήν αιτίαν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μάθε λοιπόν, όταν ζητής αυτά που λέγεις, ζητείς στον δικόν μου όλεθρο να συντελέσης. ΧΟΡΟΣ Όχι, μα τον υπέρτατον μες στους θεούς τον Ήλιον, έρημος από τους θεούς κι απ' τους ανθρώπους, αν τέτοια έχω στο νου μου, ν' απομείνω. Η ολεθρία που 'πεσε στη χώρα η συμφορά σπαράζει εμένα του άμοιρου την άθλια ψυχή, μην τύχει και προσθέσωμε κι άλλο κακό καινούργιο. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πρέπει λοιπόν να φύγη αυτός μακριά απ' τας Θήβας, ή πρέπει εγώ ν' αφανισθώ μακριά να φύγω. Γιατί η καρδιά μου σφίγγεται απ' αυτά τα λόγια που λέγει αυτός· δεν σφίγγεται από τα δικά σου. Μισητός πάντα αυτός κ' εχθρός θα μου είναι όπου κι αν πάει όπου αν σταθή. ΚΡΕΩΝ Υποχωρείς αν και γεμάτος από μίσος, όμως θενά μισής τον εαυτό σου, Οιδίπου, αν η οργή καμμιά φορά σε φέρη. Τέτοιες φύσεις πικρότατες στον εαυτό τους είναι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Λοιπόν γλίγωρα φύγε, λέγω, κι άφησέ με. ΚΡΕΩΝ Θα φύγω. Ο Κρέων για τούτους ο ίδιος, όσον εσύ και αν με παραγνωρίζεις, θα 'μαι. ΧΟΡΟΣ Άνασσα, τον Οιδίποδα γιατί βραδύνεις να πάρης στο παλάτι μέσα, να πραΰνης; ΙΟΚΑΣΤΗ Θα τόνε πάρω βέβαια, αφού όμως μάθω, ποια η αιτία που μάλωσεν ο Κρέων μαζί του. ΧΟΡΟΣ Μιά υποψία αμφίβολη στη μέση ερρίχθη. Και πάντα βλάφτει η ψεύτικη κατηγόρια. ΙΟΚΑΣΤΗ Και οι δυό σε τούτο εφταίξανε; ΧΟΡΟΣ Ναι. ΙΟΚΑΣΤΗ Ο λόγος; ΧΟΡΟΣ Αρκούν, αρκούν όσα είπαμε... τώρα που δέρν' η συμφορά τη χώρα καλό είναι εδώ που ετέλειωσε να μείνη ο λόγος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Βλέπεις πού φθάνεις; Δίκαιον ενώ σε ξέρω, για μένανε δε νοιάζεσαι και μου σπαράζεις την καρδιά. ΧΟΡΟΣ Άναξ, πολλές φορές σου το είπα, ότι τρελλός θε νά 'μουνα αν εσένα δεν αγαπούσα, που τρικυμισμένην εύρες και τη επράυνες την πόλην. Και τώρα γίνου, αν δύνασαι, ένας καλοπροαίρετος άρχων στας Θήβας. ΙΟΚΑΣΤΗ Για τους θεούς! πε μου κ' εμένα, Οιδίπου, ποια είν' η αιτία που ωργίσθηκες πολύ μαζί του; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Θα μάθης, γιατί σένανε σέβομαι απ' όλους πιότερο, τι εσοφίσθηκε κακόν ο Κρέων. ΙΟΚΑΣΤΗ Λέγε. Να ιδώ μη βάσιμη εστάθη η οργή σου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Κηρύττει πως εσκότωσα εγώ τον Λάιον. ΙΟΚΑΣΤΗ Το ξέρει ατός του ή τ' άκουσεν απ' άλλου στόμα; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μου 'στειλε τον παμπόνηρον, πανούργον μάντι, για να κρατή το στόμα του από τέτοια λόγια ο ίδιος ο Κρέων καθαρό. ΙΟΚΑΣΤΗ Εσύ όμως όλ' αφίνοντας ετούτα, εμένα άκουσε τι θενά σου πω· ποτέ κανένας θνητός δεν ημπορεί μαντεία να κάνει· των λόγων τούτων φανερόν άκου μαρτύριον: ήλθε χρησμός απ' τους Δελφούς κάποτε στον Λάιον, όχι από τον Απόλλωνα αλλ' από κάποιον θεράποντά του, λέγοντας πως πεπρωμένον να σκοτωθή από το παιδί που θα εγεννάτο από τους δυό μας. Αλλ' αυτόν, πιστεύουν όλοι, τον σκότωσαν ξένοι λησταί σε σταυροδρόμι ερημικό. Δεν πέρασαν τρεις μόνο ημέρες, όπου εγεννήθη το παιδί: προστάζει ο Λάιος τους αστραγάλους του τους δυό αφού τρυπήσουν μακριά να το πετάξουνε σ' ερημικό βουνό. Αλλ' ούτε 'δώ τον φύλαξ' ο Φοίβος το λόγο, πως τον πατέρα το παιδί ήθελε σκοτώσει, ουδ' έπαθεν ο Λάιος ό, τι εφοβήθη. Αλλ' όμως τέτοια οι μάντηδες επροφητεύαν. Λοιπόν καθόλου μη νοιαστής για όσα ακούμε, γιατί όσα χρήσιμα στον άνθρωπον νομίζει ο θεός, μονάχος εύκολα τα φανερώνει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τι τρικυμίαν ένιωσα μεσ' στην ψυχή μου, καθώς τα λόγια σου άκουγα τα τελευταία. ΙΟΚΑΣΤΗ Ποιά σε κατέχει, βασιλεύ, ματαία φροντίδα; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ενόμισα πως άκουσα σε σταυροδρόμι ο βασιλεύς ο Λάιος άσπλαχνα εσφάγη. ΙΟΚΑΣΤΗ Και τώρα, καθώς άλλοτε, λέγανε τέτοια. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και σε ποιόν τόπον έγεινε αυτό το κρίμα; ΙΟΚΑΣΤΗ Φωκίς ο τόπος λέγεται· σμίγουν οι δρόμοι, που φέρνουν από τους Δελφούς εις την Δαυλία. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πόσος επέρασε καιρός που έγειναν τούτα; ΙΟΚΑΣΤΗ Λίγον καιρόν προτού να 'λθής εδώ στας Θήβας, τέτοιοι λόγοι σπαρθήκανε μέσα στην πόλην. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω Δία, τι εσυλλογίσθηκες σ' εμένα να κάνεις; ΙΟΚΑΣΤΗ Τι σου ταράζει την ψυχήν, άναξ, ωστόσο; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μη μ' ερωτάς. Ο Λάιος πε μου πώς ήτον; Μεσ' στην ακμήν της νιότης του ήτονε τάχα; ΙΟΚΑΣΤΗ Ψιλός, και μόλις άρχιζε ν' ασπρίζει η κόμη, με τη μορφή του θα 'μοιαζε πολύ η μορφή σου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλοίμονο! Μου φαίνεται δεινές κατάρες στον εαυτό μου έρριξα χωρίς να ξέρω. ΙΟΚΑΣΤΗ Μιλείς; Και μου είναι φοβερή η όψις σου, άναξ. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Σφόδρα φοβούμαι μην ο μάντις βλέπει· θα ιδούμε. Μίαν ερώτηση άλλη ας σου κάνω. ΙΟΚΑΣΤΗ Τρέμω. Αλλ' αν ξέρω θα σου πω ό, τι μ' ερωτήσεις. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μόνος ο άναξ έφευγε τότε απ' τας Θήβας, ή με πολλή ως εταίριαζεν ακολουθία; ΙΟΚΑΣΤΗ Πέντε τον εσυντρόφευαν και μεσ' στους πέντε ένας ο κήρυξ. Άμαξα μονάχη μία. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλοίμονο και τρισαλλοί! Φανερά είν' όλα! Και ποιος ήταν βασίλισσα που αυτά σου τα 'πε; ΙΟΚΑΣΤΗ Δούλος που μόνος σώθηκεν από τους πέντε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Είναι και τώρα; βρίσκεται μεσ' στο παλάτι; ΙΟΚΑΣΤΗ Όχι. Γιατί ως έφθασεν στην πόλη ο δούλος, κ' είδε πως εβασίλευες στου Λάιου το θρόνο, με πολυπαρακάλεσε να τονέ στείλω ποίμνια να βόσκη στους αγρούς μακριά απ' την πόλη. Κ' εγώ τον έστειλα γιατί ήταν άξιος και πιο μεγάλη ο σκλάβος μου να λάβη χάρι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πώς θά 'τονε να τον ιδώ τον δούλο τούτον; ΙΟΚΑΣΤΗ Εδώ είναι. Μα γιατί ποθείς αυτό το πράγμα; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Φοβούμαι: περισσότερα μίλησ' από όσο έπρεπε. Ιδού το αίτιον της επιθυμίας. ΙΟΚΑΣΤΗ Γλίγωρα θα 'λθη. Αλλ' άξιζα κ' εγώ να μάθω, τι σου βαρύνει την καρδιά σου, βασιλιά μου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και βέβαια ν' αρνηθώ σ' εσένα τούτο αδύνατον, που οι φόβοι μου πολύ μεγάλοι, γιατί ποιος αξιώτερος ή εσύ να μάθης αυτά τώρα απ' το στόμα μου που τέτοια τύχη μ' ευρήκε; Σ' εμένα ο Πόλυβος πατέρας ήτον, ο Κορίνθιος, κ' ήτονε η Δωρίς Μερόπη μητέρα. Και στην Κόρινθον ο πρώτος ήμουν, πριν τύχη τέτοια μου σταθή, για ν' απορήσεις αξία, μα για να νοιάζομαι όχι και τόσο. Παραπιωμένος κάποιος στο μεθύσι απάνω νόθο με κράζει. Την φρικτήν εκείνη μέρα μόλις τη λύπη εκράτησα. Την άλλη πήγα κ' ερώτησα καταλεπτώς τους δυό γονείς μου. Κι εκείνοι επροσβαλθήκανε στην κατηγόρια, κ' έτσι βαρυθυμώσανε μ' εκειόν που τα 'πε κ' εγώ χαιρόμουνα γι' αυτό. Αλλά μ' εκέντα πάντοτε ο ψόγος· χάλαγεν έτσι η καρδιά μου. Κρυφά λοιπόν απ' τους γονείς παίρνω το δρόμο για τους Δελφούς. Και φθάνοντας εκεί ο Απόλλων με διώχνει, ανάξιος λέγοντας τάχα πως είμαι απάντησι σε όσα ρωτώ, καμμιά να λάβω. Άλλα όμως φοβερώτερα μάντεψε ο Φοίβος. Πως τάχα με τη μάνα μου το αίμα θα σμίξω και γενεάν αισχρότατη στο φως θα φέρω, και του πατρός μου πως φονιάς μέλλω να γείνω. Κ' εγώ όλα εκείνα ακούοντας, την Κορινθίαν γην φεύγω γλιγωρότερα όσο μπορούσα, τ' άστρα πέρνοντας οδηγούς στο μισεμό μου· μη θέλοντας όσα κακά οι χρησμοί σ' εμένα επρόβλεπαν να τελεσθούν, έφευγα πάντα. Και προχωρώντας έφθασα στον τόπο εκείνον που λες ότι εσκοτώθηκεν ο άναξ της Θήβας. Και θα σου πω βασίλισσα την πάσα αλήθεια. Όταν εκεί που εσμίγανε οι τρεις οι δρόμοι ο βασιλεύς εσίμωσε, τότ' ένας κήρυξ κ' ένας που εκαβαλίκευε σ'ένα πουλάρι, ως λέγεις, μ' απαντήσανε. Κι από τον δρόμον με βίαν εγυρεύανε να μ' αποδιώξουν κι ο ηγεμών κι ο γέροντας. Χτυπώ εγώ τότε τον ηνίοχον, όπου ζήταε να μ' αποδιώξη· καθώς με βλέπει ο γέροντας να πλησιάζω το άρμα, παραφυλάγοντας με το μαστίγι, στην κεφαλήν ανάμεσα κτυπά με. Αλλ' όμως δεν ήτον δυνατή η κτυπιά. Κι από το χέρι τούτο κυλιέται στου άρματος ύπτιος τη μέση. Και τους σκοτώνω όλους εγώ. Αν τώρα τούτος ο ξένος με τον Λάιον έχει να κάνει, ποιος είν' ελεεινότερος από με; Ποιος θε νά 'ναι θεομίσητος πλέον από μένα, που μήτε οι ξένοι ούτε κανείς από τους Θηβαίους στο σπίτι του να δέχεται ταιριάζει εμένα; Αλλ' είναι ανάγκη μακριά από κάθε σπίτι να διώχνουν με. Και τις φρικτές εγώ κατάρες είμαι απάνω μου πού 'ριξα,. κανένας άλλος του βασιλέως δεν εμόλυνε τη γυναίκα! Κακός εγώ κι ακάθαρτος έχω φυτρώσει, πρέπει να φύγω, ανάξιος είμαι να βλέπω τους εδικούς μου, αλλοιώτικα μέλλω να γείνω σύζυγος της μητέρας μου και να σκοτώσω τον Πόλυβο που μ' έκανε κι ανάθρεψέ με. Σωστό δεν θα 'τανε να πη κανένας τουτο: απ' άγρια πως εγείνανε στον άνδρα τύχην τα δεινά τούτα; Ας είν' ποτέ, ποτέ μου! ω αγνοί θεοί και σεβαστοί τη μέρα εκείνη να μην ιδώ. Καλύτερα από κάθε μάτι ν' αφανισθώ παρά ποτέ να ιδώ πως είμαι κηλιδωμένος από μέγα τέτοιον αίσχος. ΧΟΡΟΣ Τα λόγια αυτά,βασιλιά, πολύ τρομάζουν, μα έλπιζε ως που ν' ακούσης τι θα πη κι ο σκλάβος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ελπίζω τόσο μοναχά: όσο που να 'λθη ο βοσκός από τους αγρούς θενά προσμείνω. ΙΟΚΑΣΤΗ Καρδιά θε να 'χης να τον 'δης μπροστά σου, θάρρος; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Θενά σου πω: αν ο βοσκός τα ίδια συμπέση με σένα λόγια να μου πη που εσύ μου λέγεις, εγώ θα εγλύτων' απ' αυτήν την κακή τύχη. ΙΟΚΑΣΤΗ Ποιο ήταν εσύ που πρόσεξες απ' όσα είπα; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Είπες ο κόσμος πίστεψε πως τον σκοτώσαν λησταί, και τώρα ο δούλος αν μας φανερώση πολλούς φονιάδες, τότ' εγώ ο φονιάς δεν είμαι. Αν πη όμως πως καλόζωστος κάποιος διαβάτης τον σκότωσε, είναι φανερό πως εγώ θα 'μαι, που θα βαρύνει επάνω μου το μέγα κρίμα. ΙΟΚΑΣΤΗ Ξέρε όμως, πως τα λόγια του δεν θα γυρίση κι όσα είπε δεν θα τ' αρνηθή. Αλλά μονάχη δεν είμ' εγώ που τ' άκουσα: η πόλη όλη. Και να παραλλάξη ο δούλος μου κάπως τα λόγια ποτέ του βέβαια, βασιλιά, δεν θα τολμήσει να φανερώση φυσικά πως του Λαΐου εσύ τον φόνον έκανες μια κι ο Λοξίας εμάντευσε πως θα χαθή από το παιδί του. Αν και ποτέ δεν έκανε το κρίμα εκείνος, αφού πολύ πρωτύτερά του, λες, είναι χαμένος. Γι' αυτό δεν θενά φρόντιζα για τις μαντείες, ούτε σ' αυτούς πιστεύοντας τους λόγους, ούτε σ' αυτούς που εχρησμοδότησεν ο Φοίβος τάχα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ορθά όσα λες, βασίλισσα, αλλ' όμως στείλε νά 'λθη ο βοσκός να τον ιδώ. Και μη αμελήσεις. ΙΟΚΑΣΤΗ Θα στείλω όσο πιο γλίγωρα μπορώ. Μα ωστόσο εις το παλάτι ας έμπωμε, γιατί κανένα πράγμα δυσάρεστο σε σέ δεν θενά πράξω. ΧΟΡΟΣ (Στροφή α) Είθε σ' εμένα να είναι γραφτό οι λόγοι μου και τα έργα μου αγνά, σεμνά να είναι, ότι, για τούτα, υπάρχουνε νόμοι υψηλοί και υπέρτατοι, που στον αιθέρα εγέννησε πατέρας τους ο Όλυμπος. Απ' τους θνητούς δεν έγειναν, δεν τους αποκοιμά η Λήθη, Μεγάλη όσο και αγέραστη μέσα τους κατοικεί θεότης. (Αντιστροφή α) Η ασέβεια τον τύραννον γεννά, που απ' τ' ανομήματα είναι γεμάτη, άδικα ας είν' και ασύμφορα στον ίδιον τον εαυτό της. Και αφού την υψηλότατην κορφήν ανέβη, πέφτει στην πιο δεινή τη στενοχώρια, όπου και το γοργότατο δεν την βοηθεί το πόδι. Και στον θεόν εύχομαι, κάποτε τον άφαντο φονιά του Λαΐου να φανερώση. Τον θεόν παρακαλώ κράζω βοηθόν πάντα εγώ πάντα. (Στροφή β) Αλλ' αν κανείς απότολμα, με χέρια ή λόγια, κάνει και ούτε τους θεούς σέβεται ούτε των θεών την Δίκην, κακή ας τον συνεπάρη μοίρα για την ανοσίαν τόλμην του. Αν δίκαια το κέρδος του δεν το κερδήσει και τ' ασεβή τα έργα του εκείνος δεν τ' αφήσει, αλλά θελήσει τα ιερά να εγγίση με τα βέβηλα τα χέρια του, ποιος άνθρωπος θα καυχηθή σε τέτοιες πως μπορεί στιγμές απ' την ψυχή του μέσα τα βέλη του θυμού να διώξη; Γιατί αν αυτά είναι τίμια, τα έργα εγώ λατρεύοντας των Θεών, ποια χρεία τον ιερόν χορόν να χορεύω; (Αντιστροφή β) Ούτε στον ιερόν ναόν των Δελφών δεν θα πορεύωμαι, ούτε και στων Αβών τον ναόν, στην Ολυμπίαν ούτε, αν οι χρησμοί δεν γείνουνε φανεροί στους θνητούς όλους. Αλλά, άναξ Δία, αν όσ' ακούς ορθά είναι, εσύ που βασιλεύεις επάνω σ' όλα, δέομαι μην τ' αμελήσεις όσα σου ζητώ. Γιατί οι θνητοί περιφρονούν τους χρησμούς που για τον Λάιον ειπώθηκαν, κι ο Απόλλων έπαυσε να λατρεύεται κ' έτσι η θρησκεία χάνεται, η θρησκεία! ΙΟΚΑΣΤΗ Στοχάσθηκα, ω άρχοντες της χώρας τούτης με τα κλαδιά πως ημπορώ της ικεσίας και τα θυμιάματα στους ναούς των θεών να πάω· γιατί σφόδρα ταράζεται του βασιλέως η καρδιά κι όπως ασύνετος, λησμονημένους χρησμούς με τον νεώτατον χρησμόν συγκρίνει. Γιατί του παίρνουν το μυαλό μ' όσα του λένε. Αλλ' επειδή είν' αδύνατο να κατορθώσω με συμβουλές τον άνακτα να μεταπείσω σ' εσένα που κοντύτερα είσαι, Απόλλων, ικέτισσα 'γώ έρχομαι στεφανωμένη με δάφνης κλώνον και παρακαλώ σε, εις τον χρησμόν κάποια καλή να δώσης λύσι. Γιατί φοβούμεθα όλοι μας που ξιπασμένον τον βλέπομεν, ως τρέμουνε οι ναύτες πάντα, βλέποντας να ξιπάζεται ο καραβοκύρης. ΑΓΓΕΛΟΣ Τάχα μπορώ από σας να μάθω, ξένοι πού 'ναι του Οιδίποδος εδώ του βασιλέως τ' ανάκτορα, ή πού βρίσκεται αυτός ο άναξ; ΧΟΡΟΣ Εδώ είναι το παλάτι του και μέσα μένει· ιδού κ' η άνασσα και μάνα των παιδιών του. ΑΓΓΕΛΟΣ Ευτυχισμένη σ' ευτυχείς, άννασσα να 'σαι, που είσαι τέλεια σύζυγος του βασιλέως, αφού μητέρα εγίνηκες παιδιών δικών του. ΙΟΚΑΣΤΗ Την ευτυχίαν εύχομαι και σ' εσέ, ξένε, για την καλή σου την ευχή σ' αξίζει. Πε μου ποια χρεία σ' έφερεν εδώ; Τι ν' αναγγείλης; ΑΓΓΕΛΟΣ Πολλά αγαθά στον άνδρα και τ' αρχοντικό σου. ΙΟΚΑΣΤΗ Ποια τούτα; Πες ποιος σ' έστειλεν! ΑΓΓΕΛΟΣ Από την Κόρινθον φερμένος είμαι για ν' αναγγείλω πράγματα καλά, πώς όχι; όμως και κάπως θλιβερά, ποιος ξέρει; ΙΟΚΑΣΤΗ Πώς θλιβερά κ' ευφρόσυνα, όσα μας φέρνεις; ΑΓΓΕΛΟΣ Έλεγαν, πως οι ντόπιοι εκεί στην Ισθμίαν κάτω θενά τον κάνουν βασιλιά του τόπου εκείνου. ΙΟΚΑΣΤΗ Και πώς λοιπόν, ο Πόλυβος δεν βασιλεύει; ΑΓΓΕΛΟΣ Όχι. Τον κρύβει ο θάνατος μέσα στους τάφους. ΙΟΚΑΣΤΗ Πώς είπες γέρο; Απέθανε ο Πόλυβος; ΑΓΓΕΛΟΣ Αν την αλήθεια δεν σου λέγω, ας με σκοτώσουν. ΙΟΚΑΣΤΗ Εσύ παιδούλα πήγαινε στον βασιλέα να του αναγγείλης όλ' αυτά. Των θεών μαντείες τι εγείνατε; Τον άνθρωπον όπου ο Οιδίπους να μη σκοτώση εξόριστος από τας Θήβας ζούσε μακρυά του, πέθανεν απ' το γραφτό του κι όχι απ' το χέρι του παιδιού, καθώς μαντεύαν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω αγαπημένη κεφαλή της γυναικός μου, Ιοκάστη, τι με κάλεσες έξω για να 'βγω; ΙΟΚΑΣΤΗ Τον άνδρα τούτον άκουσε και καλά σκέψου, πως ανεμοσκορπίσθηκαν όλ' οι χρησμοί. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Κι αυτός ποιος είναι και τι λέγει τάχα; ΙΟΚΑΣΤΗ Κορίνθιος, και τον θάνατον του Πόλυβου ήλθε, του βασιλέως και του πατρός σου, ν' αναγγείλη. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλήθεια, ξένε; Λέγε, τι μαντάτα φέρνεις; ΑΓΓΕΛΟΣ Αν τούτο ν' αναγγείλω, άναξ, πρώτα θέλης, γνώριζε πως ο Πόλυβος έχει αποθάνει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πώς; μη τον δολοφόνησαν; Ή απ' αρρώστεια; ΑΓΓΕΛΟΣ Σε μια κλωστούλα κρέμεται η ζωή του γέρου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Η αρρώστεια θα τον έφαγε τον κακομοίρη. ΑΓΓΕΛΟΣ Είχε πολλά στη ράχη του χρονάκια ο γέρος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλοίμονο, αλλοίμονο! Τι να πω πρέπει για τους οιωνούς τους μαντικούς ή την εστία ή τα πουλιά που κλαγγαστά ψηλά πετάνε, που επρόλεγαν ο θάνατος πως από μένα θα προέλθη του πατέρα μου του βασιλέως. Εκείνος τώρα κρύβεται στη γη αποκάτω, κ' εγώ εδώ πέρα βρίσκομαι, χωρίς το ξίφος να πιάσω. Εκτός αν πέθανε απ' το δικό μου τον πόθο. Γιατί αν πέθανεν, εγώ η αιτία θενά ήμουν του θανάτου του. Λοιπόν επήρε τους χρησμούς, που δεν αξίζουνε ούτε μιά τρίχα, ο Πόλυβος πεθαίνοντας μαζί στον Άδην. ΙΟΚΑΣΤΗ Μήπως δεν σου τα πρόλεγα όλα εγώ τούτα; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Έλεγες, αλλά μ' έτρωγε, γυναίκα, ο φόβος. ΙΟΚΑΣΤΗ Τι να φοβάται ο άνθρωπος, που η τύχη δένει, και που δεν ξέρει ως αύριο τι τον προσμένει; Νομίζω πως καλύτερα με δίχως έννοιες να ζη κανείς, ως ημπορεί. Και εσύ τους γάμους με τη μητέρα αδύνατους νόμιζε ως είναι. Γιατί πολλοί ωνειρεύθηκαν απ' τους ανθρώπους, πως τάχα με τη μάνα τους εκοιμηθήκαν, αλλ' όποιος όλα τίποτε τούτα νομίζει περνά την ζωήν αξένιαστος, ησυχασμένος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Σωστά όλα τούτα θα 'τανε όσα μου λέγεις αν πεθαμένη η μάνα μου ήτον· αλλ'όσο ζη θα κατέχει με τρανός πάντοτε ο φόβος. ΙΟΚΑΣΤΗ Κι όμως μεγάλο του πατρός σου φως ο τάφος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πάντα όμως φοβίζει με ζώντας η μάνα. ΑΓΓΕΛΟΣ Και ποια γυναίκα την ψυχήν σου την τρομάζει; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Η Μερόπη με τον Πόλυβον που εζούσε, γέρο. ΑΓΓΕΛΟΣ Και γιατί εκείνη σου γεννά ένα φόβο τέτοιο; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Χρησμός φοβίζει με δεινός, θεοσταλμένος. ΑΓΓΕΛΟΣ Είναι κρυφός; Ή που μπορώ κι εγώ να μάθω; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Όχι κρυφός. Εμάντευσεν ο Φοίβος τάχα με την μητέρα πως γραφτό να σμίξω το αίμα, κι επίσης του πατέρα μου το αίμα να χύσω· από την Κόρινθο μακριά κι ευτυχισμένος ζούσα. Μα είναι γλυκύτατο την όψι πάντα να βλέπη την τρισποθητή των δυό γονιών του. ΑΓΓΕΛΟΣ Φοβούμενος μη σου συμβούν ετούτα ζούσες από την Κόρινθο μακριά, άναξ Οιδίπου; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Φοβούμενος μη τον πατέρα μου ποτέ σκοτώσω. ΑΓΓΕΛΟΣ Γιατί λοιπόν την λύτρωσιν από τους φόβους τούτους εδώ δεν σου 'φεραν τ' αγγέλματά μου; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Βέβαια χωρίς ανταμοιβήν δεν θ' απομείνης. ΑΓΓΕΛΟΣ Γι' αυτό κι εγώ να σου τα 'πω γλίγωρος ήλθα να ιδώ κι εγώ κάτι καλόν όταν γυρίσης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποτέ μ' αυτούς που μ' έκαναν δεν θενά ζήσω. ΑΓΓΕΛΟΣ Παιδί μου, τούτο, φανερά, σωστό δεν είναι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλ' όμως γιατί, γέρο μου, νομίζεις τούτο; ΑΓΓΕΛΟΣ Για τους γονείς δεν θα 'ξιζε μακριά να μείνης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Φοβούμαι μην ο Φοίβος τέλος αληθέψη. ΑΓΓΕΛΟΣ Φοβάσαι μη κριματισθής με τους γονείς σου; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αυτό είναι που παντοτεινά φοβούμαι, γέρο. ΑΓΓΕΛΟΣ Και δεν το ξέρεις άδικους πως έχεις φόβους; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Γιατί άδικους, αν από τούτους έχω γείνει; ΑΓΓΕΛΟΣ Γιατί καμία συγγένεια μαζί δεν είχες. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πώς είπες; Δεν μ' εγέννησεν ο Πόλυβος; ΑΓΓΕΛΟΣ Όσο κι εγώ, τόσο κι εσύ τον συγγενεύεις. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πώς ο πατέρας γίνεται ίσος με ξένον; ΑΓΓΕΛΟΣ Αλλ' ούτ' αυτός, ούτε κι εγώ σ' έχω γεννήσει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Γιατί παιδί του μ' έλεγεν ο βασιλέας; ΑΓΓΕΛΟΣ Δώρον κάποτε απ' τα χέρια μου αυτός σ' επήρε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Κι έτσι με πολυαγάπησε τον ξένο εμένα; ΑΓΓΕΛΟΣ Άκληρος καθώς ήτανε σ' αγάπα εσένα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μ' έκανες, ή μ' αγόρασες από κανένα και μ' έδωκες στον Πόλυβον για ψυχοπαίδι; ΑΓΓΕΛΟΣ Σ' ευρήκα μέσα στους γκρεμούς του Κιθαιρώνος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και πώς επεριγύριζες αυτούς τους τόπους; ΑΓΓΕΛΟΣ Εβόσκαγα τα πρόβατα εκείθε απάνω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ήσουν βοσκός και με μισθόν; Έτσι δεν είναι; ΑΓΓΕΛΟΣ Ιδού όμως όπου σ' έσωσα κι εσένα τότε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και πώς μ' ευρήκες; Σε κακά περιπλεγμένον; ΑΓΓΕΛΟΣ Τα τρυπημένα πόδια σου το μαρτυρούνε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλοίμονο! Τι μου ιστορείς παλιά δεινά μου! ΑΓΓΕΛΟΣ Τα σχοινοπερασμένα σού έλυσα πόδια. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω! Τι ντροπή απ' τα σπάργανα ακόμη επήρα! ΑΓΓΕΛΟΣ Αυτή σου η τύχη σού 'δωκε τ' όνομα που 'χεις. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Από ποια μάνα τα 'παθα ή ποιόν πατέρα, στων Ολυμπίων τ' όνομα σ' ορκίζω, πε μου; ΑΓΓΕΛΟΣ Δεν ξέρω· μα καλύτερα λέγω να ξέρη εκείνος όπου σ' έδωκε σ' εμένα βρέφος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Απ' άλλον λοιπόν μ' έλαβες; Δεν μ' εύρες ο ίδιος; ΑΓΓΕΛΟΣ Εγώ δεν σ' εύρηκα· βοσκός κάποιος σ' ευρήκε κι εκείνος σε παρέδωκε πάλι σ' εμένα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποιος είναι; Πε μου! ΑΓΓΕΛΟΣ Σκλάβος πιστεύω να 'τανε του Λαΐου εκείνος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Του Λαΐου που βασίλευε σ' αυτήν τη χώρα; ΑΓΓΕΛΟΣ Ναι. αυτουνού 'τανε βοσκός αυτός ο δούλος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τάχα να ζη και βολετό να τον ιδούμε; ΑΓΓΕΛΟΣ Σεις εδώ πέρα ξέρετε καλύτερά μου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Είναι κανείς εδώ από σας που να γνωρίζει τον δούλο αυτόν που λέγει ο ξένος ή στον κάμπο ή μεσ' στη χώρα; Πέστε το. Καιρός πλέον είναι να παύσουν τούτα νά 'ν' κρυφά. ΧΟΡΟΣ Εγώ νομίζω πως κανείς άλλος δεν είναι παρά ο βοσκός που εζήτησες να σου τον εύρουν, και πως απ' τη βασίλισσα μπορής να μάθης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Βασίλισσα, μου φαίνεται πως είναι ο ίδιος μ' εκείνον που ζητούσαμε αυτός που λέγει. ΙΟΚΑΣΤΗ Ποιος είναι παύσε να τον συλλογιέσαι και προσοχή στου γέροντα βέλε τα λόγια. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πώς ημπορώ, που έλαβα σημάδια τόσα, το γένος μου αφανέρωτο ν' αφήσω πλέον; ΙΟΚΑΣΤΗ Μη για τη χάρι των θεών· εάν φροντίζεις κάπως για μένα, μη ζητάς ν' αποκαλύψης αυτά. Δεν είναι ολίγη μου η δυστυχία. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Θάρρος, Κι αν απ' τη μάνα μου φανώ πως είμαι σκλάβος, εσύ για μένανε καλή θενά 'σαι. ΙΟΚΑΣΤΗ Αλλ' άκου με, παρακαλώ, και μην το κάνεις. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ακράτητος στον πόθο μου είμαι. να μάθω τα μυστικά. Δεν πείθει με λόγος κανένας. ΙΟΚΑΣΤΗ Αλλ' όμως τ' άριστα, θαρρώ, σε συμβουλεύω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τ' άριστα που μου λες εσύ: αυτά με θλίβουν. ΙΟΚΑΣΤΗ Δύστυχε, καλό θα 'τανε ποτέ, ποτέ σου μη μάθης τον πατέρα σου και τη γενιά σου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πάει κανένας τον βοσκόν εδώ να φέρη; Κι αφήστε για το σόι της να καμαρώνη. ΙΟΚΑΣΤΗ Αλλοίμονο και τρισαλλοί, δυστυχισμένε! Αυτό 'χω μόνο να σου πω, και τίποτ' άλλο. ΧΟΡΟΣ Γιατί έφυγε η βασίλισσα, Οιδίπου, λυπημένη; Φοβούμαι μήπως η σιωπή κακών αρχή μας γείνη. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ας γείνη ό, τι κι αν γείνη· τη γενιά μου να μάθω θέλω, κι άσημη ακόμη ας είναι. Αυτή με τη γυναίκεια της την περιφάνεια ντρέπεται για την ταπεινή καταγωγή μου. Της τύχης, που αγαθά σκορπά, τον εαυτό μου γέννημα κράζοντας εγώ, λέω, δεν ξεπέφτω. Αυτή ήταν η μητέρα μου. Οι καιροί αδελφοί μου που τώρα μ' έδειχναν μικρόν τώρα μεγάλον. Τέτοιος αφού γεννήθηκα, δεν θα διαστάσω να βρω ποιο 'ναι το γένος μου, γιατί νομίζω ότι ποτέ χειρότερον δεν θα μ' ευρήτε. ΧΟΡΟΣ (Στροφή) Αν βέβαια μάντις είμ' εγώ, κι είμαι σοφός στη γνώσι στον Όλυμπον σου ορκίζομαι, μεγάλε Κιθαιρών, πως η αυριανή πανσέληνος δεν θα 'λθη χωρίς όλοι εμείς να σε δοξάζωμε πατριώτη και πατέρα, και μάνα του Οιδίποδος, εσένα· και να τιμούμε σε γιατί μας φέρεις ευχάριστα στους βασιλείς μας. Εύσπλαχνε Απόλλων εύχομαι σ' εσένα αυτά ν' αρέσουν. (Αντιστροφή) Ποια να σ' εγέννησε λοιπόν από τας Νύμφας με τον Πάνα, τον Θεόν των βουνών,ή τάχα του Απόλλωνος αγαπημένη; Γιατί του αρέσουν τα βοσκοτόπια. Μήπως ο Ερμής ο Κυληναίος ή μήπως ο Διόνυσος σ' έφερε εσένανε στο φως με κάποιαν Ελικωνιάδα νύμφην; Γιατί του αρέσουνε μαζί τους τα παιγνίδια. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αν δύναμαι, γερόντοι μου, να συμπεράνω αν και ποτέ δεν έτυχε να τον συντύχω, θαρρώ πως έχομεν εδώ, το βοϊδολάτη που θέλομε. Και στα βαθειά του γερατειά μοιάζει τον άνθρωπον αυτόν· στην ηλικίαν ίσος του. Και τον φέρνουνε δούλοι δικοί μου. Εσύ όμως, λέγω, δύνασαι καλύτερά μου να ξέρης, αφού κι άλλοτε τον έχεις ιδεί. ΧΟΡΟΣ Ναι· τον εγνώρισα καλά, δεν σου τ' αρνούμαι· σκλάβος απ' τους πιστότερους του άνακτος ήτον. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Εσένα τον Κορίνθιον ρωτώ: είνε τούτος αυτός που λέγεις; ΑΓΓΕΛΟΣ Ολόκληρος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Γέροντα, εμένα κύταζε και ν' απαντήσεις σ' ό, τι ρωτώ. Του βασιλέως ήσουνα δούλος; ΘΕΡΑΠΩΝ Ήμουνα και γεννήθηκα στ' αρχοντικό του. Δεν μ' αγοράσαν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποιο έργον είχες; Τι έκανες στο σπιτικό του; ΘΕΡΑΠΩΝ Πρόβατα σ' όλη μου τη ζωή βοσκολογούσα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και σε ποιους τόπους σύχναζες συνήθως; Πε μου. ΘΕΡΑΠΩΝ Στου Κιθαιρώνος σύχναζα τα βοσκοτόπια. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ξέρεις αυτόν τον άνθρωπον ή ακουσμένα έχεις γι' αυτόν; ΘΕΡΑΠΩΝ Τι να 'καμνε; Για ποιόν μου λες, αφέντη; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τούτον εδώ. Τον σύντυχες ποτέ σου τάχα; ΘΕΡΑΠΩΝ Γλίγωρα, λέω, δε μου 'ρχεται καλά στη μνήμη. ΑΓΓΕΛΟΣ Και δεν είναι παράξενον, Οιδίπου, τούτο. Αλλ' όμως καθαρότατα θα του θυμίσω. Βέβαιος είμαι πως καλά με ξέρει τούτος, όταν εβόσκαμε μαζί στον Κιθαιρώνα εκείνος δύο ποίμνια κι εγώ άλλο ένα, ακέρια τον εσίμωνα ξάμηνα τρία, από την πρώτην άνοιξιν έως ο Αρκτούρος στον Ουρανό φανερωθή, τέλη του θέρους. Όταν χειμώνας έφθανεν, εγώ στους σταύλους τους εδικούς μου πήγαινα και τα λιβάδια, του Λαΐου κείνος. Λέω καλά ή μήπως ψέμα; ΘΕΡΑΠΩΝ Λέγεις αλήθεια. Μα καιρός είν' από τότε. ΑΓΓΕΛΟΣ Και τώρα τούτο να μου πης: παιδί κανένα μου 'δωκες ν' αναθρέψω εγώ για τον εαυτό μου; ΘΕΡΑΠΩΝ Τι τρέχει; γιατί μ' ερωτάς τέτοια ιστορία; ΑΓΓΕΛΟΣ Τούτος εδώ είναι, φίλε μου, το παιδί εκείνο. ΘΕΡΑΠΩΝ Άει στην κατάρα του Θεού! Μη με σκοτίζεις. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μη τον ελέγχης, γέροντα, και τα δικά σου λόγια αξιοκατάκριτα πιο απ' τα δικά του. ΘΕΡΑΠΩΝ Τι κακό κάνω, πιο καλέ απ' τους βασιλιάδες; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Γιατί δεν αποκρίνεσαι σ' ό, τι ρωτάει; ΘΕΡΑΠΩΝ Τι λέει δεν ξέρει, μάταια λοιπόν κοπιάζει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Με το καλό δεν μας ακούς. Θα μας ακούσης με το στανιό. ΘΕΡΑΠΩΝ Μη προς Θεού τον γέροντα με βασανίσης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Δεν έρχεσθε πισθάγκωνα να τονέ δέσετε; ΘΕΡΑΠΩΝ Αλλοίμονο! Και τι ζητείς άλλο να μάθης; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Έδωκες το παιδί σ' αυτόν, όπως μας λέγει; ΘΕΡΑΠΩΝ Το 'δωκα, να μην έσωνα ο δόλιος τότε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αυτό θα πάθης, αν δεν πης την πάσα αλήθεια. ΘΕΡΑΠΩΝ Πιο πολύ θα 'μαι να την πω, θαρρώ, χαμένος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ο άνθρωπος τούτος τον καιρό βλέπω μας χάνει. ΘΕΡΑΠΩΝ Εγώ όχι βέβαια. Είπαμε πως το 'χω δώσει εδώ και χρόνια πάμπολλα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πούθε το πήρες; Ήτονε δικό σου ή ξένο; ΘΕΡΑΠΩΝ Κάποιος μου το 'δωκεν· όχι δικό μου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποιος ο Θηβαίος που σ' τό 'δωκεν ή ποιο το σπίτι; ΘΕΡΑΠΩΝ Μη για χατήρι των θεών με ρωτάς πλέον. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Εχάθης αν ξαναχρειασθή να σ' ερωτήσω. ΘΕΡΑΠΩΝ Ήταν του Λαΐου λοιπόν αυτό το βρέφος! ΟΙΔΙΠΟΥΣ Δούλος του να ήτον; Συγγενής του μήπως ήτον; ΘΕΡΑΠΩΝ Αλλοίμονον! Θ' αναγκασθώ να ομολογήσω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Θέλω ν' ακούσω. Λέγε μου και μην αργοπόρει. ΘΕΡΑΠΩΝ Παιδί του Λαΐου το λέγανε μεσ' στο παλάτι. Απ' τη γυναίκα σου μπορείς όλα να μάθης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αυτή λοιπόν σου το 'δωκε; ΘΕΡΑΠΩΝ Μάλιστα, αφέντη. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και για ποιο λόγο; ΘΕΡΑΠΩΝ Για να τ' αφανίσω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Η ίδια που το γέννησε; ΘΕΡΑΠΩΝ Γιατί φοβούνταν τους κακούς χρησμούς. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Χρησμούς; Και ποιοι ήταν οι χρησμοί; ΘΕΡΑΠΩΝ Πως θα σκοτώση τους γονιούς του οι χρησμοί λέγαν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και πώς εσύ το ξέδωκες σ' αυτό το γέρο; ΘΕΡΑΠΩΝ Λυπήθηκε η καρδούλα μου. Και σ' άλλον έτσι το 'δωκα στην πατρίδα του για να το πάρη, και κείνος για τη φοβερή μου δυστυχία το 'σωσε. Γιατί, αν γίνεται εσύ να 'σαι κείνος που τούτος λέγει, βέβαια δύστυχος είσαι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλοίμονον! Αλλοίμονον! Αλλοίμονό μου! Διάφανα πλέον όλα! Τελευταία, ω φως, θα σ' ατενίσω τώρα πιά, που εφανερώθη πως εγεννήθηκ' απ' αυτούς που να με κάνουν δεν άξιζε· κοιμήθηκα με τη μητέρα μου, και τον πατέρα σκότωσα, που μ' έχει σπείρει. ΧΟΡΟΣ (Στροφή α) Αλλοί σας γενεές θνητών, πως η ζωή σας τίποτε, τίποτε δεν αξίζει! Ποιος τάχα, ποιος θε να 'ν' αυτός ο ζηλεμένος ο θνητός,που πιότερη ευτυχία φέρει παρ' όσηνε χρειάζεται ευτυχισμένος να φανή, κι έπειτα στην κακομοιριά να πέση; Τη δική σου πέρνοντας εγώ παράδειγμα την τύχην, δυστυχισμένε Οιδίπου, κανέναν δεν καλοτυχίζω. (Αντιστροφή α) Εσέ, που τη σαΐττα σου μακριά σωστά την έσυρες κι εκέρδισες την πάσαν ευτυχία, Ω Δία, αφού πρώτα κατέστρεψες το τέρας το νυχάτο που ετραγουδούσ' αινίγματα, και που τας Θήβας έσωσες απ' τους πολλούς θανάτους· γι' αυτό και βασιλιάς έγεινες του τόπου μας και πολυτιμημένος εστάθης, βασιλεύοντας στη γη τη δοξασμένη. (Στροφή β) Τώρα ποιος είναι δυστυχής πιότερον από σένα, ποιόν αγριώτερα δεινά και συμφορές ακολουθούν τώρα στην αλλαγή του βίου; Αλλοίμονον! Του Οιδίποδος κεφάλι πολυτιμημένο, που το ίδιο το λιμάνι σου 'φθασε μέσα του ν' αράξης πατέρας, σύζυγος, παιδί. Πώς τέλος πάντων, άμοιρε, το πατρικό κρεββάτι σιωπηλόν ημπόρεσε να σε βαστάξη τόσον καιρό, τόσον καιρό; (Αντιστροφή β) Ο χρόνος σ' εφανέρωσεν, εκείνος όπου όλα ξέρει να φανερώνη· τον γάμον τον αποτρόπαιον, που σπάρθηκες και που 'σπειρες, αυτός καταδικάζει. Αλλοί σου του Λαΐου, τέκνο δύστυχο, άμποτε να μη σ' έβλεπα! Δέρνομαι και μυρολογώ και γόους αφήνω από το στόμα. Όμως από σε σώθηκεν η πόλη από τα δεινά κ' ημπόρεσα να κλείσω μάτι. ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ Ω σεις της χώρας τούτης πολυτιμημένοι, τι έργα θεν' ακούσετε και τι θα ιδήτε, τι θλίψι θενά πάρετε, αν τω όντι δίκαια σας νοιάζει για το σπίτι του Λαβδάκου. Γιατί δεν θα το πλύνουνε απ' τα κρίματά του το σπίτι τούτο τα πλατύτερα ποτάμια, τα κρίματα που κρύβονται, μα που θενά 'βγουν γλίγωρα, πολύ γλίγωρα στου ήλιου το φέγγος. Κρίματα θεληματικά, όχι της τύχης, κ' είναι θαρρώ χειρότερες οι δυστυχίες, εκείνες όπου εφταίξαμε γι' αυτές ατοί μας. ΧΟΡΟΣ Κ' εκείνα που εγνωρίζαμε, θλιβερά ήταν και βαρυστένακτα. Χειρότερ' άλλα έχεις να πης; ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ Πρώτα κι απ' όλα σύντομα σας λέγω τούτο. Απέθανεν η δέσποινα καλή Ιοκάστη. ΧΟΡΟΣ Ω τη δυστυχισμένη! Και γιατί; ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ Σκοτώθηκε απ' το ίδιο της το σκληρό χέρι, , πώς να σας πω, δεν δύναμαι, γιατί δεν είδα· αλλ' όμως όσο με βοηθά σε τούτο η μνήμη, θα μάθης τα παθήματα της βασιλίσσης. Γιατί καθώς εμάνιωσεν, απ' τον πυλώνα μπαίνοντας, στο κρεββάτι της το νυφικό της επήγε, ξερριζώνοντας με τα δυό χέρια την κόμη της, κι αφού 'κλεισε τις θύρες όλες, τον πεθαμένον Λάιον επικαλείτο καθώς τους παλαιότατους θυμόταν γάμους, που εμέλλανε τον Λάιον να θανατώσουν κι αυτήν να την αφήσουνε την Ιοκάστην παιδιά με τα ίδια της παιδιά να ξανακάνει. Έκλαιγε στο κρεββάτι της που σ' αυτό πάνω διπλό κακό της έμελλε, δυστυχισμένη, άνδρα από άνδρα και παιδί να κάνει εκείνη από το ίδιο της παιδί. Και δεν γνωρίζω πώς έπειτα σκοτώθηκεν η Ιοκάστη. Γιατί με βίαν ώρμησεν ο βασιλέας, κι έτσι δεν μας εδόθηκε καιρός να ιδούμε τη συμφοράν οπού 'βρηκε τη δέσποινά μας. Γυρίσαμε το βασιλιά να ιδούμε Οιδίπουν. Ωσάν τρελλός ώρμαε αυτός μεσ' στο παλάτι· έτρεχε. Μας πλησίασε ποθώντας ξίφος τη σαστικιά του κι, όχι σαστικιά ζητώντας τη μάνα του και μάνα των παιδιών. Στον πόνο του θεός του δείχνει, άνθρωπος όχι, αυτόν τον τόπον, γιατί κανείς δεν το 'καμεν από μας όλους και τρομερήν αφίνοντας φωνήν, ως να 'ταν κανείς που να του 'δειχνε το δρόμο, ορμάει στις θύρες, καταστρέφοντας τα μάνδαλά τους. Εκεί να κρέμεται είδαμε την Ιοκάστη από πλεκτή κρεμάλα, τη δυστυχισμένη. Κι εκείνος βρυχήθηκε σαν το λιοντάρι την ξεκρεμνά απ' την άθλιαν αυτήν κρεμάλα και καθώς χάμω εκοίτετο, αλλοίμονό της, , άλλα δεινά ακολουθήσανε σε τούτα. Ο άναξ βγάζοντας απ' τα ρούχα της χρυσές καρφίτσες, , στολίδια της ολάκριβα, , μ' αυτά τρυπάει τις κόρες των ματιών του. Τότε λέγει πως πλέον δεν θενά μπορή να βλέπη ποία έπρεξε δεινά κι έπαθε. Μέσα σε σκότος θα βλέπη όσους δεν έπρεπε να βλέπη, λέγει· δεν θα γνωρίζει πλέον αυτούς όπου δεν πρέπει να ξέρη ο τρισδυστυχισμένος! Τέτοιους θρήνους αφήνονοντας συχνοκεντούσε τα μάτια του με τις χρυσές αυτές καρφίτσες· συνάμα οι αιματόβαφες των ματιών κόρες εστάζανε και βρέχανε τα γένεια, ω φρίκη! όχι σταλιές αιματηρές, αλλά χαλάζι αιματωπό, μαυρειδερό εσταζοβολούσαν· , κι ήτανε βέβαια μια χαρά και μια ευτυχία, που τώρα εγείνη στεναγμός, ντροπή, κατάρα, θάνατος. Δεν απόλειψε κακό κανένα. ΧΟΡΟΣ Πού το κακό εσταμάτησε, για πε μου; ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ Τις θύρες βοά ν' ανοίξουνε να μάθουν όλοι της γης των Θηβαίων οι κάτοικοι τον πατροκτόνον και της μητέρας τον, ντροπή να ξεστομίσω άσχημο λόγο που είπε αυτός και ντροπιασμένον, , τον εαυτό του θέλοντας να εξορίση από τας Θήβας μακριά. Δεν υποφέρει να μείνη μεσ' στο σπίτι του και να υπομένη κατάρες που έδωκε στον εαυτό του. Χρειάζεται βοήθεια κι οδηγό βέβαια, γιατί το πάθημα βαρύ και αβόλευτο είναι. Θέλεις το ιδεί ο ίδιος εσύ. Οι θύρες ανοίγουν και θέαμα φοβερώτατο θεν' αντικρύσης, όπου κι εχθρός σου να 'τανε θα τον λυπόσουν. ΧΟΡΟΣ Ω συμφορά βαρύτατη, που δεν μπορούν τα μάτια του ανθρώπου ν' αγναντέψουν, βαρύτερη απ' όλες, όσες είδα. Ποια κακή τρέλλα σ' έπιασε και ποιος από τους αθανάτους σε τέτοια δεινά σ' έσπρωξε, που δεν υπάρχουν ποιο μεγάλα; Αλλοίμονό σου, δύστυχε, να σ' αντικρύσω δεν μπορώ, αν και πολλά να σε ρωτήσω θέλω, πολλά απ' το στόμα σου να μάθω, τέτοια είν' η φρίκη που γεννάς. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλοίμονο, αλλοίμονο, ο δυστυχισμένος! Σε ποια μεριά της γης με παν, σε ποιο βυθόν ορμητικά κυλά η φωνή μου! Αλλοίμονο! Πού μ' εγκρέμισες, μοίρα, κακή μου μοίρα! ΧΟΡΟΣ Σε φοβερόν ανάκουστο κακό σε ρίχνει η μοίρα σου· δεν το είδανε ανθρώπου μάτια. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω μαύρο νέφος, που ο κακός άνεμος σε φέρνει, νέφος ακαταδάμαστο. Ωιμέ. Ωιμέ κι αλλοίμονο, ποιους πόνους απ' τις πληγές μου δέχομαι! Και ποιών κακών ανάμνησι... ΧΟΡΟΣ Βέβαια δεν είν' άπορο για τέτοιους πόνους ότι διπλά πενθείς κι ότι διπλά υποφέρεις. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω φίλε μου, εσύ πιστός και σταθερός που δέχεσαι για έναν τυφλόν ακόμη να φροντίζεις. Αλλοίμονο, αλλοίμονο δεν με λαθεύεις τον τυφλόν πολύ καθαρά διακρίνω τη φωνή σου. ΧΟΡΟΣ Φοβερών έργων αυτουργέ. Πώς μπόρεσες τα μάτια σου να τα τυφλώσης; Ποιος σ' ανάγκασε; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ο Απόλλων όλα ετέλεσεν, ω φίλοι μου, ο Απόλλων τα έργα τούτα τα φρικτά, τα πάθη τούτα μου, τα πάθη· κανένας δεν με τύφλωσε· ο ίδιος εγώ τον εαυτό μου τύφλωσα. Γιατί τι το 'θελα να βλέπω, αφού να βλέπω τίποτε , τίποτε δεν μ' ευχαριστούσε. ΧΟΡΟΣ Δεν έχεις άδικο, δυστυχισμένε! ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τι πλέον να ιδώ ή ν' αγαπήσω, φίλοι μου, ή ακούοντας να μ' ευχαριστήσει; Πάρτε με μακριά από δω τον άνδρα τον ολέθριον, εμένα τον καταραμένον, όπου οι θεοί μισούνε πιότερο απ' όλους τους θνητούς. ΧΟΡΟΣ Άθλιε, για τη συμφορά που σου 'τυχε, , και τόσο την αισθάνεσαι, ποτέ μου θα 'θελα να μη σ' έχω γνωρίσει... ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ας πάει στην κατάρα του θεού, όποιος απ' τ' άγρια δεσμά ελύτρωσε τα πόδια μου τα τρυπημένα, ή μ' έσωσε απ' τον θάνατον , χωρίς καλό με τούτο να μου κάνει. Γιατί τότε αν επέθαινα, δεν θα θλιβόνταν σήμερα οι φίλοι μου, κι εγώ δεν θα θλιβόμουν! ΧΟΡΟΣ Άμποτε να 'τον, όπως λες. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Έτσι δεν θα γινόμουνα φονιάς αυτού που μ' έσπειρε, ούτε νυμφίον θα μ' έκραζαν οι άνθρωποι της μάνας μου. Τώρα όλ' οι θεοί με μισούνε, των ανοσίων βλαστάρι εγώ, όπου το σπέρμα μου έρριξα στη μάνα μου την ίδια. Και αν είναι και χειρότερο κακόν απ' όλα τούτα, σ' εμένα τον Οιδίποδα έχει λάχει. ΧΟΡΟΣ Δεν ξέρω να σου πω, αν καλά το εσκέφθης: καλύτερος ο θάνατος παρά τυφλος να ζήσεις. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ότι δεν έγειναν καλά τούτα, μη θέλης να υποστηρίξης! Δεν ηξέρω τάχα, φίλε, όταν στον Άδη κάτω θ' αραξοβολούσα, με ποια μάτια θενά 'βλεπα μάνα ή πατέρα, που και στους δυο τα πιο δεινά κακά έχω κάνει, που δεν είν' άξια τους ποινή ουδ' η κρεμάλα. Όμως την όψι των παιδιών μου θα εποθούσα να 'βλεπα, κι ας γεννήθηκαν κριματισμένα. Όχι! ποτέ στα μάτια μου γλυκειά δεν θα 'τον ούτε κ' η πόλη ουδ' οι πύργοι των θεών, ούτε ταγάλματα τα σεβαστά που εγώ πια τώρα, , ο μόνος που έζησα ευτυχής στας Θήβας μέσα, τον εαυτό μου στέρησα από τούτα πλέον. Ατός μου εγώ κηρύττοντας την εξορία εκείνου, που οι αθάνατοι τον φανερώσαν ανόσιον, της γενεάς του Λαΐου βλαστάρι, έτσι κηρύττοντας εγώ το αίσχος ο ίδιος, , μπορούσα να τους έβλεπα τους Θηβαίους με μάτια ανοιχτά; Κι αν ημπόραγα τ' αυτιά να φράξω να μην ακούω, θα το 'καμνα, να γείνω πλέον όχι μόνο θεότυφλος, κουφός να γείνω. Έτσι θενά τ' απόκλεινα τ' άθλιο κορμί μου. Γλυκό 'ναι πάντα αφρόντιδος στη συμφορά σου να μένης. Τι μ' εδέχεσο, Κιθαιρών, τάχα; Και γιατί δεν μ' εσκότωνες καθώς μ' εδέχθης; Έτσι δεν θενά μάθαιναν ποτέ οι ανθρώποι το γένος μου. Ω εσύ Πόλυβε, Κόρινθε, σπίτι πατρικό, που στα ψέματα σ' έλεγα σπίτι, πόσες πληγές εκρύβοντο κάτω από μένα; , στολίδι πολυάκριβο και τιμημένο. Και τώρα ετρανοδείχθηκε κακός πως είμαι και γεννημένος άνομα. Ω εσείς τρεις δρόμοι, και εσύ κοιλάδα απόκρυφη και πλούσιο δάσος και στενωπή στα τρία στενά, σεις που το αίμα ήπιατε του πατέρα μου, τάχα θυμάστε πόσα κακά σας έκανα κ' έπειτα εδώθε ερχόμενος ισάριθμα κακά έχω κάνει. Γάμοι που μας γεννήκατε κι αναδωμένο το ίδιο πάλιν έχετε σπέρμα εσείς, γάμοι, πατέρες μας εδείξατε, αδέλφια, τέκνα, μητέρες, νύμφες, σύζυγους, ξανασμιγμένον αίμα και όσα αισχρότατα μεσ' στους ανθρώπους. Σιωπώ, αφού είναι ανάξιο να λέγωνται όσα είν' άνομο να γίνωνται. Όσο μπορείτε πιο γλίγωρα αποκρύψατε σε κάποιο μέρος μακριά ή και σκοτώστε με, στο πέλαο ρίχτε, να μη σας είναι δυνατό πια να με ιδήτε. Δεχθήτε να μ' εγγίσετε τον άθλιο εμένα. Πεισθήτε· μη δειλιάζετε. Ω συμφορά μου! Άλλος κανείς πάρεξ εγώ δεν θα υποφέρη. ΧΟΡΟΣ Ιδού προς τούτο έφθασεν ο Κρέων, που μόνος απόμεινε στο πόδι σου της χώρας φύλαξ, για να σκεφθή και να τελέση, όσα νομίζεις. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλοίμονο! Τι να του πω! Θα με πιστέψη, που πριν ακόμη του 'δειξα τόση κακία; ΚΡΕΩΝ Δεν ήλθα να γελάσω στα δεινά σου, Οιδίπου, ούτε για τους πρωτύτερους κακούς σου λόγους να σ' ονειδίσω. Αν των θνητών ντροπή δεν έχεις, σεβάσου την υπέρτατη του Ήλιου φλόγα, φανερό τέτοιο μίασμα ν' αφίνης. Μήτε τα ιερά τα βροχινά νερά θα το δεχθούνε, μήτε το φως, μήτε το χώμα. Στο παλάτι γλίγωρα πλέον φέρτε τον, γιατί μονάχα τέτοια να βλέπουν και ν' ακούν οι συγγενείς του, τέτοια δεινά! τέτοια δεινά!, θενά μπορέσουν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Για το χατίρι των θεών, αφού με βγάζεις από τον φόβον που ένιωθα και καλός είσαι, σ' εμένα που είμαι ο χειρότερος απ' τους ανθρώπους, πίστεψε. Κάτι θα σου πω για το καλό σου. ΚΡΕΩΝ Τι θέλοντας παρακαλείς με τέτοιον τρόπο; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Όσο μπορείς πιο γλίγωρα απομάκρυνέ με σε τόπον, όπου ανθρώπου δεν πατούνε πόδια. ΚΡΕΩΝ Θα το 'καμνα, αν δεν έπρεπε πρώτα κι απ' όλα να ρωτηθή ο Απόλλωνας τι χρεία να κάνω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλά ο χρησμός καθαρά του θεού προστάζει τον ασεβή, τον πατροκτόνον ν' αφανίσης. ΚΡΕΩΝ Ναι. Τούτο επρόσταζε ο χρησμός· μα τώρα ανάγκη, κει που τα πράγματα έφθασαν, να ξαναπάμε στον θεόν και να ρωτήσωμε τι χρεία να γείνη. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Για με τον άθλιον τον θεόν θενά ρωτήσεις; ΚΡΕΩΝ Γιατί και εσύ στη δύναμή του πλέον πιστεύεις. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Σ' ορκίζω, σε πολυπαρακαλώ να κάνεις τούτα: Για τη νεκρή νεκρή βασίλισσα, που στο παλάτι κοίτεται, τάφον κάνε της όπως θελήσεις, γιατί σωστά ό, τι άξιο θα επιτελέσης στην αδελφή σου. Ζωντανόν όμως εμένα η Θήβα ας μην αξιωθή να με κατέχη. Αλλ' άφινέ με κάτοικος των βουνών να 'μαι, του Κιθαιρώνος του δικού μου βουνού ετούτου, που η μάνα και ο πατέρας μου σε ζωντανόνε τάφο κυρίαρχο δώκανε για ν' αποθάνω, για κείνους όπου θέλησαν να μ' αφανίσουν. Αν και γνωρίζω πως κακό ποτέ κανένα ούτε κι αρρώστια δύναται να μ' αφανίση, γιατί αν συχνά απ' τον θάνατον σωσμένος είμαι, για να υπομείνω νέο κακό, τούτο συμβαίνει. Αλλ' ό, τι θέλ' η Μοίρα μου, η κακή μου Μοίρα, λέγω, ας μη μείνη ατέλεστο. Δεν θέλω, Κρέων, φροντίδα για τ' αρσενικά τέκνα να λάβης. Άνδρες θα γείνουν. Το ψωμί δεν θα τους λείψη όπου κι αν πάνε. Άμοιρες, άθλιες παρθένες, που στο τραπέζι εκάθιζαν μαζί μου πάντα κι όποια τροφήν έγγιζα εγώ πιάναν κι εκείνες, σ' αυτές προστάτης να γενής, παρακαλώ σε, κι άφησε στην αγκάλη μου θερμά να σφίξω, μαζί μ' αυτές τα δεινά μου, δεινά, να κλάψω. Εμπρός, ω βασιλεύ, γενναίε από το φυσικό σου, φέρε σιμά μου τις δυό τις θυγατέρες μου.Μες στην αγκάλη καθώς εγώ θα τις κρατώ και θα τις σφίγγω, θα μου φανή να τις έχω εμπρός μου σαν όταν έβλεπα. Τι λέγω; Δεν τις ακούω, Αθάνατοι, εδώ σιμά μου να χύνουν δάκρυα; Μ' ευσπλαχνίσθη ο Κρέων κ' εδώ μου τα 'στειλε τα πλέον αγαπημένα, τα δυό γλυκά παιδιά μου. Λέγω καλά; ΚΡΕΩΝ Σωστά. Εγώ σ' τις έφερα σιμά σου Οιδίπου, ξέροντας τι παρηγοριά θενά σου δώσουν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ευτυχισμένος άμποτε να 'σαι για τούτο. Οι αθάνατοι να σε φυλάν και να σε σκέπουν. Παιδία μου πού είσθε; Ελάτ' εδώ, ζυγώστε τ' αδελφικά τα χέρια μου, όπου τυφλώσαν τα μάτια του πατέρα σας τα λαμποβόλα. Εγώ, που μη γνωρίζοντας φάνηκα ότ' είμαι αδερφάκι σας, και πατέρας σας πως είμαι. Ίδια γυναίκα γέννησε και σας και μένα. Για σας χύνω τα δάκρυά μου, να σας προσβλέψω δεν μπορώ. Στοχάζομαι στη ζωή που μένει πόσα θα πάθετε δεινά απ' τους ανθρώπους. Γιατί με ποιους, βλαστάρια μου, θα σχετισθήτε, σε ποια καλά θενά σας πάρουν χαροκόπια, χωρίς να φεύγετ' απ' αυτά κλαμένες πάντα δίχως καμμιά ποτέ χαρά; Η ώρα του γάμου όταν σιμώση, κόρες μου, για σας, ποιος θα 'ναι που θα δεχθή τέτοιες ντροπές ωσάν εκείνες που στους δικούς μου τους γονείς και τους δικούς του θα 'ναι ατιμία; Ποιος αυτός που το παιδί του, θ' αφήσει τέτοιονε πικρόν να κάνει γάμον; Και ποιο κακό σας έλειψεν, ωιμέ; Σκοτώνει τον πατέρα του ο πατέρας σας και τη μητέρα σαστικιά του την κάνει αλλοί! και σας γεννάει, παιδιά μαζί κι αδέλφια του, δυστυχισμένος. Τέτοια θενά σας σύρουνε. Ποιοι θα τολμήσουν γυναίκες να σας κάνουνε, γλυκές μου κόρες; Κανείς δεν θα το τολμήσει, δυστυχισμένες! Κι ανύπαντρες θα μείνετε στη ζωή, τέκνα. Βλαστέ του Μενοικέως εσύ, που των παιδιών μου μόνος πατέρας έμεινες, γιατί οι γονείς των, εμείς που τις γεννήσαμε χαμένοι πλέον είμεθα, μη αβοήθητες χωρίς κανένα στήριγμα, τις ολάρφανες, μου τις αφήσεις, μην τες νομίσης ίσες με τα κρίματά μου. Σπλαχνίσου τες, παντέρημες που 'χουνε μείνει, κι άλλη από σε δεν έχουνε καμμιάν ελπίδα. Γενναίε, συγκατάνευσε, παρακαλώ σε δωσ' μου το χέρι! Και σε σας, αθώα μου τέκνα, αν είσθε μεγαλύτερες, πολλές θενά 'χα συμβουλές να 'δινα εγώ· τώρα μονάχα παρακαλέστε ο βίος σας απ' του πατρός σας πιο ευτυχισμένος κι αγαθός, άμποτε, να 'ναι. ΚΡΕΩΝ Φθάνουν τα δάκρυα. Πήγαινε μεσ' στο παλάτι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Έστω. Κι ας είν' ανώφελο. ΚΡΕΩΝ Όλα καλά, όταν γίνονται μεσ' στον καιρό τους. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ξέρεις πότε θα πάω εγώ; ΚΡΕΩΝ Λέγε κι ακούω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Όταν εσύ μου υποσχεθής, πως θα με στείλης μακριά απ' αυτόν τον τόπον. ΚΡΕΩΝ Ο θεός σου δίνει ό, τι ζητείς. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Απ' τους θεούς μισούμ' εγώ. ΚΡΕΩΝ Λοιπόν θα το επιτύχεις. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Λες ότι πολύ γλίγωρα θα το επιτύχω; ΚΡΕΩΝ Δεν αγαπώ τα μάταια και κούφια λόγια. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πες να μ' απομακρύνουνε. ΚΡΕΩΝ Προχώρει κι άφησε σ' εμένα τις δυό σου κόρες. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αχ! Μη μου τις παίρνεις! ΚΡΕΩΝ Μη θέλεις να τα επιτυχαίνης όλα, γιατί όσα κι αν πέτυχες τα 'χασες όλα. ΧΟΡΟΣ Κάτοικοι της πατρίδας μου της Θήβας, ο Οιδίπους που εγώριζε τα αινίγματα τα δύσκολα να λύνει, κ' ήτονε πολυζήλευτος και πολυτιμημένος, βλέπετε σε ποια τρικυμία δεινών είναι πεσμένος! Για τούτο ο γνωστικός θνητός κανένανε δεν πρέπει ως την υστερνή στιγμή να τον καλοτυχίζει, αν δεν περάσει τη ζωή χωρίς να δυστυχήσει. ΤΕΛΟΣ
ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ 401 π.X ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΞΕΝΟΣ ΧΟΡΟΣ ΑΤΤΙΚΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ ΙΣΜΗΝΗ ΘΗΣΕΑΣ ΚΡΕΩΝ ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ Ο "Οιδίπους επί Κολωνώ" είναι κάπως συνδεδεμένος με τον "Οιδίποδα Τύραννον". Αφού δηλαδή εδιώχθη από την πατρίδα του ο Οιδίπους,γέρων πλέον, φθάνει εις τας Αθήνας, οδηγούμενος από την θυγατέρα του Αντιγόνην· διότι αι θυγατέρες ηγάπων τον πατέρα των περισσότερον από τους υιούς του. Φθάνει δε εις τας Αθήνας, καθώς λέγει ο ίδιος, κατόπιν χρησμού του Πυθικού μαντείου, ότι θ' απέθνησκε πλησίον των σεμνών λεγομένων θεών. Κατ' αρχάς λοιπόν γέροντες εγχώριοι, από τους οποίους συνίσταται ο Χορός, μαθόντες την άφιξίν του συναθροίζονται και διαλέγονται προς αυτόν. Κατόπιν έρχεται η Ισμήνη και του αναγγέλλει την έριδα των υιών του και την μέλλουσαν άφιξιν προς αυτόν του Κρέοντος, ο οποίος και, ελθών διά να τον φέρη πάλιν εις τας Θήβας, αναχωρεί άπρακτος. Ο Οιδίπους, αφού κατέστησε γνωστόν εις τον Θησέα τον χρησμόν, αποθνήσκει πλησίον του ναού των σεμνών θεών. Το δράμα τούτο είναι από τα πλέον αξιοθαύμαστα· το έγραψε δε ο Σοφοκλής, γέρων πλέον, χαριζόμενος όχι μόνον εις την πατρίδα του, αλλά και εις τον ιδιαίτερόν του δήμον, διότι κατήγετο από την Κολωνίδα φυλήν. Διά του δράματος τούτου ηθέλησεν ο Σοφοκλής να εξυμνήση τον δήμον του και να χαροποιήση τους Αθηναίους δι' όσων λέγει ο Οιδίπους, ότι η πόλις των θα είναι απόρθητος και ότι θα νικήσουν τους Θηβαίους προμαντεύων ότι θα πολεμήσουν ποτέ με αυτούς και ότι κατά τους χρησμούς θα τους νικήσουν εξ αιτίας του τάφου του. Η σκηνή του δράματος υπόκειται εις την Αττικήν κατά τον Ίππειον Κολωνόν, πλησίον του ναού των σεμνών θεών. Ο Χορός αποτελείται από άνδρας Αθηναίους, προλογίζει δε ο Οιδίπους. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω Αντιγόνη μου, παιδί γέρου τυφλού, σε τόπους ποιους έχουμ' έλθει ή σε ποιανών ανθρώπων πολιτεία; Ποιος τώρα τον Οιδίποδα, που τριγυρνάει στα ξένα, θα τον δεχτή πονετικά με τόσο λίγα δώρα, που κι' αν γυρεύη λιγοστά, μα παίρνει κι' απ' το λίγο ακόμη πιο λιγώτερο, κι' αυτό αρκετό για μένα; Γιατί τα τόσα βάσανα και τα πολλά μου χρόνια, και τρίτη η καρδιωσύνη μου μ' έμαθαν να υπομένω. Όμως, παιδί μου, πουθενά καν' αποκούμπι αν βλέπεις πάνω στο δρόμον ή σιμά σε δάσος, που ταμένο είναι στους θεούς, σταμάτα με και βάλε με να κάτσω για να ρωτήσουμε σε ποιο φτάσαμε τάχα μέρος. Γιατί σαν ξένοι ερχόμαστε να μάθουμε απ' τους ντόπιους και τα όσα θε ν' ακούσουμε να κάνουμε. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Πατέρα, δυστυχισμένε Οιδίποδα, τα κάστρα, που φυλάνε την πολιτεία, βρίσκουνται μακριά μας, καθώς βλέπω· κι' ο τόπος τούτος άγιος μου φαίνεται πως είναι, γιατί γεμάτο τον θωρώ με δάφνη, ελιές κι' αμπέλια· και μέσ' απαλοφτέρουγα γλυκολαλούν αηδόνια. Εδώ, στην απελέκητη την πέτρα τούτη κάτσε· γιατί κι' ο δρόμος πούκαμες είναι πολύς για γέρο. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Λοιπόν να κάτσω βάλε με και τον τυφλόν έχ' έγνοια. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Το ξέρω πια· να μου το πεις αυτό δεν είν' ανάγκη. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μπορείς, αλήθεια, να μου πεις σε ποιο φτάσαμε μέρος; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ναι· την Αθήνα ξέρω την· τον τόπον όμως όχι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Γιατί μας τόλεγεν αυτό καθένας στρατοκόπος. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ποιος είναι ο τόπος κάπου εδώ να πάω μήπως και μάθω; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ναι, ναι, παιδί μου, κι' αν μπορή κανείς εδώ να κάτση. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Μα κατοικέται· όμως θαρρώ πως πια δεν είναι ανάγκη να πάω, γιατί έναν άνθρωπο σιμά μας βλέπω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλήθεια, ερχάμενο ίσα κατά μας, τρέχοντας προς τα δώθε; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Μα νάτος είναι και παρών κι' ό,τι θαρρείς πως είναι πρεπούμενο για να του λες, λέγε, γιατί κοντά είναι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω ξένε, ακούγοντας αυτή, που για τους δυο μας βλέπει, ότι με το καλό έρχεσαι συ, που τον τόπο ξέρεις, να πεις τα όσα δεν ξέρουμ... . ΞΕΝΟΣ Πριν να ρωτάς περσότερα, φεύγα απ' αυτό το μέρος, γιατί σε τόπο βρίσκεσαι, που είναι αμαρτία να μπαίνης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποιος είναι ο τόπος; ποιου θεού λογιέται κατοικία; ΞΕΝΟΣ Ανέγγιχτος κι' απάτητος. Γιατί τον κατοικούνε οι τρομερές θεές, της Γης οι κόρες και του Σκότου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποιών το σεβάσμιο τ' όνομα γροικώντας θα μπορούσα να τους προσπέσω; ΞΕΝΟΣ Εδώ ο λαός κράζη τες Ευμενίδες, που όλα τα βλέπουνε· κι' αλλού μ' άλλο όνομα τις κράζουν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Όμως τον παρακαλεστή πονετικά ας δεχτούνε, γιατί πια εγώ απ' το κάθισμα του τόπου αυτού δε θάβγω. ΞΕΝΟΣ Τι θες να πεις; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πως είναι αυτό της μοίρας μου σημάδι. ΞΕΝΟΣ Μα να σε διώξω μήτ' εγώ τ' αποκοτώ, αν δε θέλη η πολιτεία και προτού μου πούνε τι να κάμω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Σ' ορκίζω, ξένε, στους θεούς, μη με καταφρονέσης, τέτοιο ζητιάνο, να μου πεις τα όσα παρακαλώ σε. ΞΕΝΟΣ Λέγε· από εμέ τουλάχιστο δε θάβρης καταφρόνια. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποιος είναι ο τόπος το λοιπόν αυτός, όπου έχουμ' έμπει; ΞΕΝΟΣ Γροικώντας όσα ξέρω εγώ κ' εσύ θα μάθης· όλος ο τόπος τούτος άγιος είναι· και τον συχνάζει ο Ποσειδών ο σεβαστός κι' ακόμη κι' ο Τιτάνας ο φωτοκράτορας θεός ο Προμηθέας· το μέρος, που εσύ πατείς, της γης αυτής το λεν χαλκό κατώφλι και της Αθήνας στήριγμα· κ' οι τόποι οι κοντινοί του καυχιούνται ότι έχουν αρχηγό τον αλογάρη τούτο τον Κολωνό και φέρνουνε τ' όνομα το δικό του· κι' όλοι το ίδιο του όνομα τώχουν για παρανόμι. Τέτοια είναι αυτά, που τα τιμούν, ω ξένε, όχι με λόγια αλλά πολύ περσότερο με το προσκύνημά τους. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Λοιπόν κάθουνται κι' άνθρωποι σ' αυτούς εδώ τους τόπους; ΞΕΝΟΣ Και βέβαια συνονόματοι με το θεόν ετούτον. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Εξουσιάζει τους κανείς ή κυβερνάει το πλήθος; ΞΕΝΟΣ Και τούτοι ορίζονται από το βασιλιά της χώρας. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποιος είναι αυτός, που σε βουλή και πόλεμο είναι πρώτος; ΞΕΝΟΣ Θησέας λέγεται, παιδί του παλαιού του Αιγέα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τάχα θα πάη κανένας σας σ' αυτόν μαντατοφόρος; ΞΕΝΟΣ Και τι να κάμη ή τι να πη μαντάτορας αν πάη; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πως, αν βοηθήση λιγοστά, μεγάλα θα κερδίση. ΞΕΝΟΣ Και ποια η βοήθεια απ' άνθρωπο, που δε μπορεί να βλέπη; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αληθινά θε να τα ειπώ όλα όσα θε να λέω. ΞΕΝΟΣ Τώρα γνωρίζεις, φίλε μου, πως δε θε ν' αμαρτήσης; Αφού είσαι γενναιόκαρδος και μέσ' στη δυστυχία, καθώς το βλέπω, πρόσμενε αυτού, που πρωτοφάνης, ως που να πάω να τα ειπώ σ' αυτούς εδώ τους ντόπιους, όχι στη χώρα· γιατί αυτοί για εσέ θ' αποφασίσουν, αν πρέπει εσύ να μένης ή δρόμο ν' αρχίσης πάλι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αληθινά, παιδάκι μου, μας έφυγεν ο ξένος; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Έφυγε· κ' έτσι δύνεσαι, πατέρα, μ' ησυχία να προσεύχεσαι, γιατί εγώ μονάχα είμαι σιμά σου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αγριομμάτες δέσποινες, αφού στη χώρα τούτη κάθισα παρακαλεστής στο κάθισμά σας πρώτα, μη φανήτε σκληρόκαρδες σ' εμένα και στο Φοίβο, που σίντας μου προμάντευε τις συφορές εκείνες προείπε μου αυτόν τον τελειωμόν, αφού καιρός περάση, όταν ερθώ στον υστερνό τον τόπον, όπου θάβρω την κατοικία των σεμνών θεών και φιλοξένια, εκεί και τη βαριόμοιρη ζωή μου θα τελειώσω, διάφορο, αν κάτσω, φέρνοντας σ' αυτούς που με δεχτούνε, και χαλασμό στους μ' έστειλαν, σ' αυτούς που μ' αποδιώξαν. Και μου μηνούσεν ότι αυτών σημάδια θε ναρθούνε κάποιος σεισμός, κάποια βροντή, κάποια του Δία λάμψη. Κ' ένοιωσα τώρα, πως αυτός ο δρόμος να με φέρη στο δάσος τούτο βέβαια σημάδι είναι δικό σας αληθινό· γιατί ποτέ δε θα συναπαντιόμουν στο διάβα μου πρώτα μ' εσάς, φρόνιμος μ' Ερινύες, και δε θε να καθόμουνα πάνω σ' αυτή την πέτρα τη σεβαστή κι' αδούλευτη. Μα τώρα πια, θεές μου, σύμφωνα με του Απόλλωνα τις προφητείες δόστε σ' εμένα κάποιο θάνατο και τελειωμό της ζήσης, εξόν, αν με νομίζετε πως λίγο τυραγνιούμαι, ενώ πάντα τα βάσανα τα πιο τρανά υποφέρνω. Εμπρός, ω γλυκοπόθητα παιδιά του αρχαίου Σκότου, εμπρός, ω συνονόματη της δυνατής Παλλάδας Αθήνα, πιο αξετίμητη από τις χώρες όλες, τον ίσκιο αυτόν του Οιδίποδα τον άθλιο λυπηθήτε, γιατί δεν είναι βέβαια τούτο τ' αρχαίο κορμί μου. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Σώπα, γιατί εδώ έρχουνται κάποιοι πολυχρονίτες γέροι, για να εξετάσουνε κρυφά το κάθισμά σου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και νά, σωπαίνω· μα κ' εσύ βγάλε με από το δρόμο και μέσ' στο δάσος κρύψε με, ως που ν' ακούσω τούτους ποια λόγια θε να πουν· γιατί καθένας, άμα ξέρη τα πράματα, με προσοχή τις πράξες του οργανίζει. ΧΟΡΟΣ (Στροφή α') Κύττα· ποιος ήταν τάχα; πού στέκεται; πού νάναι σαν έφυγε από δώθε ο απόκοτος αυθάδης; Ξέταζε· ζήταγέ τον, σ' όλα τα μέρη ψάχνε· κάποιος πλανητεμένος, πλανητεμένος είναι ο γέρος, όχι ντόπιος. Αλλιώς αυτός ποτέ του δεν ήθελε σιμώσει στ' απάτητο το δάσος των φοβερών παρθένων, που δεν αποκοτούμε να πούμε τ' όνομά τους και που τις προσπερνούμε χωρίς να τις κυττάμε, χωρίς να πούμε λέξη, και σαν βουβοί τα χείλη κινώντας, με το νου μας τις βαθυπροσκυνάμε. Μα τώρα λεν, ότι ήλθε κάποιος, που δεν τις τρέμει, που εγώ, κι' αν όλο φέρνω το δάσος γύρα, ακόμη δε δύνουμαι να μάθω πού τάχατε να μου είναι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Εγώ είμαι εκείνος, που ζητάτε· γιατί με τη φωνή σας βλέπω εσάς, που μου μιλάτε. ΧΟΡΟΣ Πω, πω! Φοβερός και στη θωριά, φοβερός και στη φωνή. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Παρακαλώ σας, γι' άνομο μη με νομίστε. ΧΟΡΟΣ Δία προστάτη, ο γέροντας ποιος τάχα νάναι; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Κάποιος, που δεν ταξίζει να τον καλοτυχίστε, βλεπάτορες του τόπου αυτού. Και τ' αποδείχνω· γιατί δε θα σερνόμουν εδώ με ξένα μάτια και δε θα στηριζόμουν μεγάλος σε μικρή. ΧΟΡΟΣ (Αντιστροφή α) Ω! μάτια χαλασμένα! τάχα είσαι κακομοίρης από γεννησιμιό σου; πολύχρονος, αλήθεια, μου φαίνεται πως είσαι. Μα όσο από μένανε είναι, στις τόσες συφορές σου δε θα προσθέσης τώρα και τούτες τις κατάρες. Γιατί τραβάς εμπρός. Όμως για να μη πέσης μέσ' στη βαθειά λαγκάδα, όπου φωνή καμμία να γροικηθή δεν πρέπει, όπου και το κροντήρι από νερό γεμάτο σμίγει με το ποτάμι των ιερών πιστώνε, καλά απ' αυτά φυλάξου, δυστυχισμένε ξένε, μετατοπίσου, έξω έβγα. Διάστημα μεγάλο εσέ κ' εμάς χωρίζει. Ακούς, βασανισμένε τριγυριστή; κι' αν ίσως να μου απαντήσης θέλης για όσα σου λέω, λέγε, αφού απ' τ' απάτητα έβγης, εκείθε όπουθε ο νόμος σ' όλους να λεν ορίζει. Μα πριν μιλιά μη βγάλης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Κόρη μου, σαν τι ν' αποφασίσω; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Πατέρα, πρέπει προσοχή να δίνουμε στους ντόπιους υποχωρώντας στα σωστά κ' υπάκουοι να φανούμε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πιάσε το χέρι μου λοιπόν. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Και νά που σε κρατάω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω ξένοι, ας μην αδικηθώ με το να σας πιστέψω κι' από εδώ πέρα βγαίνοντας. ΧΟΡΟΣ (Στροφή β') Ποτέ άθελά σου, γέρο, από τα καταφύγια σου κανείς δε θα σε βγάλη. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Να προχωρήσω; ΧΟΡΟΣ Προχώρα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ακόμη; ΧΟΡΟΣ Τράβα τον, κόρη, πιο πέρα ακόμη, γιατί εσύ βλέπεις. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Λοιπόν ακλούθα, πατέρ' ακλούθα με τυφλού πόδι όπου σε φέρνω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ ... ΑΝΤΙΓΟΝΗ υυυ - υ... υ-υυ- ΟΙΔΙΠΟΥΣ ...υ- ΧΟΡΟΣ Υπόμενε στα ξένα, βασανισμένε ξένε, μίσος να δείχνης σ' ό,τι εχτρεύεται κ' η χώρα, και σέβας νάχης σ' ό,τι της είναι αγαπημένο. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Λοιπόν οδήγα με, παιδί μου, εκεί, όπου εύλαβα πατώντας, θε να μπορέσουμε να πούμε και να γροικήσουμε συνάμα, κι' όχι ας μη λέμε στην ανάγκη. ΧΟΡΟΣ (Αντιστροφή β') Αυτού στάσου· μη βγάνης άλλο το πόδι σου έξω από το μέρος, που είναι μπροστά σ' αυτή την πέτρα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Έτσι; ΧΟΡΟΣ Αρκετά, καθώς ακούς. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Να κάτσω; ΧΟΡΟΣ Αφού στα πλάγια της πέτρας λίγο γύρης. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Αυτό πατέρα, είναι δουλειά δική μου· δίπλωσ' το πόδι σου ήσυχα απά στάλλ... . ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ωιμένα, ωιμένα, αλλοίμονό μου! ΑΝΤΙΓΟΝΗ αφού το γέρικο κορμί σου πάνω στο φιλικό το χέρι μου ακουμπήσης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ωιμένα, ωιμένα, μαύρη συφορά μου! ΧΟΡΟΣ Βασανισμένε! τώρα, που βρήκες ησυχία, για πες τι άνθρωπος είσαι; Ποιός είσαι ο κακομοίρης, που σ' οδηγάνε; τάχα μπορώ από εσέ να μάθω από πατρίδα ποια είσαι; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Επωδός. Ω ξένοι! αποδιωγμένος μα μ... ΧΟΡΟΣ Γέροντα, τι είναι αυτό, που απαγορεύεις; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μη, μη, μη με ρωτήσης ποιος είμαι, μη ζητήσης περσότερα να μάθης. ΧΟΡΟΣ Γιατί; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μαύρη η γενιά μου. ΧΟΡΟΣ Λέγε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Παιδί μου, ωιμένα, σαν τι να φανερώσω; ΧΟΡΟΣ Ω ξένε, από πατέρα ποια είναι η γενιά σου λέγε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μαύρος εγώ! τι πρέπει, παιδάκι μου, να κάμω; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Λέγε, αφού πια σιμώνεις σε κίνδυνο μεγάλο. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Θα ειπώ· γιατί δε βλέπω το πώς θα τ' αποφύγω. ΧΟΡΟΣ Αργείς πολύ, μα βιάσου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ξέρετε κάποιον πούναι του Λάιου παιδί; ΧΟΡΟΣ Πω, πω! ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και τη γενιά των Λαβδακίδωνε; ΧΟΡΟΣ Θεέ! ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τον κακομοίρη Οιδίπου; ΧΟΡΟΣ Λοιπόν εσύ είσ' εκείνος; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μην τρέμετε καθόλου για τα όσα λέω. ΧΟΡΟΣ Πω! πω! κακόμοιρε, πω, πω! ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τι θα μας λάχη τάχα, κόρη μου; ΧΟΡΟΣ Από τη χώρα έξω μακριά φευγάτε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και κείνα πούχες τάξει πώς θε να τα πληρώσης; ΧΟΡΟΣ Κανείς από τη μοίρα του την παίδεψη δεν παίρνει, αν στις παλιές του συφορές την τιμωρία φέρνη· μα όταν το πρώτο γέλασμα συγκρίνεται με τάλλο, δε φέρνει τη χαρά αμοιβή παρά καημό μεγάλο. Κ' εσύ από τα καθίσματα τούτα και πάλι φεύγα, σαν ξορισμένος πάλι από τη χώρα μου έβγα, μήπως στη πολιτεία μου φέρης ζημιά μεγάλη. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ω ξένοι μου ψυχόπονοι, αφού δεν υποφέρετε το γέρο μου πατέρα, γιατί τις πράξες που έκαμε χωρίς τη θέλησή του απ' ακουστά τις ξέρετε, όμως εμέ, παρακαλώ, τη δόλια θυγατέρα να λυπηθήτε ξένοι. Μόνο για τον πατέρα μου στα πόδια σας πεσμένη προσκλαίγουμαι, θωρώντας σας με μάτια όχι βλαμμένα. Σαν νάμουνα κ' εγώ δική σας γέννα παρακαλώ, ξένοι, από εσάς λύπηση ο δόλιος νάβρη· από τ' εσάς κρεμόμαστε σαν από θεόν οι μαύροι. Έλα, την αναπάντεχην υποσχεθήτε χάρη, θερμοπαρακαλώ σας σ' ότι αγαπάτε πιο πολύ, παιδί σας ή ζευγάρι ή πράματα ή θεό σας. Γιατί κ' εσείς προσεχτικά κοιτώντας δεν μπορείτε κανέναν άνθρωπο να ιδήτε, που να μπορή μακρυά να διώχνη τη συφορά του, ανίσως θεός πάνω σ' αυτήν τον σπρώχνη. ΧΟΡΟΣ Μάθε παιδί του Οιδίποδα, πως για τις συφορές σας το ίδιο λυπόμαστε κ' εσέ κι' αυτόν μα δε μπορούμε, γιατί πολύ φοβούμαστε τα όσα οι θεοί προστάζουν, απ' όσα τώρα σούπαμε περσότερα να πούμε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Λοιπόν απ' το καλό όνομα ή τη μεγάλη δόξα, όταν του κάκου χύνεται, τι διάφορο απομένει, ανίσως θεοφοβούμενη λεν την Αθήνα ότ' είναι κι' ότι μονάχ' αυτή μπορεί τον κακομοίρη ξένο να σώζη και μονάχ' αυτή να τόνε διαφεντεύη; Μα αυτά για μένα που είναι τα; εσείς που με σηκώστε απ' τα καθίσματά μου αυτά με διώχνετε κατόπι, γιατί κατατρομάξατε μονάχ' απ' τόνομά μου· βέβαια μόνο το σώμα μου μήτε και τα έργατά μου το φόβο δε σας έφερεν· αφού με τα έργατά μου εγώ έπαθα περσότερο κι' άλλος δεν βλάβη· ή πρέπει να σου ιστορώ το ριζικό της μάννας και του κύρη που είναι αφορμή του φόβου σου; αυτό καλά το ξέρω. Κι' όμως πως είμαι εγώ κακός, που κι' όταν αδικιόμουν διαφεντευόμουν τόσο που, ανίσως ενεργούσα φρόνιμα, δε θα γίνομουν κακός όπως και τώρα; Μα τώρα δίχως τίποτα να ξέρω ήλθα, όπου ήλθα, ενώ κακόπαθα απ' αυτούς που ξέραν πως χανόμουν. Γι' αυτά στους θεούς ορκίζω σας, παρακαλώ σας, ξένοι, όπως με βγάλτε απ' το κακό έτσι και να με σώστε και μη, αφού σέβεστε τους θεούς, τους αψηφάτε διόλου, μα να θαρρήτε πως αυτοί θρήσκους κι' άθρησκους βλέπουν και πως ως τώρα δα άθεος δεν έχει τους γλυτώσει. Με τη βοήθεια των θεών εσύ μη μουτζουρώσης, σ' έργ' άδικα δουλεύοντας, τη δοξασμένη Αθήνα, μα, όπως τον παρακαλεστή στην προστασία σου πήρες, βοήθα με και σώσε με· και μη το πρόσωπό μου το τόσον άγριο βλέποντας, μη με καταφρονέσης, γιατί ήρθα θεοφοβούμενος και με τους θεούς προστάτες κι' όφελος φέρνοντας σ' αυτούς που κατοικούν τη χώρα. Κι' όταν εδώ φτάση ο άρχοντας, που βασιλιάς σας είναι, τότε, γροικώντας με καλά, θα μάθη όλα τα πάντα. Μα εσύ στ' ανάμεσα κακός μη γίνεσαι καθόλου. ΧΟΡΟΣ Να σεβαστούμε, γέροντα, τους στοχασμούς σου ανάγκη μεγάλη είναι, γιατί τάχεις πωμένα με βαρυά λόγια. Και γι' αυτά ο βασιλιάς της χώρας ν' αποφασίση είν' αρκετό για μένα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και πού είναι τώρα ο βασιλιάς της χώρας τούτης, ξένοι; ΧΟΡΟΣ Μένει στην πολιτεία του, που απ' τον πατέρα του έχει, μα πάει μαντάτορας σ' αυτόν εδώ να τόνε φέρη εκείνος, που με φώναξε κ' εμέναν' εδώ πέρα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλήθεια, το πιστεύετε πως θάχη καμμιάν έγνοια ή σεβασμό για τον τυφλόν, ώστε ναρθή σιμά μας; ΧΟΡΟΣ Το δίχως άλλο, τη στιγμή που τ' όνομά σου ακούση. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και ποιος αυτός, που θε να πη σ' εκείνον τ' όνομά μου; ΧΟΡΟΣ Μακρύς ο δρόμος· μα οι ομιλιές των στρατοκόπων τόχουν συνήθειο να διαδίνουνται, που ακούγοντάς τες κείνος, μην απελπίζεσαι, θαρθή· τι το όνομά σου γέρο, έφτασεν ως στ' αυτιά ολονών, που κι' αν βαριέται από ύπνο, εδώ θε νάρθη γλήγορος, ακούγοντας για σένα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ας έρθη καλορρίζικος για με και για τη χώρα, γιατί ποιος μεγαλόκαρδος δε θέλει το καλό του; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Θεέ, τι να πω; πατέρα μου, στο νου μου τι να βάλω; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τι είν' Αντιγόνη μου; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Θωρώ, καβάλλα απάς σε μούλα κάποια γυναίκα νάρχεται σιμά μας· στο κεφάλι σκιάδι φορεί θεσσαλικό να της κρατάη τον ήλιο. Σαν τι να πω; Τάχατες είναι; τάχατες δεν είναι; ή κάνω λάθος; Και λέω και ξελέω το και τι να πω δεν ξέρω. Ω την καημένη! δεν είναι άλλη· χαρούμενη βέβαια με τα μάτια με χαιρετάει σιμώνοντας, και τούτο φανερώνει πως είναι δίχως άλλο αυτή η αδελφή μου Ισμήνη. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τι είπες, παιδί μου; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Πως θωρώ την κόρη σου κ' εμένα αδερφή μου· κι' απ' τη φωνήν αμέσως θα το νοιώσης. ΙΣΜΗΝΗ Ω δυο μου ονόματα γλυκά, πατέρα κι' αδερφή μου, με κόπο αφού σας εύρηκα, μόλις τώρα και πάλι απ' τα πολλά μου δάκρυα σας βλέπω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ήλθες, παιδί μου; ΙΣΜΗΝΗ Πατέρα μου κακόμοιρε, που δε μπορείς να βλέπεις. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Παιδί μου φανερώθηκες; ΙΣΜΗΝΗ Όχι με δίχως κόπο. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αγκάλιασέ με, κόρη μου. ΙΣΜΗΝΗ Νά, και τους δυο σας πιάνω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω σπλάχνο μου ιδιοαίματο. ΙΣΜΗΝΗ Ω κακοτυχοζώντας. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Εγώ και τούτη δα; ΙΣΜΗΝΗ Κ' εγώ η κακομοίρα τρίτη. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Για λόγο ποιο ήλθες, κόρη μου; ΙΣΜΗΝΗ Να σε νοιαστώ, πατέρα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μόνο απ' αγάπη; ΙΣΜΗΝΗ Και να πω κάτι σ' εσένα η ίδια, μ' ένα μονάχα δούλο μας, που μπιστεμένον είχα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και οι δυο λεβέντες αδερφοί που είναι να κοπιάζουν; ΙΣΜΗΝΗ Είν' εκεί πούναι· τρομερά τα τωρινά σ' εκείνους. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω κείνοι, πώς παρώμοιασαν σ' όλα με τα συνήθεια της Αίγυπτος, στο φυσικό και στης ζωής τον τρόπο· γιατί κ' εκεί ταρσενικά μέσα στο σπίτι μένουν τον αργαλειό δουλεύοντας, ενώ οι γυναίκες πάντα έξω γυρεύουν τη θροφή. Και από εσάς, παιδιά μου, εκείνοι, που ήτανε σωστό να τα υποφέρουν τούτα, μέσα στο σπίτι μένουνε κλεισμένοι σαν κορίτσια. Κι' αντίς εκείνους σεις οι δυο τα τόσα βάσανά μου για χάρη μου υποφέρετε του κακομοίρη. Η μία απ' τον καιρό, που γίνηκε κοπέλλα και στο σώμα δυνάμωσε, πάντα μαζί μ' εμένα τριγυρνώντας εδώ κ' εκεί η βαριόμοιρη, το γέροντα οδηγάει, πολλές φορές πλανούμενη μέσα στα δάση τ' άγρια ξυπόλυτη και νηστικιά· και μέσ' στο καλοκαίρι ή μέσ' στ' αγριοχείμωνο, κοπιάζοντας η δόλια, τη σπιτικιάν ανάπαψη δε συλλογιέται διόλου, αν έχη ο κύρης της ψωμί. Κ' εσύ, παιδάκι μου, ήλθες και προτού, στον πατέρα σου κρυφά από τους Θηβαίους τις προφητείες φέρνοντας, όσες γι' αυτό το σώμα ειπώθηκαν, και φύλακας πιστός μου εστάθης, όταν απ' την πατρίδα μ' έδιωχναν. Και τώρα πάλι, Ισμήνη, ποιο λόγο στον πατέρα σου φέρνοντας ήλθες; ποια είναι η αφορμή που σ' έκαμε το σπίτι σου ν' αφήσης; Γιατί δεν ήλθες βέβαια δίχως καμμιάν αιτία, καλά το ξέρω εγώ, αν κακό κανένα δε μου φέρνης. ΙΣΜΗΝΗ Εγώ τα πάθη που έπαθα, πατέρα μου, ζητώντας να βρω το μέρος που έμενες, στην άκρη θα τ' αφήσω. γιατί δε θέλω δυο φορές να δοκιμάζω πόνους, τη μιαν όταν παράδερνα, την άλλη αν τα λέω πάλι. Μα τα κακά, που βρήκανε τους άτυχους τους γυιούς σου, αυτά τώρα ήλθα να σου πω. Λοιπόν ανάμεσό τους συνερισιά είχαν στην αρχή στον Κρέοντα ν' αφήσουν το θρόνο και να μη γενούν ζημιά στην πολιτεία, γιατί της οικογένειας μέσα στο νου τους είχαν τον παλαιόν αφανισμόν, εκείνον πούχε πέσει στο δύστυχο το σπίτι σου· τώρα όμως από κάποιον θεό κι' από την αμυαλιά τη βλαβερή τους μπήκε μέσα στους τρισκακόμοιρους κακή φιλονεικία να βάλουν χέρι στην αρχή, στη βασιλεία της χώρας. Κι' ο ένας ο πιο νεώτερος και πιο μικρός στα χρόνια από το μεγαλείτερο, τον Πολυνείκη, αρπάζει, το θρόνο και τον έδιωξε κι' απ' την πατρίδα ακόμη. Κι' αυτός καθώς στη χώρα μας πολύς γίνεται λόγος, στ' Άργος σαν πήγ' εξόριστος, για βοηθούς του παίρνει συγγενολόι παράδοξο και πολεμάρχους φίλους, στο νου του έχοντας γλήγορα ή το Άργος να πατήση τη Θήβα και να τιμηθή ή να της δώση δόξα . Δεν είν' αυτά, πατέρα μου, λόγια του αγέρα μόνο, παρά έργατα τρομαχτικά· μα πού τα βάσανά σου θα τα τελειώσουν οι θεοί δεν ημπορώ να νοιώσω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Το λες, γιατί τώρα έλπισες, πως οι θεοί για μένα καμμιά φροντίδα θάχουνε, που πια να ξεγλυτώσω; ΙΣΜΗΝΗ Ελπίζω εγώ στις τωρινές, πατέρα, προφητείες. