index num_words_total_L1 num_words_total_L2 title_L1 title_L2 abstract_L1 abstract_L2 1 164 139 Complications of central endovascular catheters in immunocompromised hematological patients and the role of the nurse Επιπλοκές κεντρικών ενδαγγειακών καθετήρων σε ανοσοκατεσταλμένους αιματολογικούς ασθενείς και ο ρόλος του νοσηλευτή The following research explores the ''complications around the central intravascular catheters at immunosuppressed hematological patients and the nurse's view''. This assignment's purpose is to investigate and study the possible appearance of complications at patients with a central intravascular catheter, ways of preventing and treating these complications accordingly and a nurse's role in the placing and using of a CVC. The sample used consists of 66 patients nursed in the Hematological Clinic of Ioannina's General University Hospital that used a CVC in a period length of two years. The medical files of these patients were in many occasions used as a tool since they include socio-demographic data, each patient's medical history and various characteristics of their time admitted to the hospital unit. The research results clearly prove that the sort of the disease, the sex and the neutropenia are linked with the appearance of possible complications in these patients' cases. Η παρούσα έρευνα έχει ως θέμα τις «Επιπλοκές κεντρικών ενδαγγειακών καθετήρων σε ανοσοκατεσταλμένους αιματολογικούς ασθενείς και ο ρόλος του νοσηλευτή». Σκοπός της εργασίας αυτής είναι η διερεύνηση και μελέτη της συχνότητας εμφάνισης επιπλοκών σε ασθενείς με κεντρικό ενδαγγειακό καθετήρα, ο τρόπος πρόληψης και αντιμετώπισης των επιπλοκών αυτών και ο ρόλος των νοσηλευτών στην τοποθέτηση και χρήση ενός ΚΦΚ. Το δείγμα αποτελείται από 66 ασθενείς της Αιματολογικής κλινικής του ΠΓΝΙ στους οποίους τοποθετήθηκε ΚΦΚ σε χρονικό διάστημα δύο ετών. Ως εργαλείο χρησιμοποιήθηκαν οι ιατρικοί φάκελοι των ασθενών αυτών, που περιείχαν κοινωνικό-δημογραφικά στοιχεία, το ιατρικό ιστορικό των ασθενών και διάφορα χαρακτηριστικά της νοσηλείας τους. Τα αποτελέσματα της έρευνας απέδειξαν πως το είδος της νόσου, το φύλο και η ουδετεροπενία, σχετίζονται με την εμφάνιση κάποιας επιπλοκής στους ασθενείς αυτούς. 2 208 145 Μελέτη δια φωτομικροσκοπίου και ηλεκτρονικού μικροσκοπίου των μεταβολών του θύμου αδένος επί κυήσεως THE THYMUSES FROM 30 PREGNANT MICE (15TH DAY OF PREGNANCY) WERE STUDIED BY LIGHT AND ELECTRON MICROSCOPY. THE FINDINGS WERE COMPARED TO THOSE OF THE THYMUSES FROM AN EQUAL NUMBER OF NORMAL MICE. CERTAIN IMPORTANT CHANGES WERE EXPRESSED QUANTITATIVELY BY THE METHODS OF MORPHOMETRIC ANALYSIS. IN THE PREGNANT ANIMALS, A DECREASE OF THE WEIGHT AND THE VOLUME OF THYMUS WAS OBSERVED. THE VOLUMEOF THE MEDULLA WAS INCREASED. THE EPITHELIAL RETICULAR CELLS OF THE MEDULLA WERE HYPERTROPHIED. THE ELECTRON MICROSCOPE REVEALED ABUNDANT LARGE VESICLES INTHE CYTOPLASM OF THE RETICULAR CELLS. THE VESICLES HAD A LOW DENSITY CONTENT WHICH WAS CONSIDERED AS A SECRETORY PRODUCT. THE VOLUME OF THE CORTEX WAS DECREASED. HOWEVER THE NUMBER OF THE MITOTIC FIGURES IN THE CORTEX WAS INCREASED. THIS WAS CONSIDERED AS AN EVIDENCE OF AN INCREASED LYMPHOPOESIS. BOTH CORTEX AND MEDULLA SHOWED AN INCREASE IN THE NUMBER OF CAPILLARIES AND SMALL BLOOD VESSELS. THE ABOVE FINDINGS INDICATE THAT DURING THE PREGNANCY A HYPERPLASIA OF THE THYMIC MEDULLA OCCURS. THIS IS TO HYPERTROPHY OF THE EPITHELIAL RETICULAR CELLS WHICH SHOW AN INTENSE SECRETORY ACTIVITY. THE SECRETORY PRODUCT OF THIS CELLS (THYMOSIN) PROMOTES THE LYMPHOPOESIS IN THE CORTEX. THIS PHENOMENON COULD BE CONSIDERED AS SECONDARY TO THE LYMPHOCYTES DESTUCTION BY THE HORMONES OF THE PREGNANCY. ΟΙ ΘΥΜΟΙ ΑΔΕΝΕΣ ΑΠΟ 30 ΕΓΚΥΟΥΣ ΜΥΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ 15Η ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΚΥΗΣΗΣ ΤΟΥΣ ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΑΝ ΜΕ ΦΩΤΟΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ ΤΑ ΔΕ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΥΤΗΣ ΣΥΓΚΡΙΘΗΚΑΝ ΜΕ ΕΚΕΙΝΑ ΙΣΑΡΙΘΜΩΝ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΥΩΝ. ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΠΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΗΘΗΚΑΝ ΕΚΦΡΑΣΤΗΚΑΝ ΠΟΣΟΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ΤΗΣ ΜΟΡΦΟΜΕΤΡΙΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ. ΣΤΟΥΣ ΕΓΚΥΟΥΣ ΜΥΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΘΗΚΕ ΕΛΑΤΤΩΣΗ ΤΟΥ ΒΑΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΟΓΚΟΥ ΤΟΥ ΘΥΜΟΥ ΑΔΕΝΑ. Ο ΜΥΕΛΟΣ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕ ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΟΓΚΟΥ ΤΟΥ. ΤΑ ΕΠΙΘΗΛΙΑΚΑ ΔΙΚΤΥΟΚΥΤΤΑΡΑ ΤΟΥ ΜΥΕΛΟΥ ΕΜΦΑΝΙΖΟΝΤΑΝ ΥΠΕΡΤΡΟΦΙΚΑ. ΤΟ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕ ΣΤΟ ΚΥΤΤΑΡΟΠΛΑΣΜΑΤΩΝ ΔΙΚΤΥΟΚΥΤΤΑΡΩΝ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΑΦΘΟΝΑ ΜΕΓΑΛΑ ΚΥΣΤΙΔΙΑ ΜΕ ΕΚΚΡΙΤΙΚΟ ΠΡΟΙΟΝ ΧΑΜΗΛΗΣ ΠΥΚΝΟΤΗΤΑΣ. Ο ΦΛΟΙΟΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕ ΕΛΑΤΤΩΣΗ ΤΟΥ ΟΓΚΟΥ ΤΟΥ. ΠΑΡΑΤΗΡΗΘΗΚΕ ΟΜΩΣ ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΙΘΜΟΥ ΤΩΝ ΠΥΡΗΝΟΚΙΝΗΣΙΩΝ ΤΟΥ ΦΛΟΙΟΥ ΗΟΠΟΙΑ ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΣΑΝ ΣΗΜΕΙΟ ΑΥΞΗΜΕΝΗΣ ΛΕΜΦΟΠΟΙΗΣΗΣ. ΤΟΣΟ ΣΤΟΝ ΜΥΕΛΟ ΟΣΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΦΛΟΙΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΘΗΚΕ ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΙΘΜΟΥ ΤΩΝ ΤΡΙΧΟΕΙΔΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΑΙΜΟΦΟΡΩΝ ΑΓΓΕΙΩΝ. (ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ) 3 403 470 Utilisation of educators’ attitudes towards data and internet security issues using information and communication technologies (ICT) Αξιοποίηση των στάσεων των εκπαιδευτικών σε θέματα δεδομένων και ασφάλειας διαδικτύου με χρήση τεχνολογιών της πληροφορίας και των επικοινωνιών (ΤΠΕ) Some of the most debated issues in current research concerning both the educators and the Administration of Education are the issues of Internet security and Personal Data Protection, in compliance with the General Data Protection Regulation (GDPR). According to the relevant literature, the legislation on the Personal Data Protection covers the fields of economic, social, administrative and private activity, while closely associated with the advances in New Technologies also known as Information and Communication Technologies (ICT). Therefore, the implementation of the General Data Protection Regulation is of relevance to field of education, both at the level of teaching as well as at the level of Administration. Within this context, the new regulations of relevant laws on the protection of children are of great importance. Children as users of the Internet and ICT constitute a particularly vulnerable group in these high-risk technological environments. Hence, the safe use of the Internet constitutes an area of particular importance, since the wide ICT use in educational processes gives rise to crucial issues pertaining to Personal Data Protection, as well as to the compliance with safety regulations both while teaching and at the level of administration. The present thesis aims at investigating the attitudes of the educators on issues pertaining to the safe use of the Internet and Personal Data Protection, especially in relation to the “General Data Protection Regulation” (GDPR) and Law 4624/2019 (Greek Government Gazette 137/29.08.2019 volume Α΄)”. This thesis also aims at providing suggestions and presenting new educational approaches for the exploration of safer and more effective ways of Internet use among students and educators. Additionally this can also be useful for the Administration of Education. In terms of research methodology, the following methods were employed: quantitative and qualitative analysis, triangulation, webquest along with the Cultural Historical Activity Theory (CHAT). The findings, suggestions and conclusions of the present thesis are of relevance for anyone involved in the educational process, either engaged in teaching or in Αdministration. Conclusively, the effective implementation of ICT in the educational process relies on educating the educators on Privacy and Personal Data Protection issues and safe use of the Internet, as well as on the compliance with information protection regulations in Education. Thereby, educators can effectively respond to the teaching and administrative responsibilities of their work within an environment of on-going technological advances and challenges. Μεταξύ των σημαντικότερων θεμάτων τα οποία ερευνά η σύγχρονη επιστημονική κοινότητα και αφορούν άμεσα τόσο τους εκπαιδευτικούς, όσο και τη Διοίκηση της Εκπαίδευσης, είναι το θέμα της ασφαλούς χρήσης του Διαδικτύου, καθώς και το θέμα της Προστασίας των Προσωπικών Δεδομένων, όπως ρυθμίζεται στις διατάξεις του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (ΓΚΠΔ – GDPR). Σύμφωνα με βιβλιογραφική ανασκόπηση, η νομοθεσία για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων, καλύπτει τομείς της οικονομικής, κοινωνικής, διοικητικής και ιδιωτικής δράσης, ενώ συνδέεται άμεσα με την εξέλιξη των Νέων Τεχνολογιών ή, όπως τείνουν πλέον να αναφέρονται, των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών (ΤΠΕ). Κατά συνέπεια, η εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων αφορά και την εκπαιδευτική πραγματικότητα, τόσο σε σχέση με τη διδασκαλία στην τάξη, όσο και σε σχέση με τη Διοίκηση της Εκπαίδευσης. Στο πλαίσιο αυτό, σημαντικές είναι οι πρόσφατες ρυθμίσεις των σχετικών νομοθετημάτων για την ενίσχυση της προστασίας των παιδιών. Τα παιδιά, ως χρήστες των ΤΠΕ και του Διαδικτύου, αποτελούν μία ιδιαίτερα ευάλωτη ομάδα στα αυξημένης διακινδύνευσης τεχνολογικά περιβάλλοντα. Συνεπώς, η ασφαλής χρήση του Διαδικτύου αποτελεί ένα πεδίο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, καθώς με την ευρεία εφαρμογή των ΤΠΕ στην Εκπαίδευση, προκύπτουν σημαντικά θέματα, τα οποία αφορούν την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων, καθώς και την τήρηση των διαδικασιών ασφάλειας δεδομένων στον χώρο αυτό, τόσο κατά τη διδασκαλία στην τάξη, όσο και σε επίπεδο Διοίκησης της Εκπαίδευσης. Στους βασικότερους στόχους της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι η διερεύνηση των στάσεων των εκπαιδευτικών σε θέματα ασφαλούς χρήσης του Διαδικτύου και Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ειδικότερα δε σε σχέση με τον «Γενικό Κανονισμό Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων» (ΓΚΠΔ), αλλά και με τον Ν. 4624/2019 (ΦΕΚ 137/29.08.2019 τ.Α΄). Βασικός σκοπός της διδακτορικής διατριβής είναι η διατύπωση προτάσεων και η παρουσίαση νέων εκπαιδευτικών προσεγγίσεων, προκειμένου να αναζητηθούν τρόποι ασφαλέστερης και αποδοτικότερης χρήσης του Διαδικτύου από μαθητές και εκπαιδευτικούς, που θα μπορούν να αξιοποιηθούν ευρύτερα από τη Διοίκηση της Εκπαίδευσης. Ως μεθοδολογία της έρευνας εφαρμόστηκαν η ποσοτική και η ποιοτική ανάλυση, η μέθοδος της τριγωνοποίησης, η ιστοεξερεύνηση, καθώς και η θεωρία της Δραστηριότητας. Τα ευρήματα της έρευνας, τα αποτελέσματα, τα συμπεράσματα και οι προτάσεις της παρούσας διδακτορικής διατριβής σχετίζονται με θέματα ασφαλούς χρήσης του Διαδικτύου και Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και αφορούν το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας, τόσο σε σχέση με τη διδασκαλία στην τάξη, όσο και σε σχέση με τη Διοίκηση της Εκπαίδευσης. Συμπερασματικά, η ουσιαστική γνώση, η κατάρτιση και η ενημέρωση των εκπαιδευτικών σχετικά με θέματα Ιδιωτικότητας, Προστασίας των Προσωπικών Δεδομένων, Ασφάλειας Διαδικτύου και τήρησης των διαδικασιών ασφάλειας δεδομένων στον χώρο της Εκπαίδευσης, έχουν ως στόχο την αποτελεσματική ενσωμάτωση των ΤΠΕ στην εκπαιδευτική διαδικασία. Με τον τρόπο αυτό οι εκπαιδευτικοί θα μπορούν να ανταποκρίνονται με επάρκεια και ασφάλεια στα παιδαγωγικά, εκπαιδευτικά και διοικητικά τους καθήκοντα στα συνεχώς εξελισσόμενα τεχνολογικά περιβάλλοντα. 4 238 281 Επιδραση των παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση της βλεννογονίτιδας, μετά από ακτινοθεραπεία ή / και χημειοθεραπεία, στον προκαλούμενο από αυτή στοματικό πόνο σε ενήλικες ασθενείς με καρκίνο Background The protocols used in cancer treatment usually increase the incidence of side effects. Oral mucositis (OM) is one of the major side effects and is reported by most of the patients who have received head and neck radiotherapy and concomitant chemotherapy. According to them, the mucositis-iduced pain is one of the most indicative and irritating symptoms. Among others, it can lead to swallowing and speaking inability, with serious effects in the course of the treatment, as well as the in patients’ health and quality of life. Objective This paper’s objective is the systematic review of the studies that refer to drugs used for the management of mucositis, as well as of their effects on the mucositis induced oral pain. Search strategy The material used in this study has been taken from Medline’s database from January 2000 until December 2010 and its retrieval. is based on the algorithm ("Mucositis"[Mesh] OR "Stomatitis"[MeSH]) AND "Neoplasms"[MeSH] OR "Cancer"[MeSH] AND "Randomized Controlled Trial."[PT]. Through the elimination process, out of total 125 articles that accrued, 24 suited this study. Results This review indicated that chlorhexidine, antimicrobial lozenges, benzydamine, cytokines (GM-CSF and Immunokine), pilocarpine and sucralfate do not cause statistically significant decrease in the sense of pain of the oral cavity. On the contrary, growth factors (palifermine and repifermine), iseganan, glutamine, actovegin, polaprezinc, plant extracts, as well as cryotherapy and Laser, reduce the pain of the oral cavity in a rather substantial degree (p≤0.05). Τα πρωτόκολλα που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία των νεοπλασμάτων συνήθως οδηγούν σε αύξηση της επίπτωσης (incidence) των παρενεργειών. Από τις κύριες παρενέργειες στη στοματική κοιλότητα είναι η βλεννογονίτιδα. Εμφανίζεται σε πολύ μεγάλο ποσοστό των ασθενών που έχουν λάβει ακτινοβολία στην περιοχή κεφαλής και τραχήλου (80-100%), ή χημειοθεραπεία (40-85%), (Miaskowski et al. 2001). Ο πόνος που τη συνοδεύει είναι από τα πιο χαρακτηριστικά και ενοχλητικά συμπτώματα που αναφέρουν οι ασθενείς. Μπορεί μεταξύ άλλων, να οδηγήσει σε αδυναμία κατάποσης και ομιλίας, με σοβαρές επιπτώσεις στην πορεία της θεραπείας, της υγείας και της ποιότητας ζωής. Στόχος Στόχος αυτής της εργασίας είναι η συστηματική ανασκόπηση των μελετών που αφορούν σε φάρμακα τα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί στην πρόληψη ή θεραπεία της βλεννογονίτιδας, και η μελέτη της επίδρασής τους στον πόνο που αυτή προκαλεί. Υλικό- Μέθοδος Η αναζήτηση του απαραίτητου υλικού έγινε στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων της Medline από τον Ιανουάριο του 2000 έως και τον Δεκέμβριο του 2010, ενώ η ανάκτηση βασίστηκε στον αλγόριθμο αναζήτησης ("Mucositis"[Mesh] OR "Stomatitis"[MeSH]) AND "Neoplasms"[MeSH] OR "Cancer"[MeSH] AND "Randomized Controlled Trial."[PT]. 125 άρθρα προέκυψαν και, μετά τη διαδικασία απόρριψης, στην ανασκόπηση συμπεριελήφθησαν τα 24. Αποτελέσματα Από την ανασκόπηση φάνηκε ότι η χλωρεξιδίνη, οι αντιμικροβιακοί τροχίσκοι, η βενζυδαμίνη, οι κυτοκίνες (GM-CSF και Immunokine), η πιλοκαρπίνη και η sucralfate δεν προκαλούν στατιστικά σημαντική ελάττωση στην αίσθηση του πόνου στη στοματική κοιλότητα. Αντίθετα, οι αυξητικοί παράγοντες (παλιφερμίνη και ρεπιφερμίνη), το iseganan, η γλουταμίνη το actovegin, to polaprezinc, τα εκχυλίσματα φυτών όπως και η κρυοθεραπεία και η εφαρμογή Laser, ελάττωσαν τον πόνο στο στοματικό βλεννογόνο, σε στατιστικά σημαντικό βαθμό (p≤0.05). 5 244 272 "Οι προσδοκίες των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για τις σχολικές επιδόσεις των αλλοδαπών μαθητών σε σχέση με το κοινωνικο-μορφωτικό και οικονομικό υπόβαθρο των οικογενειών τους" The last decades in Greece, the strong presence of ethnoculturally different students has brought teachers in front of a new multicultural educational reality. Inequalities in society, caused due to belonging to lower social class and low socio-economic and educational background have as a result students’ negative school performance. This research focuses on exploring the teachers’ expectations, about the school performance of immigrant students based on their socioeconomic characteristics. Specifically, it is determined whether the socio-economic status affects their school performance, contributing simultaneously to the formation of teachers’ expectations for immigrant students. Qualitative methodological approach was used during the implementation of the current study. Semi-structured interviews were used as a research technique, and were provided by teachers of Primary Education of Ioannina, during the school year 2016. For the analysis of qualitative data, the method of content analysis was selected, especially using thematic analysis. Research findings show that low socioeconomic background of immigrant students is the main factor of low school performance. Furthermore, the school performance of immigrant students, from deficient socioeconomic and educational environments, seems to lag behind students from middle and high social classes. The conclusions confirm that the students’ social class seems to "play" an important role in the expectations’ formation, as teachers seem to maintain different attitude and perspective, depending on their students’ social status. Therefore the role of Intercultural Education is considered essential in order social inequalities to be restricted, concluding to the school success and career of all students. Τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα, η έντονη παρουσία εθνοπολιτισμικά διαφορετικών μαθητών έχει φέρει τους εκπαιδευτικούς μπροστά σε μια νέα πολυπολιτισμική, εκπαιδευτική πραγματικότητα. Οι ανισότητες της κοινωνίας λόγω κατώτερης ταξικής προέλευσης και χαμηλού μορφωτικού επιπέδου οδηγούν σε αρνητικές σχολικές επιδόσεις για τους μαθητές. Η παρούσα εργασία εστιάζει στη διερεύνηση των προσδοκιών των εκπαιδευτικών, για τις σχολικές επιδόσεις των αλλοδαπών μαθητών, με βάση τα ταξικά και κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά τους. Συγκεκριμένα, εξετάζεται κατά πόσο η κοινωνικοοικονομική τους κατάσταση επηρεάζει τις σχολικές τους επιδόσεις, συμβάλλοντας παράλληλα στη διαμόρφωση των προσδοκιών των εκπαιδευτικών γι’ αυτούς. Στη διεξαγωγή της παρούσας μελέτης εφαρμόστηκε ποιοτική μεθοδολογική προσέγγιση. Ως ερευνητικά εργαλεία χρησιμοποιήθηκαν ημι-δομημένες συνεντεύξεις, οι οποίες παραχωρήθηκαν από τους εκπαιδευτικούς της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης του Νομού Ιωαννίνων κατά το σχολικό έτος 2016. Για την ανάλυση των ποιοτικών δεδομένων επιλέχθηκε η μέθοδος της ανάλυσης περιεχομένου, με τη χρήση νοηματικών κατηγοριών (θεματικών). Από τα ευρήματα της έρευνας, φαίνεται η κατώτερη κοινωνικοοικονομική προέλευση των αλλοδαπών μαθητών να αποτελεί το βασικότερο παράγοντα εκδήλωσης χαμηλής σχολικής απόδοσης. Ακόμη, οι επιδόσεις των αλλοδαπών μαθητών που προέρχονται από ελλειμματικά κοινωνικο-μορφωτικά περιβάλλοντα φαίνεται να υστερούν σε σχέση με τους μαθητές των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Στα συμπεράσματα επιβεβαιώνεται ότι η ταξική προέλευση των μαθητών φαίνεται να «παίζει» σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των προσδοκιών, καθώς οι εκπαιδευτικοί φαίνεται να διαμορφώνουν διαφορετική στάση και άποψη ανάλογα με το κοινωνικό προφίλ των μαθητών τους. Συνεπώς, καταλυτικός θεωρείται ο ρόλος της Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης στην άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, ώστε να ευνοείται η καλή σχολική σταδιοδρομία όλων των μαθητών. 6 502 572 Comparative effect of rosuvastatin combined with angiotensin receptor antagonist blockers with different PPAR-γ activating capacity in patients with hypertension, mixed dyslipidemia and impaired fasting glucose Επίδραση του συνδυασμού στατίνης με ανταγωνιστή των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης II σε ασθενείς με υπέρταση, μικτή δυσλιπιδαιμία και διαταραχή γλυκόζης νηστείας Introduction: The presence of multiple risk factors is one of the major problems in everyday clinical practice multiplying the risk of cardiovascular disease. Good clinical practice requires a comprehensive and aggressive treatment of patients with multiple risk factors. In this effort, it is of great importance to identify effective drug combinations. Statins are the basis of lipid lowering therapy as they have demonstrated their effectiveness and safety. Angiotensin II receptor blockers, are commonly used antihypertensive drugs which are effective and well tolerated. Their beneficial effects have been associated with the blockade of AT1 receptors of angiotensin II as well as other favorable effects such as the improvement of insulin sensitivity. Telmisartan, and to a lesser extent irbesartan, activate the peroxisome proliferator-activated receptor γ (PPARγ) altering the expression of genes that affect the metabolism of lipids and carbohydrates. It is not clear whether the co-administration of these drugs with statins can lead to significant improvement of metabolic parameters beyond their expected antihypertensive effect. Objective: To evaluate the effects of combining rosuvastatin with ARBs of varying PPARγ activating potency in patients with hypertension, mixed dyslipidemia, and impaired fasting glucose on various metabolic parameters. Methods: The study enrolled 151 patients with hypertension, mixed dyslipidemia, and impaired fasting glucose who received dietary advice and were randomized to receive rosuvastatin 10 mg/day together with: a) telmisartan (80 mg/day; n=52) or b) irbesartan (150 mg/day; n=48) or c), olmesartan (20 mg/day; n=51). The anthropometric and metabolic parameters were assessed at baseline and after 6 months of treatment. Results: After study end, anthropometric parameters (body weight, BMI, waist circumference) were not significantly altered in any of the 3 groups. Moreover, the reduction of systolic and diastolic blood pressure was similar in all groups. In the telmisartan group, a significant decrease was observed of insulin resistance index (HOMA-IR) (-29%) compared with baseline and other groups (p <0.05). Lipid profile was similarly altered in all groups. Cholesterol of LDL subfractions as well as the activity and mass of plasma Lp-PLA2 were reduced similarly in all study subjects. Cholesterol of large HDL subfractions increased significantly in contrast to small HDL subfractions which were significantly decreased. The activity of HDL-Lp-PLA2 increased significantly only in the telmisartan group (+ 21%, p <0.01) in contrast to the other two groups in which it remained unchanged (p <0.01 for the comparison between groups). The mass of HDL-Lp-PLA2 and the activities of PON1 to paraoxon and phenylacetate were unchanged in all groups. Both levels of 8-iso-PGF2a (-8.6%, p=0.02) and hsCRP (-44%, p<0.05) significantly decreased only in the telmisartan group. Renal function parameters and levels of liver function tests were not significantly altered in any group. Conclusions: In hypertensive patients with mixed dyslipidemia and impaired fasting glucose, concomitant use of rosuvastatin with telmisartan is associated with a beneficial effect on glycemic profile and various metabolic parameters, which are predictors of cardiovascular disease occurrence. Εισαγωγή: Η παρουσία πολλαπλών παραγόντων κινδύνου αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα στην κλινική πράξη, αφού πολλαπλασιάζει τον κίνδυνο για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου. Η ορθή κλινική πρακτική επιβάλλει τη συνολική και επιθετική αντιμετώπιση των ασθενών με πολλαπλούς παράγοντες κινδύνου. Στην προσπάθεια αυτή είναι ιδιαίτερα χρήσιμη η ταυτοποίηση των πιο δόκιμων και αποτελεσματικών συνδυασμών φαρμάκων. Οι στατίνες αποτελούν την βάση της υπολιπιδαιμικής θεραπείας, αφού πολλές μελέτες έχουν δείξει την αποτελεσματικότητα και ασφάλειά τους. Οι ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης ΙΙ είναι αντιυπερτασικά φάρμακα που χρησιμοποιούνται συχνά στην κλινική πράξη, τα οποία συνδυάζουν την αποτελεσματικότητα με την ασφάλεια. Τα ευεργετικά τους αποτελέσματα έχουν συσχετισθεί με τον αποκλεισμό των ΑΤ1 υποδοχέων της αγγειοτενσίνης ΙΙ, καθώς και με άλλες ευνοϊκές δράσεις, όπως η βελτίωση της ευαισθησίας των ιστών στη δράση της ινσουλίνης. Η τελμισαρτάνη και σε μικρότερο βαθμό η ιρμπεσαρτάνη ενεργοποιούν τους PPARγ πυρηνικούς υποδοχείς και προκαλούν μεταβολές στην έκφραση γονιδίων που επηρεάζουν το μεταβολισμό των λιπιδίων και των υδατανθράκων. Δεν έχει αποσαφηνισθεί κατά πόσον η συγχορήγηση των φαρμάκων αυτών με στατίνες μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική βελτίωση των μεταβολικών παραμέτρων πέραν της αναμενόμενης αντιυπερτασικής τους δράσης. Σκοπός: Η διερεύνηση της επίδρασης του συνδυασμού μιας στατίνης με ανταγωνιστές των υποδοχέων της ΑΙΙ που έχουν διαφορετική δυνατότητα ενεργοποίησης των PPARγ υποδοχέων στο μεταβολισμό των υδατανθράκων και λιπιδίων σε ασθενείς με υπέρταση, μικτή δυσλιπιδαιμία και διαταραχή γλυκόζης νηστείας Υλικό-Μέθοδοι: Στη μελέτη συμμετείχαν 151 ασθενείς με υπέρταση, μικτή δυσλιπιδαιμία και διαταραχή γλυκόζης νηστείας οι οποίοι έλαβαν υγιεινοδιαιτητικές οδηγίες και τυχαιοποιήθηκαν σε ροσουβαστατίνη 10 mg/ημέρα μαζί με: α) τελμισαρτάνη (80 mg/ημέρα; n=52; ομάδα ΡΤ) ή β) ιρμπεσαρτάνη (150 mg/ημέρα; n=48; ομάδα ΡΙ) ή γ) ολμεσαρτάνη (20 mg/ημέρα; n=51; ομάδα ΡΟ). Οι ανθρωπομετρικές και μεταβολικές παράμετροι εκτιμήθηκαν πριν την έναρξη της μελέτης και μετά από 6 μήνες θεραπείας. Αποτελέσματα: Μετά το τέλος της μελέτης, οι σωματομετρικές παράμετροι (σωματικό βάρος, ΒΜΙ, περίμετρος της μέσης) δεν μεταβλήθηκαν σημαντικά σε καμία από τις 3 ομάδες. Επιπλέον, η μείωση της συστολικής και διαστολικής αρτηριακής πίεσης ήταν παρόμοια σε όλες τις ομάδες. Παρατηρήθηκε σημαντική μείωση του δείκτη αντίστασης στην ινσουλίνη (HOMA-IR) στην ομάδα της τελμισαρτάνης [(κατά 29%, p<0.05) σε σύγκριση με την αρχική τιμή και με τις υπόλοιπες ομάδες]. Η μεταβολή του λιπιδαιμικού προφίλ ήταν παρόμοια σε όλες τις ομάδες. Η χοληστερόλη των υποκλασμάτων της LDL καθώς και η ενεργότητα και μάζα της Lp-PLA2 πλάσματος μειώθηκαν σε παρόμοιο βαθμό σε όλα τα άτομα της μελέτης. Η χοληστερόλη των μεγάλων υποκλασμάτων της HDL αυξήθηκε σημαντικά σε αντίθεση με τη χοληστερόλη των μικρών HDL υποκλασμάτων, η οποία μειώθηκε σε όλες τις ομάδες ασθενών. Η ενεργότητα της HDL-Lp-PLA2 αυξήθηκε σημαντικά μόνο στην ομάδα της τελμισαρτάνης (κατά 21%, p<0.01) σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ομάδες, στις οποίες όπου παρέμεινε αμετάβλητη (p<0.01για τη σύγκριση μεταξύ των ομάδων). Η μάζα της HDL-Lp-PLA2 καθώς και οι ενεργότητες της PON1 σε paraoxon και phenylacetate παρέμειναν αμετάβλητες σε όλες τις ομάδες. Τόσο τα επίπεδα του 8-iso-PGF2a (-8.6%, p=0.02) όσο και τα επίπεδα της hsCRP (-44%, p<0.05) μειώθηκαν σημαντικά μόνο στην ομάδα της τελμισαρτάνης. Τέλος, δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές μεταβολές στις παραμέτρους της νεφρικής λειτουργίας καθώς και σε παραμέτρους της ηπατικής βιολογίας σε καμία ομάδα ασθενών. Συμπεράσματα: Σε υπερτασικούς ασθενείς με μικτή δυσλιπιδαιμία και διαταραχή γλυκόζης νηστείας, η συγχορήγηση ροσουβαστατίνης με τελμισαρτάνη εμφανίζει μία ευνοϊκή επίδραση στην ομοιοστασία των υδατανθράκων, καθώς και σε ποικίλες μεταβολικές παραμέτρους που αποτελούν προγνωστικούς παράγοντες για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου. 7 299 341 Μία θετική ψυχολογική παρέμβαση για την αύξηση του ψυχολογικού κεφαλαίου σε εργαζόμενους και μη φοιτητές The present study was designed within the framework of the Postgraduate Program in “Counseling Applied to Educational and Social Contexts” of the Department of Primary Education of the University of Ioannina. Positive Psychology served as the framework for this study and for the intervention that followed. The purpose of the study was to investigate the effect of a Positive Psychological Intervention on the psychological capital, resilience, flourishing, and stress levels of working and non-working students. Throughout the intervention, efforts were made to develop the personal positive psychological resources (psychological capital, resilience) and to enhance positive emotions, ultimately aiming at the mitigation of stress and the promotion of flourishing. The study involved 30 undergraduate and postgraduate students from a variety of study fields of the University of Ioannina. All participants were within the age group of emerging adulthood, a critical and demanding stage of life. After completing a questionnaire battery, the participants were asked to engage in a set of appropriately tailored activities based on the principles and methods of Positive Psychology. This research-intervention attempted to shape the framework and highlight the need for implementation of suitable intervention programs to alleviate stress and improve the psychosocial well-being of students. The results of the intervention-research led to the conclusion that this intervention program developed the psychological capital and resilience of students and promoted their flourishing, while simultaneously reducing their stress levels. Among the examined variables, resilience and flourishing demonstrated the most considerable improvement. The intervention proved equally beneficial for the working and the non-working students. According to the results, a Positive Psychology Intervention program can contribute to the reinforcement of individual psychological resources and, therefore, the improvement of psychological health, protecting students against stress and enabling them to face the demands and challenges of emerging adulthood in the best possible way. Η παρούσα έρευνα-παρέμβαση σχεδιάστηκε στο πλαίσιο του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών της κατεύθυνσης «Συμβουλευτική Εφαρμοσμένη σε Εκπαιδευτικά και Κοινωνικά Πλαίσια» του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Πλαίσιο μελέτης για την παρούσα έρευνα και παρέμβαση αποτέλεσε ο κλάδος της Θετικής Ψυχολογίας. Σκοπός της ήταν να μελετήσει την επίδραση μιας Θετικής Ψυχολογικής Παρέμβασης στα επίπεδα στρες, το ψυχολογικό κεφάλαιο, την ψυχική ανθεκτικότητα και την ψυχοκοινωνική άνθηση των φοιτητών, εργαζομένων και μη. Μέσα από την παρέμβαση πραγματοποιήθηκε προσπάθεια για ανάπτυξη των ατομικών θετικών ψυχολογικών πόρων (ψυχολογικό κεφάλαιο, ψυχική ανθεκτικότητα) και ενίσχυση της βίωσης θετικών συναισθημάτων, με απώτερο σκοπό τη μείωση του στρες και την προώθηση της ψυχικής και κοινωνικής ακμαιότητας των φοιτητών. Στην έρευνα έλαβαν μέρος 30 προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές κι φοιτήτριες, από διαφορετικά Τμήματα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Το σύνολο των συμμετεχόντων ανήκε στην ηλικιακή ομάδα της αναδυόμενης ενηλικίωσης, που συντελεί ένα κρίσιμο και φορτικό στάδιο της ζωής. Οι συμμετέχοντες που έλαβαν μέρος στη Θετική Ψυχολογική Παρέμβαση, αφού συμπλήρωσαν μια συστοιχία ερωτηματολογίων, κλήθηκαν να συμμετάσχουν σε μια σειρά κατάλληλα προσαρμοσμένων δραστηριοτήτων, οι οποίες βασίστηκαν στις αρχές και τις μεθόδους της Θετικής Ψυχολογίας. Η συγκεκριμένη έρευνα-παρέμβαση επιχείρησε να δημιουργήσει το πλαίσιο και να αναδείξει την αναγκαιότητα ενσωμάτωσης στον ακαδημαϊκό τομέα αντίστοιχων ψυχολογικών παρεμβάσεων, για την αντιμετώπιση του στρες και τη βελτίωση της ψυχοκοινωνικής ευεξίας των φοιτητών. Τα αποτελέσματα της έρευνας-παρέμβασης οδήγησαν στο συμπέρασμα πως το παρόν πρόγραμμα παρέμβασης ενίσχυσε το ψυχολογικό κεφάλαιο και την ψυχική ανθεκτικότητα, και προήγαγε την ψυχοκοινωνική τους άνθηση, ενώ μετρίασε τα επίπεδα στρες που βίωναν. Οι μεταβλητές που σημείωσαν την πιο σημαντική βελτίωση ήταν αυτές της άνθησης και της ανθεκτικότητας. Η παρέμβαση αποδείχθηκε εξίσου ευεργετική για τους εργαζόμενους και τους μη εργαζόμενους φοιτητές. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, ένα Θετικό Πρόγραμμα Παρέμβασης συμβάλλει στην ενίσχυση των ατομικών ψυχολογικών πόρων και, κατ' επέκταση, στη βελτίωση της ψυχολογικής υγείας των φοιτητών, γεγονός που τους θωρακίζει απέναντι στο στρες και τους δίνει τη δυνατότητα να διαχειρίζονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις απαιτήσεις και προκλήσεις της αναδυόμενης ενηλικίωσης. 8 350 299 This paper deals, on a theoretical level, with the basic educational concept of creativity, which has raised great interest in our days. Firstly, there has been attempted a conceptual definition of the term which is considered as a mental process, directly associated with the personality of the human and one’s environment, and inextricably interwoven with originality. Creativity goes through stages in order to result in a creative product, while creative thinking bears its own characteristics. Moreover, the characteristics of creative teaching are being described, including the main advantages for the child. Furthermore, the paper introduces us to the term of creative writing, a form of artistic expression. It brings to the surface a variety of advantages while through creative writing there is to be tried a total experience of writing. Today, teaching has been characterized by the intense turn to the creative writing, where the effect of imagination, the use of the game and the joy of reading is of primary importance for writing skills acquisition. On the other hand, all modern developments have led communication from the simple literacy to multiliteracy, a condition which has pointed out the term of visual literacy. Picture is a global means of communication and the word is constantly linked with the picture. The traditional form of expression is standed aside, while the concept of the text has been enlarged. For all the above reasons, visual education is considered as necessary. In addition, the importance of art is highlighted and the use of art in education through the lesson of Aesthetic Arts is pointed out. Finally, there has been included a large amount of educational activities, which employ the picture as a stimulus for creative writing and these are to be proposed for application to the school class. Picture plays an important role for creative writing, as far as it increases the creativity of the child and, at the same time, concerning mental, emotional, linguistic, social and cultural level. The issue of creativity addresses each one of us, it has to transpire education and it could be cultivated through a variety of educational activities. Η παρακάτω εργασία ασχολείται, σε θεωρητικό επίπεδο, με μια βασική έννοια για την εκπαιδευτική διαδικασία, την έννοια της δημιουργικότητας, η οποία παρουσιάζει άνοδο ενδιαφέροντος στις μέρες μας. Αρχικά, επιχειρείται μια εννοιολογική οριοθέτηση του όρου, η οποία θεωρείται ως μια κατεξοχήν νοητική διαδικασία, άμεσα εξαρτημένη με την ατομική προσωπικότητα και το περιβάλλον, ενώ είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πρωτοτυπία. Η δημιουργικότητα περνά από συγκεκριμένα στάδια ώστε να φτάσουμε σε ένα δημιουργικό προϊόν, ενώ η δημιουργική σκέψη φέρει τα δικά της χαρακτηριστικά. Επιπλέον, αναφέρονται τα χαρακτηριστικά μιας δημιουργικής παιδαγωγικής και τα οφέλη που προκύπτουν για το παιδί. Στη συνέχεια, γίνεται λόγος για τη δημιουργική γραφή, η οποία συνδέεται με τη δημιουργικότητα και αποτελεί μια προσιτή μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης για όλους. Επιφέρει ποικιλία πλεονεκτημάτων για το άτομο, ενώ μέσω αυτής επιδιώκεται η ολική βίωση της γραφής. Η διδασκαλία, πλέον, στρέφεται έντονα προς τη δημιουργική γραφή, κατά την οποία πρωτεύοντα ρόλο διαδραματίζει η επενέργεια της φαντασίας, του παιχνιδιού και της φιλαναγνωσίας για την κατάκτηση συγγραφικών δεξιοτήτων. Επιπλέον, οι νέες συνθήκες ζωής οδήγησαν την επικοινωνία από τον απλό γραμματισμό στους πολυγραμματισμούς, συνθήκη που ανέδειξε τον οπτικό γραμματισμό. Η εικόνα αποτελεί ένα παγκόσμιο επικοινωνιακό μέσο, ο λόγος συνδυάζεται διαρκώς με αυτή, η παραδοσιακή μορφή του λόγου παραμερίζεται και η έννοια του κειμένου διευρύνεται. Επομένως, μια οπτική εκπαίδευση κρίνεται απαραίτητη. Στη συνέχεια, αναδεικνύεται η σπουδαιότητα της τέχνης και η χρήση της στην εκπαίδευση μέσω της Αισθητικής Αγωγής. Τέλος, περιλαμβάνεται ένας ικανός αριθμός δραστηριοτήτων, οι οποίες χρησιμοποιούν την εικόνα ως ερέθισμα για την παραγωγή δημιουργικού γραπτού λόγου και προτείνονται για εφαρμογή στη σχολική αίθουσα. Η εικόνα διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στην παραγωγή δημιουργικής γραφής, κάτι το οποίο αυξάνει τη δημιουργικότητα και προκαλεί οφέλη σε νοητικό, συναισθηματικό, γλωσσικό, κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο. Η δημιουργικότητα απευθύνεται σε όλους, πρέπει να διαπνέει την εκπαίδευση και μπορεί να καλλιεργηθεί μέσω πολλαπλών δραστηριοτήτων. 9 592 573 Design, fabrication and characterization of plasmon-enhanced dye-sensitized solar cells Σχεδιασμός, ανάτττυξη και χαρακτηρισμός φωτοευαισθητοποιημένων ηλιακών κυττάρων και ενίσχυση λειτουργίας με εισαγωγή πλασμονικών νανοσωματιδίων Motivated by the ever-increasing world energy demands of our times and the depletion of readily accessible fossil fuels, the investigation for alternative energy sources has become vitally important in terms of sustainability. Particularly the renewable solar energy, although its great potential as a renewable source, it is crucial for the respective solar production systems to have a competitive cost and performance compared to conventional energy sources. Dye-sensitized solar cells (DSSCs) have entered public view as significant breakthroughs in this field (O'Regan & Grätzel, 1991) and garnered more and more research attention at present, as they meet the very attractive properties of low cost and simple manufacturing processes, while at the same time having advantageous characteristics over conventional solar cells (e.g., lightweight, flexible, low toxic, and good performance in diverse light conditions (M. Grätzel, 2006)). A DSSC typically consists of a several microns thick semiconductor film (e.g., TiO2, ZnO, SnO2) served as a photoanode that is coated or grown on a conductive substrate, a sensitizer (e.g., metal-complex or organic dyes) an electrolyte (e.g., 𝐼𝐼3−/𝐼𝐼− redox couple) between the sensitizer and the counter electrode, and the counter electrode (e.g., platinum, carbon) deposited on another conductive substrate. The incident solar radiation on the photoanode causes photo-excitation of the absorbed dye molecules to generate excited electrons which are subsequently injected into the conduction band of the semiconductor and shuttled to the external circuit through the conductive substrate, producing an electric current. The initial state of the dye is subsequently restored by electron donation from the redox electrolyte. Each part of the device strongly determines the cost and efficiency of DSSCs. In recent years, multiple studies have been published on the modification of each component with the ultimate goal of improved applied and practical applications. Areas of interest have included the development of nanostructured semiconductor photoanodes with effective architectures for high dye loading and fast electron transport, the exploitation of versatile sensitizers with strong visible light harvesting ability, the utilization of redox electrolytes for efficient hole transport, the optimization of the platinum counter electrode as well as the development of other equivalent alternatives at lower costs (Tetreault & (W. & Ma, 2012; S. Zhang et al., 2013). A new milestone for solid-state mesoscopic TiO2 solar cells sensitized with lead iodide perovskite was reported to achieve an impressive power conversion efficiency of more than 20% (N.G. Park, 2013; Shin et al., 2017). In this thesis, the experimental results of the design and development of dye-sensitized solar cells are presented, in which, mesoporous films of nanocrystalline titania (TiO2) were spin-coated as a semiconductor photoanode and subsequently sensitized with organic and natural dyes. The redox couple of iodide electrolyte was used (𝐼𝐼3−/𝐼𝐼−) where the contribution and functionality of the following counter electrodes were investigated: (i) platinum, (ii) platinum & carbon, (iii) carbon. Additionally, the amplification of the photocurrent by light reflection after placing a high reflectance surface under the cells was experimentally investigated. Moreover, the contribution of plasmonic nanoparticles to the photovoltaic performance of DSSCs was studied computationally and bibliographically as a function of the experimental results. A remarkable result of this thesis was achieved as a product of the sensitization with the natural dye of Blueberries and a combinatorial platinum/carbon counter electrode, which DSSC achieved efficiencies of 3.09% and 3.77% after the measurements with the highly reflective surface and the introduction of the gold nanoparticles (AuNPs), respectively. In addition to the results of this work, there are highlighted some noteworthy aspects for future research into the corresponding solar cell sector. Έχοντας ως κίνητρο τις συνεχώς αυξανόμενες παγκόσμιες ενεργειακές απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής και συνάμα την εξάλειψη των συμβατικών ορυκτών καυσίμων, η αναζήτηση εναλλακτικών πηγών ενέργειας αναδεικνύεται ζωτικής σημασίας στα πλαίσια της βιωσιμότητας. Ιδιαίτερα στον τομέα της ηλιακής ενέργειας, μολονότι ως ανανεώσιμη πηγή δύναται να προσφέρει ενεργειακή επάρκεια, τα αντίστοιχα ηλιακά συστήματα παραγωγής είναι καθοριστικής σημασίας να έχουν ανταγωνιστικό κόστος και απόδοση συγκριτικά με τους συμβατικούς ενεργειακούς πόρους. Τα φωτοευαισθητοποιημένα ηλιακά κύτταρα (DSSCs) αποτελούν μια από τις πλέον σημαντικές ανακαλύψεις στο συγκεκριμένο τομέα (O'Regan & Grätzel, 1991), τα οποία συγκεντρώνουν όλο και περισσότερη προσοχή σε επίπεδο έρευνας επί της παρούσης, καθώς ικανοποιούν τις πολύ ελκυστικές ιδιότητες του χαμηλού κόστους και της απλής διεργασίας κατασκευής, ενώ ταυτόχρονα διαθέτουν πλεονεκτικά χαρακτηριστικά έναντι των συμβατικών ηλιακών κυττάρων (π.χ. ελαφριά, εύκαμπτα, χαμηλής τοξικότητας και ικανοποιητικές επιδόσεις σε ποικίλες συνθήκες φωτός (M. Grätzel, 2006)). Ένα DSSC, αποτελείται τυπικά από ένα ημιαγώγιμο υμένιο πάχους αρκετών μικρών (π.χ. TiO2, ZnO, SnO2) εναποτιθέμενο σε αγώγιμο υπόστρωμα που χρησιμεύει ως φωτοάνοδος η οποία ευαισθητοποιείται με μια απορροφητική χρωστική (π.χ. μεταλλικά σύμπλοκα ή οργανικές χρωστικές), έναν ηλεκτρολύτη (π.χ. οξειδοαναγωγικό ζεύγος 𝐼𝐼3−/𝐼𝐼−) μεταξύ του ευαισθητοποιητή και του αντίθετου ηλεκτροδίου, και το αντιηλεκτρόδιο (π.χ. πλατίνα, άνθρακας) εναποτιθέμενο σε άλλο αγώγιμο υπόστρωμα. Η πρόσπτωση ηλιακής ακτινοβολίας επί της φωτοανόδου προκαλεί την φωτοδιέγερση ηλεκτρονίων του ευαισθητοποιητή μέσω της απορρόφησης φωτονίων από τα μόρια της χρωστικής, τα οποία στη συνέχεια εγχέονται στη ζώνη αγωγιμότητας του ημιαγωγού και έπειτα μεταφέρονται στο εξωτερικό κύκλωμα δημιουργώντας ηλεκτρικό ρεύμα. Η αρχική κατάσταση της χρωστικής ακολούθως αποκαθίσταται με μετάβαση ηλεκτρονίων από το αντιηλεκτρόδιο μέσω του οξειδοαναγωγικού ηλεκτρολύτη. Κάθε τμήμα της διάταξης καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το κόστος και την αποτελεσματικότητα των DSSCs. Τα τελευταία χρόνια έχουν δημοσιευθεί πολλαπλές μελέτες σχετικά με την τροποποίηση κάθε συστατικού με απώτερο σκοπό επερχόμενες βελτιωμένες πρακτικές εφαρμογές αντίστοιχων διατάξεων. Οι περιοχές ενδιαφέροντος περιλαμβάνουν την ανάπτυξη νανοδομημένων ημιαγώγιμων φωτοανόδων με αποτελεσματικές αρχιτεκτονικές για ισχυρή αγκίστρωση αποδοτικού πλήθους μορίων χρωστικής και ταχεία μεταφορά ηλεκτρονίων, την εκμετάλλευση ευαισθητοποιητών με έντονη απορρόφηση ηλιακής ακτινοβολίας, τη χρήση ηλεκτρολυτών οξειδοαναγωγής με αποτελεσματική μεταφορά οπών, τη βελτιστοποίηση του αντίθετου ηλεκτροδίου (ηλεκτροκαταλύτη) πλατίνας καθώς και την ανάπτυξη άλλων ισοδύναμων εναλλακτικών λύσεων (πχ άνθρακα) με χαμηλότερο κόστος (Tetreault & Grätzel, 2012; M. Wu & Ma, 2012; S. Zhang et al., 2013). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο συγκεκριμένο πεδίο έρευνας παρουσιάζουν τα περοβσκιτικά ηλιακά κύτταρα, απόρροια διεύρυνσης των συστατικών των φωτοευαισθητοποιημένων ηλιακών κυττάρων σε στερεά κατάσταση, επιτυγχάνοντας εντυπωσιακές αποδόσεις άνω του 20% (N.-G. Park, 2013; Shin et al., 2017). Σε αυτή την εργασία παρουσιάζονται τα πειραματικά αποτελέσματα σχεδιασμού και ανάπτυξης φωτοευαισθητοποιημένων ηλιακών κυττάρων στα οποία αναπτύχθηκαν μεσοπορώδη υμένια νανοκρυσταλλικής τιτανίας (TiO2) ως ημιαγώγιμη φωτοάνοδος με τη μέθοδο spin-coating και ευαισθητοποιήθηκαν με οργανικές και φυσικές χρωστικές. Χρησιμοποιήθηκε το οξειδοαναγωγικό ζεύγος ηλεκτρολύτη ιωδιδίου (𝐼𝐼3−/𝐼𝐼−) και διερευνήθηκε η συμβολή και η αποτελεσματικότητα των αντιηλεκτροδίων: (i) πλατίνας, (ii) πλατίνας & άνθρακα, (iii) άνθρακα. Συμπληρωματικά, διερευνήθηκε πειραματικά η ενίσχυση του φωτορεύματος μέσω ανάκλασης του φωτός έπειτα από τοποθέτηση επιφάνειας υψηλής ανακλαστικότητας κάτωθεν των κυττάρων. Επιπλέον μελετήθηκε υπολογιστικά και βιβλιογραφικά η συμβολή πλασμονικών νανοσωματιδίων στη φωτοβολταϊκή απόδοση των DSSCs συναρτήσει των πειραματικών αποτελεσμάτων. Αξιοσημείωτο αποτέλεσμα της παρούσας εργασίας επήλθε έπειτα από τη χρήση του μορίου της φυσικής χρωστικής Blueberries ως ευαισθητοποιητή και συνδυαστικό αντιηλεκτρόδιο πλατίνας/άνθρακα, το οποίο DSSC επέδειξε αποδόσεις 3.09% και 3.77% έπειτα από την τοποθέτηση ανακλαστικής επιφάνειας και πλασμονικών νανοσωματιδίων χρυσού (AuNPs) αντίστοιχα. Συμπληρωματικά των αποτελεσμάτων της παρούσας εργασίας, γίνονται επισημάνσεις για αξιόλογες πτυχές μελλοντικών ερευνών στον αντίστοιχο τομέα ηλιακών κυττάρων. 10 199 233 Μελέτη μηχανικής συμπεριφοράς και επιφανειακής υποβάθμισης κραμάτων υψηλής εντροπίας του συστήματος MoTaNbVTi The present Master Thesis was conducted in the Laboratory of Applied Metallurgy in the University of Ioannina, focusing on the design of new refractory high entropy alloys structures and the evaluation of their mechanical properties and surface degradation phenomena. In particular, a refractory high entropy MoTaNbVTi alloy with varying Ta and V content was synthesized via vacuum arc melting. For each individual system, the microstructural features were studied and the phase formation prediction models were evaluated. The corresponding solidification mechanisms were also proposed, while some interesting morphological characteristics were identified. As far as their properties are concerned, the aforementioned structures were studied in terms of their mechanical properties, namely the values of micro, macro hardness and compression test behavior. The possible enhancing mechanisms were proposed through solid solution strengthening theory, while the fracture mechanisms after compression testing were also analyzed. In terms of the surface degradation properties, the synthesized materials were tested against ball-on disc sliding wear with the use of a metallic counter-body partner for 1000 m distance. In each case, the wear data of mass loss and wear rate were recorded, while the worn surfaces and debris were obsered in order to formulate the corresponding degradation mechanisms. Η παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή εκπονήθηκε στο πλαίσια του Εργαστηρίου Εφαρμοσμένης Μεταλλουργίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, με στόχο το σχεδιασμό νέων μών υψηλής εντροπίας και την αξιολόγηση της μηχανικής συμπεριφοράς και της επιφανειακής τους υποβάθμισης. Στα παραπάνω πλαίσια, συντέθηκε μέσω της τεχνικής τήξης τόξου εν κενώ, το πενταδικό πυρίμαχο σύστημα υψηλής εντροπίας MoTaNbVTi σε μεταβαλλόμενα ποσοστά περιεχόμενου τανταλίου (Ta) και βαναδίου (V). Για κάθε επιμέρους σύστημα, μελετήθηκαν τα μικροδομικά χαρακτηρίστηκα και έγινε έλεγχος - αξιολόγηση των προτεινόμενων βιβλιογραφικών μοντέλων πρόβλεψης των φάσεων στερεών διαλυμάτων που δύναται να σχηματιστούν. Προτάθηκαν επίσης, οι αντίστοιχοι μηχανισμοί στερεοποίησης και αναλύθηκαν ορισμένα ενδιαφέροντα μορφολογικά χαρακτηρίστηκα που εντοπίστηκαν σε κάθε περίπτωση. Στο σκέλος των ιδιοτήτων οι παραγόμενες δομές εξετάστηκαν ως προς τη μηχανική τους απόκριση και συγκεκριμένα, καταγράφηκαν οι τιμές της μικρο και μάκρο σκληρότητας και της συμπεριφοράς τους σε δοκιμές θλίψης. Προτάθηκαν ακόμα, οι μηχανισμοί ενίσχυσης των μηχανικών ιδιοτήτων, μέσω της δημιουργίας στερεού διαλύματος, όπως ακόμα και οι μηχανισμοί αστοχίας μετά τη θλίψη. Τέλος, σε ότι αφορά τις επιφανειακές ιδιότητες, τα προαναφερθέντα συστήματα αξιολογήθηκαν ως προς την απόκριση τους σε δοκιμές φθοράς ολίσθησης τύπου σφαίρας-δίσκου (ball-on disc), με χρήση μεταλλικού αντιμαχόμενου υλικού για απόσταση 1000 μέτρων. Σε κάθε περίπτωση καταγράφηκαν αριθμητικά δεδομένα της απώλειας μάζας και του ρυθμού φθοράς, ενώ μελετήθηκαν και οι επιφάνειες-τροχιές φθοράς, καθώς και τα ψήγματα αυτής με στόχο τη διατύπωση των αντίστοιχων μηχανισμών υποβάθμισης. 11 433 438 Research and assessment of remote experiments in physics education using wireless networks Διερεύνηση και αξιολόγηση εκπαιδευτικών πειραμάτων φυσικής από απόσταση με τη χρήση ασύρματων δικτύων The global literature often refers to the effectiveness of experimentation in physics education in terms of building students’ awareness towards a deeper understanding of the teaching concepts. The development of educational experiments constitutes a complex process since researchers should be familiar with the relevant literature in order to make a proper selection of the teaching object (that would be addressed in the laboratory course), while also applying innovations in education and engineering disciplines. In the latter case, the development and implementation of the educational equipment should be directed with systematic attention in order facilitate the conduction of experiments as well as promote students’ learning process.Several paradigms of remotely accessed educational equipments can be found in the abundant literature, which are addressed to improve traditional experimentation practices. Advantages of remote experimentation are not only limited to the possibility of studying by distance. They are also extended to the possibility of remotely accessing the experimentation equipment during the presence of students in the classroom; thereby reducing the overall cost of laboratory equipment. The present thesis applies to the development, implementation and evaluation of innovative educational equipment that supports remote access to physical quantities, particularly to atmospheric pressure measurements, using network/internet topology. Implementation of the educational equipment is based on the development of a wireless sensor network system that employs MEMS technology and applies to barometric altimetry.Micro-Electro-Mechanical-Systems (MEMS) constitute a cutting-edge technology of small package, reduced cost and low consumption features. The MEMS technology integrates a mechanical component, which produces electric signal proportional to the changes applied to the mechanical element. Due to the interdisciplinary nature of MEMS (i.e., materials science, control systems, sensors, design and fabrication of integrated systems, etc.), this technology has brought new trends in industrial automation while also affected education who now meets several curricula orientated to the study of MEMS.Following a literature review in remote experimentation in Physics education and then summarizing the prevalent methods of implementing equipments for remote monitoring of physical quantities, the present doctoral thesis initially performed an evaluation of the measurements and methodologies used in barometric altimetry. Thereafter, the proposed educational physics experiments and their effects on the students’ learning process were assessed. An alternative implementation of the prototype equipment in support of laboratory education for individuals with physical disabilities was also proposed in the literature. Finally, the possibilities offered by modern digital technologies in experimental teaching of physics, as well as the interdisciplinary research required to implement innovative laboratory experiments in a field still being under investigation by the scientific community, were also evaluated. Στη διεθνή βιβλιογραφία γίνεται συχνά λόγος για την ανεκτίμητη αξία του πειράματος στη διδασκαλία της Φυσικής, όσον αφορά την οικοδόμηση αντίληψης των διδασκομένων για τη βαθύτερη κατανόηση των φυσικών εννοιών. Η ανάπτυξη εκπαιδευτικών πειραμάτων αποτελεί μία πολύπλοκη διεργασία, καθότι ο ερευνητής θα πρέπει γνωρίζει πολύ καλά τη διεθνή βιβλιογραφία ώστε να προβεί σε δόκιμη επιλογή του αντικειμένου διδασκαλίας που πρόκειται να εισάγει στο εργαστήριο, εφαρμόζοντας καινοτομίες τόσο σε εκπαιδευτικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο μηχανικής. Στη δεύτερη περίπτωση, η ανάπτυξη και υλοποίηση του εκπαιδευτικού εξοπλισμού θα πρέπει να διασφαλίζει την ορθή λειτουργία και ομαλή διεξαγωγή του πειράματος, καθώς και να προωθεί τη διαδικασία εκμάθησης του γνωστικού αντικειμένου στους διδασκόμενους.Στη διεθνή βιβλιογραφία συναντώνται αρκετά παραδείγματα υλοποίησης εξοπλισμού απομακρυσμένης πρόσβασης σε εκπαιδευτικά πειράματα, τα οποία προορίζονται να συμπληρώσουν τις αδυναμίες του παραδοσιακού πειραματισμού. Τα πλεονεκτήματα του εξ αποστάσεως πειραματισμού δεν περιορίζονται μόνο στη δυνατότητα μελέτης από απόσταση, επεκτείνονται και στη δυνατότητα του εξ αποστάσεως ελέγχου πειραμάτων κατά τη διάρκεια παρουσίας των διδασκομένων στην τάξη, μέσω του δικτύου/διαδικτύου λόγου χάριν, μειώνοντας σημαντικά το κόστος εργαστηριακού εξοπλισμού. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή πραγματοποιήθηκε ανάπτυξη, υλοποίηση και αξιολόγηση καινοτόμου εκπαιδευτικού εξοπλισμού που υποστηρίζει την εξ αποστάσεως πρόσβαση σε μετρήσεις Φυσικών μεγεθών και συγκεκριμένα ατμοσφαιρικής πίεσης, με τη χρήση του δικτύου/διαδικτύου. Η υλοποίηση του εξοπλισμού βασίστηκε στην ανάπτυξη ασύρματου δικτυού αισθητήρων τεχνολογίας MEMS και έχει εφαρμογή στη βαρομετρική υψομετρία.Τα Μικρο-Ηλεκτρομηχανικά Συστήματα (Micro-Electromechanical Systems – MEMS) αποτελούν τεχνολογία αιχμής, η οποία φέρει τα χαρακτηριστικά μικρής συσκευασίας, χαμηλού κόστους και κατανάλωσης. Η τεχνολογία MEMS ενσωματώνει μία μηχανική λειτουργία, στην αλλαγή της οποίας παράγεται ηλεκτρικό σήμα. Λόγω της διεπιστημονικής φύσης των MEMS (επιστήμη των υλικών, συστήματα ελέγχου, αισθητήρες, σχεδιασμός ολοκληρωμένων συστημάτων, κ.ά.), η τεχνολογία αυτή έχει επιφέρει νέα αναπτυξιακή δυναμική στο βιομηχανικό αυτοματισμό και έχει επηρεάσει σημαντικά και την εκπαίδευση, όπου πλέον συναντώνται αρκετά περιγράμματα σπουδών με αντικείμενο μελέτης τα MEMS.Ακολουθώντας μια βιβλιογραφική ανασκόπηση στα πειράματα Φυσικής από απόσταση και κατόπιν συνοψίζοντας τους επικρατέστερους τρόπους υλοποίησης εξοπλισμού για την εξ αποστάσεως συλλογή Φυσικών μεγεθών, στα πλαίσια της διδακτορικής διατριβής πραγματοποιήθηκε αρχικά αξιολόγηση των μετρήσεων και μεθοδολογιών που χρησιμοποιούνται στη βαρομετρική υψομετρία με τη χρήση του πρωτότυπου ερευνητικού εξοπλισμού. Εν συνέχεια, πραγματοποιήθηκε αποτίμηση των προτεινόμενων εκπαιδευτικών πειραμάτων Φυσικής και του αντίκτυπου αυτών στην εκμάθηση των φοιτητών. Επίσης προτάθηκε μία εναλλακτική μορφή υλοποίησης του παρόντος εξοπλισμού για την υποστήριξη της εργαστηριακής εκπαίδευσης ατόμων με κινητική αναπηρία. Τέλος, αποτιμήθηκαν οι δυνατότητες που προσφέρουν οι σύγχρονες ψηφιακές τεχνολογίες στην πειραματική διδασκαλία της Φυσικής, καθώς και η διεπιστημονική έρευνα που απαιτείται για την υλοποίηση καινοτόμων πειραμάτων εργαστηριακής εκπαίδευσης σε ένα πεδίο που βρίσκεται ακόμη υπό διερεύνηση από την επιστημονική κοινότητα. 12 498 463 The 16th century frescoes in the holy church of the Dormition of the Virgin in Kalampaka Ο τοιχογραφικός διάκοσμος του 16ου αιώνα στον ιερό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Καλαμπάκα The religious frescoes of late-16th century western Thessaly have not heretofore been studied systematically. The evident post-byzantine boom in church construction, and the subsequent development of monumental art are a result of the area’s religious tradition, driven by the monasteries of Meteora, which were a major center of Christianity, and of the privileged taxation status bestowed upon the region of Thessaly in the first half of the 16th century. The conditions formed in the final decades of the century are exceptionally favorable for the decoration of churches in Thessaly. The present dissertation presents the art of the painters mentioned in the donor inscription, Neophytos (son of Theofanes Strelitzas-Bathas) and Kyriazes, through exhaustive study of the church’s wall decoration. Comparative material is chiefly drawn from Theofanes’ previous signed works but also those works in the other Cretan monuments of Mt. Athos, Meteora and the surrounding region. An attempt is made to discover monuments influenced by the art of the church under examination, along with mentions of any new elements for study. The dissertation is organised into eight chapters. The first chapter details the wider historical context of western Thessaly, examines the bishopric of Stagoi and presents the historical timeline and the artistic activities in the region during the late 16th century. The second chapter is devoted to a description of the church’s architecture and an analysis of its inscriptions. The church’s iconographical program is presented in the third chapter. A detailed iconographical analysis is the subject of the fourth chapter. The fifth chapter draws conclusions on the artists’ iconographical models. The sixth and seventh chapters include the conclusions of a study concerning the general consideration of the decoration from a style perspective, and an attempt is made to approach the art of the church’s artists. The eighth and final chapter consists of an attempt to delineate the artistic career of the two painters, whose artistic idiom is defined through the study of published material. Finally, the presence of one of the two is ascertained in other monuments of the region. The painters’ workshop, under the command of the head hagiographer, develops the compositions symmetrically. It becomes apparent that Neophytos and Kyriazes continued the iconographical repertoire of the Cretan school, with a preference for the choices of Theofanes over those of Tzortzes. The artist responsible for the project was Neophytos, who was descended not just from a simple hagiographer’s environment, but who was the son of a renowned artist and major representative of the school. His artistic personality was clearly developed through his father’s art, though he was not content to merely transfer the iconographical subjects as a simple representative of an art form; rather, he took the art one step further. This is an artist worthy of our attention, who compels us to re-evaluate established views according to which art in the late 16th century lacked creative drive and assumed a folk character. Η εντοίχια θρησκευτική ζωγραφική στην περιοχή της δυτικής Θεσσαλίας το τελευταίο τέταρτο του 16ου αιώνα δεν έχει μελετηθεί συστηματικά. Η έξαρση της εκκλησιαστικής οικοδομικής δραστηριότητας και η συνακόλουθη ανάπτυξη της μνημειακής της ζωγραφικής που διαπιστώνεται κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο, αποτελεί απότοκο της θρησκευτικής παράδοσης, εξαιτίας των Μονών των Μετεώρων, που αποτελούν μεγάλο κέντρο του Χριστιανισμού και συνακόλουθα του προνομιακού φορολογικού καθεστώτος που απέκτησε η περιοχή της Θεσσαλίας στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα. Γενικότερα στις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα, οι συνθήκες για τη διακόσμηση ναών στη Θεσσαλία είναι εξαιρετικά ευνοϊκές. Στην παρούσα διατριβή παρουσιάζεται η τέχνη των ζωγράφων που αναφέρονται στην κτιτορική επιγραφή, Νεόφυτος (γιος του Θεοφάνη Στραλίτζα-Μπαθά) και Κυριαζής, μέσα από την αναλυτική μελέτη του τοιχογραφικού διακόσμου, ενώ χρησιμοποιούνται ως συγκριτικό υλικό πρωτίστως τα ενυπόγραφα έργα του Θεοφάνη και δευτερεύοντος των υπολοίπων κρητικών μνημείων του Αγίου Όρους, των Μετεώρων και της γύρω περιοχής. Επιχειρείται εύρεση μνημείων επηρεασμένων από την τέχνη του εξεταζόμενου ναού και αναφέρεται ό,τι καινούργιο υπάρχει προς έρευνα. Η διατριβή διαρθώνεται σε οκτώ κεφάλαια. Στο πρώτο αποτυπώνεται το γενικό ιστορικό πλαίσιο της δυτικής Θεσσαλίας, προσεγγίζεται η επισκοπή Σταγών και παρουσιάζεται το ιστορικό γίγνεσθαι και η καλλιτεχνική δραστηριότητα στην περιοχή κατά τον όψιμο 16ο αιώνα. Στο δεύτερο κεφάλαιο ακολουθεί σύντομη αρχιτεκτονική περιγραφή του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και αναλύονται οι επιγραφές. Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται και ερμηνεύεται το εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού. Στο τέταρτο κεφάλαιο γίνεται συστηματική εικονογραφική ανάλυση. Στο πέμπτο κεφάλαιο εξάγονται συμπεράσματα για τα εικονογραφικά πρότυπα των ζωγράφων. Στο έκτο και έβδομο κεφάλαιο εντάσσονται τα συμπεράσματα της μελέτης που αφορούν στη γενική θεώρηση του διακόσμου από τεχνοτροπική άποψη και επιχειρείται προσέγγιση στην τέχνη των ζωγράφων του ναού. Στο όγδοο και τελευταίο κεφάλαιο, σε μια προσπάθεια προσδιορισμού της καλλιτεχνικής διαδρομής των δύο ζωγράφων και λαμβάνοντας υπόψη το μέχρι στιγμής δημοσιευμένο υλικό, προσδιορίζεται το καλλιτεχνικό τους ιδίωμα. Τέλος, διαπιστώνεται η ύπαρξη του ενός εκ των δύο και σε άλλα μνημεία της περιοχής. Το ζωγραφικό συνεργείο, υπό τις εντολές του επικεφαλής αγιογράφου, αναπτύσσει συμμετρικά τις συνθέσεις. Διαπιστώνεται ότι ο Νεόφυτος και ο Κυριαζής συνεχίζουν το εικονογραφικό ευρετήριο της κρητικής σχολής, με ιδιαίτερη προτίμηση στις επιλογές του Θεοφάνη και λιγότερο σε αυτές του Τζώρτζη. Υπεύθυνος ζωγράφος για το όλο σύνολο ήταν ο Νεόφυτος, καλλιτέχνης προερχόμενος όχι απλά από περιβάλλον αγιογράφων, αλλά γιός ενός μεγάλης φήμης ζωγράφου και βασικού εκπρόσωπου σχολής. Η καλλιτεχνική του προσωπικότητα σαφώς διαμορφώνεται ξεκάθαρα από την τέχνη του πατέρα του˙ ωστόσο δεν αρκείται στο να μεταφέρει απλώς τα εικονογραφικά θέματα όντας ένας απλός φορέας μιας ζωγραφικής τέχνης, αλλά εμφανίζεται προοδευτικός. Πρόκειται για έναν άξιο της προσοχής μας ζωγράφο, ο οποίος μας υποχρεώνει να αναθεωρήσουμε στερεότυπες απόψεις σύμφωνα με τις οποίες η ζωγραφική στα τέλη του 16ου αιώνα στερείται δημιουργικής δύναμης και προσλαμβάνει χαρακτήρα λαϊκό. 13 170 209 distinct functions of Haspin during self-renewal and differentiation of embryonic stem cells διακριτές λειτουργίες της Haspin κατά την διάρκεια της αυτο-ανανέωσης και της διαφοροποίησης των εμβρυονικών βλαστικών κυττάρων The atypical protein kinase Haspin is responsible for mitotic phosphorylation of Histone H3 at threonine-3 (H3T3ph). During mitosis, H3T3ph localizes in the inner centromere and it is thought to provide a docking site for the Chromosomal Passenger Complex (CPC). Although CPC targeting to the centromere is critical for the control of chromosome congression and sister-chromatid segregation, Haspin-knockout mice develop normally and do not exhibit major defects, except for testicular anomalies. To distinguish between essential and non-essential functions of Haspin, we have examined mouse embryonic stem cells lacking or overexpressing this protein. The results show that Haspin is not essential for the population expansion of naïve pluripotent cells. However, the lack of Haspin compromises the in vitro differentiation and its inappropriate expression affects severely the expression of testis-specific genes. According to these data and in combination with observations, we suggest that H3T3ph along with H3K4me3, function as an epigenetic switch that regulates the expression of testis-specific genes during spermiogenesis. Η άτυπη πρωτεϊνική κινάση Haspin είναι υπεύθυνη για τη φωσφορυλίωση της ιστόνης Η3 στη θρεονίνη 3 (H3T3ph). Κατά τη διάρκεια της μίτωσης, η H3T3ph εντοπίζεται στα κεντρομερίδια, παρέχοντας μια θέση πρόσδεσης για το σύμπλοκο CPC (Chromosomal Passenger Complex). Παρότι η σύνδεση του συμπλόκου CPC στο κεντρομερίδιο είναι σημαντική για τη σωστή διάταξη των χρωμοσωμάτων και τον διαχωρισμό των αδελφών χρωματίδων, ποντίκια στα οποία το γονίδιο της Haspin έχει αδρανοποιηθεί (KnockOut-KO) αναπτύσσονται φυσιολογικά χωρίς να παρουσιάζουν σημαντικά ελλείμματα, εκτός από κάποιες ανωμαλίες που παρατηρούνται στους όρχεις. Για να διαχωριστούν οι ζωτικές και μη ζωτικές λειτουργίες της Haspin, εξετάστηκαν εμβρυονικά βλαστικά κύτταρα ποντικού στα οποία έχει απαλειφθεί ή υπερεκφράζεται η συγκεκριμένη πρωτεΐνη. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η Haspin δεν είναι απαραίτητη για την αυτο-ανανέωση και την έκπτυξη των πολυδύναμων κυττάρων. Παρόλα αυτά, η απουσία της επηρεάζει την in vitro διαφοροποίηση και η αστάθμητη έκφρασή της επηρεάζει σοβαρά την έκφραση ορχεο-ειδικών γονιδίων. Επί τη βάσει αυτών και άλλων συνηγορητικών στοιχείων, προτείνεται ότι η φωσφορυλίωση της θρεονίνης-3 από τη Haspin, μαζί με την τρι-μεθυλίωση της λυσίνης-4 στην ιστόνη Η3 (H3K4me3), λειτουργούν ως ένας επιγενετικός «διακόπτης», που ρυθμίζει την έκφραση αναπτυξιακά σημαντικών γονιδίων κατά τη διάρκεια της σπερμιογένεσης. 14 313 323 Development of hybrid micro- and nanoporous materials for technological and environmental applications Ανάπτηξη υβριδικών μικρο- και νανοπορωδών υλικών για τεχνολογικές και περιβαλλοντικές εφαρμογές In this PhD thesis new porous materials and their magnetic hybrid derivatives were successfully developed, characterized and tested for various environmental and technological applications. Specifically, carbon porous materials with ordered and non-ordered structure were developed using mainly biomass, as well as derivatives from carbon and silica. More specifically, ordered mesoporous carbon CMK-3 like, was synthesized from a mixture of stevia and maltodextrin as a carbon source and at four different carbonization temperatures, possessing very high surface area. Another ordered carbon material is the 3-Dimensional Ordered Macroporous made from various carbon precursors such as pine resin, stevia and furfuryl alcohol. The latter, was evaluated for its catalytical performance on the oxidation of alkenes. Moreover, non-ordered carbon porous materials were synthesized and studied as well as their magnetic hybrid derivatives. Specifically, magnetic hybrid carbon was successfully developed from starch and combined with iron oxide nanoparticles. Also, non-ordered porous carbon materials were successfully developed using another polysaccharide, glucomannan. The in-situ development of iron-based magnetic nanoparticles was selected for both cases. Moreover, a microporous material with a polymeric organic framework was studied and evaluated for its performance in the purification of solutions contaminated with hexavalent chromium. The mechanism of the photocatalysis reactions, were kinetically investigated, as well as modeling of the materials properties was performed. Finally, a novel form of carbon nanorods has been developed and tested for their ability to enhance the mechanical properties of polystyrene nanocomposites. To increase the dispersion of carbon nanorods in the polymer matrix, they have been oxidized and surface modified. All the above- mentioned samples were fully characterized using a combination of analytical techniques including FT-IR, Raman, UV-Vis and XPS spectroscopies, X-ray Diffraction, thermal measurements, nitrogen and mercury porosimetries, Scanning Electron Microscopy, Transmission Electron Microscopy and Atomic Force Microscopy, Mossbauer and SQUID magnetic measurements and mechanical testing with DMA. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή παρασκευάστηκαν και μελετηθήκαν νέα πορώδη υλικά καθώς και μαγνητικά υβριδικά παράγωγά τους και αξιολογήθηκαν σε διάφορες περιβαλλοντικές και τεχνολογικές εφαρμογές. Συγκεκριμένα, πορώδη υλικά άνθρακα με οργανωμένη και μη-οργανωμένη δομή πόρων αναπτύχθηκαν κυρίως με πρώτη ύλη βιομάζα, καθώς και παράγωγα υλικά από άνθρακα και πυριτία. Συγκεκριμένα, μεσοπορώδης άνθρακας τύπου CMK-3 συντέθηκε έχοντας ως πηγή άνθρακα μείγμα στέβιας και μαλτοδεξτρίνης, σε τέσσερις διαφορετικές θερμοκρασίες ανθρακο­ ποίησης, παρουσιάζοντας πολύ υψηλές τιμές ειδικής επιφάνειας. Ένα άλλο υλικό με οργανωμένη διάταξη πόρων που παρασκευάστηκε ήταν το μακροπορώδες υλικό τύπου 3-DOM, χρησιμοποιώντας διάφορες πηγές άνθρακα όπως ρητίνη πεύκου, στέβια και φουρφουρυλική αλκοόλη. Το υλικό 3-DOM από φουρφουρυλική αλκοόλη, αξιολογήθηκε ως προς την καταλυτική του απόδοση για την εποξείδωση αλκενίων. Παράλληλα, υλικά με μη-οργανωμένη δομή πόρων παρασκευάστηκαν και μελετήθηκαν καθώς και μαγνητικά υβρίδια χρησιμοποιώντας τα υλικά αυτά ως πρόδρομες ενώσεις. Συγκεκριμένα, μαγνητικά υβρίδια με βάση πορώδη άνθρακα από άμυλο αναπτύχθηκαν επιτυχώς σε συνδυασμό με νανοσωματίδια οξειδίων του σιδήρου. Επιπρόσθετα, πορώδη υλικά άνθρακα μη-οργανωμένης δομής πόρων, αναπτύχθηκαν με χρήση διαφορετικού πολυσακχαρίτη, τη γλυκομαννάνη. Μαγνητικά υβρίδια και στην περίπτωση αυτή παρασκευάστηκαν με την in-situ ανάπτυξη νανοσωματιδίων με βάση το σίδηρο. Επιπρόσθετα, μελετήθηκε ένα μικροπορώδες υλικό τύπου πολυμερικού οργανικού δικτυώματος και αξιολογήθηκε ως προς την ικανότητά του για τον καθαρισμό υδατικών διαλυμάτων μολυσμένων με εξασθενές χρώμιο. Διερευνήθηκε επίσης ο μηχανισμός της κινητικής των αντιδράσεων φωτοκατάλυσης σε διάφορες συνθήκες και πραγματοποιήθηκε μοντελοποίηση των ιδιοτήτων του υλικού. Τέλος, αναπτύχθηκε μια καινοτόμα μορφή νανοράβδων άνθρακα και δοκιμάστηκαν ως προς τη δυνατότητά τους για τη βελτίωση των μηχανικών ιδιοτήτων των νανοσύνθετων υλικών με βάση το πολυστυρένιο. Για την αύξηση της διασποράς των νανοράβδων αυτών στην πολυμερική μήτρα, πραγματοποιήθηκε οξείδωση και επιφανειακή τροποποίησή τους. Όλα τα προαναφερόμενα δείγματα χαρακτηρίστηκαν πλήρως με ένα συνδυασμό αναλυτικών τεχνικών όπως φασματοσκοπίες FT-IR, Raman, UV-Vis και XPS, περίθλαση ακτίνων-X, θερμικές μετρήσεις, ποροσιμετρίες αζώτου και υδραργύρου, SEM, TEM, AFM, μαγνητικές μετρήσεις Mossbauer και SQUID, μετρήσεις μηχανικής αντοχής και DMA. 15 123 143 Έξυπνο σύστημα προστασίας κινδύνων απο ηλεκτρικό ρεύμα σε παιδικό δωμάτιο An intelligent technology system for additional protection from electricity in the child's room was designed and built. The afrementioned system is meeting the need for children's safety when the parent is absent and acts alongside already established safety measures. Its basic function is based on the detection of the age of individuals present in the room. The system detects when a child or an adult enters or leaves the room and acts accordingly, by cutting electric supply to sockets without a plug or allowing all the sockets to be active. It uses UV and motion sensors. Specifically, it uses two pairs of distance sensors on the door frame and a motion sensor inside the room. The system was built based on Arduino architecture. Σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε σύστημα με έξυπνη τεχνολογία για πρόσθετη ασφάλεια στο παιδικό δωμάτιο από τους κινδύνους του ηλεκτρικού ρεύματος. Το εν λόγω σύστημα έρχεται να καλύψει την ανάγκη ασφάλειας των μικρών παιδιών όταν ο γονιός δεν βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο και δρα πρόσθετα με τα υπάρχοντα μέτρα ασφαλείας. Η βασική του λειτουργία στηρίζεται στην ανίχνευση της ηλικίας των ατόμων που βρίσκονται μέσα στο δωμάτιο. Το σύστημα αντιλαμβάνεται πότε εισέρχεται και πότε εξέρχεται ένα παιδί ή ένας ενήλικος στο δωμάτιο και αντιδρά ανάλογα κόβοντας την παροχή ρεύματος σε παροχές δίχως φις ή επιτρέποντας σε όλες τις πρίζες να είναι ενεργές αντίστοιχα. Χρησιμοποιεί αισθητήρες υπέρυθρων και αισθητήρες κίνησης. Πιο συγκεκριμένα χρησιμοποιεί δύο ζεύγη αισθητήρων απόστασης στο κάσωμα της πόρτας και έναν αισθητήρα κίνησης εντός του δωματίου. Το εν λόγω σύστημα κατασκευάστηκε βασιζόμενο στην αρχιτεκτονική Arduino. 16 209 233 Efficacy in treatment of intravenous iron in patients with idiopathic inflammatory bowel diseases, and the nursing approach, in Hpeiros during the years 2014-2015 Αποτελεσματικότητα στη θεραπεία με ενδοφλέβιο σίδηρο σε ασθενείς με ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις παθήσεις των εντέρων, καθώς και νοσηλευτική τους προσέγγιση, στην Ήπειρο κατά τα έτη 2014-2015 Anemia, a common complication associated with inflammatory bowel disease (IBD), is frequently overlooked in the management of IBD patients. Unfortunately, it represents one of the major causes of both decreased quality of life and increased hospital admissions among this population. This is evidenced by the fact that the prevalence of anemia across studies on patients with inflammatory bowel disease (IBD) is high (30%). Both iron deficiency (ID) and anemia of chronic disease contribute most to the development of anemia in IBD. Many patients will respond to oral iron, but compliance may be poor, whereas intravenous (IV) compounds are safe, provide a faster Hb increase and iron store repletion, and presents a lower rate of treatment discontinuation. Absolute indications for IV iron treatment should include severe anemia, intolerance or inappropriate response to oral iron, severe intestinal disease activity, or use of an erythropoietic stimulating agent. In conclusion, the management of anemia is a complex aspect of treating IBD patients, one that significantly influences the prognosis of the disease. As a consequence, its correction should be considered a specific, first-line therapeutic goal in the management of these patients. Η αναιμία είναι μια κοινή επιπλοκή που συνδέεται με τη φλεγμονώδη νόσο του εντέρου (ΙΦΠΕ) και συχνά παραβλέπεται στην αντιμετώπιση των ασθενών με ΙΦΠΕ. Δυστυχώς, αντιπροσωπεύει μία από τις κύριες αιτίες που συνδυάζει μειωμένη ποιότητα ζωής και αύξηση των εισαγωγών σε νοσοκομεία μεταξύ αυτού του πληθυσμού. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο επιπολασμός της αναιμίας σε όλες τις μελέτες σε ασθενείς με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου είναι υψηλός (30%). Τόσο η ανεπάρκεια σιδήρου όσο και η αναιμία της χρόνιας νόσου συμβάλλουν περισσότερο στην ανάπτυξη της αναιμίας στις Ιδιοπαθείς Φλεγμονώδεις Παθήσεις του Εντέρου. Όσον αφορά τη θεραπεία, πολλοί ασθενείς θα ανταποκριθούν σε σκευάσματα από του στόματος σιδήρου, αλλά η συμμόρφωση μπορεί να είναι κακή, ενώ τα ενδοφλέβια σκευάσματα είναι ασφαλείς, παρέχουν μια ταχύτερη αύξηση της αιμοσφαιρίνης και αναπλήρωση σιδήρου και παρουσιάζουν ένα χαμηλότερο ποσοστό διακοπής της θεραπείας. Απόλυτες ενδείξεις για θεραπεία ενδοφλέβιου σιδήρου περιλαμβάνουν η σοβαρή αναιμία, δυσανεξία ή ακατάλληλη απάντηση σε από στόματος σκευάσματα σιδήρου, σοβαρή εντερική νόσο, ή η χρήση ενός τονωτικού παράγοντα της ερυθροποίησης. Εν κατακλείδι, η διαχείριση της αναιμίας είναι πολυσύνθετη στη θεραπεία των ασθενών με ΙΦΠΕ καθώς επηρεάζει σημαντικά την πρόγνωση της νόσου. Κατά συνέπεια, η διόρθωση της θεραπείας θα πρέπει να θεωρηθεί ως πρώτης γραμμής θεραπευτικός στόχος στην αντιμετώπιση αυτών των ασθενών. 17 401 384 Οι πρακτικές δόμησης των χωμάτινων κατασκευών στην σύγχρονη τεχνολογία κατασκευής και στις σημερινές πρακτικές κατοίκησης The timelessness of earthworks have multiple meanings and with all its’ usefulness and senses considering the environmental, economic and social aspects is a motive to explore the possible potential of soil as a building material. Soil construction is not a modern technique, due to some examples and archaeological excavations of settlements proving their presence for thousands of years and still continue to be a way of habitation. Soil as a building material presents many peculiarities as its’ composition differs from region to region and that’s the reason we have developed a variety of construction techniques. Some technique differences are identified as to whether the soil is used as a load-bearing element, or as a building block, as a cast, or as a filler. Depending on the technique, the soil is mixed with plant substances such as straw in order to increase the strength of the material and its insulating properties. Nowadays, the knowledge of soil construction has been modified in order to meet the needs of the people in the 21st century. That has been achieved by using modern materials to build up innovative technical solutions. In the context of this research, an investigation is attempted in relation to the question of whether the use of soil as a primary has been the starting point for the evolution of construction technology and can still be applied in modern building experiences. A remarkable phenomenon is that the 1/3 of worldwide population lives until today in houses made out of soil. That’s due to its’ availability, the short construction time it need, its statics and resistance to earthquakes and fire. The construction of it does not require extra common expenses (eg. Equipment) and its’ use has environmental and economic benefits. The evolution of construction technology in the Western part has decreased the use of clay. Industry does not affect construction technology and building regulations are flexible and kept their methods like they were in the first place. Many architects and builders redefined the use of soil as a building material as the world needs to use less energy resources due to the burden the environment. In recent years earth constructions have been expand in developed countries using new advanced techniques and methods. In that way they enhanced the durability of the material. Earth gives us so much more than a place to live or ground on which we stand on. It’s the future! Η διαχρονικότητα των χωμάτινων κατασκευών και η πολλαπλή σημασία που εμπεριέχουν, περιβαλλοντική, οικονομική, κοινωνική αποτελεί κίνητρο για την διερεύνηση των δυνατοτήτων του χώματος ως δομικό υλικό. Η δόμηση με χώμα δεν είναι κάτι σύγχρονο, παραδείγματα και αρχαιολογικές ανασκαφές οικισμών αποδεικνύουν την παρουσία τους εδώ και χιλιετίες και εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να αποτελούν ένα τρόπο κατοίκισης. Το χώμα ως δομικό υλικό παρουσιάζει πολλές ιδιομορφίες καθώς διαφέρει η σύσταση του από περιοχή, σε περιοχή γι’ αυτό και αναπτύχθηκαν πληθώρες τεχνικών κατασκευής. Οι διαφορές ως προς την τεχνική εντοπίζονται ως προς το αν το χώμα χρησιμοποιείται ως φέρον στοιχείο , είτε ως δομική μονάδα, είτε ως χυτό υλικό ή ως υλικό πλήρωσης. Ανάλογα την τεχνική το χώμα αναμιγνύετε με φυτικές ουσίες όπως το άχυρο έτσι ώστε να αυξηθεί η αντοχή του υλικού και οι μονωτικές ιδιότητες του. Σήμερα η τεχνογνωσία των τεχνικών κατασκευής με χώμα τροποποιήθηκε έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στα δεδομένα και στις ανάγκες του κόσμου, του 21ου αι. με σύγχρονα υλικά, αναδύοντας τις ξανά ως <<καινοτόμες>> τεχνικές λύσεις. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού ζει ακόμα και σήμερα σε σπίτια κατασκευασμένα από χώμα. Αυτό συμβαίνει λόγω της άμεσης διαθεσιμότητας του, την κατασκευή σε μικρό χρονικό διάστημα, της στατικότητας και της ανθεκτικότητας του στον σεισμό και τις πυράντοχες ιδιότητες του. Η κατασκευή του δεν απαιτεί ακριβό εξοπλισμό και η χρήση του έχει περιβαλλοντικά και οικονομικά οφέλη. Βέβαια η εξέλιξη της τεχνολογίας κατασκευής στον δυτικό πολιτισμό περιθωριοποίησε την χρήση του πηλού αντίθετα εκεί που η βιομηχανία δεν επηρεάζει την τεχνολογία κατασκευής και οι κανονισμοί δόμησης είναι ελαστικοί, διατηρούν τις μεθόδους ζωντανές. Οι τεχνικές του χώματος αποτέλεσαν την βάση για την εξέλιξη της τεχνολογίας κατασκευής και εξακολουθούν να εφαρμόζονται ως μια νέα έκφραση σε πρακτικές της σύγχρονης μοντέρνας δόμησης. Η ανάγκη της χρήσης λιγότερων ενεργειακών πόρων και επιβάρυνσης του περιβάλλοντος, οδήγησε πολλούς αρχιτέκτονες και οικοδόμους στον επαναπροσδιορισμό της χρήσης του χώματος ως δομικό υλικό. Τα τελευταία χρόνια η γήινη δόμηση ανθίζει και σε αναπτυγμένες χώρες, χρησιμοποιώντας νέες εξελιγμένες τεχνικές και μεθόδους στις εφαρμογές της, ενισχύοντας την ανθεκτικότητα του υλικού. Η Γη δεν είναι μόνο το έδαφος στο οποίο στεκόμαστε, αλλά εξακολουθεί να αποτελεί και την πρώτη ύλη με την οποία μπορούμε να συνεχίσουμε ν συνυφαίνουμε το μέλλον μας. 18 340 345 Detection and determination of biomarkers and their complexes in tear fluid, by electron spectroscopy, fluorescence spectroscopy and thin layer chromatography Ανίχνευση και προσδιορισμός βιοδεικτών και συμπλόκων ενώσεών τους στο δακρυϊκό υγρό, μέσω ηλεκτρονικής φασματοσκοπίας, φασματοσκοπίας φθορισμού και χρωματογραφίας λεπτής στοιβάδας One of the most common eye diseases is Dry Eye Syndrome (DES). DES is a multifactorial inflammatory disease of the tears and the ocular surface that results in symptoms of discomfort, blurred vision, and instability of the tear film with possible eye damage. In addition to an eye condition with serious consequences, it can cause problems, such as discomfort in its simplest form, vision problems, but also corneal ulcers in severe cases. Data from epidemiological studies show that DES is a common disease, affecting up to 20% of adults aged 45 and over, and no less than the proportion of young people who appear to suffer from DES as well. As a result, research has begun to focus on tear fluid. The detection of biomarkers in tear fluid samples can predict ocular disorders, such as Dry Eye Syndrome. Identifying synthetic changes in tear profiles can predict the diagnosis of the disease and track its progression. A diagnostic tool for detecting DES could be the levels of urea concentration in the tear fluid. The aim of the present work is to detect and determine urea in the tear fluid. Two complexes of Cu (II) with urea with the formulae Cu2(CH3COO)4U2 (1) and Cu(NO3)2U4 (2), (U = urea) were synthesized and characterized by melting point (m.p.), elemental analysis (ea), magnetic measurements sensitivity, thermal gravimetric analysis (TG/DTA) and differential scanning calorimetry (DSC) and spectroscopic techniques (FTIR, UV-Vis and fluorescence). The crystal structures of the complexes were determined by single crystal X-ray diffraction analysis. Complex 1 was found to be a new polymorph, while the crystal structure of complex 2 was found to be identical to the already reported one (Cu(NO3)2U4) under the CCDC code name ZIYVOS, according to the Cambridge Crystallographic Database (CCDC). However, the refinement of complex 2 was completed for comparison between them. Complexes 1-2 were used for the indirect determination of urea by fluorescence spectroscopy and thin layer chromatography (TLC). Μία από τις πιο συχνές οφθαλμικές παθήσεις αποτελεί η ξηροφθαλμία. Η ξηροφθαλμία είναι μια πολυπαραγοντική φλεγμονώδης ασθένεια των δακρύων και της οφθαλμικής επιφάνειας που έχει ως αποτέλεσμα συμπτώματα δυσφορίας, διαταραχής της όρασης και αστάθεια του φιλμ δακρύων με πιθανή βλάβη του οφθαλμού. Εκτός από μια οφθαλμική κατάσταση με σοβαρές συνέπειες, μπορεί να προκαλέσει προβλήματα, όπως οφθαλμική δυσφορία στην απλούστερη μορφή της, προβλήματα όρασης, αλλά και έλκος του κερατοειδούς σε σοβαρές περιπτώσεις. Δεδομένα από επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν ότι η ξηροφθαλμία είναι μια κοινή ασθένεια, η οποία προσβάλλει έως και το 20% των ενηλίκων ηλικίας 45 ετών και άνω, ενώ δεν είναι μικρότερο το ποσοστό των νεότερων που φαίνεται να πάσχουν από ξηροσφθαλμία. Κατά συνέπεια, η έρευνα άρχισε να επικεντρώνεται γύρω από το δακρυϊκό υγρό. Η ανίχνευση βιοδεικτών σε δείγματα δακρυϊκού υγρού μπορεί να προβλέψει οφθαλμικές διαταραχές, όπως το σύνδρομο της ξηροφθαλμίας. Ο προσδιορισμός των συνθετικών αλλαγών στα προφίλ δακρύων μπορεί να προβλέψει τη διάγνωση της νόσου και να εντοπίσει την εξέλιξη της. Ένα διαγνωστικό εργαλείο για την ανίχνευση της ξηροφθαλμίας μπορεί να είναι τα επίπεδα συγκέντρωσης της ουρίας στο δακρυϊκό υγρό. Ο στόχος της παρούσας διατριβής είναι η ανίχνευση και ο προσδιορισμός της ουρίας στο δακρυϊκό υγρό. Δύο σύμπλοκα Cu (II) με ουρία με τύπους Cu2(CH3COO)4U2 (1) και Cu(NO3)2U4 (2), (U = ουρία) συντέθηκαν στο εργαστήριο και χαρακτηρίστηκαν μέσω σημείου τήξης, στοιχειακής ανάλυσης, μαγνητικών μετρήσεων, θερμικής ανάλυσης θερμοβαρυμετρίας (TG/DTA) και διαφορικής θερμιδομετρίας σάρωσης (DSC), και τέλος μέσω φασματοσκοπικών τεχνικών (FTIR, UV-Vis και φθορισμό). Οι κρυσταλλικές δομές των συμπλόκων ενώσεων προσδιορίστηκαν με ανάλυση περίθλασης ακτίνων-Χ μονοκρυστάλλου. Η σύμπλοκη ένωση 1 βρέθηκε να αποτελεί ένα νέο πολύμορφο, ενώ η κρυσταλλική δομή της σύμπλοκης ένωσης 2, βρέθηκε να είναι ίδια με την ήδη γνωστή (Cu(NO3)2U4) με το κωδικό όνομα ZIYVOS, σύμφωνα με την κρυσταλλογραφική βάση δεδομένων του Cambridge (CCDC). Ωστόσο, η επίλυση του συμπλόκου 2 ολοκληρώθηκε και ακολούθησε η μεταξύ τους σύγκριση. Τα σύμπλοκα χρησιμοποιήθηκαν για τον έμμεσο προσδιορισμό της ουρίας με φασματοσκοπία φθορισμού και χρωματογραφίας λεπτής στιβάδας (TLC). 19 184 172 The present assignment aims to present a review of problems relating to the nature of education as a school practice and the reproductive function of the educational activity in the light of research of concepts and analytical methods of the French philosopher Michel Foucault (1926-1984). The concepts under consideration are those of knowledge, power, discipline, surveillance and punishment regarding the constitution of the subject and the care of the self in the school condition. In the first chapter Foucault's key positions on issues related to the relationship of knowledge and power are presented as well as the importance and power of discourse. In the second chapter the conceptualization of the discipline shows its relationship with its mechanisms leading to the formation of subjectivity. It is examined the possibility of the care of the self as a redefinition of the subject in order to resist on the imposed discourse. Finally, in the third chapter is attempted a critical reframing to the concept of discipline in Foucault in the field of education, as well as a critical questioning of the dynamics of reproductive relations in education. Η παρούσα εργασία επιχειρεί μια επανεξέταση προβλημάτων που άπτονται του χαρακτήρα της εκπαίδευσης ως σχολική πρακτική και της αναπαραγωγικής λειτουργίας της εκπαιδευτικής δραστηριότητας υπό το φως της έρευνας των εννοιών και των τρόπων ανάλυσης του γάλλου φιλοσόφου, Μισέλ Φουκώ (1926-1984). Οι έννοιες που εξετάζονται είναι εκείνες της γνώσης, της εξουσίας, της πειθαρχίας, της επιτήρησης και της τιμωρίας ως προς τη συγκρότηση του υποκειμένου και την επιμέλεια εαυτού στη σχολική συνθήκη. Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι βασικές θέσεις του Φουκώ γύρω από ζητήματα που αφορούν τη σχέση γνώσης και εξουσίας καθώς και η σημασία και η δύναμη των πρακτικών του λόγου. Στο δεύτερο κεφάλαιο η εννοιολόγηση της πειθαρχίας αναδεικνύει τη σχέση της με τους μηχανισμούς της που οδηγούν στην συγκρότηση της υποκειμενικότητας. Εξετάζεται η δυνατότητα της επιμέλειας του εαυτού ως επανακαθορισμός του υποκειμένου με στόχο την αντίστασή του στις επιβαλλόμενες πρακτικές λόγου. Τέλος, στο τρίτο κεφάλαιο επιχειρείται μια κριτική αναπλαισίωση της έννοιας πειθαρχία κατά τον Φουκώ στο πεδίο της εκπαίδευσης, καθώς και μια κριτική διερώτηση της δυναμικής των αναπαραγωγικών σχέσεων στην εκπαιδευτική λειτουργία. 20 188 172 It is a common assumption that the poetry for children of Yiannis Ritsos has not been researched as much as his other work. The poems addressed to Eres and Fotoulis, along with other poems of “The games of heaven and Water", could be a collection for children. Although in most of them are absent normal metrics and rhythm, elements which are considered necessary for children's poems, there are not missing the ones that have a rapid rhythm, rhymes, and even alliterations. In the present paper are studied the poetry collections of Yiannis Ritsos: the "Morning star", the "Firefight illuminates the night", the "Games of heaven and water" and the "Dream of the summer noon" and it examines the presence of children in them. The first part of this paper refers to the life of the poet, as his experiences have been a source of creativity in his poetic work. The poet using his childhood memories, the real ones or the fictional ones, as the memory of all children's magical childhood is, travels in the moments of his life and creates excellent poems with the central figure the child. Κοινή παραδοχή αποτελεί το γεγονός πως η παιδική ποίηση του Γιάννη Ρίτσου δεν έχει φωτιστεί από τους μελετητές του τόσο όσο άλλες δημιουργίες του. Τα ποιήματα που απευθύνονται στην Έρη και τον Φωτούλη, μαζί με άλλα από τα «Παιχνίδια του ουρανού και του νερού», θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια συλλογή για παιδιά. Μολονότι στα περισσότερα απουσιάζει η κανονική μετρική και η ομοιοκαταληξία, στοιχεία απαραίτητα για παιδικά ποιήματα, δε λείπουν και αυτά που έχουν γοργό ρυθμό, ρίμες, ακόμα και παρηχήσεις. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζονται οι ποιητικές συλλογές του Γιάννη Ρίτσου «Πρωινό άστρο», «Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα», «Παιχνίδια τ’ ουρανού και του νερού» και «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού» και εξετάζεται η παρουσία του παιδιού σε αυτές. Στο πρώτο μέρος της εργασίας γίνεται αναφορά στη ζωή του ποιητή, καθώς τα βιώματά του υπήρξαν πηγή δημιουργίας στην ποιητική του πορεία. Ο ποιητής με εργαλείο τις παιδικές του μνήμες, αληθινές ή μεταπλασμένες, όπως είναι πάντα οι μνήμες των μαγικών παιδικών χρόνων όλων μας, ταξιδεύει στις στιγμές της ζωής του και δημιουργεί εξαιρετικά ποιήματα με αφετηρία το παιδί. 21 222 231 Μελέτη της επίδρασης καταλυτικού συστήματος στα μοριακά χαρακτηριστικά συζυγιακών πολυμερών Donor-acceptor alternating conjugated copolymers have emerged as a promising class of materials for various optoelectronic applications. However, limited studies have been performed in order to elucidate the influence of the catalytic system in the formation of structural defects within the polymer backbone during the synthesis. This is probably due to the difficulties associated with their identification and characterization within the main chain of the polymer. In principle, it is assumed that the palladium catalyzed cross-coupling reaction leads to the formation of a perfectly alternating structure. In this study, the influence of the catalytic system (catalyst choice and organic ligand) in the formation of structural defects within the donor-acceptor macromolecular chain, in the molecular characteristics (average molecular weight per number, average molecular weight per weight and polydispersity index), as well as in the ratio of the two monomers within the main chain was achieved through the utilization of size exclusion chromatography (SEC) and proton nuclear magnetic reasonance ( 1H-NMR), respectively. From the obtained results, the formation of the structural defects in donoracceptor copolymers were visualized and quantified for the first time. Moreover, the impact of these structural defects on the optical properties were presented. Finally, optimum polymerization conditions are indicated for the synthesis of other conjugated polymers containing low percentages of structural defects. The optimum catalytic conditions are [Pd2 (dba)3:(o-CH3Ph)3P] in 1:2 ratio. Tα τελευταία χρόνια μία κατηγορία εναλλασσόμενων συμπολυμερών τύπου «δότη-δέκτη» που χρησιμοποιούνται σε πολλές τεχνολογικές εφαρμογές αναπτύσσονται ραγδαία. Λίγες μελέτες έχουν γίνει όμως σε αυτή τη συγκεκριμένη κατηγορία συμπολυμερών όσων αφορά στην επίδραση του καταλυτικού συστήματος στην εμφάνιση δομικών ατελειών στην κύρια αλυσίδα των συμπολυμερών. Αυτό είναι κατανοητό, εν μέρει λόγω των δυσκολιών που σχετίζονται με τον εντοπισμό και τον χαρακτηρισμό των ατελειών της κύριας αλυσίδας στα συζυγιακά πολυμερή. Στην πράξη, εμμέσως εννοείται ότι η καταλυόμενη με παλλάδιο αρωματική σύζευξη οδηγεί σε θεωρητικά τέλειες αντιδράσεις που οδηγούν σε απόλυτα εναλλασσόμενη του τύπου Α-Β αρωματική σύζευξη. Στη παρούσα εργασία μελετήθηκε η επίδραση του καταλυτικού σύστήματος (επιλογή καταλύτη και οργανικών υποκαταστατών) στην εμφάνιση δομικών ατελειών κατά μήκος της μακρομοριακής αλυσίδας εναλλασσόμενων συμπολυμερών τύπου «δότη-δέκτη», στα μοριακά χαρακτηριστικά (μέσο μοριακό βάρος κατ’αριθμό, μέσο μοριακό βάρος κατά βάρος και κατανομή μοριακών βαρών) και στην αναλογία των δύο μονομερών στη πολυμερική αλυσίδα με τη χρησιμοποίηση της χρωματογραφίας αποκλεισμού μεγεθών SEC και της φασματοσκοπίας πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού 1H-NMR, αντίστοιχα. Από τα αποτελέσματα που προέκυψαν, παρατηρήθηκε και υπολογίστηκε για πρώτη φορά το ποσοστό των δομικών ατελειών στα εναλλασσόμενα συμπολυμερή τύπου «δότη-δέκτη». Επίσης, παρατηρήθηκε η επίδραση των δομικών ατελειών στις οπτικές ιδιότητες των πολυμερών. Τέλος, προτείνονται βέλτιστες συνθήκες αντίδρασης για τη σύνθεση συμπολυμερών με χαμηλά ποσοστά δομικών ατελειών όπως για παράδειγμα η χρήση του καταλυτικού συστήματος [Pd2(dba)3:(oCH3Ph)3P] σε αναλογία 1:2. 22 276 315 Αξιολόγηση του πόνου σε ασθενείς με αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και σχέση με καταθλιπτική συμπτωματολογία The central neuropathic pain after stroke (GNI) is a major disease and affects about 8% - 35% of patients with SNE, is resistant to medication and surgery and is ranked among the most painful and devastating painful syndromes. The study of central neuropathic pain is a very important objective in modern neuroscience and this work is a contribution to the study of this phenomenon. Aim : The purpose of this study is to investigate and evaluate the presence of pain in patients with acute stroke and to explore the coexistence of mental disorders, specifically depressive disorder and a record of association with pain. Methodology : A correlational, cross – sectional design was designed. The sample consisted of fifty patients hospitalized with acute stroke in the Neurological Clinic of Kavala in the period from October 2009 until May 2010. Results : We found that there is an increase in the duration and severity of bodily pain experienced by patients one month after discharge, and the pain tends to affect the daily lives of most patients. The increase was seen in women more than men. The magnitude of BMI tends to increase the number of days the patient feels pain. One month after discharge, older patients tend to feel physical pain more days than the youngest. Finally, using ordinal regression we achieve to predict the severity of pain one month after discharge with a success rate of 77.6%. Conclusions : We found that the central neuropathic pain depend on physical and psychological factors. Furthermore, it is possible to predict the severity of pain one month after discharge from factors whose values we measure the time of the dismissal. Ο Κεντρικός Νευροπαθητικός πόνος μετά από αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια (ΑΕΕ) αποτελεί σημαντική νόσο καθώς αφορά περίπου το 8 % - 35% των ασθενών με ΑΕΕ, είναι ανθεκτικός σε φαρμακευτική και χειρουργική αντιμετώπιση και κατατάσσεται στα πιο οδυνηρά και καταστρεπτικά επώδυνα σύνδρομα. Η μελέτη του κεντρικού νευροπαθητικού πόνου είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικός στόχος στη σύγχρονη νευρολογία και η παρούσα εργασία αποτελεί συμβολή στην μελέτη του φαινομένου αυτού. Σκοπός : Ο σκοπός της εργασίας αυτής είναι η διερεύνηση και αξιολόγηση της παρουσίας πόνου σε ασθενείς με οξύ αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο καθώς και η διερεύνηση της συνύπαρξης ψυχικής διαταραχής, συγκεκριμένα καταθλιπτικής διαταραχής και η καταγραφή της συσχέτισης της με τον πόνο. Μεθοδολογία : Πρόκειται για περιγραφική μελέτη συσχέτισης με συγχρονικές συγκρίσεις. Το δείγμα αποτέλεσαν πενήντα ασθενείς οι οποίοι νοσηλεύτηκαν με οξύ αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο στη νευρολογική κλινική του νοσοκομείου Καβάλας κατά το διάστημα από τον Οκτώβριο του 2009 έως τον Μάιο του 2010. Αποτελέσματα : Βρήκαμε πως υπάρχει αύξηση της διάρκειας και της σφοδρότητας του σωματικού πόνου που βιώνουν οι ασθενείς ένα μήνα μετά το εξιτήριο, ενώ ο πόνος τείνει να επηρεάζει περισσότερο την καθημερινότητα των ασθενών. Η αύξηση έγινε περισσότερο αντιληπτή στις γυναίκες από ότι στους άνδρες ενώ το μέγεθος του ΔΜΣ τείνει να αυξάνει το πλήθος των ημερών που ο ασθενής νιώθει πόνο. Ένα μήνα μετά το εξιτήριο οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ασθενείς τείνουν να νιώθουν περισσότερες ημέρες σωματικό πόνο από ότι οι μικρότεροι σε ηλικία. Τέλος, χρησιμοποιώντας τη στατιστική διαδικασία της διατακτικής παλινδρόμησης πετύχαμε την πρόβλεψη της σφοδρότητας του πόνου ένα μήνα μετά το εξιτήριο με ποσοστό επιτυχίας 77,6%. Συμπεράσματα : Ο κεντρικός νευροπαθητικός πόνος και η χρονική μεταβολή του εξαρτάται από σωματικούς και ψυχολογικούς παράγοντες. Επιπλέον, είναι εφικτή η πρόβλεψη της σφοδρότητας του πόνου ένα μήνα μετά το εξιτήριο από παράγοντες των οποίων τις τιμές μετρούμε τη στιγμή του εξιτηρίου.. 23 389 414 The impact of metacognitive processes and achievement motivation in writing in deaf/hard of hearing people Η επίδραση των μεταγνωστικών διεργασιών και των κινήτρων επίτευξης στην παραγωγή γραπτού λόγου σε άτομα με κώφωση/βαρηκοΐα The purpose of this study was to investigate the effect of metacognitive processes and achievement motivation in writing in people with hearing impairment. At the same time, the differences in metacognitive processes, achievement motivation and the writing production between deaf /hard of hearing people with different language profiles, i.e. between pre-linguistic deaf people, post-linguistic deaf people and hearing adults were investigated. The research sample consisted of 54 deaf / hard of hearing (experimental group), of which 26 were pre-linguistic deaf and 24 were post-linguistic deaf and 54 hearing adults (control group). The research tools used were the Metacognitive Awareness Inventory (MAI), Students’ personal achievement goal orientations questionnaire and the Diagnostic Tool in the Writing Difficulties of Primary School Students. The results of the research showed that deaf / hard of hearing people use metacognitive skills significantly lower than hearing, while no significant differences in metacognitive knowledge were observed between the two groups. At the same time, it was found that post-linguistic deaf people use metacognitive skills to a greater extent than pre-linguistic deaf people, but to a much lesser extent than hearing adults who influence the quality of written production. In addition, it was found that hearing adults and post-linguistic deaf adopted significantly higher mastery goals and performance-approach goals compared to pre-linguistic deaf people, while pre-linguistic deaf people adopted significantly higher levels of avoidance-performance than the other two groups. Furthermore, it was found that pre-linguistic deaf people performed significantly lower in writing compared to post-linguistic deaf and hearing adults, presenting the biggest differences in the textual organization. In addition, the statistically significant effect of metacognitive knowledge and especially metacognitive skills in the writing production, while it was found that procedural knowledge, planning, monitoring and evaluation can be predictive indicators of performance in writing. Finally, it was found that mastery goals and performance-approach goals contribute significantly to the successful execution of written production, while performance-avoidance goals are negatively correlated with performance in writing. In fact, achievement goals can be a predictor of performance in writing, as well as objectives of avoiding performance in the opposite direction. In conclusion, according to the findings, the reduced function of metacognitive skills and the adoption of performance-avoidance goals of pre-linguistic deaf people can justify the reduced performance in writing. Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η διερεύνηση της επίδρασης των μεταγνωστικών διεργασιών και των κινήτρων επίτευξης στην παραγωγή γραπτού λόγου σε άτομα με κώφωση/βαρηκοΐα. Παράλληλα, διερευνήθηκαν οι διαφορές ως προς τις μεταγνωστικές διεργασίες, τα κίνητρα επίτευξης και την παραγωγή γραπτού λόγου ανάμεσα στους κωφούς/βαρήκοους με διαφορετικό γλωσσικό προφίλ, δηλαδή ανάμεσα στους προγλωσσικά κωφούς, τους μεταγλωσσικά κωφούς και τους ακούοντες. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 54 κωφοί/βαρήκοοι (πειραματική ομάδα), ανάμεσα από τους οποίους 26 ήταν προγλωσσικά κωφοί και 24 ήταν μεταγλωσσικά κωφοί, καθώς και 54 ακούοντες (ομάδα ελέγχου). Τα ερευνητικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν ήταν το Εργαλείο Μεταγνωστικής Αξιολόγησης (MAI), το ερωτηματολόγιο Ατομικοί Στόχοι Επίτευξης Μαθητών/-τριών και το Εργαλείο Διαγνωστικής Διερεύνησης Δυσκολιών στον Γραπτό Λόγο των μαθητών Γ΄-ΣΤ΄ Δημοτικού. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι οι κωφοί/βαρήκοοι χρησιμοποιούν σε σημαντικά χαμηλότερο βαθμό τις μεταγνωστικές δεξιότητες σε σύγκριση με τους ακούοντες, ενώ δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές ως προς τη μεταγνωστική γνώση ανάμεσα στις δύο ομάδες. Παράλληλα, βρέθηκε ότι οι μεταγλωσσικά κωφοί χρησιμοποιούν σε υψηλότερο βαθμό τις μεταγνωστικές δεξιότητες σε σύγκριση με τους προγλωσσικά κωφούς, αλλά σε σημαντικά μικρότερο βαθμό σε σύγκριση με τους ακούοντες επηρεάζονται την ποιότητα παραγωγής γραπτού λόγου. Επιπλέον, προέκυψε ότι οι ακούοντες και οι μεταγλωσσικά κωφοί υιοθετούσαν σε σημαντικά υψηλότερο βαθμό στόχους μάθησης και στόχους προσέγγισης της επίδοσης σε σύγκριση με τους προγλωσσικά κωφούς, ενώ οι προγλωσσικά κωφοί υιοθετούσαν σε σημαντικά υψηλότερο βαθμό στόχους αποφυγής-επίδοσης σε σύγκριση με τις άλλες δύο ομάδες. Ακόμη, προέκυψε ότι οι προγλωσσικά κωφοί σημείωσαν σημαντικά χαμηλότερες επιδόσεις στην παραγωγή γραπτού λόγου σε σύγκριση με τους μεταγλωσσικά κωφούς και τους ακούοντες, παρουσιάζοντας τις μεγαλύτερες διαφορές στην κειμενική οργάνωση. Επιπρόσθετα, προέκυψε η στατιστικά σημαντική επίδραση της μεταγνωστικής γνώσης και κυρίως των μεταγνωστικών δεξιοτήτων στην παραγωγή γραπτού λόγου, ενώ παράλληλα βρέθηκε ότι η διαδικαστική γνώση, ο σχεδιασμός, η παρακολούθηση και η αξιολόγηση μπορούν να αποτελέσουν προβλεπτικοί δείκτες της επίδοσης στην παραγωγή γραπτού λόγου. Τέλος, προέκυψε ότι οι στόχοι μάθησης και οι στόχοι προσέγγισης της επίδοσης συμβάλλουν καθοριστικά στην επιτυχή διεκπεραίωση της παραγωγής γραπτού λόγου, ενώ οι στόχοι αποφυγής της επίδοσης συσχετίζονται αρνητικά με την επίδοση στον γραπτό λόγο. Μάλιστα, οι στόχοι μάθησης μπορούν να αποτελέσουν προβλεπτικό παράγοντα της επίδοσης στον γραπτό λόγο, όπως και οι στόχοι αποφυγής της επίδοσης αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Συμπερασματικά, σύμφωνα με τα ευρήματα η μειωμένη λειτουργία των μεταγνωστικών δεξιοτήτων και η υιοθέτηση στόχων αποφυγής της επίδοσης των προγλωσσικά κωφών μπορούν να δικαιολογήσουν τη μειωμένη επίδοση στην παραγωγή γραπτού λόγου. 24 258 267 In recent years, an increasing number of studies have referred to the giftedness and leadership ability of children and adolescents. Leadership constitutes a separate dimension of giftedness. The relationship between two concepts seems to be particularly complex, as features that are used to identify an effective leader are also parallel behaviors of giftedness. The aim of the present study was to investigate the relationship between the dimensions of giftedness and the leadership ability of students as well as to test the psychometric properties of the scales used. The sample of the survey consisted of 145 pupils, 5th, 6th grades of primary and 7th, 8th grades of secondary school and a corresponding number (N=145) of their teachers. Gifted Rating Scales-School Form (GRS-S; Pfeiffer & Jarosewich, 2003) and Scales for Rating the Behavioral Characteristics of Superior Students (SRBCSS-R; Renzulli et al., 2010) were administered to the teachers. Roets Rating Scale for Leadership (RRSL; Roets, 1997) and Leadership Skills Inventory (LSI; Karnes & Chauvin, 2000) were administered to the pupils. According to the results, teacher’s ratings of children’s characteristics of giftedness, such as intellectual ability, academic ability, learning, leadership, creativity, motivation, communication skills, planning and mathematics have been correlated with the leadership skills and the leadership characteristics as they emerged from students' self-references. Regarding the psychometric properties of the scales used, the results showed that these scales can be reliable and valid tools for assessing characteristics of giftedness and leadership in Greek student population. Finally, self-assessments of pupils did not differ in terms of gender, school level and grade of attendance. Τα τελευταία χρόνια, όλο και μεγαλύτερος αριθμός μελετών αναφέρονται στην χαρισματικότητα και στην ηγετική ικανότητα των παιδιών και των εφήβων. Η ηγετική ικανότητα αποτελεί μια ξεχωριστή διάσταση της χαρισματικότητας. Η σχέση μεταξύ των εννοιών φαίνεται να είναι ιδιαίτερα περίπλοκη, καθώς χαρακτηριστικά (γνωρίσματα) τα οποία χρησιμοποιούνται για να προσδιορίσουν έναν αποτελεσματικό ηγέτη, αποτελούν παράλληλα χαρακτηριστικά χαρισματικής συμπεριφοράς. Στόχος της παρούσας έρευνας ήταν να διερευνηθούν οι σχέσεις μεταξύ διαστάσεων της χαρισματικότητας και της ηγετικής ικανότητας των μαθητών καθώς και να ελεγχθούν οι ψυχομετρικές ιδιότητες των ερωτηματολογίων που χρησιμοποιήθηκαν. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 145 μαθητές Ε΄, ΣΤ΄ Δημοτικού και Α΄ και Β΄ Γυμνασίου καθώς και αντίστοιχος αριθμός (N=145) των εκπαιδευτικών τους. Στους εκπαιδευτικούς χορηγήθηκαν οι κλίμακες: Gifted Rating Scales-School Form (GRS-S; Pfeiffer & Jarosewich, 2003) και Scales for Rating the Behavioral Characteristics of Superior Students (SRBCSS; Renzulli et al., 2010). Στους μαθητές χορηγήθηκαν τα ερωτηματολόγια: Roets Rating Scale for Leadership (RRSL; Roets, 1997) και Leadership Skills Inventory (LSI; Karnes & Chauvin, 2000). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, χαρακτηριστικά εκτίμησης χαρισματικότητας των μαθητών από τους εκπαιδευτικούς τους, όπως η διανοητική ικανότητα, η ακαδημαϊκή ικανότητα, η μάθηση, η ηγετική ικανότητα, η δημιουργικότητα, τα κίνητρα, οι δεξιότητες επικοινωνίας, σχεδιασμού και μαθηματικών παρουσίασαν συσχετίσεις με τις ηγετικές δεξιότητες και τα ηγετικά χαρακτηριστικά, όπως αυτά προέκυψαν από αυτο-αναφορές των ίδιων των μαθητών. Όσον αφορά τον έλεγχο των ψυχομετρικών ιδιοτήτων των ερωτηματολογίων που χρησιμοποιήθηκαν, τα αποτελέσματα έδειξαν, ότι τα ερωτηματολόγια αυτά μπορούν να αποτελέσουν αξιόπιστα και έγκυρα εργαλεία εκτίμησης χαρακτηριστικών χαρισματικότητας και ηγεσίας σε ελληνικό μαθητικό πληθυσμό. Τέλος, οι αυτο-αξιολογήσεις των μαθητών δεν παρουσίασαν διαφοροποιήσεις σε σχέση με το φύλο, τη βαθμίδα και την τάξη φοίτησης. 25 579 621 Properties of sandwich structures and design of complex structures based Μελέτη των μηχανικών ιδιοτήτων δομικών σύνθετων υλικών τύπου sandwich και βέλτιστος σχεδιασμός Composite sandwich structures have excellent properties and they are widely used in the fields of high technology such as aeronautics and astronautics, civil engineering, etc. Investigations of the mechanical properties of composite sandwich structures play a vital role in determining their applicability in various engineering fields. This paper describes in detail a sandwich panel with porous core (solid cell). First the study describes the sandwich-type composite structures and then it focus on structures with honeycomb cores. The methods of making cell solids, materials, cell or foam formation, terminology and uses are discussed below. The basic concepts of honeycomb sandwiches, the failure modes presented, and standard design types are analyzed. In its simplest form a structural sandwich, which is a special form of laminated composites, is composed of two thin stiff facesheets and a thick lightweight core bonded between them. A sandwich structure will offer different mechanical properties with the use of different types of materials because the overall performance of sandwich structures depends on the properties of the constituents (Daniel 2008). Hence, optimum material choice is often obtained according to the design needs. In a sandwich structure generally the bending loads are carried by the force couple formed by the facesheets and the shear loads are carried by the lightweight core material (Nguyen, et al. 2005). The facesheets are strong and stiff both in tension and compression as compared to the low density core material (etc. honeycomb or foam) whose primary purpose is to maintain a high moment of inertia. The low density of the core material results in low panel density, therefore under flexural loading sandwich panels have high specific mechanical properties relative to the monocoque structures. Therefore, sandwich panels are highly efficient in carrying bending loads. In these bending problems one facesheet is under compression and the other under tension. On the other hand, the core resists transverse forces and stabilizes the laminates against global buckling and local buckling (Glenn and Hyer 2005). Additionally, the core providew increased buckling and crippling resistance to shear panels and compression members (Smith and Shivakumar 2001). The critical properties of sandwich structures vary according to the application area of the structure. In automotive industry for example the out of plane compressive properties are more critical, whereas in wind turbines the in plane compressive properties are more important. Therefore, depending on the application area, different properties or characteristics of sandwich panels are needed to be evaluated (Davies, et al. 2004). Chapters 1 and 2 give us general characteristics of the properties of the composite materials and how they are prepared (facesheets materials, porous core of sandwich structures, adhesives). In order to select the correct selection of the material and geometrical characteristics of the cores contained in the sandwich structures according to the design specifications, we analyze techniques (Chapter 3) of their mechanical properties to determine the behavior of the structures so that they can be observed before from the construction of real parts. In Chapter 4 we analyze how to design and calculate intensive sizes of sandwich structures, and in Chapter 5, using the excel accounting software, we model the physical properties and geometrical properties of the materials that make up the composite structure and using the mathematical equations of chapters 3 and 4. On this basis, examples of optimal design of complex structures based on the conditions and limitations of the construction are presented and their characteristic mechanical sizes are determined. Οι σύνθετες δομές τύπου sandwich (sandwich panel) έχουν εξαιρετικές ιδιότητες και χρησιμοποιούνται ευρέως στους τομείς υψηλής τεχνολογίας όπως στις κατασκευές, την αεροναυπηγική, την αυτοκινητοβιομηχανία κλπ. Η έρευνα και η μελέτη των μηχανικών ιδιοτήτων των σύνθετων δομών τύπου sandwich διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στον προσδιορισμό της δυνατότητας εφαρμογής τους σε διάφορα πεδία της εφαρμοσμένης μηχανικής και των κατασκευών. H εργασία αυτή επικεντρώνεται στην αναλυτική περιγραφή και μελέτη της δομής πάνελ τύπου sandwich με κυψελοειδή πυρήνα. Αρχικά περιγράφονται οι σύνθετες δομές τύπου sandwich και στη συνέχεια η μελέτη επικεντρώνεται ιδιαίτερα σε δομές με δισδιάστατο κυψελοειδή πυρήνα. Οι μέθοδοι κατασκευής κυψελοειδών πυρήνων, τα υλικά, η διαμόρφωση των κελιών ή αφρών, η ορολογία και οι χρήσεις αναλύονται στη συνέχεια. Αναλύονται ακόμα οι τρόποι αστοχίας που παρουσιάζονται καθώς και οι τυποποιημένοι τύποι σχεδίασης. Στην απλούστερη μορφή του, μία δομή τύπου sandwich, η οποία είναι μια ειδική μορφή σύνθετων υλικών, αποτελείται από δύο λεπτά δύσκαμπτα εξωτερικά στρώματα και ένα πυκνό ελαφρύ πυρήνα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Μια δομή τύπου sandwich προσφέρει διαφορετικές μηχανικές ιδιότητες με τη χρήση διαφορετικών τύπων υλικών, επειδή η συνολική απόδοση των δομών αυτών εξαρτάται από τις ιδιότητες των συστατικών τους (Daniel 2008). Ως εκ τούτου, η βέλτιστη επιλογή υλικού λαμβάνεται συχνά σύμφωνα με τις ανάγκες σχεδιασμού. Σε μια τέτοια δομή, γενικά τα φορτία κάμψης μεταφέρονται από το ζεύγος δυνάμεων που σχηματίζεται από τα εξωτερικά στρώματα (όψεις ή φύλλα προσώπου) και τα φορτία διάτμησης μεταφέρονται από το ελαφρύ υλικό του πυρήνα. Τα εξωτερικά στρώματα είναι ισχυρά και δύσκαμπτα τόσο σε εφελκυσμό όσο και σε θλίψη σε σύγκριση με το υλικό χαμηλής πυκνότητας του πυρήνα (π.χ. κυψελοειδές με εξαγωνικά κελιά ή αφρώδες υλικό) του οποίου πρωταρχικός σκοπός είναι να διατηρεί υψηλή ροπή αδράνειας στο σύνθετο υλικό. Η χαμηλή πυκνότητα του υλικού του πυρήνα έχει σαν αποτέλεσμα τη χαμηλή πυκνότητα του σύνθετου υλικού, με αποτέλεσμα τα υλικά τύπου sandwich να έχουν υψηλές ειδικές μηχανικές ιδιότητες σε φορτία κάμψης σε σχέση με τις συμπαγείς δομές. Κατά συνέπεια τα υλικά αυτά είναι εξαιρετικά αποδοτικά για τη μεταφορά φορτίων κάμψης. Στα προβλήματα κάμψης το ένα εξωτερικό στρώμα είναι υπό θλίψη και το άλλο υπό εφελκυσμό, ενώ, ο πυρήνας αντιστέκεται στις εγκάρσιες δυνάμεις και σταθεροποιεί τα εξωτερικά στρώματα έναντι του τοπικού και ολικού λυγισμού (Glenn and Hyer 2005). Επιπρόσθετα, ο πυρήνας παρέχει αυξημένη αντίσταση στο λυγισμό και την ολική αστοχία σε διατμητικές και συμπιεστικές φορτίσεις (Smith and Shivakumar 2001). Οι κρίσιμες ιδιότητες των δομών τύπου sandwich ποικίλλουν ανάλογα με την περιοχή εφαρμογής της κατασκευής. Για παράδειγμα στην αυτοκινητοβιομηχανία οι εκτός επιπέδου (out of plane) θλιπτικές ιδιότητες είναι πιο κρίσιμες, ενώ στην κατασκευή ανεμογεννητριών οι εντός του επιπέδου (in plane) θλιπτικές ιδιότητες είναι πιο σημαντικές. Επομένως, ανάλογα με την περιοχή εφαρμογής, απαιτούνται διαφορετικές ιδιότητες ή χαρακτηριστικά των υλικών τύπου sandwich (Davies, et al., 2004). Στο κεφάλαιο 1 και 2 περιγράφονται τα χαρακτηριστικά και οι ιδιότητες των υλικών που χρησιμοποιούνται συνήθως σε αυτές τις σύνθετες δομές καθώς και ο τρόπος παρασκευής τους (υλικά εξωτερικών στρωμάτων, πορώδης πυρήνας, συγκολλητικά υλικά). Για την σωστή επιλογή των υλικών και των γεωμετρικών χαρακτηριστικών των πυρήνων που περιέχονται στις δομές αυτές, σύμφωνα με τις προδιαγραφές σχεδιασμού, στο κεφάλαιο 3 περιγράφονται τεχνικές υπολογισμού των μηχανικών ιδιοτήτων, με σκοπό τον προσδιορισμό της συμπεριφοράς των δομών πριν την κατασκευή των πραγματικών τμημάτων. Στο κεφάλαιο 4 αναλύονται τρόποι σχεδιασμού και υπολογισμού των εντατικών μεγεθών δομών τύπου sandwich και στο κεφάλαιο 5 χρησιμοποιώντας κατάλληλη υπολογιστική εφαρμογή που αναπτύχθηκε στα πλαίσια της εργασίας, μοντελοποιούνται οι φυσικές ιδιότητες και τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά των υλικών της σύνθετης δομής χρησιμοποιώντας τις αναλυτικές μαθηματικές μεθόδους των κεφαλαίων 3 και 4. Με βάση αυτά, παρουσιάζονται παραδείγματα βέλτιστου σχεδιασμού σύνθετων δομών με βάση τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς της κατασκευής και γίνεται ο προσδιορισμός των χαρακτηριστικών μηχανικών μεγεθών τους. 26 493 497 Προσεγγιστικές λύσεις των εξισώσεων οριακού στρώματος με βαθμίδα πίεσης και θερμική ακτινοβολία In fluid mechanics and aerospace engineering pressure gradient and thermal radiation effects play significant role in boundary layer separation and heat transfer. In this study, we examine the incompressible (Mach number smaller than 0.3), laminar boundary layer flow over a flat plate with pressure gradient and thermal radiation. The partial differential equations (PDEs) of the problem are the continuity, the momentum (Navier-Stokes) and the energy equations. Using the dimensionless Falkner-Skan transformation we obtain a non-linear and coupled system of PDEs. The PDE system under consideration has a parabolic nature and the unknown functions of the velocity and the temperature are functions of x and η independent space variables. Utilizing perturbation methods for the x independent variable, our purpose is to eliminate the x independent variable from the system. The boundary layer is described only by η independent variable. Utilizing the perturbation technique and keeping terms up to ε2, the system of two PDEs is transformed to a system of six ODEs, with η the only parameter. Researchers have developed approximate techniques for the solution of nonlinear ODEs utilizing power series. In this study, we use three approximate techniques, the Homotopy Analysis Method (HAM), the Differential Transformation Method (DTM) and the Adomian Decomposition Method (ADM) to solve the first equation of the ODE system, known as the Blasius equation. We compare the results with the approximate solution given by Blasius and a numerical solution utilizing the explicit fourth order Runge-Kutta method. The results of the approximate solutions are compared with the numerical ones, achieving very good precision. Linearization of the Blasius equation, also generates an analytical solution, which is also compared with the numerical solution. The results are presented in tables, and the errors of the analytical in terms of the numerical solution are very small. For the solution of the entire system of ODEs, we utilized a hybrid technique, where the HAM is used to solve the zeroth order equations and the DTM is used to solve the rest of the equations (first and second order). The total solution of the ODE system obtained from the perturbation technique, describe the problem under consideration very well and the results are very interesting leading to direct answers about the physical problem studied. The approximate techniques produce results, which are in accordance with other numerical and analytical studies. The adverse pressure gradient affects the boundary layer decreasing the dimensionless velocity, /'(η), while the favourable pressure gradient increases the dimensionless velocity, /'(η). Radiation parameter has also an impact on the thermal boundary layer. Adverse pressure gradient and thermal radiation increases the dimensionless temperature, θ(η), of the boundary layer, while favourable pressure gradient and thermal radiation decreases the dimensionless temperature, θ(η). Thermal radiation effects are greater when there is a bigger temperature difference between the flat plate and the fluid in the boundary layer. This study could bring insight into the problem of the boundary layer control and help towards the development of approximate solutions in fluid mechanics. Στη μηχανική των ρευστών η βαθμίδα πίεσης και η θερμική ακτινοβολία παίζουν πολύ σημαντικό ρολό στην αποκόλληση του οριακού στρώματος και στη μεταφορά θερμότητας. Σε αυτήν την εργασία, μελετούμε την ασυμπίεστη (αριθμός Mach μικρότερος του 0.3), στρωτή ροή οριακού στρώματος πάνω από επίπεδη πλάκα, με βαθμίδα πίεσης και θερμική ακτινοβολία. Οι αρχικές εξισώσεις συνέχειας, ορμής (Navier-Stokes) και ενέργειας, αδιαστατοποιούνται μέσω του μετασχηματισμού Falkner-Skan. Με αυτόν τον τρόπο προκύπτει ένα μη γραμμικό και συζευγμένο σύστημα μερικών διαφορικών εξισώσεων (ΜΔΕ). Το σύστημα ΜΔΕ που προκύπτει είναι παραβολικού τύπου και οι άγνωστες συναρτήσεις της ταχύτητας και της θερμοκρασίας είναι συναρτήσεις των x και η ανεξάρτητων χωρικών μεταβλητών. Χρησιμοποιώντας μεθόδους διαταραχών για την x ανεξάρτητη μεταβλητή, σκοπός μας είναι να απαλλάξουμε το σύστημα από αυτήν. Το οριακό στρώμα τώρα περιγράφεται μόνο από την η ανεξάρτητη μεταβλητή. Εφαρμόζοντας τη μέθοδο διαταραχών και διατηρώντας όρους μέχρι ε2, το σύστημα των δύο ΜΔΕ μετασχηματίζεται σε σύστημα έξι ΣΔΕ με μόνη ανεξάρτητη μεταβλητή το η. Στο σύστημα ΣΔΕ εμφανίζεται ως πρόβλημα μηδενικής τάξης η γνωστή εξίσωση Blasius. Για αυτήν την εξίσωση χρησιμοποιούμε τρεις προσεγγιστικές μεθόδους, τη μέθοδο ομοτοπικής ανάλυσης (ΜΟΑ), τη μέθοδο διαφορικού μετασχηματισμού (ΜΔΜ) και τη μέθοδο ανάλυσης του Adomian (ΜΑΑ), και συγκρίνουμε τα αποτελέσματα αυτών των μεθόδων με την προσεγγι-στική λύση που έδωσε ο Blasius και με την αριθμητική λύση της εξίσωσης αυτής με τη μέθοδο Runge-Kutta τέταρτης τάξης. 'Οπως φαίνεται σε πίνακες που παρατίθενται, οι τιμές που προκύπτουν από αυτές τις μεθόδους είναι πολύ κοντά σε αυτές που δόθηκαν από τον Blasius και σε αυτές που δίνονται αριθμητικά. Επίσης, γραμμικοποιώντας την εξίσωση Blasius καταλήγουμε σε μια αναλυτική λύση, η οποία είναι πολύ κοντά στις προσεγγιστικές λύσεις και στην αριθμητική λύση. 'Οπως φαίνεται σε πίνακες που παρατίθενται τα σφάλματα της αναλυτικής λύσης που βρίσκουμε ως προς την αριθμητική λύση είναι πολύ μικρά. Για την ολική λύση του συστήματος χρησιμοποιήσαμε μια υβριδική τεχνική, όπου η ΜΟΑ εφαρμόζεται στα μηδενικής τάξης προβλήματα και η ΜΔΜ εφαρμόζεται στα πρώτης και δεύτερης τάξης προβλήματα διαταραχών. Επιστρέφοντας σ τη μέθοδο διαταραχών, οι λύσεις που παίρνουμε περιγράφουν πολύ καλά το υπό μελέτη πρόβλημα. Παρουσιάζονται οι επιδράσεις της βαθμίδας πίεσης (ευνοϊκής και αντίξοης) και της θερμικής ακτινοβολίας. Συγκρίνονται, επίσης, τα αποτελέσματα των προσεγγιστικών λύσεων με τις αριθμητικές λύσεις. Τα αποτελέσματα που προκύπτουν από τις προσεγγιστικές μεθόδους είναι πολύ ενδιαφέροντα. Συγκεκριμένα, η αντίξοη βαθμίδα πίεσης επιβραδύνει το οριακό στρώμα, μείωση της αδιάστατης ταχύτητας, /;(η), κάτι που θα οδηγήσει σε ταχύτερη αποκόλλησή του, ενώ η ευνοϊκή βαθμίδα πίεσης το επιταχύνει, αύξηση της αδιάστατης ταχύτητας, /;(η). Επίσης, ο συνδυασμός αντίξοης βαθμίδας πίεσης και θερμικής ακτινοβολίας αυξάνει την αδιάστατη θερμοκρασία, θ(η), του οριακού στρώματος, ενώ ευνοϊκή βαθμίδα πίεσης και θερμική ακτινοβολία οδηγεί σε μείωση της αδιάστατης θερμοκρασίας, θ(η), του οριακού στρώματος. Τέλος, η επίδραση της θερμικής ακτινοβολίας γίνεται εντονότερη όταν υπάρχει μεγαλύτερη θερμοκρασιακή διαφορά μεταξύ πλάκας και ρευστού. Η παρούσα εργασία μπορεί να βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση της ροής οριακού στρώματος και στη βελτίωση προσεγγιστικών λύσεων σε προβλήματα της μηχανικής των ρευστών. 27 236 219 Leaving the UN Decade of Education for Sustainable Development - ESD (2005-2014), the international research community is already studying the response of higher education to Sustainable Development as defined by relevant declarations (Talloires Declaration, HESI etc.). Several approaches, guidelines and tools have been proposed to undertake initiatives and assess the progress of universities that are willing to achieve sustainability goals. The purpose of this study is to examine whether the Greek universities have adopted strategies and initiatives towards sustainability according to these declarations as well as the extent of achievement. For this purpose, we conducted a preliminary investigation on the websites of the Greek universities as well as a systematic, specific web search, using searching machines, aiming to identify existing structures and practices, initiatives and other actions in the context of Sustainability in Higher Education. Main research lines are the dimensions of the Sustainable University, as defined by international declarations: written statements, curricula, research, campus function, students’ life, outreach and partnerships etc. This study shows that few Greek Universities have launched systematic initiatives. These initiatives focus on reducing their ecological footprint, through interventions on the structures and functions. Systematic interventions in curricula and development of partnership with local communities in order to promote sustainable practices are hardly detected. Finally, the case study of Ioannina was made as an attempt to draw the first conclusions about the implementation of sustainability practices in an Greek higher education institute. Με την ολοκλήρωση της δεκαετίας 2005-2014, την οποία τα Ηνωμένα Έθνη είχαν ορίσει ως δεκαετία της Εκπαίδευσης για την Αειφόρο Ανάπτυξη, το διεθνές ερευνητικό ενδιαφέρον εστιάζει στον βαθμό ανταπόκρισης της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στη βάση των όσων ορίζουν οι σχετικές διακηρύξεις (Talloires Declaration, HESI κ.ά.). Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να μελετήσει κατά πόσο τα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν υιοθετήσει στρατηγικές και πρωτοβουλίες αειφορίας. Για τον σκοπό αυτό διενεργήθηκε μια προκαταρκτική έρευνα που περιελάμβανε την ανάλυση περιεχομένου των ιστοσελίδων όλων των ελληνικών πανεπιστημίων, ή οποία συμπληρώθηκε από τη συστηματική σύνθετη αναζήτηση όρων και την κατάρτιση πρωτοκόλλων καταγραφής. Βασικούς άξονες της έρευνας αποτέλεσαν οι διαστάσεις του Αειφόρου Πανεπιστημίου, όπως αυτές προσδιορίζονται από τη διεθνή βιβλιογραφία. Η έρευνα καταλήγει στη διαπίστωση ότι παρόλο που καταγράφονται ενδιαφέρουσες μεμονωμένες πρακτικές, λίγα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν δρομολογήσει συστηματικές και συντονισμένες πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της αειφορίας σε επίπεδο ιδρύματος. Οι κυριότερες πρωτοβουλίες που εντοπίστηκαν στην παρούσα έρευνα, επικεντρώνονται στη μείωση του οικολογικού αποτυπώματος των πανεπιστημίων, μέσω παρεμβάσεων στις δομές και λειτουργίες τους, ενώ με δυσκολία ανιχνεύονται συστηματικές παρεμβάσεις στα προγράμματα σπουδών και στην ανάπτυξη συνεργασιών με τις τοπικές κοινότητες για την προώθηση αειφόρων πρακτικών. Επιπλέον, υλοποιήθηκε μια μελέτη περίπτωσης στο Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, σε μια προσπάθεια να σχηματοποιηθούν σε επίπεδο ιδρύματος τα πρώτα συμπεράσματα για τις προσπάθειες που γίνονται προς την κατεύθυνση της Αειφορίας στο σύγχρονο ελληνικό πανεπιστήμιο. 28 170 181 Algorithms and complexity of strong triadic closure in graph classes Αλγόριθμοι και πολυπλοκότητα της ισχυρής τριαδικής κλειστότητας σε κλάσεις γραφημάτων In social networks the Strong Triadic Closure is an assignment of the edges with strong or weak labels such that any two vertices that have a common neighbor with a strong edge are adjacent. The problem of maximizing the number of strong edges that satisfy the strong triadic closure was recently shown to be NP-complete for general graphs. In this thesis we initiate the study of graph classes for which the problem is either polynomially solvable or remains NP-complete. We show that the problem admits a polynomialtime algorithm for two unrelated classes of graphs: proper interval graphs and trivially-perfect graphs, as well as, on classes of bipartite graphs, cobipartite graphs and threshold graphs. To complement our result, we show that the problem remains NP-complete on split graphs, and consequently also on chordal graphs. Thus in this thesis we contribute to define the first border between graph classes on which the problem is polynomially solvable and on which it remains NP-complete. Στα κοινωνικά δίκτυα η Ισχυρη Τριαδικη κλειστοτητα είναι µία ανάθεση στις ακµές µε ισχυρές ή ασθενείς επιγραφές, τέτοια ώστε για δύο οποιεσδήποτε κορυ- φές που έχουν κοινό γείτονα µε ισχυρή ακµή να είναι γειτονικές. Το πρόβληµα της µεγιστοποίησης των ισχυρών ακµών, οι οποίες ικανοποιούν την ισχυρή τριαδική κλειστότητα, έχει πρόσφατα αποδειχτεί ότι είναι NP-πλήρες σε γενικά γραφήµατα. Στην παρούσα διατριβή γίνεται µελέτη σε κλάσεις γραφηµάτων, για τις οποίες το πρόβληµα χαρακτηρίζεται είτε µε πολυωνυµική λύση είτε παραµένει NP-πλήρες. 6είχνουµε ότι το πρόβληµα δέχεται πολυωνυµικό σε χρόνο αλγόριθµο σε δύο ανεξάρτητες κλάσεις γραφηµάτων των proper interval και των trivially-perfect, καθώς και στις κλάσεις των bipartite, co-bipartite και threshold γραφηµάτων. Για να έχουµε µια πιο κατηγοριοποιηµένη και ολοκληρωµένη αντίληψη των α- ποτελεσµάτων µας, δείχνουµε ότι το πρόβληµα παραµένει NP-πλήρες στα split γραφήµατα, και ακολούθως στα chordal γραφήµατα. Εποµένως, µέσα από την διατριβή αυτή συµβάλουµε να οριστούν τα πρώτα διαχωριστικά όρια µεταξύ των κλάσεων γραφηµάτων, όπου σε κάποιες κλάσεις το πρόβληµα λύνεται σε πολυω- νυµικό χρόνο ενώ σε άλλες κλάσεις το πρόβληµα παραµένει NP-πλήρες. 29 125 148 The founding and evolution of the monastic estates outside the Athonic peninsula is a peculiar phenomenon, linked directly to the history of Athos itself. The thesis is a macroscopic approach to that phenomenon, focusing mainly on its geographical aspect. It has three volumes, as follows: - Text - Catalogue of the Athonic estates - Brief presentation of the Athonic monasteries, quantifications and geographical analysis. The thesis, defines a strict methodology for the whole approach, then proceeding to the data-entry and the quantifications of all available data within the sources for those estates. The quantifications lead to sets of statistical graphs and maps, while the discussion deals with the whole issue within a framework of various aspects, such as: economy, geography, environment, networks, defense, demography etc. Η ίδρυση και επέκταση του ζωτικού αθωνικού χώρου μέσω κτήσεων και μετοχίων συνιστά ένα ιδιαίτερο φαινόμενο το οποίο σχετίζεται άμεσα με τη διαμόρφωση της αθωνικής φυσιογνωμίας και ιστορίας. Η διατριβή αποτελεί μια μακροσκοπική προσέγγιση του συνόλου του φαινομένου κατά τη Βυζαντινή περίοδο, με έμφαση στη γεωγραφική του συνιστώσα. Το έργο αποτελείται από τρεις τόμους οι οποίοι περιέχουν: - Κυρίως κείμενο - Κατάλογο αθωνικών κτήσεων- Παρουσίαση των αθωνικών μονών, επιμέρους ποσοτικοποιήσεις της καταγραφής και γεωγραφική ανάλυση. Το έργο, θέτοντας μία ενιαία μεθοδολογική βάση για την καταγραφή των κτήσεων από τις σωζόμενες πηγές, προχωρά στην τυπολογική τους κατάταξη και την παραγωγή ποσοτικοποιήσεων, προκειμένου για την απόδοση του φαινομένου στο χώρο και το χρόνο, που συνιστούν κύρια κριτήρια της ιστορικο-γερωγραφικής ανάλυσης, μέσω γραφημάτων και πρωτότυπων χαρτογραφικών αποδόσεων. Η Συζήτηση, τέλος, θέτει το όλο ζήτημα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ανάλυσης με ειδικότερες παραμέτρους, όπως: οικονομία, γεωγραφία, περιβάλλον, χωροταξία, δίκτυα, άμυνα, δημογραφία κ.ά. 30 286 300 Χαρακτηρισμός και ιδιότητες συμπολυμερών και τριπολυμερών σε αραιά διαλύματα Βlock copolymers exhibit interesting properties, which are determined by their molecular structure, making them attractive for many scientific, technological and industrial applications. The incompatibility of different blocks, results in the formation of specific structures/topologies/morphologies in bulk or in solution. When a block copolymer is dissolved in a solvent, that swells one block and does not swell the other, usually the macromolecular chains are self-organized to form micelles. This phenomenon is particularly noticeable for amphiphilic block copolymers when they are dissolved in a selective solvent, i.e. a solvent which swells one block (good), while it tends to precipitate the other (bad). In this thesis, information concerning various structures and morphologies for specific micelles is given. Also, the self-assembly property of amphiphilic polymers to form micellar structures, as well as the microphase separation in a solution are discussed. Subsequently, an analytical description is being displayed for dilute solution viscometry and dynamic light scattering (DLS), since these are the appropriate techniques for determining the intrinsic viscosity and the hydrodynamic diameter of the micelles respectively. Furthermore, in this project, calculations were performed in order to determine the intrinsic viscosity and its alteration as the complexity of the macromolecule is increased. The samples examined were star-type diblock copolymers of the (PS-b-P2VP)3 compared to the corresponding star-type homopolymers (PS)3, which were used as macroinitiators for the synthesis of the copolymers. Finally, structural characterization analysis was performed via dynamic light scattering (DLS) for the linear triblock terpolymers PS-b-P2VP-b-PEO and star-type diblock copolymers (PS-b-P2VP)3 to confirm the presence of micellar structures and to determine the hydrodynamic diameter (DH), and the polydispersity (I) as well. The measurements took place in a solvent mixture of THF/H2O, considering various ratios, for specific concentrations of the polymer solution. Τα συμπολυμερή κατά συστάδες παρουσιάζουν ενδιαφέρουσες ιδιότητες, οι οποίες καθορίζονται από τη μοριακή τους δομή, καθιστώντας τα ελκυστικά σε πολλούς επιστημονικούς, τεχνολογικούς και βιομηχανικούς τομείς. Η ασυμβατότητα των διαφορετικών συστάδων, έχει ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό συγκεκριμένων δομών/τοπολογιών/μορφολογιών σε στερεά κατάσταση ή σε διάλυμα. Όταν ένα συμπολυμερές κατά συστάδες διαλύεται σε ένα διαλύτη, που είναι καλός για τη μία συστάδα και κακός για την άλλη, συνήθως οι πολυμερικές αλυσίδες αυτό-οργανώνονται σχηματίζοντας μικκύλια. Το φαινόμενο αυτό, παρατηρείται ιδιαίτερα στα αμφίφιλα συμπολυμερή κατά συστάδες, όταν διαλύονται σε έναν εκλεκτικό διαλύτη, δηλαδή έναν διαλύτη που διογκώνει τη μία συστάδα (καλός), ενώ τείνει να καταβυθίσει την άλλη (κακός). Στη συγκεκριμένη μεταπτυχιακή εργασία αναπτύσσονται πληροφορίες όσον αφορά τα μικκύλια, καθώς και για τις διάφορες δομές και τις μορφολογίες αυτών. Επίσης, γίνεται λόγος για την αυτο- οργάνωση των αμφίφιλων πολυμερών προς τον σχηματισμό μικκυλιακών δομών, αλλά και για τον μικροφασικό τους διαχωρισμό σε διάλυμα. Στη συνέχεια, γίνεται περιγραφή της ιξωδομετρίας αραιών διαλυμάτων και της δυναμικής σκέδασης φωτός (DLS), ως κατάλληλων τεχνικών για τον προσδιορισμό του εσωτερικού ιξώδους και της υδροδυναμικής διαμέτρου των μικκυλίων αντίστοιχα. Επιπλέον, στη παρούσα εργασία πραγματοποιήθηκε ο υπολογισμός του εσωτερικού ιξώδους για να μελετηθεί η μεταβολή του, καθώς αυξάνει η πολυπλοκότητα του μακρομορίου προς μία πιο περίπλοκη μακρομοριακή αρχιτεκτονική. Τα δείγματα που εξετάστηκαν είναι τα αστεροειδή δισυσταδικά συμπολυμερή του τύπου (PS-b-P2VP)3 σε σχέση με τα αντίστοιχα αστεροειδή ομοπολυμερή του τύπου (PS)3, από τα οποία και προέκυψαν. Τέλος, με την τεχνική της δυναμικής σκέδασης φωτός (DLS) πραγματοποιήθηκε δομικός χαρακτηρισμός γραμμικών τρισυσταδικών τριπολυμερών του τύπου PS-b-P2VP-b-PEO και αστεροειδών δισυσταδικών συμπολυμερών του τύπου (PS-b-P2VP)3 προκειμένου να επιβεβαιωθεί η ύπαρξη μικκυλιακών δομών και να προσδιοριστεί η υδροδυναμική τους διάμετρος (DH), αλλά και η πολυδιασπορά (I). Οι μετρήσεις έλαβαν χώρα σε μίγμα διαλυτών THF/H2O, διαφόρων αναλογιών, για δεδομένες συγκεντρώσεις πολυμερούς. 31 172 185 Μελέτη της σειράς βιβλίων συμπληρωματικού υλικού του ΕΔΙΑΜΜΕ για τα σχολεία της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας This bachelor’s thesis seeks to present, study and evaluate at an early stage the book series of supplementary material for the learning of the Greek language in the minority of the Greeks in Albania. In the first chapter there is a historical retrospection for Greek- language education in Albania from 1914 until today. Along with the reference to the linguistic textbooks used at times highlights, comes up the need to publish new books, capable of coping with the needs of minority schools. In this condition, the Laboratory of Intercultural and Immigration Studies of the University of Crete in collaboration with the scientific department of Primary Education of the University of Ioannina took the initiative to perform the writing and publishing of supplementary and auxiliary material. As well, the second chapter of this thesis focuses on studying this series of books. Includes the presentation of nine books, one for each class of the elementary school and lyceum. The third and final chapter assesses these manuals in terms of their objectives and individual traits. Με την παρούσα διπλωματική εργασία επιδιώκεται η παρουσίαση, η μελέτη και η αξιολόγηση σε ένα πρώιμο τουλάχιστον επίπεδο, της σειράς βιβλίων συμπληρωματικού υλικού για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας στη μειονότητα των Ελλήνων της Αλβανίας. Στο πρώτο κεφάλαιο, γίνεται μία ιστορική αναδρομή για την ελληνόγλωσση εκπαίδευση στην Αλβανία από το 1914 μέχρι και σήμερα. Παράλληλα, με την αναφορά στα γλωσσικά εγχειρίδια που χρησιμοποιούνταν ανά περιόδους, επισημαίνεται η ανάγκη για την έκδοση νέων βιβλίων, ικανών να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες των μειονοτικών σχολείων. Με αυτή την προϋπόθεση, το Εργαστήριο Διαπολιτισμικών και Μεταναστευτικών Μελετών του Πανεπιστημίου Κρήτης σε συνεργασία με την επιστημονική ομάδα του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων πήραν την πρωτοβουλία να επιδοθούν στη συγγραφή και την έκδοση συμπληρωματικού και βοηθητικού υλικού. Το δεύτερο κεφάλαιο της εργασίας λοιπόν, εστιάζει στη μελέτη αυτής της σειράς βιβλίων. Περιλαμβάνεται η παρουσίαση εννέα βιβλίων, ένα για κάθε τάξη του Δημοτικού, του Γυμνασίου και του Λυκείου. Το τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο αξιολογεί τα συγκεκριμένα εγχειρίδια ως προς τους στόχους και τα επιμέρους γνωρίσματά τους. 32 229 214 Language and conversational implicature. Indicative linguistic representations in the greek TV series "Seven Deadly Mothers-in-law" Γλώσσα και συνομιλιακό υπονόημα. Ενδεικτικές γλωσσικές απεικονίσεις του υπονοήματος στην ελληνική τηλεοπτική σειρά "Επτά Θανάσιμες Πεθερές" The present study examines the linguistic representations of the conversational implicature that the mother-in-law uses during her interaction with her daughter-in-law. For the realization of the research, a corpus of fifteen linguistic representations of the conversational implicature as depicted in the popular Greek comedy television series «Seven Deadly Μothers-in-law» was collected, using the method of filming-transcription. In-laws’ speeches were analyzed by exploiting the tools offered in the context of Critical Discourse Analysis (CDA). The main axes of the linguistic analysis were the Semantics’ Theory, the Pragmatics’ Theory, the Grice’s Principle of Cooperation, the Leech’s Principle of Kindness, as well as the Sociolinguistic researches on the linguistic choices of the sexes. Emphasis was placed on the control of metaphorical expressions and the use of dialectic varieties. These elements were commented in conjunction with the comedians’ exploitation of stereotypical characters of the mothers-in-law to induce humor. The findings of the research showed that the conversational implicatures of the mothers-in-law are triggered by a variety of infringements of the Principles of Cooperation and Kindness. They contain elements of controversy, war speech and verbal violence, while they are used as a method of self-protection against possible sanctions and as a mechanism of enforcing power, so that they are not fully consistent with the characteristics of the female speech. Η παρούσα εργασία μελετά τις γλωσσικές απεικονίσεις του συνομιλιακού υπονοήματος της πεθεράς κατά τη διάδρασή της με τη νύφη της. Για την πραγματοποίηση της έρευνας συλλέχθηκε, με τη μέθοδο της μαγνητοφώνησης–απομαγνητοφώνησης, ένα corpus δεκαπέντε γλωσσικών αναπαραστάσεων του υπονοήματος, όπως απεικονίζονται στη δημοφιλή ελληνική κωμική τηλεοπτική σειρά «Επτά Θανάσιμες Πεθερές». Τα εκφωνήματα των πεθερών αναλύθηκαν με την αξιοποίηση των εργαλείων που προσφέρονται στο πλαίσιο της Κριτικής Ανάλυσης Λόγου (ΚΑΛ). Βασικοί άξονες της γλωσσολογικής ανάλυσης ήταν η Σημασιολογική Θεωρία, η Πραγματολογική Θεωρία, η Αρχή της Συνεργασίας του Grice, η Αρχή της Ευγένειας του Leech, καθώς και οι Κοινωνιογλωσσικές έρευνες για τις γλωσσικές επιλογές των δύο φύλων. Έμφαση δόθηκε στον έλεγχο των μεταφορικών εκφράσεων και τη χρήση διαλεκτικών ποικιλιών. Τα στοιχεία αυτά σχολιάστηκαν σε συνδυασμό με την εκμετάλλευση, από τους κωμωδιογράφους, των στερεοτυπικά δοσμένων χαρακτήρων των πεθερών, προκειμένου για την πρόκληση χιούμορ. Τα ευρήματα της έρευνας έδειξαν ότι τα συνομιλιακά υπονοήματα των πεθερών ενεργοποιούνται λόγω των ποικιλότροπων παραβιάσεων των αξιωμάτων των Αρχών της Συνεργασίας και της Ευγένειας. Ενέχουν στοιχεία αμφισβήτησης, πολεμικού λόγου και λεκτικής βίας, ενώ χρησιμοποιούνται ως μέθοδος αυτοπροστασίας από πιθανές κυρώσεις και ως μηχανισμός επιβολής εξουσιαστικής δύναμης, με αποτέλεσμα να μην συνάδουν απόλυτα με τα χαρακτηριστικά του γυναικείου λόγου. 33 164 198 μια γνωσιακή - συμπεριφοριστική προσέγγιση - συστηματική ανασκόπηση της αποτελεσματικότητας των παρεμβάσεων γνωσιακής - συμπεριφοριστικής προσέγγισης σε ενήλικες με άσθμα This work is divided in two parts. The first part describes asthma, and definition, applications, basic characteristics and techniques of cognitive behavioral interventions implemented to the management of the chronic disease in question. The second part attempts to establish the efficacy of such interventions in adults with asthma. Randomized Controlled Trials were indentified in four databases: MEDLINE (PubMed), Wiley Online Library, Cochrane Central Register of Controlled Trials (CENTRAL), and SciVerse Science Direct. Year and font of publication, level of application, main variables taken into consideration, content of intervention, study design, duration and follow-ups, control group, and conclusion of authors of the studies meeting inclusion criteria were reviewed and coded. This resulted in the identification of 14 studies that focus on somatic symptoms, health outcomes, quality of life, knowledge acquired and compliance with medical instructions of patients suffering from asthma. The conclusions are that interventions of cognitive-behavioral approach can be effective in adults with asthma. There is no potential for generalization due to methodological limitations. Η παρούσα δουλειά αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο περιγράφεται η νόσος του άσθματος και οι γνωσιακές συμπεριφοριστικές παρεμβάσεις όπως αυτές εφαρμόζονται στην αντιμετώπιση των χρόνιων παθήσεων και ειδικότερα στη συγκεκριμένη νόσο. Το δεύτερο μέρος μελετά την αποτελεσματικότητα τέτοιου είδους παρεμβάσεων σε ενήλικες με άσθμα. Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε ήταν η ηλεκτρονική αναζήτηση ελεγχόμενων τυχαιοποιημένων μελετών σε τέσσερις βάσεις δεδομένων MEDLINE (PubMed), Wiley Online Library, Cochrane Central Register of Controlled Trials (CENTRAL) και SciVerse Science Direct. Οι έρευνες που εκπλήρωσαν τα κριτήρια εισαγωγής, μελετήθηκαν και κωδικοποιήθηκαν ως προς το έτος και τη πηγή δημοσίευσης, το επίπεδο εφαρμογής, τις κύριες μεταβλητές που εξετάστηκαν, το περιεχόμενο, τον πειραματικό σχεδιασμό, τη διάρκεια και τους αναμνηστικούς επανελέγχους της παρέμβασης, την ομάδα ελέγχου και το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν οι ερευνητές. Το αποτέλεσμα ήταν η ανάκτηση 14 παρεμβάσεων οι οποίες ανέλυαν τα σωματικά συμπτώματα, την ποιότητα ζωής, τη γνώση και τη συμμόρφωση με τις ιατρικές υποδείξεις, των ασθενών με άσθμα. Συμπεραίνεται η αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων γνωσιακής συμπεριφοριστικής προσέγγισης σε ενήλικες με άσθμα, η οποία όμως αδυνατεί να γενικευτεί εξαιτίας μιας σειράς μεθοδολογικών περιορισμών. 34 342 362 Study of communication disorders in patients with different types of dementia with use of speech and language scales and assistance from modern neuroimaging methods Μελέτη των διαταραχών λόγου και επικοινωνίας σε ασθενείς με διαφορετικούς τύπους άνοιας, με τη χρήση λογοθεραπευτικών κλιμάκων και την βοήθεια σύγχρονων μεθόδων νευροαπεικόνισης Alzheimer's disease (AD) is the most common disease associated with dementia and affects more than 20% of the population aged 65 and over with obvious aspect the weakening of language, communication and cognition. Also, Parkinson's disease as a frequent movement disorder presents in time dementia, with different symptoms of the Alzheimer disease. This dissertation, attempts to map the disorders of communication, language, speech and cognition in dementia of the Alzheimer’s type (AD) and Parkinson's disease dementia (PDD) type using speech and language well as cognitive assessments and the use of neuroimaging methods. Research thesis was divided into two parts: a) two pilot studies to evaluate and validate in Greek language the Arizona Battery of Communication Disorders for Dementia (ABCD), b) the preliminary standardization of this battery in order to be used to map and identify the disorders of speech and communication resulting from Alzheimer disease dementia and Parkinson disease dementia. Samples for two pilots were 60 neurotypical adults in a total of 120. Recruited sample for preliminary standardization and mapping communication disorders consisted from 60 neurotypical adults who served as controls, 18 patients with Parkinson (PD), 24 patients with Parkinson’s disease dementia (PDD), and 20 patients with Alzheimer disease: 13 with mild dementia (mAD) and 7 with moderate dementia (medAD). All subjects were administered and assessed with Arizona Battery for communication Disorders of dementia (ABCD), Clock Test (CDT), Abbreviate Mental Test Score (AMTS), Mini Mental State Examination (MMSE), Geriatric Depression Scale (GDS-15), Instrumental Activities of Daily Living (IADL) and Neuropsychiatric Inventory (NPI). Research major outcome was the probability to detect early cognitive impairment in patients with Parkinson disease with the use of specific speech and language assessment subtests and to be verified by neuroimaging methods. Also, that evaluation of these populations must be imperative and should be done regularly, in order to timely prevent the potential of probable cognitive decline by addressing pharmaceutical therapy and non- pharmaceutical intervention. Η νόσος Αλτσχάιμερ (AD) είναι η πιο κοινή ασθένεια που σχετίζεται με την άνοια και επηρεάζει πάνω από το 20% του πληθυσμού, ηλικίας 65 και άνω, με προφανές στοιχείο την εξασθένηση της γλωσσικής επικοινωνίας. Επίσης και η νόσος του Parkinson ως μια συχνή κινητική διαταραχή παρουσιάζει με την πάροδο του χρόνου ανοική συνδρομή, με διαφορετική συμπτωματολογία από την νόσο Alzheimer. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή, επιχειρείται η διερεύνηση των διαταραχών της επικοινωνίας και του λόγου στην άνοια τύπου Alzheimer (AD) και στην άνοια της νόσου Parkinson με την χρήση λογοπαθολογικών – λογοθεραπευτικών κλιμάκων αξιολόγησης και την βοήθεια νευροαπεικονιστικών μεθόδων. Η έρευνα της διδακτορικής διατριβής χωρίστηκες σε δύο τμήματα: α) τις δύο μελέτες για την πιλοτική δοκιμή της κλίμακας ABCD (Arizona Battery of Communication Disorders for Dementia), β) στην πρόδρομη-πρώιμη στάθμιση της εν λόγω κλίμακας και στην καταγραφή των διαταραχών του λόγου και της επικοινωνίας που προκύπτουν από την άνοια τύπου Alzheimer (AD) και στην άνοια της νόσου Parkinson. Το δείγμα της έρευνας για τις δύο πιλοτικές μελέτες ήταν από 60 νευροτυπικούς ενήλικες για κάθε μελέτη έκαστη (σύνολο 120). Ενώ το δείγμα της έρευνας πρόδρομης στάθμισης και καταγραφή των διαταραχών αποτελείται από 60 νευροτυπικούς ενήλικες που εξυπηρετούσαν την ομάδα ελέγχου (Controls), 18 ασθενείς με νόσο Parkinson (PD), 24 ασθενείς με παρκινσονική άνοια (Parkinson Disease Dementia-PDD), και 20 ασθενείς με νόσο Alzheimer: 13 με ήπιου βαθμού άνοια (mAD) και 7 με μέτρια βαθμού άνοια (medAD). Στους εξεταζόμενους χορηγήθηκαν οι κλίμακες Arizona Battery for communication Disorders of dementia (ABCD), The Clock Test (CDT), Abbreviate Mental Test Score (AMTS), Mini Mental State Examination (MMSE), Geriatric Depression Scale (GDS-15), Instrumental Activities of Daily Living (IADL) και Neuropsychiatric Inventory (NPI). Από την έρευνα βρέθηκε μία πιθανότητα να μπορεί πρώιμα να εντοπιστεί γνωστική έκπτωση σε ασθενείς με νόσο Parkinson με την χρήση συγκεκριμένων δοκιμασιών κλινικής- λογοπαθολογικής αξιολόγησης και την πιστοποίηση τους από νευροαπεικονιστικές μεθόδους. Επίσης, πως είναι επιτακτική ανάγκη και πρέπει να γίνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα η αξιολόγηση των πληθυσμών αυτών, με σκοπό να προλαμβάνεται έγκαιρα η αντιμετώπιση των πιθανών γνωστικών εκπτώσεων φαρμακευτικά και μη φαρμακευτικά. 35 324 327 Early childhood educators' perspectives on the quality of the curriculum for the early childhood education Απόψεις νηπιαγωγών για την ποιότητα των αναλυτικών προγραμμάτων προσχολικής εκπαίδευσης There is currently an increasing global interest in early childhood education, especially regarding curriculum and quality. Curriculums are very important for the achievement of the educational goals (Flouris, 1995). Curriculums are pedagogical texts, which are developed on the basis of the philosophical, ideological, political and sociological conditions (Sakellariou, 2010). Moreover curriculums constitute the main factor for the assurance of the educational quality (Brodin & Renblad, 2014∙ Koutselini, 2013). Althouth, quality is a multidimensional concept due to the different definitions the stakeholders of the educational system state (Rentzou & Sakellariou, 2013), the quality is still the core of the education (Koutouvela, 2106). The role of the teachers is of main importance for the intervention of the curriculum (Moss, 2006, as cited in Brock, 2009) and for their quality. The aim of the present study was to assess and evaluate the educators’ views on the quality of the national curriculum for kindergarden schools (nipiagogia) in Greece. Additionally it is studied if the educators can conduct quality work based on the curriculum in the present conditions. The accomplishment of this study is based on questionnaire distributed to all educators employed in the municipality of Ioannina, but finally only sixty-two eduacators participated in the study (n = 62). The sample was selected randomly. The questionnaire consisted of open-ended and closed-ended questions. Data were compiled and processed in a computer based program, and the analysis of the results became with the use of the statistical software IBM SPSS Statistics 22. The present findings showed that the educators were positive to the curriculum, as a tool for improving the quality of early childhood education, while the currently used curriculum is evaluated as of poor quality. The most important factors which hold the quality of the curriculum back are the incomplete post education of the educators, the teacher-tochild ratio and the existing substructures of the schools. Σήμερα υπάρχει ένα διαρκώς αυξανόμενο ενδιαφέρον, στον χώρο της προσχολικής εκπαίδευσης, όσον αφορά τα Αναλυτικά Προγράμματα και την ποιότητα. Τα Αναλυτικά Προγράμματα διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην επίτευξη των σκοπών της εκπαίδευσης (Φλουρής, 1995), συνιστώντας ένα παιδαγωγικό κείμενο με ιδεολογική, πολιτική και κοινωνιολογική βάση, που διαπνέεται από φιλοσοφικές, πολιτικές, κοινωνικές και παιδαγωγικές θεωρίες (Σακελλαρίου, 2010), ενώ χαρακτηρίζονται ως «ακρογωνιαίοι λίθοι» για την διασφάλιση της ποιότητας της εκπαίδευσης (Brodin & Renblad, 2014∙ Κουτσελίνη, 2013). Η ποιότητα παρόλο που αποτελεί πολυδιάστατη έννοια, λόγω των διαφορετικών ορισμών της από τους διάφορους εμπλεκόμενους και από τις διαφορετικές οπτικές από τις οποίες αξιολογείται (Retzou & Sakellariou, 2013), εν τούτοις αποτελεί τον πυρήνα της εκπαίδευσης (Κουτούβελα, 2016). Επίσης, κομβικό ρόλο έχουν οι εκπαιδευτικοί, για τη διαμεσολάβηση του Αναλυτικού Προγράμματος (Moss, 2006, οπ. αναφ. στο Brock, 2009), αλλά και για την διασφάλιση της ποιότητας του Αναλυτικού Προγράμματος. Με βάση αυτό το σκεπτικό, σκοπός αυτής της εργασίας είναι να ερευνήσει τις απόψεις εν ενεργεία νηπιαγωγών σχετικά με την ποιότητα του Αναλυτικού Προγράμματος που βρίσκεται σε ισχύ στην χώρα μας για τα νηπιαγωγεία, με βάση τις αρχές των Αναλυτικών Προγραμμάτων. Ουσιαστικά πρόκειται για μια διερευνητική εργασία, στο παραπάνω πλαίσιο, για τις απόψεις, τις πρακτικές και τα εμπόδια που οι εκπαιδευτικοί συναντούν. Το δείγμα αποτέλεσαν εξήντα δυο νηπιαγωγοί του Νομού Ιωαννίνων και η επιλογή του δείγματος έγινε τυχαία. Για την διεξαγωγή της έρευνας χρησιμοποιήθηκε ερωτηματολόγιο που περιείχε ερωτήσεις κλειστού και ανοιχτού τύπου. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν και επεξεργάστηκαν στατιστικά με το στατιστικό εργαλείο IBM SPSS Statistics 22. Τα ευρήματα έδειξαν ότι οι νηπιαγωγοί έχουν θετική άποψη γενικά για το Αναλυτικό Πρόγραμμα, ως σημαντικό εργαλείο για την αναβάθμιση της ποιότητας δουλειάς τους στο νηπιαγωγείο. Παρόλα αυτά η ποιότητα του ισχύοντος ΑΠ κρίνεται ως μέτρια, ώστε θεωρείται αναγκαία η αξιολόγηση και βελτίωσή του. Ενώ οι σημαντικότεροι παράγοντες που δρουν ανασταλτικά για την ποιότητα των ΑΠ περιλαμβάνουν, τον μεγάλο αριθμό μαθητών ανά τμήμα, την απουσία επιμόρφωσης των νηπιαγωγών, την υπάρχουσα υλικοτεχνική υποδομή. 36 263 253 Introduction: Inflammatory Bowel Diseases (IBD) may present some kind of infection. It seems that infections are a major problem in patients with IBD and their prevalence is significantly increased by the long-term use of Pharmaceutical Treatment. Purpose: The purpose of this study was to record the prevalence and type of non-clostridium infections, any aetiology and any location in the organ system of patients with IBD, inside and outside of Northwest Greece and Albania Methodology: A retrospective observation study of infections was performed in adult patients with IBD, using a sample of convenience, at the University General Hospital of Ioannina. The patients are monitored at the Gastroenterological Clinic of the University Hospital of Ioannina (center of reference) from the Gastroenterology Group of Northwestern Greece. The participants of the quantitative survey were N = 112 patients with IBD and more specifically were examined all general infections of the gastrointestinal, respiratory, upper and lower respiratory tract, neurology, urinary tract, skin, soft and genital infections, musculoskeletal system infections and animal diseases. Also studied was the administration of biological agents and immunosuppressive drugs. All quantitative analyzes were performed with the IBM-SPSS Statistics software for Windows (version 22). Results: Introduction to the study of a satisfactory number of observations and confirmation of the results of other relevant studies on the prevalence of non-clostridium infections in IBD patients. Conclusions: The existence of infections in patients with IBD may increase morbidity, making the management of the disease more difficult, but also can increase the mortality of these patients. Patients with similar infections should therefore take effective interventions to ensure their health. Εισαγωγή: Οι Ιδιοπαθείς Φλεγμονώδεις Νόσοι των Εντέρων (ΙΦΝΕ) μπορεί να παρουσιάσουν κάποιο είδος λοίμωξης. Φαίνεται ότι οι λοιμώξεις αποτελούν σημαντικό πρόβλημα στις ΙΦΝΕ και ο επιπολασμός τους αυξάνει σημαντικά από τη μακροχρόνια χρήση της Φαρμακευτικής Αγωγής. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η καταγραφή του επιπολασμού και του είδους των μη κλωστηριδιακών λοιμώξεων, οποιασδήποτε αιτιολογίας και οποιασδήποτε εντόπισης σε όργανο-σύστημα των ασθενών με ΙΦΝΕ, εντός και εκτός Βορειοδυτικής Ελλάδας καθώς και της Αλβανίας Μεθοδολογία: Πραγματοποιήθηκε αναδρομική μελέτη παρατήρησης των λοιμώξεων σε ενήλικες ασθενείς με ΙΦΝΕ, με τη χρήση δείγματος ευκολίας, στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Οι ασθενείς παρακολουθούνται στην Γαστρεντερολογική Κλινική του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου (ΠΓΝ) Ιωαννίνων (κέντρο αναφοράς) από τη Γαστρεντερολογική ομάδα της Βορειοδυτικής Ελλάδας. Οι συμμετέχοντες της ποσοτικής έρευνας ήταν Ν=112 ασθενείς με ΙΦΝΕ, και πιο συγκεκριμένα μελετήθηκαν όλες οι γενικές λοιμώξεις των συστημάτων του Γαστρεντερικού, του Αναπνευστικού, ανώτερο και κατώτερο, του ΚΝΣ , του Ουροποιητικού συστήματος, Λοιμώξεις δέρματος, μαλακών μορίων και γεννητικών οργάνων, Λοιμώξεις μυοσκελετικού συστήματος και Ζωονόσοι. Επίσης μελετήθηκε, η χορήγηση βιολογικών παραγόντων και ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων. Όλες οι ποσοτικές αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν με το λογισμικό IBM- SPSS Statistics για τα windows (έκδοση 22). Αποτελέσματα: Εισαγωγή στη μελέτη ικανοποιητικού αριθμού παρατηρήσεων και επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων λοιπών σχετικών μελετών για τον επιπολασμό των μη κλωστηριδιακών λοιμώξεων στους ασθενείς με ΙΦΝΕ. Συμπεράσματα: Η ύπαρξη λοιμώξεων σε ασθενείς με ΙΦΝΕ μπορεί να αυξήσουν τη νοσηρότητα, δυσχεραίνοντας την διαχείριση της ασθένειας, αλλά και τη θνησιμότητα των ασθενών αυτών. Άρα οι ασθενείς με ανάλογες λοιμώξεις πρέπει να ακολουθούν αποτελεσματικές παρεμβάσεις για τη διασφάλιση της υγείας τους. 37 170 192 The present study deals with the estimation of stocksϋ systematic risk (beta), by three different methodologies: classic C.A.P.M., Bayesian approach and Seemingly Unrelated Regression (S.U.R.). More specifically, the study is based on daily returns of 10 stocks for the period 15 April 2013 – 15 April 2015 on the Athens Stock Ex-change. Firstly, the time series was estimated with OLS, in order to calculate stocks’ systematic risk. Then, data was estimated by Bayesian method, with prior knowledge the period 15 November 2000- 12 April 2013. For the third methodology, S.U.R. estimation, was used the variable EBITDA (firm’s profits before depreciations and taxes). Concluding, we could say that: i) C.A.P.M. gives a quick-valid estimation, ii) Bayesian approach is achieved to reduce beta’s variance, and beta’s value is between 0.5 and 1.5 , iii) S.U.R. estimation gives different results from C.A.P.M., approaching Bayesian beta 50% approximately (it happens only in 5 stocks of our data). Also in 8 stocks, betas’ variance was reduced. So this issue could be field for future investigation. Στη παρούσα εργασία, εκτιμήθηκε ο συστηματικός κίνδυνος (βήτα) των μετοχών, με τρεις διαφορετικές μεθόδους: το κλασικό Υπόδειγμα Απότίμησης Περιουσιακών Στοιχείων (CAPM), τη Μπεϋζιανή προσέγγιση και τις φαινομενικά ασυσχέτιστες εξισώσεις (Seemingly Unrelated Regression). Πιο συγκεκριμένα, αυτή η μελέτη βασίστηκε στις ημερήσιες αποδόσεις 10 μετοχών του Χρηματιστηρίου Αξιών της Αθήνας, για το διάστημα 15 Απριλίου 2013 - 15 Απριλίου 2015. Αρχικά εκτιμήθηκαν οι χρονολογικές σειρές, με OLS, ώστε να υπολογιστεί ο συστηματικός κίνδυνος των μετοχών. Έπειτα εκτιμήθηκαν τα στοιχεία με τη Μπεϋζιανή μέθοδο, έχοντας ως προηγούμενη γνώση το διάστημα: 15 Νοεμβρίου 2010 - 12 Απριλίου 2013. Για τη τρίτη μέθοδο, την εκτίμηση S.U.R., χρησιμοποιήθηκε η μεταβλητή EBITDA (κέρδη εταιρείας προ αποσβέσεων και φόρων). Συμπερασματικά λοιπόν θα λέγαμε ότι: i) το C.A.P.M μας δίνει μια γρήγορη και έγκυρη εκτίμηση,ii) η Μπεϋζιανή προσέγγιση, επιτυγχάνει να μείωση τη διακύμανσής του βήτα, ενώ οι τιμές του κυμαίνεται μεταξύ του 0,5 και 1,5, και iii) η εκτίμηση S.U.R δίνει διαφορετικά αποτελέσματα από αυτά του C.A.P.M., πλησιάζοντας το Μπεϋζιανό βήτα κατά προσέγγιση 50%. (συμβαίνει μόνο στις 5 μετοχές του δείγματος). Επίσης στις 8 μετοχές μειώνεται και η διακύμανση του βήτα. Επομένως, αυτό το ζήτημα μπορεί να αποτελέσει πεδίο μελλοντικής διερεύνησης. 38 295 302 Utilizing a bulky and untapped, until now, primary archival material, the economic, commercial and social activities of two Kozani traders, Konstantinos D. Takiatzis and Dimitrios K. Koemtzis, were studied in the 19th century. PhD thesis presented the economic development of Western Macedonia - especially Kozani - during the late period of Ottoman domination and more specifically from the 18th to the end of the 19th century. Sources have been studied for persons and institutions, as well as the demographic, economic, social and educational development of Kozani after the 17th century, in order to understand the context of activism of these traders. In more detail, the two traders have many points in common in their economic and social activities. They acted as transmitters for agricultural and craft products in the Kozani area and in western Macedonia in order to achieve the highest possible profit. During their time in commerce they set up a wide trading network, seeking to expand their trade, promote their products more efficiently and better control their financial transactions. In fact, the traders who set up a network traded specific products (fur, skins, cereals, yolk, etc.). Also, these traders were not just restricted to trading. Instead, they engaged in various types of economic activities, depending on the opportunities offered by the market. They worked wisely, without impulsivity, avoiding the risk, with the basic principle being the occasional exploitation of every occasion. In conclusion, the two merchants K. Takiatzis and D. Koemtzis have been at the top of the economic and social pyramid of Kozani for a long time in the 19th century. They were of noble origin, with a valuable contribution and benefits to the city society. Although they differed in size, they were dominant members of the "body" of 19th-century Kozani merchants. Αξιοποιώντας ένα ογκώδες και αναξιοποίητο, έως τώρα, πρωτογενές αρχειακό υλικό, μελετήθηκαν οι οικονομικές, οι εμπορικές και οι κοινωνικές δραστηριότητες δύο εμπόρων της Κοζάνης, του Κωνσταντίνου Δ. Τακιατζή και του Δημητρίου Κ. Κοεμτζή, τον 19ο αι.. Με τη συγγραφή αυτής της διδακτορικής διατριβής παρουσιάσθηκε η οικονομική ανάπτυξη της Δυτικής Μακεδονίας –ιδίως της Κοζάνης– κατά την ύστερη περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας και, πιο συγκεκριμένα, από τον 18ο ώς τα τέλη περίπου του 19ου αιώνα. Μελετήθηκαν πηγές για πρόσωπα και θεσμούς, καθώς επίσης η δημογραφική, οικονομική, κοινωνική και εκπαιδευτική ανάπτυξη της Κοζάνης, μετά τον 17ο αι., με στόχο να κατανοήσουμε το πλαίσιο δραστηριοποίησης αυτών των εμπόρων. Αναλυτικότερα, οι δύο έμποροι παρουσιάζουν πολλά κοινά σημεία όσον αφορά στις οικονομικές και τις κοινωνικές τους δραστηριότητες. Λειτουργούσαν ως μεταπράτες για τα αγροτικά και βιοτεχνικά προϊόντα της περιοχής Κοζάνης και ευρύτερα της Δυτικής Μακεδονίας, με στόχο την επίτευξη του υψηλότερου δυνατού κέρδους. Κατά τη περίοδο της ενασχόλησής τους με το εμπόριο δημιούργησαν ένα ευρύ εμπορικό δίκτυο, επιδιώκοντας τη διεύρυνση των εμπορικών τους συναλλαγών, την καλύτερη προώθηση των προϊόντων που εμπορεύονταν και τον καλύτερο έλεγχο των οικονομικών τους συναλλαγών. Μάλιστα, οι έμποροι που συγκροτούσαν ένα δίκτυο εμπορεύονταν συγκεκριμένα προϊόντα (γουναρικά, δέρματα, δημητριακά, κρόκο κ. ά.). Επίσης, οι εν λόγω έμποροι δεν περιορίστηκαν μόνο στην άσκηση του εμπορίου. Αντίθετα, επιδόθηκαν σε διάφορες οικονομικού τύπου δραστηριότητες, ανάλογα με τις ευκαιρίες που πρόσφερε η αγορά. Εργάζονταν με σύνεση, χωρίς παρορμητισμό, αποφεύγοντας το ρίσκο, έχοντας ως βασική αρχή την ευκαιριακή εκμετάλλευση κάθε περίστασης. Εν κατακλείδι, οι δύο έμποροι Κ. Τακιατζής και ο Δ. Κοεμτζής τοποθετούνται στην κορυφή της οικονομικό-κοινωνικής πυραμίδας της Κοζάνης για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα του 19ου αιώνα. Επρόκειτο για άτομα αρχοντικής καταγωγής, με αξιόλογη προσφορά και ευεργεσίες στην κοινωνία της πόλης. Αν και διέφεραν ως προς τα οικονομικά τους μεγέθη, αποτέλεσαν κυρίαρχα μέλη του «σώματος» των Κοζανιτών εμπόρων του 19ου αιώνα. 39 225 272 Σχεδιασμός, σύνθεση και χαρακτηρισμός νέων εν δυνάμει εκλεκτικών αναστολέων πρωτεϊνικών κινασών, αναλόγων του φαρμακευτικού σκευάσματος της Νιλοτινίβης (Nilotinib), για τη θεραπεία νεοπλασιών Protein kinases are enzymes that play pivotal role in cell functions regulating many signal pathways by inducing ATP phosphorylation. Dysregulation of protein kinase and their receptors activity has been related to various diseases, including Chronic Myeoid Leukemia. Inhibition of these pathological protein kinases through small molecular weight compounds that compete the ATP binding site in the kinase active core is found to contribute in the treatment of the disease symptoms. For this reason, there is great interest in the scientific community for the synthesis and development of new more potent protein kinase inhibitors, acting selectively in the pathological protein kinase. Imatinib (Gleevec) is the first selective inhibitor who antagonizes the ATP binding site in the pathological Bcr-Abl tyrosine kinase in the treatment against Chronic Myeloid Leukemia (CML). Nilotinib was designed as a second generation selective Bcr-Abl kinase inhibitor and exhibits greater inhibitory activity compared to Imatinib. New compounds, Nilotinib analogues/derivatives, were synthesized in the laboratory, as a result of molecular modeling and it is possible to act more effectively on the protein kinases targets, aiming at their selective inhibition. These modifications on the original pharmaceutical compounds were targeted and were about the the last phenyl ring, where natural and non natural amino acids that increase the hydrogen bonds and the aromatic ability were attached. All new compounds were fully characterized (1H NMR, 13C NMR, MS). Οι πρωτεϊνικές κινάσες είναι ένζυμα τα οποία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην λειτουργία του κυττάρου, συμμετέχοντας σε πολλές σηματοδοτικές οδούς, επάγοντας την φωσφορυλίωση από το ΑΤΡ. Η απορρυθμισμένη δράση πρωτεϊνικών κινασών και των υποδοχέων τους έχει συσχετιστεί με διάφορες ασθένειες, μεταξύ των οποίων η Χρόνια Μυελογενής Λευχαιμία. Η αναστολή αυτών των παθολογικών πρωτεϊνικών κινασών μέσω μορίων μικρού μοριακού βάρους, που ανταγωνίζονται τη θέση πρόσδεσης του ΑΤΡ στο ενεργό κέντρο της κινάσης, έχει αποδειχθεί από μελέτες ότι συμβάλλει σημαντικά στην αντιμετώπιση και τη θεραπεία των νεοπλασιών. Ακριβώς για το λόγο αυτό, υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον στην επιστημονική κοινότητα για την ανάπτυξη και παραγωγή νέων αναστολέων πρωτεϊνικών κινασών, οι οποίοι θα δρουν εκλεκτικά, αναστέλλοντας τη δράση της παθολογικής πρωτεϊνικής κινάσης. Το Imatinib (Gleevec) είναι ένας εκλεκτικός αναστολέας, ο οποίος, ως αδενικός μιμητής, ανταγωνίζεται τη θέση πρόσδεσης του ΑΤΡ στην παθολογική τυροσινική κινάση Bcr-Abl. Το Imatinib σχεδιάστηκε για την αντιμετώπιση της Χρόνιας Μυελογενούς Λευχαιμίας. Το Nilotinib σχεδιάστηκε ως δεύτερης γενιάς εκλεκτικός αναστολέας της Bcr-Abl κινάσης, εμφανίζοντας μεγαλύτερη ανασταλτική-θεραπευτική δράση από το Imatinib. Στο εργαστήριο, κατά την εκπόνηση του μεταπτυχιακού διπλώματος, έγιναν προσπάθειες σύνθεσης νέων ενώσεων, αναλόγων/παραγώγων του Nilotinib, οι οποίες υπήρξαν αποτέλεσμα μοριακής μοντελοποίησης και είναι πιθανόν να δρουν αποτελεσματικότερα στις πρωτεϊνικές κινάσες στόχους, με σκοπό την εκλεκτική αναστολή τους. Οι τροποποιήσεις στις αρχικές φαρμακευτικές ενώσεις ήταν στοχευμένες και αφορούσαν τον τελευταίο κατά σειρά δακτύλιο (D), όπου προσαρτήθηκαν φυσικά και μη αμινοξέα που μπορούν να αλληλεπιδρούν σχηματίζοντας περισσότερους δεσμούς υδρογόνου. Όλες οι νέες ενώσεις που συντέθηκαν στο εργαστήριο χαρακτηρίστηκαν πλήρως (1H NMR, 13C NMR, MS). 40 504 511 Environmental prosperity and human health are directly related to the building materials used in all types of construction. The impact of the construction, transportation, installation and disposal of these building materials can be significant but very often overlooked. Urgent changes related to energy saving, emission of pollutants, production and use of these materials are therefore required. The use of renewables and the principles of recycling and re-use of building materials is essential. In addition, the development of new environmentally friendly materials and practices is of the utmost importance. Sustainability of building materials is essential in order to inherit the next generations of a better world.Modern building materials sustainability techniques are made up of practices to reduce the use of concrete by using renewable additives and aggregates, or by extending its service life in order to avoid its replacement. Since the concrete industry is one of the largest in the world, many researchers have turned their attention to this material. In addition, great efforts are being made in the field of naturally occurring materials, such as bamboo, as well as in the field of fully recyclable materials such as pellets and agricultural residues. Thus, the right answer to sustainability may not always be behind the new green materials, but rather behind the green use of conventional materials. A computational example of the life cycle assessment of two similar buildings, constructed with different frameworks (wood and concrete) has proved to be a very useful tool for the introspection of energy requirements and carbon dioxide emissions. The results show that over a fifty-year life cycle of a building, the choice of building material for its skeleton plays some role. Most of the environmental impact is occupied by the occupancy phase of the building, so the need to invest in energy-saving options such as better thermal insulation and more efficient air conditioning is urgently needed. The use of industrial by-products in the construction industry is now a rapidly growing technique, both in Greece and in the wider European area. In our country, the most common by-product is fly ash, which is a residue of burning solid coal in power plants. Annual production amounts to 11.5-12 million tonnes. The fly ashes of the Greek area, which are predominantly calcareous, have been experimentally studied for their attributes of concrete mixing. They exhibit hydraulic cement behavior and can replace part of the cement of a concrete composition, while improving some of the properties of the mixture and at the same time helping to reduce construction costs. In this thesis, the k-value factor for calcareous fly ash is investigated, for which there is no European standard to ensure its use. This coefficient is calculated on mixtures with different rates of ash-cement replacement, and indicates the amount of ash that works with hydraulic properties (as cement) in the mixture. The aim is to propose a range of this rate so that the fly ash can be used in ordinary works by private individuals without the need for further controls beyond the classical concrete. Η περιβαλλοντική ευημερία και η ανθρώπινη υγεία σχετίζονται άμεσα με τα δομικά υλικά που χρησιμοποιούνται σε κάθε είδους κατασκευές. Ο αντίκτυπος της κατασκευής, μεταφοράς, εγκατάστασης και απόρριψης αυτών των δομικών υλικών μπορεί να είναι σημαντικός αλλά πολύ συχνά παραβλέπεται. Για το λόγο αυτό, απαιτούνται επείγουσες αλλαγές που σχετίζονται με την εξοικονόμηση ενέργειας, την εκπομπή ρύπων, την παραγωγή και την χρήση αυτών των υλικών. Η χρήση ανανεώσιμων πηγών και οι αρχές της ανακύκλωσης και επαναχρησιμοποίησης δομικών υλικών κρίνεται απαραίτητη. Επιπλέον, η ανάπτυξη νέων υλικών και πρακτικών, φιλικών προς το περιβάλλον, είναι ύψιστης σημασίας. Η αειφορία των δομικών υλικών είναι αναγκαία προκειμένου να κληροδοτήσουμε στις επόμενες γενιές έναν καλύτερο κόσμο.Οι σύγχρονες τεχνικές αειφορίας των δομικών υλικών απαρτίζονται από πρακτικές μείωσης της χρήσης σκυροδέματος με τη χρήση ανανεώσιμων πρόσθετων και αδρανών υλικών, ή επιμηκύνοντας τη διάρκεια ζωής του, προκειμένου να αποφευχθεί η αντικατάσταση του. Από τη στιγμή που η βιομηχανία σκυροδέματος είναι μία από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως, πολλοί ερευνητές έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους προς αυτό το υλικό. Εκτός αυτού, μεγάλες προσπάθειες γίνονται στον τομέα των φυσικά απαντώμενων υλικών, όπως το μπαμπού, καθώς και στον τομέα των πλήρως ανακυκλώσιμων υλικών, όπως ο πυλός και τα γεωργικά υπολείμματα. Έτσι, η σωστή απάντηση για τη βιωσιμότητα μπορεί να μην κρύβεται πάντα πίσω από τα νέα πράσινα υλικά, αλλά αντίθετα πίσω από την πράσινη χρήση των συμβατικών υλικών.Ένα υπολογιστικό παράδειγμα αξιολόγησης του κύκλου ζωής δύο όμοιων κτιρίων, κατασκευασμένων με διαφορετικά πλαίσια (ξύλο και μπετόν) αποδείχθηκε σαν ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για την ενδοσκόπηση των ενεργειακών απαιτήσεων και των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι κατά τη διάρκεια ενός πεντηκονταετούς κύκλου ζωής ενός κτιρίου, η επιλογή του δομικού υλικού του σκελετού του παίζει κάποιο ρόλο. Το μεγαλύτερο κομμάτι του περιβαλλοντικού αντίκτυπου το καταλαμβάνει η φάση της κατοίκησης του κτιρίου και έτσι κρίνεται επιτακτική η ανάγκη στην επένδυση επιλογών εξοικονόμησης ενέργειας, όπως είναι η καλύτερη θερμομόνωση και ο αποτελεσματικότερος κλιματισμός. Η χρήση βιομηχανικών παραπροϊόντων στον τομέα των κατασκευών αποτελεί πλέον μια ταχέως αναπτυσσόμενη τεχνική, τόσο στον ελληνικό όσο και στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Στη χώρα μας, το πιο σύνηθες παραπροϊόν που παράγεται είναι η ιπτάμενη τέφρα, η οποία αποτελεί κατάλοιπο της καύσης στερεών ανθράκων σε εργοστάσια παραγωγής ενέργειας. Η ετήσια παραγωγή ανέρχεται στα 11,5-12 εκατομμύρια τόνους. Οι ιπτάμενες τέφρες του ελληνικού χώρου, που είναι κατά κύριο λόγο ασβεστιτικές, έχουν μελετηθεί πειραματικά για τις ιδιότητες που προσδίδουν σε ανάμιξή τους σε σκυρόδεμα. Παρουσιάζουν συμπεριφορά υδραυλικής κονίας και είναι δυνατό να αντικαταστήσουν μέρος του τσιμέντου μιας σύνθεσης σκυροδέματος, βελτιώνοντας κάποια χαρακτηριστικά του μίγματος και ταυτόχρονα συμβάλλοντας στη μείωση του κόστους κατασκευής. Στην παρούσα διατριβή διερευνάται ο συντελεστής k-value για ασβεστιτική ιπτάμενη τέφρα, για την οποία δεν υπάρχει ευρωπαϊκό πρότυπο που να διασφαλίζει τη χρήση της. Ο εν λόγω συντελεστής υπολογίζεται σε μίγματα με διαφορετικά ποσοστά αντικατάστασης τσιμέντου με τέφρα, και υποδεικνύει το ποσό της τέφρας το οποίο λειτουργεί με υδραυλικές ιδιότητες (ως τσιμέντο) στο μίγμα. Σκοπός είναι να προταθεί ένα εύρος τιμών αυτού του συντελεστή, ώστε να είναι δυνατή η χρήση της ιπτάμενης τέφρας σε συνήθη έργα από ιδιώτες, χωρίς να χρειάζονται περαιτέρω έλεγχοι, πέραν των κλασικών του σκυροδέματος. 41 461 440 Early markers of renal and endothelial dysfunction in children with dyslipidemia Πρώιμοι δείκτες νεφρικής και ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας σε παιδιά με δυσλιπιδαιμία Aim of the study: Το evaluate markers of early endothelial, vascular and renal dysfunction in children with dyslipidemia Methods: This observational, cross-sectional study included 100 children aged 7 to 16 years with primary dyslipidemia and 100 age- and sex- matched clinically healthy controls during a period of 3 years. Children with a history of dyslipidemia secondary to nephrotic syndrome, chronic kidney disease, chronic use of medication, and evidence of acute or chronic inflammatory process were excluded from the study. Endothelial dysfunction and early vascular changes were evaluated by noninvasive ultrasound assessment of flow-mediated dilation (FMD) of the branchial artery and carotid intima-media thickness (cIMT), respectively. Renal dysfunction was assessed by serum creatinine and cystatin C levels, urinary beta 2-microglobulin and albumin to creatinine (Alb:Cre) ratio, as well as by estimated-glomerular filtration rate (eGFR) based on serum creatinine or cystatin C. Furthermore, vitamin 25(OH)D were measured in the two groups. Results: The two groups did not differ on anthropometric characteristics and family history, except for a more common positive family history of dyslipidemia in dyslipidemic children. Mean FMD values were lower in children with dyslipidemia (8.504 ± 4.73 % vs 10.535 ± 4.35 %, p=0.004), while those of cIMT did not differ between groups. This decrease of mean FMD values was evident in children 13 years of age or older. The values of FMD were independently associated with lipoprotein (a) values (beta=-0.29, p=0.01). Controls and dyslipidemic children did not show any differences in mean serum creatinine and cystatin C levels, in creatinine-based eGFR and cystatin C-based eGFR and in urine b2-microglobulin levels. However, an increased urinary Alb:Cre ratio was observed in children with dyslipidemia compared to the controls (median, 0.007 vs 0.005, p=0.004). The values of urinary Alb:Cre ratio were correlated positively with the levels of triglyceride to high-density lipoprotein cholesterol ratio (r=0.28, p=0.013). Of note, the mean concentrations of serum vitamin 25(OH)D levels was significantly lower in children with dyslipidemia compared to controls (24±8 vs 27±10 ng/ml, p=0,03). In dyslipidemic children, the levels of vitamin 25(OH)D had a negative correlation with those of BMI (r=-0.34, p=0.001) and with non-HDL-Chol (r=-0.21, p=0.04). Conclusions: In dyslipidemic children of our study, endothelial dysfunction was evident from a young age, before the development of early vascular changes, while the Lp(a) were found to be the only independent predictor of endothelial dysfunction estimated by FMD impairment. In contrast, renal impairment was not observed in children with dyslipidemia. The observed increased urine albumin to creatinine ratio in dyslipidemic children compared to controls may be a marker of generalized endothelial dysfunction and early renal impairment. These children need long-term follow-up for early detection of the occurrence of albuminuria and prevention of renal impairment later in their life. Σκοπός της μελέτης: Η αξιολόγηση δεικτών πρώιμης ενδοθηλιακής, αγγειακής και νεφρικής βλάβης σε παιδιά με δυσλιπιδαιμία. Μεθοδολογία: Πρόκειται για μια συγχρονική μελέτη παρατήρησης που περιελάμβανε 100 παιδιά ηλικίας 7 με 16 ετών με πρωτοπαθή δυσλιπιδαιμία και 100 υγιή παιδιά αντίστοιχης ηλικίας και φύλου, διάρκειας 3 ετών. Αποκλείσθηκαν από τη μελέτη παιδιά με ιστορικό δευτεροπαθούς δυσλιπιδαιμίας, νεφρικής νόσου, χρόνιας φαρμακευτικής αγωγής και οξείας ή χρόνιας φλεγμονώδους διαδικασίας. Η ενδοθηλιακή δυσλειτουργία και οι πρώιμες αγγειακές βλάβες αξιολογήθηκαν μετρώντας τη ροοεξαρτώμενη αγγειοδιαστολή (flow-mediated dilation, FMD) της βραχιόνιας αρτηρίας και το πάχος του έσω-μέσου χιτώνα των καρωτίδων (carotid intima-media thickness, cIMT), αντίστοιχα. Η νεφρική δυσλειτουργία αξιολογήθηκε μετρώντας στον ορό τα επίπεδα κρεατινίνης και συστατίνης C, τη β2μικροσφαιρίνη ούρων και το λόγο αλβουμίνης προς κρεατινίνη ούρων. Επίσης υπολογίσθηκε ο εκτιμώμενος ρυθμός σπειραματικής διήθησης (estimated glomerular filtration rate, eGFR) με βάση την κρεατινίνη και την συστατίνη C. Τέλος, προσδιορίσθηκαν τα επίπεδα της βιταμίνης 25(ΟΗ)D και στις δύο ομάδες. Αποτελέσματα: Οι δύο ομάδες δε διέφεραν στα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά και στο οικογενειακό ιστορικό. Η μέση τιμή του δείκτη FMD ήταν μειωμένη στα παιδιά με δυσλιπιδαιμία σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (8,504 ± 4,73 % vs 10,535 ± 4,35 %, p=0,004), ενώ του cIMT δε διέφερε στις δύο ομάδες. Η διαφορά στην μέση τιμή του δείκτη FMD ήταν πιο εμφανής στην ηλικιακή ομάδα 13 ετών και άνω. Η Lp(a) βρέθηκε ο μόνος ανεξάρτητος παράγοντας που επηρέαζε τις τιμές του FMD (beta=-0,29, p=0,01). Δεν υπήρχε διαφορά στις δύο ομάδες όσον αφορά τους δείκτες νεφρικής λειτουργίας. Παρ’ όλα αυτά, ο λόγος αλβουμίνης προς κρεατινίνη στα ούρα βρέθηκε υψηλότερος στα παιδιά με δυσλιπιδαιμία σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (διάμεση τιμή, 0,007 vs 0,005, p=0,004). Οι τιμές του λόγου αλβουμίνης προς κρεατινίνη στα ούρα σχετίσθηκαν θετικά με τις τιμές του λόγου τριγλυκεριδίων προς HDL χοληστερόλη (r=0,28, p=0,013). Η μέση τιμή των επιπέδων της βιταμίνης 25(ΟΗ)D ήταν σημαντικά χαμηλότερη στα παιδιά με δυσλιπιδαιμία σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (24±8 vs 27±10 ng/ml, p=0,03). Στα παιδιά με δυσλιπιδαιμία οι τιμές των επιπέδων της βιταμίνης D είχαν αρνητική συσχέτιση με αυτές του ΒΜΙ (r=-0,34, p=0,001) και της non-HDL χοληστερόλης (r=-0,21, p=0,04). Συμπέρασμα: Στα δυσλιπιδαιμικά παιδιά της μελέτης διαπιστώθηκε ενδοθηλιακή δυσλειτουργία, πριν από την ανάπτυξη πρώιμων αγγειακών αλλαγών, ενώ η Lp(a) βρέθηκε ο μόνος ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας. Αντίθετα, νεφρική δυσλειτουργία δε διαπιστώθηκε στα παιδιά με δυσλιπιδαιμία. Ο παρατηρούμενος αυξημένος λόγος αλβουμίνης προς κρεατινίνη ούρων στα παιδιά με δυσλιπιδαιμία μπορεί να αποτελεί δείκτη γενικευμένης συστηματικής ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας και πρώιμης νεφρικής βλάβης. Αυτά τα παιδιά χρειάζονται μακροχρόνια παρακολούθηση για την έγκαιρη ανίχνευση πιθανής αλβουμινουρίας και νεφρικής δυσλειτουργίας μετέπειτα στην ζωή τους. 42 822 941 Metronomic vinorelbine combined with targeted antiangiogenic agents in human umbilical vein endothelial cells Μελέτη συγχορήγησης μετρονομικής βινορελμπίνης και αντιαγγειογενετικών φαρμάκων μοριακής στόχευσης σε καλλιέργεια ενδοθηλιακών κυττάρων ανθρώπινου πλακούντα Metronomic chemotherapy is the protracted dose dense administration of low sub-toxic doses of chemotherapy. Vinorelbine is a semisynthetic vinca alkaloid with the additional advantage of the oral formulation which favors its use in the chronic administration protocol of metronomic chemotherapy. Clinical studies have demonstrated that the metronomic administration of vinorelbine creates sustainable anti-tumor efficacy. Considering the low nanomolar concentrations of the drug, the negligible toxicity and the profile of circulating angiogenic biomarkers we speculated that the antitumor activity is most likely attributed to anti-angiogenic activity. We sought to determine whether the clinically relevant concentration is anti­ angiogenic in vitro. We found that 10 nM vinorelbine inhibited critical functions of the angiogenic process. In particular, it inhibited human umbilical vein endothelial cell (HUVEC) migration and tube formation without simultaneous induction of cell death as opposed to the conventional concentration of 1 μΜ which was toxic. Moreover metronomic vinorelbine inhibited HUVEC proliferation and angiogenic sprouting. We next investigated the mechanism of this inhibitory effect. Apart from the direct anti-tubular activity that was observed we also examined Notch signaling. Notch pathway is a critical coordinator of tip/stalk cell specification and is known to suppress angiogenic sprouting by downregulating VEGFR2. We found that 10nM vinorelbine increased the mRNA of the Notch target gene Hey1 without concomitant increase of the Notch Intracellular Domain (NICD). N F ^ and JNK have been shown to cross talk with Notch and upregulate its target genes. We found that the metronomic concentration of vinorelbine induced the translocation of the N F ^ subunits in the nucleus and JNK phosphorylation. However the IKK inhibitor iii and JNK inhibitor ii did not block the effect on Hey1 mRNA suggesting that is not attributable to N F ^ and JNK pathway activation. Moreover the upregulation of Hey1 mRNA was unexpectedly followed by a small increase of VEGFR2 mRNA without altering VEGFR2 protein expression and phosphorylation. Clinical studies have shown that anti-angiogenic therapies have an ephemeral effect since tumors become eventually refractory to therapy. Treatment-induced hypoxia emerges as a major mechanism of resistance. We investigated whether severe hypoxia mediates resistance to metronomic vinorelbine treatment. We showed that severe hypoxia did not alter the ability of metronomic vinorelbine to inhibit endothelial cell migration, tube formation and sprouting. However severe hypoxia mediated resistance to its anti-proliferative action. To investigate this hypoxic resistance we examined cell cycle and apoptosis. Severe hypoxia attenuated the ability of metronomic vinorelbine to induce G2/M arrest as it shifted the cell population to the G1 phase and decreased the fraction of the cells in the DNA synthesis S phase through upregulation of the cyclin-dependent kinase (cdk) inhibitor p27kip. Furthermore severe hypoxia lessened the pro-apoptotic action of metronomic vinorelbine. We examined the intrinsic mitochondrial apoptotic pathway as it is implicated in the cell death caused by vinca alkaloids. We found that metronomic vinorelbine decreased the Bcl-2/Bax ratio in normoxia. Surprisingly the Bcl-2/Bax ratio was also reduced in severe hypoxia without simultaneous induction of the cell death and metronomic vinorelbine did not further reduce the ratio. Metronomic vinorelbine failed to regulate the Bcl-2/Bax ratio in severe hypoxia and this may account for its decreased pro-apoptotic activity. We also questioned the mechanism of survival of endothelial cells in severe hypoxia despite the low Bcl- 2/Bax ratio. Mitochondrial reactive oxygen species are required for cardiolipin oxidation which results in a loose attachment of cytochrome C. The latter renders cytochrome C able to pass through bax pore. We showed that severe hypoxia decreased mitochondrial superoxide production. Low superoxide may explain decreased cytochrome C release even with low Bcl-2/Bax ratio. Finally we sought to find ways to overcome this hypoxic resistance. At first we examined the impact of two major pathways of sprouting angiogenesis. We investigated the combination of metronomic vinorelbine with sunitinib which is a VEGFR2 inhibitor and DBZ which is γ-secretase inhibitor that suppresses Notch signaling. Sunitinib inhibited proliferation to the same extent in normoxia and severe hypoxia and to the same extent as metronomic vinorelbine in normoxia. However the combination had no additive effect. DBZ did not alter the sensitivity of endothelial cells to the anti-proliferative action of metronomic vinorelbine. We next investigated the role of H IF-^ the master regulator of hypoxia. Suppression of HIF-^ protein levels by RNA interference did not alter the sensitivity of HUVECs to the anti­ proliferative action of metronomic vinorelbine. Finally, we inhibited Akt and ERK which play critical role in cell survival, apoptosis and angiogenesis. The MEK inhibitor U0126 and the Akt inhibitor V increased the anti-proliferative effect of metronomic vinorelbine in normoxia and severe hypoxia and reversed the hypoxic resistance. In conclusion, we provide evidence for the anti-angiogenic basis of metronomic vinorelbine and its mechanism of action. We show that severe hypoxia confers resistance to its anti-proliferative activity and that ERK and Akt inhibition restored its effectiveness. Combination strategies with these agents warrant further investigation. Η μετρονομική χημειοθεραπεία ορίζεται ως η παρατεταμένη, αδιάλειπτη χορήγηση χαμηλών μη τοξικών δόσεων χημειοθεραπευτικών. Η βινορελμπίνη είναι ένα ημισυνθετικό αλκαλοειδές της vinca που έχει το πλεονέκτημα της p.os χορήγησης, γεγονός που ευνοεί τη χρήση της σε πρωτόκολλα χρόνιας χορήγησης χημειοθεραπευτικών όπως είναι η περίπτωση της μετρονομικής χημειοθεραπείας. Μελέτες τύπου φάσης Ι και ΙΙ έδειξαν ότι η μετρονομική χημειοθεραπεία με βινορελμπίνη ασκεί παρατεταμένη αντί-νεοπλασματική δράση. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις χαμηλές νανομοριακές συγκεντρώσεις του φαρμάκου, την αμελητέα τοξικότητα και το προφίλ των αγγειογενετικών παραγόντων που παρατηρήθηκαν στο αίμα ασθενών που ανταποκρίθηκαν στη θεραπεία, η κλινική δράση του πρωτοκόλλου πιθανώς αποδίδεται σε αντιαγγειογενετικό μηχανισμό. Ως εκ τούτου, εξετάσαμε εάν η κλινικά εφικτή μετρονομική συγκέντρωση ασκεί αντιαγγειογενετική δράση in vitro. Διαπιστώσαμε ότι τα 10nM βινορελμπίνης ανέστειλαν κρίσιμες λειτουργίες της αγγειογένεσης. Συγκεκριμένα, η μετρονομική συγκέντρωση βινορελμπίνης ανέστειλε τη μετανάστευση των ενδοθηλιακών κυττάρων και τη δημιουργία ενδοθηλιακών σωλήνων χωρίς ωστόσο να επάγει τον κυτταρικό θάνατο, εν αντιθέσει με τη συμβατική συγκέντρωση του 1μΜ που ήταν τοξική. Επιπλέον η μετρονομική βινορελμπίνη ανέστειλε τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό και τη δημιουργία αγγειογενετικών εκβλαστήσεων. Στη συνέχεια διερευνήσαμε το μηχανισμό αυτής της ανασταλτικής επίδρασης. Διαπιστώσαμε ότι η χαμηλή συγκέντρωση των 10nM μετέβαλε τη μορφολογία του δικτύου των μικροσωληνίσκων εύρημα συμβατό με την αντιαγγειογενετική της δράση. Ωστόσο, θεωρήσαμε ότι υπεισέρχονται επιπρόσθετοι μηχανισμοί που εμπλέκουν κρίσιμα μονοπάτια της αγγειογένεσης όπως του Notch και του VEGF. Το μονοπάτι του Notch προσδιορίζει το φαινότυπο των ενδοθηλιακών κυττάρων σε tip/stalk cell και καταστέλλει την αγγειογενετική εκβλάστηση ελαττώνοντας τα επίπεδα του VEGFR2. Διαπιστώσαμε ότι τα 10nM βινορελμπίνης αύξησαν τα επίπεδα του mRNA του γονιδίου στόχου του Notch, HEY1 χωρίς ωστόσο να αυξήσουν τα επίπεδα του NICD (Notch Intracellular Domain) ενώ ο αναστολέας της γ-σεκρετάσης DBZ δεν κατέστειλε τα επίπεδα του HEY1 σημαντικά. O N F ^ και η JNK διασταυρώνονται με το μονοπάτι του Notch και αυξάνουν τα επίπεδα των γονιδίων στόχου του Notch. Διαπιστώσαμε ότι η μετρονομική συγκέντρωση βινορελμπίνης οδήγησε σε μετακίνηση του N F ^ στον πυρήνα και φωσφορυλίωση της JNK. Ωστόσο ο αναστολέας ΙΙΙ της ΙΚΚ και ο αναστολέας ΙΙ της JNK δεν εμπόδισαν την επίδραση στο HEY1, εύρημα που υποδηλώνει ότι η δράση αυτή δεν αποδίδεται σε ενεργοποίηση των N F ^ και JNK. Επιπλέον η αύξηση του HEY1 παραδόξως συνοδεύτηκε από μικρή αύξηση των επιπέδων του mRNA του VEGFR2 χωρίς ωστόσο να επηρεαστούν τα πρωτεϊνικά επίπεδα και η φωσφορυλίωση του VEGFR2. Κλινικές μελέτες έδειξαν ότι οι αντιαγγειογενετικές θεραπείες έχουν παροδική επίδραση καθώς οι όγκοι γίνονται τελικά ανθεκτικοί στη θεραπεία. Η επαγόμενη από τη θεραπεία υποξία θεωρείται ο μέγας ενορχηστρωτής αυτής της αντίστασης. Εξετάσαμε εάν η σοβαρή υποξία μεσολαβεί αντίσταση και στη δράση της μετρονομικής βινορελμπίνης. Διαπιστώσαμε ότι η σοβαρή υποξία δεν επηρέασε τη δυνατότητα της μετρονομικής βινορελμπίνης να αναστέλλει τη μετανάστευση των ενδοθηλιακών κυττάρων, το σχηματισμό ενδοθηλιακών σωλήνων και την αγγειογενετική εκβλάστηση. Ωστόσο προκάλεσε αντίσταση στην αντί- πολλαπλασιαστική της δράση. Διερευνήσαμε το μηχανισμό της υποξικής αντίστασης μελετώντας την απόπτωση και τον κυτταρικό κύκλο. Η σοβαρή υποξία εξασθένισε τη δυνατότητα της μετρονομικής βινορελμπίνης να προκαλεί στάση του κυτταρικού κύκλου στη G2/M φάση καθώς προκάλεσε μετακίνηση του κυτταρικού πληθυσμού στη G1 φάση και ελάττωσε τον αριθμό των κυττάρων στην S φάση μέσω αύξησης της έκφρασης του κυκλινό-εξαρτώμενου αναστολέα κινάσης p27kip. Επιπλέον η σοβαρή υποξία περιόρισε την προ-αποπτωτική δράση της μετρονομικής βινορελμπίνης. Μελετήσαμε το ενδογενές μιτοχονδριακό μονοπάτι το οποίο εμπλέκεται στον κυτταρικό θάνατο που προκαλείται από τα αλκαλοειδή της vinca. Διαπιστώσαμε ότι η μετρονομική βινορελμπίνη ελάττωσε το λόγο Bcl-2/Bax στη νορμοξία. Η σοβαρή υποξία ελάττωσε το λόγο Bcl-2/Bax χωρίς ωστόσο να προάγει τον κυτταρικό θάνατο ενώ η μετρονομική βινορελμπίνη δεν κατέστειλε το λόγο περαιτέρω. Ως εκ τούτου η μετρονομική βινορελμπίνη επέδειξε αδυναμία να ρυθμίσει το λόγο Bcl-2/Bax στη σοβαρή υποξία. Το γεγονός αυτό πιθανώς εξηγεί την εξασθενισμένη προ-αποπτωτική της δράση στη σοβαρή υποξία. Στη συνέχεια διερευνήσαμε το μηχανισμό επιβίωσης των ενδοθηλιακών κυττάρων στη σοβαρή υποξία παρά το χαμηλό λόγο Bcl-2/Bax. Οι μιτοχονδριακές δραστικές μορφές οξυγόνου προάγουν την οξείδωση της καρδιολιπίνης συντελώντας στη χαλαρή σύνδεση του κυτοχρώματος C και τη δίοδο του από τον πόρο Bax. Διαπιστώσαμε ότι η σοβαρή υποξία ελάττωσε τα επίπεδα του μιτοχονδριακού σουπεροξειδίου. Αυτό ενδεχομένως εξηγεί την ελαττωμένη απελευθέρωση κυτοχρώματος C ακόμη και σε περιπτώσεις που ο λόγος Bcl-2/Bax είναι χαμηλός. Τέλος αναζητήσαμε μεθόδους να ανατρέψουμε την αντίσταση στην υποξία. Αρχικά εξετάσαμε το ρόλο των δύο βασικών μονοπατιών της αγγειογένεσης με εκβλάστηση, VEGF και Notch. Γι αυτό μελετήσαμε το συνδυασμό της μετρονομικής βινορελμπίνης με sunitinib, αναστολέα του VEGFR2, και DBZ, αναστολέα της γ- σεκρετάσης. Το sunitinib ανέστειλε τον πολλαπλασιασμό των ενδοθηλιακών κυττάρων στον ίδιο βαθμό στη νορμοξία και υποξία και στον ίδιο βαθμό με τη μετρονομική βινορελμπίνη στη νορμοξία. Ωστόσο ο συνδυασμός τους δεν είχε προσθετική δράση. Το DBZ δε μετέβαλε στην ευαισθησία των ενδοθηλιακών κυττάρων στην αντί-πολλαπλασιαστική δράση της μετρονομικής βινορελμπίνης. Στη συνέχεια εξετάσαμε το ρόλο του Η^1α του βασικού ρυθμιστή της σηματοδότησης στην υποξία. Η αποσιώπηση της έκφρασης του Η^1α με παρεμβολή RNA δεν επηρέασε την ευαισθησία των HUVEC στην αντί-πολλαπλασιαστική δράση της μετρονομικής βινορελμπίνης. Τέλος εξετάσαμε την αναστολή των μονοπατιών της ERK και Akt που παίζουν σημαντικό ρόλο στην κυτταρική επιβίωση, απόπτωση και αγγειογένεση. Ο αναστολέας της ΜΕΚ U0126 και ο αναστολέας V της Akt αύξησαν την αντιπολλαπλασιαστική δράση της μετρονομικής βινορελμπίνης στη νορμοξία και σοβαρή υποξία και ανέτρεψαν την υποξική αντίσταση. Συμπερασματικά, παρέχουμε ισχυρές in vitro ενδείξεις για την αντιαγγειογενετική βάση του πρωτοκόλλου της μετρονομικής χημειοθεραπείας με βινορελμπίνη και του μηχανισμού δράσης της. Επιπλέον δείξαμε ότι η σοβαρή υποξία προκάλεσε αντίσταση στην αντιπολλαπλασιαστική δράση της μετρονομικής βινορελμπίνης και ότι η αναστολή των μονοπατιών της Akt και ERK ανέστρεψαν αυτή την αντίσταση. Ο συνδυασμός της μετρονομικής βινορελμπίνης με αναστολείς της ERK και Akt αξίζει περαιτέρω διερεύνησης. 43 114 93 THE PERCENTAGE OF CMV SEROPOSITIVE WOMEN IN THE REPRODUCTIVE AGE IN OUR STUDY, COMPARED TO THAT OF OTHER COUNTRIES WITH THE SAME SOCIOECONOMIC LEVEL IS TOO HIGH (92.6%). THE RISK OF PRIMARY CMV INFECTION DURING PREGNANCY IS LOW, BECAUSE IT COULD CONCERN ONLY 7.4% OF WOMEN IN THE REPRODUCTIVE AGE THAT HAVE HAD NO PRIMARY CMV INFECTION IN THEIR LIFE. ACCORDING TO THE RESULTS OF THE PRESENT STUDY, THE RISK OF PRIMARY CMV INFECTION OF SERONEGATIVE PREGNANT WOMENIS 2.1%, WHICH MEANS THAT ONLY 155 PRIMARY CMV INFECTIONS EVERY 100000 PREGNANCIES ARE EXPECTED. THE DETAILED ULTRASOUND EXAMINATION CONTRIBUTES SIGNIFICANTLY TO THE DETECTION OF 50% OF THE CASES, FROM THE 20TH UNTIL THE 30TH GESTATIONAL AGE. Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΓΙΑ ΠΡΩΤΟΠΑΘΗ ΜΟΛΥΝΣΗ ΑΠΟ CMV ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΥΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΚΡΟΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΑΣ (ΒΔ ΕΛΛΑΔΑ), ΔΙΟΤΙ ΑΦΟΡΑ ΜΟΝΟ ΤΟ 7.4% ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ. ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΜΕΛΕΤΗ Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΠΡΩΤΟΠΑΘΟΥΣ ΜΟΛΥΝΣΗΣ ΟΡΟΑΡΝΗΤΙΚΩΝ ΕΓΚΥΩΝ ΑΝΕΡΧΕΤΑΙ ΣΕ 2.1% ΠΡΑΓΜΑ ΠΟΥ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΑΝΑΜΕΝΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ 155 ΠΡΩΤΟΠΑΘΕΙΣΜΟΛΥΝΣΕΙΣ ΜΕ CMV ΕΠΙ 100000 ΚΥΗΣΕΩΝ. Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΣΟΒΑΡΩΝ ΠΑΘΟΛΟΓΟΑΝΑΤΟΜΙΚΩΝ ΑΛΛΟΙΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΝΕΟΓΝΟ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΩΝ ΣΕ ΣΥΓΓΕΝΗ ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΓΑΛΙΑ, ΠΕΡΙΟΡΙΖΕΤΑΙ ΚΑΤΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΠΕΡΙΠΟΥ ΣΤΟ 0.006% ΤΩΝ ΤΟΚΕΤΩΝ. Ο ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΥΠΕΡΗΧΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ, ΣΥΜΒΑΛΛΕΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΣΤΗΝ ΕΝΤΟΠΙΣΗ ΤΟΥ 50% ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ 20Η ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ 30Η ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΚΥΗΣΗΣ. 44 285 314 Study on polyps and colorectal cancer and the role nurse’s role in lower gastrointestinal endoscopy Μελέτη για ανεύρεση πολυπόδων και καρκίνο παχέος εντέρου και ο ρόλος του νοσηλευτή στην ενδοσκόπηση του κατώτερου πεπτικού The aim of this study was to find Polyps and Colon Cancer and the Nurse's Role in Lower Digestive Endoscopy. The issue of polyp detection and colorectal cancer is a matter for health professionals to focus more on their role in the lower digestive system and to make all procedures more timely for the benefit of the patient. As one of their roles, nurses comfort patients with the use of the nursing process. The purpose of this study was to investigate the issue of polyps detection and colon cancer in endoscopy, as well as nursing interventions and the role of the nurse in endoscopic digestion. An additional aim is to record the exclusion of polyps during endoscopy with endoscopic polypectomy. In addition, the objectives of this study relate to review and documentation, based on scientific evidence of all nursing practices. A study was performed using random sampling in 200 cases of patients who visited the Gastroenterology Clinic at the ΠΑΓΝΙ endoscopy ward in order to be examined endoscopically by colonoscopy. In addition, the legal and ethical framework of the General Regulation on the protection of personal data was respected. Statistical data processing was done using SPSS package. In the present study, 200 cases were recorded, of which 86 showed polyps on endoscopy, 5 of which were revealed to have cancer after the results of histological examinations, while 67 had polypectomy. This study demonstrates the need for the population to be screened colonoscopically for the early treatment of polyps and cancer. It also highlights the importance of nursing staff in the endoscopic unit. Keywords are Colon Polyps, Colon Cancer, Polyps, Colonoscopy. Η παρούσα μελέτη έχει ως θέμα την ανεύρεση πολυπόδων και καρκίνο παχέος εντέρου και ο ρόλος του νοσηλευτή στην ενδοσκόπηση του κατώτερου πεπτικού. Το ζήτημα της ανίχνευσης πολυπόδων και καρκίνο του παχέος εντέρου απασχολεί τους επαγγελματίες υγείας, ώστε να είναι πιο στοχευμένος ο ρόλος τους στο κατώτερο πεπτικό σύστημα και να γίνονται όλες οι διεργασίες πιο έγκαιρα προς όφελος του ασθενή. Ως έναν από τους ρόλους τους οι νοσηλευτές ανακουφίζουν τους ασθενείς με τη χρήση της νοσηλευτικής διεργασίας. Σκοπός της μελέτης είναι να διερευνηθεί το ζήτημα της ανίχνευσης πολυπόδων και του καρκίνου παχέος εντέρου στην ενδοσκόπηση, καθώς και τις νοσηλευτικές παρεμβάσεις και το ρόλο του νοσηλευτή στην ενδοσκόπηση στο κατώτερο πεπτικό. Επιπρόσθετος στόχος είναι η καταγραφή της εξαίρεσης των πολυπόδων κατά την ενδοσκόπηση με την ενδοσκοπική πολυπεκτομή. Επιπλέον, οι στόχοι της παρούσας μελέτης σχετίζονται με την ανασκόπηση αλλά και τεκμηρίωση, με βάση επιστημονικών ενδείξεων όλων των νοσηλευτικών πράξεων. Πραγματοποιήθηκε μια μελέτη χρησιμοποιώντας τη μέθοδο τυχαίας δειγματοληψίας σε 200 περιστατικά ασθενών που επισκέφτηκαν την Γαστρεντερολογική κλινική στο τμήμα ενδοσκοπήσεων του ΠΑΓΝΙ με σκοπό να εξεταστούν ενδοσκοπικά με τη μέθοδο της κολονοσκόπησης. Επιπλέον, τηρήθηκε το νομικό και δεοντολογικό πλαίσιο του Γενικού Κανονισμού για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Η στατιστική επεξεργασία των δεδομένων έγινε με τη χρήση του πακέτου SPSS. Κατά την παρούσα μελέτη καταγράφηκαν 200 περιστατικά από τα οποία οι 86 εμφάνισαν πολύποδες κατά την ενδοσκόπηση εκ των οποίων οι 5 αποκαλύφθηκε πως είχαν καρκίνο ύστερα από τα αποτελέσματα των ιστολογικών εξετάσεων ενώ στους 67 πραγματοποιήθηκε πολυπεκτομή. Από την παρούσα μελέτη φαίνεται η αναγκαιότητα για τον πληθυσμό να υποβάλλεται προληπτικά σε κολονοσκόπηση για την πρώιμη αντιμετώπιση των πολυπόδων και του καρκίνου. Επίσης, αναδεικνύεται η σημασία που έχει το νοσηλευτικό προσωπικό στην ενδοσκοπική μονάδα. Ως λέξεις κλειδιά ορίζονται οι πολύποδες παχέος εντέρου, καρκίνος παχέος εντέρου, είδη πολυπόδων, κολονοσκόπηση. 45 315 351 Η μετάβαση του παιδιού από το οικογενειακό περιβάλλον στον παιδικό σταθμό και το νηπιαγωγείο Every year thousands of children get ready to live a new experience leaving home and proceeding to school. Sooth adjustment, well-being, successful development, high quality preschool programs and securing positive preschool experiences are a fundamental right for every child. Τhe current study considers transition both a complex and dynamic process, lengthy in time, during which a child moves from their family environment to preschool one and later on to kindergarten as well as a change from preschool level, namely from non mandatory study at preschool to the mandatory one year education at kindergarten. The current research aims at approaching the process of transition in relation to the ecosystemic theory on the part of preschool teachers (N217), kindergarten teachers (n.194) and parents (N.55) of preschool children from the region of Epirus, and identify the way they handle the process of transition. Additionally, it attempts to find groups of children that experience hardship in their transition to preschool and kindergarten, to examine the factors that hinder its effective output, and indicate the prerequisites of successful transition. Also, it intends to find out pedagogical practices adopted by teachers and parents and evaluate international transition practices which may or may not be utilized by Greek learning environments. It is a common belief of both teachers and parents that transition is a critical period in a child’s life. Teachers report that they need state and community support along with continuous training so that they can support a child and their family, cooperate, plan and carry out realistic and flexible transition programs. Parents state that they need information and orientation in order to have an active participation in the transition process and together with teachers and community assure a healthy start for the child. Teachers, parents and community can boost transitions of children, however they need essential changes in preschool so that there can be continuity and constructive interaction among institutions. Κάθε χρόνο χιλιάδες παιδιά ετοιμάζονται να ζήσουν μια νέα εμπειρία καθώς θα μεταβούν από το οικογενειακό στο προσχολικό περιβάλλον. Η ομαλή προσαρμογή, η ευημερία, η επιτυχημένη εξέλιξη, η διασφάλιση θετικών προσχολικών εμπειριών και τα υψηλής ποιότητας προσχολικά προγράμματα είναι δικαίωμα κάθε παιδιού. Η παρούσα μελέτη θεωρεί τη μετάβαση τόσο ως μια πολύπλοκη και δυναμική διαδικασία, μακρού χρονικού διαστήματος, κατά την οποία το παιδί μετακινείται από το οικείο οικογενειακό περιβάλλον στον χώρο του παιδικού σταθμού και μετέπειτα του νηπιαγωγείου όσο και ως αλλαγή προσχολικής βαθμίδας, δηλαδή από τη μη υποχρεωτική φοίτηση του παιδικού σταθμού στη μονοετή υποχρεωτική εκπαίδευση του νηπιαγωγείου. Η παρούσα έρευνα είχε ως στόχο να προσεγγίσει το ζήτημα της μετάβασης σε σχέση με την οικοσυστημική θεωρία από την πλευρά των βρεφονηπιαγωγών (Ν: 217), των νηπιαγωγών (Ν:194) και των γονέων (Ν:55) παιδιών προσχολικής ηλικίας από την περιφέρεια της Ηπείρου και να προσδιορίσει τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζονται τη μετάβαση. Συνάμα, να επιχειρήσει να εντοπίσει τις ομάδες παιδιών που βιώνουν με δυσκολία τη μετάβαση στα προσχολικά κέντρα αγωγής και εκπαίδευσης, να διακριβώσει τους παράγοντες που εμποδίζουν την αποτελεσματική της έκβαση και να αναδείξει τις προϋποθέσεις της επιτυχημένης μετάβασης. Επιπλέον, να ανιχνεύσει τις παιδαγωγικές πρακτικές που υιοθετούνται από τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς και να αξιολογήσει τις διεθνείς πρακτικές μετάβασης που δυνητικά μπορεί να αξιοποιούνται ή όχι από τα ελληνικά περιβάλλοντα μάθησης. Κοινή πεποίθηση των εκπαιδευτικών και των γονέων είναι, ότι η μετάβαση είναι μια κρίσιμη περίοδος για το παιδί. Οι εκπαιδευτικοί δηλώνουν ότι χρειάζονται κρατική και κοινοτική στήριξη καθώς και διαρκή επιμόρφωση για να υποστηρίξουν το παιδί και την οικογένειά του, να συνεργαστούν, να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν ρεαλιστικά και ευέλικτα προγράμματα μετάβασης. Οι γονείς υποστηρίζουν ότι χρειάζονται ενημέρωση και προσανατολισμό προκειμένου να έχουν ενεργητική συμμετοχή στη διαδικασία της μετάβασης και μαζί με τους εκπαιδευτικούς και την κοινότητα να εξασφαλίσουν ένα υγιές ξεκίνημα για το παιδί. Οι εκπαιδευτικοί, οι οικογένειες και οι κοινότητες μπορούν να στηρίξουν τις μεταβάσεις των παιδιών, χρειάζονται όμως ουσιαστικές αλλαγές στην προσχολική αγωγή προκειμένου να υπάρχει συνέχεια και εποικοδομητική αλληλεπίδραση μεταξύ των θεσμών. 46 234 231 Organometallic compounds of Pt(II) with 2-phenylpyridine and 2,2΄-bipyrimidine Οργανομεταλλικές ενώσεις Pt(II) με 2-φαινυλπυριδίνη και 2,2’-διπυριμιδινη The present thesis deals with the synthesis and characterization of mixed cyclometallic cationic complexes of platinum(II) with 2-phenylpyridine and 2,2'-bipyrimidine substituents, while PF6-, F-, Cl- and Br- are used as compensating ions. These cyclometallated compounds have square planar geometry and a coordination number of four. These complexes were studied using mass spectrometry, ultraviolet (UV)-visible spectroscopy, single-crystal X-ray diffraction, and nuclear magnetic resonance spectroscopy. Consequently, the activity of dmso against these compounds was studied. Complexes bearing as counterions Cl- and Br- were found to react differently from those bearing PF6- and F-. The resulting complexes are of the form [PtX(ppy)(dmso)], for X = Cl- and Br- and [Pt(ppy)(dmso)2] Y, for Y = PF6- and F-. Studying of the complex [Pt(ppy)(bpm)]PF6 by 1H NMR spectroscopy in acetone-d6 solution at various temperatures showed that a rotation mechanism of the pyrimidine ring in a position opposite to the phenyl group takes place. Furthermore, during the reaction of the complex [Pt(ppy)(bpm)]PF6 with ZnCl2 it was observed that it is not possible to immobilize the rotation of the ring regardless of the coordination of zinc in the free imino-nitrogen of bpm. Finally, photophysical studies of the complexes [Pt(ppy)(bpm)]X, X = PF6-, F-, Cl- and Br- and [Pt(ppy)(bpy)]Y, Y = PF6-, F- , Cl-, Br- and I-, in the solid state takes place. The compounds show differences in emission colors and quantum yields. Η παρούσα διατριβή πραγματεύεται τη σύνθεση και τον χαρακτηρισμό μικτών κυκλομεταλλικών κατιονικών συμπλόκων λευκοχρύσου(ΙΙ) με υποκαταστάτες 2-φαινυλπυριδίνη και 2,2’-διπυριμιδίνη, και ως αντισταθμιστικά ιόντα χρησιμοποιούνται τα PF6-, F-, Cl- και Br-. Οι κυκλομεταλλικές αυτές ενώσεις έχουν επίπεδη τετραγωνική γεωμετρία και αριθμό ένταξης τέσσερα. Τα σύμπλοκα αυτά μελετήθηκαν με φασματομετρία μάζας, με φασματοσκοπία ορατού-υπεριώδους, η περίθλαση ακτίνων-Χ μονοκρυστάλλου και φασματοσκοπία πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού. Στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκε μελέτη της δραστικότητας του dmso έναντι αυτών των ενώσεων. Διαπιστώθηκε ότι τα σύμπλοκα που φέρουν ως αντισταθμιστικό Cl- και Br- αντιδρούν διαφορετικά από εκείνα που φέρουν PF6- και F-. Τα προκύπτοντα σύμπλοκα που είναι της μορφής [PtX(ppy)(dmso)], για X = Cl- και Br- και [Pt(ppy)(dmso)2]Y, για Y = PF6- και F-. Από την μελέτη του συμπλόκου [Pt(ppy)(bpm)]PF6 με τη φασματοσκοπία 1HNMR σε διάλυμα ακετόνης με μεταβολή της θερμοκρασίες διαπιστώθηκε ότι λαμβάνει χώρα ένας μηχανισμός περιστροφής του πυριμιδινικού δακτυλίου σε θέση απέναντι από τον φαινυλικό. Ακόμη, κατά την αντίδραση της του συμπλόκου με ZnCl2 παρατηρήθηκε πως δεν είναι δυνατή η ακινητοποίηση της περιστροφής του δακτυλίου παρ όλο που λαμβάνει χώρα ένταξη του ψευδαργύρου στα ελεύθερα ιμινο-άζωτα της bpm. Τέλος, πραγματοποιήθηκαν φωτοφυσικές μελέτες των συμπλόκων [Pt(ppy)(bpm)]X, X = PF6-, F-, Cl- και Br- και [Pt(ppy)(bpy)]Y, Y = PF6-, F-, Cl-, Br- και Ι-, στη στερεά κατάσταση. Οι ενώσεις εμφανίζουν διαφορές ως προς τα χρώματα εκπομπής και ως προς τις κβαντικές τους αποδόσεις. 47 131 145 Τα χαρακτηριστικά της φορολόγησης των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα. Έρευνα απόψεων των λογιστών που δραστηριοποιούνται σε αγροτικές περιοχές. This paper attempts to describe the situation of farmers' taxation in Greece and to understand the consequences. This survey is based on questionnaires completed by 83 accountants working in rural areas. The main points of this research concern: the application of VAT, the income criteria, the adequacy or not of the information provided to the farmers on the part of the tax authorities, the related administrative decisions mainly from the Ministry of Finance, the role of accountants in information, and, eventually, the tax treatment of farmers and the tax treatment of farmers in comparison with other categories of businesses and entrepreneurs. The main conclusions of the article are that the bureaucracy in tax returns is augmented, the production of farmers is affected seriously and the tax rates follow an upward course. Στο άρθρο αυτό επιχειρείται να περιγραφεί η κατάσταση που επικρατεί στην φορολογία των αγροτών στην Ελλάδα και να κατανοηθούν οι συνέπειες. Αυτή η έρευνα βασίζεται σε ερωτηματολόγια που συμπληρώθηκαν από 83 λογιστές που δραστηριοποιούνται σε αγροτικές περιοχές. Τα βασικά σημεία αυτής της έρευνας αφορούν: την εφαρμογή του Φ.Π.Α, τα εισοδηματικά κριτήρια, την επάρκεια ή όχι στην ενημέρωση που παρέχεται στους αγρότες από την πλευρά των φορολογικών αρχών, τις συναφείς διοικητικές αποφάσεις κυρίως από την πλευρά του Υπουργείου Οικονομικών, τον ρόλο των λογιστών στην ενημέρωση, και, τελικά, τη φορολογική μεταχείριση των αγροτών και συγκριτικά με τις υπόλοιπες κατηγορίες επιχειρήσεων και επιχειρηματιών. Τα βασικά συμπεράσματα αυτού του άρθρου είναι ότι έχει αυξηθεί η πολυπλοκότητα στην απόδοση φόρων, η αγροτική παραγωγή επηρεάζεται σοβαρά και τα ποσοστά φορολόγησης ακολουθούν ανοδική πορεία. 48 218 207 The term cohesion in software refers to the extent to which elements within a structure are related to each other. Essentially, it is a measure of strength of the relationships of the elements of a class. Correspondingly, the term coupling refers to the degree of interdependence between two different structural elements. It is a measure of how closely the elements of these two structures are closely related. The above two concepts are very important and are taken into account very much when designing a software. In general, good knowledge of both concepts is necessary to design systems that are scalable, easily understood and manageable. Above all, we seek low coupling and high consistency. Systems with low coupling and high consistency are less affected by changes, are more understandable and reusable with greater ease. In this thesis we study the concepts of coupling and cohesion in database schemas. In particular, starting with SQL schema descriptions, we produce coupling/cohesion graphs. Then we recommend metrics to evaluate the above concepts. We define the proposed metric formulas and prove that they are well defined, based on a set of properties that must be met by software quality metrics in general. Finally, based on the proposed metrics, we conduct an extensive empirical study on a set of shapes derived from open source systems. Με τον όρο συνεκτικότητα (cohesion) στην τεχνολογία λογισμικού αναφερόμαστε στον βαθμό στον οποίο τα στοιχεία εντός μιας δομής σχετίζονται μεταξύ τους. Ουσιαστικά, αποτελεί ένα μέτρο «δύναμης» των σχέσεων των στοιχείων μιας κλάσης. Αντίστοιχα, ο όρος σύζευξη (coupling) αναφέρεται στον βαθμό αλληλεξάρτησης μεταξύ 2 διαφορετικών δομικών στοιχείων. Αποτελεί δηλαδή ένα μέτρο του πόσο στενά σχετίζονται τα στοιχεία των δύο αυτών δομών. Οι 2 παραπάνω έννοιες είναι πολύ σημαντικές και λαμβάνονται σε πολύ μεγάλο βαθμό υπόψη όταν σχεδιάζουμε ένα λογισμικό. Γενικά, η καλή γνώση και των δύο εννοιών είναι αναγκαία για τον σχεδιασμό συστημάτων που είναι επεκτάσιμα, εύκολα κατανοητά και διαχειρίσιμα. Κυρίως, επιδιώκουμε χαμηλή σύζευξη και υψηλή συνεκτικότητα. Συστήματα με χαμηλή σύζευξη και υψηλή συνεκτικότητα επηρεάζονται λιγότερο από αλλαγές, είναι πιο κατανοητά και επαναχρησιμοποιούνται με μεγαλύτερη ευκολία. Στην παρούσα μεταπτυχιακή εργασία μελετάμε τις έννοιες της σύζευξης και της συνεκτικότητας σε σχήματα βάσεων δεδομένων. Συγκεκριμένα, ξεκινώντας από SQL περιγραφές σχημάτων, παράγουμε γραφήματα σύζευξης/συνεκτικότητας. Κατόπιν προτείνουμε μετρικές για την αξιολόγηση των παραπάνω εννοιών. Ορίζουμε τις προτεινόμενες μετρικές φορμαλιστικά και αποδεικνύουμε ότι είναι καλά ορισμένες, με βάση ένα σύνολο από ιδιότητες που πρέπει να πληρούνται από τις μετρικές ποιότητας λογισμικού γενικότερα. Τέλος, με βάση τις προτεινόμενες μετρικές, πραγματοποιούμε μια εκτενή εμπειρική μελέτη σε ένα σύνολο σχημάτων που προέρχονται από συστήματα ανοιχτού λογισμικού. 49 316 366 the role of histone demethylase LSD1 in the biology of breast cancer stem cells ο ρόλος της απομεθυλάσης των ιστονών LSD1 στη βιολογία των κυττάρων αυτών Cancer stem cells (CSCs) constitute a cancer cell subpopulation with self-renewal and differentiation properties that are thought to sustain tumor growth and relapse after therapy. The ability of CSCs to survive after conventional anticancer treatment has spurred a major effort for the development of new therapeutic strategies that target these cells. Recent studies, suggest that, the unique properties of CSCs appear to be under epigenetic regulation. LSD1/KDM1A, a histone demethylase, is a stemness regulator while is also overexpressed in different human cancer types including breast cancer. In the present work, our aim was to investigate LSD1’s role in the chemoresistance of breast CSCs (bCSCs). Immunohistochemistry experiments in breast cancer tumor samples confirmed the association of LSD1 expression with less differentiated breast tumors. Moreover, manipulation of LSD1 expression with different experimental approaches associated the demethylase with the chemoresistance of breast cancer cells. In addition, we have established and characterize an in vitro mammosphere culture system enriched in bCSCs, knock-down and overexpression experiments showed that the enzyme could regulate the stemness properties of the CD44+/CD24-/low bCSC sub-population. Moreover, pharmacological inhibition of LSD1 led to a reduction of the bCSCs and impairment of its stemness potential in vitro, while it was able to restrain tumor growth, as well as, to decrease the bCSCs sub-population in vivo. Finally, chemotherapy resistance of bCSCs was confirmed in our system; however, pretreatment with an LSD1 inhibitor rendered the bCSCs more sensitive to these commonly used therapeutic modalities as shown by cell proliferation and mammosphere formation assays. Experiments with xenografts in mice are underway to confirm that LSD1 targeting in combination with chemotherapeutic agents is more efficient in inhibiting tumor growth. The above data strongly suggest that LSD1 is a druggable target in bCSCs as it was found to regulate their stemness properties and thus conferring to them chemoresistance abilities. Τα καρκινικά βλαστικά κύτταρα (ΚΒΚ) αποτελούν έναν υποπληθυσμό των καρκινικών κυττάρων με ιδιότητες αυτο-ανανέωσης και διαφοροποίησης, που θεωρείται ότι ευθύνονται για την ανάπτυξη του όγκου και την υποτροπή μετά από θεραπεία. Η ικανότητα των ΚΒΚ να επιβιώνουν μετά από εφαρμογή συμβατικών μορφών αντικαρκινικής θεραπείας συνέβαλε στην προσπάθεια ανάπτυξης νέων θεραπευτικών στρατηγικών που στοχεύουν τα συγκεκριμένα κύτταρα. Πρόσφατες μελέτες, υποδεικνύουν ότι οι μοναδικές ιδιότητες των ΚΒΚ φαίνεται να υπόκεινται σε επιγενετική ρύθμιση. Η LSD1 / KDM1A, μία απομεθυλάση ιστονών, ρυθμίζει τις βλαστικές ιδιότητες των κυττάρων, ενώ επίσης υπερεκφράζεται σε διαφορετικούς τύπους καρκίνου συμπεριλαμβανομένου και του καρκίνου του μαστού. Στην παρούσα εργασία, στόχος μας ήταν να διερευνήσουμε τον ρόλο της LSD1 στην χημειο-ανθεκτικότητα των ΚΒΚ του μαστού. Πειράματα ανοσοϊστοχημείας σε δείγματα ασθενών με καρκίνο του μαστού επιβεβαίωσαν τη σύνδεση της έκφρασης της LSD1 με λιγότερο διαφοροποιημένους όγκους του μαστού. Επιπλέον, ο γονιδιακός χειρισμός της έκφρασης της LSD1 με διαφορετικές πειραματικές προσεγγίσεις, συσχέτισε την απομεθυλάση με την χημειο-ανθεκτικότητα των καρκινικών κυττάρων του μαστού. Επιπροσθέτως, έχοντας εγκαθιδρύσει και χαρακτηρίσει εκτενώς ένα in vitro σύστημα καλλιέργειας σφαιρικών δομών εμπλουτισμένο σε καρκινικά βλαστικά κύτταρα του μαστού, πειράματα γονιδιακής αποσιώπησης και υπερέκφρασης, έδειξαν ότι το ένζυμο ρυθμίζει τις βλαστικές ιδιότητες του υπο-πληθυσμού των καρκινικών βλαστικών κυττάρων του μαστού CD44+/CD24-/low.. Επιπλέον, η φαρμακολογική αναστολή της LSD1 οδήγησε σε μείωση των ΚΒΚ και εξασθένιση του δυναμικού βλαστικότητας in vitro, ενώ ήταν σε θέση να οδηγήσει σε συρρίκνωση των όγκων και να μειώσει τον υποπληθυσμό ΚΒΚ in vivo. Εν κατακλείδι, η ανθεκτικότητα στη χημειοθεραπεία των καρκινικών βλαστικών κυττάρων του μαστού επιβεβαιώθηκε στο σύστημά μας μέσω των αντίστοιχων πειραματικών προσεγγίσεων. Ωστόσο, η χορήγηση ενός αναστολέα της LSD1 κατέστησε τα καρκινικά βλαστικά κύτταρα του μαστού πιο ευαίσθητα στις ευρέως χρησιμοποιούμενες θεραπευτικές μεθόδους, όπως δείχνουν οι ποσοτικοί προσδιορισμοί του ρυθμού πολλαπλασιασμού των κυττάρων και σχηματισμού σφαιρικών δομών. Πειράματα με ξενομοσχεύματα σε επίμυες βρίσκονται σε εξέλιξη για να επιβεβαιωθεί ότι η στόχευση της LSD1 σε συνδυασμό με χημειοθεραπευτικούς παράγοντες αναστέλλει αποτελεσματικότερα την ανάπτυξη όγκων. Τα παραπάνω δεδομένα υποδηλώνουν έντονα ότι η LSD1 αποτελεί έναν πιθανό θεραπευτικό στόχο στα καρκινικά βλαστικά κύτταρα του μαστού, καθώς βρέθηκε ότι ρυθμίζει τις βλαστικές ιδιότητες των κυττάρων αυτών και έτσι προσδίδει χημειο-ανθεκτικές ικανότητες. 50 259 273 Ανάπτυξη μη ενόργανης τεχνικής φωτομετρικών αναλύσεων στην περιοχή του υπεριώδους με χρήση φωτογραφικών τεχνικών αποτύπωση This work demonstrates that historical photography can be repurposed to enable high quality and high throughput photometric analysis in the ultraviolet region of the electromagnetic spectrum, using inexpensive and ubiquitous materials. The configuration is based on the alignment of a narrowband UV light source, a microtitter plate as sample holder and a photosensitive paper (photographic paper). During operation, the samples are illuminated by the UV light source contained in the microtitter plate absorbing part of the incident irradiation. The transmitted irradiation reaches the surface of the photographic paper and reduces its photosensitive coating in a manner analogous to the intensity of the transmitted irradiation. The color intensity on the paper surface is directly proportional to the concentration of the analytes in the sample and is recorded as a digital photograph with a camera or a flatbed scanner and is quantified in the RGB color system. By selecting the appropriate light source and photographic paper, sensitivity to light can be selected to match as close as possible the absorbance spectra of the target analyte thus accomplishing improved sensitivity. A variety of assays were used to demonstrate that photographic photometry can be used in a broad range of clinical, environmental, and chemical analyses that is directly comparable with standard photometry. The capability to perform accurate measurements of absorbance on liquid samples in the UV region in a high throughput format (i.e. microtiter plates), at low cost and without expensive instrumental detectors (such as microplate photometers) would expand analytical testing in resource-limited settings and point-of-need applications, which are typically in well-equipped laboratories. Αυτή η εργασία αποδεικνύει ότι η ιστορική φωτογραφία μπορεί να επαναχρησιμοποιηθεί επιτρέποντας υψηλής απόδοσης και ποιότητας φωτομετρική ανάλυση στην υπεριώδη περιοχή του περιοχή του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος, χρησιμοποιώντας φθηνά, και εύκολο να βρεθούν, υλικά. Η μέθοδος βασίζεται στην ακτινοβόληση ενός μικροπλακιδίου, ως υποδοχέα του δείγματος,, από μία πηγή σε σειρά υπεριώδους ακτινοβολίας UV και ενός φωτοευαίσθητου φωτογραφικού χαρτιού αλογονιδίων αργύρου. Κατά την εφαρμογή της μεθόδου, τα δείγματα που περιέχονται στο μικροπλακίδιο ακτινοβολούνται από την πηγή υπεριώδους φωτός που απορροφά ένα μέρος της προσπίπτουσας ακτινοβολίας. H ακτινοβολία που διαπερνά τα δείγματα, φθάνει στην επιφάνεια του φωτογραφικού χαρτιού και μειώνει την φωτοευαίσθητη επίστρωσή της, με τρόπο ανάλογο της ένταση της μεταδιδόμενης ακτινοβολίας. Η ένταση χρώματος στην επιφάνεια του χαρτιού είναι ευθέως ανάλογη με τη συγκέντρωση των αναλυτών στο δείγμα και καταγράφεται ως ψηφιακή φωτογραφία με φωτογραφική μηχανή ή επίπεδη σαρωτή και ποσοτικοποιείται στο σύστημα χρωμάτων RGB. Επιλέγοντας την κατάλληλη φωτεινή πηγή και το φωτογραφικό χαρτί, μπορεί να επιτευχθεί ευαισθησία στο φως, τέτοια που να ταιριάζει όσο το δυνατόν περισσότερο τα φάσματα απορρόφησης του αναλύτη που προσδιορίζεται, επιτυγχάνοντας έτσι βελτιωμένη ευαισθησία. Μια ποικιλία προσδιορισμών χρησιμοποιήθηκε για να αποδειχθεί ότι η φωτογραφική φωτομετρία μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ένα ευρύ φάσμα κλινικών, περιβαλλοντικών και χημικών αναλύσεων που είναι άμεσα συγκρίσιμες με την πρότυπη φωτομετρία. Η ικανότητα να εκτελούνται ακριβείς μετρήσεις απορρόφησης, σε δείγματα υγρών στην περιοχή υπεριώδους ακτινοβολίας σε μορφή υψηλής διάχυσης (π.χ. πλακίδια μικροτιτλοδότησης), με χαμηλό κόστος και χωρίς ακριβούς ανιχνευτές οργάνων (όπως φωτόμετρα μικροπλακιδίων), επεκτείνει τις αναλυτικές δοκιμές σε εφαρμογές περιορισμένων πόρων οι οποίες λαμβάνουν χώρα συνήθως σε πολύ καλά εξοπλισμένα εργαστήρια. 51 314 321 Σύγχρονη φυσική, Εβραίοι και εθνικοσοσιαλισμός στη μεσοπολεμική Γερμανία Interwar has been for Germany, but also more generally for Europe, a period full of incidents that led the country from the 1st WW disaster to the declaration of the 2nd WW, through the rise of the National Socialist party to power. This rise did not occur as a natural phenomenon, but was a result of a series of incapacities and processes during Weimar Republic, as well as due to the presence of a historical and philosophical background since the Empire period, which made it more or less inevitable. Meanwhile, within all political, ideological and social phenomena, a revolution in science took place. Albert Einstein’s Relativity theory had already invaded Physics since 1905, causing major changes in the concept of time and space. On the other hand, the birth of the theory of Quanta by Max Planck in 1900 led eventually, through the theoretical struggle of many leading physicists and the accumulation of numerous experimental data, to the Quantum Physics revolution during 1925 – 1927. Relativity and Quantum Theory became even before 1933 a target for those scientists that could not accept theoretical physics’ domination over experimental physics, relating the first one to the jewish spirit, the second one to the german one. Yet, the rise of the Socialist Party to power in 1933 brought distress to the Physics area as well. The Weimar Period physicists’ separation had after all obtained a powerful racial form, as it came to a conflict between the so called “jewish Physics”, which the majority supported, and the “german Physics”, which had significantly fewer supporters. This whole conflict and the persecutions of Jewish scientists, in order to adjust the public domain with the new regime’s wishes, but also the targeting of “jewish Physics” supporters, led to unfavourable results concerning the quality of scientific research in Germany, a fact with serious impact until this conflict ended once and for all. Η περίοδος του Μεσοπολέμου είναι για τη Γερμανία, αλλά και γενικότερα για την Ευρώπη, μια περίοδος γεμάτη από γεγονότα που οδήγησαν τη χώρα από την καταστροφή του Α’ ΠΠ στην κήρυξη του Β’ ΠΠ μέσα από την επικράτηση του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος. Η επικράτηση αυτή δεν ήρθε σαν φυσικό φαινόμενο, αλλά προέκυψε μέσα από μια σειρά αδυναμιών και εξελίξεων την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, καθώς και λόγω της ύπαρξης ενός ιστορικού και φιλοσοφικού υποβάθρου από την εποχή της αυτοκρατορίας, που την κατέστησαν περίπου αναπόφευκτη. Την ίδια περίοδο με τα έντονα πολιτικά, ιδεολογικά και κοινωνικά φαινόμενα, στο χώρο της επιστήμης εξελισσόταν μια επανάσταση. Η σχετικότητα του Albert Einstein είχε εισβάλει ορμητικά ήδη από το 1905 στο χώρο της φυσικής προκαλώντας αλλαγές στην αντίληψη των φυσικών για το χώρο και το χρόνο. Από την άλλη η γέννηση της έννοιας του κβάντου το 1900 από τον Max Planck οδήγησε εν τέλει μέσα από τη θεωρητική προσπάθεια κορυφαίων φυσικών και τη συσσώρευση πλήθους πειραματικών δεδομένων στην επανάσταση της κβαντικής φυσικής την τριετία 1925-1927. Σχετικότητα και κβαντική έγιναν πριν το 1933 στόχος εκείνων των φυσικών επιστημόνων που δεν μπορούσαν να ανεχθούν την κυριαρχία της θεωρητικής φυσικής έναντι της πειραματικής, ταυτίζοντας την μεν πρώτη με το εβραϊκό πνεύμα, τη δε δεύτερη με το γερμανικό. Η επικράτηση του εθνικοσοσιαλισμού το 1933 έφερε και στο χώρο της φυσικής αναστάτωση. Οι διαιρέσεις της κοινότητας των φυσικών της περιόδου της Βαϊμάρης είχαν αποκτήσει πλέον μια δυναμική φυλετική μορφή με τη σύγκρουση της λεγόμενης «εβραϊκής» φυσικής, στην οποία ανήκε η πλειοψηφία των φυσικών, με τη «γερμανική» φυσική, στην οποία ανήκε η μειοψηφία. Η όλη σύγκρουση και οι διώξεις όσων ήταν Εβραίοι, στα πλαίσια της ευθυγράμμισης του δημόσιου τομέα με το νέο καθεστώς, αλλά και η στοχοποίηση όσων φυσικών ήταν υποστηρικτές της «εβραϊκής» φυσικής, έφερε δυσμενή αποτελέσματα στην ποιότητα της έρευνας στη Γερμανία, γεγονός που είχε σοβαρές επιπτώσεις μέχρι να κριθεί οριστικά αυτή η σύγκρουση. 52 258 247 Δημιουργική γραφή και θεατρικό παιχνίδι στο κειμενικό είδος του παραμυθιού The following diploma thesis is dealing with the promotion of the creative writing to the current Greek educational reality through the theatrical play technique. It is basically an effort to highlight, on the one hand, the theatrical play as a complete technique towards learning important concepts in school and, on the other, the creative writing, as a means with which children cultivate their written speech skills by expressing their thoughts and feelings in a free manner, using fairytale as a stimulus. Through writing and also dramatization, children learn how to act effortlessly and in a natural way, without the fear of assessment, by letting their imagination free, leaving the typological characteristics of the educational system behind. By following new perspectives and rejecting the stereotypes known to them until now, they develop their abilities and skills in various ways, not only in a psychological but also in a social, pedagogical and aesthetic level. They cultivate and exteriorize their inner self through a way of learning which causes both action and play to occur in the most pleasant and creative way. Moreover, children discover their self, their boundaries and strength and they learn how to communicate, converse and cooperate with those around them by forming a team. In conclusion, what should be mentioned is that there is not an effort to bring out talents in writing but on the contrary, through the theatrical play, there is an attempt to conquer both oral and written speech by using the two most important tools of the student, his/ her body and imagination. Η παρούσα διπλωματική εργασία πραγματεύεται την προώθηση της δημιουργικής γραφής στη σύγχρονη ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα, μέσω της τεχνικής του θεατρικού παιχνιδιού, στο κειμενικό είδος του παραμυθιού. Είναι μια προσπάθεια ανάδειξης τόσο του θεατρικού παιχνιδιού ως ολοκληρωμένης τεχνικής για την εκμάθηση σημαντικών εννοιών στο σχολικό χώρο, όσο και της δημιουργικής γραφής, ως μέσο με το οποίο τα παιδιά καλλιεργούν τον γραπτό τους λόγο, εκφράζοντας ελεύθερα τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, χρησιμοποιώντας ως ερέθισμα το παραμύθι. Μέσω της συγγραφής αλλά και της δραματοποίησης, τα παιδιά μαθαίνουν να λειτουργούν αβίαστα και φυσικά, χωρίς το φόβο της αξιολόγησης, χρησιμοποιώντας την φαντασίας τους και αφήνοντας πίσω τους τα τυπολογικά χαρακτηριστικά του εκπαιδευτικού συστήματος. Ακολουθώντας νέες προοπτικές και απορρίπτοντας τα στεγανά που γνώριζαν μέχρι τώρα, αναπτύσσουν πολύπλευρα τις ικανότητες και τις δεξιότητές τους, τόσο σε ψυχολογικό, όσο και σε κοινωνικό, παιδαγωγικό και αισθητικό επίπεδο. Ακόμη καλλιεργούν αλλά και εξωτερικεύουν τον εσωτερικό τους κόσμο μέσω μιας μάθησης, η οποία, αποτελεί αφορμή για δράση, αλλά ταυτόχρονα και παιχνίδι, με τον πιο ευχάριστο και δημιουργικό τρόπο. Επιπρόσθετα ανακαλύπτουν τον εαυτό τους, τα όρια και τις αντοχές τους και μαθαίνουν να επικοινωνούν, να συνδιαλέγονται καθώς και να συνεργάζονται με τους γύρω τους. Εν κατακλείδι να τονισθεί πως δεν γίνεται προσπάθεια για την ανάδειξη συγγραφικών ταλέντων, αλλά αντίθετα μέσω του θεατρικού παιχνιδιού γίνεται μια απόπειρα κατάκτησης τόσο του προφορικού, όσο και του γραπτού λόγου, μέσω των δύο πιο σημαντικών εργαλείων του μαθητή, του σώματος και της φαντασίας. 53 276 292 Anderson localization and topological phenomena in disordered many-body systems Εντοπισμός Anderson και τοπολογικά φαινόμενα σε συστήματα πολλών σωματίων με αταξία The work in this thesis primarily adresses the effect of disorder in certain condensed matter systems. Disorder itself leads to the phenomenon of Anderson localization where the wavefunction due to disorder is confined in a finite region of space characterized by an exponential decay of its amplitude. First, we study the midgap state at energy E=0 in a lattice with hopping disorder in one and two dimensions. Using the well established methods of energy and wavefunction statistics, we show an even-odd system size asymmetry and the multifractal behavior of the special E=0 state. Second, we examine the doubly degenerate Majorana states at E=0 for the case of a topological superconductor in one dimension. In the absence of disorder, the two states are localized at the two ends of the chain. We ask how the disorder affects their behavior for this kind of system proposed for quantum computation. In the presence of disorder, a spreading of the Majorana states in the lattice occurs. Third, we show the interplay of disorder and interactions in a many-body system, namely the quantum XXZ Heisenberg anti-ferromagnet. The motivation is to study how disorder leads to the phenomenon of Many-Body Localization. The energy level statistics shows a distinction between an ergodic and a many-body localized phase and the eigenstate statistics reveals a multifractal behavior near the critical regime. For strong disorder the many-body localized states can be used as potential quantum memories. The significance of this work is that the ubiquitous presence of disorder in quantum systems has not always a negative impact and can lead to a better manipulation of quantum information. Η παρούσα διδακτορική διατριβή ασχολείται κυρίως με την επίδραση της αταξίας σε συγκεκριμένα συστήματα της Φυσικής Συμπυκνωμένης ‘Υλης. Η ισχυρή αταξία οδηγεί στο φαινόμενο του εντοπισμού Anderson όπου η κυματοσυνάρτηση περιορίζεται σε μία πεπερασμένη περιοχή του χώρου και χαρακτηρίζεται από εκθετική μείωση του πλάτους της. Πρώτον, μελετήθηκε η κατάσταση με ενέργεια Ε=0 σε ένα πλέγμα παρουσία αταξίας στους δεσμούς μεταξύ των ατόμων στη μία και στις δύο διαστάσεις. Με χρήση καθιερωμένων μεθόδων για τη στατιστική των ενεργειών και των καταστάσεων δείχνουμε μία άρτια-περιττή ασυμμετρία για το μέγεθος του συστήματος Ν και μία πολυμορφοκλασματική (multifractal) συμπεριφορά της ειδικής κατάστασης για ενέργεια Ε=0. Δεύτερον, εξετάζουμε το διπλό εκφυλισμό της ενέργειας Ε=0 και τις δύο καταστάσεις Majorana στην περίπτωση ενός τοπολογικού υπεραγωγού στη μία διάσταση. Απουσία αταξίας οι δύο καταστάσεις Majorana είναι εντοπισμένες στα δύο άκρα του μονοδιάστατου συστήματος. Στη συνέχεια μελετήθηκε η επίδραση της αταξίας στο συγκεκριμένο σύστημα που έχει προταθεί για χρήση σε κβαντικούς υπολογιστές. Παρουσία αταξίας εμφανίστηκε μία επέκταση των καταστάσεων στο εσωτερικό του συστήματος. Τρίτον, δείχνουμε το συνδυασμό αταξίας και αλληλεπιδράσεων σε ένα σύστημα πολλών σωματίων και συγκεκριμένα στον κβαντικό ΧΧΖ αντι-σιδηρομαγνήτη Heisenberg. Το βασικό κίνητρο στο πρόβλημα αυτό είναι να μελετηθεί με ποιο τρόπο η παρουσία αταξίας οδηγεί στο φαινόμενο του Εντοπισμού Πολλών Σωματίων (ή Many-Body Localization). Η στατιστική των ενεργειών έδειξε έναν διαχωρισμό μεταξύ μίας εργοδικής φάσης και μίας many-body εντοπισμένης φάσης. Η στατιστική των καταστάσεων φανέρωσε μια πολυμορφοκλασματική συμπεριφορά κοντά στην κρίσιμη περιοχή. Για ισχυρή αταξία, οι many-body εντοπισμένες καταστάσεις μπορούν δυνητικά να χρησιμοποιηθούν για κβαντικές μνήμες. Η σημασία αυτής της εργασίας είναι πως η παρουσία αταξίας στα κβαντικά συστήματα δεν έχει πάντα μία αρνητική επίδραση και μπορεί ενδεχομένως να οδηγήσει σε καλύτερη διαχείριση της κβαντικής πληροφορίας. 54 281 297 Measurement of the quality of life of patients undergoing transdermal aortic valve placement (TAVI) in PGN. Ioannina Μέτρηση της ποιότητας ζωής των ασθενών μετά από διαδερμική τοποθέτηση αορτικής βαλβίδας (TAVI) στο Π.Γ.Ν. Ιωαννίνων The research shows the results for the measurement of the quality of life of patients (42) undergoing transdermal aortic valve replacement (TAVI) at University Hospital of Ioannina, from February 2013 to February 2017. In this survey were used the Questionnaires SF-36 and EQ-5D in greek version and the general health scale VAS. There were also recorded demographics and patient history information. For scales EQ-5D and VAS there were recorded and analysed data for three time points, before procedure, 6 months and 12 months after. From total of 30 patients that were investigated (12 patients died), 17 are men and 13 women with average age of 78,73 years. 50% are smokers, 46,7% have diabetes, 56% coronary heart disease, 53.3% chronic obstructive pulmonary disease (COPD), 56,7% pacemaker and 40% mild or normal kidney function. The average price of patients’ Euroscore is 24,9 . From the analysis of the impact of demographics and history with the dimensions of SF-36 it seems the patients with COPD have significantly low physical function (p=0,0014) and physical health (p=0,043) compared to patients who do not have COPD. Also patients with greater Euroscore show increased physical pain (p=0,006). On the scale VAS and EQ-5D in the evolution of prices over time, there appears to be a statistically significant difference (p<0,001), namely that health is significantly improved at 6 months after procedure and improvement is maintained at 12 months. Patients improved their quality of life at 6 months compared to pre-surgery and maintained this improvement 12 months later. Factors that affect the quality of life of patients after TAVI are COPD and Euroscore. Η έρευνα παρουσιάζει τα αποτελέσματα για την μέτρηση της ποιότητας ζωής των ασθενών (42) που υποβλήθηκαν σε διαδερμική τοποθέτηση αορτικής βαλβίδας (TAVI) στο Π.Γ.Ν. Ιωαννίνων, από τον Φεβρουάριο του 2013 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2017. Στη συγκεκριμένη έρευνα χρησιμοποιήθηκαν τα ερωτηματολόγια SF-36 και EQ-5D στην ελληνική έκδοση καθώς και η κλίμακα γενικής υγείας VAS. Επίσης καταγράφηκαν δημογραφικά στοιχεία και πληροφορίες για το ιστορικό των ασθενών. Για τις κλίμακες EQ-5D και VAS καταγράφηκαν και αναλύθηκαν τα δεδομένα για τρεις χρονικές στιγμές, πριν την επέμβαση, 6 μήνες και 12 μήνες μετά. Από τους συνολικά 30 ασθενείς που ερευνήθηκαν (12 ασθενείς κατέληξαν), 17 είναι άνδρες και 13 γυναίκες με μέση τιμή ηλικίας 78,73 έτη. Το 50% είναι καπνιστές, το 46,7% έχουν σακχαρώδη διαβήτη, το 56% στεφανιαία νόσο, το 53,3% χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), το 56,7% βηματοδότη και 40% ήπια ή φυσιολογική νεφρική λειτουργία. Η μέση τιμή του Euroscore των ασθενών είναι 24,9. Από την ανάλυση της επίδρασης των δημογραφικών στοιχείων και του ιστορικού με τις διαστάσεις του SF-36 φαίνεται ότι οι ασθενείς με ΧΑΠ έχουν σημαντικά χαμηλή σωματική λειτουργικότητα (p=0,0014) και φυσική υγεία (p=0,043) συγκριτικά με τους ασθενείς που δεν έχουν ΧΑΠ. Επίσης οι ασθενείς με μεγαλύτερο Euroscore παρουσιάζουν αυξημένο σωματικό πόνο (p=0,006). Σχετικά με την κλίμακα VAS και EQ-5D στην εξέλιξη των τιμών στον χρόνο, φαίνεται ότι υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0,001) και συγκεκριμένα η υγεία βελτιώνεται σημαντικά στους 6 μήνες μετά την επέμβαση και η βελτίωση διατηρείται και στους 12 μήνες. Στους ασθενείς βελτιώθηκε η ποιότητα ζωής τους στους 6 μήνες σε σύγκριση με πριν την επέμβαση και διατηρήθηκε και στους 12 μήνες μετά. Παράγοντες που επηρεάζουν την ποιότητα ζωής των ασθενών μετά από TAVI είναι η ΧΑΠ και το Euroscore. 55 251 294 Απόψεις εκπαιδευτικών για τη δημιουργικότητα στα ελληνικά νηπιαγωγεία It is known that creativity appears in many areas of everyday life. All these years, many people have tried to give a definition that explains the importance of creativity. Additionally, creativity defined as a concept that incorporates competencies such as connections, innovation in problem solving, communication and collaboration (Mayasky, 2015·Ιsbell & Raines, 2013:2-4·Gregerson, Snyder, & Kaufman, 2013: 17· Tan, 2013:75·Starko, 2005:5). The purpose of this research is to explore teacher’s views on creativity in Greek kindergartens. Individual objectives of the research are: 1) exploring the elements that affect creativity, 2) the characteristics of the creative teacher, 3) the relationship between teacher- child and creativity, 4) team and creative behavior. A major limitation of research is the large number of sample. The sample of the survey consisted of 100 kindergartens of the districts of Ioannina, Trikala and Larissa. Questionnaire has been used to the collection of the data. The results of the survey showed, that the gender and age of children do not affect their creative expression. There are factors that positively affect creative behavior, such as effort, constant practice and children’s experiences. Conversely, negative factors are stress and time pressure in conducting a creative activity. Undoubtedly, interaction between child and educator is very important. In addition, the results showed the need for teacher’s education and guidance from administration of school. The contribution of the game is important, as it helps children to think creatively. Finally, it was observed that children work better in groups and they express creatively, than work alone. Είναι γνωστό ότι η δημιουργικότητα εμφανίζεται σε πολλούς τομείς της καθημερινής ζωής. Αναλυτικότερα, πολλοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό, που να εξηγεί τη σημασία της δημιουργικότητας. Κατά γενική ομολογία, η δημιουργικότητα ορίζεται ως μια έννοια που ενσωματώνει ικανότητες, όπως είναι οι συνδέσεις, η καινοτομία στην επίλυση των προβλημάτων, η επικοινωνία αλλά και η συνεργασία (Mayasky, 2015·Ιsbell & Raines, 2013:2-4·Gregerson, Snyder, & Kaufman, 2013: 17·Tan, 2013:75·Starko, 2005:5). Σκοπός της παρούσας έρευνας, είναι να διερευνηθούν οι απόψεις των εκπαιδευτικών σχετικά με τη δημιουργική έκφραση στα ελληνικά νηπιαγωγεία. Επιμέρους στόχοι της έρευνας είναι: 1) η διερεύνηση των στοιχείων που επηρεάζουν τη δημιουργικότητα, 2) τα χαρακτηριστικά του δημιουργικού εκπαιδευτικού, 3) Η σχέση εκπαιδευτικού- παιδιού και δημιουργικότητας, 4) η ομάδα και η δημιουργική συμπεριφορά. Βασικός περιορισμός της έρευνας αποτελεί, ο μεγάλος αριθμός του δείγματος. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 100 νηπιαγωγοί των νομών Ιωαννίνων, Τρικάλων και Λαρίσης. Η συλλογή του υλικού έγινε μέσα από τη συμπλήρωση ερωτηματολογίου. Τα αποτελέσματα της έρευνας, κατέδειξαν πως το φύλο και η ηλικία των παιδιών δεν επηρεάζουν τη δημιουργική τους έκφραση. Υπάρχουν παράγοντες που επηρεάζουν θετικά τη δημιουργική συμπεριφορά. Αυτοί οι παράγοντες είναι η προσπάθεια και η διαρκής εξάσκηση, αλλά και οι εμπειρίες που έχουν τα παιδιά. Αντίθετα, αρνητικοί παράγοντες αποτελούν το άγχος και η πίεση του χρόνου κατά τη διεξαγωγή μιας δημιουργικής δραστηριότητας. Αναμφισβήτητα, δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί, πως η αλληλεπίδραση παιδιού και εκπαιδευτικού είναι πολύ σημαντική. Επιπλέον, τα αποτελέσματα έδειξαν την ανάγκη για επιμόρφωση από τη μεριά των εκπαιδευτικών, αλλά και καθοδήγησης αυτών από τη διαχείριση του σχολείου. Η συμβολή του παιχνιδιού είναι σημαντική, καθώς βοηθάει τα παιδιά να σκέφτονται δημιουργικά. Τέλος, παρατηρήθηκε πως όταν τα παιδιά εργάζονται σε ομάδες εκφράζονται δημιουργικά και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό, από όταν εργάζονται μόνα τους. 56 137 134 Διδακτικές εφαρμογές για την παραγωγή κειμένων υποκειμενικής απεικονιστικής περιγραφής The present PhD dissertation focuses on the utilization of the genre-based approach at the basis of Jean-Michel Adam’s standard model of descriptive textual sequence, in which the person, who is currently described, concurrent mental participation in the process of description has been added. The investigative emphasis of the dissertation and consequently its substantial originality lies in the research of educators’ attitudes and opinions who teach in the final grades of primary school (fifth and sixth grade) and the first grades of secondary school (first and second grade) with regard to the utility of above-mentioned Jean-Michel Adams’ standard textual model in combination with the tripartite structure of the currently described persons’ soul and the tripartite structure of the written language during Modern Greek Language teaching to students of the reference classes aiming eventually at the subjective textual representation. Η παρούσα διδακτορική διατριβή επικεντρώνεται στην αξιοποίηση της κειμενοκεντρικής απεικονιστικής προσέγγισης, στη βάση του προτύπου μοντέλου της περιγραφικής κειμενικής ακολουθίας του Jean Michel Adam, στο οποίο προστέθηκε η παράλληλη ψυχική συμμετοχή του περιγράφοντος στη διαδικασία της περιγραφής. Η ερευνητική έμφαση της διατριβής και, συνεπώς, η ουσιαστική πρωτοτυπία της έγκειται στη διερεύνηση των στάσεων και απόψεων των εκπαιδευτικών των ανωτέρων τάξεων του Δημοτικού σχολείου (Έ και ΣΤ΄) και των πρώτων τάξεων του Γυμνασίου (Ά και Β΄), ως προς τη δυνατότητα αξιοποίησης του προαναφερόμενου προτύπου μοντέλου του Jean Michel Adam συνδυαστικά με την τριμερή διάρθρωση της ψυχής του περιγράφοντος και την τριμερή διάρθρωση του γραπτού λόγου κατά τη διδασκαλία του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας στους μαθητές των αντίστοιχων τάξεων αναφοράς, με τελικό στόχο την υποκειμενική κειμενική απεικόνιση. 57 321 322 Εκτίμηση της μετεγχειρητικής αναλγησίας σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε χειρουργικές, γυναικολογικές και καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις The purpose of this study is to evaluate the effectiveness of applied multimodal analgesia at the University Hospital of Ioannina. A study of 48 patients, aged from 25 to 78 years, with a mean age of 59,3 years, who were undergoing surgical, gynaecological and cardiothoracic operations was made. Postoperative analgesia, a solution of pethidine or morphine, was administered intravenously via an electronic or mechanical pump infusion. The gynaecological patients received pre-emptive analgesia. Intensity of pain on the (10 cm) VAS scale, haemodynamic parameters, patient satisfaction and appearance of unwanted side effects were recorded. Mean pain and wound site hypaesthesia were also measured on the 30th and 90th day . The mean value of postoperative pain intensity on the VAS was 4 ± 2,29 in all patients, the first and second postoperative 24-hour period. On the seventh postoperative 24-hour period, the mean value of pain intensity on VAS was 2,29 ± 1,93 in surgical, 1,61 ± 1,65 in gynaecological and 2 ± 1,53 in cardiothoracic patients. The overall rate of patient satisfaction was 92,10%. Correlation of pain intensity and patient satisfaction was positive. On the thirtieth day, the mean pain value on VAS was 1,4±0,8 for all patients. On the 90th day, mean pain on the VAS, was 0,7 ± 0,5 for all patients. Wound site hypaesthesia on the day of operation was 47,1% for surgical, 11,1% for gynaecological and 53,9% for cardiothoracic patients. In conclusion, it is shown that the multimodal analgesia applied in the University Hospital of Ioannina has excellent results in the control of postoperative pain the first24-hour postoperative period and in patient satisfaction levels. The gynaecological patients that received pre-emptive analgesia had lower levels of postoperative pain on the VAS scale than the other groups. Also, the rate of satisfaction was higher, and pain and wound site hypaesthesia on the 90th day were lower. Limitations of this research are the lack of homogeneity and the small sample size. Στόχος της μελέτης είναι να διερευνηθεί η αποτελεσματικότητα της εφαρμοζόμενης πολυπαραγοντικής αναλγησίας στο Π.Γ.Ν. Ιωαννίνων. Μελετήθηκαν 48 ασθενείς, ηλικίας από 25 έως 78 ετών, με μέσο όρο ηλικίας 59,3 έτη, που υποβλήθηκαν σε χειρουργικές, γυναικολογικές και καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις. Τους χορηγήθηκε ενδοφλέβια μετεγχειρητική αναλγησία με ηλεκτρονική ή μηχανική αντλία έγχυσης διαλύματος πεθιδίνης ή μορφίνης.. Στις γυναικολογικές ασθενείς γινόταν προφυλακτική αναλγησία. Μετά από προσωπική συνέντευξη με τους ασθενείς, καταγράφηκαν η ένταση του πόνου με κλίμακα VAS (0-10), οι αιμοδυναμικές παράμετροι, η ικανοποίηση των ασθενών από την παρεχόμενη αναλγησία και η εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών. Την 30η και 90η μέρα μετρήθηκαν ο μέσος όρος πόνου και η υπαισθησία τομής. Η μέση τιμή έντασης μετεγχειρητικού πόνου κατά VAS ήταν 4±2,29 σε όλους τους ασθενείς, το πρώτο και δεύτερο μετεγχειρητικό εικοσιτετράωρο. Το έβδομο μετεγχειρητικό εικοσιτετράωρο, η μέση τιμή έντασης πόνου κατά VAS ήταν 2,29±1,93 στους χειρουργικούς, 1,61±1,65 στις γυναικολογικές και 2±1,53 στους καρδιοχειρουργικούς ασθενείς. Το ποσοστό ικανοποίησης στο σύνολο των ασθενών ήταν 92,10%. H συσχέτιση ανάμεσα στην ένταση πόνου και στην ικανοποίηση από την υποχώρηση αυτού, ήταν θετική. Την τριακοστή μέρα ο μέσος όρος πόνου κατά VAS, στο σύνολο των ασθενών, ήταν 1,4±0,8. Την ενενηκοστή μέρα, ο μέσος όρος πόνου κατά VAS, στο σύνολο των ασθενών ήταν 0,7±0,5. Υπαισθησία στο σημείο τομής την ίδια μέρα ανέφεραν το 47,1% των χειρουργικών, το 11,1% των γυναικολογικών και το 53,9% των καρδιοχειρουργικών ασθενών. Συμπερασματικά, καταδεικνύεται ότι η πολυπαραγοντική αναλγησία που εφαρμόζεται στο Π.Γ.Ν. Ιωαννίνων έχει άριστα αποτελέσματα στον έλεγχο του μετεγχειρητικού πόνου τα πρώτα μετεγχειρητικά εικοσιτετράωρα και στην ικανοποίηση του συνόλου των ασθενών από τον έλεγχο αυτό. Οι γυναικολογικές ασθενείς που έλαβαν προληπτική αναλγησία είχαν χαμηλότερα επίπεδα μετεγχειρητικού πόνου κατά την κλίμακα VAS από τις υπόλοιπες ομάδες. Επίσης τα ποσοστά ικανοποίησης ήταν υψηλότερα και ο πόνος και η υπαισθησία την 90η μέρα ήταν χαμηλότερα. Περιορισμός της έρευνας αυτής είναι η ανομοιογένεια και ο μικρός αριθμός του δείγματος. 58 234 229 Hawking radiation and black-hole localization in the context of higher-dimensional gravitational theories Ακτινοβολία Hawking και εντοπισμός μελανών οπών στα πλαίσια πολυδιάστατων θεωριών βαρύτητας In the first part of this thesis, we study the emission of Hawking radiation (HR) by higher-dimensional Schwarzschild-de Sitter (SdS) black holes in the context of the large extra dimensions scenario. Focusing on the emission of a scalar field, both on the brane and in the bulk, that is non-minimally coupled to gravity, we perform a thorough study of the corresponding greybody factors (GFs), i.e the transmission probability of the field in a given spacetime. The expressions for the GFs are derived both analytically and numerically by developing the appropriate numerical code. With our exact numerical results for the GFs, we then study in depth the HR spectra both in the brane and bulk channels of emission. Also, the effect of various definitions for the temperature of the SdS spacetime on the HR spectra is also investigated. The second part of this thesis is dedicated to the search for an exact analytic 5-dimensional black-hole solution, that is localized close to the brane in the context of the warped extra dimensions scenario. In the model we study, the line-element is of the Vaidya-type with a mass that depends on the radial, temporal and extra dimension coordinates. For the bulk content we consider various scalar field theories with one or multiple scalars, (non-)minimally coupled to gravity and with general kinetic and general potential terms. Στο πρώτο μέρος της διατριβής, μελετούμε την εκπομπή Ακτινοβολίας Hawking (ΑΗ) από πολυδιάστατες Schwarzschild-de Sitter (SdS) μελανές οπές στα πλαίσια του μοντέλου μεγάλων επιπλέον χωρικών διαστάσεων. Επικεντρωνόμαστε σε ένα βαθμωτό πεδίο το οποίο είναι σε μη-ελάχιστη σύζευξη με τη βαρύτητα και διαδίδεται είτε στη μεμβράνη είτε στον υπερχώρο. Για αυτή την περίπτωση, υπολογίζουμε και μελετούμε εξονυχιστικά τους Συντελεστές Γκρίζου Σώματος (ΣΓΣ) (greybody factors) οι οποίοι αντιστοιχούν στην πιθανότητα διέλευσης για του πεδίου για το τον δεδομένο χωρόχρονο. Υπολογίζουμε τις εκφράσεις για τους ΣΓΣ αναλυτικά καθώς και αριθμητικά αναπτύσσοντας τον κατάλληλο αριθμητικό κώδικα. Στη συνέχεια, με τα ακριβή αριθμητικά αποτελέσματα για τους ΣΓΣ μελετούμε σε βάθος τα φάσματα της ΑΗ στη μεμβράνη και στον υπερχώρο. Επίσης, μελετούμε και την επίδραση των διαφόρων ορισμών της θερμοκρασίας στην ΑΗ για τον χωρόχρονο SdS. Στο δεύτερο μέρος της διατριβής, στα πλαίσια της θεωρίας των καμπύλων επιπλέον διαστάσεων, αναζητούμε μια ακριβή αναλυτική λύση για πεντα-διάστατη μελανή οπή η οποία είναι εντοπισμένη κοντά την μεμβράνη. Στο μοντέλο που μελετούμε, το στοιχείο μήκους είναι τύπου Vaidya με μάζα η οποία εξαρτάται από τις συντεταγμένες της χρονικής, της ακτινικής και της επιπλέον διάστασης. Για το περιεχόμενο του υπερχώρου θεωρούμε διάφορες θεωρίες βαθμωτών πεδίων με ένα ή περισσότερα πεδία τα οποία είναι σε (μη-)ελάχιστη σύζευξη με τη βαρύτητα, ενώ επιπλεόν θεωρούμε γενικούς κινητικούς όρους και γενικό δυναμικό. 59 1318 1269 theoretical approaches and relity through preschool teachers views in Epirus Η μουσική αγωγή στους βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς στην Ελλάδα The role of music in training, education and generally in the cultivation of a person has already been clear since the times of ancient Greece. Top thinkers’ like Plato and Aristoteles considered music as an indispensable part of education of young people, with Plato referring to music as the top of all educational tools (Raptis, 2007·Wigram, Nygaard & Bonde, 2002). A review of bibliography about the contribution of music in child development, shows that engagement with music activities from preschool age, reinforces the positive development and helps children cultivate their abilities and skills. The use of music in teaching is considered to reinforce learning in many ways, as research data from various scientific fields, such as pedagogy and psychology, have proved. Also, music constitutes the basis for the creation of a more favorable learning climate in class and the adaption of child to the school routine, contributing to the elimination of stress (Murphey, 1992). A basic factor that renders teaching and learning more effective through music, is the motivation that students get through its use. In parallel, through the use of music in teaching and the approach of other cognitive fields (by using music) reinforces the notion of interdisciplinarity (Dogani, 2012). By referring to the use of music during preschool age, we don’t mean the learning of theory or any musical instrument, but the use of music activities and applications for the reinforcement of the learning procedure. In summary, it can be said that there is already an extensive enough theoretical and research basis worldwide, supporting the contribution of music during preschool age. The study aims at the researching of music education during preschool age. Its main goal is to study the preschool teachers views about the contribution of music to the development of early childhood age. Initially, in a theoretical level, there is an extensive reference on child welfare in Greece. The bibliographic review starts from the establishment of the Greek state, since we have the first reports for the need recognition of taking care of children and mainly the war orphans. This reference in childcare and welfare for the child in Greece is completed with the through the ages evolution of the institutional framework for the purposes of preschool daycare centers since their establishment until today. A brief historical review of preschool education and the curriculum applying to preschool age in Europe and America, are referred in the theoretical part of this thesis. In addition, the influence of music education in the fields of child development during infancy, is examined, with references to scientific data, which come from a variety at research in the fields of pedagogical science, psychology and neuroscience. The importance of music integration in preschool education is also discussed, as well as the academic education of preschool teachers, considering the difficulties they face with the implementation of music activities into the preschool class. The conclusions of the study after the correlations which were made and the statistical analysis of various parameters, which are explained in the theoretical framework of this text, give a picture of today’s reality in the field of preschool education and more specifically in preschool daycare centers. For the carrying out of the research, the Mixed Research Method (MRM) was preferred with the combination of quantitative and qualitative data. A comparative study was carried out with basic tools the questionnaire and the interview. 300 questionnaires were distributed to kindergartens in the region of Epirus, 240 of which were answered and collected by the researcher. Twenty-five personal interviews were also conducted in kindergartens, documenting and analyzing, in depth, the results of the research. The preschool teachers views regarding the contribution of the music education to children’s development were researched. Specifically, there was research on the following aspects: the frequency with which preschool teachers perform music activities in kindergartens, the kind of music activities that both preschool teachers and the children prefer, and the content of their academic studies with emphasis on music lessons. In addition, the feeling of safety of the preschool teachers during the performance of musical activities was investigated, as well as, the factors that may be responsible for the relevant insecurity. The results of the study showed that preschool teachers value highly the music contribution to children development, considering it as an integral part of the daily program of kindergartens activities. 76.3% of preschool teachers said that music further reinforces children’s motor development, 73.5% of them supporting that it helps children’s emotionally development, and 71.2% of preschool teachers claimed that music promoted children’s aesthetic cultivation. The development of children’s creativity through music education follows with a percentage of 65.1%, then language development with 59.6%, social development with 56.2% and finally comes the cognitive development of children with a percentage of 48.9%. They also stated that they perform music activities almost every day. Factors that seems to be more relevant to the frequency of engagement with music activities, were the participants age and their years amount of previous service in kindergartens, the music lessons that teachers attended during their academic studies, as well as their content. Interestingly, the specialized knowledge in music did not seem to have a statistically significant correlation with the frequency of infants and children being engaged with music activities. As the participants of the study stated, the music activities that they perform daily are: rhythmic education (48,7%) and singing (85,8%), while 2-3 times a week they perform activities in which musical instruments are used by preschool teachers (63,8%), activities in which musical instruments are used by children (59,5%), sound stories (50,6%), listening to music (45,7%), and music-language activities (49,4%). The majority of preschool teachers stated that they mostly prefer singing (85,9%), listening to music (62,3%) and rhythmic activities (61,2%), while quite often they prefer music with instruments (41,0%), audio stories (38,7%), and music-language activities (35,5%). Respectively, they consider that children really like singing (79,2%), music with instruments (67.1%), listening to music (46,6%) and rhythmic activities (79,8%). In addition, they consider that they prefer audio stories (47,8%) and music-language activities (41,1%). Regarding to the safety that preschool teachers feel when performing music activities, they said that most of them feel quite safe. Specifically, they feel very safe when they are singing a song (66,1%), listening to music (61,3%) and doing rhythmic activities (59,2%), while they feel quite safe when they are performing music with instruments (40,0%), audio stories (37,9%), and music-language activities (36,7%). Factors that seem to influence both the preferences and the security that they feel, are the training in music education after the framework of academic studies, the knowledge of a musical instrument and also the amateur engagement with music. Among the factors that cause insecurity at preschool teachers about the performing of music activities are, at the higher percentage, insufficient music knowledge (83,4%), followed by the lack of pedagogical material (76,3%), and finally the unspecified goals, purposes and activities of music (63,6%), as described in the operating regulations of kindergartens. In the results of this study, we could additionally see the positive view of preschool teachers for the contribution of other arts to children’s development. Statistically significant results among the factors associated with their view on the positive contribution of other arts to children’s overall development were revealed, depending on whether preschool teachers had specialized knowledge in music, whether they attended music lessons during their studies and weather they attended music lessons after the framework of their academic studies. Concluding the aim of this study and its conclusions is the reader to gain an idea of the current reality of music education in kindergartens during early childhood, as it is imprinted through the eyes of preschool teachers. In this way, the research contributes to the scientific progress of further research on early childhood and the recognition of music education value from infancy and during the age that children can be hosted in kindergartens. Ο ρόλος της μουσικής στην αγωγή, την εκπαίδευση και γενικότερα την καλλιέργεια του ατόμου αναδείχτηκε ήδη από την αρχαία Ελλάδα. Κορυφαίοι διανοητές, όπως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, θεωρούσαν τη μουσική απαραίτητο κομμάτι της εκπαίδευσης των νέων, με τον Πλάτωνα να αναφέρει ότι η μουσική είναι το ανώτατο από όλα τα εκπαιδευτικά εργαλεία (Raptis, 2007·Wigram, Nygaard & Bonde, 2002). Η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας για τη συμβολή της μουσικής στην ανάπτυξη του παιδιού φανερώνει ότι η ενασχόληση με μουσικές δραστηριότητες από την προσχολική ηλικία, ενισχύει την θετικότερη ανάπτυξη και βοηθά τα παιδιά να καλλιεργήσουν τις δεξιότητές τους. Η χρήση μουσικής στη διδασκαλία θεωρείται ότι ενισχύει με πολλούς τρόπους τη μάθηση, όπως έχουν αποδείξει ερευνητικά δεδομένα μελετών από διάφορους επιστημονικούς κλάδους όπως η παιδαγωγική και η ψυχολογία. Ακόμη η μουσική αποτελεί τη βάση για τη δημιουργία ενός ευνοϊκότερου μαθησιακού κλίματος στην τάξη και προσαρμογής του παιδιού στη σχολική ρουτίνα, συντελώντας και στην αποβολή του άγχους (Murphey, 1992). Ένας βασικός πυλώνας που καθιστά αποτελεσματικότερη τη διδασκαλία και μάθηση με τη χρήση της μουσικής, είναι το κίνητρο που αποκτούν οι μαθητές. Παράλληλα, με τη χρήση της μουσικής στη διδασκαλία και την προσέγγιση και άλλων γνωστικών αντικειμένων μέσω αυτής, ενισχύεται η διαθεματικότητα (Δογάνη, 2012). Με την αναφορά στη μουσική κατά την περίοδο της προσχολικής ηλικίας δεν εννοείται σίγουρα η εκμάθηση μουσικής θεωρίας ή κάποιου μουσικού οργάνου, αλλά η υλοποίηση μουσικών δραστηριοτήτων και εφαρμογών για την ενίσχυση της μαθησιακής διαδικασίας. Συνοψίζοντας μπορεί να λεχθεί ότι υπάρχει ήδη ένα αρκετά μεγάλο θεωρητικό και ερευνητικό υπόβαθρο σε παγκόσμιο επίπεδο που υποστηρίζει τη μεγάλη συμβολή της μουσικής στην προσχολική ηλικία. Στη διερεύνηση της μουσικής αγωγής στην προσχολική ηλικία στοχεύει και η παρούσα μελέτη. Κύριος σκοπός της είναι να μελετηθούν οι απόψεις των βρεφονηπιοκόμων σχετικά με τη συμβολή της μουσικής αγωγής στην ανάπτυξη των παιδιών της πρώιμης παιδικής ηλικίας. Αρχικά, στο θεωρητικό πλαίσιο γίνεται μια εκτενής αναφορά για την πρόνοια του παιδιού στην Ελλάδα. Χρονικά η βιβλιογραφική ανασκόπηση ξεκινά από τη σύσταση του Ελληνικού κράτους, από όταν υπήρξαν και οι πρώτες αναφορές για την ανάγκη μέριμνας των παιδιών και κυρίως των ορφανών του πολέμου. Η αναφορά στη μέριμνα και πρόνοια για το παιδί στην Ελλάδα ολοκληρώνεται με την παρουσίαση της διαχρονικής εξέλιξης του θεσμικού πλαισίου και των σκοπών των βρεφονηπιακών σταθμών από ιδρύσεώς τους έως σήμερα. Μια σύντομη ιστορική ανασκόπηση της προσχολικής αγωγής καθώς και των προγραμμάτων σπουδών που απευθύνονται στην προσχολική ηλικία σε Ευρώπη και Αμερική, αναφέρονται στο θεωρητικό μέρος της διατριβής. Επιπλέον εξετάζεται η επιρροή της μουσικής αγωγής στους τομείς ανάπτυξης των παιδιών από τη βρεφική ηλικία, με αναφορές σε επιστημονικά δεδομένα τα οποία προκύπτουν από μια ποικίλα ερευνών της παιδαγωγικής επιστήμης, της ψυχολογίας αλλά και των νευροεπιστημών. Επίσης συζητείται η σημαντικότητα της ένταξης της μουσικής αγωγής στην προσχολική εκπαίδευση, η ακαδημαϊκή εκπαίδευση των βρεφονηπιοκόμων αλλά και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν σχετικά με την εφαρμογή μουσικών δραστηριοτήτων στην προσχολική τάξη. Τα συμπεράσματα της μελέτης μετά τις συσχετίσεις που έγιναν και στατιστική ανάλυση διαφόρων παραμέτρων που εξηγούνται στο θεωρητικό πλαίσιο του κειμένου, δίνουν μια εικόνα της σημερινής πραγματικότητας στον χώρο της προσχολικής αγωγής και πιο συγκεκριμένα στους βρεφονηπιακούς σταθμούς. Για την διεξαγωγή της έρευνας προτιμήθηκε η Μεικτή Μέθοδος Έρευνας (Μ.Μ.Ε), με το συνδυασμό ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων. Πραγματοποιήθηκε μια συγκριτική μελέτη με βασικά εργαλεία το ερωτηματολόγιο και την συνέντευξη. Διανεμήθηκαν 300 ερωτηματολόγια σε παιδικούς και βρεφονηπιακούς σταθμούς της περιφέρειας Ηπείρου, από τα οποία απαντήθηκαν και συλλέχθηκαν πίσω από την ερευνήτρια τα 240. Πραγματοποιήθηκαν επίσης εικοσιπέντε προσωπικές συνεντεύξεις, στους παιδικούς σταθμούς, που βοήθησαν στην καλύτερη ερμηνεία και ανάλυση σε βάθος των αποτελεσμάτων της έρευνας. Διερευνήθηκαν οι απόψεις των βρεφονηπιοκόμων σχετικά με τη συμβολή της μουσικής αγωγής στην ανάπτυξη των παιδιών, τη συχνότητα που εκτελούν οι βρεφονηπιοκόμοι μουσικές δραστηριότητες στους Παιδικούς Σταθμούς, τις μουσικές δραστηριότητες που προτιμούν τόσο οι ίδιοι όσο και τα παιδιά και το περιεχόμενο των ακαδημαϊκών τους σπουδών με έμφαση στο μάθημα της μουσικής. Διερευνήθηκε επιπλέον, η ασφάλεια που νιώθουν οι βρεφονηπιοκόμοι κατά τη διάρκεια εκτέλεσης μουσικών δραστηριοτήτων καθώς και οι παράγοντες που ενδεχομένως ευθύνονται για τη σχετική ανασφάλεια. Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι οι βρεφονηπιοκόμοι εκτιμούν ιδιαίτερα τη συμβολή της μουσικής στην ανάπτυξη των παιδιών θεωρώντας την στην πλειοψηφία τους αναπόσπαστο κομμάτι του καθημερινού προγράμματος δραστηριοτήτων του παιδικού σταθμού. Οι ίδιοι υποστήριξαν σε ποσοστό 76,3% ότι η μουσική ενισχύει περισσότερο την κινητική ανάπτυξη των παιδιών, την συναισθηματική 73,5%, και την αισθητική καλλιέργεια των παιδιών σε ποσοστό 71,2%. Ακολουθεί η ανάπτυξη της δημιουργικότητας των παιδιών μέσω της μουσικής αγωγής με ποσοστό 65,1%, η γλωσσική ανάπτυξη 59,6%, έπειτα η κοινωνική ανάπτυξη 56,2% και τέλος η γνωστική ανάπτυξη των παιδιών με ποσοστό 48,9%. Επίσης δήλωσαν ότι εκτελούν σχεδόν καθημερινά δραστηριότητες μουσικής. Παράγοντες που φάνηκαν να σχετίζονται περισσότερο με την συχνότητα ενασχόλησης ήταν η ηλικία και τα χρόνια προϋπηρεσίας των συμμετεχόντων, καθώς και τα μαθήματα μουσικής που παρακολούθησαν κατά τη διάρκεια των ακαδημαϊκών τους σπουδών, όπως και το περιεχόμενο αυτών. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός, ότι οι εξειδικευμένες γνώσεις στη μουσική δεν φάνηκε να έχουν στατιστικά σημαντική συσχέτιση με την συχνότητα ενασχόλησης των βρεφονηπιοκόμων και των παιδιών με μουσικές δραστηριότητες. Όπως ανέφεραν οι συμμετέχοντες στη μελέτη, οι μουσικές δραστηριότητες που εκτελούν καθημερινά είναι μουσικοκινητική αγωγή (48,7%) και τραγούδι (85,8%), ενώ 2-3 φορές την εβδομάδα εκτελούν δραστηριότητες με χρήση μουσικών οργάνων από τους εκπαιδευτικούς (63,8%), δραστηριότητες με χρήση μουσικών οργάνων από τα παιδιά (59,5%), ηχο-ιστορίες (50,6%), ακρόαση μουσικής (45,7%) και οι μουσικές-γλωσσικές δραστηριότητες (49,4%). Οι βρεφονηπιοκόμοι δήλωσαν στη πλειοψηφία τους ότι προτιμούν πολύ το τραγούδι (85,9%), την ακρόαση μουσικής (62,3%) και τη μουσικοκινητική (61,2%), ενώ προτιμούν αρκετά την μουσική με όργανα (41,0%), τις ηχο-ιστορίες (38,7%) και τις μουσικές-γλωσσικές δραστηριότητες (35,5%). Αντίστοιχα, οι ίδιοι θεωρούν ότι στα παιδιά αρέσει πολύ το τραγούδι (79,2%), η μουσική με όργανα (67,1%), η ακρόαση μουσικής (46,6%) και η μουσικοκινητική (79,8%). Επιπλέον, θεωρούν ότι προτιμούν αρκετά τις ηχο-ιστορίες (47,8%) και τις μουσικές-γλωσσικές δραστηριότητες (41,1%). Όσον αφορά την ασφάλεια που νιώθουν οι βρεφονηπιοκόμοι εκτελώντας μουσικές δραστηριότητες, δήλωσαν στην πλειοψηφία τους ότι νιώθουν αρκετά ασφαλείς. Συγκεκριμένα νιώθουν πολύ ασφαλείς κατά την εκτέλεση τραγουδιού (66,1%), ακρόασης μουσικής (61,3%) και μουσικοκινητικής (59,2%), ενώ νιώθουν αρκετά ασφαλείς κατά την εκτέλεση μουσικής με όργανα (40,0%), ηχο-ιστοριών (37,9%) και μουσικών-γλωσσικών δραστηριοτήτων (36,7%). Παράγοντες που φάνηκε να επηρεάζουν περισσότερο τις προτιμήσεις αλλά και την ασφάλεια που νιώθουν οι ίδιοι, είναι η επιμόρφωση στη μουσική αγωγή εκτός του πλαισίου ακαδημαϊκών σπουδών, η γνώση κάποιου μουσικού οργάνου αλλά και η ερασιτεχνική ενασχόληση με τη μουσική. Στους παράγοντες που προκαλούν ανασφάλεια στους βρεφονηπιοκόμους για την εκτέλεση δραστηριοτήτων μουσικής είναι σε μεγαλύτερο ποσοστό οι μη επαρκείς μουσικές γνώσεις (83,4%), ακολουθεί η ανεπάρκεια παιδαγωγικού υλικού (76,3%) και τέλος οι μη καθορισμένοι στόχοι, σκοποί και δραστηριότητες μουσικής αγωγής (63,6%) στους κανονισμούς λειτουργίας των παιδικών σταθμών. Στα αποτελέσματα της μελέτης φάνηκε επιπρόσθετα και η θετική άποψη των βρεφονηπιοκόμων για τη συμβολή των άλλων τεχνών στην ανάπτυξη των παιδιών. Στατιστικά σημαντικά αποτελέσματα ανάμεσα στους παράγοντες που συσχετίστηκαν με τη άποψή τους για τη θετική συμβολή των άλλων τεχνών στην ολόπλευρη ανάπτυξη των παιδιών φάνηκαν ανάμεσα στο εάν οι ίδιοι είχαν εξειδικευμένες γνώσεις στη μουσική, εάν έχουν παρακολουθήσει μαθήματα μουσικής κατά τη διάρκεια των σπουδών, καθώς και εάν έχουν παρακολουθήσει μαθήματα μουσικής εκτός του πλαισίου των ακαδημαϊκών σπουδών τους. Ολοκληρώνοντας, το ζητούμενο της μελέτης και τα συμπεράσματα αυτής, είναι ο αναγνώστης να αποκομίσει μια εικόνα της σημερινής πραγματικότητας της μουσικής αγωγής στους βρεφονηπιακούς σταθμούς κατά τη διάρκεια της πρώιμης παιδικής ηλικίας, όπως αυτή αποτυπώνεται μέσα από βλέμμα των βρεφονηπιοκόμων. Με τον τρόπο αυτό η έρευνα συμβάλλει στην επιστημονική εξέλιξη της έρευνας για την πρώιμη παιδική ηλικία και για την αξία της μουσικής αγωγής από τη βρεφική ηλικία, από τη στιγμή δηλαδή που τα παιδιά μπορούν να αρχίσουν να φιλοξενούνται στους παιδικούς και βρεφονηπιακούς σταθμούς. 60 644 644 The research of the folk/popular culture of Phthiotis in the context of the greek local folklore studies Η έρευνα του λαϊκού πολιτισμού της Φθιώτιδας στο πλαίσιο των ελληνικών τοπικών λαογραφικών σπουδών The subject of this thesis is to present the research of folk/popular culture of Phthiotis in the context of Greek local folklore studies from the second half of the 19th century until today. The discipline of Folklore is structured, both in terms of collection and interpretation of the material, at the local level, something that the object itself dictates, as folk culture is structured in local variants. That is why Folklore is included in the so-called local studies, something that has emerged in theoretical texts and is directly related to other social sciences, which take the place as a parameter of their research, such as History, Social Anthropology, etc. The Folklore research in an area requires and presupposes full knowledge of published and unpublished folkloric (ethnographic) material. On the occasion and basis of all the above, the purpose of this thesis is the research and compilation and assortment, the thematic classification and the study and critical approach of all sources for the area of Phthiotis (urban area: Lamia and rural communities), both published (monographs, material collections, articles, etc.), as well as unpublished manuscripts (from the Hellenic Folklore Research Center of the Academy of Athens, the G.A. Megas’ Folklore Archive, the Folklore Archive of the University of Ioannina, the Folklore Museum and Archive of the Department of Philology of the University of Athens, the Folklore Archive of the Department of History and Ethnology of the Democritus University of Thrace, but also a work from the course of Folklore at the Pedagogical Academy of Lamia), with the ultimate goal of my work to be a theoretical, methodological and bibliographic basis and an effective tool for a more complete examination, analysis, study and interpretation of aspects of folk/popular culture (social constitution and formation, customs and habits, folk arts) in Phthiotis, but also a useful tool for every scholar of the folk/popular culture of Phthiotis. The material was classified, based on its theme, into three major categories: a) Social Constitution and Formation, b) Customs and Habits, c) Folk Art, and their subcategories, according to the classification of folklore material according to Em. Professor of Folklore M.G. Meraklis and two other categories, which emerged as follows: d) General / Theoretical and e) Mixed material. Furthermore, the material was studied with a critical approach and then presented chronologically in three periods, pre-war, post-war and post-political period. After the material was evaluated based on the theoretical directions of the science of Folklore, its reliability and its essential contribution to the research of the folk/popular culture of Phthiotis were examined, always in the context of the historical and social circumstances of the era and the corresponding scientific developments. Also, proposals were made for further fieldwork and archival research in Phthiotis, but also for the undertaking of further important initiatives by the local community. The thesis is structured as follows: In the first part of the thesis, we refer to the region, the administrative changes of the area, the historical context of the area from 19th century until today and to the people who live in the area. The second part provides a more detailed description of the general characteristics of the material. 1124 titles of published or unpublished works from Phthiotis are listed, with the corresponding explanatory commentary. In the third part there is a chronological presentation of the research of the folk/popular culture (pre-war, post-war, post-political period), the main characteristics of the research are presented, the persons (researchers), the topics, the method and the influence of scientific Folklore and other social sciences, such as Social Anthropology in local research are highlighted. The concluding remarks follow, and some thoughts are suggested for the future planning of the local folklore research, in terms of interdisciplinarity. Finally, a detailed bibliography and an index of places are presented. Το θέμα της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η παρουσίαση της έρευνας του λαϊκού πολιτισμού της Φθιώτιδας στο πλαίσιο των ελληνικών τοπικών λαογραφικών σπουδών από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας. Η επιστήμη της Λαογραφίας είναι δομημένη, τόσο ως προς την συλλογή, όσο και ως προς την ερμηνεία του υλικού, σε τοπικό επίπεδο, κάτι που το ίδιο το αντικείμενο υπαγορεύει, καθώς ο λαϊκός πολιτισμός είναι δομημένος σε μια σειρά τοπικών παραλλαγών. Για αυτό η Λαογραφία συμπεριλαμβάνεται στις λεγόμενες τοπικές σπουδές, κάτι που έχει αναδειχθεί σε θεωρητικά κείμενα και συσχετίζεται άμεσα με άλλες κοινωνικές επιστήμες, που λαμβάνουν ως παράμετρο των ερευνών τους τον τόπο, όπως η Ιστορία , η Κοινωνική Ανθρωπολογία κ.ά. Η ορθή θεμελίωση της λαογραφικής έρευνας σε μια περιοχή απαιτεί πλήρη γνώση και εκμετάλλευση του υπάρχοντος δημοσιευμένου και πρωτογενούς/ ανέκδοτου λαογραφικού υλικού. Με αφορμή και βάση όλα τα παραπάνω, σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η ερευνητική αναδίφηση και συγκέντρωση, η θεματική κατάταξη και η μελέτη και κριτική προσέγγιση όλων των πηγών για την περιοχή της Φθιώτιδας (αστικό κέντρο: Λαμία και αγροτικές κοινότητες), τόσο των δημοσιευμένων (μονογραφίες, συλλογές υλικού, άρθρα κλπ.), όσο και των αδημοσίευτων χειρογράφων (από το Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, το Αρχείο του Λαογραφικού Φροντιστηρίου του Γ.Α. Μέγα, το Λαογραφικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, το Λαογραφικό Μουσείο και Αρχείο του τμήματος Φιλολογίας ΕΚΠΑ, το Λαογραφικό Αρχείο του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, αλλά και μια εργασία από το μάθημα της Λαογραφίας στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Λαμίας), με απώτερο σκοπό η εργασία μου να αποτελέσει μια θεωρητική, μεθοδολογική και βιβλιογραφική βάση και ένα αποτελεσματικό εργαλείο για μια πληρέστερη εξέταση, ανάλυση, μελέτη και ερμηνεία εκφάνσεων του λαϊκού πολιτισμού (κοινωνική συγκρότηση, ήθη και έθιμα, λαϊκές τέχνες), του παρελθόντος και του παρόντος, στη Φθιώτιδα, αλλά και ένα χρήσιμο βοήθημα για κάθε μελετητή του λαϊκού πολιτισμού της Φθιώτιδας. Το υλικό ταξινομήθηκε, με βάση τη θεματολογία του, σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: α) Κοινωνική Συγκρότηση, β) Ήθη και Έθιμα, γ) Λαϊκή Τέχνη, και τις υποκατηγορίες τους, σύμφωνα με τον διαχωρισμό της λαογραφικής ύλης κατά τον ομ. καθηγητή της Λαογραφίας Μ.Γ. Μερακλή και άλλες δύο, που προέκυψαν στην συνέχεια: δ) Γενικά/Θεωρητικά και ε) Σύμμεικτα. Εν συνεχεία το υλικό μελετήθηκε, ώστε να ακολουθήσει η κριτική προσέγγιση και παρουσίαση του υλικού. Εκεί το υλικό παρουσιάστηκε χρονολογικά σε τρεις περιόδους, προπολεμικά, μεταπολεμικά και μεταπολιτευτικά. Αφού αξιολογήθηκε με βάση τις θεωρητικές κατευθύνσεις της επιστήμης της Λαογραφίας, εξετάστηκε η αξιοπιστία του και η ουσιαστική συμβολή του στην έρευνα του λαϊκού πολιτισμού της Φθιώτιδας πάντοτε μέσα στο πλαίσιο των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών της εποχής και των ανάλογων επιστημονικών εξελίξεων. Επίσης, διατυπώθηκαν προτάσεις για περαιτέρω ερευνητικό έργο στη Φθιώτιδα, αλλά και για την ανάληψη περαιτέρω σημαντικών πρωτοβουλιών από την τοπική κοινωνία. Η εργασία διαρθρώνεται ως εξής: Στο πρώτο μέρος της εργασίας, εξετάζεται ο φυσικός χώρος, οι διοικητικές μεταβολές της περιοχής, το ιστορικό πλαίσιο της εξεταζόμενης περιόδου και επιχειρείται μια μικρή παρουσίαση των ανθρώπων, που κατοικούν στην περιοχή. Στο δεύτερο μέρος γίνεται μια λεπτομερέστερη περιγραφή των γενικών χαρακτηριστικών του υλικού και των θεωρητικών αρχών, με βάση τις οποίες επιλέχθηκε και ταξινομήθηκε το υλικό. Παρατίθενται 1124 τίτλοι δημοσιευμένων ή και αδημοσίευτων εργασιών, που αφορούν τη Φθιώτιδα, με τον ανάλογο επεξηγηματικό σχολιασμό, όπου χρειάζεται. Στο τρίτο μέρος γίνεται μια χρονολογική παρουσίαση της έρευνας του λαϊκού πολιτισμού της περιοχής (προπολεμική, μεταπολεμική, μεταπολιτευτική περίοδος), παρουσιάζονται τα βασικά χαρακτηριστικά των ερευνών, αναδεικνύονται τα πρόσωπα (ερευνητές), η θεματολογία, η μέθοδος κλπ. και γίνεται προσπάθεια να αναδειχθούν οι αλλαγές, που έχουν προκύψει, οι πιθανές πρόοδοι και οι υστερήσεις σε σχέση με άλλες περιοχές, αλλά και η επιρροή της επιστημονικής Λαογραφίας και άλλων κοινωνικών επιστημών, όπως της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στην έρευνα της περιοχής. Στη συνέχεια ακολουθούν Συμπερασματικές Παρατηρήσεις και προτείνονται κάποιες σκέψεις για τον μελλοντικό σχεδιασμό της τοπικής λαογραφικής έρευνας, στο πλαίσιο της διεπιστημονικότητας. Τέλος, παρατίθεται αναλυτική βιβλιογραφία και ευρετήριο τόπων. 61 228 189 The training needs of the teachers of the Directorate of Ioannina on the environment and education for sustainability Οι επιμορφωτικές ανάγκες των εκπαιδευτικών της Διεύθυνσης ΠΕ Ιωαννίνων σχετικά με το περιβάλλον και την εκπαίδευση για την αειφορία The main purpose of this paper is to identify and investigate the teachers’ educational needs of the Primary Education Teachers of Ioannina on Environmental Education and Sustainability (CSR). Following a quantitative approach, a sampling research de-sign and a questionnaire, we examined the existence of the educational needs that the teachers have and the reasons that motivate them to participate in relevant educational activities as well as the framework under which they desire to do this activities. Our data was collected from the questionnaire that 158 teachers filled in which was then processed with SPSS. In the discussion of our results we compare our findings with previously relevant studies and the literature of this topic. It is clear that there are many different educational needs, both in terms of knowledge and skills since teach-ers appear to have awareness of their unsatisfactory information on environmental issues and sustainability as well. Their main need is to grow their poor theoretical knowledge and their main concern is to improve the teaching techniques they use of CSR. The main incentive teachers have to boost their education is their need to strengthen their knowledge, with the development of new pedagogical knowledge and skills to be the leading reason they decide to participate in new educational activities. Η παρούσα ερευνητική εργασία έχει ως βασικό σκοπό τον εντοπισμό και τη διερεύ-νηση των επιμορφωτικών αναγκών των εκπαιδευτικών της Διεύθυνσης ΠΕ Ιωαννί-νων σχετικά με την Εκπαίδευση για το Περιβάλλον και την Αειφορία (ΕΠΑ). Ακο-λουθώντας ποσοτική μεθοδολογική προσέγγιση και δειγματοληπτικό ερευνητικό σχε-διασμό επιδιώξαμε με χρήση ερωτηματολογίου να εξετάσουμε αφενός την ύπαρξη επιμορφωτικών αναγκών των εκπαιδευτικών και αφετέρου τους λόγους που τους κι-νητοποιούν για συμμετοχή σε σχετικές επιμορφωτικές δράσεις, καθώς και το επιμορ-φωτικό πλαίσιο που επιθυμούν. Τα δεδομένα που συλλέχθηκαν επεξεργάστηκαν στα-τιστικά με το πρόγραμμα SPSS. Στη συζήτηση επί των αποτελεσμάτων που προέκυ-ψαν έγιναν συγκρίσεις με τον θεωρητικό προβληματισμό που προηγήθηκε και με ευ-ρήματα συναφών ερευνών. Διαπιστώνεται η ύπαρξη πολλών και διαφοροποιημένων επιμορφωτικών αναγκών των εκπαιδευτικών, που αναφέρονται τόσο σε επίπεδο κα-τοχής γνώσεων όσο και σε επίπεδο ικανοτήτων, καθώς παρουσιάζονται συνειδητο-ποιημένοι για την μη ικανοποιητική τους ενημέρωση. Οι προτεραιότητές τους εντοπί-ζονται κυρίως στο θεωρητικό σκέλος και στις διδακτικές τεχνικές της ΕΠΑ. Κύριος μοχλός αναζήτησης επιμόρφωσης αναδεικνύεται η εσωτερική κινητοποίηση με ση-μαντικότερο λόγο συμμετοχής να καταγράφεται η ανάπτυξη νέων παιδαγωγικών γνώσεων και δεξιοτήτων. 62 349 324 Απομόνωση παθογόνων βακτηρίων από τρόφιμα ζωικής προέλευσης, έλεγχος της εαισθησίας τους στα αντιβιοτικά και αξιολόγηση του κινδύνου για την δημόσια υγεία The overuse of antibiotics in human and veterinary medicine has been blamed for the development of resistant bacterial strains that can be spread through the food chain to the community. The objectives of the present thesis include: a) the isolation of food-borne pathogens from foods of animal origin, b) the susceptibility testing of the isolates in order to determine the prevalence of the antibiotic resistant food-pathogens and c) the assessment of the possible risk to Public Health. A total number of 870 food samples collected during a three year period (from July 2004 to August 2007) were examined. The antibiotic resistance of the isolates was determined using the Kirby-Bauer disk diffusion assay. The bacteria isolated were 252 strains of Escherichia coli, 27 strains of Yersinia enterocolitica, 4 strains of Salmonella spp., 383 strains of other Enterobacteriaceae, 95 strains of Staphylococcus aureus, 57 strains of Enterococcus spp., 6 strains of Listeria spp. and 3 strains of Campylobacter jejuni. No bacteria were isolated from thermally processed food samples. In the present study the prevalence of E.coli was 29%, of S.aureus 10.9%, of Yersinia enterocolitica 3.1%, of Salmonella spp. 0.5%, of Listeria spp. 0.7% and of Campylobacter spp. 0.3%. The prevalence of other Enterobacteriaceae was 44% and included strains of Klebsiella spp., Enterobacter spp., Citrobacter spp., Pantoea spp, Hafnia alvei, Kluyvera spp and Serratia spp. Escherichia coli strains were resistant to amikacin (31.3%), amoxycillin/clavulanic acid (31%), ampicillin (57.5%), ampicillin/sulbactam (25.4%), carbenicillin (51.2%), ceftriaxone(10.7%), cefuroxime (43.3%), ciprofloxacin (17.1%), gentamicin (29.4%), imipenem (9.9%), tetracycline (41.7%), ticarcillin (36.1%), ticarcillin/clavulanic (23.8%). Fifty four percent of the isolates showed resistance at least to three antibiotics. Staphylococcus aureus isolates showed resistance to penicillin-G (83.2%), ampicillin (65.3%), tetracycline (22.1%), amoxycillin/clavulanic acid (13.7%), to clindamycin (31.6%), ciprofloxacin (15.8%). 37.9% of S.aureus strains were resistant at least to 3 antibiotics. No methicilline or vancomycin resistant S.aureus was isolated. Yersinia enterocolitica was found resistant to ampicillin (96.3%), while 25.9% of the strains showed resistance at least to three antibiotics. Salmonella spp. strains were resistant to ampicillin (75%), amoxicillin/clavulanic acid (75%), ciprofloxacin (50%), ticarcillin/clavulanic acid (50%), ampicillin/sulbactam (25%), tetracycline (25%) and amikacin (25%). Η ευρεία χρήση των αντιμικροβιακών ουσιών στην ιατρική, την κτηνιατρική και τη γεωργία έχει οδηγήσει σε ανησυχητική αύξηση των ανθεκτικών στα αντιβιοτικά στελεχών βακτηρίων. Σκοπός της παρούσας διατριβής ήταν η απομόνωση και η μελέτη της ευαισθησίας στα αντιβιοτικά παθογόνων μικροοργανισμών από δείγματα τροφίμων ζωικής προέλευσης καθώς και η αξιολόγηση του κινδύνου για τη Δημόσια Υγεία. Στη διάρκεια της παρούσας 3ετούς μελέτης (Ιούλιος 2004 - Αύγουστος 2007) συλλέχθηκαν 870 δείγματα τροφίμων, τα οποία εξετάστηκαν μικροβιολογικά χρησιμοποιώντας τις αποδεκτές για τον έλεγχο των τροφίμων μεθόδους (ΙSO methods). Για τον έλεγχο της ευαισθησίας στα αντιβιοτικά των στελεχών που απομονώθηκαν χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της διάχυσης σε άγαρ Bauer-Kirby. Απομονώθηκαν 252 στελέχη E.coli, 27 στελέχη Y. enterocolitica, 4 στελέχη σαλμονελλών, 383 στελέχη άλλων εντεροβακτηριοειδών, 6 στελέχη Listeria spp., 3 στελέχη C.jejuni,, 57 στελέχη εντερόκοκκων και 95 στελέχη Staphylococcus aureus, τα οποία εξετάστηκαν ως προς την αντοχή τους σε διάφορα αντιβιοτικά που χρησιμοποιούνται στην ιατρική πράξη. Δεν απομονώθηκαν παθογόνα βακτήρια από τρόφιμα που είχαν υποστεί θερμική επεξεργασία. Τα βακτήρια που απομονώθηκαν από το σύνολο των δειγμάτων με τη μεγαλύτερη συχνότητα ήταν τα στελέχη E.coli (29%), S. aureus (10,9%), Y.enterocolitica (3,1%), Listeria spp. (0,7%), Salmonella spp. (0,5%) και Campylobacter spp. (0,3%). Όσο αφορά τα άλλα εντεροβακτηριοειδή, το ποσοστό απομόνωσης ήταν 44%, και περιελάμβαναν 40 στελέχη Klebsiella spp. (4,6%), 138 στελέχη Enterobacter spp. (15,9%), 187 στελέχη Citrobacter spp (21,5%), 5 στελέχη Pantoea spp (0,6%), 10 στελέχη Hafnia alvei (1,1%), ένα στέλεχος Kluyvera spp (0,1%) και δύο στελέχη Serratia spp. (0,2%). Τα στελέχη E.coli εμφάνισαν αντοχή στην αμικασίνη (31,3%), το συνδυασμό αμοξυκιλλίνη/κλαβουλανικό οξύ (31%), την αμπικιλλίνη (57,5%), το συνδυασμό αμπικιλλίνη/σουλβακτάμη (25,4%), την καρμπενικιλλίνη (51,2%), την κεφτριαξόνη (10,7%), την κεφουροξίμη (43,3%), τη σιπροφλοξασίνη (17,1%), τη γενταμικίνη (29,4%), την ιμιπενέμη (9,9%), την τετρακυκλίνη (41,7%), την τικαρσιλλίνη (36,1%), το συνδυασμό τικαρσιλλίνη/κλαβουλανικό οξύ (23,8%). Το 54% των στελεχών που απομονωθήκαν έδειξαν αντοχή σε τρία τουλάχιστον αντιβιοτικά 63 555 627 Adolescent substance use in the school environment and its correlation with common mental disorders Η χρήση ουσιών από εφήβους στο περιβάλλον του σχολείου και η συσχέτισή της με τις κοινές ψυχικές διαταραχές Background: Onset of alcohol use and alcohol-related problems mainly occur during adolescence. Drinking alcohol in adolescence or early adulthood is a global problem that puts young people at risk, with serious personal, social and economic consequences for themselves, their families and society. Its potential positive effects on mood and social life as well as familiarity with the negative consequences make alcohol a socially acceptable substance, in many cases even for use by minors. Many studies however confirm the harmful effects of its use especially at an early age. Alcohol is a major risk factor for morbidity and mortality in youth. Furthermore, alcohol related problems have been associated with physical and mental health problems, risky and violent behaviours, low achievement in school, road accidents and injuries. Patterns of alcohol use at this period of life are strongly associated with alcohol related behaviors latter in adulthood. This makes the identification of predefined problem exposure agents and timely intervention crucial. Aims: Aim of the current study is to examine the prevalence of various patterns of alcohol consumption and the association of hazardous alcohol use with mental health, a range of school and family related variables and the use of health services in a community sample of Greek adolescents. The study included research data from two time periods: a) 2008, just before the start of the 2009 crisis and b) 2016, during the crisis. Methods: 2431 adolescents attending 25 senior high schools in Greece were the stratified random sample that participated at the second phase of 2008 study consisted of the computerized Greek version of a fullystructured psychiatric interview (revised Clinical Interview Schedule). The alcohol use was assessed using questions taken from a previous WHO school survey. Several sociodemographic and socioeconomic variables, health services use, nicotine and cannabis use have been also assessed. A brief questionnaire was used to collect the 2016 survey data (n= 507 adolescents), which included a summary evaluation assessed by the CIS-R psychiatric interview, socio-demographic and socioeconomic variables and alcohol, tobacco and substance use questions. Results: The majority of the adolescents consume alcohol with a mild frequency and they prefer light alcoholic beverages. A significant number of teenagers get drunk although most abstain from this harmful behavior. Boys drink and get drunk more often than girls and the older the age, the greater the risk of intoxication. Frequent alcohol consumption and drunkenness are strongly associated with the presence of psychiatric disorders, smoking and cannabis use, lower school performance, bad or fair relationship with father and increased health services use as both surveys show. Conclusions: Regardless of the socio-economic changes that have taken place over the years and despite the explicit prohibitions of the law, a large proportion of boys and girls in our country drink before the age of 18. The crisis that our country is going through in recent years does not seem to have increased the rates of frequent use or drunkenness in the student population. Wine and beer are more often chosen by Greek teenagers. Those who seek help, especially those who are at the same time mentally ill, as well as students who use tobacco, cannabis or have low school performance should be a priority for inclusion in prevention interventions as they belong to the high-risk group. Εισαγωγή: Η έναρξη, η τακτική χρήση και συχνά τα πρώτα στάδια κατάχρησης αλκοόλ εντοπίζονται ήδη από την εφηβική ηλικία. Η κατανάλωση αλκοόλ στην εφηβεία ή στη πρώιμη ενήλικη ζωή είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα που θέτει σε κίνδυνο τα νεαρά άτομα, έχοντας σοβαρές προσωπικές, κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες τόσο για τους ίδιους όσο και τις οικογένειές τους αλλά και την κοινωνία γενικότερα. Πολλές έρευνες επιβεβαιώνουν τις επιβλαβείς συνέπειες από τη χρήση του ιδίως σε μικρή ηλικία. Είναι από τους μεγαλύτερους παράγοντες κινδύνου για θνησιμότητα και νοσηρότητα παγκοσμίως, έχει συσχετιστεί με προβλήματα ψυχικής υγείας, θεωρείται αιτία ατυχημάτων, τραυματισμών, αντικοινωνικής συμπεριφοράς, βίας και διακοπής διαπροσωπικών σχέσεων. Τα πρότυπα κατανάλωσης αλκοόλ που διαμορφώνονται σ’ αυτή την ηλικιακή φάση φαίνεται να επηρεάζουν τις μετέπειτα συνήθειες του ενήλικου ατόμου σχετικά με την χρήση της νόμιμης αυτής ψυχοδραστικής ουσίας. Το γεγονός αυτό καθιστά τον εντοπισμό προκαθοριστικών παραγόντων εκδήλωσης προβληματικής χρήσης και την έγκαιρη παρέμβαση καθοριστικής σημασίας. Στόχοι: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση του επιπολασμού και των κοινωνικοδημογραφικών συσχετίσεων της χρήσης αλκοόλ σε ένα δείγμα εφήβων μαθητών Δ/θμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Μελετήθηκε επίσης η συννοσηρότητα με κοινές ψυχικές διαταραχές και κατανάλωση άλλων ουσιών αλλά και η χρήση υπηρεσιών υγείας από εφήβους που κάνουν επικίνδυνη κατανάλωση αλκοόλ. Η μελέτη περιελάμβανε ερευνητικά δεδομένα από δύο χρονικές περιόδους: το 2008, δηλαδή λίγο πριν την έναρξη της κρίσης του 2009 και το 2016, κατά τη διάρκεια της κρίσης. Δίνεται έτσι και η ευκαιρία σύγκρισης των δεδομένων αυτών και εξαγωγής χρήσιμων συμπερασμάτων. Μέθοδοι: Μέσω μιας διαδικασίας τυχαίας στρωματοποιημένης δειγματοληψίας προέκυψε ένα δείγμα 2,431 εφήβων, στους οποίους χορηγήθηκε στη δεύτερη φάση της μελέτης του 2008 μια λεπτομερής ψυχιατρική συνέντευξη. Η ψυχιατρική νοσηρότητα εκτιμήθηκε μέσω της πλήρους δομημένης ψυχιατρικής συνέντευξης Clinical Interview Schedule – Revised (CIS-R). Για την εκτίμηση της χρήσης αλκοόλ επιλέχθηκαν ερωτήσεις από τη διεθνή έκδοση του ερωτηματολογίου HBSC. Επίσης, αντλήθηκαν δεδομένα για διάφορες κοινωνικοδημογραφικές και κοινωνικοοικονομικές μεταβλητές, τη σχολική επιθετικότητα, τη χρήση υπηρεσιών υγείας και τη χρήση νικοτίνης και κάνναβης. Για τη συλλογή των δεδομένων της έρευνας του 2016 (n = 507 έφηβοι) χρησιμοποιήθηκε ένα σύντομο ερωτηματολόγιο το οποίο περιελάμβανε μια συνοπτική αξιολόγηση που εκτιμά η ψυχιατρική συνέντευξη CIS-R, κοινωνικοδημογραφικές και κοινωνικο-οικονομικές μεταβλητές καθώς και ερωτήσεις σχετικά με τη χρήση νικοτίνης, κάνναβης και αλκοόλ. Αποτελέσματα: Η πλειοψηφία των εφήβων μαθητών πίνουν, με ήπια συχνότητα και δείχνοντας προτίμηση στα ελαφριά αλκοολούχα ποτά. Ένας σημαντικός αριθμός εφήβων μεθά αν και οι περισσότεροι απέχουν από αυτήν την επικίνδυνη συμπεριφορά. Αναφορικά με τα δύο φύλα, τα αγόρια πίνουν και μεθούν συχνότερα από τα κορίτσια ενώ η μεγαλύτερη ηλικία αυξάνει τον κίνδυνο μέθης. Κακή σχέση με τους γονείς, κυρίως με τον πατέρα, σχετίζεται με ανάπτυξη αρνητικών προτύπων συμπεριφοράς αλκοόλ. Το κάπνισμα αναδεικνύεται σε ένα σταθερό παράγοντα συσχετισμού τόσο με τη συχνή χρήση όσο και με τη μέθη, ενώ η κάνναβη αυξάνει τον κίνδυνο κυρίως για συχνή χρήση. Οι μαθητές με μέτριες επιδόσεις έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να εμπλακούν με προβληματική κατανάλωση αλκοόλ όπως επιβεβαιώνουν και οι δύο μελέτες. Όσον αφορά την ψυχιατρική νοσηρότητα φαίνεται να σχετίζεται με προβληματική χρήση. Συμπεράσματα: Ανεξάρτητα από τις κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί στο πέρασμα των χρόνων και παρά τις σαφείς απαγορεύσεις του νόμου, μεγάλο ποσοστό αγοριών και κοριτσιών στη χώρα μας έπινε και συνεχίζει να πίνει πριν την ηλικία των 18 ετών. Η κρίση που διέρχεται η χώρα μας τα τελευταία χρόνια δε φαίνεται να αύξησε τα ποσοστά συχνής χρήσης ή μέθης στο μαθητικό πληθυσμό. Το κρασί και η μπύρα, επιλέγονται πιο συχνά από τους Έλληνες εφήβους. Όσοι απευθύνονται για βοήθεια και κυρίως όσοι ταυτόχρονα εμφανίζουν ψυχιατρική νοσηρότητα καθώς επίσης και οι μαθητές που κάνουν χρήση καπνού, κάνναβης ή παρουσιάζουν μειωμένη σχολική επίδοση θα πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητα για ένταξη σε παρεμβάσεις πρόληψης καθώς ανήκουν στην ομάδα υψηλού κινδύνου. 64 516 518 Durability of reinforced concrete and the mechanical behavior of reinforced steel bar Ανθεκτικότητα του οπλισμένου σκυροδέματος και η μηχανική συμπεριφορά του χάλυβα οπλισμού Degradation of durability of reinforced concrete structures is becoming more and more a matter of concern for societies. In light of this, both the long and short life expectancy of a structure are synonymous terms of resistance. In other words, its ability to resist the detrimental environmental effect (physicochemical or mechanical) and any other deterioration process. The consequences of degradation of resistance of the structures, besides the known external visible phenomena, they take place as internal invisible phenomena such as: corrosion of steel rebar, bonding loss of concrete and steel rebar, impairment of the cross section and drop of mechanical properties of steel bar. In coastal areas, particularly, this kind of degradation takes place in stages throughout the years and is highly related to structural integrity and especially to the construction safety. Although the degradation of durability and corrosion of rebar are interdependent, parallel and time-dependent phenomena, are not included or quantitated in the regulation intervention (ΚΑΝΕΠΕ). The importance and necessity of this Thesis lies in the fact that the effects of reduced resistance of concrete in terms of the mechanical performance of corroded rebars have not been adequately studied. The analysis methodology that used, was based on the results of an extensive experimental program which included: • Experimental simulation of coastal environment through laboratory artificial salt spray corrosion of various categories steels rebars. • Production of reinforced concrete specimens, imposing conditions of corrosion and instrumental measurements for studying corrosion characteristics (measurement of half-cell potential values, mass loss, cracking across the specimens, depth and surface of pitting and metallographic analyzes). • Program of steel corrosion damage characterization (both bare and embedded rebars) in relation to time of exposure. • Program of tensile and low cycle fatigue tests (in order to simulate the seismic loads). • SEM and EDX analysis in corroded specimens, quantification - recognition of corrosion damage and identification of damage mechanisms. • Prediction of mechanical response of corroded BStIII (S420) rebars of existing structures under the effect of axial cyclic loads (in correspondence with strong seismic events). Conclusions Although corrosion of rebars causes a drop of strength properties roughly equivalent to the percentage reduction of mass loss, it leads to dramatic drop in ductility properties namely to deformation properties in maximum strength. For the same mass loss values, concrete embedded specimens presented stronger superficial severe localized pitting corrosion in contrast to bare specimens. This corrosion effect had a similar impact on the mechanical properties to both group of rebars. Chloride induced corrosion phenomena have significant effect on the mechanical behavior of dual-phase steel rebars, due to the interaction of external pitting and internally inclusions (MnS and FeS, pores, oxides). The characteristics of surface rebars fracture under (strong) seismic loads, reveal combinational action of various mechanisms failure phenomena. During strong axial rotations (seismic events), regions of internally sulfide inclusions, promote coalescence and propagation of cracks. Furthermore, the buckling phenomena accelerate the premature exhaustion of ductility of rebars. Based on the above-mentioned conclusions arises the need for "dense" technical inspections of reinforced concrete structures. Τα θέματα υποβάθμισης της Ανθεκτικότητας των κατασκευών από οπλισμένο σκυρόδεμα, απασχολούν πλέον όλο και περισσότερο τις κοινωνίες. Υπό το πρίσμα αυτό, η μεγάλη και η μικρή ωφέλιμη διάρκεια ζωής μιας κατασκευής είναι συνώνυμες έννοιες της Ανθεκτικότητας, δηλαδή, της δυνατότητας της να αντιστέκεται στη φθοροποιό περιβαλλοντική δράση (φυσικοχημική ή τη μηχανική) και οποιαδήποτε άλλη διαδικασία φθοράς. Οι συνέπειες της υποβάθμισης της Ανθεκτικότητας των κατασκευών, εκτός από τα γνωστά εξωτερικά ορατά φαινόμενα, εκδηλώνονται και με μη ορατά εσωτερικά φαινόμενα, όπως είναι: η διάβρωση του χάλυβα οπλισμού, η απώλεια της συνάφειας του σκυροδέματος – χάλυβα, η απομείωση της διατομής και η πτώση των μηχανικών ιδιοτήτων του σιδηροοπλισμού. Στις παράκτιες περιοχές ιδιαίτερα, η υποβάθμιση αυτή, πραγματοποιείται σταδιακά με τον χρόνο και συνδέεται σοβαρά με θέματα επιτελεστικότητας και κυρίως ασφάλειας των κατασκευών. Παρότι όμως η υποβάθμιση της ανθεκτικότητας και η διάβρωση του σιδηροοπλισμού είναι φαινόμενα αλληλένδετα, παράλληλα και χρονικά εξαρτημένα, εν τούτοις, δεν περιλαμβάνονται, ούτε ποσοτικοποιούνται στο κανονιστικό κείμενο του ΚΑΝΕΠΕ (Κανονισμός Επεμβάσεων). Η σημασία και η αναγκαιότητα εκπόνησης της παρούσας διατριβής, έγκειται στο γεγονός ότι δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς οι επιπτώσεις της μειωμένης ανθεκτικότητας του σκυροδέματος όσον αφορά στην μηχανική συμπεριφορά του διαβρωμένου σιδηροοπλισμού των κατασκευών. Η μεθοδολογία ανάλυσης που ακολουθήθηκε, βασίστηκε στα αποτελέσματα εκτενούς πειραματικού προγράμματος που περιελάμβανε: • Πρόγραμμα πειραματικών δοκιμών προσομοίωσης του παράκτιου περιβάλλοντος μέσω εργαστηριακής τεχνητής διάβρωσης αλατονέφωσης σε χάλυβες διαφόρων κατηγοριών. • Παρασκευή δοκιμίων οπλισμένου σκυροδέματος, επιβολή διάβρωσης και ενόργανες μετρήσεις ελέγχου των χαρακτηριστικών διάβρωσης (μέτρηση ημιδυναμικού, απώλεια μάζας, μετρήσεις ρωγμών κατά μήκος δοκιμίων, βάθος και επιφάνεια βελονισμών, μεταλλογραφικές αναλύσεις).• Πρόγραμμα χαρακτηρισμού της βλάβης διάβρωσης των χαλύβων (γυμνών και εγκιβωτισμένων) σε σχέση με τον χρόνο έκθεσής τους. • Πρόγραμμα μηχανικών δοκιμών εφελκυσμού και ολιγοκυκλικής κόπωσης LCF (ως προσομοίωση των σεισμικών φορτίσεων). • Πρόγραμμα ανάλυσης SEM και EDX σε διαβρωμένα δοκίμια χάλυβα, ποσοτικοποίηση - αναγνώριση της βλάβης διάβρωσης καθώς και αναγνώριση των μηχανισμών βλάβης. • Πρόβλεψη της μηχανικής απόκρισης του διαβρωμένου σιδηροοπλισμού BStIII (S420) υφισταμένων κατασκευών υπό την επίδραση αξονικών ανακυκλήσεων (σε αντιστοιχία με ισχυρά σεισμικά συμβάντα). Συμπεράσματα Ενώ η διάβρωση του σιδηροοπλισμού προκαλεί πτώση των ιδιοτήτων αντοχής του περίπου ισοδύναμη με την ποσοστιαία μείωση της απώλειας μάζας του, ωστόσο, επιφέρει δραματική πτώση των ιδιοτήτων ολκιμότητας του δηλαδή της ιδιότητας παραμόρφωσης του στην μέγιστη αντοχή. Για την ίδια απώλεια μάζας, ο εγκιβωτισμένος χάλυβας στοιχείων οπλισμένου σκυροδέματος, παρουσίασε εντονότερη επιφανειακή βλάβη διάβρωσης έναντι του απλού (γυμνού) χάλυβα. Ο βαθμός δε της επερχόμενης βλάβης διάβρωσης, έχει ως συνέπεια, αναλόγου βαθμού επίδραση στα μηχανικά χαρακτηριστικά των δύο ομάδων δοκιμίων (γυμνών και εγκιβωτισμένων). Τα φαινόμενα διάβρωσης με χλωριόντα, έχουν σημαντική επίδραση στη μηχανική συμπεριφορά των διφασικών χαλύβων οπλισμού λόγω της αλληλεπίδρασης των εξωτερικών βελονισμών και των εσωτερικά ευρισκομένων εγκλεισμάτων (MnS και FeS, πόρων, οξειδίων). Τα χαρακτηριστικά των επιφανειών θραύσης του σιδηροοπλισμού κάτω από (ισχυρές) σεισμικές φορτίσεις, αναδεικνύουν φαινόμενα συνδυαστικής δράσης διαφόρων μηχανισμών βλάβης. Κατά την διάρκεια ισχυρών αξονικών ανακυκλήσεων (σεισμικά συμβάντα), οι περιοχές εγκλεισμάτων και σουλφιδίων εσωτερικά, ευνοούν την συνένωση και διάδοση ρωγμών. Παράλληλα, τα λυγισμικά φαινόμενα, επιταχύνουν την πρόωρη εξάντληση της ολκιμότητας του χάλυβα οπλισμού. Με βάση τα ανωτέρω καταδεικνύεται η ανάγκη καθιέρωσης «πυκνών» τεχνικών επιθεωρήσεων στις κατασκευές οπλισμένου σκυροδέματος. 65 358 354 Greek Language Books and Modern Greek Literature Books of primary school The aim of this paper is to be defined the content of poetry found in poetry primary school books. There have been studied values and their relation with the society, the school and the poetry. More specifically, there has been close scrutiny into the 1566/85 Law, the Cross Curriculum Framework (D.E.P.P.S.) and Record of Courses (A.P.S.), the New Curriculum Framework for Greek Language and Modern Greek Literature in primary school (Athens 2011), the Books of Greek Language and Modern Greek Literature of all grades of primary school and the teacher’s books for the same grades. The method that was used for the research process is Content Analysis. The final sorts of values that come to the surface are the following ones: cognitive, national, religious, ideological-political, social, environmental and cultural. The final result has showed that the social values prevail. Secondarily, the cognitive, the religious, the ideological-political, the environmental, the cultural and the national values dominate. Poetry bears a social content and can be understood only through society. It promotes the need for socializing and emphasizes that each personal achievement drives towards common advancement. However, some social conventions are to be revised while this also falls within the scope of the role of Literature and of the spiritual leaders. Poetry has, not only social, but also educational content. It offers new knowledge, which is used by people in their social life. In many times, poetry has a religious content. Life of Jesus, Christian customs and traditional rituals often refer to poetry. Furthermore, through poetry there are pursued the formation of critical thinking and optimistic attitude towards life, the respect and the acceptance of difference, the acquisition of environmental conscience, the acquaintance with Greek tradition and Greek culture and the love for the country. The final goal of this research is the reformation of the Curriculum Framework. A greater number of poems should be taught in schools. These should be related to society, which is instable. The teacher has an important role, because the Curriculum Framework is implemented by him. Furthermore, he will boost his pupils to love poetry. Σκοπός της διπλωματικής εργασίας είναι να προσδιοριστεί το περιεχόμενο της ποίησης στο Δημοτικό Σχολείο. Διερευνήθηκαν οι αξίες και η σχέση αυτών με την κοινωνία, το σχολείο και την ποίηση. Συγκεκριμένα, μελετήθηκαν ο Νόμος 1566/85, τα Δ.Ε.Π.Π.Σ. (Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών), τα Α.Π.Σ. (Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών), το Νέο Πρόγραμμα Σπουδών για τη Γλώσσα και τη Λογοτεχνία στο Δημοτικό Σχολείο (Αθήνα 2011), τα σχολικά βιβλία της Γλώσσας και τα Ανθολόγια Λογοτεχνικών Κειμένων όλων των τάξεων του Δημοτικού, καθώς και τα αντίστοιχα βιβλία δασκάλου. Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για την ερευνητική προσέγγιση είναι η Ανάλυση Περιεχομένου. Οι τελικές κατηγορίες αξιών που προέκυψαν είναι οι εξής: γνωστικές, εθνικές, θρησκευτικές, ιδεολογικές-πολιτικές, κοινωνικές, οικολογικές και πολιτισμικές. Το γενικό συμπέρασμα έδειξε ότι κυριαρχούν οι κοινωνικές αξίες. Στη συνέχεια ακολουθούν οι γνωστικές, οι θρησκευτικές, οι ιδεολογικές-πολιτικές αξίες, οι οικολογικές, οι πολιτισμικές και οι εθνικές αξίες. Το περιεχόμενο της ποίησης είναι κοινωνικό. Η ποίηση γίνεται κατανοητή μόνο μέσα στο κοινωνικό της πλαίσιο. Προβάλλει την ανάγκη κοινωνικοποίησης του ατόμου και τονίζει πως κάθε ατομική βελτίωση στόχο έχει τη συλλογική πρόοδο. Ωστόσο, κάποιες κοινωνικές συμβάσεις αναθεωρούνται και εδώ έγκειται ο ρόλος της λογοτεχνίας και του πνευματικού ανθρώπου. Η ποίηση, εκτός από κοινωνικό, έχει και διδακτικό χαρακτήρα. Προσφέρει νέες γνώσεις, οι οποίες χρησιμοποιούνται από τα άτομα στην κοινωνική τους ζωή. Πολλές φορές, η ποίηση έχει θρησκευτικό περιεχόμενο. Αναφέρεται σε στιγμές από τη ζωή του Χριστού, σε χριστιανικά ήθη και εθιμοτυπικές τελετουργίες. Με την ποίηση, ακόμη, επιδιώκεται η διαμόρφωση κριτικού πνεύματος και αισιόδοξης στάσης προς τη ζωή, ο σεβασμός του «άλλου» και η αποδοχή της διαφορετικότητας, η απόκτηση οικολογικής συνείδησης, η γνωριμία με τη λαϊκή παράδοση και τον ελληνικό πολιτισμό και η έκφραση αγάπης προς την πατρίδα. Τελικός στόχος είναι αναμόρφωση των Προγραμμάτων Σπουδών, η ενσωμάτωση δηλαδή περισσότερων ποιημάτων στα σχολικά εγχειρίδια και η προσαρμογή του περιεχομένου αυτών στην κοινωνική πραγματικότητα, η οποία χαρακτηρίζεται από ρευστότητα σε όλους τους τομείς. Ο ρόλος, βέβαια, του δασκάλου είναι καθοριστικός, καθώς είναι αυτός που θα εφαρμόσει τα Προγράμματα Σπουδών και θα κάνει τους μαθητές να αγαπήσουν την ποίηση και να την αναζητούν. Λέξεις-κλειδιά: Αξία, Νόμος 1566/85, Δ.Ε.Π.Π.Σ., Α.Π.Σ., Νέο Πρόγραμμα Σπουδών, σχολικά βιβλία Γλώσσας Δημοτικού, Ανθολόγια Λογοτεχνικών Κειμένων Δημοτικού. 66 258 256 The term pragmatism is derived from the Greek word thing and was first used by Charles Peirce, however, it was made famous by William James in 1898. Its function is to guide thought to the attainment of its purpose and meaning. It summarizes the following statement: "Consider what effects, that might conceivably have practical bearings, we conceive the object of our conception to have. Then, our conception of these effects is the whole of our conception of the object." The method of pragmatism attempts to interpret each concept in search of the consequences of particular practices. Similarly, in terms of his theory of truth, it is described in terms of whether an idea is useful because it is true or that it is true because it is useful. From this process pragmatism derives its general notion of truth as something connected to how one time of our experience can lead us to others. For representatives of pragmatism experience is fundamental and in this process education has a key role. Dewey, as a proponent of Progressive education, advocated a reshaped kind of educational experience that would provide the means for an effective and integrated impetus for life. This paper, utilizing the views of pragmatists in America, seeks to highlight the contribution and influence of the pragmatism movement to the development and shaping of an education that engages students in a new understanding of knowledge, aiming to create students - citizens who will develop initiatives, take an interest in lifelong learning and solve the problems that lie ahead of them. Ο όρος πραγματισμός (pragmatism) χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον Charles Sanders Peirce, ωστόσο, έγινε διάσημος από τον William James, το 1898. Η σημασία του συνίσταται στον καθορισμό της σκέψης προς την επίτευξη του σκοπού της και το νόημά του συνοψίζεται στην εξής δήλωση: «Εξετάστε τις πρακτικές συνέπειες του αντικειμένου της σύλληψή σας. Τότε η σύλληψη αυτών των αποτελεσμάτων αποτελεί την συνολική σύλληψή σας για το αντικείμενο». Η μέθοδος του πραγματισμού αποπειράται να ερμηνεύσει κάθε έννοια αναζητώντας τις ιδιαίτερες πρακτικές τις συνέπειες. Αντίστοιχα, όσον αφορά την πραγματιστική θεωρία για την αλήθεια, αυτή περιγράφεται με την άποψη ότι μια ιδέα είναι χρήσιμη επειδή είναι αληθής ή ότι είναι αληθής επειδή είναι χρήσιμη. Από αυτή τη διαδικασία, αντλεί ο πραγματισμός τη γενική έννοια του περί αλήθειας ως κάτι συνδεδεμένο με τον τρόπο με τον οποίο μια χρονική στιγμή της εμπειρίας μας μπορεί να μας οδηγήσει σε άλλες. Για τους εκπροσώπους του πραγματισμού η συγκρότηση της εμπειρίας είναι θεμελιώδης και στη διαδικασία αυτή η εκπαίδευση έχει πρωταρχικό ρόλο. Ο Dewey, ως υπέρμαχος της Προοδευτικής Εκπαίδευσης, υποστήριξε ένα αναμορφωμένο είδος εκπαιδευτικής εμπειρίας που θα παρέχει τα εφόδια για μια αποτελεσματική και ολοκληρωμένη ώθηση για ζωή. Η παρούσα εργασία, αξιοποιώντας τις απόψεις των εκπροσώπων του πραγματισμού, επιχειρεί να αναδείξει τη συμβολή και την επίδραση του κινήματος του πραγματισμού στην ανάπτυξη και τη διαμόρφωση της εκπαίδευσης, που εμπνέει στους μαθητές μια νέα αντίληψη για την εμπράγματη γνώση, στοχεύοντας μέσω αυτής να διαμορφώσει μαθητές-πολίτες που θα αναπτύσσουν κατάλληλες πρωτοβουλίες, θα ενδιαφέρονται για τη διά βίου μάθηση και θα επιλύουν αποτελεσματικά τα προβλήματα που ανακύπτουν. 