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποιες είν' αυτές; παιδάκι μου, τι είναι προφητεμένο; ΙΣΜΗΝΗ Απ' τους Θηβαίους μια φορά για τον ευτυχισμό τους θα ζητηθής, κι' αν ζωντανός ή πεθαμένος είσαι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποιος από τέτοιον άνθρωπο μπορεί να ωφεληθή; ΙΣΜΗΝΗ Λένε, ότι η δύναμη εκεινών κρέμεται από τα σένα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τάχα, όταν δεν υπάρχω πια, τότε είμαι τέτοιος άντρας; ΙΣΜΗΝΗ Γιατί οι θεοί σηκώνουν σε τώρα, ενώ πριν σ' εχάναν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μάταιο είναι να σηκώνουνε γέρο, που νιος γκρεμίστη· ΙΣΜΗΝΗ Μάθε όμως πως ο Κρέοντας σε λίγη όχι πολλή ώρα θάρθη γι' αυτά. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Να κάμη τι, κόρη μου; ξήγα το μου. ΙΣΜΗΝΗ Να σε καθίσουνε σιμά στη Θήβα και να σ' έχουν δικό τους, μα να μην πατής τα σύνορα της χώρας. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και ποιο το διάφορο, αν εγώ μένω έξω από τη χώρα; ΙΣΜΗΝΗ Δίχως τιμές ο τάφος σου ζημιά για κείνους θάναι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μονάχα με την κρίση του και δίχως προφητείες μπορεί κανείς να νοιώση το. ΙΣΜΗΝΗ Λοιπόν για τούτο θέλουν να σε καθίσουνε σιμά στη χώρα τους, και μήτε όπου τον εαυτό σου εσύ θα ορίζης να σ' αφήσουν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Λοιπόν και με Θηβαίικο θα με σκεπάσουν χώμα; ΙΣΜΗΝΗ Μα ο φόνος του πατέρα σου, πατέρα, το εμποδίζει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Λοιπόν σ' εμένα κύριοι ποτέ τους δε θα γίνουν. ΙΣΜΗΝΗ Λοιπόν αυτό θάναι ζημιά μεγάλη στους Θηβαίους. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποιο περιστατικό αν γενή, θα πάθουνε, παιδί μου; ΙΣΜΗΝΗ Απ' το δικό σου το θυμό, στον τάφον σου όταν έλθουν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Λες όσα λες, αφού από ποιον τα γροίκησες, παιδί μου; ΙΣΜΗΝΗ Απ' τους αποκρισάριους του Δελφικού μαντείου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Κι' αυτά τάχει για μένανε προφητεμένα ο Φοίβος; ΙΣΜΗΝΗ Έτσι τα λεν όσοι ήλθανε στην πολιτεία της Θήβας. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Κι' από τους γυιούς μου τάχατε κανείς τάκουσε τούτα; ΙΣΜΗΝΗ Κ' οι δυο τακούσανε κ' οι δυο πολύ καλά τα ξέρουν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Έτσι λοιπόν, κι' αν τάκουσαν οι τιποτένιοι τούτα, τη βασιλεία προτίμησαν καλλίτερ' από μένα; ΙΣΜΗΝΗ Λυπόμουνα που τάκουγα, όμως σου τ' αναγγέλνω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Όμως οι θεοί ας μην πάψουνε ποτέ το μάλωμά τους, που ήταν γραφτό τους, κι' άμποτε μόνο σε μένα νάναι ο τελειωμός της γρήνιας τους αυτής, που τώρ' αρχίζουν κι' ο ένας απάς στον άλλονε σηκώνει το κοντάρι· κ' έτσι ούτε αυτός όπου κρατεί το σκήπτρο και το θρόνο να μείνη, ούτε κ' εκείνος, που διώχτηκε από τη χώρα, να πάη ποτέ πίσω σ' αυτήν· αφού κ' εμένανε, όταν απ' την πατρίδα έτσι άτιμα διωχνόμουν, δε βοηθήσαν μήτε και με διαφέντεψαν, παρά με θέληση τους διώχτηκα με διαλάλημα κ' έφυγα για τα ξένα. Μπορείς να πεις πως δίκαια, μια και το πεθυμούσα, η πολιτεία μούκαμε τότες αυτή τη χάρη. Όχι, δεν είναι αλήθεια, αφού την ίδια εκείνη ημέρα, τότε που χόχλαζε ο θυμός κ' ήταν τρανή χαρά μου το νάβρω θάνατο και το να με πετροβολήσουν κανείς δε φάνηκε βοηθός σ' αυτή την πιθυμιά μου. Μα ύστερ' από καιρό, όταν πια όλος μου ο πόνος ήταν μαλακωμένος κ' ένοιωθα πως ο θυμός μου τόσο φούσκωσε, που βασανιστής έγινε πιο μεγάλος απ' όσο πριν αμάρτησα, τότε πια από τη μία η πολιτεία μ' έδιωχνε με βίαν απ' την πατρίδα ύστερ' από πολύν καιρό, κι' από την άλλη εκείνοι, οι γυιοί, που τον πατέρα τους μπορούσαν να βοηθήσουν, δεν το θελήσανε παρά για μια τους λέξη μόνο, που δεν την είπαν, πάντοτες εγώ σαν ψωμοζήτης κι' απ' την πατρίδα εξόριστος στα ξένα τριγυρνούσα. Όμως από τούτες εδώ, αν κ' είναι και κορίτσια αδύνατα, όσο το μπορούν από το φυσικό τους, έχω θροφήν όσο να ζω και τόπο για να μένω και συνδρομή συγγενική· μα εκείνοι απ' το γονιό τους προτίμησαν καλλίτερα το θρόνο να κρατούνε και το ραβδί και νάχουνε την εξουσία της χώρας. Μα δε θα το πιτύχουνε νάχουν εμέ βοηθό τους· μήτε ποτέ και διάφορο θα ιδούν από της Θήβας τη βασιλεία· το ξέρω αυτό, γροικώντας από τούτη τις προφητείες και νοιώθοντας τα παλαιά τα λόγια όσα για μένα κάποτε μου μήνυσεν ο Φοίβος. Και τώρα και τον Κρέοντα να με ζητήση ας στέλνουν ή κι' όποιον άλλον, που τρανός στην πολιτεία λογιέται. Γιατί, αν εσείς, ω φίλοι μου, θελήσετε με τούτες τις πολυσέβαστες θεές της χώρας τις προστάτρες βοήθεια να μου δώσετε, τρανό στην πολιτεία προστάτη θα χαρίσετε και στους εχτρούς μου λύπες. ΧΟΡΟΣ Ταξίζεις Οιδίπου, κ' εσύ κι' αυτές εδώ οι παρθένες να βρης συμπόνεση· κι' αφού με τα όσα λες προστάτης της χώρας τούτης δείχνεσαι να σ' ορμηνέψω θέλω τα όσα θα σου είν' ωφέλιμα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω τρισαγαπημένε! ορμήνευέ με ό,τι κ' εγώ τώρα να κάμω πρέπει. ΧΟΡΟΣ Παστρέψου τώρα για τιμή των θεώνε, που σιμά τους πρωτόρθες και τους πάτησες τον ιερό τους τόπο. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Με τρόπους ποιους να κάμω αυτό; φίλοι μου, μάθετέ με. ΧΟΡΟΣ Πρώτα από αστέρευτη κρουνιά σταλαγματιές να φέρνης άγιες, αφού με καθαρά τα χέρια του τις πιάσης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Κι' όταν αυτό το αμόλευτο νερό απ' τη βρύση πιάσω; ΧΟΡΟΣ Είναι κροντήρια απ' άνθρωπο τεχνίτη δουλεμμένα, που εσύ τα δυο χερούλια τους σκέπασε και το στόμα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Με νέα βλαστάρια ή γνέματα, ή με ποιόν άλλο τρόπο; ΧΟΡΟΣ Με πρόβατου νεογέννητου ποκάρι νιοκομμένο. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Καλά· μα κ' έπειτ' απ' αυτά πού πρέπει να τελειώσω; ΧΟΡΟΣ Στέκοντας ανατολικά να χύνης τις χοές. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Με τα κροντήρια αυτά, που λες, και τις χοές να χύνω; ΧΟΡΟΣ Απ' το καθένα τρις φορές χύνε· μα το στερνό όλο. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Με τι να το γεμίσω αυτό; και τούτο ορμήνευέ με. ΧΟΡΟΣ Νερό και μέλι· μα κρασί καθόλου να μη βάνης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Κι' όταν η γη η μαυρόφυλλη τα πάρη; ΧΟΡΟΣ Αφού σκορπίσης και με τα δυο τα χέρια σου σ' αυτήν ελιάς κλωνάρια ενιά από τρεις φορές, να λες τα παρακάλια τούτα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Να τα γροικήσω θέλω αυτά, γιατί είν' το πιο σπουδαίο. ΧΟΡΟΣ Με την ψυχή καλόγνωμη να δέχουνται σωσμένο τον παρακαλεστήν αυτές, που κράζουμ' Ευμενίδες, ζήταγε εσύ μονάχος σου ή και για σε όποιος άλλος, μιλώντας σιγανά χωρίς πιο δυνατή να βγάνη φωνή· να τραβηχτή έπειτα δίχως να βλέπη πίσω. Και τούτα αν κάμη θαρρετά κ' εγώ θα σε βοηθήσω· αλλοιώτικα πάντα από σε, ξένε, θε νάχω φόβο. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Παιδιά μου, ακούτε αυτούς εδώ τους κοντινούς μας ξένους; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Κι' ακούσαμε και διάταζε να κάμουμε ό,τι πρέπει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Εγώ να πάω δεν μπορώ· τι με κρατούνε δύο κακά, που διόλου δύναμη δεν έχω, μήτε βλέπω. Μα από τις δυο σας τώρα η μια τούτα να κάμη ας πάη. Γιατί νομίζω, είν' αρκετή αντίς πολλές και μία ψυχή να ξεπληρώση αυτά, καλόγνωμη αν σιμώνη. Μα γλήγορα κάμετε αρχή και μη με αφήστε μόνο, γιατί δεν έχει δύναμη μονάχο το κορμί μου να σέρνεται, μηδέ χωρίς οδηγητή. ΙΣΜΗΝΗ Να κάμω αυτά που λες πηγαίνω εγώ· μα και το μέρος, όπου ανάγκη θάναι να τα βρω, θέλω να μάθω. ΧΟΡΟΣ Ξένη, από το δάσος πέρα εκεί· και τίποτε αν σου λείψη από όλα, υπάρχει φύλακας που θα σου πη. ΙΣΜΗΝΗ Πηγαίνω γι' αυτά, κ' εσύ, Αντιγόνη μου, μένοντας εδώ πέρα, πρόσεχε τον πατέρα μας· γιατί κανείς δεν πρέπει του κόπου νάχη θύμηση, για τους γονιούς του αν πάσχη. (Στροφή α') ΧΟΡΟΣ Είναι σκληρό τη συφορά, που τώρα πια κοιμάται, να την ξυπνάω, φίλε. Όμως να μάθω θέλ... ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αυτό που θέλεις ποιο είναι; ΧΟΡΟΣ Το μαύρο σου τον πόνο, που ανίκητος σε βρήκε και σε κρατάει σκλάβο. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω! μη μου ξεσκεπάσης, σε ορκίζω στη φιλιά σου, όσα σκληρά έχω πάθει . ΧΟΡΟΣ Θέλω ν' ακούσω, φίλε, σωστή την ιστορία αυτή, που τόσο απλώθη στον κόσμ' όλο κι' ακόμη δε λησμονιέται διόλου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ωιμέ! ΧΟΡΟΣ Παρακαλώ σε, στρέξε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ωχ, αλλοίμονό μου! ΧΟΡΟΣ Στρέξε· γιατί κ' εγώ σ' ό,τι γυρεύεις στρέγω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ (Αντιστροφή α') Έπαθα, φίλοι, συφορές, έπαθα αθέλητά μου και μάρτυρας ο θεός μου· μα κι' απ' αυτές δεν ήλθε καμμιά με θέλησή μου. ΧΟΡΟΣ Όμως σε τι έχεις πάθει; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μ' έμπλεξε η πολιτεία χωρίς να το γνωρίζω σε μισητό κρεββάτι, σε γάμους, που αφανίζουν. ΧΟΡΟΣ Αλήθεια, όπως μαθαίνω, επήρες της μητέρας το στυγερό κρεββάτι; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ωιμέ! θάνατος είναι ν' ακούω τούτο, φίλε. Όμως αυτές οι δύο δικές μου είνα... ΧΟΡΟΣ Τι λες; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Κόρες και δυο κατάρες! ΧΟΡΟΣ Ω Δία! ΟΙΔΙΠΟΥΣ Γεννήθηκαν από την κοιλοπόνια ίδιας στους τρεις μας μάννας. ΧΟΡΟΣ (Στροφή β') Είναι λοιπόν και κόρες σου και... ΟΙΔΙΠΟΥΣ και δυο αδερφάδες. του πατέρα ΧΟΡΟΣ Ωιμένα! ΟΙΔΙΠΟΥΣ και βέβαια ωιμένα! αδιάκοπα χτυπήματα, κακομοιριάς περίσσιας. ΧΟΡΟΣ Έπαθες; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Έπαθα όσο να τα θυμάμαι πάντα. ΧΟΡΟΣ Έκαμε... ΟΙΔΙΠΟΥΣ Δεν έκαμα, όχι. ΧΟΡΟΣ Μα τι λοιπόν; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Δέχτηκα δώρο, που άμποτε ο κακομοίρης εγώ την πολιτεία να μην είχα βοηθήσει για να μη το κερδίσω. ΧΟΡΟΣ (Αντιστροφή β') Δυστυχισμένε, τι λοιπόν; σκότωσες... ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τι είναι τούτο Σαν τι θέλεις να μάθης; ΧΟΡΟΣ τον πατέρα; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ωιμένα! Δεύτερη μου κατάφερες πληγή πας στην πληγή. ΧΟΡΟΣ Σκότωσες; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Σκότωσα· όμως ο φόνος μου έχει κάτι ΧΟΡΟΣ Τι; ΟΙΔΙΠΟΥΣ να με δικαιολογήση. ΧΟΡΟΣ Σαν τι; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Θε να σου πω. Νά, δηλαδή απ' ανάγκη σκότωσα και ξολόθρεψα· μα είμαι απ' το νόμο αθώος, γιατί χωρίς να ξέρω έκαμα αυτό το φόνο. ΧΟΡΟΣ Μα νά, που φθάνει ο βασιλιάς Θησέας ο γυιός του Αιγέα· γι' αυτά που τον καλέσαμε, καθώς παρακαλούσες. ΘΗΣΕΑΣ Από πολλούς ακούγοντας και πρώτα των ματιών σου το ματοστάλαχτο χαμό, παιδί του Λάιου, σ' είχα γνωρίσει και τα τωρινά στο δρόμο μου γροικώντας γνωρίζω σε καλλίτερα. Γιατί κ' η φορεσιά σου κ' η κεφαλή σου η δύστυχη δείχνουν σ' εμάς ποιος είσαι· κι' αφού πια σε συμπόνεσα να σε ρωτήσω θέλω δυστυχισμένε Οιδίποδα, σ' αυτό το μέρος ήλθες ποιο παρακάλεμα έχοντας για με και για τη χώρα, κ' εσύ κι' αυτή η βαριόμοιρη παραστεκάμενή σου. Λέγε· κι' αν έχης να μου ειπής κανένα παρακάλιο μεγάλο, που εξ αιτίας του μακριά θε να τραβιόμουν, εγώ, που ξένος τι θα ειπή το ξέρω, γιατί ξένος, καθώς εσύ όταν ήμουνα, τόμαθα και στα ξένα σαν άντρας εκινδύνεψα πολύ για το κορμί μου, κ' έτσι δε δύνουμαι κρυφά κανένα ν' αποφύγω, που ξένος είναι, όπως εσύ, για να μη τον βοηθήσω. Γιατί, πως είμαι άνθρωπος καλά το ξέρω κι' ότι δεν είν' δικό μου τ' αύριο περσότερο από σένα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Θησέα, η μεγαλοκάρδια σου με λίγα λόγια εφάνη γι' αυτό πρέπει με λιγοστά κ' εγώ να σου μιλήσω. Επειδή εσύ ποιος είμ' εγώ και ποιος είν' ο γονιός μου κι' από ποιόν τόπον ήλθα εδώ τάχεις όλα ειπωμένα· κ' έτσι δε μου απολείπεται να λέω τίποτ' άλλο παρ' όσα μου χρειάζονται, και τελειώνει ο λόγος. ΘΗΣΕΑΣ Λέγε το τούτο στη στιγμή για να το μάθω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Δώρο για να σου δώσω έρχουμαι τάραχλο το κορμί μου, όχι σπουδαίο στη θωριά· μα είν' απ' αυτό τα κέρδη τρανότερα ή όσο φαίνεται το πρόσωπό μου ωραίο. ΘΗΣΕΑΣ Και ποιο διάφορο φέρνοντας θαρρείς ότι εδώ φτάνεις; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Θε να το μάθης κάποτε, με τον καιρό, όχι τώρα. ΘΗΣΕΑΣ Και πότε θα φανερωθή λοιπόν το χάρισμά σου; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Όταν πεθάνω εγώ κ' εσύ φροντίσης να με θάψης. ΘΗΣΕΑΣ Ζητάς της ζήσης τα στερνά· μα όσα στ' ανάμεσα είναι ή τα ξεχνάς ολότελα ή δεν τα λογαριάζεις. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Γιατί μέσα στο θάψιμο για με βρίσκουνται κείνα. ΘΗΣΕΑΣ Μα η χάρη αυτή, που μου ζητάς, πολύ μικρή είναι χάρη. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Όμως για πρόσεξε· μικρό δεν είν' αυτό το πράμα. ΘΗΣΕΑΣ Για τα παιδιά σου τάχατε το λες αυτό ή για μένα; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Εκείνοι μ' αναγκάζουνε να πάω κει πέρα πάλι. ΘΗΣΕΑΣ Όμως δεν πρέπει μήτ' εσύ να φεύγης σαν δε θέλουν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μα όταν τόθελα κ' εγώ, δε μ' άφιναν να φύγω. ΘΗΣΕΑΣ Τρελλέ! ο θυμός στις συφορές ωφέλεια δεν είναι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Όταν μ' ακούσης, συμβουλές λέγε· τώρα όμως άσ' τες. ΘΗΣΕΑΣ Λέγε· γιατί δεν είν' πρεπό να λέω χωρίς να ξέρω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Θησέα, δοκίμασα κακά το ένα πάνω στ' άλλο. ΘΗΣΕΑΣ Θέλεις να πεις για την παλιά κατάρα της γενιάς σου; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Όχι, καθόλου, γιατί αυτή καθ' Έλληνας τη λέει. ΘΗΣΕΑΣ Τι από τ' ανθρώπινα κακά περσότερο υποφέρνεις; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Έτσ' είναι· απ' την πατρίδα μου μ' έδιωξαν οι σπορές μου· και πια δε μου είναι βολετό να πάω κει πέρα πάλι, γιατί είμαι του πατέρα μου φονιάς. ΘΗΣΕΑΣ Λοιπόν πώς πίσω να σε γυρίσουνε μπορούν, ώστε να μένης χώρια; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Το στόμα το θεοτικό θα τους εξαναγκάση. ΘΗΣΕΑΣ Ποια δυστυχία φοβούμενοι από τις προφητείες; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ότι είναι το γραμμένο τους εδώ να σκοτωθούνε. ΘΗΣΕΑΣ Και πώς μπορεί έχτρητα να μπη σ' εμένα και σ' εκείνους; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Παιδί του Αιγέα πολυακριβό, μόνο οι θεοί δεν ξέρουν γεράματα, μηδέ ποτέ πεθαίνουν· μα όλα τάλλα ο παντοδύναμος καιρός τ' αναποδογυρίζει. Σβύνει κ' η δύναμη της γης και του σωμάτου σβύνει η πιστοσύνη χάνεται κ' η απιστία γεννιέται. μήτε ποτές ανάμεσα σε φίλους άντρες μένει η ίδια γνώμη και μηδέ σε χώρα γι' άλλη χώρα. Γιατί σε τούτους τώρα δα κι' αργότερα σ' εκείνους μίσος ή αγάπη γίνεται κ' ύστερα πάλι αγάπη. Κι' ανίσως τώρ' ανάμεσα σ' εσένα και τη Θήβα όλα καλά πηγαίνουνε, διαβαίνοντας ο χρόνος ο αμέτρητος αρίφνητες γεννάει νύχτες κ' ημέρες, που απ' αφορμή παραμικρή σκορπιούνται στους ανέμους με πόλεμον οι τωρινές φιλιές και συμμαχίες· όταν καμμιά φορά θα πιή ζεστό το αίμα εκείνων το κρύο το κουφάρι μου που θάναι μέσ' στο χώμα, αν είναι Ζευς ακόμη ο Ζευς κι' αληθινός ο Φοίβος. Μα αφού δεν είν' πρεπούμενο τ' απόκρυφα να λέω, σ' αυτά που αρχίνησα άσε με, φυλάγοντας μονάχα την πιστοσύνη σου· κ' εσύ δε θε να πεις ποτέ σου πως τον Οιδίποδα σ' αυτούς τους τόπους τον εδέχτης να κάτση ανώφελα, αν οι θεοί βέβαια δε με γελάσουν. ΧΟΡΟΣ Ω βασιλιά και πρίντερα στη χώρα πως θα δώση ο άνθρωπος τούτος έταζε και τούτα κι' άλλα λόγια. ΘΗΣΕΑΣ Ποιος θα μπορέση το λοιπόν την καλογνωμοσύνη να μη δεχτή τέτοιου ανθρώπου; που πρώτα η φιλοξένια κοινή γι' αυτόν κ' αιώνια στη χώρα μας υπάρχει, κ' έπειτα, παρακαλεστής αν κ' ήλθε των θεώνε, πληρώνει φόρο όχι μικρό σ' εμένα και στη χώρα. Κ' εγώ επειδή τα σέβουμαι δε θ' αρνηθώ ποτέ μου το δώρο του παρά κ' εδώ θα τον δεχτώ να κάτση. Κι' αν εδώ ο ξένος προτιμά να μένη θα διορίσω εσένα για να τον φυλάς· ή αν προτιμάς μαζί μου νάρχεσαι, Οιδίποδα, απ' αυτά σ' αφίνω να διαλέξης, αφού σκεφτής· γιατί κ' εγώ μ' εσέ θα συμφωνήσω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Σ' ανθρώπους τέτοιους άμποτε, Δία, καλό να δίνης. ΘΗΣΕΑΣ Λοιπόν τι θέλεις; νάρχεσαι στ' αρχοντικό μου αλήθεια; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Βέβαια αν μου ήταν βολετό· μα ο τόπος τούτος είνα... ΘΗΣΕΑΣ όπου θα κάμης τι; επειδή ενάντιος δε θα σου είμαι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Όπου θε να νικήσω αυτούς, που μ' έχουν αποδιώξει. ΘΗΣΕΑΣ Μεγάλο τάζεις χάρισμα για τη διαμονή σου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ανίσως βέβαια κ' εσύ το λόγο σου κρατήσης. ΘΗΣΕΑΣ Μην έχης φόβο όσο για εμέ δε θε να σε προδώσω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Κ' εγώ βέβαια σαν άπιστο δε θα σε δέσω μ' όρκο. ΘΗΣΕΑΣ Μα κ' έτσι δε θα κέρδιζες περσότερ' από τώρα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πώς θε να κάμης το λοιπόν; ΘΗΣΕΑΣ Τι πιο πολύ φοβάσαι; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Θε νάρθουν άνθρωπο... ΘΗΣΕΑΣ Γι' αυτούς θάχουν την έννοια τούτοι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Κοίτα, μ' αφίνει... ΘΗΣΕΑΣ Μη μου λες όσα να κάμω πρέπει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ανάγκη να φοβάμ' εγώ. ΘΗΣΕΑΣ Δε σκιάζεται η καρδιά μου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Δεν ξέρεις τους φοβερισμού... ΘΗΣΕΑΣ Ξέρω, πως από δώθε, χωρίς να θέλω εγώ, άνθρωπος κανείς δε θα σε πάρη. Πολλές φοβέρες την ψυχή του κάκου φοβερίσαν με πολλά λόγια· μα, άμα ο νους έρθη στα συγκαλά του, πάνε τα φοβερίσματα στο βρόντο· και σ' εκείνους, κι' αν πήραν θάρρος φοβερά να λεν για το άρπαγμά σου, το ξέρω εγώ, το πέλαγο, που είν' αποδώ ως κει πέρα, μεγάλο κι' αταξίδευτο ίσως φανή. Για τούτο, και χώρια από ό,τι σκέφτουμαι, εγώ σε συμβουλεύω να μη φοβάσαι, αν σ' έστειλεν ο Φοίβος εδώ πέρα· μα κ' αν εγώ δεν είμ' εδώ, ξέρω πως τόνομά μου μόνο θα σούναι φύλακας κακό να μη παθαίνης. ΧΟΡΟΣ (Στροφή α') Στης αλογοθροφούσας τούτης χώρας το μέρος τ' ομορφότερο ήλθες, ξένε, στον Κολωνό τον ασπροχώματ' όπου το γλυκόλαλο αηδόνι κελαδάει συχνάζοντας στα δροσερά φαράγγια, πάνω στο μαύρο τον κισσό πετώντας και στου θεού τ' απάτητο το δάσος, που κάνει πλήθος τους καρπούς κι' ούτ' ήλιος ούτε κανένας άνεμος το πιάνει· όπου συχνάζει πάντοτ' ο πατέρας του μεθυσιού ο Διόνυσος, συντρόφους πιστούς τις θείες έχοντας βυζάχτρες. (Αντιστροφή α') Και με την ουρανόσταλτη δροσιά μέρα τη μέρα το φουντωτό μανούσι ανθίζει, που δυο τρανών θεών παλιό στολίδ' είναι, κι' ο κρόκος, που σαν χρυσάφι λαμπυρίζει· και δε στερεύουν οι πηγές οι ακοίμητες, που θρέφουν πλούσια του Κηφισού το ρέμα, μα πάντα κάθε μέρα αυτός με τα νερά καθάρια στης πλατοστήθας γης τους κάμπους ξεχύνεται πιο γλήγορο το κάρπισμα να φέρη· μήτε τη μίσησαν οι Μούσες, μήτε κ' η χρυσοχάλινη τήνε μισεί Αφροδίτη. (Στροφή β') Ανθίζει ακόμη δέντρο, που ως τα τώρα μήτε και μέσ' στη χώρα της Ασίας μήτε και στο τρανό του Πέλοπα νησί δεν άκουσα, πως μόνο του φυτρώνει, χωρίς να φυτευτή από ανθρώπου χέρι, όντας στων εχτρών τάρματα φοβέρα, που πιο πολύ στη χώρα τούτη ανθίζει, η ασημοφυλλ' η ελιά, που θρέφει τα παλληκάρια· αυτή κανένας νέος ή γέρος αρχηγός δε θ' αφανίση με τους πολεμιστές του κόβοντάς τη, γιατί το μάτι, που όλα γύρω βλέπει, του Δία, που είναι της ελιάς προστάτης, τη φυλάει κ' η Αθηνά η γαλανομμάτα (Αντιστροφή β') Μα έχω για την πατρίδα μου να ειπώ και παίνεμ' άλλο πολύ καλλίτερο, που δώρο είναι του δυνατού θεού και καύχημα μεγάλο της χώρας μου, πως είναι πρώτη στο να γυμνάζη τ' άλογα και πρώτη στα καράβια. Ω γυιέ του Κρόνου, Ποσειδώνα αφέντη, εσύ τη σήκωσες σε τόσο τρανή δόξα, γιατί σε τούτα εδώ τα μέρη πρωτόφτιασε το χέρι σου τα γκέμια, που μερώνουν τάλογα. Κι' αλαφρά στο κύμα το καλοχούφτιαστο κουπί με λάμνισμα πηδάει ακολουθώντας τις Νεράιδες. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ω χώρα, που με περισσούς επαίνους σε παινεύουν, τώρα είν' δουλειά σου αληθινά τα λόγι' αυτά να δείξης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Κόρη μου, τι αναπάντεχο είναι; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Με βία, πατέρα, ο Κρέοντας και με βοηθούς έρχεται κατά μας. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αγαπημένοι γέροντες, τώρ' από σας μονάχα μπορεί σ' εμένα να δειχτή του γλυτωμού το τέλος. ΧΟΡΟΣ Μη σκιάζεσαι και θα δειχτή· γιατί κι' αν ίσως είμαι γέρος εγώ, δε γέρασε κ' η δύναμη της χώρας. ΚΡΕΩΝ Ευγενικοί άντρες, που σ' αυτή τη χώρα κατοικείτε, μέσα στα μάτια σας θωρώ, πως με τον ερχομό μου σας έχει πιάσει τώρα δα κάποιος μεγάλος φόβος· μη με φοβόσαστε, μηδέ λόγο κακό να βγάλτε. Γιατί δεν ήλθα θέλοντας κάνα κακό να κάμω αφού κ' εγώ είμαι γέροντας και ξέρω, ότι σε χώρα έρχουμαι, που είναι δυνατή όσο δεν είν' καμία άλλη Ελληνική. Όμως στάλθηκα μήπως και καταφέρω το γέρο τούτον άνθρωπο στη Θήβα νάλθη πίσω· Θηβαίος ένας δε μ' έστειλε, μα με προστάξαν όλοι, γιατί από τη συγγένεια μας μου πρέπει να λυπάμαι για τα παθήματ' αυτουνού περσότερο απ' τη χώρα. Μα, Οιδίπου κακορροίζικε, ακούγοντας εμένα, γύρισε στην πατρίδα σου. Σε προσκαλνάει δίκια όλης της Θήβας ο λαός· και πιο πολύ από τούτον εγώ, γιατί περσότερο - αν μέσα στους ανθρώπους δεν είμαι ο πιο κακώτερος - πονώ στις συφορές σου, θωρώντας σε τον άμοιρο νάσαι χωρίς πατρίδα, πάντ' αλανιάρης, νηστικός , κ' έχοντας στήριγμά σου μια κόρη· δε φαντάζομουν ποτέ μου ο κακομοίρης ότι θε νάχε πέσει αυτή σε τόση δυστυχία σ' όση είν' πεσμέν' η δύστυχη, παντοτινά για σένα τον άραχλο φροντίζοντας με στερεμένη ζήση, τόσο μικρούλα ανύπαντρη και που μπορεί καθένας να την αρπάξη. Τάχατες βαρειά ντροπή δεν είπα, μαύρος εγώ, για εσέ, για εμέ και τη γενιά μας όλη; Μα αφού δεν είναι βολετό τα φανερά να κρύβω, Οιδίπου εσύ, στους πατρικούς θεούς μας σ' εξορκίζω, κρύψε τα, ακούγοντας εμέ, στέργοντας να γυρίσης ξανά στην πολιτεία σου, στο πατρικό σου σπίτι, τη χώρα τούτη φιλικά σαν αποχαιρετήσης, τι της αξίζει· μα σωστό είναι την εδική σου να σεβαστής περσότερο, γιατί σ' έχει αναθρέψει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω εσύ, που όλα τ' αποκοτάς και σ' όλα μπορείς νάβρης κάθε λογής πονήρεμα για δικαιολόγησή σου, δόλωμ' αυτά τι μου πετάς και θέλεις να με πιάσης πάλι, που αν επιανόμουνα, πιότερο θα λυπόμουν; Γιατί κι' όταν υπόφερνα πριν απ' τις συφορές μου, όταν για μένα ήταν χαρά να φύγω απ' την πατρίδα, αν κ' ήθελα, δεν ήθελες τη χάρη να μου κάμης. Μα τον καιρό, που πια ο θυμός μούχε περάσει κ' ήταν γλυκός μου πόθος το να ζω μέσ' στην πατρίδα, τότε μ' εξώριζες και μ' έδιωχνες στα ξένα, και δε σου ήταν τότες αυτή η συγγένεια μας καθόλου αγαπημένη. Και τώρα πάλι, που θωρείς καλόγνωμη να μου είναι η χώρ' αυτή κ' οι κάτοικοι, πασχίζεις να μ' αλλάξης τη γνώμη, γλυκολέγοντας σκέψες σκληρές· μα ποια είναι αυτή η χαρά να ευεργετής ανθρώπους άθελά τους; Αν δηλαδή κανείς, ενώ παρακαλάς για κάτι, δε δίνη τίποτε, μηδέ να σε βοηθήση θέλη, αν κ' η καρδιά σου λαχταρά γι' αυτά που ανάγκη τάχεις, τότε σου χάριζε, όταν πια τόπο δεν πιάνη η χάρη, ανώφελη ευχαρίστηση για σε δε θάταν τούτη; Αλλ' όμως τέτοια δα κ' εσύ σ' εμένανε προσφέρνεις· καλά στα λόγια βέβαια, μα ψεύτικα στα έργα. Μα και σε τούτους θα τα πω για να σε δείξω ψέφτη. Ήλθες να πάρης με από δω όχι για να με φέρης πίσω στο σπίτι μου, παρά για να με κάτσης έξω και να γλυτώση η Θήβα σου άβλαβη από τη χώρα τούτη. Δε θα σου γίνη αυτό, παρά θα σ' εύρουν τούτα: Στον τόπο κείνον πάντοτε θα μένη η εκδίκησή μου· κι ακόμη απ' την πατρίδα μου θα βρούνε οι γυιοί μου τόπο τόσον, όσος θα φτάση τους για να τους θάψουν μόνο. Λοιπόν καλλίτερ' από σε δεν ξέρω όσα θα γίνουν στη Θήβα; Βεβαιότατα μια και γροικώ το Φοίβο κι' αυτόν το Δία, που είναι του γονιός, σωστά να λένε. Όμως εσύ μου ήλθες εδώ με το ύπουλό σου στόμα και με μεγάλες πονηριές· μα πιο πολλά σ' εσένα θα φέρουνε τα λόγια σου κακά παρά ευτυχία. Μα φεύγα! γιατί, ξέρω το, πως δε σε καταπείθω· κ' εμάς να ζούμ' εδώ άσε μας· γιατί δεν κακοζούμε κ' έτσι όπως είμαστε, αν χαρά μας φέρνη αυτό περίσσα. ΚΡΕΩΝ Θαρρείς πως φέρνουνε κακόν αληθινά σ' εμένα ή περισσότερο σ' εσέ αυτά που μου λες τώρα, ΟΙΔΙΠΟΥΣ Για με είναι πιο καλλίτερο, ανίσως μήτ' εμένα να καταπείθης δε μπορής, μήτε και τους σιμά μου. ΚΡΕΩΝ Κακόμοιρε! μήτε ο καιρός δε θα σου βάλη λίγο μυαλό, παρά για ντρόπιασμα των γερατειών υπάρχεις; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Στη γλώσσα εσύ είσαι φοβερός· μα εγώ δεν ξέρω ούτ' ένα άνθρωπο δίκιο, που μιλεί καλά για όλα τα πάντα. ΚΡΕΩΝ Είν' άλλο το να πεις πολλά κι' άλλο κείνα που πρέπει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Όπως δα εσύ λίγα τα λες, όμως τα λες στην ώρα. ΚΡΕΩΝ Όχι σ' εκείνον που μυαλά με τα δικά σου έχ' ίσια. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Φύγε! το λέω και γι' αυτούς, και μήτε να προσέχης πού πρέπει εγώ να κάθουμαι, παραμονεύοντάς με. ΚΡΕΩΝ Μαρτύρους βάνω αυτούς εδώ, εσένα όχι, ποια λόγια στους φίλους αποκρίνεσαι· καμμιά φορά αν σε πιάσ... ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και να με πάρη ποιος μπορεί με βία απ' αυτούς τους φίλους; ΚΡΕΩΝ Κι' όμως εσύ θα λυπηθής χωρίς να γίνη τούτο. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Σαν τι κατόρθωμα έκαμες, που έτσι με φοβερίζεις; ΚΡΕΩΝ Εγώ προλίγο, αφού άρπαξα, τη μια απ' τις δυο σου κόρες μακριά έστειλα, και γλήγορα και τούτη εδώ θα πάρω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ωιμένα! ΚΡΕΩΝ Γλήγορ' αφορμή να κλαις πιο πολύ θάχης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Έχεις την κόρη μου; ΚΡΕΩΝ Κι' αυτήν εδώ σε λίγο θάχω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ωιμένα! τι θα κάμετε φίλοι μου; θα φανήτε προδότες και δε διώχνετε τον άσεβο από δώθε; ΧΟΡΟΣ Έβγα έξω, ξένε, γλήγορα· γιατί μήτε και τώρα φέρνεσαι δίκια, μήτε πριν είχες τα δίκια κάμει. ΚΡΕΩΝ Ε, σεις! αυτή με το στανιό καιρός είναι να πάρτε εδώθε, αν δε θα περπατή τώρα με θέλησή της. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ωιμένα! πού η βαριόμοιρη να φύγω; ποια βοήθεια από θεούς ή απ' άνθρωπους θα βρω; ΧΟΡΟΣ Τι κάνεις, ξένε; ΚΡΕΩΝ Δεν γγίζω αυτόν τον άνθρωπο, παρά την εδική μου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω της χώρας αφέντηδες! ΧΟΡΟΣ Ξένε, δεν κάνεις δίκια. ΚΡΕΩΝ Δίκια. ΧΟΡΟΣ Πώς είναι δίκια αυτά; ΚΡΕΩΝ Τους εδικούς μου παίρνω. (Στροφή) ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ωιμένα, ω πολιτεία! ΧΟΡΟΣ Τι κάνεις ξένε; Θα την αφήσης; Αμέσως τώρα τη δύναμη μου θα δοκιμάσης. ΚΡΕΩΝ Τραβήξου πίσω. ΧΟΡΟΣ Όχι μακριά σου, αφού γυρεύεις αυτά να κάμης. ΚΡΕΩΝ Μα με τη Θήβα θάχης να κάμης, αν θα πειράξης καθόλου εμένα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ετούτα εγώ δεν τάλεγα; ΧΟΡΟΣ Άσε απ' τα χέρια την κόρη αμέσως. ΚΡΕΩΝ Να μην προστάζης καθόλου εκείνους, που δεν ορίζεις. ΧΟΡΟΣ Άσ' τη, σου λέω. ΚΡΕΩΝ Κ' εγώ σας λέω να περπατάτε. ΧΟΡΟΣ Ελάτ' εδώ, τρεχάτε, τρεχάτ' εσείς οι ντόπιοι. Η χώρα μου πατιέται, η χώρα μου με βία, τρεχάτ' εδώ σ' εμένα. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Σέρνουμαι η κακομοίρα! ξένοι, ξένοι! ΟΙΔΙΠΟΥΣ Παιδάκι μου, πού μούσαι; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Φεύγω χωρίς να θέλω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τα χέρια σου άπλωσέ μου. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Μα δε μπορώ καθόλου. ΚΡΕΩΝ Ε, σεις! δε θα την πάρτε; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ωιμένα, ο κακομοίρης! ΚΡΕΩΝ Λοιπόν με τα στηρίγματα τούτα δε θα βαδίσης ποτέ σου πια· όμως αφού θέλεις να στέκης πάνω απ' την πατρίδα σου κι' από τους φίλους, που κ' εμένα προστάξανε και κάνω αυτά, αν κ' ήμουν βασιλέας, στέκα. Γιατί με τον καιρό, το ξέρω εγώ, θα νοιώσης πως μήτε τώρα φέρνεσαι καλά στον εαυτό σου, μήτε και πρώτα φέρθηκες, ενώ οι φίλοι δε θέλαν, γιατί στο θυμό δούλεψες, που πάντα σε ζημιώνει. ΧΟΡΟΣ Να σταματήσης, ξένε, αυτού. ΚΡΕΩΝ Σου λέω να μη μ' εγγίζης. ΧΟΡΟΣ Όχι, δε θα σ' αφήσω, αφού στερήθηκα εγώ τούτες. ΚΡΕΩΝ Λοιπόν και μεγαλείτερη η χώρα σου θα δώση γλήγορ' αποζημίωση· γιατί δε θε ν' αρπάξω μονάχ' αυτές. ΧΟΡΟΣ Τι έχεις σκοπό να κάμης; ΚΡΕΩΝ Θε να πάρω κι' αυτόν εδώ. ΧΟΡΟΣ Μεγάλα λες. ΚΡΕΩΝ Θα γίνη τούτο αμέσως, ανίσως δε μου αντισταθή ο βασιλιάς της χώρας. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω ξαδιαντροπομίλητε! στ' αλήθεια εσύ μ' εγγίζεις; ΚΡΕΩΝ Προστάζω σε να μη μιλής. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μακάρι οι θεές τούτες να μη με κάμουν άλαλο για να σου πω ακόμη και τούτη την κατάρα μου... παγκάκιστε, που φεύγεις με βίαν, αφού μου στέρησες το μοναχό το φως τους απ' τα τυφλά τα μάτια μου. Μακάρι και σ' εσένα και στη γενιά σου ολάκερη γεράματα να δώση ο Ήλιος, που όλα τα θωρεί, όποια έδωκε σ' εμένα. ΚΡΕΩΝ Τ' ακούτ' εσείς, που κάθεστε σ' αυτή τη χώρα; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ακούνε κ' εσέ κ' εμέ και σκέφτουνται, πως μ' όλο πούχω πάθει εγώ από σένα μ' έργατα, με λόγια σ' εκδικούμαι. ΚΡΕΩΝ Δε θα κρατήσω το θυμό, παρά με βία θα πάρω τούτον, αν κ' είμαι μόνος μου κι' αργός από τα χρόνια. (Αντιστροφή) ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ωιμένα, ο μαύρος! ΧΟΡΟΣ Με πόση, ξένε, ξαδιαντροπιά ήλθες, αν απ' του νου σου επέρασε, ότι αυτά θα κάμης. ΚΡΕΩΝ Έτσι νομίζω. ΧΟΡΟΣ Λοιπόν ποτέ μου πια δε θα κάτσω στη χώρα τούτη. ΚΡΕΩΝ Κι' ο μικρός, σαν έχη δίκιο, τον τρανό καταπονάει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Γροικάτε τα ποια λέει; ΧΟΡΟΣ Δε θα τα κάμη· καλά το ξέρω. ΚΡΕΩΝ Ο Δίας βέβαια μπορεί να ξέρη, εσύ όμως όχι. ΧΟΡΟΣ Λοιπόν ετούτα βρισιά δεν είναι! ΚΡΕΩΝ Βρισιά είν', αλλ' όμως θα τη χωνέψης. ΧΟΡΟΣ Ωέ! πολίτες όλοι, ωέ, προεστοί της χώρας, ελάτ' εδώ τρεχάτοι, ελάτε, γιατί φεύγουν από δω πέρα τούτοι. ΘΗΣΕΑΣ Τι είναι τάχα οι φωνές τούτες; τι έχει γίνει; από φόβο τάχα ποιόν με σταματήστε μέσ' στην ώρα πούχ' αρχίσει τη θυσία στον Ποσειδώνα, που του Κολωνού είν' προστάτης; Πέτε μου, να μάθω θέλω για ποιο λόγον εδώ πέρα ήλθα πιο γοργά παρ' όσο το πόδ' ήθελε να τρέξη; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αγαπημένε μου, - γιατί γνώρισα τη φωνή σου - από τον άνθρωπον αυτόν κακόπαθα προλίγου. ΘΗΣΕΑΣ Σαν τι έπαθες; και ποιος αυτός που σ' έχει βλάψει; λέγε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αυτός ο Κρέοντας, που θωρείς, φεύγει μακριά, αφού πρώτα απ' τα παιδιά μου μ' άρπαξε το μοναχό ζευγάρι. ΘΗΣΕΑΣ Πώς είπες; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Κείνα πούπαθα τάκουσες όλα τώρα. ΘΗΣΕΑΣ Από τους δούλους στους βωμούς λοιπόν ας πάη κάποιος όσο μπορεί γοργότερα κι' όλους ας αναγκάση πεζούς και καβαλλάρηδες ν' αφήσουν τη θυσία και προσβολή να τρέξουνε στο μέρος, όπου σμίγουν των στρατοκόπων οι διπλοί δρόμοι, για να εμποδίσουν οι κόρες να περάσουνε, κ' εγώ σ' αυτόν το φίλο, ότι με βία νικήθηκα, να μη γενώ γελοίος. Γλήγορα, καθώς πρόσταξα πηγαίνετε. Και τούτον ανίσως εγώ εθύμωνα, όσο του αξίζει τώρα, δε θα είχ' αφήσει απλήγωτον απ' το δικό μου χέρι. Και μ' όποιους νόμους τώρ' αυτός μας ήλθεν εδώ πέρα, με τέτοιους κι' όχι μ' αλλουνούς κ' εμείς θα του φερθούμε, ποτέ δε θάβγης δηλαδή από τη χώρα τούτη, αν κείνες δε μου φέρης· πριν κ' εμπρός μου εδώ τις στήσης. Γιατί εσύ πολιτεύτηκες με τρόπο, που δε στέκει σ' εμέ και στην πατρίδα σου και σ' όλη τη γενιά σου, σε πολιτεία μπαίνοντας, που προσκυνάει το δίκιο· και δίχως νόμο τίποτα δεν κάνει, και της χώρας αυτής μη λογαριάζοντας τους νόμους, εδώ εχύθης και τα όσα σου χρειάζουνται αρπάζεις και σκλαβώνεις με το έτσι θέλω· νόμισες, πως είν' η χώρα μου έρμη απ' άντρες, ή την πέρασες σαν κάποια σκλαβωμένη, κ' εμέ ίσιο με το τίποτα. Κι' όμως εσένα η Θήβα πρόστυχο δε σ' ανάθρεψε· γιατί κι' αυτή δε θέλει να θρέφη άντρες παράνομους, κι' ούτε θα σε παινούσε, ανίσως και το μάθαινε πως τα δικά μου αρπάζεις και των θεώνε, παίρνοντας με βια παρακλητάδες κακότυχους. Μα αν τύχαινε στη χώρα σου να μπαίνω, κι' αν είχα με το μέρος μου το πιο μεγάλο δίκιο, χωρίς να θέλη ο βασιλιάς, όποιος κι' αν ήταν, έξω δε θάσερνα, ούτε θάρπαζα, μα θάξερα πως πρέπει ξένος εγώ να φέρνουμαι μπροστά στους χωραΐτες. Μα εσύ την πολιτεία σου, κι' αν δεν τ' αξίζη, ο ίδιος τήνε ντροπιάζεις, κι' ο καιρός, όσο περνάει, σε κάνει γέροντα κι' άμυαλο μαζί. Λοιπόν έχω δοσμένη τη διαταγή μου κι' από πριν και τώρα ξαναλέω, κάποιος το γληγορώτερο να φέρη εδώ τις κόρες, αν δεν το θέλης κάτοικος της χώρας τούτης νάσαι με το στανιό κι' αθέλητα· και τούτα, όπως στο νου μου τα κλείνω, έτσι απαράλλαχτα στα λέω και με τη γλώσσα. ΧΟΡΟΣ Βλέπεις, ω ξένε, πού έφτασες απ' τη γενιά σου δίκιος φαίνεσαι· μα αποδείχνεσαι κακός με τα όσα κάνεις. ΚΡΕΩΝ Μήτε από ανθρώπους έρημη την πολιτεία τούτη, παιδί του Αιγέα, παίρνοντας, μηδέ και σκλαβωμένη, καθώς συ λες, έκαμα αυτά, παρά ξέροντας, ότι ποτέ δε θα την έπιανεν η πιθυμιά να θρέφη τους εδικούς μου συγγενείς χωρίς τη θέλησή μου. Και τόξερα πως άνθρωπο, που μολεμένος είναι και του πατέρα του φονιάς και που βρεθήκαν νάναι οι γάμοι του τόσο άνομοι, δε θα τόνε δεχόταν. Ήξερα ακόμη, πως εδώ Άρειος πάγος είναι ντόπιος, με τόση φρόνηση, που δεν αφίνει τέτοιους ζητιάνους να κονεύουνε μαζί στη χώρα τούτη· σ' αυτόν εγώ πιστεύοντας έπαιρν' αυτές τις κόρες. Και τούτο δε θα τόκανα, ανίσως με κατάρες πικρές δεν καταριότανε κ' εμέ και τη γενιά μου· να κάμω αυτά από μέρος μου για όσα έπαθα ζητούσα. Γιατί άλλο από το θάνατο δεν έχει ο θυμός τέλος, κ' οι πεθαμένοι μοναχά δε νοιώθουν καμμιά λύπη. Ό,τι κι' αν θέλης ημπορείς για τούτα να μου κάμης· γιατί με κάνει αδύνατον η μοναξιά μου, μ' όσο κι' αν λέω τώρα τα σωστά· μ' ανίσως βάλης χέρι σ' εμένα, θα διαφεντευτώ, μ' όσο κι' αν είμαι γέρος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω ξαδιαντροποπρόσωπε! ποιόνε θαρρείς πως βρίζεις μ' αυτά, που λες, εμένανε το γέρο ή εσέ τον ίδιο; Τι μολογάει το στόμα σου για με φόνους και γάμους και συφορές, που τράβηξα χωρίς να θέλω ο δόλιος, γιατί άρεσ' έτσι στους θεούς, που απ' τα παληά τα χρόνια ίσως θε νάχαν μάνητα βαρειά για τη γενιά μου! Γιατί για εμέ τον ίδιονε δε θα μπορέσης ναύρης καμμιάν από αμαρτίαν τροπή, που απ' αφορμή της τούτα για εμέ τον ίδιο αμάρτημα και τους δικούς μου ήταν. Γιατί για πες μου: αν έλεγαν οι προφητείες ότ' είναι γραμμένο στον πατέρα μου να πάη απ' το παιδί του, πως δίκια θάρριχνες σ' εμέ την κατηγόρια τούτη, που ακόμη ούτε ο πατέρας μου δε μ' είχε σπείρει, μήτε κ' η μάννα μ' είχε στην κοιλιά, παρ' αγέννητος ήμουν; Κι' αν πάλι, αφού κακόμοιρος στο φως βγήκα, όπως βγήκα ήλθα με τον πατέρα μου στα χέρια και τον σκότωσα, χωρίς να ξέρω τι έκανα και σε ποιανούς, πώς δίκια για πράμ' αθέλητο μπορείς να με κατηγορήσης; Μα, δύστυχε, δεν ντρέπεσαι να μ' αναγκάζης τώρα να λέω για της μάννας μου, που είν' αδερφή δική σου, τους γάμους; Θα τους πω· γιατί κ' εγώ δε θα σωπάσω, αφού κ' εσύ ξεστόμισες αυτά τάτιμα λόγια. Ήτανε μάννα μου, ήτανε, ωιμένα συφορές μου, χωρίς να ξέρω μήτε εγώ μήτε κι' αυτή, κι αν κ' ήταν μητέρα μου, μου γέννησε παιδιά, νάναι ντροπή της. Ένα όμως ξέρω εγώ καλά, πως συ με θέλησή σου γι' αυτά κ' εμέ κακολογάς κ' εκείνη, ενώ άθελά μου εγώ την επαντρεύτηκα κι' άθελα τούτα λέω. Μα μήτε για το γάμο αυτό θα με κατηγορήσουν, μήτε για του πατέρα μου το σκοτωμό, που πάντα ωσάν βρισιά φαρμακερή κατάμουτρα μου ρίχνεις. Όμως σ' έν' αποκρίσου μου απ' όσα σε ρωτάω· εδώ αν ερχότανε κανείς άξαφνα να σκοτώνη το δίκιο εσένα, θάθελες να μάθης πρώτα μήπως είναι πατέρας σου ο φονιάς ή θα χτυπάς αμέσως; Μα, αν αγαπάς τη ζήση σου, θαρρώ, πως τον κακούργο θα τιμωρής και το σωστό δε θάψαχνες να βρίσκης. Κ' εμένα τέτοια συφορά, θεοσταλμένη, μ' ηύρε, που εγώ, κι' αν του πατέρα μου ζούσε η ψυχή, νομίζω, ότι δε θάχε τίποτα σ' αυτά να μ' αντιλέη. Όμως εσύ, επειδή σωστός δεν είσαι, αλλά νομίζεις, ότι να λες κάθε κρυφό και φανερό καλό είναι, εμπρός σ' αυτούς τέτοιες βρισιές μου ρίχνεις. Του Θησέα να κολακέψης τ' όνομα, είναι καλό για σένα, και την Αθήνα, ότι έχει καλή κυβέρνια· μα έπειτα, αν κ' έτσι τους παινεύης, τούτο ξεχνάς: ότι, αν καμμιά χώρα τους θεούς της ξέρη να τους λατρεύη με τιμές, τούτη σ' αυτό είναι πρώτη. Μα εσύ, σαν κλέφτης, απ' αυτή κ' εμέ τον ίδιο αρπάζεις το γέρο παρακαλεστή, και φεύγεις αφού πήρες τις κόρες μου. Κ' εγώ γι' αυτό γονατιστός προσπέφτω τώρα σε τούτες τις θεές κι' απ' της καρδιάς τα βάθη παρακαλώ να μούρθουνε βοηθοί μου, για να μάθης απ' άντρες ποιους φυλάγεται η πολιτεία τούτη. ΧΟΡΟΣ Καλός ο ξένος, βασιλιά, κ' οι συφορές του είναι ολέθριες, γι' αυτό βοηθός να τους φανής τ' αξίζουν. ΘΗΣΕΑΣ Φτάνουν τα λόγια· γιατί αυτοί, που αρπάξανε τις κόρες φεύγουν, ενώ εμείς οι παθοί μένουμ' αργοί εδώ πέρα. ΚΡΕΩΝ Σαν τι προστάζεις σ' άνθρωπον αδύνατο να κάνη; ΘΗΣΕΑΣ Τράβα μπροστά· κ' έρχουμ' εγώ, κατόπι να μου δείξης μονάχος σου τις κόρες μας, αν κάπου εδώ τις έχης. Αν όμως φεύγουν οι άρπαγες, δεν είναι διόλου ανάγκη να κοπιάζης, γιατί αυτούς άλλοι τους κυνηγάνε, και δε θα ευχαριστήσουνε τους θεούς, ότι ξεφύγαν από εδώ πέρα· τράβα εμπρός· και μάθε, ότι κρατιέσαι, ενώ κρατάς, και σ' έπιασεν η τύχη, ενώ είχες πιάσει· γιατί όσα αποχτηθήκανε με πονηριές δε μένουν· μα μήτε θάχης βοηθόν άλλο για να σ' τα σώση· γιατί καλά το ξέρω εγώ, πως μήτε μοναχός σου, μήτε κι' απροετοίμαστος δεν έφτασες σε τόση αυθάδεια, όσ' είναι αυτή η αποκοτιά σου τώρα, μόν' έχοντας πεποίθηση σε κάποιο, έκαμες τούτα. Αυτά κ' εγώ με προσοχή να τα εξετάσω πρέπει και μήτε από έναν άνθρωπο πιο αδύνατη να κάμω τη χώρα τούτη. Απ' όλα αυτά καταλαβαίνεις κάτι ή μη θαρρής πως λέγουνται του κάκου αυτά και τώρα, καθώς και τότε, που έκανες τούτα με τόση τέχνη; ΚΡΕΩΝ Αφού είσ' εδώ, για όσα θα πεις δε σε κατηγοράω· μα στην πατρίδα μας κ' εμείς θα μάθουμε τι πρέπει να κάνουμε. ΘΗΣΕΑΣ Φοβέριζε τώρα, μπροστά τραβώντας. Κ' εσύ να μένης ήσυχος, Οιδίποδ', αυτού χάμω και νάσαι βέβαιος πως εγώ, αν δεν πεθάνω πρώτα, δε θα παραιτηθώ, προτού σου φέρω τα παιδιά σου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Για τη μεγαλοκάρδια σου και για όση προστασία δίκια μας δίνεις πάντοτε νάχης καλό, Θησέα. ΧΟΡΟΣ (Στροφή α') Ας ήμουν εκεί όπου οι εχτροί γοργά πίσω γυρνώντας θα στήσουν το χαλκόφωνο πόλεμο, ή σιμά στου Πυθίου τους τόπους ή σιμά στα λαμπρά τ' ακρογιάλια, όπου οι δυο πολυσέβαστες θεές φροντίζουν τις σεμνές τελετές για τους ανθρώπους, που με χρυσό τους σφραγίζουν τη γλώσσα κλειδί οι λειτουργοί των θεών Ευμολπίδαι· σε τούτους τους τόπους, νομίζω, ο τρανός πολέμαρχος Θησέας και τις δύο παρθένες αδερφάδες θα συναντήση με πολέμου φωνή, που είν' αρκετή να τις σώση. (Αντιστροφή α) Ή μήπως σιμώνουν στον τόπο το χιονοσκέπαστο, που είναι στη δύση, απ' το λιβάδι της Οίας, καβάλλα ή με γλήγορ' αμάξια, φεύγοντας με φόβο απ' τη μάχη; Θα τους πιάσουν γιατί είναι οι ντόπιοι πολεμιστάδες φοβεροί κ' η αντρεία τρομερή των ανδρών του Θησέα. Τα χαλινάρια όλ' αστράφτουν· χυμίζουν σαν φουρτούνα, όσο αφίνουν τα γκέμια των αλόγων, οι καβαλλάρηδες όλοι, που την αλογαφέντρ' Αθηνά προσκυνάνε και το θαλασσινό της χώρας προστάτη, της Ρέας τον αγαπημένο το γυιό. (Στροφή β') Πολεμούν ή διστάζουν; τι κάπως προμαντεύει μου ο νους, πως θα πάψουν γλήγορα οι συφορές των παρθένων, που υποφέρανε τόσα κακά και που τόσες δοκίμασαν πίκρες από δικούς τους. Θα κάμη, θα κάμη σήμερα ο Δίας σαν κάτι τρανό. Του πολέμου καλότυχο τέλος μαντεύω. Μακάρι ας μπορούσα σαν περιστέρι γληγορόδρομο γοργοπετώντας απ' τα νέφια ψηλά με τα ίδια μου μάτια τον πόλεμο τούτο να ιδώ. (Αντιστροφή β') Άμποτε, Δία, των θεών κυβερνήτη, που όλα τα βλέπεις, να δώσης στους κατοίκους της χώρας αυτής με νίκη μεγάλη σε τέλος να φέρουν το καλότυχο αυτό τους κυνήγι, κ' εσύ σεμνομμάτα παρθένα Παλλάδ' Αθηνά. Και τον Απόλλωνα τον κυνηγάρη και την παρθέν' αδερφή του, που κυνηγάει τα παρδαλόμαλλα γληγορόδρομα λάφια, παρακαλώ τους βοήθεια ναρθούνε κ' οι δυο τους σε τούτη τη χώρα και στους κατοίκους. ΧΟΡΟΣ Ω ξένε κοσμογυριστή, πως είμ' εγώ, ο φρουρός σου, ψευτοπροφήτης, δε θα πεις· γιατί τις δυο σου κόρες τις βλέπω πάλι γλήγορα νάρχουνται εδώ με δούλους. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πού; πού; τι λες; πώς είπες μου; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Πατέρα μου, πατέρα, αχ ποιος θεός να σούδινε το φως σου για να ιδής τον έξοχο αυτόν άνθρωπο, που εδώ σ' εσέ μας στέλνει; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Παιδιά μου, αλήθεια, είσαστ' εδώ; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Τα χέρια του Θησέα και των αγαπημένων του ανθρώπων μας γλυτώσαν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ζυγώστε τον πατέρα σας, παιδιά μου, και να πιάσω άστε μου τα κορμάκια σας, που δεν έλπιζα νάρθουν. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ό,τι θα σου δοθή ζητάς· γιατί ζητάς ό,τι είναι ο πόθος μας. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πού είσαστε, πού; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Κ' οι δυο είμαστε κοντά σου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πολυακριβά βλαστάρια μου! ΑΝΤΙΓΟΝΗ Πώς ο γονιός λατρεύει! ΟΙΔΙΠΟΥΣ Στηρίγματά μου. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Δύστυχα του κακομοίρη εσένα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Έχω τ' αγαπημένα μου κι' ούτε πια θα πεθάνω σαν τρισκακόμοιρος, αφού βρίσκεστ' εσείς κοντά μου. Στηρίξτε με, παιδάκια μου, το δόλιο σας πατέρα, σφιχτοκρατώντας με απ' τα δυο πλευρά, και ξεκουράστε το δύστυχο τριγυριστή, που πριν μονάχος του ήταν. Και πέτε μου τα γίνηκαν σύντομα όσο μπορείτε, γιατί στην ηλικία σας φτάνουν τα λίγα λόγια. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Εδώ είν' ο λυτρωτής· αυτόν πρέπει ν' ακούσης· κ' έτσι το πράγμα θάναι σύντομο για μένα και για σένα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Να μη θαυμάζης, φίλε μου, ανίσως στα παιδιά μου, που ανέλπιστα εδώ φάνηκαν, αδιάκοπα μιλάω. Ξέρω όμως, ότι τη χαράν αυτή για τούτες μόνο εσύ μου την προξένησες κι' όχι κανένας άλλος, γιατί τις έσωσες εσύ κι' όχι κανένας άλλος. Και να σου δώσουν οι θεοί καθώς εγώ το θέλω σ' εσένα και στη χώρα σου· γιατί σ' εσάς μονάχα, απ' όπου κ' αν εγύρισα εγώ ευλάβεια βρήκα και ψυχοπόνια και να λέη το στόμα την αλήθεια. Σ' ευχαριστώ με τούτα μου τα λόγια, γιατί ξέρω και τούτο: όσα έχω δηλαδή τάχω από σένα μόνο. Και το δεξί το χέρι σου να πιάσω, βασιλιά μου, δος μου και το κεφάλι σου να το φιλήσω, αν θέλης. Κι' όμως τι λέω; πώς εγώ, κακόμοιρος, γυρεύω εσύ ν' αγγίξης άνθρωπο, που και σαν ποιο δεν έχει μόλεμα πάνω του; όχι, εγώ δε θέλω· κι' αν το θέλης, δε θα σ' αφίσω εγώ, γιατί μονάχα αυτοί, που ξέρουν από κακά, μπορούν αυτά μαζί μου να υποφέρουν. Κ' εσέν' αυτού όπου στέκεσαι, σε χαιρετώ και δίκια να νοιάζεσαι απ' εδώ κ' εμπρός για μένα όπως ως τώρα. ΘΗΣΕΑΣ Μήτε κι' αν κάπως πιο πολύ μίλησες στα παιδιά σου, αφού για τούτα χάρηκες, θαύμασα εγώ καθόλου, μήτε κι' αν θέλησες αυτά πριν από εμέ ν' ακούσης. Και δε μου κακοφαίνεται γι' αυτά καθόλου εμένα. Γιατί δεν προσπαθούμ' εμείς να κάνουμε τη ζήση περσότερο φανταχτερή με λόγια, παρά μ' έργα. Και σ' ταποδείχνω, γέροντα· γιατί δε βγήκα ψεύτης διόλου σ' όσα σ' ωρκίστηκα· γιατί ήλθα φέρνοντάς σου ζωντανές τούτες κι' άβλαφτες απ' τις τρανές φοβέρες. Και πώς τη νίκη κέρδισα ποια ανάγκη είναι του κάκου σαν καυχησάρης να ιστορώ όσ' απ' αυτές θα μάθης; Όμως το λόγο, που έτυχε προλίγου να γροικήσω, την ώρα που εδώ ερχόμουνα, στοχάσου τον, γιατί είναι σύντομος ίσως, μα άξιος πολύ να τον προσέξης. Κανένα πράμα ο άνθρωπος να τ' αψηφάη δεν πρέπει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Παιδί του Αιγέα, τι είν' αυτό; Λέγε μου για να μάθω, γιατί δεν ξέρω τίποτις απ' όσα έχεις ακούσει. ΘΗΣΕΑΣ Μου είπαν, πως κάποιος άνθρωπος, που στη δική σου χώρα δε μένει, είν' όμως συγγενής δικός σου, έχει καθίσει στου Ποσειδώνα στο βωμό, όπου έκανα θυσία, κ' έπεσε παρακαλεστής, όταν για εδώ κινούσα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποθε είν' αυτός; και τι ζητά με την παράκλησή του; ΘΗΣΕΑΣ Μόνο ένα ξέρω: ότι από εσέ, καθώς μου λένε, θέλει ν' ακούση λόγο σύντομο και που δε σου είναι βάρος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Σαν ποιον; αυτό το κάθισμα δεν είν' για μικρό λόγο. ΘΗΣΕΑΣ Λένε, πως ήλθε θέλοντας αυτός να σου μιλήση για κάτι, κ' ύστερ' απ' εδώ μ' ασφάλεια να φύγη. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποιος μπορεί τάχα να είναι αυτός, που εις το βωμό έχει κάτσει; ΘΗΣΕΑΣ Για σκέψου μήπως βρίσκεται κανένας συγγενής σου μέσ' στο Άργος, που μπορεί γι' αυτό να σε παρακαλέση. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αγαπημένε, μη μου λες περσότερ... ΘΗΣΕΑΣ Μα τι έχεις; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μη με παρακαλέσης πια. ΘΗΣΕΑΣ Λέγε μου, για ποιο πράμα; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποιος είναι ο παρακαλεστής το ξέρω εγώ από τούτες. ΘΗΣΕΑΣ Ποιος είν' αυτός; σε τι μπορώ να τον κατηγορήσω; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Γυιός μου είναι, βασιλιά, σκληρός, που εγώ δε θα βαστούσα ν' ακούω τα λόγια του, γιατί τρανή μου φέρνουν λύπη. ΘΗΣΕΑΣ Και τι; δεν ημπορείς ν' ακούς και να μην κάνης όσα δε θέλεις; τι λυπητερό για σε είναι το ν' ακούσης; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Είναι η φωνή του μισητή πολύ για τον πατέρα και μη με βιάζης, βασιλιά, σ' αυτά να υποχωρήσω. ΘΗΣΕΑΣ Αλλ' αν το παρακάλεσμα βιάζη, κοίταξε μήπως αυτό είναι θέλημα θεού, που πρέπει να το κάμης· ΑΝΤΙΓΟΝΗ Πατέρα μου, όσα θα σου ειπώ, αν κ' είμαι νέα, άκουσέ τα. Τον άντρα τούτον άφισε και τη δική του γνώμη να ευχαριστήση και το θεό, κάνοντας όσα θέλει, άφισε και για χάρη μας εδώ νάρθη ο αδερφός μας. Φόβον μην έχης, επειδή με βία δε θ' αλλάξουν τη γνώμη σου όσα θα ειπωθούν, που ωφέλιμα δε σούναι. Με το ν' ακούσης λόγια ποια είναι η ζημία; τα έργα, που κακομηχανεύουνται, με λόγια στο φως βγαίνουν. Εσύ τον έκαμες· γι' αυτό μήτε κι' αν σούχη κάμει απ' τα χειρότερα κακά τα πιο άνομα, πατέρα, σωστό δεν είναι με κακό κ' εσύ να τον πληρώσης. Συχώρεσέ τον· έχουνε κι' άλλοι παιδιά κακά κι' άγριο θυμό, μα συμβουλές γροικώντας από φίλους τους μαλακώνεται η ψυχή με τα γλυκά τα λόγια. Κ' εσύ για εξέταζε καλά - όχι τα τωρινά σου - μα κείνες σου τις συφορές, που σ' ηύραν απ' τη μάννα κι' απ' τον πατέρα· αν τις κοιτάς, το ξέρω εγώ, θα νοιώσης σαν πόσο του κακού θυμού κακό το τέλος είναι. Γιατί έχεις όχι και μικρήν απόδειξη για τούτα, ότι στερήθηκες το φως απ' τα τυφλά σου μάτια. Μην αντιστέκεσαι· γιατί δεν πρέπει όσοι ζητάνε τα δίκια να παρακαλούν θερμά, μηδέ όποιος βλέπει καλό, σαν ευεργετηθή να μη χρωστάη τη χάρη. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Παιδί μου, με τα λόγια σου με κάνεις να σου δώσω χαρά λυπητερή για εμέ· μα ας γίνη όπως το θέλεις. Μονάχα, φίλε μου, αν θαρθή εκείνος εδώ πέρα, κανείς ποτέ τη ζήση μου να μην εξουσιάση. ΘΗΣΕΑΣ Δεν έχω ανάγκη δυο φορές, γέροντα, αυτά ν' ακούω· δε θέλω να παινεύουμαι· κ' εσύ ξέρε, πως είσαι ασφαλισμένος, αν κανείς θεός σώζη κ' εμένα. ΧΟΡΟΣ (Στροφή α') Όποιος λαχταράει να ζήση πιότερο καιρό, τον μέτριο καταφρονώντας, αυτός κατά τη γνώμη μου είναι φανερά τρελλός. Γιατί σιμότερα στη λύπη η μακριά ζωή πολλά απ' τ' ανθρώπινα έχει βάλει· και πού η χαρά της ζήσης είναι δε μπορείς να ιδής, άμα κανένας ζήση απ' όσο θέλει πιο πολύ. Κι' όταν η μοίρα φανή του Άδη δίχως τραγούδι γάμου, δίχως λύρα και χορό, έρχεται ο κοινός ο Χάρος τέλος λυτρωτής. (Αντιστροφή) Να μην έλθη κανείς στον κόσμο η πιο μεγάλη είν' ευτυχία· και το να πάη από 'κεί που ήρθε το γληγορώτερο, σαν βγήκε στο φως, είναι πολύ πιο κάτω. Γιατί, όταν πια πίσω του αφίση την αλαφρόμυαλη τη νιότη, ποιος μέσα στη ζωή γυρίζει και βρίσκετ' έξω από τους πόνους; Ποιος κόπος δεν τον συντροφεύει; Μαλώματα κι' αποστασίες, πόλεμοι, σκοτωμοί και φθόνος· και τελευταία κοντά στάλλα έρχουνται τα καταραμένα, ταμίλητ' αδύναμα κ' έρμα γεράματα, που όλες οι μαύρες τακολουθούνε δυστυχίες. (Επωδός) Έτσ' υποφέρει κι' ο δυστυχισμένος τούτος, όχι μονάχα εγώ. Όπως βράχος, βορεινός και κυματοχτυπημένος απ' όλες τις μεριές, μέσ' στο χειμώνα τραντάζεται, έτσι δυνατά και τούτον οι μαύρες συφορές σαν φουσκωμένα κύματα τον χτυπούν, χωρίς να παύουν, ερχάμενα άλλ' από τη δύση κι' άλλα απ' την ανατολή, τη μεσημβρία, κι' άλλ' απ' τα Ριπαία βουνά τα μαύρα. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Και νά, καθώς μου φαίνεται, έρχεται δώθε ο ξένος μονάχος του, πατέρα μου, χωρίς ακολουθία, από τα μάτια χύνοντας τα δάκρυα σαν ποτάμι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποιος είναι αυτός; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Εκείνος, που τον είχαμε στο νου μας από προτήτερα· είν' εδώ, νάτος ο Πολυνείκης. ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ Σαν τι να κάμω, αλλοίμονο! Πρώτα τις συφορές μου να κλάψω εγώ, αδερφούλες μου, ή τούτα εδώ, που βλέπω του γέρου του πατέρα μας; που εδώ σε ξένη χώρα τον βρίσκω εξόριστο μ' εσάς, φορώντας τέτοια ρούχα, όπου η παλιά σιχαμερή λέρα είναι καθισμένη για συντροφιά του γέροντα, τρώγοντας τα πλευρά του· και τα μαλλιά τ' αχτένιστα του κεφαλιού, που μάτια δεν έχει πια, ανεμίζουνται εδώθε-κείθε· κι' όμοια μ' αυτά, καθώς μου φαίνεται, και τη θροφή θε νάχη της κακορροίζικης κοιλιάς· και τούτα τα μαθαίνω εγώ ο χαμένος πολυαργά· και μόνος μου το λέω: δείχτηκα ο πιο παλιάνθρωπος όσο για τη θροφή σου· - δεν είναι ανάγκη απ' άλλονε κανένα να τ' ακούσης. Όμως κι' ο Δίας στο θρόνο του παραστεκάμενη έχει την Καλωσύνη· και σ' εσέ σιμά ας σταθή, πατέρα. Για τα δικά μου σφάλματα υπάρχει θεραπεία κι' ούτε είναι δυνατό ποτέ να μεγαλώσουν άλλο. Γιατί σωπαίνεις; Πες μου, πατέρα, τίποτα· το πρόσωπο μη στρίβης αλλού· διόλου δε μ' απαντάς; μα θα με διώξης τόσο περιφρονητικά, χωρίς να μου μιλήσης, δίχως για όσα θυμώνεις να μου ειπής; Μα εσείς, σπορές του ανθρώπου τούτου, κ' εμέναν' αδερφές, εσείς για δοκιμάστε ν' ανοίξτε του πατέρα μας το στόμα το κλεισμένο και το δυσκολοσίμωτο, να μη με διώξη εδώθε ατιμασμένο και χωρίς να μ' απαντήση λέξη. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ποια ανάγκη σ' έκαμε ναρθής, δυστυχισμένε, λέγε. Γιατί τα λόγια τα πολλά, αν δυσαρέσκεια φέρουν ή κάποιαν ευχαρίστηση ή συγκινήσουν κάπως, κάνουνε τους αμίλητους να ξεστομίσουν κάτι. ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ Μα θα μιλήσω· τι σωστά εσύ με συμβουλεύεις. Και πρώτ' απ' όλα βοηθός παρακαλώ να μούρθη ο Θεός, που απ' το βωμό του για νάρθω εδώ με σήκωσεν ο βασιλιάς της χώρας, αφού μούδωκε υπόσχεση να ειπώ και να γροικήσω και να φύγω μ' ασφάλεια· τούτ' από σας ας ταύρω, ξένοι, κι' απ' τον πατέρα μου κι' από τις αδερφές μου. Και τώρα πια, πατέρα μου, θε να σου πω γιατί ήρθα. Απ' την πατρίδα έχω διωχτή κ' εξόριστο μ' εκάμαν, γιατί σαν μεγαλείτερο παιδί σου εγώ ζητούσα να μένω στο βασιλικό το θρόνο σου· αντί τούτο, αν κ' ήταν πιο μικρότερος ο Ετεοκλής με βία από τη χώρα μ' έδιωξε χωρίς δικαιολογία και δίχως σε παλληκαριά ή σ' έργο να νικήση, και μόνο, αφού κατάπεισε την πολιτεία· και λέω εγώ, πως τούτων αφορμή μόνο η Κατάρα σου είναι· αλλά κι' από τους μάντηδες τάχω ακουσμένα τούτα. Σαν έφτασα στο Δωρικό τ' Άργος και πεθερό μου τον Άδραστο έκαμα, έδεσα μ' όρκο να με βοηθήσουν όσοι στην Πελοπόννησο κρατούνε τα πρωτάτα κ' είν' ξακουστοί στον πόλεμο, κ' έτσι αφού ξεσηκώσω μαζί τους εφτά τάγματα στρατού, να πέσω πάνω στη Θήβα κ' ή να σκοτωθώ, το δίκιο μου ζητώντας, ή κείνους, που μ' αδίκησαν να διώξω απ' την πατρίδα. Λοιπόν σαν τι γυρεύοντας, ήλθα εδώ πέρα τώρα; Ήλθα, πατέρα μου, έχοντας να σε παρακαλέσω θερμότατ' από μέρος μου κι' από τους βοηθούς μου, που τώρα μ' εφτά τάγματα και τρομερά κοντάρια τον κάμπο το Θηβαιικό περικυκλώνουν όλο. Και τούτοι είναι: ο Αμφιάραος, που είν' πρώτος στο κοντάρι, και στο να βγάνη απ' των πουλιών το πέταγμα μαντείες· δεύτερος είν' ο Αιτωλός Τυδέας, ο γυιός του Οινέα, τρίτος είν' ο Ετέοκλος γέννημα-θρέμμα του Άργους· τον Ιππομέδοντα έστειλε τέταρτον ο πατέρας του ο Ταλαός· παινεύεται ο Καπανέας ο πέμπτος, πως θα ρημάξη με φωτιά την πολιτεία της Θήβας· Έκτος είναι τ' αληθινό παιδί της Αταλάντης ο Αρκάδιος Παρθενοπαίος, που έτσι τον ονομάζουν, γιατί παρθένα η μάννα του πολύ καιρό είχε μείνει· κ' ο γυιός σου εγώ, κι' αν όχι γυιός σου, αλλ' απ' την κακήν μοίρα γεννημένος, αν και παιδί δικό σου όλοι με λένε, τον άφοβο του Άργους στρατό τον οδηγάω στη Θήβα. Στη ζωή των θυγατέρων σου τούτων και τη δική σου, παρακαλούμε σε όλοι εμείς, πατέρα, και ζητάμε να διώξης το βαρύ θυμό για μένα, που πηγαίνω να εκδικηθώ τον αδερφό και να τον τιμωρήσω, που απ' την πατρίδα μ' έδιωξε και μου άρπαξε το θρόνο. Επειδή, αν είναι αληθινό απ' τις μαντείες κάτι, αυτοί, που με το μέρος τους θα πας, νικητές θάναι. Σ' ορκίζω στις πηγές και στους θεούς, που της συγγένειας προστάτες είναι, να πειστής και να υποχωρήσης, γιατί κ' εγώ, καθώς εσύ, φτωχός είμαι και ξένος· και ζούμε κολακεύοντας κ' εσύ κ' εγώ τους άλλους, αφού έτυχέ μας νάχουμε κ' οι δυο την ίδια μοίρα. Κ' εκείνος, που είναι βασιλιάς, ω συφορά μου εμένα, περιγελώντας και τους δυο καυχιέται στην πατρίδα· αυτόν, αν με το μέρος μου έλθης εσύ, πατέρα, πολύ εύκολα και γλήγορα θε να τον αφανίσω κ' έτσι πάλι στο σπίτι σου θα σ' αποκαταστήσω κ' εμέ τον ίδιο, αφού απ' αυτό με βία διώξω εκείνον. Και τούτα να καυχιούμαι εγώ μπορώ, αν εσύ θελήσης, γιατί μήτε και να σωθώ μπορώ χωρίς εσένα. ΧΟΡΟΣ Για το χατήρι αυτού, που εδώ τον έστειλεν, Οιδίπου, αφού του ειπής τα ωφέλιμα ποια είναι, διώξε τον πάλι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ανίσως, φίλοι, ο βασιλιάς της χώρας, ο Θησέας δεν τύχαινε τον άντρ' αυτόν να στείλη εδώ σ' εμένα, θαρρώντας δίκιο και σωστό τα λόγια μου ν' ακούση, ποτέ του αυτός δε θάκουγε καθόλου τη φωνή μου. Μα τώρα, σαν τ' αξιώθηκε, θα φύγη, αφού από μένα ακούση τέτοια, που χαρά ποτέ να μη του φέρουν. Εσύ, κακούργε, το ραβδί σαν είχες και το θρόνο, που μέσ' στη Θήβα τα κρατεί σήμερ' ο αδερφός σου, εμένα τον πατέρα σου μ' εξώρισες ο ίδιος, δίχως πατρίδα μ' έκαμες και να φορώ τα ρούχα τούτα, που βλέποντάς τα κλαις τώρα, που μέσ' στον ίδιο μ' εμέ να βρίσκεσ' έτυχε πόνον και δυστυχία. Δεν πρέπει εσύ να κλαις· μα εγώ να τα υποφέρω πρέπει όσο θα ζω, θυμούμενος εσένα το φονιά μου, γιατί εσύ μ' έκαμες να ζω στη δυστυχία τούτη, εσύ μ' εξόρισες· εσύ μ' έκαμες να γυρίζω εδώ κ' εκεί και τη θροφή να ζητιανεύω απ' άλλους. Κι' ανίσως δεν εγένναγα τις θυγατέρες τούτες να με φροντίζουν, βέβαια συ δεν θα με βοηθούσες. Αυτές τώρα με σώζουνε, αυτές θροφή μου δίνουν, αυτές σαν άντρες, όχι σαν γυναίκες υποφέρουν μαζί μου· εσείς παιδιά είσαστε άλλου κι' όχι δικά μου. Δε σε προσέχει η μοίρα σου ακόμη, όπως σε λίγο, αν είναι αλήθεια, ότι οι στρατοί κίνησαν για τη Θήβα. Γιατί δεν είναι δυνατό την πολιτεία κείνη να τη χαλάσης, αλλά εμπρός σ' αυτή νεκρός θα πέσης γεμάτος αίμα και μαζί μ' εσένα κι' ο αδερφός σου. Τέτοιες κατάρες κι' από πριν εγώ είχα ξεστομίσει για σας· και τώρα τις καλώ να μούρθουν βοηθοί μου να μάθετε να σέβεστε κείνους, που σας γεννήσαν. Και βέβαια αυτές το θρόνο σου και την παράκλησή σου βαστούνε τώρα, αν κάθεται με τους αρχαίους νόμους η Δικιοσύνη η παλιά σιμά στου Δία τους θρόνους. Κ' εσύ χάσου σαν σίχαμα και με δίχως πατέρα, απ' τους κακούς ο πιο κακός, παίρνοντας για συντρόφους τούτες μου τις κατάρες, που τώρα σου δίνω: μήτε τη χώρα, που είν' πατρίδα σου, να κυριέψης, μήτε πίσω να ξαναπάς ποτέ στ' Άργος, αλλ' από χέρι συγγενικό να σκοτωθής, αφού σκοτώσης, κείνον που σ' έκαμεν εξόριστο. Τέτοια σε καταριέμαι και το σκοτάδι τ' αγριωπό φωνάζω του Ταρτάρου μαζί του να σε πάρη, φωνάζω τούτες τις θεές, φωνάζω και τον Άρη, που ανάμεσό σας έβαλε το τρομερό το μίσος. Και τώρα, που άκουσες αυτά, φεύγα αποδώ και τρέχα σ' όλους τους Θηβαίους να ειπής και στους πιστούς βοηθούς σου, πως έδωκε ο Οιδίποδας τέτοιο βραβείο στους γυιούς του. ΧΟΡΟΣ Και για τους δρόμους πούκαμες του κάκου, Πολυνείκη, σε συμπονώ· μα γλήγορα και τώρα φεύγα πάλι. ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ Αλλοίμονο στο δρόμο μου! στην ατυχία μου, αλλοί μου! ωιμένα και στους φίλους μου! Τέτοιο λοιπόν του δρόμου, που απ' τ' Άργος ξεκινήσαμε, τι τέλος είναι, ωιμένα! Τέτοιο που εγώ δε δύνουμαι μήτε και σε κανένα απ' τους συντρόφους να το ειπώ, μήτε να τους γυρίσω πίσω, παρά χωρίς μιλιά τη μοίρα τούτη πρέπει να συναντήσω. Όμως εσάς, που ακούσατε, αδερφές μου, όσα με καταράστηκε σκληρά ο πατέρας τούτος, σας εξορκίζω στους θεούς, ανίσως του πατέρα πιάση η κατάρα και ποτέ γυρίστε στην πατρίδα, μη με παραμελήσετε παρά μέσα σε τάφο φροντίστε να με βάλετε με τις τιμές, που πρέπει. Κι' αν τώρα για όσα κάνετε σε τούτον σας παινεύουν, κι' άλλον όχι μικρότερον έπαινο εσείς θα πάρτε για κείνα, που θα κάμετε σ' εμέ τον αδερφό σας. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Πολυνείκη, παρακαλώ σε κάτι να μ' ακούσης. ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ Για τι πράμ', Αντιγόνη μου, αγαπημένη; λέγε. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Γύρισε πίσω το στρατό γλήγορα στ' Άργος πάλι, και μη τη χώρα μας κ' εσέ τον ίδιον αφανίσης. ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ Δεν είναι δυνατό· γιατί πώς θα μπορέσω πάλι τον ίδιο να οδηγώ στρατό μια και γυρίσω πίσω; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Και τι ανάγκ' είναι, αδελφέ, και πάλι να θυμώσης; ανίσως την πατρίδα σου ρημάξης, ποιο το κέρδος; ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ Είναι ντροπή να φεύγω εγώ κι' από τον αδερφό μου, αν κ' είμαι μεγαλείτερος, να περιπαίζουμαι έτσι. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Βλέπεις λοιπόν, πως βγαίνουνε σωστές οι προφητείες τούτου, που λέει πως θάνατο θα δώστε ο ένας στον άλλο; ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ Ναι, προφητεύει· όμως εγώ τη γνώμη δε θ' αλλάξω. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Αλλοίμονό μου η δύστυχη! και ποιος να σ' ακλουθήση θε να τολμήση, ακούγοντας τις προφητείες τούτου; ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ Μα δε θα ειπώ εγώ τα κακά· γιατί τα καλά μόνο πρέπει ο καλός ο στρατηγός να λέη και τίποτε άλλο. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Λοιπόν, έτσι αποφάσισες να κάμης, αδερφέ μου; ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ Ναι· και μη μ' εμποδίσης πια· για μένα όμως θε νάναι η εκστρατεία αυτή κακιά κι' ολέθρια εξ αιτίας του πατέρα μας τούτου και των Ερινύων του. Κ' εσάς ο Δίας άμποτε να σας κατευοδώνη, αν κάμετε όσα ζήτησα για μένα, όταν πεθάνω, γιατί δε θε να μ' έχετε πια ζωντανό και τώρα αφίστε με κ' έχετε γεια· δε θα με ξαναδήτε πια ζωντανόν. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Αλλοίμονο στην κακομοίρα εμένα! ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ Μη με μοιρολογάς. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Και, ποιος μπορεί να μη σε κλάψη, αφού στον Άδη φανερά πηγαίνεις, αδερφέ μου; ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ Αν πρέπη, θα πεθάνω εγώ. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Όχι, παρά άκουσέ με. ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ Όσα δεν πρέπει μη μου λες. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ωιμέ η δυστυχισμένη ανίσως και σε στερηθώ. ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ Από τη μοίρα τούτα πρέπει να γίνουν έτσι ή αλλοιώς. Κ' εγώ τους θεούς παρακαλώ για σας, κακό ποτέ να μην ιδήτε· γιατί να δυστυχάτ' εσείς δεν είν' σωστό λένε όλοι. ΧΟΡΟΣ (Στροφή α') Καινούργιες πάλι συφορές μούρθανε και μεγάλες απ' τον τυφλό τον ξένο, εξόν αν είναι η μοίρα του. Γιατί των θεών κανένα θέλημα γελασμένο πως βγαίνει δε μπορώ να ειπώ. Αυτά ο καιρός τα βλέπει, τα βλέπει πάντα κι' άλλα κακά βάζοντας στα κακά τα κάνει πιο μεγάλα. Βρόντηξε, Δία, ο ουρανός. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Παιδιά μου, αν είν' εδώ κανείς, ας τρέξη το Θησέα, τον αξετίμητο άνθρωπο, γλήγορα εδώ να φέρη. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Τι τον θέλεις, πατέρα μου, που τον φωνάζεις νάλθη; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Του Δία τούτη η φτερωτή βροντή θε να με φέρη τώρα στον Άδη· γλήγορα στείλτε λοιπόν για νάλθη. ΧΟΡΟΣ (Αντιστροφή α') Να, τρομερά μεγάλο αστροπελέκι πέφτει από το Δία ριγμένο· σκωθήκαν απ' το φόβο του κεφαλιού μου οι τρίχες· εδείλιασε η καρδιά μου· γιατί και πάλι αστράφτει ο ουρανός· τι τέλος θα φέρη; το φοβάμαι· γιατί τ' αστροπελέκι ποτέ δεν πέφτει δίχως να φέρη συφορά. Ω Ουρανέ, ω Δία! ΟΙΔΙΠΟΥΣ Παιδιά μου, ήλθε της ζήσης μου το τέλος, καθώς τώχαν ειπεί οι θεοί, κι' αδύνατο μου είναι να το ξεφύγω. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Και πώς το ξέρεις; κι' από πού μπορείς να βγάλης τούτο; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Το ξέρω εγώ· μα γλήγορα όσο μπορεί, ας πάη κάποιος εδώ το βασιλιά της χώρας να μου φέρη. ΧΟΡΟΣ (Στροφή β') Πω! πω! να πίσω πάλι βροντολογάει τριγύρω τ' άγριον αστροπελέκι. Σπλαχνίσου μας, θεέ μου, σπλαχνίσου μας, αν φέρνης κάποιο κακό στη χώρα. Καλόγνωμον ας σ' εύρω, και τον καταραμένο τον άντρ' αυτόν αν είδα, γι' ανταμοιβή ας μη πάρω καμμιά βλαβερή χάρη. Αφέντη Δία, για σένα τα λέγω τούτα εγώ. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Κοντά είναι τάχα ο βασιλιάς; άρα γε αυτός, παιδιά μου, θα με προφτάση ζωντανό; νάχω τα λογικά μου; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Και σαν ποιο τάχα μυστικό να ειπής σ' αυτόνε θέλεις; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Για τα καλά που μούκαμε, χάρη πραγματική, πούτυχε να του υποσχεθώ, θέλω σ' αυτόν να κάμω. ΧΟΡΟΣ (Αντιστροφή β') Ε, ε, παιδί του Αιγέα γλήγορα τρέχα υ-υ - αν είσαι στης λαγκάδας την άκρη και θυσίες στης θάλασσας το θεό, τον Ποσειδώνα, κάνης μέσ' στο βωμό, που βώδια σφάζουν επάνω του, έλα. Γιατί νομίζει ο ξένος, πως δίκιο είναι σ' εσένα στους φίλους και στη χώρα να κάμη δίκια χάρη για όσα καλά έχει λάβει. Γλήγορα, αφέντη, τρέχα. ΘΗΣΕΑΣ Τι είναι οι καινούργιες οι φωνές, που βγάνετε και πάλι. κ' εσείς κι' ο ξένος φανερά; μήπως κακό κανένα σας έκαμε το φοβερό του Δία αστροπελέκι ή το χαλάζι πούπεσεν; όλα να τα φοβάται πρέπει κανείς, άμα ο Θεός σηκώνη τρικυμία. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Καθώς ποθούσα, βασιλιά, εμπρός μου ήλθες και κάποιος θεός τον ερχομό σου αυτόν σούκαμ' ευτυχισμένο. ΘΗΣΕΑΣ Παιδί του Λάιου, σαν τι καινούργιο είναι και πάλι; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Στο τέλος είμαι της ζωής· και θέλω να πεθάνω χωρίς για όσα υποσχέθηκα στη χώρα και σ' εσένα ψεύτης να βγω. ΘΗΣΕΑΣ Κι' απόδειξη ποια του θανάτου σου έχεις; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ίδιοι οι θεοί μου το μηνάν και μου το παραγγέλνουν, κάνοντας ν' αληθεύουνε τα όσα σημάδια ωρίσαν. ΘΗΣΕΑΣ Πώς είπες, ότι δείχνουνται, γέροντα, τα σημάδια; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Με τις αδιάκοπες βροντές και με τ' αστροπελέκια, που αμέτρητα το δυνατό χέρι του Δία τα ρίχνει. ΘΗΣΕΑΣ Με πείθεις, επειδή πολλά βλέπω να προφητεύης κι' όχι ψευτόλογα· και τι πρέπει να κάμω, λέγε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Παιδί του Αιγέα, θε να σου ειπώ εγώ όσα θε να κάμουν τούτη την πολιτεία σου για πάντα ευτυχισμένη. Μόνος μου, δίχως οδηγό, θε να σου δείξω αμέσως τον τόπον όπου πρέπει εγώ τα μάτια μου να κλείσω. Κι' αυτόν τον τόπο μη τον πεις ποτέ σου σε κανένα, μήτε που κρύβεται, μηδέ σε ποιο βρίσκεται μέρος για να σου δίνη πάντ' αυτός βοήθεια όσην οι ξένοι μισθοφόροι σου και πολύς στρατός δε θα σου δίνουν. Κ' εκείνα, που δε λέγουνται και πρέπει να κρατιούνται κρυφά, σαν έλθης μόνος σου εκεί, θε να τα μάθης· γιατί δεν πρέπει να τα ειπώ μήτε σ' άλλον κανένα, μήτε και στα παιδιά μου αυτά, μ' όσο κι' αν τ' αγαπάω. Μα πάντα μόνος ξέρε τα, κι' όταν στο τέλος φτάσης της ζήσης σου, στον πιο τρανό της χώρας μόνο ειπέ τα κ' εκείνος πάλιν ας τα λέη στο διάδοχό του πάντα. Κ' έτσι την πολιτεία σου ανίκητη θα κάμης απ' τους Θηβαίους· κ' οι πολλές οι πολιτείες, κι' αν έχη καλή κυβέρνηση καμμιά, εύκολ' αυθαδιάζουν. Μα όταν η τρέλλα κανενός φτάση ως που τα θεία να λησμονάη, πάντα οι θεοί προσέχουν κι' ας αργούνε· μη θέλης τούτο εσύ, παιδί του Αιγέα, να το πάθης. Αυτά όμως, που ορμηνεύω σε, πολύ καλά τα ξέρεις. Μα τώρα πια ας πηγαίνουμε στον τόπο, ας μην αργούμε, γιατί πολύ με βιάζουνε τα θεϊκά σημάδια. Παιδιά μου, ακολουθάτε με. Γιατί οδηγός σας τώρα γίνουμ' εγώ, καθώς εσείς είσαστε του πατέρα. Εμπρός· και μη μ' εγγίζετε, παρά αφίστε με ναύρω μονάχος μου τον ιερό τον τάφον, όπου η μοίρα μούχει ωρισμένο να κρυφτώ κάτω απ' το χώμα τούτο. Εδώθ' εδώ βαδίζετε· γιατί απ' εδώ με φέρνει ο Ερμής ο ψυχοδηγητής κ' η θεά του κάτω κόσμου. Ω φως αθώρητο! ήσουνα κάποτε πριν δικό μου και τώρα για στερνή φορά σ' εγγίζει το κορμί μου. Γιατί τώρα τον υστερνό παίρνω της ζήσης δρόμο και πάω στον Άδη να κρυφτώ. Μα, αγαπημένε φίλε, κ' εσύ και τούτη η χώρα σου κ' οι άνθρωποί σου πάντα ευτυχισμένοι να είσαστε, και να θυμάστε κάπου μέσα στην ευτυχία σας κ' εμέ τον πεθαμμένο. ΧΟΡΟΣ (Στροφή) Ανίσως και συχωρεμένο μου είναι την αθώρητη τη θεά με σέβας να παρακαλώ κ' εσέν', Αϊδωνέα, του κάτω κόσμου βασιλιά, Αϊδωνέα, παρακαλώ μήτε με πόνο, μήτε με θάνατο τυραγνισμέν' ο ξένος να φτάση στων νεκρών τον τόπο, που όλα τα κρύβει, και στα Στύγια τα παλάτια. Γιατί πολλές κι' αν σ' ηύραν δυστυχίες άδικα, δύνεται ο θεός ο δίκιος να σε σηκώση πάλι. (Αντιστροφή) Ω σκοτεινές θεές κι' άγριο θερίο, που εμπρός στις πολυσύχναστες τις θύρες κάθεσαι ξαπλωμένο και γαυγύζεις απ' τη σπηλιά σου κ' είσαι, καθώς λένε, φύλακας ανημέρευτος στον Άδη! Τούτο, ω παιδί της Γης και του Ταρτάρου, παρακαλώ να τραβηχτή στην άκρη για ναύρη λεύτερο το διάβα ο ξένος, που στο βασίλειο των νεκρών πηγαίνει. Εσέ, που τον αιώνιον ύπνο φέρνεις, παρακαλώ για τούτα. ΑΓΓΕΛΟΣ Ε, πατριώτες! σύντομα πολύ μπορώ να λέω νεκρό πια τον Οιδίποδα· μα πώς το πράγμα εγίνη δεν είναι διόλου δυνατό να το ιστορώ με λίγα, γιατί και τα όσα γίνηκαν εκεί λίγα δεν ήταν. ΧΟΡΟΣ Λοιπόν πέθανε ο δύστυχος; ΑΓΓΕΛΟΣ Μάθε το, πως εκείνος για πάντα την πολύπαθη ζωή του άφισε πίσω. ΧΟΡΟΣ Πώς; Τάχα οι θεοί του δώσανε θάνατο δίχως πόνο; ΑΓΓΕΛΟΣ Αυτό προ πάντων άξιο του θαυμασμού μας είναι. Γιατί πώς έφυγε από δω, κ' εσύ, που παρόν ήσουν, τα ξέρεις, δηλαδή χωρίς νάχη οδηγό κανένα αλλά οδηγώντας μας αυτός· κι' όταν στον καταρράχτη έφτασε, που είναι μέσ' στη γη με χάλκινα θεμέλια στερεωμένος, στάθηκε σ' έν' απ' τα μονοπάτια στη γούβα τη βαθουλωτή σιμά, όπου του Θησέα και του Πειρίθου βρίσκουνται τα αιώνια θυμητάρια της συμφωνίας πούκαμαν. Αφού στη μέση εστάθη από τη γούβα κι' από την πέτρα, που σύνορο είναι, κι' από την κούφια την γκόρτσα και τον πετρένιο τάφο, κάθησε κ' έπειτα έλυσε τα λερωμένα ρούχα. Κατόπιν, αφού φώναξε τις κόρες του, ζητούσε να φέρουνε τρεχούμενο νερόν από εκεί κάπου για να λουστή και για σπονδές. Κ' εκείνες, αφού πήγαν στο λόφο τον αντικρυνό της Δήμητρας, που κάνει όλα ν' ανθίζουν, γλήγορα φέρανε στον πατέρα αυτές του τις παραγγελιές, και το λουτρό και ρούχα του ετοίμασαν καθώς για τους νεκρούς είναι συνήθεια· κι' όταν ευχαριστήθηκε, γιατί είχαν όλα γίνει, (τίποτα πια δεν έμενεν απ' όσα επιθυμούσε) ο Δίας ο κάτω βρόντηξε και πάγωσαν οι κόρες από το φόβο, ως τάκουσαν· κ' επάνω στου πατέρα τα γόνατα αφού πέσανε, κλαίγανε και δεν παύαν να στηθοκόβουνται και να μοιρολογούν περίσσα· κ' εκείνος την πικρή φωνή καθώς ακούει ξάφνου, αφού τις σφιχταγκάλιασε, τους είπε: ωιμέ, παιδιά μου, δεν έχετε πια σήμερα πατέρα. Εγώ πεθαίνω και πια δε θα φροντίζετε να με γεροκομάτε με τόσα βάσανα· σκληρό, παιδιά μου, ήταν, το ξέρω, μα όλους αυτούς τους κόπους σας γλυκαίνει ένας μου λόγος. Καθείς δε σας αγάπησε περσότερο από μένα, που τώρα πια με χάνετε κ' έτσι ορφανές θα ζήτε όλη την άλλη σας ζωή. Τέτοια θρηνούσαν όλοι μ' αναστενάγματα βαθιά και σφικταγκαλιασμένοι. Κι' όταν στο τέλος έφτασαν των θρηνητών και βόγγο κανένα πια δεν έβγαναν, βαθειά σιωπή εγίνη. Και ξάφνου τον εφώναξε κάποιου η φωνή, που όλοι τρομάξαν κι' απ' το φόβο τους σκωθήκαν τα μαλλιά τους. Γιατί ο θεός πολλές φορές και δυνατά τον κράζει: Ε! εσύ, ε! εσύ Οιδίποδα! γιατί αργοπορούμε να πάμε; εσύ από μέρος σου αργείς από πολληώρα. Κ' εκείνος μόλις άκουσεν, ότι θεός τον κράζει, γυρεύει νάλθη ο βασιλιάς της χώρας, ο Θησέας· κι' αφού κοντά του επήγε αυτός τούπεν: αγαπημένε, το σεβαστό το χέρι σου δόσε το στα παιδιά μου για να ορκιστής - δόστε κ' εσείς, παιδιά μου, το δικό σας - και τάξε μου, ότι ποτέ δε θα προδώσης τούτα με θέλησή σου, κι' όσα εσύ έχεις σκοπό να κάμης κάμε τα, πάντα σου έχοντας στο νου σου το καλό τους. Κι' αυτός σαν γενναιόκαρδος άντρας κι' όχι με θρήνους στον ξένον υποσχέθηκε μ' όρκο, πως θα τα κάμη. Και καθώς γίνηκαν αυτά αμέσως ο Οιδίπους με τα τυφλά τα χέρια του αγγίζει τα παιδιά του, και λέει: θυγατέρες μου ανάγκη είναι, την τύχη τη νέαν αφού υποφέρετε , να φύγετε απ' το μέρος τούτο και να μη θέλετε να ιδήτε όσα δεν πρέπει να βλέπετε, μηδέ όσα εμείς θα πούμε να γροικήστε. Όσο το γληγορώτερο φευγάτε· κι' ο Θησέας μονάχος του να μείνη εδώ να μάθη όσα θα γίνουν. Αφού μας είπε τόσ' αυτός, τον υπακούσαμε όλοι και δάκρυα χύνοντας βροχή φεύγαμε με τις κόρες. Σε λίγο, όταν εφύγαμε, γυρίσαμε να ιδούμε από μακριά· όμως πουθενά δεν είδαμε πια νάναι ο Οιδίποδας· μα ο βασιλιάς μόνος και να κρατάη στα μάτια εμπρός τα χέρια του για να τα ισκιάζη, σάμπως να εφάνη κάτι φοβερό και να το βλέπη μόνο. Σε λίγο όμως τον βλέπουμε να προσκυνάη με σέβας τη γη και να παρακαλή τον Όλυμπο συνάμα. Κ' εκείνος με ποιο θάνατον επέθανε κανένας δε θα μπορέση να το ειπή, εξόν απ' το Θησέα. Γιατί δεν τόνε σκότωσε κανένα αστροπελέκι του Δία, μηδέ θαλασσινή φουρτούνα, που εσηκώθη εκείνη τη στιγμή, παρά κάποιος, που ήταν σταλμένος απ' τους θεούς, ή θ' άνοιξε καλόγνωμο το στόμα του Άδη το αλύπητο, γιατί δεν πέθανεν εκείνος με τρόπο, που να τον θρηνή κανείς, μηδ' απ' αρρώστια πάσχοντας, αλλά θαυμαστός όσο κανείς στον κόσμο· κι' αν φαίνουμαι, ότι δε μιλώ φρόνιμα, δε ζητάω συμπάθειο απ' όσους με θαρρούν πως λογικά δε λέω. ΧΟΡΟΣ Κι' όσοι τον ξεπροβόδησαν από τους φίλους που είναι κ' οι κόρες του; ΑΓΓΕΛΟΣ Δεν είναι αυτές μακριά· γιατί οι φωνές τους γεμάτες θρήνο μαρτυρούν, πως έρχουντ' εδώ πέρα. ΑΝΤΙΓΟΝΗ (Στροφή α') Ωιμένα! αλλοίμονο! έχουμε, έχουμε οι κακομοίρες να κλαίμε, αλήθεια, για πολλά κι' όχι μόνο για το αίμα του δύστυχου πατέρα μας, που ήταν καταραμένο και πριν τη γέννησή του· να κλαίμ' εμείς, που αδιάκοπα άλλοτε τόσους πόνους βαστούσαμε κι' αμέτρητους στο τέλος θε να ειπούμε, γιατί είδαμε και πάθαμε πολλά για τον πατέρα. ΧΟΡΟΣ Τι είναι; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Μπορείτε, φίλοι μου, εσείς να το υποθέστε. ΧΟΡΟΣ Πέθανε; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Όσο καλλίτερα μπορούσες να ποθήσης. Γιατί τι περισσότερο μπορείς να επιθυμήσης για κείνον, που ούτε πόλεμος μήτε κι' ανεμοζάλη θαλασσινή τον χτύπησε, αλλά τον εκατάπιαν τόποι κρυφοί κι' αθώρητοι, ενώ τον ετραβούσε αθώρητος ο θάνατος; Ω! η κακομοίρα! νύχτα μαύρη κι' ολέθρια απλώθηκε στα μάτια μας επάνω. Γιατί πώς, τριγυρίζοντας σε μακρυσμένη χώρα ή μέσα σε θαλασσινή φουρτούνα, θα μπορούμε τη δυσκολόβρετη θροφή για τη ζωή να βρούμε; ΙΣΜΗΝΗ Δεν ξέρω. Κι' άμποτε ο φονιάς ο Άδης να με σκοτώση για να πεθάνω η δύστυχη μαζί με τον πατέρα· γιατί θα είν' κακορροίζικη για μένα πια η ζωή μου. ΧΟΡΟΣ Χρυσά μου διδυμιάρικα! τη θεϊκιά τη μοίρα, σαν ήλθε, να υποφέρετε παλληκαρήσια πρέπει. Δεν πρέπει και να νοιώθετε τόσο μεγάλο πόνο, γιατί και δεν εφτάσατε σε τόση δυστυχία. ΑΝΤΙΓΟΝΗ (Αντιστροφή α') Όμως ποθούσαμ' εμείς κάπως και τη δυστυχία. Γιατί κ' εκείνο που δεν ήταν διόλου αγαπημένο, ήταν για εμάς αγαπημένο, όταν τον κρατούσα εκείνον μέσ' στην αγκαλιά μου. Αγαπημένε μου πατέρα, πούσαι διπλωμένος της γης το αιώνιο σκοτάδι, κι' αν δε ζης, θα σ' αγαπάμε πάντα εγώ και τούτη. ΧΟΡΟΣ Πέθανε πια; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Βρήκε αυτός τέλος όπως το ποθούσε. ΧΟΡΟΣ Ποιο τέλος; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Πέθανε στην ξένη χώρα, που ήθελε, και τάφο πάντα ισκιερόν έχει, κι' άφησε ο θάνατός του λύπη, που το θρήνο φέρνει. Γιατί πατέρα μου για σένα με στεναγμούς τα δάκρυα τρέχουν, μήτε ξέρω η μαύρη την τόση μου για σένα λύπη πώς να τη μερώσω. Ωιμέ! ήθελες σε χώρα ξένη να πεθάνης, πέθανες όμως έτσι μόνος κ' έρμος. ΙΣΜΗΝΗ Δύστυχη εγώ! τάχα ποια μοίρα ... - υ - πάλι εμέ κ' εσένα μας περιμένει, αγαπημένη, έτσι ορφανές από πατέρα; ΧΟΡΟΣ Αλλ' αφού είχε τέλος ευτυχισμένο, αγαπημένες, παύτε αυτή τη λύπη· γιατί κανένας δεν υπάρχει, που δυστυχία να μη τον δέρνη. ΑΝΤΙΓΟΝΗ (Στροφή β') Πίσω, καλή μου, ας τρέξουμε. ΙΣΜΗΝΗ Να κάνουμε τι; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Θέλ... ΙΣΜΗΝΗ Τι; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Να ιδώ τον τάφ... ΙΣΜΗΝΗ Ποιου; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ωιμένα...ου πατέρα. ΙΣΜΗΝΗ Και πώς είν' τούτο βολετό; Μήπως δε βλέπεις τάχα... ΑΝΤΙΓΟΝΗ Για ποια αφορμή με μάλωσες; ΙΣΜΗΝΗ Και για τούτο: ότ... ΑΝΤΙΓΟΝΗ Τι είναι και πάλι αυτό; ΙΣΜΗΝΗ Πώς άταφος χάθηκε εκείνος κ' έρμος. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Φέρε με και στον τάφο του σφάξε με τότ' επάνω. ΙΣΜΗΝΗ Ωιμένα η τρισβαριόμοιρη! πώς πάλι εγώ θα ζήσω ορφανεμένη κ' έρημη ζωή δυστυχισμένη; ΧΟΡΟΣ (Αντιστροφή β') Μη φοβηθήτε, αγαπημένες. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Μα πώς να γλυτώσω; ΧΟΡΟΣ Και πριν εγλύτωσε... ΑΝΤΙΓΟΝΗ Τι τάχα; ΧΟΡΟΣ και δε σ' ηύρε κάποια δυστυχία τραν... ΑΝΤΙΓΟΝΗ Το ξέρω. ΧΟΡΟΣ Σαν τι λοιπόν έχεις στο νου σου; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Πώς θα πάμε πίσω στην πατρίδα μας, δεν ξέρω. ΧΟΡΟΣ Μην το ζητάς τούτο. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Μας αναγκάζ' η δυστυχία. ΧΟΡΟΣ Και πρώτα σας στενοχωρούσε. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ήταν πριν μεγάλη, μα τώρα πιο χειρότερ' είναι. ΧΟΡΟΣ Σας έλαχε κάποιο πέλαγο συφοράς μεγάλο. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ωιμένα! πού να πάμε, Δία; Γιατί σαν ποια τώρα ελπίδα πια ο θεός μ' αφίνει; ΘΗΣΕΑΣ Παύτε, κόρες, τα κλάμματα· γιατί δεν πρέπει λύπη να δείχνουμε όπου σαν ευεργεσία έρχεται ο θάνατος· είν' αμαρτία τούτο. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Προσπέφτουμε στα πόδια σου, παιδί του Αιγέα. ΘΗΣΕΑΣ Για να σας κάμω ποια παράκλησή σας, κόρες; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Θέλουμε του πατέρα μας κ' εμείς να ιδούμε τον τάφο. ΘΗΣΕΑΣ Μα δεν είναι δυνατό να γίνη. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Πώς είπες, της Αθήνας βασιλιά κι' αφέντη; ΘΗΣΕΑΣ Παρθένες! μούπε κείνος: άνθρωπος κανένας μήτε στους τόπους τούτους να σιμώση, μήτε στον τάφο να προσευχηθή τον εδικό του. Και μούπε, πως αν τα φυλάξω καλά τούτα η χώρα μου θε νάναι πάντα δίχως λύπη. Τούτα λοιπόν τάχει ο θεός μας ακουσμένα κι' ο Όρκος του Δία, που όλα τ' ακούει. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Μα ανίσως τούτα τα θέλησ' έτσι εκείνος νάναι, μας αρκούνε. Και τώρα στείλε μας στη Θήβα την αρχαία μήπως κ' εμποδίσουμε των δυο αδερφών μας το σκοτωμό. ΘΗΣΕΑΣ Κι' αυτά θα κάμω κι' όλα, όσα μπορώ να κάμω ωφέλιμα σ' εσάς για χάρη κείνου, που εδώ και λίγην ώρα μέσ' στο χώμα μπήκε κ' εχάθη· εγώ δεν πρέπει ν' αποκάνω. ΧΟΡΟΣ Μα τώρα τ' αναφυλλητά παύτε και μην αρχίστε τα μοιρολόγια πάλι· γιατί το δίχως άλλο αυτά είν' επικυρωμένα. ΤΕΛΟΣ
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 411 π.Χ. ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (Αθηναία) ΚΑΛΟΝΙΚΗ (Αθηναία) ΜΥΡΡΙΝΗ (Αθηναία) ΛΑΜΠΙΤΩ (Γυνή Λακεδαιμονία) ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΙΝΕΣ (Α , Β , Γ κτλ) ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ ΚΙΝΗΣΙΑΣ (Σύζυγος της Μυρρίνης) ΠΑΙΣ ΚΗΡΥΞ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ ΠΡΕΣΒΕΙΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ ΠΡΕΣΒΕΙΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ Ενώ ο Πελοποννησιακός Πόλεμος μαίνεται κρατώντας τους άντρες μακριά από τα σπίτια τους, η Λυσιστράτη συγκαλεί τις γυναίκες της Αθήνας, της Σπάρτης και των άλλων πόλεων για να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Οι γυναίκες συγκεντρώνονται και η Λυσιστράτη τους προτείνει αποχή από τα συζυγικά τους καθήκοντα μέχρι οι άνδρες να σταματήσουν τον πόλεμο. Αν και αρχικά αρκετές από αυτές αντιδρούν, στο τέλος πείθονται από τη Λυσιστράτη και τη Σπαρτιάτισσα Λαμπιτώ, συσπειρώνονται και καταστρώνουν το σχέδιό τους. Η δράση των γυναικών έχει άμεσα αποτελέσματα και το "στρατόπεδο" των αντρών μπαίνει στην αντεπίθεση με όλους τους δυνατούς τρόπους. Μετά από υπαναχωρήσεις, διαπληκτισμούς και διαπραγματεύσεις, η ειρήνη επιτυγχάνεται. (Η σκηνή παριστά οδόν, αφ' ης βλέπει η οικία της Λυσιστράτης. Άποψις της Ακροπόλεως.Η Λυσιστράτη ίσταται παρά την θύραν της οικίας της.) ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Μ' αν τις εκάλεσε κανείς κι από τα σπίτια φύγανε και ή στου Βάκχου το ναό, ή στου Πανός επήγανε, ή στη Γεννετυλίδαμας, ή και στην Κωλιάδα, απ' τα πολλά τα τύμπανα που θα' νε στην αράδα, δεν θα μπορούσε βέβαια γυναίκα να περάσει. Κι όμως καμία δεν φάνηκε στο σπίτι μου να φθάσει έξω από τη γειτόνισσα που έρχεται τρεχάτη. Την Καλονίκη χαιρετώ. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Κ' εγώ τη Λυσιστράτη. (Δίδουν τας χείρας) Το μάτι μου σε ταραχή και σκυθρωπή σε βλέπει· να γίνωνται τα φρύδια σου σαν τόξα, δεν σου πρέπει, παιδί μου. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Καλονίκη μου, μεσ' στην καρδιά μου καίει για τις γυναίκες μιά φωτιά, που κάθε άνδρας λέει πως είμαστ' όλες πονηρές και τούτο με λυπεί. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Μα το θεό! Δεν είμαστε; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Μα είχαμε ειπή εδώ να μαζευθούμε, και όλες για υπόθεσι σπουδαία να σκεφτούμε· μα να τες που δεν έρχονται· το ρίξαν στο κοιμήσι. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Θα' ρθούν. Δεν είναι εύκολο πολύ να ξεκινήσει γυναίκ' από το σπίτι της· η μία θα φροντίσει και για το νοικοκύρη της· εκείνη θα ξυπνίσει το δούλο της· ή το μωρό η άλλη θα κοιμίση· κι αυτή θα λούσει το παιδί, κι αυτή θα το ταΐση. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Εδώ υπάρχει κάτι πιο σπουδαιότερ' απ' αυτά. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Τι τρέχει, Λυσιστράτη; που τις γυναίκες κάλεσες να ρθούνε δίχως άλλο; Ποιο πράγμα είναι, φίλη μου, και πόσο; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Ά, μεγάλο. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Μπά! Μήπως είναι και χονδρόν; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Μα το θεό, χονδρόν. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Και τότε πώς δεν ήλθαμε; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Δεν είναι των ανδρών αυτό που ξέρεις· τότε πια θα φθάναμε τρεχάλα· μα είναι πράματ' άλλα, που να εξέτασα καλά μονάχη μπρός και πίσω, κι αγρύπνησα πολλές νυχτιές, για να τα συζητήσω. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Αμ' τότε θα' νε πράματα πολύ λεπτά επίσης, για να μπορέσεις εύκολα να τα στριφογυρίσεις. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Σόσο λεπτά, που η Ελλάς μπορεί σ' αυτόν το χρόνο, τη σωτηρία της να βρει με τις γυναίκες μόνο. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Με τις γυναίκες! Έλα δα! θα' ταν μεγάλο θαύμα, να στέκ' η σωτηρία της σε τόσο λίγο πράμα. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Για το καλό της πόλεως ό, τι θα ειπώ, αν γίνει, από Πελοποννήσιο ρουθούνι δεν θα μείνει. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Μα το θεό, καλύτερα να λείψουνε κι αυτοί. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Και τότε θα καταστραφούν και όλ' οι Βοιωτοί. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Αλλά να μη καταστραφούν και όλοι στην εντέλεια· της Κωπαΐδας μοναχά εξαίρεσε τα χέλια. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Για την Αθήνα δε ποτέ στο νου μου δεν θα βάλω τέτοιο κακό μεγάλο. Μα τούτο δεν σημαίνει, μπορείς να νοιώσεις μόνη σου πως πάει κι αυτή χαμένη. Αν όμως μαζευθούν εδώ στο σπίτι μου πλησίον τα θηλυκά των Βοιωτών και Πελοποννησίων, και όλες σύμφωνες ημείς τα χέρια μας αν δώσουμε, έ τότε την Ελλάδα μας αφεύκτως θα την σώσουμε. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Μα οι γυναίκες πώς μπορούν κάτι καλόν να κάνουνε, και κάποια φρόνιμη δουλειά, που κάθονται και βάνουνε στο σπίτι τους φτιασίδια, και κίτρινα φορέματα, και χίλια δυό στολίδια, που βάνουν και κυμβερικάφουστάνια δίχως ζώνη και παντουφλάκια ελαφρά; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Αυτά θα γίνουν μόνη αιτία, που θα βρει σ' εμάς η πόλης τον σωτήρα· τα κίτρινα φορέματα, οι στολισμοί, τα μύρα, τα διάφανα ποκάμισα, κι αυτό το παντουφλάκι ΚΑΛΟΝΙΚΗ Και με ποιόν τρόπο; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Που θα δεις και μόνη, σε λιγάκι. Να μη βρεθεί αρσενικός, που δόρυ να σηκώσει, και άλλον να σκοτώση. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Αν η γυναίκα, όπως λες, το θαύμ' αυτό θα κάνει, μα τις θεές, βάφω κ' εγώ το κίτρινο φουστάνι. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Ούτε ασπίδα πια κανείς να πιάσει θα μπορέση ΚΑΛΟΝΙΚΗ Θα βάλω και κυμβερικό φουστάνι δίχως μέση ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Και ούτε μαχαιράκι ΚΑΛΟΝΙΚΗ Θα βάλω παντουφλάκι. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Δεν έπρεπε λοιπόν αυτές να είν' εδώ παρούσες; ΚΑΛΟΝΙΚΗ Τι λες! Που έπρεπε φτερά να κάνουν οι βρωμούσες! ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Μα Αθηναίες είν' κι αυτές, όπως καθένας βλέπει, που πάντα φτιάνουν κάθε τι την ώρα που δεν πρέπει. Και δεν εφάνηκε καμία να φθάσει στην Αθήνα, ούτ' από τις θαλασσινές, ούτ' απ' τη Σαλαμίνα. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Μα ξέρω πως πρωΐ πρωΐ στα τρεχαντήρια μπήκανε και στη στεριά διαβήκανε. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Και όμως ελογάριαζα πως πιο μπροστά θα φθάσουν των Αχαρνών τα θηλυκά· μα να, θα μας το σκάσουν. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Αλλά η Θεαγέναινα, για να'ρθει εδώ τρεχάτη, πήγε και συμβουλεύθηκε τη νύχτα την Εκάτη. Μα να που φθάνουν μερικές... να κι άλλες που κινάνε. Ού, ού! Κι αυτές ποιες να'νε; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Ά, είν' απ' τον Ανάγυρο όλα αυτά τα πλήθη. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Θαρρώ πως ο ανάγυρος στ' αλήθεια εκινήθη. (Εισέρχεται η Μυρρίνη, Λαμπιτώ και πολλαί γυναίκες) (Αι Ανωτέρω, Μυρρίνη, Λαμπιτώ και τινες Γυναίκες μετ' ολίγον.) ΜΥΡΡΙΝΗ Μήπως και στο συνέδριο, που θέλεισες να γίνει, οι τελευθαίες φθάσαμε; Για δε μιλάς; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Μυρρίνη, βέβαια το εγκώμιο δεν θα σου πλέξω τώρα, που για σπουδαία πρόκειται και μου' ρθες τέτοιαν ώρα. ΜΥΡΡΙΝΗ Εγύρευα τη ζώνη μου μεσ' στο σκοτάδι μόνη μου. Μ' αν ήνε τόσο σοβαρό, που λες, το πράμα εκείνο, πες το σ' εμάς που ήλθαμε. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Αλλά θα περιμένω και τις γυναίκες, που θα ρθουν για την αυτήν αιτία, από την Πελοπόννησο κι από τη Βοιωτία. ΜΥΡΡΙΝΗ Ά, μάλιστα· όσο γι' αυτό... Να που 'ρχεται κ' η Λαμπιτώ. (Εισέρχεται η Λαμπιτώ) ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Καλώς τη Σπαρτιάτισσα τη Λαμπιτώ! Τι χρώμα! πώ'χεις, γλυκειά μου! Τι γερό και σιδερένιο σώμα! Τι ομορφιά! Που φαίνεται και λάμπει εδώ και πέρα! Και ταύρο θα μπορούσες εσύ να πνίξης καμία μέρα! ΛΑΜΠΙΤΩ Μα τους θεούς, είναι γερό αυτό το σώμα όλο μου. Γυμνάζομαι ως που χτυπούν κ' οι φτέρνες μου στον κώλο μου. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (ψηλαφούσα τα στήθη της Λαμπιτούς) Στάσου λιγάκι, στάσου... Και τι ωραία που' ν' αυτά, φιλτάτη, τα βυζιά σου. ΛΑΜΠΙΤΩ Σας βλέπω που ξαμώνετε τα χέρια να με ψάξετε, λες κ' είμαι κάποιο σφάγιο και ήρθα να με σφάξετε. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Και η κοπέλλα από δω ποια είναι; ΛΑΜΠΙΤΩ Μα τον Δία, είναι κι αυτή αρχόντισσα από τη Βοιωτία που έρχεται για λόγου σας. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Λοιπόν είμαι βεβαία, ότι χωράφι εκλεκτό θα' χεις και εσύ, Θηβαία. ΚΑΛΟΝΙΚΗ (θωπεύουσα την Θηβαίαν) Εγώ νομίζω μάλιστα πως τούτο το καϋμένο, θα τό' χει το χωράφι του και καλλιεργημένο. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Και το κορίτσι από δω ποιο είναι; ΛΑΜΠΙΤΩ Μα το Δία είναι μια κόρη όμορφη από την Κορινθία. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Σαν είν' από την Κόρινθο, θα' νε πολύ καλή, και μάλιστα μου φαίνεται και λίγο παρδαλή. ΛΑΜΠΙΤΩ Ποιος έκαμε να 'ρθεί εδώ ν' αράξει τούτος όλος των γυναικών ο στόλος; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Εγώ. ΛΑΜΠΙΤΩ Για μίλησε λοιπόν με λόγια μετρημένα, τι θέλεις από μένα; ΜΥΡΡΙΝΗ Πες μας λοιπόν, καϋμένη! ΚΑΛΟΝΙΚΗ Ναι, λέγε μας, τι τάχατε σπουδαίο σου συμβαίνει; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Αμέσως τώρα θα το πω· μα θα ρωτήσω πρώτα, και θ' απαντήσετε και εσείς. ΜΥΡΡΙΝΗ Ό, τι κι αν θέλεις ρώτα. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Σεις δεν επιθυμήσατε, μονάχες νύχτα μέρα, να έχετε των τέκνων σας κοντά σας τον πατέρα, που λείπει για τον πόλεμο; Γιατί καλά το ξέρω πως έφυγαν οι άνδρες σας. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Ά! Το δικό μου γέρο στη Θράκη μου τον στείλανε, καϋμένη, να φυλάττη τον στρατηγόν Ευκράτη! ΓΥΝΗ Α Και το δικό μου φίλο μήνες εφτά σωστούς σωστούς τον έχουνε στην Πύλο. ΛΑΜΠΙΤΩ Και ο δικός μου βιαστικός καμία φορά αν έβγη από τις τάξεις, μού 'ρχεται και δος του ξαναφεύγει. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Καλέ τι λες; Από γαμιά δεν έχει μείνει σπίθα μιά. Αφ' ότου οι Μιλήσιοι μας έχουνε προδώση, κ' εκόψαμε τη σχέσι τους, δεν είδα ούτε τόση μια οχταδάκτυλη ψωλή από πετσί φτιασμένη, για πέτσινη παρηγοριά τουλάχιστο να μένη. Θέλε τε σεις λοιπόν μ' εμέ, αν τύχει κ' εύρω τρόπο, να παύσουμε τον πόλεμο που ρήμαξε τον τόπο; ΜΥΡΡΙΝΗ Μα τις θεές, αν ήτανε ανάγκη να πουλήσω και το πανωφοράκι μου, κι αυτό θα το θελήσω και θα το πιώ αυθημερόν. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Κ' εγώ τι να σας πω; και αν μου ή ταν δυνατόν σα σφήκα να κοπώ στα δυό, το 'να κομμάτι μου θα το παραχωρούσα. ΛΑΜΠΙΤΩ Στου Ταϋγέτου την κορφή ν' ανέβω θα μπορούσα κ' εγώ, αρκεί να ήξευρα μ' αυτό πως η ειρήνη μπορούσε και να γίνει. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Να σας το κρύψω δεν μπορώ· κι ακούστε τι θα φτιάσουμε. Αν θέλετε, γυναίκες μου, τους άνδρες ν' αναγκάσουμε να κάμουν την ειρήνη, η κάθε μιά στον άνδρα της να παύσει να το δίνει. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Και πώς; Για λέγε. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Έ λοιπόν τι λέτε; Τους το φτιάνουμε; ΚΑΛΟΝΙΚΗ Κι αν πρέπει να πεθάνουμε, να γίνει αυτό που λες. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Λοιπόν ν' αποκηρύξουμε τις ανδρικές ψωλές. (Αι γυναίκες δεικνύουν δυσαρέσκειαν, άλλαι κλαίουν και άλλαι διατίθενται να φύγουν.) Έ! Σεις για πού το βάλατε; Και σεις για πού το στρίψατε; Τι στραβομουτσουνιάσατε; Τα μούτρα τι τα κρύψατε; Τι άλλαξε το χρώμα σας κι αρχίσατε να κλαίτε; Αρνείστε; Ή το κάνετε; Τι σκέπτεσθε; Δεν λέτε; ΚΑΛΟΝΙΚΗ Αρνούμαι· δεν με μέλει. Ά μπα, μπορεί ο πόλεμος να γίνετ' όσο θέλει. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (Στην Καλονίκη) Αυτά λοιπόν περίμενα, βρε σφήκα, να μας πης; Δεν ήσουν εσύ που έλεγες στα δυο να κοπής; ΚΑΛΟΝΙΚΗ Άλλαξε λόγια, άλλαξε! Και στη φωτιάν απάνω να περπατήσω αν αγαπάς, για χάρη σου το κάνω· κι αυτό, που λες, το προτιμώ, παρά της πούτσας τον καϋμό, γιατί δεν ξεύρω σαν κι αυτή τι άλλο θ' αποκτήσω. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (Στη Μυρρίνη) Και εσύ τι λες; ΜΥΡΡΙΝΗ Μα... τη φωτιά κ' εγώ θα προτιμήσω. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Ώ γένος ξεκωλιάρικο! Δικαίως, μα τον Δία, λένε πως βγαίνει από μας η κάθε τραγωδία. Δεν ξέρουμ' άλλο τίποτα κ' εμείς μικραί, μεγάλαι, παρά ξεροκουνήματα και δοστου μπάσε βγάλε! Μα κι αν η Σπαρτιάτισσα στο κόμμα μου θα μείναι, μπορεί να κατορθώσουμε οι δυό μας την ειρήνη. Δος μου λοιπόν την ψήφο σου. ΛΑΜΠΙΤΩ Είνε κακό πολύ απ' της γυναίκας το πλευρό να λείπη κ' η ψωλή και μόνη να κοιμάται. Μα η ειρήνη μ' όλ' αυτά θαρρώ πως προτιμάται. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Εύγε σου, φιλενάδα! είσαι γυναίκα πιο σωστή απ' όλες στην Ελλάδα. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Θαρρείς πως αν απέχουμε κι απ' τη δουλειάν εκείνη, για τούτο ό μη γένοιτο! θα κάμουν την ειρήνη; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Μα τις θεές, είν' αρκετό. Αν κάτσουμε κλεισμένες μέσα στα σπίτια μας ημείς, καλοφτιασιδωμένες, και στα ποκαμισάκια μας αυτά τ' αμοργινά αφήσουμε τα σώματα να φαίνωνται γυμνά και το κουρέψουμε κι αυτό, οι άνδρες θα λυσσάξουν απ' την επιθυμία τους να ρθούν να μας τη σάξουν· κι όταν θα ιδούν η κάθε μιά ότι γι' αυτούς δεν τώχει, τότε να δεις τον πόλεμο τον παύουνε, ή όχι; ΛΑΜΠΙΤΩ Το ίδιο κι ο Μενέλαος, σαν είδε την Ελένη στα στήθη γυμνωμένη και είδε το βυζί της, επέταξε το ξίφος του κ' εκόλλησε μαζί της. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Για στάσου τώρα, βρε κουτή: κι αν μας αφήσουνε κι αυτοί; έ, τότε τι γινόμαστε; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ κι αν η γυναίκα δεν δεχθεί τα δόντια της να δείξει, ο άνδρας δεν ευφραίνεται. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Έ τότε το δεχόμεθα, σαν εύκολο μας φαίνεται. ΛΑΜΠΙΤΩ Όσο για μας, θα πείσουμε τους άνδρας μας να γίνει ειλικρινής ειρήνη· αλλά αυτός ο παλαβός λαός των Αθηναίων, πώς θα πεισθεί τον πόλεμο να μη γυρεύη πλέον; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Για τούτο μη σε μέλη, κ' εμείς τον καταφέρνουμε να μη τον ξαναθέλει. ΛΑΜΠΙΤΩ Για την ειρήνη ο λαός δεν κάνει ούτε βήμ α, ενόσω πλοία έχετε κι αμέτρητο το χρήμα, απάνω στην Ακρόπολι. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Εφρόντισα για τούτο· θα κυριεύσουμε κι αυτή και όλον της τον πλούτο· θα παν' εμπρός οι πιο γρηές, κατά τη συμφωνία, και τάχα με την πρόφασι να κάνουνε θυσία θα πιάσουν την Ακρόπο λι, ως που να μαζευθούμε κ' ημείς, και τι θα κάνουμε εδώ να συσκεφτούμε. ΛΑΜΠΙΤΩ Όλα καλά όσα μας λες. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Έ Λαμπιτώ, και τώρα γιατί δεν ορκιζόμαστε, μα χάνουμε την ώρα, κ' έτσι τη συμφωνία μας ποτέ να μη χαλάσουμε; ΛΑΜΠΙΤΩ Πες μας λοιπόν του λόγου σου τον όρκο που θα πιάσουμε. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Αλήθεια· πού 'ν' η δούλα μου; Έ, πού κοιτάζεις; Βάλε συ την ασπίδ' ανάποδα, και τα εντόσθια βγάλε. του θύματος, να κάνουμε τον όρκο. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Λυσιστράτη, ποιόν όρκο τάχα θα μας πεις να κάνουμε, φιλτάτη; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Ποιόν όρκο; Και ο ποιητής Αισχύλος το 'χει πει· απάνω στην ασπίδα μας το θύμα θα κοπεί. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Όχι, δεν είναι δυνατόν, όρκος για την ειρήνη σε μια ασπίδα δηλαδή πολεμική να γίνει. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Και πώς θα ορκισθούμε; ΚΑΛΟΝΙΚΗ Έν' άλογο θα βρούμε άσπρο, και τα εντόσθια η δούλα να του βγάλει. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Πού να το βρούμε τ' άλογο το άσπρο τώρα πάλι; ΚΑΛΟΝΙΚΗ Και πώς λοιπόν η κάθε μιά τον όρκο της θα κάνει; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Θα σου το πω. Να πάρουμε κατάμαυρη λεκάνι, ανάποδα τη βάζουμε κ' ένα σταμνί από κρασί της Θάσου θυσιάζουμε, κι όρκο σ' αυτό θα δώσουμε (Εμφαντικώς) πως δεν θα το νερώσουμε!... ΛΑΜΠΙΤΩ Ωχ, ωχ! Τον όρκο σου αυτόν κ' επαίνους να του ψάλουμε δεν είναι δυνατόν. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Λοιπόν ας τρέξει μέσα μιά ένα σταμνί να φέρη και μια λεκάνι. (Εξέρχεται μια Γυνή και εισέρχεται φέρουσα λήκυθον και κύλικα). ΚΑΛΟΝΙΚΗ Τι σταμνί, όπου δεν έχει ταίρι! (Λαμβάνει την λήκυθον) Τι γλύκα που θα αισθανθεί αυτή που θα την πιάση και, κλουκ, θα την αδειάση. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Άφησε κάτω το σταμνί, και πι ασ' εδώ μπροστά μου! (Η Καλονίκη θέτει την χείρα επί της Λυσιστράτης καταλλήλως) (Η Λυσιστράτη επισήμως): Πειθώ! Βασίλισσά μου! Και εσύ, ώ στάμνα του γλεντιού! Δέξου την ικεσία των γυναικών με εύνοια, και τούτη τη θυσία. (Φύνει εις την λεκάνιν οίνον) ΚΑΛΟΝΙΚΗ Τι αίμα κατακόκκινο! για ιδές πως λαμπυρίζει! ΛΑΜΠΙΤΩ Αλήθεια, μα τον Κάστορα, και τι γλυκά μυρίζει! ΜΥΡΡΙΝΗ Αφήστε με, γυναίκες μου, πρώτη να μπω στη μέση να ορκισθώ! ΚΑΛΟΝΙΚΗ Όχι ποτέ, ο κλήρος σου πριν πέση. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Έ, Λαμπιτώ! Στη στάμνα μας απλώστε το χέρι, κι ας έβγη μια για όλες σας τον όρκο να προφέρη, όπως εγώ θα τον ειπώ· και σεις θα ορκισθείτε τον όρκο που θα δώσουμε πως δεν θα παραβείτε. (Υπαγορεύει τον όρκον) Δεν θα βρεθεί ούτε γαμιάς, ούτε κι ο άνδρας μου έστω ΚΑΛΟΝΙΚΗ Δεν θα βρεθεί ούτε γαμιάς, ούτε κι ο άνδρας μου έστω ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ που καυλωμένος θα μου ρθη μεσ' στο κρεβάτι (Η Καλονίκη διστάζει. Η Λυσιστράτη επιτακτικώς) Πες το! ΚΑΛΟΝΙΚΗ Που καυλωμένος θα μου ρθη απάνω στο κρεβάτι. (μετά τρόμου) Μου κόπηκαν τα γόνατα, καημένη Λυσιστράτη! ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Και μεσ' στο σπίτι θα περνώ χωρίς ανδρός παιγνίδια ΚΑΛΟΝΙΚΗ Και μεσ' στο σπίτι θα περνώ χωρίς ανδρός παιγνίδια ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Με κίτρινα φορέματα και χίλια δυό στολίδια ΚΑΛΟΝΙΚΗ Με κίτρινα φορέματα και χίλια δυό στολίδια ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Που να λυσσάξει ο άνδρας μου να κοιμηθεί μαζί μου ΚΑΛΟΝΙΚΗ Που να λυσσάξει ο άνδρας μου να κοιμηθεί μαζί μου ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Μα δεν θα τον δεχθώ ποτέ και με τη θέλεισή μου ΚΑΛΟΝΙΚΗ Μα δεν θα τον δεχθώ ποτέ και με τη θέλεισή μου ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Κι αν θέλει και με το στανιό εκείνος να με πιάνη ΚΑΛΟΝΙΚΗ Κι αν θέλει και με το στανιό εκείνος να με πιάνη ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Όσο μπορώ χειρότερα θ' αφήνω να την κάνει. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Όσο μπορώ χειρότερα θ' αφήνω να την κάνει. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Τις Περσικές π αντούφλες μου μέρες, εβδομάδες, μήνες, προς το ταβάνι δεν θα δει ποτέ του σηκωμένες. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Τις Περσικές παντούφλες μου μέρες, εβδομάδες, μήνες προς το ταβάνι δεν θα δει ποτέ του σηκωμένες. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Ούτε θα τουρλωθώ ποτέ, καθώς οι λιονταρίνες που είν' απάνω στου τυριού τους τρίφτες σκαλισμένες. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Ούτε θα τουρλωθώ ποτέ, καθώς οι λιονταρίνες που είν' απάνω στου τυριού τους τρίφτες σκαλισμένες. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Πίν' απ' το κρασί αυτό και τον όρκο τον κρατώ. (Πίνει) ΚΑΛΟΝΙΚΗ (Παρατηρούσα την Λυσιστράτην πίνουσαν) Πίν' απ' το κρασί αυτό και τον όρκο τον κρατώ. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Και στον όρκ' όποια δεν μείνει το κρασί νερό να γίνει. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Και στον όρκ' όποια δεν μείνει το κρασί νερό να γίνει. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (Προς τας λοιπάς) Ορκίζεσθε λοιπόν και σεις για όλα; ΜΥΡΡΙΝΗ Μα τον Δία! ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Φέρε λοιπόν να πιώ εγώ, ν' αρχίσω τη θυσία. (Λαμβάνει την λήκυθον και ετοιμάζεται να πίη). ΚΑΛΟΝΙΚΗ Ε, ε, πού πας, φιλτάτη μου; θέλω μερίδα ίση. Ά, πρέπει η φιλία μας από δω δα ν' αρχίσει. (Ακούεται θόρυ βος μακρόθεν. Η Λυσιστράτη αφίνει την λήκυθον, ενώ η Καλονίκη σπεύδει, την λαμβάνει και πίνει). ΛΑΜΠΙΤΩ Καλέ, ακούσατε φωνές, γυναίκες μου, και θρήνο; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (Παρατηρούσα εκτου παραθύρου.) Ησύχασ', είν' εκείνο που είχα πη πρωτύτερα· οι πιο γρηές εφθάσανε, και πήγαν στην Ακρόπολι και το ναό επιάσανε. Συ, Λαμπιτώ, τράβα λοιπόν στη Σπάρτη να φροντίσεις όσα εσυμφωνήσαμε να πραγματοποιήσεις, τις άλλες δε Λακώνισσες όμηρους θα κρατήσουμε· ημείς δε στην Ακρόπολι και τις λοιπές θα κλείσουμε κ' εκεί θ' αμπαρωθούμε. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Καλά· για να σου πούμε: Κι οι άνδρες απ' την πόλη αν έλθουν εναντίον μας και εκστρατεύσουν όλοι; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Λίγο με μέλει πια γι' αυτούς· φωτιά δεν θα 'χουν τόση ούτε φοβέρες αρκετές, ώστε να κατορθώσει η βία, τόσο εύκολα τις πό ρτες μας ν' ανοίξουν, εάν δεν αποδείξουν ότι τους όρους τους λαμπρούς, που οι γυναίκες θέσανε, αυτοί τους εκτελέσανε. ΚΑΛΟΝΙΚΗ Μα τη θεά! Και βέβαια· κι αν δεν τα βρούνε σκούρα, δειλή να ειπούν την κάθε μιά και παληοπατσαβούρα! (Απέρχονται πάσαι, ενώ η Καλονίκη φεύγουσα τελευθαία κενώνει ταυτοχρόνως το υπόλοιπον της ληκύθου). (Η σκηνή παριστά την προς τα Προπύλαια πλευράν της Ακροπόλεως, άνωθεν της οποίας φαίνονται τα τείχη. Εισέρχεται ο χορός των Γερόντων, κρατούντων επ' ώμου κλάδους ξηρούς δένδρων και ανερχομένων το ύψωμα μετά κόπου. Ο κορυφαίος του Χορού κρατεί και πύραυνον εις τας χείρας με άνθρακας ανημμένους.) ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Τράβα, Δράκη, εμπρός με θάρρος, κι αν τον ώμο σου τσακίζη της χλωρής εληάς το βάρος· συφορές ο βίος έχει που κανείς δεν τις παντέχει. Ω Στρυμόδωρε!ποιος τάχα ήθελε στο νου του βάλη, πως θ' ακούσει τις γυναίκες, που' νε συφορά μεγάλη του σπιτιού και φανερή, και τις βόσκουμε οι μωροί, την Ακρόπολι να πιάσουν, και το άγαλμα ν' αρπ άξουν της θεάς, και με τ' αμπάρια τα προπύλαια να φράξουν; Πάμε γρήγορα απάνω, ω Φιλούργε, ν' ανεβούμε, και να βάλουμ' ένα γύρω όλα τούτα που κρατούμε, τα κλαδιά απ' την εληά, κι όσες θέλεισαν να φτειάσουν τούτη τη βρωμοδουλειά, μιά φωτιά ν' ανάψουμ' όλοι, σύμφωνοι και με μιά γνώμη, και με τούτα μας τα χέρια να τις κάψουμεν ακόμη, και του Λύκωνοςπεό πρώτη τη γυναίκα. Όσο ζω, μα τη Δήμητρα! Δεν πρέπει να με πάρουν για χαζό. Ουτ' αυτός ο Κλεομένηςπου την είχε καταλάβη, έφυγ' από τούτην δίχως και κακή ποινή να λάβη· αλλά μολονότι Λάκων, παλληκάρι στην εντέλεια, βγήκε και με δίχως όπλα και με φόρεμα κουρέλια, λερωμένος και βρωμιάρης, κ' έξη χρόνια να λουσθεί, και χωρίς να κουρευθεί. Σού 'στησαν πολιορία και τον έσφιξαν αυτού δεκαφτά γραμμές στρατού, που τις νύχτες εκοιμάτο στα Προπύλαι' από κάτω. Τώρα που 'μ' εδώ και πάλι, στις εχθρές του Ευριπίδηκι όλων των θεών, μεγάλη τιμωρία να τους δώσω, τάχα δεν θα κατορθώσω; Μήπως και στο Μαραθώνα τρόπαιό μου δεν υπάρχει που θα μείνει στον αιώνα; Αλλ' αυτό το μέρος μένει απ' το δρόμο ως εκεί τούτος ο ανηφοράκης, κι ας τραβούμε βιαστικοί. Και το φόρτωμα καθένας εις την ράχη ας το πάρει μονομιάς, χωρίς σαμάρι· μολονότι αυτά τα ξύλα απ' το βάρος κι απ' το δρόμο μου τσακίσανε τον ώμο. Μα τώρα όμως πρέπει να βαδίσουμε, και τη φωτιά μας πρέπει να φυσήσουμε, μη τύχει και μας σβύσει και τη χάσουμε, όταν στου δρόμου την κορφή θα φθάσουμε. (Φυσά εις το πύραυνον) Φυ! Φυ! Πω, πω! Καπνός, βρε αδελφοί! Ω Ηρακλή μου! Ο καπνός που απ' τη χύτρα βγαίνει, δαγκώνει μεσ' στα μάτια μου σα σκύλλα λυσσασμένη. Εγώ δεν αμφιβάλλω πως απ' τη Λήμνο η φωτιάθα είναι δίχως άλλο, κι αν την πολυφυσήσω μα τους θεούς, σαν τους Λημνιούς τσιμπλής θα καταντήσω. Αλλοιώς δεν θα μου δάγκωνε στο κέθε φύσημά μου τα δυό τσ ιμπλόμματά μου. Τρέχα εσύ λοιπόν, ω Λάχη, στην Ακρόπολι επίσης τη θεά να βοηθήσεις, γιατί τώρ' αν την αφήσεις, δεν ξανάχεις ευκαιρία, για να την υπερασπίσεις. (Φυσά εκνέου εις το πύραυνον). Φυ! Φυ! πω, πω, καπνός, βρε αδελφοί! Σουτ' η φωτιά να ζει και να μη σβύνει, κάποιου θεού βοηθάει καλωσύνη. Τι λέτε: πιο καλά δεν θα τα φτιάναμε, εδώ τα δυο τα ξύλα αν τα βάναμε, κι αφού στη χύτρα το δαυλό αφήσουμε, με τη φωτιά τη θύρα να κτυπήσουμε; Κι αν όταν τις καλέσουμε τ' αμπάρια δεν ανοίγουν, καίμε τις πόρτες γρήγορα και οι καπνοί τις πνίγουν. Κάτω λοιπόν το φόρτωμά μου. Ποιος τάχ' από τους στρατηγούς τους δυστυχείς της Σάμου τα ξύλα θα συλλάβη αυτά; Μωρέ καπνός! βάι βάι!... (Αποθέτουν τα ξύλα εντός του παρασκηνίου, ένθα αποσύρονται οι λοιποί, πλην του Κορυφαίου κρατούντος το πύραυνον, και ετέρου κρατούντος δαυλόν). Το σπάσιμο της ράχης μου ετέλειωσε και πάει. Και τώρα, χύτρα! Χρέος σου το έργο σου ν' αρχίσεις και άναψε τα κάρβουνα. Φέρε και εσύ επίσης τον αναμμένο το δαυλό! (Λαμβάνει τον ανημμένον δαυλόν και επικαλείται) Ω Νίκη! Σε παρακαλώ κατά των γυναικών αυτών, που κλείστηκαν στα τείχη, η νίκη μου κι ο θρίαμβος βοήθει να πετύχει! (Απέρχεται μετά του χορού εις τα παρασκήνια. Εισέρχεται αριστερόθεν ο χορός των Γυναικών). ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Γυναίκες ρίχτε μιά ματιά· βλέπω μιά φλόγα και καπνό, σαν να 'ρχεται από φωτιά. (Παρατηρούν προς το μέρος της Ακροπόλεως). Όλες γρήγορα τρεχάτε! Πέτα, πέτα Νικοδίκη πριν να κάψουν την Καλύκη και την Κρίτυλλα οι φλόγες, από νόμους φοβερούς κι από γέρους βρωμερούς. Αλλά φοβάμαι τώρα μήπως αργά εφθάσαμε και χάσαμε την ώρα. Να 'ρθω στη βρύσι για νερό πρωί-πρωί σηκώθηκα κ' εσπρώχθηκα και χώθηκα στο θόρυβο που κάνανε οι στάμνες και οι δούλες, που έχουνε στα πρόσωπα ζωγραφισμένες βούλλες. Αρπάζω το σταμνί λοιπόν μη χάσω τον καιρό και φέρνω το νερό βοήθεια να κάνω σ' αυτές τις συνδημότιδες που καίοντ' εκεί πάνω. Μου 'παν πως μερικοί, στραβοί από τα γερατεία, εκάμαν' εκστρατεία, και ξύλα τρία τάλαντα κουβάλησαν βερειά, στων Προπυλαίων τη μεριά, λες και νερό για λούσιμο γυρεύουν να ζεστάνουν, κι ότι με λόγια τρομερά φρικτές φοβέρες κάνουν τα παληογυναικάρια με τη φωτιά να ψήσουνε, και κάρβουνο ν' αφήσουνε. Είθε αυτό που λένε να μη γενή, ούτε να ιδώ, θεά μου, να τις καίνε, τον τόπο και τους Έλληνας να σώσουν μόνο εκείναις απ' του πολέμου τα κακά κι απ' τις παραφροσύνες. Για τούτο, ω Φρυσόλοφη, σ' αυτή τη σκέψη εφθάσανε και το ναό σου πιάσανε. Αλλά, ω Τριτογένεια! Εάν φωτιά μεγάλη προφθάσει κι από κάτω του κανένας άνδρας βάλη, μ' εμάς να συμμαχήσεις, και εσύ νερό να χύσεις. (Εισέρχεται η Στατυλλίς καταδιωκομένη υπό τινος γέροντος, όστις την έχει συλλάβη εκτου ενδύματος. Ακολουθεί ο χορός των Γερόντων και λαμβάνει θέσιν έναντι). ΣΤΡΑΤΥΛΛΙΣ Βρε άφες με! (Διαφεύγει των χειρών του Γέροντος και ενούται με τας λοιπάς του Χορού). ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Τι είν' εκεί; Άνδρες κακοί! Αυτά που κάνετε εσείς, όσ' είναι τιμημένοι και ευσεβείς δεν κάνουνε. ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Ποιος να το περιμέ νη αυτό το πράμα πως θα δει; Να, που 'χει ξεκινήσει κι άλλο γυναικομάζωμα στις πόρτες να βοηθήση. ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Τι; Μας εφοβηθήκατε; ημείς που τώρα βγήκαμε πολλές σας εφανείκαμε; δεν είδατε ακόμα ούτε και το μυριοστόν απ' το δικό μας κόμμα. ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Φαιδρία! Πώς θ' αφήσουμε αυτές με τέτοια γλώσσα να κοπανάνε τόσα; Δεν πρέπει να τις πιάσουμε και όλα τούτα τα ραβδιά στη ράχη τους να σπάσουμε; ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Και από μας η κάθε μιά θα βάλη κάτω τα σταμνιά, να μη μας εμποδίζουνε, και τότε διορθώνει αυτόν, που κατ' επάνω μας το χέρι του ξαμώνει. ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Ω, μα τον Δία! Αν κανείς, με χαστουκιές γερές, τους τσάκιζε δυό-τρεις φορές, όπως κι αυτού του Βούπαλουτις δυό τους τις μασέλες, τώρα δεν θα 'χανε φωνή να λένε τέτοιες τρέλλες! ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Εδώ στεκόμαστε μπροστά, κι ας έρθη όποιος του βαστά· μα θα σε κάμω εγώ να ειπής, πως ούτε σκύλλα είδες να σ' έχει αρπάξει πιο γερά από τις δυό σου αρχίδες. ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Αν ίσως δεν σωπάσεις, το τελευθαίο γήρας μου κακά θα δοκιμάσεις. ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Σαν θέλεις παρ' τα μούτρα σου, την Στρατυλλίδα άγγιξε, να δεις πού πάει η κούτρα σου. ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Τι θα μου κάνεις, στις σβερκιές αν έλθω και σ' αρχίσω; ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Σ 'άντερα και τα πλεμόνια σου με δαγκανιές θα χύσω. ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Κανείς δεν είναι πιο σοφός από τον Ευριπίδη, που τις γυναίκες πάντοτε τις στρώνει στο βρισίδι· γιατί ως σήμερα στη γη δεν είναι γεννημένα πλάσματα αναιδέστερα και πιο ξετσιπωμένα. ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Εμπρός Ροδίππη, τα σταμνιά, μη χάνουμε καιρό. ΧΟΡΟΣ Γ ΕΡΟΝΤΩΝ Γιατί, θεοκατάρατες! Εφέρατε νερό; ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Γιατί, μωρέ ψοφήμι εσύ, ήλθες φωτιά ν' ανάψης; το σώμα σου θα κάψης; ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Ήλθα ν' ανάψω τη φωτιά τις φίλες σου να ψήσω. ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Έ, ήλθα τη φωτιά κ' εγώ με το νερό να σβύσω. ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Θα ρίψης στη φωτιά νερά; ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Θα στ' αποδείξω μια χαρά. ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Σε ξεροψήνω στη στιγμή με το δαδί που φέρω. ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Αν ήσαι βρώμιος κι άπλυτος λουτρό θα σου προσφέρω. ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Θα κάνεις εσύ λουτρό σ' εμέ, μωρή βρωμοσουπιά; ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Θα 'ν' και λουτρό του γάμου σου. ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Ακούς ξεδιαντροπιά! ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Μα είμ' εγώ ελεύθερη. ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Κ' εγώ θα στο βουλώσω το στόμα σου, που τ' άφησες και τσαμπουνάει τόσο. ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Αλλά στο δικαστήριο δεν θα 'χης πια δουλειά. ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Μώρ' δεν της καίτε τα μαλλιά! ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ (Κενώνουσι τας υδρίας των επί των Γερόντων). Ο Αχελώος ποταμός το χρέος του ας κάνει! ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Ωχ! Ωχ! Κακόμοιρος εγώ! ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Μήπως ζεστό σου εφάνη; ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Βρε τι ζεστό! Δεν παύεις πια; Κατάλαβες τι κάνεις; ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Τι έκανα; Σ' επότισα βλαστούς να ξαναβγάνης. ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Ξεράθηκ' από τη νοτιά ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Σαν άναψες και τη φωτιά, τρέχα κοντά της να σταθείς και γρήγορα να ζεσταθείς. (Έρχεται ο Πρόβουλος ακολουθούμενος υπό τοξοτών κρατούντων μοχλούς) ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Άναψε στις γυναίκες μας φωτιές το φαγοπότι, τα όργια του Σαβάζιουκαι του τυμπάνου οι κρότοι, κι αυτός ο Αδωνιασμόςμέσα στο κάθε δώμα, που άκουα τον ήχο του κι ως στη Βουλήν ακόμα. Ση μέρα που ο Δημόστρατοςέλεγε, πως τα πλοία δεν πρέπει να κινήσουν να παν στη Τικελία, εχόρευε η γυναίκα του στο σπίτι κ' εγλεντούσε και, άου άου! Τον Άδωνι κι αυτή μοιρολογούσε! Στα όπλα αυτός Ζακυθινούς ζητούσε να καλέση, και η γυναίκα του στουππί στην κάμερα είχε πέση και κλαίοντας τον Άδωνι· κι ο Φολοζύγης πάλι έβαζε πιο μεγάλη φωνή, ο σιχαμένος και θεοσκοτωμένος! Νά τ' ατιμοκαμώματα που φτιάνουν κάθε μέρα! ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Κι αν μάθαινες την προσβολή και τούτην εδώ πέρα! Αφού καλά μας βρίσανε, τις στάμνες τους επιάσανε κι απάνω μας αδειάσανε, και τώρα να, τα ρούχα μας κουνάμε τα βρεμένα, σαν να 'ν' κατουρημένα. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Μα το θεό της θάλασσας! Δικαίως τα παθαίνουμε, αφού εμείς οι ίδιοι στα γλέντια τις μαθαίνουμε, και τις βοηθούμε σ' όλες τους τις πονηριές που κάνουν, τέτοιες ιδέες βέβαια θα δούμε να μας βγάνουν. Αφού εμείς οι ίδιοι πηγαίνουμε τρεχάτοι μέσα στα εργοστάσια και λέμε στον εργά τη: Ση νύχτα που η γυναίκα μου εχόρευε με βιάσι, από το περιδέραιον όπου της είχες φτιάση, ω χρυσοχόε, γλίστρησε και βγήκε το κεφάλι από την τρύπα πάλι. Στη Σαλαμίνα σήμερα θα πεταχθώ με βία· γι' αυτό λοιπόν του λόγου σου, αν εύρης ευκαιρία, πέρνα το βράδυ από κει, κι όπως μπορείς να κάνεις, μα το κεφάλι στερεά στην τρύπα να το βάνης. Ο άλλος πάλι τρέχοντας τον παπουτσή γυρεύει, που 'νε παιδί, μα 'χει ψωλή που δεν σου χωρατεύει και λέει: Της γυναίκας μου το πόδι, το πληγώνει, στο τρυφερό της δάκτυλο απάνω, στο κορδόνι· το μεσημέρι κόπιασε στο σπίτι να στο δείξει, και τέντωσέ το γρήγορα, όσο μπορεί ν' ανοίξη. Μα να τ' αποτελέσματα όλων αυτών. Και τώρα που κωπηλάτες γύρισα κ' εμάζεψα στη χώρα, και πρέπει να 'χω χρήματα, μαζεύθηκαν οι φίλες και μου 'κλεισ αν τις πύλες! Αλλά δεν είν' αυτό δουλειά να στέκωμαι σαν κούτσουρο και με χωρίς μιλιά! Φερ' τους μοχλούς εσύ εδώ, και θα τιμωρηθούν πολύ γι' αυτήν την προσβολή. (Προς Σοξότην καρτούντα μοχλόν). Τι χάσκεις, κακορροίζικε, εκείθε τι χαζεύεις χωρίς να κάνεις τίποτα; Το καπηλειό γυρεύεις; Γιατί δεν πάτε τους μοχλούς στις πύλες να τους χώσετε να τις ανασηκώσετε; Εμπρός! Και από δω κ' εγώ για βοηθός πηγαίνω. (Ετοιμάζονται να θέσουν τους μοχλούς εις τας πύλας). ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (Εξερχομένη) Τις πύλες μη σηκώνετε, και μοναχή μου βγαίνω. Για τους μοχλούς που φέρνετε, δεν είν' ανάγκη τόση, ανάγκη μόνον έχετε από μυαλό και γνώσι, όπου σας λείπει ακόμα. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Μπα! Σ' είσαι μωρή βρώμα! Πού είναι ο τοξότης μου! Τρέξε και σύλλαβέ τη και πισθαγκώνιασέ τη! ΛΤΣ ΙΣΣΡΑΣΗ Μα τη θεά την Άρτεμι! Αν ίσως και τολμήσει και με το δακτυλάκι του μονάχα να μ' εγγίση, θα κλάψη πολύ γρήγορα, κι ας είναι κ' εξουσία. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Βρε εσύ, την εφοβήθηκες; Δεν πάτε με τη βία κ' οι δυό να την αρπάξετε, ένας από τη μέση, κι ο άλλος να την δέση; ΓΥΝΗ Α (Εμφανιζομένη πλησίον της Λυσιστράτης) Αν βάλης, μα την Πάνδροσο, χέρι σ' αυτήν απάνω, θα πάθης τσαλαπάτημα ευθύς, που θα σε κάνω και θα χεσθείς απάνω σου. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Ά έτσι; Τώρα στάσου, κι αυτό το χέσιμο, που λες, θα πάθ' η αφεντιά σου. Πού 'ν' ο τοξότης; Δέσε την πρωτύτερ' απ' τις άλλες αυτήν, που τις παλληκαριές μας κάνει τις μεγάλες. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Αν κάνεις, μα την Άρτεμι, και δάκτυλο ν' απλώσεις, σου κάνω τις μασσέλες σου στο μούσκιο να τις χώσεις. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Μα τέλος πάντων τ' είν' αυτά; Πού 'ν' ο τοξότης; Πίσω! κι αυτήν την καταβόθρα σας εγώ θα σας την κλείσω! ΓΥΝΗ Α Να την εγγίσεις μοναχά μοίρα κακήν αν είχες, κ' ευθύς σε σουρομάδησα απ' όλες σου τις τρίχες. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Αλλοίμονό μου, ο δύστυχος! Και ο τοξότης πάει. Σους άνδρας είν αι δυνατόν γυναίκα να νικάη; (Προς τους λοιπούς τοξότας). Σκύθαι! Εμπρός! Όλοι μαζί! χτυπήσατ' ενωμένοι! ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Μα τις θεές! Να ξέρετε πως είν' εδώ κλεισμένοι τέσσαρες λόχοι γυναικών, που κάθε μια τα 'χει ακονισμένα κ' έτοιμα τα όπλα της για μάχη. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Σα χέρια τους πισθάγκωνα δέσετ' αμέσως Σκύθαι! ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Ε, σεις! Γυναίκες σύμμαχοι! Εβγείτε από κείθε! αυγολαχανοφασουλομανάβισσες! Τρεχάτε! Σκορσοχατζηξενοδοχοφουρνάρισσες! Ελάτε! δεν θα μαλλιοτραβήσετε;... και δεν θα κοπανίσετε; δεν θα καταξεσχίσετε;... και δεν θα σκυλλοβρίσετε;... δεν θα ξετσιπωθείτε; (Αι γυναίκες εξορμώσιν εκτός των τειχών και συμπλέκονται με τους Σοξότας, οίτινες τρέπονται εις φυγήν. Η Λυσιστράτη ηπιώτερον και θριαμβευτικώς προς τας γυναίκας) Αρκεί, αρκεί, σταθείτε! Γυρίστε πίσω· στον εχθρό τα όπλα πάλι δότε. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Αλλοίμονο! Τι συφορά μού πάθανε οι Τοξόται! ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Τι νόμιζες; Με δουλικά λοιπόν πως πολεμάς, ή με χωρίς παλληκαριά μας πέρασες εμάς; ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Πολλή, μα τον Απόλλωνα, και η παλληκαριά σας, και μάλιστα σαν βρίσκεται και κάπελας κοντά σας. ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Τι τόσα λόγια χάνεις, και με τις όχεντρες αυτές κουβέντες τώρα πιάνεις, Επίτροπε της χώρας; Δεν ξέρεις πως μας κάνανε λουτρό προ λίγης ώρας στα ρουχαλάκια μας, χωρίς και μ' αλυσσίβας σκόνη; ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ (Προς τον Φορόν Γερόντων) Βρε κουτεντέ! Το χέρι του δεν πρέπει αν σηκώνη ο άνθρωπος αυθαίρετα στον άλλον κατ' επάνω· σαν το σηκώνης, τούμπανα τα μάτια θα σου κάνω. Κακό δεν κάνω κανενός· φρόνιμα θα καθήσω, σαν κοριτσάκι· ούτε κλωνί αχύρου θα κινήσω, ενόσω δεν θελήση κανείς, σαν τη σφηγκοφωλιά να ρθεί να μ' ερεθίση. ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Ω Δία! Έχουμε τάχα χρεία, από αυτά τα κνώδαλα τ' αχρεία; (Στον Πρόβούλο) Κανείς να υποφέρη δεν μπορεί αυτό το πράμα το βαρύ. Λοιπόν να εξετάσουμε τι φτιάσανε, γιτι' ήλθανε το φρούριο του Κραναούκ' επιάσανε, την άβατη Ακρόπολι, την πέτρα τη μεγάλη και τον ναό τον Ιερό. Εξέτασε και πάλι και μη πεισθείς, κι όλα τα μέσα που μπορείς, να μεταχειρισθείς. Γιατί ντροπή θα πάθουμε, εάν δεν εξετάσουμε τι τρέχει και δεν μάθουμε. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Και, μα το Δία, βέβαια· σεις πρώτες θα μου πείτε τι τάχα στην Ακρόπολι γυρεύατε να μπείτε και με μοχλούς την κλείσατε; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Το χρήμα να κρατήσουμε σωστό, να μην αφήσουμε για χρήματα στον πόλεμο το αίμα σας να χύνετε. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Θαρρείτε για τα χρήματα ο πόλεμος πως γίνεται; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Και γι' άλλους λόγους γίνεται αυτό το ανακάτωμα: Για να μπορεί ο Πείσανδρος,και όλα τ' άλλα άτομα που την αρχήν βυζαίνουνε, να βρίσκουν ευκαιρίες για κλέψιμο, ανοίγοντες στον τόπο φασα ρίες. Ας κάμουν ό, τι θέλουνε και ό, τι τους αρέσει· να βγάλει χρήμα από δω κανείς δεν θα μπορέση. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Και τι θα κάνεις; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Το ρωτάς; Τι άλλο δα θα πράξουμε, παρά να το φυλάξουμε; ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Συ φύλακας στης πόλεως τα χρήματα θα γίνεις; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Μπα! Δύσκολο το κρίνεις; Μήπως εμείς δεν είμαστε και φύλακες συνάμα για του σπιτιού τα χρήματα; ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Δεν είν' το ίδιο πράμα. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Δεν είν' το ίδιο πράμα; ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Ναι, μ' αυτό θα πολεμήσουμε. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Μα και γι' αυτό τον πόλ εμο να γίνει δεν θ' αφήσουμε. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Σην πόλη πώς θα σώσουμε; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Εμείς θα σας γλυτώσουμε. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Σεις, λέει; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Βέβαια εμείς. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Σαν δύσκολο πολύ. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Μα κι αν δεν θέλεις, θα σωθείς. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Η γλώσσα σου μιλεί πολύ κακά. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Αγανακτείς; Μα θα το κατορθώσουμε. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Άδικο, μα τη Δήμητρα! ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Α, πρέπει να σας σώσουμε. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Κι αν ίσως δεν θελήσω; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Να κ' ένας λόγος πλειότερος το ζήτημα να λύσω. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Αλλά κι αν πρέπ ' ειρήνη πόλεμος να γίνει, πώς βγήκατε τη γνώμη σας να δώσετε στη χώρα; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Θα σου τα πούμε τώρα. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Θα κλάψης· λέγε γρήγορα. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Άκου λοιπόν και στάσου, και μη μας τα παρακουνάς μπροστά μας τα ξερά σου. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Να τα κρατήσω δεν μπορώ· με πιάνουνε κ' εξάψεις απ' το θυμό μου. Α ΓΥΝΗ Ε, λοιπόν περισσότερο θα κλάψης. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ (Προς την Α Γυναίκα) Πες το αυτό καλύτερα, γριά, στον εαυτό σου. (Στη Λυσιστράτη) Για έλα τώρα, λέγε μας εσύ το σχέδιό σου. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Αυτό κ' εγώ έχω σκοπό, το σχέδιό μου να σου ειπώ. Εμείς αυτόν τον πόλεμο, που τρώει την Ελλάδα, πρώτες τον ανεχθήκαμε με τόση φρονιμάδα, κι απ' τον καιρό που αρχίσατε, ούτε και να γκρινιάσουμε καθόλου μας αφήσατε· μα μολονότι είμαστε και δυσαρεστημένες, κ' εμέναμ ε κλεισμένες στα σπίτια μας, πολλές φορές σε υποθέσεις σοβαρές να παίρνετε απόφασι πολύ κακή ακούσαμε. Κατόπιν σας ρωτούσαμε με γέλιο και με λύπη μας μεσ' την ψυχή κορυφή: "Τι αποφάσισ' η Βουλή στη στήλη να γραφεί για την ειρήνη σήμερα;" "Είν' αλλουνού δουλειά" μου 'λεγε ο άνδρας μου. "Σκασμός!" Δεν έβγαζα μιλιά! Α ΓΥΝΗ Α, να κρατήσω σιωπή ποτέ δεν θα μπορούσα. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Θα 'σκουζες, αν δεν σώπαινες. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Γι' αυτό κ' εγώ σιωπούσα. Και όταν εμαθαίναμε που 'χατε ξαναβγάλει απόφασι χειρότε ρη, ρωτούσαμε και πάλι: "Μα πώς τα καταφέρατε με τόση κουταμάρα;" Κ' εκείνος, μ' ένα βλέμμα του που σ' έπιανε τρομάρα, αν δεν καθήσω, μου 'λεγε, μονάχα με τη ρόκα μου θα μού 'σπαζε την κόκα μου. Ο πόλεμος είναι δουλειά και σκέψης ανδρική. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Ω, μα το Δία, στά λεγε καλά. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Ακούς εκεί, μου τά 'λεγε καλά! πως τάχα όταν σκέπτεσθε και σεις χωρίς μυαλά, πρέπει να σας αφίνουμε και γνώμες να μη δίνουμε; και όταν μια φορά στο δρόμο σας ακούσαμε να λέτε φανερά πως άνδρας μεσ' στη χώρα δεν απομένει τώρα, κι ο άλλος είπε: "ναι, κανείς, μα το θεό", σκεφτήκαμε, και οι γυναίκες γρήγορα μαζί εσυναχθήκαμε και την Ελλάδα σήμερα να σώσουμ' είναι χρεία. Πούθε θα περιμέναμε για νά 'ρθ' η σωτηρία; Λοιπόν, αν ίσως σήμερα είν' και δικό σας θέλειμα, άνδρες, ν' ακούσετε αυτά τα λόγια τα ωφέλιμα, κι όπως εκάναμε κ' εμείς το στόμα να βουλλώσετε, μπορούμε να σας σώσουμε. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Εσείς εμάς να σώσετε; Βαρύς και ανυπόφορος ο λόγος οπού βγαίνει από το στόμα σου. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Σκασμός! ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Μωρή καταραμ ένη! Εσύ θα δώσεις προσταγή σ' εμέ να σιωπήσω, με τη μανδήλα που φορείς; Μπα! Κάλλιο να μη ζήσω! ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Αν μ' ετούτο σ' εμποδίζω, τη μανδήλα σου χαρίζω, το κεφάλι σου να δένης, να σιωπαίνης. Να καλάθι, βαλ' το μπρος σου, πάρε και την ρόκα ζώσου, και κάθησε να τρως κουκκιάκαι ξαίνε τα μαλλιά. Α, τώρα είν' ο πόλεμος των γυναικών δουλειά! ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Έλα, γυναίκες, κάθε μιά αφήστε κάτω τα σταμνιά, στις φίλες μας να ρθούμε μαζί τους να ενωθούμε. Με δίχως κούρασι μπορώ να μπαίνω πάντα στο χορό χωρίς να πέφτω χάμου, κι ο κόπος δεν εκούρασε ποτέ τα γόνατά μου. Θέλω να κάνω κάθε τι που το προστάζ' η αρετή, και να περάσω από κει μαζί μ' αυτές να ενωθώ, που 'χουνε χάρι, λογική, που έχει τόλμη κάθε μιά, κ' είναι σοφία όλη, και αγαπάνε μ' αρετή και φρόνηση την πόλη. Συ, που 'σαι μια γριά γερή, και σαν τσουκνίδα τσουχτερή, να μη δειλιάσεις, τράβα 'μπρός, γιατ' είναι πρίμος ο καιρός. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Κι αν ο γλυκός ο έρως επιμένη κ' η Αφροδίτ' η Κυπρογεννημένη πόθο μέσα στους κόρφους μας ν' ανάψη, και τα μεριά μας με φωτιές να κάψη, και αν τους άνδρες απ' την καύλα λειώση, και σαν το ρόπαλο τούς την τεντώση, στους Έλληνας, θα μας ειπούν μιά μέρα πολεμοταλύτρες πέρα ως πέρα! ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Πώς θα το καταφέρνατε και τούτο; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Μιά χαρά! Να παύσουνε στην αγορά να βγαίνουν λυσσασμένοι και πάντοτ' ωπλισμένοι. ΓΥΝΗ Α Ναι, μα της Πάφου τη θεά! ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Κι άλλη δουλειά δεν έχουνε, παρά σαν τους Κορύβανταςστην αγορά να τρέχουνε, κ' εκεί ν' ανακατώνουνε τα όπλα τα πολεμικά, με χύτρες και λαχανικά! ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Κ' έτσι πρέπει, μα τον Δία! Να, αυτό θα πη ανδρεία· ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Κι όμως είν' αστείο πράμα, να κρατή κανείς ασπίδες με Γοργόνες, και να τρέχει ν' αγοράζη, τι; Μαρίδες! ΓΥΝΗ Α Μα το θεό, είδα κ' εγώ καβάλλ' απάνω στ' άλογο σπουδαίον αρχηγό, να βγάν' υπερηφάνως το χάλκινό του κράνος με τα μαλλιά τα μακρυά, να βάλη μέσα έν' αυγό, π' αγόρασε από μιά γριά! Κ' ένα άλλο παλληκάρι, που ήτανε σαν τον Σηρέα, με ασπίδα και κοντάρι, κ' είχε 'ρθεί από τη Θράκη, μιά γυναίκα απειλούσε, οπού σύκα επουλούσε, και της έχαφτ' ένα-ένα όσα ήσαν γινωμένα. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Και πώς θα ήσθε δυνατές, τις ταραχές όλες αυτές όπου στις χώρες γίνονται, εσείς να καταπνίξετε; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Α, είναι τόσο εύκολο. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Μα πώς; Να τ' απο δείξετε. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Σαν κλωστές, που όταν πέφτουν σε μιά μπερδεψιά κακή, τις τραβούμε με τ' αδράχτια, μιά από 'δώ και μιά από 'κεί, έτσι και τον πόλεμό σας θα διαλύσω τον μεγάλο, στέλνοντας αμέσως πρέσβεις στο 'να μέρος και στο άλλο. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Τι μας λέτε, βρε κουτές, με μαλλιά και με κλωστές και μ' αδράχτια σεις θαρρείτε τέτοια πράγματα μεγάλα πώς να παύσετε μπορείτε; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Αλλ' αν είχατε σεις γνώσι, κι από τούτα τα μαλλιά μάθειμα θα 'χατε πάρει για την κάθε σας δουλειά. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Πώς λοιπόν; Για να το δούμε. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Όπως βάζουμε στην πλύσι πρώτα-πρώτ' από τη βρώμα το μαλλί να καθαρίσει, έτσι έπρεπ' οι πολίται τα ραβδιά να πάρετ' όλοι, μοχθηρούς και ραδιούργους να πετάξετ' απ' την πόλη· και αυτούς, που κάνουν πάντα μεταξύ τους μιά φατρία και κολλούν στην εξουσία, να τους ξύνετε, μαδώντας το κακό τους το κεφάλι· έπειτα μεσ' στο καλάθι να τους ξάνετ' όλους πάλι προς ωφέλεια της χώρας· να 'χετ' ανακατωμένους εκεί μέσα τους μετοίκους και τους φίλους σας τους ξένους· αλλ' αν τύχει και κανένας σ το δημόσιο χρωστά, βάλτε τον κ' εκείνον μέσα να μη μένη χωριστά. Και οι πόλεις, μα το Δία, όπου είναι μέχρις ώρας άποικοι αυτής της χώρας, να το ξέρετε πως είναι σαν κομμάτια χωρισμένα: πάρετε κάθε κομμάτι, να τα κάμετ' όλα ένα. Φτιάστε μιά τρανή τουλούπα μ' όλ' αυτά τα μαζωμένα, κ' έπειτα μ' αυτή του Δήμου να υφαίνετε τη χλαίνα. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Δεν είναι ανυπόφορο τέτοια μαλλιά να ξαίνουν αυτές, οπού στον πόλεμο και μέρος δεν λαβαίνουν; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Και όμως, τρισκατάρατε! Στον πόλεμο δεν πάμε μα δίνουμε περισ σότερο κι απ' το διπλό: γεννάμε τα τέκνα ημείς πρώτες που πάνε στρατιώτες. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Μη μου θυμίζεις το κακό! ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Δεν πρέπει να χαρούμε λοιπόν κ' εμείς τα νηάτα μας; Να ευχαριστηθούμε, που σήμερα κοιμώμεθα μονάχες, εξ αιτίας αυτής της εκστρ ατείας; Κι όσο για μας αφήστε το, δεν μας πολυπειράζει· μα κείνο, όπου το 'χουμε μεσ' στην καρδιά μαράζι, είναι που τα κορίτσια μας ανύπανδρα γερνάνε. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Μήπως κ' οι άνδρες δεν γερνούν; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Μπα! Λες το ίδιο να 'νε; Ο άνδρας, επιστρέφοντας και γέρος απ' τη μάχη, μπορεί λαμπρά να πανδρευθεί και νηά γυναίκα να 'χει. Μα της γυναίκας φεύγουνε τα νηάτα και η χάρι, κι αν δεν προφθάσει γρήγορα, κανείς δεν θα την πάρει, και κάθεται στο ράφι για να ρωτάει από κει τη μοίρα, τι της γράφει! ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Αλλά γιατί, αφού μπορεί και γέρος να την πάρει, οπού να του σηκώνεται ακόμα σαν στηλιάρι; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Συ, για πες μου τώρα: τάχα τι να μάθεις περιμένεις που ακόμα δεν πεθαίνεις; Να σε θάψουν έχεις τόπο· λοιπόν κάμε και τον κόπο και αγόρασε μιά κάσσα, και για χάρι σου ως τόσο τα μελομακάρουνά σου μοναχή θα σου ζυμώσω. Να κι αυτό για στέφανό σου· πάρε το και στεφανώσου. (Σου ρίπτει άνωθεν στέφανον) ΓΥΝΗ Α (Ρίπτουσα ταινίας) Να κι αυτά, δικό μου δώρο. ΓΥΝΗ Β (Ρίπτουσα στέφανον) Και στεφάνι θα σου βάλλω. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Πες μου, τι σου λείπει άλλο; Και τι θέλεις να σου πάρω; Τράβα γρήγορα στη βάρκα... δεν ακούς, καλέ, το Φάρο;... σε φωνάζει... σε προσμένει... Δεν μπορεί να ξεκινήσει, κ' είν' η βάρκα του δεμένη! ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Δεν είναι πράμα φοβερό; Δεν είναι αηδία αυτά που σήμερα εδώ παθαίνω; Μα τον Δία, θα πάω κ' οι επίτροποι για να μ' ιδούν οι άλλοι, και να με καμαρώσουνε σ' αυτό το μαύρο χάλι! (Φεύγει) ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (Κραυγάζουσα όπισθέν του) Μη τύχει κ' εναντίον μας θα φτιάσεις κατηγόρια, που τάχα σου το κρύψαμε το λείψανό σου χώρια; Έννοια σου, σαν περάσουνε τρεις μέρες από σήμερα, θα ρθούμε να σου κάνουμε πρωί-πρωί τα τρήμερα! (Εισέρχεται) ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Ο ελεύθερος ο άνδρας να κοιμάται δεν του πρέπει. Ας ξετάσουμε το πράμα· εις αυτό καθένας βλέπει πως υπάρχει κάτι άλλο πιο πολύ και πιο μεγάλο, και μυρίζει τυραννία σαν κ' εκείνη του Ιππία. Είνε φόβος μήπως ήλθαν Σπαρτιάτες στου Κλεισθένη κ' εκατάφεραν με δόλο κάθε μιά καταραμένη, να κρατήσουνε το χρήμα, πού 'χουμε και πολεμούμε και τη σύνταξι που ζούμε. Είνε τρομερό να βγαίνουν συμβουλές να μας πουλάνε, και για χάλκινες ασπίδες οι γυναίκες να μιλάνε, και να μας συμφιλιώσουν με τους Λάκωνας ακόμα, οπού έχουν τόση πίστι, όση κ' ένα λύκου στόμα. Δεν είν' αμφιβολία πως όλ' αυτά σκαρώσανε να φτιάσουν τυραννία. Αλλά να γίνουν τύραννοι καιρό δεν θα τους δώσω, και μέσα σε μυρτιάς κλαδιά το ξίφος μου θα χώσω, και θα σταθώ στην αγορά, και θα παραφυλάττω εκεί στου Αριστογείτονος το άγαλμ' από κάτω. Ε, τώρα τούτη τη γριά μού 'ρχεται να την πιάσω, και την παληομασέλλα της με μιά γροθιά να σπάσω. ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Όταν καθένας από σας στο σπίτι του γυρίση, θα τον δει κ' η μάννα του και δεν θα τον γνωρίση. Φίλες γρηές! Αφήστε τα ετούτα που κρατείτε. Για το καλό της πόλεως μιλούμ' εμείς, πολίται· και πρέπει, γιατί μ' έθρεψε με χάδια ζηλευτά, και με λαμπρότητα πολλή. Από χρονών εφτά κρατούσα μιά χαρά μεσ' στις γιορτές της Αθηνάς τα βάζα τα ιερά· στα δέκα χρόνια μ' έβαζαν και άλεθα με χάρι το ιερό κριθάρι· και την αρκούδα έκανα με φούστα κροκωτή στης Βαυρωνίαςτη γιορτή· και όταν πια εγίνεικα μιά όμορφη κοπέλλα, και το κανίστρι εκράτησα και σύκα μιά τσαπέλλα. Γι' αυτό λοιπόν πρέπει κ' εγώ να δώσω μιά καλή στην πόλη συμβουλή. Κι αν η δική μου η ψυχή καλό στην πόλη θέλει, κι αν έτυχε να γεννηθώ γυναίκα, μη σας μέλη, ούτε και αν τα πράματα, που έχουν χάλι τόσο, εγώ θα διορθώσω. Δίνω το μερδικό μου στην πόλη, το δικό μου. Με άνδρες πάντα κάθε μιά το φόρο της προσφέρει· δεν είστε σε ις για τίποτε, δυστυχισμένοι γέροι! παρά ξεκοκκαλίζετε τη σύνταξι που παίρνετε απ' τον καιρό των Μηδικών, και τίποτε δεν φέρνετε και κινδυνεύ' η χώρα ολόκληρη, για χάρι σας, να παραλύσει τώρα. Έχεις κ' αιτία άλλη για να γκρινιάζης πάλι; Κοίτα καλά, κακόμ οιρε γιατ' αν με πιάσ' η τρέλλα, με το σκληρό το τσόκαρο σου σπάζω τη μασέλλα ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Ω! ' αυτό που λένε πάλι είναι μιά βρισιά μεγάλη! κι όλο το κακό ανάβει κι όλο πέφτουμε στα ίδια Ε! Τα μέτρα του ας λάβη κάθε άνδρας πώχει αρχίδια! Ας πετάξουμε τας χλαίνας, κι όταν άνδρας είν' κανένας πρέπει ανδρίκια να μυρίζη, και δεν πρέπει τυλιγμένος στα πανιά να τριγυρίζει. Λοιπόν εμπρός, λυκόποδες! Εμείς, που νέοι τότε, πήγαμε στο Λειψύδιον κρυφά για συνωμόται, πρέπει να ξανανηώσουμε και τούτη τη φορά, νέα να πάρουμε φτερά, και τα γεράματά μας μακράν να τα πετάξουμε από τα σώματά μας. Γιατί αέρα τόσο και μόνον αν τους δώσω, μπορούν να βρούνε τον καιρό να φτιάσουν κάτι τολμηρό: μπορούν και πλοία μάλιστα στη θάλασσα να ρίξουν· μπορούν και κατ' επάνω μας ακόμη να τραβήξουν, να κάνουν ναυμαχία σαν την Αρτεμισία. Κι αν εύρουν ευκαιρία μιά μέρα να το ρίξουνε και στην καβαλλαρία, το ξέγραψα το ιππικό· γιατί το κάθε θηλυκό έχει για την καβάλλα κεφάλαια μεγάλα, και δεν εγλίστρησε πο τέ να πέσει στην τρεχάλα. Δεν παίρνεις το παράδειγμα κι' από τις Αμαζόνες, στη ζωγραφιά του Μύκωνος,που πολεμάνε μόνες καβάλλα κατά των ανδρών; Λοιπόν μη τις αφήσουμε, και το λαιμό τους γρήγορα στο φάλαγγανα κλείσουμε. ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Μα τις δυό θεές! Το αίμα κι' αν μ' ανάψη πιο πολύ, θ' απολύσω τη χολή, θα σου βγάλω μάτια, μύτες, που να τρέχης να γυρεύης βοηθούς σου τους πολίτες. Κι από μας η κάθε μία το κορμί της τώρ' ας γδύση, γυναικίλες να μυρίση. Κι' όποιος τώρα του βαστά, ας ζυγώσει εδ ώ μπροστά, να του δείξω εγώ, αν σκόρδα του λοιπού θα ξαναφάη για τον πόλεμο να πάη κι' αν θα φάη μαυροκούκκια για να πάη να δικάζη και να κάθεται στην έδρα δίχως να ξερονυστάζη. Μιά το στόμα σου μονάχα λέξιν άσχημη να βγάνη, και ο θυμός ευθύς με πιάν ει, που θα βγης απ' τον καυγά όπως από το σκαθάρι κι ο αητός, χωρίς αυγά! Μα κι αν στέκεσαι μπροστά μου, δεν με μέλει πια γι' αυτό, όσο είν' η Λαμπιτώ, κι όσο βρίσκεται εκεί κ' η Θηβαία Ισμηνία, που 'νε κόρη ευγενική. Κι αν σωστές φορές εφτά μας ψηφίσεις εναντίον, δεν περνούν σ' εμάς αυτά, κακομοίρη, που γυρεύεις σε γειτόνους και σε φίλους συφορές να μαγειρεύης. Φθές ακόμη με τις άλλες στης Εκάτης τη γιορτή, τούτη την αγαπητή επροσκάλεσα κοπέλλα, που 'νε όμορφη και μέλι και της Βοιωτίας χέλι. Και δεν ήθελαν να στείλουν τις γυναίκες τους δω πέρα από τα ψηφίσμτά σου, όπου βγάνεις κάθε μέρα. Παύτε τα ψηφίσματά σας, πριν κανένας σας αρπάξη απ' τα γέρικά σας σκέληα, και το σβέρκο σάς τινάξει! ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Συ, αρχηγέ της πράξεως, για πες μας τι συμβαίνει, που βγαίνεις τόσο σκυθρωπή και τόσο λυπημένη; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Σων γυναικών των πρόστυχων τα έργα τα κακά και τα μυαλά τα θηλυκά που φρόνηση τους λείπει ε, να, αυτά μ' εκάμανε να περπατώ με λύπη. ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Τι λες; Τι λες; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Αλήθεια, ναι. ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Σ' είν' το κακό που εστάθει; Πες το στη φιλενάδα σου, που θέλει να το μάθει. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Κι αν σας το πω θα είν' αισχρό, κι αν δεν το πω κακό-ψυχρό. ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Μη μας το κρύβης το κακό, και πες το ίσα-ίσα. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Κοντολογίς, μας έπιασε για το γαμήσι λύσσα! ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Ω Δία! ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Τι να σου κάνει ο Ζεύς; Αυτό ζητούν να φτιάσουν, και να τις κάνω δεν μπορώ τους άνδρες να ξεχάσουν. Και κατορθώνει κάθε μιά με τρόπο να μου φύγει. Ση μία, τρύπα μυστική την τσάκωσα ν' ανοίγει μεσ' στου Πανός το ιερό· κ' η άλλη με σχοινί γερό κατέβη, απ' του πηγαδιού δεμένη το μαγκάνι· η άλλη πάει στον εχθρό κι αυτομολία κάνει· κι άλλη καβάλλα ήθελε να πάρει ένα σπουργίτι, να πέσει στου πορνοβοσκού Ορσίλοχουτο σπίτι, ως που την εξεμάλλιασα. Και όλες μου ζητάνε προφάσεις, να το σκάσουνε, στα σπίτια τους να πάνε. Θα ιδείτε· κάποια έρχεται και πλησιάζει· να τη! Παρακαλώ, πού τό 'βαλες του λόγου σου τρεχάτη; (Εισέρχεται η Γυνή Β) ΓΥΝΗ Β Θέλω να πάω σπίτι μου. Άφησα στο κατώι από τη Μίλητομαλλιά, κι ο σκόρος μου τα τρώει. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Ποιος σκόρος; Άφησέ τ' αυτά· τράβα και γύρνα πίσω! ΓΥΝΗ Β Στις δυό θεές ορκίζομαι, αμέσως θα γυρίσω· θα πεταχτώ τρεχάτη, να το ξαπλώσω μιά στιγμή απάνω στο κρεβάτι. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Δεν φεύγεις, ούτε το μαλλί θ' απλώσεις τώρα· ας' το! ΓΥΝΗ Β Μα θα το χάσω το μαλλί! ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Ε, δεν πειράζει· χάσ' το! ΓΥΝΗ Γ (Εισερχομένη) Η δύστυχη! Η δύστυχη! Και τώρα τι να κάνω, που το λινάρι τ' άφησα με δίχως να το ξάνω! ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Να κ' άλλη, που μας κόπιασε το δρόμο της να πάρει, γιατί άφησεν ακτύπητο στο σπίτι το λινάρι! Πήγαινε μέσα γρήγορα! ΓΥΝΗ Γ Μα θα γυρίσω πίσω, μα την Εκάτη, στη στιγμή, αρκεί να το κτυπήσω! ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Ας λείψουν τα κτυπήματα· γιατ' έτσι αν αρχίσει, κι άλλη θα μας κουβαληθεί το ίδιο να ζητήση. (Εισέρχεται η Γυνή Δ έχουσα εξωγκωμένην την γαστέρα) ΓΥΝΗ Δ Ω εσύ, θεά Ειλείθυια!κράτει με κάθε τρόπο, για να προφθάσ' η γέννα μου να γίνει σ' άλλον τόπο, χωρίς την ιερότητα που έχει τούτος να 'χει. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Τι ψέλνεις εσύ μονάχη; ΓΥΝΗ Δ Κοίτα! Στην ώρα βρίσκομαι της γέννας η καϋμένη. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Ε, μα καλά· εσύ όμως χθές δεν ήσουν 'γγαστρωμένη. ΓΥΝΗ Δ Τι τάχα; Είμαι σήμερα. Στείλε με στη στιγμή να πεταχθώ στο σπίτι μου να φέρω τη μαμή. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Μα για ποιο λόγο; Τούτο δω μου φαίνεται πολύ σκληρό. ΓΥΝΗ Δ Α, είν' αρσενικό μωρό. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Μα τη θεά! Εδώ παιδί δεν φαίνεται για νά 'χη· για τεντζερέδι φαίνεται· στάσου, θα ιδώ μονάχη, (Ερευνά υπό τον χειτώνα της Γυναικός Δ και εξάγει χαλκήν περικεφαλαίαν). Το κράνος έχωσες εδώ, ανόητη! Της Αθηνάς, και λες ότι κοιλοπονάς; ΓΥΝΗ Δ Μα το θεό, κοιλοπονώ. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Καλά, κ' εδώ στη ζώνη το κράνος γιατί τό 'βαλες; ΓΥΝΗ Δ Γιατί αν μού 'ρθουν πόνοι απάνω στην Ακρόπολι, να κάτσω χέρι-χέρι να κάνω μέσα το παιδί καθώς το περιστέρι. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Τι λες! Ωραία πρόφασι! ια είναι φανερό! Γιατί εδώ δεν κάθεσαι να κάνεις το μωρό, και στη δεκάτη μέρα το υ απάνω ίσα-ίσα, μέσα στο κράνος του παιδιού να κάνεις τα βαφτίσα; ΓΥΝΗ Δ Α, όχι· στην Ακρόπολι εγώ δεν θέλω νά 'μαι και μόνη να κοιμάμαι· με πήγε ριπιτίδι την ώρα που αντίκρυσα της Αθηνάς το φίδι. ΓΥΝΗ Ε (Εισερχομένη) Ωχ, ωχ! Η κακορρίζικη! Απ' την αγρύπνια θα χαθώ· ούτε στιγμή να κοιμηθώ οι κουκουβάγιες μ' άφησαν! ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Παύτε τα παραμύθια, δαιμονισμένες! θέλετε τους άνδρες σας στ' αλήθεια· θαρρείτε πως δεν θέλουμε να είμεθα μαζί τους; δεν ξέρουμε το τι τραβούν τις νύχτες μοναχοί τους; Μα λίγο κρατηθείτε και στενοχωρηθείτε, γιατί το είπε κι ο χρησμός: η νίκ' είναι δική μας αν γκρίνιες δεν ανοίξουμε και στάσι μεταξύ μας. Αυτός λοιπόν είν' ο χρησμός... ΓΥΝΗ Β Για πες να τον ακούσουμε. ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Ακούστε και σκασμός! -"Όταν οι χελιδόνες θα μαζευθούν σε μιά μεριά και θα καθήσουν μόνες από τους τσαλαπετεινούς μακράν κι από αρσενικά, θα αταματήσουν τα κακά. Κι ο Δίας όπου βροντά ψηλά με το τρανό του χέρι, τα πράματα θα φέρη, που τ' από πάνω θα βρεθεί στο κάτω πλακωμένο". ΓΥΝΗ Α Θα πέφτουμ' από πάνω τους εμείς; Καταλαβαίνω. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ "Οι χελιδόνες δε αυτές αν τσακωθούν καμία φορά κι από τον ιερό ναό φύγουν και κάνουνε φτερά, όρνιο ποτέ δεν θα φανεί στον κόσμο γεννημένο πιο πουτανιάρικο απ' αυτές και πιο ξεκωλιασμένο!..." ΓΥΝΗ Α Α, μα τον Δία! Ο χρησμός τα λέει παστρικά. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Θεοί! Ας μη δειλιάσουμε από τούτα τα κακά. Περάστε μέσα, φίλες μου, τα χέρια μας να σφίξουμε και προδοσία στο χρησμό θα 'ναι κακό να δείξουμε. (Εισέρχονται όλοι εντός των πυλών και τας κλείουν) ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Άκουσ' ένα παραμύθι από το δικό μου στόμα, που 'χα μιά φοράν ακούση, πού 'μουνα παιδί ακόμα. Λοιπόν ήταν ένας νέος, Μελανίωντ' όνομά του, μια φορά, όπου το γά μο δεν τον ήθελ' η καρδιά του, και την ερημιά επήρε και τα όρη εκατοικούσε· είχε και σκυλλί και δίχτυ και λαγούς εκυνηγούσε. Λοιπόν έτσι, τις γυναίκες είχε τόσο σιχαθεί, που σε πόλη και σε σπίτι δεν μπορούσε να σταθεί, μα κοντεύω κι από κείνον πιο πολύ να σε μισήσω· μολαταύτα σαν να θέλω, βρε γριά, να σε φιλήσω. ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Αλλ ανάγκη πια δεν θα 'χης από κρομμυδιού κομμάτια να σου κλάψουνε τα μάτια. ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Και το πόδι θα σηκώσω με κλωτσιές να σε φορτώσω. ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Βλέπω που 'χεις κρεμασμένη γενειάδα φυτρωμένη. ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Μα κι αυτός ο Μυρωνίδης τους εχθρούς εφόβιζ' όλους με τους μαύρους του τους κώλους και με την τραχειά του όψη, όπως κάνει κι ο Φορμίων. ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Αφού είπες εσύ εκείνο, που 'καμεν ο Μελανίων, έχω και εγώ σκοπό ένα μύθο να σου ειπώ; Κάποιος Σίμωνείχε ζήση, με μορφή σκουντουφλιασμένη, λες και ήτανε μ' αγκάθια γύρω-γύρω της φραγμένη, όπως βράχος Ερινύων. Ε, λοιπόν, αυτός ο Σίμων έφυγεν από το πλήθος των κακών και των ατίμων. Σους αχρείους, όπως ε ίσθε, είχε σιχαθεί κι αυτός, κι όμως ήταν στις γυναίκες τρυφερός κι αγαπητός. Ση μασσέλα θα σου σπάσω! ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Καλέ σώπα! Ην το κάνεις, κι απ' το φόβο θα τα χάσω. ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Να, τα σκέλια θα σηκώσω και θα σε κλωτσήσω. ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Κτύπα! Να σου δούμε και την τρύπα. ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Τώρα στα γεράματά μου δεν θα δεις αυτήν τη χάρι, γιατί τό 'χω μαδημένο σαν να τό 'καψε λυχνάρι. (Επί του τείχους) ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Ε, ε! γυναίκες! γρήγορα ελάτ' εδώ! ΓΥΝΗ Α Τι τρέχει; ποιος είν' αυτός ο θόρυβος, και ποιάν αιτίαν έχει; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Να! βλέπω άνδρα που τραβά εδώ στο τείχος ίσα· τον έχει πιάση, φαίνεται, για τις γυναίκες λύσσα. ΜΥΡΡΙΝΗ Συ, των Κυθήρων η θεά, η αφρογεννημένη, που 'σαι στην Πάφο λατρευτή, στην Κύπρο δοξασμένη, σ' αυτόν τον δρόμο που άνοιξες, δύναμι τώρα δίνε να πάρει τον ανήφορο. ΓΥΝΗ Α Ποιος έρχεται; Πού είναι; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Εκεί στης Χλόης το ιερό επρόβαλε τρεχάτος, ΜΥΡΡΙΝΗ Ω, μα το Δία! Να τος! ΓΥΝΗ Α Ποιος να 'νε; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Σον γνωρίζετε καμία από σας; Για ιδείτε. ΜΥΡΡΙΝΗ Σον ξέρω· για αταθείτε· αυτός είναι ο άνδρας μου, ο Κινησίας. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Έλα, ψήσε τον, στριφογύριστ' τον, δείξε πως έχεις τρέλλα γι' αυτόν, πως δεν τον αγαπάς κατόπιν, κι ό,τι άλλο, όξ' απ' αυτό που δώσαμε τον όρκο τον μεγάλο. ΜΥΡΡΙΝΗ Α! Η σε μέλη κ' έννοια σου· κουνούπι θα του γίνω. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Κ' εγώ μαζί θα μείνω να του σηκώσω τα μυαλά και να τον ξεροψήσω. (Προς τας λοιπάς) Πηγαίνετε πιο πίσω. (Άπασαι αι επί του τείχους γυναίκες και η Μυρρίνη κρύπτονται). ΚΙΝΗΣΙΑΣ (Ερχόμενος κάτωθεν του τείχους): Πω, πω, πω! Ο κακομοίρης! Τι σπασμός που μ' έχει πιάση, λες και στον τροχό με δέσαν. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Ε! Τις ει! Που 'χεις περάσει μεσ' στους φύλακας; ΚΙΝΗΣΙΑΣ Εγώ, είμαι! ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Άνδρας είσαι; ΚΙΝΗΣΙΑΣ Άνδρας, πώς; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Δεν θα φύγεις; ΚΙΝΗΣΙΑΣ Σ' είσαι τάχα εσύ που μου το λες; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Σκοπός ΚΙΝΗΣΙΑΣ Φώναξέ μου τη Μυρρίνη να βγή έξω, στο θεό σου! ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Άκου! θέλει τη Μυρρίνη να φωνάξω! Σε καλό σου! Και του λόγου σου ποιος είσαι, όπου προσταγές μας δίδεις; ΚΙΝΗΣΙΑΣ Είμ' ο άνδρας ο δικός της, Κινησίας Πεονίδης. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Συ 'σαι, φίλτατέ μου; Γειά σου! κάθε μιά μας τ' όνομά σου, όχι και με δίχως δόξα εδώ πέρα το γνωρίζει· η γυναίκα σου στο στόμα το 'χει και το πιπιλίζει, κ' είτ' αυγό καρτεί στο χέρι είτε μήλο, το φυλάει πάντοτε να το προσφέρη στον καλό της Κινησία, που τον άφησε στο σπίτι. ΚΙΝΗΣΙΑΣ Αχ! για το θεό! χρυσό μου! ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Ω, ναι, μα την Αφροδίτη! Κι αν συμβή καμία κουβέντα για τους άνδρες μας να γίνει, πάντοτε μας λέει εκείνη: "όλ' αυτά που λέτ' αλήθεια, μα μπροστά στον Κινησία είναι όλοι κολοκύθια!". ΚΙΝΗΣΙΑΣ Τρέχα, τρέχα φώναξέ τη! ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Κάτι τι δεν θα θελήσεις και σ' εμένα να χαρίσεις; ΚΙΝΗΣΙΑΣ (Χειρονομών καταλλήλως) Άκου λέει! Μα τον Δία, να το θέλεις μόνο φθάνει· τούτο μού 'τυχε να έχω, σου το δίνω αν σου κάνει. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Στάσου λίγο· κατεβαίνω να σου την φωνάξω τώρα. (Εισέρχεται) ΚΙΝΗΣΙΑΣ Τρέχα γρήγορα και φερ' τη· γιατί αχ! Από την ώρα που μου έφυγε απ' το σπίτι κι από μένα μένει χώρια, στη ζωή δεν βρίσκω χάρι... μπαίνω μέσα, στενοχώρια... όλα έχουνε ρημάξη... άνοστο και το φαΐ μου... κι απ' την καύλα έχω λυσσάξη! (Εξέρχεται η Μυρρίνη εις το τείχος) ΜΥΡΡΙΝΗ (Ωσεί μονολογούσα) Σον αγαπώ, τον αγαπώ, κι όμως αυτός δεν θέλει καθόλου την αγάπη μου· λοιπόν σαν δεν τον μέλη, τι μ' έφερες εδώ γι' αυτόν; ΚΙΝΗΣΙΑΣ Γλυκό μου Μυρρηνάκι! Γιατί μου κλείστηκες αυτού; έλα μ' εμέ λιγάκι. ΜΥΡΡΙΝΗ Κάτω εγώ;! Α τον θεό, ούτε στο νου το βάζω. ΚΙΝΗΣΙΑΣ Μυρρίνη! Πώς; Δεν έρχεσαι σ' εμέ, που σε φωνάζω; ΜΥΡΡΙΝΗ Ανάγκες από μένα εσύ δεν έχεις πια πολλές. ΚΙΝΗΣΙΑΣ Δεν έχω ανάγκη εγώ για σε; Μα τ' είν' αυτά που λες; Εγώ εκαταστράφηκα χωρίς εσέ. ΜΥΡΡΙΝΗ Θα φύγω. ΚΙΝΗΣΙΑΣ Στάσου ακόμα λίγο. (Σπεύδει εις τα παρασκήνια και οδηγεί υπηρέτην φέροντα παιδίον.) Άκουσε το παιδάκι μας. (Προς το παιδίον) Τι στέκεσαι, βρε βλάκα; φώναξε τη μαμάκα σου. ΣΟ ΠΑΙΔΙΟΝ Μαμάκα μου! Αμάκα! ΚΙΝΗΣΙΑΣ Βρε συ! Α ούτε το παιδί λυπάσαι, σαν μητέρα, που 'ν' άπλυτο και αβύζαχτο για έκτη τώρα μέρα; ΜΥΡΡΙΝΗ Εγώ λυπάμαι το παιδί· μα 'κείνος όπου μένει σκληρός, είν' ο πατέρας του. ΚΙΝΗΣΙΑΣ Μωρή δαιμονισμένη! κατέβα χάριν του παιδιού! ΜΥΡΡΙΝΗ Η μάννα δεν ξεχνάει το σπλάχνο της· ας κατεβώ· τι τάχα θα μου κάνει; (Εισέρχεται) ΚΙΝΗΣΙΑΣ Μωρέ, αυτή μου φαίνεται πιο νηά ότι τη βρήκα, και τώρα έχει πιο πολλή μεσ' στη ματιά της γλύκα· κι όσο μου κάνει αντίστασι, κι όσο μου κάνει νάζι, τόσο του πόθου τις φωτιές μεσ' στην καρδιά μου βάζει. ΜΥΡΡΙΝΗ (Εξέρχεται εκτου παρασκηνίου και σπεύδει προς το παιδίον) Γλυκό παιδί, ενός μπαμπά με διεστραμμένη φύσι! έλα στη μητερίτσα σου να σε γλυκοφιλήση. ΚΙΝΗΣΙΑΣ (Συλλαμβάνων αυτήν) Παληογυναίκα συ! Γιατί σε πείσανε οι άλλες, και φασαρίες άνοιξες στον άνδρα σου μεγάλες, που έτσι βλάπτεσαι και εσύ, κ' εκείνος υποφέρει; ΜΥΡΡΙΝΗ Παρακαλώ! Μη ακουμπάς επάνω μου το χέρι! ΚΙΝΗΣΙΑΣ Κι άφησες τόσα πράγματα έρμα στο σπίτι χάμου δικά σου και δικά μου; ΜΥΡΡΙΝΗ Μπά, δε με μέλει τέσσερα. ΚΙΝΗΣΙΑΣ Βρε μίλα λογικά· και τα κοκκόρια που τρυπούν τα δόλια πανικά; ΜΥΡΡΙΝΗ Ας τα τρυπούν. ΚΙΝΗΣΙΑΣ Σόσον καιρό που λείπεις απ' το σπίτι, θυσία πια δεν έκαμες καμία στην Αφροδίτη. Λοιπόν δεν θα ρθης σπίτι σου; ΜΥΡΡΙΝΗ Α, τούτο δεν θα γίνει, εάν δεν παύσει ο πόλεμος κι αν δεν κλεισθεί ειρήνη. ΚΙΝΗΣΙΑΣ Ησύχασε παρακαλώ· κι αυτό θα γίνει γρήγορα, αν μας φανεί καλό. ΜΥΡΡΙΝΗ Ε, όταν σας φανεί καλό, θα ρθω κι εγώ καντά σου· μα όρκο τώρα έκανα και κάτω τα ξερά σου! ΚΙΝΗΣΙΑΣ Καλά· μα έλα μιά στιγμή να πέσουμ' εδώ πάνω. ΜΥΡΡΙΝΗ Δεν λέγω πως δεν σ' αγαπώ, μα όχι δεν το κάνω. ΚΙΝΗΣΙΑΣ Αχ, μ' αγαπάς; λοιπόν γιατί δεν πέφτεις, Μυρρινάκι, μαζί μ' εμέ λιγάκι; ΜΥΡΡΙΝΗ Γελοίε! Τέτοια πράγματα, και στο παιδί μπροστά;! ΚΙΝΗΣΙΑΣ Μα το θεό! Πολύ σ ωστά! (Προς τον υπηρέτην) Μωρέ Μανή!παρ' το παιδί και πήγαινε στη χώρα (Ο υπηρέτης απέρχεται) Να, έφυγε και το παιδί, ε, δεν θα πέσεις τώρα; ΜΥΡΡΙΝΗ Δύστυχε! Πού θα κάνουμε λοιπόν τέτοια δουλειά; ΚΙΝΗΣΙΑΣ Θα 'νε καλά μες στου Πανός να πάμε τη σπηλιά. ΜΥΡΡΙΝΗ Και απ αυτό τ' αμάρτημα ποιος θα με καθαρίσει; ΚΙΝΗΣΙΑΣ Και στης Κλεψύδρας μια στιγμή δεν πλύνεσαι τη βρύση; ΜΥΡΡΙΝΗ Βρε δυστυχή! Ωρκίσθηκα και θα γενής αιτία να γίνω και επίορκος. ΚΙΝΗΣΙΑΣ Σ' εμέ κ' η αμαρτία. ΜΥΡΡΙΝΗ Στάσου τουλάχιστον να βρω κανένα κρεβατάκι. ΚΙΝΗΣΙΑΣ Μπα! Δεν βαρυέσαι; Πέφτουμε και χάμου για λιγάκι. ΜΥΡΡΙΝΗ Τι λες; Μα τον Απόλλωνα, σαν το δικό σου σώμα ποτέ δεν θα παραδεχθώ να κυλισθεί στο χώμα. (Απέρχεται) ΚΙΝΗΣΙΑΣ Τούτ' η γυναίκα η καψερή μου έχει αγάπη φοβερή. ΜΥΡΡΙΝΗ (Κατερχομένη με δυο δίποδα ηνωμένα δια πανίου) Να, πέσε και ξαπλώσου, και τώρα θα γδυθώ κ' εγώ και θά ρθω στο πλευρό σου. (Προσποιείται ότι εκδύεται και αίφνης ανακόπτεται) Μπα! Είδες που εξέχασα να φέρω τα ψαθί; ΚΙΝΗΣΙΑΣ Αφ' το κι ας λείψη το ψαθί· ας πάη να χαθεί! ΜΥΡΡΙΝΗ Α, όχι μα την Άρτεμι· αυτό δεν θα το κάνω μεσ' στο πανί απάνω. ΚΙΝΗΣΙΑΣ Έλα να σε φιλήσω! (Η ΜΥΡΡΙΝΗ πλησιάζει και την φιλεί) Μπω, μπω! Τρομάρες!... Γρήγορα να μου γυρίσεις πίσω! ΜΥΡΡΙΝΗ (Απέρχεται και επανέρχεται αμέσως κομίζουσα ψάθαν) Να ψάθα· πέσε, να γδυθώ. (Προσποιείται ότι εκδύεται και ανακόπτεται) Ω η οργή να πάρει! Δεν έχεις μαξιλάρι! ΚΙΝΗΣΙΑΣ Δεν έχω ανάγκη απ' αυτό. ΜΥΡΡΙΝΗ Α! Έχω και πολλή. (Φεύγει) ΚΙΝΗΣΙΑΣ Αχ! Τούτη η ψωλή τον Ηρακλή, ως φαίνεται, θα έχει μουσαφίρη, που τελευθαίος έφθανε στο κάθε πανηγύρι. ΜΥΡΡΙΝΗ (Επανέρχεται φέρουσα προσκεφάλαιον) Σήκω απάνω! Πήδησε! (Σοποθετεί το προσκεφάλαιον) Έ, όλα τα 'χεις τώρα. ΚΙΝΗΣΙΑΣ Όλα, χρυσό μου! Έλα πια, μη χάνουμε την ώρα. ΜΥΡΡΙΝΗ Να ξεκουμπώσω μια στιγμή την πόρπη· μη ξεχάσεις και για τη συμφιλίωση, που είπες, με γελάσεις. ΚΙΝΗΣΙΑΣ Αν το ξεχάσω, να χαθώ! ΜΥΡΡΙΝΗ Κουβέρτα που δεν έχεις; ΚΙΝΗΣΙΑΣ Ουφ! Τώρα πού να τρέχης και πάλι σούρτα φέρτα να πας να βρεις κουβέρτα; Κουβέρτες δεν χρειάζομαι, μα θέλω να γαμήσω. ΜΥΡΡΙΝΗ Κι αυτό θα γίνει· μια στιγμή και πάλι θα γυρίσω. (Φεύγει) ΚΙΝΗΣΙΑΣ Μωρέ αυτό το θηλυκό μου φτιάνει με τα στρώματα περσσότερο κακό! ΜΥΡΡΙΝΗ (Φέρουσα σκέπασμα) Ε, σήκω τώρα μια στιγμή ν' αναπαυθείς καλύτερα ΚΙΝΗΣΙΑΣ Δεν βλέπεις που σηκώθηκε ετούτο μου πρωτύτερα! ΜΥΡΡΙΝΗ Θέλεις και λίγες μυρουδιές να σού ρθουνε στη μύτη; ΚΙΝΗΣΙΑΣ Όχι, μα τον Απόλλωνα! ΜΥΡΡΙΝΗ Α, μα την Αφροδίτη, θα μου μοσχομυρίσεις θελήσεις, δεν θελήσεις. (Εξάγει φιαλίδιον) ΚΙΝΗΣΙΑΣ Αφέντη Δία! Δώσε μιά και χύσε το ευθύς! ΜΥΡΡΙΝΗ Άπλωσ' το χέρι σου λοιπόν και πάρε ν' αλειφθείς. ΚΙΝΗΣΙΑΣ (Αλειφόμενος δια του μύρου) Μα τον Απόλλωνα! Κι αυτό όταν μας τρώει τον καιρό, είν' άνοστο και περιττό, κι όταν δεν έρχεται μαζί με τη δική του ευωδιά, του γαμησιού η μυρουδιά! ΜΥΡΡΙΝΗ Πω, πω! Η κακομοίρα! Τι έπαθα! Σου έφερα, καλέ της Ρόδου μύρα. ΚΙΝΗΣΙΑΣ Είνε κι' αυτό καλό πολύ· άφησε τ' άλλα, βρε τρελλή. ΜΥΡΡΙΝΗ Για πες μου! Αστειεύεσαι; (Φεύγει ταχέως) ΚΙΝΗΣΙΑΣ Κακή και μαύρ η μοίρα, σ' αυτόν που του κατέβηκε να πρωτοφτιάσει μύρα! ΜΥΡΡΙΝΗ (Επανερχομένη με φιαλίδιον) Πάρε το μπουκαλάκι αυτό. ΚΙΝΗΣΙΑΣ Μα έχω μια μπουκάλα! Έλα μου δω να ξαπλωθείς και μη μου φέρνης άλλα. ΜΥΡΡΙΝΗ Βέβαια, μα την Άτεμι· αυτό κ' εγώ θα κάνω· να, τα παπούτσια βγάνω. Αλλ' όμως, φιλαράκο μου, το είπες και θα γίνει· θα δώσεις ψήφο γρήγορα και εσύ για την ειρήνη. (Φεύγει ταχέως) ΚΙΝΗΣΙΑΣ (Πίπτων επί της κλίνης) Καλά αυτό θα το σκεφτώ. (Βλέπων την Μυρρίνην φεύγουσαν) Τρανή μου συμφορά! Πάει η γυναίκα! Κι όλ' αυτά μου τ' άφησε ξερά! Πω, πω κακό που το 'παθα! Ποιάν θα γαμήσω τώρα, που η πιο καλή μ' εγέλασε απ' όσες έχ' η χώρα; Μια παραμάννα πώς θα βρω τώρα γι' αυτή, και πού;... Πού είσαι, μωρή σκυλλαλεπού!... στείλ' της τουλάχιστον κοντά μιά παραμάνα και νταντά!... (Εισέρχονται εκατέρωθεν οι Φοροί) ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Σε βασανίζει, δυστυχή! κακό μεγάλο στην ψυχή, όπου κ' εμέ ταράττει, για τούτη την απάτη. Ποια νεφρά μπορούν ν' ανθέξουν, στο σκληρό αυτό παιγνίδι; και ποια μέση θα κρατήση, ποια ψυχή και ποιο αρχίδι; ποιο θ' ανθέξει κωλονούρι, που με δύναμι τεντώνει, το πρωί να μη πλακώνη; ΚΙΝΗΣΙΑΣ (Επί της κλίνης) Δία πατέρα! Δεν αντέχω! τι τινάγματα που έχω! ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Να, τι σου 'φτιασεν ακόμα η αχρεία και η βρώμα! ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Ναι, μα είναι φιλενάδα όλο χάρι κι όλο γλύκα. ΚΙΝΗΣΙΑΣ (Εγειρόμενος της κλίνης) Βρε ποια γλύκα! Σιχαμένη και σαχλή πάντα τη βρήκα! ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Ω Δία! Ανεμοστρόβιλο γερό κ' ένα τυφώνα στείλε καυτερό, κι ανέβασ' τες με δύναμι τρανή ψηλά, σαν του αχύρου το κλωνί, και στριφογύρισέ τες με οργή, και δωσ' τους μιά να πέσουνε στη γη, και να 'ρθουν με δύναμη πολλή να καρφωθούν επάνω στην ψωλή! ΚΗΡΥΞ Σε ποια μεριά των Αθηνών θα βρω τη γερουσία και πού τα πρυτανεία; Θέλω ένα νέο να τους πω. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Και εσύ τι είσαι τάχα; άνθρωπος ή δαιμόνιο της σκόνης είσαι; ΚΗΡΥΞ Φάχα! Που 'χεις λαχάνου κεφαλή, κήρυκας έχω γίνει, κι από τη Σπάρτη έφθασα εδώ για την ειρήνη. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Καλό και τούτο πάλι, μα βλέπω δόρυ να κρατείς κατ' από τη μασχάλη. ΚΗΡΥΞ Μα το θεό, καθόλου... Μπα!... ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Κι απ' τη μεριά την άλλη γιατί γυρίζεις πάλι; Και κάτ' απ' τη χλαμύδα σου τ' είν' κείνο που φουσκώνε; από το δρόμο τον πολύ μην έβγαλες βουβώνι; ΚΗΡΥΞ Συ θα 'σαι, μα τον Κάστορα, γεροξεκουτιασμένος. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Βρε σιχαμένε άνθρωπε! Φτου! Είσαι καυλωμένος! ΚΗΡΥΞ Όχι μα το θεό! Αυτό μήτε να πης για χωρατό. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Τότε λοιπόν, τι είν' αυτό, που βλέπω σαν το στύλο; ΚΗΡΥΞ Ποιό; Τούτο; Είναι ξύλο σκυτάλη σπαρτιατική. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ (Χειρονομών καταλλήλως) Όσο σκυτάλη είν' αυτό, τόσο και τούτη που 'ν' εκεί! Μα πες μου την αλήθεια εσύ, ωσάν γνωστή μου να 'νε: Εκεί στη Λακεδαίμονα τα πράγματα πώς πάνε; ΚΗΡΥΞ Όλα ορθά στην πόλη κ' οι σύμμαχοί μας όλοι καυλώσανε κ' εκείνοι· γυρεύουν την Πελλήνη! ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Πώς έτυχε η συμφορά να πέσει σ' όλους γενικώς; Μην τύχει κ' είναι πανικός; ΚΗΡΥΞ Καθόλου, πα! Δεν είν' αυτό· Νομίζω πως η Λαμπιτώ άρχισε πρώτη, κ' ύστερα όλες το ίδιο πράξανε, και όλες απ' τα σκέλια τους τους άνδρας επετάξανε. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Και πώς περνάτε σεις λοιπόν; ΚΗΡΥΞ Ωχ! Υποφέρουμ' όλοι. Μερόνυχτα στην πόλη γυρίζουμε σκυφτοί-σκυφτοί, λες και φανάρι ο καθείς στα χέρια του κρατεί. Γιατ' οι γυναίκες θύμωσαν, και νάζα κάνουν χίλια· δεν θέλουν και ν' αγγίξουμε της τρύπας τους τα χείληα, αν στην Ελλάδα όλοι μας και με την ίδια γνώμη, ειρήνη και φιλίωσι δεν κάμωμεν ακόμη. ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ Τώρα καταλαβαίνω, πως οι γυναίκες το 'χουνε παντού συμφωνημένο. Σρέξε λοιπόν, μη κάθεσαι· και η δουλειά η πρώτη σου στον κάθε πατριώτη σου πρέσβεις να πης να στείλη για την ειρήνη γρήγορα, να γίνουμ' όλοι φίλοι. Κ' εγώ θα πω στους Βουλευτάς αν φύγουν πρέσβεις άλλοι, και θα τους πείσω, δείχνοντας της πούτσας μου το χάλι! ΚΗΡΥΞ Ωραίο σχέδιο κι αυτό! φτερούγες κάνω και πετώ (Απέρχονται) ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Να 'νε χειρότερο θεριό απ' τη γυναίκα, δεν μπορεί· ούτε τη φθάν' η πάρδαλις, ούτ' η φωτιά η φοβερή! ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Αφού μας ξέρεις εσύ εμάς γιατί μαζί μας πολεμάς, που θα 'σουν πάντα φίλος μου καλός κι αγαπημένος; ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Α δεν θα παύσω να μισώ των γυναικών το γένος. ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Να κάνεις όπως αγαπάς· μα εγώ δεν θα θελήσω να σε παραμελήσω· γιατί αν αποφάσισες στους δρόμους να φανείς, που 'σαι για να γελάη κανείς, θα ρθω να ρίξω απάνω σου το ρούχο το δικό μου. (Ρίχνουν επί των γερόντων τα μικρά επανωφόριά των) ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Δεν είν' κακό· είχα γδυθεί απ' τον πολύ θυμό μου. ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Και πρώτον έτσι φαίνεσαι σαν ά νδρας στην εντέλεια· δεύτερον, σαν εντύθηκες, δεν είσαι πια για γέλια, και αν ίσως εσύ δεν μ' έκανες να σκάσω από γινάτι, ένα κουνούπι θα 'βγαζα που σου 'χει μπει στο μάτι. ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Για τούτο τώρα μ' έτριβε το μάτι τόσην ώρα. Πάρε το δακτυλίδι μου και σκάλισέ το τώρα και το κουνούπι βγάλε μου εις την οργή να πάη, γιατί έχει ώρα κάμποση που με κατατσιμπάει. ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Ε, θα το κατορθώσω, μ' όλο που είσαι άνθρωπος διεστραμένος τόσο. (Η κορυφαία του Χορού των Γυναικών λαμβάνει το δακτύλιον του Κορυφαίου του Χορού των Γερόντων και καθαρίζει δια του δακτυλου-λίθου τον οφθαλμόν αυτού) Ω Δία! Κουνούπι τρομερό σου 'χει χωθεί στο μάτι· δεν είν' απ' την Τρικόρυθο; ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Ησύχασα κομμάτι. Πηγάδι μέσα μ' άνοιγε καλό που μου 'χεις κάμη! και τώρα ιδέ τα δάκρυα που τρέχουν σαν ποτάμι. ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Εγώ θα το σκουπίσω και, μ' όλο που 'σαι και κακός, θα ρθω να σε φιλήσω. ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Όχι να με φιλήσεις! ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Μωρέ θα σε φιλήσω εγώ, θελήσεις, δεν θελήσεις! (Αι Γυναίκες ορμούν και φιλούν τους Γέροντας δια της βίας) ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Ε, να σας πάρει η ευκή! για να χαϊδεύετε καλά, το 'χετε τέχνη φυσική! και δεν ειπώθηκε κακά αυτό που ακούμε τακτικά: "ούτε να ζει κανείς μπορεί με την πανούκλ' αυτή μαζί, ούτε χωρίς αυτή να ζει"! ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Μα τώρα πια που κάναμε συνθήκη και ειρήνη, από τον ένα μας κακό στον άλλο δεν θα γίνει. Και τώρα ας αρχίσουμε μαζί να τραγουδίσουμε. (Αντιστροφή) Κακό δεν είχα εγώ σκοπό για τους πολίτας μας να ειπώ· το εναντίο μάλιστα και κάτι παραπάνω μόνο καλό εγώ θα ειπώ κι όλο καλό θα κάνω, γιατί αρκετά είναι τα κακά κι όλα τ' αποτελέσματα που φέρνουν τακτικά. Και αν θελήσει χρήματα κανείς καμία φορά, γυναίκα ή άνδρας, μια-δυό μναίς, ας το δηλώσει καθαρά, γιατί έχουμε περσσότερα στις τσέπες· κι όταν γίνει με το καλό ειρήνη, εκείνος, όπου σήμερα εγώ θα του δανείσω, ας μη το δώσει πίσω. Έχουμ' από την Κάρυστο κάτι ανθρώπους ξένους πολύ καλούς και παστρικούςστο σπίτι μας φερμένους, τραπέζι σαν τους κάνουμε· έχ' όσπρια φτιασμένα και γουρουνάκιένα, και κρεατάκι απαλό θα φάνε, και πολύ καλό. Λοιπόν να ρθείτε σπίτι μου, τραπέζι σας προσμένει· μα πρέπει να 'ρθετε πρωί και να 'σθε και λουσμένοι και σεις, και τα παιδάκια σας να 'νε καλολουσμένα· μα δίχως και κανένα στην πόρτα να ρωτήσεις, σαν να 'σαι μαεσ' στο σπίτι σου, γραμμή να προχωρήσεις, κι αν το τραπέζι δεν το βρείς, όπως θαρρείς, στρωμένο, θα βρείς το μύλο σφαλιστό και το νερό κομμένο! ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Πρέσβεις έρχονται απ' τη Σπάρτη, που μεγάλα γένεια σέρνουν, και μπροστά παλούκια φέρνουν στα μεριά τους τεντωμένα, σαν αυτά όπου κρατούνε τα γουρούνια μας δεμένα. (Εισέρχεται αριστερόθεν χορός Λακεδαιμονίων) Άνδρες Λακεδαιμόνιοι! Πρώτα σας χαιρετούμε, και δεύτερα, τι πάθατε που έρχεσθε; Ρωτούμε. ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ Τι χρεία να το μάθετε με λόγια μας πολλά; Τι μας συμβαίνει κ' ήρθαμε, το βλέπετε καλά. ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Πάθατε μιά συφορά νευρωμένη τρομερά, κι από του Ερμή εκείνη πιο τρανή σας έχει γίνει. ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ Δεν λέγονται, μην τα ρωτάς. Τι κι αν τα λέμε; Δεν κοιτάς; Κάντε γρήγορα ειρήνη, κι όπως θέλετε να γίνει. ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Δεν κοιτάς και τους δι κούς μας με τα χάλια τα δικά τους, όπου τα φορέματά τους σαν τους παλαιστάς σηκώνουν από πάνω απ' την κοιλιά; Είναι φαίνετ' η αρρώστια της γυμναστικής δουλειά! Α ΑΘΗΝΑΙΟΣ (Εισερχόμενος) Ποιος θα μου πει πού βρίσκεται εκείν' η Λυσιστράτη; Είμαστε άνδρ ες πια εμείς, ή σάτυροι βαρβάτοι; ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Κι αρρώστια τούτη πάλι είναι όμοια με την άλλη· το πρωί, που ξημερώνει, σας τινάζει; Σας τεντώνει; Α ΑΘΗΝΑΙΟΣ Μα το Δία! Ας συμβαίνει, κ' είμαστε κατεστραμμένοι. Κι αν κανείς δεν κατορθώσει για να μας συμφιλιώσει, πες μου, ποιος δεν θα τολμήσει τον Κλεισθένηνα γαμήσει; ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Φρόνιμοι αν είστε άνδρες, πιάστε τα φορέματά σας, ρίχτε τα καλά μπροστά σας, μήπως σας δει κανένας Αθηναίος κουνενές από κείνους, όπου κόβουν των Ερμώντις μπροστινές! Α ΑΘΗΝΑΙΟΣ (Διευθετών τα ιμάτιά του) Ω, μα τον Δία, βέβαια· μιλείς με τα σωστά σου. ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ (Ωσαύτως) Μα τους θεούς, σωστά· κ' εγώ τα κατεβάζω, στάσου· καλά και που το μάθαμε. Α ΑΘΗΝΑΙΟΣ Χαίρετε, άνδρες Λάκωνες! Πολύ κακά την πάθαμε! ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ (Ο Κορυφαίος προς ένα εκτων λοιπών) Τι συφορά, πολύχαρε, και αν μας είδαν έτσι καταγδαρμένο να 'χουμε αυτό το σκυλοπέτσι. Α ΑΘΗΝΑΙΟΣ Λοιπόν ελάτε, Λάκωνες, να μας ειπείτε τώρα γιατ' ήλθατε στη χώρα; ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ Πρέσβεις για την ειρήνη. Α ΑΘΗΝΑΙΟΣ Λαμπρά· καθ' ένας κι από μας πολύ σωστά την κρίνει. Γιατί να μη φωνάξουμε λοιπόν τη Λυσιστράτη, οπού αυτή στο ζήτημα μπορεί να κάνει κάτι; ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ Μα τους θεούς, καλέστε τη. Α ΑΘΗΝΑΙΟΣ Δεν φαίνεται για να 'χη ανάγκη από προσκάλεσμα· να που 'ρχεται μονάχη. (Η ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ κατέρχεται εκτης Ακροπόλεως εις την σκηνήν) ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Απ' τις γυναίκες τούτου του καιρού, γειά σου, εσύ, η πιο παλληκαρού! γίνου σεμν ή, αχρεία, τρομερή, παμπόνηρη, καλή και τρυφερή, γιατί, κ' οι πρώτοι Έλληνες μπροστά σου έγειναν δούλοι απ' τα θέλγητρά σου, και έρχονται σε σένα με χαρά τους να λύσεις κάθε μιά διαφορά τους. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Ειν' εύκολον, αφού φωτιές ανάφτουν στο κορμί τους που να τις σβύσουν δεν μπορούνστο αναμεταξύ τους! Γρήγορα θα διορθωθεί και με καλό θα βγή. Πού είν' η Συνδιαλλαγή; (Προσέρχεται μια εκτων γυναικών) Φέρε μου εσύ τους Λάκωνας με χέρι τρυφερό, κι όχι με την αυθάδεια, οπού δεν χάνουνε καιρό οι άνδρες μας να δείξουνε, και ούτε με κακία, μα όπως πρέπει, φιλικά, σε φύσι γυναικεία. Μα κι αν κανέναν απ' αυτούς τον βρεις ασυγκατάβατον, απ' την ψωλή του τράβα τον! (Προς ετέραν γυναίκα) Φέρε τους Αθηναίους εσύ, κι αν σ' αρνηθούν το χέρι τους, πιάσ' τους κα ι εσύ και τράβα τους από τα ίδια μέρη τους (Η πρώτη γυνή οδηγεί τον Κορυφαίον του χορού των Λακεδαιμονίων. Η δε δευτέρα τον Κορυφαίον του χορού των Αθηναίων, ους ακολουθούσιν οι λοιποί) Άνδρες Λακεδαιμόνιοι! Σταθήτ' εδώ κοντά μου· κ' οι άλλοι σεις, ακούσατε τα λόγια τα δικά μου. Γυναίκα είμαι, βλέπετε, μα 'χω γερό μυαλό, κ' η κάθε μιά ιδέα μου εβγήκε σε καλό, γιατί δεν μ' αναπτύξανε ως σήμερα κακά τα λόγια τα γεροντικά, και γνώσεις μου 'δωκαν πολλές οι πατρικές οι συμβουλές. Σαν έτυχε στα χέρια μου να είστε μιά φορά, θα σας μιλήσω φανερά και με χωρίς χατήρια: Σους ίδιους έχουμε βωμούς, τα ίδια ραντιστήρια, και όλ' οι άνθρωποι μαζί μάς είδανε σαν αδελφούς στην Ολυμπία πάντοτε, στις Θερμοπύλες, στους Δελφούς και σ' άλλα τόσα μέρη να μη σας τα πολυλογώ, που ο καθένας ξέρει. Κ' ενώ βαρβαρικός στρατός συγκεντωμένος τώρα, που σύμμαχο τον έχετε, βρίσκεται μεσ' στη χώρα, σεις πάτε εναντίον σας τα όπλα σας να στρέφετε, και πόλεις καταστρέφετε! Ε το μισό του λόγου μου ετέλειωσ' εδώ πέρα. Α ΑΘΗΝΑΙΟΣ Κ' εγώ εξεψωλιάστηκα, κακή ψυχρή μου μέρα! ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Τώρα σ' εσάς, ω Λάκωνες, το λόγο μου θα φέρω: όπως κ'εγώ το ξέρω και σεις το ξέρετ' όλοι, ο Περικλείδαςμια φορά ο Λάκωνας, στην πόλη των Αθηνών πως έφθασεν ωχρός και ικετεύοντας, και στους βωμούς εκάθησε στρατεύματα γυρεύοντας. Είχατε τότε πόλεμον εσείς με τη Μεσσήνη, μα και σεισμοί είχαν γίνει. Πήρε χιλιάδες τέσσαρες ο Κίμωνας οπλίτες και ήλθε και σας έσωσε και πόλη και πολίτες. Αφού λοιπόν τέτοιο καλό σας κάναμε, πώς τώρα σεις φέρνετε κατασ τροφές μεσ' στη δική μας χώρα; Α ΑΘΗΝΑΙΟΣ Μα το Θεό! Ας αδικούν αυτοί, ω Λυσιστράτη! ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΟΣ Σας αδικούμε; Μα και σεις εβάλατε στο μάτι έναν ωραίο κώλο και θαυμαστό, και κάνατε γι' αυτόν τον πόλεμ' όλο. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (Προς τους Αθηναίους) Μα και σας τους Αθηναίους, τι θαρρείτε; θα θελήσω δίχως έλεγχο ν' αφήσω; Δεν το ξέρετ' εσείς τάχα, πως οι Λάκωνες μια μέρα με τους δουλικούς χιτώνας εσκοτώσαν εδώ πέρα τους εχθρούς τους Θεσσαλούς, που τους είχεν ο Ιππίας, κι άλλους σύμμαχους πολλούς, κ' έδωκαν ελευθεριά, με τα δόρατα μονάχοι πολεμώντας τα βαρηά; Κ' έτσι ο δήμος, που του δούλου τον χιτώνα είχε βάλη, της ελευθεριάς τη χλαίνα ξαναφόρεσε και πάλι. ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ Δεν είδα αγαθώτερη γυναίκα ως την ώρα. Α ΑΘΗΝΑΙΟΣ Κ' εγώ κομμάτι πιο καλό δεν είχα δει ως τώρα. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Αφού λοιπόν τόσα καλά εδώσατε κ' ελάβατε, πώς πολεμάτε; Και γιατί την έχθρα δεν την παύετε; και πώς δεν κατωρθώσατε να συμφιλιωθούμε; ποιο ήταν το εμπόδιο λοιπόν; Για να το δούμε. ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ Μα την ειρήνη σήμερα κ' εμείς τη θέλουμ' όλοι, φθάνει να ξαναπάρουμε τη στρογγυλή την πόλη. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Φίλε, ποια πόλη στρογγυλή; ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ Να, θέλουμε την Πύλο όπου την ψηλαφίζουμε τόσο καιρό. Α ΑΘΗΝΑΙΟΣ Το φίλο! Α, μα τον Ποσειδώνα μας, αυτό που δεν θα γίνει. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (Προς τον Αθηναίον) Όχι, καλέ μου, άφησε δική τους να απομείνει. Α ΑΘΗΝΑΙΟΣ Τότε λοιπόν πού ταραχές θα κάνουμε μεγάλες; ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Αντί της Πύλου πάλι σεις ζητείτε πόλεις άλλες. Α ΑΘΗΝΑΙΟΣ Καλά, τον Εχινούντα κ' εγώ θα του ζητήσω, του κόλπου του Μαλιακού, που έχει, τ'από πίσω, τα τείχη τα Μεγαρικά, τα σκέληα όπως λένε... ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ Μα όχι πάλι κι' όλ' αυτά που θέλεις, λυσσασμένε! ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Αφήστε, δεν μας μέλει και τόσο για τα σκέλη. Α ΑΘΗΝΑΙΟΣ Θέλω και γρήγορα τη γη γδυτός να την οργώσω. ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ Και κοπριά πρωτύτερα να την καταφορτώσω. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Ε, όλα θα τα φτιάσετε, φιλίες όταν πιάσετε. Μα όλ' αυτά κι αν θέλετε να γίνουνε, σκεφτείτε, να πάτε στους συμμάχους σας τη σκέψη σας να πείτε. Α ΑΘΗΝΑΙΟΣ Βρε, ποιους συμμάχους, αδελφή; Εμάς μας έγινε καρφί! Και τι έχεις νομίσει, πως επειδ' είναι σύμμαχοι δεν θέλουν το γαμήσι; ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ Μα τους θεούς! Τι λες εκεί! το θέλουν φίλοι και δικοί! Α ΑΘΗΝΑΙΟΣ Μα το θεό! Το θέλουνε κι αυτοί από την Κάρυστο, που 'ναι δικοί μας σύμμαχοι και μ' εργαλείον άριστο. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Πολύ σωστά. Τώρα λοιπόν καθαρισθείτε όλοι, και γρήγορα στην πόλη καθείς θα φιλοξενηθεί απ' τις γυναίκες, μ' ό,τι πια μεσ' στα καλάθια μας βρεθεί. Και πίστιν αφού δώσετε και όρκον υψηλό, πέρτε τις γυναικούλες σας να πάτε στο καλό. Εμπρός πηγαίνουμε λοιπόν. ΛΑΚΩΝ Πηγαίνουμ' όπου αγαπάς. ΑΘΗΝΑΙΟΣ Ω, μα το Δία! γρήγορα όσο μπορείς να πας. (Εξέρχονται όλοι πλην του Χορού Γερόντων και Γυναικών) ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Στρώματα διάφορα κ' επανωφοράκια και χρυσά κοσμήματα και φορεματάκια, μ' ευχαρίστησι πολύ τα δωρώ στην αφεντιά σας να τα πάτε στα παιδιά σας και στην κάθε μιά σας κόρη, όταν πια θα μεγαλώσουν και θα γίνουν κανηφόροι. Μπείτε μεσ' το σπίτι μου σας παρακαλώ, κι ότι πραματάκι μου βρίσκετε καλό πάρετέ το, θα σας το δώσω· τίποτα δεν βρίσκεται σφραγισμένο τόσο, που να μην μπορέσετε, έτσι δα να πιάσετε, κι όλες τις σφραγίδες του να τις κομματιάσετε κι όποιος τα ματάκια του τα 'χει ανοιγμένα πιο καλά από μένα, ας φορέσει ό,τι τύχει κι από σβέρκο θα πετύχει! Κι αν κανένας από σας δεν έχει σιτάρι, και έχει δούλους και παιδιά, ας έρθη να πάρει, όλα θα τα βρει σ' εμένα, και ψωμί μεγάλο νέο, και μικρά καλοψημένα. Κι όποιος από τους φτωχούς στο φαΐ έχει την έννοια, ας έρθει στο σπίτι μου, φέρνοντας σακκιά πετσένια, κι ο Μανής μου θα του βάλη το σιτάρι στο τσουβάλι. Μα σας λέγω καθαρά: μη στην πόρτα προχωρείτε κι απ' τη σκύλλα φυλαχθείτε. (Εισέρχεται ο Α Αθηναίος όστις κτυπά θύραν οίκου τινός πλουσίου) Α ΑΘΗΝΑΙΟΣ (Κρούων την θύραν) Ανοίξετε την πόρτα σας! Η ΘΥΡΩΡΟΣ (Εξερχομένη και κρατούσα δάδα ανημμένην) Ε, συ! Τραβήξου πίσω! Θ' απλώσω τη λαμπάδα μου και θα σε τσουρουφλίσω Θα είναι κ' ενοχλητικό να βγω στο μέσο της σκηνής με τη λαμπάδα που κρατώ και να καεί μ' αυτή κανείς, μ'αν το θελήσετε ποτέ, ε, θα το κάνουμε κι αυτό για χάρι σας, ω θεαταί! ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Το υποφέρνουμε κ' εμείς. Η ΘΥΡΩΡΟΣ (Προς τον Α Αθηναίον και τον χορό των Γερόντων) Θα φύγετε; θα πάψετε; φευγάτε, γιατί γρήγορα τις τρίχες σας θα κλάψετε· (Απειλεί δια της δαδός) φευγάτε, γιατ' οι Λάκωνες πρέπ' ήσυχα να φάνε κ' ύστερα στις πατρίδες τους με το καλό να πάνε. (Εισέρχονται οι Β και Γ Αθηναίοι) Β ΑΘΗΝΑΙΟΣ Τέτοιο τραπέζι σαν κι αυτό, δεν είδα ως την ώρα σε τούτη μας τη χώρα. Γ ΑΘΗΝΑΙΟΣ Ήσαν πολύ ευχάριστοι οι Λάκωνες, αλλά και συ κ' εγώ, κι όλοι εμείς σοφοί, σοφοί συντρόφοι στο κρασί. Β ΑΘΗΝΑΙΟΣ Χμ, φυσικά, με το κρασί σοφοί κ' εμείς να γίνουμε, σαν είμαστε ανόητοι τις ώρες που δεν πίνουμε. Οι Αθηναίοι αν πεισθούν, θα στέλνουμε στους ξένους τους πρέσβεις μεθυσμένους· γιατί αν στην Λακεδαίμονα μας στείλουν τώρα εκεί, πάλι κα υγά θα στήσουμεν αν πάμε νηστικοί· μ' αν είμαστε πιωμένοι, κανείς τα όσα θα μας πουν δεν θα καταλαβαίνη, κι αν δεν θα λένε τίποτε, θα νοιώθουμε πολλά και άλλ' αντ' άλλων. Κ' έτσι πια όλα θα παν καλά. Μα κι αν από τον Αίανατα του Σοφοκλή αρχίσει με την πο λεμική ωδή κανείς να τραγουδήση, ας πούμε ότι τραγουδεί της Κλειταγόρας τις στροφές και το παραδεχόμαστε και παύουν κ' οι καταστροφές. Η ΘΥΡΩΡΟΣ (ή Α ΑΘΗΝΑΙΟΣ) Να τοι, που έρχονται μαζί. (Η Θυρωρός προς τους Αθηναίους, οι οποίοι σπεύδουν να παρατηρήσουν δια της θύρας) Βρε μάγκες! Δεν τραβάτε στο δρόμο σας να πάτε; Β ΑΘΗΝΑΙΟΣ Να, έρχονται. (Εξέρχονται εκτης οικίας οι Λακεδαιμόνιοι μετά των γυναικών των και η Λυσιστράτη) ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΟΣ (Ο κορυφαίος του Χορού προς ένα των λοιπών) Πολύχαρε, θέλω να τραγουδήσω εδώ για όλους όμορφα, και να χοροπηδήσω. πάρε το φυσητήρι σου. Β ΑΘΗΝΑΙΟΣ Ναι, παρ' το φυσητήρι, και του δικού σας του χορού, ω Λάκωνες, οι γύροι αμέσως ας αρχίσουνε να μας ευχαριστήσουνε. (Εις εκτων Λακώνων συνοδεύει προς αυλόν την απαγγελίαν του Κορυφαίου). ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ Μνημοσύνη! Δος στους νέους Σπαρτιάτας κι Αθηναίους κίνησι για το χορό, που μας ξέρει από καιρό, όταν μ' αθανάτους ίσοι με τα πλοία ε ίχαν ορμήση και τους Μήδους πολεμούσαν στο Αρτεμίσιο και νικούσαν. Ο Λεωνίδας μου μ' εμένα, με τα δόντια ακονισμένα, σαν τον κάπρο, έφθασε πρώτα, κι ο αφρός απ' τον ιδρώτα στα σαγόνια μας ανθούσε κι ως τα σκέληα μας κυλούσε. Και οι Πέρσαι ήσαν μπρ οστά μου άπειροι, ως είδος άμμου. Έλα τώρα εσύ μ' εμένα Άρταμις, θεά παρθένα, που σκοτώνεις τα θηρία, τις σπουδές και τη φιλία, μα και την ειρήνη επίσης, για καιρό να την κρατήσεις. Ας γενή φιλία τώρα όλο και με πλούσια δώρα, κι όχι λόγια πια περίσσια τρυφερά κι αλεπουδίσια! Έλα, έλα εσύ μ' εμένα, κυνηγέ, θεά παρθένα! ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Ε, όλα τώρα παν' καλά. Ο κάθε Λάκων ας έρθει, να πάρει τη γυναίκα του κοντά της να σταθεί, κι αυτή κοντά στον άνδρα της, κι αφού χορούς θα στήσουμε γι' αυτή την καλορροίζικη συνθήκη που θα κλείσουμε, ε, τότε στους θεούς μαζί όρκο μεγάλο πιάνουμε, αυτήν την αμαρτία πια να μη την ξανακάνουμε. ΧΟΡΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ (Κορυφαίος) Σύρε το χορό, τις Φάρες κάλεσε μαζί, ευχήσου στ' όνομα του Διονύσου, που με τις Μαινάδες τρέχει και φωτιές στα μάτια του έχει, στον Απόλλωνα ευχήσου των χορών τον αρχηγό, στη θεά την κυνηγό, και στον Δία που ανάφτει, και βροντάει και αστράφτει, μα και στη συντρόφισσά τουτη θεά την ευτυχή, και στους δαίμονας ευχή, όπου δεν ξεχνούν εκεί νοι, και για μάρτυρες σταθήκαν στη μεγάλη την ειρήνη, που έχει γίνει στερεά απ' της Κύπρου τη θεά. Τραλαλαλά! Εμπρός! Παιάν! Νίκη! Ευοί! Ευαί! Ευάν! ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Έλα τώρα, Σπαρτιάτη, να μας ξαναψάλεις κάτι. ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ Ω μούσα εσύ Λακωνική! άφ' τον Σαΰγετον εκεί, που είναι τόσο ευχάριστος, κ' έλα να ψάλεις πρώτα Απόλλωνα και Αθηνά, και του Συνδάρουτα παιδιά, που παίζουνε παντοτινά στις όχθες του Ευρώτα. Έλα και πήδα ελαφρά μ' εμάς να τραγουδήσουμε, τη Σπάρτη να υμνήσουμε, που τόσο ευφρα ίνουνε οι θεϊκοί χοροί, και τα ποδοκτυπήματα, όταν η κόρ' η τρυφερή κοντά κοντά τα πόδια της κτυπά, σαν το πουλάρι, πηδώντας στου Ευρώτα μας το πράσινο χορτάρι, και τα μαλλιά της αρχινά ο άνεμος να τα κινά, όπως όταν χοροπηδούν κισσοστεφανωμένες οι Βάκχες μεθυσμένες. Και πρώτη πρώτη στο χορό από τις άλλες χώρια η κόρη μπαίν' η πάναγνη της Λύδας κ' η πανώρηα. Εμπρός! Περόνη πέρασε και κάρφωσ' την πλεξίδα, και κτύπησε τα χέρια σου, και σαν το ελάφι πήδα! Εμπρός! Και τώρα του χορού ας ακουσθούν οι κρότοι, και ψάλε απ' όλες πρώτη την Αθηνά που'νε θεά ανίκητη και κραταιά!... ΤΕΛΟΣ
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ΝΕΦΕΛΕΣ 423 π.Χ. ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ του Στρεψιάδη ΜΑΘΗΤΕΣ του Σωκράτη ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ∆ΑΝΕΙΣΤΗΣ Α ∆ΑΝΕΙΣΤΗΣ Β ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ Ο Στρεψιάδης, αγρότης, καταχρεωμένος όπως ήταν, παρ ασύρθηκε από τις ιδέες της εποχής του και θέλησε να διδαχθεί και αυτός την ρητορική, για να κατορθώσει με την τέχνη αυτή και να αποφύγει τους δανειστές του και να εξαπατήσει το υς δικαστές. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ούφ! ∆ε βαστάω... Ατέλειωτες οι νύχτες σου, είναι, ω ∆ία! Μα πότε πια θα πει να ξημερώσει; Έχει ώρα που λαλήσ αν οι πετεινοί. Κι οι σκλάβοι ροχαλίζουν, ενώ πρώτα ξυπνούσαν αξημέ ρωτα. Κατάρα στους πολέμους! ∆ε μπορούμε πια μηδέ να τους μαλώσουμε τους σκλάβους. Κι αυτός εδώ ο προκομμένος γιος μου δεν το κουνάει ολονυχτίς μα κλάνει σε πέντε κουβέρτες κουκουλωμένος. Άντε κι εγώ να ροχαλίσω λίγο στη ζεστασιά! Που να μ ε πάρει ο ύπνος! με κατατρώει του γιού μου το σαράκι: τα έξοδα, τα χ ρέη και τ' άλογά του! Μα εκείνος το χαβά του. Άλλο δεν κάνει: Μακριά μαλλ ιά, ιππασία και βόλτες με την άμαξα. Και στον ύπνο του άλογα ονειρεύεται! Κι εγώ χάνομαι ο δόλιος, άμα βλέπω, πως οι μήνες πε ρνούνε και αυξάνονται οι τόκοι. (ξυπνάει έναν από τους σκλάβους) Μπρος ν' ανάψεις το λυχνάρι, φέρε και το τεφτέρι μου να δω σε ποιους χρωστάω και πόσο πήγαν οι τόκοι. (Ο σκλάβος φέρνει το λυχνάρι και το τεφτέρι) Τι χρωστάω; Στον Πασία δώδεκα μνές. Γιατί δώδεκα; Πότε τις δανείστηκα; Α ναι! Για ν' αγοράσω εκείνο το άλογο το κορθιανό. ∆εν έβγαζα καλύτερα την κόρη του ματιού μου με μια πέτρα! ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ (παραμιλώντας στον ύπνο του) Φίλωνα, κάνεις ζαβολιές, μη βγαίνεις απ' τη γραμμή σου! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Να τη η συμφορά μου! Και κοιμισμένος κάνει ιπποδρομίες. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Και τα πολεμικά τ' αμάξια πόσους δρόμους θα τρέξουν; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Πιότερους δρόμους, εμένα, τον πατέρα σου, μ' έκανες να τρέχω! (Ξανακοιτάει το τεφτέρι του) Ύστερα απ' τον Πασία σε ποιον χρωστάω; Τρεις μνες στον Αμυνία για δυο τροχούς κι ένα καθισματάκι τ' αμαξιού. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Τράβα στο στάβλο τ' άλογο, αφού πρώτα το κυλίσεις σ τη σκόνη να ξεϊδρώσει. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Εμένα για καλά μ' έχεις κυλήσει έξω απ' τα υπάρχοντά μου. Έχω ως τώρα καταδίκες σωρό και για τους τόκους πολλοί ζητάν ενέχυρα. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ (ξυπνώντας) Πατέρα τι γυροφέρνεις άυπνος όλη νύχτα; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Γιατί με τρώει ο εισπράχτορας του δήμου σαν ψύλλος. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Άφησέ με να κοιμηθώ λιγάκι. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ψοφολόγα όσο θες, μα όλα τα χρέη θα πέσουνε στο κεφάλι σου μια μέρα. Αλίμονο! Στο διάβολο να πάει η προξενήτρα αυτή, που μου ξεσήκωσε το νου να παντρευτώ τη μάνα σου. Τι ωραία περνούσα τη χωριάτικη ζωή μου ρέμπελος και αξύριστος, όπου λάχει να κοιμάμαι κι είχα όλα τα αγαθά πολλά μελίσσια, πρόβατα και λάδια. Μα πήγα και παντρεύτηκα, χωριάτης εγώ, την αδερφή του Μεγακλή από σόι πρωτευουσιάνα, πλουσιομαθημένη και ψηλομύτα. Κι όταν στο κρεβάτι πέφταμε τη νύχτα πλάι-πλάι μύριζα εγώ κρασίλα, σύκα και προβατίλα μπόλικη, κι εκείνη ευώδιαζε από μύρα, κι ήταν αχόρταγη γι' αγάπη, όμοια με δημόσια Αφροδίτη! Μα πώς να τ' αρνηθώ; Ήτανε προκομμένη. Συνέχεια ύφαινε! Κι εγώ το φτωχικό μου παλτό δείχνοντάς της της έλεγα, γυναίκα, θαρρώ παραξοδεύεις το μαλλί! (Σβήνει το λυχνάρι) ΥΠΗΡΕΤΗΣ ∆εν έχει λάδι το λυχνάρι, αφέντη. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Άναψες πάλι το μεγάλο λύχνο; Έλα δω να σε δείρω. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Μα τι φταίω; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Έβαλες το χοντρότερο φυτίλι (Ο υπηρέτης φεύγει με το λυχνάρι) Λοιπόν, όταν γεννήθηκε τούτος, καυγαδίζαμε η μάνα του κι εγώ πώς να τον βγάλουμε. Ήθελε εκείνη κάποιο όνομα, που να 'χει μέσα το "ίππος": Ξάνθιππο, Καλιπίδη, Χάριππο. Όμως τ' όνομα του παππού του ήθελα εγώ: Φειδωνίδη. Στο τέλος συμφωνήσαμε κι ενώσαμε τα ονόματα τα δυο και βγάλαμε το γιο μας Φειδιππίδη. Τον έπαιρνε στα χέρια, τον κανάκευε: "Πως θα σε καμαρώνω, άμα μεγαλώσεις και μπαίνεις στην Αθήνα πάνω στο άρμα ντυμένος την πορφύρα του παππού σου του Μεγακλή"! Κι εγώ έλεγα: "θα καμαρώνω, όταν θα βόσκεις με του μπαμπά σου την κάπα τη φθαρμένη τα κατσίκια!" ∆εν μ' άκουσε κι η αλογομανία μου ρημάζει τα υπάρχοντά μου τώρα. Ζητώντας όλη νύχτα κάποιο δρόμο, για να σωθώ, βρήκα ένα μονοπάτι διαβολικά έξυπνο κι αν με βοηθήσει αυτός εδώ, πάει σώθηκα για πάντα. Μα πρώτα ας τον ξυπνήσω. Με ποιον τρόπο γλυκότερα θα τον ξυπνήσω; Πως; Φειδιππίδη, καλό Φειδιππιδάκι! ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Τι είναι πατέρα; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Φίλησέ με πρώτα και δος μου το δεξί σου το χεράκι. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Να! Μα τι τρέχει; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Πες μου, μ' αγαπάς; ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Ναι, μα τον αλογάρη τον Ποσειδώνα. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Μη μου τον μελετάς τον αλογάρη, γιατί είναι τούτος η καταστροφή μου. Αν μ' αγαπάς με την καρδιά σου, γιέ μου, θα κάνεις ό,τι σου πω. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Τι πράγμα; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ν' αλλάξεις το ταχύτερο συνήθεια. Έλα κοντά μου να σε δασκαλέψω. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Λέγε, τι θες; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Και θα μ' ακούσεις; ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Ναι, μα το Βάκχο. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Κοίτα εκείνο πέρα το σπιτάκι με τη μικρή πορτούλα. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Το βλέπω! Γιατί τάχα μου το δείχνεις; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Είναι σχολειό σοφών ανθρώπων. Μέσα υπάρχουνε δασκάλ οι που σε πείθουν, πως ο ουράνιος θόλος είναι φούρνος κι εμείς εντός του κάρβουνα αναμμένα. Και σου μαθαίνουν, αν καλοπληρώσεις, την τέχνη να κερδίζεις με τα λόγια πάντα, κι αν έχεις δίκιο κι αν δεν έχεις. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Και ποιοι είναι αυτοί; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ ∆εν ξέρω τ' όνομά τους, είναι όμως άξιοι και σπουδαίοι δασκάλοι. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Πω! πω! Τους ξέρω. Φαύλοι κι αλαζόνες ξυπόλυτοι, κατάχλωμοι: ο γρουσούζης ο Σωκράτης, κι αντάμα ο Χαιρεφώντας... ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ε! ε! σώπα! Μη λες κουταμάρες. Αν θέλεις το καλό μου, τρέχα εκεί και τ' άλογα παράτησέ τα. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Ποτέ μου, να μη σώσω, κι αν μου χάριζες τους περίφημους φασιανούς που εκτρέφει ο Λεωγόρας. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Γιόκα μου, φως των ματιών μου, τρέχα να σπουδάσεις εκεί. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Τι να σπουδάσω; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Μπορούνε να διδάσκουν όπως ακούω τον άδικο το λόγο και τον δίκαιο. Και λένε, πως αυτός ο άδικος λόγος κερδίζει πάντα, όσο άδικο και να 'χει. Αν σπουδάσεις τον άδικο το λόγο, απ' τα χρέη, που φορτώθηκα για σένα, δε θα πληρώσω ούτε μια πεντάρα. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ ∆ε δέχομαι! Πως θα κοιτάω με πρόσωπο κατάχλωμο τους άλλους καβαλλάρηδες; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Μα τότε, μα τη ∆ήμητρα, ούτε εσύ ούτε τ' άλογά σου δεν θα ξαναφάτε από μένα. Σε διώχνω από το σπίτι. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Ο θείος μου ο Μεγακλής, δε θα μ' αφήσει χωρίς άλογα. Φεύγω και σ' αψηφώ. (Φεύγει) ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ (μόνος) Μα κι εγώ δε θα πέσω να πλαγιάσω. Την προσευχή μου στους θεούς θα κάνω και θα πάω να σπουδάσω μοναχός μου. (Έρχεται μπροστά στην πόρτα του σχολείου μα διστάζει να χτυπήσει) Μα γέρος ξεχασιάρης, χοντροκέφαλος πως θα μάθω τη λεπτολόγα τέχνη, τη λογική, στα δάχτυλα να παίζω; Άιντε λοιπόν! Τι κοντοστέκομαι έτσι και δε χτυπάω την πόρτα; (Χτυπάει και φωνάζει) Ε! παιδί! ΕΝΑΣ ΜΑΘΗΤΗΣ (από μέσα) Ανάθεμά σε! Ποιος χτυπάει την πόρτα; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ο Στρεψιάδης του Φείδωνα απ' τα Κίκυννα. ΜΑΘΗΤΗΣ (Ανοίγοντας την πόρτα) Αλήθεια, είσαι απαίδευτος χωριάτης. Κλωτσάς την πόρτα αξένιαστα και μού κοψες στη μέση κάποιο πρόβλημα, που το 'βρα. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Με το συμπάθειο, είμαι άνθρωπος καμπίσιος. Μα τι πρόβλημα σου έκοψα στη μέση; ΜΑΘΗΤΗΣ Αυτά στους μαθητές μονάχα λέγονται. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Πες μου το θαρρετά, γιατί κι εγώ να μαθητέψω στο σχολείο σας ήρθα. ΜΑΘΗΤΗΣ Θα σου το πω. Μα πρέπει να το ξέρεις πως είναι μυστικά και μεταξύ μας. Το Χαιρεφώντα ρώτησε ο Σωκράτης πόσες φορές το μάκρος της πατούσας του πηδάει ο ψύλλος. Γιατί κάποιος ψύλλος, αφού του Χαιρεφώντα δάγκασε το φρύδι, πήδηξε στη φαλάκρα του Σωκράτη. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Και πως λοιπόν το μέτρησε; ΜΑΘΗΤΗΣ Σπουδαία. Πήρε κερί και το λυωσε και μέσα εβούτηξε του ψύλλου τα ποδάρια και το κερί σαν έπηξε, του βγάζει τα δυο μικρά κερένια παπουτσάκια και μέτρησε με κείνα την απόσταση. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Μεγάλε ∆ία, εξυπνάδα και μυαλό! ΜΑΘΗΤΗΣ Και τι θα πεις, αν μάθεις του Σωκράτη άλλο εξυπνότερο εύρημα; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Για πες μου! ΜΑΘΗΤΗΣ Ρώτησε το Σωκράτη ο Χαιρεφώντας από πού τραγουδάνε τα κουνούπια: από το στόμα ή απ' τον πισινό τους; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Και τι λοιπόν απάντησε ο Σωκράτης; ΜΑΘΗΤΗΣ Είπε, πως το κουνούπι έχει στενό άντερο και ο αέρας που περνάει με δυσκολία πάει προς την ακροτρυπίδα που μοιάζει με χωνί, και, καθώς βγαίνει πάλι με ζόρι, ηχεί και κουδουνίζει. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Των κουνουπιών ο πισινός τρομπέτα! Μακάριος, που έτσι δα αντερολογάει! Πόσο θα τα κατάφερνε στις δίκες, αφού μπαίνει στων κουνουπιών τις τρύπες! ΜΑΘΗΤΗΣ Μα τελευταία τον έκανε μια σαύρα να τα χάσει. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Πως έγινε; Για πες μου. ΜΑΘΗΤΗΣ Ενώ του φεγγαριού το δρόμο εξέταζε και την περιστροφή του με στόμα ολάνοιχτο παρατηρούσε τον λέρωσε η σαύρα απ' το ταβάνι. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Γουστόζικο το λέρωμα της σαύρας! ΜΑΘΗΤΗΣ Το βράδυ εψές δεν είχαμε να φάμε.. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Και τι λοιπόν σοφίστηκε ο Σωκράτης; ΜΑΘΗΤΗΣ Πασπάλισε με στάχτη το τραπέζι της παλαίστρας, πήρε μετά τη σούβλα τη λύγισε στα δυο σαν διαβήτη κι ενώ κοιτάζαν όλοι τι θα κάνει σούφρωσε ένα σφαχτάρι απ' το βωμό. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Τι ναι ο μέγας Θαλής μπροστά σε αυτόν! Άνοιγέ μου, άνοιγέ μου να μπω μέσα και το Σωκράτη αμέσως δείξε μού τον. Μ' έπιασε λύσσα για σπουδή, άνοιγέ μου. (Ο μαθητής ανοίγει. Από την πόρτα φαίνονται μέσα οι μαθητές του Σωκράτη, που μελετούν σε διαφορετικές στάσεις. Είναι όλοι τους χλωμοί και κο κκαλιάρηδες) ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ω θεέ μου! Τι λογής θεριά είναι τούτα! ΜΑΘΗΤΗΣ Τι τα χασες; Και τι θαρρείς πως είναι; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Έχουνε χάλια σαν τους αιχμαλώτους τους Σπαρτιάτες, που πιάσαμε στην Πύλο. (∆είχνει μερικούς, που είναι σκυμμένοι χάμω) Και τούτοι εδώ τι ψάχνουνε σκυμμένοι; ΜΑΘΗΤΗΣ Ψάχνουνε να βρουν κάτου απ' το χώμα... ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Α ναι, βολβούς. (Φωνάζοντας σ' αυτούς) Ε μη χασομεράτε, ξέρω που είναι οι μεγάλοι και καλοί. (∆είχνει τους άλλους που είναι πεσμένοι μπρούμυτα στο πάτωμα) Και κείνοι εκεί, που είναι πεσμένοι χάμου; ΜΑΘΗΤΗΣ Αυτοί ψάχνουν τα σκότη του Ταρτάρου. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Γιατί βλέπει τα ουράνια ο πισινός τους; ΜΑΘΗΤΗΣ Σπουδάζει αστρονομία ο πισινός τους. (Οι μαθητές μαζεύονται στην πόρτα από περιέργεια να ιδούνε τι τρέχει) ΜΑΘΗΤΗΣ (Στους άλλους μαθητές) Μπάτε μέσα να μη σας δει ο Σωκράτης. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ας μείνουνε. Να τους ρωτήσω θέλω τη γνώμη τους για τα ζητήματά μου. ΜΑΘΗΤΗΣ Μα δεν του επιτρέπεται να μένουν ώρα πολλή στον ανοιχτόν αέρα. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ (Κοιτάζοντας μέσα τα διάφορα αστρονομικά και γεωμετρικά όργανα: σφαίρες, μέτρα κ.λπ.) Για το θεό! Τι σύνεργα είναι τούτα; ΜΑΘΗΤΗΣ Αυτό είναι αστρονομία. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Και κείνο εκεί; ΜΑΘΗΤΗΣ Γεωμετρία. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Και τι σας χρησιμεύει; ΜΑΘΗΤΗΣ Να μετράμε τη γη. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ποια γη; Εκείνην που η πολιτεία μοιράζει στους κληρούχους; ΜΑΘΗΤΗΣ Ολάκερη τη γη. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Έξυπνο πράγμα και ωφέλιμο και πατριωτικό! ΜΑΘΗΤΗΣ (Του δείχνει ένα χάρτη) Είναι της γης ολόκληρος ο κύκλος. Να την η Αθήνα. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Μπα; ∆εν σε πιστεύω, γιατί πουθενά δε βλέπω δικαστές! ΜΑΘΗΤΗΣ Και τούτη η μεγάλη χώρα είναι η Αττική. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Και που είναι οι χωρικοί μου οι Κικυννιώτες; ΜΑΘΗΤΗΣ Εδώ κοντά. Και παραπέρα η Εύβοια απλώνεται πάρα πολύ μακρόστενη. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Εμεις κι ο Περικλής την μακρύναμε! Και που είναι η Σπάρτη; ΜΑΘΗΤΗΣ Να τηνε κι η Σπάρτη. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Πολύ κοντά μας είναι! Προσπαθήστε πάρα πολύ μακριά μας να την πάτε. ΜΑΘΗΤΗΣ ∆εν μπορεί. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Θα μας κάψει η γειτονιά της. (Βλέπει ξαφνικά το Σωκράτη κρεμασμένο μέσα σ' ένα καλάθι) Ποιος είναι αυτός, που κρέμεται στον αέρα; ΜΑΘΗΤΗΣ Είναι αυτός! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ποιος αυτός; ΜΑΘΗΤΗΣ Καλέ, ο Σωκράτης! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Α! Σωκράτη! (Στο μαθητή) Φώναξέ τον εσύ πιο δυνατά! ΜΑΘΗΤΗΣ Φώναξέ τον μονάχος. ∆εν αδειάζω. (Φεύγει) ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ε! Σωκράτη! Σωκρατάκη! ΣΩΚΡΑΤΗΣ (Μέσα από το καλάθι) Τι με φωνάζεις σκούληκα; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Για πες μου πρώτα εκεί ψηλά τι κάνεις; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Αεροβατώ και μελετάω τον ήλιο! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Από κοντά λοιπόν κοιτάζεις τους θεούς και τους περιφρονείς; ΣΩΚΡΑΤΗΣ ∆ε θα μπορούσα να εξετάσω καλά τα ουράνια πράγματα, αν το νου μου δεν κρέμαγα ψηλά και τη σκέψη δεν έσμιγα λεπτή με τον λεπτόν αγέρα. Αν από χάμου κοιτούσα απάνω, τίποτα δεν θάβρισκα. Η γη τραβάει και πίνει το χυμό της σκέψης, καθώς πίνει και του κάρδαμου. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Τι μου λες; Έχουν σκέψη τα κάρδαμα; Εμπρός λοιπόν κατέβα, Σωκρατάκι, να μου μάθεις την τέχνη, που ζητάω. ΣΩΚΡΑΤΗΣ (Κατεβαίνει μαζί με το καλάθι) Και τι ζητάς; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ρητορική να μάθω. Μ' έχουν τρελάνει οι τόκοι, οι δανειστές τα πράγματα μου ενέχυρα τα παίρνουν. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Πως τόπαθες να καταχρεωθείς; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Μ' έφαγε των αλόγων η μανία! Αχ! μάθε μου τον άδικο το λόγο, για να τραβήξω σπάγγο. Για τον κόπο σου ό,τι γυρέψεις θα σου το μετρήσω, μα τους θεούς! ΣΩΚΡΑΤΗΣ (Θυμωμένος) Ποιους θεούς! Να ξέρεις, πως δεν περνάει σε μας τέτοιο νόμισμα. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Σε ποιο λοιπόν νόμισμα έχετε εμπιστοσύνη; Στο σιδερένιο του Βυζάντιου; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Θέλεις σωστά να μάθεις σαν τι πράγμα είναι οι θεοί; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ναι, μα τον ∆ία, το θέλω. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Και να δεις με τα μάτια τις Νεφέλες τις δικές μας θεές, να κουβεντιάσεις μαζί τους; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ναι! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Κάτσε λοιπόν σε κείνο το άγιο σκαμνί. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ (Κάθεται) Έκατσα, να! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Και φόρα τούτο το στεφάνι. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Βάι! Σκοπεύεις σαν τον Αθάμα να με θυσιάσεις; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Όχι δα! Όμως έτσι κάνουν πάντα οι πρωτάρηδες. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Κι ύστερα ποιο τ' όφελος; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Θα σε κάνω ξεφτέρι και ροδάνι και πάσπαλη στα λόγια. Μην κουνιέσαι! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ ∆εν με κοροϊδεύεις; Και φυσικά θα γίνω πάσπαλη, αφού με ψιλοκοπανίσεις. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Σώπα, γέροντα, κι άκου σεμνά την ευχή, που θα κάνω. Που βαστάς κρεμασμένη τη γη μας, αμέτρητε Αέρα και λαμπρότατε Αιθέρα. Και σεις, που βροντάτε, ω Νεφέλες σηκωθείτε κυράδες, ψηλά, του δασκάλου φανείτε. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Όχι ακόμα! Σταθείτε! Να ρίξω την κάπα μου πρώτα στο κεφάλι, μη γίνω μουσκίδι. ∆εν πήρα ούτε σκούφο. (Κουκουλώνεται με το μανδύα του) ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ω θεές τιμημένες, ελάτε, φανείτε σ' αυτόν. Κι αν ψηλά στις χιονάτες κορφές, του Ολύμπου γυρνάτε κι αν τον άγιο χορό με τις Νύμφες χορεύετε αντάμα στ' ωκεάνειο περιβόλι κι αν τάχα στο δέλτα του Νείλου με βαθιά χρυσοκάνατα παίρνετε πλήθιο νερό κι αν στη λίμνη Μαιώτη ή στου Μίμα τον κάβο σταματήσατε, την ευχή μου δεχτείτε καλόκαρδα και τη θυσία. ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ (Οι Νεφέλες βροντάνε από μακριά και τραγουδούνε) Ας υψωθεί, ω αιώνιες αδερφάδες, απ' του πατέρα Ωκεανού τα βροντερά τα μάκρη απάνου απ' τις δασές βουνοκορφάδες ψηλά τ' ανεμοτάξιδο και δροσερό κορμί μας από εκεί ν' αγναντέψουμε την άκρη του κόσμου, τη γη την ωργωμένη με τα πλούσια τα φύτρα, τους καρπούς, τα ποτάμια, τη θάλασσα με τη βαρειά βουή της. Το μεγάλο μάτι τ' ουρανού απέναντί μας, πλημμύρισε με φως την πλάση. Ας ρίξουμε απ' την άφθαρτη ουσία μας τη βρόχινη άχνα κι ας θαυμάσει το μάτι μας την γη την ποθητή μας. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Χαρά μου, οι μεγαλόχαρες στο κάλεσμά μου φτάνουν. (Στο Στρεψιάδη) Άκουσες τις φωνές των θεών και τις βροντές τους; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Σας προσκυνώ, κυράδες μου, και θ' απαντήσω στο βρόντημά σας με κρότους, τέτοια τρομάρα που μ' έπιασε! Είναι δεν είναι σωστό, το βρακί, όπου νάναι θα γεμίσω. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Μη βλαστημάς, ως βλαστημούν οι κωμικοί ποιητές. Σώπα, φτάνει τραγουδώντας το σμήνος των θεών. ΧΟΡΟΣ Παρθένες βροχοφόρες, πάμε μαζί στην πλούσια χώρα, που γεννάει τα παλλικάρια, στης Παλλάδας, στου Κέκροπα το θαύμα! Εκεί μυστήρια ανείπωτα, ιερά γιορτάζονται κάθε φορά κι ανοίγει τ' άδυτα ο ναός στους μύστες μόνο. Εκεί αγάλματα και ναοί των θεών, εκεί γίνονται πομπές, θυσίες και γλέντια όλο το χρόνο κι όταν ο κάμπος λουλουδίζει, βαστά χαρούμενη η γιορτή του Βάκχου πολλές μέρες κι η χώρα αστράφτει και βουίζει από χορούς, τραγούδια και φλογέρες. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Α! μα το ∆ία, ποιες είναι αυτές, που τραγουδήσαν έτσι σεμνά και μεγαλόπρεπα; Μου φαίνονται να είναι ηρωίδες ΣΩΚΡΑΤΗΣ Όχι! Αυτές είναι οι Νεφέλες, ουράνιες και μεγάλες θεές των τεμπέληδων. ∆ίνουνε νου και γνώση συζήτηση και φλυαρία, την τέχνη πώς να χτυπάς και να ξεφεύγεις στις λογομαχίες. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Γι' αυτό πετάρισε η ψυχή μου από χαρά, μόλις τις άκουσα, διψά συζήτηση περί ανέμων και υδάτων με λόγο κοφτερό σπαθί να απαντάει σε λόγο. Και φανερά έχω τη λαχτάρα να τις δώ μπροστά μου. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Κοίτα κατά την Πάρνηθα, που κατεβαίνουν σιγά-σιγά. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Σε ποια μεριά; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ζυγώνουν πολλές μαζί κοπάδι μέσα από δάση και πλαγιές κι από φαράγγια. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ ∆ε βλέπω. Που είναι; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Να! Απέναντι. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ (Σκύβοντας δίπλα) Τώρα τις βλέπω μόλις. (Ο χορός των Νεφελών μπαίνει στην ορχήστρα) ΣΩΚΡΑΤΗΣ Τις βλέπεις, αν οι τσίμπλες σου δεν είναι μεγάλες σαν κολοκύθια. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ναι μα το ∆ία, τον ουρανό και τα βουνά τα σκέπασαν. ΣΩΚΡΑΤΗΣ ∆εν ήξερες πως είναι Θεές και δεν τις προσκυνούσες μέχρι τώρα; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Όχι, νόμιζα ότι είναι δροσιά, καπνός και καταχνιά. ΣΩΚΡΑΤΗΣ ∆εν ξέρεις πως καθοδηγούν τους σοφιστές, τους ψευτομάντηδες τους κομπογιαννίτες γιατρούς τους τεμπέληδες με τα μακριά νύχια και τα δαχτυλίδια, τους επιδέξιους τραγουδιστές και χορευτές και τους αστρολόγους; Τους ταϊζουν με το να γράφουνε γι' αυτές τραγούδια και παιάνες. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Λοιπόν για αυτό τραγουδάνε την ορμή των Νεφελών, την αστραφτερή και τη φιδίσια του εκατοκέφαλου Τυφώνα τις λυσσομανούσες τις θύελλες και το πέταγμα το αέρινο τις νεροποντές και τ' αητονύχικα όρνια των Νεφελών και γι' αμοιβή περιδρομιάζουν κέφαλους τεράστιους και τσίχλες ολόπαχες. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Και τάχα δεν το αξίζουνε; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Τι πάθανε, για πες μου, κι αν και είναι Νεφέλες, έμοιασαν με θνητές γυναίκες; Είναι άλλο πράγμα εκεί ψηλά. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Και τι θαρρείς πως είναι εκεί; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ ∆εν ξέρω καλά, αλλά νομίζω, ότι είναι σαν ιπτάμενες τούφες από μαλλί, κι αυτές εδώ έχουν στήθια και μύτη! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Απάντα μου σε ό,τι σε ρωτάω. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Σύντομα λέγε, ακούω. ΣΩΚΡΑΤΗΣ ∆ε σου 'λαχε ποτέ να τις δεις να μοιάζουν με Κενταύρους, με λύκους, με λεοπάρδαλεις και ταύρους; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ναι, τις είδα. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Όποια μορφή θελήσουνε, την παίρνουν. Κι άμα ιδούνε κανένα μαλλιαρό κομήτη σαν τον Ξενοφάντη, για να τον κοροϊδέψουν παίρνουν μορφή Κενταύρου. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Κι όταν δουν κανέναν άρπαγα των δημοσίων χρημάτων, σαν τον Σίμωνα; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Γίνονται αμέσως λύκοι για να δείξουν την άτιμη φύση του. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Παρόμοια μεταμορφώθηκαν σε ελάφια χτες, όταν είδαν τον φοβιτσιάρη τον Κλεώνυμο, που τόσκασε απ' τη μάχη. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Τώρα γίνανε γυναίκες, γιατί είδαν τον Κλεισθένη. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ (Χαιρετάει τις Νεφέλες) Χαίρετε, παντοκρατόρισσες κυράδες βγάλτε μια ουρανομήκη κραυγή και για μένα να σας ακούσω. ΝΕΦΕΛΕΣ Χαίρε κι εσύ φιλόμουσε και κυνηγέ των λόγων γέροντα. Και συ ιερέα της μπούρδας της ψιλοκοσκινισμένης, για πες μας τι θέλεις; Κανέναν από τους τωρινούς καιροσοφιστές εκτός από τον Πρόδικο κι εσένα, δεν ακούμε. Εκείνον για την μεγάλη σοφία και ο μυαλό του, εσένα γιατί περπατάς στη στράτα κορδωμένος, κοιτάς δεξιά κι αριστερά και πλήθος κακά παθαίνεις για το χατήρι μας ξυπόλυτος αλλά μεγάλος. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ω Μάνα Γη, τι ιερά και σεβαστά λόγια! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Αυτές μονάχα είναι θεοί και κανένας άλλος. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Κι ο ∆ίας ο βασιλιάς του Ολύμπου δεν είναι; Πες μου! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ποιος ∆ίας; Για σταμάτα, ανόητε, δεν υπάρχει ∆ίας. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Μα τότε πες μου, δάσκαλε, ποιος βρέχει από τον ουρανό; ΣΩΚΡΑΤΗΣ (∆είχνοντας τις Νεφέλες) Αυτές εδώ και θα σου φέρω αδιάσειστη απόδειξη. Είδες ποτέ πουθενά να βρέχει δίχως σύννεφα; Ας βρέξει με ξαστεριά λοιπόν, χωρίς να χρησιμοποιήσ ει αυτές ο ∆ίας. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ω ναι, μα τον Απόλλωνα, το βρήκες. Πίστευα πως κατουράει ο ∆ίας μέσα από κόσκινο. Μα τότε, πες μου, τι βροντάει και μου κόβει τα ήπατα; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Αυτές εδώ κάνουν τις βροντές καθώς κατρακυλάνε. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Πως; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Άμα γεμίσουνε νερό κι αρχίσουν να κινούνται από το βάρος πέφτουν προς τα κάτω και η μια την άλλη καθώς πέφτουν σκάζουν και βροντάνε. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Και ποιος τις κάνει να κινούνται, αν όχι ο μεγάλος ∆ίας; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ο αιθέριος Σίφουνας. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Αχ μάνα μου, τι ήταν αυτό που μου ήρθε στο κεφάλι! ∆εν είναι ο ∆ίας; Ο Σίφουνας βασιλεύει στα ουράνια; Αλλά για τις αστραποβροντές δεν μου εξήγησες. ΣΩΚΡΑΤΗΣ ∆εν άκουσες; Είπα είναι γεμάτες νερό οι Νεφέλες και καθώς χτυπάνε η μια την άλλη σκάνε και βροντάνε. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ένα παράδειγμα; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Παράδειγμα βάλε τον εαυτό σου. Στα Παναθήναια, σαν γεμίζεις την κοιλιά σου με σάλτσες, δε νιώθεις μέσα σου γουργουρητά και ξαφνικά αρχίζεις να βγάζεις κρότους; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ναι, μου ταράζουν το στομάχι οι σάλτσες και ξαφνικά αρχίζουν να βροντούν. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Με λίγο αέρα στην κοιλιά βροντάς κι εσύ φαντάσου λοιπόν πόσο πρέπει να βροντάει ο απέραντος αγέρας! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Γι' αυτό και οι λέξεις μοιάζουν με βροντή. Μα τώρα τους φλογερούς κεραυνούς για πες μου ποιος τα ρίχνει; Κι άλλους μας καίνε ζωντανούς κι άλλους μας καψαλίζουν; Λένε πως τα στέλνει ο ∆ίας σε όσους πατάνε τον όρκο τους. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Βρε ανόητε, αν τους έστελνε σε όσους πατάνε τον όρκο τους, γιατί δεν έκαψε τον Κλεώνυμο, το Θέωρο, το Σίμο, που είναι ξακουστοί επίορκοι; Αλλά και τους ίδιους τους ναούς του τους καίει όπως το περήφανο Σούνιο και τις μεγάλες βελανιδιές; Μου φαίνεται πως δεν πατάνε τον όρκο τους τα δέντρα. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Σα να έχεις δίκιο! Τι είναι λοιπόν ο κεραυνός; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ξερός αέρας απ' τη γη καθώς υψώνεται και μπαίνει μέσα στα σύννεφα, τα παραφουσκώνει και μετά απ' το τέντωμα, σκάζουν εκείνα σαν ασκιά, κι ο αέρας με βροντές ανάβει από την πολλή του την ορμή. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ναι μα το ∆ία, αυτό το έπαθα κι εγώ σε κάποιο γλέντι. Έψηνα μια ολόκληρη πατσά πάνω στα κάρβουνα επειδή δεν μπόρεσα να την ανοίξω και αυτή σαν φούσκωσε πολύ έσκασε και τινάχτηκε και με έκαψε στα μάτια μου. ΝΕΦΕΛΕΣ Άνθρωπε που λαχτάρησες ν' ανέβεις στην ψηλή κορφή της μάθησης, να γίνεις στην Αθήνα και στην Ελλάδα ολόκληρη πολύ ευτυχισμένος, αν έχεις νου, αν θυμάσαι καλά και σκέφτεσαι σωστά, και αν αντέχει στα βάσανα η ψυχή σου, αν δεν κουράζεσαι να στέκεσαι ώρες πολλές ορθός και ώρες πολλές να περπατάς αν δεν χτυπάνε τα δόντια σου στο κρύο, αν δεν τρως ωραία φαγητά αν δεν πίνεις σταλιά και δεν πας καθόλου στις παλαίστρες αλλά νομίζεις ότι είναι για άντρα έξυπνο, αναγκαία η νίκη της πράξης της σκέψης και της λογομαχίας. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Με τέτοια ατσάλινη ψυχή, υπνοκαταλύτρα σκέψη, στομάχι φειδωλό και λαχανοφάγο αντέχω να με κοπανάνε με τα σφυριά στο αμόνι. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Από εδώ και πέρα κανέναν άλλο θεό δεν θα πιστεύεις παρά το Χάος και τις Νεφέλες και τη Γλώσσα. Αυτά τα τρία. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Καμιά κουβέντα δεν θα έχω με άλλους, κι ας βρεθούν μπροστά μου ούτε θυσίες, ούτε σπονδές, ούτε λιβάνια. ΝΕΦΕΛΕΣ (Στο Στρεψιάδη) Άντε και πες μου με θάρρος τι θες, και δεν θα βγεις χαμένος αν μας τιμάς κι αν μας σέβεσαι κι αν θές να μιλάς όμορφα. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Κυράδες σας ζητώ μια πολύ μικρή χάρη: Να ξεπερνώ εκατό μίλια τους Έλληνες όλους στα λόγια. ΝΕΦΕΛΕΣ Με πολλή χαρά θα στην κάνουμε τη χάρη και σε καμιά λαοσύναξη κανένας δε θα μπορεί ούτε να σε νικά ούτε να τα βγάζει πέρα μαζί σου. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ ∆εν ζητάω μεγάλα πράγματα και βαθιές ιδέες, παρά μόνο να μπορώ να στρεψοδικώ και να ξεγλιστράω σαν χέλι από των δανειστών μου τα νύχια. ΝΕΦΕΛΕΣ Ναι, θα γίνει ό,τι λαχταρά η καρδιά σου. ∆εν είναι πολύ. Τώρα κάνε κουράγιο, και στους δασκάλους μας παράδωσε το πνεύμα σου. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Μετά χαράς! Εμπιστεύομαι το πνεύμα μου σε σας, γιατί ζορίζομαι. Του γιου μου τα άλογα με έκαψαν και μαζί ο γάμος μου. (Τραγουδάει και χορεύει) ∆εν με νοιάζει τώρα πια κι ας βουρλίζονται για μενα κι ας βαράνε σα σουπιά το κορμί μου θυμωμένα. Πείνα, δίψα, κρύο και κάμα δεν τα λογαριάζω, ας πάρουν το κορμί μου με μια κάμα να το κόψουν, να το γδάρουν. Φτάνει να γλιτώσω εδώ απ' τα χρέη μου, τους πνίχτες, κι άσπρη μέρα πια να ιδώ και να κοιμηθώ τις νύχτες. Ας με δείχνουνε με κακία κι ας με κράζουν, τι με μέλει! στο παζάρι, στα σοκάκια ο καθένας ό,τι θέλει: Του σκοινιού, του παλουκιού, πρωτοψεύτη, κατεργάρη, και ξετσίπωτη μαϊμού και σαλιάρη και τομάρι, μαλαγάνα, απατεώνα, κάλπη, λέρα και τσιγκούνη της δικολαβίας κορώνα και καθήκι και γουρούνι. Ας τα λένε απανωτά κι από πίσω και μπροστά μου κι ας σερβίρουνε ψητά στο Σωκράτη τ' άντερά μου. ΝΕΦΕΛΕΣ Έχει θέληση και πνεύμα κι όταν πετσωθεί στο ψέμα, τότε η δόξα του θα πάει πέρ' απ' τ' ουρανού τα χάη. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Αλήθεια; ΝΕΦΕΛΕΣ Ναι, γιατί μαζί θας θα είσαι ευτυχισμένος πάντα και δοξασμένος. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Πότε λοιπόν, θ' αξιωθώ, κυράδες; ΝΕΦΕΛΕΣ Θα έρχεται πολύς λαός έξω από την πόρτα σου παρακαλώντας να σε δει και να σου μιλήσει για σπουδαιότατες δίκες, για δουλειές με πολλά λεφτά, και θα ζητούν την άξια συμβουλή και γνώμη σου. (Στο Σωκράτη) Αρχίνα, δάσκαλε, τα μαθήματα τώρα, και δοκίμασε την κρίση του και το μυαλό του. ΣΩΚΡΑΤΗΣ (Στο Στρεψιάδη) Λέγε μου λοιπόν τι ξέρεις, για να μπορέσω σε αυτά να προσθέσω καινούργιες μηχανές. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Θέλεις να με κάνεις πολεμιστή των τειχών; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Όχι, ζητάω να καταλάβω, αν έχεις μνημονικό. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Α! Είναι διπλό το πράγμα. Αν μου χρωστάνε, δεν ξεχνάω ποτέ. Αλλά αν χρωστάω, αμέσως ξεχνάω. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Έχεις, καλέ, το χάρισμα του λόγου; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Όχι του λόγου, αλλά έχω της απάτης. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Και πως θα μάθεις; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Έννοια σου, θα μάθω! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Άντε να δω, θ' αρπάξεις με το πρώτο μια σοφή μου κουβέντα για τα ουράνια; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Έτσι λοιπόν θ' αρπάξω τη σοφία, όπως οι σκύλοι το ψωμί που τους πετάνε στον αέρα; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Είσαι άνθρωπος αμαθής και βάρβαρος σαν ξύλο απελέκητο. Τι κάνεις άμα σε δέρνουν; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Στέκομαι και τις τρώω και μετά ψάχνω να βρω μάρτυρες και τραβάω γραμμή για το δικαστήριο. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Γδύσου τώρα. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Μα τι κακό έχω κάνει; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Είναι ο κανονισμός. Όσοι πρωτομπαίνουν στο σχολείο μου, μπαίνουν μέσα γυμνοί. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ ∆εν ήρθα εδώ για να ψάξω, μη με κλέψατε για να γδυθώ. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Λίγα τα λόγια σου! Γδύσου! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Αν μελετώ και γρήγορα τα καταλαβαίνω, σε ποιον από τους μαθητές σου θα μοιάσω; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Του Χαιρεφώντα μου, θα γίνεις ίδιος και απαράλλαχτος! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Α! Συμφορά μου! θα γίνω μισοπεθαμένος. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Άσε τα λόγια κι ακολούθησέ με και κούνα τα πόδια σου. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ ∆ος μου πρώτα να βαστάω μια μελόπιττα, γιατί τρομάζω σαν να κατεβαίνω στο Τροφώνιο άντρο. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Εμπρός! Τι στέκεσαι στην πόρτα και σκύβεις και κοιτάς; Προχώρα! ΧΟΡΟΣ (Στο Στρεψιάδη) Τράβα, γεια σου και χαρά σου! Και για την παλληκαριά σου χίλια μπράβο, χίλια μπράβο! Αν και πέρασες τον κάβο της ζωής, πάντα η καρδιά σου θέλει πράγματα γενναία κι επιστήμη πάντα νέα γνώση, γράμματα, σοφία στα βαθιά γεράματά σου. (Στο ακροατήριο) Ω καλοί μου ακροατές, θα σας πω όλη την αλήθεια ελεύθερα, ναι μα τον Βάκχο το μεγάλο δάσκαλό μου! Άξιος είμαι για να πάρω το στεφάνι, όσο άξιοι είστε σεις σαν κριτές των πνευματικών αγώνων. Και την κωμωδία μου ετούτη περισσά μαστορεμένη με λαχτάρα την προσφέρω πρώτοι εσείς να τη χαρείτε, που μου κόστισε πολλούς κόπους και πολλά ξενύχτια. Κι όμως άδικα μου πήραν το στεφάνι, άλλοι απατεώνες. Είναι το παράπονό μου, φωτισμένο ακροατές μου, που για σας μονάχα γράφω. Κι όμως κακία δεν κρατάω μια και κάποτε εδώ πέρα άνθρωποι, που καταλαβαίνουν, παίνεσαν τον Σώφρονά μου και τον Καταπύγωνά μου. Τότε ήμουνα παρθένα, δεν μπορούσα να γεννήσω φανερά στην κοινωνία κι έτσι το μπαστάρδικό μου το έριξα στο δρόμο κι άλλη πονετική ψυχή μου το πήρε και του λόγου σας μ' αγάπη τ' αναθρέψατε γενναία. Κι από τότε μεταξύ μας μπέσα κάναμε κι αγάπη, Τώρα αυτή η κωμωδία μου σαν τη μυθική Ηλέκτρα έρχεται και ψάχνει να βρει γύρω εδώ σοφούς κριτές κι όπου πρέπει, θα το γνωρίσει του αδελφού της τη λεξούδα. Για κοιτάχτε την πως ήρθε ντροπαλή και μετρημένη! Μπρος της δεν κουνάει ραμμένη μια πετσένια μαλαπέρδα μ' ολοκόκκινο κεφάλι να γελούν τα μωρουδέλια. Και σαχλά δεν κοροϊδεύει τα φαλακροκέφαλα ούτε χορεύει κόρδακα, τον ξετσίπωτο χορό, ούτε ανεβάζει γέροντα ν' απαγγέλνει και συνάμα να βαράει με το ραβδί του όποιον βρεθεί κοντά του να σκεπάσει με το ξύλο τα σιχαμερά του αστεία. Ούτε στη σκηνή πηδώντας με δαδιά αναμμένα σκούζει, μα βασίζεται μονάχα στην αξία της και στην τέχνη. Είμ' εγώ μεγάλος ποιητής κι ας μην έχω οργιά την τρίχα ούτε στη σκηνή ανεβάζω δυο και τρεις φορές τα ίδια για να σας γελάσω τάχα. Το μυαλό μου κατεβάζει πάντα θέματα καινούρια κι όλα διαφορετικά κι ωραία. Και τον Κλέωνα όταν ήταν παντοδύναμος λαοπλάνος, του έλυσα τον αφαλό του, μα όταν πέθανε, η καρδιά μου δεν το βάσταξε και πάλι στο κουφάρι του να πέσω. Όμως οι ανταγωνιστές μου τον Υπέρβολο τον μαύρο, μόλις εύκολο τον βρήκαν, τον τσαλαπατούνε όλοι και τη μάνα του με δαύτον. Ο Εύπολις στο "Μαρικά" του έκλεψε τους δικούς μου τους "Ιππείς" και μάλιστα άσχημα, μόνο πρόσθεσε μια στρίγγλα, μια μεθυσμένη να χορεύει κόρδακα, κι αυτήν πρώτα ο Φρύνιχος την είχε βάλει, που στο τέλος τη μπαμπόγρια το σκυλόψαρο την τρώγει. Τον Υπέρβολο τον πήραν στο ψιλό και πλήθος άλλοι σαν τον Έρμιππο, όλοι μαζί δαγκάνουν τον Υπέρβολο και μιμούνται την εικόνα τη δικιά μου για τα χέλια, πως ψαρεύονται μονάχα μέσα σε νερά βουρκωμένα. Κάποιον που γελάει με τέτοια αστεία, δεν τον θέλω θαυμαστή μου. Κι όσοι στα εφευρήματά του βρίσκετε χαρά κι ουσία θα'χετε σε πάσαν ώρα και μυαλό και δίκαιη κρίση. Προσκαλώ το ∆ία να φτάσει τον βασιλιά των υψών στου χορού μας τη γιορτή κι ύστερα τον Ποσειδώνα, παντοδύναμο Πατέρα με την τρίαινα τη φοβερή, που τραντάζει και κουνά τα πελάγη και τα βουνά. Και τον πάνσεμνον Αιθέρα, ζωοδότη των πλασμάτων, και τον άρχοντα των ασμάτων, που μας δίνει φως και μέρα, το θεό τον αλογάρη νάρθει θάμπωμα και χάρη. (Στους θεατές) Ω σοφώτατοι Αθηναίοι, δώστε βάση εδώ κι ακούστε το βαρύ παράπονό μας και κατάμουτρα το λέμε: Αν κι εμείς σας ωφελούμε πιο πολύ απ' όλους τους θεούς, δε μας κάνετε θυσίες και σπονδές, σε μας μονάχα τις προστάτισσες. Κι αν πάτε σε ανόητη εκστρατεία, αμέσως βρέχουμε ή βροντάμε. Κι όταν θέλατε να κάνετε όλοι στρατηγό σας τον αντίθεο Παφλαγόνα, εσουφρώσαμε τα φρύδια, πιάσαμε τ' αστραποβρόντι, το φεγγάρι άλλαξε δρόμο και μαζεύοντας ο ήλιος τα φυτίλια του εσκοτίσθη με σκοπό να μην ξανάβγει, αν ο Κλέωνας στρατηγός γινόταν: Κι όμως τον εκλέξατε Στραβοκέφαλ' η Αθήνα πολιτεία και πεισματάρα! Μα οι θεοί τα σφάλματά σας πάντα σε καλό τα βγάζουν. Να και τώρα σε καλό σας θα βγει, αν ξαφνικά γραπώστε τον ξαδιάντροπο τον Κλέωνα, τον αχόρταγο το γλάρο, για τα δώρα, που μαζεύει, και για τις κλοπές, που κάνει, και στο φάλαγγα περάστε το σκληρό του σβέρκο πάλι. Όλες σας οι κουτουράδες σαν και πριν θα πάνε καλιά τους. Έλα εδώ κοντά μου πάλι Φοίβε, ∆ήλιε χρυσομάλλη πόχεις κατοικία σου θεία την κατάκορφη Κυνθία. Έλα χρυσοπάλατη Ήρα της Εφέσου καλομοίρα τιμημένη απ' τις Λυδές μ' άνθη, δώρα και σπονδές. Κι ω Παλλάδα, ντόπια θεά μας βάστα πάλι πάνω μας τη γοργόνα σου. Ω μεγάλε χαροκόπε Βάκχε, βάλε στις Βακχίδες, στα δαδιά σου τη μανία και τη φωτιά σου. (Στο ακροατήριο) Όταν κατά δω, Αθηναίοι, ξεκινάγαμε ναρθούμε μας απάντησε η Σελήνη και παράγγειλέ μας πρώτα χαιρετίσματα τσουβάλι και για σας και τους συμμάχους. Και κατόπιν να σας πούμε, πως βαριά είναι κακιωμένη. ∆εν την τιμάτε, ως πρέπει, μ' όλες τις ευεργεσίες που σας κάνει πάντα μ' έργα κι όχι λόγια. Μια δραχμούλα ο καθένας σας κερδίζει κάθε μήνα απ' το δαδί κι όταν έξω από το σπίτι βγαίνετε τα βράδια, λέτε "το δαδί τι να το κάνω; λάμπει το φεγγάρι μέρα"! Και σας κάνει ακόμα κι άλλα αμέτρητα καλά, Αθηναίοι, όμως εσείς το καλαντάρι θάλασσα τόχετε κάνει και δεν έχουν καμιά τάξη σταθερή του χρόνου οι μέρες. Οι θεοί τη φοβερίζουν, πως εκείνη φταίει, σαν τύχει και δεν φάνε τα σφαχτάρια της θυσίας, που τα προσμένουν, γιατί λάθος τις ημέρες λογαριάζετε. Σαν είναι ωρισμένη για θυσία μέρα εσείς δικάζετε. Κι όταν οι θεοί νηστεύουν και πενθούν το Σαρπηδόνα και το Μέμνονα, θυσίες κάμνετε, γλεντοκοπάτε. Κι άμα στείλατε, Αθηναίοι, ιερομνήμονα για φέτος τον Υπέρβολο, του πήραμε απ' το κεφάλι το στεφάνι, για να μάθει τις ημέρες να μετράει με το φεγγάρι. ΣΩΚΡΑΤΗΣ (Μόνος) Μα την Πνοή, το Χάος και τον Αέρα, δεν είδα άλλον κανένα τόσο πολύ χωριάτη χοντροκέφαλο και ξεχασιάρη, που να του μαθαίνεις κάτι ψιλοπράγματα κι αμέσως να τα ξεχνάει πριν τα μάθη. (Στο Στρεψιάδη, που είναι κάτω στο υπόγειο) Βγες από κάτω, κι έλα εδώ στο φως! Εσένα στο λέγω, που είσαι; Ανέβα επάνω πάρε και το κρεβάτι. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ ∆εν το αφήνουν, οι κοριοί, το βαστάνε με τα δόντια! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Τέλειωνε, βάλτο εδώ και πρόσεχέ με. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Να. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Λέγε μου τι θέλεις να πρωτομάθεις; Θες μέτρα και ρυθμούς και στιχουργία; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Θέλω μέτρα, γιατί ένας αλευράς μου έκλεψε μιαν οκά προχτές στο ζύγι. ΣΩΚΡΑΤΗΣ ∆ε σου μιλάω για τέτοια μέτρα, αλλά σε ρώτησα από της ποίησης τα μέτρα ποιο σου αρέσει; Τρίμετρο ή τετράμετρο; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Το μέτρο των τεσσάρων χοινικιών. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Είσαι βλάκας. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Στοιχηματίζω, αν θες, πως τέσσερα χοινίκια έχει ο τετράμετρος. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Άει να χαθείς χοντροκέφαλε! Γρήγορα θα γίνεις, βλέπω, στους ρυθμούς ξεφτέρι! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ψωμί δε θα μου δώσουν οι ρυθμοί σου! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Στις συντροφιές θα φαίνεσαι σπουδαίος και μορφωμένος, άμα ξεχωρίζεις τους ρυθμούς, τον ενόπλιο από το δάχτυλο. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ ∆άχτυλο; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ναι. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Το ξέρω! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Λέγε μου το. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Να το! (τεντώνει το μεσαίο δάχτυλο) Γι' αυτό δε λες; Στα παιδικά μου χρόνια τούτο το δάχτυλο είχε αξία! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ξετσίπωτε χωριάτη! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ ∆εν ζητάω να μάθω τέτοια πράγματα. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Λοιπόν; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Τον άδικο το λόγο! Να τι θέλω! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Μα πρώτα έχουν σειρά άλλα μαθήματα. Για πες μου λίγα αρσενικά ζώα... ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Αν δεν τα έχω χαμένα, αρσενικά είναι ο τράγος, ο ταύρος, ο σκύλος, ο κούκος... ΣΩΚΡΑΤΗΣ Βλέπεις το λάθος; Κούκο λες μαζί και το αρσενικό και θηλυκό πουλί. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Και πώς να λέω, μα τον Ποσειδώνα; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Θα λες το ένα κούκο και το άλλο κούκισσα! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Κούκισσα; Μπράβο, μα τον Άνεμο! Ώστε γι' αυτό το μάθημα θα σου γεμίσω τη σκάφη σου τον "κάρδοπο" με αλεύρι; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Άλλο και τούτο! Η λέξη είναι θηλυκειά και την λες αρσενική. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Μα πως την λέγω αρσενική; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Παρόμοια κάνεις αρσενικό και τον Κλεώνυμο. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Μα δεν καταλαβαίνω! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Να ο Κλεώνυμος και το σκαφίδι η "κάρδοπο" είναι το ίδιο. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Μα ποτέ του δεν είχε εκείνος κάρδοπο! Ζύμωνε το ψωμί του ο κακομοίρης σε στρογγυλό γουδί. Από εδώ και πέρα πως θα λέω σωστά τη λέξη; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Πάντα θα λες καρδόπη καθώς λες Σωστράτη. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Καρδόπη; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ναι. Κι αυτό είναι το σωστό. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Θα λέω και τον Κλεώνυμο Κλεωνύμη; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Πρέπει ακόμα να μάθεις να γνωρίζεις τα δυο γένη και στα κύρια ονόματα. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Το ξέρω. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Πες μου λίγα θηλυκά. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Λύσιλλα, Κλειταγόρα, ∆ημητρία... ΣΩΚΡΑΤΗΣ Κι αρσενικά; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Χιλιάδες! Αμυνίας, Φιλόξενος και Μελησίας. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Μα τούτα δεν είναι αρσενικά, δυστυχισμένε. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ ∆εν είναι αρσενικά; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Καθόλου! Αν τύχει και δεις τον Αμυνία, πως θα τον φωνάξεις; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Όπως πάντα. Ψιτ! Έλα εδώ, Αμυνία! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Να το! Αμέσως τον έκανες γυναίκα! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Άδικα τάχα, αφού δεν πάει στρατιώτης; Μα γιατί μου μαθαίνεις γνωστά πράγματα; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Γνωστά; Καθόλου! Τώρα ξάπλωσε επάνω στο κρεβάτι... ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Να κάνω τι; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Σοφίσου κάποια λύση για τα ζητήματά σου. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Όχι, να χαρείς, σε τούτο το κρεβάτι! Άσε να πλαγιάσω καλύτερα χάμω. ΣΩΚΡΑΤΗΣ ∆ε μπορεί. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ (Ξαπλώνεται στο κρεβάτι) Συμφορά μου! Στους κοριούς όλα τα κρίματά μου θα πληρώσω! ΝΕΦΕΛΕΣ Στοχάσου τώρα, όσο μπορείς πιο βαθιά, και μάζεψε το γέρικο μυαλό σου. Κι άμα δεν σε βολεύει σαν γρήγορο πουλί σε θέματα πολλά πήδα, και παντοτεινά τον ύπνο αποχαιρέτα! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Βάι, βάι, βάι, βάι και πωπωπω! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Τι τρέχει; Τι παθαίνεις; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Χάθηκα! Χυμήξανε μεσ' από το κρεβάτι Κορθιανοί κοριοί μεγάλοι τις δαγκάνες τους μου μπήζουν μου ματώνουν τα παϊδια μου ξεσκίζουν τ' απαυτά μου και μου πίνουν την ψυχή και στον πάτο τον παχύ μπηκανε και τον τρυπάνε, δε γλυτώνω, θα με φάνε! ΧΟΡΟΣ Μη φωνάζεις! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Τι να κάνω, που τα χρήματά μου χάνω, το πετσί μου τη ζωή μου τα τσαρούχια μου, τα πάντα, κι από σας ριχτός εδώ καραούλι τραγουδώ και όλοι μου φωνάζετε από πάνω! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ε! συ, τι κάνεις και δε συλλογιέσαι. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ναι, μα τον Ποσειδώνα, συλλογιέμαι. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Και τι λοιπόν κατάφερες να βρεις; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Πως οι κοριοί σταλιά δεν θα μ' αφήσουν ήσυχο. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Α να χαθείς! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Για το χαμένο λες; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Φοβάσαι τους κοριούς; Σκεπάσου κι άντε να βρεις καμιά καλή κατεργαριά και κόλπο για να σωθείς από τα χρέη. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Και ποιος θα μου ρίξει προβιές να μου ζεστάνει το μυαλό μου για να γεννήσει ιδέες; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Για να τον δω τι κάνει; Ε! συ, κοιμάσαι; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Όχι μα τον Απόλλωνα! ΣΩΚΡΑΤΗΣ ∆εν έχεις πιάσει τίποτα; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Τίποτα! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Καθόλου; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Μονάχα κάτι εδώ με τη φούχτα! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Σκεπάσου λοιπόν για να σκεφτείς. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Τι να σκεφτώ; Για πες μου εσύ, Σωκράτη. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ό,τι θες. Κι άμα το βρεις, μου λες. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Χίλιες φορές σου τοπα, στο ξανάπα: Τούτο θέλω, να μη πληρώνω τόκους. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Σκεπάσου λοιπόν και ανάλυσε το ζήτημα κι άμα τα βρίσκεις σκούρα, σταμάτα και ξανάρχιζε πάλι το θέμα και καλοζύγιασέ το. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Γλυκό μου Σωκρατάκι! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Τι είναι παππού; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Βρήκα ένα κόλπο για να μην πληρώσω. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Για να το δούμε! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Πες μου πρώτα... ΣΩΚΡΑΤΗΣ Τι; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Αν μάγισσα πληρώσω Θεσσαλή για να μου κατεβάσει το φεγγάρι κι ύστερα σε μια θήκη στρογγυλή σαν καθρέφτη κλεισμένο το κρατάω... ΣΩΚΡΑΤΗΣ Και τι θα ωφελήσει; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Και το ρωτάς; Άμα δεν ανατέλλει το φεγγάρι δε θα πληρώνω τόκους. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Πως θα γίνει αυτό; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Με το μήνα πληρώνονται όπως ξέρεις, οι τόκοι. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Να, κι εγώ να σε ρωτήσω: Αν ξαφνικά σε καταγγέλναν ότι χρωστάς πεντέξι τάλαντα, τι θα κάνεις, για να ξεφύγεις την κατηγορία; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Τι θα κάνω; ∆εν ξερω! Να σκεφτώ... ΣΩΚΡΑΤΗΣ Τη σκέψη σου μην τηνε σφίγγεις μέσα σου. Αμόλα την να πάει ψηλά, όπως πάει χρυσόμυγα δεμένη απ' το ποδάρι. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Βρήκα τον τρόπο να τα σκαπουλάρω και μπράβο θα μου πεις. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Για λέγε! Ακούω. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ ∆ε σου λαχε να δεις στα φαρμακεία εκείνη την ωραία διάφανη πέτρα, που ανάβει τη φωτιά; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Μπα! Το κρύσταλλο λες; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Θα πάρω το κρύσταλλο κι όταν γράφει ο γραμματέας τη μήνυση, θα πάω στον ήλιο να σταθώ και τις αχτίδες δέσμη θα ρίξω στο κερί του απάνω και θα λιώσω τα γράμματα. Τι λες; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Έξυπνο, μα τις Χάριτες! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Χαρά μου! Γλίτωσα πέντε τάλαντα άψε σβήσε. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Και τώρα απάντα μου σ' αυτό... ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Σ' ακούω. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Πως θα γλυτώσεις από καταδίκη σίγουρη, όταν σου λείπουνε μάρτυρες; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Εύκολα κι εξυπνότατα. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Για λέγε! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Όταν θα μείνει μια μονάχα δίκη πριν από τη δική μου, και πριν φωνάξουν τ' όνομά μου, θα το σκάσω τρέχοντας και θα κρεμαστώ. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Βλακείες! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Καθόλου! Όταν εγώ πεθάνω δε θα μπορέσουν πια να με δικάσουν. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Κούτσουρο, φεύγα! Πια δεν σε μαθαίνω. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ (Παρακαλεστικά) Μα τους θεούς, τι σου έκανα, Σωκράτη; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ό,τι σου μάθω, το ξεχνάς αμέσως. Ορίστε: Πες μου τι σε πρωτοδίδαξα. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Για στάσου: Αλήθεια, τι με πρωτοδίδαξες. Τη σκάφη, που ζυμώνουν το ψωμί! Μα πως την είπες; Συμφορά μου! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Χάσου! Ξεροκέφαλε, γεροξεκούτη! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Αλίμονο, τι θ' απογίνω ο μαύρος, αν δε μάθω να λέω ωραία λόγια; Χάθηκα, συμβουλεύτε με, ω Νεφέλες. ΧΟΡΟΣ Μια συμβουλή μονάχα θα σου δώσω: Αν έχεις γιο που καταλαβαίνει, φερ' τονε να σπουδάσει αντί για σένα. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Έχω λεβέντη γιο, σπίρτο μονάχο. Μα τι να πω; ∆εν αγαπάει τα γράμματα! ΧΟΡΟΣ Και τον αφήνεις; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Είναι χειροδύναμος κι όλος ζωή κι από την οικογένεια κρατιέται της Κοισύρας το ψηλομύτικο. Μα πάω να τον βρω κι αν δε θελήσει να ρθει, θα τον διώξω από το σπίτι. (Στο Σωκράτη) Περίμενέ με λίγο, μέχρι να γυρίσω. ΝΕΦΕΛΕΣ (Στο Σωκράτη) Θα σου δώσουμε καλά πολύ μεγάλα και πολλά μόνο εμείς απ' όλους τους θεούς. Τον βλέπεις, τον ακούς αυτόν; Αμέσως θα κάνει ό,τι θελήσεις. Και κοίταξε να τον χαρείς γρήγορα και όσο μπορείς. Έχει μυαλά φουσκωμένα και μέχρι να μετρήσεις ένα αλλάζει γνώμη και χαβά και σε άλλο δρόμο τραβά. (Ο Σωκράτης μπαίνει μέσα στο σχολείο) ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ (Σπρώχνοντας το γιο του) Μα την Ομίχλη, φεύγα, ξεκουμπήσου απ' το σπίτι μου. Πήγαινε και τρώγε τις κολόνες του Μεγακλή του θείου σου! ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Τρελλάθηκες πατέρα; Τι σου ήρθε; Μα τον Ολύμπιο ∆ία, κάτι έχεις πάθει! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ (γελώντας) Βρε ποιον Ολύμπιο ∆ία; Ντροπή σου να πιστεύεις στο ∆ία κοντζάμ μαντράχαλος! ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Μα τι γελάς; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Τι κουτός είσαι και μυαλό έχεις γεμισμένο με σκουριά! Έλα κοντά τα μάτια να σου ανοίξω, να γίνεις άντρας, κάτι θα σου πω μα κοίτα κανενός δεν θα το πεις. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Λέγε, σ' ακούω. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ορκίζεσαι στο ∆ία; ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Ορκίζομαι! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Να λοιπόν τι αξίζει η γνώση. ∆εν υπάρχει ∆ίας μάθε. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Και ποιος υπάρχει λοιπόν; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Τον έχει ρίξει ο Σίφουνας το ∆ία και βασιλεύει αυτός. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Πω πω παλαβομάρα! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Κι όμως είναι αλήθεια. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Ποιος τα λέει; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ο Σωκράτης ο Μηλιώτης και ο Χαιρεφώντας που βρήκε τα ίχνη των ψύλλων. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Τόσο λοιπόν τρελλάθηκες, πατέρα για να πιστεύεις τέτοιους παλαβούς; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Σώπα! σώπα! Μην πεις κακό για ανθρώπους που τα έχουν τετρακόσια. Κι είναι τόσο οικονόμοι, που μήτε στον κουρέα δεν πηγαίνουν ούτε σε λουτρό. Και λάδι δεν αλείφουν το σώμα τους. Μα εσύ μου τρως το βιος μου, λες κι έχω πεθάνει. (Τον τραβά από το χέρι) Πάμε να μάθεις για λογαριασμό μου. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Και τι καλό μπορούνε να μου μάθουν; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Πως! Όλη την ανθρώπινη σοφία. Τότε θα καταλάβεις πόση αμάθεια και χοντροκεφαλιά σε δέρνει, γιε μου. Περίμενέ με μια στιγμή και φτάνω. (Μπαίνει μέσα στο σπίτι του) ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Τι να τον κάνω; Ο γέρος πάει τρελάθηκε! Στους δικαστές να τον πάω κι αυτόν να μου τον κηρύξουν σ' απαγόρευση. (Ο Στρεψιάδης βγαίνει κρατώντας στο κάθε χέρι κι από ένα πουλί) ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Για δες και πες μου: Τι πουλί είναι αυτό; ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Κούκος. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ωραία! Κι αυτό το θηλυκό; ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Κούκος. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Μα κούκος και τα δύο, βρε ρεζίλη; Το λοιπόν από εδώ και πέρα μάθε να λες το ένα κούκο το άλλο κούκισσα. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Κούκισσα; Αυτά σου μάθαν τα σπουδαία εδώ μέσα εκείνου οι εκεί οι κατωκοσμίτες; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Κι άλλα πολλά, που τα ξεχνούσα αμέσως μόλις μου τα μάθαιναν. Γέρασα βλέπεις. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Έχεις για αυτό χάσει το μανδύα σου; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ ∆εν τον έχασα. Τα θρανία τον έφαγαν. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Αμέ και τα παπούτσια σου που τα έχεις και βόσκουνε, βρε ξεμωραμένε; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Τα έχω ακουμπισμένα σε καλή μεριά, όπως ο Περικλής τα τάλαντά μας χωρίς λογαριασμό να δίνει. Τράβα, άκουσέ με κι ας μην τα καταφέρεις. Έτσι κι εγώ, όταν ήσουνα παιδάκι και τραύλιζες, έξι χρονών, σε άκουσα και με τον πρώτο οβολό, που πήρα μισθό σαν δικαστής, σου αγόρασα ένα μικρό μικρό αμαξάκι για να παίζεις. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ (Ακολουθεί χωρίς κέφι) Κάποτε για όλα αυτά θα μετανιώσεις. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Μπράβο σου, να μ' ακούς. (φωνάζει έξω από το σχολείο του Σωκράτη) Ε! συ Σωκράτη, άνοιξε και σου φέρνω το γιο μου. (Ο Σωκράτης βγαίνει) ∆εν ήθελε, μα εγώ τον κατάφερα. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Είναι νιάνιαρο ακόμα και δεν ξέρει ο φτωχός την κρεμαστή σοφία! ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Αν σε κρεμούσα, θα ήσουνα σοφώτερος! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Σκασμός! Στο δάσκαλό σου αντιμιλάς; ΣΩΚΡΑΤΗΣ (Μιμείται τη φωνή του Φειδιππίδη) "Αν σε κρεμούσαν"! Πόσο ηλίθια το είπε με τα χείλη ανοιχτά μια πήχη! Πως θα μπορεί τέλος πάντων να γλιτώνει στις δίκες, να καλεί ψευδομάρτυρες τους δικαστές να απατά; Για τούτα ένα τάλαντο πλήρωσε ο Υπέρβολος! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Μη σε νιάζει, δασκάλευέ τον. Έχει ευρετικό μυαλό από τη γέννα του. Σαν ήταν παιδάκι, έφτιαχνε σπίτια από λάσπη και σκάλιζε βαρκούλες από ξύλο, μαστόρευε αμαξάκια από πετσί και απ' του ροδιού τις φλούδες έπλαθε βατραχάκια. Τι θαρρείς! Τώρα να μάθει πρέπει τους δυο λόγους δηλαδή το δίκαιο λόγο και τον άδικο αυτόν που με τα ψέματα τουμπάρει τον άλλον. Κι αν όχι και τους δύο, με κάθε τρόπο ας μάθει καν τον ψεύτη! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Θα του τα μάθουν οι ίδιοι Λόγοι, να τους! Εγώ πηγαίνω. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Μην ξεχνάς, πως πρέπει ν' αναποδογυρίζει όλα τα δίκαια! (Όλοι φεύγουν. Η σκηνή αδειάζει. Βγαίνουν ο ∆ίκαιος κι ο Άδικος Λόγος μαλώνοντας) ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Άντε πρόβαλε και δείξε την αξία σου στο κοινό μ' όλην την ξετσιπωσιά σου. Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Όσο μεγαλύτερο το πλήθος τόσο κι ευκολώτερα θα σε κοπανήσω. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Εσύ; Και ποιος είσαι; Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Λόγος είμαι. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Λόγος Άδικος. Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Κι ωστόσο σε νικώ το ∆ίκαιο εσένα. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Με ποια τέχνη, ποια σοφία; Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Βρίσκω πάντα νέες ιδέες. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Όλα αυτά περνούν και πιάνουν σήμερα σε τέτοιους βλάκες. Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Ποιος το είπε; Είναι σοφοί. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Θα σε καταστρέψω. Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Πως; ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Μιλώντας δίκαια και σωστά. Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Ό,τι λες θα το μπαντάρω με έξυπνες αντιλογίες. ∆εν υπάρχει ∆ικαιοσύνη. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ∆εν υπάρχει; Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ∆είξε μου την. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Στους θεούς ψηλά! Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Τι κουβέντα! Αν υπήρχε εκεί, πως μένει ατιμώρητος ο ∆ίας, που έχει δέσει τον μπαμπά του! ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Με έπιασε αναγούλα! ∆εν κρατιέμαι! Τη λεκάνη! Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Παλαβέ, γεροξεκούτη... ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Ξεσκισμένε, σκυλομούρη! Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Με τριαντάφυλλα με ραίνεις! ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Βλάστημε και θεομπαίχτη! Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Κρινοστέφανα μου βάζεις. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ∆έρνεις τον πατέρα σου! Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Μάθε, πως με πασπαλίζεις με μαλαματόσκονη. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Ως τα τώρα με λυωμένο σε ζεμάτιζα μολύβι. Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Όλα τώρα είναι τιμή μου. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Θρασύτατος είσαι! Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Κι εσύ είσαι πολύ παλιός! ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Εξ αιτίας σου δεν πατάει κανένας νέος στο σχολείο μου. Μα θα έρθει καιρός να νιώσουν οι Αθηναίοι τι δασκαλεύεις τους ανόητους. Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Μυρίζεις πολύ άσχημα! ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Τώρα κάνεις τον καμπόσο μα πρωτύτερα πεινούσες και σακκί ζητιάνου κράταγες και παράσταινες τον κακομοίρη τον Τήλεφο τον ξεπεσμένο το βασιλιά της Μυσίας. Κι έτρωγες απ' το σακκί σου ξερό ψωμί, κάνοντας ατιμίες σαν αυτές του Πανδέλετου. Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Τι σοφία! ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Μα και τι τρέλλα. Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Τρέλλα ποιανού; ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Η δική σου και της δόλιας της πολιτείας που σε τρέφει και χαλάς τα καημένα τα παιδάκια. Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ (δείχνοντας το Φειδιππίδη) Μαθητής σου δεν θα γίνει αυτός εδώ, επειδή είσαι παλιός. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Ναι, αν θέλει να σωθεί κι όχι μονάχα τη γλώσσα του να ακονίσει για να κόβει. Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ (Στο Φειδιππίδη) Άστονε κι έλα σε μένα. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Θα σε δείρω, αν τον αγγίξεις. ΧΟΡΟΣ (μπαίνοντας στη μέση για να μην αρπαχτούν) Πάψτε τους καυγάδες πια πάψτε τις βρισιές! (Στο ∆ίκαιο Λόγο) Κι άντε δείξε πρώτα εσύ τους παλιούς τι τους μάθαινες. (Στον Άδικο Λόγο) Και συ δείξε την καινούργια τέχνη σου, για να μπορέσει να διαλέξει από τους δυο σας όποιον θέλει ο νεαρός. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Αυτό θέλω. Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Κι εγώ το ίδιο. ΧΟΡΟΣ Ποιος θα κάνει την αρχή; Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Του παραχωρώ τη θέση. Κι όταν θα έχει τελειώσει με μικρές έξυπνες φρασούλες και με στοχασμούς καινούριους θα τον κατασαγιτέψω. Κι αν τολμήσει γρυ να κάνει θα του πρήξω μούτρα, μάτια με της γνώμης μου τις σφήκεςτις φαρμακερές. ΧΟΡΟΣ Άντε δείξτε μας οι δυο σας πόσο είστε επιδέξιοι και στη σκέψη και σε λόγια και σε έξυπνα γνωμικά, ποιος είναι από σας το καλύτερο παλικάρι. Της σοφίας το βραβείο ποιος από τους δυο σας θα πάρει! Είναι μεγάλος ο κίνδυνος και δύσκολη η μάχη. (Στο ∆ίκαιο Λόγο) Εσύ που στεφάνωσες με πλήθος αρετών την παλιά γενιά μίλα μας δυνατά, όσο θέλεις, να μας μάθεις το ποιος είσαι. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Να πως μορφώνονταν οι παλιότεροι Αθηναίοι, όταν εγώ ήμουν δάσκαλος επιτυχημένος το δίκαιο και η αρετή βασίλευε παντού στην πολιτεία αυτή. Μικρό παιδί δεν άκουγες να μιλάει. Στο δρόμο όλα τα παιδιά της γειτονιάς πηγαίνανε με τάξη στο σπίτι του κιθαριστή γυμνά ακόμα και με χιόνια. Και τους μάθαινε πρώτα, αφού αυτά κάθονταν κάτω, τα ονομαστά τραγούδια. "Γεια σου Παλλάδα φοβερή και καστροπολεμίστρα" ή "λύρα, βγάλε τη φωνή σου τη δυνατή και τη γλυκειά" κι αυτά με την παλιά εκείνη προγονική αρμονία. Κι άμα κανένας έπαιζε κάποιο πρόστυχο τραγούδι ή αν έκανε τσακίσματα σαν του Φρύνη, επειδή ατίμαζε τις Μούσες, έτρωγε μπόλικο ξύλο. Κάθονταν σεμνά στου γυμναστή για να μη βλέπουν τίποτα το πονηρό απ' έξω. Και μόλις σηκωνόνταν απ' την άμμο, την έφτιαχναν, να μην φαίνονται εκεί σημάδια από την ήβη. Κανείς δεν αλειφότανε λάδι κάτω από τον αφαλό του κι έτσι στα σακουλάκια τους επάνω ανθοβολούσε δροσιά και χνούδι, όπως πάνω στα φρέσκα κυδώνια. Με λιγωμένη τη φωνή και κλείνοντας το μάτι κανένας δεν εζύγωνε τον αγαπητικό του σαν να ρουφιάνευε μονάχος τον εαυτό του. Ποτέ κανείς δεν άρπαζε ραπανάκια στο δείπνο ούτε άνηθο και σέλινο, μπροστά στους μεγάλους. Λίγο έτρωγε, δεν χαχάνιζε σαν τσίχλα και δε σταύρωνε τα πόδια το ένα πάνω στο άλλο. Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Παλιές συνήθειες απ' τον καιρό που χτίστηκε ο κόσμος κι οι Αθηναίοι φορούσανε τζιτζίκια στα μαλλιά τους! ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Κι όμως με αυτά ανάθρεψα τους Μαραθωνομάχους. Μα τώρα εσύ τα νέα παιδιά πολύ βαριά τα ντύνεις, που σαν τα κοιτώ στα Παναθήναια, πνίγομαι, καθώς βαστάνε την ασπίδα εμπρός τους χορεύοντας οκνά αντί να οράνε στον ενόπλιο χορό της Τριτογένειας. (Στο Φειδιππίδη) Και τώρα, παλληκάρι, δάσκαλο εμένα, το ∆ίκαιο Λόγο, πάρε. ∆εν θα συχνάζεις στα λουτρά, στην αγορά καθόλου, θα έχεις σεβασμό, να ντρέπεσαι, αλλά όταν σε πειράξουν φωτιά θα παίρνεις. Κι όταν πλησιάζουν γέροι, θα σηκώνεσαι απ' το σκαμνί που κάθεσαι μ' ευγένεια και θα τιμάς τους γονιούς σου, και δεν θα κάνεις τίποτα που να λερώνει την εικόνα της Αιδώς εντός σου. ∆εν θα πηγαίνεις να χαζεύεις με ανοιχτό το στόμα εκεί που κουνιούνται οι χορεύτριες για να μη σου ρίξει καμία μικρούλα κανένα κυδώνι αγάπης και άσχημα μπλέξεις και χάσεις την υπόληψή σου. Και δεν θα αντιμιλάς ποτέ στο γέρο σου πατέρα, δεν θα τον λες Ιαπετό, δεν θα τον συγχύζεις αυτόν που σε ανάστησε από μικρό παιδάκι. Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ (Στο Φειδιππίδη) Αν πας, παλληκαράκι μου, μ' αυτόν, μα τον Βάκχο, θα μοιάσεις με τα ανόητα τ' αγόρια του Ιπποκράτη και θα σε φωνάζουν παντού κόπανο και χαζό. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Αλειμμένος λάδι το κορμί, με ροδοκόκκινη όψη θα συχνάζεις στα γυμναστήρια και όχι στο παζάρι όπως κάνουν οι τωρινοί νεαροί, που όλοι σαχλαμαρίζουνε. Ποτέ για ψύλλου πήδημα δεν θ' αρχινάς συζήτηση μικρή και ασήμαντη. Θα τρέχεις στης Ακαδημίας τα ελαιόδεντρα από κάτω με άλλα φρόνιμα παιδιά στεφανομένος άσπρα καλαμόφυλλα και θα ευωδιάζεις λεύκα και πράσινο βάτο και ξεγνοιασιά. Θα χαίρεσαι τα καλοκαίρια, όταν σιγά θροούνε στον άνεμο αντικρυστά οι κλώνοι του πλάτανου και της φτελιας. (Σε τόνο ζωηρότερο) Όσα εγώ σου λέω αν τα κάνεις και καλά τα βάλεις στο μυαλό σου θα έχεις ατσαλένιο στήθος και τριανταφυλλένιο πρόσωπο. Θα έχεις πλάτες δυνατές γλώσσα τόσο δα μικρή. Κι άμα κάνεις ό,τι τώρα κάνουν όλοι οι νέοι στη χώρα θα χεις πρόσωπο ωχρό και στήθος μικρό και στενό γλώσσα μια πιθαμή. Το μυαλό σου θα νομίζει την τιμή πράγμα κακό και καλό τη ρουφιανιά. Και στο τέλος θα σου κολλήσει ο άσχημος χαρακτήρας του Αντιμάχου η αισχρότητα. ΧΟΡΟΣ Μες στα λόγια σου, ω δάσκαλε της υψηλής σοφίας τι γλυκά της φρονιμάδας το άνθος μοσχοβόλησε! Τι ευτυχισμένα, αλήθεια, ζούσαν οι παλιοί προγόνοι! (Στον Άδικο Λόγο) Τώρα εσύ μεγάλε τεχνίτη της γλώσσας πες μας κάτι καινούργιο. Μια χαρά ο αντίπαλός σου τα κατάφερε και πρέπει με μεγάλα πια εφευρήματα του μυαλού να τον τουμπάρεις δίχως να γίνεις ρεζίλι. Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Πλακώθηκαν τα στήθια μου, δεν κρατιόμουν απ' το να συνταράξω τα λόγια του με αντίλογα. Μ' έχουνε πει κατώτερο λόγο οι φιλόσοφοι, γιατί εγώ πρώτος τόλμησα να βγω παλληκαρήσια να αρνηθώ τη δικαιοσύνη, να αντιλέξω τους νόμους. Και τούτη η αξία μου κάνει χιλιάδες τάλαντα να υποστηρίζω δηλαδή το άδικο και να νικάω στο τέλος. (Στο Φειδιππίδη) Για κοίτα εγώ πως θα ξετινάξω την παλιά ανατροφή που τόσο την παίνεσε ο αντίπαλος. Σκέψου, πως θα σου απαγορεύσει τα ζεστά λουτρά. (Στο ∆ίκαιο Λόγο) ∆εν μας λες να μάθουμε κι εμείς, γιατί τ' απαγορεύεις; ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Είναι βλαβερό συνήθειο, κάνει δειλό τον άντρα. Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Στάσου, σε άρπαξα απ' τη μέση και δε θα μου ξεφύγεις. Για πες μου, απ' όλα τα παιδιά του ∆ία, ποιος έχει πιο γενναία ψυχή και άντεξε στους πιο μεγάλους κόπους; ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Ποιος άλλος από τον Ηρακλή; Κανείς δεν τον περνάει. Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Είδες ποτέ τα λουτρά του Ηρακλή να 'ναι κρύα; Κι όμως η αντρεία του ήταν η πρώτη σ' όλο τον κόσμο. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Εγώ μιλάω για εκείνα, που πάνε τα παιδιά και όλη τη μέρα σαχλολογούν και έτσι γεμίζουν της πόλης τα λουτρά, και αδειάζουν οι παλαίστρες. Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Εσύ κατηγορείς, μα εγώ παινεύω την αγορά. Αν ήταν κακό πράγμα, δεν θα μιλούσε για "αγορητάδες" ο Όμηρος όπως δηλαδή για το Νέστορα και τόσους άλλους ήρωες. Λες ακόμα ότι δεν πρέπει να γυμνάζουνε τη γλώσσα οι νέοι. Κι εγώ σου λέω, πως πρέπει και μάλιστα πολύ. Κι ακόμα τους συστήνεις να είναι πάντοτε φρόνιμοι, άλλο κακό κι αυτό. Είδες κανένα φρόνιμο ποτέ σου να προκόψει; Λέγε μου λοιπόν, αν μπορείς, βγάλε με ψεύτη. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Να λοιπόν! Για τη φρονιμάδα του, του χάρισαν του Πηλέα μαχαίρι οι θεοί να πολεμάει με τα θηρία του δάσους. Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Μαχαίρι; Αστείο κέρδος είχε για πληρωμή της αρετής του ο κακομοίρης! Ενώ για δες ο Υπέρβολος εξαιτίας της πονηριάς του έβγαλε απ' τα λυχνάρια πολλά τάλαντα ανακατεύοντας με τέχνη χαλκό και μολύβι. Αυτό είναι κέρδος, όχι εκείνο το γελοίο μαχαίρι! ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Μα επειδή ήταν φρόνιμος, παντρεύτηκε τη Θέτιδα. Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Και εκείνη τον παράτησε, γιατί δεν ήταν υβριστής ούτε καλός στο κρεβάτι τα βράδυα. Γιατί η γυναίκα τα θέλει αυτά. Μ' ακούς παλιάλογο; (Στο Φειδιππίδη) Και τώρα, παλληκάρι, για σκέψου πόσα έχει μέσα της κακά η φρονιμάδα και πόσες ηδονές πρόκειται να στερηθείς γι' αυτήν. Χωρίς αυτά είναι μαύρη η ζωή, ποιος θέλει να τη ζήσει! Ας πάμε τώρα σε άλλο ζήτημα: στις ανάγκες τις φύσης μας. Αμάρτησες, ερωτεύτηκες, μοίχευσες, πιάστηκες. Χάθηκες αν δεν μπορεί να κόβει η γλώσσα σου. Ενώ μαζί μου, μπορείς να χορταίνεις την κάθε σου επιθυμία χόρευε, γέλα, γράψε την ντροπή στα παλιά τα παπούτσια σου. Κι αν σε πιάσουνε με άλλου γυναίκα θα λες: "∆εν φταίω εγώ, πιάστε το ∆ία και βγάλτε του τα μάτια. Γιατί κι εκείνος ξεμυαλίζεται απ' τις όμορφες γυναίκες. Εγώ ο θνητός θα γίνω ανώτερος απ' τους θεούς;" ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Κι άμα τον πιάσουν και τον ραφανιδώσουν, κι αν τον καψαλίσουν με χόβολη; Θ' αρνιέται το αμάρτημά του, τι λες; Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Και τι θα πάθει τάχα κι αν το αρνηθεί κι αν όχι; ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Υπάρχει μεγαλύτερο κακό και ρεζιλίκι; Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Και τι θα πεις αν σου αποδείξω πως δεν έχεις δίκιο; ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Θα καταπιώ τη γλώσσα μου. Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Θα σε ρωτάω και απάντα μου: Ποιοι γίνονται συνήγοροι; ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Οι ξεσκισμένοι. Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Πολύ σωστά. Και τραγωδίες ποιοι γράφουνε; ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Οι ξεσκισμένοι. Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Πολύ καλά. Και ποιοι δημηγορούν; ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Οι ξεσκισμένοι. Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Τώρα, το κατάλαβες, ότι δεν ξέρεις τι μας λες; Για κοίτα γύρω σου το κοινό και πες μας ποιοι περισσεύουν. ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Να! Κοιτάζω! Α∆ΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Και τι βλέπεις; ∆ΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Πως είναι περισσότεροι οι ξεσκισμένοι. (∆είχνει με το δάχτυλο μερικούς από τους θεατές) Να τος εκείνος, να κι αυτός κι ο τριχωτός, από εκεί! (προς το κοινό) Ω, εσείς, την πατήσαμε! Και τώρα, να με δεχθείτε πετάω τα ιμάτιά μου και τρέχω να μπω ανάμεσά σας. ΣΩΚΡΑΤΗΣ (Στο Στρεψιάδη) Λοιπόν θα πάρεις πίσω τον γιο σου ή θα μου τον αφήσεις να του μάθω να πηγαίνει η γλώσσα του ροδάνι; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Μάθε τον μου και δέρνε τον κι ακόνισε το στόμα του, τη μια μασέλα για τις μικροδίκες, την άλλη για μεγάλα ζητήματα. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Θα σου τον κάνω πανέξυπνο σοφιστή. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Έχω την εντύπωση πως θα τον κάνεις κακομοίρη και κατάχλωμο. ΧΟΡΟΣ Προχωρείτε! (Ο Άδικος Λόγος και ο Φειδιππίδης μπαίνουν στο σχολείο. Ο χορός απευθύνεται στον Στρεψιάδη) Μα θα το μετανιώσεις. (Γυρίζοντας προς το κοινό) Να τι πρόκειται να κερδίσουν οι κριτές, άμα δώσουν δίκαιη ψήφο στο χορό μας, τώρα θα σας το πω. Το φθινόπωρο, όταν πρέπει να οργώσετε τα χωράφια σας, για σας πρώτα θα ρίχνουμε νερό κι ύστερα για τους άλλους. Τα σταφύλια, τα σπαρτά σας θα σας τα φυλάμε, κι ούτε η βροχή θα τα σαπίζει ούτε η κάψα θα τα καίει. Κι αν κάποιος θνητός τολμήσει να μας αδικήσει, ας τεντώσει το αυτί του να ακούσει τι θα πάθει. ∆εν θα παίρνει από το κτήμα του κανένα εισόδημα. Κρασί ή λάδι. Μόλις αρχίζουν να βλασταίνουν τα λιόδεντρα ή τα αμπέλια του με το χαλάζι θα σπάμε τα μπουμπούκια. Κι αν θέλει να αποξηράνει τα κεραμίδια του, εμείς θα βρέχουμε ακόμα περισσότερο και θα ρίχνουμε χαλάζι να του σπάμε τη σκεπή του. Κι αν αυτός ή συγγενής του ή φίλος του έχει γάμο, εμείς θα βρέχουμε όλη νύχτα, ώστε να λέει: Καλύτερα να ψηνόμουν στη Λιβύη παρά εδώ στην Αθήνα να είμαι άδικος κριτής. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Υπολογίζω : εικοσιέξι, εικοσιεφτά, εικοσιοχτώ και εικοσιεννιά του μήνα, και τέλος να τριάντα, η μαύρη μέρα, που τη μισώ, την τρέμω, τη σιχαίνομαι. Πάει το παλιό φεγγάρι, αρχίζει νέο. Πεισματικά οι δανειστές μου πηγαίνουν στο πρυτανείο πληρώνοντας τα έξοδα της δίκης για να με καταστρέψουν. Κι εγώ σωστά τους λέω παρακαλώντας: "Αυτά μην τα ζητάς τώρα. ∆ώσε μου αναβολή για τα άλλα. Πάρε τούτα". Μα εκείνοι δεν ακούν. Με τέτοιο τρόπο ποτέ, μου λένε, δε θα τους ξοφλήσω. Και με βρίζουν, με λένε απατεώνα, και δος του με τραβούν στα δικαστήρια. Μα τώρα να κι αν πανε να κι αν δεν πάνε! ∆ε με νοιάζει, αν ο γιος μου έχει μάθει να ρητορεύει, να δικολαβεί. Ας πάω να δω τι κάνει στο σχολειό του. (Χτυπάει την πόρτα) Παιδί! Παιδί μου! ΣΩΚΡΑΤΗΣ (Ανοίγοντας την πόρτα) Καλώς τον Στρεψιάδη! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Καλώς σε βρήκα (Του δίνει ένα σακκουλάκι αλεύρι για δώρο) Πρέπει ο καθένας να δίνει του δασκάλου. Και πες μου τώρα, αν έμαθε ο γιος μου τον Άδικο το λόγο, τον καινούργιο που τελευταία πήρες για βοηθό σου. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Έμαθε. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Μπράβο Απάτη παντοκρατόρισσα! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Τώρα πια μη φοβάσαι καμία δίκη. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Κι αν υπάρχουν μάρτυρες ότι δανείστηκα; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Και χίλιοι να είναι, τόσο το καλύτερο. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ (Πηδώντας ενθουσιασμένος) Θα φωνάξω τώρα, με όλη μου τη δύναμη κλάφτε τοκογύφοι, χάσατε τους τόκους και τα κεφάλαια! Ξέφυγα απ' τα νύχια σας! Έχω γιο κανακάρη που σπουδάζει εδώ μέσα, νάχει γλώσσα δίκοπη σωτήρας του σπιτιού του καταφύγιο του πατέρα των εχθρών του φοβέρα και λυτρωτή των βασάνων μου. (Στο Σωκράτη) Τρέχα, φέρε το παιδί μου. ΣΩΚΡΑΤΗΣ (Φωνάζοντας από την πόρτα) Ε! παιδί, παιδί! Βγες έξω να σε δει ο πατέρας σου. Σε θέλει. (Βγαίνει ο Φειδιππίδης) ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ω, γλυκό παιδί μου, μέλι μου! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Τώρα πάρε τον και φύγε. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ω, παιδάκι μου, ω καμάρι μου! Τι χαρά που σε βλέπω κίτρινο! Άντε να δούμε τώρα αν έχεις μάθει ν' αντιλέγεις επιδέξια και ν' αρνιέσαι το δίκιο κι αν μπορείς χαριτωμένα να ρωτάς κάθε τόσο: "εσείς τι λέτε;" τους άλλους να αδικείς και να ρημάζεις κι όμως να κάνεις τον αδικημένο. Στο πρόσωπό σου λάμπει η πονηρία η αθηνιώτικη. Κάνε ό,τι μπορείς να με σώσεις, αφού εσύ με κατάστρεψες. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Και τι φοβάσαι; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Το παλιό φεγγάρι που τελειώνει και το νέο που αρχίζει. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Τι είναι αυτό το παλιό και το νέο φεγγάρι; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Η μέρα, που τρέχοντας οι δανειστές θα καταθέσουν τα έξοδα της δίκης. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Θα τα χάσουνε. Με κανέναν τρόπο δεν μπορούν οι δυο μέρες να γίνουν μία. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ ∆εν μπορούν; ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Φυσικά! Πως μπορεί μια γυναίκα να είναι και νέα και γριά μαζί; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Έτσι είναι ο νόμος. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ ∆εν τον εξηγούν σωστά το νόμο. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Και τι λέει ο νόμος; ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Ο δοξασμένος Σόλωνας που αγάπαγε στ' αλήθεια το λαό... ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Τι σχέση έχει αυτό με το παλιό και το καινούργιο φεγγάρι; ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Αυτός όρισε δυο μέρες για την κλήση της δίκης. Το παλιό και το νέο φεγγάρι για να πηγαίνουν την πρωτομηνιά να καταθέτουν τα έξοδα οι αντίδικοι. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Τι χρειαζότανε τότε η τελευταία μέρα του μήνα, το παλιό φεγγάρι; ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Να χουν καιρό μπροστά τους μιαν ημέρα, για να συμβιβαστούνε. Αλλιώς χαράματα θα χουν σκοτούρα με τα δικαστήρια. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Γιατί λοιπόν δεν δέχονται οι ταμίες τα χρήματά μας την πρώτη του μήνα αλλά μας τα ζητάνε από τις τριάντα; ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Όπως το ψητό οι πεινασμένοι πριν στρωθεί το τραπέζι, έτσι και τούτοι μια μέρα πριν τσιμπάνε τα λεφτά! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ (Γυρίζοντας στο κοινό) Γιατί λοιπόν καθόσαστε, χαζοί, νούμερα, αρνιά, σα τσουκάλια σωριασμένα; Για μένα και το γιο μου τραγουδήστε εγκώμιο θριαμβευτικό, που τα βολέψαμε! Ω μακάριε Στρεψιάδη, από μικρός ήσουν σοφός κι έχεις γιο ξεφτέρι! Έτσι θα μου λενε μαζί φίλοι μου και χωριανοί: "Είστε άξιοι και μεγάλοι". Όταν βλέπουν στη σειρά όλες τις δίκες να τις κερδίζεις και θα με ζηλεύουν. Μα πάμε να σου κάνω το τραπέζι. (Μπαίνει ο Α ∆ανειστής ο Πασίας μαζί μ' ένα μάρτυρα) ΠΑΣΙΑΣ Είναι σωστό κανείς τα χρήματά του να τα σκορπάει; Καθόλου. Έπρεπε τότε να βάλω κατά μέρος τη ντροπή και ν' αρνηθώ, για να μην έχω μπελάδες. Να τώρα που σε τραβάω στα δικαστήρια για μάρτυρα να τρέχω να γίνω εχθρός μ' ένα συγχωριανό μου. Στη ζωή μου δεν θα ντροπιάσω την πατρίδα. Εμπρός. Θα του κάνω αγωγή του Στρεψιάδη. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ποιος είναι τούτος; ΠΑΣΙΑΣ Έφτασε ο καιρός: Είναι τριάντα και πρωτομηνιά. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ (Στο μάρτυρα) Σ' έχω μάρτυρα. ∆υο ημερομηνίες μου δήλωσε! (Στον Πασία) Γιατί με φοβίζεις; ΠΑΣΙΑΣ Για τις δώδεκα μνες, που σου δάνεισα τ' άλογο το ψαρό για ν' αγοράσεις. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Άλογο; Τον ακούσατε; Όλοι ξέρουν, πως τ' άλογα τα μισώ και τα σιχαίνομαι. ΠΑΣΙΑΣ Έδινες όρκο, πως θα με πληρώσεις. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Γιατί ακόμα δεν είχε μάθει τον ανίκητο λόγο ο Φειδιππίδης. ΠΑΣΙΑΣ Και γι' αυτό θ' αρνηθείς τα χρέη σου τώρα; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Αυτό το κέρδος έχω απ' τη σπουδή μου. ΠΑΣΙΑΣ Κι αν στους θεούς σε βάλω να ορκιστείς και πάλι θ' αρνηθείς, πως μου χρωστάς; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ποιους θεούς; ΠΑΣΙΑΣ Όποιους θελήσω εγώ. Στο ∆ία, στον Ποσειδώνα, στον Ερμή. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ ∆ίνω τρεις οβολούς από την τσέπη μου, για να σου κάνω αυτό τον όρκο που θέλεις. ΠΑΣΙΑΣ Ου! να χαθείς αδιάντροπε, αφιλότιμε! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Να σ' αλατίσω για να μη βρωμήσεις! ΠΑΣΙΑΣ Με κοροϊδεύεις! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Έξι αγγεία θα γέμιζες με το ξύγκι σου. ΠΑΣΙΑΣ ∆ε θα μου γλιτώσεις, μα τους θεούς και το μεγάλο ∆ία. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ (ξεσπώντας στα γέλια) Με κάνεις και γελώ με τους θεούς σου! Αυτός που ορκίζεται στο ∆ία φαίνεται ανόητος στα μάτια των σοφών. ΠΑΣΙΑΣ Να μα την πίστη μου θα λογοδοτήσεις για όλα αυτά μια μέρα. Λέγε τώρα: Θα με πληρώσεις ή όχι, για να φεύγω; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Περίμενε λιγάκι κι αμέσως θα σου απαντήσω ορθά κοφτά. (Ο Στρεψιάδης μπαίνει μέσα) ΠΑΣΙΑΣ (Στο μάρτυρα) Τι πάει να κάνει; Λες να με πληρώσει; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ (Βγαίνοντας με μια σκάφη ζυμώματος στο χέρι) Που είναι αυτός, που ζητάει να τον πληρώσω; (Βλέπει τον Πασία και του δείχνει την κάρδοπο) Τι είναι αυτό; ΠΑΣΙΑΣ Τι είναι αυτό; Κάρδοπος είναι! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Κι έχεις μούτρα να μου ζητάς πίσω τα δανεικά σου, αγράμματε, χωριάτη; ∆ε δίνω μια πεντάρα σ' όποιον λέει κάρδοπο την καρδόπη. ΠΑΣΙΑΣ Μια πεντάρα; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ναι! Άδειαζέ μου τώρα τη γωνιά και στρίβε από δω. ΠΑΣΙΑΣ Να μη χαρώ τη ζωή μου, αν δεν σε πάω στο πρυτανείο. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Αντάμα με τις δώδεκά σου μνες της αγωγής τα έξοδα θα χάσεις. Γιατί είπες την καρδόπη ηλίθια κάρδοπο. (Φεύγουν ο Πασίας με το μάρτυρά του και μπαίνει ο Β ∆ανειστής, ο Αμυνίας) ΑΜΥΝΙΑΣ Αλίμονό μου! Ωιμένανε! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ποιος είναι αυτός, που κλαψουρίζει; Μήπως κανένας θεός του τραγικού Καρκίνου; ΑΜΥΝΙΑΣ Ρωτάς ποιος είμαι εγώ; Κατατρεγμένος από τη μοίρα. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Τράβα σ' άλλη πόρτα. ΑΜΥΝΙΑΣ ∆αίμονα κακοδαίμονα και μαύρη τύχη τροχοτσακίστρα του αμαξιού μου και Παλλάδα Αθηνά, με καταστρέψατε! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Τι σού κανε ο Τληπτόλεμος και σκούζεις; ΑΜΥΝΙΑΣ Μην κοροϊδεύεις, πες του γιου σου να βγει να πληρώσει τα χρήματα που πήρε, γιατί βρίσκομαι σε μεγάλη ανάγκη. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ποια χρήματα; ΑΜΥΝΙΑΣ Εκείνα που του δάνεισα. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Είχες δίκιο να κλαις! Τώρα το βλέπω. ΑΜΥΝΙΑΣ Αχ! Τ' άλογά μου με γκρεμοτσακίσαν! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Και κλαις σαν ναχεις πέσει από γαϊδούρι! ΑΜΥΝΙΑΣ Κλαίω και φωνάζω. Θέλω τον παρά μου! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Θαρρώ, καλά δεν είσαι! ΑΜΥΝΙΑΣ Και γιατί; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Μου φαίνεται, πως σου έστριψε η βίδα. ΑΜΥΝΙΑΣ Μου φαίνεται πως θα σε κουβαλήσω στο δικαστήριο, αν δεν πληρώσεις τώρα. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Για πες μου! Ο ∆ίας κάθε φορά, που βρέχει, ρίχνει νερό καινούργιο ή μήπως ο ήλιος ξανατραβάει απάνω το παλιό; ΑΜΥΝΙΑΣ ∆εν ξέρω ν' απαντήσω ούτε με νοιάζει. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Πως θες να πληρωθείς, αφού δεν ξέρεις τίποτ' απ' τα μυστήρια τ' ουρανού; ΑΜΥΝΙΑΣ Πλήρωσέ μου, αν τυχόν δεν ευκολύνεσαι τώρα, τους τόκους. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Τι θεριό είναι ο τόκος; ΑΜΥΝΙΑΣ Είναι ο παράς, που μέρα με τη μέρα και μήνα με το μήνα, όσο περνάει ο καιρός, τόσο αυξαίνει και πληθαίνει. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Πολύ καλά! Για πες μου πότε η θάλασσα είχε νερό περισσότερο, στα χρόνια τα περασμένα ή στα τωρινά; ΑΜΥΝΙΑΣ Το ίδιο νερό έχει πάντα, μα την πίστη μου. ∆εν είναι λογικό να έχει περισσότερο. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Μα τότε, κακομοίρη, πως η θάλασσα δεν πληθαίνει με τα πολλά ποτάμια, που δέχεται, και θες τα χρήματά σου να πληθαίνουν; Γκρεμοτσακίσου γρήγορα! Φέρτε μου τη βουκέντρα! ΑΜΥΝΙΑΣ Θάχω μάρτυρες. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ακόμα εδώ είσαι; ∆εν έφυγες; (Τον βαράει με την βουκέντρα) ΑΜΥΝΙΑΣ Πως! Με βαράς; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Θα φύγεις ή θ' αρχίσω με το σουβλί να σου τρυπώ τον πισινό, για να τρέχεις σαν άλογο άγριο; (Ο Αμυνίας το βάζει στα πόδια) Φεύγεις; Αλλιώς θα σε κουνούσα εγώ μαζί με τους τροχούς σου και με τ' άλογα. (Μπαίνει μέσα) ΧΟΡΟΣ Κακό να θέλει ο άνθρωπος τ' άδικο και το κρίμα. Έτσι κι ο γέρος βάλθηκε να φάει το ξένο χρήμα. Και γι' αυτό θα βρει, όπου νάναι τον μπελά του. Κι αν είναι πρωτομάστορας στην κατεργαριά σήμερα του μέλλεται τιμωρία βαριά. Από καιρό τον ήθελε τον γιο του πονηρό τους νόμους και τα δίκαια να τα τουμπάρει. Όποιον τύχει μπροστά του να τον μπερδεύει πάντα. Όμως τώρα ο ανόητος ο γέρος προτιμά ο γιος του να ήτανε μουγγός! (Βγαίνουν από μέσα ο Στρεψιάδης τρέχοντας και πίσω του ο Φειδιππίδης τον κυνηγάει και τον βαράει) ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Βάι! Βάι! Βάι! Γειτόνοι, συγγενείς και χωριανοί μου, όπως μπορείτε, σώστε με απ' το ξύλο! Αχ! το κεφάλι μου! Ωχ! η μασέλλα μου! Άτιμε τον πατέρα σου χτυπάς; ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Ναι, πατέρα! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Τ' ακούτε; Το ομολόγησε! ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Φυσικά! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Λωποδύτη, πατροκτόνε! ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Λέγε όσα θέλεις τέτοια! ∆εν το ξέρεις πως χαίρομαι πολύ ν' ακούω βλαστήμιες; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ξεσκισμένε! ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Ρόδα μυρωμένα!... ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Τον πατέρα σου δέρνεις; ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Μα το ∆ία, θα σου αποδείξω, πως σε δέρνω δίκαια! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Είναι δίκαιο να δέρνεις τον πατέρα σου; ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Θα τ' αποδείξω ευθύς και συζητώντας θα σε νικήσω. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Εσύ θα με νικήσεις; ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Και πάρα πολύ εύκολα. Μόνο διάλεξε τον ένα απ' τους δύο λόγους, όποιον θέλεις. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ποιους λόγους; ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Για το δίκαιο, για τον άδικο. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Σε σπούδασα, κανάγια, ν' αντιστρέφεις τα δίκαια κι ορίστε τώρα έχεις βαλθεί να με πείσεις, πως είναι ωραίο και δίκαιο να δέρνουν τα παιδιά τους πατεράδες. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Είμαι σίγουρος, ναι πως θα σε πείσω, και μαζί μου τελικά θα συμφωνήσεις. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Άντε! Πολύ το θέλω να σ' ακούσω. ΧΟΡΟΣ Κοίτα, γέρο πως θα τον φέρεις βόλτα. Αν δεν πίστευε πολύ στην καπατσωσύνη του, α! δε θα είχε τόσο θράσος αυτός ο άσσος της δικολαβίας. (Στο Στρεψιάδη) Και τώρα γύρνα κατά εδώ και εξήγα στο χορό μας και με το νι και με το σίγμα πως άρχισε η διαμάχη. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ακούστε πως αρχίσαμε να λογοφέρνουμε. Όντας μέσα τρώγαμε και φτάσαμε στο κέφι τον θερμοπαρακάλεσα: Πάρε τη λύρα αυτή και παίξε και τραγούδησε τον Κριό του Σιμωνίδη. "Συνήθεια του παλιού καιρού είναι" μου απάντησε "όταν πίνεις, να κάθεσαι να τραγουδάς και να παίζεις κιθάρα, όπως κάνουν οι νοικοκυρές, όταν αλέθουν κριθάρι". ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Έπρεπε ευθύς να σου ριχτώ και να σε πατήσω κάτω που μου έλεγες να τραγουδήσω σαν να ήμουν τζιτζίκι. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Τέτοια μου έλεγε κι εμένα, καθώς τα λέει τώρα κι επέμενε, πως είναι κακός ποιητής ο Σιμωνίδης. Κι εγώ, όπως τον άκουγα, κρατιόμουν με δυσκολία. Μετά τον παρακάλεσα να πάρει κλωνί μυρτιάς και να μου ψάλλει κάτι από τα χορικά του Αισχύλου. Μα αμέσως ξαναπαίρνει φωτιά και γυρίζει και μου λέει: "Ο πρώτος ασυνάρτητος μέσα στους ποιητές, αερολόγος, και τερατολεξοπλάστης είναι αυτός". Αν και η καρδιά μου αναπήδησε και έγινα άνω κάτω κατάπια τα φαρμάκια και του είπα: "Λοιπόν πες μου κάποιο από τα καινούρια σου τα σοφά τραγούδια". Κι αυτός αμέσως άρχισε να μου τραγουδά Ευριπίδη το πώς, αχ! Θεέ μου φύλαγε!, αδερφός την αδερφή του τη χάλασε! Μα τότε πια δεν άντεξα, τον αρχίζω στο βρισίδι. Αφού ο καυγάς μας φούντωσε λόγο με το λόγο, πηδάει επάνω μου και με αρπάζει απ' το λαιμό, να με πνίξει, με τσαλα πατούσε και με έκανε τ' αλατιού. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Γιατί τον Ευριπίδη μας δεν τον παραδεχόσουν για σοφότατο. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Σοφότατο;... Μα τι να πω; Θα μου τις βρέξει πάλι. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Φυσικά και μ' όλο μου το δίκαιο. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ποιο δίκιο; Εμένα, αδιάντροπε, που σ' έχω μεγαλώσει, που όταν ήσουν μωρό και τραύλιζες, μάντευα τι ζητούσες; Έλεγες "μπρου" κι έτρεχα αμέσως νεράκι να σου φέρω, έμεγες "μαμ" κι έτρεχα αμέσως φαγάκι να σου φέρω, και μόλις έλεγες "κακά" σ' άρπαζα και έξω από την πόρτα πετιόμουνα κι εκεί σε βάσταγα να τα κάνεις. (Ζωηρότερα) Κι όταν πριν απ' το λαρύγγι μ' έσφιγγες και σου φώναζα: "Θα τα κάνω επάνω μου" δεν σταμάτησες για να με πας έξω απ' την πόρτα αλλά με έπνιγες κι ο δόλιος πάνω μου τα έκανα. ΧΟΡΟΣ Λαχταρά η καρδιά σας να ακούσετε, παιδιά, και το γιο του. Αν με τα λόγια νικήσει τον γέρο τον κουτό δεν θα αξίζει βραβείο αλλά ρεβύθι θα του δώσουμε. (Στο Φειδιππίδη) Ω, θεμελιωτή της καινούργιας λογικής, πείσε μας τώρα, όπως μπορείς, πως έχεις δίκιο. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Ω! τι χαρά είναι να κατέχεις νέα και επιδέξια πράγματα, να γράφεις στα παπούτσια σου τους νόμους της πολιτείας. Όταν είχα το νου μου στα άλογα και στα αμάξια, δεν έβγαζα τρεις λεξούλες χωρίς να κάνω λάθος κι από τότε που ο δάσκαλος ο Σωκράτης τα μάτια μου άνοιξε και παίζω στα δάχτυλα μου τη σκέψη και τη γλώσσα ακούστε με, πως είναι δίκαιο στο γιο τον πατέρα να δέρνει. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Γιε μου, ρίξε το ξανά στα άλογα, όπως πρώτα. Καλύτερα να τρέφω τέσσερα άλογα παρά να τρώω ξύλο. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Από το μέρος που μου έκοψες την κουβέντα, αρχίζω και σε ρωτώ: Σαν ήμουνα παιδί, με ξυλοφόρτωνες; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ναι. Για καλό σου και γιατί σ' αγάπαγα. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Και τώρα δεν είναι δίκαιο, κι εγώ να σ' αγαπάω και για το καλό σου να ζητώ να σε τιμωρήσω, αφού το να δέρνεις κάποιον θα πει τον αγαπάς πολύ; ∆εν είναι σωστό το δικό μου το κορμί να είναι μαύρο απ' το ξύλο και το δικό σου ανέγγιχτο. Κι εγώ λεύτερος είμαι! Πως! Θα τις τρώνε τα παιδιά και όχι οι πατεράδες; Θα πεις: Είναι δουλειά των παιδιών να δέρνονται και να κλαίνε. Κι εγώ σου λέω, πως οι γέροντες είναι δυο φορές παιδιά, γι' αυτό ίσα ίσα και διπλό ξύλο πρέπει να τρώνε, αφού λιγότερο πρέπει να κάνουν σφάλματα. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Κανένας νόμος δεν το επιτρέπει πουθενά, ακούς; ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Ο νομοθέτης ήταν άνθρωπος κι όμως έπειθε εκείνους τους αρχαίους που ψήφισαν το νόμο. Γιατί κι εγώ δεν μπορώ να βάλω ενάντιο νόμο; Από δω και πέρα δηλαδή τα παιδιά να δέρνουν τον πατέρα; Κι όσο ξύλο φάγαμε στα παιδικά μας χρόνια αυτό τους το χαρίζουμε και δεν ζητάμε εκδίκηση. Για κοίτα πως κάνουν τα ζώα και τα κοκόρια: Επιτίθενται στον πατέρα τους, κι ωστόσο δεν διαφέρουν απ' τους ανθρώπους μόνο που ψηφίσματα δεν γράφουν. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Αφού λοιπόν μιμείσαι τον κόκορα σε όλα, τότε γιατί δεν τρως κοπριά και δεν κοιμάσαι σε κοτέτσι; ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ ∆εν είναι το ίδιο! Ρώτα, αν θέλεις, και το Σωκράτη ακόμα. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Μη δέρνεις τον πατέρα σου, θα μετανιώσεις πολύ πικρά. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Πως; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Είναι δίκαιο τώρα εγώ να σε βαράω κι αργότερα εσύ να βαράς το γιο σου. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Κι αν δεν κάνω γιο; Εσύ θα πεθάνεις γελαστός κι εγώ ξυλοφορτωμένος. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ (Στο κοινό) Νομίζω, πολύ καλά τα λέει, ω συνομήλικοί μου. Πρέπει να του αναγνωρίσουμε τα δικαιώματά του. Όταν δεν πράττουμε καλά, πρέπει να μας τις βρέχουν. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Άκου μιαν άλλη γνώμη τώρα. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Πάει, χάθηκα ο καημένος! ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Κι όμως το ξύλο, που έφαγες, θα σου φανεί ελαφρότερο. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Πως αυτό; Για μίλα μου να δω τι κέρδος θα έχω. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Θα δείρω και τη μάννα μου, όπως έδειρα κι εσένα. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Τι λες; Μεγαλύτερη ατιμία δε γίνεται! ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ (Ζωηρά) Άντε! Και αν με τον άδικο το λόγο σε πείσω, πως πρέπει να δείρω τη μάννα μου, τι θα πεις; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Ντροπή σου, γιέ μου, ντροπή! Τότε να πας να πέσεις στο Βάραθρο, μαζί με το Σωκράτη κι εκείνο το ζαγάρι τον Άδικο το Λόγο και οι τρεις σας σ' ένα σάκο! (Στις Νεφέλες) Για σας Νεφέλες, τα παθαίνω όλα αυτά που πήγα και σας εμπιστεύτηκα τα βάσανά μου! ΧΟΡΟΣ Εσύ φταις, που ζήταγες με την κατεργαριά να ξεφύγεις. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Γιατί από τότε δεν μου τα λέγατε αλλά με γελούσατε που με βρήκατε γέρο και χωριάτη; ΧΟΡΟΣ Έτσι κάνουμε πάντα: Όταν μυριστούμε πως κάποιος αγαπάει τις πονηριές, τον μπλέκουμε σε άσχημες δουλειές, να μάθει να φοβάται τους θεούς. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Αλίμονό μου! Είναι κακό το σύστημά σας, μα δίκαιο, γιατί δεν έπρεπε να θέλω να φάω το ξένο χρήμα που είχα δανειστεί. (Στο Φειδιππίδη) Και τώρα, γιέ μου, βοήθα με να καταστρέψουμε αυτούς εδώ τους βρωμερούς Σωκράτη και Χαιρεφώντα, που μας εξαπατούσαν. ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ ∆εν κάνω στους δασκάλους μου κακό. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Σεβάσου τον πατρογονικό θεό μας το ∆ία! ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Ποιο ∆ία μου κοπανάς; Κοιμάσαι ακόμα! Υπάρχει ∆ίας; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Υπάρχει! ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ ∆εν υπάρχει! Τον έδιωξε και βασιλεύει ο Σίφουνας. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ ∆εν τον έδιωξε, εγώ το φανταζόμουν και φταίει αυτός ο σίφουνας. (Του δείχνει ένα ποτήρι γεμάτο κρασί) Αλίμονό μου ήταν ποτήρι και θεό τον έλεγα! ΦΕΙ∆ΙΠΠΙ∆ΗΣ Κάτσε και λέγε μόνος σου ανοησίες. (Φεύγει) ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Τι κουταμάρα! Με έκανε ο Σωκράτης κι έδιωξα τους θεούς απ' την καρδιά μου. Όμως Ερμή καλέ μου, μη μου θυμώνεις: Συμπάθα με και μη μ' εκδικηθείς. Χαζολόγησα πολύ με την κουταμάρα. Συμβούλευσέ με, αν πρέπει να τους πάω στα δικαστήρια. Αν όχι, τι να κάνω; (Βάζει τ' αυτί του στο άγαλμα και κάνει, πως άκουσε την απάντηση του θεού) Καλά μου λες: Μακριά απ' τους δικαστές! Φωτιά θα βάλω στων απατεώνων το σπίτι. Εμπρός! Έλα, Ξανθία, τρεχάτος, φέρε μια σκάλα, φέρε και μια τσάπα, κι ανέβα στου σχολείου τα κεραμίδια και γκρέμισέ τα να σε χαρώ ώστε να πέσει η σκεπή και να τους πλακώσει. (Ο Ξανθίας ανεβαίνει στη σκεπή και αρχίζει να γκρεμίζει) Και δώστε μου ένα κούτσουρο αναμμένο για να τους δείξω εγώ, πως εκδικιέμαι τους φαφλατάδες και τους παλιανθρώπους. ΜΑΘΗΤΗΣ (Από μέσα) Πωπω! Πω πω! ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Βγάλε, δαδί μου, φλόγα μεγάλη! ΜΑΘΗΤΗΣ Μωρέ, τι κάνεις; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Με ρωτάς τι κάνω; Με τα δοκάρια συζητώ! ΜΑΘΗΤΗΣ Β (Από μέσα) Ανάθεμά τον, ποιος μας καίει το σχολείο; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Εκείνος που του πήρατε το ιμάτιο. ΜΑΘΗΤΗΣ Β Μας σκότωσες. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Αυτό κι εγώ θέλω. Φτάνει να μη μου σπάσει η τσάπα κι ούτε να πέσω χάμω και να τσακιστώ. ΣΩΚΡΑΤΗΣ (Βγάζοντας το κεφάλι του από το παράθυρο) Ε! συ! Τι κάνεις πάνω στη σκεπή; ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Αεροβατώ και μελετάω τον ήλιο! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Αχ! Με έπνιξε η καπνιά! ΜΑΘΗΤΗΣ Β Κι εγώ όπου να'ναι, καίγομαι σαν λαμπάδα. ΣΤΡΕΨΙΑ∆ΗΣ Τι σας μπήκε να βρίζετε τα θεία, τον πάτο της Σελήνης να ερευνάτε; (Στον Ξανθια) Κυνήγα τους και βάρα τους αλύπητα, αφού περιφρονούσανε τα θεία! ΧΟΡΟΣ Και τώρα ας πάμε. Σήμερα χορέψαμε αρκετά. ΤΕΛΟΣ