67 92 86 Απομόνωση και ιδιότητες της ΑΤΡ διφωσφοϋδρολάσης από ανθρώπινο πλακούντα ATP DIPHOSPHOHYDROLASE (ATP - DPH) IS A MEMBRANE BOUND ENZYME WHICH HYDROLYZES ATP AND ADP TO AMP IN THE PRESENCE OF MG^2+ OR CA^2+. THE AIM OF THIS WORK WAS TO PURIFY AND STUDY THE PROPERTIES OF THIS ENZYME FROM HUMAN PLACENTA SO ASTO HELP IN UNDERSTANDING THE ROLE OF THIS ENZYME. THE PURIFICATION WAS ACHIEVED AFTER SOLUBILIZATION OF HUMAN PLACENTAL MEMBRANE FRACTION WITH TRITON X - 100 AND COLUMN CHROMATOGRAPHY (ANION EXCHANGE AND AFFINITY CHROMATOGRAPHY). THE PURIFIED ENZYME (MR=8.2 KD2) WAS FOUND TO BE HIGHLY GLYCOSYLATED AND LOCALIZED ON PLASMA MEMBRANE. Η ATP ΔΙΦΩΣΦΟΥΔΡΟΛΑΣΗ (ATP - DPH) ΕΙΝΑΙ ΜΕΜΒΡΑΝΙΚΟ ΕΝΖΥΜΟ ΠΟΥ ΥΔΡΟΛΥΕΙ ATP ΚΑΙ ADP ΠΡΟΣ AMP ΠΑΡΟΥΣΙΑ CA^2+ Η MG^2+. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΗΤΑΝ Η ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ ΚΑΙΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΕΝΖΥΜΟΥ ΑΥΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΛΑΚΟΥΝΤΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΒΟΗΘΗΘΕΙ Η ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΛΟΥ ΤΟΥ ΕΝΖΥΜΟΥ ΑΥΤΟΥ. Ο ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΣ ΕΠΙΤΕΥΧΘΗΚΕ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΜΕΜΒΡΑΝΩΝ ΠΛΑΚΟΥΝΤΑ ΜΕ TRITON X - 100, ΚΑΙ ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΝΙΟΝΙΚΗΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑΣ. ΤΟ ΑΠΟΜΟΝΩΜΕΝΟ ΕΝΖΥΜΟ (MR=82 KDA) ΒΡΕΘΗΚΕ ΓΛΥΚΟΖΥΛΙΩΜΕΝΟ, ΚΑΙ ΕΝΤΟΠΙΣΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΜΕΜΒΡΑΝΗ. 68 911 917 Cholinergic analog effects in adult rat hippocampal slices following generalized convulsions induced in vivo during development Χολινεργικές δράσεις στον ιππόκαμπο επίμυος μετά από προκλητούς σπασμούς κατά την ανάπτυξη an early-life status epilepticus occurrence may be linked to enhanced long-term seizure recurrence facilitation and cognitive impairment. in this study an in vivo model of sustained generalized seizures is applied to immature rats and the long-term cholinergic/muscarinic –a neuromodulatory system implicated both in seizure generation and physiological cognitive function- effects are evaluated in in vitro preparations of septal and temporal hippocampus –a structure associated both with the most common form generalized epilepsy, temporal lobe epilepsy, and crucial processes for memory and learning- under interictal-like epileptiform activity induction –since interictal spiking may be facilitating seizure generation and is linked to transient cognitive impairment- to account for the increased neuronal excitability or synchronization, resembling similar manifestations in humans. a total of 149 (using no more than 2 slices per animal) transverse septal or temporal hippocampal slices from adult sprague-dawley rats, normal (n=58) or pentylenetetrazole (ptz)-treated (n=41) (where a >20 min generalized convulsion had been provoked at postnatal day 20 by a 60-90mg/kg ptz i.p. injection) were perfused with acsf (i) with nominally 0-mg2+ or (ii) containing 50µm 4-aminopyridine (4-ap). ca3 area interictal like epileptiform discharges (ieds) were recorded extracellularly and their rates of occurrence were quantified in hz. in a subset of the temporal slices (n=17) the entorhinal cortex was preserved, and simultaneous recordings were made in the ca3a pyramidal field and the mecv-vi layers, during perfusion with the mg-free acsf. the rates of ied occurrence as well as the duration of the mec discharges were measured. results are presented as average ± s.d. all datasets were checked for normality compliance before performing statistical hypotheses tests. an initial comparison between slices of male and female rats showed no significant difference and these two subsets were subsequently used as a single pooled set. the septal slices displayed a lower baseline discharge rate in comparison to the temporal slices, in both media and in all subgroups, in accordance to previous literature findings (gilbert et al., 1985; papatheodoropoulos et al., 2005). perfusion with the anticholinesterase eserine (10µm) provoked an increase in discharge rates by 67% to 90% in n (temporal and septal) and ptz temporal slices and by 199% in ptz septal slices, in the mg-free acsf (n-t: 167±79% n=25, n-s:174±66% n=12, ptz-t:190±92% n=20, ptz-s:298±177% n=15), though similar increments in all groups in the 4-ap acsf (n-t: 237±158 n=15, n-s: 249±140% n=10 ,ptz-t: 261±198% n=9, ptz-s: 221±50% n=5). the effect of eserine was reversible by the muscarinic antagonist atropine (1µm). extrinsic stimulation with 1µm carbachol provoked greater increases but also more variable and with less decipherable between slice groups, possibly because of the smaller sample sizes (in mg-free, n-t: 302±258% n=7, n-s: 443±356% n=6, ptz-t: 244±146% n=6, ptz-s: 221±43% n=4, and in 4-ap, n-t: 257±102% n=8, n-s: 197±122 n=3, ptz-t: 258±81% n=6, ptz-s: 254±334 n=6). muscarinic antagonism by perfusion of 1µm atropine (perfused alone) induced a different pattern of frequency decreases between slice groups (in mg-free, n-t: 80±26% n=19, n-s: 86±31% n=6, ptz-t: 92±18% n=7, ptz-s: 75±18% n=4, and in 4-a-p, n-t: 35±36% n=5, n-s: 91±5% n=6, ptz-t: 67±32% n=5, ptz-s: 49±34% n=5), indicating a shift in baseline muscarinic contribution to the excitability in the 4-ap model in the ptz group, viewed as an increased effect in the septal slices vs. temporal ones instead of the enhanced response in temporal vs. septal slices from normal rats. a similar tendency may be present in the mg-free model but is less pronounced, perhaps due to the more limited frequency decrements. the experiment with the combined slices showed a distinct difference in mecv-vi discharge rate between normal (0.29±0.29hz, n=8) and ptz rat slices (0.42±0.29hz, n=6). the difference disappeared after cutting the schaffer collaterals in ca1 (in ptz slices a drop to 0.18±0.29hz occurred; no difference in normal rat slices 0.27±0.29hz). the ca3 discharge rate remained unaffected across cuts (0.65±0.29hz, n=8 with differences between cuts of a <0.03hz range, in normal rat slices, and 0.47±0.29hz, n=6 with differences between cuts of a <0.05hz range, in ptz rat slices). furthermore, cutting the sc caused a visible increase in the duration of ptz mec discharges vs. a less pronounced change in normal slices. the duration had a shorter and a longer duration component. the short duration component doubled from 446 to 823msec and the longer increased by 20% from 1022 to 1238msec in n slices. in ptz rat slices, the fast component increased by 50% from 446 to 665msec and the slower one by 25 percent from 918 to 1152msec. our results demonstrate that a generalized and sustained early-life seizure (as an equivalent to generalized convulsive se) enhances the response of the hippocampus to ach availability increases in generating epileptiform discharges. the effect is more specific to animals of epileptic history in a model of concurrent nmdar activation and more so in the septal hippocampus. this may indicate an increased probability of seizure generation or propagation -in individuals having suffered even no more than one single se event in childhood- under a variety of physiological or pathological conditions in which cholinergic/muscarinic neuromodulation and nmdar-mediated glutamatergic components are combined, and possibly explains certain aspects of long-term cognitive deficits. hippocampal output, also seems to be enhanced in the same conditions and after the early-life seizure, possibly leading to robust synchronization in adjacent cortical areas, converging to seizure spreading facilitation and partially substantiating the cognitive impairment outcome, at least in the case of interictal spiking (kleen et al., 2010). Eµφάνιση του status epilepticus σε νεαρή ηλικία µπορεί να συνδέεται µε µακροπρόθεσµη διευκόλυνση παραγωγής επιληπτικών κρίσεων. στην παρούσα µελέτη ένα in vivo µοντέλο παρατεταµένων γενικευµένων κρίσεων εφαρµόζεται σε ανώριµους αρουραίους και τα µακροπρόθεσµα χολινεργικά/µουσκαρινικά αποτελέσµατα –καθώς πρόκειται για ένα νευρορρυθµιστικό σύστηµα εµπλεκόµενο και στην παραγωγή κρίσεων και στη φυσιολογική γνωσιακή λειτουργία- αξιολογούνται σε in vitro παρασκεύασµα διαφραγµατικού και κροταφικού ιπποκάµπου –µιας δοµής που σχετίζεται µε τη συνηθέστερη µορφή γενικευµένης επιληψίας, την επιληψία κροταφικού λοβού, και που κατέχει σηµαντικό ρόλο στις διαδικασίες µνήµης και µάθησης- υπό την επαγωγή επιληπτοειδούς δραστηριότητας µεσοκρισικού τύπου –καθώς οι µεσοκρισικές εκφορτίσεις ενδέχεται να διευκολύνουν την παραγωγή επιληπτικών κρίσεων, και συνδέονται επίσης µε παροδικές γνωσιακές διαταραχές- ώστε να επιτύχουµε παρόµοιες συνθήκες αυξηµένου συγχρονισµού και διέγερσης µε αυτές που πραγµατοποιούνται σε ανάλογες συνθήκες στον άνθρωπο. 149 εγκάρσιες κροταφικές ή διαφραγµατικές τοµές ιπποκάµπου (µε µέγιστο όριο χρήσης 2 τοµών ανά πειραµατόζωο) παρασκευάστηκαν από ενήλικους (>2µηνών) αρουραίους sprague-dawley, φυσιολογικούς (n=58) ή που είχαν υποστεί µια παρατεταµένη (>20λεπτά) γενικευµένη κρίση µε 60-90mg/kg pentylenetetrazole (“ptz”) και διαβράχηκαν είτε µε τενυ άνευ µαγνησίου είτε µε τενυ µε 50µm 4-αµινοπυριδίνης. οι επιληπτοειδείς εκφορτίσεις µεσοκρισικού τύπου της περιοχής ca3 καταγράφηκαν εξωκυττάρια, και ο ρυθµός επανεµφάνισής τους µετρήθηκε ως συχνότητα (hz). σε µέρος των τοµών (n=17) διατηρήθηκε και ο µέσος ενδορρινικός φλοιός και πραγµατοποιήθηκαν ταυτόχρονες καταγραφές από την ca3a και τις στιβάδες v-vi του µέσου ενδορρινικού φλοιού (“mec v-vi”). η συχνότητα και η διάρκεια των εκφορτίσεων του ενδορρινικού φλοιού µετρήθηκαν. τα αποτελέσµατα παρουσιάζονται ως µέση τιµή ± τ.α.. όλα τα σύνολα δεδοµένων ελέγχθηκαν για τη συµµόρφωση προς την κανονικότητα πριν την πραγµατοποίηση στατιστικών ελέγχων υποθέσεων. μια αρχική σύγκριση των τοµών αρσενικών και θηλυκών δεν έδειξε σηµαντικές διαφορές, και τα δύο αυτά υποσύνολα στο εξής χρησιµοποιήθηκαν ως ένα ενιαίο σύνολο. οι διαφραγµατικές τοµές έδειξαν χαµηλότερη βασική συχνότητα εκφορτίσεων σε σύγκριση µε τις διαφραγµατικές, και στα δύο µέσα διαβροχής, και σε όλες τις οµάδες τοµών, σε συµφωνία µε προηγούµενα ευρήµατα στη βιβλιογραφία (gilbert et al., 1985; papatheodoropoulos et al., 2005). η διαβροχή µε την αντιχολινεστεράση εσερίνη (10µm) προκάλεσε αύξηση του ρυθµού εκφορτίσεων από 67 ως 90% σε τοµές φυσιολογικών ζώων (κροταφικές και διαφραγµατικές) και σε 199% σε κροταφικές τοµές ptz ζώων στο τενυ άνευ µαγνησίου (n-t: 167±79% n=25, n-s:174±66% n=12, ptz-t:190±92% n=20, ptz-s:298±177% n=15), αλλά παρεµφερείς αυξήσεις στο τενυ µε αµινοπυριδίνη (n-t: 237±158 n=15, n-s: 249±140% n=10 ,ptz-t: 261±198% n=9, ptz-s: 221±50% n=5).το αποτέλεσµα της εσερίνης ήταν αναστρέψιµο από την ατροπίνη (1µm). εξωγενής χολινεργική διέγερση από 1µm καρβαχόλης προκάλεσε µεγαλύτερες αυξήσεις αλλά και µε υψηλότερη µεταβλητότητα και λιγότερο σαφείς διαφορές µεταξύ των υπο-οµάδων, πιθανώς λόγῳ µικρών αριθµών δειγµάτων (σε τενυ άνευ mg2+, n-t: 302±258% n=7, n-s: 443±356% n=6, ptz-t: 244±146% n=6, ptz-s: 221±43% n=4,και σε τενυ µε 4-ap, n-t: 257±102% n=8, n-s: 197±122 n=3, ptz-t: 258±81% n=6, ptz-s: 254±334 n=6). ο µουσκαρινικός ανταγωνιστής ατροπίνη (1µm) επήγαγε ένα διαφορετικό πρότυπο µειώσεων της συχνότητας µεταξύ οµάδων τοµών (σε τενυ άνευ mg2+, n-t: 80±26% n=19, n-s: 86±31% n=6, ptz-t: 92±18% n=7, ptz-s: 75±18% n=4, σε τενυ µε 4-ap, n-t: 35±36% n=5, n-s: 91±5% n=6, ptz-t: 67±32% n=5, ptz-s: 49±34% n=5), υποδεικνύοντας µια µεταβολή στην συνεισφορά των µουσκαρινικών υποδοχέων στην βασική κατάσταση στο µοντέλο της αµινοπυριδίνης, στην οµάδα των τοµών ptz πειραµατοζώων, που εµφανίστηκε ως αυξηµένο αποτέλεσµα στις διαφραγµατικές τοµές έναντι των κροταφικών, αντί της ενισχυµένης απόκρισης στις κροταφικές έναντι των διαφραγµατικών τοµών φυσιολογικών πειραµατοζώων. μια παρόµοια τάση ίσως υπάρχει στο µοντέλο µε τενυ άνευ µαγνησίου αλλά είναι λιγότερο έντονο, πιθανώς λόγω των λιγότερο εκτεταµένων µειώσεων. το πείραµα µε τις συνδυασµένες τοµές έδειξε µια ευδιάκριτη διαφορά στον ρυθµό εκφορτίσεων των στιβάδων v-vi του µέσου ενδορρινικού φλοιού µεταξύ τοµών φυσιολογικών (0.29±0.29hz, n=8) και ptz πειραµατοζώων (0.42±0.29hz, n=6). η διαφορά αυτή µειώθηκε µετά την διακοπή των παραπλεύρων ινών schaffer στην περιοχή ca1 (στις τοµές των ptz πειραµατοζώων µειώθηκε η συχνότητα σε 0.18±0.29hz, χωρίς καµµία µεταβολή της συχνότητας των τοµών φυσιολογικών πειραµατοζώων). ο ρυθµός εκφορτίσεων της ca3 παρέµεινε ανεπηρέαστος από τις τοµές (0.65±0.29hz, n=8 µε εύρος διαφορών µεταξύ τοµών <0.03hz σε τοµές φυσιολογικών πειραµατοζώων, και 0.47±0.29hz, n=6 µε εύρος διαφορών µεταξύ τοµών <0.05hz σε τοµές ptz πειραµατοζώων). επιπλέον, η διακοπή των ινών schaffer προκάλεσε µια ορατή αύξηση της διάρκειας των εκφορτίσεων στον ενδορρινικό φλοιό των ptz πειραµατοζώων έναντι µικρότερης µεταβολής στις τοµές των φυσιολογικών. η διάρκεια των εκφορτίσεων είχε µια σύντοµη και µια πιο παρατεταµένη συνιστώσα. στις τοµές των φυσιολογικών πειραµατοζώων η σύντοµη συνιστώσα διπλασιάστηκε από 446 σε 823msec και η παρατεταµένη αυξήθηκε κατά 20% από 1022 σε 1238msec. στις τοµές των ptz πειραµατοζώων η σύντοµη συνιστώσα αυξήθηκε κατά 50% από 446 σε 665msec και η παρατεταµένη αυξήθηκε κατά 25% από 918 σε 1152msec. τα αποτελέσµατα δείχνουν ότι µια παρατεταµένη γενικευµένη κρίση κατά την ανάπτυξη (ως ανάλογο του γενικευµένου se µε σπασµούς) ενισχύει την απόκριση του ιπποκάµπου σε αυξήσεις της διαθέσιµης ακετυλοχολίνης προς την παραγωγή επιληπτοειδών εκφορτίσεων. το φαινόµενο είναι πιο αυξηµένο σε πειραµατόζωα επιληπτικού ιστορικού, µε ένα µοντέλο ταυτόχρονης ενεργοποίησης των υποδοχέων nmda, και σε µεγαλύτερο βαθµό στον διαφραγµατικό ιππόκαµπο. το εύρηµα αυτό µπορεί να δείχνει µια αυξηµένη πιθανότητα παραγωγής ή εξάπλωσης κρίσεων –σε άτοµα που έχουν υποστεί έστω ένα µοναδικό επεισόδιο se στην παιδική ηλικία- κάτω από ποικίλες συνθήκες συνδυασµένης χολινεργικής/µουσκαρινικής νευρορρύθµισης και γλουταµατεργικής nmdar µεσολαβούµενης διαβίβασης, και ενδεχοµένως κάποιες όψεις των µακροπρόθεσµων γνωσιακών δυσλειτουργιών. η έξοδος του ιπποκάµπου επίσης φαίνεται ενισχυµένη στις ίδιες συνθήκες και µετά από µια επιληπτική κρίση σε νεαρή ηλικία, πιθανώς οδηγώντας σε ισχυρότερο/σταθερότερο συγχρονισµό παρακείµενων φλοιικών περιοχών, συγκλίνοντας έτσι στην διευκόλυνση της εξάπλωσης επιληπτικών κρίσεων και µερικώς αιτιολογώντας το αποτέλεσµα της γνωσιακής διαταραχής, τουλάχιστον στην περίπτωση των µεσοκρισικών εκφορτίσεων (kleen et al., 2010). 69 305 312 The opening up of juvenile and probation officers service to intercultural education/communication Το άνοιγμα των υπηρεσιών ανηλίκων και κοινωνικής αρωγής προς τη διαπολιτισμική εκπαίδευση/επικοινωνία Today we are going through a new era characterized by cultural and ethnic heterogeneity. The multicultural composition of society and the concomitant principle of respect for diversity have also clearly been transferred to the field of justice, which is inextricably linked to the social environment in which it occurs. Demographic changes obviously have an impact on the justice system, which has an important role to play in creating the conditions for accepting and recognizing pluralism and diversity as basic traits of modern societies. Fulfilling this role requires adaptation of the justice system itself to the new socialization data that characterizes our time. At the same time, it requires, besides revising the legislative framework, the intercultural opening of its structures and the supply of staff working in its services with modern knowledge and skills that will enable it to implement the necessary strategies so that the work is produced to be effective. The survey was conducted from the beginning of May until November 2017, and all the Minority and Social Assistance Services in Greece participated. The purpose of this paper is to investigate the intercultural opening of the Minority and Probation Officers and to extend the Ministry of Justice to intercultural education / communication. A structured questionnaire in electronic form via Google was used to implement the survey, which was sent to all Probation officers via e-mail. The results of the survey showed that the Minority and Social Welfare Services are not intercultural in terms of organization, staff development, social networking and infrastructure. In addition, as regards the training of the Minority and Social Assistants both at the level of studies and at the level of training seminars (lifelong learning), there are many deficiencies in the management of interculturalism that make intercultural education necessary. Σήμερα διανύουμε μια εποχή, η οποία χαρακτηρίζεται από εθνοπολιτισμική ανομοιογένεια. Η πολυπολιτισμική σύνθεση της κοινωνίας και η συνακόλουθη αρχή του σεβασμού της διαφορετικότητας έχουν εμφανέστατα μεταφερθεί και στο χώρο της δικαιοσύνης, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο εφαρμόζεται ή λαμβάνει χώρα. Οι δημογραφικές αλλαγές έχουν προφανώς αντίκτυπο στο σύστημα δικαιοσύνης, το οποίο καλείται να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία προϋποθέσεων αποδοχής και αναγνώρισης του πλουραλισμού και της ετερότητας, ως βασικών γνωρισμάτων των σύγχρονων κοινωνιών. Η εκπλήρωση του ρόλου αυτού απαιτεί προσαρμογή του ίδιου του συστήματος δικαιοσύνης στα νέα δεδομένα κοινωνικοποίησης που χαρακτηρίζουν την εποχή μας. Απαιτεί ταυτόχρονα, πέρα από την αναθεώρηση του νομοθετικού πλαισίου, το διαπολιτισμικό άνοιγμα των δομών του και τον εφοδιασμό του προσωπικού που εργάζεται στις υπηρεσίες του με σύγχρονες γνώσεις και δεξιότητες, οι οποίες θα το καταστήσουν ικανό να εφαρμόζει τις απαραίτητες στρατηγικές, έτσι ώστε το έργο που παράγεται να είναι αποτελεσματικό. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από τις αρχές Μαΐου έως και τον Νοέμβριο του 2017 και σε αυτή συμμετείχαν όλες οι Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής στην Ελλάδα. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να διερευνήσει το διαπολιτισμικό άνοιγμα των Υπηρεσιών Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής και κατ΄επέκταση του Υπουργείου Δικαιοσύνης στην διαπολιτισμική εκπαίδευση και επικοινωνία. Για τη συλλογή των ερευνητικών δεδομένων χρησιμοποιήθηκε ερωτηματολόγιο, το οποίο απευθύνθηκε σε όλες τις Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής. Tα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι οι Υπηρεσίες Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής δεν είναι διαπολιτισμικά ανοιχτές σε ό,τι αφορά την οργάνωση, την ανάπτυξη του Προσωπικού, την κοινωνική δικτύωση και τις υποδομές. Επίσης σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση των Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής τόσο σε επίπεδο σπουδών όσο και σε επίπεδο επιμορφωτικών σεμιναρίων (δια βίου μάθησης) που σχετίζονται με θέματα διαχείρισης της διαπολιτισμικότητας, εντοπίζονται πολλές ελλείψεις που εγείρουν το θέμα της αναγκαιότητας διαπολιτισμικής κατάρτισης του προσωπικού. 70 1837 2056 Association of established and novel risk factors with cardiovascular disease in patients with dyslipidemia Συσχέτιση κλασικών και νεότερων παραγόντων κινδύνου με την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου σε ασθενείς με δυσλιπιδαιμία Introduction: Despite available therapies used for cardiovascular (CV) prevention and their increased prescription rates during the last decade, cardiovascular disease (CVD) remains the leading mortality cause worldwide. There are limited data regarding CV and metabolic risk in dyslipidemic patients treated in the setting of CV prevention. Aims: To study CVD incidence in dyslipidemic patients taking multifactorial CV therapy and identify potential factors for residual CV and metabolic risk. Methods: This was a retrospective study including consecutive adult patients with dyslipidemia who attended the Outpatient Lipid Clinic of the University Hospital of Ioannina in Greece for ≥3 years (from 1999 to 2015). A complete assessment of their clinical and laboratory profile was performed at baseline visit, after 6 months and most recent visit. Concomitant therapies were recorded, with a particular emphasis on lipid-lowering drugs. We depicted the incidence of atherosclerotic cardiovascular disease (ASCVD) and identified possible risk factors. We evaluated and compared prognostic values of tools estimating the risk of ASCVD and atrial fibrillation (AF). We also evaluated whether an association between lipid parameters and ventricular repolarization indices (QTc interval, the Tpe interval, and the Tpe/QT ratio) exists. We captured the rates of proposed lipid, blood pressure (BP) and glycemic target attainment, along with rate of eligibility for treatment with proprotein convertase subtilisin/kexin type 9 (PCSK9) inhibitors. We assessed the correlations (r2) of apolipoprotein B (apoB) with low-density lipoprotein cholesterol (LDL-C) and non-high-density lipoprotein cholesterol (non-HDL-C) according to the presence of high triglyceride (TG) levels, type 2 diabetes mellitus (T2DM) and metabolic syndrome (MetS). We recorded the rate of adverse effects related with lipid-lowering treatment and identified the corresponding risk factors. We assessed the overall effect of proton pump inhibitors (PPI) administration on LDL-C lowering and we investigated whether a statin escape phenomenon exists (as defined as an increase in low-density lipoprotein cholesterol (LDL-C) levels at the most recent visit by >10% compared with the value at 6 months following initiation of statin treatment). Also, we evaluated which factors were associated with incident chronic kidney disease (CKD) and hyponatremia in our study population. Results: A total of 1,334 subjects were included in the present study and followed-up for a median of 6 years (4-10). During follow-up, lipid-lowering therapy was prescribed to the majority of study participants (94%) with statins being the cornerstone therapy (91%), whereas 70% of those were on antihypertensive therapy. During 6-year follow-up, a total of 95 subjects (7%) were diagnosed with incident ASCVD (rate of ASCVD incidence: 10.4/1,000 patient-years). ASCVD incidence in our cohort was similar to that of a Hellenic cohort (ATTICA study) representative of the general population (10.4 vs 15.7/1,000 patient-years, respectively). T2DM (HR: 2.09, 95% CI: 1.18-3.70, p <0.001), previous ASCVD (HR: 2.04, 95% CI: 1.21-3.43, p <0.001), smoking (HR: 1.82, 95% CI: 1.17-2.84, p <0.001) and age (HR: 1.07, 95% CI: 1.04-1.09, p <0.001) were independent risk factors. ROC curve analysis indicated that CHADS2 and CHA2DS2-VASc scores have a strong predictive value for ASCVD (C-statistic: CHADS 0.592, p <0.01; CHA2DS2-VASc: 0.568, p <0.05). Nevertheless, they were not superior to SCORE and PCE risk score (C-statistic: 0.612, p <0.001 and 0.717, p <0.001, respectively). The correlation analysis (Spearman’s) failed to show any association between HDL-C or other lipid parameters and studied ECG parameters. Nevertheless, ROC curve analyses showed that both CHADS2 and CHA2DS2-VASc scores were significant predictors for new-onset AF (C-Statistic: CHADS2 0.679, p <0.001; CHA2DS2-VASc 0.698, p <0.001). After incorporating low HDL-C levels, both scores achieved slightly higher C-Statistic for AF prediction (0.690 and 0.707, respectively, p <0.001). According to the ESC/EAS 2019 guidelines, patients at very-high CV risk (n=391) exhibited the lowest rate of LDL-C target attainment compared with those at high (n=457), moderate (n=105) and low CV risk (n=47) (7 vs 12 vs 42 vs 70%, respectively, p <0.05) If subjects were on high-intensity statin plus ezetimibe, the corresponding rates would be 36, 47, 95 and 97% for the patients at very high, high, moderate and low CV risk, respectively. In case of additional treatment with PCSK9 inhibitors, the corresponding rates would be 69, 79, 100 and 100%, respectively. According to ACC/AHA 2018, 46% of patients with very high risk ASCVD and 31% of individuals with LDL-C ≥190 mg/dl both taking high-intensity statin therapy plus ezetimibe would be eligible for treatment with PCSK9 inhibitors. According to local Greek policy, the corresponding eligibility rate would be lower (22%) in patients with ASCVD, familial hypercholesterolemia (FH), DM with target organ damage or statin intolerance who were on maximally tolerated statin therapy with ezetimibe. Among elderly patients (≥65 years), LDL-C targets (ESC/EAS 2011), were attained by 27, 48 and 62% of those at very high, high and moderate risk, respectively. Of diabetic subjects, 71% had BP <140/85 mmHg, while 78% of non-diabetics had BP <140/90 mmHg. A higher proportion of non-diabetic individuals (86%) had BP <150/90 mmHg. Also, a higher proportion of diabetics had HbA1c <8% rather than <7% (88% and 47%, respectively). Of note, almost 1 out of 3 non-diabetic and 1 out of 10 diabetic individuals had achieved all 3 treatment targets. The correlations between apoB and LDL-C or non-HDL-C were similar for individuals with TGs <200 mg/dL. Although these correlations remained significant for individuals with high TG levels (≥200 mg/dL), the correlation factor was markedly decreased mostly in those with T2DM or MetS (r2=0.600, p <0.01, for the correlation between apoB and LDL-C; r2=0.604, p <0.01, for the correlation between apoB and non-HDL-C). In contrast, the corresponding correlations were stronger in non-diabetic/non-MetS dyslipidemic individuals (r2=0.710 and 0.714, respectively, p <0.01). The rates of liver ezymes and CK increase were 3% and 1%, whereas only 2% of study participants experienced myalgias. During follow-up ~12% of study participants developed T2DM. A higher risk of incident T2DM was observed in prediabetic individuals receiving high-intensity statin therapy compared with those on moderate-intensity (adjusted OR: 2.12, 95% CI: 1.06-4.24, p <0.05) and those not taking a statin (adjusted OR: 4.90, 95% CI: 1.16-20.66, p <0.05). The addition of ezetimibe to statin treatment did not increase the risk of incident T2DM in prediabetic individuals (adjusted OR: 0.89, 95% CI: 0.36-2.22, p >0.05). An additional analysis showed that among prediabetic subjects, atherogenic dyslipidemia increased T2DM risk (adjusted OR: 3.44, 95% CI: 1.31-9.04, p=0.01). The same was true for overweight/obese status (adjusted OR: 5.60, 95% CI: 2.19-14.30, p <0.01). There was no significant difference regarding T2DM risk between metabolically healthy non-obese (MHNO) and metabolically healthy obese (MHO) subjects (adjusted OR: 1.46, 95% CI: 0.76-2.82, p >0.05). Metabolically unhealthy obese (MUO) patients had greater T2DM risk than MHNO (adjusted OR: 7.87, 95% CI: 4.02-15.42, p <0.01), MHO (adjusted OR: 5.45, 95% CI: 2.47-12.04, p <0.01) and metabolically unhealthy non-obese (MUNO) subjects (adjusted OR: 2.68, 95% CI: 1.28-5.64, p <0.01). Subjects receiving statin + PPI had a higher LDL-C reduction by 6.4% compared with those taking a statin alone (fully adjusted p <0.01), whereas 31% of 181 eligible subjects exhibited the statin escape phenomenon. During follow-up (6 years; IQR:4-10), 11.9% of subjects developed CKD, whereas the median annual eGFR decline was 0.69 mL/min/1.73 m2 (IQR: 0.45-2.33). Multivariate analysis showed that baseline uric acid levels (HR: 1.26, 95% CI: 1.09-1.45, p=0.001), female sex (HR: 1.74, 95% CI: 1.14-2.65, p=0.01), age (HR: 1.10, 95% CI: 1.07-1.12, p <0.001), T2DM (HR: 1.67, 95% CI: 1.05-2.65, p <0.05), ASCVD (HR: 1.62, 95% CI: 1.02-2.58, p <0.05), decreased baseline renal function (eGFR <90 mL/min/1.73 m2) (HR: 2.38, 95% CI: 1.14-4.81, p <0.05) and LDL-C reduction (HR: 0.995, 95% CI: 0.991-0.998, p=0.01) were associated with incident CKD. High HDL-C levels were associated with risk of hyponatremia (adjusted HR: 1.02, 95% CI: 1.01-1.04, p <0.01). Conclusions: 1. We showed that CVD incidence in high risk dyslipidemic subjects intensively treated was similar to a Hellenic cohort at lower CV risk.2. We investigated which CV risk factors are associated with new ASCVD events in high risk patients intensively treated in the setting a tertiary lipid clinic. DM, history of previous ASCVD, smoking and age were independent factors for ASCVD risk in dyslipidemic subjects on multifactorial cardiovascular therapy. 3. We confirmed that CHADS2 and CHA2DS2-VASc scores exhibit a strong predictive value for incident ASCVD in dyslipidemic individuals without AF, without being superior to SCORE and PCE. 4. Although no association was found between HDL-C and ventricular repolarization indexes, our study was the first to show that CHADS2 and CHA2DS2-VASc scores predict incident AF among dyslipidemic patients, with modest further improvement of performance when low HDL-C levels are included. 5.Even in the setting of a lipid clinic, we confirmed previous data reporting that the majority of patients and especially those at high CV risk, such as those with ASCVD or FH, remain sub-optimally treated in everyday clinical practice. 6. We underlined the imperative need for combination therapies of most potent statins with ezetimibe ± PCSK9 inhibitors to achieve optimal LDL-C levels in clinical practice. In addition, we confirmed that a considerable proportion of patients with ASCVD or FH are eligibile for treatment with PCSK9 inhibitors. 7. We were the first to assess the correlations of apoB with LDL-C and non-HDL-C on the basis of the presense of MetS or DM in combination with TG stratification. In this setting, our study showed that apoB correlation with both LDL-C and non-HDL-C is reduced in individuals with high TG levels and mostly in those with DM or MetS. 8. We confirmed previous evidence arguing that rates of adverse effects caused by statin therapy are actually low in clinical practice, whereas a neutral effect, if not favorable, on renal function was noticed. 9. We underlined that high-intensity statin therapy is associated with a higher risk of incident DM in prediabetic individuals compared with previous results derived from randomized controlled trials. Moreover, we confirmed that ezetimibe has a neutral effect on glucose metabolism. 10. We were the first to demonstrate that atherogenic dyslipidemia increases T2DM risk in statin-treated patients, while its combination with IFG and overweight/obesity dramatically increases the diabetogenic impact of statin therapy. These results could help physicians tailor therapeutic strategies minimizing DM risk before initiating statin therapy. 11. We were the first to show that metabolically healthy obesity does not seem to significantly increase T2DM risk in statin-treated individuals in contrast to metabolically unhealthy non-obesity and especially metabolically unhealthy obesity. Thus, the risk of statin-associated new-onset T2DM may depend mainly on the metabolic rather than obesity status. 12. We confirmed limited evidence arguing for the existence of statin escape phenomenon in clinical practice, although its clinical significance remains uncertain. In this context, patients with larger than anticipated LDL-C reduction should be carefully monitored. 13. We were the first to show a potential interaction between PPIs and statins, that is chronic PPI use may be associated with a modest enhancement in LDL-C lowering efficacy of statins. 14. We confirmed that hyperuricemia increases CKD risk in dyslipidemic individuals treated with statins and reno-protective antihypertensive drugs. 15.We confirmed limited evidence arguing that high HDL-C levels are associated with hyponatremia in dyslipidemic individuals. Εισαγωγή: Παρά τις διαθέσιμες θεραπείες για την πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων και τα αυξημένα ποσοστά συνταγογράφησής τους την τελευταία 10ετία, η καρδιαγγειακή νόσος (ΚΑΝ) παραμένει η κύρια αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας παγκόσμια. Υπάρχουν λίγα δεδομένα σχετικά με τον καρδιαγγειακό και μεταβολικό κίνδυνο σε ασθενείς με δυσλιπιδαιμία που λαμβάνουν θεραπεία στα πλαίσια της καρδιαγγειακής πρόληψης. Σκοπός: Σκοπός μας ήταν να καταγράψουμε τη συχνότητα εμφάνισης ΚΑΝ σε ασθενείς με δυσλιπιδαιμία που λαμβάνουν πολυπαραγοντική θεραπεία και να προσδιορίσουμε τους πιθανούς παράγοντες για τον καρδιαγγειακό και μεταβολικό τους κίνδυνο. Μέθοδοι: Πρόκειται για μια αναδρομική μελέτη παρατήρησης, στην οποία συμμετείχαν διαδοχικοί ενήλικες ασθενείς με δυσλιπιδαιμία που παρακολουθήθηκαν για ≥3 χρόνια (από το 1999 έως το 2015) στο εξωτερικό ιατρείο Διαταραχών του Μεταβολισμού των Λιπιδίων και Παχυσαρκίας του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων. Πραγματοποιήσαμε μια πλήρη αξιολόγηση του κλινικού και εργαστηριακού τους προφίλ στην αρχική επίσκεψη, μετά από 6 μήνες και στην πιο πρόσφατη επίσκεψη. Επίσης, καταγράφηκε η θεραπεία τους, με ιδιαίτερη έμφαση στα υπολιπιδαιμικά φάρμακα. Καταγράψαμε την επίπτωση της ΚΑΝ και εντοπίσαμε τους παράγοντες που σχετίζονται σημαντικά με τον κίνδυνο εμφάνισης ΚΑΝ στους συμμετέχοντες της μελέτης. Διερευνήσαμε και συγκρίναμε την προγνωστική αξία των διαθέσιμων μοντέλων εκτίμησης καρδιαγγειακού κινδύνου σε άτομα χωρίς κολπική μαρμαρυγή (KM) στην αρχική επίσκεψη και αξιολογήσαμε αν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ των λιπιδαιμικών παραμέτρων και των δεικτών κοιλιακής επαναπόλωσης [διάστημα QTc, διάστημα T peak-to-end (Tpe) και αναλογία Tpe/QT]. Αξιολογήσαμε τα ποσοστά επίτευξης των προτεινόμενων στόχων της χοληστερόλης των χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (LDL-C), αρτηριακής πίεσης (ΑΠ) και γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c), καθώς επίσης και τα ποσοστά των ασθενών που ήταν υποψήφιοι για θεραπεία με αναστολείς της proprotein convertase subtilisin/kexin τύπου 9 (PCSK9). Αξιολογήσαμε τις συσχετίσεις (r2) της απολιποπρωτεΐνης Β (apoΒ) με την LDL και τη χοληστερόλη των μη-υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (non-HDL-C) σε ασθενείς με τύπου 2 σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ2) ή μεταβολικό σύνδρομο και σε εκείνους χωρίς ΣΔ2/μεταβολικό σύνδρομο ανάλογα με τα αρχικά επίπεδα των τριγλυκεριδίων (TGs) (< και >200 mg/dL). Επιπλέον, καταγράψαμε τα ποσοστά των ανεπιθύμητων ενεργειών που σχετίζονται με τις θεραπείες καρδιαγγειακής πρόληψης, με ιδιαίτερη έμφαση στην υπολιπιδαιμική αγωγή. Συγκρίναμε τη μείωση της LDL-C σε άτομα που λαμβάνουν στατίνη + αναστολείς αντλίας πρωτονίων (ΡΡΙ) με εκείνα στα οποία χορηγήθηκαν μόνο στατίνη και ερευνήσαμε εάν υπάρχει το φαινόμενο της διαφυγής της δράσης των στατινών στην κλινική πράξη (δηλαδή αύξηση των επιπέδων της LDL-C κατά την πιο πρόσφατη επίσκεψη κατά >10% συγκριτικά με την τιμή στους 6 μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας με στατίνη). Διερευνήσαμε τους παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση χρόνιας νεφρικής νόσου (ΧΝΝ) και υπονατριαιμίας στον πληθυσμό της μελέτης μας. Αποτελέσματα: Συνολικά 1,334 άτομα συμμετείχαν στην παρούσα μελέτη, τα οποία παρακολουθήθηκαν για 6 έτη (4-10 έτη). Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης συνταγογραφήθηκε υπολιπιδαιμική αγωγή στην πλειοψηφία των συμμετεχόντων στη μελέτη (94%), με τις στατίνες να αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της (91%), ενώ το 70% ελάμβανε αντιϋπερτασική θεραπεία. Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησής, 95 άτομα (7%) εμφάνισαν ΚΑΝ. Η επίπτωση της ΚΑΝ στη μελέτη μας ήταν παρόμοια με την αντίστοιχη μίας ελληνικής μελέτης (ΑΤΤΙΚΗ), αντιπροσωπευτικής του γενικού πληθυσμού (10.4 vs 15.7/1,000 ανθρωπο-έτη, αντίστοιχα). Το ιστορικό ΣΔ2 (HR: 2.09, 95% CI: 1.18-3.70, p <0.001), ΚΑΝ (HR: 2.04, 95% CI: 1.21-3.43, p <0.001) και καπνίσματος (HR: 1.82, 95% CI: 1.17-2.84, p <0.001), καθώς και η ηλικία (HR: 1.07, 95% CI: 1.4-1.9, p <0.001) αποτελούσαν ανεξάρτητους παράγοντες κινδύνου. H ROC curve ανάλυση έδειξε ότι οι δείκτες CHADS2 και CHA2DS2-VASc έχουν ισχυρή προγνωστική αξία για την εμφάνιση ΚΑΝ (C-statistic: CHADS2 0.592, p <0.01; CHA2DS2-VASc 0.568, p <0.05), η οποία ωστόσο δεν είναι ανώτερη σε σύγκριση με εκείνες των κλασικών εργαλείων εκτίμησης SCORE και PCE (C-statistic: 0.612, p <0.001 και 0.717, p <0.001, αντίστοιχα). Η ανάλυση Spearman's δεν έδειξε σημαντική συσχέτιση μεταξύ HDL-C ή άλλων λιπιδίων με τις ηλεκτροκαρδιογραφικές παραμέτρους που μελετήθηκαν. Οι αναλύσεις ROC curve έδειξαν ότι οι δείκτες CHADS2 και CHA2DS2-VASc είχαν ισχυρή προγνωστική αξία για την εμφάνιση νέας ΚΜ (C-statistic: CHADS2 0.679, p <0.001, CHA2DS2-VASc 0.698, p <0.001). Μετά την ενσωμάτωση των χαμηλών επιπέδων HDL-C βελτιώθηκε η προγνωστική αξία αυτών των δεικτών για την πρόβλεψη νέας KM (C-statistic 0.690 και 0.707, αντίστοιχα, p <0.001). Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες των ESC/EAS 2019, οι ασθενείς πολύ υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου (n=391) εμφάνισαν το χαμηλότερο ποσοστό επίτευξης της LDL-C σε σύγκριση με τους ασθενείς υψηλού (n=457), μέτριου (n=105) και χαμηλού καρδιαγγειακού κινδύνου (n=47) (7 vs 12 vs 42 vs 70%, αντίστοιχα, p <0.05). Αν τα άτομα αυτά ελάμβαναν στατίνη υψηλής αποτελεσματικότητας σε συνδυασμό με εζετιμίμπη, τα αντίστοιχα ποσοστά θα ήταν 36, 47, 95 και 97% για τους ασθενείς πολύ υψηλού, υψηλού, μέτριου και χαμηλού καρδιαγγειακού κινδύνου, αντίστοιχα. Σε περίπτωση επιπρόσθετης θεραπείας με αναστολείς της PCSK9, τα αντίστοιχα ποσοστά θα ήταν 69, 79, 100 και 100%, αντίστοιχα. Σύμφωνα με τις Αμερικανικές κατευθυντήριες οδηγίες των ACC/AHA 2018, το 46% των ασθενών με ΚΑΝ και το 31% των ατόμων με LDL-C ≥190 mg/dL που ελάμβαναν στατίνη υψηλής αποτελεσματικότητας και εζετιμίμπη θα ήταν υποψήφιοι για θεραπεία με αναστολείς της PCSK9. Σύμφωνα με το κείμενο ομοφωνίας Ελλήνων ειδικών αυτό το ποσοσό θα ήταν χαμηλότερο (22%) για τους ασθενείς που ελάμβαναν εντατική υπολιπιδαιμική θεραπεία και είχαν διαγνωσθεί με ΚΑΝ, ΣΔ2 με βλάβη οργάνου στόχου ή οικογενή υπερχοληστερολαιμία (FH) ή είχαν δυσανεξία στις στατίνες. Μεταξύ των ασθενών ηλικίας ≥65 ετών, τα ποσοστά επίτευξης των στόχων της LDL-C (ESC/EAS 2011) ήταν 27, 48 και 62% για τους ασθενείς πολύ υψηλού, υψηλού και μέτριου κινδύνου, αντίστοιχα. Από τους διαβητικούς ασθενείς, το 71% είχε ΑΠ <140/85 mmHg, ενώ το 78% των μη διαβητικών είχε ΑΠ <140/90 mmHg. Υψηλότερο ποσοστό των μη διαβητικών ατόμων ≥65 ετών (86%) είχε ΑΠ <150/90 mmHg. Επίσης, υψηλότερο ποσοστό διαβητικών ≥65 ετών είχε HbA1c <8% έναντι <7% (88% και 47%, αντίστοιχα). Σχεδόν 1 στους 3 μη διαβητικούς και 1 στους 10 διαβητικούς ασθενείς ≥65 ετών είχαν επιτύχει και τους 3 στόχους θεραπείας καρδιαγγειακής πρόληψης. Η συσχέτιση μεταξύ της apoB και της LDL-C ή non-HDL-C ήταν παρόμοια για τα άτομα που είχαν TGs <200 mg/dL. Αν και αυτές οι συσχετίσεις παρέμειναν σημαντικές για τα άτομα με υψηλά επίπεδα TGs (≥200 mg/dL), ο βαθμός συσχέτισης ήταν μειωμένος κυρίως στους ασθενείς με ΣΔ2 ή μεταβολικό σύνδρομο (r2=0.600, p <0.01 για τη συσχέτιση μεταξύ της ΑpοΒ και της LDL-C; r2=0.604, p <0.01 για τη συσχέτιση μεταξύ της ΑpοΒ και της non-HDL-C). Αντίθετα, οι αντίστοιχες συσχετίσεις ήταν ισχυρότερες στους μη διαβητικούς ασθενείς χωρίς μεταβολικό σύνδρομο (r2=0.710 και 0.714, αντίστοιχα, p <0.01). Τα ποσοστά αύξησης των τρανσαμινασών και της κρεατινικής κινάσης ήταν 3% και 1%, ενώ μόνο το 2% των συμμετεχόντων στη μελέτη παρουσίασε μυαλγίες. Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, ένα ποσοστό ~12% των συμμετεχόντων εμφάνισε νέο ΣΔ2. Παρατηρήθηκε υψηλότερος κίνδυνος εμφάνισης ΣΔ2 στα άτομα με προδιαβήτη που έλαβαν θεραπεία με στατίνες υψηλής αποτελεσματικότητας σε σύγκριση με όσους ελάμβαναν στατίνες μέτριας αποτελεσματικότητας (προσαρμοσμένος OR: 2.12, 95% CI: 1.06-4.24, p <0.05) και εκείνους που δεν έλαβαν στατίνη (προσαρμοσμένος OR: 4.90 , 95% CI: 1.16-20.66, p <0.05). Η προσθήκη εζετιμίμπης στη θεραπεία με στατίνη δεν αύξησε τον κίνδυνο εμφάνισης ΣΔ2 στα άτομα με προδιαβήτη (προσαρμοσμένος OR: 0.89, 95% CI: 0.36-2.22, p >0.05). Σε μια επιπρόσθετη ανάλυση μεταξύ των ατόμων με προδιαβήτη η αθηρογόνος δυσλιπιδαιμία (προσαρμοσμένος OR: 3.44, 95% CI: 1.31-9.04, p=0.01) και ο δείκτης μάζας σώματος >25 Kg/m2 (προσαρμοσμένος OR: 2.54, 95% CI: 1.14-5.66, p <0.05) συσχετίσθηκε με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ΣΔ2. Δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά αναφορικά με τον κίνδυνο εμφάνισης ΣΔ2 μεταξύ των μεταβολικά υγιών μη παχύσαρκων ατόμων (MHNO) και των μεταβολικά υγιών παχύσαρκων (ΜΗΟ) ατόμων (προσαρμοσμένος OR: 1.46, 95% CI: 0.76-2.82, p >0.05). Οι μεταβολικά μη υγιείς παχύσαρκοι (MUO) ασθενείς είχαν υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης ΣΔ2 από τους MHNO (προσαρμοσμένος OR: 7.87, 95% CI: 4.02-15.42, p <0.01), τους MHO (προσαρμοσμένος OR: 5.45, 95% CI: 2.47-12.04, p <0.01) και τους μεταβολικά μη υγιείς μη παχύσαρκους (MUNO) ασθενείς (προσαρμοσμένος OR: 2.68, 95% CI: 1.28-5.64, p <0.01). Τα άτομα που έλαβαν στατίνη + PPI είχαν υψηλότερη μείωση της LDL-C κατά 6.4% σε σύγκριση με εκείνα που έλαβαν μόνο στατίνη (p <0.01). Από τα 181 άτομα που συμμετείχαν στην ανάλυση, ένα ποσοστό 31% εμφάνισε το φαινόμενο της διαφυγής της δράσης των στατινών. Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης (6 έτη, IQR: 4-10), το 11.9% των ασθενών εμφάνισε ΧΝΝ, ενώ η μέση ετήσια μείωση του eGFR ήταν 0.69 mL/min/1.73 m2 (IQR: 0.45-2.33). Η πολυπαραγοντική ανάλυση έδειξε ότι τα αρχικά επίπεδα ουρικού οξέος (HR: 1.26, 95% CI: 1.09-1.45, p=0.001), το θήλυ φύλο (HR: 1.74, 95% CI: 1.14-2.65, p=0.01), η ηλικία (HR: 1.10, 95% CI: 1.07-1.12, p<0.001), o ΣΔ2 (HR: 1.67, 95% CI: 1.05-2.65, p<0.05), η ΚΑΝ (HR: 1.62, 95% CI: 1.02-2.58, p<0.05), η μειωμένη αρχική νεφρική λειτουργία (eGFR <90 mL/min/1.73 m2) (HR: 2.38, 95% CI: 1.14-4.81, p<0.05) και η μείωση της LDL-C (HR: 0.995, 95% CI: 0.991-0.998, p=0.01) συσχετίστηκαν με την εμφάνιση ΧΝΝ. Αφού συμπεριελήφθησαν οι παράγοντες που προδιαθέτουν για την εμφάνιση υπονατριαιμίας και εκείνοι που σχετίσθηκαν με την υπονατριαιμία στις μονοπαραγοντικές μας αναλύσεις, η πολυπαραγοντική ανάλυση έδειξε ότι τα υψηλά επίπεδα HDL-C συσχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης υπονατριαιμίας (προσαρμοσμένος HR: 1.02, 95% CI: 1.01-1.04, p<0.01).Συμπεράσματα: 1. Η παρούσα μελέτη έδειξε ότι η επίπτωση της ΚΑΝ δυσλιπιδαιμικών ασθενών υψηλού κινδύνου που ελάμβαναν εντατική αγωγή ήταν παρόμοια με την αντίστοιχη των ατόμων που συμμετείχαν σε μια ελληνική μελέτη (ΑΤΤΙΚΗ), αντιπροσωπευτική του γενικού πληθυσμού.2. Ο ΣΔ, το κάπνισμα, η ηλικία και το προηγούμενο ιστορικό ΚΑΝ αποτελούν ανεξάρτητους παράγοντες εμφάνισης ΚΑΝ σε δυσλιπιδαιμικούς ασθενείς που λαμβάνουν εντατική αγωγή στα πλαίσια της καρδιαγγειακής πρόληψης. 3. Επιβεβαιώθηκε ότι οι δείκτες CHADS2 και CHA2DS2-VASc εμφανίζουν ισχυρή προγνωστική αξία για την εμφάνιση ΚΑΝ σε δυσλιπιδαιμικά άτομα χωρίς ΚΜ, χωρίς ωστόσο να είναι ανώτεροι από τους κλασικούς δείκτες SCORE και PCE. 4. Παρά το γεγονός ότι δεν βρέθηκε συσχέτιση μεταξύ των δεικτών της κοιλιακής επαναπόλωσης με τις λιπιδαιμικές παραμέτρους, η μελέτη μας είναι η πρώτη που έδειξε ότι οι δείκτες CHADS2 και CHA2DS2-VASc προβλέπουν την εμφάνιση ΚΜ σε δυσλιπιδαιμικούς ασθενείς, με περαιτέρω μικρή βελτίωση της απόδοσής τους όταν λαμβάνονται υπόψη και τα χαμηλά επίπεδα της HDL-C. 5.Επιβεβαιώσαμε ότι ακόμη και σε ένα εξειδικευμένο ιατρείο, η πλειοψηφία των ασθενών και ιδιαίτερα εκείνων με υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο, όπως οι ασθενείς με ΚΑΝ ή FH, παραμένουν ανεπαρκώς θεραπευμένοι στην καθημερινή κλινική πρακτική. 6. Υπογραμμίσαμε την επιτακτική ανάγκη χορήγησης συνδυασμού ισχυρότερων στατινών με εζετιμίμπη με ή χωρίς αναστολείς της PCSK9 για την επίτευξη των βέλτιστων επιπέδων της LDL-C στην καθημερινή κλινική πρακτική και επιβεβαιώσαμε ότι ένα υψηλό ποσοστό ασθενών με ΚΑΝ ή FH είναι υποψήφιοι για αγωγή με PCSK9 αναστολείς. 7. Είμαστε οι πρώτοι που διερευνήσαμε τις συσχετίσεις της apoB με την LDL-C και non-HDL σε άτομα με ΣΔ2/μεταβολικό σύνδρομο ανάλογα με τα επίπεδα των TG και δείξαμε ότι μειώνονται εξίσου οι 2 συσχετίσεις στα άτομα με αυξημένα TG και κυρίως σε εκείνα με ΣΔ2/μεταβολικό σύνδρομο. 8. Επιβεβαιώσαμε τη βιβλιογραφία που υποστηρίζει ότι το ποσοστό των ανεπιθύμητων παρενεργειών από τη χορήγηση στατινών είναι χαμηλό στην κλινική πράξη. Επιπρόσθετα, φάνηκε ότι η πολυπαραγοντική θεραπεία έχει ουδέτερη, αν όχι προστατευτική επίδραση στην αναμενόμενη επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας με την πάροδο των ετών. 9. Επισημάναμε ότι η θεραπεία με στατίνη υψηλής αποτελεσματικότητας συσχετίζεται με υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης ΣΔ2 στα προδιαβητικά άτομα συγκριτικά με τα αντίστοιχα δεδομένα από τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες. Επιπρόσθετα, επιβεβαιώσαμε ότι η εζετιμίμπη έχει ουδέτερη επίδραση στην ομοιοστασία των υδατανθράκων. 10. Η παρούσα μελέτη έδειξε για πρώτη φορά ότι η αθηρογόνος δυσλιπιδαιμία αυξάνει τον κίνδυνο νεοεμφανιζόμενου ΣΔ2 σε ασθενείς που λαμβάνουν στατίνη, ενώ ο συνδυασμός της με τον προδιαβήτη και αυξημένο σωματικό βάρος αυξάνει δραματικά την διαβητογόνο επίδραση των στατινών. 11. Η παρούσα μελέτη είναι η πρώτη που έδειξε ότι η μεταβολικά υγιής παχυσαρκία δεν φαίνεται να αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης ΣΔ2 σε άτομα που λαμβάνουν στατίνη, σε αντίθεση με τη μεταβολικά μη υγιή μη παχυσαρκία και ιδιαίτερα τη μεταβολικά μη υγιή παχυσαρκία. Πιθανά η παρουσία μεταβολικών διαταραχών και όχι το βάρος καθεαυτό σχετίζονται με την εμφάνιση νέου ΣΔ2 σε ασθενείς που λαμβάνουν στατίνη. 12. Επιβεβαιώθηκαν τα λίγα δεδομένα για το φαινόμενο της διαφυγής της δράσης των στατινών, αν και η κλινική του σημασία παραμένει άγνωστη. Έτσι, ασθενείς με αρχικά μεγάλη μείωση της LDL-C αμέσως μετά την έναρξη της αγωγής πρέπει να ελέγχονται προσεκτικά για το ενδεχόμενο αυτό. 13.Επισημάνθηκε για πρώτη φορά η πιθανή αλληλεπίδραση μεταξύ των PPIs και των στατινών που οδηγεί στην ήπια ενίσχυση της υπολιπιδαιμικής δράσης. 14.Επιβεβαιώθηκε ότι η υπερουριχαιμία συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ΧΝΝ σε άτομα με δυσλιπιδαιμία που λαμβάνουν στατίνες και αντιϋπερτασικά φάρμακα.15. Η παρούσα μελέτη επιβεβαίωσε την περιορισμένη βιβλιογραφία που υποστηρίζει ότι τα υψηλά επίπεδα της HDL-C συσχετίζονται με την εμφάνιση υπονατριαιμίας σε ασθενείς με δυσλιπιδαιμία. 71 393 423 Standard methods for meta-analysis are limited to the case of comparing two interventions. In real life clinical practice, however, there are usually many alternative competing interventions that can be used to treat the same disease, while studies may contrast different sets of these interventions, thus forming a network of evidence. In such complicated cases of data availability pairwise meta-analyses cannot give a definite answer as to which intervention works best for the target condition. Network meta-analysis (NMA) is an extension of the standard, pairwise meta-analysis, and can be used to jointly analyze evidence regarding multiple interventions in order to produce clinically relevant estimates. In Chapter 2 of this dissertation we described an updated review of methods for NMA, which we performed in order to summarize the state-of-the-art in the field. Our scope was to provide a comprehensive account of the currently available methods, which can be used by researchers interested in assessing the quality of published NMAs, in applying NMA to answer new clinical questions, or in conducting further methodological research. The second aim of this dissertation was to advance the statistical methodology for jointly analyzing multiple correlated outcomes in NMA. In Chapter 3 we introduced a multiple outcomes network meta-analysis (MONMA) model which focused on the case of analyzing multiple dichotomous outcomes while accounting for the correlations between them. The model synthesizes information from randomized controlled trials augmented by external evidence, which can be obtained from expert clinicians. In Chapter 4 we presented two additional MONMA models. Both models can be used to synthesize multiple dichotomous, continuous, or time-to-event outcomes. In order to illustrate our methods, we applied all our MONMA models to a network of antimanic drugs, where 15 drugs and placebo were compared in terms of efficacy and acceptability. We found that our models provided more precise estimates for most treatment comparisons, for both outcomes. Βased on our findings we recommend researchers to consider both univariate and multivariate approaches when possible, to ascertain if clinical conclusions about the ranking of treatments for each outcome remain consistent under different model assumptions. As a final, concluding remark, we believe that the research presented in this dissertation is an important advancement in the field of NMA. We also think that our models constitute the best available method for the network meta-analysis of multiple correlated outcomes, and that their implementation is in practice straightforward. Οι κλασικές μέθοδοι μετά-ανάλυσης περιορίζονται στην περίπτωση της σύγκρισης δύο θεραπευτικών παρεμβάσεων. Στην κλινική πράξη, ωστόσο, υπάρχουν συνήθως πολλές εναλλακτικές παρεμβάσεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη θεραπεία της ίδιας νόσου. Σε τέτοιες τις περιπτώσεις, στις οποίες τα διαθέσιμα τεκμήρια σχηματίζουν ένα δίκτυο θεραπευτικών παρεμβάσεων, η συνηθισμένη μετά-ανάλυση δεν μπορεί να δώσει μια σαφή απάντηση ως προς το ποια παρέμβαση είναι προτιμότερη. Η μετά-ανάλυση δικτύου (ΜΑΔ) είναι μια επέκταση της κλασικής μετά-ανάλυσης, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αναλύσει από κοινού δεδομένα για πολλαπλές παρεμβάσεις, προερχόμενα από πολλές διαφορετικές κλινικές μελέτες, με σκοπό την παραγωγή κλινικά χρήσιμων εκτιμήσεων. Στο Κεφάλαιο 2 της παρούσας διατριβής περιγράψαμε μια συστηματική ανασκόπηση των μεθόδων για ΜΑΔ, η οποία πραγματοποιήθηκε με σκοπό να συνοψίσει τις σύγχρονες μεθόδους. Σκοπός μας ήταν να προσφέρουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα για την σύγχρονη μεθοδολογία της ΜΑΔ, συνοψίζοντας την υπάρχουσα τεχνογνωσία. Το προϊόν αυτής της ανασκόπησης μπορεί να φανεί χρήσιμο σε ερευνητές που ενδιαφέρονται για την αξιολόγηση της ποιότητας των δημοσιευμένων ΜΑΔ, για την εφαρμογή της ΜΑΔ στην απάντηση νέων κλινικών ερωτημάτων, ή και στη διεξαγωγή περαιτέρω μεθοδολογικής έρευνας σε μεθόδους για ΜΑΔ. Ο δεύτερος στόχος της παρούσας διατριβής ήταν η ανάπτυξη στατιστικής μεθοδολογίας για την από κοινού ανάλυση πολλαπλών συσχετισμένων εκβάσεων με ΜΑΔ. Στο Κεφάλαιο 3 εισαγάγαμε ένα μοντέλο το οποίο επικεντρώθηκε στην περίπτωση της ανάλυσης πολλαπλών διχότομων εκβάσεων το οποίο μοντελοποιεί τις συσχετίσεις ανάμεσά τους. Το μοντέλο συνθέτει πληροφορίες από τυχαιοποιημένες μελέτες, στις οποίες προστίθενται εξωτερικά δεδομένα που προέρχονται από εμπειρογνώμονες κλινικούς γιατρούς. Στο Κεφάλαιο 4 παρουσιάσαμε δύο επιπλέον μοντέλα πολλαπλών συσχετισμένων εκβάσεων με ΜΑΔ. Και τα δύο μοντέλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να συνθέσουν πολλαπλές διχότομες ή συνεχείς εκβάσεις, ή και εκβάσεις που καθορίζονται από τον χρόνο μέχρι να εμφανιστεί το υπό εξέταση συμβάν. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα πρακτικής εφαρμογής των μεθόδων μας εφαρμόσαμε όλα τα μοντέλα που παρουσιάστηκαν σε αυτήν την διατριβή σε ένα δίκτυο αντιμανιακών φαρμάκων. Σε αυτό το δίκτυο συγκρίνονται 15 φαρμακολογικές θεραπείες για την οξεία μανία καθώς και το εικονικό φάρμακο (placebo), ως προς την αποτελεσματικότητα (efficacy) και την δεκτικότητα (acceptability). Mε βάση τα ευρήματά της έρευνάς μας, συνιστούμε στους ερευνητές να χρησιμοποιούν όταν είναι δυνατόν και την μονοπαραγοντική και πολυπαραγοντική προσέγγιση, ώστε να διαπιστωθεί εάν τα κλινικά συμπεράσματα σχετικά με την κατάταξη των θεραπειών για κάθε έκβαση παραμένουν συνεπή κάτω από διαφορετικές επιλογές μοντέλου. Συμπερασματικά, πιστεύουμε ότι η έρευνα που παρουσιάστηκε στην παρούσα διατριβή είναι μια σημαντική εξέλιξη στον τομέα της ΜΑΔ. Πιστεύουμε επίσης ότι τα μοντέλα που παρουσιάστηκαν αποτελούν επί του παρόντος την καλύτερη διαθέσιμη μέθοδο για την μετα-ανάλυση δικτύου παρουσία πολλαπλών συσχετισμένων εκβάσεων. 72 386 392 Study of Cistus biodiversity in Greece and genotypes selection for active chemicals with biotechnological approaches Μελέτη της βιοποικιλότητας του Cistus στην Ελλάδα και επιλογή γονοτύπων για ενεργές χημικές ουσίες με βιοτεχνολογικές προσεγγίσεις From 128 genotypes of Cistus creticus, a native species of Greece, plant material was collected aiming at rooting of their cuttings, production of plants for establishing plant collection, genetic classification and determination of produced polyphenols and terpenes. The collection regions were Sisses of Rethymno (29 genotypes), Chalkidiki (28), Akrotiri (11), Manoliopoulo (5), Kandanos (21) and Floria (9) of Chania, Menidi of Aitoloakarnania (2), Analipsi of Ilia (5), Pieria Mountains (1), Volos (2), Tinos (7), Agrinio (4) and Chios (5). The outdoor plant collection was established in the fields of the Laboratory of Floriculture, in the Experimental Farm of the Aristotle University, containing three plants from each genotype for which their morphological traits were recorded with emphasis on flowering. The rooting of cuttings was studied (with the application of K-IBA) on shoots harvested from the plants of the native populations during the four seasons of the year. Then, the genetic analysis followed by using the molecular markers ISSRs. At the same time, chemical analysis of the young leaves of all genotypes was performed to determine the polyphenols using LC-MS/MS, and with GC-MS for terpenes detection. The results showed that the use of the rooting regulator K-IBA at concentrations of 2,000 and 4,000 ppm resulted in the highest rooting rates in Winter and Autumn. For ornamental use of C. creticus, the most suitable population was that of Tinos, as it produced the biggest number of flowers and had a long flowering duration. The use of molecular markers revealed that the populations of Sisses and Chalkidiki (C. creticus subsp. creticus) are not distinct from each other and are genetically close to most of the populations. For the clones of Kandanos, Tinos and Menidi, it is proposed to group them in the sub-species C. creticus subsp. eriocephalus (form much less glandular trichomes on their leaves). Regarding the polyphenols concentrations, it was found that the populations with highest yields were from Sisses, Menidi and Chalkidiki. Correspondingly, the highest values of terpenes were obtained from the population of Chalkidiki. Considering the chemical analyses, in combination with the morphlogical description, it results that for polyphenols production the proposed genotypes are S29, S26, S15 and S28, while for terpenes production the genotypes are C23, C12, C16, C26 and S4. Από 128 γονότυπους του Cistus creticus, είδος που αυτοφύεται στην Ελλάδα, συλλέχθηκε φυτικό υλικό με σκοπό τη ριζοβολία των μοσχευμάτων τους, την παραγωγή φυτών για δημιουργία συλλογής, τη γενετική ταξινόμησή τους και τον προσδιορισμό των παραγόμενων πολυφαινολών και τερπενίων. Οι περιοχές απόκτησης των γονοτύπων ήταν οι Σίσσες Ρέθυμνου (29 γονότυποι), η Χαλκιδική (28), το Ακρωτήρι (11), το Μανολιόπουλο (5), η Κάνδανος (21) και τα Φλώρια (9) από τα Χανιά, το Μενίδι Αιτωλοακαρνανίας (2), η Ανάληψη Ηλείας (5), τα Πιέρια Όρη (1), ο Βόλος (2), η Τήνος (7), το Αγρίνιο (4) και η Χίος (5). Η εγκατάσταση της υπαίθριας συλλογής έγινε σε γεωτεμάχιο του Εργ. Ανθοκομίας, στο Αγρόκτημα του ΑΠΘ και περιελάμβανε τρία φυτά από κάθε γονότυπο για τους οποίους καταγράφηκαν τα μορφολογικά τους χαρακτηριστικά με έμφαση σε εκείνα της άνθισης. Η ριζοβολία των μοσχευμάτων μελετήθηκε, με εφαρμογή του Κ-ΙΒΑ, στους βλαστούς που κόπηκαν από τα φυτά των αυτοφυών πληθυσμών στις τέσσερις εποχές του χρόνου. Ακολούθησε γενετική ανάλυση των 128 γονοτύπων με τους μοριακούς δείκτες ISSRs. Συγχρόνως, πραγματοποιήθηκε χημική ανάλυση των νεαρών φύλλων όλων των γονοτύπων για τον προσδιορισμό των πολυφαινολών με χρήση LC-MS/MS καθώς και με GC-MS για την ανίχνευση των τερπενίων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η χρήση του Κ-ΙΒΑ σε συγκέντρωση 2.000 και 4.000 ppm έδωσε τα υψηλότερα ποσοστά ριζοβολίας τον Χειμώνα και το Φθινόπωρο. Για χρήση του C. creticus στην κηποτεχνία, καταλληλότερος αποδείχτηκε ότι είναι ο πληθυσμός από την Τήνο, καθώς παρήγαγε τον μεγαλύτερο αριθμό ανθέων και είχε μεγάλη διάρκεια ανθοφορίας. Η γενετική ανάλυση έδειξε ότι οι πληθυσμοί από Σίσσες και Χαλκιδική (C. creticus subsp. creticus) δεν διαφέρουν διακριτά μεταξύ τους και βρίσκονται γενετικά κοντά με τους περισσότερους πληθυσμούς. Για τους γονότυπους από την Κάνδανο, την Τήνο και το Μενίδι προτείνεται η ομαδοποίησή τους στο υποείδος C. creticus subsp. eriocephalus (με πολύ λιγότερα αδενικά τριχώματα στα φύλλα τους). Όσον αφορά στις συγκεντρώσεις των πολυφαινολών, βρέθηκε ότι τις υψηλότερες αποδόσεις είχαν οι πληθυσμοί από τις Σίσσες, το Μενίδι, και τη Χαλκιδική. Αντίστοιχα, οι υψηλότερες τιμές των συνολικών τερπενίων προήρθαν από τον πληθυσμό της Χαλκιδικής. Λαμβάνοντας υπόψη τις χημικές αναλύσεις, σε συνδυασμό με τη μορφολογική περιγραφή, προκύπτει ότι για παραγωγή πολυφαινολών οι προτεινόμενοι γονότυποι είναι οι S29, S26, S15 και S28, ενώ για την παραγωγή τερπενίων είναι οι γονότυποι C23, C12, C16, C26 και S4. 73 149 118 n the present PhD thesis, we examine the effect of institutions on economic outcomes as well as thedeterminants of institutions from a different perspective than the literature has so far examined. First,we empirically examine the relationship between the political regime type on the current accountbalance. Our findings suggest that countries with higher levels of democracy experience higher current account deficits. Then, we examine both theoretically and empirically the effect of an established state religion on the development of fiscal institutions. What we find is that the existence of an official state religion leads to a lower level of fiscal capacity. Last but not least, we examine the effect of foreign aid on domestic conflict events. Our empirical findings suggest that foreign aid leads to an increase in these events that aim to overthrow the political regime and to a decrease in these ones that aim to overthrow the government. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή εξετάζεται η επίδραση των θεσμών στην οικονομία καθώς και οιπροσδιοριστικοί παράγοντες των θεσμών με μια διαφορετική σκοπιά από αυτήν που έχει παρουσιαστείμέχρι τώρα στη βιβλιογραφία. Αρχικά εξετάζεται εμπειρικά η σχέση μεταξύ πολιτικού καθεστώτος καιισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Φαίνεται ότι χώρες με υψηλότερο επίπεδο δημοκρατίαςαντιμετωπίζουν υψηλότερα ελλείμματα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Έπειτα, εξετάζεται τόσο σεθεωρητικό όσο και σε εμπειρικό επίπεδο η επίδραση της ύπαρξης επίσημα αναγνωρισμένης θρησκείαςστους δημοσιονομικούς θεσμούς. Αυτό που προκύπτει είναι ότι η ύπαρξη επίσημα αναγνωρισμένηςθρησκείας λειτουργεί σαν τροχοπέδη στην ανάπτυξη θεσμών. Τέλος, αναλύεται η επίδραση τηςεξωτερικής βοήθειας στις εγχώριες συγκρούσεις. Τα εμπειρικά αποτελέσματα δείχνουν ότι η εξωτερικήβοήθεια οδηγεί σε περισσότερες συγκρούσεις που αφορούν την κατάλυση του πολιτεύματος και σελιγότερες συγκρούσεις που στοχεύουν την κυβέρνηση. 74 15 11 Pseudomonas cepacia lipase localization in lecitihin and AOT w/o microemulsions. A fluorescence energy transfer study Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Σχολή Επιστημών και Τεχνολογιών. Τμήμα Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών 75 631 610 Education for the environment, sustainability and natural sciences, under the activity theory, at the Museum of Contemporary Art Th. Papagiannis Εκπαίδευση για το περιβάλλον, την αειφορία και τις φυσικές επιστήμες Modern pedagogical theories promote the opening of school to society and to typical or non-typical forms of education such as environmental education, or education in museums and art galleries, seeking harmonious cooperation of natural, humanities and social sciences. Museums are a typical example of the cultural and technological heritage that has the potential to help achieve the goals of sustainable development education, promoting the improvement of the levels of education, quality of life and lifelong learning for all, without discrimination. Within the framework of museum education, valuable sources of information for the design of educational programmes are the museum resources, which can be both the exhibits and the overall space of the museum and also the creator, whose ideas and philosophy supported the establishment of the museum. With appropriate educational tools and through the connection of educational museum programmes with real life, learning in the museum leads to the construction of meaning and knowledge for the world and reveals relationships of objects with the environment and the society that created them. The purpose of this paper is to construct an educational proposal for the design and creation of programmes of activities for the environment, sustainability and the natural sciences, in non-typical learning areas and areas of cultural heritage and art such as the museum. The purpose of the paper is to achieve through the recording of research findings on the polysemy of the museum space, its objects and materials, as well as the ideas and perceptions that have been imprinted on them and also through the relationships and interactions of all of the above with each other and with the learning community. The theoretical framework that guides and supports this study is the Cultural Historical Activity Theory (CHAT). The research part of the study focuses on examining the contribution of the educational programme designed for the Museum of Contemporary Art Th. Papagiannis, in the way students perceive, concepts related to sustainability issues and natural sciences such as the life cycle of materials, recycling, or reuse and save resources. The educational activity was implemented with elementary school students who visited the Museum of Contemporary Art Th. Papagiannis and unfolded as a game of discovery and interaction, during which the students, divided into groups, participated in activities and completed worksheets designed for the occasion. Through the activities of the program, students sought answers to questions about the physical properties of objects and materials of their origin, as well as the memories they carry. Through qualitative and quantitative analysis, the research questions that guided the present study are investigated. The main research tool was the questionnaires that were completed in two moments, before and after the implementation of the teaching intervention. The questionnaires, the worksheets of the program, the sketches of the students, the photos-snapshots of the programme as well as the field notes of the researcher constituted all the data of the research. All of the above were analyzed, comparatively, divided in thematic sections, in order to give answers to the aspects under investigation. Specifically, regarding the question concerning the motivation of learning, it seemed that for the specific student group they showed improvement after the educational teaching intervention in comparison to typical learning environments (Museum / natural environment). Regarding the research question on cognitive changes in the student group after the mediation of an educational programme in a non-typical learning environment (Museum / natural environment) it seemed that there are positive cognitive changes. Finally, it was shown that there are positive social, collective interactions and changes between students in the group of students (subjects of the activity) after the mediation of work in groups in non-formal education environments (Museum / natural environment). Οι σύγχρονες παιδαγωγικές θεωρίες προωθούν το άνοιγμα του σχολείου στην κοινωνία και σε μη τυπικές ή άτυπες μορφές εκπαίδευσης όπως η εκπαίδευση στο φυσικό περιβάλλον, ή η εκπαίδευση στα μουσεία και σε χώρους τέχνης, επιδιώκοντας αρμονική συνεργασία φυσικών, ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών. Τα μουσεία αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα πολιτιστικής και τεχνολογικής κληρονομιάς που έχουν τη δυνατότητα, να συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων της εκπαίδευσης για την αειφόρο ανάπτυξη, εκφράζοντας τις σύγχρονες παγκόσμιες προκλήσεις και προωθώντας τη βελτίωση των επιπέδων εκπαίδευσης, της ποιότητας ζωής και την δια βίου μάθηση για όλους χωρίς διακρίσεις. Στο πλαίσιο της μουσειακής εκπαίδευσης, πολύτιμες πηγές πληροφοριών για τον σχεδιασμό εκπαιδευτικών προγραμμάτων αποτελούν οι μουσειακοί πόροι, τόσο δηλαδή τα εκθέματα του μουσείου όσο και ο συνολικός χώρος αλλά και ο δημιουργός, στις ιδέες και τη φιλοσοφία του οποίου στηρίχτηκε η ίδρυση του μουσείου. Με κατάλληλα εκπαιδευτικά εργαλεία και μέσω της διασύνδεσης των εκπαιδευτικών μουσειακών προγραμμάτων με την πραγματική ζωή, η μάθηση στο μουσείο οδηγεί στη δόμηση νοήματος και γνώσης για τον κόσμο και αποκαλύπτει σχέσεις των αντικειμένων με το περιβάλλον και την κοινωνία που τα δημιούργησε. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η δόμηση εκπαιδευτικής πρότασης για σχεδιασμό και υλοποίηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων για το περιβάλλον, την αειφορία και τις φυσικές επιστήμες, σε χώρους μη τυπικής μάθησης και χώρους πολιτιστικής κληρονομιάς και τέχνης όπως είναι το Μουσείο. Ο σκοπός της εργασίας επιδιώκεται να επιτευχθεί μέσα από την καταγραφή ερευνητικών πορισμάτων και μέσα από την ανάδειξη της πολυσημίας τόσο του χώρου, των αντικειμένων και των υλικών τους, όσο και των ιδεών και των αντιλήψεων που έχουν αποτυπωθεί σε αυτά αλλά και επιπλέον μέσα από τη μελέτη των διαγραφόμενων σχέσεων και αλληλεπιδράσεων όλων των παραπάνω μεταξύ τους και με την κοινότητα μάθησης. Το θεωρητικό πλαίσιο που καθοδηγεί και στηρίζει την παρούσα μελέτη αποτελεί η κοινωνική πολιτιστική θεωρία της δραστηριότητας. Το ερευνητικό μέρος της μελέτης εστιάζει στην εξέταση της συμβολής εκπαιδευτικού προγράμματος που σχεδιάστηκε για το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θ. Παπαγιάννη, στον τρόπο που αντιλαμβάνονται οι μαθητές, έννοιες που αφορούν ζητήματα αειφορίας, περιβάλλοντος και φυσικών επιστημών όπως ο κύκλος ζωής των υλικών, η ανακύκλωση, η επαναχρησιμοποίηση και η εξοικονόμηση πόρων. Η εκπαιδευτική δράση υλοποιήθηκε με μαθητές δημοτικού οι οποίοι, επισκέφτηκαν το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θ. Παπαγιάννη κι εκτυλίχθηκε ως παιχνίδι ανακάλυψης κι αλληλεπίδρασης, κατά τη διάρκεια του οποίου, οι μαθητές, χωρισμένοι σε ομάδες, συμμετείχαν σε δραστηριότητες κι επιμέρους δράσεις και συμπλήρωσαν φύλλα εργασίας σχεδιασμένα για την περίσταση. Μέσω των δραστηριοτήτων του προγράμματος, οι μαθητές αναζήτησαν απαντήσεις σε ερωτήματα για τις φυσικές ιδιότητες των αντικειμένων και των υλικών προέλευσής τους, καθώς και τις μνήμες που αυτά φέρουν. Μέσα από ποιοτική και ποσοτική ανάλυση διερευνώνται τα ερευνητικά ερωτήματα που καθοδήγησαν την παρούσα μελέτη. Το κύριο ερευνητικό εργαλείο αποτέλεσαν ερωτηματολόγια που συμπληρώθηκαν σε δύο στιγμές, πριν και μετά την υλοποίηση της διδακτικής παρέμβασης. Τα ερωτηματολόγια, τα φύλλα εργασίας του προγράμματος, τα σκίτσα των μαθητών, οι φωτογραφίες-στιγμιότυπα του προγράμματος καθώς και οι σημειώσεις πεδίου της ερευνήτριας αποτέλεσαν το σύνολο των δεδομένων της έρευνας. Όλα τα παραπάνω αναλύθηκαν, συγκριτικά κατά θεματικές ενότητες προκειμένου να δοθούν απαντήσεις στις υπό διερεύνηση πτυχές. Συγκεκριμένα σχετικά με το ερώτημα που αφορούσε τα κίνητρα μάθησης, φάνηκε πως για τη συγκεκριμένη μαθητική ομάδα αυτά βελτιώνονται μέσω της εκπαιδευτικής διδακτικής παρέμβασης σε μη τυπικά περιβάλλοντα μάθησης όπως το μουσείο. Ως προς το ερευνητικό ερώτημα για τις γνωστικές μεταβολές στους μαθητές μετά τη διαμεσολάβηση ενός εκπαιδευτικού προγράμματος σε μη τυπικό περιβάλλον μάθησης (Μουσείο/φυσικό περιβάλλον), φάνηκε πως υπάρχουν θετικές γνωστικές μεταβολές. Τέλος, η έρευνα έδειξε πως υπάρχουν θετικές κοινωνικές, συλλογικές αλληλεπιδράσεις και μεταβολές μεταξύ των μελών της ομάδας των μαθητών (υποκείμενα της δραστηριότητας) μετά τη διαμεσολάβηση της εργασίας σε ομάδες σε περιβάλλοντα μη τυπικής εκπαίδευσης (Μουσείο/φυσικό περιβάλλον). 76 455 416 preschool children’s perceptions of parental warmth and parents’ perceptions of their children’s behavior αντιλήψεις παιδιών νηπιακής ηλικίας για τη γονεϊκή ζεστασιά και αντιλήψεις γονέων για την παιδική συμπεριφορά The aim of the present doctoral thesis is to study the behavioral and emotional problems and difficulties in preschool children, according to their parents’ opinions, and the parental acceptance and rejection, according to the children’s point of view, as well as their connection with the crisis in the family context (unemployment, divorce/separation, migration). The sample of the present research consists of 550 families. Specifically, the sample includes 550 preschool children (Μ=4.91 years), almost half of them boys (48.9%) and half of them girls (51.1%). Also, the sample includes 916 parents of the children, while most of them are mothers (57.3%), with mean of age 36.7 years, and the rest fathers (42.7%), with mean of age 40.43 years. Regarding the family crisis, the families with at least one unemployed parent consist the 25.3%, the families with divorced/separated parents consist the 12.9% and the families with a migrant parent who is absent for large periods of time consist the 11.5% of the sample. It total, the families without crisis consist the 50.4% of the sample and the families with crisis consist the 49.6% of the sample. The psychometric tools were (i) the Early Childhood Parental Acceptance-Rejection Questionnaire (ECPARQ) for the mother and the father, which was completed by the children and (ii) the Child Behavior Checklist (CBCL) for Ages 1½-5 years, which was completed by the parents. The main results reveal that: (a) the boys are assessed higher in some scales of behavioral problems, (b) the mothers are conceived as more warm and more hostile at the same time, (c) the children coming from families with crisis are assessed higher in the internalizing problems scales, (d) the parents coming from families with crisis are conceived as more indifferent and hostile, while the fathers are also conceived as less warm, (e) the children coming from families with divorce/separation have the highest percentages of being assessed to be in the clinical range of the CBCL scales, (f) in families with unemployment the mothers are conceived as more hostile, while in families with divorce/separation the fathers are conceived as more indifferent and hostile and as less warm, (g) the higher the maternal and paternal warmth is, the less are the scores of the children in the CBCL scales, while the higher the maternal and paternal indifference and hostility/rejection are, the higher are the scores of the children in the CBCL scales, (h) the children, who come from families with divorce/separation and in parallel are assessed to be in the clinical range of the CBCL scales, tend to conceive the lowest scores of maternal and paternal warmth and the highest scores of maternal and paternal indifference and hostility/rejection. Σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι να διερευνηθούν τα προβλήματα/δυσκολίες συμπεριφοράς και συναισθήματος του παιδιού νηπιακής ηλικίας, σύμφωνα με τις αντιλήψεις των γονέων, και η αντιλαμβανόμενη από το παιδί γονεϊκή αποδοχή και απόρριψη, αλλά και η σύνδεσή τους με την ύπαρξη ή μη οικογενειακής κρίσης (ανεργία, διαζύγιο/διάσταση, μετακίνηση). Το δείγμα αποτελείται από 550 οικογένειες, οπότε περιλαμβάνει 550 παιδιά νηπιακής ηλικίας (Μ=4,91 έτη), από τα οποία περίπου τα μισά είναι αγόρια (48,9%) και τα μισά κορίτσια (51,1%). Επίσης, περιλαμβάνει 916 γονείς, από τους οποίους οι περισσότερες είναι μητέρες (57,3%), με μέσο όρο ηλικίας 36,70 έτη, και οι υπόλοιπο πατέρες (42,7%), με μέσο όρο ηλικίας 40,43 έτη. Όσον αφορά την οικογενειακή κρίση, οι οικογένειες με ανεργία αποτελούν το 25,3%, οι οικογένειες με διαζύγιο/διάσταση γονέων αποτελούν το 12,9% και οι οικογένειες με μετακίνηση και απουσία του ενός γονέα για μεγάλα χρονικά διαστήματα αποτελούν το 11,5%. Στο σύνολο του δείγματος της παρούσας έρευνας, το 50,4% είναι οικογένειες χωρίς κρίση και το 49,6% οικογένειες με κρίση. Στα παιδιά χορηγήθηκε το Ερωτηματολόγιο Γονεϊκής Αποδοχής-Απόρριψης στην Προσχολική Ηλικία (ECPARQ) για τη μητέρα και τον πατέρα, ενώ στους γονείς χορηγήθηκε η Λίστα Ελέγχου Παιδικής Συμπεριφορές για ηλικίες 1½-5 ετών (ΛΕΠΣ). Τα ευρήματα της παρούσας διατριβής υποδεικνύουν ότι: (α) τα αγόρια εμφανίζουν υψηλότερες τιμές σε ορισμένες κλίμακες προβλημάτων συμπεριφοράς, (β) οι μητέρες γίνονται αντιληπτές ως περισσότερο στοργικές και παράλληλα περισσότερο εχθρικές, (γ) τα παιδιά που προέρχονται από οικογένειες με κρίση εμφανίζουν υψηλότερες τιμές σε εσωτερικευμένα προβλήματα συμπεριφοράς, (δ) οι γονείς που προέρχονται από οικογένειες με κρίση γίνονται αντιληπτοί ως περισσότερο αδιάφοροι και εχθρικοί, ενώ οι πατέρες και ως λιγότερο στοργικοί, (ε) τα παιδιά οικογενειών με διαζύγιο/διάσταση έχουν τα υψηλότερα ποσοστά κατάταξης στο κλινικό φάσμα των κλιμάκων συνδρόμων της ΛΕΠΣ, (στ) σε οικογένειες με ανεργία οι μητέρες γίνονται αντιληπτές ως περισσότερο εχθρικές, ενώ σε οικογένειες με διαζύγιο/διάσταση οι πατέρες γίνονται αντιληπτοί ως περισσότερο αδιάφοροι και εχθρικοί και λιγότερο στοργικοί, (ζ) όσο υψηλότερα επίπεδα μητρικής και πατρικής ζεστασιάς βιώνουν τα παιδιά, τόσο λιγότερο συχνά τείνουν να εκδηλώνουν δυσκολίες και προβλήματα συμπεριφοράς και συναισθήματος, ενώ όσο υψηλότερα επίπεδα μητρικής και πατρικής αδιαφορίας ή εχθρότητας/ απόρριψης βιώνουν τα παιδιά, τόσο πιο συχνά τείνουν να εκδηλώνουν δυσκολίες και προβλήματα συμπεριφοράς και συναισθήματος, (η) τα παιδιά που προέρχονται από οικογένειες με διαζύγιο/διάσταση και παράλληλα κατατάσσονται από τους γονείς στο κλινικό φάσμα των κλιμάκων συνδρόμων της ΛΕΠΣ τείνουν να βιώνουν τα χαμηλότερα επίπεδα μητρικής και πατρικής ζεστασιάς και τα υψηλότερα επίπεδα μητρικής και πατρικής αδιαφορίας και εχθρότητας/απόρριψης. 77 189 209 Teacher's views on project design and implementation in preschool education Απόψεις νηπιαγωγών για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση σχεδίων εργασίας στην προσχολική εκπαίδευση Project method is an experiential learning approach that focuses on the needs and interests of children. Through project themes and activities children have opportunities for active participation, initiative development and autonomy. At this point, teacher's role to motivate students, is important (Djoehaeni, Gustiana, Kurniawati & Setiasih, 2017. Li, 2012. Holm, 2011. Katz & Helm, 2002. Dejong, 1999. Frey, 1986). For this reason, research has been carried out to investigate teachers' views on the design and implementation of project approach. A quantitative research method was used and the data collection tool was an improvised questionnaire, based on the international literature. The survey was conducted in 2018 and the sample consisted of 100 early childhood teachers from 11 regions of Greece. The results showed that: (a) the majority of teachers apply project approach in kindergarden, (b) children participate in project design, (c) teachers adopt a positive attitude towards the didactic work, (d) students expand their potential escpecially in creativity field. Alongside, (e) the process of planning, organizing and implementing a project poses difficulties and exacerbates the teachers' need to be trained. Τα σχέδια εργασίας αποτελούν βιωματική προσέγγιση της μάθησης, η οποία επικεντρώνεται στις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα των μαθητών. Μέσα από τα θέματα και τις δραστηριότητες των project, τα παιδιά έχουν ευκαιρίες για ενεργητική συμμετοχή, ανάπτυξη πρωτοβουλίας και αυτονομίας. Σε αυτό το σημείο, ο ρόλος του παιδαγωγού που θα δημιουργήσει κίνητρα στους μαθητές, είναι σημαντικός (Djoehaeni, Gustiana, Kurniawati & Setiasih, 2017. Li, 2012. Holm, 2011. Katz & Helm, 2002. Dejong, 1999. Frey, 1986). Γι' αυτόν το λόγο, πραγματοποιήθηκε έρευνα με σκοπό να διερευνήσει τις απόψεις των νηπιαγωγών αναφορικά με τον σχεδιασμό και την υλοποίηση σχεδίων εργασίας. Χρησιμοποιήθηκε η ποσοτική μέθοδος έρευνας και το εργαλείο συλλογής δεδομένων ήταν ένα αυτοσχέδιο ερωτηματολόγιο, το οποίο βασίστηκε στη διεθνή βιβλιογραφία. Η έρευνα διεξήχθη το έτος 2018 και το δείγμα αποτέλεσαν 100 νηπιαγωγοί από 11 περιφέρειες της Ελλάδας. Από τα αποτελέσματα προέκυψε ότι: (α) η πλειοψηφία των νηπιαγωγών εφαρμόζει τη μέθοδο project στην τάξη, (β) οι μαθητές συμμετέχουν στον σχεδιασμό της έρευνας, (γ) οι νηπιαγωγοί υιοθετούν θετική στάση απέναντι στο διδακτικό έργο, (δ) οι μαθητές αναπτύσσονται ολόπλευρα και ειδικά στον τομέα της δημιουργικότητας. Παράλληλα, (ε) η διαδικασία σχεδιασμού, οργάνωσης και υλοποίησης project ενέχει δυσκολίες και επιτείνει την ανάγκη των εκπαιδευτικών για επιμόρφωση. 78 311 310 Τhe role of external representations in mathematical αbstraction activities for primary school students Ο ρόλος των εξωτερικών αναπαραστάσεων σε δραστηρίοτητες μαθηματικής αφαίρεσης για μαθητές του δημοτικού σχολείου Mathematical abstraction is one of the most significant mental procedures in mathematical education and research on the field proves its accessibility even by young children. At the same time, understanding of Mathematics is rigidly connected to representations of mathematical objects and concepts, either in the form of internal mental constructs (internal representations), or in the form of external representations (pictures, symbols, manipulatives, language, etc).The aim of this thesis was the construction of mathematical abstraction activities with external representations, characterized by perceptual variability, embodiment of concepts in multiple representations, dynamic linking, gradual movement from pictorial to symbolic representations and availability for active involvement of students in the usage of representations, so that we can study the role of these characteristics in the construction of mathematical abstractions by Primary Education students. Three 4th grade students were involved in a pre-algebraic activity and three 6th grade students in a geometrical one, both designed in the software “Geogebra”. The qualitative analysis of the videotaped and the students’ work sheets data, shows that the activities successfully supported medium and high performance students in the construction of mathematical abstractions. Perceptual variability was important only for the geometrical activity, multiple embodiment for both and the procedure of mathematical abstraction construction was persistent, in general terms, with Bruner’s theory (concrete- pictorial - abstract representations). We were not able to reach final deductions about the role of dynamic linking and the availability for active involvement of students in the usage of representations. More research is required for the study of each characteristic separately and in combination with social factors, such as the roles of students and the teacher in social interactions in the group or class context. We are, also, interested in supporting the mathematical abstract thought of low achievers in Mathematics through especially designed external representations. Η μαθηματική αφαιρετική σκέψη αποτελεί μία από τις σημαντικότερες νοητικές λειτουργίες στο πλαίσιο της μαθηματικής εκπαίδευσης ενώ αρκετές έρευνες έχουν αποδείξει ότι είναι προσβάσιμη ήδη από τη μικρή σχολική ηλικία. Παράλληλα, η κατανόηση των Μαθηματικών συνδέεται άρρηκτα με τις αναπαραστάσεις των μαθηματικών αντικειμένων και εννοιών, είτε τις με τη μορφή εσωτερικών νοητικών δομών (εσωτερικές αναπαραστάσεις) είτε με τη μορφή εξωτερικών αναπαραστάσεων (εικόνες, σύμβολα, χειραπτικά αντικείμενα, γλώσσα κ.α.). Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η κατασκευή δραστηριοτήτων μαθηματικής αφαίρεσης με εξωτερικές αναπαραστάσεις που χαρακτηρίζονται από αντιληπτική μεταβλητότητα, ενσωμάτωση εννοιών σε πολλαπλές αναπαραστάσεις, δυναμική διασύνδεση, σταδιακή μετάβαση από τις εικονικές στις συμβολικές αναπαραστάσεις και δυνατότητα για ενεργό εμπλοκή των μαθητών στον χειρισμό των αναπαραστάσεων, ώστε να μελετηθεί ο ρόλος των χαρακτηριστικών αυτών στην οικοδόμηση μαθηματικών αφαιρέσεων από μαθητές Δημοτικού. Τρεις μαθητές της Δ’ τάξης ασχολήθηκαν με μία προ-αλγεβρική δραστηριότητα και ισάριθμοί μαθητές της ΣΤ’ τάξης με μία γεωμετρική, σχεδιασμένες στο λογισμικό “Geogebra”. Από την ποιοτική ανάλυση της βιντεοσκόπησης και των φύλλων εργασίας των μαθητών, προέκυψε ότι οι δραστηριότητες υποστήριξαν αποτελεσματικά μαθητές με μέτρια ή υψηλή επίδοση να οικοδομήσουν μαθηματικές αφαιρέσεις. Η αντιληπτική μεταβλητότητα ήταν σημαντική μόνο για τη γεωμετρική δραστηριότητα, η πολλαπλή ενσωμάτωση και στις δύο ενώ η διαδικασία οικοδόμησης της μαθηματικής αφαίρεσης ακολούθησε σε γενικές γραμμές τη θεωρία του Bruner (εμπράγματες  εικονικές  συμβολικές αναπαραστάσεις). Από την έρευνα δεν κατέστη δυνατή η εξαγωγή συμπερασμάτων για τον ρόλο της δυναμικής διασύνδεσης και της ενεργού εμπλοκής των μαθητών στον χειρισμό των αναπαραστάσεων. Περαιτέρω έρευνα απαιτείται για τη μελέτη κάθε χαρακτηριστικού ξεχωριστά αλλά και σε συνδυασμό με κοινωνικούς παράγοντες, όπως οι ρόλοι των μαθητών και του εκπαιδευτικού στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις στο πλαίσιο της ομάδας ή της τάξης. Επίσης, ερευνητικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η υποστήριξη της μαθηματικής αφαιρετικής σκέψης μαθητών με χαμηλή επίδοση στα Μαθηματικά με τη βοήθεια κατάλληλα σχεδιασμένων εξωτερικών αναπαραστάσεων. 79 271 283 The evaluation of the process of a psycho-educational program on anger management and the strengthening of social skills of primary school students. Η αξιολόγηση της διαδικασίας ενός ψυχοεκπαιδευτικού προγράμματος για τη διαχείριση του θυμού και την ενίσχυση των κοινωνικών δεξιοτήτων σε μαθητές δημοτικού σχολείου The present study concerns the evaluation of the group processes of a psycho-educational programme consisting of eight meetings on anger management, and the strengthening of social skills of primary school students. The sample was represented by 56 students of B and C class, who attended two schools: in Ioannina andThesprotia respectively. The process variables studied were the understanding of the relationship with the coordinator and the therapeutic alliance. The participants completedthe Relationship Inventory of Barrett-Lennard, which assesses the understanding of coordinator attitudes (level of regard, empathy, unconditionality, congruence), twice: after the second meeting and after the eighth meeting respectively. Simultaneously, they completed the Psychoeducational Group Alliance Scale for Children (Brouzos, Vassilopoulos, Baourda, under review), at the end of each session: a scale that assesses the therapeutic alliance between the group-members and the coordinator.Results showed that the members’ understanding of their relationship with the coordinator increased significantly on all subscales of attitudes (level of regard, empathy, unconditionality, congruence) through the programme. The same stands for the therapeutic alliance as well, recording a statistically important increase. In addition, correlation analysis showed that there is a correlation between understanding of the relationship with the coordinator and the therapeutic alliance only at the beginning of the programme, whereas the correlations between the four subscales of understanding the relationship with the coordinator appeared both at the beginning and at the end of it. Last but not least, what is worth-mentioning is that these two process variables are related to the effectiveness of the programme. Η παρούσα εργασία αφορά στην αξιολόγηση των ομαδικών διαδικασιών ενός ψυχοεκπαιδευτικού προγράμματος οκτώ συναντήσεων για τη διαχείριση του θυμού και την ενίσχυση των κοινωνικών δεξιοτήτων σε μαθητές δημοτικού σχολείου. Το δείγμα αποτέλεσαν 56 μαθητές της Β’ Δημοτικού και της Γ’, που φοιτούσαν σε ένα σχολείο των Ιωάννινων και σε ένα σχολείο της Θεσπρωτίας αντίστοιχα. Οι μεταβλητές διαδικασίας που μελετήθηκαν ήταν η αντίληψη της σχέσης με τη συντονίστρια και η θεραπευτική συμμαχία. Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν δύο φορές - μετά τη δεύτερη συνάντηση και μετά την όγδοη - τοΕρωτηματολόγιο Σχέσεων (RelationshipInventory˙ Barrett-Lennard, 1978), το οποίο μετρά τις αντιλήψεις για τις στάσεις του συντονιστή μιας ψυχοεκπαιδευτικής ομάδας (αναγνώριση, ενσυναίσθηση, απουσία όρων, συνέπεια). Παράλληλα, συμπλήρωσαν την Κλίμακα Συμμαχίας Ψυχοεκπαιδευτικών Ομάδων για παιδιά (PsychoeducationalGroupAllianceScale for Children˙ Brouzos, Vassilopoulos, Baourda, underreview), στο τέλος κάθε συνάντησης, η οποία μετράει τη θεραπευτική συμμαχία μεταξύ των παιδιών-μελών της ομάδας και του συντονιστή.Τα αποτελέσματα έδειξαν πως η αντίληψη των μελών για τη σχέση τους με τη συντονίστρια βελτιώθηκε σημαντικά σε όλες τις υποκλίμακες (αναγνώριση, ενσυναίσθηση, απουσία όρων, συνέπεια) κατά τη διάρκεια του προγράμματος. Επιπλέον, παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση της θεραπευτικής συμμαχίας κατά τη διάρκεια του προγράμματος. Παράλληλα, οι αναλύσεις συσχέτισης των μεταβλητών διαδικασίας, έδειξαν ότι υπάρχει συσχέτιση θεραπευτικής συμμαχίας και αντίληψης της σχέσης με τη συντονίστρια μόνο στην έναρξη του προγράμματος, ενώ οι συσχετίσεις μεταξύ των μεταβλητών για την αντίληψη της σχέσης με τη συντονίστρια εμφανίστηκαν τόσο κατά την έναρξη, όσο και κατά τη λήξη του προγράμματος. Τέλος, οι συσχετίσεις μεταβλητών διαδικασίας-αποτελέσματος φανέρωσαν ότι η θεραπευτική συμμαχία αλλά και η αντίληψη της σχέσης με τη συντονίστρια συσχετίζονται με την αποτελεσματικότητα του προγράμματος. 80 167 176 Organometallic complexes of Pd with substituted 1,10-phenanthrolines Οργανομεταλλικά σύμπλοκα του Pd με υποκατεστημένες 1,10-φαινανθρολίνες This study describes the synthesis and characterization of mixed cyclic organometallated complexes of palladium(II) with 2-phenylpyridine and substituted 1,10-phenanthrolines. These complexes were studied using analytical methods such as mass spectrometry and conductivity as well as various spectroscopic techniques such as mass spectrometry, X-ray monocrystal diffraction and nuclear magnetic resonance spectroscopy. The synthesized complexes had coordination number four and square planar geometry and five (pseudo-coordinated) and square pyramidal geometry as well as two bimetallic complexes mono chloro bridged. From the above studies it was found that the nature of the second substituent can determine the geometry of the complex. The complexes with the substituted phenanthrolines at positions 2 and 9 were found to be pseudo-pentacoordinated while the complexes with the unsubstituted ones at positions 2 and 9 were found to be four-coordinated. Finally, the structure of these complexes in solution was studied and it was found that in all cases the geometry found by crystallographic methods is also preserved in solution. Η παρούσα διατριβή πραγματεύεται τη σύνθεση και το χαρακτηρισμό μεικτών κυκλικών οργανομεταλλικών συμπλόκων του παλλαδίου (II) με υποκαταστάτες 2-φαινυλπυριδίνη και υποκατεστημένες 1,10-φαινανθρολίνες. Τα σύμπλοκα αυτά μελετήθηκαν με χρήση αναλυτικών μεθόδων, όπως η φασματομετρία μάζας και η αγωγιμομετρία, καθώς και με διάφορες φασματοσκοπικές τεχνικές, όπως η φασματομετρία μάζας , η περίθλαση ακτίνων-Χ μονοκρυστάλλου και η φασματοσκοπία πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού. Τα σύμπλοκα που συντέθηκαν είχαν αριθμό ένταξης τέσσερα με γεωμετρία επίπεδη τετραγωνική και αριθμό ένταξης πέντε (ψευδο-πενταϋποκατεστημένα) με γεωμετρία τετραγωνική πυραμιδική, καθώς επίσης και δύο διμεταλλικά σύμπλοκα με γέφυρα ενός ατόμου χλωρίου. Από τις παραπάνω μελέτες προέκυψε ότι η φύση του δεύτερου υποκαταστάτη είναι αυτή που θα καθορίσει και τη γεωμετρία του συμπλόκου, καθώς τα σύμπλοκα με τις υποκατεστημένες φαινανθρολίνες στις θέσεις 2 και 9 βρέθηκε να είναι σύμπλοκα ψευδο-πενταϋποκατεστημένα ενώ με τις μη υποκατεστημένες στις ίδιες θέσεις φαινανθρολίνες βρέθηκε να είναι τετραϋποκατεστημένα σύμπλοκα. Τέλος, μελετήθηκε η δομή των συμπλόκων αυτών σε διάλυμα και διαπιστώθηκε πως σε όλες τις περιπτώσεις η γεωμετρία που βρέθηκε με κρυσταλλογραφικές μεθόδους διατηρείται και σε διάλυμα. 81 264 259 Μελέτη της υπολειμματικότητας των παρασιτοκτόνων στο γάλα και τα τυριά της Ελλάδας και της συμπεριφοράς των εντομοκτόνων Lindane και Methyl Parathion κατά την παραγωγή, ωρίμανση και συντήρηση του τυριού φέτα THE DEGREE OF CONTAMINATION OF COW'S MILK AND CHEESES BY 17 PESTICIDES, PRODUCED IN DIFFERENT DISTRICTS OF GREECE (DURING THE YEARS 1991-92) HAS BEEN INVESTIGATED. THE DISTRIBUTION AND THE FATE OF THE PESTICIDE RESIDUES LINDANE ANDMETHYL PARATHION IN CHEESE MAKING PRODUCTS DURING THE PREPARATION OF FETA CHEESE, HAVE ALSO BEEN STUDIED. IN ADDITION, THE BINDING OF M. PARATHION TO THE CASEIN OF COW'S MILK IN MODEL SOLUTIONS AND IN FULL FAT EWE'S MILK WAS STUDIED IN THIS WORK. THE RESULTS SHOWED THAT IN A TOTAL OF 38 SAMPLES OF COW'S MILK ANALYZED THE POSITIVE SAMPLES (IN WHICH, AT LEAST ONE PESTICIDE WAS FOUND) WERE 11 (28,9%). CONCERNING THE CHEESE SAMPLES, THE RESULTS SHOWED THAT ON A TOTAL OF 28 SAMPLES, 9 OF THEM (32,1%) WERE POSITIVE. THE MEAN CONCENTRATIONS OF THE ABOVE PESTICIDES, WERE BELOW THE MAXIMUM PERMITTED LIMITS. THE DAILY INTAKE OF THOSE PESTICIDES BY THE GREEK CINSUMMERS FROM MILK AND CHEESES OF GREEK ORIGIN IS SMALL, COVERING A VERY SMALL PORTION OF ADI. THE RESULTS ON THE FATE OF LINDANE AND M. PARATHION DURING PROCESSING, RIPENING AND STORAGE OF FETA CHEESE, SHOWED THAT: A) LINDANE IS VERY STABLE THROUGHOUT THE HEAT TREATMENT PROCESS (PASTEURIZATION) AND OTHER TECHNOLOGICAL TREATMENTS APPLIED ON THE PRODUCTION OF THIS CHEESE. B) M. PARATHION IS STRONGLY BOUND TO CHEESE UP TO THE AGE OF 60 D BEING DECREASING THERE AFTER FOR A PERIOD LONGER THAN 240 D. IN GENERAL, M. PARATHION IS BOUND SIGNIFICA- NTLY TO MILK CONSTITUENTS MAINLY CASEINS. THE BINDING ABILITY OF CASEIN TO THIS PESTICIDE CHANGES BY THE TIME, DURING THE RIPENING OF FETA C ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΕ Ο ΒΑΘΜΟΣ ΜΟΛΥΝΣΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΓΟΜΕΝΟΥ ΑΓΕΛΑΔΙΝΟΥ ΓΑΛΑΚΤΟΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΥΡΙΩΝ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΑΠΟ 13 ΟΡΓΑΝΟΧΛΩΡΙΩ- ΜΕΝΑ ΠΑΡΑΣΙΤΟΚΤΟΝΑ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΑΣΙΤΟΚΤΟΝΑ METHYL PARATHION, ALACHLOR, ATRAZINE ΚΑΙ SIMAZINE. ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΕ ΕΠΙΣΗΣ Η ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΚΑΙ Η ΤΥΧΗ ΤΩΝ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑ- ΤΩΝ ΤΩΝ ΠΑΡΑΣΙΤΟΚΤΟΝΩΝ LINDANE ΚΑΙ M. PARATHION ΣΤΑ ΠΡΟΙΟΝΤΑ ΤΥΡΟΚΟΜΗΣΗΣ ΚΑΤΑΤΗΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΤΥΡΙΟΥ ΦΕΤΑ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΟΥ M. PARATHION ΑΠΟ ΤΗΝΚΑΖΕΙΝΗ ΤΟΥ ΓΑΛΑΚΤΟΣ. ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΔΕΙΞΑΝ ΟΤΙ ΕΠΙ ΣΥΝΟΛΟΥ 38 ΑΝΑΛΥΘΕΝΤΩΝ ΔΕΙΓΜΑΤΩΝ ΑΓΕΛΑΔΙΝΟΥ ΓΑΛΑΚΤΟΣ, ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΩΝ ΘΕΤΙΚΩΝ ΔΕΙΓΜΑΤΩΝ ΗΤΑΝ 11 ΗΤΟΙ ΠΟΣΟΣΤΟ 28,9%. ΕΠΙΣΗΣ ΕΠΙ 28 ΑΝΑΛΥΘΕΝΤΩΝ ΔΕΙΓΜΑΤΩΝ ΤΥΡΙΩΝ 9 ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΘΕΤΙΚΑ ΗΤΟΙ ΠΟΣΟΣΤΟ 32,1%. Η ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΠΡΟΣΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΗ ΔΟΣΗ ΣΕ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΣΙΤΟΚΤΟΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΤΥΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΡΟΕ- ΛΕΥΣΗΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΗ ΚΑΙ ΚΑΛΥΠΤΕΙ ΕΝΑ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΗΣ ADI. ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ, ΩΡΙΜΑΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΤΥΡΙΟΥ ΦΕΤΑ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΟΤΙ ΤΟ LINDANE ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΣΤΑΘΕΡΟ ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΘΕΡΜΙΚΗΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥ ΤΥΡΙΟΥ ΦΕΤΑ.ΤΟ M. PARATHION ΔΕΣΜΕΥΕΤΑΙ ΙΣΧΥΡΑ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΤΟΥ ΓΕΛΑΚΤΟΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΗΛΙΚΙΑ ΤΩΝ 60 ΗΜΕΡΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ, ΜΕΙΟΥΜΕΝΑ ΣΤΑΘΕΡΑ ΣΤΟ ΤΥΡΙ ΓΙΑ ΜΑΚΡΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΠΑΝΩ ΑΠΟ 240 ΗΜΕΡΕΣ. ΓΕΝΙΚΑ ΤΟ M. PARATHION ΔΕΣΜΕΥΕΤΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑΣΤΑ ΣΤΕΡΕΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΤΟΥ ΓΑΛΑΚΤΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΤΗΝ ΚΑΖΕΙΝΗ, Η ΔΕ ΙΣΧΥΣ ΤΗΣ ΔΕΣΜΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΖΕΙΝΗ ΜΕΤΑΒΑΛΛΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΔΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΩΡΙΜΑΝΣΗΣ ΤΟΥ ΤΥΡΙΟΥ. 82 391 414 Developmentally appropriate practices and quality in education in the context of differentiated instruction in preschool and primary school age Αναπτυξιακά κατάλληλα προγράμματα και ποιότητα στην εκπαίδευση στο εφαρμοστικό πλαίσιο της διαφοροποιημένης διδασκαλίας στην προσχολική και σχολική ηλικία The social and cultural pluralism of modern reality has highlighted the different facets of the student potential in terms of readiness, interests, experiences, culture, needs and learning opportunities, rendering the traditional, one-dimensional way of teaching and learning inadequate. On this basis, it seems that Differentiated Teaching and Learning is a modern teaching perspective able to respond to the complexity of each student's multidimensional intellectual potential, to the acquisition of skills, to the actively involvement in the teaching process and to the development of incentives in order to build new knowledge. The consequence of implementing Developmentally Appropriate Practices in the context of Differentiated Teaching and Learning is the need to control and ensure the quality of education, as has significant effects on children's overall development, academic achievement and future expectations. The purpose of this study is to investigate, highlight and record the preschool and school teachers’ views on the level of quality of education. 584 teachers (both teachers and pre-school teachers) participated in our research from the region of Epirus, who responded to questions concerning Differentiated instruction and quality in education. An experimental implementation was also implemented with the use of Appropriate Development Practices in the context of Differentiated Teaching and Learning in kindergartens and primary schools. Then we investigated the quality of education by the observations and the teachers’, students’ and parents’ views with and without the implementation of Developmentally Appropriate Practices in the context of Differentiated Teaching and Learning. This study aims to conduct a comparative study from the results emerged. A common finding from the teachers' point of view is the non-implementation of differentiation and developmentally appropriate practices in the daily educational process. From the educational program emerged that with the implementation of the Developmentally Appropriate Practices in the context of Differentiated Teaching and Learning in kindergartens and primary schools, the quality of education was significantly enhanced. With the hope that the research findings will be utilized and since that evaluation is not an end in itself, this research intends to provide information and motivate the implementation of effective, alternative teaching approaches, to improve the education quality, to maximize learning outcomes, to enhance teachers' professional development and to encourage parents to collaborate and engage actively and effectively with the school. Ο κοινωνικός και πολιτισμικός πλουραλισμός της σύγχρονης πραγματικότητας ανέδειξε τις διαφορετικές εκφάνσεις του μαθητικού δυναμικού σε επίπεδο ετοιμότητας, ενδιαφερόντων, εμπειριών, κουλτούρας, αναγκών και δυνατοτήτων μάθησης, καθιστώντας τον παραδοσιακό, μονοδιάστατο τρόπο διδασκαλίας και μάθησης ανεπαρκή. Στη βάση αυτής της λογικής, φαίνεται ότι η Διαφοροποιημένη Διδασκαλία και Μάθηση και Μάθηση αποτελεί μια σύγχρονη διδακτική προοπτική, η οποία μέσω της αξιοποίησης των Αναπτυξιακών Κατάλληλων Προγραμμάτων, είναι ικανή να ανταποκριθεί στην πολυπλοκότητα της πολυεπίπεδης ενεργοποίησης του ψυχοπνευματικού δυναμικού του κάθε μαθητή, στην απόκτηση δεξιοτήτων, στην ενεργό εμπλοκή του στη διδακτική διαδικασία και στην ανάπτυξη κινήτρων για την οικοδόμηση νέας γνώσης. Απόρροια της διερεύνησης και εφαρμογής Αναπτυξιακά Κατάλληλων Προγραμμάτων στο πλαίσιο της Διαφοροποιημένης Διδασκαλίας και Μάθησης αποτελεί η ανάγκη ελέγχου και διασφάλισης της ποιότητας της παρεχόμενης αγωγής και φροντίδας καθώς επιδρά καθοριστικά στην ολόπλευρη ανάπτυξη των παιδιών, στα ακαδημαϊκά επιτεύγματα και στις μελλοντικές προσδοκίες. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να διερευνηθούν, να αναδειχθούν και να καταγραφούν οι απόψεις των εκπαιδευτικών προσχολικής και σχολικής αγωγής και εκπαίδευσης για το επίπεδο παρεχόμενης ποιότητας της εκπαίδευσης. Στην έρευνά μας συμμετείχαν Ν:584 εκπαιδευτικοί (νηπιαγωγοί και δάσκαλοι) από την περιφέρεια της Ηπείρου που απάντησαν σε ερωτήματα σχετικά με τις Αναπτυξιακά Κατάλληλες Πρακτικές και την ποιότητα στην εκπαίδευση στο πλαίσιο της Διαφοροποιημένης Διδασκαλίας και Μάθησης. Ακολούθησε πειραματική εφαρμογή των Αναπτυξιακά Κατάλληλων Προγραμμάτων στο πλαίσιο της Διαφοροποιημένης Διδασκαλίας και Μάθησης σε νηπιαγωγεία και δημοτικά σχολεία προκειμένου να καταγραφεί η ποιότητα της εκπαίδευσης αλλά και να αναδειχθούν οι απόψεις των εκπαιδευτικών, των μαθητών και των γονέων τους πριν και μετά την πειραματική εφαρμογή και να γίνει συγκριτική μελέτη των αποτελεσμάτων με τάξεις στις οποίες ακολουθείται ο παραδοσιακός τρόπος διδασκαλίας και μάθησης. Κοινή διαπίστωση από τις απόψεις των εκπαιδευτικών είναι η μη εφαρμογή της διαφοροποίησης και των αναπτυξιακά κατάλληλων πρακτικών στην καθημερινή πειραματική διαδικασία. Από το πρόγραμμα πειραματικής πειραματική εφαρμογής προέκυψε ότι με την εφαρμογή των Κατάλληλων Αναπτυξιακών Πρακτικών στο πλαίσιο της Διαφοροποιημένης Διδασκαλίας και Μάθησης σε νηπιαγωγεία και δημοτικά σχολεία, ενισχύθηκε σημαντικά η ποιότητα της εκπαίδευσης. Με την ελπίδα ότι τα ερευνητικά πορίσματα θα αξιοποιηθούν και δεδομένου ότι η αξιολόγηση δεν αποτελεί αυτοσκοπό πρόθεση της παρούσας έρευνας είναι να προσφέρει πληροφορίες και να αποτελέσει κίνητρο για εφαρμογή αποτελεσματικών εναλλακτικών διδακτικών προσεγγίσεων, να βελτιώσει την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, να ωθήσει στη μεγιστοποίηση των μαθησιακών αποτελεσμάτων, να ενισχύσει τις δυνατότητες επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών αλλά και να ενθαρρύνει τους γονείς για ενεργή και αποτελεσματική συνεργασία και εμπλοκή με το σχολείο. 83 257 263 Linguistic depictions of financial crisis in the Greek advertising discourse: Indicative representations of today’s children and infants Οι γλωσσικές απεικονίσεις της οικονομικής κρίσης στον ελληνικό διαφημιστικό λόγο – Ενδεικτικές αναπαραστάσεις σημερινών νηπίων και παιδιών This paper examines linguistic representations of the financial crisis in Greece that began to affect the country seriously since 2009, and in particular after the country’s accession to the regime of so-called «Memorandum of Cooperation». It focuses on a variety of commercials broadcasted and aired on radio and TV channels and the internet. Μοre particularly, the paper examines the ways different situationist contexts connected with the economic recession in Greece and harsh austerity measures affected the design and production of advertisements. Furthermore, we analyze the strategies followed in various advertisement’s texts, in the way they organize and rebuilt the social – economic reality, in order to ensure the acceptability of the advertised messages by the wider public. Indicatively, we present representations of infancy and childhood as discovered in current «crisis advertisements». The analysis suggests that consumer products emerge as the panacea of the serious economic problems of citizens/consumers, and this is organized in instances of a pre-planned «spontaneous» speech. This kind of discourse when not ignoring completely reality, it deconstructs it and on occasions it reconstructs reality by projecting the benefits presented with the advertised goods. We conclude that between social contexts and the creatives there is a constant interaction referring to the difficult experiences of the actual citizens. This results to the transformation of human experiences turning the public towards consumer goods. These material goods are supposed to heal the pain and deprivation caused by the overall financial crisis. Η παρούσα εργασία εξετάζει τις γλωσσικές αναπαραστάσεις της οικονομικής κρίσης που άρχισε να πλήττει σοβαρά την Ελλάδα από τις αρχές του 2009, μετά μάλιστα και την ένταξη της χώρας στο καθεστώς του λεγόμενου «Μνημονίου Συνεργασίας», στα ποικίλα διαφημιστικά μηνύματα εμπορικών προϊόντων και εταιρειών που μεταδόθηκαν τόσο από ραδιοτηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης, όσο και από το διαδίκτυο. Συγκεκριμένα, εξετάζονται οι τρόποι με τους οποίους τα διάφορα καταστασιακά περιβάλλοντα που συνδέονται με την οικονομική υστέρηση της Ελλάδας και την επιβολή σκληρών μέτρων λιτότητας επιδρούν στο σχεδιασμό και την παραγωγή των διαφημίσεων. Επιπλέον, αναλύονται οι στρατηγικές με βάση τις οποίες τα ποικίλα διαφημιστικά κείμενα παρουσίασαν, οργάνωσαν και ανακατασκεύασαν την κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα με στόχο να εξασφαλίσουν την αποδεκτότητά τους από τους δέκτες. Ενδεικτικά, παρουσιάζονται και αναπαραστάσεις της νηπιακής και παιδικής ηλικίας, έτσι όπως ανακαλύπτονται στις τρέχουσες «διαφημίσεις της κρίσης». Όπως προκύπτει, τα καταναλωτικά προϊόντα αναδεικνύονται ως η πανάκεια των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων των πολιτών/καταναλωτών, μέσα από έναν προσχεδιασμένο «αυθόρμητο» λόγο. Ο λόγος αυτός, όταν δεν αγνοεί πλήρως την πραγματικότητα, την καυτηριάζει και την αποδομεί ή προχωρά ένα βήμα πιο μπροστά και τελικά την αναδομεί υπέρ του εκάστοτε διαφημιζόμενου είδους. Η εργασία ολοκληρώνεται με το συμπέρασμα ότι μεταξύ των κοινωνικών συγκείμενων και των διαφημιστικών κειμένων παρατηρείται μία διαρκής αλληλεπίδραση η οποία αφορμάται από τα δυσάρεστα λόγω οικονομικής ύφεσης βιώματα των πολιτών. Επεκτείνεται δε μέχρι τον αυθαίρετο μετασχηματισμό των ανθρώπινων εμπειριών σε ιδανικούς υποδοχείς καταναλωτικών ειδών τα οποία και υποτίθεται ότι θα θεραπεύσουν το άλγος και τη στέρηση που προκαλεί η οικονομική κρίση. 84 911 973 Relationship of vitamin D with cardiovascular disease risk factors in adults and adolescents and possible impact on its metabolism from the use of lipid-lowering medication Συσχέτιση της βιταμίνης D με καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου σε ενήλικες και εφήβους και πιθανή επίδραση στο μεταβολισμό της από τη χρήση υπολιπιδαιμικών φαρμάκων Background: Hypovitaminosis D has been associated with various cardiovascular disease CVD risk factors beginning in childhood/adolescence which manifest later in adulthood. Also statins may affect serum VitD levels, but there are insufficient data on the effect of other hypolipidemic drugs. Aims & Methods: The present study consists of 2 parts: Aims & Methods of cross-sectional study: Determination of serum 25(OH)VitD levels in Greek a) adults with Metabolic Syndrome (MetS) (N=52) and b) adolescents with obesity (N=69) and corresponding controls (58 adults, 34 adolescents). Investigation of the possible correlation between VitD levels and MetS diagnostic criteria and other biochemical parameters. Aims & Methods of prospective study: A) Assessment of the effect of hypolipidemic drugs on 25(OH)VitD serum levels in adult patients with dyslipidemia, at the beginning and 3 months after the start of treatment, based on 3 treatment protocols. B) Assessment of the effect of cholecalciferol (VitD3) administration on metabolic parameters in adults with MetS, randomized to apply either only healthy-dietary guidelines (N=25) or to receive 2000 IU VitD/day pos along with healthy-dietary guidelines (N=25), and in adolescents with obesity (BMI=35.0±7.9) and VitD deficiency (25(OH)VitD <20 ng/mL) (N=15) who received 2000 IU VitD/day pos along with healthy-dietary guidelines and were re-assessed 3 months later. Results: Results of the cross-sectional study: a) Adults with MetS had significantly lower serum 25(OH)VitD levels than controls [11.8 (0.6-48.3) ng/mL vs 17.2 (4.8-62.4) ng/mL, p=0.027]. In adults with MetS, univariate regression analysis showed that serum 25(OH)VitD levels correlated negatively with triglycerides, but not with other diagnostic criteria of MetS. In addition, 25(OH)VitD had a negative correlation with sdLDL-C and PTH levels, but not with LDL size, Lp-PLA2 activity and hsCRP. However, stepwise multivariate linear regression analysis showed that sdLDL-C levels were significantly affected only by triglyceride levels and not by 25(OH)VitD levels. b) Adolescents with obesity had lower serum 25(OH)VitD levels than normal-weight controls [12.0 (3.0-36.0) versus 34.0 (10.0-69.0) ng/mL respectively, p = 0.000]. In obese adolescents, serum 25(OH)VitD levels were found to be negatively correlated with serum leptin levels, independently of BMI. Results of the prospective study: A.i) Three months after drug treatment of adults with mixed dyslipidemia, serum 25(OH)VitD levels increased significantly in all 3 treatment groups: in the group receiving rosuvastatin 40 mg they increased by 53%, in group receiving rosuvastatin 10 mg plus phenofibrate by 64%, and in the group receiving rosuvastatin 10 mg plus omega-3 fatty acids by 61%. Increases in serum 25(OH)VitD levels were comparable in all 3 treatment groups. A.ii) Three months after drug treatment of adults with primary hypercholesterolemia, serum 25(OH)VitD levels increased significantly in both groups: in the recipients of simvastatin/ezetimibe 10/10 mg they increased by 36.7%, while in the group receiving simvastatin 40 mg by 79.1%. The increase in 25(OH)VitD levels was significantly higher in the simvastatin 40 mg group compared to that in simvastatin/ezetimibe 10/10 mg group. A.iii) Three months after the modification of medication in adults with mixed dyslipidemia who had not achieved the therapeutic goals with a conventional statin dose, serum 25(OH)VitD levels did not change significantly in all 3 treatment groups: in both groups receiving rosuvastatin 40 mg and rosuvastatin 10 mg plus nicotinic acid/laropiprant, a tendency to decrease was observed in 25(OH)VitD serum levels (-4.7% and -14.8%, respectively), which was not statistically significant. In the group that received rosuvastatin 10 mg plus phenofibrate an increase in 25(OH)VitD serum levels (+13%) was found, which was also statistically non-significant. The above changes in serum 25(OH)VitD levels did not differ statistically significantly between the 3 groups. B.i) In adults with MetS who received pos VitD supplementation, 25(OH)VitD levels increased by 91%, while those who did not receive VitD showed a statistically non-significant increase of 30%. In the group that received VitD, systolic BP decreased by 3.7%, while in the group that did not receive VitD it decreased by only 1.5% (p=NS in both). In the group that received VitD, the increase in 25(OH)VitD was significantly associated with a decrease in systolic BP Also, the urine isoprostane levels decreased significantly by 22.7% in the group receiving pos VitD, while a downward trend of 14.4% was found in the group that did not receive VitD, but it was not statistically significant. However, the reduction in urine isoprostane levels did not differ significantly between the 2 groups. B.ii) In adolescents with obesity and VitD insufficiency who received pos VitD, 25(OH)VitD levels increased significantly by 88.4%. At the same time, significant reductions were found in HbA1c and leptin levels, while LDL-C levels increased. Conclusions: Adults with MetS had significantly lower 25(OH)VitD levels compared with those without MetS. VitD deficiency was also more prevalent among Greek adolescents with obesity compared with controls. In adults with MetS 25(OH)VitD levels were inversely associated with triglycerides. In adolescents with obesity 25(OH)VitD was inversely associated with leptin. VitD supplementation plus dietary intervention in adults with MetS was not associated with any significant change in classic and emerging CVD risk factors, compared with dietary intervention alone. VitD supplementation in adolescents with obesity and hypovitaminosis D effectively increased their 25(OH)VitD levels and was associated with marginal decreases in HbA1c and leptin as well as an increase in LDL-C levels. Also, unlike rosuvastatin and simvastatin other lipid-lowering drugs like ezetimibe, fenofibrate, omega-3 fatty acids and nicotinic acid seem to have minimal if any effect on 25(OH)VitD serum concentrations in patients with dyslipidemia. Εισαγωγή: Η υποβιταμίνωση D έχει συσχετιστεί με διάφορους παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου. Επίσης, οι στατίνες μπορεί να επηρεάσουν τα επίπεδα VitD στον ορό, αλλά δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την επίδραση άλλων υπολιπιδαιμικών φαρμάκων. Σκοπός και μέθοδοι: Η παρούσα μελέτη αποτελείται από 2 μέρη: Σκοπός και μέθοδοι σύγχρονης μελέτης: Προσδιορισμός επιπέδων 25(OH)VitD στον ορό Ελλήνων α) ενηλίκων με μεταβολικό σύνδρομο (MetS) (N = 52) και β) εφήβων με παχυσαρκία (N = 69) και σε αντίστοιχους μάρτυρες (58 ενήλικες, 34 έφηβοι). Διερεύνηση της πιθανής συσχέτισης των επιπέδων VitD με τα διαγνωστικά κριτήρια MetS και άλλες βιοχημικές παραμέτρους. Σκοπός και μέθοδοι προοπτικής μελέτης: Α) Αξιολόγηση της επίδρασης των υπολιπιδαιμικών φαρμάκων στα επίπεδα 25(OH)VitD ορού σε ενήλικες ασθενείς με δυσλιπιδαιμία, στην αρχή και 3 μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας, με βάση 3 θεραπευτικά πρωτόκολλα. Β) Αξιολόγηση της επίδρασης της χοληκαλσιφερόλης (VitD3) στις μεταβολικές παραμέτρους ενηλίκων με MetS, που τυχαιοποιήθηκαν να εφαρμόσουν είτε μόνο οδηγίες υγιεινής διατροφής (N = 25), είτε να λαμβάνουν 2000 IU VitD/ημέρα pos μαζί με οδηγίες για υγιεινή διατροφή (N = 25). Επίσης μελετήθηκαν έφηβοι με παχυσαρκία (BMI = 35,0 ± 7,9) και ανεπάρκεια VitD [25(OH)VitD <20 ng / mL] (N = 15) που έλαβαν 2000 IU VitD/ημέρα pos μαζί με οδηγίες υγιεινής διατροφής και επανεξετάστηκαν 3 μήνες αργότερα. Αποτελέσματα: Αποτελέσματα της σύγχρονης μελέτης: A) Οι ενήλικες με ΜΣ είχαν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα 25(OH)VitD ορού σε σχέση με τους μάρτυρες [11.8 (0.6-48.3) ng/mL vs 17.2 (4.8-62.4) ng/mL, p=0.027]. Στους ενήλικες με ΜΣ η μονοπαραγοντική ανάλυση έδειξε ότι τα επίπεδα της 25(OH)VitD ορού είχαν αρνητική συσχέτιση με τα τριγλυκερίδια, αλλά όχι με τα άλλα διαγνωστικά κριτήρια του ΜΣ. Επιπλέον τα επίπεδα της 25(OH)VitD είχαν αρνητική συσχέτιση με τα επίπεδα των sdLDL-C και της PTH. Ωστόσο η πολυπαραγοντική ανάλυση έδειξε ότι τα επίπεδα των sdLDL-C επηρεάζονταν σημαντικά μόνο από τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων και όχι από τα επίπεδα της 25(OH)VitD. B) Οι έφηβοι με παχυσαρκία είχαν χαμηλότερα επίπεδα 25(OH)VitD ορού σε σχέση με τους φυσιολογικού βάρους μάρτυρες [12.0 (3.0-36.0) versus 34.0 (10.0-69.0) ng/mL αντίστοιχα, p=0.000]. Στους εφήβους με παχυσαρκία τα επίπεδα της 25(OH)VitD ορού βρέθηκε να έχει αρνητική συσχέτιση με τα επίπεδα της λεπτίνης ορού, ανεξαρτήτως του BMI. Αποτελέσματα της προοπτικής μελέτης: Α.i) Τρεις μήνες μετά τη φαρμακευτική αγωγή ενηλίκων με μεικτή δυσλιπιδαιμία, τα επίπεδα της 25(OH)VitD ορού αυξήθηκαν σημαντικά και στις 3 ομάδες: στην ομάδα που έλαβε ροσουβαστατίνη 40 mg αυξήθηκαν κατά 53%, στην ομάδα που έλαβε ροσουβαστατίνη 10 mg μαζί με φαινοφιμπράτη κατά 64%, και στην ομάδα που έλαβε ροσουβαστατίνη 10 mg μαζί με ω3 λιπαρά οξέα κατά 61%. Οι αυξήσεις των επιπέδων 25(OH)VitD ορού ήταν συγκρίσιμες και στις 3 ομάδες φαρμακευτικής αγωγής. Α.ii) Τρεις μήνες μετά τη φαρμακευτική αγωγή ενηλίκων με υπερχοληστερολαιμία, τα επίπεδα της 25(OH)VitD ορού αυξήθηκαν σημαντικά και στις 2 ομάδες: σε αυτή που έλαβε σιμβαστατίνη/εζετιμίμπη 10/10 mg αυξήθηκαν κατά 36.7%, ενώ στην ομάδα που έλαβε σιμβαστατίνη 40 mg κατά 79.1%. Η αύξηση των επιπέδων της 25(OH)VitD ήταν σημαντικά μεγαλύτερη στην ομάδα σε σιμβαστατίνη 40 mg σε σύγκριση με αυτή που παρατηρήθηκε σε ασθενείς που πήραν σιμβαστατίνη/εζετιμίμπη 10/10 mg. Α.iii) Τρεις μήνες μετά την τροποποίηση της φαρμακευτικής αγωγής ενηλίκων με μεικτή δυσλιπιδαιμία οι οποίοι δεν είχαν επιτύχει τους θεραπευτικούς στόχους με τη συμβατική δόση στατίνης, τα επίπεδα της 25(OH)VitD ορού δεν διαφοροποιήθηκαν σημαντικά και στις 3 ομάδες: στις δύο ομάδες που έλαβαν αντίστοιχα ροσουβαστατίνη 40 mg και ροσουβαστατίνη 10 mg με νικοτινικό οξύ/λαροπιπράντη παρατηρήθηκε μία τάση μείωσης των επιπέδων της 25(ΟΗ)VitD (-4.7% and -14.8%, αντίστοιχα) που δεν ήταν στατιστικά σημαντική, ενώ στην ομάδα που έλαβε ροσουβαστατίνη 10 mg με φαινοφιμπράτη διαπιστώθηκε μια αύξηση (+13%) η οποία επίσης δεν ήταν στατιστικά σημαντική. Οι ανωτέρω αλλαγές στα επίπεδα της 25(OH)VitD ορού δεν διέφεραν στατιστικά σημαντικά μεταξύ των 3 ομάδων. Β.i) Στους ενήλικες με ΜΣ που έλαβαν per os VitD, τα επίπεδα της 25(OH)VitD αυξήθηκαν κατά 91%, ενώ όσοι δεν έλαβαν VitD παρουσίασαν μια μη στατιστικά σημαντική αύξηση κατά 30%. Στην ομάδα που έλαβε per os VitD η συστολική ΑΠ μειώθηκε κατά 3.7%, ενώ στην ομάδα που δεν έλαβε VitD μειώθηκε μόνο κατά 1.5% (p=NS και στις 2). Στην ομάδα που έλαβε per os VitD η αύξηση της 25(OH)VitD συσχετίστηκε με τη μείωση της συστολικής ΑΠ. Επίσης, τα επίπεδα των ισοπροστανίων ούρων μειώθηκαν σημαντικά κατά 22.7% στην ομάδα που έλαβε per os VitD, ενώ μια τάση μείωσης κατά 14.4% διαπιστώθηκε στην ομάδα που δεν έλαβε VitD, η οποία δεν ήταν στατιστικά σημαντική. Ωστόσο η μείωση των επιπέδων των ισοπροστανίων ούρων δεν διέφερε στατιστικά σημαντικά μεταξύ των 2 ομάδων. Β.ii) Στους εφήβους με παχυσαρκία και ανεπάρκεια VitD πού έλαβαν per os VitD τα επίπεδα της 25(OH)VitD αυξήθηκαν σημαντικά κατά 88.4% 3 μήνες μετά. Παράλληλα διαπιστώθηκαν σημαντικές μειώσεις στα επίπεδα της HbA1c και της λεπτίνης, ενώ αντίθετα τα επίπεδα της LDL-C αυξήθηκαν. Συμπεράσματα: Οι ενήλικες με MetS είχαν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα 25(OH)VitD σε σύγκριση με εκείνους χωρίς MetS. Η ανεπάρκεια VitD ήταν επίσης πιο διαδεδομένη στους Έλληνες εφήβους με παχυσαρκία σε σύγκριση με τους μάρτυρες. Σε ενήλικες με MetS τα επίπεδα 25(OH)VitD συσχετίστηκαν αντίστροφα με τα τριγλυκερίδια. Σε εφήβους με παχυσαρκία, τα επίπεδα 25(OH)VitD συσχετίστηκαν αντίστροφα με τη λεπτίνη. Η υποκατάσταση VitD και η διατροφική παρέμβαση σε ενήλικες με MetS δεν συσχετίστηκαν με καμία σημαντική αλλαγή στους κλασικούς και αναδυόμενους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, σε σύγκριση με τη διατροφική παρέμβαση μόνο, παρά τη σημαντική αύξηση στα επίπεδα 25(OH)VitD στην πρώτη ομάδα. Η υποκατάσταση VitD σε εφήβους με παχυσαρκία και έλλειψη VitD αύξησε αποτελεσματικά τα επίπεδα 25(OH)VitD ορού και συσχετίστηκε με οριακές μειώσεις της HbA1c και της λεπτίνης καθώς και με αύξηση των επιπέδων LDL-C. Επίσης, σε αντίθεση με τη ροσουβαστατίνη και τη σιμβαστατίνη, τα άλλα υπολιπιδαιμικά φάρμακα όπως η εζετιμίμπη, φαινοφιμπράτη, ωμέγα-3 λιπαρά οξέα και νικοτινικό οξύ φαίνεται να έχουν ελάχιστη ή καμία επίδραση στα επίπεδα 25(ΟΗ)VitD ορού σε ασθενών με δυσλιπιδαιμία. 85 220 227 Use of computer, communication and robotics tools in the context of activity theory in sustainability education Χρήση εργαλείων πληροφορικής, επικοινωνιών και ρομποτικής υπό το πλαίσιο της θεωρίας της δραστηριότητας στην εκπαίδευση για την αειφορία Anthropogenic climate change is a global problem with huge implications. Therefore, training for a more sustainable lifestyle is more necessary than ever. Using ICT tools and robotics in education brings a new dimension to teaching and learning. The Theory of Activity offers common ground for the study of Sustainability Education with the tools which mentioned above. Based on the aforementioned theoretical background, the students were active in groups with specific responsibilities in order to build knowledge, propose solutions and implement them with the help of the tools given to them. The action research was carried out on elementary school students who were divided into groups and visited a website about implications of climate change, created by the teacher, to get in touch with the subject. They searched for information and after preparing a complete work, they presented it with corresponding software in classmates. They simulated the greenhouse effect with programming tools to understand it. Using the web tool 2.0 tool padlet they highlighted the global dimension of the issue. They discussed, collaborated, and proposed solutions. Then, in groups, they implemented the solutions through robotic constructions and programming environments. The method is recommended for use in other school subjects and mainly in the natural sciences. Η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή αποτελεί ένα παγκόσμιο πρόβλημα με τεράστιες επιπτώσεις. Ως εκ τούτου η εκπαίδευση για πιο αειφόρο τρόπο ζωής είναι περισσότερο από ποτέ απαραίτητη. Η εκπαίδευση με χρήση εργαλείων ΤΠΕ αλλά και της ρομποτικής φέρνει νέα διάσταση στη διδασκαλία και τη μάθηση. Η Θεωρία της Δραστηριότητας προσφέρει κοινό έδαφος μελέτης της Εκπαίδευσης για την Αειφορία με τα προαναφερθέντα εργαλεία. Με βάση το προαναφερθέν θεωρητικό υπόβαθρο οι μαθητές δραστηριοποιήθηκαν μέσα σε ομάδες με συγκεκριμένες αρμοδιότητες με στόχο να οικοδομήσουν γνώσεις, να προτείνουν λύσεις και να τις υλοποιήσουν με τη βοήθεια των εργαλείων που τους δίνονται. Η έρευνα δράσης υλοποιήθηκε σε μαθητές δημοτικού οι οποίοι χωρίστηκαν σε ομάδες και επισκέφτηκαν ιστότοπο, δημιουργημένο από τον εκπαιδευτικό σχετικά με τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, για να έρθουν σε επαφή με το θέμα. Αναζήτησαν πληροφορίες και αφού ετοίμασαν μια ολοκληρωμένη εργασία την παρουσίασαν με αντίστοιχο λογισμικό στην ολομέλεια. Με εργαλεία προγραμματισμού μοντελοποίησαν το φαινόμενο του θερμοκηπίου ώστε να το κατανοήσουν. Χρησιμοποιώντας το εργαλείο διαδικτυακό web 2.0 εργαλείο padlet ανέδειξαν την παγκόσμια διάσταση του θέματος. Συζήτησαν, συνεργάστηκαν και πρότειναν λύσεις. Στη συνέχεια, ανά ομάδες υλοποίησαν τις λύσεις μέσα από ρομποτικές κατασκευές και προγραμματιστικά περιβάλλοντα. Η μέθοδος προτείνεται για αξιοποίηση και σε άλλα γνωστικά αντικείμενα, πέραν της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, και κυρίως στις φυσικές επιστήμες. 86 174 169 This dissertation titled ‘’ The Greco – Italian Relations during the Interwar Years. The Incident of the Bombardment of Corfu in 1923’’ aims to outline the long – term political and cultural relations between Corfu and Italy and the political relations between Greece and Italy during the Interwar Years, which resulted in the Bombardment and Occupation of Corfu by Mussolini. The expansionist tensions of Italy over Greece and the area of Mediterranean Sea along with an overview on the Greek political and financial condition before the incident of the Corfu Bombardment are also examined. Furthermore, follows a brief overview of how Mussolini established his power and created a fascist state in Italy. Consequently, this dissertation offers a story – telling of the basic events of the Italian Attack and Occupation of Corfu and the final settlement and de- escalation of this crisis of the summer of 1923. Finally, there is an evaluation of the aftermath and the opinion of the local Corfiot community against the Italians in the years following the Second World War. Η παρούσα Διπλωματική Εργασία με θέμα ‘’Οι Ελληνοїταλικές Σχέσεις κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Η περίπτωση του Βομβαρδισμού της Κέρκυρας το 1923’’ έχει ως στόχο να σκιαγραφήσει τους μακραίωνους πολιτικούς και πολιτισμικούς δεσμούς της Κέρκυρας και της Ιταλίας και τις Ελληνοϊταλικές Σχέσεις κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, με κεντρικό σημείο αναφοράς τον Βομβαρδισμό της Κέρκυρας. Ακόμα, εξετάζεται το έντονο ενδιαφέρον των Ιταλών για την επικράτηση τους στη περιοχή της Ελλάδας και Μεσογείου, ύστερα από τη σύσταση του Ιταλικού Κράτους το 1861, καθώς και η πολιτική και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα πριν από τον Βομβαρδισμό του 1923. Ακολουθεί μία σύντομη αναφορά στην άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία και στην εγκαθίδρυση φασιστικού πολιτεύματος στην Ιταλία. Επίσης, γίνεται λόγος για το χρονικό των γεγονότων της επίθεσης και κατάληψης της Κέρκυρας από τους Ιταλούς και της πολιτικής επίλυσης της Κρίσεως του καλοκαιριού του 1923. Τέλος, πραγματοποιείται σχολιασμός σχετικά με τον απόηχο του Βομβαρδισμού της Κέρκυρας στη τοπική κοινότητα και τη στάση των Κερκυραίων απέναντι στους Ιταλούς στα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. 87 336 347 Συνδυαστική χρήση κενού και χιτοζάνης για την παράταση του χρόνου ζωής σε κιμά κοτόπουλου In this study the effect of vacuum, immersion in chitosan solution and the combined use of vacuum and immersion in chitosan solution of minced chicken which was stored under refrigeration, was investigated for a period of 12 days. The analyses performed were microbiological (TVC, Pseudomonas, Brochothrix thermosphacta, Lactic acid bacteria and Enterobacteriaceae), physicochemical (color, pH, TBA and TVB-N) and sensory (odor, taste and texture) as a function of treatment and storage time. The treatments were as follows: C (aerobic packaging), V (vacuum packaging), CH (immersion in chitosan solution 1% w/v) and CH + V (vacuum packaging combined with immersion in chitosan solution 1% w/v). The predominant microorganisms were Pseudomonas, B. thermosphacta and Enterobacteriaceae in air and vacuum packaged samples, while in chitosan samples their population was very low. Lactic acid bacteria were at a lower level in all treatments. On the 6th day of microbiological rejection of C, the treated samples showed a decrease in the TVC population reduced by 1.15 log cfu/g (V), 3.83 log cfu/g (CH) and 4.06 log cfu/g (CH + V). A similar behavior was recorded in the other microorganisms. As for physicochemical analysis, the L * parameter had higher values in CH treatments, parameter a * had higher values in V treatment, while parameter b * did not show any variations. The pH values ranged from 5.5 (day 0) to 5.67 (C), 5.53 (V), 4.92 (CH) and 4.99 (CH + V) on day 12 of storage. TBA was equal to or less than 0.56 mg MDA/kg for all treatments. TVB-N ranged from 5.6 mg N2/100g to 32.2 mg N2/100g (C), 22.4 mg N2/100g (V), 15.2 mg N2/100g (CH) and 12.6 mg N2/100g (CH + V) after 12 days. Finally, from the sensory evaluation was found that odor was the most sensitive parameter. Based primarily on sensory and then on microbiological and physicochemical results, the minced chicken shelf life was 4 days for samples (C), 8 for samples (V), 10 for samples (CH) and at least 12 for samples (CH + V). Στην παρούσα έρευνα μελετήθηκε η επίδραση του κενού, της εμβάπτισης σε διάλυμα χιτοζάνης και η συνδυαστική χρήση κενού και εμβάπτισης σε διάλυμα χιτοζάνης, στη διάρκεια ζωής κιμά κοτόπουλου που συντηρήθηκε υπό ψύξη για 12 ημέρες. Οι αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν ήταν μικροβιολογικές (ΟΜΧ, Ψευδομονάδες, Brochothrix thermosphacta, Γαλακτικά βακτήρια και Εντεροβακτήρια), φυσικοχημικές (χρώμα, pH, TBA και TVB-N) και οργανοληπτικές (οσμή, γεύση και υφή) συναρτήσει του μεταχείρισης και του χρόνου συντήρησης. Οι μεταχειρίσεις ήταν οι εξής: C (αερόβια συσκευασία), V (δείγματα υπό κενό), CH(δείγματα που εμβαπτίστηκαν σε διάλυμα χιτοζάνης 1% w/v) και CH+V (δείγματα υπό κενό σε συνδυασμό με εμβάπτιση σε διάλυμα χιτοζάνης 1% w/v). Οι μικροοργανισμοί που επικράτησαν ήταν οι ψευδομονάδες, ο B. thermosphacta και τα εντεροβακτήρια στις συσκευασίες αέρα και κενού, ενώ στις συσκευασίες της χιτοζάνης, ο πληθυσμός τους ήταν πολύ χαμηλός. Τα γαλακτικά βακτήρια κυμάνθηκαν σε χαμηλότερα επίπεδα σε όλες τις μεταχειρίσεις. Την 6η ημέρα μικροβιολογικής απόρριψης του C, τα κατεργασμένα δείγματα έδειξαν μείωση στον πληθυσμό της ΟΜΧ κατά 1.15 log cfu/g (V), 3.83 log cfu/g (CH) και 4.06 log cfu/g (CH+V). Παρόμοια συμπεριφορά υπήρχε και στους άλλους μικροοργανισμούς. Όσο αφορά τη φυσικοχημική ανάλυση, η παράμετρος L* είχε μεγαλύτερες τιμές στις μεταχειρίσεις της CH, η παράμετρος a* είχε μεγαλύτερες τιμές στη μεταχείριση του V, ενώ η παράμετρος b* δεν παρουσίασε διαφοροποιήσεις. Οι τιμές του pH κυμάνθηκαν από 5.5 (0η ημέρα) μέχρι 5.67 (C), 5.53 (V), 4.92 (CH) και 4.99 (CH+V) τη 12η ημέρα συντήρησης. Το ΤΒΑ ήταν ίσο ή μικρότερο του 0.56 mg MDA/kg για όλες τις μεταχειρίσεις. Το TVB-N κυμάνθηκε από 5.6 mg Ν2/100g μέχρι 32.2 mg Ν2/100g (C), 22.4 mg Ν2/100g (V), 15.2 mg Ν2/100g (CH) και 12.6 mg Ν2/100g (CH+V) μετά από 12 ημέρες. Τέλος, από την οργανοληπτική αξιολόγηση, βρέθηκε πως η οσμή ήταν η πιο ευαίσθητη παράμετρος. Βασιζόμενοι πρωτίστως στα οργανοληπτικά και ακολούθως στα μικροβιολογικά και φυσικοχημικά αποτελέσματα προέκυψε ο χρόνος ζωής των δειγμάτων που ήταν 4 ημέρες για τα δείγματα (C), 8 για τα δείγματα (V), 10 για τα δείγματα (CH) και τουλάχιστον 12 για τα δείγματα (CH+V). 88 238 251 Τhe present study constitutes an intercultural research on lullabies of the European Union. The theoretical part of the work focuses on the importance of sleep and music in the development of children's skills and features of lullabies are mentioned. The purpose of this research is to highlight the similarities and differences between the lullabies of different countries. More specifically, the common themes of the lullabies, the position of the mother within them, as well as the emotions created in the child are investigated. The above are our research questions. In addition, an attempt is made to compare lullabies according to the geographical location of the countries. The method used to conduct the research is content analysis using log units. Our sample consists of 28 lullabies, which were extracted from Elli Doni’s book “Sleeping I Revealed. European lanterns. An intercultural human rights program”. The collection of these lullabies was made within the framework of the Intercultural Europe in Europe program. The results showed that the majority of lullabies evokes pleasurable emotions in the listener through the description of idyllic landscapes and images and the use of tender speeches. The mother appears more often than the father, and her role is not in line with the traditional Greek mother. Finally, the themes that emerge, such as sleep, religion, mother, baby talk, ethical messages, etc., which are mentioned by previous research, appear in many of the lullabies analyzed in this study. Η παρούσα εργασία συνιστά μια διαπολιτισμική μελέτη νανουρισμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο θεωρητικό μέρος της εργασίας τονίζεται η σημασία του ύπνου, αλλά και της μουσικής στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων των παιδιών και αναφέρονται χαρακτηριστικά στοιχεία των νανουρισμάτων. Σκοπός της έρευνας είναι να αναδειχθούν οι ομοιότητες και οι διαφορές ανάμεσα στα νανουρίσματα διαφορετικών χωρών. Πιο συγκεκριμένα, ερευνώνται οι κοινές θεματικές των νανουρισμάτων, η θέση της μητέρας μέσα σε αυτά, καθώς και τα συναισθήματα που δημιουργούνται στο παιδί. Τα παραπάνω αποτελούν και τα ερευνητικά μας ερωτήματα. Επιπλέον, επιχειρείται η προσπάθεια σύγκρισης των νανουρισμάτων ανάλογα με τη γεωγραφική θέση των χωρών. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται για τη διεξαγωγή της έρευνας είναι η ανάλυση περιεχομένου με τη χρήση μονάδων καταγραφής. Το δείγμα μας συνίσταται από 28 νανουρίσματα, τα οποία αντλήθηκαν από το βιβλίο της Έλλης Δώνη “Του ύπνου επαρήγγειλα. Ευρωπαϊκά νανουρίσματα. Ένα διαπολιτισμικό πρόγραμμα για τα ανθρώπινα δικαιώματα”. Η συλλογή των συγκεκριμένων νανουρισμάτων έγινε στο πλαίσιο του διαπολιτισμικού προγράμματος Την Ευρώπη μας κοιμίζω και γλυκά τη νανουρίζω. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως η πλειοψηφία των νανουρισμάτων προκαλεί ευχάριστα συναισθήματα στον ακροατή, μέσα από την περιγραφή ειδυλλιακών τοπίων και εικόνων και με τη χρήση τρυφερών προσφωνήσεων. Η μητέρα εμφανίζεται περισσότερο συχνά από τον πατέρα, ενώ παρατηρούμε πως η θέση της δε βρίσκεται σε συμφωνία με τον παραδοσιακό ρόλο της ελληνίδας μητέρας. Τέλος, οι θεματικές που αναδεικνύονται, όπως είναι ο ύπνος, η θρησκεία, η μητέρα, οι προσφωνήσεις προς το μωρό, τα ηθικά μηνύματα κ.λπ., τα οποία αναφέρονται από προηγούμενες έρευνες, εμφανίζονται σε αρκετά από τα υπό μελέτη νανουρίσματα. 89 172 181 The purpose of this paper is to investigate the views and attitudes of teachers working in Primary Education on immigrants and their delinquent behavior. More specifically, teachers' attitudes and attitudes towards immigrants, the way in which teachers are confronted and what they think about them are being examined. Also, the purpose of the work is to investigate whether the offending behavior has increased in our country due to immigrants, always according to the views of the teachers. The sample of the survey consisted of 100 primary school teachers randomly selected and asked to fill in an anonymous questionnaire with multiple choice questions and queries of the Likert five-step scale. The results of the analysis showed that teachers believe that crime in Greece has increased from the presence of foreigners and that theft and robbery are the most frequent forms of crimes seen in immigrants. However, it is clear from the participants' answers that the results are quite controversial about the possibility of Greek teachers presenting stereotyped attitudes towards people with migrant backgrounds. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να διερευνηθούν οι απόψεις και οι στάσεις των εκπαιδευτικών που εργάζονται στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση όσον αφορά τους μετανάστες και τη παραβατική τους συμπεριφορά. Πιο συγκεκριμένα εξετάζονται οι απόψεις και οι στάσεις των εκπαιδευτικών απέναντι στους μετανάστες, στον τρόπο με τον οποίο οι εκπαιδευτικοί τους αντιμετωπίζουν και τι πιστεύουν για αυτούς. Επίσης σκοπός της εργασίας είναι να διερευνήσει εάν η παραβατική συμπεριφορά έχει αυξηθεί στη χώρα μας εξαιτίας των μεταναστών σύμφωνα πάντα με τις απόψεις των εκπαιδευτικών. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 90 εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης οι οποίοι επιλέχθηκαν με τυχαίο τρόπο και κλήθηκαν να συμπληρώσουν ένα ανώνυμο ερωτηματολόγιο με ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής και ερωτήσεις της πεντάβαθμης κλίμακας Likert. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης έδειξαν οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι η εγκληματικότητα στην Ελλάδα έχει αυξηθεί από την παρουσία των αλλοδαπών και ότι η κλοπή και η ληστεία είναι οι συχνότερες μορφές εγκλήματος που παρατηρείται στους μετανάστες. Παρόλο αυτά, από τις απαντήσεις των συμμετεχόντων φαίνεται ότι τα αποτελέσματα είναι αρκετά αμφιλεγόμενα σχετικά με τη πιθανότητα οι Έλληνες εκπαιδευτικοί να παρουσιάζουν στερεοτυπικές αντιλήψεις απέναντι στα άτομα με μεταναστευτικό υπόβαθρο. 90 415 417 "Οι λειτουργίες της διοίκησης στη σχολική μονάδα και οι ρόλοι των διευθυντών" Principals accept the responsibility of multiple roles and strive for smooth functioning of school units through the accomplisment of management functions effectively. The purpose of the present study is to investigate the management functions of school units which be included in the current laws framework and to explanation the principals’ roles of according to deductive functions of school management. The present study composed of the theoretical and the empirical framework. The theoretical framework include the delimitation of the research problem and the literature review that was developed. The review clarified the concept of Educational Leadership and its identification with Management, and highlighted the four management functions: planning, organizing, directing- leadership and controlling. In addition, the originality of the research in the Greek literature was highlighted for the roles of the managers that assume in processing their duties and responsibilities through management functions. The empirical framework include the methodology, results and conclusions of the research. The research was conducted in the current Greek laws framework and the content analysis method was used, which gives the dual possibility of conducting the research in both quantitative and qualitative approaches. The results of the research showed that there are four main functions in school management: planning, organizing, directing- leadership, and controlling. Accordingly, school principals assume four main roles: planner, organizer, directorleader, and controller. The results of the research also revealed nineteen sub-functions and nineteen sub-roles respectively. The main function of planning involves two sub-functions: the establishment of programs and agendas and the establishment of invitations to meetings. The main function of the organizing consists of three sub-functions: the division of tasks, the division of resources, and the partial degree of decentralization of power. The main function of directing- leadership is twelve functions: managing, exemplary directingleading, communicating, cooperating, professional developing, guiding, coordinating, motivating, mediating differences, modifing of school climate, implementating of educational policy, and secretaring. The main function of the controlling consists of two sub-functions: monitoring and evaluating. Accordingly, the main role of the planner is to play two sub-roles: the programmer of programs and agendas and the caller for meetings. The main role of the organizer consists of three sub-roles: the divisor of the overall task, the divisor of resources, and the modulator of the degree of decentralization of power. The principal role of director- leader includes twelve sub-roles: manager, exemplary directorleader, communicator, cooperator, mentor, guide, coordinator, motivator, mediator, school climate modifier, fitter of educational policy, and secretary. The controller main role consists of two sub-roles: supervisor and evaluator. Οι Διευθυντές αναλαμβάνουν πολλαπλούς ρόλους και συμβάλουν στην ομαλή λειτουργία των σχολικών μονάδων μέσα από την αποτελεσματική εκπλήρωση των διοικητικών λειτουργιών. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η διερεύνηση των λειτουργιών της διοίκησης των σχολικών μονάδων που περιέχονται στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο και η ερμηνεία των ρόλων των Διευθυντών σύμφωνα με τις παραγόμενες λειτουργίες της διοίκησης των σχολικών μονάδων. Στο θεωρητικό μέρος της παρούσας έρευνας αναπτύχθηκε η προβληματική της έρευνας και πραγματοποιήθηκε η σχετική βιβλιογραφική ανασκόπηση, όπου αποσαφηνίστηκε η έννοια Εκπαιδευτική Διοίκηση και η ταύτισή της με τη Διοίκηση, καθώς και αναδείχθηκαν οι τέσσερις βασικές λειτουργίες της διοίκησης: ο Προγραμματισμός, η Οργάνωση, η Διεύθυνση- Ηγεσία και ο Έλεγχος. Ακόμη, αναδείχθηκε η πρωτοτυπία της έρευνας στην ελληνόγλωσση βιβλιογραφία για τους ρόλους που αναλαμβάνουν οι διευθυντές για τη διεκπεραίωση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων τους μέσα από τις λειτουργίες διοίκησης. Στο εμπειρικό μέρος παρουσιάζεται η μεθοδολογία, τα αποτελέσματα και τα συμπεράσματα της έρευνας. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο ισχύον Ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο και χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της ανάλυσης περιεχομένου. Τα αποτελέσματα της έρευνας ανέδειξαν πως οι κύριες λειτουργίες στη διοίκηση των σχολικών μονάδων είναι τέσσερις: ο Προγραμματισμός, η Οργάνωση, η Διεύθυνση- Ηγεσία και ο Έλεγχος. Αντίστοιχα, οι διευθυντές αναλαμβάνουν τέσσερις κύριους ρόλους: του Προγραμματιστή, του Οργανωτή, του Διευθυντή- Ηγέτη και του Ελεγκτή. Ακόμη, αναδείχθηκαν δεκαεννέα επιμέρους λειτουργίες, όπου στον Προγραμματισμό εντάσσονται: η κατάρτιση προγραμμάτων και ημερησίων διατάξεων και η κατάρτιση προσκλήσεων για συνεδριάσεις και συναντήσεις. Στην Οργάνωση εντάσσονται: ο καταμερισμός των αρμοδιοτήτων και των εργασιών, η τμηματοποίηση των ανθρώπινων και των υλικών πόρων, και ο μερικός βαθμός της αποκέντρωσης της εξουσίας. Στη Διεύθυνση- Ηγεσία εντάσσονται: η διαχείριση, η υποδειγματική διοίκηση ή ηγεσία, η επικοινωνία, η συνεργασία, η επαγγελματική ανάπτυξη, η καθοδήγηση, ο συντονισμός, η παρακίνηση, η διαμεσολάβηση στις διαφορές, η διαμόρφωση του σχολικού κλίματος, η εφαρμογή της εκπαιδευτικής πολιτικής, και η γραμματεία. Στον Έλεγχο εντάσσονται: η εποπτεία της σχολικής μονάδας και η αξιολόγηση του προσωπικού. Τέλος, αναδείχθηκαν δεκαεννέα επιμέρους ρόλοι, όπου στον Προγραμματιστή εντάσσονται: ο καταρτιστής προγραμμάτων και ημερησίων διατάξεων και ο καταρτιστής προσκλήσεων για συνεδριάσεις και συναντήσεις. Στον Οργανωτή εντάσσονται: ο καταμεριστής του συνολικού έργου και των συνολικών καθηκόντων, ο τμηματοποιητής των ανθρώπινων και υλικών πόρων, και ο διαμορφωτής του βαθμού αποκέντρωσης της εξουσίας. Στον Διευθυντή- Ηγέτη εντάσσονται: ο διαχειριστής, το υποδειγματικό πρότύπο διεύθυνσης, ο σύνδεσμος επικοινωνίας, ο συνεργάτης, ο μέντορας, ο καθοδηγητής, ο συντονιστής, ο παρακινητής, ο διαμεσολαβητής, ο διαμορφωτής του σχολικού κλίματος, ο εφαρμοστής της εκπαιδευτικής πολιτικής, ο γραμματέας. Στον Ελεγκτή εντάσσονται: ο επόπτης και ο αξιολογητής. 91 145 144 Μετασχηματισμοί και αναπαραστάσεις του ορεινού χώρου (από τον 19o αιώνα μέχρι σήμερα) This study attempts to investigate the spatial transformations of Dimitsana (Arcadia, Greece) from the 19th century till now. These spatial transformations are interwoven with the establishment of modern Greek state and its institutions, the expansion of capitalism and the new forms of geographical imagination that were generated by national ideology. The gradual transformation of Dimitsana towards an alternative ‘authentic’ and ‘traditional’ tourist destination is approached in the framework of new public policies that promote new representations of rural and mountain areas as ‘cultural heritage’. The notion of ‘dwelling’ as it was elaborated by the British anthropologist Tim Ingold is employed in order the social production of space to be comprehended. Intensive ethnographic fieldwork (2007-2011), the study of historical and other records, and the analysis of visual representations of any kind (photographs, videos, TV programmes, advertisements etc.) are some of the research methods that were applied. Η μελέτη επιχειρεί να μελετήσει τους χωρικούς μετασχηματισμούς της Δημητσάνας από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα. Πρόκειται για μετασχηματισμούς που συνδέονται με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους και των θεσμών του, την επέκταση του καπιταλισμού και τις νέες γεωγραφικές φαντασίες που διαδίδονται στο πλαίσιο της εθνικής ιδεολογίας. Ο σταδιακός μετασχηματισμός της Δημητσάνας σε «αυθεντικό» και «παραδοσιακό» εναλλακτικό τουριστικό προορισμό εξετάζεται στο πλαίσιο των νέων δημόσιων πολιτικών που προβάλλουν τις αναπαραστάσεις του ορεινού αγροτικού χώρου ως «πολιτισμικής κληρονομιάς». Η έννοια της «κατοίκησης», όπως την επεξεργάζεται κυρίως ο Βρετανός ανθρωπολόγος Tim Ingold, χρησιμοποιείται ως έννοια-κλειδί για τη μελέτη της κοινωνικής παραγωγής του χώρου. Η επιτόπια εθνογραφική έρευνα (2007-2011), η μελέτη ιστορικών και άλλων αρχείων καθώς και οπτικού υλικού (φωτογραφιών, βίντεο, τηλεοπτικών προγραμμάτων, διαφημίσεων κ.ά.) αποτελούν τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για τη συναγωγή των δεδομένων. 92 206 239 Developmental coordination disorder, social competence and their relationship to children of early childhood Αναπτυξιακή διαταραχή του κινητικού συντονισμού, κοινωνική επάρκεια και η σχέση τους σε παιδιά πρώιμης παιδικής ηλικίας This study explored the phenomenon of Developmental Coordination Disorder, the social skills of cooperation, interaction and independence, as well as the relationship of these two variables to early childhood children.The sample consisted of 72 children (40 boys, 32 girls) aged 48 to 78 months.The Movement Assessment Battery for Children (MABC Test, Henderson &Sugden, 1992) was used to assess whether or not there were motor difficulties in children.The Preschool and Kindergarten Behavior Scales (Merrell, 1994) was used to assess social skills.The results found that the majority of children performed below the values of the risk zones, while 8.00% of the sample was found in the high-risk zone.No differences were found regarding gender and age concerning the existence of motor problems.Regarding social skills, it was found that most children had adequate skills of cooperation, interaction and independence, while few were those with a shortage of skills.In addition, the results showed a relationship between MABC Test performance and social skills, but this was not statistically significant.The results of this research agree with other ones, but they also contradict some others.Therefore, it is necessary to further investigate the issue due to the small sample of the study. Η παρούσα μελέτη διερεύνησε το φαινόμενο της Αναπτυξιακής Διαταραχής του Κινητικού Συντονισμού, τις κοινωνικές δεξιότητες της συνεργασίας, της αλληλεπίδρασης και της ανεξαρτησίας, καθώς και τη σχέση αυτών των δυο μεταβλητών σε παιδιά πρώιμης παιδικής ηλικίας. Το δείγμα αποτέλεσαν 72 νήπια (40 αγόρια, 32 κορίτσια), ηλικίας 48 έως 78 μηνών. Προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη ή μη κινητικών δυσκολιών των νηπίων, χρησιμοποιήθηκε το Movement Assessment Battery for Children (MABC Test, Henderson & Sugden, 1992). Για την εκτίμηση των κοινωνικών δεξιοτήτων χρησιμοποιήθηκε η Κλίμακα Αξιολόγησης της Συμπεριφοράς στην Προσχολική Ηλικία (Preschool and Kindergarten Behavior Scales, Merrell, 1994). Από τα αποτελέσματα βρέθηκε πως η πλειονότητα των παιδιών σημείωσε επιδόσεις κάτω από τις τιμές των ζωνών της επικινδυνότητας, ενώ το 8,00% του δείγματος βρέθηκε στη ζώνη υψηλής επικινδυνότητας. Ως προς το φύλο και την ηλικία δε βρέθηκαν διαφοροποιήσεις σχετικά με την εμφάνιση κινητικών δυσκολιών. Αναφορικά με τις κοινωνικές δεξιότητες, βρέθηκε πως τα περισσότερα νήπια εμφάνισαν επαρκείς δεξιότητες συνεργασίας, αλληλεπίδρασης και ανεξαρτησίας, ενώ λίγα ήταν εκείνα που παρουσίασαν έλλειμμα στις δεξιότητες αυτές. Επιπλέον, από τα αποτελέσματα φάνηκε να υπάρχει σχέση μεταξύ της επίδοσης στο MABC Test και των κοινωνικών δεξιοτήτων, η οποία όμως δε βρέθηκε στατιστικά σημαντική. Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας συμφωνούν με άλλες αντίστοιχες, αλλά και έρχονται σε αντίθεση με κάποιες άλλες. Επομένως, κρίνεται αναγκαία η περαιτέρω διερεύνηση του θέματος λόγω του μικρού δείγματος της έρευνας. 93 445 445 Isolation and biological activity of active ingredients of natural products Απομόνωση και βιολογική δράση ενεργών συστατικών φυσικών προϊόντων This thesis focuses on the study of the chemical composition and biological activity of five native taxa Sideritis: two taxa S. raeseri Boiss & Heldr ssp. raeseri were collected in Syrrako of Ioannina and in Kellari of Melissourgi, two taxa S. scardica Griseb were collected in Vourino in Rhodian of Kozani and in Krystallopigi of Florina, one taxon S. perfoliata L. ssp perfoliata was collected in Koryfi of Trikala. A comparative approach between Sideritis taxa and a commercial Ceylon green Tea (C. sinensis), known for its use in a wide range of research and its many biological activities) has been performed.In particular, extractions were performed with three solvents of different polarity (methanol, water, hexane). Dry extracts:•were tested for their percent yield of solid extraction for each plant species,•were tested for their content in total flavonoids and total phenolics as well as for their antioxidant activity with the DPPH test and were compared with the antioxidant activity of the standard compounds Quercetin, Vitamin C and Troxol,•were qualitatively and quantitatively determinated with standard compounds (eight phenolic acids, nine flavonoids, phenylethanoid glycoside verbascoside, two monoterpenoids and two triterpenoids) using ultra high pressure liquid chromatography coupled to high resolution and precision mass spectrometry and UHPLC / LTQ- Orbitrap XL,•were tested for their biological activity.The results were found to be similar among Sideritis taxa, while there were differences between them and C. Sinensis. In particular, Sideritis taxa exhibited the highest content in total flavonoids in highly polar solvents (methanol, water). In contrast to C. sinensis the highest content of total flavonoids was found in the solvent hexane. Finally, we compared the results (IC50) of the extracts with those of the standard compounds and all the methanolic and aqueous extracts were characterized by moderate antioxidant activity, except of the C. sinensis methanol extract, which had a strong antioxidant effect, and all hexane extracts were characterized by a weak antioxidant activity. We obtained similar quantitative and qualitative results for the Sideritis taxa while different ones for C. Sinensis. Finally, the biological activity was tested in vitro against four cell lines and was compared to cis-Diamminadichloroplatinum (cis-platin). Cell lines were: HeLa, A549, LS174 and the MRC5 series. Τhe results were compared to cis-DDP, which showed the highest cytotoxic activity. Interestingly, the S. perfoliata L. ssp.perfoliata extract exhibited the highest activity against the three cancer cell lines among all the extracts, including that of C. Sinensis, with a selective activity for the normal cell line. Finally, the results for the activity of the methanolic and aqueous extracts of the other two Sideritis taxon in the HeLa cell cancer cell line were also of interest. Η παρούσα διδακτορική διατριβή περιλαμβάνει τη μελέτη της χημικής σύστασης και βιολογικής δράσης πέντε αυτοφυών taxa Sideritis: δύο taxa S. raeseri Boiss & Heldr ssp. raeseri που συλλέχθηκαν στο Συρράκο Ιωαννίνων και το Κελλάρι Μελλισουργών Άρτας, δύο taxa S. scardica Griseb που συλλέχθηκαν στο Βούρινο -Ροδιανής Κοζάνης και την Κρυσταλοπηγή Φλώρινας, ένα taxon S. perfoliata L. ssp perfoliata που συλλέχθηκε στην Κορυφή Τρικάλων. Γίνεται συγκριτική προσέγγιση μεταξύ των taxa Siderits, καθώς και με ένα εμπορικό σκεύασμα πράσινου τσαγιού (C. sinensis, γνωστό για το μεγάλο εύρος ερευνών και την πληθώρα δράσεών του), τσάι Κεϋλάνης.Ειδικότερα, πραγματοποιήθηκαν εκχυλίσεις με τρεις διαλύτες διαφορετικής πολικότητας (μεθανόλη, νερό και εξάνιο). Στα ξηρά εκχυλίσματα:•έγινε έλεγχος ως προς την απόδοση επί τοις εκατό της εκχύλισης σε στερεό για κάθε φυτικό είδος,•έγινε έλεγχος ως προς την περιεκτικότητα σε ολικά φλαβονοειδή και ολικά φαινολικά, καθώς και ως προς την αντιοξειδωτική δράση με τη μέθοδο του DPPH˙ και σύγκριση με την αντιοξειδωτική δράση των πρότυπων ουσιών Quercetin, Vitamin C και Troxol,•έγινε ποιοτικός και ποσοτικός προσδιορισμός με τη χρήση πρότυπων ουσιών με υγρή χρωματογραφία συζευγμένη με φασματομετρία μάζας υψηλής διακριτικής ικανότητας και ακρίβειας UHPLC/LTQ-Orbitrap XL•έγινε έλεγχος ως προς την βιολογική δράση σε καρκινικές κυτταρικές σειρές και σύγκριση με φυσιολογικά κύτταρα.Τα αποτελέσματα βρέθηκαν παρόμοια μεταξύ των taxa Sideritis, ενώ παρατηρήθηκαν διαφορές μεταξύ αυτών και του C. Sinensis. Συγκεκριμένα, τα taxa Sideritis παρουσίασαν τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε ολικά φλαβονοειδή σε υψηλής πολικότητας διαλύτες (μεθανόλη, νερό). Αντίθετα στο C. sinensis η μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε ολικά φλαβονοειδή βρέθηκε στο διαλύτη εξάνιο. Τέλος, συγκρίνοντας τα αποτελέσματα IC50 που βρέθηκαν για τα εκχυλίσματα με αυτά των πρότυπων ουσιών, όλα τα μεθανολικά και υδατικά εκχυλίσματα χαρακτηρίζονται ως μέτριας αντιοξειδωτικής δράσης, με εξαίρεση το μεθανολικό εκχύλισμα του C. Sinensis που εμφάνισε ισχυρή αντιοξειδωτική δράση, όλα δε τα εξανικά εκχυλίσματα χαρακτηρίζονται ασθενούς αντιοξειδωτικής δράσης. Κατά τον ποιοτικό και ποσοτικό προσδιορισμό, προέκυψαν παρόμοια αποτελέσματα για τα taxa Sideritis και διαφορετικά για το C. Sinensis. Για τις ουσίες που βρέθηκαν εκατέρωθεν (taxa Sideritis & C. Sinensis) τα επίπεδα συγκέντρωσης στο C. Sinensis είναι πολλαπλάσια των taxa Sideritis.Τέλος, ελέγχθηκε η κυτταροτοξικότητα in vitro, έναντι τεσσάρων κυτταρικών σειρών και συγκρίθηκε με το cis-Diamminadichloroplatinum (cis-platin). Οι κυτταρικές σειρές είναι: HeLa, Α549, LS174 και η σειρά MRC5. Τα αποτελέσματα συγκρινόμενα με cis-DDP υπολείπονται της κυτταροτοξικής δράσης τους. Όμως, θα μπορούσαν να αξιολογηθούν ως ενδιαφέροντα τα αποτελέσματα του εξανικού εκχυλίσματος του S. perfoliata L. ssp.perfoliata, το οποίο παρουσίασε τη μεγαλύτερη δραστικότητα έναντι και των τριών καρκινικών σειρών ακόμα, και από αυτή του C. Sinensis, ενώ εμφάνισε επιλεκτική δραστικότητα για τη φυσιολογική κυτταρική σειρά. Ενδιαφέρον παρουσίασαν τα αποτελέσματα για τη δραστικότητα των μεθανολικών και υδατικών εκχυλισμάτων των άλλων δυο taxon Sideritis στην καρκινική σειρά κυττάρων, HeLa. 94 397 369 A comparison of results of diagnostic testicular biopsy and therapeutic testicular biopsy Σύγκριση αποτελεσμάτων διαγνωστικής βιοψίας όρχεως και θεραπευτικής βιοψίας όρχεως The aim of the study was to explore the differences between diagnostic testicular biopsy (DTB) and therapeutic testicular biopsy (TTB). We evaluated the role of hormones such as FSH, LH, total testosterone (TT), prolactin (PRL), estradiol (E2), age of men and DTB outcome in the prediction of the TTB result in 50 men with non-obstructive azoospermia (NOA) who underwent microdissection testicular sperm extraction (micro-TESE) at the Department of Urology, Ioannina University. The major part of the resected tissue was processed for tissue mincing, whereas a minor part of the tissue was processed for hematoxyline-eosin stain. Binary logistic regression analysis (BLRA) was used to evaluate the overall diagnostic accuracy of several parameters to predict the TTB outcome. The predictive value of all variables evaluated individually was quantified by estimates of the area below the curve (AUC) derived from the functional characteristic receiver curve (ROC). The mean age of the patients was 38.5 years. DTB was performed in all our patients at the same time as TTB in order to determine spermatogenic failure and to rule out possible intratubular germ cell neoplasia of the testis. Spermatozoa were identified in DTB-samples in 11 men (22%) and in TTBsamples in 22 men (44%). Among the DTB-samples of the above 50 men, 14 (28%) men, 25 (50%) men, or 11 (22%) men demonstrated Sertoli cell-only syndrome (SCOS), maturation arrest (MA), or hypospermatogenesis (HYPO), respectively. Using BLRA, it was found that men positive or negative for sperm in TTB could not be identified with high diagnostic accuracy by the peripheral serum levels of a) FSH (Area Under the ROC [Receiver Operating Characteristic Curve];AUC;AUC= 0.696), of b) LH (AUC=0.620), of c) TT(AUC=0.587), of d) PRL(AUC=0.592), of e) E2(0.545) and of f) age(AUC=0.584). In contrast, the ability of DTB to identify the subpopulation of men with positive TTB was relatively high (AUC=0.892). DTB had an overall diagnostic accuracy of 78% to identify men positive or negative in TTB. The sensitivity, specificity, positive predictive value, and negative predictive value was 50% (95% CI 28.22-71.78), 100% (CI 87.66-100), 100%, and 71.79%, respectively. The sperm recovery rate in TTB samples was significantly larger in HYPO-men than in men with SCOS or MA (100% vs 7% or 40%, respectively; p<0.05). Among several hormonal or pathological parameters, DTB has the higher diagnostic accuracy to predict the micro-TESE outcome. Η παρούσα μελέτη είχε σαν σκοπό να προσδιορίσει τις διαφορές μεταξύ της διαγνωστικής βιοψίας όρχεως (DTB) και της θεραπευτικής βιοψίας όρχεως (ΤΤΒ). Επίσης μελετήθηκε η προγνωστική αξία της FSH, της LH, της τεστοστερόνης (ΤΤ), της προλακτίνης (PRL), της οιστραδιόλης (E2) και της DTB στην πρόβλεψη της ανεύρεσης σπερματοζωαρίων στην ΤΤΒ 50 ανδρών με μη αποφρακτική αζωοσπερμία (ΝΟΑ) που υποβλήθηκαν σε μικροχειρουργική βιοψία όρχεως (micro-TESE) στην Ουρολογική κλινική του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Δυαδική λογιστική παλινδρόμηση χρησιμοποιήθηκε για την αξιολόγηση της διαγνωστικής ακρίβειας του μοντέλου πρόβλεψής μας. Η προγνωστική αξία όλων των μεταβλητών που αξιολογήθηκαν μεμονωμένα ποσοτικοποιήθηκε με τις εκτιμήσεις της περιοχής κάτω από την καμπύλη (AUC) που προέκυψαν από την καμπύλη λειτουργικού χαρακτηριστικού δέκτη (ROC). Η DTB πραγματοποιήθηκε σε όλους τους ασθενείς μας ταυτόχρονα με την TTB με σκοπό τον καθορισμό της σπερματογενετικής βλάβης και τον αποκλεισμό ενδοσωληναριακής νεοπλασίας. Στην DTB σπερματοζωάρια ανακτήθηκαν σε 11 από τους 50 ασθενείς (22%) ενώ στην ΤΤΒ σε 22 από τους 50 ασθενείς (44%). Στην DTB παρατηρήθηκαν 14 ασθενείς (28%) με σύνδρόμο απο κυττάρα Sertoli μόνο (SCOS), ενώ 25 ασθενείς (50%) είχαν σπερματογενετική στάση (MA) και 11 (22%) είχαν υποσπερματογένεση (HYPO). Όταν η προγνωστική ακρίβεια των μεταβλητών ποσοτικοποιήθηκε ξεχωριστά με τα ποσοστά ξεχωριστά με το εμβαδόν κάτω από την καμπύλη (AUC) του λειτουργικού χαρακτηριστικού δέκτη (ROC) η ικανότητα της δοκιμασίας να προβλέψει σωστά ασθενείς ΤΤΒ αρνητικούς για σπερματοζωάρια και ΤΤΒ θετικούς ήταν κακή για την FSH (AUC=0,696), την LH(AUC=0,620) και την ΤΤ(AUC=0,587), την PRL(AUC=0,592), την Ε2(AUC=0,545) και την ηλικία (AUC=0,584). Η προβλεπτική ικανότητα της DTB σχετικά με την ανάκτηση σπερματοζωαρίων (TTB+) ήταν πολύ καλή (AUC=0,892) και ταξινόμησε σωστά 78% των περιπτώσεων με ευαισθησία 50% (95% CI 28.22-71.78) και 100% ειδικότητα (95% CI 87.66-100), θετική προγνωστική αξία (PPV) 100%, αρνητική προγνωστική αξία (NPV) 71,79%. Η συχνότητα ανάκτησης σπερματοζωαρίων ήταν σημαντικά υψηλότερη σε ασθενείς με HYPO σε σύγκριση με ασθενείς με SCOS ή MA (100% έναντι 7% και 40%, αντίστοιχα, p <0,05). Τα αποτελέσματα αποδεικνύουν ότι η DTB παρέχει κάποια ένδειξη όχι όμως καθοριστική αναγνώριση των ανδρών με ορχικά σπερματοζωάρια. Επίσης αποδεικνύεται ότι δεν μπορεί να προβλεφθεί η ανεύρεση σπερματοζωαρίων από τα επίπεδα του πλάσματος της FSH, της LH, της TT, της PRL, της E2 και της ηλικίας. 95 268 299 The children's literary book contributes to the formation of children with psychological maturity and free consciousness, promotes the eternal values on which human rights are based, develops children's thinking, cultivates imagination, offers entertainment and satisfaction and enriches children's vocabulary by acquiring better speech. Cinema, on the other hand, contributes significantly to aesthetic culture, spiritual and mental development as well as children's self-efficacy, offers a wide variety of topics by answering children's questions about the world and the meaning of life, cultivates perception and sharpens them. children's senses, offers pleasure and entertainment. Once literature and cinema began to coexist, the strong ties that unite these two arts emerged. Their point of convergence is that both of these arts tell stories. Literature with written symbolic speech and cinema with image, sound, music and oral language. Despite the different types of expression they use, they have similarities such as heroes, plot and space-time. Of course, cinema cannot be equated with literature. But he can "transfer" it with his own on the big screen, transfer it from the literary to the cinematic language. Literature has been a great source of inspiration for directors. With regard to the use of cinema in the educational process, the teacher may use films, both to study a literary text and to enhance the teaching of other subjects in the curriculum. The use of cinema as a means of enriching the teaching work brings various benefits to students. It upgrades the teaching practice, deepens the children's emotions, creates fertile ground for spiritual cultivation and highlights the importance of aesthetic education in all aspects of a person's life. Το παιδικό λογοτεχνικό βιβλίο συντελεί στη διαμόρφωση παιδιών με ψυχολογική ωριμότητα και ελεύθερη συνείδηση, προβάλλει τις αιώνιες αξίες στις οποίες βασίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, αναπτύσσει τη σκέψη των παιδιών, καλλιεργεί τη φαντασία, προσφέρει ψυχαγωγία και ικανοποίηση και εμπλουτίζει το λεξιλόγιο του παιδιού αποκτώντας καλύτερες ικανότητες γραπτού λόγου. Ο κινηματογράφος από την άλλη, συμβάλλει σημαντικά στην αισθητική καλλιέργεια, στην πνευματική και ψυχική ανάπτυξη καθώς και στην αυτενέργεια των παιδιών, προσφέρει μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων δίνοντας απαντήσεις στις ερωτήσεις των παιδιών για τον κόσμο και το νόημα της ζωής, καλλιεργεί την αντίληψη και οξύνει τις αισθήσεις των παιδιών, προσφέρει απόλαυση και ψυχαγωγία. Από τη στιγμή που λογοτεχνία και κινηματογράφος άρχισαν να συνυπάρχουν, διαφάνηκαν οι ισχυροί δεσμοί που ενώνουν αυτές τις δύο τέχνες. Σημείο σύγκλισής τους είναι το γεγονός ότι και οι δύο αυτές τέχνες αφηγούνται ιστορίες. Η λογοτεχνία με τον γραπτό συμβολικό λόγο και ο κινηματογράφος με την εικόνα, τον ήχο, την μουσική και την προφορική γλώσσα. Παρά τα διαφορετικά είδη έκφρασης που χρησιμοποιούν, έχουν και ομοιότητες όπως οι ήρωες, η πλοκή και ο χωροχρόνος. Βέβαια, ο κινηματογράφος δεν μπορεί να εξισωθεί με την λογοτεχνία. Μπορεί όμως να την «μεταφέρει» με τα δικά του μέσα στην μεγάλη οθόνη, να την μεταγράψει από την λογοτεχνική στην κινηματογραφική γλώσσα. Η λογοτεχνία έχει αποτελέσει μεγάλη πηγή έμπνευσης για τους σκηνοθέτες. Όσον αφορά στην αξιοποίηση του κινηματογράφου στην εκπαιδευτική διαδικασία, ο εκπαιδευτικός δύναται να χρησιμοποιήσει ταινίες, τόσο για τη μελέτη κάποιου λογοτεχνικού κειμένου όσο και για την ενίσχυση της διδασκαλίας των άλλων γνωστικών αντικειμένων του προγράμματος σπουδών. Η χρήση του κινηματογράφου ως μέσο για τον εμπλουτισμό του διδακτικού έργου αποφέρει ποικίλα οφέλη στους μαθητές. Αναβαθμίζει την διδακτική πράξη, εμβαθύνει στα συναισθήματα των παιδιών, δημιουργεί εύφορο έδαφος για την πνευματική καλλιέργεια και αναδεικνύει τη σημασία της αισθητικής αγωγής σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του ατόμου. 96 367 342 Pharmacological treatment of dyslipidemias with emphasis on statin-ezetimibe combinations - Statistical study of sales of original and generic drugs Φαρμακευτική αντιμετώπιση των δυσλιπιδαιμιών με έμφαση στους συνδυασμούς στατίνης-εζετιμίμπης - Στατιστική μελέτη πωλήσεων πρωτότυπων και γενόσημων φαρμάκων Disorders of the metabolism of lipoprotein particles (LDL, chylomicrons, HDL, VLDL) that transport lipids in the body are called dyslipidemias. Familiar hypercholesterolemia (FH) is the most common dyslipidemia in humans. Statins are the drug of choice for regulating hypercholesterolemia. In Greece, the available statins are atorvastatin, simvastatin, rosuvastatin, pravastatin and pitavastatin. Their main mechanism of action is based on their ability to inhibit the enzymatic activity of 3-hydroxy-glutaryl-coenzyme A (HMG-CoA) reductase. Other drugs for the treatment of dyslipidemias include fibrates, niacin, bile acid-binding resins, and ezetimibe. Ezetimibe acts primarily by inhibiting the activity of Niemann-Pick C1-like protein (NPC1L1). (Garcia-Calvo M. et al, 2005) and works synergistically with statins to lower cholesterol, as the former reduces the absorption of cholesterol from the intestine and the latter reduces its endogenous biosynthesis. Newer cholesterol-regulating drugs are the two human monoclonal antibodies, evolocumab and alirocumab, which inhibit PCSK9 protease, dramatically lower LDL-C, and are administered subcutaneously. In addition, a new drug is inclisiran, a long-acting synthetic siRNA targeted against PCSK9. In the present report, a study was conducted that aims to detect how the market is dynamically evolving in the field of medicine, when a new generic drug enters the market. In March 2020, sales data of 31 drugs were collected from 20 pharmacies in the Municipality of Ioannina for a period of 15 months (1-12-2018 to 28-02-2020). The processing of the data led to the following observations: Regarding the combinations of ezetimibe with atorvastatin and simvastatin, there is a stability in the sales. Since the introduction of a new drug containing the combination of ezetimibe with rosuvastatin, we have seen a steady increase in its sale. Regarding the combination of ezetimibe and simvastatin, it is observed that there is variation in the choice of original or generic drug. Once generics are available on the market there is a clear reduction in sales of the original. Regarding ezetimibe, it seems that there is a balance in the sales of original and generic drugs, with the number of sales of all generic drugs being slightly higher than the sale of the unique original. Οι διαταραχές του μεταβολισμού των λιποπρωτεϊνικών σωματιδίων (LDL, χυλομικρά, HDL, VLDL) που μεταφέρουν τα λιπίδια στον οργανισμό καλούνται δυσλιπιδαιμίες. Η οικογενής υπερχοληστερολαιμία (FH) είναι η πιο συχνά απαντώμενη δυσλιπιδαιμία στον άνθρωπο. Οι στατίνες είναι το φάρμακο επιλογής για τη ρύθμιση της υπερχοληστεριναιμίας. Στην Ελλάδα διατίθενται σκευάσματα με τις στατίνες ατορβαστατίνη, σιμβαστατίνη, ροσουβαστατίνη, πραβαστατίνη και πιταβαστατίνη. Ο κύριος μηχανισμός δράσης τους εδράζεται στην ικανότητά τους να αναστέλλουν την ενζυμική δράση της αναγωγάσης του 3-ύδροξυ-γλουτάρυλο-συνενζύμου Α (HMG-CoA). Άλλα φάρμακα για την αντιμετώπιση των δυσλιπιδαιμιών είναι οι φιβράτες, η νιασίνη, οι ρητίνες δέσμευσης χολικών οξέων και η εζετιμίμπη, η δράση της οποίας οφείλεται κυρίως στην αναστολή της δραστηριότητας της πρωτεΐνης Niemann-Pick C1-like (NPC1L1).Νεότερα φάρμακα που στοχεύουν στη ρύθμιση της χοληστερόλης είναι τα δυο ανθρώπινα μονοκλωνικά αντισώματα εβολοκουμάμπη και αλιροκουμάμπη που αναστέλλουν την πρωτεάση PCSK9, μειώνουν εξαιρετικά την τιμή της LDL-C και χορηγούνται υποδορίως. Επιπλέον ένα νέο φάρμακο είναι η ινκλισιράνη, ένα μακράς δράσης συνθετικό siRNA στοχευμένο ενάντια στην PCSK9. Στην παρούσα εργασία διεξήχθη μια μελέτη που σκοπό έχει να ανιχνεύσει το πώς εξελίσσεται δυναμικά η αγορά στον χώρο του φαρμάκου, όταν εισέρχεται στην αγορά ένα νέο γενόσημο φαρμακευτικό σκεύασμα. Τον Μάρτιο του 2020 συλλέχθηκαν δεδομένα πωλήσεων 31 φαρμακευτικών σκευασμάτων από 20 φαρμακεία του Δήμου Ιωαννιτών για χρονικό διάστημα 15 μηνών (1-12-2018 έως 28-02-2020). Η επεξεργασία των δεδομένων οδήγησε στις εξής παρατηρήσεις: Αναφορικά με τους συνδυασμούς της εζετιμίμπης με τις στατίνες ατορβαστατίνη και σιμβαστατίνη παρατηρείται μια σταθερότητα στις πωλήσεις των σκευασμάτων. Από όταν εισήλθε στην αγορά νέο σκεύασμα που περιέχει τον συνδυασμό εζετιμίμπης με ροσουβαστατίνη παρατηρούμε μια διαρκή αύξηση των πωλήσεων του. Αναφορικά με τον συνδυασμό εζετιμίμπης και σιμβαστατίνης, παρατηρείται ότι υπάρχει διακύμανση όσον αφορά την επιλογή πρωτότυπου ή γενόσημου φαρμάκου. Μόλις καθίστανται διαθέσιμα στην αγορά τα γενόσημα σκευάσματα υπάρχει σαφής μείωση της πώλησης του πρωτότυπου. Αναφορικά με την εζετιμίμπη, φαίνεται πως υπάρχει ισορροπία στις πωλήσεις πρωτότυπου και γενόσημων σκευασμάτων, με τον αριθμό πωλήσεων του συνόλου των γενόσημων να είναι ελάχιστα μεγαλύτερος από την πώληση του μοναδικού πρωτότυπου σκευάσματος. 97 541 517 Computational study of light harvesting materials for applications in organic solar cells Υπολογιστική μελέτη φωτοσυλλεκτικών υλικών για εφαρμογές σε διατάξεις οργανικών φωτοβολταϊκών The objective of this dissertation is to investigate morphological and structural characteristics of molecules used in the active material of organic photovoltaics using computational methods. In a rudimentary description organic photovoltaics consist of two electrodes and the active material which is placed between them. The active material contains a molecule as electron donor and a molecule as an electron acceptor. Incident light in the active material excites an electron of the donor from HOMO to LUMO which coupled with a hole they create an exciton. The exciton diffuses through the material and when it interacts with an acceptor molecule the electron and hole dissociate. The electron is directed through the acceptor towards one electrode and the hole through the donor towards the other. The efficiency of the process depends on the band gap between the donor and the acceptor, the diffusion length of the excitons, the morphology of the samples and the existence of additives or impurities. In order to improve the efficiency of the photovoltaic devices new molecular structures, and samples with varying concentration are tested to create improved morphologies in the active material. In addition, metallic nanoparticles are used to increase the efficiency through the phenomenon of localized surface plasmon resonance (LSPR). The mixtures of the active material are amorphous and it is challenging for the usual methods of microscopy to offer insight about the morphology at the atomistic level. This dissertation develops two methods for the production of parameters about (a) the dihedral angles for the oligomers (tetramer and octamer) of thiophene and 3-hexyl-thiphene (TH4, TH8, 3HT4, 3HT8) and (b) the interaction of organic molecules with the surface of metals. The FCC(111) surface of silver was chosen as the metal. A series of computational methods was developed for the mixing of molecules and the deposition to the surface. These methods were used to study 3 molecules (a) 3-hexyl-thiophene octamer (3HT8) as a model for poly (3-hexyl thiophene)(P3HT) which is an electron donor as well as (b) phenyl-C61-butyric acid methyl ester (PCBM) and (c) three isomers of indene C70 bis-adduct (ICBA) that are used as acceptors. The investigation of 3HT8 and PCBM on the surface of silver highlighted five important findings for the interaction of the molecules. The interaction of 3HT8 with the silver surface was stronger than that of PCBM. The interaction between 3HT8 molecules is weak. The interaction of each PCBM with the surface was strong and analogous to the interaction with other PCBM molecules. The interaction of each PCBM with the rest of the PCBM molecules was strong. The distribution of the distance of oxygens at the chain of PCBM from the surface indicated two favorable conformation around 4 Å and 12 Å from the surface. This result was independent of the deposition method. The oxygens at 4 Å correspond to conformations with the chain near the surface while the oxygens at 12 Å include conformation that have positioned the chain further away from the surface to accommodate more PCBM molecules near the surface. Finally, characterization of mixtures for ICBA isomers was performed. The morphology of the samples was determined as amorphous while the experimental differences cannot be associated with differences between the isomers. Αντικείμενο της διατριβής αποτελεί η υπολογιστική διερεύνηση των μορφολογικών και δομικών χαρακτηριστικών συνόλου μορίων που χρησιμοποιούνται ως ενεργό υλικό σε οργανικά φωτοβολταϊκά. Σε μία στοιχειώδη περιγραφή τα οργανικά φωτοβολταϊκά αποτελούνται από δύο ηλεκτρόδια και ανάμεσά τους περιέχεται το ενεργό υλικό. Το ενεργό υλικό περιέχει ένα οργανικό μόριο ως δότη ηλεκτρονίων και ένα μόριο ως δέκτη ηλεκτρονίων. Το φως που προσπίπτει στο φωτοβολταϊκό διεγείρει ένα ηλεκτρόνιο του δότη προς το χαμηλότερο μη κατειλημμένο μοριακό τροχιακό και σε συνδυασμό με την οπή που δημιουργείται αποτελούν ένα εξιτόνιο. Το εξιτόνιο διαχέεται στο ενεργό υλικό και όταν βρεθεί κοντά σε μόριο δότη ηλεκτρονίων διαχωρίζεται, με το ηλεκτρόνιο να κατευθύνεται μέσω του δέκτη προς το ένα ηλεκτρόδιο και την οπή προς το άλλο. Η απόδοση της διαδικασίας εξαρτάται από το ενεργειακό χάσμα μεταξύ του δότη και του δέκτη ηλεκτρονίων, το μήκος διάχυσης των εξιτονίων, την μορφολογία των δειγμάτων και την παρουσία πρόσθετων ή ακαθαρσιών. Με στόχο να βελτιωθεί η απόδοση νέα μόρια με διαφορετική δομή, σε διαφορικές αναλογίες δοκιμάζονται συνεχώς για να επιτευχθούν ευνοϊκότερες μορφολογίες. Επιπλέον, νάνοσωματίδια μετάλλων χρησιμοποιούνται για να ενισχύσουν την απόδοση μέσω του φαινομένου εντοπισμένου συντονισμού επιφανειακού πλασμονίου (Localized Surface Plasmon Resonance - LSPR). Τα μείγματα αυτά είναι άμορφα και οι συνήθεις μέθοδοι μικροσκοπίας είναι δύσκολο να δώσουν πληροφορίες σχετικά με την μορφολογία σε μοριακό επίπεδο. Η παρούσα διδακτορική διατριβή αναπτύσσει δύο μεθόδους για την παραγωγή παραμέτρων: (α) δίεδρων γωνιών των τετραμερών και των οκταμερών του θειφαινίου και του 3-εξυλ-θειοφαινίου (TH4, TH8, 3HT4, 3HT8) και (β) της αλληλεπίδρασης οργανικών μορίων με την επιφάνεια μετάλλου. Ως επιφάνεια μετάλλου επιλέχθηκε η επιφάνεια FCC (111) του αργύρου ενώ αναπτύχθηκε σειρά υπολογιστικών μεθόδων για την ανάμειξη μορίων και την τοποθέτηση τους πάνω σε επιφάνειες. Οι μέθοδοι αυτοί χρησιμοποιήθηκαν για την διερεύνηση τριών οργανικών μορίων (α) του οκταμερους του 3-εξυλ-θειοφαινίου (3-hexylthiophene - 3HT8) ως μοντέλο για πολυ-3-εξυλ-θειοφαίνιο (poly(3-hexyl-thiophene) - P3HT) που είναι δότης ηλεκτρονίων και του (β) φαινλυλ-C61-βουτυλικό οξύ μεθυλεστέρας (PCBM) και (γ) τριών ισομερών του δις ινδένιου C70 (Indene C70 Bis-Adduct - ICBA) που χρησιμοποιούνται ως δέκτες. Η διερεύνηση των 3HT8 και PCBM πάνω στην επιφάνεια αργύρου ανέδειξε πέντε σημαντικά ευρήματα για την αλληλεπίδραση των μορίων μεταξύ τους. Η αλληλεπίδραση του 3HT8 με την επιφάνεια του αργύρου αποδείχθηκε έντονη και ισχυρότερη από την αλληλεπίδραση του PCBM με την ίδια επιφάνεια. Η αλληλεπίδραση μεταξύ των μορίων 3HT8 αποδείχθηκε ασθενής. Η αλληλεπίδραση του PCBM με την επιφάνεια ήταν ισχυρή και σχεδόν ισότιμη της αλληλεπίδρασης με άλλα μόρια PCBM. Η αλληλεπίδραση του PCBM με τα υπόλοιπα μόρια PCBM ήταν ισχυρή. Διαπιστώθηκε ότι από όλες τις κατανομές των οξυγόνων στην αλυσίδα του PCBM υπάρχουν δύο προτιμητέες αποστάσεις περί τα 4 Å και 12 Å ανεξαρτήτως αρχικής μεθόδου τοποθέτησης. Η πρώτη απόσταση αντιστοιχεί σε διαμορφώσεις όπου η αλυσίδα βρίσκεται κοντά στην επιφάνεια του αργύρου ενώ η δεύτερη αντιστοιχεί σε διαμορφώσεις του PCBM όπου η αλυσίδα έχει απομακρυνθεί από την επιφάνεια ώστε να τοποθετηθούν περισσότερα μόρια κοντά σε αυτήν. Τέλος έγινε χαρακτηρισμός μειγμάτων των ισομερών του ICBA. Η μορφολογία τους προσδιορίστηκε ως άμορφο υλικό ενώ οι διαφορές που παρατηρούνται πειραματικά δεν αποδίδονται σε διαφορές πακεταρίσματος μεταξύ των διαφορετικών ισομερών. 98 355 342 Homer, Aeschylus and Aristophanes in Sophia Zarabouka’s books for children Όμηρος, Αισχύλος και Αριστοφάνης σε έργα για παιδιά της Σοφίας Ζαραμπούκα This present master thesis examines works of Sophia Zarabouka for children which are adaptations of works of ancient greek literature. Specifically, we deal with the adaptations for children of Homer’s epics, Iliad (1989) and Odyssey (1987), the trilogy of Aeschylus: Oresteia Agamemnon (2001), Oresteia Hoifores (2001), Oresteia Eumenides (2001) and the Aristophanes comedy Peace. The methodology which is used for the analysis of adaptations combines the theory of Gerard Genette for the study of narrative techniques and the intertextuality with the theoretical approach of illustration based on the studies of Perry Nodelman and Aggeliki Giannikopoulou. Generally, the thesis focuses on the subjective elements of publications of adaptations of children and the relation between image and text. In the first chapter, we display useful terms and meanings, as the theoretical frame, according to which we approach the works for children of Sophia Zarabouka. In the second chapter, we worked on Odyssey and Iliad finding out the narrow intertextual relationship of original texts with the adaptations and intuition of illustration with elements of materialistic civilization of Greek antiquity. In the third chapter we are occupied with Oresteia, the trilogy of Aeschylus finding out the intense theatricality of illustration and the interlingual translation of original works. In the fourth chapter, we study indicatively the type of adaptation and the third publication of Aristophanes’ work Peace in a new publishing form. The work is published in two parts. Firstly, the illustrated narrative for children is presented and then the same work is attributed in form of a theatrical text for performance by children, element that is strengthened by the children’s presence with designs in the theatrical text. During the elaboration of the adaptations of works of ancient greek literature, Sophia Zarabouka took into consideration the other translation and studied the special works for children as audience being illustrator. From the analysis of adaptations the obvious effort of adapter and illustrator is resulted in order to get in touch the reading public from a very early age with its cultural heritage, not only through the art of illustration and scenography. Η παρούσα εργασία εξετάζει έργα της Σοφίας Ζαραμπούκα για παιδιά, τα οποία αποτελούν διασκευές έργων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Ειδικότερα, η εργασία ασχολείται με τις διασκευές για παιδιά, των ομηρικών επών: Ιλιάδα (1989) και Οδύσσεια (1987), την τριλογία του Αισχύλου Ορέστεια: Ορέστεια Αγαμέμνων (2001), Ορέστεια Χοηφόροι (2001), Ορέστεια Ευμενίδες (2001) και τη κωμωδία του Αριστοφάνη, Ειρήνη (1977). Η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για την ανάλυση των διασκευών συνδυάζει τη θεωρία του Gerand Genette για τη μελέτη των αφηγηματικών τεχνικών και τη διακειμενικότητα, με τη θεωρητική προσέγγιση της εικονογράφησης με βάση τις μελέτες του Perry Nodelman και της Αγγελικής Γιαννικοπούλου. Γενικότερα, η εργασία εστιάζει στα παρακειμενικά στοιχεία των εκδόσεων των διασκευών για παιδιά και στη σχέση εικόνας και κειμένου. Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζονται χρήσιμοι όροι και έννοιες, καθώς και το θεωρητικό πλαίσιο με το οποίο προσεγγίζονται τα έργα για παιδιά της Σοφίας Ζαραμπούκα. Στο δεύτερο κεφάλαιο ασχολούμαστε με την Ιλιάδα και την Οδύσσεια διαπιστώνοντας τη στενή διακειμενική σχέση των αρχικών κειμένων με τις διασκευές και την διεικονικότητα της εικονογράφησης με στοιχεία του υλικού πολιτισμού της ελληνικής αρχαιότητας. Το τρίτο κεφάλαιο ασχολείται με την Ορέστεια, την τριλογία του Αισχύλου, στην οποία διαπιστώνονται η έντονη θεατρικότητα της εικονογράφησης και η ενδογλωσσική μετάφραση των αρχικών έργων. Στο τέταρτο κεφάλαιο μελετάται ενδεικτικά ο τύπος της διασκευής και η τρίτη έκδοση του έργου του Αριστοφάνη Ειρήνη σε νέα εκδοτική μορφή. Το έργο εκδίδεται σε δύο μέρη. Πρώτα παρουσιάζεται το εικονογραφημένο αφήγημα, διασκευή για παιδιά και κατόπιν το ίδιο έργο αποδίδεται με μορφή θεατρικού κειμένου, στοιχείο που ενισχύεται από την παρουσία παιδιών με σχέδια στο θεατρικό κείμενο. Κατά την επεξεργασία των διασκευών έργων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, η Σ. Ζαραμπούκα έλαβε υπόψιν της έγκριτες μεταφράσεις και μελέτησε τα έργα ειδικά για κοινό παιδιών ως εικονογράφος. Από την ανάλυση των διασκευών προκύπτει η έκδηλη προσπάθεια της διασκευάστριας και εικονογράφου, να φέρει το αναγνωστικό κοινό από πολύ νεαρή ηλικία σε επαφή με την πολιτιστική του κληρονομιά, τόσο μέσω της αφήγησης, όσο και μέσα από την τέχνη της εικονογράφησης και της σκηνογραφίας. 99 195 199 In this master thesis there has been studied the causes and possible therapies of neurodegenerative diasease from molecular standpoint. This work is dividied into three chapters. At the first chapter there are initially mentioned introductory things about these diseases, and then there is analysis of Parkinson, Alzheimer’s and Huntington disease which are the most common neurodegenerative diseases. In the second chapter there is a comprehensive analysis of molecular chaperones and their roles in the neurodegenerative diseases that are mentioned above. Specifically, this chapter presents the roles of specific molecular chaperones such as Hsp70, Hsp90 and others in the neurodegenerative diseases that this thesis is about. The molecular chaperones help the right protein folding, and their overexpression could contribute to the treatment os some neurodegenerative diseases. Finally, this thesis ends with a chapter on therapeutic approaches to these diseases which however are not yet effective. The field that concernes this thesis is considered to be one of the most important and difficult issues of Biosciences as these diseases plague the humanity and there are no effective treatments at the present. For this reason, the molecular study of neurodegenerative diseases is particularly important in modern Medical science. Στην εργασία αυτή μελετήθηκαν οι νευροεκφυλιστικές ασθένειες, τα αίτιά τους και οι πιθανές θερεπείες από μοριακή σκοπιά. Η παρούσα εργασία χωρίζεται σε τρία κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο αναφέρονται αρχικά τα εισαγωγικά για τις νευροεκφυλιστικές ασθένειες και στην συνέχεια γίνεται ανάλυση των ασθενειών «Parkinson», «Alzheimer’s» και «Huntington» που είναι και οι συνηθέστερες νευροεκφυλιστικές ασθένειες. Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται εκτεταμένη ανάλυση των μοριακών συνοδών και των ρόλων που έχουν στις ασθένεις που αναφέρθηκαν. Συγκεκριμένα, παρουσιάζονται και εξηγούνται οι ρόλοι συγκεκριμένων μοριακών συνοδών όπως οι Hsp70, Hsp90 και άλλες στις νευροεκφυλιστικές ασθένειες. Οι μοριακοί συνοδοί συμμετέχουν και βοηθούν την σωστή αναδίπλωση των πρωτεΐνών και ως εκ τούτου η υπερέκφραση κάποιων θα μπορούσε να συμβάλει στην θεραπεία κάποιων νευροεκφυλιστικών ασθενειών. Τέλος, η εργασία αυτή κλείνει με ένα κεφάλαιο που αφορά τις θεραπευτικές προσεγγίσεις έναντι αυτών των ασθενειών, οι οποίες όμως είναι μη αποτελεσματικές ακόμη όσον αφορά την οριστική θεραπεία συγκεκριμένων ασθενειών. Το πεδίο στο οποίο αφορά η εργασία θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά και δύσκολα θέματα των Βιοεπιστημών καθώς οι εν λόγω ασθένειες μαστίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο και δεν υπάρχουν αποτελεσματικές θεραπείες επι του παρόντος. Για τον λόγο αυτό η μοριακή μελέτη των νευροεκφυλιστικών ασθενειών έχει ιδιαίτερη σημασία στην σύγχρονη Ιατρική επιστήμη. 100 235 240 [U]topian components in the work of Dimitris Pikionis : the vision of Aixoni Θέμα της παρούσας εργασίας αποτελεί η σχέση αλληλεπίδρασης της παράδοσης, των πραγμάτων δηλαδή που παραδίδονται από το παρελθόν και σώζονται ως το παρόν και του ουτοπικού στοιχείου που ενυπάρχει σε κάθε εξελικτική διαδικασία προς την ανακάλυψη του μέλλοντος στη θεωρία και τη διαδικασία της αρχιτεκτονικής. Ο άνθρωπος διαλέγεται τόσο με τη μία πλευρά του δίπολου, όσο και με την άλλη, εφόσον αποτελεί συγχρόνως, φορέα μνήμης και φαντασίας, ώστε τελικά να δημιουργήσει έργο αυθεντικό και διαχρονικό. Επιλέγεται η διερεύνηση του θέματος αυτού, να διεξαχθεί παράλληλα με τη μελέτη του έργου του αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη. Ο ίδιος, έδρασε σε μια εποχή όπου η παράδοση της αρχιτεκτονικής και οι σύγχρονες «μοντέρνες» θεωρίες και ουτοπικές τάσεις, αλληλοεπιδρούν τόσο που συχνά τα όρια μεταξύ τους διαλύονται. Ο ίδιος ο αρχιτέκτονας διαμορφώνει έργο με σαφείς αναφορές στο παρελθόν το οποίο παράλληλα περιέχει ουτοπικές συνιστώσες, διαδικασία που αυτομάτως το καθιστά «ουσιαστικό» και πάντα επίκαιρο. Πυρήνας της μελέτης πρόκειται να αποτελέσει συγκεκριμένα, το έργο του σχεδιασμού του οικισμού της Αιξωνής και της συνολικής διαδικασίας γύρω από το όραμα αυτό που αφορούσε την έκδοση του ομώνυμου περιοδικού από τον αρχιτέκτονα και πλήθος άλλων επιφανών προσώπων των γραμμάτων και των τεχνών της εποχής. Στόχος της εργασίας: αποτελεί ύστερα από αυτή τη διαδικασία, η διεξαγωγή συμπερασμάτων γύρω από τα στοιχεία και τις σκέψεις που θα πρέπει να διαμορφώνουν τη σύγχρονη αρχιτεκτονική διαδικασία και το χαρακτήρα του αρχιτέκτονα, ώστε η αρχιτεκτονική να συμβάλει με κάποιο τρόπο στη δημιουργία ευτυχισμένων ανθρώπων και κοινωνιών. The subject of the present work is the relation of the interaction of tradition, that is, the things that are delivered from the past and preserved in the present and the utopian element that is inherent in every evolutionary process towards the discovery of the future in the theory and process of architecture. Man is converted with both one side of the dipole and with the other, since he is at the same time, a carrier of memory and imagination, to finally create an authentic and timeless work. The investigation of this issue is chosen to be carried out in parallel with the study of the work of the architect Dimitris Pikionis. He himself acted at a time when the tradition of architecture and contemporary "modern" theories and utopian tendencies interact so much that the boundaries between them are often blurred. The architect himself creates a project with clear references to the past which at the same time contains utopian components, a process that automatically makes it "substantial" and always up to date. The core of the study will be specifically the work of designing the settlement of Aixoni and the overall process around this vision that concerned the publication of the magazine of the same name by the architect and many other prominent figures of letters and arts of the time. 101 249 326 Genomic analysis of cell-free fetal DNA for non-invasive prenatal testing Γενωμική ανάλυση του ελευθέρου εμβρυϊκού DNA στο πλαίσιο μη επεμβατικού προγεννητικού ελέγχου Prenatal assessment of fetal health is routinely offered throughout pregnancy to ensure that the most effective management can be provided to maintain fetal and maternal well-being. Currently, invasive testing such as amniocentesis and chorionic villi sampling is used for definitive diagnosis of fetal aneuploidy, which is associated with a 1% risk of iatrogenic fetal loss. For this reason, it was of great interest to discover non-invasive ways of obtaining fetal genetic material so that prenatal diagnosis can be applied to all pregnant women, regardless of age or objective risk of having a child with a genetic disease. The discovery of cell-free fetal DNA (cffDNA) in the mother's circulation has allowed the development of Non Invasive Prenetal Testing (NIPT) and today the development of methods and technologies for the optimal utilization and amplification of cffDNA is a key area of research. Purpose: The aim of the present thesis is to describe in detail prenatal diagnosis of chromosomal abnormalities that may occur in the fetus, such as trisomy 21, 18 and 13 or Turner monosomy using biochemical and ultrasound markers, with greater emphasis on the latest technology, non-invasive prenatal screening techniques. Conclusion: Efforts are constantly being made to make non-invasive prenatal testing a routine screening in most countries, to increase the diagnostic value, to reduce the cost of NIPT services and to properly inform physicians and patients about the available NIPT options and the evaluation and interpretation of the produced results. Ο προγεννητικός έλεγχος αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής μαιευτικής πράξης και προσφέρεται σε τακτά χρονικά διαστήματα καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ώστε να διασφαλιστεί η υγεία του εμβρύου και της μητέρας. Για την πραγματοποίησή του απαιτείται η ανάλυση εμβρυϊκού γενετικού υλικού που λαμβάνεται με επεμβατικές μεθόδους όπως η αμνιοπαρακέντηση και η βιοψία τροφοβλάστης και εφαρμόζεται για τη διάγνωση ανευπλοειδίας του εμβρύου. Οι τεχνικές όμως αυτές έχουν μικρό αλλά υπαρκτό κίνδυνο αποβολής (~1%). Για το λόγο υπήρχε μεγάλο ενδιαφέρον η ανακάλυψη μη επεμβατικών τρόπων λήψης εμβρυικού γενετικού υλικού έτσι ώστε η προγεννητική διάγνωση να μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις εγκύους, ανεξαρτήτως ηλικίας ή αντικειμενικού κινδύνου να αποκτήσουν παιδί με κάποιο γενετικό νόσημα. Η ανακάλυψη ελεύθερου εμβρυϊκού DNA (cffDNA) στην κυκλοφορία της μητέρας, επέτρεψε την ανάπτυξη μη επεμβατικών προγεννητικών ελέγχων (Non Invasive Prenetal Testing, NIPT) και σήμερα η ανάπτυξη μεθόδων και τεχνολογιών για τη βέλτιστη αξιοποίηση και ενίσχυση του cffDNA, αποτελεί το βασικό τομέα έρευνας. Στη παρούσα εργασία αναφέρεται αναλυτικά ο έλεγχος των χρωμοσωματικών ανωμαλιών που μπορεί να συμβούν στο έμβρυο, όπως η τρισωμία 21, 18 και 13 ή η μονοσωμία Turner με την χρήση βιοχημικών και υπερηχογραφικών δεικτών, με μεγαλύτερη έμφαση στην νεότερη τεχνολογία, την χρήση, δηλαδή, του ελευθέρου εμβρυϊκού DNA στην μητρική κυκλοφορία ενώ θα συγκρίνεται και η αποτελεσματικότητα των εκάστοτε μεθόδων. Σκοπός: Ο σκοπός της παρούσας εργασίας είναι ανασκόπηση των μη επεμβατικών τεχνικών του προγεννητικού ελέγχου, οι οποίες χρησιμοποιούνται ευρέως στην εγκυμοσύνη για την ανίχνευση κυήσεων υψηλού κινδύνου για την εμφάνιση χρωμοσωματικών ανωμαλιών του εμβρύου αλλά και άλλων επιπλοκών στην κύηση.Συμπέρασμα: Γίνονται συνεχώς προσπάθειες ώστε οι μη επεμβατικές εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου να αποτελέσουν έλεγχο ρουτίνας στις περισσότερες χώρες, η διαγνωστική αξία να γίνεται όλο και μεγαλύτερη, να μειώνεται το κόστος των υπηρεσιών NIPT αλλά και να υπάρχει σωστή ενημέρωση των ιατρών και των ασθενών για τις διαθέσιμες επιλογές NIPT, τις δυνατότητες που προσφέρουν και την αξιολόγηση και ερμηνεία των παραγόμενων αποτελεσμάτων. 102 498 509 animation as a means of creativity and learning tool in kindergarten η animation ως όχημα δημιουργικότητας και εργαλείο μάθησης στο νηπιαγωγείο Animation constitutes a global visual language, easily comprehensible by everyone, because it produces results visually attractive and often humorous and is addressed to viewers of any age. Through its passage in time, starting with the works of the very first romantic courageous creators and up to the contemporary projects aided by digital technology, animation has become one of the most loved forms of art. Making use of exaggeration and symbolic image, it has amused little as well as older viewers, it has provided us with scientific information, it has demonstrated and commented on social issues. Animation, popular especially among children, has occupied an important educational role inside the classroom from its very beginning and is considered to be one of the basic versions of audiovisual education. The recent years, concern about audiovisual education has increased in Greece, concern which is expressed through the studies that have been elaborated. However, there’s an important research gap regarding audiovisual material produced by children, especially those attending preschool. The following thesis attempts to investigate the inclusion of this kind of art in school space through the following two points of view: The use of animation and its capability of being a learning tool for children, who in a particular educational project become the creators of such a movie, as well as the use of animation as a vehicle of creativity for this particular school grade. The (εισαγωγη) includes the wording of the issue, the necessity of the research and the purposes of the research. The thesis is divided in two parts. The first consists of the theoretical foundation, and includes the first five chapters. The first chapter refers to art and its relationship with education, the purposes and the context of artistic edification in kindergarten and the role of new technologies in education. The second chapter refers to the art of animation and includes its definition, some historical elements, the theoretical approach of this kind of art and its techniques. In the third chapter there is an extensive report in the role of animation in education from its first appearance until today and an approach of its educational value through the most basic theories of learning. The fourth chapter refers to creativity and creative thought, the factors that affect creativity and the instruments of measuring it. The fifth chapter of the thesis includes the bibliographical overview and the former researches which have been conducted aiming to investigate the efficiency of animation in the learning process as a learning instrument which addresses children or is the object of their production. The second part of the thesis comprises the research which was carried out in kindergarten. The investigation concerned animation film production process –compared with traditional teaching methods- as a differentiating factor in students acquiring particular knowledge. It was also examined if their artistic involvement in animation film production can constitute a means of development as far as their creative characteristics are concerned. Τo κινούμενο σχέδιο, επειδή παράγει ένα αποτέλεσμα οπτικά ελκυστικό και συχνά χιουμοριστικό και απευθύνεται σε θεατές από κάθε ηλικιακή ομάδα, αποτελεί μια καθολική οπτική γλώσσα η οποία είναι εύκολο να διαβαστεί από τον καθένα. Μέσα στην εξέλιξή του στο χρόνο από τα έργα των πρώτων ρομαντικών τολμηρών δημιουργών ως τις σύγχρονες δημιουργίες, με την βοήθεια της Ψηφιακής Τεχνολογίας, το κινούμενο σχέδιο κατάφερε να γίνει ένα από τα πιο διαδεδομένα και αγαπητά είδη τέχνης. Χρησιμοποιώντας την υπερβολή και την εικόνα-σύμβολο, ψυχαγώγησε μικρούς και μεγάλους θεατές, έδωσε επιστημονικές πληροφορίες, κατέδειξε και κατήγγειλε κοινωνικά προβλήματα. Το κινούμενο σχέδιο, ιδιαίτερα δημοφιλές και οικείο στα παιδιά, κατέχει από τις πρώτες στιγμές της εμφάνισής του σημαντικό εκπαιδευτικό ρόλο στην σχολική τάξη και θεωρείται μία από τις βασικότερες εκδοχές της οπτικοακουστικής παιδείας. Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για την οπτικοακουστική παιδεία, το οποίο εκφράζεται μέσα από τις μελέτες που έχουν εκπονηθεί. Εντούτοις, παρατηρείται ένα σημαντικό ερευνητικό κενό στην μελέτη της παραγωγής από τα ίδια τα παιδιά οπτικοακουστικού υλικού, κυρίως στην σχολική βαθμίδα του Νηπιαγωγείου. Η διατριβή που ακολουθεί επιχειρεί να διερευνήσει την ένταξη στον σχολικό χώρο του νηπιαγωγείου αυτού του είδους τέχνης μέσα από δύο οπτικές : Την χρήση του animation, και την δυνατότητα του να είναι ένα εργαλείο μάθησης για τα παιδιά, τα οποία μέσα σε ένα συγκεκριμένο παιδαγωγικό πλαίσιο γίνονται παραγωγοί μιας ταινίας animation.Την περίπτωση του animation ως ένα όχημα δημιουργικότητας για την συγκεκριμένη σχολική βαθμίδα. Συγκεκριμένα: Στην εισαγωγή περιλαμβάνεται η διατύπωση του προβλήματος, η αναγκαιότητα της έρευνας και ο σκοπός της έρευνας. Η διατριβή χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος αποτελείται από την θεωρητική θεμελίωση. Σε αυτό περιλαμβάνονται τα πέντε πρώτα κεφάλαια της διδακτορικής διατριβής. Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στην τέχνη και την σχέση της με την εκπαίδευση, στους στόχους και το περιεχόμενο της εικαστικής αγωγής στο νηπιαγωγείο, καθώς και στις Νέες τεχνολογίες και τον ρόλο τους στην εκπαίδευση. Το δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται στην τέχνη του animation και περιλαμβάνει τον ορισμό του, κάποια ιστορικά στοιχεία, την θεωρητική προσέγγιση αυτού του είδους τέχνης, καθώς επίσης και τις τεχνικές του. Στο τρίτο κεφάλαιο της διατριβής γίνεται μια εκτενής αναφορά στο ρόλο του κινουμένου σχεδίου στην εκπαίδευση από την στιγμή που πρωτοεμφανίστηκε ως σήμερα, και μια προσέγγιση της παιδαγωγικής αξίας του κινουμένου σχεδίου μέσα από τις σημαντικότερες θεωρίες μάθησης. Το τέταρτο κεφάλαιο της διατριβής αναφέρεται στην δημιουργικότητα και την δημιουργική σκέψη, στους παράγοντες που την επηρεάζουν και στα εργαλεία μέτρησής της. Στο πέμπτο κεφάλαιο της διατριβής περιλαμβάνεται η βιβλιογραφική επισκόπηση και οι προηγούμενες έρευνες που έχουν γίνει με στόχο την διερεύνηση της αποτελεσματικότητας του κινουμένου σχεδίου στην μαθησιακή διαδικασία ως μαθησιακό εργαλείο που απευθύνεται στα παιδιά ή που παράγεται από τα ίδια. Το δεύτερο μέρος της διδακτορικής διατριβής περιέχει την έρευνα που έγινε σε μαθητές του νηπιαγωγείου. Διερευνήθηκε αν η διαδικασία δημιουργίας ταινιών animation -σε σύγκριση με τις παραδοσιακές μεθόδους διδασκαλίας-αποτελεί διαφοροποιητικό παράγοντα για την απόκτηση συγκεκριμένων γνώσεων από τα νήπια. Επίσης εξετάστηκε αν η καλλιτεχνική τους ενασχόληση με την δημιουργία ταινιών animation μπορεί να αποτελέσει μέσο ανάπτυξης των δημιουργικών χαρακτηριστικών τους. 103 285 311 Preschool education through art for the approach to digital surveillance - monitoring Προσχολική αγωγή και εκπαίδευση μέσω τέχνης για την προσέγγιση των τρόπων άσκησης ψηφιακής επιτήρησης-παρακολούθησης The use of digital technology has changed the everyday life of modern human. One of the many applications of Information and communication technologies (ICT) is also the exercise of social control - supervision. The oversight of societies by these powers, also known as Panopticism, which began with Bentham's idea of a standardized prison pattern, today due to the use of ICT oversight has moved from natural areas to digital environments, and is implemented by both power centers and with the own will participation of the people in social media, where they publish personal data. This diploma thesis attempts to approach the current issue of digital surveillance of societies, the risks, the impacts and the consequences of introducing the use of ICT in today's societies. Taking advantage of ancient Greek mythology and theater-play, a teaching intervention suitable for preschool children is proposed. The purpose of this research is to initially assess whether children of preschool use ICT and then to investigate whether they can understand, through teaching interventions, how digital surveillance can take place and whether they enrich their knowledge of the subject in order to be prepared critically, separating the consequences into positive and negative. The research method used was qualitative and was carried out by conducting interviews, collecting worksheets (paintings) and observing before and after the didactic interventions. The data was processed using the content analysis technique, and on the basis of the results it was found that children contact with ICT is frequent. Thereafter, through teaching intervention, specific preschool children were found to understand the functions of ICT, to enrich their knowledge and to criticize satisfactorily the presented uses of ICT. Η χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας άλλαξε την καθημερινότητα του σύγχρονου ανθρώπου. Μια από τις πολλές εφαρμογές των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνών (ΤΠΕ) είναι και αυτή της άσκησης κοινωνικού ελέγχου - επιτήρησης. Η επιτήρηση των κοινωνιών από τις εκάστοτε εξουσίες, γνωστή και ως Πανοπτισμός, η οποία ξεκίνησε με την ιδέα του Bentham για το πανοπτικό πρότυπο φυλάκισης, σήμερα με την χρήση των ΤΠΕ, μετακινήθηκε από τους φυσικούς χώρους σε ψηφιακά περιβάλλοντα. Υλοποιείται τόσο από κέντρα εξουσίας όσο και με τη συμμετοχή των ίδιων των ατόμων σε χώρους κοινωνικής δικτύωσης (social media), στους οποίους δημοσιοποιούν προσωπικά δεδομένα. Με την παρούσα διπλωματική εργασία επιχειρείται η προσέγγιση του επίκαιρου ζητήματος της ψηφιακής επιτήρησης των κοινωνιών, των κινδύνων, των επιπτώσεων και των συνεπειών, που συνεπάγεται η καθιέρωση της χρήσης των ΤΠΕ στις σημερινές κοινωνίες. Αξιοποιώντας την Αρχαία Ελληνική Μυθολογία και το θεατρικό παιγνίδι, προτείνεται μια διδακτική παρέμβαση κατάλληλη για παιδιά προσχολικής ηλικίας. Ο σκοπός της παρούσας έρευνας είναι αρχικά να εκτιμήσει κατά πόσο τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας χρησιμοποιούν τις ΤΠΕ και στη συνέχεια να διερευνήσει εάν μέσω των διδακτικών παρεμβάσεων κατανοήσουν πώς μπορεί να πραγματοποιηθεί η ψηφιακή επιτήρηση και εάν εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους γύρω από το θέμα ώστε να σταθούν κριτικά, διακρίνοντας τις θετικές και αρνητικές επιπτώσεις της χρήσης των ΤΠΕ. Η ερευνητική μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε ήταν η ποιοτική και πραγματοποιήθηκε με τη διεξαγωγή συνεντεύξεων, τη συλλογή φύλλων εργασίας (ζωγραφιές) και την παρατήρηση, πριν και μετά τη διεξαγωγή των διδακτικών παρεμβάσεων. Η επεξεργασία των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με την τεχνική της ανάλυσης περιεχομένου, και βάσει των αποτελεσμάτων διαπιστώθηκε ότι η επαφή των νηπίων με τις ΤΠΕ είναι συχνή. Στη συνέχεια, μέσω της διδακτικής παρέμβασης, διαπιστώθηκε ότι τα συγκεκριμένα παιδιά προσχολικής ηλικίας, κατανόησαν τις λειτουργίες των ΤΠΕ, εμπλούτισαν τις γνώσεις τους και στάθηκαν κριτικά απέναντι στις παρουσιαζόμενες λειτουργίες τους σε ικανοποιητικό βαθμό. 104 445 445 The purpose of this study was to evaluate patients with psoriatic arthritis (PsA) who meet the CASPAR criteria and those with axial involvement additionally the ASAS criteria. This study aims at recording the clinical characteristics of PsA patients in Northwestern Greece. The present study also aims at investigating the effect of epidemiological parameters on disease activity. Furthermore primary goal of the current study was to investigate the therapeutic response of patients receiving synthetic and / or biological DMARDs. Finally, the study aims to investigate the potential effect of PsA activity on lipid profile of the patients. For the above purposes, a 5 years retrospective study has been performed. The present study indicated that: 1. PsA occurs mainly during the 4th to 5th decade of life, the predominant subtype at the onset of the disease is asymmetric oligoarthritis. Psoriatic spondylitis occurs in 7% with the frequency increasing to 20% when there is a simultaneous combination of axial and peripheral arthritis. 2. Enthesitis and dactylitis are events that occur at 10% and 22%. 3. Extraarticular manifestations of PsA are rare and occur with a frequency of less than 3%. To study the effect of epidemiological parameters on therapeutic response, 254 patients with PsA were evaluated. The main purpose of the study was to investigate the effect of BMI, sex and smoking on the therapeutic response of the patients. Female patients were found to have a higher disease activity in the first six months with this difference being eliminated in the course of the disease. An important correlation was also found between the disease activity and the duration of the disease. In particular, the longer the duration of PsA, the greater the disease activity and hence the poorer therapeutic response. Smoking and BMI did not appear to have an effect on PsA activity. In order to evaluate the therapeutic effect, in PSA patients, receiving synthetic and / or biological DMARDs, a five-year observational study was performed. This study found that treatment with biological DMARDs has a more rapid effect than treatment with synthetic DMARDs or a combination of these. In particular, a statistically significant difference in all disease activity scores was observed at three months following initiation of treatment. This difference was lost in the course of the disease among the three treatment groups. Finally, it was investigated the potential effect of PsA activity on lipid profile of the patients. A retrospective study was conducted involving 254 patients. The study demonstrated that the reduction in disease activity was associated with improvement in the lipid profile. In particular, there was a statistically significant increase in HDL at one year after initiation of treatment for all activity indices and CRP. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να μελετηθούν οι ασθενείς με Ψωριασική αρθρίτιδα (ΨΑ), οι οποίοι πληρούν τα κριτήρια CASPAR και για αυτούς με αξονική προσβολή επιπλέον τα κριτήρια ASAS. Η παρούσα μελέτη αποσκοπεί στη καταγραφή των κλινικών χαρακτηριστικών των ασθενών με ΨΑ στη Βορειοδυτική Ελλάδα. Επίσης η παρούσα εργασία σκοπεύει στη διερεύνηση της επίδρασης που μπορεί να έχουν επιδημιολογικές παράμετροι στην ενεργότητα της νόσου. Επιπλέον βασική στόχευση της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της θεραπευτικής απόκρισης των ασθενών που λαμβάνουν συνθετικά ή/και βιολογικά ΤτΝΦ. Τέλος η μελέτη αποσκοπεί στη διερεύνηση της δυνητικής επίδρασης που μπορεί να έχει η ενεργότητα της ΨΑ στο λιπιδαιμικό προφίλ των ασθενών. Για τουςπαραπάνω σκοπούς διενεργήθηκε αναδρομική μελέτη διάρκειας 5 ετών. Από την παρούσα μελέτη διαπιστώθηκε ότι: 1. Η ΨΑ εμφανίζεται κυρίως κατά την 4η με 5η δεκαετία ζωής, κυρίαρχος φαινότυπος κατά την έναρξη της νόσου είναι η ασύμμετρη ολιγοαρθρίτιδα. Η προσβολή μόνο του αξονικού σκελετού συναντάται στο 7% με τη συχνότητα να αυξάνεται στο 20% όταν υπάρχει συνδυασμός και περιφερικής αρθρίτιδας. 2. Η ενθεσίτιδα και η δακτυλίτιδα είναι εκδηλώσεις που συναντάμε στο 10% και 22%. 3. Οι εξωαρθρικές εκδηλώσεις της ΨΑ είναι σπάνιες και συναντώνται με συχνότητα μικρότερη του 3% Αναφορικά με την επίδραση των επιδημιολογικών παραμέτρων στη θεραπευτική απόκριση των ασθενών διενεργήθηκε μελέτη στην οποία συμμετείχαν 254 ασθενείς. Βασικός σκοπός της μελέτης ήταν να διερευνηθεί η επίδραση του ΔΜΣ, του φύλου και του καπνίσματος στη θεραπευτική απόκριση των ασθενών. Διαπιστώθηκε ότι οι γυναίκες ασθενείς εμφάνισαν υψηλότερη ενεργότητα τους πρώτους έξι μήνες με τη διαφορά αυτή να εξαλείφεται στη πορεία της νόσου. Επίσης βρέθηκε σημαντική συσχέτιση μεταξύ της ενεργότητας της νόσου και της διάρκειας νόσου. Ειδικότερα όσο μεγαλύτερη ήταν διάρκεια της ΨΑ τόσο μεγαλύτερη ήταν η ενεργότητα της νόσου και κατά συνέπεια πτωχότερη η θεραπευτική απόκριση. Το κάπνισμα και ο ΔΜΣ δεν φάνηκε να έχει επίδραση στην ενεργότητα της ΨΑ. Για την εκτίμηση του θεραπευτικού αποτελέσματος στους ασθενείς με ΨΑ που λαμβάνουν συνθετικά η/και βιολογικά ΤτΝΦ διενεργήθηκε μελέτη παρατήρησης διάρκειας πέντε ετών. Από τη συγκεκριμένη μελέτη διαπιστώθηκε ότι η θεραπεία με βιολογικά ΤτΝΦ έχει γρηγορότερη δράση σε σχέση με τη θεραπεία με συνθετικά ΤτΝΦ ή τον συνδυασμό αυτών. Ειδικότερα διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά σε όλους τους δείκτες ενεργότητας στους τρείς μήνες από την έναρξη της θεραπείας με τη διαφορά αυτή να χάνεται στη πορεία της νόσου. Τέλος διερευνήθηκε η επίδραση που δυνητικά μπορεί να έχει η ενεργότητα της ΨΑ στο λιπιδαιμικό προφίλ των ασθενών. Διενεργήθηκε αναδρομική μελέτη στην οποία συμμετείχαν 254 ασθενείς. Η μελέτη κατέδειξε ότι η μείωση της ενεργότητας της νόσου σχετίστηκε με βελτίωση του λιπιδαιμικού προφίλ. Ειδικότερα υπήρξε σημαντική αύξηση της HDL στον ένα χρόνο μετά την έναρξη της θεραπείας για όλους τους δείκτες ενεργότητας και τη CRP. 105 572 551 The emotional strain of caregivers of patients with multiple sclerosis Το ψυχικό-συναισθηματικό φορτίο των φροντιστών των ασθενών με πολλαπλή σκλήρυνση Multiple sclerosis (MS) is a chronic, demyelinating disease of the central nervous system that affects approximately 2.5 million people worldwide and the most common cause of neurological disability of young adults. Half of MS patients will not be able to walk without a gait within 15 years after the onset of illness and will be unemployed within 10. About 30% of MS patients need home assistance and in about 80% of the cases this assistance is provided by informal caregivers, usually family members, in most case the spouse or partner. The assistance provided from informal caregivers includes a wide range of services such as personal care, homemaking, mobility and recreational activities. Caregivers play an important role in maintaining people with multiple sclerosis in the community. As the disease progresses and due to its unpredictable course, care giving becomes often physically and emotionally exhausting. Emphasis should be also given to care givers because they are the so called “hidden patients” from whose well-being depends the well being of the MS patients. One hundred thirty one care givers and the corresponding patients were enrolled in the study. We assessed care givers quality of life, fatigue, stress and depression using Short Form -36 (SF-36), Krupp’ Fatigue Severity Scale (FSS), the Kingston Caregiver Stress Scale and the Hamilton Scale for Depression (HAM-D) respectively. Patients disability status was assessed using the Kurtzke Expanded Disability Status Scale (EDSS). We used linear regression models to investigate possible correlations between all aforementioned scales, while employed multivariable logistic regression models to assess the correlation of caregivers’ fatigue both with caregivers’ characteristics (age, gender, affinity to the patient, duration of care employment, income, education) and the severity of patients’ disability. We included data from 131 consecutive caregivers of patients with multiple sclerosis (age: 51.2±12.8, males: 53.4%, years of care: 10.0±6.3. In linear regression analyses, caregivers’ fatigue was found to be associated with stress and inversely related with both physical and mental health status. Likewise, caregiver’s stress was found to be associated with depression and inversely related with both physical and mental health status. Finally, depression was found to be inversely associated with both caregiver's physical and mental health status. In multivariable logistic regression analysis caregiver’s fatigue was found to be independently associated with education status (OR=0.61, 95%CI: 0.37-0.99, p=0.046), history of chronic disease (OR= 5.52, 95%CI: 1.48-20.55, p=0.011), other chronic disease in family (OR= 7.48, 95%CI: 1.49-37.47, p=0.014) and patients’ disability status (OR=1.36, 95%CI: 1.03-1.80, p=0.032). Depression in caregivers of MS patients was negatively correlated with educational status and positively with female sex. In multivariable linear regression analysis patients’ depression was inversely correlated with education level (coefficient= -1.88; 95%CI -3.16, -0.61; p=0.004) and positively with the patients’ disability (coefficient=1.04, 95%CI: 0.49, 1.59; p<0.001). Opposed to caregivers, patients' depressive symptoms were independently correlated to the caregivers' ones (coefficient=0.29; 95%CI: 0.11, 0.47; p=0.002). Fatigue, stress and depression of caregivers of multiple sclerosis patients are inversely associated with their physical and mental health status. Caregivers fatigue is independently associated with education status, history of chronic disease, other chronic disease in the family and patients’ disability. Caregivers depressive symptoms, which seem to have a negative impact on patients’ depression should be carefully monitored and treated, because together with burden and caregivers psychological difficulties can affect negatively their supportive role while increase patients depressive symptoms with negative impact in their quality of life and adjustment to MS. Η Πολλαπλή Σκλήρυνση (ΠΣ) είναι μια χρόνια απομυελινωτική νόσος του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος που προσβάλλει 2,5 εκατομμύρια περίπου άτομα παγκοσμίως και αποτελεί την πιο συχνή αιτία αναπηρίας εξαιτίας νευρολογικών αιτίων σε νέους ενήλικες. Μισοί εκ των ασθενών χρειάζονται μπαστούνι για να περπατήσουν μετά από 15 έτη και θα έχουν μείνει άνεργοι μετά από 10 έτη. Περίπου 30% των ασθενών έχουν ανάγκη από βοήθεια στο σπίτι και στο 80% από αυτούς η βοήθεια παρέχεται από τα μέλη της οικογένειας, ο/η σύντροφος ή σύζυγος στην πλειοψηφία των περιπτώσεων. Η υποστήριξη που παρέχουν οι φροντιστές περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την προσωπική φροντίδα των ασθενών, φροντίδα της κατοικίας, βοήθεια για τη μετακίνηση και την αναψυχή του ασθενούς. Οι φροντιστές διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο να παραμείνουν οι ασθενείς στην κοινότητα. Με το πέρασμα του χρόνου και εξαιτίας του απρόβλεπτου της πορείας της νόσου, η φροντίδα των ασθενών γίνεται σωματικά και ψυχολογικά δυσβάσταχτη για τους φροντιστές. Έμφαση πρέπει να δίνεται και στην κατάσταση των φροντιστών, γιατί αποτελούν τους λεγόμενους «κρυφούς ασθενείς» από την ευεξία των οποίων εξαρτάται και αυτή των ασθενών με πολλαπλή σκλήρυνση. Εκατόν τριάντα ένας φροντιστές και οι αντιστοιχούντες σ’ αυτούς ασθενείς εντάχθηκαν στη μελέτη (μέση ηλικία φροντιστών: 51.2±12.8, 53.4% εξ αυτών ήταν άντρες, χρόνια φροντίδας:10.0±6.3). Εκτιμήθηκε η ποιότητα ζωής (με τη χρήση της κλίμακας SF-36), η κόπωση (με τη χρήση της κλίμακας του Krupp για τη βαρύτητα της κόπωσης-FSS) το στρες και η κατάθλιψη των φροντιστών (με την κλίμακες του Kingston για το στρες των φροντιστών και με την κλίμακα Hamilton για την κατάθλιψη αντίστοιχα). Η εκτίμηση του βαθμού αναπηρίας των ασθενών πραγματοποιήθηκε με την κλίμακα EDSS (Kurtzke Expanded Disability Status Scale). Χρησιμοποιήσαμε μοντέλα γραμμικής παλινδρόμησης για τη διερεύνηση πιθανών συσχετίσεων μεταξύ των ευρημάτων στις προαναφερθείσες κλίμακες και πολυπαραγοντικά μοντέλα παλινδρόμησης για την εκτίμηση συσχετίσεων της κόπωσης των φροντιστών με χαρακτηριστικά τους (ηλικία, φύλο, είδος συγγένειας με τον ασθενή, διάρκεια φροντίδας, επάγγελμα, εισόδημα, μορφωτικό επίπεδο και με τη βαρύτητα της νόσου). Στην ανάλυση γραμμικής παλινδρόμησης, η κόπωση των φροντιστών βρέθηκε ότι συσχετίζεται θετικά με το στρες και αντιστρόφως με τη σωματική και ψυχική τους ευεξία. Παρομοίως, το στρες των φροντιστών βρέθηκε ότι συσχετίζεται θετικά με την κατάθλιψη και αντιστρόφως με τη σωματική και ψυχική τους ευεξία. Τέλος, η κατάθλιψη συσχετίζεται αντιστρόφως με τη σωματική και ψυχική ευεξία του φροντιστή. Στην πολυπαραγοντική ανάλυση παλινδρόμησης η κατάθλιψη των ασθενών συσχετίζεται αντίστροφα με το μορφωτικό τους επίπεδο (συντελεστής= -1.88; 95%CI -3.16, -0.61; p=0.004) και θετικά με το βαθμό αναπηρίας τους (συντελεστής=1.04; 95%CI: 0.49, 1.59; p<0.001). Σε αντίθεση με τους φροντιστές, τα καταθλιπτικά συμπτώματα των ασθενών συσχετίζονται ανεξάρτητα με τα αντίστοιχα των φροντιστών, δηλαδή η κατάθλιψη των φροντιστών επιβαρύνει την κατάθλιψη των ασθενών ενώ δε συμβαίνει το αντίθετο: η κατάθλιψη των ασθενών δεν επιδεινώνει την κατάθλιψη των φροντιστών (συντελεστής=0.29; 95%CI: 0.11, 0.47; p=0.002). Συμπερασματικά, η κόπωση, το στρες και η κατάθλιψη των φροντιστών συσχετίζονται αντίστροφα με την σωματική και ψυχική τους κατάσταση ενώ η κόπωση συσχετίζεται ανεξάρτητα με το μορφωτικό επίπεδο, το ιστορικό άλλης χρόνιας νόσου στον φροντιστή ή σε άλλο μέλος της οικογένειας και με τη βαρύτητα της αναπηρίας του ασθενούς με πολλαπλή σκλήρυνση Οι ασθενείς με ΠΣ φαίνεται να παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά καταθλιπτικού συναισθήματος και πτωχότερη ποιότητα ζωής σε σχέση με τους φροντιστές τους. Η ύπαρξη δομών στήριξης ασθενών με ΠΣ και των φροντιστών τους κρίνεται αναγκαία. 106 269 293 Closed form solutions are very rare in the theory of nonlinear partial differential equations. Even in linear equations the techniques we have to obtain them are rather limited, especially when working in higher dimensions and complicated domains. As such, alternatives are often sought to obtain qualitative answers for the properties of the solutions of nonlinear systems. The objective of the present study is to analyze the quantitative features of common nonlinear partial differential equations by using phase diagrams. In dynamical system theory, a phase space is a space in which all possible states of a system are represented, with each possible state corresponding to one unique point in the phase space. Through phase diagrams we can distinguish the features of the equations' solutions very efficiently without employing analytical techniques that usually do not even exist. Using this method several features of the solution may be obtained: monotonicity, periodicity, asymptotic behavior etc. In the theory of nonlinear evolution equations a particular set of equations stands out due to their remarkable properties: the integrable equations under the Inverse Scattering Transform. These equations are rather limited in numbers but exhibit an abundant source of study through their properties. Prime examples are the nonlinear Schrodinger and Korteweg-de Vries equations. They appear in many physical contexts ranging from water waves to optics, plasmas and many others, rightfully gaining the title Universal equations. These important equations along with the full pendulum equation will be the focus of our study: using phase diagrams we will construct all possible solutions to these systems avoiding complicated mathematical techniques and special functions that appear, inevitably, otherwise in their study. Οι αναλυτικές λύσεις σε κλειστή μορφή είναι πολύ σπάνιες στην θεωρία των μη γραμμικών μερικών διαφορικών εξισώσεων. Ακόμα και στις γραμμικές εξισώσεις οι τεχνικές που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε είναι αρκετά περιορισμένες, ειδικά όταν δουλεύουμε σε μεγαλύτερες διαστάσεις ή σε σύνθετα χωρία ολοκλήρωσης. Έτσι, χρειαζόμαστε εναλλακτικές λύσεις με σκοπό να λάβουμε, έστω και, ποιοτικές απαντήσεις για τις ιδιότητες των λύσεων των μη γραμμικών συστημάτων. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η ανάλυση ποιοτικών χαρακτηριστικών των μη γραμμικών μερικών διαφορικών εξισώσεων χρησιμοποιώντας τα διαγράμματα φάσης. Στην θεωρία των δυναμικών συστημάτων, ένας χώρος φάσης είναι ένας χώρος στον οποίο παρουσιάζονται όλες οι πιθανές καταστάσεις ενός συστήματος, με κάθε πιθανή κατάσταση να αντιστοιχεί σε ένα μοναδικό σημείο στο χώρο φάσης. Μέσα από τα διαγράμματα φάσης μπορούμε να διακρίνουμε τα χαρακτηριστικά των λύσεων πολύ αποτελεσματικά χωρίς να χρησιμοποιήσουμε αναλυτικές τεχνικές οι οποίες συνήθως δεν υπάρχουν. Χρησιμοποιώντας την μέθοδο αυτή μπορούμε να λάβουμε διάφορα χαρακτηριστικά των λύσεων: μονοτονία, περιοδικότητα, ασυμπτωτική συμπεριφορά κλπ. Στην θεωρία των εξισώσεων μη γραμμικής εξέλιξης ξεχωρίζει ένα συγκεκριμένο σύνολο εξισώσεων λόγω των αξιοσημείωτων ιδιοτήτων τους: οι ολοκληρώσιμες εξισώσεις μέσω του Μετασχηματισμού της Αντίστροφης Σκέδασης (Inverse Scattering Transfrom). Αυτές οι εξισώσεις είναι σχετικά περιορισμένες σε αριθμό αλλά παρουσιάζουν πλούσια πηγή μελέτης μέσω των ιδιοτήτων τους. Κύρια παραδείγματα είναι η μη γραμμική εξίσωση Schrodinger και η εξίσωση Korteweg-de Vries. Εμφανίζονται σε πολλά φυσικά φαινόμενα που κυμαίνονται από τα υδάτινα κύματα έως την οπτική και το πλάσμα καθώς και σε πολλά άλλα, κερδίζοντας δικαιωματικά τον τίτλο Καθολικές εξισώσεις (Universal equations). Αυτές οι σημαντικές εξισώσεις μαζί με την πλήρη εξίσωση του απλού εκκρεμούς θα αποτελέσουν το κύριο αντικείμενο της μελέτης μας: χρησιμοποιώντας τα διαγράμματα φάσης θα κατασκευάσουμε όλες τις πιθανές λύσεις σε αυτά τα συστήματα αποφεύγοντας πολύπλοκες μαθηματικές τεχνικές και ειδικές συναρτήσεις, οι οποίες εμφανίζονται αναπόφευκτα κατά την μελέτη τους. 107 577 488 the fate of the captives and the picture of the Ottoman Turks as Others in the narratives of the destruction of Chios and other relevant sources of the 19th century η τύχη των αιχμαλώτων και η εικόνα των Οθωμανών Τούρκων ως Άλλων στις αφηγήσεις της καταστροφής και σε άλλες πηγές του 19ου αιώνα The massacres of Chios and the ensuing capture of the Christian orthodox inhabitants of the island, constitutes a tragic scar on the face of Modern Greek and European history. The peaceful co-existence of the Christian and Muslim communities of the island until 1822, could, in no way, foreshadow the disaster that followed. The cultural, economic and intellectual blossoming of Chios, resulting, up to a point, from the privileges granted by the Sultan in 1567, a year after the ottoman conquest of the island renders credible the appellation ‘Paradise of the East’, which travelers ascribed to Chios. In this millieu, a special genre of woman was created, the Chian woman, who, during the events of that period, was to suffer a most tragic fate: the capture and loss of her beloved people. The form of coexistence of the Greeks and Turks of Chios, in all its manifestations, is described in the most vivid and expressive way in the folk songs of the island. The tragedy of the capture of the non-combatants, mainly women and children, the relationships between masters and slaves, the attempts at islamization (which was the avowed aim of their masters) are presented through the narrations of the protagonists themselves, leaving no room for doubt, even to the most skeptical researcher, about the reality of the description. At the slave-markets the selling price varied according to the age, the beauty, the robustness and especially the origin of the human merchandise. We have been watching the captives from the very first moments of their arrest, their transportation to the trade-markets of the big cities of the ottoman Empire (mainly Smyrna, Constantinople, Alexandria, Cairo), but also further island, their daily life in the harems and - sometimes- their desperate attempts to escape. Further, we describe the mobilization network for the identification, tracing and liberation of the Chian captives with the assistance of their relatives, of the Patriarchates of Contantinople, Alexandria and Antiocheia and of the network of Chian merchants and the Chian communities in Europe. The re-integration of the Chian captives back into the life of the homeland is a subject of particular interest and is a parameter which has barely been researched into, due to the scarcity of relevant evidence.The efforts by Capodistria, and later by Othon, and the involvement of the Great Powers in the cause of liberating all Greeks captured during the War of Independence are also of particular interest. Despite good intentions, which, in the case of the Great Powers, were undoubtedly linked to their own interests, the results of the efforts for the tracing and liberation of the captives of the Greek War of Independence did not live up to expectations.Unfortunately, slavery was not eliminated in the 19th century and it still exists with victims mainly women and children, as if the blood-stained struggles for human rights never took place. We believe that, in this study, our effort to reach the truth through the research and citing of the personal experience of the captives was, as far as possible, successful. In conclusion, we believe that the research into the fate of the Chian captives must be carried on, using sources that are not included in this present study. This will complete the picture of captivity or even undo it to a certain extend. Η σφαγή της Χίου και η μαζική αιχμαλωσία του ορθόδοξου πληθυσμού του νησιού που ακολούθησε, αποτελεί μία μελανή σελίδα στη νεότερη ελληνική και ευρωπαϊκή ιστορία. Η ειρηνική συμβίωση των χριστιανών και των μουσουλμάνων κατοίκων του νησιού μέχρι το 1822, σε καμία περίπτωση δεν προοιώνιζε την καταστροφή που ακολούθησε. Η πολιτισμική, οικονομική και πνευματική ανάπτυξη της Χίου, απότοκο ως ένα βαθμό, των προνομίων που παραχωρήθηκαν από το Σουλτάνο το 1567, ένα χρόνο μετά από την οθωμανική κατάκτηση, κατέστησαν τη Χίο «Παράδεισο της Ανατολής», σύμφωνα με τα λεγόμενα των περιηγητών. Σε αυτό το περιβάλλον, δημιουργήθηκε ένας ιδιαίτερος τύπος γυναίκας, η Χιώτισσα, η οποία, κατά τη διάρκεια των γεγονότων, θα υποστεί την πιο τραγική μοίρα. Η μορφή συμβίωσης Ελλήνων και Τούρκων, σε όλες της τις εκφάνσεις, περιγράφεται με τον πιο εκφραστικό και άμεσο τρόπο στα χιακά δημοτικά τραγούδια. Η τραγωδία της αιχμαλωσίας των αμάχων, κατά κύριο λόγο γυναικών και παιδιών, η σχέση των ιδιοκτητών με τους δούλους τους και οι προσπάθειες εξισλαμισμού των περισσοτέρων, παρουσιάζονται μέσα από τις αφηγήσεις των ιδίων των πρωταγωνιστών, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια αμφισβήτησης για την αλήθεια που εμπεριέχουν ακόμη και στους πιο δύσπιστους μελετητές. Οι τιμές των αιχμαλώτων ποικίλουν, ανάλογα με την ηλικία, την ομορφιά, τη σωματική διάπλαση και φυσικά την καταγωγή. Ακολουθούμε τους αιχμαλώτους από τη στιγμή της σύλληψης, κατά τη μεταφορά τους στα σκλαβοπάζαρα στα μεγάλα κέντρα της Oθωμανικής Αυτοκρατορίας, κυρίως στη Σμύρνη, την Κων/πολη, την Αλεξάνδρεια και το Κάιρο, αλλά και στα ενδότερα. Παρακολουθούμε τη διαβίωσή στο χαρέμι και, σε ορισμένες περιπτώσεις, τις απεγνωσμένες προσπάθειές τους να δραπετεύσουν. Επιπλέον, περιγράφουμε το δίκτυο κινητοποίησης για τον εντοπισμό και την απολύτρωση των Χίων αιχμαλώτων με τη συνδρομή των συγγενών τους, των Πατριαρχείων της Κων/πολης, της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας, του δικτύου των Χίων εμπόρων και των Χίων των παροικιών. Η ένταξη των Χίων πρώην αιχμαλώτων στο περιβάλλον της πατρίδας έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και είναι μία παράμετρος που έχει ελάχιστα μελετηθεί, λόγω έλλειψης πηγαϊκού υλικού. Οι προσπάθειες του Καποδίστρια και του Όθωνα αργότερα, καθώς και η συνδρομή των Μεγάλων Δυνάμεων για την απολύτρωση όλων των Ελλήνων αιχμαλώτων του Αγώνα της ανεξαρτησίας, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Παρά τις καλές προθέσεις, οι οποίες, στην περίπτωση των Μεγάλων δυνάμεων, ήταν αδιαμφισβήτητα συνδεδεμένες με τα συμφέροντά τους, τα αποτελέσματα του εντοπισμού και της απολύτρωσης των αιχμαλώτων δεν ήταν τα αναμενόμενα. Δυστυχώς, η δουλεία ως φαινόμενο δεν εξαλείφθηκε τον 19ο αι, αλλά εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα, με θύματα κυρίως γυναίκες και παιδιά, παρά τους αιματηρούς αγώνες για τη διασφάλιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.Η προσπάθειά μας να προσεγγίσουμε την αλήθεια μέσα από τη βιωμένη εμπειρία των αυτοπτών μαρτύρων θεωρούμε ότι, ως ένα βαθμό επετεύχθη. Πιστεύουμε ωστόσο ότι η μελέτη για την τύχη των Χίων αιχμαλώτων πρέπει να συνεχιστεί μέσα από πηγές που δε συμπεριλήφθηκαν στην παρούσα έρευνα, οι οποίες θα ολοκληρώσουν την εικόνα της αιχμαλωσίας ή θα την ανατρέψουν εν μέρει. 108 234 269 The term epigenetic means "above genetics" originally proposed by C. Waddington to describe the existence of heredity mechanisms. Epigenetic processes include mitotic and / or meiotic hereditary modifications to gene expression without altering the DNA sequence.In eukaryotes the epigenetic phenomena are related to the structure of chromatin and its configurations. DNA is organized into chromatin within the nucleus. Chromatin is a complex with DNA, histone proteins and no histone proteins, which have two functional states, heterochromatin and euchromatin. The nucleosome is the first level of chromatin organization that enables DNA packaging, regulating gene expression and making possible epigenetic phenomena. Chromatin allows different configurations of the same genome, causing various epigenomes and then different phenotypes.Histone modifications, DNA methylation and the activity of nonncRNA, are the major mechanism of epigenetic regulation in eukaryotes.Epigenome represents the connection between environment and genome. Environmental influences can affect the programming of the genome, activating specific pathways in cells that, through the mechanisms of epigenetic regulation, promote the stable remodeling of chromatin changing gene expression and phenotype. Some of these changes can be inherited to the progeny even when the environmental trigger is over. In humans, environmentally induced modification in the epigenome has also been linked to a variety of pathologies, nevertheless, DNA and chromatin alterations are reversible and the implementation of epigenetic therapies for the treatment of epigenetically based diseases is a field of ongoing research and shows amazing perspectives. Ο όρος επιγενετική σημαίνει «πάνω από τη γενετική» και αρχικά προτάθηκε από τον C. Waddington για να περιγράψει την ύπαρξη μηχανισμών κληρονομικότητας. Οι επιγενετικές διεργασίες περιλαμβάνουν μιτωτικές και / ή μειωτικές κληρονομικές τροποποιήσεις στην γονιδιακή έκφραση χωρίς αλλαγή στην αλληλουχία του DNA. Στους ευκαρυωτικούς οργανισμούς, τα επιγενετικά φαινόμενα σχετίζονται με τη δομή της χρωματίνης και τις διαμορφώσεις της. Το DNA οργανώνεται σε χρωματίνη εντός του πυρήνα. Η χρωματίνη είναι ένα σύμπλοκο αποτελούμενο από DNA, ιστόνες και μη ιστόνες το οποίο μπορεί να λάβει δύο λειτουργικές μορφές, την ετεροχρωματίνη και την ευχρωματίνη. Το νουκλεοσώματα είναι το πρώτο επίπεδο της οργάνωσης της χρωματίνης που επιτρέπει τη συσκευασία του DNA ρυθμίζοντας την έκφραση γονιδίων και επάγοντας πιθανά επιγενετικά φαινόμενα. Η χρωματίνη επιτρέπει διαφορετικές διαμορφώσεις του ίδιου του γονιδιώματος «δημιουργώντας» διάφορα επιγονιδιώματα και στη συνέχεια διαφορετικούς φαινότυπους. Οι τροποποιήσεις των ιστονών, η μεθυλίωση του DNA και η δραστηριότητα του μη κωδικοποιημένου RNA (ncRNA) είναι οι κύριοι μηχανισμοί της επιγενετικής ρύθμισης των ευκαρυωτικών οργανισμών. Το επιγονιδίωμα αντιπροσωπεύει τη σχέση μεταξύ περιβάλλοντος και γονιδιώματος. Οι περιβαλλοντικές επιδράσεις μπορούν να επηρεάσουν τον προγραμματισμό του γονιδιώματος ενεργοποιώντας συγκεκριμένες οδούς στα κύτταρα μέσω μηχανισμών επιγενετικής ρύθμισης και να προάγουν τη σταθερή αναδιαμόρφωση της χρωματίνης, αλλάζοντας την έκφραση των γονιδίων και τον φαινότυπο.Μερικές από αυτές τις αλλαγές μπορούν να κληρονομηθούν στους απογόνους ακόμη και όταν δεν υπάρχει περιβαλλοντική επίδραση. Στον άνθρωπο, η περιβαλλοντικά προκαλούμενη τροποποίηση στο επιγονιδίωμα έχει επίσης συνδεθεί με μια ποικιλία παθολογιών, ωστόσο οι μεταβολές του DNA και της χρωματίνης είναι τις περισσότερες φορές αναστρέψιμες και η εφαρμογή επιγενετικών θεραπειών για τη αντιμετώπιση ασθενειών επιγενετικής φύσεως είναι ένας τομέας συνεχούς έρευνας και ανάπτυξης με πολλές υποσχόμενες προοπτικές. 109 465 531 Study of the effectiveness of hydrokinesiotherapy in physiotherapy rehabilitation of patients with hemiplegia Μελέτη της αποτελεσματικότητας της υδροκινησιοθεραπείας στην φυσικοθεραπευτική αποκατάσταση ασθενών με ημιπληγία Objective: The purpose of this current study is a) to summarize evidence from previously published studies on the effects of hydrokinesiotherapy (HT) on postural balance in hemiplegic patients after stroke and compare them with conventional land therapy and b) to assess and compare the effects of a hydrokinesiotherapy programme against a conventional land-based exercise programme in individuals with hemiplegia. Methods: In the meta-analysis, a literature search until October 2017 was conducted on CINAHL, PubMed, Cochrane EBM Reviews, Cochrane Clinical Trials, DARE, MEDLINE, Physiotherapy Evidence Database (PEDro), PsycInfo and Rehabilitation and Sports Medicine Source. Only randomized controlled trials with pre-intervention and post-intervention assessment on postural control have been included. In the clinical study, a double-blind randomized controlled study of chronic stroke patients with hemiplegia, were undertaken. Participants were randomized to the hydrotherapy (water-based exercises) or conventional therapy (land-based exercises) groups. Both groups attended therapy three times per week for six weeks. Both exercise interventions aimed at improving posture, balance and weight-bearing capability. Outcomes included the Berg Balance Score, Brunnstrom scale, Motricity Index, muscle tests, Modified Ashworth Scale, PASS, TCT and FIM. Also, postural sway was evaluated with a pressure platform by using the variables of center of pressure (COP) displacements. Results: A total of 11 trials on postural control with 305 mixed subacute (6weeks - 6 months time from incident) or chronic (> 6 months time from incident) stroke patients were included. The majority of studies showed a beneficial effect of HT in postural control of the patients. The meta-analysis showed statistically significant improvement (p< 0.05) in Berg Balance Scale (BBS), mediolateral (ML) and anteroposterior (AP) sway velocity of center of pressure with eyes closed in both groups, but the mean differences were statistically improved (p< 0.05) in patients exercising with HT over land therapy program. In the clinical study, 51 chronic stroke patients were recruited. The conventional therapy group (26 patients) attained significant improvements (p<0,05) over the hydrotherapy group (25 patients) in paretic lower extremity muscle strength, spasticity, postural control, trunk control and functional independence. Also, compared with the hydrotherapy group, the conventional therapy group achieved significant improvements (p<0,05) in anteroposterior deviation of COP, in mediolateral COP velocity and in total COP velocity in sitting position with eyes closed. There were no significant changes in the other measurements between the two groups. In conclusion, our literature synthesis showed that HT is superior to land therapy program regarding postural balance in subacute or chronic stroke patients. On the contrary, there were no significant changes in postural balance (BBS) between the two groups of therapy within our clinical study. Furthermore, land-based exercises were more effective and beneficial than water-based exercises in strength, spasticity, postural control, trunk control and functional status of chronic stroke patients. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι α) να συνοψίσουμε τα δεδομένα από προηγούμενες δημοσιευμένες μελέτες σχετικά με τις επιδράσεις της υδροκινησιοθεραπείας στην ισορροπία των ημιπληγικών ασθενών μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο και να τα συγκρίνουμε με τη συμβατική θεραπεία εκτός νερού και β) να αξιολογήσουμε και να συγκρίνουμε τα αποτελέσματα ενός προγράμματος υδροκινησιοθεραπείας έναντι ενός συμβατικού προγράμματος άσκησης εκτός νερού σε άτομα με ημιπληγία. Μέθοδος: Στη μετα-ανάλυση, διεξήχθη βιβλιογραφική έρευνα για δημοσιευμένες μελέτες έως τον Οκτώβριο του 2017 σε CINAHL, PubMed, Cochrane EBM Reviews, Cochrane Clinical Trials, DARE, MEDLINE, Physiotherapy Evidence Database (PEDro), PsycInfo and Rehabilitation and Sports Medicine Source. Συμπεριλήφθησαν μόνο τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες στις οποίες πραγματοποιήθηκε αξιολόγηση της ισορροπίας πριν και μετά την παρέμβαση. Στην κλινική μελέτη, πραγματοποιήθηκε μια διπλά τυφλή τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη μελέτη ασθενών με ημιπληγία μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο στη χρόνια φάση ανάρρωσης. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν τυχαιοποιημένα στην ομάδα της υδροκινησιοθεραπείας (ασκήσεις στο νερό) ή στην ομάδα της συμβατικής θεραπείας (ασκήσεις εκτός νερού). Και οι δύο ομάδες παρακολούθησαν θεραπεία τρεις φορές την εβδομάδα για έξι εβδομάδες. Και οι δύο παρεμβάσεις άσκησης αποσκοπούσαν στη βελτίωση της στάσης, της ισορροπίας και της ικανότητας μεταφοράς βάρους. Οι μετρήσεις περιλάμβαναν την κλίμακα ισορροπίας Berg Balance Scale (BBS), την κλίμακα Brunnstrom, τον δείκτη Motricity Index, μυϊκά τεστ, την τροποποιημένη κλίμακα Ashworth, το PASS, το TCT και το FIM. Επίσης, ο έλεγχος της ισορροπίας αξιολογήθηκε με μια πλατφόρμα πίεσης χρησιμοποιώντας τις μεταβλητές των μετατοπίσεων του κέντρου πίεσης (COP). Αποτελέσματα: Συμπεριλήφθηκαν συνολικά 11 μελέτες με αξιολόγηση της ισορροπίας σε 305 ασθενείς σε υποξεία φάση (6 εβδομάδες έως 6 μήνες από το εγκεφαλικό επεισόδιο) ή σε χρόνια φάση (περισσότερο από 6 μήνες από το εγκεφαλικό επεισόδιο). Η πλειονότητα των μελετών έδειξε ευεργετική επίδραση της υδροκινησιοθεραπείας στον έλεγχο της ισορροπίας των ασθενών. Η μετα-ανάλυση έδειξε στατιστικά σημαντική βελτίωση (p <0,05) στην κλίμακα ισορροπίας BBS και στην ταχύτητα ταλάντωσης του COP στην πλαγιοπλάγια και προσθιοπίσθια κατεύθυνση με τα μάτια κλειστά και στις δύο ομάδες παρέμβασης, αλλά οι διαφορές στις μέσες τιμές ήταν στατιστικά πιο βελτιωμένες (p < 0.05) στους ασθενείς της ομάδας υδροκινησιοθεραπείας έναντι της ομάδας ελέγχου. Στην κλινική μελέτη συμμετείχαν 51 ασθενείς με εγκεφαλικό επεισόδιο σε χρόνια φάση. Η ομάδα συμβατικής θεραπείας (26 ασθενείς) πέτυχε σημαντικές βελτιώσεις (p <0,05) έναντι της ομάδας υδροθεραπείας (25 ασθενείς) στη μυϊκή δύναμη του παρετικού σκέλους, τη σπαστικότητα, τον έλεγχο της ισορροπίας, τον έλεγχο του κορμού και τη λειτουργικότητα. Επίσης, σε σύγκριση με την ομάδα υδροθεραπείας, η ομάδα συμβατικής θεραπείας πέτυχε σημαντικές βελτιώσεις (p<0,05) στην πρόσθιοπίσθια απόκλιση του COP, στην ταχύτητα ταλάντωσης του COP στον άξονα -x και στη συνολική ταχύτητα ταλάντωσης του COP στην καθιστή θέση με τα μάτια κλειστά. Συμπερασματικά, η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας μας έδειξε ότι η υδροκινησιοθεραπεία είναι ανώτερη από το πρόγραμμα συμβατικής θεραπείας εκτός νερού όσον αφορά στην ισορροπία σε ασθενείς εγκεφαλικό επεισόδιο σε υποξεία ή χρόνια φάση. Αντίθετα, δεν υπήρξαν σημαντικές αλλαγές στην ισορροπία (BBS) μεταξύ των δύο ομάδων θεραπείας στο πλαίσιο της κλινικής μελέτης μας. Επιπλέον, οι ασκήσεις εδάφους ήταν πιο αποτελεσματικές και ευεργετικές από τις ασκήσεις στο νερό αναφορικά με τη δύναμη, τη σπαστικότητα, τον έλεγχο της ισορροπίας, τον έλεγχο του κορμού και τη λειτουργικότητα των ασθενών με εγκεφαλικό επεισόδιο σε χρόνια φάση. 110 367 464 Έννοια του εαυτού, διαταραχές συμπεριφοράς και συναισθήματος και κοινωνική τους στήριξη This dissertation investigates self-concept, behavioral and emotional disorders of adolescents with profound visual impairments as well as their social support, in the form of positive regard, from parents, teachers and peers. The dissertation is interested in examining whether self-concept, behavioral and emotional disorders, as assessed by adolescents with profound visual impairments and their teachers, as well as these adolescents’ perceptions of social support from the specific “significant others” differ from those of their sighted peers. The dissertation is also interested in the comparative examination of the relation between social support from the above mentioned sources and self-concept/ behavioral and emotional disorders in both groups of adolescents. Secondly, the dissertation examines the contribution of age, gender, degree of vision loss and age of visual impairment onset in the psychological variables under study for both adolescents with/ without profound visual impairments. For this purpose a research was conducted in a sample of Greek adolescents (N=102) with profound visual impairments and normal vision (control group: N=51) and their teachers (N=28) with the combined use of a battery of questionnaires for the adolescents and their teachers. One way and three way ANOVAs were used for the data analyses whereas Pearson correlations and stepwise multiple regressions were used for the study of the relations between the variables under examination. The findings, as expected, indicated significant differences in specific areas concerning social and physical self-perception, disorders related to interpersonal adjustment and perceived social support from classmates at the expense of adolescents with profound visual impairments. Nevertheless, no significant differences were found between profoundly visually impaired and sighted adolescents regarding global self-esteem, total score of behavioral and emotional disorders and perceived social support from the rest “significant others” of their social network. In addition, the examination of the relations between the variables under study acknowledged the primary contribution of classmates’ support in the psychosocial adjustment of profoundly visually impaired adolescents, the strong influence of close friends’ support and the supplementary but significant role of the support from parents and teachers. Finally, it was found that age, gender and age of visual impairment onset have significant but rather insubstantial influences on self-concept, behavioral/ emotional disorders and social support of adolescents with/ without profound visual impairments. Η παρούσα διατριβή αποσκοπεί στη διερεύνηση της έννοιας του εαυτού, των διαταραχών συμπεριφοράς και συναισθήματος των εφήβων με σοβαρά προβλήματα όρασης, καθώς και της κοινωνικής στήριξης που παρέχεται σε αυτούς, με τη μορφή της θετικής εκτίμησης, από τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς και τους συνομηλίκους. Κεντρικά ερωτήματα της διατριβής, που διαμορφώνουν και τις αντίστοιχες ερευνητικές υποθέσεις της, είναι αν η έννοια του εαυτού, οι πιθανές διαταραχές στη συμπεριφορά και στο συναίσθημα, όπως αυτές εκτιμώνται από τους εφήβους αυτής της ομάδας και από τους καθηγητές τους, αλλά και οι εκτιμήσεις των εφήβων αυτών σχετικά με την κοινωνική στήριξη από τους συγκεκριμένους «σημαντικούς άλλους» διαφέρουν από τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά των βλεπόντων συνομηλίκων τους. Τη διατριβή ενδιαφέρει επίσης η συγκριτική μελέτη των σχέσεων της κοινωνικής στήριξης από τις παραπάνω πηγές τόσο με την έννοια του εαυτού όσο και με τις διαταραχές συμπεριφοράς και συναισθήματος και στις δύο ομάδες εφήβων. Κατά δεύτερο λόγο, η διατριβή εξετάζει το ρόλο που διαδραματίζουν η ηλικία, το φύλο των εφήβων με/ χωρίς σοβαρά προβλήματα όρασης αλλά και ο βαθμός απώλειας της όρασης και η ηλικία εμφάνισης του προβλήματος στις υπό μελέτη μεταβλητές. Για το λόγο αυτό, πραγματοποιήθηκε έρευνα σε δείγμα ελλήνων εφήβων (Ν=102) με σοβαρά προβλήματα όρασης (Ν=51) και με φυσιολογική όραση (ομάδα σύγκρισης: Ν=51) και των καθηγητών τους (Ν=28) με τη συνδυασμένη χρήση συστοιχίας ερωτηματολογίων για τους εφήβους και τους καθηγητές τους. Για την ανάλυση των δεδομένων ως προς τα ερευνητικά ερωτήματα εφαρμόστηκαν αναλύσεις διακύμανσης με έναν και τρεις παράγοντες ενώ ως προς τη μελέτη των σχέσεων ανάμεσα στις υπό εξέταση μεταβλητές ειδικότερα χρησιμοποιήθηκαν οι μέθοδοι του συντελεστή συσχέτισης του Pearson και των αναλύσεων πολλαπλής παλινδρόμησης κατά βήματα. Τα αποτελέσματα της έρευνας ανέδειξαν, όπως αναμενόταν, σημαντικές διαφοροποιήσεις εις βάρος των εφήβων με σοβαρά προβλήματα όρασης σε μεμονωμένες περιοχές των υπό μελέτη μεταβλητών και, ειδικότερα, στην αυτοαντίληψη στον κοινωνικό και σωματικό τομέα, στις διαταραχές που αφορούν στη διαπροσωπική προσαρμογή αλλά και στην παρεχόμενη από τους συμμαθητές κοινωνική στήριξη. Ωστόσο, δεν καταγράφηκαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους εφήβους με/ χωρίς σοβαρά προβλήματα όρασης ως προς την σφαιρική αυτοεκτίμηση, τον συνολικό βαθμό συμπεριφορικών και συναισθηματικών διαταραχών αλλά και την παρεχόμενη από τους υπόλοιπους «σημαντικούς άλλους» του κοινωνικού δικτύου κοινωνική στήριξη. Εξ άλλου, η διερεύνηση των σχέσεων ανάμεσα στις υπό εξέταση μεταβλητές υπογράμμισε τον πρωταρχικό ρόλο που διαδραματίζει στην ψυχοκοινωνική προσαρμογή των εφήβων με σοβαρά προβλήματα όρασης η στήριξη από τους συμμαθητές, την ισχυρή συμβολή της στήριξης από τους στενούς φίλους και τον δευτερεύοντα αλλά σημαντικό ρόλο της στήριξης από τους δύο γονείς και από τους καθηγητές. Τέλος, βρέθηκε ότι η ηλικία, το φύλο και η ηλικία εμφάνισης του προβλήματος όρασης ασκούν σημαντικές αλλά μάλλον περιορισμένες επιδράσεις στην έννοια του εαυτού, τις διαταραχές συμπεριφοράς/ συναισθήματος και την κοινωνική στήριξη των εφήβων με/ χωρίς σοβαρά προβλήματα όρασης. 111 11 15 Developing the creative potential and self-esteem of mental handicapped greek children Το άρθρο βασίζεται στην διδακτορική διατριβή του συγγραφέα, The University of Dundee, Scotland, March 1981 112 214 202 The contribution of working memory and motivation to elementary student's reading comprehension Η συμβολή της εργαζόμενης μνήμης και των κινήτρων στην αναγνωστική κατανόηση μαθητών δημοτικού Reading comprehension is the process of intake, processing and assimilation of the information contained in a written text. Working memory and reading motivation are the two factors which appear to affect reading comprehension. This thesis attempts to explore the interrelation between working memory and reading motivation on the one hand and reading comprehension and its component skills, i.e. literal comprehension, necessary and elaborative inferences, simile comprehension and comprehensive monitoring, on the other hand in primary school students. More specifically, the sample of the research comprised of 117 3rd-grade and 5th-grade students. For collecting the data the following instruments were administered: Reading comprehension test battery, Motivation for Reading Questionnaire (MRQ), Self-Regulation Questionnaire - Reading Motivation (SRQ), and two Working Memory instruments, namely the reading span test and the backward digit recall. Data analysis was carried out using the quantitative method. The conclusion drawn was that working memory and reading comprehension, as well as some of its component skills, are interrelated. It was also found that the component skills of reading comprehension may be associated with a number of reading motivational factors, whereas the effect of age on some of the component skills of reading comprehension and working memory was proven to be considerable. Η αναγνωστική κατανόηση είναι μια διαδικασία πρόσληψης, επεξεργασίας και αφομοίωσης πληροφοριών από το κείμενο. Η εργαζόμενη μνήμη και τα κίνητρα για ανάγνωση είναι δύο παράγοντες που φαίνεται να επηρεάζουν την αναγνωστική κατανόηση. Στόχος της διπλωματικής αυτής είναι η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της εργαζόμενης μνήμης και των κινήτρων ανάγνωσης με την αναγνωστική κατανόηση και τις επιμέρους πλευρές της: την κυριολεκτική κατανόηση, τους αναγκαίους και επεξεργαστικούς συμπερασμούς, την κατανόηση της παρομοίωσης και την κυριολεκτική κατανόηση, σε μαθητές δημοτικού. Συγκεκριμένα το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 117 μαθητές Γ’ και Ε΄Δημοτικού. Για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκαν τα έργα: Συστοιχία αξιολόγησης της αναγνωστικής κατανόησης κειμένου, Ερωτηματολόγιο Κινήτρων για την Ανάγνωση (MRQ), Ερωτηματολόγιο Αυτορρύθμισης και Κινήτρων Ανάγνωσης (SRQ) και δύο έργα Εργαζόμενης μνήμης, έργο ανάκλησης λέξεων σε προτάσεις και έργο αντίστροφης ανάκλησης ψηφίων. Η ανάλυση των δεδομένων ήταν ποσοτική. Βρέθηκε ότι υπάρχει σχέση μεταξύ της εργαζόμενης μνήμης και της αναγνωστικής κατανόησης, όπως και κάποιων επιμέρους πλευρών της. Επιπλέον, φάνηκε ότι οι επιμέρους πλευρές της κατανόησης παρουσιάζουν συσχετίσεις με διάφορους παράγοντες των κινήτρων ανάγνωσης, ενώ η επίδραση της ηλικίας ήταν σημαντική για κάποιες από τις επιμέρους πλευρές της αναγνωστικής κατανόησης και την εργαζόμενη μνήμη. 113 181 167 GR 213005 SHALLOW FUTURE… is an artistic proposal/ protest which concerns the future of Lake Pamvotis, a project aimed at highlighting the ecological problems of the lake, mainly due to incorrect human interventions, where they are unfortunately continuing. I analyze the artist’s relationship in the public space, as well as, the relationship of his work with society. I refer to artists whose work has an ecological consciousness of their work, as well as, the way in which their work affects both the environment and the raise of public awareness, during the last decades. At the present study the underlying causes that prompted me to deal with the lake as a public space and as a subject of my thesis are explained, taking into account the results of a two year’s research and study of the ecological destruction and decay of the lake. The art works I have realized excerpt morphological features and characteristics from the lake and the current state of its ecosystem, and indirectly exert social annotations on the effects of human intervention that devastates the environment of the lake. Το GR 2130005 ΡΗΧΟ ΜΕΛΛΟΝ… είναι μια εικαστική πρόταση / διαμαρτυρία που αφορά το μέλλον της λίμνης Παμβώτιδας, ένα project με στόχο να αναδείξει τα οικολογικά προβλήματα της λίμνης που προήλθαν κυρίως από λανθασμένες ανθρώπινες επεμβάσεις, οι οποίες δυστυχώς συνεχίζονται. Αναλύω τη σχέση του καλλιτέχνη στο δημόσιο χώρο καθώς και τη σχέση του έργου του με την κοινωνία. Αναφέρομαι σε καλλιτέχνες που το έργο τους έχει οικολογική συνείδηση καθώς και στον τρόπο που επιδρά το έργο τους τόσο στο περιβάλλον όσο και στην αφύπνιση του κοινού, κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες. Στην εργασία μου εξηγώ τις βασικές αιτίες που με ώθησαν να ασχοληθώ με τη λίμνη ως Δημόσιο χώρο και ως θέμα της Διπλωματικής μου εργασίας λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα έρευνας και μελέτης δύο ετών όσον αφορά την οικολογική καταστροφή και παρακμή της λίμνης. Τα έργα που υλοποίησα αντλούν μορφολογικά στοιχεία, χαρακτηριστικά της λίμνης από την σημερινή κατάσταση του οικοσυστήματός της και έμμεσα ασκούν κοινωνικό σχολιασμό στα αποτελέσματα της ανθρώπινης παρέμβασης που αλλοιώνει καταστροφικά το περιβάλλον της λίμνης. 114 278 294 The effect of allergic phinitis on quality of life in patients suffering form the disease Οι επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής σε ασθενείς με αλλεργική ρινίτιδα Introduction: Apart from nasal symptoms allergic rhinitis was associated with ocular or other symptoms affecting social and somatic activities or sleep. In the literature, only a few prospective studies regarding allergic rhinitis and holistic consideration of quality of life were reported. Methods: The aim of this case control study was to investigate prospectively the effect of allergic rhinitis on quality of life. 103 patients (50 males and 53 females) with mean age 30.8 ± 13.4 years, range 18 - 55 years, diagnosed with the disease with skin prick testing, were evaluated regarding quality of life by using the General Health Questionnaire-28, the Athens Insomnia Scale (AIS) and the mini Rhinoconjunctivitis Quality of Life Questionnaire. 50 participants without history or allergic symptoms during the last 12 months formed the control group. Independent sample t-tests were conducted to assess significant differences between patients with allergic rhinitis and controls regarding all the examined parameters concerning quality of life. Statistical significance was set a priori at 0.05. Results: Dust mite, mixed grass and pollens were the most common allergens found in patients with allergic rhinitis. It was also observed that the examined patients showed statistically worse results concerning not only physical and social activities but also quality of sleep and nasal or other symptoms as compared to healthy controls (p < 0.05). However there wereno statistically significant differences regarding anxiety and severe depression between the examined groups (p >0.05). Conclusion: Allergic rhinitis negatively affected the quality of life especially the parameters that were related to psychosocial activities and sleep, which might have an impact on daily living. Εισαγωγή: Εκτός των ρινολογικών συμπτωμάτων η αλλεργική ρινίτιδα έχει συσχετισθεί με οφθαλμικάή άλλα συμπτώματα που επηρρεάζουν τις κοινωνικές και σωματικές δραστηριότητες ή τον ύπνο. Στηβιβλιογραφία, έχουν αναφερθεί μόνο λίγες αναδρομικές μελέτες αναφορικά με την αλλεργική ρινίτιδακαι την ολιστική προσέγγιση της ποιότητας ζωής. Ασθενείς και Μέθοδοι: Ο στόχος της παρούσαςμελέτης ήταν η αναδρομική διερεύνηση των επιπτώσεων της αλλεργικής ρινίτιδας στην ποιότηταζωής. 103 ασθενείς (50 άρρενες και 53 θήλεις) με μέσο όρο ηλικίας τα 30.8 ± 13.4 έτη και εύροςηλικίας τα 18-55 έτη, διαγνώστηκαν με τη νόσο μέσω της δοκιμασίας δερματικού νυγμού καιαξιολογήθηκαν αναφορικά με την ποιότητα ζωής χρησιμοποιώντας το Γενικό Ερωτηματολόγιο για τηνΥγεία-28,την Κλίμακα Αϋπνίας Αθηνών και το Ερωτηματολόγιο για την Ποιότητα ζωής τηςΠαραρρινοκολπίτιδας. 50 συμμετέχοντες χωρίς ιστορικό αλλεργίας ή αλλεργικά συμπτώματα τουςτελευταίους 12 μήνες αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Ανεξάρτητες δειγματοληπτικές δοκιμασίες t-test διεξήχθησαν για να προσδιορίσουν τις στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των ασθενών μεαλλεργική ρινίτιδα αλλά και της ομάδας ελέγχου, αναφορικά με όλες τις εξεταζόμενες ποιοτικέςπαραμέτρους σχετικά με την ποιότητα ζωής. Η στατιστική σημασία ορίστηκε εκ των προτέρων στο0.05. Αποτελέσματα: Τα ακάρεα, το μικτό χόρτο και η γύρη ήταν τα πιο κοινά αλλεργιογόνα πουανευρέθησαν σε ασθενείς με αλλεργική ρινίτιδα. Παρατηρήθηκε ακόμη ότι οι πάσχοντες ασθενέιςεμφάνισαν στατιστικά σημαντικά χειρότερα αποτελέσματα που αφορούν όχι μόνο τις φυσικές καικοινωνικές δραστηριότητες αλλά επίσης και την ποιότητα του ύπνου αλλά και τα ρινικά ή άλλασυμπτώματα σε σχέση με τους υγιείς μάρτυρες (p < 0.05). Ωστόσο δεν υπήρχαν στατιστικάσημαντικές διαφορές σχετικά με τις παραμέτρους άγχος και σοβαρή κατάθλιψη μεταξύ των δύοεξεταζόμενων πληθυσμών ασθενών (p > 0.05). Συμπέρασμα: Η Αλλεργική ρινίτιδα επηρρέασεαρνητικά την ποιότητα ζωής των πασχόντων ασθενών ιδιαίτερα δε τις ποιοτικές παραμέτρους πουσχετίζονται με τις ψυχοκοινωνικές δραστηριότητες και τον ύπνο, κάτι το οποίο μπορεί να έχει καιεπίδραση στην καθημερινή διαβίωση. 115 497 506 Η διατριβή είναι δεσμευμένη από τον συγγραφέα (μέχρι και: 7/2020) Το πλήρες κείμενο της διατριβής είναι διαθέσιμο σε έντυπη μορφή από τη Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων During the Hellenic-Italian War, school teachers of Herakleion prefecture are recruited and many schools remain closed. The return of the teachers to Crete is difficult after the end of the war, as the German military navy prevails in the Aegean Sea, sinking all the small craft carrying soldiers. In May 1941, Germans, with paratrooper forces, initiate operation “Hermes”. On June 1st 1941, Crete surrendered to the Italians and the Germans. Italians hold Lassithion prefecture and Germans hold the rest, that is, the prefectures of Chania, Rethymnon and Herakleion. Before the operation, the big towns on Crete and selected targets in the mainland are bombarded. Many schools are demolished by the bombardments. Most of them are commandeered by the occupation forces and, as a result, lessons are held in churches, barns, in the countryside e.t.c. The Germans attempt to make Crete a military base for their operations in Middle East and North Africa. They call Crete “Crete Fortress”. To realize their purposes, they use all means and residents. The teachers, under the orders of the German Commanders and with the contribution of the Primary School Inspectors of “Elementary Knowledge”, are obliged to participate in the german plans, mandatorily undertaking roles and projects. Thus, they participate in the cencus of Herakleion prefecture, serving in that way the hard labour lists. They participate in all committees (Provisioning, Agricultural Mobilization, Political Enlightenment, Economic Mobilization, Hard Labour, Grain Tax Collection, Charities, Loan Raise, Fund Raising, Food Distribution, Agricultural and Economic Mobilization e.t.c.).They participate in Community meetings where they are called to enlighten the village residents on matters of sabotage, mandatory work and the risk of ” Bolshevism and Communism”. School periods are transferred from month to month , school year days are minimized and student drop-out is becoming uncontrolled during the period of 1941-1945. The teachers are also committed to enlighten population on matters of the surrender of firearms, prompting citizens to preserve sanitary conditions in the city of Heraklleion, providing for the preservation of peace in the prefecture (accusing the various sabotage made the men of the National Resistance), collecting and bringing in the fines imposed by the occupation forces, supervising archaeological excavations by German archaeologists-antiquity smugglers. The Chairmen of the Community who were not likeable to the occupation regime were dismissed and the village teachers were appointed in their place. The teachers morale though never yielded to the barbarian, Nazi, German army. Many male and female teachers took part in the National Resistance, through the resistance teams (Captain Manolis Badouvas, Captain Petrakogiorgis e.t.c.), others as members of the National Organization of Information Sabotage of Herakleion-Lassithion, others as informants and others as providers of the Resistance Organizations. Yet the final price the teachers of Heirakleion had to pay was that, seventeen teachers-daring men stood before the firing squad, giving their lives for the universal ideals of freedom and democracy, teaching, at the same time, their students, society, as well as the enslaved people of Europe who suffered under the fascist-Nazi regime. Με το ξέσπασμα του Ελληνοϊταλικού πολέμου, οι δάσκαλοι των σχολείων του νομού Ηρακλείου επιστρατεύονται και πολλά σχολεία παραμένουν κλειστά. Η επιστροφή των δασκάλων στην Κρήτη μετά το τέλος του πολέμου είναι δύσκολη, αφού στο Αιγαίο Πέλαγος επικρατεί το πολεμικό γερμανικό ναυτικό, βουλιάζοντας όλα τα πλοιάρια που μεταφέρουν στρατιώτες. Το Μάιο του 1941, οι γερμανοί με δυνάμεις αλεξιπτωτιστών, ξεκινούν την επιχείρηση «Ερμής». Την 1η Ιουνίου 1941, η Κρήτη περιήλθε στην κατοχή των Ιταλογερμανών. Το νομό Λασιθίου κρατούν οι Ιταλοί και τους νομούς Χανίων, Ρεθύμνης και Ηρακλείου, οι γερμανοί. Πριν την επιχείρηση, βομβαρδίζονται οι μεγάλες πόλεις της Κρήτης και επιλεγμένοι στόχοι στην ενδοχώρα. Πολλά σχολεία γκρεμίζονται από τους βομβαρδισμούς. Τα περισσότερα επιτάσσονται από τις δυνάμεις κατοχής, με αποτέλεσμα τα μαθήματα να γίνονται σε εκκλησίες, σε αποθήκες, στην εξοχή, σε παλιά σπίτια. Οι γερμανοί επιχειρούν να καταστήσουν την Κρήτη στρατιωτική βάση για τις επιχειρήσεις τους στη Μέση Ανατολή και στη Βόρειο Αφρική. Ονομάζουν την Κρήτη «Φρούριο Κρήτης». Για την υλοποίηση του σκοπού τους, χρησιμοποιούν όλα τα μέσα και τους κατοίκους. Οι δάσκαλοι, με διαταγές των γερμανών Διοικητών αλλά και τη συνδρομή των Επιθεωρητών «Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως», υποχρεώνονται να μετέχουν στα γερμανικά σχέδια, αναλαμβάνοντας υποχρεωτικά ρόλους και εργασίες. Έτσι μετέχουν στην απογραφή του πληθυσμού του νομού Ηρακλείου, εξυπηρετώντας τη σύνταξη των καταλόγων καταναγκαστικής εργασίας. Συμμετέχουν σε όλες τις επιτροπές, (Επισιτισμού, Αγροτικής Κινητοποιήσεως, Πολιτικής Διαφωτίσεως, Οικονομικής Κινητοποιήσεως, Καταναγκαστικής Εργασίας, Είσπραξης Φόρου Σιτηρών, Φιλανθρωπικές, Σύναψης Δανείων, Εράνων, Διανομής Τροφίμων, Γεωργικής και Οικονομικής Κινητοποιήσεως κ.ά.). Μετέχουν σε Συνέδρια Κοινοτήτων όπου καλούνται να διαφωτίσουν τους κατοίκους των χωριών σε θέματα σαμποτάζ, υποχρεωτικής εργασίας, για τον κίνδυνο του «Μπολσεβικισμού και κομμουνισμού». Προτείνουν στους κατοίκους να καταδίδουν τους αντάρτες. Οι σχολικοί περίοδοι μεταφέρονται από μήνα σε μήνα, οι ημέρες του σχολικού έτους μειώνονται, η μαθητική διαρροή είναι ανεξέλεγκτη τα χρόνια 1941-1945. Οι δάσκαλοι αναλαμβάνουν να διαφωτίσουν τον πληθυσμό και σε θέματα παράδοσης όπλων, να παρακινούν τους πολίτες να διατηρούν υγιεινές συνθήκες στην πόλη του Ηρακλείου, να φροντίζουν τη διατήρηση της ησυχίας στο νομό, (κατηγορώντας τα διάφορα σαμποτάζ που γίνονταν από τους άντρες της αντίστασης), να εισπράττουν και να αποδίδουν τα πρόστιμα που επιβάλλουν οι δυνάμεις κατοχής, να επιβλέπουν αρχαιολογικές ανασκαφές από γερμανούς αρχαιολόγους -αρχαιοκάπηλους. Οι Πρόεδροι των Κοινοτήτων, που δεν ήταν αρεστοί στο κατοχικό καθεστώς απολύονταν και στη θέση τους ορίζονταν οι δάσκαλοι των χωριών. Το φρόνημα όμως των δασκάλων δεν κάμφθηκε από το βάρβαρο ναζιστικό γερμανικό στρατό. Πολλοί δάσκαλοι και δασκάλες πήραν μέρος στην πρωτοπόρο Κρητική Αντίσταση, μέσα από τις αντιστασιακές ομάδες, (καπετάν Μανόλη Μπαντουβά, Καπετάν Πετρακογιώργη κ.ά.), άλλοι ως μέλη της Εθνικής Οργάνωσης Δολιοφθοράς Πληροφοριών Ε.Ο.Δ.Π. Ηρακλείου-Λασιθίου, άλλοι ως πληροφοριοδότες, άλλοι ως τροφοδότες των αντιστασιακών Οργανώσεων. Το τελικό όμως τίμημα των δασκάλων του νομού Ηρακλείου ήταν ότι, δεκαεπτά δάσκαλοι-παλικάρια στήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα, δίδοντας τη ζωή τους για τα πανανθρώπινα ιδανικά της ελευθερίας και δημοκρατίας, διδάσκοντας συγχρόνως τους μαθητές τους, την κοινωνία αλλά και τους υπόδουλους λαούς της Ευρώπης, που στέναζαν κάτω από το φασιστικό-ναζιστικό καθεστώς. 116 200 187 The principal aim of this thesis is to present an extended analysis of the problem of finding a disconnected cut within a connected graph: given a connected graph G, our task is to find a set S of vertices such that both graphs G\S and G [S] are disconnected. Therefore, the goal of the problem is to find a disconnected cut of a given connected graph .We study the computational complexity of disconnected cut problem, which can be found in the modern literature. More specifically, the thesis consists of five chapters. In the first chapter mentioned some basic concepts in graph theory and the definition of computational complexity .The second chapter is devoted to the definition of disconnected cut problem and some polynomially equivalent problems .In the third chapter we analyze the computational complexity of disconnected cut to graphs of diameter2 and to graphs of diameter 1 or at least 3.Inthenext chapter we mention several graph classes where the disconnected cut problem has polynomial-time algorithms. We are focused on H-free graphs. In the fifth and last chapter we present the conclusions of this thesis and also extend the already known polynomial results, constructing the first polynomial algorithm for distance-hereditary graphs. Ο κεντρικός στόχος της παρούσης διατριβής είναι η παρουσίαση και ανάλυση σε ϐάθος του προβλήματος της εύρεσης ενός μη συνεκτικού διαχωριστή σε συνεκτικά γραφήματα: δοθέντος ενός συνεκτικού γραφήματος G, ϑέλουμε να υπολογίσουμε ένα υποσύνολο κορυφών S (το οποίο καλείται διαχωριστής) ,τέτοιο ώστε τα δύογραφήματα G\S και G [S] να είναι μη-συνεκτικά γραφήματα. Με άλ λα λόγια το πρόβλημα αποσκοπεί στην εύρεση ενός μη-συνεκτικού διαχωριστή. Μελετάμε την υπολογιστική πολυπλοκότητα του προβλήματος που συναντάται στη σύγχρονη ϐιβλιογραφία. Πιοσυγκεκριμένα, η διατριβή αποτελείται από πέντε κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο αναφέρονται εισαγωγικές έννοιες της ϑεωρίας γραφημάτων καθώς και η έννοια της υπολογιστικής πολυπλοκότητας.Το δεύτερο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στον ορισμό του προβλήματος του μη συνεκτικού διαχωριστή και σε προβλήματα ισοδύναμα με αυτό.Στο τρίτο κεφάλαιο αναλύεται η υπολογιστική πολυπλοκότητα του προβλήματος στις περιπτώσεις όπου το γράφημα έχει διάμετρο ίση με δύο και διάμετρο διάφορη του δύο. Στο επόμενο κεφάλαιο αναφέρουμε τις κλάσεις γραφημάτων όπου το πρόβλημα ε πιδέχεται πολυωνυμική λύση, εστιάζοντας στα H-free γραφήματα.Στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο παρουσιάζουμε τα συμπεράσματα αυτής της διατριβής και επίσης επεκτείνουμε τα ήδη γνωστά πολυωνυμικά αποτελέσματα, σχεδιάζο ντας τον πρώτο πολυωνυμικό αλγόριθμο για την κλάση των distance-hereditary γραφημάτων. 117 599 710 Επίδραση υπολιπιδαιμικών φαρμάκων στη μάζα της Lp-PLA2 και σε άλλους δείκτες φλεγμονής σε άτομα με πρωτοπαθή υπερλιπιδαιμία The metabolism of lipids results in the production of lipoproteins, which are involved in the process of atherosclerosis. Low density lipoprotein (LDL) play a key role in the onset of atherosclerosis, while high density lipoprotein (HDL) have antiatherogenic properties through their participation in the reverse cholesterol transport, while protecting the endothelial function of blood vessels. The attempts to intervene in the levels of these lipoproteins led to the discovery of several classes of lipid-lowering drugs like statins, fibrates, ezetimibe, bile acid binding resins, nicotinic acid and omega-3 fatty acids. Each of these drugs affects the metabolism of lipids through different ways and exerts various results in the reduction of both the lipoprotein levels and the risk for cardiovascular disease (CVD). It has also been observed that the beneficial effect of certain lipid-lowering drugs in the appearance of CVD is attributed not only to their direct action on lipid metabolism but also to further mechanisms called pleiotropic actions. Such pleiotropic actions include the antioxidant, anti-inflammatory and antithrombotic properties of such agents. Lipoprotein-associated phospholipase A2 (Lp-PLA2) is an enzyme that plays an important role in the inflammatory process that characterizes atherosclerosis. Lp-PLA2 is produced by inflammatory cells, is associated primarily with LDL and less with other lipoproteins and normally hydrolyses the platelet activating factor (PAF), a mediator of inflammation, thus exerting tight control on serum PAF levels. Simultaneously, it hydrolyses oxidatively modified LDL leading to the generation of proinflammatory products. Elevated serum levels of Lp-PLA2 have been associated with increased CVD risk in healthy persons and in patients with vascular disease. The purpose of this study was to investigate the effect of three lipid-lowering drugs (ezetimibe, rosuvastatin and fenofibrate), which exert their action through different mechanisms, on lipid profile and on Lp-PLA2 activity, mass and specific activity in LDL, HDL and their subfractions in three different populations. According to the study results, ezetimibe significantly reduced TCHOL, LDL-CHOL and HDL-CHOL as well as the levels of apoB. There was no effect on the proportion of sdLDL or the mean diameter of LDL particles. Regarding Lp-PLA2, ezetimibe decreased both plasma activity and mass without affecting its specific activity or the ratios of activity and mass to apoB. Furthermore, ezetimibe reduced the HDL Lp-PLA2 activity and mass without altering its specific activity. Finally, since the largest proportion of enzyme activity of LDL and HDL is located in the subfractions LDL-5 and HDL-3c respectively, ezetimibe reduced the activity and mass of Lp-PLA2 while it did not affect the specific activity of the enzyme in the subfractions. Rosuvastatin induced a significant decrease in TCHOL, in LDL-CHOL and in the levels of ApoB. The levels of HDL-CHOL, the percentage of sdLDL and the mean diameter of LDL particles remained unchanged. It decreased plasma Lp-PLA2 activity and mass without reducing its specific activity. It also decreased the HDL-Lp-PLA2 activity and mass, while the specific enzyme activity remained unaffected. Finally, rosuvastatin decreased the Lp-PLA2 activity and mass in the LDL-5 subfraction without changing its specific activity, while there were no changes in activity, mass and specific enzyme activity in HDL-3c subfraction. Fenofibrate reduced TCHOL, LDL-CHOL and apoB while it increased HDL-CHOL. Moreover, it reduced the percentage of sdLDL and increased the mean diameter of LDL particles and reduced both activity and mass of Lp-PLA2, while it increased the specific activity of the enzyme in plasma. Finally, fenofibrate increased the HDL activity and mass of the enzyme, mainly in HDL-3c subfraction, while it decreased the activity and mass of the enzyme in LDL-5 subfraction. The enzyme specific activity in both total HDL and in HDL-3c and LDL-5 subfractions remained unchanged. Ο μεταβολισμός των λιπιδίων έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή λιποπρωτεϊνών οι οποίες εμπλέκονται στη διαδικασία της αθηροσκλήρωσης. Οι LDL διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην εμφάνιση της αθηροσκλήρωσης, ενώ αντίθετα οι HDL έχουν αντιαθηρογόνες ιδιότητες διαμέσου της συμμετοχής τους στο μηχανισμό της ανάστροφης μεταφοράς της χοληστερόλης ενώ επίσης επηρεάζουν ευνοϊκά τη λειτουργία του ενδοθηλίου των αγγείων. Οι προσπάθειες παρέμβασης στα επίπεδα αυτών των λιποπρωτεϊνών οδήγησαν στην ανακάλυψη διάφορων κατηγοριών υπολιπιδαιμικών φαρμάκων, όπως είναι οι στατίνες, οι φιμπράτες, η εζετιμίμπη, οι ρητίνες δέσμευσης χολικών οξέων, το νικοτινικό οξύ και τα ωμέγα-3 λιπαρά οξέα. Το καθένα από τα παραπάνω φάρμακα επιδρά με διαφορετικό τρόπο στο μεταβολισμό των λιπιδίων με άλλοτε άλλο τελικό αποτέλεσμα τόσο στα επίπεδα των λιποπρωτεϊνών όσο και στη μείωση του κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου (ΚΑΝ). Έχει παρατηρηθεί επίσης ότι η ευνοϊκή επίδραση ορισμένων υπολιπιδαιμικών φαρμάκων στην εμφάνιση της ΚΑΝ οφείλεται εκτός από την απευθείας δράση τους στο μεταβολισμό των λιπιδίων και σε επιπρόσθετες ευνοϊκές δράσεις τους που ονομάζονται πλειοτροπικές δράσεις. Τέτοιες πλειοτροπικές δράσεις είναι για παράδειγμα οι αντιοξειδωτικές, οι αντιφλεγμονώδεις και οι αντιθρομβωτικές τους ιδιότητες. Η συνδεδεμένη με λιποπρωτεΐνες φωσφολιπάση Α2 (Lp-PLA2) είναι ένα ένζυμο που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη φλεγμονώδη διεργασία που χαρακτηρίζει την αθηροσκλήρωση. Παράγεται από φλεγμονώδη κύτταρα, βρίσκεται συνδεδεμένη κατά κύριο λόγο με τις LDL και λιγότερο με τις άλλες λιποπρωτεΐνες και φυσιολογικά υδρολύει τον παράγοντα ενεργοποίησης των αιμοπεταλίων (platelet activating factor, PAF), ένα διαμεσολαβητή της φλεγμονής, ασκώντας έτσι αυστηρό έλεγχο στα επίπεδά του στον ορό. Ταυτόχρονα υδρολύει την οξειδωτικά τροποποιημένη LDL με τελικό αποτέλεσμα την παραγωγή προϊόντων που ευοδώνουν την αθηρωμάτωση. Τα αυξημένα επίπεδα της Lp-PLA2 στον ορό έχουν συσχετισθεί με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο τόσο σε υγιείς πληθυσμούς όσο και σε ασθενείς με γνωστή αγγειακή νόσο. Ο σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνηθεί η επίδραση τριών υπολιπιδαιμικών φαρμάκων (της εζετιμίμπης, της ροσουβαστατίνης και της φαινοφιμπράτης) με διαφορετικό μηχανισμό δράσης, στο λιπιδαιμικό προφίλ αλλά και στην ενεργότητα, τη μάζα και την ειδική ενεργότητα της Lp-PLA2 στις LDL, στις HDL και στα υποκλάσματά τους σε τρεις διαφορετικούς πληθυσμούς. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, η εζετιμίμπη μείωσε σημαντικά την TCHOL, την LDL-CHOL και την HDL-CHOL, καθώς και τα επίπεδα της apoB. Το φάρμακο δεν είχε καμία επίδραση στο ποσοστό των sdLDL ή στη μέση διάμετρο των LDL σωματιδίων. Όσον αφορά την Lp-PLA2, η εζετιμίμπη μείωσε την ενεργότητα και τη μάζα της στο πλάσμα χωρίς να επηρεάσει την ειδική ενεργότητά της ή το λόγο της ενζυμικής ενεργότητας και μάζας προς την apoB. Επιπρόσθετα, η εζετιμίμπη μείωσε την ενεργότητα και τη μάζα της HDL Lp-PLA2 χωρίς να μεταβάλει την ειδική ενεργότητα. Τέλος, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο ποσοστό ενζυμικής ενεργότητας των LDL και HDL βρίσκεται στα υποκλάσματα LDL-5 και HDL-3c αντίστοιχα, η εζετιμίμπη μείωσε την ενεργότητα και τη μάζα της Lp-PLA2 χωρίς να επηρεάσει την ειδική ενεργότητα του ενζύμου στα παραπάνω υποκλάσματα. Η ροσουβαστατίνη είχε ως αποτέλεσμα σημαντική ελάττωση της TCHOL και της LDL-CHOL, καθώς και των επιπέδων των apoB. Το φάρμακο δεν μετέβαλε τα επίπεδα της HDL-CHOL, ούτε και το ποσοστό των sdLDL ή τη μέση διάμετρο των LDL σωματιδίων. Επίσης, μείωσε την ενεργότητα και τη μάζα της Lp-PLA2 στο πλάσμα χωρίς να μειώσει την ειδική ενεργότητα του ενζύμου. Επιπρόσθετα η ροσουβαστατίνη ελάττωσε την ενεργότητα και τη μάζα της Lp-PLA2 στις HDL, ενώ δεν παρατηρήθηκε σημαντική μεταβολή της ειδικής ενεργότητας του ενζύμου. Τέλος, η ροσουβαστατίνη μείωσε την ενεργότητα και τη μάζα της Lp-PLA2 χωρίς να παρατηρηθεί μεταβολή της ειδικής ενεργότητάς της στο LDL-5 υποκλάσμα, ενώ δεν ανιχνεύθηκαν μεταβολές της ενεργότητας, της μάζας και της ειδικής ενεργότητας του ενζύμου στο HDL-3c υποκλάσμα. Η φαινοφιμπράτη είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της TCHOL και της LDL-CHOL καθώς και των apoB, ενώ αντίθετα παρατηρήθηκε αύξηση της HDL-CHOL. Επιπρόσθετα, η φαινοφιμπράτη μείωσε σημαντικά το ποσοστό των sdLDL και αύξησε τη μέση διάμετρο των LDL σωματιδίων ενώ παρατηρήθηκε μείωση της ενεργότητας και της μάζας της Lp-PLA2, με ταυτόχρονη αύξηση της ειδικής ενεργότητας του ενζύμου στο πλάσμα. Τέλος, η φαινοφιμπράτη αύξησε την ενεργότητα και τη μάζα του ενζύμου στις HDL και κυρίως στο HDL-3c υποκλάσμα, ενώ μείωσε την ενεργότητα και τη μάζα του ενζύμου στο LDL-5 υποκλάσμα. Δεν παρατηρήθηκαν μεταβολές της ειδικής ενεργότητας του ενζύμου τόσο όσον αφορά την ολική HDL όσο και τα υποκλάσματα HDL-3c και LDL-5. 118 295 337 Resilience and school engagement of students with hearing impairement Ψυχική ανθεκτικότητα και σχολική εμπλοκή μαθητών με ακουστική αναπηρία Commonly in the literature there is a wealth of research regarding the weaknesses and difficulties of deaf students. On the contrary, their strengths have rarely been the focus of interest resulting in an imbalance in the overall picture. Research on resilience shifts the focus from pathologizing to the potential of positive outcomes in the face of adversity. Nevertheless, it has scarcely been applied within the context of disability. Research data indicate that school, as an important part of children’ s social ecologies, may contribute actively to facilitating resilience processes. Based on the above, using a socio-ecological approach to resilience, the present study attempts to explore the resilience of deaf adolescent students in relation to their school engagement (two dimensions: affective and cognitive). The sample consisted of 35 deaf adolescents (11-23 years) who were studying in the Greek educational system. Two self-report questionnaires, printed and videotaped in the Greek Sign Language, were administered to the participants˙ The Student Engagement Instrument, (SEI) and the Child and Youth Resilience measure, (CYRM-28). According to the results, high levels of resilience and school engagement were observed in deaf adolescent students and positive correlations were found between the two variables. Differences were also found in both variables, based on gender, age group and father use of sign language. The results indicated that girls and students of younger age are more engaged in school and report higher levels of resilience than boys and older students. Finally, findings indicated that both dimensions of school engagement (affective and cognitive) are predictive factors of resilience. To our knowledge, this is the first time deaf students have been assessed on a published measure of resilience and school engagement within the Greek educational system. Practical implications are discussed. Μια πληθώρα ερευνών έχει ασχοληθεί με τη διερεύνηση των αδυναμιών και των δυσκολιών των μαθητών με ακουστική αναπηρία. Αντιθέτως, οι δυνατότητες τους σπάνια έχουν τεθεί στο επίκεντρο, με αποτέλεσμα μια ανισορροπία στη συνολική εικόνα. Η έρευνα στον τομέα της ψυχικής ανθεκτικότητας μετατοπίζει την εστίαση από την παθολογικοποίηση στα θετικά και λειτουργικά αποτελέσματα παρά τις αντιξοότητες. Ωστόσο, δεν έχει αξιοποιηθεί επαρκώς στα πλαίσια της αναπηρίας. Ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι το σχολείο, ως ένα από τα πολλαπλά κοινωνικά συστήματα ενσωμάτωσης των παιδιών, μπορεί να συμβάλει ενεργά στην οικοδόμηση της ψυχικής ανθεκτικότητας. Βάσει των παραπάνω, η παρούσα μελέτη, μέσω μιας κοινωνικο-οικολογικής προσέγγισης της ψυχικής ανθεκτικότητας, επιχειρεί να διερευνήσει την ψυχική ανθεκτικότητα έφηβων μαθητών με ακουστική αναπηρία σε σχέση με τη σχολική εμπλοκή τους (στη συναισθηματική και γνωστική της διάσταση). Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 35 έφηβοι μαθητές με ακουστική αναπηρία (ηλικίας 11-23 ετών) που φοιτούσαν στο Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Για τις ανάγκες της έρευνας χορηγήθηκαν δύο ερωτηματολόγια αυτοαναφοράς, έντυπα και βιντεοσκοπημένα στην Ελληνική νοηματική γλώσσα : το Eρωτηματολόγιο Σχολικής Εμπλοκής (Student Engagement Instrument, SEI) και το Εργαλείο μέτρησης της Ψυχικής Ανθεκτικότητας Παιδιών και Εφήβων, (Child and Youth Resilience measure, CYRM-28). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, παρατηρήθηκαν υψηλά επίπεδα ψυχικής ανθεκτικότητας και σχολικής εμπλοκής στους έφηβους μαθητές με ακουστική αναπηρία, και βρέθηκαν θετικές συσχετίσεις ανάμεσα στις δύο μεταβλητές. Επίσης, διαπιστώθηκαν διαφοροποιήσεις και στις δύο μεταβλητές με βάση το φύλο, την ηλικιακή ομάδα και τη χρήση της νοηματικής από τον πατέρα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα κορίτσια και οι μαθητές μικρότερης ηλικίας εμπλέκονται περισσότερο στο σχολείο και αναφέρουν υψηλότερα επίπεδα ψυχικής ανθεκτικότητας, συγκριτικά με τα αγόρια και τους μεγαλύτερους σε ηλικία μαθητές. Τέλος, βρέθηκε ότι και οι δύο διαστάσεις της σχολικής εμπλοκής (συναισθηματική και γνωστική) αποτελούν προβλεπτικούς παράγοντες της ψυχικής ανθεκτικότητας. Είναι η πρώτη φορά, στο βαθμό που γνωρίζουμε, που διερευνώνται με δημοσιευμένο εργαλείο η ψυχική ανθεκτικότητα και η σχολική εμπλοκή έφηβων μαθητών με ακουστική αναπηρία στο ελληνικό εκπαιδευτικό πλαίσιο. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τα παραπάνω ευρήματα καθώς και οι συνέπειές τους συζητούνται. 119 485 451 The wall paintings of the Seltsou Monastery and monumental painting in the city of Arta in the end of the 17th and the beginning of the 18th century Οι τοιχογραφίες του καθολικού της μονής Σέλτσου (1697) και η μνημειακή ζωγραφική στην Άρτα στα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα The primary objective of this study is the art of the painter and priest Nikolaos, who states his urban origin from Arta in the dedicatory inscription of the Seltsou monastery. This exceptionally interesting data of the painter’s urban origins, combined with his signed work (1697), enlightens the artistic creation in the city of Arta, which is the second important urban center of the Ottoman-occupied Epirus in the beginning of the 18th century. The dissertation is structured in five chapters. The first one is a brief presentation of the historical conditions prevailing in the city of Arta and the directly dependent, geographically and administratively, mountainous area of Radovisdion in the end of the 17th century. The second chapter, which is the main body of the study, is divided into three sections: initially the architecture of the catholicon is described. Then the dedicatory inscription and other inscriptions of the frescoes are analyzed. They provide valuable information regarding the founding of the monastery, the patrons and painter. The third section, devoted to the study of the frescos, includes the presentation of the iconographic program, iconographic analysis and observations on their stylistic features. The third phase of the wall paintings of the monastery of Philanthropinon, the murals of the monastery of Aghios Nikolaos Tzora, monumental ensembles and icons of Cretan School, as well as monumental decorations of the second half of the 17th century century in the region of Tzoumerka and the Thessalian Agrafa are recognized as the main pictorial sources from which Nikolaos derives. At the same time stylistic connection with monumental ensembles of the wider region of Epirus is detected. The third chapter presents and examines briefly two contemporary ensembles, which share similar iconography and almost identical stylistic traits to the extent that they refer directly to Nikolaos' work. All three fresco decorations form a coherent group with common origins. In the fourth chapter there is a brief overview of the wall decorations that took place a few years later, in the first 20 years of the 18th century in the city of Arta. When compared to Nikolaos’ work, they differentiate considerably in terms of style. Their distinct stylistic differences imply that the first years of the 18th century were a focal point not only for the economic development of the city but also for its artistic production. The last chapter outlines the character of the wall-paintings of the Seltsou monastery and at the same time points out the contacts of the painters who work in the city of Arta during the early 18th century with Ionian painting. This parameter appears to shape a new state of artistic creation, reflected in the frescoes of the city only a few years after the end of the Sixth Veneto-Ottoman War (1699). Πρωταρχικός στόχος της έρευνας ήταν η διερεύνηση της τέχνης του ζωγράφου και ιερέα Νικολάου, ο οποίος δηλώνοντας την καταγωγή του από την Άρτα στην κτητορική επιγραφή της μονή Σέλτσου, έθετε εξαρχής το εξαιρετικά ενδιαφέρον δεδομένο της αστικής του προέλευσης. Στη συνέχεια, με αφετηρία το ενυπόγραφο έργο του θα ήταν δυνατό να φωτιστεί η καλλιτεχνική παραγωγή στην πόλη της Άρτας και στην ευρύτερη περιοχή της, η οποία στις αρχές του 18ου αιώνα αποτελεί το δεύτερο σημαντικό αστικό κέντρο της τουρκοκρατούμενης Ηπείρου. Η διατριβή διαρθρώνεται σε πέντε κεφάλαια. Στο πρώτο γίνεται μία σύντομη παρουσίαση των ιστορικών συνθηκών που επικρατούν στην πόλη της Άρτας και στην άμεσα εξαρτώμενη, γεωγραφικά και διοικητικά, περιοχή του Ραδοβισδίου στα τέλη του 17ου αιώνα. Το δεύτερο, που αποτελεί και τον κύριο κορμό της μελέτης, διαιρείται σε τρεις ενότητες. Aρχικά περιγράφεται η αρχιτεκτονική του καθολικού. Στη συνέχεια αναλύονται η κτητορική και άλλες επιγραφές των τοιχογραφιών που μας διαφωτίζουν για την ίδρυση της μονής, τους κτήτορες και το ζωγράφο της. Η τρίτη ενότητα περιλαμβάνει την παρουσίαση του εικονογραφικού προγράμματος, την εικονογραφική ανάλυση και τις τεχνοτροπικές παρατηρήσεις. Προσδιορίζονται οι ποικίλες εικονογραφικές πηγές από όπου αντλεί ο Νικόλαος, στις οποίες περιλαμβάνεται η τρίτη φάση των τοιχογραφιών της μονής Φιλανθρωπηνών, ο διάκοσμος της μονής Αγίου Νικολάου Τζώρας, μνημειακά σύνολα και φορητά έργα της κρητικής σχολής, καθώς και μνημειακοί διάκοσμοι του β΄ μισού του 17ου αιώνα στην περιοχή των Τζουμέρκων και των θεσσαλικών Αγράφων. Παράλληλα ανιχνεύεται η υφολογική σύνδεση του ζωγράφου μας με μνημειακά σύνολα της ευρύτερης περιοχής της Ηπείρου. Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται και εξετάζεται συνοπτικά η ζωγραφική δύο σύγχρονων της μονής Σέλτσου διακόσμων που μοιράζονται όμοια εικονογραφικά πρότυπα και ταυτόσημους εκφραστικούς τρόπους, στο βαθμό που να παραπέμπουν άμεσα στο έργο του Νικολάου, διαμορφώνοντας μία συνεκτική ομάδα με κοινές καταβολές και αναζητήσεις. Στο τέταρτο κεφάλαιο γίνεται μία σύντομη επισκόπηση των επιτοίχιων διακόσμων που εκτελούνται στην πρώτη εικοσαετία του 18ου αιώνα στην πόλη της Άρτας. Τα σημεία σύνδεσης των λίγο μεταγενέστερων μνημείων της πόλης με το έργο του Νικολάου αλλά κυρίως οι διακριτές τεχνοτροπικές τους διαφορές αποδεικνύουν ότι τα πρώτα χρόνια του 18ου αιώνα αποτελούν σημείο τομής όχι μόνο για την οικονομική ανάπτυξη της πόλης, αλλά και για την καλλιτεχνική της παραγωγή. Στο τελευταίο κεφάλαιο σκιαγραφείται ο χαρακτήρας του τοιχογραφικού διακόσμου της μονής Σέλτσου και παράλληλα γίνονται επισημάνσεις για τις επαφές των ζωγράφων που εργάζονται στην πόλη της Άρτας στις αρχές του 18ου αιώνα με την επτανησιακή ζωγραφική. Η παράμετρος αυτή φαίνεται ότι διαμορφώνει μία νέα κατάσταση ως προς την καλλιτεχνική δημιουργία, η οποία αντανακλάται στις τοιχογραφίες των ναών της πόλης, λίγα χρόνια μετά τη λήξη του έκτου βενετουρκικού πολέμου (1699). 120 90 88 School director contribution towards creating a collaborative culture within primary school environment Ο ρόλος του διευθυντή στη διαμόρφωση κουλτούρας συνεργασίας στη σχολική μονάδα πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης The aim of this paper is to investigate the role of the school director in the for-mulation of collaborative culture on a primary school unit. The paper is divided into two parts. The first one presents the analysis of the research questions and the theo-retical approach that can support the specific issue. The second part is based on the methodology and the results of the empirical research. Finally, the discussion con-nects the theoretical foundation with the researcher conclusion. Η παρούσα εργασία μελετά το ρόλο του διευθυντή στη διαμόρφωση κουλτούρας συνεργασίας στη σχολική μονάδα της Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η εργασία διακρίνεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος παρατίθενται η προβληματική της έρευνας καθώς και οι θεωρητικές προσεγγίσεις που θεμελιώνουν το θέμα. Στο δεύτερο μέρος, παρουσιάζονται τα στοιχεία της μεθοδολογίας και τα ευρήματα της σχετικής εμπειρικής έρευνας. Στη συνέχεια, στη συζήτηση διατυπώνονται η σύνδεση ανάμεσα στο θεωρητικό πλαίσιο και τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την έρευνα. 121 250 244 Identification and management of Middle School students’ underperformance Αναγνώριση και διαχείριση της υποεπίδοσης των μαθητών στο Γυμνάσιο If we accept that school failure as a term consists of a plethora of educational phenomenon, then underachievement is one of the most important problems that the Greek education system has to face throughout the ages. Taking into consideration the latest data, someone will notice that the students or the graduates of the compulsory education do not have the skills they have been certified for by the school. As a result, a lot of them follow an inadequately grounded professional career. The phenomenon of underachievement has not been examined sufficiently, despite of many researchers’ studies about school failure. This thesis tries to do research about the phenomenon of underachievement of students from Middle School, which is the last part of the compulsory education. The goal of this research is to record the phenomenon, as it appears in Middle School through the eyes of Language Teachers and search the reasons that shape it in both sociological and educational level. The qualitative research has been implemented via the use of the research tool of the interview. This specific effort showed that the phenomenon of underachievement exists in Middle School and especially on Language courses. The language teachers explain that the social, financial and the educational background of the student affects his or her results, without overlooking the educational system’s responsibilities, as well as their own. They actually support that this particular phenomenon is feeded by the system’s malfunctions, in addition to their own practices. Αν γίνει αποδεκτή η διαπίστωση της πληθυντικότητας των εκπαιδευτικών φαινομένων που στεγάζονται κάτω από τον όρο «σχολική αποτυχία», τότε το φαινόμενο της υποεπίδοσης αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει διαχρονικά το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Λαμβάνοντας κανείς υπόψη τα σύγχρονα δεδομένα, θα παρατηρήσει ότι μαθητές ή απόφοιτοι της γενικής εκπαίδευσης δεν διαθέτουν τις δεξιότητες εκείνες για τις οποίες έχουν λάβει την πιστοποίηση του σχολείου. Κατά συνέπεια πολλοί είναι αυτοί που εμφανίζουν μια ελλιπώς καταρτισμένη επαγγελματική πορεία. Το φαινόμενο της υποεπίδοσης δεν έχει επαρκώς μελετηθεί, παρά την ενασχόληση αρκετών ερευνητών με την σχολική αποτυχία. Η παρούσα εργασία προσπαθεί να διερευνήσει το φαινόμενο της υποεπίδοσης των μαθητών στο Γυμνάσιο, το οποίο αποτελεί το ύστατο τμήμα της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Στόχος της έρευνας είναι να καταγράψει το φαινόμενο, όπως αυτό εμφανίζεται στο Γυμνάσιο μέσα από την οπτική των φιλολόγων και να αναζητήσει τους παράγοντες που το διαμορφώνουν σε κοινωνικό και εκπαιδευτικό επίπεδο. Η έρευνα ακολουθεί την ποιοτική προσέγγιση, χρησιμοποιώντας ως ερευνητικό εργαλείο τη συνέντευξη. Η συγκεκριμένη προσπάθεια έδειξε ότι το φαινόμενο της υποεπίδοσης είναι υπαρκτό στο Γυμνάσιο και ειδικότερα στα φιλολογικά μαθήματα. Οι φιλόλογοι, που αποτέλεσαν το δείγμα της έρευνας θεωρούν ότι το κοινωνικοοικονομικό αλλά και το μορφωτικό περιβάλλον του μαθητή επηρεάζει την επίδοσή του, χωρίς ωστόσο να παραβλέπουν τις ευθύνες του εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά και τις προσωπικές τους. Θεωρούν, μάλιστα, ότι το φαινόμενο ενισχύεται τόσο από τη δυσλειτουργία του συστήματος όσο και από τις δικές τους πρακτικές. 122 11 11 Η σχολική συμβουλευτική και η αποδοχή της διαφορετικότητας στα ελληνικά σχολεία School counseling and the acceptance of difference in the greek school 123 280 321 The role of the headmaster of the Primary School in introducing innovations Ο ρόλος του διευθυντή της σχολικής μονάδας Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στην εισαγωγή καινοτομιών The modern Greek educational system enables the teachers of the school to voluntarily undertake innovative programs which often result in teachers' reluctance and resistance. This dissertation examines teachers' perceptions of innovative curricula and in particular the role of the school’s headmaster in their implementation. Specifically, the purpose of the research is to record teachers' views on the ways that the headmaster motivates and facilitates teachers in implementing innovative educational programs. It also aims to show the degree of autonomy that the headmaster of the school bestows on teachers in introducing and implementing innovative programs in the educational process, as well as on the personality characteristics of the headmasters, which contribute to the promotion of the programs. Quantitative research is carried out using questionnaires. One hundred primary education teachers working in Ioannina Prefecture schools participated in the study. Most of them come from schools that are implementing innovative programs during the current academic year (2019-2020). From the processing of the results, it was found that teachers variedly acknowledge the contribution of these programs to the qualitative upgrading of their school and implement innovative actions mainly for personal enjoyment. However, the overload of work and the lack of appropriate training and training in appropriate teaching methods are key reasons that prevent them from implementing. Regarding the role of school leadership, they recognize that an effective headmaster motivates and encourages the implementation of innovative programs with his/her positive perception of the organization's performance and with the help of its administrative and organizational capabilities. The ability to communicate with members of the community he/she leads and his/her enthusiastic personality is also highlighted. Το σύγχρονο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα παρέχει τη δυνατότητα στους εκπαιδευτικούς των σχολικών μονάδων να αναλαμβάνουν προαιρετικά την υλοποίηση καινοτόμων προγραμμάτων με αποτέλεσμα συχνά να εκδηλώνεται απροθυμία και αντίσταση εκ μέρους των εκπαιδευτικών. Η παρούσα διπλωματική εργασία διερευνά τις αντιλήψεις των εκπαιδευτικών σχετικά με τα καινοτόμα εκπαιδευτικά προγράμματα και, ειδικότερα, το ρόλο του διευθυντή της σχολικής μονάδας στην πραγματοποίησή τους. Πιο συγκεκριμένα, σκοπός της έρευνας είναι να καταγράψει τις απόψεις των εκπαιδευτικών σχετικά με τα καινοτόμα εκπαιδευτικά προγράμματα και τη συμβολή τους στη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης. Ακόμη, στόχος είναι να αναδειχτούν οι απόψεις των εκπαιδευτικών για τους τρόπους με τους οποίους ο διευθυντής παρακινεί και διευκολύνει τους εκπαιδευτικούς στην υλοποίηση καινοτόμων εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Επίσης, αποσκοπεί στην ανάδειξη του βαθμού αυτονομίας που εκχωρεί ο διευθυντής της σχολικής μονάδας στους εκπαιδευτικούς στην εισαγωγή και εφαρμογή καινοτόμων προγραμμάτων κατά την εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά και εκείνων των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας των διευθυντών, τα οποία συμβάλλουν στην προώθηση των προγραμμάτων. Πραγματοποιείται ποσοτική έρευνα με χρήση ερωτηματολογίων. Στην έρευνα συμμετέχουν εκατό εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, που εργάζονται σε σχολεία του νομού Ιωαννίνων. Στην πλειοψηφία τους προέρχονται από σχολεία που κατά το τρέχον διδακτικό έτος (2019-2020) υλοποιούν καινοτόμα προγράμματα. Από την επεξεργασία των αποτελεσμάτων, διαπιστώθηκε ότι οι εκπαιδευτικοί αναγνωρίζουν ποικιλοτρόπως τη συμβολή των προγραμμάτων αυτών στην ποιοτική αναβάθμιση της σχολικής τους μονάδας και υλοποιούν καινοτόμες δράσεις κυρίως για λόγους προσωπικής ευχαρίστησης. Όμως, ο επιπλέον φόρτος εργασίας και η έλλειψη κατάλληλης επιμόρφωσης και κατάρτισης σε κατάλληλες διδακτικές μεθόδους αποτελούν βασικούς λόγους που τους αποτρέπουν από την υλοποίηση. Αναφορικά με το ρόλο της σχολικής ηγεσίας αναγνωρίζουν ότι ο αποτελεσματικός διευθυντής παρακινεί και ενθαρρύνει την υλοποίηση καινοτόμων προγραμμάτων με τη θετική του αντίληψη για την πορεία του οργανισμού και με τη συνδρομή των διοικητικών και οργανωτικών ικανοτήτων του. Σημαντική ικανότητα αναδεικνύεται και η διάθεση για επικοινωνία με τα μέλη της κοινότητας στην οποία ηγείται και η ενθουσιώδης προσωπικότητά του. 124 340 318 Investigation of serum lipid profile and lipid composition of HDL lipoproteins in patients with non-alcoholic liver disease Μελέτη του λιπιδαιμικού προφίλ και της σύστασης της HDL λιποπρωτεΐνης σε ασθενείς με μη αλκοολική λιπώδη νόσο του ήπατος BACKGROUND: Non-alcoholic Fatty Liver Disease (NAFLD) is the most common chronic liver disease; the incidence of which is expected to increase in the future. No specific and sensitive biomarker for the diagnosis and progression of the disease has been found as yet and recently NAFLD has been appointed as an independent cardiovascular risk factor (CHD). The aim of this study is the investigation of the alterations occurring in the lipidome of HDL lipoproteins in NAFLD, in order to identify new biomarkers for the early diagnosis of the disease and to elucidate the mechanisms of the increased cardiovascular risk of these patients. METHODS: Serum samples were collected from overall 60 cases, out of which 20 patients with NAFLD (diagnosed with abdominal ultrasound), 20 patients with established cardiovascular disease and 20 healthy controls. The lipidome of the HDL lipoproteins was investigated using 1H-NMR proton nuclear magnetic resonance spectroscopy. RESULTS: Patients with NAFLD exhibit significant changes in HDL lipidome compared to healthy subjects largely attributed to the phospholipids profile (glycerophospholipids and sphingolipids). Specifically, patients with NAFLD show reduced % content of phosphatidylcholine and phosphatidylinositol and increased sphingolipid content mainly due to increased ceramides compared to control group. The average chain length of fatty acids and the % content of polyunsaturated fatty acids such as arachidonic, eicosapentaenoic and docosahexaenoic acid are found to be statistically significant reduced in patients with NAFLD compared to the control group. Compared to CHD patients, those with NAFLD presented with an increased % content of sphingolipids, sphingomyelin, ceramides and reduced content of phosphatidylinositol. CONCLUSIONS: The changes observed in the composition of phospholipids and fatty acids of HDL lipoproteins in NAFLD patients compared to healthy controls possibly reflect the lipid metabolism abnormalities involved in the pathophysiology of NAFLD and may serve as potential biomarkers of disease progression. Additionally, these changes seem to affect the atheroprotective properties of HDL lipoproteins and may partly explain the increased risk of cardiovascular disease in patients with NAFLD. ΣΚΟΠΟΣ: Η μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος (NAFLD) είναι η πιο συχνή χρόνια ηπατική νόσος και η συχνότητά της αναμένεται να αυξηθεί στο μέλλον. Μέχρι και σήμερα δεν έχει βρεθεί ένας ειδικός και ευαίσθητος βιοδείκτης διάγνωσης και εξέλιξης της νόσου, ενώ πρόσφατα η NAFLD προτάθηκε ως ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου εκδήλωσης της Καρδιαγγειακής Νόσου (CHD). Σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση του λιπιδικού προφίλ των HDL λιποπρωτεϊνών σε ασθενείς με NAFLD, με στόχο την ανάδειξη βιοδεικτών διάγνωσης και την εξήγηση του αυξημένου καρδιαγγειακού κινδύνου που παρουσιάζουν οι εν λόγω ασθενείς. ΥΛΙΚΟ-ΜΕΘΟΔΟΙ: Μελετήθηκε με φασματοσκοπία NMR η λιπιδιακή σύσταση των HDL σωματιδίων 20 ασθενών με μη αλκοολική λιπώδη νόσο ήπατος (υπερηχογραφικά επιβεβαιωμένη), 20 ασθενών με εγκατεστημένη Καρδιαγγειακή Νόσο και 20 υγιών εθελοντών. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Οι ασθενείς με NAFLD εμφάνισαν υψηλότερες συγκεντρώσεις σφιγγολιπιδίων, κυρίως κεραμιδίων και μειωμένες συγκεντρώσεις φωσφατιδυλοχολίνης και φωσφατιδυλοϊνοσιτόλης. Επιπλέον, οι συγκεντρώσεις του αραχιδονικού οξέος, του εικοσαπεντανοϊκού οξέος και του εικοσιδιεξαενοϊκού οξέος ήταν μειωμένες στους ασθενείς με NAFLD αλλά και στους ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο, σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου. Στο σύνολο οι μεταβολές των συγκεντρώσεων που παρατηρήθηκαν ήταν όμοιες και στις δύο ομάδες ασθενών, με εξαίρεση τη συγκέντρωση των κεραμιδίων που ήταν αυξημένη στους ασθενείς με NAFLD και μειωμένη στους ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο και τη συγκέντρωση της φωσφατιδυλοϊνοσιτόλης που ήταν μειωμένη στους ασθενείς με NAFLD και αυξημένη στους ασθενείς με CHD. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Οι διαφορές, που παρατηρήθηκαν στη λιπιδική σύσταση της HDL λιποπρωτεΐνης των ασθενών με μη αλκοολική λιπώδη νόσο του ήπατος σε σχέση με των υγιών, αντανακλούν τις διαταραχές του μεταβολισμού των λιπιδίων που συμμετέχουν στην παθοφυσιολογία της NAFLD και μπορούν να αποτελέσουν βιοδείκτες διάγνωσης και εξέλιξής της. Ακόμη, οι διαφορές αυτές ενδέχεται να επηρεάζουν τις αντιαθηρογόνες ιδιότητες της HDL λιποπρωτεΐνης και να εξηγούν εν μέρει τον αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου που παρουσιάζουν οι ασθενείς με NAFLD. 125 447 456 Methodology for using recycled concrete from buildings in Greece with the goal of sustainability Μεθοδολογία για βέλτιστη χρήση ανακυκλωμένου σκυροδέματος από κτίρια στον Ελλαδικό χώρο με στόχο την αειφορία Nowadays, it is obvious that natural resources are not inexhaustible elements of the environment, so their use should be managed in such a way that all productive activities leave them intact for future generations. Particularly, concrete continues to be the dominant material in constructions. Concrete has the great advantage of using domestic raw materials and as a result it is economical while being durable, efficient and reliable. However, it is often presented as an outdated material with a huge environmental impact that is not consistent to modern design requirements. Yet, the reality is that the concrete production industry is very demanding in terms of raw material sources, energy consumption and pollutants’ production, but at the same time there are ways of improvement. An alternative solution for reserving the natural resources and diminishing the waste disposal sites, is the reuse of construction and demolition waste. Although, in order to certify the alternative utilization of waste as recycled aggregate in civil engineering, research programs regarding their use in concrete mixtures need to be carried out. Towards this purpose the present research was directed, aiming to develop an integrated and multifaceted methodology for evaluating the use of recycled concrete in Greece in order to protect the environment and the sustainability of constructions. To achieve this goal, construction and demolition waste was used as recycled aggregates for concrete composition. Firstly, the properties of recycled aggregates were determined; their geometrical, physical and chemical properties in particular. Furthermore, due to their unknown origin and great disparity that these aggregates present, a statistical analysis was performed, determining the percentage rate of each different material. In a following phase, concrete composition using recycled aggregates was studied. Initially, it was determined whether a treatment of recycled aggregates is required in order to remove impurities that are attached to them. Then, the properties of fresh and hardened concrete were calculated for different replacement rates of recycled aggregates. In this way, the effect of recycled aggregates’ use on concrete properties was determined, while the optimal replacement rate, which is the percentage whose negative effects on concrete properties are offset by economic and environmental benefits. Finally, a methodology for modifying recycled aggregates was developed so as to improve their properties and the effect of this modification on the properties of fresh and hardened concrete was determined. Completing this research has led to significant conclusions regarding the possibility of recycled aggregates use for creating sustainable and durable structures. At the same time, it recommends a holistic approach to alternative waste management in Greece, which is studied worldwide in order to introduce methods for optimizing manufacturing processes. Τα τελευταία χρόνια, έχει γίνει αντιληπτό ότι η φύση και οι φυσικοί πόροι, δεν αποτελούν ανεξάντλητα στοιχεία του περιβάλλοντος, για το λόγο αυτό, ο άνθρωπος θα πρέπει να τα διαχειρίζεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να αφήνεται η ουσία τους ακέραια και για τις μελλοντικές γενεές. Ειδικότερα, στον τομέα των κατασκευών το σκυρόδεμα συνεχίζει να είναι σήμερα το κυρίαρχο υλικό, το οποίο έχει το μεγάλο πλεονέκτημα να χρησιμοποιεί εγχώριες πρώτες ύλες με αποτέλεσμα να είναι οικονομικό ενώ παράλληλα είναι ανθεκτικό, αποτελεσματικό και αξιόπιστο. Ωστόσο, συχνά παρουσιάζεται σαν ένα ξεπερασμένο υλικό με μεγάλο περιβαλλοντικό φορτίο που δεν συνάδει με τις σύγχρονες απαιτήσεις του σχεδιασμού. Μια εναλλακτική λύση τόσο για τους φυσικούς πόρους, όσο και για τους χώρους εναπόθεσης των δομικών απορριμμάτων είναι η επαναχρησιμοποίηση των προϊόντων, που προκύπτουν από οικοδομικά απορρίμματα και κατεδαφίσεις. Ωστόσο, για την πιστοποίηση της εναλλακτικής αξιοποίησης στερεών αποβλήτων ως ανακυκλωμένα αδρανή σε έργα πολιτικού μηχανικού, απαιτείται η πραγματοποίηση ερευνητικών προγραμμάτων αναφορικά με τη χρήση τους σε μίγματα σκυροδέματος. Στην κατεύθυνση κινήθηκε η παρούσα έρευνα, στοχεύοντας στην ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης και πολύπλευρης μεθοδολογίας για την αξιολόγηση της χρήσης ανακυκλωμένου σκυροδέματος στη χώρα μας με απώτερο στόχο την προστασία του περιβάλλοντος και τη βιωσιμότητα των κατασκευών. Για την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου χρησιμοποιήθηκαν απόβλητα εκσκαφών κατασκευών και κατεδαφίσεων ως ανακυκλωμένα αδρανή για τη σύνθεση σκυροδέματος. Προσδιορίστηκαν καταρχήν οι ιδιότητες των ανακυκλωμένων αδρανών και συγκεκριμένα οι γεωμετρικές, φυσικές και χημικές τους ιδιότητες. Επιπλέον, λόγω της άγνωστης προέλευσης και της μεγάλης ανομοιομορφίας που παρουσιάζουν τα αδρανή αυτά ως υλικά, πραγματοποιήθηκε στατιστική ανάλυση του ποσοστού εμφάνισης κάθε διαφορετικού υλικού. Σε επόμενη φάση, μελετήθηκε η σύνθεση σκυροδέματος με τη χρήση ανακυκλωμένων αδρανών. Αρχικά, προσδιορίστηκε η αναγκαιότητα ή μη της επεξεργασίας των ανακυκλωμένων αδρανών με σκοπό την απομάκρυνση ξένων υλών τα οποία βρίσκονται προσκολλημένα σε αυτά. Εν συνεχεία, πραγματοποιήθηκε έλεγχος των ιδιοτήτων νωπού και σκληρυμένου σκυροδέματος σε διαφορετικά ποσοστά αντικατάστασης θραυστών από ανακυκλωμένα αδρανή. Με τον τρόπο αυτό προσδιορίστηκε η επίδραση που έχει η χρήση των ανακυκλωμένων αδρανών στις ιδιότητες του σκυροδέματος ενώ παράλληλα προσδιορίστηκε το βέλτιστο ποσοστό αντικατάστασης, δηλαδή το ποσοστό εκείνο, στο οποίο η τυχούσα αρνητική επίδραση των ανακυκλωμένων αδρανών στις ιδιότητες του σκυροδέματος αντισταθμίζονται από τα οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη της χρήσης τους. Τέλος, αναπτύχθηκε μία μεθοδολογία τροποποίησης των ανακυκλωμένων αδρανών για την βελτίωση των ιδιοτήτων τους και προσδιορίστηκε η επίδραση αυτής της τροποποίησης στις ιδιότητες νωπού και σκληρυμένου σκυροδέματος. Η ολοκλήρωση της παρούσας έρευνας οδήγησε σε σημαντικά συμπεράσματα αναφορικά με τη δυνατότητα χρήσης των ανακυκλωμένων αδρανών για τη δημιουργία βιώσιμων και ανθεκτικών κατασκευών. Παράλληλα, συνιστά μια ολιστική προσέγγιση στο θέμα της εναλλακτικής διαχείρισης των στερεών αποβλήτων στη χώρα μας, που αποτελεί αντικείμενο μελέτης παγκοσμίως για την εισαγωγή μεθόδων βελτιστοποίησης των κατασκευαστικών διαδικασιών. 126 249 269 Τα διδακτικά εγχειρίδια για την εκμάθηση της ελληνικής ως δεύτερης ή ξένης γλώσσας στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση The aim of this project is to research, record and present the textbooks that used in primary education in Greece, for the teaching of Greeκ language as a second/foreign language. In this context, are included various Programs of Studies, such as the Education of Greeks Abroad, Integration of Repatriated and Alien Children in School, Romani Children in School, Education of the Muslim Minority Children in Thrace and others. This study will focus on the analysis of teaching material aimed at children aged 6-12 and intended for primary school classes. Our concern with this subject has got a double objective. On the one hand, it is the globular description, analysis and presentation of the teaching manuals that used in primary education for the learning of Greek language as a second/foreign language and the description of the framework in which the partial objectives of the educational programs are specialized and materialized. On the other hand, we hope to be a training material, a useful guide for teachers who teach Greek to bilingual students either in the general classroom or in similar school structures for bilingual students (Refugees Education Receptionist Structures). Thus, the work gives an insight into the majority of the teaching manuals that used in Primary Education in our country for the teaching of Greek language as a second language, a subject that not many studies have dealed with. For this reason, this post-graduate work is a stimulus for further researches on this interesting and useful for every educational issue. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να ερευνήσει, να καταγράψει και να παρουσιάσει τα διδακτικά εγχειρίδια που χρησιμοποιούνται στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση στη χώρα μας, για τη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας. Στο πλαίσιο αυτό περιλαμβάνονται και αναλύονται διάφορα Προγράμματα Σπουδών, όπως τα έργα Παιδεία Ομογενών, Ένταξη παιδιών Παλιννοστούντων και Αλλοδαπών στο σχολείο, Εκπαίδευση των παιδιών Ρωμά, Εκπαίδευση των παιδιών της Μουσουλμανικής Μειονότητας στη Θράκη και άλλα. Η μελέτη θα επικεντρωθεί στην ανάλυση του διδακτικού υλικού που απευθύνεται σε παιδιά ηλικίας 6-12 ετών και προορίζεται για τις τάξεις του δημοτικού σχολείου. Η ενασχόλησή μας λοιπόν με τo παρόν θέμα έχει ένα διττό στόχο. Από τη μία είναι η σφαιρική περιγραφή, ανάλυση και παρουσίαση των διδακτικών εγχειριδίων που χρησιμοποιούνται στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση για την εκμάθηση της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας και η περιγραφή του πλαισίου μέσα στο οποίο εξειδικεύονται και υλοποιούνται οι επιμέρους στόχοι των εκπαιδευτικών αυτών σειρών αλλά και των Προγραμμάτων που τα περιβάλλουν. Από την άλλη ευελπιστούμε να αποτελέσει ένα επιμορφωτικό υλικό, ένα χρήσιμο οδηγό για τους εκπαιδευτικούς που διδάσκουν την ελληνική σε αλλόφωνους μαθητές είτε μέσα στη γενική τάξη είτε σε αντίστοιχες σχολικές δομές για αλλόγλωσσους μαθητές (Τάξεις Υποδοχής, Δομές Υποδοχής Εκπαίδευσης Προσφύγων). Έτσι, η εργασία δίνει μια εικόνα της πλειοψηφίας των διδακτικών εγχειριδίων που χρησιμοποιούνται στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση στη χώρα μας για τη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας, θέμα με το οποίο ελάχιστες έρευνες έχουν ασχοληθεί. Για αυτό τον λόγο, η παρούσα μεταπτυχιακή εργασία αποτελεί έναυσμα για την πραγμάτωση περαιτέρω ερευνών πάνω στο ενδιαφέρον και χρήσιμο για κάθε εκπαιδευτικό ζήτημα. 127 379 367 Evaluation, as widely accepted, is a very important concept and an integral part of the educational process. Evaluation of Environmental Education programs is now considered as a necessity for evaluating the results of the program and for educating the teacher. The purpose of this research is to investigate the perceptions of the Teachers of Primary Education in Preveza regarding the evaluation of the EE programs. In the first part of our research, the theoretical framework of the study is presented in two parts: a) the conceptual presentation of the involved items and their between relationship and b) a review of literature and articles on the evaluation of EE programs in Greece and Internationally. The second part presents the research part and the research methodology. More specifically, the research questions related to: a) Teachers’ views on the criteria that determine the quality of a EE / SE program; b) Teachers' attitudes towards the notion of evaluation; c) How the teachers perceive the evaluation of a EE / SE program; d) the degree and the way teachers evaluate the EE / SE programs they are implementing, and e) how to make evaluation of an EE / SE program for the teacher more attractive. For this purpose, five focus groups and two semi-structured interviews with teachers of various specialties, who carried out Environmental Education programs in the school year 2017-18, were implemented. The data obtained, were analyzed by the thematic analysis method. The results showed that there are significant positive indications in the change of teachers’ attitudes towards the concept of evaluation, which they consider part of their working reality. It is also noted that the majority of teachers are evaluating their programs in a variety of ways, but they face objective difficulties that act as a brake on more systematic and meaningful evaluation of EE/SE programs. Finally, teachers' willingness to intensify and use evaluation in a more correct frame provided that there are a number of motives that will enhance this process. These motives according to teachers’ views should be either financial reinforcement of the program’s elements or projection of good practices to the wider educational community. However, the State is called as well, to support the programs of EE/ESD with essential interventions and enhancement of the procedure of their implementation. Η αξιολόγηση αποτελεί μια πολυσήμαντη έννοια και αναπόσπαστο κομμάτι της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Έτσι και η αξιολόγηση των προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης / Εκπαίδευσης για την Αειφόρο Ανάπτυξη (ΠΕ/ΕΑΑ) είναι αναγκαία για την αποτίμηση των αποτελεσμάτων του προγράμματος και την ανατροφοδότηση του εκπαιδευτικού. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η διερεύνηση των αντιλήψεων των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Πρέβεζας σχετικά με την αξιολόγηση των προγραμμάτων ΠΕ/ΕΑΑ. Στο πρώτο μέρος της εργασίας παρουσιάζεται το θεωρητικό πλαίσιο της μελέτης με ανασκόπηση της βιβλιογραφίας και αρθρογραφίας σχετικά με την αξιολόγηση προγραμμάτων ΠΕ, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται η εμπειρική έρευνα που υλοποιήθηκε, η αναγκαιότητα της οποίας προέκυψε τόσο από τη μελέτη της αρθρογραφίας όσο και από την εμπειρία της ερευνήτριας. Πιο συγκεκριμένα, τα ερευνητικά ερωτήματα αφορούσαν: α) τις απόψεις των εκπαιδευτικών για τα κριτήρια που καθορίζουν την ποιότητα ενός προγράμματος ΠΕ/ΕΑΑ, β) τις στάσεις των εκπαιδευτικών ως προς την έννοια της αξιολόγησης, γ) το πώς αντιλαμβάνονται την αξιολόγηση ενός προγράμματος ΠΕ/ΕΑΑ, δ) τον βαθμό και τον τρόπο που αξιολογούν οι εκπαιδευτικοί τα προγράμματα ΠΕ/ΕΑΑ που υλοποιούν και ε) πώς θα μπορούσε να γίνει πιο ελκυστική η αξιολόγηση ενός προγράμματος ΠΕ/ΕΑΑ για τον εκπαιδευτικό. Για τον σκοπό αυτό υλοποιήθηκαν πέντε ομάδες εστίασης (focus group) και δύο ημιδομημένες συνεντεύξεις με εκπαιδευτικούς διαφόρων ειδικοτήτων, οι οποίοι πραγματοποίησαν σχετικά προγράμματα το σχολικό έτος 2017-18. Τα δεδομένα που προέκυψαν αναλύθηκαν με την μέθοδο της θεματικής ανάλυσης. Στα αποτελέσματα διαπιστώνεται ότι υπάρχουν σημαντικές θετικές ενδείξεις στην αλλαγή στάσης των εκπαιδευτικών απέναντι στην έννοια της αξιολόγησης, την οποία θεωρούν κομμάτι της εργασιακής τους πραγματικότητας. Διαπιστώνεται ακόμη ότι η πλειοψηφία των εκπαιδευτικών αξιολογούν με ποικίλους τρόπους τα προγράμματα τους, αλλά αντιμετωπίζουν αντικειμενικές δυσκολίες που λειτουργούν ως τροχοπέδη για πιο συστηματική και ουσιαστική αξιολόγηση των προγραμμάτων ΠΕ. Τέλος, διαπιστώνεται η προθυμία των εκπαιδευτικών για πιο ουσιαστική ενσωμάτωση της αξιολόγησης, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξουν μια σειρά από κίνητρα που θα ενισχύουν αυτή τη διαδικασία. Τα κίνητρα αυτά, κατά την άποψη τους, είναι τόσο οικονομικής ενίσχυσης του προγράμματος με ό,τι περιλαμβάνει αυτό, αλλά και κίνητρα προβολής των καλών πρακτικών των εκπαιδευτικών στην ευρύτερη εκπαιδευτική κοινότητα. Ωστόσο, και η ίδια η Πολιτεία καλείται επίσης να υποστηρίξει τα προγράμματα ΠΕ/ΕΑΑ με ουσιαστικές παρεμβάσεις και ενίσχυση της όλης διαδικασίας υλοποίησης τους. 128 390 441 Συσχέτιση γενετικών πολυμορφισμών με τον κίνδυνο ανάπτυξης μελανώματος The development of melanoma is a complex process involving the interplay of environmental, phenotypic and genetic risk factors. Novel findings of predisposing genetic variants for melanoma risk may result to deeper understanding of its pathophysiology and to evaluating melanoma cases based on their genetic profile, toward more precise disease risk prediction. In the current thesis, we first attempt to validate an extensive set of SNPs previously associated with melanoma risk in an independent sample of melanoma patients and healthy controls from Greece. In addition, we assessed the cumulative impact of the genetic variants on melanoma risk prediction by calculating a weighted genetic risk score (GRS). Fifteen independent SNPs were significantly associated with melanoma (P<0.05). GRS was strongly associated with melanoma risk, but achieves a modest improvement in risk prediction when added to a phenotypic risk model. We next tried to establish novel susceptibility genetic variants for melanoma by assessing candidate genes in the largest GWAS for melanoma up to date. For our selected genetic variant, no genome-wide significant estimates were obtained (P=1.95x10-5) despite the large number of melanoma cases used in the analysis (Ν=16,534). Next, we examined the role of sun exposure in individuals with higher risk of melanoma incidence based on genetic predisposition within UK Biobank. A weighted GRS was calculated based on previously reported genetic variants that achieved genome-wide significance in their association with melanoma and we divided the population sample in groups of high and low genetic risk. GRS and sun exposure were strongly associated with the risk of melanoma. Among participants at high genetic risk, every additional hour of sun exposure increases the risk of melanoma incidence by 4%. Those results reinforce precision medical practices with the aim of preventing melanoma, especially in individuals at higher genetic risk. Finally, in the current thesis, we performed Mendelian Randomization to test the possible causal relationship between genetically predicted dietary factors and melanoma. We used summary statistics from the largest GWASs up to date for coffee consumption, beta-carotene intake, retinol intake, and serum vitamin D and from UK Biobank for melanoma. The results showed that there is no significant causal relationship between the selected dietary factors and risk of melanoma. As a next step in this analysis, new data on melanoma cases will be added by the MelaNostrum consortium, which investigates the risk of melanoma in the Mediterranean countries. Η ανάπτυξη του μελανώματος είναι σύνθετη και περιλαμβάνει την αλληλεπίδραση φαινοτυπικών χαρακτηριστικών, περιβαλλοντικών εκθέσεων και γενετικών παραγόντων. Η εύρεση γενετικών τόπων που σχετίζονται με το μελάνωμα οδηγεί σε μεγαλύτερη κατανόηση της παθοφυσιολογίας του και επιτρέπει την αξιολόγηση των ασθενών βάση του γενετικού τους προφίλ, ενισχύοντας τις πρακτικές ιατρικής ακριβείας με στόχο την πρόληψή του. Στην παρούσα διατριβή, αρχικά αξιολογήθηκε η επίδραση γνωστών γενετικών παραγόντων που έχουν συσχετιστεί με τον κίνδυνο ανάπτυξης μελανώματος σε έναν ανεξάρτητο ελληνικό πληθυσμό ώστε να επικυρωθεί η σημαντικότητα τους. Επιπλέον αξιολογήθηκε η προβλεπτική ικανότητα των γενετικών αυτών παραγόντων ως προς τον κίνδυνο ανάπτυξης μελανώματος, δημιουργώντας ενα γενετικό δείκτη κινδύνου (ΓΔΚ). 15 από τους γνωστούς αυτούς γενετικούς παράγοντες συσχετίστηκαν σημαντικά με τον κίνδυνο ανάπτυξης μελανώματος στον ελληνικό πληθυσμό. Η προσθήκη του ΓΔΚ σε ένα φαινοτυπικό μοντέλο πρόβλεψης βελτίωσε οριακά, όχι όμως σημαντικά την προγνωστική ικανότητα του μοντέλου. Στη συνέχεια της διατριβής έγινε προσπάθεια να ανακαλυφθούν και να ταυτοποιηθούν νέοι γενετικοί τόποι που σχετίζονται με τον κίνδυνο ανάπτυξης μελανώματος, αξιολογώντας την ήδη υπάρχουσα πληροφορία από την μεγαλύτερη GWAS που έχει πραγματοποιηθεί έως σήμερα για το μελάνωμα. Ο υποψήφιος πολυμορφισμός στον οποίο κατέληξε η διαδικασία αξιολόγησης δεν έδειξε σημαντική σχέση σε ευρυ-γονιδιωματικό επίπεδο με τον κίνδυνο ανάπτυξης μελανώματος (P=1.95x10-5) παρά τον μεγάλο αριθμό περιστατικών μελανώματος που χρησιμοποιήθηκαν στην ανάλυση (Ν=16,534). Στη συνέχεια εξετάστηκε κατά πόσο η αλληλεπίδραση της έκθεσης στην ηλιακή ακτινοβολία με τη γενετική προδιάθεση μεταβάλλει τον κίνδυνο ανάπτυξης μελανώματος στον πληθυσμό της βιοτράπεζας UK Biobank. Κατασκευάστηκε ένας ΓΔΚ με βάση γονίδια που σχετίζονται ισχυρά με τον κίνδυνο ανάπτυξης μελανώματος και ο πληθυσμός της μελέτης χωρίστηκε σε ομάδες υψηλού και χαμηλού γενετικού κινδύνου. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης έδειξαν πως ο ΓΔΚ και η έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία σχετίζονται ισχυρά με τον κίνδυνο ανάπτυξης μελανώματος. Επιπλέον στην ομάδα υψηλού ΓΔΚ, κάθε επιπλέον ώρα έκθεσης στην ηλιακή ακτινοβολία αυξάνει τον σχετικό κίνδυνο ανάπτυξης μελανώματος κατά ~4%. Τα αποτελέσματα αυτά ενισχύουν πρακτικές ιατρικής ακριβείας με στόχο την πρόληψη του μελανώματος, ιδιαίτερα σε άτομα τα οποία φέρουν επιβεβαρυμένο γενετικό φορτίο. Τέλος, διερευνήθηκε η αιτιώδης σχέση μεταξύ επιλεγμένων διατροφικών παραγόντων και κινδύνου ανάπτυξης μελανώματος με τη χρήση της μεθόδου της Μεντελιανής τυχαιοποίησης. Χρησιμοποιήθηκαν συγκεντρωτικά στοιχεία από τις μεγαλύτερες GWAS που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα για κατανάλωση καφέ, λήψη β-καροτένης και ρετινόλης, καθώς και συγκέντρωση βιταμίνης D, ενώ τα δεδομένα για την εμφάνιση μελανώματος συγκεντρώθηκαν απο τη βιοτράπεζα της UK Biobank. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως δεν υπάρχει σημαντική αιτιώδης σχέση μεταξύ των επιλεγμένων διατροφικών παραγόντων και κινδύνου ανάπτυξης μελανώματος. Σαν επόμενο βήμα αυτής της ανάλυσης, θα προστεθούν νέα δεδομένα για τα περιστατικά μελανώματος από τον συνασπισμό MelaNostrum, ο οποίος ερευνά την ανάπτυξη του μελανώματος στις μεσογειακές χώρες. 129 386 387 Παθοφυσιολογική και γενετική μελέτη της οστεοπόρωσης σε ελληνικό πληθυσμό Οsteoporosis is a systemic skeletal disease with a strong genetic component. Wnt signaling through low-density lipoprotein receptor-related protein 5 (LRP5) is an important determinant of bone mass regulation. The main aim of the present study was to examine the influence of the A1330V and V667M polymorphisms (SNP) of LRP5 gene on lumbar spine bone mineral density (BMD) in a well-characterized cohort of peri- and postmenopausal Geeek women. In addition, we sought to determine whether serum levels of osteoprotegerin (OPG), receptor activator of nuclear factor-κB ligand (RANKL), as well as bone metabolic markers correlate with the two SNPs. The study included 221 consecutive peri- and postmenopausal Greek women aged 40-63 yrs, who attended the osteoporosis outpatient clinic at the University Hospital of Ioannina for screening for osteoporosis. All participants underwent spinal BMD evaluation. Genotyping of A1330V and V667M SNPs was performed by real-time PCR. Levels of OPG, RANKL and bone metabolic markers were measured. The genotype frequencies of the A1330V SNP were CC (76%), CT (22.6%) and TT (1.4%) and of the V667M SNP GG (85%), GA (14.5%) and AA (0.5%). The distribution of A1330V and V667M genotypes was compatible with that of Hardy-Weinberg equilibrium (χ2=0.11, P>0.05 and χ2=0.53, P>0.05, respectively). Because of the low frequency of the TT genotype, the cohort was divided into two genotype groups regarding A1330V SNP: CC and CT/TT. Similarly, the study population was divided into two genotype groups according to the presence of V667M SNP: GG and GA/AA. Significant associations between the investigated SNPs and spinal BMD were detected. Women carrying CT/TT genotypes had lower spinal BMD than women with CC (CT/TT 0.768±0.086 g/cm2 vs CC 0.839±0.123 g/cm2; P<0.0001). Moreover, spinal BMD was lower in women with GA/AA genotypes than in women with GG (GA/AA 0.766±0.079 g/cm2 vs GG 0.829±0.123 g/cm2; P<0.0001). The associations remained significant after adjustment for age, years since menopause and body mass index. The A1330V and V667M SNPs in the LRP5 gene were in strong linkage disequilibrium. A significant interaction between the two SNP on spinal BMD was also revealed. No differences were observed in circulating OPG, RANKL levels and bone metabolic markers between the two groups of each SNP. In conclusion, the A1330V and V667M SNPs of the LRP5 gene contribute to the determination of BMD at the lumbar spine in peri- and postmenopausal Greek women. Η οστεοπόρωση είναι μία συστηματική σκελετική νόσος με ισχυρό γενετικό υπόβαθρο. Το κανονικό μονοπάτι σηματοδότησης Wnt, μέσω της πρωτεΐνης 5 της σχετιζόμενης με τον υποδοχέα των χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (LRP5), διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της οστικής μάζας. Σκοπός της παρούσης μελέτης ήταν να διερευνηθεί η επίδραση των μονονουκλεοτιδικών πολυμορφισμών (SNP) A1330V και V667M του γονιδίου LRP5 στην ΒΜD της οσφύος Ελληνίδων ευρισκόμενων περι- ή μετά την εμμηνόπαυση. Επιπλέον, στόχος ήταν η ανάλυση της σχέσης μεταξύ των εν λόγω SNP και των επιπέδων ορού των διαλυτών μορίων της οστεοπροτεγερίνης (OPG), του συνδέτη του υποδοχέα του ενεργοποιητή του πυρηνικού παράγοντα-κΒ (RANKL) και δεικτών του οστικού μεταβολισμού. Στη μελέτη συμπεριελήφθησαν 221 διαδοχικές γυναίκες ευρισκόμενες περι- ή μετά την εμμηνόπαυση. Η BMD εκτιμήθηκε στην οσφύ με τη μέθοδο DXA. Η γενετική ανάλυση των SNPs διενεργήθηκε με PCR πραγματικού χρόνου. H κατανομή των γονοτύπων του SNP A1330V ήταν CC 76%, CT 22.6% και TT 1.4%, ενώ του SNP V667M ήταν GG 85%, GA 14.5% και AA 0.5%. Η κατανομή των γονοτύπων των δύο SNPs ήταν σε συμφωνία με την ισορροπία Hardy-Weinberg (χ2=0.11, P>0.05 και χ2=0.53, P>0.05 αντίστοιχα). Εξαιτίας της χαμηλής συχνότητας των ατόμων με γονότυπο TT, ο πληθυσμός της μελέτης κατηγοριοποιήθηκε σε δύο ομάδες όσον αφορά τον SNP A1330V: CC και CT/TT. Παρομοίως, ο πληθυσμός της μελέτης ταξινομήθηκε σε δύο ομάδες όσον αφορά τον SNP V667M: GG και GA/AA. Οι γυναίκες της ομάδας CT/TT είχαν σημαντικά χαμηλότερη BMD στην οσφύ σε σχέση με τις γυναίκες με το γονότυπο CC (CT/TT 0.768±0.086 g/cm2 έναντι CC 0.839±0.123 g/cm2, P<0.0001). Επίσης, η BMD της οσφύος ήταν μικρότερη στις γυναίκες της ομάδας GA/AA από ότι στις γυναίκες που έφεραν το γονότυπο GG (GA/AA 0.766±0.079 g/cm2 έναντι GG 0.829±0.123 g/cm2, P<0.0001). Οι συσχετίσεις παρέμειναν στατιστικώς σημαντικές μετά προτύπωση για πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες όπως η ηλικία, τα έτη σε εμμηνόπαυση και ο δείκτης ΒΜΙ. Oι δύο SNPs του γονιδίου LRP5 ήταν σε ισχυρή ανισορροπία σύνδεσης. Επιπλέον, παρατηρήθηκε μία σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο SNPs για τον καθορισμό της BMD στην οσφύ. Τα επίπεδα ορού της OPG, του RANKL και δεικτών οστικού μεταβολισμού δεν παρουσίασαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις δύο ομάδες γονοτύπων του κάθε SNP. Συμπερασματικά, oι SNPs A1330V και V667M του γονιδίου LRP5 συμβάλλουν στον καθορισμό της BMD της οσφύος Ελληνίδων ευρισκόμενων περι- ή μετά την εμμηνόπαυση. 130 422 455 Observational prospective study of post implantation syndrome after endovascular anurysm repair of abdominal aortic aneurysm Προοπτική μελέτη του συνδρόμου μετά την εμφύτευση ενδαγγειακού μοσχεύματος για την αποκατάσταση ανευρύσματος της κοιλιακής αορτής Objectives. Endovascular procedures have been proposed as minimally invasive alternative treatment to conventional open surgical repair, allowing safe and effective aortic aneurysm repair. It has been shown to reduce mortality (at least in the early phase), morbidity, time of hospital stay and overall health care cost. Despite these potential benefits, it has been demonstrated that the Endovascular aneurysm repair (EVAR), may elicit an unexpected systemic inflammatory response, which has been named post implantation syndrome (PIS). The impact of post-implantation syndrome (PIS) on the outcome of patients after elective endovascular aneurysm repair (EVAR) is still unknown. The aim was to prospectively investigate the association of post implantation syndrome (PIS) with the clinical outcome during the first 30 days and during the first year after EVAR for abdominal aortic aneurysm (AAA) and to assess the evolution of the inflammatory response as outlined from specific inflammatory markers.Methods. From May 2007 to July 2008, 40 consecutive patients undergoing elective EVAR in our department were enrolled in a pilot study to prospectively evaluate whether EVAR is associated with PIS as well as the relationship of clinical and biochemical relation of PIS with several acute phase inflammation markers. Subsequently, based on the preliminary data from our pilot study on PIS, from January 2010 till June 2013, we designed a prospective study by including 214 consecutive patients treated electively by EVAR for AAA with a follow up duration of one year. Demographics, risk factors, pre- and post-operative medication, maximum aneurysm diameter, contrast media used, duration of the procedure, type of endograft, the occurrence of PIS, maximum temperature, peri-operative complications, and duration of hospital stay were recorded for each patient. Aneurysm volume and the amount of newly formed thrombus was also calculated.Conclusion: A systematic inflammatory response is observed in a significant number of patients after EVAR. The type of endograft material seems to play a significant role in this inflammatory process. The intensity of inflammation, as assessed mainly by the post-operative hs-CRP values, correlates with the presence of a cardiovascular or any other adverse event during the first 30 days after the procedure. After the first postoperative month, the inflammatory response is attenuated as showed by the kinetics of several inflammatory biomarkers. However, PIS seems to correlate with the presence of a cardiovascular or any other adverse event during the first year after EVAR. Further studies should focus on whether a change in care is needed to ameliorate the higher cardiovascular risk of PIS patients. Σκοπός: Η ενδαγγειακή αντιμετώπιση του ανευρύσματος κοιλιακής αορτής αποτελεί μια ελάχιστα επεμβατική θεραπεία εναλλακτική από την κλασσική ανοικτή χειρουργική αντιμετώπιση , που επιτρέπει την ασφαλή και αποτελεσματική αποκατάσταση των αορτικών ανευρυσμάτων. Η ενδαγγειακή θεραπεία μειώνει τη περιεγχειρητική θνησιμότητα και θνητότητα και τη διάρκεια παραμονής του ασθενούς στο νοσοκομείο. Παρόλα τα ζωτικής σημασίας οφέλη τους, έχει παρατηρηθεί ότι η ενδαγγειακή αποκατάσταση ανευρυσμάτων μπορεί να πυροδοτήσει μια αναπάντεχη συστηματική φλεγμονώδη αντίδραση του οργανισμού, η οποία έχει ονομαστεί σύνδρομο μετά την εμφύτευση ενδαγγειακού μοσχεύματος (ΣΕΕΜ). Η επίπτωση του ΣΕΕΜ αναφορικά με την έκβαση των ασθενών, μετά από την ενδαγγειακή αποκατάστασης ΑΚΑ, είναι ακόμα άγνωστη. Στόχος της παρούσας εργασίας αποτέλεσε η προοπτική μελέτη του ΣΕΕΜ και η συσχέτιση του συνδρόμου με την κλινική έκβαση των ασθενών κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους μετά την επέμβαση.Επιπρόσθετα, θα διερευνηθεί η εξέλιξη της φλεγμονώδους αντίδρασης μετά την επέμβαση όπως αυτή αποτυπώνεται από ειδικούς δείκτες φλεγμονής.Μεθοδολογία: Από το Μάιο του 2007 έως και τον Ιούλιο του 2008, 40 συνεχόμενοι ασθενείς που υποβλήθηκαν σε εκλεκτική ενδαγγειακή αποκατάσταση ανευρύσματος κοιλιακής αορτής στο τμήμα μας συμπεριλήφθηκαν σε μια πιλοτική προοπτική μελέτη προκειμένου να αξιολογηθεί το κατά πόσον οι ενδαγγειακές τεχνικές σχετίζονται με την εμφάνιση του συνδρόμου ΣΕΕΜ καθώς και τη συσχέτιση των κλινικών και βιοχημικών παραμέτρων του ΣΕΕΜ με διάφορους δείκτες της οξείας φάσης της φλεγμονής. Στη συνέχεια, 214 ασθενείς που υποβλήθηκαν σε ενδαγγειακή αποκατάσταση ΑΚΑ σε τακτική βάση, συμπεριλήφθηκαν σε μια προοπτική μελέτη με παρακολούθηση των ασθενών έως ένα χρόνο. Καταγράφηκαν αναλυτικά σε κάθε ασθενή τα δημογραφικά στοιχεία, οι παρόντες κίνδυνου, η φαρμακευτική του αγωγή πριν και μετά το χειρουργείο, η μέγιστη διάμετρος του ανευρύσματος, το ποσό του σκιαγραφικού που χρησιμοποιήθηκε, η εμφάνιση ή όχι του ΣΕΕΜ, η μέγιστη τιμή και διάρκεια του πυρετού καθώς και οι περιεγχειρητικές επιπλοκές μαζί με την διάρκεια νοσηλείας. Επίσης υπολογίστηκε ο συνολικός όγκος καθώς και ο νεοσχηματισθείς θρόμβος του ανευρύσματος σε κάθε ασθενή.Συμπέρασμα: Μετά την ενδαγγειακή αποκατάσταση ΑΚΑ, μια συστηματική φλεγμονώδης αντίδραση παρατηρείται στο ένα τρίτο των ασθενών. Το είδος του ενδαγγειακού μοσχεύματος φαίνεται να συσχετίζεται σημαντικά σε αυτή τη φλεγμονώδη αντίδραση. Η ένταση της φλεγμονώδους απάντησης, όπως εκτιμάται με βάση τις μετεγχειρητικές τιμές hs-CRP, συσχετίζεται με την εμφάνιση ΜΚΣ ή οποιουδήποτε ανεπιθύμητου συμβάματος κατά τη διάρκεια των πρώτων 30 ημερών μετά την επέμβαση. Μετά τον πρώτο μετεγχειρητικό μήνα η φλεγμονώδης απόκριση εξασθενεί, όπως αποδεικνύεται από τη κινητικότητα των διαφόρων φλεγμονωδών βιοδεικτών. Ωστόσο, το ΣΕΕΜ. φαίνεται να συσχετίζεται με την εμφάνιση ΜΚΣ ή οποιουδήποτε ανεπιθύμητου συμβάματος κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους μετά την ενδαγγειακή αποκατάσταση ΑΚΑ. Οι νέες μελέτες θα πρέπει να διερευνήσουν εάν απαιτείται κάποια αλλαγή στη θεραπευτική αντιμετώπιση των ασθενών για να μειωθεί ο καρδιαγγειακός κίνδυνος των ασθενών που εμφανίζουν. 131 551 460 The hagiographical dossier of Saint Eugenia, which was renamed “Eugenios”, belongs to the distinct category of vitae and passiones that narrate the life, state and martyrdom of “transvestite” women saints who chose to disguise themselves with men’s monastic garments and withdraw for the rest of their life in men's monasteries as male monks. In the pages of Saint Eugenia’s life, the reader follows a peculiar phenomenon of “transformation” that is surprising and admirable, but at the same time doubtful, given the particular way that this woman decided to “devote” herself to God and the subsequent honor that the Orthodox Church gave to her. Within the hagiographic tradition, one can find more than twelve different vitae and passiones of saintly women composed on this subject. Many scholars have attempted to interpret and explain the appearance of the cross-dressed heroines in religious literature by exploiting psychological, literary or theological terms or by setting religious or social criteria, reaching although often the limits of exaggeration. The stories of saintly transvestite women or cross-dressed heroines seems to be a pattern that was not limited to a specific time or space, but boomed strongly through the Christian Roman Empire between the 5th and 9th centuries. Saint Eugenia is one of the ancient and early examples of the distinguished category of “transvestite” women saints. The text of her life and martyrdom was the only unpublished text from this Corpus of texts and is delivered in Greek and Latin, but also in Syrian, Armenian and Ethiopian. This suggests that Saint Eugenia was worshiped throughout the Medieval world, in East and West. The Life of Saint Eugenia has a rich manuscript tradition that was unpublished until today. Our main focus and emphasis was given in the depth examination of the manuscripts and the different texts of Saint Eugenia’s life and in the preparation of the critical edition of the three Greek variants - traditions (ΒHG 607w – BHG 607z) of her vita and passion. In total, 20 manuscripts dating from the 9th to the 16th century were gathered from different libraries from all over the world and examined in detail, of which 14 were excluded, as they were delivering the revised text of Symeon Metaphrastes. In order to be able to incorporate the Greek texts that deliver the life of St. Eugenia to the tradition of the vita, we proceeded to a parallel comparison of the unpublished Greek texts with the texts already published in various languages. The peculiarity of the text of St. Eugenia's life lies not so much in the Latin translation of the text as in the Greek translations from the Latin texts that followed. In addition, the text was examined on the basis of the historical flaws that were widely spread throughout the life and martyrdom of Saint Eugenia, while the literal sources of the text were also examined. As it may seem, this simple cross-dressed legend has intrigued references to a variety of historical events, persons, and habits of the past, giving to the story of Saint Eugenia veritable elements. The text of Saint Eugenia’s life who renamed “Eugenios” presents the story of a controversial saint who is "impregnated" by myth, is dependent on enigmatic images, and has a didactic and catechism character highlighting Christian values such as God's zeal, patience, humiliation and indecisiveness. Το αγιολογικό dossier της Αγίας Ευγενίας που μετονομάστηκε Ευγένιος ανήκει στην ιδιαίτερη κατηγορία κειμένων που εξιστορούν το βίο, την πολιτεία και το μαρτύριο αγίων γυναικών που επέλεξαν να μεταβάλουν την εξωτερική εμφάνισή τους, να λάβουν ανδρικά μοναστικά ενδύματα και να μονάσουν σε ανδρικά μοναστήρια ως άνδρες μοναχοί. Στις σελίδες του βίου της Αγίας, ο αναγνώστης παρακολουθεί ένα περίεργο φαινόμενο παρενδυσίας που προκαλεί έκπληξη και θαυμασμό αλλά και αμφιβολίες, δεδομένου του ιδιαίτερου τρόπου άσκησης των γυναικών αυτών και της επακόλουθης τιμής που τους προσδίδει η Ορθόδοξη Εκκλησία. Μέσα στην αγιογραφική παράδοση συναντούμε περισσότερους από δώδεκα διαφορετικούς βίους αγίων Γυναικών που συντέθηκαν πάνω σε αυτό το θέμα. Πολλοί μελετητές επιδίωξαν να ερμηνεύσουν τη μεταμφίεση αυτή, αξιοποιώντας ψυχολογικούς, λογοτεχνικούς ή θεολογικούς όρους ή θέτοντας θρησκευτικά, ή κοινωνικά κριτήρια, φτάνοντας όμως συχνά στα όρια της υπερβολής. Πρόκειται για ένα μοτίβο που δεν περιορίστηκε σε συγκεκριμένη εποχή ή χώρο, άνθησε όμως έντονα διαμέσου της Χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μεταξύ του 5ου και 9ου αιώνα. Η αγία Ευγενία αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα παραδείγματα της ιδιαίτερης κατηγορίας των γυναικών που έλαβαν ανδρικά μοναστικά ενδύματα. Το κείμενο του βίου και του μαρτυρίου της είναι το μοναδικό ανέκδοτο μέχρι σήμερα κείμενο από αυτό το Corpus κειμένων και παραδίδεται στην ελληνική και λατινική γλώσσα αλλά επίσης και στη συριακή, αρμενική και αιθιοπική. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι η εν λόγω Αγία λατρευόταν σε όλο το Μεσαιωνικό κόσμο, σε Ανατολή και Δύση. Ο Βίος της Αγίας Ευγενίας έχει πλούσια χειρόγραφη παράδοση που παρέμενε ανέκδοτη μέχρι και σήμερα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για εμάς είχε η εξέταση και η κριτική έκδοση των τριών ελληνικών παραλλαγών - παραδόσεων του μαρτυρίου της Ευγενίας και αυτή ήταν και η κύρια εργασία μας. Συνολικά συγκεντρώθηκαν και εξετάστηκαν 20 χειρόγραφα που χρονολογούνται από τον 9ο έως τον 16ο αιώνα, εκ των οποίων αποκλείστηκαν τα 14, αφού παρέδιδαν το κείμενο το επεξεργασμένο από τον Συμεών Μεταφραστή. Θέλοντας να εντάξουμε τα ελληνικά κείμενα που παραδίδουν το κείμενο της αγίας Ευγενίας στην παράδοση του Βίου προχωρήσαμε σε μία παράλληλη σύγκριση των ανέκδοτων ελληνικών κειμένων με τα ήδη εκδιδόμενα κείμενα σε διάφορες γλώσσες. Η ιδιαιτερότητα του κειμένου του βίου της αγίας Ευγενίας έγκειται όχι τόσο στη λατινική μετάφραση του κειμένου όσο στις ελληνικές επαναμεταφράσεις από τα λατινικά κείμενα που ακολούθησαν. Πέραν αυτών, το κείμενο εξετάστηκε με βάση τα ιστορικά ψήγματα που εντοπίζονται διάχυτα σε όλη την έκτασή του ενώ εξετάστηκαν και οι φιλολογικές πηγές του κειμένου. Καθώς φαίνεται, στο απλό αυτό κείμενο έχουν παρεισφρήσει αναφορές σε ποικίλα ιστορικά γεγονότα, πρόσωπα και συνήθειες της εποχής προσδίδοντας στην ιστορία της Αγίας το στοιχείο της αληθοφάνειας. Πρόκειται λοιπόν, για το βίο μίας αμφιλεγόμενης αγίας που είναι «εμποτισμένος» από το Μύθο, εξαρτημένος από αινιγματικές εικόνες, ο οποίος έχει διδακτικό και κατηχητικό χαρακτήρα και προβάλλει υψηλές έννοιες, όπως ο κατά Θεόν ζήλος, η υπομονή, η ταπείνωση, η ανεξικακία. 132 157 148 Ο ζωγραφικός διάκοσμος του παρεκκλησίου των Τριών Ιεραρχών της Μονής Βαρλαάμ στα Μετέωρα (1637) THE ICONOGRAPHY AND THE STYLE OF THE WALL-PAINTINGS OF THE THREE HIERARCHS CHAPEL IN BARLAAM MONASTERY, METEORA 1637, ARE SYSTEMATICALLY ANALYZED IN THIS PH.D DISSERTATION. THERE IS AN ATTEMPT FOR THE FORMATION OF AN OUTLINE OF THE HISTORICAL CONTEXT OF THE ARTISTIC PRODUCTION IN THE AREA OF CENTRAL GREECE AND THE PLACEMENT OF THE MONUMENT IN BALKAN PAINTING IN GENERAL. THIS IS SUCCEEDEDBY SEARCHING FOR THE ORIGINS OF THE DECORATION IN THE PREVIOUS CENTURIES, ESPECIALLY IN THE 16TH CENTURY AND THE CRETAN SCHOOL IN ATHOS AND METEORA. A SERIES OF 17TH CENTURY MONUMENTS IN THE AREA OF CENTRAL GREECE IS ALSO EXAMINED FOR THE PLACEMENT OF THE CHAPEL'S PAINTING IN THE SPECIFIC AREA AND ERA. THE WESTERN INFLUENCES ON THE PAINTERS' WORKSHOP ARE ALSO SET. MOREOVER, A GENERAL SEARCH FOR OTHER WORKS OF THE PAINTERS' GROUP TAKES PLACE. FINALLY, A CATALOGUE OF LATER 17TH CENTURY MONUMENTS IN CENTRAL THESSALY IS GIVEN, AS AN INITIATIVE FOR FUTURE RESEARCH. ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΑΝΑΛΥΟΝΤΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΑ Η ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΟΤΡΟΠΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΣΜΟΥ ΤΟΥ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟΥ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΒΑΡΛΑΑΜ ΣΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ (1637). ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΤΑΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ Η ΣΚΙΑΓΡΑΦΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΣΤΟΝ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ Η ΕΝΤΑΞΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΗΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ. ΑΥΤΟ ΕΠΙΤΥΓΧΑΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΤΥΠΩΝ ΤΟΥ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ, ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΣΤΟ 16Ο ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΡΗΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΣΤΟ ΑΘΩ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ. ΕΞΕΤΑΖΕΤΑΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΜΙΑ ΣΕΙΡΑ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΤΟΥ 17ΟΥ ΑΙ. ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΤΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟΥ ΣΤΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΧΩΡΟ ΚΑΙ ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΒΟΛΩΝ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΣΥΝΕΡΓΕΙΟΥ ΤΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ. ΑΝΑΖΗΤΟΥΝΤΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΑΛΛΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥΣ. ΠΑΡΑΤΙΘΕΤΑΙ ΤΕΛΟΣ ΕΝΑΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΣΥΝΟΛΟ ΚΑΙ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΟΥΝ ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ. 133 453 430 The dissertation offers a modern commentary on Plautus’ Captivi. It is divided in four parts: the Introduction, the Latin text, the Translation of the text in Modern Greek, and the Commentary. It is completed with the Conclusions, the Cospectus metrorum, four Appendices (1. Textual criticism, 2. Colometry, 3. Prosody. Metrical phenomena. Laws of Plautine meter. The meters of the Captivi, 4. Language), the English summary, Bibliography, and the Index locorum. The structure of the commentary follows the conventional five–act division of the play, and the arrangement in the respective scenes. The notation of the acts and scenes is used only for the reader’s convenience, and for the purpose of the better arrangement of the dissertation into chapters. The annotation of every scene is preceded by an introductory note that falls into separate sections. First is presented the content of each scene, then the delineation of its characters, then their linguistic and stylistic characterization, and the function of the scene (whether it promotes the plot, or it serves other dramatic purposes). Other topics under discussion are the standard comic motifs and possible Plautine extension and original treatment of the Greek model; general remarks on meter and music, and discussion of questions of scenic presentation are also included. The commentary is oriented towards the examination of the language of Plautus’ text (morphology, grammar, lexicon and syntax), meter, prosody, and textual criticism. The majority of the textual problems are discussed, together with the respective conjectures and emendations, and the arguments for the options adopted in each case in the text of the dissertation. Observations on grammar, lexicon, syntax, and style are followed by examples from Plautus and other writers, and special emphasis is given on Plautus’ style, as well as the linguistic and stylistic characterization of the play’s characters; the features of their speech are summarized in the dissertation’s Conclusions. Many references are made to meter either with reference to the textual emendation or for its stylistic effect, or also for the dramatic effect achieved by the changes of meter and music in the cantica and across the different stages of the action. Moreover, Plautus’ dramaturgy, the character portrayal, the essence and the forms of humor and the overall tone of the play, the theatrical practices as seen in it, and its social contextualization through discussion of the versions and views of slavery each of the character represents in the play, in light of the ideology of the Roman slave owner society, are all questions thoroughly addressed anew in this dissertation. This gives a fresh understanding and interpretation of Plautine dramatic aesthetics and originality in the Captivi, and of the special place of the play in the Plautine corpus and in Roman Republican comedy in general. Η διδακτορική διατριβή προσφέρει ένα σύγχρονο υπόμνημα στην κωμωδία Captivi του Πλαύτου. Δομείται σε τέσσερα μέρη: την Εισαγωγή, το Λατινικό κείμενο, τη Μετάφραση του κειμένου στη Νέα Ελληνική και το Υπόμνημα. Ολοκληρώνεται με τα Συμπεράσματα, τον Conspectus metrorum, τέσσερα Παραρτήματα (1. Κριτική κειμένου, 2. Κωλομετρία, 3. Προσωδία. Μετρικά φαινόμενα. Μετρικοί νόμοι. Τα μέτρα των Captivi, 4. Γλωσσικά στοιχεία), την περίληψη στην Αγγλική, τη Βιβλιογραφία και το Ευρετήριο χωρίων. Η δομή του υπομνήματος ακολουθεί τη συμβατική διάρθρωση της κωμωδίας σε πέντε Πράξεις και στις αντίστοιχες σκηνές. Η χρήση της αρίθμησης των Πράξεων και των σκηνών διατηρείται καταχρηστικά για τη διευκόλυνση του αναγνώστη και τη βέλτιστη οργάνωση της διατριβής σε κεφάλαια. Σε κάθε σκηνή προτάσσεται ένα εισαγωγικό σημείωμα, δομημένο σε ξεχωριστές, αριθμημένες παραγράφους. Κατά σειρά παρουσιάζεται το περιεχόμενο κάθε σκηνής, σχολιάζεται η παρουσίαση των προσώπων του δράματος που εμφανίζονται σε αυτήν, η γλωσσική τους σκιαγράφηση και η λειτουργία της σκηνής για την προώθηση της υπόθεσης ή για άλλους δραματικούς σκοπούς. Συζητούνται τα στερεότυπα κωμικά μοτίβα και οι τυχόν εκτεταμένες παρεμβάσεις του Πλαύτου στο Ελληνικό πρότυπο· επιπλέον, περιλαμβάνονται γενικές παρατηρήσεις για το μέτρο και τη μουσική και ακόμη για τυχόν ζητήματα σκηνικής παρουσίασης. Το υπόμνημα είναι προσανατολισμένο στην ερμηνεία ζητημάτων μορφολογίας, γραμματικής και σύνταξης της γλώσσας, λεξιλογίου, μέτρου και προσωδίας, καθώς και κριτικής του κειμένου. Συζητείται η πλειονότητα των προβληματικών σημείων του κειμένου των Captivi και των προτεινόμενων κατά περίπτωση λύσεων και αναπτύσσεται επιχειρηματολογία για τις επιλογές που υιοθετούνται στο κείμενο της διατριβής. Περιλαμβάνονται γραμματικές, συντακτικές παρατηρήσεις με παραδείγματα από τον Πλαύτο και άλλους συγγραφείς, υφολογικές παρατηρήσεις, με έμφαση στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της γλώσσας και του ύφους του Πλαύτου, καθώς και στη γλωσσική και υφολογική σκιαγράφηση των χαρακτήρων του δράματος, ενώ τα γνωρίσματα του λόγου τους συνοψίζονται στα Συμπεράσματα της διατριβής. Γίνονται επίσης πλείστες αναφορές στο μέτρο είτε με αφορμή την επίλυση των προβλημάτων του κειμένου, είτε για τον σχολιασμό του ύφους σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Αποτιμάται ακόμη το δραματικό αποτέλεσμα που έχουν οι εναλλαγές του μέτρου και της μουσικής στα cantica και στα διάφορα στάδια της δράσης. Παράλληλα, επιχειρείται η εν εκτάσει πραγμάτευση ζητημάτων που άπτονται της ερμηνείας των Captivi στο επίπεδο της δραματουργίας, της παρουσίασης των χαρακτήρων, της ουσίας και των μορφών του κωμικού στοιχείου και της συνολικής ατμόσφαιρας του δράματος, της θεατρικής παρουσίασης και της κοινωνικής συμφραστικοποίησης μέσω της συζήτησης της οπτικής του θεσμού της δουλείας που εκφράζει καθένα από τα πρόσωπα της κωμωδίας υπό το φως της κυρίαρχης ιδεολογίας της Ρωμαϊκήςδουλοκτητικής κοινωνίας. Με αυτόν τον τρόπο επιχειρείται η ολόπλευρη αποτίμηση της δραματικής αισθητικής, των πρωτοτυπιών και εν γένει της θέσης της κωμωδίας Captivi στο πλαυτιανό corpus και στη Ρωμαϊκή κωμωδία. 134 376 373 the role of zinc on the function of the protective systems in the neurons of dorsal root ganglion ο ρόλος του ψευδαργύρου στη λειτουργία των προστατευτικών συστημάτων στους νευρώνες των γαγγλίων των οπισθίων ριζών This doctoral dissertation studies the effects of Zn and mechanisms of homeostasis in neurons of DRG cells. In this context the relationship between Zn and algaesthesia as well as between the Hsp70 protein and cell protection factors of DRG neurons was investigated. In a percentage of DRG neurons (called zincergic), Zn is found in increased concentrations at the synaptic vesicles and its release seem to regulate the release of substance P and influence the action of a multitude of receptors and ionic channels, acting as neuromodulator. Basic cellular protective mechanism against heavy metals are thermal shock proteins (HSPs), which repair or remove from the cell incorrectly protein substrates and have a pronounced anti-apoptotic effect. Intracellular increase of Zn initiates the expression of HSP70 and metallothionines (MTS), which has been shown to interact with each other through their transcription factors (MTF1 and HSF-1). In this thesis, the toxicity and effect of Zn on cultured fetal DRG neurons and in vivo in mice are studied. In transgenic mice overexpressing human HSP70 we addressed the level of neuroprotection to DRG cells against increased concentrations of Zn and nutritional stress. Our in vitro results point out that the existence of hHsp70 in fetal DRG neurons reduces immunofluorescence tracking of MT3. Also the rise in concentrations of Zn2+ causes increase in the number of cells expressing the ZnT7 carrier, while it appears to reduce CGRP neuropeptide in normal (Wt) DRG cells. Our in vivo experimental results show differences in indicators of Zn homeostasis, in antioxidant capacity but also in algaesthesia, which they are due to the effect of dietary Zn,the overexpression of hHSP70 or the HFD diet. . Important observation is the observed increase of MT3 and the decrease of ZnT7 in Wt mice which were fed with HFD. Changes in the balance of dietary Zn cause a decrease in MT3 on the DRG ofWt mice. The response to pain tests indicates that the overexpression of hHSP70 causes hypoalgesia, while reducing dietary Zn causes hyperalgesia in Wt mice. We conclude that the cellular homeostatic and antioxidant mechanisms in relation to Zinc are highly interdependent and affected in both the transcriptional and protein levels. Αυτή η διδακτορική διατριβή μελετά τις επιδράσεις του Zn και τους μηχανισμούς της ομοιόστασηςστους νευρώνες των κυττάρων DRG. Σε αυτό το πλαίσιο διερευνήθηκε η σχέση μεταξύ Zn καιαλγαισθησίας καθώς και μεταξύ της πρωτεΐνης Hsp70 και των παραγόντων κυτταρικής προστασίαςτων νευρώνων DRG. Σε ένα ποσοστό των νευρώνων DRG (που ονομάζεται zincergic), o Zn βρίσκεται σε αυξημένες συγκεντρώσεις στα συναπτικά κυστίδια και η απελευθέρωσή του φαίνεται να ρυθμίζει την απελευθέρωση της ουσίας Ρ και να επηρεάζει τη δράση ενός πλήθους υποδοχέων και ιοντικών διαύλων, ενεργώντας ως νευροδιαμορφωτής. Βασικός κυτταρικός προστατευτικός μηχανισμός έναντι βαρέων μετάλλων είναι οι πρωτεΐνες θερμικού σοκ (HSPs), οι οποίες επισκευάζουν ή απομακρύνουν από το κύτταρο λανθασμένα πρωτεϊνικά υποστρώματα και έχουν έντονο αντι-αποπτωτικό αποτέλεσμα. Η ενδοκυτταρική αύξηση του Zn ξεκινά την έκφραση των HSP70 και των μεταλλοθειονινών (MTS), οι οποίες έχει αποδειχθεί ότι αλληλεπιδρούν μεταξύ τους μέσω των παραγόντων μεταγραφής τους (MTF1 και HSF-1). Σε αυτή τη διατριβή, μελετάται η τοξικότητα και η επίδραση του Zn σε καλλιεργημένους εμβρυϊκούς νευρώνες DRG και in vivo σε ποντίκια. Σε διαγονιδιακούς ποντικούς που υπερεκφράζουν ανθρώπινο HSP70, εξετάσαμε το επίπεδο νευροπροστασίας σε κύτταρα DRG έναντι αυξημένων συγκεντρώσεων Zn και θρεπτικού στρες. Τα in vitro αποτελέσματά μας επισημαίνουν ότι η ύπαρξη hHsp70 σε εμβρυϊκούς νευρώνες DRG μειώνει την παρουσία της MT3. Επίσης, η αύξηση των συγκεντρώσεων του Zn2 + προκαλεί αύξηση του αριθμού των κυττάρων που εκφράζουν τον μεταφορέα ZnT7, ενώ φαίνεται να μειώνει το νευροπεπτίδιο CGRP σε φυσιολογικά (Wt) DRG κύτταρα. Τα in vivo πειραματικά μας αποτελέσματα δείχνουν διαφορές στους δείκτες της ομοιόστασης Zn, στην αντιοξειδωτική ικανότητα αλλά και στην αλγαισθησία, οι οποίες οφείλονται στην επίδραση του διαιτητικού Zn,στην υπερέκφραση του hHSP70 ή στη δίαιτα HFD. Σημαντική παρατήρηση είναι η παρατηρούμενη αύξηση του MT3 και ημείωση του ZnT7 σε ποντίκια Wt που τράφηκαν με HFD. Οι αλλαγές στην ισορροπία του διαιτητικού Zn προκαλούν μείωση της MT3 στο DRG των ποντικών Wt. Η ανταπόκριση στις δοκιμές πόνουυποδεικνύει ότι η υπερέκφραση του hHSP70 προκαλεί υποαλγησία, ενώ η μείωση του διαιτητικού Znπροκαλεί υπεραλγησία σε ποντίκια Wt. Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι κυτταρικοί ομοιοστατικοί και αντιοξειδωτικοί μηχανισμοί σε σχέση με τον ψευδάργυρο είναι ιδιαίτερα αλληλεξαρτώμενοι και επηρεάζονται τόσο στα μεταγραφικά όσο και στα πρωτεϊνικά επίπεδα. 135 144 117 Η υστεροσκόπιση στην διάγνωση και θεραπεία των γυναικολογικών παθήσεων IN THIS STUDY THE ACCURACY OF DIAGNOSTIC HYSTEROSCOPY IS EXAMINED. HYSTEROSCOPIES AND ENDOMETRIAL BIOPSIES WERE PERFORMED IN 324 PATIENTS (316 SYMPTOMATICS AND 8 ASYMPTOMATICS PATIENTS WHO WERE CHOOSEN BASED ON CYTOLOGIC INDICATIONS). THE MOST FREQUENT INDICATIONS FOR HYSTEROSCOPY WERE AUB 68,97% AND CERVICALPOLYPS 25,19%. THE HYSTEROSCOPY WAS COMFORTABLE BY 65% PATIENTS WHILE IN 28%CASES THERE WAS MILD LOWER ABDOMINAL PAIN. THE UTERINE CAVITY WAS NOT INSPECTED IN 13 CASES BECAUSE OF EXCESSIVE UTERINE BLEEDING AND IN 9 CASES BECAUSE OFCERVICAL STENOSIS. THE MOST FREQUENT HYSTEROSCOPIC FINDINGS WERE ATROPHIC ENDOMETRIUM (37,23%) AND FOCAL HYPERPLASIA (30%). THE HYSTEROSCOPIC AND HISTOLOGIC FINDINGS IN EACH CASE WERE COMPARED BLINDLY. AN AGREEMENT BETWEEN THE TWO METHODS WAS FOUND IN 89,8% (INCLUDING 100% IN 12 CASES, OF ENDOMETRIAL ADENOCARCINOMA). THESE FINDINGS HAVE BEEN EVALUATED TO ASSESS THE VALIDITY OF HYSTEROSCOPY AS PRIMARY, RELIABLE DIAGNOSTIC METHOD FOR THE PATHOLOGY OF ENDOMETRIUM. ΕΚΤΙΜΗΘΗΚΕ Η ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΟΣΚΟΠΗΣΗΣ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟΥ, ΚΑΙ ΑΝΑΦΕΡΘΗΚΕ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΣΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ. ΕΓΙΝΑΝ 324 ΥΣΤΕΡΟΣΚΟΠΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗ ΕΝΔΟΜΗΤΡΙΑ ΒΙΟΨΙΑ. ΟΙ ΣΥΧΝΟΤΕΡΕΣ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΓΙΑ ΥΣΤΕΡΟΣΚΟΠΗΣΗ ΗΤΑΝ Η ΑΝΩΜΑΛΗ ΕΝΔΟΜΗΤΡΙΑ ΑΙΜΟΡΡΑΓΙΑ (AUB) 68,97% ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΑΧΗΛΙΚΟΙ ΠΟΛΥΠΟΔΕΣ 25,18%. Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΗΤΑΝ ΑΠΟΔΕΚΤΗ ΣΕ ΠΟΣΟΣΤΟ 65% ΕΝΩ ΣΕ ΠΟΣΟΣΤΟ 28% ΤΩΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΘΗΚΕ ΕΛΑΦΡΥ ΚΟΙΛΙΑΚΟ ΑΛΓΟΣ. ΤΟ ΣΥΧΝΟΤΕΡΟ ΥΣΤΕΡΟΣΚΟΠΙΚΟ ΕΥΡΗΜΑ ΗΤΑΝ ΤΟ ΑΤΡΟΦΙΚΟ ΕΝΔΟΜΗΤΡΙΟ (37,23%) ΚΑΙ Η ΕΣΤΙΑΚΗ ΥΠΕΡΠΛΑΣΙΑ 30%. ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΥΣΤΕΡΟΣΚΟΠΙΚΩΝ ΚΑΙ ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΥΠΗΡΞΕ ΣΕ ΠΟΣΟΣΤΟ 89,8%.ΣΕ 12 ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΝΔΟΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΡΚΙΝΩΜΑΤΟΣ Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΗΤΑΝ 100%. ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΑΥΤΑ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΟΥΝ ΤΗΝ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΟΣΚΟΠΗΣΗΣ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΕΝΔΟΜΗΤΡΙΑΣ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ. 136 408 433 Σωματικά συμπτώματα πόνου και συσχέτιση με ψυχιατρική νοσηρότητα και κοινωνικοδημογραφικούς παράγοντες στην όψιμη εφηβεία OBJECTIVE: Despite being traditionally considered a time of complete health and wellbeing, contemporary literature depicts that adolescence tends to be characterized by somatic pain symptoms at an ever increasing level, while, at the same time, there is an increase in the prevalence of many psychiatric problems like depression. Unfortunately, information regarding the adolescent population of Greece is little to none. The objective of the present study is to investigate the relationship amongst: a) somatic pain symptoms and psychiatric morbidity, as well as b) somatic pain symptoms and other factors which are possibly related to their presence, in late adolescence. METHOD: A cross-sectional study was performed on 2363 students, aged 15-18, attending 10 High Schools located in the prefecture of Epirus and in the broader area of WesternNorthwestern Greece. The study took place two phases: in the first phase, the Screener version of the Revised Clinical Interview Schedule and the 12-item version of the General Health Questionnaire were used. At this time, socio-economic variables, such as parental education and occupation, and students’ subjective evaluations, which included their perceptions of the financial difficulties of the family, their school performance and relationship with parents, as well as the level of general and psychological health, were assessed. In the second phase, depending on the score achieved during screening, a striated sample of 872 students was chosen to whom the Revised Clinical Interview Schedule (CISR) was applied. RESULTS: A correlation between the presence of somatic pain symptoms and psychiatric morbidity was determined. Specifically, it was noted that high levels psychiatric morbidity occurred with higher levels of adolescent headache, back pain, abdominal pain and with at least with one of the former symptoms. Elevated percentages of such symptoms were also found to be correlated with other variables such as gender, divorced or separated family environments, paternal education at a junior high school level, free-lancing as maternal employment, perceived increased financial difficulties, average to bad relationship with parents, average to bad-perceived school performance, and a low level of self-reported general and psychological health. CONCLUSIONS: The Epirus school research project was a first attempt to assess late adolescent somatic pain symptoms in Greece. The goal of this study was to shed light upon the relation between such symptoms and psychiatric morbidity as well as other factors, in the adolescent population of Western-Northwestern Greece. We concluded that these adolescents do suffer from symptoms of pain, in which situations a serious possibility of psychiatric morbidity should be considered. ΣΚΟΠΟΣ: Παρότι η εφηβεία έχει παραδοσιακά αντιμετωπιστεί ως περίοδος πλήρους υγείας και ευεξείας, η σύγχρονη βιβλιογραφία αναφέρει ότι οι έφηβοι υποφέρουν όλο και περισσότερο από σωματικά συμπτώματα πόνου ενώ υπάρχει αξιοσημείωτη άνοδο του επιπολασμού πολλών ψυχιατρικών προβλημάτων, όπως η κατάθλιψη. Δυστυχώς, στοιχεία για τον εφηβικό πληθυσμό της Ελλάδας είναι από ελάχιστα εως καθόλου. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ: α) των συμπτωμάτων συμπτωμάτων πόνου και της ψυχιατρικής νοσηρότητας και β) των συμπτωμάτων αυτών και άλλων παραγόντων που μπορεί να σχετίζονται με την ύπαρξη τους στην όψιμη εφηβεία. ΥΛΙΚΟ-ΜΕΘΟΔΟΣ: Πραγματοποιήθηκε μελέτη συγχρονικού τύπου σε 2363 μαθητές, 1518 ετών, από δέκα Γενικά Λυκεία στην περιφέρεια της Ηπείρου και της ευρύτερης περιοχής της Δυτικής–Βορειοδυτικής Ελλάδας. Η μελέτη διενεργήθηκε σε δυο φάσεις: στην πρώτη φάση χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο διαλογής ψυχιατρικών συμπτωμάτων (CIS-R Screener) και η κλίμακα GHQ υπό τη μορφή των 12 λημμάτων. Στη φάση αυτή επίσης μετρήθηκαν οι κοινωνικο-οικονομικές μεταβλητές που συμπεριέλαβαν το μορφωτικό επίπεδο και την απασχόληση των γονέων, και οι υποκειμενικές αξιολογήσεις των μαθητών για τις οικονομικές δυσκολίες της οικογένειας, τη σχολική επίδοση, τη σχέση με τους γονείς και το επίπεδο γενικής και ψυχολογικής τους υγείας. Στην δεύτερη φάση, με βάση το σκορ στο ερωτηματολόγιο διαλογής, επιλέχθηκε στρωματοποιημένο τυχαίο δείγμα 872 μαθητών στους οποίους χορηγήθηκε η Αναθεωρημένη Κλινική Διαγνωστική Συνέντευξη (Revised Clinical Interview Schedule - CIS-R) με σκοπό να εκτιμηθεί η ψυχιατρική νοσηρότητα. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Διαπιστώθηκε η ύπαρξη σχέσης μεταξύ της ύπαρξης σωματικών συμπτωμάτων πόνου και της ψυχιατρικής νοσηρότητας. Συγκεκριμένα, η βεβαρυμένη ψυχική υγεία βρέθηκε να συσχετίζεται με μεγαλύτερα ποσοστά πονοκεφάλου, πόνου στη μέση, πόνου στο στομάχι και ενός τουλάχιστον από τα παραπάνω στο δείγμα μας. Με αυξημένα ποσοστά των συμπτωμάτων αυτών επίσης βρέθηκαν να σχετίζονται και άλλοι παράγοντες όπως το φύλο, ο χωρισμός ή η διάσταση των γονιών, η μόρφωση του πατέρα σε επίπεδο γυμνασίου, η απασχόληση της μητέρας ως ελεύθερη επαγγελματίας, οι αυξημένες οικονομικές δυσκολίες της οικογένειας, η μέτρια εως κακή σχέση των μαθητών με τους γονείς τους, η μέτρια εως κακή σχολική τους επίδοση και το χαμηλό επίπεδο αυτοαναφερόμενης γενικής και ψυχικής υγείας. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Η σχολική μελέτη της Ηπείρου αποτέλεσε μια πρώτη προσπάθεια διερεύνησης των σωματικών συμπτωμάτων πόνου στον όψιμο εφηβικό πληθυσμό της Ελλάδας. Στόχος της έρευνας αυτής ήταν να ρίξει φως στη σχέση μεταξύ των σωματικών συμπτωμάτων πόνου και ψυχιατρικής νοσηρότητας αλλά και άλλων παραγόντων, στους έφηβους της Δυτικής–Βορειοδυτικής Ελλάδας. Συμπεραίνεται από τα ευρήματα ότι οι έφηβοι αυτοί υποφέρουν από τέτοιους πόνους και ότι στις περιπτώσεις που υπάρχουν επίμονα σωματικά συμπτώματα πόνου θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η πιθανότητα συνύπαρξης ψυχιατρικής νοσηρότητας. 137 428 416 Local φ-divergences in statistical information theory with applications to hypothesis testing and model selection Τοπικές φ-αποκλίσεις στη στατιστική θεωρία πληροφοριών και εφαρμογές σε ελέγχους στατιστικών υποθέσεων και επιλογής μοντέλου The Dissertation consists of five Chapters the summary of the dissertation in English and the Bibliography. In the first introductory chapter, a brief review on the φ-divergence measures is given as well as the concepts that are necessary for the development and study of the following chapters. Chapter 2 focuses on the definition of a broad class of local divergence measures between two probability measures or between the corresponding densities. The local divergences developed are based on the classical Csiszar divergence and provide a measure of the pseudo-distance (or statistical distance or divergence) between two distributions in a specific area of their joint domain. In this way they provide a useful tool for the quantification of the statistical distance between two distributions, locally, in a specific area of their joint domain. In addition, in Chapter 2 the range of values of the local divergences are studied and the analytical expressions of the proposed local divergences are further determined when the distributions are members of the exponential family and the case of the multivariate normal distribution is also considered. Chapter 2 exemplifies the methodology via a simulation study which illustrates the robust behavior of the proposed local divergence measures in identifying the discrepancies between two populations which cannot be captured using classical global measures. Chapter 3 focuses on the construction and study of parametric statistical tests for goodness of fit (one sample problem) and tests of homogeneity (two sample problem), locally, in a subset of the domain of the distributions under consideration. More precisely, test statistics are defined and their asymptotic distributions are obtained under the null hypothesis. In addition, in Chapter 3 the effectiveness of the developed local parametric tests are investigated by means of simulation studies based on their type I error and power. The behavior of the proposed statistical tests has also been investigated via real data. In Chapter 4, a local model selection criterion (LDiv.IC) is developed and studied using the local BHHJ power divergence. We focus on the BHHJ measures of divergence because their functional expression is particularly useful in the construction of the criterion. Moreover in Chapter 4, simulations are presented in order to evaluate the performance of the proposed model selection criterion in a local setting and three applications of the proposed methodology are given by analyzing real datasets. In Chapter 5, we provide suggestions for further research and possible extensions of this work are indicated, along with and some open problems left to consider in this context. Η Διατριβή αποτελείται από πέντε Κεφάλαια, περίληψη της διατριβής στην αγγλική γλώσσα και τη Βιβλιογραφία. Στο πρώτο εισαγωγικό κεφάλαιο γίνεται μια σύντομη ανασκόπηση σε μέτρα φ-απόκλισης καθώς και σε έννοιες που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη και μελέτη των επόμενων κεφαλαίων. Tο Κεφάλαιο 2 επικεντρώνεται στον ορισμό μιας ευρείας κλάσης μέτρων τοπικής απόκλισης (local divergence measures) μεταξύ δύο μέτρων πιθανότητας ή μεταξύ των αντίστοιχων συναρτήσεων πυκνότητας πιθανότητας. Οι εισαχθείσες τοπικές αποκλίσεις βασίζονται στην κλασική απόκλιση του Csiszár και αποδίδουν ένα μέτρο της ψευτο-απόστασης (ή στατιστικής απόστασης ή απόκλισης) μεταξύ δύο κατανομών σε μία συγκεκριμένη περιοχή του κοινού πεδίου ορισμού τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο παρέχουν ένα χρήσιμο εργαλείο για την ποσοτικοποίηση της στατιστικής απόστασης μεταξύ δύο κατανομών, τοπικά, σε μια συγκεκριμένη δηλαδή περιοχή του κοινού πεδίου ορισμού τους, η οποία παρουσιάζει ενδιαφέρον τόσο από θεωρητική πλευρά όσο και στο επίπεδο των εφαρμογών. Επιπλέον στο Κεφάλαιο 2 μελετάται το σύνολο τιμών των τοπικών αποκλίσεων που παρουσιάζονται και προσδιορίζονται, περαιτέρω, οι αναλυτικές εκφράσεις των προτεινόμενων τοπικών αποκλίσεων, όταν οι κατανομές στις οποίες στηρίζονται είναι μέλη της εκθετικής οικογένειας κατανομών και όταν ταυτίζονται με εκείνες της πολυδιάστατης κανονικής κατανομής. Το Κεφάλαιο 2 ολοκληρώνεται με μελέτες προσομοίωσης που αποτυπώνουν την εύρωστη συμπεριφορά των μέτρων τοπικής απόκλισης. Το Κεφάλαιο 3 επικεντρώνεται στην κατασκευή και μελέτη παραμετρικών στατιστικών τεστ για τον έλεγχο καλής προσαρμογής (one sample problem) και τον έλεγχο ομοιογένειας (two samples problem), τοπικά, σε ένα υποσύνολο του πεδίου ορισμού των υπό θεώρηση κατανομών. Αναλυτικότερα, προσδιορίζονται οι στατιστικές συναρτήσεις, καθώς και οι ασυμπτωτικές του κατανομές υπό τη μηδενική υπόθεση η οποία μπορεί να είναι απλή η σύνθετη. Επιπλέον, στο Κεφάλαιο 3 με μελέτες προσομοίωσης διερευνάται η αποτελεσματικότητα των εισαγόμενων τοπικών παραμετρικών ελέγχων έχοντας ως κριτήρια το σφάλμα τύπου Ι και την ισχύ του ελέγχου. Διερευνάται επίσης, η συμπεριφορά των προτεινόμενων στατιστικών τεστ σε πραγματικά δεδομένα. Στο Κεφάλαιο 4 εισάγεται η έννοια της τοπικής επιλογής μοντέλου, και το τοπικό κριτήριο LDiv.IC (Local Divergence Information Criterion) χρησιμοποιώντας την τοπική εκδοχή της απόκλισης των Basu et al. (1998). Το παραπάνω μέτρο απόκλισης χρησιμοποιήθηκε γιατί πληροί κάποιες χαρακτηριστικές ιδιότητες και κρίθηκε κατ΄ αυτόν τον τρόπο κατάλληλο στη δημιουργία κριτηρίων πληροφορίας για την τοπική επιλογή μοντέλου (local model selection). Επιπρόσθετα στο Κεφάλαιο 4 παρατίθενται τα αποτελέσματα μελετών προσομοίωσης για τη διερεύνηση της συμπεριφοράς του τοπικού κριτηρίου επιλογής μοντέλου καθώς και αποτελέσματα εφαρμογής του σε πραγματικά δεδομένα. Τέλος, στο Κεφάλαιο 5 δίνονται προτάσεις για περαιτέρω έρευνα στην περιοχή της Στατιστικής Θεωρίας Πληροφοριών. 138 589 541 Η θεωρία του χρόνου και της μνήμης από τον Αριστοτέλη στον Μπερξόν Our present study constitutes an investigation of time consciousness and is conducted through two leading philosophical approaches, the Aristotelian and the Bergsonian. Despite the fact that these two theories are recorded in the history of philosophy as diametrically opposed, they, surprisingly, share a common postulate on time: that of temporal continuity, which serves for us as a motive lever to deploy philosophical reflection. The key problem is being traced in the Aristotelian theory of time, as set out in the book IV of Aristotle’s Physics, and can be located in the definition of time as the number of motion: given that number normally refers to discrete quantities, one can detect at this point an inherent difficulty in the Aristotelian theory, since the philosopher systematically insists on the de facto continuity of time and movement. Similar problem is created on account of the Bergsonian theory, if we ask where the possibility of comparing durations and extracting time out of them does rely. Through the Aristotelian critique of the Eleatic paradoxes of magnitude and movement, and the corresponding reflection of Bergson on these same paradoxes, its own requirement of indivisible continuity of time and movement is highlighted, so that a quasi-dialogue is established between these two thinkers — a condition which we consider as primordial for the enhancement of philosophical thinking. This parallelism not only contributes to a more comprehensive examination of the temporal consciousness issue but also promotes the innovative reading of both philosophies. Certainly Bergson considers the Aristotelian theory of place erroneous, because the extension is excluded from this notion, while the theory of time is held as erroneous because it is based on the conceptual discontinuity of number. According to Bergson, movement, i.e. the temporal duration, presents sustainable aspects of substance and cannot be divided without producing a change of nature, i.e. a new difference. In an effort to remove the interpretative difficulties, firstly we emphasize the foundation of the Aristotelian theory of time on the realm of movement (Physics, IV) and we re-evaluate Aristotle’s attempt to develop an innovative approach of experience, maintaining at the same time the distinction of sensation and intellection. The Aristotelian theory (On the soul, II-III) rehabilitates sensation as the source of knowledge and introduces a complementary theory of imagination, in which falls the analysis of memory (Parva naturalia). Therefore, the field of temporal consciousness, according to Aristotle, is not distinct from the field of physics, and for this reason continuity and sensation are fundamental features of time consciousness, which finally comes to be inscribed, through a dynamic and mathematically symmetrical way, in the phenomenon of movement. A final conclusion will be that the dynamic and empirical character of temporal consciousness is a perspective towards which converge both philosophers with the exception of a crucial difference: while Aristotle would admit that the element of the potential stems from pre-existing forms, indicating as its ultimate source the divine intellect, Bergson, on his side, considers that time horizon is mainly constituted by the endless actualisation of differentiating elements, forming a wave of becoming which is an expression of creative evolution. Anyway, Bergson also concludes to affirm the necessity of a universal conscience. Thus we can partially understand, through this reasoning, Heidegger’s suggestion to classify the Bergsonian approach within the Aristotelian tradition, in the sense that Bergson’s thinking still moves within the empirical subject-object structure, in order to investigate time. On the other hand, the Aristotelian approach should be seen outside the context of traditional empiricism, as a conception of temporality through terms of dynamic isomorphism. Η παρούσα μελέτη αποτελεί μία διερεύνηση της συνείδησης του χρόνου, η οποία διεξάγεται μέσα από δύο κορυφαίες φιλοσοφικές προσεγγίσεις, την αριστοτελική και την μπερξονική. Παρότι οι δύο αυτές προσεγγίσεις έχουν καταγραφεί στην ιστορία της φιλοσοφίας ως αντιδιαμετρικές, εκλαμβάνουμε ως κλειδί για την ανακίνηση του φιλοσοφικού προβληματισμού την ιδιότητα της χρονικής συνέχειας, η οποία, αναπάντεχα, αποτελεί εν προκειμένω αξίωμα και για τους δύο στοχαστές. Το αφετηριακό πρό-βλημα εντοπίζεται στην αριστοτελική θεωρία του χρόνου, όπως διατυπώνεται στο βιβλίο Δ΄ των Φυ-σικών του Αριστοτέλη, η οποία συμπυκνώνεται στον ορισμό του χρόνου ως αριθμού της κίνησης. Δε-δομένου ότι ο αριθμός αποδίδει ποσότητα ασυνεχή, διαπιστώνεται μία εγγενής δυσχέρεια στην αριστο-τελική θεωρία, αφού ο φιλόσοφος συστηματικά επιμένει στη συνέχεια του χρόνου και της κίνησης. Αντί-στοιχο πρόβλημα δημιουργείται και για την μπερξονική θεωρία, εφόσον ρωτήσουμε πού βασίζεται η δυνατότητα σύγκρισης διαρκειών και σχηματοποίησης του χρόνου. Μέσα από την αριστοτελική κριτική των ελεατικών παραδόξων του μεγέθους και της κίνησης, αναδεικνύεται ο αντίστοιχος προβληματισμός του Μπερξόν και προβάλλει η δική του απαίτηση της αδιάσπαστης συνέχειας του χρόνου και της κίνησης, έτσι ώστε συγκροτείται ένας οιονεί διάλογος, τον οποίο θεωρούμε ως κατεξοχήν συνθήκη της φιλοσοφικής σκέψης. Ο παραλληλισμός αυτός δεν μας βοηθά μόνο στη σφαιρικότερη εξέταση του ζητήματος της χρονικής συνείδησης αλλά συμβάλλει και στην ανανεωτική ανάγνωση των δύο φιλοσοφιών. Ασφαλώς ο Μπερξόν θεωρεί ότι η αριστοτελική θεωρία του τόπου σφάλλει, διότι αποβάλλει την έκταση, ενώ η θεωρία του χρόνου σφάλλει, διότι βασίζεται στην ασυνέχεια του αριθμού. Θεωρούμε ότι η κίνηση κατά τον Μπερξόν, δηλαδή η χρονική διάρκεια, παρουσιάζει συμπεριφορικά χαρακτηριστικά υπόστασης και δεν μπορεί να διαιρεθεί χωρίς να προκύψει μεταβολή στη φύση της, δηλαδή μία νέα διαφορά. Στην προσπάθεια να άρουμε την ερμηνευτική δυσχέρεια τονίζουμε καταρχάς τη θεμελίωση της αριστοτελικής θεωρίας του χρόνου πάνω στη συνέχεια της κίνησης (Φυσικά, Δ΄) και επαναξιολογούμε την απόπειρα του Αριστοτέλη να διαμορφώσει μία ανανεωτική προσέγγιση της εμπειρίας, διατηρώντας συνάμα τη διάκριση αίσθησης και νόησης. Η αριστοτελική θεωρία αποκαθιστά την αίσθηση ως θεμέλιο της γνώσης και την πλαισιώνει από μία καινοτόμο θεωρία της φαντασίας, στην οποία υπάγεται και η ανάλυση της μνήμης. Επομένως το πεδίο της χρονικής συνείδησης, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, δεν διακρίνεται από το πεδίο της φυσικής, και γι’ αυτόν τον λόγο η συνέχεια και η αίσθηση αποτελούν θεμελιώδη χαρακτηριστικά της συνείδησης του χρόνου, η οποία εγγράφεται με τρόπο δυναμικό και σύμμετρο αριθμητικά στο φαινόμενο της κίνησης. Τελικό συμπέρασμα θα είναι ότι ο δυναμικός και εμπειρικός χαρακτήρας της χρονικής συνείδησης αποτελεί μία προοπτική προς την οποία συγκλίνουν και οι δύο φιλόσοφοι, με μία διαφορά: ενώ ο Αριστοτέλης θα παραδεχόταν ότι η δυναμικότητα πηγάζει από προϋπάρχουσες μορφές, με απώτατη πηγή τη θεϊκή νόηση, ο Μπερξόν από την πλευρά του θεωρεί ότι ο χρονικός ορίζοντας αποτελεί κατεξοχήν πεδίο εκδήλωσης του διαφοροποιητικού στοιχείου, το οποίο αποτελεί έκφραση της δημιουργικής εξέλιξης. Καταλήγει εντέλει να περιγράψει την αναγκαιότητα μιας κοσμικής υπερσυνείδησης. Κατανοούμε εν μέρει, μέσα από αυτό το σκεπτικό, την τοποθέτηση του Χάιντεγγερ να εντάξει την μπερξονική προσέγγιση στην αριστοτελική παράδοση, με την έννοια ότι δεν παύει να κινείται εντός του εμπειρικού σχήματος υποκείμενο-αντικείμενο, προκειμένου να κατανοήσει τον χρόνο. Από την άλλη πλευρά η αριστοτελική προσέγγιση θα πρέπει να ιδωθεί έξω από τα πλαίσια του παραδοσιακού εμπειρισμού, ως σύλληψη της χρονικότητας μέσα από όρους δυναμικού ισομορφισμού. 139 202 206 This study is an attempt to illuminate fundamental elements that define the arendtian political thought, the selection of which constitutes the fact that the way the present addresses the past is defined every time by the contemporary questions that need to be answered. Hannah Arendt made an attempt to explain and to contribute to the comprehension of the totalitarian phenomenon which sprung out of the human civilization. Subsequently, she makes her statement considering the precautions that need to be fully operating in a society so that such horror is prevented from occurring in the future once more. The first chapter analyzes Arendt’s interpretation of the contributing conditions that led to the development of totalitarianism after the First World War, both in the social and in the individual level. The second chapter is attempting to highlight the anthropological views of Arendt’s political philosophy, which she develops on the basis of an endless effort considering the society’s protection against the totalitarian threat. Consequently, the third chapter analyzes education’s role in constructing a world defined by human freedom and initiative, while eliminating any favorable conditions for totalitarian elements to prosper. The study concludes cogitations regarding Hannah Arendt’s timeliness analysis and concerns apeared in her writings. Η παρούσα εργασία συνιστά μια προσπάθεια ανάδειξης θεμελιωδών στοιχείων που χαρακτήρισαν την αρεντική πολιτική σκέψη, η επιλογή των οποίων έγινε στη βάση ότι το παρόν ανατρέχει κάθε φορά στο παρελθόν για να απαντήσει στα σύγχρονα ερωτήματα που τίθενται. Η Χάνα Άρεντ, επιχείρησε να ερμηνεύσει και να κατανοήσει τους λόγους και τον τρόπο με τον οποίο το ολοκληρωτικό φαινόμενο εκκολάφθηκε μέσα στον ανθρώπινο πολιτισμό και, ακολούθως, στο να προτείνει τις δικλείδες ασφαλείας που θα εμποδίσουν την επάνοδο ανάλογου ολέθρου στο μέλλον. Στο πρώτο κεφάλαιο αναλύεται η ερμηνεία της Άρεντ για τις συνθήκες οι οποίες διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο τόσο σε κοινωνικό όσο και σε ατομικό επίπεδο στην ανάδυση του ολοκληρωτικού φαινομένου την περίοδο που ακολούθησε τη λήξη του Ά Παγκοσμίου Πολέμου. Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται προσπάθεια να αναδειχθούν οι ανθρωπολογικές θέσεις της πολιτικής φιλοσοφίας της Άρεντ, την οποία αναπτύσσει στη βάση του διαρκούς αγώνα για την προστασία της κοινωνίας από την ολοκληρωτική απειλή. Στο τρίτο κεφάλαιο τη σκυτάλη παίρνει ο ρόλος που οφείλει να διαδραματίσει η εκπαίδευση στο πλαίσιο οικοδόμησης ενός κόσμου στον οποίο θα ανθεί η ανθρώπινη ελευθερία και πρωτοβουλία, ενώ δεν θα υπάρχουν περιθώρια να ευδοκιμούν σπέρματα ολοκληρωτισμού στην κοινωνία. Την εργασία ολοκληρώνουν σκέψεις συμπερασματικού χαρακτήρα αναφορικά με την επικαιρότητα του έργου της Χάνα Άρεντ σήμερα. 140 211 204 The effect of stress management strategies on the socialization of people with cancer Η επίδραση των στρατηγικών αντιμετώπισης αγχογόνων καταστάσεων στην κοινωνικοποίηση ατόμων με καρκίνο The present study investigates the effect of anxiety management strategies on the socialization of people with cancer. In particular, efforts are being made to identify strategies for coping with stressful situations that are most commonly used by people with cancer, as well as how these strategies shape their socialization. The sample consisted of 102 people with different types of cancer from different parts of the country. The control group included 102 people who had no disabilities. The scale of Strategies for Coping with Stressful Situations and the Fundamental Interpersonal Relations Orientation-Behavior, FIRO-B, which are translated and weighted in the Greek data, were used as research tools. Data processing was performed with the IBM SPSS statistical package 26.0. The statistical analysis of the data revealed differences in the frequency of use of different coping strategies between people with cancer and people without disabilities. It has also been found that various features of cancer affect the coping strategies used by individuals and the dimensions of socialization. The impact of coping strategies on the dimensions of socialization was then highlighted. In addition, it was observed that four of the five examined coping strategies can predict the socialization of people with cancer. Στην παρούσα έρευνα πραγματοποιείται διερεύνηση της επίδρασης των στρατηγικών αντιμετώπισης αγχογόνων καταστάσεων στην κοινωνικοποίηση των ατόμων με καρκίνο. Ειδικότερα, επιχειρείται ο εντοπισμός των στρατηγικών αντιμετώπισης αγχογόνων καταστάσεων που χρησιμοποιούν συχνότερα τα άτομα με καρκίνο, καθώς και ο τρόπος που αυτές οι στρατηγικές διαμορφώνουν την κοινωνικοποίησή τους. Το δείγμα αποτέλεσαν 102 άτομα με διάφορους τύπους καρκίνου από διαφορετικές περιοχές της χώρας. Στην ομάδα σύγκρισης συμπεριλήφθηκαν 102 άτομα, τα οποία δεν είχαν καμία αναπηρία. Ως εργαλεία έρευνας αξιοποιήθηκαν η κλίμακα Στρατηγικών Αντιμετώπισης Αγχογόνων Καταστάσεων (ΣΑΑΚ) και το Fundamental Interpersonal Relations Orientation-Behavior (FIRO-B), τα οποία είναι μεταφρασμένα και σταθμισμένα στα ελληνικά δεδομένα. Η επεξεργασία των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με το στατιστικό πακέτο ΙΒΜ SPSS 26.0. Από τη στατιστική ανάλυση των δεδομένων διαπιστώθηκαν διαφορές ως προς τη συχνότητα χρήσης των διάφορων στρατηγικών αντιμετώπισης μεταξύ των ατόμων με καρκίνο και των ατόμων χωρίς αναπηρία. Επίσης διαπιστώθηκε ότι διάφορα χαρακτηριστικά του καρκίνου επηρεάζουν τις στρατηγικές αντιμετώπισης που χρησιμοποιούνται από τα άτομα και τις διαστάσεις της κοινωνικοποίησης. Στη συνέχεια, επισημάνθηκε η επιρροή που ασκούν οι στρατηγικές αντιμετώπισης στις διαστάσεις της κοινωνικοποίησης. Επιπλέον, παρατηρήθηκε ότι τέσσερις από τις πέντε εξεταζόμενες στρατηγικές αντιμετώπισης μπορούν να προβλέψουν την κοινωνικοποίηση των ατόμων με καρκίνο. 141 255 226 η επίδραση της οικογένειας στο χρόνιο πόνο και στην προσαρμογή των παιδιών σε αυτόν – συστηματική βιβλιογραφική ανασκόπηση Object: The investigation of the nature of the relations, which function as crucial factors in order to understand and justify either the reinforcement or the preservation and in general the coping of children with chronic pain. Study design: Systematic Review Μethod: E-search in the following search engines: a) pub med, Google/scholar, Psychinfo, ΙΑΤΡΟΤΕΚ. b) Electronic data base of information on children’s chronic pain: Use of the abstracts of the “International Symposium on pediatric pain” and of the data base of Pediatric Pain Letter. c) Examination of coherent bibliography through lists of scientifically recognized studies-articles. d) Use of the “snowball” method. Results: Based upon the results of the studies, there is certain indication that the function of the family environment and especially the cohesion of the family can help the child to evolve adjustive ways of coping with pain. Furthermore, the emotional state of the other persons, which are important to the child, can also affect his/hers emotional state, as well as the ways that the child will use in order to cope with pain. Conclusions: Several problems were located that concerned: The lack of explaining models of the characteristics of the family that are strongly connected with the adjustment of the children to pain and illness. The concentration of database. The combination of qualitative and quantitative data is insufficient, since they have to be representative of the whole family system. The conceptional frame of the coping methods, in order to achieve a common language which will allow the interdisciplinary evaluation and development of the results. Στόχος: Η διερεύνηση στο μέτρο που ήταν δυνατό, της φύσεως των σχέσεων που λειτουργούν ως παράγοντες κατανόησης και αιτιολογίας στην ενίσχυση, διατήρηση και προσαρμογή του παιδιού στο χρόνιο πόνο. Είδος μελέτης: Συστηματική Βιβλιογραφική Ανασκόπηση Μέθοδος: Ηλεκτρονική αναζήτηση A) στις Μηχανές Αναζήτησης: pubmed, Google/scholar, Psychinfo, ΙΑΤΡΟΤΕΚ. B) στις Ηλεκτρονικές Πηγές πληροφοριών για τον παιδικό χρόνιο πόνο: Στις περιλήψεις του ‘International Symposium on pediatric pain’ και τα αρχεία του ‘Pediatric Pain Letter’. Γ) Συναφείς βιβλιογραφίες ερευνήθηκαν από τις βιβλιογραφικές λίστες. Δ)Τεχνική της Χιονόμπαλας. Αποτελέσματα: Υπάρχουν ενδείξεις ότι η λειτουργία του οικογενειακού συστήματος και ιδιαίτερα η οικογενειακή συνοχή, μπορούν να βοηθήσουν το παιδί να αναπτύξει προσαρμοστικούς τρόπους αντιμετώπισης του πόνου. Επιπροσθέτως η συναισθηματική κατάσταση των σημαντικών για το παιδί ‘άλλων’, μπορεί να επηρεάσει τη συναισθηματική κατάσταση του ίδιου του παιδιού, καθώς και τους τρόπους αντιμετώπισης που θα χρησιμοποιήσει. Συμπεράσματα: Εντοπίστηκαν προβλήματα που αφορούσαν: Στην έλλειψη αιτιολογικών μοντέλων διερεύνησης των χαρακτηριστικών της οικογένειας που συνδέονται με την προσαρμογή του παιδιού στον πόνο και την ασθένεια. Στις πηγές συγκέντρωσης των δεδομένων. Δεν αρκεί ο συνδυασμός χρήσης ποιοτικών και ποσοτικών δεδομένων, χρειάζεται τα δεδομένα να είναι αντιπροσωπευτικά του οικογενειακού συστήματος. Στο εννοιολογικό πλαίσιο των τρόπων αντιμετώπισης, ώστε να υπάρξει και μια κοινή γλώσσα που θα επιτρέψει και τη διεπιστημονική αξιολόγηση και αξιοποίηση των αποτελεσμάτων. 142 372 443 η εξαίρεση του Καίσαρα από την Legem Pompeiam de iure Magistratuum The sentence of the title occurs in Roman Literature (in a similar combination of words) eleven times, namely: Caes. B.C. 19, 2. I 32, 3. III 82, 4. Cic. ad Atticum 7,3.7,6. 8, 3. ad Brutum 9 (13 (15)), 3. Phil. 2, 24. Liv. Periocha Lib. 107, 11-13. Suet. Div.Iul. 28, 2. L. Ampelius, Liber Memorialis 40, 3. In all cases except Cic. ad Brutum 9 (13 (15)), 3 and Caes. B.C. III 82, 4 it refers to the privilege that was given to Caesar in 52 B.C., as an exception from the law Lex Pompeia de iure Magistratuum, after a proposal of ten tribunes, according to which he had the right to enter the consular elections being absent from Rome (in absentia). It is discussed in every case the point of view of the writers (Caesar, Cicero, Livius, Suetonius, L. Ampelius) that report the events. Meanwhile it is discussed how Plutarch (Caes. 13, 1) Dio Cassius (R.H. 40, 56, 2) and Appian (B.C. 2, 4, 25) translated the sentence in Greek and they transferred the events. The discussion shows that the presence of the candidates for the elections was necessary according to an older law. This obligation revived by the Lex Pompeia de iure Magistratuum in 52 B.C., from which Caesar was excepted. From the passages Caes. B.C. III 82, 4 and Cic. ad Brutum 9 (13 (15)), 3 it is clear that at times there were exceptions from the law in special cases, but in the case of Caesar this privilege was among the agreements of the Triumvirate. But even though Caesar (in Caes. B.C. I 32, 3) insists that the privilege was gi ven through the acts of the ten tribunes, it is clear that all the arrangement was done by the acts of Pompeius (perhaps even the proposal of the ten tribunes), although Caesar's opponents had their objections. Nevertheless, Pompeius' omissions in voting the law in 52 B.C. (especially as far as Caesar's exception is concerned) and his ambiguous attitude in 49 B.C.,when Caesar had the intention to use this privilege for the consular elections, in combination with the hostile decisions and acts of the Senate towards Caesar, had as a result the outburst of the Civil War. Η Λατινική φράση του τίτλου απαντά στη Λατινική Λογοτεχνία έντεκα φορές (με παρόμοιο συνδυασμό λέξεων), συγκεκριμένα: Caes. B.C. 19, 2. 132, 3. ΙΙΙ 82, 4. Cic. ad Αtticum 7, 3. 7, 6, 8, 3. ad Brutum 9 (13 (I 5)), 3. Phil. 2, 24. Liv. Periocha Lib. 107, 11-13. Suet. Div. Iul. 28, 2. L. Am pelius, Liber Memoralis 40, 3. Σε όλες τις περιπτώσεις, εκτός από τα χωρία Cic. ad Brutum 9 (13 (15)), 3 και Caes. B.C. ΙΙΙ 82, 4, η φράση αναφέρεται σε ένα προνόμιο που παραχωρήθηκε στον Καίσαρα το 52 π.Χ., μια εξαίρεση από τον νόμο Lex Pompeia de iure Magistratuum, σύμφωνα με την οποία είχε το δικαίωμα να συμμετάσχει στις εκλογές για το αξίωμα του υπάτου, ενώ απουσίαζε από τη Ρώμη (in absentia). Μελετάμε σε όλα τα χωρία την οπτική γωνία, από την οποία κάθε συγγραφέας περιγράφει τα γεγονότα (Καίσαρ, Κικέρων, Λίβιος, Σουητώνιος, Λ. Αμπέλιος) και τα στοιχεία που προσφέρουν. Επίσης εξετάζουμε πώς μεταφράζουν τη φράση στα Ελληνικά και μεταφέρουν τα γεγονότα οι Πλούταρχος (Καισ. 13, 1), Δίων Κάσσιος (Ρωμ. Ί στ. 40, 56, 2) και Αππιανός (Ρωμ. Έμφ. 2, 4, 25). Η ανάλυση των σχετικών χωρίων δείχνει ότι σύμφωνα με παλαιότερο νόμο οι υποψήφιοι για οποιοδήποτε αξίωμα ήταν υποχρεωμένοι να βρίσκονται στη Ρώμη ως απλοί πολίτες έχοντας παραιτηθεί από οποιοδήποτε άλλο αξίωμα. Η υποχρέωση αυτή αναβίωσε το 52 π.Χ. με τον νόμο Lex Pompeia de iure Magi stratuum, από την οποία εξαιρέθηκε ο Καίσαρ. Η εξαίρεση αυτή διασφάλιζε σε μεγάλο βαθμό την απρόσκοπτη πορεία της πολιτικής σταδιοδρομίας του Καίσαρα, δεδομένου ότι με αυτόν τον τρόπο απολάμβανε ασυλίας έναντι πιθανής ποινικής δίωξης εκ μέρους των πολιτικών αντιπάλων του. Από τα χωρία Caes. B.C. ΙΙΙ 82, 4 και Cic. ad Brutum 9 (13 (15)), 3 φαίνεται καθαρά ότι κατά και ρούς υπήρξαν εξαιρέσεις από τον νόμο σε ειδικές περιπτώσεις, αλλά στην περίπτωση του Καίσαρα αυτό το προνόμιο περιλαμβανόταν ανάμεσα στις μυστικές συμφωνίες της Πρώτης Τριανδρίας. Και μολονότι ο Καίσαρ (στο Caes. B.C. 132, 3) επιμένει ότι το προνόμιο του παραχωρήθηκε με πρόταση δέκα δημάρχων, από τα στοιχεία που μας προσφέρουν τα άλλα χωρία είναι ολοφάνερο ότι όλες οι ενέργειες έγιναν από τον Πομπήιο (ίσως ακόμη και η πρόταση των δέκα δημάρχων) παρά τις αντιρρήσεις των αντιπάλων του Καίσαρα. Ωστόσο οι παραλείψεις του Πομπηίου κατά την ψήφιση του νόμου το 52 π.Χ. (ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε την εξαίρεση του Καίσαρα), η επαμφοτερίζουσα στάση του κατά το 49 π.Χ., όταν ο Καίσαρ εκδήλωσε την πρόθεσή του να χρησιμοποιήσει το συγκεκριμένο προνόμιο, και παράλληλα οι εχθρικές προς αυτόν αποφάσεις και ενέργειες της συγκλήτου, είχαν σαν αποτέλεσμα το ξέσπασμα του Εμφυλίου Πολέμου. 143 263 277 Creativity and collaboration through ensembles of musical instruments in primary education Δημιουργικότητα και συνεργατικότητα μέσα από σύνολα μουσικών οργάνων στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση Music is present in every facet of our everyday life and holds a particularly prominent and dear place in the activities of children as it is an instrument in their need to express themselves either spontaneously or more organized. It is present since the child is born and begins to experiment with his voice and movement long before he talks or walks. Children find enormous pleasure in participating in music as a listener, performer, composer, songwriter or any other role assigned to them, as long as they are given the opportunity to participate actively and to act. They are involved in musical activities either for themselves –refreshing their imagination– or within a group that gives them opportunities to socialize and, at the same time, enhance their self-confidence. Thus, the physical relationship of the child with musical expression and creativity is something that over the years should not be neglected but instead encouraged by both the family and the music educators, so that it does not enter into forms and frames that will stifle and oppress the spontaneity and free choice of expression. This project aims at analyzing and enhancing the musical creativity and synergy that music offers, as well as assessing aspects of students' socio-emotional behavior and their interaction during teamwork, and especially that of creating musical ensembles during duration of the music education process. The action research was conducted in the 3rd and 6th grade of α Primary School of Ioannina during the first two quarters of the 2019-2020 school year. Η μουσική είναι παρούσα σε κάθε έκφανση της καθημερινότητάς μας και κατέχει ιδιαίτερα εξέχουσα και αγαπητή θέση στις δραστηριότητες των παιδιών καθώς αποτελεί μέσο στην ανάγκη τους να εκφραστούν είτε αυθόρμητα, είτε πιο οργανωμένα. Είναι παρούσα από την ώρα που το παιδί γεννιέται και αρχίζει να πειραματίζεται με τη φωνή και την κίνησή του πολύ πριν μιλήσει ή περπατήσει. Τα παιδιά βρίσκουν τεράστια ευχαρίστηση στη μουσική συμμετοχή είτε σε ρόλο ακροατή, ερμηνευτή, συνθέτη, δημιουργού τραγουδιών είτε σε οποιοδήποτε άλλο ρόλο τους ανατεθεί αρκεί να τους δίνεται η δυνατότητα να συμμετέχουν ενεργά και να δρουν. Μυούνται σε μουσικές δραστηριότητες είτε για τον εαυτό τους ατομικά –αναζωογονώντας τη φαντασία τους– είτε μέσα σε μια ομάδα όπου τους δίνονται ευκαιρίες για κοινωνικοποίηση και ταυτόχρονα ενίσχυση της αυτοπεποίθησής τους. Αυτή λοιπόν η φυσική σχέση του παιδιού με τη μουσική έκφραση και δημιουργικότητα, είναι κάτι το οποίο με το πέρασμα των χρόνων θα πρέπει να μην παραμεριστεί αλλά αντίθετα να ενθαρρυνθεί τόσο από την οικογένεια όσο και από τους μουσικούς παιδαγωγούς, ώστε να μην μπει σε φόρμες και πλαίσια που θα καταπνίξουν και θα καταπιέσουν τον αυθορμητισμό και την ελεύθερη επιλογή της έκφρασής του. Η συγκεκριμένη εργασία στοχεύει στην ανάλυση και ενίσχυση της μουσικής δημιουργικότητας και συνεργατικότητας που προσφέρει η μουσική, καθώς και στην αξιολόγηση πλευρών της κοινωνικοσυναισθηματικής συμπεριφοράς των μαθητών και της αλληλεπίδρασή τους κατά την ομαδική εκτέλεση και ιδιαίτερα εκείνης που γίνεται μέσω της δημιουργίας μουσικών συνόλων με όργανα κατά τη διάρκεια της μουσικής εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η έρευνα δράσης πραγματοποιήθηκε στη Γ΄ και Στ΄ τάξη ενός Δημοτικού Σχολείου στα Ιωάννινα κατά τα δύο πρώτα τρίμηνα του σχολικού έτους 2019-2020. 144 174 218 Η επίδραση των αναγνωστικών δυσκολιών στη διαμόρφωση του ψυχολογικού προφίλ μαθητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης An important psychological concept related with the role of affect in reading, is the reader self-efficacy. The purpose of the present study was to evaluate the relationship between self-efficacy, anxiety, and reading ability of students at late stages of schooling. Participants were 83 upper secondary school students (grades 10 & 11) (ages 15-17) from a semi-urban area in Greece. Two measures of self-efficacy have been used, namely the validated version of the Reader Self-Perception Scale (RSPS, Melnick, et al.,2009), the Self-Efficacy Questionnaire for Children (SEQ-C, Muris, 2001) and the measure of anxiety developed by Friedman & Bendas-Orit (1997). The results indicate significant differences between high and low achievers as regards academic self-efficacy, cognitive obstruction, progress, observational comparisons and social feedback. Contrary to expectations, social and emotional self-efficacy, social derogation, physiological state and tenseness did not yield significant differences between the groups. Overall, the findings provide some support for the validity of the original construct. Socio-cultural factors, age, coping strategies and resilience are considered in order to shed light on aspects determining affect in reading. Μια σημαντική ψυχολογική έννοια που έχει σχέση με την ανάγνωση, είναι η αυτοαποτελεσματικότητα του αναγνώστη. Ο σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν για να αξιολογήσει τη σχέση μεταξύ αυτοαποτελεσματικότητας, άγχους και αναγνωστικής ικανότητας των μαθητών στα τέλη της σχολικής φοίτησης. Οι συμμετέχοντες ήταν 83 μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (βαθμοί 10 & 11) (ηλικίας 15-17 ετών), από ένα λύκειο της περιφέρειας της Ελλάδας. Δύο ερωτηματολόγια μέτρησης αυτο-αποτελεσματικότητας έχουν χρησιμοποιηθεί, συγκεκριμένα το ερωτηματολόγιο αυτοαποτελεσματικότητας για νέους (SEQ-C, Muris, 2001) και το ερωτηματολόγιο αυτοαποτελεσματικότητας για μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης των Melnick et. al., (2009), καθώς και ένα ερωτηματολόγιο μέτρησης άγχους που αναπτύχθηκε από τον Friedman & Bendas-Orit (1997). Τα αποτελέσματα δείχνουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των καλών και αδύναμων αναγνωστών όσον αφορά την ακαδημαϊκή αυτοαποτελεσματικότητα, τη γνωστική παρεμπόδιση, την πρόοδο, τη σύγκριση σε σχέση με τους συνομηλίκους του, και την κοινωνική ανατροφοδότηση. Σε αντίθεση με τις προσδοκίες μας, δεν σημειώθηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων όσον αφορά στην κοινωνική και συναισθηματική αυτοαποτελεσματικότητα, στην κοινωνική προσβολή, στην ψυχολογική κατάσταση και στην υπερένταση. Συνολικά, τα πορίσματα παρέχουν κάποια υποστήριξη για την εγκυρότητα της έννοιας της αυτοαποτελεσματικότητας. Οι κοινωνικοπολιτιστικοί παράγοντες, η ηλικία, οι στρατηγικές αντιμετώπισης και η ανθεκτικότητα είναι παράγοντες που θα πρέπει να εξεταστούν προκειμένου να ρίξουν φως στις πτυχές που επηρεάζουν την ανάγνωση. 145 453 474 exploring the relationship between the social characteristics of students and the use of the internet for the use of e-course διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στα κοινωνικά χαρακτηριστικά των φοιτητών και της χρήσης του διαδικτύου για την αξιοποίηση των ηλεκτρονικών μαθημάτων CT integration in higher education, particularly the Internet use, has contributed substantially to the upgrading of its functions and services. Many international researches focus on these issues emerged from a new interdisciplinary scientific field, that of social informatics which examines the social implications of using new technologies and the internet for individuals and societies. The subject of this dissertation is the digital divide and how it is related to the Internet use in higher education for educational purposes.Even though Internet use is linked to innovation, promoting equal opportunities in teaching and learning, recent research shows that it reproduces social inequalities among students. Institutions and educational policy factors face with a double challenge. On the one hand, they try to manage to minorize digital divide in higher education as well as reduce inequalities in internet use among students with different social backgrounds. On the other hand, they have to manage to implement policies and find solutions to the problems that are caused by. Given the fact that a large body of international literature for digital divide have been developed worldwide but, at the same time, it has not been researched in Greek higher education, the aim of this research is to investigate whether there is a digital divide in the Internet use for educational purposes in Greek higher education.In other words, this research examines if there is a relationship between the internet use for studying and e-learning and the students socioeconomic background. Quantitative methodology is selected for carrying out the research. Data are collected by a questionnaire distributed to students asking for students' internet use skills, the frequency of internet use for educational purposes and their perceptions of e-learning.The results show that there is digital divide in Greek higher education regarding the Internet use for educational purposes. Taking this into account, the research comes to the conclusion than not all students benefit equally from ICT use. Students from low socioeconomic background are at a bigger disadvantage as though as they lack the skills, the technical and cultural capital in order to take the advantage of their studies.Bourdieu's cultural capital theory is a valuable tool in order to understand the digital divide in higher education and find out the deeper reasons that cause it as well as to come up with affective solutions. Coming up with digital divide is considered, nowadays, to be a necessity, as far as internet use is becoming more and more useful for educational, social and professional reasons. What is presupposed, systematic researches have to be done and explore the dimensions of digital divide shedding light into new policies and practices. Η ενσωμάτωση των ΤΠΕ, ιδιαίτερα του διαδικτύου στην ανώτατη εκπαίδευση είχε σοβαρές συνέπειες στις λειτουργίες της, συνέβαλε ουσιαστικά στην ανασυγκρότησή της. Πολλές έρευνες διεθνώς εστιάζονται στα σχετικά ζητήματα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός νέου διεπιστημονικού κλάδου, της κοινωνικής πληροφορικής, που εξετάζει τις κοινωνικές συνέπειες της χρήσης των νέων τεχνολογιών και του διαδικτύου. Η παρούσα διδακτορική διατριβή εστιάζεται στη χρήση του διαδικτύου για εκπαιδευτικούς σκοπούς που συνδέεται με την καινοτομία και την προώθηση της ισότητας των ευκαιριών στη διδασκαλία και τη μάθηση. Σύμφωνα με τις έρευνες όμως υπάρχει ψηφιακό χάσμα που αναπαράγει ή οξύνει τις κοινωνικές ανισότητες μεταξύ των φοιτητών. Τα ιδρύματα και τα κράτη αντιμετωπίζουν μια διπλή πρόκληση. Από τη μια μεριά, να περιορίσουν το ψηφιακό χάσμα στην ανώτατη εκπαίδευση, ώστε να αμβλυνθούν οι ανισότητες στη χρήση του διαδικτύου μεταξύ φοιτητών με διαφορετική κοινωνική προέλευση. Από την άλλη πλευρά, να βρουν λύσεις για τα δύσκολα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στις προσπάθειες τους για την αντιμετώπιση του ψηφιακού χάσματος. Η πλούσια διεθνής βιβλιογραφία για το θέμα αυτό και η διαπίστωση ότι δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς το ζήτημα του ψηφιακού χάσματος στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση αποτέλεσαν κύρια αφορμή για την επιλογή του θέματος της διδακτορικής διατριβής. Σκοπός της ήταν να διερευνηθεί, αν υπάρχει ψηφιακό χάσμα, δηλαδή σχέση ανάμεσα στη χρήση του διαδικτύου για τις σπουδές, την αξιοποίηση των ηλεκτρονικών μαθημάτων και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των φοιτητών. Για την πραγματοποίηση της έρευνας επιλέχτηκε η ποσοτική μεθοδολογία και κατασκευάστηκε ένα ερωτηματολόγιο με σκοπό τη συγκέντρωση δεδομένων σχετικά με τις δεξιότητες χρήσης του διαδικτύου από τους φοιτητές, τη συχνότητα χρήσης για εκπαιδευτικούς σκοπούς, τις αντιλήψεις για τα ηλεκτρονικά μαθήματα, όπως και της επίδρασης διαφόρων μεταβλητών που προσδιορίζουν τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των φοιτητών. Από τα ευρήματα της έρευνας συμπεραίνεται ότι υπάρχει ψηφιακό χάσμα στο ελληνικό πανεπιστήμιο στη χρήση του διαδικτύου για εκπαιδευτικούς σκοπούς, με αποτέλεσμα να μην επωφελούνται στον ίδιο βαθμό όλοι οι φοιτητές. Οι φοιτητές με χαμηλή κοινωνική προέλευση να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, γιατί δεν έχουν συχνά τις δεξιότητες για τη χρήση του διαδικτύου. Με άλλα λόγια, δεν έχουν το τεχνικό και το πολιτισμικό κεφάλαιο να αξιοποιήσουν το διαδίκτυο ως μέσο και περιεχόμενο, προς όφελος των σπουδών τους. Η θεωρία του πολιτισμικού κεφαλαίου του Bourdieu, ειδικότερα οι έννοιες του πολιτισμικού και του τεχνικού κεφαλαίου, είναι πολύτιμο εργαλείο για να γίνει κατανοητό το ψηφιακό χάσμα στην ανώτατη εκπαίδευση, να αναζητηθούν τα αίτια και οι τρόποι αντιμετώπισής του. Η αντιμετώπιση του ψηφιακού χάσματος είναι μια αναγκαιότητα, καθώς η χρήση του διαδικτύου αποκτάει ολοένα και μεγαλύτερη χρησιμότητα για τις εκπαιδευτικές και επαγγελματικές διαδρομές, την καθημερινή ζωή των ατόμων. Προϋποθέτει να γίνουν συστηματικές έρευνες για επιμέρους ζητήματα και διαστάσεις του ψηφιακού χάσματος, ώστε να υπάρχουν κατάλληλα δεδομένα για αναπτυχθεί η επιστημονική συζήτηση και να αναζητηθούν οι κατάλληλες πολιτικές και οι πρακτικές αντιμετώπισή του. 146 255 275 The present work focuses on the phenomenon of internet addiction, as well as highlighting factors associated with excessive use of the Internet. Specifically, the degree of internet use in the last two classes of elementary school students in province of Preveza and downtown Ioannina was investigated. This is an attempt to study the association of Internet use with specific social and demographic factors in a population sample considered to be at high risk for pathological use. The study involved 94 students who were administered the IAT (Internet Addiction Test) by adding questions about some socio-demographic characteristics and using online activities. The research findings revealed a very small percentage of students who made excessive use of the Internet. There was no difference in the age, gender and place of residence of students using the Internet. Concerning the level of parental education, the findings of the study revealed an increasing incidence of overuse of the Internet by students whose two parents had attended high school. As far as online activities are concerned, social media was the main reason for students to use the Internet. In conclusion, the present study revealed little difference between the normal and problematic use of the Internet in terms of the social and demographic factors it examined. The evolution of technology, and the rapid proliferation of the Internet in our lives, is now an integral part of everyday life and makes identifying and defining problematic Internet use a difficult task for researchers, since the use of the Internet as such is very general. Η παρούσα εργασία εστιάζεται στο φαινόμενο του εθισμού στο Διαδίκτυο, καθώς και την ανάδειξη παραγόντων που σχετίζονται με την υπερβολική χρήση του Διαδικτύου. Πιο συγκεκριμένα, διερευνήθηκε ο βαθμός χρήσης του Διαδικτύου στους μαθητές Ε' και ΣΤ' τάξεων δημοτικών σχολείων σε επαρχία της Πρέβεζας και στο κέντρο της πόλης των Ιωαννίνων. Πρόκειται για μια προσπάθεια μελέτης της συσχέτισης της χρήσης του Διαδικτύου με συγκεκριμένους κοινωνικούς και δημογραφικούς παράγοντες σε ένα δείγμα πληθυσμού, το οποίο θεωρείται υψηλού κινδύνου για παθολογική χρήση. Στην έρευνα συμμετείχαν 94 μαθητές στους οποίους χορηγήθηκε το ερωτηματολόγιο IAT (Internet Addiction Test/ Τεστ Εξάρτησης στο Διαδίκτυο) με την προσθήκη ερωτήσεων σχετικών με κοινωνικοδημογραφικά χαρακτηριστικά και με τη χρήση των διαδικτυακών δραστηριοτήτων. Τα ευρήματα της έρευνας ανέδειξαν ένα πολύ μικρό ποσοστό των μαθητών που έκανε υπερβολική χρήση του Διαδικτύου. Δεν φάνηκε να υπάρχει διαφοροποίηση στο βαθμό χρήσης του Διαδικτύου όσον αφορά στην ηλικία, το φύλο και τον τόπο κατοικίας των μαθητών. Σχετικά με το επίπεδο εκπαίδευσης των γονέων, τα ευρήματα της έρευνας φανέρωσαν μια αυξανόμενη εμφάνιση της υπερβολικής χρήσης του Διαδικτύου από τους μαθητές των οποίων οι δύο γονείς είχαν φοιτήσει μέχρι το γυμνάσιο. Όσον αφορά στις διαδικτυακές δραστηριότητες, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούσαν τον κυριότερο λόγο χρήσης του Διαδικτύου από τους μαθητές. Συμπερασματικά, η παρούσα έρευνα ανέδειξε ελάχιστες διαφοροποιήσεις ανάμεσα στην κανονική και την προβληματική χρήση του Διαδικτύου, όσον αφορά στους κοινωνικούς και δημογραφικούς παράγοντες που εξέτασε. Η εξέλιξη της τεχνολογίας και δη η ραγδαία εξάπλωση του Διαδικτύου στη ζωή μας, αποτελεί πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας και καθιστά τον εντοπισμό και τον ορισμό της προβληματικής χρήσης του Διαδικτύου ένα δύσκολο έργο των ερευνητών, διότι η χρήση του Διαδικτύου αυτή καθεαυτή είναι ιδιαίτερα γενικευμένη. 147 265 255 The literary influence of Agathias (and other sources) on the work of Leo the Deacon Οι λογοτεχνικές οφειλές του Λέοντος Διακόνου στον Αγαθία (και άλλες πηγές) The present study explores the literary influence of Agathias on the work of Leo the Deacon, that is, the relationship between these two historians. Studying specific parameters of this relationship, such as the similarities in the authors’ military manuals, the importance of Divine Providence and many historical figures, it was concluded that Leo was unquestionably influenced by Agathias; even though he was not his only literary model. Leon used many elements from Agathias’ work to enrich his narrative, mainly in his preamble and when narrating the war battles against the Arabs and the Russians. Both their historiographical works narrate the historical reality of the time, each in his own way, focusing on the military operations of the Byzantine state. The detailed descriptions of the battles narrated by the two historians, led this study to explore their possible sources more substantially, taking into account the different time periods during which they lived. Each of them writes about the historical reality of his own time, influenced by the social, political and cultural conditions that prevailed then. This study makes evident that both historians had common standards which helped them organize their narrative. The repeating motifs that reflected possible common sources were subcategorized in order to highlight this probable contiguity. This was mostly evident in specific battle scenes that Leo borrowed, as far as the description is concerned, from Agathias. This study focused mainly on these motifs thus creating further academic room for future deeper study on the works of Leo and Agathias. Η παρούσα εργασία αφορά τις λογοτεχνικές οφειλές του Λέοντος Διακόνου στον Αγαθία, δηλαδή τη σχέση μεταξύ των δύο αυτών ιστορικών. Μελετώντας συγκεκριμένες παραμέτρους της σχέσης αυτής, όπως η συνάφεια με τα στρατιωτικά εγχειρίδια, η Θεία Πρόνοια και οι ιστορικές φυσιογνωμίες, έγινε αντιληπτό ότι ο Λέων αδιαμφισβήτητα επηρεάστηκε από τον Αγαθία χωρίς όμως να αποτελεί το καθολικό του πρότυπο. Ο Λέων χρησιμοποίησε στοιχεία από τον Αγαθία για να εμπλουτίσει την αφήγησή του κυρίως στο προοίμιο και στην διήγηση πολεμικών αναμετρήσεων με τους Άραβες και τους Ρώσους. Τα ιστοριογραφικά έργα των δυο προσωπικοτήτων αφηγούνται την ιστορική πραγματικότητα της εποχής, το καθένα με τον τρόπο του, εστιάζοντας στις πολεμικές επιχειρήσεις του βυζαντινού κράτους. Η λεπτομερής περιγραφή των μαχών που αφηγούνται οι δύο ιστορικοί, μας έκανε να διερευνήσουμε πιο ουσιαστικά τις πιθανές πηγές τους, λαμβάνοντας υπόψη και τις διαφορετικές χρονικές περιόδους που γράφουν. Οπωσδήποτε, όμως, υπήρχαν κοινά πρότυπα και για τους δυο που τους βοήθησαν στη οργάνωση της αφήγησής τους. Τα μοτίβα που απηχούσαν πιθανές κοινές πηγές των ιστορικών μας υποκατηγοριοποιήθηκαν προκειμένου να αναδειχθεί η πιθανή αυτή συνάφεια, με εφαλτήριο της όλης προσπάθειας συγκεκριμένες σκηνές μάχης στον Λέοντα δανεισμένες, ως προς την περιγραφή, από τον Αγαθία. Η προσπάθεια που πραγματοποιήθηκε στη μελέτη μας εστίασε κατά κύριο λόγο σ’ αυτά τα μοτίβα χωρίς να εξαντλούνται τα περιθώρια μελέτης και εμβάθυνσης στα έργα του Λέοντος και του Αγαθία. Ο καθένας τους γράφει για την ιστορική πραγματικότητα της εποχής του έχοντας ως εφόδια τις κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες που επικρατούσαν. 148 197 208 Personality and empathy as parameters of configuration attitudes towards inclusive education of students with or/and without disabilities Η προσωπικότητα και η ενσυναίσθηση ως παράμετροι διαμόρφωσης των στάσεων απέναντι στην από κοινού εκπαίδευση μαθητών με ή/και δίχως αναπηρία The aim of this paper was to investigate the degree of influence of personality and empathy of students without disability towards their attitude towards the inclusive education of students with and/or disability. In particular, an attempt was made to identify which specific personality factors are based on the Big Five model (agreeableness, conscientiousness, neuroticism, extraversion, openness to experience) and which dimensions of empathy (cognitive and affective) influence this attitude. The sample consisted of 204 students without disability of the 5th and 6th grade of elementary school. The measures was the "Greek Big Five Questionnaire for Children - Short Form", the "Basic Empathy Scale" and the "Attitudes towards children with special needs". The statistical analysis of the data showed that the personality of students without disabilities, as well as its factors, extraversion and agreeableness, have a positive effect on their attitudes towards their classmates with disabilities. Empathy and its cognitive component have a correspondingly positive effect. It was also found that the factors that can predict students' attitudes towards their peers with disabilities are extraversion and the cognitive component of empathy. Η παρούσα εργασία είχε ως στόχο να διερευνήσει τον βαθμό επιρροής της προσωπικότητας και της ενσυναίσθησης των μαθητών δίχως αναπηρία στη στάση τους προς την από κοινού εκπαίδευση μαθητών με ή/και δίχως αναπηρία. Ειδικότερα, έγινε προσπάθεια να εντοπιστούν ποιοι συγκεκριμένοι παράγοντες της προσωπικότητας βάσει του μοντέλου Big Five (συνεργατικότητα, ευσυνειδησία, συναισθηματική αστάθεια, εξωστρέφεια, δεκτικότητα στην εμπειρία) και ποιες διαστάσεις της ενσυναίσθησης (γνωστική και συναισθηματική) επηρεάζουν τη στάση αυτή. Το δείγμα αποτέλεσαν 204 μαθητές της Ε’ και Στ’ τάξης του δημοτικού σχολείου χωρίς αναπηρία του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Ως εργαλεία χρησιμοποιήθηκαν το «Greek Big Five Questionnaire for Children - Short Form», το «Basic Empathy Scale» και το «Ανίχνευση των Στάσεων Μαθητών απέναντι σε Παιδιά με Ειδικές Ανάγκες». Από τη στατιστική ανάλυση των δεδομένων προέκυψε ότι στις στάσεις των μαθητών δίχως αναπηρία απέναντι στους συμμαθητές τους με αναπηρία επιδρούν θετικά η προσωπικότητα των μαθητών χωρίς αναπηρία, καθώς και οι παράγοντές της, εξωστρέφεια και συνεργατικότητα, καθώς και η ενσυναίσθηση και η γνωστική συνιστώσα αυτής. Ακόμη, διαπιστώθηκε πως οι παράγοντες που μπορούν να προβλέψουν τη στάση των μαθητών προς τους συνομηλίκους τους με αναπηρία είναι η εξωστρέφεια και η γνωστική συνιστώσα της ενσυναίσθησης. 149 187 157 TOXOPLASMOSIS IS A ZOONOSE WITH A WORLDWIDE DISTRIBUTION. IT IS CAUSED BY PROTOZOON TOXOPLASMA GONDII. THE MAIN HOST IS THE CAT AND OTHER FELINS. ALL ORDERS OF MAMMALS, INCLUDING MAN, AND SOME BIRDS ARE THE INTERMEDIATE HOSTS. THE PURPOSE OF THE PRESENT STUDY WAS THE DETECTION OF IGG AND IGM ANTIBODIES USING THE ELISA TECHNIQUE AND THE EPIDEMIOLOGICAL EVALUATION OF THE CONTAMINATION RATE ACCORDING TO SEX AND AGE. FOR THIS PURPOSE 750 SERUM SAMPLES FROM EQUALLY DISTRIBUTED MALE AND FEMALE INDIVIDUALS WERE TESTED. ALL SERA WERE COLLECTED FROM APPARENTLY HEALTHY OR NOT SUSPECTED FOR TOXOPLASMOSIS INDIVIDUALS AGED 1 DAY UP TO OVER 60 YEARS OF AGE EQUALLY DISTRIBUTED IN SEPARATE AGE GROUPS. FOR DETECTING IGG AND IGM ANTIBODIES A SOLID PHASE IMMUNOASSAY TECHNIQUE WAS USED. THE MEASUREMENT OF THE OPTICAL DENSITY VALUES WAS ACHIEVED WITH A SPECTROPHOTOME AND THE RESULTS WERE EXPRESSED IN IV/ML. THE PREVALENCE OF IGG ANTIBODIES TO T-GONDII IN 375 MALES AND IN 375 FEMALES, WERE 38,40% AND 38,67% RESPECTIVELY. THE RESULTS OF THE EXAMINATION OF 750 INDIVIDUALS EQUALLY DISTRIBUTED ACCORDING TO AGE AND SEX SHOW THAT IN GREECE TOXOPLASMOSIS IS NOT SEX RELATED. Η ΤΟΞΟΠΛΑΣΜΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΖΩΟΑΝΘΡΩΠΟΝΟΣΟΣ ΕΥΡΥΤΑΤΑ ΔΙΑΔΕΔΟΜΕΝΗ ΣΕ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΛΙΜΑΚΑ. ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΖΩΟ Τ.GONDII. ΚΥΡΙΟΙ ΞΕΝΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΖΩΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΓΑΤΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΑΙΛΟΥΡΟΕΙΔΗ ΚΑΙ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΙ ΞΕΝΙΣΤΕΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΟΛΑ ΣΧΕΔΟΝ ΤΑ ΘΗΛΑΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ ΠΤΗΝΑ. ΣΚΟΠΟΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΥΠΗΡΞΕ Ο ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ IGG ΚΑΙ IGM ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΩΝ ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ELISA ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑΣ ΜΟΛΥΝΣΕΩΝ ΜΕ T. GONDII ΚΑΤΑ ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΗΛΙΚΙΑ. ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ ΕΞΕΤΑΣΘΗΚΑΝ 750 ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΟΡΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΙΣΑΡΙΘΜΗ ΚΑΤΑ ΟΜΑΔΑ ΗΛΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΛΟ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΑΠΟ 1 ΗΜΕΡΑΣ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΑΝΩ ΤΩΝ 60 ΕΤΩΝ. ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΕ Η ΑΝΟΣΟΕΝΖΥΜΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΥΠΟΥ ΣΤΕΡΕΑΣ ΦΑΣΗΣ. Η ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ ΟΠΤΙΚΗΣ ΠΥΚΝΟΤΗΤΑΣ ΕΓΙΝΕ ΜΕ ΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΔΙΧΡΩΜΙΚΟΥ ΦΩΤΟΜΕΤΡΟΥ ΚΑΙ Η ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΣΕ ΙV/ML. Η ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΔΙΑΠΙΣΤΩΘΗΚΑΝ IGG ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ T. GONDII ΣΕ 375 ΑΡΡΕΝΑ ΚΑΙ 375 ΘΗΛΕΑ ΑΤΟΜΑ ΗΤΑΝ 38,40% ΚΑΙ 38,67% ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ. ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ ΔΕΝ ΠΑΡΑΤΗΡΟΥΝΤΑΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗΣ IGG ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΥΛΩΝ. 150 11 9 On the Structure of Alkali Borate Glasses Approaching the Orthoborate Composition Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Σχολή Θετικών Επιστημών. Τμήμα Μηχανικών Επιστήμης Υλικών 151 344 484 Occupational burnout is a remarkable and contemporary problem in the field of education as it has been demonstrated in a number of studies concerning teacher burnout and its impact on teachers not only in special education but also in general education. Also, the main cause of this seems to be the work stress of the teacher, combined with their personality. Of course, despite the importance of the issue, few studies have examined the relationship between personality, maladaptation, and stress in this educational population. The purpose of this thesis is to investigate the relationship between the depletion of general and special education teachers with work stress and teacher personality. For the aforementioned purpose, a survey was conducted on secondary and secondary school teachers of Thessaloniki general and special education through quantitative research using the use and distribution of 120 questionnaires consisting of multiple questions. The results of the research showed that teachers of special education did not have higher scores in job burnout compared to teachers in general secondary education, both categories showed average to low levels of burnout and high scores in the field of personal achievements. In addition, it was found that both teacher categories reported high levels of anxiety since they were dealing with the same stressors, mainly due to lack of management support and issues at the level of cooperation with other teachers as well as work overload and time pressure. The questionnaire responses were analyzed according to demographic data and specific scales developed for this study such as Personality Scale, Personality Correlation with Stress and Stress Response. Finally, in terms of its structure, the present paper consists of a summary of its main axes, followed by a bibliographic overview of the main subjects, the research methodology with the results of the research, and finally the conclusions and bibliography used for compiling it. This research is of great importance, initially for teachers, to develop mechanisms of defense against occupational proliferation, and subsequently for anybody associated with educational activities, to take measures to prevent and address the most pressing phenomenon. to teachers. Η εργασιακή εξουθένωση αποτελεί ένα αξιόλογο και σύγχρονο πρόβλημα στο πλαίσιο της παιδείας όπως έχει αποδείξει πληθώρα μελετών αναφερόμενες στην εξουθένωση των εκπαιδευτικών και την επίδραση που έχει στους καθηγητές και των δύο κατηγοριών εκπαίδευσης. Επιπροσθέτως, σημαντική αιτιολογία αποδεικνύεται το εργασιακό άγχος μεταξύ του εκπαιδευτικού δυναμικού συνδυαστικά με την προσωπικότητα αυτών. Βέβαια, παρά την σημαντικότητα του θέματος, ελάχιστες έρευνες εξετάζουν τη σχέση μεταξύ προσωπικότητας, εξουθένωσης και άγχους σε αυτόν τον εκπαιδευτικό πληθυσμό. Σκοπό του παρόντος πονήματος αποτελεί η ανάγκη της μελέτης της σύνδεσης μεταξύ του εργασιακού burnout του εκπαιδευτικού δυναμικού στις δύο κατηγορίες εκπαίδευσης και του επαγγελματικού στρες αλλά και της προσωπικότητας των καθηγητών. Για τον προαναφερθέντα σκοπό, διενεργήθηκε έρευνα στο εκπαιδευτικό δυναμικό των σχολείων της Θεσσαλονίκης, γενικής και ειδικής εκπαίδευσης, μέσω ποσοτικής διερεύνησης με τη χρήση και διανομή των 160 ερωτηματολογίων, αποτελούμενα από πληθώρα ερωτήσεων, εκ των οποίων δόθηκαν πίσω 152 ερωτηματολόγια, τα οποία ήταν σωστά συμπληρωμένα. Για τη συγκέντρωση των αποτελεσμάτων η ερευνήτρια χρησιμοποίησε την κλίμακα μέτρησης της Επαγγελματικής Εξουθένωσης από την Maslach (M.B.I.)- μεταφρασμένο και προσαρμοσμένο στην ελληνική γλώσσα από τον Kokkinos, το 2006. Επίσης, χρησιμοποιήθηκε το Ερωτηματολόγιο για τις διερεύνηση των πηγών της συναισθηματικής έντασης, το οποίο κατασκευάστηκε το 2005 από τη Μούζουρα ως μέρος της διδακτορικής της διατριβής, βασισμένο σε διεθνώς αναγνωρισμένα εργαλεία καταγραφής τους άγχους των εκπαιδευτικών αλλά και το ερωτηματολόγιο της διερεύνησης της προσωπικότητας IPIP – Big Five Factor Markers, την μετάφραση του οποίου έχουν επιμεληθεί οι Βακόλα Μ., Τσαούσης Ι. και Γεωργιάδης Σ. Τέλος, για την ανάλυση των αποτελεσμάτων χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό λογισμικό πακέτο κοινωνικών επιστημών SPSS Statistics Version 24. Από τα αποτελέσματα της έρευνας διαπιστώθηκε πως οι εκπαιδευτικοί της ειδικής εκπαίδευσης δεν είχαν υψηλότερες βαθμολογίες στην εργασιακή εξουθένωση συγκριτικά με τους καθηγητές της γενικής εκπαίδευσης, και οι δύο ομάδες παρουσίασαν μέτρια έως χαμηλή εξουθένωση και υψηλά σκορ στον τομέα των προσωπικών επιτευγμάτων. Επιπλέον, και οι δύο ομάδες ανέφεραν υψηλά επίπεδα άγχους καθώς αντιμετώπιζαν τους ίδιους στρεσογόνους παράγοντες, με κυρίαρχα την έλλειψη υποστήριξης εκ μέρους της διοίκησης αλλά και θέματα στο επίπεδο συνεργασίας με άλλους εκπαιδευτικούς, όπως επίσης και το φόρτο εργασίας σε σχέση με την πίεση του χρόνου. Οι απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο αναλύθηκαν σύμφωνα με ειδικές κλίμακες που αναπτύχθηκαν για τη συγκεκριμένη μελέτη όπως η κλίμακα της Προσωπικότητας, η συσχέτιση προσωπικότητας με το Στρες αλλά και οι Αντιδράσεις στο Άγχος. Τέλος, τα κεφάλαια της παρούσας εργασίας αναφέρονται αρχικά στη περίληψη στην οποία δίνονται οι βασικοί άξονες που διαπραγματεύεται η εργασία, ενώ ακολουθούν η βιβλιογραφική ανασκόπηση σχετικά με τα βασικά αντικείμενα, η ερευνητική μεθοδολογία με τα αποτελέσματα της έρευνας και τέλος τα συμπεράσματα που δημιουργήθηκαν από τη σύνταξη αυτής αλλά και βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε για τη σύνταξη αυτής. Η παρούσα έρευνα αναδεικνύεται σε σημαντικό βαθμό αξιόλογη, αρχικά για τους εκπαιδευτικούς ώστε να αναπτύξουν μηχανισμούς άμυνας ενάντια στο ζήτημα του εργασιακού burnout και εν συνεχεία για κάθε φορέα σχετικό με τα εκπαιδευτικά δρώμενα, ώστε να προβεί στη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση του προαναφερθέντος ζητήματος στους εκπαιδευτικούς. 152 287 293 Eosinophilic gastrointestinal, microscopic and collagenous colitis Ηωσινοφιλική γαστρεντερίτιδα, μικροσκοπική και κολλαγονώδης κολίτιδα Introduction: In the last two decades many different classifications of eosinophilic diseases have emerged. These have a wide range of specialties (pathology, pediatrics, hematology, rheumatology, allergy, etc.) and have contributed to the confusion observed about diagnostic definitions and criteria. In most cases, their overlap is important but no universally accepted consensus has been formed. In addition, ongoing research in the field has led to the identification of several novel molecular and immunological mechanisms that help to better classify and understand these diseases. In 2012 two very important articles were published that approach eosinophilic diseases and garner a great degree of consensus. Purpose: The purpose of this study was to investigate the incidence of eosinophilic colitis and microscopic colitis in patients undergoing endoscopy. Methodology: This study is based on a structured observation. It is a retrospective observational study of patients who were followed and observed at the Gastroenterology Clinic of PGI Ioannina during the last 2 years (01/01/2017-31/ 12/2018. Results: The majority of patients were men (79.5%). 33.3% belonged to the age group of 45-60 years. 25.6% of patients had diarrhea. According to the biopsy, the majority of patients (38.5%) found the colon. In 10% of patients the diagnosis resulted in eosinophilic esophagitis, 5% eosinophilic enteritis and 2.5% eosinophilic colitis. Regarding the number of eosinophils, 7.5% had> 45, 10% 30 to 45, 25% 15 to 30, 2.5% <15. Conclusions: The majority of people diagnosed with eosinophilic gastroenteritis or microscopic colitis belonged to the age group of 45-60 years, with one quarter of patients undergoing diarrheal examinations. The main findings were recorded in the large intestine. In 10% of patients the diagnosis resulted in eosinophilic esophagitis, 5% eosinophilic enteritis and 2.5% eosinophilic colitis. Εισαγωγή: Τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχουν εμφανιστεί πολλές διαφορετικές ταξινομήσεις των ηωσινοφιλικών παθήσεων. Αυτές διατρέχουν ευρύτατο φάσμα ειδικοτήτων (παθολογία, παιδιατρική, αιματολογία, ρευματολογία, αλλεργιολογία κ.ά.) και έχουν συμβάλλει στη σύγχυση που παρατηρείται σχετικά με ορισμούς και κριτήρια διάγνωσης. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η αλληλοεπικάλυψή τους είναι σημαντική αλλά δεν έχει διαμορφωθεί μια παγκόσμια κοινά αποδεκτή ομοφωνία. Εξάλλου, η συνεχής έρευνα στον τομέα έχει οδηγήσει στην αναγνώριση αρκετών νέων μοριακών και ανοσολογικών μηχανισμών που βοηθούν στην καλύτερη ταξινόμηση και κατανόηση των παθήσεων αυτών. Μέσα στο 2012 δημοσιεύτηκαν δύο πολύ σημαντικά άρθρα που προσεγγίζουν τα ηωσινοφιλικά νοσήματα και συγκεντρώνουν ευρύτατο βαθμό ομοφωνίας. Σκοπός:H παρούσα μελέτη έχει ως σκοπό να διερευνήσει την επίπτωση της ηωσινοφιλικής κολίτιδας και της μικροσκοπικής κολίτιδας σε ασθενείς που υποβάλλονται σε ενδοσκόπηση. Μεθοδολογία: Η μελέτη αυτή βασίζεται σε δομημένη παρατήρηση. Είναι μια αναδρομική μελέτη παρατήρησης ασθενών που παρακολουθούνται και ενδοσκοπήθηκαν στην Γαστρεντερολογική Κλινική του ΠΓΝ Ιωαννίνων, κατά τη διάρκεια των 2 τελευταίων ετών, 1/1/2017-31/12/2018. Αποτελέσματα: Η πλειοψηφία των ασθενών ήταν άνδρες (79,5%). Το 33,3% άνηκε στην ηλικιακή ομάδα 45-60 ετών. Το 25,6% των ασθενών είχαν διαρροϊκές κενώσεις. Σύμφωνα με τη βιοψία, στην πλειοψηφία των ασθενών (38,5%) βρέθηκε στο παχύ έντερο. Στο 10% των ασθενών η διάγνωση είχε ως αποτέλεσμα ηωσινοφιλική οισοφαγίτιδα, 5% ηωσινοφιλική εντερίτιδα και 2,5% ηωσινοφιλική κολίτιδα. Σχετικά με τον αριθμό των ηωσινόφιλων, 7,5% είχε >45, 10% 30 έως 45, 25% 15 έως 30, 2,5% <15. Συμπεράσματα: Το μεγαλύτερο μέρος των ατόμων που διαγνώστηκαν με ηωσινοφιλική γαστρεντερίτιδα ή μικροσκοπική κολίτιδα ανήκε στην ηλικιακή ομάδα των 45-60 ετών, ενώ το ένα τέταρτο των ασθενών προέβη σε έλεγχο λόγω των διαρροϊκών κενώσεων. Τα βασικότερα ευρήματα καταγράφηκαν στο παχύ έντερο. Στο 10% των ασθενών η διάγνωση είχε ως αποτέλεσμα ηωσινοφιλική οισοφαγίτιδα, το 5% ηωσινοφιλική εντερίτιδα και το 2,5% ηωσινοφιλική κολίτιδα. 153 339 353 Molecular design, synthesis and characterization of analogues of Ribociclib as potentially selective protein kinase inhibitors Μοριακός σχεδιασμός, σύνθεση και χαρακτηρισμός νέων αναλόγων του Ribociclib, ως εν δυνάμει εκλεκτικών αναστολέων πρωτεϊνικών κινασών Protein kinases are enzymes that catalyze the transfer of the final ATP phosphate group to specific proteins, thus playing an important role in almost all cellular processes. In particular, they act on proteins, phosphorylating them on serine, threonine or tyrosine residues. Phosphorylation can modify the function of a protein in many ways, increasing or decreasing its activity, stabilizing or leading it to proteolysis, transferring it to a particular cell compartment, or initiating its interaction with other proteins. Kinases, along with phosphatases, play an important role in enzymatic regulation as well as in cell signaling. In research into the development of low molecular weight molecules against cancer and other diseases, protein kinases are attractive targets and their inhibition has been recognized as an innovative therapeutic approach, as some of them contribute, among others, to the emergence of diseases, including cancer. One such molecule of low molecular weight is Ribociclib. Ribociclib is a selective, oral bioavailable CDK4 and CDK6 inhibitor, approved by the FDA in March 2017 and has been added to the therapeutic potential along with other inhibitors against CDK 4/6. Inhibition of CDK4/6 node is an effective strategy for the treatment of both HR-positive and HR-2 negative advanced or metastatic breast cancer in patients with cancer who received endocrine therapy. In the laboratory, during the preparation of the master's degree, efforts were made to synthesize new compounds, analogs / derivatives of Ribociclib, which have been the result of molecular modeling and are likely to act more efficiently on protein kinase targets for their selective inhibition. Therefore, the aim of the present work is to optimize the inhibitory effect of Ribociclib on CDK 6/4 as well as other CDK proteins through structural selective modifications. In parallel with the synthesis of the new compounds, efforts were made to optimize the already existing synthetic course of the drug proposed by Novartis. All new compounds synthesized in the laboratory were fully characterized by 1H-NMR, 13C-NMR, MS spectroscopic techniques. Οι πρωτεϊνικές κινάσες είναι ένζυμα που καταλύουν τη μεταφορά της τελικής φωσφορικής ομάδας του ATP σε συγκεκριμένες πρωτεΐνες, διαδραματίζοντας ως εκ τούτου σπουδαίο ρόλο σε όλες σχεδόν τις κυτταρικές διεργασίες. Ειδικότερα, δρουν σε πρωτεΐνες, φωσφορυλιώνοντας τους σε κατάλοιπα σερίνης, θρεονίνης ή τυροσίνης. Η φωσφορυλίωση μπορεί να τροποποιήσει τη λειτουργία μιας πρωτεΐνης με πολλούς τρόπους, αυξάνοντας ή μειώνοντας τη δραστικότητά της, να τη σταθεροποιήσει ή να την οδηγήσει για πρωτεόλυση, να την μεταφέρει σε ένα συγκεκριμένο κυτταρικό διαμέρισμα ή να ξεκινήσει την αλληλεπίδρασή της με άλλες πρωτεΐνες. Οι κινάσες, μαζί με τις φωσφατάσες, παίζουν σημαντικό ρόλο στην ενζυμική ρύθμιση, όπως και στη σηματοδότηση του κυττάρου. Στην έρευνα για την ανάπτυξη μορίων μικρού μοριακού βάρους εναντίον του καρκίνου και άλλων ασθενειών, οι πρωτεϊνικές κινάσες αποτελούν ελκυστικούς στόχους και η αναστολή τους έχει αναγνωριστεί ως μία καινοτόμα θεραπευτική προσέγγιση, καθώς ορισμένες εξ αυτών συμβάλλουν, μεταξύ άλλων, στην εμφάνιση ασθενειών, συμπεριλαμβανομένου του καρκίνου. Ένα τέτοιο μόριο μικρού μοριακού βάρους είναι και το Ribociclib. Το Ribociclib είναι ένας εκλεκτικός, από του στόματος βιοδιαθέσιμος αναστολέας των CDK4 και CDK6, ο οποίος έλαβε έγκριση από τoν FDA τον Μάρτιο του 2017 και έχει προστεθεί στο δυναμικό θεραπείας μαζί με άλλους αναστολείς έναντι της CDK4/6. Η αναστολή του κόμβου CDK4/6, αποτελεί μια αποτελεσματική στρατηγική, τόσο για την θεραπεία του HR θετικού και ΗR-2 αρνητικού προχωρημένου ή μεταστατικού καρκίνου του μαστού, σε ασθενείς στους οποίους ο καρκίνος προχώρησε, ενώ έλαβαν θεραπεία υποκατάστασης ορμονών. Στο εργαστήριο, κατά την εκπόνηση του μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης, έγιναν προσπάθειες σύνθεσης νέων ενώσεων, αναλόγων/παραγώγων του Ribociclib, οι οποίες υπήρξαν αποτέλεσμα μοριακής μοντελοποίησης και είναι πιθανόν να δρουν αποτελεσματικότερα στις πρωτεϊνικές κινάσες στόχους, με την εκλεκτική αναστολή τους. Επομένως, στόχος της παρούσας εργασίας είναι η βελτιστοποίηση της ανασταλτικής δράσης του Ribociclib ως προς την CDK4/6 καθώς και άλλες CDK πρωτεΐνες μέσω δομικών εκλεκτικών τροποποιήσεων. Παράλληλα, με τη σύνθεση των νέων ενώσεων έγιναν προσπάθειες βελτιστοποίησης της ήδη υπάρχουσας συνθετικής πορείας του φαρμάκου που προτείνεται ix από την Novartis. Όλες οι νέες ενώσεις που συντέθηκαν στο εργαστήριο χαρακτηρίστηκαν πλήρως με φασματοσκοπικές τεχνικές 1Η-ΝΜR, 13C-NMR, MS. 154 169 171 Therapeutical approaches of regenerative medicine in neurodegenerative diseases using stem cells Θεραπευτικές προσεγγίσεις αναγεννητικής ιατρικής σε νευροεκφυλιστικές ασθένειες με χρήση βλαστικών κυττάρων Neurodegenerative diseases are more and more common due to the increase in life expectancy but also in size population. Typical examples of such diseases are Alzheimer's disease (AD) and Parkinson's disease (PD). Alzheimer's disease is known to be characterized by the deposition of enormous fibrils of beta-amyloid peptide (Αβ- amyloid plaques) and the accumulation of the hyperphosphorylated Tau protein (neurofibrillary tangles-NFT) inside the neurons. Also, the pathogenesis of Parkinson's disease is characterized by the loss of midbrain dopaminergic neurons due to abnormal deposition of the α-synuclein protein (Lewy bodies). However, the treatment of these conditions remains a serious issue as the conventional medication administered can ameliorate the symptoms but is not capable of curing the disease. In this review, after examining the pathophysiology of two neurodegenerative diseases, we will discuss the possible innovative therapeutic approaches applied in the field of regenerative medicine with the use of stem cells and the future prospects arising from this rapidly emerging field. Οι νευροεκφυλιστικές παθήσεις απαντώνται ολοένα και πιο συχνά λόγω της αύξησης του προσδόκιμου επιβίωσης αλλά και του μεγέθους του πληθυσμού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων ασθενειών είναι η νόσος Αλτσχάιμερ και η νόσος Πάρκινσον. Είναι γνωστό ότι η νόσος Αλτσχάιμερ χαρακτηρίζεται από την εναπόθεση τεράστιων ινιδίων από β-πτυχωτά φύλλα του Αβ-αμυλοειδούς πεπτιδίου (αμυλοειδείς πλάκες) και τη συσσώρευση της υπερφωσφωρυλιωμένης πρωτεΐνης Tau (νευροϊνιδιακά πλέγματα) εσωτερικά των νευρώνων. Επίσης, η νόσος Πάρκινσον οφείλει την παθολογία της σε απώλεια ντοπαμινεργικών νευρώνων του μεσεγκεφάλου λόγω ανώμαλης εναπόθεσης της πρωτεΐνης α-συνουκλεΐνης (σωμάτια Lewy). Ωστόσο, η θεραπεία αυτών των παθήσεων παραμένει ένα σοβαρό ζήτημα καθώς η συμβατική φαρμακευτική αγωγή που χορηγείται μπορεί να βελτιώνει τα συμπτώματα αλλά δεν είναι ικανή να θεραπεύσει την ασθένεια. Σε αυτήν την ανασκόπηση αφού εξεταστεί η παθοφυσιολογία των δύο νευροεκφυλιστικών ασθενειών, θα συζητηθούν οι πιθανές καινοτόμες θεραπευτικές προσεγγίσεις που εφαρμόζονται στον τομέα της αναγεννητικής ιατρικής με την αξιοποίηση των βλαστοκυττάρων αλλά και οι μελλοντικές προοπτικές που προκύπτουν από αυτό τον ταχύτατα αναδυόμενο τομέα. 155 185 198 Εφαρμογή πρωτότυπων μεθοδολογιών NMR στη μελέτη της λιπιδικής φάσης γάλακτος και γαλακτομικών προϊόντων The aim of this master thesis is the analysis and the study of the lipid phase of milk and milk products, using the spectroscopic method Nuclear Magnetic Resonance (1H NMR). The study of the lipid phase of milk and milk products has been achieved by developing a new technique, based on the NMR Spectroscopy. This technique is called Selective 1D TOCSY. Milk lipids are supposed to be important as they give distinct texture, nutritional and organoleptic properties in dairy products. Accurate analysis of lipids present in a small percentage is important to determine the nutritional value as well as preparing food materials for this function and application. Though the analysis of these lipids is supposed to be a real challenge, as it is complicated, requires special preparation and many derivatization steps. Selective 1D TOCSY experiment is an important technique based on NMR Spectroscopy, for investigating 1H-1H sequence through J coupling constants in low and medium molecular weight molecules. It has also been applied to the analysis of mixtures and identifying components in minor percentage. This technique is expected to have important applications in food research. Αντικείμενο μελέτης της παρούσας μεταπτυχιακής διατριβής αποτελεί η ανάλυση και η μελέτη της λιπιδικής φάσης γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων με εφαρμογή της φασματοσκοπίας XH NMR. Η μελέτη της λιπιδικής φάσης του γάλακτος και των γαλακτομικών προϊόντων έγινε με την ανάπτυξη μιας νέας τεχνικής, βασιζομενη στη φασματοκοπία XH NMR, η οποία καλείται επιλεκτικό πείραμα TOCSY μιας διάστασης (Selective 1D TOCSY). Τα λιπίδια του γάλακτος είναι πολύ σημαντικά καθώς προσδίνουν διακριτή υφή και διατροφικές και οργανοληπτικές ιδιότητες στα γαλακτοκομικά προϊόντα. Η ακριβής ανάλυση των λιπιδίων που βρίσκονται σε μικρό ποσοστό είναι σημαντική για τον προσδιορισμό της διατροφικής αξίας και την προετοιμασία διατροφικών υλικών που προορίζονται για συγκεκριμένη λειτουργία και εφαρμογή. Η ανάλυση των λιπιδίων αυτών όμως αποτελεί μεγάλη πρόκληση διότι είναι αρκετά περίπλοκη, μπορεί να απαιτεί ειδική προετοιμασία και πολλά βήματα ανάλυσης. Το πείραμα επιλεκτικό TOCSY μιας διάστασης (selective 1D TOCSY) αποτελεί μια σημαντική τεχνική NMR για τη διερεύνηση της αλληλουχίας 1Η-1Η μέσω σταθερών σύζευξης J σε μόρια μικρού και μεσαίου μοριακού βάρους. Επίσης, έχει εφαρμοστεί στην ανάλυση μιγμάτων και στον προσδιορισμό συστατικών σε μικρή αναλογία. Η τεχνική αυτή αναμένεται να έχει σημαντικές εφαρμογές στην έρευνα τροφίμων. 156 536 435 Απομόνωση και ποσοτικός προσδιορισμός με φασματοσκοπία ατομικής απορρόφησης των στοιχείων της ομάδας του λευκόχρυσου σε αστικά περιβαλλοντικά δείγματα In this work, the experimental conditions that enable the interference-free determination of platinum group elements (PGEs) by electrothermal atomic absorption spectrometry (ETAAS) are re-assessed. To this effect, a certified material (BCR-723) was exposed to various acid-based microwave assisted extraction procedures involving the use of different acid mixtures, microwave irradiation programs as well as atomization conditions. The results suggest that hydrochloric acid is a main source of uncertainty during PGEs analysis with ETAAS. Excluding HCl from the extraction mixture and the provision of the optimum extraction and atomization conditions afforded a considerable improvement in the recoveries and analytical features of PGEs determination. To ensure the robustness of the analytical data and validate method performance, a series of certified reference materials (BCR-723, Jsd-2 and UMT-1) were cross-examined. Under the optimum experimental conditions the method permits the determination of PGEs at concentrations as low as (LOD3S/N) 1.9, 0.45 and 0.6 ng g-1 for Pt, Pd and Rh, respectively affording recoveries in the range of 90 -112%. The precision of the method was checked by means of repeated assays (n=5) of BCR-723, and the coefficients of variation were calculated between 3.2-4.7% which is very satisfactory. The method was successfully applied to the assessment of PGEs accumulation in real road dust and soil samples from Ioannina city (NW Greece). Since the introduction of vehicle catalytic converters, no study of platinum metals in the Greece urban environment has been carried out. This pilot study was undertaken with the following objectives: to test and demonstrate the ability of geochemical sampling and analysis to measure the natural geochemical baseline for these metals with sufficient accuracy and precision; to assess the incremental addition of Pt, Pd and Rh to the environment relative to baseline values due to anthropogenic contamination; to evaluate the extent to which this may be due to the increased use of Pt, Pd and Rh as components of catalytic converters in motor vehicle exhaust systems. This is the first systematic study for defining background levels of Pt in Greek natural soils and road dust. This work represents the first stage of an in-depth study of PGEs (Rh, Pt, and Pd) pollution in soils along highways in relation to their potential adverse health effects and possible economic exploitation. In this work the platinum, palladium and rhodium content in the raod dust and soil samples of Ioannina (NW Greece), was monitored for 1 year at six different sampling sites and the samples were analysed by GFAAS. The Pt, Pd and Rh content was dependent on the sampling site, ranging from 3.2 to 306.4, 2.1 to 18.2 and 6.1 to 64.6 ng g-1 with a medium value of 76.7, 8.6 and 26.7 ng g-1, respectively for the road dust samples and from 2.8 to 225.1, 1.8 to 14.0 and 5.7 to 49.5 ng g-1 with a medium value of 55.3, 7.1 and 22.8 ng g-1, respectively for the soil samples. These results show that the Pt, Pd and Rh content in road dust and soil samples depends on the traffic density per day and also on medium driving speed. The Pt/Rh ratio obtained was between 3.1 and 4.8 for the six sampling points, and agrees with that of the more commonly used gasoline car catalysts. Στην έρευνα αυτή, μελετήθηκαν εκτεταμένα οι πειραματικές συνθήκες που εμπλέκονται στον προσδιορισμό των μετάλλων της ομάδας του λευκοχρύσου (PGEs), χωρίς την εμφάνιση παρεμποδίσεων με την ηλεκτροθερμική φασματοσκοπία ατομικής απορρόφησης (ETAAS). Για την μελέτη αυτή χρησιμοποιήθηκε ένα πιστοποιημένο υλικό αναφοράς (BCR-723), το οποίο εφαρμόστηκε σε διάφορες διαδικασίες όξινης εκχύλισης με την χρήση μικροκυμάτων, οι οποίες εμπλέκουν την χρήση διαφορετικών μιγμάτων οξέων, προγραμμάτων μικροκυμάτων, καθώς και συνθηκών ατομοποιήσης. Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι το υδροχλωρικό οξύ παραμένει η κυρίαρχη πηγή της αβεβαιότητας τους, κατά την διάρκεια της ανάλυσης των μετάλλων της ομάδας του λευκοχρύσου με ηλεκτροθερμική φασματοσκοπία ατομικής απορρόφησης. Με την εξαίρεση του υδροχλωρικού οξέος από την διαδικασία εκχύλισης και την εξασφάλιση των βέλτιστων συνθηκών εκχύλισης και των συνθηκών ατομοποίησης παρέχουν μια σημαντική βελτίωση στις ανακτήσεις και τα αναλυτικά δεδομένα κατά τον προσδιορισμό των μετάλλων της ομάδας του λευκοχρύσου. Για να εξασφαλίσουμε την ορθότητα των αναλυτικών δεδομένων και για να εκτιμήσουμε την απόδοση της μεθόδου εξετάστηκαν μια σειρά από πιστοποιημένα υλικά αναφοράς (BCR-723, Jsd-2 και UMT-1). Υπό τις βέλτιστες πειραματικές συνθήκες, η μέθοδος καθιστά των προσδιορισμό των μετάλλων της ομάδας του λευκοχρύσου σε συγκεντρώσεις τόσο μικρές, όσο το όριο ανίχνευσης (LOD3S/N), το οποίο είναι1,9, 0,45 και 0,60 ng g-1 για τον λευκόχρυσο, το παλλάδιο και το ρόδιο αντίστοιχα, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζει ανακτήσεις που κυμαίνονται στην περιοχή μεταξύ 90 και 112%. Η επαναληψιμότητα της μεθόδου ελέγχθηκε με επαναλαμβανόμενες μετρήσεις (n=5) του πιστοποιημένου υλικού αναφοράς BCR-723 και οι συντελεστές απόκλισης υπολογίστηκαν μεταξύ 3,2-4,7%, αποτέλεσμα που είναι πολύ ικανοποιητικό. Η μέθοδος αυτή εφαρμόστηκε με επιτυχία στην εκτίμηση της συσσώρευσης των μετάλλων της αμάδας του λευκοχρύσου σε πραγματικά δείγματα σκόνης δρόμου και χώματος στην πόλη των Ιωαννίνων (Β.Δ Ελλάδα). Μετά την εισαγωγή των καταλυτικών μετατροπέων στα οχήματα, δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία μελέτη των μετάλλων της ομάδας του λευκοχρύσου στο αστικό περιβάλλον των ελληνικών πόλεων. Η ερευνητική αυτή μελέτη επιχειρήθηκε με βάση τους ακόλουθους αντικειμενικούς σκοπούς: να ελέγξει και να αποδείξει την ικανότητα της γεωχημικής δειγματοληψίας και ανάλυσης, να υπολογίσει το φυσικό γεωχημικό υπόβαθρο για τα μέταλλα αυτά με μεγάλη ακρίβεια και επαναληψημότητα, να εκτιμήσει την επαυξητική προσθήκη του λευκοχρύσου, του παλλαδίου και του ροδίου στα περιβαλλοντικά δείγματα, λόγω των ανθρωπογενών δραστηριοτήτων και τέλος να εκτιμήσει με ακρίβεια το μέγεθος στο αν αυτή η επιμόλυνση οφείλεται στην αυξημένη χρήση των μετάλλων αυτών, ως συστατικά των καταλυτικών μετατροπέων στα συστήματα των εξατμίσεων των οχημάτων. Η εκτεταμένη αυτή μελέτη είναι η πρώτη συστηματική έρευνα, που προσπάθησε να καθορίσει τα επίπεδα υποβάθρου των μετάλλων της ομάδας του λευκοχρύσου σε φυσικά δείγματα εδάφους και σκόνης δρόμου στον ελλαδικό χώρο. 157 200 194 The thesis aims to examine the functioning of the political institutions of individual cities in Thessaly during the 5th and 4th century BC. In the first part of the thesis, through the review of written sources, the political history of Thessaly and cities from the Persian wars to the affiliation of Thessaly in control of Philip II of Macedon is examined in detail. In the second part through a combination of written sources, published inscriptions, archaeological and monetary data, the existence and functioning of political institutions in individual cities is examined. At issue was the existence of the Koinon of the Thessalians during the period considered, while special mention and the tyranny of Pherae. The study demonstrated that during the 5th and 4th century BC, Thessalian cities were independent political organizations, within the framework of the Koinon of the Thessalians, which continues to exist, although at certain times poorly. It was found that the cities have different political institutions and organization. In the cities the existence of various political bodies (boule, ekklesia, groups of or individual magistrates), which bear the responsibility of administration. The cities enjoyed political independence, as members of the Koinon, following often independent foreign and monetary policy. Η διατριβή στοχεύει στην εξέταση της λειτουργίας των πολιτικών θεσμών των επιμέρους θεσσαλικών πόλεων κατά τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. Στο πρώτο μέρος της διατριβής εξετάζεται αναλυτικά, μέσα από την επανεξέταση των γραπτών πηγών, η πολιτική ιστορία της Θεσσαλίας και των πόλεών από τους Περσικούς Πολέμους έως και την υπαγωγή της Θεσσαλίας στον έλεγχο του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας, Στο δεύτερο μέρος, μέσα από το συνδυασμό γραπτών πηγών, δημοσιευμένων επιγραφών, νομισματικών στοιχείων και αρχαιολογικών δεδομένων, εξετάζεται η ύπαρξη και λειτουργία πολιτικών θεσμών στις επιμέρους θεσσαλικές πόλεις. Παράλληλα εξετάστηκε το ζήτημα της ύπαρξης του Κοινού των Θεσσαλών κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ενώ ιδιαίτερη μνεία γίνεται και στην τυραννία των Φερών. Η μελέτη απέδειξε ότι κατά τον 5ο και 4ο αι. π.Χ. οι θεσσαλικές πόλεις αποτελούσαν ανεξάρτητους πολιτικούς οργανισμούς, μέσα στα πλαίσια του Κοινού των Θεσσαλών, το οποίο συνεχίζει να υφίσταται, αν και σε ορισμένες περιόδους υπολειτουργεί. Διαπιστώθηκε ότι οι θεσσαλικές πόλεις έχουν διαφορετικούς πολιτικούς θεσμούς και οργάνωση. Στις πόλεις διαπιστώνεται η ύπαρξη διάφορων πολιτικών οργάνων (βουλή, εκκλησία, ομάδες ή μεμονωμένοι άρχοντες), τα οποία φέρουν την ευθύνη της διοίκησης. Οι πόλεις απολάμβαναν πολιτικής ανεξαρτησίας, ως μέλη του Κοινού, ακολουθώντας συχνά ανεξάρτητη εξωτερική και νομισματική πολιτική. 158 590 624 The interconnection of humor with the quality of life of health professionals of Intensive Care Units Η διασύνδεση του χιούμορ με την ποιότητα ζωής των επαγγελματιών υγείας των Εντατικών Μονάδων Θεραπείας Introduction-aim: Humor is a concept that may be easier to identify than to give a clear definition. In an attempt to give a definition, we would say that humor is defined as a state of exhilaration of spirit that is displayed with the laughter, as a response to external stimuli. It is part of the interpersonal communication of Man and one of the forces of character that allow the person to thrive, despite the adversities of life. This research aims to explore the relationship between humor and the quality of life of health professionals, working in difficult workplaces such as a hospital ICU. Material and methods :Ninety persons, physicians and nurses from three hospitals in Epirus, participated through simple random sampling in quantitative research, who were asked to fill out the questionnaire of self-reference that included questions socio-demographic data, such as individual research tools: the GR-NDI-24 on nursing care, the SF-36 the health survey, the CAQ for cardiac function, the MBI for occupational burnout, the HSQ questionnaire Dimensions of Humor, the PhoPhiKat-45 tool that analyzes questions for the measurement of gelotophobia(the fear of being laughed at)- gelotophilia (the joy of being laughed at) and katagelasticism (the joy of laughing at others) and finally the questionnaire of self-esteem CYPPRI. Results: The results of the statistical analyses showed that part of the research cases were verified, while others not. However, the Health Professionals of the three hospitals studied report high levels of satisfaction both with the object (48.9%) and with their job 42.2%. The demands of their work have a considerable influence on the time and energy they devote to themselves 31.1% and their family 30%. On the other hand, the family responsibilities affecting to a small impact (30,7%) on the time and energy they devote to their work. Regarding nursing care, health professionals in the ICU of the three hospitals present high average indicators. Physical Functionality and Physical Role account for large percentages of 51.1% and 41, 4% respectively, with activities are not significantly restricted except for mild physical pain that slightly restricts daily activities. Vitality is present in 51.1%, with participants reporting 41.4% that sometimes the state of health or emotional problems have been an obstacle to regular social activities. About mental health, 71.1% of respondents reported Nervousness in the last month. High scores on the cardiac function questionnaire. Overall, the staff of Arta ICU show the highest score in the Cardiac Anxiety Questionnaire. Low tendency to strong emotional reaction to events occurring in childhood and adolescence, through the CYPPRI scale, for which parents or peers laughed at respondents. With regard to HSQ (Humor Styles Questionnaire), the highest score displays the social dimension of humor with an average [9] value (mean = 39.32). Employees at the three hospitals reported higher levels of gelotophilia (mean = 2,27) in relation to gelotophobia and katagelaticism (mean= 1.99 and 1.99 respectively). Conclusions: At the level of statistical significance there is no statistically correlation between humor and social or mental well-being. Between humor and self-esteem, research showed a non-statistically significant result. Humor is a subway for dealing with difficult situations by health professionals, working in stressful workplaces by using it to reduce levels of emotional exhaustion. Finally, Health Professionals working in difficult and demanding environments such as Intensive Care Units, present high levels of quality of life by using humor in a mature way and higher levels than the sample of Health Professionals who display immature attitude towards humor. Εισαγωγή – σκοπός : Το χιούμορ αποτελεί μία έννοια που ενδεχομένως με μεγαλύτερη ευκολία μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει παρά να δώσει έναν ξεκάθαρο ορισμό. Σε μία προσπάθεια να δοθεί ένας ορισμός, θα λέγαμε ότι το χιούμορ ορίζεται ως μία κατάσταση ευθυμίας του πνεύματος που επιδεικνύεται με το γέλιο, ως απάντηση σε εξωτερικά ερεθίσματα. Αποτελεί μέρος της διαπροσωπικής επικοινωνίας του ανθρώπου και μία από τις δυνάμεις του χαρακτήρα που επιτρέπουν στο άτομο να ευδοκιμεί, παρά τις αντιξοότητες της ζωής. Η παρούσα έρευνα θέτει ως στόχο να διερευνήσει τη σχέση ανάμεσα στο χιούμορ και την ποιότητα ζωής των Επαγγελματιών Υγείας που εργάζονται σε δύσκολους εργασιακούς χώρους όπως η Μονάδα Εντατικής Θεραπείας ενός νοσοκομείου. Υλικό και μέθοδος :Ενενήντα άτομα, ιατροί και νοσηλευτές τριών νοσοκομείων της Ηπείρου, συμμετείχαν μέσω απλής τυχαίας δειγματοληψίας σε ποσοτική έρευνα, οι οποίοι κλήθηκαν να συμπληρώσουν το ερωτηματολόγιο αυτο-αναφοράς που περιελάμβανε ερωτήσεις κοινωνικο-δημογραφικών στοιχείων, όπως και επιμέρους ερευνητικά εργαλεία: το GR-ND1-24 που αφορά τη νοσηλευτική φροντίδα, το SF-36 για την επισκόπηση υγείας, το CAQ για την καρδιακή λειτουργία, το MBI για την επαγγελματική εξουθένωση, το HSQ το ερωτηματολόγιο Διαστάσεων του Χιούμορ, το PhoPhiKat-45 το εργαλείο που αναλύει ερωτήσεις για τη μέτρηση της γελωτοφοβίας- γελωτοφιλίας και καταγελασμού και τέλος το CYPPRI το ερωτηματολόγιο της αυτοεκτίμησης .Αποτελέσματα :Τα αποτελέσματα των στατιστικών αναλύσεων ανέδειξαν πως μέρος των ερευνητικών υποθέσεων που θέσαμε επαληθεύτηκαν, ενώ κάποιες άλλες όχι. Ωστόσο oι Επαγγελματίες Υγείας των τριών υπό μελέτη νοσοκομείων δηλώνουν υψηλά επίπεδα ικανοποίησης, τόσο από το αντικείμενο (48,9%),όσο και από τη θέση της εργασίας τους το 42,2%. Οι απαιτήσεις της δουλειάς τους, επηρεάζουν αρκετά τον χρόνο και την ενέργεια που αφιερώνουν στον εαυτό τους, σε ποσοστό 31,1% και στην οικογένεια τους το 30%. Στον αντίποδα, οι οικογενειακές υποχρεώσεις επηρεάζουν σε μικρό βαθμό (30,7%) το χρόνο και την ενέργεια που αφιερώνουν στην εργασία τους. Αναφορικά με τη νοσηλευτική φροντίδα, οι Επαγγελματίες Υγείας στις ΜΕΘ των τριών νοσοκομείων παρουσιάζουν υψηλούς μέσους δείκτες. Η Σωματική Λειτουργικότητα και ο Σωματικός Ρόλος συγκεντρώνουν μεγάλα ποσοστά 51,1% και 41,4% αντίστοιχα, με τι δραστηριότητες να μην περιορίζονται σημαντικά εκτός από ήπιο σωματικό πόνο που περιορίζει σε μικρό βαθμό τις καθημερινές συνήθειες. Η Ζωτικότητα συναντάται σε ποσοστό 51,1%, με τους συμμετέχοντες να δηλώνουν σε ποσοστό 41,4% ότι μερικές φορές η κατάσταση της υγείας ή τα συναισθηματικά προβλήματα στάθηκαν εμπόδιο [7] στις συνήθεις κοινωνικές δραστηριότητες. Σχετικά με την πνευματική και ψυχική υγεία, το 71,1% των ερωτώμενων δήλωσε Νευρικότητα τον τελευταίο μήνα . Υψηλά σκορ στο ερωτηματολόγιο που αφορά την καρδιακή λειτουργία. Στο γενικό σύνολο οι εργαζόμενοι στην ΜΕΘ Γ.Ν Άρτας εμφανίζουν το υψηλότερο σκόρ στο ερωτηματολόγιο καρδιακής λειτουργίας . Μικρή τάση στην ισχυρή συναισθηματική αντίδραση σε γεγονότα που συνέβησαν στην παιδική και εφηβική ηλικία, μέσα από την κλίμακα CYPPRI, για τα οποία γονείς ή συνομήλικοι γέλασαν εις βάρος των ερωτηθέντων. Αναφορικά με το ερωτηματολόγιο των διαστάσεων του χιούμορ (HSQ) (Humor Styles Questionnaire) το υψηλότερο σκορ εμφανίζει η κοινωνική διάσταση του χιούμορ με μέση τιμή (μ.τ= 39,32). Οι εργαζόμενοι στα τρία νοσοκομεία εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα γελωτοφιλίας (μ.τ= 2,27) σε σχέση με την γελωτοφοβία και τον καταγελασμό (μ.τ= 1,99 και 1,99 αντίστοιχα). Συμπεράσματα: Σε επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας, δεν προκύπτει στατιστικά σημαντική συσχέτιση ανάμεσα στο χιούμορ και την κοινωνική και ψυχική ευεξία. Ανάμεσα στο χιούμορ και την αυτοεκτίμηση, η έρευνα ανέδειξε μη στατιστικώς σημαντικό αποτέλεσμα. Το χιούμορ αποτελεί μετρό αντιμετώπισης δύσκολων καταστάσεων από Επαγγελματίες Υγείας που εργάζονται σε στρεσογόνους εργασιακούς χώρους με τη χρήση του να μειώνει τα επίπεδα της συναισθηματικής εξάντλησης. Τέλος οι Επαγγελματίες Υγείας που εργάζονται σε δύσκολα και απαιτητικά περιβάλλοντα όπως οι Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα ποιότητας ζωής κάνοντας χρήση του χιούμορ με ώριμο τρόπο και υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με το δείγμα των Επαγγελματιών Υγείας που εμφανίζουν ανώριμη στάση απέναντι στο χιούμορ. 159 13 16 Το παιδαγωγικό περιεχόμενο στην αξιολόγηση της επίδοσης του μαθητή και οι ανασταλτικοί παράγοντες της εφαρμογής του The pedagogical context in student's progress evaluation and weak points in its implementation 160 707 759 Numerical simulations of blood flow effects under the presence of abdominal aortic aneurysm Προσομοίωση και αριθμητική επίλυση της αιματικής ροής και των επιδράσεων της με την παρουσία ανευρύσματος στην κοιλιακή αορτή Abdominal aortic aneurysms (AAAs) are defined as a localized dilatation of the abdominal aorta featuring diameter at least 50% larger than the normal one. AAAs usually remain asymptomatic until the occurrence of a possibly catastrophic complication, i.e. the rupture. Endovascular aneurysm repair (EVAR) offers a reliable treatment for the disease by excluding the aneurysmal sac and redirecting blood flow through an endovascularly deployed stent-graft system. Computational fluid dynamics (CFD) is a scientific field involved actively in the study of blood flow throughout the circulatory system. The numerical simulations of blood flow have attracted the interest of the medical community due to their non-invasive character, relatively low resource demands (compared to experiments), their flexibility and the quantity of high-resolution flow analytics that are capable of providing. Recent technological advancements have enabled the combination of CFD with medical imaging data, extending the applicability of CFD to patient-specific vascular models. Researchers are using CFD to unravel possible implications of hemodynamic flow in the pathogenesis, evolvement and rupture of AAAs. The applications of CFD are not limited to physiological or pathological blood flow but can be employed in the context of EVAR as well. The aim of the current thesis was to explore the capabilities of numerical simulations and set up applications in physiological, preoperative and postoperative AAA cases. Chapter 1 introduces an alternative modeling of intraluminal thrombus (ILT) which is apparent in most AAAs and has a crucial role in their growth. Specifically, ILT is modeled as a porous medium with gradually smaller permeability following histological analyses of evolving ILT structures. The differential equations that describe the interaction of pathological blood flow with a growing ILT are discretized with the Finite Element method and solved by an inhouse numerical code in an AAA model. The analysis gives an estimate of the ILT effects on the flow conditions in AAAs that is in agreement with the biomechanical factors that according to the literature promote ILT initiation and growth. The literature states that the percentage of post-EVAR complications is variable among the commercial endografts. However there are only a few clinical, computational or experimental studies, providing hemodynamic data in an endograft-specific manner. Additionally, it is known that the implantation of an endograft alters hemodynamics with possible adverse effects on the functionality of the device itself, but there is not a consistent methodology to calculate the blood flow variations specifically. Chapters 2,3 and 4 are attempting to answer open questions regarding the hemodynamic efficiency of EVAR and unravel the hemodynamic profile of various commercial endografts using advanced dynamic three-dimensional numerical simulations coupled with patient-specific medical data. The methodology involves: 1) the collection of suitable medical cases, 2) reconstruction of computed tomography data to acquire the geometrical representation of patient-specific AAAs or endograft structures, 3) generation of numerical grids to enable capturing highresolution hemodynamic analytics, 4) performance of numerical simulations using CFD, 5) post-processing of the results focusing on regions of interest within the models, 6) visualization of hemodynamic properties and patterns and 7) statistical analysis to determine the significance of the flow variations. EVAR has favorable short-term outcomes and proven clinical efficiency but it has not been studied adequately if blood flow completely restores to physiological levels after the deployment of an endograft. In Chapter 2, we attempted to define the flow variations in healthy and endovascularly repaired infrarenal aortas. In Chapter 3, we applied the developed workflow to test the hypothesis that two (2) endografts with similar designs, Endurant and Excluder, induce similar hemodynamic environments after EVAR. The applied methodology accounts for the determinant factor of postoperative hemodynamics, i.e. the position of the endograft in the aneurysmal sac. Lastly, in Chapter 4, we analyze the hemodynamic performance of two (2) endografts with more diverse designs, AFX that exploits the native aortic bifurcation to achieve fixation and Nellix, whose function is based on the novel endovascular aneurysm sealing technology. The computational simulations are considered as the third research pylon between theory and experiment. In the field of vascular surgery, simulations have not been yet introduced in clinical practice. However, many clinical and industrial applications of the computational simulations are expected to be available for broader use in the near future. Το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής (ΑΚΑ) ορίζεται ως η διαστολή της κοιλιακής αορτής που υπερβαίνει τη φυσιολογική διάμετρο κατά 50% τουλάχιστον και αποτελεί την πιο κοινή μορφή των αορτικών ανευρυσμάτων. Συνήθως τα ΑΚΑ παραμένουν ασυμπτωματικά μέχρι την εμφάνιση μιας πιθανώς θανατηφόρας επιπλοκής δηλαδή της ρήξης. Η ενδαγγειακή αποκατάσταση ανευρύσματος (ΕΑΑ) αποτελεί αξιόπιστη θεραπεία για την ασθένεια, αποκλείοντας τον ανευρυσματικό σάκο και διοχετεύοντας τη ροή του αίματος μέσα από μόσχευμα, που τοποθετείται ενδαγγειακώς. Η υπολογιστική ρευστομηχανική (ΥΡ) είναι ένα επιστημονικό πεδίο που εμπλέκεται ενεργά στη μελέτη της ροής του αίματος σε όλο το κυκλοφορικό σύστημα. Οι αριθμητικές προσομοιώσεις της ροής του αίματος προσελκύουν το ενδιαφέρον της ιατρικής κοινότητας λόγω του μη επεμβατικού χαρακτήρα τους, των σχετικά χαμηλών οικονομικών απαιτήσεων τους (σε σύγκριση με τα πειράματα), της ευελιξίας τους και της ποσότητας των αιμοδυναμικών δεικτών υψηλής ανάλυσης, που είναι ικανές να παρέχουν. Οι πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις επιτρέπουν το συνδυασμό της ΥΡ με δεδομένα ιατρικής απεικόνισης, επεκτείνοντας τις εφαρμογές της ΥΡ σε αγγειακά μοντέλα που βασίζονται σε ασθενείς. Οι ερευνητές χρησιμοποιούν την ΥΡ για να μελετήσουν τις πιθανές επιπτώσεις της αιμοδυναμικής ροής στην παθογένεση, εξέλιξη και ρήξη των ΑΚΑ. Οι εφαρμογές της ΥΡ δεν περιορίζονται στη φυσιολογική ή στην παθολογική ροή του αίματος, αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν επίσης στα πλαίσια της ΕΑΑ. Στόχος της παρούσης διατριβής είναι να ερευνήσει τις δυνατότητες των αριθμητικών προσομοιώσεων και να θεμελιώσει την εφαρμογή τους σε φυσιολογικές, προεγχειρητικές και μετεγχειρητικές περιπτώσεις των ΑΚΑ. Στο Κεφάλαιο 1 εισάγεται μια εναλλακτική μοντελοποίηση του ενδοαυλικού θρόμβου (ΕΘ), ο οποίος παρατηρείται σε ένα μεγάλο ποσοστό των ΑΚΑ επηρεάζοντας σημαντικά την εξέλιξή τους. Συγκεκριμένα, ο ΕΘ μοντελοποιείται ως πορώδες μέσο με βαθμιαία μικρότερη διαπερατότητα σύμφωνα με ιστολογικές αναλύσεις εξελισσόμενων δομών ΕΘ. Οι διαφορικές εξισώσεις που περιγράφουν την αλληλεπίδραση της παθολογικής ροής του αίματος με τον εξελισσόμενο ΕΘ διακριτοποιούνται με τη μέθοδο των Πεπερασμένων Στοιχείων και επιλύονται σε ένα μοντέλο ΑΚΑ με τη χρήση λογισμικού που αναπτύχθηκε για τις ανάγκες του προβλήματος. Η ανάλυση των επιπτώσεων του ΕΘ στις συνθήκες της αιματικής ροής σε ΑΚΑ είναι σε συμφωνία με τους εμβιομηχανικούς παράγοντες που προωθούν τη γέννηση και την ανάπτυξη του ΕΘ. Η βιβλιογραφία αναφέρει ότι το ποσοστό των επιπλοκών μετά από EAA μεταβάλλεται μεταξύ των εμπορικών μοσχευμάτων, ωστόσο υπάρχουν ελάχιστες κλινικές, υπολογιστικές ή πειραματικές μελέτες, που παρέχουν αιμοδυναμικά δεδομένα για τα διάφορα μοσχεύματα χωριστά. Επιπλέον, είναι γνωστό ότι η εμφύτευση ενός μοσχεύματος μεταβάλλει την αιμοδυναμική ροή με πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στη λειτουργικότητα της ίδιας της συσκευής, παρόλα αυτά δεν υπάρχει μια συνεπής μεθοδολογία για τον υπολογισμό των συγκεκριμένων μεταβολών των ιδιοτήτων της ροής του αίματος. Στα Κεφάλαια 2,3 και 4 δίνεται απάντηση σε ανοιχτά ερωτήματα σχετικά με την αιμοδυναμική απόδοση της ΕΑΑ και διερευνάται το αιμοδυναμικό προφίλ των διαφόρων εμπορικών μοσχευμάτων με τη χρήση προηγμένων τρισδιάστατων δυναμικών αριθμητικών προσομοιώσεων, που βασίζονται σε ιατρικά δεδομένα. Η μεθοδολογία περιλαμβάνει: 1) τη συλλογή των κατάλληλων ιατρικών υποθέσεων, 2) την αναδόμηση ιατρικών απεικονίσεων από αξονικές τομογραφίες ασθενών για την εξαγωγή της εξατομικευμένης γεωμετρικής αναπαράστασης των αγγειακών δομών προεγχειρητικά και των δομών των μοσχευμάτων μετά από ΕΑΑ, 3) τη δημιουργία αριθμητικών πλεγμάτων ώστε να καταστεί δυνατή η εξαγωγή υψηλής ανάλυσης αιμοδυναμικών ιδιοτήτων, 4) την εκτέλεση αριθμητικών προσομοιώσεων ΥΡ, 5) την επεξεργασία των αποτελεσμάτων με έμφαση στις περιοχές ενδιαφέροντος εντός των μοντέλων, 6) την οπτικοποίηση των αιμοδυναμικών ιδιοτήτων και μοτίβων και 7) τη στατιστική ανάλυση για να προσδιοριστεί η σημασία των μεταβολών των αιμοδυναμικών ιδιοτήτων. Η ΕΑΑ έχει ευνοϊκά βραχυχρόνια αποτελέσματα και αποδεδειγμένη κλινική αποτελεσματικότητα, αλλά δεν έχει μελετηθεί επαρκώς αν η ροή του αίματος αποκαθίσταται πλήρως μετά από την εμφύτευση ενός μοσχεύματος. Στο Κεφάλαιο 2 μελετάμε τις μεταβολές της αιματικής ροής σε υγιείς και ενδοαγγειακώς επισκευασμένες υπονεφρικές αορτές. Στο Κεφάλαιο 3 εφαρμόζουμε τη μεθοδολογία που αναπτύχθηκε για να εξετάσουμε την υπόθεση, ότι δύο (2) μοσχεύματα με παρόμοιο σχεδιασμό, το Endurant και το Excluder, επάγουν παρόμοιο αιμοδυναμικό περιβάλλον μετά από ΕΑΑ. Η μεθοδολογία λαμβάνει υπόψη τον παράγοντα που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις μετεγχειρητικές αιμοδυναμικές συνθήκες δηλαδή τη θέση των μοσχευμάτων στο σάκο του ανευρύσματος. Τέλος, στο Κεφάλαιο 4, αναλύουμε την αιμοδυναμική απόδοση δύο (2) μοσχευμάτων με ιδιαίτερο σχεδιασμό, του AFX που εκμεταλλεύεται την εγγενή αορτική διακλάδωση για να επιτύχει τη σταθεροποίηση και του Nellix που η λειτουργία του βασίζεται στην καινοτόμα ενδαγγειακή τεχνολογία στεγανοποίησης ανευρυσμάτων (EVAS). Οι υπολογιστικές προσομοιώσεις θεωρούνται ο τρίτος πυλώνας της έρευνας μεταξύ θεωρίας και πειράματος. Στο πεδίο της αγγειοχειρουργικής οι προσομοιώσεις δεν έχουν εισαχθεί ακόμα στην κλινική πράξη. Ωστόσο, πολλές κλινικές και βιομηχανικές εφαρμογές των υπολογιστικών προσομοιώσεων αναμένεται να είναι διαθέσιμες για διευρυμένη χρήση στο εγγύς μέλλον. 161 446 405 Contribution to the study of the conjugational mobilization provoked from the natural plasmid PZA1003 of Zymomonas mobilis nciμb 11163 Συμβολή στη μελέτη της συζευκτικής κινητοποίησης που προκαλείται από το φυσικό πλασμίδιο PZA1003 ΤΟΥ Zymomonas mobilis NCIΜB 11163 Zymomonas mobilis is a bacterium able to grow under both aerobic and anaerobic conditions. It is of great biotechnological interest due to the higher yield of ethanol production in comparison with the fungus Saccharomyces cerevisiae. This high yield of ethanol production is accompanied by less biomass production and the lack of need for oxygen for the growth of its cells. A strategy used for the genetic improvement of this bacterium is the creation of cloning vectors that bear regions of its natural plasmids, since it is known that its strains contain many natural plasmids with a variety of sizes. In the present study, the ability of the natural plasmid pZA1003 of Z. mobilis NCIMB 11163 to mobilize has been examined. More precisely, a new cloning vector has been constructed, based on the broad host range plasmid pBR328, in which regions of the plasmid pZA1003 have been added. These regions are essential for its replication in its host and for its mobilization trough helped conjugation, the same way it happens between Escherichia coli cells. The success of the construction of this new cloning vector, named pBRZArm, has been validated through Southern hybridization and Polymerase Chain Reaction. The ability of pBRZArm to mobilize has been established primarily with helped conjugation between Eschericia coli cells. Consequently, it has been used for conjugation with Z. mobilis CP4Rif cells as recipients, with the aid of the helper plasmid pRK2013, which belongs to the INCP incompatibility group. The success of this second conjugation has been confirmed through Southern hybridization and transformation of E.coli cells with the conjugated CP4Rif cells. pBRZArm has been successfully transferred through conjugation, as well as with a great frequency. Also, it is almost 100 % stable in Z. mobilis cells for at least 130 generations, under non- selective conditions. According to those qualities, pBRZArm is a cloning vector appropriate for expression of foreign genetic information in Z. mobilis. Lastly, the ability of pBRZArm to mobilize between Z. mobilis cells has been examined, more precisely between CP4Rif and a tetracycline resistant derivative of ATCC 10988. Although colonies of the recipient cells have been observed, that were apparently resistant to the antibiotic of selection (chloramphenicol), plasmid DNA analysis and transformation of E. coli cells showed no presence of pBRZArm. This indicates that the mobilization abilities of pZA1003 cannot be induced in the presence of Z. mobilis CP4Rif natural plasmids, either due to incompatibility between the two, or to the lack of conjugational function in them. However, conjugative ability of endogenous plasmids of other Z. mobilis strains is yet to be examined. Το Zymomonas mobilis είναι ένα προαιρετικά αναερόβιο βακτήριο με βιοτεχνολογικό ενδιαφέρον εξαιτίας της αυξημένης ποσότητας αιθανόλης που παράγει εν συγκρίσει με το μύκητα Saccharomyces cerevisiae, η οποία συνοδεύεται από μικρότερη παραγωγή βιομάζας και μη απαίτηση οξυγόνου. Για τη γενετική βελτίωση του βακτηρίου έχουν κατασκευαστεί ανασυνδυασμένα πλασμίδια – φορείς, τα οποία φέρουν και μέρη από τα φυσικά πλασμίδια του βακτηρίου, εφόσον είναι γνωστό ότι τα στελέχη του διαθέτουν ένα πλούσιο προφίλ πλασμιδίων με μεγάλη ποικιλία σε αριθμό και μέγεθος. Στην παρούσα εργασία μελετήθηκαν οι ιδιότητες κινητοποίησης που φέρει το φυσικό πλασμίδιο pZA1003 του Z. mobilis NCIMB 11163. Συγκεκριμένα, κατασκευάστηκε με τρεις διαδοχικές κλωνοποιήσεις ένα ανασυνδυασμένο πλασμίδιο με βάση τον πλασμιδιακό φορέα pBR328, στον οποίο ενσωματώθηκαν οι περιοχές του pZA1003 που είναι απαραίτητες για την αντιγραφή στον ξενιστή του και για την κινητοποίησή του στα πλαίσια επιβοηθούμενης σύζευξης, όπως έχει διαπιστωθεί ότι συμβαίνει μεταξύ κυττάρων Eschericia coli. Το ανασυνδυασμένο αυτό πλασμίδιο ονομάστηκε pBRZArm, ενώ η ορθότητα της κατασκευής του επιβεβαιώθηκε με υβριδισμό Southern και αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης. Αφού η ικανότητα κινητοποίησης του pBRZArm διαπιστώθηκε με επιβοηθούμενη σύζευξη μεταξύ κυττάρων Eschericia coli, χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια σε πειράματα επιβοηθούμενης σύζευξης με κύτταρα δέκτες το Z. mobilis CP4Rif και βοηθητικό πλασμίδιο το pRK2013 που ανήκει στην ομάδα ασυμβατότητας IncP. Η επιτυχία της μεταφοράς του στο Z. mobilis επιβεβαιώθηκε με υβριδισμό Southern και μετασχηματισμό E.coli με το πλασμιδιακό εκχύλισμα των μετασυζευγμένων CP4Rif. Το pBRZArm μεταφέρθηκε με επιτυχία και πολύ καλή συχνότητα, ενώ η κληρονομική του σταθερότητα άγγιζε το 100 % για τουλάχιστον 130 γενεές σε συνθήκες ανάπτυξης χωρίς μέσο επιλογής για το πλασμίδιο. Οι ιδιότητες αυτές καθιστούν το pBRZΑrm κατάλληλο φορέα για την έκφραση ετερόλογης γενετικής πληροφορίας στο Z. mobilis. Τέλος, μελετήθηκε η κινητοποίηση του pBRZΑm μεταξύ κυττάρων Z. mobilis και συγκεκριμένα από το CP4Rif σε παράγωγο του ATCC 10988 ανθεκτικό στην τετρακυκλίνη. Αν και προέκυψαν αποικίες του κυττάρου δέκτη ανθεκτικές στη χλωραμφαινικόλη, το αντιβιοτικό επιλογής του pBRZΑrm, η ανάλυση του πλασμιδιακού περιεχόμενου και ο μετασχηματισμός κυττάρων E. coli με αυτές δεν αποκάλυψαν την ύπαρξη του pBRZΑrm. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι οι ιδιότητες κινητοποίησης του pZA1003 δεν επάγονται παρουσία κάποιου από τα φυσικά πλασμίδια του Z. mobilis CP4Rif, είτε λόγω ασυμβατότητας μεταξύ τους, είτε λόγω μη ύπαρξης ολοκληρωμένης συζευκτικής λειτουργίας σε αυτά. Ωστόσο, η συζευκτική ικανότητα των ενδογενών πλασμιδίων του CP4 αλλά και των άλλων στελεχών του Z. mobilis χρήζει περαιτέρω μελέτης. 162 610 622 Joseph the Hymnographer (816-886 m.Ch.) and the hagiological sources The negotiation of the subject is within three chronological times of Josephus' life (816-886 AD). The story goes back to the period when the Byzantine Emperors were Theophilos (829-842), Michael III (842-867) and Basil I of Macedonia (867-886). In chapter one there is a reference to the life of the demographer Joseph. His biographers, his birth in Sicily, and his various views on the city in which he was born are mentioned. Subsequently his departure from Sicily due to the Arab occupation of the island, came to Thessaloniki, where he would be an important station for his life, as he would have to travel alone. His acquaintance in Thessaloniki with Gregory of the Decapolis will be the reason to move to Constantinople to study solitary life near Gregory but also to develop his writing skills. It will also get involved in the economic issue on the lobbying side. It will even join the Delegation sent to Crete. After his release from Arab pirates, he will return to Constantinople. The situation has now worsened since the death of the emperor Theophilus, the wife of Theodora, as econophilic, has resolved the issue of colonialism over the ecclesiastical. Most of the people were out of the picture and so there was peace in the state. During this time Joseph will teach calligraphy with his own workshop and at the same time write hymns and be recognized as a church poet. But a quiet period for Joseph would be interrupted by the persecution of the Patriarch of the Great by Barda, brother of the Emperor, as well as by many bishops and clergymen. So he goes to Hersonissos from where we have little information about his life. As he ascended the throne of Basil I of Macedonia, Joseph returned to Constantinople knowing the reign of the people, the patriarchate and the emperor. He was honored with the honor of the Viceroy and continues his linguistic work. On April 3, 886 Joseph the demographer surrendered his spirit to God and fell down. The second chapter deals with the ethnography from the beginning to the time of Joseph. The chapter begins with the development of demographics, which is divided into three periods. Here is the progress of Immunology and its evolution. From where it came into existence, what was its original form, where it was used, what style it had and who were its principal representatives. This is the pattern in the three seasons. Of course, there is a special reference to the great change from Kontakio to the Rule that greatly differentiated Immunology. Then there is a reference to the demographics of Joseph, for what purposes he served, the language he used and the monographs. They also refer to Joseph's monographs as they were duplicated. The language, style and member of the poetic texts of Joseph are also mentioned. The second chapter concludes by referring to the works written by Josephus himself. The third chapter provides an overview of the rules written by Joseph with commentary. Here we will give his own hymnography, so that we can understand more deeply the value of his work. Apart from the poetic value of the texts there are other theological, historical, literary, but everyday elements as well. Finally, there is a list of the rules used today in the Monthly of the Church and they are the creations of Joseph. We would have difficulty in the "sea" of the monograph, so we thought it appropriate to present some of his work by the great witnesses and groups of saints, to comment on it and to have some great conversation. Ἡ διαπραγμάτευση τοῦ θέματος αὐτοῦ ὀριοθετεῖται μέσα σέ τρία πλαίσια καί χρονολογικά ἀπό τά ἔτη τῆς ζωῆς τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Ὑμνογράφου (816-886 μ.Χ.). Τό πόνημα ἐντάσσεται στήν περίοδο πού Αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου ἦταν ὁ Θεόφιλος (829-842), ὁ Μιχαήλ Γ΄ (842-867) καί τοῦ Βασιλείου Α΄ τοῦ Μακεδόνα (867-886). Στό πρῶτο κεφάλαιο γίνεται μία ἐκτενῆς ἀναφορά στόν βίο τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Ὑμνογράφου. Ἀναφέρονται οἱ βιογράφοι του, ἡ γέννησή του στήν Σικελία καί οἱ διάφορες ἀπόψεις σχετικά μέ τήν πόλη πού γεννήθηκε. Ἀκολούθως ἡ φυγή του ἀπό τήν Σικελία λόγω τῆς Ἀραβικῆς κατάληψης τοῦ νησιοῦ, ὁ ἐρχομός στήν Θεσσαλονίκη ὅπου καί θά εἶναι γι’αὐτόν ἕνας σημαντικός σταθμός τῆς ζωῆς του καθότι ἐκεῖ θά καρεῖ μοναχός καί θά εἰσέλθει στό ἐκκλησιαστικό στάδιο. Ἡ γνωριμία του στήν Θεσσαλονίκη μέ τόν Γρηγόριο τόν Δεκαπολίτη θά γίνει αἰτία νά μεταβεῖ στήν Κωνσταντινούπολη ὅπου θά μαθητεύσει στήν μοναχική ζωή κοντά στόν Γρηγόριο ἀλλά καί νά ἀναπτύξει τίς ἱκανότητές του στήν ἀντιγραφή καί τήν καλλιγραφία. Ἐπίσης θά ἐμπλακεῖ στό εἰκονομαχικό ζήτημα στήν πλευρά τῶν εἰκονόφιλων. Θά μετάσχει μάλιστα στήν ἀντιπροσωπεία πού στάλθηκε καί θά φυλακισθεῖ στήν Κρήτη. Μετά τήν ἀποφυλάκισή του ἀπό τούς Ἄραβες πειρατές θά ἐπανέλθει στήν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἡ κατάσταση πλέον ἔχει ὀμαλοποιηθεῖ καθῶς μετά τόν θάνατο τοῦ αὐτοκράτορα Θεόφιλου, ἡ σύζυγός του Θεοδώρα, καθώς ἦταν εἰκονόφιλη, ἔχει λύσει τό ζήτημα τῆς εἰκονομαχίας ὑπέρ τῶν εἰκονολατρῶν. Τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ λαοῦ ἦταν ὑπέρ τῶν εἰκόνων καί ἑπομένως ἐπῆλθε εἰρήνη στό κράτος. Τήν περίοδο αὐτή ὁ Ἰωσήφ θά διδάξει καλλιγραφία ἔχοντας δικό του ἐργαστήριο καί παράλληλα θά συγγράψει ὕμνους καί θά ἀναγνωρισθεῖ ὡς ἐκκλησιαστικός ποιητής. Ἡ ἤσυχη ὅμως περίοδος γιά τόν Ἰωσήφ θά διακοπεῖ καθῶς ἡ δίωξη τοῦ Πατριάρχη Ἰγνατίου ἀπό τόν Βάρδα, ἀδελφό τῆς Αὐτοκράτειρος, θά συμπαρασύρει καί ὅσους Ἐπισκόπους καί κληρικούς ἦταν μέ τό μέρος τοῦ Ἰγνατίου, ὅπως ὁ Ἰωσήφ ὁ Ὑμνογράφος. Ἐξορίζεται λοιπόν στήν Χερσώνα ἀπό ὅπου ἐλάχιστες πληροφορίες ἔχουμε γιά τήν ζωή του. Μέ τήν ἄνοδο στόν θρόνο τοῦ Βασιλείου Α΄ τοῦ Μακεδόνα, ὁ Ἰωσήφ ἐπιστρέφει στήν Κωνσταντινούπολη γνωρίζοντας τήν καταξίωση ἀπό τόν λαό, τό πατριαρχεῖο καί τόν αὐτοκράτορα. Τιμήθηκε μέ τό ἀξίωμα τοῦ σκευοφύλακος καί συνεχίζει τό ὑμνογραφικό του ἔργο. Τήν 3η Ἀπριλίου τοῦ 886 ὁ Ἰωσήφ ὁ Ὑμνογράφος παρέδωσε τό πνεῦμα του στόν Θεό καί ἀναπαύθηκε. Στό δεύτερο κεφάλαιο γίνεται ἀναφορά στήν ὑμνογραφία ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τήν ἐποχή τοῦ Ἰωσήφ. Ἀρχίζει τό κεφάλαιο μέ τήν ἐξέλιξη τῆς ὑμνογραφίας πού χωρίζεται σέ τρεῖς περιόδους. Ἐδώ φαίνεται ἡ πορεία τῆς ὑμνολογίας καί ἡ ἐξέλιξή της. Ἀπό πού ἀντλεῖ τήν ὕπαρξή της, ποιά ἦταν ἡ ἀρχική μορφή της, πού χρησιμοποιούνταν, τί ὕφος εἶχε καί ποιοί ἦταν οἱ κυριώτεροι ἐκπρόσωποί της. Αὐτό εἶναι τό μοτίβο καί στίς τρεῖς περιόδους. Βέβαια γίνεται ἰδιαίτερη ἀναφορά στήν μεγάλη ἀλλαγή ἀπό τό Κοντάκιο στόν Κανόνα πού διαφοροποίησε ἀρκετά τήν ὑμνολογία. Ἐν συνεχεία γίνεται ἀναφορά στήν ὑμνογραφία τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰωσήφ, ποιούς σκοπούς ὑπηρετοῦσε, τήν γλώσσα πού χρησιμοποιούσε καί τούς ὑμνογράφους. Ἐπίσης ἀναφέρονται τά ὑμνογραφικά ἔργα τοῦ Ἰωσήφ καθώς ὑπῆρξε πολυγραφώτατος. Ἡ γλῶσσα, τό ὕφος καί τό μέλος τῶν ποιητικῶν κειμένων τοῦ Ἰωσήφ ἀναφέρονται καί αὐτά. Τό δεύτερο κεφάλαιο κλείνει μέ τήν ἀναφορά τῶν ἔργων πού ἔχουν γραφεῖ γιά τόν ἴδιο τόν Ἰωσήφ. Στό τρίτο κεφάλαιο γίνεται μία ἀνθολόγηση κανόνων πού γράφηκαν ἀπό τόν Ἰωσήφ μέ σχολιασμό τους. Ἐδώ θά δοῦμε τήν ίδια του τήν ὑμνογραφία, ὥστε νά κατανοήσουμε βαθύτερα τήν ἀξία τοῦ ἔργου του. Ἐκτός ἀπό τήν ποιητική ἀξία τῶν κειμένων ὑπάρχουν καί ἄλλα στοιχεῖα θεολογικά, ἱστορικά, φιλολογικά, ἀλλά καί καθημερινότητας. Τέλος, παρατίθεται ἕνας κατάλογος τῶν κανόνων πού χρησιμοποιοῦνται σήμερα στά Μηνιαῖα τῆς Ἐκκλησίας καί εἶναι δημιουργήματα τοῦ Ἰωσήφ. Θά δυσκολευόμασταν μέσα στό «πέλαγος» τῆς ὑμνογραφίας, γι’αὐτό καί θεωρήσαμε ὀρθό νά παρουσιάσουμε ἐνδεικτικά κάποια ἔργα του ἀπό ὅσίους μάρτυρες καί ὁμάδες ἁγίων, νά τά σχολιάσουμε ὥστε νά ἔχουμε κάποια πιό ἀναλυτική εἰκόνα γιά τήν μεγάλη συγγραφική ἀξία τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Ὑμνογράφου. 163 189 187 This Master Thesis aims at recording and comparison of the behavior of ceramic alumina samples of various (six) porosity values through the observation and analysis of data obtained from the ultrasonic method, with the ultimate goal of the understanding of the elastic properties of alumina in a direct dependence on porosity. The first chapter of this thesis aims to present information on alumina, such as its properties, the methods of origin and manufacture, and a reference to technological ap-plications. It also presents the non-destructive testing techniques, analyze in detail the ultrasonic method and the theoretical background, the applications and the equipment. Finally, it describes the aim of the Thesis. The second chapter describes the materials, the experimental equipment and the procedure of the experiments carried out during the diploma thesis. The properties evaluated by the tests, the analytical data obtained with the ultraviolet method, as well as issues related to the correct understanding and the evaluation of the final results are thoroughly presented. In the third chapter, the results of the experiments are presented. The fourth chapter summarizes the conclusions of the Thesis and proposes topics for future re-search. Η συγκεκριμένη μεταπτυχιακή εργασία έχει ως στόχο τη μελέτη, την καταγραφή και τη σύγκριση της συμπεριφοράς κεραμικών δοκιμίων αλουμίνας έξι διαφορετικών τιμών πορώδους, μέσω της παρατήρησης και ανάλυσης δεδομένων που προέκυψαν από τη μέθοδο των υπερήχων, με τελικό στόχο την κατανόηση των ελαστικών ιδιοτήτων της αλουμίνας σε άμεση εξάρτηση με το πορώδες. Το πρώτο κεφάλαιο της διπλωματικής εργασίας παρουσιάζει χρήσιμες πληροφο-ρίες σχετικά με την αλουμίνα, όπως η περιγραφή των ιδιοτήτων της, οι μέθοδοι προέ-λευσης και παρασκευής της, καθώς και η αναφορά της σε τεχνολογικές εφαρμογές. Επί-σης, αναφέρεται στις τεχνικές Μη Καταστροφικού Ελέγχου, αναλύοντας διεξοδικά τη μέθοδο των υπερήχων με βάση το θεωρητικό της υπόβαθρο, τις εφαρμογές και τον ε-ξοπλισμό της. Τέλος περιγράφει το σκοπό της εργασίας. Το δεύτερο κεφάλαιο περιγράφει τα υλικά, τον πειραματικό εξοπλισμό και διαδι-κασία των πειραμάτων που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της διπλωματικής εργασίας, αναφέροντας τα χαρακτηριστικά των δοκιμίων και παρουσιάζοντας τα αναλυ-τικά δεδομένα που ελήφθησαν μέσω της μεθόδου των υπερήχων για την ορθή κατανό-ηση και αποτίμηση των τελικών αποτελεσμάτων. Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των πειραμάτων, και στο τέταρτο εξάγονται τα συμπεράσματα από τη διπλωματική εργασία και προτείνονται θέματα για μελλοντική έρευνα. 164 385 351 The synthesis and characterization of nickel complexes continues to attract the interest of the biological inorganic chemistry community. The discovery of a binuclear nickel complex in the active site of the enzyme urease gave a huge boost to the research community towards the synthesis and characterization of binuclear nickel complexes that could be considered as structural and/or functional models of the active site of the enzyme. However, this task has been quite difficult as, to date, no complexes have been reported that can mimic the catalytic activity of the enzyme. The aim of the present study was to synthesize and characterize models compounds of the active site of the enzyme urease, and more specifically the synthesis and characterization of Ni(II) binuclear complexes with natural or artificial amino acids as ligands, and the study of their reactivity towards urea substrates. From the binary reaction system Ni/ΑΑ (ΑΑ: artificial or natural amino acids) we managed to synthesize the two-dimensional coordination polymer [Ni(mAla)2]2n (1). With the addition of the salicylaldehyde ligand, (it is well-known for its ability to form Schiff bases with the amino acids in situ) and from the triad reaction system Ni/salald/AA (ΑΑ: artificial or natural amino acids) we managed to synthesize the two-dimensional coordination polymers [Ni2L12(MeOH)2]2n (2, 3), with the amino acids glycine and L-alanine respectively, and the binuclear complexes [Ni2L12(MeOH)4] (4, 5, 6), with the amino acids mAlaH, DL-valine and DL-norvaline, respectively, while H2L1 corresponds to the Schiff base formed between the aldehyde and each amino acid. We then employed salicylhydroxamic acid (H3SHA), which is an inhibitor of urease, as a means of isolating binuclear Ni(II) complexes featuring the inhibitor in an attempt to model its coordination mode to the active site of the enzyme, and from the triad reaction system Ni/H3SHA/tmen we managed to isolate the complexes [Ni2(H2SHA)2(tmen)2(OAc)] (7) and [Ni2(H2SHA)2(tmen)2(salicylate)](NO3)•MeOH (8). Finally, we explored the reactivity of different urea substrates (DPU and 3,4,4’-tricarbaniline) with the already synthesized binuclear complexes and managed to isolate complexes [Ni2L12(aniline)2(MeOH)2] (9), [Ni2L12(4-chloroaniline)2(MeOH)2] (10) and [Ni2L22(aniline)2(MeOH)2] (11). These complexes are the first examples of binuclear nickel complexes featuring the hydrolysis product of each urea substrate used and were isolated from the reaction of the preformed binuclear NiII complexes with the urea substrates. The same products can occur also in situ from the system Ni/DPU (or 3,4,4’-tricarbaniline)/salald (or 5-Br-salald)/mAlaH. Η σύνθεση και μελέτη ενώσεων νικελίου εξακολουθεί να ελκύει το ενδιαφέρον του πεδίου της βιολογικής ανόργανης χημείας. Η ανακάλυψη του διπυρηνικού συμπλόκου νικελίου στο ενεργό κέντρο του ενζύμου της ουρεάσης προσέδωσε τεράστια ώθηση στην ερευνητική κοινότητα προς τη σύνθεση και χαρακτηρισμό διπυρηνικών συμπλόκων νικελίου, οι οποίες θα μπορούσαν να λειτουργούν είτε ως δομικά είτε ως λειτουργικά μοντέλα του ενεργού κέντρου του ενζύμου. Ωστόσο, το εγχείρημα αυτό έχει αποδεχθεί αρκετά δύσκολο καθώς έως και σήμερα δεν έχουν αναφερθεί δομές οι οποίες να μπορούν να μιμηθούν την καταλυτική δραστικότητα του του ενζύμου. Στόχος της παρούσης εργασίας ήταν η σύνθεση και ο χαρακτηρισμός μοντέλων ενώσεων του ενεργού κέντρου του ενζύμου ουρεάση, και πιο συγκεκριμένα η σύνθεση και χαρακτηρισμός διπυρηνικών συμπλόκων Ni(II) με υποκαταστάτες φυσικά ή τεχνητά αμινοξέα, και εν συνεχεία η μελέτη της δραστικότητάς τους. Από το δυαδικό σύστημα αντιδράσεων Ni/ΑΑ (ΑΑ: τεχνητά ή φυσικά αμινοξέα) καταφέραμε να συνθέσουμε το δισδιάστατο πολυμερές ένταξης [Ni(mAla)2]2n (1). Με προσθήκη αλδεϋδικών υποκαταστατών, καθώς είναι γνωστή η ικανότητά τους να δημιουργούν βάσεις Schiff in situ παρουσία αμινοξέων, και από το τριαδικό σύστημα αντιδράσεων Ni/salald/AA (AA: τεχνητά ή φυσικά αμινοξέα) καταφέραμε να συνθέσουμε τα δισδιάστατα πολυμερή ένταξης [Ni2L12(MeOH)2]2n (2, 3), με τα αμινοξέα glycine και L-alanine αντίστοιχα, και τα διπυρηνικά σύμπλοκα [Ni2L12(MeOH)4] (4, 5, 6), με τα αμινοξέα mAlaH, DL-valine και DL-norvaline αντίστοιχα. Ο υποκαταστάτης H2L1 είναι η βάση Schiff που σχηματίζεται ανάμεσα στην αλδεΰδη και το εκάστοτε αμινοξύ. Εν συνεχεία στραφήκαμε στη χρήση του αναστολέα του ενζύμου της ουρεάσης, σαλικυλικό υδροξαμικό οξύ (H3SHA), και από το τριαδικό σύστημα αντιδράσεων Ni/H3SHA/tmen καταφέραμε να απομονώσουμε τα σύμπλοκα [Ni2(H2SHA)2(tmen)2(OAc)] (7) και [Ni2(H2SHA)2(tmen)2(salicylate)](NO3)•MeOH (8). Εν συνεχεία μελετήσαμε τη δραστικότητα διάφορων υποστρωμάτων ουρίας (DPU και 3,4,4’-τρικαρβανιλίνη) με τα ήδη υπάρχοντα διπυρηνικά σύμπλοκα και καταφέραμε να απομονώσουμε τα σύμπλοκα [Ni2L12(aniline)2(MeOH)2] (9) και [Ni2L12(4-chloroaniline)2(MeOH)2] (10) και [Ni2L22(aniline)2(MeOH)2] (11). Τα σύμπλοκα αυτά είναι τα πρώτα παραδείγματα διπυρηνικών συμπλόκων νικελίου τα οποία φέρουν συναρμοσμένο στη σφαίρα ένταξής τους το προϊόν υδρόλυσης της εκάστοτε υποκατεστημένης ουρίας που χρησιμοποιήθηκε, και τα οποία απομονώθηκαν μέσω αντίδρασης προσχηματισμένων διπυρηνικών συμπλόκων NiII με υποστρώματα ουρίας. Τα ίδια προϊόντα μπορούν να απομονωθούν και in situ από το σύστημα Ni/DPU (ή 3,4,4’-τρικαρβανιλίνη)/salald (ή 5-Br-salald)/mAlaH. 165 444 336 Ανάπτυξη κώδικα Monte Carlo με τη μέθοδο των συμπυκνωμένων ιστοριών και εφαρμογή στην δοσιμετρία ηλεκτρονίων σε υποκυτταρικό επίπεδο Τhe detailed-history MC4 code, which have been developed at the Medical Physics Laboratory of the University of Ioannina for the simulation of electrons with energies up to 10 keV in water, was modified and extended to higher energies (up to 1 MeV) using three different methodologies of the condensed history (CH) technique. Dose Point Kernel and Depth Dose distributions for monoenergetic electrons in water were calculated and the influence of the different CH methodologies and the phase effects of water on these distributions was studied. MC4 was benchmarked against nearly all available (general-purpose) CH codes. The effect on the above dose distributions of different models for the elastic scattering cross section and (soft-collision) energy-loss straggling was also investigated. Absorbed fractions and S-values for monoenergetic electrons uniformly distributed at different regions of unit-density spherical volumes with radius from 10 nm to 10 μm (sub-cellular scale) were calculated and compared with those obtained by the methodology of the MIRD (Medical Internal Radiation Dose) Committee. The latter calculations are based on analytic range-energy relationships and the Continuous Slowing Down Approximation (CSDA). Finally, the influence on the S-value of the three CH simulation methodologies was also investigated. The dose distribution results reveal that the inclusion of δ-ray transport causes the extension of dose profiles to larger distances with smaller peak values. The influence of the phase effects of water was found to be negligible in the examined energy range. The agreement between the results of MC4 and those from other codes is on the whole fairly good. With respect to the influence of different elastic scattering cross section models, we concluded that by an appropriate selection of the screening parameter in the screened Rutherford formulae and by using the relativistic Berger factor, a major improvement of the results may be achieved. The choice of different (soft-collision) energy-loss straggling distributions becomes important only at the tail of the dose profiles. In the calculated absorbed fraction and S-value distributions the MC values are higher than those of the MIRD method at energies where the penetration depth is comparable to the diameter of the sphere since the energy loss obtained by the analytic Cole-Howell formulae underestimates the corresponding from MC simulations. The situation is reversed at sufficiently high energies where the MIRD method overestimates both the absorbed fraction and the S-value since it neglects δ-rays. In general, the differences between the published S-values of the MIRD Committee and those from MC4 at the cellular level was found to be smaller than ~20 % for . Finally, the study of the S-value distributions obtained by the three CH methodologies demonstrated that the effect of (soft-collision) energy-loss straggling on these distributions is negligible. Ο αναλογικός κώδικας MC4, ο οποίος έχει αναπτυχθεί στο Εργαστήριο Ιατρικής Φυσικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων για την προσομοίωση ηλεκτρονίων αρχικής ενέργειας έως 10 keV στο νερό, τροποποιήθηκε και επεκτάθηκε σε υψηλότερες ενέργειες (έως 1 MeV) μέσω τριών μεθοδολογιών της τεχνικής «συμπυκνωμένων ιστοριών» (condensed history, CH). Υπολογίστηκαν κατανομές (Dose Point Kernel και Depth Dose) μονοενεργειακών ηλεκτρονίων στο νερό και μελετήθηκε η επίδραση των τριών μεθοδολογιών προσομοίωσης CH και των φαινομένων φάσης του νερού στις εν λόγω κατανομές. Η αξιοπιστία των αποτελεσμάτων ελέγχθηκε μέσω σύγκρισης με τις αντίστοιχες προβλέψεις από όλους σχεδόν τους (ευρείας-χρήσης) κώδικες CH. Επιπροσθέτως, μελετήθηκε η επίδραση στις παραπάνω κατανομές δόσης της χρήσης διαφορετικών μοντέλων ελαστικής ενεργούς διατομής και διασποράς απώλειας ενέργειας των «μη-καταστρεπτικών» αλληλεπιδράσεων στον MC4. Υπολογίστηκαν κλάσματα απορρόφησης και παράγοντες S μονοενεργειακών ηλεκτρονίων τα οποία κατανέμονται ομοιόμορφα σε διαφορετικές περιοχές σφαιρικών όγκων (μοναδιαίας πυκνότητας) με ακτίνα από 10 nm έως 10 μm (υποκυτταρική κλίμακα) και έγινε σύγκριση με τα αποτελέσματα της μεθοδολογίας της επιτροπής MIRD (Medical Internal Radiation Dose), η οποία βασίζεται σε αναλυτικές σχέσεις εμβέλειας-ενέργειας και στην προσέγγιση της συνεχούς επιβράδυνσης των ηλεκτρονίων (Continuous Slowing Down Approximation, CSDA). Τέλος, διερευνήθηκε η επίδραση των τριών μεθοδολογιών προσομοίωσης CH στον παράγοντα S. Η συγκριτική μελέτη της επίδρασης των τριών μεθοδολογιών CH στις κατανομές δόσης έδειξε ότι η προσομοίωση των ακτίνων-δ οδηγεί σε κατανομές, οι οποίες εκτείνονται σε μεγαλύτερες αποστάσεις και παρουσιάζουν μικρότερες τιμές στην περιοχή της κορυφής. Η επίδραση των φαινομένων φάσης του νερού στις παραπάνω κατανομές βρέθηκε ότι είναι αμελητέα στο εξεταζόμενο εύρος ενεργειών. Η συμφωνία μεταξύ των αποτελεσμάτων του MC4 και των υπολοίπων κωδικών κρίνεται ικανοποιητική. Σχετικά με την επίδραση των διαφορετικών μοντέλων ελαστικής ενεργούς διατομής συμπεράναμε ότι με κατάλληλη επιλογή του παράγοντα θωράκισης στις σχέσεις screened Rutherford καθώς και με χρήση του σχετικιστικού παράγοντα Berger μπορεί να επιτευχθεί σημαντική βελτίωση των αποτελεσμάτων. H επιλογή διαφορετικών μοντέλων για την συνάρτηση διασποράς απώλειας ενέργειας των «μη-καταστρεπτικών» αλληλεπιδράσεων καθίσταται σημαντική μόνο στις ουρές των κατανομών δόσης. 166 148 154 Linguistic representation of fear in contemporary journalistic texts, which pertain to the economic crisis and their educational meaning Γλωσσικές απεικονίσεις του φόβου σε σύγχρονα δημοσιογραφικά κείμενα που αφορούν στην οικονομική κρίση και η παιδευτική τους σημασία The scope of the present dissertation extends to the wider area of Applied Linguistics and undertakes the challenge of researching the linguistic representation of fear in contemporary journalistic texts, which pertain to the economic crisis, as well as the unfolding of their educational meaning. It divides into two parts that present the theoretical and research framework respectively. Amongst the issues explored are the linguistic variants of journalistic media in addition to the highlighted linguistic functions, which seem to be reformed during a multilevel crisis. Last, whilst exploring the impact of certain aspects of linguistic language, we approach its educational function, as the constant exposure of children to the media makes them aware of linguistic speech and its intentions, bringing into the light a possible need for restructuring the educational process. Η παρούσα διδακτορική διατριβή κινείται εντός της ευρύτερης περιοχής της Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας και αναλαμβάνει την πρόκληση της έρευνας των γλωσσικών απεικονίσεων του φόβου σε σύγχρονα δημοσιογραφικά κείμενα που αφορούν στην οικονομική κρίση καθώς και στην ανάδειξη της παιδευτικής σημασίας τους. Χωρίζεται σε δύο μέρη τα οποία παρουσιάζουν το θεωρητικό και το ερευνητικό πλαίσιο, αντίστοιχα. Μεταξύ των ζητημάτων που απασχολούν την έρευνα είναι οι γλωσσικές επιλογές φορέων του δημοσιογραφικού λόγου καθώς και οι λειτουργίες της γλώσσας που αναδεικνύονται, μιας και μοιάζουν να αναδιαμορφώνονται σε ένα περιβάλλον πολυεπίπεδης κρίσης. Τέλος, κατά την αναζήτηση των επιδράσεων των συγκεκριμένων πτυχών της δημοσιογραφικής γλώσσας, προσεγγίζεται η παιδευτική λειτουργία της, αφού η διαρκής έκθεση των παιδιών στα ΜΜΕ, τα έχει φέρει από πολύ νωρίς σε επαφή με τον δημοσιογραφικό λόγο και τις στοχεύσεις του, διαμορφώνοντας ίσως την ανάγκη αναδιοργάνωσης της εκπαιδευτικής διαδικασίας. 167 509 493 Development of enzyme-catalyzed processes for the targeted biotransformation of natural products with the purpose to improve their properties Ενζυμικά καταλυόμενες διεργασίες για τον στοχευμένο βιομετασχηματισμό φυσικών προϊόντων με στόχο την αναβάθμιση των ιδιοτήτων τους The current PhD thesis aims at developing enzyme-catalyzed processes for the targeted biotransformation of natural products with the purpose to improve their properties. Carbon-based nanostructured materials play an important role in the fields of nanobiocatalysis and enzyme biotechnology. Their special properties have attracted considerable research interest. In this study, nanostructured hierarchically porous carbon materials (HPCs) and porous carbon cuboids (PCCs) were employed. These types of nanomaterials were used as carriers for the immobilization of different enzymes - laccase, an oxidoreductase and two hydrolases, namely lipase and β-glucosidase. The nanomaterials used were either in their bare form or chemically modified, in order to obtain functional groups or to gain magnetic properties. Enzyme immobilization was carried out in two methods – by adsorption or by covalent linkage. Finally, different spectroscopic and microscopic techniques were employed for the nanobiocatalysts characterization in terms of their structure and catalytic behavior. Surface chemistry of nanomaterials is of fundamental importance regarding their interaction with biomolecules, affecting both immobilization yield and catalytic activity of immobilized enzymes. Similarly, the immobilization techniques that were utilized seem to affect the catalytic activity, as well as the thermal and operational stability of the immobilized enzymes. The developed nanobiocatalysts exhibited remarkable catalytic activity and stability. The nanobiocatalytic systems developed under the scope of the present thesis were subsequently utilized for the biotransformation of various natural products aiming at the improvement of their biological activity. Immobilized laccase was successively used for the modification of tyrosol and hydroxytyrosol, two phenolic compounds with various biological activities. The modification process led mainly to dimeric derivatives, which demonstrated increased biological activities. Following, the immobilized β-glucosidases were successfully employed for the production of hydroxytyrosol from the standard oleuropein compound, while they were also applied for the enrichment of olive leaves extracts in hydroxytyrosol with the purpose to improve their biological activity. The hydroxytyrosol enriched olive leaves extracts demonstrated improved antioxidant, antimicrobial and anticancer activity. Furthermore, scale-up of the chemoenzymatic modification process was carried out, moving from 1 mg to 20 g by using batch bioreactor systems. Lastly, an “NMR-tube bioreactor” system was developed, as a three-step method carried out entirely in a 5 mm NMR tube. This simple procedure enables: a) the prediction of the ability of a natural product or a mixture of products to perform as a substrate for particular enzymes, b) the real time monitoring of the biotransformation, and d) the investigation of interaction of different products with a target protein of pharmaceutical interest. As a conclusion, carbon-based nanostructured materials consist efficient carriers for enzyme immobilization, leading to the formation of robust biocatalytic systems. On the other hand, modification of natural compounds with biotechnology tools is a much promising guideline for the synthesis of compounds with enriched biological activity. The results of the present thesis indicate the benefits which arise from the incorporation of nanotechnology in the development of biocatalytic systems, directing the research to the field of nanobiotechnology, with a plethora of new and alternative applications. Σκοπό της διατριβής αποτελεί η ανάπτυξη ενζυμικά καταλυόμενων διεργασιών για τον στοχευμένο βιομετασχηματισμό φυσικών προϊόντων, με στόχο την αναβάθμιση των ιδιοτήτων τους. Τα νανοδομημένα υλικά με βάση τον άνθρακα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στα πεδία της νανοβιοκατάλυσης και της ενζυμικής βιοτεχνολογίας. Οι ιδιαίτερες ιδιότητες που εμφανίζουν έχουν προσελκύσει το ερευνητικό ενδιαφέρον. Τα νανοϋλικά που χρησιμοποιήθηκαν ήταν τα νανοδομημένα υλικά ιεραρχημένου πορώδους άνθρακα (hierarchically porous carbon materials, HPCs) και οι κυβοειδείς πορώδεις άνθρακες (porous carbon cuboids, PCCs). Τα υλικά αυτά μελετήθηκαν ως φορείς για την ακινητοποίηση ενός οξειδωαναγωγικού ενζύμου, της λακάσης και δύο υδρολυτικών ενζύμων, της λιπάσης και της β-γλυκοσιδάσης. Χρησιμοποιήθηκαν στην απλή τους μορφή και μετά από χημική επεξεργασία, είτε για να αποκτήσουν λειτουργικές ομάδες, είτε για να αποκτήσουν μαγνητικές ιδιότητες. Η ακινητοποίηση των ενζύμων πραγματοποιήθηκε με δύο τρόπους, με απλή προσρόφηση ή με τη δημιουργία ομοιοπολικού δεσμού. Τέλος, χρησιμοποιήθηκαν διάφορες φασματοσκοπικές και μικροσκοπικές μέθοδοι, για τον χαρακτηρισμό των νανοβιοκαταλυτών ως προς τη δομή τους και την καταλυτική τους συμπεριφορά. Η χημεία της επιφάνειας των νανοϋλικών φάνηκε να παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην αλληλεπίδραση τους με τις πρωτεΐνες, επηρεάζοντας τόσο το ποσοστό ακινητοποίησης όσο και την καταλυτική δραστικότητα των ακινητοποιημένων ενζύμων. Ομοίως, οι προσεγγίσεις ακινητοποίησης που χρησιμοποιήθηκαν, φάνηκε να επιδρούν στην καταλυτική δραστικότητα, καθώς και στη θερμική και λειτουργική σταθερότητα των ακινητοποιημένων ενζύμων. Οι νανοβιοκαταλύτες που αναπτύχθηκαν επέδειξαν υψηλή καταλυτική δραστικότητα και σταθερότητα. Αυτά τα νανοβιοκαταλυτικά συστήματα, χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια για την βιομετατροπή διάφορων φυσικών προϊόντων με σκοπό την βελτίωση της βιολογικής τους δράσης. Η ακινητοποιημένη λακάση χρησιμοποιήθηκε επιτυχώς για την τροποποίηση της τυροσόλης και της υδροξυτυροσόλης, δύο φαινολικές ενώσεις με ποικίλες βιολογικές δράσεις. Η τροποποίηση αυτή οδήγησε στη δημιουργία κυρίως διμερών παραγώγων, τα οποία εμφάνισαν βελτιωμένες βιολογικές δράσεις. Στη συνέχεια, οι ακινητοποιημένες β-γλυκοσιδάσες χρησιμοποιήθηκαν επιτυχώς για την παραγωγή υδροξυτυροσόλης από πρότυπη ένωση ελευρωπαΐνης, καθώς και για τον εμπλουτισμό εκχυλισμάτων φύλλων ελιάς σε υδροξυτυροσόλη. Τα εμπλουτισμένα εκχυλίσματα φύλλων ελιάς εμφάνισαν καλύτερη αντιοξειδωτική, αντιμικροβιακή και αντικαρκινική δράση. Επιπλέον, πραγματοποιήθηκε κλιμάκωση (Scale-up) της χημειοενζυμικής τροποποίησης των εκχυλισμάτων φύλλων ελιάς από 1 mg σε 20 g σε βιοαντιδραστήρες διαλείποντος έργου. Τέλος, αναπτύχθηκε ο ‘NMR-tube βιοαντιδραστήρας’, μία μέθοδος τριών σταδίων που έχει διεξαχθεί ολοκληρωτικά μέσα σε ένα σωλήνα NMR 5 mm. Αυτή η απλή μεθοδολογία επιτρέπει: α) την πρόβλεψη της ικανότητας ενός φυσικού προϊόντος να λειτουργήσει ως υπόστρωμα για συγκεκριμένα ένζυμα, β) την καταγραφή της εξέλιξης της αντίδρασης βιοτροποποίησης προϊόντος/ών σε πραγματικό χρόνο και γ) τον έλεγχο της αλληλεπίδρασης των προϊόντων με πρωτεΐνες στόχους φαρμακευτικού ενδιαφέροντος. Συμπερασματικά, τα νανοδομημένα υλικά με βάση τον άνθρακα αποτελούν αποτελεσματικούς φορείς ακινητοποίησης ενζύμων για τη δημιουργία ισχυρών βιοκαταλυτικών συστημάτων. Παράλληλα, η τροποποίηση φυσικών προϊόντων με βιοτεχνολογικά εργαλεία μπορεί να οδηγήσει στη σύνθεση ενώσεων με πλούσια βιολογική δράση. Τα αποτελέσματα της παρούσας διατριβής καταδεικνύουν τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν από την εφαρμογή της νανοτεχνολογίας στην ανάπτυξη βιοκαταλυτικών συστημάτων, κατευθύνοντας την έρευνα προς τον τομέα της νανοβιοτεχνολογίας, έναν κλάδο που μπορεί να προσφέρει μία πληθώρα νέων και εναλλακτικών εφαρμογών. 168 141 161 Enhancement of reading comprehension through vocabulary instruction in children with limited linguistic experiences Η ενίσχυση της αναγνωστικής κατανόησης μέσω της διδασκαλίας λεξιλογίου σε παιδιά με περιορισμένες γλωσσικές εμπειρίες Students with poor vocabulary have difficulty understanding written text. The purpose of the present case study is the enhancement of reading comprehension through vocabulary instruction in children with limited linguistic experiences. The sample of the study consisted of eight children from third grade, which were separated in two groups, instruction group and control group. At first, an initial assessment of vocabulary and reading comprehension was attempted. Afterwards, instruction group received a systematic vocabulary instruction and at the end a reassessment took place in both groups. The results indicated that in the reassessment students of the instruction group had higher achievement in vocabulary and in comprehension comparatively to control group. In conclusion, a systematic vocabulary instruction in children with limited linguistic experiences enhances vocabulary and reading comprehension as well. Οι μαθητές με περιορισμένο λεξιλόγιο αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην κατανόηση του νοήματος ενός γραπτού κειμένου. Η παρούσα έρευνα αποτελεί μία μελέτη περίπτωσης που έχει ως σκοπό την ενίσχυση της αναγνωστικής κατανόησης μέσω της διδασκαλίας λεξιλογίου παιδιών με περιορισμένες γλωσσικές εμπειρίες. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν οχτώ μαθητές τρίτης δημοτικού, οι οποίοι διαχωρίστηκαν στην πειραματική ομάδα και στην ομάδα ελέγχου. Επιχειρήθηκε μία αρχική αξιολόγηση του επιπέδου του λεξιλογίου τους και της αναγνωστικής τους κατανόησης. Έπειτα, η πειραματική ομάδα έλαβε συστηματική διδασκαλία λεξιλογίου και στο τέλος υλοποιήθηκε μία επαναξιολόγηση και στις δύο ομάδες. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι στην τελική αξιολόγηση οι μαθητές της πειραματικής ομάδας είχαν υψηλότερες επιδόσεις στον τομέα του λεξιλογίου και της αναγνωστικής κατανόησης συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου. Συμπεραίνεται λοιπόν, ότι η συστηματική διδασκαλία λεξιλογίου σε μαθητές με περιορισμένες γλωσσικές εμπειρίες ενισχύει τόσο το επίπεδο του λεξιλογίου τους όσο και την αναγνωστική τους κατανόηση. 169 229 217 Development of nanobiocatalytic systems through on the immobilisation of hydrolases on graphen nanoparticles Ανάπτυξη νανοβιοκαταλυτικών συστημάτων με βάση την ακινητοποίηση υδρολασών σε νανοσωματίδια γραφενίο This dissertation is about the development of novel protocols for enzyme immobilization on nanomaterials. The enzymes used were of the hydrolases category, specifically β-D-glucosidase and invertase, with the outermost aim being the use of the nanobiocatalytic systems in the conversion of industrial agriculture waste into useful products. The most used enzyme throughout this project was β-D-glucosidase which we managed to immobilize via novel methods that utilize the chemical compound APTES. This led to very stable nanobiocatalytic systems with enhanced level of activity in naturally perceived extreme conditions. The characterization of the materials as well as of the immobilized enzymes was achieved through the use of spectroscopic techniques such as FT-IR, raman and AFM. The knowhow acquired through the immobilization and experimental procedures was then used with success in the immobilization of the enzyme invertase. Finally, we managed to create a nanobiocatalytic system involving both enzymes simultaneously immobilized in many layers with the outer layer belonging to invertase. This final product proved itself extremely handful in hydrolyzing a mix of cellobiose and sucrose, both being industrial wastes. Part of the results has already been published in the international scientific magazine "Frontiers in Materials" under the title "Hybrid Nanomaterials of Magnetic Iron Nanoparticles and Graphene Oxide as Matrices for the Immobilization of β-Glucosidase: Synthesis, Characterization, and Biocatalytic Properties". Η παρούσα εργασία ασχολείται με την ανάπτυξη πρωτοκόλλων για την ακινητοποίηση ενζύμων της κατηγορίας των υδρολασών σε προηγμένα νανοϋλικά με απώτερο σκοπό την επεξεργασία αγροτοβιομηχανικών αποβλήτων και τη μετατροπή τους σε χρήσιμα προϊόντα. Τα ένζυμα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν η β-D-γλυκοζιδάση και η ιμβερτάση. Κύριο βάρος δόθηκε στο πρώτο ένζυμο που μέσα από καινοτόμα πρωτόκολλα που αναπτύχθηκαν με κύριο χαρακτηριστικό την χρήση της χημικής ένωσης APTES οδηγηθήκαμε στην ανάπτυξη ιδιαίτερα σταθερών ενζυμικών βιοκαταλυτικών συστημάτων που διατηρούν υψηλά επίπεδα δραστικότητας σε φυσιολογικά ακραίες συνθήκες. Ο χαρακτηρισμός των υλικών και των ακινητοποιημένων ενζύμων έγινε με χρήση τεχνολογιών όπως FT-IR, raman φασματοσκοπία και AFM. Η τεχνογνωσία που αποκτήθηκε μέσα από την εφαρμογή αυτών των πρωτοκόλλων ακινητοποίησης και πειραματικής δοκιμής εφαρμόστηκε στη συνέχεια και για το ένζυμο ιμβερτάση. Στο τέλος μπορέσαμε να δημιουργήσουμε ένα βιοκαταλυτικό σύστημα που περιείχε και τα δυο ένζυμα ταυτόχρονα σε πολλά επίπεδα στοιβάδων με την εξώτερη στοιβάδα να περιέχει το ένζυμο ιμβερτάση. Αυτό το προϊόν αποδείχθηκε ιδιαίτερα αποτελεσματικό στην υδρόλυση ενός μίγματος που περιείχε κελλοβιόζη και σουκρόζη, τα οποία αποτελούν βιομηχανικά υποστρώματα. Μάλιστα μέρος των αποτελεσμάτων δημοσιεύθηκε στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό "Frontiers in Materials" με τίτλο "Hybrid Nanomaterials of Magnetic Iron Nanoparticles and Graphene Oxide as Matrices for the Immobilization of β-Glucosidase: Synthesis, Characterization, and Biocatalytic Properties". 170 168 210 Η επίδραση της χρόνιας ισχαιμίας οπισθίου άκρου στην έκταση του εμφράγματος του μυοκαρδίου, στην αγγειογένεση και στην παράπλευρη στεφανιαία ροή Aim: We examined the effects of chronic ischemia of peripheral skeletal muscles on infarct size and neovascularization of myocardium. Methods: Hind-limb ischemia was induced in Wistar rats and New Zealand rabbits by excision of the left femoral artery. Four weeks thereafter, in the rat series, infarct size without reperfusion, left ventricular function after ischemia/reperfusion, neovascularization and coronary flow were determined, whereas in the rabbit series, infarct area/area at risk ratio (I/R ratio) after ischemia/reperfusion combined with conditioning protocol and neovascularization were assessed. Results: Chronic limb ischemia rats demonstrated smaller infarct size (p<0.0001), improved left ventricular function at the end of reperfusion (developed pressure: p=0.008; max+dp/dt: p=0.004; max-dp/dt: p=0.041), whereas coronary flow remained unchanged during ischemia (F=1.36, p=0.28) compared to the controls (F=5.65, p=0.00182). Chronic limb ischemia rabbits exhibited a smaller I/R ratio after ischemia/reperfusion and application of conditioning (p=0.003, p=0.0015, p=0.00014), while coronary vessel density was higher in both rat (0.00021) and rabbit series (p=0.008). Conclusion: Chronic ischemia of peripheral skeletal muscles confers cardioprotection, augmenting coronary collateral flow. Σκοπός: Εξετάσαμε την επίδραση της χρόνιας ισχαιμίας περιφερικών σκελετικών μυών στο μέγεθος του εμφράγματος και στην νεοαγγείωση του μυοκαρδίου. Μέθοδοι: Σε επίμυες τύπου Wistar και κόνικλους τύπου New Zealand προκλήθηκε ισχαιμία οπισθίου άκρου με αφαίρεση της αριστερής μηριαίας αρτηρίας. Τέσσερις εβδομάδες αργότερα, στους επίμυες εκτιμήθηκε το μέγεθος του εμφράγματος χωρίς επαναιμάτωση, η λειτουργικότητα της αριστερής κοιλίας μετά από ισχαιμία- επαναιμάτωση, η νεοαγγείωση και η στεφανιαία ροή, ενώ στους κόνικλους προσδιορίστηκε ο λόγος εμφραγματική/ισχαιμική περιοχή (I/R) μετά από ισχαιμία επαναιμάτωση σε συνδυασμό με πρωτόκολλα προετοιμασίας και η νεοαγγείωση. Αποτελέσματα: Στους επίμυες μετά από ισχαιμία άκρου το μέγεθος του εμφράγματος ήταν μικρότερο (p<0.0001), η λειτουργία της αριστερής κοιλίας μετά την επαναιμάτωση βελτιώθηκε (αναπτυσσόμενη πίεση αριστερής κοιλίας: p=0.008; max + dp/dt: p=0.004; max-dp/dt: p=0.041), ενώ η στεφανιαία ροή δε μειώθηκε κατά την ισχαιμία (F=1.36, p=0.28) σε σύγκριση με τους μάρτυρες. Στους κόνικλους με ισχαιμία άκρου, μετά ισχαιμίας-επαναιμάτωσης και συνδυασμού ισχαιμικής και μετα-ισχαιμικής προετοιμασίας ο λόγος I/R ήταν μικρότερος (p=0.003, p=0.0015, p=0.00014), ενώ η πυκνότητα των στεφανιαίων αγγείων ήταν υψηλότερη, τόσο στους επίμυες (p=0.00021) όσο και στους κόνικλους (p=0.008). Συμπέρασμα: Η χρόνια ισχαιμία περιφερικών σκελετικών μυών δρα καρδοπροστατευτικά, επάγοντας την ανάπτυξη παράπλευρης στεφανιαίας κυκλοφορίας. 171 110 142 Έλεγχος της συμμετοχής του αναπνευστικού συστήματος στα αυτοάνοσα ρευματικά νοσήματα με συνήθεις κλινοεργαστηριακές μεθόδους 465 PATIENTS WITH AUTOIMMUNE RHEUMATIC DISEASE (ARD) WERE EVALUATED FOR POSSIBLE RESPIRATORY INVOLVEMENT. CLINICAL (HISTORY AND PHYSICAL EXAMINATION), ROENTGENOLOGICAL (CHEST ROENTGENOGRAM) AND FUNCTIONAL (SPIROMETRY AND DIFFUSING CAPACITY) WERE USED. 368 PATIENTS (79%) HAD CRITERIA OF RESPIRATORY INVOLVEMENT(79% OR THE 122 WITH RA, 82% OF THE 101 WITH SLE, 81% OF THE 97 WITH PSS, 85% OF THE 26 WITH PM/DM 90% OF THE 35 WITH MCTD AND 68% OF THE 84 WITH ONLY CLINICAL 288/465 (62%) OR CLINICAL AND ROENTGENOLOGICAL 318/465 (68%) MEANS. THE COMMONEST ROENTGENOLOGICAL ABNORMALITY WAS INTERSTITIAL LUNG DISEASE (ILD) AND THE COMMONEST FUNCTIONAL, RESTRICTIVE PULMONARY DISEASE SMALL AIRWAY DISEASE WAS FOUND IN SLE, MCTD AND SJOGREN SYNDROME. ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΕ Η ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΣΕ 465 ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΑΥΤΟΑΝΟΣΑΡΕΥΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ, ΚΛΙΝΙΚΑ, ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ. 368 ΑΣΘΕΝΕΙΣ (79%) ΕΙΧΑΝ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΠΡΟΣΒΟΛΗΣ (ΑΠΟ 122 ΟΙ (79%) ΜΕ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ (RA) 82% ΑΠΟ ΤΟΥΣ 101 ΜΕ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗ ΛΥΚΟ (ΣΕΛ) 81% ΑΠΟ ΤΟΥΣ 97 ΜΕ ΣΚΛΗΡΟΔΕΡΜΑ (ΠΠΣ) 85% ΑΠΟ ΤΟΥΣ 26 ΜΕ ΠΟΛΥΜΥΟΣΙΤΙΔΑ /ΔΕΡΜΑΤΟΜΥΟΣΙΤΙΔΑ (ΡΜ/ΔΜ) 90% ΑΠΟ ΤΟΥΣ 35 ΜΕ ΜΕΙΚΤΗ ΝΟΣΟ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΤΙΚΟΥ ΙΣΤΟΥ ΚΑΙ 68% ΑΠΟ ΤΟΥΣ 84 ΜΕ Σ. SJOGREN. Η ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΗΤΑΝ ΚΛΙΝΙΚΑ ΕΚΔΗΛΗ ΣΕ 288 (62%) ΑΣΘΕΝΕΙΣ, ΚΛΙΝΙΚΟΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΣΕ 318 (68%) ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΩΝ ΔΟΚΙΜΑΣΙΩΝ ΑΝΗΛΘΕ ΣΤΟ 368 (79%). Η ΠΙΟ ΣΥΧΝΗ Α /Α ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΗΤΑΝ Η ΔΙΑΜΕΣΗ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΒΟΛΗ (38%) ΚΑΙ Η ΠΙΟ ΣΥΧΝΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ Η ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΗ ΠΝΕΥΜΟΝΟΠΑΘΕΙΑ (42%) ΝΟΣΟΣ ΤΩΝΜΙΚΡΩΝ ΑΕΡΑΓΩΓΩΝ. ΑΝΙΧΝΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΣΕΛ, ΣΤΗ ΜΣΝΙ ΚΑΙ ΣΤΟ Σ.Ζ. 172 463 461 Design, synthesis and study of new phosphate, borate glass systems and glass-ceramics with high chemical stabiliity Σχεδιασμός, σύνθεση και μελέτη νέων συστημάτων φωσφορικών, βορικών υάλων και υαλοκεραμικών υψηλής χημικής σταθερότητας The present thesis deals with the preparation and study of strontium borophosphate glasses, with compositions xSrO(1-x)[0.68B2O3·0.32P2O5], 0.40≤x≤0.68. Besides barium borophosphate glasses xBaO(1-x)[0.68B2O30.32P2O5], 0.40≤x≤0.53, were also prepared and studied in order to compare the spectroscopic data in both glass systems. In addition, tin borophosphate glasses with compositions 0.67SnO·(0.33-x)P2O5·xB2O3, 0≤x≤0.16 were prepared in an effort to elucidate the structural units which enhance the chemical durability (logDR) and affects other properties of these glasses such as density (ρ) and glass transition temperature (Tg). The results have been discussed in terms of the glass former relative concentration (P2O5 by B2O3) and the change in the ratio Sn2+/Sn4+. In order to study the structure of glasses, Raman and mid-infrared (mid-IR) spectroscopies were used, while the study of the ionic interactions between the modifying cations Sr2+ and the anionic environment was achieved by using far infrared spectroscopy (far-IR) where the active force constant FSr-O was calculated in order to be used for assessing the strength of Sr-O bonds. Study and analysis of the vibration spectra showed a general tendency towards a gradual modification of glasses with the exception of some compositions near meta-stoichiometry. In order to comprehend and confirm the spectroscopic data in the system SrO-B2O3-P2O5, there were prepared crystalline compounds and glass-ceramics of specific glass compositions and were studied by X-ray diffraction (XRD) and Raman spectroscopy. The prepared strontium glasses were also theoretically studied, initially with quantum calculations of their electronic structure and therefore with molecular dynamics calculations (MD). The quantum mechanical calculations were intended to completely clarify the geometry and the modes of vibrational behavior of the system under study and to investigate at the same time the origin of characteristic studied Raman bands (e.g. 985cm-1) for which there are no clear attributions in literature. Study of the local environment for tin ions, the coordination number and the detection of metallic tin, took place through study of Mössbauer glass spectra together with the use of an optical microscope. The results showed that the systematic quantitative increase in metallic tin as well as in the ratio Sn4+/Sn2+ results from the increase of boron content in the glass structure. Finally, there were determined properties of strontium and tin borophosphate glasses such as density (Archimedes method), molecular volumes (using density and actual composition) and glass transition temperatures (Tg) by thermal analysis measurements DTA/TGA. An overall evaluation of results and a combination of the information from various analytical methods which were used by the glass structure and by the characteristic properties which the materials present was carried out. It was made an analysis related to the changes of properties with respect to structural rearrangements and the favorable factors for enhancing the chemical durability were determined. Στην διατριβή αυτή παρουσιάζεται η παρασκευή και η μελέτη τριαδικών βοριοφωσφορικών υάλων με στρόντιο, συστάσεων xSrO(1-x)[0.68B2O3·0.32P2O5], όπου 0.40≤x≤0.68. Με σκοπό την διερεύνηση των φασματοσκοπικών δεδομένων και για λόγους σύγκρισης, παρασκευάστηκαν και μελετήθηκαν οι βοριοφωσφορικές ύαλοι βαρίου αντιστοίχων συστάσεων xBaO(1-x)[0.68B2O3·0.32P2O5], 0.40≤x≤0.53. Παρασκευάστηκαν επίσης και μελετήθηκαν τριαδικές βοριοφωσφορικές ύαλοι με κασσίτερο συστάσεων 0.67SnO·(0.33-x)P2O5·xB2O3, 0≤x≤0.16, με σκοπό την διερεύνηση της σημαντικής αύξησης που επιφέρει στην χημική τους ανθεκτικότητα (logDR) - αλλά και σε άλλες ιδιότητες όπως η πυκνότητα (ρ) και η θερμοκρασία υαλώδους μετάπτωσης (Τg) - η αντικατάσταση του P2O5 με B2O3 όπως και η μεταβολή του λόγου Sn2+/Sn4+. Για την μελέτη της δομής των υάλων χρησιμοποιήθηκαν φασματοσκοπίες Raman και μέσου υπερύθρου (mid-IR), ενώ για την μελέτη των ιοντικών αλληλεπιδράσεων κατιόντων Sr2+ και υαλώδους δικτυώματος, φασματοσκοπία άπω υπερύθρου (far-IR) όπου υπολογίστηκε η ενεργή σταθερά δύναμη FSr-O η οποία χρησιμοποιήθηκε για την εκτίμηση της ισχύος των δεσμών Sr-O, σημαντικού παράγοντα, ο οποίος επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τις ιδιότητες των υάλων όπως είναι η Tg, η χημική σταθερότητα αλλά η πυκνότητα. Η μελέτη και ανάλυση των δονητικών φασμάτων έδειξε μια γενική τάση σταδιακής τροποποίησης των υάλων με εξαίρεση συστάσεις κοντά στην μετα-στοιχειομετρία. Για την επιβεβαίωση και κατανόηση αυτών των φασματοσκοπικών δεδομένων στο σύστημα SrO-B2O3-P2O5 παρασκευάστηκαν κρυσταλλικές ενώσεις και υαλοκεραμικά συγκεκριμένων συστάσεων υάλων και μελετήθηκαν με περίθλαση ακτίνων-Χ (XRD) και φασματοσκοπία Raman. Η μελέτη του τοπικού περιβάλλοντος για τα ιόντα κασσιτέρου, o αριθμός σύνταξης και η ανίχνευση μεταλλικού κασσιτέρου, έγιναν μέσω της μελέτης των φασμάτων Mössbauer των υάλων αλλά και με την βοήθεια οπτικού μικροσκοπίου. Τα αποτελέσματα έδειξαν την συστηματική ποσοτική αύξηση μεταλλικού κασσιτέρου και του λόγου Sn4+/Sn2+ με αύξηση του περιεχομένου βορίου στην ύαλο.Οι ύαλοι στροντίου που παρασκευάσθηκαν μελετήθηκαν παράλληλα και θεωρητικά, αρχικά με κβαντομηχανικούς υπολογισμούς της ηλεκτρονιακής τους δομής και μετέπειτα με υπολογισμούς μοριακής δυναμικής (MD). Οι κβαντομηχανικοί υπολογισμοί είχαν σκοπό να αποσαφηνίσουν πλήρως την γεωμετρία και τους τρόπους δονητικής συμπεριφοράς του υπό μελέτη συστήματος και παράλληλα να διερευνήσουν την προέλευση χαρακτηριστικών ταινιών (π.χ. ~985cm-1) στα φάσματα Raman που μελετήθηκαν για τις οποίες δεν υπάρχουν σαφείς αποδόσεις στην βιβλιογραφία. Τέλος, προσδιορίστηκαν ιδιότητες όπως η πυκνότητα (μέθοδος Αρχιμήδη), ο μοριακός όγκος (χρησιμοποιώντας πυκνότητα και πραγματική σύσταση), οι θερμοκρασίες υαλώδους μετάβασης (Tg) με βάση μετρήσεις θερμικής ανάλυσης (DTA/TGA), των υάλων στροντίου και κασσιτέρου. Επίσης προσδιορίστηκε η ταχύτητα διάλυσης (DR) με βάση την απώλεια βάρους για δύο διαφορετικούς χρόνους έκθεσης σε ουδέτερο υδατικό διάλυμα στους 90οC, και υπολογίστηκε η χημική ανθεκτικότητα των υάλων. Πραγματοποιήθηκε συνολική αποτίμηση των αποτελεσμάτων και συνδυασμός των πληροφοριών από τις διάφορες αναλυτικές μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για την δομή των υάλων και των χαρακτηριστικών ιδιοτήτων που τα υλικά παρουσιάζουν. Έγινε ανάλυση των μεταβολών των ιδιοτήτων σε σχέση με τις δομικές ανακατατάξεις και προσδιορίστηκαν οι ευνοϊκοί παράγοντες για ενίσχυση της χημικής ανθεκτικότητας. 173 17 23 Μπορεί η γλώσσα των βιβλίων να διαμορφώσει συνειδήσεις; Μία ερευνητική προσέγγιση στην πολιτισμολογία της γλώσσας και της διδασκαλίας της για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση Could textbooks language change our attitudes? A research approach in language and culture acquisition for K-12 graders 174 582 541 Molecular characterization of potentially toxic strains of bacteria and protists from aquatic ecosystems Μοριακός χαρακτηρισμός δυνητικώς τοξικών στελεχών βακτηρίων και πρωτίστων από υδάτινα οικοσυστήματα Harmful algal blooms, or HABs, occur when colonies of algae grow out of control and produce toxic or harmful effects on people, fish, shellfish, marine mammals and birds. The human illnesses caused by HABs, though rare, can be debilitating or even fatal. Consumption of shellfish containing biotoxins threatens human’s health through poisoning. Depending on the symptoms they cause, these poisonings are classified as: Amnesic Poisoning (ASP) (toxin: Domoic Acid), Paralytic Poisoning (PSP) (Saxitoxins), Hepatic Poisoning (HSP) (Microcystins), Diarrhea Poisoning (DSP)(Okadaic acid and dinophysotoxins) and Neurotoxic Poisoning (NSP) (Brevetoxins). From previous research data, toxins of amnesic, paralytic, hepatic, diarrheal and neurotoxic poisoning have been reported in Amvrakikos Gulf. The organisms that have been implicated in the production of these toxins have only been identified by microscopic observation. In the present work, we investigated the presence of marine biotoxins in mussel tissues collected seasonally from six sampling sites around the Gulf of Amvrakikos. The biotoxins were determined by a specific toxin assay using the ELISA method. We confirmed the presence of four of the five toxins we studied (brevetoxins, microcystins, okadaic acid and domoic acid). Saxitoxins were below the detection limit of the method. In contrast to the other toxins reported, the presence of microcystin in the mussels from the Amvrakikos Gulf is strong (18.6 - 117.5 ng/g ww) throughout the year. The daily intake of microcystin consumed by an adult 70kg is 18ng/g. All the samples we had were above this safety limit. From surface water samples, we identified the microorganisms that are likely to produce these toxins, using molecular techniques. We constructed a gene library for the 16S-ITS-23S rDNA region of cyanobacteria. Most cyanobacteria belong to the genus Synechococcus, to subcluster 5.3. Cyanobacteria of this subcluster occur mainly in the Mediterranean, in the Sargasso Sea and in the East Sea. For a more detailed analysis of the biodiversity of cyanobacteria and protists, we continued with new generation sequencing (NGS). The results of NGS analysis indicate the existence of 7 cyanobacterial OTUs, common in all our samples, with 4 of them covering >90% of the cyanobacterial population. All belong to the genus Synechococcus. No cyanobacteria were found to belong to a genus known for microcystin production (Microcystis, Anabaena, Anabaenopsis, Oscillatoria). As far as protists are concerned, most of them belong to the Superphylum: Alveolata and the Phylum: Dinoflagellata. Among the samples, there are 23 OTU prototypes present in all samples, with 11 of them abundant (>1% of the sample). Their percentage composition among the samples varies both in the sampling location and in the season, without following any standard. Among the OTUs of the protista of the known potentially toxic genera are Alexandrium and Gymnodinium - responsible for PSP - and Prorocentrum and Dinophysis - responsible for DSP.In the third and final part of our work, we tried to cultivate microcystin-producing cyanobacteria. One of the cultures was found to produce microcystin after successive passages. Molecular characterization of this culture showed the presence of OTUs corresponding to cyanobacteria of the genus Microcystis. We then investigated the existence of two genes in the microcystin-producing operon (mcyA-NMT and mcyA-Cd) and obtained a positive result only for the mcyA-NMT gene. The present thesis reveals that the Amvrakikos Gulf is an ecosystem, with great biodiversity and heterogeneity still in the protists bio-community. Of the toxins studied, microcystin is of particular interest. Subsequent studies may focus on the isolation of those cyanobacteria responsible for microcystin production. Η ραγδαία αύξηση πληθυσμού φυκών σε υδάτινα οικοσυστήματα με ταυτόχρονη παραγωγή βιοτοξινών είναι ένα φαινόμενο γνωστό ως επιβλαβής άνθιση φυκών (HAB – Harmful Algal Bloom). Οι βιοτοξίνες αυτές παράγονται από πλαγκτονικούς οργανισμούς (κυανοβακτήρια και πρώτιστα) και συσσωρεύονται στα οστρακοειδή. Κατανάλωση οστρακοειδών που περιέχουν βιοτοξίνες απειλεί την ανθρώπινη υγεία μέσω δηλητηριάσεων. Αναλόγως των συμπτωμάτων που προκαλούν, οι δηλητηριάσεις αυτές διακρίνονται σε: Αμνησιακή δηλητηρίαση (ASP) (τοξίνη: δομοϊκό οξύ), Παραλυτική δηλητηρίαση (PSP) (σαξιτοξίνες), Ηπατική δηλητηρίαση (HSP) (μικροκυστίνες), Διαρροϊκή δηλητηρίαση (DSP) (οκαδαϊκό οξύ και δινοφυσιοτοξίνες) και Νευροτοξική δηλητηρίαση (NSP) (μπρεβετοξίνες). Από προηγούμενα ερευνητικά δεδομένα, έχει αναφερθεί η ύπαρξη τοξινών αμνησιακής, παραλυτικής, ηπατικής, διαρροϊκής και νευροτοξικής δηλητηρίασης στον Αμβρακικό Κόλπο. Οι οργανισμοί που έχουν ενοχοποιηθεί για την παραγωγή των τοξινών αυτών έχουν προσδιοριστεί μόνο με μικροσκοπική παρατήρηση. Στη παρούσα εργασία μελετήσαμε την ύπαρξη θαλασσίων βιοτοξινών σε ιστούς μυδιών που συλλέχθηκαν εποχικά από έξι θέσεις δειγματοληψίας περιμετρικά του Αμβρακικού Κόλπου. Ο προσδιορισμός των βιοτοξινών έγινε με εξειδικευμένη για κάθε τοξίνη δοκιμασία, με την μέθοδο της ELISA. Επιβεβαιώσαμε την ύπαρξη τεσσάρων από τις πέντε τοξίνες που μελετήσαμε: μπρεβετοξίνες (1,65 – 68,25ng/g ww), μικροκυστίνες (18,6 – 117,5ng/g), οκαδαϊκό οξύ 19,6 – 494,1ng/g) και δομοϊκό οξύ). Οι σαξιτοξίνες ήταν κάτω από το όριο ανίχνευσης της μεθόδου. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες τοξίνες που αναφέρθηκαν, η παρουσία της μικροκυστίνης στα μύδια από τον Αμβρακικό Κόλπο είναι έντονη σε όλη τη διάρκεια του έτους. Από δείγματα επιφανειακού νερού, προσπαθήσαμε να ταυτοποιήσουμε τους μικροοργανισμούς που πιθανά παράγουν τις τοξίνες αυτές, χρησιμοποιώντας μοριακές τεχνικές. Πιο συγκεκριμένα κατασκευάσαμε μια γονιδιακή βιβλιοθήκη για την περιοχή 16S-ITS-23S rDNA των κυανοβακτηρίων. Τα περισσότερα κυανοβακτήρια ανήκουν στο γένος Synechococcus και συγκεκριμένα στην ομάδα 5.3. Κυανοβακτήρια της ομάδας αυτής εμφανίζονται κυρίως στην Μεσόγειο, στη Θάλασσα των Σαργασσών και στην Ανατολική Θάλασσα. Για λεπτομερέστερη ανάλυση της βιοποικιλότητας των κυανοβακτηρίων και των πρωτίστων, συνεχίσαμε με αλληλούχιση νέας γενιάς (NGS). Τα αποτελέσματα της NGS ανάλυσης δείχνουν την ύπαρξη 7 κοινών OTU κυανοβακτηρίων σε όλα τα δείγματα μας, ενώ 4 από αυτές καλύπτουν >90% του πληθυσμού των κυανοβακτηρίων. Όλες ανήκουν στο γένος Synechococcus. Δεν βρέθηκε κάποιο κυανοβακτήριο να ανήκει σε γένος που ξέρουμε πως παράγει μικροκυστίνη. Τα περισσότερα πρώτιστα ανήκουν στην υπερσυνομοταξία των Κυψελιδωτών (Alveolata) και στην συνομοταξία των Δινομαστιγωτών (Dinoflagellata). Μεταξύ των δειγμάτων, υπάρχουν 23 OTU πρωτίστων, παρούσες σε όλα τα δείγματά μας, με 11 από αυτές να είναι άφθονες (>1% του δείγματος). Στο σύνολο των OTU των πρωτίστων από τα γνωστά δυνητικά τοξικά γένη υπάρχουν τα Alexandrium και Gymnodinium – υπεύθυνα για την παραγωγή τοξινών παραλυτικής δηλητηρίασης - και Prorocentrum και Dinophysis – υπεύθυνα για την παραγωγή τοξινών διαρροϊκής δηλητηρίασης. Στο τρίτο και τελευταίο μέρος της εργασίας μας, προσπαθήσαμε να καλλιεργήσουμε κυανοβακτήρια που παράγουν μικροκυστίνη. Μια καλλιέργεια βρέθηκε να παράγει μικροκυστίνη μετά από διαδοχικές ανακαλλιέργειες. Μοριακός χαρακτηρισμός της συγκεκριμένης καλλιέργειας έδειξε την ύπαρξη OTU που αντιστοιχούν σε κυανοβακτήρια του γένους Microcystis. Στη συνέχεια, διερευνήσαμε την ύπαρξη δύο γονιδίων του οπερονίου παραγωγής μικροκυστίνης (mcyA-NMT και mcyA-Cd) και πήραμε θετικό αποτέλεσμα μόνο για το γονίδιο mcyA-NMT. Η παρούσα διατριβή αποκαλύπτει ότι ο Αμβρακικός Κόλπος είναι ένα οικοσύστημα, με μεγάλη βιοποικιλότητα και ετερογένεια ακόμη κυρίως στα πρώτιστα. Από τις τοξίνες που μελετήθηκαν, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μικροκυστίνη. Επόμενες μελέτες μπορούν να επικεντρωθούν στην απομόνωση εκείνων των κυανοβακτηρίων που είναι υπεύθυνα για την παραγωγή μικροκυστίνης. 175 504 546 The impact of self-esteem, emotional intelligence, locus of control, and problem solving, on teachers' self-efficacy Η επίδραση της αυτοεκτίμησης, της συναισθηματικής νοημοσύνης, του κέντρου ελέγχου και της επίλυσης προβλημάτων στην αυτοαποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών Teachers' self-efficacy has been described as their belief in their ability to influence the course of learning and the performance of their students. It has been shown to have a direct impact on their teaching practices and οn their overall attitudes towards the educational process, since it affects not only their own behavior but the motivation and performance of their pupils as well. In view of its critical importance, in the recent decades, teachers' selfefficacy has been the focus of numerous studies which mainly explore its effects and also the factors that affect it. What has not yet been explored, however, is its relation to personal characteristics and to teachers' capabilities that can be enhanced through interventions. The aim of the presented doctoral dissertation was to investigate the impact of self-esteem, emotional intelligence, locus of control and problem solving ability, as well as the impact of personal and work factors on the self-efficacy of teachers of all teaching-grades and specialties in Greece. 3668 teachers of different specialties and teaching levels from various regions of Greece participated in the cross-sectional survey, voluntarily completing an online anonymous questionnaire which was posted to the Pan-Hellenic School Network and to all official educational websites in April 2014. The questionnaire included demographic information and scales investigating self-esteem (RSES), emotional intelligence (WLEIS), locus of control (LOC), problem solving (PSI), and also of Teacher Self-Efficacy Scale (TSES), which consists of the dimensions of: a) Efficacy for Instructional Strategies, b) Efficacy for Classroom Management, and c) Efficacy for Student Engagement. The study sample consisted of 1030 men and 2638 women working in primary, secondary and tertiary education with an average age of 43.4 years, and an average teaching experience of 14.9 years. The majority of the sample came from Attica and Central Macedonia, had only the basic degree and worked full-time in classic-hour secondary public educational institutions, having a permanent employment relationship. 63% of the participating teachers were married and 61.6% had children. For the results’ analysis and the investigation of possible or relations of their search variables with the TSES dimensions, Students’ t-test, Pearson correlation coefficient (r) and linear regression analysis were used. Linear regression analysis showed that male teachers, those who were higher educated, taught in primary education, held a position of responsibility, and had been trained in mental health promotion programs, as well as those who had the highest performance in the RSES, WLEIS, LOC and PSI scales had also the highest performance (p <0.001) in TSES total score. It can be concluded from the results of the study that training teachers to enhance these abilities could make a decisive contribution to the increase of their self-efficacy, and thus improve their teaching practices and motivations, as well as the performance of their pupils. Official state bodies could contribute substantially in this direction by taking specific measures such as appropriate education and training programs, while ensuring better working conditions for teachers of all teaching levels. Η αυτοαποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών έχει περιγραφεί ως η πεποίθηση που έχουν για την ικανότητά τους να επηρεάζουν τη μαθησιακή πορεία και την απόδοση των μαθητών τους. Έχει φανεί ότι επιδρά άμεσα στις διδακτικές πρακτικές τους και στη συνολική στάση τους απέναντι στην εκπαιδευτική διαδικασία αφού επηρεάζει τόσο τη συμπεριφορά τους όσο τα κίνητρα και την επίδοση των μαθητών τους. Λαμβανομένης υπόψη της κρίσιμης σημασίας της, έχει, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, αποτελέσει αντικείμενο πολυάριθμων ερευνών, οι οποίες διερευνούν κυρίως τις επιδράσεις της , αλλά και τους παράγοντες που την επηρεάζουν. Αυτό που δεν έχει ωστόσο διερευνηθεί, είναι η σχέση της με προσωπικά χαρακτηριστικά και με ικανότητες των εκπαιδευτικών που είναι δυνατόν να ενισχυθούν μέσω παρεμβάσεων. Στόχος της περιγραφόμενης διδακτορικής διατριβής ήταν η διερεύνηση της επίδρασης της αυτοεκτίμησης, της συναισθηματικής νοημοσύνης, του κέντρου ελέγχου και της ικανότητας επίλυσης προβλημάτων, καθώς και προσωπικών και εργασιακών παραγόντων στην αυτοαποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων και ειδικοτήτων στην Ελλάδα. 3668 εκπαιδευτικοί διαφορετικών ειδικοτήτων και βαθμίδων εκπαίδευσης από διάφορες περιοχές της ελληνικής επικράτειας συμμετείχαν στη συγχρονικού τύπου έρευνα, συμπληρώνοντας εθελοντικά διαδικτυακό ανώνυμο ερωτηματολόγιο που αναρτήθηκε στο Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο και σε όλους τους επίσημους εκπαιδευτικούς ιστοχώρους τον Απρίλιο του 2014. Το ερωτηματολόγιο ζητούσε δημογραφικά στοιχεία και περιλάμβανε τις κλίμακες Αυτοεκτίμησης RSES, Συναισθηματικής Νοημοσύνης WLEIS, Κέντρου Ελέγχου LOC, Επίλυσης Προβλημάτων PSI, καθώς και τη κλίμακα Αυτοαποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών TSES, με τις επιμέρους διαστάσεις της: α) Αποτελεσματικότητα στη Χρήση Διδακτικών Στρατηγικών, β) Αποτελεσματικότητα στη Διαχείριση της Τάξης, και γ) Αποτελεσματικότητα στην Ενεργό Συμμετοχή των Μαθητών. Ως προς τα περιγραφικά στοιχεία το δείγμα αποτελείτο από 1030 άνδρες και 2638 γυναίκες, πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με μέση ηλικία τα 43,4 έτη, μέση διδακτική προϋπηρεσία τα 14,9 έτη. Η πλειοψηφία του δείγματος προερχόταν από την Αττική και την Κεντρική Μακεδονία, διέθετε μόνο το βασικό πτυχίο, εργαζόταν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση κατά κύριο λόγο, σε δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα με πλήρες διδακτικό ωράριο, σε κλασικό τμήμα και με μόνιμη εργασιακή σχέση. Το 63% των εκπαιδευτικών ήταν έγγαμοι και το 61,6% είχαν παιδιά. Για την ανάλυση των ευρημάτων και τη διερεύνηση πιθανών συσχετίσεων των μεταβλητών της έρευνας με την κλίμακα Αυτοαποτελεσματικότητας Εκπαιδευτικών TSES και τις επιμέρους διαστάσεις της, χρησιμοποιήθηκαν το Students’ t-test, ο συντελεστής συσχέτισης Pearson (r) και η ανάλυση γραμμικής παλινδρόμησης (regression analysis). Η ανάλυση πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης έδειξε ότι στη συνολική βαθμολογία της κλίμακας Αυτοαποτελεσματικότητας, υψηλότερη επίδοση (p<0,001) είχαν οι άνδρες εκπαιδευτικοί, οι εκπαιδευτικοί με τις υψηλότερες σπουδές, εκείνοι που εργάζονταν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, όσοι κατείχαν θέση ευθύνης όπως οι Διευθυντές και οι προϊστάμενοι των σχολικών μονάδων, εκείνοι που είχαν επιμορφωθεί σε προγράμματα προαγωγής ψυχικής υγείας, και εκείνοι που είχαν τις υψηλότερες επιδόσεις στις κλίμακες Αυτοεκτίμησης, Συναισθηματικής Νοημοσύνης, Κέντρου Ελέγχου και Επίλυσης Προβλημάτων. Φαίνεται από τα αποτελέσματα της έρευνας ότι η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών για την ενίσχυση των παραπάνω ικανοτήτων- δεξιοτήτων θα μπορούσε να συμβάλει καθοριστικά στην αύξηση της αυτοαποτελεσματικότητάς τους και επομένως και στη βελτίωση των διδακτικών πρακτικών και των κινήτρων τους αλλά και των επιδόσεων των μαθητών τους. Για το σκοπό αυτό θα μπορούσαν επίσημοι φορείς της πολιτείας να συμβάλουν ουσιαστικά στην κατεύθυνση αυτή με εξειδικευμένα μέτρα, όπως κατάλληλα προγράμματα εκπαίδευσης και επιμόρφωσης συγχρόνως με την εξασφάλιση καλύτερων εργασιακών συνθηκών για τους εκπαιδευτικούς σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. 176 672 737 σύνθεση και μελέτη νέων οργανοκασσιτερικών (IV) ενώσεων των θειοαμιδίων με πιθανή βιολογική δράση The present thesis comprises the synthesis, characterization and study of organotin(IV) complexes of the biological active ligands, thioamides. The complexes were characterized by spectroscopic methods (IR. Raman, Mdssbauer, ’Η-, 13C-, mSn-NMR, UV), and and X-ray crystallography. The compounds that were used as ligands for the synthesis of the complexes were the thioamides 2-mercaptothiazoline C3H5NS2 (1), 2-mercaptobenzo-1.3-thiazole 07Η5Ν$2 (2). 2-mercapto-5-chloro-benzo-1.3-thiazole C7H4CINS2 (3). 2-mercaptobenzimidazole C7H6N7S (4), 2-mercapto-5-methyl-benzimidazole C„HBN2S (5). 2-mercaptobenzoxazole C;H5NOS (6). 2-mercapto-pyhdine C5H5NS (7), 2- mercaptonicotinic acid (2-mercapto-pyridine-3-carboxylic acid) C6H5N02S (8). 2-mercapto-benzoic acid C/HgOtS (9), which is not a thioamide ligand, 2-mercaptopyrimidine C4H4N2S (10), 2-mercapto-4-methyl-pyrimidine CsH«,N2S (11). Di-methyl, di-butyl-, di-phenyl-, tri-phenyl- and tributyi-tin(IV) derivatives of these ligands were synthesized in metal-to-ligand molar ratios 1:2 (concerning di-organotin(IV) derivatives). 1:1 (concerning tri-organotin(IV) derivatives and di-organotin(IV) derivatives of 2-mercaptonicotinic acid and 2-mercapto-benzoic acid) and 2:1 (concerning tri-organotin(IV) derivatives of 2-mercaptonicotinic acid and 2-mercapto-benzoic acid). In all cases the complexation of the thioamide ligand to the metal center occurs via hexocyclic S and heterocyclic N. The thesis also includes the study of anticancer activity of the synthesized compounds. Some of the complexes were screened in vitro against Sarcoma. HeLa. HL-60. BGC-823 and Bel-7402 cell lines. Additionally, the most active compound was studied in vivo. All tested compounds were found to cause cell death in low concentrations. The tri-phenyltin derivatives of 2-mercaptobenzo-1,3-thiazole. 2-mercapto-5-chloro-benzo-1.3-thiazote and 2-mercaptopyrimidine were found to be more active against cultures of Sarcoma cancer cells compared to the corresponding di-organotin derivatives and cis-Platin Between the tested tri-organotin(IV) derivatives, the tri-phenyltin derivative of 2* mercaptonicotinic acid shows the highest antitumor activity against Sarcoma cancer cells, and the triphenyl derivative of 2-mercapto-5-chloro-benzothiazole is the second more active compound. Generally, the compounds that contain ligands-derivatives of 2-mercaptopyrimidine show higher anticancer activity compared to those containing ligands-derivatives of 2-mercaptobenzothiazole. Moreover, the tri-phenyltin derivative of 2-mercaptonicotinic acid, as the compound that shows the higher antitumor activity against sarcoma cancer cells, was tested in vivo in rats and the value of LDM is 80mg/kg. Furthermore, the influence of the synthesized organotin(IV) compounds upon the peroxidation of fatty acids, oleic and linoleic, was studied in absence and presence of the enzyme Lipoxygenase, an essential for cancer cell enzyme, that controls vital metabolic pathways. All tested compounds were found to promote the peroxidation of oleic acid in the absence of the enzyme. The activity succession of the derivatives of 2-mercaptopyrimidine is Me2>Bu2>Ph2 and Phj>Ph2. On the contrary, the activity succession upon the peroxidation of oleic acid for the derivatives of 2-mercapto-5-chloro-benzothiazole is Me2Bu*>Ph·), it does not explain the activity succession of 2-mercapto-5-chloro-benzothiazole organotin derivatives The ESR spectra of these compounds indicate the participation of the ligand to the formation of the radicals, and therefore the activity of organotin derivatives can be attributed to the formation of R* or [RnSnLradicals. Also, all tested compounds were found to inhibit the activity of the eazyme upon the catalytic peroxidation of linoleic acid to hyroperoxylinoleic acid, in lower concentrations comparing to those of the corresponding ligands and cis-Platin The 2-mercaptobenzothiazole organotin derivatives are more active lipoxygenase inhibitors than the 2-mercaptopyridme organotin derivatives. The general activity succession of compounds containing the same thioamide ligand is Mo2Bu2>Ph2 και Ph3>Ph2 Η σειρά δραστικότητας των παραγώγων του 2-mercapto-5-chloro-benzothiazole στην ενεργοποίηση τα υπεροξείδωσης είναι αντίθετα Me2Bu«>Ph·). δεν μπορεί να εξηγήσει τη σειρά δραστικότητας των παραγώγων του 2-mercapto-5-chk>ro-benzothiazole Φάσματα ESR των ενώσεων αυτών υποδεικνύουν τη συμμετοχή του υποκαταστάτη στο σχηματισμό ριζών, και έΙΥόμένως ή δράΟτικόΐητα των οργανοκαοσιτερικών ενώσεων μπορεί να θέιυρηθεί όίι οφείλεται στην παραγωγή ριζών R· ή ριζών (R„SnUJ·. Επίσης, όλες οι ενώσεις που μελετήθηκαν, αναστέλλουν την καταλυτική δράση της λιποξυγενάσης και εμποδίζουν την υπεροξείδωση του λινελαϊκού οξέος σε υδροπεροξυλινελαϊκό οξύ σε συγκεντρώσεις ττολύ μικρότερες από τις συγκεντρώσεις που αναστέλλουν τη δράση του ενζύμου οι αντίστοιχοι υποκαταστάτες και το cis-Platin Στην περίπτωση αυτή οι ενώσεις με υποκαταστάτες παράγωγα του 2-mercaptobenzothiazole είναι πιο δραστικοί αναστολείς της λιποξυγενάσης από τις ενώσεις με υποκαταστάτες παράγωγα της 2-mercaptopyridine. Η γενική σειρά δρασιικότητας των ενώσεων του ίδιου θειοαμιδικού υποκαταστάτη είναι μεταξύ των δι-οργανοκασσιτερικών παραγώγων: Me2 21 mmHg, topical antiglaucomatic treatment for at least 3 months (latanoprost), patient age> 25years, signed consent. Exclusion criteria: ocular inflammation, previous glaucoma or refractive surgery, severe optic neuropathy, advanced loss of visual field, contraindication to auricular acupuncture, arterial hypertension. Additional drops of dorzolamide - timolol were added to the patients of group A, while in group B auricular electroacupuncture was applied to liver, kidney and eye points once per 8 days for the first 3 months and then once per month for the rest 12 months. In addition to measuring IOP, measurements were made with the help of Optical Coherence Tomography before, 3 and 15 months after the beginning of the follow-up. Statistics: r = Pearson’s paired correlation, t = Student’s paired t-test, X2 = Friedman related variables, independent samples t-test and general linear model - repeated measurements anova. Results: 101 glaucoma eyes were examined in 60 patients, 50 in group A and 51 in group B. No significant differences in patients age were observed between the two groups. When comparing the groups, significant differences were observed in the thickness of the retinal nerve fiber layer (AvgRNFL, AvginfRNFL) and in the thickness of the ganglion cell complex (GCC). In the dorzolamide-timolol group, a significant reduction in intraocular pressure was observed at 3 and 15 months, and a mild increase from 3 to 15 months. No change was observed in the measurements of the optical coherence tomography. The auricular electroacupuncture group showed a significant decrease in IOP at all measurement points, a significant increase in ganglion cell thickness in the upper and lower part (GCCsup, GCCinf) at 15 months, a significant decrease in neuroretinal rim (rim area) at 3 months and a statistically significant decrease of global loss volume (GLV%) at 3 months without further change at 15 months. Discussion: Both the addition of extra drops, as well as auricular electroacupuncture, resulted in the stabilization of the disease with the group of additional eye drops showing superior IOPlowering effect. However, there has been a partial improvement in the thickness of ganglion cell complex from 3 to 15 months in patients who have received additional auricular electroacupuncture, which is thought to indicate a possible neuroprotective role. Ο βελονισμός και o ωτοβελονισμός έχουν χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση του γλαυκώματος. Σκοπός της εργασίας είναι να μελετήσουμε εάν ο ωτικός ηλεκτροβελονισμός συμβάλει στην ελάττωση της ενδοφθάλμιας πίεσης (ΕΟΠ) και στη σταθεροποίηση της νόσου. Ασθενείς και μέθοδος: Τυχαιοποιημένη μελέτη σε ασθενείς με γλαύκωμα ανοιχτής γωνίας υπό αγωγή, μετά από έγκριση της Ε. Ε. του ΠΓΝΙ και έγγραφη ενημερωμένη συναίνεση των ασθενών. Κριτήρια εισαγωγής στην έρευνα: γλαύκωμα ανοιχτής γωνίας με πίεση (IOP) >21 mmHg, τοπική αντιγλαυκωματική θεραπευτική αγωγή για τουλάχιστον 3 μήνες (latanoprost), ηλικία ασθενών >25 έτη, ενυπόγραφη συναίνεση. Κριτήρια αποκλεισμού: οφθαλμική φλεγμονή, ασθενείς με χειρουργική επέμβαση για γλαύκωμα ή διαθλαστική διόρθωση, σοβαρή οπτική νευροπάθεια, προχωρημένη απώλεια οπτικού πεδίου, αντένδειξη στη διενέργεια ωτοβελονισμού, αρτηριακή υπέρταση. Στους ασθενείς της ομάδας Α προστέθηκαν επιπλέον σταγόνες δορζολαμίδης – τιμολόλης, στην ομάδα Β εφαρμόστηκε ωτικός ηλεκτροβελονισμός στα σημεία ήπαρ, νεφρός και οφθαλμός ανά 8 ημέρες τους 3 πρώτους μήνες και στη συνέχεια 1 φορά τον μήνα για 12 μήνες. Εκτός από τη μέτρηση της ΕΟΠ, έγιναν μετρήσεις με τη βοήθεια της Τομογραφίας Οπτικής Συνοχής πριν, 3 και 15 μήνες μετά την έναρξη της παρακολούθησης. Στατιστική: r = Pearson’s paired correlation, t=Student’s paired t-test, το, X2 =Friedman related variables, independent samples t- test και το general linear model – repeated measurements anova. Αποτελέσματα: Εξετάστηκαν 101 γλαυκωματικοί οφθαλμοί σε 60 ασθενείς, 50 στην ομάδα Α και 51 στην ομάδα Β. Δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές στην ηλικία των ασθενών μεταξύ των δύο ομάδων. Κατά τη σύγκριση των ομάδων παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές στο πάχος της αμφιβληστροειδικής στιβάδας νευρικών ινών (AvgRNFL, AvginfRNFL) και στο πάχος του συμπλέγματος γαγγλιακών κυττάρων. Στην ομάδα δορζολαμίδης – τιμολόλης παρατηρήθηκε σημαντική μείωση της ενδοφθάλμιας πίεσης στους 3 και 15 μήνες, και ήπια αύξηση από τους 3 στους 15 μήνες. Δεν παρατηρήθηκε μεταβολή στις μετρήσεις με την τομογραφία οπτικής συνοχής. Στην ομάδα ηλεκτροβελονισμού παρατηρήθηκε σημαντική μείωση της ΕΟΠ σε όλα τα σημεία μέτρησης, στατιστικά σημαντική αύξηση του πάχους του συμπλέγματος γαγγλιακών στο ανώτερο και κατώτερο τμήμα (GCCsup, GCCinf) στους 15 μήνες, στατιστικά σημαντική μείωση νευροαμφιβληστοειδικού δακτυλίου (rim area) στους 3 μήνες και στατιστικά σημαντική μείωση του GLV στους 3 μήνες χωρίς περαιτέρω μεταβολή στους 15 μήνες. Συζήτηση: Τόσο οι επιπλέον σταγόνες στην αντιμετώπιση του γλαυκώματος, όπως και ο ωτικός ηλεκτροβελονισμός είχαν ως αποτέλεσμα την σταθεροποίηση της νόσου με υπεροχή της ομάδας επιπλέον φαρμάκου στην ελάττωση της ΙΟΡ. Διαφαίνεται ωστόσο μια τμηματική βελτίωση της στιβάδας γαγγλιακών κυττάρων από τους 3 έως τους 15 μήνες στους ασθενείς που έλαβαν επιπλέον ωτοβελονισμό, η οποία εικάζεται ότι παραπέμπει σε πιθανή νευροπροστασία. 179 65 65 Η μελέτη της νευρογενούς κύστεως σε ασθενείς με κακώσεις της σπονδυλικής στήλης ΤHE PRIMARY GOAL OF THIS THESIS IS THE NEUROUROLOGY. PRESERVATION OF RENAL FUNCTION REMAINS A PRIMARY GOAL IN THE CARE OF SPINAL CORD INJURED (SCI) PATIENTS. NOT ONLY HAS OVERALL MORTALITY IN SCI DECREASED IN RECENT YEARS, BUT RENAL FAILURE IS NO LONGER THE LEADING CAUSE OF DEATH. THE RESULTS OF THIS STUDY WILLHELP IN THE LONG RUN THE QUALITY OF LIFE OF SCI PATIENTS. Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΝΕΥΡΟΟΥΡΟΛΟΓΙΑΣ. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΙΤΙΑΣ, ΤΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΚΑΚΩΣΗ ΤΗΣ ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗΣ ΣΤΗΛΗΣ. ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΕΙΝΑΙΗ ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΔΟΚΙΜΟΥ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΚΑΚΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗΣ ΣΤΗΛΗΣ, ΩΣ ΚΑΙ Η ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΩΝ. 180 271 298 Collagen morphometric analysis in liver biopsies of patients with chronic viral hepatitis (HCV or HBV) predicts virological responses Η μέτρηση του κολλαγόνου σε βιοψίες ήπατος ασθενών με χρόνια ιογενή ηπατίτιδα (B ή C) ως μέσο για την πρόβλεψη της ιολογικής ανταπόκρισης Extraction of collagen proportionate area (CPA) in liver biopsy images provides the amount of fibrosis in liver tissue. This is the most distinguishing histological feature in viral hepatitis. Staging is currently based on semi-quantitative scores, such as the Ishak and METAVIR. CPA calculation based upon image analysis techniques has since proven to be more accurate than semi-quantitative scores. Though, lack of standardization and robust methodologies for assessment of computerized image analysis for CPA has proven to be a major limitation and hence CPA has not yet reached daily clinical practice. This current work proposes a fully automated methodology for CPA extraction. It is based on machine learning techniques and is composed by three stages. In particular, background tissue separation and fibrosis detection in regions of liver tissue has been performed with the use ofclustering algorithms. Classification algorithms have also been employed in order to differentiate between liver tissue regions and non-liver tissue regions, such as structural collagen, muscle tissue and blot clots. The non-liver tissue regions have been then excluded from the CPA computation. The methodology was evaluated with the use of 79 liver biopsy images from patients with hepatitis C. The obtained mean absolute CPA error was 1.31% with a concordance correlation coefficient of 0.923.Manual threshold-based and region selection processes, which are widely used in literature, are being avoided with the proposed methodology. Moreover, the CPA calculation time is minimized. In regards to the use of the technique in patients with hepatitis B, we concluded that digital image analysis requires further evaluation. Η ποσοτικοποίηση του κολλαγόνου ως αναλογία κολλαγόνου στη βιοψία ήπατος (Collagen Proportionate Area – CPA) σε βιοψίες ήπατος παρέχει το βαθμό της ηπατικής ίνωσης. Αυτό αποτελεί το πιο τυπικό ιστολογικό χαρακτηριστικό στις ιογενείς ηπατίτιδες. Η σταδιοποίηση επί του παρόντος βασίζεται σε ημιποσοτικά συστήματα ταξινόμησης, όπως το Ishak και το METAVIR. Ο υπολογισμός της CPA με τεχνικές ανάλυσης εικόνων αποδείχτηκε πιο ακριβής σε σύγκριση με τα ημιποσοτικά συστήματα ταξινόμησης. Ωστόσο, η έλλειψη τυποποίησης και ισχυρών μεθοδολογιών για την αξιολόγιση της ψηφιακής ανάλυσης εικόνων για CPA αποτελεί σημαντικό περιοριστικό παράγοντα και ως εκ τούτου η CPA δεν χρησιμοποιείται ακόμα στην καθημερινή κλινική πρακτική. Η παρούσα εργασία προτείνει μια πλήρως αυτοματοποιημένη μεθοδολογία για την εξαγωγή της CPA, η οποία βασίζεται σε τεχνικές μηχανικής μάθησης (machine learning) και περιλαμβάνει τρία στάδια. Πιο συγκεκριμένα, ο διαχωρισμός του φόντου από τους ιστούς όπως επίσης και η ανίχνευση ίνωσης σε περιοχές (regions) ηπατικού ιστού πραγματοποιήθηκε με τη χρήση αλγόριθμων ομαδοποίησης (clustering algorithms). Για το διαχωρισμό περιοχών ηπατικού από μη ηπατικούς ιστούς, όπως για παράδειγμα δομικό κολλαγόνο, μυικό ιστό και θρόμβους αίματος, χρησιμοποιήθηκαν αλγόριθμοι κατηγοριοποίησης (classification algorithms). Στη συνέχεια, οι περιοχές μη ηπατικού ιστού αποκλείστηκαν από τον υπολογισμό της CPA. Η μεθοδολογία αξιολογήθηκε με τη χρήση 79 εικόνων από ηπατικούς ιστούς ασθενών με ηπατίτιδα C. Το μέσο απόλυτο σφάλμα (mean absolute error) υπολογίστηκε σε 1.31% ενώ ο συντελεστής συμφωνίας συσχέτισης (concordance correlation coefficient) σε 0.923. Στην υπάρχουσα βιβλιογραφία η επιλογή περιοχών αλλά και η εισαγωγή ορίωνπραγματοποιείται με χειροκίνητες διαδικασίες. Οι διαδικασίες αυτές αποφεύγονται με την προτεινόμενη μεθοδολογία. Επιπλέον, ο χρόνος υπολογισμού του CPA περιορίζεται στον ελάχιστο δυνατό. Όσον αφορά τη χρήση της τεχνικής σε ασθενείς με ηπατίτιδα B, καταλήξαμε στο ότιαπαιτείται περαιτέρω εκτίμηση. 181 211 216 Quality research on intensive care unit nurses view on the procedure of handing in and receiving patients from shift to shift Ποιοτική έρευνα για τις απόψεις των νοσηλευτών της ΜΕΘ για την διαδικασία παράδοσης και παραλαβής ασθενούς από βάρδια σε βάρδια To begin with, I would like to inform that this project is a well-documented research regarding the opinions of the ICU nursing staff concerning the loss of vital information about patients while changing shifts. After analyzing the works cited in relation to the research, a complementary questionnaire was formed with the aid of the professor regarding the carrying-out of interviews of a number of ICU nurses of the Hatzikostas hospital. The research was explanatory phenomenology since the sample concerned a specific opinion of a specific phenomenon that took place in their workplace. The interviews were carried out in an agreeable and pleasant area for the interviewees. The interviews were recorded and subsequently transcripted. Despite the fact that some of the interviewees were exhausted, the results were deduced. After detailed analysis interviewees’ data, useful conclusions were reached, which clearly show that, although accountability is existent, many times there is loss of information during entrance and discharge of patients. Almost all of the interviewees spoke of a different way of admission with the formation of a check list, in order to minimize the loss of vital information during the change of shifts. Ξεκινώντας θα ήθελα να ενημερώσω ότι η εργασία αυτή είναι μία ποιοτική έρευνα με θέμα ποια η άποψη των νοσηλευτών της ΜΕΘ για την απώλεια ζωτικών πληροφοριών κατά την παράδοση παραλαβή ασθενούς από βάρδια σε βάρδια. Αφού λοιπόν έγινε η ανάλυση της βιβλιογραφίας σε σχέση με την έρευνα, χτίστηκε με την καθοδήγηση του διδάσκων ένα βοηθητικό ερωτηματολόγιο για την λήψη των συνεντεύξεων από το δείγμα των νοσηλευτών της ΜΕΘ του ΓΝΙ «Γ. Χατζηκώστα». Η έρευνα ήταν ερμηνευτική φαινομενολογία μιας και το δείγμα ήταν συγκεκριμένο και είχε άποψη για ένα συγκεκριμένο φαινόμενο που λάμβανε χώρα στην εργασία τους. Οι συνεντεύξεις έγιναν σε ιδιωτικό χώρο ευχάριστο και άνετο για τους συνεντευξιαζόμενους. Οι συνεντεύξεις ηχογραφήθηκαν και μετά έγινε η απομαγνητοφώνηση των συνομιλιών. Παρά τις όποιες δυσκολίες που δημιουργήθηκαν από την κόπωση του δείγματος τα αποτελέσματα εξήχθησαν ύστερα από προσεκτική ανάλυση των δεδομένων των συνεντευξιαζόμενων εξήχθησαν χρήσιμα συμπεράσματα, τα οποία μας δείχνουν με σαφήνεια ότι παρόλο που υπάρχει η λογοδοσία, πολλές φορές υπάρχει απώλεια πληροφοριών κατά την παράδοση παραλαβή ασθενούς. Σχεδόν όλοι οι συνεντευξιαζόμενοι μίλησαν για έναν διαφορετικό τρόπο παράδοσης με την δημιουργία μιας check list, για την ελαχιστοποίηση του φαινομένου της απώλειας ζωτικών πληροφοριών κατά την αλλαγή της βάρδιας. 182 219 194 The aim of the present study was to examine the issues that arise from the process of translating works of Modern Greek literature into graphic novels and that concern the transformations a baseline project can undergo. A narrative interview was used as a research data collection tool to study the views and the experience of the creators of these graphic novels. 8 creators in total were involved in the research, representing 7 graphic novels that transcribe works of Modern Greek literature. Using the thematic analysis method, a "thematic map" was created and a detailed presentation of the data was attempted, as detected in the research material that resulted from the process of the interviews. According to the findings, it was deduced that during the transcription of literary works in the language of another art, the "wording" changed, obeying the peculiarities and rules governing this art, thus being in essence the personal reading of the creators who attempted the transcription of the literary works into graphic novels. Whereas some features of the literary works have been altered in order to adapt to the form of comic books, it is noteworthy that the main aim of the creators was for their works to reflect the meaning and mind of the selected texts, while at the same time forming an autonomous work. Ο σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η εξέταση θεμάτων που ανακύπτουν από τη διαδικασία της μεταγραφής έργων της νεοελληνικής λογοτεχνίας σε graphic novels και αφορούν στις μεταμορφώσεις που μπορεί να υποστεί ένα αφετηριακό έργο. Χρησιμοποιήθηκε ως ερευνητικό εργαλείο συλλογής δεδομένων η αφηγηματική συνέντευξη προκειμένου να διερευνηθούν οι απόψεις και η εμπειρία των δημιουργών των συγκεκριμένων graphic novels. Συνολικά συμμετείχαν στην έρευνα 8 δημιουργοί, εκπροσωπώντας 7 graphic novels που μεταγράφουν έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αξιοποιώντας τη μέθοδο της θεματικής ανάλυσης, δημιουργήθηκε ένας «θεματικός χάρτης» και επιχειρήθηκε αναλυτική παρουσίαση των δεδομένων, όπως ανιχνεύθηκαν στο ερευνητικό υλικό που προέκυψε από τη διαδικασία των συνεντεύξεων. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, διαπιστώθηκε ότι κατά τη μεταγραφή των λογοτεχνικών έργων στη γλώσσα μιας άλλης τέχνης η «διατύπωση» άλλαξε, υπακούοντας στις ιδιαιτερότητες και τους κανόνες που διέπουν τη συγκεκριμένη τέχνη, αποτελώντας στην ουσία την προσωπική ανάγνωση των δημιουργών που επιχείρησαν τη μεταγραφή των λογοτεχνικών έργων σε graphic novels. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ενώ ορισμένα χαρακτηριστικά των λογοτεχνικών έργων αλλοιώθηκαν, προκειμένου να υπάρξει προσαρμογή στη μορφή των κόμικς, βασικός στόχος των δημιουργών ήταν τα έργα τους να αντανακλούν το νόημα και το πνεύμα των επιλεγμένων κειμένων, διαμορφώνοντας ταυτόχρονα, όμως, ένα αυτόνομο έργο. 183 333 316 Study of the hardening process of mortar with containing recycled aggregates using ultrasound Μελέτη πήξης κονιάματος με υπερήχους σε κονίαμα με ανακυκλωμένα αδρανή Concrete is the most widely used construction material in the world for many years now, since it is durable and effective and uses local raw materials, rendering it an affordable solution. Unfortunately, the construction industry of concrete is demanding as far as the source of raw materials, the energy consumption and the greenhouse gas emissions are concerned. To counterbalance this negative environmental impact, the re-use of construction and demolition waste as recycled aggregates in the production of concrete is suggested. In this thesis research, the use of fine recycled aggregates for the production of mortar was investigated. Firstly, a cement paste specimen and two types of reference mortar were composed: the first using natural siliceous sand and the second using crushed limestone sand. The propagation speed of ultrasound waves was measured and recorded during the early age of these three specimens. After that, recycled aggregates originated from the demolition of a housing structure were separated into 4 groups based on the space of the building from which they derived and then they underwent proper process and determination of their properties. Each group consisted of aggregates that originated from different parts of the building and therefore consisted, apart from concrete, from different proportions of other construction materials. For each group two mortars were made, in which the 20% of the amount of sand required was replaced with fine recycled aggregates while the remaining 80% was natural siliceous sand in the first case and crushed limestone sand in the second. Then, during the setting phase of each specimen the propagation speed of ultrasound waves was recorded. The aim of these experiments was to record the ultrasound wave speed with respect to time for fresh mortar. From the speed vs. time diagrams useful conclusions were drawn, regarding the influence of different types of recycled aggregates on the quality, as well as indirect conclusions for the strength of the mortars and their setting pace. Το σκυρόδεμα είναι το πιο διαδεδομένο υλικό κατασκευών παγκοσμίως εδώ και πολλά χρόνια, καθώς είναι ανθεκτικό και αποτελεσματικό και χρησιμοποιεί εγχώριες πρώτες ύλες, καθιστώντας το οικονομική λύση. Δυστυχώς όμως, η κατασκευαστική βιομηχανία του σκυροδέματος είναι απαιτητική τόσο σε ότι αφορά τις πηγές πρώτων υλών, όσο και στην κατανάλωση ενέργειας και την παραγωγή ρύπων. Για να αντισταθμιστεί αυτό το αρνητικό περιβαλλοντικό αντίκτυπο, μία λύση είναι η επαναχρησιμοποίηση των προϊόντων που προκύπτουν από οικοδομικά απορρίμματα και κατεδαφίσεις ως ανακυκλωμένα αδρανή για την κατασκευή σκυροδέματος. Στην παρούσα διπλωματική, εξετάστηκε η χρήση λεπτόκοκκων ανακυκλωμένων αδρανών για την παρασκευή κονιαμάτων. Αρχικά, συντέθηκε ένα δοκίμιο τσιμεντόπαστας και δύο πρότυπα κονιάματα: ένα με χρήση φυσικής άμμου πυριτικής προέλευσης και ένα με χρήση φυσικής θραυστής άμμου ασβεστολιθικής προέλευσης. Η ταχύτητα διάδοσης των υπερήχων μετρήθηκε και καταγράφηκε κατά την πρώιμη ηλικία των τριών αυτών δοκιμίων. Στη συνέχεια, ανακυκλωμένα αδρανή που προέκυψαν από κατεδάφιση ενός κτιρίου οικιακής χρήσης, χωρίστηκαν σε 4 ομάδες με βάση το χώρο του κτιρίου από τον οποίο προήλθαν και μετά υποβλήθηκαν σε κατάλληλη επεξεργασία και προσδιορισμό των βασικών τους ιδιοτήτων. Κάθε ομάδα περιελάμβανε αδρανή που προήλθαν από χώρους του κτιρίου με διαφορετική χρήση και επομένως περιείχαν, πέραν του σκυροδέματος, διαφορετικές συγκεντρώσεις και από άλλα οικοδομικά υλικά. Για κάθε ομάδα παρασκευάστηκαν δύο κονιάματα όπου το 20 % της συνολικής ποσότητας άμμου που απαιτείται αντικαταστάθηκε από τα λεπτόκοκκα ανακυκλωμένα αδρανή ενώ το υπόλοιπο 80% στην μία περίπτωση ήταν φυσική πυριτική άμμος ενώ στο άλλο θραυστή ασβεστολιθική. Στη συνέχεια, κατά την πήξη του κάθε δοκιμίου μετρήθηκε η ταχύτητα διάδοσης υπερήχων δια μέσου της μάζας του. Σκοπός των πειραμάτων αυτών ήταν η καταγραφή της ταχύτητας υπερήχων σε συνάρτηση με το χρόνο σε νωπό κονίαμα. Μέσω των διαγραμμάτων ταχύτητας – χρόνου, εξήχθησαν χρήσιμα συμπεράσματα σχετικά με την επίδραση του είδους των ανακυκλωμένων αδρανών στην ποιότητα, έμμεσα συμπεράσματα για την αντοχή των κονιαμάτων και για το ρυθμό πήξη. 184 438 452 This PhD thesis aims to examine and present the education system in Constantinople in the 15th c. The Byzantine Empire was dying while the Ottoman danger was already ante portas. However education and the study of the classical works was thriving and flourishing. What were the reasons for this phenomenon? The thesis is separated in two parts: the first part is consisted by four chapters and the second part by two, while three Appendices have been added at the end. The first part examines the Byzantine education in Constantinople from the ascension of Manuel II Paleologos to the byzantine imperial throne (1391) until the first decades under the Ottoman rule after the fall of 1453. The various schools around the capital are being identified along with the scholars and teachers who worked there. In addition, the first part examines the phenomenon of the arrival of the Italian humanists to Byzantium in order to learn the Greek language and Paideia, a phenomenon which caused the transportation of the ancient Greek knowledge to the West, along with the existence of the Patriarchical school, the continuation of the previous Byzantine schools, in Constantinople after 1453. The second part focuses on the more practical subjects of the Byzantine education such as the various school textbooks/manuscripts, which were used during the 15th c. It examines the teaching of each scientific subject of the Trivium and Quadrivium separately along with the reconstruction of the various libraries, which were established in the byzantine capital (Imperial and Patriarchical libraries, monastic libraries, private libraries). The completions of the PhD thesis was based on the examination of the various manuscripts, in the most of the cases in situ, which were connected with the byzantine education curriculum according to their content, their scholia and their interlinear glossae. At the same time, the correspondences of the various scholars of the period were considered along with the other contemporary works. In addition, the rich secondary bibliography helped for a more complete overview of the period. In conclusion, the well-educated Emperor Manuel II Paleologos and his scholar circle gave a new thrust to the education system at the capital after the first years of the 15th c. In addition, the defeat of the Ottomans at the battle of Ankara (1402), which gave a short relief to the byzantine capital, and the close connections of with the West (council of Ferrara-Florence - 1438-39) which caused the arrival of new wealthy Italian students to Constantinople, strengthened even more this last Palaeologan «Renaissance». The Greek Paideia gained the opportunity not only to spread to the West but also to survive at the new Ottoman capital. Η παρούσα διδακτορική διατριβή έχει ως στόχο εξέταση και παρουσίαση του συστήματος της Παιδείας στην Κωνσταντινούπολη τον 15ο αι. Πρόκειται για ένα desideratum της έρευνας έως τώρα κυρίως λόγω της παραδοξότητας της περιόδου που εξετάζει. Συγκεκριμένα, αν και κατά τον 15ο αι. η Βυζαντινή Αυτοκρατορία πνέει τα λοίσθια και ο Οθωμανικός κίνδυνος είναι ήδη προ των πυλών, η εκπαίδευση και η παιδεία ανθούν εντός της πρωτεύουσας. Ποιοί λόγοι συνέτειναν σε αυτό και πως επιτελείται αυτή η ύστατη πνευματική αναγέννηση; Η εργασία χωρίζεται σε δύο μέρη όπου το πρώτο κεφάλαιο αποτελείται από τέσσερα κεφάλαια και το δεύτερο από δύο, ενώ συμπληρώνεται με τρία παραρτήματα στο τέλος. Στο πρώτο μέρος εξετάζεται η πνευματική ζωή και η παιδεία στην Κωνσταντινούπολη από την άνοδο του Μανουήλ Β' στον αυτοκρατορικό θρόνο (1391) μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες μετά την άλωση του 1453. Εντοπίζονται τα διάφορα σχολεία εντός της Πόλεως όπως επίσης οι λόγιοι και οι διδάσκαλοι που έδρασαν σε αυτά. Εξετάζεται το φαινόμενο της αφίξεως των Ιταλών Ουμανιστών στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό να γίνουν μέτοχοι της ελληνικής παιδείας, γεγονός το οποίο θα ανοίξει τις πόρτες για τη μεταφορά της κλασσικής γραμματείας και παιδείας στη Δύση, όπως επίσης και τη συνέχεια της διδασκαλίας του βυζαντινού εκπαιδευτικού curriculum μέσω της Πατριαρχικής Σχολής μετά την άλωση. Το δεύτερο μέρος ασχολείται με πιο πρακτικά θέματα του αντικειμένου της παιδείας και εστιάζει στον εντοπισμό των διαφόρων διδακτικών εγχειριδίων-χειρογράφων μέσα από διάφορες συλλογές και βιβλιοθήκες, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν κατά την εκπαιδευτική διαδικασία της περιόδου που εξετάζουμε.Εξετάζεται η διδασκαλία κάθε επιστημονικού αντικειμένου του Trivium όσο και του Quadrivium ξεχωριστά ενώ παράλληλα γίνεται μια προσπάθεια ανασύστασης των διαφόρων βιβλιοθηκών που υπήρχαν στην πρωτεύουσα τον 15ο αι. (Αυτοκρατορική, Πατριαρχική, Μοναστηριακές, Ιδιωτικές). Η σύνθεση της διατριβής στηρίχθηκε κυρίως στην εξέταση των διαφόρων χειρογράφων που παρουσιάζουν σχέσεις με την βυζαντινή εκπαιδευτική διαδικασία σύμφωνα με το περιεχόμενο τους, τα παρασελίδια σχόλια τους και τις διάστιχες γλώσσες τους. Παράλληλα μελετήθηκαν οι αλληλογραφίες των λογίων της περιόδου όπως και τα λοιπά σύγχρονα τους έργα. Τέλος η πλούσια δευτερεύουσα βιβλιογραφία βοήθησε ως προς την ολοκληρωμένη εξέταση της περιόδου. Συμπερασματικά, η λόγια προσωπικότητα του Αυτοκράτορα Μανουήλ Β' μαζί με τον πνευματικό αυτοκρατορικό κύκλο λογίων που το περιστοίχιζε έδωσαν μια νέα ώθηση στον τομέα της παιδείας στην πρωτεύουσα, ιδιαίτερα από τις αρχές του 15ου αι. Παράλληλα, η ήττα των Οθωμανών στην μάχη της Άγκυρας το 1402 που είχε ως αποτέλεσμα την προσωρινή ανακούφιση της Κωνσταντινούπολης όπως επίσης και οι στενές επαφές με τη Δύση (βλ. σύνοδος Φεράρας-Φλωρεντίας στα 1438-1439) που είχαν ως αποτέλεσμα την άφιξη νέων ξενόγλωσσων πλουσίων μαθητών από τη Δύση στην πρωτεύουσα, ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο αυτή την ύστατη πνευματική Παλαιολόγεια Αναγέννηση. Όλα τα προαναφερθέντα υπήρξαν αρκετά για τη συνέχεια της ελληνικής παιδείας τόσο στην Ιταλική Δύση όσο και στην Οθωμανοκρατούμενη πλέον Κωνσταντινούπολη. 185 505 509 Computational modeling using finite elements of the thigh bone during gait Μοντελοποίηση με πεπερασμένα στοιχεία της συμπεριφοράς μηριαίου οστού κατά τη διάρκεια βάδισης Total hip arthroplasty is a common surgical procedure to replace the femoral head. It has been successfully applied around the world since the mid-1950s. In the present study, a patient‘s total hip arthroplasty implant is examined. The integration of the endoprosthesis in the femur has been simulated in the Ansys computer program, which uses the finite element method. Technological development in the field of computers provides the appropriate tools for the analysis and prediction of the effect of prosthetic bones from an industrial point of view. The study focuses on the application of time-varying loads. The analysis is done with the finite element method and the results concern the development of trends and deformations of Von Mises from the imposed loads in different daily activities. Chapter 1 analyzes the physiology of the femur as well as its internal structure, to better understand the distribution of tendons within the bone and the function of the hip in general. Chapter 2 deals with total hip arthroplasty, its development and the diseases that lead to it, but also the risks that lurk. There are also different types of implants, in terms of the materials used and the way they are fixed, with or without the use of cement. Chapter 3 analyzes the strengths and strains of the femur in daily activities. There is also a brief reference to the definition of voltage, deformation and Hooke's law, the Von Mises criterion is also presented. Finally, the gait cycle and the "stress shielding" phenomenon observed after the operation are described, where the implant receives the loads during gait, preventing the proper development of the bone. Chapter 4 introduces the concept of biomechanics and the theory of finite elements. In addition, a detailed report is made on bone biomechanics. Chapter 5 refers to the state of the art, a level of development reached at any particular time as a result of the common methodologies employed at the time. Chapter 6 includes the methodology followed within the ANSYS computer program to achieve the measurements. The materials used for the three-dimensional geometries are also presented. Then the processing and creation of the appropriate grid for the performance of results is analyzed as realistically as possible. Then the boundary conditions are determined, ie the drop points and the application points of the force. Chapter 7 και 8 presents and compares the relevant results obtained from the simulation of femoral ligaments through the ANSYS Workbench software. These results relate to the maximum Von Mises trends but also the deformations that develop in the implant and the bone and strain. Thus, the overall conclusions of the analysis are extracted and suggestions are made for further study of the system. In conclusion, the results of the numerical solution of the load give satisfactory answers to the activities that cause possible material failure, as the areas of the implant and bone where the maximum stresses and deformations occur under load-changing conditions are identified in different daily activities. Η ολική αρθροπλαστική ισχίου είναι μια κοινή χειρουργική διαδικασία για την αντικατάσταση της μηριαίας κεφαλής. Εφαρμόστηκε με επιτυχία σε όλο τον κόσμο από τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Στην παρούσα διατριβή, εξετάζεται ένα εμφύτευμα ολικής αρθροπλαστικής ισχίου ασθενούς. Η ενσωμάτωση της ενδοπρόθεσης στο μηρό έχει προσομοιωθεί στο πρόγραμμα υπολογιστών Ansys, το οποίο χρησιμοποιεί τη μέθοδο των πεπερασμένων στοιχείων. Η τεχνολογική ανάπτυξη στον τομέα των υπολογιστών παρέχει τα κατάλληλα εργαλεία για την ανάλυση και την πρόβλεψη της επίδρασης των προσθετικών οστών από βιομηχανική άποψη. Η μελέτη επικεντρώνεται στην εφαρμογή μεταβαλλόμενων με το χρόνο φορτίων . Η ανάλυση γίνεται με τη μέθοδο των πεπερασμένων στοιχείων και τα αποτελέσματα αφορούν την ανάπτυξη τάσεων και παραμορφώσεων Von Mises από τα επιβληθέντα φορτία σε διαφορετικές καθημερινές δραστηριότητες. Το Κεφάλαιο 1 αναλύει τη φυσιολογία του μηρού καθώς και την εσωτερική δομή του, για να κατανοήσει καλύτερα την κατανομή των τενόντων μέσα στα οστά και τη λειτουργία του ισχίου γενικά. Το Κεφάλαιο 2 ασχολείται με την ολική αρθροπλαστική του ισχίου, την ανάπτυξή του και τις ασθένειες που την οδηγούν, αλλά και τους κινδύνους που κρύβονται. Υπάρχουν επίσης διαφορετικοί τύποι εμφυτευμάτων, όσον αφορά τα υλικά που χρησιμοποιούνται και τον τρόπο στερέωσής τους, με ή χωρίς τη χρήση τσιμέντου. Το κεφάλαιο 3 αναλύει τις δυνάμεις και τα στελέχη του μηριαίου οστού στις καθημερινές δραστηριότητες Υπάρχει επίσης μια σύντομη αναφορά στον ορισμό της τάσης, της παραμόρφωσης και του νόμου του Hooke, παρουσιάζεται επίσης το κριτήριο του Von Mises. Τέλος, περιγράφεται ο κύκλος βάδισης και το φαινόμενο "θωράκιση από το στρες" που παρατηρούνται μετά τη χειρουργική επέμβαση, όπου το εμφύτευμα δέχεται τα φορτία κατά τη διάρκεια του βηματισμού, εμποδίζοντας την ορθή ανάπτυξη του οστού. Το Κεφάλαιο 4 εισάγει την έννοια της βιομηχανικής και τη θεωρία των πεπερασμένων στοιχείων. Επιπλέον, γίνεται λεπτομερής αναφορά για τη βιομηχανική των οστών. Το Κεφάλαιο 5 αναφέρεται στην κατάσταση της τέχνης, ένα επίπεδο ανάπτυξης που επιτυγχάνεται ανά πάσα στιγμή ως αποτέλεσμα των κοινών μεθοδολογιών που εφαρμόστηκαν τότε. Το Κεφάλαιο 6 περιλαμβάνει τη μεθοδολογία που ακολουθείται στο πρόγραμμα υπολογιστή ANSYS για την επίτευξη των μετρήσεων. Παρουσιάζονται επίσης τα υλικά που χρησιμοποιούνται για τις τρισδιάστατες γεωμετρίες. Στη συνέχεια, η επεξεργασία και η δημιουργία του κατάλληλου πλέγματος για την απόδοση των αποτελεσμάτων αναλύεται όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικά. Στη συνέχεια καθορίζονται οι οριακές συνθήκες, δηλαδή τα σημεία πτώσης και τα σημεία εφαρμογής της δύναμης. Το Κεφάλαιο 7 και 8 παρουσιάζει και συγκρίνει τα σχετικά αποτελέσματα που προκύπτουν από την προσομοίωση των μηριαίων συνδέσμων μέσω του λογισμικού ANSYS Workbench. Αυτά τα αποτελέσματα σχετίζονται με τις μέγιστες τάσεις Von Mises αλλά και με τις παραμορφώσεις που αναπτύσσονται στο εμφύτευμα και στα οστά και στο στέλεχος. Έτσι, εξάγονται τα συνολικά συμπεράσματα της ανάλυσης και γίνονται προτάσεις για περαιτέρω μελέτη του συστήματος. Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα της αριθμητικής λύσης του φορτίου δίνουν ικανοποιητικές απαντήσεις για τις δραστηριότητες που προκαλούν πιθανή αστοχία των υλικών, καθώς οι περιοχές του εμφυτεύματος και του οστού όπου εμφανίζονται οι μέγιστες τάσεις και παραμορφώσεις σε συνθήκες μεταβαλλόμενου με το χρόνο φορτίου αναφοράς προσδιορίζονται σε διαφορετικές καθημερινές δραστηριότητες. 186 88 76 Επίπεδα σεληνίου αίματος σε φυσιολογικά άτομα και οι μεταβολές του σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις SERUM SELENIUM LEVELS IN HEALTHY PERSONS AND ITS ALTERATION IN VARIOUS DISEASES. SERUM SELENIUM LEVELS WERE ESTIMATED BY THE FLUORIMETRIC METHOD OF WATKINSON AND THORLING IN: 1. TOTAL OF 500 HEALTHY PERSONS, 2. TOTAL OF 280 CANCER PATIENTS, 3. TOTAL OF 270 PATIENTS MYOCARDIAL, 4. TOTAL OF 225 PATIENTS WITH CHRONIC RENAL FAILURE, 5. TOTAL OF 25 ADULT DIABETIC PATIENTS, 6. TOTAL OF 50 PATIENTS WITH RHEUMATOID ARTHRITIS. OUR RESULTS PROVIDE EVIDENCES THAT SERUM SELENIUM LEVELS MANIFEST SIGNIFICANT ALTERATIONS IN VARIOUS DISEASES COMPARED TO THOSE OF HEALTHY SUBJECTS. ΕΓΙΝΕ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΑΘΜΗΣ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΙΟΥ ΣΤΟΝ ΟΡΟ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΦΘΟΡΙΣΜΟΜΕΤΡΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟ ΚΑΤΑ WATKINSON ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ THORLING ΣΕ: 1. 500 ΥΓΙΑ ΑΤΟΜΑ, 2. 280 ΑΤΟΜΑ ΚΑΡΚΙΝΟΠΑΘΗ, 3. 270 ΑΤΟΜΑ ΚΑΡΔΙΟΠΑΘΗ, 4. 225 ΑΤΟΜΑ ΝΕΦΡΟΠΑΘΗ, 5.25 ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ, 6. 50 ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ ΚΑΙ ΔΙΑΠΙΣΤΩΘΗΚΕ ΟΤΙ ΟΙ ΣΤΑΘΜΕΣ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΙΟΥ ΤΟΥ ΟΡΟΥ ΜΕΤΑΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΣΠΑΘΟΓΟΝΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ. 187 468 479 “Epitaph to the Confessor Nicetas, written by his student Theosteriktos” "Ἐπιτάφιος εἰς τὸν ὅσιον πατέρα ἡμῶν καὶ ὁμολογητὴν Νικήταν συγγραφεὶς ὑπὸ Θεοστηρίκτου, μαθητοῦ αὐτοῦ μακαριωτάτου" (BHG 1341) The Dissertation title is “Epitaph to the Confessor Nicetas, written by his student Theosteriktos”, and deals with the Life of Saint Nicetas, the Abbot of Medikion to the mount Olympos in Bithynia, according to the codex Great Lavra G 24, 264 folia 1r-35v and Vaticanus Graecus 1660, folia 366r-408r. Τhe text of the codex Vaticanus Graecus has been edited in Acta Sanctorun, 1st volume, 1675, in pages xxii έως xxxiii. The full text of the codex Great Lavra has never been edited before in greek. Nicetas was born in Bithynian Caesarea during the 8th century (760-824). In infancy his mother died and the child was raised by his virtuous grandmother and his pious father Philaretos. From his youth Nicetas attended church and was a disciple of the hermit Stephen. So he acquired remarkable secular and spiritual education. He abandoned father and home and decided to follow the monasticism. At a relatively young age Nicetas joined the Medikion monastery, where soon, due to his many virtues, won the love and respect of all the monks of the monastery. When Nicephorus died, Nicetas was chosen hegoumenos by the monks, when Tarasios was a Patriarch (784-806). Due to his firm faith to the Orthodox tradition he was imprisoned twice for taking stands against the heresy of Iconoclasm. His courageous opposition to the iconoclasts resulted in his exile, during the reign of Leo V the Armenian (813-820) in Byzantium. Upon the death of the Emperor Leo, Nicetas was released, but rather than return to Medikion retreating to an austere life in a monastery near Constantinople, where he died in 824. His remains were brought back to the monastery of Medikion by hiw students. He is mentioned as a wonderworker, with the gift of healing. The doctoral thesis includes introduction, critical edition of the texts and commentary. Subject of study constitutes the period of the Life of saint Niketas the Confessor, which is the second period of the Iconoclasm (814-842), the role of Niketas the same period and the comparative study of the two manuscripts. Aim of the research is to restore the gaps and lighten the dark spots relating to the saint’ s life and activity, since the Vatican manuscript, which was known until today and gave informations for the saint’ s Life, is short. Many and important places of the text have been totally removed or have been summarized in brief references. The text of the Great Lavra manuscript is full and able to restore the gaps. The important thing is tha the gaps that are covered are often full pages and not just words, phrases or a few lines. So, the critical edition of the two manuscripts fulfills saint Niketa’s life and supplements the conclusions of the research so far. Τίτλος της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι ο «Ἐπιτάφιος εἰς τὸν ὅσιον πατέρα ἡμῶν καὶ ὁμολογητὴν Νικήταν συγγραφεὶς ὑπὸ Θεοστηρίκτου, μαθητοῦ αὐτοῦ μακαριωτάτου» κι έχει ως αντικείμενό της τον Βίο του οσίου Νικήτα του Ομολογητή, ηγουμένου της μονής Μηδικίου στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Παραδίδεται στο χειρόγραφο Μεγίστης Λαύρας Φ24, 264 φύλλα 1r-35v και Βατικανού 1660 φύλλα 366r-408r. Το κείμενο από τον κώδικα του Βατικανού έχει εκδοθεί αρχικά στα Acta Sanctorum μηνός Απριλίου, στον 1ο τόμο 1675 στις σελίδες xxii έως xxxiii. Το ολοκληρωμένο κείμενο που παραδίδεται στο χειρόγραφο Μεγίστης Λαύρας, δεν έχει εκδοθεί ξανά στα ελληνικά. Ο όσιος Νικήτας καταγόταν από την Καισάρεια της Βιθυνίας και έζησε τον 8ο αιώνα μ.Χ. (760-824). Σε βρεφική ηλικία έμεινε ορφανός από μητέρα και την ανατροφή του ανέλαβαν η ενάρετη γιαγιά του και ο ευσεβής Φιλάρετος, ο πατέρας του. Aπό πολύ νωρίς πήγαινε στην εκκλησία και η εκπαίδευσή του ανατέθηκε σε κάποιο μοναχό ονόματι Στέφανο. Έτσι, ο νεαρός Νικήτας απέκτησε αξιόλογη κοσμική και πνευματική παιδεία. Αφού εγκατέλειψε πατέρα, σπίτι, πατρίδα, αποφάσισε να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο. Σε νεαρή ηλικία κατέφυγε στην περίφημη μονή του Μηδικίου της Τριγλίας, όπου γρήγορα, για τις πολλές του αρετές, κατάκτησε την αγάπη και την εκτίμηση όλων των αδελφών της μονής, οι οποίοι μετά τον θάνατο του ηγουμένου Νικηφόρου, τον εξέλεξαν ηγούμενο της μονής, επί Πατριάρχου Ταρασίου (784-806). Λόγω της σταθερής πίστης του στην διδασκαλία και παράδοση της ορθοδοξίας για την τιμή και προσκύνηση των εικόνων ο όσιος εξορίσθηκε, επί αυτοκράτορα Λέοντος Ε’ του Αρμένιου (813-820 μ.Χ.). μετά το θάνατο του Λέοντα, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη επί βασιλέως Μιχαήλ του Τραυλού (820-829) και εγκαταστάθηκε σε κάποιο μετόχι στο βόρειο τμήμα της πόλης, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του το 824. Η σωρός του μεταφέρθηκε από τους μαθητές του στο Μηδίκιο. Αναφέρεται ότι πραγματοποίησε πλήθος θαυμάτων και είχε την ιδιότητα να θεραπεύει. Η διδακτορική διατριβή περιλαμβάνει εισαγωγή, κριτική έκδοση των κειμένων και σχόλια. Αντικείμενο μελέτης αποτελεί η περίοδος κατά την οποία έζησε ο όσιος Νικήτας ο Ομολογητής, δηλαδή η β΄ περίοδος της εικονομαχίας (814-842), ο ρόλος του Νικήτα την ίδια εποχή, καθώς και η συγκριτική μελέτη των δύο χειρογράφων. Στόχος της έρευνας είναι να αποκατασταθούν τα κενά και να φωτιστούν τα σκοτεινά σημεία που αφορούν στο βίο και στη δραστηριότητα του οσίου, καθώς το χειρόγραφο του Βατικανού που μέχρι σήμερα ήταν γνωστό για το Βίο του οσίου και προσέφερε πληροφορίες, είναι ελλιπές. Πολλά και σημαντικά σημεία έχουν αφαιρεθεί εντελώς ή έχουν συνοψιστεί σε σύντομες αναφορές. Το κείμενο που παραδίδεται στο χειρόγραφο της Μεγίστης Λαύρας είναι ολοκληρωμένο και μπορεί να αποκαταστήσει τα κενά. Το σημαντικό είναι ότι τα κενά που συμπληρώνονται είναι συχνά ολόκληρες σελίδες κι όχι απλώς λέξεις, φράσεις ή λίγες γραμμές. Η κριτική έκδοση, λοιπόν, των δυο χειρογράφων ολοκληρώνει τον βίο του Νικήτα, αλλά και συμπληρώνει τα συμπεράσματα των μέχρι τώρα ερευνών. 188 650 699 Σύγχρονος ηλιακός χάρτης της Ελλάδος με εφαρμογή σε υβριδικά συστήματα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας The specific PhD thesis has two discrete objectives. The first objective concerns the creation of a reliable database of meteorological parameters. The developed database can be used to support the advanced simulation of the operation of Renewable Energy Sources (RES) hybrid systems which utilize solar energy and also for the long term assessment of solar energy systems' performance. The second objective concerns the evaluation of RES hybrid systems in Greece in terms of both energy performance and economic efficiency by implementing the database created in the context of the first objective of the thesis. More specifically, this thesis includes: a structured methodology that can be applied in order to create reliable time series of meteorological parameters and Typical Meteorological Years (TMY); the criteria and the method of geospatial interpolation, which can reliably describe the spatial distribution of the solar energy potential in Greece; a defined methodology for the evaluation of efficiency and energy consumption of RES hybrid systems that utilize solar and wind energy; the energy and efficiency performance of hybrid RES systems in different regions of Greece through the identification of limits in size and costs that can be achieved under specific circumstances. For the above mentioned objectives, 3-hour time series of meteorological data have been collected along with daily sunshine values, for a period of 15 years, from 44 different meteorological stations of the Hellenic National Meteorological Service (HNMS). The meteorological stations were chosen on the basis of long-term availability of sunshine observations, since sunshine is the basic parameter in calculating the solar radiation from the broadband atmospheric model used in this thesis. These measurements, having undergone quality control, have been used as input data at the Meteorological Radiation Model (MRM), which has been developed by the Atmospheric Research Team of the National Observatory of Athens. With the use of the MRM, the diffuse and global radiation for each meteorological station and time period under study were estimated at the horizontal plane, allowing in this way to enrich the initial database. By implementing the long term data series of meteorological parameters, Typical Meteorological Years (TMY) were produced for each one of the corresponding stations. The TMY includes values of direct, diffuse and global solar radiation, air temperature, relative humidity and atmospheric pressure. Based on the TMY an updated solar map of Greece was created, containing monthly and annual values of solar energy at the locations of the chosen meteorological stations of the HNMS. This map provides an up to date description of the solar potential in Greece and is of particular interest since Greece’s geographical location renders it as one of the most interesting areas of Europe with a special interest in the utilization of solar energy. Additionally, the definition of solar energy zones provides a fundamental parameter for the initial assessment of solar energy systems as well as for their modeling. TMY were used for the evaluation of autonomous hybrid systems that utilize mainly solar, but also wind energy, through a combination of photovoltaic panels and wind turbines. The evaluation is conducted on the basis of a complete energy and efficiency model, through which examination of the hybrid systems' hourly performance is carried out, and which in turn can allow evaluation in terms of energy production costs. The hybrid systems considered cover different locations throughout Greece and are dedicated to the complete satisfaction of a typical, domestic consumer's energy needs, solely with use of RES. In conclusion, the specific thesis contributes to scientific knowledge and applied engineering by providing TMY which cover almost the whole Greek territory, by highlighting the reliability of the MRM code which is applied in numerous locations where solar radiation measurements do not exist, by producing solar maps which are based on a large amount of solar energy data and by reflecting the energy and economic sustainability of RES hybrid systems which consider solar and wind energy assessment based on reliable meteorological data. H παρούσα διατριβή έχει δύο διακριτούς στόχους. Ο πρώτος στόχος αφορά στη δημιουργία αξιόπιστων χρονοσειρών μετεωρολογικών παραμέτρων, οι οποίες απαιτούνται κατά την προσο- μοίωση της λειτουργίας υβριδικών συστημάτων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) αλλά και γενικότερα στη μακροχρόνια αξιολόγηση ηλιακών συστημάτων. Ο δεύτερος στόχος αφορά στη διερεύνηση της ενεργειακής και οικονομικής απόδοσης των υβριδικών συστημάτων ΑΠΕ στον ελ- λαδικό χώρο αξιοποιώντας τη βάση δεδομένων που δημιουργήθηκε στα πλαίσια της διατριβής. Για την επίτευξη των στόχων, πραγματοποιήθηκε έρευνα σε διάφορα πεδία συμβάλλοντας στη διάδοση της επιστημονικής γνώσης σε κάθε ένα από αυτά. Ειδικότερα, η παρούσα διατριβή περι- λαμβάνει μία δομημένη μεθοδολογία για τη δημιουργία αξιόπιστων χρονοσειρών μετεωρολογι- κών παραμέτρων και τυπικών μετεωρολογικών ετών (ΤΜΕ), τα κριτήρια και τη μέθοδο χωρικής παρεμβολής που μπορούν με αξιοπιστία να περιγράψουν τη χωρική κατανομή του ηλιακού δυνα- μικού στην ελληνική επικράτεια, συγκεκριμένη μεθοδολογία για την ενεργειακή και οικονομική αξιολόγηση υβριδικών συστημάτων ΑΠΕ που αξιοποιούν την ηλιακή και την αιολική ενέργεια, την ενεργειακή και οικονομική απόδοση των υβριδικών συστημάτων ΑΠΕ σε διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας με καθορισμό των όριων μεταβολής τού μεγέθους και του κόστους που επιτυγχάνεται υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες λειτουργία τους. Για τους σκοπούς της παρούσας διατριβής, συλλέχθηκαν 3-ωριαίες χρονοσειρές μετεωρολο- γικών δεδομένων καθώς και ημερήσιων τιμών ηλιοφάνειας για 15 έτη, από 44 σταθμούς της Εθνι- κής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας (ΕΜΥ) που διαθέτουν μακροχρόνιες παρατηρήσεις ηλιοφάνειας. Οι μετρήσεις αυτές, μετά από ποιοτικό έλεγχο, χρησιμοποιήθηκαν ως δεδομένα εισόδου στο Με- τεωρολογικό Μοντέλο Ακτινοβολίας (Meteorological Radiation Model, MRM), το οποίο έχει ανα- πτυχθεί από την Ομάδα Ατμοσφαιρικής Έρευνας του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, εμπλουτί- ζοντας τη βάση δεδομένων με τιμές ολικής και διάχυτης ηλιακής ακτινοβολίας σε οριζόντιο επί- πεδο στη θέση του κάθε μετεωρολογικού σταθμού. Αξιοποιώντας τις μακροχρόνιες χρονοσειρές μετεωρολογικών παραμέτρων, δημιουργήθηκαν Τυπικά Μετεωρολογικά Έτη (ΤΜΕ) για κάθε έναν από τους σταθμούς. Τα ΤΜΕ περιλαμβάνουν ω- ριαίες τιμές άμεσης, διάχυτης και ολικής ηλιακής ακτινοβολίας, θερμοκρασίας αέρα, σχετικής υ- γρασίας και ατμοσφαιρικής πίεσης. Από τα ΤΜΕ δημιουργήθηκε επικαιροποιημένος ηλιακός χάρτης της Ελλάδας, με μηνιαίες και ετήσιες τιμές ηλιακής ενέργειας στις θέσεις των επιλεγμένων μετεωρολογικών σταθμών της ΕΜΥ. Ο χάρτης αυτός αποτελεί μία σύγχρονη αποτύπωση του ηλιακού δυναμικού στην ελληνική επι- κράτεια και παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς η γεωφυσική θέση της Ελλάδας την καθιστά μία από τις περιοχές της Ευρώπης με εξαιρετικό ενδιαφέρον στην αξιοποίηση της ηλιακής ενέρ- γειας. Παράλληλα, ο επιμερισμός της Ελλάδας σε κλιματικές ζώνες ηλιακής ακτινοβολίας αποτελεί βασική παράμετρο για την προκαταρκτική αξιολόγηση και μοντελοποίηση των ηλιακών συστημά- των παραγωγής ενέργειας. Για την ανάδειξη της χρησιμότητας των ΤΜΕ σε εφαρμοσμένους τομείς της επιστήμης, η βάση δεδομένων ΤΜΕ χρησιμοποιείται σε μια εκτεταμένη έρευνα που αφορά στην αξιολόγηση αυτόνο- μων υβριδικών συστημάτων που αξιοποιούν κατά βάση την ηλιακή ενέργεια αλλά και τον άνεμο συνδυάζοντας φωτοβολταϊκά πλαίσια και ανεμογεννήτριες. Η αξιολόγηση πραγματοποιείται βά- σει ενός ολοκληρωμένου ενεργειακού και οικονομικού μοντέλου, το οποίο εξετάζει σε ωριαίο βήμα την ενεργειακή συμπεριφορά του υβριδικού συστήματος και υπολογίζει το μακροχρόνιο κό- στος παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας. Τα υβριδικά συστήματα εξετάζονται σε διαφορετικές θέσεις στην Ελλάδα με βασικό κριτήριο την παροχή αδιάλειπτης ηλεκτρικής ενέργειας σε οικιακό καταναλωτή ο οποίος επιλέγει να καλύψει τις ηλεκτρικές του ενεργειακές ανάγκες αποκλειστικά από ΑΠΕ. Εν κατακλείδι, η καινοτομία της παρούσας διατριβής και η συνεισφορά της στην επιστημονική γνώση συνίστανται στα εξής: · Δημιουργήθηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα ΤΜΕ που καλύπτουν σε μεγάλο ποσοστό την ελληνική επικράτεια. · Η διαθεσιμότητα ΤΜΕ σε μεγάλο εύρος περιοχών αποτελεί σημαντικό εργαλείο για τη μελέτη ενεργειακής κατανάλωσης των κτηρίων και της ενεργειακής παραγωγής συστημάτων ΑΠΕ κα- θώς έως και σήμερα οι αντίστοιχες μελέτες βασίζονται σε παλαιά δεδομένα και σε μικρό α- ριθμό περιοχών, που δεν καλύπτουν επαρκώς την ελληνική επικράτεια. · Χρησιμοποιείται για πρώτη φορά στην Ελλάδα ο κώδικας MRM για την παραγωγή τιμών ηλια- κής ακτινοβολίας σε περιοχές που δεν υφίστανται αντίστοιχες μετρήσεις. · Δημιουργήθηκαν ηλιακοί χάρτες για την ελληνική επικράτεια, που για πρώτη φορά βασίζονται σε μεγάλο αριθμό δεδομένων ηλιακής ακτινοβολίας, με συνέπεια να καθίστανται πιο ακριβείς σε σχέση με τους υπάρχοντες στη βιβλιογραφία. · Αξιολογείται η ενεργειακή και η οικονομική απόδοση υβριδικών συστημάτων ΑΠΕ που συν- δυάζουν Φ/Β πλαίσια και Α/Γ με τη χρήση χρονοσειρών ΤΜΕ, αναδεικνύοντας τις δυνατότητες αξιοποίησής τους στις διαφορετικές κλιματικές ζώνες της Ελλάδας. 189 447 466 Development, optimization and validation of a liquid-liquid microextraction and GC methodology coupled with mass spectrometry to determine PAH residues using chemometrics methods in aqueous samples Ανάπτυξη, βελτιστοποίηση και επικύρωση υγρής-υγρής μικροεκχύλισης και μεθοδολογίας αέριας χρωματογραφίας συζευγμένης με φασματομετρία μάζας για τον προσδιορισμό πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων με τη χρήση χημειομετρικών μεθόδων σε υδατικά δείγματα The aim of the study is first to exploit the analytical utility of dispersive suspended microextraction for the determination of PAHs in natural water samples, for the first time, followed by gas chromatography–mass spectrometry(GC/MS). The second is to evaluate and optimize the method with the aid of response surface methodology and experimental design. And finally the third is to calculate the potential ecological risk of the PAH residues in Nestos River basin.For the DSME procedure, 4.3 mL of aqueous sample was placed in a 10-mL crimp-top glass vial sealed with an open centered aluminum cap and with a PTFE-gray butyl septum. A 93 μL aliquot of toluene, taken with single channel pipette, was added as the extraction solvent to the surface of the aqueous sample. A magnetic micro stirring bar was placed at the bottom of the vial. The sample vial was placed on a magnetic stirrer to stir the sample.The DSME procedure first involved an extraction step, followed by a restoration step. In particular, the stirring speed was set at1500 rpm (extraction speed) for 104 s (extraction time) and then was reduced to 800 rpm (restoration speed). In the extraction step, a cloudy solution was formed, and the analytes in the water sample were extracted into fine toluene droplets. When the stirring speed was adjusted to 800 rpm, the restoration step began. At this stirring speed, a gentle vortex was formed and the toluene droplets began to coalesce. After 10 min (restoration time), the toluene had separated from the aqueous phase, and an organic droplet was formed in the bottom center of the vortex. Finally, after the restoration step, 1.5 μL of the organic phase was collected with a10 μL micro syringe with a small hub removable needle and injected into the GC–MS for further analysis.The proposed method was applied to real water sample analysis. Different types of water samples obtained from eight sample stations were used, including river and lagoon sources. Among the target analytes, seven PAHs were detected in three of a total of eight sample stations. Specifically, six PAHs were detected in one sample station, while five sample stations were totally free from PAH residues. To conclude, in the present study, for the first time, DSME coupled with GC–MS was evaluated for the simultaneous determination of PAH residues in real water samples. This simple, rapid and inexpensive extraction method fulfilled analytical validation criteria. The sensitivity and linear dynamic range were relevant to environmental water analysis, and accurate measurement of the compounds of interest in surface waters was achieved. Ο σκοπός της διατριβής ήταν πρώτον η εφαρμογή της υγρής-υγρής μικροεκχύλισης αιωρούμενης σταγόνας σε διασπορά ακολουθούμενη από αέρια χρωματογραφία συζευγμένης με ανιχνευτή μάζας, για πρώτη φορά, για την ανίχνευση πολυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων. Δεύτερον η ανάπτυξη, βελτιστοποίηση και πιστοποίηση της τεχνικής με τη βοήθεια της μεθοδολογίας επιφάνειας απόκρισης και πειραματικού σχεδιασμού. Και τρίτον ο υπολογισμός του πιθανού οικοτοξικολογικού κινδύνου για τη λεκάνη απορροής του ποταμού Άραχθου.Για την υγρή-υγρή μικροεκχύλιση αιωρούμενης σταγόνας σε διασπορά, 4,3 mL υδατικού δείγματος τοποθετούνται σε ένα γυάλινο φιαλίδιο των 10 mL με πτυχωτή κορυφή το όποιο σφραγίζεται με πώμα από αλουμίνιο. Μια μικρομαγνητική ράβδος ανάδευσης είχε τοποθετηθεί στον πυθμένα του φιαλιδίου. Ακολούθως στην επιφάνεια του υδατικού δείγματος προστίθεται ο διαλύτης εκχύλισης (93 μL) με μια αυτόματη πιπέτα. Τέλος το φιαλίδιο τοποθετείται σε μαγνητικό αναδευτήρα για την ανάδευση του δείγματος.Κατά την εφαρμογή της διαδικασίας DSME λαμβάνουν μέρος δυο κρίσιμα στάδια. Αρχικά έχουμε το στάδιο εκχύλισης το οποίο ακολουθείται από το στάδιο αποκατάστασης. Πιο συγκεκριμένα, η ταχύτητα ανάδευσης ρυθμίζεται στις 1500 στροφές ανά λεπτό (ταχύτητα εκχύλισης) για 104 δευτερόλεπτα (χρόνος εκχύλισης) και στη συνέχεια μειώνεται στις 800 στροφές ανά λεπτό (ταχύτητα αποκατάστασης). Κατά το στάδιο της εκχύλισης σχηματίζεται ένα θολό διάλυμα και οι αναλύτες στο δείγμα νερού εκχυλίζονται στα μικροσκοπικά σταγονίδια του διαλύτη εκχύλισης. Αφού περάσει ο χρόνος εκχύλισης (104 δευτερόλεπτα) η ταχύτητα ανάδευσης ρυθμίζεται στις 800 στροφές ανά λεπτό και ξεκινάει το στάδιο αποκατάστασης. Σε αυτή την ταχύτητα ανάδευσης σχηματίζεται μία ήπια περιδίνηση και τα σταγονίδια του διαλύτη εκχύλισης αρχίζουν να συγχωνεύονται και πάλι προς τον σχηματισμό μιας ενιαίας σταγόνας. Μετά από 10 λεπτά (χρόνος αποκατάστασης), ο οργανικός διαλύτης έχει διαχωριστεί πλήρως από την υδατική φάση και έχει σχηματιστεί μια σταγόνα του διαλύτη εκχύλισης στο κέντρο του κάτω μέρους του στροβίλου. Τέλος, μετά το στάδιο αποκατάστασης, 1.5 μL της οργανικής φάσης συλλέγεται με μια μικροσύριγγα των 10 μL και εγχέεται στο σύστημα αέριας χρωματογραφίας συζευγμένο με ανιχνευτή μάζας (GC-MS) για περαιτέρω ανάλυση.Η προτεινόμενη μέθοδος εφαρμόστηκε για την ανάλυση δειγμάτων πραγματικού νερού. Χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικοί τύποι δειγμάτων νερού από οκτώ σταθμούς δειγματοληψίας, τα όποια ήταν δείγματα ποτάμια και λιμνοθάλασσας. Μεταξύ των αναλυτών, επτά ΠΑΥ ανιχνεύθηκαν σε τρεις από τους συνολικά οκτώ σταθμούς δειγματοληψίας. Συγκεκριμένα, έξι ΠΑΥ ανιχνεύθηκαν σε έναν μόνο σταθμό δειγματοληψίας, ενώ πέντε σταθμοί ήταν εντελώς απαλλαγμένοι από υπολείμματα ΠΑΥ.Τέλος, στην παρούσα μελέτη, για πρώτη φορά, η τεχνική DSME σε συνδυασμό με GC-MS αξιολογήθηκε για τον ταυτόχρονο προσδιορισμό των υπολειμμάτων ΠΑΥ σε πραγματικά δείγματα νερού. Αυτή η απλή, γρήγορη και φθηνή μέθοδος εκχύλισης που αναπτύχθηκε φέρεται να πληροί όλα τα αναλυτικά κριτήρια επικύρωσης. Η ευαισθησία και η γραμμική δυναμική περιοχή ήταν χαμηλές, επιτρέποντας ανάλυση περιβαλλοντικών δειγμάτων νερού. Έτσι επετεύχθη ακριβής μέτρηση των ενώσεων στόχων στα επιφανειακά ύδατα. 190 177 204 Oral and written language difficulties of individuals with acquired language disorders Οι δυσκολίες προφορικού και γραπτού λόγου ατόμων με επίκτητες γλωσσικές διαταραχές The purpose of this research is to map the profile of patients with aphasia in the oral and written language areas based on the Boston Diagnostic Test for Aphasia (DEVA-SM). Also, research aims to investigate the degree of deviation of aphasia from typical adult of the same age, gender and socioeconomic level through the Boston Diagnostic Test for Aphasia (DEVA-SM). The sample consist of 18 subjects, which are divided into two groups: An experimental group of 9 individuals consisting of patients with neurological problems with aphasia and an matched control group of typical adults of the sample age, gender and socio-economic status. In particular, the sample consists of 8 male and 1 female patient aged 65 to 81 years. Patients and typical subjects were evaluated in all subtests of DEVA-SM. In particular, the subtests were expressive language, listening comprehension, language expression, (including the Boston naming test-summary) reading and writing. The research will try to evaluate any deficiencies in spoken and written in patients who have aphasia. Ο σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να χαρτογραφήσει του προφίλ των ασθενών με αφασία στους τομείς του προφορικού και γραπτού λόγου με βάση τη Διαγνωστική εξέταση της Βοστώνης για την Αφασία (ΔΕΒΑ-ΣΜ). Επίσης, η έρευνα στοχεύει στην διερεύνηση του βαθμού απόκλισης των ασθενών με αφασία από τους τυπικούς ενήλικες αντίστοιχης ηλικίας, φύλου και κοινωνικοοικονομικού επιπέδου, δια μέσου της Διαγνωστικής εξέτασης της Βοστώνης για την Αφασία (ΔΕΒΑ-ΣΜ). Το δείγμα της έρευνας αποτελείται από 18 υποκείμενα, τα οποία είναι χωρισμένα σε δύο ομάδες. Μια πειραματική ομάδα 9 ατόμων την οποία αποτελούν οι ασθενείς με νευρολογικά προβλήματα που παρουσίαζαν αφασία και μια ισάριθμη ομάδα ελέγχου την οποία αποτελούν οι τυπικοί ενήλικες ίδιας ηλικίας, φύλου και κοινωνικοοικονομικής κατάστασης. Πιο συγκεκριμένα το δείγμα αποτελείται από 8 άνδρες και 1 γυναίκα ασθενείς, ηλικίας 65 έως 81 ετών. Οι ασθενείς και οι εξεταζόμενοι αξιολογήθηκαν σε όλες τις υποενότητες της ΔΕΒΑ-ΣΜ. Συγκεκριμένα οι υποενότητες οι οποίες αξιολογήθηκαν ήταν ο καθομιλούμενος και ο επεξηγηματικός λόγος, η ακουστική κατανόηση, η έκφραση λόγου (περιλαμβάνει την Δοκιμασία Κατονομασίας της Βοστώνης-Συνοπτική μορφή), η ανάγνωση και η γραφή. Η έρευνα θα προσπαθήσει να αξιολογήσει τις τυχόν ελλείψεις του προφορικού και γραπτού λόγου σε ασθενείς που παρουσιάζουν αφασία. 191 539 533 Επίδραση της ηλεκτροχημικής διάβρωσης στη δομική ακεραιότητα κραμάτων αλουμινίου υπο μηχανική κυκλική φόρτιση In the context of this dissertation, the study of mechanical properties and mechanical behavior in dynamic loads was carried out aluminum alloys 7075 - Τ6 & 7075 - Τ7 with the parallel implementation of non - destructive evaluation (NDE), infrared thermography (IR) and acoustic emission (AE), to which targeted electrochemical corrosion was subjected. The reason for choosing studying aluminum alloy 7075 is that they are one of the most widely used building materials in aeronautics due to their competitive mechanical endurance and corrosion resist in relation to ferrous alloys. The purpose of this dissertation was to correlate the degree of wear of the aluminum samples through electrochemical corrosion, with their mechanical behavior in dynamic loads and degradation of the fatigue limit or endurance limit. The theoretical background is presented in the first part of this dissertation with the main pillars the mechanical behavior of mechanical components mainly in static and dynamic loads, the nature of corrosion and in particular electrochemical corrosion, the importance of aluminum as a structural material nowadays as well as the theory of non - destructive evaluation techniques specializing in infrared thermography and acoustic emission. The theoretical background was the tool to conduct conclusions during the presentation of the results of each experiment. The second part presents extensively the experimental process followed by references to corresponding bibliographic studies. More specifically, in making experiments aluminum samples, with specific geometric specifications, have undergone heat treatments according to standards Τ651 and Τ731 in order to achieve complete homogenization and uniformity in the distribution of their alloys elements in order to enhance their mechanical and physical properties. The above reinforcement was confirmed by Brinell macro - hardness tests as well as static tensile tests. Subsequently, 7075 - T651 aluminum samples were coated with transparent nail polish and three uniform cavities on their outer surface were created through the head of the Brinell macro - hardness. Then they underwent electrochemical corrosion by the use of potentiodynamic polarization causing severe damage to the individual cavities. Optical observation of the corroded cavities was performed using white light profilometry to determine their geometric characteristics. Subsequently, the corroded specimens underwent dynamic loads in order to evaluate their mechanical behavior as well as the effect of the degree of corrosion on it. Finally, an innovative apparatus was applied to quickly determine the endurance limit (fatigue limit) developed in the laboratory, in combination with the non - destructive evaluation methods mentioned above, in order to study the effect of the corroded cavities of the aluminum samples on it. Finally, the third part analyzes the results of the experimental process and are interpreted based on the theoretical background. According to the results of the present dissertation, it appears that the effect of electrochemical corrosion on the structural integrity and mechanical behavior of the 7075 - T651 aluminum alloys on dynamic stresses is worthy of study. Instead, thermal treatments enhance both the mechanical and corrosive behavior of 7075 alloy alloys. In particular, eroded areas constitute stress concentration points that affect the mechanical strength and behavior of the specimens in the application of dynamic loadings. The influence of corrosion is detected both by the failure mechanism and by the determination of the fatigue limit through thermography and acoustic emission diagrams. Στα πλαίσια της παρούσας διατριβής πραγματοποιήθηκε η μελέτη των μηχανικών ιδιοτήτων και μηχανικής συμπεριφοράς σε δυναμικές καταπονήσεις, κραμάτων αλουμινίου 7075 - Τ6 & 7075 - Τ7 με την παράλληλη εφαρμογή μεθόδων μη καταστροφικού ελέγχου (NDE), υπέρυθρης θερμογραφίας (IR) και ακουστικής εκπομπής (AE), στα οποία υποβλήθηκε στοχευμένη ηλεκτροχημική διάβρωση. Ο λόγος επιλογής μελέτης κραμάτων αλουμινίου 7075 είναι ότι αποτελούν ένα από τα πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα δομικά υλικά στην αεροναυπηγική λόγω της ανταγωνιστικής μηχανικής και διαβρωτικής συμπεριφοράς τους, σε σχέση με τα σιδηρούχα κράματα. Σκοπός της παρούσας διατριβής αποτέλεσε η συσχέτιση του βαθμού φθοράς των δοκιμίων αλουμινίου μέσω ηλεκτροχημικής διάβρωσης, με την μηχανική συμπεριφορά αυτών σε δυναμικές καταπονήσεις και την υποβάθμιση του ορίου κόπωσης ή ορίου διαρκούς αντοχής. Στο πρώτο μέρος της παρούσας διατριβής παρουσιάζεται το θεωρητικό υπόβαθρο με κύριους πυλώνες τη μηχανική συμπεριφορά μηχανικών στοιχείων κυρίως σε στατικές και δυναμικές φορτίσεις, τη φύση της διάβρωσης και συγκεκριμένα της ηλεκτροχημικής διάβρωσης, τη σημασία του αλουμινίου ως δομικό στοιχείο στις μέρες μας καθώς και τη θεωρία των μη καταστροφικών τεχνικών αξιολόγησης με ειδίκευση την υπέρυθρη θερμογραφία και την ακουστική εκπομπή. Το θεωρητικό υπόβαθρο αποτέλεσε το εργαλείο διεξαγωγής συμπερασμάτων κατά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων των εκάστοτε δοκιμών. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται εκτενώς η πειραματική διαδικασία που ακολουθήθηκε με αναφορές σε αντίστοιχες βιβλιογραφικές μελέτες. Αναλυτικότερα, κατά την πραγμάτωση των πειραμάτων δοκίμια αλουμινίου, συγκεκριμένων γεωμετρικά προδιαγραφών, υπέστησαν θερμικές κατεργασίες σύμφωνα με τα πρότυπα Τ651 και Τ731 προκειμένου να επιτευχθεί πλήρης ομογενοποίηση και ομοιομορφία στην κατανομή των κραματικών τους στοιχείων, με σκοπό την ενίσχυση των μηχανικών και φυσικών ιδιοτήτων τους. Η παραπάνω ενίσχυση επιβεβαιώθηκε μέσω δοκιμών μάκρο - σκληρομέτρησης τύπου Brinell καθώς και δοκιμών στατικού εφελκυσμού. Στην συνέχεια δοκίμια αλουμινίου 7075 - Τ651 επικαλύφθηκαν με διάφανο βερνίκι νυχιών και μέσω της κεφαλής του οργάνου μάκρο - σκληρομέτρησης Brinell δημιουργήθηκαν τρείς ομοιόμορφες κοιλότητες στην εξωτερική τους επιφάνεια. Κατόπιν υπεβλήθησαν σε ηλεκτροχημική διάβρωση με την χρήση της ποτενσιοδυναμικής πόλωσης προκαλώντας έντονη φθορά στις επιμέρους κοιλότητες. Ακολούθησε οπτική παρατήρηση των σχηματιζόμενων διαβρωμένων κοιλοτήτων με χρήση προφιλομετρίας λευκού φωτός, προκειμένου να προσδιοριστούν τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά αυτών. Εν συνεχεία, τα διαβρωμένα δοκίμια υπεβλήθησαν σε δυναμικές καταπονήσεις προκειμένου να αξιολογηθεί η μηχανική συμπεριφορά τους καθώς και η επίδραση του βαθμού διάβρωσης σε αυτήν. Τέλος, ακολουθήθηκε μία καινοτόμος διάταξη ταχέως προσδιορισμού του ορίου διαρκούς αντοχής (ορίου κόπωσης) που αναπτύχθηκε στα πλαίσια του εργαστηρίου, σε συνδυασμό με τις μεθόδους μη καταστροφικής αξιολόγησης που προαναφέρθηκαν, προκειμένου να μελετηθεί η επίδραση των διαβρωμένων κοιλοτήτων των δοκιμίων αλουμινίου σε αυτό. Τέλος, στο τρίτο μέρος παρουσιάζονται αναλυτικά τα αποτελέσματα της πειραματικής διαδικασίας και ερμηνεύονται βάση του θεωρητικού υπόβαθρου του πρώτου μέρους. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παρούσας διατριβής, προκύπτει ότι η επίδραση της ηλεκτροχημικής διάβρωσης στη δομική ακεραιότητα και τη μηχανική συμπεριφορά των κραμάτων αλουμινίου 7075 - Τ651 σε δυναμικές καταπονήσεις είναι άξια μελέτης. Συγκεκριμένα, οι διαβρωμένες περιοχές αποτελούν σημεία συγκέντρωσης τάσεων οι οποίες επηρεάζουν την μηχανική αντοχή και συμπεριφορά των δοκιμίων κατά την εφαρμογή δυναμικών καταπονήσεων. Η επίδραση της διάβρωσης εντοπίζεται τόσο από το μηχανισμό αστοχίας όσο και από τον προσδιορισμό του ορίου κόπωσης μέσω διαγραμμάτων θερμογραφίας και ακουστικής εκπομπής. Αντίθετα, η εφαρμογή θερμικών κατεργασιών ενισχύει τόσο τη μηχανική όσο και τη διαβρωτική συμπεριφορά των κραμάτων αλουμινίου 7075. 192 253 269 Design and synthesis of peptide-drug conjugates of the anti-angiogenic agent sunitinib with EGFR bindng peptides for targeted cancer therapy Σχεδιασμός και σύνθεση συζευγμάτων του αντιαγγειογενετικού φάρμακου sunitinib στοχευτικά πεπτίδια του υποδοχέα EGFR για τη στοχευμένη θεραπεία του καρκίνου Cancer is one of the most serious health problems currently occurring in developed countries and is the result of the collapse of regulatory mechanisms that control the behavior of normal cells. Angiogenesis is necessary in order for the tumor to grow beyond a certain size. Blood vessels are formed in response to growth factors secreted by cancer cells and stimulate the proliferation of endothelial cells located in the walls of the capillaries of the surrounding tissues, resulting in the germination of new capillaries in the direction of the tumor. Small anti-angiogenic molecules, such as Sunitinib, initially exhibited encouraging anticancer effects based on their anti-angiogenic activity by blocking the formation of new vessels in cancer cells. The main goal of this thesis was to design and develop a different therapeutic approach based on an anti-angiogenic agent coupled withreceptor binding peptides in order to selectively target cancer cells and tumor that overexpress the EGFR. SAP is a new linkable sunitinib analogue and has several advantages over the original molecule. SAP can provide access to targeting peptide-drug conjugates employing a series of cleavable linkers. Study of model SAP compounds with cleavable disulfide or dipeptide linkers(i.e. Val-Cit) showed that release of SAP could be achieved in vivo in such a peptide-drug conjugate through the use of such cleavable linkers. A series of SAP conjugates with HER-1 and HER-2 targeting peptides were then synthesized and submitted for biological evaluation. Ο καρκίνος είναι ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα υγείας που παρατηρούνται σήμερα στις αναπτυγμένες χώρες και είναι αποτέλεσμα της κατάρρευσης των ρυθμιστικών μηχανισμών που ελέγχουν τη συμπεριφορά των φυσιολογικών κυττάρων.Η αγγειογένεση είναι απαραίτητη προκειμένου ο όγκος να μπορέσει να αναπτυχθεί πέρα από ένα συγκεκριμένο μέγεθος. Αιμοφόρα αγγεία σχηματίζονται ως απόκριση σε αυξητικούς παράγοντες που εκκρίνονται από τα καρκινικά κύτταρα και διεγείρουν τον πολλαπλασιασμό των ενδοθηλιακών κυττάρων που βρίσκονται στα τοιχώματα των τριχοειδών αγγείων των γύρω ιστών, με αποτέλεσμα την εκβλάστηση νέων τριχοειδών αγγείων προς την κατεύθυνση του όγκου. Μικρά μόρια όπως η σουνιτινίμπη (Sunitinib) έδωσαν αρχικά ενθαρυντικά αποτελέσματα έναντι του καρκίνου βασιζόμενα στη αντι-αγγειογόνα δράση τους μπλοκάρονταςτη δημιουργία νέων αγγείωνπρος τα καρκινικά κύτταρα. Στην παρούσα διπλωματική εργασία περιγράφεταιη σύνθεση και η διερεύνηση μιας ξεχωριστής θεραπευτικής προσέγγισης, βασιζόμενης στην χρήση στοχευτικών συζευγμάτων ενός αντι-αγγειογενετικού παράγοντα, με στοχευτικά πεπτίδια για την εκλεκτική στόχευση καρκινικών κυττάρων και όγκων που υπερεκφράζουν υποδοχείς της οικογένειας EGFR.Το SAP είναιένα νέο ανάλογο του αντικαρκινικού φαρμάκου Sunitinibεξίσου αποτελεσματικό, συζεύγματα του οποίου σχεδιάσθηκαν και συντέθηκαν κατά την εκπόνηση της διπλωματικής.Αυτό που καθιστά τoSAPνα είναι ξεχωριστό και ενδιαφέρον είναι ότι μπορεί να δώσει πρόσβαση σεστοχευτικά συζεύγματα μέσωσύζευξής του μεβιοδιασπώμενες γέφυρες, κάτι στο οποίο το γονικό μόριο Sunitinib υστερεί. Μελέτη πρότυπων ενώσεων του SAPμε γέφυρες δισουλφιδικής ήδιπεπτιδικής (π.χ. Val-Cit) φύσεωςέδειξε ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί invivoη απελευθέρωση του SAP από στοχευτικά συζεύγματαμε τη χρήση των παραπάνω γεφυρών.Στη συνέχεια, συντέθηκαν συζεύγματα του SAPμε πεπτίδια που στοχεύουν τόσο τον υποδοχέα HER-1 όσο και τον HER-2,υποδοχείς που ανήκουν στην ευρύτερη οικογένεια των EGFR υποδοχέων. 193 461 667 Εκτίμηση του προσανατολισμού του χεριού με συνελικτικά δίκτυα χρησιμοποιώντας RGB-D δεδομένα In this work, we study the problem of 3D articulated hand pose estimation from RGB-D images, which consists of estimating all the kinematic parameters of a hand expressed in joint angles or joint positions. Hand pose estimation is a very challenging problem due to the articulated nature of the human hand, which exhibits self-occlusions and large viewpoint variations. The popularization of RGB-D sensors has motivated the interest of the computer vision community in pose estimation as depth images have significantly improved the performance of the related methods. Moreover, the advance of deep learning has spurred this interest and most recent approaches propose convolutional network based methods. The architecture of a convolutional network, its depth as well as its training play a crucial role in its performance. In the first part of our work, we design and evaluate several different convolutional network architectures. Our experiments show that the depth of the network plays a crucial role in the performance, as our deepest convolutional network outperforms the state-of-the-art. Most methods use single depth images for 3D hand pose estimation. Depth images are noisy with quantization errors that result in missing parts around the hand boundaries. We conjecture that the combination of RGB images, which provide a more accurate description of the hand surface with color and texture information, with depth images, can further improve the performance of a convolutional network. Based on these observations, in the second part of our work we propose fusion methods of RGB and depth information using convolutional networks. We propose three different approaches, input fusion, score level fusion and double-stream architecture fusion. Input level fusion aggregates RGB-D data and trains a convolutional network with images that contain both RGB and depth channels, while score level fusion trains two different convolutional networks with RGB and depth images respectively and fuses their predictions. Finally, double-stream architecture fusion, is based on training two separate convolutional networks in parallel and at any arbitrary layer of the network to fuse their feature maps with given feature map fusion functions. We employ fusion functions proposed in state-of-the-art activity recognition methods. The performance of input fusion and score level fusion is limited, as they are applied in a very early and a very late stage of the network respectively. We employed doublestream fusion to mitigate this problem since the fusion takes place inside the network and lets subsequent learning stages to define correspondences between RGB and depth features. Indeed, double-stream fusion outperforms input fusion and score level fusion. Double-stream fusion has comparable performance with the state-ofthe- art, nevertheless our deep convolutional network trained only with depth images, outperforms double-stream fusion providing us state-of-the-art performance. From our experiments we conclude that RGB-D fusion does not leverage further useful information towards more accurate 3D hand pose estimation. Η παρούσα εργασία πραγματεύεται το πρόβλημα της 3Δ εκτίμησης του προ- σανατολισμού των αρθρώσεων ενός ανθρώπινου χεριού (3D articulated hand pose estimation), από RGB-D εικόνες, διαδικασία η οποία συνίσταται της εκτίμησης όλων των κινηματικών παραμέτρων του χεριού, εκφραζόμενες είτε σε γωνίες που σχημα- τίζουν οι αρθρώσεις, είτε στις θέσεις των αρθρώσεων στον 3Δ χώρο. Η εκτίμηση του προσανατολισμού του χεριού είναι πρόβλημα με πολλές προκλήσεις εξαιτίας της αρθρωτής δομής του ανθρώπινου χεριού η οποία προκαλεί αποκρύψεις και επι- καλύψεις μεταξύ διαφορετικών αρθρώσεων και παρουσιάζει μεγάλη διακύμανση ως προς το σύνολο όλων των δυνατών προσανατολισμών των αρθρώσεων. Η εμπο- ρική εμφάνιση χαμηλού κόστους RGB-D αισθητήρων και η διαθεσιμότητα τους στο ευρύ κοινό, έστρεψε το ενδιαφέρον της κοινότητας της Υπολογιστικής Όρασης στο πρόβλημα της εκτίμηση του προσανατολισμού του χεριού, καθώς οι εικόνες βά- θους συνέβαλαν σημαντικά στην βελτίωση της απόδοσης των σχετικών μεθόδων. Επιπλέον, η πρόοδος στο πεδίο της Βαθειάς Μηχανικής Μάθησης (Deep Learning) ώθησε αυτό το ενδιαφέρον και οι πιο πρόσφατες προσεγγίσεις προτείνουν μεθόδους βασιζόμενες σε Συνελικτικά Δίκτυα (Convolutional Networks). Η αρχιτεκτονική ενός συνελικτικού δικτύου, το βάθος του καθώς και η εκπαίδευση του παίζουν πολύ ση- μαντικό ρόλο στην δυνατότητα του να παρέχει ακριβείς εκτιμήσεις. Στο πρώτο μέρος αυτής της εργασίας σχεδιάζουμε και αξιολογούμε πειραματικά διαφορετικές αρχιτεκτονικές συνελικτικών δικτύων μεταβάλλοντας το βάθος καθώς και άλλες πα- ραμέτρους των δικτύων. Οι πειραματικές μετρήσεις μας, δείχνουν ότι το βάθος του δικτύου παίζει καθοριστικό ρόλο στην απόδοση του, όπου το πιο βαθύ συνελικτικό μας δίκτυο σημειώνει καλύτερη επίδοση από την τρέχουσα πρόοδο της τεχνολογίας. Οι περισσότερες μέθοδοι χρησιμοποιούν μόνο εικόνες βάθους για την 3Δ εκτίμηση του προσανατολισμού του χεριού. Οι εικόνες βάθους είναι θορυβώδεις και περιέ- χουν σφάλματα κβαντοποίησης τα οποία οδηγούν σε ασυνέχειες βάθους. Ως αποτέ- λεσμα, σε κάποια εικονοστοιχεία απουσιάζουν οι τιμές βάθους. Αυτές οι ασυνέχειες συμβαίνουν σε περιοχές γύρω από τα όρια του χεριού και οδηγούν στην απουσία τμημάτων τις εικόνας σε περιοχές γύρω από τα όρια του χεριού. Υποθέτουμε ότι ο συνδυασμός RGB εικόνων, οι οποίες παρέχουν πιο ακριβή περιγραφή της επι- φάνειας του χεριού με πληροφορία χρώματος και υφής, με εικόνες βάθους, μπορεί να βελτιώσει περαιτέρω την απόδοση ενός συνελικτικού δικτύου. Βασιζόμενοι σε αυτές τις παρατηρήσεις, στο δεύτερο κομμάτι της παρούσας εργασίας προτείνουμε μεθόδους συγχώνευσης πληροφορίας RGB και πληροφορίας βάθους με τη χρήση συ- νελικτικών δικτύων. Προτείνουμε τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις, την συγχώνευση των εισόδων, την συγχώνευση των εκτιμήσεων και τη συγχώνευση διπλής αρχιτε- κτονικής. Η μέθοδος της συγχώνευσης των εισόδων συσσωματώνει RGB-D εικόνες και εκπαιδεύει ένα συνελικτικό δίκτυο με εικόνες που περιέχουν κανάλια τόσο RGB όσο και βάθους. Η μέθοδος της συγχώνευσης των εκτιμήσεων εκπαιδεύει δύο δια- φορετικά νευρωνικά δίκτυα με εικόνες RGB και βάθους αντίστοιχα και συγχωνεύει τις προβλέψεις τους. Τέλος η συγχώνευση διπλής αρχιτεκτονικής βασίζετε στην εκ- παίδευση δύο διαφορετικών συνελικτικών δικτύων παράλληλα και σε οποιοδήποτε αυθαίρετο επίπεδο του δικτύου να συγχωνεύει τους χάρτες χαρακτηριστικών τους, με δοθείσες συναρτήσεις συγχώνευσης χαρτών χαρακτηριστικών. Χρησιμοποιούμε συναρτήσεις συγχώνευσης οι οποίες έχουν προταθεί σε μεθόδους αναγνώρισης αν- θρώπινης δραστηριότητας οι οποίες είναι τελευταία πρόοδος της τεχνολογίας. Η επίδοση των μεθόδων της συγχώνευσης στο επίπεδο της εισόδου και της συγχώνευ- σης των εκτιμήσεων είναι περιορισμένη, καθώς η συγχώνευση εφαρμόζεται σε ένα πολύ αρχικό και σε ένα πολύ τελικό επίπεδο του δικτύου αντίστοιχα. Προτείναμε την συγχώνευση διπλής αρχιτεκτονικής ώστε να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα καθώς σε αυτήν την περίπτωση η συγχώνευση λαμβάνει μέρος στο εσωτερικό του δικτύου και επιτρέπει στα επακόλουθα στάδια μάθησης, να ορίσουν αντιστοιχίες μεταξύ RGB χαρακτηριστικών και χαρακτηριστικών βάθους. Πράγματι, η συγχώ- νευση διπλής αρχιτεκτονικής ξεπερνάει σε ακρίβεια τη μέθοδο συγχώνευσης των εισόδων και τη μέθοδο συγχώνευσης των εκτιμήσεων. Η μέθοδος συγχώνευσης διπλής αρχιτεκτονικής έχει συγκρίσιμες επιδόσεις με την πρόοδο της τεχνολογίας, παρόλα αυτά το βαθύ συνελικτικό δίκτυο που προτείνουμε το οποίο εκπαιδεύτηκε μόνο με εικόνες βάθους, ξεπερνάει τις επιδόσεις των μεθόδων συγχώνευσης, παρέ- χοντας μας αποτελέσματα τελευταίας προόδου της τεχνολογίας. Από τα πειράματα μας συμπεραίνουμε ότι η συγχώνευση RGB-D δεδομένων δεν εκμεταλλεύεται επι- πλέον χρήσιμη πληροφορία για πιο ακριβής 3Δ εκτίμηση του προσανατολισμού του χεριού. 194 33 26 Η διαδικασία του λεξιλογίου βάσει των νέων σχολικών εγχειριδίων γλωσσικής διδασκαλίας του γυμνασίου. Εκτίμηση του βαθμού αφομοίωσης και αξιοποίησης του με βάση μαθητικές παραγωγές γραπτού λόγου Teaching vocabulary with the new textbooks for modern greek language coursesin greek junior high schools. An empirical account of students vocabulary knowledge and use as a result of measures in their written essays 195 131 134 Οι προϋπάρχουσες ιδέες των νηπίων για έννοιες των Φυσικών Επιστημών The purpose of this paper is to explore the pre-existing ideas of infants regarding certain concepts of the Natural Sciences. More specifically, infants are asked to answer questions in the following topics: the states of matter, floating and immersion, and creativity in the Natural Sciences.As part of the work, a survey was conducted, in which a total of 44 infants (22 preschoolers and 22 infants) participated from a total of two Kindergartens in Lefkada. The research tool used was the individual interview.The aim of the research was to detect children's ideas for specific concepts of the Natural Sciences. From the results of the research it can be concluded that the children of the Kindergarten have formed ideas for the concepts of solids, liquids, gases, as well as for floating and sinking. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να διερευνηθούν οι προϋπάρχουσες ιδέες των νηπίων, όσον αφορά ορισμένες έννοιες των Φυσικών Επιστημών. Πιο συγκεκριμένα, τα νήπια καλούνται να απαντήσουν σε ερωτήσεις στις ακόλουθες θεματικές ενότητες: οι καταστάσεις της ύλης, η επίπλευση και η βύθιση και η δημιουργικότητα στις Φυσικές Επιστήμες. Στα πλαίσια της εργασίας διεξήχθη έρευνα, στην οποία έλαβαν μέρος συνολικά 44 νήπια (22 προνήπια και 22 νήπια) συνολικά από δύο Νηπιαγωγεία της Λευκάδας. Το ερευνητικό εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε ήταν η ατομική συνέντευξη. Επιδίωξη της έρευνας αποτέλεσε η ανίχνευση των ιδεών των παιδιών για συγκεκριμένες έννοιες των Φυσικών Επιστημών. Από τα αποτελέσματα της έρευνας συμπεραίνεται ότι τα παιδιά του Νηπιαγωγείου έχουν διαμορφώσει ιδέες για τις έννοιες στερεά, υγρά, αέρια, όπως και για την επίπλευση και τη βύθιση. 