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΑΖΟΥΣΑΙ 411 π.Χ. ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ ΑΓΑΘΩΝΑΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ του ΑΓΑΘΩΝΑ ΚΗΡΥΚΑΙΝΑ ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ ΠΡΥΤΑΝΗΣ ΤΟΞΟΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗ TOY ΕΡΓΟΥ Στην γυναικεία γιορτή της Αθήνας, τα Θεσμοφόρια, οι γυναίκες πρόκειται να αποφασίσουν τι τιμωρία θα επιβάλλουν στον τραγικό ποιητή, Ευριπίδη, γιατί τις κατηγορεί στα έργα του, ότι κλέβουν και εξαπατούν τους άντρες τους. Έτσι, ο Ευριπίδης, μαζί με τον Μνησίλοχο ψάχνουν να βρουν μια λύση για να αποτρέψουν αυτή την απόφαση των γυναικών. (Στη σκηνή φαίνεται το σπίτι του ποιητή Αγάθωνα στη μια άκρη και στην άλλη το Θεσμοφόριο. Μπαίνει ο Ευριπίδης ψάχνοντας αγωνιωδώς για κάτι και μαζί του ο Μνησίλοχος, ο κουμπάρος του, γέρος, που κάνει μεγάλη προσπάθεια να ακολουθήσει το βήμα του Ευριπίδη, και πίσω τους μια δούλα.) ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Ω, ∆ία, θα έρθει ποτέ το χελιδόνι να δώσει τέλος στο χειμώνα της δυστυχίας μου; Από το πρωί στο τρέξιμο είμαι με αυτόν τον άνθρωπο, σίγουρα θέλει να με πεθάνει! Ε, πια, Ευριπίδη, πριν μου πέσουν τα νεφρά μπορώ να μάθω που με σέρνεις; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Για ποιο λόγο να ακούσεις όσα σύντομα θα δεις; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Τι λες; Πες ξανά. ∆εν πρέπει να ακούω; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Όχι, όσα πρόκειται να δεις. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Μήπως δεν πρέπει και να βλέπω; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Όχι όσα πρόκειται ν' ακούσεις. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Καλά τα λες, αλλά τι μου λες ακριβώς; Ούτε να βλέπω πρέπει ούτε να ακούω; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Είναι δυο πράγματα ξεχωριστά από τη φύση τους. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Να μην κοιτάς κι ακούς τα ίδια πράγματα δηλαδή; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Βέβαια. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Πως δηλαδή είναι ξεχωριστά; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Εξαρχής της δημιουργίας. Όταν έγινε ο Αιθέρας και γεννήθηκαν εντός του τα Ενόργανα, για όσα έπρεπε να βλέπουν η Φύση δημιούργησε τα μάτια ά όμοιους με το δίσκο του ήλιου, και για όσα έπρεπε ν' ακούν άνοιξε δύο τρύπες σαν χωνάκια. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Και γι' αυτά τα δυο χωνάκια, μα το ∆ία, να μην βλέπω κι ακούω; Χαίρομαι που το 'μαθα! Πω πω τι μαθαίνεις δίπλα σε σοφούς! ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Πολλά τέτοια θα μάθεις από μένα. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ ∆ίπλα στα πολλά τα τέτοια, λες να μάθω να κουτσαίνω κι απ' τα δύο πόδια; Ώστε να μην μπορώ να σε ακολουθώ; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ ∆ίπλα μου βάδιζε κι άκου. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ ∆ίπλα σου, και περιμένω. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Τη βλέπεις τούτη την πορτούλα; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Μα τον Ηρακλή, τη βλέπω! ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ησυχία τώρα. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Ησυχία για το πορτάκι; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Πρόσεξε. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Να κάνω ησυχία και να προσέξω για το πορτάκι; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Εδώ είναι το σπίτι του ξακουστού Αγάθωνα, του τραγικού ποιητή. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Ποιος είναι αυτός Αγάθωνας; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Είναι ένας Αγάθωνας... ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Μήπως είναι εκείνος ο μαυριδερός, ο γερός; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Όχι. Κάποιος άλλος... ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ ∆εν τον είδα ποτέ. Μήπως έχει μακριά γενειάδα; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ποτέ σου δεν τον είδες; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Μα το ∆ία. Ποτέ δεν τον είδα να τον ξέρω. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Τον ξέρεις πως αλλά μπορεί να μην τον θυμάσαι. Στάσου όμως, έλα στην άκρη, βγαίνει ένας υπηρέτης με φωτιά και μυρτιές. Φαίνεται θα προσευχηθεί για να έχει καλή έμπνευση ο Αγάθωνας. (Ανοίγει η πόρτα, βγαίνει ένας υπηρέτης) ΥΠΗΡΕΤΗΣ Κάντε ησυχία όλοι σας! Κρατάτε το στόμα σας κλειστό. Μέσα στο σπίτι ο αφέντης εμπνέεται ά ήρθαν οι Μούσες και χορεύουν στην καρδιά του. Άπνοος να σταθεί ο αιθέρας. Της θάλασσας το κύμα να σιγήσει... ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Βρε, βρε! ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Σώπα. Θέλω να ακούσω τι λέει. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Των πτηνών τα είδη να κουρνιάσουν. Των άγριων θηρίων τα πόδια ακίνητα! ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Βρε βρε !!!!! ΥΠΗΡΕΤΗΣ Του λόγου ο μύστης, ο μέγας Αγάθωνας πρόκειται... ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Να κάνει έρωτα; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Τίνος φωνή ακούστηκε; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Ο σιωπηλός αιθέρας! ΥΠΗΡΕΤΗΣ ... πρόκειται τα σκαριά της τραγωδίας να στήσει. Τώρα σμιλεύει τις αψίδες του λόγου, τις τορνεύει, τις σκαλίζει, δένει τις λέξεις, τα αποφθέγματα χύνει παίζει τις αντιθέσεις, πλάθει προπλάσματα σαν με κερί, τα στρογγυλεύει, τα χύνει... ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Και κουνιέται... ΥΠΗΡΕΤΗΣ Ποιος άξεστος πλησίασε τον ιερό αυτό τόπο; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Κάποιος πανέτοιμος και σένα και αυτόν τον καλόφωνο ποιητή σου να σας στριμώξει εδώ στις γωνιές. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Α! Πολύ θρασύς ήσουν στα νιάτα σου γέρο. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Μη Μνησίλοχε, άφησέ τον. Πήγαινε κι εσύ και πες στον Αγάθωνα να βγει έξω γιατί τον θέλω. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Μην παρακαλάς, μόνος του βγαίνει. Άρχισε να γράφει, αλλά το κρύο που κάνει δυσκολεύει τις στροφές να στρογγυλέψουν, χρειάζεται ήλιο να δημιουργήσει η φαντασία. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Κι εγώ τι να κάνω; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Περίμενε. Βγαίνει. (Ο υπηρέτης μπαίνει μέσα) ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ ∆ία, τι να σχεδιάζεις για μένα σήμερα! ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Μα τους θεούς, θέλω να ξέρω γιατί στενάζεις και θλίβεσαι. ∆εν πρέπει να τα κρύβεις αφού είμαστε συγγενείς. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Μεγάλο κακό μαγειρεύεται εναντίον μου. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Ποιο; Σαν τι; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Σήμερα θα κριθεί αν ζει ο Ευριπίδης ή αν όλα τέλειωσαν. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Σήμερα; πως; Τα δικαστήρια και η Βουλή είναι κλειστά, Γιατί είναι η τρίτη μέρα των Θεσμοφορίων. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Γι' αυτό ακριβώς με κάνει να τρέμω. Οι γυναίκες είναι οργισμένες μαζί μου και όρισαν σήμερα να συνεδριάσουν ενάντιά μου στο ναό των Θεσμοφόρων. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Γιατί; Τι έχουν εναντίον σου; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Επειδή τις κακολογώ λέει στις τραγωδίες μου. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Ε, μα τον Ποσειδώνα, δίκαια θα το πάθαινες. Έχεις σκεφτεί όμως πως θα γλιτώσεις; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Θα παρακαλέσω τον Αγάθωνα, τον τραγικό ποιητή, να πάει αυτός στα Θεσμοφόρια. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Τι να κάνει εκεί; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Να ανακατευτεί με τις γυναίκες κι αν χρειαστεί να με στηρίξει. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Φανερά ή κρυφά; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Κρυφά. Θα ντυθεί γυναίκα. Τέχνασμα. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Έξυπνο το τέχνασμα, όπως συνηθίζεις. Άριστα παίρνεις στα τεχνάσματα πάντα. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ησυχία... ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Τι είναι; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ο Αγάθωνας βγαίνει. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Ποιος είναι; Που; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Αυτός εκεί επάνω, στο μηχάνημα. (Προβάλλει ο Αγάθωνας πάνω στο εκκύλημα, ξαπλωμένος πάνω σε έναν καναπέ, φοράει γυναικεία ρούχα και σιγοτραγουδά ποιήματα) ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Πρέπει να είμαι τυφλός, δεν βλέπω κανέναν άντρα. Μια γυναίκα βλέπω. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Σώπα. Ετοιμάζεται να τραγουδήσει. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Τι ωραίες τρίλλιες, αναρωτιέμαι αν πρόκειται να πετάξει σα μύγα πάνω μας. ΑΓΑΘΩΝΑΣ σαν ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΧΟΡΟΥ Την ιερή των Χθονίων λαμπάδα κρατώντας ανυμνήστε ω κόρες! Χορέψτε, υμνήστε την ελευθερία της πατρίδας σας. ΑΓΑΘΩΝΑΣ σαν ΧΟΡΟΣ Ποιο θεό να υμνήσουμε πες. Με ευσέβεια η ψυχή μας δοξάζει το θείο. ΑΓΑΘΩΝΑΣ σαν ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΧΟΡΟΥ ∆όξαζε, Μούσα Το χρυσότοξο Φοίβο που ύψωσε τα κάστρα στη γη του Σιμόη. ΑΓΑΘΩΝΑΣ σαν ΧΟΡΟΣ Με τον πιο όμορφο ύμνο Φοίβε σε τιμούμε που εσύ είσαι ο πρώτος και βραβεύεις της Τέχνης τους άριστους. ΑΓΑΘΩΝΑΣ σαν ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ Υμνήστε και την Άρτεμη την κυνηγήτρα που τρέχει πάνω στα βουνά τα δρυοσκεπασμένα. ΑΓΑΘΩΝΑΣ σαν ΧΟΡΟΣ ∆οξάστε τη σεβάσμια την κόρη της Λητώς, την παρθένα Άρτεμη! ΑΓΑΘΩΝΑΣ σαν ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ Τη Λητώ και την Ασιατική λύρα που δίνει το ρυθμό στα πόδια των Χαρίτων της Φρυγίας που χορεύουν. ΑΓΑΘΩΝΑΣ σαν ΧΟΡΟΣ Τη Λητώ την Άνασσα προσκυνώ και την κιθάρα την άξια μάνα των ύμνων. Έλαμψε φως και έπαιξε στα μάτια τα θεία και το τραγούδι μας ξάφνου φωτίστηκε. Γι' αυτό το Φοίβο, τον άνακτα, τίμα. Της Λητώς υπέροχο τέκνο χαίρε. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Γλυκό το τραγούδι σας πονηρούλες σεβάσμιες Γεμάτο λαγνεία και νάζι και γλυκά φιλιά, τόσο που ακούγοντάς το ανατρίχιασα. (Προς τον ΕΥΡΙΠΙ∆Η) Και σένα θέλω να σε ρωτήσω, όπως κάνει ο Αισχύλος σε ένα δράμα του, ποιος είναι αυτός ο ανδρόγυνος; Από πού είναι; Γιατί φοράει τόσο ανακατωμένα ρούχα; Πως συμφωνεί η βάρβιτος με ποικιλοχρωμία, λύρα με κεφαλόδεσμο και στηθόδεσμος με αρώματα! Που παν αυτά; Πάει το σπαθί με το καθρεφτάκι; (Προς τον ΑΓΑΘΩΝΑ) Κι εσύ ο ίδιος, για πες μας, τι είσαι; Περνιέσαι για άντρας; Τότε που είναι το εργαλείο σου; Που είναι η χλαίνη και τα άρβυλα; Κι αν περνιέσαι για γυναίκα τότε που είναι το στήθος σου; Ε; Σωπαίνεις ε; Το τραγούδι σου όμως περιγράφει ακριβώς τον χαρακτήρα σου. ΑΓΑΘΩΝΑΣ Α, γέρο γέρο! Κεντρί του φθόνου άκουσα, το κέντρισμα δεν ένιωσα. Τα ρούχα μου βρίσκονται σε αρμονία με τις σκέψεις μου. Ένας ποιητής πρέπει να δοκιμάζει ο ίδιος την φύση και τον χαρακτήρα των ηρώων του. Αν γράφει έργο με γυναικεία πρόσωπα πρέπει να ζήσει όπως αυτά... ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Καβαλικεύεσαι λοιπόν σαν γράφεις για τη Φαίδρα; ΑΓΑΘΩΝΑΣ Κι αν γράφει έργο με πρόσωπα άντρες πρέπει όλη του η συμπεριφορά να γίνει αντρική. Ό,τι λοιπόν δεν έχουμε από τη φύση μας, το αποκτούμε με την φαντασία. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Όταν θα γράψεις για σατύρους λοιπόν να με φωνάξεις να 'ρθω από πίσω με το εργαλείο μου να βοηθήσω. ΑΓΑΘΩΝΑΣ Και είναι ακαλαίσθητο να βλέπεις ποιητή δασύτρυχο κι άσχημο. Σκέψου τον Ίβυκο, τον Ανακρέοντα, τον Αλκαίο , που έφεραν πολλούς χυμούς στην αρμονία, καπελάκια γυναικεία φορούσαν και τους άρεσαν οι λάγνοι χοροί της Ιωνίας. Και ο Φρύνιχος, που θα έχεις ακουστά γι' αυτόν, όμορφος ήταν κι ντυνόταν όμορφα γι' αυτό και ήταν όλο τέχνη τα έργα του. Υπάρχει μεγάλη αντιστοιχία στο έργο μας και στη φύση μας. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Γι' αυτό άρα ο άσχημος Φιλοκλής γράφει άσχημα κι ο Ξενοκλής ο κακός, κακά κι ο Θέογνης ο κρύος, κρύα; ΑΓΑΘΩΝΑΣ Βέβαια. Αυτό το κατάλαβα και γι' αυτό το λόγο φροντίζω τόσο πολύ για μένα. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Τον φροντίζεις πως; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Πάψε να φλυαρείς Μνησίλοχε. Στην ηλικία του κι εγώ τα ίδια έκανα όταν άρχιζα να γράφω. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Α! Ευριπίδη! Μα τον ∆ία, δεν είχες καλούς τρόπους. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ (Στον Αγάθωνα) Άσε με όμως να σου πω το λόγο που με έφερε εδώ. ΑΓΑΘΩΝΑΣ Λέγε. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Αγάθωνα, σοφός είναι όποιος μπορεί να εκφράσει πολλές σκέψεις με λίγα λόγια. Χτυπημένος λοιπόν, εγώ, από καινούργιο κακό έρχομαι να σε παρακαλέσω σαν ικέτης... ΑΓΑΘΩΝΑΣ Τι ζητάς; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Οι γυναίκες σήμερα στα Θεσμοφόρια, θα αποφασίσουν να με σκοτώσουν, επειδή τις κατακρίνω. ΑΓΑΘΩΝΑΣ Κι τι μπορώ εγώ να κάνω γι' αυτό το θέμα; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Τα πάντα. Αν ανακατευτείς μαζί τους κρυφά, αφού μεταμφιεστείς ώστε να περνιέσαι μια από αυτές ά θα μπορούσες να πεις μια καλή κουβέντα για μένα, κι έτσι να με σώσεις. Είσαι ο μόνος που θα μίλαγες αντάξιά μου. ΑΓΑΘΩΝΑΣ Γιατί δεν πας τότε να τα πεις εσύ ο ίδιος; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Αδύνατον. Πρώτα απ' όλα εμένα θα με αναγνωρίσουν. Εγώ έχω γένια και είμαι ασπρομάλλης ενώ εσύ χαριτωμένος, άσπρος, φρεσκοξυρισμένος, η φωνή σου μοιάζει γυναικεία και είσαι και αφράτος... ΑΓΑΘΩΝΑΣ Ευριπίδη!... ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Τι είναι; ΑΓΑΘΩΝΑΣ Έγραψες ποτέ χαίρεσαι "να βλέπεις το φως, και δεν πιστεύεις ότι ο πατέρας σου δεν χαίρεται το ίδιο;" ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Έγραψα. ΑΓΑΘΩΝΑΣ Μη νομίζεις λοιπόν ότι θα εκθέσω τον εαυτό μου σε κίνδυνο για σένα. Μόνο τρελός θα δεχόμουν. ∆ικό σου είναι το φταίξιμο, εσύ να υποστείς τη μοίρα σου. Τις συμφορές δεν τις αποφεύγουμε με κόλπα. Αλλά πρέ πει να τις δεχόμαστε και να κάνουμε υπομονή. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Σωστά! Και συ έχεις όμορφο πισινό όχι από τα λόγια αλλά απ' τα παθήματα. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Τι σε εμποδίζει να πας ο ίδιος; ΑΓΑΘΩΝΑΣ Θα έμπαινα σε μεγαλύτερο κίνδυνο από σένα. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Μα πως; Γιατί; ΑΓΑΘΩΝΑΣ Τι πως; Γιατί; θα πουν ότι χώνομαι ανάμεσά τους για να μιμηθώ τα καμώματα που κάνουν τη νύχτα και να μάθω τους τρόπους τους. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Άκου λέει, να μιμηθεί! Σαν πρόφαση όμως πολύ καλή είναι. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Λοιπόν Αγάθωνα, συμφωνείς; ΑΓΑΘΩΝΑΣ ∆εν το συζητώ καν. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ω, ο δυστυχισμένος! Πάει, τελείωσα! ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Φίλε μου και κουμπάρε, μην παραιτείσαι. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Τι να κάνω; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Ασ' τον να πάει στην ευχή και κάνε με μένα αυτό που θέλεις. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Αφού μου προσφέρεσαι, έλα βγάλε το μανδύα σου. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Το έβγαλα κιόλας, στο έδαφος είναι. Τι έχεις στο μυαλό σου να μου κάνεις; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Αυτά θα τα γένια θα τα ξυρίσουμε, αυτά θα τα καψαλίσουμε. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Κάνε ό,τι θέλεις. Αφήνομαι ολοκληρωτικά σε σένα. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Αγάθωνα εσύ πάντα έχεις ξυράφια. ∆άνεισέ μου ένα. ΑΓΑΘΩΝΑΣ Πάρε μόνος σου. Εκεί στη θήκη είναι. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Σ' ευχαριστώ. Μνησίλοχε κάθισε. Φούσκωσε το δεξί μάγουλο. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Ωι, ωι! Μη! ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ε! Κάτσε ήσυχα... Μη σου κόψω το λαιμό κατά λάθος! ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Αχ Αχ! Φεύγω. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ει! Που πας; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Στο ναό των Ευμενίδων, να σωθώ! ∆ε μένω άλλο να με πετσοκόβεις, μα τη ∆ήμητρα. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ντροπή σου να 'χεις απ' τη μια γένια κι απ' την άλλη τίποτα. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ ∆ε με νοιάζει! ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Μη για το θεό! Καταστρέφομαι! Έλα πίσω! (Ξαναγυρίζει απρόθυμα ο Μνησίλοχος και κάθεται) ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Κάτσε ακίνητος και σήκωσε το κεφάλι. Γιατί είσαι τόσο νευρικός; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Αχαχαχ! ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Τι αχαχαχ, τέλειωσαν όλα, και τέλειωσαν μια χαρά. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Τώρα θα με κατατάξουν σε ελαφρές μονάδες. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Μη νοιάζεσαι. Φαίνεσαι όμορφος. Θέλεις να δεις πως είσαι; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Ναι, θέλω, φέρε τον καθρέφτη. (Του δίνει ένα καθρεφτάκι) ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Βλέπεις πως είσαι; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Α! ∆εν είμαι εγώ! Τον Κλεισθένη βλέπω! ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Σήκω τώρα σκύψε να σου καψαλίσω και τ' άλλα. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Ωι ο τρισκακόμοιρος! Καψαλιστό γουρουνάκι θα με κάνεις. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ας φέρει κάποιος λύχνο ή δάδα. (Φέρνουν ένα λυχνάρι) Σκύψε. Σκέπασε καλά ό,τι πρέπει. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Το προσέχω, μη σε μέλει. Με καις όμως. Νερό! Νερό γειτόνοι! Πριν καώ... ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Κάνε κουράγιο! ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Τι κουράγιο; Με κατάκαψες! ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Έλα, σταμάτα να γκρινιάζεις. Το πιο δύσκολο το άντεξες. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Φου ! Φου ! Μαύρισαν όλα. Καψαλίστηκαν τα πάντα εκεί κάτω. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Θα σ' τον σφουγγίσει άλλος, μη σε νοιάζει. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Θα κλάψει όποιος βάλει το χέρι του να με πλύνει. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Αγάθωνα, εσύ αρνήθηκες να προσφερθείς. ∆άνεισέ μας τουλάχιστον έναν χιτώνα και μια ζώνη. Μην μου πεις ότι δεν έχεις... ΑΓΑΘΩΝΑΣ Πάρτε ό,τι θέλετε. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Τι να πάρω όμως; ΑΓΑΘΩΝΑΣ Πρώτα πρώτα, αυτόν τον μακρύ, κίτρινο χιτώνα. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Α! Μα την Αφροδίτη, τι γλυκά που μυρίζει! Τον φοράω αμέσως. Και η ζώνη; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Εδώ είναι. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Στρώσε το χιτώνα όμορφα στα πόδια μου. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ένα μαντήλι θέλεις τώρα και μια κορδέλα. ΑΓΑΘΩΝΑΣ Βάλε αυτό που φοράω τη νύχτα. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Μα το ∆ία, ό,τι πρέπει είναι. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Μου πηγαίνουν, ε; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Θαύμα σε κάνουν, μα το ∆ία! Φέρε Αγάθωνα και έναν μανδύα. ΑΓΑΘΩΝΑΣ Πάρε απ' το ανάκλιντρο. Πάνω εκεί είναι. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Τώρα τα παπούτσια ε; ΑΓΑΘΩΝΑΣ Τα δικά μου θα πάρεις. Νάτα. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Θα μου κάνουν; Άνετα να είναι, ε; ΑΓΑΘΩΝΑΣ ∆οκίμασέ τα. Εντάξει; Τώρα που πήρατε ό,τι χρειαζόσαστε, εγώ αποσύρομαι. (Το εκκύκλημα στρέφεται και ο Αγάθωνας εξαφανίζεται) ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Μοιάζεις τώρα καταπληκτικά με γυναίκα. Ακόμη κάτι όμως, όταν μιλάς, να δίνεις μια γυναικεία χροιά στη φωνή σου για να μην σε καταλάβουν. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Θα προσπαθήσω. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Πήγαινε τώρα στο ναό. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Όχι, μα τον Απόλλωνα, πριν μου ορκιστείς! ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Τι να ορκιστώ; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Ότι αν τύχει καμιά αναποδιά, θα κάνεις τα πάντα για να με σώσεις. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ορκίζομαι στον Αιθέρα, στην κατοικία του ∆ία... ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Γιατί δεν ορκίζεσαι στους γιους του Ιπποκράτη; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ορκίζομαι λοιπόν σ' όλους τους θεούς μαζί, μεγάλους και μικρούς. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Να θυμάσαι όμως ότι η ψυχή ορκίστηκε η γλώσσα δεν ορκίστηκε. ∆εν την όρκισα εγώ. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Έλα τώρα, γρήγορα. Χτύπησε το καμπανάκι. Στο Θεσμοφορείο η συνέλευση αρχίζει. Εγώ φεύγω. (Φεύγει ο Ευριπίδης. Ο Μνησίλοχος με τη δούλα προχωρούν προς το Ναό των Θεσμοφόρων. Η σκηνή αλλάζει και εμφανίζεται το εσωτερικό του ναού, με τις γυναίκες που αποτελούν το Χορό συγκεντρωμένες. Μπαίνει ο Μνησίλοχος, προσπαθεί να φαίνεται όσο το δυνατόν περισσότερο γυναίκα και μιλάει γυναικεία καθώς απευθύνεται στην δούλα του) ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Έλα Θράκισσα, ακολούθα με. ∆ες πως ανεβαίνει σαν σύννεφο ο καπνός από τις λαμπάδες πως καίνε. Ω, όμορφες θεές Θεσμοφόρες, δεχθείτε με, προστατέψτε με όσο θα είμαι στο ναό μέσα και στο δρόμο καθώς θα επιστρέφω στο σπίτι μετά. Έλα Θράκισσα, άσε κάτω το πανέρι, βγάλε την πίτα να κάνω τις προσφορές. ∆έσποινα τιμημένη και σεβάσμια ∆ήμητρα και συ Περσε φόνη. Τη χάρη σας θέλω σήμερα, επιτρέψετε να σας προσφέρω πολλές φορές τις προσφορές μου. Κάντε να μην αναγνωριστώ. ∆ώστε της κόρης μου για να χαρεί, έναν άντρα, να είναι τόσο πλούσιος όσο είναι ανόητος. Και στο μικρό το γιό μου δώστε να 'χει κρίση και γερό μυαλό. Που είναι όμως μια θέση να ακούω καλά τις ομιλίες; Εσύ Θράκισσα φύγε τώρα, δεν κάνει δούλοι να ακούν. (Φεύγει η Θράκισσα, κάθεται ο Μνησίλοχος ανάμεσα στις γυναίκες) ΚΗΡΥΚΑΙΝΑ Ησυχία κάντε. Ησυχία. Προσευχηθείτε στις δυο Θεσμοφόρες θεές, στη ∆ήμητρα και στην Κόρη, και στον Πλούτωνα και στην Καλλιγένεια και στη Κουροτρόφο Γη και στον Ερμή και στις Χάριτες, να την ευοδώσουν τούτη, και για το καλό της Αθήνας, να έχει πολλά οφέλη, και για την δική μας καλή τύχη. Κι όποια πει και κάνει τα καλύτερα και για μας και για την πόλη, αυτή να πάρει το βραβείο. Στείλτε αυτές τις ευχές στον ουρανό και θα έχετε καλή τύχη. Ιή Παιών Ιή Παιών Ιή Παιών Ας χαιρόμαστε. ΧΟΡΟΣ Είθε να δεχτούν οι θεοί τις προσφορές και τις προσευχές μας. ∆ία παντοδύναμε και χρυσόλυρε Φοίβε που βασιλεύεις στη ∆ήλο την άγια, κι εσύ παρθένα και χρυσόλογχη, που τούτη την πόλη κατοικείς την δοξασμένη. Έλα. Και ένδοξη εσύ κυνηγήτρια κόρη της Λητώς της πανέμορφης κι εσύ Ποσειδώνα σεβάσμιε, απ' τα βάθη της θάλασσας, με τους αφρούς και τα κύματα, έλα, και κόρες του θαλάσσιου Νηρέα και του βουνού Νεράιδες. Σάλπιγγα χρυσή να ηχήσει τις ευχές μας συνοδεύοντας ά κι όμορφα να τελειώσει τούτη η Συνέλευση αρχόντισσες γυναίκες της Αθήνας. ΚΗΡΥΚΑΙΝΑ Προσευχηθείτε στους θεούς και στις θεές του Ολύμπου και στις θεές και θεούς των ∆ελφών και της ∆ήλου, και στους άλλους θεούς, αν κάποιος μηχανεύεται κακό για το γένος των γυναικών ή προτείνει ειρήνη με τον Ευριπίδη και τους Πέρσες ή σχεδιάζει να εγκαταστήσει τυραννία ή τον τύραννο να επαναφέρει, ή όποιος μαρτυρά γυναίκα που προβάλλει ξένο παιδί για σπλάχνο της ή δούλα που την έχει μεσίτρα η κυρά της κι αυτή το λέει στ' αφεντικό, ή όποια την έστειλαν μαντάτα να πει κι αυτή λέει άλλα, αν ο αγαπητικός μιας παντρεμένης δώρα τάζει στα ψέματα ά και τίποτα δεν δίνει, ή αν γριά δώρα πολλά δίνει στον εραστή της ή όποια δέχεται εραστή και όμως τον προδίδει ή ταβερνιάρης ταβερνιάρισσα ξίκικα πουλούν... όλες σας ευχηθείτε το σπιτικό τους και οι ίδιοι όλοι τους να βρουν κακό. Και σε σας όλες πολλά καλά να δώσουν οι θεοί. ΧΟΡΟΣ Μακάρι να πραγματοποιηθούν αυτές οι ευχές για την πόλη και το δήμο κι όσες από εμάς πουν τα σοφότερα λόγια τρανό καλό να δουν. Όσες όμως παραβαίνουν και πατούν τους άγιους όρκους βλάπτοντας, θέλοντας να κερδίσουν, κάνοντας κακό, ή ψηφίσματα και νόμους θέλουν να καταπατούν και στους εχθρούς μαρτυρούν ή θέλουν τους Πέρσες να φέρουν στη χώρα μας για να κερδίσουν κάνοντας κακό όλοι τούτοι ασεβούν και την πόλη αδικούν. ∆ία μεγαλοδύναμε δέξου τις ευχές μας κι οι θεοί να μας βοηθούν ας είμαστε γυναίκες. (Η κηρύκαινα διαβάζει το ψήφισμα) ΚΗΡΥΚΑΙΝΑ Ακούστε όλες. Η Βουλή των γυναικών αποφάσισε με πρόεδρο την Τιμόκλεια, γραμματέα τη Λυσίλλα και εισηγήτρια τη Σωστράτη, τη δεύτερη μέρα των Θεσμοφορίων, που έχουμε αυστηρή αργία, να γίνει η Συνέλευση με την αυγή του ήλιου και να αποφασίσουμε, το θέμα της να είναι ο Ευριπίδης και τι κακό πρέπει να πάθει. Για την ενοχή του όλες συμφωνούμε. Λοιπόν; Ποια θέλει να μιλήσει; ΓΥΝΑΙΚΑ Α Εγώ. ΚΗΡΥΚΑΙΝΑ Πρώτα φόρεσε το στεφάνι τούτο και ξεκίνα. ΧΟΡΟΣ Ησυχία. Ας κάνουμε όλες ησυχία. Προσέξτε τι θα πει. Να, βήχει όπως κάνουν στην αρχή οι ρήτορες. Χωρίς αμφιβολία θα μας πει πολλά. ΓΥΝΑΙΚΑ Α Πήρα το λόγο να μιλήσω, γυναίκες, όχι επειδή μ' έσπρωξε κάποια φιλοδοξία ά αυτό το ορκίζομαι, μα τις θεές ά δεν αντέχω όμως τόσα χρόνια να βλέπω να μας λοιδορεί τις γυναίκες ο Ευριπίδης ο γιος της μανάβισσας και να μας ταπεινώνει τόσο πολύ. Τι δεν μας σέρνει η γλώσσα του! Όπου να βρει τρεις θεατές και θεατρίνους μας πασαλείφει για καλά με ό,τι έχει. Μας λέει ότι απατάμε τους άντρες μας ότι θέλουμε πολύ να πηγαίνουμε με άλλους, μπεκρούδες μας ανεβάζει και ψεύτρες φλύαρες και προδότρες, ότι είμαστε αρρώστια και πανούκλα των αντρών! Και οι άντρες μας που επιστρέφουν από το θέατρο μας στραβοκοιτούν και ψάχνουν να βρουν που έχουμε κρυμμένο τον εραστή μας. Και όσα κάναμε πιο πριν, δεν τα μπορούμε τώρα γιατί τους τα είπε και ψυλλιάζονται ά τους τα έμαθε τα καμώματά μας. Έτσι τώρα όποια μας πλέκει στεφάνι τη λένε ερωτευμένη κι αν της πέσει κατσαρόλα καθώς πηγαινοέρχεται, ο άντρας της τη ρωτά "γιατί σου 'πεσε η χύτρα; Ο νους σου είναι στον Κορίνθιο;" Κι όταν αρρωστήσει κάποια, με πονηριά ο αδερφός της λέει: "∆εν μου αρέσει, το χρώμα που έχει". Αν κάποια στείρα θέλει να δείξει για δικό της παιδί που έχει αγοράσει από άλλη, δεν μπορεί τώρα, καθώς παρακολουθούν τις κινήσεις της. Κι οι γέροντες πιο πριν έπαιρναν μικρούλες, αλλά μας ξεμπρόστιασε σ' αυτούς και τώρα κανένας γέρος δεν παντρεύεται. Θέατρο μας έκανε. "Γέροντας παντρεύεται για να διαφεντεύεται", λέει. Αυτός λοιπόν τους έκανε να βάζουν βουλοκέρια κι αμπάρες στα δωμάτιά μας και μας κλείνουν να μη βγούμε και τρέφουν και σκυλιά, για να φοβόνται οι εραστές μας. Και καλά αυτά, ας είναι. Τα άλλα όμως; Εμείς πιο πριν κάναμε στο σπίτι κουμάντο και βάζαμε χεράκι κρυφά και στο κρασί και στο λάδι και στ' αλεύρι... μα τώρα πάει, μας κόπηκαν όλα αυτά. Τώρα τα κλειδώνουν. Έχουν κάτι πονηρά τρίδοντα κλειδάκια κάτι λακωνικά, που δεν πάει αντικλείδι ά ενώ πριν μας ήταν εύκολο... τρεις δραχμούλες μόνο φτάναν για ανοίξουμε και την πιο καλοκλειδωμένη πόρτα, ενώ τώρα τους δασκάλεψε ο Ευριπίδης, αυτή η πληγή, κι οι άντρες έχουν πάντα στο λαιμό τους κρεμασμένες, κάτι φθαρμένες σφραγιδούλες, δεν τις βγάζουν ποτέ. Γι' αυτό λοιπόν σας λέω να βρούμε τρόπο ή με φαρμάκι ή αλλιώς να τον ξεκάνουμε αυτόν που μας κατάστρεψε. Αυτά τα λέω φανερά. Τα άλλα θα τα κρατήσω κρυφά και θα τα καταθέσω στη γραμματεία. ΧΟΡΟΣ Ποτέ ξανά δεν άκουσα τόσο φαρμάκι να βγάζει γυναίκα άλλη με τόση ευγλωττία. ∆ίκαια όλα μας τα είπε και όλα τα εξέτασε καλά τα μέτρησε και βρήκε και στοιχεία γερά με όλες τις λεπτομέρειες. Τώρα και ο Ξενοκλής, ο γιος του Καρκίνου να μιλήσει απέναντί της, τα λόγια του θα σας φανούν πέρα ως πέρα ανίσχυρα. ΓΥΝΑΙΚΑ Β Πήρα το λόγο για να προσθέσω μόνο λίγα πράγματα. Η προηγούμενη τα είπε πάρα πολύ καθαρά. Εγώ θα σας πω τι έπαθα. Ο άντρας μου εμένα πέθανε στην Κύπρο και μ' άφησε με πέντε μικρούλια ορφανά. Έπλεκα στεφάνια στα λουλουδάδικα και έτσι τα έτρεφα, κουτσά στραβά ως τώρα, μα τώρα αυτός ο άθεος με τα θεατρικά του τους έπεισε τους άντρες πως δεν υπάρχουνε θεοί. Γι' αυτό κι ο τζίρος τώρα πήγε στο μισό. Λέω λοιπόν σε όλες σας και σας προτρέπω να τον ξεκάνουμε τον άνθρωπο αυτόν για τα πολλά που είπε ενάντιά μας ά που άγρια μας πολεμά, σαν άγριος ανάμεσα στ' αγριολάχανα της μάνας του. Μα φεύγω τώρα, βιάζομαι, έχω παραγγελία για είκοσι στεφάνια. ΧΟΡΟΣ Άλλο πάλι μεζεδάκι τούτο πιο νόστιμο απ' το πρώτο ξεπετάχτηκε! Αχ τι του 'συρε καλέ! Και όλα της επίκαιρα γεμάτα σπίρτο όλα της τα λόγια κι όλα νοήματα βαθιά και καθαρά και κατανοητά. Γι' αυτήν την αθεΐα του πρέπει να πληρώσει πολύ ακριβά ο Ευριπίδης. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Με τόσα και τόσα που σας ψάλλει, καλές μου, φυσικό είναι όλες να θυμώνετε και το αίμα σας να βράζει. Κι εγώ βέβαια, να χαρώ τα παιδιά μου, τον μισώ και τον παραμισώ, τρελή δεν είμαι, όμως, τώρα που μιλάμε μεταξύ μας ά δεν είναι δα να βγούν τα λόγια μας παραέξω ά πρέπει να τα πούμε καθαρά. Τι κάνουμε έτσι και τον κατηγορούμε και μας κακοφαίνεται που ξέρει δυο τρεις από τις μικρές μας ατιμίες μας και τις είπε... Ενώ εμείς κάνουμε τόσες; Εγώ για παράδειγμα, για να μην εκθέσω άλλην, ξέρω καλά τα κρίματα που έκανα. Το πιο τρελλό μου ήταν που τρίτο βράδυ παντρεμένη, κοιμόμουν με τον άντρα μου, μα είχα κι ένα φίλο, από μικροί γνωριζόμαστε... Ήμουν εφτά χρονών ακόμα ά που ήρθε και γρατζούναγε την πόρτα απ' τον πόθο. Εγώ κατάλαβα αμέσως κι αμέσως κρυφογλίστρησα και με ρωτά ο άντρας μου "που πας;" "Που πάω; Κόψιμο μ' έπιασε άντρα μου και πόνος. Στο λουτρό πάω". "Πήγαινε" είπε. Και σηκώθηκε ο δόλιος να βράσει κεδροκούκουτσα και άνηθο και φασκόμηλο και λάδωσα εγώ τους μεντεσέδες να μην τρίζουν και βγήκα με τον εραστή μου και στάθηκα πλάι στο βωμό και έσκυψα και πιάστηκα απ' τη δάφνη. Αυτά και τέτοια, όπως βλέπετε, ποτέ του δεν τα είπε ο Ευριπίδης. Ούτε λέει ότι όταν δεν βρούμε άλλους βρίσκουμε δούλους κι αγωγιάτες ούτε πως όταν όλη νύχτα πηγαίνουμε με άλλον πρωί πρωί μασάμε σκόρδο, να μην τον πάει ο άντρας μας το νου του στο κακό όταν γυρίσει απ' τη βάρδια. Αυτά, βλέπεις, ποτέ δεν τα είπε ο Ευριπίδης. Κι αν κατηγορεί τη Φαίδρα, τι μας νοιάζει εμάς; Ούτε και είπε ποτέ ότι κάποια δείχνοντας στον άντρα της πως είναι ο χιτώνας άντικρυ στο φως... πίσω του ξεπόρτιζε κρυμμένο εραστή της. ∆εν το είπε αυτό. Και ξέρω κι άλλη που έλεγε ότι κοιλοπονούσε δέκα μέρες όλες, μέχρι που αγόρασε ένα μωρό κι ο άντρας της γυρόφερνε να βρει να αγοράσει γοργοβότανο για γέννα κι έμπασε η γριά σ' ένα τσουκάλι το μωρό βουλώνοντας το στόμα του με κερηθρούλα να μην ακούγ εται κι έπειτα μόλις η γριά έδωσε το σύνθημα "φύγε άντρα μου, φώναξε, φύγε θα γεννήσω θαρρώ" ά γιατί το ποδαράκι του λάκτισε στο καπάκι... Και βγήκε αυτός περήφανος γελώντας και του ξεβούλωσε η γριά τότε το στοματάκι και τσίριξε αυτό... Κι η σιχαμένη τότε έτρεξε στον άντρα και του είπε: "Άντε και λιοντάρι, σωστό λιοντάρι σου 'κανε! Πρόσωπο ολόιδιο και σ' όλα του φτυστός εσύ! Και η τσουτσούλα του ολόιδια, κάπως λοξή σαν τη δική σου, ίδιο μπαρμπουνοφάσουλο". ∆εν τα κάνουμε αυτά; Μα την Άρτεμη τα κάνουμε. Κι έπειτα τι τα βάζουμε με τον Ευριπίδη; Τίποτα δεν μας λέει, μπροστά στα όσα φτιάχνουμε. ΧΟΡΟΣ Ω Θεοί! Τι ήταν αυτό που μας προέκυψε! Ποιος τόπος την έθρεψε αυτήν τη παράτολμη γυναίκα! Τέτοια να πει η πανούργα ξεδιάντροπα και φανερά, ποτέ δεν το φαντάστηκα ότι θα τολμούσε! Τώρα τα πάντα είναι δυνατά. Καλά το λέει η παροιμία "Κάτω απ' την πέτρα να κοιτάς γιατί κάποιος ρήτορας μπορεί να είναι κρυμμένος και να δαγκώσει". Α! Από τις ξετσίπωτες γυναίκες πιο ξετσίπωτη είναι μόνο η γυναίκα. ΓΥΝΑΙΚΑ Α Ε, μα την Άγλαυρο, την κόρη του Κέκροπα, μυαλό πια δεν έχετε καθόλου! Ή μάγια μας έκαναν ή τρελαθήκαμε! Τι την αφήνουμε τούτη την άθλια τόσες ντροπές να ρίχνει επάνω μας; Αν είναι κάποιος ν' αναλάβει, εντάξει. Ειδαλλιώς με τις δούλες μας οι ίδιες εμείς χόβολη να πάρουμε καυτή να τη ρίξουμε πάνω της να την τσουρουφλήσουμε να μάθει να μην κακολογεί μια γυναίκα τις άλλες γυναίκες. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Όχι και να με καψαλίσετε! Αφού έχουμε ελευθερία και μπορούμε να μιλάμε στη Συνέλευσή μας, είπα κι εγώ για τον Ευριπίδη ό,τι κρίνω σωστό. Πρέπει να με καψαλίσετε γι' αυτό; ΓΥΝΑΙΚΑ Α Και ατιμώρητη να μείνεις; Η μόνη που ξεφύτρωσες να τον υποστηρίξεις αυτόν που τόσα κακά μας έκανε! Όλο μύθους βρίσκει που μιλούν για πρόστυχες και σου φτιάχνει ηρωίδες Φαίδρες και Μελανίππες, όμως Πηνελόπη δεν έκανε καμιά... Αφού η Πηνελόπη έδειχνε να 'ναι τίμια. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Εγώ την ξέρω την αιτία. Πηνελόπη δεν θα βρεις ούτε μια, όσο κι αν ψάξεις! Φαίδρες όμως είμαστε όλες! ΓΥΝΑΙΚΑ Α Την ακούσατε; Ακούσατε τι είπε η κακούργα; Όλες μας ντρόπιασε! ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ ∆εν τα είπα όλα όσα ξέρω, μα το ∆ία! Να πω κι άλλα; θέλετε; ΓΥΝΑΙΚΑ Α Όσα ξέρεις ξέρασες, δεν έχεις άλλα τώρα. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Όχι, όχι. Ούτε το ένα στα χίλια δεν είπα. Ούτε πως κρυφορουφούμε το κρασί με καλαμάκι... ΓΥΝΑΙΚΑ Α Α που να τριφτείς, να σκάσεις! ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Ούτε ότι δίνουμε κοψίδια στους εραστές μας απ' τις γιορτές στα Απατούρια και λέμε μετά ότι τ' άρπαξε η γάτα... ΓΥΝΑΙΚΑ Α Αχ δεν την αντέχω, τρέλες λέει! ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Ούτε ποια λιάνισε τον άντρα της με τσεκούρι ούτε ποια άλλη τον τρέλανε με βότανα ούτε ότι έθαψε στο βόθρο τον πατέρα της... ΓΥΝΑΙΚΑ Α Α να χαθείς να χαθείς! ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Μια Αχαρνιώτισσα... ΓΥΝΑΙΚΑ Α Ε μα, πια. Αυτά δεν τ' αντέχω. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Ούτε είπα ακόμη ότι το αγοράκι της δούλας σου το πήρες κρυφά και στη θέση του έβαλες το κοριτσάκι που είχες... ΓΥΝΑΙΚΑ Α Α, μα τις θεές, θα μετανιώσεις! Θα σε ξεμαλλιάσω εγώ, να δεις! (Τις επιτίθεται κάποια, πιάνονται στα χέρια, χτυπιούνται) ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Μη! Μη μ' αγγίζεις, μα το ∆ία! ΓΥΝΑΙΚΑ Α Να ! να δεις! ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Να κι εγώ. ΓΥΝΑΙΚΑ Α Κράτα μου Φιλίστη τη ζακέτα... ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Άγγιξέ με μόνο, μα την Άρτεμη, κι εγώ... ΓΥΝΑΙΚΑ Α Τι θα μου κάνεις εσύ; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Θα σε κάνω να το βγάλεις το σουσαμόψωμο που έφαγες. ΧΟΡΟΣ Φτάνει. Σταματήστε το αλληλοφάγωμα. Κάποια έρχεται τρέχοντας. Κάντε ησυχία να την ακούσουμε σαν άνθρωπος να μιλήσει. (Φτάνει ο Κλεισθένης ντυμένος γυναίκα) ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Φίλες μου καλές, μοιάζουμε εμείς όλες, τα γούστα σας έχω, τα μαγουλάκια μου το δείχνουν. Σαν γυναίκα το θέλω να σας υπερασπίζομαι πάντα, και τώρα που άκουσα στην αγορά λίγο πριν κάτι μεγάλο που είπαν για σας, κουβεντιάζοντας, ήρθα να σας το πω να το μάθετε ά να έχετε το νου σας και τα μάτια σας. Να μη σας βρει αυτό το κακό το μεγάλο ανυποψίαστες. ΧΟΡΟΣ Τι είναι αγοράκι;, μπορώ να σε λέω αγοράκι αφού το μαγουλάκι σου χνούδι είναι μόνο! ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Ο Ευριπίδης λέει έστειλε, εδώ, ανάμεσά σας, κάποιο γέρο συγγενή του. ΧΟΡΟΣ Για ποιο λόγο, γιατί; ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Για να μάθει να του πει τι σκέφτεσθε και τι πρόκειται να κάνετε για να τον τιμωρήσετε. ΧΟΡΟΣ Πως έτσι έναν άντρα μέσα στις γυναίκες δεν τον είδα με; ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Τον μάδησε ο Ευριπίδης, τον καψάλισε και τον έκανε να μοιάζει με γυναίκα! ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Έλα καλέ, τα πιστεύεις αυτά; Ποιος είναι τόσο άμυαλος να σταθεί να τον μαδήσουν; ∆εν το νομίζω, μα τις θεές! ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Ανοησίες λες! Το είπαν άνθρωποι που ξέρουν. Θα ερχόμουν εγώ αλλιώς να σας πω ψέματα; ΧΟΡΟΣ Αυτά που μαθαίνουμε είναι φοβερά! Να μην το πάρουμε στ' αψήφιστα το πράγμα. Πρέπει να το ψάξουμε να βρούμε πως μας ξέφυγε και κρύβεται σκυμμένος. Ψάξε και συ Κλεισθένη να σου χρωστάμε διπλή χάρη. ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Εσύ η πρώτη για να δω! Ποια είσαι εσύ... ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Αχ που να πάει κανένας... ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Πρέπει να γίνει έλεγχος. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Αχ ο δύστυχος! ΓΥΝΑΙΚΑ Α Εγώ ποια είμαι λες; Του Κλεώνυμου η γυναίκα. ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Την ξέρετε εσείς οι άλλες ποια είναι; ΧΟΡΟΣ Ναι την ξέρουμε αυτήν. Τις άλλες ρώτα. ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Εσύ εκεί με το μωρό. Ποια είσαι; ΓΥΝΑΙΚΑ Α ∆ούλα μου είναι. Την έχω για το παιδί. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Άσχημα την έχω, πάει! Πρέπει να φύγω ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Ε! Εσύ! Που πας, στάσου. Τι έπαθες; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Άσε με να πάω προς νερού μου... ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ ∆εν ντρέπεσαι; Άντε.. Περιμένω. ΧΟΡΟΣ Περίμενε και ψάξε την, ρώτα την καλά. Αυτή είναι απ' όλες που δεν την ξέρουμε. ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Ε! Εσύ! ∆εν τέλειωσες ακόμα; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Ναι, μα το ∆ία, έφαγα κάρδαμο εψές και δεν μου βγαίνει τώρα. ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Κάρδαμο ξεκάρδαμο φτάνει τώρα, έλα. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Τι με τραβάς καλέ, άρρωστη γυναίκα; ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Πες μου ποιος είναι ο άντρας σου; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Τον άντρα μου ρωτάς; Τον τάδε τον ξέρεις, απ' τα Κυθωδίκια; ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Τον τάδε ποιον τάδε; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Ο τάδε καλέ, που κάποτε τον τάδε του τάδε... ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Α! Παλαβά λες! Ξανάρθες εδώ άλλη φορά; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Βέβαια. Κάθε χρόνο. ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Με ποια μένεις μαζί στη σκηνή; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Με την τάδε, βέβαια. ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Σαχλαμάρες λες με έπρηξες. ΓΥΝΑΙΚΑ Α Άσε Κλεισθένη, θα τη ρωτήσω εγώ. Φύγε εσύ, δεν κάνει να ακούσει άντρας. Πες μου εσύ. Πέρσι στα Θεσμοφόρια τι κάναμε πρώτα-πρώτα; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Για να θυμηθώ. Τι κάναμε είπες; Πίναμε. ΓΥΝΑΙΚΑ Α Και μετά δεύτερο; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ ∆εύτερο. Ξαναπίναμε. ΓΥΝΑΙΚΑ Α Αυτά σου τα είπε κάποια. Τρίτο, πες, τι κάναμε; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Η Ξενύλλα ζήτησε μια λεκάνη. ΓΥΝΑΙΚΑ Α Τίποτα δε λες. Έλα Κλεισθένη, έλα, αυτή είναι ο άντρας που μας είπες... ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Τι να τον κάνω τώρα; ΓΥΝΑΙΚΑ Α Βγάλε του τα ρούχα να τον δούμε. Όλο περίεργα λέει. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Θα ξεντύσετε μια μάνα εννέα παιδιών; ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Λύσε αυτόν τον κορσέ βρε χαμένε! (Η γυναίκα επιχειρεί να τον λύσει, ο Μνησίλοχος αντιστέκεται) ΓΥΝΑΙΚΑ Α Καρδαμωμένη φαίνεται. Γερή! Α! Καλέ δεν έχει στήθος, μα το ∆ία! ∆εν έχει όπως έχουμε εμείς! ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Είμαι στείρα και γι' αυτό. ∆εν έμεινα ποτέ έγκυος. ΓΥΝΑΙΚΑ Α Στείρα τώρα και πιο πριν μάνα με εννιά παιδιά; ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Τι σκύβεις έτσι ρε; Που πας να την κρύψεις; ΓΥΝΑΙΚΑ Α Α! Την έσπρωξε προς τα πίσω! Να την. Την κατακοκκίνησες κακομοίρη! ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Αχ, που είναι; ΓΥΝΑΙΚΑ Α Α! Τώρα την πέρασε μπροστά. ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ ∆εν τη βλέπω! Που είναι; ΓΥΝΑΙΚΑ Α Α! Πάλι πίσω! Να την. ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Ισθμό έχεις βρε; Τα σέρνεις πέρα δώθε πιο συχνά απ' ό,τι τα πλοία οι Κορίνθιοι; ΓΥΝΑΙΚΑ Α Βρε παναθεμά τον! Γι' αυτό μας έσυρε τα τόσα ά παινεύοντας τον Ευριπίδη! ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Τρισκακόμοιρος, αχ τι έπαθα! Σε τι περιπέτειες μπήκα! ΓΥΝΑΙΚΑ Α Τι κάνουμε τώρα; ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Να τον φυλάτε καλά μη σας γλιστρήσει. Εγώ θα πάω να αναφέρω στους Πρυτάνεις. (Απομακρύνεται ο Κλεισθένης) ΧΟΡΟΣ Τώρα κι εμείς λαμπάδες ν' ανάψουμε τα πανωφόρια να βγάλουμε, να ζωστούμε γερά και να ψάξουμε να βρούμε μήπως μπήκε και σέρνεται ανάμεσα κι άλλος. Να την περιτρέξουμε τη Συνέλευση όλη και σκηνές και διαδρόμους και ανάλαφρα παντού, παντού και σιωπηλά με μάτια δεκατέσσερα. Να μην αργούμε. ∆εν έχουμε ώρα. Ν' αρχίσει η πρώτη γύρω γύρω. Ψάχνε τώρα και ψάξε γρήγορα παντού μήπως κάποιος κάπου κούρνιασε κρυφά. Παντού να κοιτάξετε, κι εδώ κι εκεί κι ολόγυρα και σ' όλα κάντε ψάξιμο καλό. (Οι γυναίκες του Χορού εκτελούν την παρακάτω στροφή ψάχνοντας) Αν κάποιος με γελάσει κρυφά και ανόσια άσχημα θα πάθει και θα γίνει παράδειγμα για το που οδηγούν τα άδικα έργα και οι άθεοι τρόποι. Και τους θεούς θα τους δεχτεί και σ' όλους θα δείξει να σέβονται οι άνθρωποι όλα τα θεία και όλοι να κάνουν το δίκαιο και όσιο και να σκέφτονται μόνο ό,τι καλό. Κι όποιον τον πιάσουν στο κακό να παθαίνει. Μανία και λύσσα να τον καίει να τον δέρνει, άν αδικεί και να δουν καθαρά γυναίκες και άντρες πως ο θεός τα χτυπάει, πάντα παρών, τα ανόσια και τα άνομα. Όλα τα κοιτάξαμε, όλα και παντού. Κανέναν δεν βρήκαμε να κρύβεται πουθενά. ΓΥΝΑΙΚΑ Α Ε, συ! Που φεύγεις, που πας; Στάσου. Αχ δυστυχία η κακομοίρα! Άρπαξε το μωρό μου και φεύγει. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Φώναξε σκούζε. ∆εν θα το πάρεις ξανά στην αγκαλιά σου αν δεν μ' αφήσετε. Στο γόνατο εδώ θα του μπήξω μαχαίρι στην καρωτίδα. Εδώ. Θα τρέξει το αίμα του και ο βωμός θα κοκκινήσει. ΓΥΝΑΙΚΑ Α Αχ, γυναίκες, βοηθήστε την δύστυχη. Φωνάξτε. Φωνάξτε να σωθεί το μονάκριβο παιδί μου! Πιάστε αυτό το τέρας! ΧΟΡΟΣ Αχ αχ! Συμφορά! Μοίρες σεβάσμιες τι είναι αυτό το καινούργιο κακό που βλέπω; Τι πράγμα θράσος γεμάτο και ασέβεια! Τι κάνει φίλες μου, αχ! Που το πάει; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Θα τη χτυπήσω εγώ την ανομία σας. Έτσι. ΧΟΡΟΣ Απ' το ένα φοβερό, στο φοβερότερο, θεέ μου! ΓΥΝΑΙΚΑ Α Και φοβερό και φριχτό. Αχ μου το άρπαξε από τα χέρια! ΧΟΡΟΣ Τι να πει κανείς, όταν τέτοια αναίσχυντα κάνει ο αδιάντροπος; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Και δεν θα σταματήσω εδώ. ΓΥΝΑΙΚΑ Α ∆εν με νοιάζει από που ήρθες, αλλά δεν πρόκειται να ξαναγυρίσεις εκεί, και να λες ότι τη γλίτωσες κάνοντας τέτοιο πράμα. Θα τιμωρηθείς. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ ∆εν θα το κάνεις, μα τους θεούς. ΧΟΡΟΣ Ποιος, ποιος θα 'ρθει αθάνατος βοήθεια στ' άδικό σου; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Άδικα τα λέτε αυτά. Το μωρό δεν θα τ' αφήσω. ΧΟΡΟΣ Μα τις δυο θεές, τέτοιες βρισιές, τέτοια κρίματα, δεν θα τα κάνεις και θα μένεις ατιμώρητος. Για έργα σου τα ανόσια, για ό,τι κάνεις ακριβά θα το πληρώσεις. Γρήγορα η τύχη σου αλλάζει και γέρνει προς το κακό η ζυγαριά της. Εσύ τώρα. Κι εσύ. Πάρτε αυτές τις γυναίκες και φέρτε ξύλα. Γρήγορα ανάψτε φωτιά και κάψτε τον πανούργο. ΓΥΝΑΙΚΑ Α Πάμε Μανια για ξύλα. Εσένα σήμερα εγώ κάρβουνο θα σε κάνω. (Φεύγουν μερικές για να φέρουν ξύλα) ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Βάλε φωτιά κι άναβε. Εγώ το ξεσπαργώνω. Αχ μωράκι μου! Η φταίχτρα του χαμού σου είναι μονάχα η μάνα σου. Αυτήν να καταριέσαι. Α! Τι είναι αυτό; Το μωρό είναι ασκί, κρασί γεμάτο! Και φοράει και σανδαλάκια! Α, γυναίκες άτιμες και μπεκρούδες, για το κρασί τα πάντα μηχανεύεστε. Τύχη είσαστε για τους ταβερνιάρηδες κατάρα όμως για μας και για τα σπίτια σας και τα νοικοκυριά σας. (Γυρίζουν οι γυναίκες με τα ξύλα) ΓΥΝΑΙΚΑ Α Μανιά, βάλε πολλά ξύλα και μπόλικα προσανάμματα. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Βάλε Μανιά! Κι εσύ, γυναίκα, πες μου, εσύ το γέννησες αυτό; ΓΥΝΑΙΚΑ Α Εγώ. ∆έκα μήνες το είχα στην κοιλιά μου. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Στην κοιλιά σου το είχες; ΓΥΝΑΙΚΑ Α Ναι! Μα την Άρτεμη. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Πέντε κιλά και παραπάνω είναι ε; Πες μου. ΓΥΝΑΙΚΑ Α Γιατί με κοροϊδεύεις; Α! Το ξέντυσες ξεδιάντροπε, μιας πνοής μωρό; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Μιας πνοής μωρό; ΓΥΝΑΙΚΑ Α Μικρούλι, μα το ∆ία! ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Πόσο χρόνων είναι; Τριών, τεσσάρων τρύγων; ΓΥΝΑΙΚΑ Α Απ' τα ∆ιονύσια σχεδόν. ∆ως το μου όμως. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Μα τον Απόλλωνα, όχι. ΓΥΝΑΙΚΑ Α Θα σε κάψουμε τότε. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Κάψτε με ολόκληρο. Μα το μωρό θα το σφάξω! ΓΥΝΑΙΚΑ Α Μη, σε ικετεύω! Ας το, και κάνε εμένα ό,τι θες. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Φιλόστοργη μητέρα είσαι απ' τη φύση σου. Μα το παιδάκι δε γλιτώνει. ΓΥΝΑΙΚΑ Α Αχ, αχ, παιδάκι μου! ∆ωσ' μου Μανιά μια κούπα να βάλω το αίμα του. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Έλα. Βάλτο εδώ. Με χαρά μου σου κάνω τη χάρη. (Ο Μνησίλοχος γεμίζει την κούπα, το πίνει, την ξαναγεμίζει) ΓΥΝΑΙΚΑ Α Αχ κακόχρονο να 'χεις παλιάνθρωπε αχαΐρευτε. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Τούτο τώρα το ασκί είναι γι' αφιέρωμα. ΓΥΝΑΙΚΑ Α Ποιο είναι γι' αφιέρωμα; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Τούτο. Παρ' το. Να! ΓΥΝΑΙΚΑ Γ ∆υστυχισμενούλα Μίκκα, ποιος το πήρε από την αγκαλιά σου; Ποιος σου τ' άδειασε το γλυκό σου μωρουδάκι; ΓΥΝΑΙΚΑ Α Τούτος ο αχρείος. Κάτσε όμως μια που ήρθες, φύλαγέ τον, να πάω στον Κλεισθένη και να πάμε στους Πρυτάνεις να τους πω τι έγινε. (Φεύγει η γυναίκα α) ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Άντε τώρα ψάξε τι πανουργία θα με σώσει! Τι σχέδιο τώρα να κάνω, τι κάμωμα; Ο φταίχτης, αυτός που του πρέπει αυτό το πάθημα, είναι άφαντος! Πώς να του στείλω μήνυμα τώρα; Α! Ξέρω έναν τρόπο. Θα κάνω σαν τον Παλαμήδη. Θα γράψω πάνω στα κουπιά τι έπαθα και θα τα ρίξω στη θάλασσα. Μα δεν έχω κουπιά! Πώς να βρω, από πού; Α! Αν πάρω αυτές τις πινακίδες για κουπιά; Αυτά τ' αφιερώματα; Αν γράψω πάνω και τα ρίξω; Καλό είναι. Ξύλο αυτές, ξύλο και τα κουπιά. (Παίρνει τις πινακίδες, γράφει επάνω και γράφοντας σιγανοτραγουδάει) Χέρια μου τώρα εσείς πρέπει, βοηθείστε με να φύγω. Ελάτε σανιδάκια μου, ξυστά μου μηνύματα δεχθείτε τα σμιλέματα, της δυστυχίας μου κήρυκες! Α χ! ∆ύσκολα γράφεται το ρω! Ακόμα, ακόμα! Πω πω τι χάραξα! Γρήγορα τώρα, τρέξτε παντού. Από δώ, από κεί. Πρέπει γρήγορα να φτάσετε. (Κάθεται και περιμένει τον Ευριπίδη) ΧΟΡΟΣ Ας παινέψουμε τώρα τον εαυτό μας λιγάκι. Ο καθένας τις λούζει βρισιές τις γυναίκες ότι είμαστε πληγή και μεγάλο κακό ά και κακίες και μίση και πόλεμοι, στάσεις, συμφορές και όλα τα βάσανα από μας ξεκινούν κι εμείς όλα τα φταίμε. Μα τότε, αν είμαστε κακό, και αν είναι αλήθεια ά τι μας παντρεύεστε και δεν μας αφήνετε ούτε να βγούμε έξω, ούτε ν' αγναντέψουμε; Με τόση λαχτάρα τη συμφορά σας φυλάγετε; Κι αν βγει η γυναίκα σας κάπου να πάει και δεν είναι στο σπίτι, σας πιάνει μανία... Που κανονικά θα 'πρεπε να χαίρεστε και θεό να δοξάζετε αν στ' αλήθεια τη βρίσκατε τη συμφορά σας φευγάτη. Κι αν πάμε και γλεντήσουμε σε σπίτι φίλης και πτώματα απ' την κούραση κοιμηθούμε εκεί... το κακό σας ζητάτε στο κρεβάτι και ψάχνετε. Κι απ' το παράθυρο λίγο να δούμε, αν σκύψουμε, να τα μάτια σας εσεις, το κακό σας να δείτε. Κι αν ντραπούμε και τραβηχτούμε πίσω, σας πιάνει καημός, πάλι να σκύψει το κακό σας να το ξαναδείτε. Είμαστε πιο πάνω από σας είναι ολοφάνερο και έχουμε αποδείξεις. Αν πούμε, για παράδειγμα, ποιος είναι κατώτερος εμείς λέμε εσείς, εσείς λέτε εμείς ά ας το εξετάσουμε συγκρίνοντας τα ονόματα. Ένα αντρικό κι ένα γυναικείο. Απ' τη Ναυσιμάχη, για παράδειγμα, πιο κάτω είναι ο Χαρμίνος ά το δείχνουν και τα έργα του ά κι ο Κλεοφώντας βέβαια είναι πολύ κατώτερος απ' τη Σαλαβακχώ και όνομα αντρίκειο δεν πάει να αντιβγεί με την Αριστομάχη και τη Στρατονίκη, τις γνωστές από παλιά, στο Μαραθώνα. Και με το Εύβουλη, ποιος περσινός βουλευτής που παράδωσε σε άλλον εφέτος μετριέται για καλύτερος; Κανείς δεν θα πει. Ως προς αυτά ανώτερες καυχιόμαστε ότι είμαστε από εσάς. Κι ούτε ποτέ γυναίκα θα κατακλέψει το δημόσιο και θα γυρνά στην αγορά να καμαρώνει. Λίγο σταράκι το πολύ να κλέψει απ' τον άντρα της μα το πληρώνει την ίδια μέρα. Άντρες όμως κλέφτες θα βρίσκαμε πολλούς. Κι εκτός απ' την κλεψιά τους είναι κοιλιόδουλοι πάνω από μας και λωποδύτες και βρωμόστομοι και άρπαγες σκλάβων και το βιός τον πατρικό τους δεν το φυλάνε όπως εμείς. Εμείς και τώρα ακόμα τα καλάθια μας κρατάμε και τους αργαλειούς και τις σαΐτες και τ' αντήλιο το κρατάμε, οι άντρες μας όμως τα 'χασαν και λόγχες και τα τόξα και κάποιοι μάλιστα στον πόλεμο... λαφραίνουν και τους ώμους τους ... πετώντας την ασπίδα. Για πολλά θα τους κατηγορούσαμε δίκαια τους άντρες, και για τούτο το πανέξυπνο. Έπρεπε όποια γεννήσει χρήσιμο στην πόλη ναύαρχο ή στρατηγό, να την τιμούν οι άντρες να της δίνουνε μια θέση τιμητική στις γιορτές στα Σκίρα ας πούμε ή στα Στήνια ή στις άλλες τις γιορτές τις γυναικείες. Κι όποια μας γεννήσει πρόστυχο και δειλό, τριήραρχο ανίκανο ή δόλιο κυβερνήτη στο τέλος να τη βάζετε, με κομμένα τα μαλλιά, κι απ' τη μάνα του γενναίου πίσω. ∆εν είναι σωστό, Αθηναίοι πολίτες, η μάνα του Υπέρβολου να κάθεται λουσάτη και ντυμένη στ' άσπρα, με τις μακριές πλεξούδες της και δίπλα στη μάνα του Λάμαχου και να τοκίζει χρήματα η τοκογλύφα ά που θα έπρεπε κανείς να μην της δίνει τόκο και το κεφάλαιο να της έπαιρναν μάλιστα και πάνω της να έριχναν... "όποια τίκτει τέτοιο τόκο πρέπει να πληρώνει τόκο". (Ο Μνησίλοχος κοιτάει με αγωνία ολόγυρά του) ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Αλληθώρισα να περιμένω, τίποτα ο Ευριπίδης! Τι τον εμπόδισε; Κρύο το βλέπει του Παλαμήδη το κόλπο. Σίγουρα ντρέπεται γι' αυτό. Με κόλπο τραγωδίας να τον φέρω; Α! Τη νέα του "Ελένη!" Αυτή θα μιμηθώ. Πέπλο γυναικείο έχω, όπως είχε κι αυτή. ΓΥΝΑΙΚΑ Γ Τι μηχανεύεσαι πάλι και χάσκεις; Κάτσε και περίμενε τον Πρύτανη να 'ρθει: πικρή θα σου βγει η Ελένη. (Ο Μνησίλοχος "μιμείται" την Ελένη) ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Ροές του Νείλου με τις όμορφες τις νύμφες που σαν βροχή δροσίζετε την ιερή γη της Αιγύπτου και τη μαυριδερή φυλή της... ΓΥΝΑΙΚΑ Γ Α! Μα την Εκάτη, αχρείος είσαι! ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Πατρίδα μου είναι η ένδοξη Σπάρτη. Πατέρας μου ο Τυνδάρης... ΓΥΝΑΙΚΑ Γ Βρε κατεργάρη! Ο Τυνδάρης είναι; ∆ε λες το κάθαρμα ο Φρυνώνδας; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Ελένη με είπαν... ΓΥΝΑΙΚΑ Γ Βρε πάλι τη γυναίκα καμώνεσαι; Ακόμα και τώρα που θα τιμωρηθείς; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Πολλοί για μένα σκοτώθηκαν στα νερά του Σκάμανδρου... ΓΥΝΑΙΚΑ Γ Α, που να σκοτωνόσουνα κι εσύ! ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Και τώρα ζω εδώ και ο Μενέλαος ο άντρας μου δεν ήρθε ακόμα. Γιατί να ζω άλλο; ΓΥΝΑΙΚΑ Γ Τα κοράκια φταιν που σ' αφήσαν. (Εμφανίζεται ο Ευριπίδης, σαν ναυαγός) ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Ω! Κάτι την καρδιά μου τη ζεσταίνει! ∆ία! Μην την πνίξεις την ελπίδα που έρχεται! ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Σε ποιον ανήκει αυτό το μεγαλόπρεπο παλάτι να δεχτεί ναυαγούς, ταλαιπωρημένους απ' την κακοκαιρία και το κύμα; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Είναι τα ανάκτορα του Πρωτέα. ΓΥΝΑΙΚΑ Γ Ποιου Πρωτέα; Τι ψέμματα που λέει! ∆έκα χρόνια είναι που πέθανε ο Πρωτέας. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Σε ποια χώρα μας έβγαλε το ακυβέρνητο καράβι μας; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Η Αίγυπτος είναι. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ωχ ο δύστυχος, που μας παράσυραν τα κύματα! ΓΥΝΑΙΚΑ Γ Μην πιστεύεις ούτε μια λέξη. Ψέματα σου λέει. Εδώ είναι ο ιερός ναός των Θεσμοφόρων. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Είναι μέσα ο Πρωτέας; ΓΥΝΑΙΚΑ Γ Α! Ξένε! Ακόμα δε συνήλθες από τη ζαλάδα της θάλασσας. Σου είπα πέθανε ο Πρωτέας. Και το άκουσες. Τι ρωτάς τώρα αν είναι μέσα; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Πέθανε; Αχ! Ο τάφος του που βρίσκεται; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Αυτός είναι ο τάφος του. Πάνω του κάθομαι. ΓΥΝΑΙΚΑ Γ Τολμάς και λες τάφο το βωμό; Α να χαθείς παλιάνθρωπε! ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Κι εσύ γυναίκα γιατί κάθεσαι πάνω στον τάφο του και σκεπάζεις το πρόσωπό σου με πέπλα; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Γιατί ο γιος του Πρωτέα θέλει με τη βία να με παντρευτεί! ΓΥΝΑΙΚΑ Γ Γιατί τον ξεγελάς πάλι τον ξένο άθλιε; Αυτός, ξένε, με πονηριά ήρθε εδώ ανάμεσά μας. Να μας κλέψει τα κοσμήματα. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Λέγε για μένα τέτοιες κατηγορίες. Λίγο με νοιάζει... ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ξένη, ποια είναι αυτή η γριά που σε κακολογεί; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Του Πρωτέα η κόρη, η Θεονόη! ΓΥΝΑΙΚΑ Α Μα τις θεές, όχι! Η Κριτύλλα είμαι εγώ απ' τον Γαργηττό η κόρη του Αντίθεου,. Όσο για σένα, είσαι απατεώνας! ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Μιλάς στο βρόντο. Εγώ τον αδερφό σου δεν τον παντρεύομαι. ∆εν τον προδίνω τον άντρα μου εγώ, το Μενέλαο, που είναι στην Τροία. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Τι λες ξένη; Στρέψε προς τα εδώ το πρόσωπό σου! ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Σε ντρέπομαι ξένε. Είμαι απεριποίητη. (Στρέφει το πρόσωπο) ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Τι είναι αυτό! Ω θεοί! Τα έχω χαμένα! Ποιο πρόσωπο είναι αυτό που βλέπω! Ποια είσαι; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Κι εσύ; Ποιος είσαι εσύ; Κι εγώ το ίδιο ταράζομαι βλέποντάς σε! ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ελληνίδα είσαι ή κάποια από εδώ; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Ελληνίδα. Αλλά πες μου κι εσύ. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ίδια! Ολόιδια είσαι με την Ελένη! ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Κι εσύ με το Μενέλαο ίδιος... αν κρίνω απ' τις αγριότριχες! ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Αναγνώρισες τον πιο δυστυχισμένο άνθρωπο! ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Ω! Ήρθες στην αγκαλιά της γυναίκας σου. Μετά από τόσα χρόνια! Πάρε με. Πάρε με άντρα μου. Σφίξε με! Έλα να σε φιλήσω! Πάρε με από δω. Πάρε με! Να φύγουμε μακριά γρήγορα! ΓΥΝΑΙΚΑ Γ Μα τις θεές! Θα κλάψει πικρά όποιος πάει να σε πάρει. Τούτος ο δαυλός βαρύς θα πέσει πάνω του. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Με εμποδίζεις να πάρω την κόρη του Τυνδάρη τη γυναίκα μου, στη Σπάρτη; ΓΥΝΑΙΚΑ Γ Α! πα πα! Πανούργος είσαι κι εσύ! Συνεργάτης του μάλλον. Γι' αυτό τόση ώρα αιγυπτιολογούσατε! Έρχεται ο Πρύτανης όμως με το φύλακα. Θα τα πληρώσει τώρα τούτος τα έργα του. (Φαίνεται να έρχεται ο Πρύτανης) ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Αυτό δεν είναι καλό τώρα... Πρέπει να του δίνουμε! ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Κι εγώ ο τρισδύστυχος; Τι θα κάνω; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ησύχασε. Όσο ζω δεν θα σ' αφήσω. Εκτός κι αν μ' εγκαταλείψουν τα κόλπα μου. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Τούτο το κόλπο δεν έκανε τίποτα. (Ο Ευριπίδης φεύγει. Φτάνει ο Πρύτανης, που ακολουθείται από έναν Σκύθη τοξότη) ΠΡΥΤΑΝΗΣ Ποιος είναι ο απατεώνας που μου είπε ο Κλεισθένης; Τι σκύβεις εσύ; Πάρε τον τοξότη, δέσε τον στη σανίδα και κάτσε φρουρός. Πρόσεχέ τον. Μην αφήσεις κανέναν να πλησιάσει! Χτύπα τον όποιον έρθει κοντά σας. ΓΥΝΑΙΚΑ Γ Ναι. Γιατί μόλις πιο πριν παραλίγο να τον έπαιρνε ένας άλλος απατεώνας. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Ω Πρύτανη!... Να χαρείς αυτό το δεξί σου χέρι που ξέρω πόσο αγαπάς και το απλώνεις με χάρη για να πάρεις τα χρήματα που είναι να σου δώσουν! ΠΡΥΤΑΝΗΣ Τι χάρη θέλεις; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Πες στον τοξότη σου να με δέσει γυμνό στο σανίδι. Να μη γελάνε μαζί μου τα κοράκια όταν με τρώνε, που θα με βλέπουν, γέρο άνθρωπο, να φοράω γυναικεία ρούχα. ΠΡΥΤΑΝΗΣ Η Βουλή αποφάσισε έτσι όπως είσαι. Να σε βλέπουν οι άλλοι να παραδειγματίζονται. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Αχαχαχ! Αχ παρδαλή φορεσιά μου Τι μου 'κανες! ∆εν έχω ελπίδα σωτηρίας. (Ο Πρύτανης φεύγει. Ο τοξότης παίρνει τον Μνησίλοχο) ΧΟΡΟΣ Τώρα εμπρός να χορέψουμε όλες, όπως συνηθίζουμε, στις ιερές μας γιορτές, που κι ο Παύσωνας ακόμα τις γιορτάζει και νηστεύει και προσεύχεται να είναι συχνές και να τις χαίρεται. Όλες εμπρός με ανάλαφρο πόδι όλες σε κύκλο χέρι με χέρι στο ρυθμό του χορού παραδομένες. Γρήγορα τα πόδια εμπρός και τα μάτια παντού να κοιτούν γύρω γύρω στου χορού την ακρίβεια. Και όλες μαζί το γένος των θεών του Ολύμπου τραγουδάμε και δοξάζουμε. Κι αν ένας προσμένει, στη γιορτή μας να πούμε για τους άντρες άσχημα λόγια, είναι ανόητος. Τώρα αμέσως όπως ταιριάζει, πρέπει με χάρη του χορού μας πρώτα τον κύκλο να στήσουμε. Προχώρα και το Φοίβο και την Άρτεμη τραγούδα την αγνή κυνηγήτρα! Χαίρε τοξοβόλε. ∆ίνε μας τη νίκη. Και την Ήρα τη σεβάσμια ας υμνήσουμε όπως πρέπει που σ' όλους τους χορούς συμπαίζει και κρατά του γάμου τα κλειδιά. Και τον Ερμή των κοπαδιών παρακαλώ και τον Πάνα και τις Νύμφες να 'ρθούν και να χαρούν καλά με κέφι στη γιορτή μας. Σύρε τώρα με καρδιά τη διπλοστροφή με χάρη τα πόδια μας γερά, ως πρέπει, να χτυπούμε, τη νηστεία την κρατούμε. Έλα πήδα στριφογύρνα πάνω στο ρυθμό το τραγούδι ζωντάνεψε. Σύρε ο ίδιος το χορό κι εγώ τη χάρη του υμνώ με τα ιερά τραγούδια. Βροντερέ μας Βρόμιε της Σεμέλης γιε και του ∆ία, χορευτή γλεντοκόπε με τις Νύμφες στα βουνά και γλυκόλαλα τραγούδια χόρευε ∆ιόνυσε ολόκληρη τη νύχτα αυτή ευοί ευάν ευοί ευάν. Κι ολόγυρα αντιλαλεί του Κιθαιρώνα η Ηχώ πάνω στα δεντροσκέπαστα βουνά οι λαγκαδιές και οι βράχοι τρέμουν κι γύρω σου ο κισσός φουντώνει να σου στολίζει τα μαλλιά. (Βγαίνει ο Τοξότης φέρνει το Μνησίλοχο δεμένο με την πλάτη στη σανίδα) ΤΟΞΟΤΗΣ Εντώ τώρα, που έχει φρέσκο αέρα κλάψει. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Αχ τοξότη, σε ικετεύω. ΤΟΞΟΤΗΣ Χάνεις λόγια σου ισύ. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Ξελάσκαρε λίγο το χαλκά. ΤΟΞΟΤΗΣ Βέβια, γιατί ούχι; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Αχ αχ μη! Μου τον σφίγγεις! ΤΟΞΟΤΗΣ Πιο πολύ τέλει; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Αχ αχ μη! Άντε να χαθείς! ΤΟΞΟΤΗΣ Σώπα εσύ το γκέρο σώπα. Φέρω ψάτα εγκώ, κάτσει και φυλάξει εσένα. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Αυτό το καλό είδα απ' τον Ευριπίδη. Με αρνήθηκε. (Ο Τοξότης μπαίνει μέσα. Από μακριά φαίνεται ο Ευριπίδης ντυμένος Περσέας) Α! Θεοί! Και ∆ία σωτήρα! Υπάρχουν ελπίδες! ∆εν μ' αρνήθηκε, όχι, ήρθε μεταμφιεσμένος σε Περσέα, για να μου δείξει ότι πρέπει να γίνω η Ανδρομέδα. Είμαι, όπως εκείνη, δεμένος. Φαίνεται θα 'ρθει να με σώσει. Αλλιώς δεν θα έφτανε. (Ακούγεται η φωνή του Ευριπίδη. Ο Μνησίλοχος μιλάει σαν Ανδρομέδα) Φίλες μου, κοπέλες φίλες, πώς να ερχόμουν και από το Σκύθη να ξέφευγα; Ακούς, ω Ηχώ, που κυβερνάς στις σπηλιές, δέξου την παράκλησή μου αυτή, άσε με να 'ρθω στον άντρα μου. Άκαρδος όποιος μ' έδεσε των θνητών τον τρισδύστυχο! Τη γριά την άσαρκη μόλις που ξέφυγα ανίσχυρος πάλι! Τούτος ο Σκύθης τώρα με φυλάγει και με κρέμασε να γίνω τροφή για τα όρνεα. ∆εν είμαι εδώ για χορό, ούτε συνομήλικες κοπέλες συντροφεύω. Στα δεσμά σφιχτά δεμένη με κρατούν για να με φάει το Κήτος. Μη μου τραγουδάτε γάμο μα τη φυλακή μου κλάψτε που μαύρα μαύρα βάσανα η δύστυχη περνώ. Από συγγενείς η κακομοίρα έπαθα τόσα και κλαίω και ικετεύω τον Άδη να γλιτώσω, τον πικρό, ωχ ωχ! Αχ αλί στον συγγενή τον ξυριστή που μ' έντυσε γυναίκα και μ' έστειλε εδώ στο ιερό, όπου γυναίκες εορτάζουν. Ω δαίμονα της μοίρας μου άτεγκτε! Ω εγώ ο ταλαίπωρος! Ποιος δεν θα δει, δεν θα μάθει των συμφορών μου τα πάθη τα αμέτρητα; Μακάρι το άστρο το ολόφλογο να έρθει να κάψει... αυτόν τον βάρβαρο αντί για μένα! ∆εν θέλω να βλέπω το αθάνατο φως έτσι που είμαι και κρέμομαι με το λαιμό στραβωμένο και πόνους αβάστακτους έτοιμη για το μαύρο το δρόμο του Άδη. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Χαίρε κόρη αγαπημένη! Τον πατέρα σου Κηφέα που σ' έδεσε σ' έριξε εδώ, μακάρι οι θεοί να τον τιμωρήσουν. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Ποιος είσαι εσύ, που τον πόνο μου πόνεσες; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Η αντήχησή σου είμαι. Η αναγελάστρα Ηχώ που πέρσι εδώ, στον τόπο αυτόν τον Ευριπίδη βοηθούσα στου έργου τ' ανέβασμα. Όμως, τέκνο μου, κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις εσύ τώρα. Κλαίγε γοερά. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Κι εσύ να αντηχείς συνέχεια το κλάμα μου. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Θα το φροντίσω εγώ. Άρχισε όμως. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Ω νύχτα άγια πόσο δρόμο διανύεις με το άρμα σου τα αστροφόρτωτα μονοπάτια διαβαίνοντας του άγιου αιθέρα καθώς έρχεσαι από τον ευτυχισμένο Όλυμπο... ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Όλυμπο... ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Την Ανδρομέδα εμένα γιατί να με βρει τέτοια μεγάλη συμφορά... ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Μεγάλη συμφορά... ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Αχ θάνατος θλιβερός. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Θάνατος θλιβερός... ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Με σκοτώνεις ω γριά φλύαρη... ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Φλύαρη... ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Μα το ∆ία, μ' ενοχλείς. Μ' εμποδίζεις πολύ... ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Πολύ... ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Άσε με να κλάψω μόνη, να χαρώ. Πάψε... ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Πάψε... ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Ε, άντε στα κομμάτια... ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Κομμάτια... ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Τι κακό; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Τι κακό... ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Φλυαρείς... ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Φλυαρείς... ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Κλαίγε και φώναζε... ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Φώναζε... ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Κλαίγε και σπάραζε... ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Σπάραζε... (Βγαίνει ο τοξότης κουβαλώντας την ψάθα. Ακούει αλλά δεν καταλαβαίνει ποιανού είναι η φωνή-αντήχηση) ΤΟΞΟΤΗΣ Τι μουρμουρίζεις ισύ; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ρίζεις ισύ;... ΤΟΞΟΤΗΣ Θα καλέσου τσ' πρυτάνεις! ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Τσ' πρυτάνεις! ΤΟΞΟΤΗΣ Τι γίνιτι; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Γίνιτι;... ΤΟΞΟΤΗΣ Η φωνή από πού μπρε; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Που μπρε;... ΤΟΞΟΤΗΣ Συ μουρμουρίζς; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Μουρμουρίζς; ΤΟΞΟΤΗΣ Θα τις φας κι θα κλαις!... ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Κι θα κλαις!... ΤΟΞΟΤΗΣ Κουρουϊδεύεις συ μι μένα; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Μι μένα; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Όχι, εγώ, μα το ∆ία! Μια γυναίκα δίπλα... ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ ∆ίπλα... ΤΟΞΟΤΗΣ Που είνι η παλιουτέτοια και μι φεύγι; Που μι φεύγς, που; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Που μι φεύγι, που;... ΤΟΞΟΤΗΣ ∆ε θα γλιτώεις. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Θα γλιτώεις... ΤΟΞΟΤΗΣ Ακόμα μουρμουρίζς, ε; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Μουρμουρίζς, ε;... ΤΟΞΟΤΗΣ Πιάσ' την κακούργα ρε! ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Κούργα ρε... ΤΟΞΟΤΗΣ Α παλιογύνικου μπλαμπλάδικου! (Παρουσιάζεται πια ο Ευριπίδης ως Περσέας και απαγγέλλει τραγικά) ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ω θεοί! Σε ποια βαρβάρων έφτασα γη με πόδια φτερά, απ' τους ουράνιους δρόμους μέσα απ' τον αιθέρα! Για το Άργος αρμενίζω εγώ ο Περσέας κρατώντας στα χέρια την κεφαλή της Γοργόνας. ΤΟΞΟΤΗΣ Τι λέει! Πέρει συ γραμματέα κεφάλι Γκόργκος; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Της Γοργόνας είπα. ΤΟΞΟΤΗΣ Κι εγκώ Γκόργκος λέου. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ω! Τι είναι αυτός ο βράχος που βλέπω; Και η πεντάμορφη παρθένα ποια είναι αυτή που κάθεται δίπλα σαν καράβι; ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Ξένε λυπήσου με, ∆ύστυχη είμαι! Λύσε με απ' τα δεσμά μου. ΤΟΞΟΤΗΣ Όκι, μη λαλήσει 'συ. Καταραμένου τολμήσει λαλήσει, πετάνει. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ω παρθένα! Σε λυπάμαι που σε βλέπω καρφωμένη. ΤΟΞΟΤΗΣ Όκι παρτένα. Γκέρο είναι αμαρτημένο Κλέπτη είνι κι πανούργκο. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ ∆εν ξέρεις Σκύθη τι λες. Αυτή είναι η Ανδρομέδα, η κόρη του Κηφέα. ΤΟΞΟΤΗΣ Κοίτα πράμα του. Λίγκο σι φαίνιτι; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Έλα. Άσε το χέρι μου να πιάσει την κόρη. Μη με εμποδίζεις. Όλοι οι άνθρωποι έχουν τα πάθη τους ά Εμένα το πάθος μου είναι αυτή. ΤΟΞΟΤΗΣ ∆ε σι ζηλεύου. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Γιατί δεν μ' αφήνεις να τη λύσω, ω Σκύθη, να την πάρω να πέσω στο κρεβάτι μαζί της; ΤΟΞΟΤΗΣ Πως μπορείς να θέλεις τόσο τον γέρο; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Μα τον ∆ία, τις αλυσίδες της θα λύσω. ΤΟΞΟΤΗΣ Κι εγώ καμούτσι τούτο μαστιγκώσω. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Κι όμως θα το κάνω. ΤΟΞΟΤΗΣ Κι εγώ ξιπομάχιρα κόψει τούντο το κεφάλι. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ωι μου τι να κάνω! Τι να βρω! Η άξεστη φύση του δεν νιώθει. Ανώφελο. Άδικος κόπος να συγκινήσεις αγροίκο με σοφίες και λεπτότητα. Άλλη μηχανή πρέπει του τέτοιου. Άλλος τρόπος. (Φεύγει ο Ευριπίδης) ΤΟΞΟΤΗΣ Πονηρό αλεπού αυτό. Αυτό ήτελε γελάσει μένα. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Έρημη μ' αφήνεις Περσέα. Θυμήσου με. ΤΟΞΟΤΗΣ Τέλει κι άλλο μαστιγκώσω εσένα; (Ο Χορός τραγουδάει το τραγούδι της γιορτής του) ΧΟΡΟΣ Την Παλλάδα τη φιλόχαρη κόρη εδώ να καλέσουμε, όπως είναι ο νόμος μας ά την Παρθένα την ανύμφευτη που έχει, κατέχει την πόλη μας και μόνη μονάχη ορίζει ά κλειδοκρατόρισσά της είναι. Έλα Έλα που μισείς τους τυράννους, όπως είναι σωστό. Σε καλούν οι γυναίκες, έλα, την ειρήνη μαζί σου τη φιλέορτη φέρνοντας. Ελάτε σπλαχνικές και καλόβουλες στο άλσος, σεβάσμιες, όπου οι άντρες δεν κάνει να βλέπουν ά και στο φως των πυρσών φανερώστε την αθάνατη όψη σας. Τρέξτε, ελάτε, ικετεύουμε Θεές Θεσμοφόρες σεβάσμιες! Αν ήρθατε στο κάλεσμα και άλλοτε, Ελάτε και τώρα Ελάτε, ικετεύουμε, για χάρη μας! (Ο τοξότης κοιμήθηκε. Έρχεται ο Ευριπίδης. Τον συνοδεύουν ένας αυλητής και μια χορεύτρια) ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Γυναίκες. Αν θέλετε μαζί μου να έχετε ειρήνη στο εξής, τώρα είναι η ώρα να βοηθήσετε, και κακό από μένα ποτέ δεν θ' ακούσετε. Αυτή είναι η πρότασή μου. ΧΟΡΟΣ Γιατί τέτοια πρόταση; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Αυτός εκεί ο δεμένος στο σανίδι, είναι συγγενής μου. Αν μου τον δώσετε, ποτέ δεν θα πω κουβέντα για σας ά μα αν αρνηθείτε όσες βρωμιές κρυφοκάνετε στα σπίτια σας όλες θα τις πω στους άντρες σας όταν τελειώσει ο πόλεμος κι έρθουν στο σπίτι. ΧΟΡΟΣ Εντάξει από μας. Σύμφωνες όλες. Το Σκύθη το φύλακα όμως ανάλαβέ τον εσύ. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Αυτός είναι δική μου δουλειά! Και δική σου, ζαρκαδίτσα μου εσύ. Όλα όσα στο δρόμο σου έλεγα, κάνε τα τώρα. Πήγαινε λοιπόν πέρα δώθε χορεύοντας. Κι εσύ αυλητή Τερηδώνα, κάποιον περσικό σκοπό παίξε με τον αυλό σου. (Ο Ευριπίδης τώρα ντύνεται γριά. Ο αυλητής παίζει, η χορεύτρια χορεύει. Ξυπνάει ο τοξότης) ΤΟΞΟΤΗΣ Τι τόρυβο τούτο, τι γκιορτή μι ξύπνησι; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Η κοπελίτσα τοξότη μου, κάνει προγύμναση. Θα πάει να χορέψει σε κάποια παρέα. ΤΟΞΟΤΗΣ Προγκύμναση κι χορέψει αφήσει εγκώ. Αλαφρό είνι η γκόρη. Σα ψύλλου στην προβιά. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Σήκω κορίτσι μου τη φούστα σου, έλα, κάθησε στα γόνατα του τοξότη ά δώσε τα πόδια σου να λύσω τα σαντάλια. ΤΟΞΟΤΗΣ Κάτσει, κάτσει κορίτσι, κάτσει. Ωι! Σφιχτό το μπυζί της, γόγγυλος είνι. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Παίξε γρήγορα αυλητή. Φοβάσαι ακόμα τον τοξότη; ΤΟΞΟΤΗΣ Καλό το πισινό. Ωχ Και εγκώ παίξω με σένα. Καλί είσι. Κι φρόνιμα. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Έλα κορίτσι μου, ντύσου να φεύγουμε τώρα. ΤΟΞΟΤΗΣ ∆εν πιλήσει μένα; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Α! Βέβαια. Φίλησέ τον κορίτσι μου ΤΟΞΟΤΗΣ (Ματς, μουτς, αχ αχ) Πολύ γκλυκό γλώσσα έχει. Ίντιο μέλι. Γιατί ντεν κοιμάτι μι μένα; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Γεια σου τοξότη. ∆εν γίνεται έτσι. ΤΟΞΟΤΗΣ Γίνιτι γκριά, γίνιτι. Χάρισε κορίτσι. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Θα με πληρώσεις; ΤΟΞΟΤΗΣ Πληρώσει ιγκώ, πληρώσει. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Έλα λοιπόν. Πλήρωσε. ΤΟΞΟΤΗΣ Εντώ ντεν έχει. Μέσα έχει. Κρατά ισύ σαγκίτος. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Εντάξει. Και μετά τις παίρνεις. ΤΟΞΟΤΗΣ Ακολούσει, έλα κουρίτσι. Κι συ γκριά φυλάξει το γκέρο. Πως λέισι; ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Αρτεμησία. ΤΟΞΟΤΗΣ Θα του τιμάμι. Αρταμουξία. (Παίρνει τη χορεύτρια ο τοξότης και μπαίνουν μέσα) ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Ερμή του δόλου! Μέχρι εδώ όλα καλά πήγαν! Φύγε αυλητή μου εσύ με τον αυλό σου κι εγώ θα λύσω αυτόν απ' τη σανίδα. Και κοίτα εσύ, μόλις σε λύσω άντρας να γίνεις και βαλ' το στα πόδια και πήγαινε τράβα στα παιδιά και στη γυναίκα σου. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Έννοια σου. Μόλις με λύσεις αυτό θα κάνω. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ Σε έλυσα. Στρίβε τώρα, τρέξε, πριν γυρίσει και σε βρει. ΜΝΗΣΙΛΟΧΟΣ Αυτό κάνω. (Λύνεται ο Μνησίλοχος και φεύγει. Έχει φύγει και ο αυλητής, φεύγει και ο Ευριπίδης. Βγαίνει ο τοξότης) ΤΟΞΟΤΗΣ Α! Γκριά, καλό το κουρίτσι; Ντεν ξέρει όκι. Στέκιτι. Που 'ν η γκριά; Α! Ντεν είνι; Α γκριά, α γκέρους. Βάι βάι! Αρταμουξία με γκέλασε. (Κλωτσάει τη φαρέτρα του που άφησε κάτω ο Ευριπίδης) Άντι τσακίντια κι συ γκαμώτου. Φαρέτρος σι λένε φέρετρος είσι. Τι κάνει τώρα; Που 'νι γκριά Αρταμουξία; ΧΟΡΟΣ Ποια γριά λες; Αυτή που έφερε τον αυλητή και την κόρη; ΤΟΞΟΤΗΣ Ναι ναι! Ίντες ισύ; ΧΟΡΟΣ Έφυγε κατά κει. Και ένας γέρος μαζί της. ΤΟΞΟΤΗΣ Φούστο κίτρινο ντικτυουτό είχι γκέρου; ΧΟΡΟΣ Ναι, έτσι. Τρέχα προς τα κει θα τους προκάνεις. ΤΟΞΟΤΗΣ Α, γκριά μίασμα! Ποιο ντρόμο τρέξει; Αρταμουξίαααα! ΧΟΡΟΣ Τρέχα ίσια μπροστά σου, στην ανηφόρα. Που πας εκεί; Όχι. Τρέξε προς τα εδώ. ΤΟΞΟΤΗΣ Α, το δύστυχο μένα. Τρέξει. Αρταμουξίαααα! ΧΟΡΟΣ Τρέχε τρέχε και κομμάτια να γίνεις. Και για μας αρκετά και οι χαρές και τα τραγούδια. Ώρα τώρα να πάμε στα σπίτια μας. Κι εσείς σεμνές θεές Θεσμοφόρες Τη χάρη και τα δώρα σας μαζί μας να 'χουμε για τη γιορτή που σας κάνουμε. ΤΕΛΟΣ
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ 425 π.Χ. ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ ΧΟΡΟΣ ΕΡΜΙΟΝΗ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΜΟΛΟΣΤΟΣ ΠΗΛΕΥΣ ΑΛΛΗ ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ ΤΡΟΦΟΣ ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ΘΕΤΙΣ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ Σο δράμα αυτό εικονίζει, κατά τον πιο θαυμαστό τρόπο, έναν κόσμο αισθημάτων, ζήλειας, μίσους και στοργής. Ο Νεοπτόλεμος, χωρίζοντας από την Ανδρομάχη, παντρεύεται την κόρη του Μενέλαου και της Ελένης, την Ερμιόνη, που συνεννοείται με τον πατέρα της να σκοτώσουν τον γιό που έδωσε η Ανδρομάχη στον Νεοπτόλεμο. Ο Πηλέας, παππούς του πα ιδιού, σώζει τον μικρό, και ο Μενέλαος σκοτώνει με δόλο τον Νεοπτόλεμο. (Η σκηνή εν Θεσσαλία, μεταξύ της Υθίας και των Υαρσάλων έξω του ιερού της Θέτιδος, πλησίον των Ανακτόρων. Κατά την άρσιν της αυλαίας η Ανδρομάχη φαίνεται εις την θύραν του ναού). ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Ω πόλις των Θηβαίων, καύχημα της Ασιατικής γης, από την οποίαν ήλθα άλλοτε με πολύχρυσα στολίδια εις τα ανάκτορα του βασιλέως Πριάμου, ως σύζυγος δοθείσα εις τον Έκτορα. Εις εκείνον τον καιρόν όλοι εζήλευαν την Ανδρομάχην, αλλά τώρα δεν υπάρχει ούτε θα γεν νηθή ποτέ γυναίκα δυστυχεστέρα από εμένα. Διότι εγώ τον μεν άνδρα μου τον Έκτορα είδα με τα μάτια μου να σκοτώνη ο Αχιλλεύς, το δε παιδί που απέκτησα από εκείνον, τον Αστυάνακτα, είδα να πέφτη από τους υψηλούς πύργους, όταν οι Έλληνες κατέλαβαν την Τροίαν. Ε γώ δε, μολονότι εγεννήθηκα ελευθέρα από ελευθέρους γονείς, εν τούτοις εις την Ελλάδα έφθασα δούλη, δοθείσα ως δώρον εις τον νησιώτην Νεοπτόλεμον, διαλεγμένη ως το καλλίτερον γέρας από όλα τα τρωικά λάφυρα. Τώρα κατοικώ εις τα γειτονικά πεδία της Υθίας και της πόλεως των Υαρσάλων, όπου η θαλασσία Θέτις κατώκει μαζί με τον Πηλέα φεύγουσα μακρυά από τους ανθρώπους. Ο Θεσσαλικός λαός τώρα προς τιμήν του γάμου της Θέτιδος με τον Πηλέα ονομάζει τον τόπον αυτόν Θετίδιον, όπου είχε το σπίτι του ο υιός του Αχιλλέως, αφήνων να βασιλεύη εις τα Υάρσαλα ο Πηλεύς, διότι δεν θέλει να πάρη το σκήπτρον ενόσω ζη ο γέρων ο πατέρας του. Εγώ ως δούλη με αυτόν εις αυτό το σπίτι απέκτησα παιδί. Και μολονότι πριν με είχαν εύρη πολλά κακά, εν τούτοις πάντοτε παρηγορούμην με την ελπίδα ότι, αν σωθή το παιδί, θα εκαλλιτέρευεν η τύχη μου και θα ικανοποιούμην διά τας ατυχίας μου. Αφ' ότου όμως αυτός επήρε γυναίκα την Ερμιόνην από την Λακεδαίμονα και εγκατέλειψε εμένα την δούλην, καταδιώκομαι από αυτήν από ζηλοτυπίαν. Διότι λέγει, ότι με μυ στικά φάρμακα κατώρθωσα να μην κάνη παιδί και να την μισήσει ο σύζυγος της, και ότι θέλω να μείνω εγώ αντί εκείνης μέσα εις αυτό το σπίτι και διά της βίας να διώξω αυτήν. Αυτά εγώ, και όταν τα πρωτοήκουσα, δεν τα παρεδέχθην, και τώρα τα αρνούμαι εντελώς. Ο μέγας Ζευς το γνωρίζει βέβαια, ότι εγώ δεν έγινα εκουσίως μου σύζυγος. Αλλ' εκείνη δεν πείθεται και θέλει να με φονεύση, έχουσα συνεργόν τον πατέρα της τον Μενέλαον, ο οποίος ήλθε επίτηδες εδώ από την Σπάρτην, με αυτόν τον σκοπόν. Υοβηθείσα λοιπόν εγώ ήλθα γρήγορα εις αυτό το γειτονικόν ιερόν της Θέτιδος, μήπως με σώση από τον θάνατον. Διότι και αυτός ο Πηλεύς και οι απόγονοι του Πηλέως το σέβονται, ως ενθυμίζον τους γάμους της Νηρηίδος. Σο δε μονάκριβό μου παιδί το έστειλα κρυφά εις άλλο σπίτι, φοβουμένη μ ήπως το σκοτώσουν. Επειδή ο πατέρας του ούτε αυτό ούτε εμένα ημπορεί να βοηθήσει, διότι λείπει εις τους Δελφούς, διά να ζητήσει συγγνώμην από τον Απόλλωνα Λοξίαν διά την ανοησίαν που έκαμεν άλλοτε, όταν επήγε εις την Πυθίαν, διά να ζητήσει λόγον από τον Φοίβον διά τον πατέρα του. Τώρα λοιπόν είναι εκεί ζητών συγγνώμην διά το παλαιόν σφάλμα του και παρακαλών να έχη εις το μέλλον ευνοϊκόν τον θεόν. (Εισέρχεται η Θεράπαινα) ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Κυρία, εγώ δεν θα παύσω να σε ονομάζω έτσι, διότι και εις το σπίτι μας έτσι σε ωνό μαζα, όταν ήμεθα εις την Τροίαν. Επειδή δε και σε αγαπώ και τον άνδρα σου, όταν εζούσε, έρχομαι να σου φέρω νέα, με φόβον μεν μήπως με ακούση κανείς από τους κυρίους, αλλά και με λύπην προς σε. Διότι φαίνεται ότι τρομερά σκέπτεται εναντίον σου και εναντίον του παιδιού σου ο Μενέλαος, και πρέπει να φυλαχθής. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Ω αγαπητή δούλη και συ όπως εγώ, διότι δούλη είσαι και συ μαζί με την πρώην βασίλισσαν, τώρα δε δυστυχισμένη, τι κάνουν αυτοί, τι μηχανεύονται πάλιν θέλοντες να με σκοτώσουν την τρισαθλίαν; ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Ω δυστυχισμένη, θέλουν να σκοτώσουν το παιδί σου, το οποίον έδιωξες. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Αλίμονο! Ποίος τους επρόδωκε και πότε, ότι εγώ έστειλα μακρυά απ' εδώ το παιδί μου; Ω, εχάθηκα η δυστυχισμένη! ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Δεν ξέρω. Αυτούς είδα εγώ να το ζητούν. Και ο Μενέλαος πηγαίνει τώρα γρήγορα, διά να το εύρη έξω από το σπίτι. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Αλίμονο εχάθηκα! Και σένα, παιδί μου, θα σε σκοτώσουν οι δύο γύπες, ενώ ο πατέρας σου είναι εις τους Δελφούς. ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Μου φαίνεται ότι, αν εκείνος ήτο εδώ, δεν θα επάθαινες τίποτα κακόν. Αλλά τώρα δεν έχεις κανένα που να σ' αγαπά. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Δεν γίνεται έξω λόγος περί του Πηλέως ότι έρχεται; ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Εκείνος είναι γέρος, ώστε να σε βοηθήσει, και αν έλθη. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Έστειλα και του εμήνυσα και μάλιστα όχι μίαν φοράν μόνον. ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Σου φαίνεται ότι πραγματικώς οι απεσταλμένοι σου εφρόντισαν; ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Πώς να κάνω; θέλεις και συ να πας εκμέρους μου; ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Πώς να δικαιολογήσω ότι θα λείψω τόσον από το σπίτι; ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Πολλάς δικαιολογίας ημπορείς να εύρης· και συ είσαι γυναίκα. ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Είναι πολύς κίνδυνος, διότι η Ερμιόνη προσέχει πολύ. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Βλέπεις; Διστάζεις, ενώ τόσα υποφέρω εγώ που με αγαπάς. ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Όχι, μη με βρίζης. Πηγαίνω, έστω και αν πρόκειται να πάθω τίποτα κακόν, αφού είμαι δούλη και η ζωή μιας δούλης δεν αξίζει τίποτα. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Πήγαινε λοιπόν γρήγορα. Εγώ δε καθισμένη εδώ με θρήνους και γόους και δάκρυα θα γεμίσω τον αέρα. Διότι είναι φυσικόν εις ημάς τας γυναίκας ως απόλαυσιν να έχουμε πάντοτε εις το στόμα μας τας συμφοράς του παρόντος. Και διά να κλαίω δεν έχω μίαν αφορμήν αλλά πολλάς. Σην πατρικήν μου πόλιν, τον Έκτορα που έχασα και την σκληράν μου τύχην που μ' έκαμε δούλην ενώ δεν ήξιζα. Δεν πρέπει κανείς να μακαρίζη ένα άνθρωπον πριν ιδή πώς θα περάση την τελευταίαν ημέραν της ζωής του και πώς κατέβη εις τον άλλον κόσμον. Ο Πάρις δεν έφερε την Ελένην εις το Ίλιον ως σύζυγον αλλά ως καταστροφήν. Ένεκα αυτής, ω Τροία, με το δόρυ και με το πυρ σε κατέλαβεν ο Σαχύς Άρης των Ελλήνων με τον στόλον των χιλίων πλοίων, και ο υιός της θαλασσίας Θέτιδος τον ιδικόν μου σύζυγον τον Έκτορα έσυρε γύρω από τα τείχη, δεμένον πίσω από το άρμα του. Κ' εμένα την ιδίαν εξ αιτίας της με ήρπασαν από τα δωμάτια μου και με ωδήγησαν κάτω εις την θάλασσαν, διά να πέσω εις την φοβεράν δουλείαν. Άφθονα τα δάκρυα έτρεχαν εις το πρόσωπόν μου, όταν άφησα την πόλιν και το σπίτι μου και τον άνδρα μου κυλιόμενον εις την σκόνην. Ω δυστυχισμένη εγώ, τι ανάγκη ήτο να βλέπω ακόμη το φως ως δούλη της Ερμιόνης; Και αυτήν φοβουμένη τώρα κατέφυγα εις αυτό το άγαλμα της θεάς, το οποίον εναγκαλίζομαι ως ικέτις, όπου και λύομαι εις τα δάκρυα, τα οποία τρέχουν ως σταγόνες από πέτραν. ΧΟΡΟΣ Ω, συ, η οποία ήλθες εις το ιερόν αυτής της θεάς, εγώ, αν και γέννημα της Υθίας, έρχομαι όμως προς σε την καταγομένην από την Ασίαν, από λύπην, μήπως κατορθώσω να εύρω μίαν λύσιν των δεινών σου, αφού σε και την Ερμιόνην τρομερά έρις περιέπλεξε, διότι και αι δύο ένα άνδρα έχετε, τον υιόν του Αχιλλέως. Σκέψου καλά την δυστυχίαν εις την οποίαν ευρέθης. Συ, κόρη από την Τροίαν, αγωνίζεσαι προς δέσποιναν Λάκαιναν. Άφησε το τώρα το ιερόν της θαλασσινής θεάς, το δεχόμενον προσφοράς. Διότι ποίον θα είναι το όφελός σου, αν αναγκάζεσαι να συναγωνίζεσαι προς τους δεσπότας και επομένως να φθείρης το σώμα σου; Οι δυνατώτεροι θα επικρατήσο υν. Διατί κοπιάζεις, ενώ δεν είσαι τίποτα; Πήγαινε· άφησε τον ναόν της Νηρηίδος θεάς, σκέψου ότι είσαι ξένη δούλη, εις ξένην πόλιν, όπου δεν βλέπεις κανένα από τους φίλους σου, ω δυστυχεστάτη, ω τρισαθλία νύμφη. (Αντιστροφή β') Δυστυχεστάτη, ήλθες, εδώ ω γυναίκα της Τροίας. Αλλά φοβούμεναι τους κυρίους μας σιωπώμεν, μολονότι σε λυπούμεθα, μη μας ιδή ότι σε συμπαθούμεν η κόρη του Διός. (Η Ερμιόνη εισέρχεται επιδεικτικώς ενδεδυμένη και ομιλεί με υπεροψίαν) ΕΡΜΙΟΝΗ Σα πλούσια χρυ σά στολίσματα της κεφαλής και τους κεντημένους πέπλους, δεν έλαβα ούτε από τον Αχιλλέα ούτε από τον Πηλέα, αλλά τους είχα προίκα αφ' ότου έφθασα εδώ από το σπίτι μου, από την Λακωνικήν γην της Σπάρτης, γιατί μου τα είχε χαρίσει ο πατέρας μου ο Μενέλαος μαζί με άλλην προίκα, γι' αυτό έχω το δικαίωμα να είμαι ελευθερόστομος. Σε σας λοιπόν αυτά τα λόγια λέγω. Συ όμως, αν και είσαι δούλη και σε κατέκτησαν ως λάφυρον, θέλεις να διώξης εμένα από το σπίτι μου και να γίνεις κυρία. Και με τα φάρμακά σου έκαμες τον άνδρα μου να με μισήσει και όλη μου η γαλήνη εχάθη. Διότι είναι τρομερά η ψυχή των γυναικών της Ασίας εις το να βρίσκουν αυτά τα μέσα. Αλλ' απ' αυτά θα σε εμποδίσω εγώ και εις τίποτα δεν θα σε ωφελήσει αυτό το ιερόν της Νηρηίδος. Ούτε ο βωμός ούτε ο ναός θα σε πρ οστατεύουν, αλλά θ' αποθάνης. Εάν δε κανείς θεός ή θνητός θέλη να σε σώση, πρέπει πρώτον να παραιτήσεις τας πριν ιδέας σου και να πέσης ταπεινή εις τα πόδια μου, και να περιποιηθής το σώμα μου και να μου χύνης μέσα από χρυσά αγγεία δροσερόν νερόν του Αχελώο υ και να εννοήσεις ποίοι είναι εκείνοι κοντά εις τους οποίους ζης. Διότι αυτά εδώ δεν είναι ούτε του Έκτορος ούτε του Πριάμου, ούτε έχεις τον χρυσόν που είχες άλλοτε. Εδώ είναι πόλις Ελληνική. Εις τόσην αναίδειαν έφθασες, δυστυχισμένη, ώστε ετόλμησες να πάρ ης άνδρα εκείνον του οποίου ο πατέρας εσκότωσε τον σύζυγόν σου και έκαμες παιδιά με τον κύριόν σου. Έτσι είσθε σεις όλοι οι βάρβαροι. Ο πατέρας παίρνει σύζυγον την κόρην του και το παιδί την μητέρα, και η κόρη τον αδελφόν, οι φίλτατοι δε μεταξύ των επιβουλ εύονται ο ένας τον άλλον και αλληλοσκοτώνονται. Αυτάς τας συνηθείας έφερες και να τας κρατήσεις διά τον εαυτόν σου· μη τας μεταδώσης δε και εις ημάς. Εμείς δεν θεωρούμεν καλόν ένας άνδρας να έχη δύο γυναίκας, αλλά και οι δύο σύζυγοι να αποβλέπουν εις ένα έρ ωτα, εάν θέλουν να ζουν καλά. ΧΟΡΟΣ Ζηλότυπον είναι το φύλον των γυναικών εκφύσεως, και προ πάντων δυσμενές, όταν δύο γυναίκες έχουν ένα άνδρα. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Αλίμονο! Κακόν είναι εις τους ανθρώπους η νεότης και μάλιστα όταν δεν την διευθύνη η δικαιοσύνη. Εγώ φοβούμαι μήπως, επειδή είμαι δούλη σου, με εμποδίσει αυτό να ομιλήσω, μολονότι έχω πολλά δίκαια, εξ άλλου δε, αν κρατήσω την γλώσσαν μου, μήπως βλαφθώ επίσης διά την σιωπήν μου. Διότι οι μεγαλοφρονούντες δεν ακούουν ευχαρίστως τα λόγια των υποδεεστέρων. Αλλά δεν θ' αφήσω τον εαυτόν μου να νικηθή από αδυναμίαν. Αλλά ειπέ μου συ, ω νέα, ποία αίτια θα σε πείσουν τάχα να διεκδικήσω με σε τα δικαιώματα του νομίμου γάμου; Μήπως άρά γε η πόλις της Λακεδαίμονος είναι μικροτέρα από την πόλιν των Υρυγών, μήπως η τύ χη μου είναι ανωτέρα της δικής σου, ή μήπως τουλάχιστον είμαι ελευθέρα; Ή στηριζομένη εις την νεότητα και εις την ωραιότητά μου και εις το μέγεθος της πατρίδος μου και εις τους φίλους μου θέλω να καταλάβω αντί σού το σπίτι σου; τι τάχα, μήπως ζητώ να γεννή σω εγώ αντί σού παιδιά, τα οποία θα είναι και δούλα όπως εγώ και θ' αυξάνουν την δυστυχίαν μου; Ή άραγε, αν συ δεν γεννήσεις παιδιά, θ' ανεχθή η Υθία να βασιλεύσουν τα δικά μου; Με αγνοούν οι Έλληνες, και διά τον Έκτορα, και άγνωστος τους είμαι και ούτε γνω ρίζουν ότι ήμουν βασίλισσα των Υρυγών. Δεν είναι λοιπόν τα φάρμακα μου που κάνουν τον άνδρα σου να σε αποστρέφεται, αλλά φαίνεται ότι συ δεν γνωρίζεις να τον περιποιηθής. Διότι αυτό είναι το φίλτρον της γυναικός· όχι η καλλονή της αλλά τα προτερήματά της ευχαριστούν τους άνδρας. Συ δε, μόλις ολίγον πειραχθής, ομιλείς με υπερηφάνειαν διά την πατρίδα σου και περιφρονείς την Σκύρον. Δείχνεις συ τον πλούτον σου μέσα εις τους πτωχούς και ο Μενέλαος είναι δι' εσέ μεγαλύτερος από τον Αχιλλέα. Αυτά κάνουν τον άνδ ρα σου να σε αποστρέφεται. Πρέπει η γυναίκα, και αν πάρη άνδρα κακόν, να υπομένη και όχι να συναγωνίζεται μαζί του εις υπερηφάνειαν. Εάν ήσουν εις την σκεπασμένην με χιόνια Θράκην και είχες άνδρα βασιλέα, ο οποίος θα εμοιράζετο με πολλάς την κλίνην του, θα τας εσκότωνες όλας; Και από το αχόρταστον πάθος σου θα ύβριζες όλας τας γυναίκας; Αυτό είναι αισχρόν αν και ημείς αισθανόμεθα αυτήν την ασθένειαν περισσότερον από τους άνδρας, εν τούτοις προσπαθούμεν να την μετριάζουμε. Ω φίλτατε Έκτωρ, πώς ενθυμούμαι ότι, αν κάποτε η Κύπρις σου ενέπνεεν αδυναμίαν, εγώ την υπέφερα και πολλάκις έδωκα τον μαστόν μου εις τα νόθα παιδία σου, διά να μη σε πικράνω. Με αυτήν την συμπεριφοράν είλκυα προς εμένα τον άνδρα μου. Ενώ συ φοβείσαι μην εγγίσει έστω και μια σταλαγματιά δρόσου τον άνδρα σου. Πρόσεξε μήπως περάσης εις το πάθος προς τον άνδρα ακόμη εκείνην που σ' εγέννησε. Σα παιδιά των κακών μητέρων, αν έχουν νουν, πρέπει ν' αποφεύγουν, τα καμώματα των μητέρων των. ΧΟΡΟΣ Δέσποινα, όσον είναι δυνατόν, προσπάθησε να συμφιλιωθής μαζί της. ΕΡΜΙΟΝΗ Πώς; κάνεις την φρόνιμην με τα λόγια σου, και με κατηγορείς εμένα ως μη σώφρονα; ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Αυτό δεν φαίνεται τουλάχιστον από τα λόγια που είπες. ΕΡΜΙΟΝΗ Η σκέψις σου ας μη γίνει ιδική μου σκέψις. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Είσαι νέα και όμως ομιλείς περί αισχρών. ΕΡΜΙΟΝΗ Συ δεν τα λέγεις, αλλά όσον ημπορείς τα κάνεις. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Δεν ημπορείς να υποφέρης με σιωπήν όσα σου εμπνέει ο έρως σου; ΕΡΜΙΟΝΗ Μήπως αυτά δεν είναι πάντοτε η πρώτη σκέψις της γυναικός; ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Όταν τα μεταχειρίζεται, καλά. Ειδεμή είναι αισχρά. ΕΡΜΙΟΝΗ Εις την πόλιν που κατοικούμεν δεν έχομεν τους νόμους των βαρβάρων. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Κ' εκεί θεωρούνται κακά όσα κακά είναι κ' εδώ. ΕΡΜΙΟΝΗ Σοφή είσαι, σοφή. Αλλ' όμως πρέπει ν' αποθάνης. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Βλέπεις πώς σε κυττάζει το άγαλμα της Θέτιδος; ΕΡΜΙΟΝΗ Μισεί η θεά την πατρίδα σου εξ αιτίας του φόνου του Αχιλλέως. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Η Ελένη ήτο η αιτία του φόνου του, η μητέρα σου, όχι εγώ. ΕΡΜΙΟΝΗ Θα σπρώξης ακόμη περισσότερον τας ύβρεις σου εναντίον μου; ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Ιδού, σιωπώ και ράβω το στόμα μου. ΕΡΜΙΟΝΗ Απάντησε εις εκείνο διά το οποίον ήλθα. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Σου απαντώ ότι δεν έχεις νουν όσον πρέπει. ΕΡΜΙΟΝΗ θα φύγης από αυτό το αγνόν τέμενος της θαλασσίας θεάς; ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Νεκρά βεβαίως. Εάν όμως δεν αποθάνω, δεν θα το αφήσω ποτέ. ΕΡΜΙΟΝΗ Αυτό είναι πλέον αποφ ασισμένον και δεν θα περιμείνω την επιστροφήν του συζύγου μου. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Ούτε εγώ όμως έως τότε θα παραδοθώ εις σε. ΕΡΜΙΟΝΗ θα βάλω φωτιά και θα σ' αναγκάσω χωρίς να ανησυχήσω προς χάριν σου. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Άναψε λοιπόν την φωτιά· οι θεοί θα τα ιδούν αυτά. ΕΡΜΙΟΝΗ Και εις το σώμα σου θα προξενήσω τους πόνους που φέρνουν τα τρομερά τραύματα. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Σφάξε με, χύσε το αίμα μου εις τον βωμόν της θεάς. Εκείνη θα σε τιμωρήσει. ΕΡΜΙΟΝΗ Ω γέννημα βάρβαρον και ω σκληρόν θράσος, περιφρονείς τον θάνατον; Αλλά εγώ έχω το μέσον να σε κάνω ν' αφήσεις με την θέλησίν σου το μέρος αυτό. Έχω τον τρόπον να σε πείσω. Αλλ' ας κρατήσω τα λόγια μου, να γίνουν γρήγορα πράγμα. Κάθησαι καλά εδώ· αλλά και αν με μολύβι είσαι κολλημένη εις το έδαφος, πάλιν εγώ θα σε εκτοπίσω, πριν να έλθη ο υιός του Αχιλλέως, εις τον οποίον έχεις τόσην πεποίθησιν. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Έχω πεποίθησιν. Παράξενον! Κατά των ερπετών και των θηρίων οι θεοί έδωκαν εις τους ανθρώπους φάρμακα. Κανείς όμως δεν ευρήκε ποτέ φάρμακον εναντίον της κακής γυναικός, η οποία και από την έχιδναν και από την φωτιάν είναι τρομερωτέρα. Σόσον κακόν είμεθα ημείς διά τους ανθρώπους. ΧΟΡΟΣ Βεβαίως μεγάλων κακών υπήρξεν αιτία ο υιός του Διός και της Μαίας, όταν ήλθεν εις το δάσος της Ίδης οδηγών το λαμπρόν άρμα των τριών θεών, ωπλισμένον διά την ολεθρίαν έριδα της καλλονής προς ένα νεαρόν ποιμένα, ο οποίος εκάθητο μόνος του εις τας ερήμους επαύλεις και τους σταθμούς. Όταν ήλθαν αι θεαί εις το πυκνόν δάσος, πρώτον έλουσαν τα ωραία σώματα εις το ρεύμα των ορεινών πηγών και έπειτα επήγαν εις τον υιόν του Πριάμου, απευθύνουσαι η μία προς την άλλην λόγια προσβλητικά. Αλλά η Κύπρις ενίκησε με τα δόλια λόγια της τα οποία τέρπουν, υπήρξαν όμως πικρά διά την δυστυχισμένην πόλιν της Τροίας. Είθε να έρριχνεν οπίσω της το κακόν εκείνη που εγέννησεν άλλοτε τον Πάριν πριν κατοικήσει τας υπωρείας της Ίδης, όταν εφώναζεν η Κασσάνδρα, καθισμένη κοντά εις την προφητικήν δάφνην, ότι έπρεπε να φονευθή, διότι έμελλε να γεννήσει την δυστυχίαν της μεγάλης πόλεως του Πριάμου. Προς ποίον δεν ήλθε; Ποίον από τους δημογέροντας δεν παρεκάλεσε να φονεύση το βρέφος; Εάν την ήκουαν, ούτε αι άλλαι γυναίκες της Τροίας θα εγίνοντο δούλαι, ούτε συ ως δούλη θα ήσουν πλησίον εις τους τυράννους. Και η από όλην την Ελλάδα εκστρατεύσασα νεολαία δεν θα ηγωνίζετο δέκα χρόνια έξω από τα τείχη της Τροίας, ούτε τόσαι σύζυγοι θα έμεναν έρημοι, ούτε τόσοι γέροντες ορφανοί από παιδιά. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Έρχομαι, αφού ανεκάλυψα το παιδί σου, το οποίον κρυφά από την θυγατέρα μου έστειλες εις άλλο σπίτι. Επίστευες ότι εσέ μεν θα σώση αυτή η θεά, το παιδί σου δε εκείνοι που το έκρυψαν. Αλλ' απεδείχθης ολιγώτερον έξυπνη από τον Μενέλαον. Αν δεν φύγης από αυτόν τον τόπον, θα φονεύσουμε αυτό αντί σου. Σκέψου λοιπόν αυτό, ποίον εκτων δύο θέλεις, ν' αποθάνης συ, ή να χαθή αυτό, εξ αιτίας σου, δι' όσα έκαμες συ εναντίον της κόρης μου. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Ω φήμη, φήμη, μυρίους θανάτους, οι όποιοι δεν αξίζουν τίποτα, έκαμες να φαίνωνται μεγάλοι. Εγώ θεωρώ ευτυχείς εκείνους, των οποίων η φήμη στηρίζεται εις την αλήθειαν. Εκε ίνους όμως, οι οποίοι στηρίζονται εις το ψεύδος, δεν θεωρώ ότι έχουν άλλην αξίαν παρά μόνον ότι οφείλουν την φήμην των εις την τύχην. Συ λοιπόν είσαι, που αρχηγός των εκλεκτών Ελλήνων αφήρεσες άλλοτε την Τροίαν από τον Πρίαμον, μολονότι είσαι τόσον άνανδρος; Συ, ο οποίος πεισθείς εις τα λόγια της κόρης σου, που είναι παιδί ακόμη, τόσον υπερηφανεύεσαι και καταδέχεσαι να πολεμής μίαν δυστυχισμένην δούλην γυναίκα; Δεν σ' ευρίσκω ούτε σε άξιον της Τροίας ούτε την Τροίαν άξιάν σου. Όσοι λοιπόν φαίνονται λαμπροί, είναι μόνον απ' έξω, από μέσα όμως είναι ίσοι με τους κοινούς ανθρώπους και μόνον κατά τα πλούτη διαφέρουν, διότι αυτά τους δίδουν δύναμιν. Μενέλαε, ας τελειώσουμε αυτήν την ομιλίαν. Εάν χαθώ διά την κόρην σου, πώς εκείνη θ' αποφύγη την τιμωρίαν διά το αί μα που θα χυθή; Και συ ακόμη εις τα μάτια των πολλών θα είσαι συνεργός αυτού του φόνου, διά το μέρος που έλαβες εις αυτόν. Αν εγώ σωθώ από τον θάνατον, φονεύσης δε το παιδί μου, πώς θ' ανεχθή εύκολα τον θάνατον του ο πατέρας του; Αυτόν δεν τον εθεώρησεν άν ανδρον η Τροία, όπως σε. Εκείνος, θα κάνη ό,τι πρέπει και θα φανή ότι κάνει άξια του Πηλέως και του πατρός του Αχιλλέως. Θα διώξη λοιπόν την κόρην σου από το σπίτι, όταν δε συ θέλησης να την δώσης εις άλλον άνδρα, τι θα του είπης; ότι τάχα τον άφησε, φρόν ιμη αυτή, και έφυγε, επειδή ήτο κακός σύζυγος; Αλλά αυτό θα είναι ψεύδος. Ή θα την κρατήσεις εις το σπίτι σου να γηράση ανύπανδρος; Ω, δυστυχισμένε, δεν βλέπεις πόση κακή θα είναι η συνέπεια! Πόσα δεν θα επροτιμούσες να πάθη η κόρη σου από αντιζήλους παρά ό σα εγώ σου λέγω; Δεν πρέπει διά μικρά πράγματα να προκαλή κανείς μεγάλας δυστυχίας, ουδέ αν αι γυναίκες είμεθα όντα τόσον κακά, οι άνδρες να εξομοιούνται με ημάς κατά την φύσιν. Εγώ, αν μετεχειρίσθην φάρμακα, διά να κάνω στείραν την θυγατέρα σου, όπως αυτή λέγει, με την θέλησίν μου και όχι διά της βίας, θ' αφήσω τον βωμόν αυτόν και θα υποβληθώ εις την κρίσιν του γαμβρού σου. Διότι και αυτόν δεν βλάπτω ολιγώτερον, αν τον καταδικάζω να μείνη χωρίς παιδιά. Εγώ αυτά έχω να είπω διά τον εαυτόν μου. Όσον αφορά εσέ, ένα μόνον παρατηρώ. Ότι διά γυναικείαν έριδα κατέστρεψες και την δυστυχισμένην πόλιν της Τροίας. ΧΟΡΟΣ Ομίλησες προς άνδρας με περισσοτέραν τόλμη από όση αρμόζει εις γυναίκας και ελησμόνησες την φρόνησιν. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Αυτή είναι νίκη μικρή και όχι άξια της βασιλείας μου και, όπως λέγεις, της Ελλάδος. Μάθε όμως ότι εκείνο που χρειάζεται κανείς, του είναι μεγαλύτερον από την άλωσιν της Τροίας. Εγώ θα βοηθήσω την κόρην μου, διότι είναι μεγάλη προσβολή να διωχθή από την συζ υγικήν κλίνην. Όλα τα άλλα, τα οποία ημπορεί να πάθη μία γυναίκα είναι ολιγώτερα· το να χάνη όμως τον άνδρα της είναι ως να χάνη την ζωήν της. Ο σύζυγος της κόρης μου έχει το δικαίωμα να διατάσση τους δούλους μου, όπως η κόρη μου και εγώ να διατάσσουμε τους ιδικούς του. Διότι μεταξύ φίλων, οι οποίοι είναι πραγματικοί φίλοι, δεν υπάρχει τίποτα ιδιαίτερον, αλλά όλα είναι κοινά. Αν λοιπόν, όταν λείπη εκείνος, δεν φροντίσω εγώ διά τα συμφέροντά του, είμαι άνθρωπος φαύλος και όχι φρόνιμος. Αλλά άφησε πλέον τον ναόν αυτής της θεάς, διότι, αν αποθάνης συ, αυτό το παιδί σώζεται από τον θάνατον. Αν όμως συ δεν θέλης ν' αποθάνης, θα φονεύσω αυτό. Ένας από τους δύο σας είναι ανάγκη να αφήσει την ζωήν. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Αλίμονο, ποίαν πικράν εκλογήν ζωής μου προτείνεις! Και αν εκλέξω θα είμαι αθλία και αν δεν εκλέξω γίνομαι δυστυχής. Ω συ, που χάριν μικράς αιτίας, μεγάλα κάνεις, άκουσε με. Διά ποίαν αιτίαν ζητείς τον θάνατον μου; Ποίαν πόλιν επρόδωσα, ποίον από τα παιδιά σου εσκότωσα, πού έβαλα πυρκαϊάν; Διά της βίας εκοιμήθην με τον κύριόν μου και φονεύεις εμένα αντί εκείνου ο οποίος είναι η αιτία; Αφήνεις την αρχήν και φέρεσαι εναντίον του αποτελέσματος; Ω, τι δυστυχία είναι αυτή! Δυστυχισμένη μου πατρίς, πόσα υποφέρω! Σί ανάγκη ήτο να γεννήσω, διά να προσθέσω και άλλο βάρος δ ιπλούν εις τα βάρη μου; Ποία ευχαρίστησις υπάρχει εις την ζωήν μου, και τι, ποίας δυστυχίας να κυττάξω, τας περασμένας ή τας παρούσας; Μήπως δεν είδα την σφαγήν του Έκτορος δεμένου εις το άρμα, και το Ίλιον οικτρώς πυρπολούμενον, εγώ δε η ιδία δεν εισήλθα ως δούλη εις τα πλοία των Αργείων, συρομένη από τα μαλλιά; Όταν έφθασα εις την Υθίαν, μου εδόθη σύζυγος ο φονεύς του Έκτορος. Διατί όμως να κλαίω δι' αυτάς τας παλαιάς δυστυχίας και δεν συλλογίζομαι τα κακά που έχω εμπρός μου; Ένα παιδί μου έμενε, φως της ζωής μου, και αυτό θα μου το σκοτώσουν τώρα, διότι το θέλουν. Αλλά όχι, δεν θα γίνει αυτό διά να σώσω εγώ την αθλίαν μου ζωήν, διότι το να σωθή αυτό, είναι η μόνη μου ελπίς, εις εμένα δε θα είναι αίσχος να μη χαθώ προς χάριν του παιδιού μου. Ιδού λοιπόν αφήνω τον βωμόν και παραδίδομαι εις τα χέρια σας. Σφάξατέ με, φονεύσατέ με, δέσατέ με, κρεμάσατέ με από τον λαιμόν. Ω, παιδί μου, εγώ η μητέρα σου καταβαίνω εις τον Άδην, διά να μη πεθάνης συ! Αν δε σωθής από τον θάνατον, ενθημήσου την μητέρα σου, πόσα υπέφερε κ' εχάθη. Και, όταν σε φιλή ο πατέρας σου, αγκάλιασέ τον και με δάκρυα ειπέ του τι έκαμα. Όλων των ανθρώπων η ζωή των είναι τα παιδιά των. Εκείνος που θα με κατηγορήσει, διότι είναι άπειρος από παιδιά, βεβαίως ολιγώτερον πονεί, και δυστυχών είναι πάλιν ευτυ χής. ΧΟΡΟΣ Σα λόγια της μας συνεκίνησαν· διότι τα δυστυχήματα των ανθρώπων, και ξένοι αν είναι, μας προξενούν λύπην, Συ, Μενέλαε, έπρεπε να συμφιλιώσης αυτήν με την κόρην σου, διά ν' απαλλαχθή και αυτή από τα δυστυχήματα της. ΜΕΝΕΛΑΟΣ (προς τους ακολούθους του) Δούλοι, πάρετέ μου την αυτήν και δέσατε της τα χέρια. Διότι δεν πρόκειται ν' ακούση ευχάριστα λόγια. Εγώ, διά ν' αφήσεις τον άγιον βωμόν της θεάς, σε ηπείλησα με τον θάνατον αυτού του παιδιού και σε ηνάγκασα να έλθης εις τα χέρια μου, διά να σε σκοτώσ ω. Και αυτά μεν μάθε ότι είναι αποφασισμένα δι' εσέ. Ότι όμως αφορά εις αυτό το παιδί θα το αποφασίσει η κόρη μου, αν θέλη να το σκοτώση, ή όχι. Πήγαινε τώρα εις τανάκτορα, διά να μάθης, δούλη εσύ, να υβρίζης τους ελευθέρους. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Αλίμονο, με ηπάτησ ες, με δόλον μ' έπεισες! ΜΕΝΕΛΑΟΣ Δεν το αρνούμαι, το διακηρύττω φανερά εις όλους. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Αυτή είναι η σοφία που θαυμάζουν εις τον Ευρώταν; ΜΕΝΕΛΑΟΣ Και εις την Τροίαν επίσης εκδικούνται εκείνους που υβρίζουν. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Σα δε θεία δεν τα νομίζεις θεία, και δεν σου φαίνεται ότι θα δώσης λόγον; ΜΕΝΕΛΑΟΣ Όταν έλθη ο καιρός, θα τα υποστώ. Αλλά εσέ θα σε φονεύσω. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Και αυτό το παιδί θα το αποσπάσης από την τα αγκάλην της μητέρας του; ΜΕΝΕΛΑΟΣ Βεβαίως όχι· αν θέλη όμως η κόρη μου, θα της το δώσω να το φονεύση. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Αλίμονο! Πώς να σε κλάψω, παιδί μου! ΜΕΝΕΛΑΟΣ Βεβαίως και αυτό δεν ημπορεί να έχη πολλάς ελπίδας. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Ω μισητότεροι όλων των ανθρώπων, κάτοικοι της Σπάρτης, δόλιοι εις τας σκέψεις σας, βασιλείς του ψεύδους, μηχανορράφοι των κακών, που δεν σκέπτεσθε τίποτα ίσιον και τίμιον αλλά περίπλοκα μόνον, αδικία είναι να ευτυχήτε εις την Ελλάδα. Ποίον έγκλημα σάς είναι άγνωστον; Δεν είναι πυκνοί οι φόνοι σας; Δεν είσθε αισχροκερδείς; Δεν συλλαμβάνεσθε διαρκώς ότι άλλα λέγετε με την γλώσσ αν και άλλα σκέπτεσθε; Δυστυχία εις σας! Δι' εμένα ο θάνατος δεν είναι τόσον τρομερός, όσον νομίζεις. Διότι εγώ εχάθηκα από την ημέραν που κατελήφθη η Τροία και εφονεύθη ο γενναίος σύζυγός μου, ο οποίος πολλάκις σ' έκαμε να τρέχης από την ξηράν, όπου ήσουν ε ις τα πλοία ναύτης. Τώρα φαίνεσαι γενναίος μαχητής εναντίον μιας γυναικός και με φονεύεις. Κτύπησέ με, διότι ποτέ δεν θα κολακεύσω σε και την κόρην σου. Αν συ ήσουν μεγάλος εις την Σπάρτην, κ' εγώ όμως ήμουν εις την Τροίαν. Αν δε εγώ δυστυχώ τώρα, μην υπερ ηφανεύεσαι και σε θα εύρη με την σειράν σου η δυστυχία. (Απάγεται από τους δούλους. Ο Μενέλαος εξέρχεται με τους ακολούθους). ΧΟΡΟΣ Ποτέ δεν θα επαινέσω εκείνον τον άνθρωπον, ο οποίος έχει δύο γυναίκας και παιδιά από δύο μητέρας, διότι αυτό φέρει διενέξεις εις την οικογένειαν και πικράν λύπην. Είθε ο ιδικός μου σύζυγος ν' αρκήται εις εμένα μίαν γυναίκα και να μη φέρη αντίζηλον εις το νυμφικόν μας κρεββάτι. Και η πόλις δύο άρχοντας δεν υποφέρει ευκολώτερα από τον ένα, διότι επάνω εις το ένα βάρος προστίθεται άλλο, και γίνεται αφορμή να στασιάζουν οι πολίται. Ακόμη και εις τους ποιητάς αι Μούσαι αγαπούν να γεννούν διχονοίας, όταν δύο με επι μέλειαν συνθέτουν τον ίδιον ύμνον. Όταν δε γοργαί πνοαί άνεμου σπρώχνουν τα πλοία, δύο γνώμαι των πηδαλιούχων και πυκνόν πλήθος σοφών δεν αξίζουν όσον ένας άνθρωπος, ολιγώτερον ειδήμων αλλ' απόλυτος κύριος. Έτσι η εξουσία και εις τας οικογενείας και εις τας πόλεις είναι αναγκαία, όταν θέλη κανείς να μην αφήσει να του φύγη μία ευκαιρία. Σο αποδεικνύει η Λάκαινα, η κόρη του στρατηλάτου Μενελάου, η οποία έφερε την φωτιάν εις μίαν οικογένειαν, γίνεται δε αιτία να φονευθή τώρα η δυστυχισμένη κόρη της Τροίας μαζί με το παιδί της. Άθεοι, άνομοι, εναντίον της φύσεως είναι ο φθόνος. Συ δε, ω δέσποινα, θα μετανοήσεις κάποτε δι' όσα κάνεις τώρα. Αλλά βλέπω να προχωρά προς τανάκτορα το ζεύγος το οποίον είναι τόσον στενά συνδεδεμένον με μίαν απόλαυσιν θανατικών. Ω δυστυχ ισμένη γυναίκα και συ άμοιρο παιδί, που πεθαίνεις, διά να πληρώσης τον γάμον της μητέρας σου, ενώ είσαι αθώον συ και τίποτα κακόν δεν έκαμες εις τους βασιλείς! ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Ιδού εγώ με αρματωμένα τα χέρια από τους βρόχους κατεβαίνω εις τον κάτω κόσμον. ΜΟΛΟΣΤΟΣ Αα, μητέρα μου, μητέρα μου, κ' εγώ κατεβαίνω μαζί σου κάτω από τα φτερά σου. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Θύμα της σφαγής. Ω, βασιλείς της Υθίας! ΜΟΛΟΣΤΟΣ Ω, πατέρα, έλα να μας βοηθήσεις! ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Ω, αγαπημένο μου παιδί, θα κοιμη θής μέσα εις την γην εις το στήθος της δυστυχισμένης μητέρας σου νεκρόν και συ κάτω από το χώμα κοντά εις την νεκράν! ΜΟΛΟΣΤΟΣ Ω, αλίμονο, τι θα μου κάνουν κ' εμένα και εις εσένα, μητέρα! ΜΕΝΕΛΑΟΣ Πηγαίνετε εις τον Άδην, διότι ήλθατε από εχθρικήν πόλιν. Πεθαίνετε και οι δύο από διπλήν απόλαυσιν. Συ μεν φονεύεσαι με την ιδικήν μου απόφασιν, το δε παιδί αυτό κατ' απόφασιν της Ερμιόνης. Μεγάλη αφροσύνη είναι ο εχθρός να φείδεται του εχθρού του, όταν ημπορή να τον φονεύση και ν' απαλλάξη από αυτόν την οικίαν. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Ω, σύζυγε μου, υιέ του Πριάμου, διατί να μην έχω το χέρι σου και το δόρυ σου να με βοηθήσουν! ΜΟΛΟΣΤΟΣ Ω, αλίμονο, με τι μαγικόν τραγούδι να σωθώ από τον θάνατον! ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Πέσε εις τα πόδια του δεσπότου σου, παιδί μου, και παρακάλεσέ τον. ΜΟΛΟΣΤΟΣ Ω, αγαπητέ μου, μη με παραδώσης εις τον θάνατον! ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Αναλύομαι εις δάκρυα, αι κόραι μου στάζουν διαρκώς όπως η πηγή, η οποία τρέχει από βράχον ανήλιον. ΜΟΛΟΣΤΟΣ Ω, αλίμονόν μου, πώς να σωθώ από αυτήν την δυστυχίαν! ΜΕΝΕΛΑΟΣ Τι πέφτεις εις τα πόδια μου και με παρακαλείς, όπως το κύμα εις τον βράχον της θαλάσσης; Εγώ είμαι ο προστάτης της ιδικής μου οικογενείας, δι' εσέ όμως δεν αισθάνομαι καμίαν αγάπην, διότι πολύ από την ζωήν μου κατηνάλωσα, διά να γίνω κύριος της Τροίας και της μητέρας σου. Αφού έχεις την απόλαυσιν να είσαι παιδί της, θα κατέβης μαζί της εις τον Άδην. ΧΟΡΟΣ Ιδού ότι έρχεται προς τα εδώ ο γέρων Πηλεύς σπεύδων με το γεροντικόν του βήμα. ΠΗΛΕΥΣ Σας ερωτώ, ω γυναίκες, καθώς και αυτόν, ο οποίος είναι έτοιμος διά σφαγήν τι συμβαίνει, και διατί; Ποία η αιτία της ταραχής εις τα ανάκτορα; Τι σημαίνει αυτή η εκτέλεσις χωρίς δίκην; Στάσου, Μενέλαε. Μη σπεύδης να εκτελέσης χωρίς δίκην. (Προς τον δούλον). Συ, οδήγησε με γρηγορώτερα. Διότι μου φαίνεται ότι δεν επιτρέπεται αργοπορία, αλλά τώρα παρά ποτέ άλλοτε θα ηυχόμην να είχα νεανικήν δύναμιν. Και πρώτον μεν προς αυτούς ας διευθύνουμε ευνοϊκόν άνεμον, όπως εκείνον που φουσκώνει τα πανιά των πλοίων. Ειπέ μου συ, ποία δίκη απεφάσισε να σου δέσουν τα χέρια και να σε οδηγήσουν εδώ με το παιδί σου; Υέρεσαι προς το θάνατον ως προβατίνα με το αρνί της, ενώ εγώ δεν είμαι παρών ούτε ο σύζυγος σου. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Καθώς βλέπεις, ω γέρον, αυτοί με οδηγούν να αποθάνω μαζί με το παιδί μου. Τι κάθομαι όμως κα ι σου λέγω, ενώ τα γνωρίζεις; Εγώ δεν σου έστειλα ένα αλλά πολλούς αγγελιοφόρους, από την ανυπομονησίαν μου. Βεβαίως θα ήκουσες την διχόνοιαν, η οποία εγεννήθη εις την οικογένειαν ένεκα της κόρης αυτού, και διά την οποίαν εγώ πεθαίνω τώρα. Και τώρα με απέσ πασαν από τον βωμόν της Θέτιδος, η οποία σου εγέννησε τον ευγενή σου υιόν και την οποίαν τόσον σέβεσαι, συ, χωρίς να με δικάσουν εις δίκην ουδέ να περιμένουν να επιστρέψουν οι ιδικοί μου, και επειδή γνωρίζουν την ερημίαν μου και αυτού τού παιδιού, το οποίον δεν πταίει εις τίποτα, πηγαίνουν να το φονεύσουν μαζί με εμένα την δυστυχισμένην. Σε εξορκίζω, ω γέρον, και σε ικετεύω πεσμένη εις τα πόδια σου, διότι δεν μου επιτρέπεται με το χέρι μου να εγγίσω το αγαπημένον σου πρόσωπον, σώσε μας, διά το όνομα των θεών. Άλλως θα αποθάνουμε και αυτό θα είναι δυστυχία μεν δι' ημάς, αίσχος δε διά σας. ΠΗΛΕΥΣ Σας διατάσσω να λύσετε τα δεσμά, πριν κανείς σας μετανοήσει, και ν' αφήσετε ελεύθερα τα χέρια της. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Σο απαγορεύω όμως εγώ, ο οποίος εδώ δεν είμαι κατώτερός σου, και έχω περισσότερα δικαιώματα από σε εις αυτήν την γυναίκα. ΠΗΛΕΥΣ Πώς; ήλθες εδώ να γίνεις κύριος του οίκου μου; Δεν σε φθάνει ότι είσαι κύριος της Σπάρτης; ΜΕΝΕΛΑΟΣ Εγώ την έλαβα αιχμάλωτον εις την Τροίαν. ΠΗΛΕΥΣ Ο υιός του υιού μου όμως την επήρε βραβείον της νίκης. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Δεν είναι ιδικόν μου ό,τι ανήκει εις αυτόν, όπως ιδικόν του ό,τι ανήκει εις εμένα; ΠΗΛΕΥΣ Βεβαίως, αλλά όταν πρόκειται να το μεταχειρισθής καλά. Όχι όμως όταν πρόκειται και να κακομεταχειρισθής και να φονεύσης διά της βίας. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Δεν θα την αποσπάσης ποτέ αυτήν από τα χέρια μου. ΠΗΛΕΥΣ Με αυτό το σκήπτρον θα σου ματώσω το κεφάλι. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Άγγιξε με και έλα πλησίον διά να μάθης... ΠΗΛΕΥΣ Ω χειρότερε από τους κακούς, σου επιτρέπεται να ομιλής μεταξύ των ανδρών, και να υπολογίζεσαι μεταξύ αυτών συ, του οποίου την γυναίκα ετόλμησε να κλέψη ένας από την Υρυγίαν; Συ, ο οποίος άφησες οπίσω σου τανάκτορα αφύλακτα και χωρίς φρουράν ως να είχες γυναίκα φρόνιμην, ενώ είχες την χειροτέραν όλων των γυναικών; Και αν ήθελε δε, πώς θα έμενε φρόνιμη Σπαρτιάτις κόρη; Δεν γνωρίζομεν ότι αφήνουσαι την πατρικήν οικίαν πηγαίνουν με τους νέους εις τας παλαίστρας και εις τον δρόμον, με γυμνούς τους μηρούς και κοντά τα φορέματα; Ποίοι άνθρωποι φρόνιμοι θα το ηνείχοντο αυτό; Και έπειτα πρέπει να θαυμάζη κανείς δι ατί δεν είναι αι γυναίκες σας σεμναί; Δι' αυτά πρέπει να ερωτήσεις την Ελένην, η οποία αφήσασα το σπίτι του συζύγου της έφυγε με ένα νέον άνδρα, εις ξένην γην. Και έπειτα προς χάριν εκείνης εσύ, συναθροίσας τόσον στρατόν των Ελλήνων, τον ωδήγησες εις το Ίλι ον. Ενώ έπρεπεν, αφ'ού την εγνώριζες καλά, όχι μόνον να μη ζητήσεις να την πάρης οπίσω, αλλά να την αφήσεις να μένη εκεί και να την πληρώνης, διά να μη επιστρέψη ποτέ εις το σπίτι σου. Αλλ' αυτό δεν ήλθεν εις τον νουν σου. Αλλά πολλάς ψυχάς γενναίας έστειλες εις τον Άδην και άφησες γραίας χωρίς παιδιά, και από γέροντας πατέρας αφήρεσες τα γενναία παιδιά. Μεταξύ αυτών είμαι κ' εγώ ο δυστυχής, σε βλέπω δε τώρα δεσπότην μολυσμένον από τον φόνον του Αχιλλέως. Συ μόνος ήλθες από την Τροίαν χωρίς καν να πληγωθής, και έφερες οπίσω τα μεγαλοπρεπή όπλα σου μέσα εις χρυσάς θήκας, όμοια όπως ήσαν όταν τα επήγες. Εγώ επανειλημμένως το είπα εις τον Αχιλλέα, μήτε με σε να συγγενεύση μήτε να δεχθή εις το σπίτι του την κόρην μιας κακής γυναικός, διότι αι θυγατέρες επαναλαμβάν ουν τα αίσχη των μητέρων. Και σεις όλοι όσοι πρόκειται να νυμφευθήτε, προσέξετε η σύζυγος που θα πάρετε να είναι κόρη καλής μητέρας. Μήπως εις όλα αυτά δεν προσέθεσες και αυτό το έγκλημα, συστήσας εις τον αδελφόν σου να θυσιάση την κόρην του; Σόσον εφοβήθης μήπως δεν πάρης οπίσω την κακήν εκείνην γυναίκα; Όταν δε κατέλαβες την Τροίαν, διότι πρέπει να έλθω και εις αυτά τα άθλα σου, δεν εσκότωσες την γυναίκα αυτήν, όταν ήλθεν εις τα χέρια σου. Αλλά μόλις σου έδειξε το στήθος της έρριψες το ξίφος, και εδέχθης να σε φιλήσει εκείνη που σ' επρόδωκε· τόσον σου ήτον αδύνατον ναντισταθής εις την Αφροδίτην, ω ανανδρότατε συ. Και έπειτα έρχεσαι εις το σπίτι των παιδιών μου και κάνεις τον κύριον, ενώ ο υιός μου λείπει, και φονεύεις ατίμως μίαν δυστυχισμένης γυναίκα, και ένα παιδί, το οποίον, και τρεις φορές νόθον αν ήτο, θα κάνη και σε και την κόρην σου να κλάψετε. Διότι, όπως πολλάκις η λεπτή γη νικά εις την καλλιέργειαν την βαθείαν, έτσι και πολλοί νόθοι είναι καλλίτεροι των γνησίων. Πάρε τώρα την κόρην σου και πήγαινε· είναι καλλίτερον εις τους ανθρώπους να έχουν πτωχόν αλλά τίμιον γαμβρόν και φίλον παρά πλούσιον και κακόν. Συ δεν αξίζεις τίποτα. ΧΟΡΟΣ Από μικράν αφορμήν μεγάλην φιλονεικίαν γεννά η γλώσσα των ανθρώπων. Διά τούτο και οι φρόνιμοι άνθρωποι προσέχουν να μην έλθουν εις φιλονεικίαν με τους φίλους των. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Τι να ειπή κανείς διά τους γέροντας, οι οποίοι φημίζονται ως σοφοί και δι' εκείνους όπου μεταξύ των Ελλήνων θεωρούνται ότι έχουν κρίσιν, αφού συ ο Πηλεύς, υιός ενδόξου πατρός, συγγενεύσας μαζί μου, λέ γεις λόγια ατιμωτικά και δι' εσέ και υβριστικά δι' ημάς; Και αυτά χάριν μιας γυναικός βαρβάρου, την οποίαν έπρεπε να την διώξης πέραν του Νείλου και πέραν του Υάσιος, διά παντός, αφ' ου είναι από την Ασίαν, όπου τόσοι Έλληνες έπεσαν νεκροί, και είναι συνέν οχος εις τον φόνον του υιού σου; Διότι ο Πάρις, ο οποίος εσκότωσε τον Αχιλλέα, ήτο αδελφός του Έκτορος, αυτή δε είναι σύζυγος του Έκτορος. Και όμως συ κατοικείς μαζί της, κάτω από την ιδίαν στέγην, και την ανέχεσαι να τρώγη εις το ίδιον μ' εσέ τραπέζι, και την αφήνεις να γεννά εις το σπίτι σου παιδιά, τα οποία είναι εχθροί; Και τώρα που εγώ, φροντίζων και δι' εσέ και δι' εμένα, θέλω να την σκοτώσω, την αφαιρείς μέσα από τα χέρια μου; Ας το σκεφθώμεν όμως μαζί, διότι δεν είναι εντροπή να γίνεται λόγος περί αυ τού, αν η ιδική μου κόρη δεν γεννήσει παιδιά, γεννηθούν όμως απ' αυτήν, θα ταφήσεις να γίνουν βασιλείς αυτού του τόπου, της Υθιώτιδος; Και ενώ αυτά θα κατάγωνται από βαρβάρους θα βασιλεύσουν επί των Ελλήνων; Και έπειτα εγώ παραλογίζομαι σκεπτόμενος άδικα, ενώ συ είσαι φρόνιμος; Σκέψου και τούτο· αν έδιδες την κόρη σου γυναίκα εις ένα πολίτην κ' επάθαινε ό,τι έπαθε η ιδική μου, θα το υπέφερες σιωπών; Εν τούτοις χάριν μιας ξένης υβρίζεις τους συγγενείς και τους φίλους. Ίσα όμως είναι τα δικαιώματα του ανδρός και της γυναικός, και όταν αυτή υβρίζεται από τον άνδρα της και όταν εκείνος έχη γυναίκα άπιστον. Και εκείνος μεν έχει ο ίδιος την δύναμιν εις τα χέρια του, εκείνη όμως από τους γονείς και τους φίλους περιμένει βοήθειαν. Δεν κάνω λοιπόν τίποτα άδικον αν βο ηθώ τους ιδικούς μου. Είσαι γέρων, γέρων. Όταν δε ομιλής διά την στρατηγίαν, με ωφελείς περισσότερον παρά αν εσιωπούσες. Η Ελένη δεν έσφαλε με την θέλησίν της, αλλά διότι το ήθελαν οι θεοί. Και αυτό το σφάλμα της πολύ ωφέλησε την Ελλάδα, διότι οι Έλληνες, άπειροι εις τα όπλα και εις τον πόλεμον, απέκτησαν ανδρείαν, η δε πείρα είναι όλων των ανθρώπων διδάσκαλος. Αν δε εγώ, όταν είδα την γυναίκα μου, εκρατήθην και δεν την εσκότωσα, έκαμα φρόνιμα. Ήθελα και συ να μην είχες φονεύση τον Υώκον, τον αδελφόν σου. Α υτά τα είπα προς χάριν σου και όχι από οργήν. Εάν συ, παραφέρεσαι, αυτό οφείλεται εις το ότι συ έχεις μεγαλυτέραν την γλώσσαν, εγώ όμως θεωρώ κέρδος μου την φρόνησιν. ΧΟΡΟΣ Παύσατε πλέον αυτά τα ανωφελή λόγια, διά να μη συμβή τίποτα δυσάρεστον και εις τους δύο. ΠΗΛΕΥΣ Ω, πόσον κακή συνήθεια επικρατεί εις την Ελλάδα! Όταν ο στρατός στήσει εχθρικά τρόπαια, δεν θεωρείται αυτό έργον εκείνων που εκοπίασαν, αλλά η δόξα προσφέρεται εις τον στρατηγόν, ο οποίος, μολονότι δεν κάνει τίποτα περισσότερον παρά να μεταχει ρίζεται το δόρυ του όπως χίλιοι άλλοι, εν τούτοις φημίζεται περισσότερον από όλους. Σοβαροί καταλαμβάνοντες τας αρχάς της πόλεως, περιφρονούν τον λαόν με την υπερηφάνειάν των, μολονότι πραγματικώς δεν αξίζουν τίποτα. Και όμως οι άλλοι είναι χιλιάκις καλλίτεροι των, εάν είχαν τόλμην και θέλησιν. Απαράλλακτα και συ και ο αδελφός σου, υπερηφανεύεσθε διά την αρχηγίαν του Σρωικού πολέμου, στηριζόμενοι εις τους κόπους και εις τους πόνους των άλλων. Αλλά εγώ θα σε μάθω να μη θεωρής τον Ιόνιον Πάριν εχθρόν επιφοβώτερον από τον Πηλέα, αν δεν φύγης το ταχύτερον από τανάκτορα αυτά μαζί με την στείραν θυγατέρα σου, άλλως ο υιός μου θα την διώξη σύρων αυτήν από τα μαλλιά. Αυτή η στείρα αγελάς δεν θ' ανεχθή άλλην να γεννά παιδιά, ενώ αυτή δεν έχει. Αλλ' αν εκείνη δεν έχει την τύχην ν' αποκτήσει παιδιά, πρέπει και ημείς να μείνουμε χωρίς παιδιά; (Προς τους δούλους) Απομακρυνθήτε απ'αυτήν, δούλοι, διά να ίδω αν υπάρχει κανείς που θα με εμποδίσει να της λύσω τα χέρια. Ανασηκώσου συ, διά να λύσω εγώ, αν και τρέμων, τους δεσμούς των ιμάντων σου (Την εξετάζει). Πώς κατώρθωσες, άθλιε, να κακομεταχειρισθής τόσον αυτά τα χέρια; Σαύρον ή λέοντα ενόμιζες ότι δένεις; Ή μήπως εφοβήθης ότι θ' αρπάξη το ξίφος και θα υπερασπισθή; Έλα εις την αγκάλην μου, παιδί μου, και βοήθησε με να λύσουμε τα δεσμά της μητέρας σου. Κ' εγώ θα σε αναθρέψω εις την Υθίαν, διά να γίνεις αμείλικτος εχθρός αυτών εδώ. Αν από σας τους Σπαρτιάτας έλειπεν η δόξα των όπλων και η πείρα των πολέμων, εις τα άλλα δεν θα είχατε καμίαν υπεροχήν. ΧΟΡΟΣ Οι γέροντες είναι βίαιοι, και δύσκολα προφυλάττονται από τον θυμόν. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Πολύ φέρεσαι προς τας ύβρεις. Εγώ ελθών εδώ δεν θα κάνω τίποτα κακόν διά της βίας, ούτε θα ανεχθώ. Και τώρα μεν, επειδή δεν έχω καιρόν να χάνω, επιστρέφω οπίσω. Διότι υπάρχει μία πόλις, όχι μακράν από την Σπάρτην, η οποία πριν ήτο φιλική μου, αλλά τώρα έγινεν εχθρά. Αυτήν λοιπόν θέλω να την εμπρήσω και να την καταλάβω με τον στρατόν μου. Όταν τακτοποιήσω τα εκεί όπως θέλω, θα έλθω πάλιν και εμπρός εις τον γαμβρόν μου θα είπω ό,τι έχω να είπω και θ' ακού σω τι θα μου απαντήσει. Αν τιμωρήσει αυτήν και εις το μέλλον είναι τίμιος απέναντι μου, τίμιον θα με εύρη και εμένα. Αν όμως παραφερθή, θα δοκιμάση την παραφοράν μου, θα τον μεταχειρισθώ όπως και εκείνος θα με μεταχειρισθή. Όσον αφορά εις τας ύβρεις σου τας αν έχομαι εύκολα. Διότι είσαι όμοιος με σκιάν, με την διαφοράν ότι έχεις φωνήν, μόνον δε να λέγης έχεις δύναμιν και είσαι αδύνατος, εις κάθε άλλο. (Εξέρχεται) ΠΗΛΕΥΣ Προχώρησε, παιδί μου, εμπρός εδώ εις την αγκάλη μου, όπως και συ, ω δυστυχισμένη. Αφού σε εύρε δεινή τρικυμία, τώρα πλέον ευρίσκεις λιμένα ήσυχον. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Ο γέρον, είθε οι θεοί να δώσουν ευτυχίαν εις σε και εις τους δικούς σου, αφού έσωσες το παιδί μου και εμένα την δυστυχισμένην. Πρόσεξε όμως, μήπως α υτοί κρυμμένοι εις κανέν έρημον μέρος του δρόμου με αρπάσουν διά της βίας, βλέποντες ότι συ είσαι γέρων, εγώ γυναίκα αδύνατη και αυτό εδώ μωρό παιδί. Κύτταξε λοιπόν μήπως εσώθημεν τώρα, αλλά ξαναπέσουμε στα χέρια των. ΠΗΛΕΥΣ Μη λέγης λόγια δειλά γυναικών. Προχώρει. Εκείνος ο οποίος θα τολμήσει να μας εγγίξη, θα μετανοήσει. Με την βοήθειαν των θεών, με το ιππικόν μου και τους οπλίτας μου βασιλεύω επί της Υθίας. Είμαι ακόμη δυνατός και όχι γέρων, όπως νομίζεις. Με άνθρωπον όπως αυτός, αρκεί να τον κυττάξω μόνον διά να τον νικήσω, αν και γέρων. Διότι ο γέρων, όταν έχη καρδίαν, είναι καλλίτερος από πολλούς νέους. Τι σημαίνει να έχη κανείς δύναμιν, όταν είναι δειλός; (Εξέρχεται με την Ανδρομάχην και τον Μολοσσόν). ΧΟΡΟΣ Είθε ή να μη γεννηθή κανείς εις τον κόσμον, ή να γεννηθή από γονείς ευγενείς και οικογένειαν δυνατήν. Διότι, όταν πάθη κανείς κάτι κακόν, οι ευγενείς δεν μένουν χωρίς βοήθειαν. Και εις τας ευτυχίας οι δυνατοί έχουν τιμήν και δόξαν. Σο γήρας δεν αφαιρεί τα ίχνη των μεγάλων ανδρών, η δε α ρετή των λάμπει και μετά τον θάνατόν των. Προτιμότερον είναι να μην επιτύχη κανείς νίκην δυσφημισμένην, παρά με τον φθόνον και με την δύναμιν να παραβιάζη κανείς το δίκαιον. Εις την αρχήν αυτή η νίκη είναι ευχάριστος εις τους ανθρώπους, αλλά με τον καιρόν μεταβάλλεται εις πικρίαν και ατιμάζει την οικογένειαν. Αυτήν την ζωήν τιμώ, αυτήν την ζωήν εννοώ, καμία δύναμις δεν υπάρχει εκτός της δικαιοσύνης ούτε εις την οικογένειαν, ούτε εις την πόλιν. Ω γέρον, υιέ του Αιακού, το πιστεύω ότι έλαμψες εις τον πόλεμον των Λαπιθών και των Κενταύρων, και με το πλοίον την Αργώ επέρασες την αφιλόξενον θάλασσαν και τας αγρίας Συμπληγάδας, και όταν εις το Ίλιον πρώτην φοράν ο ένδοξος υιός του Διός, ο Ηρακλής, έσπειρε την σφαγήν, συ συνεμερίσθης τους άθλους του και έφθασες έν δοξος εις την Ευρώπην. ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Ω, φίλταται γυναίκες, πώς η μία δυστυχία ακολουθεί την άλλην σήμερα! Μέσα εις το σπίτι η κυρία μου, η Ερμιόνη, αφού έφυγεν ο πατέρας της και εσκέφθη τι ήθελε να κάνη, να σκοτώση την Ανδρομάχην και το παιδί της, θέλει ν' αυτοκτονήσει. Τρέμει μήπως ο άνδρας της, όταν μάθη τι έγινε, την διώξη από το σπίτι, ή την σκοτώση, επειδή εζήτησε και αυτή να σκοτώση εκείνους που έπρεπε να σεβασθή. Μόλις οι δούλοι κατορθώνουν να την κρατή σουν να μη κρεμασθή, και της αρπάζουν από το χέρι το σπαθί που θέλει να τρυπηθή. Σόση είναι η λύπη της και τόσον αναγνωρίζει ότι όσα έκαμε πριν δεν ήσαν καλά καμωμένα. Εγώ λοιπόν εκουράσθηκα να την εμποδίζω να κρεμασθή. Πηγαίνετε τώρα και σεις μέσα και προ σπαθήσατε να την αποτρέψητε από τον θάνατον. Επειδή από τους φίλους που έχει συνηθίσει κανείς περισσότερον πείθουν εκείνοι που έρχονται νέοι. ΧΟΡΟΣ Έρχεται, πραγματικώς, από τανάκτορα βοή των υπηρετών δι' όσα μας αναγγέλλεις. Η δυστυχισμένη δείχνει πόσον με τανοεί δι' όσα έκαμε. Α, νά που βγαίνει από τανάκτορα και ξεφεύγει από τα χέρια των δούλων με τον πόθον να πεθάνη. ΕΡΜΙΟΝΗ Ω, αφήστε με να τραβήξω τα μαλλιά μου και να σχίσω το πρόσωπον μου με τα νύχια μου. ΤΡΟΦΟΣ Κόρη μου, τι κάνεις; Γιατί πληγώνεις έτσι το σώμα σου; ΕΡΜΙΟΝΗ Ω, πήγαινε να χαθής εις τους ανέμους, λεπτόν πέπλον των μαλλιών μου. ΤΡΟΦΟΣ Παιδί μου, σκέπασε το στήθος σου, με τον πέπλον. ΕΡΜΙΟΝΗ Γιατί να σκεπάσω το στήθος μου, αφού έκαμα τόσον φανερόν κακόν εις τον άνδρα μου, χωρίς να το κρύψω; ΤΡΟΦΟΣ Απελπίζεσαι, επειδή εσκέφθης να σκοτώσης την άλλην γυναίκα του ανδρός σου; ΕΡΜΙΟΝΗ Κατηραμένη η σκέψις μου, που ετόλμησα να το κάνω αυτό, εγώ η κατηραμένη, η μισητή εις τους άνδρας. ΤΡΟΦΟΣ Ο άνδρας σου θα σ ου συγχώρηση αυτήν την αμαρτίαν. ΕΡΜΙΟΝΗ Γιατί μου επήρατε το σπαθί από τα χέρια; Δόσε μου το, δόσε μου να περάσω το στήθος μου. Γιατί μ' εμποδίσατε να κρεμασθώ; ΤΡΟΦΟΣ Μπορώ να σ' αφήσω να πεθάνης, αφού παραλογίζεσαι; ΕΡΜΙΟΝΗ Αλίμονο! Τι τύχη είναι αυτή; Πού να εύρω φωτιάν να πέσω; Πού να εύρω ένα βράχον κοντά εις την θάλασσαν; Ή επάνω εις τα βουνά μέσα σε δάσος να πεθάνω και να κατεβώ εις τον κάτω κόσμον; ΤΡΟΦΟΣ Γιατί να βασανίζεσαι έτσι; Σην δυστυχίαν την στέλλουν οι θεοί εις τους ανθρώπους, άλλοτε εις τον ένα, άλλοτε εις τον άλλον. ΕΡΜΙΟΝΗ Με άφησες, πατέρα, με άφησες σαν καράβι χωρίς τιμόνι και χωρίς κουπιά εις την θάλασσαν, θα με σκοτώση, θα με σκοτώση ο άνδρας μου. Δεν θα μείνω πια εις αυτό το παλάτι που έκαμα τους γάμους μου. Εις τίνος θεού άγαλμα να πέσω ικέτις; Να πέσω ως δούλη εις τα πόδια της δούλης; Είθε να ήμουν πουλί να επετούσα μακρυά από την Υθιώτιδα. Ή να ήμουν εκείνο το πλοίον από πεύκην που επέρασε πρώτον τας Συμπληγάδας... ΤΡΟΦΟΣ Κόρη μου, δεν σ' επήνεσα ούτε την υπερβολήν σου τότε που εζητούσες να σκοτώσης την γυναίκα από την Τροίαν, αλλά ούτε τώρα εγκρίνω τους υπερβολικούς σου φόβους. Ο άνδρας σου δεν θα σε διώξη πεισθείς εις τα λόγια μιας βαρβάρου δούλης. Διότι εσένα δεν σ' έφερε αιχμάλωτον από την Σρωάδα, αλλά είσαι κόρη πατρός ενδό ξου, την οποίαν επήρε μαζί με πολλήν προίκα και από μίαν πόλιν ευτυχισμένην. Ο πατέρας σου δεν θα σε αφήσει να σε διώξουν απ' εδώ, όπως νομίζεις. Πήγαινε όμως μέσα και μη φαίνεσαι έξω από τανάκτορα, μη σε κακολογήσουν ότι είσαι έξω από το σπίτι σου, κόρη μου. (Η Ερμιόνη, η τροφός και αι δούλαι εισέρχονται) ΧΟΡΟΣ Να ένας ξένος, όπως φαίνεται από το εξωτερικόν του, που έρχεται τρεχάτος προς τα εδώ. ΟΡΕΣΤΗΣ (εισερχόμενος) Ξέναι, αυτά είναι τα βασιλικά ανάκτορα του υιού του Αχιλλέως; ΧΟΡΟΣ Αυτά είναι. Αλλά συ ποίος είσαι που μας ερωτάς; ΟΡΕΣΤΗΣ Εγώ είμαι ο υιός του Αγαμέμνονος και της Κλυταιμνήστρας και ονομάζομαι Ορέστης. Πηγαίνω εις την Δωδώνην, εις το μαντείον του Διός· όταν όμως έφθασα εδώ εις την Υθίαν, εσκέφθην να έλθω να μάθω διά μίαν συγγενή μου γυναίκα αν ζη και αν είναι ευτυχής, την Ερμιόνην από την Σπάρτην. Διότι, αν και ζη πολύ μακρυά από ημάς, όμως την αγαπώ. ΕΡΜΙΟΝΗ (η οποία από την θύραν είχεν ακούση τον Ορέστην) Ω υιέ του Αγαμέμ νονος, μου φαίνεσαι όπως φαίνεται ο λιμήν εις τους ναυτικούς εις ώραν τρικυμίας. Εις τα γόνατά σου πέφτω και σε παρακαλώ, λυπήσου με, καθώς, με βλέπεις, εις την δυστυχίαν μου. Αν δεν έχω τους κλάδους των ικετών, όμως καταθέτω τα χέρια μου εις τα γόνατα σου. ΟΡΕΣΤΗΣ Τι τρέχει; Μήπως έχω λάθος ή είναι αυτή η κόρη του Μενελάου, η βασίλισσα αυτών των ανακτόρων; ΕΡΜΙΟΝΗ Αυτή είναι που μοναχοκόρην την εγέννησε η Ελένη η κόρη του Συνδάρου. Δεν έχεις λάθος. ΟΡΕΣΤΗΣ Ω Απόλλων, εύρε λύσιν εις τας δυστυχίας. Τι συμβαίνει; Άραγε από τους θεούς ή από τους ανθρώπους πάσχεις; ΕΡΜΙΟΝΗ Άλλα υποφέρω εξ αιτίας εμού της ιδίας, άλλα από τους θεούς, άλλα από τον άνδρα μου. Όλα με καταδιώκουν. ΟΡΕΣΤΗΣ Τι να σου συμβαίνη; Αφού δεν έχεις παιδιά, τι άλλην συμφοράν ημπορείς να έχης παρά ν' αδικήσαι εις τον έρωτα σου; ΕΡΜΙΟΝΗ Αυτό μου συμβαίνει. Καλά εμάντευσες. ΟΡΕΣΤΗΣ Μήπως άλλην γυναίκα προτιμά από εσέ ο σύζυγός σου; ΕΡΜΙΟΝΗ Ναι, την αιχμάλωτον, την γυναίκα του Έκτορος. ΟΡΕΣΤΗΣ Κακόν αυτό, ένας άνδρας να έχη δύο γυναίκας ΕΡΜΙΟ ΝΗ Ακριβώς. Κ εγώ ηθέλησα να αμυνθώ. ΟΡΕΣΤΗΣ Σης έστησες καμίαν παγίδα, όπως κάνουν αι γυναίκες; ΕΡΜΙΟΝΗ Ηθέλησα να την σκοτώσω εκείνην και το παιδί της το νόθον. ΟΡΕΣΤΗΣ Και το έκαμες ή σ' εμπόδισε τίποτα; ΕΡΜΙΟΝΗ Με εμπόδισε ο γέρων Πηλεύς, ο οποίος την επροστάτευσε. ΟΡΕΣΤΗΣ Είχες κανένα να σε βοηθήσει σ' αυτόν τον φόνον; ΕΡΜΙΟΝΗ Σον πατέρα μου, ο οποίος ήλθεν επίτηδες από την Σπάρτην. ΟΡΕΣΤΗΣ Και ο πατέρας σου υπεχώρησε εις ένα γέροντα; ΕΡΜΙΟΝΗ Ναι, από εντροπήν. Και έφυγε και με άφησε μόνην. ΟΡΕΣΤΗΣ Ενόησα· τώρα φοβείσαι τον άνδρα σου δι' ό,τι έκαμες. ΕΡΜΙΟΝΗ Ναι, θα με σκοτώση και δικαίως· γιατί να ταρνηθώ; Σε εξορκίζω λοιπόν εις τον Δία τον Συγγενικόν, πάρε με όσον το δυνατόν μακρύτερα απ' αυτόν τον τόπον, ή εις τανάκτορα του πατέρα μου. Εδώ μου φαί νεται ότι και οι τοίχοι θα με έδιωχναν πλέον, αν είχαν φωνήν, και ότι με μισεί η γη της Υθίας. Αν, πριν με πάρης, έλθη ο σύζυγος μου εδώ, επιστρέφων από το μαντείον των Δελφών, ο θάνατος θα είναι η τιμωρία του εγκλήματος μου ή θα γίνω δούλη αυτής της οποίας ήμουν πριν η κυρία. ΟΡΕΣΤΗΣ Πώς σου ήλθε να το κάνης αυτό; ΕΡΜΙΟΝΗ Με κατέστρεψαν τα λόγια των κακών γυναικών, που με ηρέθιζαν με τέτοιας φράσεις: "θ' ανεχθής συ να μοιρασθής τον άνδρα σου και το σπίτι σου με αυτήν την ταπεινήν δούλην; Ορκίζομαι εις την Δέσποινάν μας ότι εγώ βέβαια δεν θ' άφηνα να ζήσει εκείνην που θα ήτο αντίζηλός μου". Και εγώ ήκουσα τα λόγια αυτά των Σειρήνων τα πανούργα και επιτήδεια και επικίνδυνα, και έχασα τον νουν μου. Διότι τι ανάγκη ήτο να φυλάξω τον άνδρα μου, ενώ είχα ό,τι μου εχρειάζετο; Πλούτη άφθονα δεν υπήρχον εις το σπίτι μου και δεν ήμουν κυρία μέσα εις τα ανάκτορα; Εγώ θα εγεννούσα τα νόμιμα παιδιά, αυτή δε δούλους και νόθους. Ποτέ δεν πρέπει, ποτέ, αυτό θα το επαναλαμβάνω, άνθρωποι φρόνιμοι, οι οποίοι έχουν γυναίκα, ν' αφήνουν γυναίκας, να πηγαίνουν εις το σπίτι του. Διότι αύται δίδουν κακάς συμβουλάς. Η μία χάριν κέρδους καταστρέφει την οικογένειαν, η άλλη, επειδή δυστυχεί αυτή, θέλει και τους άλλους να δυστυχούν. Πολλαί το κάνουν από κακοήθειαν. Ιδού πώς υποφέρουν έν εκα αυτών αι οικογένειαι. Κλειδώσατε λοιπόν τα σπίτια σας με κλειδιά και με μοχλούς. Τίποτα καλόν δεν έρχεται απ' έξω. ΧΟΡΟΣ Πάρα πολύ εξαπέλυσες την γλώσσαν σου κατά των ομοφύλων σου. Και αν είσαι μεν τώρα συγχωρημένη, αλλά όμως πρέπει αι γυναίκες να σκεπ άζουν τας αδυναμίας των γυναικών. ΟΡΕΣΤΗΣ Είχε δίκαιον εκείνος που είπε ότι πρέπει κανείς ν' ακούη κάθε τι από το ίδιον το στόμα των ανθρώπων. Διότι εγώ ο οποίος ήξευρα καλά την σύγχυσιν που επικρατεί εις το σπίτι σου και την διχόνοιαν μεταξύ σου και της γ υναικός του Έκτορος, θα ημπορούσα να περιμένω τι θα κάνης, αν δηλαδή θα μείνης εδώ ή αν φοβηθείσα την αιχμάλωτον θα ήθελες να φύγης. Αλλά ήλθα εγώ ο ίδιος, χωρίς να περιμένω να μου μηνύσης, και αν απεφάσιζες, όπως δείχνουν τα λόγια σου, να σε πάρω απ' εδώ. Διότι, ενώ πριν ήσουν ιδική μου, τώρα ζης με αυτόν τον άνθρωπον, εξ αιτίας της κακοπιστίας του πατρός σου, ο οποίος πριν εκστρατεύση κατά της Τροίας σε είχε δώση εις εμένα, έπειτα δε σε υπεσχέθη εις εκείνον ο οποίος σ' έχει τώρα, εάν καταλάβη την Τροίαν. Όταν εγύρισεν εδώ ο υιός του Αχιλλέως ο Νεοπτόλεμος, εσυγχώρησα τον πατέρα σου, επαρακαλούσα όμως εκείνον να παραιτηθή από σε, και του διηγήθην τας δυστυχίας μου, και την συμφοράν που με παρηκολούθει. Σου εξήγησα ότι μόνον από την οικογένειάν μου γυναίκα θα ημπορούσα να πάρω και όχι από ξένην οικογένειαν, αφού ήμουν φυγάς από το σπίτι μου. Εκείνος όμως απήντησε υβρίζων εμένα διότι εσκότωσα την μητέρα μου και τας Ερινύας. Εγώ ταπεινωμένος από τας δυστυχίας της οικογενείας μου, υπέφερα, ναι υπέφερα, αλλά ηνέχθην την συμφοράν μου και βιασθείς να στερηθώ σε, έφυγα. Τώρα όμως που ήλλαξεν η τύχη σου και εις την δυστυχίαν σου δεν ξεύρεις τι να κάνης, θα σε απομακρύνω απ' εδώ, και θα σε δώσω εις τα χέρια του πατέρα σου. Αυτή είνε η δύναμις των δεσμών του αίματος· και εις τας συμφοράς δεν υπάρχει τίποτα καλλίτερον από ένα αγαπητόν συγγενή. ΕΡΜΙΟΝΗ Διά τους γάμους μου θα φροντίσει ο πατέρας μου, και εγώ δεν επιτρέπεται ν' αποφασίσω. Αλλά τώρα πάρε με όσον το δυνατόν γρηγορώτερα απ' εδώ μήπως με προφθάση ο σύζυγος μου επιστρ έφων, ή μη μάθη ο Πηλεύς ότι άφησα το σπίτι του παιδιού του και μας καταδιώξη με τα γρήγορα άλογά του. ΟΡΕΣΤΗΣ Μη φοβείσαι το χέρι ενός γέροντος· ούτε τον υιόν του Αχιλλέως μη φοβηθής, που με ύβρισε. Αυτό το χέρι που βλέπεις του έστησε μίαν φονικήν παγίδα, την οποίαν δεν θα φανερώσω, αλλά θα την μάθης, όταν θα εκτελεσθή εις τους βράχους των Δελφών. Ο μητροκτόνος θα του δείξη, αν θα μείνουν πιστοί εις τον όρκον των οι άνθρωποί μου εις την Πυθικήν γην, ότι δεν έπρεπε να πάρη σύζυγον εκείνην την οποίαν υπεσχέθησαν εις εμένα. Πικρά δε θα του στοιχίσει η εκδίκησις διά τον φόνον του πατρός του, την οποίαν ζητεί από τον Απόλλωνα, και η μεταμέλειά του δεν θα ωφελήσει τίποτα, διότι ο θεός θα τον τιμωρήσει τώρα. Αλλά και εξ αιτίας των ύβρεών του προς εμένα θα χαθή. Τότε θα μάθη ποίον εχθρόν είχε εμένα. Ο θεός μεταστρέφει την τύχην των ανθρώπων και δεν τους αφήνει να υπερηφανεύωνται. (Εξέρχεται με την Ερμιόνην) ΧΟΡΟΣ Ω Φοίβε, συ που ύψωσες δυνατούς πύργους εις τον λόφον της Τρωάδος, και συ, ω θεά της θαλάσσης, που οδηγείς εις το υγρόν πέλαγος το άρμα σου, συρόμενον από μαύρα άλογα, γιατί αφήσατε να καταστραφή το έργον των χειρών σας, η δυστυχισμένη Τροία, εγκαταλειφθείσα εις την μανίαν του θεού των πολέμων; (Αντιστροφή α') Εζεύξατε πολυάριθμα άρματα εις τας όχθας του Σιμοέντος και αφήσατε χωρίς στέφανον πολλών ηρώων αγώνας, έπεσαν δε νεκροί και οι βασιλείς της Τρωάδος. Τώρα πλέον δεν λάμπει φωτιά εις τους βωμούς των θεών εις την Τροίαν, και δεν ανεβαίνει προς τα ύψη ο καπνός των θυμάτων. (Στροφή β') Εφονεύθη και ο Αγαμέμνων από την Κλυταιμνήστραν, αλλά και αυτή επλήρωσε το έγκλημά της φονευθείσα από τα παιδιά της. Διαταγή του θεού ήτο και υπήκουσεν ο υιός του Αγαμέμνονος και σπεύσας από το Άργος εισήλθεν εις το δωμάτιον της Κλυταιμνήστρας, ως φονεύς της μητέρας του. Ω θεέ Φοίβε, πώς να πιστεύσω όλα αυτά; (Αντιστροφή β') Πόσαι Ελληνίδες γυναίκες συνώδευσαν στενάζουσαι την απώλειαν τον παιδιών των, και πόσαι άφησαν το σπίτι των διευθυνόμεναι προς άλλον σύζυγον! Όχι μόνον εις σε και εις τους ιδικούς σου έπεσαν αυταί αι συμφοραί· υπέφερεν όλη η Ελλάς· όλη υπέφερεν. Ο κεραυνός επέρασε από την μίαν άκραν της Υρυγίας έως την άλλην, σπείρων αίματα και φόνους. ΠΗΛΕΥΣ (Εισέρχεται σπεύδων) Γυναίκες της Υθίας, απαντήσατε εις τας ερωτήσεις μου καθαρά. Ήκουσα κάποιαν αόριστον φήμην, ότι η κόρη του Μενελάου έφυγε. Ήλθα να μάθω αν αυτό είναι αλήθεια· διότι, όταν λείπουν οι ιδικοί μας, πρέπει εκείνοι που μένουν να φροντίζουν διά τα συμφέροντά των. ΧΟΡΟΣ Είναι αλήθεια όσα έμαθες. Δεν πρέπει να σου κρύψουμε το κακόν αφού το γνωρίζομεν. Ναι, έφυγε από τανάκτορα η βασίλισσα. ΠΗΛΕΥΣ Τι την εφόβισε; Πληροφόρησέ με. ΧΟΡΟΣ Εφοβήθη μήπως ο σύζυγος την διώξη. ΠΗΛΕΥΣ Εξ αιτίας της αποφάσεώς της να σκοτώση το παιδί; ΧΟΡΟΣ Ναι, το παιδί και την αιχμάλωτον μητέρα. ΠΗΛΕΥΣ Με τον πατέρα της πηγαίνει εις την πατρίδα της; Ή με άλλον έφυγε; ΧΟΡΟΣ Ο Ορέστης, ο υιός του Αγαμέμνονος την επήρε απ' εδώ. ΠΗΛΕΥΣ Με ποίαν ελπίδα; Μήπως πρόκειται να την πάρη γυναίκα του; ΧΟΡΟΣ Ναι, και μελετά να σκοτώση το παιδί του υιού σου, τον Νεοπτόλεμον. ΠΗΛΕΥΣ Με ποιόν τρόπον; Κρυφά ή φανερά; ΧΟΡΟΣ Μέσα εις το ιερόν του Λοξίου Απόλλωνος, με την βοήθειαν των κατοίκων των Δελφών. ΠΗΛΕΥΣ Ω, αλίμονόν μου! Τρομερόν αυτό! (προς τους ακολούθους) Ας τρέξη ένας σας, όσον το δυνατόν γρηγορώτερα, εις το μαντείον, και ας φανερώση εις τους εκεί φίλους μας όσα έγιναν εδώ, πριν οι εχθροί μας σκοτώσουν τον υιόν του Αχιλλέως. (Ο ακόλουθος φεύγει τρέχων) ΑΓΓΕΛΟΣ Αλίμονο! Τι συμφοράν έρχομ αι ναναγγείλω ο δυστυχής και εις σε και εις τους φίλους του κυρίου μου! ΠΗΛΕΥΣ Ω, τι απαίσιον προαίσθημα σφίγγει την ψυχήν μου! ΑΓΓΕΛΟΣ Μάθε ότι δεν ζη πλέον ο Νεοπτόλεμος. Έπεσε πληγωμένος από τα ξίφη των κατοίκων των Δελφών και του ξένου που ήλθεν από τας Μυκήνας. ΧΟΡΟΣ Ε, ε! Τι θα γίνεις τώρα, γέρον! Μην αφήνεσαι να πέσης!... Κρατήσου!... ΠΗΛΕΥΣ Δεν είμαι τίποτα πλέον. Εχάθηκα. Δεν έχω πλέον φωνήν. Σα μέλη μου παραλύουν. ΑΓΓΕΛΟΣ Άκουσε, αν θέλης να εκδικήσεις τους ιδικούς σου, και κράτησε τας δυνάμεις σου. ΠΗΛΕΥΣ Ω μοίρα, τώρα που έφθασα εις το τέλος της ζωής μου, τι συμφοράς μου εφύλαττες! Πώς μου φεύγει το μόνο παιδί του μόνου μου παιδιού! Λέγε· θέλω να ακούσω την διήγησιν αυτήν, όσον θλιβερά και αν είναι. ΑΓΓΕΛΟΣ Από τότε που έφθασα μεν εις τον δοξασμένον τόπον του Φοίβου, τρεις φορές ο ήλιος είχε κάνη τον δρόμον του και ημείς εις το μεταξύ εθαυμάζαμεν ό,τι εβλέπαμε. Αυτό έδωκε υποψίες· οι άνθρωποι που κατοικούν εκείνον τον τόπον του θεού εμαζεύοντο εις κύκλους και εσχολίαζον. Εις το μεταξύ ο Ορέστης τρέχ ων μέσα εις την πόλιν εψιθύριζε εις το αυτί του καθενός λόγια εχθρικά εναντίον μας "Βλέπετε αυτόν που γυρίζει τα ιερά του θεού, τα γεμάτα χρυσάφι και θησαυρούς; Είναι δευτέρα φορά που έρχεται, με τον ίδιον σκοπόν που ήλθε και άλλοτε εδώ, να κλέψη δηλαδή τον ναόν του θεού". Η κακή φήμη πλέον εσκορπίζετο εις όλην την πόλιν, οι άρχοντες εμαζεύοντο διά να αποφασίσουν και προ πάντων εκείνοι, που έχουν την φροντίδα να φυλάττουν τα χρήματα του θεού, και φρουράν έβαλαν εις τα περιστύλια. Εμείς χωρίς να γνωρίζουμε τίποτα απ' αυτά επήραμεν πρόβατα, που είχαν βοσκήσει εις τα πυκνά δάση του Παρνασσού, και επήγαμεν εις τούς βωμούς, μαζί με τους φιλοξένους και τους Πυθικούς μάντεις. Κάποιος είπε τότε εις τον Νεοπτόλεμον: "Τι να ζητήσουμε, νέε, από τον θεόν δι' εσέ; Ποία είναι η αιτία του ερχομού σου;". Ο Νεοπτόλεμος απήντησε· "Έρχομαι διά να εξιλεωθώ διά μίαν αμαρτίαν που έκαμα προς τον Φοίβον. Σου εζήτησα άλλοτε εκδίκησιν διά τον φόνον του πατρός μου". Αυτό εφάνη ότι εβεβαίωσε τα λόγια του Ορέστου, ότι ο κύριος μου έλεγε ψέμματα, και ότι έρχεται με κακόν σκοπόν. Ο Νεοπτόλεμος έρχεται μέσα εις τον ναόν, διά να προσευχηθή εις τον Φοίβον και εξετάση την φωτιάν των θυμάτων. Αλλά πίσω από τας δάφνας που ήσαν κρυμμένοι ορμούν άνθρωποι με γυμνά σπαθιά, μεταξύ των οποίων ήτο και ο υιός της Κλυταιμνήστρας, ο οποίος τα εμηχανεύθη όλα αυτά. Και ο μεν Νεοπτόλεμος στέκεται απέναντι εις το άγαλμα και προσεύχεται, οι δε ωπλισμένοι με τα κοφτερά σπαθιά κρυφά κτυπούν τον δυστυχισμένου Νεοπτόλεμον. Εκείνος υποχωρεί, διότι δεν ήτο δυνατά κτυπη μένος, αρπάζει τα όπλα που ήσαν κρεμασμένα εις τον τοίχον, και στέκεται εις τον βωμόν, γρήγορα ωπλισμένος πλέον. Τότε φωνάζει εις τους κατοίκους των Δελφών· "Διατί να με σκοτώσετε ενώ έρχομαι με σκοπόν ευλαβή; Ποία είναι η αιτία του θανάτου μου;". Από τους πολλούς όμως κανείς δεν απαντά, αλλά τον εκτυπούσαν με τας πέτρας. Προσβαλλόμενος από παντού από αυτούς ως από πυκνήν βροχήν, εκρύπτετο πίσω από τα όπλα του διά να προφυλαχθή, και επρότεινε δεξιά και αριστερά με το χέρι την ασπίδα του. Σου κάκου όμως. Βέλη, δόρατα και σούβλες των θυμάτων, μαχαίρια από εκείνα που σφάζουν τους ταύρους, έπεφταν εμπρός εις τα πόδια του. Εκεί να έβλεπες τι πηδήματα τρομερά έκαμνε διά να προφυλαχθή. Επί τέλους αφού είδε ότι τον είχαν περικυκλώση από παντού, χωρίς να τον αφήνουν να πάρη την αναπνοήν του, άφησε τον βωμόν που τοποθετούνται τα σφάγια και πηδήσας με τα δύο του πόδια πήδημα όπως του Αχιλλέως, όταν έτρεξε εις το Ίλιον προς τα πλοία, ορμά εναντίον των. Αυτοί, όπως τα περιστέρια όταν ιδούν γεράκι, τρέπονται εις φυγήν. Πολλ οί έπεφταν πληγωμένοι ή ο ένας απάνω εις τον άλλον, εις την στενήν έξοδον. Αλαλαγμός εκλόνιζε τους τοίχους του ναού. Όμοιος με καλοκαιρίαν, ο κύριος μου έλαμπε κάτω από τα αστράπτοντα όπλα, έως ότου μέσα από το ιερόν μία φωνή έδωκε θάρρος εις τους εχθρούς του, οι οποίοι εγύρισαν πίσω και επανέλαβαν την επίθεσιν. Τότε ο υιός του Αχιλλέως πέφτει κτυπημένος εις τα πλευρά από το σπαθί ενός των κατοίκων των Δελφών, βοηθουμένου από πολλούς άλλους. Όταν τον είδαν να πέφτη κάτω άλλος τον εκτυπούσε με το όπλον, άλλος με πέτραν, και το ωραίον του σώμα παρεμορφώθη από τα άγρια τραύματα. Νεκρόν πλέον, τον επήραν από κοντά από τον βωμόν που είχε πέση και τον επέταξαν έξω από τον ναόν. Εμείς τότε τον αρπάξαμεν γρήγορα εις τα χέρια, και σου τον φέρνομεν εδώ, διά να τον κλα ύσης και να τον θάψης εις το χώμα. Ιδού τι έκαμεν ο θεός, ο οποίος λέγουν ότι θεσπίζει εις τους άλλους και κρίνει τα δίκαια των ανθρώπων, εις τον υιόν του Αχιλλέως. Ως κακός άνθρωπος ενθυμήθη και αυτός παλαιές αιτίες. Πώς λοιπόν να τον ονομάση κανείς σοφόν; ΧΟΡΟΣ Νά που φέρουν το σώμα του βασιλέως μας από την γην των Δελφών εις τανάκτορα. Δυστυχισμένον θύμα αλλά και συ δυστυχισμένε γέρον, που δέχεσαι όχι όπως ήθελες εις το σπίτι σου τον υιόν του Αχιλλέως. Η τύχη έπληξε αυτόν αλλά ταυτοχρόνως και σε. (Έρχονται οι δούλοι φέροντες το σώμα του Νεοπτολέμου) ΠΗΛΕΥΣ Ω, αλίμονό μου! Τι κακόν είναι αυτό που βλέπω και δέχομαι μέσα εις τα χέρια μου! Αι, πόλις της Θεσσαλίας, εχάθηκα, απέθανα.. Δεν έχω πλέον απογόνους, δεν έχω παιδιά εις το σπίτι μου. Ω, τι συμφοραί μο υ ήλθαν του αθλίου! Προς ποίον φίλον να γυρίσω τα μάτια μου, διά να ανακουφισθώ. Ω αγαπημένον στόμα και πρόσωπον και χέρια! Διατί να μη σε εύρη η τύχη αυτή εις την Τροίαν, εις τας όχθας του Σιμόεντος! ΧΟΡΟΣ Ο θάνατος του τότε θα ήτον ενδοξότερος και η δική σου λύπη ολιγωτέρα. ΠΗΛΕΥΣ Ω ολέθριε υμέναιε, και την οικογένειάν μου και την πόλιν κατέστρεψες! Ω, παιδί μου, είθε ποτέ να μην έφερνες εις την οικογένειάν σου το αίσχος του γάμου σου, την Ερμιόνην, η οποία είναι η αιτία του θανάτου σου. Είθε κεραυνός να την είχε καύση πριν, αδύνατος συ θνητός, να μην είχες κατηγορήσει ένα θεόν, τον Απόλλωνα, ότι με το τόξον του έχυσε το αίμα του πατρός σου. ΧΟΡΟΣ Αλίμονο, ας αρχίσουμε να κλαίουμε τον βασιλέα μας σύμφωνα με την συνήθειαν των νεκρών. ΠΗΛΕΥΣ Ω, εγώ θ' απαντώ εις τους θρήνους σας με τα δάκρυά μου. ΧΟΡΟΣ Κάμε υπομονήν· από τον θεόν είναι αυτή η συμφορά. ΠΗΛΕΥΣ Ω αγαπημένο μου παιδί, αφήνεις έρημον το σπίτι σου και εμένα τον γέροντα χωρίς παιδί. ΧΟΡΟΣ Ω γέρον, έπρεπε να είχες πεθάνη πριν από τα παιδιά σου. ΠΗΛΕΥΣ Να ξεριζώσω τα μαλλιά μου, να κτυπώ με τα χέρια το κεφάλι μου; Ω πόλις, ω πόλις, δύο παιδιά μου εστέρησε ο Απόλλων! ΧΟΡΟΣ Ω δυστυχισμένε, που έπαθες και είδες τόσας συμφοράς, τι ζωήν θα κάνης τώρα πλέον; ΠΗΛΕΥΣ Φωρίς παιδιά, έρημος, χωρίς να βλέπω τέλος εις τα δεινά μου, θα φθάσω εις το τέλος της ζωής μου. ΧΟΡΟΣ Αδίκως σ' ετίμησαν τόσον εις τους γάμους σου οι θεοί. ΠΗΛΕΥΣ Όλα επέρασαν γρήγορα, όσα μ' έκαμναν να υπερηφανεύομαι. Όλα έφυγαν, όλα. ΧΟΡΟΣ Μόνος τώρα θα είσαι μέσα εις τα έρημα ανάκτορα. ΠΗΛΕΥΣ Δεν υπάρχει πλέον πατρίς δι' εμένα. Ας πετάξω εις την γην κάτω το σκήπτρον μου. Και συ, ω κόρη του Νηρέως, η οποία κατοικείς κάτω εις τα σκοτεινά σπήλαια, κύτταξέ με πώς κυλίομαι δυστυχής, κάτω εις το χώμα. ΧΟΡΟΣ Ω! τι κίνησις είναι αυτή; Κάποιος θεός π ρόκειται να φανή. Κυττάξετε, κυττάξετε. Κάποιος θεός έρχεται μέσα από τον αιθέρα και κατεβαίνει εις την εύφορον πεδιάδα της Υθίας. (Εμφανίζεται η Θέτις κατερχόμενη από τα ύψη) ΘΕΤΙΣ Πηλεύ, επειδή άλλοτε υπήρξα σύζυγός σου, αφήνω τανάκτορα του Νηλέως και έρχομαι τώρα εγώ η Θέτις. Και πρώτον σε συμβουλεύω να μην αφήνεσαι εις την απελπισίαν διά την σημερινήν συμφοράν. Διότι κ' εγώ, η οποία έπρεπε, αφού είμαι θεά, να κάνω παιδιά χωρίς να υποφέρω, εν τούτοις έχασα τον υιόν που απέκτησα από σε, τον ταχύν Αχιλλέα, πρώτον της Ελλάδος. Θα σου φανερώσω λοιπόν την αιτίαν διά την οποίαν ήλθα και συ άκουσε. Αυτόν τον νεκρόν του υιού του Αχιλλέως θάψε εμπρός εις τον Πυθικόν Βωμόν, διά να είναι ο τά φος του αιώνιον αίσχος διά τους Δελφούς και μάρτυς του βιαίου φόνου του υπό του Ορέστου· την δε αιχμάλωτον γυναίκα, την Ανδρομάχην, να εγκαταστήσεις εις την γην των Μολοσσών και να την δώσης σύζυγον εις τον Έλενον, μαζί με τον υιόν της, τον μόνον ο οποίος σ ώζεται από το γένος του Αιακού. Βασιλείς θα γεννηθούν απ' αυτόν, οι οποίοι θα διοικήσουν την Μολοσσίαν ενδόξως. Διότι πρέπει και το ιδικόν σου και το ιδικόν μου γένος, καθώς και του Πριάμου, να μη χαθή εντελώς. Διότι και διά του Πριάμου το γένος φροντίζουν οι θεοί, μολονότι το κατέστρεψεν η οργή της Αθηνάς. Σέ δε, προς χάριν των γάμων σου με εμένα, θεάν κόρην θεού, θα σε απαλλάξω από τας δυστυχίας των θνητών, και θα σε κάνω θεόν αθάνατον και άφθαρτον. Έπειτα εις τα ανάκτορα του Νηρέως, θεός συ, θα κατοικήσεις εις το μέλλον μαζί μ' εμένα την θεάν. Από εκεί, εξερχόμενοι από την θάλασσαν εις την ξηράν θα βλέπουμε τον αγαπητόν εις σε και εις εμένα υιόν μας τον Αχιλλέα, που κατοικεί την νήσον με τας λευκάς ακτάς, εις το στενόν του Ευξείνου. Πήγαινε λοιπόν τώρα εις την θεόκτιστον Πύλην των Δελφών να μεταφέρης αυτόν τον νεκρόν και αφού τον κρύψης εις την γην γύρισε πάλι εις το βαθύ σπήλαιον της παλαιάς Σηπιάδος και κάθισε να με περιμένης έως ότου έλθω από την θάλασσαν ακολουθουμένη από πεντήκοντα Νηρηίδας, διά να σε πάρω εις τα βάθη της θαλάσσης. Διότι πρέπει να γίνει ό,τι είναι πεπρωμένον· ο δε Ζευς απεφάσισε να γίνει αυτό. Παύσε λοιπόν τώρα να λυπήσαι εκείνους οι οποίοι απέθαναν. Διότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να αποθάνουν· αυτή είναι η απόφασις των θεών. ΠΗΛΕΥΣ Ω σεβαστή και γενναιόψυχος κόρη του Νηρέως και σύζυγε μου, σε χαιρετώ. Ό,τι κάνεις είναι άξιον σου και των τέκνων σου. Παύω την λύπην μου, αφού συ, θεά, με διατάσσεις. Και θα θάψω αυτόν εις του Πηλίου τα σπήλαια, όπου εκράτησα μέσα εις τα χέρια μου το ωραίον σου σώμα. Έπειτα πώς να μην ζητά κανείς, όταν έχη νουν, να παίρνη σύζυγον από μέγα γένος, και να δίδη τα παιδιά του εις τους καλούς, ν' αποφεύγη δε τον κακόν γάμον, ακόμη και αν πρόκειται διά πλουσίαν προίκα; Όσοι κάνουν αυτά βεβαίως δεν έχουν να φοβηθούν καμίαν δυστυχίαν από τους θεούς. ΧΟΡΟΣ Πολλαί μορφαί της μοίρας φαίνονται εις τους ανθρώπους, πολλά δε ανέλπιστα κάνουν οι θεοί. Εκείνα που επεριμέναμεν δεν έγιναν, και ο θεός ευρήκε διέξοδον εις τανέλπιστα. Αυτό συνέβη και τώρα. ΤΕΛΟΣ