196 137 134 Η αυτοεκτίμηση και τα κίνητρα ως παράμετροι επαγγελματικής ικανοποίησης εκπαιδευτικών ειδικής αγωγής Job satisfaction of teachers considered one of the most important factors, which determine the conduct and the results of educational process. The purpose of this research is to examine job satisfaction of teachers in Special Education, with a control group of teachers in General Education. Furthermore, this study examines the effect of self – esteem and the effect of motivation in job satisfaction. Alongside, investigated if factors such as sex, age and marital status constitute conditioning factors, which determine the level of job satisfaction, the level of self – esteem and the level of motivation. The results showed that these elements have impact in different ways in job satisfaction, with differentiations in self – esteem and in motivation of teachers in General and in Special Education. However, they didn’t reveal differentiations in job satisfaction of both groups. Η επαγγελµατική ικανοποίηση των εκπαιδευτικών θεωρείται από τους βασικότερους παράγοντες που καθορίζουν την διεξαγωγή και τα αποτελέσµατα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η παρούσα έρευνα έχει ως σκοπό να ελέγξει την επαγγελµατική ικανοποίηση εκπαιδευτικών Ειδικής Αγωγής, έχοντας ως οµάδα έλεγχου εκπαιδευτικούς Γενικής Αγωγής. Επιπλέον, εξετάζεται η επίδραση της αυτοεκτίµησης και των κινήτρων στην επαγγελµατική ικανοποίηση των εκπαιδευτικών. Παράλληλα, διερευνώνται αν στοιχεία όπως το φύλο, η ηλικία και η οικογενειακή κατάσταση αποτελούν ρυθµιστικούς παράγοντες που καθορίζουν το βαθµό επαγγελµατικής ικανοποίησης, αυτοεκτίµησης και κινήτρων. Από τα αποτελέσµατα προέκυψε ότι τα συγκεκριµένα στοιχεία επιδρούν ποικιλοτρόπως στην επαγγελµατική τους ικανοποίηση, µε διαφοροποιήσεις ως προς την αυτοεκτίµηση και τα κίνητρα των εκπαιδευτικών Γενικής και Ειδικής Αγωγής. Ωστόσο, δεν προέκυψαν διαφοροποιήσεις ως προς την επαγγελµατική ικανοποίηση και των δύο οµάδων. 197 109 129 Η φλεγμονώδης αντίδραση του ξένιστου στην χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια THE AIM OF THIS SURVEY WAS TO INVESTIGATE THE PREVALENCE OF PSYCHIATRIC DISORDERS IN THE AREA OF IOANNINA, GREECE, AS WELL AS THE EFFECT OF SOCIO-DEMOGRAPHIC FACTORS ON PSYCHOPATHOLOGY. WE USED A RANDOM SAMPLE OF 1986 INHABITANTS (621 RESIDENTS OF THE CITY OF IOANNINA AND 1365 RESIDENTS OF THE SURROUNDING COMMUNITIES), SELECTED WITH A SYSTEMATIC CLUSTER SAMPLING METHOD, AGED BETWEEN 18 AND 65 YEARS. THE ITEMS SCALE OF LANGNER AND THE CES-D SCALE OF RADLOFF WERE USED AS SCREENING INSTRUMENTS. THE ONE-MONTH PREVALENCE OF PSYCHOPATHOLOGY WAS 22.2% AND IT WAS FOUND TO BE HIGHER AMONG WOMEN, URBAN POPULATION, OLDER PERSONS, IN PERSONS WITH LOW EDUCATIONAL LEVEL, WIDOWED AND EX-IMMIGRANTS. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ ΗΤΑΝ Η ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ Ο ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ. ΤΟ ΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ, Η ΟΠΟΙΑ ΑΦΟΡΟΥΣΕ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ ΗΛΙΚΙΑΣ 18 - 65 ΕΤΩΝ, ΑΠΟΤΕΛΟΥΝΤΑΝ ΑΠΟ 1986 ΑΤΟΜΑ (621 ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΚΑΙ 1365 ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ), ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΜΕ ΤΥΧΑΙΟ ΤΡΟΠΟ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ SYSTEMATIC CLUSTER SAMPLING METHOD. ΩΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΝΙΧΝΕΥΣΗΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΤΩΝ 22 ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ ΤΟΥ LANGNER ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ CES-D ΤΟΥ RADLOFF. Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΕΝΟΣ ΜΗΝΑ ΒΡΕΘΗΚΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ 22.2%. ΑΥΞΗΜΕΝΗ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΑΝ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, ΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, ΤΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕΓΑΛΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ, ΤΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΧΑΜΗΛΟ ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ, ΟΙ ΧΗΡΟΙ-ΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΝΝΟΣΤΗΣΑΝΤΕΣ. 198 287 292 The role of nurse in endoscopy of upper and lower digestive system and case study for bleedings Ο ρόλος του νοσηλευτή στις ενδοσκοπήσεις ανώτερου και κατώτερου πεπτικού και μελέτη περιπτώσεων αιμορραγίας Digestive bleeding is a major problem in the endoscopic area. It comes from either the upper or lower digestive tract and therefore in an emergency it has serious consequences for the patient. During this condition, the body is unable to replenish the information it needs to function properly as there are various complications during rapid blood loss. Therefore, the role of the nurse and health professionals is important in preventing the treatment but also in providing effective care before, during and after endoscopy. There are several recent studies highlighting the endoscopic nurse as a health professional whose role is particularly important in supporting the patient but also in organizing the endoscopic laboratory. The present study investigated the nursing process through a bibliographic review and also studied a sample of 105 patients with bleeding at the University Hospital of Ioannina and endoscopic at the Hepatostroenterology Laboratory. The sample was drawn up through recording sheets and from patients who were already hospitalized in the Pathological and Surgical Clinic but also from emergencies. The information was recorded from patient history and endoscopic reports. The above procedure shows that the bleeding was manageable at a fairly large rate without complications from therapeutic endoscopy. Also the hemostasis process mainly helped with hemorrhage in the upper digestive tract. It is worth mentioning that the healing process has helped a lot in healing the patient without having to undergo surgery. As for nurses, the evolution of technology is in line with the evolution of the industry, as continuing education and asynchronous technology will significantly improve the endoscopic nurse's dignity and thus improve its progress in the field. Η αιμορραγία πεπτικού αποτελεί ενα σημαντικό πρόβλημα στον ενδοσκοπικό χώρο. Προέρχεται είτε απο το ανώτερο ή το κατώτερο πεπτικό και συνεπώς σε επείγουσα κατάσταση έχει σοβαρές επιπτώσεις για τον ασθενή. Κατα την πάθηση αυτή ο οργανισμός αδυνατεί να αναπληρώσει τα στοιχεία που χρειάζεται για να λειτουργήσει σωστά καθώς κατα την ταχύτατη απώλεια αίματος δημιουργούνται διάφορες επιπλοκές. Επομένως ο ρόλος του νοσηλευτή αλλα και των επαγγελματιών υγείας είναι σημαντικός για την πρόληψη την αντιμετώπιση αλλα και την αποτελεσματική φροντίδα, πρίν, κατα τη διάρκεια και μετά την ενδοσκόπηση. Υπάρχουν αρκετές πρόσφατες μελέτες που αναδεικνύουν τον ενδοσκοπικό νοσηλευτή ως εναν επαγγελματία υγείας που ο ρόλος του είναι ιδιαίτερα σημαντικός στην υποστήριξη του ασθενή αλλα και την οργάνωση του ενδοσκοπικού εργαστηρίου. Στην παρούσα μελέτη διερευνήθηκε η νοσηλευτική διεργασία μέσω της βιβλιογραφικής ανασκόπησης και επίσης μελετήθηκε δείγμα 105 ασθενών με που προσήλθαν με αιμορραγία στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων και ενδοσκοπήθηκαν στο Ηπατο – Γαστρεντερολογικό εργαστήριο. Το δείγμα διαμορφώθηκε μέσω φύλλων καταγραφής και απο ασθενείς που νοσηλεύονταν ήδη στην Παθολογική και Χειρουργική κλινική αλλα και απο έκτακτα περιστατικά. Οι πληροφορίες καταγράφηκαν απο το ιστορικό των ασθενών και τις ενδοσκοπικές εκθέσεις. Απο την παραπάνω διαδικασία προκύπτει οτι η αιμορραγία ήταν αντιμετωπίσιμη σε ενα αρκετά μεγάλο ποσοστό χωρίς να υπάρχουν επιπλοκές απο την θεραπευτική ενδοσκόπηση. Επίσης η διαδικασία της αιμόστασης βοήθησε κυρίως αιμορραγίες με εστία στο ανώτερο πεπτικό. Αξίζει να αναφερθεί οτι η θεραπευτική διαδικασία βοήθησε αρκετά στην ίαση του ασθενούς χωρίς να γίνει χειρουργική παρέμβαση. Όσο αφορά τους νοσηλευτές, η εξέλιξη της τεχνολογίας συμβαδίζει με την εξέλιξη του κλάδου καθώς μέσω της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης και την ασύγχρονη τεχνολογία θα βελτιωθεί σημαντικά το καθηκοντολόγιο του ενδοσκοπικού νοσηλευτή και συνεπώς θα διαβαθμιστεί η εξέλιξη του στο χώρο. 199 177 173 ΙN THIS STUDY, A SENSITIVE AND SPECIFIC ELISA METHOD FOR THE QUANTITATIVE DETECTION OF ANTI-CARDIOLIPIN ANTIBODIES (ANTI-CL) WAS DEVELOPED AND SERUM SAMPLES FROM 361 UNSELECTED PATIENTS WITH VARIOUS AUTOIMMUNE RHEUMATIC DISEASES (ARD) ASWELL AS 267 HEALTHY BLOOD DONORS. HIGH LEVELS OF ANTI-CL WERE FOUND MAINLY IN PATIENTS WITH SYSTEMIC LUPUS ERYTHEMATOSIS AND PATIENTS WITH OVERLAPPING SYNDROMES. THE PRESENCE OF ANTI-CL WAS CORRELATED WITH THE PRESENCE OF CENTRAL NERVOUS SYSTEM INVOLVEMENT (P<0.025) BUT ALSO WITH FEATURES OF IMMUNOLOGICAL HYPERREACTIVITY INCLUDING SPLENOMEGALY AND/OR DIFFUSE LYMPHADENOPATHY (P<0.001) ANTI- NUCLEAR ANTIBODIES (P<0.01), ANTIBODIES TO RO(SSA) (P<0.01), TO U1NRNP (P<0.005)AND TO DOUBLE-STRANDED DNA (P<0.005). THERE WAS NO CORRELATION WITH THE PRESENCE OF THROMBOTIC EVENTS, HEMATOLOGIC OR OBSTETRIC DISORDERS. OUR DATA SUGGEST THAT ANTI-CL CONSTITUTE AN ADDITIONAL ASPECT OF AN UNDERLYING B-CELL HYPERACTIVITY AND CANNOT BE APPLIED AS A MARKER OF ABSOLUTE CLINICAL UTILITY. THESE POINTSWAS FURTHER SUBSTATIATED BY THE FREQUENT DETECTION OF ANTI-CL IN PATIENTS WITHCHRONIC MENTAL DISORDERS (N=304, ASSOTIATION WITH CHLOROPROMAZINE ADMINISTRATION, P<0.003) AND IN HEALTHY ELDERLY INDIVIDUALS (N- 64), POPULATIONS KNOWN TO BE CHARACTERIZED BY HIGH INCIDENCE OF VARIOUS AUTOANTIBODIES. ΣΤΗΝ ΜΕΛΕΤΗ ΑΥΤΗ ΑΝΑΠΤΥΧΘΗΚΕ ΕΥΑΙΣΘΗΤΗ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΗ ΑΝΟΣΟΕΝΖΥΜΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝΠΟΣΟΤΙΚΗ ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΤΩΝ IGG ΚΑΙ IGM ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΩΝ ΚΑΤΑ ΚΑΡΔΙΟΛΙΠΙΝΗΣ (ΑΝΤΙ-ΚΛ), ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΑΝ ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΟΡΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ ΑΠΟ 361 ΜΗ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ,267 ΥΓΙΕΙΣ ΑΙΜΟΔΟΤΕΣ. ΘΕΤΙΚΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΑΝΤΙ-ΚΛ ΑΝΕΥΡΕΘΗΣΑΝ ΚΥΡΙΩΣ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗ ΛΥΚΟ (ΣΕΛ) ΚΑΙ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΕΦΙΠΠΕΥΟΝΤΑ ΣΥΝΔΡΟΜΑ. Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΑΝΤΙ-ΚΛ ΣΥΣΧΕΤΙΖΟΤΑΝ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΠΡΟΣΒΟΛΗΣ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΝΕΥΡΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ (ΕΠΙΛΗΨΙΑ, Ρ<0.025) ΚΑΘΩΣ ΕΠΙΣΗΣ ΚΑΙ ΜΕ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΚΗΣ ΥΠΕΡΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΟΠΩΣ ΣΠΛΗΝΟΜΕΓΑΛΙΑ 'Η/ΚΑΙ ΔΙΑΧΥΤΗ ΛΕΜΦΑΔΕΝΟΠΑΘΕΙΑ (Ρ<0.001), ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΠΥΡΗΝΙΚΩΝ ΑΝΤΙΓΟΝΩΝ (Ρ<0.01), ΚΑΤΑ RO(SSA) (Ρ<0.01), ΚΑΤΑ U1NRNP (P<0.05) ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΔΙΠΛΗΣ ΕΛΙΚΟΣ DNA (Ρ<0.005) ΕΝΩ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΘΡΟΜΒΩΣΕΩΝ, ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ 'Η ΜΑΙΕΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ. ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΜΑΣ ΥΠΟΔΕΙΚΝΥΟΥΝ ΟΤΙ ΤΑ ΑΝΤΙ-ΚΛ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΜΙΑ ΕΚΦΑΝΣΗ ΜΙΑΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΗΣ ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΚΗΣ ΥΠΕΡΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΧΩΡΙΣ ΟΜΩΣ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΑΠΟΛΥΤΗ ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΑΥΤΟΑΝΟΣΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ. ΑΥΤΟ ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΥΠΟΓΡΑΜΜΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΕΥΡΕΣΗ ΑΝΤΙ-ΚΛ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΧΡΟΝΙΑ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΑ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ (N=304, ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΛΗΨΗ ΧΛΩΡΟΠΡΟΜΑΖΙΝΗΣ, Ρ<0.03) ΚΑΙ ΣΕ ΥΓΙΗ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΑ ΑΤΟΜΑ (Ν=64) ΔΕΔΟΜΕΝΟΥ ΟΤΙ ΟΙ ΟΜΑΔΕΣ ΑΥΤΕΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΥΨΗΛΗ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΠΟΙΚΙΛΩΝ ΑΥΤΟΑΝΤΙΣΩΜΑΤΩΝ. 200 312 365 Oxidation reactions of hydrocarbons by immobilized transition metal complexes that associate H2O2 is of great interest due to a) H2O2 is cheap enough, easily found and environmental friendly since it’s by product is water and b) heterogeneous catalysts provide advantages such as easy handling and product separation, catalyst recovery and less level of waste.In the first part of the present work we present the immobilization procedure of manganese and copper complexes on silica surface and activated carbon. The heterogenisation of these complexes has been carried out via covalent attachment of Schiff base organic ligands on the above mentioned supports. The organic ligands were characterized by FTIR and UV-vis spectroscopy, Mass spectrometry (MS) and Nuclear magnetic reasonance spectroscopy (NMR). Immobilized manganese and copper complexes were characterized by FTIR, UV-vis and Raman spectroscopy, thermogravimetric analysis (TG-DTA), XRD analysis and BET surface analysis.Supported manganese complexes have been evaluated as catalysts for alkene epoxidation using ammonium acetate as co-catalyst and hydrogen peroxide as oxidant presenting remarkable effectiveness and selectivity. Reaction time and reusability of heterogeneous catalysts were also investigated. In addition to the above, heterogeneous systems were compared with homogeneous analogues. In some cases, the former were found to have enhanced catalytic activity compared with the corresponding homogeneous catalysts.Immobilized copper catalysts were tested for alkanes oxidation using hydrogen peroxide as oxidant. In this study the effect of catalyst, solvent, temperature, reaction time, concentration of oxidant and substrate were investigated. Alcohols and ketones were obtained as products. Furthermore, the stability of heterogeneous catalysts has been also studied. Significant reusability was found for supported CuII-complexes on inorganic SiO2 since they were used at least seven times. Finally, electron paramagnetic resonance (EPR) has been also used to study (a) the coordination environment of the heterogeneous Mn-, Cu- catalysts (b) the interaction between the active catalysts centre and the inorganic supports and (c) to develop a consistent catalytic reaction mechanism. Η οξείδωση υδρογονανθράκων από ετερογενή καταλυτικά συστήματα μετάλλων μετάπτωσης με χρήση H2O2 ως οξειδωτικού παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για δύο λόγους α) το H2O2 είναι φθηνό οξειδωτικό μέσο, εύκολα διαθέσιμο και φιλικό προς το περιβάλλον αφού το μοναδικό παραπροϊόν του είναι το νερό και β) οι ετερογενοποιημένοι καταλύτες πλεονεκτούν σε σχέση με τους αντίστοιχους ομογενείς λόγω της εύκολης ανάκτησής τους που οδηγεί στην ανακύκλωσή τους και κατά συνέπεια στην ελαχιστοποίηση των παραγόντων που επιβαρύνουν το περιβάλλον.Στο πρώτο μέρος της παρούσας εργασίας παρουσιάζεται η διαδικασία ακινητοποίησης συμπλόκων μαγγανίου και χαλκού σε επιφάνεια κολλοειδούς SiO2 και σε ενεργό άνθρακα. Η ετερογενοποίηση των συγκεκριμένων συμπλόκων πραγματοποιήθηκε μέσω ομοιοπολικής σύνδεσης οργανικών υποκαταστατών, οι οποίοι είναι βάσεις του Schiff με τα παραπάνω υλικά υποστήριξης. Οι οργανικοί υποκαταστάτες χαρακτηρίστηκαν με φασματοσκοπία υπερύθρου (FTIR), φασματοσκοπία υπεριώδους-ορατού (UV-vis), φασματοσκοπία μάζας (MS) και φασματοσκοπία NMR. Επιπλέον ο χαρακτηρισμός των ετερογενοποιημένων καταλυτών μαγγανίου και χαλκού έλαβε χώρα με φασματοσκοπία υπερύθρου (FTIR), φασματοσκοπία υπεριώδους-ορατού (UV-vis), θερμική ανάλυση (TG-DTA), περίθλαση ακτίνων-Χ (XRD), ποροσιμετρία (BET) και φασματοσκοπία Raman.Τα υποστηριγμένα σύμπλοκα MnII μελετήθηκαν και αξιολογήθηκαν στην καταλυτική οξείδωση αλκενίων με ενεργοποίηση του H2O2 παρουσία οξικού αμμωνίου ως συγκαταλύτη, επιδεικνύοντας αξιόλογη καταλυτική δραστικότητα και εκλεκτικότητα. Μελετήθηκε η χρονική εξέλιξη των καταλυτικών αντιδράσεων καθώς επίσης και η ανακυκλωσιμότητά τους. Τέλος, ακολούθησε η σύγκριση των ετερογενών καταλυτικών συστημάτων μαγγανίου με τα αντίστοιχα ομογενή, με τα πρώτα να πλεονεκτούν σε κάποιες περιπτώσεις ως προς την συνολική απόδοση προϊόντων και την ανακυκλωσιμότητά τους.Οι ετερογενείς καταλύτες χαλκού χρησιμοποιήθηκαν για την οξείδωση αλκανίων με χρήση H2O2 ως οξειδωτικού. Μελετήθηκε η επίδραση της ποσότητας του καταλύτη, του διαλύτη, του οξειδωτικού και του υποστρώματος καθώς επίσης και της θερμοκρασίας με σκοπό την διερεύνηση των βέλτιστων καταλυτικών συνθηκών για την διεξαγωγή των αντιδράσεων οξείδωσης. Ως προϊόντα παρήχθησαν οι αντίστοιχες αλκοόλες και κετόνες. Επιπλέον μελετήθηκε η χρονική εξέλιξη των καταλυτικών αντιδράσεων και η σταθερότητα των παραπάνω υποστηριγμένων συμπλόκων CuII. Αξιόλογη ανακυκλωσιμότητα εμφάνισαν τα ακινητοποιημένα σύμπλοκα χαλκού σε επιφάνεια κολλοειδούς SiO2, αφού επαναχρησιμοποιήθηκαν για τουλάχιστον εφτά φορές.Τέλος, πραγματοποιήθηκαν φασματοσκοπικές μετρήσεις EPR για τα παραπάνω ετερογενή καταλυτικά συστήματα μαγγανίου και χαλκού με σκοπό να διερευνηθεί η οξειδωτική κατάσταση και ο τρόπος ένταξης των MnII και CuII καθώς επίσης και για να είμαστε σε θέση να προτείνουμε μηχανισμούς οξείδωσης των αλκενίων και αλκανίων αντίστοιχα. 201 604 533 Ο γυναικείος περιοδικός τύπος και η ένδυση στην Ελλάδα κατά τηv μεταπολεμική περίοδο The thesis investigates, from the Folklore Studies point of view, the magazine GYNAIKA, which appears immediately after the Second World War and the Greek Civil War, within the framework of the urbanized Post-War Greece of the period between 1950 and 1975.It aims, through a socio-historical method, to stress the significance of the publication of the magazine GYNAIKA on the crucial moment of the transition of Greek society from the former Mid-War phase to a phase which started taking shape mainly from the 1950’s onwards, -at a slow pace in the beginning and, gradually, faster thereafter -, while in Greece the wounds of the War were in the process of healing and opportunities arose for an encounter with the accomplishments taking place outside the Greek national abroad.The magazine GYNAIKA had mainly set two goals: on the one hand, to contribute towards the coming out of the house of the Mid-War woman and to introduce her into the sector of paid labour, and, on the other hand, to decisively contribute towards the improvement of her education in two ways: a. by providing her, in a more systematic way via relevant publications, with the knowledge of popular and scholarly tradition, as well as of the history of her homeland, and b. by introducing her, systematically but with moderation, into the innovations taking place in the developing and developed countries abroad.Along with the articles available (historical, scientific articles, in specialized columns, such as those dealing with medical or legal matters, reports and others), an exceptionally vivid correspondence was developed between the female readers (overtime, male readers started correspondence, too) and the magazine’s editors, correspondence which was spread besides the Greek capital throughout the country. In this way, a stable “conversation” was established, which forms a very rich source of information, information which constitutes a valuable history of customs, within the framework of the transformations which took place during an exceptionally interesting and crucial for Greece twenty-five-year period.Founder and “soul” of the magazine GYNAIKA had been Evangelos Ch. Terzopoulos, who had, - among other qualities -, the ability to detect and hire capable contributors, among whom women constituted the majority, especially in the sector of journalism. The thesis’ author provides all the necessary information concerning the leading role that Terzopoulos had among all the contributors of the magazine’s publication, aiming at taking advantage of contemporary technology, which promoted GYNAIKA as one of the most remarkable women’s magazines in the world.A special part of the thesis was dedicated to Fashion, with special emphasis on the women’s dress and appearance, issues which had been particularly appealing to women and had been given the appropriate attention by the Market, as well. As a result, neither did the founder of GYNAIKA overlook this phenomenon, nor did the author of the thesis overlook, before reaching the period covered by the magazine GYNAIKA, to make a historical retrospect of the period from 1833 (i.e. the foundation of the newly established Greek State) up to 1975, based on rich theoretical grounds.In the conclusion the author claims that during the crucial years of the promotion, social, intellectual and aesthetic development of women, the magazine GYNAIKA had been a peculiar “School” for women of all classes, where they were taught a new way of behaviour and living, based on the combination of the national-popular tradition and the internationally spread innovations. Four appendices (Volume II) are annexed to the thesis: 1. Illustrations. 2. A letter by Terzopoulos addressed to one of his principal contributors, Maria Karavia. 3. The changes in women’s appearance based on the covers of the magazine GYNAIKA. 4. Detailed annual plates of the magazine’s circulation (1950-1975). Η εργασία έχει ως αντικείμενο έρευνας από την πλευρά της Λαογραφίας, το περιοδικό ΓΥΝΑΙΚΑ που εμφανίζεται αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο και τον Εμφύλιο Πόλεμο, στο πλαίσιο της αστικοποιούμενης μεταπολεμικής Ελλάδας της περιόδου 1950-1975.Αποσκοπεί, μέσω κοινωνικο-ιστορικής μεθόδου, στο να αναδειχθεί η σημασία της έκδοσης του περιοδικού ΓΥΝΑΙΚΑ σε μια κρίσιμη στιγμή μετάβασης της ελληνικής κοινωνίας από την προηγούμενη φάση του Μεσοπολέμου σε μια φάση που άρχιζε να μορφοποιείται κυρίως από τη δεκαετία του 1950, με αργό ρυθμό στην αρχή, ολοένα πιο γοργό στη συνέχεια, καθώς έκλειναν οι πληγές στην Ελλάδα και άνοιγαν προοπτικές για μια συνάντηση με τα συντελούμενα έξω από τα εθνικά όρια.Το περιοδικό ΓΥΝΑΙΚΑ είχε θέσει δύο κυρίως στόχους: αφενός να συμβάλει στην έξοδο της μεσοπολεμικής γυναίκας από το σπίτι, και να την εισαγάγει στους χώρους της μισθωτής εργασίας, αφετέρου, όμως, να συμβάλει επίσης αποφασιστικά στην αναβάθμιση της παιδείας της, διπλά: γνωρίζοντας της συστηματικότερα, με ανάλογα δημοσιεύματα τη λαϊκή και τη λόγια παράδοση, καθώς και την ιστορία της πατρίδας της, και από την άλλη μεριά, να την εισάγει, συστηματικά αλλά και με μέτρο, στους νεωτερισμούς που πραγματοποιούνταν στις οικονομικά αναπτυσσόμενες και αναπτυγμένες χώρες του εξωτερικού. Παράλληλα προς τα προσφερόμενα δημοσιεύματα (ιστορικά, επιστημονικά, με ειδικές στήλες όπως: για ζητήματα ιατρικά, νομικά κ.ά., ρεπορτάζ κλπ.), αναπτύχθηκε μια εξαιρετικά ζωηρή, εξακτινωμένη σε όλη την περιφερειακή Ελλάδα, εκτός της πρωτεύουσας αλληλογραφία μεταξύ των αναγνωστριών (προπάντων συν τω χρόνω αλληλογραφούσαν και αναγνώστες) και της σύνταξης του περιοδικού. Έτσι παγιώθηκε μια σταθερή, «συνομιλία», η οποία αποτελεί μια πλουσιότατη πηγή πληροφοριών, που συνθέτουν μια πολύτιμη ιστορία των ηθών, στο πλαίσιο των μεταβολών που έλαβαν χώρα στη διαδρομή μιας ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας για την Ελλάδα κρίσιμης εικοσιπενταετίας. Ιδρυτής και ψυχή της ΓΥΝΑΙΚΑΣ υπήρξε ο Ευάγγελος Χρήστου Τερζόπουλος που είχε εκτός των άλλων και την ικανότητα να εντοπίζει και να προσλαμβάνει άξιους συνεργάτες, στους οποίους, ιδίως στο δημοσιογραφικό τομέα-υπερτερούσε το γυναικείο φύλο. Ο συγγραφέας δίνει τα απαραίτητα στοιχεία για την κεντρική θέση που κατείχε ο Τερζόπουλος στο σύνολο των παραγόντων της έκδοσης του περιοδικού, επιδιώκοντας να επωφελείται και από τα νέα κάθε φορά τεχνικά μέσα, που ανέδειξαν την ΓΥΝΑΙΚΑ σε ένα από τα αξιολογότερα γυναικείο περιοδικό διεθνώς.Ξεχωριστό μέρος της διατριβής αφιερώθηκε στην Μόδα, με ιδιαίτερη έμφαση στη γυναικεία ένδυση και εμφάνιση, ζητήματα εξόχως ελκυστικά στις γυναίκες, που τα έχει προσέξει κατάλληλα και η Αγορά. Ο ιδρυτής της ΓΥΝΑΙΚΑΣ, επόμενο ήταν να μη παραβλέψει διόλου το φαινόμενο αυτό. Και ο συγγραφέας δεν παρέλειψε, πριν φθάσει στους χρόνους που κάλυψε η ΓΥΝΑΙΚΑ, να κάνει μιαν ιστορική αναδρομή από το 1833, δηλαδή από την αρχή της ζωής του νεοσύστατου κράτους, ώσπου να έλθει, με πλούσια τεκμηρίωση, έως το 1975. Επιλογικά υποστηρίζει, ότι η ΓΥΝΑΙΚΑ, στα κρίσιμα χρόνια για την ανάδειξη και την κοινωνική πνευματική και αισθητική ανάπτυξη της γυναίκας, υπήρξε μια ιδιότυπη Σχολή γυναικών, όπου αυτές διδάσκονταν ένα νέο τρόπο συμπεριφοράς και ζωής με βάση το συνδυασμό της εθνικής-λαϊκής παράδοσης και των διεθνώς εξαπλουμένων νεωτερισμών, για όλες τις τάξεις.Στην εργασία συνάπτονται, ξεχωριστά (Τόμος ΙΙ) και τέσσερα παραρτήματα: 1. Εικόνες κειμένου. 2. Επιστολή του Τερζόπουλου σε μια βασική συνεργάτιδά του (Μαρία Καραβία). 3. Οι αλλαγές της γυναικείας εμφάνισης μέσα από τα εξώφυλλα της ΓΥΝΑΙΚΑΣ. 4. Ετήσιοι αναλυτικοί πίνακες κυκλοφορίας του περιοδικού (1950-1975). 202 149 158 Συγκριτική μελέτη των παραδοσιακών και εναλλακτικών τεχνικών της αξιολόγησης του μαθητή The subject of this essay is related to traditional and alternative or original techniques of student performance assessment. The main part of the work focuses on student assessment, which is one of the key factors involved in shaping quality in education and is inextricably linked to all educational functions. This is a bibliographic review - study, the purpose of which was to analyze and compare, in a thorough and practical way, the traditional and alternative - authentic assessment techniques, which are used as tools for collecting information about the pupil's performance. Through the comparison and parallelism of the techniques, as well as the means of performance and capture of the result of the evaluation, which are listed, it is intended to ascertain whether they meet pedagogically and methodologically the conditions for an effective appraisal of the pupil, thus contributing to the achievement teaching, pedagogical and educational objectives in general. Το θέμα του παρόντος πονήματος σχετίζεται με τις παραδοσιακές και εναλλακτικές ή αυθεντικές τεχνικές αξιολόγησης της επίδοσης του μαθητή. Το κύριο μέρος της εργασίας επικεντρώνεται στην αξιολόγηση του μαθητή, η οποία αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες, οι οποίοι συμπράττουν στη διαμόρφωση της ποιότητας στην εκπαίδευση και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το σύνολο των εκπαιδευτικών λειτουργιών. Πρόκειται για βιβλιογραφική ανασκόπηση – μελέτη, σκοπός της οποίας ήταν η ανάλυση και σύγκριση, με διεξοδικό και πρακτικό τρόπο, των παραδοσιακών και των εναλλακτικών – αυθεντικών τεχνικών αξιολόγησης, οι οποίες χρησιμοποιούνται ως εργαλεία συλλογής πληροφοριών των επιδόσεων του μαθητή. Μέσω της σύγκρισης και του παραλληλισμού των τεχνικών, καθώς και των μέσων απόδοσης και αποτύπωσης του αποτελέσματος της αξιολόγησης, που παρατίθενται, επιδιώκεται να διαπιστωθεί κατά πόσο πληρούν, από παιδαγωγική και μεθοδολογική άποψη, τις προϋποθέσεις για την αποτελεσματική αξιολόγηση του μαθητή, συμβάλλοντας έτσι στην επίτευξη των διδακτικών, παιδαγωγικών και γενικότερα των εκπαιδευτικών στόχων. 203 487 505 Theoretical study of NMR spectra of heavy nuclei the anticancer complexes of transition metals and correlation with structural, electron, chemical and biological parameters Θεωρητική μελέτη των φασμάτων NMR βαρέων πυρήνων αντικαρκινικών συμπλόκων των μετάλλων μετάπτωσης και συσχέτισής τους με δομικές, ηλεκτρονιακές, φυσικοχημικές και βιολογικές παραμέτρους Τhe target of my PhD is: (i) the accurate prediction of the 195Pt NMR chemical shifts for a series of Pt(II) and Pt(IV) platinum anticancer agents and other relevant Pt(II) and Pt(IV) compounds based on GIAO DFT calculations, hoping to contribute some much needed development of computational protocols to the difficult task of 195Pt NMR, (ii) the role of the conformational preferences and the solvation models employed on the calculated δ 195Pt chemical shifts, (iii) the validation of non-relativistic DFT computational protocols to predict reasonably accurate 195Pt chemical shifts in Pt(II) and Pt(IV) coordination compounds, (iv) the assessment of the performance of the GIAO-PBE0/SARC-ZORA(Pt)∪BS(E)/(PCM or SMD) (BS=6-31+G(d) or 6-31G(d,p); E=main group element) computational protocols for the prediction of δ 195Pt chemical shifts for all possible hydrolysis products of [PtCl6]2- inacidic and alkaline solutions, for all possible octahedral Pt(IV) complexes resulted upon dissolution of platinic acid in aqueous nitric acid solution and for photoactivable anticancer diazido- and azine-Pt(IV) complexes, (v) the demonstration of how sensitive are the 195Pt NMR chemical shifts of the anionic and cationic complexes under study in the ion-pairing associations occurring in aqueous solutions, (vi) the presence of one-parameter IC50 vs δ 195Pt QSAR models for the homogeneous sets of the photoactivable diazido-Pt(IV) and azine-Pt(IV) complexes, (vii) the applicability and predictive capabilityof the simple δ 195Pt vs cytotoxicity QSAR model for a variety of training sets of antiproliferative Pt compounds. All calculations were performed using the Gaussian 09 program suite with functional PBE0. For the geometry optimizations, we used the SARC-ZORA basis set for Pt and 6-31+G(d) or 6-31G(d,p) basis set for all other main group elements E. Magnetic shielding tensor have been computed with the GIAO DFT method. The results-conclusions which found in this PhD are: A) The 195Pt NMR chemical shifts predict with success: (i) by the GIAO-PBE0/SARC-ZORA(Pt)∪BS(E)/(PCM or SMD) (BS = 6-31+G(d) or 6-31G(d,p) for all main group elements E) computational protocols for the complex [PtCl6]2- and for all possible products of dissolution in acidic and alkaline solutions, (ii) by the computational protocol GIAO-PBE0/SARC-ZORA(Pt)∪6-31+G(d)(E) for cis-(amine)2PtX2 (X = Cl, Br, I) complexes, for diamine complexes of Pt(II) with carboxylate leaving groups and acetyl ligands, and for octahedral anticancer complexes of Pt(IV), (iii) by the GIAO-PBE0/SARC-ZORA(Pt)∪6-31G(d,p)(E) computational protocol for the complexes which result from dissolution of H2[Pt(OH)6] in aqueous solution of HNO3, (iv) by the GIAO-PBE0/SARC-ZORA(Pt)∪BS(E) [BS = 6 – 31+G(d) or 6 – 31G(d,p)] computational protocol for photoactivable anticancer diazido – Pt(IV), homopiperizine – Pt(IV) and multifunctional azine – Pt(IV) COMPLEXES, B) Also developed equations linear correlations QSAR under which correlated the anticancer activity of Pt(II) and Pt(IV) complexes with parameters 195Pt NMR. In this way it is possible to predict the anticancer activity of Pt complexes in base of one parameter which stand for the 195Pt NMR spectroscopy. Ο στόχος της διδακτορικής διατριβής μου είναι: (i) η ακριβής πρόβλεψη των 195Pt NMR χημικών μετατοπίσεων για μια σειρά αντικαρκινικών παραγόντων του Pt(II) και του Pt(IV) και άλλων σχετικών ενώσεων του Pt(II) και του Pt(IV) που βασίζονται στους GIAO DFT υπολογισμούς, ελπίζοντας να συμβάλουμε σε κάποια αναγκαία εξέλιξη των υπολογιστικών πρωτοκόλλων στο δύσκολο θέμα του 195Pt NMR, (ii) ο ρόλος των διαμορφομερών και των μοντέλων επιδιαλύτωσης που εφαρμόζονται στις υπολογισμένες δ 195Pt χημικές μετατοπίσεις, (iii) η επιβεβαίωση των μη – σχετιστικών υπολογιστικών πρωτοκόλλων ότι έχουν την ικανότητα να προβλέψουν λογικές ακριβείς 195Pt χημικές μετατοπίσεις στιςενώσεις του Pt(II) και του Pt(IV), (iv) η αποτίμηση της εκτέλεσης των υπολογιστικών πρωτοκόλλων GIAO-PBE0/SARC-ZORA(Pt)∪BS(E)/(PCM ή SMD) (BS= 6-31+G(d) ή 6-31G(d,p), E = στοιχεία κύριας ομάδας) στην πρόβλεψη των δ 195Pt χημικών μετατοπίσεων για όλα τα πιθανά προϊόντα υδρόλυσης του [PtCl6]2- σε όξινα και βασικά υδατικά διαλύματα, για όλα τα πιθανά οκταεδρικά σύμπλοκα του Pt(IV) που προέκυψαν από την διάλυση του πλατινικού οξέος σε υδατικό διάλυμα νιτρικού οξέος και για τα φωτοενεργουποιούμενα αντικαρκινικά διάζιδο και άζινο- Pt(IV) σύμπλοκα, (v) ο προσδιορισμός της ευαισθησίας των 195Pt NMR χημικών μετατοπίσεων των ανιοντικών και κατιοντικών συμπλόκων κάτω από την μελέτη του ζευγαρώματος του ιόντος σε υδατικά διαλύματα, (vi) η παρουσίαση μιας παραμέτρου IC50 έναντι δ 195Pt QSAR μοντέλων για τα ομοιογενή σετ των φωτοενεργουποιούμενων διάζιδο-Pt(IV) και άζινο-Pt(IV) συμπλόκων, (vii) η εφαρμοσιμότητα και η προβλεπτική ικανότητα του απλού δ 195Pt έναντι κυτταροτοξικότητα QSAR μοντέλου για διάφορα σετ αντιπολλαπλασιαστικών ενώσεων του λευκοχρύσου. Όλοι οι υπολογισμοί έγιναν στο πρόγραμμα Gaussian 09 με το συναρτησιακό PBE0. Για την βελτιστοποίηση της γεωμετρίας χρησιμοποιήσαμε το σύνολο βάσης SARC – ZORA για τον Pt και τα σύνολα βάσης 6 – 31+G(d) ή 6 – 31G(d,p) για τα στοιχεία κύριας ομάδας Ε. Ο μαγνητικός τανυστής προστασίας υπολογίστηκε με την GIAO DFT μέθοδο. Τα αποτελέσματα–συμπεράσματα που βρέθηκαν σε αυτή την διδακτορική διατριβή είναι τα εξής: Α) Οι 195Pt NMR χημικές μετατοπίσεις προβλέπονται με επιτυχία: (i) από τα υπολογιστικά πρωτόκολλα GIAO-PBE0/SARC-ZORA(Pt)∪BS(E)/(PCM ή SMD) (BS=6-31+G(d) ή 6-31G(d,p), για τα αμέταλλα άτομα E) για το σύμπλοκο [PtCl6]2- και για όλα τα πιθανά προϊόντα υδρόλυσης του σε όξινα και σε αλκαλικά περιβάλλοντα,(ii) από το υπολογιστικό πρωτόκολλο GIAO-PBE0/SARC-ZORA(Pt)∪6-31+G(d)(E) για τα σύμπλοκα cis-(αμίνη)2PtX2 (X = Cl, Br, I), για τα διάμινο σύμπλοκα του Pt(II) με αποχωρούσες ομάδες καρβοξυλάτο- και ακέτυλο υποκαταστάτες και για τα οκταεδρικά σύμπλοκα του Pt(IV), (iii) από το υπολογιστικό πρωτόκολλο GIAO-PBE0/SARC-ZORA(Pt)∪6-31G(d,p)(E) για τα σύμπλοκα που προκύπτουν από τη διάλυση του πλατινικού οξέος σε υδατικό διάλυμα ΗΝΟ3, (iv) από το υπολογιστικό πρωτόκολλο GIAOPBE0/SARCZORA(Pt)∪BS(E)/PCM (BS=6-31+G(d) ή 6-31G(d,p), για τα αμέταλλα άτομα E) για τα φωτοενεργοποιούμενα αντικαρκινικά διάζιδο-, ομοπιπεράζινο- και πολυλειτουργικά άζινο σύμπλοκα του Pt(IV), Β) Επίσης αναπτύχθηκαν εξισώσεις γραμμικών συσχετίσεων QSAR με βάση τις οποίες συσχετίζεται η αντικαρκινική δράση των συμπλόκων του Pt(II) και Pt(IV) με παραμέτρους 195Pt NMR. Κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι δυνατό να προβλεφθεί η αντικαρκινική δράση των συμπλόκων του Pt με βάση μια μόνο παράμετρο που προκύπτει από τη φασματοσκοπία 195Pt NMR. 204 2011 1917 Biologic agents as a treatment of chronic inflammatory arthropathies Οι βιολογικοί παράγοντες ως θεραπεία των χρόνιων φλεγμονωδών αρθροπαθειών Biological therapies broadened new therapeutic horizons in the treatment of the chronic inflammatory arthropathies. It has been shown that these drugs are effective both for the resistant forms of the rheumatoid arthritis and for the seronegative spondylarthropathies, achieving significant clinical improvement as well as inhibition of radiological lesions progression. The aim of the present doctoral thesis was to investigate the long-term efficacy, the safety (toxicity), the residence time (survival) and the reasons of discontinuation of the therapy with biological agents in chronic inflammatory arthropathies. For this purpose, medical records of patients diagnosed with rheumatoid arthritis (RA), psoriatic arthritis (PsA) and ankylosing spondylitis (AS), who were under treatment with the anti-TNFa biological agents infliximab, adalimumab and etanercept and were also under the supervision of the Rheumatology Clinic of the University Hospital of loannina during a period of 16 years, from October 1999 up to November 2015 were studied. The data related with the parameters of assessment for the effectiveness and safety were collected at determined time points: at baseline, every six months for the first two years of observation and then annually until the completion of an eight-year period for rheumatoid arthritis and a six-year period for spondylarthropathies (PsA and AS). More specifically, at the beginning of the study, the data that are related to the demographic characteristics of the patients (age, sex, etc.) and the nature and severity of the disease (disease duration, less or more destructive disease, presence or not of inflammatory spondylitis, presence or not of positive RF, any prior therapy with other biologic agent or DMARDs etc) were recorded. In each patient's assessment (every 6 months or a year), the dosage of medications, parameters of clinical and laboratory assessment (number of tender and swollen joints, ESR, CRP etc.) as well as specific indices of clinical response which are different for each disease (DAS 28 ESR, DAS 28 CRP, SDAI, ACR 20 50 and 70 and HAQ for RA; DAS 28 ESR, DAS 28 CRP, SDAI, modified ACR 20, 50 and 70, PsARC and PASI for PsA; BAS DAI, BASFI and ASAS for AS) were recorded. The side effects (including allergic reactions) and other adverse events which were possibly related to the biological treatment disturbances from laboratory tests, appearance of new diseases, surgical operations that were carried out during the biological treatment and any discontinuation or change of the biological agent to another biological agent, including the reasons of this discontinuation or change were also recorded. The primary objective of the present study, as far as the RA patients are concerned, was the calculation of the rate of patients who responded according to the activity index DAS 28, for the PsA patients according to the index PsARC and for the AS patients to the index BASDAI respectively. The results of this study showed that all three biological agents which have been studied (infliximab, adalimumab and etanercept) were proved to be particularly effective in all three diseases More particularly, studying RA patients as a whole at first - regardless of the biological treatment they received - a statistically significant reduction was found in both DAS 28 ESR and DAS 28 CRP in the first six months, that was maintained - on both indices - until the end of the followup (8 years from the beginning). Studying RA patients separately, per medication, a very good response in all three treatments was observed which was sustained up to a great degree until the end of the study. The response rates according to ACR 20 in the twelve months were 63% for infliximab, 72% for adalimumab and 61,5% for etanercept. The response rates in the eight years period were 17,8%, 32,4% and 65,4% respectively. The good/moderate response according to the DAS28 CRP in the twelve months period was 34,5%/63,8% for infliximab, 42,6%/54,1% for adalimumab and 60%/40% for etanercept. The comparison of the effectiveness of the three drugs, which concerned RA patients for the first eighteen month therapy, did not show superiority of any anti-TNF therapy over the others. After examining PsA patients as a whole - regardless of biological treatment - we found out, as in the case of RA patients, a statistically significant reduction in both DAS 28 ESR index and DAS 28 CRP in the first six months, which was maintained - on both indices - until the end of the follow-up (6 years after onset). Studying PsA patients separately, per medication, a very good response to all three drugs, which was sustained up to a great degree until the end of the study was observed. The response rates according to the ACR 20 criteria in the twelve months were 73% for infliximab, 71,4% for adalimumab and 88,9%. for etanercept. The response rates for the eight years were 45,9%, 28,6% and 16,7% correspondingly. There was a similar response in the twelve months period according to PsARC: 75,7%, 66,7% and 93,7% respectively. After studying AS patients as a whole - regardless of biological treatment - it was shown that the percentage of the active disease according to the BASDAI index decreased from 75,7% to 22,7% from the first six months of treatment. Gradually, this percentage was further reduced in the six years period until the end of the attendance, where it was zeroed. The response rate according to the BASDAI for the first six months reached 66,7% while in the six years period all patients responded. There was a similar improvement of CRP during the time. Examining AS patients separately, per medication, a similar improvement was observed over time with all three drugs. All three biological treatments were found to have an acceptable safety profile. Studying the total population - regardless of disease - the drug in which most adverse events were remarked was infliximab (96,15% of patients) followed by adalimumab and etanercept with 71,59% and 68,25% respectively. The most frequently occurring adverse event for all the three treatments was infection, with the greater percentage of which to be remarked to infliximab (75%) while the percentage of adalimumab and etanercept was much lower (46,59% and 39,68% correspondingly). The most frequently occurring infections were, in descending order, upper respiratory system infection/common cold, urinary tract infection, gastrointestinal infection, skin mycosis, cold sores, pneumonia, herpes zoster, sinusitis, and pharyngitis. The systemic allergic reactions were more frequent to infliximab (33,33%) and much less frequent to adalimumab and etanercept (2,27% and 1,59% respectively). Especially for RA patients, the results were similar to those of the total population. The greater percentage of the patients who had experienced at least one adverse event was under the treatment with infliximab and it was a high one (98,65%). The most frequently reported adverse event for all three drugs was the infection, whose highest rate was observed in infliximab again (70,27%) and having a statistically significant difference from the other two regimens. However, there was not any statistical difference among the three drugs as far as the occurrence of serious infections is concerned. The systemic allergic reactions were significantly more frequent in infliximab with a fairly high percentage (39,19%), a rare one in adalimumab (2,67%) while in etanercept no allergic reaction was observed, neither systemic nor local. In the samples of PsA and AS patients, the most common adverse event for all three drugs was also infection. Infliximab, as far as the appearance of systemic allergic reactions and other events during infusion (except for allergies) is concerned, appeared to be much better tolerated in AS patients than in RA and PsA patients (systemic allergic reactions in RA and PsA: approximately 40% while in AS: 17,78%; other events during infusion in RA and PsA: about 10% while in AS: 2,22%). Both adverse events in general and infections and systemic allergic reactions in particular have been occurred more frequently during the first year of the biological treatment. This fact requires more attention by physicians during this period. As predisposing factor for the significantly more frequent occurrence of the infections was found to be the steroids’ intake but only for RA patients and only for those who were under the treatment with infliximab. For the PsA and AS patients - but not for the RA ones - the occurrence of allergic reactions in women in comparison with men was significantly more likely to appear. Six incidents with TB infection were recorded (5 of pulmonary TB and 1 of extrapulmonary). From all these, 4 appeared in infliximab, 2 in adaiimumab, including extrapulmonary TB and none in etanercept. Also, 3 malignant lymphomas appeared (2 in infliximab and 1 in adaiimumab), 1 incident of multiple sclerosis (infliximab), 1 incident of optic neuritis (adaiimumab), 1 incident of aggravation of heart failure (etanercept) and 1 incident of reactivation of hepatitis B (infliximab). Studying the survival of anti-TNFa treatment in all three diseases for the whole population -regardless of the administered drug - a survival rate of 31,8% for RA (at the end of the 8-year period) was found while the respect rates for PsA and AS were 50% and 60,8% (at the end of the 6-year period). From the survival curves it seemed that AS patients had a relatively higher survival rate but the difference with the other two diseases was not statistically significant. Examining the survival for three biological treatments in all patients - regardless of disease - a survival rate of 36,6% for infliximab, 39,7% for adaiimumab and 60,5% for etanercept was observed. The survival time was on average significantly lower for the case of infliximab in comparison with the survival time of adaiimumab and etanercept, between which there was no a statistically significant difference. Finally, while studying the survival from the point of view of the treatment for each disease separately, the highest survival rate for etanercept in the AS patients was recorded (88,9%) whereas the lower survival rate in RA patients using infliximab was also recorded (20%). Particularly in RA, it was also shown that the survival for the infliximab was significantly lower in comparison with the two other treatments that were not statistically different between them (p=0,089). Also RA patients, as independent prognostic factors which influence the survival time with statistical significance, were found to be the number of failed DMARDs and the co-administration of methotrexate as well. More specific, it seemed that the survival for those who had failed to > 3DMARDs and those who had not received MTX was significantly lower. In the case of PsA and AS, it didn’t seem to be statistically significant differences in the survival among the three drugs nor independent factors that can significantly affect the survival time. The most common reasons for the discontinuation of the biological treatment for the whole population were ineffectiveness (12,7% of the original patient sample) and followed by systemic allergic reaction (11,7%) and adverse event (9,4%). The above three reasons were also the most common for all combinations between treatment and disease. In the total population, the most common adverse event which resulted in the discontinuation of the biological therapy was tuberculosis infection, followed by pneumonia and psoriasiform rash. In conclusion, it was shown that all three biological agents that have been studied (infliximab, adaiimumab and etanercept) are particularly effective for the three diseases (RA, PsA and AS). In a significant percentage of patients, improvement occurred since the first six months of the treatment and it was maintained until the end of the surveillance (8 years for RA, 6 years for PsA and AS). The comparison of the effectiveness of the three drugs, which concerned RA patients for the first eighteen month therapy, did not show superiority of any anti-TNF therapy over the others. All three drugs showed an acceptable safety profile. In heumatoid arthritis, both adverse events in general and infections and systemic allergic reactions in particular were significantly more frequent in infliximab. However, for serious infections, a statistically significant difference between the three drugs was not found. Survival for all three treatments was satisfactory but in infliximab, in patients with rheumatoid arthritis, was found to be significantly lower compared with adaiimumab and etanercept, which had not any difference between them statistically. Οι βιολογικές θεραπείες άνοιξαν νέους θεραπευτικούς ορίζοντες στην αντιμετώπιση των χρονιών φλεγμονωδών αρθροπαθειών. Εχει φανεί οτι τα φάρμακα αυτά είναι αποτελεσματικά τόσο στις ανθεκτικές μορφές της ρευματοειδούς αρθρίτιδας όσο και στις οροαρνητικές σπονδυλαρθροπάθειες, επιτυγχάνοντας σημαντική κλινική βελτίωση αλλά και αναστολή της εξέλιξης των ακτινολογικών βλαβών. Σκοπός της παρούσης διατριβής ήταν να διερευνηθούν η μακροχρόνια αποτελεσματικότητα, η ασφάλεια (τοξικότητα), ο χρόνος παραμονής (επιβίωση), καθώς και οι λόγοι διακοπής της θεραπείας με βιολογικούς παράγοντες στις χρόνιες φλεγμονώδεις αρθροπάθειες. Για τις ανάγκες αυτής της διερεύνησης, μελετήθηκαν ιατρικοί φάκελοι ασθενών, διαγνωσμένων με ρευματοειδή αρθρίτιδα (ΡΑ), ψωριασική αρθρίτιδα (ΨΑ) και αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα (ΑΣ), οι οποίοι ελάμβαναν θεραπεία με τους αντι-TNFa βιολογικούς παράγοντες infliximab, adalimumab και etanercept και παρακολουθήθηκαν στα Εξωτερικά Ιατρεία και τη Ρευματολογική Κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 16 ετών, από τον Οκτώβριο του 1999 έως και το Νοέμβριο του 2015. Τα δεδομένα σχετικά με τις παραμέτρους εκτίμησης της αποτελεσματικότητας και ασφάλειας συλλέγονταν σε καθορισμένα χρονικά σημεία: κατά την έναρξη της μελέτης, κάθε 6 μήνες κατά τα δύο πρώτα έτη παρακολούθησης και εν συνεχεία κάθε έτος, μέχρι τη συμπλήρωση μιας χρονικής περιόδου 8 ετών για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα και 6 ετών για τις σπονδυλαρθροπάθειες (ΨΑ και ΑΣ). Ειδικότερα, κατά την ένταξη στη μελέτη καταγράφονταν στοιχεία σχετικά με τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των ασθενών (ηλικία, φύλο, κ.α.) και σχετικά με το χαρακτήρα και τη βαρύτητα της νόσου (διάρκεια νόσου, λιγότερο ή περισσότερο καταστροφική νόσος, ύπαρξη ή μη συμπτωματολογίας φλεγμονώδους σπονδυλίτιδας, ύπαρξη ή μη θετικού RF, τυχόν προηγηθείσα θεραπεία με άλλο βιολογικό παράγοντα ή DMARDs κ.α.). Σε κάθε εκτίμηση του ασθενούς (ανά 6-μηνο ή έτος) καταγράφονταν η δοσολογία των φαρμάκων, παράμετροι κλινικής και εργαστηριακής εκτίμησης (αριθμός ευαίσθητων και οιδηματωδών αρθρώσεων, ΤΚΕ, CRP κ.α ), καθώς και ειδικοί δείκτες κλινικής ανταπόκρισης, διαφορετικοί για την κάθε νόσο (DAS 28 ΤΚΕ, DAS 28 CRP, SDAI, ACR 20, 50 και 70 και HAQ για τη ΡΑ' DAS 28 ΤΚΕ, DAS 28 CRP, SDAI, τροποποιημένο ACR 20, 50 και 70, PsARC και PASI για την ΨΑ' BASDAI, BASFI και ASAS για την ΑΣ). Καταγράφονταν ακόμη οι ανεπιθύμητες ενέργειες (συμπεριλαμβανομένων των αλλεργικών αντιδράσεων) και άλλα συμβάματα που πιθανώς σχετίζονταν αιτιολογικά με τη βιολογική θεραπεία, οι διαταραχές των εργαστηριακών εξετάσεων, οι νέες νόσοι που εμφανίζονταν, οι χειρουργικές επεμβάσεις που διενεργούνταν κατά τη διάρκεια της βιολογικής αγωγής και η τυχόν διακοπή ή αλλαγή του βιολογικού παράγοντα σε άλλον βιολογικό παράγοντα, καθώς και οι λόγοι διακοπής ή αλλαγής. Κύριος τελικός στόχος της μελέτης για τους ασθενείς με ΡΑ ήταν ο υπολογισμός του ποσοστού των ασθενών που ανταποκρίθηκαν σύμφωνα με το δείκτη ενεργότητας DAS 28, για την ΨΑ αντίστοιχα με το δείκτη PsARC και για την ΑΣ με το δείκτη BASDAI. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν οτι και οι τρεις βιολογικοί παράγοντες που μελετήθηκαν (infliximab, adalimumab και etanercept) φάνηκε να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικοί και στα τρία νοσήματα (ΡΑ, ΨΑ και ΑΣ). Πιο συγκεκριμένα, μελετώντας αρχικά τους ασθενείς με ΡΑ ως σύνολο - ανεξαρτήτως της βιολογικής αγωγής που ελάμβαναν - διαπιστώθηκε μία στατιστικά σημαντική μείωση τόσο του DAS 28 ΤΚΕ όσο και του DAS 28 CRP εντός του 1ου εξαμήνου, που διατηρήθηκε - και στους δύο δείκτες -μέχρι και το τέλος της παρακολούθησης (8 έτη μετά την έναρξη). Μελετώντας τους ασθενείς με ΡΑ ξεχωριστά ανά φάρμακο φάνηκε μία επίσης πολύ καλή ανταπόκριση και στις τρεις αγωγές, που διατηρήθηκε σε μεγάλο βαθμό μέχρι και το τέλος της μελέτης. Τα ποσοστά ανταπόκρισης σύμφωνα με το ACR 20 στους 12 μήνες ήταν για το infliximab 63%, για το adalimumab 72% και για το etanercept 61,5%. Τα αντίστοιχα ποσοστά στην 8-ετία ήταν 17,8%, 32,4% και 65,4%. Η καλή/μέτρια ανταπόκριση σύμφωνα με το DAS28 CRP στους 12 μήνες ήταν για το infliximab 34,5%/63,8%, για το adalimumab 42,6%/54,1 % και για το etanercept 60,0%/40,0%. Η σύγκριση της αποτελεσματικότητας των τριών φαρμάκων, που έγινε στους ασθενείς με ΡΑ για το πρώτο 18-μηνο θεραπείας, δεν έδειξε υπεροχή κάποιου αντι-TNF έναντι των άλλων. Εξετάζοντας τους ασθενείς με ΨΑ ως σύνολο - ανεξαρτήτως βιολογικής αγωγής -διαπιστώσαμε, όπως και στην περίπτωση της ΡΑ, μια στατιστικά σημαντική μείωση τόσο του δείκτη DAS 28 ΤΚΕ όσο και του DAS 28 CRP εντός του 1ου εξαμήνου, που διατηρήθηκε - και στους 2 δείκτες - μέχρι και το τέλος της παρακολούθησης (6 έτη μετά την έναρξη). Μελετώντας τους ασθενείς με ΨΑ ξεχωριστά ανά αγωγή φάνηκε μία πολύ καλή ανταπόκριση και στα τρία φάρμακα, που διατηρήθηκε σε μεγάλο βαθμό μέχρι και το τέλος της μελέτης. Τα ποσοστά ανταπόκρισης σύμφωνα με τα κριτήρια ACR 20 ήταν στους 12 μήνες: για το infliximab 73%, για το adalimumab 71,4% και για το etanercept 88,9%. Τα αντίστοιχα ποσοστά για την 8-ετία ήταν 45,9%, 28,6% και 16,7%. Ανάλογη ήταν η ανταπόκριση στους 12 μήνες σύμφωνα με το PsARC: 75,7%, 66,7% και 93,7% αντίστοιχα. Μελετώντας τους ασθενείς με ΑΣ ως σύνολο - ανεξαρτήτως βιολογικής αγωγής - φάνηκε ότι, ήδη από το 1ο εξάμηνο, το ποσοστό ενεργής νόσου σύμφωνα με το δείκτη BASDAI μειώθηκε από 75,7% στο 22,7%. Σταδιακά, το ποσοστό αυτό μειώθηκε περαιτέρω και στα 6 έτη - όπου και το τέλος της παρακολούθησης - μηδενίστηκε. Το ποσοστό ανταπόκρισης σύμφωνα με το BASDAI στο 1ο εξάμηνο έφτανε το 66,7%, ενώ στην 6-ετία ανταποκρίθηκαν όλοι οι ασθενείς. Αντίστοιχη ήταν η βελτίωση στο χρόνο της CRP. Εξετάζοντας τους ασθενείς με ΑΣ ξεχωριστά ανά αγωγή φάνηκε μία ανάλογη βελτίωση στην πορεία του χρόνου και με τα τρία φάρμακα. Και οι τρεις βιολογικές θεραπείες βρέθηκε να έχουν ένα αποδεκτό προφίλ ασφάλειας. Κατά τη μελέτη του πληθυσμού ως σύνολο - ανεξαρτήτως νοσήματος - το φάρμακο στο οποίο παρατηρήθηκαν οι περισσότερες ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν το infliximab (96,15% των ασθενών) και ακολουθούσαν το adalimumab και το etanercept (71,59% και 68,25% αντίστοιχα). Η συχνότερα εμφανιζόμενη ανεπιθύμητη ενέργεια και για τις τρεις αγωγές ήταν η λοίμωξη, με το μεγαλύτερο ποσοστό να παρατηρείται επίσης στο infliximab (75%), ενώ αρκετά μικρότερο ήταν εκείνο του adalimumab και του etanercept (46,59% και 39,68% αντίστοιχα). Οι συχνότερα εμφανιζόμενες λοιμώξεις ήταν κατα φθίνουσα σειρά: λοίμωξη ανωτέρου αναπνευστικού/κοινό κρυολόγημα, ουρολοίμωξη, λοίμωξη γαστρεντερικού, μυκητίαση δέρματος, επιχείλιος έρπης, πνευμονία, έρπητας ζωστήρας, ιγμορίτιδα και φαρυγγίτιδα. Οι συστηματικές αλλεργικές αντιδράσεις ήταν συχνότερες στο infliximab (33,33%) και πολύ σπανιότερες στο adalimumab και το etanercept (2,27% και 1,59% αντίστοιχα). Ειδικά για τους ασθενείς με ΡΑ τα αποτελέσματα ήταν παρόμοια με εκείνα του συνολικού πληθυσμού. Το μεγαλύτερο ποσοστό ασθενών που εμφάνισαν μία τουλάχιστον ανεπιθύμητη ενέργεια παρατηρήθηκε στο infliximab και ήταν υψηλό (98,65%). Η συχνότερα αναφερόμενη ανεπιθύμητη ενέργεια και για τα τρία φάρμακα ήταν η λοίμωξη, με το μεγαλύτερο ποσοστό να παρατηρειται πα ι στο infliximab (70,27%), έχοντας στατιστικά σημαντική διαφορά από τις δύο άλλες αγωγές. Ομως, σε οτι αφορά τα ποσοστά εμφάνισης των σοβαρών λοιμώξεων τα τρία φάρμακα δεν διεφεραν στατιστικά μεταξύ τους Οι συστηματικές αλλεργικές αντιδράσεις ήταν σημαντικά συχνότερες στο infliximab, με αρκετά υψηλό ποσοστό (39,19%), σπανιότατες στο adalimumab (2,67%), ενω στο etanercept δεν παρατηρήθηκε καμία αλλεργική αντίδραση, ούτε συστηματική ούτε τοπική. Στα πλήθη των ασθενών με ΨΑ και ΑΣ η συχνότερη ανεπιθύμητη ενέργεια και για τα τρία φάρμακα ήταν και πάλι η λοίμωξη. To infliximab σε ότι αφορά την εμφάνιση συστηματικών αλλεργικών αντιδράσεων και άλλων συμβαμάτων κατά την έγχυση (εκτός των αλλεργιών), φάνηκε να είναι πολύ καλύτερα ανεκτό στους ασθενείς με ΑΣ συγκριτικά με τους ασθενείς με ΡΑ και ΨΑ (συστηματικές αλλεργικές αντιδράσεις σε ΡΑ και ΨΑ: περίπου 40%, ενώ στην ΑΣ: 17,78% ■ λοιπά συμβάματα κατά την έγχυση σε ΡΑ και ΨΑ. περίπου 10%, ενώ στην ΑΣ: 2,22%). Τόσο οι ανεπιθύμητες ενέργειες γενικά, όσο και ειδικότερα οι λοιμώξεις και οι συστηματικές αλλερνικές αντιδράσεις, παρουσιάστηκαν με μεγαλύτερη συχνότητα κατά το πρώτο έτος της βιολογικής θεραπείας, εύρημα που επιβάλλει μεγαλύτερη επαγρύπνηση των θεραπόντων ιατρών κατα το διάστημα αυτό. Προδιαθεσικός παράγοντας για τη σημαντικά συχνότερη εμφάνιση λοιμώξεων βρέθηκε να είναι η λήψη στεροειδών, μόνον όμως για τους ασθενείς με ΡΑ και μόνο σε εκείνους υπο infliximab. Στους ασθενείς με ΨΑ και ΑΣ - όχι όμως με ΡΑ - ήταν σημαντικά πιθανότερη η εμφάνιση αλλεργικών αντιδράσεων στις γυναίκες συγκριτικά με τους άνδρες. Καταγράφηκαν 6 περιστατικά ΤΒ λοίμωξης (5 πνευμονικής φυματίωσης και 1 εξωπνευμονικής). Από αυτά, 4 παρουσιάστηκαν στο infliximab, 2 στο adalimumab - μεταξύ των οποίων και η εξωπνευμονική φυματίωση - και κανένα στο etanercept. Εμφανίστηκαν επίσης 3 κακοήθη λεμφώματα (2 στο infliximab, 1 στο adalimumab), ένα περιστατικό σκλήρυνσης κατα πλακας (infliximab), ένα περιστατικό οπτικής νευρίτιδας (adalimumab), ένα περιστατικό επιδείνωσης γνωστής καρδιακής ανεπάρκειας (etanercept) και ένα περιστατικό αναζωπύρωσης ηπατιτιδας Β (infliximab). Μελετώντας την επιβίωση της αντι-TNFa αγωγής ανά νόσημα για το σύνολο του πληθυσμού - ανεξαρτήτως του φαρμάκου που χορηγήθηκε - είχαμε ένα ποσοστό επιβίωσης της τάξης του 31,8/ο via τη ΡΑ (στο τέλος της 8-ετίας), ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για την ΨΑ και την ΑΣ ήταν 50 /ο και 60 8% (στο τέλος της 6-ετίας). Από τις καμπύλες επιβίωσης φάνηκε να είναι σχετικά υψηλότερη αυτή των ασθενών με ΑΣ, αλλά η διαφορά με τα άλλα δύο νοσήματα δεν ήταν στατιστικά σημαντική. Εξετάζοντας την επιβίωση για τις τρεις βιολογικές αγωγές στο σύνολο των ασθενών -ανεξαρτήτως νοσήματος - βρέθηκε ένα ποσοστό επιβίωσης της τάξης του 36,6% για το infliximab, 39 7% για το adalimumab και 60,5% για το etanercept. Ο χρόνος επιβίωσης ήταν κατα μέσο ορο σημαντικά χαμηλότερος για την περίπτωση του infliximab συγκριτικά με το χρόνο επιβίωσης του adalimumab και του etanercept, μεταξύ των οποίων δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική διάφορά. Μελετώντας τέλος την επιβίωση ανάλογα με την αγωγή για κάθε πάθηση ξεχωριστά, το υψηλότερο ποσοστό επιβίωσης καταγράφηκε για το etanercept στους ασθενείς με ΑΣ (88,9%), ενώ το χαμηλότερο στους ασθενείς με ΡΑ και infliximab (20%). Ειδικότερα, στη ΡΑ φάνηκε και πάλι οτι η επιβίωση στο infliximab ήταν σημαντικά χαμηλότερη συγκριτικά με τις δύο άλλες αγωγές, οι οποίες δεν διέφεραν στατιστικά μεταξύ τους (ρ=0,089). Επίσης στη ΡΑ, ως ανεξάρτητοι προγνωστικοί παράγοντες που επιδρούν στο χρόνο επιβίωσης με στατιστική σημαντικότητα βρέθηκαν να είναι το πλήθος των αποτυχημένων DMARDs και η συγχορήγηση μεθοτρεξάτης. Πιο συγκεκριμένα, φάνηκε οτι η επιβίωση σε όσους είχαν αποτυχία σε >3DMARDs και σε όσους δεν ελάμβαναν ΜΤΧ ήταν σημαντικό χαμηλότερη Στις περιπτώσεις της ΨΑ και της ΑΣ δεν φάνηκε να υπάρχουν στατιστικά σημαντικές διαφορές στην επιβίωση μεταξύ των τριών φαρμάκων, ούτε ανεξάρτητοι παράγοντες που να μπορούν να επιδράσουν σημαντικά στο χρόνο επιβίωσης. Οι συχνότερες αιτίες διακοπής της βιολογικής θεραπείας στο σύνολο του πληθυσμού ήταν η αναποτελεσματικότητα (12,7% επί του αρχικού δείγματος ασθενών) και ακολουθούσαν η συστηματική αλλεργική αντίδραση (11,7%) και η ανεπιθύμητη ενέργεια (9,4%). Οι τρεις παραπανω αίτιες ήταν και οι συχνότερες για όλους τους συνδυασμούς αγωγής - νόσου. Στο σύνολο του πληθυσμού η συχνότερη ανεπιθύμητη ενέργεια που οδήγησε σε διακοπή της βιολογικής θεραπείας ήταν η λοίμωξη απο φυματίωση και ακολουθούσαν η πνευμονία και το ψωριασιόμορφο εξάνθημα. Συμπερασματικά, και οι τρεις βιολογικοί παράγοντες που μελετήθηκαν (infliximab, adalimumab και etanercept) φάνηκε να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικοί και για τα τρία νοσήματα (ΡΑ, ΨΑ, και ΑΣ). Σε ένα σημαντικό ποσοστό των ασθενών η βελτίωση επηλθε απο το πρώτο 6-μηνο της θεραπείας και διατηρήθηκε έως και το τέλος της παρακολούθησης ετη για τη ΡΑ, 6 έτη για την ΨΑ και την ΑΣ). Η σύγκριση της αποτελεσματικότατα των τριών φαρμάκων στους ασθενείς με ΡΑ για τους πρώτους 18 μήνες θεραπείας, δεν έδειξε υπέροχη κάποιου αντι-TNF έναντι των άλλων. Και οι τρεις αγωγές επέδειξαν ένα αποδεκτό προφίλ ασφάλειας. Στη ρευματοειδή αρθρίτιδα, τόσο οι ανεπιθύμητες ενέργειες γενικά όσο και ειδικότερα οι λοιμώξεις και οι συστηματικές αλλεργικές αντιδράσεις, ήταν σημαντικά συχνότερες στο infliximab. Όμως, για τις σοβαρές λοιμώξεις δεν βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στα τρία φάρμακα. Η επιβίωση και για τις τρεις αγωγές ήταν ικανοποιητική, αλλά για το infliximab, στους ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα, βρέθηκε να είναι σημαντικά χαμηλότερη σε σύγκριση με το adalimumab και το etanercept, που δεν διέφεραν στατιστικά μεταξύ τους. 205 312 358 Autologous platelet rich plasma (PRP) effect on vertebral disk restoration Μελέτη της αναγεννητικής δράσης των αυτόλογων αυξητικών παραγόντων (platelet rich plasma) σε μεσοσπονδύλιο δίσκο Intervertebral discs (IVD) degeneration is common spine disorder resulting in potential seriouscomplications and disabilities. Research efforts have been made to find a disc healing enhancer and prevent further degeneration. PRP treatment for IVD repair and tissue engineering technologies have been the target of intense research with promising results. The purpose of this study was to investigate the effect of one only intradiscal injection of PRP in the degenerated rabbit IVD and to assess the restoration process over a 6 week follow-up period. The L3- L4 and L4-L5 discs of 18 adult female New Zealand rabbits were injured, according to an established degenerative model, with a 18-gauge needle and classified in two groups. In the discs of group A rabbits, after needle puncture, an intradiscal injection of autologous platelet-rich plasma (PRP) growth factors was performed , using a 27-gauge needle. In the discs of group B rabbits (control group), the same procedure was followed by intradiscal injection of normal saline. The PRP preparation was done aseptically, after blood collection from the same rabbit. During 6 weeks, there was a noteworthy progression of degeneration process in group B, whereas the grade of degeneration was significantly lower in group A, both for annulus fibrosus and nucleus pulposus. The intervertebral disc regeneration and reversal process of the lesions were obvious 45 days after the injury, in group A. The time-dependent deterioration in degenerating discs was prominent and statistically evidenced. In the case of HE summary score the two groups differed statistically significant on 30 day and 45day (p<0,002). The regeneration was most evident in terms of NP integrity, cellularity collagen II fibers, the improvement being evident even from day 30. The present study supports that immediate PRP treated discs maintain their basic morphological characteristics with restoration being evident 6 weeks after injury in an animal model. H εκφύλιση του μεσοσπονδύλιου δίσκου είναι από τις πιο συχνές παθήσεις της σπονδυλικήςστήλης, που μπορεί δυνητικά να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές και αναπηρίες. Πολλέςερευνητικές προσπάθειες έχουν γίνει για την ανεύρεση μιας θεραπείας που να ενισχύει το δίσκο και να αποτρέπει περαιτέρω εκφυλισμό. Η θεραπεία με πλάσμα πλούσιο σε αιμοπετάλια-PRP, για την αποκατάσταση του δίσκου και της εμβιομηχανικής των ιστών έχει αποτελέσει αντικείμενο έντονης έρευνας με ελπιδοφόρα αποτελέσματα. Ο σκοπός αυτής της μελέτης ήταν να διερευνηθεί η επίδραση μιας μόνο ενδοδισκικής έγχυσης του PRP σε εκφυλισμένους μεσοσπονδύλιους δίσκους κονίκλων και να αξιολογηθεί η διαδικασία αποκατάστασης σε μια περίοδο παρακολούθησης 6 εβδομάδων. Σύμφωνα με ένα καθορισμένο πρωτόκολλο πρόκλησης εκφυλιστικών αλλοιώσεων, οι Ο3- Ο4 και Ο4-Ο5 δίσκοι 18 ενήλικων θηλυκών κονίκλων Νέας Ζηλανδίας τραυματίστηκαν, με μια βελόνα 18-gauge και τα παρασκευάσματα ταξινομήθηκαν σε δύο ομάδες. Στους δίσκους της ομάδας Α, μετά τον νυγμό δια βελόνης, έγινε μια ενδοδισκική έγχυση αυτόλογου πλάσματος πλούσιου σε αιμοπετάλια (PRP), χρησιμοποιώντας μια βελόνα 27-gauge. Στους δίσκους των κονίκλων της ομάδας Β (ομάδα ελέγχου), ακολουθήθηκε η ίδια διαδικασία με ενδοδισκική έγχυση φυσιολογικού ορού. Το PRP παρασκευάστηκε άσηπτα, μετά τη συλλογή του αίματος από τον ίδιο κόνικλο. Κατά τη διάρκεια των 6 εβδομάδων υπήρξε σημαντική επιδείνωση των εκφυλιστικών διεργασιών στην ομάδα Β, ενώ ο βαθμός του εκφυλισμού ήταν σημαντικά χαμηλότερος στην ομάδα Α, τόσο για τον ινώδη δακτύλιο όσο και για τον πηκτοειδή πυρήνα. Οι αναγεννητικές διεργασίες και η αναστροφή των βλαβών ήταν έκδηλες 45 ημέρες μετά τον τραυματισμό στην ομάδα Α. Η χρονοεξαρτώμενη επιδείνωση στον εκφυλισμό ήταν εμφανής και στατιστικά σημαντική. Στην περίπτωση της αξιολόγησης των μορφολογικών εκφυλιστικών αλλοιώσεων (Η&Ε), οι δύο ομάδες διέφεραν στατιστικά σημαντικά στις 30 ημέρες και 45 ημέρες (p <0,002). Η αναγέννηση ήταν πιο εμφανής όσον αφορά την διατήρηση της αρχιτεκτονικής δομής του πηκτοειδούς πυρήνα, της κυτταροβριθειας και των ινών κολλαγόνου τύπου ΙΙ, με τη βελτίωση να είναι ανιχνεύσιμη από την ημέρα 30. Η παρούσα μελέτη δείχνει ότι δίσκοι που δέχονται άμεση θεραπεία με PRP διατηρούν τα βασικά μορφολογικά χαρακτηριστικά τους, με την αποκατάσταση να είναι εμφανής 6 εβδομάδες μετά τον τραυματισμό σε ένα ζωικό μοντέλο εκφύλισης του μεσοσπονδυλίου δίσκου. 206 314 352 Aggression is a chronic problem in our schools and in our society. Although this is not a new issue, the issue of aggression has been increasing in recent years and has resulted in increased awareness among the community. It is a worldwide phenomenon and its impact on victims is more than obvious. D. Olweus (1992), a Norwegian researcher, investigated the issue of aggression following a 1982 news report describing the story of three teenage boys who committed suicide after serious intimidation by classmates. For the next thirty years, the issue of bullying and aggression at school occupied the forefront of research concerns. Aggression has negative consequences both for the perpetrators of the aggression and for their victims. As incidents of school aggression take place in the school environment, teachers are called upon to detect and eliminate this phenomenon. Therefore, their attitudes towards this phenomenon are of particular importance. In particular, the seriousness they attribute to an incident of school bullying and the empathy they feel for the victim appear to influence their intention to intervene and deal with it. This is precisely the issue to be addressed in the present work, investigate the ways in which teachers use strategies to prevent and intervene in this phenomenon, as well as the link between teachers' perceptions and experiences with the ways in which they react to similar incidents. The data collection involved 104 primary school teachers, 52 kindergarten teachers and 52 teachers. The questionnaires used to complete the survey were the Bullying Attitude Questionnaire and The Handling Bullying Questionnaire. The results were analyzed using the IBM SPSS Statistics 25 statistical software. From the results of this research we can safely conclude that the views of kindergarten teachers and teachers do not differ as much as reference to classroom aggression management as and that their previous experiences do not influence them in the choice of coping strategies. Η επιθετικότητα είναι ένα χρόνιο πρόβλημα στα σχολεία αλλά και στην κοινωνία μας. Αν και δεν πρόκειται για νέο ζήτημα, το θέμα της επιθετικότητας λαμβάνει τα τελευταία χρόνια όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται αυξημένη ευαισθητοποίηση και από το κοινωνικό σύνολο. Είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται σε παγκόσμια κλίμακα και οι επιπτώσεις του στα θύματα είναι παραπάνω από φανερές. Ο D. Olweus (1992), ένας Νορβηγός ερευνητής, ερεύνησε το ζήτημα της επιθετικότητας ύστερα από μια ειδησεογραφική αναφορά του 1982 που περιγράφει την ιστορία τριών εφήβων αγοριών που αυτοκτόνησαν μετά από σοβαρό εκφοβισμό από συμμαθητές. Κατά τα επόμενα τριάντα χρόνια, το ζήτημα του εκφοβισμού και της επιθετικότητας στο σχολείο κατέλαβε την πρώτη γραμμή των ερευνητικών ανησυχιών. Η επιθετικότητα έχει αρνητικές συνέπειες τόσο για τους θύτες που ασκούν την επιθετικότητα όσο και για τα θύματά τους. Καθώς τα περιστατικά της σχολικής επιθετικότητας διαδραματίζονται στο χώρο του σχολείου, οι εκπαιδευτικοί είναι αυτοί που καλούνται να εντοπίσουν και να εξαλείψουν αυτό το φαινόμενο. Επομένως, οι στάσεις τους απέναντι στο συγκεκριμένο φαινόμενο είναι ιδιαίτερης σημασίας. Συγκεκριμένα, η σοβαρότητα που αποδίδουν σε ένα περιστατικό σχολικού εκφοβισμού και η ενσυναίσθηση που νιώθουν για το θύμα φαίνεται να επηρεάζουν την πρόθεσή τους να παρέμβουν και να το αντιμετωπίσουν. Αυτό ακριβώς είναι και το ζήτημα που πρόκειται να εξετάσει η παρούσα εργασία, τους τρόπους δηλαδή και τις στρατηγικές που χρησιμοποιούν οι εκπαιδευτικοί για την πρόληψη και παρέμβαση αυτού του φαινομένου καθώς και τη σύνδεση ανάμεσα στις αντιλήψεις και τις εμπειρίες των εκπαιδευτικών με τον τρόπους με τους οποίους αντιδρούν σε ανάλογα περιστατικά. Στη συλλογή δεδομένων συμμετείχαν 104 εν ενεργεία εκπαιδευτικοί της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, 52 νηπιαγωγοί και 52 δάσκαλοι. Τα ερωτηματολόγια που χρησιμοποιήθηκαν για τη διεκπεραίωση της έρευνας ήταν το Bullying Attitude Questionnaire και το The Handling Bullying Questionnaire. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων έγινε με τη χρήση του στατιστικού λογισμικού IBM SPSS Statistics 25. Μέσα από τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας μπορούμε να συμπεράνουμε με ασφάλεια ότι οι απόψεις των νηπιαγωγών και των δασκάλων δεν παρουσιάζουν διαφορές όσο αναφορά στη διαχείριση των περιστατικών επιθετικότητας μέσα στην τάξη καθώς και ότι προηγούμενες εμπειρίες τους δεν τους επηρεάζουν σημαντικά στην επιλογή στρατηγικών αντιμετώπισης. 207 253 268 Homogeneous and heterogeneous biomimetic catalysts for oxidation reactions Ομογενείς και ετερογενοποιημένοι βιομιμητικοί καταλύτες σε αντιδράσεις οξείδωσης We firstly present, a broad review based on intrenational literature for non-heme metalloproteins as manganese-catalase and superoxide dismutase. As far as non-heme metalloproteiens is concerned, we focus on the active center of these enzynes and their catalytic mechanisms. We continue with a review on Mn-homogeneous-catalysts. Further on we present a broad review on hybrid organic-inorganic catalysts. We refer details on the main features that the supported catalysts should have, the procedures to heterogenise the homogeneous catalysts, and the approaches to form covalent attachement on the silica surface. We complete the introduction reviewing the heterogenised-Mn-catalysts. Furthermore we demonstrate, analyse and discuss the experimental data. Firstly, three macromolecular Schiff bases were synthesized, L1, L2 and L3. The next step was the synthesis of the corresponding homogenous systems with Mn(II) using MnCl2 and Mn(CH3COO)2 as metal sources. Moreover, these ligands were immobilized on silica surface, using the grafting method. The corresponding supported-Mn(II)-complexes have been synthesized also. All these products were characterized with various spectroscopic techniques. At the beginning the optimal catalytic conditions have been investigated and the homogenous and heterogenous-Mn(II)-systems have been evaluated for the catalytic epoxidation of alkenes using H2O2 as oxidant. By comparison, the catalytic effectiveness of both homogeneous and heterogenized systems was found to be excellent in the presence of ammonium acetate. The stability of manganese-catalytic-systems was studied and, moreover, it was proposed a possible catalytic mechanism of the present systems. Concluding we present the general conclusions of this study and the bibliographic references used. Αρχικά επιχειρείται μια ευρεία ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας για μη- αιμικά συστήματα μαγγανίου όπως η Mn-καταλάση και η υπεροξειδική δισμουτάση. Συγκεκριμένα γίνεται εκτενή αναφορά στις δομές των ενεργών κέντρων των ενζύμων και τους προτεινόμενους μηχανισμούς της ενζυμικής κατάλυσης. Η ανασκόπηση συνεχίζεται με εκτενή αναφορά σε ομογενή καταλυτικά συστήματα Mn. Ακολουθεί μια ευρεία ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας για ετερογενοποιημένα συστήματα. Συγκεκριμένα αναφέρονται τα γενικά χαρακτηριστικά που πρέπει να διαθέτουν τα υλικά υποστήριξης, οι τρόποι ετερογενοποίησης των ομογενών καταλυτών καθώς και οι διάφορες πορείες ακινητοποίησης μέσω ομοιοπολικής σύνδεσης ενός οργανικού μορίου στην επιφάνεια της silica. Τέλος γίνεται αναφορά σε ετερογενοποιημένα καταλυτικά συστήματα Mn. Εν συνεχεία παραθέτονται και αναλύονται τα πειραματικά δεδομένα. Συντέθηκαν τρεις νέες μακρομοριακές βάσεις του Schiff, οι υποκαταστάτες L1, L2 και L3. Έπειτα παρασκευάστηκαν τα ομογενή καταλυτικά συστήματα Mn(II) χρησιμοποιώντας MnCl2 και Mn(CH3COO)2 ως πηγή μεταλλοϊόντων. Επίσης οι παραπάνω υποκαταστάτες ακινητοποιήθηκαν σε επιφάνεια silca μέσω σχηματισμού ομοιοπολικού δεσμού παρέχοντας έτσι τους αντίστοιχους ακινητοποιημένους υποκαταστάτες Στην συνέχεια παρασκευάστηκαν τα σύμπλοκα των ακινητοποιημένων υποκαταστατών με Mn(II). Όλα τα παραπάνω χαρακτηρίστηκαν με διάφορες φασματοσκοπικές τεχνικές. Αρχικά ερευνήθηκαν οι βέλτιστες συνθήκες για τις καταλυτικές αντιδράσεις και στην συνέχεια τα ακινητοποιημένα και μη συστήματα μαγγανίου χρησιμοποιήθηκαν ως ετερογενοποιημένοι και ομογενείς καταλύτες αντίστοιχα στην εποξείδωση αλκενίων χρησιμοποιώντας Η2Ο2 ως οξειδωτικό. Αξιολογώντας την καταλυτική ικανότητα οξείδωσης ομογενών και ετερογενοποιημένων καταλυτών διαπιστώθηκε ότι παρουσιάζουν υψηλή καταλυτική δραστικότητα παρουσία οξικού αμμωνίου. Επίσης μελετήθηκε η σταθερότητα των παραπάνω καταλυτικών συστημάτων μαγγανίου και ακολούθως προτάθηκε πιθανός μηχανισμός της καταλυτικής δράσης των παρόντων συστημάτων. Τέλος, παραθέτονται τα κυριότερα συμπεράσματα που προκύπτουν από την μελέτη αυτή καθώς και οι βιβλιογραφικές παραπομπές που χρησιμοποιήθηκαν. 208 118 117 The current dissertation is about the eating habits of the people in Byzantine Era. Nutrition is closely connected with health protection and many cures for diseases were based on edible products as had been established in antiquity. The study led me to divide the findings into two sections. The first has to do with diet, where the eating habits of the Byzantine period are researched and recorded. The second section is about medicine, where it is clarified that the term is referenced in relation to dietary habits. It has conducted an attempt to reflect the contribution of nutritional materials to medical and pharmaceutical science. The various food items used in medicine and the manufacture of pharmaceuticals are presented. Στην παρούσα εργασία καταγράφονται οι διατροφικές συνήθειες των Βυζαντινών. Η διατροφή είναι αλληλένδετη με την προστασία της υγείας και πολλές θεραπείες για τις ασθένειες βασίζονταν σε βρώσιμα προϊόντα, όπως αυτό είχε θεμελιωθεί ήδη κατά την Αρχαιότητα. Η μελέτη με οδήγησε να χωρίσω την καταγραφή των ευρημάτων σε δύο ενότητες. Η πρώτη έχει να κάνει με τη διατροφή, όπου διερευνώνται και καταγράφονται οι διατροφικές συνήθειες κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Στη δεύτερη ενότητα όσον αφορά στην ιατρική διευκρινίζεται ότι η αναφορά στον όρο γίνεται σε συνάρτηση με τις διατροφικές συνήθειες και καταβάλλεται προσπάθεια να αποτυπωθεί η συνεισφορά των υλικών διατροφής στην ιατρική και φαρμακευτική επιστήμη. Παρουσιάζονται τα διάφορα διατροφικά είδη που χρησιμοποιούνταν στην ιατρική και την παρασκευή φαρμακευτικών προϊόντων. 209 250 303 Introduction: One of the neurotransmitter systems participating in neuropathic pain control is the endocannabinoid system. This system is highly expressed in neurons and immune cells, and it plays a crucial role in the development of neuropathic pain. Several clinical studies suggest that cannabinoids significantly reduced neuropathic pain, although most of these trials fail the required standards of quality. The different pain patient populations included in the systematic reviews also make it difficult to get adequate conclusions. Aims: To conducta systematic review to evaluatethe efficacy of cannabinoids in the management of chronic nonmalignant neuropathic pain. Methods: Electronic database searches were performed using Medline/PubMed from 1966-09/2017.Terms used were cannabinoids, cannabis, marihuana, pain, chronic, neuropathic, nabilone, delta-9-tetrahydrocannabinol, cannabidiol and dronabinol. Randomized placebo-controlled trials (RCTs) which involved cannabis and cannabinoids for the management of chronic nonmalignant pain were selected. The outcome that was studied was the reduction or not of pain severity. Results: Of the 26 studies that examined chronic neuropathic pain, 11 studies were excluded. The evaluation of the 17 included studies suggested that cannabinoids may provide effective analgesia in chronic neuropathic pain conditions that are refractory to other treatments. Three studies showed no difference between treatment and placebo groups.The THC:CBD combination is questionable regarding pain management, while accompanying depression may be a confounding factor. Conclusion: Cannabinoids may be used to treat chronic nonmalignant neuropathic pain in order to provide adequate analgesia. Further studies are needed to evaluate the importance of the duration of the treatment and the ideal form of drug delivery. Εισαγωγή: Ένα από τα συστήματα νευροδιαβιβαστών που συμμετέχουν στον έλεγχο νευροπαθητικού πόνου είναι το ενδοκανναβινοειδές σύστημα. Το σύστημα αυτό εκφράζεται σε μεγάλο βαθμό στους νευρώνες και τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος και παίζει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του νευροπαθητικού πόνου. Αρκετές κλινικές μελέτες υποδεικνύουν ότι τα κανναβινοειδή μείωσαν σημαντικά τον νευροπαθητικό πόνο, αν και οι περισσότερες από αυτές τις μελέτες δεν ανταποκρίνονται στα απαιτούμενα πρότυπα ποιότητας. Οι διάφοροι πληθυσμοί ασθενών με πόνο που περιλαμβάνονται στις συστηματικές ανασκοπήσεις δεν επιτρέπουν την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Σκοπός: Να πραγματοποιηθεί μια συστηματική ανασκόπηση για την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας των κανναβινοειδών στην αντιμετώπιση του χρόνιου μη κακοήθους νευροπαθητικού πόνου. Μέθοδος: Πραγματοποιήθηκε έρευνα στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων Medline / PubMed και για το χρονικό διάστημα 1966-27/9/2017. Οι όροι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν κανναβινοειδή, κάνναβη, μαριχουάνα, πόνος, χρόνιος, νευροπαθητικός, ναβιλόνη, δέλτα-9-τετραϋδροκανναβινόλη, κανναβιδιόλη και dronabinol. Χρησιμοποιήθηκαν τυχαία ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο μελέτες (RCTs) που περιελάμβαναν κάνναβη και κανναβινοειδή για την αντιμετώπιση του χρόνιου μη-κακοήθους πόνου. Οι εκβάσεις που εξετάστηκαν ήταν η μείωση της έντασης του πόνου. Αποτελέσματα: Από τις 26 μελέτες που εξετάστηκαν σχετικά με το χρόνιο νευροπαθητικό πόνο, αποκλείστηκαν 9 μελέτες. Η αξιολόγηση των 17 μελετών που τελικά περιελήφθησαν στην παρούσα ανασκόπηση έδειξε ότι τα κανναβινοειδή μπορούν να παρέχουν αποτελεσματική αναλγησία σε παθήσεις που προκαλούν χρόνο νευροπαθητικό πόνο. Τρεις μελέτες δεν έδειξαν διαφορά στον πόνο μεταξύ της πειραματικής ομάδας και της ομάδας ελέγχου. Ερωτηματικά υπάρχουν για το συνδυασμό THC:CBD, καθώς και για τις περιπτώσεις με συνοδό κατάθλιψη, μπορεί να αποτελεί συγχυτικό παράγοντα. Συμπέρασμα: Τα φαρμακευτικά εκχυλίσματα με βάση την κάνναβη που χρησιμοποιούνται σε διάφορους πληθυσμούς ασθενών με χρόνιο, μη κακοήθη νευροπαθητικό πόνο μπορούν να παρέχουν αποτελεσματική αναλγησία σε καταστάσεις που είναι ανθεκτικές σε άλλες θεραπείες. Απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για την αξιολόγηση της επίδρασης της επί μακρού αποτελεσματικότητας της θεραπείας καθώς και για την διερεύνηση του ιδανικού τρόπου χορήγησης αυτών των φαρμάκων. 210 359 393 Διερεύνηση του ρόλου των μιτοχονδρίων και της α-synuclein στην εμφάνιση βασικών χαρακτηριστικών της νόσου του Parkinson σε ένα υβριδικό μοντέλο νευρικών κυττάρων Parkinson's disease (PD) is the second most common neurodegenerative disease worldwide. It is a multifactorial disease, in the appearance of which contribute both genetic and environmental factors, however the underlying cause has not yet been elucidated. Mitochondrial dysfunction is considered a critical mechanism for the appearance and evolution of the disease. In order to further investigate the role of mitochondria, we analyzed hybrid cell lines containing mitochondria from donors with an inherited form of PD (due to the α-synuclein A53T mutation), and from their healthy relatives. These cells allow us to study the effect of mitochondrial genomes on the phenotype of cells with the same nuclear background and cytoplasmic environment. The characterization of the model and the comparative analysis of the mitochondrial DNA sequence were followed by the analysis of the cells’ response to the neurotoxin 6-OHDA. The cybrids responded differently in the expression profile changes of genes which are involved in mitochondrial function and antioxidant defense in the presence of toxin. The levels of the mitochondrial transcription factor TFAM and the enzyme MnSOD are not altered, however we observed an activation of apoptosis and autophagy pathways, as well as of chaperones associated with the refolding of misfolded or the degradation of irrecoverable proteins. Some cybrids were found to be more sensitive, as they exhibited higher levels of α-synuclein and lower levels of the mitochondrial biogenesis regulator PGC-1α. Interestingly, the mitochondrial transfer of proteins was impaired in the cells carrying the patient's mitochondria, which were also refractory in the entrance of α-synuclein (in contrast to the other cybrids). Finally, one of the cybrids that carried mitochondria from an individual with the α-synuclein mutation exhibited a reduced response to IGF-1. Our results reveal a communication between the mitochondria and the nucleus, and support the view that the mitochondrial genome contributes to the expression of nuclear genes encoding proteins associated with mitochondrial function and the cells’ response to stressful stimuli, and could be an important factor in the appearance of a parkinsonian phenotype. Additional studies using these models, is expected to help in elucidating the distinctive changes in the mitochondrial genome that are capable to determine the fate of the cell. Η νόσος του Parkinson (PD) αποτελεί την δεύτερη πιο κοινή νευροεκφυλιστική νόσο παγκοσμίως. Είναι μία πολυπαραγοντική νόσος, στην εμφάνιση της οποίας συμβάλλουν τόσο γενετικοί όσο και περιβαλλοντικοί παράγοντες, αλλά η ακριβής αιτία της δεν έχει αποσαφηνιστεί ακόμη. Η μιτοχονδριακή δυσλειτουργία ωστόσο, έχει περιγραφεί εκτενώς ως ένας κρίσιμος μηχανισμός για την εμφάνιση και την εξέλιξή της. Προκειμένου να διερευνηθεί περαιτέρω ο ρόλος των μιτοχονδρίων, αναλύθηκαν υβριδικές κυτταρικές σειρές οι οποίες περιέχουν μιτοχόνδρια από δότες με κληρονομική μορφή της νόσου PD που οφείλεται στη μεταλλαγή Α53Τ της α-synuclein, καθώς και από υγιείς συγγενείς τους. Οι σειρές αυτές επιτρέπουν την μελέτη της επίδρασης του μιτοχονδριακού γονιδιώματος διαφορετικής προέλευσης στον φαινότυπο κυττάρων με το ίδιο πυρηνικό και κυτταροπλασματικό περιβάλλον. Τον χαρακτηρισμό του μοντέλου, και τη συγκριτική ανάλυση της αλληλουχίας του μιτοχονδριακού DNA, ακολούθησε η μελέτη της απόκρισης των κυττάρων στην νευροτοξίνη 6-OHDA. Τα κύτταρα αυτά παρουσιάζουν διαφορές στις μεταβολές της έκφρασης γονιδίων που εμπλέκονται στην μιτοχονδριακή λειτουργία και στην αντιοξειδωτική άμυνα παρουσία της τοξίνης. Τα επίπεδα του μιτοχονδριακού μεταγραφικού παράγοντα TFAM και του ενζύμου MnSOD δεν μεταβάλλονται, παρατηρήθηκε όμως ότι ενεργοποιούνται τα μονοπάτια της απόπτωσης και της αυτοφαγίας, καθώς και του συστήματος μοριακών συνοδών-πρωτεϊνών (chaperones) που συμμετέχουν στην ορθή αναδίπλωση των πρωτεϊνών. Κάποιες από τις σειρές, βρέθηκε πως είναι πιο ευαίσθητες, καθώς εμφάνισαν υψηλότερα επίπεδα της α-synuclein και χαμηλότερα επίπεδα του δείκτη μιτοχονδριακής βιογένεσης PGC-1α. Διαπιστώσαμε επίσης ότι η μιτοχονδριακή μεταφορά πρωτεϊνών έχει διαταραχθεί στα υβριδικά κύτταρα που φέρουν τα μιτοχόνδρια της ασθενούς, στα οποία μάλιστα δεν μπορεί να εισέλθει η μονομερής μορφή της α-synuclein (σε αντίθεση με τα άλλα κύτταρα). Τέλος, μια από τις σειρές που ελέγχθηκαν η οποία περιείχε μιτοχόνδρια από ένα άτομο με τη μεταλλαγή στην α-synuclein, παρουσίασε μειωμένη απόκριση στην προσθήκη του αυξητικού παράγοντα IGF-1. Τα αποτελέσματά μας, υποδηλώνουν μια επικοινωνία μεταξύ των μιτοχονδρίων και του πυρήνα, και ενθαρρύνουν την άποψη για την συμβολή του μιτοχονδριακού γονιδιώματος στην έκφραση πυρηνικών γονιδίων που κωδικοποιούν [6] πρωτεΐνες που συνδέονται τόσο με την λειτουργία των μιτοχονδρίων, όσο και με την απόκριση των κυττάρων στο στρες, και ενδεχομένως να συμβάλλουν στην εμφάνιση του παρκινσονιακού φαινοτύπου. Επιπλέον μελέτες σε αυτά τα μοντέλα αναμένεται να συμβάλλουν στην διαλεύκανση των χαρακτηριστικών αλλαγών που φέρει το μιτοχονδριακό γονιδίωμα οι οποίες είναι ικανές να καθορίσουν την μοίρα ολόκληρου του κυττάρου. 211 721 713 Knowledge and attitudes of the general population towards people with autism (autism spectrum disorders) Γνώσεις και στάσεις του γενικού πληθυσμού απέναντι σε άτομα με αυτισμό (διαταραχές αυτιστικού φάσματος) Introduction: Autism Spectrum Disorder is a developmental disorder that emerges early in the individual’s life and continues into adulthood. It requires high levels of support, as it involves significant behavioral, emotional and social difficulties. Although both internationally and in Greece several studies on autism have been conducted, in Greece there is not much data regarding the knowledge and attitudes of the general population towards people with autism. Aim: The aim of the current study was the investigation of the knowledge and attitudes of the general population towards people with autism. Material and Method: For the conduct of the research, a questionnaire was distributed in electronic form on social media over a period of three months. Some of the questionnaires were distributed in printed form with the participants having been previously informed about the aim and the objectives of the research. The sample was comprised of 1306 (N=1306) individuals, who completed the questionnaire which consisted of the following sections: the Socio-Demographic Characteristics, the Autism Knowledge Assessment which included ten (10) questions and the Assessment of Attitudes towards people with Autism, using the Societal Attitudes towards Autism scale (SATA) (Flood et al, 2013). The SATA Scale questionnaire includes a total of sixteen (16) questions divided into three main factors: Social Attitudes (or Social Dimension), Knowledge and Personal Distance. Results: A total of one thousand three hundred and six individuals (N = 1306) participated in the survey (275 men (21.1%) and 1031 women (78.9%). Judging from the analysis of the data it seemed that the general population has a satisfactory knowledge level about autism, with women showing better knowledge compared with men, with the corresponding mean score for women being 16.79 ± 2.22 whereas for men 15.31 ± 2.52. In addition, the knowledge of the sample seems to differentiate according to age, with those older than 61 years old showing a lower mean score (11.70 ± 2.99) and statistically significant differences with other age subgroups, while there is also a corresponding difference depending on the educational level. In addition, with regard the SATA questionnaire dimensions, in the dimension Social Attitudes, it is found that the general population maintains a negative attitude towards certain social activities of people with autism. Nevertheless, the majority of the sample seems to be positive about the education of these individuals. Excepting the tendency to exclude students with autism from general education classes, the sample does not maintain a negative attitude towards people with autism, since it was evident from the answers of the sample that it includes them in all social activities. Differences in attitudes according to demographic characteristics indicate that women show a more positive Social Attitude (50.10 ± 5.42) towards people with autism compared with men, (48.59 ± 5.96). Regarding the Social Attitudes, the participants aged 18-30 years old, seem to present the most positive attitude, with the corresponding mean score being 50.93 ± 5.07, while people over 60 years old, present the most negative attitude, with the corresponding mean score being 39.50 ± 4,58. Also, as regards Knowledge, participants aged 31-40 years old seem to have the highest mean score at knowledge level of autism, with the mean score being 13.17±1,93, while people over 60 years old, had the lowest mean score (10.19 ± 2.00). Finally, referring to Personal Distance, minors seem to maintain the most positive attitude towards people with autism (16.75 ± 3.00), while people over 60 years old seem to be more distant (13.06 ± 1.87), in comparison with the rest age groups. Finally, significant differences are identified in all three factors as regards the individual categories of educational level. In particular, it is found that primary school graduates show the lowest mean score in all three dimensions of the questionnaire, while the highest mean score appears in the subgroups of University graduates. Conclusions: The sample of the general population seems to have a satisfactory knowledge level of autism. In addition, the knowledge of the sample seems to differ depending on age and the educational level. With reference to the attitudes towards people with autism, the majority of the sample of the general population does not seem to maintain a personal distance towards people with autism, nonetheless, there are statistically significant differences between age groups and educational level subgroups. Η Διαταραχή του Αυτιστικού Φάσματος είναι μια αναπτυξιακή διαταραχή που εκδηλώνεται νωρίς στη ζωή ενός ατόμου και συνεχίζει μέχρι την ενήλικη ζωή. Απαιτεί υψηλά επίπεδα στήριξης, καθώς συνεπάγεται σημαντικές συμπεριφορικές, συναισθηματικές και κοινωνικές δυσκολίες. Παρόλο που τόσο διεθνώς όσο και στον Ελλαδικό χώρο έχουν διεξαχθεί αρκετές έρευνες σχετικά με τον αυτισμό, στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πολλά δεδομένα σχετικά με τις γνώσεις και τις στάσεις του γενικού πληθυσμού απέναντι στα άτομα με αυτισμό. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η διερεύνηση των γνώσεων και των στάσεων του γενικού πληθυσμού έναντι των ατόμων με αυτισμό. Υλικό και Μέθοδος: Για τη διεξαγωγή της έρευνας πραγματοποιήθηκε διανομή ενός ερωτηματολογίου σε ηλεκτρονική μορφή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε διάστημα τριών μηνών. Ένα μέρος των ερωτηματολογίων διανεμήθηκε σε έντυπη μορφή, αφού προηγουμένως οι συμμετέχοντες ενημερώθηκαν για τον στόχο και τους σκοπούς της έρευνας. Το δείγμα αποτέλεσαν 1306 (Ν=1306) άτομα, τα οποία συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο που αποτελούταν από τα ακόλουθα επιμέρους μέρη: την καταγραφή των κοινωνικοδημογραφικών χαρακτηριστικών, την εκτίμηση των γνώσεων σχετικά με τον αυτισμό που περιελάμβανε δέκα (10) ερωτήσεις και την εκτίμηση των στάσεων απέναντι στα άτομα με Αυτισμό, χρησιμοποιώντας την κλίμακα Societal Attitudes towards Autism scale - SATA (Flood et al, 2013). Το ερωτηματολόγιο της Κλίμακας SATA περιλαμβάνει ένα σύνολο δέκα έξι (16) ερωτήσεων που κατανέμονται σε τρεις βασικούς παράγοντες: τις Κοινωνικές Στάσεις (ή Κοινωνική Διάσταση), τις Γνώσεις και την Προσωπική Απόσταση. Αποτελέσματα: Συνολικά, στην έρευνα συμμετείχαν χίλια τριακόσια έξι άτομα (Ν=1306), εκ των οποίων 275 άντρες (21,1%) και 1031 γυναίκες (78,9%). Από την ανάλυση των δεδομένων φάνηκε ότι ο γενικός πληθυσμός διαθέτει ικανοποιητικό επίπεδο γνώσεων σχετικά με τον αυτισμό, με τις γυναίκες να παρουσιάζουν καλύτερη γνώση σε σχέση με τους άνδρες, με την αντίστοιχη μέση τιμή για τις γυναίκες να είναι 16.79±2.22, ενώ για τους άνδρες 15,31±2.52. Επιπλέον, οι γνώσεις του δείγματος φαίνεται να διαφοροποιούνται αναλόγως της ηλικίας, με τους μεγαλύτερους των 61 ετών να εμφανίζουν χαμηλότερη μέση τιμή (11,70±2,99) και στατιστικά σημαντικές διαφορές με τις λοιπές ηλικιακές ομάδες, ενώ αντίστοιχα διαφοροποίηση υπάρχει και ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο. Επιπρόσθετα, όσον αφορά στις επιμέρους διαστάσεις του ερωτηματολογίου SATA, στη διάσταση Κοινωνικές Στάσεις διαπιστώνεται ότι ο γενικός πληθυσμός διατηρεί αρνητική στάση σε ορισμένες κοινωνικές δραστηριότητες των ατόμων με αυτισμό. Ωστόσο, η πλειοψηφία του δείγματος φαίνεται να είναι θετική σχετικά με την εκπαίδευση των εν λόγω ατόμων. Εξαιρώντας την τάση για αποκλεισμό των μαθητών με αυτισμό από τις τάξεις της γενικής εκπαίδευσης, το δείγμα δεν τηρεί αρνητική στάση απέναντι στα άτομα με αυτισμό, καθώς από τις απαντήσεις του δείγματος φάνηκε ότι τα περικλείει σε όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες. Διαφοροποιήσεις των στάσεων ανάλογα με τα δημογραφικά χαρακτηριστικά υποδεικνύουν ότι οι γυναίκες εμφανίζουν πιο θετική Κοινωνική Στάση ως προς τα άτομα με αυτισμό (50.10±5.42) σε σχέση με τους άνδρες (48.59±5.96). Αναφορικά με τις Κοινωνικές Στάσεις, οι συμμετέχοντες ηλικίας 18-30 ετών φαίνεται να παρουσιάζουν την πιο θετική στάση, με την αντίστοιχη μέση τιμή να είναι 50.93±5.071, ενώ τα άτομα άνω των 60 ετών, παρουσιάζουν την πιο αρνητική στάση, με την αντίστοιχη μέση τιμή να είναι 39.50±4.583. Επίσης, όσον αφορά τις Γνώσεις, οι συμμετέχοντες ηλικίας 31-40 ετών φαίνεται να διαθέτουν τη μέγιστη μέση τιμή σε επίπεδο γνώσεων σχετικά με τον αυτισμό, με τη μέση τιμή να είναι 13.17±1.93, ενώ τα άτομα άνω των 60 ετών είχαν τη χαμηλότερη μέση τιμή(10.19±2.00). Τέλος, αναφορικά με την Προσωπική Απόσταση, τα ανήλικα άτομα φαίνεται να διατηρούν την πιο θετική στάση απέναντι στα άτομα με αυτισμό (16.75±3.00), ενώ τα άτομα άνω των 60 ετών φαίνεται να είναι πιο αποστασιοποιημένα (13.06±1.879), συγκριτικά με τις υπόλοιπες ηλικιακές κατηγορίες. Τέλος, εντοπίζονται σημαντικές διαφοροποιήσεις και στους τρεις παράγοντες ως προς τις επιμέρους κατηγορίες του μορφωτικού επιπέδου. Ειδικότερα, διαπιστώνεται ότι οι απόφοιτοι Δημοτικού εμφανίζουν τη μικρότερη μέση τιμή και στους τρεις παράγοντες του ερωτηματολογίου, ενώ η υψηλότερη μέση τιμή εμφανίζεται στην υποομάδα των Αποφοίτων ΑΕΙ/ΤΕΙ. Συμπεράσματα: Ο γενικός πληθυσμός φάνηκε να έχει ένα ικανοποιητικό επίπεδο γνώσεων σχετικά με τον αυτισμό. Επιπλέον, οι γνώσεις του δείγματος φάνηκε να διαφοροποιούνται ανάλογα με την ηλικία και το μορφωτικό επίπεδο. Όσον αφορά στις στάσεις απέναντι στα άτομα με αυτισμό, η πλειοψηφία του δείγματος του γενικού πληθυσμού δεν φαίνεται να τηρεί προσωπική απόσταση απέναντι στα άτομα με αυτισμό, ωστόσο παρατηρούνται στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις ηλικιακές ομάδες και τις επιμέρους κατηγορίες του μορφωτικού επιπέδου. 212 153 179 Playful activities for the promotion of creative writing through children's literature Παιγνιώδης δραστηριότητες για την προώθηση της δημιουργικής γραφής στο πλαίσιο της παιδικής λογοτεχνίας ABSRACT: This study focuses on creative writing which is believed to contribute to the student’s active response towards literature. The fact that children’s literature is inserted in schools in a fragmented way that mainly promotes literary analysis and language exercises, triggers many questions regarding the quality of relationship that students form with the text. The goal of this study is to restore this relationship, while keeping up with the latest curriculum’s announcements, which encourage the creative use of whole children’s books during the learning process. Therefore, a fairytale salad based on the hypertext technique and a board game, were created after a combination of four children’s books, in order to involve students through activities that promote creative writing. A playful environment is considered to be of the essence in order to unfold both the writer and the reader a child hides inside. ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Η παρούσα εργασία εστιάζει στην ανάδειξη της δημιουργικής γραφής ως μέσου που συμβάλλει στην ενεργητική ανταπόκριση του μαθητή απέναντι στο λογοτεχνικό φαινόμενο. Η αποσπασματική ένταξη του τελευταίου στη σχολική διαδικασία, συνδυαστικά με τις πρακτικές εκείνες που εστιάζουν σε άσκοπες φιλολογικές αναλύσεις και γλωσσοκεντρικές ασκήσεις, εγείρουν προβληματισμούς αναφορικά με τη σχέση που διαμορφώνει το παιδί με το λογοτεχνικό κείμενο. Στόχος του παρόντος εγχειρήματος είναι η αποκατάσταση αυτής της σχέσης, σε μια προσπάθεια συμπόρευσης με τις επισημάνσεις του τελευταίου προγράμματος σπουδών, το περιεχόμενο των οποίων καταδεικνύει την αναγκαιότητα διαμόρφωσης συνθηκών που θα επιτρέψουν τη δημιουργική συνδιαλλαγή του μαθητή με ολόκληρα παιδικά βιβλία. Για τον λόγο αυτό επιχειρήθηκε η αξιοποίηση της παραμυθοσαλάτας βασισμένης στην τεχνική του υπερκειμένου, και του επιτραπέζιου παιχνιδιού, ως μέσων που συνδυάζουν και ενώνουν τέσσερα διαφορετικά παιδικά βιβλία μεταξύ τους, υπό το πρίσμα της δημιουργικής γραφής. Υποστηρίζεται ότι η προώθησή της μέσα από ένα ευχάριστο και παιγνιώδες κλίμα μπορεί να συμβάλει στην ταυτόχρονη ενεργοποίηση του δημιουργού και του αναγνώστη που κάθε παιδί κρύβει μέσα του. 213 324 343 Spectroscopic study of the metabolome of zebrafish after exposure to non-doped, N-doped and N,S-doped carbon nanodots Φασματοσκοπική μελέτη του μεταβολώματος του zebrafish μετά την έκθεση του σε νανοκουκκίδες άνθρακα ενισχυμένες (doped) με άζωτο και θείο In this MSc thesis, an NMR and mass spectrometric study of zebrafish metabolome after exposure to carbon nanodots doped with nitrogen and sulfur was carried out, in order to evaluate the effect of CNDs on the aquatic organism metabolism. Citric acid-based non-doped CNDs were synthesized, through a simple and rapid synthetic process, while N-doped and N, S-doped CNDs were synthesized with minor modifications. The synthesized nanodots were characterized by FT-IR, Uv-Vis and fluorescence spectroscopy. Images of the materials were taken with a transition electron microscope (TEM), whereof the size of CNDs was calculated. In addition, the toxicity of the three CNDs to zebrafish larvae was studied in brief and morphological abnormalities of the larvae were observed. To gain insight into the metabolic alterations that occur in zebrafish upon exposure to CNDs, a metabolomic workflow was employed. Tentative identification of metabolites was carried out using 1H-NMR (1D) spectroscopy combined with Human Metabolome Database and Madison-Qingdao Metabolomics Consortium Database, two free-access metabolomic databases. Furthermore, mass spectroscopy was used to identify metabolites with greater certainty. To appraise the alterations of metabolic fingerprint, a metabolic pathway analysis was carried out using MetaboAnalyst, a comprehensive tool suite for metabolomic data analysis. From the obtained results useful conclusions were drawn about the effect of CNDs on the zebrafish metabolic network. It is apparent that the exposure of zebrafish to CNDs is accompanied by multiple metabolic alterations. These can induce various phenotypic changes such as tail bending and pericardial edema, which were also observed in our study. Changes in the metabolic pathways recorded in our study account for the observed phenotypic alterations of zebrafish, while they may also be related to the toxicity, because vital metabolic processes are affected. Overall, results on the effect of CNDs on zebrafish metabolism can be utilized to draw conclusions on the effect of CNDs on marine organisms and human. Στο πλαίσιο του παρόντος μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης, πραγματοποιήθηκε μελέτη του μεταβολώματος του zebrafish μετά την έκθεση του σε νανοκουκκίδες άνθρακα ενισχυμένες με άζωτο και θείο, με χρήση φασματοσκοπιών 1H-NMR (1D) και μάζας καθώς και μεταβολομικών βάσεων δεδομένων ελεύθερης πρόσβασης, προκειμένου να γίνει αξιολόγηση των επιπτώσεων των CNDs στους υδρόβιους οργανισμούς. Αρχικά, συντέθηκαν, μέσω μιας απλής και γρήγορης συνθετικής πορείας, nondoped CNDs με βάση το κιτρικό οξύ, ενώ με μικρές τροποποιήσεις συντέθηκαν οι αντίστοιχες N-doped και N,S-doped νανοκουκκίδες. Ακολούθησε ο χαρακτηρισμός τους και λήφθηκαν φάσματα FT-IR, Uv-Vis, φθορισμού και εικόνες των υλικών από ηλεκτρονικό μικροσκόπιο διέλευσης (TEM). Επιπλέον, έγινε μια σύντομη μελέτη της τοξικότητας των τριών νανοκουκκίδων σε λάρβες zebrafish και παρατηρήθηκαν οι μορφολογικές ανωμαλίες των ατόμων. Στη συνέχεια, διεξήχθη, μια μη-στοχευμένη μεταβολομική μελέτη της επίδρασης των νανοκουκκίδων στο μεταβόλωμα του zebrafish. Για τον σκοπό αυτό, χρησιμοποιήθηκε φασματοσκοπία 1H-NMR (1D) και με τη χρήση των Human Metabolome Database και Madison-Qingdao Metabolomics Consortium Database μεταβολομικών βάσεων δεδομένων, έγινε μερική ταυτοποίηση των μεταβολιτών. Συμπληρωματικά, χρησιμοποιήθηκε φασματοσκοπία μάζας ώστε να ταυτοποιηθούν με μεγαλύτερη βεβαιότητα οι μεταβολίτες. Για τη διερεύνηση των μεταβολικών οδών που εμπλέκονται στις αλλαγές του μεταβολικού δικτύου έγινε ανάλυσή τους με τη βάση δεδομένων MetaboAnalyst. Τέλος, τα αποτελέσματα συσχετίστηκαν μεταξύ τους καθώς και με το δείγμα ελέγχου ούτως ώστε να προκύψουν συμπεράσματα σχετικά με την επίδραση των CNDs στο μεταβολικό δίκτυο του zebrafish. Από τα αποτελέσματα προέκυψε ότι η έκθεση του zebrafish στις νανοκουκκίδες συνοδεύεται από ποικίλες μεταβολικές αλλαγές. H διατάραξη του φυσιολογικού μεταβολισμού του, μπορεί να οδηγήσει σε πολλές φαινοτυπικές αλλαγές, όπως κύρτωση ουράς και περικαρδιακό οίδημα, οι οποίες παρατηρήθηκαν στα πλαίσια της μελέτης αυτής. Οι αλλαγές στα μεταβολικά μονοπάτια που παρατηρήθηκαν εξηγούν τις παρατηρούμενες αλλαγές στον φαινότυπο του zebrafish, ενώ μπορεί να συνδέονται και με την παρατηρούμενη τοξικότητα, καθώς επηρεάζονται ζωτικές μεταβολικές λειτουργίες. Συνολικά, προέκυψαν αποτελέσματα που αφορούν την επίδραση των νανοκουκκίδων στον μεταβολισμό του zebrafish τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν μελλοντικά για πρόβλεψη της επίδρασης των νανοκουκκίδων στους υδρόβιους οργανισμούς και τον άνθρωπο. 214 265 251 Perceptions of undergraduate students in environmental issues of physics The concept of "energy" possessed a special place in the teaching of natural sciences, and integrates the fields of natural sciences like physics, chemistry, biology and also plays a key role in a number of environmental issues, which focuses this research with emphasis on renewable energy sources. The purpose of this thesis is to evaluate the knowledge-concepts in which students understand issues relating to the environment and in particular to renewable energy sources. A quantitative research took place in May 2016 with a closed-ended multiple choice questionnaire which was apportioned to 407 students of the University of Ioannina. The content of the questions include general environmental issues which related to renewable energy sources such as their recognition, origin and use, operating systems and the possible impacts of them. It also examines the perceptions of students in energy conversion issues, phenomena in nature and the atmosphere which include issues of renewable energy sources. The questionnaire was distributed to final-year students from the Department of Education and the department of Physics in order to investigate their readiness to teach the subject as possible teachers in primary and secondary education respectively. With the help of a statistical data analysis program was conducted a comparison of the results as to the sex of the participants, the department that they attend as well as towards studies that followed as students at school. The test results demonstrate the importance of gender, the department and the direction and the combination of them in order to achieve high performance (score) to complete the questionnaire. Η έννοια της «ενέργειας» κατέχει ιδιαίτερη θέση στη διδακτική των φυσικών επιστημών, καθώς ενοποιεί τους κλάδους των φυσικών επιστημών –φυσική, χημεία, βιολογία– και επίσης παίζει καθοριστικό ρόλο σε μια σειρά περιβαλλοντικών θεμάτων, στα οποία εστιάζει και η παρούσα έρευνα με έμφαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ο σκοπός της διπλωματικής εργασίας είναι η αποτίμηση των γνώσεων-αντιλήψεων με τις οποίες οι φοιτητές αντιλαμβάνονται ζητήματα σχετικά με το περιβάλλον και συγκεκριμένα με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Τον Μάϊο του 2016 διεξήχθη ποσοτική έρευνα με ερωτηματολόγιο κλειστού τύπου –ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής– σε 407 φοιτητές του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Το περιεχόμενο των ερωτήσεων περιλαμβάνει γενικά θέματα περιβάλλοντος σχετικά με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όπως η αναγνώριση τους, η προέλευση και χρήση, τα συστήματα εκμετάλλευσης και οι πιθανές επιπτώσεις αυτών. Επίσης εξετάζει τις αντιλήψεις των φοιτητών σε θέματα μετατροπών ενέργειας, σε φαινόμενα στη φύση και στην ατμόσφαιρα που εμπλέκονται οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Το ερωτηματολόγιο διανεμήθηκε σε τελειόφοιτους φοιτητές που προέρχονται από το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης και από το τμήμα Φυσικής προκειμένου να διερευνηθεί η ετοιμότητα τους να διδάξουν το αντικείμενο ως μελλοντικοί εκπαιδευτικοί στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση αντίστοιχα. Με τη βοήθεια ενός προγράμματος στατιστικής ανάλυσης δεδομένων πραγματοποιήθηκε σύγκριση των αποτελεσμάτων ως προς το φύλο των συμμετεχόντων, το τμήμα το οποίο φοιτούν καθώς και ως προς την κατεύθυνση σπουδών που ακολούθησαν ως μαθητές στο Λύκειο. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης αποδεικνύουν τη σημαντικότητα των μεταβλητών του φύλου, του τμήματος και της κατεύθυνσης καθώς και το συνδυασμό αυτών ώστε να επιτευχθεί υψηλή επίδοση (score) στη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου. 215 255 236 The widest and most significant tribal groups of ancient Epirus were the Chaones, the Thesprotians, the Molossians and the Cassopeans. The Chaones were the northwestern tribe of the Epirotic territory and the frontier of Hellenism against the Illyrians. On the modern map, Chaonia occupied, for the most part of the historical period, the present-day southwestern Albania. According to ancient traditions, on its shores were sailing and then settled, Argonauts, Colchians, Achaean and Trojan heroes, Phaeacians and also Phoenicians, Euboeans, Corinthians, Romans etc., which manifests on the one hand, its favorable position on land and especially on sea routes, that were connecting, economically and culturally, the North with the South, the East with the West and on the other, the natural wealth of the region, which attracted, throughout antiquity, for booty or alliance and cooperation, the adjacent or distant, “kin” or foreign, royal and tribal or civic and independent states. The present paper focuses, with the aid of the most important textual, numismatic, epigraphic and archaeological data, on the examination and presentation of the main geographical, geophysical, economic and tribal factors that shaped the social, political and cultural identity of the Chaonian ethnos, which directed its course through time, the latter also influencing, to a certain extent, the historical evolution of the peoples, at least of a part of the Mediterranean. For the overall presentation of the issue, this study also examines the political and cultural character of both the other Epirotic ethne and the populations of the border zone, between the Chaonian and Illyrian tribes. Τα μεγαλύτερα έθνη της αρχαίας Ηπείρου ήταν οι Χάονες, οι Θεσπρωτοί, οι Μολοσσοί και οι Κασσωπαίοι. Οι Χάονες αποτελούσαν το βορειοδυτικό έθνος της ηπειρωτικής επικράτειας και το σύνορο του ελληνισμού έναντι των ιλλυρικών φύλων. Στον σύγχρονο χάρτη η Χαονία καταλάμβανε, κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορικής περιόδου, τη σημερινή νοτιοδυτική Αλβανία. Σύμφωνα με τις αρχαίες παραδόσεις, στα παράλιά της έπλεαν και έπειτα εγκαταστάθηκαν, Αργοναύτες, Κόλχοι, Αχαιοί και Τρώες ήρωες, Φαίακες, καθώς και Φοίνικες, Ευβοείς, Κορίνθιοι, Κερκυραίοι, Ρωμαίοι κλπ., γεγονός που καταδεικνύει τόσο την κομβική της θέση επί των χερσαίων και κυρίως επί των θαλασσίων οδών, που συνέδεαν, οικονομικά και πολιτιστικά, τον Βορρά με τον Νότο, την Ανατολή με τη Δύση, όσο και τον φυσικό πλούτο της περιοχής, τον οποίο εποφθαλμιούσαν, καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας, όμορες και μη, «συγγενείς» και αλλότριες, εθνικές-βασιλικές και αστικές-πολιτικές δυνάμεις. Η παρούσα εργασία επικεντρώνεται, με την αρωγή των σημαντικότερων γραμματειακών, νομισματικών, επιγραφικών και ανασκαφικών δεδομένων, στην εξέταση και την παρουσίαση των κυριότερων γεωγραφικών, γεωφυσικών, οικονομικών και φυλετικών παραγόντων, που διαμόρφωσαν την κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική ταυτότητα του έθνους των Χαόνων, η οποία κατηύθυνε την πορεία του μέσα στον χρόνο, ενώ η τελευταία αυτή επέδρασε, ως ένα βαθμό και στην ιστορική εξέλιξη εν γένει των λαών της Μεσογείου. Για τη σφαιρική παρουσίαση του ζητήματος εξετάζεται, επίσης, στην παρούσα μελέτη, η πολιτική και πολιτιστική φυσιογνωμία τόσο των άλλων ηπειρωτικών εθνών, όσο και των πληθυσμών της μεθόριας ζώνης, μεταξύ χαονικών και ιλλυρικών φύλων. 216 287 273 Εκπόνηση, εφαρμογή και αξιολόγηση ενός ψυχοεκπαιδευτικού προγράμματος για την εκπαίδευση στα δικαιώματα του παιδιού σε παιδιά ηλικίας 10-12 ετών This study examined the effectiveness of a psychoeducational program for the Education of Human Rights for children. The Education of Human Rights mentions on the development, the cultivation and the spreading of a culture of Human Rights, through a communion of knowledge, skills and through a formation of attitudes (Compasito, 2012). The program consists of a brief group intervention with 4-weeks duration, in a sample consisting of student of elementary school, aged 10-12 years and the program aimed at the improvement of attitudes about children’s rights and of the importance of children’s rights, and also aimed at the increase of knowledge and comprehension about children’s rights. The program focused on the knowledge and attitudes about children’s rights, developing the following thematic: 1.Learn about children’s rights (Convention of Children’s Rights, “rights”-“obligations”-“desires”), 2.Understand the connection of rights and their correlation with the everyday life of children, 3.Be aware of the contestants and organizations for children’s rights and 4.Participate in vignettes of violation of children’s rights. The survey involved 57 students aged 10-12 years, of which 27 formed the experimental group and 30 the control group. In order to evaluate the participants’ attitudes, the importance, knowledge and comprehension of children’s rights, self-administered questionnaires were provided, at the beginning, as well as the completion of the program. The results demonstrate that this psychoeducational program of Education to children’s rights is effective in the improvement of the attitudes for self-determination rights, of the importance of children’s rights and also in the increase of the knowledge about children’s rights and of the comprehension of self-determination rights. It is recommended a widespread implementation of the program for the Education of children’s rights to other contexts (e.g. school, home), with sample of teachers and parents. Η παρούσα έρευνα εξέτασε την αποτελεσματικότητα ενός ψυχοεκπαιδευτικού προγράμματος για την Εκπαίδευση στα Ανθρώπινα Δικαιώματα (Ε.Α.Δ.) για παιδιά. Η Ε.Α.Δ αναφέρεται στην ανάπτυξη, καλλιέργεια και διάδοση μιας κουλτούρας Ανθρώπινων Δικαιωμάτων (Α.Δ.), μέσω της μετάδοσης γνώσεων, δεξιοτήτων και της διαμόρφωσης στάσεων (Compasito, 2012). Το πρόγραμμα συνίσταται σε μια βραχεία ομαδική παρέμβαση διάρκειας τεσσάρων εβδομάδων, σε μαθητές Δημοτικού, ηλικίας 10-12 ετών, με σκοπό την βελτίωση των στάσεων απέναντι στα ΔτΠ και της σπουδαιότητας των ΔτΠ, καθώς, επίσης και την αύξηση των γνώσεων και της κατανόησης σχετικά με τα ΔτΠ. Το πρόγραμμα εστίασε στις γνώσεις και στις στάσεις για τα ΔτΠ, αναπτύσσοντας τις εξής θεματικές: 1.Μαθαίνω για τα ΔτΠ (Σύμβαση, «δικαίωμα»-«υποχρέωση»-«επιθυμία»), 2.Κατανοώ την αλληλεξάρτηση των δικαιωμάτων και τη συσχέτιση τους με την καθημερινότητα, 3.Ενημερώνομαι για αγωνιστές και ΜΚΟ και 4.Εμπλέκομαι σε υποθετικές καταστάσεις παραβίασης ΔτΠ. Στην έρευνα συμμετείχαν 57 μαθητές ηλικίας 10 έως 12 ετών, από τους οποίους οι 27 συγκρότησαν την πειραματική ομάδα και οι 30 την ομάδα ελέγχου. Για να εκτιμηθούν οι στάσεις, η σπουδαιότητα, οι γνώσεις και η κατανόηση των ΔτΠ, χορηγήθηκαν αυτοσυμπληρούμενα ερωτηματολόγια, τόσο πριν (pre test), όσο και μετά την παρέμβαση (post test). Από τα αποτελέσματα προκύπτει ότι το συγκεκριμένο ψυχοεκπαιδευτικό πρόγραμμα Εκπαίδευσης στα ΔτΠ είναι αποτελεσματικό για την βελτίωση των στάσεων απέναντι στα δικαιώματα αυτοπροσδιορισμού, της σπουδαιότητας των ΔτΠ και για την αύξηση των γνώσεων πάνω στα ΔτΠ, καθώς και της κατανόησης των δικαιωμάτων αυτοπροσδιορισμού. Προτείνεται η γενίκευση της εφαρμογής του προγράμματος για την Εκπαίδευση των Δικαιωμάτων του παιδιού και σε άλλα πλαίσια (π.χ. σχολικό, οικογενειακό), με δείγμα γονέων και δασκάλων. 217 14 14 η εργασία των γυναικών στις ορεινές τουριστικές επιχειρήσεις : το παράδειγμα του Δυτικού Ζαγορίου women's work in the tourism industry in mountain region: the example of West Zagori 218 302 297 Artificial Neural Networks (ANN) is a computational model inspired by Biological Neural Networks. ANNs have provided optimistic messages over recent years about research effectiveness and their reliable applications in Speech Recognition, Computer Vision, Text Processing, and so on. The purpose of this dissertation is to present the contribution of ANNs to their development and exploitation in the field of Natural Language Processing (NLP). Chapter 1 presents the important role of Grammar mathematical models in NLP and the most important stages in the evolution of Grammars that led to further methods and techniques. We develop the fundamental tools of ANNs, which are pioneering algorithms, as opposed to the traditional algorithms of the literature so far. These algorithms are defined on the one hand as Machine Learning Methods, that is, machine learning algorithms of the condition engine for dealing with specifications/data of a particular problem, and on the other hand as Deep Learning Methods, i.e. Machine Learning algorithms to deal with similar problem specifications. In addition, examples and comparisons of these with traditional algorithms are given. Chapter 2 is complemented by the presentation of the ANNs Methods, which is framed by definitions, Neural Network classifications, and examples of their applications. Chapter 3 lists the very recent methods and examples of the modern developments and applications of ANNs in NLP. Chapter 4 lists our suggestions for further research on ANNs and NLP. Specifically in the implementation of the Method of Modern Greek Language Processing proposed by: Template Grammars and Characteristic Exponents, Basic Modern Greek Language Computational Polylexicon and its algorithms. Finally, in the Appendices are included two glossaries of a Greek-English and an English-Greek basic dissertation terms correspondingly. At the beginning of each Chapter, keywords referred to the Chapter are listed and at the end of each Chapter, the corresponding bibliography is listed as well. Τα Τεχνητά Νευρωνικά Δίκτυα (ΤΝΔ) είναι ένα υπολογιστικό μοντέλο η έμπνευση του οποίου προήλθε από τα Βιολογικά Νευρωνικά Δίκτυα. Τα ΤΝΔ έχουν δώσει αισιόδοξα μηνύματα τα τελευταία χρόνια για την αποτελεσματικότητα στην έρευνα και στις αξιόπιστες εφαρμογές τους στην Αναγνώριση Ομιλίας, στην Υπολογιστική Όραση, στην Επεξεργασία Κειμένου κ.ά. Σκοπός της διατριβής αυτής είναι η παρουσίαση της συμβολής των ΤΝΔ στην εξέλιξη και αξιοποίησή τους στον τομέα της Επεξεργασίας Φυσικής Γλώσσας (ΕΦΓ). Στο Κεφάλαιο 1 παρουσιάζονται ο σημαντικός ρόλος των μαθηματικών μοντέλων των Γραμματικών στην ΕΦΓ και οι σημαντικότεροι σταθμοί της εξέλιξης των Γραμματικών που οδήγησαν στις περαιτέρω μεθόδους και τεχνικές. Aναπτύσσονται τα θεμελιώδη εργαλεία των ΤΝΔ τα οποία είναι πρωτοποριακοί αλγόριθμοι, σε αντίθεση με τους μέχρι τώρα παραδοσιακούς αλγορίθμους της βιβλιογραφίας. Οι αλγόριθμοι αυτοί ορίζονται αφενός ως Μέθοδοι Εκμάθησης Μηχανής, δηλαδή αλγόριθμοι εκμάθησης της μηχανής των συνθηκών για την αντιμετώπιση των προδιαγραφών/δεδομένων συγκεκριμένου προβλήματος και αφετέρου ως Μέθοδοι Εκμάθησης Βάθους, δηλαδή αλγόριθμοι εκπαίδευσης της μηχανής για την αντιμετώπιση παρόμοιων προδιαγραφών προβλημάτων. επίσης, παραθέτονται παραδείγματα και συγκρίσεις αυτών με τους παραδοσιακούς αλγόριθμους. Το Κεφάλαιο 2 συμπληρώνεται με την παρουσίαση των Μεθόδων των ΤΝΔ, το οποίο πλαισιώνεται από ορισμούς, ταξινομήσεις ΝΔ, και παραδείγματα εφαρμογών τους. Στο Κεφάλαιο 3 αναφέρονται οι πολύ πρόσφατες μέθοδοι και παραδείγματα που στοιχειοθετούν τις σύγχρονες εξελίξεις και εφαρμογές των ΤΝΔ στην ΕΦΓ. Στο Κεφάλαιο 4 παραθέτονται οι προτάσεις μας για περαιτέρω έρευνα που αφορά στα ΤΝΔ και την ΕΦΓ. Συγκεκριμένα στην υλοποίηση της Μεθόδου Επεξεργασίας της Νέας Ελληνικής Γλώσσας που προτείνεται από: τις Μητροειδείς και τις Σπονδυλωτές Μητροειδείς Γραμματικές – Χαρακτηριστικοί Εκθέτες, το Βασικό Νεοελληνικό Υπολογιστικό Πολυλεξικό (ΒΝΠ) και των αλγορίθμων του. Τέλος, στα Παρατήματα περιλαμβάνονται 2 Γλωσσάρια ελληνοαγγλικών και αγγλοελληνικών όρων της διατριβής αντίστοιχα. Στην αρχή κάθε Κεφαλαίου παρατίθενται λέξεις κλειδιά που αναφέρονται στο Κεφάλαιο και στο τέλος κάθε Κεφαλαίου η αντίστοιχη βιβλιογραφία του. 219 375 422 The scientific community nowadays believes that the component of health arises from the combination of physical, mental and social variables. Several psychiatric illnesses that were misunderstood or ignored by society in the past and were attributed to the wrong causes are now clarified at a molecular and morphological level. Bipolar disorder is one of those diseases and it is investigated in this thesis. Bipolar disorder is a complex brain disease characterized by mood swings between two opposite mood disorders, mania and depression. Looking back in time, it is crystal clear that this is not a disorder of the modern world but accompanies mankind from its very beginning. Scientific research have tried to link the disease to a strict neural circuit, gene or molecular pathway without any success. Furthermore, bipolar disorder is associated with a positive medical history but it seems to be inherited as a common but complex disorder, without any evidence of a monogenic Mendelian heredity and with strong evidence of gene-environment interaction. The neurobiology of this disease is characterized by the deregulation of specific neural circuits and brain areas that are directly related to the externalization of the emotional tone. It appears that the pharmacological approaches have risen with the help of the community, which in pursuit of understanding the entire spectrum of the disease identified possible targets. Over the years, however, these limits were widened, revealing the complexity of the disease. The systematic study of mood-related genes gave a more comprehensive picture of the disorder itself. Specifically, genes that affect neurotransmission or the synthesis of neurotransmitters (such as COMT), ionic channels (CACNAC1) or even neurotrophic factors appear to be highly associated with the onset of the disease in certain populations. Based on the above, the pharmacology of such a complex disease would demand equally complex molecules. Ironically, the drug that works best for most of the patients of this disease is quite simplistic. It is actually a simple m et. al, lithium. In addition to lithium, anticonvulsants and antiepileptic drugs are also used, while in severe cases some antipsychotics are used as well. Keeping all that in mind, therapeutic approach should study patient’s neurobiological background before proceeding to pharmacological invention. In fact, ideally the pharmacological invention should be combined with social support. Η σύγχρονη επιστημονική κοινότητα θεωρεί πως η «συνισταμένη» της υγείας προκύπτει από τον συνδυασμό σωματικών, ψυχικών και κοινωνικών μεταβλητών. Ψυχιατρικά νοσήματα που για χρόνια ήταν δυσνόητα ή αγνοούνταν από την κοινωνία και αποδίδονταν σε λανθασμένα αίτια, σήμερα έχουν αποσαφηνιστεί σε μοριακό επίπεδο αλλά και μορφολογικά. Ένα από αυτά τα νοσήματα ερευνάται σε αυτήν την εργασία, και είναι η διπολική διαταραχή. Πρόκειται για μια πολύπλοκη ασθένεια του εγκεφάλου, η οποία ταλαντεύεται πάνω στο δίπολο δύο ξεχωριστών και αντίθετων διαταραχών του συναισθήματος, την κατάθλιψη και τη μανία. Η ιστορική αναδρομή της συγκεκριμένης εργασίας καθιστά σαφές ότι δεν πρόκειται για μια διαταραχή του σύγχρονου κόσμου, αλλά «συντροφεύει» τον άνθρωπο από την απαρχή του και μάλιστα χωρίς στενά γεωγραφικά όρια. Όπως διατυπώνεται και στο κείμενο, πολλοί ερευνητές προσπάθησαν να συσχετίσουν την ασθένεια με κάποιο «αυστηρό» νευρικό κύκλωμα, γονίδιο ή μοριακό μονοπάτι χωρίς κάποια επιτυχία. Ωστόσο, η διπολική διαταραχή σχετίζεται με θετικό ιατρικό ιστορικό, όμως κληρονομείται ως μια κοινή αλλά πολύπλοκη και σύνθετη διαταραχή, χωρίς κάποιες ενδείξεις μονογονιδιακής μεντελικής κληρονομικότητας και με ισχυρές ενδείξεις αλληλεπίδρασης γονιδίων-περιβάλλοντος. Η νευροβιολογία της διαταραχής χαρακτηρίζεται από απορρύθμιση συγκεκριμένων νευρικών κυκλωμάτων και περιοχών του εγκεφάλου που έχουν άμεση σύνδεση με την εξωτερίκευση του συναισθηματικού τόνου. Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη φαρμακολογικών προσεγγίσεων διαδραμάτισαν οι προσπάθειες εγκλω βισμού ολόκληρου του φάσματος της διαταραχής γύρω από κάποιους νευρο διαβιβαστές, κινάσες και γονίδια που επιδρούν στη λειτουργία τους ή την πλαστικότητα των κυκλωμάτων τους. Οι υποθέσεις αυτές ενισχύθηκαν, αφού τα σύγχρονα φαρμακολογικά δεδομένα συνηγορούσαν υπέρ τους. Με την πάροδο των χρόνων, ωστόσο, τα όρια αυτά διευρύνθηκαν φανερώνοντας την πολυπλοκότητα της διαταραχής. Η συστηματική μελέτη γονιδίων που επιδρούν στα εν λόγω κυκλώματα, έδωσε μια πιο σφαιρική εικόνα για την ίδια τη διαταραχή. Συγκεκριμένα, γονίδια που επιδρούν στη νευροδιαβίβαση ή στη σύνθεση των νευροδιαβιβαστών (λ.χ. COMT), σε ιοντικά κανάλια (CACNAC1) ή ακόμα και σε νευροτροφικούς παράγοντες (BDNF), φαίνεται να έχουν ισχυρή συσχέτιση με την εμφάνιση της νόσου σε συγκεκριμένους πληθυσμούς. Με γνώμονα όσα αναφέρθηκαν, είναι σαφές πως η φαρμακολογία μιας τόσο σύνθετης διαταραχής δεν θα μπορούσε να είναι απλοϊκή. Ειρωνικό, αν σκεφτεί κανείς πως το φάρμακο που απαντά καλύτερα στο μεγαλύτερο κομμάτι των ασθενών είναι το λίθιο. Η σύγχρονη φαρμακολογική προσέγγισηεπικεντρώνεται σε καλύτερα προφίλ ανεπιθύμητων ενεργειών από τα ισχυρά κατασταλτικά φάρμακα του παρελθόντος (βαρβιτουρικά). Σήμερα χρησιμοποιούνται πέραν του λιθίου, αντισπασμωδικά και αντιεπιληπτικά φάρμακα, ενώ σε πιο σοβαρές περιπτώσεις χρησιμοποιούνται και κάποια αντιψυχωσικά. 60 Η θεραπευτική προσέγγιση της διαταραχής από την ψυχιατρική είναι σαφές ότι θα πρέπει να μελετά το νευροβιολογικό υπόβαθρο του ασθενούς και μετά να προχωρά σε φαρμακολογική επέμβαση. Μάλιστα, ιδανικά αυτή συνδυάζεται και με κοινωνική στήριξη. 220 324 364 Μελέτη της οικολογίας ειδών της οικογένειας Gobiidae στα εσωτερικά ύδατα της Δυτικής Ελλάδας με έμφαση στο είδος Economidichthys Pygmaeus (Holly, 1929) της λίμνης Παμβώτιδας Until now, there are a limited number of studies about life-history strategies and the phylogenetic studies of endemic gobies in Greece. Based on the above considerations, the present doctorate thesis investigates the ecology of the endemic Economidichthys pygmaeus and the phylogenetic relationships of ‘sand gobies’ through morphometric variability and the use of molecular marker COI. A total of 1.698 specimens of E. pygmaeus were captured of which 356 were males, 480 were females and 862 were immature individuals. Μales reached higher length than females while juveniles made their appearance during spring. The growth of the goby was positively allometric for both sexes (b>3). The total sex ratio differed significantly from the theoretical value 1:1. The spawning period of E. pygmaeus in lake Pamvotis began in March to May. E. pygmaeus is an omnivorous fish which preys on copepods and chironomidae larvae. Cladocerans, gastropods and insects had less participation on diet. Under the frame of reproductive behavior, the lack of sound production was recorded between the male-male interactions of E. pygmaeus and during the courtship and spawning phases. The sound production from the rest of the ‘sand gobies’ implied that sound is an ancestral trait which E. pygmaeus lost secondarily. The morphometric analysis was performed on meristic characters and on 33 morphometric variables. Principal Component Analysis (PCA) demonstrated a difference in length of first dorsal and anal fin and the size of the head among species whereas Discriminant Analysis (DA) supported a clear discrimination of ‘sand gobies’. Cluster analysis showed a characteristic geographic pattern. The results showed that these phylogenetic methods agree with the systematic classification of genus Economidichthys through the clustering of E. pygmaeus and E. trichonis. The split-up of K. caucasica populations from the Ionian Sea including K. milleri with the K. caucasica populations from the Aegean Sea demonstrate the paraphyletic problem. Finally, the genus Pomatoschistus is divided into three monophyletic clades corresponding to the species P. minutus, P. marmoratus and P canestrinii. Μέχρι σήμερα υπάρχει περιορισμένος αριθμός μελετών για τις βιολογικές στρατηγικές και τη φυλογένεση των ενδημικών γωβιών στον ελλαδικό χώρο. Με βάση τα παραπάνω, η παρούσα έρευνα εξετάζει την οικολογία του ενδημικού είδους Economidichthys pygmaeus καθώς και τις φυλογενετικές σχέσεις των ‘αμμογωβιών’ διαμέσου της μορφολογικής ποικιλομορφίας και του μοριακού δείκτη COI. Συλλέχθηκαν συνολικά 1.698 άτομα του είδους E. pygmaeus, από τα οποία 356 ήταν αρσενικά, 480 θηλυκά και 862 ανώριμα. Τα αρσενικά φτάνουν σε μεγαλύτερο μήκος από τα θηλυκά, ενώ η είσοδος των νεαρών ατόμων πραγματοποιείται την άνοιξη. Η αύξηση του λουρογωβιού ήταν θετικά αλλομετρική και για τα δύο φύλα (b>3). Η συνολική αναλογία φύλων διέφερε στατιστικά από τη θεωρητική τιμή 1:1. Η αναπαραγωγική περίοδος του E. pygmaeus στη λίμνη Παμβώτιδα διαρκεί από το Μάρτιο ώς το Μάιο. Πρόκειται για ένα παμφάγο είδος που θηρεύει κυρίως κωπήποδα και προνύμφες χειρονομίδων. Μικρότερη συμμετοχή είχαν τα κλαδόκερα, γαστερόποδα και τα έντομα. Στο πλαίσιο της μελέτης της αναπαραγωγικής συμπεριφοράς καταγράφηκε η απουσία ήχων μεταξύ των αλληλεπιδράσεων των αρσενικών ατόμων του E. pygmaeus και κατά τις φάσεις της ερωτοτροπίας και ωοτοκίας. Η παραγωγή ήχων από τους υπόλοιπους ‘αμμογωβιούς’ υποδηλώνει ότι ο ήχος είναι ένα προγονικό χαρακτηριστικό που χάθηκε δευτερογενώς για το E. pygmaeus. Η εφαρμογή της μορφομετρικής ανάλυσης έγινε με τη μέτρηση των μεριστικών χαρακτήρων και 33 μορφομετρικών μεταβλητών. Η ανάλυση των κύριων συνιστωσών έδειξε πως τα είδη διαφέρουν ανάλογα με το μήκος του 1ου ραχιαίου και του εδρικού πτερυγίου και του μεγέθους της κεφαλής ενώ η διαχωριστική ανάλυση υποστήριξε τη σαφή διάκριση των ειδών της ομάδας ‘αμμογωβιοί’. Η ανάλυση συστοιχειών υπέδειξε την ύπαρξη γεωγραφικού προτύπου. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την εφαρμογή των φυλογενετικών μεθόδων επιβεβαίωσαν τη συστηματική κατάταξη του γένους Economidichthys με την ομαδοποίηση των E. pygmaeus και E. trichonis. Ο διαχωρισμός των πληθυσμών του K. caucasica από το Ιόνιο Πέλαγος με την ενσωμάτωση του K. milleri από τα δείγματα του K. caucasica από το Αιγαίο Πέλαγος αναδεικνύει το πρόβλημα παραφυλετικότητας. Τέλος, για το γένος Pomatoschistus υποδεικνύεται η ύπαρξη τριών μονοφυλετικών κλάδων που αντιστοιχούν στα είδη P. minutus, P. marmoratus και P canestrinii. 221 396 434 Detection of predictable temporal changes in multidimensional biological sequences Εντοπισμός προβλέψιμων χρονικών μεταβολών σε πολυδιάστατες βιολογικές ακολουθίες This work investigates the predictability of interesting temporal changes between the various states of a longitudinal microbiome dataset, whilst those changes occur at time-points subsequent to the analyzed ones. Predictability has been defined as the generalization performance of an optimal classification system built using a given dataset and tested with a given measure. The temporal dataset used was a longitudinal microbiome dataset containing information about the evolution of the relative abundances of the vaginal microbiome of a number of women. Initially, the analysis focused on the prediction of double changes in microbial composition (named as spikes), given the population relative abundances in previous time instances. The constructed datasets were classified using several methods with accuracy about 70% for the prediction of spikes. Next we searched for subsets of the datasets being more predictable than the complete dataset. A continuous measure describing the amount of temporal change between consecutive time-points, named spikeness was estimated for all time-points. The dataset examples were ranked based on spikeness and data subsets were created containing top-ranked positive and bottom-ranked negative examples. The classification system used for measuring predictability (called black-box classifier), consisted of a set of various classification models as well as external model parameters and the output classification result for each data subset was obtained from the best performing model. Based on the above ideas, a new automatic way of detecting predictable temporal changes has been proposed. An approach called rank-based predictability was applied for estimating the predictability of gradually increasing subsets of the dataset, which were selected based on the ranking of the examples. The methodology is based on first transforming the time series into symbolic ones using clustering techniques and then defining patterns of temporal change using a symbolic representation. Then a two-class dataset was constructed given a pattern of temporal changes and its prediction features. As a second step, the rank-based predictability approach was applied to this dataset, as a way of estimating the predictability of temporal patterns. Patterns of temporal changes with predictability greater than a user-specified threshold were considered predictable. The experimental results using four temporal patterns indicated that all temporal patterns were predictable for subsets having a high coverage of the positive examples. Moreover, the results indicated that the predictability of the rank-based subsets was always greater than the average predictability of randomly selected subsets. Στην εργασία αυτή μελετάται η δυνατότητα πρόβλεψης μεταβάσεων μεταξύ των διαφόρων καταστάσεων ενός χρονικά εξελισσόμενου μικροβιωματικού συνόλου δε- δομένων. Ως προβλεψιμότητα ενός συνόλου δεδομένων ταξινόμησης ορίζεται η γε- νικευτική ικανότητα ενός βέλτιστου συστήματος ταξινόμησης, κατασκευασμένου με την χρήση του συνόλου δεδομένων και αξιολογούμενου με μία καθορισμένη με- τρική. Στην εργασία αξιοποιήθηκε ένα μικροβιωματικό σύνολο δεδομένων, το οποίο περιείχε πληροφορίες για την εξέλιξη του κολπικού μικροβιώματος ενός πλήθους γυ- ναικών. Η ανάλυση σε αρχική φάση εστίασε στην πρόβλεψη διπλών μεταβολών στην μικροβιωματική σύνθεση (ορισμένες ως spikes), με δεδομένες τις σχετικές αφθονίες των πληθυσμών σε προγενέστερες χρονικές στιγμές. Τα σύνολα δεδομένων που κα- τασκευάστηκαν, ταξινομήθηκαν με τη χρήση πολλαπλών μεθόδων ταξινόμησης με περίπου 70% ακρίβεια στην πρόβλεψη των spikes. Στην συνέχεια ασχοληθήκαμε με τον εντοπισμό υποσυνόλων ενός συνόλου δεδο- μένων, τα οποία ήταν πιο προβλέψιμα από το αρχικό σύνολο δεδομένων. Ορίστηκε μια συνεχής ποσότητα που ονομάστηκε spikeness, η οποία περιγράφει το μέγεθος των χρονικών μεταβολών μεταξύ των διαδοχικών χρονικών στιγμών. Τα παραδείγ- ματα των συνόλων δεδομένων κατατάχθηκαν με βάση το spikeness και δημιουρ- γήθηκαν υποσύνολα δεδομένων τα οποία περιείχαν κορυφαίας-κατάταξης θετικά και τελευταίας-κατάταξης αρνητικά παραδείγματα. Με τον τρόπο αυτό ορίστηκαν υποσύνολα με ανώτερη προβλεψιμότητα σε σχέση με το αρχικό σύνολο. Το σύστημα ταξινόμησης που αξιοποιήθηκε για την μέτρηση της προβλεψιμότητας (ονομάστηκε black-box classifier), απαρτίζονταν από ένα σύνολο διαφόρων μοντέλων ταξινόμη- σης καθώς και εξωτερικών παραμέτρων για τα μοντέλα, ενώ η έξοδος-αποτέλεσμα της ταξινόμησης για κάθε σύνολο δεδομένων λαμβάνονταν από το μοντέλο με την καλύτερη επίδοση. Με βάση τις παραπάνω ιδέες προτάθηκε μια νέα μέθοδος αυτόματου εντοπισμού προβλέψιμων χρονικών μεταβολών. Ορίστηκε καταρχήν μια προσέγγιση με το όνομα rank-based predictability για τον υπολογισμό της προβλεψιμότητας διαδοχικά αυξα- νόμενων υποσυνόλων ενός συνόλου δεδομένων ταξινόμησης, τα οποία επιλέχθηκαν με βάση την κατάταξη των παραδειγμάτων. Η προτεινόμενη γενική μεθοδολογία βα- σίζεται καταρχήν στην διακριτοποίηση των χρονοσειρών σε συμβολικές με την χρήση τεχνικών ομαδοποίησης και έπειτα στον καθορισμό μοτίβων χρονικών μεταβολών με την χρήση μιας συμβολικής αναπαράστασης. Στην συνέχεια, κατασκευάστηκε ένα σύνολο δεδομένων δύο κατηγοριών δοθέντος ενός μοτίβου χρονικών μεταβο- λών και των χαρακτηριστικών για την πρόβλεψη. Σαν δεύτερο βήμα, η προσέγγιση rank-based predictability εφαρμόστηκε στο σύνολο δεδομένων ούτως ώστε να υπο- λογίσει την προβλεψιμότητα των χρονικών μοτίβων. Μοτίβα χρονικών μεταβολών με προβλεψιμότητα μεγαλύτερη από ένα κατώφλι καθορισμένο από τον χρήστη, θε- ωρήθηκαν ως προβλέψιμα. Το πειραματικά αποτελέσματα με την χρήση τεσσάρων χρονικών μοτίβων υπέδειξαν πως όλα τα χρονικά μοτίβα ήταν προβλέψιμα για υπο- σύνολα με υψηλή κάλυψη των θετικών παραδειγμάτων. Επιπλέον, τα αποτελέσματα υπέδειξαν πως η προβλεψιμότητα των βασιζόμενων σε κατάταξη υποσυνόλων ήταν πάντοτε μεγαλύτερη από την μέση προβλεψιμότητα τυχαία επιλεγμένων υποσυνό- λων. 222 148 141 The principal aim of this thesis is to present an in depth analysis of the main results of the modern theory of Model Categories in the sense of Quillen. The thesis consists of six chapters and an appendix. In the first two chapters we analyse the basic elements of Category Theory, Module Theory and Localizations of Categories that we shall need in the sequel. The next two chapters are devoted to the presentation of the basic theory of model categories and their homotopy categories. In the fifth chapter we analyse the basic elements of the theory of derived functors and Quillen functors between model categories. In the last chapter of the thesis we present basic examples of model categories which arise in Algebra and Topology. The necessary elements of set theory which are needed in the development of the theory of model categories are collected in an appendix. Ο κεντρικός στόχος της παρούσης ∆ιατριβής είναι η παρουσίαση και ανάλυση σε βάθος των κύριων αποτελεσµάτων της Θεωρίας των Κατηγοριών Μοντέλα µε την έννοια του Quillen. Η ∆ιατριβή αποτελείται από έξι Κεφάλαια και ένα Παράρτηµα. Στα δύο πρώτα Κεφάλαια αναλύουµε τα βασικά στοιχεία από τη Θεωρία Κατηγοριών, τη Θεωρία Προτύπων και τη Θεωρία Τοπικοποίησης Κατηγοριών, τα οποία ϑα µας χρειασθούν στη συνέχεια. Το τρίτο και το τέταρτο Κεφάλαιο είναι αφιερωµένα στη βασική ϑεωρία των κατηγοριών µοντέλα, και των οµοτοπικών κατηγοριών τους. Στο πέµπτο Κεφάλαιο αναλύουµε το βασικά στοιχεία από τη ϑεωρία των παρά- γωγων συναρτητών και των συναρτητών του Quillen µεταξύ κατηγοριών µοντέλα. Στο τελευταίο Κεφάλαιο της διατριβής παρουσιάζουµε βασικά παραδείγµατα κατηγοριών µοντέλα από την ΄Αλ- γεβρα και την Τοπολογία. Τα στοιχεία από την ϑεωρία συνόλων τα οποία είναι απαραίτητα στην ανάπτυξη της ϑεωρίας των κατηγοριών µοντέλα παρατίθενται σε ένα παράρτηµα. 223 667 634 Synthesis and spectroscopic study of amorphous materials and fluids of high technological importance Σύνθεση και φασματοσκοπική μελέτη άμορφων υλικών και ρευστών με υψηλή τεχνολογική σημασία n this PhD thesis, two categories of glasses have been studied, the mixed fluorophosphate glasses and various mixed tellurite glasses. The doctoral thesis is divided into theoretical and experimental part. The theoretical part contains five chapters that explains the theory of these systems as well as the basic theory of the experimental techniques with which the glass systems were studied. The experimental part consists of four chapters, three of which are devoted exclusively to the study of the glasses that I have composed. There is also a chapter with the general conclusions of this thesis and also suggestions for future research. The doctoral thesis ends with the appendix.Chapter 1 deals with the basic theory of the states of matter, the definition of glasses and the kinetics of glass transition. Also, the structure of glasses, the glass formers, the network modifiers and the intermediates are discussed. Furthermore, the structural properties of the mixed fluorophosphate glasses as well as the vanadium-tellurite glasses and their structural properties are presented. Chapter 2 deals with the theoretical description of Raman spectroscopy. This chapter briefly describes the mechanisms of the interaction between radiation and matter, the classical and the quantum mechanical description of Raman scattering, the utility of the polarized and upolarized Raman spectra in practice, and also the Raman spectral bandwidths and profiles. The low-frequency Raman spectroscopy is also presented, because of its importance in glasses.Chapter 3 describes theoretically the infrared absorption spectroscopy, the molecular vibrations, infrared spectrometers and the use of Fourier transform in modern FTIR spectroscopes. Finally, the technique of total attenuated reflectance (ATR) is presented and a comparison between Raman spectroscopy and IR spectroscopy is made. The topic of chapter 4 is about the theoretical description of the ultrasonic technique. This chapter describes the techniques of pulse transmission and the acoustic resonance. In addition, the elastic properties of the materials are explained, with particular emphasis on Young’s modulus and the Poisson’s ratio in separate paragraphs. The chapter ends with the finding of the elastic constants of glasses with the use of ultrasounds. Chapter 5 presents the differential scanning calorimetry, the preparation of the materials and the choice of crucibles required for this technique. The applications of this technique are also presented. The importance of the thermal properties of the glasses is also mentioned and explained. The method of glass making, as well as the experimental Raman, FTIR-ATR and differential scanning calorimeters used, are presented in chapter 6. Other useful and auxiliary measurements are also presented.Chapter 7 deals with the study of the mixed fluorophosphate glasses xSr(PO3)2-(1-x)(0.62MgF2-0.38AlF3). Firstly, an introduction about the research topic is made. The experimental results of the study obtained by Raman spectroscopy and the ultrasounds are presented. Emphasis is given on the elastic properties of the glasses and their correlation with their structural properties. This chapter also concludes the conclusions of the whole combinational study of this glass system. The study of the mixed fluorophosphate glasses continues in chapter 8. This chapter presents the structural properties of the glasses, as calculated from the spectroscopic data. Emphasis is given on the study of the low frequency part of the Raman spectra due to the Boson peak. Furthermore, the nature of the Boson peak is correlated with the transverse phonons for these glasses, based on the theoretical model of Tanaka-Shintani and the results are presented. The chapter ends with the conclusions of the study. Chapter 9 presents the results of the vibrational and thermal properties of the following glasses: Tl2O-TeO2,Tl2O-TeO2, and Tl2O-V2O5-TeO2. The thermal and the vibrational properties of these glasses are presented in detail and a correlation between their vibrational and thermal properties is made. The chapter closes with the conclusions. Chapter 10 summarizes the general conclusions of this PhD, as well as suggestions for future research in the field of glasses that interests me. The appendix with the photos of the experimental devices used and the measurement protocol with the DSC-50SHIMADZU follows separately. Στην εργασία αυτή μελετήθηκαν δύο κατηγορίες γυαλιών, τα μικτά φθοριοφωσφορικά γυαλιά και μικτά τελλουρικά γυαλιά. Η διδακτορική διατριβή χωρίζεται σε θεωρητικό και πειραματικό μέρος. Το θεωρητικό μέρος περιλαμβάνει πέντε κεφάλαια που περιγράφουν την αντίστοιχη θεωρία των συστημάτων αυτών, καθώς και τη βασική θεωρία των πειραματικών τεχνικών με τις οποίες μελετήθηκαν τα συστήματα των γυαλιών. Το πειραματικό μέρος περιλαμβάνει τέσσερα κεφάλαια εκ των οποίων τα τρία αφορούν αποκλειστικά τη μελέτη των γυαλιών που ασχολήθηκα. Ακολουθεί ένα κεφάλαιο με γενικά συμπεράσματα συγκεντρωμένα συνοπτικά και με προτάσεις για μελλοντική έρευνα. Η διδακτορική διατριβή κλείνει με το παραρτήμα. Στο κεφάλαιο 1 αναφέρεται η βασική θεωρία των καταστάσεων της ύλης, ο ορισμός των γυαλιών και η κινητική της υαλώδους μετάβασης. Ακόμη, συζητείται η δομή των γυαλιών με τους τροποποιητές-υαλοποιητές δικτύου και τα ενδιάμεσα. Επιπρόσθετα παρουσιάζονται οι δομικές ιδιότητες των μικτών φθοριοφωσφορικών γυαλιών καθώς και τα μικτά βαναδικά-τελλουρικά γυαλιά και οι δομικές τους ιδιότητες. Το κεφάλαιο 2 ασχολείται με τη θεωρητική περιγραφή της φασματοσκοπίας Raman. Στο κεφάλαιο αυτό περιγράφονται συνοπτικά οι μηχανισμοί αλληλεπίδρασης ακτινοβολίας και ύλης, η ερμηνεία της σκέδασης Raman κλασικά και κβαντομηχανικά, η χρησιμότητα των πολωμένων και αποπολωμένων φασμάτων Raman στην πράξη και τα φασματικά εύρη και προφίλ ζωνών Raman. Αναφορά γίνεται ακόμη για τη φασματοσκοπία Raman χαμηλών συχνοτήτων λόγω της σημασίας της στα γυαλιά. Στο κεφάλαιο 3 περιγράφεται θεωρητικά η φασματοσκοπία απορρόφησης υπερύθρου, αναφέρονται οι μοριακές δονήσεις, τα φασματοφωτόμετρα υπερύθρου, καθώς και η χρήση του μετασχηματισμού Fourier στα σύγχρονα φασματοσκόπια FTIR. Τέλος, παρουσιάζεται η τεχνική της ολικά αποσβενύμενης ανάκλασης στο υπέρυθρο (ATR) και γίνεται σύγκριση μεταξύ της φασματοσκοπίας Raman και της φασματοσκοπίας IR. Το θέμα του κεφαλαίου 4 αφορά τη θεωρητική περιγραφή της υπερηχογραφίας, όπου αναφέρονται οι τεχνικές μετάδοσης παλμού και του ακουστικού συντονισμού. Επιπλέον, εξηγούνται οι ελαστικές ιδιότητες των υλικών με ιδιαίτερη έμφαση στο μέτρο ελαστικότητας του Young και στο λόγο Poisson σε ξεχωριστές παραγράφους. Το κεφάλαιο κλείνει με την εύρεση των ελαστικών σταθερών υάλων με τη χρήση υπερηχογραφίας. Στο κεφαλαιο 5 παρουσιάζεται η διαφορική θερμιδομετρία σάρωσης, η προετοιμασία των υλικών και η επιλογή των χωνευτηριών που απαιτούνται για την τεχνική, καθώς και οι εφαρμογές της εν λόγω τεχνικής. Ακόμη αναφέρονται και εξηγείται η σημασία των θερμικών ιδιοτήτων των γυαλιών. Η μέθοδος παρασκευής των γυαλιών, καθώς και οι πειραματικές διατάξεις Raman, FTIR-ATR και της διαφορικής θερμιδομετρίας σάρωσης που χρησιμοποιήθηκαν παρουσιάζονται στο κεφάλαιο 6. Πέραν αυτών, παρουσιάζονται και λοιπές βοηθητικές μετρήσεις. Το κεφάλαιο 7 αφορά τη μελέτη του συστήματος των μικτών φθοριοφωσφορικών γυαλιών xSr(PO3)2-(1-x)(0.62MgF2-0.38AlF3). Γίνεται εισαγωγή στο θέμα της έρευνας και παρουσιάζονται τα πειραματικά αποτελέσματα της μελέτης που προέκυψαν από τη φασματοσκοπία Raman και από την υπερηχογραφία. Έμφαση δίνεται στις ελαστικές ιδιότητες των γυαλιών και τη συσχέτισή τους με τις δομικές τους ιδιότητες. Το κεφάλαιο τελειώνει με τα συμπεράσματα της όλης συνδυαστικής μελέτης του συστήματος. Η συνέχεια της μελέτης των μικτών φθοριοφωσφορικών γυαλιών παρουσιάζεται αναλυτικά στο κεφάλαιο 8. Στο εν λόγω κεφάλαιο παρουσιάζονται ποσοτικά οι δομικές ιδιότητες των γυαλιών όπως υπολογίστηκαν από τα φασματοσκοπικά δεδομένα. Έμφαση δίνεται στη μελέτη της περιοχής χαμηλών συχνοτήτων των φασμάτων Raman λόγω της κορυφής Boson. Ακόμη, συσχετίζεται η φύση της κορυφής Boson με τα εγκάρσια φωνόνια για τα γυαλιά αυτά, βασιζόμενοι στο θεωρητικό μοντέλο των Tanaka-Shintani και παρουσιάζονται τα αντίστοιχα αποτελέσματα. Ακολουθούν τα συμπεράσματα από τη μελέτη του συστήματος. Στο κεφάλαιο 9 παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των δονητικών και θερμικών ιδιοτήτων των γυαλιών Tl2O-TeO2, Tl2O-TeO2, και του τριαδικού συστήματος Tl2O-V2O5-TeO2. Αναλυτικά παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των δομικών και θερμικών ιδιοτήτων των συγκεκριμένων γυαλιών και γίνεται προσπάθεια συσχέτισης αυτών. Το κεφάλαιο κλείνει με τα συμπεράσματα. Το κεφάλαιο 10 αναφέρει συνοπτικά τα γενικά συμπεράσματα της διδακτορικής διατριβής, καθώς και προτάσεις για μελλοντική έρευνα στα πλαίσια των τελλουρικών και των φωσφορικών γυαλιών σε διάφορες εφαρμογές που ενδιαφέρουν εμένα. Ακολουθεί ξεχωριστά το παράρτημα με φωτογραφίες των πειραματικών διατάξεων και το πρωτόκολλο μέτρησης με το DSC-50 SHIMADZU. 224 474 440 Depicting the dead in ancient Greek Art from the Archaic until the Hellenistic period Η μορφή του νεκρού στην αρχαία ελληνική τέχνη από την αρχαϊκή έως την ελληνιστική περίοδο The aim of this thesis is the depiction of the human dead body, as it was portrayed through sculpture and vase painting, during the Archaic and all the way through to the Hellenistic period. Although the dead body is illustrated for the first time as early as the Late Helladic IIIC (Late) period, it is only in the Archaic period when there is significant increase in the depictions, a practice we can monitor up to the end of the Hellenistic period. The catalogue of the study is based on extensive research and survey of relevant material. The geographical span of the monuments covers large Greek urban centres such as Athens and the Attica region, Panhellenic sanctuaries such as the sanctuary of Delphi, as well as other smaller areas such as Lakonia and Boeotia, the Aegean and Ionian islands and the large Hellenistic metropoleis. The classification of the depictions is divided into two main categories, namely, dead at war and dead in times of peace. The introductory part discusses the approach and methodology adopted and clarifies the criteria that differentiate the depiction of the dead body in relation to the dying body. The thesis chapters proceed as follows: Fight for the Dead, Transportation of the Dead, Dragging of the Dead, Over the Dead, Isolated dead bodies, Dead bodies near execution scene, Execution of Civilians, Suicide, Mourning, Dead body as an object of Transaction, Vengeance, Sparagmos, Prothesis, Ekphora and other funerary rites, Hypnos and Thanatos. Although the thesis is based largely on the iconography of the dead body, its contribution is related to approaching the body imagery through a global, cross-disciplinary view and methodology, with simultaneous attention given to outcomes derived from adjacent fields such as literature and history, as well as anthropology. At the same time, the thesis takes into consideration insights from the discipline of anatomy through which analysis of the elements of the deadly trauma is accomplished. The thesis focuses on the evolution of the iconographic types as well as how societal and political changes of the specific period influenced the depiction of the dead body. Considering an anthropocentric and narrative form of art like the ancient Greek, the image of the dead body seems to enjoy a key role, as it is the embodiment of death as a natural, biological and societal phenomenon. The aim of the thesis is to extract outcomes in relation to the causes and other forcing elements that shaped the depiction of the dead body as well as the way that this took place. Moreover, to examine the relationship between the dead body, the surrounding materials and living components and the associations amongst them, as well as the influence that this may have had on the viewers, as a construction with various symbolic meanings. Η παρούσα διδακτορική διατριβή πραγματεύεται τη μορφή του νεκρού σώματος όπως απεικονίστηκε στην πλαστική και την αγγειογραφία, από την Αρχαϊκή έως την Ελληνιστική περίοδο. Αν και το νεκρό σώμα απεικονίζεται για πρώτη φορά ήδη από την Ύστερη Υστεροελλαδική ΙΙΙΓ περίοδο, η περίοδος κατά την οποία σημειώνεται μία αξιοσημείωτη αύξηση ως προς τον αριθμό και το εύρος των απεικονίσεων, ορίζεται από την ώριμη Αρχαϊκή έως τα τέλη της Ελληνιστικής περιόδου. Ο κατάλογος της εργασίας βασίζεται σε εκτενή έρευνα και αποδελτίωση αντιπροσωπευτικού υλικού. Τα γεωγραφικά όρια των υπό έρευνα απεικονίσεων περιλαμβάνουν το σύνολο του τότε ελληνικού κόσμου: τα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως είναι η Αθήνα και η ευρύτερη περιοχή της Αττικής, ιερά πανελλαδικής εμβέλειας, όπως το ιερό των Δελφών, αλλά και μικρότερες περιοχές της περιφέρειας, όπως η Λακωνία και η Βοιωτία, τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, και τις μεγάλες ελληνιστικές μητροπόλεις. Η ταξινόμηση των νεκρών διαιρέθηκε σε δύο βασικές κατηγορίες, τους νεκρούς στον πόλεμο και τους νεκρούς στην ειρήνη. Στην εισαγωγή αναλύεται η προσέγγιση του θέματος και επιπλέον διευκρινίζονται τα κριτήρια που διαφοροποιούν την απεικόνιση του νεκρού σώματος από αυτή του θνήσκοντος. Τα επιμέρους κεφάλαια είναι τα εξής: Διεκδίκηση νεκρού, Διακομιδή νεκρού, Έλξη νεκρού, Επί του νεκρού, Μεμονωμένοι νεκροί, Παρακείμενοι νεκροί σε σκηνή εκτέλεσης, Εκτέλεση αμάχων, Αυτοκτονία, Θρήνος, Αντικείμενο συναλλαγής, Εκδίκηση, Σπαραγμός, Πρόθεσις, Εκφορά και άλλες ταφικές σκηνές, Ύπνος και Θάνατος. Μολονότι κορμός της εργασίας είναι η εικονογραφία της μορφής του νεκρού σώματος, η συμβολή της έγκειται στην προσέγγιση της εικόνας του σώματος μέσα από ένα σφαιρικό και διεπιστημονικό πρίσμα, με την αξιοποίηση απόψεων, γνώσεων και πορισμάτων από τους συναφείς κλάδους της φιλολογίας και της ιστορίας, καθώς και της ανθρωπολογίας, ενώ αξιοποιήθηκε και το γνωστικό πεδίο της ανατομίας, με τη συνδρομή της οποίας διαλευκάνθηκαν στοιχεία όπως είναι το θανάσιμο τραύμα. Η εργασία εστιάζει τόσο στην εξέλιξη των εικονογραφικών τύπων, όσο και στον τρόπο με τον οποίον η απεικόνιση του νεκρού σώματος επηρεάστηκε από τις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που συντελέστηκαν στον ελλαδικό χώρο κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου. Σε μία τέχνη ανθρωποκεντρική και αφηγηματική, όπως η αρχαία ελληνική, η εικόνα του νεκρού σώματος φαίνεται να επέχει συχνά πρωταγωνιστικό ρόλο, και, επιπλέον, αποτελεί την ίδια τη σωματική αποτύπωση του θανάτου, ως φυσικού, βιολογικού και κοινωνικού φαινομένου. Σκοπός της εργασίας είναι η εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς τις αιτίες και τις κινητηρίους δυνάμεις, που διαμόρφωσαν το νεκρό σώμα, η διερεύνηση της σχέσης του με το συνολικό πλέγμα των υλικών και έμβιων στοιχείων γύρω του, οι δράσεις και οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους, καθώς και η επιρροή που ασκούσε στους θεατές, ως κατασκευή που φέρει ποικίλους συμβολισμούς. 225 544 545 Comparative study of the antiplatelet effect of different salts of clopidogrel in patients with cardiovascular disease Συγκριτική μελέτη της αντιαιμοπεταλιακής δράσης διαφορετικών αλάτων της κλοπιδογρέλης σε ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο AIM: The aim of the present study was to compare the clinical efficacy and safety of CB formulation with that of the original CHS, which were administered for 12-months in a relatively large number of patients eligible to receive clopidogrel according to the indications and the guidelines. The interim analysis of this trial was performed at 6-months of follow-up. METHODS: A prospective 2-arm, multicenter, open-label, phase 4 clinical trial which was named “Salts of Clopidogrel: Investigation to ENsure Clinical Equivalence (SCIENCE)” was performed. During this trial 1,864 consecutive patients were screened and 1,800 were enrolled in the trial and randomized to CHS or CB. Primary efficacy end point was the composite of myocardial infarction, stroke, or death from vascular causes, and primary safety end point was the rate of bleeding events as defined by Bleeding Academic Research Consortium (BARC) criteria. RESULTS: At 6-months follow-up no differences were observed between CB (n = 759) and CHS (n = 798) in primary efficacy end point (OR, 0.80; 95% CI, 0.37 to 1.71; p=0.57). Rates of BARC-1,-2,-3a and -5b bleeding events were similar between the two study groups whereas no bleeding events according to BARC-3b, -3c, -4 and -5a were observed in either CHS or CB group. At 12-months follow-up, no differences were observed between CB and CHS in primary efficacy and safety end points (age, sex, history of percutaneous coronary intervention adjusted odds ratio [OR], 0.70; 95% confidence interval [CI], 0.41-1.21 and OR, 0.81; 95% CI, 0.51-1.29, respectively). Analyses of efficacy and safety in subgroups that were defined according to the qualifying diagnosis revealed that there was no difference between CHS and CB. CONCLUSION: The present clinical trial revealed that the clinical efficacy of CB salt administered for 12 months in several types of patients eligible to receive clopidogrel is similar to that of the innovator CHS salt. Furthermore, both clopidogrel formulations exhibited similar safety profile. The interim analysis of this trial which was performed at 6-months of follow-up also demonstrated that there were no differences in the clinical primary and secondary efficacy as well as safety end points between CB and CHS. To our knowledge this is the largest clinical trial performed to date in terms of population size, study duration and subgroups of patients, aiming to compare the efficacy and safety of a generic clopidogrel salt with the innovator drug in the secondary prevention of atherothrombotic events. (Salts of Clopidogrel: Investigation to ENsure Clinical Equivalence, SCIENCE trial; ClinicalTrials.gov Identifier: NCT02126982). AKNOWLEDGEMENT OF GRANT SUPPORT: This study was partially funded by the European Union through the Operational Programme "Competitiveness and Entrepreneurship" of the National Strategic Reference Framework (NSRF)-Research Funding Programme: Cooperation 2009 Action I. Small and medium scale Cooperative (project code: 09SYN-12-827) and by the Audit Committee through the special account for research funds (ΕLKE) of the University of Ioannina. This study was partially supported also by grants from ELPEN (Greece), manufacturer of the clopidogrel besylate formulation (Clovelen®) used in the present study. However, the sponsor had no involvement in the design and conduct of the study, in the collection, management, analysis, and interpretation of the data or in the preparation, review, submission and approval of the published articles. ΣΚΟΠΟΣ: Σσκο+ός της +αρούσας μελέτης ήταν να συγκριθεί η κλινική α+οτελεσματικότητα και ασφάλεια του σκευάσματος CB σε σχέση με εκείνη της +ρωτότυ+ης CHS, +ου χορηγήθηκαν για 12 μήνες σε ένα σχετικά μεγάλο αριθμό ασθενών +ου μ+ορούν να λάβουν κλο+ιδογρέλη σύμφωνα με τις ενδείξεις και τις κατευθυντήριες οδηγίες. Η ενδιάμεση ανάλυση αυτής της μελέτης έγινε στους 6 μήνες +αρακολούθησης. ΜΕΘΟΔΟΙ: Διενεργήθηκε μια τυχαιο+οιημένη +ροο+τική 2-βραχίονων, +ολυκεντρική, ανοικτή, φάσης 4 κλινική μελέτη, +ου ονομάστηκε Salts of Clopidogrel: Investigation to ENsure Clinical Equivalence (SCIENCE). Κατά τη διάρκεια της μελέτης αυτής 1864 διαδοχικοί ασθενείς ελέγχθηκαν και 1800 καταγράφηκαν στη μελέτη και τυχαιο+οιήθηκαν σε CHS ή CB. Πρωτεύον καταληκτικό σημείο α+οτελεσματικότητας ήταν το σύνθετο του εμφράγματος του μυοκαρδίου, ΑΕΕ ή θανάτου α+ό αγγειακά αίτια, και +ρωτεύον καταληκτικό σημείο ασφάλειας ήταν η συχνότητα των αιμορραγικών ε+εισοδίων, ό+ως ορίζεται α+ό τα αιμορραγικά κριτήρια Bleeding Academic Research Consortium (BARC). ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Στους 6 μήνες +αρακολούθησης δεν +αρατηρήθηκαν διαφορές μεταξύ των CB (n=759) και CHS (n=798) στο +ρωτεύον καταληκτικό σημείο α+οτελεσματικότητας (OR, 0.80; 95% CI, 0.37 to 1.71; p=0.57). Ποσοστά αιμορραγίας BARC-1, -2, -3a και -5b ήταν +αρόμοια μεταξύ των δύο ομάδων της μελέτης, ενώ δεν +αρατηρήθηκαν αιμορραγικά συμβάντα BARC-3b, -3c, -4 και -5a είτε στη CHS είτε στη CB ομάδα. Στους 12 μήνες +αρακολούθησης, δεν +αρατηρήθηκαν διαφορές μεταξύ των CB και CHS στα +ρωτεύοντα καταληκτικά σημεία α+οτελεσματικότητας και ασφάλειας (+ροσαρμοσμένο +οσοστό +ιθανότητας για ηλικία, φύλο, ιστορικό διαδερμικής στεφανιαίας αγγειο+λαστικής [OR], 0.70; 95% διάστημα εμ+ιστοσύνης [CI], 0.41-1.21 και OR, 0.81; 95% CI, 0.51-1.29 αντίστοιχα). Αναλύσεις α+οτελεσματικότητας και ασφάλειας σε υ+οομάδες οι ο+οίες καθορίζονταν σύμφωνα με την ειδική διάγνωση κατέληξαν στο ότι δεν υ+ήρχε διαφορά μεταξύ CHS και CB. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Η +αρούσα κλινική μελέτη κατέληξε στο συμ+έρασμα ότι η κλινική α+οτελεσματικότητα του άλατος της CB +ου χορηγείται για 12 μήνες σε διάφορες κατηγορίες ασθενών +ου μ+ορούν να λάβουν κλο+ιδογρέλη είναι +αρόμοια με εκείνη του +ρωτότυ+ου άλατος της CHS. Ε+ι+λέον και τα δυο άλατα κλο+ιδογρέλης ε+έδειξαν +αρόμοιο +ροφίλ ασφάλειας. Η ενδιάμεση ανάλυση αυτής της μελέτης +ου διεξήχθη στους 6 μήνες +αρακολούθησης έδειξε ε+ίσης ότι δεν υ+ήρχαν διαφορές στα κλινικά +ρωτεύοντα και δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία α+οτελεσματικότητας και ασφάλειας μεταξύ CB και CHS. Σύμφωνα με τα δεδομένα μας αυτή είναι η μεγαλύτερη κλινική μελέτη +ου +ραγματο+οιήθηκε μέχρι σήμερα α+ό την ά+οψη του μεγέθους του +ληθυσμού, τη διάρκεια της μελέτης και τις υ+οομάδες ασθενών, με στόχο να συγκριθεί η α+οτελεσματικότητα και η ασφάλεια ενός γενόσημου άλατος κλο+ιδογρέλης με το +ρωτότυ+ο σκεύασμα κλο+ιδογρέλης στη δευτερογενή +ρόληψη των αθηροθρομβωτικών ε+εισοδίων. (Salts of Clopidogrel: Investigation to ENsure Clinical Equivalence, SCIENCE trial; ClinicalTrials.gov Identifier: NCT02126982). Ευχαριστίες (Χορηγίες/ Οικονομική ενίσχυση): Η μελέτη αυτή χρηματοδοτήθηκε εν μέρει α+ό την Ευρω+αϊκή Ένωση και μέσω του Ε+ιχειρησιακού Προγράμματος «Ανταγωνιστικότητα και Ε+ιχειρηματικότητα» του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ)–Ερευνητικό Πρόγραμμα Χρηματοδότησης: Συνεργασία 2009. Δράση Ι. Συνεταιρισμός μικρής και μεσαίας κλίμακας (κωδικός έργου: 09ΣΥΝ-12- 827) και α+ό την ε+ιτρο+ή ερευνών μέσω του ειδικού λογαριασμού κονδυλίων έρευνας (ΕΛΚΕ) του Πανε+ιστημίου Ιωαννίνων. Η μελέτη αυτή ε+ίσης χρηματοδοτήθηκε εν μέρει α+ό την ELPEN (Ελλάδα), κατασκευάστρια εταιρεία του σκευάσματος της βεσυλικής κλο+ιδογρέλης (Clovelen®) +ου χρησιμο+οιήθηκε στην +αρούσα μελέτη. Ωστόσο, ο χορηγός δεν είχε καμία συμμετοχή στο σχεδιασμό και τη διεξαγωγή της μελέτης, κατά τη συλλογή, διαχείριση, ανάλυση και ερμηνεία των δεδομένων ή στην +ροετοιμασία, διόρθωση, υ+οβολή και έγκριση των δημοσιευμένων άρθρων. 226 179 190 The use of the digital educational game for teaching the children's rights Η αξιοποίηση του ηλεκτρονικού εκπαιδευτικού παιχνιδιού για τη διδασκαλία των δικαιωμάτων του παιδιού This thesis focuses on the design and the implementation of a digital game-based teaching intervention for the needs of the Social and Political Education course. In more detail, we investigated the effectiveness of using a specially designed virtual world of the educational video game Minecraft: Education Edition as a learning tool, while teaching the "Children's Rights" section of the primary school textbook for the 6th grade class. More specifically, by using appropriate assessment tools, it was attempted to observe changes in students' cognitive level and views towards the children’s rights before and after intervention, as well as their degree of engagement to teaching intervention. The results of the teaching intervention were particularly important, mainly in terms of achieving cognitive goals and maintaining high levels of students' engagement. However, in terms of change in students' views on the children’s rights, there has been a positive inclination towards more socially justified views at the end of the intervention, something important taking into account the short duration of the intervention. Η συγκεκριμένη εργασία εστιάζεται στον σχεδιασμό και την υλοποίηση διδακτικής παρέμβασης στο πλαίσιο της βασιζόμενης στο ψηφιακό παιχνίδι μάθησης (digital game-based learning) για τις ανάγκες του μαθήματος της Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής. Αναλυτικότερα, διερευνήθηκε η αποτελεσματικότητα της χρήσης ειδικά σχεδιασμένου εικονικού κόσμου του εκπαιδευτικού ηλεκτρονικού παιχνιδιού Minecraft: Education Edition ως εργαλείου μάθησης κατά τη διδασκαλία της ενότητας «Τα δικαιώματα του παιδιού» του σχολικού εγχειριδίου της ΣΤ΄ τάξης Δημοτικού. Πιο συγκεκριμένα, με τη χρήση κατάλληλων εργαλείων αξιολόγησης επιχειρήθηκε η καταγραφή των μεταβολών στο γνωστικό επίπεδο και στις απόψεις των μαθητών αναφορικά με τα δικαιώματα του παιδιού πριν και μετά την παρέμβαση, καθώς και η αποτύπωση του βαθμού δέσμευσής τους με τη διδακτική παρέμβαση. Τα αποτελέσματα της διδακτικής παρέμβασης ήταν ιδιαίτερα σημαντικά, κυρίως από άποψη επίτευξης γνωστικών στόχων και διατήρησης της δέσμευσης των μαθητών σε υψηλά επίπεδα. Ωστόσο, και από άποψη μεταβολών στις απόψεις των μαθητών σχετικά με τα δικαιώματα του παιδιού, υπήρχε μία θετική τάση προς περισσότερο κοινωνικά δίκαιες απόψεις στο τέλος της παρέμβασης, γεγονός που κρίνεται σημαντικό αν ληφθεί υπόψη η μικρή χρονική διάρκεια υλοποίησης της παρέμβασης. 227 172 181 Computational modeling of long bones during the fracture healing process Υπολογιστική μοντελοποίηση μακρών οστών κατά την πώρωση καταγμάτων This thesis deals with the numerical modeling of healing and osteoporotic long bones based on scanning acoustic microscopy images (SAM) and the potential of ultrasound to diagnose and monitor bone pathologies. The outermost aim is the investigation of the complex wave scattering phenomena induced by the composite nature of osseous and callus tissues. In this direction, theoretical and numerical methodologies are applied to identify changes in the scattering amplitude, the propagation of guided waves and the first arriving signal velocity (FAS) at successive healing stages, as well as in computational models of cortical bones with different porosities. Numerical simulations of ultrasound propagation in healthy, healing and osteoporotic bones are conducted using the traditional axial transmission technique, while the backscattering method is also used as a relative new method. Emphasis is given on the investigation of the porous nature of callus and cortical bone, which is incorporated in the numerical models using the SAM data, and alterations which occur due to bone pathologies. Η παρούσα διδακτορική διατριβή ασχολείται με την αριθμητική μοντελοποίηση των κατεαγότων και οστεοπορωτικών μακρών οστών με βάση εικόνες ακουστικής μικροσκοπίας σάρωσης και τη δυνατότητα του υπερήχου να χρησιμοποιηθεί για τη διάγνωση και την παρακολούθηση των παθολογιών των οστών. Ο βασικός στόχος είναι η διερεύνηση των πολύπλοκων φαινομένων κυματικής σκέδασης που προκαλούνται από τη σύνθετη φύση του οστικού ιστού και του πώρου. Σε αυτή την κατεύθυνση, εφαρμόζονται θεωρητικές και αριθμητικές μεθοδολογίες για τον εντοπισμό μεταβολών στο πλάτος σκέδασης, την διάδοση των κυματοδηγούμενων ρυθμών και την ταχύτητα του πρώτου αφιχθέντος σήματος σε διαδοχικά στάδια επούλωσης, καθώς και σε αριθμητικά μοντέλα του φλοιώδους οστού με διαφορετικά ποσοστά πορώδους. Η αριθμητική προσομοίωση της διάδοσης υπερήχου σε υγιή, κατεαγότα και οστεοπορωτικά οστά πραγματοποιήθηκε αρχικά με την ευρέως χρησιμοποιούμενη τεχνική αξονικής μετάδοσης, ενώ η μέθοδος οπισθοσκέδασης αξιολογήθηκε επίσης ως σχετικά νέα μέθοδος. Έμφαση δίνεται στη διερεύνηση της πορώδους φύσης του πώρου και του φλοιώδους οστού, η οποία ενσωματώθηκε στα αριθμητικά μοντέλα με τη χρήση των δεδομένων ακουστικής μικροσκοπίας σάρωσης, και σε μεταβολές που συμβαίνουν λόγω των παθολογιών των οστών. 228 153 172 The functions of the language on the contemporary mass media and their effect on children Οι λειτουργίες της γλώσσας στα σύγχρονα ΜΜΕ και η επίδρασή τους στα παιδιά The purpose of this paper is to analyze how language functions are used in modern media and how this affects children. SMEs often overlook the special features and needs of childhood, while over-exposure of children to the harmful effects of the media as well as their uncontrolled use or even abuse justify to some extent the criticality of the situation. However, their positive contribution to children's psychology and worldview is undeniable. The educational importance of mass communication for Primary and Secondary Education is highlighted. Media pedagogy is part of today's social context and media literacy is the weighted educational outcome of the media invasion, which equates to the ability to understand and critically evaluate their messages. Therefore, it is important that they are organized in the communication school mainly related to media education, critical education and visual education. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να αναλυθεί το πώς χρησιμοποιούνται οι λειτουργίες της γλώσσας στα σύγχρονα ΜΜΕ και πως αυτό επηρεάζει τα παιδιά. Τα ΜΜΕ συχνά παραβλέπουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες της παιδικής ηλικίας, ενώ η υπερβολική έκθεση των παιδιών στις βλαβερές συνέπειες των μέσων μαζικής ενημέρωσης, καθώς και η ανεξέλεγκτη χρήση τους ή ακόμη και η κατάχρηση δικαιολογούν, σε κάποιο βαθμό, την κρισιμότητα της κατάστασης. Ωστόσο, η θετική συμβολή τους στην ψυχολογία και την κοσμοθεωρία των παιδιών είναι αναμφισβήτητη. Η εκπαιδευτική σημασία της μαζικής επικοινωνίας για την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση επισημαίνεται. Η παιδαγωγική των μέσων ενημέρωσης αποτελεί μέρος του σημερινού κοινωνικού πλαισίου και ο γραμματισμός των μέσων μαζικής ενημέρωσης είναι το σταθμισμένο εκπαιδευτικό αποτέλεσμα της εισβολής στον κόσμο των μέσων ενημέρωσης, που ταυτίζεται με την ικανότητα κατανόησης και κριτικής αξιολόγησης των μηνυμάτων τους. Συνεπώς, είναι σημαντικό να διοργανώνονται στο σχολείο επικοινωνίας που σχετίζονται κυρίως με την παιδεία στα μέσα επικοινωνίας, την κριτική παιδεία και την οπτική παιδεία. 229 520 563 The aim of this study was the evaluation of application two (2) molecular methods in diagnosis of acute brucellosis, polymerase chain reaction-enzyme immunoassay (PCR-EIA) and real time PCR (RT-PCR). RT-PCR was also used for monitoring bacterial DNA load before, during and after treatment in order to find a possible correlation with the outcome and course of the disease. Whole blood and serum specimens from 243 patients with acute brucellosis were examined by PCR-EIA. Following the amplification of a 223-bp sequence of a gene that codes for the synthesis of an immunogenic 31 kDa membrane protein specific for the Brucella genus (BCSP31), the amplified product was detected in a microtiter plate by hybridization with specific biotinylated probe. For the evaluation of a quantitative RT PCR assay, whole blood and serum specimen from 126 patients with acute brucellosis were examined. The evolution of bacterial DNA load was then monitored in 78 from these patients with at least 3 whole blood specimens. The RT PCR assay was based on direct amplification of a 207-base pair DNA sequence of the same membranic protein (BCSP31). The amplification product was detected by using the hybridization probes fluorescence technique. The amplification reaction and the detection of amplified product were performed at the same glass capillary of thermal cycler (LightCycler). After amplification, melting curve analysis was performed to verify the specificity of PCR products. Two hundred forty-one of the 243 patients, who were studied with PCR-EIA, had detectable Brucella DNA in either whole blood or serum specimens: 149 (61.3%) patients were positive in both blood and serum specimens, 43 (17.7%) were positive in serum specimens only, and 49 (20.2) were positive in whole blood specimens only. The diagnostic specificity of the PCR-EIA assay for both specimen categories was 100%, while the sensitivity was 81.5% for whole blood specimens, 79% for serum specimens, and 99.2% for whole blood and serum specimens combined. One hundred twenty-six of the 126 patients, who were studied with PCR-EIA, had detectable Brucella DNA in either whole blood or serum specimens: 108 (85.7%) patients were positive in both blood and serum specimens, 6(4.8%) were positive in serum specimens only, and 9 (7.1%) were positive in whole blood specimens only. The diagnostic specificity of the RT PCR assay for both specimen categories was 100%, while the sensitivity was 92.8% for whole blood specimens, 90.5% for serum specimens, and 97.6% for whole blood and serum specimens combined. The majority of 78 patients (87% at the end of treatment, 77% at 6 months after treatment completion, and 70% at >2 years after treatment) exhibited persistent detectable microbiological load despite being asymptomatic. The 6 patients who experienced relapse did not exhibit any statistically significant difference in their bacterial load at any stage of disease or during follow-up. In conclusion, the application of two assays for the detection of Brucella DNA showed that they are sensitive and specific methods which can assist the acurate rapid diagnosis of acute brucellosis efficiently. Moreover, RT PCR assay can be used for monitoring bacterial DNA load and, subsequently, the course of the disease in order to improve the clinical management of patients with brucellosis. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν αφενός μεν η αξιολόγηση της εφαρμογής δύο (2) μοριακών τεχνικών στη διάγνωση της οξείας βρουκέλλωσης, της PCR-ενζυμοσυνδετικής-ανοσολογικής μεθοδολογίας (PCR-ELISA) και της Real Time PCR (RT-PCR), αφετέρου δε η παρακολούθηση με τη μέθοδο της RT-PCR του βακτηριακού DNA, πριν και μετά τη θεραπεία και η πιθανή συσχέτιση του με την έκβαση και πορεία της νόσου. Όσον αφορά την εφαρμογή της PCR-ELISA, εξετάσθηκαν δείγματα ολικού αίματος και ορού από 243 ασθενείς. Μετά την αντίδραση πολλαπλασιασμού ενός τμήματος με 223 ζεύγη βάσεων του γονιδίου που κωδικοποιεί για τη σύνθεση μιας ανοσογόνου μεμβρανικής πρωτεΐνης μεγέθους 31 kDa (BCSP31), ειδικής για το γένος της Brucella με τη χρήση ειδικών εκκινητών, ακολουθούσε το στάδιο ανίχνευσης. Κατά το στάδιο αυτό το προϊόν πολλαπλασιαμού ανιχνευόταν μετά από υβριδισμό σε μικροπλάκα με τη βοήθεια ειδικού ιχνηθέτη σημασμένου με βιοτίνη (biotinylated probe). Για την αξιολόγηση της ποσοτικής RT PCR μεθοδολογίας στη διάγνωση της βρουκέλλωσης, εξετάσθηκαν δείγματα ολικού αίματος και ορού από 126 ασθενείς με διάγνωση οξείας νόσου. Από αυτούς για την παρακολούθηση του βακτηριακού DNA, εξετάσθηκαν από έναν υποπληθυσμό 78 ασθενών τουλάχιστον 3 δείγματα ολικού αίματος. Η αντίδραση πολλαπλασιασμού ενός τμήματος με 207 ζεύγη βάσεων του γονιδίου που κωδικοποιεί για τη σύνθεση της ίδιας μεμβρανικής πρωτεΐνης (BCSP31) και η ανίχνευση του προϊόντος πολλαπλασιασμού με την χρησιμοποίηση της φθορίζουσας τεχνικής των hybridization probes γινόταν ταυτόχρονα στο ίδιο τριχοειδές σωληνάριο ειδικού θερμικού κυκλοποιητή (LightCycler). To στάδιο πολλαπλασιασμού ακολουθούνταν από μελέτη της καμπύλης τήξης του προϊόντος (melting curve analysis) που επέτρεπε και ποιοτική ανάλυση για τον έλεγχο της ειδικότητας του πολλαπλασιασμένου γενετικού υλικού. Διακόσιοι σαράντα ένας από τους 243 ασθενείς που μελετήθηκαν με την PCR-ELISA είχαν ανιχνεύσιμο DNA Brucella, είτε στα δείγματα ολικού αίματος, είτε στα δείγματα ορού : σε 149 (61,3%) ασθενείς ανιχνεύθηκε DNA και στα δύο είδη δειγμάτων, σε 43 (17,7%) μόνο στα δείγματα ορού και σε 49 (20,2%) μόνο στα δείγματα ολικού αίματος. Η διαγνωστική ειδικότητα της μεθόδου και για τα δύο είδη δειγμάτων ήταν 100%, ενώ η ευαισθησία ήταν 81,5% για τα δείγματα ολικού αίματος, 79% για τα δείγματα ορού και 99,2% για το συνδυασμό των δειγμάτων. Στους 123 από τους 126 ασθενείς που μελετήθηκαν με την RT-PCR, ανιχνεύτηκε DNA Brucella είτε στο ολικό αίμα, είτε στον ορό είτε και στα δύο είδη δειγμάτων : σε 108 (85,7%) ασθενείς και στα δύο είδη δειγμάτων, σε 6 (4,8%) μόνο στα δείγματα ορού και σε 9 (7,1%) μόνο στα δείγματα ολικού αίματος. Η διαγνωστική ειδικότητα της μεθόδου και για τα δύο είδη κλινικών δειγμάτων ήταν 100%, ενώ η ευαισθησία ήταν 92,8% για τα δείγματα ολικού αίματος, 90,5% για τα δείγματα ορού και 97,6% για το συνδυασμό των δύο ειδών κλινικών δειγμάτων. Από τον υποπληθυσμό των 78 ασθενών, η πλειοψηφία (87% στο τέλος της θεραπείας, 77% στους 6 μήνες μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας και 70% μετά το δεύτερο έτος από το τέλος της θεραπείας) είχαν επίμονα ανιχνεύσιμο βακτηριακό φορτίο, αν και ήταν ασυμπτωματικοί. Οι 6 ασθενείς που υποτροπίασαν, δεν είχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στο βακτηριακό τους φορτίο σε σχέση μ’ αυτούς που δεν υποτροπίασαν. Συμπερασματικά, η εφαρμογή των δύο μεθοδολογιών για την ανίχνευση του DNA της Brucella έδειξε ότι πρόκειται για ευαίσθητες και ειδικές μέθοδοι που μπορούν να βοηθήσουν στην έγκαιρη και έγκυρη διάγνωση της οξείας βρουκέλλωσης. Επιπλέον, η RT-PCR μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παρακολούθηση του βακτηριακού φορτίου και επομένως της πορείας της νόσου του ασθενή καθώς και την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων για τη βελτίωση της θεραπευτικής προσέγγισης. 230 594 565 Change laboratory method at non formal education in Science education Η μέθοδος του Change Laboratory στη μη τυπική εκπαίδευση στις Φυσικές επιστήμες The Change Laboratory method is based on the Socio-Cultural of Activity Theory and the concept of Expansion Learning. It gives weight to the method of double stimulation, focusing on the formative intervention they are called to do. Change Laboratory is used in small groups of labor in order to ameliorate and operate more productively them. Each group is invited to organize, experiment and create a new model of activity eliminating tensions and difficult communication. The Science Education is gaining an increasingly active role in social life. At the same time, it is a tool in similar interventions using the Activity Theory. The purpose of this research was through a Science Education program to reorganize the activity model of the volunteers of a children's library in the city of Ioannina by creating a new activity model that will meet the needs and beliefs of the participants. More specifically, the present study first attempts to identify the activity systems that occur during the intervention and how they interact with each other. It also presents the way that the teaching of Science Education contributed to the conduct of the Change Laboratory, promoting the views of parents, volunteers and students. Also, the contradictions that emerged during the present work are identified. It also studies the role of the different levels of time of the intervention of the Change Laboratory but also the participation of the parents in the programs of the children's library in relation to the time levels. The last issue addressed in this paper is the contribution of this research to the change of the activity system of the Children's Library. The survey lasted 4 months (October 2019 -January 2020) and involved 10 participants in mixed groups. These groups consisted of parents-volunteers of the children's library, representatives of the organization that Y.W.C.A (XEN) which the children's library belong to and the teacher of the children's library. The research sample was all working women. The average age of the participants was ±41.9 years. During the intervention the children's library was used as a place of education of the Science Education. The children who participated were aged from 5 to 10 years and were engaged in units of Sciences based on the Curriculum of Kindergarten and Primary School for Science Education. The Nvivo12 quality analysis tool was used for data processing and analysis. The overall data consisted of the recorded sessions that took place with the participants during the intervention, the students' drawings and printed material provided by the participants for the purpose of the research. Furthermore, the data were enriched with field notes of the researcher. The analysis of the results shows that a non-formal education space such as that of the library functioned as a fertile field for the design and implementation of interventions such as the Change Laboratory. The Science Education seem to have worked positively in this process as they created the right conditions for all participants to work together and create the right conditions for the implementation of the intervention. Also, examining the neighboring systems of activity in the light of the theory of activity 13 revealed interactions and contradictions which acted as a helper for the creation of the new system of activity. Similar interventions can be applied to similar groups that face similar problems and wish to design a new model of activity as a group that will address the needs of all its members using the socio-cultural theory of activity and expansive learning in the context of Change Laboratory intervention. Η μέθοδος Change Laboratory βασίζεται στην κοινωνικο- πολιτισμική Θεωρία της Δραστηριότητας και στην έννοια της Επεκτατικής Μάθησης. Δίνει βαρύτητα στη μέθοδο της διπλής διέγερσης (double stimulation) εστιάζοντας στη διαμορφωτική παρέμβαση που καλείται να κάνει. Το Change Laboratory χρησιμοποιείται σε μικρές ομάδες εργασίας με σκοπό την καλύτερη και πιο παραγωγική λειτουργία τους. Η κάθε ομάδα καλείται να οργανώσει, να πειραματιστεί και δημιουργήσει ένα νέο μοντέλο δραστηριότητας εξαλείφοντας τις εντάσεις και τη δυσχερή επικοινωνία. Οι Φυσικές Επιστήμες αποκτούν όλο και πιο ενεργό ρόλο στην κοινωνική ζωή. Ταυτόχρονα αποτελούν εργαλείο σε ανάλογες παρεμβάσεις χρησιμοποιώντας τη Θεωρία της Δραστηριότητας. Σκοπός την παρούσας έρευνας ήταν μέσω ενός προγράμματος Φυσικών Επιστημών να αναδιοργανωθεί το μοντέλο δραστηριότητας των εθελοντών μιας παιδικής βιβλιοθήκης στην πόλη των Ιωαννίνων δημιουργώντας ένα νέο μοντέλο δραστηριότητας το οποίο θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τις πεποιθήσεις των συμμετεχόντων. Πιο συγκεκριμένα η παρούσα έρευνα επιχειρεί αρχικά να προσδιορίσει τα συστήματα δραστηριότητας που παρουσιάζονται κατά τη διάρκεια της παρέμβασης και πως αυτά αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Επίσης παρουσιάζει τον τρόπο που συνέβαλε η διδακτική των Φυσικών Επιστημών στη διεξαγωγή του Change Laboratory, προβάλλοντας τις απόψεις των γονέων, των εθελοντών αλλά και των μαθητών. Ακόμη, προσδιορίζονται οι αντιφάσεις που αναδύθηκαν κατά τη διάρκεια της παρούσας εργασίας. Μελετά επίσης, τα χρονικά επίπεδα της παρέμβασης του Change Laboratory αλλά και τη συμμετοχή των γονέων στα προγράμματα της παιδικής βιβλιοθήκης σε σχέση με τα χρονικά επίπεδα. Το τελευταίο θέμα που εξετάζει η παρούσα εργασία είναι η συμβολή της έρευνας αυτής στην αλλαγή του συστήματος δραστηριότητας της Παιδικής Βιβλιοθήκης. Η έρευνα διήρκησε 4 μήνες (Οκτώβριος 2019 – Ιανουάριος 2020) και έλαβαν μέρος 10 συμμετέχοντες σε μεικτές ομάδες. Οι ομάδες αυτές απαρτιζόταν από γονείς-εθελοντές της παιδικής βιβλιοθήκης, εκπροσώπους του οργανισμού που της ΧΕΝ που ανήκει η παιδική βιβλιοθήκη αλλά και την παιδαγωγό της παιδικής βιβλιοθήκης. Το δείγμα της έρευνας ήταν όλες εργαζόμενες γυναίκες. Ο μέσος όρος ηλικίας των συμμετεχόντων ήταν Μ.Ο 41,9 έτη. Κατά τη διάρκεια της παρέμβασης η παιδική βιβλιοθήκη χρησιμοποιήθηκε ως χώρος εκπαίδευσης των Φυσικών Επιστημών. Τα παιδιά που συμμετείχαν ήταν ηλικιών 5- 10 ετών και ασχολήθηκαν με ενότητες των Φυσικών Επιστημών με βάση το Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών του Νηπιαγωγείου και του Δημοτικού για τις Φυσικές Επιστήμες. Για την επεξεργασία και ανάλυση των δεδομένων αξιοποιήθηκε το εργαλείο ποιοτικής ανάλυσης Nvivo12. Τα συνολικά δεδομένα αποτέλεσαν οι ηχογραφημένες συνεδρίες που πραγματοποιήθηκαν με τους συμμετέχοντες κατά τη διάρκεια της παρέμβασης, τα σχέδια των μαθητών αλλά και έντυπο υλικό που παρείχαν οι συμμετέχοντες για το σκοπό της έρευνας. Ακόμη, τα δεδομένα εμπλουτίστηκαν από σημειώσεις πεδίου της ερευνήτριας. 11 Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων προκύπτει ότι ένας χώρος Άτυπης Εκπαίδευσης όπως αυτός της βιβλιοθήκης λειτούργησε ως εύφορο πεδίο σχεδιασμού και εφαρμογής παρεμβάσεων όπως το Change Laboratory. Οι φυσικές επιστήμες φαίνεται να λειτούργησαν θετικά σε αυτή τη διαδικασία καθώς δημιούργησαν τις κατάλληλες συνθήκες ώστε όλοι οι συμμετέχοντες να συνεργαστούν και να δημιουργήσουν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της παρέμβασης. Επίσης, εξετάζοντας τα γειτονικά συστήματα δραστηριότητας υπό το πρίσμα της θεωρίας της δραστηριότητας προέκυψαν αλληλεπιδράσεις και αντιφάσεις οι οποίες λειτούργησαν ως αρωγός για τη δημιουργία του νέου συστήματος δραστηριότητας. Παρόμοιες παρεμβάσεις μπορούν να εφαρμοστούν και σε παρόμοιες ομάδες που αντιμετωπίζουν ανάλογα προβλήματα και επιθυμούν να σχεδιάσουν ομαδικά ένα νέο μοντέλο δραστηριότητας το οποίο θα απευθύνεται στις ανάγκες όλων των μελών της αξιοποιώντας την κοινωνικο πολιτισμική θεωρία της δραστηριότητας και την επεκτατική μάθηση στο πλαίσιο της παρέμβασης του Change Laboratory. 231 179 174 Fractions are a fundamental mathematical concept and understanding them is crucial for mathematical development. However, many students find fractions very difficult to understand. This is due to the nature of fractions as well as to the way they are taught. School textbooks largely determine what teachers teach and how they teach it. In the current study, the Elementary School Mathematics textbooks where analyzed in terms of how they present fractions. Specifically, we examined the types of fraction representations, the intended actions for students, and fraction subconstructs that are included in the textbooks. The results of this study show that the predominate fraction subcontrsuct in the textbooks is the “part-whole” one; the predominant action is disembedding the part of the whole; and the predominate model was the “discretized area” model. These findings indicate that the concept of fraction is presented in the textbooks in a context that, according to many researchers, does not support multiplicative reasoning, which is essential for fraction understanding. Rather, it allows for additive reasoning in fractional contexts, which is a source of many misconceptions about fractions. Τα κλάσματα αποτελούν θεμελιώδη μαθηματική έννοια και η κατανόησή τους αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη της μαθηματικής σκέψης. Ωστόσο, πολλοί μαθητές δυσκολεύονται στην κατανόησή τους. Αυτό οφείλεται αφενός στη φύση των κλασμάτων και αφετέρου στον τρόπο διδασκαλίας τους. Τα σχολικά εγχειρίδια καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό το τί διδάσκουν οι εκπαιδευτικοί και πώς το διδάσκουν. Στην παρούσα μελέτη αναλύθηκαν τα εγχειρίδια Μαθηματικών του Δημοτικού σχολείου, ως προς το πώς παρουσιάζεται σε αυτά η έννοια του κλάσματος. Πιο συγκεκριμένα, η διερεύνηση αφορά τα είδη αναπαράστασης που εμφανίζονται, τις ενέργειες που προβλέπονται για τους μαθητές και τις όψεις του κλάσματος που παρουσιάζονται. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι επικρατεί η όψη του κλάσματος «μέρος-όλου», με κυρίαρχη ενέργεια την από-ενσωμάτωση του μέρους από το όλο, και το διακριτοποιημένο μοντέλο επιφάνειας. Τα ευρήματα αυτά προκαλούν προβληματισμό καθώς, σύμφωνα με πολλούς ερευνητές, το πλαίσιο που δημιουργούν οι αλληλο-συνδεόμενες αυτές συνθήκες δεν υποστηρίζει την πολλαπλασιαστική σκέψη που απαιτείται για τα κλάσματα. Αντίθετα, ευνοούν την προσθετική σκέψη στο πλαίσιο των κλασμάτων, η οποία αποτελεί πηγή πολλών παρανοήσεων για τις κλασματικές έννοιες. 232 159 134 Η ιπποκρατική κλινική παρατήρηση: συστηματική και συγκριτική μελέτη THE FOLLOWING CONCLUSIONS HAVE BEEN REACHED BY ANALYSIS OF THE SUBJECT OF THISTHESIS. 1. ALL MOST SIGNS EXAMINED BY CONTEMPORARY MEDICINE, DURING THE CLINICAL EXAMINATION OF THE PATIENT, ARE INCLUDED IN <>. 2. DURING THE EXAMINATION OF OBJECTIVE SIGNS, THE CAPACITY OF EVOLUTION AND OTHER CHARACTERISTICS ARE EXAMINED, AS IT IS DONE TODAY. 3. IN <>, WE ENCOUNTER FOR THE FIRST TIME IN THE ANCIENT MEDICAL TEXT, THE TAKING INTO CONSIDERATION OF THE ANATOMICAL DAMAGE CAUSED BY DISEASE, A FACT WHICH HAS HELPED A GREAT DEAL IN THE EVOLUTION OF THE ART OF DIAGNOSIS. 4. IN <>, <> IS NOT DESCRIBED, ALTHOUGH THIS IS WIDELY BELIEVED EVEN NOWΑDAYS. 5. IN <>, THE CLUBBING OF THE FINGERS IS NOT DESCRIBED IN THE WAY MENTIONED IN MOST HISTORIC MEDICAL WORKS, AS WELL AS IN WRITINGS ON PHYSICAL EXAMINATION, DIAGNOSIS AND INTERNAL MEDICINE. ONLY INCREASED CURVING OF THE FINGERNAILS IS MENTIONED. 6. THE DISTINCTION BETWEEN THE TERMS <> AND <> IS NECESSARY. ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΤΑ ΕΞΗΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: 1. ΟΛΑ ΣΧΕΔΟΝ ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΠΟΥ ΕΞΕΤΑΖΕΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΟΠΙΣΗ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ, ΠΕΡΙΕΧΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ ΣΥΛΛΟΓΗ. 2. ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΩΝ ΣΗΜΕΙΩΝ ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΙ ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ, Η ΕΞΕΛΙΚΤΗΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ ΤΩΝ ΣΗΜΕΙΩΝ ΑΥΤΩΝ. 3. ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΕ ΑΡΧΑΙΟ ΙΑΤΡΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΒΡΙΣΚΟΥΜΕ ΣΤΗΝ Ι.Σ. ΝΑ ΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΥΠ'ΟΨΙΝ Η ΕΙΔΙΚΗ ΑΝΑΤΟΜΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΤΗΣ ΝΟΣΟΥ, ΓΕΓΟΝΟΣ ΠΟΥ ΒΟΗΘΗΣΕ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ. 4. ΔΕΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΤΑΙ ΣΤΗΝ Ι.Σ., ΟΠΩΣΑΝΕΠΙΦΥΛΑΚΤΑ ΣΧΟΛΙΑΖΕΤΑΙ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ Ο <<ΣΑΡΔΟΝΙΟΣ ΓΕΛΩΣ>>. 5. ΔΕΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΤΑΙ ΣΤΗΝ Ι.Σ. Η ΠΛΗΡΟΔΑΚΤΥΛΙΑ ΟΠΩΣ ΟΛΕΣ ΟΙ ΙΑΤΡΟΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ ΦΥΣΙΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ-ΔΙΑΓΝΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ ΑΝΑΦΕΡΟΥΝ, ΑΛΛΑ ΜΟΝΟΝ ΑΥΞΗΜΕΝΗ ΚΥΡΤΟΤΗΤΑ ΟΝΥΧΩΝ. 6. ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΑΝΤΙΔΙΑΣΤΟΛΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ <<ΠΛΗΚΤΡΟΔΑΚΤΥΛΙΑ>> ΚΑΙ <<ΙΠΠΟΚΡΑΤΙΚΟΙ ΔΑΚΤΥΛΟΙ>>. 233 195 188 Evaluation of the role of a diabetic outpatient clinic in a tertiary hospital in the management of type 2 diabetes patients Αξιολόγηση του ρόλου ενός διαβητολογικού ιατρείου τριτοβάθμιου νοσοκομείου στη ρύθμιση ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 Background: Diabetes mellitus is a chronic disease that increases rapidly. Health professionals play a critical role in its proper and effective management. Therefore, they must have a solid knowledge base. Purpose: The purpose of the study was to demonstrate that the role of diabetic outpatient clinic in a tertiary hospital is important for the glycemic regulation of patients. Method: A retrospective study of four hundred patient files that visited the diabetic outpatient clinic at the University Hospital of Ioannina took place. Online databases from reputable sources such as pubmed and google scholar were also reviewed. Results: Results from the SPSS statistical analysis program showed that the diabetic outpatient clinic in a tertiary hospital can effectively contribute to glycemic regulation in patients with T2D. In addition, the literature demonstrates that patients’ instruction plays a major role in the development of the disease. Conclusion: This study validates the importance of having a medical outpatient clinic in a tertiary hospital for the glycemic regulation of diabetic patients. Its existence is therefore supported by the effective glycemic regulation. Υπόβαθρο: Ο Σακχαρώδης Διαβήτης αποτελεί μια χρόνια πάθηση που αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς. Οι επαγγελματίες υγείας διαδραματίζουν ένα κρίσιμο ρόλο στη σωστή και αποτελεσματική διαχείριση του. Συνεπώς, πρέπει να έχουν μια στερεή βάση γνώσεων. Σκοπός: Σκοπός της μελέτης ήταν να αποδείξει πως ο ρόλος ενός διαβητολογικού ιατρείου τριτοβάθμιου νοσοκομείου είναι σημαντικός σχετικά με την γλυκαιμική ρύθμιση των ασθενών. Μέθοδος: Έγινε αναδρομική μελέτη τετρακοσίων φακέλων ασθενών που επισκέφθηκαν το διαβητολογικό ιατρείο του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων. Επίσης, πραγματοποιήθηκε ανασκόπηση των ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων από έγκυρες πηγές όπως το pubmed και το google scholar. Αποτελέσματα: Μέσα από τα αποτελέσματα που προέκυψαν από το στατιστικό πρόγραμμα SPSS αποδείχθηκε πως το διαβητολογικό ιατρείο ενός τριτοβάθμιου νοσοκομείου μπορεί να συμβάλλει αποτελεσματικά στην γλυκαιμική ρύθμιση των ασθενών που πάσχουν από ΣΔτ2. Επιπρόσθετα, η βιβλιογραφία αποδεικνύει ότι η εκπαίδευση των ασθενών παίζει κυρίαρχο ρόλο στην εξέλιξη της νόσου. Συμπέρασμα: Η μελέτη αυτή αποδεικνύει την σημασία ύπαρξης ενός διαβητολογικού ιατρείου τριτοβάθμιου νοσοκομείου στην γλυκαιμική ρύθμιση των διαβητικών ασθενών. Για το λόγο αυτό υποστηρίζεται η ύπαρξη της για την αποτελεσματική γλυκαιμική ρύθμιση. 234 333 344 We aimed to determine the prevalence of smoking, alcohol consumption, average body mass index (BMI), the prevalence of underweight, overweight and obesity among nurses and self rated health among nurses working in hospitals in NW Greece. We also tried to identify sociodemographic and work related variables that were associated with these health related behaviours. A random sample of nurses was selected from seven hospitals of NorthWest Greece. The sample consisted of nurses of all educational groups and from every hospital department of each hospital. A self-administered questionnaire was distributed to 443 nurses. Prevalence of the health related behaviours is estimated. Regression analysis was used to examine the relationship between sociodemographic and work related characteristics and health related behaviours -as well as SRHamong the nurses. Our analysis showed that almost half of the nurses’ smoked (46%). Moreover 51% of the male nurses and 45% of the female nurses reported being current smokers. Smoking was independently associated only with rotating shift work according to multiple logistic regression analysis. We also revealed that most of our sample occasionally consumes alcohol; Τhe mean BMI of our sample was 24.34 (women 23.87, men 27.70). Male gender (OR 8.98, [ 95% CI 3.13-25.78] p=0.000) and age (OR 1.12 [95% CI 1.03-1.21] p=0.006) were independently associated with obesity. While health related behaviours were not independently associated with overweight or obesity. Our study also indicates that the health profile of nurses in Greece is relatively poor for this occupational group. We conclude that the high proportion of smokers and overweight nurses, the relatively low level of regular physical activity, as well as the low level of alcohol consumption, and the relatively healthy dietary habits found among the Greek nurses may reflect the respective trends in the general Greek population. In addition our study implies that some major health related behaviours are not considered directly by the group of nurses studied when self rating their health. This may have a negative impact on their ability to promote health in their patient population. Σκοπός της διατριβής ήταν να καταγράψουμε την συχνότητα των συμπεριφορών υγείας τους νοσηλευτικού προσωπικού. Οι συμπεριφορές που καταγράψαμε ήταν: 1) του καπνίσματος, 2) της κατανάλωσης αλκοόλ, 3) του δείκτη μάζα σώματος με τα ποσοστά ελλιποβαρών, υπέρβαρων και παχύσαρκων νοσηλευτών. Επίσης μελετήσαμε την αυτοεκτιμώμενη υγεία των νοσηλευτών και τέλος εκτιμήσαμε τις σχέσεις των δημογραφικών και εργασιακών χαρακτηριστικών με τις συμπεριφορές υγείας και την αυτοεκτιμώμενη υγεία. Ένα τυχαίο δείγμα επιλέχθηκε από τα επτά νοσοκομεία της ΒΔ Ελλάδας. Το δείγμα αποτέλεσαν νοσηλευτές κάθε εκπαιδευτικής κατηγορίας και από κάθε τμήμα του κάθε νοσοκομείου. Τα δεδομένα προήρθαν από ερωτηματολόγιο το οποίο διανεμήθηκε στο νοσηλευτικό προσωπικό σε όλα τα νοσοκομεία της Βορειοδυτικής Ελλάδας το 2001. Υπολογίστηκαν οι συχνότητες των συμπεριφορών υγείας. Λογιστική παλινδρόμηση χρησιμοποιήθηκε για να μελετηθούν οι σχέσεις των δημογραφικών και εργασιακών χαρακτηριστικών με τις συμπεριφορές υγείας και την αυτοεκτιμώμενη υγεία των νοσηλευτών. Η ανάλυσή μας έδειξε ότι μεγάλο ποσοστό νοσηλευτών καπνίζει (46%). Ειδικότερα το 45.3% των γυναικών και το 51.2% των ανδρών νοσηλευτών είναι καπνιστές. Η πολυπαραγοντική ανάλυση έδειξε ότι κοινωνικοδημογραφικοί παράγοντες δεν είχαν ανεξάρτητη σχέση με το κάπνισμα και από τους παράγοντες της εργασίας μόνο η εργασία σε κυκλικό ωράριο είχε ανεξάρτητη επίδραση στο κάπνισμα. Οι περισσότεροι νοσηλευτές δηλώνουν ότι κάνουν περιστασιακή κατανάλωση αλκοόλ. Ο μέσος ΔΜΣ των νοσηλευτών ήταν 24.34. Πιο συγκεκριμένα των ανδρών ήταν 27.70, ενώ των γυναικών ήταν 23.87. Ανεξάρτητη επίδραση στην παχυσαρκία είχε το ανδρικό φύλο (ΛΑ 8.98, [ 95% ΔΕ 3.13-25.78] p=0.000), η ηλικία για κάθε ένα έτος αύξησής της (ΛΑ 1.12 [95% ΔΕ 1.03-1.21] p=0.006), η ηλικία 35-44 έτη (ΛΑ 3.36[95% ΔΕ 1.19-9.48] p=0.022) καθώς και η ηλικία 45-55 έτη (ΛΑ 7.20 [95% ΔΕ 1.45-35.76] p=0.016). H έρευνά μας καταλήγει ότι το νοσηλευτικό προσωπικό της ΒΔ Ελλάδας έχει αδύναμο προφίλ υγείας. Συμπερασματικά οι συμπεριφορές υγείας του νοσηλευτικού προσωπικού ίσως αντικατοπτρίζουν τις γενικότερες τάσεις και κουλτούρα του γενικού πληθυσμού της Ελλάδας. Επιπλέον φαίνεται ότι οι νοσηλευτές δεν λαμβάνουν υπόψη τις συμπεριφορές υγείας, όταν εκτιμούν το επίπεδο της υγείας τους, κάτι που ίσως θα μπορούσε να επηρεάζει την ικανότητά τους να προάγουν υγιεινές συμπεριφορές και να εκπαιδεύουν τους ασθενείς σε θέματα προληπτικής ιατρικής. 235 585 583 Literary field, cultural technologies and public sphere during the Long Sixties Λογοτεχνικό πεδίο, πολιτισμικές τεχνολογίες και δημόσια σφαίρα στη μακρά δεκαετία του '60 This doctoral thesis studies the Modern Greek literary field in relation with the public sphere and culture during the long Sixties. The thesis employs an interdisciplinary model for Literary History alongside with Cultural History and Media History, by approaching literature as a historically and materially-defined cultural practice. For such a theoretical approach, the ‘Long Sixties’ concept is adopted as it allows us to better understand an emblematic moment in modern society and culture: the Sixties is a period marked by seismic changes in media ecologies and communications technologies, social norms and cultural practices. This research project focuses on a set of transformations towards the production, function, communication and reception of literature in the Greek public sphere of the Long Sixties. The concept of “cultural technologies” is also introduced in order to describe the dynamic interplay among the abovementioned transformations and a network of social, economic, material, technological and media developments on the cultural field and everyday life. In the following chapters, distinct transformation categories are analysed, such as the emerging visual culture, the sound reproduction and storage technologies, the cultural memory practices towards the literary past and the emergence of public intervention of literary intellectuals. Furthermore, it is explored how the abovementioned transformations radicalise the literary culture. More specifically, I study how the new consumption-oriented visual culture reshape the reading practices, the publishing field at large and the literary field in respect of its practices, products and messages. Furthermore, I am exploring the relation of the literary field with the newly-introduced sound technologies, the radio, the sound reproduction and storage technologies, such as the recorders, the extended play records, as well as trends of the music industry, such as the concept albums. I am interested to reveal the changes that sound technologies bring to the engagement with the literary, the newly-introduced sensorial skills and the restructuring of roles in the literary field. The cultural memory practices towards the literary past, as introduced this period through the annual literary celebrations and the editorial endeavours towards several literary archives, are also studied based on their public evolution and impact, their creative use of material and technological developments, and the creation of a national public-facing cultural policy towards literature. Finally, I approach, with a historical twist, the innovative modalities of the participation and intervention of the literary x intellectuals in the public sphere, by exploring the models of the collective intellectual and of the public intellectual, as performed by George Seferis. Through a vast number of heterogeneous primary assets as well as secondary bibliography, I attempt to enhance the concept of “renewal” or “change” in the literary activity during the Long Sixties beyond the traditional literary scholarship framework, by pointing out the complex transformations in the cultural field, as they are capable also to shape the long way to the democratization and popularisation of the literary experience. This doctoral thesis contributes, thus, further to the theoretical engagement towards the historicity of the literary phenomenon, by suggesting the material and technological aspects of literary communication as key factors in Literary History. By trying to historicize the changing materialities of the literary culture and shedding light to often unexplored aspects of the historicity of literature, beyond the traditional categories of aesthetics, topic, style and genealogy, this thesis succeeds to methodologically enrich the Modern Greek Literary History by proposing a new model for the interdisciplinary approach of historical processes, such as evolution, variety, innovation and rupture, in the literary field. Η παρούσα διδακτορική διατριβή μελετά το ελληνικό λογοτεχνικό πεδίο σε συνάρτηση με τη δημόσια σφαίρα και την κουλτούρα κατά τη μακρά δεκαετία του 1960. Η διατριβή επεξεργάζεται ένα διεπιστημονικό μοντέλο Λογοτεχνικής Ιστορίας σε συνάρτηση με την Πολιτισμική Ιστορία και την Ιστορία των Μέσων, θέτοντας ως μεθοδολογική προϋπόθεση τη σύλληψη της λογοτεχνίας ως μιας ιστορικά και υλικά προσδιορισμένης πολιτισμικής πρακτικής. Σε ένα τέτοιο θεωρητικό πλαίσιο, το σχήμα της «μακράς δεκαετίας του ’60» υιοθετείται στην παρούσα εργασία και για την ιστορική προσέγγιση του λογοτεχνικού φαινομένου, καθώς επιτρέπει να διακρίνουμε μια σύνθετη κομβική συνθήκη στη σύγχρονη κοινωνία και κουλτούρα, όπου σημειώνονται καθοριστικές μεταλλαγές στα μέσα και στις τεχνολογίες επικοινωνίας, στις κοινωνικές νόρμες της μαζικής κατανάλωσης καθώς και στις πολιτισμικές πρακτικές. Στη διατριβή μελετάται μια σειρά μετασχηματισμών γύρω από τους όρους παραγωγής, λειτουργίας, επικοινωνίας και πρόσληψης της λογοτεχνίας στην ελληνική δημόσια σφαίρα της μακράς δεκαετίας του ’60. Η έρευνα προτείνει την έννοια των «πολιτισμικών τεχνολογιών», περιγράφοντας, έτσι, τη δυναμική αλληλεπίδραση των μετασχηματισμών αυτών με ένα πλέγμα κοινωνικών, οικονομικών, υλικών και τεχνολογικών εξελίξεων που συντελούνται στο ευρύτερο πεδίο της κουλτούρας και της καθημερινής ζωής. Στα επιμέρους κεφάλαια της διατριβής εντοπίζονται και συστηματικά αναλύονται επιμέρους κατηγορίες μετασχηματισμών, όπως η αναδυόμενη οπτική κουλτούρα, οι τεχνολογίες μηχανικής αναπαραγωγής και αποθήκευσης ήχου, οι μνημονικές πρακτικές γύρω από το λογοτεχνικό παρελθόν και η ανάδυση μοντέλων δημόσιας συμμετοχής και παρέμβασης διανοουμένων από το λογοτεχνικό πεδίο, και πώς όλα τα παραπάνω από κοινού αναδιοργανώνουν την λογοτεχνική κουλτούρα. Πιο ειδικά, μελετώ πώς οι νέες καταναλωτικά προσδιορισμένες διαστάσεις της οπτικής πειθαρχίας αναδιοργανώνουν την κουλτούρα της ανάγνωσης, τον ευρύτερο εκδοτικό χώρο καθώς και το λογοτεχνικό πεδίο σε επίπεδο πρακτικών, προϊόντων και νοημάτων. Στη συνέχεια, με ενδιαφέρει η σχέση του λογοτεχνικού πεδίου με τις νεότευκτες τεχνολογίες ήχου, το ραδιόφωνο, τις συσκευές μηχανικής αναπαραγωγής και αποθήκευσης, όπως τα μαγνητόφωνα, τους δίσκους μακράς διάρκειας, αλλά και νέες τάσεις της μουσικής βιομηχανίας όπως η μελοποιημένη ποίηση και οι κύκλοι τραγουδιών, και κυρίως οι μεταλλαγές που viii επιφέρουν στο πεδίο της πρόσληψης, των αντιληπτικών δεξιοτήτων και των ρόλων στο λογοτεχνικό πεδίο. Οι μνημονικές πρακτικές γύρω από το λογοτεχνικό παρελθόν που εγκαινιάζονται την περίοδο αυτή, με ενδεικτικά παραδείγματα τα επετειακά έτη προς τιμήν λογοτεχνών και τις εκδοτικές στρατηγικές γύρω από τα λογοτεχνικά αρχεία, μελετώνται επίσης μέσα από το ανάπτυγμά τους στον δημόσιο χώρο, την αξιοποίηση σύγχρονων υλικών και τεχνολογικών συντελεστών και τη δημιουργία μιας εξωστρεφούς εθνικής πολιτικής γύρω από τη λογοτεχνία. Τέλος, προσεγγίζω ιστορικά τις νέες τροπικότητες συμμετοχής και παρέμβασης της λογοτεχνικής διανόησης στη δημόσια σφαίρα, επικεντρώνοντας στον τύπο του συλλογικού διανοουμένου και του δημόσιου διανοουμένου, με το παράδειγμα του Γιώργου Σεφέρη. Μέσα από έναν εκτεταμένο και ετερογενή όγκο πρωτογενών τεκμηρίων και δευτερογενούς βιβλιογραφίας, επιχειρώ να εμπλουτίσω την αμιγώς γραμματολογική προσέγγιση περί «ανανέωσης» και «αλλαγής» της λογοτεχνικής δραστηριότητας στη μακρά δεκαετία του ’60, εντοπίζοντας σύνθετες μεταλλαγές στο πεδίο της κουλτούρας που, εκτός των άλλων, διαμορφώνουν και την μακρά πορεία προς τον εκδημοκρατισμό της λογοτεχνικής εμπειρίας. Η διατριβή συνεισφέρει στον θεωρητικό στοχασμό γύρω από την ιστορικότητα λογοτεχνικού φαινομένου στις Νεοελληνικές Σπουδές, αναδεικνύοντας τις εκάστοτε υλικές και τεχνολογικές διαστάσεις της λογοτεχνικής επικοινωνίας ως βασικούς συντελεστές της Λογοτεχνικής Ιστορίας. Ιστορικοποιώντας τις διαρκείς μεταλλαγές στις υλικές διαστάσεις της λογοτεχνικής κουλτούρας και διακρίνοντας και άλλες, συχνά αμελητέες, όψεις της ιστορικότητας της λογοτεχνίας, πέρα από τις παραδοσιακές ταξινομικές κατηγορίες της αισθητικής, θεματολογίας, τεχνοτροπίας και γενεαλογήσεων, η παρούσα διατριβή εμπλουτίζει μεθοδολογικά την Νεοελληνική Λογοτεχνική Ιστορία, προτείνοντας ένα νέο μοντέλο γύρω από τη διεπιστημονική θεώρηση ιστορικών διαδικασιών, όπως η εξέλιξη, η ποικιλία, η καινοτομία και η ρήξη στο λογοτεχνικό πεδίο. 236 391 400 Synthesis and characterization of magnetic nanoparticles for applications in the oil and gas industry Σύνθεση και χαρακτηρισμός μαγνητικών νανοσωματιδίων για εφαρμογές στη βιομηχανία πετρελαίου και αερίου Over the past three decades, superparamagnetic iron oxide nanoparticles (SPIONs) have beenextensively studied as contrast agents for magnetic resonance imaging (MRI). This is particularly due to their unique magnetic properties, inherent biocompatibility, and low cost. Despite the difference in the technological physical background, SPIONs have great potential as contrast agents for large-scale electromagnetic tomography (EMT) of oil reservoirs. Conventionally, crosswell EMT is an electromagnetic imaging technique based upon measuring the difference between the electrical conductivity of reservoir fluids (i.e. oil and formation water) and other subsurface entities. Alternatively, flooding the porous texture of the reservoir with stable dispersions of SPIONs would result in having an enhanced EMT contrast that is based on the altered magnetic permeability of the reservoir. The research presented in this dissertation is focused on developing SPIONs that can be used as contrast agents for the large-scale imaging of reservoirs. To begin with, finite element simulations were used to validate the proposed technology using simple rules of thumb reported in the literature for the design of conventional conductivity-based crosswell EMT systems. Based upon these rules of thumb, we have successfully managed to exclusively track the anomalous response of a magnetic slug propagating in the proximity of a formation water-saturated conductive reservoir layer at audio frequencies. The effective medium theory was then employed to demonstrate the correlation of magnetic susceptibility of the injected ferrofluid with residual oil saturation and rock porosity. A laboratory-scale pilot EMT system was also implemented as an experimental proof of concept, and to verify the simulation results for the large-scale system. From the material development perspective, a facile large-scale low-cost synthesis of SPIONs is reported. The SPIONs were functionalized with citric acid as a hydrophilic ligand to enhance the colloidal stability of the as-synthesized particles in aqueous media. The quality of the particles was examined by means of transmission electron microscopy, x-ray diffractometry, and magnetic measurements. Chemical and thermal analyses were used to examine the binding characteristics of the ligand under high-emperature conditions similar to those in reservoirs. Finally, for the ferrofluid injection strategy, a candidate aqueous carrier fluid prepared from several dilutions of seawater was considered. The optimum seawater dilutions required to produce a stable ferrofluid injection was determined after thoroughly studying the particle cluster-cluster aggregation kinetics in high-salinity media. Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, τα υπερπαραμαγνητικά νανοσωματίδια οξειδίου του σιδήρου (SPIONs) έχουν μελετηθεί εκτενώς ως παράγοντες αντίθεσης για απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού (MRI) [1-3]. Αυτό οφείλεται ιδιαίτερα στις μοναδικές μαγνητικές τους ιδιότητες, στην εγγενή βιοσυμβατότητα και στο χαμηλό κόστος [4]. Παρά τη διαφορά στο τεχνολογικό φυσικό υπόβαθρο, τα SPIONs έχουν μεγάλες δυνατότητες ως παράγοντες αντίθεσης για ηλεκτρομαγνητική τομογραφία μεγάλης κλίμακας (EMT) δεξαμενών πετρελαίου [5]. Συμβατικά, η EMT είναι μια τεχνική ηλεκτρομαγνητικής απεικόνισης που βασίζεται στη μέτρηση της διαφοράς μεταξύ της ηλεκτρικής αγωγιμότητας των υγρών των δεξαμενών (δηλαδή του πετρελαίου και του σχηματιζόμενου νερού) και άλλες υπόγειων ουσιών [6]. Εναλλακτικά, η συσσώρευση της πορώδους υφής της δεξαμενής με σταθερές διασπορές SPIONs θα είχε ως αποτέλεσμα την αυξημένη αντίθεση EMT που βασίζεται στην μεταβαλλόμενη μαγνητική διαπερατότητα της δεξαμενής [5]. Η έρευνα που παρουσιάζεται σε αυτή τη διατριβή επικεντρώνεται στην ανάπτυξη SPIONs που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως παράγοντες αντίθεσης για την απεικόνιση μεγάλης κλίμακας των δεξαμενών. Κατ 'αρχάς, χρησιμοποιήθηκαν προσομοιώσεις πεπερασμένων στοιχείων για την επικύρωση της προτεινόμενης τεχνολογίας χρησιμοποιώντας απλούς κανόνες που αναφέρονται στη βιβλιογραφία για το σχεδιασμό συμβατικών συστημάτων EMT βασισμένων στην αγωγιμότητα. Με βάση αυτούς τους πρακτικούς κανόνες, καταφέραμε με επιτυχία να παρακολουθούμε αποκλειστικά την ανώμαλη απόκριση ενός μαγνητικού μετάλλου που διαδίδεται κοντά σε ένα στρώμα αγώγιμης δεξαμενής κορεσμένο με νερό σε ηχητικές συχνότητες. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε η θεωρία του αποτελεσματικού μέσου για να καταδειχθεί ο συσχετισμός της μαγνητικής επιδεκτικότητας του εγχυθέντος σιδηρο-ρευστού (ferrofluid) με τον υπολειπόμενο κορεσμό σε πετρέλαιο και το πορώδες του βράχου. Ένα πειραματικό σύστημα EMT εργαστηριακής κλίμακας εφαρμόστηκε επίσης ως πειραματική απόδειξη καθώς και για την επαλήθευση των αποτελεσμάτων προσομοίωσης για το σύστημα μεγάλης κλίμακας. Από την προοπτική ανάπτυξης υλικού, αναφέρεται μια ευέλικτη σύνθεση χαμηλού κόστους SPIONs. Τα SPIONs τροποποιήθηκαν χημικά με κιτρικό οξύ ως υδρόφιλος συνδέτης ώστε να ενισχυθεί η κολλοειδή σταθερότητα των σωματιδίων που συντέθηκαν σε υδατικά μέσα. Η ποιότητα των σωματιδίων εξετάστηκε μέσω ηλεκτρονικής μικροσκοπίας διέλευσης, περίθλαση ακτίνων-Χ και μέσω μαγνητικών μετρήσεων. Τεχνικές χημικών και θερμικών αναλύσεων χρησιμοποιήθηκαν για να εξεταστούν τα χαρακτηριστικά σύνδεσης του συμπλοκοποιητή υπό συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας παρόμοιες με αυτές των δεξαμενών. Τέλος, για τη στρατηγική έγχυσης σιδηρο-ρευστού (ferrofluid) εξετάστηκε ένα υποψήφιο υδατικό ρευστό που παρασκευάστηκε από διάφορες αραιώσεις θαλασσινού νερού. Οι βέλτιστες αραιώσεις θαλασσινού νερού που απαιτούνται για την παραγωγή μίας σταθερής έγχυσης σιδηρο-ρευστού (ferrofluid) προσδιορίστηκαν μετά από ενδελεχή μελέτη της κινητικής συσσωμάτωσης πλειάδων-πλειάδων (cluster-cluster) σε μέσα υψηλής αλατότητας. 237 253 274 Strategy within the local government organizations in the modern time: The case of the municipality of Parga. Στρατηγική στα πλαίσια των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης κατά τη σύγχρονη εποχή. Η περίπτωση του δήμου της Πάργας. The public administration sector pursues public policy by having asmain goal to improve the social conditions in its territory. For this reason, in the context of the new public management, it uses tools and implements planning and programming strategies in order to provide valuable services to the citizens, effectively using all the resources at its disposal, material and intangible.Itmust also work with the appropriate staff in the right places, taking advantage of its professional skills and abilities, in order to achieve the best result.The key link between public administration, and consequently local government in all areas of life,economic, political and social, must be part of a common goal that by strategic thinking and action can improve communication and coordination within local authorities.The public administration sector by the traditional relations that have been formed atthe level of the citizens' relationship with the public administration, has created client relationsandexcessive bureaucracy must create relationships of trust with the society, to facilitatecommunication and transparency, formulate an action plan and adopt reforms so as to establish a new viable and efficient public administration.Local authorities have been involved in the design of the new system of government to serve local communities and to form new relationships with them. The inclusion of local governments in the business plan administrative reform and e-government promotes efficiency, extroversion and the achievement of their goals, so as to modernize and use scientific methods of planning and actions. Η δημόσια διοίκηση ασκεί δημόσια πολιτική έχοντας ως βασικό στόχο τη βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών στην περιοχή επικράτειάς της. Για το λόγο αυτό, στο πλαίσιο του νέου δημόσιου μάνατζμεντ, χρησιμοποιεί εργαλεία και εφαρμόζει στρατηγικές σχεδιασμού και προγραμματισμού προκειμένου να παρέχει αξιόλογες υπηρεσίες προς τους πολίτες, χρησιμοποιώντας με αποτελεσματικότητα όλους τους πόρους που διαθέτει, υλικούς και άυλους,καθώς και να λειτουργήσει με το κατάλληλο προσωπικό στις κατάλληλες θέσεις, εκμεταλλευόμενο τις επαγγελματικές δεξιότητες και τις ικανότητές του για το βέλτιστο αποτέλεσμα.Η βασική σχέση που συνδέει τη δημόσια διοίκηση-και κατ ́επέκταση και την τοπική αυτοδιοίκηση-με όλους τους τομείς της ζωής, τον οικονομικό, τον πολιτικό και τον κοινωνικό οφείλει να ενταχθεί σε ένα πλαίσιο προώθησης του κοινού σκοπού και με στρατηγική σκέψη και δράση να βελτιώσει την επικοινωνία και το συντονισμό μέσα στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης. Η δημόσια διοίκηση με τις παραδοσιακές σχέσεις που διαμορφώθηκαν στο επίπεδο της συσχέτισης των πολιτών με τη δημόσια διοίκηση, με τις πελατειακές σχέσεις, την υπερβολική γραφειοκρατία και την σκληρή άσκηση εξουσίας οφείλει να δημιουργήσει ένα κλίμα εμπιστοσύνης με την κοινωνία, να διευκολύνει την επικοινωνία και τη διαφάνεια, να διαμορφώσει σχέδιο δράσης και να υιοθετήσει μεταρρυθμίσεις έτσι ώστε να εγκαθιδρυθείμια νέα βιώσιμη και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση.Οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης έχουν ενταχθεί στο σχεδιασμό του νέου συστήματος διακυβέρνησης για την εξυπηρέτηση των τοπικών κοινωνιών και την διαμόρφωση των νέων σχέσεων με αυτές.Η ένταξη των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης στο επιχειρησιακό σχέδιο διοικητικής μεταρρύθμισης και ηλεκτρονικής διακυβέρνησης προωθεί την αποτελεσματικότητα, την εξωστρέφεια και την επίτευξη των στόχων τους, έτσι ώστε να εκσυγχρονιστούν και να εκμεταλλευτούν επιστημονικές μεθόδους σχεδιασμού και δράσης. 238 728 784 Population ecology and genetics of campanula genus representatives in Greek mountainous regions Πληθυσμιακή οικολογία και γενετική εκπροσώπων του γένους Campanula σε ορεινούς όγκους της Ελλάδας Patterns of spatial variation in abundance for plant species are the focus of extensive investigation. Their abundance distributions have long been associated with environmental gradients, such as moisture or elevation. According to the “abundant centre” hypothesis (ACH), species are more abundant towards the centre of their distribution along environmental gradients, where they meet optimal conditions for their survival and reproduction. As we move toward the edge, their numbers decline, since conditions are no longer favorable. The species’ “abundant centre” distribution has been the basis for many speculations on ecological and evolutionary processes — such as extinction, intra/inter-specific competition, speciation and genetic differentiation — that dictate the observed patterns of species’ occurrence and abundance across space. Populations of Campanula species (C. lingulata, C. spatulata, C. rotundifolia) where recorded along transects of approximately 74 km, across each species’ altitudinal range at the area of Mt. Olympus, Greece. Sampling took place during the summer months of 2012 and 2013. The species occurrence was mapped in various spatial resolutions ranging from 10 m to ~10 km grid squares. A total of 1,130 and 3,897 individuals were recorded for C. lingulata, 1,234 and 1,291 for C. spatulata, and 989 and 659 for C. rotundifolia, in 2012 and 2013, respectively. Most individuals were recorded at the NE and SE part of the mountain for C. lingulata and C. spatulata, while C. rotundifolia was only recorded at high elevations. An ANCOVA analysis of each species occupancy as a function of mean density across different spatial resolutions has shown significant differences in terms of the species’ “aggregation” patterns, both relative to each other, and for each year of sampling. C. rotundifolia occurrence is more restricted than those of C. lingulata and C. spatulata, while C. spatulata individuals appear significantly more aggregated relative to C. lingulata at the coarsest resolutions.C. lingulata abundance along the altitudinal gradient produces a 2-peak pattern (one at 650 – 750 m, and one at 1,100 – 1,300 m of altitude). There is an abrupt decline in density at 1,300 to 1,500 m, which may be attributed to the change in the surrounding vegetation. An “abundant centre” for the species distribution can be observed in 2013, however no such pattern occurs in 2012, hence the ACH along an altitudinal gradient cannot be verifyied. Mean presence of C. lingulata individuals appears constant across different spatial scales, which is indicative of a fractal-like distribution, while mean population turnover for this species appears greater than expected. C. lingulata individuals from across the species altitudinal range were collected for molecular DNA analysis. The Random Amplification Polymorphic DNA (RAPD) technique was applied for samples from Mt. Olympus and Mt. Falakro. This showed substantial differentiation of the species’ populations. Recorded between-population diversity ΦRT was estimated at 0.131, which is lower than expected from similar studies. Within-population HO was estimated at 0.306 and 0.301, for Mt. Olympus for Mt. Falakro, respectively. Within-population diversity was higher in comparison to similar studies and indicative of high genetic structure and variability of the specie’s populations across the areas of study. Nevertheless, Mt. Olympus individuals from lower and middle parts of their altitudinal range appear more similar, whilst individuals from Olympus’s higher altitudes display similarity to Mt. Falakro individuals, suggesting a differentiation of the species’ genetic traits along an altitudinal gradient as well. The persistence of the abundant centre concept in the literature and its ubiquity in ecological and evolutionary theories expresses deeply embedded ideas held by ecologists about how populations should be distributed and suggests that the pattern should be widespread in natural populations. However, every so often, we fail to detect it. The lack of empirical studies that support intuitive notions (such as the ACH) about the mechanisms that generate the observed patterns of abundance in species distributions calls for an alternative conceptual framework. Multiple factors operating at various spatial scales with varying intensity generate the observed patterns of species distributions across space. The generated “disturbance”—which, cannot be readily attributed to a single factor operating at a single spatial scale and temporal dimension— is bound to superimpose the effect of environmental drivers that could provide us with evidence of underlying patterns such as that of the intuitive “abundant centre” of species’ abundance distributions. A fractal framework — wherein the factor “scale” is inherent — might constitute a more suitable approach. Τα πρότυπα διακύμανσης αφθονίας φυτικών ειδών στον χώρο έχουν υπάρξει αντικείμενο εκτεταμένης έρευνας. Οι κατανομές αφθονίας στη βιβλιογραφία είναι ισχυρά συσχετισμένες με περιβαλλοντικές κλίνες όπως η υγρασία και το υψόμετρο. Σύμφωνα με την Υπόθεση Αφθονίας Κέντρου (Abundant Centre Hypothesis – ACH), τα είδη είναι πιο άφθονα στο κέντρο της κατανομής τους – που ορίζεται ως το σημείο που συναντούν τις βέλτιστες συνθήκες για την επιβίωση και την αναπαραγωγή τους κατα μήκος των περιβαλλοντικών αυτών κλινών. Καθώς προχωράμε προς τα άκρα, οι πληθυσμοί γίνονται όλο και μικρότεροι, καθώς οι συνθήκες δεν είναι πλέον ευνοϊκές. Η κατανομή «Αφθονίας Κέντρου» έχει υπάρξει βάση για πολλές υποθέσεις αναφορίκα με οικολογικές και εξελικτικές διεργασίες όπως η διαδικασία των εξαφανίσεων, ο ενδοειδικός και διαειδικός ανταγωνισμός, η ειδοποίηση και η γενετική διαφοροποίηση, οι οποίες καθορίζουν τα πρότυπα παρουσίας και αφθονίας των ειδών στον χώρο.Έγινε καταγραφή πληθυσμών ειδών Campanula (C. lingulata, C. spatulata, C. rotundifolia), σε διατομή 74 περίπου χλμ. κατα μήκος της υψομετρικής κατανομής των ειδών, στην περιοχή του Ολύμπου. Η δειγματοληψία πραγματοποιήθηκε κατα την θερινή περίοδο, τα έτη 2012 και 2013. Η παρουσία ειδών χαρτογραφήθηκε σε διαφορετικές χωρικές αναλύσεις που κυμαινόταν απο 10 τ.μ έως ~ 10 τ.χλμ. Συνολικά, έγινε καταγραφή 1.130 και 3.897 ατόμων για την C. lingulata, 1.234 και 1.291 για την C. spatulata 989 και 659 για την C. rotundifolia για το 2012 και 2013 αντοίστιχα. Τα περισσότερα άτομα C. lingulata και C. spatulata εντοπίστηκαν στην Βορειοανατολική και Νοτιοανατολική πλαγία του βουνού, ενώ παρουσία C. rotundifolia παρατηρήθηκε μόνο σε υψηλά υψόμετρα.Ανάλυση ANCOVA της παρουσίας ειδών ως συνάρτηση της μέσης πλυθησμιακής πυκνότητας σε διαφορετικές χωρικές αναλύσεις έδειξε σημαντικές διαφοροποιήσεις αναφορικά με τα πρότυπα «συσσωμάτωσης», και σχετικά μεταξύ ειδών, καθώς και μεταξύ έτους δειγματοληψίας. Η κατανομή της C. rotundifolia παρουσίαζεται περιορισμένη σε σχέση με τις κατανομές της C. lingulata και C. spatulata, ενώ η C. spatulata παρουσιάζεται πιο «συσσωματωμένη» σε σχέση με την C. lingulata στις αδρότερες χωρικές αναλύσεις.Η κατανομή αφθονίας της C. lingulata κατα μήκος της υψομετρικής διαβάθμισης παρουσίαζει ενα δικόρυφο πρότυπο ( μια κορυφή στα 650 - 750 μ και μια στα 1,100 - 1,300 μ). Εμφανίζεται μια άποτομη πτώση της πλυθησμιακής πυκνότητας στα 1,300 - 1,500 μ, που μπορεί να αποδοθεί στην αλλαγή της περιβάλλουσας βλάστησης. Παρατηρείται κατανομή «Αφθονίας Κέντρου» για το 2013, αλλα δεν παρατηρείται παρόμοιο πρότυπο για το 2012, οπότε δεν μπορούμε ούτε να απορρίψουμε, ούτε να επιβεβαιώσουμε την ACH κατα μήκος της υψομετρικής διαβάθμισης για το είδος υπό μελέτη.Η μέση παρουσία ατόμων C. lingulata παραμένει σταθερή στις διαφορετικές χωρικές κλίμακες, κατι το οποίο υποδηλώνει κατανομή fractal, ενώ η μέση αλλαγή του αριθμού των ατόμων για το 2012-13 είναι μεγαλύτερη απο την αναμενόμενη. Ταυτόχρονα, εγίνε συλλογή δειγμάτων πληθυσμών C. lingulata πρός μοριακή ανάλυση γενετικού υλικού (DNA) κατα μήκος της υψομετρικής διαβάθμισης του όρους Ολύμπου και όρους Φαλακρού, στα οποία εφαρμόστηκε η τεχνική RAPD (Random Amplification Polymorphic DNA). Τα αποτελέσματα έδειξαν σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ των πληθυσμών. Η διαφοροποίηση μεταξύ πλυθησμών (ΦR) εκτιμήθηκε στο 0.131, τιμή μικρότερη απο τις αναμενόμενες σύμφωνα με την σχετική βιβλιογραφία. Η ενδοπληθυσμιακή διαφοροποίηση (HO) εκτιμήθηκε στο 0.306 για τον Όλυμπο και και 0.301 για το Φαλακρό. 01εκτιμήση της HO είναι μεγαλύτερη συγκριτικά με την σχετική βιβλιογραφία, και ενδεικτική υψηλής γενετικής «υποδομής - στρωμάτωσης» και διαφοροποίησης των πληθυσμών στις περιοχές μελέτης. Παραύτα, τα άτομα που προερχόταν απο τις χαμηλότερες και μέσου ύψους περιοχές της υψομετρικής διαβάθμισης στον Όλυμπο είναι πιο όμοια μεταξύ τους, ενώ τα άτομα των μεγαλύτερων υψομέτρων παρουσιάζουν ομοιότητες με τα άτομα που συλλέχθηκαν απο το Φαλακρό – στοιχείο που ίσως να αποτελεί ένδειξη κάποιας γενετικής διαφοροποίσης σε χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την προσαρμογή στην υψομετρική διαβάθμιση.Η εκτεταμένη παρουσίαστης Υπόθεσης Αφθονίας Κέντρου στην βιβλιογραφία καθώς και η ευρεία χρήση της ως βάση σε οικολογίκες και εξελικτικές θεωρείες είναι ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο οι σύγχρονοι ερευνήτες προσεγγίζουν τις κατανομές ειδών στο χώρο, και υποδηλώνει οτι το συγκεκριμένο πρότυπο είναι ευρέως διαδεδομένο σε φυσικούς πλυθησμούς ειδών. Παραύτα, σε αρκετές περιπτώσεις δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε την οικουμενικότητα του «Άφθονου Κέντρου», καθώς και των μηχανισμών και διεργασιών που διαμορφώνουν τις κατανομές της αφθονίας των είδων στον χώρο με την εμπειρική παρατήρηση. Το κενό αυτό έρχεται να γεμίσει ενα εναλλακτικό θεωρητικό πλαίσιο, στο οποίο παράγοντες που δρούν σε διαφορικές χωρικές κλίμακες με διαφορική ένταση, διαμορφώνουν τις κατανομές των ειδών στο χώρο. Ο «θόρυβος» που προκύπτει απο την διεργασία αυτή δεν μπορεί να αποδωθεί σε έναν συγκεκριμένο παράγοντα που δρά σε μια χωροχρονική κλίμακα, και υπάρχει περίπτωση να υπερκαλύπτει την επίδραση των περιβαλλοντικών παραμέτρων που θα μπορούσαν να μας δώσουν στοιχεία αναφορικά με πρότυπα κατανομής όπως αυτό του «Άφθονου Κέντρου». Η χρήση εργαλείων της γεωμετρίας των fractal η οποία είναι συνυφασμένη με την έννοια της κλίμακας, αποτελεί μια καλή εναλλακτική προσέγγιση. 239 291 299 In the present thesis we study the equations that govern the generation and propagation of waves in water. Water wave phenomena are described by a set of quasi-linear hyperbolic equations governing adiabatic and inviscid flow termed the Euler equations. These equations represent equations of conservation of mass (continuity), and balance of momentum and energy, and can be seen as particular Navier-Stokes equations with zero viscosity and zero thermal conductivity. Solutions of these equations are difficult to obtain as they are coupled equations with a free boundary (meaning that the solution is also part of the boundary conditions). For this reason the usual way to study their solution is using numerical techniques. Our approach will reduce the Euler system, using perturbation techniques and multiple scales methods, to other equations capable of describing water wave phenomena which are mathematically significantly less complex. In doing so, two distinct limits will be considered: shallow and deep waters. The distinction between deep and shallow water waves is determined by the ratio of the water’s depth to the wavelength of the wave. In layman’s terms, in shallow water, waves, begin to be affected by the ocean bottom whereas in deep water the depth of the ocean is taken to be infinite. In the first case, the Korteweg-de Vries (KdV) equation is obtained whereas in the latter the nonlinear Schrodinger (NLS) equation. For each equation we provide examples from observable (real world) phenomena that can be modelled with one or the other system. We also briefly discuss a special type of solution, the soliton (a special solitary wave that maintains its shape and velocity during propagation even after it collides with other solitons), and provide a perturbative scheme to directly connect the two systems and their relative solutions. Στην παρούσα διατριβή μελετάμε τις εξισώσεις που περιγράφουν τη δημιουργία και διάδοση κυμάτων στο νερό. Τα υδάτινα κυματικά φαινόμενα περιγράφονται από ένα σύνολο οιονεί-γραμμικών, υπερβολικών εξισώσεων που διέπουν ροή ιδανικού ρευστού χωρίς τη χρήση ιξώδους και ονομάζονται εξισώσεις Euler. Αυτές οι εξισώσεις αντιπροσωπεύουν τη διατήρηση της μάζας (εξίσωση συνέχειας) και την ισορροπία ορμής και ενέργειας και μπορούν να θεωρηθούν ως ειδική μορφή των εξισώσεων Navier-Stokes με μηδενικό ιξώδες και θερμική αγωγιμότητα. Λύσεις αυτών των εξισώσεων είναι δύσκολο να βρεθούν αναλυτικά καθώς είναι συζευγμένες και με ελεύθερο σύνορο (που σημαίνει ότι η λύση είναι επίσης μέρος των συνοριακών συνθηκών). Για το λόγο αυτό ο συνηθισμένος τρόπος μελέτης των λύσεών τους είναι με τη χρήση αριθμητικών τεχνικών. Η δική μας προσέγγιση βασίζεται σε τεχνικές θεωρίας διαταραχών και πολλαπλών κλιμάκων που ελαττώνουν το σύστημα Euler, σε άλλες εξισώσεις ικανές να περιγράψουν τα φαινόμενα των υδάτινων κυμάτων και είναι, σημαντικά λιγότερο περίπλοκες ως προς τη μαθηματική τους περιγραφή. Με αυτόν τον τρόπο, λαμ-βάνονται υπόψη δύο ξεχωριστά όρια: ρηχά και βαθιά ύδατα. Η διάκριση μεταξύ βαθέων και ρηχών υδάτινων κυμάτων καθορίζεται από την αναλογία του βάθους των υδατων προς το μήκος κύματος. Δηλαδή με απλούς όρους, στα ρηχά ύδατα, τα κύματα αρχίζουν να επηρεάζονται από τον πυθμένα του ωκεανού, ενώ σε βαθιά νερά το βάθος του ωκεανού θεωρείται άπειρο. Στην πρώτη περίπτωση λαμβάνεται η εξίσωση Korteweg-de Vries (KdV), ενώ στη δεύτερη η μη γραμμική εξίσωση Schrodinger (NLS). Για κάθε εξίσωση παρέχουμε παραδείγματα από παρατηρήσιμα (πραγματικά) φαινόμενα που μπορούν να μοντελοποιηθούν με το ένα ή το άλλο σύστημα. Εξετάζουμε επίσης έναν ειδικό τύπο λύσης, το σολιτόνιο (ένα μοναδικό μοναχικό κύμα που διατηρεί το σχήμα και την ταχύτητά του κατά τη διάδοση ακόμη και μετά τη σύγκρουση με άλλα σολιτόνια) και παρέχουμε ένα διαταρακτικό σχήμα που συνδέει άμεσα τα δύο συστήματα και τις σχετικές λύσεις τους. 240 307 347 at the crossroads of philosophy, literature and the arts: a history of aposiopesis στο σταυροδρόμι φιλοσοφίας, λογοτεχνίας και τεχνών: η ιστορία της αποσιώπησης This thesis focuses on silence. It is divided into four parts. "The field of expression" is a prologue that attempts to define the (multiple) areas of influence of silence, its expressive craftsmanship (inexhaustible ability); but above everything else the direct affinity of each expressive way with our own body. The first chapter concentrates on references to silences – both explicit and ineffable –, to its historical transformations, to the ways in which the atmosphere of silence defines the social context, the social identity of everyone (indivisibly from what is perceived as “self”). The references here are various; including Homer and the ancient tragedians, Clastres and Bourdieu. The second chapter outlines the aesthetic dimension of silence that infiltrates every sense. More specifically: Music, directly interwoven, dependent upon silence; Cinema, which often visualizes silence; and loss, the silence of a life, an absence that disturbs (modifies) every expression and diffuses silences at every level of human perception. The third chapter deals with certain theological examples of silence (Saint Augustine, John Climacus, etc.) and with some exemplary cases of silence in literature (Beckett, Dante, Genet, Melville, Proust). Although precise in terms of intention, the aforementioned divisions per chapter are not strict: one will find similar references from one chapter to another; references to philosophers (Spinoza, Deleuze, Kierkegaard, Merleau-Ponty) that are infused throughout this text. The subject, to a great extent, chose and wrote itself; you are given a life, and in return life gives you questions that teach you to be what you are and try to express it. The silent remains silent – but, often, it loses something of its compact nature, it exhibits cracks: of words, of interpretation, of unutterable expression. Upon these cracks this thesis attempts to be placed; these cracks are its object. Το θέμα της εργασίας είναι η σιωπή. Το κείμενο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη. «Το πεδίο της έκφρασης» αποτελεί ένα προλογικό μέρος, που αποπειράται να καθορίσει τις (πολλαπλές) περιοχές επιρροής της σιωπής, την εκφραστική δεινότητά της (ανεξάντλητη δυνατότητα)· αλλά κυρίως την άμεση συγγένεια κάθε εκφραστικού τρόπου με το ίδιο μας το σώμα. Το πρώτο κεφάλαιο («Ιστορικές απολήξεις της σιωπής: κοινωνιολογικές, εθνολογικές και (δια)πολιτισμικές προσεγγίσεις») επικεντρώνεται στις – ρητές και άρρητες – αναφορές στη σιωπή, στις ιστορικές μεταπλάσεις της, στους τρόπους με τους οποίους η ατμόσφαιρα της σιωπής καθορίζει το κοινωνικό πλαίσιο, την κοινωνική ταυτότητα του καθενός (αξεχώριστη από καθετί ατομικό). Οι αναφορές εδώ εκκινούν από τον Όμηρο και τους αρχαίους τραγωδούς και καταλήγουν στον Clastres και τον Bourdieu. Το δεύτερο κεφάλαιο («Η σιωπή διαχεόμενη στις αισθήσεις: μουσική, κινηματογράφος, απώλεια») σκιαγραφεί την αισθητική διάσταση της σιωπής· που διαφεύγει από το ηχητικό και γίνεται σύνολη ανθρώπινη, βιωμένη πραγματικότητα. Η μουσική, άμεσα συνυφασμένη, εξαρτώμενη από τη σιωπή· ο κινηματογράφος, που συχνά οπτικοποιεί τη σιωπή· και η απώλεια, σιώπηση μιας ζωής, απουσία που διαταράσσει (και παραλλάσσει) κάθε έκφραση, που διαχέει τις σιωπές σε κάθε επίπεδο του αισθητού. Το τρίτο κεφάλαιο (« «ὁ Θεός, τὴν αἴνεσίν μου μὴ παρασιωπήσῃς». Θρησκευτική σιωπή και παραδειγματικές περιπτώσεις σιωπής στη λογοτεχνία»), επιλογικό (άρα όχι εξαντλητικό), ασχολείται με συγκεκριμένα παραδείγματα σιωπής στη θεολογία (Αυγουστίνος, Ιωάννης της Κλίμακος κλπ) και με κάποιες παραδειγματικές περιπτώσεις σιωπής στη λογοτεχνία (Dante, Melville, Proust). Οι άνωθεν διαχωρισμοί ανά κεφάλαιο, παρ’ ό,τι ακριβείς σε επίπεδο προθέσεων, δεν είναι αυστηροί: θα συναντήσει κανείς παρεμφερείς αναφορές από το ένα κεφάλαιο στο άλλο· αναφορές σε φιλοσόφους (Spinoza, Deleuze, Kierkegaard, Merleau-Ponty) που διέπουν, εμποτίζουν το πνεύμα αυτής της εργασίας. Το θέμα, σε μεγάλο βαθμό, “επέλεξε” τον εαυτό του και “γράφτηκε” μόνο του· παραδίδεσαι στη ζωή σου, και αυτή σου παραδίδει θέματα, σε μαθαίνει να είσαι αυτό που είσαι· να αποπειραθείς να το πεις. Το σιωπηλό παραμένει σιωπηλό – αλλά πολλές φορές χάνει κάτι από τον συμπαγή χαρακτήρα του, εμφανίζει ρωγμές: λόγου, ερμηνείας, υπόρρητης έκφρασης. Σε αυτές τις ρωγμές αποπειράται να τοποθετηθεί αυτή η εργασία· αυτές τις ρωγμές μελετά. 241 233 241 Background: Historically, individuals with intellectual disability assumed to be insensitive or indifferent to pain, but recently the weight of the evidence suggests that a number of issues central to improving understanding of pain in ID. Aims: To present and evaluate the available evidence of the last decade for the efficacy of the assessment tools that measure pain in intellectual and developmental disabilities. Methods: Studies were selected through a comprehensive literature research, were included all type of study designs due to limited evidence and finally were classified into levels of evidence according to their designs. Results: Seventeen studies were included with a total of 1233 patients and thirteen different assessment tools have been reported in the literature. The findings show that only one tool is classified as “well-established” assessment, three tools are classified as “approaching well-established” assessments, five tools as “promising” assessments and four tools were low evidenced. Conclusions: Pain assessment in ID is a difficult task due to the lack of an accurate selfreport most of the times. The majority of assessment tools in that field are still under further research, so as to be able to establish their presence in clinical practice. However, the number and the variety of the assessment tools that have been designed for that purposes in the last decade reveal a promising activity of interest in the area on intellectual and developmental disabilities and the management of pain. Εισαγωγή: Ιστορικά τα άτομα με νοητικά προβλήματα θεωρείτο πως ήταν αναίσθητα ή αδιάφορα ως προς τον πόνο, όμως τα τελευταία χρόνια η βιβλιογραφία υποδηλώνει πως ένας σημαντικός αριθμός εργασιών επικεντρώνεται στη βελτίωση της κατανόησης του πόνου πάνω στην νοητική αναπηρία. Στόχοι: Η παρουσίαση και η αξιολόγηση των διαθέσιμων μελετών της τελευταίας δεκαετίας σχετικά με την αποτελεσματικότητα των εργαλείων αξιολόγησης του πόνου σε άτομα με νοητικές και αναπτυξιακές διαταραχές. Μέθοδοι: Οι μελέτες επιλέχτηκαν βάσει εκτεταμένης βιβλιογραφικής έρευνας, περιλαμβάνοντας όλους τους τύπους μελετών εξαιτίας του περιορισμένου αριθμού στοιχείων και εν τέλει ταξινομήθηκαν με βάση τα ποιοτικά κριτήρια που άρμοζαν στον τύπο των μελετών. Αποτελέσματα: Δεκαεπτά μελέτες συμπεριλήφθηκαν στην ανασκόπηση με συνολικό αριθμό δείγματος 1233 ασθενείς και δεκατρία διαφορετικά εργαλεία αξιολόγησης του πόνου αναφέρθηκαν στην βιβλιογραφία. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι μόνο ένα εργαλείο αξιολόγησης χαρακτηρίστηκε ως «καθιερωμένο», τρία εργαλεία χαρακτηρίστηκαν ως «επικείμενα καθιερωμένες» αξιολογήσεις, πέντε εργαλεία ως «υποσχόμενες», ενώ τέσσερα εργαλεία δεν κατατάχθηκαν σε καμία από τις τρεις κατηγορίες λόγω έλλειψης ποιοτικών στοιχείων. Συμπεράσματα: Η αξιολόγηση του πόνου στην νοητική καθυστέρηση δεν είναι ένα εύκολο εγχείρημα κυρίως εξαιτίας της ανικανότητας μιας ακριβής αυτό-αναφοράς από τον ίδιο τον ασθενή. Η πλειοψηφία των εργαλείων αξιολόγησης σε αυτό τον τομέα είναι ακόμα υπό συνεχή έρευνα, ώστε να καθιερωθεί η παρουσία τους στο χώρο της κλινικής πράξης. Τέλος, ο αριθμός και η ποικιλία αυτών των εργαλείων αξιολόγησης κατά την τελευταία δεκαετία αποκαλύπτει ένα πολλά υποσχόμενο ενδιαφέρον και μέλλον γύρω από την νοητική αναπηρία και την διαχείριση του πόνου. 242 359 373 The consolidation of the truth of an offense and the moral repression in the context of the greek criminal mechanism during the crisis Εδραίωση της αλήθειας ενός αδικήματος και ηθική καταστολή στο πλαίσιο του ελληνικού ποινικού μηχανισμού κατά την περίοδο της κρίσης This work is an in-depth investigation into theories, first and foremost, about the thinking of a person who attempts to ponder the reasons that push a subjective- ego - and a thinking creature at the same time – to commit an illegal act, an offense. Therefore, reference has to be made to the basic concepts that underpin this issue, such as morality in general, moral psychology, because it was thus considered that this research could be regarded as a collective work, which it is about incarceration, the consolidation of the truth of the offenses, the moral repression of the criminal system in times of crisis, the maximum possible understanding of the causes that may be 'hidden' behind the offenses, the change of sentences to the temporal reality, the opinion of the subjects themselves who have experienced incarceration, the opinion of the Correctional Officers 'operating' in them , the opinion of the people who represent - defend these subjects, and finally our own. In societies in crisis, such as the Greek society at the given time, it is reasonable to argue that crimes increase as the bonds and relationships between members of the society and parts of a subject's soul are broken. The "need" pushes far more the perpetrators to commit any crime. In any case, as the Gigi myth shows, no man is righteous in his own will except because of his forced obedience to the laws and his fear of penalty and punishment. Consequently, the study of all parts and concepts associated with offenses, their consolidation of truth, the administration of justice, the penalties and ultimately humanization of prison – as the dominant form of imposition of a sentence – has been a major issue. As a miniature of the society, the prison, possesses all types of humans who are or have ever been out there. Their behaviors are similar to ours. However, does the Greek society, where democracy was born, ought to find better ways to reduce crime and to improve its punishment system? Τούτη η εργασία αποτελεί μια ενδελεχή έρευνα στις θεωρίες, πρωτίστως, που αφορούν και εκκινούν από τη σκέψη ενός ανθρώπου, ο οποίος αποπειράται να αναλογιστεί τους λόγους που ωθούν ένα υποκείμενο- σωματικό εγώ και σκεπτόμενο ον ταυτοχρόνως- να διαπράξει μια άνομη πράξη, ένα αδίκημα. Έχει οριστεί ως αρχή, συνεπώς, τούτης η αναφορά σε βασικές έννοιες, που εγγίζουν το εν λόγω ζήτημα, όπως η ηθική εν γένει, η ηθική ψυχολογία, διότι με τούτον τον τρόπο θεωρήθηκε πως δύναται αυτή η έρευνα να λογιστεί ως ένα συλλογικό έργο, που αφορά στον εγκλεισμό, στην εδραίωση της αλήθειας των αδικημάτων, στην ηθική καταστολή του ποινικού μηχανισμού την περίοδο της κρίσης, τη μέγιστη δυνατή κατανόηση των αιτιών που δύνανται να «κρύβονται» πίσω από τα αδικήματα, την αλλαγή των ποινών στη χρονική πραγματικότητα, τη γνώμη των ίδιων των υποκειμένων που βίωναν ή βιώνουν ακόμη τον εγκλεισμό, τη γνώμη των Σωφρονιστικών Υπαλλήλων που «λειτουργούν» σε αυτά, τη γνώμη των ανθρώπων που εκπροσωπούν – υπερασπίζονται τα εν λόγω υποκείμενα, τέλος τη δική μας τοποθέτηση. Στις κοινωνίες της κρίσης, όπως τη δεδομένη χρονική στιγμή η ελληνική, είναι κάπως εύλογη η διατύπωση πως τα αδικήματα αυξάνονται, αφού οι δεσμοί και οι σχέσεις, τόσο μεταξύ των μελών όσο και μεταξύ των μερών της ψυχής ενός υποκειμένου, διαρρηγνύονται. Η «ανάγκη» ωθεί πολύ περισσότερο πια τους αδικούντες στη διάπραξη οιουδήποτε αδικήματος. Σε κάθε περίπτωση, όπως μας αποδεικνύει και ο μύθος του Γύγη κανένας άνθρωπος δεν είναι δίκαιος με τη θέλησή του, παρά μόνον εξαιτίας της αναγκαστικής υπακοής του στους νόμους και λόγω του φόβου της ποινής και της τιμωρίας. Συνεπώς, η μελέτη όλων των συσχετιζόμενων μερών και εννοιών με τα αδικήματα, την εδραίωση της αλήθειας αυτών, την απονομή της δικαιοσύνης, τις ποινές και τον εξανθρωπισμό εντέλει της φυλακής –ως την κυρίαρχη μορφή επιβολής μιας ποινής- υπήρξε το μείζον ζήτημα όλης αυτής της πορείας. Σαν μια μικρογραφία της κοινωνίας, η ειρκτή, διαθέτει όλους τους τύπους ανθρώπου που έχει ή είχε εκεί έξω. Οι συμπεριφορές τους ομοιάζουν με τις δικές μας. Μήπως, εντούτοις, μια κοινωνία και δη η ελληνική, όπου γεννήθηκε η δημοκρατία, οφείλει να βρει καλύτερα τρόπους μείωσης των φαινομένων της εγκληματικότητας πρωτίστως και ακολούθως τρόπους επιβολής σωφρονιστικών ποινών; 243 133 158 Απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου, φορολογικά έσοδα και πιστωτικοί περιορισμοί In developing countries, tariffs are the main source of tax revenue since consumption and income taxes require higher collection costs. For this reason, trade liberalization for these countries involves a fiscal cost. Replacement of revenue from other sources is possible only if a significant tax reform is implemented which will allow for trade liberalization and can lead to increased welfare and public revenues. However, developing countries have a large informal sector, small tax base and tax administrations with less capacity than developed countries. Trade-tax reforms in these countries can therefore bring about a decline in welfare and tax revenues. In conjunction with the above, developing economies face also credit constraints, as they do not have access to credit. This is an important issue that prevents developing economies from increasing their volume of trade. Στις αναπτυσσόμενες χώρες οι δασμοί αποτελούν την κύρια πηγή φορολογικών εσόδων, διότι οι φόροι κατανάλωσης και εισοδήματος απαιτούν μεγαλύτερο κόστος είσπραξης. Για το λόγο αυτό, η απελευθέρωση του εμπορίου για τις χώρες αυτές ενέχει ένα δημοσιονομικό κόστος. Η αντικατάσταση των εσόδων από άλλες πηγές είναι δυνατή μόνο αν εφαρμοστεί σημαντική φορολογική μεταρρύθμιση, η οποία θα επιτρέψει την απελευθέρωση του εμπορίου και μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της ευημερίας και των δημοσίων εσόδων. Ωστόσο, οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν ένα μεγάλο ανεπίσημο τομέα, μικρή φορολογική βάση και φορολογικές διοικήσεις με μικρότερη ικανότητα από ότι οι αναπτυγμένες χώρες. Συνεπώς, η φορολογική μεταρρύθμιση στις χώρες αυτές είναι δυνατό να επιφέρει μείωση της ευημερίας και των φορολογικών εσόδων. Επιπλέον, βασικό πυλώνα της οικονομίας των αναπτυσσόμενων χωρών αποτελούν οι εξαγωγές. Ωστόσο, αντιμετωπίζουν πιστωτικούς περιορισμούς, καθώς δεν έχουν πρόσβαση σε ανώτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και συνεπώς δεν λαμβάνουν την χρηματοδότηση που απαιτείται για την πραγματοποίηση των εξαγωγών. 244 493 510 Collaborative learning using responsive technologies in interactive surfaces Συνεργατική μάθηση με τη χρήση τεχνολογιών διάδρασης σε αλληλεπιδραστικές επιφάνειες The concept of collaborative/cooperative learning, defined as the set of teaching techniques through which students maximize their understanding, as well as the understanding of their collaborators, is the starting point of this dissertation. At the same time, the dissertation focuses on the role of physical learning spaces in which the interactive learning technologies are used. Three interactive collaborative technologies are compared in terms of the perceived usability: multi-touch tabletops, multi-touch interactive displays and single display groupware systems with multiple mice. Using a sample (N = 76) which consists of elementary school pupils, it is indicated that multi-touch tabletops offer the greatest satisfaction to pupils, derived from the interaction with this technology and the cooperation between group members. Pupils also perceive the least physical load by using this particular technology. On the other hand, large multi-touch interactive displays are related to less cognitive load, while the single display groupware systems with multiple mice are not advantageous in any of the comparison axes. The subjective perception of usability in boys does not differ from that in girls. Based on the users’ experience, multi-touch interactive tabletops seem to be the most promising interactive technology in Primary Education to support cooperative activities between team members located in the same physical space. Therefore, this technology is reviewed and further studied with focus on its technological characteristics and its use in education. The main study cooperative activities in teams of four students (two boys, two girls) aged 12 and 13 (N = 60). The sample consists of teams weighted with its members’ previously documented academic performance (high / average) in total / per age group. The activities take place around an interactive multi-touch tabletop. The system is supported by a multi-touch visual programming micro-environment designed for the purpose of this study. In order to enhance the negotiation between students, a new method enabling the consensual execution of the pupils' programs is introduced, namely the Consensus-Tolerance approach. Three different conditions are identified (multi-touch, single-touch and individual use). Learning outcomes are correlated to the monitored verbal and non-verbal communication. It is concluded that, although learning outcomes do not differ significantly, there are large differences in the way they arise. Students of (previously reported) lower attainment demonstrated better progress in the multi-touch condition that the other two conditions. With regards to the level of verbal communication in the two conditions where pupils had to work in groups, the results were similar and comparable. It also appears that students using the table in the single-touch condition were more reluctant to interact with it on behalf of their team. The Consensus-Tolerance approach was observed to have a positive impact. The conclusions of the main study add to the body of general research on cooperative learning. Emphasis is placed on the importance of parity between group members and the absence of assigning separate roles to every pupil, the freedom of expression within groups and the Consensus-Tolerance approach. Η παρούσα διατριβή θέτει ως αφετηριακό της σημείο τη συνεργατική μάθηση ως σύνολο διδακτικών τεχνικών, μέσω των οποίων οι μαθητές μεγιστοποιούν την κατανόησή τους, καθώς και την κατανόηση των άλλων. Επιπλέον, εστιάζει στην έννοια του φυσικού χώρου μάθησης μέσα στον οποίο εμπεριέχονται οι διαδραστικές εκπαιδευτικές τεχνολογίες. Η διατριβή εστιάζει σε τρεις συνεργατικές τεχνολογίες: στα διαδραστικά τραπέζια πολλών χρηστών, στις μεγάλες διαδραστικές οθόνες πολλών χρηστών και στους υπολογιστές με πολλά ποντίκια. Συγκρίνει την αντίληψη ευχρηστίας των μαθητών στις τεχνολογίες αυτές με δείγμα (N=76) που αποτελείται από μαθητές της ΣΤ΄ Δημοτικού. Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι το διαδραστικό τραπέζι προσφέρει μεγαλύτερη ικανοποίηση στους μαθητές, τόσο από τη χρήση του, όσο και από τη συνεργασία μεταξύ των μελών μίας ομάδας. Yπάρχουν ενδείξεις ότι προκαλεί τον λιγότερο αντιληπτό φυσικό φόρτο στους μαθητές. Η μεγάλη διαδραστική οθόνη φαίνεται πως προκαλεί τον λιγότερο αντιληπτό γνωστικό φόρτο, ενώ ο υπολογιστής με τα πολλά ποντίκια δεν υπερτερεί σε κάποιον από τους άξονες σύγκρισης. Η υποκειμενική αντίληψη ευχρηστίας στα αγόρια δε διαφέρει από εκείνη στα κορίτσια. Το διαδραστικό τραπέζι φαίνεται να είναι συγκριτικά, με βάση την εμπειρία των μαθητών, η πλέον υποσχόμενη τεχνολογία για την υποστήριξη συνεργατικών δραστηριοτήτων στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση από ομάδες μαθητών που βρίσκονται στον ίδιο φυσικό χώρο και, έτσι, μελετάται διεξοδικά από την άποψη των τεχνολογικών χαρακτηριστικών του και της καταγεγραμμένης χρήσης του στην εκπαίδευση. Η κύρια έρευνα πραγματοποιείται σε μαθητές 12 και 13 χρόνων (N=60) για τη διεξαγωγή συνεργατικών δραστηριοτήτων σε ομάδες τεσσάρων ατόμων. Το δείγμα απαρτίζουν τετραμελείς ομάδες δύο αγοριών και δύο κοριτσιών, με σταθμισμένη την πρότερη καταγεγραμμένη ακαδημαϊκή τους επίδοση. Οι μαθητές υψηλής και μέτριας επίδοσης σχηματίζουν υπο-ομάδες του δείγματος (συνολικά και ανά ηλικιακή κατηγορία). Οι δραστηριότητες πραγματοποιούνται ομαδικά σε διαδραστικό τραπέζι και σε περιβάλλον οπτικού προγραμματισμού πολλών χρηστών το οποίο σχεδιάστηκε εξ ολοκλήρου για τη διατριβή. Για την ενίσχυση της διαπραγμάτευσης μεταξύ των μαθητών προτείνεται μία μέθοδος για τη συναινετική εκτέλεση των προγραμμάτων, η Συναίνεση-Ανοχή. Συγκρίνεται η κατάσταση πολλαπλής αφής, απλής αφής και η ατομική χρήση. Μελετάται η συσχέτιση των μαθησιακών αποτελεσμάτων με τη λεκτική και μη λεκτική επικοινωνία των μαθητών και συμπεραίνεται πως τα μαθησιακά αποτελέσματα δε διαφέρουν γενικά, ωστόσο, καταγράφονται διαφορές στο πώς προκύπτουν. Οι μαθητές με την πρότερη χαμηλότερη ακαδημαϊκή επίδοση φαίνεται πως ευνοούνται συγκριτικά στην κατάσταση πολλαπλής αφής, ενώ αντίστοιχη συσχέτιση δεν εμφανίζεται σε καμία άλλη κατάσταση για τη συγκεκριμένη κατηγορία μαθητών. Τα αποτελέσματα δεν παρουσιάζουν σημαντική στατιστικά διαφορά στο επίπεδο των διαλόγων ανάμεσα στις δύο καταστάσεις στις οποίες οι μαθητές εργάστηκαν ομαδικά. Φαίνεται πως κατά τη χρήση του διαδραστικού τραπεζιού στην κατάσταση απλής αφής οι μαθητές είναι πιο διστακτικοί στην ανάληψη της ευθύνης της διεπαφής με το διαδραστικό τραπέζι για λογαριασμό της ομάδας τους. Η Συναίνεση-Ανοχή χρησιμοποιήθηκε για να ενισχυθεί η διαπραγμάτευση εντός των ομάδων κάτι που δείχνει να λειτούργησε θετικά στις καταστάσεις όπου οι μαθητές δούλεψαν σε ομάδες. Τα συμπεράσματα της κύριας μελέτης εντάσσονται στο γενικό πλαίσιο της συνεργατικής μάθησης. Έμφαση δίνεται στον ρόλο της ισοτιμίας των μελών της ομάδας χωρίς την ύπαρξη ξεχωριστών ρόλων ανά μαθητή, στην ελευθερία έκφρασης εντός ομάδας και στην αρχή της Συναίνεσης-Ανοχής. 245 106 100 Μελέτη μακροσκοπικών ιδιοτήτων μακρομορίων που αλληλεπιδρούν με διαπερατή επιφάνεια ΙN THE FIRST CHAPTER, THE DISTRIBUTION FUNCTION G(RO, RN, N) FOR IDEAL LINEAR CHAIN INTERACTING WITH PENETRABLE SURFACE BY THE POTENTIAL OF DELTA FUNCTION IS CALCULATED AND IT IS STUDIED. IN THE NEXT FOUR CHAPTERS, THE CONFIGURATION PROPERTIES (CONFIGURATION WEIGHT, DENSITY PROFILE, LINEAR DENSITY, THE SIZE OF THE COIL, THE PARTITION OF MASS AT THE TWO SEMISPACE LEFT AND RIGHT OF THE SURFACE)FOR FIXED AND NOT FIXED LINEAR AND CYCLIC CHAINS ARE STUDIED. UNDER IDENTICAL CONDITIONS THE FREE CYCLIC CHAINS ADSORPED MORE THAN THE LINEAR AT THE SURFACE.IN THE CASE OF LOCALIZED CHAINS, FOR ZO>ZOK(U) THE LINEAR ARE ADSORPED MORE THAN THE CYCLIC WHILE FOR ZO ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΥΠΟΛΟΓΙΖΕΤΑΙ Η ΣΥΝΑΡΤΗΣΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ C(RO, RN, N) ΙΔΑΝΙΚΟΥ ΓΡΑΜΜΙΚΟΥ ΜΑΚΡΟΜΟΡΙΟΥ ΠΟΥ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑ ΜΕ ΔΙΑΠΕΡΑΤΗ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΜΕ ΤΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΤΗΣ ΔΕΛΤΑ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗΣ. ΣΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΜΕΛΕΤΩΝΤΑΙ ΟΙ ΔΙΑΜΟΡΦΩΤΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ (ΒΑΡΟΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΕΩΝ, ΠΥΚΝΟΤΗΤΑ, ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΠΥΚΝΟΤΗΤΑ, ΜΕΣΟ ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΑΚΡΩΝ, ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΜΑΖΑΣ ΣΤΟΥΣ ΔΥΟ ΗΜΙΧΩΡΟΥΣ) ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΓΡΑΜΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΥΚΛΙΚΩΝ ΜΑΚΡΟΜΟΡΙΩΝ . ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΙΔΙΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΑ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΚΥΚΛΙΚΑ ΠΡΟΣΡΟΦΩΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΑ ΓΡΑΜΜΙΚΑ. ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ, ΓΙΑ ΖΟ>ΖΟΚ(U) ΤΑ ΓΡΑΜΜΙΚΑ ΠΡΟΣΡΟΦΩΝΤΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΑ ΚΥΚΛΙΚΑ ΕΝΩ ΓΙΑ ΖΟ<ΖΟΚ(U) ΤΑ ΚΥΚΛΙΚΑ ΠΡΟΣΡΟΦΩΝΤΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ. 246 10 7 Stability analysis of linear impulsive differential systems under structural perturbation Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Σχολή Θετικών Επιστημών. Τμήμα Μαθηματικών 247 408 422 Online parameter adaptation methods for population-based metaheurisistics Online μέθοδοι ροσαρμογής παραμέτρων σε πληθυσμιακούς μεταευρετικούς αλγορίθμους Optimization problems lie in the core of scientific and technological development. They appear in almost every decision-making process, under various types and forms. A multitude of algorithms have been proposed in relevant literature to solve optimization problems. However, theoretical evidence suggests that the development of an overall optimal algorithm is impossible. For this reason, problemspecific optimization algorithms have been developed, incorporating a variety of features and ad hoc operations that exploit specific properties of the corresponding optimization problem. Typically, optimization algorithms have control parameters that adjust their dynamic with critical impact on their performance. Thus, proper parameter tuning becomes the cornerstone of efficient problem solving. There is a continuous line of research on parameter tuning methods since the early development of optimization algorithms. The majority of these methods addresses the tuning problem offline, i.e., prior to the algorithm’s execution. Established offline methods are based on statistical methodologies to identify promising parameter configurations, and their results may be reusable in problems of similar type. However, they neglect the algorithm’s feed- back and performance fluctuations during its run. The alternative approach is the use of online methods that dynamically adapt the parameters during the algorithm’s run. These methods exploit real-time performance data and, hence, they can make informative decisions on the parameter adaptation. This usually comes at the cost of non-reusable decisions. The main goal of the present thesis is the development of new online parameter adaptation methods that can be particularly useful for the class of metaheuristic optimization algorithms. The first part of the dissertation comprises the necessary background information on the current state-of-the-art and the optimization algorithms that will be used for demonstration purpose. In the second part of the thesis, two new online parameter adaptation methods are proposed. The first method, called Grid-based Parameter Adaptation Method, is based on grid search in the parameter space. The proposed method can be used on any algorithm and tackles both scalar and discrete parameters (including categorical ones). The new method is demonstrated on two state-of-the-art metaheuristics. For this purpose, two established benchmark suites are also considered. The second proposed method, called Gradientbased Parameter Adaptation Method with Line Search, replaces the grid search with approximate gradient search in the parameter space. The search procedure is further equipped with a recently proposed gradient-free line search technique. These modifications offer additional performance improvement with respect to the grid-based method, as revealed by the relevant performance assessment. Τα προβλήματα βελτιστοποίησης βρίσκονται στον πυρήνα της επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας. Εμφανίζονται σχεδόν σε κάθε διαδικασία λήψης αποφάσεων, υπό διάφορους τύπους και μορφές. Για την επίλυση προβλημάτων βελτιστοποίησης έχουν προταθεί πολλοί αλγόριθμοι στη σχετική βιβλιογραφία. Ωστόσο, θεωρητικές μελέτες έδειξαν ότι είναι αδύνατη η ανάπτυξη ενός καθολικά βέλτιστου αλγορίθμου. Για το λόγο αυτό, η έρευνα επικεντρώνεται στην ανάπτυξη αλγορίθμων βελτιστοποίησης για συγκεκριμένα προβλήματα, οι οποίοι ενσωματώνουν ποικίλα χαρακτηριστικά και ad hoc λειτουργίες που εκμεταλλεύονται συγκεκριμένες ιδιότητες του αντίστοιχου προβλήματος βελτιστοποίησης. Τυπικά, οι αλγόριθμοι βελτιστοποίησης έχουν παραμέτρους ελέγχου που προσαρμόζουν τη δυναμική τους με κρίσιμο αντίκτυπο στην απόδοσή τους. Έτσι, η σωστή προσαρμογή παραμέτρων αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για την αποτελεσματική επίλυση προβλημάτων. Για το λόγο αυτό, υπάρχει συνεχές και αυξανόμενο ερευνητικό ενδιαφέρον για τις μεθόδους προσαρμογής παραμέτρων. Η πλειονότητα αυτών των μεθόδων αντιμετωπίζει το πρόβλημα προσαρμογής παραμέτρων offline, δηλαδή πριν από την εκτέλεση του αλγορίθμου. Καθιερωμένες μέθοδοι αυτού του τύπου βασίζονται σε στατιστικές μεθοδολογίες και τα αποτελέσματά τους δύνανται να επαναχρησιμοποιηθούν σε παρόμοια προβλήματα. Ωστόσο, δεν λαμβάνουν υπόψη δεδομένα που προκύπτουν κατά την εκτέλεση του αλγορίθμου, καθώς και πιθανές διακυμάνσεις στην απόδοσή του. Η εναλλακτική προσέγγιση είναι η χρήση online μεθόδων που προσαρμόζουν δυναμικά τις παραμέτρους κατά την εκτέλεση του αλγορίθμου. Αυτές οι μέθοδοι εκμεταλλεύονται δεδομένα απόδοσης του αλγορίθμου που προκύπτουν σε πραγματικό χρόνο και, ως εκ τούτου, μπορούν να ενημερώνουν άμεσα τις παραμέτρους. Ωστόσο, τα αποτελέσματα αυτών των μεθόδων συνήθως δεν είναι επαναχρησιμοποιήσιμα σε παρόμοια προβλήματα. Ο κύριος στόχος της παρούσας διατριβής είναι η ανάπτυξη νέων online μεθόδων προσαρμογής παραμέτρων, με ιδιαίτερη στόχευση στις μεταευρετικές μεθόδους βελτιστοποίησης. Το πρώτο μέρος της διατριβής περιλαμβάνει τις απαραίτητες βασικές πληροφορίες σχετικά με το τρέχον state-of-the-art και τους αλγορίθμους βελτιστοποίησης που θα χρησιμοποιηθούν για την επίδειξη των νέων μεθόδων. Στο δεύτερο μέρος της διατριβής προτείνονται δύο νέες μέθοδοι προσαρμογής παραμέτρων. Η πρώτη μέθοδος, που ονομάζεται Grid-based Parameter Adaptation Method, βασίζεται στην αναζήτηση πλέγματος στο χώρο των παραμέτρων. Η προτεινόμενη μέθοδος μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε οποιονδήποτε αλγόριθμο και αντιμετωπίζει τόσο τις πραγματικές όσο και τις διακριτές παραμέτρους (συμπεριλαμβανομένων των κατηγορικών παραμέτρων). Η νέα μέθοδος εφαρμόζεται σε δύο δημοφιλείς μεταευρετικούς αλγορίθμους. Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιούνται δύο βασικές σουίτες δοκιμαστικών προβλημάτων. Η δεύτερη προτεινόμενη μέθοδος, η οποία ονομάζεται Gradient-based Parameter Adaptation Method with Line Search, αντικαθιστά την αναζήτηση πλέγματος με προσεγγιστική αναζήτηση παραγώγων στο χώρο των παραμέτρων. Η διαδικασία αναζήτησης είναι επιπλέον εφοδιασμένη με μια πρόσφατη τεχνική ευθύγραμμης αναζήτησης χωρίς παραγώγους. Οι παραπάνω τροποποιήσεις προσφέρουν πρόσθετη βελτίωση απόδοσης σε σχέση με τη μέθοδο πλέγματος, όπως αποκαλύπτεται από τη σχετική πειραματική αξιολόγηση. 248 15 11 Η χρήση πειραμάτων στη διδασκαλία της φυσικής στο ελληνικό δημοτικό σχολείο The use of experiments as a tool to teach physics at the greek primary school 249 117 155 Διερεύνηση της λοίμωξης με τον ιό των ανθρώπινων θηλωμάτων HPV ως παράγοντα υπογονιμότητας Genital infection with human papillomavirus virus is the most common sexually transmitted disease of viral etiology in women and men worldwide. The effect of HPV infection has been thoroughly studied in terms of oncogenesis, but knowledge of its impact on fertility and embryo development is limited. The purpose of this thesis was to study HPV virus as infertility factor and to investigate the integration of 16 and 18 human papillomavirus types into mouse sperm and their transfer to mouse embryos through in vitro fertilization. Finally, it has been shown that HPV 16 and HPV 18 types are incorporated into mouse sperm, and are also transferred to pre-implantation mouse embryos through oocytes’ in vitro fertilization from infected spermatozoa. Η λοίμωξη του γεννητικού συστήματος των γυναικών και των ανδρών από τον ιό των ανθρώπινων θηλωμάτων αποτελεί τη συχνότερη σεξουαλικώς μεταδιδόμενη νόσο ιογενούς αιτιολογίας στον κόσμο. Η επίδραση της λοίμωξης από τον ιό HPV έχει μελετηθεί ενδελεχώς όσον αφορά την ογκογένεση, ωστόσο η γνώση σχετικά με την επίπτωσή της στη γονιμότητα και στην εμβρυική ανάπτυξη είναι περιορισμένη. Ο σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής ήταν η μελέτη του ιού HPV ως παράγοντα υπογονιμότητας και συγκεκριμένα, η διερεύνηση της ενσωμάτωσης των στελεχών HPV 16 και HPV 18 του ιού των ανθρώπινων θηλωμάτων σε σπερματοζωάρια μυός και της μεταφοράς τους σε έμβρυα μυός μέσω in vitro γονιμοποίησης. Τελικά, αποδείχθηκε πως τα στελέχη HPV 16 και HPV 18 του ιού των ανθρώπινων θηλωμάτων ενσωματώνονται στα σπερματοζωάρια του μυός, ενώ μεταφέρονται και στα προεμφυτευτικά έμβρυα του μυός μέσω in vitro γονιμοποίησης των ωαρίων από τα διαμολυσμένα σπερματοζωάρια. 250 244 261 In vitro inveshgation at the potential anti-cancer activity of the antipsychotic drugs haloperidol, sulpiride and clozapine on lung cancer cell lines In vitro αξιολόγηση της πιθανής αντικαρκινικής δράσης των αντιψυχωσικών αλοπεριδόλη, σουλπιρίδη και κλοζαπίνη σε καρκινικές σειρές πνεύμονα Several epidemiological studies reported markedly lower cancer incidence in male schizophrenic patients compared to general population, although these patients are usually heavy smokers and adopt dietary habits that are largely related to carcinogenicity. The present study investigates the potential anticancer properties of antipsychotic drugs that share a common characteristic- they act as D2-dopaminergic antagonists. The main focus is the in vitro investigation of the mechanisms involved in their potential anticancer activity. For this purpose, A549 and H1299 non-small cell lung cancer cell lines (NSCLC) were used and the impact of haloperidol, sulpiride and clozapine on cellular proliferation of these cancer cells was evaluated using the SRB test. The NSCLC cells were incubated with the drugs at different concentrations and the drug effect was assessed at different time points. Interestingly, the SRB test and flow cytometry indicated that clozapine markedly reduced the A549 and H1299 cell population by inducing apoptosis, whereas haloperidol and sulpiride, in the concentrations tested that correspond to those used as antipsychotics, had no similar effects. In conclusion, the present findings suggest that antipsychotic drugs could display anticancer activity reducing the lung cancer cell population by inducing apoptotic mechanisms, among others. Based on these data, the potential anticancer impact of other antipsychotic drugs and the mechanisms involved should be also assessed, using various cancer cell lines and in vivo animal models. Αρκετές επιδημιολογικές μελέτες ανέφεραν σημαντικά χαμηλότερη συχνότητα εμφάνισης καρκίνου σε άντρες σχιζοφρενείς , σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό, παρόλο που αυτοί οι ασθενείς είναι συνήθως βαρείς καπνιστές και υιοθετούν διατροφικές συνήθειες, που σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με την καρκινογένεση. Η παρούσα μελέτη διερευνά τις πιθανές αντικαρκινικές ιδιότητες των αντιψυχωσικών φαρμάκων, που μοιράζονται ένα κοινό χαρακτηριστικό, δρουν ως D2-ντοπαμινεργικοί ανταγωνιστές. Ο κύριος στόχος αυτής της μελέτης είναι η in vitro διερεύνηση των μηχανισμών, που εμπλέκονται στην πιθανή αντικαρκινική δράση των αντιψυχωσικών. Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιήθηκαν οι κυτταρικές σειρές μη μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα (NSCLC), A549 και H1299 και αξιολογήθηκε η επίδραση της αλοπεριδόλης, της σουλπιρίδης και της κλοζαπίνης στον κυτταρικό πολλαπλασιασμό αυτών των καρκινικών κυττάρων χρησιμοποιώντας τη δοκιμασία SRB. Τα κύτταρα NSCLC επωάστηκαν με τα αντιψυχωσικά σε διαφορετικές συγκεντρώσεις και το αποτέλεσμα της δράσης του φαρμάκου αξιολογήθηκε σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Ενδιαφέρον προκαλεί, ότι η δοκιμασία SRB και η κυτταρομετρία ροής έδειξαν ότι η κλοζαπίνη μείωσε αισθητά τον πληθυσμό των Α549 και Η1299 κυττάρων επάγοντας απόπτωση, ενώ η αλοπεριδόλη και η σουλπιρίδη στις συγκεντρώσεις που δοκιμάστηκαν, που αντιστοιχούν σε εκείνες που χρησιμοποιούνται θεραπευτικά, δεν είχαν παρόμοια αποτελέσματα. Συμπερασματικά, τα παρόντα ευρήματα υποδεικνύουν ότι αντιψυχωσικά φάρμακα θα μπορούσαν να εμφανίσουν αντικαρκινική δράση μειώνοντας τον πληθυσμό των καρκινικών κυττάρων πνεύμονα μέσω επαγωγής αποπτωτικών μηχανισμών. Με βάση τα δεδομένα αυτά, θα πρέπει επίσης, να αξιολογηθεί η πιθανή αντικαρκινική επίδραση άλλων αντιψυχωσικών φαρμάκων και των σχετικών μηχανισμών, χρησιμοποιώντας διάφορες καρκινικές κυτταρικές σειρές και in vivo ζωϊκά μοντέλα. 251 211 222 Botanical and geographical differentiation of fresh orange juice based volatile compound, flavonoids and its conventional physicochemical parameters using chemometrics Βοτανική και γεωγραφική διαφοροποίηση φρέσκου χυμού πορτοκαλιού με βάση τις πτητικές ενώσεις, τα φλαβονοειδή και τις συμβατικές φυσικοχημικές παραμέτρους του με τη βοήθεια της χημειομετρίας The present study focused on the possibility of differentiation of fresh-unprocessed orange juice according to its geographical and botanical origin, based on its conventional physicochemical parameters, phenolic and volatile compounds, using chemometrics. For this purpose, ninety two samples were collected during the harvest periods 2012-2013 and 2013-2014. To differentiate the geographical origin of the Merlin variety, samples from 5 different regions were collected, while samples from 7 different varieties were collected for the differentiation of botanical origin. The analysis of flavonoids was carried out by HPLC (High Performance Liquid Chromatography). The analysis of volatile compounds was carried out by the technique of Solid Phase Microextraction (HS-SPME) in combination with Gas Chromatography / Mass Spectroscopy. Statistical data analysis by MANOVA and Linear Discriminant Analysis (LDA), using 29 statistically significant physicochemical constants, showed that it is possible to differentiate the 5 regions of Merlin juice with a 100% correct prediction rate using the original method and 88.6% using the cross-validation method. The botanical differentiation based on 58 statistically significant physicochemical constants was achieved with a 100% correct prediction using the original method and 89.3%, using the cross-validation method. The achieved rates were very satisfactory. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η πιθανή διαφοροποίηση φρέσκου-ανεπεξέργαστου χυμού πορτοκαλιού ανάλογα με τη γεωγραφική και βοτανική προέλευσή του, με βάση τις συμβατικές φυσικοχημικές παραμέτρους του, τις φαινολικές και τις πτητικές ενώσεις με τη βοήθεια της Χημειομετρίας. Για το σκοπό αυτό συλλέχθηκαν ενενήντα δύο δείγματα κατά τις περιόδους συγκομιδής 2012-2013 και 2013-2014. Για τη διαφοροποίηση της γεωγραφικής προέλευσης της ποικιλίας Μέρλιν συλλέχθηκαν δείγματα από 5 διαφορετικές περιοχές, ενώ για τη διαφοροποίηση της βοτανικής προέλευσης συλλέχθηκαν δείγματα από 7 διαφορετικές ποικιλίες. Η ανάλυση των φλαβονοειδών πραγματοποιήθηκε με Υγρή Χρωματογραφία Υψηλής Απόδοσης (HPLC). Η ανάλυση των πτητικών ενώσεων διεξήχθη με την τεχνική Μικροεκχύλισης Στερεάς Φάσης Υπερκείμενου Χώρου (HS-SPME) σε συνδυασμό με Αέρια Χρωματογραφία/ Φασματοσκοπία Μαζών. Η στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων έγινε με χρήση πολυπαραμετρικής ανάλυσης διακύμανσης (MANOVA) και γραμμικής διαχωριστικής ανάλυσης (LDA). Με βάση τις 29 συνολικά στατιστικά σημαντικές φυσικοχημικές σταθερές, είναι δυνατή η διαφοροποίηση των 5 περιοχών της ποικιλίας Μέρλιν με σωστή πρόβλεψη 100% χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της αντικατάστασης και 88,6% χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της ενδοεπικύρωσης. Η βοτανική διαφοροποίηση με βάση τις 58 συνολικά στατιστικά σημαντικές φυσικοχημικές σταθερές επιτυγχάνεται με σωστή πρόβλεψη 100% με τη μέθοδο της αντικατάστασης και 89,3% με τη μέθοδο της ενδοεπικύρωσης, ποσοστά πολύ ικανοποιητικά. 252 216 208 the case of the Konitsa's hospitality center and its relations with the local community η περίπτωση του κέντρου φιλοξενίας Κόνιτσας και οι σχέσεις του με την τοπική κοινότητα The main aim of this master thesis is to examine how the “community” of the employees of the “refugee” hosting structure of Konitsa and the local community creates integration relations with the Syrians “refugees”, who had been accommodated, since March 2016 until July 2018. Τhis master thesis, specifically tries to conceive, on the basis of the thematic issues that narrators point out, the dimensions and the levels of the daily contact of two “different” but also communicated worlds, in this ethnographic context. The study of this particular issue defined the methodological choice of the ethnographic fieldwork which carried out in Konitsa, to the “refugee” hosting structure. It lasted approximately one year, from January 2017 to December 2017. The ethnographic data comes from 30 people who work and live on this particular field, to hosting structure of Konitsa and to Konitsa. The ethnographic data shows that the day-to-day contact of employees with the refugees and of the local community with the refugees has not exceeded their limits and positions, in relation to the social and working roles that they perform, the dominant definitions of their identities, the historical and cultural context of Konitsa and the experienced images of their “self” and the “Other”. Ο κύριος σκοπός αυτής της μεταπτυχιακής εργασίας είναι να εξετάσει τους τρόπους με τους οποίους η «κοινότητα» των υπαλλήλων του κέντρου φιλοξενίας Κόνιτσας και η τοπική κοινότητα δημιούργησαν ενταξιακές σχέσεις με τους Σύριους πρόσφυγες, οι οποίοι φιλοξενήθηκαν εκεί από το Μάρτιο του 2016 έως τον Ιούλιο του 2018. Αυτή η μεταπτυχιακή εργασία, συγκεκριμένα προσπαθεί να προσλάβει, στη βάση των θεμάτων που ανέδειξαν και επισήμαναν οι αφηγητές-τριες, τις διαστάσεις και τα επίπεδα της καθημερινής επαφής δύο διαφορετικών αλλά, ταυτόχρονα κόσμων επικοινωνίας σ’αυτό το εθνογραφικό πεδίο. Η μελέτη αυτού του θέματος όρισε τη μεθοδολογική επιλογή της επιτόπιας έρευνας στην Κόνιτσα και στο Κέντρο Φιλοξενίας Κόνιτσας. Διήρκησε περίπου ένα χρόνο, από τον Ιανουάριο του 2017 έως το Δεκέμβριο του 2017. Τα εθνογραφικά ευρήματα προέρχονται από 30 ανθρώπους που δούλευαν και ζούσαν σ’αυτό το πεδίο, στο κέντρο φιλοξενίας και στην Κόνιτσα. Τα εθνογραφικά ευρήματα δείχνουν ότι η καθημερινή επαφή των υπαλλήλων με τους πρόσφυγες και των κατοίκων με τους πρόσφυγες δεν έχουν υπερβεί όρια και θέσεις σε σχέση με κοινωνικούς και εργασιακούς ρόλους επιτέλεσης, τις κυρίαρχες νοηματοδοτήσεις των ταυτοτήτων τους, το ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο της Κόνιτσας και τις βιωμένες εμπειρίες και εικόνες του εαυτού και του «Άλλου». 253 120 127 Ο κοινωνικός καθορισμός της επιστήμης στην κοινωνιολογία της γνώσης The present paper is an analysis of the Sociology of Knowledge, examining the methodology of the main representatives of both classical (K.Mannheim) and the new sociology of knowledge (D. Bloor & B. Barnes). This study, is an attempt to approach the methodological issues of the nature of scientific knowledge in the process of creating the Sociology of Knowledge as a field. It is found that, for both Mannheim and Edinburgh's sociologists, knowledge is not individual but collective, sociological production through association and interaction with the interests of the community in which they are produced. Based on the methodological discussion of the formation of scientific knowledge, the problem of relativism is highlighted and reasons and ways of solving it are sought. Η παρούσα εργασία αποτελεί μια ανάλυση της κοινωνιολογίας της γνώσης, εξετάζοντας τη μεθοδολογία των κύριων εκπροσώπων τόσο της κλασικής (K.Mannheim) όσο και της νέας Κοινωνιολογίας της Γνώσης (D. Bloor & Β. Barnes). Στο πλαίσιο της μελέτης αυτής, επιχειρείται μια προσέγγιση της μεθοδολογικής συζήτησης για τον χαρακτήρα της επιστημονικής γνώσης, στην πορεία διαμόρφωσης της Κοινωνιολογίας της Γνώσης ως κλάδου. Διαπιστώνεται ότι, για τον Mannheim αλλά και για τους κοινωνιολόγους του Εδιμβούργου, η γνώση δεν είναι ατομική αλλά συλλογική παραγωγή διά συσχετισμών και αλληλεπιδράσεων που συνυφαίνονται με τα ενδιαφέροντα της κοινότητας εντός της οποίας οποία παράγονται. Με βάση τη μεθοδολογική συζήτηση για τη διαμόρφωση της επιστημονικής γνώσης, επισημαίνεται το πρόβλημα του σχετικισμού και αναζητούνται λόγοι και τρόποι της επίλυσής του. 254 574 509 Χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών σε παιδιά και νέους με προβλήματα ακοής Τhe abuse of dependent substances (tobacco-alcohol-drugs) is an international problem, that influences almost all the countries of the world, so much the developed as well as the developing. The epidemiologic elements reveal increase of abuse of narcotic substances in a lot of countries and mainly in the young persons. Many factors intervene in the problem of use of dependent substances, such as the individual himself, the family, the society, the goods and the state. The genuine treatment of this problem is mainly the prevention.Consequently, it is necessary for the social role of the family to include concern so that the child acquires those forms of behaviour, the attitudes, the rules and the roles that are required so that it is included harmoniously in the social total. In addition the role of school determines the development of a young person’s personality in to responsible and social individual. Finally, it is a duty, but also an imperative need from the part of the state to armour the youngsters and avoid groups of "high danger". The first basic step for the prevention is the estimation of the extent of the problem. This will be achieved via epidemiologic researches that aim in the localisation of new tendencies and developments. This is what the particular research aimed in. Concretely, we studied the extent of use of dependent substances in a group with a lot of particularities, that is the children and the adolescents with hearing problems. That is to say, the population objective of our research was constituted by students with hearing problems that studied in Deaf-Hard of Hearing Schools or Departments of Integration in all Greece and age-related that belonged between 12-20 years. The bigger percentage of the students of our sample declares that it has close friends, it studies in Special Deaf-Hard of Hearing Schools and prefers the method of total communication. Most students declare that "sometimes" they come out (alone or with friends), they feel isolated, they feel insecurity, they get angry easily, they communicate easily with the people around them, they believe that they have the same faculties with their peers and they believe that the others like them. Also, they usually discuss their problems with their parents, their brothers and sisters and their friends. Moreover, "seldom" or "sometimes" they are isolated by the individuals of their environment, they want to leave far away from their house, they fight with their family and they discuss with their schoolteachers. Finally, they do not express aggressive behaviour in foreign property or in themselves and do not consume alcohol in stressful situations. As far as the extent of use is concerned, we realised that the average student has not smoked and has never made use of alcohol during his life, he does not intend to smoke when he grows, whereas he is not sure if he will make use of alcohol as an adult. Moreover, no child, apart from very individual cases, has tried up to now narcotic substances and all the students declared their dissatisfaction with the use of narcotic substances. We studied the factors that influence the use such as the school, the family, the friends, the personality and the economic situation of the students of our sample. We realised that the role of friends and family, the use of dependent substances by (brothers or sisters and friends) and the sex (as far as the boys are concerned), were decisive factors for the use themselves sued. Η κατάχρηση εξαρτησιογόνων ουσιών (καπνός-αλκοόλ-ναρκωτικά) είναι ένα διεθνές πρόβληµα, που επηρεάζει σχεδόν όλες τις χώρες του κόσµου, τόσο τις αναπτυγµένες όσο και τις αναπτυσσόµενες. Τα επιδηµιολογικά στοιχεία φανερώνουν αύξηση της κατάχρησης ναρκωτικών ουσιών σε πολλές χώρες και κυρίως στους νέους. Πολλοί παράγοντες επεµβαίνουν στο πρόβληµα της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών, όπως το ίδιο το άτοµο, η οικογένεια, η κοινωνία, τα αγαθά και η πολιτεία. Η αληθινή θεραπεία αυτού του προβλήµατος είναι κυρίως η πρόληψη. Εποµένως, είναι ανάγκη ο κοινωνικός ρόλος της οικογένειας να περιλαµβάνει τη µέριµνα ώστε το παιδί να αποκτήσει τις µορφές εκείνες της συµπεριφοράς, τις στάσεις, τους κανόνες και τους ρόλους που απαιτούνται προκειµένου να ενταχθεί αρµονικά στο κοινωνικό σύνολο. Στη συνέχεια ο ρόλος του σχολείου είναι καθοριστικός στην εξέλιξη της προσωπικότητας του νέου σε υπεύθυνο και κοινωνικό άτοµο. Τέλος, είναι καθήκον, αλλά και επιτακτική ανάγκη της πολιτείας η θωράκιση των νέων και η αποφυγή των οµάδων «υψηλού κινδύνου». Το πρώτο βασικό βήµα ως προς την πρόληψη είναι η εκτίµηση της έκτασης του προβλήµατος. Αυτό θα επιτευχθεί µέσω επιδηµιολογικών ερευνών που αποσκοπούν στον εντοπισµό των νέων τάσεων και εξελίξεων. Σ’ αυτό το σκοπό αποσκοπούσε και η συγκεκριµένη έρευνα. Συγκεκριµένα, µελετήσαµε την έκταση της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών σε µια οµάδα µε πολλές ιδιαιτερότητες, τα παιδιά και τους έφηβους µε προβλήµατα ακοής. )ηλαδή, τον πληθυσµό στόχο της έρευνάς µας αποτέλεσαν οι µαθητές µε προβλήµατα ακοής που φοιτούσαν σε Σχολεία Κωφών- Βαρηκόων ή Τµήµατα Ένταξης σε όλη την Ελλάδα και ηλικιακά ανήκαν µεταξύ 12- 20 ετών. Το µεγαλύτερο ποσοστό των µαθητών του δείγµατός µας δηλώνει ότι έχει στενούς φίλους, φοιτά σε Ειδικό Σχολείο Κωφών-Βαρηκόων και προτιµά τη µέθοδο ολικής επικοινωνίας. Οι περισσότεροι µαθητές δηλώνουν ότι «µερικές φορές» βγαίνουν (µόνοι ή µε φίλους), αισθάνονται αποµονωµένοι, νιώθουν ανασφάλεια, θυµώνουν εύκολα, επικοινωνούν εύκολα µε τους γύρω τους, πιστεύουν πως έχουν τις ίδιες ικανότητες µε τους συνοµηλίκους τους και πιστεύουν ότι οι άλλοι τους συµπαθούν. Επίσης, συνήθως συζητούν τα προβλήµατά τους µε τους γονείς τους, τα αδέρφια τους και τους φίλους τους. Επιπλέον, «σπάνια» ή «µερικές φορές» αποµονώνονται από τα άτοµα του περιβάλλοντός τους, θέλουν να φύγουν µακριά από το σπίτι τους, καβγαδίζουν µε τους δικούς τους και συζητούν µε τους δασκάλους τους. Τέλος, δεν εκδηλώνουν επιθετική συµπεριφορά σε ξένη ιδιοκτησία ή στον εαυτό τους και δεν καταναλώνουν αλκοόλ σε αγχογόνες καταστάσεις. Όσον αφορά την έκταση της χρήσης, διαπιστώσαµε ότι ο µέσος µαθητής δεν έχει καπνίσει και κάνει χρήση αλκοόλ ποτέ στη διάρκεια της ζωής του, δε σκοπεύει να καπνίσει όταν µεγαλώσει, ενώ δεν είναι σίγουρος αν θα κάνει χρήση αλκοόλ ενήλικας. Επιπλέον, κανένα παιδί, εκτός από πολύ µεµονωµένες περιπτώσεις, δεν έχει δοκιµάσει µέχρι τώρα ναρκωτικές ουσίες και όλοι οι µαθητές δήλωσαν τη δυσαρέσκειά τους µε τη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Μελετήσαµε τους παράγοντες που επηρεάζουν τη χρήση όπως το σχολείο, την οικογένεια, τους φίλους, την προσωπικότητα και την οικονοµική κατάσταση των µαθητών του δείγµατός µας. )ιαπιστώσαµε ότι ο ρόλος των φίλων, της οικογένειας, η χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών από αδέρφια και φίλους και το φύλο (αγόρια), ήταν καθοριστικοί παράγοντες για τη χρήση των ίδιων των εναγοµένων. 255 446 369 Society and state structures in the Balkan Peninsula (13th-15th century) Κοινωνία και κρατικές δομές στη Βαλκανική Χερσόνησο (13ος-15ος αι.) The historical analysis of the spatio-temporal characteristics of the late-medieval Christian state formations and the structural social particulars of Bulgaria and Serbia in the Peninsula of Aimos, being the objective of this dissertation, is approached by means of a critical research of the evolution of the pivotal phenomenon of their fragmentation in its four main dimensions, namely the political, economic, social and ideological one –an approach that has not engaged the respective research in a comparative manner. In parallel to them, the diplomatic, geopolitical, military and ecclesiastical conjunctions, which instigated the emergence of the two influential local hegemonic powers (the Bulgarian Asenids and the Serbian Nemanjids), are analyzed in Part A: The different types of powers (political –aristocratic/ noble–, military, economic and ecclesiastical) assigned to each prominent representative of the said rising families or to rival social groups, when allied with the orthodox Byzantine Empire or the Roman Catholic forces, showcased, from the 12th c. onwards, the local forces’ crucial involvement in the power grid of the period under analysis as well as the conditions under which the new type of local control was exercised in claimed or occupied lands of strategic and economic importance.On the basis of the said new conditions of social formation and competition, in Part B, the structures and agents of the new or newer powers that emerged locally are examined synchronically and diachronically until the 15th century, along with the means used by the former and the secular or ecclesiastical relations that imposed and/or stabilized them –namely, the constituents of the state in the Middle Ages. Thus, the rationale of the broader system in which the said loci of power emerged and were even maintained occasionally, despite their dispersion and/or weakening, is deciphered. The translation and mapping of ostensibly miscellaneous contemporary Byzantine, Latin, Bulgarian, Serbian and Russian sources shed light on both the details of the afore-described advanced framework and the conditions of its entanglement with the ongoing Islamic invasion, which was based on the pre-existing fragmentation while intensifying it. Despite the sources’ morphological segregation by genres (chronicles, decrees, canons, hagiographies, coins, monumental depictions, etc.) and their loading with symbolisms and idealized or redefined sequences of events, their conjoint examination proved them to be the initial recast of a specific orthodox, state ideology, at the command of the aforementioned representatives, relatives and allies. Through the latter and using exemplary cases, in Part C, the way the characteristics of the fragmented powers were enshrined in the dominant model is illustrated along with the fact that it resulted in the preservation of a wider unified historical and ideological framework in the Byzantine-Slavic world. Η ιστορική έρευνα των χωρο-χρονικών ιδιαιτεροτήτων των υστερο-μεσαιωνικών χριστιανικών κρατικών σχηματισμών και των δομικών κοινωνικών ιδιαιτεροτήτων της Βουλγαρίας και Σερβίας στη Χερσόνησο του Αίμου, ως στόχος της παρούσας διατριβής, προσεγγίστηκε μέσω της κριτικής διερεύνησης της εξέλιξης του κεντρικής σημασίας φαινομένου του κερματισμού τους στις τέσσερις βασικές του διαστάσεις, πολιτική, οικονομική, κοινωνική και ιδεολογική –οπτική που δεν έχει απασχολήσει την έρευνα συγκριτικά. Παράλληλα με αυτές, στο Α΄ Μέρος εξετάζονται οι διπλωματικές, γεωπολιτικές, στρατιωτικές κι εκκλησιαστικές συγκυρίες που προκάλεσαν την ανάδειξη των δυο ισχυρότερων τοπικών ηγεμονικών δυνάμεων (βούλγαροι Ασέν και σέρβοι Νεμάνια): Οι διαφορετικοί τύποι εξουσιών (πολιτική –ευγένειας/ αριστοκρατική–, στρατιωτική, οικονομική και εκκλησιαστική) που ανατίθεντο σε κάθε σημαίνοντα εκπρόσωπο των ανερχόμενων δυναστειών ή σε αντίπαλες κοινωνικές ομάδες όταν συμμαχούσαν με την ορθόδοξη βυζαντινή αυτοκρατορία ή τις ρωμαιοκαθολικές δυνάμεις, ανέδειξαν, από το 12ο αι., την καταλυτική εμπλοκή των τοπικών δυνάμεων στο πλέγμα εξουσιών της περιόδου και τους όρους άσκησης του νέου τύπου (τοπικού ή μη) ελέγχου σε διεκδικούμενες ή κατεχόμενες θέσεις με στρατηγική και οικονομική σημασία.Βάσει των νέων αυτών όρων κοινωνικής συγκρότησης και ανταγωνισμού, στο Β΄ Μέρος εξετάζονται, στη συγχρονία και τη διαχρονία έως το 15ο αι., οι επιμέρους δομές και φορείς των νέων ή νεότερων εξουσιών που προέκυπταν τοπικά, τα μέσα που χρησιμοποίησαν και οι κοσμικές ή εκκλησιαστικές σχέσεις που τις επέβαλαν ή/και σταθεροποίησαν –ό,τι αποτελεί στο μεσαίωνα το κράτος. Αποκρυπτογραφείται έτσι η λογική του ευρύτερου συστήματος εντός του οποίου αναδεικνύονταν και ενίοτε συντηρούνταν οι εν λόγω εστίες, παρά τη διασπορά ή/και αποδυνάμωσή τους. Οι λεπτομέρειες του εξελιγμένου αυτού πλαισίου και οι συνθήκες διαπλοκής του με την εν ροή ισλαμική επέλαση, που στηρίχτηκε στην προϋπάρχουσα διάσπαση εντείνοντάς τη, φωτίζονται με τη μετάφραση και χαρτογράφηση φαινομενικά ετερόκλητων σύγχρονων βυζαντινών, λατινικών, βουλγαρικών, σερβικών και ρωσικών αφηγήσεων. Παρά τη μορφολογική διατύπωσή τους κατά είδη (χρονογραφίες, διατάγματα, κανόνες, αγιογραφίες, νομίσματα, μνημειακές απεικονίσεις κ.ά.) και τη φόρτισή τους με συμβολισμούς και ιδεατές ή αναπροσδιορισμένες αλληλουχίες συμβάντων, η συνεξέτασή τους απέδειξε ότι αποτέλεσαν πρώτες (επ)αναδιατυπώσεις συγκεκριμένης ορθόδοξης κρατικής ιδεολογίας, κατ’ εντολή των αναφερθέντων εκπροσώπων, συγγενών και συμμάχων. Μέσω και αυτής, στο Γ΄ Μέρος, επεξηγείται παραδειγματικά πως τα χαρακτηριστικά των κερματισμένων εξουσιών, έχοντας εγκολπωθεί στο κυρίαρχο μοντέλο, επέτρεψαν τη διατήρηση ευρύτερου ενιαίου ιστορικού και ιδεολογικού πλαισίου στο βυζαντινο-σλαβικό κόσμο. 256 534 494 The use of greek myths, from the perspective of alchemy, in the art of Northern and Central Italy Η χρήση των ελληνικών μύθων, υπό το πρίσμα της αλχημείας, στην τέχνη της Βόρειας και Κεντρικής Ιταλίας The dissertation focuses on the interpretation of artworks with mythological subjects created for alchemical environments, that is, for environments related to the pre-scientific state of chemistry, in 16th century Northern and Central Italy. The research question relates to the survival of mythology and the transformation of myth in new environments and examines whether the iconography of mythology can be used as a tool for depicting alchemy. By extension, what do we mean when we say that a work that contains an identifiable mythological form is alchemical and essentially how is the iconography of mythology re-used and redefined within technology and innovation environments that do not have an established iconography as a language of expression for visualization of technical procedures and formulations. The aim of the dissertation is to examine the subject as an autonomous category of visual artworks, to review already known alchemical works on the basis of new interpretations and understandings of specific alchemical concepts, and further to include new artworks in this category based on specific parameters that are defined in the introduction of the thesis. The first part deals with the theoretical framework and is formed on the basis of the relationships between alchemy, patronage and mythology. Central to the study is the management and restructuring of the concept of knowledge from the end of the 15th century and especially during the 16th century, with the following key research fields: a. the development of knowledge in the extracurricular spaces of the Courts and informal Academies, b. the redefinition of the concepts of virtuosità and curiosità, c. the reconstruction and enrichment of the mythological corpus in the 16th century Italian area. In parallel, aspects of the Mannerism phenomenon, which is related to the majority of the artworks under consideration, are examined, especially the element of complexity in form and content, which stimulates the mental limits of the viewers and reflects the notion of knowledge at the level of visual arts. The first part concludes with the study of alchemical and non-alchemical literary sources (c. 1450-1600), that link mythology with alchemy and act as the theoretical background for the creation of visual artworks with a mythological theme and alchemy content. The second part of the thesis (structured in three chapters) examines specific visual artworks and the visual rendering of myth and mythological form. The works under consideration are categorised on the basis of a multidisciplinary approach of the subject and with reference to the findings of the history of alchemy. In conclusion, it is assumed that the majority of mythological forms embody a knowledge image (sapientiae imago). As for the visual rendering of the mythological episode or the form, we observe that a. either a mythological episode known from the iconography or the literature is adopted, with a shift in meaning towards the subject of alchemy, b. or the myth or the external features of the mythological form is changed, always in relation to the classical sources. The above conclusions demonstrate the different uses and ways of depicting Greek mythology within specific experimental environments that indicate the transition to science in different and unexpected ways. Αντικείμενο της διατριβής είναι η ερμηνεία εικαστικών έργων με μυθολογικό θέμα, φιλοτεχνημένων για αλχημικά περιβάλλοντα, δηλαδή για περιβάλλοντα που σχετίζονται με την προεπιστημονική κατάσταση της χημείας, στη Βόρεια και Κεντρική Ιταλία του 16ου αιώνα. Το ερευνητικό ερώτημα σχετίζεται με τις επιβιώσεις της μυθολογίας και τη μεταλλαγή του μύθου μέσα σε νέα περιβάλλοντα και με το αν η εικονογραφία της μυθολογίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο απεικόνισης της αλχημείας. Κατ’ επέκταση, τί εννοούμε όταν λέμε ότι ένα έργο, που περιέχει μια αναγνωρίσιμη μυθολογική μορφή, είναι αλχημικό και ουσιαστικά πώς επαναχρησιμοποιείται και επανανοηματοδοτείται η εικονογραφία της μυθολογίας μέσα σε περιβάλλοντα τεχνολογίας και καινοτομίας, που δεν έχουν μια καθιερωμένη εικονογραφία, ως γλώσσα έκφρασης για την απεικόνιση τεχνικών διαδικασιών και σκευασμάτων. Στόχος της διατριβής είναι η εξέταση του θέματος ως μιας αυτόνομης κατηγορίας εικαστικών έργων, η επανεξέταση ήδη γνωστών αλχημικών έργων με βάση νέες ερμηνείες και νοηματοδοτήσεις συγκεκριμένων αλχημικών εννοιών, αλλά και η ένταξη νέων έργων σε αυτή την κατηγορία, βάσει συγκεκριμένων παραμέτρων που ορίζονται στην εισαγωγή της εργασίας. Το πρώτο μέρος αφορά στο θεωρητικό πλαίσιο και διαμορφώνεται βάσει των σχέσεων μεταξύ αλχημείας, πατρωνίας και μυθολογίας. Ως κεντρικός άξονας εργασίας χρησιμοποιείται η διαχείριση και η αναδιάρθρωση της έννοιας της γνώσης από τα τέλη του 15ου και κυρίως στον 16ο αιώνα, με βασικά πεδία έρευνας: α. την ανάπτυξη της γνώσης στους εξωπανεπιστημιακούς χώρους των Αυλών και των άτυπων Ακαδημιών, β. την ανανοηματοδότηση των εννοιών της virtuosità και της curiosità, γ. την ανασύνταξη και τον εμπλουτισμό του μυθολογικού corpus στον ιταλικό χώρο του 16ου αιώνα. Παράλληλα, εξετάζονται πτυχές του φαινομένου του Μανιερισμού, ο οποίος σχετίζεται με την πλειονότητα των εξεταζόμενων έργων, και κυρίως το στοιχείο της πολυπλοκότητας στη μορφή και στο περιεχόμενο, που διεγείρει τα διανοητικά όρια των θεατών και αντανακλά την έννοια της γνώσης σε εικαστικό επίπεδο. Το πρώτο μέρος ολοκληρώνεται με τη μελέτη αλχημικών και μη αλχημικών λογοτεχνικών πηγών (π. 1450-1600), που συνδέουν τη μυθολογία με την αλχημεία και λειτουργούν ως θεωρητικό υπόβαθρο για τη δημιουργία εικαστικών έργων με μυθολογικό θέμα και αλχημικό περιεχόμενο. Το δεύτερο μέρος της διατριβής (το οποίο δομείται σε τρία κεφάλαια) αφορά στην εξέταση συγκεκριμένων εικαστικών έργων και στην εικαστική απόδοση του μύθου και της μυθολογικής μορφής. Τα εξεταζόμενα έργα κατηγοριοποιούνται βάσει της διεπιστημονικής προσέγγισης του θέματος και με την αξιοποίηση των πορισμάτων της ιστορίας της αλχημείας. Συμπερασματικά, διαπιστώνεται ότι η πλειονότητα των μυθολογικών μορφών ενσαρκώνει μια εικόνα γνώσης (sapientiae imago). Ως προς την εικαστική απόδοση του μυθολογικού επεισοδίου ή της μορφής παρατηρούμε ότι α. είτε υιοθετείται ένα γνωστό από την εικονογραφία ή τη λογοτεχνία επεισόδιο ενός μύθου, με νοηματική μετατόπιση προς το αντικείμενο της αλχημείας, β. είτε ότι μεταπλάθεται ο μύθος ή τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της μυθολογικής μορφής, πάντα σε σχέση με τις κλασικές πηγές. Τα παραπάνω συμπεράσματα αποδεικνύουν τις διαφορετικές χρήσεις και τους τρόπους απεικόνισης της ελληνικής μυθολογίας, μέσα σε συγκεκριμένα πειραματικά περιβάλλοντα, που νοηματοδοτούν με διαφορετικό και απροσδόκητο τρόπο τη μετάβαση προς την επιστήμη. 257 358 425 Development of a methodology for evaluating the structural integrity of reinforced concrete elements and other building materials Ανάπτυξη μεθοδολογίας για την αξιολόγηση της δομικής ακεραιότητας στοιχείων από οπλισμένο σκυρόδεμα και άλλα δομικά υλικά Concrete structures are the basis of contemporary technical civilization. They support transportation, storage of goods and shelter humans in large numbers. Despite their endurance, they have ceased to be considered as maintenance-free. They are subject to long- term loading due to own weight, dynamic loading scenarios including earthquakes, as well as environmental degradation. Concrete structures need to undergo inspection and evaluation of their health condition while proper maintenance actions should be proposed. In order to prolong their useful life span, a robust monitoring methodology should be applied. The first and basic information is extracted from visual inspection. However, this concerns only the surface distress indications. Defects may start to grow from the interior and therefore, an assessment based solely on visual observation would not be complete. Among monitoring methodologies that assess the full volume of the structure, acoustic emission (AE) has started to be applied in a wide basis. AE is a passive n on de s t ru c t iv e e v a lu a t io n (NDE) technique that offers specific advantages like real time monitoring of defects propagation, which enables to characterize the critical moments of the structure in relation to the applied operational load. The objective of this thesis is the development and application of a novel methodology with NDE techniques, especially acoustic emission (AE) and ultrasonic (Ultrasound Pulse Velocity UPV), for the evaluation and monitoring of induced damage in the elements of the structure. The prediction of the remaining life of a structure can be assisted by the characterization of the current cracking mode. Usually, tensile phenomena precede shear fracture. Due to the different movement of the crack sides according to the dominant mode, the emitted elastic energy possesses waveforms with different characteristics. These are captured by acoustic emission sensors and analyzed for their frequency content and waveform parameters. Therefore, identification of the mode of fracture in building materials using elastic wave methods has been achieved. Finally, an innovative methodology for damage investigation cement-based structural elemens, using elastic wave approaches has been developed. Οι κατασκευές από Σκυρόδεμα αποτελούν τη βάση του σύγχρονου τεχνικού πολιτισμού. Υποστηρίζουν τις συγκοινωνίες, την αποθήκευση πρώτων υλών και προϊόντων και προσφέρουν κατάλυμα σε ανθρώπους σε ευρεία κλίμακα. Η άποψη ότι οι κατασκευές από οπλισμένο σκυρόδεμα παρουσιάζουν υψηλή ανθεκτικότητα στο χρόνο έχει εγκαταλειφθεί προ πολλού. Είναι κατασκευές οι οποίες υπόκεινται σε συνθέτες καταπονήσεις λόγω: μακροχρόνιας φόρτισης από το ίδιο βάρος, δυναμικών σεναρίων φόρτισης συμπεριλαμβανομένων των σεισμών, καθώς και υποβάθμισης της δομικής ακεραιότητας λόγω περιβαλλοντικών συνθηκών. Οι κατασκευές από σκυρόδεμα πρέπει να υποβάλλονται σε επιθεώρηση και αξιολόγηση της κατάστασης της δομικής τους ακεραιότητας, ενώ θα πρέπει παράλληλα να προτείνονται κατάλληλες ενέργειες συντήρησης. Για να παραταθεί η ωφέλιμη διάρκεια ζωής τους, θα πρέπει να εφαρμόζεται μια αξιόπιστη μεθοδολογία παρακολούθησης της εναπομένουσας αντοχής και γενικότερα της δομικής ακεραιότητας των επιμέρους δομικών στοιχείων. Αρχικά βασικές πληροφορίες της μηχανικής τους απόδοσης εξάγονται από την οπτική επιθεώρηση, ωστόσο, αυτές αφορούν μόνο τις επιφανειακές ενδείξεις αποσάθρωσης και αστοχιών. Οι βλάβες μπορεί να ξεκινούν την εμφάνιση τους από το εσωτερικό του εκάστοτε δομικού στοιχείου για το λόγο αυτό και η αξιολόγηση της δομικής ακεραιότητας που βασίζεται μόνο στην οπτική επιθεώρηση είναι ατελής και πρόχειρη. Η ακουστική εκπομπή (ΑΕ) είναι εκείνη από τις μεθοδολογίες μη καταστρεπτικού ελέγχου που αξιολογούν τον πλήρη όγκο της δομής, η οποία έχει αρχίσει να εφαρμόζεται σε ευρεία βάση. Η (ΑΕ) είναι μια παθητική τεχνική μη καταστροφικής αξιολόγησης (NDE), που προσφέρει ιδιαίτερα πλεονεκτήματα, όπως η σε πραγματικό χρόνο παρακολούθηση της προόδου της βλάβης, η οποία είναι σε θέση να επιτρέπει τον χαρακτηρισμό του κρίσιμου χρόνου για την δομή σε σχέση με το εφαρμοζόμενο λειτουργικό φορτίο. Ο στόχος της παρούσας διατριβής είναι η ανάπτυξη και εφαρμογή μιας νέας μεθοδολογίας συνδυασμού τεχνικών NDE, ειδικότερα της ακουστικής εκπομπής (ΑΕ) και των υπερήχων (Ultrasound Pulse Velocity UPV), για την αξιολόγηση και την παρακολούθηση της βλάβης που προκαλείται στα στοιχεία της δομής. Η πρόβλεψη της υπολειπόμενης διάρκειας ζωής μιας δομής επικουρείται από τον 11 χαρακτηρισμό του είδους θραύσης. Ανάλογα με τον τύπο θραύσης παρατηρείται διαφορετική κίνηση των πλευρών της ρωγμής κατά την δημιουργία της βλάβης, με συνέπεια η ελαστική ενέργεια που εκπέμπεται να παράγει κυματομορφές με διαφορετικά χαρακτηριστικά, οι οποίες καταγράφονται από τους αισθητήρες ακουστικής εκπομπής και αναλύονται ως προς την συχνότητά καθώς και άλλες παραμέτρους. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται ο προσδιορισμός του είδους θραύσης στα δομικά υλικά, χρησιμοποιώντας ελαστικές κυματικές μεθόδους. Τέλος, αναπτύσσεται μια καινοτόμος μεθοδολογία για τη διερεύνηση της βλάβης (τεχνητή και φυσική) σε δομικά στοιχεία με βάση το τσιμέντο, χρησιμοποιώντας ελαστικές κυματικές μη καταστρεπτικές μεθόδους. 258 174 123 A TOTAL OF 1594 CONSECUTIVE WOMEN AGED FROM 17 TO 45 YR., WERE STUDIED DURING THE FIRST POSTPARTUM WEEK. A QUESTIONNAIRE DEALING WITH DATE OF THE DELIVERY, DURATION OF THE GESTATION, NUMBER OF PREVIOUS DELIVERIES, MISCARRIAGES, MOTHERWEIGHT, NEONATAL BIRTH WEIGHT AND SEX WAS COMPLETED. CLINICAL ASSESSMENT INCLUDED A DETAIL EXAMINATION OF THE THYROID GLAND. THYROID PEROXIDASE ANTIBODIES (TPOAB), AND THYROGLOBULIN ANTIBODIES (TGAB), WERE MEASURED BY PASSIVE HAEMAGLUTINATION IN ALL POSTPARTUM WOMEN. POSITIVE ANTIBODIES WERE DETECTED IN 5,21%. WOMEN WITH POSITIVE TPOAB TITLES WERE SCHEDULED TO FOLLOW UP EVERY 3 MONTHS DURING THE FIRST POSTPARTUM YEAR. FOLLOW UP INCLUDED PHYSICAL EXAMINATION, DETERMINATION OF TPOAB AND TGAB AND MEASUREMENT OF FT4 AND TSH BY IMMUNOENZYMIC ASSAY (ELISA). FROM 74 WOMEN WITH POSITIVE TPOAB TITLES, 38 WOMEN DEVELOPED POSTPARTUM THYROIDITIS, 3 HAD GRAVES DISEASE WHILE THE REST 33 WOMEN REMAINED EUTHYROID DURING THE STUDY PERIOD. 7 POSTPARTUM WOMEN DEVELOPED TRANSIENT HYPERTHYROIDISM, 16 DEVELOPED TRANSIENT HYPERTHYROIDISM FOLLOWED BY HYPOTHYROIDISM, 16 DEVELOPED TRANSIENT HYPERTHYROIDISM FOLLOWED BY HYPOTHYROIDISMAND 15 WOMEN DEVELOPED ONLY HYPOTHYROIDISM. PERMANENT HYPOTHYROIDISM OCCUREDIN 8 POSTPARTUM WOMEN (21%). ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΑΝ 1594 ΛΕΧΩΙΔΕΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΑΠΟ 17 ΕΩΣ 45 ΕΤΩΝ ΤΗΝ 1Η ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΤΟΚΕΤΟ. Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΠΕΡΙΕΛΑΜΒΑΝΕ ΤΗ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΕΙΔΙΚΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΙΔΟΣ ΤΟΥ ΤΟΚΕΤΟΥ, ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΚΥΗΣΗΣ, ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΒΑΡΟΣ ΝΕΟΓΝΟΥ, ΑΡΙΘΜΟ ΚΥΗΣΕΩΝ, ΑΠΟΒΟΛΩΝ Η ΕΚΤΡΩΣΕΩΝ, ΒΑΡΟΣ ΛΕΧΩΙΔΟΣ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΑΤΟΜΙΚΟΚΑΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ. ΕΓΙΝΕ ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΑΝΤΙΘΥΡΕΟΕΙΔΙΚΩΝ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΩΝ (TPOAB ΚΑΙ TGAB) ΜΕ ΜΕΘΟΔΟ ΠΑΘΗΤΙΚΗΣ ΑΙΜΟΣΥΓΚΟΛΛΗΣΗΣ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΛΕΧΩΙΔΕΣ. ΘΕΤΙΚΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΩΝ ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΚΑΝ ΣΕ ΠΟΣΟΣΤΟ 5,21% ΤΩΝΛΕΧΩΙΔΩΝ. ΟΙ ΛΕΧΩΙΔΕΣ ΜΕ ΘΕΤΙΚΑ ΤΡΟΑB ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΑΝ ΑΝΑ 3ΜΗΝΟ ΚΑΤΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΤΟΣ ΤΗΣ ΛΟΧΕΙΑΣ ΜΕ ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ, ΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟ ΤΡΟΑB ΚΑΙ TGAB, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΩΝ FT4 ΚΑΙ TSH ΜΕ ΑΝΟΣΟΕΝΖΥΜΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟ (ELISA). ΑΠΟ ΤΙΣ 74 ΛΕΧΩΙΔΕΣ ΜΕ ΘΕΤΙΚΑ TΡOAB, ΟΙ 33 ΕΜΦΑΝΙΣΑΝ ΘΥΡΕΟΕΙΔΙΤΙΔΑ ΛΟΧΕΙΑΣ, ΟΙ 3 (ΠΕΡΙΚΟΠΗΠΕΡΙΛΗΨΗΣ) 259 286 296 Rapid economic developments and the globalization of markets have challenged the viability of many businesses. Due to the above conditions, the phenomenon of creative accounting and fraud, has taken on great proportions, affecting the reliability of financial reports and the confidence of the investors. The scandals that emerged became a new form of risk for business environment, revealing the involvement of executives and big auditing companies, causing huge financial losses. The lack of effective internal audit services, corporate governance and weaknesses in the internal control system were a major cause of fraud. Although the complete elimination of the phenomenon is impossible, the implementation of a strong system of internal audit and corporate governance is able to be a strategic choice of the company to detect and prevent it. The present study is a literature review, in which an attempt is made to investigate the existing literature regarding the contribution and the role of internal audit in detecting and preventing creative accounting and fraud. After reviewing the research papers on the subject under investigation, studies published between 2000-2020 were examined. A total of 32 studies were included in the literature review, highlighting the role of internal audit in dealing with fraud and identifying key factors that may influence the effectiveness of the internal auditor. The results of the research showed that the existence of an effective internal audit department increases the probability of detecting fraud and contribute to its prevention and detection. However, there are studies in the literature that present certain factors that affect the effectiveness of internal audit, such as professional skepticism, brainstorming on fraud issues, professional experience, knowledge, independence of internal auditor and methods of detecting and preventing fraud adopted by the business entity. Οι ραγδαίες οικονομικές εξελίξεις και η παγκοσμιοποίηση των αγορών αποτέλεσαν πρόκληση για τη βιωσιμότητα πολλών επιχειρήσεων. Λόγω των προαναφερόμενων συνθηκών το φαινόμενο της δημιουργικής λογιστικής και της απάτης έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις , πλήττοντας την αξιοπιστία των οικονομικών αναφορών και την εμπιστοσύνης του επενδυτικού κοινού. Τα σκάνδαλα που εμφανίστηκαν αποτέλεσαν μία νέα μορφή κινδύνου για το επιχειρηματικό περιβάλλον, αποκαλύπτοντας την εμπλοκή διοικητικών στελεχών και μεγάλων ελεγκτικών εταιρειών, προκαλώντας τεράστιες οικονομικές απώλειες. Η έλλειψη αποτελεσματικών υπηρεσιών εσωτερικού ελέγχου, εταιρικής διακυβέρνησης και οι αδυναμίες του συστήματος εσωτερικού ελέγχου αποτέλεσαν βασική αιτία διάπραξης απάτης. Παρόλο που η ολοκληρωτική εξάλειψη του φαινομένου είναι αδύνατη, η εφαρμογή ενός ισχυρού συστήματος εσωτερικού ελέγχου και εταιρικής διακυβέρνησης είναι ικανή να αποτελέσει μία στρατηγική επιλογή της επιχείρησης για τον εντοπισμό και την αποτροπή της. Η παρούσα διπλωματική εργασία αποτελεί μία βιβλιογραφική ανασκόπηση, στην οποία επιχειρείται η διερεύνηση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας αναφορικά με την συμβολή και το ρόλου του εσωτερικού ελέγχου στον εντοπισμό και αποτροπή της δημιουργική λογιστικής και της απάτης. Έπειτα από την ανασκόπηση ερευνητικών εργασιών, αναφορικά με το υπό διερεύνηση θέμα, εξετάστηκαν μελέτες που δημοσιεύτηκαν μεταξύ του 2000-2020. Προέκυψαν 32 έρευνες που συμπεριλήφθηκαν στην βιβλιογραφική ανασκόπηση, στις οποίες αναδεικνύεται ο ρόλος του εσωτερικού ελέγχου στην αντιμετώπιση της απάτης και αναφέρθηκαν οι βασικοί παράγοντες που δύναται να επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα του εσωτερικού ελεγκτή. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι η ύπαρξη ενός αποτελεσματικού τμήματος εσωτερικού ελέγχου αυξάνει τη πιθανότητα εντοπισμού της απάτης και συμβάλει στην πρόληψη και αποτροπή της. Ωστόσο στη βιβλιογραφία έχουν καταγραφεί μελέτες που παρουσιάζουν ορισμένους παράγοντες που επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα του εσωτερικού ελέγχου, όπως ο επαγγελματικός σκεπτικισμός, ο κατιδεασμός για θέματα σχετικά με την απάτη, η επαγγελματική εμπειρία, οι γνώσεις, η εκπαίδευση, η ανεξαρτησία του εσωτερικού ελεγκτή και οι μέθοδοι εντοπισμού και πρόληψης της απάτης που υιοθετούνται από την επιχειρηματική οντότητα 260 179 194 Η χρήση της διαφοροποιημένης διδασκαλίας σε μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες στη σχολική τάξη Differential Instruction is a teaching philosophy, which is a basic parameter in the context of intervention to students with learning disabilities. The purpose of the present study is to investigate the understanding and application of Differential Instruction principles by primary school teachers and the extent these are implemented in the teaching process. The sample of the study consisted of 301 teachers. The basic structure of the Karam Siam and Mayada Al-Natour (2016) questionnaire was used and a further scale was added to distinguish between understanding and application of the Differential Instruction principles in the school class. The findings of the study reveal discrepancies between the level of understanding and implementation of the practices of Differential Instruction, with teachers becoming more aware of understanding practices than applying them. Differences were also observed depending on the individual characteristics of teachers such as age, education, years of experience in General and Special Education and education in Differential Instruction. Finally, the main difficulties faced by teachers have been identified, which is lack of time and inadequate teacher training on aspects of Differential Instruction. Η διαφοροποιημένη διδασκαλία είναι μια φιλοσοφία διδασκαλίας, η οποία αποτελεί βασική παράμετρο στο πλαίσιο παρέμβασης μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση του επιπέδου κατανόησης και εφαρμογής πρακτικών διαφοροποιημένης διδασκαλίας σε εκπαιδευτικούς Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στη σχολική τάξη. Το δείγμα της μελέτης αποτέλεσαν 301 εκπαιδευτικοί που εργάζονται σε δημόσια σχολεία της χώρας. Ως εργαλείο για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε η βασική δομή του ερωτηματολογίου των Karam Siam και Mayada Al-Natour (2016), ενώ προστέθηκε μια ακόμα κλίμακα για τη διάκριση μεταξύ της κατανόησης και εφαρμογής της Διαφοροποιημένης Διδασκαλίας. Τα ευρήματα της μελέτης φανερώνουν ασυμφωνίες μεταξύ του επίπεδου κατανόησης και εφαρμογής των πρακτικών της διαφοροποιημένης διδασκαλίας, με τους εκπαιδευτικούς να κατανοούν σε μεγαλύτερο βαθμό τις πρακτικές διαφοροποίησης από ότι να τις εφαρμόζουν. Διαφορές παρατηρήθηκαν, επίσης, ανάλογα με τα ατομικά χαρακτηριστικά των εκπαιδευτικών όπως η ηλικία, οι σπουδές, τα έτη προϋπηρεσίας στη Γενική και Ειδική Αγωγή και η εκπαίδευση στη Διαφοροποιημένη Διδασκαλία. Τέλος, εντοπίστηκαν οι κυριότερες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι εκπαιδευτικοί, οι οποίες είναι η έλλειψη χρόνου και η ελλιπής κατάρτιση των εκπαιδευτικών σχετικά με τις πτυχές της διαφοροποιημένης διδασκαλίας. 