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΗΡΑΚΛΗΣ ΜΑΙΝΟΜΕΝΟΣ 416 π.Χ. ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ ΜΕΓΑΡΑ ΛΥΚΟΣ ΗΡΑΚΛΗΣ ΙΡΙΔΑ ΛΥΣΣΑ ΑΓΓΕΛΟΣ ΘΗΣΕΑΣ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ Ο Ηρακλής έχει παντρευτεί τη Μεγάρα (κόρη του Κρέοντα) και γέννησε μαζί της αρκετά παιδιά. Λείπει στον Κάτω κόσμο και η Θήβα δέχεται επίθεση. Ο Κρέοντας εξοντώνεται και τη βασιλεία την παίρνει ο Λύκος, που ζητά την εξόντωση του Αμφιτρύωνα, πατέρα του Ηρακλή,της Μεγάρας και των παιδιών του. Αυτοί καταφεύγουν ικέτες, αναμένοντας την επιστροφή του Ηρακλή. Ο Λύκος τους μιλά επιτιμητικά, τους λέει ότι δεν γλιτώνουν το θάνατο. Στέλνει τους γέροντες (χορός) να φέρουν ξύλα για να περιτειχίσουν τους ικέτες και ύστερα ν' ανάψουν φωτιά. Τότε η Μέγαρα ζητά από το Λύκο να της επιτρέψει να πάει με τα παιδιά της στο παλάτι για νεκροστόλισμα. Νεκροστολισμένους τους συναντάει ο Ηρακλής που επιστρέφει και, αφού μαθαίνει όσα συνέβησαν ετοιμάζεται να επέμβει. Ενώ ο Ηρακλής θυσιάζει στους θεούς, στο θεολογείο εμφανίζεται η Ίριδα αγγελιαφόρος των θεών με τη δαιμόνισα Λύσσα, σταλμένη από την "Ήρα να πλήξει το μυαλό του Ηρακλή. Αγγελική ρήση μας μιλά για την μανία που τον πλήττει και σκοτώνει γυναίκα και παιδιά που πριν λίγο έσωσε. Η Αθηνά τον αναισθητοποιεί για να προλάβει τουλάχιστον την πατροκτονία. Τον πιάνουν και τον δένουν σε μια κολόνα. Όταν ξυπνάει και συνειδητοποιεί, μας θυμίζει τον Αίαντα. Ο Θησέας εμφανίζεται και του συνιστά να μην αυτοκτονήσει και να διατηρήσει την ηρωϊκότητά του, ανθρώπινος πια μέσα στη δυστυχία. Ακουμπώντας στον Θησέα παίρνει το δρόμο για την Αθήνα που θα του προσφέρει καταφύγιο. Στο δεύτερο μέρος ο Ηρακλής τη δύναμή του τη χρειάζεται όχι για να κάνει κατορθώματα, μα να μπορεί ν' αντέξει την έσχατη δυστυχία. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Ποιος δεν γνωρίζει τον θνητό ομόκλινο του Δία, τον Αργείο Αμφιτρύωνα, τον γιο του Αλκαίου, του Περσέα τον εγγονό και πατέρα του Ηρακλή· ναι, του ίδιου του Ηρακλή; Ήρθα στη Θήβα κάποτε, στη γη που βλάστησε το στάχυ των Σπαρτών και τ' άγανα που γλύτωσαν απ' το δρεπάνι του Άρη κατόρθωσαν την πολιτεία του Κάδμου, γονείς γονιών γεννώντας, ώσπου να γεννηθεί ο Κρέων, ο βασιλιάς, ο γιος του Μενοικέα και να γεννήσει τη Μεγάρα· τη Μεγάρα! Θυμάμαι, τώρα... Τι χαρές, τι όργανα και μουσικές! Ξεφάντωσε του Κάδμου ο λαός, νύφη όταν την έφερε στο σπίτι μου, το ένδοξο παιδί μου. Ύστερα, ο Ηρακλής μου θέλησε να γυρίσουμε στου Άργους την κυκλώπεια πολιτεία, να κατοικήσουμε ξανά πίσω απ' τα τείχη που δεν τολμούσα ν' αντικρύσω απ' τον καιρό που σκότωσα τον Ηλεκτρύονα. Κι έφυγε, μ' άφησε εδώ που ρίζωσα, στη Θήβα· και άφησε μαζί μου την αρχόντισσα γυναίκα και τους άρχοντες γονείς της. Ήθελε, βέβαια, να διώξει απ' την πατρίδα, τις συμφορές που γέννησα εκεί, να επιστρέψουμε στον τόπο μας. Γι' αυτό πρόσφερε μέγα αντάλλαγμα στον Ευρυσθέα: τη μάνα γη να εξανθρωπίσει· είτε επειδή τον έσπρωξε της Ήρας το κεντρί είτε επειδή ακολούθησε τη μοίρα του. Κι όλα τα μόχθησε και τα κατόρθωσε, μονάχα ένα του απόμεινε. Και ρίχτηκε απ' το Ταίναρο, στου Άδη το στόμα, για να φέρει στο φως του κόσμου το τρισώματο σκυλί, και να τελειώνει... Ακόμα να τελειώσει! Μετά... Υπήρξε, κάποτε, παλιά, πολύ παλιά, λέει μια ιστορία, που γέρασε στα χείλη των Καδμείων, κάποιος Λύκος, άντρας της Δίρκης· και διαφέντευε την πόλη, πριν καταφτάσουν ο Αμφίονας κι ο Ζήθος, οι εγγονοί του Δία, και υποτάξουν τα τείχη τα επτάπυργα στων άσπρων τους αλόγων τις οπλές. Έρχεται, τώρα, ένας με τ' όνομα εκείνου του παλιού , όχι Καδμείος· απ' την Εύβοια τσακίστηκε εδώ, βρίσκει την πόλη εξεγερμένη, πέφτει πάνω της, σκοτώνει τον Κάδμο, κι ανεβαίνει στην εξουσία, και γίνεται ο δεσμός μας με τον νεκρό θανάτου κόμπος· γιατί όσο βρίσκεται ο γιος μου μες στα μαύρα σπλάχνα της γης, αυτός εδώ ο νέος βασιλιάς, ο Λύκος, θέλει το αίμα να προλάβει με σφαγή, ν' αφανίσει από το πρόσωπο της γης τα παιδιά του Ηρακλή και τη μητέρα τους, κι εμένα, αν μπορεί να ειπωθεί άντρας το άχρηστο σκαρί των γηρατειών μου. Ναι· να ξεφύγει θέλει από τους άντρες, που μια μέρα θα θελήσουν να ματώσουν δικαιοσύνη για το αίμα των γονιών τους. Κι αφού, όταν έφευγε ο γιος μου για τη νύχτα του κάτω κόσμου, με άφησε προστάτη των παιδιών και της μητέρας τους, τι άλλο να έκανα για να τους προστατεύσω; Τους πήρα και προσφύγαμε στου Δία Σωτήρα το βωμό, που ύψωσε για τον όλεθρο π ου έσπειρε στους Μινύες ο ένδοξος καρπός μου. Και να πώς καταντήσαμε: τα πάντα στερημένοι, τροφή και ρούχα και νερό, πάνω στη γη να κοιμίζουμε γυμνά τα όνειρά μας, φρουρώντας την εξορία της ικεσίας μας φρουρώντας, αφού κλειστές είναι οι πόρτες του σπιτιού μας στην ελπίδα. Όσο γι' αυτούς που λέγονται φίλοι, πολύ αμφιβάλω αν θέλουν φίλοι να σταθούν· κι αν κάποιοι θέλουν να βοηθήσουν, δεν μπορούν. Όμως, οι άνθρωποι έτσι ξέρο υν πάντα να δυστυχούν. Κι εύχομαι ολόψυχα να μην βρεθούν ακόμα κι οι πιο ψεύτικοι φίλοι μου αντιμέτωποι με την αλήθεια της φιλίας. ΜΕΓΑΡΑ Αχ, γέροντα μου, γέροντα, πού πήγε ο ηγέτης των ανδρών που όργωσαν τον τόπο των Ταφίων κι έσπειραν θρίαμβο Καδμείο κι ένδοξο δόρυ; Σκοτάδι, γέροντα, ερημιά οι δρόμοι των θεών για τους ανθρώπους. Ποιος είσαι εσύ; Και ποια είμαι εγώ; Πού πήγε εκείνο το τυχερό κορίτσι ενός πατέρα με δύναμη και πλούτο και φήμ η κι απογόνους κι εξουσία· εξουσία, που ξυπνούσε στων δοράτων τις αιχμές τον έρωτα του σφριγηλού κορμιού που ξεψυχά. Πού πήγε η γυναίκα που είχε στείλει στο σπίτι σου, αυτή που έγειρε νύφη στο κρεβάτι του παιδιού σου, η κόρη σου, η συντρόφισσα του γιου σου, του ίδιου Ηρακλή; Πάνε, χάθηκαν, πέταξαν,τι λέω;, τα έσυρε πίσω του ο θάνατος, και τώρα ήρθε η σειρά μου κι η σειρά σου κι η σειρά... Ποιος θα' λεγε πως τα παιδιά του Ηρακλή, Ναι· του Ηρακλή, τ' αμάθητα πουλάκια που κουρνιάζουν κάτω από τις φτερούγες μου, θα πετούσαν τρομαγμένα ένα γύρο, θα ρωτούσαν: "Πες μας, πες μας, πού χάθηκε, μητέρα ο πατέρας, τι πήγε εκεί να κάνει, πότε θα' ρθει;" Παιδάκια είναι, τα παιδιά μου, αθώα παιδάκια και θέλουν το γονιό τους. Και τα ησυχάζω όσο μπορώ με ψέματα και παραμύθια. Και πάνω εκεί, τρίζει μια πόρτα και πετιούνται τάχα να τρέξουν ν' αγκαλιάσουν του πατέρα τους τα πόδια. Μάταια, μάταια, και πάλι ξαναρχίζουν. Λοιπόν, τι προσδοκείς, τι σχεδιάζεις, γέροντα; Άλλην ελπίδα σωτηρίας δεν έχω από σένα. Από τον τόπο δεν γίνεται να φύγουμε κρυφά. Είναι οι φύλακες πολλοί κι οι φίλοι μας... κανείς. Μίλα, τις σκέψεις σου μην κρύβεις, μην αργείς· θα μας προλάβει ο θάνατος. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Εύκολο πράγμα δεν είναι, κόρη, αυτό που μου ζητάς. Πού να σε σπρώξω βιαστικά, τι να σου πω αβασάνιστα; Με χρόνο τρέφεται η ανημποριά. ΜΕΓΑΡΑ Σου λείπουν βάσανα, λοιπόν; Τόσο πολύ αγαπάς το φως του κόσμου; ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Το λατρεύω και λατρεύω τις ελπίδες που γεννά. ΜΕΓΑΡΑ Κι εγώ· μα δεν μ' αρέσει, γέρο μου, μάταια να ελπίζω. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Κι όμως, η μόνη θεραπεία στις συμφορές είναι το βάλσαμο του χρόνου. ΜΕΓΑΡΑ Στο μεταξύ εμένα ο χρόνος με δαγκώνει. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Κουράγιο, κόρη μου! Φυσάει, να, ο άνεμος της λύτρωσης για μένα και για σένα, όπου να' ναι. Γυρίζει, όπου και να' ναι, το παιδί μου, ο σύντροφός σου. Ησύχασε και σκούπισε τα δάκρυα που λερώνουν των παιδιών σου τα μαγουλάκια· μίλησέ τους να ησυχάσουν. Βρες ένα ψέμα, όσο πιο ψεύτικο μπορείς, βρες ένα παραμύθι, κάτι να τα γελάσεις, να παρηγορηθούν, ώσπου... Να ξέρεις, κάποτε κι οι συμφορές λυγίζουν. Δεν είναι μέχρι τέλος ευτυχείς όσοι ευτυχούν. Όλοι παραμερίζουν κι όλοι παραμερίζον ται σε τούτη τη ζωή· κι ο καλύτερος: εκείνος που εμπιστεύεται μονάχα τις ελπίδες του. Εκείνος που απελπίζεται... χαμένος για χαμένος. ΧΟΡΟΣ Σ' αυτή την στέγη, που έκαναν φωλιά τα ένδοξα χρόνια και τα χιόνια των βασιλιάδων, σύραμε πίσω από τα ραβδιά μας, τα γηρατειά μας· την στάχτη να σκορπίσουμε του κύκνου θρήνου μας. Σκιές είμαστε πια και σκέψεις μέσα στη νύχτα, λέξεις μονάχα, ονείρων πλέξεις. Φόβος μας έχει· φόβος κι όμως διατηρούμε ακόμη κάτι από τόλμη. Αχ, παιδάκια μου ορφανά, γέροντα σύντροφε, κι εσύ μάνα δυστυχισμένη, που σου κεντά τα σπλάχνα, το ίδιο σκοτάδι, που κρατά το ταίρι σου στον Άδη. Σιγά, σιγά· μην προσπαθείς να τρέξεις μες στα χιόνια των χρόνων σου. Σιγά! Μην σπρώχνεις στην βραχόσπαρτη πλαγιά το ζώο σου. Δεν βλέπεις; Σέρνει ένα κάρο φορτωμένο γερατειά. Κρατήσου! Κι όταν δεις πως δεν κρατάς, πως δεν πατάς γερά στη γη, πιάσου από χέρι, από ρούχο... όπου βρεις. Στον γέρο ο γέρος ας σταθεί όπως μπορεί, σύντροφος, συμπολεμιστής. Μπορεί του δόρατος η αιχμή στη μάχη πια να μην μας δένει με της πατρίδας την τιμή, μα, δείτε, αυτά τα μάτια τα παιδικά πώς λάμπουν το βλέμμα του πατέρα! Κακοτυχία αδίστακτη πικραίνει την ψυχή τους, μα η χάρη υπερασπίζεται ακόμα τη μορφή τους. Ελλάδα, Ελλάδα, δύστυχη, την πίστη ποιων πολεμιστών θα σου στερήσει ο θάνατος ετούτων των παιδιών! Μα βλέπω να έρχεται ο τύραννος του τόπου, ο Λύκος, προς τα εδώ. ΛΥΚΟΣ Στον πατέρα και τη σ ύζυγο, ως γνωστόν, του περιβόητου Ηρακλή, πολύ θα ήθελα να θέσω ένα ερώτημα· αν είναι πρέπον, βέβαια. Αν όχι, το κάνω εγώ να είναι. Αφού, ως γνωστόν, εγώ είμαι πλέον ο άρχοντας, κι εσείς υποτελείς μου. Λογαριασμό δεν δίνω σε κανέναν τι γνωρίζω, τι δεν γνωρίζω και τι θέλω να γνωρίζω. Επί του προκειμένου, θα ήθελα να ξέρω: για πόσο ακόμα υπολογίζετε πως θα' στε ζωντανοί, σε ποιαν ελπίδα, βάσιμη, εννοείται, στηρίζετε την όποια ελπίδα να σωθείτε; Ή μήπως πείσατε ο ένας τον άλλον πως θα' ρθει από τον Άδη ο πατέρας τούτων εδώ. Παραδίνετε, μου φαίνεται, αξία στον θάνατό σας. Εσύ διατρανώνεις τη ματαιοδοξία σου ανά το πανελλήνιο: πως μοιράστηκες την ίδια τη συντρόφισσα κυρά σου με τον Δία, κι εσύ διακηρύττεις πως είσαι παντρεμένη με τον άριστο, τον ένδοξο, πανίσχυρο... Για πες μου: τι τρομερό κατόρθωσε το ταίρι σου; Πήγε στους βάλτους και πετσόκοψε μια βδέλλα ή βγήκε να ξεσκάσει, κυνηγώντας σημεία και τέρατα στις εξοχές της Νεμέας; Το ψάρεψε με δίχτυα το θηρίο, το παγίδευσε· κι ας λέει πως χίμηξε απάνω του και τ' άρπαξε και το' πνιξε. Έτσι ξέρετε εσείς να πολεμάτε; Γι' αυτά τα κατορθώματα δεν πρέπει να πεθάνουν τα παιδιά του περίφημου Ηρακλή; Περίφημος, δεν λέω, κυνηγός αγρίων ζώων μοναδικός. Γενναίος, όμως, τολμηρός; Πολύ αμφιβάλω. Ένιωσε στο μπράτσο του ποτέ τις ασπίδας τα λουριά; Κοίταξε καταπρόσωπο ποτέ της λόγχης τη λύσσα; Μ' ένα τόξο ευτελές κάνει πως πολεμάει από μακριά, για να μπορεί να τρέξει, να φύγει, να... λακίσει την κατάλληλη στιγμή. Τα τόξα και τα βέλη δεν κάνουν τον γενναίο. Ο άντρας παρατάσσεται με άντρες και ορμά κι ανοίγει δρόμο με πληγές· μόνο μπροστά, πάντα μπροστά. Γι' αυτό σου λέω, γέρο: δεν είναι απανθρωπιά αυτό που κάνω. Σύνεση είναι. Ξέρω καλά τι έκανα: τούτης εδώ σκότωσα τον πατέρα, τον Κρέοντα· τον σκότωσα και πήρα τη θέση του στην εξουσία. Οφείλω να τελειώνω από τώρα με τους άντρες που θα γίνουν τούτα εδώ και θα κοπιάσουν, τον λόγο να ζητήσουν. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Τι σκέπτεται ο Δίας για το παιδί του, κι αν έχει πρόθεση να το υπερασπίσει, δεν το ξέρω. Όσο για μένα... λόγια μονάχα μου απόμειναν, με λόγια απέναντι στον τύραννο θα σε υπερασπιστώ, θ' αποδείξω πως δεν ξέρει τι λέει, όταν μιλάει για σένα, γιε μου. Εγώ, τουλάχιστον, δεν γίνεται ν' ακούω, Ηρακλή μου, να σε κατεξευτελίζουν. Πρώτα, λοιπόν, από την φρίκη του ανή κουστου, και είναι πράγμα φρικτό, ανήκουστο να σε αποκαλούν δειλό, από το αίσχος αυτό θα σε απαλλάξω, με των θεών τη μαρτυρία. Του Δία καλώ τον κεραυνό και το άρμα, απ' όπου πέταξαν τα βέλη του να κάνουν φωλιές θανατηφόρες στα στήθη των Γιγάντων, και σκότωσε τα εκτρώματα της γης και γλέντησε θεός με τους θεούς τον θρίαμβό του. Ύστερα, εσένα προκαλώ, ντροπή των βασιλέων· πήγαινε αν θέλεις στη Φολόη και ρώτα την τετράποδη α υθάδεια των Κενταύρων ποιον θεωρεί ανίκητο α νάμεσα στους άντρες. Τον γιο μου θα σου πουν. Τον γιο μου, αυτόν που αμφισβητείς στα λόγια· αυτόν που λες πως είναι μόνο λόγια. Πήγαινε ύστερα στον τόπο σου και ρώτα τη Δίρφυ των Αβάντων , να δούμε τι θα πει για σένα. Πες μου, τι καλό να σου καταλογίσει; Πότε την έκανες περήφανη; Ποτέ! Κι όσο γι' αυτό το πάνσοφο εύρημα, που περιφρονείς: το τόξο, λέω, άκουσε, λίγη σοφία δεν βλάπτει. Δούλο των όπλων του ονομάζω τον οπλίτη· και δούλο της παράταξης, αφού αν δεν τύχουν δίπλα του γενναίοι, με τη δειλία τους συντροφιά πέφτει στη μάχη. Κι αν συντριβεί το δόρυ του, τι έχει να προτάξει άλλο από το σώμα του στον θάνατο; Ωστόσο, όσοι κρατούν στα χέρια τους έμπιστο τόξο, έναν μονάχα σύντροφο, αλλά γεννα ίο και δυνατό, έχουν στη μάχη. Δεν τους ζυγώνει ο θάνατος και θάνατο σκορπίζουν. Από μακριά χτυπάνε τους εχθρούς, κι εκείνοι, σαν τυφλοί, γυρεύουν νά' βρουν από πού έρχονται οι πληγές τους. Γιατί ο τοξότης κρύβεται πίσω απ' το τόξο του, ακούς; Δεν ρίχνει στον αντίπαλο το σώμα του βορά·. Κι αυτό, αν θες να ξέρεις, είναι η καλύτερη στρατηγική: να πετσοκόβεις τον εχθρό και να κρατιέσαι ζωντανός με τακτική, όχι επειδή σε συμπαθεί η τύχη. Έτσι έχουν τα πράγματα· κι αυτά που λες απέχουνε πολύ απ' την αλήθεια. Έρχομαι, τώρα, στα παιδάκια ετούτα εδώ. Τι σου' καναν, τι έφταιξαν και θέλεις να τα σκοτώσεις; Μα... για δες, δουλεύει το μυαλό σου! Είσαι σοφός δειλός, λοιπόν· γνωρίζεις πως τα θρασίμια τρέμουνε μπρος στων γενναίων τα παιδιά. Έτσι εξηγείται! Ωστόσο, δεν παύει να' ναι αβάσταχτο να γίνουμε βορά της ανανδρίας σου, ενώ θα έπρεπε εσύ να έχεις γονατίσει μπρος στην υπεροχή μας. Μα έχε χάρη που ο Δίας δεν φαίνεται να συμφωνεί μαζί μας. Άνθρωπέ μου, αν θέλεις τόσο αυτή τη γη και τα καλά της, σου την αφήνουμε· άφησέ μας να φύγουμε. Κρατήσου, μην ταΐσεις τη βία που θα σου ριχτεί πιο πεινασμένη ακόμα, αν μεταβάλει ο θεός το πνεύμα των καιρών. Α, συμφορά! Του Κάδμου γη, εσένα λέω συμφορά. Ήρθε η σειρά σου τώρα ν' ακούσεις την ντροπή που σου αναλογεί. Έτσι υπερασπίζεσαι τον Ηρακλή και τα παιδιά τού Ηρακλή, εκείνου που ρίχτηκε ένας, μόνος του, απάνω στους Μινύες και νίκησε και γύρισε και μπόρεσε η Θήβα με βλέμμα ελεύθερο τον κόσμο να κοιτάξει; Κι εσύ Ελλάδα... δεν μπορώ να σ' επαινέσω, και δεν θέλω να σωπάσω. Κακή, τι λέω;, κάκιστη δείχτηκες στο παιδί μου. Πού είναι ο στρατός και η φωτιά κι οι λόγχες, που θα έπρεπε τώρα να υπερασπίζουν ετούτα τα παιδάκια; Για χάρη σου δεν μόχθησε ο γονιός τους να ξεπλύνει απ' τα μιάσματα τη γη και τα νερά σου; Ούτε η Ελλάδα ούτε η Θήβα θα σταθούν στο πλάι σας, παιδιά μου. Μονάχα εμένα έχετε και τα τραυλίσματά μου. Δεν έχω πλέον δύναμη. Αυτά τα γηρατειά! Τρέμουν τα χέρια και τα πόδια μου, που λέω απ' ώρα σ' ώρα θα λυθούν, θα καταρρεύσω. Μ' αν ήμουν νέος και όριζα το σώμα μου, το δόρυ θα έπιανα και θα' πνιγα στο αίμα το ξανθό κεφάλι του· θα μ' έβλεπε και θα' τρεχε, ο δειλός, πέρα απ' τους στύλους του Ηρακλή για να σωθεί. ΧΟΡΟΣ Μπορεί ν' αργεί να πάρει τον λόγο ο δίκαιος θνητός, μα έχουν τα λόγια του έρμα. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Χτύπα όσο θες πίσω από λόγια οχυρά. Εγώ με πράξεις θα σε αλώσω. Τρέξτε αμέσως στις πλαγιές του Ελικώνα, εσείς, κι εσείς, του Παρνασσού. Βρείτε τους ξυλοκόπους και πείτε τους να κόψουν δρύες. Κι όταν τις μεταφέρουν στην πόλη ορθώστε μια πυρά τριγύρω στον βωμό και ρίχτε τους στις φλόγες ζωντανούς· να μάθουν πως τον τόπο ετούτο εδώ δεν τον ορίζει ένας νεκρός, αλλά εγώ, όπως είμαι και φαίν ομαι μπροστά τους. Κι εσείς, γέροντες, που απορρίπτετε τα λόγια μου, μην κλαίτε για τα παιδιά του Ηρακλή. Για τη δική σας μοίρα να θρηνήσετε, όταν κάνω στάχτη τα σπίτια σας. Δεν πρέπει να ξεχνάτε πως είστε σκλάβοι μου, κι εγώ το αφεντικό σας. ΧΟΡΟΣ Φύτρο της γης, του Άρη σπορά , όταν ξεχέρσωσε του δράκοντα τα πέτρινα σαγόνια, γιατί το άθλιο κεφάλι αυτού του ξένου δεν τσακίζεις με το ραβδί που σε στηρίζει; Καδμείος δεν είναι. Κάθαρμα είναι· και όμως σκλάβωσε τα νιάτα των Καδμείων. Μα, να το ξέρεις, τη χαρά να γίνεις τύραννός μου εγώ δεν θα στη δώσω. Αυτά που μόχθησα, κι αυτά που μάτωσα τα χέρια μου να φτιάξω, ποτέ δεν θα τα πάρεις. Χάσου από μπρος μου! Τρέξε εκεί απ' όπου έφερες το αίσχος σου στη γη μου. Ούτε όσο ζω θ' αγγίξεις τα παιδιά του Ηρακλή, ούτε εκείνος βρίσκεται τόσο βαθιά στη γη. Δεν τα εγκατέλειψε, ακούς; Τον τόπο που ευεργέτησε αφάνισες, τη γη που του ανήκει και του αξίζει πήρες. Και είναι άδικο αυτό... Λίγα σου λέω, τύραννε κι ασήμαντα όσα κάνω για να σταθώ, όπως αξίζει, σε νεκρούς αγαπημένους, τώρα που οι αγαπημένοι τους χρειάζονται προστάτες. Α, χέρι, χέρι μου δεξί, σε καίει ο πόθος του σπαθιού, σε καίει, μα είναι η γέρικη φ ωτιά του ασθενική. Αλλιώς, τώρα θα τσάκιζα το στόμα αυτό που σκλάβο με ονομάζει. Θα σου στερούσα τη χαρά να κυβερνάς τη Θήβα και θα' φτιαχνα εδώ μιαν έντιμη πατρίδα. Γιατί δεν σκέφτεται σωστά η πολιτεία, όταν την τρώνε οι σύμβουλοι και την σπαράζει ο διχασμός. Μα πώς αλλιώς θ' ανέβαινες εσύ στην εξουσία! ΜΕΓΑΡΑ Γέροντες, σας ευχαριστώ· με κάνετε περήφανη. Έτσι πρέπει! Δικαίως οργίζονται οι φίλοι, όταν φίλοι αδικούνται. Μα δεν χρειάζεται να πάθετε για χάρη μας κακό, προκαλώντας την οργή του ηγεμόνα. Κι εσύ, Αμφιτρύωνα, άκουσε την γνώμη μου· κάτι μπορεί ν' αξίζει. Τα παιδιά μου τα λατρεύω, όπως λατρεύει τα πλάσματα των πόνων κα ι των κόπων του καθένας. Πράγμα φρικτό ο θάνατος, δεν λέω, όμως αυτός που αντιτείνει στην απόφαση της μοίρας μιαν ύπαρξη θνητή, έτσι κι αλλιώς, είναι, πιστεύω, ανόητος. Αν πρέπει να πεθάνουμε, ας πεθάνουμε, λοιπόν. Γιατί θα πρέπει, όμως, να τελειώσουμε σφαδάζοντας στα δόντια της φωτιάς; Γιατί θα πρέπει θα γελάσουν με την φρίκη μας οι εχθροί μας; Αυτό είναι, νομίζω, πολύ χειρότερο απ' τον θάνατο τον ίδιο. Μας το απαγορεύει το μεγαλείο του οίκου μας: εσύ, με την ανδρεία σου, κατέκτησες τη φήμη του αλύγιστου πολεμιστή. Δεν έχει το δικαίωμα κανένας να σε δει να εκλιπαρείς για τη ζωή σου τη φωτιά. Ούτε εσύ είσαι δειλός ούτε η γενναιότητα του άντρα μου χρειάζεται αποδείξεις. Κι αν ήταν τώρα εδώ, δεν θ' άρπαζε απ' τον θάνατο τ' αγαπημένα του παιδιά, αν ήταν να τα δώσει στην ντροπή. Πονούν οι ευγενείς γονείς στην σκέψη πως μπορεί να μην αφήσουν πίσω τους περίφημα παιδιά. Αυτό που θα' κανε ο άντρας μου, λοιπόν, αυτό θα κάνω. Όσο για τις ελπίδες σου, άκουσε τι σκέπτομαι και σκέψου. Πιστεύεις, όντως, πως θα γυρίσει το παιδί σ ου από τα έγκατα της γης; Ποιος ξαναγύρισε ποτέ από τον Άδη; Ή μήπως θα' πρεπε με λόγια, παρακάλια, να μαλακώσουμε αυτόν εδώ; Π ο τέ, ποτέ, αποκλείεται! Μακριά από άτιμο εχθρό! Μόνο οι σοφοί κι οι ευγενείς έχουν τιμή. Σεβάσου την αξία τους και βρεθείς με φίλους. Καλά εμείς, μα τα παιδιά; Δεν ξέρω! Σκέφτηκα, για μια στιγμή, να τον παρακαλέσουμε να τα εξορίσει. Όμως τι θα πετύχουμε; Θα τους εξασφαλίσουμε μιαν άθλια ζωή σε ξένο τόπο. Ο φυγάς είναι φυγάς όπου σταθεί. Κι αν βρει συμπόνια, λένε, την πρώτη μέρα θα' ναι. Βλέπεις, δεν απομένει παρά μονάχα ο θάνατος. Δέξου τον, γέροντα, μαζί μας. Έκκληση κάνω στη μεγάλη σου ψυχή. Γιατί αυτός που μάχεται τις αποφάσεις των θεών είναι, δεν λέω, τολμηρός, μα τολμηρός μέχρι ανοησίας. Κι αυτό που είναι να γίνει, δεν γίνεται αλλιώς. ΧΟΡΟΣ Αν είχαν δύναμη τα χέρια μου, σ' το λέω, θα τσάκιζα ετούτη την στιγμή τον υβριστή σου. Μα, βλέπεις, ένα τίποτα με κάνανε τα χρόνια. Κι έτσι, θα πρέπει μόνος σου να λύσεις, Αμφιτρύωνα, τον κόμπο αυτής της συμφοράς. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Ούτε ο τρόμος της φωτιάς ούτε η δίψα για ζωή με κάνουν σκεπτικό απέναντι στον θάνατο. Του παιδιού μου τα παιδιά θέλω να σώσω. Πώς να τα σώσω; Πώς; Μα ελπίζω... ξέρω, μάταια ελπίζω... Να το στήθος μου, το δίνω στο σπαθί σου. Χτύπα με, σκότωσέ με, κι όπου γκρεμός αχόρταγος, πέταξε το κορμί μου. Μόνο μια χάρη σου ζητάμε... σε ικετεύουμε, άρχοντά μου: σκότωσε πρώτα εμένα κι αυτή τη δύστυχη· αμαρτία είναι να δούμε τα παιδιά να ξεψυχούν και να φωνάζουν τη μητέρα, τον παππού τους... αμαρτία! Μόνο αυτό· τα υπόλοιπα, όπως τραβάει ψυχή σου. Όχι αντίσταση ούτε καν διαφωνία δεν θα προβάλω σ τον θάνατό μου. ΜΕΓΑΡΑ Εκλιπαρώ κι εγώ μια χάρη στη χάρη να προσθέσεις. Κάνε διπλά ευγνώμονες στη δύναμή σου δυο νεκρούς. Επίτρεψέ μου να ετοιμάσω τα παιδιά μου. Μην μας κρατάς κλεισμένους έξω απ' το σπίτι του πατέρα τους. Να μας ανοίξουν πρόσταξε. Εκεί ταιριάζει να τα νεκροστολίσω. ΛΥΚΟΣ Έστω· θα πω να σας ανοίξουν. Πηγαίνετε να ετοιμαστείτε. Δεν με πειράζει να φορέσετε στεφάνια, κι ό,τι άλλο του θανάτου. Μα, όταν τα φορέσετε, είστε δικοί μου και της γης. Θα επιστρέψω. ΜΕΓΑΡΑ Αχ, παιδιά μου! Ελάτε, ελάτε, από εδώ, όπου πατάει και δεν πατάει η δύστυχη η μάνα: στο σπίτι του πατέρα σας, στο σπίτι που έχει τ' όνομά σας, κι ας το χαίρονται άλλοι τώρα. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Α, Δία, Δία, εσύ... άδικα σ' έλεγα ομόκλινό μου, άδικα έλεγα παιδί μας το παιδί μου. Φίλο σε νόμιζα κι έκανα λάθος. Σε νικώ στην αρετή εγώ, ένας θνητός: δεν προδίδω τα παιδιά του Ηρακλή. Εσύ μόνο τον δρόμο για το κρεβάτι μου ήξερες να πάρεις. Και τι δρόμο: κρυφό, αθόρυβο, ύπουλο: δεν ήσουν καν εσύ. Από πού πάνε, όμως, για των φίλων τη σωτηρία δεν ξέρεις. Δεν ξέρεις τίποτα ή δεν έμαθες π οτέ σου τι σημαίνει δικαιοσύνη. ΧΟΡΟΣ Πώς πιάνει ο Φοίβος για να πει πικρό ένα μοιρολόι, όταν τον Λίνο θυμηθεί· και η γλυκιά κιθάρα του θρηνεί κι αυτή, θρηνεί και το χρυσό της πλήκτρο; Έτσι κι εγώ τον ένδοξο νεκρό... όχι νεκρό, μπορεί να βρίσκεται στη γη βαθιά, όμως για μένα θα είναι πάντα ο Ηρακλής: ο γιος του Δία, του Αμφιτρύωνα, δεν έχει σημασία. Κάνω, λοιπόν, τα λόγια μου κλαδιά και φύλλα κι άνθη στεφάνι να του πλέξω. Μα, όχι στεφάνι: άγαλμα στης μνήμης τον ναό, πρέπει να του σμιλέψω! Έτσι τιμούνται οι νεκροί που έζησαν για τη ζωή. Λύτρωσε πρώτα του Διός τα δάση απ' το λιοντάρι. Κι έριξε πάνω του την πύρινη λεοντή· κι έβαλε στο ξανθό κεφάλι του το τρομερό κεφάλι του θηρίου. Ύστερα, των Κενταύρων την άγρια, ορεινή, φυλή αποδεκάτισε με βέλη αρπακτικά. Το μαρτυρούν τα λυγερά νερά του Πηνειού, οι καταπράσινες βοσκές και του Πηλίου τα χωριά. Το ξέρουν τα πευκόφυτα λαγκάδια της Ομόλης, απ' όπου άρπαζαν κλαδιά και κάλπαζαν στη γη των Θεσσαλών και ρήμαζαν τα πάντα. Την ελαφίνα μάστιγα των αγροτών, με τα χρυσά κέρατα και την όμορφη ράχη, θυσία πρόσφερε στην κυνηγό θεά· κι ευχαριστήθηκε η θεά κι ανάσανε η Οινόη. Χαλίνωσε τα αιμοσταγή πουλάρια του Διομήδη, που καταβρόχθιζαν αισχρά σάρκες ανδρών μες στο σφαγείο του στάβλου τους· και πέρασε του Έβρου τ' αργυρά νερά, πασχίζοντας τις εντολές του τύραννου των Μυκηνών να εκτελέσει. Και στου Πηλίου την ακτή, πλάι στου Αναύρου τα νερά, σκότωσε τον στυγνό φονιά των ξένων, τον ληστή των Αμφανών, τον Κύκνο. Στων Εσπερίδων υμνωδών νυμφών τον κήπο μπήκε· και σκότωσε τον πορφυρό δράκοντα που φυλούσε το δέντρο με τα ολόχρυσα φύλλα και μήλα, κι άπλωσε κι έδρεψε τους καρπούς. Και γύρισε τα πέλαγα κι έφερε στους θνητούς γαλήνη των κουπιών. Κι ήρθε στον οίκο του Άτλαντα. Κι ακούμπησε τα χέρια του στον ουρανό και πήρε στους ώμους το στερέωμα, και στήριξε τα έναστρα μέγαρα των θεών. Κι άφησε πίσω μαχητές και φίλους, στην Ελλάδα. Και πέρασε μονάχος του τον αγριεμένο Πόντο κι έφτασε στη Μαιώτιδα των χίλιων ποταμών, και ρίχτηκε στα έφιππα στίφη των Αμαζόνων. Και νίκησε και πήρε τη ζώνη της βασίλισσας. Κι απέσπασε η Ελλάδα ένδοξα λάφυρα απ' τη βάρβαρη παρθένα· κι υπάρχουν στις Μυκήνες. Τη φόνισσα την Ύδρα, την σαρκοβόρα σκύλα της Λέρνης, με τ' αμέτρητα κεφάλια, έκανε στάχτη· και βούτηξε τα βέλη του στο δηλητήριό της, και σκότωσε της Ερυθείας τον τρισώματο βοσκό. Κι άλλα πολλά ανδραγάθησε! Τώρα ταξίδεψε στον τόπο των δακρύων, στον Άδη, να τελειώσει με τους άθλους του. Και τέλειωσε... και ρήμαξε το σπίτι του και χάθηκαν οι φίλοι και ο βαρκάρης περιμένει τα παιδιά του, από θεούς κι ανθρώπους ξεχασμένα, για το ταξίδι που δεν έχει γυρισμό. Στα χέρια σου είναι η μοίρα των δικών σου· κι εσύ δεν είσαι εδώ. Πού πήγε η νιότη μου, της νιότης μου η ορμή, ν' αδράξω το ακόντιο και να δείξω την αιχμή του σ' όλους αυτούς, και με τα νιάτα των Θηβών φρουρός πλάι στα παιδιά σου να σταθώ; Πού πήγε η νιότη μου, της νιότης μου η φωτιά; Α, δες εκεί παιδιά γονιού, που τον υμνούσαν οι θνητοί και τον φθονούσαν οι θεοί! Κοίτα! Φορούν, τα δύστυχα, τα ύστερα στεφάνια τους, και τα κρατάει η μάνα τους, και σέρνονται εκείνα, σαν για να την κρατήσουν· και σέρνεται ξωπίσω τους ο γέροντας πατέρας του Ηρακλή. Τι βλέπουνε τα γέρικα μάτια μου; Δεν βαστώ· κυλήστε δάκρυά μου. ΜΕΓΑΡΑ Εμπρός, λοιπόν! Πού είναι ο ιερέας; Πού είναι ο σφαγέας των δύσμοιρων παιδιών μου; Της παιδεμένης μου ψυχής πού είναι ο φονιάς; Έτοιμα για τον Άδη ε ίναι τα θύματά του. Παιδάκια μου, τι θέλετε στον θάνατο μαζί μας; Δεν είναι αταίριαστη πολύ ετούτη η συντροφιά; Μια μάνα κι ένας γέροντας, καλά· μα τα παιδιά; Αχ, μοίρα μου τρισάθλια και μοίρα των παιδιών μου, αβάσταχτη. Αχ, μάτια μου, τι μάτια κοιτάζετε και σαν κοιτούν για τελευταία φορά; Τι γέννησα, τι ανάστησα, παιδιά μου· τη βορά του αίσχους, της διαστροφής, του μίσους των εχθρών μας; Α, συμφορά! Πόσο σκληρά με πρόδωσαν οι ελπίδες, που μου γεννούσαν του πατέρα σας τα λόγια! Εσένα θα σου έδινε το Άργος και στου Ευρυσθέα θα σ' έβαζε να μένεις το παλάτι, να κυβερνάς την Πελασγία με τους γλυκούς καρπούς της, και σου περνούσε στο μικρό το κεφαλάκι τη λεοντή του, τάχα πως είσαι εκείνος. Εκείνος, ναι, που είναι νεκρός... Κι εσένα, λέει, βασιλιά θα σ' έκανε στη Θήβα με τα περίφημα άρματα· και θα κληρονομούσες τ' απέραντα χωράφια της προίκας μου. Εσύ του το ζητούσες και τον καλόπιανες κι εκείνος σου το υποσχόταν κι ακουμπούσε στο χεράκι σου το ρόπαλο άκρη, άκρη, προσεκτικά, πως σου το δίνει τάχα. Σ' εσένα, αγοράκι μου, την Οιχαλία έταζε, τον τόπο που κατέκτησε με τ' άγρια σμήνη των βελών του! Έτσι σας ήθελε: άρχοντες και άντρες ισχυρούς, τιμή του και καμάρι το υ κι εκείνος αρχηγέτης. Κι εγώ έκανα όνειρα για νύφες: να σας βρω τα ταίρια τα καλύτερα, Σπαρτιάτισσες, Θηβαίες, Αθηναίες, να σμίξετε, ν' ανοίξετε πανιά για της ζωής το δύσκολο ταξίδι, με σίγουρα σκαριά. Ψεύτικα, όλα ψεύτικα! Σκιές ήταν και πέρασαν και χάθηκαν οι ελπίδες. Πρόλαβε η τύχη και σας βρήκε συντρόφισσες φρικτές. Με τις δαιμόνισσες της νύχτας, με τις κόρες του θανάτου σας παντρεύει, κι εγώ με δάκρυα ντύνομαι , με δάκρυα στολίζομαι στους γάμους σας να τρέξω, η τρελή. Κι ο παππούς σας ετοιμάζει τη γιορτή, τον σκοτεινό συμπέθερό του να τιμήσει. Με τον Άδη συγγενέψαμε, του Άδη το σκυλολόι, μπήκε στο σπίτι μας, παιδιά μου. Παιδιά μου, αχ, παιδάκια μου!, ποιο ν' αγκαλιάσω πρώτο; Ποιο να ησυχάσω με φιλιά; Ποιο να πρωτοφυλάξω; Να' μουν μια μέλισσα μικρή και ν' άνοιγα τα διάφανα φτερά μου, να μάζευα τους θρήνους σας και να' φτιαχνα έναν θρήνο , ποτάμι θρήνο, να' πνιγε τη γη ως τα πέρατά της. Κι εσύ καλέ μου, ακούγονται στον Άδη οι ζωντανοί; Μ' ακούς που σε φωνάζω; Σκοτώνουν τον πατέρα σου και τα παιδιά σου. Με σκοτώνουν, με σκοτώνουν, Ηρακλή. Εμένα, που όλοι έλεγαν πως βρήκα την υπέρτατη ευτυχία στο πλευρό σου. Έλα, Ηρακλή μου, πρόφτασε! Σαν όνειρο έστω, σαν σκιά, να δω, να δουν, για μια στιγμή, πως δεν υπήρξες όνειρο, σκιά... Αυτό μου φτάνει. Είναι θρασύδειλοι οι φον ιάδες των παιδιών σου. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Έλα, γυναίκα, σώπασε κι ετοίμασε ό,τι πρέπει για το στερνό ταξίδι μας. Εγώ... ουράνιε Δία, τα χέρια υψώνω και σου λέω: αν είναι να συντρέξεις τ' άμοιρα ετούτα, βιάσου. Σε λίγο θα' σαι μάταιος, μάταιος... μα, ήδη είσαι. Πόσες φορές σε κάλεσα, τόσες φορές με πρόδωσες. Είναι αναπόφευκτος, λοιπόν, ο θάνατός μας. Βλέπετε, γέροντές μου: μικρή κι ασήμαντη η ζωή. Στο λίγο αυτό, ακούστε με, μόνον οι απολαύσεις δίνουν αξία. Ζήστε και μην σας θλίβει τίποτα, απ' το πρωί ως το βράδυ. Δεν έχει χρόνο ο χρόνος να περιθάλψει τις ελπίδες μας· κοιτάζει τη δουλειά του και τρέχει να προλάβει. Δείτε με. Δεν με θαύμαζαν κάποτε οι θνητοί; Δεν αποθέωναν τα έργα μου; Λοιπόν, ήρθε μια μέρα η τύχη και με πήρε σαν φτερό. Κι ομολογώ: δεν ξέρω αν υπήρξε άνθρωπος, που τελείωσε πλούσιος κι ευτυχισμένος. Ε, γέροντές μου, έχετε γεια· στερνή φορά σας χαιρετά ο γέρος σύντροφός σας. ΜΕΓΑΡΑ Α! Γέροντά μου! Βλέπω... Νομίζω... Ο καλός μου! Είναι αυτός, ή... τι να πω, τι να σκεφτώ... ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Δεν ξέρω, δεν ξέρω, κόρη μου κι εγώ... ΜΕΓΑΡΑ Είναι αυτός που έλεγαν π ως βρίσκεται βαθιά στη γη; Ναι, είναι αυτός, αν δεν μας πλέκει όνειρα το φως της μέρας. Μα, τι σκέφτομαι, τι λέω; Μ' έχει τσακίσει η αγωνία και δεν ξέρω πια τι βλέπω. Όχι, όχι! Ήρθε ο γιος σου, γέροντά μου· ήρθε ο γιος σου. Εμπρός, παιδιά μου, ελάτε, ελάτε· πιαστείτε γρήγορα απ' τα ρούχα του πατέρα. Γερά πιαστείτε: αυτός ο άντρας θα σας σώσει, και δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα τον Δία σωτήρα. ΗΡΑΚΛΗΣ Χαίρε κατώφλι μου και σπίτι μου κι αυλή μου! Αυτό, λοιπόν, σημαίνει ευδαιμονία: να βγαίνεις άξαφνα στο φως του κόσμου και να λάμπει μπροστά σου ο τόπος σου! Μα τι; Στεφάνια του θανάτου φοράνε τα παιδιά μου; Και τι γυρεύουν όλοι αυτοί με τη γυναίκα μου; Γιατί κλαίει και θρηνεί ο πατέρας μου; Θέλει εξήγηση το πράγμα· ετούτη την στιγμή. Στάσου να πάω κοντά. Τι γίνεται στο σπίτι μας γυναίκα; ΜΕΓΑΡΑ Καλέ μου εσύ· μοναδικέ ανάμεσα στους άνδρες! ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Φως των ματιών μου! ΜΕΓΑΡΑ Σώθηκες; Ήρθες να μας προλάβεις στην άκρη του γκρεμού; ΗΡΑΚΛΗΣ Τι λες; Γιατί γυρίζω και βρίσκω ανάστατο το σπίτι μου, πατέρα; ΜΕΓΑΡΑ Χανόμαστε! Συγνώμη σου ζητώ, γέροντα, που παίρνω εγώ πρώτη τον λόγο. Ξέρω ποιο είναι το σωστό, μα η γυναίκα έχει στον πόνο τα πρωτεία: αν φύγουν τα παιδάκια μου, φεύγω κι εγώ μαζί τους. ΗΡΑΚΛΗΣ Ακούς τι λέει, Απόλλωνα; Άφησε τις περίτεχνες εισαγωγές και μίλα! ΜΕΓΑΡΑ Μου σκότωσαν τον γέροντα πατέρα και τ' αδέλφια. ΗΡΑΚΛΗΣ Πώς, δηλαδή; Τι έγινε; Σας κήρυξε τον πόλεμο κανένας, όσο έλειπα; ΜΕΓΑΡΑ Τους σκότωσε ο Λύκος ο νέος βασιλιάς. ΗΡΑΚΛΗΣ Σε ένοπλη αναμέτρηση ή με συνομωσία; ΜΕΓΑΡΑ Η πόλη είχε εξεγερθεί. Βρήκε την ευκαιρία και άρπαξε την εξουσία. ΗΡΑΚΛΗΣ Κι εσείς γιατί φοβάστε; Γιατί αυτός ο πανικός; ΜΕΓΑΡΑ Ήθελε να σκοτώσει τον γέροντα πατέρα σου, εμένα, τα παιδιά... ΗΡΑΚΛΗΣ Δεν σε καταλαβαίνω. Κινδύνευε απ' τ' ανήμπορα μικρά μου; ΜΕΓΑΡΑ Θα ζητούσαν, λέει, μια μέρα, εκδίκηση για την σφαγή των συγγενών. ΗΡΑΚΛΗΣ Κι εσύ γιατί τους φόρεσες στεφάνια του θανάτου; ΜΕΓΑΡΑ Στον δρόμο για τον θάνατο μας βρίσκεις, Ηρακλή. ΗΡΑΚΛΗΣ Στον δρόμο για τον θάνατο; Τι άλλο θ' ακούσω, ο άθλιος; Τι άλλο; ΜΕΓΑΡΑ Ξεχασμένοι, απ' όλους ήμαστε κι εσύ, μας έλεγαν, νεκρός. ΗΡΑΚΛΗΣ Ποιοι έλεγαν; Ποιοι έσπερναν ψεύτικη απελπισία; ΜΕΓΑΡΑ Του Ευρυσθέα κήρυκες. ΗΡΑΚΛΗΣ Και βγήκατε απ' το σπίτι; Γιατί εγκαταλείψατε το άσυλο της εστίας μου; ΜΕΓΑΡΑ Δεν βγήκαμε, μας έβγαλαν. Έσυραν τον πατέρα μου από την κλίνη του, κι εμάς... ΗΡΑΚΛΗΣ Ατίμασε τον γέροντα; Δεν ντράπηκε; ΜΕΓΑΡΑ Η ντροπή είναι στα μέρη του άγνωστη θεά. ΗΡΑΚΛΗΣ Μας έλειψαν, λοιπόν, οι φίλοι, όσο έλειπα; ΜΕΓΑΡΑ Μα έχει φίλους ο άνθρωπος που δυστυχεί; ΗΡΑΚΛΗΣ Και φτύσανε πάνω στις μάχες που έδωσα με τους Μινύες, για χάρη τους; ΜΕΓΑΡΑ Σου ξαναλέω: η δυστυχία δεν έχει φίλους. ΗΡΑΚΛΗΣ Πάψτε πια, διώξτε απ' τα μαλλιά σας ετούτα τ' άχρηστα χορτάρια του θανάτου· σηκώστε το κεφάλι απ' το σκοτάδι και θα δείτε την ελπίδα ν' ανθίζει μες στο φως. Εγώ έχω δουλειά. Το σπίτι αυτού του νέου ηγεμόνα θα το σκάψω απ' τα θεμέλια· το αισχρό κεφάλι θα του κόψω και θα το ρίξω να το κάνουν κομμάτια τα σκυλιά. Και τους Καδμείους, που δείχτηκαν εχθροί μου, για όσα τους έκανα καλά, με τούτο εδώ το ένδοξο ρόπαλο θα τους λιώσω, με τούτα εδώ τα φτερωτά βέλη θα τους λιανίσω, να φράξουν τα κουφάρ ια τους τον Ισμηνό, ν' αχνίσει αίμα της Δίρκης η πηγή. Γυναίκα και παιδιά και γέροντα πατέρα υπερασπίζω. Υπάρχει ευγενέστερος σκοπός; Οι άθλοι μου; Ε, όχι δα. Εγώ τελείωσα μ' αυτούς. Να πάνε να χαθούν. Μάταια τριγύριζα και πάλευα την ώρα που κινδύνευαν στο σπίτι τα παιδιά μου. Τώρα και τη ζωή μου θα δώσω αν χρειαστεί, για να τα προστατεύσω. Εγώ ευθύνομαι για την κατάστασή τους. Και είναι τίποτα όλα εκείνα τα θηρία κι οι βδέλες του Ευρυσθέα μπρος στων παιδιών μου τη ζωή. Άθλος μεγάλος είναι να τα σώσω. Και να μην λέγομαι ανδρείος Ηρακλής αν δεν το κάνω! ΧΟΡΟΣ Δίκαιος όπως πάντα, Ηρακλή. Έτσι πρέπει: να στέκει ο πατέρας στο πλευρό των παιδιών του και του γέροντα γονιού του. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Το ξέρω, γιε μου, από μικρός δεν μπορούσες αγαπούσες τους δικούς σου και μισούσες τους εχθρούς σου με μανία. Μην βιάζεσαι, όμως! ΧΟΡΟΣ Είναι βιασύνη το χρέος μου πατέρα; ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Όλο το κατακάθι της πόλης έχει μαζευτεί γύρω από τον τύραννο: κάτι τεμπέληδες, παραλυμένοι, που έφαγαν ό,τι είχαν και δεν είχαν κι επιμένουν να περνιούνται για νοικοκύρηδες. Με τι; Με ό,τι άρπαξαν από τους γείτονές τους. Αυτοί ξεσήκωσαν την πόλη και την παρέδω σαν στο χάος . Δεν μπορεί, όλο και κάποιος θα σε είδε όταν ερχόσουν. Δεν είναι απίθανο να έχουν μαζευτεί και να σε περιμένουν. Θα σε κυκλώσουν, πριν προλάβεις... ΗΡΑΚΛΗΣ ...κι όλη η πόλη να με είδε δεν με νοιάζει. Παρόλα αυτά, καθώς ερχόμουν, έτυχε να δω ένα πουλί σε μέρος δυσοίωνο καθισμένο, και σκέφτηκα πως κάποιο κακό στο σπίτι μου έχει πέσει. Γι' αυτό και φρόντισα να μπω κρυφά στην πόλη. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Καλώς. Πήγαινε τώρα μέσα να προσπέσεις στην εστία και να σε δει πως γύρισες το σπίτι του πατέρα σου. Θα έρθει όπου να' ναι ο βασιλιάς, για να σκοτώσει τη γυναίκα και τα παιδιά σου και... να με πνίξει στο αίμα τους κι εμένα. Εσύ κοίτα να μείνεις στην ασφάλεια του σπιτιού. Εκμεταλλεύσου το πλεονέκτημα αυτό κι όλα θα είναι υπέρ σου. Μην βάλεις, γιε μου, σε καινούργιες περιπέτειες την πόλη σου, πριν βάλεις τάξη στα πράγματα εδώ. ΗΡΑΚΛΗΣ Σωστά μιλάς· αυτό θα κάνω: θα μπω στο σπίτι. Εξάλλου, δεν σκοπεύω να προσβάλω τους θεούς που προστατεύουν το σπιτικό μου. Πάει καιρός που ανέβηκα στο φως από τον μαύρο λάκκο του Άδη και της Κυράς του, κι ακόμα δεν αξιώθηκα, πρώ τους αυτούς, να τους τιμήσω. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Μα ήρθες όντως, γιε μου, απ' το παλάτι του Άδη; ΗΡΑΚΛΗΣ Ήρθα κι έφερα στο φως τριπλό κυνήγι. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Τον νίκησες τον σκύλο ή σου τον χάρισε η θεά; ΗΡΑΚΛΗΣ Τον νίκησα· κι ευτύχησα να δω τ' απόκρυφα όργια των μυστών. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Και τώρα το αγρίμι φυλάει το μέγαρο του Ευρυσθέα; ΗΡΑΚΛΗΣ Στο δάσος της Χθονίας. Εκεί τον άφησα, στην πόλη της Ερμιόνης. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Κι ο Ευρυσθέας; Δεν ξέρει πως ανέβηκες στο φως; ΗΡΑΚΛΗΣ Δεν το ξέρει; Έτρεξα πρώτα εδώ να μάθω νέα σας. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Τι έκανες τόσον καιρό στης γης τα σκοτεινά; ΗΡΑΚΛΗΣ Έπρεπε να φέρω τον Θησέα και άργησα, πατέρα. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Πού είναι; Ήρθε μαζί σου ή έφυγε κιόλας για την πατρίδα του; ΗΡΑΚΛΗΣ Δεν πρόλαβε να δει το φως του ήλιου και βρισκόταν στην Αθήνα. Τόση ήταν η χαρά του που ξέφυγε απ' τα σκοτάδια. Καλά όλα αυτά. Μα ελάτε τώρα, παιδιά μου· ελάτε, πάμε στο σπίτι του πατέρα. Είστε μαζί μου, ε; Θα μπούμε και δεν πρόκειτα ι κανένας να σας βγάλει στην κατάντια που σας βρήκα. Εμπρός, εμπρός. Α, τι' ναι αυτά: δάκρυα στα μαγουλάκια σας; Όχι δα! Είστε γενναίοι εσείς, έχετε θάρρος... Κι εσύ, γυναίκα, μάζεψε επιτέλους την ψυχή σου. Πως φτερουγίζει έτσι τρομαγμένη; Συγκεντρώσου. Κι εσείς αφήστε μου τα ρούχα. Ούτε φτερά έχω για να πετάξω ούτε θα εγκατέλειπα ποτέ εκείνους που αγαπώ. Α, δεν μ' αφήνουν, δεν μ' αφήνουν. Θ' ανέβουν πάνω μου σε λίγο. Αχ, παιδιά μου! Τόσο πολύ σας τρόμαξε ετούτη η τρικυμία; Πιαστείτε, αφού το θέλετε, βαρκούλες μου· πιαστείτε να σας τραβήξω στα ρηχά, να σας τραβήξει στο λιμάνι της ζωής το καράβι του πατέρα. Δεν σας αφήνω· δεν αφήνω τα παιδιά μου. Ποιος θα τ' άφηνε; Σ' αυτό τουλάχιστον οι άνθρωποι είναι ίσοι. Κι οι ισχυροί κι οι ανίσχυροι αγαπάνε τα παιδιά τους. Μπορεί άλλοι να έχουν τα πάντα κι άλλοι τίποτα. Διαφέρουν στα πλούτη· ωστόσο, ο άνθρωπος παραμένει ζώο φιλόστοργο. ΧΟΡΟΣ Αυτά τα νιάτα! Δύναμη, δύναμη κι ομορφιά! Πώς να ξεχάσεις; Κι έρχονται βαριά τα γερατειά και σε συντρίβουν και σε θάβουν ζωντανό. Πώς να σηκώσεις τόσο βάρος; Σαν βουνό , της Αίτνας όλη η πέτρα, πέφτει απάνω σου: λυγίζεις, χάνεσαι, γυρεύεις λίγο φως· κοιτάζεις γύρω σου: η ζωή, φως σκοτεινό. Όλα τα πλούτη της Ασίας, όλα τα χρυσοστόλιστα παλάτια της, θα τα' δινα για να χαρώ τα νιάτα μου, τα νιάτα που είναι όμορφα στον πλούτο και στην φτώχια. Σιχάθηκα τα γερατειά: σκοτάδι, πόνος κι ερημιά. Σιχάθηκα και τα μισώ! Δεν είναι κάπου ένας βυθός να τα τραβήξει, να τα πνίξει, να μην πατήσουν πια αυλή, κατώφλι, κάμαρα. Φτερά να βγάλουν· κι ας πετούν, ας βλέπουν μόνο από ψηλά τις πολιτείες των θνητών. Μα δεν μετρούν τ' ανθρώπινα σαν άνθρωποι οι θεοί. Σοφοί, δεν λέω, και συνετοί· όμως θεοί, προπάντων. Αν ένιωθαν τον άνθρωπο, θα έδιναν τα νιάτα δύο φορές στους δυνατο ύς και τους γενναίους. Έτσι να ξεχωρίζει η αρετή! Θα πέθαιναν οι άξιοι κι αν τί να βγουν στα σκοτεινά του κάτω κόσμου, θα έβγαιναν ξανά στο φως του κόσμου: έτοιμοι να κερδίσουνε έναν ακόμα γύρο στον ένδοξο αγώνα της ζωής. Όσο για τους ασήμαντους... έζησαν όπως έζησαν· μία προσπάθεια αρκεί. Τότε θα ξεχωρίζαμε τον χρήσιμο απ' τον άχρηστο, όπως οι ναυτικοί ξέρουν ποιο αστέρι κρύβεται πίσω απ' τα σύννεφα. Αλλά... τη διαφορά ανάμεσα στην αρετή και την κακία οι θεοί την άφησαν ρευστή. Και πάνε κι έρχονται οι καιροί, ρευστοί κι αυτοί· κι η μόνη διαφορά: πως κάποιοι θησαυρίζουν. Ναι· μα εγώ δεν πρόκειται να πάψω να κερνάω τις μέρες και τα χρόνια μου στις Μούσες και τις Χάρες. Γλυκόπιοτη είναι η ζωή με τέτοια συντροφιά. Κι είναι χυδαία, αφόρητη, δίχως την ομορφιά. Στην ομορφιά: στη μουσική, στους ύμνους, στον χορό των ανθισμένων στεφανιών· εκεί θέλω ν' ανήκω. Έχει και το κελάηδημα γερατειών τη Μούσα του: την Μνήμη. Να, θυμάμαι και τραγουδώ τους άθλους, του Ηρακλή· κι ο Διόνυσος κερνάει κρασί και παίζει η λύρα η επτάχορδη και παίζει ο λιβυκός αυλός, κι είναι η καρδιά μου βέβαιη: πάντα θ ' ακολουθεί τις Μούσες, που της έδειξαν πως γίνεται η ζωή γιορτή. Μπρος στον ναό μαζεύονται της Δήλου τα κορίτσια και μπαίνουν στον χορό και πλέκουν ύμνους στης Λητούς τον γιο τον φωτεινό: τον πρώτο χορευτή. Μπρος στο παλάτι σου κι εγώ φέρνω τον κύκνο ύμνο των παγωμένων μου χειλιών. Δεν είμαι νέος· αδύναμη ακούγεται η φωνή μου. Μα ξέρω πως στη δύναμη του τραγουδιού φωλιάζει το σθένος του τραγουδιστή. Κι εσένα... το τραγούδι σου λέει για τον γιο του Δία, που ανέβηκε ψηλότερα κι απ' την καταγωγή του με τη μεγάλη του αρετή: τις μάχες, τους αγώνες του να σβήσει από τη γη την κτηνωδία, να δώσει στον άνθρωπο μια ανθρώπινη ζωή. ΛΥΚΟΣ Καλώς τον! Κι ότι έλεγα: ήρθε η ώρα του... να βγει από το σπίτι ο Αμφιτρύων! Σαν να παραστολίζεστε, μου φαίνεται· σε θάνατο θα πάτε. Πολύ αργείτε. Εμπρός, εμπρός, πήγαινε και φέρε αμέ σως έξω τη γυναίκα και τα παιδιά του Ηρακλή. Σας έχω ετοιμάσει έναν θάνατο ακριβώς ό πως μου τον ζητήσατε. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Άνακτα, με ποδοπατάς μέσα στη δυστυχία μου και συσσωρεύεις προσβολές πάνω στο πένθος μου. Συγκράτησε λιγάκι τον ζήλο σου για το κακό· κακό δεν κάνει, κι ας έχεις εξουσία. Ωστόσο, αφού θεωρείς τον θάνατο αναγκαίο, στον εκχωρούμε πρόθυμα: θα γίνουν όλα όπως θες. ΛΥΚΟΣ Μα πού είναι, επιτέλους, η Μεγάρα και τα εγγόνια της Αλκμήνης; ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Έξω, φαντάζομαι. ΛΥΚΟΣ Πού έξω; Πες μου τι εννοείς; Πού βρίσκεται; ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Μπρος στον βωμό· και ικετεύει... ΛΥΚΟΣ ...μάταια να σώσει τη ζωή της... ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ ...και μάταια φωνάζει τον νεκρό άντρα της... ΛΥΚΟΣ ...που δεν ακούει και ούτε πρόκειται ποτέ να την ακούσει... ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ ...εκτός αν κάποιος θεός τον αναστήσει. ΛΥΚΟΣ Έλα, έλα· πήγαινε να τη φέρεις, ετούτη την στιγμή. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Μα έτσι την σκοτώνω εγώ. Γίνομαι συνεργός! ΛΥΚΟΣ Καλά, λοιπόν· αφού εσύ το έχεις σε κακό, θα πάω ο ίδιος να την φέρω μαζί με τα παιδιά. Εγώ δεν έχω τίποτα να φοβηθώ. Εμπρός, φρουροί, μην κάθεστε· πίσω μου. Με χαρά θα δω να τελειώνουν τα βάσανά μου... ΛΥΚΟΣ Βέβαια, πήγαινε να τελειώνεις! Είσαι στον δρόμο τον σωστό. Προχώρα, μην σκοτίζεσαι για τίποτα· ίσως κάποι ος να έχει προνοήσει τα πάντα, κάποιος άλλος, κάπως αλλιώς: όποιος γυρεύει το κακό... τον βρίσκει εκείνο. Καλά βαδίζει, γέροντες· τρέχει να πέσει στην παγίδα των σπαθιών, με την ορμή του αδίστακτου του φονιά, το κάθαρμα! Πάω να τον δω να πέφτει νεκρός. Έχει κι ο θάνατος, λοιπόν, τις ηδονές του: αρκεί να είναι του εχθρού και ν' αποδίδει δικαιοσύνη. ΧΟΡΟΣ Άλλαξε η τύχη του κακού! Κι ο μέγας βασιλιάς που ήταν παρελθόν, τον Άδη αφήνει κι έρχετα ι και δίνει στη ζωή του το ένδοξο "παρών ". Χαίρε, Δίκη ακλόνητη, κι άστατη Μοίρα των θεών! Με τη ζωή σου ήρθε η ώρα να πληρώσεις τον εξευτελισμό ανώτερών σου ανθρώπων. Τόση χαρά! Τόση χαρά! Τα μάτια μου έγιναν πηγές και κλαίω και γελάω. Γύρισε πάλι αυτός, που δεν τολμούσα καν να ελπίσω να γυρίσει, για να μην τρελαθώ: της γης ο βασιλιάς! Ελάτε παλικάρια μου· πάρτε τα γερατειά σας και πάμε να κοιτάξουμε αν έχει αυτός που θέλω το τέλος το ανάλογο. ΛΥΚΟΣ Ω, συμφορά μου! Ω συμφορά! ΧΟΡΟΣ Άκου! Κάποιος το γλεντάει εκεί μέσα. Καλό μου ακούγεται ετούτο το τραγούδι, αν κρίνω απ' την αρχή του. Δεν θ' αργήσει να μπει ο Άδης στον χορό. Σκούζει, ο Άνακτας!, Να βρει ο θάνατός του τον ρυθμό. ΛΥΚΟΣ Α, γη του Κάδμου! Μου έστησαν παγίδα. Με σκοτώνουν... ΧΟΡΟΣ ...επειδή σκότωσες πολλούς! Βλέπεις, οι πράξεις σου κοστίζουν, τολμηρέ κατακτητή! Πάψε τώρα και πλήρωνε το θράσος σου! Αυτό σημαίνει δικαιοσύνη. Ποιο ανόσιο θνητό μυαλό τόλμησε να σκεφτεί πως οι μακάριοι θεοί δεν έχουν δύναμη να διώξουν το κακό; Γέροντες, ο ανόσιος έπαψε να υπάρχει. Σιωπή! Α, τι σιωπή! Έτσι, λοιπόν, αρχίζει το τραγούδι της ζωής; Γλύτωσαν, είναι ζωντανοί οι αγαπημένοι μου. Εμπρός! Τον λόγο έχουν οι χοροί! Οι χοροί και τα τραγούδια και οι πανηγυρισμοί βασιλεύουν στην ιερή πολιτεία των Θηβών. Πέρασε η συμφορά· και γελούν τα δάκρυά μου· κι η καρδιά μου, πλέκει νέων τραγουδιών μελωδίες καθώς χτυπά. Πάει ο νέος βασιλιάς. Κυβερνάει ο παλιός, ο δικός μας. Ναι, αυτός που άφησε τα σκοτεινά του Αχέροντα νερά κι ήρθε για να φέρει φως στον λαό του, που δεν είχε τίποτα να ελπίζει πια. Οι θεοί μεριμνούν· και τον άδικο βλέπουν και τον δίκαιο ακούν. Μα η τρέλα που πιάνει τον θνητό να πλουτίσει και να ζήσει: τα πάντα να ζήσει, τον εκτρέπει· τον σέρνει σαν σκουπίδι, τον κάνει ν' αδικήσει πολλούς. Και κανείς δεν τολμά ν' αντικρύσει την αλήθεια: ο χρόνος γυρνά και δεν ξέρεις ποτέ τι σου φέρνει. Κι ο καθένας απλά... αδικεί για να ζήσει. Έτσι απλά! Κι έτσι απλά, κάποια μέρα, το κατάμαυρο άρμα της δικής του ευτυχίας, παίρνει λάθος στροφή και γυρίζει, κι η ζωή το τσακίζει. Ισμηνέ, μην αργείς· βάλε άνθη κι εσύ στην κρυστάλλινη κόμη. Μην αργείτε, Ω! δρόμοι της επτάπυλης, μπείτε στον μεγάλο χορό. Φέρε, Δίρκη, το ασήμι των πηγών σου. Παρθένες του Ασωπού, λίγο αφήστε τα νερά του πατέρα κι ελάτε· ας υμνήσουμε όλοι μαζί του Ηρακλή τον καλλίνικο αγώνα. Του Πυθίου δασόσπαρτη πέτρα, και σπηλιές του Ελικώνα, κατοικίες λαμπρές των Μουσών, περιμένω ν' ακούσω τις γλυκές σας φωνές, μπρος στα τείχη της πόλης, όπου είδε το φως ο στρατός των Σπαρτών, κι ο καθρέφτης χαλκός των ασπίδων: γενιά τη γενιά, να κρατάει ζωντανή της ανδρείας τη λάμψη, στην πανίερη γη των Θηβών. Ω, κλίνη του γάμου διπλή και διπλή αγκαλιά σ' ενός γάμου την κλίνη: μια θνητή και του Δία η άλλη, του Δία, που έγειρε πλάι στην παρθένα εγγονή του Περσέα. Ω, Δία! Πως θα δείξεις σ' εκείνη την παλιά σου αγ καλιά τόση πίστη, δεν το πίστευα. Κι όμως ο χρόνος έχει πια αποδείξει την ισχύ του Ηρακλή, που ξανάρθε στη γη απ' την άσπλαχνη τρύπα που φωλιάζει ο Πλούτων. Κι αν ακόμα το δίκιο συγκινεί τους θεούς, σου το λέω: εσύ είσαι ηγέτης σπουδαίος μπρος στον άθλιον εκείνο, που δεν άντεξε ούτε να δει ενός άντρα σπαθί. Α! Α! Σ' άρπαξε, γέρο μου, κι εσένα ο τρόμος που μου χίμηξε; Τι βλέπεις; Δυο στοιχειά πάνω στο σπίτι! Φύγε! Τρέξε! Μάζεψε τα γερατειά σου. Βιάσου, βιάσου! Λυπήσου μας Απόλλωνα Σωτήρα! Φύλαξέ μας! ΙΡΙΣ Μην τρομάζετε! Τη Λύσσα βλέπετε, γέροντες, την κόρη της νύχτας, και την Ίριδα, εμένα, που εκτελώ διαταγές θεών. Δεν πρόκειται να κάνουμε κακό στην πόλη, κυνηγάμε τον άνδρα εκείνον, που είναι, καθώς λένε, παιδί του Δία και της Αλκμήνης. Μέχρι τώρα τον έκρυβαν από την Ήρα κι από μένα άθλοι επίπονοι και απαρα ίτητοι, είναι αλήθεια. Εξάλλου ο Δίας μας είχε απαγορεύσει να του κάνουμε κακό. Όμως τώρα, που τέλειωσε με τις δουλειές του Ευρυσθέα, η Ήρα θέλει να του προσάψει κι άλλο χυμένο αίμα: των ίδιων των παιδιών του. Συμφωνώ απόλυτα. Εμπρός, παρθένα σκοτεινή, κόρη της νύχτας, που δεν χάρηκες ποτέ άντρα μέσα στη νύχτα, τρέξε στον άντρα αυτόν. Αγκάλιασε τον με μανία, χάρισέ του παιδοκτόνους ταραγμούς, ποδιών σπασμούς, συγκλόνισέ τον, πέταξέ τον στα βαθιά του μακελειού, λύσε του φόνου τα σχοινιά, να καταπλεύσει στα στενά του Αχέροντα με τα φρικτά λά φυρα του άθλου του στα χέρια: κομματιασμένα τα παιδιά, που στόλιζαν τη φονική ζωή του. Μόνον έτσι θα μάθει τι σημαίνει οργή της Ήρας και δική μου. Πρέπει να υποφέρει. Αλλιώς θα χάσουν οι θεοί και θα κερδίσουν οι θνητοί τα πάντα. ΛΥΣΣΑ Από γενιά κατάγομαι ευγενών· γεννήθηκα όταν έτρεξε το αίμα τ' ουρανού στην αγκαλιά της νύχτας. Και την τιμή αυτή ούτε εκείνοι που αγαπώ την θεωρούν προνόμιο ούτε εγώ θεωρώ σωστό να κάνω ανθρώπους φίλους. Μακριά απ' τα σπίτια τους κρατιέμαι, όσο μπορώ. Γι' αυτό θα ήθελα να δώσω στην Ήρα και σ' εσένα μια συμβουλή , πριν διαπράξει η θεά μεγάλο σφάλμα. Ακούστε με: ο άντρας αυτός, που μου ζητάτε να ρημάξω το σπίτι του, κάθε άλλο παρά ασήμαντος είναι σε γη και ουρανό. Στεριές απρόσιτες και θάλασσες στυγνές έχει εξανθρωπίσει. Μόνος αυτός ανέστησε τον σ εβασμό προς τους θεούς που πλήθος όσοι ανόσιοι είχαν γκρεμίσει. Γι' αυτό, σε συμβουλεύω να πάψεις να ζητάς τέτοιο κακό. ΙΡΙΣ Ούτε η Ήρα ούτε εγώ έχουμε ανάγκη από τις νουθεσίες σου. ΛΥΣΣΑ Να σας γυρίσω προσπαθώ σ τον δρόμο τον σωστό. ΙΡΙΣ Δεν σ' έστειλε εδώ η σύζυγος Δία, για να διδάξεις λογική. ΛΥΣΣΑ Το φως της μέρας μάρτυρα καλώ: ό,τι καλούμαι σκοτεινό να πράξω θα το πράξω παρά τη θέλησή μου. Ωστόσο, απ' την στιγμή που εκτελώ διαταγές της Ήρας και δικές σου, σαν το σκυλί που λαχταρά για θήραμα στα βήματα του κυνηγού, θα ξεχυθώ· κι ούτε πελάγου τα ραχή ούτε σεισμός ούτε αστραπή που κεραυνώνει τις ψυχές μέσα στη νύχτα, μπορούν να συγκριθούν με τη μανία που θα ριχτώ στον Ηρακλή· να του ανασκάψω την καρδιά, να κομματιάσω τη στέγη του σπιτιού του, να εισβάλω και πρώτα τα παιδιά του να σκοτώσω, και να μην ξέρει ο φονιάς πως πνίγεται στο ίδιο του το αίμα, πριν τον αφήσει η τρέλα μου. Να, δες! Αρχίζει! Αδημονεί να ξελυθεί η τρέλα του! Τινάζει το κεφάλι, άγρια στρέφει το βλέμμα ένα γύρο, τρικυμία ξεσπά στο στή θος του· σαν ταύρος που ετοιμάζεται να ορμήσει ρουθουνίζει · τις σκύλες του θανάτου να χιμήξουν από τον Τάρταρο ικετεύει. Δεν θ' αργήσω να σε χορέψω εγώ για τα καλά στου τρόμου τον ρυθμό. Πάρε τον γαληνότατο δρόμο σου για τον Όλυμπο, Ίρις· εγώ αθέατη στο σπίτι θα τρυπώσω του Ηρακλή. ΧΟΡΟΣ Ω, συμφορά! Κόβουν της πόλης το βλαστάρι· ξεριζώνουν του Δία την σπορά. Αλίμονό σου Ελλάδα! Χάνεις τον ευεργέτη σου· τον αφανίζει η Λύσσα στης τρέλας τον φρικτό χορό. Ανέβηκε στο άρμα της η μαύρη δυστυχία· και μαστιγώνει τ' άλογα να τρέξουν, να σκορπίσει τον όλεθρο· της νύχτας η Γοργόνα, η εστεμμένη κεφαλές φιδιών αγριεμένων, η Λύσσα, με το μάρμαρο στο βλέμμα. Λίγη ευτυχία άντεξε ο δαίμονάς του. Λίγη ζωή απομένει στα παιδιά, που θα σκοτώσει ο ίδιος ο πατέρας τους. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Ω, δυστυχία μου! ΧΟΡΟΣ Δία! Ο σπόρος σου αφανίζει τους καρπούς του! Έπεσαν πάνω του οι Σκύλες οι αιμοβόρες της Εκδίκησης· χιμούν σαν λυσσασμένες να τον αφήσουν άκληρο. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Στέγη μου, πώς αντέχεις! ΧΟΡΟΣ Αυτός ο ξέφρενος χορός δεν έχει τύμπανα μπροστά και θύρσο βακχικό... ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Σπίτι μου, πώς δεν πέφτεις! ΧΟΡΟΣ ...αίμα να βρει, όχι κρασί, για τις σπονδές πηγαίνει. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Τρέξτε, παιδιά μου· φύγετε! ΧΟΡΟΣ Αρχίζει του θανάτου ο αποτρόπαιος χορός. Ρίχνεται στα παιδιά· τα κυνηγάει αλύπητα, σαν αγριμάκια αδύναμα. Δεν φεύγει από σπίτι η Λύσσα, η μαινάδα, αν δεν χαρεί αιματηρές σπονδές. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Αχ, συμφορά! ΧΟΡΟΣ Αχ, πώς μου σκίζει την καρδιά ο σπαραγμός του γέροντα πατέρα και της μάνας, που άδικα γέννησε κι ανάθρεψε παιδιά. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Α, τι αέρας είναι αυτός; Τρέμει το σπίτι ολόκληρο· σωριάζεται η σκεπή! ΗΡΑΚΛΗΣ Τι κάνεις, γιε του Δία, στο σπίτι σου; Ζητάς να το γκρεμίσεις; Φτάνει! Δεν είναι ο Εγκέλαδος που γκρέμισε στον Τάρταρο η Παλλάδα! ΑΓΓΕΛΟΣ Ε, χιονισμένα γηρατειά... ΧΟΡΟΣ Τι τρέχει; Τι φωνάζεις; Δεν βρίσκομαι στον Άδη! ΑΓΓΕΛΟΣ Ο Άδης όμως βρίσκεται, γέροντες, εκεί μέσα. ΧΟΡΟΣ Μόνον ο μάντης μου έλειπε! Μίλησε καθαρά! ΑΓΓΕΛΟΣ Σκότωσε τα παιδιά του! ΧΟΡΟΣ Αχ! ΑΓΓΕΛΟΣ Κλάψε, κλάψε! Αβάσταχτη είναι η συμφορά! ΧΟΡΟΣ Έγκλημα αποτρόπαιο! Ανόσια χέρια πατρικά! ΑΓΓΕΛΟΣ Μόνο τα μάτια ξέρουν την φρίκη που αντίκρισαν. Τα λόγια είναι λόγια... ΧΟΡΟΣ ...και μόνο αυτά μπορούν να πουν πώς σκότωσε γονι ός τα ίδια τα παιδιά του. Μίλα! Πώς ρήμαξε το σπίτι η συμφορά, που έστειλαν οι θεοί; Πώς τέλειωσαν τα δύστυχα παιδιά; ΑΓΓΕΛΟΣ Τα σφάγια περίμεναν μπρος στον βωμό του Δία για την θυσία του καθαρμού· αφού ο Ηρακλής σκότωσε μες στο σπίτι του τον ξένο βασιλιά και πέταξε το πτώμα του έξω, σαν το σκυλί. Στέκονταν τώρα πλάι του, πανέμορφος χορός, τα τέκνα του, ο πατέρας κι η Μεγάρα. Τέλειωνε η περιφορά των προσφορών· μόνο η σιωπή θρόιζε γύρω μας. Και κάν ει της Αλκμήνης ο γιος να πάρει απ' τη φωτιά να καθαρίσει το νερό και μένει με το χέρι του απάνω στο δαδί. Είδαν που αργούσε, τα παιδιά, και σήκωσαν τα μάτια να δουν τι κάνει· κι έπιασαν το βλέμμα του! Αυτός που έστεκε μπρος στον βωμό δεν ήταν ο πατέρας τους: η όψη του, σαν του νεκρού· τα μάτια είχαν γυρίσει ανάποδα· οι ρίζες τους έσταζαν αίμα· κι έτρεχαν αφροί απ' το στόμα του στην όμορφη γενειάδα. Και ξαφνικά, τραντάχτηκε όλος από τα γέλια. Γέλια τρελά· και φώναξε: "Τι θέλω τις θυσίες, πατέρα, πριν σκοτώσω τον Ευρυσθέα; Διπλές δουλειές; Αφού εγώ τους άθλους μου τους κάνω μονομιάς! Άντε να πάω με το καλό να φέρω το κεφάλι του και τότε θα νιφτώ να φύγουν από πάνω μου και τούτοι οι σκοτωμένοι. Αδειάστε αμέσως το νερό, πετάξτε επιτέλους αυτές τις προσφορές! Το τόξο μου! Το τόξο μου! Κάποιος να μου το φέρει. Το ρόπαλό μου! Γρήγορα! Φεύγω για τις Μυκήνες. Έχω δουλειές· πρέπει να βρω ... ν' αρπάξω ... τίποτα λοστούς, αξίνες, να γκρεμίσω συθέμελα τα τείχη αυτά, να σου πω εγώ τι αλφαδιάσανε οι Κύκλωπες: αν κόψανε ή δεν κόψανε σωστά τους λίθους κι αν τους δέσανε όπως πρέπει! Σαν τα στάχυα, με το δικράνι θα τους κάνω άνω, κάτω!" Και άπλωσε το χέρι του κι άρπαξε στον αέρα κάποιαν αόρατη άντυγα. Κι έδωσε μια και πήδησε στον δίφρο της φαντασίας του· κι έσπρωχνε το χέρι σαν να κέντριζε τ' άλογα. Και οι άντρες του δεν ήξεραν τι έπρεπε: να βάλουνε τα γέλια ή να το βάλουνε στα πόδια· και κοιτούσαν και κοιτιούνταν κι άλλος το ένα έλεγε κι άλλος το άλλο· κι ένας: "Τα θέλει και τα κάνει ο αρχηγός ή έχασε το νου του;" Κι εκείνος να οργώνει πάνω, κάτω την αυλή. Πίσω του εμείς. Πάει μπροστά στην πόρτα του ανδρωνίτη και λέει πως έφτασε στα Μέγαρα· και κάθεται κατάχα μα και κάνει σαν να βρίσκεται σε γιορτινό τραπέζι. Δεν έμεινε πολύ εκεί. Σηκώθηκε και φώναζε πως φτάνει στη χλοερή κοιλάδα του Ισθμού. Και τράβηξε τις πόρπες του χιτώνα του: γυμνώθηκε και ρίχτηκε απάνω στον κανένα και πάλευε και πάλευε, ώσπου κάλεσε το πλήθος του μυαλού του να σωπάσει και ανακήρυξε μ' επίσημη φωνή τον εαυτό του νικητή, ποιανού, ποιος ξέρει. Κι άρχισε να ωρύεται κατά του Ευρυσθέα· και λέγοντας και βρίζοντας και απειλώντας, έφτασε, λέει, στις Μυκήνες. Τρέχει τότε και τον αρπάζει από το χέρ ι ο πατέρας του· πασχίζει να τον κρατήσει και πασχίζοντας του λέει: "Τι έπαθες, παιδί μου; "Πού χάθηκες; Σε μέθυσε το αίμα αυτών εδώ που σκότωσες και οργιάζει ο νους σου;" Όμως εκείνος έβλεπε μπροστά του τον πατέρα του Ευρυσθέα να προσπαθεί να φτάσει το χέρι του, με κλάματα και ικεσίες· κι απώθησε τον γέροντα γεμάτος αηδία· Και τότε... πότε... πώς... βρέθηκε με το τόξο στραμμένο καταπάνω στα παιδιά του , να θέλει, λέει, να σκοτώσει τα παιδιά του Ευρυσθέα, κι εκείνα να σκορπίζουν άλλο εδώ κι άλλο εκεί, τρέμοντας απ' τον φόβο. Πάσχιζαν να κρυφτούν: στης δύστυχης μητέρας τον χιτώνα, πίσω από μια κολώνα· στο βάθρο του βωμού ένα, σαν το πουλί, να τρέμει κουρνιασμένο... "Τι κάνεις!" ξεφωνίζει η μάνα. "Είσαι γονιός εσύ; Πας να σκοτώσεις τα παιδιά, που γέννησες;" Φωνάζει ο γέροντας, φωνάζουν οι υπηρέτες... Δεν ακούει. Ρίχνεται στο παιδί που είχε καταφύγει πίσω από την κολώνα, κι αρχίζει να το ψάχνει, να γυρίζει με μανία, να γυρίζει, να ξεφύγει το μικρό, ώσπου το βρίσκει απέναντί του και του ρίχνει το βέλος ίσια στην καρδιά. Πέφτει στη γη ένα κουβάρι το παιδί και σπαρταράει· πετάγεται το αίμα απ' τα χειλάκια του, καθώς ψυχορραγεί, και κοκκινίζουν οι άστοργες κολώνες. Αλάλαξε ο πατέρας του: "Πάει το ένα κουτσούβελο του Ευρυσθέα· πλήρωσε το πατρικό του μίσος!" Και στράφηκε σ' εκείνο, που κούρνιαζε στο βάθρο του βωμού· νομίζοντας, το δύστυχο, πως γλύτωσε. Τον βλέπει, βλέπει το βέλος έτοιμο να φύγει και πετάγεται και τρέχει κι αγκαλιάζει τα πόδια του πατέρα του και προσπαθεί ν' ανέβει στην αγκαλιά του. "Άκου με, καλέ μου πατερούλη ", του λέει. "Μην με σκοτώσεις. Αφού είμαι το παιδάκι σου. Δεν είμαι του Ευρυσθέα!" Του ρίχνει εκείνος μια ματιά άγρια σαν της Μέδουσας· βλέπει πως η απόστασ η δεν είναι αρκετή να το ξεκάνει γρήγορα με βέλος και αρπάζει το ρόπαλο: σηκώνει, κατεβάζει και, πώς χτυπάει ο σιδερ άς το αναμμένο μέταλλο για να το πλάσει;, έτσι συντρίβει το γλυκό παιδί, που προσπαθούσε, το άμοιρο, να φυλαχτεί με τα λιανά χεράκια στο κεφάλι. Μα δυο ζωές δεν φτάνουν· χρειάζεται και τρίτο σφάγιο η θυσία του στο μίσος. Το γυρεύει· το βλέπει φωλιασμένο στης μάνας τον χιτώνα. Ωστόσο, εκείνη η δύστυχη το παίρνει απελπισμένη στην αγκαλιά της· τρέχει κ' ίσα που προλαβαίνει να μπει στο σπίτι, κλείνοντας γερά την πόρτα πίσω της. Μανιάζει ο κυνηγός. Νομίζει πως περάσανε των Μυκηνών την πύλη. Και ρίχνεται μ' έναν λοστό απάνω στα... κυκλώπεια τείχη και σκάβει τους αρμούς, γκρεμίζει, κομματιάζει την πόρτα· μπαίνει... μ' ένα μονάχα βέλος σκότωσε μητέρα και παιδί. Καλπάζει η τρέλα του· γυρνάει και βάζει τον πατέρα του σημάδι! Και τότε, σαν να πέρασε κάτι μπροστά μας. Έμοιαζε με την Παλλάδα: έφτασε, με την ψυχή στο στόμα; κραδαίνοντας το δόρυ της· και χτύπησε τον Ηρακλή, που λύσσαγε για αίμα, μ' ένα λιθάρι τρομερό στο στήθος και τον γκρέμισε στο βάραθρο του ύπνου. Σωριάστηκε απάνω σε μια κολώνα που είχε πέσει, όταν σκίστηκε η σκεπή, κι είχε κοπεί στα δύο. Κόπασε μέσα μας η θύελλα της φυγής· και τρέξαμε κοντά στον γέροντα και πήραμε σκοι νιά και δέσαμε τον γιο του σ' εκείνη την κολώνα, μην σηκωθεί κι αρχίσει τα ίδια όταν ξυπνήσει. Κοιμάται ακόμα, ο άμοιρος, τον ύπνο του φονιά γυναίκας και παιδιών. Δεν ξέρω αν βρίσκεται στη γη πιο θλιβερό ερείπιο ανθρώπου. ΧΟΡΟΣ Άκουγε και δεν πίστευε κάποτε η Ελλάδα το μακελειό που έκαναν οι κόρες του Δαναού, πάνω στον βράχο του Άργους. Όμως η φρίκη που έσπειρ ε εδώ του Δία το παιδί δεν έχει προηγούμενο. Δεν ξέρω τι να πω. Κι η Πρόκνη σκότωσε το μόνο της παιδί. Ακόμα το θυμούνται τα μοιρολόγια τα παλιά. Όμως εσύ... δαίμονα εσύ... τρία παιδιά απέκτησες και τρεις ζωούλες πήρες, ταΐζοντας της μοίρας σου τη λύσσα. Ω, ποιον να κλάψω· ποιον να θρηνήσω· πού να βρω τη δύναμη για να σταθώ όρθιος μπρος στον θάνατο και να μοιρολογήσω; Κοίτα! Ανοίγει η πύλη του παλατιού! Α, τι θα δω, ο δύστυχος! Αργεί πολύ! Άνοιξε, να! Αχ, τα παιδιά! Σαν κουρελάκια, τα έρημα, στο αίμα βουτηγμένα. Λες: παραστέκουν τον φονιά πατέρα τους, δεμένο σε μια κολώνα. Αχ, ο φονιάς! Σε ποια τρισκότεινη γωνιά του ύπνου του σκοτώνει ακόμα τα παιδιά του! Να, ο γέροντας· σαν το πουλ ί θρηνεί τα σπαραγμένα μικρά του, γυροφέρνει σέρνοντας τα ανήμπορα φτερά του. Έρχεται προς τα εδώ. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Σιγά, καδμείοι γέροντες· αφήστε τον στον ύπνο του: κοιμάται, δεν θυμάται. ΧΟΡΟΣ Πώς να σωπάσω, γέρο μου! Για σένα κλαίω, για τα παιδιά και για τον ήρωα αυτόν. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Σωπάστε, τραβηχτείτε! Μην τον τραβάτε στα ρηχά του ύπνου· ταξιδεύει. ΧΟΡΟΣ Το αίμα, το αίμα μ' έπνιξε. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Πάψτε, δεν το αντέχω! ΧΟΡΟΣ Το αίμα δεν μ' αφήνει! ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Γέροι μου, σας εκλιπαρώ, θρηνείστε πιο σιγά. Γιατί αν ξυπνήσει και λυθεί και σπίτι και πατέρα και πόλη θ' αφανίσει. ΧΟΡΟΣ Αφού το βλέπεις, δεν μπορώ. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Σταθείτε μια στιγμή ν' ακούσω την ανάσα του. ΧΟΡΟΣ Κοιμάται; ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Αχ, κοιμάται· ύπνο σκληρό σαν θάνατο, στυγνό σαν τη χορδή του τόξου που του στέρησε γυναίκα και παιδιά. ΧΟΡΟΣ Κλάψε! Αχ, κλάψε... ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Κλαίω... ΧΟΡΟΣ ...για τα παιδάκια που έφυγαν... ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ ...θρηνώ... ΧΟΡΟΣ ...για το παιδί σου... ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ ...Ω συμφορά μου!... ΧΟΡΟΣ ...γέρο μου... ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ ...Σιγά, σιγά! Σαλεύει· ξυπνάει! Να φύγω, να κρυφτώ μέσα στο σπίτι· να χαθώ, να μην με βρίσκει... ΧΟΡΟΣ Ησύχασε! Είναι ακόμα νύχτα στα βλέφαρά του. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Πρόσεχε! Το φως, ο δυστυχής, δεν με πειράζει αν ξαναδώ. Δεν θέλω αίμα γονικό στις Ερινύες να δώσει. Δεν θέλω άλλο κακό. ΧΟΡΟΣ Καλύτερα να σ' άρπαζαν τα κύματα που τρώνε την πέτρα των Ταφίων, τότε που τους αφάνιζες, για να εκδικηθείς τον θάνατο των γυναικαδελφών σου. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Φύγετε, τρέξτε, γέροντες! Μακριά απ' αυτό το σπίτι! Μακριά από την τρέλα του · πάνω σας θα ξεσπάσει. ΧΟΡΟΣ Ποιο μίσος, Δία, ξέσπασες απάνω στο παιδί σου; Γιατί τον εγκατέλειψες στο πέλαγο του πόνου; ΗΡΑΚΛΗΣ Α! Είμαι ακόμα ζωντανός! Το νιώθω: ανασαίνω! Να και το φως, ο ουρανός, ο ήλιος· να η γη κι ο κόσμος... Μα, πώς τρέμω; Γυρίζει το κεφάλι μου! Πού ήμουν; Με ποιον κλύδωνα πάλευα; Πώς χτυπάει το στήθος μου· κι η ανάσα μου πώς καίει; Τι κάνω εδώ, σαν το καράβι με σκοινιά δεμένος, πώς με δέσανε!, σ' ένα παλιολιθάρι; Και τι γυρεύουν γύρ ω μου αυτοί οι νεκροί; Πώς βρέθηκαν μακριά μου πεταμένα, το τόξο μου, τα βέλη μου, που με κρατούσαν ζωντανό και τ' αγαπούσα σαν παιδιά; Κατέβηκα στον Άδη; Μ' έστειλε πάλι ο Ευρυσθέας; Στον Άδη! Πότε; Πώς; Δεν βλέπω ούτε του Σίσυφου την πέτρα ούτε τον Πλούτωνα και τη βασίλισσά του, της Δήμητρας την Κόρη. Κάπου αλλού έχω χαθεί, ή... Με ακούει κανείς! Ας έρθει κάποιος να μου πει πού βρίσκομαι. Όλα γύρω μου είναι ξένα, σκοτεινά, και με πονάνε σαν πληγή. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Θέλω, μα τρέμω, γέροντες, ν' αγγίξω την πληγή μου. ΧΟΡΟΣ Μαζί! Δεν εγκατέλειψα ποτέ μου πληγωμένο φίλο στη μάχη της ζωής. ΗΡΑΚΛΗΣ Πατέρα, κλαις; Πάρε τα χέρια από το πρόσωπο να δω. Γιατί δεν έρχεσαι κοντά, πατέρα· εγώ δεν είμαι το αγαπημένο σου παιδί; ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Είσαι, παιδί μου, είσαι. Κι ας είσαι η πιο βαθιά πληγή. ΗΡΑΚΛΗΣ Εγώ πληγή; Τι έπαθα, τι έκανα; Πατέρα ποιον θρηνείς; ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Αυτόν, που ακόμα και θεός θα τον θρηνούσε, αν ήξερε... ΗΡΑΚΛΗΣ Μεγάλη συμφορά, κατάλαβα· μα πες μου τι έγινε, πατέρα! ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Δες γύρω σου τι γίνεται κι αν είσαι πάλι εσύ θα καταλάβεις... ΗΡΑΚΛΗΣ ...πες μου: τι έπαθε η ζωή μου; ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Όταν σε αφήσει το κρασί του Άδη, θα σου πω. ΗΡΑΚΛΗΣ Σε τι σκοτάδια με τραβούν τα λόγια σου ξανά. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Θέλω να ξέρω σίγουρα πως σ' άφησε η τρέλα. ΗΡΑΚΛΗΣ Ποια τρέλα; Πώς τρελάθηκα, δίχως να το γνωρίζω; ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Παιδί μου είναι, γέροντες. Πείτε μου: να τον λύσω ή... τι να κάνω; ΗΡΑΚΛΗΣ Λύσε με, και πες μου ποιος μου το' κανε αυτό· είναι ντροπή! ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Ησύχασε! Ό,τι έμαθες για τα δεινά σου έμαθες· τ' άλλα... ΗΡΑΚΛΗΣ ...θα μου τα μάθει, πατέρα, η σιωπή σου; ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Α, Δία! Εσύ κάθεσαι πλάι στην Ήρα σου κι εδώ... Βλέπεις; Μας βλέπεις; ΗΡΑΚΛΗΣ Πάλι αυτή μας κήρυξε τον πόλεμο; ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Άφησε τη θεά στον θρόνο της· και κοίταξε να δεις τι θ' απογίνεις. ΗΡΑΚΛΗΣ Χάνομαι, λες; Αυτό μου λες; Ή... πες μου τι ν' ακούσω; ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Πως τα παιδιά σου είναι νεκρά. Δες μόνος σου. ΗΡΑΚΛΗΣ Αχ, η φρίκη μου τρώει τα μάτια. Ο δύστυχος εγώ... ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Εσύ, παιδί μου, σε πόλεμο ακήρυχτο... ΗΡΑΚΛΗΣ Τι πόλεμο μου λες; Ποιος μου τα σκότωσε; ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Εσύ το τόξο σου, τα βέλη σου, κι ένας θεός... ΗΡΑΚΛΗΣ Τι λες και τι ακούω; Τι έκανα, εξάγγελε του ολέθρου... πατέρα, εξήγησέ μου. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Ρωτάς, ρωτάς! Σου εξηγώ τι είναι όλεθρος, λοιπόν: τρελάθηκες. ΗΡΑΚΛΗΣ Το ταίρι μου; Την σκότωσα κι αυτήν; ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Το ίδιο χέρι έδωσε τον θάνατο σε όλους. ΗΡΑΚΛΗΣ Πνίγομαι, αχ! Με πλάκωσε σαν συννεφιά η οδύνη! ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Να, γιατί κλαίω. ΗΡΑΚΛΗΣ Το σπίτι μου; Κι αυτό, πάνω στην τρέλα μου, το γκρέμισα; ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Μην με ρωτάς. Ένα μονάχα ξέρω: την γκρέμισες, αγόρι μου, τη δύστυχη ζωή σου. ΗΡΑΚΛΗΣ Κι η τρέλα πότε μ' άρπαξε; Πού ήμουν; ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Στον βωμό. Ετοίμαζες τις προσφορές και... ΗΡΑΚΛΗΣ Ανάθεμά με! Γιατί να σέρνω μέσα μου ψυχή, ο δολοφόνος των αγοριών μου; Ένας γκρεμός δεν βρίσκεται να πέσω; Ένα μαχαίρι, την καρδιά τη φόνισσα να βγάλω, να τη δικάσω, να μου πει τι έκανε στα παιδιά μου· κι αυτή τη σάρκα, που άκουσε την τρέλα της, να κάψω· να διώξω από πάνω μου το αίσχος της ζωής μου; Να ο Θησέας, ο φίλος μου, ο αδελφός. Δεν πρέπει να μ' εμποδίσει· είμαι νεκρός και πρέπει να πεθάνω. Α , τι θα δει! Την βρωμερή ζωή μου, τα κουρέλια της τρέλας της, θα δει αυτός: ο φίλος, ο αδελφός μου. Να' χα φτερά να πέταγα, ο άθλιος, να χανόμουν. Ν' άνοιγε η γη στα πόδια μ ου να καταποντιζόμουν. Φέρτε μου ένα σκοτεινό κουρέλι να σκεπάσω το πρόσωπό μου. Ντρέπομαι των ζωντανών το βλέμμα και τρέμω η καταισχύνη μ ου να μην μολύνει αθώους. ΘΗΣΕΑΣ Έσπευσα, με τους ένοπλους νέους των Αθηνών, απ' την φρουρά του Ασωπού, γέροντα, για να θέσω στου γιου σου τη διάθεση τα δόρατά μας. Έφτασαν στην πόλη των Ερεχθειδών κάποιες συγκεχυμένες πληροφορίες: εισέβαλε στη γη σας, λέει, ο Λύκος, κατέλαβε την εξουσία, σας απειλεί με πόλεμο... Χρωστώ πολλά στον Ηρακλή, γέρο μου. Εκείνος μ' έβγαλε απ' τα σκοτάδια. Ήρθα, λοιπόν, κι εγώ να του προσφέρω ό,τι μπορώ κι ό,τι μπορούν οι λόγχες των ανδρών μου. Μα... εδώ έγινε σφαγή! Άργησα και προέκυψαν καινούργιες συμφορές; Ποιος σκότωσε ανήμπορα παιδάκια; Κι η γυναίκα ετούτη εδώ ποιον άφησε στον κόσμο μοναχό; Σε μάχη, βέβαια, δεν μπορεί να' πεσαν μια σταλιά παιδιά... Θα ξέσπασε κι άλλο κακό, ώσπου να φτάσω. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Ω, βασιλιά της γης, που ευλογήθηκε με την ελιά... ΘΗΣΕΑΣ Εισπράττω πόνο και πίκρα, γέροντα, απ' την προσφώνησή σου. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Μας χτύπησαν σκληρά οι θεοί. ΘΗΣΕΑΣ Ποια είναι τούτα τα παιδιά και τα θρηνείς; ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Στα χέρια του γιου μου είδαν τη ζωή· κι αυτά τα έρημα χέρια βάφτηκαν με το αίμα τους. ΘΗΣΕΑΣ Αυτά που λες δεν λέγονται! ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Μακάρι να μπορούσα να μην τα πω. ΘΗΣΕΑΣ Είναι πράγματα φρικτά αυτά που ακούω. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Σκορπίσαμε, σκορπίσαμε· τσάκισαν τα φτερά μας. ΘΗΣΕΑΣ Τι λες; Εξήγησέ μου. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Κάποια μανία τον έπιασε. Δεν ήξερε πού ήταν, ποιος ήταν· και τους χτύπησε με βέλη βουτηγμένα στης Ύδρας το φαρμάκι. ΘΗΣΕΑΣ Αχ, γέροντά μου, αυτό εδώ είναι της Ήρας έργο. Μα... κάποιος βρίσκεται εκεί μες στους νεκρούς. Ποιος είναι; ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Ο γιος μου, το πολύπαθο παιδί μου, ο μαχητής· αυτός που συστρατεύτηκε με τους θεούς στη μάχη της Φλέγρας και αφάνισαν τους Γίγαντες. ΘΗΣΕΑΣ Τι οδύνη! Υπάρχει άραγε άνθρωπος πιο δυστυχής; ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Κανένας. Όσο κι αν ψάξεις δεν θα βρεις θνητό να έχει υποφέρει τόσα πολλά, τόσον καιρό. ΘΗΣΕΑΣ Γιατί έχει σκεπάσει το πρόσωπό του, ο δύστυχος; ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Το βλέμμα σου φοβάται. Να μην τον δει ο φίλος του, ο αδελφός· και να μην δει το αίμα των παιδιών του. ΘΗΣΕΑΣ Εγώ είμ' εδώ· ξεσκέπασε το π ρόσωπό σου· ήρθα να σου παρασταθώ. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Ξεσκέπασε τα μάτια σου, παιδί μου, να σε δει το φως του ήλιου. Είναι πολύ βαριά η συμφορά για δάκρυα. Σ' εκλιπαρώ· πέφτω στα πόδια σου, φιλώ τα χέρια σου, δακρύζω... Δάμασε, γιε μου, το άγριο λιοντάρι που φωλιάζει στα δάση της ψυχής σου. Φτάνουν όσα περάσαμε. ΘΗΣΕΑΣ Αρκεί! Εσύ, που κρύβεσαι πίσω απ' τις συμφορές σου· ξεσκέπασε το πρόσωπο και κοίταξε τους φίλους. Έτσι κι αλλιώς σκοτάδι τόσο πυκνό, για να κρυφτούν εκείνες δεν υπάρχει. Γιατί μου δείχνεις τους νεκρούς; Να φύγω λέει το χέρι σου; Μην μολυνθώ φοβάσαι απ' τη φωνή σου; Όμως εγώ καθόλου δεν φοβάμαι να φορτωθώ τους πόνους σου. Μ' έβγαλες απ' τους πόνους των σκοταδιών, μου έδειξες το φως, αν το θυμάσαι· και εγώ εκείνους που γερνούν δίχως ν' ανταποδώσουν όσα καλά τους έγιναν και κρύβονται όταν πρέπει να μοιραστούν τις συμφορές των φίλων τους, μα σπεύδουν να ζητήσουν μερίδιο στην ευτυχία, τους θεωρώ αποβράσματα. Σήκω, επιτέλους! Πέταξε εκείνο το κουρέλι και κοίταξέ με. Οι ευγενείς θνητοί δίνουν τη μάχη με όσα τους στέλνουν οι θεοί και δεν λιποτακτούν. ΗΡΑΚΛΗΣ Είδες τη μάχη που έδωσα, Θησέα, με τα παιδιά μου. ΘΗΣΕΑΣ Βλέπω το αποτέλεσμα και σε καταλαβαίνω. ΗΡΑΚΛΗΣ Τότε γιατί ζητάς να βγω στο φως; ΘΗΣΕΑΣ Γιατί θνητός δεν γίνεται να μιάνει τους θεούς. ΗΡΑΚΛΗΣ Φύγε, δυστυχισμένε! Τραβήξου από το ανόσιο μίασμα της ζωής μου. ΘΗΣΕΑΣ Δεν μεταδίδει ο φίλος κανένα πνεύμα εκδίκησης σε φίλο. ΗΡΑΚΛΗΣ Ευχαριστώ· Άδικα δεν σου πρόσφερα βοήθεια. ΘΗΣΕΑΣ Γι' αυτό είμαι κοντά σου· κάποτε πονούσα και πονούσες. ΗΡΑΚΛΗΣ Πονώ, πονώ και ντρέπομαι· σκότωσα τα παιδιά μου. ΘΗΣΕΑΣ Πονώ και κλαίω μαζί σου! ΗΡΑΚΛΗΣ Πες μου: υπάρχει συμφορά χειρότερη; ΘΗΣΕΑΣ Καμία, κάτω απ' τον ουρανό. ΗΡΑΚΛΗΣ Γι' αυτό κι εγώ αποφάσισα, να τελειώνω... ΘΗΣΕΑΣ Οι απειλές δεν κάμπτουν τους θεούς. ΗΡΑΚΛΗΣ Με τσάκισαν, με... αγνόησαν· δεν τους υπολογίζω. ΘΗΣΕΑΣ Συγκράτησε την γλώσσα σου! Μην λες μεγάλα λόγια και κάνεις μεγαλύτερ ο κακό στον εαυτό σου. ΗΡΑΚΛΗΣ Ακόμα μεγαλύτερο; Έγειρε πια η ζωή μου. ΘΗΣΕΑΣ Και πού θα φτάσεις, τρέχοντας πίσω από τον θυμό σου; ΗΡΑΚΛΗΣ Στον θάνατο, βαθιά στη γη, εκεί απ' όπου ήρθα. ΘΗΣΕΑΣ Ακούγεσαι ασήμαντος! ΗΡΑΚΛΗΣ Αν πέρναγες τα βάσανα που πέρασα... ΘΗΣΕΑΣ Μιλάει ο Ηρακλής, ο αλύγιστος; ΗΡΑΚΛΗΣ Όλοι λυγίζουν κάποτε· φτάνει να βρεις το χτύπημα. ΘΗΣΕΑΣ Κι ο ευεργέτης των θνητών, ο φίλος ο ανεκτίμητος; ΗΡΑΚΛΗΣ Κι αυτός! Δεν μου χρειάζεται η αγάπη των θνητών. Έτσι κι αλλιώς στο τέλος πάντα νικά η Ήρα. ΘΗΣΕΑΣ Δεν θα πεθάνεις. Δεν μπορεί η αμάθεια να σε σβήσει· δεν το επιτρέπει η Ελλάδα. ΗΡΑΚΛΗΣ Λοιπόν, αφού πιαστήκαμε για τα καλά λόγια, άκου στις νουθεσίες σου τι έχω ν' αντιτάξω· και μέτρα τα χτυπήματα που μου' δωσε η ζωή. Με γέννησε ο άνθρωπος που σκότωσε τον γέροντα πατέρα της μητέρας μου, κι όταν δεν έχει μια γενιά βάσεις σωστές, οι απόγονοι θα δυστυχήσουν βέβαια. Ύστερα, αυτός ο Δίας , ποιος είναι δεν με νοιάζει, σε κάποια κλίνη, μου άνοιξε πόλεμο με την Ήρα. Γέρο μου, μην ανησυχείς. Έναν πατέρα έχω. Ήμουν μωρό, στα σπάργανα, κι έπρεπε να παλέψω με φίδια τερατόμορφα, για να επιβιώσω. Κι όταν στο σώμα μου έδεσε η πανοπλία του άντρα, τι δεν αντιμετώπισα, Τρισώματους Τυφώνες; Λιοντάρια; Γίγαντες; Ορδές τετράποδων πολεμιστών; Τη σαρκοβόρα Ύδρα, που είχε δυο κεφάλια και έκαψα εκατό; Τι πέρασα! Πώς άντεξα! Και άντεξα πολλά. Μέχρι τον Άδη έφτασα και έφερα στο φως τον σκύλο τον τρικέφαλο, τον πυλωρό του σκότους· για χάρη του Ευρυσθέα. Και, να, το επιστέγασμα των άθλων μου: τα λάφυρα της δυστυχίας μου: νεκρά παιδιά, και είναι παιδιά μου! Κατάντια! Πώς να μείνω στη Θήβα που αγάπησα; Είναι ντροπή! Κι αν μείνω ποιο ιερό, ποια τελετή, ποιον φίλο να πλησιάσω; Δεν έχω το δικαίωμα και δεν θα με δεχθούν. Να πάω στο Άργος; Πώς; Φυγάς απ' την πατρίδα μου; Ή να βρω μιαν άλλη πόλη να κρυφτώ; Ποια πόλη; Είναι μπροστά μου τα μοχθηρά τους βλέμματα, που θα με αναγνωρίζουν· Τρυπούν τ' αφτιά μου οι ψίθυροι: "Αυτός δεν είναι ο φονιάς, ο γιος του Δία, που σκότωσε γυναίκα και παιδιά; Α, να χαθεί, το σίχαμα, να ξεβρομίσει ο τόπος!" Άκου με: αυτός ο άνθρωπος που έλεγε πως ζούσε τάχα μέσα στο φως της ευτυχίας, ταράζεται, τα χάνει, όταν αρχίσει να σκοτεινιάζει η μοίρα του. Όμως αυτός που έμαθε τι είναι δυστυχία από τα γεννοφάσκια του, ξέρει τι περιμένει. Κι εγώ γνωρίζω, φίλε μου, πως θα τελειώσω. Κάποτε κι η γη θα μου φωνάζει πως είμαι ανεπιθύμητο; να πάψω να μολύνω τα χώματά της, τα νερά, τις θάλασσες. Θα λέει πως μόνο το μαρτύριο του Ιξίωνα μου ταιριάζει. Καλύτερα έτσι. Οι Έλληνες δεν θα' ναι αναγκασμένοι να βλέπουν ενός Έλληνα γ ενναίου την κατάντια. Λοιπόν; Γιατί να ζω; Τι έχει να μου δώσει αυτή η άχρηστη ζωή; Το αίσχος της; Τώρα μπορεί του Δία η γυναίκα να ξεσηκώσει απ' τους χορούς τις αίθουσες του Ολύμπου. Έγινε αυτό που ήθελε. Τον πρώτο των Ελλήνων τον γκρέμισε απ' το βάθρο του. Θεά να σου πετύχει! Πώς να την σεβαστείς, όταν για μια γυναίκα, που άρεσε στον Δία, στερεί από την Ελλάδα τους υπερασπιστές της; ΘΗΣΕΑΣ Όσο γι' αυτό, ξέρεις τι λες. Δεν είναι οι θεοί που σε χτυπούν. Είναι ο θυμός της Ήρας. Μα όσο κι αν ενόχλησαν τα επιχειρήματά μου εγώ επιμένω και σου λέω: η σκοτεινότερη ζωή είναι σαν φως μπρος στη φρ ικτή μαυρίλα του θανάτου. Κανέναν δεν αφήνει η δυστυχία ανέπαφο· ούτε θεό, αν ξέρουνε τι λένε οι ποιητές. Θεοί δεν αγκαλιάστηκαν σε κλίνες ανεπίτρεπτες; Θεοί δεν εξευτέλισαν, δεν έσυραν δεμένους, μέχρι και τους γενάρχες τους, διψώντας για εξουσία; Κι όμως, υπάρχουν, στέκονται ακόμα εκεί ψηλά, στη θέση τους, υπεύθυνοι για όσα έχουν πράξει. Πες μου, ακούγεται καλά: ένας θνητός να θέλει ν' απαλλαγεί απ' τις πράξεις του· και να μην θέλουν οι θεοί; Άσε, λοιπόν, τη Θήβα, αφού ο νόμος το απαιτεί, κι έλα μαζί μου, στην πόλη της Παλλάδας. Εκεί, θα καθαρίσω τα ματωμένα χέρια σου και θα σου εξασφαλίσω στέγη από την στέγη μου, μιαν έντιμη ζωή απ' τη ζωή μου· κι όλα όσα μου χάρισε ο λαός, τότε που σκότωσα τον ταύρο της Κνωσού, κι έφερα πίσω ζωντανούς τους δεκατέσσερις ανθούς των Αθηνών. Η πολιτεία με τίμησε με αμέτρητα τεμένη. Κι αυτά δικά σου· όσο ζεις, θα φέρουν τ' όνομά σου. Κι όταν κλιθείς στον Άδη, θα μεγαλύνει η Αθήνα το έργο σου με προσφορές και τύμβο θα υψώσει στην μνήμη σου. Οι πολίτες τον στέφανο της αρετής θα φέρουν με καμάρι ενώπιον των Ελλήνων, αφού πολύτιμο άνδρα εκτίμησαν και τίμησαν· κι εγώ τη σωτηρία μου θα σου έχω ανταποδώσει. Τώρα, λοιπόν, χρειάζεσαι τους φίλους· τώρα που οι θεοί... Αν θέλουν να βοηθήσουν έναν θνητό, του δίνουνε τα πάντα, αν όχι, οι φίλοι... ό,τι μπορούν. ΗΡΑΚΛΗΣ Τα λόγια κάποτε ενοχλούν, μα, όποιος προσπαθεί να τ' αποφύγει, πέφτει στα νύχια της σιωπής. Μακάρι να μπορούσαν τα λόγια και οι πράξεις σου να πάρουν το σκοτάδι απ' τη ζωή μου. Όμως εγώ δεν πίστεψα ποτέ και ούτε θα πιστέψω πως οι θεοί αγκαλιάζονται σε κλίνες ανεπίτρεπτες και αλληλοσπαράζονται κι εξευτελίζει ο ένας τον άλλον για την εξουσία. Ούτε καλό ούτε κακό έχουν ανάγκη οι θεοί· μονάχα την αλήθεια τους. Τ' άλλα, για μένα είναι των ανοησίες ποιητών. Εκείνο που με νοιάζει είναι να μην θεωρηθώ δειλός, αν δώσω τέλος ο ίδιος στη ζωή μου. Γιατί, αν κάποιος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μια δύσκολη ζωή, πώς να πιστέψεις πως μπο ρεί να αντιμετωπίσει ένα γυμνό σπαθί; Θα υποστώ τον βίο μου. Στην πόλη σου θα έρθω. Και θα δεχθώ τα δώρα σου και θα σ' ευγνωμονώ και το καθένα μια πληγή που μ' άνοιξαν και άνοιξα θα μου θυμίζει... Αμέτρητες πληγές κι ούτε ένα δάκρυ δεν κύλισε απ' τα μάτια μου, δεν σκέφτηκα ποτέ να κάνω πίσω· άντεχα και νόμιζα πως θα' χα τη δύναμη ν' αντέξω τα πάντα, και, για δες, κατάντησα ικέτης... κλαίω... με άρπαξε η ζωή και μ' έδωσε στην τύχη: έναν σακάτη δούλο. Αυτά τα δάκρυα ... φτάνει! Γέροντα, όταν θα με δεις να φεύγω, των παιδιών μου θα' ναι ο φονιάς, που τρέχει στην εξορία του να κρυφτεί. Τότε να τα κηδέψεις όπως ταιριάζει σε παιδιά... όπως τους πρέπει, ο νόμος εμένα δεν μ' αφήνει. Και θρήνησέ τα· όμως σιγά, σιγά, μην φοβηθούν. Στην αγκαλιά της μάνας τους άσ' τα ν' αναπαυθούν, στην αγκαλιά που αφάνισα... Δεν το' θελα! Δεν το' θελα! ...κι ύστερα ζήσε όπως μπορείς κι όσο μπορείς στη γη που κρύβει τους νεκρούς σου. Είναι σκληρό, μα σ' το ζητά το δύστυχο παιδί σου. Παιδιά μου, αχ, παιδάκια μου· σας γέννησε ο φονιάς σας! Σας στέρησα τους κόπους μο υ και την παρηγοριά μου: έναν πατέρα ενάρετο, μιαν έντιμη ζωή. Κι εσύ, δυστυχισμένη συντρόφισσά μου... Τι έκανα; Πώς μπόρεσα να πνίξω στο αίμα την αγάπη σου, την αρετή, την πίστη, τις αγωνίες που πέρασες για μένα; Ταίρι μου ακριβό, παιδιά μου και ζωή μου! Σκορπίσαμε, χαθήκαμε! Πού είναι τα φιλιά σας; Φιλιά γλυκά, φιλιά πικρά, φιλιά αγαπημένα! Κι εγώ χολή κατάπικρ η να σας κερνώ μ' εκείνα τα όπλα. Τι τα θέλω; Να τα κρεμάσω δεν μπορώ στο πλάι μου· θα φωνάζουν: "Ε, σύντροφε φονιά! Μαζί μ' εμάς αφάνισες γυναίκα και παιδιά!" Μα πώς να μείνω άοπλος; Πώς να εγκαταλείψω συντρόφους που με δόξασαν σε όλη την Ελλάδα; Δεν ξέρω, αλήθεια, τι να πω. Χωρίς αυτά θα ήμουν χίλιες φορές νεκρός. Χωρίς αυτά, βαδίζω γυμνός στον θάνατό μου. Θα τα κρατήσω: άλλη μια πληγή στο μακελειό μου! Μια χάρη μόνο σου ζητώ, Θησέα: έλα μαζί μου εκείνο το φρικτό σκυλί να φέρουμε στο Άργος. Μην με αφήσεις στο έλεος του πόνου και της ερημιάς. Παιδιά του Κάδμου! Ω, Θηβαίοι πολίτες, κόψτε τα μαλλιά, πενθήστε, κι όταν έρθετε το μνήμα των παιδιών μου, θάψτε κι εμένα: ζωντανό νεκρό με τους νεκρούς. Σκεπάστε τα χαλάσματα, που άφησε πίσω της η οργή της Ήρας. ΘΗΣΕΑΣ Φτάνουν πια τα δάκρυα, δύστυχε. Εμπρός· σήκω! ΗΡΑΚΛΗΣ Δεν έχω δύναμη· Σαν να με θέλει η γη. ΘΗΣΕΑΣ Προσπάθησε, αντιστάσου! Η δυστυχία είναι σκληρός αντίπαλος. ΗΡΑΚΛΗΣ Αχ, να' μουν μια πέτρα· να' μενα εδώ, να μην θυμάμαι... ΘΗΣΕΑΣ Ησύχασε! Εγώ είμαι εδώ: ο φίλος σου, το στήριγμά σου. Δώσε μου το χέρι. ΗΡΑΚΛΗΣ Έχω αίματα θα σε λερώσω... ΘΗΣΕΑΣ Ας λερωθώ· Εσύ με νοιάζεις. ΗΡΑΚΛΗΣ Έχασα τρία παιδιά και βρήκα παρηγοριά μου εσένα· Παιδί μου θα σε λέω. ΘΗΣΕΑΣ Ακούμπησε απάνω μου και θα σε οδηγήσω. ΗΡΑΚΛΗΣ Ήταν δυο φίλοι μια φορά· τον έναν τον χτυπούσαν οι δυστυχίες... Αχ, γέροντα, ανθρώπους σαν κι αυτόν αξίζει να' χεις φίλους. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Περήφανη η πατρίδα του! ΗΡΑΚΛΗΣ Θησέα... τα παιδιά μου! Βοήθησέ με... γύρνα με... μια τελευταία φορά... ΘΗΣΕΑΣ Γιατί; Μήπως εκεί θα βρει το βάλσαμό του ο πόνος σου; ΗΡΑΚΛΗΣ Δεν ξέρω· ξέρω πως θέλω να τα δω, και να ριχτώ στην αγκαλιά του γέροντά μου. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Γιε μου, η αγκαλιά μου είν' ανοιχτή. ΘΗΣΕΑΣ Έτσι εύκολα, λοιπόν, ξέχασες τι κατόρθωσες, με πόσο σθένος; ΗΡΑΚΛΗΣ Όχι· όμως αυτή η συμφορά με ξεπερνάει. ΘΗΣΕΑΣ Αν κάνεις σαν θηλυκό, δεν θα βρεθεί κανείς να σ' επαινέσει. ΗΡΑΚΛΗΣ Είμαι δειλός επειδή ζω ακόμα; Άλλα έλεγες. ΘΗΣΕΑΣ Άλλα, μα δυστυχώς δεν έχω πια μπροστά μου κείνον τον ένδοξο Ηρακλή. ΗΡΑΚΛΗΣ Κι εσύ; Ποιος ήσουν, όταν σ' έπνιγαν του Άδη τα σκοτάδια; ΘΗΣΕΑΣ Ο πιο ασήμαντος δειλός. ΗΡΑΚΛΗΣ Τότε γιατί με ψέγεις; ΘΗΣΕΑΣ Προχώρα. ΗΡΑΚΛΗΣ Χαίρε, γέροντα. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Χαίρε κι εσύ παιδί μου. ΗΡΑΚΛΗΣ Να θάψεις τα παιδιά, όπως σου είπα. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Εμένα; Ποιος θα με θάψει εμένα; ΗΡΑΚΛΗΣ Εγώ. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Πότε θα έρθεις; ΗΡΑΚΛΗΣ Αφού κηδέψεις τα παιδιά. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ Και πώς θα γίνει αυτό; ΗΡΑΚΛΗΣ Θα στείλω να σε φέρουν στην Αθήνα. Μα τώρα, δώσε τα παιδιά στης γης την αγκαλιά. Πονάει κι αυτή, το ξέρω, να αντικρίζει άταφα. Εγώ... αυτός που ντρόπιασε κι αφάνισε το σπίτι σου... σαν βάρκα τσακισμένη θ' αφήσω το καράβι του Θησ έα να με βγάλει στα ρηχά του βίου μου. Όποιος προτιμά να' χει πλούτη και δύναμη, παρά φίλους πιστούς, δεν σκέπτεται καλά. ΧΟΡΟΣ Πηγαίνουμε. Με δάκρυα και θρήνους, προχωράμε. Χάνουμε τους καλύτερους, χάνουμε τις ελπίδες μας... και πάμε. ΤΕΛΟΣ