261 348 346 Textile and attire in the European community of Ottoman Larnaca during the 18th century, through the unpublished documents of the Venice National Archive Τα υφάσματα και οι ενδυμασίες στην Ευρωπαϊκή κοινότητα της Οθωμανικής Λάρνακας του 18ου αιώνα, μέσα από τα ανέκδοτα έγγραφα του Κρατικού Αρχείου Βενετίας The Venetian-Cypriot fabric trade of the 18th century is of great importance regarding the Cypriot history of textile and attire, reflecting the social conditions of the era and outlining the social behaviors and the attitudes of the people associated with trade and social rise, while leaving space for the understanding of all the social strata of Cyprus in the 18th century. The present study is the result of a long-term archival research devoted to the textiles, objects of trade between Venice and Cyprus and to their use by the inhabitants of Larnaca in the 18th century. The research focused on the archives of Venice and on the study of the archive material of the Venetian Consulate of Cyprus (Consolato Veneto del Regno di Cipro), which is today kept in the Venice State Archive. We tried to track the fabrics' journey from production to their commerce, their distribution and their use by a particular social group revolving around the European consulates in Larnaca. The research on fabrics and garments has shown that no one is preserved in Cyprus, which certainly belongs to the 18th century, which raised the issue of research, identification and documentation in museums and garments collections beyond the Cypriot border. The historical analysis of the fashion elements of the era has led to the deepening of their technical aspects, allowing the penetration of written sources and the clarification of the relevant terms with the characteristics of the fabrics and garments, offering greater possibilities for interpretation. Based on the comparative research of the societies that used these garments and the technology they possessed, responses that corresponded to the written and pictorial testimonies of the time emerged. In this endeavor, the understanding of the 18th century in the Eastern Mediterranean, the political and economic situation of Cyprus at that time, and the role of European consulates were the prerequisite for documenting the social value of fabrics and the social use of garments manufactured by these. Το βενετο-κυπριακό εμπόριο υφασμάτων του 18ου αιώνα, αποτελεί ένα τμήμα μεγάλης σημασίας για την κυπριακή ιστορία του υφάσματος και του ενδύματος, στην οποία αντανακλώνται οι κοινωνικές συνθήκες της εποχής και σκιαγραφούνται οι κοινωνικές συμπεριφορές και οι νοοτροπίες του κόσμου που συνδέεται με το εμπόριο και την κοινωνική άνοδο, ενώ αφήνει περιθώρια για την κατανόηση όλων των κοινωνικών στρωμάτων της Κύπρου κατά τον 18ο αιώνα. Η παρούσα μελέτη είναι καρπός μιας μακροχρόνιας αρχειακής έρευνας αφιερωμένης στα υφάσματα, αντικείμενα του εμπορίου Βενετίας - Κύπρου και στη χρήση τους από τους κατοίκους της Λάρνακας τον 18ο αιώνα. Η έρευνα επικεντρώθηκε στα αρχεία της Βενετίας και στη μελέτη του αρχειακού υλικού του Βενετικού Προξενείου της Κύπρου (Consolato Veneto del Regno di Cipro) που σήμερα φυλάσσεται στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας. Επιχείρησα να παρακολουθήσω τη διαδρομή των υφασμάτων από την παραγωγή μέχρι την εμπορία τους, τη διάθεση και τη χρήση τους από μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα που περιστρεφόταν γύρω από τα ευρωπαϊκά προξενεία της Λάρνακας. Η έρευνα για τα υφάσματα και τα ενδύματα έδειξε ότι στην Κύπρο δεν σώζεται κανένα που με βεβαιότητα να ανήκει στον 18ο αιώνα, γεγονός που έθεσε το ζήτημα μιας έρευνας, ταυτοποίησης και τεκμηρίωσης στα μουσεία και τις συλλογές ενδυμάτων πέραν των κυπριακών συνόρων. Η ιστορική ανάλυση των στοιχείων της μόδας της εποχής οδήγησε στην εμβάθυνση των τεχνικών πτυχών του αντικειμένου, επιτρέποντας τη διείσδυση στις γραπτές πηγές και τη διευκρίνιση των σχετικών όρων με τα χαρακτηριστικά των υφασμάτων και των ενδυμάτων, και προσφέροντας μεγαλύτερες δυνατότητες ερμηνείας. Με βάση τη συγκριτική έρευνα των κοινωνιών που χρησιμοποίησαν αυτά τα ενδύματα και της τεχνολογίας που διέθεταν, αναδύθηκαν οι απαντήσεις που ανταποκρίνονται στις γραπτές και εικονογραφικές μαρτυρίες της εποχής. Στο εγχείρημά αυτό, η κατανόηση του 18ου αιώνα στην Ανατολική Μεσόγειο, η πολιτική και η οικονομική κατάσταση της Κύπρου την εποχή αυτή και ο ρόλος των ευρωπαϊκών προξενείων ήταν η προϋπόθεση για την τεκμηρίωση της κοινωνικής αξίας των υφασμάτων και της κοινωνικής χρήσης των ενδυμάτων που κατασκευάζονταν από αυτά. 262 18 18 Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού ως κοινωνική, παιδαγωγική και επαγγελματική αναγκαιότητα: αιτιολογημένη πρόταση από μία θεωρητική και πρακτική σκοπιά Theacher's evaluation us social, pedagogical and professional necessity: rational proposition by a theoritic and practical point of view 263 416 382 This project has been carried out in the context of the Postgraduate Programme of the Department of Plastic Arts and Sciences of Art of the University of Ioannina, in order to fulfill the MSc award requirements in the Fine Arts Direction. The purpose of the study is the presentation and theoretical support of the artwork I have created for my thesis and, specifically, the installation titled Family Remade. This installation consists of 26 patterns, of small dimensions with graphite, out of which 18 come from the revival of my family file. It is about the reformulation of the family photographic archive and about the translation from one object to another, from a photograph in a drawing with graphite. There are moments in which I myself am not present, but there is a strong emotional relationship with the memory I have inherited from the storytelling and descriptions of photos from my beloved ones. They are photos that anyone of us could have in their own family album. Among these drawings-photographs, I have added 8 additional drawings enriching the family album with images created from storytelling, pictures off the internet, objects - heirlooms, landscapes etc., namely “staged”, made pictures from today. These drawings also borrow the visual language of the photograph. The theme of the installation is the memory. What do we remember? How do we remember it? Do we all remember the same things? More specifically, what role does the family photo album play, which is essentially a personal and family “warehouse” of the memory. So this study refers to the function of memory, and highlights the use of photography as a memory “carrier”. Additionally, what is examined is the relationship between the imagination, memory and photograph, and what is analyzed is the function of the family photo album. We come to the conclusion that, how selective and misleading can the memory be, which is true even when, so-called documents – images do exist. The family photo captures moments and defines the family group, though idealizing the past due to the strongly contractual nature that a photo album has, after serving a particular narrative. The final section of the text is a detailed description of the Family Remade installation when it comes to the form, as well as the content. Therefore, the scope of this artwork is to create a new narrative, a new version of the past, “disrupting” the family photograph as a document and evidence, by blurring the boundaries between the real and the imaginary. Η παρούσα εργασία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο Μεταπτυχιακού προγράμματος του Τμήματος Πλαστικών Τεχνών και Επιστημών της Τέχνης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, για την εκπλήρωση των προϋποθέσεων απονομής Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στην κατεύθυνση Εικαστικών Τεχνών. Σκοπός της μελέτης είναι η παρουσίαση και θεωρητική υποστήριξη του εικαστικού έργου που δημιούργησα για την Διπλωματική μου Εργασία και συγκεκριμένα της εγκατάστασης με τίτλο Family Remade. Η εγκατάσταση αυτή αποτελείται από 26 σχέδια, μικρών διαστάσεων με γραφίτη, εκ των οποίων τα 18 προέρχονται από την αναβίωση του οικογενειακού μου αρχείου. Πρόκειται για την επανασύνθεση του οικογενειακού φωτογραφικού αρχείου και για τη μετάφραση από το ένα αντικείμενο στο άλλο, από μια φωτογραφία σε ένα σχέδιο με γραφίτη. Είναι στιγμές στις οποίες εγώ η ίδια δεν παρίσταμαι, αλλά υπάρχει μια ισχυρή συναισθηματική σχέση με τη μνήμη που κληρονόμησα από τις αφηγήσεις ιστοριών και περιγραφές των φωτογραφιών από στενά μου πρόσωπα. Είναι φωτογραφίες που ο καθένας μας θα μπορούσε να έχει στο δικό του οικογενειακό άλμπουμ. Ανάμεσα από αυτά τα σχέδια-φωτογραφίες έχω προσθέσει 8 επιπλέον σχέδια εμπλουτίζοντας το οικογενειακό άλμπουμ με εικόνες που έχουν δημιουργηθεί από αφηγήσεις ιστοριών, φωτογραφίες από το internet, αντικείμενα- οικογενειακά κειμήλια, τοπία κτλ., δηλαδή σκηνοθετημένες, κατασκευασμένες εικόνες από το σήμερα. Τα σχέδια αυτά επίσης δανείζονται την οπτική γλώσσα της φωτογραφίας. Το θέμα της εγκατάστασης είναι η μνήμη. Τι θυμόμαστε? Πως το θυμόμαστε? Θυμόμαστε όλοι τα ίδια πράγματα? Ποιο συγκεκριμένα τι ρόλο παίζει το οικογενειακό άλμπουμ φωτογραφιών, το οποίο ουσιαστικά αποτελεί προσωπική και οικογενειακή «αποθήκη» της μνήμης. Έτσι στην μελέτη αυτή γίνεται αναφορά στην λειτουργία της μνήμης, ενώ επισημαίνεται η χρήση της φωτογραφίας ως φορέας μνήμης. Επιπλέον εξετάζεται η σχέση φαντασίας, μνήμης και φωτογραφίας καθώς και ερευνάται η λειτουργία του οικογενειακού άλμπουμ φωτογραφιών. Καταλήγουμε στο πόσο εύθραυστη, επιλεκτική αλλά και παραπλανητική μπορεί να είναι η μνήμη, πράγμα που ισχύει ακόμα και όταν υπάρχουν υποτιθέμενα ντοκουμέντα-φωτογραφίες. Η οικογενειακή φωτογραφία αποθανατίζει στιγμές και καθορίζει την ομάδα της οικογένειας, εξιδανικεύοντας όμως το παρελθόν λόγο της έντονα συμβατικής φύσης που έχει ένα άλμπουμ φωτογραφιών αφού υπηρετεί μια συγκεκριμένη αφήγηση. Στην τελευταία ενότητα του κειμένου γίνεται αναλυτική περιγραφή της εγκατάστασης Family Remade ως προς την μορφή αλλά και το περιεχόμενο. Σκοπός λοιπόν του εικαστικού έργου είναι να δημιουργηθεί μια νέα αφήγηση, μια νέα εκδοχή για το παρελθόν, διαταράσσοντας την οικογενειακή φωτογραφία ως ντοκουμέντο και αποδεικτικό στοιχείο, καθιστώντας ασαφή τα όρια μεταξύ πραγματικού και φαντασιακού. 264 306 300 The purpose of this paper is the design of educational programs for environmental interpretation. The design is not limited only to the educational activities but also studies the ecosystems to highlight the physical characteristics that will be used by the programs. The term of environmental interpretation is introduced first. In this framework, its main characteristics, the timeless definitions as well as the principles of environmental interpretation will be mentioned. In the following chapters will be presented the techniques, the ways of organization and the guidelines for designing such programs. Also it is mentioned the difference between guided and self-guided environmental interpretation. An important part of the programs are the people who design and direct them, the environmental interpreters. The sixth chapter contains a brief description of the life and the great work of John Muir. At the end of the first part is highlighted the valuable relationship between nature and learning. In the second part of the paper are studied the characteristics of the ecosystems in which the programs will be carried out. First, are presented the natural characteristics of the river Louros as well as the flora and fauna. Particular importance is given to the very important fish fauna of the river. The ninth chapter refers to the dangerous disease that has effected the river plane trees, the Canker stain disease. The study continues for Lake Ziros where will be mentioned the fauna, the important fish fauna, the flora and the wide variety of mushrooms that exists. Finally, are given data about the temperature, soil, rainfall, humidity and geomorphology of the area. In the eleventh chapter it presented the Directive 2000/60/EC. Finally, in the third part of the paper the environmental interpretation programs are presented designed to highlight the particular natural and cultural characteristics of the areas in order to raise public awareness and action. Σκοπός αυτής της εργασίας είναι ο σχεδιασμός εκπαιδευτικών προγραμμάτων περιβαλλοντικής διερμηνείας. Ο σχεδιασμός δεν περιορίζεται μονάχα στις εκπαιδευτικές δραστηριότητες αλλά γίνεται μελέτη και των οικοσυστημάτων για την ανάδειξη των φυσικών χαρακτηριστικών που θα χρησιμοποιηθούν από τα προγράμματα. Αρχικά παρουσιάζεται ο όρος της περιβαλλοντικής διερμηνείας. Στο πλαίσιο αυτό θα αναφερθούν και τα βασικά χαρακτηρίστηκα της, οι διαχρονικοί ορισμοί καθώς και οι αρχές που τη διέπουν. Στα επόμενα κεφάλαια θα δοθούν οι τεχνικές, οι τρόποι οργάνωσης και οι κατευθυντήριες γραμμές σχεδιασμού τέτοιων προγραμμάτων. Σημειώνεται και η διαφορά μεταξύ καθοδηγούμενης και αυτοκαθοδηγούμενης περιβαλλοντικής διερμηνείας. Σημαντικό μέρος των προγραμμάτων αποτελούν και οι άνθρωποι που τα σχεδιάζουν και τα κατευθύνουν, οι περιβαλλοντικοί διερμηνείς, σε αυτούς αναφέρεται το πέμπτο κεφάλαιο. Το έκτο κεφάλαιο περιέχει μια μικρή περιγραφή της ζωής και του σπουδαίου έργου του εμπνευστή της περιβαλλοντικής διερμηνείας John Muir. Στο τέλος του πρώτου μέρους αναδεικνύεται η πολύτιμη σχέση που υπάρχει μεταξύ φύσης και μάθησης. Στο δεύτερο μέρος της παρούσας εργασίας γίνεται η μελέτη των χαρακτηριστικών των οικοσυστημάτων μέσα στα οποία θα πραγματοποιηθούν τα προγράμματα. Αρχικά παρουσιάζονται τα φυσικά – γεωγραφικά χαρακτηριστικά του ποταμού Λούρου καθώς και η χλωρίδα και η πανίδα. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στην πολύ σημαντική ιχθυοπανίδα του ποταμού. Το ένατο κεφάλαιο αναφέρεται στην επικίνδυνη νόσο που έχει επηρεάσει τα πλατάνια του ποταμού, το μεταχρωματικό έλκος. Η μελέτη συνεχίζεται για τη λίμνη Ζηρού όπου κι εδώ θα αναφερθούν η πανίδα, η σημαντική επίσης ιχθυοπανίδα, η χλωρίδα και η μεγάλη ποικιλία μανιταριών που υπάρχει. Τέλος δίνονται στοιχεία για τη θερμοκρασία, το έδαφος, τις βροχοπτώσεις, την υγρασία και τη γεωμορφολογία της περιοχής. Στο ενδέκατο κεφάλαιο θεωρήθηκε σημαντικό να γίνει παρουσίαση της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Τέλος, στο τρίτο μέρος της εργασίας, παρουσιάζονται τα προγράμματα περιβαλλοντικής διερμηνείας σχεδιασμένα έτσι ώστε να προβάλλουν τα ιδιαίτερα φυσικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά των περιοχών με στόχο την ευαισθητοποίηση και τη δράση των πολιτών. 265 218 259 Μετεγχειρητική έκπτωση γνωσιακών λειτουργιών μετά από επαναλαμβανόμενες αναισθησίες Goal of study: Our objective is to investigate whether repeated anesthesiawith volatile anesthetics significantly affects cognitive abilities.Material and methods: After approval of the Scientific Committee of theHospital, and a signed patient consent form were studied 46 patients aged 70,09 ± 7,1 years, who were about to undergo surgery by laparotomy. Patients wererandomly divided into two groups, group A (25 patients who have not undergoneany anesthesia) and group B (21 patients submitted to anesthesia in the last fiveyears). The patients were assessed preoperatively and postoperatively on day 8with a series of neurocognitive tests. Statistics: Mean values, standard deviations, parametric t, Wilcoxon test, Shapiro Wilk test.Results: Preoperatively, the two groups did not differ significantly from each other in terms of their basic characteristics. The Group B patients hadsignificant differences from group A patients in tests that assess the immediate and complex attention, visual attention and ability switching operations andpartially in learning and memory (Three Words - Three Shapes test in incidentalrecall test),verbal fluency was the same in both groups.Postoperatively in group B patients observed substantial differences - inthese tests as well as the Mini Mental State Examination Test(MMSE). Thisdeterioration was associated with elevated levels of depression (Beck DepressionInventory) and abnormal values (Clock Drawing Test) that evaluates dementia.Conclusion: Repeated anesthesia seems to aggravates, cognitive functionof elderly patients who will undergo surgery. ΣΚΟΠΟΣ: Σκοπός της εργασίας μας είναι να μελετήσουμε εάν η επαναλαμβανόμενη αναισθησία με πτητικά αναισθητικά επηρεάζει σημαντικά τις γνωσιακές ικανότητες του ασθενή. ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ: Μετά από έγκριση της Επιστημονικής Επιτροπής του Νοσοκομείου και ενυπόγραφη δήλωση συγκατάθεσης των ασθενών μελετήθηκαν 46 ασθενείς ηλικίας 70,09 ±7,1 έτη, που επρόκειτο να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση με λαπαροτομία. Οι ασθενείς χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες, την ομάδα Α, (25 ασθενείς που δεν έχουν υποβληθεί σε άλλη αναισθησία)και στην ομάδα Β (21 ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε αναισθησία τα τελευταία 2-5 χρόνια). Οι ασθενείς αξιολογήθηκαν προεγχειρητικά και μετεγχειρητικά την 8η ημέρα με μια σειρά νευρογνωσιακών δοκιμασιών. Στατιστική: μέσες τιμές, τυπικές αποκλίσεις, παραμετρικός έλεγχος t, Wilcoxon test, Shapiro Wilk test. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Προεγχειρητικά οι δυο ομάδες δε διέφεραν σημαντικά μεταξύ τους σε ότι αφορά τα βασικά τους χαρακτηριστικά. Οι ασθενείς της ομάδας Β είχαν σημαντικές διαφορές από τους ασθενείς της ομάδας Α στις δοκιμασίες που αξιολογούν, την άμεση και τη σύνθετη προσοχή, την οπτική προσοχή και ικανότητα εναλλαγής εργασιών και μερικώς στη μάθηση και μνήμη (Three Words - Three Shapes test στο incidental recall test), ενώ η λεκτική ευχέρεια ήταν ίδια και στις δύο ομάδες. Μετεγχειρητικά στους ασθενείς της ομάδας Β παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές - στις δοκιμασίες αυτές όπως επίσης στο MMSE (Mini MentalState Examination Test). Η επιδείνωση αυτή συνδυάστηκε με αυξημένα επίπεδα κατάθλιψης (Beck Depression Inventory) και παθολογικές τιμές του (Clock Drawing Test) που αξιολογεί την άνοια. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Η επαναλαμβανόμενη χορήγηση αναισθησίας φαίνεται να επιδεινώνει την γνωσιακή λειτουργία ηλικιωμένων ασθενών που θα υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση. 266 274 260 Melanoma, or malignant melanoma, is a malignant neoplasm originating from melanocytes of the skin. It accounts for only a small percentage of all cases of skin cancer, but it has the largest proportion of deaths and its incidence is constantly increasing. The alarming increase in the incidence of melanoma has intensified the research efforts aimed at clarifying the genetic, environmental, behavioral and phenotypic factors contributing to the pathogenesis of this disease. The introduction of new genetic techniques has led to a much better understanding of the mechanisms involved in the pathogenesis of melanoma. Melanoma is a notable example of the multifactorial development of cancer, which is dependent on mutations in the MAPK pathway, with multiple additional genetic alterations in other pathways leading to uncontrolled cell growth and avoidance apoptosis. Recently, the involvement of epigenetic agents in the pathogenesis of melanoma has been discovered, but with no complete clarification of the mechanisms. Genetic progress has made it possible to identify many relevant pathogenic events and has already led to the successful introduction of targeted therapies that represent the first effective therapeutic agents in patients with metastatic melanoma. This paper is a review of the international literature on the molecular mechanisms that lead to the creation and development of skin melanoma. The role of ultraviolet radiation, the genetic factors that affect it, and the role of epigenetic mechanisms that are involved in melanoma are mentioned. It also analyzes the stages of tumor progression and the basic pathways that are deregulated therein. Finally, there are presented the prevention methods, the clinical biomarkers used and the therapies that exist or are developed based on the above molecular mechanisms. Το μελάνωμα, ή αλλιώς κακοήθες μελάνωμα, είναι ένα κακόηθες νεόπλασμα που προέρχεται από τα μελανοκύτταρα του δέρματος. Αντιστοιχεί σε μικρό ποσοστό των συνολικών περιπτώσεων καρκίνου του δέρματος, αλλά έχει με διαφορά το μεγαλύτερο ποσοστό θανάτων και η συχνότητα εμφάνισής του αυξάνεται συνεχώς. Η ανησυχητική αύξηση της επίπτωσης του μελανώματος έχει εντείνει τις ερευνητικές προσπάθειες με στόχο την αποσαφήνιση των γενετικών, περιβαλλοντικών, συμπεριφορικών και φαινοτυπικών παραγόντων που συμβάλλουν στην παθογένεση αυτής της ασθένειας. Η εισαγωγή νέων γενετικών τεχνικών οδήγησε σε πολύ καλύτερη κατανόηση των μηχανισμών που εμπλέκονται στην παθογένεση του μελανώματος. Το μελάνωμα είναι ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα της πολυπαραγοντικής εξέλιξης του καρκίνου, που εξαρτάται από μεταλλάξεις στο μονοπάτι MAPK, με πολλαπλές πρόσθετες γενετικές αλλοιώσεις σε άλλες οδούς που οδηγούν σε ανεξέλεγκτη κυτταρική ανάπτυξη και αποφυγή απόπτωσης. Πρόσφατα ανακαλύφθηκε και η συμμετοχή επιγενετικών παραγόντων στην παθογένεση του μελανώματος, χωρίς όμως την πλήρη αποσαφήνιση των μηχανισμών. Η γενετική πρόοδος έχει καταστήσει δυνατή την αναγνώριση πολλών σχετικών παθογενετικών συμβάντων και έχει ήδη οδηγήσει στην επιτυχή εισαγωγή στοχευμένων θεραπειών που αντιπροσωπεύουν τους πρώτους αποτελεσματικούς θεραπευτικούς παράγοντες σε ασθενείς με μεταστατικό μελάνωμα. Η παρούσα εργασία αποτελεί μια ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας σχετικά με τους μοριακούς μηχανισμούς που οδηγούν στη δημιουργία και στην ανάπτυξη του δερματικού μελανώματος. Αναφέρονται ο ρόλος της υπεριώδους ακτινοβολίας, οι γενετικοί παράγοντες που επηρεάζουν, καθώς και ο ρόλος των επιγενετικών μηχανισμών που δρουν στο μελάνωμα. Επίσης αναλύονται τα στάδια της εξέλιξης του όγκου και τα βασικά μονοπάτια που απορυθμίζονται κατά αυτήν. Τέλος παρουσιάζονται οι μέθοδοι πρόληψης, οι κλινικοί βιοδείκτες που χρησιμοποιούνται και οι θεραπείες που υπάρχουν ή αναπτύσσονται βάσει των ανωτέρω μοριακών μηχανισμών. 267 210 200 Το άρθρο συζητά τη συνεισφορά του περιηγητή του Β' αι. Παυσανία στην εκ μέρους μας κατανόηση των Περσικών πολέμων του πρώιμου Ε' αι.π.Χ., και το πώς αυτοί θεωρούνταν στην εποχή του. Ο Παυσανίας, οπαδός του ιστορικού των Περσικών πολέμων Ηρόδοτου, αντικατοπτρίζει την άποψη της εποχής του ότι οι πόλεμοι αυτοί ήταν αποφασιστική καμπή στην ιστορία των Αθηνών και εξετάζει απαντήσεις στους πολέμους, συμπεριλαμβανομένων των μνημείων που χτίστηκαν σε ανάμνησή τους και των παραλληλισμών μεταξύ ιστορικών και μυθολογικών γεγονότων. Εξετάζω διαδοχικά τις αφηγήσεις του Παυσανία για τα κύρια γεγονότα των Περσικών πολέμων, δηλ. τη μάχη του Μαραθώνα (που απαθανατίστηκε, π.χ. στην Ποικίλη Στοά των Αθηνών και στους Δελφούς): τις Θερμοπύλες: την εκκένωση και τη λεηλασία των Αθηνών και τις συγκρούσεις στο Αρτεμίσιο, τη Σαλαμίνα και τις Πλαταιές. Καταλήγω εξετάζοντας τη χρήση και σύλληψη μυθολογικών προηγούμενων για τους Περσικούς πολέμους. Ιδιαίτερα συζητώ την ορθότητα των παραλληλισμών με την Αμαζονομαχία. Κλείνω σημειώνοντας ότι ο Παυσανίας αναφέρεται στους Πέρσες μία μόνο φορά σε μη πολεμικά συμφραζόμενα και ότι, όπως άλλοι συγγραφείς, τονίζει την ανωτερότητα των Ελλήνων επί των Περσών. Το τοπίο της Ελλάδας του Β ́ αι. ήταν διάσπαρτο με μνημεία σχετικά με τους Περσικούς πολέμους. Για τη γνώση τους είμαστε υπόχρεοι στον Παυσανία. This article discusses the contribution of the second-century AD traveller Pausanias to our understanding of the Persian wars of the early fifth century BC, and how they were seen in his day. Pausanias, a devotee of Herodotus, the historian of the Persian wars, reflects the feeling of his time that they were a turning-point in the history of Athens, and he discusses responses to the wars, including the monuments built to commemorate them and the parallels between historical and mythological events. I examine successively Pausanias' accounts of the main events of the Persian wars, namely the battle of Marathon (which was commemorated, for example, in the Painted Stoa at Athens and in Delphi); Thermopylae; the evacuation and sack of Athens; and the battles of Artemision, Salamis and Plataea. I conclude by considering the use and perception of mythological precedents for the Persian wars. In particular, I discuss the validity of parallels with the Amazonomachy. I conclude by noting that only once does Pausanias refer to Persians in a non-military context, and that, like other writers, he stresses the superiority of the Greeks over the Persians. The landscape of second-century AD Greece was scattered with monuments relating to the Persian wars. For our knowledge of that, we are indebted to Pausanias. 268 269 258 The current project reviews some ethical issues of Bioscience from a philosophical point of view. Bioethics was created because of a necessity and it was asked to set up a special field that would determine the ethical rules of practicing Bioethics and their technologies in the new technoscientific era. It was also formed as an interdisciplinary research which consisted of the above scientific fields: Biology, Medicine, Law, Sociology, History, Theology and Philosophy. However, it was not just a form of inclusiveness but by seeking the formation of a united interdisciplinary field, it sought common ethical rules. Bioethics followed a methodology for the constitution of a field which is consistent with the process of formation a discipline as long as the issues were defined according to the commonly accepted principles and under a unified theory as far as possible. Therefore, it was absolutely necessary to combine different methods which allow the transition from the problems to their solutions. Bioethics is mainly based on normative theories which construct the frame of making an ethical decision and on the utilitarian and deontological theory. However, moral life varies to such an extent that no theory can support these claims. If we really want people to join common ethics, we must acknowledge the four basic values which consists the foundation of Bioethics. These are the value of autonomy, the value of no harm, the value of utility and the value of justice. In order for these meanings to have coherence, we must firstly define the ontological limits of a human person and then to clarify the ethical limits between the private and public life. Η παρούσα εργασία επανεξετάζει ορισμένα ζητήματα της ηθικής των Βιοεπιστημών από φιλοσοφική σκοπιά. Η Βιοηθική δημιουργήθηκε ως αναγκαιότητα και κλήθηκε να συγκροτηθεί ως ένας κλάδος που θα όριζε τους ηθικούς κανόνες της πρακτικής των Βιοεπιστημών και των τεχνολογιών τους στη νέα εποχή της τεχνοεπιστήμης. Διαμορφώθηκε ως διακλαδική έρευνα αποτελούμενη από τα επιστημονικά πεδία της Βιολογίας, της Ιατρικής, της Νομικής, της Κοινωνιολογίας, της Ιστορίας, της Θεολογίας και της Φιλοσοφίας. Εντούτοις, δεν αποτέλεσε απλώς μια μορφή πολυσυλλεκτικότητας, αλλά επιδιώκοντας τη διαμόρφωση ενός ενιαίου διεπιστημονικού πεδίου αναζήτησε κοινούς κανόνες ηθικής δεοντολογίας. Η μεθοδολογία που ακολούθησε η Βιοηθική για τη συγκρότησή της ως κλάδου συνάδει με τη διαδικασία διαμόρφωσης μιας πειθαρχίας (discipline), εφόσον τα ζητήματά της καθορίστηκαν με αναφορά σε κοινά αποδεκτές αρχές μιας, κατά το δυνατόν, ενοποιημένης θεωρίας, ενώ κρίθηκε αναγκαία η σύνθεση διαφορετικών μεθόδων που να επιτρέπουν τη μετάβαση από τα προβλήματα στις λύσεις τους. Η Βιοηθική στηρίζεται κυρίως σε κανονιστικές θεωρίες, οι οποίες δομούν το πλαίσιο λήψης μιας ηθικής απόφασης, και κυρίως στη θεωρία του ωφελιμισμού και της δεοντοκρατίας. Ωστόσο, η ηθική ζωή ποικίλει σε τέτοιο βαθμό που καμία θεωρία δεν μπορεί να σταθεί επάξια των απαιτήσεών της. Προκειμένου οι άνθρωποι να μπορούν να συμμετέχουν σε μια κοινή ηθική αναγνωρίζονται τέσσερις βασικές αξίες, οι οποίες αποτελούν το θεμέλιο της Βιοηθικής. Πρόκειται για την αξία της αυτονομίας, της αβλάβειας, της ωφέλειας και της δικαιοσύνης. Για να βρίσκουν μια συνεκτική εννοιολόγηση αυτές οι αρχές θα πρέπει πρώτα να οριστούν τα οντολογικά όρια του ατόμου και του ηθικού προσώπου και, στη συνέχεια, να διασαφηνιστούν τα ηθικά όρια μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου βίου. 269 195 193 The children's literature in its course was transformed and followed different directions and movements. Deeply affected by the social and political developments of the country, as a genre of literaturebegan to stand out in the Age of Enlightenment, but it was not yet an autonomous and distinct part of literature. Children's literature has not been studied sufficiently in Serbia and that’s why it represents an interesting topic for researches. This paper focuses on children's literature in Serbia, its course and historical evolution. Current book publishing and the main themes of children's literature in Serbia were also studied. More specifically, this paper studies the views and ideas of the participants regarding the thematic and production of children's books in Serbia. The qualitative method was used and the semi-structured interview was selected as a research tool. Our research has shown that today the basic thematic axes in the field of children's literature concern everyday family relationships, school life, overcoming fears, friendships, and taboo issues such as death, divorce, illness, sexuality. . At the same time, it is also written about contemporary problems and issues of general interest in order to raise and educate children through literary texts. Η παιδική λογοτεχνία στη Σερβία στην πορεία της μεταμορφωνόταν και ακολουθούσε διαφορετικές κατευθύνσεις και κινήματα. Επηρεασμένη βαθιά από τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις της χώρας, σαν είδος της λογοτεχνίας άρχισε να ξεχωρίζει κατά την εποχή του Διαφωτισμού, αλλά δεν αποτελούσε ακόμα ένα αυτόνομο και ξεχωριστό κλάδο της λογοτεχνίας. Ο τομές της παιδικής λογοτεχνίας δεν μελετήθηκε αρκετά στη Σερβία και αποτελεί πάντα ένα επίκαιρο θέμα προς μελέτη. Η παρούσα εργασία επικεντρώνεται στην πορεία και την ιστορική εξέλιξη της παιδικής λογοτεχνίας στη Σερβία. Επίσης, ερευνώνται η σύγχρονη παραγωγή και οι βασικοί θεματικοί άξονες της παιδικής λογοτεχνίας στη Σερβία. Στο δεύτερο μέρος μελετώνται οι απόψεις και ιδέες των συμμετεχόντων αναφορικά με την σύγχρονη θεματική και δημιουργία παιδικών βιβλίων στη Σερβία. Έγινε χρήση της ποιοτικής μεθόδου και επιλέχθηκε η ημιδομημένη συνέντευξη ως ερευνητικό εργαλείο. Από την έρευνά μας προέκυψε ότι σήμερα οι βασικοί θεματικοί άξονες στον τομέα της παιδικής λογοτεχνίας αφορούν καθημερινές οικογενειακές σχέσεις, σχολική ζωή, υπερνίκηση φόβων, φιλίες, αλλά και τα θέματα «ταμπού» όπως είναι θάνατος, διαζύγιο, ασθένειες, σεξουαλικότητα... Παράλληλα, η θεματική των παιδικών λογοτεχνικών κειμένων αφορά, επίσης, τα σύγχρονα προβλήματα και θέματα γενικού ενδιαφέροντος με σκοπό να μεγαλώσουν και εκπαιδευτούν τα παιδιά μέσω λογοτεχνικών κειμένων. 270 12 11 Declaring competing interests - Types of competing interests would be of interest Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Σχολή Επιστημών και Τεχνολογιών. Τμήμα Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών 271 9 13 Staging of Παλαιαί Τραγωδίαι in relation to Menander's audience.pdf Δωδώνη : επιστημονική επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων; Τόμ. 3 (1974) 272 333 321 Μπεϋζιανές μέθοδοι ανάλυσης και επεξεργασίας βιοϊατρικού σήματος και εικόνας Τhis thesis is focused on the study and the development of intelligent methods for the processing of biomedical signal and image. Biomedical signals belong to the class of sequential data, i.e. data that are evolved in time or space. Their structure is complex and can be obtained in serial or batch mode. Finally, biomedical signals contain hidden characteristics and their detection constitutes a difficult task. All the above properties although bring some serious obstacles during the study of these signals, are issues of great research interest and challenges, in the sense of becoming the seeds of building effective and innovative mechanisms and tools for biomedical data analysis. Moreover, the necessity of these methods is further amplified with the fact that biomedical signals belongs to the kind of data from the real world applications. Under these prism, analyzing these pieces of information may significantly affect the human life, improve the understanding of the human body, as well as may become a light to the discovery of new perceptions and achievements within the medical world. The scope of this thesis is to study and present powerful statistical models that incorporate various interesting properties of biomedical signals, such as spatial and temporal correlations between, their time-varying nature, and their environment, in order to achieve the improvement of the fidelity of analysis and the decision making procedure. A desired feature of the models that are presented thought this thesis is to describe the signal with a single and less complex, but powerful and efficient, formulation in a way of increasing their generalization capabilities. One such representation is the sparse representation, which constitutes a modern tendency to the statistical data analysis community with many applications to several others fields, such the Biomedical Engineering, Biology, Machine Learning etc. Variations of the generalized linear regression model and the state - space models, such as the Kalman Filter, are the main stochastic models that are presented for analyzing electroencephalograms, and time series from the heart and from functional Magnetic Resonance Imaging. Η παρούσα διατριβή εστιάζεται στην μελέτη και ανάπτυξη ευφυών μεθόδων επεξεργασίας βιοϊατρικού σημάτος και εικόνας. Τα βιοϊατρικά σήματα που αναλύονται ανήκουν στην περιοχή των χρονικά μεταβαλλόμενα δεδομένων καθώς αποτελούν ακολουθίες τιμων στο χρόνο. Η δομή τους είναι πολύπλοκη και μη ευδιάκριτη, ενώ μπορεί να εμφανίζονται σειριακά ή μαζικά. Τέλος, τα βιοϊατρικά σήματα περιέχουν κρυμμένα χαρακτηριστικά και η ανίχνευσή τους αποτελεί μια επίπονη διαδικασία. Οι παραπάνω ιδιαιτερότητες, παρ’ όλη την δυσκολία που επιφέρουν, χρήζουν ιδιαίτερου ερευνητικού ενδιαφέροντος στην επιστημονική κοινότητα και τροφοδοτούν αποτελεσματικά την μελέτη και ανάπτυξη καινοτόμων εργαλείων και μηχανισμών επεξεργασίας βιοϊατρικών σημάτων. Μάλιστα η αναγκαιότητα των μεθόδων αυτών ενισχύεται ακόμα περισσότερο, καθώς τα βιοϊατρικά σήματα αποτελούν δεδομένα του πραγματικού κόσμου. Η εξαγωγή γνώσης που προκύπτει απο την ανάλυση τους μπορεί να προσφέρει σημαντικά στην βελτίωση της ανθρώπινης ζωής, στην καλύτερη κατανόηση της λειτουργίας του ανθρώπινου σώματος αλλά και στην ανακάλυψη νέων αντιλήψεων και επιτευγμάτων του ιατρικού κόσμου. Σκοπός της διατριβής είναι η μελέτη και κατασκευή μοντέλων που θα λαμβάνουν υπόψιν ιδιότητες των βιοϊατρικών σημάτων, όπως οι χωρικές και χρονικές εξαρτήσεις που υπάρχουν μεταξύ αυτών, η χρονική μεταβλητότητά τους, και το περιβάλλον που λαμβάνονται, με στόχο την βελτίωση της πιστότητας της ανάλυσης τους και την αποτελεσματική εξαγωγή συμπερασμάτων με το μικρότερο δυνατό σφάλμα. Ένας επιπλέον στόχος των προτεινόμενων μοντέλων είναι να παραχθεί μια αποτελεσματική και εύχρηστη αναπαράσταση του σήματος για διευκόλυνση της περαιτέρω ανάλυσης αυξάνοντας ταυτόχρονα την γενικευτική ικανότητα. Μια τέτοια αναπαράσταση είναι η αραιή αναπαράσταση η οποία αποτελεί μια σύγχρονη τάση της στατιστικής ανάλυσης δεδομένων με πλούσιες και ενδιαφέρουσες εφαρμογές στην Ιατρική Τεχνολογία, την Βιολογία, καθώς και σε άλλους τομείς της επιστήμης. Πιο συγκεκριμένα, προτείνονται παραλλαγές του γραμμικού μοντέλου παλινδρόμησης και των φίλτρων Kalman, για την επεξεργασία ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος, χρονοσειρών που περιγράφουν τον ρυθμό της καρδιακής λειτουργίας, και χρονοσειρών που προέρχονται από εικόνες λειτουργικού μαγνητικού συντονισμού (fMRI). Για την μελέτη των μοντέλων και την ανάπτυξη των αλγορίθμων επιλέχθηκε το Μπευζιανό πλαίσιο εργασίας. 273 201 244 Η κριτική στάση των παιδιών απέναντι στην πληροφόρηση περί πραγματικότητας και φαντασίας The aim of this study was to investigate the effect of informants’ characteristics on children’s decision making concerning the reality status of a series of unknown entities to them. Two experiments were conducted: the first examined whether expertise, as a characteristic of the information source, exerts influence on children’s decisions with regard to the distinction between real and imaginary entities. Children aged 5-7 watched short videos in which two informants- one who possessed expertise about what is real and what is imaginary- made contradictory claims about the reality status of unknown entities. Children were asked to decide whether these entities are real or not. The results showed that 7-year- old children espoused the expert informant’s claims more often than and 6 year-olds. In the second experiment the objective was to examine whether children, when deciding on the existence of an unknown entity, take into account the informant’s intention to provide honest information. Similarly to the first experiment, children aged 5-7 years watched short videos where two informants- one of whom intended to provide true informationmade opposing claims about the nature of the entities (real or imaginary). The results that children of all age groups showed clear preference for the honest informant. Στόχος της παρούσας έρευνας ήταν να διερευνήσει την επίδραση των χαρακτηριστικών των πηγών πληροφόρησης στις αποφάσεις των παιδιών αναφορικά με την ύπαρξη ή μη μιας σειράς αγνώστων σε αυτά οντοτήτων. Πραγματοποιήθηκαν δύο πειράματα: Στο πρώτο πείραμα εξετάστηκε εάν η ειδημοσύνη, ως χαρακτηριστικό της πηγής πληροφόρησης, ασκεί επίδραση στις αποφάσεις των παιδιών όσον αφορά στη διάκριση μεταξύ πραγματικών και φανταστικών οντοτήτων. Παιδιά ηλικίας 5 έως 7 ετών παρακολούθησαν ταινίες μικρού μήκους στις οποίες δύο πληροφοριοδότες- ένας εκ των οποίων διέθετε ειδημοσύνη σχετικά με το είναι πραγματικό και τι φανταστικό- προέβαιναν σε αντίθετους ισχυρισμούς σχετικά με την ύπαρξη ή μη αγνώστων οντοτήτων. Στη συνέχεια καλούνταν να αποφασίσουν τα ίδια για το αν είναι πραγματικές ή φανταστικές οι εν λόγω οντοτήτων. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως τα παιδιά ηλικίας 7 ετών ενστερνίζονταν περισσότερο τους ισχυρισμούς του ειδήμονα πληροφοριοδότη συγκριτικά με τα παιδιά 5 και 6 ετών. Στο δεύτερο πείραμα στόχος ήταν να εξεταστεί εάν τα παιδιά όταν πρόκειται να αποφασίσουν για την ύπαρξη μιας άγνωστης οντότητας λαμβάνουν υπόψη τους την πρόθεση του να παρέχει αληθείς πληροφορίες. Ομοίως με το πρώτο πειραματικό έργο, παιδιά ηλικίας 5-7 ετών παρακολούθησαν ταινίες μικρού μήκους όπου δύο πληροφοριοδότες- ένας εκ των οποίων είχε την πρόθεση να παρέχει αληθείς πληροφορίες- προέβαιναν σε αντίθετους ισχυρισμούς αναφορικά με φύση των οντοτήτων (πραγματική ή φανταστική). Τα αποτελέσματα έδειξαν τη σαφή προτίμηση των παιδιών όλων των ηλικιακών ομάδων προς το πρόσωπο του πληροφοριοδότη με πρόθεση ειλικρίνειας. 274 356 376 The creation and development of an interventional physical education program in the direction of improving toddlers' motor skills and intercultural competence Σύσταση και δόμηση ενός παρεμβατικού προγράμματος φυσικής αγωγής για την προαγωγή κινητικών δεξιοτήτων και διαπολιτισμικής ετοιμότητας νηπίων The purpose of this study was to describe the creation, development, implementation and evaluation of an interventional physical education programme in the direction of improving toddlers’ motor skills and intercultural competence. The sample consisting of 15 preschool age children (N=15) was divided into two groups: experimental (N=8), which attended the intervention and control (N=7), which attended the standard curriculum of the Kindergarden. The three-month intervention, consisting mostly of cooperative games, narration of stories, techniques of drama in education, gave children the chance to act, interact, face moral dilemmas and find solutions, improvise, empathize and face diversity. In the aim of evaluating the effects of the intervention the array of motor test (MOT-test 4-6) Zimmer and Volkamer was used and motor performance was evaluated through 18 motor activities-games in two different cases before and after the implementation of the intervention. In order intercultural competence and specifically cooperation, empathy, tolerance/respect to be assessed, a rating scale of toddlers’ behavior was developed. The scale was answered by both the teacher of the class and the researcher. In order to test the validity and reliability of the scale a factor analysis of the results was conducted. The reliability analysis showed that the internal validity of the scale (total questions) has a high rate of validity 0.91. Kapa factor about the agreement of the two teachers (the researcher and the teacher of the class) is: a) 0.81 about motor skills and b) 0.79 about intercultural competence , which proves high level agreement in both cases. Finally T-test checks for comparing two samples correlated and non-correlated values took place and showed that the intervention program appeared to have a positive impact on the development of motor skills and certain intercultural competence abilities and attitudes of preschool children. In conclusion similar studies emphasize the importance of physical education in the aim of improving preschoolers’ motor performance and intercultural competence abilities such as cooperation and empathy and attitudes such as tolerance/respect. Qualities of great importance for all the members of contemporary multicultural societies. Η παρούσα μελέτη περιγράφει τη σύσταση, δόμηση, εφαρμογή και επίδραση ενός παρεμβατικού προγράμματος φυσικής αγωγής στην προαγωγή κινητικών δεξιοτήτων και διαπολιτισμικής ετοιμότητας νηπίων. Το δείγμα 15 νηπίων (Ν=15) χωρίστηκε σε δύο ομάδες πειραματική (Ν=8), η οποία παρακολούθησε το παρεμβατικό πρόγραμμα φυσικής αγωγής και ελέγχου (Ν=7), η οποία παρακολούθησε το τυπικό αναλυτικό πρόγραμμα του νηπιαγωγείου. Η τρίμηνης διάρκειας παρέμβαση περιλάμβανε κυρίως ομαδικά παιχνίδια συνεργατικού χαρακτήρα, αφήγηση ιστοριών και τεχνικές θεατρικού παιχνιδιού και εκπαιδευτικού δράματος, τα οποία έδωσαν την ευκαιρία στα παιδιά να αλληλεπιδράσουν, να αυτενεργήσουν, να αντιμετωπίσουν ηθικά διλλήματα και να βρουν λύσεις, να αυτοσχεδιάσουν, να μπουν στη θέση του «άλλου», να γνωρίσουν το διαφορετικό. Με στόχο να ελεγχθεί η επίδραση του προγράμματος χρησιμοποιήθηκε η συστοιχία κινητικών δοκιμασιών Mot-test Zimmer και Volkamer και αξιολογήθηκε η κινητική επίδοση μέσα από ένα πλήθος 18 κινητικών δραστηριοτήτων-παιχνιδιών σε δύο χρονικά σημεία πριν και μετά την παρέμβαση. Για την αξιολόγηση της διαπολιτισμικής ετοιμότητας και συγκεκριμένα της ικανότητας για συνεργασία, της ικανότητας ενσυναίσθησης, και της στάσης ανεκτικότητας/σεβασμού δημιουργήθηκε μία κλίμακα παρατήρησης συμπεριφοράς νηπίων, η οποία συμπληρώθηκε από τη νηπιαγωγό της τάξης και την ερευνήτρια, σε δύο χρονικά σημεία πριν και μετά την εφαρμογή του προγράμματος φυσικής αγωγής. Τα δεδομένα υποβλήθηκαν σε παραγοντική ανάλυση για τη διερεύνηση της δομικής εγκυρότητας της κλίμακας παρατήρησης. Η ανάλυση αξιοπιστίας έδειξε ότι η εσωτερική συνοχή της κλίμακας (στο σύνολο των ερωτήσεων) διαπολιτισμικής ετοιμότητας έχει υψηλό βαθμό αξιοπιστίας 0,91. Ο συντελεστής Κάπα για τη συμφωνία των εκτιμήσεων των δύο νηπιαγωγών (ερευνήτριας και του τμήματος) είναι: α) 0,81 για τις κινητικές δεξιότητες και β) 0,79 για τα προσόντα διαπολιτισμικής ετοιμότητας, πράγμα που δείχνει συμφωνία υψηλού επιπέδου και για τις δύο. Τέλος τα αποτελέσματα, τα οποία υποβλήθηκαν σε μη συσχετισμένο έλεγχο t-test για τη σύγκριση δύο δειγμάτων συσχετισμένων και μη συσχετισμένων τιμών έδειξαν ότι το πρόγραμμα φάνηκε να επιδρά θετικά στην προαγωγή τόσο κινητικών δεξιοτήτων όσο και της διαπολιτισμικής ετοιμότητας των νηπίων. Συμπερασματικά η διεξαγωγή παρόμοιων ερευνών αναδεικνύει το σημαντικό ρόλο της φυσικής αγωγής στη βελτίωση της κινητικής επίδοσης των νηπίων, αλλά και στην ενίσχυση ικανοτήτων όπως η συνεργασία, η ενσυναίσθηση και η ανεκτικότητα/σεβασμός, που αποτελούν δομικά συστατικά της διαπολιτισμικής ετοιμότητας, η οποία κρίνεται απαραίτητη για όλα τα μέλη των σύγχρονων πολυπολιτισμικών κοινωνιών. 275 572 650 New approaches in parallel algorithm portfolios for metaheuristic optimization Νέες προσεγγίσεις σε παράλληλα χαρτοφυλάκια αλγορίθμων για μεταευρετική βελτιστοποίηση Optimization problems are ubiquitous in science and engineering. Their plethora and diversity have offered ample ground for the development of numerous optimization methods, leading to an increasing expansion of the available algorithmic artillery. However, both theoretical and experimental evidence suggest that the existence of a universal optimization algorithm capable of tackling all optimization problems equally well is highly improbable. Thus, the ability to identify the most appropriate algorithm eventually determines the boundary between success and failure when challenging optimization problems are confronted. A crucial decision in solving optimization problems is the selection of an appropriate optimization algorithm. This is a non-trivial task and usually requires deep knowledge of the problem and experience from the practitioner's side. Whenever the available information on the problem is limited, preliminary experimentation is needed for the selection of the most promising algorithm among a set of candidates through a trial-and-error procedure. This phase is error-prone as well as time-consuming. In fact, it may require more time than the solution of the problem itself due to the computational intensity of the involved statistical methodologies. Moreover, it does not take directly into consideration the online dynamic of each algorithm, i.e., its performance fluctuations during execution. Algorithm Portfolios were proposed as models that combine a number of algorithms into a joint algorithmic framework. Their constituent algorithms are either interchangeably executed on a single processing unit or run concurrently on multiple processors, according to a prescribed resources allocation plan. This plan is usually determined prior to the portfolio’s application based on preliminary experiments or historical performance data of the algorithms. However, the assignment of predefined portions of computational resources may be inefficient, since it neglects the online dynamic of the constituent algorithm. In such cases, the dynamic allocation of resources during the execution of the portfolio can be highly beneficial. The main goals of the dissertation are the justification of the use of metaheuristic algorithm portfolios in demanding optimization problems of various types, and the development of new parallel algorithm portfolio models with adaptive resources allocation plans. Firstly, motivation for the use of algorithm portfolios is provided. The impact of appropriate computational budget allocation in contemporary metaheuristics is identified, and two simplistic parallel algorithm portfolio models are introduced. The first one can be used with any optimization algorithm and it is demonstrated on the design of bijective S-boxes, which is an important problem in cryptography. The second model is suitable for populationbased algorithms and it is demonstrated on the traffic light scheduling problem. Secondly, two new parallel algorithm portfolio models with sophisticated resources allocation mechanisms are proposed. The first model defines an algorithm portfolio with trading-based budget allocation, which introduces a market-based environment where the constituent algorithms of the portfolio can trade their solutions for additional running time. The model is autonomous and allows the algorithms to individually interact whenever specific conditions (e.g., search stagnation) are met. It is demonstrated on three challenging problems, namely the detection of circulant weighing matrices in combinatorics, the lot-sizing planning in production environments with returns and remanufacturing, and the transportation of commodities in humanitarian logistics. The second proposed model is a forecasting-based parallel algorithm portfolio where time series forecasting techniques are employed to predict the performance of its constituent algorithms. The predictions are used to assign computational resources to the constituent algorithms, accordingly. The model is demonstrated on the detection of circulant weighing matrices in combinatorics. Τα προβλήματα βελτιστοποίησης είναι πανταχού παρόντα στην επιστήμη και στη μηχανική. Εμφανίζονται σε διάφορους τύπους και μορφές σε όλες σχεδόν τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Η αφθονία και η ποικιλομορφία των προβλημάτων βελτιστοποίησης έχουν δώσει πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη καινοτόμων μεθόδων και τεχνικών επίλυσης. Διάφορες μέθοδοι βελτιστοποίησης έχουν προταθεί τις τελευταίες δεκαετίες, καταγράφοντας διαρκή αύξηση των διαθέσιμων αλγορίθμων. Ωστόσο, τόσο θεωρητικές όσο και πειραματικές μελέτες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ύπαρξη ενός καθολικού αλγορίθμου βελτιστοποίησης ικανού να αντιμετωπίσει εξίσου καλά όλα τα δυνατά προβλήματα βελτιστοποίησης είναι απίθανη. Έτσι, ο προσδιορισμός του κατάλληλου αλγορίθμου καθορίζει το όριο μεταξύ επιτυχίας και αποτυχίας όταν ο στόχος είναι η επίλυση απαιτητικών προβλημάτων βελτιστοποίησης. Μια από τις πιο σημαντικές αποφάσεις της διαδικασίας επίλυσης είναι η επιλογή του αλγορίθμου βελτιστοποίησης που θα χρησιμοποιηθεί. Πρόκειται για μια δύσκολη επιλογή που συνήθως απαιτεί βαθιά γνώση του προβλήματος αλλά και εμπειρία. Σε περίπτωση που οι διαθέσιμες πληροφορίες για το πρόβλημα είναι περιορισμένες, συνήθως απαιτείται προκαταρκτική πειραματική μελέτη για την επιλογή του καταλληλότερου αλγορίθμου από ένα σύνολο υποψηφίων, μέσω μιας διαδικασίας δοκιμής- σφάλματος. Αυτή η διαδικασία είναι επιρρεπής σε λάθη καθώς και χρονοβόρα. Στην πράξη μπορεί να απαιτεί περισσότερο χρόνο ακόμη κι από τη διαδικασία επίλυσης του ίδιου του προβλήματος, λόγω του υπολογιστικού φόρτου των χρησιμοποιούμενων στατιστικών μεθόδων. Επιπλέον, δε λαμβάνει άμεσα υπόψη την δυναμική του κάθε αλγορίθμου σε πραγματικό χρόνο, δηλαδή τις διακυμάνσεις της απόδοσης κατά την εκτέλεσή του. Τα Χαρτοφυλάκια Αλγορίθμων αποτελούν σχήματα που ενσωματώνουν διαφορετικούς αλγορίθμους ή διαφορετικές εκδοχές του ίδιου αλγορίθμου, οι οποίες εκτελούνται σειριακά (σε μία μονάδα επεξεργασίας) ή παράλληλα (όταν περισσότερες μονάδες επεξεργασίας είναι διαθέσιμες). Στην πρώτη περίπτωση, οι αλγόριθμοι του χαρτοφυλακίου εναλλάσσουν την εκτέλεσή τους, καταναλώνοντας ο καθένας εκ περιτροπής ένα τμήμα των διαθέσιμων υπολογιστικών πόρων (συναρτησιακοί υπολογισμοί ή χρόνος). Στη δεύτερη περίπτωση, οι μονάδες επεξεργασίας και οι υπολογιστικοί πόροι μοιράζονται μεταξύ των αλγορίθμων σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο πλάνο, προσφέροντας προφανή πλεονεκτήματα ως προς το χρόνο εκτέλεσης. Το πλάνο κατανομής πόρων καθορίζεται συνήθως πριν από την εφαρμογή του χαρτοφυλακίου, διαμέσου προκαταρκτικής πειραματικής μελέτης ή ιστορικών δεδομένων απόδοσης των αλγορίθμων. Ωστόσο, η εκχώρηση προκαθορισμένων τμημάτων των υπολογιστικών πόρων μπορεί να είναι μη αποτελεσματική, καθώς δεν λαμβάνει υπόψη τη δυναμική του κάθε αλγορίθμου σε πραγματικό χρόνο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η δυναμική κατανομή πόρων κατά την εκτέλεση του χαρτοφυλακίου μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα επωφελής. Οι κύριοι στόχοι της διατριβής είναι η αιτιολόγηση της χρήσης χαρτοφυλακίων μεταευρετικών αλγορίθμων σε προβλήματα βελτιστοποίησης διαφόρων τύπων και η ανάπτυξη νέων μοντέλων παράλληλων χαρτοφυλακίων αλγορίθμων με δυναμικά προσαρμοζόμενα σχέδια κατανομής υπολογιστικών πόρων. Στο πρώτο μέρος της διατριβής δίνονται κίνητρα για τη χρήση χαρτοφυλακίων αλγορίθμων, διερευνάται η χρησιμότητα των μηχανισμών κατανομής υπολογιστικών πόρων σε μεταευρετικούς αλγορίθμους και προτείνονται δύο απλά παράλληλα μοντέλα χαρτοφυλακίων αλγορίθμων. Το πρώτο μοντέλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί με οποιονδήποτε αλγόριθμο βελτιστοποίησης και εφαρμόζεται στο σχεδιασμό κρυπτογραφικά ισχυρών S-boxes, το οποίο είναι ένα σημαντικό πρόβλημα στην κρυπτογραφία. Το δεύτερο μοντέλο είναι κατάλληλο για πλυθησμιακούς αλγορίθμους και εφαρμόζεται στο πρόβλημα χρονοπρογραμματισμού φωτεινών σηματοδοτών σε περιβάλλοντα έξυπνων πόλεων. Στο δεύτερο μέρος της εργασίας, προτείνονται δύο νέα παράλληλα μοντέλα χαρτοφυλακίων αλγορίθμων, τα οποία υλοποιούν νέους μηχανισμούς κατανομής υπολογιστικών πόρων. Το πρώτο μοντέλο είναι ένα χαρτοφυλάκιο αλγορίθμων βασισμένο σε συναλλαγές, το οποίο χρησιμοποιεί ένα νέο μηχανισμό κατανομής πόρων, σύμφωνα με τον οποίο οι αλγόριθμοί του μπορούν να πωλούν λύσεις κερδίζοντας επιπλέον χρόνο εκτέλεσης. Το μοντέλο είναι αυτόνομο και επιτρέπει στους αλγορίθμους να αλληλεπιδρούν όταν πληρούνται συγκεκριμένες συνθήκες (για παράδειγμα στασιμότητα αναζήτησης). Το μοντέλο εφαρμόζεται σε τρία απαιτητικά προβλήματα όπως η ανίχνευση κυκλικών πινάκων στάθμισης, ο προσδιορισμός μεγέθους παρτίδας σε συστήματα παραγωγής με επιστροφές και ανακατασκευή προϊόντων, καθώς και η μεταφορά εμπορευμάτων σε ανθρωπιστικές εφοδιαστικές αλυσίδες. Το δεύτερο προτεινόμενο μοντέλο είναι ένα χαρτοφυλάκιο αλγορίθμων βασισμένο σε προβλέψεις, το οποίο χρησιμοποιεί τεχνικές πρόβλεψης χρονοσειρών για την πρόβλεψη της απόδοσης των αλγορίθμων που το αποτελούν. Οι προβλέψεις χρησιμοποιούνται για τον κατάλληλο διαμοιρασμό των διαθέσιμων υπολογιστικών πόρων στους αλγορίθμους του χαρτοφυλακίου. Το μοντέλο εφαρμόζεται στην ανίχνευση κυκλικών πινάκων στάθμισης. 276 441 434 Μελέτη ενδοοικογενειακής μετάδοσης ελικοβακτηριδίου του πυλωρού στην Ήπειρο Aim: To investigate the frequency of intrafamilial transmission of Helicobacter Pylori and its relation with socioeconomic factors in Epirus. Methods: H. pylori infection was detected by (13) C-urea breath test, stool antigen assay and histological examination in members of families with at least one member infected. Information about the sex, age, somatometry, number of family members and household conditions was selected in questionnaires. Blood tests were also performed. Results: In total, 171 individuals from 43 households were tested, of whom 43 (25, 1%) were mothers with mean age MA 39,7 years, 40 (23, 4%) fathers with MA 43,1 years, and 88 (51, 5%) children with MA 11,28 years. The average number of family members in the examined families was 4 (110 individuals-64, 3%) with variation from 2 to 7. One hundred subjects in 171 (58, 5%) were living in rural areas and the rest 71 (41, 5%) in urban areas. Twenty parents in 83 (25%) are university graduates. Overall, 92/171 (53, 8%) subjects were found H. pylori positive, of whom 46/88 (52, 3%) were children, 26/43 (60, 5%) mothers and 20/40 (50%) fathers. Of the 23 children with both parents positive to infection 14 (60, 9%) were found positive. Positive were also found 24 children, out of 51 (47, 1%) who had one parent positive, and 6, out of 10 with parents negative to infection. Examining healthy and infected adult subjects, statistically significant dissimilarities were noted: hematocrit (p <0,036), hemoglobin (p <0,010), the serum iron (p <0,025), the folic acid (p <0,040), and in the serum albumin (p <0,044). Similarly, infected children tests showed: hematocrit (p <0,004), hemoglobin (p <0,002) and in serum iron (p <0,019). The first 10-day triple therapy phase (PPI + AMO + CLA) is successful in adults with 78.30% HP eradication, while the first 14-day triple therapy (PPI + AMO + CLA) in children achieves 80.60% eradication of HP. Conclusion: The intrafamilial transmission of infection is affected by the number of family members (p < 0.013), the educational level of parents (p < 0.015). Residence, either rural or urban, is of a lesser significance (p < 0.061). Symptoms of iron deficiency such as low hematocrit, hemoglobin and serum iron were detected in infected adults and children. In infected adults, the levels of folic acid (p <0.040) and serum albumin (p <0,044) appear to be affected. Regarding clinical symptoms, dyspepsia in adults and abdominal pain in children were observed. Through Endoscopic examination, the most frequent findings were, erythematic diffusion and gastritis in adults, and mucosal nodularity in children. In the region of Epirus the eradication of HP ranges from 78.3% to 80.6% after the first phase triple therapy. Στόχος: Να διερευνηθεί η συχνότητα της ενδοοικογενειακής μετάδοσης της λοίμωξης του ελικοβακτηριδίου του πυλωρού (H.pylori) σε μέλη της ίδιας οικογένειας καθώς και η σχέση της με κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες στην Ήπειρο. Μέθοδοι: Η λοίμωξη με H.pylori προσδιορίστηκε με τη χρήση δοκιμασίας αναπνοής με το πόσιμο διάλυμα 13C-ουρίας, το αντιγόνο του HP στα κόπρανα και ιστολογικά ευρήματα σε μέλη της οικογένειας στην οποία τουλάχιστον ένα άτομο νοσούσε. Ένα ερωτηματολόγιο κατέγραφε πληροφορίες σχετικά με το φύλλο, την ηλικία, τα σωματομετρικά τους στοιχεία, τον αριθμό μελών της οικογένειας και τις συνθήκες διαβίωσης και διενεργούνταν αιματολογικές εξετάσεις. Αποτελέσματα: Εξετάστηκαν 171 άτομα από 43 οικογένειες εκ των οποίων 43 (25,1%) είναι μητέρες με ΜΟ ηλικίας 39,7 έτη, οι 40 (23,4%) ήταν πατέρες με ΜΟ ηλικίας 43,1 έτη και οι 88 (51,5%) ήταν παιδιά ΜΟ ηλικίας 11,28 έτη. Ο μέσος αριθμός της οικογένειας των μελών αποτελούνταν από 4 άτομα (110 άτομα- 64,3%) ενώ η διακύμανση ήταν από 2 έως 7 μέλη. Οι 100/171 (58,5%) από αυτούς διέμεναν σε αγροτική περιοχή ενώ οι 71 (41,5%) διέμεναν σε αστική. Οι 20/83 (25%) από τους γονείς είχαν πανεπιστημιακή μόρφωση. Συνολικά νοσούσαν 92/171 (53,8%) από τα οποία 46/88 (52,3%) ήταν παιδιά, οι 26/43 (60,5) ήταν μητέρες και 20/40 (50%) ήταν πατέρες. Θετικά ήταν 14/23 (60,9%) παιδιά με δυο γονείς ασθενείς, 24/51(47,1%) με ασθένεια σε ένα εκ των δύο γονέων και 6/10 (60%) με γονείς χωρίς ασθένεια. Στους ενήλικες με λοίμωξη παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά έναντι των υγειών στον αιματοκρίτη (p<0,036), στην αιμοσφαιρίνη (p<0,010), στο σίδηρο ορού (p<0,025), στο φυλικό οξύ (p<0,040), όπως και στην αλβουμίνη ορού (p<0,044). Επίσης στα παιδιά προκύπτουν στατιστικά σημαντικές διαφορές σε ασθενείς έναντι των υγειών τόσο στον αιματοκρίτη (p<0,004), στην αιμοσφαιρίνη (p<0,002) όσο και στο σίδηρο ορού (p<0,019). Το 10ήμερο τριπλό σχήμα 1ης γραμμής (PPI+AMO+CLA) επιτυγχάνει στους ενήλικες 78,30% εκρίζωση του HP, ενώ το 14ήμερο τριπλο σχήμα 1ης γραμμής (PPI+AMO+CLA) στα παιδιά επιτυγχάνει 80,60% εκρίζωση του HP. Συμπεράσματα: Η ενδοοικογενειακή μετάδοση της λοίμωξης επηρεαζόταν από τον αριθμό των μελών της οικογένειας (p<0,013), το μορφωτικό επίπεδο (p<0,015) και οριακά από τον τόπο διαμονής (p<0,061). Στους ασθενείς με λοίμωξη (ενήλικες και παιδιά) διαπιστώθηκαν συμπτώματα σιδηροπενίας, όπως χαμηλός αιματοκρίτης, αιμοσφαιρίνη και σίδηρος ορού. Στους ενήλικες ασθενείς φαίνεται να επηρεάζεται και το φυλικό οξύ (p<0.040) όπως και η αλβουμίνη ορού (p<0,044) Τα κλινικά συμπτώματα ήταν κυρίως η δυσπεψία στους ενήλικες και το περιομφαλικό άλγος στα παιδιά. Ενδοσκοπικά η διάχυτη ερυθρότητα και η γαστρίτιδα ήταν συχνά ευρήματα στους ενήλικες ενώ στα παιδιά η οζώδης διαμόρφωσητου βλεννογόνου. Η εκρίζωση του HP στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου κυμαίνεται από 78,3% έως 80,6% με τη λήψη του τριπλού σχήματος 1ης γραμμής. 277 12 10 Trade Bans, Imperfect Competition, and Welfare: BSE and the U.S. Beef Industry Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Σχολή Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών. Τμήμα Οικονομικών Επιστημών 278 508 547 Disability complications in inflammatory bowel disease patient in Northwest Greece Αναπηρικές επιπλοκές των ασθενών με ιδιοπαθή φλεγμονώδη πάθηση των εντέρων στη Βορειοδυτική Ελλάδα Introduction: Sexual dysfunction and restorative surgical operations in IBD patients are debilitating complications of the disease. In IBD patients, the surgical approach may be considered only after all the other means of treatment have failed, in order for the disease to be manageable; sexual dysfunction, on the other hand, may be due to psychological or biological factors. Aim: The aim of the present study was to examine all the data regarding IBD patients who were being monitored and were diagnosed with ileus and were treated surgically or not. We also reviewed the literature on the incidence of sexual dysfunction in IBD patients. Methods: Sexual dysfunction was investigated via a systematic literature review, given that there was no standardized and valid instrument for a quantitative study to take place. The retrospective quantitative study took place in patients monitored at the Gastroenterology Dept. of the University Hospital of Ioannina, Greece, and the ‘Hadzikostas’ General Hospital of Ioannina, between 1982-2015 and had been diagnosed with ileus (n= 37). Results: Sexual dysfunction may aggravate IBD patients' quality of life, thus it may qualify as a debilitating side-effect. Being a chronic condition followed by continual relapses, it may be exhausting for the patients and have an impact on their quality of sexual life, and their general quality of life overall. Regarding surgical operations, 66.7% of the patients diagnosed with Crohn's Disease (CD) were males, and 33.3% females. The average age of CD patients was 50.4 (20.9) years, the youngest being 27 and the oldest 86 years old, while the average age of ulcerative colitis (UC) patients was 66.8 (17.7), the youngest being 28 and the oldest 86. From our sample, 56.3% of the UC patients were men and 43.8% women. 33.3% of the patients with CD and 43.8% of those with UC had full-blown ileus which was investigated with endoscopy or surgical operation, one patient had subileus, and one toxic megacolon. From our sample, 88.4% of the patients had had no extra-intestinal surgical operations prior to the diagnosis, while 92.8% of them had had no intestinal operations at all. Moreover, 97.1% of the patients had had no extra-intestinal operations after the diagnosis, and 96.7% of them had had no intestinal operations at all. Regarding other surgical operations of the participating patients, 85.7% of CD patients had had no previous operation on the abdomen, compared to 93.8% of the UC patients. From those suffering from CD, 9.5% were submitted to endoscopy and surgery, compared to 12.5% of UC patients who had had endoscopy and then surgery. 4.8% of the CD patients had had a CT scan after the endoscopy, while 6.3% of the UC patients had had the CT scan before the endoscopy and 6.3% after it. In total, 28.6% of CD patients and 37.5% of UC patients were submitted to CT scan. Also, 23.8% of CD patients and 37.5% of UC patients were submitted to surgery. Conclusions: Sexual dysfunction and surgical operations qualify as debilitating side-effects. More investigation and interdisciplinary management is needed. Εισαγωγή: Η σεξουαλική δυσλειτουργία και οι χειρουργικές επεμβάσεις σε ασθενείς με ΙΦΝΕ αποτελούν αναπηρικές επιπλοκές της νόσου. Στην ΙΦΝΕ, η χειρουργική προσέγγιση συνίσταται συνήθως μετά από αποτυχία όλων εκείνων των δυνατοτήτων και προσπαθειών έτσι ώστε να τεθεί η νόσος υπό έλεγχο και να μειωθούν οι επιπλοκές, ενώ η σεξουαλική δυσλειτουργία μπορεί να οφείλεται σε ψυχογενείς ή βιολογικούς παράγοντες. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση όλων των δεδομένων σχετικά με τους υπό παρακολούθηση ασθενείς με ΙΦΝΕ οι οποίοι προσήλθαν στο ιατρείο με διάγνωση ειλεού και αντιμετωπίστηκαν χειρουργικά ή όχι. Επίσης διερευνήθηκε βιβλιογραφικά η επίπτωση της σεξουαλικής δυσλειτουργίας σε ασθενείς με ΙΦΝΕ Μεθοδολογία: Η σεξουαλική δυσλειτουργία μελετήθηκε μέσω συστηματικής ανασκόπησης δεδομένου του ότι δεν υπήρχε σταθμισμένο και έγκυρο εργαλείο για τη διενέργεια ποσοτικής μελέτης. H αναδρομική ποσοτική μελέτη δε, διεξήχθη σε ασθενείς που παρακολουθούνταν στην Πανεπιστημιακή Γαστρεντερολογική Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων και στο Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων Χατζηκώστα, για το χρονικό διάστημα 1982-2015 και προσήλθαν με τη διάγνωση του ειλεού (n=37). Αποτελέσματα: Η σεξουαλική δυσλειτουργία επιφέρει έκπτωση στα ποιοτικά χαρακτηριστικά ζωής των ασθενών με ΙΦΝΕ και ως εκ τούτου μπορεί να χαρακτηριστεί ως αναπηρική επιπλοκή. H χρονιότητα της ΙΦΝΕ και οι συνεχείς και δύσκολες περίοδοι έξαρσης της νόσου αποτελούν μια εξουθενωτική περίοδο για τον ασθενή με σημαντικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής του και ως εκ τούτου συχνά και στη σεξουαλική του ζωή. Όσον αφορά στη διερεύνηση των χειρουργικών επεμβάσεων, από το συνολικό δείγμα της μελέτης το 66,7% των ασθενών που είχε διαγνωστεί με NK ήταν άνδρες, ενώ το 33,3% γυναίκες. Η μέση τιμή ηλικίας των ασθενών με ΝΚ ήταν 50,4 (20,9) με μικρότερη τιμή 27 ετών και μεγαλύτερή τιμή 93 ετών, ενώ η μέση τιμή ηλικίας των ασθενών με ΕΚ ήταν 66,8 (17,7) με μικρότερη τιμή 28 ετών και μεγαλύτερή τιμή 86 ετών. Αντίστοιχα, έπασχαν από EK το 56,3% των ανδρών του δείγματος και το 43,8% των γυναικών. Το 33,3% των ασθενών με ΝΚ και το 43,8% των ασθενών με ΕΚ έπασχε από πλήρη ειλεό και στους οποίους ασθενείς έγινε περαιτέρω διερεύνηση(ενδοσκόπηση) ή αντιμετώπιση (χειρουργείο), ένας ασθενής έπασχε από ατελής ειλεό και ένας από τοξικό μεγάκολο. Το 88,4% των ασθενών δεν είχε υποστεί κανένα εξωεντερικό χειρουργείο πριν τη διάγνωση, ενώ το 92,8% αντίστοιχα δεν είχε υποβληθεί σε κανένα εντερικό χειρουργείο. Επίσης το 97,1% των ασθενών δεν είχε υποστεί κανένα εξωεντερικό χειρουργείο μετά τη διάγνωση ενώ το 96,7% αντίστοιχα δεν είχε υποβληθεί σε κανένα εντερικό χειρουργείο Σχετικά με προηγούμενα χειρουργεία των ασθενών που συμμετείχαν στη μελέτη φάνηκε ότι το 85,7% των ασθενών με ΝΚ δεν είχε πραγματοποιήσει κανένα χειρουργείο προηγουμένως στην κοιλιά, ενώ το ποσοστό αυτό για την ΕΚ έφτασε το 93,8%. Το 9,5% των ασθενών με ΝΚ πραγματοποίησε ενδοσκόπηση και χειρουργείο, ενώ το 12,5% των ασθενών με ΕΚ πραγματοποίησε ενδοσκόπηση και μετά χειρουργείο. Το 4,8% των ασθενών με ΝΚ πραγματοποίησε αξονική μετά την ενδοσκόπηση, ενώ το 6,3% των ασθενών με ΕΚ πραγματοποίησε αξονική πριν την ενδοσκόπηση και το 6,3% μετά την ενδοσκόπηση. Το 28,6% των ασθενών με ΝΚ και το 37,5% των ασθενών με ΕΚ πραγματοποίησε ενδοσκόπηση . Το 23,8% των ασθενών με ΝΚ πραγματοποίησε χειρουργείο, και το 37,5% των ασθενών με ΕΚ πραγματοποίησε χειρουργείο. Συμπεράσματα: Η σεξουαλική δυσλειτουργία και οι χειρουργικές επεμβάσεις αποτελούν αναπηρικές επιπλοκές. Χρειάζονται δε σημαντική διερεύνηση και ιδιαίτερη διεπιστημονική αντιμετώπιση. 279 15 13 "This paper was read to the Cambridge Greek and Latin Seminar, on 17 June 1987" Δωδώνη: Φιλολογία: επιστημονική επετηρίδα του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων; Τομ. 15 (1998) 280 420 465 Η επίδραση του ισχαιμικού preconditioning στους μηχανισμούς βλάβης του νωτιαίου μυελού μετά από αποκλεισμό της κατιούσας θωρακικής αορτής σε χοίρους Purpose: Herein, we investigate a possible protective role of the basal levels of Hsp70, the relationship between β-catenin and Hsp70, and the possible activation of β-catenin signal pathway in an early IPC experimental model, suggesting a possible role of these proteins in “first window of protection”. Methods:A total of 42 market pigs were used. Twelve animals were used in experiments for neurological evaluation and were randomly assigned to 2 groups. The remaining 30 animals were used in experiments for biological measurements and innunohistochemical studies, and were randomly assigned to 5 groups. The aortic occlusion was accomplished intravascularly with two occlusion-balloon catheters under fluoroscopic guidance. Neurologic evaluation was performed by an independent observer according to Tarlov scale. After sacrifice the lumbar spinal cords were harvested. Immunoprecipitation and western blotting studies for Hsp70, cytoskeleton elements and β-catenin, were performed in order to study their relationship and possible modifications of this in early IPC, whereas with immunohistochemical studies we investigated the cellular distribution of Hsp70 and β-catenin. Results: According to neurologic evaluation, at 24 hours, spastic paraplegia with no or slight movement of the lower limbs was observed in 84% of animals in group A, whereas an equivalent percent of animals in group B had no neurologic deficits. The differences seen in neurologic outcome between the groups A and B were statistically significant (P=0.003). The biological measurements demonstrated that Hsp70 binds to actin and to intermediate filaments of neurons (neurofilaments) and that early ischemic preconditioning influenced significantly (P =0,025) only the binding profile of Hsp70 with neurofilaments, by increasing the amount of neurofilaments that binds to Hsp70. Additionally, with immunohistochemical studies, we observed immunoreactivity of Hsp70 in cytoplasm in groups 1 and 5 and translocation of Hsp70 in nucleus in groups 2, 3 and 4. As regard β-catenin there was an increase in the samples of group 3 and a weak binding relationship with Hsp70 wich was not influenced by IPC. The immunohistochemical studies shwoed immunoreactivity for β-catenin in cytoplasm and in nucleus only in group 3. Conclusions: The results indicate that Hsp70 has an essential role in early ischemic preconditioning of spinal cord, by a) protecting the intermediate filaments of neurons (neurofilaments) that have crucial function in axonal transport, nerve conduction and in cytoskeleton stabilization and b) ensuring the functionality and the integrity of the nucleus, as contribute in the protection and repair of its structures as soon as the intensive insult begin. Moreover IPC activated the β-catenin dependent signal pathway, the active/stabilized fraction of which can offer protection through various kinases. Στόχος: Στην παρούσα μελέτη ερευνάμε τον πιθανό προστατευτικό ρόλο των βασικών επιπέδων της Hsp70 στον νωτιαίο μυελό, την σχέση σύνδεσης της β-κατενίνης με την Hsp70 αλλά και την πιθανή ενεργοποίηση του σηματοδοτικού μονοπατιού της β-κατενίνης στα πλαίσια ενός μοντέλου πρώιμου ισχαιμικού preconditioning. Μεθοδολογία: Χρησιμοποιήθηκαν συνολικά 42 χοίροι. Δώδεκα από αυτούς χρησιμοποιήθηκαν για νευρολογική αξιολόγηση και χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες.Οι υπόλοιποι 30 χοίροι χρησιμοποιήθηκαν σε πειράματα για βιολογικές μετρήσεις και χωρίστηκαν τυχαία σε 5 ομάδες. Ο αορτικός αποκλεισμός πραγματοποιήθηκε ενδαγγειακά με χρήση ειδικών καθετήρων-μπαλονιών υπό ακτινοσκοπικό έλεγχο. Η νευρολογική εκτίμηση των πειραματόζωων έγινε από ανεξάρτητο παρατηρητή με βάση την κλίμακα Tarlov. Μετά τη θανάτωση ελήφθησαν ιστοτεμάχια της οσφυϊκής μοίρας του νωτιαίου μυελού τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τις βιολογικές μετρήσεις. Με τις τεχνικές της ανοσοκαθίζησης και της ανοσοαποτύπωσης μελετήθηκε η σχέση της Hsp70 με δομές του κυτταροσκελετού και την β-κατενίνη καθώς επίσης και η πιθανή διαφοροποίηση των σχέσεων αυτών στα πλαίσια του πρώιμου ισχαιμικού preconditioning, ενώ με ανοσοιστοχημικές μελέτες διερευνήθηκε η ενδοκυττάρια κατανομή της Hsp70 και της β-κατενίνης. Αποτελέσματα: Από την νευρολογική αξιολόγηση προέκυψε ότι στις 24 ώρες το 84% των πειραματόζωων στο group A εμφάνισαν σπαστική παραπληγία παρουσιάζοντας ή όχι κάποια κινητικότητα στα κάτω άκρα, ενώ ένα αντίστοιχο ποσοστό στο group B είχε φυσιολογική κινητικότητα. Οι διαφορές που παρατηρήθηκαν κατά την κλινική αξιολόγηση μεταξύ των ομάδων Α και Β ήταν στατιστικώς σημαντικές με P= 0,003. Οι βιολογικές μετρήσεις έδειξαν ότι η Hsp70 συνδέεται με την ακτίνη και τα ενδιάμεσα ινίδια των νευρικών κυττάρων (νευρονημάτια) σε όλες τις ομάδες, και ότι το πρώιμο ισχαιμικό preconditioning επηρέασε σημαντικά (P =0,025) μόνο τη σχέση της Hsp70 με τα νευρονημάτια αυξάνοντας την ποσότητα των τελευταίων που συνδέεται με την Hsp70. Επιπλέον, με ανοσοιστοχημικές μελέτες αποτυπώθηκε κυτταροπλασματική ανοσοδραστικότητα της Hsp70 στις ομάδες 1 και 5, και μετακίνησή της στον πυρήνα στις ομάδες 2,3 και 4. Όσον αφορά την β-κατενίνη παρατηρήθηκε αύξηση των επιπέδων της στην ομάδα 3 και μια ασθενής σχέση σύνδεσης με την Hsp70 η οποία όμως δεν επιρρεάστηκε από το IPC. Οι ανοσοιστοχημικές μελέτες έδειξαν ανοσοδραστικότητα της β-κατενίνης στο κυτταρόπλασμα και τον πυρήνα στα δείγματα της ομάδας 3. Συμπεράσματα: Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας η Hsp70 συμμετέχει στο μηχανισμό του πρώιμου ισχαιμικού preconditioning στο νωτιαίο μυελό, α) προστατεύοντας τα ενδιάμεσα ινίδια του νευρικού κυττάρου (νευρονημάτια) τα οποία συμβάλουν στη μετάδοση των νευρικών ερεθισμάτων, στην μηχανική υποστήριξη και στην σταθερότητα του κυτταροσκελετού, και β) συμμετέχοντας στην εξασφάλιση της λειτουργικότητας και της ακεραιότητας του πυρήνα , καθώς αρχίζει να δρα προστατευτικά και επισκευαστικά στις δομές του με την έναρξη του ισχαιμικού ερεθίσματος. Επιπλέον στα πλαίσια του πρώιμου IPC ενεργοποιείται ο μηχανισμός σταθεροποίησης της β-κατενίνης, το ενεργοποιημένο κλάσμα της οποίας φαίνεται ότι μπορεί να δράσει κυτταροπροστατευτικά μέσω διαφόρων κινασών. 281 247 248 The role of training of primary school teacher in the understanding of dyslexia Ο ρόλος της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στην κατανόηση της δυσλεξίας Several studies have focused on the detection of the views of primary school teachers on the understanding and management of dyslexia in educational practice. Children with dyslexia have deficits in reading, writing and spelling due to poor phonological awareness, and so the appropriate adjustment and modification of educational practices is urgently required to teach these children. Similar research findings in other countries show that the primary teachers know basic information about dyslexia, but do not feel confident enough in teaching them due to lack of proper training. This study aims through empirical research to document the level of knowledge of teacher’s primary for specific reading difficulty and while examining the role played by training in understanding the views of teachers of elementary concerning the theoretical background of dyslexia but practices concerning its treatment in schools. To conduct the research, 100 primary and special education teachers were used as research subjects from the city of Agrinio region. The results of the statistical analysis show that teachers have a decent knowledge level about dyslexia satisfactorily, however, they evaluate with neutrality the training they have received in their preservice training. It is also confirmed that training in the field of dyslexia, especially in the professional field, helps them to better respond to teaching dyslexic children and thus to properly adjust their teaching. Suggestions for further research steps and limitations are stated after the discussion of the results. Αρκετές έρευνες έχουν εστιάσει στην ανίχνευση των απόψεων των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης σχετικά με την κατανόηση και διαχείριση της δυσλεξίας στην εκπαιδευτική πράξη. Τα παιδιά με δυσλεξία παρουσιάζουν ελλείμματα στην ανάγνωση, γραφή και ορθογραφία λόγω ελλιπούς φωνολογικής επίγνωσης, και έτσι η κατάλληλη προσαρμογή και τροποποίηση των εκπαιδευτικών πρακτικών καθίσταται επιτακτική για την διδασκαλία αυτών των παιδιών. Τα ερευνητικά ευρήματα σε άλλες χώρες αποδεικνύουν πως οι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας γνωρίζουν βασικές πληροφορίες για την δυσλεξία, ωστόσο δεν νιώθουν αρκετά σίγουροι κατά την διδασκαλία τους λόγω έλλειψης κατάλληλη επιμόρφωσης. Η συγκεκριμένη εργασία έχει σκοπό μέσω εμπειρικής έρευνας να καταγράψει το επίπεδο γνώσης των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας για την ειδική αναγνωστική δυσκολία αλλά και παράλληλα να εξετάσει τον ρόλο που διαδραματίζει η επιμόρφωση στην κατανόηση των απόψεων των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας όσον αφορά το θεωρητικό υπόβαθρο της δυσλεξίας αλλά για πρακτικές που αφορούν την αντιμετώπισή της στο σχολικό πλαίσιο. Για την διεξαγωγή της έρευνας, χρησιμοποιήθηκαν ως υποκείμενα έρευνας 100 εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας γενικής και ειδικής εκπαίδευσης από την περιοχή της πόλης του Αγρινίου. Τα αποτελέσματα της στατιστικής ανάλυσης δείχνουν πως οι εκπαιδευτικοί γνωρίζουν για την δυσλεξία σε ικανοποιητικό βαθμό, ωστόσο, αξιολογούν με ουδετερότητα την επιμόρφωση που έχουν δεχθεί σε επίπεδο σπουδών. Επίσης, επιβεβαιώνεται η άποψη πως η επιμόρφωση, ειδικά στον επαγγελματικό τομέα, τους βοηθά να ανταποκρίνονται καλύτερα στην διδασκαλία δυσλεκτικών παιδιών και έτσι να προσαρμόζουν κατάλληλα την διδασκαλία τους. Προτάσεις για περαιτέρω ερευνητικά βήματα αλλά και περιορισμοί αναφέρονται μετά την συζήτηση των αποτελεσμάτων. 282 378 367 Diagnostic approach and study of potential haematological disorders in miscarried embryos with established chorioamnionitis in the second trimester of development Διαγνωστική προσέγγιση και μελέτη πιθανών διαταραχών αιμοποίησης σε αποβαλλόμενα έμβρυα με εγκατεστημένη χοριοαμνιονίτιδα κατά το 2ο τρίμηνο της ανάπτυξης Chorioamnionitis is a serious complication of pregnancy, found in fetal membranes, and is associated with a high rate of fetal morbidity and mortality of 43-45.5% in the second trimester of development. This period coincides with intense haematopoietic activity in the liver, spleen and thymus gland of the fetus, and immune system initiation. The objective of this study was: 1)To evaluate immunohistochemically, in the 2nd trimester of growth (beginning, middle and end), the haematopoietic activity in liver, spleen and thymus gland of human embryos. Embryos with severe acute chorioamnionitis and embryos without inflammatory changes in the fetal membranes were evaluated. 2) To evaluate embryos with concomitant chorioamnionitis and embryos without inflammatory response, changes in the expression of the cell adhesion molecules CD44, E-Cadherin and E-Selectin. The study consisted of one hundred and twenty embryos (thirty embryos were used as controls and ninety embryos associated with severe changes of acute chorioamnionitis) belonging to the collection of the Laboratory of Histology and Embryology of the Democritus University of Thrace in Alexandroupolis. A statistical analysis, a comparative study of our results, and conclusions on the side effects of acute chorioamnionitis on the haematopoiesis and lymphopoiesis of the embryos were performed. The basic technique applied was that of histochemistry (Hematoxylin & Eosin staining) and immunohistochemistry. The results of immunohistochemical analysis showed, in all three organs examined, increased expression for the haematopoietic cell lines in embryos associated with severe changes of acute chorioamnionitis. An exception was the reduced expression for macrophages. In contrast, the results of immunohistochemical analysis for lymphocytes showed a significant decrease in the expression of T-cytotoxic CD8+ lymphocytes and CD3+ T-lymphocytes, both in the thymus gland and in the spleen, in embryos with concomitant changes of acute chorioamnionitis. Analogous results were also found in the analysis of the findings for CD44, E-Cadherin and E-Selectin cell adhesion molecules, expressed in haematopoietic cells, lymphocytes and vascular endothelial cells. The pathogenetic mechanism responsible for the changes in haematopoiesis and lymphopoiesis in the cases of acute chorioamnionitis, seems to be related to the release of toxic molecules and cytokines that damage and alter the physiological anatomical and functional activities of the liver, spleen and thymus. Η χοριοαμνιονίτιδα είναι μια σοβαρή επιπλοκή της εγκυμοσύνης, που εντοπίζεται στους εμβρυϊκούς υμένες, χόριο και άμνιο και συνδυάζεται με υψηλό ποσοστό εμβρυϊκής νοσηρότητας και θνητότητας που ανέρχεται σε ποσοστό 43 -45.5% κατά το δεύτερο τρίμηνο της ανάπτυξης, χρονική περίοδο που συμπίπτει με την έντονη εξωμυελική αιμοποίηση στο έμβρυο και την έναρξη λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος. Σκοπός της ερευνητικής εργασίας ήταν: 1° Να αξιολογήσουμε ανοσοιστοχημικά, στο 2° τρίμηνο της ανάπτυξης (αρχή, μέσο και τέλος), την αιμοποίηση και τυχόν μεταβολές έκφρασης των μορίων κυτταρικής προσκόλλησης CD44, Ε-Καντερίνης και Ε-Σελεκτίνης σε δείγματα ήπατος, σπλήνα και θύμου αδένα ανθρώπινων εμβρύων, η ιστολογική εικόνα των οποίων έδειξε, σοβαρού βαθμού αλλοιώσεις οξείας χοριοαμνιονίτιδας. Να αξιολογήσουμε με την ίδια μέθοδο την αιμοποίηση αντίστοιχων δειγμάτων και αντίστοιχης χρονικής περιόδου, ανθρώπινα έμβρυα χωρίς αλλοιώσεις (φυσιολογικοί μάρτυρες). Η μελέτη περιελάμβανε εκατόν είκοσι έμβρυα, (τριάντα έμβρυα χρησιμοποιήθηκαν ως μάρτυρες και ενενήντα έμβρυα με συνοδές σοβαρού βαθμού αλλοιώσεις οξείας χοριοαμνιονίτιδας) που ανήκουν στο Αρχειακό Υλικό του Εργαστηρίου Ιστολογίας -Εμβρυολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης στην Αλεξανδρούπολη. Η βασική τεχνική που εφαρμόσθηκε ήταν αυτή της απλής ιστοχημείας (Εωσίνης -Αιματοξυλίνης) και της ανοσοϊστοχημείας. Τα αποτελέσματα της ανοσοϊστοχημικής ανάλυσης έδειξαν και στα τρία όργανα που εξετάσαμε, αυξημένη έκφραση για τις κυτταρικές σειρές της αιμοποίησης στα έμβρυα με συνοδές σοβαρού βαθμού αλλοιώσεις οξείας χοριοαμνιονίτιδας. Εξαίρεση αποτέλεσε η μειωμένη έκφραση για τα μακροφάγα. Αντίθετα, τα αποτελέσματα της ανοσοϊστοχημικής ανάλυσης των κυττάρων της λεμφοποίησης έδειξαν σημαντική μείωση της έκφρασης των Τ-κυτταροτοξικών CD8+ Τ-λεμφοκυττάρων και CD3+ Τ-λεμφοκυττάρων, τόσο στο θύμο αδένα που λειτουργεί την συγκεκριμένη χρονική περίοδο ως πρωτογενές λεμφικό όργανο, όσο και στο σπλήνα στα έμβρυα με συνοδές αλλοιώσεις χοριοαμνιονίτιδας. Ανάλογα αποτελέσματα έδειξε και η ανάλυση των ευρημάτων για τα μόρια της κυτταρικής προσκόλλησης CD44, Ε-Καντερίνης (E-Cadherin) και Ε-Σελεκτίνης (Ε-Selectin), που εκφράζονται αντίστοιχα στα αιμοποιητικά κύτταρα / λεμφοκύτταρα και ενδοθηλιακά κύτταρα των αγγείων. Διαταραχή της ανάπτυξης-ωρίμανσης της αιμοποίησης και κατ’ επέκταση του ανοσοποιητικού συστήματος, όπως αυτή παρατηρήθηκε στις περιπτώσεις εμβρύων που συνδυάσθηκαν με σοβαρού βαθμού αλλοιώσεις χοριοαμνιονίτιδας, φαίνεται να αποτελεί και την πιθανότερη αιτία αυτόματων αποβολών, όπως αυτές συχνότερα παρατηρούνται στο 2° τρίμηνο της κύησης, περίοδο που συνδυάζεται με την έναρξη λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος του εμβρύου. 283 367 377 Η χρήση της καρδιακής τροπονίνης Ι ως προγνωστικού δείκτη σε ασθενείς που υποβάλλονται σε αορτοστεφανιαία παράκαμψη Several studies suggest that postoperarive concentrations of Cardiac Troponin I (cTnI) may increase in patients undergoing aorto-coronary bypass grafting (CABG). The degree and pattern of release appears to be associated with perioperative myocardial damage. Postoperative cardiac troponin elevation may also be associated with impaired long-term prognosis. Objective: We compared patterns and variation of cTnI and creatine kinase (CK)-MB after CABG in patients with or without postoperative cardiac events. Furthermore, we evaluated the value of cardiac troponin I (cTnI) levels in the prediction of death over a follow-up period of 3 years. Methods: This was a prospective observational study with serial sampling conducted at the Departments of Cardiothoracic Surgery and Anesthesiology, University Hospital of Ioannina, Ioannina, Greece. The levels of cTnI and CK-MB preoperatively, upon admission to the intensive care unit and at 12, 24, 36 and 48 hours after surgery, as well as daily from postoperative day 3-7 were determined in 41 consecutive patients (33 males and 8 females, aged 64.8±6.1 years) who underwent CABG with cardiopulmonary bypass. Patients were then followed up in a 3 year period. Results: Eleven patients experienced a postoperative cardiac event (PCE) (postoperative ventricular and supraventricular arrhythmia, need for intra-aortic balloon pump for >12 hours or postoperative myocardial infarction). In patients without PCE the elevation of cTnI peaks at 24 hours after surgery, while in patients with PCE maximal values of cTnI occurred after 36 hours. CTnI levels correlated with CK-MB after the procedure. Receiver-operating characteristic (ROC) curve analysis indicated that CTnI is superior to CK-MB with regard to PCE diagnosis following CABG [area under the ROC curve, 0.73, 95%CI (0.53-0.93) versus 0.54, 95%CI, (0.25-0.83)]. During the study period 5 patients died. Postoperative cTnI levels proved to have significant predictive value for long-term mortality. In specific, a threshold value of 13.4 ng/ml was highly associated with long-term mortality with a sensitivity of 100% and a specificity of 76%. Conclusions: Cardiac TnI seems to be highly valuable in the detection of postoperative cardiac events in patients undergoing coronary surgery. Furthermore, our findings suggest that troponin levels after bypass surgery could be used to predict increased long-term risk for death. The value of cTnI measurement may be additive to other well-established risk calculators. eng Μελέτες έδειξαν ότι η συγκέντρωση της καρδιακής τροπονίνης (cTnI) αυξάνεται μετεγχειρητικά σε ασθενείς που υποβάλλονται σε αορτοστεφανιαία παράκαμψη (CABG) και αυτό φαίνεται να σχετίζεται με περιεγχειρητική μυοκαρδιακή βλάβη. Σκοπός της μελέτης: Στην παρούσα μελέτη συγκρίναμε τη διακύμανση της cTnI και της ισομορφής MB της κρεατινικής κινάσης (CK-MB) μετά από CABG σε ασθενείς με ή χωρίς μετεγχειρητικά συμβάματα. Επίσης, μελετήσαμε την αξία της cTnI στην πρόγνωση του θανάτου μετεγχειρητικά σε μία περίοδο παρακολούθησης 3 ετών. Υλικό και μέθοδοι: Πρόκειται για μια προοπτική μελέτη παρατήρησης διαδοχικών ασθενών που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Τα επίπεδα της cTnI και της CK-MB προσδιορίστηκαν προεγχειρητικά, κατά την είσοδο στη μονάδα εντατικής θεραπείας και 12, 24, 36 και 48 h μετά την επέμβαση, καθώς και καθημερινά από την τρίτη έως την έβδομη μετεγχειρητική ημέρα σε 41 διαδοχικούς ασθενείς (33 άνδρες και 8 γυναίκες, ηλικίας 64.8±6.1 ετών) που υποβλήθηκαν σε CABG με καρδιοπνευμονική παράκαμψη. H διάρκεια παρακολούθησης των ασθενών ήταν κατά μέσο όρο 3 χρόνια μετά την επέμβαση. Αποτελέσματα: Έντεκα ασθενείς υπέστησαν κάποιο περιεγχειρητικό καρδιακό σύμβαμα (ΠΚΣ) (περιεγχειρητική κοιλιακή και υπερκοιλιακή αρρυθμία, χρήση ενδοαορτικού ασκού (IABP) για περισσότερο από 12 h ή μετεγχειρητικό έμφραγμα). Στους ασθενείς χωρίς ΠΚΣ η αύξηση της cTnI έφτανε στη μεγαλύτερη τιμή 24 h μετά την επέμβαση, ενώ στους ασθενείς με ΠΚΣ η μέγιστη τιμή της cTnI εμφανιζόταν 36 h μετά την επέμβαση. Τα επίπεδα της cTnI συσχετίζονταν με αυτά της CK-MB μετά την επέμβαση. Η στατιστική ανάλυση με τη διενέργεια καμπύλης ROC (receiver-operating characteristic) έδειξε ότι η CTnI υπερτερούσε της CK-MB για τη διάγνωση ΠΚΣ μετά από CABG [εμβαδό περιοχής κάτω από την καμπύλη ROC (area under the curve, AUC), 0.73, 95%CI (0.53-0.93) versus 0.54, 95%CI, (0.25-0.83)]. Κατά τη διάρκεια της μελέτης 5 ασθενείς πέθαναν. Τα μετεγχειρητικά επίπεδα της cTnI φαίνεται να έχουν σημαντική προγνωστική αξία για τη μακροπρόθεσμη θνητότητα. Συγκεκριμένα, τιμές πάνω από 13.4 ng/ml συσχετίζονταν σημαντικά με μακροπρόθεσμη θνητότητα με ευαισθησία 100% και ειδικότητα 76%. Συμπέρασμα: Η CTnI φαίνεται ότι έχει μεγάλη προγνωστική αξία για την πρόβλεψη ΠΚΣ σε ασθενείς που υποβάλλονται σε CABG και είναι χρήσιμα στην πρόγνωση αυξημένου κινδύνου μακροπρόθεσμης. Η αξία της μέτρησης της τροπονίνης Ι είναι ιδιαίτερα σημαντική σε συνδυασμό με τα ήδη καθιερωμένα μοντέλα εκτίμησης κινδύνου 284 905 1179 Η συμβολή του Bernardino Ramazzini, πατέρα της ιατρικής της εργασίας, στη σύγχρονη ιατρική σκέψη Focusing on Occupational Health under the binomial: work-health, this thesis aims to highlight Bernardino Ramazzini’s opera and assessment its contribution to the shaping of modern medical thinking.Observation of the relation between occupational hazards and poor health dates back several centuries, but the first systemic description of diseases according to occupational causes was made only in the final years of the 17th century by Ramazzini, the acknowledged father of Occupational Medicine. A special main chapter of thesis focuses his biography and the complete list of works [Opera omnia]. Bernardino Ramazzini (Capri 1633 - Padua 1714) even though he began his university career at the age of 49, his scholarly interest was attracted by several topics, focusing attention on occupational health. For nearly 20 years, he investigated the subject in depth, visiting workplaces, observing workers’ activities, and discussing with workers their illnesses. He wrote several works including his magnum opus famed treatise of workers’ health De Morbis Artificum Diatriba.The De Morbis is based on author’s personal experience and on intensive research into sources. Analyzing the 390 bibliographical references, especially of ancient Greek literature (25%). Emphasis is placed on the 63 references in the texts of the Hippocratic collection are presented in their original form (Greek). A chronological analysis and data relating to life of 374 different scholars and contemporaries of Ramazzini delete clarify the framework of the project. Thesis outlines the history of technology, science and medicine. Includes the synthesis of cultural and social relations work and workers (culture affresco '600), particularly in Italy (foreign occupation, major disasters and demographic effects of epidemics, political developments, etc.), Greece (conflicts between 15th-18th century., historical context, economic migration, education, work on a daily basisand the trade unions, a local issue and the work of farmers, working the crowds, cities, ways of spreading epidemic, the Health protection, different philosophies to deal with illness, folk medicine, etc.) as well as in Europe generally from the 17th century. (Before Industrial Revolution, interfaces society, economy and labor productivity in the Middle Ages and reassessment of Trade Unions, etc.).Occupational Medicine practice requires a comprehensive knowledge of the workplace, including factory visits by health professionals, so that physicians are aware of working conditions. Ramazzini anticipated this need, and supported the view throughout his treatise that workplace analysis can identify potential and actual hazards to workers’ health. Ramazzini’s view was unusual in the second half of the 17th century and met with the sarcasm and derision of his colleagues would not appreciate this new approach, because it required to abandon habits of cleanliness and refinements.Workplace inspection and analysis (walk throw) allowed Ramazzini to establish a link between hazards and illnesses, but it also allowed him to suggest preventive measures. Occupational-risk prevention has three stages: elimination of hazards; selection of engineering controls; and use of personal protective devices. With the famous Ramazzini question added in medical anamnesis taking, Quam artem exerceat? presented the Syllabus and Ramazzini’s methodology that is still in use for the examination of occupational diseases. Examine the clinical and health structure of De morbis. Note the conceptual innovation for workers protection in the prevention of risks. Describe the limitations and the contradictions. Raised the issue of work ethic. Finally, treated as a historical source of his era and presents a list of versions of De morbis [Italian / English / etc] in chronological distinction [1700-1940/1940-1980/1980-2000]. Indicate relevant dissertations prepared at National School of Public Health at the theoretical training of junior specialised occupational physicians diligently and translation of the author, presentation of other important works of Ramazzini [Sober Life of Luigi Cornaro, Scholars Health, Princes Health] in editing process. Italso presented the plan construction of related blog using hypertext for educational purposes between the University of Ioannina School of Medicine and Department of Occupational & Industrial Hygiene of National School of Public Health.The next intake of the Ramazzini as literature scholar and analyze the various influences in his work (Christian, Judaism, Mercantilism) as well as other works of social satire as model of «Diatriba» (Tommaso Garzoni, Agnolo Ambrogini Poliziano). In closing this chapter we return to the concept of 'thesis' flowing through the principles of Cynic philosophy.This genial Italian was a highly versatile and cosmopolitan individual - clinician, epidemiologist, sanitarian, poet, philosopher and scholar. The brief outline of his personality as a man and scientist and iconography introduce us into distinct areas of its relationship with modern medical thinking. Systematically reviewed the international medical and historiographical literature on the valuation of work: in his contribution to Ergonomics, Environmental Hygiene and Epidemiology, Neurology Occupational Dermatology or Sports Μedicine. Following are the innovative positions in the grounds of breast cancer in nuns in treating Lathyrism, the use of cinchona in malaria ('de abusu chinae') and the 'wolfs" of Leeuwenhoek. Finally, analyzed the innovate contribution of Ramazzini in the modern medical thinking with an emphasis in Preventive Medicine and Public Health.In conclusion, teaching medicine history, as well as history, has not just a preparation and introductory role in medical education. It is also a continuing stimulus to scientific creativity, clinical thinking and develop more effective, moral and social self-perception of the physician. History of Medicine as a field of research and teaching can catalyze the formation of new physicians by promoting a comprehensive and dynamic understanding of the medical and scientific knowledge. Revisited Ramazzini, Occupational Physicians in particular have the opportunity to learnt the lesson, meet, interpret and deepen their knowledge according Ramazzini legacy in the new century. Με επίκεντρο την υγεία των εργαζομένων και γενικότερα το διώνυμο : εργασία-υγεία, η παρούσα διατριβή σκοπεύει στην ανάδειξη του έργου του Bernardino Ramazzini και στην αποτίμηση της συμβολής του στην διαμόρφωση της σύγχρονης ιατρικής σκέψης.Η παρατήρηση της συσχέτισης μεταξύ κινδύνων και κακής υγείας χρονολογείται από αρκετούς αιώνες, αλλά η πρώτη συστηματική περιγραφή των νόσων, σύμφωνα με επαγγελματικά αίτια, έγινε μόνο στα τελευταία χρόνια του 17ου αιώνα από τον Ramazzini, τον αναγνωρισμένο πατέρα της Ιατρικής της Εργασίας.Με ειδικό κεντρικό κεφάλαιο παρουσιάζεται η βιογραφία και η πλήρης εργογραφία του *Opera omnia].Ο Bernardino Ramazzini (Κάρπι, 1633 – Πάδοβα, 1714) αν και ξεκίνησε την πανεπιστημιακή του καριέρα σε ηλικία 49 ετών και το ερευνητικό ενδιαφέρον του τράβηξαν διάφορα θέματα, εστίασε την προσοχή του στην επαγγελματική υγεία. Για σχεδόν 20 χρόνια, ερεύνησε το θέμα σε βάθος, επισκέφθηκε τους χώρους εργασίας, παρατήρησε τις δραστηριότητες των εργαζομένων και συζήτησε μαζί τους για τις ασθένειες τους. Έγραψε διάφορα έργα, συμπεριλαμβανομένης της φημισμένης πραγματείας Οι ασθένειες των εργατών [De Morbis Artificum Diatriba].Η De Morbis είναι βασισμένη στην προσωπική εμπειρία και σε εντατική έρευνα πηγών που αναλύονται. Αποδομούνται οι 390 βιβλιογραφικές παραπομπές, ιδιαιτέρως της αρχαίας ελληνικής γραμματείας (25%). Έμφαση δίνεται στις 63 αναφορές στα κείμενα της Ιπποκρατικής συλλογής που παρουσιάζονται στην αυθεντική τους μορφή. Μια χρονολογική ανάλυση καθώς και στοιχεία του βίου των αναφερόμενων 374 διαφορετικών συγγραφέων και των συγχρόνων του Ramazzini διαγράφουν σαφέστερα τα πλαίσια του έργου.Σκιαγραφείται η ιστορική διαδρομή τεχνολογίας, επιστήμης και ιατρικήςκαι συνυπολογίζεται η σύνθεση των πολιτισμικών και κοινωνικών σχέσεων με την εργασία και τους εργαζόμενους (affresco πολιτισμού του ‘600). Στην Ιταλία (ξένες κτήσεις, μεγάλες καταστροφές δημογραφικές συνέπειες των επιδημιών, πολιτικές εξελίξεις, κ.ά.), την Ελλάδα (πολεμικές συγκρούσεις 15ου -18ου αι., ιστορικό πλαίσιο, οικονομική μετανάστευση, παιδεία, η εργασία σε καθημερινή βάση και στις συντεχνίες, το Αγροτικό ζήτημα και η εργασία των αγροτών, η εργασία στα μπουλούκια, οι Πόλεις, οι τρόποι εξάπλωσης Επιδημιών, η Υγειονομική προστασία, οι διαφορετικές φιλοσοφίες αντιμετώπισης της ασθένειας, η Λαϊκή Ιατρική, κ.ά.) όπως και γενικότερα στην Ευρώπη του 17ου αι. (πριν τη Βιομηχανική Επανάσταση, διασυνδέσεις κοινωνίας, οικονομίας και εργασίας, παραγωγικότητα κατά τον Μεσαίωνα και επαναξιολόγηση των Συντεχνιών, κ.ά.).Η πρακτική της Ιατρικής της Εργασίας απαιτεί μια σφαιρική γνώση του χώρου εργασίας, περιλαμβάνει επισκέψεις στα εργοστάσια από τους επαγγελματίες υγείας, έτσι ώστε οι γιατροί να γνωρίζουν τις συνθήκες εργασίας. Ο Ramazzini προεξοφλώντας αυτή την ανάγκη υποστήριξε την άποψη καθ' όλη την πραγματεία του ότι η ανάλυση του χώρου εργασίας μπορεί να εντοπίσει δυνητικούς και πραγματικούς κινδύνους για την υγεία των εργαζομένων. Η άποψη του Ramazzini ήταν ασυνήθιστη κατά το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, και συνάντησε τον σαρκασμό και τη χλεύη των συναδέλφων του, που δεν θα εκτιμήσουν τη νέα αυτή προσέγγιση, διότι έπρεπε να εγκαταλείψουν τις συνήθειες καθαριότητας και αρωματισμού τους.Η επιθεώρηση και η ανάλυση των χώρων επέτρεψε στον Ramazzini να συνδέσει κινδύνους και ασθένειες αλλά του επέτρεψε επίσης να προτείνει προληπτικά μέτρα για τον περιορισμό της έκθεσης. Η πρόληψη των Επαγγελματικών Κινδύνων γίνεται σε τρία στάδια: εξάλειψη των κινδύνων, επιλογή μηχανικών ελέγχων, χρήση ατομικών μέσων προστασίας.Με τίτλο την ερώτηση που πρόσθεσε ο Ramazzini στη λήψη του ιατρικού ιστορικού, Quam artem exerceat? παρουσιάζεται το Syllabus και η μεθοδολογίατου Ramazzini που ισχύει ακόμα και σήμερα στην εξέταση των επαγγελματικών παθήσεων. Εξετάζεται η κλινική και υγειονομική δομή της De morbis. Επισημαίνεται η καινοτομία της εννοιολογικής σύλληψης στη προστασία της υγείας των εργαζομένων με τη Πρόληψη των κινδύνων. Αναφέρονται οι περιορισμοί & οι αντιφάσεις της. Θίγεται το ζήτημα της Ηθικής της εργασίας. Τέλος, εξετάζεται ως ιστορική πηγή της εποχής του και παρουσιάζεται κατάλογος των εκδόσεων της "De morbis artificum diatriba" *Ιταλικές/Αγγλοσαξωνικές/κτλ+ με χρονολογική διάκριση *1700-1940/1940-1980/1980-2000].Ακολούθως εξετάζεται η πρόσληψη του Ramazzini ως ιατρολογοτέχνη και η ανάλυση διαφόρων επιδράσεων στο έργο του (Χριστιανό-εβραϊσμός, Μερκαντιλισμός) όπως και άλλων έργων κοινωνικής σάτιρας ως υποδειγμάτων της «Diatriba» (Tommaso Garzoni, Agnolo Ambrogini Poliziano). Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο επιστρέφουμε στην έννοια της ‘Διατριβής’ διατρέχοντας τις αρχές της Κυνικής φιλοσοφίας.Αναφέρονται σχετικές διπλωματικές εργασίες που εκπονήθηκαν στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας, κατά τη θεωρητική εκπαίδευση των ειδικευομένων ιατρών εργασίας, με επιμέλεια του συγγραφέα και μετάφραση, παρουσίαση άλλων σημαντικών έργων του Ramazzini *Εγκρατής βίος του Λουίτζι Κορνάρο, Υγεία Λογίων, Υγεία Πριγκίπων+ που βρίσκονται υπό έκδοση. Επίσης, παρουσιάζεται το προσχέδιο κατασκευής σχετικού ιστολογίου με χρήση υπερκειμένων (hypertext) για εκπαιδευτικούς σκοπούς μεταξύ Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και Τομέα Επαγγελματικής & Βιομηχανικής Υγιεινής της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας.Ήταν ταυτόχρονα κοσμοπολίτης και ιταλική διάνοια. Πολύπλευρο ταλέντο: κλινικός, επιδημιολόγος, υγιεινολόγος, ποιητής, φιλόσοφος και λόγιος. Η βραχεία σκιαγράφηση της προσωπικότητάς του ως ανθρώπου και επιστήμονα και η εικονογραφία του, μας εισάγουν σε διακριτές περιοχές της σχέσης του με τη σύγχρονη ιατρική σκέψη. Ανασκοπείται συστηματικά ηδιεθνής ιατρική και ιστοριογραφική βιβλιογραφία για την αποτίμηση του έργο του: ως προς τη συνεισφορά του στην Εργονομία, στη Περιβαλλοντική Υγιεινή και την Επιδημιολογία, εκτός από την Νευρολογία, την επαγγελματική Δερματολογία ή την Αθλητιατρική. Έπειτα αναφέρονται οι καινοτόμες θέσεις του ως προς την αιτιολογία του καρκίνου του μαστού στις μοναχές, στην αντιμετώπιση του Λαθυρισμού, στη χρήση της κιγχόνης στην ελονοσία (‘de abusu chinae’) αλλά και στα «λυκάκια» του Leeuwenhoek.Η κύρια όμως αξία του "μαέστρου του Carpi" είναι οι αριστοτεχνικά κλινικές παρατηρήσεις του που ακόμα και σήμερα εξακολουθούν να ισχύουν. Ο Ramazzini έδειξε ότι η διασύνδεση των συνθηκών εργασίας με τις διαταραχές γίνεται καλύτερα με την έρευνα των εργασιακών δραστηριοτήτων κάθε ασθενούς. Με το ιστορικό -που πλέον διδάσκεται σε όλους τους φοιτητές ιατρικής- μπορεί να κατανοηθεί η επαγγελματική προέλευση μιας διαταραχής, αν και δεν είναι γνωστό αν το τηρούν όλοι οι ιατροί που απόκτησαν αυτό το εφόδιο.Η εκτίμηση του εάν η έκθεση σε επαγγελματικό κίνδυνο μπορεί να έχει συμβάλει στην εκδήλωση μιας ανάπτυξη της επαγγελματικής ασθένειας, δεν ήταν, ωστόσο, το μόνο πεδίο εφαρμογής της De Morbis. Ο Ramazzini δεν περιορίζεται στην διάγνωση της βλάβης, γιατί έχει στόχο όχι μόνο να περιγράψει τις παθολογικές εκδηλώσεις και να διευκρινίσει την επαγγελματική αιτία αλλά ταυτόχρονα να παρέχει στους εργαζόμενους με προσοχή τα κατάλληλα μέτρα πρόληψης.Τέλος, εξετάζεται αναλυτικά η συμβολή (καινοτομία) του Ramazzini στην σύγχρονη Ιατρική σκέψη με έμφαση στη Προληπτική Ιατρική και τη Δημόσια Υγεία. Η καινοτόμος ανάλυση του Ramazzini για την αιτιώδη σχέση μεταξύ των εργασιακών δραστηριοτήτων και των ασθενειών, ωστόσο, σκίασε την προληπτική πλευρά του έργου του. Ακριβώς επειδή διέβλεψε τη σημασία των προληπτικών μέσων, το έργο του είναι αξιοσημείωτο για την ομοιότητά του με τη σύγχρονη Επαγγελματική Υγεία, που επίσης εστιάζει στην πρόληψη τωνκινδύνων, στην χρήση μέσων συλλογικής και ατομικής προστασίας, στη διαχείριση περιβαλλοντικών και κοινωνικών ζητημάτων και προωθεί την υγεία και ασφάλεια στην εργασία ως αναπόσπαστο συστατικό της Δημόσιας Υγείας.Συμπερασματικά, η διδασκαλία της Ιστορίας της Ιατρικής –όπως και γενικότερα της Ιστορίας- δεν έχει μόνο προπαιδευτικό και εισαγωγικό ρόλο στις Ιατρικές σπουδές. Αποτελεί ταυτόχρονα διαρκές ερέθισμα για την επιστημονική δημιουργικότητα, την κλινική σκέψη και την ανάπτυξη μιας πιο πραγματικής, ηθικής και κοινωνικής αυτό-αντίληψης του ιατρού. Η Ιστορία της Ιατρικής, ως ερευνητικό πεδίο και διδασκαλία μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά στην διαμόρφωση των νέων ιατρών ενισχύοντας την ανάπτυξη μιας σφαιρικής και δυναμικής αντίληψης για την Ιατρική και επιστημονική γνώση. Ανασκοπώντας το έργο του Ramazzini στους Ιατρούς της Εργασίας ειδικότερα προσφέρεται η δυνατότητα γνωριμίας, ερμηνείας και εμβάθυνσης στις απαρχές της ειδικότητας, στις διαδρομές και τις προοπτικές της στον νέο αιώνα. 285 171 153 The main goal of this study is the presentation and in-depth analysis of six problems related to strong cliques in various classes of graphs. We study the computational complexity of these problems encountered in the modern literature. More specifically, the study consists of five chapters. In the first chapter we introduce introductory concepts of graph theory and definitions related to the concept of computational complexity. In the second chapter, we give the formulation of the six problems related to strong cliques, as well as their applications in other branches of mathematics and society. The third chapter contains the analysis of the computational complexity of five of the six problems in certain graph classes. In the fourth chapter, we analyze the computational complexity of the last problem in the graph classes of the third chapter, including an algorithm that solves the problem in polynomial time in the class cographs, and we reject the conjecture of Zaare-Nahandi by giving some counterexamples. Finally, in the fifth chapter, we present the conclusions of this study. Ο κεντρικός στόχος της παρούσας διατριβής είναι η παρουσίαση και η ανάλυση σε βάθος έξι προβλημάτων που σχετίζονται με ισχυρές κλίκες σε διάφορες κλάσεις γραφημάτων. Μελετάμε την υπολογιστική πολυπλοκότητα των προβλημάτων αυτών που συναντώνται στην σύγχρονη βιβλιογραφία. Πιο συγκεκριμένα, η διατριβή αποτελείται από πέντε κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο αναφέρονται εισαγωγικές έννοιες της θεωρίας γραφημάτων και ορισμοί σχετικοί με την έννοια της υπολογιστικής πολυπλοκότητας. Στο δεύτερο κεφάλαιο δίνεται η διατύπωση των έξι προβλημάτων, καθώς, και οι εφαρμογές τους σε άλλους κλάδους των μαθηματικών και της κοινωνίας. Το τρίτο κεφάλαιο περιέχει την ανάλυση της υπολογιστικής πολυπλοκότητας των πέντε εκ των έξι προβλημάτων σε ορισμένες κλάσεις γραφημάτων. Στο τέταρτο κεφάλαιο αναλύεται η υπολογιστική πολυπλοκότητα του τελευταίου προβλήματος στις κλάσεις γραφημάτων του τρίτου κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένου ενός αλγορίθμου που λύνει το πρόβλημα σε πολυωνυμικό χρόνο στην κλάση των cographs και την απόρριψη της εικασίας του Zaare-Nahandi μέσω αντιπαραδειγμάτων. Τέλος, στο πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζουμε τα συμπεράσματα αυτής της διατριβής. 286 922 977 Αξιολόγηση της θεραπευτικής ιππασίας σε ασθενείς παιδικής-εφηβικής ηλικίας με κινητικά ελλείμματα λόγω νευρολογικών-μυϊκών παθήσεων Introduction: Equine Assisted Activities and Therapies are interventions in medical rehabilitation of children with neurological- muscular dysfunctions, with significant results. These interventions improve patient’s balance, gross motor function, gait ability and spasticity. More specifically, while the patient is adapting and reacting to the movement of the horse he/she is required to use his/her muscles and joints. In this way muscular strength is achieved, the range of joints’ movement and stability increases as well as movement coordination, muscle synergy, displacement of the center of gravity and posture control and balance, the posture and balance control while the patient’s oscillation is reduced due to the effort of maintaining his position on the back of the horse. The aim of this study is to evaluate the efficacy of equine assisted therapy in the rehabilitation of children and adolescents with movement disorders due to neurological-muscular diseases, in terms of gross motor function and performance, static and dynamic balance and spasticity as well as whether this improvement can be maintained for 2 months after the end of the intervention. Moreover, the study aimed at performing an international literature review and meta-analysis for assessing the efficacy of therapeutic riding and hippotherapy. The study included 31 children with movement disorders. A subgroup of fourteen children with spastic quadriplegia was further analyzed. Methodology: The study lasted 28 weeks while the equine assisted intervention lasted 12 weeks. The riding sessions took place once per week, while the duration of each session was 30-45 minutes, depending of the needs of each patient. A literature search for the review and meta-analysis was conducted on MEDLINE, CINAHL, MBASE, SportDiscus, Cochrane Database of Systematic Reviews, Cochrane Controlled Trials Register, PEDro, DARE, Google Scholar, and Dissertation Abstracts. Only studies with a control/ comparison group or self-controlled studies performing pre-intervention and post-intervention assessments were included. Studies that were excluded included (1) studies not providing data on baseline score or end-point outcome, (2) single-subject studies, (3) studies providing only qualitative data, and (4) studies that used a mechanical horse. For the 8 studies included in the review, their methodological quality was evaluated using Downs and Black quality assessment tool. Evaluation tools: The scales used were Gross Motor Function Measure (GMFM), Gross Motor Performance Measure (GMPM), Gross Motor Function Classification System (GMFCS), Pediatric Balance Scale (PBS), Modified Ashworth Scale (MAS) for the evaluation of spasticity and WISC III for the evaluation of each child’s mental capacity. Moreover, for selected patients a static postural check on a force plate for postural assessment and balance was conducted, as well as an X-ray examination of their spine in anterio-posterior and lateral position. Overall, 6 assessments took place using GMFM, PBS and MAS scales for each patient. The first took place two months before the start of the intervention, the second one month before the intervention program, the third just before the start of the first session, the fourth half way through the intervention (one and a half months from the start), the fifth three months after the start of the intervention and the sixth two months after the end of the last session of the intervention. Regarding the force plate and the GMPM two evaluations were performed, the first before the intervention program and the other after the last therapeutic riding or hippotherapy intervention session. Statistical analysis: For GMFM and PBS scales, a longitudinal analysis was performed. Univariate and multivariate mixed effects linear regression models were used. For GMPM, the comparison of the scale values was done univariately manner in pair t-tests and in a multi-variately using longitudinal analysis methods. In the multi-variate models, we adjusted for possible confounders such as sex, age, assessment based on Wisc III and the GMFCS level for the aforementioned three types of assessment tools. For the force plate, univariate analyses using paired t-test and multivariate using multivariate mixed effects linear regression models to adjust for possible confounders that might affect the relationship (sex, age, wisc III scale) were performed. Finally, for the modified Ashworth scale, the statistical criterion Fisher's exact test was used. A meta-analysis was performed on the mean differences of the Pediatric Balance Scale (PBS) and the Gross Motor Function Measure (GMFM) between intervention and control groups for the studies included. Both fixed and random effects meta-analysis were used. The meta-analysis was based on the inverse variance method for weighting and the Dersimonian and Laird estimator for the random effects meta-analysis model was used. Results: The results shown statistically significant improvements in total GMFM score and all GMFM subgroups Α, Β, C, D και E, (p<0.005), in total GMPM and all subgroups (p<0.005), in P average of both feet (force plate) with p<0.05, in PBS at all time-intervals with p<0.001. These GMFM and PBS results remained present two months after the last session of equine assisted therapy. Regarding spasticity, although an improving trend is seen, this does not seem to be statistically significant. Similar results were obtained for the spastic quadriplegia subgroup, with the difference that a statistically significant reduction in P average in the right foot was observed. The meta-analysis for the four studies did not show any statistically significant changes in either GMFM or PBS. Conclusions: Although the meta-analysis did not show statistically significant differences in gross motor function and balance, our clinical study showed that equine assisted therapy improve both the motor ability (qualitatively and quantitatively) and the static and dynamic balance in children with neurological-muscular disorders, with the improvement in gross motor function and balance being clinically significant. These results remained stable two months after the end of the intervention. Εισαγωγή: Η θεραπεία υποβοηθούμενη από το άλογο αποτελεί παρέμβαση στην ιατρική αποκατάσταση παιδιών με νευρολογικές-μυϊκές παθήσεις με σημαντικά αποτελέσματα. Αυτή η παρέμβαση βελτιώνει την ισορροπία, την αδρή κινητική λειτουργία, την ικανότητα της βάδισης και τη σπαστικότητα. Πιο συγκεκριμένα, κατά την προσπάθεια προσαρμογής του ασθενή, όταν βρίσκεται επάνω στο άλογο, απαιτείται η χρησιμοποίηση των μυών και των αρθρώσεων του. Έτσι γίνεται μυϊκή ενδυνάμωση, βελτιώνεται το εύρος κίνησης των αρθρώσεων και η σταθερότητά τους, ο συντονισμός των κινήσεων, η συνέργεια των μυών, η μετατόπιση του κέντρου βάρους και ο έλεγχος της στάσης και της ισορροπίας ενώ μειώνεται η ταλάντωση του ασθενή λόγω της προσπάθειας διατήρησης της θέσης του επάνω στο άλογο. Σκοπός της μελέτης είναι η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας υποβοηθούμενης από το άλογο στην αποκατάσταση παιδιών και εφήβων με κινητικά ελλείμματα λόγω νευρολογικών-μυϊκών παθήσεων όσον αφορά την αδρή κινητική λειτουργία και επίδοση, τη στατική και δυναμική ισορροπία και τη σπαστικότητα, καθώς και το αν αυτή η βελτίωση μπορεί να διατηρηθεί με την πάροδο δύο μηνών μετά το τέλος της παρέμβασης. Επίσης, η διενέργεια συστηματικής ανασκόπησης της διεθνούς βιβλιογραφίας και μετα-ανάλυσης για την αποτελεσματικότητα της θεραπευτικής ιππασίας και ιπποθεραπείας. Στη μελέτη συμμετείχαν 31 παιδιά με κινητικά ελλείμματα. Στη συνέχεια έγινε υποκατηγοριοποίηση των παιδιών σε 20 παιδιά με ήπια και μέτρια ελλείμματα, σε 11 παιδιά με σοβαρά ελλείμματα και σε 14 παιδιά με σπαστική τετραπληγία. Μέθοδος: Η μελέτη διήρκησε 28 εβδομάδες, η παρέμβαση θεραπευτικής ιππασίας ή ιπποθεραπείας 12 εβδομάδες, με συχνότητα μία συνεδρία ανά εβδομάδα, ενώ η διάρκεια της κάθε συνεδρίας ήταν 30-45 λεπτά, ανάλογα με τις δυνατότητες του κάθε ασθενή. Για την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας και τη μετα-ανάλυση έγινε αναζήτηση σχετικών μελετών στις βάσεις δεδομένων MEDLINE, CINAHL, MBASE, SportDiscus, Cochrane Database of Systematic Reviews, Cochrane Controlled Trials Register, PEDro, DARE, Google Scholar, Scopus, ISI Web of Science και σε περιλήψεις διατριβών. Συμπεριλήφθηκαν μελέτες οι οποίες περιελάμβαναν ομάδα ελέγχου ή ήταν αυτοελεγχόμενες, οι οποίες πραγματοποίησαν αξιολογήσεις πριν και μετά την παρέμβαση. Μελέτες που εξαιρέθηκαν ήταν: 1) μελέτες οι οποίες δεν είχαν στοιχεία αρχικών ή τελικών μετρήσεων, 2) μελέτες μεμονωμένων περιστατικών, 3) ποιοτικές μελέτες και 4) μελέτες στις οποίες χρησιμοποιήθηκε μηχανικό άλογο. Για την αξιολόγηση των 8 μελετών που συμμετείχαν στην ανασκόπηση χρησιμοποιήθηκε το ποιοτικό εργαλείο αξιολόγησης των Downs and Black. Εργαλεία αξιολόγησης: Η κλίμακα αξιολόγησης της αδρής κινητικής λειτουργίας (GMFM), η κλίμακα αξιολόγησης της κινητικής επίδοσης (GMPM), το σύστημα ταξινόμησης της λειτουργικής ικανότητας (GMFCS), η παιδιατρική κλίμακα αξιολόγησης της ισορροπίας (PBS), η τροποποιημένη κλίμακα κατά Ashworth (MAS) για την αξιολόγηση της σπαστικότητας, η κλίμακα WISC ΙΙΙ για την αξιολόγηση του νοητικού δυναμικού του κάθε παιδιού. Επίσης, ο στατικός έλεγχος σε διάδρομο βάδισης για τον έλεγχο της στάσης και της ισορροπίας καθώς και ακτινολογικός έλεγχος σπονδυλικής στήλης με ακτινογραφία σε προσθιοπίσθια και πλάγια θέση, σε επιλεγμένους ασθενείς. Πραγματοποιήθηκαν συνολικά 6 μετρήσεις με τις κλίμακες GMFM και PBS στον κάθε ασθενή. Η πρώτη έγινε δύο μήνες πριν από την παρέμβαση, η δεύτερη ένα μήνα πριν από την παρέμβαση, η τρίτη ακριβώς πριν από την παρέμβαση, η τέταρτη στο ενδιάμεσο (1,5 μήνα) της παρέμβασης, η πέμπτη με το τέλος της παρέμβασης (3 μήνες), και η έκτη 2 μήνες μετά το τέλος της παρέμβασης. Στο διάδρομο βάδισης, στο GMPM και στην τροποποιημένη κλίμακα κατά Ashworth έγιναν δύο αξιολογήσεις, η μία πριν από την παρέμβαση και η άλλη με το τέλος της τελευταίας συνεδρίας θεραπευτικής ιππασίας ή ιπποθεραπείας. Στατιστική ανάλυση: Για τις κλίμακες GMFM και PBS η στατιστική ανάλυση έγινε με μεθόδους ανάλυσης διαχρονικών δεδομένων. Χρησιμοποιήθηκαν μονοπαραγοντικά και πολυπαραγοντικά μοντέλα μεικτών επιδράσεων γραμμικής παλινδρόμησης. Για το GMPM η σύγκριση των τιμών της κλίμακας έγινε μονοπαραγοντικά με κατά ζεύγη t-test και πολυπαραγοντικά με μεθόδους ανάλυσης διαχρονικών δεδομένων. Στα πολυπαραγοντικά μοντέλα έγινε στάθμιση για δυνητικούς συγχυτικούς παράγοντες όπως το φύλο, η ηλικία, η αξιολόγηση βάσει του WISC ΙΙΙ και το επίπεδο GMFCS για τα τρία παραπάνω εργαλεία αξιολόγησης. Για το διάδρομο βάδισης έγινε με κατά ζεύγη t-test (μονοπαραγοντικά μοντέλα) και με τη χρήση παλινδρόμησης σταθμίζοντας για ενδεχόμενους συγχυτικούς παράγοντες που μπορεί να επηρέαζαν τη σχέση (φύλο, ηλικία, κλίμακα WISC ΙΙΙ). Τέλος, για την τροποποιημένη κλίμακα κατά Ashworth έγινε χρήση του στατιστικού κριτηρίου Fisher's exact test. Διεξήχθη μετα-ανάλυση των μέσων διαφορών της παιδιατρικής κλίμακας ισορροπίας (PBS) της κλίμακας αξιολόγησης της αδρής κινητικής λειτουργίας (GMFM) μεταξύ των ομάδων παρέμβασης και ελέγχου για τις μελέτες που συμπεριλήφθησαν. Χρησιμοποιήθηκε μετα-ανάλυση σταθερών και τυχαίων επιδράσεων. Βασίστηκε στη μέθοδο αντίστροφης διακύμανσης για τη στάθμιση και χρησιμοποιήθηκε ο εκτιμητής Dersimonian και Laird για το μοντέλο μετα-ανάλυσης τυχαίων επιδράσεων. Αποτελέσματα: Παρουσιάστηκαν στατιστικά σημαντικές βελτιώσεις στο συνολικό αποτέλεσμα του GMFM καθώς και σε όλες τις υποκατηγορίες του Α, Β, C, D και E, (p<0.005), στοσυνολικό αποτέλεσμα του GMPM και σε όλες τις υποκατηγορίες του (p<0.005), στη μέση πίεση των δύο άκρων ποδών (διάδρομος βάδισης) με p<0.05, στο PBS σε όλες τις χρονικές στιγμές με p<0.001. Τα παραπάνω αποτελέσματα του GMFM και PBS διατηρήθηκαν μετά την πάροδο 2 μηνών από την τελευταία συνεδρία της παρέμβασης. Όσον αφορά τη σπαστικότητα, παρόλο που φάνηκε μία μικρή βελτίωση, αυτή δεν έδειξε να είναι στατιστικά σημαντική. Αντίστοιχα είναι και τα αποτελέσματα για την υποομάδα της σπαστικής τετραπληγίας, με τη διαφορά ότι παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική μείωση στη μέση πίεση μόνο του δεξιού άκρου ποδός. Στις άλλες δύο υποομάδες παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική βελτίωση στα σύνολα των GMFM, GMPM και PBS. Όσον αφορά τη μετα-ανάλυση για τις 4 μελέτες που συμπεριελήφθησαν δεν έδειξαν στατιστικά σημαντικές μεταβολές σε κανένα από τα δύο εργαλεία αξιολόγησης. Συμπεράσματα: Αν και στη μετα-ανάλυση δεν προκύπτουν στατιστικά σημαντικές μεταβολές στην αδρή κινητική λειτουργία και στην ισορροπία, στην κλινική μας μελέτη φαίνεται ότι η θεραπεία υποβοηθούμενη από το άλογο βελτιώνει την κινητική λειτουργία (ποσοτικά και ποιοτικά) και τη στατική και δυναμική ισορροπία στα παιδιά με νευρολογικές-μυϊκές παθήσεις. Φαίνεται, επίσης, ότι η βελτίωση της αδρής κινητικής λειτουργίας και της ισορροπίας είναι και κλινικά σημαντική. Το θεραπευτικό αποτέλεσμα παραμένει μέχρι και 2 μήνες μετά το τέλος της παρέμβασης. 287 417 381 Παθογόνα βακτήρια τροφικής προέλευσης (Listeria, Salmonella, Bacillus spp.) The main objective of the present Doctoral Thesis was to examine the combined effect of “natural” antimicrobial agents and packaging on the quality and microbiological safety of a fresh poultry product, consisting of chicken chunks and green chopped bell peppers (“Souvlaki”). The Thesis comprised the following Chapters: Chapter 1: The study of the fate of Listeria monocytogenes, Salmonella enterica subsp. enterica serovar Montevideo and spore former bacterium Bacillus cereus, inoculated onto the product (“Souvlaki”) evaluated under aerobic conditions for a period 6 days at 4 οC. During storage the growth of L. monocytogenes and S. enterica was retarded, whereas the respective of B. cereus was increased by ca. 2.5 log CFU/g. Chapter 2: The shelf life of product (based on mesophilic Total Viable Counts) under aerobic (A) or modified atmosphere packaging (M) conditions with no antimicrobials added was 4 and 6 days, respectively (4 οC). Of all the treatments examined, M-CH-T (combined application of modified atmosphere packaging, chitosan 1.5% v/w= 0.03% w/w, and thyme oil 0.2% v/w) proved to be the most effective in inhibiting the growth of all spoilage microorganisms, extending the microbiological shelf life of the product by 7-9 days. Chapter 3: Based on the results obtained from the fate/survival of the aforementioned pathogens, inoculated onto the poultry product, stored under modified atmosphere packaging and in the absence of antimicrobials at 4 oC (M), L. monocytogenes proved to be the main microbiological risk. However, treatment M-CH-T restricted growth of the pathogen during storage for at least 8 days at 4 oC (bacteriostatic effect). At 8 oC, all pathogens grew fast onto the product. Again, M-CH-T revealed a bacteriostatic effect on L. monocytogenes and Salmonella enterica during storage for 5-6 days, at 8 oC. In the case of B. cereus, the aforementioned treatment maintained its final population below 6.0 log CFU/g, thus reducing the probability of enterotoxin formation (reduction by ca. 2.0 log CFU/g, as compared to M). Chapter 4: The effect of microwave heating (MW) inactivation on the aforementioned pathogens, inoculated onto treatments M, M-CH-T, was evaluated. The effect of MW processing showed that total elimination (reduction ≥ 6 log CFU/g) of S. Montevideo and L. monocytogenes was achieved after cooking time of t= 2 min and t=3-4 minutes, respectively (80-82 οC). B. cereus population was significantly affected (a reduction of ca. 2-4.5D) by the use of MW, with the cells able to survive. M-CH-T reduced B. cereus final counts after 4 min at satisfactory levels (1.5-3.55 log CFU/g) unlike the untreated product (control, M). Το κύριο αντικείμενο της παρούσης διδακτορικής διατριβής ήταν η επίδραση συσκευασίας και «φυσικών» αντιμικροβιακών παραγόντων στην ποιότητα και μικροβιολογική ασφάλεια ενός νωπού προϊόντος πουλερικών (Σουβλάκι Κοτόπουλο/Πιπεριά). Στα πλαίσια του πειραματικού Κεφαλαίου 1, μελετήθηκε η πορεία ανάπτυξης/επιβίωσης της Listeria monocytogenes, Salmonella enterica subsp. enterica serovar Montevideo και του σπορογόνου βακτηρίου Bacillus cereus, μετά τον ενοφθαλμισμό τους στο προϊόν και κατά τη συντήρηση σε αερόβια συσκευασία για 6 ημέρες (4 οC). Τα βακτήρια L. monocytogenes και S. enterica δεν αναπτύχθηκαν στο προϊόν, αλλά ο B. cereus επέδειξε σημαντική αύξηση κατά 2.5 log CFU/g. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του Κεφαλαίου 2, ο μικροβιολογικός χρόνος συντήρησης του προϊόντος σε αερόβια συσκευασία (Α) ή σε τροποποιημένη ατμόσφαιρα (Μ) χωρίς αντιμικροβιακούς παράγοντες, υπολογίστηκε σε 4 και 6 ημέρες, αντίστοιχα (4 oC). Εκ του συνόλου των μεταχειρίσεων που εξετάστηκαν, η Μ-Χ-Θ (συνδυαστική χρήση τροποποιημένης ατμόσφαιρας, χιτοζάνης 1.5% v/w= 0.03% w/w και θυμαρέλαιου 0.2% v/w) αποδείχτηκε η πιο αποτελεσματική στη μείωση όλων των μικροοργανισμών αλλοίωσης που εξετάστηκαν, παρατείνοντας το μικροβιολογικό χρόνο συντήρησης του προϊόντος κατά 7-9 ημέρες. Με βάση τα αποτελέσματα του Κεφαλαίου 3, κατά τη μελέτη της ανάπτυξης-επιβίωσης των παθογόνων βακτηρίων μετά τον ενοφθαλμισμό τους στο προϊόν και κατά τη συντήρησή στους 4 οC σε τροποποιημένη ατμόσφαιρα (δείγματα Μ), τον κύριο μικροβιολογικό κίνδυνο αποτέλεσε η L. monocytogenes. Ωστόσο ο συνδυασμός Μ-Χ-Θ απέτρεψε την ανάπτυξη της, διατηρώντας τη μικροβιολογική του ασφάλεια, για διάστημα τουλάχιστον 8 ημερών. Στους 8 oC, όλα τα παθογόνα βακτήρια που ενοφθαλμίστηκαν στο προϊόν αυξήθηκαν σημαντικά. Ωστόσο, ο συνδυασμός Μ-Χ-Θ διατήρησε τη μικροβιολογική ασφάλεια του προϊόντος για διάστημα 5-6 ημερών (8 οC). Επίσης, στον ίδιο συνδυασμό ο πληθυσμός του B. cereus διατηρήθηκε <6.0 log CFU/g μειώνοντας την πιθανότητα παραγωγής εντεροτοξίνης (μείωση κατά 2.0 log CFU/g σε σχέση με M). Στο τελευταίο Κεφάλαιο 4, μελετήθηκε η επίδραση μικροκυμάτων στην επιβίωση των παραπάνω παθογόνων βακτηρίων μετά τον ενοφθαλμισμό τους στις μεταχειρίσεις Μ και Μ-Χ-Θ. Μείωση ≥ 6 log CFU/g (θανάτωση) των S. Montevideo και της L. monocytogenes επιτεύχθηκε μετά από t=2 και t=3-4 min, αντίστοιχα (80-82 oC). Ο B. cereus μειώθηκε κατά 2.0-4.5 log CFU/g αλλά επιβίωσε της θερμικής επεξεργασίας. Ωστόσο, ο συνδυασμός Μ-Χ-Θ μείωσε την θερμοανθεκτικότητα του B. cereus, εφόσον ο πληθυσμός του μετά από t=4 min κυμάνθηκε σε ικανοποιητικά επίπεδα (1.5-3.55 log CFU/g), σε αντίθεση με τον μάρτυρα. 288 448 450 The incidence of idiopathic hypercalciuria (IH) among children is 2.2-17.7%. A 26-35% of patients are reported to have reduced bone density rather due to increased bone resorption and/or bone remodeling, as normal longitudinal bone growth is recorded in most children with IH. A few studies have been conducted in children evaluating biochemical markers of bone metabolism, and genetic approach in IH, in the international literature, while none in the Greek. Also, there exist no studies of cytokines of osteoclastogenesis osteoprotegerin (OPG) and sRANKL (soluble kB ligand receptor activator) in patients with IH. The aim of our study was to evaluate serum biochemical markers of bone formation, alkaline phosphatase (ALP) and osteocalcin (OC), and of bone resorption of degraded fragments of Carboxy-terminal cross-linking telopeptide of type I collagen (β-Crosslaps), and the serum cytokines OPG and sRANKL in children with IH. Also, a genetic study of the polymorphisms of Calcium sensing Receptor (CaSR) gene was made in our patients. Fifty children with IH were the patient group and 60 healthy children the control group. The patients were assessed at the time of diagnosis and after a 3-month period of intervention with dietary recommendations, for the treatment of IH. The patients had relatively mild to moderate hypercalciuria (6.49±2.03 mg/kg/day) on study enrollment. Following the dietary guidelines, they reduced significantly Ca levels in 24-hour urine and the ratio of Ca to creatinine in urine samples, but did not reach normal values. The levels of ALP and OC and height in patients did not differ from the controls, indicating unaffected bone formation in patients. Patients' β-Crosslaps levels at both times of assessment were higher than controls, although there was a trend for decreasing during the intervention. The finding shows increased bone resorption in patients with a trend for improving on reevaluation. The β-Crosslaps/OC ratio of the patients on study enrollment was increased compared to controls, indicating higher bone resorption rate than bone formation. The patients’ levels of OPG and sRANKL at the two assessment times did not differ, and were comparable to controls. However, the ratio sRANKL/OPG in the patient group on study enrollment was slightly lower than controls possibly in response to counteract the higher rate of osteoclastogenesis. From the genetic analysis of the A986S, R990G and Q1011E polymorphisms of the CaSR gene only the A986S polymorphism was associated with IH. In conclusion, our patients seem to have normal bone formation but higher resorption, which improved after the intervention. Only the A986S polymorphism was associated with IH. We suggest the measurement of serum biochemical markers of bone formation ALP and OC and resorption β-Crosslaps in children with IH, as a non-invasive method for detection of bone metabolic disturbances and treatment follow up. Η ιδιοπαθής υπερασβεστιουρία (ΙΥΑ) στα παιδιά έχει επιπολασμό 2,2-17,7%. Ποσοστό 26-35% των ασθενών εμφανίζει μειωμένη οστική πυκνότητα, που αποδίδεται μάλλον σε αυξημένη οστική απορρόφηση και/ή οστικό ανασχηματισμό, καθώς καταγράφεται φυσιολογική κατά μήκος αύξηση των οστών στα περισσότερα παιδιά με ΙΥΑ. Περιορισμένες είναι οι μελέτες εκτίμησης βιοχημικών δεικτών οστικού μεταβολισμού, αλλά και γονιδιακού ελέγχου σε παιδιά με ΙΥΑ στην διεθνή βιβλιογραφία και καμία στην ελληνική. Επίσης, δεν πραγματοποιήθηκαν μελέτες εκτίμησης των κυτταροκινών οστεοκλαστογένεσης οστεοπροτεγερίνη (osteoprotegerin, OPG) και sRANKL (soluble receptor activator of nuclear factor kB ligand) σε ασθενείς με ΙΥΑ. Σκοπός της μελέτης ήταν η εκτίμηση των βιοχημικών δεικτών οστικής παραγωγής, αλκαλική φωσφατάση (alkaline phosphatase, ALP) και οστεοκαλσίνη (osteocalcin, OC) και οστικής απορρόφησης β-Crosslaps (serum Carboxy-terminal cross-linking telopeptide of type I collagen) και της OPG και sRANKL στον ορό σε παιδιά με ΙΥΑ. Επίσης έγινε γονιδιακή ανάλυση των πολυμορφισμών του γονιδίου του ασβεστιοευαίσθητου υποδοχέα (Calcium sensing Receptor, CaSR). Πενήντα παιδιά με ΙΥΑ αποτέλεσαν την ομάδα ασθενών και 60 υγιή παιδιά την ομάδα ελέγχου. Οι ασθενείς εκτιμήθηκαν κατά τον χρόνο της διάγνωσης και 3 μήνες μετά την εφαρμογή διαιτητικών οδηγιών αντιμετώπισης της ΙΥΑ. Οι ασθενείς της μελέτης μας είχαν σχετικά ήπια προς μέτρια υπερασβεστιουρία (6,49±2,03 mg/Kg/day) κατά την ένταξη στην μελέτη. Μετά την εφαρμογή των διατροφικών οδηγιών, μείωσαν σημαντικά τα επίπεδα του Ca στα ούρα 24ώρου και τον λόγο του Ca προς κρεατινίνη στα δείγματα ούρων, χωρίς όμως να φτάνουν τις φυσιολογικές τιμές. Τα επίπεδα της ALP και OC και το ύψος των ασθενών δεν διέφεραν από της ομάδας ελέγχου, που δείχνει ανεπηρέαστη οστική παραγωγή στους ασθενείς. Τα επίπεδα των β-Crosslaps των ασθενών, στους δύο χρόνους εκτίμησης, ήταν υψηλότερα από των μαρτύρων, ενώ καταγράφηκε τάση μείωσης της μέσης τιμής μετά την τρίμηνη παρέμβαση. Το εύρημα δείχνει αυξημένη οστική απορρόφηση στους ασθενείς με τάση βελτίωσης κατά τον επανέλεγχο. Ο λόγος β-Crosslaps/OC στους ασθενείς κατά την ένταξη στην μελέτη ήταν αυξημένος συγκριτικά με των μαρτύρων, καταγράφοντας υψηλότερο ρυθμό οστικής απορρόφησης συγκριτικά με οστικής παραγωγής. Τα επίπεδα των OPG και sRANKL των ασθενών, στους δύο χρόνους εκτίμησης δε διέφεραν από των μαρτύρων. Ωστόσο, ο λόγος sRANKL/OPG στους ασθενείς κατά την ένταξη στην μελέτη ήταν ελαφρά χαμηλότερος, πιθανά σαν απάντηση αντιρρόπησης του υψηλότερου ρυθμού οστεοκλαστογένεσης. Από την γονιδιακή ανάλυση των πολυμορφισμών A986S, R990G και Q1011E του CaSR, καταγράφηκε συσχέτιση μόνο του A986S με την ΙΥΑ στα παιδιά της μελέτης. Συμπερασματικά οι ασθενείς της μελέτης μας φαίνεται να έχουν φυσιολογική οστική παραγωγή, αλλά αυξημένη οστική απορρόφηση, που βελτιώθηκε μετά την παρέμβαση. Βρέθηκε συσχέτιση μόνο του πολυμορφισμού A986S του CaSR με την ΙΥΑ. Θεωρούμε χρήσιμη την εκτίμηση των βιοχημικών δεικτών οστικής παραγωγής ALP και OC και απορρόφησης β-Crosslaps στον ορό στα παιδιά με ΙΥΑ, ως μια μη επεμβατική μέθοδο ανίχνευσης διαταραχών οστικού μεταβολισμού και παρακολούθησης της αντιμετώπισης της. 289 205 256 Συστηματική ανασκόπηση των εργαλείων αξιολόγησης πόνου σε ηλικιωμένους με άνοια Background: The incidence of pain among the elderly, as well as the incidence of dementia keeps rising. Detection and evaluation of pain is a necessary requirement for treatment. Self-report of pain is not adequate for patients with dementia. As a result, the need for alternative assessment tools is imperative. Type of study: Systematic review. Purpose: To study, describe and evaluate current behavioral assessment tools for the demented elderly. Methods: A search of the literature, from 1977 to 2007, in Greek and English within the Pubmed data base. The search focused on: pain, dementia and assessment of pain. Studies that met certain criteria were selected. Results: A total of 8 studies were selected, which corresponded to 7 assessment tools. These tools are: CNPI, PACSLAC, revised PACSLAC, PAINE, NOPPAIN, CPAT and MOBID. Most of them achieved moderate scores in the evaluation of psychometric qualities that is reliability and validity. Conclusion: There is need for further development, as well as testing of their psychometric qualities. First a basic level of reliability and validity needs to be established in order to apply them to clinical use. For this purpose, better methodologically planned studies are required. The question on which is the most appropriate behavioral tool cannot yet be answered. Υπόβαθρο: Η επίπτωση του πόνου στην 3η ηλικία, αλλά και η επίπτωση της άνοιας, συνεχώς αυξάνουν. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη θεραπεία του πόνου, είναι η ανίχνευση και αξιολόγησή του. Η αυτοαναφορά πόνου δεν καλύπτει επαρκώς τους ασθενείς με γεροντική άνοια. Συνεπακόλουθα, η ανάγκη για εναλλακτικά εργαλεία αξιολόγησης πόνου είναι επιτακτική. Τύπος μελέτης: Συστηματική ανασκόπηση. Σκοπός: Η διερεύνηση και η περιγραφή των συμπεριφορικών εργαλείων αξιολόγησης πόνου σε ηλικιωμένους με άνοια, καθώς και η αξιολόγησή τους. Μέθοδος: Αναζητήθηκαν μελέτες στα αγγλικά και ελληνικά, από το 1977 έως το 2007, διαμέσου μεθοδευμένης έρευνας, στη βάση δεδομένων της Pubmed. Τα σημεία στα οποία εστίασε η αναζήτηση ήταν 3: ο πόνος, η γεροντική άνοια, και η αξιολόγηση του πόνου. Από το σύνολο των δημοσιεύσεων που προέκυψαν, επιλέχθηκαν μελέτες οι οποίες υπάκουαν σε συγκεκριμένα κριτήρια επιλογής. Αποτελέσματα: Συνολικά αναβρέθηκαν 8 μελέτες, και μέσα από αυτές αποκαλύφθηκαν 7 εργαλεία συμπεριφορικής αξιολόγησης πόνου σε ηλικιωμένους με άνοια. Αυτά είναι τα CNPI, PACSLAC, τροποποιημένο PACSLAC, PAINE, NOPPAIN, CPAT, MOBID. Τα περισσότερα πέτυχαν μέτρια αποτελέσματα στην αξιολόγηση των ψυχομετρικών τους ιδιοτήτων, δηλαδή της αξιοπιστίας και της εγκυρότητας, χωρίς να εξετάζονται όλες οι υποκατηγορίες των τελευταίων. Συμπεράσματα: Υπάρχει ανάγκη για επιπλέον εξέλιξη των εργαλείων, καθώς και διεξοδική δοκιμασία των ψυχομετρικών τους ιδιοτήτων. Χρειάζεται να εγκατασταθεί πρώτα ένα βασικό επίπεδο αξιοπιστίας και εγκυρότητας, ώστε τελικά να εφαρμοστούν στην κλινική πράξη. Για αυτόν τον σκοπό απαιτούνται καλύτερα μεθοδολογικά σχεδιασμένες μελέτες, με επάρκεια δειγματοληψίας. Η απάντηση στο ποιο είναι το καταλληλότερο συμπεριφορικό εργαλείο, προς το παρόν είναι δύσκολο να δοθεί. 290 156 183 Κλινική και εργαστηριακή μελέτη της δεοξυριβονουκλεάσης Ι (DNase I) του αμνιακού υγρού OBJECTIVE. TO INVESTIGATE THE PRESECE, THE NORMAL VALUES AND THE SIGNIFICANCE OF DEOXYRIBONUCLEASE I (DNASE I), AN EZYME CATALYZING DNA, IN HUMAN PREGNANCY AND LABOR. STUDY DESIGN. SIXTY SIX PREGNANT WOMEN AT 16 TO 24 WEEKS OF GESTATION AND 89 WOMEN IN SPONTANEOUS LABOR AT TERM WERE RECRUITED TO THE STUDY. A SPECTROPHOTOMETRIC TECHNIQUE (DNA PRECIPITATION ASSAY) AND NUCLEIC ACID ELECTROPHORESIS, FOLLOWING DEGRADATION BY THE ENZYME, WERE USED TO MEASURE DNASE IACTIVITY IN AMNIOTIC FLUID. THE STUDENT T-TEST WAS USED FOR STATISTICAL ANALYSIS. RESULTS. DNASE I ACTIVITY IS DETECTABLE (2.3+-0.64*10^5 U/L) IN THE SECOND TRIMESTER OF PREGNANCY. DNASE I ACTIVITY IS SIGNIFICANTLY DECREASED DURING LABOR (1.9+-0.44* 10^5 U/L, P < 0.001), WITH SIGNIFICANTLY HIGHER VALUES OCCURED IN THE PRESENCE OF MECONIUM-STAINED AMNIOTIC FLUID (11.4+-4.1*10^5 U/L, P < 0.001). CONCLUSION. DNASE I ACTIVITY IS PRESENT IN THE AMNIOTIC FLUID OF NORMAL PREGNANCIES. HIGHER DNASE I ACTIVITY MAY PLAY A ROLE IN THE PRESENCE OF MECONIUM DURING LABOR. ΣΚΟΠΟΣ. Η ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ, Ο ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΡΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Η ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΔΕΟΞΥΡΙΒΟΝΟΥΚΛΕΑΣΗΣ Ι (DNASE I), ΕΝΟΣ ΕΝΖΥΜΟΥ ΚΑΤΑΒΟΛΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΝΟΥΚΛΕΙΚΩΝ ΟΞΕΩΝ, ΣΤΟ ΑΜΝΙΑΚΟ ΥΓΡΟ ΣΤΟ 2Ο ΤΡΙΜΗΝΟ ΤΗΣ ΚΥΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΤΕΛΕΙΟΜΗΝΟ ΚΟΛΠΙΚΟ ΤΟΚΕΤΟ. ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ. ΛΗΨΗ ΑΜΝΙΑΚΟΥ ΥΓΡΟΥ ΕΓΙΝΕ ΣΕ 66 ΕΓΚΥΕΣ ΣΤΟ 2Ο ΤΡΙΜΗΝΟ ΚΑΙ ΣΕ 89 ΕΠΙΤΟΚΕΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΤΟΚΕΤΟ. ΜΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗ ΦΩΤΟΜΕΤΡΗΣΗΣ (ΚΑΤΑΚΡΗΜΝΙΣΗΣ DNA) ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΦΟΡΗΣΗ DNA, ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΠΕΨΗ ΑΠΟ ΤΗΝ DNASE Ι, ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΔΡΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΕΝΖΥΜΟΥ. Η ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΓΙΝΕ ΜΕ ΤΟ STUDENT T-TEST. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ. ΔΙΑΠΙΣΤΩΘΗΚΕ Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΗΣ DNASE I ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΜΝΙΑΚΟΥ ΥΓΡΟΥ. Η ΔΡΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΝΖΥΜΟΥ ΣΕ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΥΗΣΕΙΣ ΣΤΟ 2Ο ΤΡΙΜΗΝΟ ΗΤΑΝ 2.3+-0.64*10^5 U/L. ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΔΡΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΤΟΚΕΤΟ (1.9+-0.44*10^5 U/L, P < 0.001) ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ 2Ο ΤΡΙΜΗΝΟ, ΕΝΩ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΑΥΞΗΣΗ (P < 0.001)ΠΑΡΑΤΗΡΗΘΗΚΕ ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΜΗΚΩΝΙΟΥ ΣΤΟ ΑΜΝΙΑΚΟ ΥΓΡΟ (11.4+-4.1*10^5 U/L). ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ. Η DNASE I ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟ ΑΜΝΙΑΚΟ ΥΓΡΟ, Η ΔΡΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΜΕΙΩΝΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΤΟΚΕΤΟ ΚΑΙ ΑΥΞΑΝΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΜΗΚΩΝΙΟΥ. 291 321 312 Contribute to assessing the safe use of recycled paper materials in food packaging Συμβολή στην αξιολόγηση της δυνατότητας ασφαλούς χρήσης χάρτινων ανακυκλωμένων υλικών στη συσκευασία τροφίμων Paper and board is one of the most commonly used food packaging materials, because of its ease of use and its price. In recent years, recycled paperboard is used as packaging material in direct contact with foodstuff. Paper, because of its previous use it is exposed to numerous surrogates that are difficult to be removed in the recycling process. Therefore, the question arises as to whether it is safe to use the recycled cardboard as packaging material in direct contact with food. In this study, the interaction of a mixture of selected contaminants (nitrogen compounds) was studied with recycled cardboard with different characteristics as well their migration into a food simulant (Tenax). The contaminants used represent substances which may be present in recycled cardboards and which can be migrated to packaged food. Initially a rapid and simple method of identifying and quantifying the mixture of contaminants including ultrasonic extraction and GC/MS analysis was developed. The method was used to determine the mixture of contaminants in commercial samples of recycled cartons, in contaminated cardboard samples, and to study the migration of contaminants from the above packaging materials into Tenax (dry food simulant). Migration trials were conducted in both “mild” (10 days at 40 oC) and “extreme” (6 h at 70 oC) conditions. In case of commercial packaging materials, none of contaminants were found in the food simulant. In the case of contaminated cartons, of the contaminants studied, only two (2,4-dichloroaniline and 3,5-dichloroaniline) migrated to Tenax. However, the migration rated of these substances varied from moderate to very high. The rate of migration of the contaminants varies according to the nature of the substance, the nature and properties of the paperboard packaging, contact time and temperature. Based on the results of this study, it is estimated that recycled cardboard materials could be safely used as food packaging materials under conditions. Το χαρτόνι αποτελεί ένα από τα πιο διαδεδομένα υλικά συσκευασίας τροφίμων, λόγω της ευκολίας της χρήσης του και της τιμής του. Τα τελευταία χρόνια το ανακυκλωμένο χαρτί χρησιμοποιείται ως υλικό συσκευασίας για τρόφιμα σε άμεση επαφή. Το υλικό όμως αυτό ενδέχεται να είναι επιβαρυμένο από κατάλοιπα των προηγούμενων χρήσεών του, καθώς είναι δύσκολη η απομάκρυνσή τους. Επομένως δημιουργείται το ερώτημα κατά πόσο ασφαλής είναι η χρήση του ανακυκλωμένου χαρτονιού ως υλικό συσκευασίας σε άμεση επαφή με το τρόφιμο. Στην παρούσα διατριβή μελετήθηκε η αλληλεπίδραση μίγματος ουσιών-μολυντών (αζωτούχες ενώσεις) με ανακυκλωμένα υλικά συσκευασίας από χαρτόνι καθώς επίσης και η μετανάστευση αυτών σε προσομοιωτή τροφίμου (Tenax). Οι ουσίες- μολυντές που χρησιμοποιήθηκαν εκπροσωπούν ενώσεις οι οποίες είναι πιθανό να βρίσκονται στη χάρτινη συσκευασία και οι οποίες είναι δυνατόν να μεταναστεύσουν στα συσκευασμένα τρόφιμα. Αρχικά, αναπτύχθηκε μια ταχεία και απλή μέθοδος προσδιορισμού μίγματος 7 ουσιών-μολυντών (αζωτούχες ενώσεις) σε ανακυκλωμένα δείγματα χαρτονιών καθώς και της μετανάστευσης των εν λόγω ουσιών από τα υλικά συσκευασίας σε Τenax (προσομοιωτής ξηρών τροφίμων). Η μέθοδος περιλαμβάνει εκχύλιση με υπερήχους και ανάλυση GC-MS. Οι δοκιμές μετανάστευσης πραγματοποιήθηκαν τόσο στα εμπορικά δείγματα (μη επιμολυσμένα) ανακυκλωμένων χαρτονιών όσο και στα αντίστοιχα επιμολυσμένα δείγματα σε ¨ήπιες¨ (10 ημέρες στους 40 oC) και σε ¨ακραίες¨ (6 h στους 70 oC) συνθήκες. Στην πρώτη περίπτωση καμία από τις 7 ουσίες-μολυντές δεν ανιχνεύτηκε στον προσομοιωτή τροφίμων. Στην δεύτερη περίπτωση, από τις ενώσεις που μελετήθηκαν μόνο δύο (2,4-διχλωροανιλίνη και 3,5-διχλωροανιλίνη) μετανάστευσαν στο Tenax. Eντούτοις, τα ποσοστά μετανάστευσης των ουσιών αυτών ήταν σε γενικές γραμμές αρκετά έως πολύ υψηλά. Το ποσοστό μετανάστευσης ποικίλει ανάλογα με τη φύση της ουσίας, τη φύση και τις ιδιότητες της χάρτινης συσκευασίας, το χρόνο επαφής και τη θερμοκρασία. Με βάση τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης, εκτιμάται ότι το ανακυκλωμένο χαρτόνι θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να χρησιμοποιηθεί με ασφάλεια ως υλικό συσκευασίας τροφίμων. 292 15 18 Η προγεννητική ανάπτυξη του ανθρώπου ως βάση της εκπαίδευσης των ατόμων με βαριά νοητική υστέρηση - πολλαπλές αναπηρίες The prenatal development of human being as educational base of individuals with severe mental retardation 293 439 420 The main purpose of this doctoral thesis is the comparative approach and critical investigation of three utopian representative essays dating back to the period known as the ''British Interregnum'' (1649-1660). In published and chronological order, the examined texts are Thomas Hobbes's, Leviathan (1651), Gerrard Winstanley's The Law of Freedom in a Platform (1652) and James Harrington's The Commonwealth of Oceana (1656). Three different personalities share, at the same period, different visions for life and they design competitive with each other models of political and social organisation. Hobbes attempts to draw conclusions through the causal explanation of phenomena, linking the moralisation of the individual with the knowledge and rendering the sovereign of the political community a unique guarantor of peace. Winstanley's mysticism is connected with his radical and revolutionary thinking in his attempt to develop a "sui generis" socialist theory, while Harrington seeks in the political models of the past the balance required to create a system of checks and balances. Every thinker approaches the concept of utopia from a different perspective and asserts his own version in regard of the issue of political power. Besides, the socio-political utopia can take on different forms and multiple meanings which don't have the same resonance and are not always pleasant for everyone. Although the three political thinkers place the human subject at the epicenter of the world of knowledge, Hobbes focus on the egoistic nature of the man, Winstanley favors the altruistic side of human and Harrington puts forward the consensual component of human nature. Despite the unbridgeable differences around issues of 'philosophy of power' and 'art of governance', the 'adhesive substance' that bring them a little closer is their effort to collide with the traditional notion that saw philosophy exclusively as the 'handmaid of the theology' («philosophia ancilla theologiae»). In addition, all three are equally committed to the fulfillment of the utopian ideal, i.e. the transformation of the social wholeness. In the 1650s, a dynamic kind of sociopolitical and philosophical utopia is introduced, which is not exhausted only into subcutaneous philosophical meanings. On the contrary, it is largely disconnected from the literary style, form and content of classical utopias of the past and aspire to intervene 'here and now', influencing and defining political developments. Furthermore, this study attempts to highlight the diachronic dynamics and the breadth of the utopian narrative. The supported opinion of this thesis is that a utopian construction is not always an abstract idea that points towards the past or the distant future but it can be also a reliable proposal for the implementation of an alternative social and economic model of organization within of its historical framework. Βασικός σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι η συγκριτική προσέγγιση και κριτική διερεύνηση τριών αντιπροσωπευτικών ουτοπικών κειμένων που «εγγράφονται» στην παράδοση της Βρετανικής Μεσοβασιλείας (1649-1660). Κατά χρονολογική σειρά έκδοσης τα κείμενα που εξετάζονται είναι ο Λεβιάθαν του Τόμας Χομπς (1651), ο Νόμος της Ελευθερίας του Τζέραρντ Γουίνστανλεϊ (1652) και η Ωκεάνα του Τζέιμς Χάρινγκτον (1656). Τρεις ετερόκλητες προσωπικότητες ενστερνίζονται την ίδια εποχή διαφορετικές θεωρήσεις της ζωής και σχεδιάζουν ανταγωνιστικά μεταξύ τους υποδείγματα πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης. Ο Χομπς επιχειρεί να εξάγει συμπεράσματα μέσα από την αιτιακή εξήγηση των φαινομένων, συνδέοντας την ηθικοποίηση του ατόμου με τη γνώση και ανάγοντας ως μοναδικό εγγυητή της ειρήνης τον κυρίαρχο της πολιτικής κοινότητας. Ο μυστικισμός του Γουίνστανλεϊ διαπλέκεται με την ριζοσπαστική του σκέψη στην προσπάθειά του να συνθέσει μια «ιδιότυπη» σοσιαλιστική θεωρία, ενώ ο Χάρινγκτον αναζητά σε πολιτικά μοντέλα του παρελθόντος τις ισορροπίες που απαιτούνται για τη σύσταση ενός συστήματος πολλαπλών ελέγχων. O κάθε διανοητής προσεγγίζει την έννοια της ουτοπίας από διαφορετική οπτική και διεκδικεί τη δική του εκδοχή πάνω στο ζήτημα της πολιτικής εξουσίας. Η κοινωνικοπολιτική ουτοπία μπορεί να προσλάβει την ίδια χρονική περίοδο διαφορετικές μορφές και πολλαπλές σημασίες που δεν έχουν την ίδια απήχηση και δεν είναι πάντα ευχάριστες για όλους. Αν και οι τρεις πολιτικοί στοχαστές τοποθετούν το ανθρώπινο υποκείμενο στο επίκεντρο του κόσμου της γνώσης, ωστόσο ο Χομπς επικεντρώνεται στην εγωιστική φύση του ανθρώπου, ο Γουίνστανλεϊ ευνοεί την αλτρουιστική πλευρά του και ο Χάρινγκτον προβάλλει την συναινετική συνιστώσα της ανθρώπινης φύσης. Παρά τις αγεφύρωτες διαφορές γύρω από ζητήματα «φιλοσοφίας της εξουσίας» και «τέχνης της διακυβέρνησης», η «συγκολλητική ουσία» που τους φέρνει λίγο πιο κοντά, είναι η προσπάθειά τους να συγκρουστούν με την παραδοσιακή αντίληψη που έβλεπε τη φιλοσοφία ως 'θεραπαινίδα των θεολόγων'. Επιπλέον, και οι τρεις είναι εξίσου προσηλωμένοι στην δυνατότητα εκπλήρωσης του ουτοπικού ιδεώδους, δηλαδή την μεταμόρφωση της κοινωνικής ολότητας. Στη δεκαετία του 1650, εγκαινιάζεται ένα δυναμικό είδος κοινωνικοπολιτικής και φιλοσοφικής ουτοπίας που δεν εξαντλείται μόνο σε υποδόρια φιλοσοφικά νοήματα. Αντίθετα, αποδεσμεύεται σε μεγάλο βαθμό από το λογοτεχνικό ύφος, τη μορφή και το περιεχόμενο των κλασικών ουτοπιών του παρελθόντος και φιλοδοξεί να παρέμβει «εδώ και τώρα» στο υπάρχον, επηρεάζοντας και καθορίζοντας τις πολιτικές εξελίξεις. Επιπλέον, αυτή η μελέτη επιχειρεί ν' αναδείξει τη διαχρονική δυναμική και το εύρος του ουτοπικού αφηγήματος. Η υποστηριζόμενη άποψη αυτής της διατριβής είναι ότι μία ουτοπική κατασκευή δεν είναι πάντοτε μία αφηρημένη ιδέα που δείχνει προς το παρελθόν ή το μακρινό μέλλον αλλά μπορεί ν' αποτελέσει και μία αξιόπιστη πρόταση για την εφαρμογή ενός εναλλακτικού μοντέλου κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης μέσα στο ιστορικό της γίγνεσθαι. 294 113 111 The promotion of reading for pleasure through the course of language in primary school Η καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας μέσα από τη διδασκαλία του γλωσσικού μαθήματος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση This study focuses on exploring the motivation of reading for pleasure through the lesson of language of elementary school. Theoretical concepts and factors influencing children's reading are thoroughly analyzed. Teachers using a questionnaire express their views on recreational reading, the practices they apply within the class as well as the difficulties they face. Respectively, students express their preferences and interests as well as the factors that affect their reading. At the same time, the position of literature in the curriculum and the enhancement of the reader's motivation are examined. Finally, activities of promoting the reading for pleasure are proposed. Η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται στη διερεύνηση της καλλιέργειας της φιλαναγνωσίας μέσα από τα γλωσσικά εγχειρίδια του δημοτικού σχολείου. Αναλύονται διεξοδικά οι θεωρητικές έννοιες και οι παράγοντες που επηρεάζουν την ανάγνωση των παιδιών. Οι εκπαιδευτικοί με τη χρήση ερωτηματολογίου εκφράζουν τις απόψεις τους αναφορικά με τη φιλαναγνωσία, τις πρακτικές που εφαρμόζουν μέσα στην τάξη καθώς και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Αντίστοιχα, οι μαθητές διατυπώνουν τις προτιμήσεις και τα ενδιαφέροντά τους καθώς και τους παράγοντες που επηρεάζουν την ανάγνωση. Παράλληλα, εξετάζεται η θέση της λογοτεχνίας στο Αναλυτικό Πρόγραμμα, η ενίσχυση του αναγνωστικού κινήτρου και προτείνονται δραστηριότητες προώθησης της φιλαναγνωσίας. 295 606 619 Diabetes mellitus is a chronic metabolic disease that appears suddenly without any discrimination on age or gender. It is a disease known to mankind since ancient times andits name comes from the ancient Greeks. The diabetes symptoms affect thepatient’s life, which in some cases leads to undesired situations and serious complications. According to the World Health Organization (WHO), thediabetic population is expected to reach 340 million by 2030. The global scientific community and the world health organization sound alarm bells.Constant researches and studies show new outcomesregarding the control and treatment of diabetes, offering hope to millions of patients worldwide. This research was conducted,firstly, in the area of the Biomedical Technology and Intelligent Information Systems Laboratory of Materials Science and Engineering Department of Ioannina University and secondly in the area of our city's University Hospital. Patients with type 1 diabetes participated in a monitoring process of the concentration of glucose for 24 hours a dayon a weekly basis for two weeks, in combination with monitoring their physical activity also ona weekly basis.The duration of the measurement procedure was two weeks for each patient. In the first week the patients must refrain from any form of physical exercise while in their second week,they areindicated to exercise daily for at least thirty minutes to an hour per day at alow tempo running or fast walking. The glucose monitoring and the physiological activity monitoring are ensured by means of continuous glucose monitoring devices and physiological activity monitoring devices, respectively. Thus, the ultimate goal of this thesis is to study and draw conclusions about the effect of exercise on glucose levels and variability. In turn, the results could be used in prediction models. The first chapter refers to the physiology of diabetes, the types of diabetes, as well as to the historical data of the scientific community onthis metabolic disorder. The anatomical details of the pancreas are described and in turn the role of glucose in the human body is described too. In the second chapter, a detailed description of glucose sensor is given, regarding the type, operation and technical characteristics. Their utility is also shown in the continuous glucose monitoring and their evolution from the first sensor, of Professor Leland C. Clark, to what will happen in the sensor technologyin the close future is described. In the third chapter, where the main part of the thesis begins,thecharacteristics of the patients who took part in the measurements procedure, the devices that areused in the above process, as well as the protocol which was used and in turn approved by the Scientific Committee of the University Hospital of Ioannina, are presented. The fourth chapter refers to the measures used in the context of data analysis. The fifth chapter presents the results of data processing and statistical data analysis, initially in the form of tables and then in the forms of diagrams. Furthermore,there is reference to the measures used in the correlation process of analyzing the physiological activity signals and concentration of glucose and in turn the results are presented, leading to the final conclusions of this research in Chapter 6. In conclusion, the present study has been prepared in order to present results regarding the correlation of physicalactivity with the glucose concentration. The results are encouraging; there is evidence that physical activity has an effect on the variation of glucose as it tends to limit its values in the desired range between [70 - 140] mg/dl. Future investigation on a wider scale trial could lead to more concrete results. References and bibliography are presented at the end of the thesis to the reader, to consult and seek further information on this work. Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί μια χρόνια μεταβολική νόσο που εμφανίζεται ξαφνικά δίχως να κάνει διακρίσεις σε ηλικία ή φύλο. Αποτελεί μια νόσο γνωστή στην ανθρωπότητα εδώ και χιλιάδες χρόνια, άλλωστε το όνομα της νόσου αυτής προέρχεται από τους αρχαίους Έλληνες. Τα συμπτώματα του διαβήτη έχουν επιπτώσεις στην καθημερινότητα του ασθενούς οδηγώντας σε κάποιες περιπτώσεις σε ανεπιθύμητες καταστάσεις και σοβαρές επιπλοκές. Σύμφωνα με τον παγκόσμιο οργανισμό υγείας οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη αναμένεται να φτάσουν τους 340 εκατομμύρια ασθενείς μέχρι το 2030. Για το λόγο αυτό η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα αλλά και ο παγκόσμιος οργανισμός υγείας κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Διαρκώς έρευνες και μελέτες παρουσιάζουν νέα αποτελέσματα για τον έλεγχο και τη θεραπεία του διαβήτη προσφέροντας ελπίδα στους εκατομμύρια ασθενείς ανά τον κόσμο. Η παρούσα έρευνα εκπονήθηκε πρωτίστως στο χώρο του εργαστηρίου Ιατρικής Τεχνολογίας και Ευφυών Πληροφοριακών Συστημάτων του τμήματος Μηχανικών Επιστήμης Υλικών και δευτερευόντως στο χώρο του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της πόλης μας. Ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 συμμετείχαν σε μια διαδικασία μετρήσεων της συγκέντρωσης της γλυκόζης τους σε εικοσιτετράωρη βάση σε εβδομαδιαίο επίπεδο για δύο εβδομάδες σε συνδυασμό με εικοσιτετράωρη παρακολούθηση της σωματικής τους δραστηριότητας επίσης σε εβδομαδιαίο επίπεδο. Η διάρκεια της διαδικασίας των μετρήσεων ήταν δυο εβδομάδες για κάθε ασθενή. Την πρώτη εβδομάδα οι ασθενείς απέχουν από οποιαδήποτε μορφή σωματικής άσκησης ενώ την δεύτερη εβδομάδα τους υποδεικνύεται να ασκούνται καθημερινώς για τουλάχιστον τριάντα λεπτά με μία ώρα την ημέρα με ελαφρύ τρέξιμο ή γρήγορο βάδην. Η παρακολούθηση της γλυκόζης αλλά και της φυσιολογικής δραστηριότητας διασφαλίζεται με τη βοήθεια συσκευών συνεχούς καταγραφής. Συνεπώς ο απώτερος στόχος της παρούσας έρευνας είναι η μελέτη και εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την επίδραση της σωματικής άσκησης στη διακύμανση της γλυκόζης. Τα αποτελέσματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη συνέχεια σε μοντέλα πρόβλεψης. Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στη φυσιολογία του διαβήτη, τους τύπους διαβήτη αλλά και στα ιστορικά δεδομένα που διαθέτει η επιστημονική κοινότητα στα χέρια της όσον αφορά τη μεταβολική αυτή νόσο. Στη συνέχεια αναφέρονται και περιγράφονται τα ανατομικά στοιχεία του παγκρέατος καθώς επίσης περιγράφεται και ο ρόλος της γλυκόζης στο ανθρώπινο σώμα. Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται λεπτομερής αναφορά στους αισθητήρες γλυκόζης όσον αφορά το είδος, τη λειτουργία και τα τεχνικά χαρακτηριστικά. Επίσης παρουσιάζεται η χρησιμότητά τους στη συνεχή παρακολούθηση της γλυκόζης αλλά και η εξέλιξή τους από τον πρώτο αισθητήρα του καθηγητή LelandC. Clark μέχρι το τι μέλλει γενέσθαι στην τεχνολογία και χρήση των αισθητήρων. Στο τρίτο κεφάλαιο όπου και ξεκινά το κυρίως μέρος της εργασίας παρουσιάζονται τα χαρακτηριστικά των ασθενών που συμμετείχαν στη διαδικασία των μετρήσεων, οι συσκευές που χρησιμοποιήθηκαν στην ανωτέρω διαδικασία καθώς επίσης και το πρωτόκολλο που χρησιμοποιήθηκε και εγκρίθηκε από την επιστημονική επιτροπή του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων για να πραγματοποιηθείη παραπάνω διαδικασία. Στο τέταρτο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στα μέτρα που χρησιμοποιήθηκαν στα πλαίσια της ανάλυσης των δεδομένων ενώ στο πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της επεξεργασίας και στατιστικής ανάλυσης των δεδομένων,αρχικώς με μορφή πινάκων και στη συνέχεια με μορφή διαγραμμάτων. Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στα μέτρα που χρησιμοποιήθηκαν στη διαδικασία της ανάλυσης συσχέτισης των σημάτων φυσιολογικής δραστηριότητας και συγκέντρωσης της γλυκόζης και παρουσιάζονται τα αποτελέσματα αυτής οδηγώντας στα τελικά συμπεράσματα της έρευνας αυτής. Στο έκτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα συνολικά συμπεράσματα της παρούσας έρευνας. Εν κατακλείδι, η παρούσα έρευνα εκπονήθηκε με στόχο να παρουσιάσει αποτελέσματα αναφορικά με τον συσχετισμό της φυσιολογικής δραστηριότητας με τη συγκέντρωση της γλυκόζης. Τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά, υπάρχουν ενδείξεις ότι η ήπια σωματική δραστηριότητα έχει θετική επίδραση στη διακύμανση της γλυκόζης καθώς δείχνει να περιορίζει τις τιμές της στο επιθυμητό εύρος μεταξύ [70 – 140] mg/dl. Μελλοντικά θα μπορούσε η παρούσα έρευνα σε μεγαλύτερη κλίμακα δοκιμών να επιφέρει ακόμη καλύτερα αποτελέσματα. Αναφορές και βιβλιογραφία παρουσιάζονται στο τέλος της εργασίας προκειμένου ο αναγνώστης να ανατρέξει και να αναζητήσει περαιτέρω στοιχεία σχετικά με την εργασία αυτή. 296 316 302 introduction, critical edition of the text, translation and commentary This doctoral dissertation refers to the Life of saint Eustratios, hegoumenos of the Agaurwn monastery at the mount Olympos in Bithynia. The Life has been edited in codex Sabbaiticus by number 242 and is located in the Patriarchal Library of Jerusalem. It consists of 398 folia, while Eustratiοs' Life begins from folio 104a to 140a. The first edition of Life was made in 1897 by Papadopoulos-Kerameas. Saint Eustratios was born at the end of the 8th century (791) in a town called Biztinianas, which is located in Tarsia in the theme of Optimatoi. The upbringing he received from his parents, George and Megethw was in line with the Christian principles. He remained with his family until the age of twenty, when he decided to follow the monasticism. He decided to go to Olympοs, where his maternal uncles lived as monks, Gregorios, hegoumenos of the Agaurwn monastery and Basileios. Eustratios was distinguished in the monastery for his exemplary behavior and after the death of hegoumenos Efstathios, the successor of his uncle Gregorios became hegoumenos of the Agaurwn monastery. The rise to the rule of Leo V the Armenian (813) and the restoration of Iconoclasm resulted in Eustratios leaving the monastery. After restoring the icons he returned to the monastery, where he continued his charitable action. He died 886 on January 10 at the age of 95. During his life he performed a multitude of miracles and even his relic was as much miraculous. The biographer of Eustratios was one of the monks of the monastery, who wanted to remain anonymous. The doctoral dissertation includes introduction, critical edition of the text, translation and commentary. The main objective is to correct the text of the first edition. The several lacunae in the manuscript do not allow the text to be fully restored because Life is not delivered in another manuscript. Η παρούσα διδακτορική διατριβή έχει αντικείμενό της τον Βίο του οσίου Ευστρατίου, ηγουμένου της μονής των Αγαύρων στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Ο Βίος παραδίδεται στον Σαββαϊτικό κώδικα με αρίθμηση 242 και βρίσκεται στην Πατριαρχική Βιβλιοθήκη των Ιεροσολύμων. Αποτελείται από 398 φύλλα, ενώ ο Βίος του Ευστρατίου αρχίζει από το φύλλο 104α έως 140α . Η πρώτη έκδοση του Βίου έγινε το 1897 από τον Παπαδόπουλο-Κεραμέα. Ο όσιος Ευστράτιος γεννήθηκε στα τέλη του 8ου αιώνα (791) σε μια κωμόπολη που ονομάζεται Βιζτινιανάς, η οποία βρίσκεται στην Ταρσία και ανήκει στο θέμα των Οπτιμάτων. Η ανατροφή που έλαβε από τους γονείς του, Γεώργιο και Μεγεθώ ήταν σύμφωνα με τις χριστιανικές αρχές. Με την οικογένειά του έμεινε μέχρι την ηλικία των είκοσι ετών, όταν αποφάσισε να ακολουθήσει μοναχικό βίο. Αποφάσισε να πάει στον Όλυμπο, όπου εκεί ζούσανως μοναχοί οι θείοι του, Γρηγόριος, ηγούμενος στο μοναστήρι των Αγαύρων και Βασίλειος. ΟΕυστράτιος διακρίθηκε στο μοναστήρι για την υποδειγματική του συμπεριφορά και μετά τον θάνατο του ηγουμένου Ευσταθίου, διαδόχου του θείου του Γρηγορίου έγινε ηγούμενος του μοναστηριού των Αγαύρων. Η άνοδος στην εξουσία του Λέοντα Ε του Αρμενίου (813) και η επαναφορά της Εικονομαχίας είχε ως αποτέλεσμα ο Ευστράτιος να εγκαταλείψει το μοναστήρι. Μετά την αποκατάσταση των εικόνων επέστρεψε στο μοναστήρι, όπου συνέχισε τη φιλάνθρωπη δράση του. Πέθανε το 886 στις 10 Ιανουαρίου σε ηλικία 95 ετών. Κατά τη διάρκεια της ζωής του πραγματοποίησε πλήθος θαυμάτων, ενώ το ίδιο θαυματουργό υπήρξε το λείψανό του. Ο βιογράφος του Ευστρατίου ήταν ένας από τους μοναχούς του μοναστηριού, ο οποίος θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του. Η διδακτορική διατριβή περιλαμβάνει εισαγωγή, κριτική έκδοση του κειμένου, μετάφραση και σχολιασμό. Βασικός στόχος είναι να γίνει διόρθωση του κειμένου της πρώτης έκδοσης. Τα αρκετά κενά που υπάρχουν στο χειρόγραφο δεν επιτρέπουν την πλήρη αποκατάσταση του κειμένου, διότι ο Βίος δεν παραδίδεται σε άλλο χειρόγραφο. 297 128 118 The subject of this PhD Thesis is the development of educational difficulties prediction methods during educational procedures. The method is based in electroencephalography (EEG) signals digital analysis through various proper information systems and software. Using proper digital methods and with help of information systems and software, we study EEG signals in order to investigate proper algorithms, EEG parameters and neurophysiological indexes, which statistical differentiate the difficulty that a person faces when participate in an educational procedure. In this way we extract mathematical models that reveal and provide learning disabilities in an educational procedure. Furthermore, through the study of stationary time series, we give useful conclusions about the predictability of those people behavior. In this PhD thesis also we detect data points in EEG signal which show stationary phenomena. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή αναπτύσσονται μέθοδοι πρόβλεψης μαθησιακών δυσκολιών κατά τη διάρκεια μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας, οι οποίες βασίζονται στην ψηφιακή ανάλυση ηλεκτροεγκεφαλογραφικών δεδομένων μέσω κατάλληλων πληροφοριακών συστημάτων και λογισμικών. Με τη βοήθεια κατάλληλων ψηφιακών μεθόδων ανάλυσης και κατάλληλων πληροφοριακών συστημάτων μελετάμε ηλεκτροεγκεφαλογραφικά σήματα, με σκοπό να ανιχνεύσουμε και να ανακαλύψουμε αλγόριθμους και παραμέτρους που διαφοροποιούν στατιστικά τη δυσκολία την οποία συναντά ένα άτομο, όταν συμμετέχει σε μια εκπαιδευτική διαδικασία. Με τον τρόπο αυτό εξάγονται μοντέλα, τα οποία αποκαλύπτουν και προβλέπουν μαθησιακές δυσκολίες σε μια εκπαιδευτική διαδικασία. Επιπλέον, μέσα από τη μελέτη της στασιμότητας χρονολογικών σειρών, δίνουμε χρήσιμα συμπεράσματα σχετικά με τη δυνατότητα πρόβλεψης συμπεριφοράς. Στην εργασία αυτή ανιχνεύουμε πειραματικά σημεία στο ηλεκτροεγκεφαλογραφικό σήμα, τα οποία παρουσιάζουν φαινόμενα στασιμότητας. 298 391 379 Study on dispersion, environmental response and durability of nano-composite construction materials Μελέτη διασποράς, περιβαλλοντικής απόκρισης και ανθεκτικότητας σύνθετων υλικών κατασκευών The present thesis aims at contributing to two critical areas for the development of carbon nanotube modified cementitious structures. The first area is that of the nano-phase dispersion, initially in aqueous solutions and then into the cementitious matrix, using suitable assistive media and methodologies, aiming at optimizing the properties of carbon nanotubes in combination with those of the cementitious matrix. To achieve this goal, extensive research was carried out using different dispersing/mixing media and protocols. Through the characterization of the quality of carbon nanotubes dispersion in aqueous solutions the optimum conditions for the production of homogeneously dispersed suspensions were determined. Further investigation of the mixing protocols of the nano-modified suspensions in the cementitious matrix was carried out in order to preserve/enhance the physical/mechanical properties of the produced cement mortars. Based on the obtained optimal mixing protocols, mortars were prepared with the nano-phase content ranging from 0.2 to 0.8 wt.% using two dispersants. This range serves the requirements of multi-functionality and intelligence as they emerged from parallel studies. The second area investigated for the first time thoroughly in this dissertation is the durability and environmental response of the nano-modified mortars produced on the basis of the methodology developed in the first part where key parameters that affect the durability of cementitious materials identified. For the study of durability, environmental exposure of the nano-modified were performed, that has been extended to the monitoring of structural integrity and damage detection by means of fundamental mechanical and acoustic emission indicators, respectively. The obtained results demonstrated that the dispersion medium is a critical parameter of durability because it does not merely specify the quality of the dispersion but also has a significant effect on both microstructure and transport properties through its interactions with the exposure environment. At the same time it became clear from this study that nano-modification is beneficial for the durability of cementitious mortars exposed to freezing and thawing conditions as it results in up to 73% higher breaking energy. However, the level of improvement is dictated not only by the carbon nanotubes content and their dispersion performance, but also by the nature of the dispersants. Finally, the damage detection capability resulting from the addition of carbon nanotubes is degraded after environmental exposure, but it is still possible to monitor even after degradation. H παρούσα διατριβή αποσκοπεί στο να συνεισφέρει σε δύο κρίσιμους τομείς της ανάπτυξης τροποποιημένων τσιμεντοειδών δομών με νανοσωλήνες άνθρακα. Ο πρώτος τομέας είναι αυτός της διασποράς της νανο-φάσης, αρχικά σε υδατικά διαλύματα και στη συνέχεια στην τσιμεντοειδή μήτρα, με τη χρήση κατάλληλων υποβοηθητικών μέσων και μεθοδολογιών, με στόχο τη βέλτιστη εκμετάλλευση των ενδογενών ιδιοτήτων των νανοσωλήνων άνθρακα σε συνδυασμό με την εκμετάλλευση των ιδιοτήτων της τσιμεντοειδούς μήτρας. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού πραγματοποιήθηκε εκτενής έρευνα χρησιμοποιώντας διαφορετικά μέσα και πρωτόκολλα διασποράς/ανάμιξης. Μέσω του χαρακτηρισμού της ποιότητας διασποράς των νανοσωλήνων άνθρακα σε υδατικά διαλύματα, προσδιορίστηκαν οι βέλτιστες συνθήκες για την παραγωγή ομοιογενώς διασπαρμένων αιωρημάτων. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε περαιτέρω διερεύνηση των πρωτοκόλλων ανάμιξης των νανο-τροποποιημένων αιωρημάτων στη τσιμεντοειδή μήτρα με στόχο την διατήρηση/ενίσχυση των φυσικών/μηχανικών ιδιοτήτων των παραγόμενων τσιμεντοκονιαμάτων. Με βάση το βέλτιστο πρωτόκολλα ανάμιξης που προέκυψε, παρήχθησαν κονιάματα με την περιεκτικότητα της νανο-φάσης να εκτείνεται από 0.2 έως 0.8% κ.β. χρησιμοποιώντας δύο μέσα διασποράς. Το εύρος αυτό εξυπηρετεί τις απαιτήσεις πολύ-λειτουργικότητας και ευφυίας όπως αυτές προέκυψαν από παράλληλες μελέτες. Ο δεύτερος τομέας που ερευνήθηκε για πρώτη φορά ενδελεχώς στην παρούσα διατριβή είναι η ανθεκτικότητα και η περιβαλλοντική απόκριση των νανο-τροποποιημένων κονιαμάτων που παρήχθησαν βάσει την μεθοδολογίας που αναπτύχθηκε στο πρώτο σκέλος, όπου προσδιορίστηκαν παράμετροι-κλειδιά, που επηρεάζουν την ανθεκτικότητα των τσιμεντοειδών υλικών. Για τη μελέτη ανθεκτικότητας πραγματοποιήθηκε περιβαλλοντική έκθεση των νανο-τροποποιημένων κονιαμάτων, η οποία επεκτάθηκε και στον έλεγχο της δομικής ακεραιότητας και της ικανότητας ανίχνευσης βλάβης μέσω βασικών δεικτών μηχανικής και ακουστικής εκπομπής αντίστοιχα. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν κατέδειξαν ότι το μέσο διασποράς αποτελεί κρίσιμη παράμετρο ανθεκτικότητας, διότι δεν προσδιορίζει απλώς την ποιότητα διασποράς, αλλά επιδρά σημαντικά και στην μικροδομή αλλά και στις ιδιότητες μεταφοράς μέσω αλληλεπιδράσεών του με τα περιβάλλον έκθεσης. Παράλληλα έγινε σαφές μέσα από την παρούσα μελέτη ότι η νανο-τροποποίηση είναι ευεργετική για την ανθεκτικότητα των τσιμεντοειδών κονιαμάτων που εκτίθενται σε συνθήκες ψύξης-απόψυξης, καθώς έχει ως αποτέλεσμα έως και 73% υψηλότερη ενέργεια θραύσης. Το επίπεδο βελτίωσης όμως υπαγορεύεται όχι μόνο από την περιεκτικότητα σε νανοσωλήνες άνθρακα και την απόδοση διασποράς τους αλλά και από τη φύση των μέσων διασποράς. Τέλος η ικανότητα ανίχνευσης βλάβης που προκύπτει από την προσθήκη νανοσωλήνων άνθρακα υποβαθμίζεται μετά από την περιβαλλοντική έκθεση, παρόλα αυτά είναι δυνατή η παρακολούθηση ακόμα και μετά την υποβάθμιση. 299 157 164 Constructive thinking as a factor influencing special teachers’ self-efficacy at secondary education Η εποικοδομητική σκέψη ως παράγοντας επιρροής της διδακτικής αυτοαποτελεσματικότητας ειδικών παιδαγωγών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης In this research investigated the degree of influence of the teaching self-efficasy of secondary special education teachers towards their ability to "think" and "act" in a constructive way. In particular, it is attempted to record the components of constructive thinking and teaching self-efficasy of special educators in secondary education. The sample consisted of 107 special education teachers and 107 general education teachers as the control group who serve in various Secondary Education structures of Greece. Constructive Thinking Inventory (CTI short version) and Teacher Sense of Efficacy Scale (TSES) were utilized as research tools. Statistical analysis of the data revealed a statistically significant correlation of various components of constructive thinking with the scales of self-efficacy. The results indicated that a high degree of constructive thinking contributes to the teaching self-efficacy of special education teachers. Furthermore, both special and general education teachers have high teaching self-efficacy beliefs. Στην παρούσα έρευνα πραγματοποιείται διερεύνηση του βαθμού επιρροής της διδακτικής αυτοαποτελεσματικότητας των ειδικών παιδαγωγών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αναφορικά με την ικανότητά τους να «σκέφτονται» και να «δρουν» με εποικοδομητικό τρόπο. Ειδικότερα, επιχειρείται να καταγραφούν οι συνιστώσες της εποικοδομητικής σκέψης και της αποτελεσματικότητας της διδασκαλίας των ειδικών παιδαγωγών στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Το δείγμα αποτέλεσαν 107 ειδικοί παιδαγωγοί που υπηρετούν σε διάφορες Δομές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της χώρας. Την ομάδα ελέγχου αποτέλεσαν 107 εκπαιδευτικοί της γενικής αγωγής. Ως εργαλεία έρευνας αξιοποιήθηκαν τα Constructive Thinking Inventory (CTI short version) και Teacher Sense of Efficacy Scale (TSES). Από τη στατιστική ανάλυση των δεδομένων προέκυψε στατιστικά σημαντική συσχέτιση διάφορων συνιστωσών της εποικοδομητικής σκέψης με τις κλίμακες της αυτοαποτελεσματικότητας. Επίσης διαπιστώθηκε ότι τόσο οι ειδικοί παιδαγωγοί όσο και οι εκπαιδευτικοί της γενικής εκπαίδευσης θεωρούν ότι διαθέτουν υψηλή αυτοαποτελεσματικότητα αναφορικά με τη διδασκαλία τους. Επιπλέον διαπιστώθηκε ότι ο υψηλός βαθμός επικοικοδομητικού τρόπου σκέψης συμβάλλει στη διδακτική αυτοαποτελεσματικότητα των ειδικων παιδαγωγών. 300 10 12 Παράγοντες που διευκολύνουν ή αναστέλλουν την διαδικασίας μάθησης στο πανεπιστήμιο: απόψεις φοιτητών Factors facilitating and constraining learning in the university: students views 301 212 275 ένας παράγοντας διαμόρφωσης της αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού έργου της σχολικής μονάδας Assessment can be a powerful force in promoting student learning and is closely related to the efficiency of schools. Based on the existing literature on teachers’ perceptions about assessment practices that reinforce student learning, we constructed a questionnaire which enables the recording of teachers’ perceptions about the frequency of use of a series of assessment practices in classroom that are based on the theory known as “Assessment for Learning”. Furthermore, the questionnaire provides us with information about the extent to which certain factors (students with their specific learning needs, students’ parents, colleagues and school administration) may affect teachers during the implementation of the “Assessment for Learning” practices. The total sample included 142 primary education teachers who were currently working in primary schools in the city of Ioannina. The results of the current study reveal that the basic factor affecting teachers’ assessment practices, according to the answers that have been given by the teachers, is the students with their specific learning needs. Furthermore, based on the results of the current study it can be concluded that the assessment practices that are less commonly used by teachers are those engaging students more fully in the assessment processes and requiring that students take responsibility for their own learning and for the learning of their classmates. Η αξιολόγηση της επίδοσης των μαθητών είναι μια διαδικασία που μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην ενίσχυση των μαθησιακών αποτελεσμάτων και η οποία είναι συνδεδεμένη με την αποτελεσματική λειτουργία του εκπαιδευτικού έργου που παράγεται εντός της σχολικής μονάδας. Έχοντας πραγματοποιήσει μία βιβλιογραφική ανασκόπηση σε σχέση με τις ερευνητικές προσπάθειες που έχουν γίνει για την καταγραφή των απόψεων των εκπαιδευτικών σχετικά με την εφαρμογή διάφορων πρακτικών αξιολόγησης της επίδοσης των μαθητών, κατασκευάσθηκε ένα ερωτηματολόγιο το οποίο εξυπηρετεί δύο στόχους: 1) την καταγραφή των απόψεων των εκπαιδευτικών σε σχέση με μία σειρά από πρακτικές αξιολόγησης εντός της σχολικής τάξης, οι οποίες έχουν ως θεωρητικό υπόβαθρο την προσέγγιση με τίτλο «Αξιολόγηση με σκοπό τη Μάθηση» και 2) την καταγραφή των απόψεων των εκπαιδευτικών σε σχέση με το κατά πόσο επηρεάζονται οι ίδιοι κατά την άσκηση του αξιολογικού τους ρόλου από τους παράγοντες εκείνους που εντάσσονται σε ένα μικρο-επίπεδο αναφοράς (μαθητές, γονείς, συνάδελφοι, σχολική διοίκηση). Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 142 εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης που εργάζονται σε δημοτικά σχολεία της πόλης των Ιωαννίνων. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η παρούσα έρευνα είναι ότι ο πλέον καθοριστικός παράγοντας επιρροής του αξιολογικού ρόλου των εκπαιδευτικών, σύμφωνα πάντα με τις δηλώσεις των ίδιων, είναι οι μαθητές με το ξεχωριστό μαθησιακό τους προφίλ. Επίσης, τα αποτελέσματα της έρευνας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, από τις πρακτικές αξιολόγησης της επίδοσης των μαθητών, αυτές που εμφανίζουν χαμηλότερα επίπεδα ως προς τη συχνότητα εφαρμογής από τους εκπαιδευτικούς είναι εκείνες που προϋποθέτουν την ενεργότερη εμπλοκή των μαθητών στην αξιολογική διαδικασία και την ανάληψη ευθύνης εκ μέρους τους για τη μάθηση τόσο των ίδιων όσο και των συμμαθητών τους. 302 257 224 Postoperative cognitive dysfunction in hip fracture patients undergoing general or regional anesthesia Έκπτωση γνωσιακών λειτουργιών σε ασθενείς με κάταγμα άνω πέρατος μηριαίου οστού που υποβάλλονται σε γενική ή περιοχική αναισθησία Postoperative delirium and cognitive dysfunction are topics of great importance in the geriatric surgical population. The aim of this study was to investigate the impact of different types of anesthesia on the postoperative cognitive function and the incidence of postoperative delirium in elderly patients undergoing surgery under either general or subarachnoid anesthesia due to hirl fracture. Material and Methods: The study protocol was approved by the Scientific Committee of the Hospital and all participants provided their informed consent. 70 patients, ASA I-III, aged 76,16 ± 6,7, who were scheduled for a hipl fracture rehabilitation surgery, were studied. The patients were randomized to receive either general (n=33) or subarachnoid anesthesia (n=37). Each patient was evaluated preoperatively and until 30th day postoperatively with a series of neurocognitive tests. Results: Patients of both groups did not differ preoperatively significantly in their basic characteristics and predisposing factors associated with postoperative delirium and cognitive dysfunction. 30 days postoperatively, patients who underwent general anesthesia demonstrated deterioration in working memory. In patients who underwent subarachnoid anesthesia, aggravation in cognitive status, working memory, learning, complex attention, verbal fluency and visuomotor tracking was detected. Between the two groups of patients, there was a significant difference postoperatively in complex attention testing, as the group of the patients who underwent general anesthesia achieved a better performance. Conclusion: Patients undergoing general anesthesia had better cognitive function concerning complex attention compared to patients who underwent subarachnoid anesthesia, 30 days postoperatively. However, more studies on this subject are necessary. Σκοπός της μελέτης μας ήταν η διερεύνηση της επίδρασης της γενικής και της υπαραχνοειδούς αναισθησίας στη μετεγχειρητική έκπτωση των νευρογνωσιακών λειτουργιών σε ηλικιωμένους ασθενείς με κάταγμα ισχίου. ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ: Μετά από έγκριση της επιστημονικής επιτροπής του νοσοκομείου και ενυπόγραφη δήλωση συγκατάθεσης των ασθενών, μελετήθηκαν 70 ασθενείς ηλικίας, 76,16 ± 6,7 ετών, κατηγορίας ASA I-III, που επρόκειτο να υποβληθούν σε επέμβαση αποκατάστασης κατάγματος ισχίου. Οι ασθενείς χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες, την ομάδα Α (n=33) που υποβλήθηκε σε γενική αναισθησία και την ομάδα Β (n=37) που υποβλήθηκε σε υπαραχνοειδή αναισθησία. Οι ασθενείς αξιολογήθηκαν προεγχειρητικά και μετεγχειρητικά με μια σειρά νευρογνωσιακών δοκιμασιών. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Σε έκβαση 30 μέρες μετεγχειρητικά οι ασθενείς που υποβλήθηκαν σε γενική αναισθησία παρουσίασαν χειροτέρευση στην ενεργό μνήμη. Οι ασθενείς που υποβλήθηκαν σε περιοχική αναισθησία παρουσίασαν επιδείνωση στην ενεργό μνήμη, στην αδρή νευρογνωσιακή κατάσταση, στην οπτικοκινητική ικανότητα, τη σύνθετη προσοχή και τη λεκτική ευχέρεια και μάθηση. Μεταξύ των δυο ομάδων καταγράφηκε σημαντική διαφορά στη σύνθετη προσοχή, με την ομάδα των ασθενών που υποβλήθηκε σε γενική αναισθησία να σημειώνει καλύτερες επιδόσεις. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Οι ασθενείς που υποβάλλονται σε γενική αναισθησία σε έκβαση 30 μέρες μετεγχειρητικά έχουν καλύτερη νευρογνωσιακή λειτουργία στο επίπεδο της σύνθετης προσοχής από τους ασθενείς που υποβάλλονται σε υπαραχνοειδή αναισθησία. Περισσότερες έρευνες είναι ωστόσο αναγκαίες. 303 17 16 Δραστηριότητες μουσειακής εκπαίδευσης στο δημοτικό σχολείο με στόχο τη βελτίωση του γλωσσικού επιπέδου των παλιννοστούντων μαθητών Activities of museum education in the elementary school aiming to improve the linquistie level of repatriated students 304 215 239 Machine learning algorithms in EEG analysis an application for dementia cases Χρήση αλγόριθμων μηχανικής μάθησης για την ανάλυση EEG με εφαρμογή στην άνοια Dementia is a progressive neurodegenerative disorder characterized by memory loss, confusion and mood changes. Alzheimer’s Disease and Frontotemporal Dementia (FTD) are the most common types of dementia with a great worldwide prevalence. The course of the disease is progressive and most patients end up with an average of one decade after the onset of the disease, which is located between the 5th and 6th decade of a person's life. Electroencephalogram (EEG) is a cost-effective technique that captures the brain dynamics and is used for the diagnosis of many brain disorders. Lately, the EEG serves as a secondary diagnostic tool in the diagnosis of dementia and its types that confirm the disease even at an early stage. The main stages of EEG signal processing are noise removan, feature extraction, classification. The purpose of this study is the analysis of the EEG, the extraction of its characteristics and the study of machine learning algorithms that can be applied for the early detection of dementia. Various machine learning techniques such as Artificial Neural Networks, Decision Trees and Support Vector Machines are studied in this work to identify dementia and distinguish its most common types. Results of the proposed methodology are satisfactory with classification accuracy reaching over 90%. Η άνοια είναι μια νευροεκφυλιστική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από σταδιακή απώλεια μνήμης, σύγχυση και αλλαγή στην καθημερινότητα και τη συμπεριφορά. Η Νόσος Alzheimer και η μετωποκροταφική άνοια (Frontotemporal Dementia – FTD) είναι οι πιο κοινοί τύποι άνοιας με μεγάλο παγκόσμιο επιπολασμό που συνεχώς αυξάνεται. Η πορεία της άνοιας είναι προοδευτική και οι περισσότεροι ασθενείς καταλήγουν μετά από κάποια χρόνια από την εκδήλωση των συμπτωμάτων. Το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (Electroencephalogram – EEG), αποτυπώνει τα δυναμικά του εγκεφάλου και χρησιμοποιείται ως διαγνωστικό εργαλείο σε πλήθος νευρολογικών παθήσεων. Τα τελευταία χρόνια το EEG υποστηρίζει το έργο των νευρολόγων στις κλινικές διαγνώσεις για την άνοια, καθώς η διαδικασία εκφύλισης αντικατοπτρίζεται στις αλλαγές των σημάτων ακόμα και στα πρώιμα στάδια. Παράλληλα, οδηγεί στην ανάπτυξη διαγνωστικών βιοδεικτών που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο κλινικό περιβάλλον και στις θεραπευτικές δοκιμές. Τα κύρια στάδια της επεξεργασίας σήματος EEG είναι η απομάκρυνση του θορύβου, η εξαγωγή χαρακτηριστικών και η ταξινόμηση. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η ανάλυση του EEG, ο υπολογισμός των χαρακτηριστικών του και μελέτη αλγορίθμων μηχανικής μάθησης που μπορούν να εφαρμοστούν για την έγκαιρη ανίχνευση της άνοιας. Διάφορες τεχνικές μηχανικής μάθησης όπως τα Τεχνητά Νευρωνικά Δίκτυα, τα Δέντρα Αποφάσεων και οι Μηχανές Διανυσμάτων Υποστήριξης μελετώνται σε αυτή την εργασία για τον εντοπισμό της άνοιας και το διαχωρισμό των πιο κοινών μορφών της. Αποτελέσματα της προτεινόμενης μεθοδολογίας είναι ικανοποιητικά με ποσοστά ταξινόμησης που φτάνουν άνω του 90%. 305 110 114 THE AIM OF THIS STUDY WAS THE EPIDEMIOLOGICAL STUDY OF LISTERIOSIS. DIFFERENT LISTERIA SPP. STRAINS WERE ISOLATED FROM VARIOUS SOURCES (MAN, FOOD, ANIMAL FECES, SURFACE WATER) AND WERE TYPED USING SEROTYPING, ANTIMICROBIAL SUSCEPTIBILITY TESTING, ELECTROPHORETIC PROTEIN TYPING AND ARBITRARILY-PRIMED POLYMERASE CHAIN REACTION (AP-PCR). THE RESULTS OF THIS STUDY SUGGEST THAT L. MONOCYTOGENES IS NOT A FREQUENT CAUSE OF GASTROENTERITIS OR OF FETAL ABORTION, THAT FOOD OF ANIMAL ORIGIN ARE FREQUENTLY CONTAMINATED WITH LISTERIA SPP. AND THAT LISTERIA SPP. ARE NOT FREQUENTLY ISOLATED FROM SAMPLES OF ANIMAL FECES OR SURFACE WATER. BETTER RESULTS FOR TYPING GIVES AP-PCR, HOWEVER IT IS NECESSARY A COMBINATION OF PHENOTYPIC AND GENOTYPIC TECHNIQUES FOR EPIDEMIOLOGICAL TYPING. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΤΑΝ Η ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΛΙΣΤΕΡΙΩΣΗΣ. ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΑΝΑΖΗΤΗΘΗΚΑΝ ΤΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΙΔΗ ΛΙΣΤΕΡΙΩΝ ΑΠΟ ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, ΑΠΟ ΤΡΟΦΙΜΑ ΖΩΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ, ΑΠΟ ΚΟΠΡΑΝΑ ΖΩΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΥΔΑΤΑΕΝΩ ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΔΙΟ ΕΓΙΝΕ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΜΕ ΟΡΟΤΥΠΙΑ, ΑΝΤΙΒΙΟΓΡΑΜΜΑ, ΠΡΩΤΕΙΝΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΙ ΑΛΥΣΙΔΩΤΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΠΟΛΥΜΕΡΑΣΗΣ ΜΕ ΤΥΧΑΙΕΣ ΑΦΕΤΗΡΙΕΣ (ΑP-PCR). ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΔΕΙΞΑΝ ΟΤΙ ΛΙΣΤΕΡΙΑ ΔΕΝ ΑΠΟΜΟΝΩΝΕΤΑΙ ΣΥΧΝΑ ΑΠΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΤΙΔΑΣ ΟΥΤΕ ΑΠΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΑΠΟΒΟΛΗΣ ΕΜΒΡΥΩΝ, ΟΤΙ ΤΑ ΤΡΟΦΙΜΑ ΖΩΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΜΕΓΑΛΟ ΒΑΘΜΟ ΜΟΛΥΣΜΕΝΑ ΜΕ ΛΙΣΤΕΡΙΕΣ, ΟΤΙ ΛΙΣΤΕΡΙΑ ΔΕΝ ΑΠΟΜΟΝΩΝΕΤΑΙ ΣΥΧΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΚΟΠΡΑΝΑ ΖΩΩΝ ΟΥΤΕ ΑΠΟ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΥΔΑΤΑ. ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΑΠΟΔΕΙΧΘΗΚΕ Η AP-PCR. ΠΑΡ'ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ ΦΑΙΝΟΤΥΠΙΚΩΝ ΚΑΙ ΓΕΝΟΤΥΠΙΚΩΝ ΜΕΘΟΔΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΗ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΛΙΣΤΕΡΙΑΣ. 306 217 203 The development of cultures in mountainous areas, where living conditions have been very difficult due to their physiographical nature, consist a model of harmonious human coexistence with nature. The adverse living conditions in these regions have made them particularly vulnerable to post-war trends of industrialization and the new lifestyle that have prevailed in Europe since the beginning of the 19th century, especially in the post-war period. These changes have led to the abandonment of agricultural holdings and the depopulation of these areas with various social, economic and environmental consequences. The region of Zagori can be considered as a typical example of these areas and has therefore been chosen for the purposes of this study. The way land was exploited in the region had specific characteristics: extensive livestock farming, forest exploitation and lowintensity 5 mixed farming. After the Second World War and the civil war, it experienced a period of abandonment and intense demographic deforestation for decades. The purpose of this study is to examine how the absence of human activities in the region, especially in the primary sector (agriculture, livestock farming, forestry) have affected the environment. It seems that all these changes had a significant effect in the natural environment, especially in terms of land coverage/use, biodiversity and the structure and composition of forests in the area. Η ανάπτυξη πολιτισμών στις ορεινές περιοχές, που λόγω των γεω-φυσιογραφικών χαρακτηριστικών οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πολύ δύσκολες, αποτελεί πρότυπο αρμονικής συμβίωσης του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον. Οι αντίξοες συνθήκες επιβίωσης που επικρατούσαν στις περιοχές αυτές, τις έκαναν ιδιαίτερα ευάλωτες, στις μεταπολεμικές τάσεις της εκβιομηχάνισης και της αλλαγής του τρόπου ζωής που επικράτησαν στην Ευρώπη από τις αρχές του 19ου αιώνα αλλά κυρίως την μεταπολεμική περίοδο. Οι αλλαγές αυτές οδήγησαν στην εγκατάλειψη της αγροτικής εκμετάλλευσης και στην πληθυσμιακή συρρίκνωση των περιοχών αυτών με κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές συνέπειες. Η περιοχή του Ζαγορίου αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, και γι΄ αυτό επιλέχτηκε να εξεταστεί στα πλαίσια της παρούσης μελέτης. Το σύστημα χρήσης γης, που είχε αναπτυχθεί στην περιοχή ήταν χαρακτηριστικό: εκτατική κτηνοτροφία, εκμετάλλευση των δασών και χαμηλής έντασης μικτή γεωργία. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εμφύλιο πόλεμο, γνώρισε περίοδο εγκατάλειψης και έντονης δημογραφικής αποψίλωσης επί σειρά δεκαετιών. Σκοπός της μελέτης είναι η εξέταση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την απουσία του ανθρώπου στην περιοχή και ειδικότερα από τις δραστηριότητες του πρωτογενή τομέα (γεωργία, κτηνοτροφία, δασοκομία). Διαπιστώνεται ότι οι αλλαγές συνέβαλαν σημαντικά στην αλλαγή του φυσικού περιβάλλοντος, ιδιαίτερα σε ότι αφορά την κάλυψη/χρήση γης, την βιοποικιλότητα και την δομή και σύνθεση των δασών της περιοχής. 307 257 246 Implementation and evaluation of a psychoeducational program for the facilitation of the transition to Higher Education Εφαρμογή και αξιολόγηση ψυχοεκπαιδευτικού προγράμματος για τη διευκόλυνση της μετάβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση The changes that a person experiences every day are continuous and include many aspects of life during which new conditions occur. An important category of transitions is the educational transition to University. This is a milestone in the path of young people, as their subsequent academic and professional careers are largely determined. The purpose of this study was to implement and evaluate a psychoeducational program to facilitate the adjustment of first-year students upon entry into University. The total number of participants was 66 (n = 33 for the experimental group and n = 33 for the control group). The approach of the program was aimed at achieving first of all a global adjustment of freshmen, including its dimensions of Social, Personal - Emotional and Academic adjustment, as well as the commitment that students feel towards the University. In addition, self-esteem and stress reduction were sought. The intervention program was implemented on a weekly base and lasted for 6 weeks. The results showed that the program achieved most of its initial objectives, with the participants in the experimental group versus the control showing improvement regarding the levels of Total and Social Adjustment. In addition, the sense of commitment to University was strengthened as well as self-esteem, while at the same time the levels of anxiety seemed to decrease. The findings highlight the usefulness of a structured intervention program with main focus on the global adjustment of freshmen during their transition to University. Οι αλλαγές που βιώνει το άτομο καθημερινά είναι συνεχείς και αφορούν πολλές προεκτάσεις της ζωής του κατά τις οποίες μεταβαίνει σε νέες συνθήκες. Σημαντική κατηγορία μεταβάσεων αποτελεί η εκπαιδευτική μετάβαση στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πρόκειται για σημείο ορόσημο στην πορεία των νέων, καθώς καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό η μετέπειτα ακαδημαϊκή και επαγγελματική τους σταδιοδρομία. Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η εφαρμογή και αξιολόγηση ενός ψυχοεκπαιδευτικού προγράμματος διευκόλυνσης της προσαρμογής των πρωτοετών φοιτητών κατά την είσοδο τους στο Πανεπιστήμιο. Ο συνολικός αριθμός των συμμετεχόντων ήταν 66 (n= 33 για την Πειραματική ομάδα και n= 33 για την ομάδα ελέγχου). Η προσέγγιση του προγράμματος αποσκοπούσε στην επίτευξη της σφαιρικής προσαρμογής των νέων, με επιμέρους διαστάσεις την Κοινωνική, την Προσωπική - Συναισθηματική και την Ακαδημαϊκή προσαρμογή, καθώς και τη Δέσμευση που αισθάνονται οι φοιτητές απέναντι στο Πανεπιστήμιο. Επιπλέον, επιδιώχθηκε η ενίσχυση της αυτοεκτίμησης και η μείωση του άγχους. Οι συναντήσεις της παρέμβασης ήταν εβδομαδιαίες και διήρκησαν 6 εβδομάδες. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το πρόγραμμα πέτυχε στο σύνολο τους αρχικούς του στόχους, με τους συμμετέχοντες της πειραματικής ομάδος έναντι της ελέγχου να παρουσιάζουν βελτίωση στα επίπεδα της Συνολικής και Κοινωνικής Προσαρμογής. Επιπλέον το αίσθημα της Δέσμευσης απέναντι στο Πανεπιστήμιο ενισχύθηκε όπως και η αυτοεκτίμηση, ενώ παράλληλα τα επίπεδα του άγχους φάνηκε να μειώνονται. Από τα ευρήματα αναδεικνύεται η χρησιμότητα ενός δομημένου προγράμματος παρέμβασης με κύριο προσανατολισμό τη σφαιρική προσαρμογή των πρωτοετών φοιτητών κατά τη μετάβαση τους στο Πανεπιστήμιο. 308 357 364 Κυκλομεταλλικά σύμπλοκα του Pt (II) με 2-φαινυλπυριδίνη και 2,2΄-διπυριδίνη This study describes the synthesis of Pt(II) cyclometallated complexes with general formula [Pt(ppy)(bpy)]X, where ppy = 2-phenylpyridine, bpy = 2,2’-bipyridine and X = F-, Cl-, Br-, I-. There were also used other anions, such as PF6-, ClO4- and NO3-, in order to investigate the possible role of the counterions in the complexes. These complexes were studied with various analytical methods, like mass spectrometry, thermal analysis and conductivity, as well as with many spectroscopical methods, such as UV- Vis spectroscopy, powder X- Ray diffraction and nuclear magnetic resonance. The used NMR techniques were 1H NMR, 195Pt NMR, COSY, TOCSY and NOESY. The diffusion coefficient was calculated via DOSY NMR experiments, whilst 1H NMR experiments helped the investigation of concentration and temperature in some of the complexes. In addition, the reactivity of the prepared complexes with dmso was also studied and it was found that only the ones with a halogen as a counterion, and in particular Cl-, Br-, I-were decomposed, while the complexes with the other counterions as PF6-, ClO4- and NO3-- were stable. The resulting complexes have the general structure [PtX(ppy(dmso)], in which X is one of the tree halogens. These complexes were studied only with 1H and 195Pt NMR spectroscopy and their diffusion coefficient was also calculated via DOSY NMR experiments. From the above studies we conclude that in the first type of complexes, [Pt(ppy)(bpy)]X, the halogens are part of the complex structure and they influence the solubility of the complexes in aqueous media which is due to the ionic character of its interaction with the platinum center. The [Pt(ppy)(bpy)]F and [Pt(ppy)(bpy)]Cl complexes were found to aggregate in aqueous solution but their aggregations consist of a different number of units, indicating that the aggregation degree depends on the nature of halogen too. The [Pt(ppy)(bpy)]I adopts a square pyramidal geometry and shows fluxional behavior. In the second type of complexes, [PtX(ppy)(dmso)], one can assume that a hydrogen bond is formed between the halogen and the H6’ proton of the 2-phenylpyridine ligand. The strength of this bond is related with the δ- of the halogen that is also related with the nature of the platinum – halogen bond. Η παρούσα διατριβή πραγματεύεται τη σύνθεση κυκλομεταλλικών συμπλόκων του λευκοχρύσου της μορφής [Pt(ppy)(bpy)]X, όπου ppy η 2-φαινυλυπυριδίνη, bpy η 2,2’-διπυριδίνη και X = F-, Cl-, Br-, I-. Ακόμη ως αντισταθμιστικά ιόντα χρησιμοποιήθηκαν και τα PF6-, ClO4- και NO3- για περαιτέρω μελέτη του ρόλου του αντισταθμιστικού. Τα σύμπλοκα αυτά μελετήθηκαν με χρήση αναλυτικών μεθόδων, όπως η φασματομετρία μάζας, η θερμική ανάλυση και η αγωγιμομετρία καθώς και με διάφορες φασματοσκοπικές τεχνικές, όπως η φασματοσκοπία ορατού-υπεριώδους, η περίθλαση ακτίνων-Χ κόνεως, η φασματοσκοπία πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού και πιο συγκεκριμένα 1H NMR, 195Pt NMR καθώς και φασματοσκοπία δύο διαστάσεων COSY, TOCSY και NOESY. Υπολογίστηκε ο συντελεστής διάχυσης των συμπλόκων μέσω DOSY NMR ενώ μελετήθηκε και η επίδραση της συγκέντρωσης αλλά και της θερμοκρασίας μέσω φασματοσκοπίας 1H NMR σε όσα από αυτά τα σύμπλοκα ήταν δυνατό. Επίσης μελετήθηκε η δραστικότητα του dmso έναντι των συμπλόκων αυτών, και βρέθηκε ότι διασπώνται τα σύμπλοκα που έχουν ως αντισταθμιστικό ιόν τα αλογόνα Cl-, Br-, I- ενώ τα σύμπλοκα με αντισταθμιστικό ιόν το PF6-, αλλά και τα ClO4- και NO3- δεν διασπώνται. Τα σύμπλοκα που σχηματίζονται είναι της μορφής [PtX(ppy)(dmso)], με X ένα από τα τρία αλογόνα. Και αυτά τα σύμπλοκα μελετήθηκαν κυρίως με φασματοσκοπία πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού και συγκεκριμένα 1H NMR και 195Pt NMR ενώ μετρήθηκε και ο συντελεστής διάχυσής τους μέσω DOSY NMR. Από τις παραπάνω μελέτες προέκυψε λοιπόν για το πρώτο είδος συμπλόκων ότι τα αλογόνα συμμετέχουν στη δομή του συμπλόκου με κάποιον τρόπο, ενώ επιδρούν και στη διαλυτότητα των συμπλόκων σε υδατικά μέσα γεγονός που οφείλεται στο βαθμό του ιοντικού χαρακτήρα της αλληλεπίδρασης του αλογόνου με τον λευκόχρυσο. Δύο από τα σύμπλοκα αυτά, το [Pt(ppy)(bpy)]F και το [Pt(ppy)(bpy)]Cl σχηματίζουν συσσωματωμένες μονάδες σε υδατικά διαλύματα και μάλιστα με διαφορετικό βαθμό συσσωμάτωσης γεγονός που υποδεικνύει και κάποιου είδους συμμετοχή του αλογόνου. Ακόμη, η ένωση [Pt(ppy)(bpy)]I έχει δομή τετραγωνικής πυραμίδας και συμπεριφορά ρευστού (fluxional). Τέλος, από τη μελέτη των συμπλόκων του δεύτερου τύπου φάνηκε η ύπαρξη ισχυρού δεσμού υδρογόνου μεταξύ του αλογόνου και του πρωτονίου Η6’ της 2-φαινυλπυριδίνης. Η ισχύς του δεσμού αυτού σχετίζεται με το μερικό φορτίο του συμπλόκου που με τη σειρά του σχετίζεται με τη φύση του δεσμού με τον λευκόχρυσο. 309 209 243 Μελέτη του ρόλου της Lp(a) και των συστατικών της στην καρδιαγγειακή νόσο Lipoprotein (a) [Lp(a)] consists of an LDL particle conjugated with a glycoprotein, apoprotein (a) that shares homology with plasminogen therefore it is a unique protein that connects lipid metabolism with the fibrinolytic cascade and it is also an independent cardiovascular risk factor. Antithetically, HDL has an atheroprotective role as it performs reverse cholesterol transport, vasodilatation, cytoprotection as well as antioxidant, anti-inflammatory and antiplatelet actions. Lipoprotein phospholipase A2 (LpPLA2) circulates in plasma bound to LDL, HDL and Lp(a), a distribution depended on the level of glycosylation that affects the activity of LpPLA2 a well known cardiovascular biomarker. Proprotein Convertase Subtilisin / Kexin type 9 (PCSK9) plays a significant role in lipid metabolism, atherosclerosis and cardiovascular disease and it is also involved with apoptotic and inflammatory processes. In this study Lp(a) and HDL were isolated from two populations (healthy control group and group with Lp (a) ≥40 mg / dL), followed by LpPLA2 activity evaluation and quantification of PCSK9. Statistical analysis revealed very interesting facts about the possible function of Lp(a) and its correlation with HDL particles, LpPLA2 and PCSK9. There is strong evidence that Lp(a) appears to be associated with high levels of PCSK9, while HDL is likely to play a key role in the metabolism or clearance of PCSK9. Η λιποπρωτεΐνη α [Lp(a)], αποτελείται από ένα LDL σωματίδιο συζευγμένο με μία γλυκοπρωτεΐνη, την αποπρωτεΐνη (α), η οποία φέρει μεγάλο βαθμό ομολογίας με το πλασμινογόνο. Κατά συνέπεια, η Lp(a) αποτελεί μια ξεχωριστή λιποπρωτεΐνη μιας και συνδέει το μεταβολισμό των λιπιδίων με το ινωδολυτικό σύστημα ενώ αποτελεί και ανεξάρτητο παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου. Αντιθέτως η λιποπρωτεΐνη υψηλής πυκνότητας (HDL) θεωρείται αθηροπροστατευτική γιατί επιτελεί ανάστροφη μεταφορά χοληστερόλης, αγγειοδιαστολή, κυτταροπροστασία και επιπλέον έχει αντιοξειδωτικές, αντιφλεγμονώδεις και αντιαιμοπεταλιακές δράσεις. Η λιποπρωτεινική φωσφολιπάση Α2 (LpPLA2), κυκλοφορεί στο πλάσμα συνδεδεμένη στις LDL, HDL και Lp(a) λιποπρωτεΐνες. Η κατανομή της LpPLA2 μεταξύ των λιποπρωτεινών εξαρτάται από το βαθμό γλυκοζυλίωσης και επηρεάζει την ενεργότητα της LpPLA2, που αποτελεί καρδιαγγειακό προγνωστικό δείκτη. Η Proprotein convertase subtilisin/kexin type 9 (PCSK9) διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό των λιπιδίων, στην αθηροσκλήρωση και στην καρδιαγγειακή νόσο και φαίνεται να συμμετέχει σε αποπτωτικές και φλεγμονώδεις διαδικασίες. Στην παρούσα μελέτη πραγματοποιήθηκε εργαστηριακή απομόνωση της Lp(a) και της HDL σε δύο πληθυσμούς (ομάδα υγειών μαρτύρων και ομάδα με Lp(a)≥40 mg/dL), έγινε προσδιορισμός της ενεργότητας της LpPLA2 και ποσοτικός προσδιορισμός της PCSK9. Η στατιστική ανάλυση ανέδειξε πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για την πιθανή λειτουργία της Lp(a) και τη σχέση της με τα HDL σωματίδια, την LpPLA2 και την PCSK9. Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η Lp(a) φαίνεται να σχετίζεται με υψηλά επίπεδα PCSK9, ενώ τα HDL σωματίδια ενδεχομένως διαδραματίζουν κάποιο ρόλο κλειδί όσον αφορά τον μεταβολισμό ή την κάθαρση της PCSK9. 310 478 462 Investigation of Yersinia enterocolitica in food and study of virulence genes and antimicrobial resistance Διερεύνηση της παρουσίας Yersinia enterocolitica σε τρόφιμα και μελέτη των γονιδίων λοιμογονικότητας και αντιβιοαντοχής Yersiniosis has been one of the most frequently reported zoonosis in EU countries and Yersinia enterocolitica is the most prevalent species isolated from human cases with most common serotypes O:3, O:9 and O:8. Pigs are considered the major reservoir for Yersinia, and pork products are the main source of Y. enterocolitica infection in humans. The objectives of the thesis included the study of the prevalence of pathogenic Y. enterocolitica in pork carcasses and fresh vegetables, the comparison of different isolation methods for the recovery of human pathogenic strains and identification of the isolated strains. A total of 145 carcass surface swabs from pigs at slaughter and 144 fresh vegetable samples were collected during 12 months period and analyzed for the detection of Y. enterocolitica with different isolation methods; direct plating, selective enrichment and cold enrichment. Strains were biotyped according to the modified Wauters’ scheme and serotyping was performed with commercially available O antisera. Antimicrobial susceptibility was tested by the Kirby-Bauer and presence of virulence genes by PCR. Y. enterocolitica was found in 15.9% of the carcass swabs (23/145) and in 2.8% of the vegetable samples (4/144). Of the 145 carcass swabs, 15 (10.3%) were identified as human pathogenic bio-serotype 4/O:3 and 9 (6,2%) as biotype 1A. Of the 144 vegetable samples, only one (0.7%) was identified as bio-serotype 4/O:3 (non-organic lettuce) and three (2,1%) as 1A (two mixed salads and one organic lettuce). A total of 59 strains were isolated and biochemically identified as Y. enterocolitica: 54 from the carcass swabs and 5 from the vegetable samples. Pathogenic Y. enterocolitica bio-serotype 4/O:3 was detected in total 15 carcass swabs (10.3%) using different isolation methods. None of the methods detected all of the 4/O:3 positive samples and none of the samples were detected as positive by all methods. The relative sensitivity of the combination of cold enrichment for 7 days with or without alkali treatment was higher (73.3%) than others isolation procedures. Of the 54 Y. enterocolitica isolates of the carcass swabs, 37 (68.5%) were identified as 4/O:3 and the rest 17 as non-pathogenic biotype 1A (31.5%). The ail, ystA, inv, virF, myfA and foxA genes were detected in all of the 4/O:3 isolates, whereas the yadA in 64.9%. All 4/O:3 isolates were negative for the ystB gene. The most common virulence-associated genes in 1A isolates were the inv (100%), ystB (94.1%) and foxA (84.4%). Of the 4 Y. enterocolitica strains of the vegetable samples which were isolated by cold enrichment for 7 days, only one was identified as 4/O:3 and 3 belonging to biotype 1A/O-untypeable. All isolates were susceptible to cefotaxime, ceftazidime, ceftriaxone, ciprofloxacin, imipenem, tetracycline and ticarcillin/clavulanic acid. On the contrary all isolates were resistant to ampicillin. Resistances to amoxicillin/clavulanic acid (55.2%), cefoxitin (39.7%), cefixime (18.9%) and chloramphenicol (15.5%) were the most common. Η Υερσινίωση είναι μία από τις συχνότερα αναφερόμενες ζωονόσους στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και η Yersinia enterocolitica το επικρατέστερο είδος που απομονώνεται από κλινικά περιστατικά με συχνότερους οροτύπους τους O:3, O:9 και O:8. Οι χοίροι θεωρούνται φορείς της Yersinia και το χοιρινό κρέας και τα προϊόντα του η κυριότερη πηγή μόλυνσης παθογόνων στελεχών της Y. enterocolitica που προκαλούν λοιμώξεις στον άνθρωπο. Στους σκοπούς της παρούσας διατριβής περιλαμβάνονται η διερεύνηση της παρουσίας Y. enterocolitica σε χοιρινά σφάγια και σε φρέσκα λαχανικά, η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των προτεινόμενων διαφόρων μεθόδων απομόνωσης παθογόνων στελεχών της Y. enterocolitica που προκαλούν λοιμώξεις στον άνθρωπο και η ταυτοποίηση των στελεχών. Συλλέχθηκαν 145 επιχρίσματα επιφανείας με χρήση σπόγγου από ισάριθμα χοιρινά σφάγια και 144 δείγματα νωπών λαχανικών στη διάρκεια ενός έτους και εξετάστηκαν μικροβιολογικά για την ανίχνευση Y. enterocolitica με διαφορετικές μεθόδους απομόνωσης: άμεση επίστρωση, εκλεκτικός και ψυχρός εμπλουτισμός. Ο καθορισμός του βιοτύπου των στελεχών έγινε σύμφωνα με το αναθεωρημένο σχήμα των Wauters και συν. και η ορολογική τυποποίηση με εμπορικά διαθέσιμους αντιορούς. Για τον έλεγχο της ευαισθησίας σε αντιμικροβιακές ουσίες χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της διάχυσης σε άγαρ Bauer-Kirby και η παρουσία γονιδίων λοιμογονικότητας μελετήθηκε με αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης. Στελέχη της Y. enterocolitica ανιχνεύθηκαν στο 15.9% των χοιρινών δειγμάτων και στο 2.8% των δειγμάτων λαχανικών. Από τα 145 δείγματα χοιρινών, στα 15 (10.3%) ανιχνεύθηκε ο παθογόνος για τον άνθρωπο βιο-ορότυπος 4/O:3 και στα 9 (6,2%) ο βιότυπος 1A. Από τα 144 δείγματα λαχανικών, μόνο ένα (0.7%) ανιχνεύθηκε θετικό στο βιο-ορότυπο 4/O:3 και σε 3 (2,1%) βρέθηκε ο βιότυπος 1A. Συνολικά απομονώθηκαν 59 στελέχη που ταυτοποιήθηκαν βιοχημικά ως Y. enterocolitica: 54 από τα χοιρινά και 5 από τα δείγματα λαχανικών. Στελέχη του παθογόνου βιο-οροτύπου 4/O:3 ανιχνεύθηκε σε 15 χοιρινά (10.3%) με διαφορετικές μεθόδους απομόνωσης. Η σχετική ευαισθησία του ψυχρού εμπλουτισμού για 7 μέρες με ή χωρίς κατεργασία με αλκάλι ήταν μεγαλύτερη (73.3%) από την αντίστοιχη των άλλων μεθόδων. Από τα 54 στελέχη προερχομένων από τα χοιρινά, 37 (68.5%) ταυτοποιήθηκαν ως 4/O:3 και τα υπόλοιπα 17 ως 1A (31.5%). Τα γονίδια ail, ystA, inv, virF, myfA and foxA ανιχνεύθηκαν σε όλα τα 4/O:3 στελέχη και το yadA γονίδιο σε ποσοστό 64.9%, ενώ σε κανένα δεν ανιχνεύθηκε το γονίδιο ystB. Τα γονίδια που βρέθηκαν να φέρουν τα στελέχη 1A ήταν τα inv (100%), ystB (94.1%), και foxA (84.4%). Από τα 4 στελέχη Y. enterocolitica των λαχανικών τα οποία απομονώθηκαν με τη μέθοδο ψυχρού εμπλουτισμού για 7 μέρες, ένα μόνο ταυτοποιήθηκε ως 4/O:3 και τρία ως 1Α. Όλα τα 58 στελέχη ήταν ευαίσθητα στην κεφοταξίμη, κεφταζιδίμη, κεφτριαξόνη, σιπροφλοξασίνη, ιμιπενένη, τετρακυκλίνη και τικαρσιλλίνη/κλαβουλανικό οξύ. Αντιθέτως, όλα ήταν ανθεκτικά στην αμπικιλλίνη. Τα μεγαλύτερα ποσοστά αντοχής εμφανίστηκαν στο συνδυασμό αμοξυκιλλίνη-κλαβουλανικό οξύ (55.2%), στην κεφοξιτίνη (39.7%), κεφιξίμη (18.9%) και χλωραμφενικόλη (15.5%). 311 405 395 The purpose of this paper is to investigate the views of primary school pupils in the prefecture of Ioannina on excellence as a learning and performance motivation. The study consists of two parts: the theoretical and the empirical part. In the theoretical part the conceptual framework of educational assessment and students’ performance evaluation are presented. Also, reference is made to the types, the principles, the purposes and the pedagogical function of the students’ performance assessment. Subsequently, there is an attempt to identify the forms that assessment can take, its stages, and the techniques by which a student can be evaluated, as well as the means of expressing the assessment result. Then, a brief approach is made over pupils’ motivation in order to pursue high performance and excellence and also which factors influence pupils to achieve this goal. The empirical part of the current work includes the methodology research, the presentation of the research findings, discussion over these findings, the formulation of conclusions and suggestions. According to the research results, for the students assessment mainly uses traditional assessment techniques in combination with some alternative techniques and the results are expressed using numerical score, verbal phrasing and to a lesser extent with a descriptive assessment. At the same time, there is a positive attitude of students towards the use of descriptive assessment but in combination with the numerical score. The pupils’ mental mood during the evaluation process is affected as this process generates feelings of joy and satisfaction over their progress and at the same time, anxiety and distress to achieve the highest possible performance. Pupils stated that their assessment result affects them and that they prefer to be informed about their evaluation result with the use both numerical score and descriptive assessment. Also, most pupils have endogenous learning incentives and feel their performance is not affected by external factors, but only by making personal effort. The majority of students wish to achieve excellence and achieve high performances. In addition, they recognize in the concept of excellent students qualitive features associated with elements such as communication skills, participation, consistency, diligence, etc. and not only high cognitive skills and performance. Ultimately, there are highlighted some parameters that, according to pupils’ opinions, contribute to the achievement of excellence and the emerge of excellent pupils such as frequent feedback through the assessment process, the use of descriptive assessment, the intensification of efforts and the existence of small and achievable goals. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η διερεύνηση των απόψεων των μαθητών Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στο Νομό Ιωαννίνων, σχετικά με την αριστεία ως κίνητρο μάθησης και επίδοσης. Η εργασία αυτή αποτελείται από δύο μέρη: το θεωρητικό και το εμπειρικό. Στο θεωρητικό μέρος της εργασίας επιχειρείται η εννοιολογική προσέγγιση της εκπαιδευτικής αξιολόγησης, της αξιολόγησης της μαθητικής επίδοσης ενώ γίνεται αναφορά στα είδη, στις αρχές, στους σκοπούς και στην παιδαγωγική λειτουργία της αξιολόγησης της μαθητικής επίδοσης. Ακολούθως, προσδιορίζονται οι μορφές που μπορεί να λάβει η αξιολόγηση, τα στάδια της και οι τεχνικές με τις οποίες μπορεί να αξιολογηθεί ένας μαθητής, καθώς και τα μέσα έκφρασης του αξιολογικού αποτελέσματος. Έπειτα, γίνεται αναφορά στα κίνητρα των μαθητών για επίδειξη υψηλών σχολικών επιδόσεων και αριστείας και ποιοι παράγοντες επηρεάζουν τους μαθητές ώστε να έχουν την επιδίωξη αυτή. Το εμπειρικό μέρος της εργασίας περιλαμβάνει τη μεθοδολογία της έρευνας, την παρουσίαση των ερευνητικών ευρημάτων, τη συζήτηση επί αυτών και τη διατύπωση συμπερασμάτων και ορισμένων προτάσεων. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, για την αξιολόγηση των μαθητών χρησιμοποιούνται κυρίως παραδοσιακές τεχνικές αξιολόγησης σε συνδυασμό με κάποιες εναλλακτικές τεχνικές και τα αποτελέσματα εκφράζονται με τη χρήση αριθμητικής βαθμολογίας, λεκτικής διατύπωσης και σε μικρότερο βαθμό με περιγραφική αξιολόγηση. Παράλληλα, διαφαίνεται η θετική στάση των μαθητών ως προς τη χρήση περιγραφικής αξιολόγησης σε συνδυασμό με την αριθμητική βαθμολογία. Η ψυχική διάθεση των μαθητών κατά τη διαδικασία της αξιολόγησης επηρεάζεται καθώς, η διαδικασία αυτή τους προκαλεί συναισθήματα χαράς και ικανοποίησης, καθώς ελέγχεται η πρόοδός τους και ταυτόχρονα άγχους και αγωνίας για να καταφέρουν την υψηλότερη δυνατή επίδοση, οι μαθητές δήλωσαν ότι επιθυμούν να ενημερώνονται για το αξιολογικό αποτέλεσμα τόσο με τη χρήση αριθμητικής βαθμολογίας, όσο και με περιγραφική αξιολόγηση. Επίσης, οι περισσότεροι μαθητές διαθέτουν ενδογενή κίνητρα μάθησης και θεωρούν ότι η επίδοσή της δεν επηρεάζεται από εξωγενείς παράγοντες, παρά μόνο από την καταβολή προσωπικής προσπάθειας. Η πλειονότητα των μαθητών επιθυμεί την επίτευξη της αριστείας και της καλής σχολικής επίδοσης και αναγνωρίζει στην έννοια του άριστου μαθητή ποιοτικά χαρακτηριστικά που συνδέονται με στοιχεία όπως οι επικοινωνιακές ικανότητες, η συμμετοχή, η συνέπεια, η επιμέλεια κ.ά. και όχι μόνο τις υψηλές γνωστικές ικανότητες και επιδόσεις. Τέλος, αναδεικνύονται κάποιοι παράμετροι που σύμφωνα με τις απόψεις των μαθητών συμβάλλουν στην επίτευξη αριστείας και στην ανάδειξη των άριστων μαθητών, όπως η συχνή ανατροφοδότηση από την αξιολογική διαδικασία, η χρήση περιγραφικής αξιολόγησης, η εντατικοποίηση των προσπαθειών που καταβάλλουν και η πρόοδός με μικρούς κι επιτεύξιμους στόχους. 312 782 860 Nowadays, the majority of the biomarkers that are being used, help into monitoring and coming into decision for cancer treatment, based on the analysis of primary region or metastasis. Although, cancer is continiously evolving in molecular level, leading to difficulties as for monitoring of its progression. The solution of this problem is given by the method of liquid biopsy. Despite of the isolation of circulating tumour cells, the capture of circulating tumour DNA and exosomes, comes to the surface dynamically. During the next decade the use of the previously reported biomarkers will lead to the application of the real time precision medicine. The application of liquid biopsy and more specifically the analysis of exosomes is based on the analysis of subcellular vesicles and their ingredients. Compared with other vesicles, such as apoptotic bodies and microvesicles, exosomes are more homogenic as their size and appearance, thus they are easily detected by electronic microscope. Another advantage of exosomes is that are tend to be found in almost every biological fluids and are steady in the circulation. So that with the right methods they can be isolated and used as diagnostic tools. The expression of their surface markers takes place in that, as they make the exosomes stand out of other vesicles. Last but not least, the content of nucleid acids is important as they show the condition of mutations in the primary cell. Exosomes seems to be extremely important biomarkers, because of their contents and especially mRNA that induces angiogenesis and metastases. Isolating exosomes from biological fluids provides the possibility of analysis of these exact vesicles and thus the detection of mutations, splice variants and gene fusions, as well as gene expression profiling. In comparison with ctDNA fragments, of which only two copies are actually present in cancer cell, mRNA that originates from the overexpressed gene could have thousands of copies per cell and be present into circulation in high concentrations. In conclusion, analysis of exosomal mRNA might have advantages, especially in patients with limited amounts of detectable ctDNA. One of the most important advantages of the analysis of exosomes, against the analysis of CTCs or ctDNA, is that inside those small vesicles are being hidden all the important informations that are needed for a study. According to recent studies inside of exosomes are being detected high amounts of ctDNA. Although, there are many limitations concerning the transportation of the results in vivo. Most of the studies use cell cultures and the exosomes result from the elaboration of them. This cell culture is homogenic in comparison with exosomes that are being heterogenous, as a consequence of their production from different cell types inside the organism, leading to the misunderstanding of the results. Studies that analyse patients’ serum are extremely rare, because there are not markers that allow the safe identification of tumour-originate exosomes, except melanoma. Nevertheless, are being reported as ideal biomarkers of cancer diagnosis. Also, they could be useful as potential vaccines against cancer or drug transfer system in cancer therapy. Targeting tumour-originate exosomes or inhibiting their release, might lead to an important therapeutic approach. Many of the newly candidate drugs, such as proteins and nucleid acids, are extremely unstable inside of the organism, thus a challenge is created for a succesful approach. Although, exosomes are imitating psysiological drug transfer systems, allowing the transfer of these biological molecules. Due to their small size and composition, they could avoid phagocytosis or their disruption by macrophages and also they could circulate for a long period. Unlike other nanovesicles systems, such as liposomes, exosomes are capable of the avoidance of lysosomes and tranfer substances into the cytoplasm. One of their most important advantage is their capability to penetrate the blood brain barrier. Their localization and detection in vivo are urgent for their understanding, concerning their impact on target organs. Until now there is not an isolation technique with high clearance. The isolation methods are giving low amount of exosomes and their large production scale for trials and drug approval is too expensive. Its possible in the future exosomes use into practice to demand the creation of hybrid vesicles with possible side effects. For the design of such systems, clinical effectiveness has to be studied in detail, as well safety parameters. Also, methods and combinatorial substances for the active target of molecules must be studied for the exosomes to be operational. Even if the biology of exosomes is known, they are full of heterogeneous components that could create immunogenic results, based on the nature of donor cell. The role of exosomes in tumour evolution is a challenge. One of many approaches is the design of exosomes imitators, that could avoid any disadvantage, such as adverse immune reactions. Η πλειοψηφία των βιοδεικτών που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας, βοηθούν στην παρακολούθηση και τη λήψη αποφάσεων όσον αφορά τον καρκίνο, βασιζόμενοι στην ανάλυση από την πρωτοπαθή εστία ή μετάσταση. Ωστόσο, ο καρκίνος εξελίσσεται συνεχώς σε μοριακό επίπεδο καθιστώντας ιδιαίτερα προκλητική την παρακολούθηση της εξέλιξής του. Λύση στο πρόβλημα της ετερογένειας μιας νεοπλασίας, φαίνεται πως δίνει η μέθοδος της υγρής βιοψίας. Πέρα από την απομόνωση των κυκλοφορούντων καρκινικών κυττάρων, η ανίχνευση ctDNA και εξωσωμάτων, έρχονται στο προσκήνιο δυναμικά. Κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, η χρήση των παραπάνω βιοδεικτών θα οδηγήσει στην εφαρμογή της αναφερόμενης ως Ιατρικής Ακριβείας σε πραγματικό χρόνο (real-time precision medicine) (William L Hwang, 2016). Η εφαρμογή της υγρής βιοψίας και συγκεκριμένα η ανάλυση των εξωσωμάτων, βασίζεται στην ανάλυση υποκυτταρικών κυστιδίων και στα συστατικά που περιέχουν. Σε σύγκριση με άλλα κυστίδια, όπως τα αποπτωτικά σωματίδια και τα μικροκυστίδια, τα εξωσώματα είναι περισσότερο ομογενή ως προς το μέγεθος και την εμφάνιση, γεγονός που τα κάνει εύκολα ανιχνεύσιμα στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο. Ένα ακόμη πλεονέκτημα των εξωσωμάτων σε σύγκριση με άλλα σωμάτια είναι πως βρίσκονται σε σχεδόν κάθε βιολογικό υγρό και είναι επίσης σταθερά στην κυκλοφορία. Έτσι, μπορούν με τις κατάλληλες μεθόδους να απομονωθούν και να χρησιμοποιηθούν ως διαγνωστικό εργαλείο. Σε αυτό παίρνει μέρος και η έκφραση των δεικτών που περιέχουν στην επιφάνειά τους, οι οποίοι τα κάνουν να ξεχωρίσουν από άλλα σωμάτια. Τέλος, σημαντικό είναι το περιεχόμενο των νουκλεϊκών οξέων, τα οποία δείχνουν την κατάσταση των μεταλλαγών στο πρωτότυπο κύτταρο. Τα εξωσώματα αναφέρονται ως εξαιρετικά σημαντικός βιοδείκτης, λόγω του περιεχομένου του και ειδικότερα του mRNA το οποίο προάγει την αγγειογένεση και τη μετάσταση. Απομονώνοντας εξωσώματα από διάφορα βιολογικά υγρά παρέχεται η δυνατότητα ανάλυσης των συγκεκριμένων σωματιδίων και έτσι η ανίχνευση μεταλλάξεων, παραλλαγών ματίσματος και συγχωνεύσεων γονιδίων, όπως επίσης ο χαρακτηρισμός της έκφρασης των γονιδίων. Σε σύγκριση με τα θραύσματα του ctDNA, από τα οποία μόνο δύο αντίγραφα είναι ουσιαστικά παρόντα στο καρκινικό κύτταρο προέλευσης, το mRNA το οποίο προέρχεται από γονίδιο το οποίο υπερεκφράζεται, μπορεί να έχει χιλιάδες αντίγραφα ανά κύτταρο και να περιέχεται στην κυκλοφορία σε υψηλές συγκεντρώσεις. Έτσι η ανάλυση του mRNA αποτελεί πλεονέκτημα, ειδικότερα σε ασθενείς με ελάχιστες ποσότητες ανιχνεύσιμου ctDNA (Giulia Siravegna, 2017). Σημαντικό πλεονέκτημα της ανάλυσης των εξωσωμάτων έναντι των CTCs και του ctDNA είναι πως μέσα σε αυτά τα μικρά κυστίδια βρίσκονται όλες οι απαραίτητες πληροφορίες που χρειάζονται για μία μελέτη. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με σύγχρονες μελέτες, στο εσωτερικό των εξωσωμάτων ανιχνεύονται μεγάλες συγκεντρώσεις ctDNA. Ωστόσο, υπάρχουν πάντα προκλήσεις όσον αφορά τη μεταφορά των in vitro αποτελεσμάτων σε in vivo. Οι περισσότερες μελέτες που γίνονται χρησιμοποιούν κυτταρικές καλλιέργειες και τα εξωσώματα λαμβάνονται από την επεξεργασία αυτών. Ο πληθυσμός αυτός όμως είναι ομογενής σε σχέση με τον ετερογενή πληθυσμό εξωσωμάτων, τα οποία παράγονται από διαφορετικά είδη κυττάρων στο εσωτερικό του οργανισμού, οδηγώντας σε δυσκολία ερμηνείας των αποτελεσμάτων (Jadwiga Jablonska, 2019). Μελέτες οι οποίες αναλύουν τον ορό ασθενών είναι εξαιρετικά σπάνιες. Αυτό προκύπτει καθώς δεν υπάρχουν δείκτες, οι οποίοι να επιτρέπουν την ασφαλή ταυτοποίηση των εξωσωμάτων τα οποία προέρχονται από τον όγκο, με εξαίρεση το μελάνωμα. Παρόλα αυτά, συνεχίζουν να κινούν το ενδιαφέρον και να αποτελούν ιδανικούς βιοδείκτες για τη διάγνωση, και όχι μόνο, του καρκίνου. Επιπρόσθετα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πιθανά εμβόλια κατά του καρκίνου ή συστήματα μεταφοράς φαρμάκων στη θεραπεία κατά του καρκίνου. Στοχοποιώντας τα εξωσώματα που προέρχονται από τον όγκο ή αναστέλλωντας την απελευθέρωσή τους ίσως να παρέχει μία σημαντική θεραπευτική προσέγγιση (Jadwiga Jablonska, 2019). Πολλά από τα καινούργια υποψήφια φάρμακα, όπως οι πρωτεΐνες και τα νουκλεϊκά οξέα, είναι αρκετά ασταθή στο εσωτερικό του οργανισμού, συνεπώς δημιουργείται πρόκληση για μία επιτυχημένη θεραπεία. Ωστόσο τα εξωσώματα μιμούνται τα φυσιολογικά συστήματα μεταφοράς ουσιών, επιτρέποντας έτσι τη μεταφορά αυτών των βιολογικών μορίων. Εξαιτίας του μικρού τους μεγέθους και της σύστασης τους μπορούν να αποφύγουν τη φαγοκύτωση ή την αποδιοργάνωση τους από τα μακροφάγα και επίσης να κυκλοφορούν στον οργανισμό για μεγάλη χρονική περίοδο. Αντίθετα από άλλα συστήματα νανοκυστιδίων, όπως τα λιποσώματα, είναι ικανά να αποφύγουν τα λυσοσώματα και να μεταφέρουν ουσίες απευθείας στο κυτταρόπλασμα. Ένα από τα κύρια πλεονεκτήματα των εξωσωμάτων είναι η ικανότητά τους να διαπερνούν τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό (Blood Brain Barrier). Ο εντοπισμός και η ανίχνευση τους in vivo αποτελεί ανάγκη για την κατανόησή τους, σχετικά με τον αντίκτυπο που έχουν στα όργανα στόχους (Dinh Ha, 2016). Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει τεχνική απομόνωσης των εξωσωμάτων με υψηλή ευκρίνεια. Οι μέθοδοι απομόνωσης προσφέρουν χαμηλές ποσότητες εξωσωμάτων και η μεγάλη κλίμακα παραγωγής τους για κλινικές δοκιμασίες και έγκριση φαρμάκων είναι ακριβή. Είναι αρκετά πιθανό στο μέλλον η κλινική χρήση των εξωσωμάτων να απαιτεί την δημιουργία υβριδικού τύπου κυστιδίων, με πιθανότατα ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Για να σχεδιαστούν τέτοιου είδους συστήματα θα πρέπει να έχουν μελετηθεί λεπτομερώς η κλινική αποτελεσματικότητα, καθώς και οι παράμετροι ασφαλείας. Για να γίνουν επίσης λειτουργικά τα εξωσώματα πρέπει να μελετηθούν συνδυαστικές ουσίες και μέθοδοι για την ενεργή στόχευση μορίων. Ακόμη και εάν η βιολογία των εξωσωμάτων είναι γνωστή, περιλαμβάνουν ετερογενή συστατικά, τα οποία μπορούν να εμφανίσουν ανοσογονικά (ανοσοδιέγερση ή ανοσοκαταστολή) αποτελέσματα βασιζόμενα στη φύση του κυττάρου δότη. Ο ρόλος των εξωσωμάτων στην εξέλιξη του όγκου αποτελεί τεράστια πρόκληση. Μία από τις πολλές προσεγγίσεις είναι ο σχεδιασμός μιμητών των εξωσωμάτων με την ικανότητα να ξεπερνούν οποιοδήποτε μειονέκτημα, όπως τις ανεπιθύμητες αντιδράσεις του ανοσοποιητικού (Dinh Ha, 2016). 313 241 275 The relationship between family crisis and mentality under the prism of family burdening at the stage of rehabiliation and its effects Η σχέση της οικογενειακής κρίσης και της πνευματικότητας με την επιβάρυνση των οικογενειών ασθενών στο στάδιο της αποκατάστασης και η επίδρασή τους στη φροντίδα των ασθενών Caring for people with chronic illnesses has been a problem for researchers for decades about the impact this care has had on the psyche of carers who are members of the carer's family. Continuous care for patients with chronic health problems burdens the quality of life of carers and affects their mental and physical condition. The purpose of this research work is to investigate the way in which carers' religiosity and spirituality are related to family crisis and how these two factors influence their burden. The present study was conducted as part of the Interdisciplinary Adult Nursing Curriculum, and the sample of the study was a population of 99 people. The study was quantitative and the following research tools were used for data collection: a) socio-demographic questionnaire, b) Health Survey Scale (SF-36), c) Family Crisis Scale (F-COPES), d) Cardiac Scale Problems (CAQ), (d) Spirituality and Religious Scale (SpREUK) and (e) ZARIT. The results of the study showed that demographics such as age, gender, marital status, educational level, and the presence of children and siblings are related to the development of spirituality, heart disease and family crisis. In conclusion, it seems that the caregiver burden on the day-to-day care of a chronic illness patient depends on the socio-demographic characteristics and the hours carer is required to provide daily to his relatives. Η φροντίδα των ατόμων που αντιμετωπίζουν χρόνιες ασθένειες είναι ένα πρόβλημα που απασχολεί εδώ και δεκαετίες τους ερευνητές αναφορικά με τον αντίκτυπο που έχει η φροντίδα αυτή στο ψυχισμό των φροντιστών που αποτελούν μέλη της οικογένειας του φροντιστή. Η συνεχής παροχή φροντίδας στους ασθενείς με χρόνια προβλήματα υγείας επιβαρύνει τη ποιότητα ζωής των φροντιστών και επηρεάζει τη ψυχική και σωματική τους κατάσταση. Σκοπός της παρούσας ερευνητικής εργασίας είναι η διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο η θρησκευτικότητα και πνευματικότητα των φροντιστών συνδέεται με την οικογενειακή κρίση αλλά και τον τρόπο με τον οποίο οι δύο αυτές παράμετροι επιδρούν στην ενίσχυση της επιβάρυνσης τους. Η παρούσα μελέτη πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του Διατμηματικού Προγράμματος Σπουδών «Νοσηλευτική Φροντίδα Ενηλίκων», ενώ το δείγμα της έρευνας αποτέλεσε πληθυσμός 99 ατόμων. Η μελέτη ήταν ποσοτική και για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκαν τα εξής ερευνητικά εργαλεία: α) ερωτηματολόγιο κοινωνικο-δημογραφικών στοιχείων, β) Κλίμακα Επισκόπησης Υγείας (SF-36), γ) Κλίμακα Οικογενειακής Κρίσης (F-COPES), δ) Κλίμακα Καρδιακών Προβλημάτων (CAQ), δ) Κλίμακα Πνευματικότητας και Θρησκευτικότητας (SpREUK) και ε) Κλίμακα Μέτρησης Επιβάρυνσης (ZARIT). Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι τα δημογραφικά στοιχεία όπως είναι η ηλικία, το φύλο, η οικογενειακή κατάσταση, το εκπαιδευτικό επίπεδο και η ύπαρξη παιδιών και αδερφών σχετίζονται με την ανάπτυξη της πνευματικότητας, την εκδήλωση καρδιακών νοσημάτων και την οικογενειακή κρίση. Συμπερασματικά, φαίνεται ότι η επιβάρυνση του φροντιστή από τη καθημερινή φροντίδα του ασθενή με χρόνιο νόσημα εξαρτάται από τα κοινωνικο-δημογραφικά του χαρακτηριστικά αλλά και από τις ώρες που καλείται να παρέχει φροντίδα καθημερινά στα συγγενικά του πρόσωπα. 314 292 302 Detection of science literacy in undergraduate students of a Department of Primary Education Ανίχνευση διαστάσεων επιστημονικού εγγραμματισμού σε φοιτητές Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευση Scientific literacy is one of the most significant modern citizens’ competencies and it is nourished from the beginning of education, making teachers’ job of great importance. The purpose of this study is the designation of future primary school teachers’ science literacy. One hundred and eighty six students from the Department of Primary Education of the University of Ioannina participated in the study. The participants answered online two specifically constructed questionnaires. The first one aimed at collecting data about themselves, their family, their views and their attitudes towards natural sciences, still the other one included cognitive questions on natural sciences, which were collected from the international assessments PISA (Programme for the International Student Assessment) and TIMSS (Trends in International Mathematics and Science Study). The research data were organized in such a way that the participants were classified in levels of science literacy according to the standards of PISA assessment. The results confirmed that science literacy index is composed of five factors. Women and students with a theoretical background have higher values for the two of the factors, “activities” and “enjoyment of these activities in natural sciences”. Furthermore, the answers given to the cognitive questions are related to gender and students’ learning background (at high school). Men and students with a practical background have more right answers, whereas there is no statistically significant difference depending on socio-economic status. Finally, university students have a significant science literacy deficit in biology and physics questions compared to students who participated in the international assessments. The findings raise questions about readiness of the educational system to prepare both its students and its teachers, so as to respond to science and technology issues of modern society. Ο επιστημονικός εγγραμματισμός αποτελεί μία από τις σημαντικότερες δεξιότητες των σύγχρονων πολιτών και καλλιεργείται από τα πρώτα στάδια της εκπαίδευσης, καθιστώντας κομβικής σημασίας το ρόλο των εκπαιδευτικών. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η ανάδειξη του επιπέδου του εγγραμματισμού στις Φυσικές Επιστήμες των μελλοντικών εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Στην έρευνα συμμετείχαν 186 φοιτητές/τριες του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Οι συμμετέχοντες/ουσες συμπλήρωσαν ηλεκτρονικά δύο ειδικά διαμορφωμένα ερωτηματολόγια. Το ένα στόχευε στην συλλογή δεδομένων σχετικά με τον εαυτό τους, την οικογένειά τους, τις απόψεις και τις στάσεις τους για τις φυσικές επιστήμες, ενώ το άλλο περιλάμβανε γνωστικά θέματα φυσικών επιστημών, που αντλήθηκαν από τις διεθνείς αξιολογήσεις PISA (Programme for the International Student Assessment) και TIMSS (Trends in International Mathematics and Science Study). Τα δεδομένα της έρευνας οργανώθηκαν με τέτοιο τρόπο, ώστε οι συμμετέχοντες/ουσες να εντάσσονται σε επίπεδα εγγραμματισμού σύμφωνα με τις ταξινομήσεις που προτείνει η διεθνείς αξιολόγηση PISA. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν τη συγκρότηση του δείκτη του εγγραμματισμού στις φυσικές επιστήμες από πέντε παράγοντες, εκ των οποίων η ενασχόληση και η ευχαρίστηση ενασχόλησης με τις φυσικές επιστήμες εμφανίζει υψηλότερες τιμές στις γυναίκες και στους φοιτητές που προέρχονται από θεωρητική κατεύθυνση. Επιπλέον, ο βαθμός του εγγραμματισμού στις φυσικές επιστήμες, όπως προκύπτει από τα γνωστικά θέματα, σχετίζεται με το φύλο και την κατεύθυνση σπουδών στο λύκειο, όπου παρουσιάζεται σημαντικά υψηλότερος στους άντρες και τα άτομα θετικής/τεχνολογικής κατεύθυνσης, ενώ δεν διαπιστώνονται στατιστικά σημαντικές διαφορές όταν ελέγχεται συναρτήσει του κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου. Τέλος, οι φοιτητές παρουσιάζουν σημαντικό έλλειμμα στο επίπεδο του εγγραμματισμού τους σε ζητήματα βιολογίας και φυσικής συγκριτικά με τους μαθητές που συμμετείχαν στις διεθνείς αξιολογήσεις. Τα ευρήματα δημιουργούν ερωτήματα αναφορικά με την ετοιμότητα του εκπαιδευτικού συστήματος να προετοιμάσει τους μαθητές, αλλά και τους εκπαιδευτικούς του, έτσι ώστε να ανταποκριθούν σε ζητήματα επιστήμης και τεχνολογίας της σύγχρονης κοινωνίας. 315 317 316 School climate evaluation from teachers who work in primary education in the prefecture of Ioannina Αξιολόγηση του σχολικού κλίματος από τη σκοπιά των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης του Νομού Ιωαννίνων The subject addressed by this study concerns the school climate prevailing in primary schools in the Prefecture of Ioannina as evaluated by the teachers who work in these schools. The subject is approached both theoretically and empirically. The main purpose of the study is to highlight the importance of the school climate in shaping school reality and the necessity of its evaluation. 263 teachers from all the schools of the Prefecture of Ioannina participated in the research. In the theoretical part of the study, reference is made to the concepts of assessment, Educational assessment, Evaluation of the educational work and Evaluation of the school unit. Consequently, the conceptual clarification of the concepts Effective school, School leadership and School climate is attempted. The empirical part includes research methodology, research findings, concluding findings and proposals. As it emerges from the findings of the survey, the majority of teachers perceive the school climate as the atmosphere at school that affects the attitude of its members, influencing their mood and efficiency, the achievement of the learning goals, the quality of work in the school unit, the performance and behavior of students and the satisfaction of parents. In most of the school units of the area an open school climate prevails, as there is mutual co-operation, the headmaster is distinguished by a low degree of directional tendency and the teachers cooperate with him. The school climate for most people is influenced in its formation by how school leadership is exercised and by the communicative and cooperative spirit prevailing among members of the teachers' association. Most of them agree with their school climate assessment, considering that the school's teachers' association should be responsible for implementing it. Statistical analysis has shown that gender, age and experience in the same school have a somewhat impact on the views of teachers. Το θέμα που πραγματεύεται η παρούσα μελέτη αφορά το σχολικό κλίμα που επικρατεί στα σχολεία της Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης του Νομού Ιωαννίνων και επιχειρείται η αξιολόγησή του από τους εκπαιδευτικούς που υπηρετούν σε αυτά. Η προσέγγιση του θέματος γίνεται θεωρητικά και εμπειρικά. Βασικός σκοπός της μελέτης είναι να διαφανεί η σημασία του σχολικού κλίματος στη διαμόρφωση της σχολικής πραγματικότητας και η αναγκαιότητα αξιολόγησής του. Στην έρευνα συμμετείχαν 263 εκπαιδευτικοί, προερχόμενοι απ’ όλα τα σχολεία του Νομού Ιωαννίνων. Στο θεωρητικό μέρος της μελέτης γίνεται αναφορά στην έννοια της Αξιολόγησης, της Εκπαιδευτικής αξιολόγησης, της Αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και της Αξιολόγησης της σχολικής μονάδας. Ακολούθως, επιχειρείται η εννοιολογική αποσαφήνιση της εννοιών Αποτελεσματικό σχολείο, Σχολική ηγεσία και Σχολικό κλίμα. Το εμπειρικό μέρος περιλαμβάνει την μεθοδολογία της έρευνας, τα ερευνητικά ευρήματα, τις συμπερασματικές διαπιστώσεις και τις προτάσεις. Όπως διαπιστώνεται από τα ευρήματα της έρευνας, η πλειονότητα των εκπαιδευτικών αντιλαμβάνεται το σχολικό κλίμα ως την ατμόσφαιρα που επικρατεί στο σχολείο, η οποία επιδρά στις συμπεριφορές των μελών του, επηρεάζοντας την ψυχική διάθεση και την αποδοτικότητα τους, την επίτευξη των διδακτικών στόχων, την ποιότητα των εργασιών στη σχολική μονάδα, την επίδοση και τη συμπεριφορά των μαθητών και την ικανοποίηση των γονέων. Στην πλειονότητα των σχολικών μονάδων του νομού επικρατεί ανοικτό σχολικό κλίμα, καθώς επικρατεί αμοιβαία συνεργασία, ο διευθυντής διακρίνεται από χαμηλό βαθμό κατευθυντικής τάσης και οι εκπαιδευτικοί συνεργάζονται μαζί του. Το σχολικό κλίμα για τους περισσότερους επηρεάζεται στη διαμόρφωσή του από τον τρόπο άσκησης της σχολικής ηγεσίας και από το επικοινωνιακό και συνεργατικό πνεύμα που επικρατεί μεταξύ των μελών του συλλόγου διδασκόντων. Οι περισσότεροι συμφωνούν με την αξιολόγησή του σχολικού κλίματος, θεωρώντας αρμόδιο φορέα για την πραγματοποίησή της τον σύλλογο διδασκόντων του εκάστοτε σχολείου. Η στατιστική ανάλυση έδειξε ότι το φύλο, η ηλικία και η προϋπηρεσία στο ίδιο σχολείο ασκούν ως έναν βαθμό επίδραση στις απόψεις των εκπαιδευτικών. 316 526 565 Mathematics anxiety of students with high functioning autism spectrum disorder Tο άγχος των μαθητών με υψηλής λειτουργικότητας διαταραχή αυτιστικού φάσματος στα μαθηματικά The present research attempts to fill the gap in Greek and international literature regarding the relationship between the mental state and the mathematical education of students with high functioning Autism Spectrum Disorder (HF-ASD). More specifically, the study examined the anxiety of students with HF-ASD towards mathematics and the degree to which it can be compensated by the motives and metacognition that the students present in mathematics. Moreover, taking into account the inclusion of these students in general education with typically developing students (TD), a comparative analysis of the aforementioned variables between the two groups of students was performed in order to understand their differences and similarities in the learning of mathematics. The sample selection was based on the method of Random Sampling since the students had to possess specific characteristics and a parental consent to participate in the research was necessary. Specifically, the students with HF-ASD had received a diagnosis for ASD by an officially recognized, public or private Medical Pedagogical Centre while their total intelligence quotient was over 80 according to WISC-III. Furthermore, there was a balance in the two groups of students regarding their age (between 13 and 18), gender and total intelligence quotient. The students who eventually participated in the research were asked to fill in a questionnaire which included demographic questions at first and then the following questionnaires: State Anxiety Inventory for Children/STAIC for the examination of the sample’s anxiety state, the anxiety subscale in mathematics of the Fennema – Sherman scale, the PALS (Patterns of Adaptive Learning Strategies) questionnaire which was used to measure the students’ motives regarding their achievement goals in the subject of mathematics, the students’ fear of failure scale by Elliot and Church (1997), the intrinsic interest scale by Elliot and Church (1997) and part of the Motivated Strategies for Learning Questionnaire (MSLQ) that refers to the cognitive and metacognitive learning strategies. Thereafter the students’ performance in mathematics was evaluated by a numeric test (from the Kit of Factor-referenced Tests), by an equation test which was developed according to the class that the students attend and also involved the solution of a mathematical problem. At first, it is important to point out that the students with HF-ASD showed relatively low anxiety in mathematics and significantly lower than the mathematical anxiety of TD students. HF-ASD students were also motivated by intrinsic factors rather than extrinsic ones and they showed a relatively low use of cognitive and metacognitive learning strategies in mathematics. Their performance in the examined sections of mathematics was mediocre and poor, as was the performance of the TD students. However, the HF-ASD students had significantly lower grades in mathematics compared to TD students. Finally, it was revealed that the mathematical anxiety of HF-ASD students can be predicted and eventually compensated in a satisfying degree by their motives in mathematics and, more specifically, by lowering their fear of failure and reinforcing their intrinsic interest for mathematics. The use of cognitive and metacognitive learning strategies it was discovered that can predict and compensate the mathematical anxiety of HF-ASD and TD students in a much lower and not satisfying degree. Στην παρούσα εργασία γίνεται μια προσπάθεια να καλυφθεί το βιβλιογραφικό κενό που υπάρχει στην ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία, όσον αφορά τη σχέση ψυχικής κατάστασης και μαθηματικής εκπαίδευσης των μαθητών με υψηλής λειτουργικότητας Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΥΛ-ΔΑΦ). Συγκεκριμένα, η παρούσα εργασία διερεύνησε το άγχος των μαθητών με ΥΛ-ΔΑΦ απέναντι στο γνωστικό αντικείμενο των Μαθηματικών και το βαθμό που αυτό μπορεί να εξισορροπηθεί από τα κίνητρα και τη μεταγνώση που παρουσιάζουν στα μαθηματικά. Επιπρόσθετα, λαμβάνοντας υπόψη τη συνδιδασκαλία των μαθητών αυτών στο γενικό πλαίσιο εκπαίδευσης με τυπικώς αναπτυσσόμενους (ΤΑ) μαθητές, πραγματοποιήθηκε συγκριτική ανάλυση των παραπάνω μεταβλητών μεταξύ των δύο ομάδων μαθητών ώστε να κατανοήσουμε τις διαφορές και τις ομοιότητες τους στη μάθηση των μαθηματικών. Η επιλογή του δείγματος βασίστηκε στη μέθοδο της Συμπτωματικής Δειγματοληψίας καθώς ήταν απαραίτητο οι μαθητές να έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και να υπάρχει συναίνεση από τους γονείς τους για τη συμμετοχή τους στην έρευνα. Ειδικότερα, οι μαθητές με ΥΛ-ΔΑΦ είχαν λάβει τη διάγνωση ΔΑΦ από επίσημα αναγνωρισμένο δημόσιο ή ιδιωτικό Ιατροπαιδαγωγικό Κέντρο ενώ ταυτόχρονα έχουν συνολικό δείκτη νοημοσύνης, σύμφωνα με το WISC-III, άνω του 80. Επιπρόσθετα, υπήρξε συμφωνία στις δύο ομάδες μαθητών ως προς την ηλικία (από 13 ετών έως 18 ετών), το φύλο και τον συνολικό δείκτη νοημοσύνης IQ. Οι μαθητές που εν τέλει συμμετείχαν στην έρευνα κλήθηκαν να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο που συμπεριλάμβανε αρχικά ερωτήσεις δημογραφικού περιεχομένου και στη συνέχεια τα ακόλουθα ερωτηματολόγια: State Anxiety Inventory for Children/STAIC για την εξέταση τους άγχους κατάστασης του δείγματος, την υποκλίμακα άγχους στα μαθηματικά της κλίμακας Fennema – Sherman, το ερωτηματολόγιο PALS (Patterns of Adaptive Learning Strategies) που χρησιμοποιήθηκε για τη μέτρηση των κινήτρων των μαθητών όσον αφορά τους στόχους επιτυχίας τους στο μάθημα των μαθηματικών, την κλίμακα του φόβου αποτυχίας των μαθητών όπως αυτή αναπτύχθηκε από τους Elliot και Church (1997), την κλίμακα εσωτερικού ενδιαφέροντος των Elliot και Church (1997) και το τμήμα γνωστικών και μεταγνωστικών στρατηγικών μάθησης του Ερωτηματολογίου Κινητήριων Στρατηγικών για τη Μάθηση (Motivated Strategies for Learning Questionnaire, MSLQ). Στη συνέχεια, αξιολογήθηκε η επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά μέσω ενός Τεστ Αριθμητικών Πράξεων (Kit of Factor-referenced Tests), ενός τεστ στις εξισώσεις που κατασκευάστηκε ανάλογα με την τάξη φοίτησης των μαθητών και μέσω της επίλυσης ενός μαθηματικού προβλήματος. Αρχικά, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι μαθητές με ΥΛ-ΔΑΦ παρουσίασαν σχετικά χαμηλό άγχος για τα μαθηματικά το οποίο είναι σημαντικά χαμηλότερο από το μαθηματικό άγχος των ΤΑ μαθητών, παρακινούνται περισσότερο από ενδογενείς παράγοντες παρά από εξωγενείς για το γνωστικό αντικείμενο των μαθηματικών και παρουσιάζουν σχετικά χαμηλή χρήση γνωστικών και μεταγνωστικών στρατηγικών μάθησης στα μαθηματικά. Ως προς την επίδοση στα μαθηματικά, οι μαθητές με ΥΛ-ΔΑΦ παρουσίασαν χαμηλές έως μέτριες επιδόσεις στις υπό εξέταση ενότητες των μαθηματικών οι οποίες όμως δεν διέφεραν σημαντικά από τις αντίστοιχες επιδόσεις των ΤΑ μαθητών. Ωστόσο, οι μαθητές με ΥΛ-ΔΑΦ παρουσίασαν σημαντικά χαμηλότερη βαθμολογία στο μάθημα των μαθηματικών συγκριτικά με τη βαθμολογία των ΤΑ μαθητών στα μαθηματικά. Τέλος, προέκυψε ότι το μαθηματικό άγχος των μαθητών με ΥΛ-ΔΑΦ μπορεί να προβλεφθεί και εν τέλει να εξισορροπηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό μέσω των κινήτρων τους για τα μαθηματικά και συγκεκριμένα μέσω της μείωσης του φόβου αποτυχίας τους και της ενίσχυσης του εσωτερικού τους ενδιαφέροντος για τα μαθηματικά. Η χρήση γνωστικών και μεταγνωστικών στρατηγικών μάθησης προέκυψε ότι μπορεί να προβλέψει και να εξισορροπήσει σε πολύ μικρότερο και όχι ικανοποιητικό βαθμό το μαθηματικό άγχος τόσο των μαθητών με ΥΛ-ΔΑΦ όσο και των ΤΑ μαθητών. 317 181 198 School-family cooperation in the education of children with learning disabilities Η συνεργασία σχολείου-οικογένειας στην εκπαίδευση των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες The aim of this study is to investigate special educators’ and parents’ perceptions about their roles and responsibilities in their cooperation for the education of students with Learning Disabilities. Moreover, types and areas of their cooperation are studied. The participants are 81 special educators and 80 parents of children with Learning Disabilities, who are requested to answer to a questionnaire of perceptions. The results show that the main role of special educators is academic domains, while parents are received as responsible for the information to educators about their child. Both special educators’ and parents’ role is to keep each other informed about children’s achievement in school and home setting respectively. The main type of cooperation they prefer is meetings between special educators and parents in the school setting. Parallel, they mostly prefer parents give information to educators for their children. The results of study highlight the necessity of school-family cooperation in education of students with Learning Disabilities and are discussed in terms of developing special educators’ training programs to this area. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να διερευνήσει τις αντιλήψεις εκπαιδευτικών ειδικής αγωγής και γονέων παιδιών με Μαθησιακές Δυσκολίες (ΜΔ) για τους ρόλους τους στα πλαίσια της συνεργασίας σχολείου - οικογένειας στην περίπτωση της εκπαίδευσης των μαθητών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη μάθηση. Επιπλέον, μελετήθηκαν οι μορφές και οι τομείς συνεργασίας που οι δύο ομάδες προτιμούν. Το δείγμα της μελέτης αποτέλεσαν 81 ειδικοί εκπαιδευτικοί και 80 γονείς παιδιών με ΜΔ, οι οποίοι απάντησαν σε ένα ερωτηματολόγιο αντιλήψεων. Τα αποτελέσματα αποδεικνύουν ότι κυρίαρχος ρόλος των ειδικών εκπαιδευτικών είναι η μαθησιακή διαδικασία, ενώ των γονέων η ενημέρωση του ειδικού εκπαιδευτικού για το παιδί τους. Κοινός ρόλος και των δύο είναι η ενημέρωση για την πορεία των παιδιών με ΜΔ στο σχολείο και στο σπίτι αντίστοιχα. Η κυριότερη μορφή συνεργασίας που προτιμούν και οι δύο ομάδες είναι οι συναντήσεις γονέων-εκπαιδευτικών στο σχολείο, ενώ κυρίαρχος ο τομέας, στον οποίον θεωρούν ότι πρέπει να συνεργάζονται αφορά την παροχή πληροφοριών από τους γονείς για το παιδί τους. Η μελέτη αναδεικνύει την αναγκαιότητα δημιουργίας σχέσεων σχολείου - οικογένειας στην περίπτωση των μαθητών με ΜΔ και στοχεύει στην πραγματοποίηση προγραμμάτων κατάρτισης των ειδικών εκπαιδευτικών προς αυτόν τον τομέα. 318 295 300 Practices of preschool and early primary school age teachers and educational officials in the field of transition from kindergarten to primary school Πρακτικές εκπαιδευτικών και στελεχών εκπαίδευσης προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας, στο πλαίσιο της μετάβασης από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό σχολείο Children’ transition from Kindergarten to Primary School is an important period for the child and his further academic development. This transition depends on many different factors, with children and parents needing help in order to respond to it. In this context, the importance of teachers’ role is obvious since by using specific methods, they have the potential to prepare the children and their family for the transition from the Kindergarten to the Primary school. The relevant research efforts are limited in Greece, and based on this fact, the current quantitative research aims at exploring the views of teachers on the importance of transition practices, identifying the factors that affect them and the practices they consider most effective and widespread. The survey was conducted on a sample of 1,602 teachers (kindergarten teachers, primary school teachers and headmasters) using a questionnaire and among others the results showed that the child's skills (social, behavioral, communicative) are very important for the successful transition and are considered as the most important condition that has to be met. A smooth transition is based on relations between stakeholders, including class teachers, education staff, families and communities. The most appropriate transient practices relate to joint actions of the Kindergarten and Primary School, as well as exchanges of visits and experiences. Particular attention is paid to friendships and good relationships of children with teachers and classmates, learning of school rules and, more generally, their familiarity with school life. Children with behavioral and learning problems are at greater risk of experiencing a difficult transition. The importance of a transition program, continuous education and continuity in learning methods and environments are recognized as essential. Η μετάβαση των παιδιών από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό σχολείο αποτελεί μία σημαντική περίοδο για το παιδί και την περαιτέρω ακαδημαϊκή του πορεία. Η μετάβαση αυτή εξαρτάται από πολλούς διαφορετικούς παράγοντες, με τα παιδιά και τους γονείς να χρειάζονται βοήθεια ώστε να ανταποκριθούν. Στο πλαίσιο αυτό, εντοπίζεται η σημαντικότητα του ρόλου των εκπαιδευτικών που με την χρησιμοποίηση συγκεκριμένων πρακτικών έχουν τη δυνατότητα να προετοιμάσουν το ίδιο το παιδί αλλά και την οικογένειά του για την μετάβαση από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό σχολείο. Οι σχετικές ερευνητικές προσπάθειες είναι περιορισμένες στον ελληνικό χώρο και με βάση το γεγονός αυτό, η παρούσα ποσοτική έρευνα στοχεύει στην διερεύνηση των απόψεων των εκπαιδευτικών αναφορικά με τη σημαντικότητα των πρακτικών μετάβασης, τον εντοπισμό των παραγόντων που την επηρεάζουν και τις πρακτικές που θεωρούν ως περισσότερο αποτελεσματικές και διαδεδομένες. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 1.602 εκπαιδευτικών (νηπιαγωγών, δασκάλων και διευθυντών δημοτικών σχολείων) με τη χρήση ερωτηματολογίου και μεταξύ άλλων τα αποτελέσματα έδειξαν πως οι δεξιότητες του παιδιού (κοινωνικές, συμπεριφοράς, επικοινωνίας) είναι πολύ σημαντικές για την επιτυχημένη μετάβασή του και αποτελούν τη σημαντικότερη προϋπόθεση που πρέπει να ικανοποιείται. Η ομαλή μετάβαση στηρίζεται στις σχέσεις μεταξύ των ενδιαφερομένων, συμπεριλαμβανομένων των εκπαιδευτικών της τάξης, των στελεχών εκπαίδευσης, των οικογενειών και των κοινοτήτων. Οι καταλληλότερες μεταβατικές πρακτικές, αφορούν κοινές δράσεις νηπιαγωγείου –δημοτικού σχολείου, καθώς και ανταλλαγές επισκέψεων και εμπειριών. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στις φιλίες και τις καλές σχέσεις των παιδιών με εκπαιδευτικούς και συμμαθητές, στην εκμάθηση των κανόνων του σχολείου και γενικότερα στην εξοικείωσή τους με τη σχολική ζωή. Παιδιά με προβλήματα συμπεριφοράς και μάθησης έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να βιώσουν μια δύσκολη μετάβαση. Αναγνωρίζεται η σημασία ενός προγράμματος μετάβασης, η διαρκής επιμόρφωση και η συνέχεια στις μεθόδους και στα περιβάλλοντα μάθησης. 319 468 456 problems of justification of principles in liberal and republican arguments προβλήματα δικαιολόγησης αρχών σε φιλελεύθερα και ρεπουμπλικανικά επιχειρήματα The doctoral thesis "Freedom and equality: Problems of justification of principles in liberal and republican arguments" addresses the concepts of freedom and equality which are central not only for political philosophy, but also for political science and political theory. The central problem initially lies in the contemporary debate, and concerns the interconnection between liberal and republican arguments, which, by using these two concepts, seem to complement each other, even though they are supposed to move in parallel paths. However, what is initially presented as a problem may ultimately contribute to the self-correction and reinforcement of the particular arguments. Thus, the aim of the thesis is to highlight this perspective. Liberalism and republicanism - in their classical and modern versions - affirm the notion of individualism, but differ in their perceptions of the notion of freedom. Liberalism prioritizes individual freedoms, while republicanism seems to favor a political notion of freedom, subjecting the concept of personal autonomy to political-collective autonomy, in order to highlight the value of political participation and political obligation. However, the boundaries between liberalism and republicanism are not always clear. There are, often, points in which the theories coincide or, overlap. In the current literature, we can identify a "paradox": the predication of republicanism in liberalism as an epistemological problem that needs to be refined. The first part of the thesis sets the boundaries between liberalism and republicanism, their conceptual affinities and differentiation. The second part presents the liberal-republican dialogue as a dialogue between John Stuart Mill and Jean-Jacques Rousseau, as well as the particular example of the Kantian republican state as a combination of liberal and republican elements. The third and final part deals with the contemporary debate by presenting John Rawls and Philip Pettit, representatives of political liberalism and republicanism, respectively. The two approaches to the concept of freedom, as well as the concept of the state, are examined through two models of justification, one deontological and one consequentialist. The contemporary debate concludes with Ronald Dworkin's egalitarianism and, in particular, his idea of equality of resources. Methodologically, through the dialogue of the "opposing" or dialectical couples presented, it is confirmed that the two poles can justify the synthesis between the priority of freedom and political participation. The thesis promotes the endorsement of the idea of republican liberalism, which primarily affirms the notion of freedom, promising to reinforce the recourse to duty, community, and the common good, while retaining the appeal to rights. In addition, it contains the vision of a good society but not a perfect one. In this context, the values of freedom and equality maintain within them the trace of their origin, the needs that gave birth to them, and the deficiencies they are called upon to heal as subscribed in their core. Η διδακτορική διατριβή «Ελευθερία και ισότητα: Προβλήματα δικαιολόγησης αρχών σε φιλελεύθερα και ρεπουμπλικανικά επιχειρήματα» πραγματεύεται τις κεντρικές για την πολιτική φιλοσοφία, αλλά και την πολιτική επιστήμη και πολιτική θεωρία, έννοιες της ελευθερίας και της ισότητας. Το κεντρικό πρόβλημα εντοπίζεται αρχικά στη σύγχρονη συζήτηση και αφορά τη διασύνδεση μεταξύ φιλελεύθερων και ρεπουμπλικανικών επιχειρημάτων, τα οποία, δια της χρήσης των δύο αυτών εννοιών, φαίνεται να αλληλοδιαπλέκονται, μολονότι προγραμματικά πορεύονται παράλληλα. Αυτό, ωστόσο, που παρουσιάζεται αρχικά ως πρόβλημα, μπορεί να συμβάλει, τελικά, στην αυτοδιόρθωση και την ενίσχυση των επιμέρους επιχειρημάτων. Σκοπός, λοιπόν, της εργασίας είναι η ανάδειξη αυτής της προοπτικής. Ο φιλελευθερισμός και ο ρεπουμπλικανισμός –στις κλασικές εκδοχές και στις σύγχρονες εκδοχές τους- καταφάσκουν την έννοια του ατομισμού, αλλά διαφοροποιούνται ως προς τις αντιλήψεις τους σχετικά με την έννοια της ελευθερίας. Ο φιλελευθερισμός δίνει προτεραιότητα στις ατομικές ελευθερίες, ενώ ο ρεπουμπλικανισμός φαίνεται να προκρίνει μια πολιτική εννόηση της ελευθερίας, υπάγοντας την έννοια της προσωπικής αυτονομίας στην πολιτική-συλλογική αυτονομία, ώστε να αναδείξει την αξία της πολιτικής συμμετοχής και της πολιτικής υποχρέωσης. Ωστόσο, τα όρια μεταξύ φιλελευθερισμού και ρεπουμπλικανισμού δεν είναι πάντα ευδιάκριτα. Συχνά φαίνεται να υπάρχουν σημεία στα οποία συμπίπτουν ή, κατά κάποιο τρόπο, η μία θεωρία μεταπίπτει στην άλλη. Στη σύγχρονη βιβλιογραφία, ταυτόχρονα, διατυπώνεται ένα «παράδοξο»: η κατηγόρηση του ρεπουμπλικανισμού στον φιλελευθερισμό ως επιστημολογικό πρόβλημα που χρήζει μεταθεωρητικής επεξεργασίας. Στο πρώτο μέρος της εργασίας τίθενται τα όρια μεταξύ φιλελευθερισμού και ρεπουμπλικανισμού, οι εννοιολογικές συγγένειες και διαφοροποιήσεις. Στο δεύτερο μέρος, παρουσιάζεται ο διάλογος φιλελευθερισμού-ρεπουμπλικανισμού ως διάλογος μεταξύ John Stuart Mill και Jean-Jacques Rousseau, καθώς και το ιδιαίτερο παράδειγμα του καντιανού ρεπουμπλικανικού κράτους, ως συνδυασμού φιλελεύθερων και ρεπουμπλικανικών στοιχείων. Το τρίτο και τελευταίο μέρος αφορά τη σύγχρονη συζήτηση μέσω παρουσιάζοντας τον John Rawls και τον Philip Pettit, εκπροσώπους του πολιτικού φιλελευθερισμού και του ρεπουμπλικανισμού, αντίστοιχα. Εξετάζονται οι δύο προσεγγίσεις της έννοιας της ελευθερίας, καθώς και της έννοιας του κράτους, μέσω δύο μοντέλων δικαιολόγησης, ενός δεοντοκρατικού και ενός συνεπειοκρατικού. Η σύγχρονη συζήτηση ολοκληρώνεται με τον εξισωτισμό του Ronald Dworkin και, ιδιαίτερα, της ιδέας του περί ισότητας των πόρων. Μεθοδολογικά, μέσω του διαλόγου των «αντιθετικών» ή διαλεκτικών ζευγών που παρουσιάζονται, επιβεβαιώνεται ότι οι δύο πόλοι μπορούν να δικαιολογήσουν τη σύνθεση προτεραιότητας της ελευθερίας και της πολιτικής συμμετοχής. Από το σύνολο της εργασίας προκύπτει η πρόκριση της ιδέας του ρεπουμπλικανικού φιλελευθερισμού, ο οποίος καταφάσκει πρωτίστως την έννοια της ελευθερίας, υπόσχεται να ενισχύσει την προσφυγή στο καθήκον, την κοινότητα, και το κοινό αγαθό ενώ, παράλληλα, διατηρεί την προσφυγή στα δικαιώματα. Επιπλέον, περιέχει το όραμα περί μίας καλής κοινωνίας αλλά όχι τέλειας. Στο πλαίσιο αυτό, οι αξίες της ελευθερίας και της ισότητας διατηρούν μέσα τους το ίχνος της προέλευσής τους, φέρουν τις ανάγκες που τις γέννησαν και τις ελλείψεις που καλούνται να θεραπεύσουν ως εγγεγραμμένες στον πυρήνα τους. 320 242 291 Cancer is highly associated with pain, as the site and stage of the tumor, but also the recommended diagnostic and therapeutic interventions often cause pain to the patient. Cancer pain is the symptom that causes fear among patients and their families, as it is often identified with disease progression. Pain conception and expression are affected by its cause, by the personal characteristics of patient, his culture and living environment, his family relations, as well as his pain beliefs. Pain has a great impact on patient’s physical ability and his quality of life, but it also affects his psychological status, as it provokes emotional distress and negative expectations. The prevalence of depression in cancer patients is two to four times higher than the general population, especially those with advanced disease, or those receiving palliative care. It is estimated that 20- 25% of cancer patients are suffering from undiagnosed depression. Almost in all cases pain co-exists with depression. The lack of relevant evidence in Greece, combined with our daily clinical experience, provoked our interest about the conduction of our study, and the development of our thesis. Our study is a cross-sectional study, based upon the hypothesis that depression is related to cancer pain. It took place in the Day Unit of a general hospital in Thessaloniki, where adult patients, suffering from lung or gastrointestinal cancer are receiving chemotherapy. Study results show that pain intensity and patient’s tolerance are related to depression, anxiety and stress. Ο καρκίνος είναι συνυφασμένος με την έννοια του πόνου, καθώς η ίδια η νόσος, αλλά και οι διαγνωστικές και θεραπευτικές παρεμβάσεις συχνά προκαλούν πόνο στον ασθενή. Ο καρκινικός πόνος είναι το σύμπτωμα το οποίο προκαλεί φόβο στους ασθενείς και στις οικογένειές τους, καθώς ταυτίζεται με την εξέλιξη της νόσου. Η αντίληψη και η έκφραση του πόνου επηρεάζεται από την αιτιολογία του, από τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του ασθενή, από το πολιτισμικό και πολιτιστικό του υπόβαθρο, από το περιβάλλον στο οποίο ζει , από τις οικογενειακές σχέσεις και τις πεποιθήσεις του. Επιδρά στην σωματική λειτουργικότητα και στην ποιότητα ζωής του ασθενή αλλά στον ψυχισμό του, καθώς προκαλεί συναισθηματικές διαταραχές και διαμορφώνει αρνητικές προσδοκίες για το μέλλον. Το 50% των ασθενών με καρκίνο, κατά προσέγγιση, εκδηλώνουν ψυχοσυναισθηματικές διαταραχές εξαιτίας της ασθένειάς τους. Η συχνότητα εμφάνισης κατάθλιψης σε ασθενείς που πάσχουν από καρκίνο, είναι δύο έως τέσσερις φορές υψηλότερη σε σχέση με τη συχνότητα που παρατηρείται στο γενικό πληθυσμό και εμφανίζεται σε ιδιαίτερα αυξημένα ποσοστά σε ασθενείς που βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο της νόσου ή λαμβάνουν ανακουφιστική φροντίδα. Εκτιμάται ότι το 20-25% των ασθενών που πάσχουν από καρκίνο πάσχουν από κατάθλιψη, η οποία συχνά δεν διαγιγνώσκεται. Σχεδόν πάντα ο πόνος συνυπάρχει με την κατάθλιψη. Η ανεπάρκεια σχετικών δεδομένων στην Ελλάδα, αλλά και ο προβληματισμός μας από την καθημερινή κλινική μας εμπειρία, τροφοδότησε το ενδιαφέρον μας για την εκπόνηση της διπλωματικής εργασίας και τη διεξαγωγή της μελέτης μας. Η έρευνά μας διεξήχθη σε μονάδα ημερήσιας νοσηλείας, σε γενικό νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, στην οποία λαμβάνουν χημειοθεραπεία ενήλικες ασθενείς που πάσχουν από καρκίνο πνεύμονα ή του πεπτικού συστήματος. Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι η ένταση και η ανοχή στον πόνο σχετίζονται ανάλογα με την κατάθλιψη, το άγχος και το στρες των ασθενών που πάσχουν από καρκίνο. 321 377 407 The subject matter of this essay is the gerundium in Modern Greek. The term gerund is adopted in the grammar of modern Greek in order to describe the type formed by adding the inflectional suffix -ontas. It is a morphologically non-finite, non inflected type with adverbial use, and should not be confused with the term “particle”. This essay consists of [how many?] chapters, each of which is summarized below. In the first chapter, I consider the origin of the term “gerund”, and its preference over the alternative terms “active present tense participle” and “non inflectional participle”. The term gerund comes from the grammar of the Latin language and was initially used by Tsoulas (1996). It must not be confused with the term “participle”, because these two terms differ at both the morphological and syntactic level. The morphological, syntactic, and semantic, evidence that this chapter examines justify the distinction between adverbial and tropical gerund. In the second chapter, I discuss the structure of finite sentences, restricting attention to property of finiteness. After reviewing the literature on the gerund of Modern Greek, regarding its position in the phrasal structure of the sentence, I examine a number of different approaches to the structure of the gerundial sentence. Under one account, the gerundial sentence corresponds to a Mood Phrase, while according to another, it is a preposition phrase which is introduced by a phonologically null temporal preposition. In this thesis, I adopt a third approach which says that gerundial sentences are complementizer phrases, on the basis of the complementary distribution between clitics and negation (Roussou, 2000). Comparing gerundial with finite sentences, I argue that the former have no Tense Phrase, unlike the latter. In the third chapter, first, I address the omission of the subject in finite sentences, namely the head which allows the omission of the subject in finite sentences. Then, I present gerundial sentences in which there is subject control of some element of the main clause, and gerundial sentences whose subject may not coincide with the subject of the main clause. Moreover, I examine the environments under which the subject of gerund is phonologically null, focusing on its syntactic category and Case. The fourth, and final, chapter concludes the discussion, where I propose possible direction for future research. Το θέμα της παρούσας διατριβής είναι το γερούνδιο στη Νέα Ελληνική. Ο όρος γερούνδιο υιοθετείται στη γραμματική της νέας ελληνικής με σκοπό να περιγράψει τον τύπο που σχηματίζεται με την προσθήκη του κλιτικού μορφήματος -οντας/-ώντας. Πρόκειται για έναν μορφολογικά μη-παρεμφατικό, άκλιτο τύπο, με επιρρηματική χρήση, και δεν πρέπει να συγχέεται με τον όρο «μετοχή». Στην αρχή, εξηγείται η προέλευση του όρου «γερούνδιο» καθώς και γιατί υιοθετείται ο συγκεκριμένος όρος κι όχι ο όρος «ενεργητική μετοχή ενεστώτα» ή «άκλιτη μετοχή». Ο όρος προέρχεται από τη γραμματική της λατινικής γλώσσας κι αρχικά χρησιμοποιήθηκε από τον Tsoulas (1996). Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με τον όρο «μετοχή», επειδή οι δύο αυτοί τύποι διαφέρουν σε μορφολογικό και συντακτικό επίπεδο. Στο σημείο αυτό παρουσιάζονται τα δεδομένα και συγκεκριμένα οι ιδιότητες των γερουνδίων σε μορφολογικό, συντακτικό και σημασιολογικό επίπεδο. Επίσης, τα γερούνδια διακρίνονται σε επιρρηματικά και τροπικά με βάση σημασιολογικά και συντακτικά κριτήρια, όπως η παράφρασή τους και η παρουσία άρνησης, αντίστοιχα. Στη συνέχεια, παρουσιάζεται η δομή των παρεμφατικών προτάσεων και πιο συγκεκριμένα η βασική ιδιότητα που παρεμφατικότητας. Αφού γίνεται επισκόπηση της βιβλιογραφίας για το γερούνδιο της νέας ελληνικής ως προς τη θέση του μέσα στη φραστική δομή της πρότασης, διαπιστώνεται ότι υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς τη δομή της γερουνδιακής πρότασης. Για παράδειγμα, η γερουνδιακή πρόταση θεωρείται από μερικούς Φράση Έγκλισης (Mood Phrase), ενώ σύμφωνα με μία άλλη θεωρία πρόκειται για προθετική φράση που εισάγεται από μία φωνολογικά κενή χρονική πρόθεση. Στην παρούσα εργασία υιοθετείται η άποψη ότι οι γερουνδιακές προτάσεις είναι φράσεις συμπληρωματικού δείκτη με βασικά κριτήρια την κατανομή των κλιτικών και της άρνησης (Roussou, 2000). Συγκρίνοντας τις γερουνδιακές με τις παρεμφατικές προτάσεις, διαπιστώνεται ότι οι γερουνδιακές προτάσεις δεν έχουν Φράση Χρόνου σε αντίθεση με τις παρεμφατικές που διαθέτουν. Στο επόμενο κεφάλαιο, αρχικά, εξετάζεται η παράλειψη του υποκειμένου στις παρεμφατικές προτάσεις και συγκεκριμένα η κεφαλή που επιτρέπει την παράλειψη του υποκειμένου στις παρεμφατικές προτάσεις. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται οι γερουνδιακές προτάσεις στις οποίες υπάρχει έλεγχος του υποκειμένου από κάποιον όρο της κύριας πρότασης καθώς και οι γερουνδιακές προτάσεις όπου επιτρέπεται να μη συμπίπτει το υποκείμενό τους με εκείνο της κύριας πρότασης. Επιπροσθέτως, εξετάζονται περιβάλλοντα στα οποία το υποκείμενο του γερουνδίου είναι φωνολογικά κενό και μελετάται ποια είναι η κενή κατηγορία του υποκειμένου με την οποία δηλώνεται το μη εκπεφρασμένο λεξικά υποκείμενο στο επίπεδο της σύνταξης και η οποία φαίνεται ότι φέρει την ονομαστική πτώση. Τέλος, διατυπώνονται συμπεράσματα έπειτα από το πέρας της έρευνας καθώς και προτάσεις που τίθενται για μελέτη στο μέλλον. 322 351 342 Η συσχέτιση των αραβικών σημειώσεων του συγγράματος του Διοσκουρίδη περί ύλης ιατρικής με την ελληνική περιγραφή των βοτάνων και η διαχρονική φαρμακευτική τους χρησιμότητα Herbs were proved to be useful since antiquity, as they were almost the only medicine for the treatment of illnesses. The study’s object is to explore the correlation and the continuation of the work of Dioscurides on the 396 herbs included in the code of the Austrian National Library (515 A.D.) which were copied from the five-volume De Materia Medica of Dioscurides (75 A.D.), with the Arabic notes of the code and the diachronic pharmaceutical value of these herbs. This code was used as a main therapeutic guide until the beginning of medicine-chemistry in the 19th century. The therapeutic qualities of herbs, mentioned by Dioscurides, were compared to contemporary studies and experiments on the same herbs, performed in universities and research centers worldwide. The therapeutic qualities of Dioscurides’ studies, as well as the diachronic value of many herbs were validated, according to recent bibliography. An original list with the code’s 396 herbs is drawn up, containing the following vertical columns: - the pages where we can find them in the two above-mentioned books, - their name according to Dioscurides, - their current common name, - their scientific Latin name, as mentioned in the Code’s notes, - the Arabic note of the code, - its pronunciation according to the “Qalam Transliteration” method of 1985 and - the translation of the Arabic notes. To our knowledge this is the first time such a list is drawn up in this form and it is believed to be a useful tool for anyone studying Dioscurides’ herbs. The Arabic notes were translated, which proved to be useful, as they helped us determine inaccuracies in some Latin herbs’ names registered in the identical edition of the code of the Austrian National Library. The inaccuracies are included on the list, with a discreet deletion of the Latin name. Many of Dioscurides’ herbs have been photographed in the wider region of Epirus, Greece. In the analysis of some herbs, these pictures have been placed next to the outstanding drawings of the code showing that the form of the herbs has remained the same for the last two thousand years Τα βότανα αποδείχτηκαν χρήσιμα από αρχαιοτάτων χρόνων, καθότι ήταν σχεδόν τα μοναδικά φάρμακα για τις θεραπείες των ασθενειών. Αντικείμενο της μελέτης αυτής είναι το έργο του Διοσκουρίδη με τα 396 βότανα που υπάρχουν στον κώδικα της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Βιέννης (515μ.Χ.) και που είναι αντιγραμμένα από το πεντάτομο έργο Περί ύλης ιατρικής του Διοσκουρίδη (75 μ.Χ.), με τις αραβικές σημειώσεις του κώδικα και τη διαχρονική φαρμακευτική χρησιμότητα των βοτάνων αυτών. Ο κώδικας χρησιμοποιήθηκε ως βασικός θεραπευτικός οδηγός μέχρι τις αρχές της φαρμακο-χημείας, δηλαδή το 19ο αιώνα. Συγκρίθηκαν οι θεραπευτικές ιδιότητες των βοτάνων, όπως τις αναφέρει ο Διοσκουρίδης, με σύγχρονες έρευνες και πειράματα πάνω στα ίδια βότανα που γίνονται σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα ανά τον κόσμο. Με βάση την πρόσφατη βιβλιογραφία, σε πολλά επιβεβαιώθηκαν οι θεραπευτικές ιδιότητες των μελετών του Διοσκουρίδη και η διαχρονική αξία των βοτάνων. Καταρτίσαμε έναν πρωτότυπο πίνακα με τα 396 βότανα του κώδικα, στις κάθετες στήλες του οποίου θέσαμε: - τις σελίδες όπου τα βρίσκουμε στα δύο προαναφερθέντα βιβλία - την ονομασία τους κατά το Διοσκουρίδη και τη σημερινή κοινή τους ονομασία - τη λατινική τους ονομασία - την αραβική σημείωση που υπάρχει στον κώδικα - την προφορά της σύμφωνα με την μέθοδο Qalam Transliteration του 1985 - και τη μετάφραση των αραβικών σημειώσεων. Ο πίνακας με την μορφή αυτή, γίνεται για πρώτη φορά και πιστεύουμε ότι είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για κάθε μελετητή των βοτάνων του Διοσκουρίδη. Μεταφράστηκαν οι αραβικές σημειώσεις, οι οποίες αποδείχτηκαν χρήσιμες, καθότι βοήθησαν να εντοπιστούν ανακρίβειες σε μερικές λατινικές ονομασίες βοτάνων, όπως αναγράφονται στην πανομοιότυπη έκδοση του κώδικα της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Βιέννης. Επισημαίνονται οι ανακρίβειες αυτές στον πίνακα, με μια διακριτή διαγραφή του λατινικού ονόματος. Φωτογραφίσαμε πολλά από τα βότανα του Διοσκουρίδη στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου. Μέσα στο κείμενο μπήκαν οι φωτογραφίες μερικών βοτάνων δίπλα στις εξαίρετες 138 ζωγραφικές απεικονίσεις του κώδικα. Έτσι γίνεται εμφανές ότι η μορφή των βοτάνων παραμένει ίδια εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια. 323 218 221 Study of the impact of simulation experiments on the teaching of DC electric circuits Μελέτη της επίδρασης των πειραμάτων προσομοίωσης στη διδασκαλία των ηλεκτρικών κυκλωμάτων συνεχούς The subject of this dissertation in which research was conducted using questionnaire and teaching interventions is to highlight students' misconceptions about DC circuits and to confound them using a simulation environment. Specifically, at the first part were recorded the positions of the main learning theories and the teaching models in the natural sciences. In order to achieve the aim of the work it is attempted to present and analyze the role of the experiment in the educational process as well as the integration of the technologies into it. It also emphasizes the theoretical framework regarding the concept of students' alternative ideas. The second part of the paper presents the reflection, the importance and the four research questions on which the research was based. In particular, was studied: a) The relationship between gender and questionnaire grade, b) The alternative ideas that appeared in the questionnaire, c) The frequency of each alternative idea in each question of the questionnaire, and d) The extent to which alternative ideas were countered by teaching interventions. The conclusions of the study are that the initial gender score difference was reduced after the teaching interventions, while at the same time the percentages of occurrence of the misconceptions decreased in their majority. Αντικείμενο της μεταπτυχιακής διπλωματικής εργασίας στο πλαίσιο της οποίας εκπονήθηκε έρευνα με χρήση ερωτηματολογίου και διδακτικών παρεμβάσεων, είναι η ανάδειξη των εσφαλμένων αντιλήψεων που έχουν οι φοιτητές για τα ηλεκτρικά κυκλώματα συνεχούς ρεύματος και στην κατάρριψή τους χρησιμοποιώντας ένα περιβάλλον προσομοίωσης. Συγκεκριμένα, στο πρώτο μέρος της εργασίας καταγράφονται οι θέσεις των κύριων θεωριών μάθησης και των μοντέλων διδασκαλίας στις φυσικές επιστήμες. Προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της εργασίας επιχειρείται, η παρουσίαση και η ανάλυση του ρόλου του πειράματος στην εκπαιδευτική διαδικασία καθώς και η ένταξη των νέων τεχνολογιών σε αυτή. Επίσης, δίνεται έμφαση στο θεωρητικό πλαίσιο σχετικά με την έννοια των εναλλακτικών ιδεών των μαθητών. Στο δεύτερο μέρος της εργασίας παρουσιάζονται ο προβληματισμός, η σημαντικότητα και τα τέσσερα ερευνητικά ερωτήματα πάνω στα οποία βασίστηκε η εκπόνηση της έρευνας. Συγκεκριμένα μελετήθηκαν: α) Η σχέση μεταξύ φύλου και βαθμού ερωτηματολογίου, β) Οι εναλλακτικές ιδέες που εμφανίστηκαν στο ερωτηματολόγιο, γ) Η συχνότητα εμφάνισης της κάθε εναλλακτικής ιδέας σε κάθε ερώτηση του ερωτηματολογίου και δ) Ο βαθμός κατά τον οποίο οι εναλλακτικές ιδέες καταπολεμήθηκαν μετά τις διδακτικές παρεμβάσεις. Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η παρούσα έρευνα είναι ότι η αρχική απόκλιση βαθμολογιών ανάμεσα στα φύλα αμβλύνθηκε μετά από τις διδακτικές παρεμβάσεις, ενώ παράλληλα τα ποσοστά εμφάνισης των εναλλακτικών ιδεών μειώθηκαν στην πλειοψηφία τους. 324 101 128 Ο ρόλος της ηχοκαρδιογραφίας στη διάγνωση και θεραπευτική αντιμετώπιση της σηπτικής ενδοκαρδίτιδας THIS CLINICAL STUDY WAS DESIGNED TO ASSES THE ROLE OF ECHOCARDIOGRAPHY IN THEEVALUATION OF PATIENTS WITH INFECTIVE ENDOCARDITIS. ANALYSIS OF FINDINGS RESULTED IN THE FOLLOWING CONCLUSIONS. 1. ECHOCARDIOGRAPHY CAN VERIFY THE DIAGNOSIS OF INFECTIVE ENDOCARDITIS ESPECIALLY IN THE MORE SEVERE FORMS OF THE DISEASE, BY DEMONSTRATING VALVURAL VEGETATIONS. 2. IT IS POSSIBLE TO DIAGNOSE IN SOMEPATIENTS THE EXACT ANATOMIC NATURE OF VALVULAR LESIONS BY ECHOCARDIOGRAPHY. 3. ECHOCARDIOGRAPHY CONTRIBUTES IN THE EVALUATION OF THE NATURE AND SEVERITY OFTHE HEMODYNAMIC ALTERATIONS. IT IS THEREFORE CONCLUDED THAT ECHOCARDIOGRAPHY PROVIDES SUBSTANTIAL HELP TO THE CLINICIAN FOR THE DIAGNOSIS AND MANAGEMENT OFINFECTIVE ENDOCARDITIS AND ITS COMPLICATIONS. ΣΤΗΝ ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΥΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΔΙΕΡΕΥΝΗΘΗΚΕ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΗΧΟΚΑΡΔΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΣΗΠΤΙΚΗ ΕΝΔΟΚΑΡΔΙΤΙΔΑ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: 1. Η ΗΧΟΚΑΡΔΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΘΕΣΗ, ΣΤΙΣ ΣΟΒΑΡΕΣ ΙΔΙΩΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ, ΝΑ ΕΠΙΚΥΡΩΣΕΙ ΤΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΣΗΠΤΙΚΗΣ ΕΝΔΟΚΑΡΔΙΤΙΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΒΑΛΒΙΔΙΚΩΝ ΕΚΒΛΑΣΤΗΣΕΩΝ. 2. ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΑ ΗΧΟΚΑΡΔΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΗ ΣΕ ΑΡΚΕΤΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ Η ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΜΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΒΑΛΒΙΔΙΚΗΣ ΒΛΑΒΗΣ. 3. Η ΗΧΟΚΑΡΔΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΣΥΜΒΑΛΛΕΙ ΣΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΑΙΜΟΔΥΝΑΜΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΕΩΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΚΟΙΛΙΑΣ. ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΑ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΛΕΧΘΕΙ ΟΤΙ Η ΗΧΟΚΑΡΔΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΕΧΕΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΚΛΙΝΙΚΟ ΙΑΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΡΘΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΣΗΠΤΙΚΗΣ ΕΝΔΟΚΑΡΔΙΤΙΔΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΙΠΛΟΚΩΝ ΤΗΣ. 325 359 320 Culture, education and history in the prefecture of Chania (1900-1901) Τhe aim of the Doctoral Thesis is the presentation of education and history in Chania (1900-1901), placing emphasis on the local press. Historical investigation of archival collections has been chosen. At the beginning of the Cretan State, the administration presents a centralized character; two of its goals are the Union and education. The budgets for the year 1900 reveal that education constitutes a main aim, but it is not in itself a priority. The special educational budget discloses that the limited amount of funding is not invested properly. Saving resources is the target of the gradual changes in the educational law of 1899. The aims of primary education are evident through the subjects. The teachers’ salaries depend on their qualifications or their position, while the exams constitute a means of their categorization. Τhe reduction of teachers from 197 to 127 and the abolition of 40 schools in the prefecture of Chania in the school year 1900-1901, comparatively to the previous school year (1899 – 1900) , reveals the regressive course of education. The local gove1rnment representatives’ opinions on the school regions constitute a single decentralized administrative attempt. The way that Chania High School is run, the students' trips, the control of students’ behavior by caretakers are analyzed thoroughly. After that, the range and quality of the local press is revealed; the local press itself constitutes an educational means and a field of criticism against the government. The teachers’ cognitive deficiencies ‘are filled’ by the educational conference of 1901. Agriculture and trade at the Chania harbour present regression, in contrast to the development of the postal connection of the Chania prefecture with the rest of Crete and other countries. Souda is a base for the naval fleet of the Great Forces. The elections of 1901 end a two year period in which the legislative power belonged completely to the High Commissioner, while the new electoral law brings peace to the elections. The mission of the first Cretan parliament is summarized in the Union and decentralized administration. The period 1900-1901 is characterized by important developments in the public life of Chania. Σκοπός της Διδακτορικής Διατριβής είναι η ανάδειξη της εκπαίδευσης, της παι¬δείας και της ιστορίας στα Χανιά (1900-1901) με έμφαση στον τοπικό τύπο. Επιλέ¬χθηκε η ιστορική έρευνα αρχειακών πηγών πρωτογενούς χαρακτήρα. Κατά την απαρχή της Κρητικής Πολιτείας, η διοίκηση παρουσιάζει συγκεντρωτικό χαρακτήρα και συμπεριλαμβάνει στους στόχους της την Ένωση και την εκπαίδευση. Οι προϋπολογισμοί του 1900 αποκαλύπτουν πως η εκπαιδευτική ανάπτυξη αποτελεί στόχο, αλλά όχι προτεραιότητα. O ειδικός εκπαιδευτικός προϋπολογισμός φανερώνει πως το περιορισμένο ποσό χρηματοδότησης δεν επενδύεται συνετά. Η εξοικονόμηση πόρων είναι ο στόχος των σταδιακών μεταβολών του πρώτου εκπαιδευτικού νόμου της Κρητικής Πολιτείας του 1899. Η στοχοθεσία της Δημοτικής εκπαίδευσης αναδεικνύε¬ται από τα γνωστικά αντικείμενα. Η μισθοδοσία των εκπαιδευτικών είναι διαβαθμισμένη σε αντιστοιχία με τα προσόντα ή τη θέση τους, ενώ οι εξετάσεις αποτε¬λούν ένα μέσο κατηγοριοποίησής τους. Η μείωση του αριθμού των διδασκάλων από 197 σε 127 και οι καταργήσεις 40 σχολείων στο νομό Χανίων τη σχολική χρονιά 1900-1901, συγκριτικά με την προηγούμενη (1899-1900), αποκαλύπτουν την οπισθοδρο¬μική πορεία της εκπαίδευσης. Οι γνωμοδοτήσεις εκπροσώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης για τις σχολικές περιφέρειες συνιστούν μεμονωμένη απόπειρα αποκεντρω¬τικής διοίκησης. Η λειτουργία του Γυμνασίου Χανίων, οι εκδρομές, ο έλεγ¬χος της συμπεριφοράς των μαθητών από παιδονόμους αναλύονται διεξοδικά. Στη συνέχεια αποκαλύπτεται το εύρος και η ποιότητα του τοπικού τύπου που αποτελούσε επιμορφωτικό μέσο αλλά και πεδίο άσκησης κριτικής στην κυβέρνηση. Τα γνωστικά κενά των εκπαιδευτικών καλύπτονται σε εκπαιδευτικό συνέδριο του 1901. Η γεωργία και το εμπόριο στο λιμένα Χανίων παρουσιάζουν κάμψη, σε αντίθεση με την ανά¬πτυξη της ταχυδρομικής σύνδεσης του νομού Χανίων με την υπόλοιπη Κρήτη και άλ¬λες χώρες, ενώ η Σούδα συνιστά ορμητήριο για τον πολεμικό στόλο τον Μεγάλων Δυνάμεων. Οι εκλογές του 1901 θέτουν τέλος στην διετία κατά την οποία η νομοθε¬τική εξουσία άνηκε εξ’ ολοκλήρου στον Ύπατο Αρμοστή, ενώ ο εκλογικός νόμος επιφέ¬ρει ειρηνική εκλογική διαδικασία. Η αποστολή της πρώτης Κρητικής Βουλής συνοψίζεται στην ένωση και στην αποκεντρωτική διοίκηση. Η περίοδος 1900-1901 χαρακτηρίζεται από σημαντικές εξελίξεις στη δημόσια ζωή των Χανίων. 326 435 402 The presence, upbringing and looking after of a mentally retarded child in the family, can become a threat to the mental health of its parents and is the main predisposing factor of stress for the parents. The purpose of this systematic review is (a) to document the contemporary research bibliography related to the stress of parents with mentally retarded children, (b) to aggregate the factors and secondary parameters based on the contemporary research related to the influence of the (child’s) mental retardation on the parents and (c) to show an intercultural aspect regarding the presence of stress to parents with mentally retarded children. Systematic review of research articles published in scientific journals included in the international academic databases HEAL-LING, SAGE, ELSEVIER, WILSON, SCIENCEDIRECT, MEDLINE, PUBMED, PsycINFO, Cochrane, EMBASE, SCIRUS and CINAHL having as search criteria and key words the terms («parental stress and mental retardation» [MeSH], «parenting stress and persons with special needs» [MeSH], «mental retardation and family problems» [MeSH], «stress and parents» [MeSH], «parenting and stress» [MeSH], «mental delay and parents» [MeSH], «developmental disabilities and family stress» [MeSH], «intellectual handicap and parenting» [MeSH], «maternal stress and child with disabilities» [MeSH]). The Chronological Limitation of Fifteen Years (1994-2009) and the Language Limitation in the English Language have been used as research filters for the present Systematic Review. Studies fulfilling the above mentioned criteria and showing the statistical relationship between mental retardation and parental stress have been included in the present review. This Systematic Review is based on the research study of the results of 26 published research articles (on line availability) which have been selected from a total of 76 available published scientific articles concerning research, educational and therapeutical programmes, theraupetical models, congress announcements and records related to the above mentioned criteria. The review has proven that all forms of mental retardation have an important -from a statistic point of view- impact on the parents’ mental health. Anxiety, stress and depression are common symptoms mentioned by the parents. Additionally, there are individual variables such as the husband-wife relationship, the parents’ approach to their child’s disability, the parental strategies used in order to cope with the daily life of the child’s disability and the behavioural problems of their child, all of which contribute to the increase of the level of parental stress. Finally, this review indicates that there is a same level of seriousness of the symptoms and impact of the disability on the parents in counties with different cultures (West – East). However, at the same time, there is a different approach in terms of social support provided to the parents and their everyday stress. Η ύπαρξη παιδιού με νοητική αναπηρία στην οικογένεια, η ανατροφή και η φροντίδα του, συνιστούν απειλή για την ψυχική υγεία των γονιών και αποτελούν τον κύριο προδιαθεσικό παράγοντα άγχους και στρες για τους γονείς. Σκοπός της παρούσας συστηματικής ανασκόπησης είναι (α) να αποδελτιώσει την σύγχρονη ερευνητική βιβλιογραφία που σχετίζεται με το άγχος και το στρες σε γονείς με παιδιά με διαφόρων μορφών νοητική στέρηση, (β) να συνοψίσει τους παράγοντες και τις επιμέρους παραμέτρους που αρύονται από την σύγχρονη έρευνα αναφορικά με την επίδραση της νοητικής αναπηρίας στους γονείς και (γ) να συνθέσει μια διαπολιτισμική άποψη αναφορικά με την ύπαρξη του άγχους στους γονείς με παιδιά με νοητική αναπηρία. Συστηματική Ανασκόπηση ερευνητικών άρθρων δημοσιευμένων σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά, καταχωρημένων στις διεθνείς ακαδημαϊκές βάσεις δεδομένων HEAL-LING, SAGE, ELSEVIER, WILSON, SCIENCEDIRECT, MEDLINE, PUBMED, PsycINFO, Cochrane, EMBASE, SCIRUS και CINAHL με κριτήρια αναζήτησης και λέξεις κλειδιά τους όρους «parental stress and mental retardation» [MeSH], «parenting stress and persons with special needs» [MeSH], «mental retardation and family problems» [MeSH], «stress and parents» [MeSH], «parenting and stress» [MeSH], «mental delay and parents» [MeSH], «developmental disabilities and family stress» [MeSH], «intellectual handicap and parenting» [MeSH], «maternal stress and child with disabilities» [MeSH]). Χρονολογικός Περιορισμός Δεκαπενταετίας (1994-2009) και Γλωσσικός Περιορισμός Αγγλικής Γλώσσας λειτούργησαν ως φίλτρα ένταξης των ερευνών στην παρούσα Συστηματική Ανασκόπηση. Εντάχθηκαν οι μελέτες που πληρούσαν τα παραπάνω κριτήρια και αναδείκνυαν την στατιστική σχέση της νοητικής αναπηρίας με το άγχος της γονεϊκότητας. Από το σύνολο των 76 διαθέσιμων δημοσιευμένων επιστημονικών άρθρων με έρευνα, εκπαιδευτικά και θεραπευτικά προγράμματα, μοντέλα παρέμβασης, ανακοινώσεις συνεδρίων και πρακτικά συνεδρίων σχετικά με τα παραπάνω κριτήρια, επιλέχθηκαν μόνο τα ερευνητικά δημοσιευμένα ή υπό δημοσίευση (on line availability) άρθρα και τελικά η Συστηματική Ανασκόπηση στηρίζεται στην ερευνητική σύνθεση των αποτελεσμάτων 26 ερευνών. Η ανασκόπηση έδειξε ότι όλες οι μορφές νοητικής στέρησης επιδρούν στατιστικά σημαντικά στην ψυχική υγεία των γονιών. Το άγχος, το στρες και η κατάθλιψη είναι τα κοινά συμπτώματα που αναφέρουν οι γονείς. Παράλληλα, επιμέρους μεταβλητές αποτελούν η συζυγική σχέση, η αντίληψη των γονιών για την αναπηρία του παιδιού τους, οι γονεϊκές στρατηγικές που χρησιμοποιούν για να ανταποκριθούν στην καθημερινότητα της αναπηρίας του παιδιού τους και τα συμπεριφορικά προβλήματα των παιδιών τους που αυξάνουν το επίπεδο του άγχους των γονιών. Τέλος, η ανασκόπηση προσδίδει την ίδια βαρύτητα συμπτωμάτων και επίδρασης της αναπηρίας στους γονείς σε χώρες διαφορετικής κουλτούρας (Δύση – Ανατολή) αλλά διαφορετική αντίληψη για την παροχή κοινωνικής υποστήριξης στους γονείς και το καθημερινό τους άγχος. 327 193 171 THIS DISSERTATION PRESENTS A KINEMATICAL STUDY OF HUMAN WALKING BASED ON THE PHOTOGRAPHIC TECHNIQUE. FOR ELEVEN SUBJECTS WE DETERMINED ALL LINEAR DISPLACEMENTS OF THE HUMAN BODY JOINTS ALONG THE X,Y,Z AXES, THE SAGITTAL ROTATION OF ARM, FOREARM, THIGH, LEG AND FOOT ABOUT THE VERTICAL, THE TRANSVERSE ROTATION OF THORAX AND PELVIS AND ALSO ROTATION OF THORAX AND PELVIS ABOUT THE X-AXES. WHEREASTHE ANALYSIS OF THE KINEMATICAL PARAMETERS SHOWED COMMON QUALITATIVE FEATURES FOR ALL THE SUBJECTS, THE QUANTITATIVE ANALYSIS REVEALED A WIDE RANGE OF VALUES. FOR THE DESCRIPTION OF THE KINEMATICAL PARAMETERS A REPRESENTATIVE SUBJECT WAS CHOSEN. ON THE BASIS OF THE GRAPHICAL REPRESENTATION OF THE KINEMATICAL PARAMETERS DURING A WALKING CYCLE, WE DESCRIBE THE QUALITATIVE FEATURES COMMON TO ALL SUBJECTS AND GIVE THE RANGE OF VALUES FOR THE ABOVE PARAMETERS. MOREOVER, A GRAPHICAL PRESENTATION OF THE VARIATION OF THE KINEMATICAL PARAMETERS FOR THE REST OF THE SUBJECTS IS GIVEN. THE OBJECTIVE OF PRESENTING THE RESULTS IN THE DESCRIBED MANNER, WAS ANABLE THE RECONSTRUCTION OF A WHOLE STEP FOR EACH OF THE ELEVEN SUBJECTS, VIA THE QUANTITATIVE CHANGE OF THE SPECIFIC PARAMETERS. THIS IS IMPOSSIBLE TO REVEAL VIA A STATISTICAL ANALYSIS OF THE DATA. Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΥΤΗ, ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΜΙΑ ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΒΑΔΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ. ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΗΚΑΝ ΟΙ ΓΡΑΜΜΙΚΕΣ ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΕΙΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΣΕΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΜΗΚΟΣ ΤΩΝ ΑΞΟΝΩΝ Χ,Υ,Ζ ΚΑΙ ΟΙ ΓΩΝΙΑΚΕΣ ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΕΙΣ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΟ ΣΤΟ ΟΒΕΛΙΑΙΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΓΙΑ ΕΝΔΕΚΑ ΒΑΔΙΣΤΕΣ. ΟΙ ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΠΟΥ ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΑΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΚΟΙΝΑ ΠΟΙΟΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΒΑΔΙΣΤΕΣ, ΕΝΩ Η ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΔΩΣΕ ΜΕΓΑΛΟ ΕΥΡΟΣ ΤΙΜΩΝ. ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΕΠΕΛΕΓΗ ΕΝΑΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΟΣ ΒΑΔΙΣΤΗΣ. ΑΝΑΛΥΟΝΤΑΙ ΟΙ ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΕΝΟΣ ΚΥΚΛΟΥ ΒΑΔΙΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΒΑΔΙΣΤΗ. ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΤΑ ΠΟΙΟΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΟΙΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥ ΒΑΔΙΣΤΕΣ, ΚΑΙ ΔΙΝΕΤΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΣ ΤΟ ΕΥΡΟΣ ΤΙΜΩΝ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΚΥΜΑΙΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΤΙΜΕΣ ΤΩΝ ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ. ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ, ΔΙΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΒΑΔΙΣΤΕΣ. Ο ΤΡΟΠΟΣ ΑΥΤΟΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΣΤΟΧΟ ΕΧΕΙ ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗΣ ΕΝΟΣ ΠΛΗΡΟΥΣ ΒΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΕΝΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΝΔΕΚΑ ΒΑΔΙΣΤΕΣ, ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΠΟΣΟΤΙΚΩΝ ΜΕΤΑΒΟΛΩΝ ΤΩΝ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ, ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΘΑ ΗΤΑΝ ΑΔΥΝΑΤΟ ΜΕ ΜΙΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ. 328 324 298 Wine, beer and other beverages in Egypt in the light of greek papyri Ο οίνος, ο ζύθος και άλλα ποτά στην Αίγυπτο υπό το φως των ελληνικών παπύρων he present doctoral dissertation is dealing with the topic of Wine, Beer and other Beverages in Egypt in the light of Greek papyri. Here is attempted for the first time the synthesis of a detailed study, which examines a great part of the edited hitherto archival material, public and private documents (papyri and ostraca), as well as paraliterary, literary and magical papyri in combination with Greek and Latin narrative sources. Apart from the massive aforementioned archival material, which is in the centre of the doctoral dissertation, a wealth of information offered by the disciplines of Archaeology and Egyptology has also been taken into account. The present study focuses on matters such as wine and beer making, as well as the production of other beverages spanning from the Pharaonic up to the Byzantine periods. Specifically, as far as the production of wine and beer is concerned, various techniques have been discerned, a fact which testifies to the development of the technology involved in these processes with the passing of time. Especially, regarding wine, various aspects, such as its colour, taste, smell, age and fitness for use have been thoroughly analysed, while a detail examination of the relevant terminology establishes new hermeneutic approaches in the field of lexicography. Additionally, a great part of the dissertation is devoted to the significance of the beverages in the daily and religious life of the residents of Egypt, their wide use in medicinal applications, as well as their contribution to the economy of the State (direct and indirect taxation). Furthermore, matters of a prosopographical nature are addressed and an extensive catalogue of the names of wine and beer producers and/or sellers is given (many of whom are not included in the available prosopographical dictionaries), while another part of the thesis has to do with the topic of weights and measures of the beverages and their storage vessels. Η παρούσα διδακτορική διατριβή πραγματεύεται το ζήτημα του Οίνου, του Ζύθου και άλλωνποτών στην Αίγυπτο υπό το φως των Ελληνικών Παπύρων. Για πρώτη φορά επιχειρείται η σύνθεσημιας εμβριθούς μελέτης, η οποία εξετάζει μεγάλο μέρος του εκδεδομένου έως σήμερα αρχειακούυλικού, δηλαδή των δημοσίων και ιδιωτικών εγγράφων (παπύρων και οστράκων), τωνπαραλογοτεχνικών, φιλολογικών και μαγικών παπύρων σε συνδυασμό με τις μαρτυρίες των ελληνικών και λατινικών γραμματειακών πηγών. Πέραν του ογκώδους παπυρικού υλικού, που αποτελεί επίκεντρο της διδακτορικής διατριβής, αξιοποιείται ακόμη συνδυαστικά ο πλούτος πληροφοριών που προσφέρουν οι συγγενείς κλάδοι της Αρχαιολογίας και της Αιγυπτιολογίας. Στην παρούσα εργασία διερευνήθηκε ενδελεχώς το ζήτημα της οινοποίησης, της ζυθοποιίας και της παρασκευής ποικίλων ποτών εν γένει από τη φαραωνική έως τη βυζαντινή περίοδο. Εντοπίστηκαν ποικίλες τεχνικές όσον αφορά στο ζήτημα της παρασκευής του οίνου και του ζύθου αλλά και οι αλλαγές που σημειώθηκαν στο πέρας των ετών, γεγονός που μαρτυρεί την εξέλιξη της τεχνολογίας. Ειδικότερα, σχετικά με το θέμα του οίνου, πέραν από τη χρήση του πατητηριού, των μηχανών συμπίεσης και των δεξαμενών ζύμωσης, στα οποία εστίασε η προγενέστερη έρευνα, αναλύθηκαν εξαντλητικά πτυχές, όπως αυτή του χρώματος, της γεύσης, της μυρωδιάς, της παλαιότητας και της καταλληλότητάς του προς χρήση. Η ενδελεχής, επίσης, εξέταση γνωστών ή αμφίβολης σημασίας όρων υπόσχεται νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις στον χώρο της λεξικογραφίας. Ακόμη, μια μεγάλη ενότητα της παρούσας διδακτορικής διατριβής αφιερώνεται στη σημασία που κατείχαν τα ποτά στον καθημερινό, θρησκευτικό και οικονομικό βίο (άμεση και έμμεση φορολογία) των κατοίκων της χώρας του Νείλου αλλά και στο θέμα της ευρείας χρήσης τους σε ιατρικές εφαρμογές. Επιπροσθέτως, καταγράφεται λεπτομερώς μια ευρεία ποικιλία μέτρων χωρητικότητας και δοχείων αποθήκευσης των ποτών, ενώ παρατίθεται αναλυτικός κατάλογος των οινοπωλών και ζυθοποιών/ζυθοπωλών, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν απαντούν στα διαθέσιμα προσωπογραφικά λεξικά. 329 195 209 The use of hydrogel scaffolds in tissue engineering and novel drug delivery systems Η χρήση ικριωμάτων υδρογέλης στην μηχανική ιστών και σε καινοτόμα συστήματα χορήγησης φαρμάκων Hydrogels belong to the class of polymeric materials and their main feature is their ability to absorb large amounts of H2O (or other fluids) while maintaining their shape and structural integrity. They show excellent biocompatibility and their extracellular matrix (ECM) simulation is great. Their sources of origin may be either natural or artificial, and many of their features are improved if combined with other materials. These polymeric materials find application in many areas of everyday life including fields such as cosmetology, hygiene and household products, as well as in more specialized fields such as Tissue Engineering, Regenerative Medicine, Pharmacy and a variety of other biomedical applications. Their use as scaffolds (as well as cell transport vehicles and molecules of biological interest) in tissue engineering and regenerative medicine is one of the reasons why their development and evolution over the last few decades is truly impressive. On the other hand, their use in sophisticated and innovative drug delivery systems leaves many promises regarding the controlled and targeted delivery of therapeutic agents necessary for the treatment and management of many diseases that affect humans. Οι Υδρογέλες ανήκουν στην κατηγορία των πολυμερών υλικών και το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η ικανότητα τους να απορροφούν μεγάλες ποσότητες H2O (ή άλλων υγρών) ενώ ταυτόχρονα διατηρούν το σχήμα τους και την δομική τους ακεραιότητα. Επιδεικνύουν εξαιρετική βιοσυμβατότητα και η προσομοίωση τους με την εξωκυττάρια μήτρα (ECM) είναι μεγάλη. Οι πηγές προέλευσης τους μπορεί να είναι είτε φυσικές είτε τεχνητές και πολλά από τα χαρακτηριστικά τους εμφανίζουν βελτίωση αν συνδυαστούν με άλλα υλικά. Τα πολυμερή αυτά υλικά βρίσκουν εφαρμογή σε πολλούς τομείς της καθημερινής ζωής του ανθρώπου συμπεριλαμβάνοντας πεδία όπως η κοσμετολογία, η υγιεινή και τα οικιακά προϊόντα αλλά και σε πιο εξειδικευμένα πεδία όπως η Μηχανική Ιστών, η Αναγεννητική Ιατρική, η Φαρμακευτική και πλήθος άλλων βιοϊατρικών εφαρμογών. Η χρήση τους ως ικριώματα (αλλά και ως οχήματα μεταφοράς κυττάρων και μορίων βιολογικού ενδιαφέροντος) στην Μηχανική Ιστών και στην Αναγεννητική Ιατρική είναι ένας από τους λόγους που η ανάπτυξη και εξέλιξη τους τις τελευταίες δεκαετίες είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Από την άλλη πλευρά η χρήση τους σε εξελιγμένα και καινοτόμα συστήματα χορήγησης φαρμάκων αφήνει πολλές υποσχέσεις όσον αφορά την ελεγχόμενη και στοχευμένη χορήγηση θεραπευτικών παραγόντων απαραίτητων για την θεραπεία και αντιμετώπιση πολλών ασθενειών που ταλαιπωρούν τον άνθρωπο. 330 244 243 The central theme of the present study is the teaching of traumatic and conflict events in history. More specifically, it examines how to teach the Holocaust, which is a traumatic event in history, at both global and domestic levels with the extermination of the Jews of Greece during World War II. The Holocaust is taught as a historical event through the history textbooks in 6th grade of Elementary School, in 3rd grade of Middle School and in 3rd grade of High School. It is a crime “unique in mankind”, as it is often referred to, with many moral implications, the teaching of which is often a challenge for teachers. The study is divided in two parts, the theoretical and the empirical. The theoretical part includes the presentation of the most principal trends in historiography, the importance of traumatic and controversial issues in school history and the role of the textbook in the history lesson. The theoretical part also includes the historical context of the issue, with special reference to the Greek case. The empirical part of the study includes conducting research which is related to the analysis of the reasons that teachers choose as most influential when teaching the Holocaust in history lesson. The key finding of the research points out that for the majority of teachers who participated in the research, the most important messages are considered to be the moral and social ones that students received when they were taught the Holocaust. Κεντρικό θέμα μελέτης της παρούσας εργασίας αποτελεί η διδασκαλία των τραυματικών και συγκρουσιακών γεγονότων της ιστορίας. Πιο συγκεκριμένα, εξετάζεται η διδασκαλία του Ολοκαυτώματος, το οποίο και αποτελεί ένα τραυματικό γεγονός της ιστορίας τόσο σε παγκόσμιο όσο όμως και σε εγχώριο επίπεδο με την εξόντωση των Εβραίων της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πόλεμου. Το Ολοκαύτωμα διδάσκεται ως ιστορικό γεγονός μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας της Στ' Δημοτικού, της Γ' Γυμνασίου και της Γ' Λυκείου, καθώς όμως πρόκειται για ένα έγκλημα «μοναδικό κατά της ανθρωπότητας», όπως συνηθίζεται συχνά να αναφέρεται, με πολλές ηθικές προεκτάσεις, η διδασκαλία του αποτελεί συχνά πρόκληση για τους εκπαιδευτικούς. Η εργασία χωρίζεται σε δύο μέρη, το θεωρητικό και το ερευνητικό. Το θεωρητικό μέρος περιλαμβάνει την παρουσίαση των βασικότερων ιστοριογραφικών ρευμάτων, τη θέση των τραυματικών και συγκρουσιακών γεγονότων στη σχολική ιστορία, καθώς και το ρόλο του σχολικού εγχειριδίου κατά τη διεξαγωγή του μαθήματος της ιστορίας. Επίσης, στο θεωρητικό μέρος περιλαμβάνεται και η ιστορική πλαισίωση του ζητήματος, με ειδική αναφορά στην ελληνική περίπτωση. Στο ερευνητικό μέρος της εργασίας περιλαμβάνεται η διεξαγωγή της έρευνας, η οποία σχετίζεται με τη διερεύνηση των λόγων, τους οποίους οι εκπαιδευτικοί προκρίνουν ως τους σημαντικότερους κατά τη διδασκαλία του Ολοκαυτώματος στο πλαίσιο του μαθήματος της ιστορίας. Ως βασικό εύρημα της έρευνας αναδεικνύεται ότι για την πλειοψηφία των εκπαιδευτικών, οι οποίοι συμμετείχαν στην έρευνα, τα ηθικά και κοινωνικά μηνύματα τα οποία μπορούν να αποκομίσουν οι μαθητές μέσα από τη διδασκαλία του Ολοκαυτώματος κρίνονται ως τα σημαντικότερα. 331 17 18 Συγκριτική μελέτη της διερεύνησης της αναπαράστασης των κλινικών νοσηλευτών και των φοιτητών νοσηλευτικής ως προς τα ιατρικά λάθη Comperative study of the investigation of the representation of clinical nurses and nursing students regarding medical errors 332 382 382 Παραγωγή των ογκογόνων μεταλλαγμένων μορφών της Ρ13 κινάσης σε ανασυνδυασμένη μορφή και εύρεση ειδικών αναστολέων με πιθανή φαρμακευτική σημασία PI3K is a heterodimer consisted by a regulatory (p85α) and a catalytic (p110α) subunit. The catalytic subunit p110α (encoded by PIK3CA gene) is frequently mutated in many types of human cancer. Mutations on the gene are mainly found on specific regions named ‘hotspots’. H1047R and E545K are two ‘hot spot’ mutations on the catalytic and on the helical domain of the enzyme, respectively. Recent studies are focusing on discovering inhibitors that will specifically target the mutated form of the enzyme, leaving intact the normal one, thus eliminating toxicity. The aim of this study was the production of functional normal and mutated ΡΗ3Κ in the lab and the discovery of potent inhibitors that will specifically target the mutated forms. In order to do that, the baculovirus expression system Bac-to-Bac (Invitrogen) was used, which allows the rapid production of recombinant proteins in large amounts, even for those with high molecular weight, like p110α. The production of the normal (wt) and mutated (E545K, H1047R) catalytic subunit was achieved, although the expression levels weren’t high. For the detection of the levels of protein expression an anti-p110α antibody was used. The gene of the regulatory subunit (PIK3R1) seemed to be expressed better than the other subunits. To examine if the low expression levels of the catalytic subunit were due to the low detection efficiency of the p110α antibody, the cDNA of the catalytic subunit was expressed in HEK293 cells, in fusion with the EGFP protein. The comparison of the expression levels detected by the two antibodies, anti-GFP and anti-PIK3CA, showed that the sensitivity of the antibody for the p110α subunit was inferior to that of the anti-GFP antibody, a fact that should be considered when evaluating the expression of p110α. In parallel, compounds designed as candidate inhibitors of the mutated form E545K, were tested in an in vitro assay for the PI3 kinase activity. BRF-037 compound was found to be an efficient and specific inhibitor of the mutated protein. In conclusion, the foundations were laid in this dissertation, so that the production of recombinant PI3K will be achieved, after future optimization of the parameters of expression and purification of the p85α/p110α protein complex. Furthermore, a new specific inhibitor of the p110α-Δ545Κ was identified, which can possibly be proved to be a new drug against the mutated PI3K. Το ένζυμο ΡΙ3 κινάση είναι ένα ετεροδιμερές μόριο που αποτελείται από μια ρυθμιστική (ρ85α) και μια καταλυτική (ρ110α) υπομονάδα. Η καταλυτική υπομονάδα ρ110α (PIK3CA) βρίσκεται συχνά μεταλλαγμένη σε πολλούς τύπους καρκίνου του ανθρώπου. Οι μεταλλαγές σε αυτό το γονίδιο εντοπίζονται συνήθως σε συγκεκριμένα σημεία που ονομάζονται ‘θερμά σημεία’. Δύο από τις συχνότερες μεταλλαγές είναι η Ε545Κ και H1047R, στην ελικοειδή και στην καταλυτική περιοχή του ενζύμου, αντίστοιχα. Μεγάλο ενδιαφέρον στη διεθνή βιβλιογραφία παρουσιάζει η εύρεση αναστολέων που στοχεύουν ειδικά ενάντια στη μεταλλαγμένη μορφή του ενζύμου, ενώ αφήνουν ανέπαφο το φυσιολογικό, με σκοπό τη μειωμένη τοξικότητα. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η παραγωγή λειτουργικής ΡΙ3Κ σε ανασυνδυασμένη μορφή, τόσο της φυσιολογικής όσο και των μεταλλαγμένων μορφών της, και η εύρεση ειδικών αναστολέων έναντι των μεταλλαγμένων μορφών. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε το σύστημα έκφρασης βακουλοϊού Bac-to-Bac (Invitrogen), που επιτρέπει την ταχεία παραγωγή των ανασυνδυασμένων πρωτεϊνών σε μεγάλες ποσότητες, ακόμα και πρωτεϊνών μεγάλου μοριακού βάρους, όπως η p110α. Αν και η απόδοση της έκφρασης δεν ήταν υψηλή, πραγματοποιήθηκε η έκφραση τόσο της φυσιολογικής (wt) όσο και της μεταλλαγμένης (Ε545Κ, H1047R) καταλυτικής υπομονάδας (p110α). Ο έλεγχος των επιπέδων έκφρασης πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια αντισώματος αντι-p110α. Καλύτερη έκφραση φάνηκε να έχει το γονίδιο της ρυθμιστικής υπομονάδας (PIK3R1). Για να διερευνηθεί εάν τα χαμηλά επίπεδα έκφρασης της καταλυτικής υπομονάδας οφείλονται σε χαμηλή ανιχνευτική ικανότητα του αντισώματος, το cDNA της καταλυτικής υπομονάδας εκφράστηκε συντηγμένο με την EGFP στα κύτταρα ΗΕΚ293. Η σύγκριση της εικόνας της έκφρασης της πρωτεΐνης, με τη χρήση των αντισωμάτων αντι-GFP και αντι- PIK3CA, έδειξε ότι το αντίσωμα της p110α υπολείπεται σε ευαισθησία έναντι του αντι-GFP αντισώματος, γεγονός που πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την εκτίμηση της έκφρασης της p110α. Παράλληλα, μελετήθηκαν μόρια που σχεδιάστηκαν ως υποψήφιοι αναστολείς της μεταλλαγμένης μορφής Ε545Κ, σε in vitro πειράματα μέτρησης ενεργότητας της κινάσης. Το μόριο BRF-037 φαίνεται να αποτελεί έναν ικανοποιητικό αναστολέα, ειδικό για την μεταλλαγμένη μορφή. Συμπερασματικά, στην παρούσα εργασία μπήκαν οι βάσεις ώστε, μετά από μια μελλοντική βελτίωση των συνθηκών έκφρασης και καθαρισμού του πρωτεϊνικού συμπλόκου ρ85α/ρ110α, να παραχθεί η PI3K σε ανασυνδυασμένη μορφή. Επιπλέον, ταυτοποιήθηκε ένας νέος, εξειδικευμένος, αναστολέας της ρ110α Ε545Κ, ο οποίος πιθανά να αποδειχθεί ένα νέο φάρμακο έναντι της μεταλλαγμένης μορφής της ΡΙ3Κ. 333 450 444 The present study investigated the potential of developing innovative spreadable processed whey cheeses. The physicochemical, rheological, textural and sensory properties of samples were studied. Samples were prepared with addition of stabilizers individually (κ-carrageenan: C, xanthan: X, guar gum: G, locust bean gum: L) and 1:1 (w/w) mixtures (C/X, C/G, C/L, X/G, X/L). Samples had similar chemical composition and color characteristics. Most samples had non-statistically different mean values of fat globule size, while sample X had the highest value and sample C/L the lowest, as well as the lowest free oil formation. From the results of the lubricated squeezing flow and texture profile analysis tests, the samples X, G, L, X/G, C/X had low hardness values, whereas samples C, C/G, C/L and X/L had high hardness values. Regarding texture and sensory properties, sample X was the most soft, cohesive, elastic sample, which had a fatty, sticky and smooth texture, while sample C/L was the hardest and least cohesive, sticky and smooth sample. The effect of the above stabilizers and their mixtures on simple systems (stabilizers individually: S, in combination with whey proteins: SW, with milk cream: SC, with whey proteins and cream: SWC) was also studied. The anionic polysaccharides showed strong synergistic effects with locust bean gum, while they antagonized each other. Guar gum presented synergy with xanthan but antagonism with κ-carrageenan. The rigidity of all samples with added stabilizers was similar between groups SW and SWC. Regression analysis revealed that the texture properties of the SW and SC groups determined the texture properties up to fracture and the consistency of the SWC group, respectively. Regarding the effect of chemical composition variations on the properties of processed whey cheese with the addition of guar gum, it was shown that all nine samples were stable, had a similar color and fat globule size. Nevertheless, the increase of protein content led to an increase in rigidity, consistency, as well as in viscous and pseudoplastic character of samples, while it led to a decrease in free oil formation and spreadability. Samples with a fat in dry matter content of 39 to 58% (w/w) were evaluated as being acceptable by panelists. The effect of storage time and storage temperature on the properties of full fat (F) and reduced fat (R) samples was evaluated. It was shown that samples F and R had a decreased fat globule stability and an increasing free oil formation during storage. Samples F and R had a reduced viscous character and a decreased consistency and adhesiveness. F samples also presented lower rigidity and pseudoplastic character. Microbiological determinations showed that samples F and R were safe for consumption following storage at 4οC for 24 weeks, but also at 25οC for 12 weeks. Μελετήθηκε η δυνατότητα ανάπτυξης καινοτόμων, επαλειφόμενων ανακατεργασμένων τυριών τυρογάλακτος. Μελετήθηκαν οι φυσικοχημικές, ρεολογικές, οργανοληπτικές ιδιότητες και ιδιότητες υφής των δειγμάτων. Παρασκευάστηκαν δείγματα ανακατεργασμένων τυριών τυρογάλακτος με την προσθήκη σταθεροποιητών μεμονωμένα (κ-καραγενάνη: C, ξανθάνη: X, κόμμι γκουάρ: G, κόμμι χαρουπιού: L) και μειγμάτων αυτών (1:1 w/w) (C/X, C/G, C/L, X/G, X/L). Τα δείγματα είχαν όμοια χημική σύσταση και παρόμοια χαρακτηριστικά χρώματος. Τα περισσότερα δείγματα είχαν όμοιο μέσο μέγεθος λιποσφαιρίων, ενώ το δείγμα X είχε το υψηλότερο και το δείγμα C/L το χαμηλότερο, καθώς και τη χαμηλότερη απελευθέρωση λίπους. Από τα αποτελέσματα των δοκιμών λιπαινόμενης συμπιεστής ροής και ανάλυσης κατατομής της υφής, τα δείγματα X, G, L, X/G, C/X είχαν χαμηλές τιμές σκληρότητας, ενώ τα δείγματα C, C/G, C/L και X/L είχαν υψηλές τιμές σκληρότητας. Ως προς την υφή και τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά, το δείγμα X ήταν το πιο μαλακό, συνεκτικό, ελαστικό, με υψηλή λιπαρότητα, κολλώδη και λεία υφή, ενώ το δείγμα C/L ήταν το πιο σκληρό και το λιγότερο συνεκτικό, κολλώδες και λείο. Επίσης, μελετήθηκε η επίδραση των ανωτέρω σταθεροποιητών και μειγμάτων τους σε απλούστερα συστήματα (σταθεροποιητές μεμονωμένα: S, σε συνδυασμό τους με πρωτεΐνες ορού: SW, με κρέμα γάλακτος: SC, με πρωτεΐνες ορού και κρέμα γάλακτος: SWC). Οι ανιονικοί πολυσακχαρίτες έδειξαν έντονη συνέργεια με το κόμμι χαρουπιού, ενώ είχαν μεταξύ τους ανταγωνισμό. Το κόμμι γκουάρ παρουσίασε συνέργεια με την ξανθάνη, αλλά ανταγωνισμό με την κ-καραγενάνη. Η ακαμψία των δειγμάτων των ομάδων SW και SWC με σταθεροποιητές ήταν όμοια. Η ανάλυση παλινδρόμησης έδειξε ότι οι ιδιότητες υφής των ομάδων SW και SC καθορίζουν τις ιδιότητες υφής έως και τη θραύση και τη συνεκτικότητα της ομάδας SWC, αντίστοιχα. Σχετικά με την επίδραση των μεταβολών της χημικής σύστασης στις ιδιότητες των ανακατεργασμένων τυριών τυρογάλακτος με προσθήκη του κόμμεος γκουάρ, προέκυψε ότι και τα εννέα δείγματα που παρασκευάστηκαν ήταν σταθερά, είχαν παρόμοιο χρώμα και μέγεθος λιποσφαιρίων. Εντούτοις, η αύξηση της περιεκτικότητας σε πρωτεΐνες προκάλεσε αύξηση της ακαμψίας, της σκληρότητας, της συνεκτικότητας, του ιξώδους και του ψευδοπλαστικού χαρακτήρα των δειγμάτων, ενώ οδήγησε σε μείωση της απελευθέρωσης λίπους και της επαλειψιμότητάς τους. Τα δείγματα με περιεκτικότητα σε λίπος επί ξηρού από 39 έως 58% (w/w) αξιολογήθηκαν συνολικά ως αποδεκτά από τους δοκιμαστές. Ο χρόνος αποθήκευσης και η θερμοκρασίας αποθήκευσης των δειγμάτων ανακατεργασμένων τυριών τυρογάλακτος κανονικής (F) και ελαττωμένης λιποπεριεκτικότητας (R) οδήγησε σε ελάττωση της σταθερότητας λιποσφαιρίων και σε αύξηση της απελευθέρωσης λίπους. Προέκυψε ότι από την 4η εβδομάδα αποθήκευσης και μετά, τα δείγματα F και R είχαν ελαττωμένο ιξώδη χαρακτήρα, μειωμένη συνοχή και συγκολλητικότητα. Τα δείγματα F εμφάνισαν επιπλέον και ελαττωμένη ακαμψία και ψευδοπλαστικό χαρακτήρα. Τα δείγματα F και R ήταν μικροβιολογικά ασφαλή προς κατανάλωση μετά από αποθήκευσή τους στους 4οC επί 24 εβδομάδες, αλλά και στους 25οC επί 12 εβδομάδες. 334 184 207 Το άρθρο αυτό μελετά τους τρόπους με τους οποίους ο Λουκανός, ως εξωδιηγηματικός επικός αφηγητής, αποδομεί' την αρχική θετική εικόνα του Καίσαρα ως νέου Αινεία/Αυγούστου, όπως αυτή προκύπτει από την προσευχή του τελευταίου στο ρωμαϊκό πάνθεο των στ. 195-200, πριν από τη διέλευση του Ρουβίκωνα. Με τη βοήθεια ποικίλων διακειμένων από το ομηρικό, το βεργιλιανό και το οβιδιανό έπος, το ρητορικό έργο του Κικέρωνα, την ιστοριογραφία του Λιβίου, το τραγικό και φιλοσοφικό opus του Σενέκα, ο Καίσαρας παρουσιάζεται εν τέλει ως αντι-Αινείας (Αχιλλέας, Τύρνος), ως patriae hostis σαν τον Κατιλίνα του Κικέρωνα ή τον Αννίβα του Λιβίου, ως απερίσκε πτος οβιδιανός Φάβιος, ως δεσποτικός και απόμακρος οβιδιανός Δίας/Αύγουστος, ως μιαρός Οιδίποδας ή βάρβαρος στον Σενέκα. Η υπονόμευση αυτή της “φωνής του Καίσαρα διασφαλίζεται στο ενδο-κειμενικό επίπεδο επίσης (μέσω της σύνδεσης, λ.χ., του λόγου του Καίσαρα με την προδοτική στάση του Πομπηίου έναντι των Πάρθων στο 8° βιβλίο του Β.C.). Η αποδόμηση' αυτή του Καίσαρα ως Αινεία/Αυγούστου φέρει προφανείς πολιτικές συνδηλώσεις, καθώς ο Νέρωνας διαμορφώνει τη δημόσια εικόνα του ως princeps στο πλαίσιο της imitatio Augusti. Η διέλευση, τέλος, του φουσκωμένου και ορμητικού Ρουβίκωνα είναι δυνατόν να ερμηνευθεί ως μετα-γλωσσικό σχόλιο για την αφηγηματική μετάβαση από τους εισαγωγικούς στίχους στην κυρίως επική αφήγηση του πρώτου βιβλίου του Β.C. The present paper examines the techniques used by Lucan, as the epic narrator, in order to deconstruct Caesar's initial positive image as a new Aeneas/Augustus, borne out by his prayer to the Roman pantheon before crossing Rubicon. By means of various intertexts to the Homeric, Vergilian and Ovidian epic, Cicero's oratorical production, Livy's historical work and Senecan tragedy and philosophical discourse, Caesar is eventually depicted as an anti-Aeneas (Achilles. Turnus), as a hostis patriae like Cicero's Catiline, as an unwise Ovidian Fabius, as an authoritative and a detached Ovidian Jupiter/Augustus, as a polluted Seneean Oedipus, or as a barbarian. This undermining of Caesar's ‘voice' is further secured on the intratextual level (e.g., through the association of Caesar's words with Pompey's treacherous attitude towards the Parts in B.C. 8). This deconstruction of Caesar as Aeneas/Augustus may bcar contemporary political undertones as well, as Nero crucially fashions himself in terms of an imitatio Augusti. The crossing of a swollen and rush Rubicon is finally read as a meta-linguistic comment on the narrative transition from the introductory lines to the main epic action of B.C.'s first book. 335 218 202 Reduction the distribution of maximum likelihood estimator in regression models Μείωση της μεροληψίας του εκτιμητή μέγιστης πιθανοφάνειας σε μοντέλα παλινδρόμησης The maximum likelihood method is the most widely used method for the pa- rameter estimation in regression models. This method owes its popularity to the desirable properties of the corresponding estimators in the presence of a large sample. However, when a large sample is not available the corresponding estimators are usually biased and the bias a ects signi cantly the nal results. The objective of this thesis is: a) to review some regression models for cate- gorical data such as logistic regression and Cox model for survival analysis, b) to review methods whose aim is bias reduction in parameter estimation for regression models. This thesis focuses on methods based on the Taylor expan- sion, for there is a plethora of references in the literature which are referred to the superiority of those methods. The main method which is presented in that thesis is the method proposed by Firth (1993). The modi ed bias-reduced esti- mator has some superior properties over the traditional maximum likelihood estimator. After describing the theoretical background of di erent methods for the bias reduction of the maximum likelihood estimator we applied Firth's method in two real datasets. In our analyses we used the statistical package of R. Finally, topics for further research are discussed. Η μέθοδος της μεγίστης πιθανοφάνειας είναι η πιο διαδεδομένη μέθοδος εκτίμησης παραμέτρων σε μοντέλα παλινδρόμησης. Η συγκεκριμένη μέθοδος οφείλει τη δημοφιλία της στην ευνοϊκή συμπεριφορά των εκτιμήσεων σε περιπτώσεις μεγάλων συνόλων δεδομένων. Αντίθετα, σε περιπτώσεις μικρών συνόλων δεδομένων οι εκτιμητές που προκύπτουν με βάση αυτή τη μέθοδο είναι συχνά μεροληπτικοί με τη μεροληψία να επιδρά σημαντικά στα αποτελέσματα. Στόχος της μεταπτυχιακής διατριβής είναι: α) η ανασκόπηση μοντέλων παλινδρόμησης που χρησιμοποιούνται συχνά σε πραγματικά προβλήματα με κατηγορικά δεδομένα όπως η λογιστική παλινδρόμηση και το μοντέλο του Cox για την ανάλυση επιβίωσης, β) η ανασκόπηση μεθόδων που στοχεύουν στη μείωση της μεροληψίας των εκτιμήσεων των παραμέτρων σε μοντέλα παλινδρόμησης. Η διατριβή εστιάζει σε μεθόδους που βασίζονται στο ανάπτυγμα του Taylor καθώς πολλές αναφορές παρουσιάζουν αυτές τις μεθόδους ως ανώτερες σε σχέση με άλλες μεθόδους που υπάρχουν στη βιβλιογραφία. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στη μέθοδο μείωσης της μεροληψίας που προτάθηκε από τον Firth (1993) διότι ο τροποποιημένος εκτιμητής μέγιστης πιθανοφάνειας διαθέτει κάποιες επιπρόσθετες θεωρητικές αλλά και πρακτικές ιδιότητες. Στην μεταπτυχιακή διατριβή γίνεται εφαρμογή της μεθόδου του Firth σε δύο πραγματικά σύνολα δεδομένων με τη βοήθεια του στατιστικού πακέτου της R. Τέλος, προτείνονται θέματα για περαιτέρω έρευνα. 336 226 241 The rapid technological development of the 21st century and developments at international and European level have brought about the need for modernization and changes in both the teacher's profile and the effectiveness of the teaching process. The teacher is required to respond to a variety of requirements, with a continuous process of interaction and mutual recognition in order to be aware of the particularities of the context in which he is invited to act. The purpose of this work is to investigate the relationship of the personality of teachers with the Religious Course. The work consists of two parts. The first part is a bibliographic review, containing eight chapters, four of which relate to the teacher's profile (educational roles, socio-professional profiles - trainers training, effective teaching) and the other four are related to the Religious Course. They focus on religious education, course participants and the interdisciplinary approach of the lesson. The second part of the thesis consists of the research piece. It is a public opinion poll, a survey of trends and public opinion about a specific issue of particular interest. The sample of the survey consisted of 100 primary school teachers and the questionnaire was selected as a methodological tool. In fact, the data was processed with the SPSS statistical packet. The results are discussed in this paper and can be used for future research. Η ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη του 21ου αι. και οι εξελίξεις σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, επέφεραν την ανάγκη εκσυγχρονισμού και αλλαγών τόσο στο προφίλ του εκπαιδευτικού, όσο και στην αποτελεσματικότητα της διδακτικής διαδικασίας. Ο εκπαιδευτικός καλείται να ανταποκριθεί σε ποικίλες απαιτήσεις, με μια συνεχή διαδικασία αλληλεπίδρασης και αμοιβαίας αναγνώρισης προκειμένου να γνωρίζει τις ιδιαιτερότητες του πλαισίου, στο οποίο καλείται να δράσει. Ένα πλαίσιο δράσης που τα τελευταία χρόνια για την Ελλάδα έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά από την υποδοχή στο σχολείο παιδιών προσφύγων και μεταναστών με διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο και διαφορετικό θρήσκευμα. Ο σκοπός της εκπόνησης της συγκεκριμένης εργασίας εστιάζεται στη διερεύνηση των απόψεων των εκπαιδευτικών για το Μάθημα των Θρησκευτικών. Η εργασία αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο μέρος εστιάζεται στη βιβλιογραφική ανασκόπηση σχετικά με το θέμα. Περιλαμβάνει οχτώ κεφάλαια, τέσσερα εκ των οποίων σχετίζονται με το προφίλ του εκπαιδευτικού (ρόλοι του εκπαιδευτικού, κοινωνικό-επαγγελματικό προφίλ-εκπαίδευση εκπαιδευτών, αποτελεσματική διδασκαλία) και τα υπόλοιπα τέσσερα αφορούν στο Μάθημα των Θρησκευτικών. Εδώ εξετάζονται πτυχές της θρησκευτικής εκπαίδευσης, οι παράγοντες του μαθήματος αλλά και η διεπιστημονική προσέγγιση του μαθήματος. Το δεύτερο μέρος της εργασίας αποτελείται από το ερευνητικό κομμάτι. Πρόκειται για μια σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης, προκειμένου να εντοπιστούν οι απόψεις του δείγματος επί συγκεκριμένου θέματος ιδιαίτερου ενδιαφέροντος. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 100 εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και ως μεθοδολογικό εργαλείο επιλέχθηκε το ερωτηματολόγιο. Η επεξεργασία των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με το στατιστικό πακέτο SPSS. Τα αποτελέσματα συζητούνται στην παρούσα εργασία και μπορούν να αξιοποιηθούν για μελλοντική έρευνα. 337 456 450 The particular PhD thesis provides a theoretical and empirical research on the economics of human capital. From a theoretical point of view, I offer a classification of several approaches, so that the reader can understand in a clear way the similarities and differences between as well as within the branches. Regarding empirics, the results provide controversial evidence on the growth effects of human capital. For this reason, I first conduct meta-regression analysis (MRA) of the effect of education on economic growth. The MRA results show that there is substantial publication selection bias towards a positive impact of education on growth. Once I account for this, I find evidence of a genuine growth effect of education. The variation in reported estimates depends critically on the specific features of the study. These findings do not imply that the positive impact of education on growth postulated by theory does not exist. It may be the case that the problems characterizing empirical research on this question are so severe that they make it impossible to uncover this influence. In addition, I employ panel unit root and cointegration techniques to study the relation between output growth, labor, physical capital, education, health as well as R&D, using state-level data for the US. The obtained CCEMG and AMG findings suggest that labor, private capital and education exert a positive effect on state income, whereas health and R&D are insignificantly related to output. In contrast, the income effect of public capital is negative. This evidence qualifies education as an effective instrument for regional policies aiming at narrowing income gaps across US states. Finally, I use spatial econometric methods to study the role of different types of spillovers (geographic, social and economic) on the economic status of the US states. Using a health production function model, the spatial IV results imply that education and health expenditure are the main determinants of longevity, whereas smoking bears a negative influence. For robustness, I also use health spending as well as education criteria, apart from the geographical ones. In the first case, states with similar health expenditure are "neighbors" and affect in turn positively the life expectancy process, whereas in the second one, education neighbors do not affect life expectancy. These estimates robustly demonstrate that geographical and economic linkages imply strong cross-state spillovers, which justify the need for harmonized policies with strategic coordination for life expectancy aiming at economic and social cohesion across US states. Thus, it is noteworthy to enrich the analysis of human capital with more indicators that comprise different levels and forms of human capital. Further measures can be developed that enable an improved approximation of human capital, by incorporating the dimensions of both space and time in the analysis, because history and geography matter. Η συγκεκριμένη διδακτορική διατριβή αποτελεί μια θεωρητική και εμπειρική έρευνα για τα οικονομικά του ανθρώπινου κεφαλαίου. Θεωρητικά, προτείνω μια ταξινόμηση διαφόρων προσεγγίσεων, έτσι ώστε ο αναγνώστης να κατανοήσει με σαφήνεια τις ομοιότητες και τις διαφορές μεταξύ και εντός των μελετών. Εμπειρικά, τα αποτελέσματα παρέχουν αμφιλεγόμενα στοιχεία σχετικά με τις επιπτώσεις του ανθρώπινου κεφαλαίου στην ανάπτυξη. Γι’ αυτό, διεξάγω πρώτα μια μετα-παλινδρόμηση για την επίδραση της εκπαίδευσης στην ανάπτυξη. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι υπάρχει σφάλμα δημοσίευσης προς την κατεύθυνση ενός θετικού αντίκτυπου της εκπαίδευσης στην ανάπτυξη. Από τη στιγμή που αναδεικνύεται αυτό, επιβεβαιώνω μια αυθεντική επίδραση της εκπαίδευσης στην ανάπτυξη. Η διαφοροποίηση των εκτιμήσεων εξαρτάται από τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της μελέτης. Αυτά τα ευρήματα δεν δείχνουν ότι δεν υπάρχει ο θετικός αντίκτυπος της εκπαίδευσης στην ανάπτυξη όπως υποδηλώνεται από τη θεωρία. Μπορεί να σημαίνει ότι τα προβλήματα που χαρακτηρίζουν την εμπειρική έρευνα σχετικά με αυτό το ερώτημα είναι τόσο σοβαρά που καθιστούν αδύνατη την ανεύρεση αυτής της επιρροής. Επιπλέον, χρησιμοποιώ τεχνικές μοναδιαίας ρίζας και συνολοκλήρωσης για να μελετήσω τη σχέση ανάμεσα στην παραγωγή, το εργατικό δυναμικό, το φυσικό κεφάλαιο, την εκπαίδευση, την υγεία καθώς και την έρευνα και ανάπτυξη, χρησιμοποιώντας δεδομένα σε επίπεδο πολιτείας για τις ΗΠΑ. Τα πορίσματα υποδηλώνουν ότι η εργασία, το φυσικό κεφάλαιο και η εκπαίδευση ασκούν θετική επίδραση στο εισόδημα, ενώ η υγεία καθώς και η έρευνα και ανάπτυξη δεν σχετίζονται με την παραγωγή. Αντίθετα, η εισοδηματική επίδραση του δημόσιου κεφαλαίου είναι αρνητική. Τα στοιχεία αυτά αναδεικνύουν την εκπαίδευση ως ένα αποτελεσματικό μέσο περιφερειακών πολιτικών για τη μείωση εισοδηματικών διαφορών μεταξύ των αμερικανικών πολιτειών. Τέλος, χρησιμοποιώ χωρικές οικονομετρικές μεθόδους για να μελετήσω το ρόλο διάφορων τύπων αλληλεπίδρασης (γεωγραφικών, κοινωνικών και οικονομικών) στην οικονομική κατάσταση των πολιτειών των ΗΠΑ. Χρησιμοποιώντας μια συνάρτηση παραγωγής για την υγεία, τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι οι δαπάνες για την εκπαίδευση και την υγεία είναι καθοριστικοί παράγοντες για τη μακροζωία, ενώ το κάπνισμα επιδρά αρνητικά. Για λόγους ευρωστίας, χρησιμοποιώ τις δαπάνες για την υγεία καθώς και εκπαιδευτικά κριτήρια, εκτός από τα γεωγραφικά. Στην πρώτη περίπτωση, οι πολιτείες με παρόμοιες δαπάνες για την υγεία είναι "γείτονες" και επηρεάζουν με τη σειρά τους θετικά το προσδόκιμο ζωής, ενώ στη δεύτερη, οι εκπαιδευτικοί "γείτονες" δεν επηρεάζουν το προσδόκιμο ζωής. Αυτές οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι οι γεωγραφικές και οικονομικές σχέσεις συνεπάγονται ισχυρές διασυνοριακές αλληλεπιδράσεις, οι οποίες δικαιολογούν την ανάγκη για εναρμονισμένες πολιτικές με στρατηγικό συντονισμό του προσδόκιμου ζωής που στοχεύει στην οικονομική και κοινωνική συνοχή των ΗΠΑ. Άρα, αξίζει να εμπλουτιστεί η ανάλυση του ανθρώπινου κεφαλαίου με περισσότερους δείκτες που περιλαμβάνουν διαφορετικά επίπεδα και μορφές ανθρώπινου κεφαλαίου. Μπορούν να αναπτυχθούν περαιτέρω μέτρα που επιτρέπουν μια βελτιωμένη προσέγγιση του ανθρώπινου κεφαλαίου, ενσωματώνοντας τις διαστάσεις του χώρου και του χρόνου στην ανάλυση, διότι η ιστορία και η γεωγραφία έχουν σημασία. 338 483 510 Intercultural education through the anthology texts of the primary Διαπολιτισμική εκπαίδευση μέσα από τα ανθολόγια κείμενα του δημοτικού σχολείου Nowadays, while living in societies of great cultural diversity characterizing the 21st century and because of the globalization the European integration and the increasing immigration, the close society of the pre-industrial period, when almost all its members remained forever in the same social-professional environment, has been turned into a society characterized by intense geographical and social motility. The reality, as it was formed after the 2nd World War, caused a huge immigration wave, mainly towards the industrial countries of Northern Europe, aiming at finding a job, while there are also immigrants who change country for religious and political reasons (GCM, 2005 Marvakis, 2001). The migratory phenomenon is connected with the Greek history, as our past is full of examples of colonialism, immigration, refuge and repatriation. Although Greece until the 1960s was a country from which many immigrants departed, since the 1970s has been turned into a country which host immigrants mainly from Albania, Russia, Bulgaria, Romania, Pakistan, India, Egypt and the Philippines (Mitilis, 1998 Nikolaou, 2009).The aforementioned claim is underlined by the multicultural character of the modern societies and thus by that of the school classes (Markou, 1996), a fact that imposes as a prerequisite the need for dealing with the cognitive process through a renewed way of thinking (Gotovos, 2002). Multiculturalism not only presents a reality characterized by diversity and multiple identities but it also defines a specific society while the latter is in favour of this change (Bloor, 2010). In this reality education unavoidable, couldn’t have remained unaffected. Thus, specific educational policies have been adopted by host countries in order the new multicultural reality to be faced. The current study deals with the question if school textbooks and especially those containing pieces of literature, taught throughout Primary School (1st-6st), are appropriate for a school as a place where every day different personal stories and different beliefs meet each other. Furthermore, it is examined if the books include facts which pinpoint both motility and interaction between languages and cultures mainly the diverse identity and the complexity of the existence. In other words, is the specific handbook a tool adapted to the challenges of nowadays? To be more specific through the content analysis of both the texts and the activities and by following the example of summary we studied in what extent the meanings of multiculturism and interculturism are developed at an educational level. In addition, we examined if some elements of the Greek history and civilization are promoted through those texts. From our research it occurs that there is an attempt to diffuse multiculturism through the curriculum so as the principles of the intercultural education to become a daily occurrence for every school unity. In that way pupils’ experiences are reinforced so as they are able to write their own ‘book’, to present their own reality and make themselves heard in the classroom. Στις μέρες μας, στις κοινωνίες της πολιτισμικής ετερότητας του 21ου αι., λόγω της παγκοσμιοποίησης, της ευρωπαϊκής ενοποίησης και της εντεινόμενης μεταναστευτικής κίνησης, η κλειστή κοινωνία της προβιομηχανικής εποχής, στην οποία σχεδόν κάθε μέλος της παρέμεινε εφ’ όρου ζωής σε ένα κοινωνικο-επαγγελματικό περιβάλλον, μεταλλάχθηκε σε μία κοινωνία που χαρακτηρίζεται από έντονη κινητικότητα γεωγραφικά και κοινωνικά. Η πραγματικότητα έτσι όπως διαμορφώθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο δημιούργησε ένα τεράστιο μεταναστευτικό κύμα, κυρίως προς τις χώρες του ευρωπαϊκού βορρά, δηλαδή τις βιομηχανικές, με σκοπό την εύρεση εργασίας, ενώ μεταναστεύσεις σημειώνονται και για θρησκευτικούς και πολιτικούς λόγους (GCM,2005 Μαρβάκης, 2001). To μεταναστευτικό φαινόμενο είναι συνυφασμένο με την ιστορία του ελληνισμού, καθώς το παρελθόν μας βρίθει από παραδείγματα αποικιοκρατίας, μετανάστευσης, προσφυγιάς και παλιννόστησης. Και ενώ η Ελλάδα μέχρι τη δεκαετία του 1960 αποτελούσε παραδοσιακά μια χώρα εξαγωγής μεταναστών, από το 1970 και μετά αρχίζει να μετατρέπεται σε χώρα υποδοχής αυτών κυρίως από Αλβανία, Ρωσία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Πακιστάν, Ινδία, Αίγυπτο και Φιλιππίνες (Μίτιλης, 1998 Νικολάου, 2009). Την προαναφερθείσα θέση ενισχύει ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας των σύγχρονων κοινωνιών και κατ’ επέκταση των σχολικών τάξεων (Μάρκου, 1996), ο οποίος επιβάλλει την αντιμετώπιση της μαθησιακής διεργασίας υπό ένα ανανεωμένο πρίσμα (Γκότοβος, 2002). Η πολυπολιτισμικότητα περιγράφει μια πραγματικότητα που χαρακτηρίζεται από ποικιλομορφία (diversity) και πολλαπλές ταυτότητες (multiple identities) και ορίζει μια συγκεκριμένη κοινωνία, τη στιγμή που η τελευταία παρουσιάζει θετική στάση απέναντι σ’ αυτήν την αλλαγή (Bloor, 2010). Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, εύλογα η εκπαίδευση δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη. Ως εκ’ τούτου, διαμορφώθηκαν εκπαιδευτικές πολιτικές από τις χώρες υποδοχής, με σκοπό να αντιμετωπιστεί η νέα πολυπολιτισμική πραγματικότητα ( Τζωρτζοπούλου & Κοτζαμάνη , 2008). Η παρούσα μελέτη πραγματεύεται κατά πόσο τα σχολικά εγχειρίδια και συγκεκριμένα τα ανθολόγια κείμενα των τάξεων ( Α-ΣΤ) του Δημοτικού Σχολείου συνδέονται με το σχολείο ως χώρο όπου καθημερινά συναντώνται διαφορετικές προσωπικές ιστορίες και διαφορετικοί τρόποι αντίληψης του κόσμου. Επιπρόσθετα αν εμπεριέχουν στοιχεία που αναδεικνύουν την κινητικότητα και την αλληλεπίδραση πολιτισμών και γλωσσών, με άλλα λόγια την πολλαπλή ταυτότητα και την πολυπλοκότητα της ύπαρξης. Είναι, με άλλα λόγια, το εν λόγω εγχειρίδιο εργαλείο προσαρμοσμένο στις προκλήσεις της εποχής; Πιο συγκεκριμένα μέσα από την ανάλυση περιεχομένου (content analysis) των κειμένων και των δραστηριοτήτων και ακολουθώντας το παράδειγμα της συγκεφαλαίωσης, εξετάσαμε κατά πόσο αναπτύσσονται οι έννοιες της πολυπολιτισμικότητας και της διαπολιτισμικότητας σε εκπαιδευτικό επίπεδο. Επιπλέον εξετάστηκε και κατά πόσο προβάλλονται στοιχεία της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσα από τα κείμενα αυτά. Από την έρευνα προέκυψε ότι επιχειρείται διάχυση της πολυπολιτισμικότητας μέσα από το αναλυτικό πρόγραμμα, ώστε οι αρχές της διαπολιτισμικής αγωγής να αποτελούν καθημερινή πρακτική κάθε σχολικής μονάδας. Ενθαρρύνεται η επεξεργασία «κειμένων ταύτισης» (Schester & Cummins 2003): κείμενα κατανοητά και με πραγματικό νόημα για τους μαθητές και κείμενα που δημιουργούν οι ίδιοι μαθητές, που προωθούν τις διαδικασίες θετικής νοηματοδότησης και τις συνθήκες διαπραγμάτευσης της ταυτότητας στο πλαίσιο μιας μετασχηματιστικής παιδαγωγικής κατεύθυνσης ( Kegan, 2009). Ενισχύεται, έτσι, η αξιοποίηση των εμπειριών των μαθητών, ώστε να γράφουν οι ίδιοι το «βιβλίο» τους, να κατατίθενται τα βιώματά τους και να ακούγονται και οι δικές τους φωνές μέσα στην τάξη. 339 217 224 οι αλλαγές του αξιακού συστήματος στα αναγνωστικά της Ε' και ΣΤ' δημοτικού κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1975-1985 The purpose of this study is the comparative analysis of the value system which characterizes the Greek language textbooks of the 5th and 6th grade in primary schools between 1975 and 1985. Studying the respective bibliography and having as a starting point the acceptance that the textbooks transfer not only knowledge but also values and attitudes, the present paper detect the values and the ideas that were promoted by the textbooks and contribute to children's socialization. The methodological issue approach was conducted by using the context analysis method. the main categories were: nation and state, religion, family and employment. for the data analysis was taken into consideration the historical, social and educational background in which the textbooks were authored. the present study, also, followed the historical method. To sum up, the textbooks after the political changeover transfer, to a great extend, same values. especially the textbooks of 1975 and 1979 seem to carry almost the same values. the textbooks of 1985, on the other hand, seem to carry values that were absent in the previous textbooks and at the same time some of the values were presented in a different way. the most basic values which seem to be maintained and reproduced are those of love for the country and family, the industirousness and the religious values. O σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η συγκριτική μελέτη του αξιακού συστήματος που διέπει τα σχολικά εγχειρίδια του γλωσσικού μαθήματος, των τάξεων Ε' και Στ' Δημοτικού, κατά την δεκαετία 1975 -1985. Μελετώντας την σχετική βιβλιογραφία και με αφετηρία την παραδοχή πως το σχολικό βιβλίο δε μεταφέρει μόνο γνώσεις, αλλά, επίσης, διαμορφώνει στάσεις και αξίες, μελετήθηκαν οι αξίες και τα πρότυπα τα οποία προβάλλονται διαχρονικά στα συγκεκριμένα αναγνωστικά και συμβάλλουν στην κοινωνικοποίηση των παιδιών. Η μεθοδολογική προσέγγιση του θέματος έγινε με την τεχνική της ανάλυσης περιεχομένου των κειμένων των αναγνωστικών που μελετήθηκαν. οι βασικές κατηγορίες ανάλυσης ήταν: το έθνος και η πατρίδα, η θρησκεία, η οικογένεια και η εργασία. η ανάλυση έγινε σε άμεση συνάρτηση με το ιστορικό, κοινωνικό και εκπαιδευτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν τα αναγνωστικά και σύμφωνα με τις αρχές της ιστορικής μεθόδου. Συμπερασματικά, από τη μελέτη προκύπτει ότι τα αναγνωστικά βιβλία που έπονται της μεταπολίτευσης προβάλλουν σε μεγάλο βαθμό κοινές αξίες. ειδικότερα, μεγαλύτερη ταύτιση παρατηρείται στα βιβλία του 1975 και του 1979, ενώ, τα βιβλία της μεταρρύθμισης του 1985 διαφοροποιούνται ελαφρώς, προβάλλοντας και νέες αξίες. οι βασικότερες αξίες που φαίνεται να συντηρούνται και να αναπαράγονται είναι η αξία της αγάπης για την πατρίδα και την οικογένεια, η εργατικότητα και οι θρησκευτικές αξίες. 340 460 459 Investigation of post-transcriptional regulation of c-myc mRNA by RNA binding proteins Διερεύνηση της μετα-μεταγραφικής ρύθμισης του c-myc mRNA από πρωτεΐνες πρόσδεσης RNA Aberrant expression of c-MYC is involved in many stages of carcinogenesis. Thus, its expression requires tight control on many levels including post transcriptional regulation. c-myc mRNA carries within the coding region a 249 nucleotide sequence (Coding Region instability Determinant -CRD) that confers instability and suppresses translation. This sequence is recognized by the mRNA binding protein IMP1, which stabilizes c-myc mRNA, protecting it from endonucleases. IMP1 is expressed in fetal tissues and de novo in malignancies. It is phosphorylated at Tyr 396 by Src kinase and at Ser 181 by mTORC2, respectively. In this study, the possible effect of these modifications upon the expression of c-MYC was investigated. The translatability of the chimaeric transcripts carrying the CRD c-myc sequence, in frame, was reduced by 35% in the presence of the Src kinase inhibitor (SrcI1) although the corresponding levels of mRNA were increased. Chimaeric luciferase plasmids carrying the CRD c-myc sequence, were co-transfected with plasmids expressing the wild-type IMP1 protein (IMP1wt) or its mutant counterpart (IMP1Y396F). IMP1wt reduced translatability by 20% while over-expression of the mutant protein by 35%. Inhibition of Src activity in the presence of IMP1wt further reduced the translatability of the chimaeric transcripts. IMP1Y396F or IMP1wt in the presence of the Src inhibitor, were detected in cytoplasmic granules. Under these conditions, the endogenous c-myc mRNA was stabilized, although it was not translated indicating that in the absence of Src signaling IMP1 stored reversibly c-myc mRNA in cytoplasmic granules.Inhibition of mTORC2 signaling resulted in the destabilization of chimaeric transcripts as well as of the endogenous c-myc mRNA, 20% and 32%, respectively. However, an increase of 80% in c-ΜΥC protein levels was observed in the presence of the Torin1 inhibitor, while the presence of the IMP1S181A protein doubled c-ΜΥC levels and caused apoptosis in 23% of the cells.In order to augment c-ΜΥC expression and enhance apoptosis, sequential inhibition of IMP1 phosphorylation by the two pathways was applied. The accumulated ''stored'' c-myc mRNA, due to the presence of SrcI1 for 48 hours, after the subsequent exposure of the cells to the inhibitor Torin1 yielded increased protein levels of both the chimaeric transcripts carrying the CRD sequence and the endogenous c-ΜΥC, 2.5 and 3 fold, respectively. Such an increase in c- MYC levels caused apoptosis in 44% of the cell population.Finally, the effect of the sequential action of the Src kinase inhibitor AZD0530 and Torin1, upon HeLa cell xenografts was evaluated. Administration of the AZD0530 inhibitor did not cause any change in tumor growth rate. However, the prior exposure of tumor cells to AZD0530 enhanced the effect of Torin1. The sequential use of the two substances resulted in statistically significant inhibition of the xenograft growth compared to those exposed to Torin1 alone. Η έκτοπη έκφραση της πρωτεΐνης c-ΜΥC εμπλέκεται σε πολλά στάδια καρκινογένεσης. Ως εκ τούτου, η έκφρασή της απαιτεί αυστηρό έλεγχο σε πολλά επίπεδα, συμπεριλαμβανομένης της μετα-μεταγραφικής ρύθμισης. Το c-myc mRNA φέρει εντός της κωδικής περιοχής μία αλληλουχία 249 νουκλεοτιδίων (Coding Region instability Determinant- CRD) που προσδίδει αστάθεια και καταστέλλει τη μετάφραση. Αυτή η αλληλουχία αναγνωρίζεται από την πρωτεΐνη πρόσδεσης mRNA ΙΜΡ1, η οποία σταθεροποιεί το c-myc mRNA, προστατεύοντάς το από ενδονουκλεάσες. Η ΙΜΡ1 εκφράζεται σε εμβρυϊκούς ιστούς και de novo σε κακοήθειες. Φωσφορυλιώνεται στο κατάλοιπο Tyr 396 από την κινάση Src και στο κατάλοιπο Ser181 από την κινάση mTORC2, αντίστοιχα.Στην παρούσα μελέτη, διερευνήθηκε η πιθανή επίδραση αυτών των τροποποιήσεων στην έκφραση της c-ΜΥC. Η μεταφρασιμότητα των χιμαιρικών μετάγραφων που φέρουν την αλληλουχία CRD του c-myc mRNA, εντός πλαισίου ανάγνωσης, μειώθηκε κατά 35% παρουσία του αναστολέα της κινάσης Src (SrcI1) αν και τα αντίστοιχα επίπεδα του mRNA αυξήθηκαν. Τα χιμαιρικά πλασμίδια λουσιφεράσης που φέρουν την αλληλουχία CRD, συνδιαμολύνθηκαν με πλασμίδια που εκφράζουν την πρωτεΐνη IMP1 αγρίου τύπου (IMP1wt) ή το μεταλλαγμένο ομόλογό της (ΙΜΡ1Υ396F). Η IMP1wt μείωσε την μεταφρασιμότητα κατά 20% ενώ η υπερεκφράση της μεταλλαγμένης πρωτεΐνης κατά 35%. Η αναστολή της δράσης της Src παρουσία IMP1wt μείωσε περαιτέρω την μεταφρασιμότητα των χιμαιρικών μεταγραφών. Οι ΙΜΡ1Υ396F ή IMP1wt παρουσία του αναστολέα, εντοπίστηκαν σε κυτταροπλασματικά κοκκία. Υπό αυτές τις συνθήκες, το ενδογενές c-myc mRNA σταθεροποιήθηκε, αν και δεν μεταφράστηκε υποδεικνύοντας ότι απουσία σηματοδότησης Src, η ΙΜΡ1 αποθηκεύει αντιστρεπτά το c-myc mRNA σε κυτταροπλασματικές δομές. Η αναστολή της mTORC2 σηματοδότησης είχε ως αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση των χιμαιρικών μετάγραφων καθώς και του ενδογενούς c-myc mRNA, 20% και 32% αντίστοιχα. Εντούτοις, παρατηρήθηκε αύξηση κατά 80% στα επίπεδα της πρωτεΐνης c-ΜΥC παρουσία του αναστολέα Torin1, ενώ η παρουσία της πρωτεΐνης IMP1S181A διπλασίασε τα επίπεδα της πρωτεΐνης c-ΜΥC και προκάλεσε απόπτωση στο 23% των κυττάρων.Για να επιτευχτεί περαιτέρω αύξηση της έκφρασης της c-ΜΥC και ενίσχυση της απόπτωσης εφαρμόστηκε διαδοχική αναστολή της φωσφορυλίωσης της ΙΜΡ1 μέσω των δύο οδών. Το συσσωρευμένο c-myc mRNA, λόγω της παρουσίας SrcI1 για 48 ώρες, κατόπιν της επακόλουθης έκθεσης των κυττάρων στον αναστολέα Torin1 απέδωσε αυξημένα επίπεδα πρωτεΐνης τόσο των χιμαιρικών μετάγραφων που φέρουν την αλληλουχία CRD όσο και της ενδογενούς c-ΜΥC, 2,5 και 3 φορές, αντίστοιχα. Η αύξηση αυτή των επιπέδων της c-ΜΥC προκάλεσε απόπτωση στο 44% του κυτταρικού πληθυσμού.Τέλος, αξιολογήθηκε η επίδραση της διαδοχικής δράσης του αναστολέα κινάσης Src AZD0530 και Torin1, σε ξενομοσχεύματα HeLa κυττάρων. Η χορήγηση του αναστολέα AZD0530 δεν προκάλεσε καμία μεταβολή στον ρυθμό ανάπτυξης των όγκων. Προηγηθείσα όμως έκθεση των καρκινικών κυττάρων στον AZD0530 ενίσχυσε τη δράση του Torin1. Η διαδοχική χρήση των δύο ουσιών οδήγησε σε στατιστικά σημαντική αναστολή της αύξησης του μεγέθους των ξενομοσχευμάτων σε σύγκριση με εκείνους που εκτέθηκαν μόνο στον Torin1. 341 255 281 Μελέτη της δομικής ακεραιότητας συνθέτων υλικών αεροπορικού τύπου με τη χρήση υπέρυθρης θερμογραφίας In the present thesis an analysis of the structural integrity of aviation type composite materials was carried out. Specifically polymer matrix composites reinforced with carbon fibers (CFRP)were examined using the non-destructive method of infrared thermography. The aim of this work was the detection of representative damages to the aeronautic composite structures such as impact detachments or artificial defects using infrared thermography. In the first part is presented the theoretical background. The first chapter referred to the non-destructive tests (NDT) that have become an integral part of the material science because it allows the determination of material parameters (such as microstructure and macrostructure, mechanical stress, physical properties, defects etc.) at almost any point, line, surface, or volume of interest and in almost any state during the life of the material. The first chapter also referred to the non destructive test used in the present study, the infrared thermography and specifically the Lock-in method. The second chapter referred to the composite materials, namely materials that come from physical mixing of two or more materials with the aim to create a material with final properties different from those of the materials constituting it. Also mentioned the CFRPs and its importance as a building block nowadays. In the third part are presented the experimental setup and the results of the experimental process. Finally the results are interpreted according to the theoretical background of the first part. In conclusion the use of Lock-in infrared thermography is an appropriate and reliable method for detecting artificial defects and damages in CFRP materials. Στα πλαίσια της παρούσας διατριβής πραγματοποιήθηκε η μελέτη της δομικής ακεραιότητας σύνθετων υλικών αεροπορικού τύπου συγκεκριμένα σύνθετα πολυμερικής μήτρας ενισχυμένα με ίνες άνθρακα (Carbon Fiber Reinforced Polymer, CFRP) με τη χρήση της μη καταστροφικής μεθόδου, της υπέρυθρης θερμογραφίας. Σκοπός της παρούσας διατριβής αποτέλεσε η ανίχνευση αντιπροσωπευτικών ζημιών σε σύνθετες αεροναυτικές δομές όπως οι αποκολλήσεις από κρούση ή τεχνητά ελαττώματα με χρήση της υπέρυθρης θερμογραφίας. Στο πρώτο μέρος της παρούσας διατριβής παρουσιάζεται το θεωρητικό υπόβαθρο. Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται αρχικά στους μη καταστροφικούς ελέγχους (ΜΚΕ) που έχουν γίνει αναπόσπαστο μέρος της μελέτης των υλικών διότι επιτρέπει τον προσδιορισμό των παραμέτρων του υλικού (όπως η μικροδομή και η μακροδομή, η μηχανική τάση, οι φυσικές ιδιότητες, και τα ελαττώματα/βλάβες) σε σχεδόν οποιοδήποτε σημείο, γραμμή, επιφάνεια, ή όγκο ενδιαφέροντος και σε σχεδόν οποιαδήποτε κατάσταση κατά τη διάρκεια ζωής του υλικού. Επίσης, στο πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται ο μη καταστροφικός έλεγχος που χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα διατριβή, η θερμογραφία υπερύθρου αλλά και η τεχνική που χρησιμοποιήθηκε αυτή της Lock-in θερμογραφίας. Το δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται στα σύνθετα υλικά (Composite Materials), που ως σύνθετα υλικά ορίζονται τα υλικά που προέρχονται από την φυσική ανάμιξη δύο ή περισσότερων υλικών με σκοπό την δημιουργία ενός υλικού με τελικές ιδιότητες διαφορετικές από τις αντίστοιχες των αρχικών υλικών. Επίσης γίνεται αναφορά στα CFRPs και στη σημασία τους ως δομικά στοιχεία στις μέρες μας. Τέλος, στο τρίτο μέρος παρουσιάζονται αναλυτικά η πειραματική διάταξη, τα αποτελέσματα της πειραματικής διαδικασίας και ερμηνεύονται βάσει του θεωρητικού υποβάθρου του πρώτου μέρους. Συμπεραίνεται ότι, η χρήση της Lock-in θερμογραφίας υπερύθρου είναι μία κατάλληλη και αξιόπιστη μέθοδος για την ανίχνευση τεχνητών ελαττωμάτων αλλά και βλαβών σε CFRP υλικά. 342 24 23 Βιολογικοί, ψυχολογικοί και παράγοντες της οικονομικής κρίσης που σχετίζονται με διάγνωση Μείζονος Κατάθλιψης και με τον Κίνδυνο Αυτοκτονίας σε ασθενείς με Ρευματοειδή Αρθρίτιδα In people with chronic illnesses, the perceived impact of current crisis is associated with suicide risk only in those with greater depressive symptom burden 343 877 1020 Διερεύνηση της σχέσης των μιτοχονδρίων και της α-synuclein στα χαρακτηριστικά του νευρικού κυττάρου που σχετίζονται με τη νόσο του Parkinson Parkinson’s disease (PD) is a progressive, neurodegenerative movement disorder that affects approximately 1% of adults aged 60 and over. It is characterized by the selective degeneration of dopaminergic neurons in the substantia nigra, accumulation of α-synuclein (α-syn) fibrils, and impaired mitochondrial function. Alpha-synuclein is a small acidic protein consisting of 140 amino acids, located mainly in the presynaptic terminals. Increased expression of wild type α-syn leads to dopaminergic neuron degeneration in transgenic mouse models. Mitochondria are vital for neuronal cell survival and function, as they are key regulators of energy metabolism, intracellular calcium homeostasis, NAD+/NADH ratio, generation of endogenous reactive oxygen species and apoptosis. Mitochondrial dysfunction induces α-syn aggregation, which constitutes the main component of Lewy bodies. On the other hand, α-syn can lead to a dose-dependent loss of mitochondrial transmembrane potential (Γυm). The mechanisms underlying the interplay between α-syn and mitochondrial dysfunction, as well as their potential involvement in neurodegeneration are not yet clear. The aim of this thesis was the generation of relevant cellular models for investigating molecular interactions and signaling pathways that are involved in the progressive appearance of PD-related cell phenotypes, focusing on the influence of α-synuclein in mitochondrial function. As such models, we considered the exposure of neuronal cells in conditions that lead to mitochondrial impairment, namely the presence of neurotoxins that increase the load of free radicals, and the generation cytoplasmic hybrid cells (cybrids) by replacing the mitochondria of healthy neuronal cells with the mitochondria from patients with inherited forms of the disease. We developed and characterized both models. The detailed analysis of the first of model, led to the identification of mitochondrial LonP1 protease, a protein already known for its role in protein quality control in mitochondria. Our experiments uncovered a previously unknown connection of this protein with the occurrence of pathological features of the disease in the neuronal cells, such as α-synuclein aggregation and mitochondrial dysfunction. In order to develop the first model, we cultured cells of neural origin in conditions of mild but continuous (chronic) oxidative stress challenge. We used the SHSY5Y human dopaminergic neuroblastoma cells and the catecholaminergic neurotoxin 6- hydroxydopamine (6-OHDA), a hydroxylated analog of dopamine (DA). This substance is accumulated in the cytoplasm, induces the formation of hydrogen peroxide and inhibits the activity of the mitochondrial respiratory chain complex I. We found that prolonged exposure of SHSY5Y cells to low concentrations of 6-OHDA (1ιM and 5ιM) for 16 consecutive cell passages (P:16) induces formation of α-synuclein inclusions (which are starting to emerge from P:12), and leads to a significant increase in α-syn protein levels. Importantly, some of these inclusions exhibit Lewy body appearance as revealed by the phosphorylation of α-syn at the serine residue 129 (S129). These phenotypes are accompanied by a reduction of the mitochondrial membrane potential (Γυm), and an increased accumulation of α-syn in mitochondria. Furthermore, under the same conditions we observed activation and translocation of the active forms of Akt kinase and the transcription factor FOXO3a in mitochondria. A mass spectrometry screen to identify mitochondrial proteins that are differentially expressed in rotenone-stressed SH-SY5Y cells overexpressing wild-type or mutant forms of alpha-synuclein revealed a set of proteins, including the mitochondrial protease LonP1. A marked upregulation of LonP1 was observed in conditions where the cells were overexpressing α-synuclein in the presence of 6-OHDA, but not in either condition alone. Further scrutiny in the chronic model revealed a considerable translocation of this protease in the nucleus of the treated cells, and biochemical fractionation revealed a tight association of LonP1 with the chromatin. Immunoprecipitation experiments combined with mass spectrometry (MS) led to the identification of proteins that interact with LonP1 selectively in the PD-related condtions. These proteins are mainly involved in biological processes related to DNA replication, transcription and translation as well as in proteasome function. These findings put forward a new role of the mitochondrial protease LonP1 in the nucleus, and leave open the possibility that LonP1 may be a key molecule in the communication between mitochondria and nucleus (for example, by affecting the expression of selected nuclear genes in response to a mild oxidative stress). The immunoprecipitation experiments confirmed that Hsp90 interacts directly with LonP1, an observation that was previously unknown. In conclusion, this study has led to the development of a reliable in vitro system to study the progression of Parkinson’s disease. By using a series of biochemical and cell biology approaches we demonstrated that this system can faithfully recapitulate many of the key PD features that have been reported in previous in vitro and in vivo studies, in a chronological order, and we have identified a new role of the mitochondrial protease LonP1 in the nucleus, probably important for the advancement of Parkinson's disease. Finally, focusing on the mitochondrial function, we developed cybrid cell lines containing mitochondria from patients with the inherited form of PD as well as from healthy relatives. We characterized basic cellular properties such as mitochondria function, proliferation and differentiation potential, and examined possible nucleotide changes using next generation sequencing approaches (deep sequencing). Although no differences were detected between «PD» and «healthy» cybrids, these cell lines constitute a valuable experimental model, which in conjuction with the chronic stress model could be explored in future studies to contribute to the understanding of the role of mitochondria dysfunction in Parkinson's disease. Η νόσος του Parkinson (PD) είναι μια προοδευτική κινητική νευροεκφυλιστική διαταραχή η οποία προσβάλλει περίπου το 1% των ενηλίκων ηλικίας άνω των 60 ετών. Οφείλεται στην εκλεκτική εκφύλιση των ντοπαμινεργικών νευρώνων της μέλαινας ουσίας και χαρακτηρίζεται από συσσώρευση συσσωματωμάτων ινιδιακής μορφής της πρωτεΐνης α-synudein και εξασθένηση της μιτοχονδριακής λειτουργίας. Η a-synuclein είναι μια μικρή όξινη πρωτεΐνη αποτελούμενη από 140 αμινοξέα, η οποία εντοπίζεται κυρίως στις προσυναπτικές νευρικές απολήξεις. Αυξημένη έκφραση της άγριου τύπου a-synuclein οδηγεί σε δυσλειτουργία των ντοπαμινεργικών νευρώνων σε διαγονιδιακά μοντέλα ποντικών. Τα μιτοχόνδρια είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση και λειτουργία των νευρικών κυττάρων, καθώς είναι οι βασικοί ρυθμιστές του μεταβολισμού της ενέργειας, της ενδοκυτταρικής ομοιόστασης του ασβεστίου, της αναλογίας NAD+/NADH, της παραγωγής ενεργών ριζών οξυγόνου και της απόπτωσης. Η μιτοχονδριακή δυσλειτουργία επάγει τη συσσωμάτωση της a -synuclein, η οποία και αποτελεί το κύριο συστατικό των σωματίων του Lewy, ενώ από την άλλη πλευρά η a-synuclein μπορεί να οδηγήσει σε δοσοεξαρτώμενη απώλεια του δυναμικού της μιτοχονδριακής μεμβράνης Δψω. Οι μηχανισμοί που διέπουν την αλληλεπίδραση μεταξύ της α-synuclein και τη μιτοχονδριακή δυσλειτουργία καθώς και η πιθανή συμμετοχή τους στη νευροεκφύλιση δεν είναι ακόμη σαφείς. Στόχος αυτής της διατριβής ήταν η δημιουργία κατάλληλων κυτταρικών μοντέλων για τη διερεύνηση των μοριακών αλληλεπιδράσεων και των σηματοδοτικών μονοπατιών που εμπλέκονται στην προοδευτική εκδήλωση της νόσου του Parkinson, με επίκεντρο την επίδραση της a-synuclein στη μιτοχονδριακή λειτουργία. Ως τέτοια μοντέλα επιλέξαμε την ανάπτυξη κυττάρων κάτω από συνθήκες που επιβαρύνουν την κατάσταση των μιτοχονδρίων στα νευρικά κύτταρα όπως η έκθεση σε νευροτοξίνες που αυξάνουν το φορτίο των ελεύθερων ριζών, καθώς και τη δημιουργία μιας ιδιαίτερης κατηγορίας υβριδικών κυττάρων (cybrids) αντικαθιστώντας τα μιτοχόνδρια υγιών νευρικών κυττάρων με τα μιτοχόνδρια ασθενών με κληρονομικές μορφές της νόσου. Αναπτύξαμε και χαρακτηρίσαμε και τα δύο μοντέλα. Η λεπτομερής ανάλυση του πρώτου από αυτά, οδήγησε στην ταυτοποίηση της μιτοχονδριακής πρωτεάσης LonPl, μιας πρωτεΐνης που ήταν ήδη γνωστή για το ρόλο της στην ομαλή λειτουργία των μιτοχονδρίων. Τα πειράματά μας αποκάλυψαν για πρώτη φορά, μια πιθανή σύνδεση αυτής της πρωτεΐνης με την εμφάνιση παθολογικών χαρακτηριστικών της νόσου στα νευρικά κύτταρα, όπως η συσσωμάτωση της a-synuclein και η μιτοχονδριακή δυσλειτουργία. Για την ανάπτυξη του πρώτου μοντέλου, καλλιεργήσαμε κύτταρα νευρικής προέλευσης, υπό συνθήκες ήπιας αλλά συνεχούς (χρόνιας) πρόκλησης οξειδωτικού stress. Χρησιμοποιήθηκαν τα ανθρώπινα νευροβλαστωματικά κύτταρα SHSY5Y και η κατεχολαμινεργική νευροτοξίνη 6-υδροξυντοπαμίνη (6-OHDA), ένα υδροξυλιωμένο ανάλογο της ντοπαμίνης (DA). Η ουσία αυτή συσσωρεύεται στο κυτταρόπλασμα, επάγει το σχηματισμό υπεροξειδίου του υδρογόνου και αναστέλλει τη δραστικότητα του συμπλόκου I της μιτοχονδριακής αναπνευστικής αλυσίδας. Διαπιστώσαμε ότι η χρόνια έκθεση των SHSY5Y κυττάρων στις συγκεντρώσεις 1 μΜ και 5 μΜ 6-OHDA για 16 συνεχόμενες γενιές (passages, P) επάγει το σχηματισμό εγκλείστων α-synuclein (τα οποία αρχίζουν να εμφανίζονται από τη γενιά P:12), όπως επίσης και μια σημαντική αύξηση των επιπέδων της πρωτεΐνης, στη γενιά P:16. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν η παρατήρηση ότι ορισμένα από τα έγκλειστα, παρουσιάζουν μορφολογία σωματίων του Lewy, αφού περικλείουν στο εσωτερικό τους τη φωσφορυλιωμένη μορφή της a-synuclein στο κατάλοιπο σερίνης 129 (S129). Αυτοί οι φαινότυποι συνοδεύονται από μείωση του δυναμικού της μιτοχονδριακής μεμβράνης T ^m και αυξημένη μετακίνηση της a-synuclein στα μιτοχόνδρια. Επιπλέον, κάτω από τις ίδες συνθήκες παρατηρήθηκε ενεργοποίηση, και είσοδος των ενεργών μορφών της κινάσης Akt, καθώς και του μεταγραφικού παράγοντα FOXO3a στα μιτοχόνδρια. Ανάλυση με φασματομετρία μάζας μιτοχονδριακών εκχυλισμάτων, για την εύρεση μιτοχονδριακών πρωτεϊνών οι οποίες απορρυθμίζονται σε κύτταρα SH-SY5Y τα οποία υπερεκφράζουν άγριου τύπου ή μεταλλαγμένες μορφές της α-syn και έχουν εκτεθεί σε rotenone, αποκάλυψε ένα σύνολο πρωτεϊνών, μεταξύ των οποίων ήταν πρωτεΐνες απόκρισης στο stress, καθώς και η μιτοχονδριακή πρωτεάση LonP1. Σε συνθήκες υπερέκφρασης της a -synuclein σε συνδυασμό με τη χρήση των νευροτοξινών rotenone και 6-OHDA παρατηρήθηκε μια έντονη αυξορύθμιση της LonPl. Περαιτέρω έλεγχος στο μοντέλο χρόνιας έκθεσης αποκάλυψε μια έντονη μετατόπιση της πρωτεάσης στο κυτταρικό διαμέρισμα του πυρήνα, ενώ η βιοχημική ανάλυση έδειξε ότι η πρωτεΐνη αυτή κατανέμεται στο κλάσμα των πρωτεϊνών που συνδέονται ισχυρά με την χρωματίνη. Πειράματα ανοσοκατακρήμνισης για την LonP1 σε συνδυσμό με ανάλυση φασματομετρίας μάζας οδήγησαν στην ταυτοποίηση μιας σειράς πρωτεϊνών οι οποίες αλληλεπιδρούν με την πρωτεάση μόνο στις συνθήκες εμφάνισης των παθολογικών κυτταρικών χαρακτηριστικών, στο μοντέλο χρόνιας έκθεσης. Οι πρωτεΐνες αυτές εμπλέκονται κυρίως σε βιολογικές διαδικασίες σχετικές με την αντιγραφή του DNA, τη μεταγραφή και τη μετάφραση. Η συγκριτική πρωτεωμική ανάλυση επιλεκτικά για τις πυρηνικές πρωτεΐνες, αποκάλυψε ριβοσωμικές πρωτεΐνες, πρωτεΐνες που δεσμεύονται και αλληλεπιδρούν με το DNA, πρωτεΐνες που εμπλέκονται στην αντιγραφή και μεταγραφή του DNA, στη λειτουργία του πρωτεασώματος κ.α. Τα ευρήματα αυτά ενισχύουν το ενδεχόμενο εμπλοκής της μιτοχονδριακής πρωτεάσης LonPl σε ένα νέο ρόλο εντός του πυρήνα, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να αποτελεί κομβικό μόριο στην επικοινωνία μεταξύ μιτοχονδρίου και πυρήνα (για παράδειγμα, επηρεάζοντας την έκφραση επιλεγμένων γονιδίων του πυρήνα ώς ως απάντηση στο ήπιο οξειδωτικό stress). Τέλος, από τα πειράματα ανοσοκατακρήμνισης επιβεβαιώθηκε ότι η Hsp90 αλληλεπιδρά άμεσα με την LonPl, μια παρατήρηση που δεν ήταν προηγούμενα γνωστή. Συμπερασματικά, η παρούσα μελέτη οδήγησε στην ανάπτυξη ενός αξιόπιστου in vitro συστήματος για τη μελέτη του προοδευτικού χαρακτήρα της νόσου του Parkinson. Με μια σειρά βιοχημικών και κυτταροβιολογικών μεθόδων αποδείξαμε ότι στο σύστημα αυτό αναπαράγονται πολλά από τα παρκινσονιακά χαρακτηριστικά που έχουν κατά καιρούς αναφερθεί σε προηγούμενες in vitro και in vivo μελέτες, και μάλιστα με μια συγκεκριμένη χρονική ακολουθία, και ταυτοποιήσαμε έναν νέο ρόλο για τη μιτοχονδριακή πρωτεάση LonPl στον πυρήνα, πιθανά σημαντικό για την πορεία της νόσου Parkinson. Τέλος, εστιάζοντας στη μιτοχονδριακή λειτουργία, εγκαθιδρύσαμε και αναπτύξαμε υβριδικές κυτταρικές σειρές, οι οποίες περιέχουν μιτοχόνδρια ασθενών με την κληρονομική μορφή της νόσου του Parkinson, καθώς και από υγιή συγγενικά τους άτομα. Ακολούθησε πλήρης χαρακτηρισμός αυτών των σειρών, όσον αφορά βασικές κυτταρικές ιδιότητες όπως είναι η λειτουργικότητα των μιτοχονδρίων, ο πολλαπλασιασμός και η ικανότητα διαφοροποίησής τους, και έγινε έλεγχος του βαθμού των νουκλεοτιδικών αλλαγών που έχουν συσσωρευτεί στη μιτοχονδριακή αλληλουχία, με μεθοδολογία αλληλούχισης νέας γενιάς (deep sequencing). Παρότι δεν ανιχνεύθηκαν διαφορές μεταξύ «PD» και «υγιών» cybrids, τα κύτταρα αυτά παραμένουν στη διάθεσή μας ως ένα πολύτιμο πειραματικό μοντέλο το οποίο σε συνδυασμό με το μοντέλο του χρόνιου stress θα μπορούσε μελλοντικά να συμβάλλει στην κατανόηση του ρόλου της μιτοχονδριακής δυσλειτουργίας στην νόσο του Parkinson. 344 506 496 Development of automated computer systems that generate low intensity static radiofrequency electromagnetic fields Ανάπτυξη αυτομάτων συστημάτων Η/Υ για εκπομπή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων επανασυντονισμού κακοήθων εξεργασιών In the present study the effects of low intensity static radiofrequency electromagnetic fields causing no thermal phenomena, on leiomyosarcoma cell lines (LMS) isolated from tumors of fifteen Wistar rats induced via 3,4-benzo(α)pyrene and in tumor bearing Wistar rats induced by inoculation of the same cells, were studied. Electromagnetic resonance frequencies measurements and exposure of cells and tumor-bearing animals were performed by a device called multi channel dynamic exciter 100 VI (MCDE). The LMS cell lines were exposed to electromagnetic resonance radio frequencies (ERFs) ranging between 10 KHz and 120 KHz for 45 min whilst the tumor-bearing animals were exposed for 45 min daily for two consecutive days. Leiomyosarcoma cells exposed to the same pattern of radio frequencies were inoculated in female Wistar rats. Another group of Wistar rats was inoculated with non-exposed to EMFs LMS cells (4x106 cells per animal). The animals were separated into three groups. The first group was sham-exposed to the resonant EMFs (control group, CG), the second group was exposed to non-resonant EMF radiation pattern for 5 hours per day for a maximum of 60 days after the appearance of a palpable mass (experimental control group-ECG). The third group was exposed to the resonant EMF radiation, for 5 hours for maximum 60 days after the appearance of a palpable mass to the inoculation site (Experimental group, EG-I). The fourth group of animals was inoculated with LMS cells exposed to resonance EMFs with no further exposure to electromagnetic fields (Experimental group II, EG-II). After 24 hours the LMS cells exposed to the resonant EMFs of incubation did not manifest any inhibition of cell proliferation but at the end of 48 hours of incubation, the proliferation was dramatically decreased by 98% (p<0.01). The 2% survived cells were exposed once again for 45 min (totally 4 sessions of exposure) to the resonant EMF fields. Flow cytometry revealed that 45% of these cells underwent apoptosis and only a small percent (2%) underwent mitosis. In order to determine their metastatic potential, these EMF cells were also counted and tested by an aggregometer for their ability to aggregate platelets. No difference in platelet aggregation was shown compared to the aggravating effects of non-exposed LMS cells. In animal groups, the tumor induction was 100% and histology revealed that all tumors were leiomyosarcomas. In the case of the EG-I group, a number of tumors were completely regretted (final tumor induction: 66%). Both groups of animals inoculated with exposed and non-exposed to the EMF cells (EG-I and EG-II) demonstrated a significant prolongation of their survival time and a significant decrease in tumor growth rate, in comparison to the control group (CG). However, the survival time of EG-I animals was found to be significantly longer and tumor growth rate significantly lower compared to the EG-II animals. Results as above indicate that application of resonant EMF waves to malignant tumor bearing animals and leiomyosarcoma cells induces significant anticancer effects. The effects are mainly attributed to apoptosis induction of malignant cells. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή, μελετήθηκαν οι επιδράσεις των χαμηλής έντασης ηλεκτρομαγνητικών πεδίων που δεν προκαλούν θερμικά φαινόμενα, σε κυτταρικές σειρές λειομυοσαρκώματος (LMS) που απομονώθηκαν από όγκους επίμυων Wistar καθώς και σε καρκινοπαθείς επίμυες Wistar. Οι μετρήσεις των συχνοτήτων ηλεκτρομαγνητικού συντονισμού και η έκθεση κυττάρων και ζώων που φέρουν όγκους στις ΗΜΓνητικές συχνότητες πραγματοποιήθηκαν με μια συσκευή που ονομάζεται πολυκάναλος δυναμικός διεγέρτης 100 VI (MCDE, multi channel dynamic exciter). Τα κύτταρα εκτέθηκαν σε ραδιοσυχνότητες ηλεκτρομαγνητικού συντονισμού (ERF) κυμαινόμενες μεταξύ 10 KHz και 120 KHz για 45 λεπτά ενώ τα καρκινοπαθή πειραματόζωα για 45 λεπτά ημερησίως για δύο συνεχείς ημέρες. Τα LMS κύτταρα που εκτέθηκαν στις ίδιες ραδιοσυχνότητες ενοφθαλμίστηκαν μετέπειτα σε θηλυκούς επίμυες Wistar. Μία άλλη ομάδα επίμυων Wistar ενοφθαλμίστηκε με μη εκτεθειμένα στις ΗΜΓνητικές συχνότητες LMS κύτταρα (4x106 κύτταρα ανά πειραματόζωο). Στη συνέχεια, τα πειραματόζωα χωρίστηκαν τυχαία σε τρεις ομάδες. Η πρώτη ομάδα εκτέθηκε σε τυχαίες συχνότητες (Ομάδα Ελέγχου, CG), η δεύτερη ομάδα (μετά την εμφάνιση μιας ψηλαφητής μάζας όγκου) εκτέθηκε σε συχνότητες μη-συντονισμού για 5 ώρες ημερησίως με μέγιστη διάρκεια 60 ημερών (πειραματικός έλεγχος Ομάδα, ECG). Η τρίτη ομάδα (μετά την εμφάνιση μιας ψηλαφητής μάζας στην περιοχή εμβολιασμού) εκτέθηκε σε συχνότητες συντονισμού, για 5 ώρες με μέγιστη διάρκεια 60 ημέρες (Πειραματική ομάδα, EG-I). Μια τέταρτη ομάδα ζώων ενοφθαλμίστηκε με κύτταρα LMS τα οποία είχαν εκτεθεί σε συχνότητες συντονισμού (Πειραματική ομάδα II, EG-II). Τα κύτταρα LMS που εκτέθηκαν σε ΗΜΓνητικές συχνότητες συντονισμού δεν εμφάνισαν καμία αναστολή του κυτταρικού πολλαπλασιασμού μετά από 24 ώρες επώασης. Ωστόσο, μετά από 48 ώρες επώασης ο πολλαπλασιασμός μειώθηκε δραματικά κατά 98% (p <0.01). Τα κύτταρα που επιβίωσαν (2% των κυττάρων) εκτέθηκαν εκ νέου για 45 λεπτά (συνολικά 4 συνεδρίες έκθεσης) στα ΗΜΓνητικά πεδία. Σύμφωνα με τη κυτταρομετρία ροής το 45% αυτών των κυττάρων ήταν αποπτωτικά και μόνο ένα μικρό ποσοστό 2% βρισκόταν σε φάση μίτωσης. Προκειμένου να προσδιοριστεί το μεταστατικό τους δυναμικό, τα κύτταρα που εκτέθηκαν σε ΗΜΓνητικές συχνότητες συντονισμού ελέγχθηκαν σε συσσωρευμόμετρο για την ικανότητά τους να προκαλούν συσσώρευση των αιμοπεταλίων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπάρχει καμία διαφορά στην ικανότητα συσσώρευσης των αιμοπεταλίων σε σύγκριση με κύτταρα LMS που δεν έχουν εκτεθεί σε ΗΜΓνητικές συχνότητες συντονισμού. Στα πειραματόζωα, η επαγωγή του όγκου ήταν 100% και οι ιστολογικές αναλύσεις ταυτοποίησαν τους όγκους ως λειομυοσάρκωμα.. Στην Ομάδα ΕG-Ι προκλήθηκε τήξη του όγκου σε ένα σημαντικό αριθμό πειραματόζωων (τελική επαγωγή όγκου: 66%). Και στις δύο ομάδες πειραματόζωων που ενοφθαλμίστηκαν με εκτεθειμένα και μη-εκτεθειμένα στις ΗΜΓνητικές συχνότητες συντονισμού κύτταρα LMS (EG-I και EG-II) έδειξαν σημαντική παράταση του χρόνου επιβίωσης και σημαντική μείωση του ρυθμού ανάπτυξης όγκου σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (CG) . Ωστόσο, ο χρόνος επιβίωσης των πειραματόζωων της ομάδας EG-Ι βρέθηκε να είναι σημαντικά μεγαλύτερος και ο ρυθμός ανάπτυξης όγκου σημαντικά χαμηλότερος σε σύγκριση με τα πειραματόζωα της ομάδας EG-ΙΙ. Συμπερασματικά η εφαρμογή ΗΜΓνητικών πεδίων συντονισμού σε καρκινοπαθή πειραματόζωα (λειομυοσάρκωμα) αλλά και σε καρκινικά κύτταρα λειομυοσαρκώματος εμφανίζει ισχυρή αντικαρκινική δράση, η οποία πιθανόν οφείλεται στην επαγωγή της απόπτωσης των κακοήθων κυττάρων. 345 365 374 Correlation of the patient's sentimental stress burden with the clinical outcome in acute coronary syndrome without obstruction in coronary arteries (Takotsubo syndrome) Συσχέτιση συναισθηματικής φόρτισης με οξύ στεφανιαίο σύνδρομο χωρίς συνύπαρξη στεφανιαίας νόσου (μυοκαρδιοπάθεια - σύνδρομο Takotsubo) Takotsubo Syndrome is an acute reversible heart failure syndrome that was initially thought to represent a benign condition due to its self-limiting clinical course, but is now recognized to be associated with a non-negligible rate of serious complications such as ventricular arrhythmias, systemic myocardial infarction and thrombosis. Due to increased awareness and recognition, the incidence of stress cardiomyopathy is increasing (15-30 cases per 100,000 per year), although the true impact is unknown as the condition may not be diagnosed. Stress cardiomyopathy represents a form of neurocardiogenic myocardial anesthesia, and while the relationship between the brain and the heart has been proven, the exact pathophysiological mechanisms remain unclear. Numerous studies have suggested that the COVID-19 coronavirus pandemic has significant effects on mental health and the incidence of acute stress in the population, particularly work-related stress. In a recent survey, nearly 7 in 10 employees reported that the 2019 coronavirus pandemic (COVID-19) was the most stressful period of their entire professional career, which led to sharp increases in the prescription of antidepressants and anti-insomnia drugs. The present study focuses on the preparation of a literature review on Takotsubo syndrome, its causes and effects on human health, as well as on conducting research on the development of this syndrome. Although initially considered uncommon, Takotsubo cardiomyopathy is becoming increasingly visible, and includes an increasing number of suspected coronary heart disease diagnoses each year. This condition is characterized by reversible immobility of the left ventricle without significant occlusion of the coronary artery. This case study presents six patients who have been diagnosed with Takotsubo cardiomyopathy, as confirmed by echocardiography and angiography. All patients presented with classic myocardial chest pain and elevated troponins. Following diagnosis, they were treated with supportive measures, in particular angiotensin converting enzyme inhibitors and beta-blockers. All patients recovered completely. Although the mechanism of Takotsubo has not been fully elucidated, the hypotheses suggest that it may be related to excessive levels of catecholamine causing myocardial anesthesia or coronary angiospasm. Recognition and understanding of this unusual pathology is essential because it can lead to improved clinical management. Το σύνδρομο Takotsubo είναι ένα σύνδρομο οξείας αναστρέψιμης καρδιακής ανεπάρκειας που αρχικά θεωρήθηκε ότι αντιπροσωπεύει μια καλοήθη κατάσταση λόγω της αυτοπεριορισμένης κλινικής πορείας της, αλλά τώρα αναγνωρίζεται ότι σχετίζεται με μη αμελητέο ρυθμό σοβαρών επιπλοκών όπως κοιλιακές αρρυθμίες, συστηματικό θρομβοεμβολισμό και καρδιογενή αποπληξία. Λόγω της αυξημένης ευαισθητοποίησης και αναγνώρισης, η συχνότητα εμφάνισης καρδιομυοπάθειας του στρες αυξάνεται (15-30 περιπτώσεις ανά 100.000 ετησίως), αν και η πραγματική επίπτωση είναι άγνωστη καθώς η κατάσταση είναι πιθανό να μην διαγνωστεί. Η καρδιομυοπάθεια του στρες αντιπροσωπεύει μια μορφή νευροκαρδιογενούς μυοκαρδιακής αναισθητοποίησης, και ενώ η σχέση μεταξύ του εγκεφάλου και της καρδιάς έχει αποδειχθεί, οι ακριβείς παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί παραμένουν ασαφείς. Πολλαπλές έρευνες έχουν υποδείξει ότι η πανδημία του κορονοϊού COVID-19 έχει σημαντικές επιδράσεις στην ψυχική υγεία και τη συχνότητα εμφάνισης οξέως άγχους στον πληθυσμό, ιδιαίτερα άγχους που σχετίζεται με την εργασία. Χαρακτηριστικά, σε μία πρόσφατη έρευνα, σχεδόν 7 στους 10 υπαλλήλους ανέφεραν ότι η πανδημία του κορονοϊού 2019 (COVID-19) είναι η πιο αγχωτική περίοδος ολόκληρης της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας, η οποία οδήγησε σε έντονες αυξήσεις στη συνταγογράφηση αντικαταθλιπτικών και φαρμάκων κατά της αϋπνίας. Η παρούσα εργασία εστιάζει στην εκπόνηση μίας βιβλιογραφικής ανασκόπησης σχετικά με το σύνδρομο Takotsubo, τα αίτια και τις επιπτώσεις του στην ανθρώπινη υγεία, καθώς στην πραγματοποίηση μίας έρευνας σχετικά με την ανάπτυξη του συνδρόμου αυτού. Αν και αρχικά θεωρήθηκε ασυνήθιστη, η καρδιομυοπάθεια του Takotsubo γίνεται ολοένα και πιο ορατή, και περιλαμβάνει ετησίως ένα αυξανόμενο μέρος των υποψιών διάγνωσης του οξέος στεφανιαίου συνδρόμου. Αυτή η κατάσταση χαρακτηρίζεται από αναστρέψιμη ακινησία της αριστερής κοιλίας χωρίς σημαντική απόφραξη της στεφανιαίας αρτηρίας. Αυτή η μελέτη περίπτωσης παρουσιάζει έξι ασθενείς που έχουν διαγνωστεί με καρδιομυοπάθεια Takotsubo, όπως επιβεβαιώνεται από το ηχοκαρδιογράφημα και την αγγειογραφία. Όλοι οι ασθενείς παρουσίασαν κλασικό πόνο στο στήθος του μυοκαρδίου και αυξημένες τροπονίνες. Μετά τη διάγνωση, υποβλήθηκαν σε θεραπεία με υποστηρικτικά μέτρα, ιδίως αναστολείς ενζύμων μετατροπής της αγγειοτενσίνης και βήτα-αναστολείς. Όλες οι ασθενείς ανέρρωσαν πλήρως. Αν και ο μηχανισμός του Takotsubo δεν έχει διευκρινιστεί πλήρως, οι υποθέσεις υποδηλώνουν ότι μπορεί να σχετίζεται με υπερβολικά επίπεδα κατεχολαμίνης που προκαλούν αναισθητοποίηση του μυοκαρδίου ή στεφανιαίο αγγειοσπασμό. Η αναγνώριση και η κατανόηση αυτής της ασυνήθιστης παθολογίας είναι απαραίτητες επειδή μπορεί να οδηγήσει σε βελτιωμένη κλινική διαχείριση. 346 192 178 The mental states of Students with intellectual disability within the framework of theory of mind Οι νοητικές καταστάσεις μαθητών με νοητική αναπηρία στα πλαίσια της θεωρίας του νου The theory of the mind is called the ability to attribute to ourselves and other mental states (Wellman, 1990) as desires, intentions and feelings. The significant importance of knowledge resulting from the theory of mind is related to the awareness of the causes of human activity and to the understanding and prediction of the actions and mental reactions of others (Kostaridou-Efklides, 2005). Children's ability to draw conclusions about inner mental states occurs from the age of 2 ½ years old and is culminating in the age of about 10-11 years. In this pilot study, the development of the theory of mind in students with intellectual disabilities has been studied, through false beliefs tasks (ToM tasks) and emotional recognition tests. The results were varied and versatile. In any case, there was a clear deficit in the performance of mentally disabled children in all the tests (ToM tasks) that were done. The skills of theory of mind are valuable for children with and without intellectual disabilities, as these capacities affect the child's general and emotional intelligence and social behavior. Θεωρία του νου ονομάζεται η ικανότητα να αποδίδουμε στον εαυτό μας και στους άλλους νοητικές καταστάσεις (Wellman, 1990) όπως επιθυμίες, προθέσεις και συναισθήματα. Η σπουδαία σημασία της γνώσης που προκύπτει από τη θεωρία του νου σχετίζεται με την επίγνωση των αιτιών της δράσης των ανθρώπων και με την κατανόηση και πρόβλεψη των δράσεων και των νοητικών αντιδράσεων των άλλων (Κωσταρίδου-Ευκλείδη, 2005). Η ικανότητα των παιδιών να εξάγουν συμπεράσματα για τις εσωτερικές νοητικές καταστάσεις εμφανίζεται από την ηλικία των 2 ½ ετών και κορυφώνεται στη ηλικία περίπου των 10-11 ετών. Στην παρούσα πιλοτική έρευνα μελετήθηκε η ανάπτυξης της ΘτΝ σε μαθητές με νοητική αναπηρία, μέσω δοκιμασιών λανθασμένης πεποίθησης και αναγνώρισης συναισθημάτων. Τα αποτελέσματα υπήρξαν ποικίλα και πολυσήμαντα. Σε κάθε περίπτωση, διαπιστώθηκε εμφανές έλλειμμα στις επιδόσεις των παιδιών με νοητική αναπηρία σε όλες τις δοκιμασίες που έγιναν. Οι δεξιότητες της ΘτΝ είναι πολύτιμες για τα παιδιά με και χωρίς νοητική αναπηρία, καθώς αυτές οι δεξιότητες επιδρούν στην ευρύτερη, γενική και συναισθηματική νοημοσύνη και κοινωνική συμπεριφορά του παιδιού. 347 405 455 Spatiotemporal coordination and mechanisms of communication between endocytosis and regulated exocytosis upon VEGFR2 signaling in endothelial cells Χωροχρονική οργάνωση και μηχανισμοί επικοινωνίας μεταξύ ενδοκυττάρωσης και ρυθμιζόμενης έκκρισης κατά τη σηματοδότηση του VEGFR2 στα ενδοθηλιακά κύτταρα So far, endocytosis induced signaling as well as signaling induced exocytosis have been studied separately. Thus, it remains unknown whether endocytosis and exocytosis are interdependent processes and which are the basic molecular mechanisms of this relationship? In the present study, the inhibitors dyngo-4a (for clathrin-dependent endocytosis) and EIPA (for macropinocytosis) were used to block the different internalization routes of VEGFR2 and the consequences of this inhibition on WPBs exocytosis were tested. The results demonstrate that clathrin-dependent endocytosis of VEGFR2 causes a minor inhibition on the percentage of secreted vWF, as compared to macropinocytosis, which has the predominant inhibitory role. The inhibitory role of macropinocytosis on VEGF-induced WPBs exocytosis was also tested by siRNAs treatments of common regulatory proteins of the macropinocytosis route (Rabankyrin-5, CDC42), followed by assessment of the secreted vWF by an ELISA-based method. Indeed, siRNAs treatment of the above proteins, individually or in combination, increased the VEGF-induced WPBs exocytosis. In addition, time-lapse confocal video microscopy in HUVECs suggests that upon VEGF stimulation, VEGFR2 positive endosomes are in limited contact with WPBs. In order to better understanding of the molecular mechanisms responsible for VEGF-induced exocytosis of WPBs, we employed a proteomic analysis of the secreted proteins in activated endothelial cells. Among the secreted proteins which were analyzed by high resolution mass spectrometry (nLC-MS/MS) was the galectin-1 protein (Gal-1). In the present study we found that galectin-1 is targeted to the WPBs of endothelial cells, since confocal microscopy (LSCM/CLSM) with/or STED demonstrates that galectin-1 co-localizes with vWF, the main cargo molecule of WPBs. This observation was also confirmed by its co-localization with other bona fide markers of WPBs (P-selectin, Rab27a, Rab3a, Rab3d). Surprisingly, galectin-1 was found only in a subset of WPBs and in a “rare” subpopulation of HUVECs. The results show that, upon VEGF/bFGF/ATP induction galectin-1 is localized in WPBs that recapture the extracellular anti-vWF antibodies, thus undergo "kiss-and-run" exocytosis. In parallel, internalization assays of recombinant galectin-1 proteins added extracellularly in culture medium, in control and siRNA treated for galectin-1 HUVECs, show that recombinant galectin-1 is localized in a limited number of WPBs. In addition, removal of extracellular galectin-1 from the culture medium reduces the number of galectin-1 positive WPBs significantly. The above data provide novel insights into the mechanism of unconventional secretion of galectin-1, implying that its secretion is partly, due to “kiss-and-run” exocytosis of WPBs. Μέχρι στιγμής, η επαγόμενη από την ενδοκυττάρωση σηματοδότηση καθώς και η σηματοδοτούμενη εξωκυττάρωση έχουν μελετηθεί ξεχωριστά. Έτσι, δεν γνωρίζουμε αν η ενδοκυττάρωση και η εξωκυττάρωση είναι αλληλοεξαρτώμενες διαδικασίες και ποιοι είναι οι βασικοί μοριακοί μηχανισμοί αυτής της σχέσης. Στην παρούσα μελέτη, οι χημικοί αναστολείς dyngo-4a (για το εξαρτώμενο από την κλαθρίνη μονοπάτι ενδοκυττάρωσης) και ΕΙΡΑ (για την μακροπινοκυττάρωση) χρησιμοποιήθηκαν για την αναστολή των διαφορετικών ενδοκυτταρικών οδών του VEGFR2 και μελετήθηκε η επίδραση αυτής της αναστολής στην εξωκυττάρωση των WPBs. Τα αποτελέσματα αποδεικνύουν ότι το εξαρτώμενο από κλαθρίνη μονοπάτι ενδοκυττάρωσης του VEGFR2 έχει μικρή ανασταλτική δράση στο ποσοστό του εκκρινόμενου vWF, σε αντίθεση με την μακροπινοκυττάρωση, η οποία φαίνεται να έχει σημαντικό ανασταλτικό ρόλο. Ο ανασταλτικός ρόλος της μακροπινοκυττάρωσης στην VEGF επαγόμενη εξωκυττάρωση των WPBs ελέγχθηκε και με πειράματα αποσιώπησης πρωτεϊνών-τελεστών της μακροπινοκυττάρωσης (Rabankyrin-5, CDC42), με χρήση siRNAs και ακόλουθη μέτρηση του εκκρινόμενου vWF με δοκιμασία ELISA. Πράγματι, η αποσιώπηση των δύο αυτών πρωτεϊνών, ξεχωριστά ή συνδυαστικά, οδήγησε σε αύξηση της επαγόμενης εξωκυττάρωσης των WPBs. Επιπλέον, συνεστιακή μικροσκοπία πραγματικού χρόνου σε ζωντανά κύτταρα HUVE υποδεικνύει ότι μετά από ενεργοποίηση με VEGF, ο εντοπισμένος σε ενδοσωματικά κυστίδια VEGFR2 βρίσκεται σε περιορισμένες επαφές με τα WPBs. Για να κατανοήσουμε καλύτερα τους μοριακούς μηχανισμούς που είναι υπεύθυνοι για την μεταγωγή του σήματος του VEGF και σχετίζονται με την εξωκυττάρωση των WPBs, πραγματοποιήθηκε πρωτεομική ανάλυση των εκκρινόμενων πρωτεϊνών σε ενεργοποιημένα ενδοθηλιακά κύτταρα. Μεταξύ των εκκρινόμενων πρωτεϊνών που ταυτοποιήθηκαν με φασματομετρία μάζας υψηλής ανάλυσης (nLC-MS/MS) συμπεριλαμβάνεται και η πρωτεΐνη galectin-1 (Gal-1). Στην παρούσα μελέτη βρήκαμε ότι η galectin-1 εντοπίζεται στα WPBs των ενδοθηλιακών κυττάρων, αφού συνεστιακή μικροσκοπία (LSCM/CLSM) με ή χωρίς την χρήση υπερδιακριτικής ικανότητας (STED) απέδειξε τον πλήρη συνεντοπισμό της galectin-1 με τον vWF, το κύριο πρωτεϊνικό φορτίο των WPBs. Η παρατήρηση αυτή επιβεβαιώθηκε από τον συνεντοπισμό της και με άλλες γνωστές πρωτεΐνες-δείκτες των WPBs (P-selectin, Rab27a, Rab3a, Rab3d). Προς έκπληξή μας, η galectin-1 βρέθηκε να εντοπίζεται σε ένα υποσύνολο των WPBs και σε ένα περιορισμένο αριθμό κυττάρων HUVE. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι, μετά από ενεργοποίηση της έκκρισης με VEGF/bFGF/ATP η galectin-1 εντοπίζεται στα WPBs που προσέλαβαν τα αντισώματα έναντι του vWF, και επομένως υπέστησαν “kiss-and-run” εξωκυττάρωση. Παράλληλα, πειράματα πρόσληψης ανασυνδυασμένων πρωτεϊνών galectin-1 που προστέθηκαν εξωγενώς στο θρεπτικό καλλιέργειας, σε φυσιολογικά αλλά και σε κύτταρα όπου η ενδογενής galectin-1 αποσιωποιήθηκε με siRNAs, έδειξαν την παρουσία της ανασυνδυασμένης galectin-1 σε περιορισμένο αριθμό WPBs. Επιπλέον, η απομάκρυνση της εξωκυττάριας galectin-1 από το θρεπτικό καλλιέργειας των κυττάρων μείωσε αισθητά τον αριθμό των θετικών για την galectin-1 WPBs. Τα παραπάνω δεδομένα παρέχουν νέες πληροφορίες για τον μηχανισμό της μη συμβατικής έκκρισης της galectin-1, υποδηλώνοντας ότι η έκκρισή της, εν μέρει, οφείλεται στην “kiss-and-run” εξωκυττάρωση των WPBs. 348 167 138 Σύνθεση και χαρακτηρισμός συμπλόκων του Ru (II) με τροποποιημένες τερπυριδίνες This study describes the synthesis and the characterization of ligands diethyl 2-(4-([2,2':6',2''-terpyridin]-4'-yl)benzyl)-2-acetamidomalonate (mapatrpy) and 3-(4-([2,2':6',2''-terpyridin]-4'-yl)phenyl)-2-aminopropanoic acid (apaptrpy) as well the synthesis and the characterization of the bis – tridentate ruthenium (II) complexes [RuII(L)(mapatrpy)](PF6)2 {L = 2,2':6',2''-terpyridine (trpy), 4'-phenyl-2,2':6',2''-terpyridine (ptrpy), 4'-(p-tolyl)-2,2':6',2''-terpyridine (mptrpy) or 2-(4-([2,2':6',2''-terpyridin]-4'-yl)benzyl)-2-acetamidomalonate (mapatrpy)} and [RuII(L΄)(apaptrpy)](PF6)2 {L΄ = 2,2':6',2''-terpyridine (trpy), 4'-phenyl-2,2':6',2''-terpyridine (ptrpy), 4'-(p-tolyl)-2,2':6',2''-terpyridine (mptrpy) or 3-(4-([2,2':6',2''-terpyridin]-4'-yl)phenyl)-2-aminopropanoic acid (apaptrpy)}.Moreover, the rotational isomers about Cα - Cβ bond of ligand apaptrpy and of the complexes [RuII(trpy)(apaptrpy)](PF6)2 and [RuII(apaptrpy)2](PF6)2 were studied. It was found, that the percentage of h rotamer for the complex [RuII(apaptrpy)2](PF6)2 was almost doubled in comparison with the free ligand. These results explains the significant shift of the signals that are attributed to the protons of Cβ at about 0.6 ppm, compared to the same signals of protons of the heteroleptic complexes of [RuII(trpy)(apaptrpy)](PF6)2, [RuII(ptrpy)(apaptrpy)](PF6)2 και [RuII(mptrpy)(apaptrpy)](PF6)2.This fact is propably the result of oligomeric structures of the type [Ru(apaptrpy)2]n in solution assisted from hydrogen bonds between the carboxyl and amino groups in both ends of the complex. Η παρούσα διατριβή περιγράφει τη σύνθεση και τον χαρακτηρισμό του 2-(4-([2,2':6',2''-τερπυριδίνη]-4'-υλ)βενζυλ)-2-ακεταμιδομηλονικού εστέρα (mapatrpy), του 3-(4-([2,2':6',2''-τερπυριδινη]-4'-υλ)φαινυλ)-2-αμινοπροπανικού οξέος (apaptrpy) καθώς και των συμπλόκων [RuII(L)(mapatrpy)](PF6)2 {όπου L = 2,2':6',2''-τερπυριδίνη (trpy), 4'-φαινυλ-2,2':6',2''-τερπυριδίνη (ptrpy), 4΄-(p-τολουολ)-2,2΄:6΄,2΄΄-τερπυριδίνη (mptrpy) και 2-(4-([2,2':6',2''-τερπυριδίνη]-4'-υλ)βενζυλ)-2-ακεταμιδομηλονικός εστέρας (mapatrpy)} και [RuII(L΄)(apaptrpy)](PF6)2 {όπου L΄ = 2,2':6',2''-τερπυριδίνη (trpy), 4'-φαινυλ-2,2':6',2''-τερπυριδίνη (ptrpy), 4΄-(p-τολουολ)-2,2΄:6΄,2΄΄-τερπυριδίνη (mptrpy) και 3-(4-([2,2':6',2''-τερπυριδινη]-4'-υλ)φαινυλ)-2-αμινοπροπανικό οξύ (apaptrpy)}.Ακόμα μελετήθηκαν τα ισομερή από περιστροφή, γύρω από το δεσμό Cα και Cβ, για τον ελεύθερο υποκαταστάτη apaptrpy και για τα σύμπλοκα [RuII(trpy)(apaptrpy)](PF6)2, [RuII(apaptrpy)2](PF6)2. Βρέθηκε ότι, το σύμπλοκο [RuII(apaptrpy)2](PF6)2 παρουσιάζει σχεδόν διπλάσιο ποσοστό h διαμόρφωσης που αντανακλάται στη χημική μετατόπιση των πρωτονίων του Cβ κατά 0,6 ppm σε σχέση με τα αντίστοιχα πρωτόνια των ετεροληπτικών συμπλόκων [RuII(trpy)(apaptrpy)](PF6)2, [RuII(ptrpy)(apaptrpy)](PF6)2 και [RuII(mptrpy)(apaptrpy)](PF6)2.Το γεγονός αυτό πιθανόν να οφείλεται στη δημιουργία, σε διάλυμα, ολιγομερών δομών μέσω δεσμών και στα δύο αμινοξικά άκρα του. 349 313 322 Το προφίλ των εκπαιδευτικών στην ελληνική εφηβική λογοτεχνία (1980-2020) Literature, like any other form of art, constitutes the mirror that reflects any given era. Writers dip their quill into the ink of the world they live in or a world they have imagined and compose their very own version of reality. Young Adult literature comes along to bridge the gap between the world of childhood innocence and the raw aspects of adulthood, through narrations that lead to the young reader’s awakening. One of the most frequent sets in Young Adult Literature is the school and one of the characters that facilitate or intercept the teenager’s course to self-realization is the teacher. This research aims to depict the way that the high school teacher is outlined in Greek Young Adult Literature and evaluate the development of this profile through time, starting from 1980 until 2020. Additionally, an attempt is made to find out whether teachers reflect the spirit of each era, through their attitude, their teaching strategy and the relationship with their students. Each decade is represented by three Young Adult books. The selection is mainly based on the theme, the popularity, the reeditions ant the distinctions of the books. The common element in every book is the school set and the presence of at least one teacher in the story plot. Naturally, the main characters of Young Adult novels are the students. Teachers usually have a secondary role. However, they tend to affect the students’ mental and emotional balance though the course of their actions. All the information is processed through the principals of qualitative research and more specifically through the means of content analysis. This method is considered to be the most appropriate one since the sample is consisted of written material. Content analysis, makes it easier to decode the obvious as well as the concealed messages of a text, helping the researcher shape a clear view of the author’s spirit. Η λογοτεχνία, όπως κάθε μορφή τέχνης άλλωστε, αποτελεί τον καθρέφτη της εκάστοτε εποχής. Οι συγγραφείς βουτάνε την πένα τους στο μελάνι του κόσμου στον οποίο ζουν ή έχουν οραματιστεί και συνθέτουν τη δική τους εκδοχή της πραγματικότητας. Η εφηβική λογοτεχνία έρχεται να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στον κόσμο της παιδικής αθωότητας και της ωμής όψης της ενήλικης ζωής, μέσα από αφηγήσεις που σκοπό έχουν να αφυπνίσουν το νεαρό αναγνώστη. Ένα από τα πιο συχνά σκηνικά δράσης της εφηβικής λογοτεχνίας είναι το σχολείο και ένας από τους χαρακτήρες που διευκολύνουν ή αναχαιτίζουν την πορεία του εφήβου πρωταγωνιστή προς την αυτοπραγμάτωση είναι ο εκπαιδευτικός. Η παρούσα έρευνα αποσκοπεί να αποτυπώσει τον τρόπο με τον οποίο σκιαγραφείται ο εκπαιδευτικός της μέσης εκπαίδευσης στην ελληνική εφηβική λογοτεχνία και να αποτιμήσει την εξέλιξη αυτού του προφίλ ανά δεκαετία, ξεκινώντας από το 1980 και φτάνοντας μέχρι το 2020. Επιχειρείται παράλληλα να διαπιστωθεί, αν οι εκπαιδευτικοί αντικατοπτρίζουν στην συμπεριφορά τους, στη διδακτική τους προσέγγιση και στη σχέση τους με τους μαθητές το πνεύμα της κάθε εποχής. Από κάθε περίοδο έχουν επιλεγεί τρία «αντιπροσωπευτικά» εφηβικά βιβλία, με βάση τη θεματολογία τους, την απήχησή τους στο νεανικό κοινό, τις επανεκδόσεις και τις διακρίσεις τους. Κοινή συνισταμένη όλων των βιβλίων είναι το σχολείο, ο ρόλος και το έργο των εκπαιδευτικών, αλλά και η σχέση τους με τους μαθητές. Σαφώς, μιας και αναφερόμαστε σε βιβλία εφηβικής λογοτεχνίας, οι πρωταγωνιστές είναι συνήθως παιδιά. Οι εκπαιδευτικοί έχουν δευτερεύοντα ρόλο σε κάθε ιστορία. Ωστόσο, μέσω των στάσεών τους, άλλοτε ως μέντορες και εμψυχωτές και άλλοτε ως αδιάφοροι υπάλληλοι, επηρεάζουν την πνευματική και ψυχική εξέλιξη του πρωταγωνιστή. Το πληροφοριακό υλικό προσεγγίζεται και ερμηνεύεται μέσω των αρχών της ποιοτικής έρευνας και πιο συγκεκριμένα μέσω της μεθόδου της ανάλυσης περιεχομένου. Η μέθοδος αυτή κρίθηκε ως καταλληλότερη αφού επιτρέπει την αποκωδικοποίηση των φανερών και άδηλων μηνυμάτων του κειμένου, δημιουργώντας μια παραστατική εικόνα για τα ζητήματα στα οποία επικεντρώνεται η συγκεκριμένη έρευνα. 350 159 164 Strategies for thermoelectric energy harvesting optimization from advanced composite materials Στρατηγικές βελτιστοποίησης για τη συγκομιδή θερμοηλεκτρικής ενέργειας από προηγμένα σύνθετα υλικά Multifunctional structures are an extremely interesting section of composite science and technology, due to their potential implementation in structural health monitoring, temperature control, strain or damage sensing, energy harvesting and storage. In this work, a homemade set-up for the purpose of thermoelectric measurements was constructed and a parametric study of the electric and thermoelectric response of graphitic structures, was carried out and was aiming to optimize the thermoelectric performance of advanced composites, with the final stage a fabrication of a prototype CFRP (Carbon Fiber Reinforced Polymer) laminate TEG (Thermoelectric Element Generator). More specifically, initially single carbon fiber’s (CFs) and carbon nanotube’s (CNTs) thermoelectric properties were performed and followed by a scaleup to the measurement of the response of a longitudinal CF laminate with an integrated CF TEG module. Finally, the thermoelectric energy harvesting efficiency and the structural integrity of the carbon fiber reinforced composite (CFRC) multifunctional system was investigated. Oι πολυλειτουργικές δομές αποτελούν έναν εξαιρετικά ενδιαφέρον τομέα στην τεχνολογία των σύνθετων υλικών, εξαιτίας των διαφόρων δυνατοτήτων που προσφέρουν για εκτέλεση παρακολούθησης δομικής ακεραιότητας, ελέγχου θερμοκρασίας, εντοπισμό παραμορφώσεων ή βλαβών, συγκομιδής και αποθήκευσης ενέργειας. Η παρούσα ερευνητική εργασία διπλώματος εξειδίκευσης αποτελείται από την κατασκευή της μετρητικής διάταξης για το κομμάτι των θερμοηλεκτρικών μετρήσεων που πραγματοποιήθηκαν και από τη στοχευμένη ερευνητική προσπάθεια βελτίωσης της θερμοηλεκτρικής απόδοσης δομικών σύνθετων εποξειδικής μήτρας υλικών ενισχυμένων με ίνες άνθρακα, με τελικό στάδιο την κατασκευή πρότυπης συσκευής θερμοηλεκτρικής γεννήτριας. Πιο συγκεκριμένα, αρχικά πραγματοποιήθηκε συστηματική μελέτη γραφιτικών δομών, ινών άνθρακα και νανοσωλήνων άνθρακα ως προς τη θερμοηλεκτρική τους απόκριση. Ακολούθως, κατασκευάστηκε και μελετήθηκε πρότυπη-εύκαμπτη συσκευή θερμοηλεκτρικής γεννήτριας, η οποία εκμεταλλεύεται την καλή θερμοηλεκτρική απόκριση των ινών άνθρακα, ώστε έπειτα να δοκιμαστεί η ενσωμάτωση της συσκευής σε προηγμένο σύνθετο υλικό. Τέλος, πραγματοποιήθηκε μελέτη της απόδοσης της πολυλειτουργικής δομής ως προς τη συγκομιδή θερμοηλεκτρικής ενέργειας και ως προς τη δομική της ακεραιότητα. 351 394 585 Headache is a chronic clinical condition. Ancient Egyptians were the first that attempted to describe the different types of headache. Studies have showed that the headache is a very common symptom regardless of age, sex, race, socioeconomic status or ethnicity. In the first half of the twentieth century the first scientific steps in child headache, research were made. Although the headache in most cases is a benign condition, it is an important reason for absence from work or school. The effects that headaches have in the daily routine of children and teenagers depend on the condition’s cause, its frequency and intensity. Headache leads to a decrease in daily activity, with impact on quality of life. The aim of this study was to determine if the headache of hospitalized children is related to the quality of life and the degree of impact, to the daily life of children of both sexes aged 3-16 years. The sample consisted of 52 children hospitalized in pediatric clinic who came to the hospital with a severe headache. The questionnaire used (Headache Questionnaire- McKenzie Pediatrics 2010) includes questions relating to general information, history and habits of children and the pediatric quality of life (EQ-5D-Y) to record the state of child health days hospitalized and to determine the quality of life. For the statistical analysis the program SPSS 22.0 was used. The mean age of the children was 6.5-14 years and the average length of stay 1.5 days. Headache in almost all participants (93%), was accompanied by other symptoms like major nausea (19%) and dizziness (29%). Children with headache are absent from school, they don’t look after themselves (33%) and do not participate in their daily activities-hobbies (29%). The quality of life was affected. Children suffering from headache, feel anxiety, pain and discomfort (67%) and have worse overall, physical and psychosocial quality of life (27%). Although headache was the cause of absent from school, most of the children who were hospitalized with headache, showed no disability, to the activities of their daily life and their quality of life was affected moderately. In any case, parents should consult their family doctor, who will determine the severity of symptoms and he will recommend whether or not to conduct more tests and depending on the results will suggest appropriate treatment. The treatment options do not only include pharmacotherapy but also alternative methods (reflexology, etc.). Η κεφαλαλγία είναι μια χρόνια κλινική κατάσταση, που απασχολεί επί μακρόν την ιατρική. Οι πρώτες προσπάθειες να περιγραφούν τα είδη της κεφαλαλγίας έγιναν από τους αρχαίους Αιγύπτιους. Έρευνες έδειξαν, ότι η κεφαλαλγία αποτελεί πολύ συχνό πρόβλημα που επηρεάζει τον άνθρωπο ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου, φυλής, κοινωνικοοικονομικού επιπέδου ή εθνικότητας. Στα μισά του εικοστού αιώνα έγιναν τα πρώτα επιστημονικά βήματα στον τομέα της παιδικής κεφαλαλγίας. Ο Bo Bille στη Σουηδία με τις επιδημιολογικές του έρευνες και με τις αναδρομικές του μελέτες υπήρξε ο πρωτοπόρος της παιδικής κεφαλαλγίας. Στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 έγιναν οι μεγαλύτερες προσπάθειες για έρευνα και αξιολόγησή της. Αν και η κεφαλαλγία στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι μια καλοήθης κατάσταση, εν τούτοις αποτελεί σημαντικό παράγοντα απουσίας από τη δουλειά ή το σχολείο. Περίπου 7,4 ημέρες χάνονται από τη δουλειά το χρόνο και 3,7 ημέρες ετησίως χάνουν τα παιδιά από το σχολείο και τις δραστηριότητες. Πολλοί άνθρωποι εργάζονται με πονοκεφάλους με αποτέλεσμα τη μειωμένη απόδοσή τους, σύμφωνα με έρευνα σε 3.752 εργαζομένους σε εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος και αερίου στη Γαλλία. Τα ίδια αποτελέσματα είχε μια άλλη έρευνα σε 2.949 νοσηλευτές. Η παιδική κεφαλαλγία έχει ερευνηθεί ιδιαιτέρως τις τελευταίες δεκαετίες και σύμφωνα με μελέτες δεν είναι σπάνια κατάσταση σε παιδιά και εφήβους. Τα παιδιά και οι έφηβοι με χρόνιες κεφαλαλγίες έχουν χαμηλότερο επίπεδο ποιότητας ζωής. Σε έρευνα 1.556 μαθητών αποδείχτηκε, ότι η ποιότητα ζωής σχετίζεται με την ένταση και την συχνότητα της κεφαλαλγίας. Οι κεφαλαλγίες σε ηλικία μικρότερη των 3 ετών είναι σπάνιες και όταν εμφανίζονται οφείλονται σε οργανικά αίτια- είναι δηλαδή δευτεροπαθής. Μέχρι τα 15 έτη όμως το 75% των παιδιών αναφέρει ότι είχε πονοκέφαλο έστω μια φορά. Στην παρούσα μελέτη δίνονται απαντήσεις για μερικά απλά αλλά βασικά ερωτήματα, που αφορούν στη διάγνωση της κεφαλαλγίας και της ημικρανίας σε αυτήν την ηλικία. Χρησιμοποιήθηκε ένα ερωτηματολόγιο (Headache Questionnaire- McKenzie Pediatrics 2010) προσαρμοσμένο στις ανάγκες της εργασίας, καθώς και ένα ερωτηματολόγιο μέτρησης ποιότητας ζωής (EQ- 5D- Y). ). Αποτελείται από εικοσιενιά γενικές ερωτήσεις και πέντε ερωτήσεις μέτρησης ποιότητας ζωής. Ως μέση ηλικία έναρξης των πονοκεφάλων αναφέρονται τα 6,5 χρόνια, αλλά μπορεί να εμφανιστούν και νωρίτερα. Από 7 έως 10 ετών οι κεφαλαλγίες είναι συχνότερες στα αγόρια, ενώ στις ηλικίες 10-15, όπως και στους ενήλικες, οι κεφαλαλγίες «προτιμούν» τα κορίτσια. Τα περισσότερα παιδιά και έφηβοι εμφανίζουν πόνο στο μέτωπο ή γύρω από τα μάτια, ακολουθούν εκείνα που ανέφεραν πόνο διάχυτο σε ολόκληρο το κεφάλι, ή στην μία πλευρά (ημικρανία) ή στο πίσω μέρος του κεφαλιού, στην ινιακή χώρα. Μόνο το 5% των κεφαλαλγιών αποτελούν σύμπτωμα κάποιου άλλου οργανικού αιτίου ή λοίμωξης (μηνιγγίτιδα, ωτίτιδα, ανωμαλίες στα μάτια όπως μυωπία, αστιγματισμός ) ή όγκου στον εγκέφαλο κ.α. Στην πλειοψηφία τους όμως το 95% των κεφαλαλγιών είναι πρωτοπαθείς όπως τις ονομάζουμε. Δεν υπάρχει μεν οργανικό αίτιο, ευοδώνεται δε η εμφάνιση τους από εκλυτικούς παράγοντες όπως η φυσική κόπωση, το άγχος , οι διαταραχές συναισθήματος, οι διαταραχές ύπνου, ή έμμηνος ρύση για τα κορίτσια, η παχυσαρκία, η μεγάλη κατανάλωση σοκολάτας – ειδικά στους εφήβους. Η οικογενειακή προδιάθεση φαίνεται να παίζει αρκετά σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση του πονοκεφάλου. Αξιοσημείωτο δε, είναι ότι το άγχος που προκαλείται με την ένταξη του παιδιού στην εκπαίδευση, δείχνει ότι έχει και την σταθερότερη και μεγαλύτερη συσχέτιση με την έναρξη των πονοκεφάλων. Σε κάθε περίπτωση οι γονείς θα πρέπει να συμβουλευτούν τον οικογενειακό τους γιατρό, ο οποίος θα κρίνει την σοβαρότητα των συμπτωμάτων, θα συστήσει ή όχι την διενέργεια περισσότερων εξετάσεων και ανάλογα με τα αποτελέσματα θα προτείνει την κατάλληλη θεραπεία. Θεραπεία η οποία θα περιλαμβάνει όχι μόνο φαρμακευτική αντιμετώπιση αλλά και εναλλακτικές μεθόδους (ρεφλεξολογία, κλπ). 352 268 261 Language awakening in primary education as a means of children’s contact with multilingualism Η γλωσσική αφύπνιση στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση ως μέσο επαφής των παιδιών με την πολυγλωσσία Primary education is the beginning of a child’s school life. In particular, kindergarten is the first organized learning environment a child attends on a daily basis. The present work concerns Language Awakening in the kindergarten’s classroom. More specifically, it is researched through the implementation of an educational program if and to what extent language awakening, which is part of intercultural education, can bring results in children’s contact with diversity but also in their familiarity with languages that have not been taught and that may never be taught in their lives. The purpose of this study is to highlight the importance of language awakening in a kindergarten classroom and to demonstrate whether or not language awakening is an important practice within school and whether it can bring children into contact with languages and diversity in general. The research process that is followed (divided into two parts: observation and educational intervention) is, in the first phase, the observation of language activities carried out by the kindergarten teacher but also the efforts of the children’s integration in the educational process. In the second phase of the research, activities are carried out in languages that have been selected according to the needs of the children, and not only, (English, Italian, Russian, Albanian, Arabic and Greek) in order to present their elements within the classroom and to create an intercultural climate. The results of the research showed that there were benefits in the cognitive and emotional level of the children because they realized diversity and came in contact with multilingualism. Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση αποτελεί την αρχή της σχολικής ζωής ενός παιδιού. Ειδικότερα, το νηπιαγωγείο είναι το πρώτο οργανωμένο μαθησιακό περιβάλλον όπου ένα παιδί φοιτά σε καθημερινή βάση. Η παρούσα εργασία αφορά την γλωσσική αφύπνιση μέσα στην τάξη του νηπιαγωγείου. Πιο συγκεκριμένα, ερευνάται μέσα από την υλοποίηση ενός εκπαιδευτικού προγράμματος, αν και κατά πόσο η γλωσσική αφύπνιση, η οποία αποτελεί κομμάτι της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης μπορεί να φέρει αποτελέσματα στην επαφή των παιδιών με τη διαφορετικότητα αλλά και στην γνωριμία τους με γλώσσες που δεν έχουν διδαχθεί και που ίσως δεν διδαχθούν ποτέ στη ζωή τους. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να αναδείξει τη σημασία της γλωσσικής αφύπνισης μέσα σε μία τάξη νηπιαγωγείου και να αποδείξει αν η γλωσσική αφύπνιση αποτελεί σημαντική πρακτική μέσα στο σχολείο και αν μπορεί να φέρει τα παιδιά σε επαφή με τις γλώσσες και την ποικιλομορφία, γενικότερα. Η ερευνητική διαδικασία που ακολουθείται (χωρισμένη σε δύο μέρη: παρατήρηση και εκπαιδευτική παρέμβαση) είναι, σε πρώτη φάση, η παρατήρηση των γλωσσικών δραστηριοτήτων που διεξάγει η νηπιαγωγός της τάξης, αλλά και οι προσπάθειες ένταξης των παιδιών στην εκπαιδευτική διαδικασία. Στη δεύτερη φάση της έρευνας, πραγματοποιούνται δραστηριότητες σε γλώσσες που έχουν επιλεγεί σύμφωνα με τις ανάγκες των παιδιών, και όχι μόνο, (αγγλικά, ιταλικά, ρωσικά, αλβανικά, αραβικά και ελληνικά) ώστε να παρουσιαστούν στοιχεία τους εντός της τάξης και να δημιουργηθεί ένα κλίμα διαπολιτισμικότητας. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι υπήρξαν οφέλη στο γνωστικό και στο συναισθηματικό επίπεδο των παιδιών αφού αντιλήφθηκαν την ποικιλομορφία και ήρθαν σε επαφή με την πολυγλωσσία. 353 267 277 Ιn this research we studied the Nicomachean Ethics and the Eudemian Ethics and our purpose was to reveal the meaning of the notion of the proairesis and praxis and their interrelation. Apart from the secondary bibliography, we also consulted the commentaries of Aspasius, Heliodorus and Eustratius, Metropolitan bishop of Nicaea. Because of the systematic character of Aristotle’s philosophical thought, our text follows Aristotle’s own syllogistic path, focusing on the ethical notions that reveal the deeper meaning of the notion of proairesis and its relation with the human action. In the first chapter of our research, we drew attention to notions such as the human Eudaimonia, the virtue, the different kinds of action, the distinction of virtue from other human appetites, and lastly, we accentuated the connection of proairesis and praxis. In the second chapter of our study we focused on the intellectual virtues and their relation with action and proairesis, because man is a reasonable being and he acts as such. Concluding we claim that for Aristotle, proairesis constitutes that which prepares the ethical action, or rather that which inaugurates psychologically a conscious and rationally chosen ethical action. We believe that by the notion of proairesis Aristotle determined the criterion of the right political acting. This, we believe, was Aristotle’s ulterior goal, especially in the Nicomachean Ethics when referring to this notion, because for Aristotle, politics aim to constitute the citizens good men and capable to perform good actions. This explains why he accentuates and analyses so deeply the notion of proairesis, for it is proairesis the criterion which determines whether an action is right and good. Στην παρούσα εργασία μελετούμε τα Ηθικά Νικομάχεια και τα Ηθικά Ευδήμεια του Αριστοτέλους, δύο πραγματείες αφιερωμένες στην Ηθική, με σκοπό να επικεντρωθούμε στην έννοια της Προαίρεσης και της Πράξης, καθώς και στην άρρηκτη σύνδεσή τους. Λόγω του συστηματικού χαρακτήρα της σκέψης του Αριστοτέλη, ακολουθούμε στο κείμενό μας τη συλλογιστική του πορεία και επικεντρωνόμαστε στις ηθικές εκείνες έννοιες που αναδεικνύουν το βαθύτερο νόημα της Προαίρεσης και της σύνδεσής της με την Πράξη. Εκτός από τη σύγχρονη δευτερεύουσα βιβλιογραφία που χρησιμοποιήσαμε, ανατρέξαμε παράλληλα και στους υπομνηματιστές του Αριστοτέλη, Ασπάσιο, Ηλιόδωρο και Ευστράτιο Μητροπολίτη Νικαίας. Στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας μας μελετούμε έννοιες όπως η ανθρώπινη ευδαιμονία, η αρετή, τα διαφορετικά είδη των πράξεων, καθώς και το διαχωρισμό της αρετής από άλλες ψυχικές ορέξεις, αναδεικνύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη σχέση της Πράξης με την Προαίρεση. Στο δεύτερο κεφάλαιο της εργασίας μας επικεντρωθήκαμε στις Διανοητικές αρετές και στη σχέση τους με την Προαίρεση και την Πράξη, διότι ο άνθρωπος είναι έλλογο ον και οφείλει να πράττει ως τέτοιο. Η Προαίρεση για τον Αριστοτέλη προετοιμάζει το ηθικώς πράττειν, είναι δηλαδή η ψυχική έναρξη μιας, σύμφωνα με τον ορθό Λόγο, επιλεγμένης Πράξης. Θεωρούμε ότι με την έννοια της Προαίρεσης, ο Αριστοτέλης καθόρισε το κριτήριο του ορθού πολιτικού πράττειν. Αυτός, πιστεύουμε πως ήταν και ο απώτερος σκοπός του φιλοσόφου, ειδικά στα Ηθικά Νικομάχεια, όταν αναφέρεται στην Προαίρεση, διότι για τον Αριστοτέλη ο σκοπός της πολιτικής είναι να καθιστά τους πολίτες αγαθούς, ικανούς δηλαδή να πράττουν κατ’αρετήν. Για τον παραπάνω λόγο λοιπόν ο Αριστοτέλης αναδεικνύει την έννοια της Προαίρεσης, αναλύοντάς την εις βάθος και σε σχέση με άλλες ηθικές έννοιες διότι αυτή είναι το κριτήριο που καθορίζει αν μια πράξη είναι αγαθή ή όχι. 354 13 9 Andrej Wiercinski (επιμ.): Between the Human and the Divine. Philosophical and Theological Hermeneutics Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Φιλοσοφική Σχολή. Τμήμα Φιλοσοφίας Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας 355 209 227 Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και του έργου τους (1974-2014) The thesis studies the difficulty of implementing evaluation policies in Greek primary and secondary public education system. The aim is to analyze and interpret the long-standing pendulum that exists in the institution of supervision and evaluation in Greece and the opposition that maintains this impasse, through the two-way relationship between state policy and organized interests of public education, DOE, OLME. The study examines the classical (pluralism, corporatism, neo-Marxism, elite theory and rational choice theory) and the contemporary (political networks, neo-institutionalism) approaches of political sociology for the influence of interest groups in public policy formulation and implementation. It analyzes the supervision and evaluation policies pursued by the state during 1974-2014 in relation to the broader social, political and historical developments and it studies the Greek case of corporatism. Based on the historical-comparative method and the Grounded Theory, the research explores the ideological structure of the DOE and OLME positions, the relations between trade unions and political parties and the nature of the mediation of interest groups during 1974-1989. The research concludes with a coherent and empirically substantiated interpretation that captures the causal factors and conditions affecting the attitudes of unions and makes assumptions about the degree of opposition in relation to the direction and practice of educational policy can take. Η διατριβή μελετά τη δυσκολία εφαρμογής πολιτικών αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου στην ελληνική πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια δημόσια εκπαίδευση. Στόχος είναι η ανάλυση και ερμηνεία της διαχρονικής εκκρεμότητας που υφίσταται ο θεσμός εποπτείας και αξιολόγησης στην Ελλάδα και της αντίθεσης που συντηρεί αυτό το αδιέξοδο, μέσα από την αμφίδρομη σχέση της πολιτικής και των οργανωμένων συμφερόντων της δημόσιας εκπαίδευσης, Δ.Ο.Ε. και Ο.Λ.Μ.Ε. Η μελέτη εξετάζει τις κλασικές (πλουραλισμός, κορπορατισμός, νεο-μαρξισμός, θεωρία των «ελίτ» και της ορθολογικής επιλογής) και σύγχρονες (δίκτυα πολιτικής, νεο-θεσμισμός) προσεγγίσεις της πολιτικής κοινωνιολογίαςγια το ρόλο των ομάδων συμφερόντων στη διαμόρφωση και εφαρμογή δημόσιων πολιτικών. Αναλύει τις πολιτικές εποπτείας και αξιολόγησης που ασκήθηκαν από το κράτος κατά το διάστημα 1974-2014 σε σχέση με τις ευρύτερες κοινωνικές, πολιτικές, και ιστορικές εξελίξεις και εξετάζει την ελληνική περίπτωση του κορπορατισμού. Με βάση την ιστορικό-συγκριτική μέθοδο και τη Θεμελιωμένη Θεωρία διερευνά την ιδεολογική υφή των θέσεων της ΔΟΕ και της ΟΛΜΕ, τις σχέσεις των συνδικάτων με τα πολιτικά κόμματα και τον χαρακτήρα της διαμεσολάβησης των συμφερόντων κατά το διάστημα1974-1989. Η έρευνα καταλήγει σε μια συνεκτική και εμπειρικά τεκμηριωμένη ερμηνεία που αποτυπώνει τους αιτιακούς παράγοντες και τις συνθήκες που επηρεάζουν τη στάση των συνδικάτων και διατυπώνει υποθέσεις για τις διαστάσεις που μπορεί να λάβει ο βαθμός αντίθεσης σε σχέση με την κατεύθυνση και την άσκηση της εκπαιδευτικής πολιτικής. 356 311 226 Background: Nosocomial infections after cardiac surgery represent serious complications associated with substantial morbidity, mortality and economic burden. This study was undertaken to evaluate the frequency, characteristics, and risk factors of microbiologically documented nosocomial infections after cardiac surgery in a Cardio-Vascular Intensive Care Unit (CVICU). Methods: All patients who underwent open heart surgery between May 2006 and March 2008 were enrolled in this prospective study. Pre-, intra- and postoperative variables were collected and examined as possible risk factors for development of nosocomial infections. The diagnosis of infection was always microbiologically confirmed. Results: Infection occurred in 24 of 172 patients (13.95%). Out of 172 patients, 8 patients (4.65%) had superficial wound infection at the sternotomy site, 5 patients (2.9%) had central venous catheter infection, 4 patients (2.32%) had pneumonia, 9 patients (5.23%) had bacteremia, one patient (0.58%) had mediastinitis, one (0.58%) had harvest surgical site infection, one (0.58%) had urinary tract infection, and another one patient (0.58%) had other major infection. The mortality rate was 25% among the patients with infection and 3.48% among all patients who underwent cardiac surgery compared with 5.4% of patients who did not develop early postoperative infection after cardiac surgery. Culture results demonstrated equal frequencies of gram-positive cocci and gram-negative bacteria. A backward stepwise multivariable logistic regression model analysis identified diabetes mellitus (OR 5.92, CI 1.56 to 22.42, p=0.009), duration of mechanical ventilation (OR 1.30, CI 1.005 to 1.69, p=0.046), development of severe complications in the CICU (OR 18.66, CI 3.36 to 103.61, p=0.001) and re-admission to the CVICU (OR 8.59, CI 2.02 to 36.45, p=0.004) as independent risk factors associated with development of nosocomial infection after cardiac surgery. Conclusions: We concluded that diabetes mellitus, the duration of mechanical ventilation, the presence of complications irrelevant to the infection during CVICU stay and CVICU re-admission are independent risk factors for the development of postoperative infection in cardiac surgery patients. Σκοπός: Να μελετηθούν η συχνότητα, τα χαρακτηριστικά και οι παράγοντες κινδύνου των λοιμώξεων στην Καρδιοχειρουργική Μονάδα, σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε καρδιοχειρουργική επέμβαση με και χωρίς εξωσωματική κυκλοφορία. Υλικό και Μέθοδοι: Μέσα σε μία περίοδο 22 μηνών μελετήθηκαν διαδοχικά όλοι οι ενήλικες ασθενείς, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε καρδιοχειρουργική επέμβαση. Καταγράφηκαν προεγχειρητικά, διεγχειρητικά και μετεγχειρητικά στοιχεία και διερευνήθηκε η συσχέτισή τους με την ανάπτυξη των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων. Η στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων έγινε με το SPSS 15.0. Αποτελέσματα: Aπό τους 172 ασθενείς, 24 (13,95%) ανέπτυξαν ενδονοσοκομειακή λοίμωξη, 8 (4,65%) είχαν επιφανειακή λοίμωξη στη στερνοτομή, 5 (2,9%) ανέπτυξαν λοίμωξη από κεντρικό καθετήρα, 4 (2,32%) είχαν πνευμονία, 9 (5,23%) βακτηριαιμία, 1 (0,58%) μεσοθωρακίτιδα, 1 (0,58%) λοίμωξη χειρουργικού τραύματος, 1 (0,58%) ουρολοίμωξη και 1 (0,58%) λοίμωξη λόγω ενδοαορτικού ασκού. Η θνητότητα ήταν 25% μεταξύ των ασθενών με λοίμωξη, ενώ η συνολική 3.48%. Τα αποτελέσματα από τις καλλιέργειες έδειξαν ίση συχνότητα σε Gram-θετικούς κόκκους και Gram-αρνητικά βακτήρια. Παράγοντες κινδύνου απετέλεσαν ο σακχαρώδης διαβήτης (OR 5.92, CI 1.56 to 22.42, p=0.009), η μεγάλη διάρκεια του μηχανικού αερισμού (OR 1.30, CI 1.005 to 1.69, p=0.046), οι σοβαρές επιπλοκές στη Μονάδα (OR 18.66, CI 3.36 to 103.61, p=0.001), όπως επίσης και η επανείσοδος στη Μονάδα (OR 8.59, CI 2.02 to 36.45, p=0.004). Συμπεράσματα: Ο σακχαρώδης διαβήτης, η παράταση του μηχανικού αερισμού, οι σοβαρές επιπλοκές και η επαναεισαγωγή στη Μονάδα απετέλεσαν προδιαθεσικούς παράγοντες ανάπτυξης λοίμωξης. 357 284 347 μια εμπειρική έρευνα σε μαθητές Γυμνασίου με παρεκκλίνουσα συμπεριφορά The derogating of students from the rules of school life is an issue that the country's education system has been trying to eliminate since its early years. Since then, the elimination of student derogation has been attempted in various ways. In the early years the penalties imposed on the derogator could be described as violent and authoritarian. However, today the situation has changed a great deal and now the punishments imposed on students are escalating and the first stage is comment. As the results of numerous surveys have shown, positive pupils' support and good communication are the most effective means of eliminating such behaviors. However, the current events that occur in Greek schools are a cause for concern. On the occasion of the new institutional framework, which provides comment as the only mean of managing students’ deviant behavior on the part of teachers, a qualitative research was conducted on secondary education teachers in order to explore how they perceive and experience deviant behaviors to school. The results of the research showed that deviant behaviors are quite common and occur either in the form of aggression or isolation. The factors contributing to their event are mainly the family and then the social environment, gender, psychological status and various in-school factors such as the type of school and the area in which it is located. Teachers try to manage these behaviors with comments, discussion, and reproach, stepping up the severity of sentences. This escalation is also why they agree on the existence of the new institutional framework, along with better management and benefits to the student that may arise, while disagreeing with it lies in the relaxation and downgrading of the teacher who may come on. Η παρέκκλιση των μαθητών από τους κανόνες της σχολικής ζωής αποτελεί ένα ζήτημα το οποίο προσπάθησε το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας να εξαλείψει ήδη από τα πρώτα χρόνια σύστασής του. Έκτοτε η εξάλειψη της παρέκκλισης των μαθητών έχει επιχειρηθεί με διάφορους τρόπους. Μάλιστα, τα πρώτα χρόνια οι ποινές που επιβάλλονταν στον παρεκκλίνοντα μπορούν να χαρακτηριστούν ως βίαιες και αυταρχικές. Εντούτοις, σήμερα η κατάσταση έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό και πλέον οι ποινές που επιβάλλονται στους μαθητές έχουν κλιμακωτό χαρακτήρα και το πρώτο στάδιο αυτών είναι η παρατήρηση. Όπως έχουν δείξει και τα αποτελέσματα πλήθους ερευνών, η θετική ενίσχυση των μαθητών και η καλή επικοινωνία αποτελούν τους αποτελεσματικότερους παράγοντες εξάλειψης τέτοιου είδους συμπεριφορών. Ωστόσο, τα τρέχοντα γεγονότα στα ελληνικά σχολεία προκαλούν έντονο προβληματισμό. Με αφορμή το νέο θεσμικό πλαίσιο, το οποίο προβλέπει την παρατήρηση ως μόνο μέσο διαχείρισης της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς των μαθητών από την πλευρά των εκπαιδευτικών, πραγματοποιήθηκε ποιοτική έρευνα σε εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με σκοπό να διερευνηθεί ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονται και βιώνουν τις παρεκκλίνουσες συμπεριφορές στο σχολείο. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν πως οι παρεκκλίνουσες συμπεριφορές είναι αρκετά συχνό φαινόμενο και παρουσιάζονται είτε με τη μορφή επιθετικότητας είτε με τη μορφή της απομόνωσης. Οι παράγοντες που συμβάλλουν στην εκδήλωσή τους είναι κυρίως η οικογένεια και έπειτα ο κοινωνικός περίγυρος, το φύλο, η ψυχολογική κατάσταση και διάφοροι ενδοσχολικοί παράγοντες, όπως το είδος του σχολείου και η περιοχή στην οποία φοιτά ο μαθητής. Οι εκπαιδευτικοί προσπαθούν να διαχειριστούν αυτές τις συμπεριφορές χρησιμοποιώντας ως μέσα την παρατήρηση, τη συζήτηση και την επίπληξη, προχωρώντας κλιμακωτά στην αυστηρότητα των ποινών. Η κλιμάκωση αυτή έχει αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης και προβληματισμού στους καθηγητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης τόσο στο ενδοσχολικό όσο και εξωσχολικό περιβάλλον. Συμφωνούν με την ύπαρξη κλιμάκωσης στις ποινές, καθώς αυτή δίνει ευκαιρίες στο μαθητή να επανορθώσει και μέσω μιας σωστής διαχείρισης πιθανότατα να έχει οφέλη για τον ίδιο, διαφωνούν ωστόσο στο γεγονός ότι προσδίδει μια χαλαρότητα στις συνέπειες των πράξεων των μαθητών και ενδεχομένως να υποβιβάζεται και ο ρόλος του εκπαιδευτικού ο οποίος περιορίζεται πια στην επιλογή ποινής. 358 259 238 The understanding of primary school teachers about speech, language and reading problems of pupils with special educational needs Η κατανόηση των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για τα προβλήματα προφορικού και γραπτού λόγου μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες The objective of this study is to examine the oral communication-especially of the field of pragmatics, as well as the written skills of students with Special Educational Needs (SEN). Moreover, it was attempted to link teachers’ personal traits to the students’ academic profiles. The sample consists of 65 primary special education teachers. Data were collected through a questionnaire, where the primary special education teachers filled out their personal information and the Children’s Communication Checklist for 170 students with SEN. Specifically, 6 student categories were chosen; 32 students with Autism Spectrum Disorders (ASD), 17 students with Intellectual Disability (I.D), 64 with Learning Difficulties (L.D.), 21 with Dyslexia, 23 with Speech and Language Problems and 13 with Special Language Impairment (S.L.I.). As a result of the study, the poorest performance in the oral communication was exhibited by students who are on the autism spectrum, who have S.L.I and Speech and Language Problems. On the other hand, students with ASD exhibited a better performance in the written speech than the ones with S.L.I., I.D., and Speech and Language Problems, who instead faced serious difficulties. The rankings of students with L.D. and Dyslexia, were definitely higher. In conclusion, as far as the teachers’ personal traits are concerned, it was found that those who prepare in time, are adequately informed, have further studies and corporate well with the students’ parents, have students who exhibit better performance in the oral as well as in the written skills. Σκοπός αυτής της έρευνας ήταν να εξετάσει τις δεξιότητες του προφορικού λόγου, ιδιαίτερα στο τομέα της πραγματολογίας, αλλά και του γραπτού λόγου μαθητών με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες (ΕΕΑ). Επιπλέον, έγινε προσπάθεια συσχέτισης των ατομικών χαρακτηριστικών των εκπαιδευτικών με το ακαδημαϊκό προφίλ των μαθητών. Το δείγμα αποτέλεσαν 65 ειδικοί παιδαγωγοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αυτοί συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο με τα ατομικά τους στοιχεία και το Ερωτηματολόγιο Επικοινωνιακής Ικανότητας για 170 μαθητές με ΕΕΑ. Ειδικότερα, επιλέχθηκαν 6 κατηγορίες μαθητών, 32 μαθητές με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ), 17 με Νοητικά Αναπηρία (Ν.Α), 64 με Μαθησιακές Δυσκολίες (Μ.Δ.), 21 με Δυσλεξία, 23 με Προβλήματα λόγου και ομιλίας και 13 με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή (Ε.Γ.Δ.). Από αυτούς, τις χειρότερες επιδόσεις στον προφορικό λόγο σημείωσαν οι μαθητές που βρίσκονται στο φάσμα του Αυτισμού, στην Ε.Γ.Δ. και στα Προβλήματα λόγου και ομιλίας. Από την άλλη, στο γραπτό λόγο καλύτερες επιδόσεις εντοπίστηκαν στους μαθητές με ΔΑΦ συγκριτικά με τους μαθητές με Ε.Γ.Δ, Ν.Α. και Προβλήματα λόγου και ομιλίας, οι οποίοι αντιμετώπιζαν σοβαρές δυσκολίες. Σε σύγκριση με τις παραπάνω κατηγορίες μαθητών, οι επιδόσεις των μαθητών με Μ.Δ. και Δυσλεξία φαίνεται να είναι σαφώς υψηλότερες. Τέλος, σχετικά με τα γνωρίσματα των εκπαιδευτικών διαπιστώθηκε ότι αυτοί που προετοιμάζονται και ενημερώνονται επαρκώς, έχουν περαιτέρω σπουδές και συνεργάζονται καλά με τους γονείς των μαθητών, οι μαθητές τους εμφανίζουν καλύτερες επιδόσεις στον προφορικό και γραπτό λόγο. 359 207 197 Perceptions of principals in secondary schools about their administrative work and their professional development needs Αντιλήψεις των διευθυντών σε σχολικές μονάδες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για το διοικητικό έργο και τις επιμορφωτικές ανάγκες τους Τhe present study aims to examine the perceptions of the school principal as far as the type of professional development that they want to receive, in order to obtain a better correspondence to their task. The analysis is focused on the searching of the professional development needs and in the context of the programs of the professional development of the headmasters in Ioannina and Serres. With an organized interview guide, in a sample of 15 headmasters, it is shown from the qualitative data, the appearance of the profile of the headmaster, the desired professional development needs, and also the opinions about the kind of the professional development, and at the end the problems that may occur because of these processes. According to the results arising from this research it was deducted, that the headmasters aren’t satisfied from the professional development that they receive, that the professional development programs facilitate their administrative work and close the gap of the deficits in the professional development process. Finally, the majority of the headmasters prefer the professional development to be held in short-termed programs and out of school schedule, with the inclusion of interesting knowledge subjects. Η παρούσα έρευνα, έχει ως στόχο να εξετάσει τις αντιλήψεις των διευθυντών σχολικών μονάδων αναφορικά με το είδος της επιμόρφωσης που επιθυμούν να λάβουν, προκειμένου να έχουν καλύτερη ανταπόκριση στο έργο τους. Η ανάλυση επικεντρώνεται στην ανίχνευση και τη διερεύνηση των επιμορφωτικών αναγκών, αλλά και στο περιεχόμενο των επιμορφωτικών προγραμμάτων των διευθυντικών στελεχών στις Σέρρες και στα Ιωάννινα. Με έναν κατάλληλα οργανωμένο οδηγό συνέντευξης σε δείγμα δεκαπέντε διευθυντικών στελεχών, αναδεικνύεται μέσα από την ποιοτική ανάλυση η περιγραφή του προφίλ του διευθυντή, οι προσφερόμενες επιλογές επιμόρφωσης, αλλά και οι απόψεις για το είδος της επιμορφωτικής τους δραστηριότητας, καθώς και τα ενδεχόμενα προβλήματα που ανακύπτουν μέσω αυτών των διαδικασιών. Τα αποτελέσματα της έρευνας καταδεικνύουν ότι οι διευθυντές δεν είναι ικανοποιημένοι από την επιμόρφωση που λαμβάνουν, ότι τα επιμορφωτικά προγράμματα διευκολύνουν το διευθυντικό τους έργο και μειώνουν τα πιθανά κενά της ελλιπούς διοικητικής και παιδαγωγικής κατάρτισης. Η πλειοψηφία των διευθυντών προτιμά τα επιμορφωτικά προγράμματα να υλοποιούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα και να περιέχουν ενδιαφέροντα γνωστικά αντικείμενα. Τέλος, οι περισσότεροι διευθυντές επιθυμούν τα επιμορφωτικά προγράμματα να είναι σύντομης διάρκειας και εκτός σχολικού ωραρίου. 360 1049 1105 Παρασκευή και χαρακτηρισμός μιγμάτων του πολυ(2,5-φουρανοδικαρβοξυλικού 1,4-βουτυλενεστέρα) In recent years, partially aromatic polymers from renewable resources have gained interest. The subject of this work was the preparation and study of the miscibility and crystallization of the components of novel blends of the polyester from renewable resources poly(butylene 2,5-furandicarboxylate) (PBF), with other polyesters of industrial interest and favorable properties. PBF is synthesized from 2,5-furandicarboxylic acid (FDCA) and 1,4-butanediol (1,4-BDO), two monomers that are derived from biomass. Initially, blends of PBF with other polyesters of FDCA were prepared and their miscibility was studied, in order to investigate the effect of diol differentiation, i.e. change in the second monomer from which they are synthesized, on the miscibility of the components. The study of dynamic homogeneity and miscibility was performed mainly using differential scanning calorimetry (DSC) and based on the criterion of a single glass transition. Blends that show miscibility, or at least dynamic homogeneity in the amorphous phase, exhibit a single composition-dependent glass transition temperature (Tg). Partially miscible systems exhibit two glass transitions, but the glass temperatures converge. In contrast, immiscible systems show two glass transitions and the glass transition temperature values remain the same as those of pure polymers. In miscible systems there is also a decrease in melting temperatures as the amount of the second component increases. In this study it was found that the blends show a single glass transition only if the components have very similar chemical structure, with the only difference being the increase by one in the number of methylene groups in the diol and the repeating units of the polyesters. Thus, a single glass transition was observed for PBF blends with poly(propylene 2,5-furandicarboxylate) (PPF) over the whole composition range. The Tg varied monotonously with blend composition between the values Tg = 38 °C for pure PBF and Tg = 58 °C for pure PPF. It is noted that there are four methylene groups in the PBF repeating unit compared to three in the PPF unit. To better understand the dependence of the miscibility on the chemical structure of the polyesters, blends of poly(ethylene 2,5-furandicarboxylate) (PEF), which has two methylene groups in its repeating unit, with PPF with three methylene groups in tis repeating unit, were studied. A single glass transition was observed. Also, blends of the corresponding petrochemical terephthalate polyesters were prepared and studied. It was found that the blends of poly(ethylene terephthalate) (PET), with two methylene groups in the repeating unit, with poly(propylene terephthalate) (PPT) with three methylene groups, show a single glass transition. Similarly, a single glass transition was observed for PPT blends with poly(butylene terephthalate) (PBT). PET/PBT blends, again, gave a 8 single composition-dependent Tg, despite the fact that their repeating units differ by two methylene units. PEF/PBF blends, on the other hand, did not show good miscibility. However, the addition of PBF seems to promote the crystallization of PEF, which is highly desirable. Finally, the last FDCA polyester blended with PBF was poly(1,4-cyclohexanedimethylene 2,5-furandicarboxylate) (PCHDMF). Those blends showed a single Tg. So, this system shows dynamic homogeneity and is at least partially miscible. The solubility parameter values were δ = 22.2 for PBF and 21.6 (MJ/m3)1/2 for PCHDMF, so it was expected for PCHDMF and PBF to be miscible. Characteristic was the widening of the glass transition for intermediate blend compositions, which suggests a wide distribution of relaxation times during glass transition. Another group of blends was prepared by combining PBF with other polyesters of 1,4-butanediol that have commercial interest, namely PBT and poly (butylene 2,6-naphthalene dicarboxylate) (PBN). Both PBT and PBN crystallize rapidly during cooling from the melt. The crystallization of the components in both cases led to phase separation, at least partial. Despite the crystallization of a portion of PBT, PBT/PBF blends showed a single composition-dependent glass transition. This may indicate partial mixing of PBF with its very important commercial terephthalate counterpart. Partial miscibility might allow for replacement of the petrochemical PBT by the biobased PBF in the case of items produced by injection molding. It should be noted that the molecular weight of the PBT sample was very high, which does not favor the polymers’ miscibility. The effect of molecular weight on the miscibility of the PBT/PBF system might be studied in a future work. Additional PBF blend series with polyesters of special interest were also studied. Specifically, PET/PBF blends were studied. PET is the most important thermoplastic polyester due to its favorable properties. It is important to note that a single glass transition was observed over the whole composition range. PET/PBF blends may be a system of commercial interest with applications in packaging materials for beverages, as the addition of FDCA polyesters generally improves the gas barrier properties. Potential applications might include woven fibers and others. In fact, the blends showed a single glass transition, even though the Tg values of the two polyesters differ significantly [ΔTg = Tg(PET) - Tg(PBF) = 80 – 38 = 42 °C]. This proves that there are important interactions between the ingredients. PBF blends with PPT, a polyester of 1,3-propanodiol from renewable resources with favorable properties and of industrial importance, were also tested. The blends showed two distinct glass transitions despite the small value of ΔTg = Tg(PPT) - Tg(PBF) = 47 – 38 = 9 °C. Only in the case of the PPT/PBF 80/20 blend a single glass transition was observed. PBF is a recyclable but non-biodegradable material. PBF blends with the biobased and biodegradable poly(lactic acid) (PLA) were prepared to improve PBF’s biodegradability and increase the potential of using its mixtures in eco-friendly food packaging. Unfortunately, the materials were not miscible. Again, 9 the very high molecular weight of PLA might have limited the miscibility. Finally, PBF was blended with polycarbonate (PC), a high Tg polymer, to study a combination of polymers with very different Tg values. The system was not miscible, as expected. The systems PEF/PBF and PBT/PBF are important. The industrial process of melt-mixing using extruders, which involves transesterification reactions (reactive blending), is of special interest. Thus, the conditions of the industrial process of reactive blending were simulated in the DSC cell using the prepared blend samples and heating them to elevated temperatures for different durations of time. The melt-mixing of PEF/PBF 50/50 and PBT/PBF 50/50 samples was studied. Improved miscibility was observed due to formation of copolymers with increasing time and mixing temperature. Τα μερικώς αρωματικά πολυμερή από ανανεώσιμους πόρους έχουν αποκτήσει μεγάλο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια. Αντικείμενο της παρούσας εργασίας αποτέλεσε η παρασκευή και μελέτη της αναμιξιμότητας και της κρυστάλλωσης των συστατικών πρωτότυπων μιγμάτων ενός πολυεστέρα από ανανεώσιμους πόρους, του πολυ(2,5-φουρανοδικαρβοξυλικού 1,4-βουτυλενεστέρα) (PBF), με άλλους πολυεστέρες με βιομηχανικό ενδιαφέρον και εφαρμογές. Το PBF συντίθεται από 2,5-φουρανοδικαρβοξυλικό οξύ (FDCA) και 1,4-βουτανοδιόλη (1,4-BDO), μονομερή που προέρχονται από βιομάζα. Γενικά, δοκιμάστηκαν διάφοροι συνδυασμοί του PBF. Αρχικά παρασκευάστηκαν και μελετήθηκαν ως προς την αναμιξιμότητά τους συνδυασμοί του PBF με άλλους πολυεστέρες του 2,5-φουρανοδικαρβοξυλικού οξέος για να διερευνηθεί η επίδραση της διαφοροποίησης της διόλης, δηλαδή του δεύτερου μονομερούς από το οποίο συντίθενται, στην αναμιξιμότητα των συστατικών. Η μελέτη της δυναμικής ομοιογένειας και αναμιξιμότητας έγινε με χρήση διαφορικής θερμιδομετρίας σάρωσης (DSC) κυρίως με βάση το κριτήριο της μίας μετάβασης υάλου. Τα μίγματα που εμφανίζουν αναμιξιμότητα ή τουλάχιστον δυναμική ομοιογένεια στην άμορφη φάση, δίνουν μία μετάβαση υάλου και η θερμοκρασία υάλου (Tg) μεταβάλλεται με τη σύσταση. Τα μερικώς αναμίξιμα συστήματα δίνουν δύο μεταβάσεις υάλου, με τις θερμοκρασίες υάλου όμως να συγκλίνουν. Αντίθετα, τα μη αναμίξιμα συστήματα δίνουν δύο μεταβάσεις υάλου με τιμές θερμοκρασιών μετάβασης υάλου σταθερές και ίδιες με εκείνες των καθαρών πολυμερών. Στα αναμίξιμα συστήματα επίσης υπάρχει γενικά και μείωση στις θερμοκρασίες τήξης όσο αυξάνεται το ποσοστό του δεύτερου συστατικού. Στη μελέτη αυτή βρέθηκε ότι τα μίγματα εμφανίζουν μία μετάβαση υάλου μόνο στην περίπτωση που υπάρχει πολύ όμοια χημική δομή, με μόνη διαφορά μία μεθυλενομάδα λιγότερη στη διόλη και επομένως και στις επαναλαμβανόμενες μονάδες των πολυεστέρων. Η μία μετάβαση υάλου θεωρείται ένδειξη αναμιξιμότητας ή τουλάχιστον δυναμικής ομοιογένειας στην άμορφη φάση. Μία μετάβαση υάλου δηλαδή παρατηρήθηκε για τα μίγματα του PBF με τον πολυ(2,5-φουρανοδικαρβοξυλικό 1,3-προπυλενεστέρα) (PPF) σε όλες τις αναλογίες των συστατικών. Η τιμή της Tg μεταβαλλόταν μονότονα με τη σύσταση των μιγμάτων μεταξύ των τιμών Tg = 38 °C για το καθαρό PBF και Tg = 58 °C για το καθαρό PPF. Σημειώνεται ότι υπάρχουν τέσσερεις μεθυλενομάδες στην επαναλαμβανόμενη μονάδα του PBF έναντι τριών στη μονάδα του PPF. Για καλύτερη κατανόηση της εξάρτησης της αναμιξιμότητάς των πολυεστέρων από τη χημική τους δομή μελετήθηκαν και τα μίγματα του πολυ(2,5-φουρανοδικαρβοξυλικού αιθυλενεστέρα) (PEF) που έχει δύο μεθυλενομάδες στην επαναλαμβανόμενη μονάδα του, με το PPF με τρεις μεθυλενομάδες στην επαναλαμβανόμενη μονάδα και παρατηρήθηκε επίσης μία μετάβαση υάλου. Επίσης, παρασκευάστηκαν και μελετήθηκαν οι αντίστοιχοι τερεφθαλικοί πολυεστέρες και βρέθηκε ότι τα μίγματα του πολυ(τερεφθαλικού 5 αιθυλενεστέρα) (PET), με δύο μεθυλενομάδες στην επαναλαμβανόμενη μονάδα, με τον πολυ(τερεφθαλικό προπυλενεστέρα) (PPT), με τρεις μεθυλενομάδες στην επαναλαμβανόμενη μονάδα, δίνουν πάλι μία μετάβαση υάλου. Ομοίως, μία μετάβαση υάλου βρέθηκε ότι δίνουν και τα μίγματα του PPT με τον πολυ(τερεφθαλικό βουτυλενεστέρα) (PBT). Ενδιαφέρον εμφανίζει η περίπτωση των μιγμάτων PET/PBT, που παρά το ότι οι επαναλαμβανόμενες μονάδες τους διαφέρουν κατά δύο μεθυλενομάδες, πάλι δίνουν μία μετάβαση υάλου με την Tg να εξαρτάται από την αναλογία των συστατικών. Τα μίγματα PEF/PBF αντίθετα δεν έδειξαν καλή αναμιξιμότητα. Όμως, φαίνεται ότι η προσθήκη PBF επιταχύνει την κρυστάλλωση του PEF, κάτι που είναι ιδιαίτερα επιθυμητό. Τέλος, η ομάδα των μιγμάτων του PBF με άλλους φουρανοϊκούς πολυεστέρες έκλεισε με την παρασκευή και μελέτη των μιγμάτων με τον πολυ(2,5-φουρανοδικαρβοξυλικό 1,4-κυκλοεξανοδιμεθυλενεστέρα) (PCHDMF). Τα μίγματα έδωσαν μία μετάβαση υάλου με την Tg να εξαρτάται από τη σύσταση. Συνεπώς το σύστημα εμφανίζει δυναμική ομοιογένεια και είναι τουλάχιστον μερικώς αναμίξιμο. Οι τιμές των παραμέτρων διαλυτότητας ήταν παραπλήσιες με δ = 22,2 για το PBF και 21,6 (MJ/m3)1/2 για το PCHDMF, άρα είναι λογικό τα μίγματα PCHDMF/PBF να είναι αναμίξιμα ή μερικώς αναμίξιμα. Χαρακτηριστική ήταν η διεύρυνση της μετάβασης υάλου σε ενδιάμεσες συστάσεις. Αυτό υποδηλώνει ευρεία κατανομή των χρόνων χαλάρωσης κατά τη μετάβαση υάλου. Παρασκευάστηκε επίσης και μελετήθηκε άλλη μία ομάδα μιγμάτων, που αφορούσε μίγματα του PBF με άλλους πολυεστέρες της 1,4-βουτανοδιόλης με εμπορικό ενδιαφέρον, το PBT και τον πολυ(2,6-ναφθαλινοδικαρβοξυλικό βουτυλενεστέρα) (PBN). Τόσο το PBT όσο και το PBN κρυσταλλώνονται ταχύτατα κατά την ψύξη από το τήγμα. Η κρυστάλλωση των συστατικών οδήγησε και στις δύο περιπτώσεις σε διαχωρισμό φάσεων, τουλάχιστον μερικό. Στην περίπτωση των μιγμάτων PBF με το PBT ωστόσο, φαίνεται ότι πέρα από την κρυστάλλωση ενός μέρους του PBT, υπήρχε μία μετάβαση υάλου που μετατοπιζόταν ως προς τη θερμοκρασία με τη σύσταση. Αυτό είναι θετικό καθώς πιθανόν να υποδηλώνει μερική αναμιξιμότητα του PBF με το πολύ σημαντικό εμπορικά τερεφθαλικό ομόλογό του, κάτι που μπορεί να αφήνει περιθώρια έστω μερικής αντικατάστασης του πετροχημικού PBT από τον βιοβασιζόμενο πολυεστέρα PBF σε πιθανά μίγματά τους για αντικείμενα που παράγονται με έγχυση. Ας σημειωθεί ότι το μοριακό βάρος του PBT που χρησιμοποιήθηκε ήταν ιδιαίτερα υψηλό και αυτό δυσχεραίνει την καλή ανάμιξη των πολυμερών σε μοριακό επίπεδο. Σε μελλοντική φάση θα πρέπει να μελετηθεί η επίδραση του μοριακού βάρους στην αναμιξιμότητα αυτού του ενδιαφέροντος συστήματος. Πέρα από τις παραπάνω σειρές, παρασκευάστηκαν και μελετήθηκαν κάποιες επιπλέον σειρές μιγμάτων του PBF με πολυεστέρες με ειδικό ενδιαφέρον. Συγκεκριμένα μελετήθηκαν μίγματα του PBF με το PET, που είναι ο πιο σημαντικός θερμοπλαστικός πολυεστέρας λόγω των επιθυμητών ιδιοτήτων του. Το πολύ αισιόδοξο ήταν ότι και εδώ παρατηρήθηκε μία μετάβαση υάλου σε όλο το εύρος των συστάσεων. Άρα ενδεχομένως να προκύπτει ένα ενδιαφέρον σύστημα μιγμάτων με εμπορικό ενδιαφέρον για εφαρμογές σε υλικά συσκευασίας όπως 6 ανθρακούχα ποτά, αφού η προσθήκη φουρανοϊκών πολυεστέρων βελτιώνει γενικά τις ιδιότητες φραγής των φιλμ, αλλά και υφάνσιμες ίνες ή άλλες εφαρμογές. Μάλιστα τα μίγματα έδωσαν μία μετάβαση υάλου, παρά το ότι οι τιμές των Tg των δύο πολυεστέρων διαφέρουν σημαντικά [ΔTg = Tg(PET) - Tg(PBF) = 80 – 38 = 42 °C]. Άρα υπάρχουν σημαντικές αλληλεπιδράσεις των συστατικών. Δοκιμάστηκαν και τα μίγματα του PBF με το PPT αντίστοιχα, έναν πολυεστέρα από 1,3-προπανοδιόλη από ανανεώσιμους πόρους με καλές ιδιότητες και βιομηχανική σπουδαιότητα. Τα μίγματα δίνουν δύο διακριτές μεταβάσεις υάλου παρά το ότι ΔTg = Tg(PPT) - Tg(PBF) = 47 – 38 = 9 °C. Μόνο στη σύσταση ΡΡΤ/ΡΒF 80/20 εμφανίστηκε μία μετάβαση υάλου. Το PBF είναι υλικό ανακυκλώσιμο πλην όμως μη βιοαποικοδομήσιμο. Παρασκευάστηκαν έτσι μίγματα του PBF με το βιοαποικοδομήσιμο και βιοπροερχόμενο πολυ(γαλακτικό οξύ) (PLA). Σκοπός αυτού του συνδυασμού ήταν η αύξηση της βιοαποικοδομησιμότητας και η πιθανή χρήση των μιγμάτων σε βιοδιασπώμενες συσκευασίες τροφίμων. Δυστυχώς τα υλικά δεν αποτελούν αναμίξιμο σύστημα. Τέλος, παρασκευάστηκαν μίγματα του PBF με τον πολυ(ανθρακικό εστέρα) (PC), που έχει πολύ υψηλή Tg, με στόχο τη μελέτη ενός συνδυασμού πολυμερών με πολύ διαφορετικές τιμές Tg. Το σύστημα, όπως αναμενόταν, δεν είναι αναμίξιμο. Λόγω του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος των συστημάτων αλλά και της διεργασίας την ανάμιξης με αντίδραση σε εκβολέα, έγινε μια προσπάθεια προσομοίωσης μέσα στο DSC της ανάμιξης σε βιομηχανικές συνθήκες και μελετήθηκε η ανάμιξη των μιγμάτων PEF/PBF 50/50 και PBT/PBF 50/50 με σύγχρονη αντίδραση σε φάση τήγματος. Παρατηρήθηκε αύξηση της αναμιξιμότητας λόγω σχηματισμού συμπολυμερούς με αύξηση του χρόνου αλλά και της θερμοκρασίας ανάμιξης. 361 114 151 Study concerning neurodevelopmental disorders and even more, Autism spectrum disorders, is a highly topical and increasingly interesting subject. In this review, a reference about the basic parameters takes place, regarding ASD. Genetic factors and their pathways, environmental factors and especially their interaction with epigenetic mechanisms, are the main fields of research for ASD etiology. Genetic counseling must take under consideration the aforementioned variables, as well as statistical facts, advances in teaching methodology and novel ASD treatments, in order to inform properly those interested, consequently leading to satisfactory decisions. Eliminating stereotypes and myths such as vaccines as a cause for ASD and finding proper biomarkers for early diagnosis, are main goals for health care professionals. Η μελέτη γύρω από τις νευροαναπτυξιακές διαταραχές και ακόμη περισσότερο τη Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος είναι ένα επίκαιρο ζήτημα, με ολοένα και αυξανόμενο ενδιαφέρον. Στην παρούσα επισκόπηση γίνεται μια αναφορά των βασικών παραμέτρων που μελετώνται σε σχέση με τη διαταραχή. Γενετικοί παράγοντες και τα μονοπάτια τους, περιβαλλοντικοί παράγοντες και κυρίως η αλληλεπίδρασή τους μέσω των επιγενετικών μηχανισμών είναι τα κυριότερα αντικείμενα έρευνας για την αιτιογένεση της ΔΑΦ. Η γενετική συμβουλευτική είναι ένας τομέας που οφείλει να λάβει υπόψιν του όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τα στατιστικά στοιχεία και την πρόοδο στην παιδαγωγική και τις νέες θεραπείες για τη ΔΑΦ, για να ενημερώσει τους ενδιαφερόμενους όσο το δυνατόν πιο άρτια, ώστε να οδηγηθούν σε αποφάσεις που θα τους ικανοποιήσουν. Η εξάλειψη των στερεοτύπων και των μύθων που επικρατούν γύρω από τη ΔΑΦ όπως για παράδειγμα τα εμβόλια, αλλά και η εύρεση βιοδεικτών για την έγκαιρη διάγνωση, είναι βασικοί στόχοι των επαγγελματιών υγείας. 362 122 117 The role of the principal as a leader in the effective operation of a school unit in primary ducation in Greek reality Ο ρόλος του διευθυντή ως ηγέτη στην αποτελεσματική λειτουργία μιας σχολικής μονάδας στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση στην ελληνική πραγματικότητα In the present work, a bibliographic review explores the leadership role of the principal and its relationship to school effectiveness. The thesis focuses on analyzing the role of the manager as a leader and seeks to present through a theoretical approach the elements that make up an effective leader. The literature review also attempts to link the leadership role of the head of a school unit with its effective functioning. The key finding of the study is that the leadership role of a chief executive has many aspects and is a key factor in the effectiveness of the school organization. Στην παρούσα εργασία μέσα από μία βιβλιογραφική ανασκόπηση διερευνάται ο ηγετικός ρόλος του διευθυντή και η σχέση του με την αποτελεσματικότητα του σχολείου. Η εργασία εστιάζει στην ανάλυση του ρόλου του διευθυντή ως ηγέτη και προσπαθεί να αναδείξει μέσα από μία θεωρητική προσέγγιση τα στοιχεία που απαρτίζουν έναν αποτελεσματικό ηγέτη. Μέσα από την επισκόπηση της βιβλιογραφίας επιχειρείται ακόμα η σύνδεση του ηγετικού ρόλου του διευθυντή μιας σχολικής μονάδας με την αποτελεσματική λειτουργία της. Το βασικό πόρισμα της μελέτης είναι ότι ο ηγετικός ρόλος ενός διευθυντού στελέχους έχει πολλές πτυχές και αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την αποτελεσματικότητα του σχολικού οργανισμού. 363 522 500 Michel Foucault is not only a philosopher, but also a social activist. The following dissertation not only illustrates the philosopher's multifaceted interest, which in his own words encloses a consciously limited research object, -the subject's cultivation and limitation by structural practices and forms of knowledge- and the tests conducted by Foucault himself on his proposal in many areas of social sciences, but also is aimed to introduce a different aspect of the philosopher's interpretations. The philosopher is not the classic nihilist, as it is widely believed, but is predominantly a man who tries with his work and subsequently with his own life to achieve the most pleasing outcome for the subject and its form. In the first two chapters of the thesis are presented all kinds of structural forms, committals in institutions especially designed for the insane, ways of treating the hospitalized subjects and consequently the methods to annihilate their human hypostasis. However, there are several examples of subjects that have achieved to "break" the imposed practices, engaging in forms of struggle and thus exemplifying that there are always opportunities for freedom, even when their existence is constructed under very rigid standards. Moreover, the following chapters, the third and the fourth, provide further information on such issues and expand the analysis on the following duality: placing the prison, on the one hand, as the creator of criminals and not as a mean to conform; these criminals frequently respond to the discipline and obedience imposed on them. On the other hand, concerning the field of literature, which is characterized by a rigid framework of rules, there is a proportion of people willing to break these rules and expose the full potentials of language. As a consequence, this liberation can be extended on the human nature, leaving the man free from prohibitions, boundaries and rules. The changing in Foucault's thinking is described in the fifth chapter, in which the subject totally structured either physically or mentally (in this case sexually) is becoming a being with self-defined limits (chapter six). In addition, the sixth chapter provides a detailed presentation of the methods used during the Classical and Greco-Roman times for edification and self-improvement. All these methods prove that the subject can cultivate his autonomy and its method is based on a specific time period and its contemporary moral precepts. In the next chapter, the ways that Foucault defined as the beginning of the creation of a self based on aesthetic principles are thoroughly explained. It is worth mentioning that the aforementioned ideas were formed under the influence of Kant’s and Baudelaire’s work. Finally, in the conclusion, using either the direct approach derived from the ancient techniques of existence or the inverse with the specific examples of subjects that escaped from the influence of societal institutions, it is not sufficient to prove that Foucault suddenly identified an essence missing from the subject. Nevertheless, this analysis lends credence to the conclusion that there are some subjective forms, potentially active and autonomous which could be the optimal answer to the prevailing apathy. All the aforementioned arguments prove bluntly that Foucault's thinking is unaffected by time and still challenging. Ο Michel Foucault, όντας ως επί το πλείστον φιλόσοφος είναι παράλληλα και ένας κοινωνικός ακτιβιστής. Η παρούσα εργασία στοχεύει αφενός στην ανάδειξη του πολύπλευρου ενδιαφέροντος του φιλοσόφου, ο οποίος μπορεί να είχε κατά τα λεγόμενα του ίδιου ένα ενσυνείδητα περιορισμένο ερευνητικό αντικείμενο, -την κατασκευή και οριοθέτηση του υποκειμένου μέσα από τις εξουσιαστικές πρακτικές και τις μορφές γνώσης-, αλλά ερεύνησε την πρότασή του σε πολλούς τομείς του κοινωνικού επιστητού, και αφετέρου στοχεύει στην ανάδειξη μιας διαφορετικής από τις τετριμμένες παρουσιάσεις του προσώπου του Foucault. Ο φιλόσοφος δεν νοείται ως ο κλασικός μηδενιστής, όπως έχει χαρακτηριστεί πολλάκις, αλλά ως ένας άνθρωπος ο οποίος προσπάθησε με το έργο του και κατ’ επέκταση με την ίδια του τη ζωή να βρει μια ελπίδα για το υποκείμενο και τη μορφή του. Στα πρώτα δύο κεφάλαια της εργασίας παρουσιάζονται οι κάθε λογής εξουσιαστικές μορφές, οι εγκλεισμοί σε ιδρύματα ειδικά σχεδιασμένα για φρενοβλαβείς, οι τρόποι αντιμετώπισής τους από τις δυνάμεις και οι εν γένει προσπάθειες εκμηδένισης της ανθρώπινης ουσίας τους. Παρόλα αυτά δεν εκλείπουν τα παραδείγματα που κατάφεραν να «σπάσουν» τις επιβεβλημένες πρακτικές, προβαίνοντας σε μια μορφή αγώνα και αποδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο ότι όσο κατασκευασμένη και αν είναι η ύπαρξη μας, πάντα υπάρχει περιθώριο ελευθερίας. Αντίστοιχα θέματα πραγματεύονται και τα επόμενα κεφάλαια, το τρίτο και το τέταρτο, με την φυλακή από τη μεριά της να αναδημιουργεί (αντί να «σωφρονίζει») εγκληματίες, οι οποίοι όμως πολλές φορές αντιδρούν στην πειθαρχία και την υπακοή που τους επιβάλλεται, και τον τομέα της λογοτεχνίας από την άλλη μεριά, που ενώ θέτει συγκεκριμένους γλωσσικούς κανόνες, υπάρχουν μερίδες ατόμων έτοιμες να αποδομήσουν το όριο της γλώσσας και να την αφήσουν στην διαφάνειά της. Κατ’ επέκταση να αφήσουν τον ίδιο τον άνθρωπο στην διαφάνειά του, αποδιώχνοντας συστολές, νόμους και απαγορεύσεις. Τα επόμενα κεφάλαια της εργασίας, που ακολουθούν την μεταστροφή της σκέψης του Foucault από ένα υποκείμενο πλήρως κατασκευασμένο είτε σωματικά, είτε εσωτερικά, είτε στην προκειμένη περίπτωση σεξουαλικά (κεφάλαιο πέντε), σε έναν εαυτό που έχει χειραφετητικά περιθώρια (κεφάλαιο έξι), μελετούν τις τεχνικές που ακολουθούσαν τα άτομα στους κλασικούς και ελληνορωμαϊκούς χρόνους με σκοπό να επιμεληθούν τους εαυτούς τους. Όλες οι τεχνικές, η καθεμιά βασισμένη στη δική της εποχή και στους δικούς της ηθικούς θεσμούς, αποτελούν απόδειξη της δυνατότητας του υποκειμένου να δημιουργεί την εν δυνάμει αυτονομία του. Έπειτα στο έβδομο κεφάλαιο παρατίθενται οι τρόποι του Foucault, οι οποίοι είναι εμπνευσμένοι από τον Kant και τον Baudelaire, για έναν εαυτό δημιουργημένο με βάση τις αισθητικές αξίες. Όπως επισημαίνεται στον επίλογο της εργασίας, από την ανάλυση αυτή, είτε την άμεση με τις αρχαίες τεχνικές της ύπαρξης, είτε την έμμεση με τα συγκεκριμένα παραδείγματα που ξέφυγαν από τα κανονιστικά πλαίσια, δεν εννοείται ότι ο Foucault ξαφνικά εντόπισε μια χαμένη ουσία του υποκειμένου, όμως αναμφίβολα αναδεικνύονται κάποιες υποκειμενικές μορφές, εν δυνάμει ενεργητικές και αυτόβουλες οι οποίες, ειδικά στην σύγχρονη εποχή που τείνει να μας καθιστά, ίσως πιότερο από ποτέ, καθηλωτικά εφησυχασμένους, λειτουργούν ως μία ελπιδοφόρα διέξοδος. Για αυτό η σκέψη και η δράση του Foucault παραμένουν όχι μόνο αναλλοίωτες στο χρόνο, αλλά αποτελούν μία πρόκληση για το σήμερα. 364 305 310 Preparation of TiO2 micro-tubes with a combination of the technique of electrospinning and the method of dip - coating for environmental applications Παρασκευή μικρό-σωλήνων TiO2 με συνδυασμό της τεχνικής της ηλεκτροστατική ινοποίηση (electrospinning) και της μεθόδου της επίστρωσης με εμβάπτισης (dip - coating) για περιβαλλοντικές εφαρμογές Nowadays, the use of titanium dioxide (TiO2) is becoming increasingly important in photocatalytic reactions and this is reflected in the growing number of publications dealing with theoretical aspects and practical applications in these reactions.The main disadvantage of titanium dioxide (TiO2) is the high energy band gap that allows its activation only under UV irradiation (<400nm), which amount is less than 5% of the intensity of solar radiation reaching the earth.Especially, nano- or microtubes of TiO2 attracted tremendous attention because of their strong oxidizing capability and chemical inertness, rendering them prospective for use in photocatalysis. It has reported that TiO2 nanotubes by themselves do not exhibit high photocatalytic properties although they show high light absorption as well as from their high surface area high adsorption ability.In this thesis, TiO2 tubes were synthesized by the combination of electrospinning and dip – coating method. All samples were studied by the FT – IR, TG – DSC, N2porosimetry, SEM, TEM, XRD, XPS and UV – Vis DRS techniques. The diameter of the prepared TiO2 tubes ranges from 2 to 4 μm and have lower surface area compared to Degussa P25. The prepared samples are consisted of biphasic titania both anatase - rutile (~ 90% anatase) and through XPS and EPR techniques an amount of carbon was detected due to the low calcination temperature (450oC). All samples seem to absorb in the visible light region having lower energy band gap compared to Degussa P25. The photocatalytic activity was tested on the removal of gas NO pollutant and liquid Methylene Blue dye pollutant. The photocatalytic activity of all materials was compared with commercial Degussa P25. A increased oxidation of NO and a limited degradation of Methylene Blue was observed. Η χρήση του διοξειδίου του τιτανίου (TiO2) σε αντιδράσεις φωτοκατάλυσης αποκτά σήμερα όλο και μεγαλύτερη σημασία και αυτό αντικατοπτρίζεται στον αυξανόμενο αριθμό των δημοσιεύσεων που ασχολούνται με θεωρητικά ζητήματα και πρακτικές εφαρμογές σε αυτές τις αντιδράσεις.Το κυριότερο μειονέκτημα του διοξειδίου του τιτανίου (TiO2) είναι το υψηλό ενεργειακό του χάσμα που επιτρέπει τη διέγερση του μόνο με υπεριώδη ακτινοβολία (< 400nm), το ποσοστό της οποίας είναι μικρότερο από 5% της συνολικής έντασης της ηλιακής ακτινοβολίας που φτάνει στη γη.Οι μίκρο ή νάνο- σωλήνες TiO2 προσελκύουν τεράστια προσοχή λόγω της ισχυρής ικανότητας οξείδωσης τους και χημική αδράνεια, καθιστώντας τους υποψήφιους για χρήση στη φωτοκατάλυση. Ωστόσο πολλές μελέτες αναφέρουν ότι δεν εμφανίζουν υψηλή φωτοκαταλυτική δράση αν και δείχνουν υψηλή απορρόφηση φωτός καθώς και υψηλή ειδική επιφάνεια.Στην παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή παρασκευάστηκαν σωλήνες διοξειδίου του τιτανίου (TiO2) με συνδυασμό της τεχνικής της ηλεκτροστατικής ινοποίησης και της μεθόδου της επίστρωσης με εμβάπτισης. Όλα τα δείγματα μελετήθηκαν με τις μεθόδους FT – IR, TG – DSC, BET ( ποροσιμετρίαN2), SEM, TEM, XRD, XPS και UV – VisDRS. Η διάμετρος των σωλήνων TiO2 που παρασκευάστηκαν κυμαίνεται από 2 έως 4 μm και εμφανίζουν χαμηλότερη ειδική επιφάνεια σε σχέση με το DegussaP25. Επίσης τα παρασκευασμένα δείγματα αποτελούνται από διφασική τιτανία ανατάση – ρουτιλίου (~ 90% ανατάση) και ανιχνεύτηκε ποσότητα άνθρακα που οφείλεται στην χαμηλή θερμοκρασία έψησή τους (450οC). Όλα τα δείγματα φαίνεται να απορροφούν στην περιοχή του ορατού φωτός έχοντας μικρότερο ενεργειακό χάσμα συγκρινόμενα με το DegussaP25. Η φωτοκαταλυτική τους δραστικότητα δοκιμάστηκε ως προς την απόδοσή τους στην διάσπαση αέριων ρύπων (ΝΟ) και υγρών ρύπων (χρωστική MethyleneBlue). Ως προς τις φωτοκαταλυτικές τους ιδιότητες συγκρίθηκαν με το βιομηχανικό DegussaP25. Παρατηρήθηκε αυξημένη οξείδωση προς ΝΟ και αντίθετα χαμηλότερη ικανότητα αποικοδόμησης του ΜΒ σε σχέση με το DegussaP25. 365 508 505 Early christian and middle byzantine sculptures of Nafpactos collection Παλαιοχριστιανικά και μεσοβυζαντινά γλυπτά από τη συλλογή της Ναυπάκτου The subject of my dissertation is the study of a significant number of sculptures which are kept in the archaeological collection of Nafpaktos and come almost exclusively from excavations carried out in the city of Nafpaktos and its castle. They date from 5th to the 13th century and are architectural sculptures of secular and ecclesiastical buildings. The aim of the study is twofold: the integration of the architectural sculptures in chronological contexts based on the progression of their morphology and decoration and the examination of the contribution to the historical and urban development of the city of Nafpaktos during the centuries under consideration. Sub- topic are the exploration of the artistic relations of the city of Nafpaktos with the neighboring artistic centers of southern Greece (Athens, Corinth, Patra), as well as with Constantinople and its area of influence. The groups constituting the material under consideration are: capitals (7), panels (12), cornices (3), frames (5), architraves (7), imposts (4), columns of a temple (1). From these sculptures 1/3 is unpublished. The sculptures dating back to the early Christian years are decorated with the usual decorative motifs that are prevalent throughout the Christian world: acanthus, laurel which include cross with the Christgram, birds, leaves, e.t. Stylistically are rendered repoussé in naturalistic way with stable and good design. Sculptures dating back to the so-called "transitional centuries" are rendered in a low relief with a simple and sprawling decor, with limited use of geometric and vegetal motifs and with emphasis on symbolic themes such as the cross, the rosette, limniskos. Their decoration and stylistic rendering (shaping, design simplicity and abstraction) are decorative options that will prevail in the 9th century according to other published sculptures from southern Greece (Athens, Corinth, Mani, Messina), as well as from central and northern (Nea Anchialos, Thessaloniki) and the islands (Naxos, Paros). Dry processing and hard prismatic beads are removed from the Early Christian style and come closer to the Middle Byzantine period. The decorative themes of the Byzantine sculptures of Nafpaktos are mainly plant themes (anthemia, acanthus, rosettes, vines), covering the entire surface of the depth of the sculpture. In the decorative motifs are also depictions of human figures, animals and mythological beings. There are repetitions of themes of the early Christian period (Cypress, clematis, and stems), but with the artistic style of the byzantine period. The combination of different techniques such as high and low relief, two- level technique in some of them as well as the most complex way of illustration highlight the performance of marble artists. The sculptures of the collection are subject to a common agenda and are attributed with the common techniques. But their style is the result of the distinctive and unique personality of the artists that each time portray in their works. The study of the sculptures highlights the sculptural production of the city, reflects the aesthetic tendencies and artistic currents that dominate in every century, and is the first small contribution to the study of the sculpture of Nafpaktos. Αντικείμενο της διπλωματικής μου εργασίας αποτελεί η μελέτη ενός σημαντικού αριθμού γλυπτών τα οποία φυλάσσονται στην Αρχαιολογική Συλλογή Ναυπάκτου και προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από ανασκαφικές εργασίες που πραγματοποιήθηκαν στην πόλη της Ναυπάκτου και το κάστρο της. Καλύπτουν χρονολογικά την περίοδο από τον 5ο έως και τον 13ο αιώνα και αποτελούν αρχιτεκτονικά γλυπτά κοσμικών και εκκλησιαστικών κτηρίων. Ο σκοπός της μελέτης είναι διττός: αφενός η ένταξη των αρχιτεκτονικών μελών σε χρονολογικά πλαίσια με βάση την εξέλιξη της μορφολογίας και του διακόσμου τους και αφετέρου η εξέταση της συμβολής στων γλυπτών στην ιστορική και πολεοδομική εξέλιξη της πόλης της Ναυπάκτου κατά τη διάρκεια των εξεταζόμενων αιώνων. Επιμέρους στόχοι είναι η διερεύνηση των καλλιτεχνικών σχέσεων της πόλης της Ναυπάκτου με τα γειτονικά καλλιτεχνικά κέντρα της Νότιας Ελλάδας (Αθήνα, Κόρινθο, Πάτρα), καθώς και με την Κωνσταντινούπολη και τη σφαίρα επιρροής της. Οι ομάδες που συναποτελούν το εξεταζόμενο υλικό είναι οι εξής: κιονόκρανα (7), θωράκια (12), κοσμήτες (3), περιθυρώματα (5), επιστύλια (7), επιθήματα (4), κιονίσκοι τέμπλου (1). Από το σύνολο αυτό των γλυπτών το 1/3 είναι αδημοσίευτο. Τα γλυπτά που χρονολογούνται στα παλαιοχριστιανικά χρόνια φέρουν ανάγλυφη διακόσμηση με τα συνήθη διακοσμητικά μοτίβα που επικρατούν σε όλο τον παλαιοχριστιανικό κόσμο: άκανθες, δάφνινα στεφάνια που περιβάλλουν σταυρό με το χρίσμα ή το Χριστόγραμμα, πουλιά, φύλλα καλάμου κ.λπ. Τα θέματα τεχνοτροπικά αποδίδονται με φυσιοκρατικό τρόπο σε έξεργο ανάγλυφο με σταθερό και καλό σχεδιασμό. Τα γλυπτά που χρονολογούνται στους λεγόμενους «μεταβατικούς αιώνες» αποδίδονται σε χαμηλό ανάγλυφο με λιτό και σε αραιή διάταξη διάκοσμο, με περιορισμένη χρήση γεωμετρικών και φυτικών μοτίβων και με έμφαση σε συμβολικά θέματα όπως σταυρός, ο ρόδακας, ο λημνίσκος. Ο διάκοσμος και η τεχνοτροπική τους απόδοση (σχηματοποίηση, σχεδιαστική απλούστευση αφαιρετική τάση) αποτελούν διακοσμητικές επιλογές που θα επικρατήσουν τον 9ο αιώνα σύμφωνα και με άλλα δημοσιευμένα γλυπτά που προέρχονται από τη νότια Ελλάδα (Αθήνα, Κόρινθο, Μάνη, Μεσσήνη), αλλά και από την κεντρική και τη βόρεια χώρα (Νέα Αγχίαλος, Θεσσαλονίκη) και τα νησιά (Νάξος, Πάρος). Η ξηρή επεξεργασία και οι σκληρές πρισματικές γλυφές απομακρύνονται από την τεχνοτροπία της παλαιοχριστιανικής περιόδου και έρχονται πιο κοντά στη μέση βυζαντινή εποχή. Τα διακοσμητικά θέματα των βυζαντινών γλυπτών της Ναυπάκτου, είναι κυρίως φυτικά θέματα (ανθέμια, άκανθα, ρόδακες, κληματίδες, ελισσόμενους βλαστούς) που καλύπτουν όλη την επιφάνεια του βάθους του γλυπτού. Στα διακοσμητικά θέματα εντάσσονται επίσης και απεικονίσεις ανθρώπινων μορφών, ζώων και μυθολογικών όντων. Δεν λείπουν και οι επαναλήψεις θεμάτων της παλαιοχριστιανικής περιόδου (κυπαρίσσια, κληματίδες και ελισσόμενοι βλαστοί), προσαρμοσμένα ωστόσο στο καλλιτεχνικό ύφος της εποχής. Ο συνδυασμός διαφορετικών τεχνικών όπως υψηλού και χαμηλού ανάγλυφου, διπλεπίπεδης τεχνικής σε μερικά από αυτά όπως και ο συνθετότερος τρόπος εικονογραφίας φανερώνουν την εκτελεστική ικανότητα των μαρμαράδων. Τα γλυπτά της συλλογής υπόκεινται σε ένα κοινό θεματολόγιο και αποδίδονται με τις κοινές τεχνικές. Η τεχνοτροπία τους όμως είναι αποτέλεσμα της ξεχωριστής και ιδιαίτερης προσωπικότητας των καλλιτεχνών που κάθε φορά αποτυπώνουν στα έργα τους. Η μελέτη τους αναδεικνύει την γλυπτική παραγωγή της πόλης, απεικονίζει τις αισθητικές τάσεις και τα καλλιτεχνικά ρεύματα που κυριαρχούν ανά αιώνα, και αποτελεί μία πρώτη μικρή συμβολή στη μελέτη της γλυπτικής της Ναυπάκτου. 366 218 232 Λειτουργικότητα του αγγειακού πνευμονικού ενδοθηλίου, in vivo, υπό φυσιολογικές και παθολογικές συνθήκες BESIDES GAS EXCHANGE, THE PULMONARY CIRCULATION HAS ANOTHER IMPORTANT FUNCTION,A METABOLIC ONE. PULMONARY VASCULAR ENDOTHELIUM PARTICIPATES IN VARIOUS IMPORTANT PHYSIOLOGIC AND PHARMACOKINETIC PROCESSES WHICH ARE SUSCEPTIBLE TO DIFFERENT PHARMACOLOGICAL, PHYSICAL AND TOXIC AGENTS. UNDER PATHOLOGICAL CONDITIONS, SUCH AS LUNG INJURY SECONDARY TO RADIATION DELIVERY TO THE CHEST, ENDOTHELIAL-ASSOCIATED-ENZYME ACTIVITIES CAN BE IMPAIRED. WE INVESTIGATED THE EARLY EFFECTS OFIONIZING RADIATION ON PULMONARY ENDOTHELIAL FUNCTIONS IN RABBITS EXPOSED TO A SINGLE DOSE (30 GY) OF IONIZING RADIATION TO THE CHEST, WITH OR WITHOUT POST-RADIATION INDOMETHACIN ADMINISTRATION. THE RESULTS OF OUR STUDY REVEALED THE FOLLOWING: 1) INCREASING PULMONARY BLOOD FLOW LEVELS INCREASED PERFUSED MICROVASCULAR SURFACE AREA, AS REFLECTED IN THE PROPORTIONALLY INCREASING AMAX/KM OR BMAX VALUES FOR ALL SUBSTRATES AND INHIBITOR, RESPECTIVELY, FOR BOTH ACE AND NCT, INCONTROL AND IRRADIATED ANIMALS. 2) IONIZING RADIATION TO THE CHEST PRODUCED ENDOTHELIAL ECTOENZYME DYSFUNCTION, AS REFLECTED IN THE ALTERED ENZYME KINETICS AND SUBSTRATE METABOLISM, WHICH WERE PRESENT WITHIN A WIDE RANGE OF PHYSIOLOGIC PULMONARY BLOOD FLOW VALUES. 3) POST-RADIATION ADMINISTRATION OF INDOMETHACIN CORRECTED OR PREVENTED MOST EVIDENCE OF RADIATION- INDUCED ENDOTHELIAL DYSFUNCTION, BUT IT FAILED TO REVERSE THE RADIATION-INDUCED DEPRESSION OF THE BINDING OFACE WITH ITS INHIBITOR (RAC-X-65). 4) THE CORRECTIVE OR PROTECTIVE ACTIONS OF INDOMETHACIN APPEAR TO INVOLVE DIRECT CYTOPROTECTION RATHER THAN SHUNTING OF THE BLOOD THROUGH NORMAL OR LESS INJURED VESSELS. (SHORTENED) Η ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΕΠΙΤΕΛΕΙ, ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΑΕΡΙΩΝ, ΚΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ. ΤΟ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΟ ΑΓΓΕΙΑΚΟ ΕΝΔΟΘΗΛΙΟ ΣΥΜΜΕΤΕΧΕ ΣΕ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΥΑΙΣΘΗΤΕΣ ΣΕ ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΟΥΣΚΑΙ ΤΟΞΙΚΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ. ΥΠΟ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ, ΟΠΩΣ ΣΕ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΚΑΤΟΠΙΝ ΧΟΡΗΓΗΣΕΩΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑΣ ΣΤΟΝ ΘΩΡΑΚΑ, Η ΔΡΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΝΔΟΘΗΛΙΑΚΩΝ ΕΝΖΥΜΩΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΔΙΑΤΑΡΑΧΘΕΙ. ΜΕΛΕΤΗΣΑΜΕ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΙΟΝΙΖΟΥΣΑΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΕΝΔΟΘΗΛΙΑΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΕ ΚΟΥΝΕΛΙΑ ΠΟΥ ΕΞΕΤΑΣΘΗΚΑΝ ΣΕ ΜΙΑ ΔΟΣΗ (30 GY) ΙΟΝΙΖΟΥΣΑΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑΣ ΣΤΟΝ ΘΩΡΑΚΑ, ΜΕ 'Η ΧΩΡΙΣ ΜΕΤΑΚΤΙΝΙΚΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΙΝΔΟΜΕΘΑΚΙΝΗΣ. ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΜΑΣ ΚΑΤΕΔΕΙΞΑΝ ΤΑ ΚΑΤΩΤΕΡΩ: 1) ΑΥΞΑΝΟΜΕΝΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗΣ ΑΙΜΑΤΙΚΗΣ ΡΟΗΣ ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΑΙΜΑΤΟΥΜΕΝΗΣ ΜΙΚΡΟΑΓΓΕΙΑΚΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ ΟΠΩΣ ΑΥΤΗ ΕΚΦΡΑΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΤ'ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΜΕΤΑΒΑΛΟΜΕΝΕΣ ΤΙΜΕΣ ΤΩΝ AMAX/KM 'Η BMAX ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΥΠΟΣΤΡΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΟΛΕΑ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ, ΣΤΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΗΘΕΝΤΑ ΖΩΑ. 2) Η ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΙΟΝΙΖΟΥΣΑΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑΣ ΣΤΟΝ ΘΩΡΑΚΑ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΕΝΔΟΘΗΛΙΑΚΩΝ ΕΚΤΟΕΝΖΥΜΩΝ, ΠΟΥ ΕΓΕΝΕΤΟ ΕΜΦΑΝΗΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΝΖΥΜΩΝ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟ ΤΩΝ ΥΠΟΣΤΡΩΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΗΘΗΚΑΝ ΣΕ ΕΝΑ ΕΥΡΥ ΦΑΣΜΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΩΝ ΑΙΜΑΤΙΚΩΝ ΡΟΩΝ. 3) ΜΕΤΑΚΙΝΗΤΙΚΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΙΝΔΟΜΕΘΑΚΙΝΗΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕ 'Η ΑΠΕΤΡΕΨΕ ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΗΣ ΣΤΗΝ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΕΝΔΟΘΗΛΙΑΚΗΣ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΑΝΕΣΤΕΙΛΛΕ ΤΗΝ ΜΕΤΑΚΙΝΗΤΙΚΗ ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΔΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ACE ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΑΣΤΟΛΕΑ ΤΟΥ (BAC-X-65). 4) Η ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΗ 'Η ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΙΝΔΟΜΕΘΑΚΙΝΗΣ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΑΦΟΡΑ ΑΜΕΣΗ ΚΥΤΤΑΡΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΜΑΛΛΟΝ ΠΑΡΑ ΠΑΡΟΧΕΤΕΥΣΗ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΩΝ 'Η ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΠΡΟΣΒΕΒΛΗΜΕΝΩΝ ΑΓΓΕΙΩΝ. (ΠΕΡΙΚΟΠΗ) 367 192 209 The relationship of the various roles to bullying and cyberbullying and emotional intelligence in a sample of high school students Η σχέση των επιμέρους ρόλων στον εκφοβισμό και στον κυβερνοεκφοβισμό με τη συναισθηματική νοημοσύνη σε μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου This research aims at investigating the relation of the various roles to bullying and cyberbullying with emotional intelligence in a sample of high school students. Initially, a theoretical approach to the term of bullying, cyberbullying and emotional intelligence and research data on these concepts are presented. Then, there is an extensive reference to the method and the data analysis.The survey involved 441 high school students attending school in Ioannina. A questionnaire was used to collect the data, which consisted of five independent scales: a) a demographic questionnaire; b) the "Illinois Bully Scale" developed to assess the levels of bullying, victimization or conflict; c) the "Participant Role Questionnaire", which identifies the role of each student in bullying incidents and d) the "Trait Emotional Intelligence Questionnaire-Adolescents Short Form, TEIQ-ASF", which explores emotional intelligence as a personality trait.Bullying and victimization have been found to have a negative relationship with emotional intelligence. Furthermore, the relationship between cyberbullying and cybervictimization with emotional intelligence was negative. Finally, the relationship of the main variables with demographic data was examined. Η εργασία αυτή έχει ως αντικείμενο τη διερεύνηση της σχέσης των διάφορων ρόλων στον εκφοβισμό και τον κυβερνοεκφοβισμό με τη συναισθηματική νοημοσύνη σε ένα δείγμα μαθητών Γυμνασίου και Λυκείου. Αρχικά, γίνεται μια θεωρητική προσέγγιση του όρου του εκφοβισμού, του κυβερνοεκφοβισμού και της συναισθηματικής νοημοσύνης και παρουσιάζονται ερευνητικά δεδομένα σχετικά με τις έννοιες αυτές. Στη συνέχεια, γίνεται εκτεταμένη αναφορά στη μέθοδο και την ανάλυση των δεδομένων. Στην έρευνα συμμετείχαν 441 μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου, οι οποίοι φοιτούν σε σχολεία των Ιωαννίνων. Για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε ένα ερωτηματολόγιο το οποίο αποτελούνταν από πέντε αυτοτελείς κλίμακες: α) ένα ερωτηματολόγιο δημογραφικών στοιχείων β) την “Illinois Bully Scale”, η οποία αναπτύχθηκε για να εκτιμά τα επίπεδα εκφοβισμού, θυματοποίησης ή διαμάχης, γ) το «Ερωτηματολόγιο Συμμετοχικών Ρόλων», το οποίο προσδιορίζει το ρόλο του κάθε μαθητή στα περιστατικά εκφοβισμού και δ) το “Trait Emotional Intelligence Questionnaire-Adolescents short Form, TEIQ-ΑSF”, που διερευνά τη συναισθηματική νοημοσύνη ως χαρακτηριστικό της προσωπικότητας. Ο εκφοβισμός και η θυματοποίηση βρέθηκαν να έχουν αρνητική σχέση με τη συναισθηματική νοημοσύνη. Aκόμη, αρνητική ήταν η σχέση του κυβερνοεκφοβισμού και της κυβερνοθυματοποίησης με τη συναισθηματική νοημοσύνη. Τέλος, εξετάστηκε η σχέση των κύριων μεταβλητών με δημογραφικά στοιχεία. 368 423 410 The present thesis focuses on the development and characterisation of advanced microgel-based nanohybrid materials, intended for use in drug uptake, transport and release for biomedical applications. Poly(N-isopropylacrylamide) (PNiPAm), a biocompatible and thermoresponsive polymer, was selected as the main constituent of the microgel nanocarriers. The copolymerisation of sodium acrylate provided active carboxylic sites for post-polymerization modification reactions. In order to achieve optimum properties (hydrodynamic dimensions ~200 nm, volume phase transition temperature ~36.7 °C, core/ shell morphology and surface reactivity) to the PNiPAm microgel scaffolds, a novel polymerization protocol was introduced, where the functional comonomer is participating in the polymerization reaction at an instance after the initiation. The results were interpreted in the basis of a phenomenological model, which suggests that the incorporation of charged residues into the developing hydrophobic (at the reaction temperature) PNiPAm chains, induces a pseudo-surfactant effect thereby stabilising the growing microgel particles. The hydrodynamic dimensions where measured with variable temperature dynamic light scattering (DLS) at different pH values. The characterization of the total charge and surface reactive sites was realised through the combination of electrophoretic light scattering measurements (ELS) with pH-metric and polyelectrolytic titrations. The optimized microgels were subsequently utilised for the development of the final trifunctional nanohybrid materials. Initially, a fluorescein derivative with an amino pendant functionality was synthesised and was covalently attached at the surface carboxyl decorated microgels, via carbodiimide coupling. Subsequently, the in-situ deposition of γ-Fe2O3 magnetic nanophase at the surface of the fluorescent/thermoresponsive materials was performed, through the directed coprecipitation of iron salts at the residual carboxylic active sites. The molecular characterisation included 1H-NMR 13C-NMR and FT-IR. The photophysical properties were studied with UV-Vis and fluorescence spectroscopies. The fluorescent and fluorescent/ magnetic materials showed a noticeable dual optical/thermoresponsive behaviour in respect with pH changes. Solid state characterization with TGA and VSM yielded the determination of inorganic content and study of the magnetic properties, respectively. In the last stage of the development, the biocompatibility of the nanocarriers was assessed through the uptake from the HeLa cervical cancer cell line and MTT cell viability study. The materials were used further for the encapsulation of the antitumour drug doxorubicin. The cell uptake study of the doxorubicin loaded nanocarriers revealed the intracellular controlled release of the drug. The presence of the magnetic nanophase was found to significantly augment the complexation of doxorubicin in the nanocarriers. For the elucidation of the drug release mechanism, in-vitro experiments were conducted, verifying that the process is controlled from pH variations and specifically triggered at the mildly acidic conditions that hold in the lysosomal cellular compartments. Η παρούσα διατριβή πραγματεύεται την ανάπτυξη και τον χαρακτηρισμό προηγμένων νανοϋβριδικών μικροπηκτών με έμφαση σε τελικές βιοϊατρικές εφαρμογές ενθυλάκωσης, μεταφοράς και αποδέσμευσης ενεργών φαρμακευτικών ουσιών. Το θερμοαποκρίσιμο πολυμερές πολυ(Ν-ισοπροπυλακρυλαμίδιο) υπήρξε το βασικό συστατικό των μικροπηκτών και το ακρυλικό οξύ χρησιμοποιήθηκε ως το δεύτερο δραστικό συμμονομερές. Για την επιτεύξη των αριστοποιημένων ιδιοτήτων (μέγεθος ~ 200 nm, θερμοκρασία μετάπτωσης φάσης ~ 36.7 °C, μορφολογία πυρήνα/κελύφους και επιφανειακή χημική δραστικότητα) αναπτύχθηκε ένα πρωτόκολο πολυμερισμού κατά το οποίο το δραστικό συμμονομερές υπεισέρχεται στην αντίδραση σε χρόνο μεταγενέστερο της έναρξης του πολυμερισμού. Για την ερμηνεία των αποτελεσμάτων προτάθηκε ένα νέο μηχανιστικό μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο η εισαγωγή μονομερικών στοιχείων ακρυλικού νατρίου στις διαδιδόμενες υδροφοβικές (στην θερμοκρασία διεξαγωγής του πολυμερισμού) αλυσίδες του PNiPAm επάγει ψευδοτασιενεργό δράση και ως εκ τούτου προκαλεί την σταθεροποίηση των αναπτυσσόμενων κολλοειδών. Ο χαρακτηρισμός των υδροδυναμικών διαστάσεων πραγματοποιήθηκε με δυναμική σκέδαση φωτός (DLS) μεταβλητής θερμοκρασίας σε διαφορετικές τιμές του pH. O χαρακτηρισμός του συνολικού φορτίου και των επιφανειακών δραστικών θέσεων πραγματοποιήθηκε μέσω του συνδυασμού μετρήσεων ηλεκτροφορετικής σκέδασης φωτός (ELS) με pH-μετρικές και ηλεκτρολυτικές τιτλοδοτήσεις. Το αριστοποιημένο υλικό χρησιμοποιήθηκε ως ικρίωμα για την ανάπτυξη του τελικού τριλειτουγικού νανοϋβριδικού υλικού. Αρχικά συντέθηκε ένα παράγωγο της χρωμοφόρας φθορεσίνη με φέρουσα άμινο δραστικότητα, το οποίο προσδέθηκε ομοιοπολικά στην επιφάνεια των καρβόξυλο δραστικών μικροπηκτών. Στην συνέχεια ακολούθησε η in-situ εναπόθεση της μαγνητικής νανοφάσης του γ-οξειδίου του σιδήρου στην επιφάνεια των φθορίζοντων μικροπηκτών, μέσω μίας διεργασίας καθοδηγούμενης συγκαταβύθισης αλάτων σιδήρου στις παραμένουσες δραστικές θέσεις. Ο μοριακός χαρακτηρισμός περιελάμβανε την χρήση φασματοσκοπικών τεχνικών FT-IR, 1H-NMR και 13C-NMR. Οι φωτοφυσικές ιδιότητες μελετήθηκαν με φασματοσκοπίες φθορισμού και ορατού-υπεριώδους (UV-Vis). Τα φθορίζοντα και φθορίζοντα/νανοϋβριδικά υλικά επέδειξαν αξιοσημείωτη συμπεριφορά, με διττή θερμική/οπτική αποκρισιμότητα ανάλογα με το pH. Τα υλικά χαρακτηρίστηκαν στην στερεά κατάσταση με θερμική σταθμική ανάλυση (TGA) και μαγνητομετρία παλλόμενου δείγματος (VSM) για τον προσδιορισμό του ανόργανου ποσοστού και την μελέτη των μαγνητικών ιδιοτήτων αντίστοιχα. Στο τελευταίο στάδιο της ανάπτυξης, η βιοσυμβατότητα των υλικών ως νανοφορείς αξιολογήθηκε μέσω της πρόσληψης από καρκινικά κύτταρα της σειράς HeLa και την μελέτη της κυτταρικής βιωσιμότητας με δοκιμή ΜΤΤ. Τα υλικά αξιοποιήθηκαν περαιτέρω για την ενθυλάκωση του αντικαρκινικού φαρμάκου δοξορουβικίνη. Η μελέτη κυτταρικής πρόσληψης των νανοφορέων με ενθυλακωμένη δοξορουβικίνη απέδειξε την ενδοκυτταρικά ελεγχόμενη απελευθέρωση του φαρμάκου από όλα τα σύστηματα. Η παρουσία της μαγνητικής φάσης αποδεικνύεται ότι συμβάλλει καθοριστικά στην ενθυλάκωση της δοξορουβικίνης σε πολύ μεγάλο ποσοστό. Για την εξακρίβωση του μηχανισμού απελευθέρωσης, πραγματοποιήθηκαν δοκιμές in-vitro από τις οποίες επιβεβαιώθηκε ότι η διεργασία απελευθέρωσης ελέγχεται από το pH και συγκεκριμένα πραγματοποιείται σε ελαφρώς όξινες συνθήκες. 369 425 440 The policies of positive discriminations applied to the Greek National Minority in Albania as well as the Muslim Minority in Thrace, in the selection of candidates to higher education Πολιτικές θετικής διάκρισης για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση των υποψηφίων από την Ελληνική Εθνική Μειονότητα στην Αλβανία και τη Μουσουλμανική Μειονότητα στη Θράκη This thesis aims to describe, analyze and interpret “mainstream” Greek University students’ point of view, concerning the policy of Positive Discriminations applied to the Greek National Minority in Albania as well as the Muslim Minority in Thrace, in the selection of candidates to higher education. The interpretative approach was chosen for the current study as well as the semi-structured type of interview as the most suitable data collection tool. The research sample consists of fourteen students of the University of Ioannina, who belong to two different departments: the Department of Medicine and the Department of Plastic Arts and Art Sciences. Data interpretation is based on a distinction made in the literature between Color-blind Racism, Reverse Discrimination and Mismatch Theory. Subsequently, the terms Minority and Positive Discrimination are defined and the ways of implementing positive discrimination in different countries around the world are presented, with emphasis on the admission of students from so called “special categories” in tertiary education. Criticism to this policy approach is reviewed as well. The participants’ views have been grouped into categories. Some of them are: positive evaluation of Positive Discrimination, negative evaluation of Positive Discrimination, admission bases of the candidates who belong to the Muslim Minority in Thrace, perceived state’s rationale for Positive Discrimination policies, educational course of students admitted to higher education as members of these special categories. The results of the study indicate that participants’ views concerning respectively Greek National Minority in Albania and the Muslim Minority of Thrace do not differ. Also, there is no substantial difference either between the views expressed by the participants belonging to the Medicine Department or the Department of Plastic Arts and Arts Sciences. Moreover, concerning both the two minorities, it was mentioned by students that positive discrimination policies result into the admission of candidates who are not “worthy” to be in higher education. For the most part, it is expected that these individuals will not be able to meet the requirements of the respective departments and will likely “fail” as they will not be able to get their degree. The members of the minority themselves, and in particular their lack of ability, are held responsible for this expected “failure”. In the opposite case, in which these students manage to obtain the degree, this “success” is perceived as due to the capabilities of the member of the minority in conjunction with the education system. Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η περιγραφή, η ανάλυση και η ερμηνεία των απόψεων φοιτητριών/τών οι οποίες/οι δεν ανήκουν σε κάποια συνταγματικά αναγνωρισμένη μειονότητα, ως προς την πολιτική Θετικών Διακρίσεων αφενός της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας στην Αλβανία και αφετέρου της Μουσουλμανικής Μειονότητας στη Θράκη κατά την εισαγωγή των υποψηφίων αυτών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Για την παρούσα μελέτη επιλέχθηκε η ερμηνευτική προσέγγιση, και το καταλληλότερο εργαλείο συλλογής δεδομένων προκρίθηκε ο ημι-δομημένος τύπος συνέντευξης. Το δείγμα της έρευνας αποτελείται από δεκατέσσερις φοιτήτριες/τές του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, από δύο διαφορετικά τμήματα: το τμήμα της Ιατρικής και το τμήμα των Πλαστικών Τεχνών και Επιστημών της Τέχνης. Διαπιστώθηκε ότι κυρίως τρεις είναι οι έννοιες στις οποίες στηρίζεται η ερμηνεία των δεδομένων: η Τυφλότητα απέναντι στις διαφορές, η Αντίστροφη Διάκριση, και η Θεωρία της Αναντιστοιχίας. Στη συνέχεια της εργασίας, οριοθετούνται οι ορισμοί Μειονότητα και Θετικές Διακρίσεις, και παρουσιάζονται οι τρόποι εκπλήρωσης των Θετικών Διακρίσεων σε διάφορες χώρες ανά τον κόσμο, με έμφαση στην εισαγωγή μελών ειδικών κατηγοριών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Επιπλέον, παρατίθενται ιστορικά στοιχεία των μειονοτήτων της παρούσας έρευνας, καθώς και στοιχεία τα οποία συνέβαλλαν στη θεσμοθέτηση ειδικών νόμων για αυτές, ως προς την εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Κατόπιν, αναπτύσσονται οι κατηγορίες οι οποίες προέκυψαν ανάλογα με τις απόψεις των φοιτητριών/των της εν λόγω έρευνας. Μερικές από αυτές είναι οι εξής: Θετική αποτίμηση των Θετικών Διακρίσεων, αρνητική αποτίμηση των Θετικών Διακρίσεων, βάσεις εισαγωγής της Μουσουλμανικής Μειονότητας στη Θράκη, λόγοι ύπαρξης των Θετικών Διακρίσεων, και εκπαιδευτική πορεία των μελών των μειονοτήτων. Στα αποτελέσματα της έρευνας δεν φαίνεται να υπάρχει διαφορά στις απόψεις για την εφαρμογή των Θετικών Διακρίσεων στους υποψήφιους που προέρχονται είτε από την Ελληνική Εθνική Μειονότητα της Αλβανίας είτε της Μουσουλμανικής Μειονότητας της Θράκης, και ούτε υπάρχει κάποια διαφορά στις απόψεις των φοιτητριών/τών του δείγματος είτε προέρχονται από το τμήμα της Ιατρικής είτε από το τμήμα των Πλαστικών Τεχνών και Επιστημών της Τέχνης. Επιπλέον, και όσον αφορά τις δύο μειονότητες μαζί, αναφέρεται από τις φοιτήτριες και τους φοιτητές, ότι μέσω των Θετικών Διακρίσεων εισάγονται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση άτομα τα οποία δεν «αξίζουν» να εισαχθούν. Ως επί το πλείστον, αναμένεται για αυτά τα άτομα ότι δεν θα μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις των τμημάτων, και ότι θα «αποτύχουν» καθώς δεν θα καταφέρουν να αποκτήσουν το πτυχίο. Τα μέλη της μειονότητας, και ειδικότερα οι ελλειμματικές τους ικανότητες, επωμίζονται την ευθύνη της «αποτυχίας» αυτής. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή σε περίπτωση απόκτησης του πτυχίου, τότε οι ικανότητες του μέλους της μειονότητας σε συνδυασμό όμως με το εκπαιδευτικό σύστημα, είναι οι παράγοντες της «επιτυχίας» αυτής. 370 278 309 Oncology has benefited from an increasingly growing number of groundbreaking innovations over the last decade. Immune checkpoint inhibitors, anti-angiogenics and targeted therapies have already entered the clinic with various level of success. On the other hand, conventional cytotoxic chemotherapy appears to have reached a plateau in efficacy for most major solid cancers. Alternative dosing schedules such as metronomic regimens, based upon the repeated and regular administration of low doses of chemotherapeutic drugs, have emerged as possible strategies to improve response rates while reducing toxicities. The recent changes in paradigm in the way we theorize cancer biology and evolution, metastatic spreading and tumor ecology, alongside the recent advances in the field of immunotherapy, have considerably strengthened the interest for these alternative approaches. The evidence of the multi-targeted nature of Metronomic chemotherapy and the possible combination with repositioned drugs, targeted therapies and immunotherapy have paved the way for the expansion of personalized precision chemotherapy. Furthermore, cancer immunotherapies are rapidly changing traditional treatment paradigms and expanding the therapeutic landscape for cancer patients. However, despite the current success of these therapies, not all patients respond to immunotherapy and even those that do, often experience toxicities. A promising approach is to block the immunosuppressive mechanisms, such as CTLA-4 and the PD-1/PD-L1 axis, to augment the function of endogenous antitumor T cells, which can deliver a robust and effective clinical response. One of the main objectives of Metronomic chemotherapy is to tilt the immunological balance from immunosuppression to immunostimulation and so Metronomic chemotherapy has already been combined with several types of immunotherapy, with variant responses. Nevertheless, the position of Metronomic therapy alone or combined with immunotherapy in cancer fight, should to be further explored. Η Ογκολογία, την τελευταία δεκαετία έχει επωφεληθεί από ένα όλο και αυξανόμενο αριθμό επαναστατικών καινοτομιών. Αναστολείς ανοσιακών σημείων ελέγχου, αντι-αγγειογόνα και στοχεύουσες θεραπείες έχουν ήδη εισέλθει στην κλινική με διάφορα επίπεδα επιτυχίας. Από την άλλη πλευρά, η συμβατική κυτταροτοξική χημειοθεραπεία φαίνεται να έχει φθάσει σε φάση «πλατώ» στην αποτελεσματικότητα, για τους περισσότερους μεγάλους συμπαγείς όγκους. Εναλλακτικά δοσολογικά σχήματα όπως τα μετρονομικά σχήματα, με βάση την επαναλαμβανόμενη και τακτική χορήγηση χαμηλών δόσεων χημειοθεραπευτικών φαρμάκων, έχουν αναδειχθεί ως πιθανές στρατηγικές για τη βελτίωση των ποσοστών απόκρισης, μειώνοντας παράλληλα τις τοξικότητες. Οι πρόσφατες αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο υποθέτουμε τη βιολογία και την εξέλιξη του καρκίνου, τη μετάσταση και την οικολογία του όγκου, παράλληλα με τις πρόσφατες εξελίξεις στον τομέα της ανοσοθεραπείας, έχουν ενισχύσει σημαντικά το ενδιαφέρον για αυτές τις εναλλακτικές προσεγγίσεις. Η απόδειξη της πολυ-στοχευμένης φύση της Μετρονομικής χημειοθεραπείας και η δυνατότητα συνδυασμού της με τα επανατοποθετημένα φάρμακα, τις στοχεύουσες θεραπείες και την ανοσοθεραπεία έχουν ανοίξει το δρόμο για την επέκταση των εξατομικευμένων χημειοθεραπειών ακρίβειας. Επιπλέον, η ανοσοθεραπεία του καρκίνου έχει ταχέως μεταβάλλει τα παραδοσιακά πρότυπα θεραπείας και έχει επεκτείνει το θεραπευτικό τοπίο για τους ασθενείς με καρκίνο. Ωστόσο, παρά την τρέχουσα επιτυχία αυτών των θεραπειών, δεν ανταποκρίνονται όλοι οι ασθενείς στην ανοσοθεραπεία και ακόμη και εκείνοι που ανταποκρίνονται, συχνά εμφανίζουν τοξικότητες. Μια υποσχόμενη προσέγγιση είναι το μπλοκάρισμα των ανοσοκατασταλτικών μηχανισμών, όπως ο CTLA-4 και ο PD-1 / PD-L1 άξονας, ώστε να αυξηθεί η λειτουργία των ενδογενών αντικαρκινικών Τ κυττάρων, τα οποία μπορούν να προσφέρουν μία ισχυρή και αποτελεσματική κλινική απόκριση. Ένας από τους κύριους στόχους της Μετρονομικής χημειοθεραπείας είναι να γείρει την ανοσολογική ισορροπία από την ανοσοκαταστολή στην ανοσοδιέγερση και έτσι η Μετρονομική χημειοθεραπεία έχει ήδη συνδυαστεί με διάφορους τύπους ανοσοθεραπείας, με διάφορες αποκρίσεις. Παρ 'όλα αυτά, η θέση της Μετρονομικής χημειοθεραπείας από μόνη της ή σε συνδυασμό με την ανοσοθεραπεία στην καταπολέμηση του καρκίνου, πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω. 371 166 208 Kindergarteners’ and parents’ conceptions about quality in Greek preschool education Αντιλήψεις εκπαιδευτικών και γονέων για την ποιότητα στην ελληνική προσχολική εκπαίδευση This postgraduate work investigates teachers’ and parents’ conceptions about the quality of the Greek preschool education. Specifically, the aim of this work was to explore how qualitative kindergarteners and parents found the Greek preschool education. Forty kindergarteners and sixty parents of the Prefecture of Ioannina was the sample of the present study. The sample was choosen randomly. Both samples (teachers’ and parents’) completed a questionnaire. Kindergarteners’ questionnaire relied on ECERS-R evaluation scale and in some questions that researcher made based in the international bibliography. Parents’ questionnaire was ECERSPQ, which is the same with ECERS-R but it is adapted in order to be more understandable to parents. Results of the present study saw that teachers’ and parents’ conceptions about the quality of the Greek preschool education are divided. In most questions parents evaluate the quality of their children classroom higher than kindergarteners do. Parents seem to overestimate the quality of the preschool education that their children receive. Η εν λόγω μεταπτυχιακή εργασία διερευνά τις αντιλήψεις των εκπαιδευτικών και των γονέων αναφορικά με την ποιότητα της ελληνικής προσχολικής εκπαίδευσης. Στόχος της συγκεκριμένης εργασίας ήταν να μελετηθεί το κατά πόσο και οι παιδαγωγοί και οι γονείς εκτιμάνε ότι είναι ποιοτική η προσχολική εκπαίδευση που παρέχεται στην Ελλάδα. Δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν σαράντα νηπιαγωγοί και εξήντα γονείς μαθητών νηπιαγωγείου του Νομού Ιωαννίνων. Η επιλογή του δείγματος έγινε τυχαία. Προκειμένου να υλοποιηθεί η εν λόγω έρευνα δόθηκε ερωτηματολόγιο και στα δύο δείγματα της έρευνας. Το ερωτηματολόγιο που έλαβαν οι εκπαιδευτικοί βασιζόταν στην κλίμακα αξιολόγησης της ποιότητας ECERS-R και αποτελούνταν και από κάποιες ερωτήσεις που προέκυψαν από τη διεθνή βιβλιογραφία. Το ερωτηματολόγιο που δόθηκε στους γονείς ήταν το ECERSPQ, το οποίο είναι το ίδιο με την ECERS-R, αλλά είναι προσαρμοσμένο έτσι ώστε να είναι πιο κατανοητό στους γονείς. Τα ευρήματα της έρευνας έδειξαν ότι οι αντιλήψεις που έχουν οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς αναφορικά με την ποιότητα της παρεχόμενης προσχολικής εκπαίδευσης διίστανται. Στα περισσότερα ερωτήματα οι γονείς αξιολόγησαν υψηλότερα από τους παιδαγωγούς την ποιότητα της τάξης του σχολείου που πηγαίνει το παιδί τους. Οι γονείς, δηλαδή, φαίνεται να υπερεκτιμάνε την ποιότητα της προσχολικής εκπαίδευσης που παρέχεται στα παιδιά τους. 372 206 234 The present study examines the relationship between parental mind-mindedness - specifically maternal mind-mindedness- and two individual characteristics of children, conscience and temperament. Sixty-eight mothers of children between 3 to 7 years old participated in the study. Mothers completed Meins’ «Μind-mindedness interview» (Meins, Fernyhough, Russell, & Clark-Carter, 1998), which measures mothers’ tendency to make references to the mental states of their children. In addition, mothers filled in the scale «My Child» (MC, Kochanska, DeVet, Goldman, Murray, & Putnam, 1994) and the very short form of the «Children’s Behaviour Questionnaire» (CBQ-VSF, Putnam & Rothbart, 2006), which examines children’s conscience and temperament respectively. The results showed that mother's tendency to make references to her children's mind was positively correlated with children’s conscience and temperament. In particular, mother’s mind-mindedness was positively correlated with the MC’s affective discomfort sub-scale. Moreover, mother’s mind-mindedness was positively correlated with the CBQ’s effortful control sub-scale. However, children’s age and gender did not affect the relationship of mother's mindmindedness with conscience and temperament of her child. Further, the present study showed that mothers make more often references to children’s behavior and their interaction with other people than in the mind. The discussion focuses on the significance of these findings, concerning the field that studies mother's mind-mindedness. Η παρούσα έρευνα εξετάζει τη σχέση ανάμεσα στη γονεϊκή νοο-προσήλωση - συγκεκριμένα τη νοο-προσήλωση των μητέρων- και σε δύο ατομικά χαρακτηριστικά των παιδιών, τη συνείδηση και την ιδιοσυγκρασία. Στην έρευνα συμμετείχαν 68 μητέρες παιδιών ηλικίας 3 έως 7 ετών. Στις μητέρες χορηγήθηκε η «Συνέντευξη νοο-προσήλωσης» της Meins (Meins, Fernyhough, Russell, & Clark-Carter, 1998), η οποία αξιολογεί την τάση των μητέρων να κάνουν αναφορές στις νοητικές καταστάσεις των παιδιών τους. Επίσης, οι μητέρες συμπλήρωσαν την κλίμακα «Το παιδί μου» (MC, Kochanska, DeVet, Goldman, Murray, & Putnam, 1994) και τη συντομευμένη έκδοση του «Ερωτηματολογίου ιδιοσυγκρασίας παιδιών» (CBQ-VSF, Putnam & Rothbart, 2006), οι οποίες εξετάζουν τη συνείδηση και την ιδιοσυγκρασία των παιδιών αντίστοιχα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η τάση της μητέρας να κάνει αναφορές στο νου των παιδιών της συσχετίζεται θετικά με τη συνείδηση και την ιδιοσυγκρασία τους. Συγκεκριμένα, η νοο-προσήλωση της μητέρας συσχετίζεται θετικά με την υποκλίμακα της συναισθηματικής δυσφορίας της MC. Επιπλέον, η νοο-προσήλωση της μητέρας συσχετίζεται με την υποκλίμακα του ελέγχου με προσπάθεια της CBQ-VSF. Ωστόσο, η ηλικία και το φύλο των παιδιών δεν επηρεάζουν τη σχέση της νοο-προσήλωσης της μητέρας με τη συνείδηση και την ιδιοσυγκρασία του παιδιού της. Ακόμη, από την έρευνα βρέθηκε ότι οι μητέρες κάνουν συχνότερα αναφορές στις δραστηριότητες των παιδιών τους και στην αλληλεπίδρασή τους με άλλα άτομα από ό,τι στο νου. Η συζήτηση εστιάζει στη σημασία των ευρημάτων αυτών για το πεδίο που μελετά τη νοο-προσήλωση της μητέρας. 373 599 786 Perceptions of pain and diabetes in two very different groups of patients in Greece Αντιλήψεις για τον πόνο και τον διαβήτη σε δύο διαφορετικές ομάδες ασθενών Diabetes is now one of the scourges of our time, and has a significant impact on society and charged as a normal function of a variety of organs downstream lethal. Greece has the lowest rates of diabetes type I diabetes in Europe but not for diabetes type II as its prevalence is increasing in Greece, ranging from 1-6% in rural areas to 6-12% in the cities. The Roma population is one of the most vulnerable social groups around the world, and that the direct and indirect discrimination faced by Roma for centuries has affected their health status, which is considered to be disproportionately burdened compared with non-Roma in many European countries. The purpose of this study is to examine the concepts of pain, psychological insulin resistance and diabetes between two very different groups of patients and to draw conclusions about the source of the pain related to diabetes but also their quality of life. Results. 100 patients 50 Roma and 50 Greek origin separated by group and sex,. Most Roma were 40-60 years old and the Greek were between 50-70 yrs are statistically significant (p = 0.004). There were large statistical differences in other demographics, especially smoking (p = 0.000), while there is a great difference in the levels of education (p = 0.000) as Roma had not by almost absolute majority even the basic primary education. Roma were prone to hyperlipidemia hypertension and problems associated with unmanaged type 2 diabetes who have a high incidence of the Roma. When asked about whether monitored by a doctor, most Roma replied no while the Greek patients answered yes (p = 0.000) with most choosing a private physician, while Roma only the outpatient department (p = 0.000). Regarding the substantive responses to the questionnaires are large variations in scores. Regarding the quality of life questionnaire there were few differences statistically between the two groups of patients especially Q 1 (p = 0.000) for treatment satisfaction, Q 2 (p = 0.000) for the time setting of diabetes, Q 5 (p = 0.000) for time control glucose levels,Q 6 (p = 0.000) for physical exercise, Q9 (p = 0.001) whether it is an obstacle their career, Q 11 (p = 0.038) for weight, Q14 (p = 0.000) for checkup frequency and Q15 (p = 0.000) for their knowledge of diabetes. The BIT questionnaire was in its entirety different between the two ethnic groups and with some differences between genders as well. Comparing the overall scores of questionnaires for both groups, we see that there are big differences with the Roma have always higher (worse) scores and quality of life but also for the barriers to insulin. There is a good match between the questionnaires of quality of life and approach to the insulin therapy. The differences between the two groups is statistically very significant with p = 0.000 for both questionnaires. In conclusion, it is evident from the results of this research and analysis, the difference in the treatment of diabetes and treatment with insulin in both groups of patients. Roma feel that diabetes deeply affects their quality of life .Women in general and Roma women specifically find more barriers to insulin therapy and are not willing to adopt it. Despite the fact that the promotion of the health of Roma is one of the main priorities of the European Union, a major effort by health care providers is still necessary largely because the process of integration of Roma has not achieved its objectives for the last 20 years. Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι πλέoνμία από τις μάστιγες της εποχής μας, η πολυπαραγοντικότητα του τον καθιστά δύσκολο να διαγνωστεί αρχικά , έχει σημαντικές επιπτώσεις στη κοινωνία όσο και στους πάσχοντες (Zimmet 2000) και καθώς επιβαρύνει τη φυσιολογική λειτουργία μιας πληθώρας οργάνων καταντά θανατηφόρος. Η Ελλάδα έχει από τα χαμηλότερα επίπεδα στα ποσοστά σακχαρώδους διαβήτη τύπου Ι στην Ευρώπη αλλά όχι σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ καθώς ο επιπολασμός του αυξάνεται στην Ελλάδα και κυμαίνεται από 1 – 6% σε αγροτικές περιοχές στο 6 – 12% στις πόλεις. Ο πληθυσμός των Ρομά είναι μία από τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες σε όλο τον κόσμο, και είναι γεγονός ότι η άμεση και έμμεση διάκριση που αντιμετωπίζουν οι Ρομά για αιώνες έχει επηρεάσει τη κατάσταση της υγείας τους, η οποία θεωρείται ότι είναι δυσανάλογα βεβαρημένη σε σχέση με τους μη-Ρομά σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να μελετηθούν αυτές οι αντιλήψεις για τον πόνο, τη ψυχολογική αντίσταση στην ινσουλίνη και το διαβήτη ανάμεσα δυο πολύ διαφορετικές ομάδες ασθενών για να βγάλουμε συμπεράσματα για την πηγή του πόνου σε σχέση με το διαβήτη αλλά και την ποιότητα ζωής τους .Αποτελέσματα. Οι ερωτηθέντες ασθενείς ήταν 100 στο αριθμό και χωρισμένοι ανά ομάδα και φύλο, 50 Ρομά και 50 Ελληνικής καταγωγής. Οι περισσότεροι Ρομά ηλικιακά ήταν μεταξύ 40-60 χρονών και 50-70 οι Ελληνικής καταγωγής στατιστικά σημαντικό (p=0.004). Υπήρχαν μεγάλες στατιστικές διαφορές στα λοιπά δημογραφικά, ιδιαίτερα στο κάπνισμα (p=0.000), ενώ υπάρχει μεγάλη διαφορά στα επίπεδα εκπαίδευσης και στατιστικά σημαντική (p=0.000) καθώς οι Ρομά δεν είχαν σχεδόν στην απόλυτη πλειοψηφία τους έστω βασική εκπαίδευση δημοτικού. Όταν επερωτήθηκαν τι άλλα προβλήματα υγείας έχουν, οι Ρομά είχαν ως επί το πλείστων υπέρταση και υπερλιπιδεμία, προβλήματα σχετιζόμενα με μη διαχειριζόμενο διαβήτη 2 πού έχει υψηλή συχνότητα εμφάνισης στους Ρομά ενώ οι Ελ. Καταγωγής είχαν όλο το φάσμα. Όταν ερωτήθηκαν για το αν παρακολουθούνται από ιατρό, οι περισσότεροι Ρομά απάντησαν όχι και όσοι το έκαναν ήταν μόνο στα εξωτερικά ιατρεία (p=0.000), σε αντίθεση με τους Ελ. Καταγωγής που απάντησαν όλοι ναι (p=0.000) με τους περισσότερους σε ιδιωτικό ιατρό. Αναφορικά με τις ουσιαστικές απαντήσεις στα ερωτηματολόγια υπάρχουν μεγάλες διαφοροποιήσεις στις βαθμολογίες. Αναφορικά με τη ποιότητα ζωής, οι ερωτήσεις που διαφοροποιούνται στατιστικά μεταξύ των ασθενών των δυο ομάδων είναι η ερώτηση 1 (p=0.000) για την ικανοποίηση από τη θεραπεία, η ερώτηση 2 (p=0.000) για το χρόνο ρύθμισης του διαβήτη, η ερώτηση 5 (p=0.000) για το χρόνο ελέγχου για τα επίπεδα γλυκόζης, η ερώτηση 6 (p=0.000) για τη φυσική άσκηση, η ερώτηση 9 (p=0.001) για το αν είναι εμπόδιο στη επαγγελματική σταδιοδρομία, η ερώτηση 11 (p=0.038) για το βάρος τους, η ερώτηση14 (p=0.000) για το χρόνο για τσεκ απ και η ερώτηση 15 (p=0.000) για τις γνώσεις τους για τον διαβήτη. Στο ερωτηματολόγιο για τις διάφορες πτυχές των ψυχολογικών εμπόδιων και της αντίληψης του πόνου, στη θεραπεία με ινσουλίνη, σε ασθενείς που πάσχουν από διαβήτη τύπου ΙΙ, Εμπόδια στη χρήση ινσουλίνης-ΒΙΤ, οι ερωτήσεις που καθόρισαν τη διαφοροποίηση των ομάδων ήταν όλες πλην της 7 στατιστικά σημαντικά διαφοροποιημένες. Εμφανές είναι ότι υπάρχει διαφορά στους ασθενείς ανεξαρτήτως ομάδας και άλλου διαχωρισμού και στα δυο ερωτηματολόγια με το εάν καπνίζουν ή κάπνιζαν με τα αποτελέσματα να δείχνουν σύμπνοια και να είναι στατιστικά σημαντικά με p= 0.000. Διαχωρισμένοι ανά φύλο υπάρχει μια διαφοροποίηση και στα δυο ερωτηματολόγια αλλά είναι πιο ειδοποιός στο BIT κάτι που φαίνεται και από το ότι έχει στατιστική σημαντικότητα p=0.004 διαφορά μεταξύ των φύλων ενώ στο DQOL δεν έχει στατιστικά σημαντική διαφοροποίηση με p=0.702 με τις γυναίκες και των δυο ομάδων να έχουν μεγαλύτερες βαθμολογίες στα ερωτηματολόγια κάτι που καταδεικνύει χειρότερη επίδραση του διαβήτη στη ποιότητα ζωής αλλά και πιο αρνητική στάση στην ινσουλίνη. Συγκρίνοντας τις γενικές βαθμολογίες των ερωτηματολογίων για τις δύο ομάδες βλέπουμε ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές με τους Ρομά να έχουν πάντοτε μεγαλύτερες (χειρότερες) βαθμολογίες και για την ποιότητα ζωής αλλά και για τα εμπόδια για την ινσουλίνη. Παρατηρείται μεγάλη αντιστοίχηση μεταξύ των ερωτηματολογίων παρά τη διαφορά στη κλίμακα βαθμολόγησης. Οι διαφορές των δύο ομάδων είναι στατιστικά πολύ σημαντικές με p=0.000 και για τα δυο ερωτηματολόγια. Συμπερασματικά, είναι εμφανής από τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας και την ανάλυση τους, η διαφορά στην αντιμετώπιση του διαβήτη και της θεραπείας του με ινσουλίνη και στις δυο ομάδες ασθενών. Οι Ρομά νιώθουν ότι επηρεάζεται βαθύτερα η ποιότητα ζωής τους από το διαβήτη. Οι γυναίκες γενικότερα αλλά και περισσότερο οι Ρομά γυναίκες βρίσκουν περισσότερα εμπόδια στην θεραπεία με ινσουλίνη και δεν είναι πρόθυμες στην υιοθέτηση της. Παρά το γεγονός ότι η προαγωγή της υγείας των Ρομά είναι μια από τις κύριες προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξακολουθεί να είναι μείζων θέμα, δεδομένου ότι, η διαδικασία της ένταξη των Ρομά δεν πέτυχε τους στόχους της για τα τελευταία 20 χρόνια. 374 521 656 Χρόνιες επιδράσεις του καπνίσματος στη λειτουργική ικανότητα του κυκλοφορικού συστήματος νεαρών υγιών ατόμων Introduction Smoking is a major risk factor of cardiovascular morbidity and mortality, considered as the leading preventable cause of death in the world. Smoking has been associated with cardiac autonomic dysfunction and chronotropic incompetence, endothelial dysfunction, coronary vasoconstriction, progression of atherosclerosis and mitochondrial damage. In addition, smoking impairs oxygen transportation system’s capacity and decreases exercise tolerance. Worldwide, 25% of middle-aged cardiovascular deaths are attributable to smoking. Smoking related deaths in Greece account for 23%, while 41% of young Greeks are smokers, the highest percentage in Europe. The purpose of this study was to examine the effects of chronic smoking on cardiovascular fitness in young, healthy adults. The main focus was the evaluation of exercise capacity and rate-pressure product, leading indicators of cardiovascular functional capacity and economy, respectively. Design and Methods A standardized self-addressed questionnaire was given to all active physical therapy students of Athens Technological Educational Institute during 5 consecutive years. Based on selection criteria, 437 students were invited for baseline evaluation, but finally 298 (159 men) completed all measurements and tests. Eligible for the study were all healthy and normotensive individuals with a normal resting heart rate (HR), normal body mass index, with a low consumption of coffee and alcohol and a low physical activity profile, according to IPAQ-Gr physical activity classification criteria. Smokers were considered those who had smoked 20 or more cigarettes per day for at least three smoking years. Non-smokers had never smoked. At baseline, HR, systolic blood pressure (SBP) and diastolic blood pressure (DBP) were obtained with the subjects lying supine, after ten minutes of rest. If eligible, the students were given an appointment for their exercise test evaluation. All subjects were tested with the standard Bruce treadmill exercise protocol. The rate-pressure product (RPP, HR x SBP), as an important index of cardiac economy, was obtained at rest, during exercise and during 8 recovery after termination of the exercise test. The evaluation of exercise capacity was based on maximal exercise test duration and peak workload achieved. Results Smokers had a significantly higher RPP at rest due to their higher resting HR. Resting values of both SBP and DBP did not differ significantly between smokers and non-smokers in both sexes. On the contrary, smokers had always a higher SBP than non-smokers at the same level of submaximal workload and a higher rate of SBP increase during exercise. In addition, smokers had a greater submaximal RPP, mainly due to their significant higher SBP. Chronic smoking was found to affect young smokers’ exercise induced HR responses, lowering the rate of HR increase during exercise, impairing their ability to reach the age-predicted HRmax, decreasing their heart rate reserve and attenuating the rate of HR decline during recovery. Smokers’ exercise capacity was impaired and their maximal exercise test duration time was significantly shorter. Finally, and independently of smoking, the heart rate reserve (directly) and the submaximal values of RPP and HR (inversely) had the strongest significant correlations with the duration of the exercise test, among all parameters measured. Conclusions Chronic smoking was found to affect young smokers’ cardiovascular fitness, impairing their cardiac economy and decreasing the capacity of their circulatory system. Το κάπνισμα αποτελεί τον σοβαρότερο ίσως παράγοντα κινδύνου μελλοντικής καρδιοαγγειακής νοσηρότητας και θνητότητας ενώ θεωρείται ως η κυριότερη αντιστρεπτή αιτία θανάτου. Το κάπνισμα συνδέεται με χρονότροπη καθυστέρηση λόγω δυσλειτουργίας του αυτόνομου νευρικού συστήματος, με ενδοθηλιακή δυσλειτουργία, με στεφανιαία αγγειοσύσπαση, την ανάπτυξη αρτηριοσκλήρυνσης και την καταστροφή των μιτοχονδρίων. Επιπρόσθετα, οι χρόνιες επιδράσεις του CO έχουν σαν αποτέλεσμα τη δυσλειτουργία του συστήματος μεταφοράς και παροχής O2 στους ιστούς, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της άσκησης. Σύμφωνα με παγκόσμια δεδομένα, το 25% των θανάτων από καρδιαγγειακές νόσους, στις ηλικίες 35 - 69 χρονών, αποδίδεται στο κάπνισμα. Στην Ελλάδα οι οφειλόμενοι στο κάπνισμα θάνατοι φθάνουν το 23%, ενώ ο επιπολασμός του καπνίσματος στους νεαρούς ενήλικες προσεγγίζει το 41%, τοποθετώντας την Ελλάδα στην κορυφή του σχετικού πίνακα μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Επομένως, έχει βαρύνουσα σημασία για τη χώρα μας, η μελέτη των επιδράσεων του καπνίσματος στην καρδιοαγγειακή υγεία και ικανότητα των νεαρών ατόμων. Σκοπός της εργασίας ήταν η μελέτη των χρόνιων αποτελεσμάτων του καπνίσματος στη λειτουργική ικανότητα του κυκλοφορικού συστήματος νεαρών ατόμων. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στη μελέτη των επιδράσεων του καπνίσματος στην καρδιακή οικονομία και στην απόδοση του κυκλοφορικού συστήματος νεαρών ανδρών και γυναικώνΜέθοδος Ένα τυποποιημένο ερωτηματολόγιο μοιράσθηκε για 5 συνεχόμενα έτη σε όλους τους ενεργούς σπουδαστές Φυσικοθεραπείας του ΤΕΙ Αθήνας. Με βάση τα ορισθέντα κριτήρια επιλογής και αποκλεισμού, 437 σπουδαστές προσκλήθηκαν για να συμμετέχουν στην έρευνα, αλλά τελικά 298 άτομα (159 άνδρες) συμμετείχαν σε όλες τις δοκιμασίες αξιολόγησης. Επιλέγηκαν όλα τα υγιή άτομα, με φυσιολογική αρτηριακή πίεση και καρδιακή συχνότητα ηρεμίας, με φυσιολογικό δείκτη σωματικής μάζας, με χαμηλή κατανάλωση καφέ και αλκοόλ και με χαμηλό επίπεδο σωματικής δραστηριότητας, σύμφωνα με τα κριτήρια της ελληνικής έκδοσης του International Physical Activity Questionnaire (IPAQ-Gr). Ως καπνιστές ορίσθηκαν όσοι κάπνιζαν 20 και πάνω τσιγάρα την ημέρα για περισσότερο από 3 χρόνια. Ως μη καπνιστές ορίσθηκαν όσοι δεν είχαν καπνίσει ποτέ. 6 Κατά την πρώτη ημέρα αξιολόγησης, η καρδιακή συχνότητα (ΚΣ), η συστολική (ΣΑΠ) και διαστολική (ΔΑΠ) πίεση του αίματος μετρήθηκαν σε ηρεμία μετά από ανάπαυση 10 λεπτών. Όσα άτομα ικανοποιούσαν τα κριτήρια επιλογής αξιολογούνταν στη συνέχεια με τη μέγιστη κατά Bruce δοκιμασία κόπωσης. Το διπλό γινόμενο (ΔΓ, ΔΓ = ΚΣ x ΣΑΠ), ως ένας αντιπροσωπευτικός δείκτης της καρδιακής οικονομίας, μετρήθηκε σε ηρεμία, κατά την άσκηση και κατά την αποκατάσταση μετά τον τερματισμό της δοκιμασίας κόπωσης. Η ικανότητα και αντοχή στην άσκηση αξιολογήθηκε με βάση τη μέγιστη διάρκεια της δοκιμασίας κόπωσης και του μέγιστου έργου που επιτεύχθηκε.Αποτελέσματα Οι καπνιστές είχαν σημαντικά μεγαλύτερο ΔΓ ηρεμίας, οφειλόμενο στη μεγαλύτερη ΚΣ τους. Οι τιμές της ΣΑΠ και ΔΑΠ σε ηρεμία δεν διέφεραν σημαντικά μεταξύ καπνιστών και μη καπνιστών. Αντίθετα, οι καπνιστές και των δύο φύλων είχαν πάντα μεγαλύτερη ΣΑΠ στο ίδιο υπομέγιστο έργο και μεγαλύτερο ρυθμό ανόδου της ΣΑΠ κατά την πρόοδο της άσκησης. Επιπρόσθετα, οι καπνιστές και των δύο φύλων είχαν μεγαλύτερο ΔΓ σε υπομέγιστο έργο, οφειλόμενο κυρίως στην μεγαλύτερη υπομέγιστη ΣΑΠ. Το χρόνιο κάπνισμα φάνηκε να επηρεάζει σημαντικά τις μεταβολές της ΚΣ κατά την άσκηση. Οι καπνιστές είχαν σημαντικά μετριασμένο ρυθμό ανόδου της ΚΣ κατά την πρόοδο της άσκησης, στην πλειοψηφία τους δεν επέτυχαν την προβλεπόμενη από την ηλικία τους μέγιστη ΚΣ, είχαν μειωμένη ΚΣ εφεδρείας και μειωμένο ρυθμό πτώσης της ΚΣ κατά την αποκατάσταση μετά τον τερματισμό της μέγιστης σε ένταση άσκησης. Επίσης, οι καπνιστές είχαν σημαντικά μικρότερη μέγιστη διάρκεια δοκιμασίας κόπωσης και κατά συνέπεια σημαντικά μειωμένη, σε σχέση με τους μη καπνιστές, ικανότητα και αντοχή στην άσκηση. Τέλος, ανεξάρτητα από το κάπνισμα, η ΚΣ εφεδρείας (ευθέως ανάλογη) και οι υπομέγιστες τιμές του ΔΓ και της ΚΣ (αντίστροφη) είχαν σημαντική, έντονη και τη μεγαλύτερη συσχέτιση με την ικανότητα και αντοχή στη άσκηση, από όλες τις εξεταζόμενες παραμέτρους. Συμπεράσματα Με βάση τα αποτελέσματα της εργασίας αυτής, φαίνεται ότι το κάπνισμα, ακόμη και στους νεαρούς ενήλικες, επηρεάζει σοβαρά τη λειτουργική ικανότητα του κυκλοφορικού συστήματος και επιδρά αρνητικά τόσο στην καρδιοαγγειακή οικονομία όσο και στην απόδοση του κυκλοφορικού συστήματος των νεαρών καπνιστών και των δύο φύλων. 375 199 228 Αντιλήψεις των εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για τη δυσλεξία The present master thesis was produced as part of the M.Sc. of the Department of Primary Education, University of Ioannina, in the direction of Special Education. The purpose of this study was to investigate the perceptions of secondary school teachers about dyslexia. The survey was conducted from January to March 2016 and concerned teachers and special education teachers serving in secondary schools of Arta’s prefecture. For the purpose of the research the method of anonymous questionnaire was used and the final sample was 100 subjects. More specifically investigated the perceptions of teachers on various issues related to dyslexia and more specifically their attitudes about causes, characteristics, educational treatment, prevention, stigma and prevalence of dyslexia. Αlso how these perceptions varied according to demographic factors and what of them are more important. The findings of this research showed that teachers serving in schools of secondary education have a good level of understanding of dyslexia and its different aspects, but some myths that exist around it seem to affect them. Finally, factors such as gender, age and experience of teachers in special education served as the most important predictors of their perceptions about the educational treatment, causes and stigma of dyslexia respectively. Η παρούσα ερευνητική εργασία εκπονήθηκε στα πλαίσια του Π.Μ.Σ. του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, στην κατεύθυνση της Ειδικής Εκπαίδευσης. Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να διερευνήσει τις αντιλήψεις των εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για τη δυσλεξία. Η έρευνα διεξήχθη από τον Ιανουάριο ως το Μάρτιο του 2016 και αφορούσε εκπαιδευτικούς δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης Γενικής και Ειδικής Αγωγής που υπηρετούσαν σε Γυμνάσια και Λύκεια του νομού Άρτας. Για την έρευνα χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος του ανώνυμου ερωτηματολογίου και το τελικό δείγμα ανήλθε στα 100 άτομα. Πιο συγκεκριμένα, διερευνήθηκαν οι αντιλήψεις των εκπαιδευτικών πάνω σε διάφορα θέματα που αφορούν τη δυσλεξία και ειδικότερα οι αντιλήψεις τους για τα αίτια, τα χαρακτηριστικά, την εκπαιδευτική αντιμετώπιση, την αποτροπή, το στίγμα και την εμφάνισή της. Επίσης, το πώς διαφοροποιούνται αυτές οι αντιλήψεις ανάλογα με δημογραφικούς και άλλους παράγοντες, καθώς και ποιοι από αυτούς είναι πιο σημαντικοί. Τα ευρήματα από την παρούσα έρευνα έδειξαν ότι οι εκπαιδευτικοί που υπηρετούν σε σχολεία της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης διαθέτουν ένα ικανοποιητικό επίπεδο αντίληψης για τη δυσλεξία και τις διάφορες πτυχές της, ενώ κάποιοι μύθοι που επικρατούν γύρω από αυτή δείχνουν να τους επηρεάζουν. Τέλος, παράγοντες όπως το φύλο, η ηλικία και η προϋπηρεσία των εκπαιδευτικών στην Ειδική Αγωγή λειτούργησαν ως οι πιο σημαντικοί παράγοντες πρόβλεψης των αντιλήψεών τους για την εκπαιδευτική αντιμετώπιση, τα αίτια και το στίγμα της δυσλεξίας αντίστοιχα. 376 291 316 εμπειρική έρευνα σε γονείς μαθητών που φοιτούν σε δημόσια και ιδιωτικά Λύκεια Inequality in access to higher education has been the subject of study by many researchers, both in Greece and abroad. While theories of equality in education have been developed, there are factors that promote inequality, such as the social and economic background of candidates and their families, their ambitions, parental involvement, gender, the socio-economic situation of the country, the educational and professional background of parents. Legislative frameworks and procedures for access to higher education aimed at promoting equality have come into force over the years and with changes in government. However, inequalities persist despite these efforts and the system reproduces them, remaining weak in eliminating them. In addition, as the system has brought the Lyceum's attachment to access to higher education, knowledge has been replaced by passing exams, as the main goal of the school. This has resulted in an increase in additional support for tutoring and tutoring, which in turn, in conjunction with private schools, have led to the devaluation of the public school and the overall focus on access to higher education as a primary goal. All of the above contribute to the emergence of inequalities in higher education. In this context, a primary quality survey is conducted using interviews with 16 parents, students of the High School who live in the City of Ioannina, in order to fill the research gap that exists in Greece on the subject in recent years. In addition, the role of tuition and special courses in this inequality is explored. The main findings show that respondents to the survey realize that social inequality applies and favor those who can afford additional support or a private school. Also, the inability of the public school to support the goal set by education has become apparent. Η ανισότητα στην πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης για πολλούς ερευνητές, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ενώ έχουν αναπτυχθεί θεωρίες για την ισότητα στην εκπαίδευση, υφίστανται παράγοντες οι οποίοι προωθούν την ανισότητα, όπως είναι το κοινωνικό και οικονομικό υπόβαθρο των υποψηφίων και των οικογενειών τους, οι φιλοδοξίες τους, η γονική συμμετοχή, το φύλο, η κοινωνικοοικονομική κατάσταση της χώρας, το μορφωτικό και επαγγελματικό υπόβαθρο των γονέων. Ανά τα έτη και με τις αλλαγές των κυβερνήσεων έχουν τεθεί σε ισχύ νομοθετικά πλαίσια και διαδικασίες πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, οι οποίες αποσκοπούν στην προώθηση της ισότητας. Ωστόσο, οι ανισότητες εμμένουν παρά τις εν λόγω προσπάθειες και το σύστημα τις αναπαράγει, παραμένοντας αδύναμο ως προς την εξάλειψη τους. Επιπροσθέτως, καθώς το σύστημα έχει αποφέρει την προσκόλληση του Λυκείου στην πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η γνώση έχει αντικατασταθεί από την επιτυχία στις εξετάσεις, ως κύριος στόχος του σχολείου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την άνοδο της πρόσθετης στήριξης των φροντιστηρίων και των ιδιαίτερων μαθημάτων, τα οποία με τη σειρά τους, σε συνδυασμό με τα ιδιωτικά σχολεία, έχουν αποφέρει την απαξίωση του δημόσιου σχολείου και την ολική επικέντρωση στην πρόσβαση στην τριτοβάθμια ως πρωταρχικό στόχο. Όλα τα παραπάνω συντελούν στην ανάδυση των ανισοτήτων στην ανώτατη εκπαίδευση. Σε αυτό το πλαίσιο, πραγματοποιείται πρωτογενής ποιοτική έρευνα με χρήση συνεντεύξεων σε 16 γονείς, μαθητών της ΄Γ Λυκείου οι οποίοι διαμένουν στην Πόλη των Ιωαννίνων, με σκοπό να αναπληρωθεί το ερευνητικό κενό που υφίσταται στην Ελλάδα επί του θέματος τα τελευταία έτη. Επιπροσθέτως, διερευνάται ο ρόλος των φροντιστηρίων και των ιδιαίτερων μαθημάτων στην ανισότητα αυτή. Τα κυριότερα ευρήματα έδειξαν ότι οι ερωτώμενοι της έρευνας αντιλαμβάνονται ότι ισχύει η κοινωνική ανισότητα και ευνοούνται όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα πρόσθετης στήριξης ή ιδιωτικού σχολείου. Επίσης, γίνεται εμφανής η αδυναμία του δημόσιου σχολείου να υποστηρίξει τον στόχο που έχει θέσει πλέον η εκπαίδευση. 377 343 374 Development of physiological metabolic models in diabetes based on data mining techniques Ανάπτυξη μοντέλων φυσιολογίας / μεταβολισμού διαβητικών ασθενών με χρήση τεχνικών εξόρυξης δεδομένων In this thesis, we address the problem of the short-term prediction of glucose concentration in the interstitial fluid in people with type 1 diabetes under free-living conditions. This thesis consists of three main parts. In the first part, we approached the specified problem via a time-invariant support vector regression function of multiple input variables, concerning the recent subcutaneous glucose profile, the effect of food and insulin intake, the energy expenditure due to physical activities and the time of the day, which was evaluated individually for each patient. By utilizing different input cases, the effect of each input to the model’s prediction error was quantified and, it was demonstrated that the effective combination of multivariable data can significantly improve the prediction error. The subsequent study on the evaluation of the proposed model with respect to the prediction of single hypoglycaemic events, drove us to introduce new input variables accounting for recurrent nocturnal hypoglycaemia, due to antecedent hypoglycaemia, exercise, and sleep, which resulted in a considerably higher sensitivity and precision values. In the second part of this thesis, we proceeded to feature ranking for assessing, separately for each patient, the importance of the defined feature set with respect to subcutaneous glucose concentration prediction, aiming at the customization of the input of the regression function. To this end, the random forests and RReliefF algorithms were employed, and through a forward sequential feature selection procedure, we investigated the effectiveness of highly-ranked features on the prediction error by kernel-based regression models (support vector regression and Gaussian processes). In the third part of this thesis, we demonstrated the capability of sparse kernel adaptive filtering algorithms (i.e. fixed budget quantized kernel least mean square algorithm, and approximate linear dependency kernel recursive least squares algorithm) to learn online and predict the short-term course of the subcutaneous glucose concentration in type 1 diabetes. In parallel, we verified that multivariate data improve systematically both the regularity and the time lag of the predictions, reducing the errors in critical glucose value regions. Η παρούσα διδακτορική διατριβή πραγματεύεται το πρόβλημα της βραχυπρόθεσμης πρόβλεψης της συγκέντρωσης της γλυκόζης στον υποδόριο χώρο σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 και υπό κανονικές συνθήκες διαβίωσης. Η διδακτορική διατριβή αποτελείται από τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος, προσεγγίσαμε το συγκεκριμένο πρόβλημα μέσω μίας χρονικά-αμετάβλητης συνάρτησης παλινδρόμησης διανυσμάτων υποστήριξης, η αξιολόγηση (εκπαίδευση και έλεγχος) της οποίας πραγματοποιήθηκε ξεχωριστά για τον κάθε ασθενή. Η είσοδος του μοντέλου περιγράφει το πρόσφατο ιστορικό της υποδόριας γλυκόζης, την επίδραση του φαγητού και της θεραπείας ινσουλίνης, την κατανάλωση ενέργειας κατά τις φυσικές δραστηριότητες, και χρονική πληροφορία αναφορικά με την ώρα της ημέρας κατά την οποία πραγματοποιείται η πρόβλεψη. Εξετάζοντας διαφορετικές περιπτώσεις εισόδου, ποσοτικοποιήσαμε την επίδραση κάθε μεταβλητής στο σφάλμα πρόβλεψης της συγκέντρωσης της γλυκόζης, και δείξαμε ότι ο συνδυασμός πολύ-μεταβλητών δεδομένων βελτιώνει σημαντικά το σφάλμα πρόβλεψης. Εν συνεχεία, εξετάσαμε τη συμπεριφορά του προτεινομένου μοντέλου ως προς την πρόβλεψη των μεμονωμένων υπογλυκαιμικών επεισοδίων. Η μελέτη αυτή μας οδήγησε στην εισαγωγή νέων μεταβλητών εισόδου οι οποίες στοχεύουν να περιγράψουν την επίδραση της προηγηθείσας υπογλυκαιμίας, της άσκησης και του νυχτερινού ύπνου στην εκδήλωση ενός υπογλυκαιμικού επεισοδίου, οι οποίες και βελτίωσαν την ευαισθησία και τη θετική προγνωστική αξία του μοντέλου. Στο δεύτερο μέρος της παρούσας διδακτορικής διατριβής προχωρήσαμε σε τεχνικές κατάταξης χαρακτηριστικών για την αξιολόγηση της προβλεπτικής αξίας του συνόλου των χαρακτηριστικών, με απώτερο στόχο την εξατομίκευση της εισόδου της συνάρτησης παλινδρόμησης της συγκέντρωσης της γλυκόζης στον υποδόριο χώρο. Ειδικότερα, χρησιμοποιήσαμε τον αλγόριθμο τυχαίων δασών και τον αλγόριθμο RReliefF, και μέσω μιας διαδικασίας εμπρόσθιας διαδοχικής επιλογής χαρακτηριστικών, διερευνήσαμε την επίδραση των πιο σημαντικών χαρακτηριστικών στο σφάλμα πρόβλεψης των βασιζόμενων σε συναρτήσεις πυρήνα μοντέλων παλινδρόμησης (παλινδρόμηση διανυσμάτων υποστήριξης και Gaussian διαδικασίες). Στο τρίτο μέρος της παρούσας διδακτορικής διατριβής, προτείναμε την προσαρμοστική εκμάθηση και πρόβλεψης της βραχυπρόθεσμη πορείας την υποδόριας συγκέντρωσης της γλυκόζης στον διαβήτη τύπου 1 μέσω αραιών αναπαραστάσεων προσαρμοστικών φίλτρων πυρήνα. Ειδικότερα, οι αλγόριθμοι που εξετάσαμε αποτελούν αναπαραστάσεις της μεθόδου ελαχίστων μέσων τετραγώνων και επαναληπτικών ελαχίστων τετραγώνων στον χώρο συναρτήσεων Hilbert με αναπαραγωγικό πυρήνα. Παράλληλα, επαληθεύσαμε ότι, όταν λαμβάνονται υπόψιν οι εξωγενείς είσοδοι, υπάρχει συστηματική βελτίωση της ποιότητας των προβλέψεων, ως προς την ομαλότητα και τη χρονική υστέρηση, καθώς και μείωση του σφάλματος στις κρίσιμες περιοχές της υπογλυκαιμίας και υπεργλυκαιμίας. 378 454 446 evaluation of the patients’ spouses’ psychological and physical health αξιολόγηση της ψυχικής και της σωματικής υγείας των συζύγων των ασθενών To investigate the psychological and physical health of spouses’ caregivers of chronic kidney disease (CKD) patients, to define the factors which increase their caregiver burden and to compare this group with a group of spouses of people without CKD. Method: The present study was conducted at the Nephrology Department of the University Hospital of Ioannina, Greece and participants were 50 spouses - caregivers of patients with CKD who received medical care in the units of the Nephrology Department. The spouses - caregivers were divided in two groups, namely, spouses of dialysis dependent patients and spouses of not dialysis dependent patients. Also, a group of 50 spouses of healthy individuals without CKD form general population was included in the study. The inclusion criteria were the same for both groups and they only differed in the CKD factor. The caregiver burden, depression, anxiety, health related quality of life, shame and important demographic factors were evaluated in spouses with the following questionnaires: PHQ-9, GAD- 2, ZBI, EQ-5D- 3L, OAS, a list of common health problems and a questionnaire with important demographic factors. Statistical analysis was conducted using the Excel, SPSS and STATA programs.Results: In the group of patients’ spouses, the mean caregiver burden score was 27.26 (SD, 18.33), which constitutes mild to moderate burden. The mean depression score was 5.64 (SD, 4.80), which constitutes mild depression. Respectively, the mean score for anxiety was 1.90 (SD, 1.64). Finally, the mean score for external shame (10.98, SD 13.39) was within that of Greek population. The mean EQ5D index (0.747, SD 0.213) and the mean score for EQ5D VAS (70.86, SD 16.97) represent good quality of life. The subgroups differentiated (P=0.031) in the self evaluation of health which was higher in spouses of not dialysis dependent patients. Depression and income were found to effect the caregiver burden (B = 2.57, P ≤ .001 and B = 2.26, P ≤ 0.001 respectively). The majority of the parameters correlated strongly with each other (p≤0.001). In the group of spouses of healthy individuals, psychological and physical health was found to be equally good. While comparing the two groups, statistically important differences were found only in the evaluation of the factors affecting negatively the spousal relationship. Also, the patients’ spouses reported higher marital satisfaction (P=0.015). Conclusions: The psychological and physical health of spouses - caregivers of CKD patients was good and not different than in spouses of individuals without CKD. The strong relationship between caregiver burden and depression and its negative relationship with monthly income were confirmed in the present study. Designing programs of psychological and financial support for the family of patients constitutes a necessary preventive dimension and a part of Primary Health Care. Η διερεύνηση της ψυχικής και της σωματικής υγείας των συζύγων-φροντιστών ασθενών με χρόνια νεφρική νόσο (ΧΝΝ), ο προσδιορισμός των παραγόντων που αυξάνουν την αίσθηση της επιβάρυνσης τους και η σύγκριση τους με μια ομάδα συζύγων ατόμων χωρίς ΧΝΝ. Μέθοδος: Η παρούσα έρευνα πραγματοποιήθηκε στη Νεφρολογική Κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων και συμμετείχαν 50 σύζυγοι - φροντιστές ασθενών με ΧΝΝ από όλα τα ειδικά ιατρεία της Νεφρολογικής Κλινικής. Οι σύζυγοι-φροντιστές χωρίστηκαν σε δύο υποομάδες, ανάλογα με το αν οι ασθενείς βρίσκονταν εντός νεφρικής κάθαρσης. Επίσης, συμπεριλήφθηκε μια ομάδα 50 συζύγων από το γενικό πληθυσμό ατόμων χωρίς ΧΝΝ. Τα κριτήρια ένταξης ήταν ίδια για τις δύο ομάδες και διέφεραν μόνο στην ύπαρξη ΧΝΝ. Οι παράγοντες που μελετήθηκαν ήταν η επιβάρυνση φροντιστή, η κατάθλιψη, το άγχος, η σχετιζόμενη με την υγεία ποιότητα ζωής, η ντροπή και σημαντικοί δημογραφικοί παράγοντες και χρησιμοποιήθηκαν τα εξής ερωτηματολόγια: PHQ-9, GAD-2, Zarit Burden Interview, EQ-5D- 3L, OAS, λίστα συμπτωμάτων υγείας και ερωτηματολόγιο δημογραφικών. Οι στατιστικές αναλύσεις έγιναν με τα προγράμματα Excel, SPSS και STATA.Αποτελέσματα: Η μέση επιβάρυνση στο σύνολο των συζύγων-φροντιστών ήταν 27.26 (SD, 18.33), δηλαδή ήπια - μέτρια επιβάρυνση. Η μέση τιμή κατάθλιψης ήταν 5.64 (SD, 4.80), δηλαδή ήπια κατάθλιψη. Αντίστοιχα, η μέση τιμή στο άγχος ήταν 1.90 (SD, 1.64). Τέλος, τα επίπεδα συνολικής εξωτερικής ντροπής (μ.ο. 10.98, SD 13.39) βρέθηκαν εντός των μέσων τιμών για τον ελληνικό πληθυσμό. Ο μέσος όρος του EQ5D index (0.747, SD 0.213) και η μέση τιμή του σκορ στην EQ5D VAS (70.86, SD 16.97) αναδεικνύουν καλή ποιότητα ζωής. Οι δυο υπο-ομάδες διέφεραν (P=0.031) στην αυτοαξιολόγηση του επιπέδου υγείας που ήταν υψηλότερη στους συζύγους των ασθενών εκτός νεφρικής κάθαρσης. Η κατάθλιψη και το μηνιαίο εισόδημα βρέθηκαν να επηρεάζουν στατιστικά πάρα πολύ σημαντικά την αίσθηση επιβάρυνσης (B = 2.57, P ≤ .001 και B = -5.95, P ≤ 0.050 αντίστοιχα). Βρέθηκαν ισχυρές συσχετίσεις μεταξύ της πλειοψηφίας των παραγόντων (p≤0.001). Στην ομάδα των συζύγων των υγιών τα επίπεδα ψυχικής και σωματικής υγείας ήταν παρόμοια καλά. Κατά τη σύγκριση των δύο ομάδων προέκυψαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μόνο στην αξιολόγηση των παραγόντων που επιδρούν αρνητικά στη σχέση. Επίσης, οι σύζυγοι των ασθενών ανέφεραν υψηλότερη ικανοποίηση από το γάμο τους από ότι οι σύζυγοι των υγιών (P=0.015). Συμπεράσματα: Η ψυχική και σωματική υγεία των συζύγων – φροντιστών ασθενών με ΧΝΝ είναι σε καλά επίπεδα και δε διέφερε από τους συζύγους ατόμων χωρίς ΧΝΝ. Από την παρούσα έρευνα επιβεβαιώθηκε η ισχυρή επίδραση της κατάθλιψης στην αίσθηση επιβάρυνσης και η αρνητική σχέση της με το μηνιαίο εισόδημα, ανεξαρτήτως των υπολοίπων παραγόντων. Ο σχεδιασμός προγραμμάτων ψυχολογικής υποστήριξης και οικονομικής ενίσχυσης της οικογένειας των ασθενών αποτελεί μια απαραίτητη διάσταση της πρόληψης και της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. 379 336 346 Σύνθεση, χαρακτηρισμός και καταλυτική συμπεριφορά νανοδομημένων υλικών CeO2-ZrO2, CeO2-SiO2, CeO2-Al2O3 This PhD thesis has been prepared in order to study the diffusion phenomena occurring in the decomposition of secondary alcohols. For this purpose, mixed oxides were synthesized with reference oxide of cerium oxide (CeO2) and zirconium oxide (ZrO2), silica (SiO2) and alumina (Al2O3) as additives. The synthesis was made using the hydrothermal method, and mixed oxides were also produced by mechanochemical development of appropriate quantities of the two oxides in a ball mill. After the composition of oxides they were characterized and investigated using X-ray diffraction, thermal analysis (TG-DTA), N2 adsorption-desorption, themperture programmed desorption of ammonia and scanning electron microscopy. Aiming to study the diffusion phenomena, we conducted catalytic decomposition of isopropanol and isobutanol. The study found that the presence of cerium (Ce) improves the crystal structure and the size of the crystals of oxides, reduces the specific surface areas (m2/g) and the power of acid sites on the surface of the oxides-catalysts. The porosity appears to be mixed micro and meso with increasing cerium content, while ZrO2, SiO2 and Al2O3 are purely mesoporous. We also observed that mechanochemical treatment leads to lower specific surface areas and larger crystals than the hydrothermal method. The acid sites are weak and the acidity decreases in the series CeO2-ZrO2>CeO2-SiO2>CeO2-Al2O3. During the catalytic decomposition of alcohols was found that produced exclusively alkene, suggesting that the catalysts are more acidic with low basicity as the ketone is produced in very small percentage. Materials containing aluminum exhibit greater activity, while the decopmposition of isobutanol is easier than the decomposition of isopropanol for all the studied catalysts. Using the Arrhenius lines led us to conclude that the oxides containing zirconium cause abnormal hyperdiffusion of the molecules of alcohol. This phenomenon reduces over oxides containing silicon and almost disappears over those containing aluminum. It appears in cases where there are inhibiting factors in the movement of the molecules of alcohol so they move adsorbed and desorbed at various locations on the surface of oxides, until they are adsorbed on an active site and react. Η παρούσα Διδακτορική Διατριβή εκπονήθηκε με στόχο την μελέτη των φαινομένων διάχυσης που εμφανίζονται κατά την διάσπαση δευτεροταγών αλκοολών. Για τον σκοπό αυτό συντέθηκαν μεικτά οξείδια με οξείδιο αναφοράς το οξείδιο του δημητρίου (CeO2) και τα οξείδια του ζιρκονίου (ZrO2), πυριτίου (SiO2) και αργιλίου (Al2O3) ως πρόσθετα. Η σύνθεση έγινε με εφαρμογή της υδροθερμικής μεθόδου, ενώ παρασκευάστηκαν και μεικτά οξείδια με μηχανοχημική επεξεργασία κατάλληλων ποσοτήτων των δυο οξειδίων σε σφαιρόμυλο. Μετά την σύνθεση των οξειδίων πραγματοποιήθηκε χαρακτηρισμός και διερεύνησή τους με περίθλαση ακτίνων-Χ, θερμική ανάλυση (TG-DTA), προσρόφηση-εκρόφηση Ν2, θερμοπρογραμματισμένη εκρόφηση αμμωνίας και ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης. Έχοντας ως στόχο την μελέτη των φαινομένων διάχυση, προχωρήσαμε σε καταλυτική διάσπαση ισοπροπανόλης και ισοβουτανόλης. Από την μελέτη διαπιστώσαμε πως η παρουσία του δημητρίου (Ce) βελτιώνει την κρυσταλλική δομή, αυξάνει το μέγεθος των κρυστάλλων των οξειδίων, μειώνει τις ειδικές επιφάνειες (m2/g) και την ισχύ των όξινων θέσεων στην επιφάνεια των οξειδίων-καταλυτών. Το πορώδες εμφανίζεται μεικτό μίκρο και μέσο με αύξηση της περιεκτικότητας σε δημήτριο, ενώ τα ZrO2, SiO2 και Al2O3 είναι καθαρά μεσοπορώδη. Παρατηρήθηκε, επίσης, πως η μηχανοχημική επεξεργασία οδηγεί σε μικρότερες ειδικές επιφάνειες και μεγαλύτερους κρυστάλλους σε σχέση με την υδροθερμική μέθοδο. Οι όξινες θέσεις είναι ασθενείς και η οξύτητα μειώνεται στη σειρά CeO2-ZrO2>CeO2-SiO2>CeO2-Al2O3. Κατά την καταλυτική διάσπαση των αλκοολών διαπιστώθηκε πως παράγεται κατά αποκλειστικότητα αλκένιο, κάτι που δείχνει ότι οι καταλύτες είναι περισσότερο όξινοι με μικρή βασικότητα καθώς η κετόνη παράγεται σε πολύ μικρό ποσοστό. Μεγαλύτερη δραστικότητα εμφανίζουν τα υλικά που περιέχουν αργίλιο, ενώ η διάσπαση της ισοβουτανόλης είναι ευκολότερη σε σχέση με την διάσπαση της ισοπροπανόλης για όλους τους υπό μελέτη καταλύτες. Χρησιμοποιώντας τις γραμμές Arrhenius οδηγηθήκαμε στο συμπέρασμα πως τα οξείδια που περιέχουν ζιρκόνιο προκαλούν ανώμαλη υπερδιάχυση των μορίων της αλκοόλης. Το φαινόμενο μειώνεται στα οξείδια που περιέχουν πυρίτιο και σχεδόν εξαφανίζεται σε αυτά που περιέχουν αργίλιο. Εμφανίζεται δε, σε περιπτώσεις που δεν υπάρχουν παρεμποδιστικοί παράγοντες στην κίνηση των μορίων της αλκοόλης με αποτέλεσμα αυτά να μετακινούνται προσροφούμενα και εκροφούμενα σε διάφορες θέσεις της επιφάνειας των οξειδίων, ώσπου να προσροφηθούν σε κάποια δραστική θέση και να αντιδράσουν. 380 733 722 Σύνθεση νέων παραγώγων Ν,Νˈ-διάρυλο ουριών και 3-(1H-πυρρολ-1-υλο)κινολινο-2,4(1H,3H)-διονών από κατάλληλα παράγωγα 1H-ιμιδαζολίων και 1Η-πυρρολίων In the present thesis the first compounds to be synthesised were Ν-(4-methoxyphenyl)-Νˊ-[3-(1Η-pyrrol-2-ylcarbony)phenyl]urea 151, 2-methyl-Ν-[2-(1Η-pyrrol-2-ylcarbonyl)phenyl]-hydrazine carboxamide 152 and Ν-[2-(1Η-pyrrol-2-ylcarbonyl)phenyl]pyrrolidine-1-carbo-xamide 153. The key compound for the synthesis of these N,Nˊ-diaryl substituted ureas is (2-aminophenyl)(1Η-pyrrol-2-yl)methanone 149 which was treated with 1/3 equivalent of triphosgene and 2 equivalents of triethylamine as an auxiliary base in dry tetrahydrofuran, followed by the addition of two equivalents of an appropriate nucleophilic amine. Compounds 151, 152 and 153 were obtained in 50%, 82% and 89% yield, respectively. These reaction conditions were used previously in this laboratory for the synthesis of several analogous N,Nˊ-diaryl substituted ureas. Due to the moderate yield of compound 151 an alternative route was sought which involves the synthesis of carbamate 150 and then reaction with p-anisidine. This alternative route appeared to be more effective since compound 151 was obtained in 64%. The following compounds were also synthesised, methyl 5-[2-({[(4-methoxyphenyl)amino]-carbonyl}amino)benzoyl]-1Η-pyrrole-2-carboxylate 164 and 5-[2-({[(4-methoxyphenyl)-amino]carbonyl}amino)benzoyl]-1Η-pyrrole-2-carboxylic acid 155. First the ester 164 was synthesized followed by hydrolysis to carboxylic acid 155. The synthetic route to 164 involves the regioselective trichloroacetylation of 1H-pyrrole at position 2 followed by esterification to methyl 1H-pyrrole-2-carboxylate 158, in 86% yield. This ester underwent Friedel-Crafts acylation with 2-nitrobenzoyl chloride in the presence of ZnCl2 as Lewis acid catalyst and 1,2-dichloroethane as solvent to afford nitro ketone structural isomers 159 και 160, that were separated by column chromatography in 17% and 41% yield, respectively. Nitro ketone 159 was reduced to amino ketone 161 in 87% yield by catalytic hydrogenation, since reduction with ferrous sulfate heptahydrate and 25% aqueous ammonia was ineffective. At this point three different routes were attempted for the synthesis of N,Nˊ-diaryl substituted urea 164. In the first route, amino ketone 161 was exposed to the established method of using triphosgene and the auxiliary base triethylamine followed by an appropriate nucleophilic amine which in this case is p-methoxyaniline. By this method compound 164 was obtained in 43% yield. The low yield of this compound was the reason for investigating a second route, that is the conversion of amino ketone 161 into methyl 5-{2-[(phenoxycarbonyl)-amino]benzoyl}-1H-pyrrole-2-carboxylate, by analogy to carbamate 150, followed by reaction with p-methoxyaniline. The latter reaction failed and gave instead starting amino ketone 161. In the third route, there was an attempt to convert amino ketone 161 into isocyanate 163 in a first step and then add p-methoxyaniline in a second step that would lead to compound 164 was insufficient since isocyanate 163 was obtained, after column chromatography, in only 17% yield. Furthermore, target carboxylic acid 155 was obtained in only 24% yield by hydrolysing methyl ester 164 in an aqueous solution of potassium carbonate and ethanol followed by careful neutralisation with 15% hydrochloric acid. Unfortunately this reaction could not be repeated in a measurable yield. Towards the end of the laboratory work for this thesis, a different starting material was prepared for the synthesis of N,Nˊ-diaryl substituted ureas, namely, 2-bromo-1-(2-aminophenyl)ethanone 200. Using 1H-pyrrole derivatives 157, 158, 190, 201-203, 220 and 1H-imidazole 221 nucleophilic substitution on alkyl bromide 200 resulted in the synthesis of the respective amino ketones 192, 196, 204-208 and 209. Using the established standard conditions on amino ketone 192, that is 1/3 equivalent of triphosgene and 2 equivalents of triethylamine as an auxiliary base, followed by the addition of two equivalents of p-methoxyaniline or pyrrolidine, resulted in carbonylation of the amino group to an isocyanate group and intramolecular addition by the enol group (page 82, Scheme 56a) leading to the isolation of a racemic mixture of quinolone-2,4(1H,3H)-dione 194. The reaction worked perfectly well by treating amino ketones 192, 196, 204-209 with 1 equivalent of triphosgene and 2 equivalents of triethylamine as an auxiliary base to give racemic mixtures of quinolone-2,4(1H,3H)-diones 194, 199, 212-217 and 219. This by chance reaction constitutes a novel synthesis of 3-substituted quinolone-2,4(1H,3H)-diones. In yet another effort to synthesise novel N,Nˊ-diaryl substituted ureas, a key precursor was chosen, namely, 1-(3-aminophenyl)-2-(1Η-imidazol-1-yl)ethanone 224. The important feature in this compound is that the two substitutents of the phenyl ring are at meta position to each other so that there can be no interaction beween them after the carbonylation step. Therefore, reaction of amino ketone 224 with 1/3 equivalent of triphosgene and 2 equivalents of triethylamine as an auxiliary base, followed by the addition of two equivalents of aniline 229, aniline derivatives 225-228, 230, 232, benzylamine 231 pyrrolidine 83 or piperidine 71c, afforded novel N,Nˊ-diaryl substituted ureas 237, 233-236, 238, 242 and 239-241, respectively. Στην παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή αρχικά διερευνήθηκε η σύνθεση της Ν-(4-μεθοξυ-φαινυλο)-Νˊ-[3-(1Η-πυρρολ-2-υλοκαρβονυλο)φαινυλο]ουρίας 151, του 2-μεθυλο-Ν-[2-(1Η-πυρρολ-2-υλοκαρβονυλο)φαινυλο]υδραζίνη καρβοξαμιδίου 152 και του Ν-[2-(1Η-πυρρολ-2-υλοκαρβονυλο)φαινυλο]πυρρολιδίνη-1-καρβοξαμιδίου 153. Η ένωση κλειδί για την σύνθεση των ενώσεων αυτών είναι η (2-αμινοφαινυλο)(1Η-πυρρολ-2-υλο)μεθανόνη 149, η οποία με την προσθήκη 1/3 ισοδύναμου τριφωσγενίου και 2 ισοδύναμων τριαιθυλαμίνης ως βοηθητική βάση σε άνυδρο τετραϋδροφουράνιο, ακολουθούμενη από την προσθήκη 2 ισοδύναμων της κατάλληλης πυρηνόφιλης αμίνης έδωσε τις N,Nˊ-διάρυλο υποκατεστημένες ουρίες 151, 152 και 153 σε απόδοση 50%, 82% και 89%, αντίστοιχα. Αυτές οι συνθήκες αντίδρασης χρησιμοποιήθηκαν παλαιότερα σε αυτό το εργαστήριο για την σύνθεση αναλόγων N,Nˊ-διάρυλο υποκατεστημένων ουριών. Λόγω της μέτριας απόδοσης της ένωσης 151 έλαβε χώρα και μια εναλλακτική πορεία η οποία περιείχε τη σύνθεση του καρβαμιδικού εστέρα 150 και στη συνέχεια αντίδραση με p-μεθοξυανιλίνη. Αυτή η εναλλακτική πορεία φαίνεται να είναι περισσότερο αποτελεσματική, δεδομένου ότι η ένωση 151 ελήφθη σε 64% απόδοση. Στη συνέχεια συντέθηκαν οι ενώσεις 5-[2-({[(4-μεθοξυφαινυλο)αμινο]καρβονυλο}αμι-νο)βενζόϋλο]-1Η-πυρρολ-2-καρβοξυλικός μεθυλεστέρας 164 και 5-[2-({[(4-μεθοξυφαινυ-λο)αμινο]καρβονυλο}αμινο)βενζόϋλο]-1Η-πυρρολ-2-καρβοξυλικό οξύ 155. Πρώτα συντέθηκε o εστέρας 164 και έπειτα ακολούθησε η υδρόλυση προς το καρβοξυλικό οξύ 155. Η πορεία ξεκίνησε με την χωροεκλεκτική τριχλωροακετυλίωση του 1Η-πυρρολίου στη θέση 2 ακολουθούμενη από εστεροποίηση προς το 1Η-πυρρολο-2-καρβοξυλικό μεθυλεστέρα 158, σε απόδοση 86%. Ο εστέρας 158 υποβλήθηκε σε Friedel-Crafts ακυλίωση με χλωρίδιο του 2-νιτροβενζοϊκού οξέος με χρήση ZnCl2 ως οξύ κατά Lewis, σε διαλύτη 1,2-διχλωροαιθάνιο. Προέκυψαν 2 συντακτικά ισομερή, οι νίτρο κετόνες 159 και 160, οι οποίες διαχωρίστηκαν με χρωματογραφία στήλης μεσαίας πίεσης σε αποδόσεις 17% και 41%, αντίστοιχα. Ακολούθησε αναγωγή της νίτρο κετόνης 159 προς την άμινο κετόνη 161 σε 87% απόδοση, με καταλυτική υδρογόνωση καθώς ο επταένυδρος θειικός σίδηρος απέτυχε να ανάγει την νίτρο ομάδα σε άμινο ομάδα. Στο σημείο αυτό έγιναν τρεις προσπάθειες για τη σύνθεση της N,Nˊ-διάρυλο υποκατεστημένης ουρίας 164. Η πρώτη πορεία περιελάμβανε την πλεόν καθιερωμένη μέθοδο, της χρήσης τριφωσγενίου, τριαιθυλαμίνης ως βοηθητικής βάσης και ακολούθως p-μεθοξυανιλίνης. Με αυτή την μέθοδο η ένωση 164 απομονώθηκε σε απόδοση 43%. Η χαμηλή απόδοση αυτής της ένωσης ήταν η αιτία που διερευνήθηκε μια δεύτερη πορεία, δηλαδή η μετατροπή της άμινο κετόνης 161 στο 5-{2-[(φαινοξυκαρβονυλο)αμινο]βενζοϋλο}-1H-πυρρολιο-2-καρβοξυλικό μεθυλεστέρα, κατ’ αναλογία με τον καρβαμιδικό εστέρα 150, ακολουθούμενη από την αντίδραση με p-μεθοξυανιλίνη. Η τελευταία αντίδραση απέτυχε δίνοντας την αρχική άμινο κετόνη 161. Η τρίτη προσπάθεια αφορούσε στο πρώτο βήμα τη μετατροπή της άμινο κετόνης 161 στην ισοκυανική ένωση 163 και στο δεύτερο βήμα προσθήκη p-μεθοξυανιλίνης για να οδηγήσει στην ένωση 164. Η αντίδραση αυτή αποδείχθηκε ανεπαρκής εφόσον η ένωση 163 απομονώθηκε σε απόδοση μόλις 17%, έπειτα από χρωματογραφία στήλης. Τελικά η ουρία του καρβοξυλικού οξέος 155 προέκυψε μετά από υδρόλυση του εστέρα της ουρίας 164 παρουσία ανθρακικού καλίου σε 15% υδατικό διάλυμα υδροχλωρικού οξέος και αιθανόλη, σε απόδοση 24%. Δυστυχώς η αντίδραση αυτή δεν παρουσίασε μετρήσιμη επαναληψιμότητα. Προς το τέλος της πειραματικής διαδικασίας της διατριβής αυτής επιλέχθηκε μια διαφορετική αρχική ένωση για τη σύνθεση Ν,Νˊ-διάρυλο υποκατεστημένων ουριών, δηλαδή, η 2-βρωμο-1-(2-αμινοφαινυλο)αιθανόνη 200. Κάνοντας χρήση των παραγώγων του 1H-πυρρολίου 157, 158, 190, 201-203, 220 και το 1H-ιμιδαζόλιο 221 η πυρηνόφιλη υποκατάσταση στο άλκυλο βρωμίδιο 200 είχε ως αποτέλεσμα την σύνθεση των αντίστοιχων άμινο κετονών 192, 196, 204-208 και 209. Εφαρμόζοντας τις καθιερομένες συνθήκες αντίδρασης στην άμινο κετόνη 192 δηλαδή χρήση 1/3 ισοδύναμου τριφωσγενίου, 2 ισοδύναμων τριαιθυλαμίνης ως βοηθητική βάση και 2 ισοδύναμων p-μεθοξυανιλίνης ή πυρρολιδίνης, οδήγησε σε καρβονυλίωση της άμινο ομάδας σε ισοκυανική ομάδα και ενδομοριακή προσθήκη της ομάδας της ενόλης σε αυτή, με αποτέλεσμα την απομόνωση ρακεμικού μίγματος της κινολινο-2,4(1H,3H)-διόνης 194. Η αντίδραση λειτούργησε πολύ καλά κατά την αντίδραση των άμινο κετονών 192, 196, 204-209 με 1 ισοδύναμο τριφωσγενίου, 2 ισοδύναμων τριαιθυλαμίνης ως βοηθητική βάση για να δώσει ρακεμικά μίγματα των κινολινο-2,4(1H,3H)-διονών 194, 199, 212-217 και 219. Αυτή η κατά τύχη αντίδραση αποτελεί μία νέα σύνθεσης 3-υποκατεστημένων κινολινο-2,4(1H,3H)-διονών. Σε μια ακόμη προσπάθεια σύνθεσης νέων N,Nˊ-διάρυλο υποκατεστημένων ουριών επιλέχθηκε μια διαφορετική πρόδρομη ένωση κλειδί, η 1-(3-αμινοφαινυλο)-2-(1Η-ιμιδαζολ-1-υλο)αιθανόνη 224. Το σημαντικό χαρακτηριστικό σε αυτή την ένωση είναι ότι οι δύο υποκατάστατες του φαινυλικού δακτυλίου είναι σε θέση μέτα το ένα προς το άλλο, ούτως ώστε να μην υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ τους μετά το στάδιο της καρβονυλίωσης. Ως εκ τούτου, η αντίδραση της άμινο κετόνης 224 με 1/3 ισοδύναμο τριφωσγενίου και 2 ισοδύναμα τριαιθυλαμίνης ως βοηθητική βάση, ακολουθούμενη από την προσθήκη 2 ισοδύναμων ανιλίνης 229, παράγωγα ανιλίνης 225-228, 230, 232, βενζυλαμίνη 231, πυρρολιδίνη 83 ή πιπεριδίνη 71c, έδωσε τις νέες Ν,Νˊ-διαρυλο υποκατεστημένες ουρίες 237, 233-236, 238, 242 και 239-241, αντίστοιχα. 381 93 81 In this study we are dealing with the position of the family in the Greek proverb. Our study was based on a corpus of proverbs, exceeding 6000 in number, found in various collections of proverbs. We selected specific members of the family environment, such as the brother, the sister, the man, the woman, the mother, the parent, the son, the daughter, the girl, the child and the mother-in-law, in order to identify their function in the proverbial word. It was evident that these members exhibit a strong presence and reflect the social reality. Στη μελέτη αυτή πρόκειται να παρουσιάσουμε τη θέση της οικογένειας στην ελληνική παροιμία. Για την προσέγγιση του θέματος χρησιμοποιήσαμε ένα διευρυμένο σώμα παροιμιών που περιλαμβάνει περισσότερες από 6000 παροιμίες από διάφορες συλλογές. Στη συνέχεια επιλέ- ξαμε τα πρόσωπα που ανήκουν στο στενό οικογενειακό περιβάλλον, όπως αδερφός, αδερφή, άντρας, γυναίκα γονείς, γιος, κορίτσι, παιδί, αποσκοπώντας να μελετήσουμε τη θέση αυτών των προσώπων στον παροιμιακό λόγο. Διαπιστώθηκε ότι τα πρόσωπα αυτά αντικατοπτρίζουν μέσα από την παρουσία τους στις παροιμίες διάφορες επιμέρους κοινωνικές καταστάσεις. 382 268 315 Evaluation of routing protocols for opportunistic networks with multiple-criteria decision-making methods Αξιολόγηση πρωτοκόλλων δρομολόγησης για οπορτουνιστικά δίκτυα με μεθόδους λήψης αποφάσεων πολλαπλών κριτηρίων The evaluation of routing protocols for opportunistic networks is a multidimensional problem. Several performance metrics are used for their evaluation, such as the number of packets that they delivered, their delivery delay, and the number of transmissions that they performed. These metrics are often highly correlated and they are usually conflicting. Furthermore, the characteristics of the underlying network affect the importance of each metric as well as the levels of correlation between metrics. In this work, we first propose a set of normalized performance metrics that evaluate each routing protocol with respect to the optimal performance, tackling several shortcomings of the traditional performance metrics. We then formulate the evaluation of routing protocols for opportunistic networks as a Multiple-Criteria Decision-Making (MCDM) problem, where each routing protocol is an alternative and the performance metrics correspond to a set of criteria. We propose the VIC weighting method to determine the importance of each performance metric, by relying on its variability and the amount of dependence that it has in relation to the other performance metrics. The VIC method can be used for the assignment of objective weights in any MCDM problem. Finally, we develop an evaluation framework that ranks opportunistic routing protocols based on their performance. We present detailed simulation results of well-known routing protocols in opportunistic networks of varying scale, which we rank according to the proposed framework. In conclusion, no algorithm was able to achieve the best performance in all or most of the networks that we studied. This fact demonstrates the difficulty of routing in these networks. Η αξιολόγηση των πρωτοκόλλων δρομολόγησης για οπορτουνιστικά δίκτυα είναι ένα πολυδιάστατο πρόβλημα. Για την αξιολόγηση αυτή χρησιμοποιείται ένα σύνολο από μετρικές, καθεμία από τις οποίες αξιολογεί τον αλγόριθμο σε μία διαφορετική διάσταση. Για παράδειγμα, μπορούμε να αξιολογήσουμε την ικανότητα του αλγο- ρίθμου να παραδίδει πακέτα, τον χρόνο που χρειάζεται, αλλά και το κόστος που δαπανά. Οι μετρικές αυτές συχνά παρουσιάζουν σημαντικό βαθμό συσχέτισης και συνήθως είναι αντικρουόμενες. Πολύ περισσότερο, τα χαρακτηριστικά του δικτύου στο οποίο πραγματοποιείται η αξιολόγηση επηρεάζουν τόσο τη σημαντικότητα της κάθε μετρικής, όσο και τα επίπεδα συσχέτισης των μετρικών μεταξύ τους. Στην παρούσα εργασία, αρχικά προτείνουμε ένα σύνολο κανονικοποιημένων με- τρικών επίδοσης, οι οποίες αξιολογούν τo κάθε πρωτόκολλο δρομολόγησης σε σχέση με τη βέλτιστη επίδοση που μπορεί να επιτευχθεί. Η στρατηγική αυτή αντιμετωπίζει μία σειρά από μειονεκτήματα που συνοδεύουν τις παραδοσιακές μετρικές επίδο- σης. Στη συνέχεια, διατυπώνουμε την αξιολόγηση των πρωτοκόλλων δρομολόγησης για οπορτουνιστικά δίκτυα ως ένα πρόβλημα λήψης αποφάσεων πολλαπλών κρι- τηρίων. Στη θεώρηση αυτή κάθε πρωτόκολλο δρομολόγησης είναι μία εναλλακτική λύση που αξιολογείται ως προς ένα σύνολο κριτηρίων, όπου το κάθε κριτήριο αντι- στοιχεί σε μία μετρική επίδοσης. Προτείνουμε τη μέθοδο VIC για τον καθορισμό της σημαντικότητας της κάθε μετρικής. Η σημαντικότητα αυτή καθορίζεται από τη μεταβλητότητα της μετρικής και τον βαθμό εξάρτησής της από τις άλλες μετρικές. Η μέθοδος VIC μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ανάθεση αντικειμενικών βαρών σε οποιοδήποτε πρόβλημα λήψης αποφάσεων πολλαπλών κριτηρίων. Τέλος, αναπτύσ- σουμε ένα πλαίσιο αξιολόγησης που έχει τη δυνατότητα κατάταξης της επίδοσης των οπορτουνιστικών πρωτοκόλλων δρομολόγησης. Παρουσιάζουμε λεπτομερή αποτελέσματα προσομοιώσεων για ευρέως γνωστά πρωτόκολλα δρομολόγησης σε διαφορετικά οπορτουνιστικά δίκτυα, τα οποία κατα- τάσσουμε σύμφωνα με το προτεινόμενο πλαίσιο. Εν κατακλείδι, κανένας αλγόριθμος δεν κατάφερε να επιτύχει την καλύτερη επίδοση σε όλα ή στα περισσότερα δίκτυα που μελετήσαμε. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει τη δυσκολία του προβλήματος της δρομολόγησης σε αυτά τα δίκτυα. 383 201 204 Characterization, cutting mechanisms and machinability of lead-free brasses Χαρακτηρισμός, μηχανισμοί κοπής και κατεργασιμότητα μη μολυβδούχων ορειχάλκων In recent years, the enforced stricter regulations concerning allowable lead content levels in products, especially for drinking water applications, have encouraged the invention and utilization of innovative solutions, such as the development of lead-free brass alloys.This study was focused on the material characterization, cutting mechanisms (chip breaking), as well as the assessment of the machinability of leaded and lead-free brass alloys, widely used in industrial applications for the fabrication of final brass component (bolts, nuts, hydraulic fittings, valves etc.) by machining.Initially, the influence of microstructure and lead presence on dynamic and static mechanical behaviour was studied. The main purpose of this study was the identification of the emergent microscopic fracture mechanisms, for the better interpretation of cutting behaviour during brass rods‘ turning.In addition, a statistical non-parametric study was implemented for the improvement of the quality characteristics of machining process (Chip Morphology, Power Consumption, Cutting Force and Surface Roughness) of the studied alloys.Finally, a first attempt was pursued pertaining to the redesign of the production process flow, via the realization of experimental heat treatment procedures, which were applied for the alteration of microstructure in order to improve the machinability of the studied brass alloys Προσφάτως, λόγω της αυστηρότερης νομοθεσίας σχετικά με τα επιτρεπόμενα ποσοστά μολύβδου, κυρίως στα προϊόντα/εξαρτήματα στις εγκαταστάσεις πόσιμου νερού, απαιτείται η χρήση καινοτόμων λύσεων, που αφορούν στην ανάπτυξη και βελτιστοποίηση μη μολυβδούχων ορειχάλκων-υψηλής κατεργασιμότητας, ώστε να αποφευχθούν οι επικίνδυνες επιπτώσεις του μολύβδου στον άνθρωπο και το περιβάλλον.Η εν λόγω διατριβή εστιάζεται στον χαρακτηρισμό, τους μηχανισμούς κοπής (chip breaking) καθώς και την κατεργασιμότητα μολυβδούχων και μη μολυβδούχων ορειχάλκων που χρησιμοποιούνται ευρέως στη βιομηχανία για την κατασκευή εξαρτημάτων (κοχλίες, περικόχλια, υδραυλικοί σύνδεσμοι, βαλβίδες κλπ) μέσω μηχανουργικών κατεργασιών. Αρχικώς, μελετήθηκε η επίδραση που έχει η μικροδομή και η παρουσία του μολύβδου στα αποτελέσματα των δυναμικών και στατικών μηχανικών δοκιμών. Στόχος των παραπάνω δοκιμών είναι η καταγραφή των κυρίαρχων τύπων θραύσης, η οποία πρόκειται να συμβάλλει στην κατανόηση της συμπεριφοράς των ορειχάλκινων ράβδων κατά την κοπή. Στην συνέχεια πραγματοποιήθηκε στατιστική μη παραμετρική μελέτη της κατεργασιμότητας μεταξύ των εξεταζόμενων κραμάτων, για την αριστοποίηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών της κατεργασίας (Μορφολογία Αποβλίττου Κοπής, Ισχύς Κοπής, Δύναμη Κοπής και Τραχύτητα Επιφάνειας Κατεργασμένου Δοκιμίου). Τέλος, γίνεται μία πρώτη προσπάθεια ανασχεδιασμού της παραγωγικής διαδικασίας, μέσω πραγματοποίησης κατάλληλων θερμικών κατεργασιών, των μη μολυβδούχων κραμάτων, με στόχο την τροποποίηση της μικροδομής τους προκειμένου να βελτιστοποιηθεί η κατεργασιμότητα σε κοπή. 384 223 225 Αντιλήψεις και στάσεις μελλοντικών εκπαιδευτικών για τη χρήση ποδηλάτου The need to preserve and improve urban quality of life and the quality of the environment has raised the issue of transport, in particular the issue of promoting environmentally-friendly modes of transport such as cycling. Although the bicycle is the only means of transport that man has been using autonomously since a very young age, there are not many adults who use it on a daily basis. This paper examines the perceptions of future teachers about the bicycle as a means of transport, the factors that encourage or discourage them to use the bicycle and the role of education in encouraging its use. Findings indicate that a minimum percentage of participants use the bicycle as a means of transport. They perceive the bike as a flexible, enjoyable and economical vehicle, with health / environmental benefits, but not particularly safe. It has also shown that the main factors influencing the use of bike are the cost / effort / time, the climate / weather, the quality and infrastructure of the road network, the road network form and landscape. Finally, in the context of education, at school and university level, many interesting actions have been proposed to encourage the use of bicycle. The results of this research can contribute to the launch of a sustainable university, a sustainable school and, by extension, a sustainable society. Η ανάγκη διατήρησης και βελτίωσης της αστικής ποιότητας ζωής και της ποιότητας του περιβάλλοντος έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα των μεταφορών και συγκεκριμένα το ζήτημα της προώθησης των φιλικών προς το περιβάλλον τρόπων μεταφοράς, όπως είναι το ποδήλατο. Αν και το ποδήλατο αποτελεί το μοναδικό μέσο μεταφοράς το οποίο ο άνθρωπος χρησιμοποιεί αυτόνομα από πολύ μικρή ηλικία, είναι πολλοί λίγοι αυτοί που το χρησιμοποιούν σε καθημερινή βάση ως ενήλικες. Η παρούσα εργασία μελετά τις αντιλήψεις των μελλοντικών εκπαιδευτικών για το ποδήλατο ως μέσο μετακίνησης, τους παράγοντες που ενθαρρύνουν ή αποθαρρύνουν τη χρήση του και τον ρόλο της εκπαίδευσης στην ενθάρρυνση της χρήσης ποδηλάτου. Η έρευνα έδειξε ότι ελάχιστο ποσοστό των συμμεεχόντων χρησιμοποιεί το ποδήλατο ως μέσο μετακίνησης. Αντιλαμβάνονται το ποδήλατο ως ένα μέσο ευέλικτο, απολαυστικό και οικονομικό, με οφέλη για την υγεία/περιβάλον, όμως, όχι ιδιαίτερα ασφαλές. Ακόμη, έδειξε ότι οι βασικοί παράγοντες της μετακίνησης ή μη με ποδήλατο είναι το κόστος/προσπάθεια/χρόνος, το κλίμα/καιρός, η ποιότητα και οι υποδομές δικτύου, η διάταξη οδικού δικτύου και τοπίο. Τέλος, στα πλαίσια της εκπαίδευσης, σε επίπεδο σχολείου και πανεπιστημίου, προτάθηκαν πολλές ενδιαφέρουσες δράσεις για την ενθάρρυνση της χρήσης ποδηλάτου από τους ίδιους αλλά και τους μελλοντικούς μαθητές τους. Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας μπορεί να συμβάλουν στην δρομολόγηση του αειφόρου πανεπιστημίου, του αειφόρου σχολείου και, κατ’ επέκταση, μιας αειφόρου κοινωνίας. 385 17 13 American diplomatic relations with Greece during the last part of Wilson's Administration and the beginning of Harding's Δωδώνη : επιστημονική επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων; Τόμ. 5 (1976) 386 542 557 Teacher education for sustainable development in a contemporary sociocultural framework Εκπαίδευση εκπαιδευτικών σε θέματα αειφόρου ανάπτυξης στο σύγχρονο κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο Education for sustainable development (ESD) is a complex and multifaceted subject with a vague definition, and furthermore, it is a constantly evolving subject. It refers to environmental, societal, and economic issues that are explored holistically and through their interactions. Although ESD is a complex subject, it must be taught at all educational levels, since through knowledge and positive attitudes towards sustainability people might take action to address the critical problems humankind is facing. To be able to teach about sustainable development, teachers must have knowledge and positive attitudes towards this subject. The first research question was to investigate if future teachers have adequate knowledge about sustainability issues, positive attitudes towards sustainability and if they are aware of the suitable teaching approaches. A questionnaire was used to explore their perceptions about the concept of sustainability, sustainability and the content of their studies, their efficacy to teach these topics, which teaching approaches they consider appropriate, and their attitudes towards sustainability. The answers showed that the pre-service teachers considered the issues of sustainable development important but lacked the necessary knowledge. Therefore, it was necessary to investigate the possibility to plan, develop and implement teaching interventions (TI) to enhance their knowledge. We developed TI using the thematic houses as an example to analyze a theme holistically through all dimensions of sustainable development. Houses are a suitable thematic since they are a familiar theme for all people of all age groups and cultural background and furthermore, houses are timeless and global phenomena. The effectiveness of the TIs was evaluated using the same questionnaire immediately after their completion. From the comparison of the responses before and after the TIs, it seemed that the pre-service teachers’ knowledge, perceptions, and attitudes towards sustainable development improved significantly. They also stated their intention to teach about these topics. The intention to teach about sustainability was confirmed when some students chose to use this topic during their internship. This research included two interrelated expansive learning cycles. The first cycle served the development of the TIs, while the second the development of the teaching scenarios that the pre-service teachers used during their internship. The Ph.D. candidate, an Architect, had to transform the specialized knowledge about buildings to be comprehendible by a general audience, such as pre-service teachers. The pre-service teachers in turn had to transform this knowledge to develop the teaching scenarios for their internship. The pre-service teachers successfully implemented ESD during their internship using the theme houses. All groups carried out an expansive learning cycle, during which they went through all the phases except the last one, that of the consolidation of the new practice. This stage is never achieved, even by experienced teachers, as knowledge and teaching practices change over time. This is especially true for ESD, as it is not a body of knowledge that can be acquired, but a complex object that is constantly evolving. In conclusion, the thematic houses proved to be appropriate, as they contributed to the active participation of the students during the TIs, because they related to their everyday lives. In addition, it also seemed appropriate for the young pupils, as a familiar topic for them, enabling the pre-service teachers to build on pupils’ prior knowledge. Η Εκπαίδευση για την Αειφόρο Ανάπτυξη (ΕΑΑ) είναι ένα πολύπλοκο και σύνθετο αντικείμενο με ασαφή ορισμό και αποτελεί για ένα συνεχώς εξελισσόμενο σύνολο γνώσεων. Αναφέρεται σε περιβαλλοντικά, κοινωνικά και οικονομικά θέματα που διερευνώνται ολιστικά και μέσα από τις αλληλεπιδράσεις τους. Παρόλο που πρόκειται για ένα τόσο πολύπλοκο αντικείμενο, είναι απαραίτητο να διδαχθεί σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες και τη δια βίου μάθηση, επειδή μέσα από τις γνώσεις και θετικές στάσεις απέναντι στην αειφορία υπάρχει πιθανότητα οι άνθρωποι να δραστηριοποιηθούν για την αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων. Oι εκπαιδευτικοί για να διδάξουν θέματα αειφόρου ανάπτυξης θα πρέπει να έχουν γνώσεις και θετικές στάσεις απέναντι στο αντικείμενο αυτό. Το πρώτο ερευνητικό ερώτημα ήταν να διαπιστωθεί αν οι μελλοντικοί εκπαιδευτικοί έχουν γνώσεις για την αειφορία, ποιες είναι οι στάσεις απέναντι στην αειφορία και αν γνωρίζουν κατάλληλες παιδαγωγικές προσεγγίσεις. Χρησιμοποιήθηκε ερωτηματολόγιο οργανωμένο σε ομάδες ερωτήσεων για να διερευνηθούν οι αντιλήψεις τους για την έννοια της αειφορίας, για την αειφορία και το περιεχόμενο των σπουδών τους, την αυτοπεποίθηση τους να διδάξουν τα θέματα αυτά, ποιες διδακτικές προσεγγίσεις θεωρούν κατάλληλες και τις στάσεις τους απέναντι στην αειφορία. Από τις απαντήσεις φάνηκε ότι οι φοιτητές θεωρούσαν σημαντικά τα θέματα της αειφόρου ανάπτυξης, αλλά δεν είχαν ολοκληρωμένη αντίληψη και τις απαραίτητες γνώσεις. Άρα προέκυψε η ανάγκη να ερευνηθεί η δυνατότητα σχεδιασμού, ανάπτυξης και εφαρμογής διδακτικών παρεμβάσεων (ΔΠ) για τη βελτίωση των γνώσεων των φοιτητών. Αναπτύχθηκαν ΔΠ με θεματική τα σπίτια ως παράδειγμα ανάλυσης ενός θέματος μέσα από όλες τις συνιστώσες αειφορίας. Τα σπίτια αποτελούν κατάλληλη θεματική επειδή είναι ένα οικείο θέμα για όλους, κάθε ηλικίας και πολιτισμικού υπόβαθρου και είναι παγκόσμιο και διαχρονικό φαινόμενο. Η αποτελεσματικότητα των ΔΠ αξιολογήθηκε με τη χρήση του ίδιου ερωτηματολογίου. Από τη σύγκριση των αποκρίσεων πριν και μετά από τις ΔΠ φάνηκε ότι βελτιώθηκαν συνολικά οι γνώσεις, αντιλήψεις και στάσεις των φοιτητών απέναντι στην αειφορία. Οι φοιτητές δήλωσαν την πρόθεση να διδάξουν για τα θέματα αυτά. Η πρόθεση να διδάξουν για την αειφορία επιβεβαιώθηκε όταν κάποιοι φοιτητές επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν αυτή τη θεματική στην πρακτική τους άσκηση. Η έρευνα περιλάμβανε δύο αλληλένδετους επεκτατικούς μαθησιακούς κύκλους. Ο πρώτος για να αναπτυχθούν οι ΔΠ και ο δεύτερος για να αναπτυχθούν τα διδακτικά σενάρια των φοιτητών για την πρακτική άσκηση. Η υποψήφια διδάκτορας, Αρχιτέκτονας Μηχανικός, έπρεπε να μετασχηματίσει τις ειδικές γνώσεις για τα κτίρια, ώστε να γίνουν κατανοητά από ένα γενικό κοινό, όπως είναι οι φοιτητές/τριες παιδαγωγικής σχολής. Οι φοιτητές/τριες έπρεπε με τη σειρά τους να μετασχηματίσουν αυτές τις γνώσεις, ώστε να αναπτύξουν τα διδακτικά σενάρια για την πρακτική τους άσκηση. Οι φοιτητές/τριες εφάρμοσαν με επιτυχία τη ΕΑΑ με θεματική σπίτια κατά τη διάρκεια της πρακτικής τους άσκησης. Όλες οι ομάδες πραγματοποίησαν έναν επεκτατικό μαθησιακό κύκλο, κατά τη διάρκεια του οποίου πέρασαν όλες τις φάσεις εκτός από την τελευταία, αυτήν της παγίωσης της νέας πρακτικής. Αυτό το στάδιο δεν επιτυγχάνεται ούτε από έμπειρους εκπαιδευτικούς, αφού οι γνώσεις και οι πρακτικές διδασκαλίας αλλάζουν με το χρόνο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την ΕΑΑ, δεδομένου ότι δεν είναι ένα σύνολο γνώσεων που μπορεί να μαθευτεί, αλλά ένα πολύπλοκο αντικείμενο που εξελίσσεται διαρκώς. Η θεματική σπίτια αποδείχθηκε κατάλληλη, καθώς συνέβαλε στην εμπλοκή των φοιτητών/τριών κατά τη διάρκεια των ΔΠ, επειδή σχετίζεται με την καθημερινή τους ζωή. Επιπλέον, φάνηκε κατάλληλη για τα νήπια, ως οικείο θέμα για αυτά, δίνοντας στους φοιτητές τη δυνατότητα να βασίζονται στις προηγούμενες γνώσεις των νηπίων. 387 265 249 Molecular dynamics simulation at brushes formed by star polyelectrolytes under theta solvent conditious Προσομοίωση μοριακής δυναμικής σε ψήκτρες που σχηματίζονται από αστεροειδείς πολυηλεκτρολύτες σε θήτα διαλύτες Using molecular dynamics simulations we have studied polyelectrolyte brushes formed by partially or fully charged star polymers tethered on a planar surface under theta solvent conditions. The diagram of states was constructed for salt free solutions and is characterized by different percentage of condensed counterions inside the brush volume, by the spacer stretching, and the grafting density per star. In general there is an agreement with the respective state diagram of Borisov and Zhulina but differs in the location of osmotic regime (OB). In contrast with the theoretical state diagram, the results from the simulation dictate that the OB regime appears for values larger than the threshold of counterion localization. This happens because the Gouy-Chapman length has large values indicating a difficulty to keep the counterions condensed inside the brush volume. For the charged brush regime the results from the simulation fully support the theoretical values for the scaling exponents which predict the height of the brush. There is a good agreement with the exponents of the charged units fraction, the Bjerrum length, the spacer length and the grafted area per star chain, but there is a deviation from the theoretical value of the star chains functionality exponent. For the osmotic regime a good agreement with the scaling results was obtained for the exponent of the star chain spacer length. All exponents in our simulations were obtained from star brushes having the same percentage of condensed counterions inside the brush volume. Finally, we studied the internal stratification for brushes in different states. Χρησιμοποιώντας προσομοιώσεις Μοριακής Δυναμικής μελετήσαμε ψήκτρες που σχηματίζονται από μερικώς ή πλήρως φορτισμένα αστεροειδή πολυμερή εμβολιασμένα σε μια επίπεδη επιφάνεια σε Θ διαλύτες. Το διάγραμμα των καταστάσεων κατασκευάστηκε για διαλύματα δίχως άλας και χαρακτηρίζεται από το διαφορετικό ποσοστό των συμπυκνωμένων αντισταθμιστικών ιόντων μέσα στον όγκο της ψήκτρας, την επέκταση της αλυσίδας και την πυκνότητα εμβολιασμού ανά αλυσίδα. Γενικά, υπάρχει μια καλή συμφωνία με το αντίστοιχο θεωρητικό διάγραμμα των Borisov και Zhulina, διαφέρει όμως όσον αφορά τον εντοπισμό της ωσμωτικής κατάστασης (ΟΒ). Σε αντίθεση με το θεωρητικό διάγραμμα, οι προσομοιώσεις υποδεικνύουν ότι η ωσμωτική κατάσταση εντοπίζεται για τιμές μεγαλύτερες από την οριακή γραμμή του εντοπισμού των αντισταθμιστικών ιόντων. Αυτό συμβαίνει λόγω του ότι το μήκος Gouy-Chapman παίρνει μεγάλες τιμές, υποδεικνύοντας την δυσκολία να κρατηθούν τα αντισταθμιστικά ιόντα συμπυκνωμένα μέσα στην ψήκτρα. Για την φορτισμένη κατάσταση τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων υποστηρίζουν πλήρως τις θεωρητικές τιμές των εκθετών στη σχέση κλιμάκωσης που δίνει το ύψος της ψήκτρας. Υπάρχει καλή συμφωνία για τους εκθέτες του κλάσματος φόρτισης των αλυσίδων, του μήκους Bjerrum, του μήκος του κλάδου και του εμβαδού εμβολιασμού ανά αλυσίδα, αλλά υπάρχει μια απόκλιση από την θεωρητική τιμή για τον εκθέτη του αριθμού διακλάδωσης. Για την ωσμωτική κατάσταση υπάρχει καλή συμφωνία με τον θεωρητικό εκθέτη του μήκους του κλάδου. Όλοι οι εκθέτες στις προσομοιώσεις υπολογίστηκαν από ψήκτρες που περιέχουν παρόμοιο ποσοστό αντισταθμιστικών ιόντων μέσα στον όγκο τους. Τέλος, μελετήσαμε την εσωτερική διαστρωμάτωση της ψήκτρας στις διάφορες μακροσκοπικές καταστάσεις. 388 657 701 Οξειδοαναγωγικές μεταβολές κατά την περιτοναϊκή κάθαρση και μέθοδοι αντιμετώπισής τους Oxidative stress defines a potential harmful condition, due to an imbalance between the formation of oxidative compounds and the protection of antioxidant defence mechanisms. There is strong evidence indicating that uraemia and end-stage renal disease are associated with excessive oxidative stress, which progresses along with the deterioration of kidney function, and exacerbates during dialysis procedures. In spite of many therapeutic advances, patients with end-stage renal disease (ESRD) receiving renal replacement therapy are at increased risk of developing cardiovascular disease, only partially explained by the “traditional” risk factors. Specifically, oxidative damage has been suggested to play a key role in accelerated atherosclerosis and endothelial dysfunction of dialyzed patients. On the other hand, this condition of increased oxidative stress is considered to play a major role in the development of ESRD complications and has been implicated as one possible mechanism of structural and functional damage of the peritoneal membrane in long-term PD patients. Peritoneal dialysis fluids also contain glucose degradation products (GDPs), which are generated during heat sterilization or prolonged storage, particularly at high temperature. GDPs accelerate the production of AGEs in the peritoneal cavity and consequently exert adverse effects on the peritoneal membrane. Generation of AGEs is accelerated in such a pro-oxidant state but also induce a further oxidative stress response, including lipid peroxidation. In PD patients, oxidative damage is aggravated by chronic inflammation, diabetes, advanced age, and losses of small molecules, into the peritoneal cavity, such as the antioxidant ascorbate. Consequently, these patients need ascorbic acid supplementation, not only because of increased loss through dialysate, but also due to reduced intake owing to nausea and loss of appetite, and increased oxidative stress. To maintain ascorbic acid in the normal range for healthy adults, daily oral intake needs to be increased above the U.S. recommended dietary allowance to 80-140 mg. The aim of this study was to compare oxidative and carbonyl stress markers between patients under continuous ambulatory peritoneal dialysis (CAPD), and healthy individuals and, furthermore to investigate the influence of vitamin C (250 mg/day orally) supplementation, alone or in combination with vitamin E (200 mg/day), on the same oxidant/ antioxidant defense parameters in CAPD patients. Twenty CAPD patients (age, 51-70 years) and 10 age-matched healthy subjects were enrolled. Oxidative/ carbonyl stress markers, such as erythrocyte antioxidant enzyme activity [superoxide dismutase (SOD) and glutathione peroxidase (GSH-Px)], total antioxidant capacity (TAC) and malondialdehyde (MDA), both of them in serum, erythrocytes, peritoneal effluent and urine, serum thiobarbituric-acid-reactive substances (TBARS) and carbonyl compounds, were evaluated in three different 8 week periods: Before the administration of antioxidants, after the oral administration of vitamin C and after the combination of vitamins C and E. CAPD patients showed lower TAC, higher lipid peroxidation (as indicated by MDA and TBARS levels) and higher carbonyl compound levels than control subjects. The administration of vitamin C increased both erythrocyte enzyme activity. Vitamin C alone and especially in combination with vitamin E led to the significant decrease of malondialdehyde and the increase of TAC in serum, erythrocyte, urine and peritoneal effluent and the decrease of serum TBARS and carbonyl compounds level (for some parameters statistically significant). These findings indicate exacerbated oxidative stress in patients with chronic renal failure under CAPD, as evidenced by decreased TAC, increased lipid peroxidation, enhanced carbonyl compound and low antioxidant levels. Eight-week treatment with oral vitamin C plus pyridoxine alone or in combination with vitamin E (for the same period) in CAPD patients, led to the significant decrease of oxidative stress. Our study confirmed the beneficial effect of both antioxidant vitamins and especially their combination, although the vitamin E serum levels are in normal range for the majority of CAPD patients, indicating possibly a type of intracellular vitamin defect. Orally administered vitamin E is a very important antioxidant agent for CAPD patients. Low-dose vitamin C supplements should be recommended for PD patients to maintain normal antioxidant status, given that higher doses could serve as precursors of pentosidine, or might increase serum oxalic acid levels. Η οξειδωτική καταπόνηση παριστά μια δυνητικά επιβλαβή κατάσταση, η οποία προκύπτει από διαταραχή της ισορροπίας μεταξύ της παραγωγής οξειδωτικών ενώσεων από τη μια, και από την άλλη της προστασίας που παρέχεται από αντιοξειδωτικούς μηχανισμούς, υπέρ των πρώτων. Υπάρχουν σημαντικά στοιχεία που υποδεικνύουν ότι η χρόνια νεφρική νόσος σχετίζεται με αύξηση του οξειδωτικού stress, το οποίο μάλιστα επιδεινώνεται με την εξέλιξη της νεφρικής βλάβης και μεγιστοποιείται μετά την εφαρμογή των μεθόδων εξωνεφρικής κάθαρσης. Παρά τις προόδους στη θεραπεία, οι ασθενείς με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια (ΧΝΑ) υπό κάθαρση, παραμένουν σε αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρδιαγγειακών νοσημάτων, γεγονός που δεν εξηγείται επαρκώς στα πλαίσια μόνο των «παραδοσιακών (κλασσικών)» παραγόντων κινδύνου. Ειδικότερα, στους ασθενείς αυτούς, η οξειδωτική βλάβη φαίνεται να διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο στην επιταχυνόμενη αθηρωμάτωση και στην ενδοθηλιακή δυσλειτουργία. Από την άλλη, η οξειδωτική καταπόνηση συνεισφέρει στην ανάπτυξη των επιπλοκών της χρόνιας νεφρικής νόσου, και ιδιαίτερα στη μακροχρόνια περιτοναϊκή κάθαρση προτείνεται ως σημαντικός μηχανισμός δομικών και λειτουργικών βλαβών. Τα περιτοναϊκά διαλύματα περιέχουν προϊόντα αποδομής της γλυκόζης (GDPs), που δημιουργούνται κατά τη θερμική αποστείρωση και την παρατεταμένη αποθήκευσή τους, ιδιαίτερα σε υψηλές θερμοκρασίες. Τα GDPs επιταχύνουν την παραγωγή όψιμων (προκεχωρημένων) προϊόντων τελικής γλυκοσυλίωσης (AGEs) στην περιτοναϊκή κοιλότητα, ασκώντας ανεπιθύμητες δράσεις στην περιτοναϊκή μεμβράνη. Η γένεση των AGEs επιταχύνεται σε μια τέτοια προ- οξειδωτική κατάσταση αλλά επάγει επίσης περαιτέρω οξειδωτικές απαντήσεις, συμπεριλαμβανομένης της λιπιδικής υπεροξείδωσης. Στους περιτοναϊκά καθαιρόμενους ασθενείς, η οξειδωτική καταπόνηση επιτείνεται ακόμη λόγω της συνύπαρξης μιας χρόνιας φλεγμονώδους κατάστασης, σακχαρώδους διαβήτη, προκεχωρημένης ηλικίας αλλά και απωλειών μικρομοριακών αντιοξειδωτικών ουσιών εντός της περιτοναϊκής κοιλότητας, όπως του ασκορβικού οξέος. Οι ασθενείς αυτοί χρειάζονται διαιτητική υποκατάσταση της βιταμίνης C, όχι μόνο λόγω των απωλειών, αλλά και λόγω ελαττωμένης πρόσληψης συνεπεία συχνών εμέτων ή ελαττωμένης όρεξης, ή και λόγω της δράσης του ίδιου του οξειδωτικού stress, στα πλαίσια κατανάλωσης αντιοξειδωτικών. Για τη διατήρηση φυσιολογικών επιπέδων ασκορβικού, η συνιστώμενη ημερήσια διαιτητική πρόσληψη ξεπερνά τις συνήθεις τιμές, όπως προτείνονται για υγιείς ενήλικες (80-140 mg/ ημέρα). Ο σκοπός της μελέτης αυτής είναι η σύγκριση δεικτών οξειδωτικού και καρβονυλικού stress μεταξύ ασθενών υπό συνεχή φορητή περιτοναϊκή κάθαρση (ΣΦΠΚ) και υγιών μαρτύρων, και εν συνεχεία η εκτίμηση της επίδρασης της χορήγησης 250 mg/ημέρα βιταμίνης C μόνης, ή σε συνδυασμό με 200 mg/ ημέρα βιταμίνης E , στους δείκτες αυτούς. Στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν είκοσι ασθενείς υπό ΣΦΠΚ (ηλικίας 51-70 ετών) και 10 υγιείς μάρτυρες σταθμισμένοι ως προς την ηλικία. Προσδιορίστηκαν δείκτες οξειδωτικού και καρβονυλικού stress, και συγκεκριμένα η δραστηριότητα ερυθροκυτταρικών αντιοξειδωτικών ενζύμων (επιλέχθηκαν η υπεροξειδική δισμουτάση και η υπεροξειδάση της γλουταθειόνης), η ολική αντιοξειδωτική ικανότητα (TAC) και η μαλονυλοδιαλδεΰδη, αμφότερες οι τελευταίες στον ορό του αίματος, στα ερυθροκύτταρα, στο περιτοναϊκό έκπλυμα και στα ούρα, οι ενεργές ενώσεις του θειοβαρβιτουρικού οξέος και τα καρβονυλιωμένα παράγωγα πρωτεϊνών του ορού. Ο προσδιορισμός των παραπάνω δεικτών έγινε σε τρία διαφορετικά στιγμιότυπα, και συγκεκριμένα πριν τη χορήγηση αντιοξειδωτικών, μετά τη χορήγηση μόνης της βιταμίνης C και μετά τη χορήγηση του συνδυασμού των βιταμινών C και E. Οι ασθενείς υπό ΣΦΠΚ χαρακτηρίζονται από ελαττωμένη ΤAC, υψηλότερα επίπεδα λιπιδικής υπεροξείδωσης (όπως αυτή υποδεικνύεται από την αύξηση των επιπέδων της MDA και των TBARS του ορού) καθώς και από υψηλότερα επίπεδα καρβονυλιωμένων ενώσεων του ορού, σε σχέση με υγιείς μάρτυρες. Η χορήγηση της βιταμίνης C αύξησε τη δραστηριότητα αμφοτέρων των υπό μελέτη ερυθροκυτταρικών αντιοξειδωτικών ενζύμων. Η βιταμίνη C μόνη, αλλά και ιδιαίτερα σε συνδυασμό με τη χορήγηση βιταμίνης Ε, οδήγησαν σε σημαντική ελάττωση της MDA, καθώς και σε αύξηση της TAC του ορού, των ερυθροκυττάρων του περιτοναϊκού εκπλύματος και των ούρων, σε ελάττωση των TBARS, καθώς και των καρβονυλίων του ορού. Για μερικές μάλιστα παραμέτρους, η παρατηρούμενη μεταβολή υπήρξε στατιστικά σημαντική. Τα παραπάνω ευρήματα υποδεικνύουν αυξημένη οξειδωτική καταπόνηση σε περιτοναϊκά καθαιρόμενους νεφροπαθείς. Θεραπεία διαιτητικής υποκατάστασης με βιταμίνη C, σε συνδυασμό με πυριδοξίνη, μόνων ή σε συνδυασμό με βιταμίνη Ε, οδήγησε σε βελτίωση της οξειδωτικής κατάστασης. Η μελέτη αυτή επιβεβαίωσε ακόμη τη σημαντική επωφελή δράση της χορήγησης των αντιοξειδωτικών βιταμινών, παρότι τα επίπεδα της βιταμίνης Ε του ορού των ασθενών είναι συνήθως εντός των φυσιολογικών ορίων, υποσημαίνοντας το ρόλο πιθανής ενδοκυττάριας ένδειάς της. Σε ό,τι αφορά τη βιταμίνη C, αρκούν χαμηλές δόσεις, εφ’ όσον στην αντίθετη περίπτωση μπορεί να αποτελούν πρόδρομα μόρια πεντοσιδίνης ή μπορεί να οδηγούν σε αύξηση του οξαλικού οξέος του ορού. 389 646 638 Scintigraphic perfusion study of the liver and the central vascular compartment in hemodynamically stable cirrhotic patients with portal hypertension at rest and under the influence of medications administered in variceal bleeding Σπινθηρογραφική μελέτη αιμάτωσης ήπατος και κεντρικού αγγειακού διαμερίσματος αιμοδυναμικά σταθερών κιρρωτικών ασθενών με πυλαία υπέρταση σε συνθήκες ηρεμίας και υπό την επίδραση φαρμάκων χορηγούμενων σε κιρσορραγία Background: In liver cirrhosis with portal hypertension, esophagogastric variceal hemorrhage may cause hepatic ischemia and deteriorate the cirrhotic hyperdynamic circulatory state. Therefore, the effect of administered vasoconstrictive medications on the hepatic and central (cardiothoracic) vascular blood reservoirs is of clinical significance. Purpose: This study was conducted in hemodynamically stable patients with liver cirrhosis and portal hypertension with esophagogastric varices. They underwent blood pool scintigraphy by labelled erythrocytes (99mTc-RBC) to evaluate hepatic blood activity (HeBA) and central blood activity (CeBA) and their differences between various clinical stages of cirrhosis, and also compared the effects of two major vasoconstrictor drugs, somatostatin and terlipressin, on HeBA and CeBA. Method: Twenty cirrhotic patients (Child–Pugh stage A/B/C: 5/7/8) with portal hypertension and esophagogastric varices were enrolled. Within 4 days they were submitted in two dynamic scintigraphic examinations, 40 minutes each. The first (baseline) scan was without any intervention, whereas the second (interventional) was conducted after intravenous administration of somatostatin (250 mg bolus, followed by continuous infusion of 250 mg/hr; N=10) or terlipressin (2 mg bolus; N=10). HeBA and CeBA, respective indicators of hepatic perfusion and cardiothoracic blood pool, were estimated at 6 typical time points of the exam: 1st, 5th, 10th, 20th, 30th and 40th minute. On the baseline scan (day 1), HeBA and CeBA were compared between Child–Pugh A, B and C groups. In the interventional exam (day 4), each group were compared with their corresponding baseline HeBA/CeBA values; furthermore, each group’s HeBA/CeBA change –relative to the baseline study– was compared against the other group. Finally, a series of systemic hemodynamic parameters (heart rate, mean arterial pressure [MAP], cardiac output [CO] and systemic vascular resistance [SVR]) were measured twice in the day of the interventional exam; before somatostatin/terlipressin administration and again at the end of the scan. Linear regression analysis was conducted between drug-induced change in the SVR and the HeBA/CeBA change –in relation to the baseline test–. Results: Both HeBA and CeBA are significantly reduced as cirrhosis deteriorates; HeBA mainly between stages B & C, while CeBA between both B & C and A & B. As compared to baseline, somatostatin caused a downward trend of HeBA and non-remarkable change in CeBA (both non-significant), while terlipressin induced a marginal upward trend of HeBA (non-significant) and an increase in CeBA that became statistically significant after the 20th minute of the exam. With regards to HeBa, the comparison between its decrease in the somatostatin group and its incremental trend in the terlipressin group reached statistically significant levels from the 20th minute until the end (40th minute) of the test. The same happened also for CeBA, for which the difference between the two groups reached significant levels from the 30th minute onwards. Hemodynamically, terlipressin significantly reduced heart rate and CO and significantly increased MAP and SVR, whereas somatostatin reduced MAP to a marginally significant level. There was a significant positive correlation between SVR increase under terlipipressin and the increase that this drug induced to CeBA. Conclusion: Hepatic blood volume (as expressed by HeBA) is reduced in proportion to the cirrhosis severity and the central blood volume (reflected by CeBA) decreases accordingly, as cirrhosis progresses to non-decompensated stages. Somatostatin tends to reduce hepatic perfusion, while it does not significantly affect the central blood volume. On the other hand, terlipressin appears to have a positive effect on hepatic blood flow, thus improving hepatic microcirculation and perfusion, while it predominantly enhances the cardiothoracic blood reservoir by increasing the central blood volume and improving the hyperdynamic state of cirrhotic circulation. These effects may be beneficial when this drug is administered for the treatment of acute variceal bleeding, especially in patients with advanced liver disease and severely compromised hepatic perfusion at increased risk of ischemic hepatitis. Γενικά: Στην ηπατική κίρρωση με επακόλουθη πυλαία υπέρταση η αιμορραγία των οισοφαγογαστρικών κιρσών ενδέχεται να προκαλέσει ηπατική ισχαιμία και να επιδεινώσει την κιρρωτική υπερδυναμική κυκλοφορία. Για το λόγο αυτό, η επίδραση της χορηγούμενης αγγειοσυσταλτικής φαρμακευτικής αγωγής στην ηπατική και την κεντρική (καρδιοθωρακική) αγγειακή αιματική δεξαμενή έχουν κλινική σημασία. Σκοπός: Σε αιμοδυναμικά σταθερούς ασθενείς με κίρρωση, πυλαία υπέρταση και οισοφαγογαστρικούς κιρσούς, να εκτιμηθούν σπινθηρογραφικά με μέθοδο επισημασμένων ερυθρών αιμοσφαιρίων (99mTc-RBC) η ηπατική αιματική ενεργότητα (ΗπΑΕ) και η κεντρική αιματική ενεργότητα (ΚεΑΕ) και τυχόν διαφορές τους μεταξύ των κλινικών σταδίων της κίρρωσης, καθώς και να συγκριθούν οι επιδράσεις δύο βασικών αγγειοσυσταλτικών φαρμάκων, της σωματοστατίνης και της τερλιπρεσσίνης, στην ΗπΑΕ και την ΚεΑΕ. Μέθοδος: Μελετήθηκαν 20 κιρρωτικοί ασθενείς (σταδίων κατά Child–Pugh A/B/C: 5/7/8) με πυλαία υπέρταση και οισοφαγογαστρικούς κιρσούς. Εντός 4 ημερών υποβλήθηκαν σε δύο δυναμικές σπινθηρογραφικές εξετάσεις διάρκειας 40 λεπτών εκάστη. Η πρώτη (βασική [baseline]) έγινε εν ηρεμία (χωρίς φαρμακευτική παρέμβαση), ενώ η δεύτερη (παρεμβατική) πραγματοποιήθηκε μετά από ενδοφλέβια χορήγηση σωματοστατίνης (250 mg bolus εφάπαξ ακολουθούμενη από συνεχή ενδοφλέβια έγχυση 250 mg/h• N=10) ή τερλιπρεσσίνης (2 mg εφάπαξ• N=10). Η ΗπΑΕ και η ΚεΑΕ, ως δείκτες αντίστοιχα της ηπατικής αιμάτωσης και της καρδιοθωρακικής αιματικής δεξαμενής, εκτιμήθηκαν σε 6 χαρακτηριστικά χρονικά σημεία: 1ο, 5ο, 10ο, 20ο 30ο & 40ο λεπτό. Στη βασική εξέταση (ημέρα 1) οι ΗπΑΕ & ΚεΑΕ συγκρίθηκαν μεταξύ των ομάδων κιρρωτικού σταδίου Α, B και C κατά Child–Pugh. Στην παρεμβατική εξέταση (ημέρα 4) κάθε ομάδα συγκρίθηκε με τις αντίστοιχες τιμές της κατά τη βασική εξέταση, καθώς και μεταξύ τους οι δύο ομάδες ως προς τις μεταβολές των ΗπΑΕ & ΚεΑΕ –σε σχέση με τη βασική εξέταση–. Τέλος, στην παρεμβατική εξέταση μετρήθηκαν συστηματικοί αιμοδυναμικοί παράγοντες (καρδιακή συχνότητα, μέση αρτηριακή πίεση [ΜΑΠ], καρδιακή παροχή [ΚΠ], συστηματική αγγειακή αντίσταση [SVR]) πριν τη χορήγηση του φαρμάκου και μετά το τέλος της εξέτασης. Από αυτές, η μεταβολή της SVR συσχετίσθηκε με τη μεταβολή που προκάλεσε κάθε φάρμακο –σε σχέση με τη βασική εξέταση– στην ΗπΑΕ και την ΚεΑΕ. Αποτελέσματα: ΗπΑΕ και ΚεΑΕ μειώνονται σημαντικά με την επιδείνωση της κίρρωσης• η ΗπΑΕ κυρίως μεταξύ των σταδίων B & C, ενώ η ΚεΑΕ μεταξύ των B & C και A & B. Σε σχέση με τη βασική εξέταση, η σωματοστατίνη προκάλεσε πτωτική τάση της ΗπΑΕ και μη-αξιόλογη μεταβολή της ΚεΑΕ (αμφότερες μη-σημαντικές), ενώ η τερλιπρεσσίνη επέφερε οριακά ανοδική τάση της ΗπΑΕ (μη-σημαντική) και άνοδο της ΚεΑΕ, η οποία έγινε στατιστικώς σημαντική μετά το 20ο λεπτό της εξέτασης. Η σύγκριση μεταξύ της πτωτικής μεταβολής της ΗπΑΕ στην ομάδα της σωματοστατίνη και της αυξητικής μεταβολής της στην ομάδα της τερλιπρεσσίνης ανήλθε σε σημαντικά επίπεδα από το 20ο λεπτό μέχρι το τέλος (40ο λεπτό) της εξέτασης. Το ίδιο συνέβη για την ΚεΑΕ από το 30ο λεπτό και μετά. Αιμοδυναμικώς, η τερλιπρεσσίνη μείωσε σημαντικά την καρδιακή συχνότητα και την ΚΠ και αύξησε σημαντικά τη ΜΑΠ και την SVR, ενώ η σωματοστατίνη μείωσε οριακά σημαντικά τη ΜΑΠ. Διαπιστώθηκε σημαντική θετική συσχέτιση της αύξησης της SVR υπό τερλιπρεσσίνη, με την αύξηση που αυτή προκάλεσε στην ΚεΑΕ. Συμπέρασμα: Η ηπατική αιματική δεξαμενή μειώνεται αναλογικά με τη βαρύτητα της κίρρωσης και αντίστοιχη μείωση εμφανίζει ο όγκος αίματος του κεντρικού (καρδιοθωρακικού) αγγειακού διαμερίσματος, όσο η κίρρωση οδεύει προς μη-αντιρροπούμενα στάδια. Η σωματοστατίνη τείνει να ελαττώσει την ηπατική αιμάτωση, ενώ δεν επιδρά σημαντικά στην κεντρική αιματική δεξαμενή. Από την άλλη πλευρά, η τερλιπρεσσίνη φαίνεται να επιδρά θετικά στην ηπατική αιματική ροή, βελτιώνοντας την ηπατική μικροκυκλοφορία και αιμάτωση, κυρίως όμως ενισχύει την καρδιοθωρακική αιματική δεξαμενή, αυξάνοντας τον κεντρικό όγκο αίματος και βελτιώνοντας την υπερδυναμική κυκλοφορία της κίρρωσης. Αυτές οι επιδράσεις μπορεί να είναι ωφέλιμες κατά τη χορήγηση του φαρμάκου για την αντιμετώπιση κιρσορραγίας, ιδίως σε ασθενείς με προχωρημένη ηπατική νόσο και σοβαρά μειωμένη ηπατική αιμάτωση με αυξημένο κίνδυνο ισχαιμικής ηπατίτιδας. 390 132 118 The present [thesis studies the newly formed thematic Research Center –Museum “Vasilis Tsitsanis” in Trikala, which is being housed in an area with an abundance of cultural elements, due to its double conversion from a Turkish bath to prison and then to a museum. It constitutes the first Panhellenic museum dedicated to the life and work of the great music creator from Trikala, Vasilis Tsitsanis, in the post-war folk song as well, in which his contribution was substantial. The aim of this study is to highlight this importance and contribution of the creator, as well as focusing on folk music and versification, to present the museum as a live cultural and research space, educational institution and as a guardian to the local history and cultural collective memory of the city of Trikala. Η παρούσα διπλωματική εργασία μελετά το νεοσύστατο θεματικό Κέντρο Έρευνας – Μουσείο Βασίλη Τσιτσάνη στα Τρίκαλα, που φιλοξενείται σε έναν χώρο με πληθώρα πολιτισμικών στοιχείων, λόγω της διπλής μετατροπής του από χαμάμ σε φυλακές και έπειτα σε μουσείο. Αποτελεί το πρώτο πανελλαδικώς μουσείο αφιερωμένο στη ζωή και το έργο του μεγάλου, τρικαλινού μουσικού δημιουργού, του Βασίλη Τσιτσάνη και στο μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι, στο οποίο η προσφορά του υπήρξε μεγάλη. Σκοπός της εργασίας είναι να αναδείξει αυτή τη σπουδαιότητα και την προσφορά του δημιουργού αλλά και, με επίκεντρο τη λαϊκή μουσική και στιχουργία, να παρουσιάσει το μουσείο ως ζωντανό χώρο πολιτισμού και έρευνας, εκπαιδευτικό θεσμό και θεματοφύλακα της τοπικής ιστορίας και της πολιτισμικής συλλογικής μνήμης της πόλης των Τρικάλων. 391 13 9 Dis-embeddedness and De-classification: Modernization Politics and the Greek Teacher Unions in the 1990's Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Φιλοσοφική Σχολή. Τμήμα Φιλοσοφίας Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας 392 131 173 Ανάλυση σχολικών βιβλίων ιστορίας σε σχέση με την παρουσίαση της Μικρασιατικής Καταστροφής In this thesis it is discussed the teaching of history and the way the Asia Minor Catastrophe is presented in school textbooks, in order to examine how Greeks' national consciousness is formed through them. As one of the most important facts of modern Greek history, Asia Minor catastrophe has been pivotal for the later Greeks' course and their displacement from Asia Minor. History teaching is a topic of national importance in newer and modern Greece, whilst official Greek education is always connected to the established state ideology. The Asia Minor catastrophe and the consequences for Hellenism, constitute one of the most controversial issues of modern history teaching and the corresponding school textbooks. It is a topic of ongoing research that causes disagreements between different people of different political and ideological positions. Η παρούσα εργασία ασχολείται με τη διδασκαλία της ιστορίας και τον τρόπο με τον οποίον παρουσιάζεται το γεγονός της Μικρασιατικής Καταστροφής μέσα στα σχολικά εγχειρίδια, στο πλαίσιο της διερεύνησης του τρόπου με τον οποίον μέσα από αυτά διαμορφώνεται η εθνική συνείδηση των Ελλήνων. Η Μικρασιατική Καταστροφή αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, καθώς υπήρξε καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία των Ελλήνων και για τον εκτοπισμό τους από τη Μικρά Ασία. Η διδασκαλία της ιστορίας στη νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα αποτελεί ένα θέμα, το οποίο έχει εθνική σημασία, ενώ η επίσημη ελληνική εκπαίδευση είναι πάντοτε συνδεδεμένη με την επίσημη κρατική ιδεολογία. Το γεγονός της Μικρασιατικής Καταστροφής και των επιπτώσεων που αυτή είχε για τον Ελληνισμό αποτελεί ένα από τα πιο επίμαχα θέματα στη διδακτική της σύγχρονης ιστορίας και των αντίστοιχων σχολικών εγχειριδίων. Ακόμη και σήμερα, το γεγονός αυτό λειτουργεί σαν ένα ζήτημα το οποίο αποτελεί αντικείμενο μελέτης και διαφωνίας ανάμεσα σε ανθρώπους με διαφορετικές πολιτικές και ιδεολογικές αφηγήσεις. 393 11 9 The regime change radicalism in Greece (1974-1990) as a "life form" Ο μεταπολιτευτικός ριζοσπαστισμός στην Ελλάδα (1974-1990) ως "μορφή ζωής" 394 646 710 Μικρο/νανοσχηματοποίηση πολυμερών με εγχάραξη πλάσματος για βιοαναλυτικές εφαρμογές The topic of this thesis is plasma nanotechnology, and more specifically plasma directed organization. The thesis examines the formation of organized nanostructures on polymeric films (mainly nano-mounts) during plasma etching, their nanometrology, and their pattern transfer to a subsequent silicon substrate allowing fabrication of nanopillars on silicon. Plasma and material parameters and their effect on growth, morphology, dimensions and order of the nanostructures are examined. Finally, applications of nanostructured polymer surfaces are studied. The first application is the fabrication of biomimetic antireflective polymer surfaces. The second application is a study of the attachment of various cell types on nanostructured polymeric surfaces, in an attempt to control cell adhesion or separate cells through the control of nanostructuring and culture time. In detail, the thesis is organized as follows: The first chapter entitled “Introduction to nanomanufacturing technology” summarizes the various methods of nanomanufacturing which make use of lithographic or self-assembly techniques, followed by patter transfer to a substrate. Plasma nanotexturing is introduced as a field, and finally the scope of the thesis is described. The second chapter entitled “Equipment and nano-morphology analysis methodology” presents the experimental techniques and mathematical methods used for the characterization and metrology of surfaces in this thesis. In Chapter 3, entitled “Plasma directed organization in the nanoscale: presentation of the phenomenon, its generality, mechanisms, and repeatability”, introduces the phenomenon of plasma directed organization. The generality and reproducibility of the phenomenon is presented, along with statistical analysis for a large number of measurements, while the mechanisms responsible for its appearance are proposed. In Chapter 4, entitled “Plasma directed organization in the nanoscale: plasma parameter effects on nanostructure morphology”, studies the effect of plasma conditions, namely pressure, gas flow, DC Bias, sample temperature, etching time, and plasma source power on nanomorphology. It appears that the parameters that have the most significant effect are temperature, etching time, DC Bias and gas flow. In Chapter 5 entitled “Plasma directed organization in the nanoscale: material effects (polymer or gas type) on nanostructure morphology”, studies the effect of materials and plasma chemistry, namely the type of polymer etched, substrate material, solvent used for making the polymer film, molecular weight of the polymer, film thickness and plasma gas. The study indicated that the parameters that have the most significant affect are the material of the etched film,the substrate, and the plasma gas. In chapter 6 entitled “Biomimetic, anti-reflective polymer surfaces fabricated with plasma directed nano-organization and nano-texturing” stydies the application of nanotextured surfaces to improvement of reflectivity and transparency of polymer films and plates. It is proven that etching temperature plays an important role and that the morphology of the structures significantly affects the particular application. It is also found that plasma technology leads to anti-reflective and transparent, nanostructured polymeric surfaces within a less than 2 min plasma treatment. Chapter 7 entitled “Study of cell adhesion on plasma nano organized or nano-textured polymeric surfaces”, studies the application of plasma nanostructured polymeric films to cell adhesion. A different behavior in the two types of healthy cells (3T3, and human fibroblasts) is observed, as nanostructuring and culture time changes. More specifically for one day of culture of 3T3 cells, attachment was favored when nanostructure height increased, while for normal human fibroblasts the opposite was true. After three days of culture, the increase of nanostructuring of the surface lead to reduced adhesion for both types of cells. Thus, it is concluded that control of cell attachment is possible, through control of nanostructuring of the polymer surface on which they are cultured. It was also noted that topography was found to have no effect on adhesion of cancer U87MG cells, indicating that the cancer cells are not influenced by nanostructuring of the surface. This indication, combined with the results for healthy cells, leads to the conclusion that it is possible to separate them, only by controlling nanostructuring on the surface on which they are cultured. Η παρούσα διδακτορική διατριβή ασχολείται με τη νανοκατασκευαστική τεχνολογία μέσω διεργασιών πλάσματος και συγκεκριμένα με οργάνωση η οποία υποβοηθείται από ηλεκτρικές εκκενώσεις πλάσματος. Συγκεκριμένα μελετώνται η δημιουργία οργανωμένων νανοδομών σε υμένια πολυμερών (κυρίως νανο-λόφων) κατά την κατεργασία τους σε ηλεκτρικές εκκενώσεις πλάσματος, η νανομετρολογία αυτών και η μεταφορά τους σε υπόστρωμα πυριτίου κατά την οποία δημιουργούνται νανοκίονες πυριτίου. Εξετάζονται οι παράμετροι του πλάσματος και των υλικών και η επίδραση τους στην ανάπτυξη, στη μορφολογία, στις διαστάσεις και στη διάταξη των νανοδομών. Τέλος, μελετώνται εφαρμογές των νανοδομημένων επιφανειών των πολυμερών. Η πρώτη εφαρμογή αφορά τη δημιουργία βιομιμητικών αντιανακλαστικών πολυμερικών επιφανειών. Η δεύτερη εφαρμογή αφορά την προσκόλληση διαφόρων ειδών κυττάρων επάνω στις νανοδομημένες επιφάνειες σε μια προσπάθεια ελέγχου ή διαχωρισμού τους διαμέσω του ελέγχου της νανοδόμησης και του χρόνου καλλιέργειας. Αναλυτικότερα η διατριβή οργανώνεται ως ακολούθως: Στο πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Εισαγωγή στην Νανοκατασκευαστική Τεχνολογία» παρουσιάζονται συνοπτικά οι διάφορες μέθοδοι νανοκατασκευαστικής τεχνολογίας οι οποίες κάνουν χρήση λιθογραφικών τεχνικών ή τεχνικών αυτοοργάνωσης ακολουθούμενες από τεχνικές μεταφοράς σχήματος σε κάποιο υπόστρωμα. Εισάγεται το πεδίο της νανοΰφανσης με πλάσμα και δίδεται ο σκοπός της διατριβής. Στο δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο «Πειραματικός εξοπλισμός και μεθοδολογία ανάλυσης νανομορφολογίας» παρουσιάζονται οι πειραματικές τεχνικές και οι μαθηματικές μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για τον χαρακτηρισμό και για τη μετρολογία των επιφανειών στην παρούσα διατριβή. Στο κεφάλαιο 3 με τίτλο «Οργάνωση στη νανοκλίμακα υποβοηθούμενη από το πλάσμα: Παρουσίαση του φαινομένου, της γενικότητας του, των μηχανισμών που οδηγούν σε αυτό και της επαναληψιμότητάς του» εισάγεται το φαινόμενο της υποβοηθούμενης από το πλάσμα οργάνωσης. Αποδεικνύεται η γενικότητα και η επαναληψιμότητα του φαινομένου , γίνεται στατιστική ανάλυση για ένα μεγάλο πλήθος μετρήσεων και προτείνεται ο μηχανισμός που είναι υπεύθυνος για την εμφάνισή του. Στο κεφάλαιο 4 με τίτλο «Οργάνωση στη νανοκλίμακα υποβοηθούμενη από το πλάσμα: Επίδραση των παραμέτρων του πλάσματος στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των παραγομένων νανοδομών» μελετώνται οι συνθήκες του πλάσματος και η επίδραση τους στη νανομορφολογία και συγκεκριμένα η πίεση, η ροή αερίου, το δυναμικό αυτοπόλωσης, η θερμοκρασία του δείγματος, ο χρόνος εγχάραξης, και η ισχύς της πηγής του πλάσματος. Διαπιστώνεται ότι οι παράμετροι που επιδρούν σημαντικά είναι η θερμοκρασία, ο χρόνος εγχάραξης, το δυναμικό αυτοπόλωσης και η ροή του αερίου. Στο κεφάλαιο 5 με τίτλο «Οργάνωση στη νανοκλίμακα υποβοηθούμενη από το πλάσμα: Επίδραση του υλικού (πολυμερούς ή αερίου) στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των παραγομένων νανοδομών» μελετάται η επίδραση των υλικών και της χημείας πλάσματος στην νανομορφολογία και συγκεκριμένα το είδος του πολυμερούς το οποίο εγχαράσσεται, το υλικό του υποστρώματος, ο διαλύτης που χρησιμοποιείται για την κατασκευή του υμενίου του πολυμερούς, το μοριακό βάρος του πολυμερούς, το πάχος του υμενίου και το αέριο πλάσματος. Διαπιστώνεται ότι οι παράμετροι που επιδρούν σημαντικά είναι το υλικό του υμενίου και του υποστρώματος και το αέριο πλάσματος. Στο κεφάλαιο 6 με τίτλο «Βιομιμητικές αντιανακλαστικές επιφάνειες πολυμερών κατασκευασμένες με νανο-oργάνωση και νανο-ύφανση με το πλάσμα» μελετάται η εφαρμογή νανοϋφασμένων επιφανειών στη βελτίωση της ανακλαστικότητας και της διαπερατότητας πολυμερικών υμενίων και πλακιδίων. Αποδεκνύεται ότι η θερμοκρασία εγχάραξης παίζει σημαντικό ρόλο και ότι η μορφολογία των δομών επηρεάζει σημαντικά τη συγκεκριμένη εφαρμογή. Διαπιστώνεται ότι η τεχνολογία πλάσματος οδηγεί σε αντιανακλαστικές και διαπερατές, νανοδομημένες πολυμερικές επιφάνειες. Στο κεφάλαιο 7 με τίτλο «Μελέτη της προσκόλλησης κυττάρων σε νανο-οργανωμένες ή νανο- υφασμένες με το πλάσμα πολυμερικές επιφάνειες» μελετάται η εφαρμογή νανοδομημένων με πλάσμα πολυμερικών υμενίων σε προσκόλληση κυττάρων. Διαπιστώνεται ότι υπάρχει διαφορετική συμπεριφορά στους δύο τύπους υγιών κυττάρων (3Τ3, ανθρώπινοι ινοβλάστες) καθώς αλλάζει η νανοδόμηση και ο χρόνος καλλιέργειάς τους. Συγκεκριμένα στη μία ημέρα καλλιέργειας τα 3Τ3 ευνοούνται από την αύξηση της νανοδόμησης, ενώ οι ανθρώπινοι φυσιολογικοί ινοβλάστες φέρονται να επηρεάζονται θετικά από την αύξηση του ύψους της μορφολογίας. Στις τρεις ημέρες καλλιέργειας η αύξηση του ύψους της νανοτοπογραφίας οδηγεί σε μειωμένη προσκόλληση για τους δυο προαναφερθέντες τύπους κυττάρων. Από την παραπάνω μελέτη συμπεραίνεται ότι είναι εφικτός ο έλεγχος της προσκόλλησής τους ελέγχοντας τη νανοδόμηση της πολυμερικής επιφάνειας πάνω στην οποία καλλιεργούνται. Επίσης διαπιστώνεται ότι η τοπογραφία δεν έχει επίδραση στην προσκόλληση της καρκινικής σειράς U87MG, αποτελώντας μια ένδειξη ότι τα καρκινικά κύτταρα δεν επηρεάζονται από τη νανοδόμηση της επιφάνειας πάνω στην οποία καλλιεργούνται. Η ένδειξη αυτή συνδυαζόμενη με τα αποτελέσματα των υγιών κυττάρων, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είναι εφικτός ο διαχωρισμός τους, ελέγχοντας τη νανοδόμηση της επιφάνειας πάνω στην οποία καλλιεργούνται και τον χρόνο καλλιέργειάς τους. 395 231 190 Ειδικό προστατικό αντιγόνο (PSA), μεταλλαγμένη πρωτεϊνη p53, οιστρογονικοί υποδοχείς (ER) και προγεστερονικοί υποδοχείς (PgR) στον καρκίνο του μαστού (κλινικοεργαστηριακή μελέτη) από τον Ιωάννη Η. Γκρινιάτσο THERE IS NO, AS YET, A SINGLE TUMOR INDEX SUFFICIENTLY SPECIFIC TO PREDICT WITH ACCURACY THE OUTCOME FOR EACH BREAST CANCER PATIENT. IN RECENT YEARS, PROGRESS IN BIOCHEMISTRY AND MOLECULAR BIOLOGY HAD ALLOWED THE DETERMINATION OF VARIOUS PROTEINS WHO WERE STUDIED FOR THEIR PROGNOSTIC SIGNIFICANCE IN BREAST CANCER PATIENTS. PROSTATE SPECIFIC ANTIGEN (PSA) WHICH WAS THOUGHT TO BE EXCRETED ONLY BY THE EPITHELIAL CELLS OF PROSTATE, HAS ALSO BEEN RECENTLY DETERMINED IN BREAST TUMORS. ALSO, THE PRESENT OF MUTANT P53 PROTEIN IN BREAST TUMORS SUGGEST AN UNFAVORABLE PROGNOSTIC MARKER FOR BREAST CANCER PATIENTS. TO ESTIMATE THE PROGNOSTIC SIGNIFICANCE OF PSA AND P53 EXPRESSION IN BREAST TUMOR CYTOSOL, WE RETROSPECTIVELY STUDIED 219 CANCER PATIENTS (27 PRE- AND 192 POSTMENOPAUSAL) WHO WERE SURGICALLY TREATED IN OUR INSTITUTE FROM OCT. 1992 TOSEPT. 1995. PSA AND P53 IMMUNOREACTIVITY WAS DETERMINED WITH ULTRASENSITIVE TIME-RESOLVED IMMUNOFLUOROMETRIC ASSAY. PATIENTS WERE DEFINED AS PSA POSITIVEAND PSA NEGATIVE ACCORDING TO A CUT-OFF POINT OF 1 PR/MG. IN PREMENOPAUSAL CANCER PATIENTS, 15 WERE PSA POSITIVE, WHILST, 131 POSTMENOPAUSAL PATIENTS WERE PSA POSITIVE. ACCORDING TO A CUT-OFF POINT OF 0,4 ΜG/G FOR P53 EXPRESSION 14 PREMENOPAUSAL AND 37 POSTMENOPAUSAL CANCER PATIENTS WERE P53+. WE CLASSIFIED THE PATIENTS IN THE SUBGROUPS OF PSA+ AND PSA-, P53+ AND P53- AND ALSO PSA+/P53- AND PSA- /P53+ AND WE SEARCH FOR THEIR RELATIONSHIP TO OTHER PROGNOSTIC INDICES, TO CANCER RELAPSE AND DESEASE FREE INTERVAL. (ABSTRACT TRUNCATED) ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΑΝΑΔΕΙΧΘΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΙΔΙΚΟΣ ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΟΣ ΔΕΙΚΤΗΣ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΝΑ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ ΜΕ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΒΑΣΗΣ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΚΑΡΚΙΝΟ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ. ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΠΡΟΟΔΟΥΣ ΠΟΥ ΣΗΜΕΙΩΣΑΝ Η ΒΙΟΧΗΜΕΙΑ ΚΑΙ Η ΜΟΡΙΑΚΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΕΧΟΥΝ ΑΠΟΜΟΝΩΘΕΙ ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΜΕΛΕΤΗΘΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΗ ΤΟΥΣ ΑΞΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΕΓΑΛΟΜΟΡΙΑΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ.ΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΠΡΟΣΤΑΤΙΚΟ ΑΝΤΙΓΟΝΟ (PSA), ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΠΙΣΤΕΥΕΤΟ ΟΤΙ ΠΑΡΑΓΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΑΠΟ ΤΑ ΕΠΙΘΗΛΙΑΚΑ ΚΥΤΤΑΡΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΤΑΤΗ, ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΠΟΜΟΝΩΘΗΚΕ ΚΑΙ ΣΕ ΟΓΚΟΥΣ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ. Η ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΗ ΠΡΩΤΕΙΝΗ P53 ΟΤΑΝ ΕΚΦΡΑΖΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΟΠΑΘΗ ΟΓΚΟ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΩΣ ΕΝΑΣ ΔΥΣΜΕΝΗΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΒΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΣΟΥ. ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΕΡΕΥΝΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΠΡΩΤΕΙΝΩΝ ΣΤΟΥΣ ΟΓΚΟΥΣ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ ΠΡΟΧΩΡΗΣΑΜΕ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΟΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΜΕΛΕΤΗ. Ο ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΥΟ ΑΥΤΩΝ ΟΥΣΙΩΝ ΗΤΑΝ ΠΟΣΟΣΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕΜΕ ΜΙΑ ΥΠΕΡΕΥΑΙΣΘΗΤΗ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΚΑ ΑΚΡΙΒΗ ΜΕΘΟΔΟ ΑΝΟΣΟΦΘΟΡΙΣΜΟΥ. ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΑΝ 219 ΑΣΘΕΝΕΙΣ, 27 ΠΡΟ ΚΑΙ 192 ΜΕΤΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΙΑΚΕΣ. ΜΕ ΟΡΙΟ ΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΟΥ PSA ΤΟ 1 PG /MG, PSA+ ΗΤΑΝ 131 ΜΕΤΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΙΑΚΕΣ ΚΑΙ 15 ΠΡΟΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΙΑΚΕΣ.(ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ) 396 137 167 Μοντέλο διδασκαλίας φυσικών εννοιών σε μαθητές με νοητική αναπηρία Science is a way of learning and understanding about what it is in the natural world. However, the educational intervention on students with intellectual disabilities is focused mainly on cognitive skills. The teaching intervention focuses primarily on mathematics and secondly on science. The purpose of this study was to investigate the effect of an intervention program in the understanding of the water cycle. The survey involved six students with intellectual disabilities, which were separated in two groups, intervention group and control group. For the data collection, it was used one assessment tool at the beginning and at the end of the intervention program. The results showed that the intervention group had greater performance improvements than the control group. In conclusion, the results reveal that the proposed method has positive effects in the understanding of the water cycle. Οι φυσικές επιστήμες είναι ο τρόπος με τον οποίο εξερευνούμε και κατανοούμε τον κόσμο γύρω μας. Ωστόσο, τα προγράμματα εκπαιδευτικής παρέμβασης σε μαθητές με νοητική αναπηρία επικεντρώνονται πρωτίστως σε γνωστικές δεξιότητες στο μάθημα των μαθηματικών και δευτερευόντως ή καθόλου στα μαθήματα των φυσικών επιστημών. Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να εξετάσει το βαθμό στον οποίο ένα πρόγραμμα εκπαιδευτικής παρέμβασης μπορεί να αποδειχθεί θετικό για την κατανόηση του κύκλου του νερού σε μαθητές με νοητική αναπηρία. Στην έρευνα συμμετείχαν έξι μαθητές με νοητική αναπηρία, οι οποίοι διαχωρίστηκαν στην πειραματική ομάδα και στην ομάδα ελέγχου. Η συλλογή δεδομένων πραγματοποιήθηκε μέσω της διπλής εφαρμογής του εργαλείου αξιολόγησης, στην αρχή και στο τέλος του προγράμματος παρέμβασης. Με βάση τα αποτελέσματα παρατηρήθηκε, για τους μαθητές της πειραματικής ομάδας, βελτιωμένη επίδοση στους τομείς της παρέμβασης σε σχέση με τους μαθητές της ομάδας ελέγχου. Συμπεραίνεται λοιπόν, ότι η προτεινόμενη μέθοδος έχει θετική επίδραση στην κατανόηση του κύκλου του νερού για τους μαθητές με νοητική αναπηρία. 397 799 935 Immediate and late effects in patients with aortic valve recurgitation or paravalvular leak after transcatheter aortic valve inplantation Άμεσες και απώτερες επιπτώσεις που παρατηρούνται σε ασθενείς με βαλβιδική ανεπάρκεια ή παραβαλβιδική διαφυγή μετά από διαδερμική εμφύτευση αορτικής βαλβίδας Introduction: The Transcatheter Aortic Valve Implantation (TAVI) is an adequately documented treatment option for patients with severe aortic valve stenosis. Its current indications are not limited to patients who are characterized as inoperable or high risk, but have also been extended to include intermediate surgical risk patients, based on strong recent research evidence, which confirms the safety and efficacy of the operation. Outcomes such as the degree of the regurgitation of the aortic and mitral valve and changes in the left ventricular ejection fraction (EF) have been studied in terms of frequency and factors influencing it. However, there is a relevant lack of bibliographic data regarding the demographic and clinical parameters that may be associated with the outcomes in patients undergoing TAVI. Purpose: To estimate the changes regarding the degree of the aortic and mitral valve regurgitation, as well as the EF, within the first 12 months after the operation, and toinvestigate the factors that affect these outcomes. Also, we aimed to identify the predictors of outcomes, such as intensive care unit (ICU) and in-hospital length of stay (LOS), duration ofpostoperative intubation and in-hospital mortality, after TAVI procedures. Materials and methods: According to our study design, we initially intended to collect data both from the 2nd Cardiac-Surgery Department of the University Hospital of Ioannina – Greece and the Cardiac-Surgery Center of Liverpool – UK. However, the different types of TAVI valves do not allow us to include the patients of the University Hospital of Ioannina in our study sample, aiming to secure the homogeneity of the collected data and to avoid bias. This was a retrospective study, with a total sample of 162 patients subjected to TAVI, either via transfemoral, or transapical approach in a Cardiothoracic Center of the United Kingdom, during a five-year period (September 2008 – October 2013). The data collection was performed in November 2014 through the electronic database of the Cardiothoracic Center. The prevalence and temporal changes in the degree of the aortic and mitral valve regurgitation were investigated. We also investigated the values of the EF within 12 months ofTAVI and specifically pre-operatively, directly postoperatively, 6 and 12 months after the invasive procedure. In addition, the factors affecting the above mentioned outcomes were also investigated. In all patients, the bioprosthetic valve Sapiens - Edwards XT (Edwards Lifesciences Inc., Irvine, California) was implanted. The statistical analysis of the data was carried out with the IBM SPSS 21.0 package. Results: The sample consisted of women in 56%, while 53% of the patients underwent TAVI through transfemoral access. The average age of the participants was 81.8 (±7.6) years. Patients were characterized by a statistically significant increase in the degree of the aorticvalve regurgitation (P < 0,001), but this change was not clinically significant. Moreover, although no statistically significant changes occurred in the degree of mitral valve regurgitation and the EF within the first 12 months. Gender was the only parameter associated with these variables. Specifically, women were characterized by a significantly greater reduction in the degree of mitral valve regurgitation postoperatively (P =0.04), while men showed significantly greater improvement of the EF postoperatively (P = 0.02). The efficacy of TAVI appeared to be particularly high, given the absence or mild aortic valve regurgitation directly postoperatively in the majority of the patients (91%). By using a multivariate analysis we found that any postoperative bleeding [odds ratio (OR) 2.71, 95% confidence interval (CI) 1.41-5.24] was the independent predictor of prolonged ICU-LOS, while older age (OR 1.11, 95% CI 1.05-1.17) and transapical TAVI (OR 4.11, 95% CI 1.94-8.71) were the predictors of prolonged in-hospital LOS. Additionally, patients treated with oral inotropic agents, preoperatively (OR 5.77, 95% CI 2.21-15.01), non-diabetics(OR 3.07, 95% CI 1.12-8.42) and those with any postoperative bleeding (OR 3.53, 95% CI 1.68-7.43) had a significantly greaterprobability in remaining intubated postoperatively. Finally, the multivariate analysis did not reveal any predictor of in-hospital mortality. Conclusions: The absence of negative outcomes in patients undergoing TAVI, concerning the degree of the aortic and mitral valve regurgitation, and the values of EF within 12 months from the intervention is an indicator of the high efficacy of these invasive procedures. Sex seems to affect ultrasonographic parameters, such as the degree of change in mitral valve regurgitation, but also the EF. Additionally, parameters such as postoperative bleeding, the older age, the adsence of diabetes mellitus and preoperative oral inotropic support seem tohave statistically significant association with poor TAVI patient outcomes. This knowledge could contribute to the early identification of higher risk patients which might present negative outcomes after TAVI. Given the limitations of this study, further research is required based on studies with a larger sample size, perspective, randomized design, and data acquisition by more cardiac centers. Εισαγωγή: Η διακαθετηριακή εμφύτευση αορτικής βαλβίδας (Transcatheter Aortic Valve Implantation - TAVI) αποτελεί μία επαρκώς τεκμηριωμένη θεραπευτική επιλογή για ασθενείς με σοβαρή στένωση αορτικής βαλβίδας. Οι τρέχουσες ενδείξεις της δεν περιορίζονται μόνο στους ασθενείς που χαρακτηρίζονται ως ανεγχείρητοι ή υψηλού εγχειρητικού κινδύνου, αλλά έχουν επεκταθεί και σε εκείνους ενδιάμεσου χειρουργικού κινδύνου, βάσει ισχυρών ερευνητικών δεδομένων που επιβεβαιώνουν την υψηλή ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της επέμβασης. Αν και εκβάσεις όπως ο βαθμός ανεπάρκειας της αορτικής και μιτροειδούς βαλβίδας, αλλά και οι αλλαγές στο κλάσμα εξώθησης της αριστεράς κοιλίας (ΚΕΑΚ), προϊόντος του χρόνου, έχουν μελετηθεί ως προς τη συχνότητα εμφάνισής τους και τους παράγοντες που την επηρεάζουν, εν τούτοις παρατηρείται σχετικό βιβλιογραφικό έλλειμμα ως προς τις δημογραφικές και κλινικές παραμέτρους που ενδέχεται να συσχετίζονται με τις ανωτέρω αναφερθείσες εκβάσεις των ασθενών που υποβάλλονται σε TAVI. Σκοπός: Η εκτίμηση των μεταβολών στο βαθμό ανεπάρκειας της αορτικής και μιτροειδούς βαλβίδας, αλλά και του ΚΕΑΚ, προϊόντος του χρόνου, εντός 12 μηνών από την ολοκλήρωση της επέμβασης, αλλά και των παραγόντων που τις επηρεάζουν. Επιπλέον, η διερεύνηση των εκβάσεων των ασθενών που υποβάλλονται σε TAVI, αλλά και των παραγόντων κινδύνου για εμφάνιση αρνητικών εκβάσεων. Υλικό & Μέθοδος: Αρχικά, σύμφωνα με το σχεδιασμό της μελέτης, υπήρξε η πρόθεση να συλλέξουμε στοιχεία από την Ομάδα Καρδιάς της Β΄ Καρδιολογικής Κλινικής και της Καρδιοχειρουργικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων και από το Καρδιοχειρουργικό Κέντρο του Liverpool. Οι βαλβίδες που μελετήθηκαν στο Αγγλικό νοσοκομείο είναι ενός τύπου (βιοπροσθετική βαλβίδα SapiensEdwards ΧΤ), ενώ οι βαλβίδες που εμφυτεύθηκαν στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων έχουν ποικιλία κατασκευαστών (4) με συνηθέστερη όμως να είναι η Medtronic Core Valve (MCV). Αποφασίσθηκε τελικά ότι ήταν αδύνατο να τις εντάξουμε στην έρευνα μας λόγω και της διαφορετικότητας των τύπων των βαλβίδων προκειμένου να μην είναι μεροληπτική η μελέτη. Οι διαφορές των δύο βαλβίδων αφορούν καταρχήν τον σχεδιασμό αυτών. Η βαλβίδα Edwards Sapien (ESV) αποτελείται από ένα πλαίσιο από ανοξείδωτο χάλυβα που εκπτύσσεται με μπαλόνι και από 3 φύλλα βόειου περικαρδίου (γλωχίνες) τοποθετημένες πάνω σε ένα δακτύλιο πολυαιθυλενίου (ΡΕΤ). Η βαλβίδα Medtronic CoreValve (MCV) αποτελείται από ένα αυτοδιαστελλόμενο πλαίσιο από νιτινόλη και από περικαρδιακές γλωχίνες χοίριες τοποθετημένες πάνω σε ένα ικρίωμα περικαρδίου χοίρου. Ως προς το σχεδιασμό της επρόκειτο για αναδρομική μελέτη παρακολούθησης με συνολικό δείγμα 162 ασθενών που υποβλήθηκαν σε TAVI, είτε μέσω της διαμηριαίας, είτε μέσω της διακορυφαίας οδού σε ένα καρδιοχειρουρικό κέντρο του Ηνωμένου Βασιλείου, κατά τη διάρκεια μίας πενταετούς περιόδου (Σεπτέμβριος 2008 – Οκτώβριος 2013). Η συλλογή των δεδομένων πραγματοποιήθηκε το Νοέμβριο του 2014 από την ηλεκτρονικού βάση δεδομένων του καρδιοχειρουργικού κέντρου. Διερευνήθηκαν ο επιπολασμός, αλλά και οι διαχρονικές μεταβολές στο βαθμό ανεπάρκειας της αορτικής και μιτροειδούς βαλβίδας, αλλά και στις τιμές του ΚΕΑΚ εντός 12 μηνών από την TAVI και συγκεκριμένα προεπεμβατικά, άμεσα μετεπεμβατικά, 6 και 12 μήνες μετά την επεμβατική διαδικασία. Ακόμη, η συχνότητα εκβάσεων όπως η διάρκεια νοσηλείας, η θνητότητα και η διάρκεια μηχανικής υποστήριξης της αναπνοής μετεπεμβατικά. Επιπροσθέτως, διερευνήθηκαν οι παράγοντες που επηρεάζουν τις ανωτέρω αναφερθείσες εκβάσεις. Σε όλους τους ασθενείς εμφυτεύθηκε η βιοπροσθετική βαλβίδα Sapiens – Edwards XT (Edwards Lifesciences Inc., Irvine, California). Η στατιστική ανάλυση των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με το πακέτο IBM SPSS 21.0. Αποτελέσματα: Η πλειοψηφία του δείγματος ήταν γυναίκες (56%), ενώ το 53% των ασθενών υπεβλήθη σε TAVI μέσω διαμηριαίας προσπέλασης. Η μέση ηλικία των συμμετεχόντων στη μελέτη ήταν 81,8 (±7,6) έτη. Οι ασθενείς χαρακτηρίστηκαν από στατιστικώς σημαντική αύξηση του βαθμού ανεπάρκειας της αορτικής βαλβίδας (p<0,001), προϊόντος του χρόνου, χωρίς όμως η μεταβολή αυτή να είναι και κλινικώς σημαντική. Επιπλέον, αν και δεν προέκυψαν στατιστικώς σημαντικές μεταβολές στο βαθμό ανεπάρκειας της μιτροειδούς βαλβίδας και του ΚΕΑΚ, προϊόντος του χρόνου, το φύλο ήταν η μοναδική παράμετρος που συσχετίστηκε με τις μεταβλητές αυτές. Συγκεκριμένα, οι γυναίκες (p=0,04) χαρακτηρίστηκαν από σημαντικά μεγαλύτερη ελάττωση του βαθμού ανεπάρκειας της μιτροειδούς βαλβίδας μετεπεμβατικά, ενώ οι άνδρες (p=0,02) παρουσίασαν σημαντικά μεγαλύτερη βελτίωση του ΚΕΑΚ μετεπεμβατικά. Η αποτελεσματικότητα των TAVI φάνηκε να είναι ιδιαιτέρως υψηλή, δεδομένης της απουσίας ή της ήπιας ανεπάρκειας αορτικής βαλβίδας άμεσα μετεγχειρητικά στην μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών (91%). Με την εφαρμογή πολυματαβλητής ανάλυσης φάνηκε ότι η μετεπεμβατική αιμορραγία (OR 2,71; 95% ΔΕ 1,41-5,24) ήταν σημαντικός παράγοντας κινδύνου για αυξημένη διάρκεια νοσηλείας στη ΜΕΘ, ενώ η μεγάλη ηλικία (OR 1,11; 95% ΔΕ 1,05-1,17) και η διακορυφαία προσπέλαση (OR 4,11; 95% ΔΕ 1,94-8,71) ήταν οι κύριοι ανεξάρτητοι προσδιοριστές για παρατεταμένη ενδονοσοκομειακή διάρκεια νοσηλείας. Επιπλέον, φάνηκε πως οι ασθενείς που ελάμβαναν ινότροπα από του στόματος προεπεμβατικά, χωρίς ιστορικό σακχαρώδους διαβήτη, αλλά και εκείνοι που εμφάνισαν αιμορραγία μετεπεμβατικά είχαν περίπου 5,77, 3,07 και 3,53 φορές υψηλότερο κίνδυνο να παραμείνουν διασωληνωμένοι μετεπεμβατικά σε σχέση με τους υπόλοιπους. Τέλος, δε βρέθηκε κάποιος παράγοντας που να επηρεάζει τη θνητότητα των ασθενών. Συμπεράσματα: Η απουσία αρνητικών εκβάσεων στους ασθενείς που υποβάλλονται σε TAVI, ως προς το βαθμό ανεπάρκειας της αορτικής και μιτροειδούς βαλβίδας, αλλά και τις τιμές ΚΕΑΚ, τόσο διαχρονικά, όσο και σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές εντός 12 μηνών από την επέμβαση είναι δηλωτική της υψηλής αποτελεσματικότητας των εν λόγω επεμβατικών διαδικασιών. Το φύλο φαίνεται πως επηρεάζει παραμέτρους, όπως ο βαθμός μεταβολής της ανεπάρκειας της μιτροειδούς βαλβίδας, αλλά και το ΚΕΑΚ. Επιπλέον, παράγοντες όπως η εμφάνιση μετεπεμβατικής αιμορραγίας, η μεγάλη ηλικία, η απουσία ιστορικού σακχαρώδους διαβήτη, αλλά και η λήψη ινοτρόπων από του στόματος προεπεμβατικά φαίνεται πως σχετίζοται με αρνητικές εκβάσεις για τους ασθενείς που υποβάλλονται σε TAVI. Η συγκεκριμένη γνώση θα μπορούσε να συμβάλλει στην έγκαιρη αναγνώριση ασθενών υψηλότερου κινδύνου για εμφάνιση αρνητικών εκβάσεων μετά από TAVI. Δεδομένων των περιορισμών της παρούσας μελέτης, απαιτείται περαιτέρω έρευνα στηριζόμενη σε μελέτες με μεγαλύτερο μέγεθος δείγματος, προοπτικό, τυχαιοποιημένο σχεδιασμό, αλλά και λήψη δεδομένων από περισσότερα καρδιοχειρουργικά κέντρα. 398 230 249 "Διερεύνηση των απόψεων διευθυντών δημοτικών σχολείων στο Ν. Αιτωλοακαρνανίας για την εφαρμοσμένη εσωτερική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου στη σχολική μονάδα κατά το σχολικό έτος 2013-2014" In contemporary educational reality, the process of self-evalutaion within the school units is perceived as a means of feedback, improvement and configuration of the current educational policy and educational deed. In particular, the main objective of this paper is to study the opinions of directors of elementary schools in the prefecture of Aitoloakarnania, concerning the process of self-evaluation in these particular school units, after the successful implementation of the relevant program during the school year 2013-2014. This thesis consists of two parts: the theoretical and practical experience. The theoretical part refers to the concept of evaluation and educational evaluation. Moreover, it refers to the contemporary school unit, as a concept and social institution, to the concept of self-evaluation, its targets, advantages and fundamental principles, as well as to specific relevant research findings, derived from research carried out in the Greek educational system in the last ten years. The practical part contains the research methodology, research findings, conclusions and suggestions. As revealed by the survey findings, the majority of directors is clearly in favor of the implementation of an equivalent method of self-evaluation in the school units in the future, stating that it constitutes a supportive and constructive mechanism of evaluation in the contemporary educational reality. In conclusion, the school units of our sample seem to function properly, in the basis of the relevant sectors and indicators evaluated in the research. Στη σύγχρονη εκπαιδευτική πραγματικότητα, η αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων γίνεται αντιληπτή ως ένα μέσο ανατροφοδότησης, βελτίωσης, αναβάθμισης και διαμόρφωσης της εκπαιδευτικής πολιτικής και του εκπαιδευτικού έργου του εκάστοτε σχολείου. Ειδικότερα, κύριος σκοπός εκπόνησης της παρούσας εργασίας αποτελεί η διερεύνηση των απόψεων των Διευθυντών Δημοτικών Σχολείων στο Ν. Αιτωλοακαρνανίας αναφορικά με τη διαδικασία Εσωτερικής Αξιολόγησης του Εκπαιδευτικού Έργου (Αυτοαξιολόγηση) στη Σχολική Μονάδα, μετά την ολοκλήρωση της εφαρμογής του προγράμματος αυτοαξιολόγησης κατά το σχολικό έτος 2013-2014. Η εργασία αποτελείται από δύο μέρη: το θεωρητικό και το εμπειρικό μέρος. Στο θεωρητικό μέρος, αρχικά, γίνεται αναφορά στο υπόβαθρο και περιεχόμενο των εννοιών της αξιολόγησης και της εκπαιδευτικής αξιολόγησης. Ακολούθως, παρουσιάζεται το σύγχρονο σχολείο, ως έννοια και κοινωνικό σύστημα, η έννοια της συλλογικής εσωτερικής αξιολόγησης ή αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας, η λογική, οι στόχοι, τα πλεονεκτήματα και οι βασικές αρχές που την διέπουν ενώ, στο τελευταίο κεφάλαιο του θεωρητικού μέρους, πραγματοποιείται βιβλιογραφική ανασκόπηση συναφών με το υπό πραγμάτευση αντικείμενο ερευνών. Το εμπειρικό μέρος περιλαμβάνει τη μεθοδολογία της έρευνας, τα ερευνητικά ευρήματα, τα βασικότερα εξαγόμενα συμπεράσματα και τις προτάσεις. Όπως διαπιστώνεται από τα ευρήματα της έρευνας, η πλειονότητα των Διευθυντών του δείγματος τάσσεται υπέρ μιας ενδεχόμενης καθιέρωσης της διαδικασίας αυτοαξιολόγησης, τονίζοντας ότι συνιστά έναν πολύτιμο ανατροφοδοτικό και υποστηρικτικό μηχανισμό αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου. Τέλος, οι σχολικές μονάδες του δείγματος λειτουργούν ικανοποιητικά στη βάση των τομέων και των δεικτών που εξετάστηκαν. 399 222 271 Evaluation of symptoms of the axial skeleton for nursing stuff at University Hospital of Ioannina Αξιολόγηση συμπτωμάτων αξονικού σκελετού στο νοσηλευτικό προσωπικό του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων Introduction: Axial skeleton pain is a common condition in different populations and it is known to be affected by factors such as age, gender, marital status and others. This study aims to supplement the epidemiological data available for Greece by investigating the prevalence of axial skeleton pain in nursing stuff as well as the main risk factors in this group. Method: The research was conducted from March to May 2015. The target group consisted of nursing stuff at the University Hospital of Ioannina, who are Greek citizens living in the surround area and a representative group was chosen randomly from all departments. The severity of axial skeleton pain was measured along with various risk factors by using international questionnaires (Roland – Morris, HAD, SF – 36, Oswestry). The analysis was made with SPSS v.22.0. Results: Of the 280 people 117 responded (82,1% women and 17,9% men). It was found that 80,3% suffered from pain in the axial skeleton at the last 4 weeks with 27,4% referring to low back pain. Correlation was found between gender and HAD-depression subscale…. Conclusion: Axial skeleton pain is a significant morbidity factor in the nursing stuff and the factors that affect it are not only physical but psychological and social as well. Εισαγωγή: Ο επιπολασμός του πόνου στον αξονικό σκελετό έχει ερευνηθεί σε διαφορετικούς πληθυσμούς και με βάση τη βιβλιογραφία αναφέρονται αρκετοί παράγοντες που την επηρεάζουν, όπως το φύλο, η ηλικία, η οικογενειακή κατάσταση, ο τόπος κατοικίας κ.α. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον περιορισμένο αριθμό επιδημιολογικού τύπου μελετών στην Ελλάδα, σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η διερεύνηση του επιπολασμού των νοσηλευτών καθώς και οι παράγοντες κινδύνου που την επηρεάζουν. Μέθοδος: Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από τον Μάρτιο έως και τον Μάιο το 2015. Το δείγμα των ερωτηθέντων αποτελούνταν από το νοσηλευτικό προσωπικό του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων, οι οποίοι είναι Έλληνες πολίτες, κάτοικοι των ευρύτερων περιοχών του νομού και η δειγματοληψία ήταν τυχαία (μέσω κλήρωσης), σε όλες τις κλινικές του νοσοκομείου. Δημιουργήθηκε μια φόρμα αξιολόγησης για να καλύψει τους παράγοντες που μπορεί να οφείλεται ή να επηρεάζεται ο πόνος στον αξονικό σκελετό και να μετρήσει την ένταση και τη σοβαρότητα του χρόνιου πόνου με διάφορα διεθνή ερωτηματολόγια που εξυπηρετούν αυτούς τους σκοπούς (Roland – MorrisDisabilityQuestionnaire, HAD, SF – 36, OSWESTRY). Η ανάλυση έγινε με το στατιστικό πρόγραμμα SPSS (version 22.0). Αποτελέσματα: Στην έρευνα αυτή από τα 280 άτομα απάντησαν 117 (82,1% γυναίκες, 17,9% άντρες). Βρέθηκε ότι το 80,3% του δείγματος βίωσε πόνο στον αξονικό σκελετό του τις τελευταίες 4 εβδομάδες με το 27,4% να αναφέρει οσφυαλγία. Οι συσχετίσεις που έγιναν αφορούσαν το ιστορικό με τα ερωτηματολόγια. Τα δημογραφικά στοιχεία δεν εμφάνισαν κάποια συσχέτιση παρά μόνο το φύλο με την υποκλίμακαHAD-depression. Συμπεράσματα: η οσφυαλγία αποτελεί σημαντικό παράγοντα νοσηρότητας σε όλους τους πληθυσμούς και οι παράγοντες που την επηρεάζουν πέρα από σωματικοί είναι και ψυχοκοινωνικοί. 400 224 205 This master thesis refers to the study of history and history teaching. As it occurs with every other social science, history’s main duty is to study human actions and behaviours, as well as the social context where these are developed. The main topic of this study is the controversial issues and the latter approaches in relation to their position in the classroom, especially in the Primary school, also in the collective memory. The study focuses on the evacuation of children during the Greek Civil war. The study is divided in two chapters, the theoretical one and the empirical followed by a lesson plan. The theoretical one includes the presentation of the most principal trends in historiography and the developments in teaching of controversial issues. This chapter also includes the historical context of the issue under study, making reference to the events of the Civil war and the decisions made to evacuate children from their homes. The research part includes the data analysis and the findings of research conducted in relation to teachers’ attitudes towards the Civil war as a topic of school history. Teachers were generally found ambivalent in relation to the inclusion of the subject in school history. A suggested lesson plan to be held in the school classroom follows, designed according to the research findings and informed by the relevant literature view. Η παρούσα εργασία εντάσσεται στη μελέτη της ιστορίας και τη διδακτική της ιστορίας. Όπως όλες οι κοινωνικές επιστήμες, έτσι και η ιστορία μελετά ανθρώπινες πράξεις, συμπεριφορές και τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες αυτές αναπτύσσονται. Κεντρικό θέμα μελέτης είναι τα συγκρουσιακά ζητήματα και οι νεότερες προσεγγίσεις σχετικά με τη θέση τους στην τάξη και το δημοτικό σχολείο, καθώς και στη συλλογική μνήμη. Το θέμα στο οποίο εστιάζει είναι οι μετακινήσεις των παιδιών κατά τη διάρκεια του ελληνικού Εμφύλιου. Η εργασία διαχωρίζεται σε δύο μέρη, το θεωρητικό και το ερευνητικό. Το θεωρητικό περιλαμβάνει την παρουσίαση των βασικότερων ιστοριογραφικών ρευμάτων και των εξελίξεων στη διδακτική των συγκρουσιακών θεμάτων. Στο κεφάλαιο αυτό, περιλαμβάνεται και η ιστορική πλαισίωση του ζητήματος με την αναφορά στα γεγονότα του Εμφυλίου και τις αποφάσεις που οδήγησαν στη μετακίνηση παιδιών από τις εστίες τους. Στο ερευνητικό μέρος, αναλύεται η υλοποίηση και τα δεδομένα που προέκυψαν από μια έρευνα σε δασκάλους σχετικά με τις στάσεις τους αναφορικά με τη διδασκαλία του Εμφυλίου στο σχολείο. Το κύριο εύρημα είναι ότι οι εκπαιδευτικοί, αν και αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα της διδασκαλίας των αμφιλεγόμενων ζητημάτων στην τάξη, είναι επιφυλακτικοί ως προς την υλοποίησή της. Ακολουθεί σχέδιο διδασκαλίας, με βάση τα επιμέρους πορίσματα τόσο της βιβλιογραφίας όσο και της διεξαχθείσας έρευνας. 401 133 125 Υγιεινολογικός έλεγχος των πόσιμων υδάτων του γεωγραφικού διαμερίσματος Ηπείρου THE OBJECTIVE OF THIS WORK WAS THE DETERMINATION OF THE HYGIENIC QUALITY OF DRINKING WATER IN THE REGION OF EPIRUS. THE MICROBIAL INDICATORS OF POLLUTION WEREUSED FOR THIS PURPOSE. THE STRAINS OF THE 334 SAMPLES WHICH GROUND ON 372 FOR THE TOTAL COLIFORM ENUMERATION WERE FURTHER IDENTIFIED. FIFTEEN HUNDRED FIFTY SAMPLE OF DRINKING WATER FROM THE REGION OF EPIRUS WERE EXAMINED. THE SAMPLES WERE COLLECTED FROM SPRINGS, WELLS, WATER RESERVOIRS, WATER DEPOSITS, AND PUBLIC WATER SUPPLY SYSTEMS. OUR RESULTS SHOW A VERY HIGH INCIDENCE (51,1%) OF SAMPLESWHICH DO NOT SATISFY THE HYGIENIC REQUIREMENTS. THE ISSUE OF PROTECTION OF PUBLIC HEALTH, OF WATER SUPPLY SYSTEMS AND DRINKING WATER COMES INTO CONSIDERATION. OUR FINDINGS CONFIRM THE THEORY THAT WATER CAN BE A SIGNIFICANT FACTOR IN THETRANSMISSION OF INFECTIONS FROM POTENTIALLY PATHOGENS TO THE GENERAL PUBLIC. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΕ Ο ΥΓΕΙΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΠΟΣΙΜΩΝ ΥΔΑΤΩΝ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ. ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΟΙ ΜΙΚΡΟΒΙΑΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ ΜΟΛΥΝΣΗΣ. ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΤΑ ΣΤΕΛΕΧΗ ΠΟΥ ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΣΤΟΝ ΜΙΚΡΟΒΙΑΚΟ ΔΕΙΚΤΗ ΜΟΛΥΝΣΗΣ ΤΩΝ ΟΛΙΚΩΝ ΚΟΛΟΒΑΚΤΗΡΙΔΙΟΜΟΡΦΩΝ ΣΕ 334 ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΠΟΣΙΜΟΥ ΝΕΡΟΥ. ΕΞΕΤΑΣΘΗΚΑΝ ΣΥΝΟΛΙΚΑ 1550 ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΠΟΣΙΜΟΥ ΝΕΡΟΥ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ. ΑΠΟ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΕΝΤΥΠΩΣΗ ΤΟ ΝΙΖΗΛΟ ΠΟΣΟΣΤΟ (51,1%) ΤΩΝ ΔΕΙΓΜΑΤΩΝ ΠΟΣΙΜΟΥ ΝΕΡΟΥ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΛΗΡΟΥΝ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΤΗΣ ΥΓΙΕΙΝΗΣ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ, ΠΡΟΒΑΛΕΙ ΤΟ ΒΑΣΙΚΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ, ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΣΙΜΟΥ ΝΕΡΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΥΔΡΕΥΣΗΣ. ΜΕ ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΜΑΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΝΟΥΜΕ ΠΩΣ Η ΥΔΑΤΙΝΗ ΟΔΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΔΟΣΗ ΤΩΝ ΛΟΙΜΩΞΕΩΝ ΣΤΟΝ ΠΛΗΘΥΣΜΟ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΥΝΗΤΙΚΑ ΠΑΘΟΓΟΝΟΥΣ ΜΙΚΡΟΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ. 402 443 418 This diploma thesis titled “The intercultural “values” of Christianity and Islam” was carried out within the postgraduate curriculum of the Department of Primary Education of the University of Ioannina. The purpose of this thesis is to highlight the intercultural values contained in these two religions, in order to make them a common basis for conciliation between them, ending in a constructive dialogue, which in turn will lead to a more harmonious coexistence of Christians and Muslims. Its individual objectives are to analyze and clarify the relationship between interculturalism and religion, the emergence of the common beliefs and practices of the two religions, of their teaching about the “other” and of the fundamental differences between Christianity and Islam and finally the analysis of the concept of interreligious dialogue and the importance of achieving it. In the first and introductory part of this thesis, the concepts of religion and interculturalism and how they relate are analyzed, as well as the fact that “values” are embedded in religion and determine the ways of people’s behavior towards the “others”, in order to make clear and understand the way in which the “values” of religions can be influenced by multicultural societies. Then, approaches to the teaching of Christianity and Islam are cited, focusing on their common points, regarding certain beliefs and practices. Through this chapter the opportunity is given for a first acquaintance and elevation of those that “unite” the two religions, which are often not given the importance they should have, are ignored or even are absent for various reasons. Then, in the next two chapters of this thesis, Christianity and the intercultural “values” that it contains are analyzed and Jesus Christ is approached with emphasis on his role as a pedagogue and the Muhammad is approached as a role model for his faithful people and the intercultural “values” of Islam are analyzed, which, though lesser than those of Christianity, are important and deserve to be emerged. In the fifth chapter of this thesis a comparison is made between Christianity and Islam, both at the level of convergence and at the level of basic differences. The latter is considered necessary for a better understanding of those which cause conflicts between the two religions. The sixth and final chapter of this thesis analyzes the concept of interreligious dialogue and it is proposed that in the future a dialogue between representatives of Christianity and Islam should be carried out, a dialogue which will be based on the intercultural “values” of the two religions, hoping that it will have a positive effect on the cohabitation and interaction of Christians and Muslim faithful people, who are already coexisting in multicultural societies. Η παρούσα διπλωματική εργασία με τίτλο «Οι διαπολιτισμικές «αξίες» του Χριστιανισμού και του Ισλάμ» πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών του Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η ανάδειξη των διαπολιτισμικών «αξιών» που εμπεριέχονται στις δύο αυτές θρησκείες, προκειμένου να αποτελέσουν κοινή βάση συνεννόησης ανάμεσά τους, καταλήγοντας σε έναν εποικοδομητικό διαθρησκειακό διάλογο, ο οποίος με τη σειρά του θα οδηγήσει σε αρμονικότερη συνύπαρξη Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Επιμέρους στόχοι της είναι η ανάλυση και αποσαφήνιση της σχέσης διαπολιτισμικότητας και θρησκείας, η ανάδειξη των κοινών πεποιθήσεων και πρακτικών των δύο θρησκειών, της διδασκαλίας τους σχετικά με τον «άλλο» και των βασικών διαφορών μεταξύ Χριστιανισμού και Ισλάμ και τέλος η ανάλυση της έννοιας του διαθρησκειακού διαλόγου και της σπουδαιότητας επίτευξής του. Στο πρώτο και εισαγωγικό μέρος της εργασίας αναλύονται οι έννοιες της θρησκείας και της διαπολιτισμικότητας και το πώς αυτές σχετίζονται, όπως επίσης και το γεγονός ότι οι «αξίες» εμπεριέχονται στη θρησκεία και καθορίζουν τους τρόπους συμπεριφοράς των ανθρώπων προς τους «άλλους», προκειμένου να καταστεί σαφής και κατανοητός ο τρόπος με τον οποίο δύνανται να επηρεάσουν οι «αξίες» των θρησκειών τις πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Στη συνέχεια, παρατίθενται προσεγγίσεις στη διδασκαλία του Χριστιανισμού και του Ισλάμ, εστιάζοντας στα κοινά σημεία τους, όσον αφορά ορισμένες πεποιθήσεις και πρακτικές. Μέσα από αυτό το κεφάλαιο δίνεται η ευκαιρία για μια πρώτη γνωριμία και ανάδειξη των όσων «ενώνουν» τις δύο θρησκείες, τα οποία συχνά δεν λαμβάνουν όση σημασία θα έπρεπε, αγνοούνται ή ακόμη και αποσιωπώνται για διάφορους λόγους. Κατόπιν, στα δύο επόμενα κεφάλαια της εργασίας, αναλύεται αρχικά ο Χριστιανισμός και οι διαπολιτισμικές «αξίες» που εμπεριέχει και προσεγγίζεται ο Ιησούς Χριστός, με έμφαση στον ρόλο του ως παιδαγωγός και έπειτα προσεγγίζεται ο Μωάμεθ ως πρότυπο των πιστών του και αναλύονται οι διαπολιτισμικές «αξίες» που εμπεριέχει το Ισλάμ, οι οποίες αν και λιγότερες από εκείνες του Χριστιανισμού, είναι σημαντικές και αξίζει να αναδειχτούν. Στο πέμπτο κεφάλαιο της εργασίας γίνεται σύγκριση ανάμεσα στον Χριστιανισμό και το Ισλάμ, τόσο σε επίπεδο σύγκλισης στις διαπολιτισμικές τους «αξίες», όσο και σε επίπεδο βασικών διαφορών. Το τελευταίο κρίνεται απαραίτητο για την καλύτερη κατανόηση των όσων προκαλούν συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο θρησκείες. Στο έκτο και τελευταίο κεφάλαιο της εργασίας αναλύεται η έννοια του διαθρησκειακού διαλόγου και προτείνεται η διεξαγωγή στο μέλλον ενός διαθρησκειακού διαλόγου ανάμεσα στους εκπροσώπους του Χριστιανισμού και του Ισλάμ, ο οποίος θα έχει ως βάση του τις διαπολιτισμικές «αξίες» των δύο θρησκειών, ελπίζοντας ότι θα έχει στην πράξη θετικό αποτέλεσμα στην συμβίωση και στην αλληλεπίδραση Χριστιανών και Μουσουλμάνων πιστών, οι οποίοι συνυπάρχουν ήδη στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες. 403 344 328 Development and study of modified graphene nanocomposites for environmental and energy applications Υποστυλωμένο γραφένιο με οργανοπυριτικούς κύβους με βάση το μαγνήσιο The aim of this thesis was the development and study of modified graphene structures for environmental and energy applications. In the present thesis, four new organic-modified graphene based nanohybrids were prepared by embedding organic derivatives with different chelating functionalities (–NH2, –COOH, –SH or –CS2) in the interlayer space of graphene oxide. Organic molecules such as (a) ethylenediamine, (b) 3-aminopropionic acid, (c) 2-aminoethanethiol and (d) ethylenediamine-dithiocarbamate were used for the graphene modification in order to study the effect of the chelating functionality on heavy metal ions binding from aqueous solutions. The organo-GOs were characterized by powder X-ray diffraction (XRD), infrared (FTIR), Raman Spectroscopy and Thermogravimetric and Differential Thermal Analysis (TG/DTA). The experimental data showed that the organic molecules are intercalated into the interlamelar space with the long dimension parallel to the graphene oxide sheets. Their sorbing properties were evaluated for the removal of heavy metal Cu from aqueous solutions as a function of the pH. In the second section, Mg-based pillared graphene with organosilicon cubes, was prepared to be studied for its sorption capacity of hydrogen due to its large surface area. The precursor used in the synthesis of pillared hybrid graphene was organosilicon cubes, which resulted from the controlled hydrolysis and condensation of organo-alkoxide (APTEOS). The growth of the pillared structures was based on insertion chemistry. After the insertion of the organosilicon cubes in the graphene we transformed all the functional groups of the surface in carboxyls and then we modified them with magnesium chloride and finally we removed the chloro-ions Cl- with an ion exchange membrane.The materials prepared were characterized by a combination of characterization techniques such as X-ray diffraction spectroscopy, FT-IR, Raman, thermal analysis (DTA / TG). The sorption capacity of the material in hydrogen was estimated at a liquid nitrogen temperature at high pressures (80 bar). In conclusion, the extension of the graphene study in the field of adsorption represents a powerful tool in improving the control of environmental pollution and in the development of an alternative green energy. Ο σκοπός της διπλωματικής εργασίας ήταν η ανάπτυξη και μελέτη τροποποιμένων δομών γραφενίου για περιβαλλοντικές και ενεργειακές εφαρμογές. Στην παρούσα διπλωματική εργασία τέσσερα νέα οργανικά τροποποιημένα νανοσύνθετα υλικά με βάση το γραφένιο παρασκευάστηκαν με ενσωμάτωση οργανικών παραγώγων με διαφορετικές τερματικές ομάδες (-ΝΗ2, -COOH, -SH ή -CS2) στον ενδοστρωματικό χώρο του οξειδίου του γραφενίου. Τα οργανικά μόρια όπως (α) αιθυλενοδιαμίνη, (β) 3-αμινοπροπιονικό οξύ, (γ) 2-αμινοαιθανοθειόλη και (δ) αιθυλενοδιαμινο-διθειοκαρβαμιδικού χρησιμοποιήθηκαν για την τροποποίηση των γραφενίων προκειμένου να μελετηθεί η επίδραση της είδους των λειτουργικών ομάδων τους, για να δεσμεύουν ιόντα βαρέων μετάλλων από υδατικά διαλύματα. Τα οργανικά τροποποιημένα οξείδια οτυ γραφενίου χαρακτηρίστηκαν με περίθλαση ακτίνων Χ σε σκόνη (XRD), υπέρυθρη (FTIR), Φασματοσκοπία Raman και θερμοσταθμική και διαφορική θερμική ανάλυση (TG / DTA). Τα πειραματικά δεδομένα έδειξαν ότι τα οργανικά μόρια παρεμβάλλονται μέσα στον ενδοστρωματικό χώρο σχεδόν παράλληλα προς τα φύλλα των οξειδίων του γραφενίου. Η ροφητική τους ικανότητα εκτιμήθηκε για την απομάκρυνση του χαλκού Cu από υδατικά διαλύματα ως συνάρτηση του ρΗ. Στο δεύτερο μέρος παρασκευάστηκε υποστυλωμένο γραφένιο με οργανοπυριτικούς κύβους με βάση το μαγνήσιο το οποίο εξαιτίας της μεγάλης ειδικής επιφάνειας που παρουσίασε μελετήθηκε ως προς την ικανότητα δέσμευσης αερίου υδρογόνου. Ο υποστυλωτής που χρησιμοποιήθηκε για την σύνθεση των υποστυλωμένων υβριδικών γραφενίων ήταν οργανοπυριτικοί κύβοι, οι οποίοι προέκυψαν από την ελεγχόμενη υδρόλυση και συμπύκνωση οργανο-αλκοξειδίων (APTEOS). Η ανάπτυξη υποστυλωμένων δομών βασίζεται στην χημεία ένθεσης. Μετά την ένθεση των οργανοπυριτικών κύβων στο γραφενιο μετασχηματίσαμε όλες τις δραστικές ομάδες της επιφάνειας του σε καρβοξύλια και τις τροποποιήσαμε με χλωριούχο μαγνήσιο και τέλος με μεμβράνη ιονανταλλαγής βγάλαμε τα Cl-. Τα υλικά που παρασκευάστηκαν χαρακτηρίστηκαν με έναν συνδυασμό τεχνικών χαρακτηρισμού όπως περίθλαση ακτίνων-Χ, φασματοσκοπίες FT-IR, Raman, θερμική ανάλυση (DTA/TG). Η ροφητική ικανότητα του υλικού σε υδρογόνο εκτιμήθηκε σε θερμοκρασία υγρού αζώτου σε υψηλές πιέσεις (80 bar). Συμπερασματικά, η επέκταση της μελέτης του γραφενίου στον τομέα της προσρόφησης αντιπροσωπεύει ένα ισχυρό εργαλείο στην βελτίωση του ελέγχου της ρύπανσης του περιβάλλοντος και την εναλλακτική ανάπτυξη ενέργειας. 404 10 10 Διαστρωματική βελτιοποίηση σε ασύρματα δίκτυα οπτικών αισθητήριων με πολλαπλά άλματα Cross - layer optimization for multihop wireless visual sensor networks 405 234 243 Αντιλήψεις και στάσεις εκπαιδευτικών Α/θμιας Εκπαίδευσης σχετικά με τη συνεργασία σχολείου-κοινότητας για την αειφόρο ανάπτυξη In the international literature, collaboration between school and community is considered to be an integral part for the good function of a contemporary school. In the context of Education for Sustainable Development, collaboration may improve the relationship of school and community as well as contribute to local sustainability. Integral elements of this kind of collaboration are, among others, the way of participation, the outcomes of the learning process, the communication between participants and the form of action. The purpose of this study is to examine the ideas of primary education teachers who are engaged in environmental education about the collaboration of school and community regarding sustainable development. More specifically this study investigates the perceptions and attitudes of teachers about: 1) factors that prevent the development of collaboration, 2) the ways that participants are involved, 3) the type of action being implemented, 4) the outcomes of the learning process and 5) the communication between those involved in such projects. For the purposes of this study, 15 teachers were interviewed. Qualitative content analysis was used to analyse the data recorded in the interviews. The results show that teachers have positive attitudes toward school and community collaboration. Furthermore, their perceptions related to these characteristics converge to international research findings. Despite the positive attitudes and their interesting ideas, however, teachers are involved in such collaboration only to a small extent and this is attributed to the obstacles recorded. Στη διεθνή βιβλιογραφία, η συνεργασία μεταξύ σχολείου και κοινότητας θεωρείται αναπόσπαστο μέρος της καλής λειτουργίας ενός σύγχρονου σχολείου. Στα πλαίσια της Εκπαίδευσης για την Αειφόρο Ανάπτυξη η συνεργασία αυτή μπορεί να συμβάλει στην αναβάθμιση των σχέσεων σχολείου-κοινότητας και στη δρομολόγηση της αειφορίας σε τοπικό επίπεδο. Τη συνεργασία αυτή χαρακτηρίζει μεταξύ άλλων, ο τρόπος συμμετοχής των εμπλεκομένων, τα μαθησιακά αποτελέσματα, η επικοινωνία των εμπλεκόμενων και η μορφή της δράσης. Σκοπός της συγκεκριμένης έρευνας είναι η ανάδειξη των ιδεών των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης που ασχολούνται με την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση σχετικά με τη συνεργασία σχολείου-κοινότητας για την αειφόρο ανάπτυξη. Πιο συγκεκριμένα διερευνούνται οι αντιλήψεις και στάσεις των εκπαιδευτικών σχετικά με: 1) τους παράγοντες που εμποδίζουν την ανάπτυξη συνεργασιών, 2) τον τρόπο συμμετοχής των εμπλεκομένων, 3) το είδος της δράσης που υλοποιείται, 4) τις γνώσεις που αποκομίζουν οι εμπλεκόμενοι και 5) τον τρόπο επικοινωνίας μεταξύ των εμπλεκομένων σε τέτοιου είδους συνεργασίες. Για τους σκοπούς της έρευνας πραγματοποιήθηκαν 15 συνεντεύξεις με εκπαιδευτικούς. Οι συνεντεύξεις αυτές αναλύθηκαν με την μέθοδο της ποιοτικής ανάλυσης περιεχομένου. Τα αποτελέσματα δείχνουν οτι οι εκπαιδευτικοί έχουν θετική στάση απέναντι σε συνεργασίες σχολείου-κοινότητας. Οι αντιλήψεις τους σχετικά με τα επιμέρους χαρακτηριστικά συμφωνούν σε σημαντικό βαθμό με αντίστοιχα αποτελέσματα διεθνών ερευνών. Παρά τις θετικές στάσεις και τις ενδιαφέρουσες αντιλήψεις τους, ωστόσο, οι εκπαιδευτικοί σε μικρό βαθμό εμπλέκονται σε τέτοιου είδους συνεργασίες και το γεγονός αυτό αποδίδεται στα εμπόδια που καταγράφηκαν. 406 202 223 Heterologous expression and characterization of 1,2-dioxigenase of gentisate from Pseudarthrobacter phenanthrenivorans Sphe3 Κλωνοποίηση, υπερέκφραση και χαρακτηρισμός της 1,2- διοξυγονάσης του γεντισικού οξέος από το Pseudarthrobacter phenanthrenivorans Sphe3 Polycyclic aromatic hydrocarbons are a large group of chemicals with two or more aromatic rings. Their physicochemical properties affect both humans and the environment. This is why the scientific community is increasingly interested in exploring the methods of degradation of these substances. The bacterium Pseudarthrobacter phenanthrenivorans Sphe3 was isolated from a region of Epirus contaminated with creosote. It is capable of degrading polycyclic aromatic hydrocarbons, such as phenanthrene. Gentisic acid is an intermediate metabolite, key in the aerobic bacterial degradation of aromatic compounds. In the present study, an 1112 bp gene encoding gentisate dioxygenase was cloned into the plasmid vector pET29c and overexpressed in Escherichia coli BL21 bacterial cells. Thereafter, the enzyme was purified by Ni2+-NTA affinity column and its biochemical characteristics were studied. Gentisate dioxoxygenase follows Michaelis-Menten kinetics. The values of Km and kcat/Km for gentisic acid are 24.9 μM and 28.75 s-1 M-1 103, respectively. The activity of the enzyme is optimal at 50°C and pH 7.5-8. The activity is increased after incubation of the enzyme in 0.2 mM Fe2+/L-ascorbate for 30 min. O-phenanthroline has a strong inhibitory effect, as well as Cu2+, Ni2+ to a lesser influence. Οι πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες είναι μια μεγάλη ομάδα χημι-κών ουσιών με δύο ή περισσότερους αρωματικούς δακτυλίους. Οι φυσικοχημικές τους ιδιότητες έχουν επιπτώσεις τόσο στον άνθρωπο, όσο και στο περιβάλλον. Για το λόγο αυτό όλο και πιο έντονο γίνεται το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας για τη διερεύνηση των μεθόδων αποδόμησης των ουσιών αυτών. Το βακτήριο Pseudarthrobacter phenanthrenivorans Sphe3 απομονώθηκε από μία περιοχή της Ηπείρου, που είναι μολυσμένη από το κρεόζωτο. Είναι ικανό να με-ταβολίζει τους πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες, όπως το φαινανθρέ-νιο. Το γεντισικό οξύ αποτελεί ενδιάμεσο μεταβολίτη, κλειδί στην αερόβια βακτηρια-κή αποδόμηση αρωματικών ενώσεων. Στην παρούσα εργασία, ένα γονίδιο μήκους 1112 bp, που κωδικοποιεί την 1,2-διοξυγονάση του γεντισικού οξέος κλωνοποιήθηκε στον πλασμιδιακό φορέα pET29c και υπερεκφράστηκε στα βακτηριακά κύτταρα Escherichia coli BL21. Στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκε καθαρισμός του ενζύμου με στήλη αγχιστείας Ni2+-NTA και με-λετήθηκαν τα βιοχημικά του χαρακτηριστικά. Η 1,2-διοξυγονάση του γεντισικού οξέ-ος ακολουθεί κινητική Michaelis-Menten. Οι τιμές Km και kcat/Km για το γεντισικό ο-ξύ είναι 24.9 μΜ και 28.75 s-1 M-1 103, αντίστοιχα. Η δραστικότητα του ενζύμου είναι βέλτιστη στους 50οC και σε εύρος τιμών pH 7.5-8. Η δραστικότητα αυξάνεται μετά από επώαση του ενζύμου σε 0.2 mM Fe2+/L-ascorbate για 30 min. H o-φαινανθρολί-νη παρουσιάζει ισχυρή ανασταλτική δράση, καθώς επίσης και τα ιόντα Cu2+, Ni2+ σε μικρότερο βαθμό. 407 438 424 Ιran and the Sasanians in written byzantine sources (4th – 6th cent. A.D.) Tο Ιράν και οι Σασανίδες στις βυζαντινές αφηγηματικές πηγές (4ος – 6ος αι.) The objective of this thesis is to examine a subject that up to this day has not beenthoroughly researched by scholars. That is the image of Ιran and the Sasanians in Byzantineliterary sources from the 4th to the 6th century A.D”, specifically from the foundation ofConstantinople (330) to the death of the emperor Maurice (602).Although the byzantine written sources were mainly examined, it became obvious from thebeginning of the research, that the examination of the medieval Persian and Arabic sourcesas well as the archaeological evidence from coins, inscriptions and reliefs of the Sasanianera was required, in order to cross-check the latter’s information with those of theByzantines.The subject was structured thematically and not chronologically. This allowed the easierconcentration of the references about the Persians and made feasible the presentation oftheir image. The research focused on the period from the 4th to the 6th century. The reasonfor this is that the death of the Emperor Maurice was followed by intensity and deteriorationof the relations between the two states that completely changed the scenery. The religiouselement of the wars between the two states during the reign of the emperors Phocas andHeraclius, led to the transformation of the image of the Persians from “barbarians” to“infidels”. On the contrary during the period under review, the relations between the twostates is characterized by a relative stability that allowed the outline of a representativeimage.The image of the Persians in byzantine historiography is not identical to ancient stereotypes,although most of the so called ‘’pagans’’ continued to follow these stereotypes . Positivefeatures appear from the middle of the 4th century on, affected by the spread of Christianityin Iran but also by the long periods of peace achieved between the two states which resultedin free population movements, economic exchange and mixed-marriages. Especially in thebyzantine historiography of the sixth century we can detect a trend of ‘’persophilia” amongthe circles of the Neoplatonists and very positive features regarding the military capability ofthe persian army. Regardless of this and generally the Persians remained for the Byzantinesthe “barbarians” of the East and a very dangerous opponent. The main negative featuresattributed to them are arrogance, wickedness, hypocrisy and love for wealth, sex andpleasures. Traditions associated with the Zoroastrian religion prevented a closer contactbetween the two peoples, something that was reinforced by the fanaticism and intoleranceof the clergy on both sides. However the Byzantines recognized Persia as a state with a lawsystem (ἔννομος πολιτεία) equivalent to theirs and never questioned their sovereignty.The image of the Persian King, a warlike hero, dominates on byzantine historiography andovershadows the image of the Byzantine Emperor. Ο στόχος της διατριβής υπήρξε η κάλυψη ενός θέματος το οποίο δεν φαίνεται να έχει απασχολήσει μέχρι σήμερα τη σύγχρονη έρευνα και αυτό είναι το πως σκιαγραφείται η εικόνα των Περσών στις γραπτές βυζαντινές πηγές από τον τέταρτο έως τον έκτο μ.Χ.αιώνα και συγκεκριμένα από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης (330) μέχρι το θάνατο του αυτοκράτορα Μαυρικίου (602).Οι αφηγηματικές πηγές υπήρξαν κυρίως το υλικό που χρησιμοποιήθηκε, κατέστη όμως απαραίτητο στην πορεία της έρευνας να εξετασθούν παράλληλα και πληροφορίες αραβικών και περσικών μεσαιωνικών πηγών, καθώς και αρχαιολογικά ευρήματα όπως τα νομίσματα, οι επιγραφές και οι ανάγλυφες σε βράχους παραστάσεις των Σασανιδών,προκειμένου να γίνει διασταύρωση των πληροφοριών.Επιλέχθηκε η θεματική αντί της χρονολογικής ανάπτυξης του θέματος, κάτι που επέτρεψε την ομαδοποίηση των χαρακτηρισμών και την ευκολότερη απόδοση μιας εικόνας. Η έρευνα επικεντρώθηκε από την τρίτη δεκαετία του τετάρτου μέχρι το τέλος του έκτου αιώνα. Τούτο διότι μετά το θάνατο του Μαυρικίου η ένταση στις βυζαντινοπερσικές σχέσεις και οι θρησκευτικοί πόλεμοι που ακολούθησαν, κατά τη βασιλεία του Φωκά και του Ηρακλείου, άλλαξαν εντελώς το σκηνικό και συνακόλουθα την εικόνα των Περσών, που μεταλλάχθηκαν από «βάρβαροι» σε «άπιστοι». Αντίθετα κατά την υπό εξέταση περίοδο οι σχέσεις των δύο κρατών παρουσίασαν μια σταθερότητα που επέτρεψε την απόδοση μιας κατά το δυνατόν αντιπροσωπευτικής εικόνας.Η εικόνα των Περσών στη βυζαντινή ιστοριογραφία δεν ταυτίζεται με αρχαιοελληνικά στερεότυπα, αν και οι περισσότεροι από τους λεγομένους «εθνικούς» επέμεναν να τα ακολουθούν. Θετικοί χαρακτηρισμοί για τους Πέρσες εμφανίζονται με την πάροδο των αιώνων, που επηρεάζονται από την εξάπλωση του Χριστιανισμού στο Ιράν αλλά και από τις μακρές περιόδους ειρήνης που σημειώθηκαν κατά την υπό εξέταση περίοδο και είχαν σαν αποτέλεσμα ελεύθερες μετακινήσεις του πληθυσμού ανάμεσα στα δύο κράτη,οικονομικές ανταλλαγές και επιμιξίες. Ιδιαίτερα στην ιστοριογραφία του έκτου αιώνα διαπιστώνεται μία τάση «περσοφιλίας» στους κύκλους των Νεοπλατωνικών αλλά και ιδιαίτερα θετικοί χαρακτηρισμοί για την στρατιωτική ικανότητα των Περσών. Οι τελευταίοι όμως παρέμειναν διαχρονικά ο βάρβαρος λαός της Ανατολής και ένας ιδιαίτερα επικίνδυνος αντίπαλος. Τα βασικά αρνητικά χαρακτηριστικά που τους αποδίδονται είναι η αλαζονεία, η πονηρία, η υποκρισία και η αγάπη για τον πλούτο και τις υλικές απολαύσεις. Έθιμα που σχετίζονται με τη ζωροαστρική θρησκεία εμπόδισαν μια στενότερη επαφή των δύο λαών, σε αυτό δε συνετέλεσε ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία του κλήρου και από τις δύο πλευρές. Οι Βυζαντινοί αναγνώριζαν πάντως την Περσία ως έννομο κράτος(πολιτεία) ανάλογο και ισότιμο με το δικό τους και ουδέποτε αμφισβήτησαν την κυριαρχία του. Η εικόνα του Πέρση ηγεμόνα, ενός πολεμοχαρούς στρατηλάτη, κυριαρχεί στη βυζαντινή ιστοριογραφία και επισκιάζει τον Βυζαντινό αυτοκράτορα. 408 212 219 The theme of this thesis is Special Education. More specifically, this paper is a comparative study of Special Education as provided in two countries: Greece and Finland. The choice of Finland is based on the fact that Finland is considered as a model in the global educational reality space and has a successful education system. Initially, the first chapter is a brief overview of the history of Special Education.Then, the concept and the objectives of Special Education are analyzed according to the Greek and Finnish legislation respectively. The historical development of Special Education of the two countries is also investigated. In addition, the following are studied: the legal framework of Special Education in Greece and Finland, the way of educating children with special educational needs, the institutions of Special Education of the two countries, the services provided to the children with special educational needs as well as the education and training of special education teachers. Finally, there is a comparative approach of the three countries and conclusions and proposals are made on the similarities and differences between the special education system in Greece and Finland respectively, and in particular on the issues mentioned above, in order to improve the educational process and the quality of Special Education in the Greek educational reality. εματικό πεδίο της παρούσας διπλωματικής εργασίας αποτελεί η Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση (ΕΑΕ). Πιο συγκεκριμένα, η παρούσα εργασία αποτελεί μια συγκριτική μελέτη της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης (ΕΑΕ) όπως αυτή παρέχεται σε δύο χώρες: στην Ελλάδα και στη Φιλανδία. Η επιλογή της Φινλανδίας στηρίζεται στο γεγονός ότι η συγκεκριμένη χώρα θεωρείται πρότυπο στο χώρο της παγκόσμιας εκπαιδευτικής πραγματικότητας και διαθέτει ένα επιτυχημένο εκπαιδευτικό σύστημα. Αρχικά, γίνεται μια σύντομη επισκόπηση της ιστορίας της Ειδικής Αγωγής και. Εκπαίδευσης. Στη συνέχεια, αναλύεται η έννοια της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης και οι σκοποί της σύμφωνα με την Ελληνική και Φινλανδική Νομοθεσία αντίστοιχα. Επίσης, εξετάζεται η ιστορική εξέλιξη της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης στις δύο προαναφερθείσες χώρες. Επιπλέον, μελετώνται το νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει για την Ειδική Αγωγή στην Ελλάδα και στη Φινλανδία, ο τρόπος εκπαίδευσης των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, οι θεσμοί της ΕΑΕ στις δυο χώρες, οι παρεχόμενες υπηρεσίες, καθώς επίσης και η εκπαίδευση και η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών σχετικά με την ΕΑΕ. Τέλος, προσεγγίζονται συγκριτικά οι δυο χώρες και ακολουθούν συμπεράσματα και προτάσεις σχετικά με τις ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στο σύστημα της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης στην Ελλάδα και στη Φινλανδία αντίστοιχα και ειδικότερα στα θέματα που προαναφέρθηκαν, με σκοπό τη βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου και την αναβάθμιση της ποιότητας της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης στην ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα. 409 150 165 Η συμβολή και η αξιοποίηση της σύγχρονης σχολικής βιβλιοθήκης στο σημερινό σχολείο The school library is recognized as the heart of modern school. By the variety of material and activities which develops, contributes to consolidation of stuff, information, education, civilization, recreation and socialization of students. Nowadays, the school library acquires greater value because of the educational policy of our country which aims at afford integrated education. By the new interdisciplinary united study program framework new teaching approaches are introduced, such as the investigation, the discovery, the collaborative teaching and learning. As a result, it becomes as necessary as ever before the active participation of the student and the use of many different sources. In other words, the role of school libraries in today’s educational environment is becoming even more important. At this point, a research is conducted to study the modern school library, emphasizing its contribution and utilization in today’s school, and more specifically in primary schools of the city of Ioannina. Η σχολική βιβλιοθήκη αναγνωρίζεται ως η καρδιά του συγχρονισμένου σχολείου. Μέσω της ποικιλίας του υλικού και των δραστηριοτήτων που αναπτύσσει, συμβάλλει στην εμπέδωση της ύλης, την πληροφόρηση, την διαπαιδαγώγηση, τον εκπολιτισμό, την ψυχαγωγία και την κοινωνικοποίηση του μαθητή. Στις μέρες μας μάλιστα, που βασική επιδίωξη της εκπαιδευτικής πολιτικής της χώρας μας είναι η παροχή ολοκληρωμένης εκπαίδευσης, η σχολική βιβλιοθήκη αποκτά ακόμα μεγαλύτερη αξία. Με το νέο Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών (Δ.Ε.Π.Π.Σ.) εισάγονται νέες διδακτικές προσεγγίσεις, όπως η διερεύνηση, η ανακάλυψη, η συνεργατική διδασκαλία και μάθηση. Έτσι, καθίσταται όσο ποτέ άλλοτε αναγκαία η ενεργητική συμμετοχή του μαθητή και η χρήση πολλών και διαφορετικών πηγών. Με άλλα λόγια, ο ρόλος των σχολικών βιβλιοθηκών στο σημερινό εκπαιδευτικό περιβάλλον γίνεται ακόμα πιο σημαντικός. Στο σημείο αυτό, πραγματοποιείται μια έρευνα η οποία μελετά την Σύγχρονη Σχολική Βιβλιοθήκη δίνοντας έμφαση στην Συμβολή και την Αξιοποίησή της στο σημερινό σχολείο, και συγκεκριμένα στα Δημοτικά Σχολεία της πόλης των Ιωαννίνων. 410 171 227 Μελέτη της κατάστασης υγείας του στοματογναθικού συστήματος ατόμων τρίτης ηλικίας στην Ήπειρο THE PURPOSE OF THIS STUDY WAS TO EVALUATE THE HEALTH STATUS OF THE STOMATOGNATHIC SYSTEM ON INDIVIDUALS THAT BELONG IN THE THIRD AGE GROUP AMONG THE POPULATION OF EPIRUS. THE RESULTS OF THE STUDY SHOWED THAT: - THE MAJORITY OF THE EXAMINED, 72% HAD BASIC EDUCATION. - 258 INDIVIDUALS (77.5%) WERE SUFFERING FROM ONE OR MORE DISEASES FROM WHICH A 5% WERE NOT RECEIVING ANY TREATMANT. - 155 INDIVIDUALS (46.5%) WERE DENTULOUS AND 178 (53.5%) WERE EDENTULOUS. 42 OUT OF THE 155 DENDULOUS HAD COMPLETE DENTITION WITH OR WITHOUT PROSTHETIC RESTRORATIONS. 291 INDIVIDUALS WERE PARTIALLY OR COMPLETELY EDENTULOUS AND WORE OR NEEDED PROSTHESES. AMONG THE 155 DENTULOUS: - THE PERCENTAGE OF DENTAL CARIES COMESUP TO 83.2% AND THE DFT WAS 4.8. THE PERCENTAGE OF ROOT CARIES COMES UP TO 59.4%. - THE AVERAGE NUMBER OF HEALTHY (S) TEETH PER INDIVIDUAL WAS 4.2 TEETH. - THE AVERAGE NUMBER OF FILLED (F) TEETH PER INDIVIDUAL WAS 0.6 TEETH. - THE AVERAGE NUMBER OF DENTAL CARIES (D) PER INDIVIDUAL WAS 2.1 TEETH. (ABSTRACT TRUNCATED) ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΗΤΑΝ Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΤΟΥ ΣΤΟΜΑΤΟΓΝΑΘΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΤΡΙΤΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ. ΕΞΕΤΑΣΤΗΚΑΝ ΣΥΝΟΛΙΚΑ 333 ΑΤΟΜΑ ΗΛΙΚΙΑΣ 65-84 ΕΤΩΝ ΑΠΟ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΝΟΜΩΝ ΤΗΣ. ΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΥΤΗΣ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΣΥΝΟΨΙΣΘΟΥΝ ΣΤΑ ΕΞΗΣ: - Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ ΤΩΝ ΕΞΕΤΑΣΘΕΝΤΩΝ, ΠΟΣΟΣΤΟ 72% ΕΙΧΕ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. - ΑΠΟ ΤΟ ΙΑΤΡΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΡΟΕΚΥΨΕ ΟΤΙ 258 ΑΤΟΜΑ (77.5%) ΕΠΑΣΧΑΝΑΠΟ ΜΙΑ Η ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΥΣ ΝΟΣΟΥΣ. ΠΟΣΟΣΤΟ 5% ΤΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΑΥΤΩΝ ΔΕΝ ΕΛΑΜΒΑΝΕ ΚΑΜΙΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑ. ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΩΝ 333 ΑΤΟΜΩΝ ΠΟΥ ΕΞΕΤΑΣΤΗΚΑΝ ΤΑ 155 (46.5%) ΗΤΑΝ ΕΝΟΔΟΝΤΑ ΚΑΙ ΤΑ 178 (53.5%) ΟΛΙΚΑ ΝΩΔΑ. 42 ΑΠΟ ΤΑ ΕΝΟΔΟΝΤΑ ΑΤΟΜΑ ΕΙΧΑΝ ΠΛΗΡΕΙΣ ΟΔΟΝΤΙΚΟΥΣ ΦΡΑΓΜΟΥΣ, ΜΕ Η ΧΩΡΙΣ ΑΚΙΝΗΤΕΣ ΠΡΟΣΘΕΤΙΚΕΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ, ΕΝΩ ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ 291 ΑΤΟΜΑ ΗΤΑΝ ΟΛΙΚΩΣ Η ΜΕΡΙΚΩΣ ΝΩΔΑ ΚΑΙ ΕΦΕΡΑΝ Η ΕΙΧΑΝ ΑΝΑΓΚΗ ΚΙΝΗΤΩΝ ΠΡΟΣΘΕΤΙΚΩΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ. ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΩΝ 155 ΕΝΟΔΟΝΤΩΝ ΕΞΕΤΑΣΘΕΝΤΩΝ: - ΤΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΠΡΟΣΒΟΛΗΣ ΑΠΟ ΤΕΡΗΔΟΝΑ ΑΝΕΡΧΕΤΑΙ ΣΕ 83,2% Η ΔΕ ΜΕΣΗ ΤΙΜΗ ΤΟΥ ΔΕΙΚΤΗ DFT ΗΤΑΝ 4.8. - ΤΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΠΡΟΣΒΟΛΗΣ ΑΠΟ ΤΕΡΗΔΟΝΑ ΤΗΣ ΡΙΖΑΣ ΑΝΕΡΧΕΤΑΙ ΣΕ 59.4% - Ο ΜΕΣΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΥΓΕΙΩΝ (S) ΔΟΝΤΙΩΝ ΚΑΤ'ΑΤΟΜΟ ΗΤΑΝ 4.2 ΔΟΝΤΙΑ. - Ο ΜΕΣΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΣΦΡΑΓΙΣΜΕΝΩΝ (F) ΔΟΝΤΙΩΝ ΚΑΤ'ΑΤΟΜΟ ΗΤΑΝ 0.6 ΔΟΝΤΙΑ. - Ο ΜΕΣΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΕΡΗΔΟΝΙΣΜΕΝΩΝ (D) ΔΟΝΤΙΩΝ ΚΑΤΑ ΑΤΟΜΟ ΗΤΑΝ 4.2 ΔΟΝΤΙΑ. - Ο ΜΕΣΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΔΟΝΤΙΩΝ ΜΕ ΤΕΡΗΔΟΝΑ ΡΙΖΑΣ ΚΑΤ'ΑΤΟΜΟ ΗΤΑΝ 2.1 ΔΟΝΤΙΑ. (ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ) 411 688 675 Το θεατρικό παιχνίδι σε μαθητές με ελαφριά και μέτρια νοητική υστέρηση This thesis investigates the role of drama-play in the education of students with mild or moderate mental retardation. Undoubtedly, Drama-Play as a training instrument plays an important role in the life-long education of the individual. The drama-play contributes to the development of intelligence and creatively harmonizes the student's cognitive, psycho-emotional and physical domain. At the same time, it strengthens its social development. Although the value of Drama-Play and generally drama education in the overall development of the personality of the typically developing child is well studied, nevertheless, in Greece there is a lack of research into the subject with regard to pupils with intellectual disabilities. There is a significant lack of research and practical data, with the result that the use of the Drama-Play in the education of pupils with intellectual disabilities has hardly been explored. Based on the above-mentioned purpose of the present study, the Drama-Play is to be developed as an educational tool for improving pupils with light or moderate mental retardation in the fields of: gospel, oral speech, emotional organization, emotional intelligence, motor-censoring intelligence, drama expression and psychomotority. Participants were students with mild or moderate mental retardation who attended secondary education at Special Education and Training Schools (UMEA), aged thirteen to fifteen years.Methodology of ResearchThree-stage research has been planned and carried out to investigate the above purpose.During the first research phase, two groups, the experimental group and the control group were formed. The experimental group consisted of students with a mental disability that would be taught using Drama-Play, while the control group consisted of students with a mental disability that would be taught without the use of Drama-Play. It included recording the cognitive level of students with mild or moderate mental retardation, aged thirteen to fifteen years, based on the epic of the Odyssey.During this second stage, an additional emotional understanding test was provided through the expression of the face to the students of the experimental group and the skill test of the AME. to the teachers where they answered questions about the skills of the students in the experimental group in different areas. Emotional intelligence was tested through emotional intelligence, and through the skills test, verbal speech, psychomotor, sociality, emotional organization and dramatization of the participants were tested. The second research stage included teaching the epic poems of the Odyssey in the experimental group, implementing Drama-Play, drama activities and dramatization. The teaching plans are seventeen in total. The choice of the particular teaching text, namely the epic poem of the Odyssey, was based on the premise that its interactive form in relation to a "pure" narrative text could facilitate the organization and presentation of the drama activities for the "constructions" of the roles and for the production of drama dialogue by the pupils themselves.The third research phase included the recording of the cognitive level of pupils with mental retardation of the Odyssey epic after the use of drama-play as cognitive vehicle and its differentiation with the knowledge-based control group. Also, the differences of the experimental group were highlighted: oral speech, emotional organization, psychomotorism, sociability, drama expression as recorded by two teachers of the experimental group (theatrologist, philologist) who acted as animators-theater pedagogues during Drama-Plays after the end of drama interventions. Finally, from the test completed by the students of the experimental team to the understanding of the emotional state through the expression of one's face, after the application of Drama-Plays and actions, variations were found in the piece of emotional intelligence cultivated through drama intervention.ResultsThe results showed that there was a significant improvement in understanding the content of the Odyssey episodes and in recognizing the feelings of others from students with mild or moderate mental disabilities who were taught through Drama-Play. Moreover, regarding the language skills of the participants in the experimental group, it was noted that they understood new concepts, metaphoric meanings of words and managed to reach values of life and norms. In general, levels of learning readiness have been improved in oral and written speech, their psychomotoriness, emotional organization as well as, the way of managing others and their behaviour. Finally, they showed upward trends in social skills and drama expressivity. Η διατριβή πραγματεύεται το ρόλο του θεατρικού παιχνιδιού στην εκπαίδευση των μαθητών με ελαφριά ή μέτρια νοητική υστέρηση. Αναμφισβήτητα, το θεατρικό παιχνίδι ως μορφοπαιδευτικό μέσο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη δια βίου εκπαίδευση του ατόμου. Το θεατρικό παιχνίδι συμβάλλει πολύτροπα στην ανάπτυξη της νοημοσύνης και εναρμονίζει δημιουργικά τον γνωστικό, ψυχο-συναισθηματικό και σωματικό τομέα του μαθητή. Παράλληλα, ενδυναμώνει την κοινωνική ανάπτυξη του. Αν και έχει μελετηθεί ικανοποιητικά η αξία του θεατρικού παιχνιδιού και γενικότερα της θεατρικής παιδείας στη συνολική ανάπτυξη της προσωπικότητας τού τυπικώς αναπτυσσόμενου παιδιού απουσιάζει, στην Ελλάδα, η αντίστοιχη διερεύνηση του θέματος, όσον αφορά τους μαθητές με νοητική υστέρηση. Καταγράφεται, δηλαδή, σημαντική έλλειψη ερευνητικών και πρακτικών δεδομένων με αποτέλεσμα να μην έχει διερευνηθεί σχεδόν καθόλου η αξιοποίηση του θεατρικού παιχνιδιού στην εκπαίδευση των μαθητών με νοητική υστέρηση. Με βάση τα προαναφερόμενα σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να αναδειχθεί το θεατρικό παιχνίδι ως εκπαιδευτικό μέσο βελτίωσης του μαθητή με ελαφριά ή μέτρια νοητική υστέρηση στους τομείς: γνωσιολογικός τομέας, προφορικός λόγος, συναισθηματική οργάνωση, συναισθηματική νοημοσύνη, κιναισθητική νοημοσύνη, θεατρική εκφραστικότητα και ψυχοκινητικότητα. Οι συμμετέχοντες ήταν μαθητές με ελαφρά ή μέτρια νοητική υστέρηση που φοιτούσαν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε Σχολικές Μονάδες Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης (Σ.Μ.Ε.Α.Ε.), ηλικίας δεκατριών έως δεκαπέντε ετών. Μεθοδολογία της έρευναςΓια τη διερεύνηση του παραπάνω σκοπού σχεδιάστηκε και διεξήχθη έρευνα τριών σταδίων. Κατά το πρώτο ερευνητικό στάδιο, συγκροτήθηκαν δύο ομάδες, η πειραματική ομάδα και η ομάδα ελέγχου. Την πειραματική ομάδα αποτελούσαν οι μαθητές με νοητική αναπηρία που θα διδάσκονταν με την αξιοποίηση θεατρικού παιχνιδιού, ενώ την ομάδα ελέγχου αποτελούσαν οι μαθητές με νοητική αναπηρία που θα διδάσκονταν χωρίς τη χρήση θεατρικού παιχνιδιού. Περιλάμβανε την καταγραφή του γνωστικού επιπέδου μαθητών με ελαφριά ή μέτρια νοητική υστέρηση, ηλικίας δεκατριών έως δεκαπέντε ετών, με βάση το έπος της Οδύσσειας. Κατά το δεύτερο αυτό στάδιο χορηγήθηκε επιπλέον τεστ κατανόησης συναισθημάτων μέσω της έκφρασης του προσώπου στους μαθητές της πειραματικής ομάδας και τεστ δεξιοτήτων Α.Μ.Ε.Α. στους εκπαιδευτικούς όπου απαντούσαν σε ερωτήσεις για τις δεξιότητες των μαθητών της πειραματικής ομάδας σε διάφορους τομείς. Μέσω του τεστ κατανόησης συναισθημάτων ελέγχθηκε η συναισθηματική νοημοσύνη και μέσω του τεστ δεξιοτήτων ελέγχθηκε ο προφορικός λόγος, η ψυχοκινητικότητα, η κοινωνικότητα, η συναισθηματική οργάνωση και η θεατρικότητα των συμμετεχόντων. Το δεύτερο ερευνητικό στάδιο περιλάμβανε τη διδασκαλία του έπους της Οδύσσειας στην πειραματική ομάδα εφαρμόζοντας θεατρικό παιχνίδι, θεατρικές δράσεις και δραματοποίηση. Τα σχέδια διδασκαλίας είναι δεκαεπτά στο σύνολο. Η επιλογή του συγκεκριμένου διδακτικού κειμένου, δηλαδή του έπους της Οδύσσειας, έγινε με το σκεπτικό ότι η διαλογική του μορφή σε σχέση με ένα “καθαρά” αφηγηματικό κείμενο, μπορούσε να διευκολύνει την οργάνωση και παρουσίαση των θεατρικών δραστηριοτήτων για το “χτίσιμο” των ρόλων και για την παραγωγή θεατρικού διαλόγου από τους ίδιους τους μαθητές.Το τρίτο ερευνητικό στάδιο περιλάμβανε την καταγραφή του γνωστικού επιπέδου των μαθητών με νοητική υστέρηση αναφορικά με το έπος της Οδύσσειας μετά την χρήση του θεατρικού παιχνιδιού και την διαφοροποίησή της με την ομάδα ελέγχου σε επίπεδο γνώσεων. Επίσης, αναδείχθηκαν οι διαφοροποιήσεις της πειραματικής ομάδας: στον προφορικό λόγο, συναισθηματική οργάνωση, ψυχοκινητικότητα, κοινωνικότητα, θεατρική εκφραστικότητα όπως καταγράφηκαν από δυο εκπαιδευτικούς της πειραματικής ομάδας (θεατρολόγος, φιλόλογος) που δρούσαν ως εμψυχωτές-θεατροπαιδαγωγοί κατά την διάρκεια των θεατρικών παιχνιδιών μετά το πέρας των θεατρικών παρεμβάσεων. Τέλος από το τεστ που συμπληρώθηκε, μετά την εφαρμογή θεατρικών παιχνιδιών και δράσεων, από τους μαθητές της πειραματικής ομάδας και αφορά στην κατανόηση της συναισθηματικής κατάστασης μέσω έκφρασης προσώπου των άλλων, βρέθηκαν διαφοροποιήσεις στο κομμάτι της συναισθηματικής νοημοσύνης που καλλιεργήθηκε μέσω της θεατρικής παρέμβασης.ΑποτελέσματαΤα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπήρξε σημαντική βελτίωση στην κατανόηση του περιεχομένου του έπους της Οδύσσειας και στην αναγνώριση των συναισθημάτων των άλλων από τους μαθητές με ελαφριά ή μέτρια νοητική αναπηρία που διδάχθηκαν μέσω του θεατρικού παιχνιδιού. Επιπλέον, αναφορικά με τις γλωσσικές ικανότητες/δεξιότητες των συμμετεχόντων στην πειραματική ομάδα, καταγράφηκε ότι αυτοί κατανόησαν νέες έννοιες, μεταφορικές σημασίες λέξεων και κατάφεραν να προσεγγίσουν αξίες ζωής και νόρμες. Γενικότερα, βελτιώθηκαν τα επίπεδα μαθησιακής ετοιμότητας στον προφορικό και γραπτό λόγο, η ψυχοκινητικότητά τους, η συναισθηματική οργάνωση καθώς και ο τρόπος διαχείρισης των άλλων και η συμπεριφορά τους. Τέλος επέδειξαν αυξητικές τάσεις ως προς τις κοινωνικές δεξιότητες και θεατρική εκφραστικότητα. 412 235 273 This work aims to shed light on the role of Al2O3 in bioactive glasses, which are based on the composition of the bioglass 45S5. Literature survey reveals several papers reporting on the suppression of bioactivity of bioactive glasses which contain small amounts of Al2O3 (>2 or 3%). Nonetheless, the incorporation of Al2O3 generally favors the mechanical properties of glasses and ceramics. The experiments were conducted as follows. Nine new glass compositions were prepared, which had the same molar ratio of SiO2/Na2O/CaO as 45S5, they were P2O5-free, and contained several amounts of Al2O3, ranging between 0 and 10 mol%. The glasses were prepared by using typical melting technique in Pt crucibles. Glass frit was produced by splat-cooling method and bulk samples were obtained after casting of the molten glass on a preheated bronze mold and then immediate annealing at a temperature close to Tg. Raman and FT-IR spectra were recorded. Both spectra showed that Si-O-Al bonds should be developed in the glasses, suggesting an active role of Al in glass structure. The influence of Al2O3 incorporation on the spectra became perceptible for Al2O3-content >2%. However, the development of such bridges should occur from the lowest amount of Al2O3 incorporated in the glass. The formation of such bonds should affect the formation of silica-gel layer on the surface of bioactive glasses, which is of crucial importance for the formation of hydroxyapatite onto the surface of bioactive glasses. Στην εργασία αυτή μελετήθηκε ο ρόλος του Al2O3 στη δομή των βιοενεργών υάλων που έχουν ως βάση τη σύσταση της βιοϋάλου 45S5. Στη βιβλιογραφία υπάρχουν πολλές αναφορές οι οποίες καταγράφουν την αναστολή της βιοενεργότητας βιοενεργών υάλων όταν προστεθούν σε αυτές μικρές ποσότητες Al2O3 (>2 ή 3%). Από την άλλη μεριά, η προσθήκη Al2O3 γενικά γίνεται για να αυξηθούν οι μηχανικές ιδιότητες των υάλων και των κεραμικών. Η διερεύνηση του ερωτήματος έγινε πειραματικά. Συγκεκριμένα, παρασκευάστηκαν 9 νέες συστάσεις υάλων. Βάση όλων των συστάσεων ήταν η ύαλος 45S5 από την οποία, όμως, απουσίαζε εντελώς το P2O5 ενώ σε όλες ήταν σταθερή η μοριακή αναλογία των οξειδίων SiO2/Na2O/CaO καi ίδια με την αναλογία των οξειδίων αυτών στην ύαλο 45S5. Η περιεκτικότητα των υάλων σε Al2O3 ήταν από 0 έως 10%. Η παρασκευή των υάλων έγινε με τη μέθοδο της τήξης σε χωνευτήριο πλατίνας και της ταχείας ψύξης χρησιμοποιώντας μεταλλικές πλάκες (splat-cooling), με σκοπό να ληφθούν ύαλοι σε μορφή υαλοθραύσματος (grass-frit), ή με χύτευση του τήγματος σε προθερμασμένο καλούπι από μπρούντζο ακολουθούμενη αμέσως μετά με ανόπτηση του συμπαγούς (bulk) δοκιμίου της υάλου σε θερμοκρασία κοντά στην Tg της υάλου. Από τα φάσματα Raman και υπερύθρου (FT-IR) που ελήφθησαν προέκυψε ότι το Al συμμετέχει ενεργά στη δομή της υάλου σχηματίζοντας δεσμούς Si-O-Al. Οι δεσμοί αυτοί πρέπει να σχηματίζονται από τις συστάσεις που περιείχαν ακόμα και τα πιο μικρά ποσοστά Al2O3, όμως η επίδρασή τους στα φάσματα άρχισε να γίνεται εμφανής στις συστάσεις με περιεκτικότητα σε Al2O3 >2%. Ο σχηματισμός αυτών των δεσμών στην ύαλο αναμένεται να επηρεάσει το σχηματισμό του στρώματος του silica-gel, το οποίο είναι αυτό που ευνοεί την καταβύθιση του υδροξυαπατίτη στην επιφάνεια των βιοενεργών υάλωv. 413 199 184 Epigraphic evidence for collective donations from Mani (11th -14th centuries) Επιγραφικές μαρτυρίες για συλλογικές χορηγίες από τη Μάνη (11ος - 14ος αιώνας) Famous for its rough landscape, Mani occupies regions of Laconia and Messenia. Although the region is connected with the Modern Greek history, there are plenty of archaeological monuments surviving from the byzantine era. Although the byzantine churches are humble monuments, their dedicatory inscriptions are interesting and valuable historical sources. Most of these inscriptions refer that either a group of people or the whole village contributed to the constructions and the wall paintings of the local churches. The schema of the collective donation is first attested in the region at the second half of the 11th century and became more popular after the 13th century. Also in the inscriptions of the late byzantine period is referred that the patrons did not hesitate to offer money or cultivated land or even trees in order to build a church. It was quite common in Mani. The study of these inscriptions represents a society independent from the byzantine emperor`s authority, self-sufficient, where the collectiveness was flourished. Moreover, these inscriptions provides us information concerning the economy and the social structure of a rural region, Mani, for which little is known in the byzantine sources. Η άγονη και σκληροτράχηλη Μάνη καταλαμβάνει τμήματα των νομών Λακωνίας και Μεσσηνίας. Αν και άρρηκτα συνδεδεμένη με τη συμβολή της στη νεότερη ιστορία, η περιοχή διαθέτει πλούσια αρχαιολογικά κατάλοιπα που ανάγονται στη βυζαντινή περίοδο. Παρόλο που οι βυζαντινοί ναοί της είναι ταπεινά οικοδομήματα, μικρών διαστάσεων, οι κτιτορικές επιγραφές μερικών από αυτούς αποτελούν σημαντικό ιστορικό τεκμήριο. Σημείο ενδιαφέροντος αποτελούν οι επιγραφές στις οποίες γίνεται αναφορά ανέγερσης και εικονογράφησης του ναού με τη συνδρομή είτε μιας ομάδας ατόμων, είτε ολόκληρου του οικισμού. Το πρωιμότερο παράδειγμα απαντάται στην περιοχή τον 11ο αιώνα, ενώ γνωρίζει ιδιαίτερη διάδοση κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο. Σε επιγραφές με το ίδιο περιεχόμενο, από τον 13ο αιώνα και έπειτα αναγράφονται αναλυτικά οι προσφορές του εκάστοτε κτίτορα, είτε με τη μορφή νομισμάτων, είτε με την παραχώρηση ακίνητης περιουσίας. Η μελέτη των επιγραφών αυτών παρουσιάζει μια κοινωνία της υπαίθρου ανεξάρτητη από την αυτοκρατορική εξουσία, αυτάρκης και με ενισχυμένο το αίσθημα της συλλογικότητας. Παράλληλα παρουσιάζονται η οικονομία και η κοινωνική οργάνωση της περιοχής, σε μία εποχή όπου οι πληροφορίες για τη Μάνη είναι ελλιπείς. 414 340 345 Equilibrium and stability of magnetically confined plasmas in the framework of extended magnetohydrodynamic models, via hamiltonian variational principles Ισορροπία και ευστάθεια μαγνητικά περιορισμένου πλάσματος στα πλαίσια γενικευμένων μαγνητοϋδροδυναμικών μοντέλων, μέσω χαμιλτονιανών παραλλακτικών αρχών n this thesis, equilibrium equations and sufficient stability criteria for stationary states of magnetically confined plasmas are derived via Hamiltonian methods. These methods originate from the Hamiltonian structure of extended Magnetohydrodynamics (XMHD) a simplified, quasineutral, two-fluid model that takes into account contributions due to ion Hall drifts and finite electron inertia. More specifically, the noncanonical Hamiltonian formulation of XMHD is adapted for the description of systems with continuous spatial symmetry upon reducing the three-dimensional Poisson bracket to the corresponding helically symmetric bracket. Helical symmetry is a generic case including bothtranslation and axial symmetry as special cases. The latter is particularly interesting for the study oftoroidal systems for magnetic confinement, such as the Tokamak, and also for astrophysical plasmas. By the helically symmetric Poisson bracket, we compute the corresponding Casimir functionals, that Poisson-commute with any arbitrary functional of the dynamical variables, thus being invariant quantities. The Casimirs, along with the Hamiltonian, are then used to employ the energy-Casimir variational principle resulting in a set of equilibrium equations that are cast in the form of a GradShafranov-Bernoulli (GSB) system. Special cases are considered, e.g., the corresponding axisymmetric system of equations, whose ellipticity condition is derived. Moreover, neglecting electron inertia, we compute a numerical, axisymmetric equilibrium in connection with the so-called improved confinement modes observed in Tokamaks. Regarding stability, within the noncanonical Hamiltonian framework, we obtain sufficient stability criteria using the energy-Casimir and the dynamically accessible stability methods. The former is exploited for assessing the stability of Tokamak, Hall MHD (HMHD) equilibria with toroidal rotation. In addition, employing the Lagrangian description for fluid dynamics, sufficient stability criteria under Lagrangian displacements are derived for the generic, quasineutral, two-fluid model and also for HMHD. The characteristics of each method are thoroughly discussed. Lastly, we propose an alternative description of incompressible XMHD in terms of trilinear brackets and a heuristic procedure for constructing two-dimensional dynamical models upon imposing a priori the conservation of the Hamiltonian and Casimir invariants. Στην παρούσα διατριβή παράγονται εξισώσεις ισορροπίας και ικανές συνθήκες ευστάθειας στάσιμωνκαταστάσεων μαγνητικά περιορισμένου πλάσματος, μέσω Χαμιλτονιανών μεθόδων. Αυτές πηγάζουναπό τη Χαμιλτονιανή δομή της γενικευμένης Μαγνητοϋδροδυναμικής (ΓΜΥΔ), ενός απλοποιημένου,οιονεί ουδέτερου μοντέλου δύο ρευστών που περιλαμβάνει συνεισφορές λόγω ιοντικών ολισθήσεωνHall και ηλεκτρονίων πεπερασμένης αδράνειας. Πιο συγκεκριμένα, ο μη κανονικός Χαμιλτονιανόςφορμαλισμός της ΓΜΥΔ προσαρμόζεται για την περιγραφή συστημάτων με συνεχή χωρική συμμετρία καθώς η τρισδιάστατη αγκύλη Poisson ανάγεται στην αντίστοιχη ελικοειδώς συμμετρική αγκύλη. Η ελικοειδής συμμετρία αποτελεί μία γενικευμένη περίπτωση η οποία περιέχει τόσο τη μεταφορική όσο και την αξονική συμμετρία ως υποπεριπτώσεις. Η τελευταία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μελέτη του πλάσματος σε τοροειδή συστήματα μαγνητικού περιορισμού, όπως το Tokamak, αλλά και του αστροφυσικού πλάσματος. Μέσω της ελικοειδώς συμμετρικής αγκύλης υπολογίζουμε τα αντίστοιχα συναρτησιακά Casimir, τα οποία μετατίθενται με κάθε αυθαίρετο συναρτησιακό των δυναμικών μεταβλητών και ως εκ τούτου αποτελούν αναλλοίωτες ποσότητες. Τα Casimirs και το συναρτησιακό της Χαμιλτονιανής χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή της παραλλακτικής αρχής energy-Casimir απο την οποία προκύπτουν γενικευμένες εξισώσεις ισορροπίας που στη συνέχεια γράφονται στη μορφή ενός συστήματος τύπου Grad-Shafranov-Bernoulli. Επίσης μελετώνται ειδικές περιπτώσεις, όπως το αντίστοιχο αξονικά συμμετρικό σύστημα, για το οποίο παράγεται η συνθήκη ελλειπτικότητας. Επιπρόσθετα, αμελώντας την αδράνεια των ηλεκτρονίων υπολογίζουμε μια αριθμητική, αξονικά συμμετρική ισορροπία σε συνάρτηση με τους λεγόμενους βελτιωμένους τρόπους περιορισού που παρατηρούνται στο Tokamak. Όσον αφορά την ευστάθεια, στα πλαίσια της μη κανονικής Χαμιλτονιανής περιγραφής, εξάγουμε ικανές συνθήκες ευστάθειας χρησιμοποιώντας τόσο τη μέθοδο energy-Casimir όσο και τη μέθοδο των δυναμικά προσβάσιμων διαταραχών. Η πρώτη εφαρμόζεται για τη μελέτη της ευστάθειας ισορροπιών Tokamak με τοροειδή ροή, στο όριο της μαγνητοϋδροδυναμικής Hall. Επιπλέον, εφαρμόζοντας τη Λαγκρανζιανή περιγραφή για τη δυναμική των ρευστών παράγονται ικανά κριτήρια ευστάθειας, κάτω από Λαγκρανζιανές μετατοπίσεις, για το γενικό, οιονεί ουδέτερο μοντέλο δύο ρευστών και για τη μαγνητοϋδροδυναμική Hall. Τα χαρακτηριστικά της κάθε μεθόδου συζητούνται εμβριθώς. Τέλος, προτείνουμε μια εναλλακτική περιγραφή της ασυμπίεστης ΓΜΥΔ μέσω τριγραμμικών αγκυλών και μια ευρετική μέθοδο για την κατασκευή διδιάστατων δυναμικών μοντέλων επιβάλλοντας εκ των προτέρων τη διατήρηση της Χαμιλτονιανής και των αναλλοίωτων Casimir. 415 448 485 Μελέτη της βρεφονηπιακής παχυσαρκίας και συσχέτισή της με μέταλλα και διατροφικές συνήθειες Introduction: Obesity constitutes the base of numerous important problems on young people’s physical and mental health, having its roots in childhood. Its prevalence remains in high levels both in developed and developing countries. The current way of life plays the basic role in its occurrence and affects children’s dietary patterns and their food choices. The bad eating habits and the increasing intake of calories may have harmful consequences on their health, especially when they take place during infancy and childhood. A child’s growing may be affected by the environment in which it is raised, while its dietary exposure to toxic and non-toxic metals, can reduce the intake of nutritional substances and disrupt the human’s body balance. Purpose: The aim of this thesis was to investigate the influence of eating habits resulting in the appearance of obesity during infancy. An additional aim was the evaluation of overweight and obese children, as well as, the study on children’s lifestyle which may contribute to the appearance of being overweight and obese. Also, the purpose of this thesis was the investigation of metal’s concentration in a child’s body and its influence on a child’s weight. Materials – Methods: The sample include 178 infants. The information was gathered by questionnaires completed by parents and children’s educators, through which demographic and anthropometric data was evaluated, but also the eating and mealtime habits both of children and their families. The influence of nutritional factors on children’s BMI was also studied as well as their parent’s perception on their diet and weight. Moreover, samples of children’s hair, were collected, which were analyzed in order to study the concentration of metals in their body, and its influence on their health and weight. Results: On the whole, 20,37% and 3,7% of the children in this study, were overweight and obese respectively. The children who had an increasing body weight from the first year of their life tended to maintain it at high levels, in the following years. The factors which seemed to affect the possibility of being obese and overweight, were the consumption of meals at fast food restaurants, the consumption of food while watching TV and the lack of physical exercise. It was concluded that parents had a misconception about their children’s body weight and eating habits. The majority of the children displayed a lack of zinc and copper, while the rest of the metals were detected in normal amounts. There was no relevance between children’s BMI and metal’s rate. Conclusions: It was concluded that the some eating habits may affects children’s weight increase. Furthermore, parent’s misconception about their children’s diet and weight constitutes a preventive factor for the prevention and cure of the obese and overweight. Εισαγωγή: Η παχυσαρκία αποτελεί το υπόβαθρο πολλών και σημαντικών προβλημάτων για τη σωματική και την ψυχική υγεία των νέων κι έχει τις ρίζες της στην παιδική ηλικία. Ο επιπολασμός της εξακολουθεί να παραμένει σε υψηλά επίπεδα, τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Βασικό ρόλο στην εμφάνισή της διαδραματίζει ο σύγχρονος τρόπος ζωής, που επηρεάζει τα διατροφικά πρότυπα και τις διατροφικές επιλογές των παιδιών. Η κακής ποιότητας διατροφή και η αυξανόμενη πρόσληψη θερμίδων μπορεί να έχουν επιβλαβείς επιπτώσεις στην υγεία, ιδιαίτερα όταν αυτές λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια της βρεφικής και της παιδικής ηλικίας. Το αναπτυσσόμενο σώμα του παιδιού μπορεί επίσης να επηρεάζεται από το περιβάλλον στο οποίο ζει και τη διατροφική του έκθεση σε τοξικά και μη τοξικά μέταλλα που μπορούν να μειώσουν την πρόσληψη θρεπτικών συστατικών και να διαταράξουν την ισορροπία του οργανισμού. Σκοπός: Η διερεύνηση της επίδρασης των διατροφικών συνηθειών στην εμφάνιση της παχυσαρκίας σε βρέφη και νήπια. Επιπρόσθετοι στόχοι ήταν η εκτίμηση του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας και η μελέτη των συνηθειών του τρόπου ζωής των παιδιών που μπορούν συμβάλλουν στην εμφάνιση υπέρβαρου και παχυσαρκίας. Επίσης, στόχος της παρούσας διδακτορικής διατριβής ήταν η διερεύνηση των συγκεντρώσεων των μετάλλων στον παιδικό οργανισμό και η επίδρασή τους στο σωματικό βάρος των παιδιών. Υλικά-Μέθοδοι: Το δείγμα μας περιελάμβανε 178 παιδιά βρεφικής και νηπιακής ηλικίας. Οι πληροφορίες συλλέχτηκαν από ερωτηματολόγια που συμπληρώθηκαν από τους γονείς και τους παιδαγωγούς των παιδιών, βάσει των οποίων αξιολογήθηκαν τα δημογραφικά και τα ανθρωπομετρικά δεδομένα, αλλά και οι διατροφικές και οι γευματικές συνήθειες των παιδιών και των οικογενειών τους. Διερευνήθηκε η επίδραση των διατροφικών παραγόντων στο ΔΜΣ των παιδιών, καθώς και η γονεϊκή αντίληψη για τη διατροφή και το σωματικό τους βάρος. Επιπλέον, συλλέχτηκε δείγμα μαλλιών από τα παιδιά που αναλύθηκε, προκειμένου να διερευνηθούν οι συγκεντρώσεις μετάλλων στον οργανισμό τους και η επίδραση στην υγεία και το σωματικό τους βάρος. Αποτελέσματα: Συνολικά το 20,37% και 3,7% των παιδιών της μελέτης μας ήταν υπέρβαρα και παχύσαρκα αντίστοιχα. Τα παιδιά που είχαν αυξημένο σωματικό βάρος τον πρώτο χρόνο της ζωής τους, έτειναν να το διατηρούν σε υψηλά επίπεδα και στα μετέπειτα χρόνια. Οι παράγοντες που φάνηκαν να επηρεάζουν την πιθανότητα εμφάνισης υπέρβαρου και παχυσαρκίας ήταν η κατανάλωση γευμάτων εκτός σπιτιού, κυρίως σε γυροπωλεία και ταχυφαγεία, η κατανάλωση φαγητού ταυτόχρονα με την παρακολούθηση τηλεόρασης και η μειωμένη σωματική δραστηριότητα. Διαπιστώθηκε ότι οι γονείς είχαν εσφαλμένη αντίληψη για το σωματικό βάρος και για τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών τους. Η πλειοψηφία των παιδιών παρουσίασε έλλειψη ψευδαργύρου και χαλκού, ενώ τα υπόλοιπα μέταλλα ανιχνεύτηκαν εντός των φυσιολογικών τιμών. Δεν διαπιστώθηκε συσχέτιση των τιμών των μετάλλων με το ΔΜΣ των παιδιών. Συμπεράσματα: Διαπιστώθηκε ότι ορισμένες διατροφικές συνήθειες μπορεί να επηρεάσουν την αύξηση του σωματικού βάρους των παιδιών. Επιπρόσθετα, η λανθασμένη αντίληψη των γονέων για τη διατροφή και το σωματικό βάρος των παιδιών τους αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στην αντιμετώπιση του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας. 416 458 434 The subject of the present postgraduate thesis is the creation of a new nanocomposite material consisting of a polymeric polystyrene matrix and a reinforcing phase based on silica with the aim to improve the properties of the polystyrene matrix (enhancement of mechanical performance, improvement of barrier properties, etc). Two types of mesoporous silica with different pore size were used (SBA-15 and MCF). For the improvement of the interaction between the nano reinforcement and the polystyrene matrix two approaches were followed a) modification of the polystyrene matrix with Poly(styrene-co-maleic anhydride) (PScoMA) and b) modification of the MCF with surface active compounds (Amino and Phenyl). The incorporation of the mesoporous silica in the polystyrene matrix for the creation of the nanocomposite materials was achieved through melt extrusion using a twin screw extruder. Initial experiments were conducted in order to find the appropriate processing conditions for the creation of the materials (temperature and rotational speed in the twin screw extruder). These experiments concluded that optimal processing conditions are 170°C and 50 rpm. Subsequently the created material was pressed using a thermomechanical press for the production of films. Films were characterized using Xray diffraction, tensile test and water vapor permeability in order to study the effect of mesoporous silica on the structure, mechanical and barrier properties of the created materials. Four different contents of mesoporous silica were added in the polystyrene matrix, i.e. 0.5, 1, 3 and 5 wt. %. Two groups of materials were created a) the first group contained non modified matrix - modified reinforcement and b) the second group examined materials with modified matrix - non modified reinforcement. XRD results revealed that silica is better incorporated in the polystyrene matrix at low contents (up to 1 wt. %), while it was demonstrated that the type of mesoporous silica as well as the interface between silica/polystyerene (controlled via silica or via matrix modification) play a significant role on the obtained morphology. Tensile tests revealed that low contents of mesoporous silica (0.5 and 1 wt. %) resulted in enhanced Young’s Modulus in most systems. Nevertheless, the addition of silica deteriorated the strength and stain at break of the tested nanocomposites, possibly due to agglomeration issues and/or inferior dispersion of silica in the polystyrene matrix. Surface modification of MCF silica with 8 Phenyl resulted in enhanced modulus, strength and strain at break at 1 wt. % content. Another successful combination was PScoMa with unmodified MCF at 3 wt. % content. Water vapor permeability was inferior in most nanocomposites compared with that of neat polystyrene. However, polystyrene / MCF Phenyl 1 wt. % and PScoMa / MCF 3 wt. % which presented optimal mechanical properties showed also adequate permeability (similar or improved compared to neat polystyrene) and can be suggested for further use. Αντικείμενο της παρούσας μεταπτυχιακής διατριβής είναι η δημιουργία ενός νέου νανοσύνθετου υλικού που αποτελείται από πολυμερική μήτρα πολυστυρενίου και ενισχυτική φάση διοξειδίου του πυριτίου ή πυριτίας (silica) με στόχο τη βελτίωση των ιδιοτήτων της πολυμερικής μήτρας (ενίσχυση μηχανικής απόκρισης, μείωση διαπερατότητας κλπ). Χρησιμοποιήθηκαν δύο τύποι μεσοπορώδους πυριτίας με διαφορετικό μέγεθος πόρου (SBA και MCF). Για την βελτίωση της πρόσφυσης της νανοενίσχυσης με την πολυμερική μήτρα χρησιμοποιήθηκαν δύο προσεγγίσεις: α) τροποποίηση της πολυμερικής μήτρας με μηλεϊνικό ανυδρίτη (τροποποιημένο πολυ(στυρένιο-συν-μηλεϊνικού ανυδρίτη) - Poly(styrene-co-maleic anhydride) (PScoMA)) και β) επιφανειακή τροποποίηση της νανοενίσχυσης MCF με επιφανειοδραστικές ουσίες (Amino και Phenyl). Η προσθήκη της μεσοπορώδους πυριτίας στη μήτρα πολυστυρενίου προς δημιουργία νανοσύνθετου έγινε με την τεχνική της εξώθησης τήγματος με χρήση εξωθητή διπλού κοχλία. Προηγήθηκε πειραματική διαδικασία για την εύρεση των κατάλληλων συνθηκών δημιουργίας των υλικών (θερμοκρασία και στροφές/λεπτό στον διπλοκόχλιο εκβολέα), όπου έδειξε βέλτιστες συνθήκες τις 170°C και 50 στροφές/λεπτό. Στη συνέχεια το παραχθέν υλικό μορφοποιήθηκε στη μορφή φιλμ με τη βοήθεια θερμοπρέσας. Για τον χαρακτηρισμό των υλικών πραγματοποιήθηκε μελέτη της δομής με την μέθοδο περίθλασης ακτίνων-Χ, μέτρηση των μηχανικών ιδιοτήτων και καθορισμός της διαπερατότητας των υλικών σε υγρασία. Η προσθήκη πυριτίας στην μήτρα πολυστυρενίου έγινε σε τέσσερα διαφορετικά ποσοστά 0.5%, 1%, 3% και 5% κ.β.. Δημιουργήθηκαν δύο ομάδες υλικών α) μη τροποποιημένη μήτρα - τροποποιημένη ενίσχυση και β) τροποποιημένη μήτρα – μη τροποποιημένη ενίσχυση. Τα αποτελέσματα XRD κατέδειξαν ότι η πυριτία ενσωματώνεται καλύτερα στη μήτρα πολυστυρενίου όταν το ποσοστό ενίσχυσης είναι μικρό (μέχρι 1% κ.β.) ενώ φάνηκε και η σημαντική επίδραση του τύπου της πυριτίας και της τροποποίησης της διεπιφάνειας πυριτίας/πολυστυρενίου (είτε της πυριτίας είτε της μήτρας) στην δομή και οργάνωση των νανοσύνθετων πολυστυρενίου. Τα αποτελέσματα των μηχανικών ιδιοτήτων έδειξαν ότι σε μικρά ποσοστά 0.5% και 1% υπήρξε σημαντική αύξηση του μέτρου ελαστικότητας Ε για τους περισσότερους συνδυασμούς υλικών που εξετάστηκαν. Παρόλα αυτά η προσθήκη πυριτίας οδήγησε 6 στα περισσότερα συστήματα σε μείωση της αντοχής σε εφελκυσμό και της παραμόρφωσης σε θραύση πιθανόν λόγω συσσωμάτωσης των νανοσωματιδίων και όχι καλής διασποράς τους στο πολυμερές. Η επιφανειακή τροποποίηση με Phenyl της MCF πυριτίας οδήγησε σε βελτίωση όλων των μηχανικών ιδιοτήτων για ποσοστό ενίσχυσης 1% κ.β.. Επίσης ο συνδυασμός τροποποιημένου πολυστυρενίου και MCF σε ποσοστό ενίσχυσης 3% κ.β. οδήγησε σε βελτιωμένη δυσκαμψία και διατήρηση της αντοχής και παραμόρφωσης στην θραύση σε σχέση με το μητρικό υλικό. Η προσθήκη της πυριτίας οδήγησε συνολικά σε αύξηση της διαπερατότητας σε υγρασία σε σχέση με τα μητρικά υλικά. Παρόλα αυτά τα συστήματα πολυστυρένιο / MCF Phenyl 1% κ.β. και τροποποιημένο πολυστυρένιο / MCF 3% κ.β. που παρουσίασαν τις βέλτιστες μηχανικές ιδιότητες παρουσίασαν επίσης διατήρηση ή και βελτιωμένη διαπερατότητα και προκρίνονται για περαιτέρω χρήση. 417 642 598 Analytical, kinetic methods and structural studies for elucidation of specific biotechnological applications of proteolytic enzymes in free and in immobilized form Αναλυτικές, κινητικές μέθοδοι και δομικές μελέτες για την διερεύνηση εξειδικευμένων βιοτεχνολογικών εφαρμογών πρωτεολυτικών ενζύμων σε ελεύθερη και ακινητοποιημένη μορφή Proteases found a wide application in various areas, such as biotechnology, food production, animal feed, pharmaceuticals and cosmetics, etc., being important research tools for development. Thus, the elucidation of their mechanism of action and its correlation with their structure, i.e. the ways of interacting with their ligand molecules (substrates, inhibitors, etc.), apart from a research interest, are prerequisites in using these enzymes in specific biotechnological and other applications. In this dissertation analytical, kinetic and structural/computational methodologies were employed targeting on the investigation of specialized biotechnological applications of two proteases, the porcine pancreatic elastase (PPE), and the rennin from Rhizomucor pusillus (MPR).The mechanism of reversible inhibition of PPE was investigated for first time using Trifluor-acetyl-dipeptidyl-p-trifluor-anilides, where in addition to the potential design of remedy derivatives counter to the pathogenesis of emphysema, they have decisively contributed to the investigation of enzyme-substrate interactions and the design and synthesis of important substrates of other proteases useful in biotechnological applications. The hydrolysis of substrate Suc-AAA-pNA by the PPE has been thoroughly analyzed using kinetic methodologies in presence and absence of reversible inhibitors of the general type CF3C(O)-ΧA-NHPh-p-CF3 (where Χ={K,V,D}), and additionally computer simulations were performed to study the PPE/reversible inhibitors’ interactions.The results showed that although the hydrolysis of Suc-ΑΑΑ-pΝΑ by PPE in the absence of reversible inhibitors proceeds via a virtual transition state comprising a minor physical step and a major chemical step, where two stabilized reactant states precede the dominant acyl-enzyme, however the same hydrolytic reaction, in presence of the reversible inhibitors, proceeds without the formation of a virtual transition state, thus showing a different type of catalysis, which is performed through a structurally modified PPE-molecule. Finally, a novel detailed mechanism of the reversible inhibition of PPE is suggested.MPR is a well promising substitute of bovine chymosin, with a worldwide increasing use. Therefore, the development of an automatic and sensitive method of quantitative determination of the MPR activity, in free as well as in immobilized form, along with the elucidation of its mechanism of action are a challenge for a widespread use of MPR in industrial cheese production. The absence of a analytically robust substrate, to be used for the quantitative determination of the MPR activity was a problem. The already existing substrates did provide neither reliable quantitative determinations of the MPR activity, nor the possibility of investigating its mechanism of action, due to errors of indirect, non-automated measurements that allowed.Consequently, the design of fluorimetric peptide substrates was chosen, where during their hydrolysis a Fluorescence Resonance Energy Transfer occurs due to a Förster resonance (FRET-peptides). By employing computational simulation techniques, the binding interactions of a series of potential FRET-substrates onto the active site of MPR were determined, and the stability of the formed MPR/FRET-peptide complexes was examined. In this way, they were chosen these substrates with the requisite characteristics; it was followed the stepwise synthesis of the FRET-substrates in liquid phase (Fmoc/Butyl) by means of the mixed anhydride method.By based on the fluorescence emission spectra (max. λem = 415 nm) recorded during the hydrolysis reactions of four synthesized FRET-substrates by MPR, it was shown that only three of them, the Abz-GFY-pNA, Abz-SFY-pNA and Abz-GFI-pNA should be further considered. The kinetic studies, by the use of the abovementioned FRET-substrates showed that the Abz-GFY-pNA possesses the required characteristics, i.e. high specificity and sensitivity. Therefore, a novel automated and statistically robust method has been developed for the quantitative determination of the MPR activity, in free as well as in immobilized form, by based on the fluorescence intensity variation (λem = 415 nm, λex = 340 nm) during the hydrolysis of Abz-GFY-pNA; likewise, a new mechanism of action was proposed, which highlights some key-features of the catalytic action of MPR, which could be also assigned to other aspartic proteases. Οι πρωτεάσες έχουν ευρεία εφαρμογή σε διάφορους τομείς, όπως η βιοτεχνολογία, η παραγωγή τροφίμων, οι ζωωτροφές, τα φάρμακα και τα καλλυντικά κ.α., αποτελώντας σημαντικά εργαλεία έρευνας με σκοπό την ανάπτυξη. Έτσι, η αποσαφήνιση του μηχανισμού δράσης τους και η συσχέτισή της με την δομή τους, δηλαδή οι τρόποι αλληλεπίδρασης τους με τα μόρια των υποκαταστατών τους (υποστρώματα, αναστολείς, κ.λ.π.), εκτός από το ερευνητικό τους ενδιαφέρον, είναι προαπαιτούμενα για την χρήση των ενζύμων αυτών σε εξειδικευμένες βιοτεχνολογικές και άλλες εφαρμογές. Στην παρούσα διατριβή χρησιμοποιήθηκαν αναλυτικές, κινητικές και δομικές/υπολογιστικές μεθοδολογίες για την διερεύνηση εξειδικευμένων βιοτεχνολογικών εφαρμογών δύο πρωτεολυτικών ενζύμων, της παγκρεατικής ελαστάσης χοίρου (PPE) και της ρεννίνης από τον μικροοργανισμό Rhizomucor pusillus (MPR).Διερευνήθηκε για πρώτη φορά ο μηχανισμός της αντιστρεπτής αναστολής της PPE από Τριφθορο-ακετυλ-διπεπτιδικά-π-τριφθορο-ανιλίδια, που εκτός τον πιθανό μελλοντικό σχεδιασμό παραγώγων κατά της παθογένεσης του εμφυσήματος, συνέτεινε αποφασιστικά στην διερεύνηση αλληλεπιδράσεων τύπου ενζύμου-υποστρώματος και από αυτές στον σχεδιασμό και την σύνθεση σημαντικών υποστρωμάτων άλλων πρωτεασών, χρήσιμων σε βιοτεχνολογικές εφαρμογές. Αναλύθηκε διεξοδικά, με εφαρμογή κινητικών μεθοδολογιών, η υδρόλυση του υποστρώματος Suc-AAA-pNA από την PPE παρουσία και απουσία αντιστρεπτών ενζυμικών αναστολέων του τύπου CF3C(O)-ΧA-NHPh-p-CF3 (όπου Χ={K,V,D}) και πραγματοποιήθηκαν, επίσης, υπολογιστικές προσομοιώσεις για μελέτη των αλληλεπιδράσεων μεταξύ PPE και των αντιστρεπτών αυτών αναστολέων.Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ενώ η υδρόλυση του Suc-ΑΑΑ-pΝΑ από την ΡΡΕ, απουσία αντιστρεπτών αναστολέων, προχωρά μέσω μίας εικονικής μεταβατικής κατάστασης που περιλαμβάνει ένα ελάσσον φυσικό κι ένα κυρίαρχο χημικό στάδιο με δύο σταθεροποιημένες καταστάσεις αντιδρώντων να προηγούνται του κυρίαρχου ακυλο-ενζύμου, ωστόσο η ίδια υδρολυτική αντίδραση, παρουσία των αντιστρεπτών αναστολέων, αποδείχθηκε ότι προχωρά με απουσία εικονικής μεταβατικής κατάστασης, υποδεικνύοντας έτσι έναν διαφορετικό τρόπο κατάλυσης, η οποία πραγματοποιείται μέσω ενός τροποποιημένου δομικά ενζυμικού μορίου. Ως τελικό συμπέρασμα προτείνεται ένας νέος και λεπτομερής μηχανισμός αντιστρεπτής αναστολής της PPE.Η MPR είναι ένα πολλά υποσχόμενο υποκατάστατο της βοοειδούς χυμοσίνης, με αυξανόμενη χρήση, παγκοσμίως. Έτσι, η ανάπτυξη μιας αυτοματοποιημένης και ευαίσθητης μεθόδου προσδιορισμού δραστικότητας της MPR, σε ελεύθερη και ακινητοποιημενη μορφή και η αποσαφήνιση του μηχανισμού δράσης της αποτελούν πρόκληση για την ευρεία χρήση της στην βιομηχανική παραγωγή τυριού. Η απουσία ευαίσθητου και αναλυτικά αξιόπιστου υποστρώματος για ποσοτικό προσδιορισμό της δραστικότητας της MPR αποτελούσε πρόβλημα. Τα υπάρχοντα υποστρώματα δεν προσέφεραν αξιόπιστους ποσοτικούς προσδιορισμούς της δραστικότητας της MPR, ούτε δυνατότητα διερεύνησης του μηχανισμού δράσης της, λόγω σφαλμάτων των εμμέσων, μη αυτοματοποιημένων μετρήσεων, που αυτά επέτρεπαν.Έτσι επιλέχθηκε ο σχεδιασμός φθορισμομετρικών πεπτιδικών υποστρωμάτων, όπου κατά την υδρόλυσή τους λαμβάνει χώρα μεταφορά ενέργειας λόγω συντονισμού κατά Förster (FRET-πεπτίδια). Με χρήση υπολογιστικών τεχνικών προσομοίωσης προσδιορίστηκαν οι αλληλεπιδράσεις κατά την πρόσδεση μιας σειράς πιθανών FRET-πεπτιδικών υποστρωμάτων στην ενεργό περιοχή της MPR και εξετάστηκε η σταθερότητα των σχηματιζόμενων συμπλόκων MPR/FRET-πεπτιδίων. Από αυτά επιλέχθηκαν υποστρώματα που δίεθεταν τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά και ακολούθησε σταδιακή σύνθεση των FRET-πεπτιδικών υποστρωμάτων σε υγρή φάση (Fmoc/Butyl) με την μεθοδολογία των μεικτών ανυδριτών. Από τα φάσματα εκπομπής φθορισμού για την αντίδραση της υδρόλυσης τεσσάρων συντεθέντων FRET-πεπτιδίων από την ΜPR, προέκυψε ότι μόνο τρία από αυτά, τα Abz-GFY-pNA, Abz-SFY-pNA και Abz-GFI-pNA, παρουσίασαν φθορισμό με μέγιστο λem = 415 nm και επομένως συνιστούν υποστρώματα της MPR. Οι κινητικές μελέτες με τα τρία προαναφερθέντα FRET-πεπτιδικά υποστρώματα έδειξαν ότι το Abz-GFY-pNA διαθέτει τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά δηλαδή υψηλή εξειδίκευση κι ευαισθησία. Έτσι, αναπτύχθηκε μια νέα αυτοματοποιημένη και στατιστικά ισχυρή μέθοδος προσδιορισμού δραστικότητας της MPR σε ελεύθερη και ακινητοποιημένη μορφή, βασισμένη στην μεταβολή της έντασης του φθορισμού (λem = 415 nm, λex = 340 nm) κατά την υδρόλυση του υποστρώματος Abz-GFY-pNA, αλλά και πρoτάθηκε ένας νέος μηχανισμός, που διαφωτίζει αρκετά σημεία-κλειδιά της δράσης της MPR και που ενδεχομένως να μπορεί να αντιστοιχηθεί και σε άλλες ασπαρτικοπρωτεϊνάσες. 418 511 513 Vibrational and dynamic coupling of molecules to methyl acetate-ethanol solutions by vibrational and acoustic spectroscopy and simulations Δονητική και δυναμική σύζευξη μορίων σε διαλύματα οξικού μεθυλεστέρα-αιθανόλης μέσω δονητικών και ακουστικών φασματοσκοπιών και προσομοιώσεων In this work, we present the study of the binary methyl acetate – ethanol system. Using the ultrasonic pulse-echo technique, the speed of sound and the relaxation process parameters of the samples were calculated, while the dynamics of the system were studied using the ultrasonically induced birefringence technique. Additionally, the vibrational Raman and IR spectroscopies were employed in order to study two specific vibrations of the methyl acetate molecules. Furthermore, a series of measurements of other additional physical properties of the solutions were conducted, with the results coming to an agreement with the corresponding acoustical and vibrational findings. Finally, a series of theoretical calculations were performed (calculation of theoretical parameters, quantum-mechanical calculations and simulation of the ultrasonic pulse-echo experiment), which provided results that are close to the corresponding experimental results. The ultrasonic measurements were mainly focused on the temperature dependence of the ultrasonic relaxation for the temperature range of 20 – 40 oC and the frequency range of 1 – 50 MHz. It was concluded that in the studied solutions only a single relaxation process occurs. Using the temperature dependence of the ultrasonic relaxation parameters, the activation enthalpy and the energy gap were calculated between the two isomers of the methyl acetate. Additionally, the quantum-mechanical calculations accurately confirmed the experimental energy values. The vibrational spectroscopy study was mainly focused on two stretching modes of the methyl acetate molecule. For each stretching mode, two bands were recorded. It was suggested that there are two kinds of methyl acetate groups that coexist in the solutions, the “free” which exist in the bulk material and the “solution” molecules that interact with the ethanol molecules. Additionally, the dynamics of the system were studied and the respective dephasing times for each solution were calculated. Finally, a series of measurements of the physical properties was performed for all the solutions. The results exhibit an analogous change below and above the 0.6 volume fraction of methyl acetate in the solutions. The ultrasonically induced birefringence of the solutions was studied with the results confirming the existence of a single relaxation process, while the corresponding relaxation times exhibited a characteristic change below and above the 0.6 volume fraction of methyl acetate, a solution where other properties exhibit a characteristic change as well. Two theoretical quantities were calculated, the Kirkwood factor and the Q parameter, both of which also presented a change below and above the 0.6 volume fraction, confirming the experimental results. In order to evaluate the experimental results, a series of simulations of the pulse-echo experiments were conducted by employing the appropriate electrical circuits. By inserting parameters describing the actual experimental setup, the values of speed of sound, the attenuation factor and the characteristic frequency of the relaxation process were calculated for every solution directly from the simulations. The simulation model was able to successfully predict the trend of the experimental results both qualitatively and quantitatively. The success of the simulation model is promising for complementary analysis of the relevant experimental results. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζεται η μελέτη του δυαδικού συστήματος οξικού μεθυλεστέρα – αιθανόλης. Το σύστημα μελετήθηκε χρησιμοποιώντας την υπερηχητική τεχνική pulse-echo για τον προσδιορισμό της ταχύτητας διάδοσης του ήχου και των παραμέτρων των διαδικασιών χαλάρωσης/αποκατάστασης στα διαλύματα, αλλά και μέσω του φαινομένου της υπερηχητικά επαγόμενης διπλοθλαστικότητας προκειμένου να μελετηθεί η δυναμική του συστήματος. Παράλληλα με τις υπερηχητικές μετρήσεις, έγινε χρήση των δονητικών φασματοσκοπικών τεχνικών Raman και IR, όπου μελετήθηκε η συμπεριφορά δύο δονήσεων του μορίου του οξικού μεθυλεστέρα. Πέραν αυτών, μια σειρά από μετρήσεις των φυσικών ιδιοτήτων των διαλυμάτων παρείχε αποτελέσματα τα οποία βρίσκονται σε συμφωνία με τα υπερηχητικά και δονητικά αποτελέσματα. Τέλος, πραγματοποιήθηκε πλήθος θεωρητικών υπολογισμών (υπολογισμός θεωρητικών παραμέτρων, κβαντομηχανικοί υπολογισμοί και προσομοίωση του υπερηχητικού πειράματος), οι οποίοι έδωσαν αποτελέσματα που συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό με τα αντίστοιχα πειραματικά. Οι υπερηχητικές μετρήσεις επικεντρώθηκαν στη θερμοκρασιακή εξάρτηση της υπερηχητικής χαλάρωσης για εύρος θερμοκρασιών 20 - 40 oC και εύρος συχνοτήτων 1 - 50 MHz. Βρέθηκε πως στα διαλύματα που εξετάστηκαν, υπάρχει μια απλή διαδικασία χαλάρωσης/αποκατάστασης, ενώ από τη θερμοκρασιακή εξάρτηση υπολογίστηκαν η ενθαλπία ενεργοποίησης και η μεταβολή της ενθαλπίας ανάμεσα στις δύο ισομερείς μορφές του μορίου του οξικού μεθυλεστέρα. Παράλληλα, κβαντομηχανικοί υπολογισμοί επιβεβαίωσαν τις πειραματικές τιμές της ενθαλπίας ενεργοποίησης και μεταβολής της ενθαλπίας με ικανοποιητική ακρίβεια. Οι μετρήσεις των δονητικών φασματοσκοπικών τεχνικών επικεντρώθηκαν κυρίως σε δύο δονήσεις τάσης του μορίου του οξικού μεθυλεστέρα. Βρέθηκε πως για κάθε μία από τις δύο δονήσεις που μελετήθηκαν, εμφανίζονται 2 κορυφές. Η ερμηνεία που δόθηκε είναι πως εντός των διαλυμάτων εμφανίζονται να συνυπάρχουν δύο είδη μορίων οξικού μεθυλεστέρα, τα λεγόμενα «ελευθέρα», τα οποία δεν είναι παρά μόρια οξικού μεθυλεστέρα και τα «διαλυτοποιημένα», δηλαδή μόρια οξικού μεθυλεστέρα τα οποία αλληλεπιδρούν ισχυρά με τα μόρια της αιθανόλης. Μελετήθηκε επίσης και η δυναμική του συστήματος και υπολογίστηκαν οι αντίστοιχοι χαρακτηριστικοί χρόνοι της διαδικασίας δονητικής αποκατάστασης (dephasing) για το σύνολο των διαλυμάτων. Τέλος, έγινε μέτρηση των φυσικών ιδιοτήτων των διαλυμάτων. Το σύνολο των δεδομένων παρουσίασε κάποιου είδους μεταβολή κοντά στο σημείο κλάσματος όγκου φ=0.6. Μελετήθηκε επίσης η υπερηχητικά επαγόμενη διπλοθλαστικότητα που παρουσίασαν τα διαλύματα. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν την ύπαρξη μιας απλής διαδικασίας χαλάρωσης/αποκατάστασης, ενώ οι αντίστοιχοι χαρακτηριστικοί χρόνοι που οφείλονται στη διευθέτηση των μορίων παρουσίασαν μεταβολή στο ρυθμό τους κοντά στο διάλυμα με φ=0.6, σημείο μεταβολής και άλλων ιδιοτήτων. Υπολογίστηκαν επίσης δύο θεωρητικές ποσότητες, ο παράγοντας Kirkwood και η παράμετρος Q, οι οποίες επίσης παρουσίασαν μεταβολή των τιμών τους κοντά στο σημείο φ=0.6, παρέχοντας μια επιπλέον επιβεβαίωση των πειραματικών δεδομένων. Ως μια μέθοδος επιβεβαίωσης των πειραματικών δεδομένων, πραγματοποιήθηκε μια σειρά από προσομοιώσεις των πειραμάτων pulse-echo, χρησιμοποιώντας τα σχετικά ηλεκτρικά κυκλώματα. Εισάγοντας παραμέτρους της πειραματικής διάταξης ως τιμές ορισμού στοιχείων του κυκλώματος, υπολογίστηκαν οι τιμές της ταχύτητας διάδοσης του ήχου, ο συντελεστής απόσβεσης και η χαρακτηριστική συχνότητα συντονισμού κάθε διαλύματος. Το μοντέλο προσομοίωσης της pulse-echo διάταξης κατάφερε να προβλέψει την τάση των πειραματικών δεδομένων ικανοποιητικά, ενώ στην περίπτωση της ταχύτητας διάδοσης του ήχου, ήταν ιδιαίτερα ακριβές και στον υπολογισμό των τιμών. Η επιτυχία υπολογισμού του μοντέλου είναι ελπιδοφόρα για τη χρήση των προσομοιώσεων συμπληρωματικά των πειραμάτων. 419 1276 1391 Resource allocation and visual quality estimation for wireless video transmission Κατανομή πόρων και εκτίμηση της οπτικής ποιότητας σε ασύρματη μετάδοση βίντεο Providing the desired Quality of Service (QoS) as well as the maximum Quality of Experience (QoE) or improving the efficiency of H.264/AVC video transmissions over wireless networks presents several challenges due to the characteristics of wireless networks, such as limited bandwidth, time-varying channel conditions, heterogeneous users, etc. In such networks, data are transmitted via the wireless radiomedium, which is a shared medium over which many users compete for resources. Due to the existence of many users, it is important to allocate resources in a fair manner among them. Resource allocation is applied under various network infrastructures such as cellular networks, relay channels, ultrawideband networks etc. In the present thesis, we restrict our attention to the problem of resource allocation over wireless Visual Sensor Networks (VSNs), which consist of spatially distributed video cameras that are capable of compressing and transmitting the video sequences they acquire. Our goal is to ameliorate the video quality that reaches the end-user through efficient resource management. Specifically, we consider a Direct-Sequence Code Division Multiple Access (DS-CDMA) VSN, which employs a cross-layer design, where each node has its individual requirements in compression bitrate and energy consumption, depending on the characteristics of the monitored scenes. The constraint that holds for each node of the network is that it has an available bitrate that can be shared between source and channel coding and an available power that can be used for video sensing, processing, and transmission. Hence, the source coding rates, channel coding rates and power levels are the parameters that should be optimally determined for each node, in an effort to tradeoff the video quality of the received videos and system’s efficacy. The source and channel coding rates can take discrete values, while for the power levels we assume both the cases of taking continuous and discrete values. In order to optimally and jointly allocate system resources to all nodes, we consider four optimization criteria. Two of them aim at video distortion minimization, while the rest seek for a distribution rule that offers fair utility allocations. The first one, called the Minimized Average Distortion (MAD), minimizes the overall average video distortion of the network, neglecting fairness among the nodes. The second criterion, called the Minimized Maximum Distortion (MMD), minimizes the maximum distortion among all nodes of the network, promoting a rather unbiased treatment of the nodes. Since the simultaneous maximization of the video qualities of all nodes is not possible, we also apply cooperative game theory. Specifically, we use the Nash Bargaining Solution (NBS) in order to pinpoint one of the infinite Pareto-optimal solutions, based on the stipulation that the solution should satisfy four fairness axioms. An additional solution extracted from the area of game theory that we utilize to the same problem of resource allocation is the Kalai-Smorodinsky Bargaining Solution (KSBS), which has also to comply with four fairness axioms, and is applied to non-convex utility spaces. For comparison purposes, we also employ a criterion that Maximizes the Total system Utility (MTU) achieved by all nodes of the network. Special attention is also given to the solution methodology followed by all explored optimization criteria. For the case where the power levels assume continuous values, we propose the use of the Particle Swarm Optimization (PSO) algorithm, which is a computational intelligence algorithm that draws inspiration from social dynamics. Also, we introduce a hybrid algorithm, denoted as Hybrid Particle Swarm Optimization Active Set (HPSOAS), which combines PSO with Active Set (AS) and aims at exploiting the benefits of the two aforementioned methods, thereby increasing efficiency. For comparison reasons, the performance of the Interior Point (IP) and Trust Region Reflective (TRR) methods is also evaluated to the same optimization problem, when all of the optimization criteria are used, except for the KSBS. The KSBS is found directly from the graphical representations of the utility sets, by following a geometric approach. In an effort to evaluate the results offered by each optimization criterion, we invoke four different fairness metrics: the first one considers both fairness and performance issues, and the second one measures the ‘‘equality’’ of a resource allocation (equal utilities for the nodes). The third metric computes the total system utility, while the last one computes the total power consumption of the nodes. Another piece of the current study is focused on the joint problem of Group Of Pictures (GOP) length determination during the encoding process along with the allocation of the nodes’ transmission parameters, where the objective function is indicated by the MAD, NBS and MTU optimization criteria. In this case, we have to tackle a purely discrete optimization problem as it results from the discrete source and channel coding rates and the discrete power levels for each node of the network. In this vein, we use the SARSA algorithm from the area of reinforcement learning. Since in video transmissions over lossy networks quality degradation is inevitable, a common practice is to ensure higher reliability of the crucial pieces of information through the application of Unequal Error Protection (UEP). Such a scenario is also conix sidered in our research, where based on the Cumulative Mean Squared Error (CMSE) we are able to prioritize the slices of the video sequences. In order to estimate the CMSE, we propose the use of the Least Absolute Shrinkage and Selection Operator (LASSO) regression method. A number of quality-relevant features are extracted from the H.264/AVC video sequences and are given as input to LASSO. Based on the estimated CMSE values, we group the video slices into four priority classes, we assign a different channel coding rate to each of them, and simulate a video transmission scenario over a noisy environment so as to investigate the performance of our proposed approach. In the last part of this thesis, we deal with the problem of perceptual video quality assessment. Particularly, we propose Reduced-Reference (RR) and No-Reference (NR) models so as estimate the quality of H.264/AVC video sequences, in terms of the Mean Opinion Score (MOS). A variety of perceptually-motivated features are examined to account for the impact of coding artifacts, packet losses, and video content characteristics. These features are employed for estimating video quality using the LASSO regression technique, which utilizes a subset of the input features, by selecting only those that have relatively higher impact on the process of video quality estimation. For comparison purposes, the Ordinary Least Squares (OLS) and the Ridge regression method combined with sequential Forward Feature Selection (FFS) are also applied. In addition, performance measures as recommended by Video Quality Experts Group (VQEG) are used in order to gauge the effectiveness of our proposed models. In order to estimate subjective video quality, we usually deal with a large number of features and a small sample set. Applying regression on complex datasets may lead to imprecise solutions due to possibly irrelevant or noisy features as well as the effect of overfitting. For this purpose, our research is extended to include a robust NR model that has a good generalization capability to unseen data, for videos that are impaired by both compression artifacts and packet losses. This model is able to improve the per-sequence MOS estimation accuracy, by following a frame-level MOS estimation approach, where the MOS estimate of a sequence is obtained by averaging the perframe MOS estimates, instead of performing regression directly at the sequence level. Since it is impractical to obtain the per-frame MOS ground truth through subjective experiments, we propose an objective metric able to do this task, which provides a reliable indicator for the quality of each frame of a video, offering an intuition about its individual contribution to the overall video quality score. Η παροχή της επιθυμητής ποιότητας των υπηρεσιών και της καλύτερης δυνατής ποιότητας της εμπειρίας του χρήστη ή ακόμη η ϐελτίωση της αποδοτικότητας των μεταδόσεων σε ασύρματα δίκτυα, ϐιντεοακολουθιών που έχουν κωδικοποιηθεί με το πρότυπο H.264/AVC, παρουσιάζουν αρκετές προκλήσεις εξαιτίας των χαρακτηριστικών αυτών των δικτύων, όπως για παράδειγμα το περιορισμένο εύρος Ϲώνης, οι χρονικά μεταβαλλόμενες συνθήκες του καναλιού, οι ετερογενείς χρήστες κτλ. Σε τέτοια δίκτυα, τα δεδομένα μεταφέρονται μέσω ενός ασύρματου, κοινόχρηστου μέσου, στο οποίο έχουν πρόσβαση πολλοί χρήστες. Οι χρήστες αυτοί προσπαθούν να επωφεληθούν όσο το δυνατόν περισσότερο από τους διαθέσι- μους πόρους του δικτύου και επομένως είναι απαραίτητο να κατανείμουμε δίκαια τους πόρους ανάμεσά τους. Η κατανομή πόρων είναι ένα πρόβλημα που συναντάται σε διάφορες υποδομές δικτύων όπως κυψελωτά δίκτυα, κανάλια με ενδιάμεσους, ϐοηθητικούς κόμβους, δίκτυα υπερευρείας Ϲώνης κ.α. Στην παρούσα διατριβή, εστιάζουμε στο πρόβλημα της κατανομής πόρων σε ασύρματα δίκτυα οπτικών αισθητήρων, τα οποία απαρτίζονται από κάμερες που ϐρίσκονται τοπο- ϑετημένες σε διάφορα σημεία και οι οποίες συμπιέζουν και μεταδίδουν τα ϐίντεο που καταγράφουν. Ο στόχος μας είναι να ϐελτιώσουμε την ποιότητα του ϐίντεο που ϐλέπει ο χρήστης, μέσω αποδοτικής διαχείρισης των πόρων του συστήματος. Συγκεκριμένα, ϑεωρούμε ένα δίκτυο οπτικών αισθητήρων πολλαπλής πρόσβασης με διαίρεση κωδίκων και χρήση άμεσης ακολουθίας, το οποίο χρησιμοποιεί ένα διαστρωματικό σχεδιασμό, όπου ο κάθε κόμβος του δικτύου έχει τις δικές του απαιτήσεις σε ϱυθμό bit για τη συμπίεση και σε ενέργεια (ισχύ), ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των σκηνών που καταγράφει. Ο ϱυθμός bit σε κάθε κόμβο του δικτύου ϑα πρέπει να μοιραστεί για την κωδικοποίηση της πηγής και του καναλιού, ενώ η διαθέσιμη ισχύς ϑα χρησιμοποιηθεί για την κατα- γραφή, επεξεργασία και μετάδοση των ϐιντεοακολουθιών. Επομένως, ο ϱυθμός κωδικοποί- ησης της πηγής, ο ϱυθμός κωδικοποίησης του καναλιού και η ισχύς αποτελούν τις παραμέτρους οι οποίες ϑα πρέπει να εκτιμηθούν ϐέλτιστα για κάθε κόμβο του δικτύου, έτσι ώστε να πετύχουμε το καλύτερο δυνατό ισοζύγιο μεταξύ της ποιότητας των λαμβανόμενων ϐιντεοακολουθιών και της απόδοσης του συστήματος. Οι ϱυθμοί κωδικοποίησης πηγής και καναλιού παίρνουν διακριτές τιμές, ενώ για τις ισχύς ϑεωρούμε δύο περιπτώσεις, ότι δηλαδή μπορούνε να πάρουνε και συνεχείς και διακριτές τιμές. Προκειμένου να κατανείμουμε ϐέλτιστα και από κοινού τους πόρους του συστήματος σε όλους τους κόμβους, ϑεωρούμε τέσσερα κριτήρια ϐελτιστοποίησης. Τα δύο από αυτά αποσκοπούν στην ελαχιστοποίηση της παραμόρφωσης του ϐίντεο, ενώ τα υπόλοιπα δύο αναζητούν έναν κανόνα που προσφέρει δίκαιες κατανομές πόρων για κάθε κόμβο. Πιο συγ- κεκριμένα, το πρώτο κριτήριο ελαχιστοποιεί τη μέση συνολική παραμόρφωση του δικτύου (MAD), αγνοώντας ϑέματα δικαιοσύνης ανάμεσα στους κόμβους. Το δεύτερο κριτήριο ελαχιστοποιεί τη μέγιστη παραμόρφωση ανάμεσα σε όλους τους κόμβους του δικτύου (MMD) και μεταχειρίζεται αμερόληπτα τους κόμβους. Επιπλέον, καθώς η ταυτόχρονη μεγιστοποίηση της ποιότητας των ϐίντεο όλων των κόμβων δεν είναι δυνατή, εφαρμόζουμε συνεργατική ϑεωρία διαπραγμάτευσης, χρησιμοποιώντας τη λύση διαπραγμάτευσης του Nash (NBS) προκειμένου να επιλέξουμε μία από τις άπειρες ϐέλτιστες κατά Pareto λύσεις, με την προϋπόθεση ότι ϑα πρέπει να ικανοποιούνται τέσσερα αξιώματα δικαιοσύνης. Ακόμη, στο ίδιο πρόβλημα χρησιμοποιούμε άλλη μία λύση από τη ϑεωρία παιγνίων, τη λύση διαπραγμάτευσης των Kalai-Smorodinsky (KSBS), η οποία ϑα πρέπει επίσης να ικανοποιεί τέσσερα αξιώματα δικαιοσύνης, και η οποία στην περίπτωσή μας εφαρμόζεται σε μη-κυρτούς χώρους ωφέλειας. Για λόγους σύγκρισης, χρησιμοποιούμε ακόμη ένα κριτήριο που μεγιστοποιεί τη συνολική ωφέλεια του συστήματος (MTU) που επιτυγχάνεται από όλους τους κόμβους του δικτύου. Ιδιαίτερη προσοχή δίνουμε επίσης στη μεθοδολογία που ακολουθείται για την εξεύρεση λύσης, χρησιμοποιώντας κάθε ένα από τα προαναφερθέντα κριτήρια. Στην περίπτωση που οι ισχύς παίρνουν συνεχείς τιμές, προτείνουμε τη χρήση του αλγορίθμου ϐελτιστοποίησης σμήνους σωματιδίων (PSO), ο οποίος είναι ένας αλγόριθμος υπολογιστικής νοημοσύνης εμπνευσμένος από τη ϕύση. Επίσης, εισάγουμε έναν υβριδικό αλγόριθμο, τον υβριδικό αλγόριθμο ϐελτιστοποίησης σμήνους σωματιδίων ενεργού συνόλου (HPSOAS), ο οποίος συνδυάζει τον αλγόριθμο PSO με τον αλγόριθμο ενεργού συνόλου (AS). Ο αλγόριθμος HPSOAS εκμεταλλεύεται τα πλεονεκτήματα και των δύο προαναφερθέντων αλγορίθμων κι επομένως πετυχαίνει καλύτερη απόδοση. Για λόγους σύγκρισης, αξιολογούμε την απόδοση των μεθόδων interior point (IP) και trust region reflective (TRR) στο ίδιο πρόβλημα ϐελτιστοποίησης, χρησιμοποιώντας καθένα από τα κριτήρια ϐελτιστοποίησης, εκτός από το KSBS, το οποίο υπολογίζεται απευθείας από τις γραφικές αναπαραστάσεις των συνόλων ωφέλειας, ακολουθώντας μία γεωμετρική προσέγγιση. Σε μια προσπάθεια να αξιολογήσουμε τα αποτελέσματα που προκύπτουν χρησιμοποιώντας κάθε κριτήριο ϐελτιστοποίησης, χρησι- μοποιούμε τέσσερις διαφορετικές μετρικές δικαιοσύνης. Η πρώτη από αυτές συνυπολογίζει ϑέματα δικαιοσύνης και απόδοσης, ενώ η δεύτερη μετράει την ‘ισότητα’ της κατανομής των πόρων (ίσες ωφέλειες για τους κόμβους). Η τρίτη μετρική υπολογίζει τη συνολική ωφέλεια του συστήματος και η τέταρτη τη συνολική κατανάλωση ενέργειας από τους κόμβους. ΄Ενα άλλο κομμάτι της τρέχουσας μελέτης εστιάζει στο πρόβλημα του καθορισμού του ϐέλτιστου μήκους της ομάδας των εικόνων (GOP) σε συνδυασμό με το πρόβλημα της κατανομής των πόρων στους κόμβους του δικτύου. Στην περίπτωση αυτή, η συνάρτηση ϐελτιστοποίησης υποδεικνύεται από τα κριτήρια MAD, NBS και MTU, όπου έχουμε να επιλύσουμε ένα διακριτό πρόβλημα που προκύπτει από τις διακριτές τιμές των ϱυθμών κωδικοποίησης πηγής και καναλιού καθώς επίσης και τις διακριτές τιμές των ισχύων. Για την επίλυση αυτού του προβλήματος χρησιμοποιούμε τον αλγόριθμο SARSA από την περιοχή της ενισχυτικής μάθησης. Καθώς κατά τις μεταδόσεις ϐίντεο σε απωλεστικά δίκτυα η υποβάθμιση της ποιότητας είναι αναπόφευκτη, μία κοινή πρακτική είναι να εξασφαλίζουμε υψηλότερη αξιοπιστία στα σημαντικά κομμάτια πληροφορίας εφαρμόζοντας άνιση προστασία από λάθη (UEP). Στην παρούσα διατριβή ϑεωρούμε ένα τέτοιο σενάριο, όπου με ϐάση το αθροιστικό μέσο τετραγωνικό σφάλμα (CMSE) δίνουμε προτεραιότητα στα επιμέρους κομμάτια των ϐιν- τεοακολουθιών. Προκειμένου να εκτιμήσουμε το CMSE, προτείνουμε τη χρήση της least absolute shrinkage and selection operator (LASSO) μεθόδου παλινδρόμησης. Πιο συγ- κεκριμένα, εξάγουμε ορισμένα χαρακτηριστικά από τις ϐιντεοακολουθίες που έχουν κωδικο- ποιηθεί με το πρότυπο H.264/AVC και τα οποία σχετίζονται με την ποιότητα του ϐίντεο. Στη συνέχεια, τα χαρακτηριστικά αυτά τροφοδοτούν το LASSO προκειμένου να εκτιμήσουμε το CMSE, όπως αυτό προκύπτει από κάθε πιθανή απώλεια ενός τμήματος της ϐιντεοακολου- ϑίας. Με ϐάση τις εκτιμώμενες τιμές για το CMSE, ομαδοποιούμε τα επιμέρους κομμάτια του ϐίντεο σε τέσσερις ομάδες προτεραιότητας και αναλόγως, αναθέτουμε διαφορετικούς ϱυθμούς κωδικοποίησης του καναλιού σε κάθε μία από αυτές. Τέλος, προσομοιώνουμε ένα σενάριο μετάδοσης ϐιντεοακολουθιών σε ένα ενθόρυβο περιβάλλον προκειμένου να μελετήσουμε την αποτελεσματικότητα της προτεινόμενης προσέγγισης. Στο τελευταίο τμήμα της διατριβής ασχολούμαστε με το πρόβλημα της εκτίμησης της ποιότητας του ϐίντεο όπως την αντιλαμβάνεται ο χρήστης. Συγκεκριμένα, προτείνουμε μοντέλα που έχουν μειωμένη ή και καθόλου πρόσβαση στην αρχική ϐιντεοακολουθία προκειμένου να εκτιμήσουμε την ποιότητα των ϐιντεοακολουθιών που ϕτάνουν στο χρήστη, μέσω τουmean opinion score (MOS).Μελετάμε μία μεγάλη ποικιλία χαρακτηριστικών που σχετίζονται με την ποιότητα του ϐίντεο όπως την αντιλαμβάνεται ο χρήστης και τα οποία αντικατοπτρίζουν τις παραμορφώσεις λόγω της συμπίεσης και των απωλειών πακέτων καθώς επίσης και τις ιδιαιτερότητες του ϐίντεο. Κατόπιν, τα χαρακτηριστικά αυτά χρησι- μοποιούνται από το LASSO για να εκτιμήσουμε την ποιότητα του ϐίντεο. Το LASSO έχει την ικανότητα να χρησιμοποιεί ένα υποσύνολο από τα αρχικά χαρακτηριστικά, και συγ- κεκριμένα εκείνα τα οποία έχουν συγκριτικά μεγαλύτερο αντίκτυπο στη διαδικασία της εκτίμησης της ποιότητας των ϐιντεοακολουθιών. Για λόγους σύγκρισης, εφαρμόζουμε τις μεθόδους παλινδρόμησης των ελαχίστων τετραγώνων (OLS) και τη Ridge σε συνδυασμό με μία τεχνική ακολουθιακής εμπρόσθιας επιλογής χαρακτηριστικών (FFS). Ακόμη, για να μετρήσουμε την αποδοτικότητα των μοντέλων που προτείνουμε χρησιμοποιούμε κάποιες μετρικές απόδοσης, όπως προτάθηκαν από το video quality experts group (VQEG). Συχνά, σε προβλήματα εκτίμησης της υποκειμενικής ποιότητας του ϐίντεο ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα μεγάλο αριθμό χαρακτηριστικών και με ένα μικρό μέγεθος παρατηρήσε- ων. Εάν εφαρμόσουμε παλινδρόμηση σε σύνθετα σύνολα δεδομένων ενδέχεται να οδηγηθούμε σε μη ακριβείς λύσεις εξαιτίας της ύπαρξης κάποιων άσχετων χαρακτηριστικών ή χαρακτηριστικών που αποτελούν ουσιαστικά ϑόρυβο για το πρόβλημά μας ή ακόμη εξ- αιτίας του προβλήματος της υπερπροσαρμογής. Γι΄ αυτό το λόγο επεκτείνουμε την έρε- υνα μας και εισάγουμε ένα εύρωστο μοντέλο χωρίς αναφορά, το οποίο παρουσιάζει καλή γενικευτική ικανότητα σε άγνωστα δεδομένα, για ϐιντεοακολουθίες που πλήττονται από παραμορφώσεις εξαιτίας της συμπίεσης και των απωλειών πακέτων. Το μοντέλο που προτείνουμε ϐελτιώνει την ακρίβεια εκτίμησης του MOS ολόκληρης της ακολουθίας, κάνο- ντας εκτιμήσεις για το MOS κάθε καρέ. Αξίζει να σημειωθεί ότι το MOS ολόκληρης της ακολουθίας προκύπτει ως ο μέσος όρος των εκτιμήσεων των MOS όλων των καρέ, κι όχι εφαρμόζοντας παλινδρόμηση απευθείας σε επίπεδο ακολουθίας. Καθώς δεν είναι πρακ- τικό να λάβουμε το πραγματικό MOS όλων των καρέ κάνοντας πειράματα με χρήστες, αντ΄ αυτού προτείνουμε μία αντικειμενική μετρική η οποία παρέχει μια αξιόπιστη ένδειξη για την ποιότητα κάθε καρέ του ϐίντεο δίνοντας συγχρόνως μια εικόνα για τη συνεισφορά του στο συνολικό σκορ της ποιότητας του ϐίντεο. 420 225 236 its effects in psychological adjustment, forgiveness and vengeance amorg Greek' adults ο ρόλος της στην ψυχολογική προσαρμογή, στη συγχωρητικότητα και στην εκδικητικότητα των ενηλίκων Parental acceptance-rejection, and every concept associated with it, have generated a great deal of interest in research worldwide. International studies have confirmed the effects of parental behavior on psychological adjustment, both in childhood and in adulthood. The consequences of parental acceptance-rejection on the personality of the individual are related to the attitudes and behaviors that constitute interpersonal relationships. Forgiveness and on the other side vengeance, are two key aspects of a person's personality that are linked to interpersonal relationships. Yet, their examination in relation to childhood memories of parental behavior is not widely present in international literature, let alone in Greek. The present study attempts to examine whether recalled parental acceptance-rejection is related to psychological adjustment and the tendency to forgive oneself, others or situations, as well as to the tendency to seek revenge when they feel they are being wronged. The study involved Greek young adults, middle-aged and elderly people. The data was collected through self-report questionnaires, which measured recalled parental acceptance-rejection, the degree of psychological adjustment, forgiveness and vengeance. The analysis of the data showed that there was a correlation between negative manifestations of maternal behavior with predispositions of forgiveness and vengeance, while the findings once again confirmed the earlier conclusions regarding the association between parental acceptance-rejection and the individual's psychological adjustment. Η γονεϊκή αποδοχή-απόρριψη μαζί με όλες τις έννοιες που σχετίζονται με αυτή, έχουν προκαλέσει μεγάλο ερευνητικό ενδιαφέρον σε παγκόσμιο επίπεδο. Διεθνείς μελέτες έχουν επιβεβαιώσει την επίδραση της γονεϊκής συμπεριφοράς στην ψυχολογική προσαρμογή, τόσο στην παιδική ηλικία όσο και στην ενήλικη ζωή. Οι συνέπειες της γονεϊκής αποδοχής-απόρριψης στην προσωπικότητα του ατόμου, αφορούν τις στάσεις και συμπεριφορές που συνιστούν τις διαπροσωπικές σχέσεις. Η συγχωρητικότητα και στον αντίποδα η εκδικητικότητα, αποτελούν δύο βασικές πτυχές της προσωπικότητας οι οποίες συνδέονται με τις διαπροσωπικές σχέσεις. Ωστόσο η εξέτασή τους σε σχέση με τις αναμνήσεις της γονεϊκής συμπεριφοράς δεν έχουν μεγάλη παρουσία στην διεθνή βιβλιογραφία, πόσο μάλλον στην ελληνική. Στην παρούσα ερευνητική μελέτη επιχειρείται να εξεταστεί αν η ενθυμούμενη γονεϊκή αποδοχή-απόρριψη σχετίζεται, πέρα από την ψυχολογική προσαρμογή, με την προδιάθεση του ατόμου να συγχωρεί τον εαυτό του, τους άλλους ή τις καταστάσεις και με την τάση να επιδιώκει την εκδίκηση. Στην έρευνα συμμετείχαν Έλληνες νέοι ενήλικες, μεσήλικες και ηλικιωμένοι. Η συλλογή των δεδομένων έγινε από ερωτηματολόγια αυτοαναφοράς, τα οποία μετρούσαν την ενθυμούμενη γονεϊκή αποδοχή-απόρριψη, τον βαθμό της ψυχολογικής προσαρμογής, την συγχωρητικότητα και την εκδικητικότητα. Από την ανάλυση των δεδομένων διαπιστώθηκε ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ των αρνητικών εκδηλώσεων της μητρικής συμπεριφοράς με τις προδιαθέσεις συγχώρεσης και εκδίκησης, ενώ τα ευρήματα επιβεβαίωσαν για ακόμα μια φορά τα προγενέστερα ευρήματα για την συσχέτισης μεταξύ της γονεϊκής αποδοχής-απόρριψης και της προσαρμογής του ατόμου. 421 497 504 Fluorographene [(C1F1)n] is an important intermediate in graphene chemistry and is used for controlled composition of a wide range of graphene materials. Fluorographene modification is performed using a suitable nucleophile modifier X giving derivatives with common structural features: creation in the carbon lattice of sp2 hybridization regions and sp3 hybridization regions consisting of bound modifiers (C ̶ X) and residual fluorine atoms (C ̶ F). Despite the common structural features, the choice of modifier brings different electronic - optical properties to the new fluoro-derivatives. Primary alkylamine modification revealed structural correlations with some organic laser dyes (e.g. coumarin 151), which showed fluorescence in the visible spectrum. In particular, the reaction with dodecylamine or the partially protonated 1,6-hexamethylenediamine resulted in the formation of organophilic and hydrophilic derivatives that showed fluorescence in the red or blue-green area of the visible spectrum, respectively, a result that theoretically confirmed by calculations based on the Density Function Theory (DFT). Cytotoxicity measurements on NIH/3T3 and HeLa cells demonstrated high biocompatibility for the hydrophilic derivative. Due to intrinsic fluorescence, quantification of cell uptake and localization of the graphene sheets in the intracellular space can be performed directly using flow cytometry and fluorescence microscopy techniques. These findings pave the way for a new class of fluorescent materials suitable for application in areas such as biodetection, biomedicine and bioimaging or as 2D materials in laser technologies. Ιn contrast, modification of fluorographene with hydrogen brought about the synthesis of material that exhibited significant third-order non-linear optical properties (NLO). The presence of hydrogen in hydrogenated fluorographene was mainly confirmed by the use of infrared spectroscopy (IR-ATR) and thermal gravimetric analysis (TGA) in combination with the detection of the released gases in a mass spectrometer (EGA-QMS). The non-linear optical properties (NLO) of the derivative in acetone were investigated at visible (532 nm) and infrared radiation (1064 nm) using 35 ps and 4 ns laser excitation, and compared with those of graphene, graphene oxide and fluorographene. Hydrogenated fluorographene (CFH) exhibited a higher nonlinear third order susceptibility value │χ│(3) in all cases. Especially at the visible excitation at 35 ps the CFH exhibited a nonlinear response greater than one order of magnitude than that of graphene, whereas at infrared excitation at 4 ns the nonlinear susceptibility │χ│(3) increased dramatically (3 • 10-9 esu) by 1 to 2 orders of magnitude greater than any carbon nanomaterial (10-13 ̶ 10-11 esu). Such values make hydrogenated fluorographene a potential material for laser applications (optical limiter and laser protection, optical switch, etc.). These results reveal the importance of the nature of the functional group and the degree of modification (hydrogenation and fluorination) on the non-linear optical properties of the graphene materials. It is possible that the presence of type areas: electron donor ̶ π-bridge ̶ electron acceptor created in the graphene grid (C - H, π-bridge, C - F), result in such high values of third-order non-linear susceptibility, thus paving the way for a rational design of new graphene derivatives with even higher non-linear optical response. Το φθορογραφένιο [(C1F1)n] είναι σημαντικό ενδιάμεσο της χημείας του γραφενίου και χρησιμοποιείται για ελεγχόμενη σύνθεση ευρέος φάσματος γραφενικών υλικών. Η τροποποίηση του φθορογραφενίου λαμβάνει χώρα με χρήση κατάλληλου πυρηνόφιλου τροποποιητή Χ δίνοντας παράγωγα με κοινά δομικά χαρακτηριστικά: δημιουργία στο υπόστρωμα περιοχών sp2 υβριδισμού και περιοχές sp3 υβριδισμού που διακατέχονται από προσδεμένους τροποποιητές (C ̶ X) και εναπομείναντα άτομα φθορίου (C ̶ F). Παρά τα κοινά δομικά χαρακτηριστικά, η επιλογή του τροποποιητή επιφέρει διαφορετικές ηλεκτρονιακές - οπτικές ιδιότητες στα νέα φθοροπαράγωγα.Η τροποποίηση με πρωτοταγείς αλκυλαμίνες ανέδειξε υλικά με δομικές συσχετίσεις με ορισμένες οργανικές χρωστικές λέιζερ (π.χ. κουμαρίνη 151), που επέδειξαν φθορισμό στο ορατό φάσμα. Συγκεκριμένα, η αντίδραση με δωδεκυλαμίνη ή με τη μερικώς πρωτονιωμένη 1,6-εξαμεθυλενοδιαμίνη είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία οργανόφιλων και υδρόφιλων παραγώγων που εμφάνισαν φθορισμό στην κόκκινη ή στη γαλαζοπράσινη περιοχή του ορατού φάσματος, αντίστοιχα, αποτέλεσμα που πιστοποιήθηκε θεωρητικά με υπολογισμούς που βασίζονται στη θεωρία συναρτησιακού της πυκνότητας (DFT). Οι μετρήσεις κυτταροτοξικότητας σε κύτταρα NIH / 3T3 και HeLa κατέδειξαν υψηλή βιοσυμβατότητα για το υδρόφιλο παράγωγο. Λόγω του εγγενούς φθορισμού, η ποσοτικοποίηση της πρόσληψης από τα κύτταρα και ο εντοπισμός των γραφενικών φυλλιδίων στον ενδοκυττάριο χώρο μπορεί να πραγματοποιηθεί απευθείας χρησιμοποιώντας τεχνική κυτταρομετρίας ροής και απεικόνιση μικροσκοπίας φθορισμού. Αυτά τα ευρήματα ανοίγουν το δρόμο για την ανάπτυξη μιας νέας κατηγορίας φθοριζόντων υλικών για εφαρμογές σε τομείς όπως η βιοανίχνευση, η βιοϊατρική και η βιοαπεικόνιση ή ως 2D υλικά σε τεχνολογίες λέιζερ. Αντίθετα, η τροποποίηση του φθορογραφενίου με υδρογόνο επέφερε τη σύνθεση υλικού που εμφάνισε σημαντικές μη γραμμικές οπτικές ιδιότητες τρίτης τάξης (NLO). Η παρουσία του υδρογόνου στο υδρογονωμένο φθορογραφένιο επιβεβαιώθηκε κυρίως με χρήση φασματοσκοπίας υπέρυθρης ακτινοβολίας (IR-ATR) και με θερμική βαρυμετρική ανάλυση (TGA) σε συνδυασμό με ανίχνευση των εκλυόμενων αερίων σε φασματογράφο μάζας (EGA-QMS). Οι μη γραμμικές οπτικές ιδιότητες (NLO) του παραγώγου σε ακετόνη μελετήθηκαν σε ορατή (532 nm) και υπέρυθρη ακτινοβολία (1064 nm) χρησιμοποιώντας διέγερση λέιζερ 35 ps και 4ns, και συγκρίθηκαν με εκείνες του γραφενίου, οξειδίου του γραφενίου και φθορογραφενίου. Το υδρογονωμένο φθορογραφένιο (CFH) επέδειξε μεγαλύτερη τιμή μη γραμμικής επιδεκτικότητας τρίτης τάξης │χ│(3) σε όλες τις περιπτώσεις. Ειδικά στην ορατή διέγερση στα 35 ps το CFH παρουσίασε μη γραμμική απόκριση μεγαλύτερη κατά μια τάξη μεγέθους από αυτή του γραφενίου, ενώ κατά τη διέγερση υπερύθρων στα 4 ns η μη γραμμική επιδεκτικότητα │χ│(3) σημείωσε δραματική αύξηση (3 • 10-9 esu) κατά 1 έως 2 τάξεις μεγέθους μεγαλύτερη από τις τιμές που εμφανίζει οποιοδήποτε νανοϋλικό άνθρακα (10-13 ̶ 10-11 esu). Οι τιμές αυτές καθιστούν το υδρογονωμένο φθορογραφένιο κατάλληλο για εφαρμογές laser (οπτικός περιοριστής και προστασία λέιζερ, οπτικός διακόπτης κ.λπ.). Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν τη σημασία της φύσης της λειτουργικής ομάδας και του βαθμού τροποποίησης (υδρογόνωσης και φθορίωσης) στις μη γραμμικές οπτικές ιδιότητες των γραφενικών υλικών. Είναι πιθανόν η παρουσία των περιοχών τύπου: δότη ηλεκτρονίων - π γέφυρας - δέκτη ηλεκτρονίων που δημιουργούνται μέσα στο γραφενικό υπόστρωμα (C - H, π-bridge, C - F), να καταλήγουν σε τέτοιες μεγάλες τιμές μη γραμμικής επιδεκτικότητας τρίτης τάξης, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την εκλογικευμένη σχεδίαση νέων παραγώγων του γραφενίου με ακόμη μεγαλύτερη μη γραμμική οπτική απόκριση. 422 445 441 Study of the role of RAB5-interacting proteins in endocytosis in endothelial cells Μελέτη του ρόλου των πρωτεϊνικών αλληλεπιδράσεων της Rab5 στα μονοπάτια ενδοκυττάρωσης ανθρώπινων ενδοθηλιακών κυττάρων Endocytosis is a complex process via which segments of the plasma membrane and extracellular nutrients are internalized via vesicular carriers towards the endolysosomal system. This trafficking pathway is subject to regulation by Rab GTPases. The small GTPase Rab5, regulates membrane traffic towards and between early endosomes, and is necessary for the biogenesis of the endolysosomal system. To regulate the above processes, Rab5 functions as a molecular switch by alternating between active GTP- and inactive GDP-bound states. An appealing question in the field is how Rab5 regulates the multiple complex steps of endocytosis. In a previous study, a large set of over 40 proteins interacting with Rab5-GTP were isolated using Rab5-affinity chromatography andidentified by mass spectroscopy, while only one protein was found to interact with Rab5-GDP. By Mass-spectrometry, we identified this new protein as the cytoplasmic Acetoacetyl-CoA Thiolase 2 (ACAT2), an enzyme that catalyzes the conversion of acetyl-CoA to acetoacetylCoA, the first reaction of the mevalonate pathway. Besides, ACAT2 has been recently characterized as a new cytoplasmic protein acetyl-transferase. The specificity of the Rab5- ACAT2 interaction was confirmed by employing an affinity chromatography approach, using different members of the Rab family (such as Rab4 and Rab27). To assess the strength and the kinetics of ACAT2-Rab5 interaction, isothermal titration calorimetry (ITC) experiments were performed for ACAT2 and Rab5-GDP. The data suggest that binding of ACAT2 to Rab5- GDP, is a thermodynamically favored, yet weak, interaction, with a Kd at the scale of μΜ, which is rather typical for protein-protein interactions forming dynamic regulatory networks. To get insights into the significance of the interaction between Rab5 and ACAT2, at first, we confirmed the GDP-dependent binding between these two proteins in intact cells. To this end, we found that targeting of wild type Rab5 to the cytoplasmic surface of mitochondria (using a mitochondrial targeting signal) was able to relocate endogenous ACAT2 from the cytoplasm to the mitochondrial membrane. Furthermore, using an in vitro endosome fusion assay, we found that ACAT2 inhibits Rab5-mediated early endosome fusion, suggesting that it exerts an inhibitory role on Rab5. Consistently, we found that knock down of ACAT2 accelerates the internalization and degradation of VEGFR2 in HUVEC. Moreover, knock down of ACAT2 augments the number of early endosomes and lysosomes, in HUVE and HepG2 cells. Finally, by mass spectrometry we identified that ACAT2 acetylates Rab5-GDP in vitro. Taken together, these data suggest that ACAT2 is a new and critical regulator of Rab5 in the endocytic pathway. Ongoing work in the lab aims to shed light on the mechanism of the ACAT2-Rab5 interaction and its role in the interconnection between endocytosis, signaling and metabolism. Η ενδοκυττάρωση είναι μια πολύπλοκη διαδικασία μέσω της οποίας τμήματα της κυτταροπλασματικής μεμβράνης και εξωκυττάριες θρεπτικές ουσίες εισέρχονται στο κύτταρο μέσω κυστιδίων τα οποία οδηγούνται στο ενδολυσοσωματικό σύστημα. Καθοριστικό ρόλο στην διακίνηση του εσωτερικευμένου φορτίου παίζουν οι Rab GTPασες. Η μικρή GTPαση Rab5 ρυθμίζει την κυστιδιακή διακίνηση προς τα πρώιμα ενδοσώματα αλλά και μεταξύ αυτών, και παίζει σημαντικό ρόλο στην βιογένεση του ενδολυσοσωματικού συστήματος . Για να ρυθμίσει η Rab5 τις παραπάνω λειτουργίες της εναλλάσσεται μεταξύ της GTP ενεργούς διαμόρφωσης και της GDP ανενεργούςδιαμόρφωσης. Ενδιαφέρον προκαλεί το πώς η Rab5 ρυθμίζει τα πολύπλοκα και σύνθετα στάδια της ενδοκυττάρωσης. Σε προηγούμενες μελέτες, αναπτύχθηκε μια μεθοδολογία χρωματογραφίας συγγένειας με την οποία ταυτοποιήθηκαν περισσότερες από 40 πρωτεΐνες που συνδέονται με την Rab5-GTP, ενώ μόλις μία πρωτεΐνη βρέθηκε να αλληλεπιδρά με την Rab5-GDP. Με φασματομετρία μάζας ταυτοποιήσαμε την κυτταροπλασματική ακετυλο-CoA θειολάση 2 (ACAT2), ένα ένζυμο που καταλύει την μετατροπή του ακέτυλο-CoA σε ακετοακέτυλο-CoA, δηλαδή την πρώτη αντίδραση στο μονοπάτι του μεβαλονικού οξέος. Επιπλέον, η ACAT2 είναι ακετυλοτρανφεράση πρωτεϊνικών υποστρωμάτων. Με δοκιμασίες χρωματογραφίας συγγένειας (pull-down) επιβεβαιώθηκε η εξειδίκευση της πρόσδεσης της ACAT2 στην Rab5, έναντι άλλων μελών της οικογένειας των Rabs (όπως η Rab4 και Rab27). Στη συνέχεια, μελετήσαμε την σταθερά σύνδεσης μεταξύ των Rab5-GDP και ACAT2 ανασυνδυασμένων πρωτεϊνών με την μέθοδο ισοθερμικής τιτλοδότησης (ITC), και διαπιστώσαμε ότι πρόκειται για μια ευνοούμενη θερμοδυναμικά, ασθενή σύνδεση, με Kd της τάξεως των μΜ, η οποία είναι τυπική για αλληλεπιδράσεις μεταξύ πρωτεϊνών που σχηματίζουν δυναμικά πρωτεϊνικά δίκτυα. Προκειμένου να διαλευκάνουμε τη σημασία της αλληλεπίδρασης μεταξύ Rab5 καιACAT2, αρχικά, αποδείξαμε ότι η σύνδεση μεταξύ Rab5-GDP και ACAT2 μπορεί να συμβεί σε ανέπαφα κύτταρα. Πράγματι, πραγματοποιώντας τεχνητή μετατόπιση της Rab5 άγριου τύπου στην κυτταροπλασματική επιφάνεια των μιτοχονδρίων (χρησιμοποιώντας ένα σήμα μιτοχονδριακής στόχευσης), προκλήθηκε μετακίνηση της ενδογενούς ACAT2 από το κυτταρόπλασμα, στη μιτοχονδριακή μεμβράνη. Ακολούθως, χρησιμοποιώντας μία in vitro δοκιμασία σύντηξης ενδοσωμάτων, αποδείξαμε ότι η ACAT2 αναστέλλει τη Rab5- μεσολαβούμενη σύντηξη των πρώιμων ενδοσωμάτων, υποδηλώνοντας ότι ασκεί ανασταλτικό ρόλο στην Rab5. Στη συνέχεια, διαπιστώσαμε ότι η μείωση των επιπέδων της ACAT2 επιταχύνει την εσωτερίκευση και την αποικοδόμηση του VEGFR2 σε κύτταρα HUVE. Επιπλέον, η μείωση των επιπέδων της ACAT2 προκαλεί αύξηση του αριθμού των πρώιμων ενδοσωμάτων και λυσοσωμάτων σε κύτταρα HUVE και HepG2. Τέλος, με φασματομετρία μάζας ταυτοποιήσαμε την in vitro ακετυλίωση της Rab5-GDP από την ACAT2. Συνοψίζοντας τα δεδομένα της παρούσας διατριβής, συμπεραίνουμε ότι η ACAT2 είναι μια νέα πρωτεΐνηρυθμιστής της Rab5 και παίζει σημαντικό ρόλο στο μονοπάτι της ενδοκυττάρωσης. Τέλος,μελλοντικά πειράματα θα συμβάλλουν στην περαιτέρω κατανόηση του μηχανισμού της αλληλεπίδρασης, και θα διαλευκάνουν τον ακριβή ρόλο της στην διασύνδεση μεταξύ μεταβολισμού, ενδοκυττάρωσης και μεταγωγής του σήματος. 423 204 215 Urine Infection is a general term referring to infections of the urinary tract by microorganisms such as bacteria, viruses and fungi. Bacteria are the most common cause of urinary tract infection. Normally, bacteria entering the urethra into the urinary tract are quickly removed by urination before they settle down and cause symptoms. However, bacteria sometimes overcome the body's natural defenses and cause infection. Urethra infection is called urethritis, while the bladder is called cystitis. Men may be supplemented with prostatitis. Bacteria through the ureters can cause kidney infection called pyelonephritis. Symptoms of a urinary tract infection include urinary frequency, dysuria, nocturia, urinary incontinence, burning sensation and abdominal pain. The above symptoms may be accompanied by shivering, fever and back pain Most urinary tract infections are caused by bacteria that normally live in the intestine. Escherichia coli (E. coli) causes the overwhelming majority of urinary tract infections. Laboratory diagnosis of urinary tract infections involves the general examination and culture of a urine sample. Detection, identification and control of the susceptibility of the pathogen to antibiotics (antibiotics) complete the diagnosis approaching the infection. The choice of the appropriate treatment regimen by the clinician is a function of the laboratory findings and clinical picture of the patient. Η ουρολοίμωξη είναι ένας γενικός όρος που αναφέρεται σε μολύνσεις του ουροποιητικού συστήματος από μικροοργανισμούς, όπως τα βακτήρια, οι ιοί και οι μύκητες. Τα βακτήρια είναι η πιο κοινή αιτία της ουρολοίμωξης. Φυσιολογικά, τα βακτήρια που εισέρχονται από την ουρήθρα στο ουροποιητικό σύστημα απομακρύνονται γρήγορα με την ούρηση, πριν εγκατασταθούν και προκαλέσουν συμπτώματα. Ωστόσο, μερικές φορές τα βακτήρια ξεπερνούν τη φυσική άμυνα του οργανισμού και προκαλούν λοίμωξη. Η λοίμωξη στην ουρήθρα ονομάζεται ουρηθρίτιδα, ενώ στην ουροδόχο κύστη ονομάζεται κυστίτιδα. Στους άνδρες μπορεί να επιπλέκεται με προστατίτιδα. Τα βακτήρια μέσω των ουρητήρων δύναται να προκαλέσουν λοίμωξη των νεφρών η οποία ονομάζεται πυελονεφρίτιδα. Τα συμπτώματα μιας λοίμωξης στο ουροποιητικό περιλαμβάνουν συχνουρία, δυσουρία, νυκτουρία, ακράτεια ούρων, αίσθημα καύσου κατά την ούρηση και κοιλιακό άλγος. Τα πιο πάνω συμπτώματα μπορεί να συνοδεύονται από ρίγος, πυρετό και πόνο στην οσφυϊκή χώρα Οι περισσότερες λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος προκαλούνται από βακτήρια που ζουν φυσιολογικά στο έντερο. Το βακτήριο Escherichia coli (E. coli) προκαλεί τη συντριπτική πλειοψηφία των ουρολοιμώξεων. Η εργαστηριακή διάγνωση των ουρολοιμώξεων περιλαμβάνει τη γενική εξέταση και καλλιέργεια δείγματος ούρων. Η ανίχνευση, η ταυτοποίηση και ο έλεγχος ευαισθησίας του παθογόνου στα αντιβιοτικά (αντιβιόγραμμα) ολοκληρώνει τη διαγνωστική προσέγγισει της λοίμωξης. Η επιλογή του κατάλληλου θεραπευτικού σχήματος από τον κλινικό ιατρό είναι συνάρτηση των εργαστηριακών ευρημάτων και της κλινικής εικόνας του ασθενή. 424 305 316 Μοριακή ανάλυση κλωνικότητας σε διάχυτα β-λεμφώματα από μεγάλα κύτταρα Diffuse large B-cell lymphoma (DLBCL) represents the most common type of non-Hodgkin’s lymphomas in Western countries (25-30%) and constitutes a disease with great morphological, immunophenotypic and genetic/molecular heterogeneity. The aims of this study included the search of monoclonality in DLBCL cases using molecular techniques, the possible identification of specific rearrangements and their comparison to sequences that are already published in a global database and finally, the identification of the prominent rearrangement within our cases studied. Our study took place in two stages: During the first stage we determined the proper conditions for the Polymerase Chain Reaction, in order to amplify the three frames (FR1, FR2, FR3) of the B-cell receptor’s heavy chain. The examined factors included the removal of excess paraffin in order to avoid its inhibitory action during PCR, the selection of the proper primers and of the optimum PCR temperatures and component concentrations. The first stage of this study was completed with the sequencing of the rearrangements detected. The second stage of our study consisted of the processing of the aforementioned rearrangements with computational programs such as MEGA 4 and algorithms like BLAST and CLUSTALW. This processing aimed at the comparison of the rearrangements with other already known sequences and at the identification of a possible dominant rearrangement. Our results showed that monoclonality detected in all the studied cases by using the FR3 specific primers, which therefore we recommend for similar studies. The comparison of sequences, obtained in our study with others already known and the resulting similarities (92-97%), led us to the conclusion that the dominant rearrangement among the cases studied includes the IgHV3-23*01 genes. These genes’ dominance suggests that their “selection” during B-cell maturation is not unbiased and therefore, there should be further research concerning their involvement in the clinical outcome of DLBCL, as well as their possible contribution to therapy. Οι στόχοι της παρούσας διδακτορικής διατριβής περιλάμβαναν την ανίχνευση μονοκλωνικότητας σε ιστολογικά δείγματα ασθενών με διάγνωση διάχυτο Β-λέμφωμα από μεγάλα κύτταρα (DLBCL) με χρήση μοριακών τεχνικών, την αναγνώριση των εκάστοτε αναδιατάξεων και τη σύγκρισή τους με αλληλουχίες κατατεθειμένες σε παγκόσμια βάση δεδομένων και τέλος την ανίχνευση πιθανής κυρίαρχης αναδιάταξης στα μελετούμενα περιστατικά. Το πρώτο στάδιο της μελέτης μας περιλάμβανε την εύρεση των κατάλληλων συνθηκών για τη διεξαγωγή πειραμάτων Αλυσιδωτής Αντίδρασης Πολυμεράσης, ώστε να επιτευχθεί η ενίσχυση των τριών πλαισίων (FR1, FR2, FR3) της βαριάς αλυσίδας του Β-κυτταρικού υποδοχέα. Παράμετροι οι οποίοι εξετάστηκαν ήταν η απομάκρυνση της παραφίνης ώστε να αποφευχθεί η ανασταλτική δράση της σε αντιδράσεις PCR, η εύρεση των κατάλληλων πριμοδοτικών μορίων και των βέλτιστων θερμοκρασιών και συγκεντρώσεων των αντιδραστηρίων που θα συμμετείχαν στις PCR. Το πρώτο στάδιο της παρούσας μελέτης ολοκληρώθηκε με την αλληλούχιση των αναδιατάξεων που προέκυψαν. Το δεύτερο στάδιο αφορούσε στην επεξεργασία των προαναφερόμενων αναδιατάξεων με υπολογιστικά προγράμματα, όπως το MEGA 4 και με αλγορίθμους, όπως ο BLAST και ο CLUSTALW. Η επεξεργασία αυτή αποσκοπούσε στη σύγκριση των αναδιατάξεων με άλλες γνωστές αλληλουχίες και στην εύρεση πιθανής κυρίαρχης αναδιάταξης. Τα αποτελέσματα της παρούσας διδακτορικής διατριβής αποδεικνύουν την ικανότητα ανίχνευσης μονοκλωνικότητας σε όλες τις μελετηθείσες περιπτώσεις με τη χρήση των πριμοδοτικών μορίων έναντι του FR3, τα οποία συστήνουμε για ανάλογες μελέτες. Η σύγκριση των αλληλουχιών που προέκυψαν από τη μελέτη μας με ήδη γνωστές αλληλουχίες αναδιατάξεων και η ομοιότητά τους σε ποσοστό 92-97% με αυτές, μας οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η αναδιάταξη η οποία κυριαρχεί στις μελετηθείσες περιπτώσεις περιλαμβάνει τα γονίδια της οικογένειας IgHV3-23*01. Η κυριαρχία των συγκεκριμένων γονιδίων μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επιλογή τους κατά την ωρίμανση των Β-λεμφοκυττάρων δεν αποτελεί τυχαίο γεγονός και για το λόγο αυτό θα πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ο ρόλος τους στην εξέλιξη της νόσου και η πιθανή συμβολή τους σε προσπάθειες θεραπευτικής αντιμετώπισης της νόσου 425 541 549 Software designed to operate on top of a relational database evolves over time. This development may take place to fix errors in the original design or the demand of the users to have additional features in the software. Therefore, in order for the software to continue to be functional and viable, it will have to update to the new requirements. The new information stored and the updates of the software for managing this are very important issues. At each change the data and the software must be synchronized with the new format. Therefore, understanding the evolution of the schema is very important in order to continue the life cycle of the application. In this Thesis, we want to answer the key question if the evolution of databases follows certain patterns. These patterns are (a) the model that combines the size of a table at birth with the duration of its life. (Gamma pattern) and (b) the inverse Gamma pattern that combines the duration of the life of a table with the number of updates. The first part of the Thesis (chapters 2 and 3), deals with the following question: What research has been done on the evolution of the schema? We record the results of 8 papers and the answers they gave to 3 main categories of questions: (a) about the macroscopic description of evolution over time (how often and to what extent the patterns change from version to version), (b) about the internal structure and analysis of changes (quantitative measurements) and (c) on the external relationship of schema changes to the surrounding code. We studied also to the patterns extracted during the study of information related to "births", "deaths" and table updates along with the evolution of the database schema'. The second part of the work consists of chapters 4 and 5. In chapter 4, the following question is asked: what is the behavior regarding the survival of wide tables (i.e., tables with more than 10 attributes)? Understanding the life cycle of wide tables helps in researching the Gamma pattern as this pattern is based on the circle of tables life. The research was conducted on 35 datasets. The questions answered are (a) what is the probability of wide tables survival? (b) What is the probability of wide tables to survive in relation of the probability of the not wide ones? and (c) are wide tables more likely to survive when they are few? In Chapter 5, the main question is to identify the characteristics of the data sets in which the inverse C model can be studied. The study was conducted on 195 data sets and the basic research concerns the tables with many changes and how these changes are combined with the lifespan of this tables. The research of the above questions was done in the whole of data sets but also separated by category. Datasets were categorized based on substantial changes to the schema (not changes to annotation, indexing, or anything that does not differentiate the schema) and on the number of attributes changed. The categories studied are: 0_FR0ZEN (totalActivity = 0), 1_ALMOST_FROZEN (totalActivity <= 10 updated attributes), 1_FocusedShot_n_FR0ZEN (totalActivity > 10 updated attributes), 2_MODERATE (totalActivity <= 90 updated attributes), 3_FocusedShot_n_L0W, 5_ACTIVE (totalActivity > 90 updated attributes). Το λογισμικό που είναι σχεδιασμένο για να κάνει τη διαχείριση μιας σχεσια-κής βάσης δεδομένων εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου- Η εξέλιξη αυτή μπορεί να είναι απόρροια λαθών στην αρχική σχεδίαση ή οι χρήστες να ανακαλύπτουν πώς θα ήθελαν επιπλέον δυνατότητες από το λογισμικό- Συνεπώς, για να συνεχίσει το λογισμικό να είναι λειτουργικό και βιώσιμο, θα πρέπει να προσαρμόζεται στις νέες απαιτήσεις- Οι νέες πληροφορίες που αποθηκεύονται καθώς και η εξέλιξη του λογισμικού για την διαχείριση αυτών των νέων πληροφοριών είναι ζητήματα μεγάλης σημασίας- Σε κάθε αλλαγή τα δεδομένα και ο κώδικας εφαρμογής πρέπει να συγχρονιστούν με το νέο σχήμα- Συνεπώς, η κατανόηση της εξέλιξης του σχήματος είναι πολύ σημαντική ώστε να συνεχίζεται ο κύκλος ζωής της εφαρμογής. Το βασικό ερώτημα που θέλουμε να απαντήσουμε στην παρούσα εργασία είναι αν η εξέλιξη των βάσεων δεδομένων ακολουθεί κάποια πρότυπα- Τα πρότυπα αυτά είναι (α) το πρότυπο Γάμμα που συνδυάζει το μέγεθος ενός πίνακα κατά τη γέννηση με την διάρκειας ζωής του και (β) το πρότυπο του αντίστροφο Γ που συνδυάζει την διάρκεια ζωής ενός πίνακα με το πλήθος των αλλαγών. Το πρώτο μέρος της εργασίας (κεφάλαιο 2 και 3) ασχολείται με po ακόλουθο ερώτημα: Τι έρευνα έχει γίνει πάνω στην εξέλιξη του σχήματος; Καταγράφονται αποτελέσματα 8 ερευνών και τι απαντήσεις έδωσαν σε 3 βασικές κατηγορίες ερωτημάτων: (α) σχετικά με την μακροσκοπική περιγραφή της εξέλιξης στο χρόνο (πόσο συχνά και σε τι βαθμό αλλάζουν τα σχήματα από έκδοση σε έκδοση), (β) σχετικά με την εσωτερική δομή και ανάλυση των αλλαγών (ποσοτικές μετρήσεις) και (γ) σχετικά με την εξωτερική σχέση των αλλαγών του σχήματος με τον περιβάλλοντα κώδικα- Μελετήθηκαν επίσης τα πρότυπα που εξάγονται κατά τη μελέτη πληροφοριών σχετικών με τις ’’γεννήσεις”, του “θανάτους” και τις ενημερώσεις πινάκων και πεδίων, μαζί με την εξέλιξη του μεγέθους του σχήματος- Το δεύτερο μέρος της εργασίας αποτελείται από τα κεφάλαια 4 και 5. Στο κεφάλαιο 4 τίθεται po ακόλουθο ερώτημα: ποια είναι η συμπεριφορά όσον αφορά την επιβίωση των wide πινάκων (δηλαδή των πινάκων με πάνω από 10 attributes); Η κατανόηση του κύκλου ζωής των wide πινάκων βοηθά στην έρευνα του προτύπου Γάμμα καθώς αυτό το πρότυπο βασίζεται στην διάρκεια ζωής των πινάκων- Η έρευνα έγινε σε 35 σύνολα δεδομένων- Τα βασικά ερωτήματα που απαντήθηκαν είναι (α) Ποια είναι η πιθανότητα να ζήσουν οι wide πίνακες; (β) Ποια είναι η πιθανότητα να επιβιώσουν οι wide πίνακες σε σχέση με τους not wide ; και (γ) αν επιβιώνουν οι wide πίνακες με μεγαλύτερη πιθανότητα όταν είναι λίγοι; Στο κεφάλαιο 5 το βασικό ερώτημα αφορά στο να εντοπιστούν τα χαρακτηριστικά των συνόλων δεδομένων στα οποία μπορεί να μελετηθεί το πρότυπο του αντίστροφου Γ- Η μελέτη έγινε σε 195 σύνολα δεδομένων και η βασική έρευνα αφορά του πίνακες με πολλές αλλαγές και πως αυτές οι αλλαγές συνδυάζονται με την διάρκεια ζωής των πινάκων- Η έρευνα των παραπάνω ερωτημάτων έγινε στο σύνολο των συνόλων δεδομένων αλλά και ανά κατηγορία- Τα σύνολα δεδομένων κατηγοριοποιήθηκαν με βάση τις ουσιαστικές αλλαγές πάνω στο σχήμα (όχι σε αλλαγές που αφορούν σχολιασμό, δημιουργία δεικτών ή οτιδήποτε δεν διαφοροποιεί το σχήμα) και με βάση το πλήθος των attributes που αλλάχθηκαν- Οι κατηγορίες που μελετήθηκαν είναι : 0_FROZEN (totalActivity = 0), 1_ALMOST_FROZEN (totalActivity <= 10 updated attributes), 1_FocusedShot_n_FROZEN (totalActivity > 10 updated attributes), 2_MODERATE (totalActivity <= 90 updated attributes), 3_FocusedShot_n_LOW, 5_ACTIVE (totalActivity > 90 updated attributes). 426 324 303 μετάβαση του πολιτεύματος από τον κομμουνισμό στη δημοκρατία μέσα από τον τύπο της εποχής The aim of this study is to investigate the way of presentation the transition of the regime from communism to democracy in Albania, by the two largest newspapers of the two major parties (Zeri i Popullit and Rilindja Demokratike),. According to the followed methodology, the introduction of labor was reference to the role played by the press in history. The first part of the study was an overview of Albania's history, from the interwar period to the first postwar period. An extensive reference to the regime change process, the need for political change and unsettled situation ensued, with intense brutality until popular protests and political upheavals that took place before the first elections of 1991. The second part of the study is devoted to the approach the Albanian press during the intervening period between the two elections, 1991 and 1992. After having presented the situation in the Albanian press of those times, became more extensive reference to two opposition newspapers of the two opposing major parties. Then, through the articles of the two opposed newspapers, studied the way they saw the political and social situation of the country. It also studied the way that they arrange their rivalry, and the positions echoed in domestic and foreign policy issues. The findings has a particular interest, because illuminates very important aspects of the political and the social situation of the country, which was under a very hard communist isolation for 45 years about, away from world affairs. The most important factors which arising from this research is the way of the propaganda that followed by both of the political opponents, practiced by the two newspapers. Both of them, used propaganda tactics, often distorting news and concepts in order to pass to the people the positions of the respective parties, which in a "war" election landscape were trying to impose and impress, domestically and in abroad, in order to win the elections and occupy the government’s power. Στόχος της παρούσας εργασίας είναι να ερευνηθεί και να μελετηθεί ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάστηκε και καλύφθηκε από τις δύο μεγαλύτερες σε κυκλοφορία εφημερίδες Zeri i Popullit και Rilindja Demokratike – όργανα των δύο μεγάλων κομμάτων του Σοσιαλιστικού και του Δημοκρατικού αντίστοιχα, η μετάβαση του πολιτεύματος της Αλβανίας από τον κομμουνισμό στη δημοκρατία. Σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε, στην εισαγωγή της εργασίας έγινε αναφορά στο ρόλο που διαδραματίζει ο Τύπος στην ιστορία, ενώ στο πρώτο μέρος της μελέτης έγινε επισκόπηση της ιστορίας της Αλβανίας, από την εποχή του Μεσοπολέμου μέχρι την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο. Έγινε εκτενής αναφορά στη διαδικασία αλλαγής του πολιτεύματος, στην αναγκαιότητα των πολιτικών αλλαγών και στην έκρυθμη κατάσταση που επακολούθησε, με τις έντονες μέχρι βιαιότητας λαϊκές διαμαρτυρίες και τις πολιτικές ανακατατάξεις, που έλαβαν χώρα πριν από τις πρώτες εκλογές του 1991. Το δεύτερο μέρος της μελέτης είναι αφιερωμένο στην προσέγγιση του Τύπου στα τεκταινόμενα της χώρας κατά την περίοδο που μεσολάβησε ανάμεσα στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις, του 1991 και 1992. Αφού παρουσιάστηκε η κατάσταση που επικρατούσε στον αλβανικό Τύπο της εποχής, έγινε εκτενέστερη αναφορά στις δύο αντιπολιτευόμενες εφημερίδες. Στη συνέχεια, μέσα από την αρθρογραφία τους, μελετήθηκε ο τρόπος που έβλεπαν και παρουσίαζαν την έκρυθμη πολιτική και κοινωνική κατάσταση στη χώρα. Επίσης, μελετήθηκε και το πώς μεθοδευόταν η αντιπαλότητά τους, και οι θέσεις που απηχούσαν σε ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Τα ευρήματα της έρευνας έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και φωτίζουν σημαντικές όψεις της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης σε μια χώρα η οποία επί 45 και πλέον έτη βρισκόταν κάτω από ένα πολύ σκληρό κομμουνιστικό καθεστώς απομόνωσης από το παγκόσμιο γίγνεσθαι. Σημαντικό στοιχείο που προκύπτει από την έρευνα είναι ο τρόπος με τον οποίο ασκούταν η προπαγάνδα των δύο πολιτικών αντιπάλων μέσω των δημοσιογραφικών οργάνων τους. 427 189 200 Εκπαίδευση μαθητών με ελαφρά νοητική αναπηρία υπό το πρίσμα του βιοπαιδαγωγισμού This research studies the application of a new learning theory called Biopedagogismto Special Educators and students with mildmental retardation.Specifically, the aim of the research was to investigate the relationship between Biopedagogism and training of Special Educators and if the education of studentswith mildmental retardation inthe light of Biopedagogismleads to more effective learning in relation to the existing curriculum. Furthermore, an empirical research was conducted for the needs of thisstudy in the region of Epirus during the school year 2015-2016 with a view to answeringthe following research questions:How can a Special Educator respond effectively to professional challenges so as to assist the student with disabilities substantially, taking advantage of this new learning theory, that is, Biopedagogism? Are the students with mild disabilities expected to perform their best in the process of learning when the fundamental principles of Biopedagogism are applied?The outcome of thispilot study showed a positive correlation between Biopedagogism and the education-trainingof special education teachers, since the results concerning student’s learning with mild mental disabilitieswere positive. The teaching -instruction of Special Educators becomes substantial since it takes into consideration the students' needs, while it is open to more investigation. Η παρούσα έρευνα μελετά την εφαρμογή μιας νέας θεωρίας μάθησης του Bιοπαιδαγωγισμού σε Ειδικούς Εκπαιδευτικούς και σε μαθητές που παρουσιάζουν ελαφρά νοητική αναπηρία.Συγκεκριμένα, σκοπό της εργασίας αποτελεί η διερεύνηση τη ςσχέσης Bιοπαιδαγωγισμού και εκπαίδευσης-επιμόρφωσης των Ειδικών Παιδαγωγών και εάν η εκπαίδευση των μαθητών με ελαφράνοητική αναπηρία υπό το πρίσμα του Βιοπαιδαγωγισμού οδηγεί στην αποτελεσματικότερη μάθηση σε σχέση με τα υφιστάμενα αναλυτικά προγράμματασπουδών.Ειδικότερα, για τις ανάγκες της μελέτης πραγματοποιήθηκε εμπειρική έρευνα στην Περιφέρεια Ηπείρου κατά το σχολικό έτος 2015-2016 με απώτερο στόχο την απάντηση των παρακάτω ερευνητικών ερωτημάτων:Πώς μπορεί ο Ειδικός Παιδαγωγός να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στον επαγγελματικό του χώρο και να βοηθήσει ουσιαστικά το μαθητή με αναπηρία, αξιοποιώντας την νέα θεωρία μάθησης, τον βιοπαιδαγωγισμό;Αναμένεται οι μαθητές με ελαφρά νοητική αναπηρίανα αποδίδουν το μέγιστο των ικανοτήτων τους στη διαδικασία της μάθησης όταν εφαρμοστούν οι αρχές του βιοπαιδαγωγισμού;Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν μια θετική συσχέτιση μεταξύ του βιοπαιδαγωγισμού και της εκπαίδευσης-επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών ειδικής αγωγής, καθώς θετικά ήταν και τα αποτελέσματα όσον αφορά τη μάθηση των μαθητών με νοητική αναπηρία. Η διδασκαλία από τους Ειδικούς Παιδαγωγούς γίνεται ουσιαστικότερη καθώς λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες του μαθητή. Ωστόσο, αφήνει ανοιχτό ένα πεδίο για επιπρόσθετηδιερεύνηση. 428 956 1155 Study on the regulatory mechanism of retrotransposition in human neuroglial cells Μελέτη του μηχανισμού ρύθμισης της ρετρομετάθεσης σε νευρολογικά κύτταρα Retrotransposons are interspersed, moderately repetitive DNA sequences of prokaryotic and eukaryotic genomes, while in humans account for almost half of the genome. The last decades, they attract more and more intensely the scientific interest thanks to their ability to transpose, integrating randomly new copies of themselves into new genomic loci. In that way, they are able to reshuffle the genome and alter gene expression. Among these elements are Human Endogenous Retroviruses (HERVs) which comprise almost 8% of the human genome and have structural homology to exogenous retroviruses. These elements probably arose from reverse transcriptase-mediated integration into the germ line of progenitors of Homo sapiens after exogenous retroviral infection. Many of the HERV sequences in the human genome are incomplete, although some full-length proviral genomic sequences have been identified. Some of these proviruses contain long open reading frames capable of encoding complete viral proteins and producing viral particles. The tissue-specific expression of HERVs has been associated with a number of chronic human diseases, including multiple sclerosis, diabetes, autoimmune arthritis and some types of cancer. Human gliomas represent the largest group of intracranial tumors. Gliomas display high degree of phenotypic, genetic, epigenetic, proliferative, metastatic, tumorigenic and resistance heterogeneity. Some of these characteristics are attributed to Cancer Stem Cells (CSCs). CSCs enrichment may derive either from an increased symmetric self-renewal division rate of CSCs or a reprogramming of non-CSCs to CSCs and conferring phenotypic plasticity to the tumor population. CSCs are the ultimate survivors and will exploit and subvert the cellular machinery to achieve that goal, by proliferation, dedifferentiation, and even transdifferentiation. Aim of the present dissertation was to investigate three crucial questions, whether: 1. retrotransposition events occur in human glioma cells, 2. the outcome of retrotransposition is associated with major cellular events, commonly characterizing the human gliomas, such as phenotypic heterogeneity, cell proliferation disturbances, tumorigenisity and metastasis, and 3. retrotransposition in human gliomas is under epigenetic or other regulation mechanisms. The first part of that question was approached through transfection of the nonautonomous, LTR-retrotransposon HERV-K10 in human U-373 and U-87 glioma cell lines, which produced high retrotransposition frequencies in both cell lines. Indeed, in U- 87 cells higher retrotransposition frequencies were detected, up to 25%, indicating that human glioma cells represent a favorable environment for retrotransposition occurrence. With regard to the second part of this study’s aim, we showed that: a. HERV-K10 retrotransposition in U-373 glioma cells is correlated with astrocytic differentiation; b. the production of higher retrotransposition frequencies in U-87 cells is correlated with glioma cells transdifferentiation/reprogramming into a neuronal phenotype. These findings were confirmed on the basis of phenotypic changes through morphological examination of the resultant phenotype and molecular identification of specific astrocytic (GFAP-positive cells) and neuronal (βIII-tubulin) differentiation markers in both cell lines. On that direction, we also found that retrotransposition-positive cells exhibited lower proliferative rates compared to parental cells, a finding which further confirms the end-point of cell differentiation process. These low proliferative rates were accompanied by extended cell cycle disturbances in both cell lines in addition to hyperploidy (tetraploidy) development in U-87 cells. Finally, the induction of retrotransposition frequency by the differentiation factor retinoic acid, provides another strong support to our hypothesis that retrotransposition is correlated to glioma cells differentiation. In keeping with this part of our study’s aim, we showed that in the case of U-87 cells, retrotransposition-induced trans-differentiation from astroglial to a neuronal phenotype took place through de-differentiation into an intermediate progenitor/stem cell stage. In particular, retrotransposition-positive U-87 cells were able to form a large number of robust neurospheres under low-binding growth condition, which expressed the stem cell markers nestin, Sox2, Oct-4 and CD133. These neurospheres were found to be strongly positive for retrotransposition (up to 80%) and also were able to renew and differentiate into the two main lineages (astrocytes and neurons) of the nervous tissue when cultured under normal binding growth conditions. The properties of renewal and differentiation unambiguously support cancer stem cells formation. The formation of retrotransposition-induced cancer stem cells was characterized by an in vitro increased tumorigenic and metastatic potential. These results were also observed in the case of U-373 retrotransposition-positive cells, although these particular cells did not produce cancer stem cells. Probably, overexpression of CD44, a marker implicated in increased tumorigenicity and metastasis of gliomas, justifies that outcome of retrotransposition-positive U-373 cells. With regard to the third part of this study’s aim, we have shown that retrotransposition-induced differentiation of glioma cells is under epigenetic regulation mechanisms. Specifically, treatment of U-373 and U-87 cells with drugs exerting epigenetic activity such as the histone deacetylase inhibitor, valproic acid or DNA methyltrasferase inhibitor, 5΄-aza-2-deoxycytidine, induced retrotransposition. VPA- or 5- aza-induced retrotransposition was correlated with glioma cells differentiation that was confirmed at the basis of phenotypical examination and verified with astrocytic (GFAP) and neuronal (βII-tubulin) differentiation markers expression. Moreover, VPA- or 5-azatreated cells exhibited a dose-dependent cell cycle arrest in different, for each drug, checkpoints. Finally, knowing that reverse transcription is a fundamental stage of retrotranspostion, we investigated the outcome of reverse transcription inhibition in retrotransposition and retrotransposition-induced glioma cells differentiation. In that direction, U-373 and U-87 cells pre-treated with the reverse transcriptase inhibitor, efavirentz, were re-exposed to valproic acid. We discovered that both VPA-induced retrotransposition and retrotransposition-induced differentiation in treated cells were inhibited by efavirenz. Conclusively, the present study provides, for the first time, experimental evidence correlating major cellular events characterizing human gliomas, such as phenotypical heterogeneity, cell proliferation disturbances, tumorigenicity and metastasis with the phenomenon of HERV-K10 provirus retrotransposition. Additionally, it highlights that the regulation of retrotransposition through epigenetic mechanisms or reverse transcription inhibition, may influence the direction of glioma cells differentiation, which is considered to be a very important stage of brain tumors initiation and progression. Τα ρετρομεταθετά στοιχεία αποτελούν διάσπαρτες, μετρίως επαναλαμβανόμενες αλληλουχίες του γενώματος των προκαρυωτικών και ευκαρυωτικών οργανισμών, ενώ στον άνθρωπο συγκεκριμένα συνιστούν το 50% του γενώματός του. Τις τελευταίες δεκαετίες προσελκύουν ολοένα και μεγαλύτερο επιστημονικό ενδιαφέρον χάρις στην ιδιότητα της μετάθεσης που φέρουν, ενσωματώνοντας νέα αντίγραφά τους τυχαία σε νέες θέσεις εντός του γενώματος. Με τον τρόπο αυτό δύνανται να συμβάλουν στην αναδιαμόρφωση της χρωματίνης αλλά και σε αλλαγές στην γονιδιακή έκφραση. Μεταξύ αυτών των στοιχείων συγκαταλέγονται και οι ανθρώπινοι ενδογενείς ρετροϊοί (HERVs), οι οποίοι συνιστούν ~8% του ανθρώπινου γενώματος και φέρουν δομική ομολογία με τους εξωγενείς ρετροϊούς. Τα στοιχεία αυτά πιθανώς προέκυψαν από ενσωματώσεις - διαμεσολαβούμενες από την αντίστροφη μεταγραφάση - σε κύτταρα της αναπαραγωγικής σειράς προγόνων του Homo Sapiens, που ακολούθησαν της αρχικής τους μόλυνσης από εξωγενείς ρετροϊούς. Πολλές από τις ακολουθίες HERV στο ανθρώπινο γένωμα είναι ατελείς αν και έχουν ανιχνευθεί κάποιες πλήρους μήκους προϊικές γενωμικές ακολουθίες. Κάποιοι από αυτούς του προϊούς διαθέτουν ανοιχτά πλαίσια ανάγνωσης ικανά να κωδικοποιούν πλήρεις ιϊκές πρωτεΐνες ή και να παράγουν ιϊκά σωματίδια. Η ιστο-ειδική έκφραση ορισμένων HERVs έχει συσχετιστεί με αρκετές χρόνιες ασθένειες στον άνθρωπο, συμπεριλαμβανομένων της πολλαπλής σκλήρυνσης, του σακχαρώδους διαβήτη, της αυτοάνοσης αρθρίτιδας, αλλά και κάποιων τύπων καρκίνου. Τα ανθρώπινα γλοιώματα συνιστούν την μεγαλύτερη κατηγορία ενδοκρανιακών όγκων. Αποτελούν όγκους που επιδεικνύουν έντονη ετερογένεια σε πολλαπλά επίπεδα που αφορούν στην διαμόρφωση του φαινοτύπου, στην γενετική και επιγενετική τους σύσταση, στο δυναμικό πολλαπλασιασμού τους, καθώς και στο δυναμικό μεταναστευτικότητας, ογκογενετικότητας και ανθεκτικότητάς τους. Πολλές από αυτές τις ιδιότητες αποδίδονται στα καρκινικά βλαστικά κύτταρα (Cancer Stem Cells: CSCs) τα οποία μπορούν να προκύψουν είτε μέσω αυξημένου αριθμού συμμετρικών κυτταρικών διαιρέσεων (selfrenew) των CSCs είτε μέσω επαναπρογραμματισμού των μη-CSCs σε CSCs, συνεισφέροντας έτσι στην φαινοτυπική πλαστικότητα του κυτταρικού πληθυσμού που συνιστά έναν γλοιωματικό όγκο. Υπέρτατο στόχο των CSCs αποτελεί η επιβίωσή τους και προκειμένου να την επιτύχουν εκμεταλλεύονται στο έπακρον ή και ανατρέπουν ολοσχερώς τον κυτταρικό μηχανισμό, μέσω του πολλαπλασιασμού, της από- διαφοροποίσηση ή ακόμα και της δια-διαφοροποίησης. Σκοπό της διατριβής αυτής αποτέλεσε η διερεύνηση τριών κρίσιμων ερωτημάτων, εάν: 1. γεγονότα ρετρομετάθεσης λαμβάνουν χώρα σε ανθρώπινα γλοιωματικά κύτταρα, 2. οι επιπτώσεις της ρετρομετάθεσης συσχετίζονται με μείζονα κυτταρικά φαινόμενα που απαντώνται σε γλοιωματικούς όγκους όπως είναι η φαινοτυπική ετερογένεια, το δυναμικό πολλαπλασιασμού, η ογκογενετικότητα και μεταστατικότητα και 3. η ρετρομετάθεση υπόκειται σε επιγενετικούς ή άλλους μηχανισμούς ρύθμισης σε γλοιωματικά κύτταρα Στην παρούσα εργασία, το πρώτο ερώτημα προσεγγίστηκε μέσω διαμόλυνσης δύο ανθρώπινων γλοιωματικών κυτταρικών σειρών (U-373- και U-87 MG) με το μη- αυτόνομο, LTR-ρετροτρανσποζόνιο, HERV-K10, η οποία οδήγησε στην παραγωγή υψηλής συχνότητας ρετρομετάθεσης σε αμφότερες τις κυτταρικές σειρές. Μάλιστα στα κύτταρα U87 ανιχνεύθηκαν σταθερά σημαντικά υψηλότερες συχνότητες ρετομετάθεσης, συγκριτικά με τα U-373, οι οποίες άγγιξαν το ποσοστό του 25%. Τα αποτελέσματα αυτά αποδεικνύουν ότι τα ανθρώπινα κύτταρα γλοιώματος αποτελούν ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την πραγματοποίηση γεγονότων ρετρομετάθεσης. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του σκοπού της παρούσας διατριβής, αποδείξαμε ότι: α. η ρετρομετάθεση των στοιχείων HERV-K10 σε κύτταρα U-373 συσχετίζεται με φαινόμενα κυτταρικής διαφοροποίησης προγονικών γλοιωματικών κυττάρων προς έναν πιο ώριμο αστροκυτταρικό φαινότυπο, β. η παραγωγή υψηλότερης συχνότητας ρετρομετάθεσης σε κύτταρα U-87 συσχετίζεται με φαινόμενα κυτταρικού επανα- προγραμματισμού (cell reprogramming) ή δια-διαφοροποίησης (trans-differentiatio) προγονικών αστρογλοιωματικών κυττάρων προς έναν νευρο-ειδικό φαινότυπο. Οι παρατηρήσεις αυτές στοιχειοθετήθηκαν τόσο μέσω αξιολόγησης του προκύπτοντος κάθε φορά φαινότυπου, όσο και μοριακά, μέσω ταυτοποίησης ειδικών πρωτεϊνικών δεικτών αστροκυτταρικής (GFAP-θετικά κύτταρα) και νευρωνικής (βIII-τουμπουλίνη-θετικά κύτταρα) διαφοροποίησης. Επιπλέον στοιχείο που συνεπικουρεί στην στοιχειοθέτηση της κυτταρικής διαφοροποίησης ήταν γ. και οι εξαιρετικά χαμηλοί ρυθμοί πολλαπλασιασμού που χαρακτήριζαν τα θετικά ρετρομετάθεσης κύτταρα αμφότερων των κυτταρικών σειρών. Ο μειωμένος ρυθμός πολλαπλασιασμού συνοδεύτηκε από εκτεταμένες διαταραχές του κυτταρικού κύκλου και στις δύο κυτταρικές σειρές, ενώ επιπρόσθετα για τα κύτταρα U-87 ανιχνεύθηκαν χρωμοσωματικές υπερπλοειδίες (τετραπλοειδίες). Τέλος, η επαγωγή της συχνότητας ρετρομετάθεσης από τον παράγοντα κυτταρικής διαφοροποίησης των νευρικών κυττάρων, ρετινοϊκό οξύ, ενισχύει ακόμη περισσότερο την υπόθεση εργασίας που συσχετίζει την ρετρομετάθεση με την κυτταρική διαφοροποίηση των γλοιωματικών κυττάρων. Παραμένοντας σε αυτό το σκέλος του σκοπού μας, αποδείξαμε επιπλέον ότι ο επαγόμενος από ρετρομετάθεση κυτταρικός επανα-προγραμματισμός κυττάρων U-87 επετεύχθη μέσω από-διαφοροποίησής τους προς ένα ενδιάμεσο προγονικό/βλαστικό στάδιο (ενεργοποίηση καρκινικών βλαστικών κυττάρων). Προς αυτή την κατεύθυνση, αποδείξαμε ότι τα θετικά ρετρομετάθεσης κύτταρα U-87, καλλιεργούμενα απουσία κατάλληλου υποστρώματος προσκόλλησης, ήταν ικανά να παράξουν μεγάλες σε αριθμό και μέγεθος νευρόσφαιρες, οι οποίες εξέφραζαν τους πρωτεϊνικούς δείκτες βλαστικότητας νεστίνη, Sox2, Oct-4 και CD133. Επιπλέον, οι νευρόσφαιρες αυτές, που βρέθηκαν ισχυρά θετικές σε ρετρομετάθεση (μέχρι και 80%), ήταν ικανές να αυτό-ανανεώνονται και καλλιεργούμενες υπό φυσιολογικές συνθήκες κυτταρικής προσκόλλησης, να διαφοροποιούνται στους δύο κύριους κυτταρικούς τύπους του νευρικού ιστού που είναι τα αστροκύτταρα και οι νευρώνες. Οι δύο αυτές ιδιότητες (αυτό-ανανέωση και πολλαπλό δυναμικό διαφοροποίησης) χαρακτηρίζουν και στοιχειοθετούν την ύπαρξη καρκινικών βλαστικών κυττάρων, μετά την ενσωμάτωση νέων HERV-K10 αντιγράφων στο γένωμα. Η παραγωγή καρκινικών βλαστικών κυττάρων ως συνέπεια της ρετρομετάθεσης σε κύτταρα U-87, οδήγησε σε ενίσχυση του ογκογενετικού και μεταστατικού τους δυναμικού. Οι παρατηρήσεις αυτές σημειώθηκαν και σε κύτταρα U373-θετικά ρετρομετάθεσης, παρόλο που αυτά δεν σχημάτισαν νευρόσφαιρες. Πιθανός όμως το γεγονός ότι υπερέκφραζαν το αντιγονικό επίτοπο CD44, ο οποίος σε ανθρώπινα γλοιώματα ενοχοποιείται για την ενίσχυση της ογκογενετικότητας και μεταναστευτικότητας, να δικαιολογεί αυτό μας το αποτέλεσμα. Όσον αφορά το τρίτο σκέλος του σκοπού της διδακτορικής αυτή διατριβής, αποδείξαμε ότι η ρετρομετάθεση του προϊού HERV-K10 και η επαγόμενη από αυτήν κυτταρική διαφοροποίηση σε γλοιωματικά κύτταρα, υπόκεινται σε μηχανισμούς επιγενετικής ρύθμισής τους. Πιο ειδικά, η επίδραση κυττάρων U-373 και U-87 (χρησιμοποιήθηκαν κλώνοι με χαμηλή ρετρομετάθεση ως κυτταρικά συστήματα μελέτης) με παράγοντες επιγενετικής δράσης, όπως ο αναστολέας των ιστονικών από-ακετυλασών, βαλπροϊκό οξύ ή ο απο-μεθυλιωτικός παράγοντας 5-αζακυτιδίνη, επήγαγαν την συχνότητα ρετρομετάθεσης των στοιχείων HERV-K10. Η επαγόμενη από βαλπροϊκό οξύ ή 5- αζακυτιδίνη ρετρομετάθεση επέφερε κυτταρική διαφοροποίηση στα υπό-μελέτη κυτταρικά συστήματα που στοιχειοθετήθηκε σε επίπεδο φαινότυπου αλλά και μοριακά με την ταυτοποίηση των δεικτών διαφοροποίησης GFAP και βIII-τουμπουλίνης. Επιπλέον, τα κύτταρα στα οποία έγινε επίδραση με βαλπροϊκό οξύ ή 5-αζακυτιδίνη διαπιστώθηκε δοσο- εξαρτώμενη αναστολή του κυτταρικού τους κύκλου, σε διαφορετικά για κάθε περίπτωση ουσίας σημεία ελέγχου. Τέλος, γνωρίζοντας ότι η αντίστροφη μεταγραφή αποτελεί ένα θεμελιώδους σημασίας στάδιο της διαδικασίας ρετρομετάθεσης, θελήσαμε να διερευνήσουμε της επιπτώσεις της αναστολής της στην ρετρομετάθεση και την επαγόμενη από ρετρομετάθεση κυτταρική διαφοροποίηση. Προς αυτή την κατεύθυνση, κύτταρα U-373 και U-87 τα οποία προ- επωάστηκαν με τον αναστολέα των ενδογενών αντίστροφων μεταγραφασών Efavirenz, εκτέθηκαν εκ νέου στον ακετυλιωτικό παράγοντα βαλπροϊκό οξύ. Διαπιστώσαμε ότι η ανασταλτική δράση του Efavirenz στην επαγόμενη από βαλπροϊκό οξύ ρετρομετάθεση, απέτρεψε και την συντελούμενη από ρετρομετάθεση κυτταρική διαφοροποίηση στα υπό μελέτη κυτταρικά συστήματα. Συνοψίζοντας, η παρούσα μελέτη παρέχει για πρώτη φορά αξιόπιστη πειραματική μαρτυρία που συσχετίζει μερικά από τα κυριότερα κυτταρικά φαινόμενα που απαντώνται στους ανθρώπινους γλοιωματικούς όγκους όπως είναι η έντονη φαινοτυπική ετερογένεια, οι διαταραχές του κυτταρικού πολλαπλασιασμού, η ογκογενετικότητα και μεταστατικότητα, με το φαινόμενο της ρετρομετάθεσης. Επιπλέον, αναδεικνύεται ότι η ρύθμιση της ρετρομετάθεσης είτε μέσω επιγενετικών μηχανισμών είτε μέσω αναστολής της αντίστροφης μεταγραφής, μπορεί να επηρεάσει την πορεία διαφοροποίησης των γλοιωματικών κυττάρων, ένα στάδιο που από πολλές μελέτες θεωρείται καθοριστικής σημασίας για την έναρξη και εξέλιξη των ενδοκρανιακών όγκων. 429 317 314 Rheumatological manifestations in patients with Inflammatory Bowel Disease (IBD) Ρευματολογικές εκδηλώσεις στους ασθενείς με Ιδιοπαθείς Φλεγμονώδεις Νόσους των Εντέρων (ΙΦΝΕ) Introduction: Inflammatory Bowel Diseases (IBD) often have Extra intestinal Manifestations. Rheumatological Manifestations are the most common manifestation of IBDs and include peripheral arthritis, axial involvement and peripheral enthesitis.. Purpose: The aim of the present study is to record Rheumatological Manifestations in patients with IBD in Northwestern Greece. A study of patients with IBD have conducted to search for the frequency and location of Rheumatological Manifestations. Methodology: The prospective study of observation of Rheumatological Manifestations, have used sample of convenience, in adult patients with IBD, took place in the year 2018- 2019 at the General Hospital of Ioannina. The patients are monitored at the Gastroenterological Clinic of the University Hospital of Ioannina (center of reference) from the Gastroenterology Group of Northwestern Greece. The research process was carried out in collaboration with the Rheumatology Clinic of University Hospital of Ioannina. The participants of the quantitative study were N = 50 patients with IBD, who were clinically evaluated by a rheumatologist for rheumatological complications, immunological control was performed to investigate the presence of immune antibodies and myoskeletical ultrasound was performed at regional sites according to their clinical picture. At the same time the habits of tobacco use and the intensity of their Physical Activity were evaluated. All quantitative analyzes were performed with the IBM-SPSS Statistics software for Windows (version 22). Results: A significant percentage of the sample exhibits some type of Rheumatological Manifestation, mainly in peripheral locations, most of which use tobacco, followed by Moderate Physical Activity. Also, the results of other relevant studies on the incidence of Rheumatological Manifestations in patients with IBD were confirmed. Conclusions: The existence of Rheumatological Manifestations can make the daily life of patients with IBD difficult and affect their quality of life. Therefore patients with Rheumatological Manifestations should be informed of their symptoms and in addition to provide adequate information, effective interventions should be recommended. Εισαγωγή: Οι Ιδιοπαθείς Φλεγμονώδεις Νόσοι των Εντέρων (ΙΦΝΕ) παρουσιάζουν συχνά εξωεντερικές επιπλοκές. Οι Ρευματολογικές Εκδηλώσεις (ΡΕ) είναι η συνηθέστερη εξωεντερική εκδήλωση των ΙΦΝΕ και περιλαμβάνουν περιφερική αρθρίτιδα, αξονική προσβολή και περιφερική ενθεσίτιδα Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η καταγραφή των ΡΕ (περιφερική αρθρίτιδα, αξονική προσβολή και περιφερική ενθεσίτιδα) σε ασθενείς με ΙΦΝΕ στη Βορειοδυτική Ελλάδα. Έγινε μελέτη των ασθενών με ΙΦΝΕ με στόχο την αναζήτηση της συχνότητας και της εντόπισης των ΡΕ. Μεθοδολογία: Η προοπτική μελέτη παρατήρησης των ΡΕ, με τη χρήση δείγματος ευκολίας, σε ενήλικες ασθενείς με ΙΦΝΕ, πραγματοποιήθηκε το έτος 2018-2019 στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Οι ασθενείς παρακολουθούνται στην Γαστρεντερολογική Κλινική του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου (ΠΓΝ) Ιωαννίνων (κέντρο αναφοράς) από τη Γαστρεντερολογική ομάδα της Βορειοδυτικής Ελλάδας. Η ερευνητική διαδικασία πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με τη Ρευματολογική κλινική του ΠΓΝ Ιωαννίνων. Οι συμμετέχοντες της ποσοτικής έρευνας ήταν Ν=50 ασθενείς με ΙΦΝΕ, οι οποίοι εκτιμήθηκαν κλινικά από ρευματολόγο για την ύπαρξη προβλημάτων από το μυοσκελετικό, έγινε ανοσολογικός έλεγχος για την διερεύνηση ύπαρξης ανοσοαντισωμάτων και διενεργήθηκε υπερηχογράφημα μυοσκελετικού σε περιοχικές θέσεις ανάλογα με την κλινική εικόνα τους. Παράλληλα αξιολογήθηκαν οι συνήθειες χρήσης καπνού και η ένταση της Φυσικής τους Δραστηριότητας. Όλες οι ποσοτικές αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν με το λογισμικό IBM- SPSS Statistics για τα windows (έκδοση 22). Αποτελέσματα: Ένα σημαντικό ποσοστό του δείγματος εμφανίζει κάποιου τύπου ρευματολογική εκδήλωση, κυρίως στις περιφερικές θέσεις, το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών κάνουν χρήση καπνού και ακολουθούν Μέτρια Φυσική Δραστηριότητα. Επίσης έγινε επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων λοιπών σχετικών μελετών για την συχνότητα εμφάνισης των ΡΕ στους ασθενείς με ΙΦΝΕ. Συμπεράσματα: Η ύπαρξη εξωεντερικών εκδηλώσεων και ειδικότερα οι ρευματολογικές εκδηλώσεις μπορεί να δυσχεραίνουν τη καθημερινότητα των ασθενών με ΙΦΝΕ και να επηρεάσουν την ποιότητα της ζωής τους. Άρα οι ασθενείς με ΡΕ πρέπει να ενημερώνονται για τα συμπτώματά τους και εκτός από την παροχή επαρκών πληροφοριών, θα πρέπει να συνιστώνται αποτελεσματικές παρεμβάσεις. 430 122 149 Η ποιότητα της υγείας στο νοσηλευτικό προσωπικό με χρόνιο μυοσκελετικό πόνο υπό το πρίσμα της αισιόδοξης στάσης απέναντι στη ζωή The aim of the present study was to observe the percentage of nurses suffering from Musculoskeletal disorders that emanate from work, find the factors that influence the quality of their life and to appreciate the relation of their quality of life in connection to the disposition of optimism. The sample constituted of 276 nurses. The questionnaires that were used are the Short form health questionnaire (12 questions) (SF12), the life orientation test-revised (LOT-R) after validation and translation for the present study, and a VAS scale for the measurement of pain. According to the regression analyses dispositional optimism constitutes an independent factor that affects equally and independently from other variables in bodily and mental health in the population of nurses with Musculoskeletal disorders. Ο σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να μελετήσει το ποσοστό των εργαζόμενων νοσηλευτών που πάσχουν από μυοσκελετικά προβλήματα που προκαλούνται από την εργασία, να βρει τους παράγοντες που επηρεάζουν την ποιότητα ζωής του και να εκτιμήσει τη σχέση της ποιότητας ζωής τους με το αίσθημα της αισιοδοξίας. Το δείγμα αποτέλεσαν 276 νοσηλευτές. Τα ερωτηματολόγια που χρησιμοποιήθηκαν είναι το ερωτηματολόγιο της υγείας 12 ερωτήσεων (SF12), το ερωτηματολόγιο στάσης απέναντι στη ζωή (LOT-R) αφού σταθμίστηκε και μεταφράστηκε για την παρούσα μελέτη και η κλίμακα VAS για την μέτρηση του πόνου. Σύμφωνα με τις αναλύσεις παλινδρόμησης που πραγματοποιήθηκαν ή διάθεση της αισιοδοξίας αποτελεί έναν ανεξάρτητο παράγοντα που επιδρά τόσο στο μοντέλο της σωματικής όσο και της πνευματικής υγείας στους νοσηλευτές με μυοσκελετικά προβλήματα ανεξάρτητα από την επίδραση του πόνου λόγω του προβλήματος. 431 217 264 Διερεύνηση της αποτελεσματικότητας ενός προγράμματος τροποποίησης της εχθρικής απόδοσης αιτιών για παιδιά με ενεργή ομάδα ελέγχου Over the past few years, many cognitive bias modification of interpretations (CBM-I) programs have contribute effectively both in the reduction of social anxiety levels and in modifying negative interpretations of hostile attribution bias. In this experimental study, we explored the effectiveness of such a novel CBM-I training (hostile attribution bias) tool for children with an active control group, which involves joint discussions of ambiguous information with a same-gender peer. In our study participated 111 students of the sixth grade of three Public primary schools, aged between 11-12 years old. The students were divided into two same- gender groups. We provided the Duo CBM-I group with ambiguous social vignettes, each followed by two interpretations, and then asked to select one of them after a brief discussion with a same-gender peer. In our study we used an active control group which completed not only pre training and post training measures but also activities with cognitive content. Results indicated that children who completed the interpretation training made less negative interpretations, reduced their aggressiveness as far as the gender is concerned, they differentiated the self control levels, they reduced levels of concern about the transition from primary to secondary school, they reported less social anxiety levels, which results from the relevance between the modification of social anxiety and hostile attribution bias. Τα τελευταία χρόνια, πολλά προγράμματα γνωστικής τροποποίησης προκαταλήψεων (CBM-I) έχουν συμβάλλει αποτελεσματικά στην μείωση των επιπέδων κοινωνικού άγχους και στην τροποποίηση των αρνητικών απoδόσεων αιτιών (attribution bias) τόσο στην ηλικιακή ομάδα των παιδιών όσο και των ενηλίκων . Στην παρούσα μελέτη διερευνήσαμε την αποτελεσματικότητα ενός τέτοιου προγράμματος τροποποίησης της εχθρικής απόδοσης αιτιών (hostile attribution bias) για παιδιά με ενεργή ομάδα ελέγχου που περιλαμβάνει την συνεργασία μεταξύ δυο ομόφυλων συνομηλίκων σε συζητήσεις σχετικά με κάποια αμφίσημα υποθετικά γεγονότα. Στην έρευνα μας συμμετείχαν συνολικά 111 μαθητές και μαθήτριες της έκτης τάξης του Δημοτικού ηλικίας 11-12 ετών οι οποίοι χωρίστηκαν σε ομάδες των δυο (ιδίου φύλου) . Χορηγήσαμε στην πειραματική ομάδα ζευγαριών ένα σύνολο από υποθετικές κοινωνικές καταστάσεις , οι οποίες ακολουθούνταν από δυο απαντήσεις μια με αρνητική χροιά και μια με ουδέτερη. Το ζευγάρι ύστερα από μία σύντομη συζήτηση καλούνταν να επιλέξει την απάντηση. Στην έρευνα μας χρησιμοποιήσαμε ενεργή ομάδα ελέγχου κατά την διάρκεια του προγράμματος χορηγώντας εκτός από το pre και post training και δραστηριότητες γνωστικού περιεχομένου λειτουργώντας και εδώ σε ομόφυλα ζευγάρια. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως τα παιδιά που ολοκλήρωσαν το πρόγραμμα παρουσίασαν σημαντική μείωση των αρνητικών αποδόσεων αιτιών από το πριν στο μετά των παρεμβάσεων ,μείωση των επιπέδων επιθετικότητας σε σχέση με το φύλο, διαφοροποίηση των επιπέδων αυτοελέγχου και μείωση της ανησυχίας των παιδιών για την ομαλή μετάβαση από το δημοτικό στο γυμνάσιο δεδομένης της μείωσης του κοινωνικού άγχους, που προκύπτει από τη συνάφεια ανάμεσα στην αλλαγή στο κοινωνικό άγχος και στην αλλαγή των αρνητικών αποδόσεων αιτιών. 432 397 382 The present work began with the search for data on the existence of Greek schools in Germany and in particular in the Dortmund area as such a study of a particular immigrant community. The main objective is to investigate four specific schools, Dortmund and Düsseldorf and Wuppertal as well as Bielefeld, but for which there are limited data: a) Whether there is an increase or decrease in student capacity before the start of the financial crisis in Greece and for whom reasons why, (b) what is the parents 'choice of school and what are the parents' main criteria for choosing their children's school in the case of Dortmund and Düsseldorf? And, (c) what was the national (Greek) educational policy that followed the Greek schools in Germany? Within this framework, the present research work will examine the preference of purely Greek schools to the expatriates in Germany for the education of their children, and examine the extent to which the financial crisis has had a negative or positive effect on the pupil potential of his primary school. Dortmund, as well as the criteria used to make the final school choice (language, quality, future plans for education). For the purpose of writing the study, the qualitative research method will be used, together with quantitative data. With concern to the field research , it has been conducted in selected schools in Germany, interviews will be conducted in order to evaluate the attitudes, views and opinions of the parents of Greek students attending these Greek schools as well as the German schools in the region. In particular, the type of qualitative research to be followed during the research process is that of the semi-structured interview. Interviewing is one of the key tools of the qualitative method. As it is shown, the most important aspects concern interaction, effective communication and interaction between the designer and the research participant. The conclusions of the survey are as follows:  There is a tendency for the number of enrolled students to decline from 2010 onwards. Mostly new immigrants choose the Greek school. There is an apparent lack of organization in the Greek schooling system in Germany. The Greek language is not taught properly in Greek Schools in Germany. Some Parents are concerned that the school may be closed. There is indeed the same tendency as in the 1980s for lack of training in both languages. Η παρούσα εργασία ξεκίνησε με αφορμή την αναζήτηση των δεδομένων για την ύπαρξη ελληνικών σχολείων στη Γερμανία κι ειδικότερα στην περιοχή του Ντόρτμουντ ως μία τέτοια μελέτη μίας συγκεκριμένης κοινότητας μεταναστών. Κύριος στόχος είναι να διερευνηθούν για τέσσερα συγκεκριμένα σχολεία, αυτό του Ντόρτμουντ και του Ντίσελντορφ αλλά και του Βούπερταλ και του Μπίλεφελντ, για τα οποία όμως υπάρχουν περιορισμένα δεδομένα: α) Αν υπάρχει αύξηση ή μείωση του μαθητικού δυναμικού πριν την έναρξη της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα και για ποιους λόγους συμβαίνει, β) με τι σχετίζεται η επιλογή σχολείου από τους γονείς και ποια είναι τα βασικά κριτήρια των γονέων για την επιλογή του σχολείου των παιδιών τους στην περίπτωση των σχολείων του Ντόρτμουντ και του Ντίσελντορφ; Και, γ) ποια ήταν η εθνική (ελληνική) εκπαιδευτική πολιτική η οποία ακολουθήθηκε σε σχέση με τα ελληνικά σχολεία στη Γερμανία; Εντός αυτού του πλαισίου, η παρούσα ερευνητική εργασία θα εξετάσει το βαθμό προτίμησης των αμιγώς ελληνικών σχολείων από τους ομογενείς στη Γερμανία για τη φοίτηση των παιδιών τους και θα διερευνήσει τη συσχέτιση μεταξύ του βαθμού στον οποίο η οικονομική κρίση επηρέασε αρνητικά ή θετικά, το μαθητικό δυναμικό του δημοτικού σχολείου του Ντόρτμουντ, καθώς και τα κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η τελική επιλογή του σχολείου (γλώσσα, ποιότητα, μελλοντικά σχέδια για εκπαίδευση). Για το σκοπό της συγγραφής της μελέτης θα χρησιμοποιηθεί η μέθοδος της ποιοτικής έρευνας με τη χρήση, παράλληλα, ποσοτικών δεδομένων. Στο πλαίσιο της έρευνας πεδίου, η οποία έγινε σε επιλεγμένα σχολεία της Γερμανίας, ελήφθησαν συνεντεύξεις με σκοπό να αποτιμηθούν οι στάσεις, απόψεις και γνώμες των γονέων των Ελλήνων μαθητών που φοιτούν στα εν λόγω ελληνικά σχολεία αλλά και στα γερμανικά σχολεία της περιοχής. Πιο συγκεκριμένα το είδος έρευνας που θα ακολουθηθεί κατά την ερευνητική διαδικασία είναι αυτό της ημιδομημένης συνέντευξης. Η συνέντευξη είναι ένα από τα βασικότερα εργαλεία της ποιοτικής μεθόδου. Καθώς, πρόκειται για την αλληλεπίδραση, την αποτελεσματική επικοινωνία και συνδιάλεξη μεταξύ του εκπονητή και του συμμετέχοντος της έρευνας. Τα συμπεράσματα της έρευνας αφορούν τα ακόλουθα: Υπάρχει όντως τάση μείωσης των εγγεγραμμένων μαθητών από το 2010 και μετά. Κυρίως οι νεομετανάστες επιλέγουν το ελληνικό σχολείο. Υπάρχει έλλειψη οργάνωσης. Δεν διδάσκεται σωστά η ελληνική γλώσσα. Υπάρχει ανησυχία από μέρους των γονέων για τυχόν «κλείσιμο» του σχολείου. Υπάρχει όντως η ίδια τάση με αυτή της δεκαετίας του 1980 για έλλειψη κατάρτισης και στις δύο γλώσσες. 433 332 329 The greek labor market during the economic crisis impact of migration on the labor market. Η ελληνική αγορά εργασίας στην περίοδο της οικονομικής κρίσης - Επίδραση μετανάστευσης στην αγορά εργασίας. The international crisis, which first manifested itself in the United States in 2007, has affected almost the entire developed world with increasing intensity and depth. Countries are entering a state of crisis and recession, while the successive phase of the "recovery" is weak. In Greece, the first manifestations of the crisis take place at the end of 2008, while the situation begins to change significantly in 2009, when the first large-scale consequences are established. In 2010, the first program of financial rescue and economic adjustment of Greece was implemented by the European Commission (EU), the International Monetary Fund (IMF) and the European Central Bank (ECB), in order to avoid bankruptcy and to correct macroeconomic imbalances. This program proved to be, in fact, not enough, despite its initial smooth running. Thus, in 2012, the second program was implemented. And this, reversed its course in early 2015, shortly before its completion. The third program was implemented immediately after the first half of 2015 and was completed smoothly three years after the summer of 2018. The forced changes in Greece by strong national and international economic circles led to low-cost policies for work and more, which caused negative effects on the Greek labor market. The effects of the economic crisis are most pronounced in the reduction of employment rates and in the rapid increase of flexible forms of employment and unemployment. One of the deepest results of the Greek economic crisis due to the jump in the unemployment rate, especially of young people, to unprecedented levels was the mass and rapid migration of thousands, mainly educated Greeks. It is therefore understood that the Greek economy and society experienced again in its history a modern phase of mass migration. In Greece, however, during the crisis, "two persons" of immigration dominated, as in addition to the flight of thousands of Greeks abroad (Outgoing immigration), thousands of immigrants and refugees entered (Incoming immigration). Η διεθνής κρίση η οποία πρωτοεκδηλώθηκε στις ΗΠΑ το 2007 άγγιξε όλο σχεδόν τον αναπτυγμένο κόσμο με ολοένα αυξανόμενη ένταση και βάθος. Χώρες μπαινοβγαίνουν στην κατάσταση της κρίσης και της ύφεσης, ενώ η διάδοχη φάση της «ανάκαμψης» είναι αδύναμη. Στην Ελλάδα, οι πρώτες εκδηλώσεις της κρίσης συντελούνται στα τέλη του 2008, ενώ η κατάσταση αρχίζει να αλλάζει σοβαρά το 2009, οπότε διαπιστώνονται οι πρώτες συνέπειες μεγάλης κλίμακας. Το 2010 τέθηκε έτσι σε εφαρμογή το πρώτο πρόγραμμα οικονομικής διάσωσης αλλά και οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ΕΕ), το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), με σκοπό την αποφυγή της χρεωκοπίας και τη διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών. Το πρόγραμμα αυτό αποδείχθηκε, εκ των πραγμάτων, ότι δεν ήταν αρκετό, παρά την αρχική ομαλή πορεία του. Έτσι το 2012 τέθηκε σε εφαρμογή το δεύτερο πρόγραμμα. Και αυτό, εξετράπη της πορείας του στις αρχές του 2015, λίγο πριν την ολοκλήρωσή του. Το τρίτο πρόγραμμα τέθηκε σε εφαρμογή αμέσως μετά πρώτο εξάμηνο του 2015 και ολοκληρώθηκε ομαλά τρία χρόνια μετά το καλοκαίρι του 2018. Οι επιβαλλόμενες αλλαγές στην Ελλάδα από ισχυρούς εθνικούς και διεθνείς οικονομικούς κύκλους οδήγησαν σε πολιτικές χαμηλών δαπανών για την εργασία και όχι μόνο, γεγονός που προκάλεσε αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική αγορά εργασίας. Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης είναι εμφανέστατες στη μείωση των ποσοστών απασχόλησης και στην ραγδαία αύξηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης και της ανεργίας. Ένα από τα πιο βαθιά αποτελέσματα της ελληνικής οικονομικής κρίσης λόγω της εκτίναξης του ποσοστού ανεργίας, ιδιαίτερα των νέων, σε πρωτόγνωρα επίπεδα ήταν η μαζική και ταχεία μετανάστευση χιλιάδων, κυρίως μορφωμένων Ελλήνων. Γίνεται επομένως αντιληπτό ότι η ελληνική οικονομία και κοινωνία βίωσε εκ νέου στην ιστορία της μια σύγχρονη φάση μαζικής μετανάστευσης. Στην Ελλάδα όμως, την περίοδο της κρίσης κυριάρχησαν «δύο πρόσωπα» μετανάστευσης, καθώς εκτός από την φυγή χιλιάδων ελλήνων στο εξωτερικό (Εξερχόμενη μετανάστευση) πραγματοποιήθηκε και η είσοδος χιλιάδων μεταναστών και προσφύγων (Εισερχόμενη μετανάστευση). 434 125 132 Η πρόσληψη της κοινωνικής θεωρίας του Max Weber στην κριτική θεωρία The reception of Max Weber’s social theory by Critical Theory requires the analysis of the central concepts of rationality and the rationalization process. According to Weber, the aim of that process is the formation of a society that is rationalized on all levels; nevertheless, Weber’s view of the outcome of the process remains ambiva-lent. Herbert Marcuse criticizes this ambivalence as well as the lack of neutrality in Weber’s use of the concepts of rationality and rationalization. He pleads for a radi-cal change of society by way of a “great refusal”. In opposition to Marcuse, Jürgen Habermas sees in the rationalization process a necessary premise to the construction of a modern society, emphasizing at the same time, the importance of communica-tive action within a new society. Η πρόσληψη της κοινωνικής θεωρίας του Max Weber στην Κριτική Θεωρία απαιτεί την ανάλυση των κεντρικών εννοιών της ορθολογικότητας και της διαδικασίας του εξορθολογισμού. Η τελευταία έχει κατά τον Weber ως στόχο μια πλήρως εξορθολογι-σμένη κοινωνία, μολονότι η στάση του Weber είναι αμφιθυμική σε σχέση με την τελική της κατάληξη. Βάσει αυτής της αμφιθυμίας ο Herbert Marcuse ασκεί κριτική στις όχι αξιολογικά ουδέτερες έννοιες της ορθολογικότητας και της διαδικασίας του εξορθο-λογισμού στον ύστερο καπιταλισμό και απαιτεί μια ριζική αλλαγή της κοινωνίας διά «της Μεγάλης Άρνησης». Σε αντίθεση με τον Marcuse ο Jürgen Habermas θεωρεί τη διαδικασία του εξορθολογισμού ως σημαντική προκείμενη για τη διαμόρφωση της σύγχρονης κοινωνίας, ωστόσο υπογραμμίζει ταυτόχρονα τη σημασία της επικοινω-νιακής πράξης για τη γένεση μιας νέας κοινωνίας. 435 480 559 Σύγκριση αποτελεσμάτων των μετρήσεων του κεντρικού πάχους του κερατοειδούς σε διάφορες μορφές γλαυκώματος he correlation between Central Corneal Thickness (CCT) and the severity and progression in various types of glaucoma is unclear and it is the subject of extended research during last years. Concerning the relationship between CCT and pseudoexfoliation glaucoma (PEXG), there is a few reports with limited number of patients and disparate results. Moreover, the role of CCT to the progression of PXEG has not been investigated yet. The purpose of the current thesis was the evaluation of CCT in subjects with different types of glaucoma, especially PEXG, and the recognition of its role in the progression of the disease.CCT of patients with primary open angle glaucoma –POAG (n=54) and PEXG (n=22) was evaluated using optic and ultrasound pachymetry. The comparison between the two methods showed that there is a linear relationship between their measures (r=0,959), but the optic pachymeter underestimated the values of CCT compared to ultrasound pachymeter (daveg=36,16±11,98 μm, p<0,001).CCT was then measured using ultrasound pachymetry (PACLINE OPTICON 2000 Spa) in subjects with POAG (n=98, CCTaveg=548,06±37,15μ) and PEXG (n=81, CCTaveg= 531,29 ±32,23μ) and in normotensive individuals with (n=79, CCTaveg=551,73±31,02μ) or without pseudoexfoliation syndrome (n=100,CCTaveg=547,92±31,49μ). Our results showed that the PEXG group had statistically significant thinner CCT (p<0,001) compared to the other groups. PXEG patients had also statistically significant more severe glaucoma compared to POAG (p<0,03), as this was evaluated with C/D ratio, retinal nerve fiber layer thickness (RNFL) and visual fields parameters like MD and PSD. We came to the conclusion that the above difference concerning the CCT between the two glaucoma groups was due to the presence of more advanced glaucoma in PEXG patients compared to POAG patients.Moreover, we evaluated the severity of glaucoma in cases of bilateral POAG (n=14) and asymmetry of CCT between the two eyes (dCCT≥10μm). Our study showed that the eye with the thinner CCT had statistically significant more severe glaucoma compared to the other eye, indicating an independed biological role of CCT to the severity of the disease in those patients.Finally, we investigated the role of CCT to visual fields progression of POAG (n=39) and PEXG (n=25) patients during a 3 year follow up. During the same period of time, intraocular pressure was corrected using a formula provided by the software of the ultrasound pachymeter. Our study showed, using EMGT and CIGTS visual fields evaluation methods, that the patients who had progression of the visual fields ,especially those with PEXG, had statistically significant thinner CCT compared to the ones who did not show progression (p <0,005). The above result concerned both types of glaucoma. It seems that the use of simple mathematical formulas for the correction of IOP is unsafe, because it does not succeed to calculate the “correct” IOP which protects from further deteroriation of the disease. As a conclusion, CCT is an ocular parameter, which should be co-evaluated at the time of diagnosis and during the follow up of the disease. Ο ρόλος του πάχους του κεντρικού κερατοειδούς (Π.Κ.Κ.) στην βαρύτητα και εξέλιξη των διαφόρων τύπων γλαυκώματος δεν είναι ξεκάθαρος και αποτελεί αντικείμενο εκτεταμένης έρευνας τα τελευταία έτη. Ιδιαίτερα, όσον αφορά τη σχέση του Π.Κ.Κ. με το ψευδοαποφολιδωτικό γλαύκωμα (Ψ/Α.Γ.) οι δημοσιεύσεις είναι λίγες, με περιορισμένο αριθμό ασθενών και αντικρουόμενα αποτελέσματα. Η διερέυνηση δε της σχέσης του Π.Κ.Κ. με την εξέλιξη του Ψ/Α.Γ. δεν έχει αναφερθεί στη διεθνή βιβλιογραφία. Σκοπός της παρούσας διατριβής ήταν η εκτίμηση του Π.Κ.Κ. σε διαφορες μορφές γλαυκώματος και ιδιαίτερα στο Ψ/Α.Γ. καθώς και η αναγνώριση του ρόλου του στην εξέλιξη της νόσου.Στην παρούσα μελέτη αρχικά πραγματοποιήθηκε σύγκριση της οπτικής με την υπερηχογραφική παχυμετρία στην εκτίμηση του Π.Κ.Κ. σε ασθενείς με πρωτοπαθές γλαύκωμα ανοικτής γωνίας-Π.Γ.Α.Γ.(αρ. ασθενών=54)και Ψ/Α.Γ.(αρ. ασθενών =22), η οποία έδειξε ότι οι δύο μέθοδοι έχουν ισχυρή γραμμική συσχέτιση(R=0,959), αλλά η οπτική παχυμετρία προσέφερε τιμές του Π.Κ.Κ. μικρότερες σε σχέση με την υπερηχογραφική (μέση διαφορά τιμών=36,16±11,98 μm, p<0,001).Στη συνέχεια εκτιμήθηκε το Π.Κ.Κ. σε 358 άτομα: ασθενείς με Π.Γ.Α.Γ. (αρ. ασθενών=98, μέση τιμή Π.Κ.Κ.=548,06±37,15μ) και Ψ/Α.Γ.(αρ. ασθενών=81, μέση τιμή Π.Κ.Κ.=531,29±32,23μ) καθώς και σε άτομα χωρίς γλαύκωμα (ομάδα ελέγχου) με ψευδοαποφολίδωτικό σύνδρομο-Ψ.Σ. (αρ. ασθενών=79, μέση τιμή Π.Κ.Κ.=551,73±31,02μ) ή χωρίς Ψ.Σ. (αρ. ασθενών=100, μέση τιμή Π.Κ.Κ.=547,92±31,49μ) με τη χρήση της υπερηχογραφικής παχυμετρίας (PACLINE OPTICON 2000 Spa). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ομάδα του Ψ/Α.Γ. παρουσίαζε στατιστικώς σημαντικά λεπτότερο Π.Κ.Κ. σε σχέση με τις υπόλοιπες ομάδες (p<0,001) καθώς επίσης και στατιστικώς σημαντικά υψηλότερο ποσοστό προχωρημένων γλαυκωματικών αλλοιώσεων όπως αυτές αξιολογήθηκαν με το λόγο της διαμέτρου της κοίλανσης/διάμετρο της οπτικής θηλής (C/D ratio), το πάχος της στιβάδας των νευρικών ινών (RNFL) και τις παραμέτρους των οπτικών πεδίων,MD και PSD (p<0,03), σε σχέση με την ομάδα του Π.Γ.Α.Γ. Από τα ανωτέρω αποτελέσματα, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι κατά τη χρονική περίοδο της έναρξης της μελέτης μας, η διαφορά που διαπιστώθηκε μεταξύ των συγκρινόμενων ομάδων στο Π.Κ.Κ. οφείλεται στην παρουσία ασθενών με πιο προχωρημένες γλαυκωματικές αλλοιώσεις στην ομάδα του Ψ/Α.Γ. σε σχέση με την ομάδα του Π.Γ.Α.Γ. Επιπλεόν, αξιολογήσαμε τη βαρύτητα του γλαυκώματος στις περιπτώσεις αμφοτερόπλευρου Π.Γ.Α.Γ.(αρ. ασθενών =14) με ασυμμετρία του Π.Κ.Κ. (διαφορά Π.Κ.Κ. μεταξύ των δύο οφθαλμών≥10μm). Η μελέτη μας έδειξε ότι ο οφθαλμός με τον πιο λεπτό κερατοειδή εμφάνιζε στατιστικώς σημαντικά πιο προχωρημένες γλαυκωματικές βλάβες σε σχέση με τον έτερο οφθαλμό, γεγονός που συνηγορεί υπέρ ενός ανεξάρτητου βιολογικού ρόλου του Π.Κ.Κ. στη βαρύτητα της νόσου σε αυτούς τους ασθενείς.Τέλος διερευνήσαμε το ρόλο του Π.Κ.Κ. στην εξέλιξη των οπτικών πεδίων στους ασθενείς με Π.Γ.Α.Γ (αρ. ασθενών=39) και Ψ/Α.Γ (αρ. ασθενών=25) για το χρονικό διαστημα τριών ετών κατά τη δίαρκεια του οποίου η ενδοφθάλμια πίεση (ΕΟΠ) των ασθενών διορθώθηκε λαμβάνοντας υπόψη το Π.Κ.Κ. με τη χρήση ενός μαθηματικού γραμμικού τύπου. Η μελέτη μας έδειξε, χρησιμοποιώντας τις EMGT και CIGTS μεθόδους αξιολόγησης, ότι οι ασθενείς που εμφάνισαν εξέλιξη στα οπτικά πεδία, ιδιαίτερα δε αυτοί που είχαν Ψ/Α.Γ., είχαν στατιστικώς σημαντικά λεπτότερο κερατοειδή σε σχέση με τους ασθενείς που ήταν σταθεροί ως προς την εξέλιξη της νόσου(p <0,005). Το αποτέλεσμα αυτό αφορούσε και τους δύο τύπους γλαυκώματος. Φαίνεται λοιπόν πως η εφαρμογή γραμμικών μαθηματικών τύπων για τη διορθωση της ΕΟΠ είναι επισφαλής διότι δεν αρκεί για την επίτευξη επιπέδων ενδοφθάλμιας πίεσης τέτοιων που θα μπορούσαν να αναστείλουν την επιδείνωση του γλαυκώματος. Συμπερασματικά το Π.Κ.Κ. αποτελεί μια οφθαλμική παράμετρο που πρέπει να συναξιολογείται τόσο στη διάγνωση όσο και στην παρακολούθηση του γλαυκώματος. 436 298 313 Τα αδέλφια παιδιών με αναπηρία και οι κοινωνικές τους δυνατότητες/δυσκολίες The current master thesis studies the social capabilities and difficulties of siblings of children with disabilities and the role it plays for them the perception of parental acceptance. Specifically, the purpose of this study is to outline the concepts of children who have siblings with disabilities, about whether or not they feel accepted by their parents and how this affects their psychosocial capacity / adjustment. For the research‟ needs, an empirical study was conducted during the school year 2015-2016 in the Region of Epirus, Athens, Piraeus and Thessaloniki two research tools were used: a) Questionnaire Parental Acceptance-Rejection [Parental Acceptance-Rejection Questionnaire (PARQ)] and b) Questionnaire Capabilities and Difficulties (EDD). Alongside investigated and the effect which some demographic information such as gender, age of the child and his brother with a disability, the existence, the sex and age of other siblings, the integrity of speech and motor competence and information relating the mother as the level of education and work. Also included parameters related to the family and the education of members with disabilities, such as whether children live with both their parents or other relatives, if the member with a disability takes and for how many hours special education programs and what is the degree of interaction between the typically developing child and thw disabled sibling. It was found that the majority of these elements affects all groups of siblings of children with disabilities, which also seem to have differences between them. By contrast, the sample of the control group shows not greatly affected. As for the correlation between parental acceptance with the social capabilities and difficulties of the results is largely inconsistent with the previous research findings, which raise the interest of the needs and specificities of siblings of children with disabilities which have not been studied enough. Η παρούσα διπλωματική εργασία μελέτα τις κοινωνικές δυνατότητες και δυσκολίες των αδελφών παιδιών με αναπηρία καθώς και το ρόλο που παίζει για αυτές η αντίληψη της γονεϊκής αποδοχής. Συγκεκριμένα, σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να σκιαγραφηθούν οι αντιλήψεις των παιδιών που έχουν αδέλφια με αναπηρία, σχετικά με το αν αισθάνονται αποδεκτά ή όχι από τους γονείς τους και πως αυτό επηρεάζει την ψυχοκοινωνική τους ικανότητα/προσαρμογή. Στη διεξαγωγή της εμπειρικής μελέτης που πραγματοποιήθηκε κατά το σχολικό έτος 2015-2016 στην Περιφέρεια της Ηπείρου, στην Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη χρησιμοποιήθηκαν δυο ερευνητικά εργαλεία: α) Το Ερωτηματολόγιο Γονεϊκής Αποδοχής-Απόρριψης [Parental Acceptance-Rejection Quest^n^^ (PARQ)] και β) Το Ερωτηματολόγιο Δυνατοτήτων και Δυσκολιών (ΕΔΔ). Παράλληλα διερευνήθηκε και η επίδραση που ασκούν ορισμένα δημογραφικά στοιχεία όπως είναι το φύλο, η ηλικία του παιδιού αλλά και του αδελφού με αναπηρία, η ύπαρξη, το φύλο και η ηλικία άλλων αδελφών, η αρτιότητα του λόγου και η κινητική επάρκεια καθώς και στοιχεία που αφορούν στη μητέρα όπως το μορφωτικό επίπεδο και η εργασία. Επίσης συμπεριλήφθησαν παράμετροι που αφορούν την οικογένεια αλλά και την εκπαίδευση των μελών με αναπηρία, όπως το αν τα παιδιά κατοικούν και με τους δύο γονείς τους ή και με άλλους συγγενείς, αν παρακολοθούν και για πόσες ώρες ειδικά εκπαιδευτικά προγράμματα και ποιος ο βαθμός της αλληλεπίδρασης του τυπικώς αναπτυσσόμενου παιδιού με τον αδελφό με αναπηρία. Διαπιστώθηκε πως η πλειοψηφία των στοιχείων αυτών επηρεάζει όλες τις ομάδες των αδελφών παιδιών με αναπηρία, οι οποίες δείχνουν να έχουν και διαφορές μεταξύ τους. Αντιθέτως το δείγμα της ομάδας ελέγχου δέιχνει να μην επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό. Ως προς τη συσχέτιση της γονεϊκής αποδοχής με τις κοινωνικές δυνατότητες και αδυναμίες τα αποτελέσματα είναι σε μεγάλο βαθμό αντιφατικά με τα μέχρι τώρα ευρήματα, γεγονός που κινεί το ενδιαφέρον για τις ανάγκες και ιδιαιτερότητες των αδελφών παιδιών με αναπηρία που δεν έχουν μελετηθεί αρκετά. 437 178 162 The corpus of the tombstones that was studied, consists of 252 tombstones and comes from the cemeteries of Nicopolis. The raw material, marble, seems to have been imported to meet the demand of the population of a large city. The stelai are dated to 3 the 1 st -3 rd century A.D. and they are following the tradition of the sepulchral monuments of Classical and Hellenistic period in Epirus. They bear small texts, Greek in their majority and they offer the opportunity to observe the city's public and private life providing useful information for the study of the onomastic evidence from this area. Nicopolis was founded by the settlement, of many Greek populations from the wider area and enjoyed freedom, a fact mirrored in the abundance of Greek names in the inscriptions that were found. The obsession with Greek cognomina is an additional element for the existence of Greek nationality and national consciousness. Respectively, the low percentage of Latin inscriptions observed in the other inscribed monuments of Nicopolis is another strong indication of the Greekness of the city. Το σύνταγμα (corpus) των επιτύμβιων στηλών που μελετήθηκε, αποτελείται από 252 επιτύμβιες στήλες και προέρχεται από τα νεκροταφεία της Νικόπολης. Την πρώτη ύλη, το μάρμαρο, φαίνεται ότι το εισήγαγαν για να καλύψουν τις παραγγελίες του πληθυσμού μιας μεγάλης πόλης. Πρόκειται για στήλες απλές, παραλληλεπίπεδες, χωρίς κάποια διαμόρφωση, με λακωνικές επιγραφές που συμβάλλουν στην ανασύνθεση του κοινωνικού πλαισίου. Η ομοιογένεια των τυπολογικών στοιχείων που ακολουθούν την ελληνιστική κοινή, αλλά και οι ιδιαιτερότητες, αποδίδονται σε κοινή εργαστηριακή ομάδα. Στην πλειονότητά τους, οι στήλες χρονολογούνται στους τρεις πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Επειδή η Νικόπολη δημιουργήθηκε με την πολιτική του συνοικισμού δέχτηκε κυρίως ελληνικό πληθυσμό από την ευρύτερη περιοχή και έχαιρε ελευθερίας, γεγονός που αποδεικνύει η υπεροχή των ελληνικών ονομάτων στις επιγραφές που βρέθηκαν. Η εμμονή στα ελληνικά cognomina, αποτελεί ένα επιπλέον στοιχείο για την ύπαρξη της ελληνικής εθνικότητας και της εθνικής συνείδησης. Το χαμηλό ποσοστό των λατινικών επιγραφών που παρατηρείται και στα άλλα ενεπίγραφα μνημεία της Νικόπολης. αποτελεί μια ισχυρή ένδειξη για την ελληνικότητα της πόλης. 438 456 461 Effect of amylose-fatty acid complex formation on the structural and physicochemical characteristics of starch systems Η επίδραση του σχηματισμού συμπλοκών αμυλόζης - λιπαρών οξέων στα δομικά και φυσικοχημικά χαρακτηριστικά συστημάτων αμύλου The present work was initiated to explore in a systematic way the effect of preparation temperature of complexes of amylose and starch systems with various fatty acids and the effect of the chain length and the degree of unsaturation of guest molecules, on their structural, morphological characteristics and their thermal properties as well. Moreover, the aim of this work was to investigate the complex bioavailability using enzyme hydrolysis and their oxidation stability under adverse conditions usually prevailing in industry to explore whether these fatty acids are effectively protected from oxidation when they are complexed with amylose or not. The preparation of the complexes was carried out using purified and characterized amylose extracted from dry pea seeds, pregelatinized maize starch and maize starch with a high amylose content (~ 70%) whereas the saturated and unsaturated fatty acids employed were decanoic acid (C10: 0), myristic acid (C14: 0), palmitic acid (C16: 0), stearic acid (C18: 0) oleic acid (C18: 1) and conjugated linoleic acid (C18: 2). The selected temperatures of complex formation were 30, 50 and 70oC. Finally, the spray drying technique was used in order to produce dried starch-fatty acid complexes in powder form. For this purpose, pregelatinized starch, tapioca starch and normal maize starch were employed as host molecules and fatty acids with different chain lengths were used as guest molecules.X-ray diffractograms showed that all complexes were semicrystalline regardless of the temperature of their preparation. Nevertheless, the X-ray spectra revealed that the presence of amylopectin in the starch system hindered to certain degree the formation of crystalline complexes. The degree of crystallinity of the complexes was proportional to the temperature at which it was formed. The dissociation temperature of the complexes increased with the increase the fatty acid chain length. FT-IR spectroscopy confirmed the successful formation of complexes. Confocal Laser Scanning Microscopy images showed a uniform distribution of fatty acids throughout the matrix of the amylose. SEM microscopy revealed that the morphology of the complexes was either in the form of spherulites or in the form of elongated lamellae. Unsaturated fatty acids were effectively protected from thermal degradation when they are in the form of molecular inclusion complexes with amylose.The percentage of fatty acid extracted using super critical CO2 from enzymically hydrolyzed amylose-fatty acid complexes ranged from 88-95%. The electrophoretic mobility of amylose, starches and the corresponding complexes with the fatty acids was affected by the conformation of molecules in space. The dynamic interfacial tension of the mixed amylose – fatty acid solution verified the effective complex formation. The production of complexes on a pilot scale using spray dryer led to the formation of complexes with a low degree of crystallinity. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της επίδρασης της θερμοκρασίας παρασκευής των συμπλόκων αμυλόζης και συστημάτων αμύλου με διάφορα λιπαρά οξέα καθώς και η επίδραση του μήκους αλυσίδας και του βαθμού ακορεστότητας των φιλοξενούμενων μορίων στα δομικά χαρακτηριστικά, στις θερμικές ιδιότητες και στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των συμπλόκων. Επίσης, σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η in vitro μελέτη των προϊόντων αυτών αναφορικά με τη βιοδιαθεσιμότητά τους, καθώς και η μελέτη της θερμοκρασιακής και οξειδωτικής σταθερότητας των συμπλεγμένων λιπαρών οξέων κάτω από δυσμενείς συνθήκες που συνήθως επικρατούν στη βιομηχανία, ώστε να διαπιστωθεί αν αυτά τα λιπαρά οξέα προστατεύονται επαρκώς με τη μορφή συμπλόκων. Για την παρασκευή των συμπλόκων, χρησιμοποιήθηκε αμυλόζη που παραλήφθηκε από άμυλο αρακά, προζελατινοποιημένο άμυλο φυσικού καλαμποκιού και άμυλο καλαμποκιού με υψηλό ποσοστό αμυλόζης (~70%), ενώ τα κορεσμένα και τα ακόρεστα λιπαρά οξέα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν το δεκανοϊκό οξύ (C10:0), το μυριστικό οξύ (C14:0), το παλμιτικό οξύ (C16:0), το στεατικό οξύ (C18:0) το ελαϊκό οξύ (C18:1) και το συζευγμένο λινελαϊκό οξύ (C18:2). Ως θερμοκρασία παρασκευής των συμπλόκων επιλέχτηκαν οι θερμοκρασίες 30, 50 ή 70oC. Τέλος, μελετήθηκε η συμπλοκοποίηση σε πιλοτική βιομηχανική κλίμακα, με τη χρήση αμύλου ταπιόκας, προζελατινοποιημένου αμύλου καλαμποκιού και αμύλου φυσικού καλαμποκιού με λιπαρά οξέα σε ξηραντήριο με εκνέφωση (spray drier).Tα φάσματα περίθλασης ακτίνων Χ κατέδειξαν ότι όλα τα σύμπλοκα εμφάνιζαν ημικρυσταλλική δομή, ενώ στην περίπτωση της συμπλοκοποίησης των αμύλων με τα λιπαρά οξέα, η παρουσία της αμυλοπηκτίνης παρεμπόδιζε τη δημιουργία των κρυστάλλων. Ο βαθμός κρυσταλλικότητάς των συμπλόκων ήταν ανάλογος της θερμοκρασίας παρασκευής τους. Η θερμοκρασία διάσπασης των συμπλόκων αυξήθηκε με αύξηση του μήκους αλυσίδας του λιπαρού οξέος. Η ενδόθερμη κορυφή διάσπασης των συμπλόκων ήταν ευρεία.. Η μελέτη συμπλοκοποίησης της αμυλόζης με τα λιπαρά οξέα με την τεχνική της φασματοσκοπίας υπερύθρου επιβεβαίωσε τον επιτυχή σχηματισμό των συμπλόκων. Η συνεστιακή μικροσκοπία με ακτίνες λέιζερ έδειξε ομοιογενή κατανομή των λιπαρών οξέων σε όλη τη μήτρα της αμυλόζης που αποτελεί ένδειξη επιτυχούς συμπλοκοποίησης της αμυλόζης με τα λιπαρά οξέα. Σύμφωνα με την ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης, η μορφολογία της επιφάνειας των συμπλόκων παρουσίασε διατεταγμένη δομή με τη εμφάνιση ραβδώσεων και σφαιρικών εξάρσεων. Ο εγκλεισμός των λιπιδίων στην έλικα της αμυλόζης τα προστάτευσε αποτελεσματικά έναντι της οξείδωσης σε συνθήκες θέρμανσης. Το ποσοστό των συμπλεγμένων λιπαρών οξέων που παραλήφτηκε με εκχύλιση με υπερκρίσιμο CΟ2 ύστερα από ενζυμική υδρόλυση των συμπλόκων, κυμαινόταν μεταξύ 88-95%. Η ηλεκτροφορητική κινητικότητα της αμυλόζης, των αμύλων και των αντίστοιχων συμπλόκων με τα λιπαρά οξέα σχετίζονται με τη διαμόρφωση των μορίων στο χώρο. Η αύξηση της επιφανειακής τάσης των συμπλόκων αμυλόζης με τα λιπαρά οξέα απέδειξε ότι τα λιπαρά οξέα εγκλείονται στο εσωτερικό της έλικας της αμυλόζης, Η παραγωγή συμπλόκων σε πιλοτική κλίμακα σε ξηραντήριο με εκνέφωση οδήγησε στη δημιουργία συμπλόκων με χαμηλό βαθμό κρυσταλλικότητάς 439 301 345 Θεωρία του νου, κοινωνικό άγχος και ντροπή σε παιδιά ηλικίας 4 - 7 ετών Two were the aims of the present study. First, it was aimed to investigate the association between social anxiety, shame-proneness and ToM in preschool and early primary school children. Second it was aimed to investigate the association between children’s social anxiety and shameproneness and their parent’s social anxiety and shame-proneness. In the study participated 80 children, aged 4 to 7 years old and their parents. Children’s ToM was assessed through six tasks, two of which examined the understanding of second-order beliefs, while the other four investigated the understanding of first-order mental states (Wellman & Liu, 2004). For the assessment of children’s social anxiety the questionnaire Social worries anxiety index for young children, which was answered by the children’s parents, was used (SWAIY; Stuijfzand & Dodd, 2017). Children’s shame-proneness was assessed through two instruments: the My Child-Shame questionnaire (Ferguson, Barrett, & Stegge 1996) which was answered by the parents and the adaptation of the self-referential Self-Conscious Emotions: Maladaptive and Adaptive Scales (SCEMAS; Stegge & Ferguson, 1994). Regarding the parents, the questionnaire Mini Social Phobia Inventory (Mini-Spin; Connor, Kobak, Churchill, Katzelnick, & Davidson, 2001) was granted to assess social anxiety and the Test of Self-Conscious Affect-Version 3 scale (TOSCA3; Tangney, Wagner, & Gramzow, 1989) was granted to assess their shame-proneness. The results showed that preschool and early primary school children’s ToM is positively correlated to the children’s shame-proneness, but not their social anxiety. Children’s social anxiety was positively correlated to children’s shame-proneness. As for the parental variables, children’s social anxiety was positively correlated in significant manner to children’s social anxiety. On the contrary, there was no correlation in significant manner between parents’ and children’s shameproneness. Implications of the research outcomes for the theory, parenting and educational practice are debated, restrictions of this research are emphasized and future directions in this area are suggested. Οι στόχοι της παρούσας έρευνας ήταν δύο. Πρώτον να εξετάσει τη σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό άγχος, την προδιάθεση για ντροπή και τη ΘτΝ σε παιδιά προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας. Δεύτερον να διερευνήσει τη σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό άγχος και την προδιάθεση των παιδιών για ντροπή και το κοινωνικό άγχος και την προδιάθεση για ντροπή των γονέων τους. Στην έρευνα συμμετείχαν 80 παιδιά ηλικίας 4 έως 7 ετών και οι γονείς τους (Ν= 80). Η ΘτΝ των παιδιών αξιολογήθηκε με τη χορήγηση συνολικά έξι έργων από τα οποία τα δύο εξέταζαν την κατανόηση πεποιθήσεων β’ τάξης και τα τέσσερα διερευνούσαν την κατανόηση νοητικών καταστάσεων α’ τάξης (Wellman & Liu, 2004). Για την αξιολόγηση του κοινωνικού άγχους των παιδιών χρησιμοποιήθηκε το ετεροαναφορικό ερωτηματολόγιο Social worries anxiety index for young children (SWAIY; Stuijfzand & Dodd, 2017). Η προδιάθεση για ντροπή των παιδιών αξιολογήθηκε με δύο εργαλεία: το ετεροαναφορικό ερωτηματολόγιο My Child-Shame (Ferguson, Barrett, & Stegge 1996) που απάντησαν οι γονείς και την προσαρμογή του αυτοαναφορικού εργαλείου Self-Conscious Emotions: Maladaptive and Adaptive Scales (SCEMAS; Stegge & Ferguson, 1994). Όσον αφορά τους γονείς, χορηγήθηκε το ερωτηματολόγιο Mini Social Phobia Inventory (Mini-Spin; Connor, Kobak, Churchill, Katzelnick, & Davidson, 2001) για την αξιολόγηση του κοινωνικού τους άγχους και η κλίμακα Test of Self-Conscious Affect-Version 3 (TOSCA-3; Tangney, Wagner, & Gramzow, 1989) για την αξιολόγηση της προδιάθεσής τους για ντροπή. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ΘτΝ των παιδιών προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας συσχετίζεται θετικά με την προδιάθεση για ντροπή των παιδιών αλλά όχι με το κοινωνικό τους άγχος. Το κοινωνικό άγχος των παιδιών συσχετίστηκε θετικά με την προδιάθεση των παιδιών για ντροπή. Όσον αφορά τις γονεϊκές μεταβλητές το κοινωνικό άγχος των γονέων συσχετίστηκε θετικά με το κοινωνικό άγχος των παιδιών. Αντίθετα δεν προέκυψε κάποια στατιστικά σημαντική συσχέτιση ανάμεσα στην προδιάθεση για ντροπή γονέων και παιδιών. Συζητούνται οι συνέπειες αυτών των ευρημάτων για τη θεωρία, τη γονεϊκή συμπεριφορά και την εκπαιδευτική πράξη, υπογραμμίζονται οι περιορισμοί της έρευνας και γίνονται προτάσεις για μελλοντικές ερευνητικές κατευθύνσεις σε αυτή την περιοχή. 440 370 372 an examination on the impact of training and analgesia protocols the effectiveness of pain management μελέτη της υιοθέτησης πρωτοκόλλου αναλγησίας μετά από εκπαιδευτική παρέμβαση Pain is a multidimensional phenomenon, which is the main reason for which patients visit Emergency Departments (ED). Although medical science has developed to a significant extent, pain is not adequately managed in ED, mainly because doctors and nurses are not well trained to have adequate knowledge and skills, working conditions in ED are very difficult, analgesia protocols are not followed and health professionals underestimate patients’ pain. Aims-Objectives: The aim of the research was to identify whether education and analgesia protocol can help in increasing the effectiveness of pain management in ED. Method: In the first research phase, pain intensity was assessed for 100 randomly-chosen patients, who visited the ED of a well-known public hospital in Athens, Greece. After analgesia, their pain intensity was once again measured. After that, 50 randomly chosen doctors and nurses of the hospital were asked to assess the adequacy of analgesia provided to patients. Following the above, health professionals of the ED were subject to education intervention and applied a specific analgesia protocol for 2 months. Then, a new sample of 100 randomly-chosen patients followed the same process as patients in the first phase, while the same 50 health professionals were asked once again to assess the adequacy of analgesia. Results: Analgesia was given to 57% of patients in the first phase, while this percentage statistically significantly increased to 71% after training and analgesia protocol application. These interventions helped in increasing the use of opioids for analgesia, but waiting time in the ED and intensity of pain were not significantly reduced. The number of health professionals characterizing analgesia as adequate was increased as a result of the interventions, but also not statistically significantly. Difficult working conditions and underestimation of initial pain remained the most important factors that could lead to oligoanalgesia. Conclusion: Training and the application of analgesia protocol increase the effectiveness of pain management in ED, but there are other factors to also consider, whose impacts on pain management are more statistically significant. Training should be more focused on improving health professionals’ skills in estimating initial pain and on further decreasing opiophobia, while working conditions at ED need to improve. Ο πόνος αποτελεί ένα πολυδιάστατο φαινόμενο, το οποίο αποτελεί την κύρια αιτία για την οποία οι ασθενείς επισκέπτονται το Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) ενός νοσοκομείου. Παρά το ότι η ιατρική επιστήμη αναπτύσσεται ραγδαία, η αντιμετώπιση του πόνου των ασθενών στο ΤΕΠ δεν είναι τις περισσότερες φορές αποτελεσματική, εξαιτίας της έλλειψης γνώσεων των ιατρών και νοσηλευτών λόγω της ελλιπούς εκπαίδευσης, των δύσκολων συνθηκών εργασίας στο ΤΕΠ, της έλλειψης πρωτοκόλλου αναλγησίας, καθώς και της υποεκτίμησης του πόνου των ασθενών. Σκοπός: Στόχος της έρευνας ήταν να διερευνηθεί το κατά πόσο η εκπαίδευση και η υιοθέτηση συγκεκριμένου πρωτοκόλλου βοηθά τους ιατρούς και νοσηλευτές στο ΤΕΠ να αντιμετωπίζουν πιο αποτελεσματικά τον πόνο των ασθενών. Μέθοδος: Στην πρώτη φάση μετρήθηκε η ένταση πόνου 100 τυχαία επιλεγμένων ασθενών, οι οποίοι επισκέφθηκαν το ΤΕΠ-ΟΡΘ γνωστού μεγάλου δημοσίου νοσοκομείου στην Αθήνα. Μετά τη χορήγηση αναλγησίας, μετρήθηκε η ένταση πόνου τους κατά την έξοδο. Κατόπιν, αξιολογήθηκε η επάρκεια της αναλγησίας από 50 ιατρούς και νοσηλευτές του ΤΕΠ, οι οποίοι επίσης επιλέχθηκαν τυχαία. Ακολούθησε εκπαιδευτική παρέμβαση και υιοθέτηση πρωτοκόλλου αναλγησίας για 2 μήνες. Έπειτα, στην τρίτη φάση, νέο τυχαίο δείγμα 100 ασθενών ακολούθησε την ίδια διαδικασία με αυτούς της πρώτης φάσης. Τέλος, οι ίδιοι 50 ιατροί και νοσηλευτές του ΤΕΠ αξιολόγησαν εκ νέου την επάρκεια της αναλγησίας που χορηγήθηκε. Αποτελέσματα: Αναλγησία χορηγήθηκε στο 57% των ασθενών στην Ά φάση, ποσοστό που αυξήθηκε σε 71% μετά την εκπαίδευση και την υιοθέτηση πρωτοκόλλου. Οι εν λόγω παρεμβάσεις αύξησαν τη χρήση οπιειδών αναλγητικών, μειώνοντας έτσι την οπιοφοβία, ενώ ο χρόνος αναμονής στο ΤΕΠ δεν μειώθηκε ικανοποιητικά. Μετά την παρέμβαση, αυξήθηκε ο αριθμός των ασθενών των οποίων η ένταση πόνου μειώθηκε, αλλά όχι στατιστικά σημαντικά, ενώ αυξήθηκε και ο αριθμός ιατρών και νοσηλευτών που χαρακτήρισε την αναλγησία ως επαρκή, επίσης όμως όχι στατιστικά σημαντικά. Οι δύσκολες συνθήκες στο ΤΕΠ και η υποεκτίμηση του αρχικού πόνου των ασθενών είναι οι πιο σημαντικοί λόγοι που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ολιγοαναλγησία μετά την παρέμβαση. Συμπεράσματα: Η εκπαίδευση και η υιοθέτηση πρωτοκόλλου αναλγησίας αυξάνουν την αποτελεσματικότητα αντιμετώπισης του πόνου στο ΤΕΠ. Η εκπαίδευση θα πρέπει να εστιάσει περισσότερο στη βελτίωση της εκτίμησης του αρχικού πόνου και την περαιτέρω μείωση της οπιοφοβίας, ενώ οι συνθήκες εργασίας στα ΤΕΠ θα πρέπει να βελτιωθούν. 441 559 565 Investigating the views and readiness of graduates from the Department of Nursing of the University of Ioannina regarding the evidence based application of Nursing Practice Διερεύνηση των απόψεων και της ετοιμότητας των τελειόφοιτων και αποφοίτων του τμήματος Νοσηλευτικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων σχετικά με την εφαρμογή της Νοσηλευτικής Πρακτικής βασισμένης σε ενδείξεις Introduction: Evidence-Based Practice is an active topic in the field of Nursing Science, concerning not only the European Health Systems but also the rest of large countries such as Asia and U.S.A. In Greece, the steps of progress are still in negotiation rhythms without substantial achievements in the field of Nursing. In addition, the abolition of Technological Educational Institutions and their upgrade to Higher University Education gave a different tone to the level of Nursing today. As a result, two additional semesters of compulsory study were introduced in addition to those set for students already studying in the department before the change was introduced, fulfilling the prerequisites required by the European Union for the recognition of teaching hours. One of the courses that was introduced with great importance is the "Documented Nursing Practice" which aims to encourage students to use evidence in daily nursing practice. Objective: This research will try to trace the foundations of nursing education. We will try to analyze academic issues targeting students' views but also their readiness for Evidence-Based Nursing Practice. The readiness and views of the already working nurses regarding the EBP will also be investigated. Materials and Methods: This research is going to be based on Relativist / Interpretive Epistemology but also on Positivist Epistemology. A combination of qualitative and quantitative methodology will be used in both epistemology and methodology. In the qualitative part of the study, the readiness of the senior nurses towards NEBP was explored through the investigation of the curriculum, the observation of courses but also through the creation of an experiential information in which there was an interaction of the public with the researcher. Finally, the teaching of teaching hours related to evidence-based practice and whether it is supported to use indication in daily clinical practice was investigated. The quantitative part of the survey is based on the questionnaire which consists of questions that investigate the demographic data of the participant. The second part uses the scale "Evidence Based Practice Readiness Survey" (EBPRS) and consists of 66 statements that try to investigate the readiness of nurses for EBP. The weighted version of the questionnaire uses 23 questions out 11 of 66 according to Client et al. (2015) who weighed it for the needs of her doctoral dissertation. Another 10 questions were created which were necessary for the investigation of the students' readiness regarding the NEBP as there was no weighted tool in Greek. The questionnaire was given to be completed in the form of a graded scale (Likert type). Results: The briefing on NEBP that took place in January last year was attended by all senior students. The results were not reassuring as it seemed that there were several gaps and shortcomings. The questionnaire was filled by 80 undergraduate nurses, 164 graduates, 64 with postgraduate degree and 3 with a doctorate degree. Conclusions: The study argues that Greek nurses and undergraduate nurses are quite receptive to the implementation of EBP and recognize the need for its implementation to upgrade the quality of care, but strongly express the need for further information, proper guidance and appropriate training. Therefore, there is an urgent need for research focusing on effective interventions and training programs around documented practice. Εισαγωγή: Η Πρακτική Βασισμένη σε Ενδείξεις αποτελεί ένα ενεργό θέμα στον χώρο της Νοσηλευτικής Επιστήμης, απασχολώντας όχι μόνο τα Ευρωπαϊκά Συστήματα Υγείας αλλά και των υπολοίπων μεγάλων χωρών, όπως χώρες της Ασίας και των Η.Π.Α. Στην Ελλάδα τα βήματα προόδου βρίσκονται ακόμα σε διαπραγματευτικούς ρυθμούς χωρίς ουσιαστικά επιτεύγματα πάνω στον χώρο της Νοσηλευτικής. Επιπρόσθετα, η κατάργηση των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και η αναβάθμιση τους σε Ανώτατη Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση έδωσε μια διαφορετική χροιά στο επίπεδο της Νοσηλευτικής του σήμερα. Αποτέλεσμα αυτού, ήταν να εισαχθούν δύο επιπλέον εξάμηνα υποχρεωτικής φοίτησης, πέραν του καθορισμένου, για τους φοιτητές που ήδη φοιτούσαν στο τμήμα πριν από την εισαγωγή της αλλαγής, εκπληρώνοντας τις προϋποθέσεις που προαπαιτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την αναγνώριση των εκπαιδευτικών ωρών. Ένα από τα μαθήματα που εισήχθη με μεγάλη βαρύτητα είναι το «Τεκμηριωμένη Νοσηλευτική Πράξη», το οποίο έχει σαν στόχο να προτρέψει τους φοιτητές να χρησιμοποιούν συμπεράσματα βασισμένα σε επιστημονική έρευνα στην καθημερινή νοσηλευτική πρακτική. Στόχος: Η συγκεκριμένη έρευνα θα προσπαθήσει να ιχνηλατήσει τα θεμέλια της νοσηλευτικής εκπαίδευσης. Θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε ακαδημαϊκά ζητήματα στοχεύοντας στις απόψεις των φοιτητών αλλά και στην ετοιμότητά τους σχετικά με την Νοσηλευτική Πρακτική Βασισμένη σε Ενδείξεις (ΝΠΒΕ). Επίσης θα διερευνηθεί η ετοιμότητα και οι απόψεις των ήδη εργαζόμενων νοσηλευτών σχετικά με την ΝΠΒΕ. Μέθοδος και Υλικό: Η συγκεκριμένη έρευνα πρόκειται να στηριχθεί στην Σχετικιστική / Ερμηνευτική Επιστημολογία αλλά και στη Θετικιστική μέθοδο. Τόσο στην επιστημολογία όσο και στη μεθοδολογία θα χρησιμοποιηθεί συνδυασμός ποιοτικής και ποσοτικής μεθοδολογίας. Στο ποιοτικό μέρος της μελέτης εξερευνήθηκε η ετοιμότητα των τελειόφοιτων νοσηλευτών ως προς τη ΝΠΒΕ μέσω της διερεύνησης του προγράμματος σπουδών, της παρατήρησης 9 μαθημάτων αλλά και μέσω της δημιουργίας μιας βιωματικής ενημέρωσης, στην οποία υπήρχε αλληλεπίδραση του κοινού με τον ερευνητή. Τέλος, διερευνήθηκε η διδασκαλία διδακτικών ωρών που σχετίζονται με την πρακτική βασισμένη σε ενδείξεις και κατά πόσο υποστηρίζεται η χρήση της ένδειξης στην καθημερινή κλινική πράξη. Το ποσοτικό μέρος της έρευνας βασίζεται στο ερωτηματολόγιο, το οποίο απαρτίζεται από ερωτήσεις που διερευνούν τα δημογραφικά στοιχεία του συμμετέχοντα. Στο δεύτερο μέρος χρησιμοποιείται η κλίμακα «Evidence Based Practice Readiness Survey” (EBPRS) και αποτελείται από 66 δηλώσεις που προσπαθούν να διερευνήσουν την ετοιμότητα των νοσηλευτών απέναντι στην ΠΒΕ. Η σταθμισμένη εκδοχή του ερωτηματολογίου χρησιμοποιεί 23 ερωτήσεις από τις 66 σύμφωνα με τους Patelarou et al. (2015), που το στάθμισε για τις ανάγκες της διδακτορικής της διατριβής. Δημιουργήθηκαν ακόμη 10 ερωτήσεις οι οποίες ήταν αναγκαίες για τη διερεύνηση της ετοιμότητας των φοιτητών ως προς την ΝΠΒΕ, καθώς δεν υπήρχε σταθμισμένο στα Ελληνικά εργαλείο. Το ερωτηματολόγιο δόθηκε προς συμπλήρωση με την μορφή της διαβαθμισμένης κλίμακας (τύπου Likert). Αποτελέσματα: Στην ενημέρωση σχετικά με τη ΝΠΒΕ, που πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του προηγούμενου έτους, παραβρέθηκαν όλοι οι τελειόφοιτοι. Τα αποτελέσματα δεν ήταν καθησυχαστικά καθώς φάνηκε πως υπήρχαν αρκετά κενά και ελλείψεις. Στο ερωτηματολόγιο συμμετείχαν 80 προπτυχιακοί νοσηλευτές, 164 πτυχιούχοι, 64 με μεταπτυχιακή κατάρτιση και 3 με διδακτορικό δίπλωμα. Συμπεράσματα: Η μελέτη υποστηρίζει ότι οι Έλληνες νοσηλευτές και οι προπτυχιακοί νοσηλευτές είναι αρκετά δεκτικοί ως προς την εφαρμογή της ΠΒΕ και αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα εφαρμογής της για την αναβάθμιση της ποιότητας φροντίδας, ωστόσο εκφράζουν έντονα την ανάγκη για περαιτέρω ενημέρωση, σωστή καθοδήγηση και κατάλληλη εκπαίδευση. Συνεπώς, κρίνεται επιτακτική η ανάγκη για έρευνα που να εστιάζει σε αποτελεσματικές παρεμβάσεις και εκπαιδευτικά προγράμματα γύρω από την τεκμηριωμένη πρακτική. 442 187 212 Μελέτη των αλληλεπιδράσεων της παραθυμοσίνης με πρωτεΐνες του κυττάρου PARATHYMOSIN IS A SMALL ACIDIC PROTEIN WITH WIDE TISSUE DISTRIBUTION. THE AMINOACID SEQUENCE OF THE PROTEIN SHOWS THAT THE ACIDIC AMINOACIDS ARE CLUSTURED INTO THE CENTRAL DOMAIN OF THE PROTEIN, WHEREAS ON THE CARBOXY - TERMINAL THERE IS AN OPERATIVE NLS. THE BIOLOGICAL ROLE OF THIS PROTEIN REMAINS CURRENTLY UKNOWN. THE AIM OF THIS STUDY IS TO IDENTIFY THE MOLECULAR ASSOCIATIONS OF PARATHYHMOSIN, TO INVESTIGATE ITS SUBCELLULAR LOCALIZATION AND STUDY ITS PHOSPHORYLATION AS AN INDICATOR OF POST - TRANSLATION MODIFICATIONS. AT THE FIRST STAGE OF THIS STUDY PARAT WAS ISOLATED AND CHARACTERIZED FROM GOAT LIVER AND A SPECIFIC ANTIBODY AGAINST THE PROTEIN WAS DEVELOPED. THIS ANTIBODY WAS USEDTO IDENTIFY THE SUBCELLULAR LOCALIZATION AND THE PROTEIN WAS LOCALIZED IN THE NUCLEUS. WE DEMONSTRATE THAT PARATHYMOSIN BINDS SPECIFICALLY TO THE LINKER HISTON H1 AND THIS INTERACTION IS ENHANCED BY RINC CATIONS. THIS ASSOCIATION IS MEDIATED BY THE ACIDIC DOMAIN OF PARAT AND THE CENTRAL GLOBULAR DOMAIN OF HISTONE H1. A POTENTIAL ASSOCIATION BETWEEN PARAT CHROMATIN (POLYNUCLEOSOMES)WAS INVESTIGATED BUT NOT SUCH AN INTERACTION WAS OBSERVED. ALSO, IT IS DEMONSTRATED THAT PARATHYMOSIN IS PHOSPHORYLATED BY CASEINE - KINASE II IN VITRO. Η ΠΑΡΑΘΥΜΟΣΙΝΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΟΞΙΝΗ ΠΡΩΤΕΙΝΗ, ΜΕ ΕΥΡΕΙΑ ΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ. Ο ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΤΑΓΟΥΣ ΤΗΣ ΔΟΜΗΣ ΕΔΕΙΞΕ ΟΤΙ ΤΑ ΟΞΙΝΑ ΑΜΙΝΟΞΕΑ ΕΙΝΑΙ ΣΥΣΣΩΡΕΥΜΕΝΑ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ, ΕΝΩ ΣΤΟ -COOH ΑΚΡΟ ΥΠΑΡΧΕΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΠΕΠΤΙΔΙΟ ΟΔΗΓΟΣ ΣΤΟΝ ΠΥΡΗΝΑ. Ο ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΕΙΝΗΣ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΑΓΝΩΣΤΟΣ. ΣΚΟΠΟΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΕΛΕΤΗΘΟΥΝ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΘΥΜΟΣΙΝΗΣ ΜΕ ΑΛΛΕΣ ΠΡΩΤΕΙΝΕΣ ΤΟΥ ΚΥΤΤΑΡΟΥ, ΝΑ ΕΝΤΟΠΙΣΘΕΙ Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΣΤΟ ΚΥΤΤΑΡΟ ΚΑΙ ΝΑ ΜΕΛΕΤΗΘΕΙ Η ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΝΑ ΦΩΣΦΟΡΥΛΙΩΝΕΤΑΙ. ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΕΓΙΝΕ ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΘΥΜΟΣΙΝΗΣ ΑΠΟ ΗΠΑΡ ΑΙΓΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΧΘΗΚΕ ΕΙΔΙΚΟ ΑΝΤΙΣΩΜΑ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΕΙΝΗΣ. ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΟ ΑΝΤΙΣΩΜΑ ΑΥΤΟ ΔΙΑΠΙΣΤΩΘΗΚΕ ΟΤΙ Η ΠΡΩΤΕΙΝΗ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΠΥΡΗΝΑ ΤΩΝ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΠΟΥ ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΑΝ. Η ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΩΝ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΠΑΡΑΘΥΜΟΣΙΝΗΣ ΜΕ ΑΛΛΕΣ ΠΡΩΤΕΙΝΕΣ ΤΟΥ ΚΥΤΤΑΡΟΥ ΕΔΕΙΞΕ ΟΤΙ Η ΠΑΡΑΘΥΜΟΣΙΝΗ ΣΥΔΕΕΤΑΙ ΕΙΔΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΝΗ Η1 ΚΑΙ Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΑΥΤΗ ΕΝΙΣΧΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΙΟΝΤΑ ZN^2+. Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΘΥΜΟΣΙΝΗΣ ΚΑΙ Η ΣΦΑΙΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΝΗΣ Η1 ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ ΣΤΗΝ ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΠΡΩΤΕΙΝΩΝ. ΕΠΙΣΗΣ ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΕ ΠΙΘΑΝΗ ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΘΥΜΟΣΙΝΗΣ ΜΕ ΤΑ ΠΟΛΥΝΟΥΚΛΕΟΣΩΜΑΤΑ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΠΑΡΑΤΗΡΗΘΗΚΕ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥΣ. ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΥΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΑΝ ΠΙΘΑΝΕΣ ΜΕΤΑΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΕΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΘΥΜΟΣΙΝΗΣ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ Η ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣΝΑ ΦΩΣΦΟΡΥΛΙΩΝΕΤΑΙ IN VITRO. ΔΙΑΠΙΣΤΩΘΗΚΕ ΟΤΙ Η ΠΑΡΑΘΥΜΟΣΙΝΗ ΦΩΣΦΟΡΥΛΙΩΝΕΤΑΙ IN VITRO ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΝΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΖΕΙΝΗΣ ΙΙ. 443 440 448 From Eudemus of Rhodes To Diodorus of Tyre - biographies of the Peripatetic School’s members Aπό τον Εύδημο τον Pόδιο στον Διόδωρο τον Tύριο - βιογραφίες εκπροσωπών της Περιπατητικής Σχολής This thesis is aiming at tailing after the course of the Peripatetic School after Aristotle’s death. During the Hellenistic period, with the expansion of the limits of the world and consequently the limits of knowledge induced by Alexander's campaign in Asia, the philosophical discourse extended to various sub-disciplines. The school tried to redefine the position of humans in this changing world, indicating the path to eudaimonia, to which people would be led to by proper management of knowledge, in conjunction with right actions. One of our aims was the systematic presentation of the existing material and the utilization of previous researches in order to offer a brief account of the history of Peripatetic philosophy after Aristotle and Theophrastus. At the same time, exploring and promoting the relations of the faculty to the other movements of the Hellenistic era, we attempted to figure the location of the Lyceum on the philosophical map of this era. After collecting the necessary data, a draft was prepared, in which the biographies and philosophical perceptions of each representative of the school were recorded and the relationship of these views with the ones of Aristotle was cited. This draft was the core of the first part of the work, while the rest of the material was used to compile the second part, enriching it with information regarding the perceptions of other philosophical schools. Essentially, the Peripatetics sought to serve Aristotle's vision, which stretched further from the mere creation of a philosophical school, since his ambition was to establish a scientific and research institution firmly focused on the quest for knowledge. The Lyceum was therefore such an institution, some of whose members were loosely linked to it. The school managed to portray Aristotle's work and defend its heritage, contributing to the recognition of its grandeur, but at the same time its representatives contributed personally to the progress of various scientific fields. Ultimately, Aristotle's program of continuous recording of knowledge led the faculty to create structures that made it a remarkable and well-organized educational institution. Its methodology had been the driving force behind the founding of the library in Alexandria, thus making the founder's goal of continuous exploration of knowledge more feasible. Aristotle understood that the limits of knowledge transcended human life, but the school had the potential to go beyond individual human limits, thus the Lyceum evolved into an organization that was intended to be dedicated to its goal, the search for and lasting expansion of knowledge, which would help people in their undertaking to improve their life and eventually conquer eudaimonia. Με αυτή τη διατριβή επιδιώχθηκε, να σκιαγραφηθεί η διαδρομή της Περιπατητικής σχολής μετά τον θάνατο του Αριστοτέλη. Κατά τη διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου, με την επέκταση των ορίων του κόσμου και συνακόλουθα της γνώσης, που επέφερε η πορεία του Αλεξάνδρου στην Ασία, ο φιλοσοφικός λόγος διαστέλλεται σε διάφορες επιμέρους επιστήμες. Η σχολή επιδίωξε να επανακαθορίσει τη θέση του ανθρώπου σε αυτόν τον μεταβαλλόμενο κόσμο, υποδεικνύοντας τον δρόμο προς την ευδαιμονία, στην οποία θα οδηγούσε η ορθή διαχείριση αυτής της γνώσης, σε συνδυασμό με την ορθοπραξία. Ένας από τους στόχους της διατριβής ήταν η συστηματική παρουσίαση του υπάρχοντος υλικού και η αξιοποίηση προηγούμενων ερευνών, προκειμένου να παρατεθεί μια συνοπτική αφήγηση της ιστορίας της περιπατητικής φιλοσοφίας μετά τον Αριστοτέλη και τον Θεόφραστο. Συγχρόνως, εξερευνώντας και προβάλλοντας τις σχέσεις της σχολής με την πνευματική κίνηση της Ελληνιστικής εποχής επιχειρήθηκε να προσδιοριστεί η θέση του Λυκείου στον φιλοσοφικό χάρτη αυτής της εποχής. Μετά την συλλογή των απαραίτητων δεδομένων, δημιουργήθηκε ένα προσχέδιο, στο οποίο καταγράφηκαν οι βίοι και οι φιλοσοφικές αντιλήψεις κάθε εκπροσώπου της σχολής και παρατέθηκε η σχέση αυτών των απόψεων με τις αντίστοιχες του Αριστοτέλη. Αυτό το προσχέδιο αποτέλεσε τον πυρήνα του πρώτου μέρους της εργασίας, αφού διατηρήθηκαν σε αυτό κυρίως πληροφορίες βιογραφικού χαρακτήρα, ενώ το υπόλοιπο υλικό αξιοποιήθηκε για την σύνταξη του δεύτερου μέρους εμπλουτίζοντάς το με στοιχεία σχετικά με τις αντιλήψεις άλλων φιλοσοφικών σχολών. Ουσιαστικά, οι Περιπατητικοί επιδίωξαν να υπηρετήσουν το όραμα του Αριστοτέλη, το οποίο εκτεινόταν πού πιο μακριά από τον ορίζοντα μιας φιλοσοφικής σχολής, αφού φιλοδοξία του αποτελούσε η θεμελίωση ενός επιστημονικού και ερευνητικού ιδρύματος στραμμένου σταθερά στην αναζήτηση της γνώσης. Το Λύκειον αποτελούσε επομένως ένα τέτοιο ίδρυμα, ορισμένα μέλη του οποίου συνδέονταν με χαλαρούς δεσμούς με αυτό. Η σχολή, κατόρθωσε να προβάλει το έργο του Αριστοτέλη και να υπερασπιστεί την κληρονομιά του, συμβάλλοντας στην αναγνώριση του μεγαλείου του, αλλά ταυτόχρονα, οι εκπρόσωποί της συνεισέφεραν προσωπικά στην πρόοδο διαφόρων επιστημονικών πεδίων. Τελικά, το πρόγραμμα του Αριστοτέλη για διαρκή καταγραφή γνώσεων, οδήγησε την σχολή στην δημιουργία δομών, οι οποίες την κατέστησαν ένα αξιόλογο και πολύ καλά οργανωμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Η μεθοδολογία της, υπήρξε η κινητήριος δύναμη πίσω από την ίδρυση της βιβλιοθήκης στην Αλεξάνδρεια, καθιστώντας έτσι περισσότερο εφικτό τον στόχο του ιδρυτή για συνεχή αναζήτηση της γνώσης. Ο Αριστοτέλης γνώριζε ότι τα όρια της γνώσης υπερβαίνουν τον ανθρώπινο βίο, αλλά η σχολή είχε τη δυναμική να υπερβεί τα ατομικά ανθρώπινα όρια και έτσι, το Λύκειον αποτέλεσε έναν οργανισμό, ο οποίος προορίζονταν να αφιερωθεί απερίσπαστος στον στόχο του, την αναζήτηση και διαρκή επέκταση της γνώσης, η οποία θα συνέδραμε τον άνθρωπο στο εγχείρημά του να βελτιώσει την ζωή του και τελικά να καταστεί ευδαίμων. 444 322 316 The importance of securing the airway has been perceived by antiquity. The surgical procedure of tracheotomy is very old and secures the airway. The earliest known references to tracheotomy are made in the “Rigveda” a sacred Hindu book published before 4000 years. While the orotracheal intubation, the other method for securing the airway, was described later. These are the main methods for securing the airway and in their long history were proposed , applied and forgotten several times until their acceptance in daily practice. Their introduction was helped by the accumulation of knowledge and progress of technologies providing the right equipment for their safe application . Researchers perfected the tracheal tube, the laryngoscope while aggregated knowledge on lung physiology and respiration. The importance of breathing was understood in the 5th Century BC by Diogenes Apoloniates. Later In the 4th century BC by Plato and Aristotel points out the relationship between breath and life. Many years later, in the 15th century, begins the story of lung ventilation by technical means. But significant boost gets the 18th and 19th century with the development of research for resuscitation of drowned victim . A number of physicians, scientists, and physiologists were involved. Initially applied blowers for ventilation ( positive pressure ventilation) but the pneumothorax problem and inability to maintain and protect the airway, impended acceptance and implementation of positive-pressure ventilation for decades. Consequently, emphasis on the development of mechanical ventilation was directed toward machinery that provided safer negative pressure respiratory support. Significant moment for the use of mechanical ventilation is a series of polio epidemics in Europe and United States. The introduction of curare into anesthesia practice and the adoption of protective airway practices during the poliomyelitis epidemics led to routine use of controlled positive-pressure ventilation and construction of dependable ventilators. Gradually better respirators and safer modes of ventilation were developed. During the polio epidemic, investigators noted that mechanical ventilation could cause damages to the lung. Η σημασία της προστασίας του αεραγωγού είχε γίνει αντιληπτή από την αρχαιότητα. H χειρουργική τεχνική της τραχειοτομής είναι πολύ παλιά και προστατεύει τον αεραγωγό. Οι πρώτες γνωστές αναφορές στην τραχειοτομή έγιναν στο ιερό βιβλίο « Rigventa» των Hindu που γράφηκε πριν 4000 χρόνια. Η στοματοτραχειακή διασωλήνωση, ο άλλος τρόπος διασφάλισης του αεραγωγού, περιγράφηκε αργότερα. Αυτές είναι οι κύριες μέθοδοι εξασφάλισης του αεραγωγού που στην μακραίωνη ιστορία τους προτάθηκαν, εφαρμόστηκαν αλλά και ξεχάστηκαν πολλές φορές ως την αποδοχή τους στην καθημερινή πρακτική. Η υιοθέτησή τους βοηθήθηκε από την απόκτηση γνώσεων και την τεχνολογική πρόοδο που πρόσφερε τον κατάλληλο και ασφαλή εξοπλισμό για την εφαρμογή τους. Οι ερευνητές τελειοποίησαν τον τραχειοσωλήνα, το λαρυγγοσκόπιο ενώ αθροίστηκε γνώση πάνω στην φυσιολογία των πνευμόνων και της αναπνοής. Η σημασία της αναπνοής έγινε κατανοητή τον 5ο αιώνα π.Χ. από τον Διογένη τον Απολλωνιάτη. Έναν αιώνα αργότερα ,4ο αιώνα π.Χ., ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης επισημαίνουν την σημασία της αναπνοής για την ζωή. Αρκετά χρόνια αργότερα , τον 15ο αιώνα μ.Χ., ξεκινά η ιστορία του αερισμού των πνευμόνων με τεχνικά μέσα. Σημαντική έκρηξη γίνεται τον 18-19ο αιώνα μ.Χ. με την ανάπτυξη της έρευνας για αναζωογόνηση θυμάτων πνιγμού. Εμπλέκονται επιστήμονες, γιατροί και φυσιολόγοι της εποχής. Αρχικά, χρησιμοποιήθηκαν φυσερά δηλαδή αερισμός θετικών πιέσεων, όμως το πρόβλημα του πνευμοθώρακα και η αδυναμία να εξασφαλιστεί ο αεραγωγός εμπόδισε την αποδοχή του αερισμού θετικών για δεκαετίες. Σαν συνέπεια, η προσπάθεια ανάπτυξης του μηχανικού αερισμού κατευθύνθηκε στην κατασκευή αξιόπιστων αναπνευστήρων, της ασφαλέστερης, αρνητικής πίεσης. Μια σημαντική στιγμή για τον μηχανικό αερισμό είναι οι επιδημίες πολιομυελίτιδας που ξεσπούν στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες . Η υιοθέτηση των πρακτικών προστασίας του αεραγωγού και η χρήση του κουραρίου στην αναισθησιολογική πρακτική, οδήγησε στην εφαρμογή ελεγχόμενου αερισμού θετικών πιέσεων και την δημιουργία αξιόπιστων αναπνευστήρων. Σταδιακά δημιουργήθηκαν καλύτεροι αναπνευστήρες και ασφαλέστερα μοντέλα υποστήριξης της αναπνοής. Κατά την διάρκεια των επιδημιών έγιναν και οι πρώτες παρατηρήσεις για βλάβες στους πνεύμονες από τον μηχανικό αερισμό. 445 246 249 ο ρόλος της αυτοεκτίμησης, της αυτοαποτελεσματικότητας και της συναισθηματικής νοημοσύνης The present study aimed to examine whether there is any correlation between academic procrastination and self-efficacy, self-esteem and emotional intelligence among the undergraduate population. Moreover, it was examined whether any of the above factors predict academic procrastination. In the research got involved 303 Greek undergraduate students of the Pedagogical Department of Primary Education of the university of Ioannina, who completed a set of demographical characteristics, the Greek version of the Procrastination Assessment Scale-Students (PASS, Solomon & Rothblum, 1984, adapted by Chatzidimou, 1994), the General Self-Efficacy Scale (Schwarzer & Jerusalem, 1995, adapted by Glynou, Schwarzer, & Jerusalem, 1994), the Self-Esteem Scale (Rosenberg, 1965, adapted by Tsagarakis, Kafetsios, & Stalikas, 2012) and the short form of the Trait Emotional Intelligence Questionnaire (Petrides & Furnham, 2006). The results, as it was expected, showed a statistically significant negative correlation of academic procrastination with self-esteem, self-efficacy and emotional intelligence. Emotional intelligence has also been shown to be a predictor of academic procrastination. In addition, from the emotional intelligence factors, sociability has been shown to predict academic procrastination. The according results showed also that 46.9% of the participants were procrastinating in terms of their academic tasks. Neither significant differences were found in the means between men and women, nor was there a statistically significant difference among the age groups, except from a small increase in the tendency of students to procrastinate between the 21st and 22nd year of age. The results can be used to develop educational intervention programs for undergraduate population. Ο σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να εξεταστεί αν υπάρχει σχέση μεταξύ της αναβλητικότητας σπουδών σε φοιτητικό πληθυσμό και της αυτοαποτελεσματικότητας, της αυτοεκτίμησης, της συναισθηματικής νοημοσύνης και αν κάποιος από τους παραπάνω παράγοντες προβλέπει την ακαδημαϊκή αναβλητικότητα. Στην έρευνα συμμετείχαν 303 φοιτητές του Παιδαγωγικού τμήματος Δημοτικής εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, οι οποίοι συμπλήρωσαν ένα αυτοσχέδιο ερωτηματολόγιο δημογραφικών στοιχείων, την ελληνική εκδοχή της Κλίμακας Αξιολόγησης της Αναβλητικότητας για Φοιτητές (Solomon & Rothblum, 1984, προσαρμογή Χατζηδήμου, 1994), την Κλίμακα Μέτρησης της Γενικού Τύπου Αυτοαποτελεσματικότητας (Schwarzer & Jerusalem, 1995, προσαρμογή Glynou, Schwarzer, & Jerusalem, 1994), την Κλίμακα Αξιολόγησης της Αυτοεκτίμησης (Rosenberg, 1965, προσαρμογή Τσαγκαράκης, Καφέτσιος, & Σταλίκας, 2012) και τη σύντομη εκδοχή του Ερωτηματολογίου Συναισθηματικής Νοημοσύνης ως Χαρακτηριστικό Γνώρισμα της Προσωπικότητας, TEIQue-sf (Petrides & Furnham, 2006). Τα αποτελέσματα, όπως αναμενόταν, έδειξαν στατιστικώς σημαντική αρνητική συσχέτιση της ακαδημαϊκής αναβλητικότητας με την αυτοεκτίμηση, την αυτοαποτελεσματικότητα και τη συναισθηματική νοημοσύνη. Επίσης, η συναισθηματική νοημοσύνη αναδείχτηκε προβλεπτικός παράγοντας της ακαδημαϊκής αναβλητικότητας. Επιπλέον, από τους παράγοντες της συναισθηματικής νοημοσύνης βρέθηκε ότι η κοινωνικότητα αποτελεί προβλεπτικό παράγοντα της ακαδημαϊκής αναβλητικότητας. Τα αποτελέσματα έδειξαν επίσης ότι το 46,9% ήταν αναβλητικοί ως προς τις ακαδημαϊκές τους υποχρεώσεις. Δεν βρέθηκαν σημαντικές διαφορές στους Μ.Ο. μεταξύ αντρών και γυναικών, ούτε βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των ηλικιακών ομάδων παρά μόνο μία μικρή αύξηση της τάσης των φοιτητών να αναβάλλουν κατά το 21ο και 22ο έτος της ηλικίας. Τα αποτελέσματα μπορούν να αξιοποιηθούν για την ανάπτυξη προγραμμάτων εκπαιδευτικής παρέμβασης για τον φοιτητικό πληθυσμό. 446 423 435 The continual inflow of pollutants in the soil has resulted in continuous degradation producing many adverse effects in the ecosystem as well as in the human health. The consequences of the above findings were the development of methods and technologies for the reversal of the immense problem. The technologies that have been developed for the remediation of contaminated soil can be classified a) according to the application point as in situ or ex situ, b) according to the mechanisms each technology uses, so they are further separated into physicochemical, thermal and biological. Physicochemical remediation methods use physicochemical properties of pollutants (or contaminated media) in order to destroy, separate or limit it, while thermal methods are based on the process of application of heat or use of heat for the separation, the destruction, or liquefaction of the existing pollutants. The biological methods of rectification of soil (bioremediation) are based on the exploitation of the action of different microorganisms which reside in the soil or florae and their ability to modify the very dangerous pollutants to inactive compounds. In the biological methods of rectification of soil the technologies included are natural attenuation (exploitation of physicochemical and biological actions which occur in the subsoil), bioventing (channeling of air to unsaturated zones of the soil for its microbic activation), phytoremediation (exploitation of the mechanisms in which plants distract their pollutants), landfarming (ploughing of soil in order to stimulate the microbe activity by enriching it with the necessary oxygen and adding nutrients and moisture), composting (excavation of soil and combining it with biodegradable waste to increase its temperature during its degradation as to enhance microbial activity) and the use of a bioreactor (total control of temperature, moisture, nutrients, pH, oxygen of microorganism). To the main groups of microorganisms used in bioremediation of contaminated soil includes fungi and in particular, white rot fungi. That fungi produces unspecialized extracellular enzymes like Laccasse (Lac), lignin peroxidase (LiP) and manganese peroxidase (MnP) from which their secretion and activity allows the degradation of the lignin from the wood, which is a complex polymer. Apart from the degradation of lignin, those enzymes are capable of oxidation on a wide range of organic compounds. From this bibliography research it is shown that white rot fungi has the ability of contaminate degradation like polychlorinated biphenyls (PCBs), polycyclic aromatic hydrocarbons (PAHs), polychlorinated dibenzo-p-dioxins (PCDDs), polychlorinated dibenzofurans (PCDFs), pesticides, synthetic colouring matter (Dyes), benzene, toluene, ethylbenzene and xylene compounds (BTEX) etc. of high efficiency. Consequently, they are a promising tool in the research on bioremediation of contaminated soil. Η συνεχής εισροή ρυπογόνων ουσιών στο έδαφος έχει ως αποτέλεσμα την συνεχή υποβάθμισή του προκαλώντας πολυάριθμες δυσμενείς επιπτώσεις τόσο στο οικοσύστημα όσο και στην ανθρώπινη υγεία. Επακόλουθο της παραπάνω διαπίστωσης ήταν η ανάπτυξη μεθόδων και τεχνολογιών για την αναστροφή του τεράστιου αυτού προβλήματος. Οι τεχνολογίες που έχουν αναπτυχθεί για την εξυγίανση των ρυπασμένων εδαφών μπορούν να ταξινομηθούν α) ανάλογα με το σημείο εφαρμογής τους ως επί τόπου ή εκτός τόπου και β) ανάλογα με την φύση του μηχανισμού που ακολουθείται σε κάθε τεχνολογία, οπότε διαχωρίζονται επιπλέον σε φυσικοχημικές, θερμικές και βιολογικές. Στις φυσικοχημικές μεθόδους αποκατάστασης αξιοποιούνται οι φυσικοχημικές ιδιότητες των ρύπων (ή του ρυπασμένου μέσου) προκειμένου αυτοί να καταστραφούν, διαχωριστούν ή περιοριστούν, ενώ οι θερμικές μέθοδοι στηρίζονται σε διεργασίες υψηλών θερμοκρασιών ή χρήση θερμότητας για το διαχωρισμό, την καταστροφή ή την τήξη των υφιστάμενων ρύπων. Οι βιολογικές μέθοδοι αποκατάστασης εδαφών (βιοεξυγίανση) στηρίζονται στην εκμετάλλευση της δράσης των διάφορων μικροοργανισμών που απαντώνται στο έδαφος ή φυτών και της ικανότητάς τους να μετατρέπουν τις πολύ επικίνδυνες ρυπογόνες ουσίες σε αδρανείς ενώσεις. Οι τεχνολογίες που περιλαμβάνονται στις βιολογικές μεθόδους αποκατάστασης εδαφών είναι η φυσική εξασθένηση (εκμετάλλευση των φυσικοχημικών και βιολογικών διαδικασιών που συμβαίνουν στο υπέδαφος), ο βιοαερισμός (διοχέτευση αέρα στην ακόρεστη ζώνη του εδάφους για την ενεργοποίηση της μικροβιακής δραστηριότητας), η φυτοεξυγίανση (εκμετάλλευση των μηχανισμών με τους οποίους τα φυτά διασπούν τους ρύπους), η αγροκαλλιέργεια (όργωμα του εδάφους για τόνωση της δραστηριότητας των μικροβίων μέσω του εμπλουτισμού του με το απαραίτητο οξυγόνο καθώς και προσθήκη θρεπτικών και υγρασίας), η κομποστοποίηση (εκσκαφή εδάφους και ανάμιξή του με βιοαποδομήσιμα υλικά ώστε να αυξηθεί η θερμοκρασία κατά την αποδόμησή τους και άρα να ενισχυθεί η δραστηριότητα των μικροβιακών πληθυσμών) και η χρήση βιοαντιδραστήρων (πλήρως ελεγχόμενες συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας, θρεπτικών, pH, οξυγόνου, μικροοργανισμών). Στις βασικές ομάδες μικροοργανισμών που χρησιμοποιούνται στις στρατηγικές βιοεξυγίανσης ρυπασμένων εδαφών συγκαταλέγονται οι μύκητες και κυρίως οι μύκητες λευκής σήψης. Οι μύκητες αυτοί παράγουν μη εξιδεικευμένα εξωκυτταρικά ένζυμα όπως η λακκάση (Lac), η υπεροξειδάση της λιγνίνης (LiP) και η υπεροξειδάση του μαγγανίου (MnP) των οποίων η έκκριση και η δράση επιτρέπει την αποδόμηση της λιγνίνης του ξύλου που αποτελεί ένα πολύπλοκο πολυμερές. Εκτός από την αποδόμηση της λιγνίνης, τα ένζυμα αυτά είναι ικανά να οξειδώνουν ένα ευρύ φάσμα επίμονων οργανικών ενώσεων. Από την παρούσα βιβλιογραφική έρευνα προκύπτει ότι οι μύκητες λευκής σήψης έχουν την ικανότητα να αποδομούν ρύπους όπως είναι τα πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCBs), οι πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες (PAHs), οι πολυχλωριωμένες διοξίνες (PCDDs), τα πολυχλωριωμένα φουράνια (PCDFs), τα φυτοφάρμακα, οι συνθετικές χρωστικές (Dyes), οι ενώσεις βενζολίου, τολουολίου, αιθυλοβενζολίου και ξυλενίου (BTEX) κ.ά. με υψηλή απόδοση. Κατά συνέπεια αποτελούν ένα υποσχόμενο εργαλείο στην έρευνα για τη βιοεξυγίανση του ρυπασμένου εδάφους. 447 255 307 Μελέτη της σειράς λεπτών υμενίων FePt: X (X=C, SiO2) για επίτευξη συνθηκών που υποστηρίζουν πυκνότητες μαγνητικής εγγραφής μερικών Tbit/in2 By studying, understanding and controlling the physical properties of magneticmaterials at the nanoscale we are able to develop many technological applications invarious scientific fields. Depending on the manufacturing process the control of themicrostructure could lead to the desired structural and magnetic properties.In the present work sputtering is used to produce thin films for application mainly inthe field of magnetic recording storage. In order to increase the recording densityinformation is necessary to reduce the dimensions of the magnetic grains inmagnitude below 10nm while maintaining thermal stability, which is ensured by usinghigh magnetocrystalline anisotropy materials. Furthermore, perpendicular magneticanisotropy is necessary, while among magnetic materials with highmagnetocrystalline anisotropy value Ku FePt alloy was chosen with Ku ~ 6 MJ/m3.The control of magnetic properties of the system, especially the switching field ismain objective of this study.FePt alloy deposited on single MgO crystal in order to study the structural andmagnetic properties and hybrid structures FePt fct / FePt fcc or Co to investigateexchange coupling phenomena. Tailoring coercive field with graded media approachis introduced by gradually decreasing magnetocrystalline anisotropy of depositedlayer under variable deposition temperature. Due to economotechnical parameters it isimportant to develop films on amorphous substrate, so experience gained in singlecrystal MgO substrate system was transferred to depositions on glass substrate. Filmswere prepared on amorphous substrates using Ag, CrRu and MgO as underlayers andperpendicular magnetization anisotropy in this system achieved. Moreover co-Sputtering of FePt and C or SiO2 was performed, achieving desirable grain sizereduction, isolated structure formation and shape control while producing continuousfilms with high uniformity and narrow size distribution. Στην μελέτη, κατανόηση και έλεγχο των φυσικών ιδιοτήτων των μαγνητικών υλικώνσε επίπεδο νανοκλίμακας στηρίζεται πλήθος τεχνολογικών εφαρμογών σε διάφοραεπιστημονικά πεδία. Ανάλογα με την διαδικασία παρασκευής παρέχεται δυνατότηταδιαμόρφωσης της μικροδομής ώστε να παρουσιάζονται οι επιθυμητές δομικές καιμαγνητικές ιδιότητες.Στην παρούσα εργασία χρησιμοποιείται η τεχνική της εναπόθεσης λεπτών υμενίωνυπό υψηλό κενό με στόχο την δημιουργία συστημάτων που βρίσκουν εφαρμογήστους τομείς κυρίως της μαγνητικής εγγραφής πληροφορίας. Σε αυτό το πλαίσιο γιατην αύξηση της πυκνότητας εγγραφής πληροφορίας απαιτείται η μείωση τωνδιαστάσεων των μαγνητικών δομών σε τάξη μεγέθους κάτω των 10nm με παράλληληδιατήρηση της θερμικής ευστάθειας, που εξασφαλίζεται από την ύπαρξη υψηλήςμαγνητοκρυσταλλικής ανισοτροπίας. Επιπλέον η δυνατότητα επίτευξης κάθετηςμαγνητικής ανισοτροπίας θεωρείται απαραίτητη, ενώ από το φάσμα των μαγνητικώνυλικών υψηλής τιμής σταθεράς μαγνητοκρυσταλλικής ανισοτροπίας Ku επιλέχθηκε τοδιμεταλλικό κράμα FePt με Ku της τάξης των 6 MJ/m3. Ο έλεγχος των μαγνητικώνιδιοτήτων, ιδίως του πεδίου αντιστροφής αποτελεί στόχο της μελέτης ώστε ηπληροφορία να θεωρείται διαχειρίσιμη με βάση τις δυνατότητες των μαγνητικώνκεφαλών σκληρών δίσκων.Πραγματοποιήθηκαν εναποθέσεις FePt επί κρυσταλλικού MgO ώστε να μελετηθούνοι δομικές και μαγνητικές ιδιότητες όπως επίσης και υβριδικές δομές FePt fct/FePtfcc ή Co φάσης για την διερεύνηση φαινομένων σύζευξης-ανταλλαγής.Παρουσιάζεται η τεχνική του ελέγχου του συνεκτικού πεδίου μέσω τηςαλληλεπίδρασης φάσης fct με υμένιο βαθμιαία μειούμενης μαγνητοκρυσταλλικήςανισοτροπίας, με εναπόθεση υπό μεταβλητή θερμοκρασία, τόσο πειραματικά όσο καιμε την χρήση μικρομαγνητικής προσέγγισης και προσομοίωσης. Λόγωοικονομοτεχνικών παραμέτρων ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται η ανάπτυξη υμενίωνσε άμορφο υπόστρωμα, οπότε τεχνογνωσία που αποκτήθηκε στις εναποθέσεις επίυποστρώματος MgO μεταφέρθηκε σε υπόστρωμα γυαλιού. Παρασκευάστηκαν υμένιασε άμορφα υποστρώματα με την χρήση κατάλληλων υποκείμενων υμενίων(underlayers) Ag, CrRu και MgO όπου επιτεύχθηκε κάθετη ανισοτροπία στηνμαγνήτιση του συστήματος. Στα πλαίσια της προσπάθειας ελέγχου της μικροδομής και των μαγνητικών ιδιοτήτων επιχειρήθηκε ταυτόχρονη εναπόθεση FePt και C ήSiO2 επιτυγχάνοντας μειωμένου μεγέθους απομονωμένους σχηματισμούς με μικρήδιασπορά μεγεθών παράλληλα με την δυνατότητα ελέγχου του συνεκτικού πεδίου. 448 517 426 The basic education in Crete (1858-1869) according to the Christianic Dimogero-ntia’s Records of Heraklion Η βασική παιδεία στην Κρήτη (1858-1869) κατά το αρχείο της Χριστιανικής Δημο-γεροντίας Ηρακλείου Objective: The study of the basic education of Christians in Crete, in the decade 1858-1869.Method: Archival research of primary sources, content analysis. In addition to the archives of the Christian Elders of Eastern Crete (Heraklion and Lassithi), the Archives of Loyos, in GAK, Athens, were researched with staff from the period 1840-1870.Conclusions: The education situation in Crete in 1844 was tragically recorded. Few schools functioned in the three major cities and monasteries only, according to the "Regulations of the Alumni and Hellenic Schools of ...in the Ecumenical ThroneSubje-cted Provinces" of 1846.As a didactic method, Lancastermethodeducation was ap-plied, while staffand teaching books were mainly provided by Greece.The three Dimogerontias, elected by the local Archbishop of Crete, founded in 1858, as¬sumed the Social Administration of the Christians, the administration of the monastic prop¬erty and the operation of the Municipalities of the City (Schools, Hospitals, Cemeteries, Or¬phanages).The attempted proselytism of the Cretans to the Papal Church of 1859, has sensitized Greek scholars and homogeneous. He awakened the Gate and the Patriarch-ate to take care of the neglected basic education of the Christians of Crete, who pro-mpted the establishment and operation of schools on the island.However, when the Greeks and wealthy Christians (Greeks) fell into disrepute, part of the monastic revenue was allocated this purpose.The founding of the 1860 Cretan Association of Cretans and the Athens Stu¬dents' Club "Ai Muse" contributed to the revival of education in Crete.The Metropolitan of Crete, Dionysios, equipped the schools of the city of Hera-klion, with the Metohi of AgiaParaskevi in Mesara, 1862. A rudimentary educational web, emergedaccording to the standards of the educational system of the Greek king-dom, using and ap¬pointing Greek teachers.In 1863, the "Regulations of the Herakleion of Crete Schools, namely the Girls' School, the School of Education and the Hellenic School" were drafted, while for high school studies the Cretans children had to be expatriated.The different understanding of the "General Regulations," on the monaste-ries and the founding of schools in Eastern Crete, divided the Christian Community (Monastic Question). It ended in the Cretan Revolution of 1866-69, as well as in parlay-zing the operation of schools due to hostilities.Refugees of Crete in Greece were given shelter, warmth and education by the American philhellene Samuel Howe, in Athens.The recommendation from the “Organic Law”, the General Assembly (Parliament) of Crete, deprived the authority, competence and omnipotence of the Metropolitan in educa¬tion.When in 1868 the ecclesiastical leadership changed,the new metropolitan of Crete, Meletios II, successfully responded to his mission.He inspected and taxed the proceeds of the monastic property.He ensured the establishment of School boards, the Election of Ephors, the re-opening of schools in the cities, the establishment and operation of new schools in the villages, the massive appointments of teachers and their supply with school books, printed material and stuff. He revised (updated) the School Regulations. He set up the "Monastery Organization" of 1871, which has since become the institutional framework for the management of the mo¬nastic property and the financing of the educational web of Crete, which has been operating systematically. Στόχος : Η μελέτη της βασικής παιδείας των Χριστιανών στην Κρήτη, την δεκαετία 1858-1869.Μέθοδος : Αρχειακή έρευνα πρωτογενών πηγών, ανάλυση περιεχομένου. Εκτός από τα αρχεία των Χριστιανικών Δημογεροντιών Ανατολικής Κρήτης, (Ηρα-κλείου, και Λασι¬θίου), ερευνήθηκετο Αρχείο Λόγιου, στα Γ. Α. Κ., Αθηνών, με υλικό της περιόδου 1840 -1870. Συμπεράσματα : Η κατάσταση παιδείας στην Κρήτη στα 1844, είχεκαταγραφεί τρα¬γική. Ελάχιστα σχολεία λειτουργούσαν στις τρεις μεγάλες πόλεις και σε μοναστήρια μόνο, σύμφωνα με τον «Κανονισμό των Αλληλοδιδακτικών και Ελληνικών σχολείων των … εν απάσαις ταις τω Οικουμενικώθρόνωυποκειμέναιςεπαρχίαις» του 1846.Ως διδακτική μέθοδος, εφαρμοζόταν ηαλληλοδιδακτική, ενώυλικό και διδακτικά βιβλία εξασφαλίζοντανκυρίως από την Ελλάδα.Οι τρειςΔη-μογεροντίες, (αιρετής σύνθεσης συμβούλια με πρόεδρο τον τοπικό Αρ¬χιερέα) που ιδρύ-θηκανστην Κρήτη 1858, ανέλαβαν την Κοινωνική Διοίκηση των Χριστια¬νών, τη διαχείριση της μοναστηριακής περιουσίαςκαι τη λειτουργία των Κοινών της Πό¬λεως Καταστημάτων(Σχολείων, Νοσοκομείων, Νεκροταφείων, Ορφανοτροφείων).Η από-πειρα προσηλυτισμού των Κρητών στην παπική Εκκλησία 1859, συνήγειρεΈλληνεςλόγιους και ομογενείς.Αφύπνισε Πύλη και Πατριαρχείο για τη φροντίδα της παρα¬μελημένης βασικής εκπαίδευσης των Χριστιανώντης Κρήτης, που προχώρησανσε προτρο¬πές σύστασης και λειτουργίας σχολείων στο νησί.Όταν αδράνησανόμως οιομογενείς και εύποροι Χριστιανοί, διατέθηκε μέρος των μοναστηριακών εσόδων για το σκοπό αυτό.Η ίδρυση των Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Κρητών Σύρου 1860, και του φοιτητικού συλλόγου Κρητών Αθηνών «Αι Μούσαι», συνέβαλε στην ανόρθωση της παιδείας στην Κρήτη.Ο Μητροπολίτης Κρήτης Διονύσιος, προίκισετα σχολεία της πόλεως Ηρακλείου, με το Μετόχι της Αγίας Παρασκευής στη Μεσαρά 1862. Υπο-τυπώδης εκπαιδευτικός ιστός, πρόβαλλεστα πρότυπα του εκπαιδευτικού συστήματος του ελληνικού βασιλείου, αξιοποιώντας παράλληλα, και διορίζοντας Έλληνεςεκπαι-δευτικούς.Στα 1863 συντάσσονται οι «Κανονισμοί των εν Ηρακλείω της Κρήτης Σχο-λείων ήτοι Παρθεναγωγείου, Αλληλοδιδακτικού και Ελληνικού», ενώ για γυμνασιακές σπουδές, τα Κρητικόπουλαέπρεπε να εκπατριστούν.Η διαφορετική ανάγνωση των «Γενικών Κανονισμών», πάνω σταμοναστηριακάκαι στην ίδρυση σχολείων στην Ανα-τολική Κρήτη, δίχασε τη Χριστιανική Κοινότητα (Μοναστη¬ριακό Ζήτημα).Κατέληξε στην Κρητική Επανάσταση του 1866-69, καθώς και στην παρά-λυση της λειτουργίας των σχολείων από τις εχθροπραξίες.Προσφυγόπουλα της Κρήτης στην Ελλάδα βρήκαν καταφύγιο, θαλπωρή και εκπαίδευση, από τον Αμερικανό φιλέλληνα Σαμουήλ Χάου, στην Αθήνα.Η σύσταση από τον Οργανικό Νόμο,Γενικής Συνέλευσης (Βουλής) Κρή-της, στέρησε την αυθεντία, αρμοδιότητα και παντοδυναμία του Μητροπολίτη στηνεκπαίδευση. Όταν 1868 άλλαξε η εκκλησιαστική ηγεσία. Ο νέος μητροπολίτης Κρήτης Μελέτιος Β΄, ανταποκρίθηκε επιτυχώς στην αποστολή του. Ήλεγξε και νοικοκύρεψε τα έσοδα της μοναστηριακής περιουσίας. Φρόντισε τη σύσταση Εφορειών, εκλογή Εφόρων, επαναλειτουργία σχολείων στις πόλεις, ίδρυση και λειτουργία νέων σχολείων στα χωριά, μαζικούς διορισμούς διδασκάλων και τον εφοδιασμό τους με σχολικά βιβλία, έντυπα και υλικό. Ανασύνταξε (επικαιροποίησε) τους Σχολικούς Κανονισμούς. Συνέταξε τον «Μοναστηριακό Διοργανισμό» 1871 που αποτέλεσε έκτοτε το θεσμικό πλαίσιο, διαχείρισης της μοναστηριακής περιουσίας και χρηματοδότησης του εκπαι-δευτικού ιστού της Κρήτης, που λειτουργούσε πλέον συστηματικά. 449 154 167 Γενετικός έλεγχος και βιοδέκτες στον οικογενειακό και κληρονομικό καρκίνο μαστού και ωοθήκες Heritability and environment are the source of causative factors of carcinogenesis. 20-25% of women diagnosed with breast cancer have a significant family history. However, only 5-10% of patients with breast cancer nowadays can accurately determine the genetic factor that causes the disease. These hereditary breast cancer cases owe to inherited mutations in BRCA1 and BRCA2. In Greece, about 250-500 women, who are carriers of these mutations, are affected each year from breast cancer. This thesis investigates the possibility, the constraints, and challenges of genetic testing effort in preventive and curative surgical intervention, in inherited and generally the familial breast-ovarian cancer. In addition, we consider whether Ki-67, Topoisomerase IIa, P53, and HER2 in patients with breast cancer and positive family history of breast cancer could have prognostic clinical utility. In summary, the aim of this manuscript is to assist through individualized preventive medicine in reducing the incidence, and mortality of the disease in our country Κληρονομικότητα και περιβάλλον αποτελούν την πηγή αιτιολογικών παραγόντων καρκινογένεσης. Σε ποσοστό 20-25% των γυναικών με διάγνωση καρκίνου μαστού υπάρχει σημαντικό οικογενειακό ιστορικό. Όμως μόνο στο 5-10% των ασθενών με καρκίνο μαστού μπορεί σήμερα να προσδιοριστεί με ακρίβεια ο γενετικός παράγοντας που προκαλεί την νόσο. O κληρονομικός αυτός καρκίνος μαστού οφείλεται σε κληρονομούμενες μεταλλάξεις στα γονίδια BRCA1 και BRCA2. Στην Ελλάδα, 250-500 περίπου γυναίκες που είναι φορείς αυτών των μεταλλάξεων προσβάλλονται ετησίως από καρκίνο μαστού. Σε αυτή τη διδακτορική διατριβή διερευνάται η δυνατότητα, οι περιορισμοί και οι προκλήσεις του γενετικού ελέγχου στην προσπάθεια προληπτικής και θεραπευτικής χειρουργικής παρέμβασης του κληρονομικού και ευρύτερα του οικογενούς καρκίνου μαστού-ωοθήκης. Επιπλέον, εξετάζεται εάν οι Ki-67, Topoisomerase IIa, P53, και HER2 σε ασθενείς με καρκίνο μαστού και οικογενειακό ιστορικό καρκίνου μαστού θα μπορούσαν να έχουν προγνωστική κλινική χρησιμότητα. Συνοπτικά, σκοπός του παρόντος εκπονήματος είναι να συμβάλει, μέσω εξατομικευμένης προληπτικής ιατρικής, στην μείωση της συχνότητας και θνητότητας της νόσου στην χώρα μας 450 152 172 Indications that rudimentary abilities of quantifying continuous as well as discrete amounts are present from infancy suggest that children’s tendency to apply additive strategies to multiplicative problems, also known as natural number bias, results from teaching quantification with overemphasis on natural numbers and additive relations. Numerous intervention studies suggest that unitizing, with its inbuilt emphasis on the concept of unit of measurement, is an approach to quantification through which understanding of all types of rational numbers, multiplicative/analogical relations as well as of additive relations is greatly improved. The aims of this study were to research whether teaching quantification through unitizing during the years of early education would support of all rudimentary quantification abilities, facilitate multiplicative reasoning as well as reduce the difficulties students face. Subsequently, most recent Greek kindergarten curriculum was analyzed as to its support of development of multiplicative reasoning and suggestions were made as to how it could be improved. Η παρουσία ενδείξεων, από τη βρεφική κιόλας ηλικία, ικανοτήτων ποσοτικοποίησης τόσο συνεχών όσο και διακριτών ποσοτήτων, υποδηλώνει ότι η τάση των μαθητών να χρησιμοποιούν προσθετικές στρατηγικές σε πολλαπλασιαστικές καταστάσεις, φαινόμενο γνωστό ως η προκατάληψη του φυσικού αριθμού, οφείλεται στον τρόπο διδασκαλίας της ποσοτικοποίησης που περιορίζεται στους φυσικούς αριθμούς και τις προσθετικές σχέσεις που τους διέπουν. Τα αποτελέσματα πολυάριθμων ερευνών διδακτικής παρέμβασης υποδηλώνουν ότι η διδασκαλία της ποσοτικοποίησης μέσω της μοναδοποίησης βελτιώνει την κατανόηση των εννοιών όλων των ρητών αριθμών, όπως και της πολλαπλασιαστικής και της προσθετικής σκέψης. Ο στόχος της παρούσας έρευνας είναι να εξεταστεί εάν η μοναδοποίηση ‘όντος παρέχει το κατάλληλο πλαίσιο για την ανάπτυξη όλων των στοιχειωδών ικανοτήτων ποσοτικοποίησης κατά τη πρωτοσχολική ηλικία, διευκολύνει την ανάπτυξη της πολλαπλασιαστικής σκέψης και της κατανόησης των ρητών αριθμών, όπως και αμβλύνει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι μαθητές με τις πολλαπλασιαστικές καταστάσεις. Στη συνέχεια αναλύεται το πιο πρόσφατο Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών του Νηπιαγωγείου (2011) ως προς την υποστήριξη της ανάπτυξης της πολλαπλασιαστικής σκέψης και διατυπώνονται προτάσεις για την αποτελεσματικότερη διαχείριση της διδασκαλίας της ποσοτικοποίησης. 451 307 248 The evolving character of learning technology has fostered changes in the way that the learning material is produced, stored, manipulated and experienced. The result was the development of reusable learning content, termed as ‘learning object’, which is widespread in the learning community. Learning objects (LOs) can support flexible approaches for learning and teaching, helping students to become more motivated to learn and to take the learning itself into their hands. They are considered as an important teaching tool in many disciplines and especially regarding the STEM, because they visualize their abstract concepts and they provide direct feedback. Computer programming, key area of Computer Science and a skill of a great importance for today’s digital world involves studying different types of abstract concepts that can be difficult for students to understand. As a result, educators search effective and motivate ways to teach its core concepts and programming languages. Despite the strong benefits, a good deal of interest and a number of large-scale projects, the learning object revolution has not really materialized in Computer Science in general and in computer programming especially. This dissertation revolves around the need to motivate primary students without any experience in learning programming. In response to this need, five LOs have been developed to help Computer Science teachers while dealing with teaching of basic programming concepts and ideas. Driven by the thought of making them as more intuitive and easy handled and the same time quite flexible and reusable, the LOs have been designed and developed into Scratch environment. As the results suggest, the proposed LOs seem a useful tool for teachers; they address mainly students without any prior experience in programming, they are aligned to the learning goals, they use authentic scenarios and they can boost students’ motivation in an innovative way. The evaluation also found shortcomings hinting at path of future improvements. Ο εξελισσόμενος χαρακτήρας των τεχνολογιών μάθησης έχει μεταβάλλει τον τρόπο με τον οποίο το μαθησιακό υλικό παράγεται, αποθηκεύεται και αξιοποιείται. Το αποτέλεσμα ήταν η ανάπτυξη επαναχρησιμοποιούμενου μαθησιακού περιεχομένου, που ονομάζεται «μαθησιακό αντικείμενο» και είναι ήδη ευρέως διαδεδομένο στην εκπαιδευτική κοινότητα. Τα μαθησιακά αντικείμενα καθιστούν τη διαδικασία μάθησης πιο ευέλικτη, παρέχοντας στους μαθητές κίνητρο για μάθηση και εμπλέκοντάς τους πιο ενεργά στη διδασκαλία. Θεωρούνται ως ένα σημαντικό διδακτικό εργαλείο σε πολλούς κλάδους και ειδικά στις λεγόμενες STEM, λόγω της οπτικοποίησης αφηρημένων εννοιών και της άμεσης ανατροφοδότησης που παρέχουν. Ο προγραμματισμός, βασικός άξονας της Πληροφορικής, αφορά τη μελέτη εννοιών που συχνά είναι δυσνόητες για τους μαθητές. Ως αποτέλεσμα, οι εκπαιδευτικοί αναζητούν πιο αποτελεσματικούς και ευχάριστους τρόπους για να διδάξουν αφηρημένες έννοιες και γλώσσες προγραμματισμού. Παρά τα ισχυρά οφέλη και το ενδιαφέρον, ο αριθμός των μαθησιακών αντικειμένων που έχουν αναπτυχθεί για την Πληροφορική, γενικότερα, και τον προγραμματισμό, ειδικότερα, είναι περιορισμένος. Η παρούσα εργασία αφορά τη βελτίωση της διδασκαλίας βασικών εννοιών του προγραμματισμού σε μαθητές δημοτικού χωρίς προηγούμενες γνώσεις στο αντικείμενο. Για την ενίσχυση του ενδιαφέροντος τους και την παράλληλη υποστήριξη των εκπαιδευτικών, σχεδιάστηκαν και αναπτύχθηκαν πέντε μαθησιακά αντικείμενα στο Scratch, ένα περιβάλλον εύκολο και ευχάριστο στη χρήση που εξασφαλίζει την απαιτούμενη ευελιξία και επαναχρησιμοποίηση των μαθησιακών αντικειμένων. Βάσει των αποτελεσμάτων, τα προτεινόμενοι μαθησιακά αντικείμενα αναδείχτηκαν ως χρήσιμο εργαλείο για τους εκπαιδευτικούς· απευθύνονται κυρίως σε αρχάριους μαθητές αναφορικά με τις γνώσεις στον προγραμματισμό, ευθυγραμμίζονται με τους μαθησιακούς στόχους, χρησιμοποιούν αυθεντικά σενάρια και είναι καινοτόμα. Η ανατροφοδότηση περιλαμβάνει και προτάσεις για μελλοντικές βελτιώσεις. 452 505 551 Τhe pedagogical exploitation of digital games in formal and informal education Η παιδαγωγική αξιοποίηση των ψηφιακών παιχνιδιών στην τυπική και άτυπη εκπαίδευση Games are recreational activities, offering relief to the player from his fears. All players are involved in procedures under certain rules. They also learn while interacting with the game environment and other players. During this process, the player develops cognitive and learning skills, while having fun. The importance of games in education has been acknowledged hundred years ago, as people noticed that a person, when playing games, develops his creativity. In today's "digital world", the technological development has affected directly all areas of our everyday life, including also games, which have taken a digital form. Digital games are one of the most important out-of-school activities for students. Children interact with technology through games. Nowadays, students are "digital natives" and many researchers suggest the use of digital games with educational content for learning in formal education as well as in informal and non-formal education. The main reason for the educational use of digital games in education is the support they offer to the players in the learning process and knowledge acquiring. Therefore, digital games provide a new teaching method, modernize the educational process, and students meet the technological needs and expectations of our society. More specifically, researchers of this topic mention that the integration of digital games in the educational process could be successful if games are included in formal educational activities supporting some initiatives of players. Many educators today, regardless of the education level they teach, are positively motivated towards the usage of digital games during the educational process. However, they also state the importance of the role of the educator, being able to use the right way of teaching, adjusted to the age of students. In more detail, educators highlight also the necessity of the constant training of all educators on the way of application of digital games in teaching and learning process. In our country, the research over the educational use of digital games is limited and most studies are focusing, on the gender of the players, the addiction they develop to players, ethical issues of games like violence and the skills that players develop. What they don't look though, is whether and to what extend games can support in the educational process and contribute in the formal education. This doctoral thesis, considers, describes and analyses the views of children, students and educators in regards to the digital games. Our main goal is to discover new evidence on the use of digital games in all levels of education. We found that Greek children and university students use frequently digital games, for playing while some pre-primary and primary school teachers use online games for teaching. Online games are not used from professors for teaching in Greek Higher Institutions. Furthermore, using a free digital online game of statistical concepts, we present three different approaches of the educational use of digital games in primary education. At the end of this thesis, there are some suggestions for future studies based on the results of this research. Το παιγνίδι είναι μια δραστηριότητα, ένα είδος αναψυχής, που επιτρέπει στον άνθρωπο να απελευθερωθεί από τους φόβους του, να εμπλακεί σε διαδικασίες που ακολουθούν προδιαγεγραμμένους κανόνες και να μάθει αλληλοεπιδρώντας με το περιβάλλον του, αλλά και με άλλους ανθρώπους, αναπτύσσοντας ικανότητες και δεξιότητες με τρόπο διασκεδαστικό. Η σημαντικότητα του παιγνιδιού στη μάθηση έχει επισημανθεί από τα αρχαία ακόμη χρόνια, καθώς φάνηκε από πολύ νωρίς ότι ο άνθρωπος, μέσα από το παιγνίδι, εφαρμόζει στην πράξη γνώσεις και δεξιότητες, ενώ παράλληλα αναπτύσσει την δημιουργικότητά του. Σήμερα, στον «ψηφιακό κόσμο» που ζούμε, η τεχνολογική εξέλιξη έχει επηρεάσει άμεσα όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής, συμπεριλαμβανομένου και του παιγνιδιού, το οποίο πήρε ψηφιακή μορφή. Τα ψηφιακά παιγνίδια είναι μια από τις πιο σημαντικές εξωσχολικές δραστηριότητες των μαθητών όλων των ηλικιών και, συχνά, αποτελούν την πρώτη επαφή των παιδιών με την τεχνολογία. Στη σημερινή εποχή, που οι μαθητές είναι «ψηφιακοί αυτόχθονες», πολλοί ερευνητές προτείνουν τη χρήση ψηφιακών παιγνιδιών με παιδαγωγική αξία σε παιδιά, εφήβους και νέους, τόσο στο τυπικό εκπαιδευτικό πλαίσιο, όσο και στις δραστηριότητες άτυπης και ελεύθερης μάθησης. Οι κυριότεροι λόγοι χρήσης ψηφιακών παιγνιδιών στην εκπαιδευτική διαδικασία είναι ότι αναβαθμίζουν ικανοποιητικά την συμμετοχή του εκπαιδευόμενου στην μάθηση και υποστηρίζουν την γνωστική ανάπτυξη. Συνεπώς, η παιδαγωγική αξιοποίηση του ψηφιακού παιγνιδιού ως σύγχρονη πρακτική διδασκαλίας, στόχο έχει να εκσυγχρονίσει την εκπαιδευτική πρακτική, ώστε οι μαθητές να μπορούν να ανταποκριθούν στις σύγχρονες και συνεχώς τεχνολογικά εξελισσόμενες απαιτήσεις της κοινωνίας μας. Ειδικότερα, η σύγχρονη στάση ερευνητών του χώρου αναφέρει ότι είναι αποτελεσματική η ενσωμάτωση των ψηφιακών παιγνιδιών στη μαθησιακή διαδικασία, εάν αυτά ενταχθούν μέσα σε οργανωμένες εκπαιδευτικές δραστηριότητες που υποστηρίζουν την πρωτοβουλία του χρήστη. Πολλοί εκπαιδευτικοί σήμερα, σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης, είναι θετικά προσκείμενοι στη χρήση ψηφιακών παιγνιδιών για την ενίσχυση της μαθησιακής διαδικασίας, δίνοντας, όμως, μεγάλη βαρύτητα στον ανάλογο τρόπο της διδασκαλίας, ο οποίος πρέπει να έχει την κατάλληλη εκπαιδευτική δομή για τα άτομα και τις ηλικίες στις οποίες απευθύνεται. Συγκεκριμένα, υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα εκπαίδευσης, και συνεχούς επανεκπαίδευσης των ίδιων των εκπαιδευτικών στον τρόπο αξιοποίησης των ψηφιακών παιγνιδιών στην τάξη, ώστε να εφοδιαστούν με κατάλληλες γνώσεις και δεξιότητες στη χρήση τους για τη δημιουργία σύγχρονων μαθησιακών μοντέλων που θα στηρίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία. Στη χώρα μας, οι περισσότερες έρευνες για την παιδαγωγική αξιοποίηση των ψηφιακών παιγνιδιών, είναι πολύ συγκεκριμένες και επικεντρώνονται μεταξύ άλλων, στο φύλο των παικτών, στον εθισμό, στην βία που περιέχουν, στην αίσθηση επιτυχίας ή αποτυχίας που προκαλούν στο χρήστη, στις στρατηγικές και δεξιότητες που αναπτύσσουν οι παίκτες, χωρίς, όμως, να εξετάζεται συνολικά εάν και κατά πόσο ικανοποιούνται τα παιδαγωγικά κριτήρια στην εφαρμογή τους στην εκπαιδευτική διαδικασία και κατά πόσο συνεισφέρουν στην τυπική και άτυπη εκπαίδευση.Στην παρούσα διδακτορική διατριβή εξετάστηκαν οι στάσεις νηπίων, φοιτητών και εκπαιδευτικών σε σχέση με τα ψηφιακά παιγνίδια, με στόχο να αποκαλυφθούν νέα στοιχεία για τη χρήση των ψηφιακών παιγνιδιών σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης. Βρέθηκε ότι τα νήπια και οι φοιτητές είναι στην πλειοψηφία τους χρήστες των ψηφιακών παιγνιδιών, ενώ δεν τα χρησιμοποιούν πολλοί εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και σχεδόν κανένας καθηγητής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για διδασκαλία. Επίσης, μέσω της αξιοποίησης ενός ελεύθερου διαδικτυακού παιγνιδιού, για τη διδασκαλία και αξιολόγηση εννοιών στατιστικής, παρουσιάζονται τρεις διαφορετικές εκπαιδευτικές προσεγγίσεις για τη παιδαγωγική αξιοποίηση των ψηφιακών παιγνιδιών στην τυπική εκπαίδευση. Τέλος, παρέχονται προτάσεις για τις μελλοντικές προεκτάσεις των αποτελεσμάτων της παρούσας έρευνας. 453 144 167 Η επίδραση της εμπιστοσύνης και των θεσμών στην καινοτομία και την επιχειρηματικότητα This paper explores the impact of trust and institutions on innovation and entrepreneurship. Occasionally, innovation is defined as creating new products and services or improving the use of existing products and services. Innovation and entrepreneurship are positively influenced by the quality of institutional framework and trust. Also, because businesses and individuals work together to achieve common goals, trust is a key factor to maintain good co-operation. The results of this work showed an important relationship between social trust and innovation and entrepreneurship. On the contrary, trust in the government shows that it does not affect the two above variables. In these results, it is likely that the diversity of the sample plays an important role as it is composed of countries with different institutional frameworks and different economic development. Other important factors influencing the variables examined are the economic freedom of countries and education. Στην παρούσα εργασία ερευνάται η επίδραση της εμπιστοσύνης και των θεσμών στην καινοτομία και την επιχειρηματικότητα. Συνήθως, η καινοτομία ορίζεται ως η δημιουργία νέων προϊόντων και υπηρεσιών ή η βελτίωση χρήσης των ήδη υπαρχόντων προϊόντων και υπηρεσιών. Η καινοτομία και η επιχειρηματικότητα επηρεάζονται θετικά από το ποιοτικό θεσμικό πλαίσιο και την ύπαρξη εμπιστοσύνης. Επίσης, επειδή δεν είναι λίγες οι φορές που επιχειρήσεις και άτομα συνεργάζονται για την επίτευξη κοινών στόχων, η ύπαρξη εμπιστοσύνης είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της καλής συνεργασίας. Τα αποτελέσματα αυτής της εργασίας έδειξαν σημαντική σχέση μεταξύ της κοινωνικής εμπιστοσύνης με την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα. Αντίθετα, η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση δείχνει να μην επηρεάζει τις παραπάνω δύο μεταβλητές. Σε αυτά τα αποτελέσματα, κατά πάσα πιθανότητα, σημαντικό ρόλο παίζει η ετερογένεια του δείγματος, καθώς αποτελείται από χώρες με διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο και διαφορετική οικονομική ανάπτυξη. Άλλοι σημαντικοί παράγοντες που επηρεάζουν τις εξετάζουσες μεταβλητές είναι η οικονομική ελευθερία των χωρών και η εκπαίδευση. 454 276 267 Different nano-inclusions of the electrical and thermal properties of modified mortars Συγκριτική μελέτη της επίδρασης των διαφορετικών νάνο-εγκλεισμάτων στις ηλεκτρικές και θερμικές ιδιότητες τροποποιημένων κονιαμάτων This postgraduate dissertation is concerned with the comparative study of the effect of different nano-inclusions on the electrical and thermal properties of modified mortars. The purpose of the work is initially the successful preparation of nano-amplified specimens with different percentages of carbon and graphite nanotubes (up to 2% by weight of cement) and then the comparative study of the effect of nano-amplification on the electrical and thermal properties of the specimens in relation to standard specimens reference. In the first chapter, which is the theoretical part of the thesis, a detailed reference is made to cement, aggregates as well as to cement-based materials and concrete mortars, since they are the material from which the samples are prepared. Subsequently, allotropic forms of carbon are discussed, focusing on carbon nanotubes and graphene. The structure, properties, synthesis methods and their applications in various fields are listed. In addition, the concept of non-destructive evaluation of materials and structures is introduced and most methods are mentioned. Particular emphasis is placed on electrical measurements (electrical conductivity) and thermography, because they are the methods by which the processes for the extraction of results and conclusions will be made. In the second chapter, in the experimental part, the whole experimental process, from the process of mixing and constructing the nano-amplified specimens, to the procedures for the extraction and recording of the results, which are the electrical measurements and the thermal behavior measurements. In the third chapter, the results of the measurements are presented in the form of diagrams and in the fourth and final chapter of this paper, conclusions are drawn from them. Η παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή, έχει ως θέμα τη η συγκριτική μελέτη της επίδρασης των διαφορετικών νάνο-εγκλείσματων στις ηλεκτρικές και θερμικές ιδιότητες τροποποιημένων κονιαμάτων. Σκοπός της εργασίας είναι αρχικά η επιτυχημένη παρασκευή νανο-ενισχυμένων δοκιμίων με διαφορετικά ποσοστά νανοσωλήνων άνθρακα και γραφενίου (μέχρι 2% κατά βάρος τσιμέντου) και μετέπειτα η συγκριτική μελέτη της επίδρασης της νανοενίσχυσης στις ηλεκτρικές και θερμικές ιδιότητες των δοκιμίων σε σχέση με πρότυπα δοκίμια αναφοράς. Στο πρώτο κεφάλαιο, που είναι το θεωρητικό μέρος της εργασίας, γίνεται αναλυτική αναφορά στο τσιμέντο, τα αδρανή καθώς και στα υλικά με βάση στο τσιμέντο και συγκεκριμένα στο κονίαμα, αφού είναι αυτό το υλικό από το οποίο παρασκευάζονται τα δοκίμια. Στη συνέχεια, γίνεται λόγος για τις αλλοτροπικές μορφές άνθρακα εστιάζοντας στους νανοσωλήνες άνθρακα και το γραφένιο. Παρατίθενται η δομή, οι ιδιότητες, οι μέθοδοι σύνθεσης καθώς και οι εφαρμογές τους σε διάφορους τομείς. Επιπλέον, εισάγεται η έννοια της μη καταστροφικής αξιολόγησης υλικών και κατασκευών και αναφέρονται οι περισσότερες μέθοδοι. Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στις ηλεκτρικές μετρήσεις (ηλεκτρική αγωγιμότητα) και στη θερμογραφία, διότι είναι οι μέθοδοι με τις οποίες θα γίνουν οι διαδικασίες εξαγωγής των αποτελεσμάτων και των συμπερασμάτων. Στο δεύτερο κεφάλαιο, στο πειραματικό μέρος, αναπτύσσεται διεξοδικά όλη η πειραματική διαδικασία, από τη διαδικασία μίξης και κατασκευής των νανοενισχυμένων δοκιμίων, μέχρι τις διαδικασίες που πραγματοποιήθηκαν για την εξαγωγή και καταγραφή των αποτελεσμάτων, που είναι οι ηλεκτρικές μετρήσεις και οι μετρήσεις θερμικής συμπεριφοράς. Στο τρίτο κεφάλαιο, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των μετρήσεων με τη μορφή διαγραμμάτων και στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο της παρούσης εργασίας, αναφέρονται συμπεράσματα που εξάγονται από αυτά. 455 208 228 The effect of empathy and active listening ον teachers' self-efficacy Η επίδραση της ενσυναίσθησης και της ενεργητικής ακρόασης στην αυτό-αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών The concept of teachers’ self-efficacy refers to their personal assessment of their effectiveness in mobilizing students and promoting learning, which in turn influences their educational work and their teaching practices, as well as the students’ performance and their overall success. This dissertation concerns the investigation of Greek teachers working self-efficacy and the factors that influence it, as well as the examination of the impact of empathy and active listening skills in its three sub-dimensions: a. Efficacy for Instructional strategies, b. Efficacy for Classroom management and c. Efficacy for student engagement. A cross-sectional study was conducted, with 3955 primary (kindergarten and elementary teachers), secondary and tertiary education educators, of average age of 43.3 years, constituting the sample. 1108 were men and 2847 women. The multifactorial linear regression analysis revealed significantly higher performance (p <0.001) in all dimensions and in the total scores on the Teachers’ Self-Efficiency scale for male teachers, those with higher education (postgraduate and doctoral degrees), those who worked full-time, school administrators, those who had been trained in a mental health promotion program, those who claimed to be supported by their School Counselors, and those who had elevated levels of empathy, active listening and active listening skills. Η έννοια της Αυτο-αποτελεσματικότητας (Self- Efficacy) των εκπαιδευτικών, αναφέρεται στις εκτιμήσεις τους για την προσωπική τους αποτελεσματικότητα στην κινητοποίηση των μαθητών και στην προαγωγή της μάθησης, η οποία με τη σειρά της επηρεάζει τόσο το εκπαιδευτικό τους έργο και τις διδακτικές πρακτικές που εφαρμόζουν, όσο και τις σχολικές επιδόσεις των μαθητών και τη γενικότερη επιτυχία τους. Η παρούσα διατριβή, αφορά στη διερεύνηση της εργασιακής Αυτο-αποτελεσματικότητας των Ελλήνων εκπαιδευτικών και των παραγόντων που την επηρεάζουν, καθώς και στην εξέταση της επίδρασης της ενσυναίσθησης και των ικανοτήτων ενεργητικής ακρόασης στις τρείς επιμέρους διαστάσεις της: α. Χρήση διδακτικών στρατηγικών, β. Διαχείριση της τάξης και γ. Ενεργή συμμετοχή των μαθητών. Διεξήχθη συγχρονικού τύπου έρευνα το Δείγμα της οποίας αποτέλεσαν 3955 εκπαιδευτικοί, 1108 άνδρες και 2847 γυναίκες, πρωτοβάθμιας (νηπιαγωγοί και δάσκαλοι), δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με μέση ηλικία τα 43,3 έτη. Η ανάλυση πολυπαραγοντικής γραμμικής παλινδρόμησης ανέδειξε σημαντικά υψηλότερες επιδόσεις (p<0,001) σε όλες τις διαστάσεις αλλά και στη συνολική βαθμολογία της κλίμακας Αυτο-Αποτελεσματικότητας στους άνδρες εκπαιδευτικούς, σε εκείνους που είχαν υψηλό επίπεδο σπουδών (μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς τίτλους), σε εκείνους που εργάζονταν με πλήρες ωράριο, στους Δ/ντές σχολικών μονάδων, σε εκείνους που είχαν επιμορφωθεί σε πρόγραμμα προαγωγής ψυχικής υγείας, σε όσους δήλωναν ότι υποστηρίζονται από τους Σχολικούς τους Συμβούλους και σε όσους είχαν αυξημένα επίπεδα ενσυναίσθησης, ενεργητικής ακρόασης και δεξιοτήτων ενεργητικής ακρόασης. 456 156 174 Philosophy for Children is a relatively new discipline that emerged in 1970 in America. Its originality is that it faces the introduction of the philosophic course in Primary Education not only as feasible but also as very profitable for students and teachers. As it is argued, children -students are able to successfully meet the goals and requirements of the philosophic course, which is designed to respond as much to their age as to their mental structures. However, the opposite of this program are those who argue that children, especially in the first classes of elementary school, are not capable of complex or abstract thinking, skills that are required for philosophical search. This paper critically reviews this discussion and shows the conditions by which the Philosophy for Children discipline can work to transform the classroom into a community of inquiry using philosophical dialogue, changing the role of the teacher, the written texts, as well as the curriculum. Η Φιλοσοφία για Παιδιά είναι ένας σχετικά νέος κλάδος που έκανε την εμφάνισή του το 1970 στην Αμερική. Η πρωτοτυπία του έγκειται στο ότι αντιμετωπίζει την εισαγωγή του μαθήματος της φιλοσοφίας στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση όχι μόνο ως εφικτή, αλλά και ως πολύ κερδοφόρα για μαθητές και εκπαιδευτικούς. Όπως υποστηρίζεται, τα παιδιά -μαθητές είναι ικανά να ανταπεξέρχονται με επιτυχία στους στόχους και τις απαιτήσεις του φιλοσοφικού μαθήματος, το οποίο είναι σχεδιασμένο ώστε να ανταποκρίνεται στο μέγιστο δυνατό βαθμό τόσο στην ηλικία, όσο και στις νοητικές και ψυχικές δομές τους. Εντούτοις, στον αντίποδα του προγράμματος αυτού βρίσκονται όσοι υποστηρίζουν πως τα παιδιά, ειδικά των πρώτων τάξεων του Δημοτικού Σχολείου, δεν είναι ικανά για σύνθετη ή αφαιρετική σκέψη, ικανότητες που προαπαιτούνται για τη φιλοσοφική αναζήτηση. Η εργασία αυτή ελέγχει κριτικά τη σχετική συζήτηση και δείχνει τους όρους με τους οποίους ο κλάδος της Φιλοσοφίας για Παιδιά μπορεί να εργαστεί για να μετατραπεί η σχολική τάξη σε κοινότητα έρευνας με τη χρήση του φιλοσοφικού διαλόγου, αλλάζοντας τον ρόλο του εκπαιδευτικού, των γραπτών κειμένων, καθώς και της διδακτέας ύλης. 457 282 304 Νέες μορφές ινσουλίνης και αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 The type 1 diabetes mellitus (type 1 diabetes, former insulin dependent or juvenile diabetes) is a chronic autoimmune disease that is thought to be caused by nongenetic, environmental agents (viral, dietary) in genetically predisposed individuals, starting from an immunological process results in the progressive loss of pancreatic beta cells which produce insulin. The subsequent lack of insulin leads to elevated blood and urine glucose levels. Insulin is still necessary in the treatment of diabetics, but its use is limited by its narrow therapeutic index. Current insulin therapies suffer from serious shortcomings due to the repeatability of the therapeutic dose to dose and from patient to patient. Synthetic chemistry has provided the means for perfecting the use of insulin as a medicament, where the optimization is directed beyond the pharmacokinetics, to change the pharmacodynamic properties, which are more selective and less variable in their results. Growth suspensions based on Zinc (Zinc-based suspensions) in order to prolong the effect of insulin, represented the main form of insulin for decades. Although advances in peptide chemistry and recombinant DNA have enabled the synthesis of structurally optimized insulin analogues (ultra-fast, short, intermediate and long-acting), the growing epidemics of obesity and diabetes have emphasized the need for diabetes therapies that are more efficacious, safe and convenient. For this purpose, a large set of “drug candidates” proceeds though the clinic, targeting hyperglycaemia and other disease abnormalities, while the first treatment options with injected insulin analogues are already in place. The ultimate goal of insulin therapy in diabetes mellitus type 1 remains to achieve euglycemia, prevent hyperglycemia symptoms and the prevention of diabetic ketoacidosis, which is why research is constantly progressing, to achieve the best possible treatment of the disease. Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 (διαβήτης τύπου 1, ΣΔΤ1, πρώην ινσουλινοεξαρτώμενος ή νεανικός διαβήτης) είναι μία χρόνια αυτοάνοση νόσος που πιστεύεται ότι προκαλείται από μη γενετικούς, περιβαλλοντικούς δηλαδή παράγοντες (ιογενείς, διαιτητικούς) σε γενετικά προδιατεθειμένα άτομα, ξεκινώντας από μία ανοσολογική διεργασία που καταλήγει στην προοδευτική απώλεια των β-κυττάρων του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη. Η επακόλουθη έλλειψη ινσουλίνης οδηγεί σε αυξημένα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα και στα ούρα. Η ινσουλίνη παραμένει απαραίτητη στη θεραπεία των διαβητικών αλλά η χρήση της περιορίζεται από το στενό της θεραπευτικό δείκτη. Οι τρέχουσες θεραπείες ινσουλίνης πάσχουν από σοβαρές ελλείψεις λόγω της επαναληψιμότητας της θεραπευτικής δράσης από δόση σε δόση και από ασθενή σε ασθενή. Η συνθετική χημεία έχει παράσχει τα μέσα για τελειοποίηση της χρήσης της ινσουλίνης ως φάρμακο, όπου η βελτιστοποίηση της έχει κατευθυνθεί πέραν της φαρμακοκινητικής, σε αλλαγές των φαρμακοδυναμικών της ιδιοτήτων, οι οποίες να είναι πιο επιλεκτικές και λιγότερο μεταβλητές στο αποτέλεσμα τους. Η ανάπτυξη αιωρημάτων βασισμένων στον ψευδάργυρο ώστε να παραταθεί η δράση της ινσουλίνης, αντιπροσώπευε την κύρια μορφή ινσουλινοθεραπείας για δεκαετίες. Παρόλο που οι πρόοδοι στη χημεία των πεπτιδίων και του ανασυνδυασμένου DNA επέτρεψαν τη σύνθεση βελτιστοποιημένων αναλόγων ινσουλίνης (υπερταχείας, βραχείας, ενδιάμεσης και μακράς δράσης), οι αυξανόμενες επιδημίες της παχυσαρκίας και του διαβήτη έχουν τονίσει την ανάγκη για θεραπείες που να είναι πιο αποτελεσματικές, ασφαλείς και άνετες. Γι’ αυτό το σκοπό, ένα ευρύ σύνολο υποψηφίων φαρμάκων “προχωρά” μέσα από την κλινική, στοχεύοντας την υπεργλυκαιμία καθώς και άλλες ανωμαλίες της νόσου, ενώ ταυτόχρονα οι πρώτες εναλλακτικές λύσεις θεραπείας με ενέσιμα ανάλογα ινσουλίνης βρίσκονται ήδη σε εφαρμογή. Κύριος στόχος της ινσουλινοθεραπείας στον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, παραμένει η επίτευξη ευγλυκαιμίας, η πρόληψη των συμπτωμάτων υπεργλυκαιμίας και η πρόληψη της διαβητικής κετοξέωσης, γι’ αυτό και η έρευνα συνεχώς προχωρά ώστε να επιτευχθεί η καλύτερη δυνατή ρύθμιση της νόσου. 458 448 538 The government bond spread, which reflects the associated risk of default, has become a leading economic variable after the recent financial crisis. Using a two-regime model, a high-spread and a lowspread regime, and two panel data sets, I investigate the influence on the spread of macroeconomic and quality-of-institutions variables, namely, the debt-to-GDP ratio, the rate of inflation, the rate of growth of real GDP, the primary surplus, the rate of unemployment, public investment, a risk-free interest rate (to capture shocks in the global economy), control of corruption, and government effectiveness. I define the two regimes by including a threshold value in the spread function, in accordance with the perceived fair value of the spread as a reference point. I assume that the decision maker may exhibit not only risk-averse, but also risk-seeking behavior, and I have introduced his/her preferences in the context of winning or losing. I have defined the threshold on the basis of credit ratings, namely, as the average of the associated rating class. Using annual data from a panel of 11 Eurozone countries and from another of 32 OECD countries, Ι estimate a log-linear equation for the spread with both fixed country-specific and time effects, as well as a nonlinear equation with partial adjustment with fixed country-specific effects only. Our empirical findings suggest that the effects of the explanatory variables on the spread are regime-dependent, since the regression coefficients differ in the two regimes. The estimated coefficients of the inflation rate, the real GDP growth rate and the unemployment rate are statistically significant in both regimes and robust to the various approaches used. Contrary to what has been found in the literature, however, the primary surplus is significant only in the low-spread regime, implying that it matters only when the spreads are lower than or equal to the reference point, whereas the debt-to-GDP ratio is not significant. Taken on its face value, this finding has an interesting implication for the policies applied to the case of the Greek crisis, where the primary surplus and the debt-to-GDP ratio played a pivotal role, despite the fact that the spread was above the fair value. Thus, the “rescue program” for Greece needs to be reconsidered. The finding that the sizes of the coefficients of the explanatory variables are larger in the high-spread than in the low-spread regime is consistent with our assumption that a risk-seeking decision maker has inelastic demand for loans and ends up paying a higher spread than a risk-averse decision maker. For if a policy maker borrows when the spreads are above the “fair” value, knowing that this additional demand for funds will increase the spread by a lot, he/she behaves as a risk-seeking person. Η πρόσθετη απόδοση κινδύνου (spread), η οποία εμπεριέχεται στην απόδοση των κρατικών ομολόγων, αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο χρεωκοπίας μιας χώρας και αποτελεί την κύρια οικονομική μεταβλητή στην μακροοικονομική διαχείριση κινδύνου χώρας, ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη οικονομική κρίση. Χρησιμοποιώντας ένα υπόδειγμα δύο καταστάσεων, υψηλών και χαμηλών spreads, ερευνώ την επίδραση στο spread ενός νέου συνόλου μεταβλητών, κυρίως μακροοικονομικών, αλλά και μεταβλητών ποιότητας των θεσμών, συγκεκριμένα, του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, του ρυθμού πληθωρισμού, του ρυθμού αυξήσεως του πραγματικού ΑΕΠ, του πρωτογενούς πλεονάσματος της Κεντρικής Κ υβέρνησης, τ ου π οσοστού α νεργίας, ε νός ε πιτοκίου χ ωρίς κ ίνδυνο, τ ο ο ποίο μ πορεί να αντανακλά διαταραχές στην παγκόσμια οικονομία, των δημοσίων επενδύσεων, του ελέγχου της διαφθοράς και της κυβερνητικής αποτελεσματικότητας. Εισάγω την έννοια του «δίκαιου» περιθωρίου απόδοσης κινδύνου (“fair” spread), το οποίο αποτελεί το σημείο αναφοράς στην διαδικασία λήψης αποφάσεων, δημιουργώντας δύο καταστάσεις, μια όταν το spread είναι μεγαλύτερο από αυτή την τιμή και μια όταν είναι μικρότερο ή ίσο με αυτή. Οι προτιμήσεις του λήπτη αποφάσεων δεν χαρακτηρίζονται μόνο από αποστροφή προς τον κίνδυνο, αλλά και από επιζήτηση αυτού. Επιπλέον, θεωρώ ότι οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται μόνο στα πλαίσια της έκθεσης στον κίνδυνο, αλλά και στο δίπτυχο κερδίζω-χάνω, ανάλογα με την τιμή των κρατικών ομολόγων. Ως σημείο αναφοράς (threshold), ορίζω τη μέση τιμή των spreads των χωρών που ανήκουν στην ίδια πιστοληπτική κατηγορία. Χρησιμοποιώντας δύο δεδομένα πάνελ, το ένα από 11 χώρες της Ευρωζώνης και το άλλο από 32 χώρες του ΟΟΣΑ, εκτιμώ μία εξίσωση για το spread, τόσο σε λογαριθμικά γραμμική μορφή με σταθερές επιδράσεις των χωρών και των ετών (fixed country-specific and time effects), όσο και σε μη γραμμική μορφή με σταθερές επιδράσεις των χωρών μόνο, η οποία ενσωματώνει και το μηχανισμό της μερικής προσαρμογής (partial adjustment). Τα εμπειρικά αποτελέσματα δείχνουν ότι οι επιδράσεις των ερμηνευτικών μεταβλητών στο spread εξαρτώνται από το σε ποια κατάσταση βρίσκεται η οικονομία, σε «χαμηλά» ή σε «υψηλά» spreads, καθώς οι εκτιμήσεις των συντελεστών των παραπάνω ερμηνευτικών μεταβλητών είναι στατιστικά σημαντικές και διαφέρουν από κατάσταση σε κατάσταση. Σε επίπεδο χωρών Ευρωζώνης, οι συντελεστές του ρυθμού πληθωρισμού, του ρυθμού αυξήσεως του πραγματικού ΑΕΠ, και του ποσοστού ανεργίας είναι στατιστικά σημαντικοί σε όλες τις προσεγγίσεις που χρησιμοποιήθηκαν. Σε αντίθεση με την υπάρχουσα βιβλιογραφία, όμως, τόσο στο μη γραμμικό υπόδειγμα όσο και στο λογαριθμικά γραμμικό υπόδειγμα, ο λόγος του χρέους προς ΑΕΠ δεν βρέθηκε στατιστικά σημαντικός, ενώ το πρωτογενές πλεόνασμα βρέθηκε στατιστικά σημαντικό μόνο στην κατάσταση των χαμηλών επιτοκίων. Αυτό σημαίνει ότι η μεταβλητή αυτή επιδρά μόνο όταν το spread είναι μικρότερο από την «δίκαιη» τιμή του. Το εύρημα αυτό παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν στην διαχείριση της Ελληνικής κρίσης απαρτίζονταν ως επί το πλείστον από δημοσιονομικούς κανόνες, παρότι η χώρα βρίσκονταν σε καθεστώς υψηλών επιτοκίων, όπου το spread ήταν υψηλότερο από την «δίκαιη» τιμή του. Με βάση τα ανωτέρω, το «πρόγραμμα διάσωσης» που χρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική περίπτωση χρήζει επαναπροσδιορισμού. Επιπροσθέτως, οι εκτιμήσεις των συντελεστών των παραπάνω μεταβλητών είναι μεγαλύτερες (κατ’ απόλυτη τιμή) σε καθεστώς υψηλών spreads, ένα εύρημα που είναι συνεπές με την υπόθεση ότι ένας risk-seeking λήπτης αποφάσεων έχει ανελαστική ζήτηση για δανεισμό και τελικά πληρώνει υψηλότερο spread. Συνεπώς, εάν αποφασίσει να δανειστεί γνωρίζοντας ότι θα τιμολογηθεί ακριβότερα, τότε αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη risk-seeking συμπεριφοράς. 459 230 250 Σχεδιασμός δρόμου και έλεγχος μικρορομποτικού μηχανισμού με φυγοκεντρικούς επενεργητές During the last decades, mini/micro-robotic systems have become very popular in robotic applications and international research in Robotics. Micro or mini-robotic mechanisms are sometimes the only available mean, in cases like reaching/working in micrometric dimensions or ones that demand extremely accurate movements. This necessity of mini/micro-robotic mechanisms and the difficulty in their applications led, a few years ago, to designing a mini-robotic mechanism with centrifugal actuators, in order to affect the trend towards piezoelectric ones. In this work, we tried to study and thoroughly understand the nature and the behavior of the specific mini-robotic mechanism during operation, used some methods for trajectory planning to guide it to a desired point on the plane and controlling its position to track these trajectories. A simulator of this mechanism was designed, using the dynamic and kinetic model of the platform and taking all its technical features into consideration. The trajectory is being generated using square/cubic polynomials of time, in order to create a trajectory between the initial and the desired configuration. The control algorithm uses specific angles of interest, so to find the shortest way of reaching the desired configuration, moving either forwards or backwards. The control law depends on the vertical difference between the current configuration and the desired one. The whole project was developed in MATLAB and in Robot Operating System (ROS) and the simulation trials were executed there as well. Τα μικρορομποτικά συστήματα, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν γίνει αρκετά δημοφιλή στις ρομποτικές εφαρμογές και στη διεθνή έρευνα στον τομέα της Ρομποτικής. Σε περιπτώσεις όπως πρόσβαση/εργασία σε μικρομετρικές διαστάσεις ή άλλες που απαιτούν κινήσεις ακριβείας, συνήθως οι μικρορομποτικοί μηχανισμοί αποτελούν μονόδρομο επιλογής. Με βάση την αναγκαιότητα των μικρορομποτικών μηχανισμών και την εκ-φύσεως δυσκολία στις εφαρμογές των, μοντελοποιήθηκε πριν μερικά χρόνια, ένας προτότυπος μικρορομποτικός μηχανισμός με φυγοκεντρικούς επενεργητές, με σκοπό να επηρεάσει την τάση που υπήρχε προς τους πιεζοηλεκτρικούς επενεργητές. Στην παρούσα εργασία, έχει γίνει μία προσέγγιση μελέτης της φύσης και της συμπεριφοράς του συγκεκριμένου μικρορομποτικού μηχανισμού κατά τη λειτουργία του, σχεδιασμού τροχιών για την οδήγησή του προς οποιοδήποτε σημείο του επιπέδου και ελέγχου της θέσης του για να επιτύχουν την παρακολούθηση αυτών των τροχιών. Ο προσομοιωτής κίνησης του εν λόγω μικρορομποτικού μηχανισμού, σχεδιάστηκε με βάση το δυναμικό και το κινηματικό του μοντέλο, λαμβάνοντας υπόψιν όλα τα τεχνικά χαρακτηριστικά που τον διέπουν. Οι τροχιές παράγονται με χρήση τετραγωνικών/κυβικών πολυωνύμων του χρόνου, με σκοπό να δημιουργηθεί μία τροχιά μεταξύ αρχικής και επιθυμητής διάταξης. Ο αλγόριθμος ελέγχου βασίζεται σε συγκεκριμένες γωνίες ενδιαφέροντος, για να βρεθεί ο συντομότερος τρόπος μετάβασης στην επιθυμητή διάταξη και επιλέγοντας αν θα κινηθεί προς τα εμπρός ή προς τα πίσω. Ο νόμος ελέγχου της θέσης του μικρορομποτικού μηχανισμού, εξαρτάται από την κατακόρυφη απόσταση μεταξύ τρέχουσας και επιθυμητής διάταξης. Το όλο εγχείρημα έχει υλοποιηθεί σε MATLAB και στο περιβάλλον του Robot Operating System, όπου έγιναν και οι δοκιμές των παραπάνω αλγορίθμων. 460 349 353 First of all the paper briefly presents the temporal presence of jewelry as a result of this innate human disposition, especially that of the woman for decoration, and then, starting with the above approach, is analysed the dynamic evolution of modern Greek silversmith in the jewelry sector in the context of historical and cultural developments in Greece after the war (second half of the 20th century) until today (beginning of the 21st century). Since the mid-19th century, women in urban society have mainly followed the European “trains” of honor and worn mainly jewelry from European workshops. With the passage of time pure Greek jewelry began to be created, especially after the middle of the 20th century, which not only dominated the local market but also became distinguished abroad. Of particular interest are the jewels which were created mainly during the 1950s by great artists - craftsmen who impress with the imagination of their creations. The case study, which was analysed in detail in the research work, was Ilias Lalaounis, who, with his "golden" creations, added a heavy and valuable link in the chain of Greek jewelry after the war, giving it at the same time a prominent place in the world. His genius idea of reviving Greek jewelry in the 1950s was a great success and undoubtedly changed not only his life and career but also the course of contemporary Greek jewelry. At the same time, the goldsmith Lalaounis demonstrated not only his inexhaustible ability to create but also his constant search for new ideas (with designs based on modern technology, astronomy, nature and biology). Lalaounis received many awards for his pioneering offer in the jewelry sector, the highest honor being that of the French Academy of Fine Arts (Académie des Beaux Arts, Institut de France). Finally, the paper presents the museological politics in the promotion of jewelry in general, since 1993 when Lalaounis and his younger daughter, Ioanna, founded the Ilias Lalaounis Jewelry Museum (ILJM), which exhibits the most representative creations of the artist from his 50 collections of jewels and micro sculptures, designed between 1950 and 2002. Στην εργασία παρουσιάζεται καταρχάς συνοπτικά η διαχρονική παρουσία του κοσμήματος ως αποτέλεσμα της έμφυτης διάθεσης του ανθρώπου, και κυρίως της γυναίκας, για στολισμό, και εν συνεχεία, με αφετηρία την παραπάνω θεώρηση, εξετάζεται η δυναμική εξέλιξη της σύγχρονης ελληνικής αργυροχρυσοχοΐας στον τομέα της κοσμηματοποιίας, στο πλαίσιο των ιστορικών και πολιτισμικών εξελίξεων στην Ελλάδα μεταπολεμικά (δεύτερο μισό του 20ού αιώνα) έως και τις μέρες μας (αρχές του 21ου αιώνα). Από τα μέσα του 19ου αιώνα οι γυναίκες της αστικής κοινωνίας ακολούθησαν κυρίως τους ευρωπαϊκούς συρμούς κόσμησης και φορούσαν κυρίως κοσμήματα που προέρχονταν από ευρωπαϊκά εργαστήρια. Με το πέρασμα του χρόνου άρχισαν να δημιουργούνται τα αμιγώς ελληνικά, που ιδίως μετά τα μέσα του 20ού αιώνα, όχι μόνο κυριάρχησαν στην ντόπια αγορά αλλά και διακρίθηκαν στο εξωτερικό. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κοσμήματα που δημιουργήθηκαν κυρίως κατά τη δεκαετία του 1950 κι έπειτα από σπουδαίους καλλιτέχνες – τεχνίτες, τα οποία εντυπωσιάζουν με την ευρηματική φαντασία των δημιουργών τους. Περίπτωση μελέτης, στην οποία επικεντρώθηκε και αναλυτικά εξέτασε η ερευνητική εργασία, αποτέλεσε ο Ηλίας Λαλαούνης, ο οποίος με τα «χρυσά» έργα του προσέθεσε έναν βαρύ και πολύτιμο κρίκο στην αλυσίδα της ελληνικής κοσμηματοποιίας μεταπολεμικά, δίνοντάς της ταυτόχρονα μια περίοπτη θέση παγκοσμίως. Η ιδιοφυής του ιδέα να αναβιώσει το ελληνικό κόσμημα κατά τη δεκαετία του 1950 γνώρισε μεγάλη επιτυχία και αναμφίβολα άλλαξε όχι μόνο τη ζωή και τη σταδιοδρομία του αλλά και την πορεία του σύγχρονου ελληνικού κοσμήματος. Ο χρυσοχόος Λαλαούνης, παράλληλα, απέδειξε όχι μόνο την ανεξάντλητη ικανότητά του να δημιουργεί, αλλά και τη συνεχή του αναζήτηση για νέες ιδέες (με σχέδια βασισμένα στη σύγχρονη τεχνολογία, την αστρονομία, τη φύση και τη βιολογία). Ο Λαλαούνης έλαβε πολλά βραβεία για την πρωτοποριακή προσφορά του στον τομέα του κοσμήματος, με ύψιστη τιμή αυτή της Γαλλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών (Académie des Beaux Arts, Institut de France). Τέλος η εργασία εξετάζει τη μουσειολογική «πολιτική» όσον αφορά στην προβολή του κοσμήματος ευρύτερα, καθώς το 1993 ιδρύθηκε από τον Λαλαούνη και την μικρότερη θυγατέρα του, την Ιωάννα, το Μουσείο Κοσμήματος Ηλία Λαλαούνη (ΜΚΗΛ), στο οποίο εκτίθενται τα πλέον αντιπροσωπευτικά έργα του καλλιτέχνη από τις 50 συλλογές κοσμημάτων και μικρογλυπτών, που σχεδίασε κατά την περίοδο 1950 - 2002. 461 172 159 Implementation and experimental evaluation of cryptographic methods for secure cloud computing systems Υλοποίηση και πειραματική αξιολόγηση μεθόδων κρυπτογράφησης για ασφαλή συστήματα υπολογιστικής νέφους The problem that we solve in the current Master’s thesis is that of secure data encryption and storage. More specifically, it is required to provide security guarantees concerning the vendor of the machine that implements the data encryption. A major disadvantage of similar existing implementations is that they are software-based and as a result lower-level guarantees are provided. This happens because the keys used to encrypt the data can be made known to the system administrator. In the implementation that we present the data encryption is done by using a new technology called Intel SGX which is based entirely on specialized hardware. In addition, we implement a solution based on fully uniform data encryption in order to examine a state-of-the-art and up-to-date software-based technique. Finally, we used the AES, a symmetric encryption algorithm, which utilizes, for performance reasons, the existing hardware. Finally, a qualitative and a quantitative evaluation of the above implementations is presented in order to produce useful conclusions Το πρόβλημα το οποίο επιλύουμε στην παρούσα υλοποίηση είναι αυτό της ασφαλούς κρυπτογράφησης και αποθήκευσης δεδομένων. Πιο συγκεκριμένα, απαιτείται να παρέχονται εγγυήσεις ασφαλείας που αφορούν τον ίδιο τον πάροχο του μηχανήματος που υλοποιεί την κρυπτογράφηση των δεδομένων. Ένα βασικό μειονέκτημα αντίστοιχων υπαρχουσών υλοποιήσεων είναι πως βασίζονται σε λογισμικό επομένως παρέχονται χαμηλότερου επιπέδου εγγυήσεις. Αυτό συμβαίνει καθώς τα κλειδιά που χρησιμοποιούνται για την κρυπτογράφηση των δεδομένων μπορούν να γίνουν γνωστά στον διαχειριστή του συστήματος. Στην υλοποίηση την οποία παρουσιάζουμε η κρυπτογράφηση γίνεται με χρήση της τεχνολογίας Intel SGX η οποία βασίζεται εξ ολοκλήρου σε εξειδικευμένο υλικό. Επιπρόσθετα, υλοποιούμε λύση που βασίζεται σε ομομορφική κρυπτογράφηση δεδομένων με σκοπό να εξετάσουμε μια πλέον σύγχρονη και ανερχόμενη τεχνική που βασίζεται στο λογισμικό. Τέλος, αξιοποιήσαμε τον αλγόριθμο συμμετρικής κρυπτογράφησης AES ο οποίος εκμεταλλεύεται, για λόγους απόδοσης, το υπάρχον υλικό. Καταλήγουμε με ποιοτική και ποσοτική αξιολόγηση των παραπάνω υλοποιήσεων ώστε να παραχθούν χρήσιμα συμπεράσματα. 462 227 264 The implementation and the investigation of the effectiveness of a psychoeducational program about the promotion of forgiveness in children aged 9 to 12 years Εφαρμογή και αξιολόγηση ενός ψυχοεκπαιδευτικού προγράμματος για την καλλιέργεια της συγχωρητικότητας σε παιδιά ηλικίας 9 έως 12 ετών This paper describes the implementation and the investigation of the effectiveness of a psychoeducational program that aimed to promote forgiveness in children aged 9 to 12 years. Children (N = 67) participated in this research, were randomly assigned to the intervention (n = 37) or the control (n = 30) group. Participants in both groups completed both before and after participation in the program self-report measures about the variables of forgiveness, empathy, anger and social skills. The intervention lasted six sessions and was designed on the basis of the four stages (uncovering, decision, work, deepening) of Enright's process model of forgiveness (1994), using mainly narratives about forgiveness in conjunction with activities of emotional expression, role playing and group games. The analysis of the data revealed that the children of the intervention group showed higher levels of forgiveness and a better understanding of its meaning, compared with the control group. In addition, they showed an increased ability of constructive expression of anger, higher levels of empathy and an increase of their compliance with the social rules. The absence of the above findings in the control group supports the effectiveness of the program in promoting forgiveness and improving the emotional and social skills of children. Στην παρούσα εργασία περιγράφεται η εφαρμογή και η διερεύνηση της αποτελεσματικότητας ενός ψυχοεκπαιδευτικού προγράμματος, το οποίο αποσκοπούσε στην ενίσχυση της συγχωρητικότητας σε παιδιά ηλικίας 9 έως 12 ετών. Τα παιδιά που συμμετείχαν στην έρευνα (Ν = 67) ταξινομήθηκαν με τυχαίο τρόπο σε δύο ομάδες, την ομάδα παρέμβασης (n = 30) και την ομάδα ελέγχου (n = 37). Οι συμμετέχοντες και των δύο ομάδων συμπλήρωσαν πριν από την έναρξη και μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος κάποια εργαλεία για τη μέτρηση των μεταβλητών της συγχωρητικότητας, της ενσυναίσθησης, του θυμού και των κοινωνικών δεξιοτήτων. Η παρέμβαση είχε διάρκεια έξι συναντήσεων και ο σχεδιασμός της έγινε με βάση τα τέσσερα στάδια (αποκάλυψη, απόφαση, εργασία και εμβάθυνση) του μοντέλου συγχώρεσης του Enright (1994) αξιοποιώντας κατά κύριο λόγο αφηγήσεις για θέματα που ήταν σχετικά με τη συγχώρεση αλλά και δραστηριότητες έκφρασης συναισθημάτων, παιχνίδια ρόλων και ομαδικά παιχνίδια. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων έδειξε ότι τα παιδιά της πειραματικής ομάδας είχαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα διάθεσης για συγχώρεση προς κάποιο άτομο που τους πλήγωσε, καθώς και καλύτερη κατανόηση της έννοιας της συγχώρεσης. Σημειώθηκε, ακόμη, στα παιδιά της πειραματικής ομάδας αύξηση της ικανότητάς τους για εποικοδομητική έκφραση του θυμού τους, υψηλότερα επίπεδα συναισθημάτων λύπης προς κάποιο άτομο που βιώνει μια δύσκολη κατάσταση (ενσυναίσθηση) και υψηλότερα επίπεδα συμμόρφωσης με τους κοινωνικούς κανόνες. Οι παραπάνω αλλαγές δεν σημειώθηκαν στα παιδιά που συμμετείχαν στην ομάδα ελέγχου, γεγονός που ενισχύει την αποτελεσματικότητα του προγράμματος όσον αφορά την καλλιέργεια τόσο της συγχωρητικότητας, όσο και των συναισθηματικών και κοινωνικών δεξιοτήτων στα παιδιά. 463 269 203 Μηχανιστική μελέτη φωτοδιάσπασης και φωτομετάθεσης του τολουολίου με υπολογισμούς CASSCF/CASPT2 In the context of this MSc Thesis the photochemistry/photophysics of toluene were studied using quantum chemical CASSCF/CASPT2 methods whose reliability was validated. A complete mapping of the ground state S0, as well as of the excited states S1, T1 and T2 dynamic energy surfaces was performed along the C-H bond of the methyl group. Analysis of the above surfaces afforded all the critical points: minimum energy points, transition states and radicals as adiabatic dissociation products. Interestingly, the search for nonadiabatic crossings gave a conical intersection S0/S1 of the type of the triangular pyramid shown bellow. Possible photoproducts derived from this conical intersection are displayed in the following figure: These are, (1) the photodissociation products benzyl radicals (PhCH2•) and hydrogen atoms, (2) the valence isomers, ortho-isotoluene (P2C-H) and norcaradiene (P1C-H) following a photometathesis reaction. A similar photochemical behavior was found in the investigastion of ethylbenzene.20 However, with the exception of radicals, none of these products have been detected experimentally. On the contrary, in the case of benzylsilanes (PhCH2-SiH3) ortho-silanes (photo-Fries products) have been identified.9,22 Since the organic photochemical experiments are usually conducted in solvens, we compared our results in the gas phase with those in acetonitrile (MeCN). Our results 9 showed that there is no any substantial differentiation due to the polar solvent, probably a consequence of the non-polar nature of the excited states involved herein. A great effort was made to determine the structure of the second excited state S2 of toluene. A boat-type structure is found that is similar to that proposed for benzene, but there is no certainty that it corresponds to the overall minimum energy point. Στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής μελετήθηκε η φωτοχημεία/φωτοφυσική του τολουολίου χρησιμοποιώντας κβαντοχημικές τις μεθόδους CASSCF/CASPT2 των οποίων η αξιοπιστία επικυρώθηκε. Έγινε πλήρης αποτύπωση των επιφανειών δυναμικής ενέργειας S0, S1, T1 και T2 και μερική αποτύπωση της S2 κατά μήκος του δεσμού C-H της μεθυλομάδας. Στα πλαίσια της ανάλυσης των παραπάνω επιφανειών δυναμικής ενέργειας μελετήθηκαν όλα τα κρίσιμα σημεία (ελάχιστα, μεταβατικές καταστάσεις, κωνική τομή S0/S1). Στη συνέχεια συγκρίναμε τα αποτελέσματά μας με αυτά του αιθυλοβενζολίου και του βενζυλοσιλανίου που σχηματίζουν όμοια κωνική τομή σε σχήμα τριγωνικής πυραμίδας. . Τα φωτοπροϊόντα που προβλέπει η παρούσα εργασία να σχηματίζονται μέσω της πυραμιδικής κωνικής τομής, μπορούν να συνοψιστούν στη παρακάτω εικόνα: Θελήσαμε στην συνέχεια να μελετήσουμε την επίδραση που θα είχε η διεξαγωγή των προσομοιωτικών πειραμάτων μας σε διαλύτη ακετονιτριλίου (MeCN) όπου συνήθως διεξάγονται τα οργανικά φωτοχημικά πειράματα. Τα αποτελέσματα μας έδειξαν ότι δεν υπάρχει μεγάλη επίδραση από το διαλύτη και αυτό ήταν αναμενόμενο μιας αυτός έχει μη πολικό χαρακτήρα. Μεγάλη προσπάθεια έγινε για τον προσδιορισμό της δομής της δεύτερης διεγερμένης κατάστασης S2. Ευρέθει μία δομή τύπου λουτήρα (boat) που είναι ανάλογη αυτής που προτείνεται για το βενζόλιο, χωρίς όμως να διασφαλίζεται ότι αντιστοιχεί στο ολικό ελάχιστο. 464 122 155 Η επίδραση της αισιοδοξίας και του άγχους του πόνου στην ποιότητα της υγείας των ασθενών με χρόνιο μυοσκελετικό πόνο The purpose of this investigation was to study the influence of predisposing factors of optimism and fear anxiety in the quality of patients with musculoskeletal problems who are in recovery process at a rehabilitation center. The sample consisted of 96 patients. The questionnaires that were used are the Short form health questionnaire (12 questions) (SF12), the life orientation test-revised (LOT-R) a VAS scale for pain measurement and the PASS questionnaire to measure pain anxiety. According to the regression analysis performed, dispositional optimism is an independent factor affecting both the physical model and mental health in patients with musculoskeletal problems regardless of the effect of pain because of the problem but with the intervention of anxiety to pain affect significantly on both dimensions. Ο σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να μελετήσει την επίδραση της προδιάθεσης της αισιοδοξίας και του άγχους του πόνου στην ποιότητα της υγείας ασθενών με μυοσκελετικά προβλήματα, που βρίσκονται σε φάση αποθεραπείας σε κέντρο αποκατάστασης. Το δείγμα αποτέλεσαν 96 ασθενείς. Τα ερωτηματολόγια που χρησιμοποιήθηκαν, ήταν το ερωτηματολόγιο της υγείας 12 ερωτήσεων (SF12), το ερωτηματολόγιο στάσης απέναντι στη ζωή (LOT-R), η κλίμακα VAS για την μέτρηση του πόνου και το ερωτηματολόγιο PASS, για την μέτρηση του άγχους του πόνου. Σύμφωνα με τις αναλύσεις παλινδρόμησης που πραγματοποιήθηκαν, η διάθεση της αισιοδοξίας, αποτελεί έναν ανεξάρτητο παράγοντα που επιδρά, τόσο στο μοντέλο της σωματικής όσο και της πνευματικής υγείας στους ασθενείς με μυοσκελετικά προβλήματα, ανεξάρτητα από την επίδραση του πόνου λόγω του προβλήματος, αλλά με την παρέμβαση του άγχους του πόνου να επιδρά σε σημαντικό βαθμό και στις δύο διαστάσεις. 465 123 131 The main purpose of this study focuses on the investigation of high school seniors’ opinion about the forms of resistance and opposition, preexisting and new ones, in the school field, as well as in the entire Greek educational system. Furthermore, by this research it is pursued the definition of those elements that actualize the students’ forms of resistance, mainly by delving into the relation with family, peers, teachers, the academic achievements and the Pan-Hellenic Examinations. The chosen method for this study is the social inquiry with the technique of semi – structured interview. The research results designate the forms of resistance among the students and their basic characteristics in a relation with family, teachers, academic achievements and the stress for the upcoming results. Ο κύριος στόχος της έρευνας εστιάζεται στη διερεύνηση των απόψεων τελειόφοιτων μαθητών του Γενικού Λυκείου σχετικά με τις μορφές αντίστασης και αντίδρασης, προϋπάρχουσες και νέες, στο χώρο του σχολείου. Με την έρευνα επιδιώκεται, επίσης, να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα που πραγματώνουν τις μορφές αντίστασης των μαθητών, μελετώντας κυρίως τη σχέση με την οικογένεια, τους συνομήλικους, τον εκπαιδευτικό, την επίδοση στη σχολική τάξη καθώς και με την πίεση των πανελλαδικών εξετάσεων. Η μέθοδος που επιλέχθηκε για τη διερεύνηση των απόψεων των μαθητών για τις μορφές αντίστασης είναι η κοινωνική έρευνα με την τεχνική της ημιδομημένης συνέντευξης. Τα αποτελέσματα της έρευνας αναδεικνύουν τις μορφές αντίστασης των μαθητών με τα βασικά χαρακτηριστικά τους, όπως και τη σχέση των απόψεων αυτών με την οικογένεια, με τους εκπαιδευτικούς, την επίδοση και το άγχος των επερχόμενων εξετάσεων. 466 363 351 Το αρχαιότερο σωζόμενο δράμα του Ευριπίδη, η Άλκηστη, παρουσιάζει σειρά ερμηνευτικών προβλημάτων, που τίθενται επιτακτικά στον σημερινό μελετητή. Το έργο- το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εύκολα ως παραμυθόδραμα, αφού εκθειάζει την ανάκτηση μιας ζωής με την εκούσια προσφορά μιας άλλης και την επιστροφή ενός χαρακτήρα από τον θάνατο – υποκαθιστά στην τετραλογία το σατυρικό δράμα, προκαλώντας εύλογα ειδολογικά ερωτήματα. Μπρος στο αδιέξοδο δίλημμα που τίθεται στο δράμα σχετικά με την αντιμετώπιση του χρησμού του Απόλλωνα, ο ποιητής επιλέγει την καταλληλότερη λύση για το παραμυθικό θέμα του έργου: η Άλκηστη ως ένδειξη αγνής συζυγικής αγάπης προσφέρει τη ζωή της, για να σώσει τον Άδμητο, και ο Άδμητος εκλαμβάνει τον εκούσιο θάνατο της συζύγου του ως φυσική απώλεια. Η συμπεριφορά του Άδμητου δεν ερμηνεύεται ως ειρωνική, ακόμη κι όταν αυτός δίνει την αντισταθμιστική υπόσχεση για πλήρη αγαμία και απομόνωση μετά τον θάνατο της συζύγου του. Επιπλέον στην Άλκηστη, σε αντίθεση με άλλους προλόγους, ο Ευριπίδης επιλέγει συνειδητά να μην κάνει οποιαδήποτε αναφορά στο παρελθόν, αλλά να εκκινήσει από την ημέρα του θανάτου της Άλκηστης και να θέσει την υπόσχεσή της σε προδραματικό χρόνο, ενώ την υλοποίησή της μετά την απόκτηση παιδιών, ώστε να μεγιστοποιήσει το δραματικό αποτέλεσμα. Ο αποχαιρετισμός του παλατιού πριν από τη θυσία, ο οποίος κινείται σε δύο επίπεδα, στον μελλοντικό γάμο των παιδιών και στην οικειοποίηση της συζυγικής κλίνης από άλλη γυναίκα, δεν απαιτεί με χαιρεκακία την ισόβια αγαμία του Άδμήτου, αντίθετα υποδεικνύει συμβατικά τον πρόσφορο χρόνο του ενδεχόμενου μελλοντικού του γάμου. Η φιλοξενία του Ηρακλή στο παλάτι κατατάσσει αμέσως τον μυθικό ήρωα στη χορεία όσων φέρονται αλλη λέγγυα στον Άδμητο και αποτελεί ικανοποιητική συνθήκη προκειμένου να προκαλέσει ως ανταπόδοση την επιστροφή της Άλκηστης στη ζωή. Αντίθετα, αν και όμαιμος, ο Φέρης, εξαιτίας της φιλοζωίας του, αντιμετωπίζει τον Άδμητο ορθολογικά και όχι συναισθηματικά. Με τη συνειδητή άρνησή του να προσφέρει τη ζωή του καταλήγει να εμφανίζεται ως εχθρός. Ταυτόχρονα ενυπάρχουν στο έργο κάποια ρεαλιστικά στοιχεία: η θυσία της Άλκηστης έπρεπε να υποκατασταθεί από τη θυσία των υπέργηρων γονιών, ενώ ο Άδμητος αναμετράται με τη προσωπική του ενοχή. Τα στοιχεία αυτά ωστόσο δεν υπερκαλύπτουν το δεσπόζον παραμυθικό θέμα του δράματος. Alcestis, Euripides' oldest extant play, contains a number of interpretative problems, which raise major concerns to modern scholars. We may easily claim that the play is a fairy tale drama (Märchendrama), since it exalts the substitution of a life by the voluntary offer of another life and includes a character's return from death. Alcestis is the last play of the tetralogy substituting the satyric drama, thereby creating justifiable questions regarding its genre. There is an impasse dilemma in the play about how Apollo's oracle is handled. In this question, Euripides chooses the most appropriate solution to the mythical theme: Alcestis offers her life as a sign of pure, conjugal love, in order to save Admetus, and Admetus considers her death as a physical loss. Admetus' behaviour is not considered ironic even when he gives a compensatory promise for absolute celibacy and isolation after Alcestis' death. Moreover, Euripides, unlike other prologues, consciously chooses not to make any references to the past and begins his story from the day of Alcestis' death. Her promise is placed during pre-dramatic time, while its fulfilment occurs after the birth of her children. Her farewell to the palace before her sacrifice unfolds in two levels, the children's future marriage and the appropriation of the marital bed by another woman. It does not signify, however, Alcestis' gloating attitude towards Admetus' lifelong celibacy. In fact, it points out the time conducive to his potential future marriage within the given conventions. Hercules' stay in the palace immediately enlists the hero within the category of those who treat Admetus with solidarity and constitutes a condition that functions as a form of compensation; Alcestis is brought back to life. Conversely, despite the blood bonds between them, Feris, drawn by his love for the good life, treats Admetus not emotionally but rationally, whilst his conscious refusal not to sacrifice his life for his son results to his being seen as an enemy. There are, simultaneously, some realistic elements in the play: Alcestis' sacrifice is substituted by the sacrifice of Admetus' elderly parents while Admetus must confront by himself his own guilt. Nevertheless, these two factors do not overshadow the dominant mythic theme of the play*. 467 184 204 The contribution of grammar to the development of pupils' communication competence Η συμβολή της γραμματικής στην ανάπτυξη της επικοινωνιακής ικανότητας των μαθητών The aim of this paper is to present the results of a teaching intervention in the fifth grade of an elementary school, according to the communicative approach. It is divided into two parts. The first part is the theoretical basis of the experimental intervention. The second part attempts research and experimentation of the teaching of grammatical phenomena and structures through authentic texts. Particularly, the intention is to explore the contribution of knowledge of the grammar to the ability of communicating effectively, and, specifically the capacity of producing effective texts on the part of the pupils involved. The ultimate goal of the whole effort is to lead to useful conclusions concerning the relationship between grammatical knowledge and effective use of language in order to improve the language teaching method in primary education. The results of the teaching intervention described below fully confirm the basic hypothesis of this research, according to which the teaching of grammar at text level has positive results and improves the linguistic as well as the communicative competence of the students. Η παρούσα Διδακτορική Διατριβή έχει στόχο να παρουσιάσει τα αποτελέσματα μιας διδακτικής παρέμβασης σε παιδιά Ε' δημοτικού, με τη μέθοδο της επικοινωνιακής κειμενοκεντρικής προσέγγισης. Χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος αποτελεί τη θεωρητική βάση της πειραματικής παρέμβασης. Στο δεύτερο μέρος, επιχειρείται η έρευνα και η πειραματική εφαρμογή της διδασκαλίας γραμματικών φαινομένων και γλωσσικών δομών μέσω αυθεντικών κειμένων αφηγηματικού και κατευθυντικού λόγου, σε παιδιά που φοιτούν στην Ε΄ δημοτικού, με τη μέθοδο της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής προσέγγισης της γλώσσας. Ειδικότερα, προβλέπεται να ερευνηθεί η συμβολή της γραμματικής γνώσης στην ικανότητα αποτελεσματικής επικοινωνίας και, συγκεκριμένα, στη δυνατότητα παραγωγής από την πλευρά των εμπλεκόμενων μαθητών μιας σειράς αποτελεσματικών κειμένων που ανήκουν στα είδη που προαναφέραμε. Απώτερος στόχος της όλης προσπάθειας είναι να οδηγηθούμε σε χρήσιμα συμπεράσματα που αφορούν τη σχέση μεταξύ γραμματικής γνώσης και αποτελεσματικής χρήσης της γλώσσας με στόχο να βελτιώσουμε και να εκσυγχρονίσουμε τη μέθοδο διδασκαλίας της γλώσσας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Τα αποτελέσματα της διδακτικής παρέμβασης, που περιγράφεται στη συνέχεια, επιβεβαιώνουν απόλυτα τη βασική υπόθεση της παρούσας εργασίας, σύμφωνα με την οποία η διδασκαλία της γραμματικής σε επίπεδο κειμένου έχει θετικά αποτελέσματα και βελτιώνει αισθητά τόσο τη γλωσσική όσο και την επικοινωνιακή ικανότητα των μαθητών. 468 119 145 Η συμβολή της μουσικής στην ανάπτυξη των συναισθηματικών δεξιοτήτων των παιδιών The aim of this paper is to research the relationship between music and emotion and highlight the contribution of music to the development of children's emotional skills throughout a work plan called "The Musical Voyage of the Pirates to the Islands of Emotions" which has been designed and implemented and it is proposed to strengthen students’ emotional world. It is noted that the multidimensional function of music responds to the multidimensional nature of the mechanisms through which emotions and feelings are provoked and allows music to provoke emotional arousal. Through our meetings the multiple uses of music and its role in the development of children's emotional skills were found very important for children’s emotional awareness, emotional balance and personality. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η διερεύνηση της σχέσης μουσικής και συναισθήματος και η ανάδειξη της συμβολής της μουσικής στην καλλιέργεια των συναισθηματικών δεξιοτήτων των παιδιών. Σε επίπεδο εφαρμογής προτείνεται ένας κύκλος μουσικοπαιδαγωγικών συναντήσεων μέσα από ένα σχέδιο εργασίας που ονομάζεται «Το μουσικό ταξίδι των πειρατών στα νησιά των συναισθημάτων», ο οποίος σχεδιάστηκε, εφαρμόστηκε πιλοτικά και προτείνεται για την ενίσχυση του συναισθηματικού κόσμου των μαθητών. Διαπιστώνεται ότι η πολυδιάστατη λειτουργία της μουσικής ανταποκρίνεται στην πολυδιάστατη φύση του μηχανισμού μέσω του οποίου γεννιούνται τα συναισθήματα και ο οποίος καθιστά δυνατή την πρόκληση συναισθημάτων από μουσικά ερεθίσματα. Μέσα από τις μουσικές συναντήσεις που υλοποιήθηκαν αναδεικνύονται οι πολλαπλές χρήσεις της μουσικής και επισημαίνεται ο ρόλος της στην ανάπτυξη συναισθηματικών δεξιοτήτων των παιδιών που αποτελούν σημαντικά εφόδια για την συναισθηματική τους ισορροπία και τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους. 469 193 205 This research study aims to study the quality of life of people with disabilities, particularly those with visual, acoustic or multiple sclerosis, as well as to examine the impact of admission and adaptation on disability in shaping the psychological wellbeing and sexuality of people. Statistical analysis has revealed that the type of disability affects the self-confidence of people with disabilities, whether they fit with others and the fact that there are more weaknesses than other people. Also, the self-confidence of people with disabilities about their sexual performance, the expression of their sexual desires, and whether they are reluctant to seek what they want in their sexual lives, seems to vary according to their disability, and it seems that the type of disability is not related to their possible disappointment with the quality of their sexual life. Moreover, the quality of life as well as the sexuality of people with disabilities varied on the basis of demographic characteristics such as work situation, educational level and monthly income. The results are discussed on the basis of the pre-existing bibliography, while proposals are made for the development of further research activity in the subject under investigation. Η παρούσα ερευνητική μελέτη έχει σκοπό να μελετήσει την ποιότητα ζωής των ατόμων με αναπηρία και συγκεκριμένα ατόμων με οπτική, ακουστική ή χρόνιες ασθένειες όπως σκλήρυνση κατά πλάκας καθώς και να εξετάσει την επίδραση της αποδοχής και προσαρμογής στην αναπηρία στη διαμόρφωση του ψυχολογικού ευ ζην των ατόμων και της σεξουαλικότητάς τους. Από τη στατιστική ανάλυση προέκυψε ότι το είδος της αναπηρίας επηρεάζει την αυτοπεποίθηση των ατόμων με αναπηρία, το αν ταιριάζουν με τους άλλους καθώς και την ύπαρξη περισσότερων αδυναμιών από τους άλλους ανθρώπους. Επίσης, η αυτοπεποίθηση των ατόμων με αναπηρία σχετικά με τις σεξουαλικές τους επιδόσεις, η έκφραση των σεξουαλικών τους επιθυμιών, καθώς και το αν τα άτομα αυτά διστάζουν να ζητήσουν αυτό που θέλουν στη σεξουαλική τους ζωή, φαίνεται πως διαφοροποιούνται ανάλογα με το είδος της αναπηρίας τους, ενώ φαίνεται πως δε σχετίζεται καθόλου το είδος της αναπηρίας με την πιθανή απογοήτευση τους από την ποιότητα της σεξουαλικής τους ζωής. Ακόμη, η ποιότητα ζωής όπως και η σεξουαλικότητα των ατόμων με αναπηρία, διαφοροποιήθηκε με βάση δημογραφικά χαρακτηριστικά όπως η εργασιακή κατάσταση, το μορφωτικό επίπεδο, τις συνθήκες διαβίωσης και το μηνιαίο εισόδημα. Τα αποτελέσματα συζητούνται με βάση την προϋπάρχουσα βιβλιογραφία, ενώ κατατίθενται και προτάσεις για ανάπτυξη περεταίρω ερευνητικής δραστηριότητας στο υπό διερεύνηση θέμα. 470 810 826 Development of analytical methods for the HPLC-based determination of sulfonamides after microextraction with novel (nano)materials Ανάπτυξη αναλυτικών μεθόδων για τον υγροχρωματογραφικό προσδιορισμό σουλφοναμιδίων μετά από μικροεκχύλιση με καινοτόμα (νανο)υλικά Antibiotics are well-known for their theraceutical applications. However, in the last years, their presence in the environment and food products has raised concerns. To address theissue, regulatory agencies have set maximum residue limits for most of them. Sulfonamides (SAs) are the first class of commercially available antibiotics and among the most commonly used ones. This is the reason why many analytical methods are being developed for SAs detection. In this Ph.D. thesis, four new sorbents ((nano)materials) are developed and utilized in sample preparation procedures, to extract SAs from food and environmental matrices and as a consequence, four analytical methods are developed. SAs were separated using an HPLC system and detected/quantified using a diode array detector. The sulfonamides employed are: sulfacetamide, sulfathiazole, sulfadiazine, sulfapyridine, sulfamerazine, sulfamethazine, sulfamethoxypyridazine, sulfachloropyridazine, sulfamethoxazole, sulfadimethoxine, sulfisoxazole and sulfaquinoxaline. In the first method, melamine sponges are functionalized with graphene (GMeS) and used as an adsorbent. The sponges are prepared by an easy, one-step procedure, which complies with the principles of green chemistry and is proved advantageous over previously described synthesis methods. The applicability of the GMeS in extraction procedures is studied and an analytical method for the determination of sulfonamides in milk, eggs and lake water is developed and validated according to SANCO/12571/2013 guideline. The method is highly accurate and reproducible, while the limits of quantification are found to be fairly low (0.31-0.91 μg/kg, 0.96-1.32 μg/kg and 0.10-0.29 μg/L in the case of milk, eggs and lake water, respectively). Furthermore, the method is exempt from matrix effects, since the microextraction procedure serves not only as such but also as a clean-up step. Some additional advantages of the proposed procedure are the low cost and environmentally friendly synthesis, efficiency and the high extraction recoveries. In the second study, the modification/loading of melamine sponge with metallic copper sheets (CuMeS) is discussed. The CuMeS is prepared in a fast, single-step procedure, where the concurrent production of copper oxides is avoided. The as-prepared CuMeS is utilized to develop a sensitive and selective sample preparation procedure to extract SAs from milk and water samples. The surface of the resulting CuMeS, after drying is rendered hydrophobic enabling hydrophobic interactions with analytes. This is the first time that the benefits of the high affinity of copper for SAs are reaped for analytical purposes. Due to the high selectivity for SAs, the proposed CuMeS-based procedure acts both as an extraction and a clean-up step for their quantitative determination. The analytical method developed, which is based on the extractive potential of CuMeS, has the merits of wide linearity (including concentrations above and below the maximum residue limit of SAs), low limits of quantification (0.025–0.057 μg/L for lake water and 0.23–1.05 μg/L for milk samples), high enrichment factors and highly satisfactory recoveries and repeatability. The analytical method is validated according to the Commission Decision 657/2002/EC.With respect to the third method, an enhanced variant of magnetic ionic liquid (MIL)-based dispersive liquid-liquid microextraction is put forward. The procedure combines a water-insoluble solid support and the [P66614+][Dy(III)(hfacac)4-] MIL, in a one-pot, pHmodulated procedure for the microextraction of triazines (TZs) and SAs. The solid supporting material is mixed with the MIL to overcome difficulties concerning the weighing of MIL and to control the uniform dispersion of the MIL, rendering the whole extraction procedure more reproducible. The pH-modulation during the extraction step enables the one-pot extraction of SAs and TZs, from a single sample, in 15 min. Overall, the new analytical method developed enjoys the benefits of sensitivity (limits of quantification: 0.034-0.091 μg/L) and precision (relative standard deviation: 5.2-8.1%), while good recoveries (i.e., 89-101%) are achieved from lake water and effluent from a municipal wastewater treatment plant. Owing to all of the above, the new procedure can be used to determine the concentrations of SAs and TZs at levels below the maximum residue limits. Finally, for the development of the last method, zinc ferrites were used in a magnetic, ultrasound-assisted dispersive micro solid-phase procedure. Although zinc is known to have a high affinity for sulfonamides, there are no sample preparation procedures based on this property. The synthesis of zinc ferrites is straightforward, and the resulting materials exhibit favorable magnetic properties for their harvesting after extraction. Zinc ferrites can efficiently and selectively extract SAs from lake water and egg samples. The new procedure exhibits low limits of quantification (0.06 up to 0.11 μg/L), low matrix effect (from -8% to 8%), acceptable recoveries (88-101%) and satisfactory enrichment factors (111-141). Moreover, the method has a wide linear range (up to 250 μg/L) making it possible the determination of sulfonamides at concentrations above or below the maximum residue limit. Due to the aforementioned merits as well as the simplicity, the few synthetic steps required and the efficiency of sample preparation, the developed method can be used for routine analysis of sulfonamides. Τα αντιβιοτικά είναι ευρέως διαδεδομένα για τις θεραπευτικές τους ιδιότητες. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια εκφράζονται ανησυχίες σχετικά με την ύπαρξή τους στο περιβάλλον και στα τρόφιμα. Για να περιοριστεί το πρόβλημα, οι νομοθετικές αρχές έχουν θεσπίσει ανώτατα επιτρεπτά όρια για τα περισσότερα αντιβιοτικά. Τα σουλφοναμίδια (sulfonamides, SAs) είναι η πρώτη κατηγορία εμπορικά διαθέσιμων αντιβιοτικών και παραμένουν από τις πιο δημοφιλείς. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο αναπτύσσονται πολλές αναλυτικές μέθοδοι για τον προσδιορισμό τους. Στο πλαίσιο της παρούσας διδακτορικής διατριβής, αναπτύχθηκαν τέσσερα (νανο)υλικά και χρησιμοποιήθηκαν σε τεχνικές προκατεργασίας δείγματος, προκειμένου να γίνει εκχύλιση των SAs από περιβαλλοντικά δείγματα και δείγματα τροφίμων και κατά συνέπεια, προέκυψαν τέσσερις νέες αναλυτικές μέθοδοι. Πραγματοποιήθηκε διαχωρισμός των SAs χρησιμοποιώντας υγρή χρωματογραφία (HPLC) και η ταυτοποίηση/ποσοτικοποίηση των ενώσεων επετεύχθη με έναν ανιχνευτή συστοιχίας διόδων (diode array detector). Τα σουλφοναμίδια τα οποία εξετάστηκαν είναι τα εξής: σουλφακεταμίδιο, σουλφαθειαζόλη, σουλφαδιαζίνη, σουλφαπυριδίνη, σουλφαμεραζίνη, σουλφαμεθαζίνη, σουλφαμεθοξυπυριδαζίνη, σουλφαχλωροπυριδαζίνη, σουλφαμεθοξαζολη, σουλφαδιμεθοξινη, σουλφισοξαζολη, και σουλφακινοξαλινη. Για την ανάπτυξη της πρώτης μεθόδου, σπόγγοι μελαμίνης τροποποιήθηκαν με γραφένιο (graphene-modified melamine sponges, GMeS) και χρησιμοποιήθηκαν ως προσροφητικό υλικό. Οι τροποποιημένοι σπόγγοι μελαμίνης παρασκευάστηκαν με μια απλή διαδικασία που ολοκληρώθηκε σε ένα στάδιο και η οποία όχι μόνο είναι σύμφωνη με τις αρχές τις πράσινης Χημείας, αλλά πλεονεκτεί σε σχέση με προηγούμενες μεθόδους που αναφέρονται στη βιβλιογραφία σε σχέση με τη σύνθεση τροποποιημένων σπόγγων μελαμίνης με γραφένιο. Μελετήθηκε η καταλληλότητα των GMeS για την εκχύλιση των SAs και αναπτύχθηκε μια αναλυτική μέθοδος για τον προσδιορισμό τους σε δείγματα γάλακτος, αυγών και νερού λίμνης. Η μέθοδος που αναπτύχθηκε επικυρώθηκε σύμφωνα με την οδηγία SANCO/12571/2013 και αποδείχθηκε ότι είναι ακριβής και επαναλήψιμη, ενώ τα όρια ποσοτικοποίησης είναι χαμηλά (0,31-0,91 μg/kg, 0,96-1,32 μg/kg και 0,10-0,29 μg/L για τα δείγματα γάλακτος, αυγών και νερού λίμνης, αντίστοιχα). Επιπλέον, δεν παρατηρήθηκε σημαντική επίδραση από τα μελετούμενα υποστρώματα, καθώς η τεχνική μικροεκχύλισης που αναπτύχθηκε λειτουργεί και ως στάδιο καθαρισμού. Το χαμηλό κόστος, η φιλική προς το περιβάλλον σύνθεση και οι υψηλές ανακτήσεις είναι μερικά ακόμα από τα πλεονεκτήματα της μεθόδου που αναπτύχθηκε. Για την ανάπτυξη της δεύτερης μεθόδου τροποποιήθηκαν σπόγγοι μελαμίνης με μεταλλικά φύλλα χαλκού (CuMeS). Οι CuMeS παρασκευάστηκαν με μια γρήγορη διαδικασία που ολοκληρώθηκε σε ένα στάδιο (χωρίς τη δημιουργία οξειδίων του χαλκού) και χρησιμοποιήθηκαν για την ανάπτυξη μιας ευαίσθητης και εκλεκτικής μεθόδου προκατεργασίας για την εκχύλιση SAs από δείγματα γάλακτος και νερού λίμνης. Η επιφάνεια των παρασκευασμένων CuMeS, μετά τη ξήρανσή τους καθίσταται υδρόφοβη, γεγονός που επιτρέπει την ανάπτυξη υδρόφοβων αλληλεπιδράσεων. Επιπλέον, είναι η πρώτη φορά που αξιοποιείται η μεγάλη συγγένεια του χαλκού για τα SAs στην αναλυτική χημεία. Λόγω της μεγάλης εκλεκτικότητας, η μέθοδος που αναπτύχθηκε αποτελεί τόσο ένα βήμα εκχύλισης, όσο και ένα βήμα καθαρισμού για τον ποσοτικό προσδιορισμό των SAs. Η αναλυτική μέθοδος έχει ευρεία γραμμική περιοχή (η οποία περιλαμβάνει συγκεντρώσεις μεγαλύτερες και μικρότερες από το ανώτατο επιτρεπτό όριο που έχει θεσπιστεί για τα SAs), χαμηλά όρια ποσοτικοποίησης (0,025–0,057 μg/L για δείγματα νερού λίμνης και 0,23–1,05 μg/L για δείγματα γάλακτος), ιδιαίτερα ικανοποιητικές ανακτήσεις και καλή αναπαραγωγιμότητα. Η μέθοδος επικυρώθηκε σύμφωνα με την απόφαση Commission Decision 657/2002/EC. Η τρίτη μέθοδος αποτελεί μια βελτιωμένη παραλλαγή της μικροεκχύλισης διασποράς υγρού-υγρού με χρήση μαγνητικών ιοντικών υγρών. Η διαδικασία συνδυάζει ένα αδιάλυτο στο νερό υποστηρικτικό υλικό και το ιοντικό υγρό [P66614+][Dy(III)(hfacac)4-] και μέσω της μεταβολής pH στο ίδιο δείγμα επιτρέπει την ταυτόχρονη μικροεκχύλιση των SAs και των τριαζινών. Το στερεό υπόστρωμα αναμιγνύεται με το μαγνητικό ιοντικό υγρό προκειμένου να ξεπεραστούν οι δυσκολίες που αντιμετωπίζονται κατά τη ζύγιση του μαγνητικού ιοντικού υγρού και για να καταστεί πιο ομοιόμορφη η διασπορά του, καθιστώντας την προτεινόμενη μέθοδο πιο επαναλήψιμη. Η μεταβολή του pH του δείγματος κατά το στάδιο της εκχύλισης επιτρέπει την εκχύλιση των SAs και των τριαζινών από το ίδιο δείγμα μέσα σε 15 λεπτά. Η νέα αυτή αναλυτική μέθοδος είναι ευαίσθητη (όρια ποσοτικοποίησης: 0,034-0,091 μg/L) και επαναλήψιμη (σχετική τυπική απόκλιση: 5,2-8,1%), ενώ επιτυγχάνει καλές ανακτήσεις (89-101%) για δείγματα νερού λίμνης και βιολογικού καθαρισμού. Τέλος, αναπτύχθηκε μια αναλυτική μέθοδος βασισμένη σε φερρίτες ψευδαργύρου σε μια διαδικασία μικροεκχύλισης διασποράς μαγνητικής στερεάς φάσης, υποβοηθούμενη από υπερήχους. Παρόλο που είναι γνωστό ότι ο ψευδάργυρος εμφανίζει μεγάλη συγγένεια για τα SAs, δεν υπάρχουν μέθοδοι προκατεργασίας δείγματος που να βασίζονται σε αυτήν την ιδιότητα. Η σύνθεση των φερριτών του ψευδαργύρου γίνεται απευθείας και το προκύπτον υλικό εμφανίζει αξιόλογες μαγνητικές ιδιότητες, οι οποίες επιτρέπουν τη συλλογή τους μετά την εκχύλιση. Οι φερρίτες ψευδαργύρου μπορούν να εκχυλίσουν αποδοτικά και εκλεκτικά τα SAs από δείγματα νερού λίμνης και αυγών. Η νέα διαδικασία επιτυγχάνει χαμηλά όρια ποσοτικοποίησης (0,06 μέχρι 0,11 μg/L), αποδεκτές ανακτήσεις (88-101%), ικανοποιητικούς συντελεστές προσυγκέντρωσης (111-141), ενώ επηρεάζεται ελάχιστα από το υπόστρωμα (από -8% έως 8%). Επιπλέον, η μέθοδος έχει μεγάλη γραμμική περιοχή (μέχρι τα 250 μg/L) γεγονός που επιτρέπει τον προσδιορισμό των SAs σε μεγαλύτερες και μικρότερες συγκεντρώσεις από το ανώτατο επιτρεπτό όριο. Λόγω των προαναφερθέντων πλεονεκτημάτων, της απλότητας, ευκολίας σύνθεσης του προσροφητικού και την αποδοτικότητα της όλης διαδικασίας, η μέθοδος που αναπτύχθηκε μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αναλύσεις ρουτίνας για τα σουλφοναμίδια. 471 228 217 Development and pilot study of an evaluation rubric for digital games and simulations about the greenhouse effect and climate change Ανάπτυξη και πιλοτικός έλεγχος μιας ρουμπρίκας αξιολόγησης ψηφιακών παιχνιδιών και προσομοιώσεων για το φαινόμενο του θερμοκηπίου και την κλιματική αλλαγή The present thesis aims at identifying digital games and simulations, which are related to the greenhouse effect and the climate change and are freely available for educational use. Besides that it deals with the creation of an assessment tool - a rubric - in order to examine the features of these applications and to check their suitability for use in the educational process. The main objective in the present research is to inspect the functionality, validity and reliability of the rubric, while some (active and prospective) teachers have used it, in order to evaluate two applications - a digital game and a simulation - from the list that emerged from the previous search. The sample of the teachers came of, according to the purposive and the convenience sampling method and then a pilot survey was conducted. The analysis of the results was carried out, according to the basic principles of descriptive statistics, by analyzing the numerical data with the quantitative analysis and the evaluators' comments with the qualitative analysis. Based on the results, it is concluded that there is a limited number of such applications available, while the rubric is judged to be valid and sufficiently reliable, appropriate, functional and capable of satisfying the purpose of its creation. Η παρούσα διπλωματική εργασία αποσκοπεί στον εντοπισμό ψηφιακών παιχνιδιών και προσομοιώσεων, τα οποία σχετίζονται με το φαινόμενο του θερμοκηπίου και την κλιματική αλλαγή και διατίθενται ελεύθερα για εκπαιδευτική χρήση. Παράλληλα πραγματεύεται τη δημιουργία ενός εργαλείου αξιολόγησης – μιας ρουμπρίκας - προκειμένου να εξεταστούν τα γνωρίσματα των εφαρμογών αυτών και να ελεγχθεί η καταλληλότητά τους να αξιοποιηθούν στην εκπαιδευτική διαδικασία. Στην παρούσα έρευνα βασικό στόχο αποτελεί ο έλεγχος της λειτουργικότητας, της εγκυρότητας και της αξιοπιστίας της ρουμπρίκας, μετά τη χρήση της από εν ενεργεία και μελλοντικούς εκπαιδευτικούς. Ο έλεγχος πραγματοποιήθηκε αξιολογώντας δυο εφαρμογές – ένα ψηφιακό παιχνίδι και μια προσομοίωση – από τον κατάλογο που προέκυψε μέσα από τη σχετική αναζήτηση στο πρώτο μέρος της εργασίας. Το δείγμα των εκπαιδευτικών προήλθε από την κατευθυνόμενη και τη βολική μέθοδο δειγματοληψίας, ενώ ακολουθήθηκε η πιλοτική μέθοδος έρευνας. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα με τις βασικές αρχές της περιγραφικής στατιστικής, με ποσοτική ανάλυση των αριθμητικών δεδομένων και ποιοτική ανάλυση των σχολίων των αξιολογητών. Με βάση τα αποτελέσματα, συνάγεται το συμπέρασμα πως διατίθεται ένας περιορισμένος αριθμός των εν λόγω εφαρμογών, ενώ η ρουμπρίκα κρίνεται, με εγκυρότητα και ικανοποιητικό βαθμό αξιοπιστίας, κατάλληλη και λειτουργική, ικανή να εξυπηρετήσει τον σκοπό της δημιουργίας της. 472 10 8 Ruins into relics: Classical archaeology, European identities, and their refractions Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Φιλοσοφική Σχολή. Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας 473 491 445 The topic of our dissertation is “The journey of the hero in the Greek folktales ”. We have studied tales that come from the Greek oral folk culture. The body of our examples consists of fifty four versions of magic folktales. (ATU 300-749), recorded in various Greek regions. These have been selected after careful research in many published collections and folklore journals. We have also studied thoroughly the five volumes of the Greek Index of folktale types and their versions, which are available on the website of the Historical Archive of Greek Youth. We have chosen to include the above mentioned versions in Appendix II.A point of reference for our work is the book of the Russian ethnologist and folklorist Vladimir Propp “The historical roots of the magic tales” (Leningrad 1946), which is an original effort to analyze the content of the folktales on the axis of diachrony. A historical interpretation of important symbols that are interesting for us is attempted in this book. Propp published this research eighteen years after the “Morphology of the Folktale” but it only became known in the western world much later. We present the content of the “Historical roots” in Appendix I. The reader can find there the summaries of the ten chapters of the book, enriched with some extracts of the original text. The full translation and publication of the book in the Greek language is in progress. In the introductory chapter of the German translation (Munich 1987) from which we have quoted, Propp mentions that the folktale has retained some elements of the rituals and customs of the pre – class society, a fact that explains why many symbols can be genetically interpreted through the comparison with these rituals. However, he supports that it would be a tragic mistake to adopt a mere empirical point of view and to study the folktale as a kind of chronicle. The criterion with which we have chosen our versions is that they present heroes who move and travel; that is we focus on tracing magic folktales with a specific structure, which reveals a narrative journey to the supernatural sphere and a symbolic wandering. We are especially interested in the Proppian functions and the symbols that can be spotted in the quest from the hero’s departure until their return. The folktale symbolisms we have analyzed originate from two big, intersecting circles: the circle of the initiatory rituals and the circle of perceptions regarding death and the metaphysical world. Propp believes that the first circle is the oldest basis of the magic folktale. All symbolisms that are included in the ‘‘initiation circle’’ can be connected and produce an endless number of tales. The magic folktale has retained religious beliefs concerning death and the existence of the soul after death. The hero’s journey represents a symbolic passage to the state of death, the triumphant return from this state and the resurrection of the hero to a new reborn person. Το θέμα της εργασίας μας είναι «Το ταξίδι του ήρωα στο ελληνικό λαϊκό παραμύθι». Η παρούσα διατριβή μελετά παραμύθια που έχει δημιουργήσει ο λαϊκός πολιτισμός. Το σώμα των παραδειγμάτων αποτελείται από πενήντα τέσσερα κείμενα παραλλαγών μαγικών παραμυθιών (ΑΤU 300 - 749), καταγεγραμμένων σε διάφορες περιοχές του ελληνισμού. Αυτά προέρχονται από έρευνα σε εκδομένες συλλογές και λαογραφικά περιοδικά. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε παράλληλα και η προσεκτική μελέτη των τόμων του ελληνικού καταλόγου παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών, που είναι ανηρτημένοι στην ιστοσελίδα του Ιστορικού Αρχείου Ελληνικής Νεολαίας. Τα κείμενα των παραμυθιών της διατριβής βρίσκονται στο Παράρτημα ΙΙ. Σημείο αναφοράς και αφετηρία είναι οπωσδήποτε το έργο του Ρώσου εθνογράφου και λαογράφου Vladimir Propp για τις «Ιστορικές ρίζες του μαγικού παραμυθιού» (Leningrad 1946), το οποίο αποτελεί μια πρωτότυπη προσπάθεια ανάλυσης του περιεχομένου του παραμυθιού στον άξονα της διαχρονίας και σ’ αυτό επιχειρείται ιστορική ερμηνεία σε σημαντικά σύμβολα που μας απασχολούν. Ο Propp δημοσίευσε την έρευνα αυτή δεκαοκτώ χρόνια μετά τη «Μορφολογία του παραμυθιού» και πολύ αργότερα έγινε γνωστή στον δυτικό κόσμο. Το περιεχόμενο των «Ιστορικών ριζών» παρουσιάζεται στο Παράρτημα Ι. Εκεί παρατίθενται οι περιλήψεις των δέκα κεφαλαίων, διανθισμένες με πολλά αυτούσια αποσπάσματα του κειμένου, καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη και η πλήρης μετάφραση και έκδοση της μελέτης στην ελληνική γλώσσα. Στο εισαγωγικό κεφάλαιο της γερμανικής έκδοσης (Μόναχο 1987), όπου βρίσκονται οι παραπομπές της διατριβής, ο Propp αναφέρει ότι το παραμύθι έχει διατηρήσει ίχνη τελετουργικών και εθίμων της προταξικής εποχής, ώστε πάρα πολλά μοτίβα να βρίσκουν την γενετική τους ερμηνεία διαμέσου της σύγκρισης με αυτά τα τελετουργικά. Ωστόσο, υποστηρίζει ότι θα ήταν τραγικό λάθος, να λάβουμε θέση καθαρά εμπειριστική και να παρατηρήσουμε το παραμύθι ως ένα είδος χρονικού. Το κριτήριο με βάση το οποίο επιλέχθηκαν οι παραλλαγές που αναλύουμε είναι ότι παρουσιάζουν ήρωες που μετακινούνται και ταξιδεύουν· εστιάζουμε δηλαδή στον εντοπισμό παραμυθιών με συγκεκριμένη δομή, όπου είναι εμφανές το αφηγηματικό ταξίδι και η συμβολική περιπλάνηση. Μας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα οι λειτουργίες και οι συμβολισμοί που περιλαμβάνονται στην πλοκή από την αναχώρηση μέχρι και την επιστροφή του ήρωα – αναζητητή. Δύο μεγάλοι, τεμνόμενοι κύκλοι κομίζουν ποσοτικά την πλειοψηφία των μοτίβων που εξετάζουμε: ο ένας είναι ο κύκλος του μυητικού τελετουργικού και ο άλλος είναι ο κύκλος των αντιλήψεων για τον θάνατο και τα μετά από αυτόν. Ο Propp θεωρεί ότι ο κύκλος της μύησης είναι η αρχαιότερη βάση του παραμυθιού. Όλα τα μοτίβα που περιέχονται στη λίστα της μύησης, ενωμένα, μπορούν να γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας και να ‘‘δώσουν’’ ένα ατελείωτο πλήθος παραμυθιών. Στο παραμύθι έχουν διατηρηθεί θρησκευτικές αντιλήψεις και πίστεις για το θάνατο και την ύπαρξη της ψυχής μετά από αυτόν. Το ταξίδι του παραμυθιακού ήρωα είναι ένα συμβολικό πέρασμα στο κράτος του θανάτου, επιστροφή από αυτό και αναγέννηση σε ένα νέο ανακαινισμένο πρόσωπο. 474 160 152 Based on traditional theory, which clearly distinguishes between philosophy and science, ethics and economics, theory and practice, prescriptive and descriptive theory, a widespread opinion claims that Marxian theory is lacking a normative dimension. But rather than being a “moralizing critique”, the “philosophical Social Theory” of Karl Marx is an immanent critique of the capitalist formation of society and finds its immanent criteria, its normative element, within social reality itself. Marx first affirms the postulates of Kantian practical reason (freedom, equality) in order to prove later that in capitalist society, they are only seemingly realized; he therefore immanently reverses them. Through the transformation of value into the automatic subject, Marxian theory demonstrates that the prevalent normative ideas of modern political philosophy (justice, freedom) are transferred from the area of law into that of critique of political economy, from the circulative field into the domain of production and that these formal, formalized norms are transformed into material ones (social justice, social freedom). Στην παραδοσιακή θεωρία, που χωρίζει σαφώς φιλοσοφία και επιστήμη, ηθική και οικονομία, θεωρία και πράξη, κανονιστική και περιγραφική θεωρία, είναι διαδεδομένη η άποψη ότι η μαρξική θεωρία στερείται μιας κανονιστικής διάστασης. Ωστόσο, η «φιλοσοφική κοινωνική θεωρία» του Marx δεν είναι «ηθικολογούσα κριτική», αλλά ως εμμενής κριτική του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού βρίσκει τα εμμενή κριτήριά της, το κανονιστικό της στοιχείο μέσα στην ίδια την κοινωνική πραγματικότητα. Ο Μαρξ καταφάσκει αρχικά στα αιτήματα του καντιανού πρακτικού Λόγου (ελευθερία, ισότητα), για να αποδείξει στη συνέχεια ότι στον καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό πραγματοποιούνται μόνο φαινομενικά. Μέσω της μεταμόρφωσης της αξίας ως αυτόματου υποκειμένου καταδεικνύεται στη μαρξική θεωρία ότι οι κυρίαρχες κανονιστικές ιδέες της σύγχρονης πολιτικής φιλοσοφίας (δικαιοσύνη, ελευθερία) μετατίθενται από τη σφαίρα του δικαίου στη σφαίρα της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, από την περιοχή της κυκλοφορίας στην περιοχή της παραγωγής και ότι αυτές από τυπικές, φορμαλιστικές νόρμες της αστικής κοινωνίας μετασχηματίζονται σε υλικές (κοινωνική δικαιοσύνη, κοινωνική ελευθερία). 475 663 774 Μελέτη επιδράσεων της προλακτίνης και συγγενών ορμονών σε ορμονοεξαρτώμενες κυτταρικές σειρές του μαστού και του προστάτη Breast cancer is the second most common cause of cancer death among women, while prostate cancer is the second leading cause of cancer death among men in most Western countries. Both diseases have some common characteristics such as their hormone dependence. Prolactin is a hormone that participates in some degree in the pathogenesis of both diseases. There are plenty of experimental and clinical data on the influence of prolactin in breast cancer. Breast cancer cells proliferate faster in the presence of prolactin, while the addition of prolactin antagonists or prolactin variants such as 16 kDa PRL results in inhibition of breast cancer cells’ proliferation. Prolactin influences directly the initiation and progress of breast cancer in rodents, where a direct association between hyperprolactinemia and occurrence of breast tumors has been observed. In rodents prolactin increases also the sensitivity of breast to different chemical carcinogens. In human breast tumors the prolactin receptor is found in the majority of cases and in some studies certain variants of the receptor are encountered in a greater proportion in cancer cells than in normal ones. In breast cancer cells endogenous prolactin is also produced and this ectopically produced PRL may act as a major local growth promoter via autocrine and paracrine mechanisms. In prostate, prolactin seems to plays a role in the development and maintenance of the human prostate and may also participate in the pathogenesis of prostate cancer. Prolactin receptor (PRLR) is present in prostate cancer cells and the hormone exerts a proliferative action that is inhibited in the presence of prolactin antagonists. The presence of prolactin receptors and the endogenous prolactin production in prostate cells shows that prolactin acts as an autocrine/paracrine growth factor in these cells. N-acetylcysteine (NAC) and N-(2-Mercaptopropionyl)gIycine (MPG) are sulphydryl compounds that are used in the treatment of some human diseases. They are also antioxidants, and NAC is a precursor of glutathione, which is the most abundant intracellular antioxidant. N-acetylcysteine has been studied extensively as concern as the prevention of several cancers e.g. lung cancer. Experimentally NAC has shown anticancer properties, but in clinical status the results are inconsistent. In the present study the effects of prolactin on breast cancer cells MCF-7 and prostate cancer cells DU-145 have been investigated and its mitogen action has been confirmed. These effects were more obvious and statistically significant at concentrations of 200-400 ng/ml PRL. Consequently, we studied the influence of NAC and MPG on MCF-7 and DU-145 cell proliferation. The results were similar in both cell lines. Particularly NAC at small concentrations increases cell proliferation in both cancer cell lines. This action is of small degree on breast cancer cells and more intense and statistically significant on prostate cancer cells. N-(2-MercaptopropionyI) glycine at low concentrations increases in a small degree the cell proliferation of MCF-7, while it increases significantly the proliferation of DU-145. Intermediate concentrations of both substances do not affect the proliferation of the above cancer cell lines, and greater concentrations of NAC and MPG inhibit cell proliferation and are toxic for the cells. After that we tested the effect of non-toxic concentration of these compounds on PRL- induced cell proliferation, an action that has not been study till now. We observe that nontoxic concentrations of NAC and MPG inhibit the mitogen effect of prolactin on MCF-7 and DU-145 cells. We investigate furthermore the mechanism of the above-described effects in molecular level as concern as the expression of proteins that regulate the cell cycle. We noticed that the PRL-induced cell proliferation of MCF-7 cells is associated with increased expression of cyclins Dl, E, Bl, and E2F, while no special differences are observed on p21 and p27 expression. In contrast, the inhibition of prolactin effects is associated with a decreased expression of cyclins and E2F. We consider that more extensive studies are needed to examine the capacity of other sulphydryl compounds to inhibit the mitogenic effect of carcinogens on cancer cell lines, and the possibility of the potential clinical applications of these observations in the future. Ο καρκίνος του μαστού είναι η 2η πιο συχνή αιτία θανάτου από καρκίνο στις γυναίκες, ενώ ο καρκίνος του προστάτη η 2η πιο συχνή αιτία θανάτου από καρκίνο στους άντρες. Και οι δυο καρκίνοι εμφανίζουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, όπως είναι για παράδειγμα η ορμονική τους εξάρτηση. Η PRL είναι μια ορμόνη που εμπλέκεται στην •παθογένεια και των δυο ασθενειών σε κάποιο βαθμό. Υπάρχουν άφθονα πειραματικά και κλινικά δεδομένα για την σχέση της προλακτίνης με τον καρκίνο του μαστού. Τα καρκινικά κύτταρα του μαστού πολλαπλασιάζονται ταχύτερα παρουσία προλακτίνης, η δε προσθήκη ανταγωνιστών της προλακτίνης ή η παρουσία ορισμένων μορφών της ορμόνης όπως η 16 kDa PRL έχουν ως αποτέλεσμα αναστολή του πολλαπλασιασμού τους.... Η PRJL επηρεάζει άμεσα την έναρξη και την πορεία του καρκίνου του μαστού στα τρωκτικά όπου παρατηρείται άμεση σχέση μεταξύ της ύπαρξης υπερπρολακτιναιμίας και της συχνότητας εμφάνισης όγκων του μαστού. Επίσης στα τρωκτικά η PRL αυξάνει την ευαισθησία του μαστού σε διάφορα χημικά καρκινογόνα. Σε ανθρώπινους όγκους του μαστού ανιχνεύεται ο υποδοχέας της προλακτίνης σχεδόν στην πλειοψηφία των περιπτώσεων και σε κάποιες μελέτες ορισμένες μορφές του υποδοχέα απαντούν σε μεγαλύτερο ποσοστό στα καρκινικά κύτταρα έναντι των φυσιολογικών. Πέραν του υποδοχέα, στα καρκινικά κύτταρα του μαστού ανιχνεύεται και η ενδογενής παραγωγή του μορίου της προλακτίνης, και επομένως φαίνεται ότι η ορμόνη διαδραματίζει έναν αυτοκρινή-παρακρινή ρόλο στην ανάπτυξη των κυττάρων αυτών. Επίσης η προλακτίνη σχετίζεται με ορισμένους από τους παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου του μαστού στον άνθρωπο. Όσον αφορά τον προστάτη, η προλακτίνη φαίνεται σε πειραματικό κυρίως επίπεδο ότι διαδραματίζει ρόλο στην φυσιολογικά ανάπτυξη του αδένα αλλά σχετίζεται και με την παθογένεια του καρκίνου του προστάτη. Ο υποδοχέας της προλακτίνης ανιχνεύεται στα καρκινικά κύτταρα του προστάτη, και η ορμόνη ασκεί αυξητική δράση στον πολλαπλασιασμό τους, η οποία αναστέλλεται παρουσία ανταγωνιστών της προλακτίνης. Σε γονιδιακά ποντίκια που υπερεκφράζεται η προλακτίνη παρατηρείται αύξηση του προστάτη αδένα, καθώς και υπερπλασία αυτού. Η ύπαρξη των υποδοχέων της PRL στα προστατικά κύτταρα σε συνδυασμό με τη σύνθεση της ορμόνης από αυτά συνηγορούν υπέρ μιας αυτοκρινούς-παρακρινούς δράσης της ορμόνης σε αυτά. Τόσο η NAC και η MPG αποτελούν σουλφυδρυλικές ενώσεις που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία διαφόρων παθολογικών καταστάσεων. Αποτελούν ταυτόχρονα αντιοξειδωτικές ουσίες, και η NAC αποτελεί πρόδρομη ουσία της γλουταθειόνης, που είναι η αφθονότερη ενδοκυττάρια αντιοξειδωτική ουσία στους οργανισμούς. Η NAC έχει μελετηθεί εκτεταμένα όσον αφορά την πρόληψη διαφόρων μορφών καρκίνου, όπως για παράδειγμα του καρκίνου του πνεύμονα. Σε πειραματικό επίπεδο εμφανίζει πολλές αντικαρκινικές ιδιότητες, χωρίς όμως να έχει υπάρξει μέχρι στιγμής το ίδιο θεαματικό αποτέλεσμα σε κλινικό επίπεδο. Στην παρούσα μελέτη διερευνήθηκε η δράση της προλακτίνης στα καρκινικά κύτταρα του μαστού MCF-7 και του προστάτη DU-145 και επιβεβαιώθηκε η μιτογόνος δράση της στις παραπάνω κυτταρικές σειρές. Η δράση αυτή είναι πιο εμφανής στα κύτταρα του μαστού, και στατιστικά σημαντική σε δόσεις 200-400 ng/ml. Στη συνέχεια μελετήθηκε η επίδραση των ουσιών NAC και MPG στον πολλαπλασιασμό των κυττάρων MCF-7 και DU-145. Και στις δυο κυτταρικές σειρές παρατηρήθηκαν παρόμοια αποτελέσματα και για τις δυο ουσίες. Συγκεκριμένα τόσο στα κύτταρα του μαστού όσο και στα κύτταρα του προστάτη η NAC επάγει τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό σε μικρές δόσεις. Η δράση αυτή είναι μικρού βαθμού στα κύτταρα του μαστού, είναι όμως εντονότερη και στατιστικά σημαντική στα κύτταρα του προστάτη. Η MPG σε μικρές δόσεις επίσης επάγει, τον πολλαπλασιασμό των MCF-7 σε μικρό σχετικά βαθμό, ενώ επάγει σε σημαντικό βαθμό τον πολλαπλασιασμό των DU-145. Όσον αφορά κάποιες ενδιάμεσες συγκεντρώσεις, οι δυο αυτές ουσίες δεν ασκούν σημαντική δράση στον κυτταρικό πολλαπλασιασμό των παραπάνω κυττάρων, ενώ σε ακόμη υψηλότερες δόσεις τόσο η NAC όσο και η MPG αναστέλλουν τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό και εμφανίζουν πλέον τοξικότητα. Στη συνέχεια μελετήθηκε κατά πόσο μη τοξικές συγκεντρώσεις της NAC και της MPG επιδρούν στον επαγόμενο από την PRL κυτταρικό πολλαπλασιασμό, κάτι το οποίο δεν έχει διερευνηθεί ξανά στο παρελθόν. Παρατηρήσαμε ότι τόσο η NAC όσο και η MPG σε δόσεις που από μόνες τους δεν επηρεάζουν τον πολλαπλασιασμό αναστέλλουν την μιτογόνο δράση της προλακτίνης στα κύτταρα MCF-7 και DU-145. Ο μηχανισμός των παραπάνω φαινομένων μελετήθηκε περαιτέρω σε μοριακό επίπεδο, όσον αφορά την έκφραση πρωτεϊνών ρυθμιστών του κυτταρικού κύκλου. Παρατηρήσαμε ότι ο επαγόμενος από την προλακτίνη πολλαπλασιασμός των MCF-7 κυττάρων συνοδεύεται αντίστοιχα από αυξημένη έκφραση των κυκλινών Dl, Ε και ΒΙ, καθώς και του παράγοντα E2F, ενώ δεν εμφανίστηκαν ιδιαίτερες μεταβολές στα μόρια ρ21 και ρ27, Αντίθετα, η αναστολή της δράσης της προλακτίνης συνδέεται με μείωση της έκφρασης των πρωτεϊνών που υπερεκφράστηκαν. Θεωρούμε πως χρήζει περαιτέρω διερεύνησης εάν και άλλες σουλφυδρυλικές ενώσεις έχουν την ιδιότητα να αναστέλλουν παράγοντες που ασκούν μιτογόνο δράση στα καρκινικά κύτταρα, και εάν μπορούν να υπάρξουν κλινικές εφαρμογές αυτών των παρατηρήσεων μελλοντικά. 476 426 408 Computational investigation of the elastic mechanical behavior of two dimensional cellular structure Υπολογιστική διερεύνηση της ελαστικής μηχανικής συμπεριφοράς διδιάστατων κυψελοειδών δομών Cellular materials are of great and ever-increasing research and construction interest for engineers, due to the range of their properties (physical, mechanical, thermal, etc.), the range of their uses (in applications of construction, packaging, thermal insulation, etc.) and the flexibility in the choice of geometry and materials used, because of the developments in their manufacturing methods (3D printing, etc.). A large category of such materials are the two-dimensional cellular structures, in which the cells are produced by repeating a basic unit cell (e.g. hexagonal, triangular, etc.) in the plane and then extruding the produced two-dimensional shape in the vertical axis. These structures, due to their specific geometry, are easier to study, compared to the three-dimensional cellular materials, that have non-uniformity in shape, size, direction, etc. of their cells. The study -analytical or computational or experimental- of the mechanical behavior of two-dimensional cellular structures is necessary to ensure that they have the optimum properties for their intended use, considering the required criteria and constraints (e.g., strength requirements, construction weight, cost, etc.). Numerical investigation through simulation software over the analytical study has advantages: speed of calculations (especially for large and complex models), ease of studying many alternative models (geometry, material, etc.), ease of comparative studies through parametric calculations (e.g. eg thickness, aspect ratio, etc.). We must not, of course, ignore the requirement for acceptable and measurable limits of deviation of the approximate from the analytical solution. In the present work we investigate through simulation software the elastic mechanical behavior of two two-dimensional cellular structures: the hexagonal and the rhomboid. For each of these two structures we calculate: 1) the mechanical behavior of the structure for a specific relative density, for unilateral fixing and four stress cases (tensile, compressive, shear, bending), 2) the effect of the geometry of the structure (unit cell thickness) on its mechanical behavior for unilateral fixing and four cases of stress (tensile, compressive, shear, bending), 3) the eigenfrequencies and peculiarities of the structure as a function of the thickness of the unit cell. We comment in detail on the results of the above three calculations for each of the two structures. We also compare the results obtained for the two structures (e.g., comparison of maximum stresses and deformations for the two structures of the same relative density). In the above sense, the present work is a methodological tool for the evaluation of mechanical behavior and selection of the appropriate two-dimensional cellular structure, if the quantities calculated by the work are used as criteria. Τα κυψελοειδή υλικά παρουσιάζουν μεγάλο και συνεχώς αυξανόμενο ερευνητικό και κατασκευαστικό ενδιαφέρον για τους μηχανικούς εξαιτίας του εύρους των ιδιοτήτων τους (φυσικών, μηχανικών, θερμικών κ.τ.λ.), των χρήσεών τους (σε εφαρμογές δομικών κατασκευών, συσκευασίας, θερμικής μόνωσης κ.τ.λ.) αλλά και της ευελιξίας στην επιλογή γεωμετρίας και χρησιμοποιούμενων υλικών λόγω εξέλιξης στις μεθόδους κατασκευής τους (τρισδιάστατη εκτύπωση κ.τ.λ.). Μια μεγάλη κατηγορία τέτοιων υλικών αποτελούν οι διδιάστατες κυψελοειδείς δομές, στις οποίες τα κελιά παράγονται με επανάληψη ενός βασικού μοναδιαίου κελιού (π.χ. εξαγωνικού, τριγωνικού κ.τ.λ) στο επίπεδο και στη συνέχεια με την εξώθηση του παραγόμενου διδιάστατου σχήματος στον κάθετο άξονα. Αυτές οι δομές λόγω της συγκεκριμένης γεωμετρίας τους είναι πιο εύκολες στη μελέτη τους, σε σχέση με τη γενική περίπτωση των τριδιάστατων κυψελοειδών υλικών που παρουσιάζουν ανομοιομορφία στο σχήμα, μέγεθος, κατεύθυνση κ.τ.λ. των κελιών τους. Η μελέτη, αναλυτική ή υπολογιστική ή πειραματική, της μηχανικής συμπεριφοράς των διδιάστατων κυψελοειδών δομών είναι απαραίτητη για να εξασφαλίσουμε ότι αυτές παρουσιάζουν τις βέλτιστες ιδιότητες για τη χρήση που προορίζονται λαμβάνοντας υπόψη τα απαιτούμενα κατά περίπτωση κριτήρια και περιορισμούς (π.χ. απαιτήσεις σε αντοχή, βάρος κατασκευής, κόστος κ.τ.λ.). Η υπολογιστική διερεύνηση μέσω λογισμικού προσομοίωσης έναντι της αναλυτικής μελέτης έχει πλεονεκτήματα: ταχύτητα των υπολογισμών (ειδικά για μεγάλα και πολύπλοκα μοντέλα), ευκολία μελέτης πολλών εναλλακτικών μοντέλων (γεωμετρία, υλικό κ.τ.λ.), ευκολία συγκριτικών μελετών μέσω παραμετρικών υπολογισμών (π.χ. του πάχους, της αναλογίας διαστάσεων κ.τ.λ.). Δεν πρέπει βέβαια να παραγνωρίσουμε την απαίτηση για αποδεκτά και μετρήσιμα όρια απόκλισης της προσεγγιστικής από την αναλυτική λύση. Στην παρούσα εργασία διερευνούμε μέσω λογισμικού προσομοίωσης την ελαστική μηχανική συμπεριφορά δύο διδιάστατων πρισματικών κυψελοειδών δομών: της εξαγωνικής και της ρομβοειδούς. Για κάθε μία από αυτές τις δύο δομές υπολογίζουμε: 1) τη μηχανική συμπεριφορά της δομής συγκεκριμένης σχετικής πυκνότητας για μονόπλευρη πάκτωση και τέσσερις περιπτώσεις καταπόνησης (εφελκυσμό, θλίψη, διάτμηση, κάμψη), 2) την επίδραση της γεωμετρίας της δομής (πάχους μοναδιαίου κελιού) στη μηχανική της συμπεριφορά για μονόπλευρη πάκτωση και τέσσερις περιπτώσεις καταπόνησης (εφελκυσμό, θλίψη, διάτμηση, κάμψη), 3) τις ιδιοσυχνότητες και ιδιομορφές της δομής συναρτήσει του πάχους του μοναδιαίου κελιού. Σχολιάζουμε αναλυτικά τα αποτελέσματα των τριών παραπάνω υπολογισμών για κάθε μία από τις δύο δομές. Επίσης συγκρίνουμε τα αποτελέσματα που προέκυψαν για τις δύο δομές (π.χ. σύγκριση των μεγίστων τάσεων και μετατοπίσεων για τις δύο δομές ίδιας σχετικής πυκνότητας). Με την παραπάνω έννοια η παρούσα εργασία αποτελεί ένα μεθοδολογικό εργαλείο για την εκτίμηση της μηχανικής συμπεριφοράς και επιλογή της κατάλληλης διδιάστατης κυψελοειδούς δομής, αν ως κριτήρια χρησιμοποιηθούν τα υπολογιζόμενα με την εργασία μεγέθη. 477 140 148 The aim of this research was to investigate the association between Theory of Mind (ToM) and personality dimensions in a sample of adults. 129 adults, 67 women and 62 men (M= 20.78 years) participated in the research. Participants’ personality was examined with the NEO-Personality Inventory-Revised (NEO-PI-R) and with other standardized scales examining its dimensions. Theory of Mind was examined with standardized adult tests (Reading the Mind in the Eyes et al.) along with the Psychological Mindedness Scale. Research outcomes suggest that there exist no significant differences between participants’ performance in ToM tasks and personality, but only between a particular dimension, introversion-extroversion, and participants’ performance in the Psychological Mindedness Scale. Results showed that gender and age had no impact upon participants’ specific personality dimensions and ToM abilities. Restrictions of this research are debated and future directions in this area are suggested. Στόχος της έρευνας ήταν να διερευνήσει τη σχέση ανάμεσα στη θεωρία του νου (ΘτΝ) και σε διαστάσεις της προσωπικότητας σε δείγμα ενηλίκων. Στην έρευνα πήραν μέρος 129 ενήλικες, 67 γυναίκες και 62 άνδρες, με μέσο όρο ηλικίας Μ = 20.78 έτη. Η προσωπικότητα των συμμετεχόντων αξιολογήθηκε με το NEO-Personality Inventory-Revised (NEO-PI-R) και άλλες σταθμισμένες κλίμακες που εξετάζουν διαστάσεις της. Η ΘτΝ αξιολογήθηκε με σταθμισμένες δοκιμασίες για ενήλικες (Reading the Μind in the Εyes κ.ά.) και την Κλίμακα Ψυχολογικής Εστίασης. Τα ευρήματα δεν έδειξαν σημαντική συσχέτιση ανάμεσα στις επιδόσεις των συμμετεχόντων στις δοκιμασίες ΘτΝ και στην προσωπικότητα, αλλά μόνον ανάμεσα σε μια συγκεκριμένη διάσταση, την εσωστρέφεια-εξωστρέφεια και στις επιδόσεις των συμμετεχόντων στην Κλίμακα Ψυχολογικής Εστίασης. Το φύλο και η ηλικία των συμμετεχόντων δεν επέδρασε σημαντικά στη σχέση των συγκεκριμένων διαστάσεων της προσωπικότητας με τη ΘτΝ. Συζητούνται οι περιορισμοί της έρευνας και προτείνονται μελλοντικές ερευνητικές κατευθύνσεις σε αυτή την περιοχή. 478 12 13 Διδασκαλία και μάθηση στην σημερινή σχολική πραγματικότητα: αντιλήψεις και σχολικές πρακτικές των εκπαιδευτικών Teaching and learning in current school reality: teachers perceptions and school practices 479 516 534 το πρότυπο της εξέλιξης της γνωστικής έκπτωσης: κλινικο-απεικονιστική μελέτη Purpose: The purpose of the present study was to investigate morphological gray matter abnormalites, as well as microstructural white matter abnormalities, in in patients with idiopathic Parkinson's disease (PD) and various stages of cognitive decline. Materials and Methods: The Parkinson's Disease-Cognitive Rating Scale (PD-CRS) was used for the basic neuropsychological evaluation of the participants. Prior to its application in the study, the scale was adapted in the Greek language. The final sample consisted of three PD patient groups of similar age, disease duration and disease stage; 20 patients without cognitive impairment (PD-NC), 20 patients with mild cognitive impairment (PD-MCI) and 21 patients with dementia (PDD). The three patient groups were compared in terms of their clinical and imaging characteristics. Changes in gray matter volume were studied with the use of voxel-based morphometry (VBM). White matter abnormalities were assessed by using fractional anisotropy (FA), mean diffusivity (MD), axial diffusivity (AD) and radial diffusivity (RD) measures derived by diffusion tensor imaging. Voxelwise statistical analysis of the FA, MD, AD and RD data was carried out using Tract-Based Spatial Statistics. Results: Statistical significant differences were observed among all patient groups regarding the “subcortical” sub-score of PD-CRS. In contrast, the “cortical” sub-score was significantly lower only in the PDD group. Compared to the PD-NC group, the PD-MCI group presented atrophy of the inferior and middle temporal gyrus, whereas in the PDD group, atrophy was observed in thalamus and hippocampus. In multiple regression analysis across the whole sample of participants, the overall performance on the PD-CRS scale was positively associated with gray matter volume across multiple regions, including extensive areas of the cortex, the striatum as well as limbic regions. Statistically significant correlations with gray matter volume with different spatial patterns were also observed with the PD-CRS sub-scores, as well as with the score in specific PD-CRS raw items. The DTI method revealed lower FA values in the corpus callosum, the corona radiata and the cingulum in PDD patients compared to the PD-NC group. When compared to the PD-MCI group, PDD patients manifested decreased FA restricted to corona radiata. Lower PD-CRS score was significantly asssociated with decreased FA, MD and AD values in multiple white matter tracts primarily located in prefrontal and limbic areas as well as across the corpus callosum. Significant associations with lower FA values were also observed in the regression analyses involving PD-CRS sub-scores and the score in specific PD-CRS raw items. Conclusions: Cognitive impairment in PD-patients is characterized by a gradual decline of subcortical fuctions with clinical transition to dementia to be signaled by superimposed deficits in cortical functions. Cognitive deterioration is accompanied by a significant loss of gray matter volume and white matter integrity. The observed striatal atrophy in patients with more severe cognitive impairment was one of the most stable and outstanding findings of the present study, reflecting among others the impairment of multiple frontο-striatal circuits. In addition, the use ofdiffusion indices, including directional diffusivities, revealed findings suggestive of a progressive axonal degeneration accompanying the transition to dementia. The corpus callosum, the corona radiata and the cingulum areamong the regions mostly affected during this course. Στόχοι: O σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση μορφολογικών μεταβολών της φαιάς ουσίας του εγκεφάλου καθώς και μεταβολών της λευκής ουσίας σε μικροσκοπικό επίπεδο σε ασθενείς με νόσο Parkinson (PD) και διαφόρων σταδίων γνωστική έκπτωση. Υλικό και Μέθοδοι:Για τον νευροψυχολογικό έλεγχο των ασθενών επιλέχθηκε η κλίμακα Parkinson’s Disease-Cognitive Rating Scale (PD-CRS). Πριν την εφαρμογή της στη μελέτη η κλίμακα προσαρμόστηκε στην ελληνική γλώσσα. Το τελικό δείγμα αποτέλεσαν τρεις ομάδες ασθενών με PD μη διαφέρουσες σημαντικά ως προς την ηλικία, τη διάρκεια και το στάδιο της νόσου: 20 ασθενείς χωρίς γνωστική έκπτωση (PD-NC), 20 ασθενείς με ήπια γνωστική διαταραχή (PD-MCI) και 21 ασθενείς με άνοια (PDD). Οι τρεις ομάδες συγκρίθηκαν ως προς τα κλινικά και απεικονιστικά τους χαρακτηριστικά. Οι μεταβολές του όγκου της φαιάς ουσίας μελετήθηκαν με τη χρήση της Τεχνικής Μορφομετρίας Στοιχειωδών ‘Ογκων (Voxel-based Morphometry- VBM). Οι διαταραχές της λευκής ουσίας αξιολογήθηκαν με τη μελέτη των παραμέτρων κλασματικής ανισοτροπίας (FA), μέσης διάχυσης (MD), επιμήκους διάχυσης (AD) και εγκάρσιας διάχυσης (RD) οι οποίες προέκυψαν από ακολουθίες τανυστή διάχυσης (Diffusion Tensor Imaging-DTI) και με τη χρήση του λογισμικού Tract-based spatial statistics. Αποτελέσματα: Η υποφλοιώδης βαθμολογία της PD-CRS διέφερε σημαντικά μεταξύ όλων των ομάδων, σε αντίθεση με τη «φλοιώδη» υποβαθμολογία η οποία ήταν σημαντικά μικρότερη μόνο στην ομάδα PDD. Σε σύγκριση με την ομάδα PD-NC, οι ασθενείς της ομάδας PD-MCI παρουσίασαν ατροφία στην περιοχή της κάτω και μέσης κροταφικής έλικας, ενώ αντίστοιχα στην ομάδα PDD παρατηρήθηκε ατροφία σε περιοχές του θαλάμου και του ιπποκάμπου. Σε ανάλυση πολλαπλής παλινδρόμησης σε ολόκληρο το δείγμα των ασθενών, η συνολική επίδοση στην κλίμακα PD-CRS παρουσίασε θετική συσχέτιση με τον όγκο της φαιάς ουσίας σε πολλαπλές περιοχές συμπεριλαμβανομένων εκτεταμένων περιοχών του φλοιού, του ραβδωτού και του μεταιχμιακού συστήματος. Στατιστικά σημαντικές συσχετίσεις με τον όγκο της φαιάς ουσίας με διάφορα χωρικά πρότυπα παρατηρήθηκαν επίσης με τις υποβαθμολογίες της PD-CRS, καθώς και με τη βαθμολογία σε επιμέρους υποδοκιμασίες. Κατά την εφαρμογή της μεθόδου DTI η ομάδα PDD παρουσίασε χαμηλότερες τιμές FA στο μεσολόβιο καθώς και στην περιοχή του ακτινωτού στεφάνου και του προσαγωγίου σε σχέση με την ομάδα PD-NC, ενώ σε σύγκριση με την ομάδα PD-MCI μείωση της τιμής της FA παρατηρήθηκε μόνο στον ακτινωτό στεφάνο. Σε αναλύσεις πολλαπλής παλινδρόμησης η χαμηλότερη βαθμολογία στην κλίμακα PD-CRS συσχετίσθηκε με μειωμένες τιμές FA, MD και AD σε πολλαπλά δεμάτια λευκής ουσίας εντοπιζόμενα κυρίως σε προμετωπιαίες και μεταιχμιακές περιοχές, καθώς και στο μεσολόβιο. Στατιστικά σημαντική μείωση της FA παρατηρήθηκε επίσης σε σχέση με τις υποβαθμολογίες της PD-CRS, καθώς και με τη βαθμολογία σε επιμέρους υποδοκιμασίες. Συμπεράσματα: Η γνωστική έκπτωση στους ασθενείς με PD χαρακτηρίζεται από μια σταδιακή εξασθένιση υποφλοιωδών λειτουργιών με την κλινική μετάβαση σε άνοια να σηματοδοτείται από την επιπρόσθετη διαταραχή φλοιωδών λειτουργιών. Η έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών συνοδεύεται από σημαντικής έκτασης απώλεια του όγκου της φαιάς ουσίας και της ακεραιότητας της λευκής ουσίας. Στα ιδιαίτερα ευρήματα της παρούσας μελέτης συγκαταλέγεται η σταθερή ανεύρεση κατά τις περισσότερες αναλύσεις ατροφία του ραβδωτού, αποτυπώνοντας έτσι και τη διαταραχή ποικίλων μετωποραβδωτών κυκλωμάτων. Επίσης η χρήση ειδικών δεικτών διάχυσης ανέδειξε ευρήματα ενδεικτικά μιας προοδευτικής νευραξονικής εκφύλισης κατά την εξέλιξη της γνωστικής διαταραχής, με πιο σταθερή εντόπιση κατά την παρούσα μελέτη στις περιοχες του μεσολοβίου, του ακτινωτού στεφάνου και του προσαγωγίου. 480 534 544 Effect of perforate st John’s Wort (hypericum perforatum) in bladder cancer Δράση του φυτού βαλσαμόχορτο (hypericum perforatum) στον καρκίνο της ουροδόχου κύστης Aim of the current thesis is the systematic and in depth research of the anticancer activity of St John’s wort (Hypericum Perforatum) against bladder cancer. With the help of reverse phase high performance liquid chromatography (RP-HPLC) hyperforin (2,36 ± 0,03 mg/g) was identified as major constituent of the aqueous extract recommended by the traditional medicine in the rural area of Epirus/ Greece. Male BULBc mice were exposed to 1000ppm OH-BBN in drinking water every other day for 6weeks. They were sacrificed after 26 weeks. The aqueous extract reached statistical significant anticancer effect (Fisher’s exact test p=0.048) administrated for 26 weeks after the carcinogen was induced, causing a 43,6% reduction in precancerous and cancer lesions. On the contrary concomitant administration with OH-BBN showed no statistical benefit (Fisher’s exact test p=0.093). Then we proceeded to search for the most active derivative of the plant, either as solutions or in the form of extracts or after fractionation. The components were analyzed by RP-HPLC. Anticancer activity was evaluated against T24 and NBT-II bladder cancer cell lines in the dark. The sixth Petroleum Ether Extract’s Fraction (PEE6) was the most effective. In search of the components responsible for the antitumor activity it was found that this is not due to hyperforin but unknown substances that could not be identified in the given time. TUNEL test has shown that cell death occurs through apoptosis. From the physicochemical analysis of the extracts it was found that the Polar Methanolic Fraction (PMF), a powder containing only 0.57% hypericin, has same emission and absorption spectra as pure hypericin, is water soluble and stable at room temperature making it an interesting photosensitizer for further study. We compared the PMF at various concentrations with Photofrin®, an FDA-approved photodynamic therapy (PDT) substance after excitation with 630 nm laser light against T24 and RT4 bladder cancer cell lines. The photosensitizer exhibited significant photocytotoxicity in both cell lines, cell destruction from 80% to 86% respectively, at a concentration of 60microg/ml and energy 4-8 J/cm2. Photofrin® exhibited photocytotocixity (77%) in the T24 cell line only. We compared white light sources for photoactivation of PMF against T24 cells. The most effective was a halogen Storz 482 Cold Light Fountain. Experimenting with female Wistar rats at various doses of intravesical PMF with staggered intravesical instillation times and various excitation energies we concluded to a dosage of 36.5mg / ml PMF, fifteen minute intravesical instillation and 700J / cm2 white light photoactivation. Based on the above, we proceeded with an experimental model of orthotopic implantation of AY27 tumor cells. We had complete (100%) elimination of superficial cancerous lesions as well as normal urothelium at 30 days’ post-treatment. Urothelium is fully regenerated, without scarring, 90 days after photodynamic therapy. In conclusion Hypericum Perforatum aqueous extract has statistical significant anticancer action when administrated after the carcinogen exposure. The antitumor activity observed by PEE6 in vitro is attributed to substances currently unknown. PMF exhibits significant antitumor activity both in vitro, after stimulation with 630nm laser light or white light, and in vivo, with complete elimination of the cancer lesions without the appearance of scars on the bladder with fully regenerated urothelium after 90 days. Σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής ήταν η συστηματική και εις βάθος έρευνα της αντικαρκινικής δράσης του φυτού βαλσαμόχορτου γνωστού και ως Hypericim Perforatum (HP) κατά του καρκίνου της κύστης. Με την βοήθεια υγρής χρωματογραφίας υψηλής απόδοσης αντίστροφης φάσης (RP-HPLC) αναγνωρίστηκε ότι το κύριο συστατικό του υδατικού διαλύματος που λαμβάνεται στα πλαίσια της παραδοσιακής ηπειρώτικης ιατρικής είναι η υπερφορίνη (2,36 ± 0,03 mg/g).Το πειραματικό μοντέλο περιλάμβανε αρσενικά ποντίκια BULBc τα οποία εκτέθηκαν σε νιτροζαμίνη (OH-BBN) σε συγκέντρωση 1000ppm μέρα παρά μέρα για 6 εβδομάδες. Θυσιάστηκαν μετά από 26 εβδομάδες. Τα ιστολογικά δεδομένα έδειξαν ότι το υδατικό διάλυμα ασκεί στατιστικώς σημαντική αντικαρκινική δράση (Fisher’s exact test p=0.048) όταν χορηγείται για 26 εβδομάδες αφού επιδράσει ο καρκινογόνος παράγοντας. Η χορήγηση του εκχυλίσματος το διάστημα που λάμβαναν νιτροζαμίνη δεν εμφάνισε σημαντική αντικαρκινική δράση (Fisher’s exact test p=0.093). Στην συνέχεια προχωρήσαμε στην αναζήτηση του πιο δραστικού παραγώγου του φυτού, είτε με μορφή διαλυμάτων, είτε με την μορφή εκχυλισμάτων, είτε μετά από κλασματοποίηση. Η ανάλυση των συστατικών τους έγινε με RP-HPLC. Η αντικαρκινική δράση αποτιμήθηκε σε καρκινικές κυτταρικές σειρές ουροδόχου κύστεως Τ24 και NBT-II σε συνθήκες σκότους. Η διαδικασία κλασματοποίησης ανέδειξε το έκτο κατά σειρά κλασματοποίησης κλάσμα του Εκχυλίσματος Πετρελαϊκού Αιθέρα (ΕΠΑ6) ως το πλέον δραστικό (LC50 0.17 μg/mL). Στην αναζήτηση των συστατικών που ευθύνονται για την αντικαρκινική δράση διαπιστώθηκε ότι αυτή δεν οφείλεται στην υπερφορίνη αλλά σε άγνωστες ουσίες οι οποίες δεν ήταν δυνατόν να ταυτοποιηθούν στην δεδομένη χρονική στιγμή. Η δοκιμασία TUNEL απέδειξε πως ο κυτταρικός θάνατος επέρχεται μέσω της απόπτωσης. Από την φυσικοχημική ανάλυση των εκχυλισμάτων διαπιστώθηκε πως το Πολικό Μεθανολικό Κλάσμα (ΠΜΚ), σε μορφή πούδρας, περιέχει υπερικίνη σε συγκέντρωση 0.57% μόνο, είναι υδατοδιαλυτό, σταθερό σε θερμοκρασία δωματίου καθιστώντας το ενδιαφέρον φωτοευαισθητοποιητή για περαιτέρω μελέτη. Προχωρήσαμε σε σύγκριση του ΠΜΚ, σε διάφορες συγκεντρώσεις με το Photofrin® , εγκεκριμένη από το FDA ουσία για την Φωτοδυναμική Θεραπεία (ΦΔΘ). Το ΠΜΚ στη συγκέντρωση των 60 μg/mL, προκαλούσε κυτταρικό θάνατο στο 86% και στο 80% των Τ24 και RT4 καρκινικών κυττάρων αντίστοιχα. Το Photofrin® εμφάνισε κυτταρικό θάνατο στο 77% των Τ24 μόνο. Μετά από σύγκριση πηγών φωτισμού λευκού φωτός και ΠΜΚ σε Τ24 κύτταρα διαπιστώθηκε ότι η πιο αποτελεσματική ήταν η πηγή ψυχρού φωτισμού με λάμπα αλογόνου (Storz 482 Cold Light Fountain). Πειραματιζόμενοι με θηλυκούς Wistar αρουραίους με ποικίλες ενδοκυστικές δόσεις ΠΜΚ, με κλιμακούμενους χρόνους ενδοκυστικής παραμονής και ποικίλες ενέργειες διέγερσης καταλήξαμε στην δοσολογία των 36.5mg/ml του ΠΜΚ, δεκαπεντάλεπτη ενδοκυστική παραμόνή και διέγερση με 700J/cm2 λευκού φωτός. Με βάση το παραπάνω προχωρήσαμε σε πειραματικό μοντέλο ορθότοπης εμφύτευσης ουροθηλιακών καρκινικών κυττάρων ΑΥ27. Είχαμε πλήρη (100%) εξάλειψη επιφανειακών καρκινικών βλαβών αλλά και του φυσιολογικού ουροθηλίου στις 30 ημέρες μετά την θεραπεία. Το ουροθήλιο αναγεννάτε πλήρως, χωρίς την ύπαρξη ουλών, 90 ημέρες μετά την φωτοδυναμική θεραπεία. Συμπερασματικά το εκχύλισμα του υπέρικου, στη δοσολογία που το λάμβαναν οι ασθενείς, παρουσιάζει στατιστικώς σημαντική αντικαρκινική δράση όταν χορηγείται μετά την δράση του καρκινογόνου. Η αντικαρκινική δράση που παρατηρείται in vitro στο αποδίδεται σε άγνωστες, προς το παρόν ουσίες, που περιέχονται στο ΕΠΑ6. Το ΠΜΚ εμφανίζει σημαντική αντικαρκινική δράση τόσο in vitro, μετά από διέγερση με λέιζερ ή λευκό φως, όσο και in vivo, με πλήρη εξάλειψη των καρκινικών λαβών, χωρίς την εμφάνιση ουλών στην ουροδόχου κύστη με πλήρως αναγεννημένο του ουροθήλιο μετά από 90 ημέρες. 481 307 348 This thesis presents the basic features of user interface of learning objects, while it presents graphic design's principles. Moreover, in this paper the basic criteria for the evaluation of graphic characteristics of digital learning objects are stated. These criteria reveal guidelines for building graphics for educational learning objects. The purpose of this paper is to redesign the digital graphic environment of nine digital learning objects found in the national digital platform where educational content for Primary and Secondary Education is accumulated based on the building learning objects guidelines which were constructed. Graphical characteristics of learnig objects were altered according to these constructed guidelines via the following procedure: the basic screens of each learning object were screenshot, and then the modifications took place. Analysis deriving from redesigning the digital graphic environment of digital learning objects highlight the need of change in color, graphics, coherence and functional design. As far as color is concerned, the most frequent changes concerned color codes, tensions and saturation. More specifically, for background elements low background saturation and dark colors were selected, while for foreground elements light and high saturation colors were chosen, maintaining contrast between these two levels. As far as graphics are concerned, changes concerned font styles. In particular, natural, simple and non-sophisticated without mixed endings fonts were selected, while only a combination of two fonts was used. Moreover, icon design was handled in a way that it is easy for the user to understand and recognize the purpose of its existence. As far as coherence and functional design are concerned, it was necessary to create balance between the learning object and the size of the background element, as well as constrast between background and foreground elements. The basic and sub-elements of the screen were positioned in such way that optical weight is well distributed and overall sense of balance is achieved. Στην παρούσα μεταπτυχιακή εργασία παρουσιάζονται τα βασικά χαρακτηριστικά της διεπαφής χρήστη των ψηφιακών αντικειμένων, ενώ παράλληλα παρουσιάζονται οι αρχές σχεδίασης των γραφικών. Παρουσιάζονται τα βασικά κριτήρια αξιολόγησης γραφικών χαρακτηριστικών των ψηφιακών μαθησιακών αντικειμένων, το χρώμα, η αισθητική και τέλος, η συνοχή και λειτουργική σχεδίαση. Τα κριτήρια αυτά οδηγούν σε κατευθυντήριες γραμμές δημιουργίας των γραφικών ψηφιακών μαθησιακών αντικειμένων. Σκοπός της παρούσας εργασίας αποτελεί ο επανασχεδιασμός του ψηφιακού γραφιστικού περιβάλλοντος εννιά ψηφιακών μαθησιακών αντικειμένων που υπάρχουν στην εθνική ψηφιακή πλατφόρμα συσσώρευσης εκπαιδευτικού περιεχομένου για την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές κατασκευής μαθησιακών αντικειμένων. Με βάση αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές μεταβλήθηκαν τα γραφικά χαρακτηριστικά των μαθησιακών αντικειμένων μέσω της ακόλουθης διαδικασίας: λήφθησαν στιγμιότυπα (screenshots) των βασικών οθονών του κάθε μαθησιακού αντικειμένου, στα οποία στη συνέχεια έγιναν οι τροποποιήσεις. Οι αναλύσεις που προέκυψαν από τον επανασχεδιασμό του γραφιστικού περιβάλλοντος των επιλεγμένων εκπαιδευτικών εφαρμογών από την ψηφιακή πλατφόρμα "Φωτόδεντρο" αναδεικνύουν την ανάγκη αλλαγών στις κατηγορίες του χρώματος, των γραφικών, της συνοχής και της λειτουργικής σχεδίασης. Στην κατηγορία του χρώματος, οι συχνότερες αλλαγές που σημειώθηκαν αφορούσαν τους κωδικούς, τις εντάσεις και τον κορεσμό των χρωμάτων. Πιο συγκεκριμένα, για τα στοιχεία του παρασκηνίου επιλέχτηκαν χαμηλού κορεσμού και σκουρόχρωμα χρώματα, ενώ για τα στοιχεία του προσκηνίου επιλέχτηκαν ανοιχτόχρωμα και υψηλού κορεσμού χρώματα, διατηρώντας την αντίθεση μεταξύ των στοιχείων των δύο αυτών επιπέδων. Στην κατηγορία των γραφικών, οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν αφορούσαν στο στυλ των γραμματοσειρών των τυπογραφικών και κειμενικών στοιχείων· ειδικότερα, επιλέχτηκαν φυσικές και όχι επιτηδευμένες γραμματοσειρές, απλές, χωρίς μεικτόγραμμες απολήξεις, ενώ αυστηρά χρησιμοποιήθηκε συνδυασμός δύο γραμματοσειρών και όχι περισσότερων. Επιπρόσθετα, ο σχεδιασμός των εικονιδίων έγινε με τέτοιο τρόπο ώστε αυτά να είναι εύληπτα για να μπορεί ο χρήστης να αναγνωρίσει το σκοπό ύπαρξής τους. Στην κατηγορία της συνοχής και της λειτουργικής σχεδίασης, κρίθηκε απαραίτητη η ύπαρξη ισορροπίας μεταξύ του μαθησιακού αντικειμένου και του μεγέθους των παρασκηνιακών στοιχείων, όπως επίσης και η ύπαρξη επαρκούς αντίθεσης των στοιχείων του προσκηνίου με τα στοιχεία του φόντου. Τα βασικά και τα επιμέρους στοιχεία της οθόνης τοποθετήθηκαν με τέτοιον τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται ένα κατανεμημένο οπτικό βάρος και να πραγματώνεται η εν γένει αίσθηση της ισορροπίας. 482 220 216 Design, implementation and evaluation of comprehensive environmental programs for sustainability at the Management Body of Tzoumerka, Acheloos Valley, Agrafa and Meteora National Park. Σχεδιασμός, υλοποίηση και αξιολόγηση ολοκληρωμένων προγραμμάτων εκπαίδευσης για την αειφορία στο Φορέα Διαχείρισης Ε.Π. Τζουμέρκων In the mountainous Tzoumerka grow many species of aromatic plants, such as oregano, mountain tea, mint, lemon balm, sage, thyme, laurel and savory. The present assignment seeks to design a comprehensive environemntal program for sustainability at the Management Body of Tzoumerka, Acheloos Valley, Agrafa and Meteora National Park. The program’s topic is: "The aromatic and medicinal plants of Tzoumerka".The duration of the program is ten hours. The objectives of the program are participants to get to know the basic types of aromatic and medicinal plants of the Greek flora with emphasis on those of the area of Tzoumerka. In addition, to know how to properly collect them and the pressures they undergo as well as to be informed about the beneficial properties of their use both in the treatment of various diseases in human health and in cooking. Regarding the implementation and evaluation of the program, it is noted that questionnaires were given to the employees of the Protected Areas Management Bodies of the Region of Epirus. The program was evaluated very positively in terms of fairness and accuracy, depth, emphasis on skills building, action orientation, instructional soundness and usability, as the vast majority considered it satisfactory. Στα ορεινά Τζουμέρκα φύονται πολλά είδη αρωματικών φυτών, όπως η ρίγανη, το τσάι του βουνού, η μέντα, το μελισσόχορτο, το φασκόμηλο, το θυμάρι, η δάφνη και το ορεινό θρούμπι. Με την παρούσα εργασία επιδιώκεται ο σχεδιασμός ενός ολοκληρωμένου προγράμματος εκπαίδευσης για την αειφορία στο Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Πάρκου Τζουμέρκων, Κοιλάδας Αχελώου, Αγράφων και Μετεώρων. Το εν λόγω πρόγραμμα έχει θέμα: «Τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά των Τζουμέρκων». Η διάρκεια υλοποίησης του προγράμματος είναι δέκα διδακτικές ώρες. Οι στόχοι του προγράμματος είναι οι συμμετέχοντες να γνωρίσουν τα βασικά είδη αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών της ελληνικής χλωρίδας με έμφαση αυτών της περιοχής των Τζουμέρκων. Ακόμη, να γνωρίσουν τον ορθό τρόπο συλλογής αυτών και τις πιέσεις του υφίστανται καθώς και να ενημερωθούν για τις ευεργετικές ιδιότητες της χρήσης αυτών τόσο στη θεραπεία διάφορων παθήσεων στη υγεία ενός ανθρώπου όσο και στη μαγειρική. Όσον αφορά την υλοποίηση και αξιολόγηση του προγράμματος σημειώνεται ότι δόθηκαν ερωτηματολόγια στους εργαζόμενους των Φορέων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών της Περιφέρειας Ηπείρου. Το πρόγραμμα αξιολογήθηκε ιδιαίτερα θετικά ως προς την ορθότητα και ακρίβεια, το βάθος στην ενημέρωση, την ανάπτυξη δεξιοτήτων, τον προσανατολισμό της δράσης, την εκπαιδευτική ορθότητα και τη χρηστικότητα του υλικού, καθώς η μεγάλη πλειοψηφία το έκριναν ως ικανοποιητικό και άριστο. 483 410 473 Perceptions of preschool-1st school age children and the perceptions of their parents αbout the parental behavior Αντίληψής παιδιών νηπιακής-πρώτης σχολικής ηλικίας και αντιλήψεις των γονέων τους για τη γονεϊκή συμπεριφορά The present research dissertation explores the perceptions of preschool-1 st school age children and the perceptions of their parents about the parental behavior, in Greece. The sample of this study consists of 1000 families of preschool-1 st school age children, from 4 to 8 years old. In more detail, 468 boys, 532 girls, 984 fathers and 994 mothers took part in this study. The geographical areas of Greece that are included in the sample are Epirus, Sterea Hellas, Macedonia, Thessaly, the Peloponnese, the Ionian Islands and Thrace. The instruments that were used for the purpose of the present study are the following: 1) the Early Childhood Parental Acceptance-Rejection Questionnaire for the mother and the father respectively, that was completed by the child, 2) the Parental Acceptance-Rejection Questionnaire, PARENT/CONTROL that was completed by the mother and the father respectively, and 3) the Parent’s Evaluation of Child’s Conduct, that was completed by the mother and the father respectively. The results of the study showed that the perceptions of children and parents about the parental behavior are positive. Boys experience more rejection from both parents than girls. Boys and girls experience more acceptance from their mothers than their fathers. The children that are characterized by their parents with more negative behavior, have more negative perceptions about their parents’ behavior towards them than the children who are characterized by their parents with less negative behavior. Mothers perceive themselves expressing more acceptance towards their children than fathers do. There were no statistically significant differences between fathers and mothers regarding the levels of how much they characterize their children’s behavior as negative. Mothers perceive themselves expressing more acceptance towards boys and girls than fathers do. The higher the father’s educational level the higher the acceptance the children experience from him, while the levels of acceptance that the children experience from their mother are not related to her educational level. Children experience more acceptance from their fathers in nuclear and extended families, while the levels of acceptance and rejection that they experience from their mothers are not related to the family type. Paternal and maternal acceptance and rejection perceived by the child are not related neither to the number of the child’s siblings nor to his/her birth order within the family. Parents’ perceptions about their behavior towards their children are more positive than children’s perceptions about their parents’ behavior towards them. Η παρούσα ερευνητική διατριβή διερευνά τις αντιλήψεων παιδιών νηπιακής - πρώτης σχολικής ηλικίας και τις αντιλήψεις των γονέων τους, σε πανελλαδικό επίπεδο, για τη γονεϊκή συμπεριφορά. Το δείγμα της παρούσας ερευνητικής μελέτης αποτελείται από 1000 οικογένειες παιδιών νηπιακής και πρώτης σχολικής ηλικίας, από 4 έως 8 ετών. Αναλυτικότερα, στην έρευνα συμμετείχαν 468 αγόρια και 532 κορίτσια, 984 πατέρες και 994 μητέρες. Οι γεωγραφικές περιοχές που περιλαμβάνονται στο δείγμα είναι η Ήπειρος, η Στερεά Ελλάδα, η Μακεδονία, η Θεσσαλία, η Πελοπόννησος, τα νησιά του Ιονίου και η Θράκη. Τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη διεξαγωγή της παρούσας ερευνητικής μελέτης είναι τα εξής : 1) το Ερωτηματολόγιο Προσχολικής και Πρώτης Σχολικής Ηλικίας για τη Γονεϊκή Αποδοχή-Απόρριψη (Early Childhood Parental Acceptance-Rejection Questionnaire) για τη μητέρα και τον πατέρα αντίστοιχα, το οποίο συμπλήρωσε το παιδί, 2) το Ερωτηματολόγιο για τη Γονεϊκή Αποδοχή-Απόρριψη (Parental Acceptance-Rejection Questionnaire, PARENT/CONTROL), που συμπλήρωσε η μητέρα και ο πατέρας αντίστοιχα, και 3) το Ερωτηματολόγιο της Γονεϊκής Εκτίμησης για τη Συμπεριφορά του παιδιού (Parent’s Evaluation of Child’s Conduct), το οποίο συμπλήρωσε η μητέρα και ο πατέρας αντίστοιχα. Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι οι αντιλήψεις τόσο των παιδιών όσο και των γονέων για τη γονεϊκή συμπεριφορά είναι θετικές. Τα αγόρια βιώνουν περισσότερη απόρριψη και από τους δυο γονείς σε σύγκριση με τα κορίτσια. Τόσο τα αγόρια όσο και τα κορίτσια βιώνουν περισσότερη αποδοχή από τις μητέρες τους σε σύγκριση με τους πατέρες τους. Τα παιδιά που χαρακτηρίζονται από τους γονείς τους με περισσότερο αρνητική συμπεριφορά, έχουν πιο αρνητικές αντιλήψεις για τη συμπεριφορά των γονέων προς εκείνα, σε σύγκριση με τα παιδιά που χαρακτηρίζονται από τους γονείς τους με λιγότερο αρνητική συμπεριφορά. Οι μητέρες αντιλαμβάνονται ότι εκφράζουν περισσότερη αποδοχή προς τα παιδιά τους απ’ ό,τι οι πατέρες. Δεν υπήρξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές ως προς το φύλο των γονιών σχετικά με τα επίπεδα χαρακτηρισμού της συμπεριφοράς των παιδιών τους ως αρνητικής. Οι μητέρες αντιλαμβάνονται ότι εκφράζουν περισσότερη αποδοχή τόσο προς τα αγόρια όσο και προς τα κορίτσια απ’ ό,τι οι πατέρες. Όσο υψηλότερο είναι το μορφωτικό επίπεδο του πατέρα τόσο υψηλότερη είναι η αποδοχή που βιώνουν τα παιδιά από εκείνον, ενώ τα επίπεδα της αντιληπτής από τα παιδιά μητρικής αποδοχής δεν επηρεάζονται από το μορφωτικό επίπεδο της μητέρας. Τα παιδιά βιώνουν υψηλότερα επίπεδα αποδοχής από τους πατέρες τους στις πυρηνικές και εκτεταμένες οικογένειες, ενώ τα επίπεδα της αντιληπτής από τα παιδιά μητρικής συμπεριφοράς προς αυτά δεν σχετίζονται με το σχήμα οικογένειας. Η αντιληπτή από το παιδί τόσο πατρική όσο και μητρική αποδοχή και απόρριψη δεν σχετίζονται με τον αριθμό των αδερφών του μέσα στην οικογένεια, ούτε με τη σειρά γέννησής του μέσα σ’ αυτή. Οι αντιλήψεις των γονέων για τη συμπεριφορά τους απέναντι στα παιδιά τους είναι πιο θετικές από τις αντιλήψεις των παιδιών για τη συμπεριφορά των γονιών τους προς εκείνα. 484 144 152 Heat shock proteins exhibit remarkable changes in their expression levels under a variety of toxic conditions. A research period extended to five decades has revealed molecular characterization, gene regulation, expression patterns, high similarity across groups, and a wide range of functional capabilities. Their functions include protection and tolerance against cytotoxic states through their molecular escort activity, maintaining cytoskeletal stability and aiding cellular signaling. However, their role as biological indicators for monitoring the environmental risk assessment is controversial due to some conflicting, valid and inappropriate reports. Current knowledge about the interpretation of HSP expression levels was discussed in this review. The application of heat shock proteins as biomarkers of toxicity is so far unreliable due to the synergistic effects of toxic and other environmental factors. The adoption of heat shock proteins as a "suit of biological markers in a set of organisms" requires further investigation. Οι πρωτεΐνες θερμικού σοκ επιδεικνύουν αξιοσημείωτες μεταβολές στα επίπεδα έκφρασής τους υπό ποικίλες τοξικές συνθήκες. Μια περίοδος έρευνας που επεκτάθηκε σε πέντε δεκαετίες αποκάλυψε το μοριακό τους χαρακτηρισμό, τη γονιδιακή ρύθμιση, τα πρότυπα έκφρασης, την μεγάλη ομοιότητα σε διάφορες ομάδες και το ευρύ φάσμα λειτουργικών δυνατοτήτων. Οι λειτουργίες τους περιλαμβάνουν προστασία και ανοχή έναντι κυτταροτοξικών καταστάσεων μέσω της δραστηριότητας της μοριακής συνοδείας τους, διατηρώντας τη σταθερότητα του κυτταροσκελετού και βοηθώντας στην κυτταρική σηματοδότηση. Ωστόσο, ο ρόλος τους ως βιολογικών δεικτών για την παρακολούθηση της εκτίμησης περιβαλλοντικών κινδύνων είναι αμφισβητούμενος λόγω ορισμένων αντικρουόμενων, έγκυρων και μη έγκυρων εκθέσεων. Οι τρέχουσες γνώσεις σχετικά με την ερμηνεία των επιπέδων έκφρασης των HSP συζητήθηκαν στην παρούσα ανασκόπηση. Η υποψηφιότητα των πρωτεϊνών θερμικού σοκ ως βιοδείκτες τοξικότητας είναι μέχρι στιγμής αναξιόπιστη λόγω των συνεργιστικών επιδράσεων των τοξικών και άλλων περιβαλλοντικών παραγόντων. Η υιοθέτηση πρωτεϊνών θερμικού σοκ ως "κοστούμι βιολογικών δεικτών σε ένα σύνολο οργανισμών" απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση. 485 289 304 Ένα ψηφιακό εκπαιδευτικό παιχνίδι για τη φυσική στο δημοτικό σχολείο This thesis presents the structural features of educational digital games, their contribution to education, a bibliographic review of digital educational games for physical and educational game design models. With the observation that most games in the bibliography do not document the educational game design model that they follow, the purpose of this work is to design and implement a digital educational game using the LM -GM educational game design model. The 21 activities of the developed educational game are focused on physics and are aimed at students of the 6th grade class.The developed educational game called"The Last Little Dinosaur" was evaluated by ninepostgraduate students that study at the branch of Natural Sciences in PP of the DPE of Ioannina in terms of the experience gained from the gameplay. The evaluation was conducted using a GEQ (Game Experience Questionnaire) on seven factors (challenge, competence, flow, negative effect, positive eff ect, sensory and imaginary presence and tension). The results of the exploratory study showed that the players had a positive attitude towards the game. More specifically, the game seemed to offer the appropriate challenges to the players and did not make them feel time pressure. Most of the players were able to complete the game, and felt that they completed it quickly. The majority of respondents seem ed focused onthe game, responding positively to the flow factor. Almost all respondents scored positive for the factor of positive effect as they felt satisfied and happy with the game.For the factor of negative effect,they said that they were not bothered, nor distracted from it as they were playing. The game did not create tension for the players and did not disappoint them. Finally, the players found it interestingand considered it well-designed and imaginative. Στη παρούσα μεταπτυχιακή εργασία παρουσιάζονται τα δομικά χαρακτηριστικά των εκπαιδευτικών ψηφιακών παιχνιδιών, η συμβολή τους στην εκπαίδευση, πραγματοποιείται βιβλιογραφική επισκόπηση για τα ψηφιακά εκπαιδευτικά παιχνίδια για τη φυσική και για τα μοντέλα σχεδιασμού ψηφιακών εκπαιδευτικών παιχνιδιών. Με αφορμή τη διαπίστωση ότι τα περισσότερα παιχνίδια στη βιβλιογραφία δεν ακολουθούν τεκμηριωμένα κάποιο μοντέλο σχεδιασμού εκπαιδευτικών παιχνιδιών, σκοπός της παρούσας εργασίας αποτελεί ο σχεδιασμός και η υλοποίηση ενός ψηφιακού εκπαιδευτικού παιχνιδιού, με τη χρήση του μοντέλου σχεδιασμού εκπαιδευτικών παιχνιδιών LM -GM. Οι 21 δραστηριότητες του εκπαιδευτικού παιχνιδιού που αναπτύχθηκε έχουν ως γνωστικό αντικείμενο τη φυσική και απευθύνονται σε μαθητές της ΣΤ’ τάξης δημοτικού. Το εκπαιδευτικό παιχνίδι «Ο τελευταίος μικρός δεινόσαυρος» που αναπτύχθηκε, αξιολογήθηκε ως προς την εμπειρία που αποκόμισαν από το παιχνίδι εννέα μεταπτυχιακοίφοιτητές της κατεύθυνσης Φυσικών Επιστημών στην Εκπαίδευση του Π.Μ.Σ. του Π.Τ.Δ.Ε. Ιωαννίνων. Η αξιολόγηση πραγματοποιήθηκε με τη χρήση ερωτηματολογίου GEQ(Game Experience Questionnaire) ως προς επτά παράγοντες (πρόκληση, ικανότητα, ροή, αρνητική επίδραση, θετική επίδρασ η, αισθητηριακή και φανταστική παρουσία και ένταση). Τα αποτελέσματα της διερευνητικής μελέτης έδειξαν ότι οι παίκτες κατέγραψαν θετική στάση απέναντι στο παιχνίδι. Πιο συγκεκριμένα, το παιχνίδι φάνηκε να παρέχει την κατάλληλη πρόκληση στους παίκτες και δεν τους έκανε να αισθανθούν πίεση χρόνου. Οι περισσότεροι παίκτες είχαν την ικανότητα να ολοκληρώσουν το παιχνίδι και μάλιστα ένιωσαν ότι το ολοκλήρωσαν γρήγορα.Η πλειονότητα των ερωτηθέντων φαίνεται να είχε προσηλωθεί στο παιχνίδι, απαντώντας θετικά στον παράγοντα της ροής. Σχεδόνόλοι οι ερωτηθέντες σημείωσαν θετικά αποτελέσματα για τον παράγοντα της θετικής επίδρασης, καθώς αισθάνθηκαν ικανοποίηση και ένιωσαν χαρούμενοι με το παιχνίδι, ενώ αντίστοιχα γιατον παράγοντα της αρνητικής επίδρασης απάντησαν ότι δε βαρέθηκαν και δεν αποσπάστηκε η προσοχή τους από αυτό καθώς έπαιζαν. Το παιχνίδι δεν δημιούργησε ένταση στους παίκτες και δεν τους απογοήτευσε. Τέλος, οι παίκτες βρήκαν το παιχνίδι ενδιαφέρον και το θεώρησαν καλοσχεδιασμένο και με φαντασία. 486 208 171 THE PRESENT THESIS IS A CONTRIBUTION TO THE STUDY OF THE TERMINOLOGY, REFERRINGTO THE PERIODS OF THE HUMAN AGE, FROM THE BEGINNING TO THE END OF LIFE, IN ALLPERIODS OF THE GREEK LANGUAGE. THEREFORE THIS WORK IS BASICALLY AND DIACHRONICALLY CONNECTED WITH THE RELEVANT WORDS USED IN THE GREEK LANGUAGE. IT CONTAINS THE INTRODUCTION AND SIX CHAPTERS. IN THE INTRODUCTION (PAGES 1-24) WE DISCUSS THE METHODOLOGICAL PROBLEMS AND ALSO THE DEFINITION, THE MEANINGS AND THE ADJECTIVES OF THE TERM "AGE" AS WELL AS THE DIVISIONS OF AGE, WHICH WERE PROPOSED DURING THE VARIOUS PERIODS (ANCIENT, MEDIEVAL AND MODERN). THE NEXT FIVE CHAPTERSARE CORRESPONDING TO THE MAIN FIVE STAGE OF HUMAN AGE: I) CHILDHOOD (PP. 25-67), II) YOUTH-YOUNG AGE (PP. 68-97), III) AGE OF MATURITY (PP. 98-110), IV) MIDDLE-AGE (PP. 111-119), V) OLD AGE (PP. 120-153). IN EACH STAGE WE EXAMINE FIRST THE BASIC TERMS (SEE "KEYWORDS" ABOVE) TOGETHER WITH ALL RADICAL (DERIVATIVES AND COMPOUNDS) TERMS WITH THE MEANING OF AGE SUBSEQUENTLY THE OTHER SYNONYMOUS WORDS. AT THE END OF EACH CHAPTER WE SUM UP AND DRAW SOME CONCLUSIONS. IN THE SIXTH CHAPTER (PP. 154-163) WE REFER TO OTHER EXPRESSIVE MEANS (WITH NUMERALS, PRONOUNS, VERBS ETC). AT THE END OF THIS WORK WE PRESENT THE RESULTS OF OUR STUDY. Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΗΛΙΚΙΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΩΣ ΤΑ ΒΑΘΙΑ ΓΕΡΑΜΑΤΑ ΚΑΙ ΚΑΛΥΠΤΕΙ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΜΑΣ. Ο ΒΑΣΙΚΟΣ ΔΗΛΑΔΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΟΣ ΜΕ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ. ΑΠΟΤΕΛΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΑΠΟ ΕΞΙ ΚΕΦΑΛΑΙΑ. ΣΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ (ΣΕΛ. 1-24) ΣΧΟΛΙΑΖΟΝΤΑΙ ΤΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ, Ο ΟΡΙΣΜΟΣ, ΟΙ ΣΗΜΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΟΡΟΥ "ΗΛΙΚΙΑ" ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΟΙΔΙΑΙΡΕΣΕΙΣ ΗΛΙΚΙΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΤΑΘΗΚΑΝ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΠΟΧΕΣ (ΑΡΧΑΙΑ-ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ-ΝΕΟΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ). ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟΥΝ ΣΤΙΣ ΠΕΝΤΕ ΚΥΡΙΕΣ ΒΑΘΜΙΔΕΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΔΗΛ. ΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ (ΣΕΛ . 25-67), ΤΗΝ ΕΦΗΒΙΚΗ-ΝΕΑΝΙΚΗ (ΣΕΛ. 68-97), ΤΗΝ ΩΡΙΜΗ (98-110), ΤΗ ΜΕΣΗ (111-119), ΤΗ ΓΕΡΟΝΤΙΚΗ (120-153).ΣΤΗΝ ΚΑΘΕ ΒΑΘΜΙΔΑ ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΙ ΠΡΩΤΑ ΟΙ ΒΑΣΙΚΟΙ ΟΡΟΙ [ΒΛ. ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ "ΚΛΕΙΔΙΑ"] ΜΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΟΜΜΟΡΙΖΟΥΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΥΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΕΤΟΥΣ ΜΕ ΕΝΝΟΙΑ ΗΛΙΚΙΑΣ, ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ ΣΥΝΩΝΥΜΟΙ ΟΡΟΙ. ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΚΑΘΕ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΝΤΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ. ΣΤΟ ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ (ΣΕΛ. 154-163) ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ (ΜΕ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ, ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ, ΡΗΜΑΤΑ ΚΛΠ.) ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΕΚΘΕΤΟΝΤΑΙ ΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΜΑΣ. 487 311 379 Activity theory in science teacher training in formal and informal learning environments Η θεωρία της δραστηριότητας στην εκπαίδευση των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στη διδασκαλία θεμάτων των φυσικών επιστημών σε τυπικά και μη τυπικά περιβάλλοντα μάθησης This dissertation seeks to investigate the process of primary teachers’ training in Science Education and more specifically in the domain of living things within the sociocultural frame of Activity Theory. The main purpose is to investigate the way that a teachers’ training course in Science Education affects teachers’ views as well as the teaching practices connected with their teaching subjects. Furthermore, the interactions that take place during the teachers’ training course are analyzed within the frame of Activity Theory. Activity Theory is a socio-cultural theory that focuses on social interaction as, according to the basic principles of the theory, teaching and learning, knowledge and expertise are distributed through participation in the community. Within this frame, Activity Theory provides the appropriate tools in order to analyze the ways that individuals as well as groups use the mediating tools towards the object. The analyzing tools provide information about the sociocultural influence of rules, community and division of labor, while at the same time they look into interactions and contradictions within an activity system. Within the frame of this dissertation, a distant learning course on Science Education was designed and implemented. In-service teachers of primary schools participated in the course in which they were trained in teaching living things. The theoretical and methodological frame of Activity Theory was used for the course design with the emphasis on the process of social interaction in which learning is gradually acquired through the participation in the appropriate activities. The structure as well as the planning of the distant learning course supported a holistic approach to the subject of living things. The analysis of the results of this dissertation has shown that the sociocultural frame of Activity Theory is a fruitful field for designing and analyzing teachers’ training interventions, especially in the domain of Science Education. Η παρούσα διδακτορική διατριβή διερευνά τη διαδικασία εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης σε θέματα διδασκαλίας των φυσικών επιστημών και ειδικότερα σε θέματα που αφορούν τη διδασκαλία εννοιών της έμβιας ύλης, υπό το πρίσμα της κοινωνικοπολιτισμικής θεωρίας της δραστηριότητας. Σκοπός μας είναι η διερεύνηση του πώς ένα πρόγραμμα επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών στη διδασκαλία θεμάτων των φυσικών επιστημών επηρεάζει τις απόψεις και τις διδακτικές πρακτικές τους σε σχέση με το συγκεκριμένο διδακτικό αντικείμενο. Παράλληλα, υπό το πρίσμα της θεωρίας της δραστηριότητας, μελετώνται οι αλληλεπιδράσεις που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια του προγράμματος επιμόρφωσης στο συγκεκριμένο σύστημα δραστηριότητας. Η θεωρία της δραστηριότητας, ως μια κοινωνικοπολιτισμική θεωρία, προσδίδει σημαίνοντα ρόλο στην κοινωνική αλληλεπίδραση, καθώς, σύμφωνα με τις βασικές αρχές της, η μάθηση, η γνώση και η εξειδίκευση διανέμονται ουσιαστικά μέσα από τη συμμετοχή των ατόμων στην κοινότητα. Συγχρόνως, μάς παρέχει τα απαραίτητα εργαλεία ανάλυσης για το πώς μεμονωμένα άτομα ή ομάδες χρησιμοποιούν τα διαμεσολαβούμενα τεχνουργήματα για να επιτευχθεί ένα συγκεκριμένο αντικείμενο ή αποτέλεσμα. Αυτά τα εργαλεία ανάλυσης περιγράφουν τις κοινωνικοπολιτισμικές επιρροές των κανόνων και ρόλων, της κοινότητας και του καταμερισμού της εργασίας στο ίδιο σύστημα δραστηριότητας και παράλληλα εξετάζουν τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις για τον εντοπισμό αντιφάσεων και συγκρούσεων μέσα στο σύστημα. Για τις ανάγκες διερεύνησης του ερευνητικού μας σκοπού και των επιμέρους ερευνητικών ερωτημάτων, σχεδιάσαμε και υλοποιήσαμε ένα επιμορφωτικό σεμινάριο με τη μέθοδο της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης σε εν ενεργεία εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η θεματική του σεμιναρίου αφορά τη διδασκαλία των φυσικών επιστημών και ειδικότερα τη διδασκαλία ενοτήτων της έμβιας ύλης στο δημοτικό σχολείο. Ο σχεδιασμός του προγράμματος βασίστηκε στο θεωρητικό και μεθοδολογικό πλαίσιο της θεωρίας της δραστηριότητας, στη βάση μιας διαδικασίας κοινωνικής αλληλεπίδρασης όπου η μάθηση αναπτύσσεται βαθμιαία μέσω της συμμετοχής σε κατάλληλα σχεδιασμένες δραστηριότητες. Η δομή, δε, και η οργάνωση του επιμορφωτικού σεμιναρίου πραγματοποιήθηκε έτσι ώστε να αναδεικνύεται και να προκύπτει αβίαστα η ολιστική προσέγγιση που διέπει τη θεματική της έμβιας ύλης. Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων που προέκυψαν στη διάρκεια της έρευνάς μας, προκύπτει ότι το κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο της θεωρίας της δραστηριότητας αποτελεί ένα πρόσφορο έδαφος για το σχεδιασμό και την ανάλυση επιμορφωτικών παρεμβάσεων σε εκπαιδευτικούς, ιδιαίτερα στο πεδίο της διδακτικής των φυσικών επιστημών. 488 152 166 Γλωσσικές απεικονίσεις της αμφισβήτησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας από παιδιά ηλικίας 4-8 και δημιουργική αξιοποίηση τους για τη διδασκαλία του γλωσσικού μαθήματος This paper studies the linguistic representations of defiance of children’s speech, aged four to eight, during the educational program. Also, it proposes ways for their fruitful treatment of educators in order, to enhance their linguistic skills at kindergarten. For the fulfillment of this study, many authentic children speeches were collected and categorized into subcategories and information by educators via the distribution of questionnaires. The speeches were analyzed according to the Critical Discourse Analysis system and the questionnaire data according to the Statistics Software Package SPSS (21st edition). The research findings proved that children often assess both the lesson process and the overall educator’s attitude, in a strict and precise way. At the same time, educators seem to be tolerant towards this kind of dispute. In fact, some of them attempt to exploit this as a way to implement a project in general, rather than for the reinforcement of the linguistic lesson itself. Η συγκεκριμένη εργασία μελετά τις γλωσσικές αναπαραστάσεις της αμφισβήτησης του λόγου παιδιών ηλικίας τεσσάρων έως οκτώ κατά την διάρκεια του εκπαιδευτικού προγράμματος και προτείνει τρόπους για την δημιουργική εκμετάλλευσή τους από τους εκπαιδευτικούς με σκοπό την προαγωγή των γλωσσικών δραστηριοτήτων στο Νηπιαγωγείο. Για την πραγματοποίηση της έρευνας συλλέχθηκαν αυτούσιοι λόγοι παιδιών, οι οποίοι κατηγοριοποιήθηκαν σε (μικρό)κατηγορίες και πληροφορίες από εκπαιδευτικούς μέσω της διακίνησης ερωτηματολογίου. Οι λόγοι αναλύθηκαν σύμφωνα με εργαλεία της Κριτικής Ανάλυσης Λόγου (ΚΑΛ), ενώ τα δεδομένα των ερωτηματολογίων σύμφωνα με το στατιστικό πακέτο ανάλυσης δεδομένων SPSS (έκδοση 21). Τα ευρήματα της έρευνας έδειξαν ότι τα παιδιά κρίνουν συχνά και αυστηρά τόσο την διαδικασία του “μαθήματος” όσο και την γενικότερη στάση του εκπαιδευτικού. Ταυτόχρονα, οι εκπαιδευτικού τείνουν να κατανοούν αυτή την αμφισβήτηση. Ορισμένοι μάλιστα προσπαθούν να την εκμεταλλευτούν ως προς την υλοποίηση κάποιου project γενικότερα και όχι απόλυτα επικεντρωμένου στην προαγωγή του γλωσσικού “μαθήματος”. 489 281 280 Εικονογραφική εξέλιξη και οπτικές μεταμφιέσεις της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων του Lewis Carroll The present study seeks to examine the iconographic development of L. Carroll's illustrated book, «Alice’s Adventures in Wonderland», as well as the interactive relationship that develops with other visual media. The study is divided in two parts. First part includes the introductions of the study and its theoretical review. In the first chapter, an analytical reference is made to the problem of the study, the research hypothesis, the objectives of the study and the material. The following is a presentation of the biography of the author and the protagonist of the story, while some basic elements regarding to the text, the nonsense and the first illustration of the story are mentioned. In the second chapter, an extensive reference is made to the illustrated book, starting from the history of illustrated books both generally and in Greece, while the presence of the particular illustrated book in Greece is noted. Furthermore, the features of the illustrated book are analyzed, focusing more on the image-text relationship, the illustration and the image elements. In the second part of the study, the different depictions of «Alice» are presented both in illustrated book and other visual media. Initially, selected illustrations of the illustrated book «Alice’s Adventures in Wonderland» from the first illustration of the story in 1865 to the present, which are separated according to their style, are presented. Subsequently, the interactive relationship of the illustrated book with other visual media is emphasized and the visual character of «Alice» is presented in selected films, video games and photography. Finally, the findings of the study, which result from the observation of the iconographic development of «Alice», both in the illustrated book and in other visual media, are mentioned. Η παρούσα εργασία διερευνά την εικονογραφική εξέλιξη του εικονογραφημένου βιβλίου του L. Carroll η «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», καθώς και την διαλογική σχέση που αναπτύσσει με άλλα οπτικά μέσα. Η εργασία διαρθρώνεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος, περιλαμβάνονται τα εισαγωγικά της μελέτης και το θεωρητικό της πλαίσιο. Αρχικά, γίνεται αναφορά στην προβληματική, στην ερευνητική υπόθεση και στους στόχους της μελέτης. Στη συνέχεια, γίνεται περιορισμός του υλικού της μελέτης και παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο θα εξεταστεί. Ακολουθεί παρουσίαση της βιογραφίας του συγγραφέα και της πρωταγωνίστριας της ιστορίας, ενώ παράλληλα σημειώνονται κάποια βασικά στοιχεία αναφορικά με το κείμενο, το παράλογο στοιχείο και την πρώτη εικονογράφηση της ιστορίας. Έπειτα γίνεται μια εκτενής αναφορά στο εικονογραφημένο βιβλίο, ξεκινώντας από την ιστορία του εικονογραφημένου βιβλίου εκτός και εντός συνόρων, ενώ σημειώνεται η παρουσία του συγκεκριμένου εικονογραφημένου βιβλίου στην Ελλάδα. Στη συνέχεια, αναλύονται τα χαρακτηριστικά του εικονογραφημένου βιβλίου, εστιάζοντας περισσότερο στη σχέση εικόναςκειμένου, στην εικονογράφηση και τη γλώσσα της εικόνας. Στο δεύτερο μέρος της εργασίας, παρουσιάζονται οι διαφορετικές απεικονίσεις της «Αλίκης» στο εικονογραφημένο βιβλίο και σε άλλα οπτικά μέσα. Αρχικά, παρουσιάζονται επιλεγμένες εικονογραφήσεις του εικονογραφημένου βιβλίου η «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» από την πρώτη εικονογράφηση της ιστορίας το 1865 έως σήμερα, οι οποίες διαχωρίζονται με βάση το στυλ τους. Στη συνέχεια, υπογραμμίζεται η διαλογική σχέση του εικονογραφημένου βιβλίου με άλλα οπτικά μέσα και παρουσιάζεται ο οπτικός χαρακτήρας της «Αλίκης» σε επιλεγμένες κινηματογραφικές ταινίες, σε video games και στη φωτογραφία. Τέλος, καταγράφονται τα συμπεράσματα της μελέτης, τα οποία προκύπτουν μέσα από την παρατήρηση της εικονογραφικής εξέλιξης της «Αλίκης» τόσο στο εικονογραφημένο βιβλίο, όσο και στα άλλα οπτικά μέσα. 490 219 217 This thesis aims to develop X-ray fluorescence imaging spectroscopy for the elemental mapping of metallic objects and portable painting images (hagiographies). The study is carried out with an energy dispersive X-ray fluorescence spectrometer, with an X-ray beam spot less than one millimeter. The specimen to be studied is mounted on a sample carrier, which allows its relative movement to the ionizing X-ray beam. In the first part of the thesis, the spectrometer is characterized in terms of its sensitivity to the identification of the periodic table elements, energy resolution, and spatial resolution. Qualitative and quantitative analysis of X-ray fluorescence spectra is performed using the free access software PyMCA. The spectrometer's capability is certified by measuring standard metallic targets. A comparison of the extracted results from the quantitative analysis, with the nominal values of the standard samples, verifies the accuracy of the applied quantitative analysis. In the second part of the thesis, we perform imaging spectroscopy by X-ray fluorescence measurements. Elemental qualitative mapping was performed on the coins of 1 Euro and 1 cent of Euro, on Mycenaean metal specimens, and on post-Byzantine portable hagiographies. Quantitative elemental mapping was performed on the Euro coins. The analysis and interpretation of the results are achieved by applying fundamental parameter analysis, and by the Monte Carlo simulation method using the free XMI-MSIM software. Στόχος της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η ανάπτυξη απεικονιστικής φασματοσκοπίας φθορισμού ακτίνων-Χ για την στοιχειακή χαρτογράφηση μεταλλικών αντικειμένων και φορητών εικόνων αγιογραφίας. Η μελέτη πραγματοποιείται με φασματοσκόπιο φθορισμού ακτίνων-Χ, ενεργειακού διαχωρισμού, και με ίχνος ιονίζουσας δέσμης ακτίνων-Χ μικρότερης του χιλιοστού. Το προς μελέτη αντικείμενο τοποθετείται επί δειγματοφορέα, ο οποίος επιτρέπει την σχετική κίνηση του δείγματος ως προς την ιονίζουσα δέσμη ακτίνων-Χ. Στο πρώτο μέρος της εργασίας πραγματοποιείται χαρακτηρισμός της πειραματικής διάταξης ως προς την απόδοσης στον εντοπισμό στοιχείων του περιοδικού πίνακα, της ενεργειακή διακριτική ικανότητα, καθώς και τη χωρική διακριτική ικανότητα. H ποιοτική και ποσοτική ανάλυση των φασμάτων φθορισμού ακτίνων-Χ πραγματοποιείται με τη βοήθεια του λογισμικού ελεύθερης πρόσβασης PyMCA. Προκειμένου να πιστοποιηθούν οι δυνατότητες της διάταξης αλλά και η ορθότητα της ανάλυσης πραγματοποιούνται ποσοτικές αναλύσεις σε πρότυπα μεταλλικά κράματα, και γίνεται η σύγκριση των αποτελεσμάτων με τις αναμενόμενες τιμές. Στο δεύτερο μέρος της εργασίας πραγματοποιούνται μετρήσεις απεικονιστικής φασματοσκοπίας. Ειδικότερα πραγματοποιήθηκε στοιχειακή ποιοτική (και όπου αυτό ήταν δυνατό) χαρτογράφηση στα νομίσματα του 1 Ευρώ και του 1 λεπτού του Ευρώ, σε μεταλλικά δείγματα μυκηναϊκής περιόδου, και σε μεταβυζαντινές φορητές αγιογραφίες. Στα νομίσματα του Ευρώ πραγματοποιήθηκε και ποσοτική στοιχειακή χαρτογράφηση. Η ανάλυση και η κατανόηση των αποτελεσμάτων επιτυγχάνεται με τη μέθοδο των θεμελιωδών παραμέτρων και ειδικότερα με μέθοδο προσομοιώσεων Monte Carlo, με τη χρήση του λογισμικού ελεύθερης πρόσβασης ΧΜΙ-MSIM. 491 11 15 Τα δικαιώματα του ανθρώπου, η αρχή της μη συγκρισιμότητας των πολιτισμών και η διαπολιτισμική αγωγή Human rights, the concept of incomparability of cultures, and cross-cultural education 492 121 123 The purpose of this research is to explore the views of Greek parents regarding the education of their children. After a thorough review of the literature on the theory of human capital, the importance of education, the economic crisis and its effects, a survey done in order both to confirm the findings of the existing literature and to highlight the views of parents on education their children, their educational choices and the impact of economic crisis on these options. The research was conducted on 333 Greek parents, who argued that the economic crisis has affected them significantly. However, through this research showed that while it is difficult to meet their financial obligations, they support the training and education of their children. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η διερεύνηση των απόψεων των Ελλήνων γονέων αναφορικά με την εκπαίδευση των παιδιών τους. Έπειτα από μια ενδελεχή βιβλιογραφική ανασκόπηση σχετικά με την θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου, την σημασία της εκπαίδευσης, την οικονομική κρίση και τις επιδράσεις της, πραγματοποιείται μια έρευνα προκειμένου αφενός να επιβεβαιώσει τα ευρήματα της υπάρχουσας βιβλιογραφίας και αφετέρου να αναδείξει τις απόψεις των γονέων για την εκπαίδευση των παιδιών τους, τις εκπαιδευτικές τους επιλογές και την επίδραση της οικονομικής κρίσης στις επιλογές αυτές. Η έρευνα διεξήχθη σε 333 έλληνες γονείς, οι οποίοι υποστήριξαν ότι η οικονομική κρίση τους έχει επηρεάσει σημαντικά. Ωστόσο, μέσω της έρευνας φάνηκε ότι ενώ δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις, υποστηρίζουν την εκπαίδευση και τις σπουδές των παιδιών τους. 493 505 485 Ο ρόλος του διευθυντή της σχολικής μονάδας στη διαχείριση του φαινομένου του σχολικού εκφοβισμού The present master thesis was produced as part of the M.Sc. of the Department of Primary Education, University of Ioannina in the direction of ''Educational Administration, Management and Evaluation''. The bachelor's thesis is composed by two parts, the theoretical, which includes four chapters, and the research, which includes another four chapters. The purpose of this study was to investigate the role of the Principal of the school unit in the management of the phenomenon of school bullying. The survey was conducted from April 2017 and concerned Principals and teachers that served in elementary schools of Ioannina's and Arta's prefecture. For the purpose of this research the method of anonymous questionnaire was used and the final sample was 102 subjects. More specifically investigated, a) the perception on the importance, forms and impact of the school bullying phenomenon, b) the point of view of the test subject on the accountability, the importance, the stance and the immidiate action and intervention of the Principal regarding this phenomenon, c) the perception of the test subjects on the ways of treatment that the Principal applies in order to deal with school bullying and their effectiveness, c') the possible correlation of the ways of treating with the sex, education level and years of practicing the profession of Principal, d) the perception of the test subjects on the measures that are taken by the Principal for the prevention and treatment of the phenomenon of school bullying and their effectiveness, e) the excistence of factors tat prohibit the immidiate action and intervention of the Principal in dealing with school bullying and the making of these into suggestions that can be used in the formulating of programms of prevention and treatment of the phenomenon of school bullying. The findings of this research have shown that school bullying exists extensively in Greek schools, with more prevalent the verbal bullying, the teachers and the Principals are aware of the definition of the term ''school bullying'' and the reverberation are severe for the student. In addtion, the role, stance and immidiate action and intervention of the Principals in the manage of the school bullying phenomenon is crucial for its treatment. However, the Principals seem to treat the incidents of school bullying superficially and rarely choose the immidiate application of a programm of prevention and intervention, which is considered one of the most effective ways of dealing with incidents of school bullying. Of the measures taken by the Principals for the prevention and treatment of the phenomenon there is a general lack of encouragement and organization of event for the education of members of the school community (parents, teachers, students ) on the subject. Moreover, there are many factors (such as the non-cooperation by the parents and the lack of education by the teachers) that make this particular role of the Principal more difficult. Finally, the present study showed that factors such as gender, experience and educational level of the Principals are not related to the way that they chose to deal with the incidents of school bullying. Η παρούσα ερευνητική εργασία εκπονήθηκε στα πλαίσια του Π.Μ.Σ. του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, στην κατεύθυνση της " Οργάνωσης, Διοίκησης και Αξιολόγησης της Εκπαίδευσης Η Διπλωματική εργασία αποτελείται από δύο μέρη, το θεωρητικό μέρος που συγκροτείται από τέσσερα κεφάλαια και το ερευνητικό μέρος που συγκροτείται από άλλα τέσσερα κεφάλαια. Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να διερευνήσει τον ρόλο του Διευθυντή της σχολικής μονάδας στη διαχείριση του φαινομένου του σχολικού εκφοβισμού. Η έρευνα διεξήχθη τον Απρίλιο 2017 και αφορούσε Διευθυντές και εκπαιδευτικούς Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης που υπηρετούσαν σε Δημοτικά σχολεία του νομού Άρτας και Ιωαννίνων. Για την έρευνα χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος του ανώνυμου ερωτηματολογίου και το τελικό δείγμα ανήλθε στα 102 άτομα. Πιο συγκεκριμένα διερευνήθηκαν: α) Οι απόψεις για την σημασία, τις μορφές και τις επιπτώσεις του φαινομένου του σχολικού εκφοβισμού, β) η οπτική του δείγματος αναφορικά με τον βαθμό υπευθυνότητας, την σημασία του ρόλου, της στάσης και της άμεσης δράσης και παρέμβασης του Διευθυντή στην αντιμετώπιση του σχολικού εκφοβισμού, γ) οι αντιλήψεις του δείγματος για τους τρόπους αντιμετώπισης που εφαρμόζουν οι Διευθυντές για την αντιμετώπιση του σχολικού εκφοβισμού και για την αποτελεσματικότητά τους, γ') η πιθανή συσχέτιση των τρόπων αντιμετώπισης με το φύλο, το μορφωτικό επίπεδο και τα χρόνια άσκησης του επαγγέλματος των Διευθυντών, δ) οι απόψεις του δείγματος για τα μέτρα που λαμβάνονται από τον Διευθυντή για την πρόληψη και αντιμετώπιση του φαινομένου του σχολικού εκφοβισμού και για την αποτελεσματικότητά τους, ε) η ύπαρξη παραγόντων που παρεμποδίζουν την άμεση δράση και παρέμβαση του Διευθυντή στην αντιμετώπιση του σχολικού εκφοβισμού και η διατύπωση αυτών ως προτάσεις ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά το σχεδιασμό σχετικών προγραμμάτων πρόληψης και αντιμετώπισης του φαινομένου. Τα ευρήματα από την παρούσα έρευνα έδειξαν ότι ο σχολικός εκφοβισμός υπάρχει έντονα στα ελληνικά σχολεία, με επικρατέστερο τον λεκτικό εκφοβισμό, οι εκπαιδευτικοί και οι Διευθυντές γενικά γνωρίζουν για την σημασία του όρου «σχολικός εκφοβισμός» και οι επιπτώσεις είναι πολύ σημαντικές για τον μαθητή. Επιπλέον ο ρόλος, η στάση και η άμεση δράση και παρέμβαση των Διευθυντών στη διαχείριση του φαινομένου του σχολικού εκφοβισμού είναι καθοριστικός για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Ωστόσο οι Διευθυντές φαίνεται πως αντιμετωπίζουν πυροσβεστικά τα περιστατικά του σχολικού εκφοβισμού και σπάνια επιλέγουν την άμεση εφαρμογή προγράμματος πρόληψης και παρέμβασης του σχολικού εκφοβισμού, όπου θεωρείται ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους αντιμετώπισης των περιστατικών σχολικού εκφοβισμού. Από τα μέτρα που λαμβάνουν οι Διευθυντές για την πρόληψη και αντιμετώπιση του φαινομένου υπάρχει μία γενική έλλειψη παρότρυνσης και διοργάνωσης εκδηλώσεων επιμόρφωσης όλων των εμπλεκόμενων της σχολικής κοινότητας (γονείς, εκπαιδευτικοί, μαθητές). Ακόμη υπάρχουν αρκετοί παράγοντες (όπως η μη συνεργασία των γονέων και η έλλειψη επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών) που δυσχεραίνουν τον συγκεκριμένο ρόλο του Διευθυντή. Τέλος, η παρούσα έρευνα έδειξε ότι παράγοντες όπως το φύλο, τα χρόνια άσκησης επαγγέλματος και το μορφωτικό επίπεδο των Διευθυντών δεν σχετίζονται με τους τρόπους που επιλέγουν για να αντιμετωπίσουν τα περιστατικά σχολικού εκφοβισμού. 494 133 133 Η προσέγγιση του τραγουδιού από παιδιά προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας The present thesis explores, promotes and addresses an experiential approach to singing by preschool and elementary school children (5-7 years old). Τhe thesis has been pursued by means of both a bibliographic study as well as a participatory qualitative pilot research, structured through nine hourly music-educational meetings. This series of interconnected activities, involving a total of seventeen children, was implemented in the Music Activities Room of the RODA Children’s Centre of Leisure Activities and Creative Learning of The Municipal Cultural Centre of Ioannina, Greece, during the period 2/4/2019 - 11/6/2019. This research argues that singing is an incredibly exciting, multi-sensory and multidimensional process of musical knowledge acquisition, signification, and joy, through which children-as- embodied-listening-selves connect, interact and communicate with one another as well as with the vibrant world of sound that surrounds them. Η παρούσα διπλωματική εργασία διερευνά, προωθεί και πραγματεύεται τη βιωματική προσέγγιση του τραγουδιού από παιδιά προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας (5-7 ετών). Έχει διεξαχθεί μέσω βιβλιογραφικής μελέτης αλλά και συμμετοχικής ποιοτικής έρευνας πιλοτικού χαρακτήρα, η οποία δομήθηκε μέσω εννέα ωριαίων μουσικοπαιδαγωγικών δράσεων-συναντήσεων. Η συγκεκριμένη σειρά αλληλένδετων δράσεων, στις οποίες συμμετείχαν συνολικά δεκαεπτά παιδιά, υλοποιήθηκε στην Αίθουσα Μουσικών Δραστηριοτήτων του Κέντρου Δημιουργικής Απασχόλησης Παιδιού του Δήμου Ιωαννιτών Ρόδα, κατά το χρονικό διάστημα 2/4/2019 - 11/6/2019. Η έρευνα καταδεικνύει ότι το τραγούδι αποτελεί μία ιδιαίτερα συναρπαστική, πολυαισθητηριακή και πολυδιάστατη διαδικασία μουσικής γνώσης, ευρύτερης νοηματοδότησης και χαράς, μέσω της οποίας τα παιδιά ως ενσώματοι ακούοντες εαυτοί συνδέονται, αλληλοεπιδρούν και επικοινωνούν μεταξύ τους αλλά και με τον ολοζώντανο κόσμο και παλλόμενο ηχητικό σύμπαν που τα περιβάλλει. 495 19 20 Η γραπτή έκφραση στη διδακτική της γλώσσας: τι δείχνει η σύγχρονη έρευνα για τις χρήσεις της λογοτεχνίας και μία διδακτική Writing in teaching language: the outcomes of new research on literature uses and a teaching experiment with fiction units 496 222 296 Study of the combined expression of EGFR and ALK in squamous cell carcinomas of the oro-pharyngolaryngeal region and in cutaneous squamous cell carcinomas Διερεύνηση της συνδυασμένης απορρύθμισης των μορίων EGFR και ALK στα πλακώδη καρκινώματα της στοματοφαρυγγολαρυγγικής χώρας και του δέρματος Background/Aim: Epidermal growth factor receptor (EGFR) acts as an oncogene in malignancies. Our aim was to examine the role of combined EGFR/ anaplastic lymphoma kinase (ALK) expression as molecular markers in head and neck squamous cell carcinomas (HNSCC) and cutaneous squamous cell carcinomas of the head and neck (cSCCHN) patients. Materials and Methods: Fifty (n=50) tissue sections derived from twenty-five (n=25) primary HNSCCs and twenty-five (n=25) primary cSCCHN, were analyzed by immunohistochemistry (IHC). Results: EGFR overexpression was observed in 17/25 (68%) in HNSCC and in 19/25 (76%) in cSCCHN cases. Concerning ALK, 23/25 (92%) and 21/25 (84%) demonstrated low expression in HNSCC and cSCCHN cases respectively. In HNSCCs, EGFR expression was associated with patient’s gender (p=.007), whereas ALK expression was marginally correlated with stage (p=.048). ALK overexpression was detected at advanced-stage EGFR-positive cases. Concerning cSCCHN, we found no relation between EGFR or ALK expression and various clinicopathological parameters. Interestingly enough, ALK expression – although weak in the majority of cases - was significantly correlated with EGFR overexpression (p=.038). Conclusion: EGFR overexpression is frequently observed in HNSCC and cSCCHNs combined with low ALK expression. ALK expression in cSCCHNs tends to become more evident in late carcinomas which overexpress EGF receptor. Σκοπός: Ο υποδοχέας του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (EGFR) ενέχει τη λειτουργία ογκογονιδίου σε διάφορους τύπους καρκινωμάτων. Στόχος μας ήταν να εξετάσουμε το ρόλο της συνδυασμένης έκφρασης των EGFR και της κινάσης του αναπλαστικού λεμφώματος (ALK) ως πιθανοί βιοδείκτες σε ασθενείς με πλακώδες καρκίνωμα κεφαλής/τραχήλου και δέρματος κεφαλής/τραχήλου. Υλικά και μέθοδοι: Πενήντα ιστολογικά δείγματα (n=50) - προερχόμενα από εικοσιπέντε ασθενείς (n=25) με διάγνωση πρωτοπαθούς πλακώδους καρκινώματος κεφαλής/τραχήλου (HNSCC) και εικοσιπέντε (n=25) με διάγνωση πρωτοπαθούς πλακώδους καρκινώματος δέρματος στη περιοχή της κεφαλής και του τραχήλου (cSCCHN) – εξετάστηκαν σύμφωνα με τις μεθόδους της ανοσοïστοχημείας. Αποτελέσματα: Υπερέκφραση της EGFR διαπιστώθηκε σε 17/25 (68%) ιστολογικά δείγματα ΗΝSCC και σε 19/25 (76%) cSCCHN αντίστοιχα. Όσον αφορά στην έκφραση της ALK, 23/25 (92%) και 21/25 (84%) των ιστολογικών δειγμάτων εμφάνισαν χαμηλή έκφραση στις περιπτώσεις ΗΝSCC και cSCCHN αντίστοιχα. Στα δείγματα καρκινωμάτων της στοματοφαρυγολαρυγγικής χώρας, η έκφραση της EGFR συσχετίστηκε με το άρρεν φύλλο του ασθενούς (p=.007), ενώ η έκφραση της ALK με το στάδιο της κακοήθους νόσου (p=.048). Αύξηση της έκφρασης της ALK διαπιστώθηκε στα EGFR-θετικά δείγματα με προχωρημένη νόσο. Όσον αφορά στα πλακώδη καρκινώματα δέρματος δε διαπιστώθηκε σημαντική σχέση μεταξύ της έκφρασης των EGFR ή ALK με τις διάφορες κλινικοπαθολογικές παραμέτρους που εξετάστηκαν. Τέλος, είναι αρκετά ενδιαφέρον ότι η έκφραση της ALK – αν και στη πλειοψηφία των περιπτώσεων ασθενής – συσχετίστηκε με την υπερέκφραση της EGFR (p=.038). Συμπεράσματα: Υπερέκφραση της EGFR παρατηρείται συχνά στα πλακώδη καρκινώματα τόσο της κεφαλής και του τραχήλου, όσο και του δέρματος, σε συνδυασμό με χαμηλή έκφραση του υποδοχέα ALK. Η έκφραση της ALK στα πλακώδη καρκινώματα δέρματος κεφαλής και τραχήλου τείνει να αυξάνεται και να γίνεται περισσότερο έκδηλη σε προχωρημένα καρκινώματα που εμφανίζουν υπερέκφραση του υποδοχέα EGFR. 497 186 200 Εκπαιδευτική παρέμβαση σε παιδιά με αναγνωστικές δυσκολίες δευτέρας Δημοτικού Reading is the foundation stone of thought and knowledge, it requires the contribution of superior intellectual processes and develops the individual's communication with the world around him. We define reading as the result of two skills decoding and comprehension, but at the same time it encompasses phonological awareness, fluency, prosody, vocabulary and comprehension strategies of a text. The present paper was designed to investigate how the reading ability of pupils in the second grade of primary school progresses after the intervention of a teaching program and what their differentiation from students who do not follow an intervention program. Specifically, four pupils with learning difficulties and four pupils without learning difficulties were evaluated at the beginning of an intervention program and reassessed at the end of the intervention program. Meanwhile, students with learning difficulties received targeted instruction and a program that tried to improve their vocabulary, phonological awareness, fluency and comprehension. The results showed that students with learning difficulties who are given a personalized training program can improve their performance and follow a steady pace if not to reach the same level as students without learning difficulties. Η ανάγνωση αποτελεί το θεμέλιο λίθο της σκέψης και της γνώσης, απαιτεί τη συμβολή ανώτερων νοητικών διεργασιών και αναπτύσσει την επικοινωνία του ατόμου με τον κόσμο που το περιβάλλει. Ορίζουμε την ανάγνωση ως το αποτέλεσμα δύο δεξιοτήτων της αποκωδικοποίησης και της κατανόησης, αλλά ταυτόχρονα περικλείει την φωνολογική επίγνωση, την ευχέρεια, την προσωδία, το λεξιλόγιο και τις στρατηγικές κατανόησης ενός κειμένου. Η παρούσα εργασία εκπονήθηκε με στόχο να διερευνηθεί, πως εξελίσσεται η αναγνωστική ικανότητα των μαθητών της Β΄ τάξης Δημοτικού, ύστερα από παρέμβαση διδακτικού προγράμματος, και ποια η διαφοροποίηση τους από μαθητές που δεν παρακολουθούν πρόγραμμα παρέμβασης. Συγκεκριμένα τέσσερις μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες και τέσσερις μαθητές χωρίς μαθησιακές δυσκολίες αξιολογήθηκαν στην αρχή ενός προγράμματος παρέμβασης και επαναξιολογηθήκαν στο τέλος του προγράμματος παρέμβασης. Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα οι μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες δέχτηκαν στοχευμένη διδασκαλία και πρόγραμμα που προσπαθούσε να βελτιώσει το λεξιλόγιο, τη φωνολογική τους επίγνωση, την ευχέρεια και την κατανόηση τους. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες, που τους παρέχεται εξατομικευμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα μπορούν να βελτιώσουν την επίδοσή τους και να ακολουθήσουν με σταθερό ρυθμό, αν όχι να φτάσουν στο ίδιο επίπεδο με τους μαθητές χωρίς μαθησιακές δυσκολίες. 498 446 459 Comparative approach of the didactic principles of Primary and Secondary Education Curricula in the educational systems of the European Union countries Συγκριτική προσέγγιση των διδακτικών αρχών των Αναλυτικών Προγραμμάτων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών συστημάτων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης The main purpose of this PhD Thesis is to relate and compare the didactic principles found in the Curricula of Primary and Secondary Education in the member-states of the European Union (EU) through a sample of countries consisting of Finland, England (United Kingdom country that left the EU in January 2020) and Greece. The attempt made is to identify and highlight the didactic principles within the above countries’ Curricula and to determine whether they are being used or differentiated in different EU countries. Furthermore, this PhD Thesis seeks to investigate the aspects and attitudes of Primary and Secondary Education teachers in a sample of EU countries, in relation to the didactic principles governing the Curricula and applied in, through comparative research. More specifically, this PhD Thesis aims to a) record the didactic principles of the Curricula of Primary and Secondary Education in the research reference countries, b) identify the similarities and differences of the didactic principles regarding their development in the Curricula and their use by teachers. The comparative method is the main method of investigating the didactic principles. This method combined with other methods of analysis such as questionnaire, observation and content analysis (qualitative and quantitative) contributes in ensuring the validity and reliability of the research through a triangulation of methods. From the results of the research it was found that the didactic principles, selected with specific criteria, to be investigated in the context of the present paper, located in the Curricula of the sample countries, are considered important by the teachers who participated in the research with the questionnaire, and are all applied in practice during teaching but with different frequency. This probably means that teachers are theoretically aware of the importance of each of these specific didactic principles and express their views and attitudes towards them, without, however, being able to always apply them in practice during teaching, due to a) lack of training or education related to them, b) lack of reference of the specific didactic principles in the Curricula, c) the worldview of teachers and d) due to lack of material and technical infrastructure. Additionally, the results of the research carried out in the context of this PhD Thesis and the previous bibliographical review show that the idea of the European dimension of education contributes significantly to the formation of the didactic principles that govern the Curricula of EU member-states and consequently in shaping the views and attitudes of teachers in relation to these didactic principles as well as in the application of these didactic principles in practice during teaching. Σκοπός της παρούσας Διδακτορικής Διατριβής (ΔΔ) είναι να συσχετισθούν και να συγκριθούν οι διδακτικές αρχές, που εντοπίζονται στα Αναλυτικά Προγράμματα Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) μέσω δείγματος χωρών που απαρτίζεται από τις χώρες της Φινλανδίας, Αγγλίας (χώρας του Ηνωμένου Βασιλείου που αποχώρησε από την ΕΕ τον Ιανουάριο του 2020) και Ελλάδας. Η ερευνητική προσπάθεια εστιάζεται στο να εντοπιστούν και να αναδειχτούν οι διδακτικές αρχές των Αναλυτικών Προγραμμάτων των ανωτέρω χωρών και να διαπιστωθεί κατά πόσο αξιοποιούνται ή διαφοροποιούνται σε διαφορετικές χώρες της ΕΕ. Επιπλέον, επιδίωξη της παρούσας ΔΔ αποτελεί η διερεύνηση των απόψεων και των στάσεων των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης δείγματος χωρών της ΕΕ, σε σχέση με τις διδακτικές αρχές, που διέπουν τα Αναλυτικά Προγράμματα και εφαρμόζονται στη διδακτική διαδικασία, μέσω της συγκριτικής διερεύνησης. Πιο συγκεκριμένα, η ΔΔ στοχεύει α) στην καταγραφή των διδακτικών αρχών που διέπουν τα Αναλυτικά Προγράμματα Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στις χώρες αναφοράς της έρευνας, β) στον εντοπισμό των ομοιοτήτων και των διαφορών των διδακτικών αρχών σχετικά με τη χρήση τους στα Αναλυτικά Προγράμματα και την αξιοποίησή τους από τους εκπαιδευτικούς. Βασική μέθοδος διερεύνησης των διδακτικών αρχών είναι η συγκριτική μέθοδος. Η μέθοδος αυτή σε συνδυασμό με το ερωτηματολόγιο, την παρατήρηση και την ανάλυση περιεχομένου (ποιοτική και ποσοτική) συμβάλλει στη διασφάλιση της εγκυρότητας και της αξιοπιστίας της έρευνας μέσω της τριγωνοποίησης των μεθόδων. Από τα αποτελέσματα της έρευνας διαπιστώθηκε ότι, οι διδακτικές αρχές, που επιλέχτηκαν με συγκεκριμένα κριτήρια, για να διερευνηθούν στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας, εντοπίζονται στα Αναλυτικά Προγράμματα των χωρών του δείγματος, θεωρούνται σημαντικές από τους εκπαιδευτικούς, που συμμετείχαν στην έρευνα με το ερωτηματολόγιο, και εφαρμόζονται όλες στην πράξη κατά τη διδασκαλία αλλά με διαφορετική συχνότητα. Αυτό πιθανόν σημαίνει ότι, οι εκπαιδευτικοί γνωρίζουν σε θεωρητικό επίπεδο τη σημασία της καθεμιάς από τις συγκεκριμένες διδακτικές αρχές και εκδηλώνουν τις απόψεις και τις στάσεις τους σε σχέση με αυτές, χωρίς, ωστόσο, να δύνανται να τις εφαρμόσουν πάντα στην πράξη κατά τη διδασκαλία, λόγω α) ελλιπούς κατάρτισης, εκπαίδευσης ή επιμόρφωσης σχετικά με αυτές, β) ελλιπούς αναφοράς των συγκεκριμένων διδακτικών αρχών στα Αναλυτικά Προγράμματα, γ) της κοσμοθεωρίας των εκπαιδευτικών καθώς και δ) λόγω ελλιπούς υλικοτεχνικής υποδομής. Επιπροσθέτως, από τα αποτελέσματα της έρευνας που διεξήχθη στο πλαίσιο της παρούσας ΔΔ και από τη βιβλιογραφική επισκόπηση που προηγήθηκε, προκύπτει ότι, η ιδέα της ευρωπαϊκής διάστασης της εκπαίδευσης συμβάλλει με ουσιαστικό τρόπο στη διαμόρφωση των διδακτικών αρχών, που διέπουν τα Αναλυτικά Προγράμματα των κρατών-μελών της ΕΕ, και κατ’ επέκταση στη διαμόρφωση των απόψεων και των στάσεων των εκπαιδευτικών σε σχέση με αυτές τις διδακτικές αρχές καθώς και στην εφαρμογή των εν λόγω διδακτικών αρχών στην πράξη κατά τη διδασκαλία. 499 438 420 Εφαρμογές του γραφένιου στην μηχανική ιστών και στην αναγεννητική ιατρική The stem cells have the ability to divide asymmetrical (but also symmetrical), leading in generation in daughter cells identical to original cell and appropriate for specific differentiation, as progenitor cell. This cell called Transit Amplifying Cell or TAC. Transit ammplyfying cells eventually become incapacitated for multiplication and are ultimately transformed into terminally differentiated TD cells. The symmetrical division of stem cells provides a mechanism to increase the population of stem cells after their loss. But it can potentially to cause an uncontrolled escalation number of stem cells. Alternatively, lack appropriate signals may lead to stem cell depletion. Two basic mechanisms appear to govern asymmetric cell division (a) the asymmetric distribution of intracellular and (b) asymmetric orientation; contact of daughter cells with light- or with extraneous signals. In stem cell cultures the addition of agents that induce EMT (such as TGF-β, Snail or Twist) maintains stem cells in an undifferentiated situation. Researchers have focused on the therapeutic simulation of three types of stem cells: stem cell, adult or physical stem cells and induced multiples. The embryonic stem cells are derived from eggs fertilized in vitro and dispensed for investigation after written consent. The human fetal stem cells are 4-5 days and presume from the blastocyst. The blastocyst pen the internal cell mass, a group of cells from which the moss. The embryonic stem cells are cultured (theoretically indefinitely, but practically for months) and self-renewed while remaining undifferentiated. They are characterized by specific superficial ones markers and transcription factors, which and disable genes at the right time dot. The most important are Nanog, OCT4 and SOX2. Adult or somatic stem cells can be differentiated by acquiring trained cells, participating in tissue homeostasis and repair. In the 1950s, bone marrow was found to be included at least two types of adult stem cells: hematopoietic and non-hematopoietic stem cells of the marrow layer, which are also called Squamous cells (MSCs). Since 2004 and the isolation of the 2D crystal of graphene, an intense effort has been devoted by the scientific community, to integrate graphene into a variety of applications. Graphene is a material with unique electrical properties and it appears to have high mobility of charge carriers. In addition, graphene exhibits excellent mechanical properties,such as high mechanical strength and flexibility, as well as high thermal conductivity. All these quality properties make graphene an excellent candidate for many nanotechnology applications and hence scientists believe that it will gradually replace silicon. Among the many applications of graphene, the most important is the use of graphene and especially the use of RGO (Reduced Graphene Oxide) in order to develop flexible optoelectronic devices as field emitters. Τα βλαστικά κύτταρα έχουν τη δυνατότητα να διαιρούνται συμμετρικά ή ασύμμετρα. Γενικά ένα αρχικό αδιαφοροποίητο κύτταρο μπορεί να μετατραπει και σε ένα προγονικό κύτταρο ή προβαθμίδα που ονομάζεται Transit Amplifying Cell ή TAC. Τα κύτταρα αυτά πολλαπλασιάζονται και καταλήγουν και τελικώς ή πλήρως διαφοροποιημένα κύτταρα . Η συμμετρική κατανομή των βλαστικών κυττάρων παρέχει έναν μηχανισμό αύξησης του πληθυσμού των βλαστικών κυττάρων μετά την απώλεια τους. Αυτή η διαδικασία μπορεί να προκαλέσει έναν ανεξέλεγκτο αριθμό κλιμάκωσης των βλαστικών κυττάρων. Εναλλακτικά, η έλλειψη κατάλληλων σημάτων μπορεί να οδηγήσει σε εξάντληση βλαστικών κυττάρων. Χωρίζονται σε δύο βασικούς μηχανισμούς της ασύμμετρης κυτταρικής διαίρεσης που είναι (α) η ασύμμετρη κατανομή του ενδοκυτταρικού πολλπαλασιαμσού και (β) ο ασύμμετρος προσανατολισμός. Η επαφή θυγατρικών κυττάρων με φωτεινά ή με εξωτερικά σήματα επάγει τις καλλιέργειες βλαστικών κυττάρων, ενώ η προσθήκη παραγόντων που επάγουν την ΕΜΤ (όπως ο TGF-β) διατηρούν τα βλαστικά κύτταρα σε μια αδιαφοροποίητη κατάσταση.Ον ερευνητές επικεντρώθηκαν στη θεραπευτική προσομοίωση τριών τύπων βλαστικών κυττάρων: αρχέγονα βλαστικά κύτταρα, ενήλικα ή φυσικά βλαστικά κύτταρα και επαγόμενα βλαστικά κύτταρα. Τα εμβρυονικά βλαστικά κύτταρα προέρχονται από ωάρια γονιμοποιημένα in vitro και διανέμονται για έρευνα κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης. Τα ανθρώπινα εμβρυονικά βλαστικά κύτταρα είναι 4-5 ημερών και παραλαμβάνονται από τη βλαστοκύστη. Η εσωτερική κυτταρική μάζα της βλαστοκύστης, αποτελείται από μια ομάδα κυττάρων. Τα εμβρυονικά βλαστικά κύτταρα καλλιεργούνται (θεωρητικά απεριόριστα, αλλά πρακτικά για μήνες) και αυτοανανεώνονται ενώ παραμένουν αδιαφοροποίητα. Χαρακτηρίζονται από συγκεκριμένους επιφανειακούς δείκτες και παράγοντες μεταγραφής, οι οποίοι και απενεργοποιούν τα γονίδια στη σωστή χρονική στιγμή. Τα πιο σημαντικά είναι τα Nanog, OCT4 και SOX2. Τα ενήλικα ή σωματικά βλαστικά κύτταρα, μπορούν να διαφοροποιηθούν και να συμμετέχουν στην ομοιοστασία των ιστών και την επισκευή τους. Στη δεκαετία του 1950 βρέθηκε ότι ο μυελός των οστών περιείχε τουλάχιστον δύο είδη ενήλικων βλαστικών κυττάρων: τα αιμοποιητικά και μη αιμοποιητικά βλαστικά κύτταρα της στρώσης μυελού, τα οποία ονομάζονται επίσης βλαστικά κύτταρα MSCs. Από το 2004 και έπειτα, ύστερα από την απομόνωση του δισδιάστατου κρυστάλλου του γραφενίου, καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια από την επιστημονική κοινότητα για την ένταξη του σε ένα πλήθος εφαρμογών. Το γραφένιο αποτελεί ένα υλικό με μοναδικές ηλεκτρικές ιδιότητες το οποίο εμφανίζει υψηλή κινητικότητα φορέων αγωγιμότητας. Επιπρόσθετα παρουσιάζει εξαιρετικές μηχανικές ιδιότητες, όπως υψηλή μηχανική αντοχή και ευκαμψία, καθώς επίσης και υψηλή θερμικήαγωγιμότητα. Όλες αυτές οι ιδιότητες καθιστούν το γραφένιο έναν εξαιρετικό υποψήφιο για πολλές νανοτεχνολογικές εφαρμογές, όπου οι επιστήμονες ευελπιστούν ότι θα αντικαταστήσει σταδιακά το πυρίτιο. Μια από τις εφαρμογές αυτές είναι η χρήση του γραφενίου και ιδιαίτερα του RGO (Reduced Graphene Oxide),ως εκπομπός πεδίου. 500 255 272 Spyros Plaskovitis has been an important scholar in the Greek culture. He was a man with multiple traits, occasionally conflicting to each other, who managed to blunt these differences. Ha was able to overcome all the challenges and problems he faced in his life, thanks to his personality, strong spirit and intellectual abilities. He holds a special place in the Greek culture as also in the world scholar community. He focused his work and abilities to the social side of life. In his work, he illustrated the multiple dimensions of society and reality. As a man of law he was fighting for justice both at professional and also at political level. Spyros Plaskovitis strongly believed that society and literature, society and justice and the law in general, as also society and politics, all correlated to each other. He served society with his work and life and all his views, attitudes and actions were driven by his concern for society and his sensitivity for his fellow human beings. Even when he changed his views, this change was caused by changes in the society and not his personal beliefs. Spyros Plaskovitis lived in the society, he listened to it, he was not just and observer. He lived his life along with the society, not in parallel or outside it. He was deeply appreciated by his friends and enemies, comrades and political opponents, colleagues, critics, scholars, lawyers and politicians, who whether agreed or disagreed with him, they all highlighted the ethos and integrity of his character and work. Ο Σπύρος Πλασκοβίτης αποτελεί μία σημαντική μορφή των ελληνικών γραμμάτων. Άνθρωπος με πολλαπλές ιδιότητες, πολλές φορές και αντικρουόμενες μεταξύ τους, κατάφερε να τις συμβιβάσει όλες, χωρίς προβλήματα, υπερνικώντας, λόγω της προσωπικότητας και της πνευματικής του ικανότητας, οποιαδήποτε δυσκολία. Το μέγεθος του πνεύματός του τον οδήγησε να έχει μία ξεχωριστή θέση στα ελληνικά γράμματα αλλά και στην παγκόσμια λογοτεχνική κοινότητα. Ο κύριος άξονας, πάνω στον οποίο κινήθηκαν όλες οι ιδιότητές του, όλες οι ενέργειες και οι δράσεις του, ήταν ο κοινωνικός. Στο έργο του απεικονίζει τις πολλαπλές διαστάσεις της κοινωνίας και της πραγματικότητας. Ως νομικός, υπήρξε μαχητής της δικαιοσύνης στοιχείο που προσπαθούσε να εκφράσει και μέσα από την πολιτική του δράση. Ο Πλασκοβίτης πίστευε ακράδαντα στη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στην κοινωνία και στη λογοτεχνία, στην κοινωνία και στη δικαιοσύνη και κατ’ επέκταση στη νομική επιστήμη, όπως επίσης και στη σχέση κοινωνίας και πολιτικής. Υπηρετούσε την κοινωνία με όλες του τις ιδιότητες και αυτό διαφαίνεται από το γεγονός ότι οι απόψεις, οι στάσεις αλλά και οι δράσεις του, είχαν στον πυρήνα τους όχι μόνο την κοινωνική διάσταση αλλά και την ανθρώπινη ευαισθησία. Ακόμα και οι μετατοπίσεις και οι αλλαγές σε κάποιες από τις απόψεις του, δεν προέρχονται από προσωπικές μεταβολές αλλά από κοινωνικές. Ζούσε μέσα στην κοινωνία, την αφουγκράζονταν και δεν αποτελούσε απλώς έναν εξωτερικό παρατηρητή. Συμπορεύονταν με αυτήν και όχι παράλληλα ή εκτός αυτής. Η ορθή και δίκαιη στάση ζωής του διαφαίνεται και από τη γενικότερη εκτίμηση που έχαιρε. Φίλοι και εχθροί, σύντροφοι και πολιτικοί αντίπαλοι, κριτικοί λογοτεχνίας, συνάδελφοι λογοτέχνες, νομικοί, πολιτικοί, ασχέτως αν συμφωνούσαν ή διαφωνούσαν μαζί του, τονίζουν το ήθος του και το ακέραιο του χαρακτήρα και των πράξεών του. 501 165 164 Ο Ρόλος της εικόνας στα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (1950-2000) The aim of this research is to detect the apparent and the hidden functions that the pictures perform in the History textbooks. The material of this research is roughly constituted by 4500 pistures and the relevant to them texts. In the analysis, an original method was used which is based on the general principles of content analysis and combines quantitative and qualitative criteria. According to this, the picture was faced as a structural composition of three functions, didactic, ideological and aesthetic. In each one of the above, further divisions were made. In the thesis, chapters relevant to the curricula and the History textbooks of the period 1950 - 2000 in Greece were included, as well as to the role of History of Art. The research led up to a number of conclusions that have to do with the instructive value and the effectiveness of illustration, the visual perceptions of the past, the ideological use of pictures and the aesthetic criteria and models that are demonstrated. Σκοπός της έρευνας είναι η διακρίβωση των εμφανών και λανθανουσών λειτουργιών που οι εικόνες επιτελούν στα σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας. Το ερευνητικό υλικό συγκροτούν περίπου 4.500 εικόνες και τα συναφή με αυτές κείμενα. Στην ανάλυση χρησιμοποιήθηκε μια πρωτότυπη μέθοδος, η οποία στηρίζεται στις γενικές αρχές της ανάλυσης περιεχομένου και συνδυάζει ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια. Με βάση αυτήν αντιμετωπίστηκε η εικόνα ως δομική σύνθεση τριών λειτουργιών, της διδακτικής, της ιδεολογικής και της αισθητικής. Σε καθεμιά από τις παραπάνω λειτουργίες έγιναν επιμέρους υποδιαιρέσεις. Στη διατριβή συμπεριλήφθηκαν κεφάλαια σχετικά με τα αναλυτικά προγράμματα και τα σχολικά εγχειρίδια της Ιστορίας της περιόδου 1950-2000 στην Ελλάδα, καθώς και με τη θέση της Ιστορίας της Τέχνης σε αυτά. Η έρευνα κατέληξε σε ένα πλήθος συμπερασμάτων που έχουν να κάνουν με τη διδακτική αξία και αποτελεσματικότητα της εικονογράφησης, τις οπτικές αντιλήψεις για το ιστορικό παρελθόν, την ιδεολογική και φρονηματιστική χρήση των εικόνων και τα αισθητικά κριτήρια και πρότυπα που προβάλλονται. 502 457 417 Phenomenological study of theories beyond the standard model of particle physics in large Hadron Collider Φαινομενολογική μελέτη θεωριών πέρα από το καθιερωμένο πρότυπο των στοιχειωδών σωματιδίων στο μεγάλο Ανδρονικό επιταχυντή Nowadays there is an increasing amount of efforts in searching for answers to a plethora of questions about the world around us. It seems that in the Large Hadron Collider's (LHC) era, those efforts are coming to fruition, and at the same time new triggering questions appear. Among them, the most important are questions about the nature of dark energy, the particle nature of dark matter, the existence of extra dimensions, the verification of the mechanism that gives mass to the particle content of the Standard Model (SM) of particle physics, the existence of supersymmetric particles etc. In this thesis, motivated by experimental results in direct connection with some of the questions above, we first examined scenarios of dark matter interaction with SM leptons, focusing to the study of low energy recoiling electrons and found promising results that can be verified in near future experiments. In order to extent these findings, the dark matter annihilation into photons brought us into the study of triple vertices with external photons or different gauge bosons in general. Within this framework we studied in detail the triple gauge boson one-loop vertex containing virtual heavy fermions and reproduced the most general, analytical expression for that vertex. From a calculational point of view we developed a new approach to the problem by exclusively performing calculations in four dimension and by using physical arguments to handle infinities or anomalously behaved quantities. Analyzing further the triple gauge boson vertex we examined the decoupling effects that arise when the virtual fermions mass become very large. The interesting point here was the realization that in fact these heavy fermions do not decouple completely from the theory. They leave remnants that are necessary to guaranty the self-consistency of the theory. Moreover, we work out quite interesting applications of these results in the SM framework, as well as in theories beyond the SM. Furthermore, by using the same techniques we clarified some computational issues about W gauge boson one-loop contribution to Higgs boson decay into two photons. Performing the calculation in the unitary gauge and strictly in four dimensions, we encountered divergent quantities that we managed to handle by inserting arbitrary four-vectors. The remaining ambiguities were restored by exploiting physical arguments. The results obtained by using the combination of these two techniques (introducing four-vectors to reduce divergencies and using physical considerations to determine unambiguously the result), verify previous similar results. The validity of those results has been also tested by the use of a new proposed method (Four Dimensional Regularization) FDR. Certainly there are open problems that the techniques described above, could answer. These problems constitute the inspiration for further extension of this work. Στις μέρες μας όλο και περισσότερο αυξάνουν οι προσπάθειες εξεύρεσης απαντήσεων σε ερωτήματα σχετικά με τον κόσμο γύρω μας. Φαίνεται πως στην εποχή του Μεγάλου Αδρονικού Επιταχυντή (LHC), τέτοιου είδους προσπάθειες αποδίδουν καρπούς , αλλά ταυτόχρονα εγείρουν νέα ενδιαφέροντα ερωτήματα. Μεταξύ αυτών, τα πιο σημαντικά αφορούν τη φύση της σκοτεινής ύλης, τη φύση της σκοτεινής ενέργειας, την ύπαρχη επιπλέον διαστάσεων, την κατανόηση του μηχανισμού που δίνει μάζα στα στοιχειώδη σωματίδια, την ύπαρξη υπερσυμμετρικών σωματιδίων. Αρχικά, σε αυτή η διδακτορική διατριβή, παρακινούμενοι από πειραματικά αποτελέσματα σχετικά με μερικά από τα παραπάνω ερωτήματα, επεξεργαστήκαμε διάφορες περιπτώσεις σκέδασης σκοτεινής ύλης με σωμάτια του Καθιερωμένου Προτύπου (SM). Εστιάσαμε κυρίως στην μελέτητη ανάκρουσης χαμηλοενεργειακών ηλεκτρονίων και βρήκαμε ενθαρρυντικά αποτελέσματα που μπορούν να επιβεβαιωθούν σε άμεσα πειράματα. Στην προσπάθεια επέκτασης αυτών των αποτελεσμάτων, η πιθανότητα διάσπασης των σωματιδίων της σκοτεινής ύλης σε φωτόνια μας οδήγησε στην μελέτη της τριπλής κορυφής με εξωτερικά φωτόνια ή διαφορετικά μποζόνια βαθμίδας. Σε αυτό το πλαίσιο μελετήσαμε λεπτομερώς την τριπλή μποζονική κορυφή που περιέχει ένα φερμιονικό βρόχο και αναπαράγαμε την πιο γενική, αναλυτική έκφραση για αυτή την κορυφή. Από υπολογιστική άποψη, αναπτύξαμε μια διαφορετική προσέγγιση του προβλήματος, εκτελώντας κυρίως τετραδιάστατους υπολογισμούς και χρησιμοποιώντας φυσικά επιχειρήματα για να χειριστούμε απειρισμούς ή ανώμαλα συμπεριφερόμενες ποσότητες. Αναλύωντας περεταίρω την τριπλή κορυφή μποζονίων, μελετήσαμε φαινόμενα μη-αποσύζευξης βαριών φερμιονίων. Το ενδιαφέρον στοιχείο ήταν η συνειδητοποίηση ότι τα βαριά αυτά φερμιόνια αφήνουν εναπομείναντες όρους που έιναι απαραίτητοι για την αυτοσυνέπεια της θεωρίας. Επιπλέον αναπτύξαμε πολύ ενδιαφέρουσες εφαρμογές αυτών των αποτελεσμάτων στα πλαίσια του SM καθώς και σε θεωρίες πέρα από αυτό (θεωρίες με μια επιπλέον γενιά φερμιονίων καθώς και ένα νέο μποζόνιο Ζ'). Χρησιμοποιώντας τις ίδιες τεχνικές, διαλευκάναμε μερικά υπολογιστικά προβλήματα σχετικά με τη συνεισφορά των W -μποζονίων στη διαδικασία διάσπασης του μποζονίου Higgs σε δύο φωτόνια. Εκτελώντας τους υπολογισμους στις 4 διαστάσεις και στην μοναδιακή βαθμίδα αντιμετωπίσαμε απειρισμούς που καταφέραμε να χειριστούμε στα πλαίσια της μεθόδου των αυθαίρετων τετρανυσμάτων. Μετά από ένα σημαντικό βαθμό υποβιβασμού της τάξης των απειρισμών , χρησιμοποιήσαμε φυσικά επιχειρήματα (θεώρημα ισοδυναμίας μποζονίων Goldstone και αναλλοιότητα σε μετασχηματισμούς βαθμίδας ) για να καθορίσουμε πλήρως και τις τελευταίες εναπομένουσες απροσδιοριστίες. Τα αποτελέσματά μας συμφωνούν με προηγούμενους υπολογισμούς της διαδικασίας αυτής. Η εγγυρότητα των αποτελεσμάτων έχει επιβεβαιωθεί επίσης με τη χρήση μιας σχετικά πρόσφατης μεθόδου υπολογισμού στις 4 διαστάσεις (FDR). Ασφαλώς υπάρχουν ανοιχτά προβλήματα στα οποία η παραπάνω μέθοδος υπολογισμού μπορεί να δώσει απαντήσεις. Αυτά τα προβλήματα αποτελούν την έμπνευσή μας για παραπέρα επέκταση της εργασίας μας. 503 176 218 Η επίδραση της φωτοθεράπειας στο μεταβολισμό της βιταμίνης D τελειομηνών και πρόωρων νεογνών IN THIS STUDY THE EFFECT OF PHOTOTHERAPY ON NEONATAL VITAMIN D METABOLISM WAS ASCERTAINED BY SERIAL MEASUREMENTS OF SERUM 250HD3, 24,25 (OH)2D3,CA,P,MG AND SERUM ALKALINE PHOSPHATASE OF 27 FULLTERM AND 10 PREMATURE BABIES ADMITTED TO HOSPITAL FOR TREATMENT OF NEONATAL JAUNDICE. PHOTOTHERAPY WAS ADMINISTERED FORA MEAN OF AROUND 90 HOURS IN BOTH GROUPS AND WAS EXTREMELY EFFECTIVE IN REDUCING SERUM BILIRUBIN. THERE WAS NO CHANGE IN THE SERUM LEVELS OF THE VITAMIN D METABOLITES NOR CA AND P AFTER PHOTOTHERAPY. A SLIGHT DECREASE IN THE MG WAS NOTED IN THE PREMATURE GROUP (P=0,01) AFTER PHOTOTHERAPY SUGGESTING A DEFICIT OF MG DUE TO THE INCREASED HAEMOLYSIS IN JAUNDICED PREMATURES. SIGNIFICANT DIFFERENCES IN SEASONAL VALUES OF SERUM 250HD3 WERE NOTED, BEING MUCH HIGHER INTHE SUMMER PERIOD THAN IN WINTER (P<0,001). THE INCREASED LEVEL OF 250HD3 DIDNOT CORRELATE WITH ANY SIGNIFICANT CHANGES IN SERUM 250HD3 LEAVE UNEFFECTED THE SERUM CA IN THE NORMAL NEONATE. A STRONG POSITIVE CORRELATE WAS SEEN BETWEEN LEVELS OF SERUM 250HD AND 24,25 (OH)2D (P<0.001) THUS CONFIRMING THE KNOWN 10:1 RATIO IN THEIR SERUM VALUES. ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΑΥΤΗ ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΕ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΦΩΤΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΣΤΟ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΒΙΤΑΜΙΝΗΣ D ΣΤΑ ΝΕΟΓΝΑ. ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ ΕΓΙΝΑΝ ΔΙΑΔΟΧΙΚΕΣ ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ 250HD3 ΚΑΙ ΤΗΣ 24,25 (OH)2D3 ΤΟΥ ΟΡΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΔΟΧΙΚΕΣ ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ CA, P, MG ΚΑΙ ΑΛΚΑΛΙΚΗΣ ΦΩΣΦΑΤΑΣΗΣ ΣΕ 27 ΤΕΛΕΙΟΜΗΝΑ ΚΑΙ 10 ΠΡΟΩΡΑ ΝΕΟΓΝΑ ΠΟΥ ΜΠΗΚΑΝ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΚΑΙ ΝΟΣΗΛΕΥΘΗΚΑΝ ΓΙΑ ΝΕΟΓΝΙΚΟ ΙΚΤΕΡΟ. Η ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΦΩΤΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΗΤΑΝ ΚΑΤΑ ΜΕΣΟ ΟΡΟ 90 ΩΡΕΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΔΥΟ ΟΜΑΔΕΣ, ΗΤΑΝ ΔΕ ΠΟΛΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗ ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΛΕΡΥΘΡΙΝΗΣ ΤΟΥ ΟΡΟΥ. ΔΕΝ ΠΑΡΑΤΗΡΗΘΗΚΕ ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΤΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΤΗΣ 250HD3 ΚΑΙ 24,25 (OH)2D3 ΟΥΤΕ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΤΙΜΕΣ ΤΟΥ CA ΚΑΙ P ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΤΗ ΦΩΤΟΘΕΡΑΠΕΙΑ. ΠΑΡΑΤΗΡΗΘΗΚΕ ΟΜΩΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΦΩΤΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΕΛΑΤΤΩΣΗ ΤΟΥ MG ΤΟΥ ΟΡΟΥ ΣΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΤΩΝ ΠΡΟΩΡΩΝ (MG=0,01) ΠΟΥ ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΔΕΝ ΟΦΕΙΛΟΤΑΝ ΣΤΗ ΦΩΤΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΑΛΛΑ ΗΤΑΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΑΥΞΗΜΕΝΗΣ ΑΙΜΟΛΥΣΗΣ. ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΕΠΟΧΙΑΚΕΣΔΙΑΦΟΡΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΘΗΚΑΝ ΣΤΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΤΗΣ 250HD3 ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΠΟΛΥ ΨΗΛΟΤΕΡΑ ΤΟΥΣ ΘΕΡΙΝΟΥΣ ΜΗΝΕΣ (P<0,001). ΤΑ ΑΥΞΗΜΕΝΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΤΗΣ 250HD3 ΔΕΝ ΣΥΝΟΔΕΥΟΝΤΑΝ ΑΠΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΝΤΑΣ ΕΤΣΙ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΟΤΙ ΣΤΟ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟ ΝΕΟΓΝΟ ΟΙ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ 250HD3 ΑΦΗΝΟΥΝ ΑΝΕΠΗΡΕΑΣΤΟ ΤΟ ΑΣΒΕΣΤΙΟ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ. ΜΙΑ ΙΣΧΥΡΗ ΘΕΤΙΚΗ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΒΡΕΘΗΚΕ ΜΕΤΑΞΥ 250HD3 ΚΑΙ 24,25 (OH)2D3 (P<0,001) ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΝΤΑΣ ΕΤΣΙ ΤΗ ΓΝΩΣΤΗ ΣΧΕΣΗ 10:1 ΣΤΙΣ ΤΙΜΕΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΑΥΤΩΝ ΟΡΜΟΝΩΝ ΣΤΟ ΑΙΜΑ. 504 437 445 Η μετασχηματίζουσα μάθηση μέσα από την τέχνη στη διαπολιτισμική εκπαίδευση The present postgraduate work concerns an experimental research application and is an innovation and an alternative original teaching proposal. This is a qualitative research that was implemented in a classroom of an Experimental Primary School as a research action plan in the form of a cross-curricular project and developed according to the stages proposed by the theory of Transformative Learning with Techniques Based on Art. Its planning and deployment took place in the context of a wider effort to prevent and combat violence in schools and to cultivate polite practices to reduce the phenomenon of violent and aggressive behavior of students in their interpersonal relationships. In particular, the purpose of this postgraduate thesis is to investigate whether the implementation of alternative and innovative practices is effective in intercultural education of elementary school pupils. Specifically, the implementation of Transformative Learning Theory of Mezirow through the emancipatory / transformational dimension of Art is studied in elementary school pupils. The main objectives of the research are to explore the possibility and the extent to which students can critically reflect on social issues and transform their assumptions and stereotypical way of thinking through their contact with works of art in the educational process. The approach of the concept of "diversity" is pursued through the emancipatory dimension of Art as an alternative educational tool in intercultural education and explores the possibility and the extent to which Art can promote the critical thinking and creative imagination of pupils and put into question the existing and adopted perceptions and beliefs in order to transform assumptions and stereotypes regarding "the different," promoting acceptance and respect for "the other " and thus the elimination of racist behaviors. The thesis consists of two parts, the theoretical and the research. The theoretical part initially identifies the concepts of transformative learning and critical thinking. Then the exploitation of the above theories and their contribution to the intercultural education of elementary school pupils are studied to recognize "diversity" and to transform prejudices and stereotypes. Finally, the role and importance of the transformational / emancipatory dimension of Art is described as a tool for the development of students' critical thinking and the stochastic process of transforming their assumptions. The research part initially sets out the methodological framework according to which the research was designed and implemented. The following is a detailed description of the application of the survey. Finally, the results of the survey are presented, the results are discussed, the conclusions are drawn up and proposals are submitted for extension of the research proposal or for further research on issues that have arisen during the conduct of the research process. Η παρούσα μεταπτυχιακή εργασία αφορά μια πειραματική εφαρμογή ερευνητικού χαρακτήρα και αποτελεί καινοτομία και μια εναλλακτική πρωτότυπη διδακτική πρόταση. Πρόκειται για μια ποιοτική έρευνα που υλοποιήθηκε σε μια τάξη ενός Πειραματικού Δημοτικού Σχολείου ως ένα ερευνητικό σχέδιο δράσης με τη μορφή διαθεματικού σχεδίου διδασκαλίας (project) και αναπτύχθηκε σύμφωνα τα στάδια που προτείνει η θεωρία της Μετασχηματίζουσας Μάθησης με τεχνικές που στηρίζονται στην Τέχνη. Ο σχεδιασμός και η εκπόνησή της έλαβε χώρα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης προσπάθειας για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας στα σχολεία, καθώς και για την καλλιέργεια ευγενικών πρακτικών για τον περιορισμό φαινομένων βίαιης και επιθετικής συμπεριφοράς των μαθητών κατά τις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Σκοπός της παρούσας μεταπτυχιακής εργασίαςείναι να διερευνηθεί,αν στη διαπολιτισμική εκπαίδευση μαθητών του δημοτικού σχολείου είναι τελεσφόρο η εφαρμογή εναλλακτικών και καινοτόμων πρακτικών. Συγκεκριμένα, μελετάται η εφαρμογή της θεωρίας της Μετασχηματίζουσας Μάθησης του Mezirow μέσα από την χειραφετική / μετασχηματιστική διάστασης της Τέχνης σε μαθητές του δημοτικού σχολείου. Βασικοί στόχοι της έρευνας είναι να διερευνηθούν η δυνατότητα και ο βαθμός που οι μαθητές μπορούν να στοχαστούν κριτικά πάνω σε κοινωνικά ζητήματακαι να μετασχηματίσουν παραδοχές και τον στερεοτυπικό τρόπο σκέψης τους μέσα από την επαφή τους με έργα τέχνης κατά την εκπαιδευτική διαδικασία. Στην παρούσα έρευνα, ηχειραφετική διάσταση της Τέχνης χρησιμοποιείται ως ένα εναλλακτικό εκπαιδευτικό εργαλείο στη διαπολιτισμική εκπαίδευση για την προσέγγιση της έννοιας της «διαφορετικότητας»και ερευνάται η δυνατότητα και ο βαθμός που η Τέχνη μπορεί να προάγει την κριτική σκέψη και τη δημιουργική φαντασία των μαθητών και να θέσει υπό αμφισβήτηση τις ήδη υπάρχουσες και υιοθετημένες αντιλήψεις και πεποιθήσεις με σκοπό τον μετασχηματισμό παραδοχών και στερεότυπων, όσον αφορά τους «διαφορετικούς», την προώθηση της αποδοχής και του σεβασμού στους «άλλους», και κατά συνέπεια την εξάλειψη ρατσιστικών συμπεριφορών. Η εργασία αποτελείται από δύο μέρη, το θεωρητικό καιτο ερευνητικό. Στο θεωρητικό μέρος προσδιορίζονται αρχικά οι έννοιες της μετασχηματίζουσας μάθησης και του κριτικού στοχασμού. Στη συνέχεια μελετάται η αξιοποίηση των παραπάνω θεωριών και η συμβολή τους στη διαπολιτισμική εκπαίδευση μαθητών του Δημοτικού σχολείου για την αναγνώριση της «διαφορετικότητας» και τον μετασχηματισμό προκαταλήψεων και στερεότυπων για τους «διαφορετικούς». Τέλος,περιγράφεται ο ρόλος και η σημασία της μετασχηματιστικής /χειραφετικής διάστασης της Τέχνης ως ένα εργαλείο ανάπτυξης της κριτικής σκέψης των μαθητών και της στοχαστικής διεργασίας για τον μετασχηματισμό των παραδοχών τους. Στο ερευνητικό μέρος τίθεται αρχικά το μεθοδολογικό πλαίσιο, σύμφωνα με το οποίο σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε η έρευνα. Στη συνέχεια ακολουθεί η αναλυτική περιγραφή της εφαρμογής της έρευνας. Τέλος, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της έρευνας, γίνεται συζήτηση των αποτελεσμάτων, καταγράφονται τα συμπεράσματα που προκύπτουν και κατατίθενται προτάσεις για επέκταση της ερευνητικής πρότασης ή για περαιτέρω έρευνα σε ζητήματα που προέκυψαν κατά τη διεξαγωγή της ερευνητικής διαδικασίας. 505 454 536 Regulation of aldehyde dehydrogenases by nuclear receptors CAR and PXR in rats genetically predetermined in response to phenobarbital Ρύθμιση αλδεϋδικών αφυδρογονασών απο πυρηνικούς υποδοχείς CAR και PXR σε επίμυες γενετικά προκαθορισμένους ως προς την απάντηση στη φαινοβαρβιτάλη The magnitude of the genes belonging to the ALDH superfamily in organism’s welfare and especially their protection against xenobiotics, as well as the accumulating evidence that indicate involvement of nuclear receptors in regulation of many genes including ALDHs, has excited our interest in unraveling the potential role of CAR and PXR in mediation/regulation of ALDH1As subfamily of genes, utilizing the unique experimental model of Wistar/Af/Han/Mol/Kuo/Io rats. Specifically, the two rat strains used in this study were either responsive (RR) or non-responsive (rr) to induction of ALDH1A genes after administration of PB (Phenobarbital) or other PB-type inducers. The apparent difference of ALDH1As induction between the two strains, both at basal levels and after treatment with PB or PCN, which was detected with protein immunoprecipitation experiments, was further investigated at mRNA levels of expression. The results revealed that the remarkable difference was attributed to the complete absence of ALDH1A7 expression in rr strain. Furthermore, a striking up-regulation of the gene was observed in RR rats in the presence the above drugs, which act as selective agonists for the nuclear receptors CAR and PXR. Concurrently, expression of ALDH1A1 gene was only slightly higher in rr rats, compared to respective expression levels in RR animals. Supportive evidence to our findings was displayed in experiments of ontogenesis with liver samples derived from neonates and corresponding in vitro studies in primary hepatocyte cultures. The nuclear translocation of CAR and PXR upon treatment with their selective agonists was evident in both rat strains and also time- and dose-dependent, however their potential gene activation had to be further tested by studying the induction of their well-studied target genes; CYP2B1 and CYP3A1, respectively. Focusing on the tremendous difference of ALDH1A7 expression between the strains and the uncontest effect of drugs in transcription regulation, we performed reporter gene assays with various deletion constructs of RR-ALDH1A7 and rr-ALDH1A7 promoters, as well as chromatin immunoprecipitation assays on the same promoter regions. Interestingly, our results indicated RR-ALDH1A7 as an active promoter highly-upregulated in response to PB administration, which is in strong contrast to the barely active rr-ALDH1A7. Although the proximal promoter is the essential region for turning on gene transcription, we nominated a region of the RR-ALDH1A7 promoter between -1566 to -452,which demonstrated highest activation potential. CAR was emerged as a substantial regulator of RR-ALDH1A7 gene activation, especially when PB or other CAR-activators were administered. In RRALDH1A7, CAR was found to bind to the distal promoter of the gene, serving as enhancer of gene expression, and presumably PXR may also be able to bind, since the receptors are promiscuous to their binding to targets and cross-talk to each other. H σπουδαιότητα των ενζύμων που ανήκουν στην υπερ-οικογένεια των αλδεϋδικών αφυδρογονασών (ALDHs) στην ευζωία των οργανισμών και κυρίως στην προστασία τους από ξενοβιοτικούς παράγοντες, καθώς και η συσσώρευση στοιχείων που υποδηλώνουν την εμπλοκή πυρηνικών υποδοχέων στην ρύθμιση της έκφρασης πολλών γονιδίων, συμπεριλαμβανομένων των αλδεϋδικών αφυδρογονασών, κέντρισε το ενδιαφέρον μας να αποκαλύψουμε τον πιθανό ρόλο των υποδοχέων CAR και PXR στην επαγωγή/ρύθμιση των ALDHs της υπο- οικογένειας 1Α, αξιοποιώντας το ιδιαίτερο πειραματικό μοντέλο των επίμυων του γένους Wistar/Af/Han/Mol/Kuo/Io. Συγκεκριμένα, τα δυο στελέχη των επίμυων που χρησιμοποιήθηκαν στην παρούσα μελέτη χαρακτηρίζονται ως αποκρινόμενα (RR) ή μη-αποκρινόμενα (rr) ως προς την επαγωγή των γονιδίων ALDH1A, μετά την χορήγηση φαινοβαρβιτάλης (ΡΒ) ή άλλων ΡΒ τύπου επαγωγέων. H προφανής διαφορά στην επαγωγή των ALDH1As μεταξύ των δύο στελεχών, που ανιχνεύτηκε με πειράματα μελέτης των πρωτεϊνών, τόσο σε βασικά επίπεδα έκφρασης όσο και μετά τη χορήγηση φαινοβαρβιτάλης (PB) ή καρβονιτριλίου της πρεγνενολόνης (PCN), διερευνήθηκε περαιτέρω με μελέτη των επιπέδων παραγωγής mRNA. Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν ότι η αξιοσημείωτη διαφορά οφείλεται στην παντελή έλλειψη έκφρασης του γονιδίου ALDH1A7 στο στέλεχος rr. Επίσης, παρατηρήθηκε εντυπωσιακή αυξο-ρύθμιση στους RR επίμυες, ιδιαίτερα παρουσία των παραπάνω φαρμάκων, τα οποία δρουν ως εκλεκτικοί αγωνιστές των πυρηνικών υποδοχέων CAR και PXR. Παράλληλα, η έκφραση του γονιδίου ALDH1A1 βρέθηκε λίγο υψηλότερη στους rr επίμυες, συγκριτικά με τα αντίστοιχα επίπεδα στο RR στέλεχος. Αποτελέσματα που υποστηρίζουν τα παραπάνω στοιχεία προέκυψαν και από πειράματα οντογένεσης που πραγματοποιήθηκαν σε ήπαρ από νεογέννητους επίμυες, αλλά και σε αντίστοιχη in vitro μελέτη πρωτογενών καλλιεργειών ηπατοκυττάρων. Η μετακίνηση των υποδοχέων CAR και PXR στον πυρήνα των κυττάρων, μετά την χορήγηση των εκλεκτικών αγωνιστών τους ήταν εμφανής και στα δύο στελέχη των επίμυων, και επίσης ήταν χρονο- και δόσο-εξαρτώμενη. Ωστόσο, η ικανότητά τους να ενεργοποιούν την έκφραση γονιδίων μελετήθηκε περαιτέρω, με μέτρηση της επαγωγής γνωστών γονιδίων στόχων τους: των κυτοχρωμάτων CYP2B1 και CYP3A1, αντίστοιχα. Εστιάζοντας στην σημαντικά υψηλή διαφορά μεταξύ των δύο στελεχών ως προς την έκφραση της ALDH1A7 και την αδιαμφισβήτητη επίδραση των παραπάνω φαρμάκων στην ρύθμιση της έκφρασης, πραγματοποιήσαμε δοκιμασίες μέτρησης γονιδίου αναφοράς, χρησιμοποιώντας διάφορα τμήματα των υποκινητών του γονιδίου, προερχόμενα από τα δύο στελέχη (RR-ALDH1A7 και rr- ALDH1A7). Επιπλέον, πραγματοποιήθηκαν δοκιμασίες ανοσοκαθίζησης της χρωματίνης στα παραπάνω τμήματα των υποκινητών. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον ήταν το εύρημα ότι ο υποκινητής RR-ALDH1A7 είναι ενεργός και μάλιστα η ενεργότητά του αυξάνεται δραστικά σε περίπτωση χορήγησης ΡΒ, γεγονός το οποίο είναι σε πλήρη αντίθεση με την ελάχιστη ενεργότητα που επέδειξε ο υποκινητής rr- ALDH1A7. Παρ’ όλο που ο η περιοχή του υποκινητή που βρίσκεται κοντά στην αρχή του γονιδίου είναι η πιο σημαντική για την ενεργοποίηση της έκφρασης, βρέθηκε ότι η περιοχή του υποκινητή RR-ALDH1A7 που βρίσκεται μεταξύ -1566 και -452 είναι υπεύθυνη για την μέγιστη ενεργότητα. O πυρηνικός υποδοχέας CAR αναδεικνύεται ως κύριος ρυθμιστής της έκφρασης του γονιδίου RR-ALDH1A7, ιδιαίτερα μετά την χορήγηση PB ή άλλων αγωνιστών του CAR. Ειδικότερα στο γονίδιο RR-ALDH1A7 ο CAR βρέθηκε ότι προσδένενται στον υποκινητή μακριά από την θέση έναρξης της μεταγραφής, δρώντας κυρίως ως ενισχυτής της έκφρασης του γονιδίου, και πιθανότατα και ο PXR να δύναται να προσδεθεί, δεδομένου ότι οι δύο υποδοχείς συχνά ανταλλάσουν τις θέσεις πρόσδεσής τους στα γονίδια-στόχους και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. 506 272 266 Establishment of in-vitro test for the creation of the MYC/MAX protein complex and study of the inhibitory action of targeted molecules Εγκαθίδρυση in-vitro δοκιμασίας σχηματισμού του πρωτεϊνικού συμπλόκου MYC/MAX και μελέτη της ανασταλτικής δράσης στοχευμένων χημικών μορίων Cancer develops over time and involves the uncontrolled division of cells. Two classes of genes play an important role in causing cancer, proto-oncogenes, and tumor suppressor genes. One of the best-known proto-oncogenes is the Myc gene. The encoded protein of Myc forms a heterodimer with the Max factor. The activated transcription complex induces the expression of genes involved in a number of cellular processes, which significantly contribute to the development of cancer. In the present study, a protocol for the production and purification of MYC and MAX proteins was established, with the aim of subsequently forming of their complex and studying the inhibitory effect of the chemical molecules against this. For this purpose, the heterologous protein expression of His-Myc, His-Max, GST-Myc and GST-Max proteins in the bacterial strains BL21DE3 and Rosetta was tested, as well as their growth under different culture conditions. It was found that, for the production of His-My and GST-My proteins, purification from the soluble fraction of recombinant Rosetta bacteria is indicated, while for His-Max and GST-Max, purification from the fraction of recombinant BL21DE3 bacteria is preferred. To form the MYC/MAX complex, GST-Myc protein was bound to the glutathione beads and then incubated with His-Max protein. Finally, the inhibitory effect of 10058-F4 and Mycro3 molecules against the formation of the Myc/Max complex was confirmed, as the above chemical inhibitors target MYC at those binding sites to the MAX protein. These experiments demonstrate that the established Myc/Max complex formation assay is suitable for the detection of new chemical inhibitors. O καρκίνος αναπτύσσεται με την πάροδο του χρόνου και περιλαμβάνει την ανεξέλεγκτη διαίρεση κυττάρων. Δύο κατηγορίες γονιδίων παίζουν σημαντικό ρόλο στην πρόκληση καρκίνου, τα πρωτο-ογκογοvίδια και τα ογκοκατασταλτικά γονίδια. Ένα από τα πιο γνωστά πρώτο-ογκογονίδια είναι το γονίδιο Myc. Η κωδικοποιημένη πρωτεΐνη του Myc σχηματίζει ένα ετεροδιμερές με τον παράγοντα Max. Το ενεργοποιημένο μεταγραφικό σύμπλοκο επάγει την έκφραση γονιδίων που εμπλέκονται σε πλήθος κυτταρικών διεργασιών, που συμβάλλουν καθοριστικά στην ανάπτυξη του καρκίνου. Στην παρούσα μελέτη, εδραιώθηκε ένα πρωτόκολλο παραγωγής και καθαρισμού των πρωτεϊνών MYC και MAX, με στόχο τον ακόλουθο σχηματισμό του συμπλόκου τους και τη μελέτη της ανασταλτικής δράσης χημικών μορίων έναντι αυτού. Για τον σκοπό αυτό, δοκιμάστηκε η ετερόλογη πρωτεϊνική έκφραση των πρωτεϊνών His-Myc, His-Max, GST-Myc και GST-Max στα βακτηριακά στελέχη BL21DE3 και Rosetta, καθώς και η ανάπτυξη αυτών σε διαφορετικές συνθήκες καλλιέργειας. Διαπιστώθηκε ότι, για την παραγωγή των πρωτεϊνών His-Myc και GST-Myc ενδείκνυται ο καθαρισμός από το διαλυτό κλάσμα των ανασυνδυασμένων βακτηρίων τύπου Rosetta ενώ για τις His-Max και GST-Max, προτιμάται ο καθαρισμός από το κλάσμα των ανασυνδυασμένων βακτηρίων τύπου BL21DE3. Για τον σχηματισμό του συμπλόκου Myc-Max, η πρωτεΐνη GST-Myc προσδέθηκε σε σφαιρίδια γλουταθειόνης και ακολούθως επωάστηκε με την πρωτεΐνη His-Max. Τέλος, επιβεβαιώθηκε η ανασταλτική δράση των χημικών μορίων 10058-F4 και Mycro3 κατά το σχηματισμού του συμπλόκου Myc/Max, δεδομένου ότι οι παραπάνω χημικοί αναστολείς στοχεύουν τη MYC σε εκείνες τις θέσεις σύνδεσης με την πρωτεΐνη MAX. Τα πειράματα αυτά καταδεικνύουν ότι η δοκιμασία σχηματισμού του συμπλόκου Myc/Max που εγκαθιδρύθηκε, είναι κατάλληλη για την ανίχνευση νέων χημικών αναστολέων. 507 411 410 The aim of our study was to answer the following questions: 1) Does the administration of pentoxifylline prevent post-ERCP pancreatitis? 2) Is transpancreatic septοtomy a safe and effective pre cut method or is it a risk factor for pancreatitis? 3) Which is the variation of TNF-α and IL-6 levels the first hours after ERCP and is it influenced by pentoxifylline administration or pancreatitis development? 4) Is procalcitonin a reliable prognostic index of the severity of post-ERCP pancreatitis? We studied 306 patients who underwent 320 ERCPs. Pentoxifylline was administered in 158 procedures while 162 were the control group. Nine (5.6%) patients in the pentoxifylline group and 5(3%) in the control group developed pancreatitis (p=0.28). Two (1.2%) patients in the pentoxifylline group and 7 (4.3%) in the control group developed hemorrhage (p=0.17). Bile duct cannulation was successful by the standard procedure in 250 (81.7%) of the 306 patients. Conventional sphincterotomy was performed in 242 patients. A total of 55 patients underwent attempted precutting techniques. In 40 (13.1%) transpancreatic septotomy was attempted with initial success in 29 (72.5%) and eventual success in 30 (75%) after a second attempt. Needle-knife sphincterotomy was attempted in six of the 10 transpancreatic septotomy failures, with eventual successful cannulation in four patients. In 15 patients, needle-knife sphincterotomy was performed primarily, with initial and final success rates of 53% and 73%, respectively. Including the patients who underwent attempted needle-knife sphincterotomy following failure of transpancreatic septotomy (n = 6), the needle-knife technique was carried out in a total of 21 patients (6.8%), with initial success in 11 (52.4%) and eventual success in 15 (71.4%). The overall success rate of precutting using both techniques alone or in combination was 45/55 (82%). Two (5.8%) patients with transpancreatic septotomy developed complications (one pancreatitis and one hemorrhage). Two (13.3%) patients with needle-knife sphincterotomy developed pancreatitis. One (16.6%) with the combined technique developed pancreatitis. In patients who underwent conventional pull-type sphincterotomy (n = 242), 6.2% developed complications (nine {3.7%} pancreatitis and six {2.4%} hemorrhage). The values of TNF-α and IL-6 in the 6th hour and 24th hour were significantly different in patients with pancreatitis compared to patients without pancreatitis. Two related samples test showed that IL-6 increased significantly in patients with pancreatitis (p<0.001) in contrast to TNF-α, which did not present significant elevation. IL-6 increased significantly in patients with pancreatitis who received pentoxifylline (6th and 24th hour, p<0.002) and octreotide (6th hour, p=0.02) and TNF-α in the 24th hour decreased in patients who received octreotide (p=0.04). Σκοπός της μελέτης μας ήταν να απαντήσουμε στα ακόλουθα ερωτήματα: 1) Προλαμβάνει η πεντοξιφυλλίνη την εμφάνιση μετα-ERCP παγκρεατίτιδας; 2) Είναι ασφαλής και αποτελεσματική pre cut μέθοδος η διαπαγκρεατική διαφραγματοτομή ή προδιαθέτει στην εμφάνιση παγκρεατίτιδας; 3) Ποια είναι η διακύμανση των επιπέδων TNF-α και IL-6 τις πρώτες ώρες μετά την ERCP και επηρεάζονται από τη χορήγηση πεντοξιφυλλίνης ή την εμφάνιση παγκρεατίτιδας; 4) Είναι η προκαλσιτονίνη αξιόπιστος προγνωστικός δείκτης της βαρύτητας της μετα-ERCP παγκρεατίτιδας; Μελετήσαμε 306 ασθενείς που υποβλήθηκαν σε 320 ERCP. Πεντοξιφυλλίνη χορηγήθηκε σε 158 επεμβάσεις, ενώ 162 αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Εννέα ασθενείς (5,6%) στην ομάδα της πεντοξιφυλλίνης και 5 (3%) στην ομάδα ελέγχου ανέπτυξαν παγκρεατίτιδα (p=0,28). Δύο ασθενείς (1,2%) στην ομάδα της πεντοξιφυλλίνης και 7 (4,3%) στην ομάδα ελέγχου παρουσίασαν αιμορραγία (p=0,17). Ο καθετηριασμός του χοληδόχου πόρου ήταν επιτυχής με τη συνηθισμένη διαδικασία σε 250 από τους 306 ασθενείς (81,7%). Συμβατική σφιγκτηροτομή πραγματοποιήθηκε σε 242 ασθενείς. Συνολικά, σε 55 ασθενείς επιχειρήθηκε pre cut σφιγκτηροτομή. Σε 40 (13%) επιχειρήθηκε διαπαγκρεατική διαφραγματοτομή (ΔΔ) με αρχική επιτυχία σε 29(72,5%) και τελική επιτυχία σε 30 (75%) μετά από δεύτερη προσπάθεια. Needle-knife σφιγκτηροτομή (ΝΚ) επιχειρήθηκε σε 6 από τις 10 αποτυχίες της ΔΔ με τελικά επιτυχή καθετηριασμό σε 4. Σε 15 ασθενείς η ΝΚ επιχειρήθηκε πρωταρχικά, με αρχική και τελική επιτυχία στο 53% και 73% αντίστοιχα. Εάν προσμετρηθούν και οι αποτυχίες της ΔΔ στις οποίες επιχειρήθηκε ΝΚ (ν=6), ΝΚ πραγματοποιήθηκε συνολικά σε 21 ασθενείς (6,8%) με αρχική επιτυχία σε 11 (52,4%) και τελική σε 15 (71,4%). Η συνολική επιτυχία της pre cut σφιγκτηροτομής χρησιμοποιώντας και τις δυο τεχνικές, μόνες ή σε συνδυασμό ήταν 45/55 (82%). Δύο ασθενείς (5,8%) με διαπαγκρεατική διαφραγματοτομή παρουσίασαν επιπλοκές (μια παγκρεατίτιδα και μια αιμορραγία). Δύο ασθενείς με ΝΚ (13,3%) παρουσίασαν αιμορραγία. Ένας ασθενής με συνδυασμό (16,6%) παρουσίασε παγκρεατίτιδα. Από τους ασθενείς που υποβλήθηκαν σε συμβατική σφιγκτηροτομή (ν=242), 6,2% παρουσίασαν επιπλοκές (εννέα {3,7%} παγκρεατίτιδα και έξι {2,4%} αιμορραγία). Οι τιμές του TNF-α και της IL-6 την 6η ώρα και την 24η ώρα ήταν σημαντικά διαφορετικές στους ασθενείς με παγκρεατίτιδα συγκριτικά με τους ασθενείς χωρίς παγκρεατίτιδα. Η δοκιμασία δυο σχετιζόμενων δειγμάτων ανέδειξε ότι η IL-6 αυξήθηκε σημαντικά στους ασθενείς με παγκρεατίτιδα (p<0,001) σε αντίθεση με τον TNF-α, που δεν παρουσίασε σημαντική αύξηση. Η IL-6 αυξήθηκε σημαντικά στους ασθενείς με παγκρεατίτιδα που έλαβαν πεντοξιφυλλίνη (6η και 24η ώρα, p<0.002) και οκτρεοτίδη (6η ώρα, p=0.02) και ο TNF-α την 24η ώρα μειώθηκε στους ασθενείς που έλαβαν οκτρεοτίδη (p=0,04). Στους ασθενείς χωρίς παγκρεατίτιδα η IL-6 αυξήθηκε την 24η ώρα σε αυτούς που έλαβαν οκτρεοτίδη (p=0,02). 508 324 310 Comparative study of the occupational clinical appearance in the ICU between relatives and health professionals Συγκριτική μελέτη της επαγγελματικής κλινικής εμφάνισης στη ΜΕΘ μεταξύ συγγενών και επαγγελματιών υγείας Introduction: The professional image of nursing and medical staff plays an important role in shaping the opinion of the patient or his relative. It is a form of non-verbal communication through which the patient draws conclusions, based on which his subsequent behavior and attitude is at stake and also the therapeutic relationship depends on that. Aim: The aim of the research is to compare the views of nurses - doctors and related patients in the Intensive Care Unit (ICU) on the clinical appearance of the former. Materials and Methods: The sample of the research is 96 people and the data were collected by distributing a questionnaire. The questionnaire consisted of socio demographic questions, followed by questions that elicited their views on the appearance of doctors and nurses, followed by the Eysenck Personality Questionnaire, a weighted tool that helps us outline the character of the sample. Finally, the statistical processing of the results was performed with the statistical package IBM SPSS Statistics 25.0. Results: It has been shown that the participants are rather satisfied from the clinical appearance of the health professionals (mean ~ 4.5∙ from range 1-7). Both relatives and patients range at similar numbers, according to the opinion of the whole sample. They were lenient regarding the nail color (in general clinics), makeup, hat (in general clinics) and tattoos but not in terms of jewelry, hat (in ICUs), tied up hair, low on the head and large manicure. There was a division of opinions regarding the painted nails (in the ICU). For the appropriate uniform color, light blue was preferred in the ICU and white in the clinics. Conclusion: The sample seemed quite satisfied with the general attire of nurses and doctors, showing acceptance on many issues of appearance, such as makeup and tattoos, while there was a rejection in others, such as jewelry and a large manicure. Εισαγωγή: Η επαγγελματική εικόνα νοσηλευτικού και ιατρικού προσωπικού παίζει σημαντικό ρόλο για το σχηματισμό γνώμης από τον ασθενή ή τον συγγενή του. Είναι μια μορφή μη λεκτικής επικοινωνίας μέσα από την οποία ο ασθενής βγάζει συμπεράσματα, βάσει με τα οποία κρίνεται η μετέπειτα συμπεριφορά και στάση του αλλά και εξαρτάται η θεραπευτική σχέση. Σκοπός: Σκοπός της έρευνας είναι να συγκρίνει τις απόψεις των νοσηλευτών – ιατρών και των συγγενών ασθενών στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) για την επαγγελματική εμφάνιση των πρώτων. Υλικά και μέθοδος: Το δείγμα της έρευνας είναι 96 άτομα και τα δεδομένα συγκεντρώθηκαν με τη διανομή ερωτηματολογίου. Το ερωτηματολόγιο αποτελούνταν από κοινωνικο-δημογραφικές ερωτήσεις, μετά από ερωτήσεις που εκμαίευαν τις απόψεις τους για την εμφάνιση ιατρών και νοσηλευτών, κι έπειτα ακολουθεί το Eysenck Personality Questionnaire, ένα σταθμισμένο εργαλείο που βοηθά στη σκιαγράφηση του χαρακτήρα του δείγματος. Τέλος, η στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων πραγματοποιήθηκε με το στατιστικό πακέτο IBM SPSS Statistics 25.0. Αποτελέσματα: Διαπιστώθηκε πως οι ερωτηθέντες είναι αρκετά ικανοποιημένοι από την κλινική εικόνα των επαγγελματιών υγείας (μέση τιμή ~4,5∙ από εύρος 1-7). Στα ίδια νούμερα κυμαίνονται τόσο οι συγγενείς όσο και οι ασθενείς, σύμφωνα με τη γνώμη όλου του δείγματος. Ήταν επιεικείς όσον αφορά το χρώμα στα νύχια (στις γενικές κλινικές), το μακιγιάζ, το σκούφο (στις γενικές κλινικές) και τα τατουάζ αλλά όχι όσον αφορά τα κοσμήματα, το σκούφο (στις ΜΕΘ), τα μαζεμένα μαλλιά χαμηλά στο κεφάλι και το μεγάλο μανικιούρ. Σχετικά με τα βαμμένα νύχια (στις ΜΕΘ) υπήρχε διχασμός απόψεων. Για το κατάλληλο χρώμα στολής προτιμήθηκε το σιέλ - γαλάζιο στις ΜΕΘ και το άσπρο στις κλινικές. Συμπέρασμα: Το δείγμα φάνηκε αρκετά ικανοποιημένο από τη γενική περιβολή νοσηλευτών και ιατρών, δείχνοντας αποδοχή σε πολλά θέματα της εμφάνισης όπως το μακιγιάζ και τα τατουάζ, ενώ υπήρχε άρνηση σε άλλα, όπως τα κοσμήματα και το μεγάλο μανικιούρ. 509 248 218 Η συμβολή της υπολογιστικής τομογραφίας στη διάγνωση του καρκίνου των ωοθηκών (σύγκριση με την υπερηχογραφία) COMPUTERIZED TOMOGRAPHY (CT) AS A DIAGNOSTIC TECHNIOQUE IN THE EVALUATION OF OVARIAN CANCER HAS NOT BEEN USED EXTENSIVELY TO DATE. IN THE PRESENT STUDY A COMPARISON BETWEEN CT AND ULTRASONOGRAPHY (US) WAS DONE. MATERIAL AND METHODS: OF THE 30 WOMEN AGED 27 TO 75 YEARS, FOUND CLINICALLY TO HAVE A PELVIC TUMOR, AN EXPLORATORY LAPAROTOMY WAS PERFORMED AND THE REMOVED MASS WAS EXAMINED HISTOLOGICALLY. THE PREOPERATIVE US AND CT DIAGNOSIS IN EACH PATIENT WAS CORRELATED WITH THE PATHOLOGIC DIAGNOSIS (DEFINITE DIAGNOSIS: IDENTIFICATION OF THE TISSUE CONSISTENCY AND CORRECT ORGAN. CONTRIBUTORY DIAGNOSIS: IDENTIFICATION OF EITHER THE TISSUE CONSISTENCY OR THE CORRECT ORGAN. FAILURE: NEITHER THE TISSUECONSISTENCY NOR THE CORRECT ORGAN WERE IDENTIFIED). RESULTS: IN 21 CASES OVARIAN CANCER (EPITHELIAL) WAS FOUND HISTOLOGICALLY, WHILE IN THE REMAINING 9 CASES THE TUMOR HAD GROWN EITHER ON THE OVARIES OR ON OTHER ORGANS (8 BENIGN AND 1 LIOMYOSARCOMA). US WAS DIAGNOSTIC (DEFINITE PLUS CONTRIBUTORY) IN 95,2% OF OVARIAN CARCINOMAS AND IN 66,6% OF THE NON OVARIAN LESIONS (P<0,05). CT WAS EQUALLY DIAGNOSTIC IN BOTH GROUPS (81% AND 77,7% RESPECTIVELY). THERE WAS NO DIFFERENCE BETWEEN THE TWO METHODS CONCERNING THE CORRECT DIAGNOSIS IN BOTH GROUPS. ASCITES WAS DETECTED DEFINITELLY BY CT IN 10 OUT OF 11 CASES AND BY US IN 8OUT OF 11 CASES. ALL HEPATIC METASTASES (1 CASE), EXTENSIONS TO THE PERITONEAL WALL (2 CASES) AND HYDRONEPHROSIS (4 CASES) WERE READILY DIAGNOSED BY CT. CONCLUSIONS: 1. CT WAS FOUND TO BE COMPARABLY EFFECTIVE WITH US IN DIAGNOSING OVARIAN CARCINOMA. (ABSTRACT TRUNCATED) Η ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΩΝ ΩΟΘΗΚΩΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΕΙ ΕΚΤΕΤΑΜΕΝΑ. ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΥΤΗ Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΑΡΙΘΜΟ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΕΡΗΧΟΓΡΑΦΙΑ. ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ: ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΑΝ ΣΥΝΟΛΙΚΑ 30 ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ (27 ΜΕΧΡΙ 75 ΧΡΟΝΩΝ) ΣΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ Η ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΕΔΕΙΞΕ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΕΝΔΟΠΥΕΛΙΚΟΥ ΟΓΚΟΥ (ΜΕ ΔΙΑΜΕΤΡΟ ΑΠΟ5 ΜΕΧΡΙ 15 ΕΚ.). ΟΛΕΣ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΑΝ ΣΕ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΛΑΠΑΡΟΤΟΜΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΜΑ ΕΞΕΤΑΣΤΗΚΕ ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ. ΠΡΟΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΓΙΝΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΕΝΔΟΠΥΕΛΙΚΟΥ ΟΓΚΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΥΠΕΡΗΧΟΥΣ ΚΑΙ ΤΑΕΥΡΗΜΑΤΑ ΑΠ' ΑΥΤΕΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΘΗΚΑΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ. (ΠΛΗΡΗΣΔΙΑΓΝΩΣΗ: ΑΚΡΙΒΗΣ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΟΓΚΟΥ. ΜΕΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ: ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ Η ΤΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΟΓΚΟΥ. ΑΠΟΤΥΧΙΑ: ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣΟΥΤΕ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΟΥΤΕ ΤΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΟΓΚΟΥ). ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: ΣΕ 21 ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΒΡΕΘΗΚΕ ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΠΙΘΗΛΙΑΚΟΣ ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΤΗΣ ΩΟΘΗΚΗΣ ΕΝΩ ΣΤΙΣ ΥΠΟΛΟΙΠΕΣ 9 ΒΡΕΘΗΚΕ ΟΓΚΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΝ ΕΙΤΕ ΑΠΟ ΤΙΣ ΩΟΘΗΚΕΣ ΕΙΤΕ ΑΠΟ ΑΛΛΑ ΟΡΓΑΝΑ (8 ΚΑΛΟΗΘΕΙΣ ΚΑΙ 1 ΛΕΙΟΜΥΟΣΑΡΚΩΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΑΣ). ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ (ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΗ) ΔΟΘΗΚΕ ΜΕ ΤΟΥΣ ΥΠΕΡΗΧΟΥΣ ΣΕ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΡΚΙΝΟ ΤΗΣ ΩΟΘΗΚΗΣ (92,5%) ΠΑΡΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ (66,6%) (Π<0,05). ΑΝΤΙΘΕΤΑ Η ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ ΕΔΩΣΕ ΠΕΡΙΠΟΥ ΤΟ ΙΔΙΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΣΥΝΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΥΟ ΟΜΑΔΕΣ (81% ΚΑΙ 77,8% ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ). (ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ) 510 11 10 Εξέλιξη βάσεων δεδομένων και συντηρήση εξαρτώμενων εφαρμογών μέσω επανεγγραφής ερωτήσεων Database evolution and maintenance of their dependent applications via query rewriting 511 150 146 This study aims at showing the role and the importance of different kinds of magical and divinatory arts in the middle Byzantine era, from the beginning of the Macedonian dynasty up to the Sack of Constantinople from the Crusaders in 1204. The first section of the essay is focusing in the different types of magic and divination, using the evidence of normative and narrative sources, along with archaeological artifacts, in order to showcase that magic, sorcery and divination were a part of the byzantine everyday life. In the second section this study emphasizes the role of magicians and soothsayers in the political and religious propaganda of the middle Byzantine era. Learned Byzantines, heretics and foreigners accused of magic, were marginalized and alienated from the byzantine society for different reasons. Finally, particular attention is paid to women from different social classes, even empresses, who were accused of using magic and spells. Η παρούσα διπλωματική εργασία επιχειρεί να αναδείξει τον ρόλο και τη σπουδαιότητα των διαφόρων ειδών μαγικών και μαντικών πρακτικών κατά τη μέση Βυζαντινή περίοδο, από την αρχή της Μακεδονικής Δυναστείας μέχρι την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204. Συγκεκριμένα, το πρώτο μέρος της εργασίας επικεντρώνεται στα είδη της μαγείας και μαντείας, με βάση τις νομοθετικές, κανονιστικές και αφηγηματικές πηγές, αλλά και τα αρχαιολογικά κατάλοιπα, αποκαλύπτοντας πως η μαγεία, η γοητεία και η μαντεία ήταν αναπόσπαστο μέρος της πραγματικότητας της μεσαιωνικής βυζαντινής κοινωνίας. Στο δεύτερο μέρος τονίζεται ο ρόλος του μάγου και του μάντη, ως μέρος της πολιτικής και θρησκευτικής προπαγάνδας της μεσοβυζαντινής περιόδου. Λόγιοι Βυζαντινοί, αιρετικοί και ξένοι βρέθηκαν στο περιθώριο της βυζαντινής κοινωνίας για διαφορετικούς λόγους, κατηγορούμενοι για άσκηση μαγικών και μαντικών πρακτικών. Τέλος, εξετάζονται οι κατηγορίες για μαγεία και ξόρκια που απαγγέλθηκαν σε γυναίκες όλων των κοινωνικών τάξεων, ακόμα και σε αυτοκράτειρες. 512 208 214 Mixed volumes can be described as a functional over the class of convex bodies. Mixed volumes and their geometric interpretation are of great importance in the field of Convex Geometry, since it encodes information concerning convex bodies, such as the volume, the surface area, or the mean width of the convex bodies that are used as variables. One of the more well-known inequalities in which mixed volumes appear is the Alexandrov-Fenchel inequality. Let us also note that the Brunn-Minkowski inequality, the classical isoperimetric inequality, Urysohn’s inequality, as well as Minkowski’s first inequality, among others, are immediate consequences of the Aleksandrov-Fenchel inequality. Primary goals of this master’s thesis are the in-depth comprehension of mixed volumes, their properties and applications, as well as understanding the necessary background to the Aleksandrov Fenchel inequality. As a secondary theme, some recent results regarding the above inequality shall be presented. For example, the characterization of the equality cases in Aleksandrov-Fenchel inequality is an open question since Minkowski’s era. It was only very recently (February of 2019) that Yair Shenfeld and Ramon van Handel in their joint publication titled “Extremals in Minkowski’s quadratic inequality” gave an answer to the problem for the special case more widely known as minkowski's quadratic inequality, in any dimension n. Ο μικτός όγκος μπορεί να περιγραφεί ως ένα συναρτησοειδές που δέχεται ως μεταβλητές κυρτά σώματα. Η γεωμετρική ερμηνεία του κυρτού όγκου έχει εξέχουσα σημασία στο τομέα της Κυρτής Γεωμετρίας, καθώς κωδικοποιεί πολλές πληροφορίες που αφορούν στη μελέτη κυρτών σωμάτων, όπως τον όγκο, την επιφάνεια ή το μέσο πλάτος των σωμάτων που λαμβάνουν θέση μεταβλητής στο μικτό όγκο. Μια από τις ισχυρότερες ανισότητες στις οποίες εμφανίζονται μικτοί όγκοι είναι η ανισότητα Alexandrov-Fenchel. Ας σημειωθεί πως η ανισότητα Brunn-Minkowski, η κλασσική ισοπεριμετρική ανισότητα, η ανισότητα Urysohn καθώς και η πρώτη ανισότητα Minkowski, μεταξύ άλλων, αποτελούν άμεσα πορίσματα της ανισότητας Aleksandrov- Fenchel. Πρωταρχικοί στόχοι της παρούσας μεταπτυχιακής εργασίας είναι η κατανόηση σε βάθος της έννοιας των μικτών όγκων, των ιδιοτήτων και των εφαρμογών τους, καθώς και των απαιτούμενων εργαλείων για την απόδειξη της ανισότητας Aleksandrov-Fenchel. Μεταξύ των σκοπών αυτής της διατριβής είναι να συζητηθούν ορισμένα πρόσφατα αποτελέσματα που σχετίζονται με την εν λόγω ανισότητα. Για παράδειγμα, ο χαρακτηρισμός της ισότητας στην ανισότητα Aleksandrov-Fenchel αποτελεί ανοιχτό πρόβλημα ήδη από την εποχή του Minkowski. Πολύ πρόσφατα (Φεβρουάριος του 2019), οι Yair Shenfeld και Ramon van Handel σε κοινή τους δημοσίευση με τίτλο “Extremals in Minkowski’s quadratic inequality” έδωσαν πλήρη απάντηση στο πρόβλημα για την ειδική περίπτωση που είναι γνωστή στη βιβλιογραφία ως τετραγωνική ανισότητα minkowski, για κάθε διάσταση n. 513 372 349 The present study will be based on the research of in-depth unexplored archival material that exists in the municipal schools of Prefecture Attica, which continue their operation up to today, in the concentration, recording, classification and in detail presentation of all legislative texts of period 1897-1922, which concerns the basic education as well as in the study and exploitation of Bulletins - Periodical and Special Publications of period with educational content. Objective of this study is to realize and analyze the real conditions of operation of Municipal Schools time period 1897-1922, the level of education of teachers that teaches as well as their dependence from the local chief order. In order to methodologically approach our subject, the basic education in the Prefecture Attica period 1897-1922, we worked with base the places of historical research-method. The historical research in the education can show “how and because were developed educational theories and practical” and to help us “comprehend how has presented the present educational system”. The basic education in the Prefecture Attica period 1897-1922, is differentiated depending on the sex of students, per year study, presenting otherwise minimum education (4-6 years), and the courses that are taught. Thus the significance of obligatory study leads to students of two categories depending on the type of school in which they study and the courses that they have been taught, despite the fact that in the Prefecture Attica grammatodidaskaleia, up to 1905, and the common municipal schools up to 1921 they constitute a small percentage of schools, which goes decreased with the byway of years. This characteristics last up to the end of period, when the legislative equation of common municipal schools with the oneclass complete municipal schools, opens auspicious prospects for the lifting of inequalities as for per year study and the provided knowledge in the students. It simultaneously faces serious losses of school population because the rates of not study and presents high rates of reject of students particularly in the small orders. At the same time during the period 1897-1922, face serious problems of infrastructures, which however it is not easy they are faced, because the high economic requirements. Is thus selected the solution of hire of schools for the cover of buildings needs. Η παρούσα μελέτη θα βασιστεί στην έρευνα σε βάθος του ανεξερεύνητου αρχειακού υλικού που υπάρχει στα δημοτικά σχολεία του Νομού Αττικής, τα οποία συνεχίζουν τη λειτουργία τους μέχρι σήμερα, στη συγκέντρωση, καταγραφή, ταξινόμηση και λεπτομερή παρουσίαση όλων των νομοθετικών κειμένων της περιόδου 1897-1922, τα οποία αφορούν τη βασική εκπαίδευση καθώς και στην μελέτη, αποδελτίωση και αξιοποίηση Δελτίων – Περιοδικών και Ειδικών Εκδόσεων της περιόδου με εκπαιδευτικό περιεχόμενο. Στόχος της μελέτης αυτής είναι να διαπιστωθούν και να αναλυθούν οι πραγματικές συνθήκες λειτουργίας των Δημοτικών Σχολείων την χρονική περίοδο 1897-1922, το επίπεδο μόρφωσης των εκπαιδευτικών που διδάσκουν καθώς και η εξάρτησή τους από την τοπική άρχουσα τάξη. Για να προσεγγίσουμε μεθοδολογικά το θέμα μας, Η βασική εκπαίδευση στο Νομό Αττικής την περίοδο 1897-1922, εργαστήκαμε με βάση τις θέσεις της ιστορικής έρευνας-μεθόδου. Η ιστορική έρευνα στην εκπαίδευση μπορεί να δείξει «πώς και γιατί αναπτύχθηκαν εκπαιδευτικές θεωρίες και πρακτικές» και να μας βοηθήσει «να κατανοήσουμε πώς έχει εμφανιστεί το παρόν εκπαιδευτικό σύστημα» Η βασική εκπαίδευση στο Νομό Αττικής την περίοδο 1897-1922, διαφοροποιείται ανάλογα με το φύλο των μαθητών, το χρόνο φοίτησης, παρουσιάζοντας διαφορετικά minimum εκπαίδευσης (4-6 χρόνια), και τα μαθήματα που διδάσκονται. Έτσι η έννοια της υποχρεωτικής φοίτησης οδηγεί σε μαθητές δύο κατηγοριών ανάλογα με το είδος του σχολείου στο οποίο φοιτούν και τα μαθήματα που έχουν διδαχθεί, παρά το γεγονός ότι στο Νομό Αττικής τα γραμματοδιδασκαλεία, μέχρι το 1905, και τα κοινά δημοτικά σχολεία μέχρι το 1921 αποτελούν ένα μικρό ποσοστό των σχολείων , το οποίο βαίνει μειούμενο με την πάροδο των χρόνων. Τα χαρακτηριστικά αυτά διαρκούν μέχρι το τέλος της περιόδου, όταν η νομοθετική εξίσωση των κοινών δημοτικών σχολείων με τα μονοτάξια πλήρη δημοτικά σχολεία, ανοίγει ευοίωνες προοπτικές για την άρση των ανισοτήτων ως προς το χρόνο φοίτησης και την παρεχόμενη γνώση στους μαθητές. Αντιμετωπίζει σοβαρές απώλειες μαθητικού πληθυσμού λόγω των ποσοστών μη φοίτησης και ταυτόχρονα παρουσιάζει υψηλά ποσοστά απόρριψης μαθητών ιδιαίτερα στις μικρές τάξεις. Παράλληλα όλα αυτά τα χρόνια, 1897-1922, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υποδομών, τα οποία ωστόσο δεν είναι εύκολο να αντιμετωπιστούν, λόγω των υψηλών οικονομικών απαιτήσεων. Επιλέγεται έτσι η λύση της μίσθωσης διδακτηρίων για την κάλυψη των κτιριακών αναγκών. 514 381 356 Fabrication and study of optical filters, type metal-insulating-metal Ανάπτυξη και χαρακτηρισμός οπτικών φίλτρων τύπου μέταλλο-μονωτής-μέταλλο Optical filters are quite interesting devices, as they can be used for a variety of applications, having at the same time, a major role in the way these applications work. The reason behind their contribution to our modern technology, besides cutting-off light in a specific way, is the ability of trapping and amplifying light’s intensity due to interference which takes place inside the device. Thus, for an optical filter to function properly, careful study of the materials that’ll be used and the way these materials will be put, is of high importance.There are many types of optical filters, categorized by the materials in use and the way these materials ‘stack’ on one another. Optical cavities that appeal a great amount of interest are those of flat surface resonance cavities of the type metal-insulator-metal. This Master Thesis is about the study and the construction of metal-insulator-metal optical filters, with main purpose the achievement of maximum absorption of light in the wavelengths of the visible spectrum. The study of the setups, in theoretical level, was conducted using simulations that use the Transfer Matrix Method. For their construction and characterization Magnetron Sputtering method and Reflectivity measurements were used respectively. On the first chapter of this research, there’s a reference to some basic types of optical filters, as well as to a brief analysis of the way they function and the ways they’re used for. On the second chapter all the theory ‘elements’ describing the way an optical filter functions are presented. Specifically, there’s a description of some basic theory background while there’s also a mathematical analysis on certain and crucial points. On the third chapter, the results of theoretical models obtained by using simulations can be found. These were performed in order to evaluate the best combination of materials and material thickness that result in maximum absorption of light. On the fourth chapter, there’s a reference to the results of optical filters that were fabricated in the lab, while there’s also a reference to the conclusions extracted. Based on this research, the importance of careful design of an optical filter (because of its great sensitivity) becomes obvious, as small changes in the thicknesses of the materials, result in completely different filters regarding the wavelength of absorption. Τα οπτικά φίλτρα είναι διατάξεις που εμφανίζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε μια πληθώρα εφαρμογών, έχοντας μάλιστα καθοριστικό ρόλο στην λειτουργία τους. Ο λόγος της ουσιαστικής συνεισφοράς τους στην σημερινή τεχνολογία, πέραν της ιδιότητας τους να αποκόπτουν φως, είναι η ικανότητα παγίδευσης και ενίσχυσης της έντασης του μέσω φαινομένων συμβολής που εμφανίζονται στο εσωτερικό τους. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, είναι απαραίτητη η προσεκτική μελέτη του σχεδιασμού των φίλτρων, τόσο ως προς την επιλογή των υλικώνπου θα χρησιμοποιηθούν, όσο και στο πως αυτά θα τοποθετηθούν ώστε να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα.Υπάρχουν αρκετές κατηγορίες οπτικών φίλτρων, οι οποίες βασίζονται στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται οι διατάξεις, με βάση το είδος των υλικών. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν αυτά που αφορούν επίπεδες κοιλότητες συντονισμού μετάλλου-μονωτή-μετάλλου. Η παρούσα Διπλωματική εργασία αφορά τη μελέτη και την κατασκευή οπτικών φίλτρων μετάλλου-μονωτή-μετάλλου με στόχο την,όσο το δυνατόν μεγαλύτερη, απορρόφηση του στα οπτικά μήκη κύματος. Η μελέτη των διατάξεων, σε θεωρητικό επίπεδο,πριν την κατασκευή τους, έγινε μέσω προσομοιώσεων που χρησιμοποιούν τη μέθοδο του Πίνακα Μεταφοράς, ενώ για την κατασκευή και το χαρακτηρισμό τους, χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος Sputteringκαι μέτρηση ανακλαστικότητας αντίστοιχα. Στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας, γίνεται αναφορά σε ορισμένες κατηγορίες οπτικών φίλτρων με μια μικρή ανάλυση για τον τρόπο λειτουργίας τους,αλλά και η παρουσίαση ορισμένων εφαρμογών. Στο δεύτερο κεφάλαιο, αναλύονται όλα τα απαραίτητα θεωρητικά στοιχεία πίσω από τον τρόπο λειτουργίας ενός οπτικού φίλτρου. Συγκεκριμένα, περιγράφεται ένα βασικό θεωρητικό υπόβαθρο στη φυσική των οπτικών κοιλοτήτων, ενώ γίνεται και μαθηματική ανάλυση σε καίρια σημεία. Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα αποτελέσματα προσομοιώσεων από θεωρητικά μοντέλα, πριν αυτά κατασκευαστούν στο εργαστήριο με στόχο τον καθορισμό την βέλτιστης συστοιχίας υλικών, έτσι ώστε να επιτευχθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απορρόφηση φωτός. Στο τέταρτο κεφάλαιο φαίνονται τα αποτελέσματα από τα οπτικά φίλτρα, όπως αυτά κατασκευάστηκαν στο εργαστήριο, ενώ γίνεται και αναφορά στα συμπεράσματα που προκύπτουν από την κατασκευή τους. Βάση της μελέτης αυτής γίνεται εμφανής η σημασία του προσεκτικού σχεδιασμού ενός οπτικού φίλτρου, εξαιτίας της μεγάλης ευαισθησίας που παρουσιάζουν. Συγκεκριμένα, μικρές μεταβολές στα πάχη των υλικών της διάταξης, δημιουργούν εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους φίλτρα, ως προς το μήκος κύματος μέγιστης απορρόφησης. 515 222 234 The evaluate of nurse's knowledge who work in Ioannina about blood transfusion Αξιολόγηση των γνώσεων των νοσηλευτών που εργάζονται στα Ιωάννινα στο θέμα της μετάγγισης αίματος Introduction: Blood transfusion is a procedure that has been widely used for the treatment of symptomatic anemia, blood loss and deficiency of plasma coagulation proteins. However, international studies have reported important knowledge deficits among nurses, associated with the procedure of blood transfusion and its adverse effects, which may adversely affect patient safety. Aim: To evaluate the knowledge of nursing personnel employed in the pathological and surgical sector, about blood and products transfusion, transfusion guidelines, nurse’s action through blood transfusion and about adverse effects that may occur to the patient. Material-Methods: A 15-item true/false/don’t know questionnaire was developed. Nurses employed in the pathological and surgical sector of the 2 hospitals of Ioannina were asked to participate. Correct responses were summed to calculate blood transfusion knowledge score of each participant. Stata 12.0 was used for statistical analysis of data. Results: 65 questionnaires were completed in total, the mean blood transfusion knowledge score was 8,64 and there was not any important correlation between the knowledge score and the demographics of the sample. Conclusion: The knowledge of nurses who participated in the study on the blood transfusion process, were at moderate level. The creation of educational programs to cover gaps in the knowledge of nurses and implementation transfusion protocols for each clinic is proposed. Εισαγωγή: Η μετάγγιση αίματος αποτελεί μια διαδικασία η οποία χρησιμοποιείται ευρέως για την αντιμετώπιση της συμπτωματικής αναιμίας, της απώλειας αίματος και της έλλειψης παραγόντων πήξης του πλάσματος. Ωστόσο, διεθνείς μελέτες αναφέρουν σημαντικά ελλείμματα γνώσης των νοσηλευτών, σχετικά με τη διαδικασία και τις ανεπιθύμητες αντιδράσεις από αυτή, τα οποία μπορούν να επιδράσουν δυσμενώς στην ασφάλεια των ασθενών. Σκοπός: Η αξιολόγηση των γνώσεων των νοσηλευτών που εργάζονται στον παθολογικό και στον χειρουργικό τομέα, σχετικά με την μετάγγιση αίματος και παραγώγων, με τις κατευθυντήριες οδηγίες για την μετάγγιση αίματος, τις ενέργειες του νοσηλευτή κατά την διαδικασία της μετάγγισης καθώς και τις γνώσεις τους σχετικά με τις ανεπιθύμητες ενέργειες που μπορεί να εμφανισθούν στον ασθενή. Υλικό-Μέθοδος:Αναπτύχθηκε ερωτηματολόγιο 15 ερωτήσεων τύπου σωστό/λάθος/δεν γνωρίζω. Στην μελέτη συμπεριλήφθηκε το νοσηλευτικό προσωπικό του παθολογικού και χειρουργικού τομέα των 2 νοσοκομείων των Ιωαννίνων. Οι σωστές απαντήσεις αθροίστηκαν προκειμένου να υπολογισθεί το scoreγνώσης του κάθε συμμετέχοντος. Για την στατιστική ανάλυση χρησιμοποιήθηκε το Stata 12.0. Αποτελέσματα: Συνολικά συμπληρώθηκαν 65 ερωτηματολόγια, το μέσο scoreγνώσης ήταν 8,64 και δεν υπήρξε κάποιος σημαντικό συσχετισμός μεταξύ του scoreγνώσης και των δημογραφικών στοιχείων του δείγματος. Συμπεράσματα:Οι γνώσεις των νοσηλευτών που συμμετείχαν στην μελέτη, σχετικά με την διαδικασία της μετάγγισης αίματος, κυμάνθηκαν σε μέτριο επίπεδο. Προτείνεται η δημιουργία εκπαιδευτικών προγραμμάτων για την κάλυψη των κενών της γνώσης των νοσηλευτών, καθώς και εφαρμογή πρωτοκόλλων μετάγγισης για κάθε κλινική. 516 538 484 This thesis analyses the characteristics and functioning of contrast as part of the Information Structure (IS) of the utterance. Contrast is a fundamental element of IS and, as a term, is commonly used in the relevant literature – yet with diverting interpretations and function. This thesis focuses on the following two key controversies about the notion of contrast: The first one refers to the minimum requirements that need to be met for a constituent to be contrastive. The second controversy in focus refers to the independence of contrast in relation to other information structural categories, such as theme and rheme. We address the aforementioned thematics by analyzing the prosodic realization of different levels of contrast in Greek. Two production experiments were carried out, examining three contrast levels in different sentence positions within the theme and the rheme of the utterance. Results show that correction is the only contrast level that is clearly distinguished from the rest contrast levels: it is consistently realized with an emphatic L+H* pitch accent, as well as increased F0 excursion, scaling and duration. In addition, correction is realized in the same manner within both theme and rheme. Moreover, results point out the importance of sentence position, as non-final position of contrast gives rise to a similarly marked rendition, independent of contrast level. Based on the above, we support the introduction of an independent marker of emphasis, which is realized through the L+H* accent. Its primary function is to efficiently draw the hearer's attention to the informative part of the utterance, thus facilitating understanding. The low degree of predictability is identified as one of the conditions giving rise to emphasis: on the one hand correction is an improbable contribution to the conversation; on the other hand, non-final position, being the non default focus position in Modern Greek, is the least predictable organization of information in the utterance. By introducing an independent emphasis marker, we allow for a unified interpretation of two seemingly unrelated cases (correction and non final position). The choice of nuclear pitch accent in these cases is independent of the thematic or rhematic characterization of the constituent. Thus said, it should be made clear that in order to maintain this approach we need to distinguish between the quantificational use of contrast and "emphasis" contrast. The former determines the location of the nuclear pitch accent, while the latter determines the type of nuclear pitch accent (L+H*). The emphatic nature of L+H* is also demonstrated on a perceptual basis. Results from a perception experiment comparing different utterance realizations with H* and L+H* respectively showed that participants perceived the latter as more emphatic. The same applies in the case of synthetic speech stimuli, supporting the appropriateness of ToBI as part of the prosody specification for the appropriate rendition of emphasis in speech synthesis. Finally, we propose a pragmatic annotation schema, based on an analysis of the requirements for text to speech synthesis in spoken dialogue systems. This schema can serve as an enriched input to the synthesizer, guiding the prosodic realization of the utterance and thus allowing for a more natural and appropriate rendition. The different levels of emphasis, identified during the production experiments, are included in this schema and are associated with respective prosodic realizations. Η διατριβή αναλύει τη λειτουργία και τα χαρακτηριστικά της αντίθεσης ως μέρους της Πληροφοριακής Δομής (ΠΔ) του εκφωνήματος. Η αντίθεση αποτελεί κεντρικό στοιχείο της ΠΔ και όρος που εμφανίζεται συχνά στη σχετική βιβλιογραφία με αποκλίνουσες ωστόσο ερμηνείες και λειτουργία. Διαφοροποίηση υπάρχει τόσο ως προς τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να χαρακτηριστεί ένα συστατικό αντιθετικό όσο και ως προς τη σχέση - την ανεξαρτησία ή μη - της αντίθεσης προς άλλες κατηγορίες της ΠΔ, όπως το θέμα και η εστία. Προκειμένου να ελεγχθούν τα παραπάνω ερωτήματα, αναλύθηκε η προσωδιακή πραγμάτωση διαφορετικών επιπέδων αντίθεσης σε διαφορετική θέση στην πρόταση εντός του θέματος και της εστίας στα Ελληνικά. Βάσει των αποτελεσμάτων δύο πειραμάτων παραγωγής, καταδεικνύεται ότι ξεκάθαρα διαφοροποιημένο επίπεδο αντίθεσης αποτελεί η κατηγορία της διόρθωσης, η οποία πραγματώνεται σταθερά με τον εμφατικό επίτονο L+H* διαφοροποιούμενη επιπλέον και ως προς ποσοτικές, φωνητικές παραμέτρους (αύξηση επιτονικού εύρους, ευθυγράμμιση, διάρκεια). Η δε πραγμάτωσή της είναι κοινή τόσο εντός του θέματος όσο και εντός της εστίας. Παράλληλα, σημαντικό ρόλο φαίνεται να παίζει και η θέση του αντιθετικά εστιασμένου συστατικού στην πρόταση, με τη μη τελική θέση να επιφέρει αντίστοιχα χαρακτηρισμένη εμφατική πραγμάτωση. Βάσει των παραπάνω υποστηρίζεται η υιοθέτηση ενός ανεξάρτητου γραμματικού δείκτη έμφασης, ο οποίος πραγματώνεται κατεξοχήν μέσω του επίτονου L+H* και έχει ως βασική λειτουργία τη στροφή της προσοχής του δέκτη προς τη σημαντική πληροφορία και τη διευκόλυνση της αποκωδικοποίησης του μηνύματος. Στις συνθήκες που δίνουν έρεισμα σε μια τέτοια πραγμάτωση συγκαταλέγεται η χαμηλή προβλεψιμότητα της πληροφορίας: η διόρθωση αποτελεί μια συγκριτικά λιγότερο προβλέψιμη διαλογική πράξη και πληροφορία, η δε μη τελική θέση της εστίας ως μη τυπική για τα Ελληνικά αποτελεί λιγότερο προβλέψιμη οργάνωση της πληροφορίας στο εκφώνημα. Με τον παραπάνω τρόπο επιτυγχάνεται μια ενιαία ερμηνεία των δύο αυτών φαινομενικά ασύνδετων περιπτώσεων (διόρθωσης και μη τελικής προτασιακής θέσης). Η δε επιλογή του πυρηνικού επίτονου στις περιπτώσεις αυτές είναι ανεξάρτητη από το θεματικό ή εστιακό χαρακτηρισμό του συστατικού. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι η παραπάνω προσέγγιση προϋποθέτει μια βασική διάκριση μεταξύ της ποσοδεικτικής λειτουργίας της αντίθεσης και της εμφατικής λειτουργίας της. Η πρώτη καθορίζει τη θέση του πυρηνικού επίτονου, ενώ η δεύτερη τον τύπο (L+H*). Ο εμφατικός χαρακτήρας του L+H* καταδεικνύεται και αντιληπτικά. Σε πείραμα αντίληψης που διεξήχθηκε συγκρίνοντας πραγματώσεις με H* και L+H* επίτονο, διαφάνηκε ότι οι συμμετέχοντες αντιλαμβάνονται ως πιο εμφατικό το δεύτερο επίτονο. Το συμπέρασμα αυτό ισχύει και για την περίπτωση συνθετικής ομιλίας, ενισχύοντας την καταλληλότητα του ToBI ως σχήματος αναπαράστασης της προσωδίας για την απόδοση της έμφασης στη σύνθεση ομιλίας. Προτείνεται τέλος ένα πραγματολογικό σχήμα επισημείωσης βασισμένο στην ανάλυση των απαιτήσεων για τη μετατροπή κειμένου σε συνθετική ομιλία σε φωνητικά διαλογικά συστήματα. Το σχήμα αυτό μπορεί να αποτελέσει μια εμπλουτισμένη είσοδο στο συνθέτη, καθοδηγώντας την προσωδιακή πραγμάτωση του κειμένου εισόδου και επιτυγχάνοντας έτσι μια φυσικότερη και καταλληλότερη απόδοση. Στο σχήμα αυτό εντάσσονται και τα διαφορετικά επίπεδα έμφασης, όπως αυτά καταδείχτηκαν στα πειράματα παραγωγής, τα οποία συνδέονται με αντίστοιχα διαφορετικές προσωδιακές πραγματώσεις. 517 385 428 Απομάκρυνση μείγματος οργανικών ρύπων από υδατικά δείγματα με τη χρήση μαγνητικών διμεταλλικών υλικών σιδήρου-χαλκού In this MSc thesis, the synthesis of a magnetic bimetallic iron-copper (Fe-Cu) material was examined as well as the parameters which can affect its removal ability of organic pollutants mixture from aquatic samples. This removal ability can include processes of sorption and degradation of the organic pollutants. The selected organic pollutant mixture was composed of eight compounds of four different categories of organic pollutants (acidic pharmaceuticals, pesticides, benzophenones, and nitrophenols). The conditions of synthesizing the bimetallic iron-copper (Fe-Cu) was studied to find an optimized, simple, and rapid synthetic procedure. As an evaluation factor, the total removal efficiency of the pollutant mixture by Fe-Cu was selected for each synthesized material. The examined parameters of the synthetic procedure were as follows: the different metal salts and the molar ratio of the two metals, the amount of sodium borohydride and its addition method, the pH, the temperature, the time, the reproducibility, and the scale-up of the synthesis. The optimal synthesized Fe-Cu material was characterized by X-ray diffractometer (XRD), X-ray photoelectron spectroscopy (XPS), and measured for its zero point of charge, ζ-potential, hydrodynamic diameter, and the iron’s and copper’s ions leaching. Next, a study on the parameters affecting the removal procedure of the pollutants by the Fe-Cu was carried out. The impact on the total removal efficiency of the parameters: initial pH, ionic strength, temperature, and time (preliminarily) were determined by a classic method; fluctuating one parameter while keeping the rest stable. Although, for the quantity of Fe-Cu, the sample’s volume, stirring rate, and stirring time, a multifactorial optimization was used to examine the impact of the parameters simultaneously for ease of finding their optimal values. The resulting data of the removal optimization were applied to remove the selected pollutant mixture from a wastewater treatment plant effluent sample using the Fe-Cu material. Also, a fixed-bed column of Fe-Cu was prepared for pilot application to remove the organic pollutants from the mentioned sample under constant sample flow. Moreover, the removal mechanism of the organic pollutants was studied based on the data acquired by the characterization of Fe-Cu, before and after the removal procedure, and also by some additional experiments. Last, after the removal procedure using the bimetallic Fe-Cu, the processed aquatic sample containing the selected organic pollutants was evaluated for its toxicity in a toxicological studies’ model organism (Danio rerio). Στο πλαίσιο του παρόντος μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης, πραγματοποιήθηκε μελέτη της σύνθεσης μαγνητικού διμεταλλικού υλικού σιδήρου-χαλκού (Fe-Cu), αλλά και των παραμέτρων εκείνων που μπορούν να επηρεάσουν την ικανότητα του να απομακρύνει μείγμα οργανικών ρύπων από υδατικά δείγματα. Η απομάκρυνση οργανικών ρύπων με τη χρήση του διμεταλλικού υλικού Fe-Cu, μπορεί να περιλαμβάνει τόσο διεργασίες ρόφησης όσο και αποδόμησης των ενώσεων-ρύπων. Το μίγμα των επιλεγμένων ρύπων αποτελούταν από οκτώ ενώσεις τεσσάρων διαφορετικών κατηγοριών οργανικών ρύπων (όξινα φαρμακευτικά, φυτοφάρμακα, βενζοφαινόνες και νιτροφαινόλες). Αρχικά, πραγματοποιήθηκε μελέτη των συνθηκών της σύνθεσης του υλικού Fe-Cu, ώστε να προκύψει μία βέλτιστη, απλή και γρήγορη συνθετική πορεία. Ως παράγοντας αξιολόγησης της κάθε σύνθεσης επιλέχθηκε η συνολική απόδοση απομάκρυνσης του μείγματος των επιλεγμένων ενώσεων από υδατικό δείγμα, με τη χρήση του εκάστοτε συντιθέμενου υλικού Fe-Cu. Οι παράμετροι της συνθετικής πορείας που μελετήθηκαν ήταν: τα διαφορετικά άλατα και η μοριακή αναλογία των δύο μετάλλων, η ποσότητα και ο τρόπος προσθήκης του βοροϋδρίδιο του νατρίου, το pH, η θερμοκρασία, ο χρόνος, η αναπαραγωγιμότητα και η κλιμάκωση της σύνθεσης. Το υλικό που συντέθηκε υπό τις βέλτιστες συνθήκες χρησιμοποιήθηκε στον χαρακτηρισμό του με φασματοσκοπία φωτοηλεκτρονίων από ακτίνες Χ (XPS), περιθλασιμογραφημάτων ακτινών Χ (XRD) και στην μέτρηση του σημείου μηδενικού φορτίου, του ζ-δυναμικού, της υδροδυναμικής διαμέτρου και της απόπλυσης ιόντων σιδήρου και χαλκού. Στη συνέχεια, διεξήχθη μελέτη διαφορετικών παραμέτρων της διαδικασίας απομάκρυνσης των ενώσεων από υδατικά δείγματα, οι οποίες επηρεάζουν την απόδοση της συνολικής απομάκρυνσης. Για την μελέτη της επίδρασης των παραμέτρων: αρχικό pH, ιοντική ισχύς, θερμοκρασία και χρόνος ανάδευσης (προκαταρκτικά) στην συνολική απόδοση απομάκρυνσης, επιλέχθηκε μια κλασσική μέθοδος μεταβάλλοντας μία παράμετρο, διατηρώντας τις υπόλοιπες σταθερές. Ωστόσο, η μελέτη των παραμέτρων: ποσότητα υλικού Fe-Cu, όγκος δείγματος, ταχύτητα ανάδευσης και χρόνος ανάδευσης, επιτελέστηκε ταυτόχρονα μέσω μιας πολύπαραγοντικής βελτιστοποίησης με σκοπό την διευκόλυνση της εύρεσης των βέλτιστων τιμών τους. Τα δεδομένα που προέκυψαν από την βελτιστοποίηση των παραμέτρων απομάκρυνσης εφαρμόστηκαν στην αξιοποίηση του υλικού Fe-Cu για την απομάκρυνση του μείγματος των οργανικών ρύπων από υδατικό δείγμα αποβλήτου εκροής βιολογικού καθαρισμού. Επίσης, πραγματοποιήθηκε η δημιουργία στήλης σταθερής κλίνης του υλικού Fe-Cu για την πιλοτική εφαρμογή του στην απομάκρυνση των ρύπων από υδατικό δείγμα αποβλήτου υπό σταθερή ροή δείγματος. Επιπροσθέτως, μελετήθηκε ο μηχανισμός απομάκρυνσης των οργανικών ενώσεων με βάση τα δεδομένα του χαρακτηρισμού του υλικού Fe-Cu, πριν και μετά την απομάκρυνση των ρύπων από τα υδατικά διαλύματα, αλλά και με την πραγματοποίηση κάποιων πρόσθετων πειραμάτων. Τέλος, επιτελέστηκε εκτίμηση της τοξικότητας του υδατικού διαλύματος των επιλεγμένων ρύπων μετά από επεξεργασία του με το διμεταλλικό υλικό Fe-Cu σε οργανισμό μοντέλο για τοξικολογικές μελέτες (Danio rerio). 518 235 238 Future preschool and primary school teachers perceptions about educational robotics and STEM Αντιλήψεις μελλοντικών εκπαιδευτικών προσχολικής και πρωτοσχολικής εκπαίδευσης για την εκπαιδευτική ρομποτική και το STEM Educational Robotics combines elements of many sciences, covering all areas of STEM education. According to many researches it is considered to be an innovative learning methodology that develops the skills of students of all levels of education. It is teachers who will have to carry out educational robotics in their classroom. The present study investigates the attitudes of future pre-school and primary school education teachers, towards educational robotics and STEM. It also explores the perceptions of teachers on their ability to carry it out, as well as the obstacles they might encounter when implementing it. Finally, the study examines their perceptions on the impact educational robotics would have on their students. During the collection of data, conducted with a questionnaire, 307 future teachers of our country took part, from the Pedagogical Department of Preschool Education and the Pedagogical Department of Primary Education of the University of Ioannina. Also, in the present study, participated two teachers, who carried educational robotics out in their class, and were interviewed afterwards. The results of this research indicate the significant impact of teacher training on their ability and confidence to carry out educational robotics. Future teachers are also distinguished for their particularly positive attitude towards educational robotics, recognizing the positive impact on the development of students' skills while being aware of the obstacles they face when implementing it. Η Εκπαιδευτική Ρομποτική συνδυάζει στοιχεία πολλών επιστημών, καλύπτοντας όλα τα πεδία της εκπαίδευσης STEM. Σύμφωνα με πολλές έρευνες θεωρείται ως μια καινοτόμα μαθησιακή μεθοδολογία η οποία αναπτύσσει τις δεξιότητες των μαθητών όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης. Οι εκπαιδευτικοί είναι εκείνοι που θα κληθούν να εφαρμόσουν την εκπαιδευτική ρομποτική στην τάξη τους. Η παρούσα ερευνητική μελέτη εξετάζει τις στάσεις των μελλοντικών εκπαιδευτικών προσχολικής και πρωτοσχολικής εκπαίδευσης, απέναντι στην εκπαιδευτική ρομποτική και το STEM. Επίσης διερευνά τις αντιλήψεις των εκπαιδευτικών σχετικά με την ικανότητα τους να την εφαρμόσουν, αλλά και τα εμπόδια που θα αντιμετωπίσουν κατά την εφαρμογή της. Τέλος εξετάζει τις αντιλήψεις τους σχετικά με την επίδραση που θα έχει η εκπαιδευτική ρομποτική στους μαθητές τους. Στη συλλογή δεδομένων που πραγματοποιήθηκε με ερωτηματολόγιο, συμμετείχαν 307 μελλοντικοί εκπαιδευτικοί της χώρας μας, από το Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών και το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Επίσης στην παρούσα έρευνα συμμετείχαν και δυο εκπαιδευτικοί που εφάρμοσαν την εκπαιδευτική ρομποτική στην τάξη τους, παραχωρώντας στην συνέχεια συνέντευξη. Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας έδειξαν την σημαντική επίδραση που έχει η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στην ικανότητα και αυτοπεποίθηση τους να εφαρμόσουν την εκπαιδευτική ρομποτική. Επίσης οι μελλοντικοί εκπαιδευτικοί διακρίνονται για την ιδιαίτερα θετική στάση τους απέναντι στην εκπαιδευτική ρομποτική, αναγνωρίζοντας την θετική επίδραση στην ανάπτυξη δεξιοτήτων στους μαθητές, γνωρίζοντας παράλληλα τα εμπόδια που πρόκειται να αντιμετωπίσουν κατά την εφαρμογή της. 519 157 161 The hypothesis of this research is that geophysical anomalies can have biological effects and they are related to ancient monument architecture through the hormesis process. The effect of location and its geophysical properties on biology was known since ancient times. This thesis makes an attempt to define geophysical anomalies and analyze the various parameters that constitute them. Furthermore, the mechanisms through which these anomalies interact with human biology, flora and fauna are analyzed. The effect of intensity along with the time exposure is taken into consideration regarding the contradictory effects of the various parameters of geophysical anomalies - hormesis. Finally, the geophysical properties of the location of various ancient monuments around the world is examined, regarding the potential correlation to the phenomenon of hormesis. The results conclude that there is a combined effect of ancient monuments' location and architecture on human biology and plants, and an attempt to suggest possible function of these monuments is carried out. Η υπόθεση αυτής της έρευνας είναι ότι οι γεωφυσικές ανωμαλίες έχουν βιολογικά αποτελέσματα και συνδέονται με την αρχαία αρχιτεκτονική μνημείων μέσω της διαδικασίας της ορμησης. Η επίδραση της θέσης και των γεωφυσικών ιδιοτήτων της στη βιολογία ήταν γνωστή από την αρχαιότητα. Αυτή η εργασία επιχειρεί να προσδιορίσει γεωφυσικές ανωμαλίες και να αναλύσει τις διάφορες παραμέτρους που τις συνθέτουν. Επιπλέον, αναλύονται οι μηχανισμοί μέσω των οποίων αλληλεπιδρούν αυτές οι ανωμαλίες με την ανθρώπινη βιολογία, τη χλωρίδα και την πανίδα. Η επίδραση της έντασης μαζί με την έκθεση στο χρόνο λαμβάνεται υπόψη σχετικά με τις αντιφατικές επιδράσεις των διαφόρων παραμέτρων των γεωφυσικών ανωμαλιών - ορμονίας. Τέλος, εξετάζονται οι γεωφυσικές ιδιότητες της τοποθεσίας των διαφόρων αρχαίων μνημείων σε όλο τον κόσμο, όσον αφορά την πιθανή συσχέτιση με το φαινόμενο της ορμησης.Τα αποτελέσματα καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει συνδυασμένη επίδραση της θέσης και της αρχιτεκτονικής των αρχαίων μνημείων στην ανθρώπινη βιολογία και φυτά και γίνεται μια προσπάθεια να υποδειχθεί η πιθανή λειτουργία αυτών των μνημείων. 520 175 188 Η περιγραφική αξιολόγηση του μαθητή από τη σκοπιά των εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης The purpose of this paper was to investigate the views of primary education teachers on alternative forms of assessment of student performance. The thesis consists of two parts: the theoretical and empirical part. In the theoretical part, reference is made to the concept of assessment of student performance, the forms, principles and means of rendering and capturing the student's assessment. Thereafter, reference is made to traditional and alternative forms of assessment and to those factors considered to be inhibiting the introduction of alternative forms of evaluation. The empirical part includes research methodology, conclusions and suggestions. As noted, the majority of teachers agree with the assessment of student performance, but states that they do not have sufficient training on issues pertaining to student performance assessment. Also, a high percentage of teachers said they did not know the alternative assessment techniques, as well as the descriptive assessment. Finally, the majority of teachers consider it necessary to train them in all forms of alternative assessment and agree with the introduction of alternative forms of assessment in primary education. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η διερεύνηση των απόψεων των εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, σχετικά με τις εναλλακτικές μορφές αξιολόγησης της μαθητικής επίδοσης. Η εργασία αποτελείται από δύο μέρη: το θεωρητικό και το εμπειρικό μέρος. Στο θεωρητικό μέρος γίνεται αναφορά στην έννοια της αξιολόγησης της μαθητικής επίδοσης, στις μορφές, στις αρχές και τα μέσα απόδοσης και αποτύπωσης της αξιολόγησης του μαθητή. Ακολούθως, γίνεται αναφορά στις παραδοσιακές και εναλλακτικές μορφές αξιολόγησης και στους παράγοντες εκείνους που θεωρούνται ανασταλτικοί για την καθιέρωση εναλλακτικών μορφών αξιολόγησης. Το εμπειρικό μέρος περιλαμβάνει τη μεθοδολογία της έρευνας, την παρουσίαση ευρημάτων, τα συμπεράσματα και τις προτάσεις. Όπως διαπιστώνεται η πλειονότητα των εκπαιδευτικών συμφωνεί με την αξιολόγηση της μαθητικής επίδοσης, αλλά δηλώνει ότι δεν έχει επαρκή κατάρτιση σε θέματα που αφορούν την αξιολόγηση της επίδοσης του μαθητή. Επίσης, σε υψηλό ποσοστό οι εκπαιδευτικοί δήλωσαν ότι δεν γνωρίζουν τις εναλλακτικές τεχνικές αξιολόγησης, καθώς επίσης και την περιγραφική αξιολόγηση. Τέλος, η πλειονότητα των εκπαιδευτικών θεωρεί αναγκαία την επιμόρφωσή τους σε όλες τις μορφές τις εναλλακτικής αξιολόγησης και συμφωνούν με την καθιέρωση εναλλακτικών μορφών αξιολόγησης στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. 521 116 117 The present work analyzes the behavior of the investor with a logarithmic utility function in a risk-free asset market. In the article "Diverging from Utility Utility", Markowitz, for an Investor with Logarithmic Function, proposes to approach utility with a quadratic utility function. The results are based on simulation and do not give their detailed formats. Levy-Markowitz argued in their paper that the expected value of the logarithmic function is equal to its geometric mean. By maximizing the approximate value of the logarithmic utility function we calculated its optimal point as well as its optimal value. Finally, we found that the value of the expected utility logarithm is about the approximate value of the expected utility logarithm. Στην παρούσα εργασία αναλύεται η συμπεριφορά του επενδυτή με λογαριθμική συνάρτηση χρησιμότητας σε μια αγορά με Risk-free asset. Στο άρθρο «Mean-Variance approximation to expected utility» , ο Markowitz , για έναν επενδυτή με Λογαριθμική συνάρτηση χρησιμότητας προτείνει την προσέγγιση της χρησιμότητας με τετραγωνική συνάρτηση χρησιμότητας. Τα αποτελέσματα του βασίζονται σε προσομοίωση και δεν δίνει τους αναλυτικούς τύπους. Οι Levy-Markowitz στο άρθρο τους υποστήριξαν ότι η αναμενόμενη τιμή της λογαριθμικής συνάρτησης ισούται με τον γεωμετρικό μέσο της. Μεγιστοποιώντας την προσεγγιστική τιμή της λογαριθμικής συνάρτησης χρησιμότητας υπολογίσαμε το βέλτιστο σημείο της καθώς και τη βέλτιστη τιμή της. Τέλος, διαπιστώσαμε ότι η τιμή της αναμενόμενης λογαριθμικής συνάρτησης χρησιμότητας είναι περίπου ίση με την προσεγγιστική τιμή της αναμενόμενης λογαριθμικής συνάρτησης χρησιμότητας. 522 174 159 The research deals with the abandonment of settlements in Greece through the case study of the abandoned village of Old Karyotes, in Lefkada. The settlement was completely abandoned by its inhabitants in 1957, due to threats of landslides in case of an earthquake. The residents, with the help of the state, settled 3.5 kilometers west of the old village and built their lives from scratch around the Alexander salt pans which were the main source of income for the villagers for several decades. Today, the salt flats - being inactive - dοn’t provide financial benefits and the residents of New Karyotes ask for the old settlement to be declared a traditional village so that they can rebuild and benefit from their ruined houses, taking advantage of the country’s tourist development. Through the local community’s actions, both on an institutional and practical level, issues of social cohesion and collective memory are raised, as well as balances between the wishes of the community and the role of the state’s intervention in the lives of the inhabitants Η ερευνητική εργασία, πραγματεύεται την εγκατάλειψη οικισμών στον Ελλαδικό χώρο μέσω της περίπτωσης μελέτης του εγκαταλελειμμένου οικισμού των Παλιών Καρυωτών, του νομού Λευκάδας. Ο οικισμός εγκαταλείφθηκε πλήρως από τους κατοίκους του το 1957, λόγω απειλών για κατολισθήσεις βράχων σε περίπτωση σεισμού. Οι κάτοικοι, με την βοήθεια του κράτους, εγκαταστάθηκαν 3,5 χιλιόμετρα δυτικότερα του παλιού χωριού και έστησαν την ζωή τους από την αρχή, γύρω από τις αλυκές Αλεξάνδρου που αποτέλεσαν βασική πηγή εισοδήματος για το χωριό για μερικές δεκαετίες. Σήμερα, οι αλυκές - όντας αδρανείς - δεν αποδίδουν οικονομικά οφέλη και οι κάτοικοι των Νέων Καρυωτών ζητούν να κηρυχθεί παραδοσιακός ο παλιός οικισμός ώστε να μπορέσουν να ξαναχτίσουν και να επωφεληθούν από τα ερειπωμένα σπίτια τους, εκμεταλλευόμενοι την τουριστική ανάπτυξη της χώρας. Μέσα από τις κινητοποιήσεις της κοινότητας σε θεσμικό αλλά και σε πρακτικό επίπεδο θίγονται ζητήματα κοινωνικής συνοχής και μνήμης, αλλά και ισορροπιών, ανάμεσα στις επιθυμίες της κοινότητας και τον ρόλο της κρατικής παρέμβασης στις ζωές των κατοίκων. 523 15 12 Η σύγκριση αποτελεσματικότητας διαφορετικών μεθόδων παρέμβασης σε ασθενείς με άνοια τύπου Alzheimer The comparison of the effectiveness of different cognitive intervention methods, for patients with Alzheimers disease 524 555 597 This dissertation consists of four self-contained chapters in the form of papers. The first chapter investigates the volatility spillover effects and the contagion to sovereign CDS spread returns for Germany, France, China and Japan against USA. To the best of our knowledge, this is the first empirical research in the literature, which investigates potential spillovers and contagion effects among sovereign CDS markets. We use daily data from October 2011 to February 2018. Employing a fourvariate cDCC-AR-FIGARCH model, we find evidence of spillover effects for all the pairs of markets. Furthermore, we find empirical evidence of contagion for the pairs of markets: Germany - France, Germany - Japan and France - Japan. Regarding China’s CDS market we obtain little empirical support for contagion with the rest of the countries. The results are of interest to policymakers, who provide regulations for the CDS markets, as well as to market-makers. The second chapter investigates the spillover effects and the contagion to major equity and FOREX markets of G20. The financial markets under scrutiny are those of USA, Brazil, Italy, Germany and Canada. The frequency of the data is daily. We set the sample period from April 2010 to April 2018, namely after the GFC. Other related empirical work include Kanas (2000), who investigated the existence of spillovers between national equity and FOREX markets, by employing a trivariate AR-diagonal BEKK model for S&P 500, national equity markets and the respective FOREX markets. Our empirical results find evidence of spillovers and contagion effects for the pairs of markets: S&P500-BOVESPA, S&P500-FTSEMIB, S&P500-DAX30 and S&P500-S&PTSX. Moreover, the pairs of markets S&P 500-CAD/USD, S&P 5000BRL/USD and BOVESPA-BRL/USD present no contagion. The results are of interest to individual investors, who want to diversify their portfolios through international financial market investments. The third chapter investigates the spillovers and the financial contagion of four major FOREX markets. The FOREX markets are those of EUR/USD, JPY/USD, CHW/USD and GBP/USD. Lee (2010) investigates ten FOREX markets in Asia and Latin America to USD, among others and finds evidence of spillover effects from JPY/USD on Asian currency markets. A fourvariate dynamic Conditional Correlation Generalized ARCH (DCC-GARCH) model is employed for the period April 2011 to February 2018. The empirical results suggest contagion for all the pairs of markets. Additionally, we find that EUR/USD and GBP/USD present the strongest contagion effects, while CHW/USD show the lowest contagion levels with the rest of the markets. The fourth chapter analyses the spillover and the contagion effects of MSCI (global index), NIKKEI 400 (Japan), CSI 300 (China) and S&P 500 (USA). We consider a portofolio analysis in order to produce the standardized residuals using in a trivariate cDCC-GARCH framework. Other research work include Miyakoshi (2003), who suggests the existence of spillover effects between USA and Asian national equity markets. We extend the above analysis by taking into consideration the individual effects of MSCI on three of the most important national equity markets. We use daily data for the period 2008-2018. The main empirical results are the following: (1) portfolio analysis results suggest that MSCI has a significant positive influence on all equity market returns, (2) we find empirical evidence of spillovers on all pairs and (2) we find contagion for the pairs of markets: NIKKEI 400-CSI 300, NIKKEI 400-S&P 500 and S&P 500-CSI 300 that indicate risky positive correlations from an investor’s perspective. Αυτή η διατριβή αποτελείται από τέσσερα αυτοτελή κεφάλαια στη μορφή δημοσιεύσεων. Το πρώτο κεφάλαιο ερευνά την ύπαρξη μετακύλισης πληροφοριών και τη μετάδοση κρίσεων σε κρατικά ασφάλιστρα κινδύνου για τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Κίνα και την Ιαπωνία έναντι των ΗΠΑ. Από όσο γνωρίζουμε, αυτή είναι η πρώτη εμπειρική έρευνα στη βιβλιογραφία, η οποία διερευνά πιθανή ύπαρξη μετακύλισης πληροφοριών και μετάδοση κρίσεων στις αγορές κρατικών ασφαλίστρων κινδύνου. Χρησιμοποιούμε καθημερινά δεδομένα από τον Οκτώβριο του 2011 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2018. Χρησιμοποιώντας ένα τετραμενταβλητό cDCC-AR-FIGARCH μοντέλο, διαπιστώνουμε την ύπαρξη μετακύλισης πληροφοριών για όλα τα ζεύγη αγορών. Επιπλέον, βρίσκουμε εμπειρικές ενδείξεις μετάδοση κρίσεων για τα ζευγάρια αγορών: Γερμανία - Γαλλία, Γερμανία - Ιαπωνία και Γαλλία -Ιαπωνία. Όσον αφορά την αγορά ασφαλίστρων κινδύνου της Κίνας, έχουμε λίγη εμπειρική υποστήριξη για τη μετάδοση με τις υπόλοιπες χώρες. Τα αποτελέσματα παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, οι οποίοι προβλέπουν ρυθμίσεις για τις αγορές ασφαλίστρων κινδύνου, καθώς και για τους διαμορφωτές της αγοράς. Το δεύτερο κεφάλαιο διερευνά την ύπαρξη μετακύλισης πληροφοριών και τη μετάδοση κρίσεων σε μεγάλες αγορές μετοχών και FOREX των G20. Οι εξεταζόμενες χρηματοπιστωτικές αγορές είναι αυτές των ΗΠΑ, της Βραζιλίας, της Ιταλίας, της Γερμανίας και του Καναδά. Η συχνότητα των δεδομένων είναι καθημερινή. Ορίσαμε την περίοδο δειγματοληψίας από τον Απρίλιο του 2010 έως τον Απρίλιο του 2018, συγκεκριμένα μετά από τη παγκόσμια κρίση χρέους. Με βάση παρόμοιες εμπειρικές έρευνες, που περιλαμβάνουν την έρευνα του Κανά (2000), ο οποίος διερεύνησε την ύπαρξη διαφορών μεταξύ των εθνικών μετοχικών αγορών και των FOREX αγορών, χρησιμοποιούμε ένα τριμεταβλητό AR-diagonal ΒΕΚΚ μοντέλο για τον S&P500, τις εθνικές μετοχικές αγορές και τις αντίστοιχες αγορές FOREX. Τα εμπειρικά μας αποτελέσματα υποδεικνύουν την ύπαρξη μετακύλισης πληροφοριών για τα ζευγάρια αγορών: S&P500-BOVESPA, S&P500-FTSEMIB, S&P500-DAX30 και S&P500-S&PTSX. Επιπλέον, τα ζευγάρια των αγορών S&P500-CAD/USD, S&P5000BRL/USD και BOVESPA-BRL/USD δεν παρουσιάζουν ενδείξεις μετάδοσης κρίσεων. Τα αποτελέσματα παρουσιάζουν ενδιαφέρον για μεμονωμένους επενδυτές, οι οποίοι επιθυμούν να διαφοροποιήσουν τα χαρτοφυλάκιά τους μέσω των διεθνών επενδύσεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Το τρίτο κεφάλαιο ερευνά την ύπαρξη μετακύλισης πληροφοριών και τη μετάδοση κρίσεων σε τέσσερις μεγάλες αγορές FOREX. Οι αγορές FOREX είναι αυτές των EUR/USD, JPY/USD, CHW/USD και GBP/USD. O Lee (2010) ερευνά δέκα αγορές FOREX στην Ασία και τη Λατινική Αμερική ως προς το αμερικανικό δολάριο, μεταξύ άλλων, και διαπιστώνει την ύπαρξη μετακύλισης πληροφοριών από το JPY/USD στις ασιατικές αγορές συναλλάγματος. Χρησιμοποιείται ένα μοντέλο τετραμεταβλητό δυναμικό γενικευμένης συσχέτισης ARCH (DCC-GARCH) μοντέλο για την περίοδο Απρίλιος 2011 έως Φεβρουάριος 2018. Τα εμπειρικά αποτελέσματα υποδηλώνουν ενδείξεις μετάδοσης κρίσεων για όλα τα ζεύγη αγορών. Επιπλέον, διαπιστώνουμε ότι τα EUR/USD και το GBP/USD παρουσιάζουν τα ισχυρότερα αποτελέσματα μετάδοσης κρίσεων, ενώ τα CHW/USD δείχνουν τα χαμηλότερα επίπεδα μετάδοσης κρίσεων με τις υπόλοιπες αγορές. Το τέταρτο κεφάλαιο αναλύει την ύπαρξη μετακύλισης πληροφοριών και τη μετάδοση κρίσεων των MSCI (παγκόσμιος δείκτης), NIKKEI 400 (Ιαπωνία), CSI 300 (Κίνα) και S&P 500 (ΗΠΑ). Κάνουμε μια ανάλυση χαρτοφυλακίου προκειμένου να παράγουμε τα τυποποιημένα υπολείμματα χρησιμοποιώντας ένα τριμεταβλητό cDCC-GARCH μοντέλο. Άλλες ερευνητικές εργασίες περιλαμβάνουν τον Miyakoshi (2003), ο οποίος προτείνει την ύπαρξη μετακύλισης πληροφοριών μεταξύ των ΗΠΑ και των ασιατικών εθνικών μετοχικών αγορών. Επεκτείνουμε την παραπάνω ανάλυση λαμβάνοντας υπόψη τις μεμονωμένες επιπτώσεις της MSCI σε τρεις από τις σημαντικότερες εθνικές αγορές μετοχών. Χρησιμοποιούμε ημερήσια στοιχεία για την περίοδο 2008-2018. Τα βασικά εμπειρικά αποτελέσματα είναι τα εξής: (1) τα αποτελέσματα της ανάλυσης χαρτοφυλακίου υποδηλώνουν ότι ο MSCI έχει σημαντική θετική επίδραση σε όλες τις αποδόσεις της αγοράς μετοχών, (2) βρίσκουμε εμπειρικές ενδείξεις μετακύλισης πληροφοριών σε όλα τα ζευγάρια και (2) βρίσκουμε ενδείξεις μετάδοσης κρίσεων για τα ζεύγη των αγορών: NIKKEI 400-CSI 300, NIKKEI 400-S&P 500 και S&P 500-CSI 300 που υποδηλώνουν επικίνδυνες θετικές συσχετίσεις από την πλευρά του επενδυτή. 525 215 192 Purpose of this paper is to investigate teachers’ beliefs concerning their present and future training , the textbooks used in the teaching process as well as the quality of education provided in schools at the regions of Argirokastro, Delvino and S. Saranta. At First, the history of Education in Northern Epirus from the Ottoman era until today is presented. In particular, this survey is about the schools of Northern Epirus during the Ottoman years, which are considered to be an integral part of the schools of a Unified Epirus (1453-1913). Subsequently, the interest is focused on the Education of the Greek Minority after its concession by the Great powers to Albania (1914-1940). The theoretical framework concludes with a review on the Education of the Greek Minority, from the collapse of the totalitarian regime in Albania, until today (1991-2016). The survey was conducted with teachers of the Albanian minority schools. According to research findings, it is concluded that teachers identify and emphasize their need for educational seminars. Furthermore, teachers declare that textbooks used in classroom are of modest level. Finally, the inability of textbooks to meet the learning needs of the students is highlighted by the teachers of the research sample. Thus, textbook improvement is of outmost importance, for all the educators working at these schools. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η διερεύνηση των απόψεων των εκπαιδευτικών στους Νομούς του Αργυροκάστρου, του Δελβίνου και των Αγίων Σαράντα, σχετικά με την επιμόρφωσή τους, τα εγχειρίδια που χρησιμοποιούν στη διδακτική διαδικασία και την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης στα σχολεία. Στο πρώτο μέρος της εργασίας γίνεται αναφορά στην ιστορική αναδρομή της παιδείας στο χώρο της Βορείου Ηπείρου από την εποχή της Τουρκοκρατίας μέχρι σήμερα. Πιο συγκεκριμένα, μελετήθηκαν τα σχολεία της Βορείου Ηπείρου κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας, ως αναπόσπαστο μέρος των σχολείων της ενιαίας Ηπείρου (1453-1913). Στη συνέχεια, γίνεται λόγος για την εκπαίδευση της Ελληνικής Μειονότητας μετά την εκχώρησή της από τις Μεγάλες Δυνάμεις στην Αλβανία (1914-1940). Το θεωρητικό πλαίσιο ολοκληρώνεται με ανασκόπηση της εκπαίδευσης της Ελληνικής Μειονότητας μετά την κατάρρευση του απολυταρχικού καθεστώτος στην Αλβανία μέχρι σήμερα (1991-2016). Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στους εκπαιδευτικούς των μειονοτικών σχολείων της Αλβανίας. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας προκύπτει ότι οι εκπαιδευτικοί αντιλαμβάνονται και επισημαίνουν την ανάγκη τους για επιμορφωτικά σεμινάρια. Επιπλέον, οι εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι τα εγχειρίδια που χρησιμοποιούν στην διδακτική πράξη είναι μετρίου επιπέδου. Εκφράζουν, επίσης, την αδυναμία των σχολικών εγχειριδίων να καλύψουν τις μαθησιακές ανάγκες των εκπαιδευόμενων, επιζητώντας τη βελτίωση τους. 526 336 348 leveraging the mechanisms of the immune response for their treatment αξιοποιώντας τους μηχανισμούς του ανοσοποιητικού συστήματος για την αντιμετώπιση αυτών Lymphomas represent a heterogeneous group of hematologic malignancies and are divided in 2 broad groups: Hodgkin and non-Hodgkin lymphomas. Hodgkin lymphomas are characterized by the presence of the giant, multicore Reed-Sternberg cells, which are derived from B lymphocytes. On the contrary, non-Hodgkin lymphomas arise from two distinct lymphocyte types, B or T lymphocytes at various stages of differentiation. Although the first theories about cancer immunotherapy have been proposed since the late 1800s, only recently immunotherapeutic drugs for cancer have been translated into the clinic. Immunotherapy either alone or in combination with chemotherapy has improved the survival rate of many patients with relapsed or refractory lymphoma. Immunotherapeutic drugs exert their pharmacologic effects via variable routes. Based on their mechanism of action they are divided into different groups. The ones that are analysed in this master thesis are the following: “naked” monoclonal antibodies, conjugated monoclonal antibodies, immune checkpoint inhibitors and CAR T-cell therapies. The immunotherapeutic approach differs between Hodgkin and non-Hodgkin lymphomas and also depends on the stage of the disease. For instance, the immune checkpoint inhibitors constitute a therapeutic option only for Hodgkin lymphoma, but not for the non-Hodgkin lymphoma because of the different histopathology of each disease. Furthermore, the administration of these drugs usually entails adverse events which are more severe at the beginning of the treatment because of the higher burden of the disease. These adverse events can be mitigated by administrating certain medications but their cost is quite high. Last but not least, clinical research has recently focused on the co-administration of immunotherapeutic drugs, such as the co-administration of CAR T-cells and PD-1 inhibitors in order that higher response rates and more long-term responses will be achieved. In summary, immunotherapy has demonstrated positive clinical results regarding the treatment of lymphoma but there is still some variability regarding the magnitude and the duration of response, which depends on a lot of factors such as the tumor microenvironment, the heterogeneity in tumor biology and host-related factors. Τα λεμφώματα αποτελούν μια ετερογενή ομάδα κακοήθων αιματολογικών νεοπλασιών και χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στα Hodgkin (HL) και στα non-Hodgkin λεμφώματα (NHL). Τα λεμφώματα Hodgkin χαρακτηρίζονται από την παρουσία των ασυνήθιστα μεγάλων πολυπύρηνων Reed-Sternberg κυττάρων, που είναι Β κυτταρικής αρχής. Σε αντίθεση, τα non-Hodgkin λεμφώματα προκύπτουν από 2 διαφορετικά είδη λεμφοκυττάρων, τα Β ή τα Τ λεμφοκύτταρα, τα οποία βρίσκονται σε διάφορα στάδια διαφοροποίησης. Παρόλο που οι αρχικές θεωρίες για την ανοσοθεραπεία στον καρκίνο είχαν ήδη διατυπωθεί από τα τέλη του 19ου αιώνα, τα τελευταία χρόνια η ανοσοθεραπεία χρησιμοποιείται στην κλινική επιτυχώς. Η ανοσοθεραπεία είτε από μόνη της είτε σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία έχει βελτιώσει το ποσοστό επιβίωσης πολλών ασθενών με υποτροπιάζον ή ανθεκτικό λέμφωμα. Τα φάρμακα της ανοσοθεραπείας δρουν μέσω διαφορετικών μηχανισμών. Βάσει του μηχανισμού δράσης τους, κατηγοριοποιούνται στα «γυμνά» μονοκλωνικά αντισώματα, στα αντισώματα που είναι συζευγμένα με φάρμακο (ADCs), στους αναστολείς σημείων ελέγχου του ανοσοποιητικού και στα Τ κύτταρα που εκφράζουν χιμαιρικό αντιγονικό υποδοχέα καθώς βέβαια και σε άλλες κατηγορίες που δεν αναλύθηκαν στην παρούσα διπλωματική εργασία. Η θεραπευτική προσέγγιση διαφέρει μεταξύ των Hodgkin και των non-Hodgkin λεμφωμάτων καθώς και ανάλογα το στάδιο της νόσου. Για παράδειγμα, οι αναστολείς σημείων ελέγχου του ανοσοποιητικού συστήματος αποτελούν θεραπευτική επιλογή για το λέμφωμα Hodgkin αλλά όχι για το λέμφωμα non-Hodgkin λόγω της διαφορετικής παθοφυσιολογίας της νόσου. Επιπλέον, η χορήγηση αυτών των φαρμάκων συνοδεύεται συχνά από σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες, οι οποίες είναι πιο έντονες τις πρώτες μέρες της θεραπείας λόγω του αυξημένου φορτίου της νόσου. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτές αντιμετωπίζονται επαρκώς με κατάλληλη θεραπευτική αγωγή αλλά το κόστος της αντιμετώπισης αυτών είναι αρκετά υψηλό. Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η συνδυαστική χορήγηση φαρμάκων ανοσοθεραπείας με στόχο μεγαλύτερα ποσοστά αποκρίσεων και πιο μακροπρόθεσμες αποκρίσεις. Συμπερασματικά, η ανοσοθεραπεία έχει δείξει θετικά κλινικά αποτελέσματα όσον αφορά την αντιμετώπιση των λεμφωμάτων αλλά υπάρχει μια μεταβλητότητα όσον αφορά το μέγεθος και τη διάρκεια της απόκρισης, γεγονός το οποίο επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, όπως είναι το μικροπεριβάλλον του όγκου, η ετερογένεια του όγκου σε μοριακό και βιολογικό επίπεδο και διάφοροι παράγοντες που σχετίζονται με τον ξενιστή. 527 11 14 Φιλίσα Χατζηχάννα: μία σπουδαία συγγραφέας και μία σπουδαία δασκάλα της Κύπρου και της Ελλάδας Felica Hadgihanna: an important writer and teacher of Cyprus and Greece 528 209 216 Αξιολόγηση προσβολής του αναπνευστικού συστήματος στο πρωτοπαθές σύνδρομο Sjogren ΙN ORDER TO APPRAISE THE SIGNIFICANCE OF RESPIRATORY ABNORMALITIES IN PRIMARY AND SECONDARY SJOGREN'S SYNDROME (PSS AND SSS), WE EVALUATED 40 PATIENTS WITHPSS, 266 WITH SSS, 40 WITH RHEUMATOID ARTHRITIS (RA) DUT NO SS, AND 100 AGE-AND SEX- MATCHED CONTROL SUBJECTS. THE MOST COMMON FUNCTIONAL ABNORMALITY WAS DIFFUSE INTERSTITIAL LUNG DISEASE (DILD) IN PATIENTS WITH PSS (37,5%) AND OBSTRUCTIVE VENTILATORY DEFECT IN RA AND SSS PATIENTS (40 AND 19 PERCENT, RESPECTIVELY). DILD WAS ALSO PRESENT IN THE LAST TWO GROUPS (11,8% PERCENT IN SSS AND 27,5% IN RA), WHILE OBSTRUCTIVE DEFECT WAS RARE IN PSS (2,5%). ABNORMALITIES SUGGESTING SMALL AIRWAYS DISEASE WERE PRESENT IN ALL PATIENT GROUPS ANDALSO IN THE CONTROL GROUP WITH SIMILAR FREQUENCY. PATIENTS WITH EXTRAGLANDULAR PSS HAD MOST OFTEN DILD (52%). PATIENTS WITH PSS AND CRYOGLOBULINEMIA HADLOW C3 AND C4 LEVELS AND DECREASED DCO, SUGGESTING THAT INTERSTITIAL LUNG DISEASE MAY BE A RESULT OF IMMUNE COMPLEX DEPOSITION. CLINICAL OUTPUT OF THE FUNCTIONAL ABNORMALITIES WAS MINIMAL, EXPRESSED AS DRY COUGH AND MILD DYSPNEA.PNEUMONIA WAS NOT FREQUENT, WHILE PLEURISY WAS PRESENT ONLY IN PATIENTS WITHSSS NAD RA. WE SUGGEST THAT, EVEN THOUGH PULMONARY ABNORMALITIES CAN FREQUENTLY BE DETECTED WITH SENSITIVE TESTS IN PATIENTS WITH SS, THEY ARE NOT SIGNIFICAN IF COMPARED WITH CONTROL SUBJECTS AND ARE CILINICALLY NEGLIGIBLE. ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΟΛΗΣ ΤΟΥ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ SJOGRENΕΞΕΤΑΣΤΗΚΑΝ ΚΛΙΝΙΚΑ, ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ, 40 ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΠΡΩΤΟΠΑΘΕΣΣΥΝΔΡΟΜΟ SJOGREN, 26 ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΔΕΥΤΕΡΟΠΑΘΕΣ ΣΥΝΔΡΟΜΟ SJOGREN, 40 ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ ΧΩΡΙΣ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ SJOGREN ΚΑΙ 100 ΥΓΙΕΙΣ ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΑΝ ΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΕΛΕΓΧΟΥ. ΤΟ ΠΙΟ ΣΥΧΝΟ ΕΥΡΗΜΑ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΔΟΚΙΜΑΣΙΩΝ ΗΤΑΝ ΔΙΑΜΕΣΗ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΣΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΠΡΩΤΟΠΑΘΕΣ ΣΥΝΔΡΟΜΟ SJOGREN (37,5%) ΚΑΙ ΑΠΟΦΡΑΚΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΠΝΕΥΜΟΝΟΠΑΘΕΙΑ ΣΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΔΕΥΤΕΡΟΠΑΘΕΣ ΣΥΝΔΡΟΜΟ SJOGREN ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΜΕ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ(19 ΚΑΙ 40% ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ). ΔΙΑΜΕΣΗ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΒΡΕΘΗΚΕ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΔΥΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΟΜΑΔΕΣ (11,8% ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟΠΑΘΕΣ ΣΥΝΔΡΟΜΟ SJOGREN ΚΑΙ 27,5% ΣΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗ), ΕΝΩ ΑΠΟΦΡΑΚΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΠΝΕΥΜΟΝΟΠΑΘΕΙΑ ΗΤΑΝ ΣΠΑΝΙΑ ΣΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΠΡΩΤΟΠΑΘΕΣ ΣΥΝΔΡΟΜΟ SJOGREN (2,5%). ΑΠΟΦΡΑΞΗ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΑΕΡΑΓΩΓΩΝ ΒΡΕΘΗΚΕ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΟΜΑΔΕΣ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΥΓΙΕΙΣ ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ, ΜΕ ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΕΠΙΠΤΩΣΗ. ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΕΞΩΑΔΕΝΙΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΠΑΘΟΥΣ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ SJOGREN ΕΙΧΑΝ ΣΥΧΝΟΤΕΡΑ ΔΙΑΜΕΣΗ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΒΟΛΗ (52%). ΟΙ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕΠΡΩΤΟΠΑΘΕΣ ΣΥΝΔΡΟΜΟ SJOGREN ΚΑΙ ΚΡΥΟΣΦΑΙΡΙΝΑΙΜΙΑ ΕΙΧΑΝ ΧΑΜΗΛΑ ΕΠΙΠΕΔΑ C3 ΚΑΙ C4 ΚΑΙ ΜΕΙΩΜΕΝΕΣ ΤΙΜΕΣ DLCO, ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΙΘΑΝΟΛΟΓΟΥΝ ΟΤΙ Η ΔΙΑΜΕΣΗ ΠΝΕΥΜΟΝΟΠΑΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΕΝΑΠΟΘΕΣΗΣ ΑΝΟΣΟΣΥΜΠΛΕΓΜΑΤΩΝ. Η ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΛΑΜΒΑΝΕ ΞΗΡΟ ΒΗΧΑ ΚΑΙ ΗΠΙΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΔΥΣΠΝΟΙΑ. Η ΠΝΕΥΜΟΝΙΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΣΥΧΝΟ ΕΥΡΗΜΑ ΚΑΙ Η ΠΛΕΥΡΙΤΙΔΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΘΗΚΕ (ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ) 529 116 132 Απόψεις εκπαιδευτικών για την εφαρμογή των "ερευνητικών εργασιών" στην Α' και Β' λυκείου This thesis was carried out within the Postgraduate Programme "Educational Sciences", direction "Pedagogy and Psychology at School",Sector of Education, Department of Philosophy, Education and Psychology, University of Ioannina. It is an attempt at the first level, the theoretical, to clarify conceptual terms “cooperative learning, “inter-disciplinary”, “Project method”, to present the learning theories that they support, as well as their implementation stages in the compulsory curriculum of the Hellenic High School (Lyceum). On a second level, the effectiveness of the introduction of the project method in high school compulsory programme since 2011will be investigated (MINEDU, 2011, p. 13; Government Gazette 143, issue B/2011), based on the teachers’ opinions who applied and continue to apply them in practice. Η παρούσα διπλωματική εργασία εκπονήθηκε στο πλαίσιο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Επιστήμες της Αγωγής» με κατεύθυνση «Παιδαγωγική και Ψυχολογία στο Σχολείο» του Τομέα Παιδαγωγικής του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.Αποτελεί μια προσπάθεια σε πρώτο επίπεδο, το θεωρητικό, να αποσαφηνιστούν οι όροι «συνεργατική μάθηση»(cooperativelearning), «διεπιστημονικότητα» (inter–disciplinary), «ερευνητική εργασία» (project), να παρουσιαστούν οι θεωρίες μάθησης που τους υποστηρίζουν, καθώς και τα στάδια εφαρμογής τους στο πλαίσιο του υποχρεωτικού προγράμματος σπουδών του Γενικού Λυκείου. Σε δεύτερο επίπεδο, στην έρευνα, θα διερευνηθείη αποτελεσματικότητατης εισαγωγής του μαθήματος των «Ερευνητικών Εργασιών» (projects) στο υποχρεωτικό πρόγραμμα του Λυκείου από το 2011(ΥΠΔΜΘ, 2011, σ. 13, ΦΕΚ 143, τ. Β΄/2011) με βάση τις απόψεις εκπαιδευτικών που τις εφάρμοσαν και συνεχίζουν να τις εφαρμόζουν στην πράξη. 530 285 299 The issue of autonomy and freedom of the psychiatric patient has always been a matter of investigation in the context of his asylum. The purpose of this study was to understand how psychiatric patients escape in order to contribute to the development of more effective ways to prevent the escape phenomenon. The study also investigated how health professionals perceive the reasons and the phenomenon of patient escape. This research concerns a case study of the nurses and patients on the Psychiatric Clinic of the General University Hospital of Ioannina. Researcher used the quantitative method since it would allow descriptive investigation on the escape phenomenon of psychiatric patients and inductive analysis between parameters of the research. SPSS was used as a statistical analysis program. The correlations showed that patients from the closed MOP visit more often in the garden of the clinic and play board games more often than when they visit the canteen. Also, the percentage of the chronic diseases was significantly higher on the patients of the open units compared to the patients of the closed ones. No statistically significant differences were found between daily habits, social interactions, family relationships, and coffee and alcohol consumption depending on their demographic characteristics, nor on the onset of their psychiatric symptoms. There are also significant discrepancies in the responses between the individual categories of health professionals, which may be reflected in their broader differences in knowledge and perception of the phenomenon. Patients seem to believe that escape is used by the acid units to gain more freedom, something that is not observed in short-term patients. Acute unit patients show a lack of social support, which nurses and physicians must address through the development of relevant supportive interventions. Το ζήτημα της αυτονομίας και της ελευθερίας του ψυχιατρικού ασθενούς αποτελούσε πάντοτε ζήτημα διερεύνησης στα πλαίσια ασυλοποίησης του. Σκοπός της συγκεκριμένης εργασίας ήταν η κατανόηση του φαινομένου της διαφυγής των ψυχιατρικών ασθενών προκειμένου αυτή να μπορέσει να συμβάλει στην ανάπτυξη αποτελεσματικότερων τρόπων για την αποτροπή και πρόληψη του φαινομένου. Επίσης ερευνήθηκε και ο τρόπος με τον οποίο οι επαγγελματίες υγείας αντιλαμβάνονται τους λόγους και το φαινόμενο διαφυγής των ασθενών. Η συγκεκριμένη έρευνα αφορά μελέτη περίπτωσης των νοσηλευτών και των ασθενών της Ψυχιατρικής Κλινικής του Γενικού Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων. Η χρήση της ποσοτικής μεθόδου κρίθηκε επιβεβλημένη λόγω του ότι αυτή θα επέτρεπε την περιγραφική διερεύνηση της διαφυγής των ψυχιατρικών ασθενών και την επαγωγική ανάλυση των διαφόρων παραμέτρων της έρευνας. Ως πρόγραμμα στατιστικής ανάλυσης χρησιμοποιήθηκε το SPSS. Από τις συσχετίσεις φαίνεται ότι οι ασθενείς από το κλειστό ΜΟΠ βγαίνουν συχνότερα στον κήπο της κλινικής και παίζουν συχνότερα επιτραπέζια παιχνίδια σε σχέση με την επίσκεψής τους στο κυλικείο. Επίσης οι χρόνια νοσούντες είναι σε σημαντικά υψηλότερο ποσοστό οι ασθενείς των ανοιχτών μονάδων συγκριτικά με τους ασθενείς των κλειστών. Στατιστικά σημαντικές διαφορές δεν βρέθηκαν μεταξύ των καθημερινών συνηθειών, των κοινωνικών συναναστροφών, των οικογενειακών τους σχέσεων και της κατανάλωσης καφέ και αλκοόλ σε συνάρτηση με τα δημογραφικά τους χαρακτηριστικά, καθώς επίσης ούτε και στη διάρκεια της εμφάνισης των τους ψυχιατρικών συμπτωμάτων. Στις απαντήσεις μεταξύ των επιμέρους κατηγοριών επαγγελματιών υγείας παρατηρούνται και σημαντικές αποκλίσεις, οι οποίες ενδεχομένως να αντανακλούν ευρύτερες διαφοροποιήσεις τους ως προς τις γνώσεις και τον τρόπο αντίληψης του συγκεκριμένου φαινομένου. Οι ασθενείς φαίνεται να θεωρούν ότι η διαφυγή γίνεται από τις μονάδες οξέων με στόχο την περισσότερη ελευθερία, κάτι που δεν παρατηρείται στους ασθενείς της βραχείας νοσηλείας. Οι ασθενείς των μονάδων οξέων παρουσιάζουν ελλιπή κοινωνική υποστήριξη, την οποία οι νοσηλευτές και οι ιατροί οφείλουν να αντιμετωπίσουν μέσω της ανάπτυξης σχετικών υποστηρικτικών παρεμβάσεων. 531 250 249 This work is a suggestion of a teaching approach to kanonaki and traditional music, based on a creative conjunction of the basic principles and particular features of informal learning, as presented by Lucy Green, and of the basic elements of teaching and learning Greek traditional music, as they have been imprinted over time. The absence of methods or approaches to teaching the instrument in the Greek language makes this project perhaps an attempt to open up a new area of study and reflection necessary for the teaching of traditional musical instruments within typical teaching contexts. In this way an attempt is made to bring back to the music lesson one of the inherent features of traditional music with the informal teaching which is the element of oral. The whole course of the teaching was based on basic methods and strategies of informal learning, placing the child at the center of the educational process and the teacher-guide. As can be seen from the conclusions at the end of the study, students derive multiple benefits from this process such as collegiality, stress management and error acceptance, ability discovery and goal achievement, and many more that suggest model this as a very promising teaching intervention. Finally, the aim of the present study is to open a study and creation space where teaching methods suitable for traditional musical instruments will be created, which will utilize the power of informal teaching through imitation and oral, in combination with the benefits of the formal learning framework. Η παρούσα εργασία αποτελεί μια πρόταση διδακτικής προσέγγισης για το κανονάκι και την παραδοσιακή μουσική, βασισμένη σε μια δημιουργική σύζευξη των βασικών αρχών και ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της άτυπης μάθησης, όπως την παρουσιάζει η Lucy Green, και των βασικών στοιχείων διδασκαλίας και μάθησης στην ελληνική παραδοσιακή μουσική, όπως αυτά έχουν αποτυπωθεί με το πέρασμα του χρόνου. Η απουσία μεθόδων ή προσεγγίσεων διδασκαλίας του οργάνου στην ελληνική γλώσσα, καθιστούν το παρόν εγχείρημα ίσως μια απόπειρα να ανοίξει ένας νέος χώρος μελέτης και προβληματισμού, απαραίτητος για τη διδασκαλία παραδοσιακών μουσικών οργάνων μέσα σε τυπικά πλαίσια διδασκαλίας. Με τον τρόπο αυτό γίνεται μια προσπάθεια να επανέλθει στο μάθημα της μουσικής ένα από τα εγγενή χαρακτηριστικά της παραδοσιακής μουσικής, δηλαδή το στοιχείο της προφορικότητας. Η όλη πορεία της διδασκαλίας στηρίχτηκε σε βασικές μεθόδους και στρατηγικές της άτυπης μάθησης, θέτοντας το παιδί στο επίκεντρο της εκπαιδευτικής διαδικασίας και το δάσκαλο καθοδηγητή-συμπορευτή. Όπως φάνηκε από τα συμπεράσματα στο τέλος της έρευνας, οι μαθητές αποκομίζουν πολλαπλά οφέλη από αυτή τη διαδικασία όπως είναι η δράση σε συλλογικότητα, η διαχείριση του άγχους και η παραδοχή και αποδοχή του λάθους, η ανακάλυψη δυνατοτήτων και η αίσθηση επίτευξης στόχων και πολλά άλλα που προτείνονται από το μοντέλο αυτό ως μία πολλά υποσχόμενη διδακτική παρέμβαση. Τέλος στόχος της παρούσας εργασίας είναι να ανοίξει ένας χώρος μελέτης και δραστηριοποίησης, όπου θα δημιουργηθούν μέθοδοι διδασκαλίας κατάλληλοι για παραδοσιακά μουσικά όργανα και θα αξιοποιείται η δύναμη της άτυπης διδασκαλίας, μέσω της μίμησης και της προφορικότητας, σε συνδυασμό με τα πλεονεκτήματα του τυπικού πλαισίου μάθησης. 532 16 16 Η ύπαρξη εργαστηριακής υποδομής στο δημοτικό σχολείο και η χρήση πειραμάτων για τη διδασκαλία της φυσικής The connection between the laboratory and the use of experiments for teaching physics at primary school 533 187 210 Συναισθηματική εργασία και επαγγελματική εξουθένωση σε εκπαιδευτικούς προσχολικής ηλικίας The term 'Emotional Labor' refers to “the management of one person’s feelings in his/her workplace in order to create a publicly observable facial and bodily display” '(Hochschild, 1983). The main purpose of the present research, therefore, is to study the emotional labor of preschool teachers (kindergarteners and nursery workers) and the relation between emotional labor and burnout. Initially, the factor analysis of the Emotional Labor Scale (Diefendorff, 2005) questionnaire was confirmed for the sample of the present research, as it had not been used in Greece before. According to the results, preschool teachers seem to express mainly their naturally felt emotions in their classroom, while it seems that between the two strategies of emotional work (surface and deep active) they report that they use more the superficial action. The level of professional burnout of the teachers’ sample is low, with nursery workers showing lower levels of burnout than the kindergarteners. Finally, according to the results, surface active was positively correlated with depersonalization, whereas deep action was also correlated low with depersonalization and emotional exhaustion. The expression of natural emotions was associated with all three dimensions of burnout. Ο όρος «Emotional Labor» ή όπως μεταφράζεται στα ελληνικά «Συναισθηματική Εργασία» αφορά την «διαχείριση του συναισθήματος από ένα άτομο στο χώρο της εργασίας του ώστε να δημιουργήσει μια δημόσια παρατηρήσιμη εμφάνιση του προσώπου και του σώματος του » (Hochschild, 1983). Βασικός σκοπός της παρούσας έρευνας λοιπόν, είναι η μελέτη της συναισθηματικής εργασίας των εκπαιδευτικών προσχολικής ηλικίας ( νηπιαγωγοί και βρεφονηπιοκόμοι) καθώς και η σχέση της με την επαγγελματική εξουθένωση. Αρχικά, επιβεβαιώθηκε η παραγοντική ανάλυση για το ερωτηματολόγιο της Συναισθηματικής Εργασίας (Εmotional Labor Scale, Diefendorff, 2005) για το δείγμα της έρευνας καθώς δεν είχε χρησιμοποιηθεί προηγουμένως στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, οι εκπαιδευτικοί προσχολικής ηλικίας φαίνεται ότι εκφράζουν κυρίως τα αληθινά τους συναισθήματα στην τάξη τους, ενώ φαίνεται ότι ανάμεσα στις δύο στρατηγικές της συναισθηματικής εργασίας ( επιφανειακή και βαθιά δράση) αναφέρουν ότι χρησιμοποιούν περισσότερη την επιφανειακή δράση. Το επίπεδο επαγγελματικής εξουθένωσης των εκπαιδευτικών του δείγματος είναι χαμηλό, με τους μεν βρεφονηπιοκόμους να έχουν χαμηλότερο από τους νηπιαγωγούς. Τέλος, σύμφωνα με τα αποτελέσματα η επιφανειακή δράση συσχετίστηκε θετικά με την αποπροσωποίηση ενώ η βαθιά δράση συσχετίστηκε επίσης χαμηλά και με την αποπροσωποίηση και με την συναισθηματική εξάντληση. Η έκφραση των φυσικών συναισθημάτων συσχετίστηκε και με τις τρεις διαστάσεις της επαγγελματικής εξουθένωσης. 534 313 277 The comic element of the character/hero in modern illustrated short story Το κωμικό του χαρακτήρα/ήρωα στο σύγχρονο εικονογραφημένο μικροαφήγημα 1990-2010 The purpose of the present dissertation is tο study the humor in fifty illustrated short stories of the 1990-2010 period, focusing on the exploration of the comic element found in characters. From the corpus of texts of this period four categories of studies were formed in which the function of humor is studied, aiming the recording of different aspects of its phenomenon. Τhe stories in question are representative of the modernist trends of the era, while their range of topics is inspired by various fields of contemporary society. A combinational approach was deemed to be the most suitable method. It combines the qualitative content analysis, with: theories on humor, theories on “characterization” and the function of illustration. The primary objective of the present dissertation is the examination of the techniques that humor employs in verbal text and in illustration as well in order to highlight how it works through the action of literary characters, highlighting at the same time the author trends of the 1990-2010 period. From the examination of the specific works, it is gleaned that humor is used as a mechanism fulfilling the ideological purposes of each narrative. Its basic functions turn out to be playful logic, its multilayered function, and its property to subvert outdated views and stereotypes, as well as to invite critical processing and reflection. To achieve humor, there is an equal cooperation between the verbal text and illustration, with humor being interwoven in diverse ways, thanks to modernist techniques. As far as characters are concerned, it is argued that humor is traced individually, as well as in combination with techniques of external description and internal representation in the creation of characters, which attests to the possibility of a combinatorial approach to the theories in question with a view to exploring the comic element of these characters. Η παρούσα διατριβή μελετά το χιούμορ σε πενήντα εικονογραφημένα μικροαφηγήματα της περιόδου 1990-2010, εστιάζοντας στη διερεύνηση του κωμικού στοιχείου των χαρακτήρων. Από το σώμα κειμένων της περιόδου αυτής, σχηματίστηκαν τέσσερις κατηγορίες μελέτης στις οποίες διερευνάται η λειτουργία του χιούμορ με στόχο να καταγράψουμε τις διάφερες όψεις του φαινομένου του. Τα συγκεκριμένα έργα, είναι ενδεικτικά των νεοτερικών τάσεων της περιόδου μελέτης, ενώ η θεματολογία τους είναι εμπνευσμένη από διάφορα πεδία της σύγχρονης εποχής. Η μέθοδος ανάλυσης των έργων είναι μεικτή, καθώς συνδυάζει την ποιοτική ανάλυση περιεχομένου με: τις θεωρίες του χιούμορ, τις θεωρίες «μελέτης και αποκάλυψης» των λογοτεχνικών χαρακτήρων και τη λειτουργία της εικονογράφησης. Πρωταρχική επιδίωξη της παρούσας διατριβής, είναι η εξέταση των τεχνικών που μετέρχεται το χιούμορ τόσο στο λεκτικό κείμενο όσο και στην εικονογράφηση προκειμένου να αναδείξουμε τον τρόπο λειτουργίας του μέσα από τη δράση των λογοτεχνικών χαρακτήρων, αναδεικνύοντας παράλληλα τις συγγραφικές τάσεις της περιόδου 1990-2010. Από την εξέταση των συγκεκριμένων έργων, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το χιούμορ χρησιμοποιείται ως μηχανισμός που εξυπηρετεί τις ιδεολογικές σκοπιμότητες της εκάστοτε αφήγησης που εγγράφεται. Ως βασικές λειτουργίες του αποδεικνύονται η παιγνιώδης λογική, η πολυεπίπεδη λειτουργία του, η ιδιότητα του να ανατρέπει αναχρονιστικές απόψεις και στερεότυπα και να προκαλεί την κριτική επεξεργασία και τον προβληματισμό. Στο χιουμοριστικό αποτέλεσμα συνεργάζονται εξίσου το λεκτικό κείμενο και η εικονογράφηση, ενώ το χιούμορ συνυφαίνεται ποικιλοτρόπως με τις νεοτερικές τεχνικές προκειμένου να επιτελεστεί. Ειδικότερα για τους χαρακτήρες, διαπιστώνεται ότι το χιούμορ εντοπίζεται τόσο μεμονωμένα όσο και συνδυαστικά με τις τεχνικές άμεσης και έμμεσης παρουσίασης των χαρακτήρων, γεγονός που επιβεβαιώνει τη δυνατότητα της συνδυαστικής προσέγγισης των εν λόγω θεωριών με σκοπό τη διερεύνηση του κωμικού των χαρακτήρων. 535 86 123 Οι μυοδερματικοί κρήμνοι στην επανορθωτική χειρουργική κεφαλής και τραχήλου 190 CASES OUT OF 420 PATIENTS WITH SQUAMOUS CELL CARCINOMAS IN THE HEAD AND NECK HAVE BEEN OPERATED. AFTER ABLATION SURGERY VARIOUS FLAPS HAVE BEEN USED FORRECONSTRUCTION OF THE AREA SUCH US THE DELTOPECTORAL FLAP AND THE MYOCUTANEOUS FLAPS OF THE PECTORALIS MAJOR AND STERNOMASTOID MUSCLES. IN A 130 CASES THE CERVICAL OESOPHAGUS WAS RECONSTRUCTED AND PARAMETERS FOR THE FLAP SURVIVAL HAVE BEEN USED SUCH AS 5-YEAR SURVIVAL OF THE PATIENTS, FLAP SURVIVAL AFTER RADIOTHERAPY, POST-OPERATIVE COMPLICATION OF THE FLAP (STENOSIS AND FISTULAS), TIME OF HOSPITALISATION. ΤΟ ΥΛΙΚΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ 190 ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΠΟ 420 ΜΕ ΚΑΡΚΙΝΩΜΑ ΕΚ ΠΛΑΚΩΔΩΝ ΕΠΙΘΗΛΙΩΝ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΡΑΧΗΛΟΥ. ΟΙ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΑΥΤΟΙ ΧΕΙΡΟΥΡΓΗΘΗΚΑΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΦΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΓΚΟΥ ΑΝΑΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΘΗΚΕ ΤΟ ΕΛΛΕΙΜΑ ΜΕ ΚΡΗΜΝΟΥΣ. ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ Ο ΔΕΛΤΟΘΩΡΑΚΙΚΟΣ ΚΡΗΜΝΟΣ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΔΕΡΜΑΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΥΟΔΕΡΜΑΤΙΚΟΙ ΚΡΗΜΝΟΙ ΤΟΥ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΘΩΡΑΚΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΤΕΡΝΟΚΛΕΙΔΟΜΑΣΤΟΕΙΔΟΥΣ ΜΥΟΣ. ΣΕ 130 ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΘΗΚΕ Ο ΑΥΧΕΝΙΚΟΣ ΟΙΣΟΦΑΓΟΣ. ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΩΡΙΣΜΕΝΟΙ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΘΕΙ Η ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΚΡΗΜΝΩΝ, ΟΠΩΣ Η 5 ΕΤΗΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ, Η ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΤΩΝ ΚΡΗΜΝΩΝ, ΙΔΙΩΣ ΜΕΤΑ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ, ΟΙ ΜΕΤΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ ΤΩΝ ΚΡΗΜΝΩΝ, ΟΙ ΗΜΕΡΕΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΗΣ ΝΟΣΗΛΕΙΑΣ. ΤΕΛΙΚΑ ΚΑΤΑΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ Η ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ ΤΩΝ ΜΥΟΔΕΡΜΑΤΙΚΩΝ ΚΡΗΜΝΩΝ ΜΕ ΠΡΩΤΕΥΟΝΤΑ ΤΟΝ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΜΥΟΔΕΡΜΑΤΙΚΟΥ ΚΡΗΜΝΟΥ ΤΟΥ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΘΩΡΑΚΙΚΟΥ ΜΥΟΣ. 536 428 455 During the last years, the study of a material’s behavior under nanoconfinement presents a huge scientific interest due to the wide range of possible applications. Polymers belong to a class of soft materials that have been immensely investigated because their properties such as density, chain dimensions, chain conformation, chain interpenetration and eventually flow may be influenced by confinement. Furthermore, polymer mobility in the presence of interfaces is connected with several important technological processes with applications in coatings, membranes and organic devices, while fabrication of nanocomposite materials with enhanced mechanical strength by nanomoulding is based on the way that polymers flow into thin pores. This thesis presents an investigation of the effect of confinement on (a) the capillary flow of poly(isoprene) (PI) and poly(ethylene oxide) (PEO) and (b) their dynamics. As a confining medium we used AAO nanopores of different diameters that constitute a uniform two dimensional geometry (arrays of discrete-isolated, parallel cylindrical pores) in contrast to previously used media. In the first part of this study, we test the laws of capillary rise for polymers into nanotubes (Lucas-Washburn equation). For this purpose, we employ poly(isoprene) and poly(ethylene oxide) melts with different molecular weights. We extract the effective viscocities of the confined polymers. We find that PEOs with less than 50 entanglements show slower dynamics than that theoretically predicted, while those with more entanglements show faster dynamics. Low molecular weight PIs, on the other hand, show an even higher increase on their effective viscocities. Both systems violate the classical LWE valid for Newtonian liquids. In the second and main part of this dissertation, we study the effect of confinement on the segmental and global chain modes. For this purpose we employ (a) PI with nonzero components of the dipole moment perpendicular and parallel to the chain contour (type-A) and (b) a series of amorphous (type-B and C) polymers with a wide range of glass temperatures. We employed dielectric spectroscopy to study the dynamics and the associated, Tg, of polymers. As a next step, we explore the effect of polymer/substrate interactions on the glass transition temperature calculating the interfacial energy of several polymers located inside the same AAO nanopores. Calculation of interfacial energy required the application of FOCG model to determine the surface energy of the solid. This was achieved by measuring the contact angles of several reference liquids on the alumina as well as the surface tension and contact angles of all polymers. A main result of the present investigation was that there is a trend for a decreasing glass temperature relative to the bulk with increasing interfacial energy. Η μελέτη της συμπεριφοράς ενός υλικού υπό περιορισμό σε κλίμακες της τάξης του νανομέτρου, παρουσιάζει μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια εξαιτίας του εύρους των πιθανών εφαρμογών. Μια κατηγορία συστημάτων στα οποία έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση τελευταία είναι η επίδραση του περιορισμού σε πολυμερικές αλυσίδες. Ιδιαίτερα οι διαμορφωτικές ιδιότητες, η πυκνότητα, οι διαστάσεις της αλυσίδας, ο αριθμός των εμπλοκών και εν τέλει η ροή τους μπορούν να επηρεαστούν από τον περιορισμό. Επίσης, η δυναμική των πολυμερών παρουσία διεπιφανειών συνδέεται με σημαντικές τεχνολογικές διεργασίες με εφαρμογές σε μεμβράνες, επιστρώσεις και οργανικές ηλεκτρονικές συσκευές, ενώ από τον τρόπο με τον οποίο οι πολυμερικές αλυσίδες διεισδύουν σε λεπτούς πόρους εξαρτάται και η κατασκευή νανοσύνθετων υλικών με βελτιωμένες μηχανικές ιδιότητες μέσω της διαδικασίας της νανο-χύτευσης. Στην εργασία αυτή μελετήθηκε η επίδραση του περιορισμού (α) στην τριχοειδική ανύψωση πολυμερών πολυϊσοπρενίου (PI) και πολυ(αιθυλενοξειδίου) (PEO) και (β) στη δυναμική τους. Σαν περιοριστικό μέσο χρησιμοποιήσαμε μεμβράνες ανοδιωμένης αλουμίνας (ΑΑΟ) με νανοπόρους διαφόρων διαμέτρων οι οποίοι αποτελούν ένα σύστημα ομοιόμορφων και παράλληλων κυλινδρικών πόρων που επιτρέπει τη μελέτη του περιορισμού υπό 2-D συνθήκες. Στο πρώτο μέρος της εργασίας ελέγχουμε τους νόμους που διέπουν την τριχοειδική ανύψωση πολυμερών σε νανοσωλήνες (σχέση Lucas-Washburn). Για το σκοπό αυτό χρησιποποιήθηκαν πολυϊσοπρένια και πολυ(αιθυλενοξείδια) διαφορετικών μοριακών βαρών. Στη συνέχεια, υπολογίστηκαν τα ενεργά ιξώδη των πολυμερών υπό περιορισμό. Βρέθηκε ότι πολυ(αιθυλενοξείδία) με 50 εμπλοκές ή λιγότερες έχουν πιο αργή τριχοειδική ανύψωση από την θεωρητικά προβλεπόμενη σε αντίθεση με εκείνα με περισσότερες εμπλοκές που παρουσιάζουν γρηγορότερη ανύψωση. Επίσης, πολυϊσοπρένια με μικρά μοριακά βάρη, παρουσίασαν πολύ μεγάλη αύξηση του ενεργού ιξώδους. Και για τα δύο συστήματα προέκυψε ότι η θεωρητική σχέση των Lucas-Washburn δεν ισχύει για πολυμερή. Στο δεύτερο μέρος της εργασίας αυτής μελετήθηκε η επίδραση του περιορισμού στην τμηματική κίνηση αλλά και στην κίνηση ολόκληρης της αλυσίδας. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, επιλέχθηκαν (α) το πολυϊσοπρένιο εξαιτίας της μη μηδενικής διπολικής ροπής τόσο κάθετα όσο και παράλληλα στον άξονα της αλυσίδας (τύπου-Α) και (β) μια σειρά άμορφων (τύπου-Β και C) πολυμερών με μεγάλο εύρος θερμοκρασιών υάλου. Για τη μελέτη της δυναμικής και του σχετιζόμενου Τg χρησιμοποιήθηκε η τεχνική της διηλεκτρικής φασματοσκοπίας. Στη συνέχεια, διερευνήθηκε ο ρόλος των αλληλεπιδράσεων πολυμερούς/υποστρώματος στη μεταβολή της θερμοκρασίας υάλου, μέσω του υπολογισμού της διεπιφανειακής ενέργειας μιας πληθώρας άμορφων και ημικρυσταλλικών πολυμερών εντός των ίδιων μεμβρανών ΑΑΟ. Για τον υπολογισμό της διεπιφανειακής ενέργειας χρειάστηκε να εκτιμηθεί αρχικά η επιφανειακή τάση της αλουμίνας με βάση το μοντέλο των Fowkes-Oss-Chaudhuri-Good. Αυτό απαιτεί τη διεξαγωγή πειραμάτων μέτρησης της γωνίας συνεπαφής τόσο μιας σειράς απλών υγρών επί της αλουμίνας όσο και της επιφανειακής τάσης και των γωνιών συνεπαφής όλων των υπό μελέτη πολυμερών. Το αποτέλεσματα της μελέτης είναι ότι υπάρχει η τάση για ελάττωση της θερμοκρασίας υάλου σε σχέση με εκείνη απουσία περιορισμού με την αύξηση της διεπιφανειακής ενέργειας. 537 590 564 Preparation and study of alkaline earth borophosphate glasses with the addiction of Ga2O3 Παρασκευή και μελέτη βοριοφωσφορικών υάλων αλκαλικών γαιών με προσθετό Ga2O3 The present master thesis deals with the preparation and study of strontium borophosphate glasses with Ga2O3, and compositions 0.58SrO ∙ 0.14B2O3 ∙ (0.28 − 𝑥)P2O5 ∙ 𝑥Ga2O3, for 𝑥 = 0,0.04,0.08,0.24. In current study, the ternary system of strontium borophosphate glasses with compositions 𝑥SrO ∙ (1 − 𝑥)[0.68B2O3 ∙ 0.32P2O5], for 0.40 ≤ 𝑥 ≤ 0.68 showed high chemical stability. In other studies, was found that the addition of Ga2O3 in zinc phosphate glasses improves also their chemical durability. Studies in the system of SiO2 ∙ CaO ∙ SrO ∙ Na2O and Na2O ∙ KO2 ∙ MgO ∙ CaO ∙ SrO ∙ SiO2 ∙ B2O3 ∙ P2O5 showed that the glasses containing strontium were bioactive. Also, according the study of SiO2 ∙ Na2O ∙ CaO ∙ P2O5 ∙ Ga2O3 system, the glasses occur to the formation of hydroxyapatite during their stay in SBF, having at the same time antibacterial effect. The purpose of this master thesis was the study of SrO ∙ B2O3 ∙ P2O5 ∙ Ga2O3 system and the effect of SrO and Ga2O3 combination in borophosphate glasses on chemical durability and bioactivity. It is notable, that the bioactivity of a glass requires intermediate values of chemical durability, as a glass with high chemical durability is not possible to present bioactivity. The first chapter, the introduction, starts with a historical flash of glasses. Basic concepts of glasses are described, such as the glassy state and a reference is made for the structural approaches and the thermal behavior of glasses. Furthermore, borate, phosphate and gallate glass structures are described. Finally, a brief report is made to bio-materials. The second chapter concerns the theory of the characterization techniques used for the glass system studied and the molecular dynamics simulation. The normal modes of vibration of the molecules and the principles of IR and Raman vibration spectroscopy are described. The third chapter refers theoretically to the physical and chemical properties of the glasses studied. Specifically, the Archimedes Principle is formulated, which is applied for the calculation of glass density. Moreover, the ability of glass to resist of corrosion (chemical durability) is referred. Finally, reference is made to bioactivity, calcium phosphate compounds and hydroxyapatite. In the fourth chapter (experimental part), experimental procedures for the preparation of glass and SBF, for density measurements and the study of chemical resistance and bioactivity of the glasses are described. In the fifth chapter, initially, a literature review of earlier studies of phosphate, borate glasses and gallate glasses is presented. Then, follows the analysis of the structure of the studied system using the Raman and IR spectra, and the molecular dynamics simulations results. The molecular dynamics study (MD) showed interesting results for the nearby environment of glass components in general agreement with the results of Raman and IR techniques. Bond lengths, geometries, and coordination numbers were calculated and trends in the creation or destruction of the various units that make up the vitreous of each glass were studied. The sixth and final chapter investigates the physical and chemical properties of glasses, such as density, molecular volume, dissolution rate, chemical durability and bioactivity. As a result of this study, it appears that the compositions of the borophosphate glasses evaluated didn’t show significant evidence of bioactivity, while the chemical durability ranged in low values. Substitution of P2O5 by Ga2O3 has adversely affected chemical resistance values and has led to structural rearrangements in the vitreous network, favoring the hydrolysis and dissolution reactions of the material in distilled water. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζεται η παρασκευή και μελέτη βοριοφωσφορικών υάλων στροντίου με Ga2O3, συστάσεων 0.58SrO ∙ 0.14B2O3 ∙ (0.28 − 𝑥)P2O5 ∙ 𝑥Ga2O3, για 𝑥 = 0,0.04,0.08,0.24. Σε πρόσφατη μελέτη, το τριαδικό σύστημα βοριοφωσφορικών υάλων στροντίου, συστάσεων 𝑥SrO ∙ (1 − 𝑥)[0.68B2O3 ∙ 0.32P2O5], για 0.40 ≤ 𝑥 ≤ 0.68 παρουσίασε υψηλή χημική σταθερότητα. Σε άλλες μελέτες, διαπιστώθηκε ότι η προσθήκη Ga2O3 σε φωσφορικές υάλους ψευδαργύρου ενισχύει επίσης την χημική τους ανθεκτικότητα. Μελέτες συστημάτων SiO2 ∙ CaO ∙ SrO ∙ Na2O και Na2O ∙ KO2 ∙ MgO ∙ CaO ∙ SrO ∙ SiO2 ∙ B2O3 ∙ P2O5 έδειξαν ότι οι ύαλοι που περιέχουν στρόντιο παρουσιάζουν βιοενεργότητα. Επίσης, σύμφωνα με μελέτη του συστήματος SiO2 ∙ Na2O ∙ CaO ∙ P2O5 ∙ Ga2O3, οι ύαλοι οδηγούν στον σχηματισμό υδροξυαπατίτη κατά την παραμονή τους σε SBF, έχοντας παράλληλα αντιμικροβιακή δράση. Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας ήταν η μελέτη του συστήματος SrO ∙ B2O3 ∙ P2O5 ∙ Ga2O3 και η επίδραση του συνδυασμού SrO και Ga2O3 σε βοριοφωσφορικές υάλους ως προς την χημική ανθεκτικότητα και τη βιοενεργότητα. Πρέπει να σημειωθεί, ότι η βιοενεργότητα μιας υάλου προϋποθέτει σχετικά ενδιάμεσες τιμές χημικής ανθεκτικότητας καθώς, μία ύαλος με πολύ υψηλή χημική ανθεκτικότητα δεν δύναται να παρουσιάζει βιοενεργότητα. Το πρώτο κεφάλαιο, της εισαγωγής, ξεκινά με μια ιστορική αναδρομή των υάλων. Περιγράφονται βασικές έννοιες των υάλων, όπως η υαλώδης κατάσταση και γίνεται αναφορά στις δομικές προσεγγίσεις και τη θερμική συμπεριφορά των υάλων. Επιπλέον, αναλύονται οι δομές βορικών, φωσφορικών υάλων και υάλων γαλλίου. Τέλος, γίνεται μια συνοπτική αναφορά στα βιοϋλικά. Το δεύτερο κεφάλαιο αφορά τη θεωρία των τεχνικών χαρακτηρισμού που χρησιμοποιήθηκαν για το σύστημα των υάλων που μελετήθηκε και της προσομοίωσης μοριακής δυναμικής. Περιγράφονται οι κανονικοί τρόποι δόνησης των μορίων και οι αρχές λειτουργίας των δονητικών φασματοσκοπιών IR και Raman. Το τρίτο κεφάλαιο αναφέρεται θεωρητικά στις φυσικές και χημικές ιδιότητες των υάλων που μελετήθηκαν. Συγκεκριμένα, διατυπώνεται η Αρχή του Αρχιμήδη, η οποία εφαρμόζεται για τον υπολογισμό της πυκνότητας των υάλων. Επίσης, γίνεται λόγος για την ικανότητα των υάλων να αντιστέκονται στη διάβρωση (χημική ανθεκτικότητα). Τέλος, γίνεται αναφορά στη βιοενεργότητα, σε ενώσεις φωσφορικού ασβεστίου και στον υδροξυαπατίτη. Στο τέταρτο κεφάλαιο (πειραματικό μέρος), περιγράφονται οι πειραματικές διαδικασίες για την παρασκευή των υάλων και του SBF, για τις μετρήσεις πυκνότητας και τη μελέτη χημικής ανθεκτικότητας και βιοενεργότητας των υάλων. Στο πέμπτο κεφάλαιο, αρχικά, παρουσιάζεται μια βιβλιογραφική ανασκόπηση παλαιότερων μελετών φωσφορικών, βορικών υάλων και υάλων γαλλίου. Έπειτα, ακολουθεί η ανάλυση της δομής του εξεταζόμενου συστήματος από τα φάσματα Raman και IR, καθώς και με υπολογισμούς προσομοιώσεων μοριακής δυναμικής. Η μελέτη μοριακής δυναμικής (MD) έδειξε ενδιαφέροντα αποτελέσματα για το κοντινό περιβάλλον των στοιχείων των υάλων σε γενική συμφωνία με τα αποτελέσματα των τεχνικών Raman και IR. Υπολογίστηκαν αποστάσεις δεσμών, γεωμετρίες και αριθμοί σύνταξης και μελετήθηκαν οι τάσεις δημιουργίας ή καταστροφής των διαφόρων μονάδων που αποτελούν το υαλώδες δίκτυο της κάθε υάλου. Στο έκτο και τελευταίο κεφάλαιο μελετώνται οι φυσικές και χημικές ιδιότητες των υάλων, όπως πυκνότητα, μοριακός όγκος, ταχύτητα διάλυσης, η χημική ανθεκτικότητα και η βιοενεργότητα. Ως αποτέλεσμα της συγκεκριμένης μελέτης, προκύπτει ότι οι συστάσεις των βοριοφωσφορικών υάλων που αξιολογήθηκαν δεν παρουσίασαν σημαντικές ενδείξεις βιοενεργότητας ενώ, παράλληλα, και η χημική ανθεκτικότητα κυμάνθηκε σε χαμηλές τιμές. Η αντικατάσταση του P2O5 από το Ga2O3 επηρέασε αρνητικά τις τιμές της χημικής ανθεκτικότητας και οδήγησε σε δομικές ανακατατάξεις στο υαλώδες δίκτυο, που ευνοούν τις αντιδράσεις υδρόλυσης και διάλυσης του υλικού στο απεσταγμένο νερό. 538 359 364 Heterostructures nanomaterials for catalytic and environmental applications Ετεροδομημένα νανοϋλικά για καταλυτικές και περιβαλλοντικές εφαρμογές Nanoparticles and nanostructured materials have gained a prominent role in technological developments due to their coordinated physicochemical characteristics, such as quantum phenomena, optoelectronic and thermal properties, their high catalytic activity, unique magnetic and plasmonic properties. The present Ph.D. thesis implemented on two axes: first, set-up and development of the methodology for the synthesis of nanostructured materials using Flame Spray Pyrolysis (FSP). This development includes pilot operation, and optimization of a single-Nozzle (SN-FSP) and two-nozzle (DN-FSP) FSP reactor. Secondly, the evaluation and optimization of the catalytic performance of selected nanomaterials in processes of energy and environmental applications. The catalytic applications in which the nanocatalysts were evaluated focus on hydrogen technology and can divide into two groups: catalytic H2 production and catalytic H2 utilization. Catalytic H2 production was studied either by photocatalytic water splitting or by catalytic dehydrogenation of HCOOH, while the catalytic utilization of H2 through the reduction of 4-Nitrophenol to 4-Animophenol.Herein is the present Ph.D. we exemplify the optimization of the FSP process for γ-Al2O3, TiO2 and CeO2 nanoparticles prepared with SN-FSP. Then, heterostructured nanomaterials engineered by the deposition of Cu nanoclusters or noble metals Au, Pt, Pd, Ag. The controlled synthesis-deposition process of nanoclusters studied in contrast to the nanoparticle deposition of the same metals. Thus, this process was set-up and optimized through the detailed study by optimizing very low concentrations of Cu, Au, Pt, Pd, Ag atoms on γ-Al2O3, TiO2 and CeO2 matrices. For this reason, was developed and optimized the two-nozzle FSP process, DN-FSP: one nozzle was optimized for the production of oxides/matrices γ-Al2O3, TiO2 and CeO2, while the second head optimized for the production of Cu, Au, Pt, Pd, Ag nanostructures which are deposited in-situ, in one step, in the matrices. Therefore, through the development of SN-FSP and DN-FSP, the present Ph.D. Thesis contributes to the conceptualization of industrial-scale production of advanced nanomaterials with targeted applications and properties. The produced nanoparticles studied by pXRD, Raman spectroscopy and TEM microscopy to characterize their phase-composition. Surface properties studied by nitrogen porosimetry (BET), FT-IR spectroscopy and TGA thermogravimetric analysis. The electron and magnetic properties studied by Uv-Vis/DRS, XPS, and EPR spectroscopy. Τα νανοσωματίδια και τα νανοδομημένα υλικά έχουν κερδίσει εξέχουσα θέση στις τεχνολογικές εξελίξεις εξαιτίας των συντονισμένων φυσικοχημικών τους χαρακτηριστικών, όπως τα φαινόμενα κβαντικού μεγέθους, οπτοηλεκτρονικές και θερμικές ιδιότητες, η υψηλή καταλυτική δραστικότητα, μαγνητικές και πλασμονικές ιδιότητες τους δίνουν αυξημένες επιδόσεις σε ένα ευρύ φάσμα εφαρμογών. Η παρούσα Διδακτορική Διατριβή υλοποιήθηκε πάνω σε δύο άξονες: πρώτον την ανάπτυξη μεθοδολογίας σύνθεσης νανοδομημένων υλικών με τεχνολογία Ψεκασμού Πυρόλυσης Φλόγας (Flame Spray Pyrolysis, FSP). Αυτό περιελάμβανε το στήσιμο, πιλοτική λειτουργία και βελτιστοποίηση αντιδραστήρα FSP μίας (Single-Nozzle FSP) και δύο κεφαλών (Double Nozzle FSP). Δεύτερον, την αξιολόγηση & βελτιστοποίηση της καταλυτικής απόδοσης επιλεγμένων νανοϋλικών σε διεργασίες ενεργειακού και περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος. Οι καταλυτικές εφαρμογές στις οποίες αξιολογήθηκαν οι νανοκαταλύτες εστιάζονται στην τεχνολογία του Υδρογόνου και μπορούν να διακριθούν σε δύο ομάδες: καταλυτική παραγωγή Η2 και καταλυτική αξιοποίηση Η2. Η καταλυτική παραγωγή Η2 μελετήθηκε είτε μέσω της φωτοκαταλυτικής διάσπασης Η2Ο, ή καταλυτικής αφυδρογόνωσης HCOOH. Η καταλυτική αξιοποίηση Η2 μέσω την αναγωγής 4-Νιτροφαινόλης σε 4-Ανιμοφαινόλη. Στο παρόν κείμενο παρουσιάζεται η διεργασία FSP μέσω της βελτιστοποίησης παρασκευής νανοσωματιδίων γ-Al2O3, TiO2 και CeO2 μα SN-FSP. Με βάση αυτά, έγινε βελτιστοποίηση της σύνθεσης ετεροδομημένων νανοϋλικών με εναπόθεση νανοπλειάδων (nanoclusters) Cu ή ευγενών μετάλλων Au, Pt, Pd, Αg. Η διεργασία ελεγχόμενης σύνθεσης-απόθεσης νανοπλειάδων μελετήθηκε σε αντίστιξη με την απόθεση νανοσωματιδίων των ίδιων μετάλλων. Έτσι το στάδιο αυτό υλοποιήθηκε μέσω λεπτομερούς μελέτης, βελτιστοποίησης πολύ χαμηλών ποσοτήτων ατόμων Cu, Au, Pt, Pd, Αg πάνω σε μήτρες γ-Al2O3, TiO2 και CeO2. Για το λόγο αυτό έγινε ανάπτυξη και βελτιστοποίηση της διεργασίας FSP-δύο-κεφαλών , DN-FSP: μία κεφαλή βελτιστοποιήθηκε για την παραγωγή των οξειδίων/μητρών γ-Al2O3, TiO2 και CeO2 ενώ η δεύτερη κεφαλή βελτιστοποιήθηκε για την παραγωγή των νανοδομών Cu, Au, Pt, Pd, Αg οι οποίες εναποτίθενται in-situ, σε ένα βήμα, στις μήτρες. Έτσι μέσω της αναπτυχθείσας τεχνολογίας SN-FSP και DN-FSP, η παρούσα Διδακτορική Διατριβή θέτει τις βάσεις για βιομηχανικής-κλίμακας παραγωγή προηγμένων νανοϋλικών με στοχευμένες εφαρμογές και ιδιότητες. Έγινε μελέτη των παραγόμενων νανοφάσεων, της καθαρότητας, έλεγχος του μεγέθους των νανοκρυστάλλων με pXRD, φασματοσκοπία Raman και της μορφολογίας με μικροσκοπία TEM. Οι επιφανειακές ιδιότητες μελετήθηκαν με ποροσιμετρία αζώτου, φασματοσκοπία FT-IR και θερμοβαρυτική ανάλυση TGA. Οι ηλεκτρονιακές και μαγνητικές ιδιότητες μελετήθηκαν με φασματοσκοπία Uv-Vis/DRS, XPS και EPR. 539 201 196 Basic regulations for labor relations in the greek labor market during the period of economic crisis. Βασικές ρυθμίσεις για τις εργασιακές σχέσεις στην ελληνική αγορά εργασίας κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. The study of the present work focuses on "Basic regulations for labor relations in the Greek labor market during the period of economic crisis". The development of technology and information technology in the workplace can be considered as the most basic and main reason for the development of differentiation in forms of work. As a result, the search for qualified staff to respond to the new reality and accept new forms of work will increase. In addition, it was the economic crisis that helped to create and change both labor costs and their forms. In recent years, all employment contracts have been increasingly replaced by collective agreements. Whichever beautiful the businessman decides and with the terms of work and wages, thus limiting the role of the formal form of work. The field of employment contracts has been characterized in recent years by the implementation of memoranda of instability. This paper studies "Basic arrangements for labor relations in the Greek labor market during the period of economic crisis", as we know in recent years since 2008 and then we are experiencing a period of economic crisis. Η μελέτη της παρούσας εργασίας επικεντρώνεται στις «Βασικές ρυθμίσεις για τις εργασιακές σχέσεις στην ελληνική αγορά εργασίας κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης». Η ανάπτυξη της τεχνολογίας και της πληροφορικής στον εργασιακό χώρο μπορεί να θεωρηθεί ως ο πιο βασικός και κύριος λόγος ανάπτυξης διαφοροποίησης στις μορφές εργασίας. Ως αποτέλεσμα να αυξηθεί η αναζήτηση για προσωπικό εξειδικευμένο να ανταποκριθεί στη νέα πραγματικότητα και να αποδέχεται τις νέες μορφές εργασίας. Επιπρόσθετα, η οικονομική κρίση ήταν αυτή που συνέβαλε στο να δημιουργηθούν και να μεταβληθούν τόσο το κόστος εργασίας, όσο και οι μορφές αυτής. Τα τελευταία χρόνια το σύνολο των συμβάσεων εργασίας ολοένα και αντικαθίσταται από συλλογικές. Σε όποια όμορφη αποφασίσει ο επιχειρηματίας και με τους όρους εργασίας και μισθών, με αποτέλεσμα να περιορίζεται ο ρόλος της τυπικής μορφής εργασίας. Ο τομέας των εργασιακών συμβάσεων χαρακτηρίζεται τα τελευταία χρόνια και με την εφαρμογή των μνημονίων από αστάθεια. Η παρούσα εργασία μελετά «Βασικές ρυθμίσεις για τις εργασιακές σχέσεις στην ελληνική αγορά εργασίας κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης», όπως γνωρίζουμε τα τελευταία χρόνια από το 2008 και έπειτα βιώνουμε μία περίοδο οικονομικής κρίσης. 540 153 166 Empirical study on the literacy of the primary school students for the earthquake Εμπειρική μελέτη για τον γραμματισμό των μαθητών του Δημοτικού Σχολείου στο φυσικό φαινόμενο του σεισμού A large part of the research community in the field of Natural Sciences deals with students' pre-existing knowledge, their attitudes, their perceptions and their alternative ideas about natural phenomena, objects of nature and related concepts. The purpose of this paper is to distinguish the literacy of primary school students, regarding the natural phenomenon of the earthquake and to detect their alternative ideas. The sample of the empirical research consisted of 237 students of the four last grades of Primary Schools from the prefecture of Ioannina during the academic year 2019-2020. The same questionnaire was used for all classes. Statistical analyzes were performed with the statistical package SPSS 24.0. The results of the empirical study showed that two out of three students have alternative ideas, some of which depend on their grade, but do not depend at all on their gender. Ένα μεγάλο μέρος της ερευνητικής κοινότητας στον χώρο των Φυσικών Επιστημών ασχολείται με τις προϋπάρχουσες γνώσεις των μαθητών, με τις στάσεις τους, τις αντιλήψεις τους και με τις εναλλακτικές τους ιδέες για τα φυσικά φαινόμενα, τα αντικείμενα της φύσης και τις σχετικές με αυτά έννοιες. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να μελετήσει τον γραμματισμό των μαθητών του Δημοτικού Σχολείου, αναφορικά με το φυσικό φαινόμενο του σεισμού και να ανιχνεύσει τις εναλλακτικές τους ιδέες. Το δείγμα της εμπειρικής έρευνας αποτέλεσαν 237 μαθητές των Γ΄, Δ΄, Ε΄ και Στ΄ τάξεων αστικών και ημιαστικών Δημοτικών Σχολείων του νομού Ιωαννίνων κατά τη σχολική χρονιά 2019-2020. Χρησιμοποιήθηκε ερωτηματολόγιο κοινό για όλες τις τάξεις. Οι στατιστικές αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν με το στατιστικό πακέτο SPSS 24.0. Από τα αποτελέσματα της εμπειρικής μελέτης διαπιστώθηκε ότι δύο στους τρεις μαθητές έχουν εναλλακτικές ιδέες, εκ των οποίων κάποιες εξαρτώνται από την τάξη φοίτησής τους, αλλά δεν εξαρτώνται καθόλου από το φύλο τους. 541 488 475 Genetic and epigenetic study of human cells' response to environmental factors Γενετική και επιγενετική ανταπόκριση ανθρώπινων κυττάρων σε εξωγενείς παράγοντες In this study we investigated the effect of environmental stimuli to the normal development of an organism by regulating the genetic and epigenetic profile of molecules involved in the system of stress response. Our study was conducted on different experimental models in an effort to investigate the stress effects, both in vivo and in vitro. The main part of the study has focused on alterations of the expression and methylation pattern of molecules associated with the function of HPA axis in an experimental model of maternal deprivation. We concluded that Maternal Separation and Early Weaning (MSEW) lead to long-term changes, stimulating the HPA axis, with the glucocorticoid receptor changing considerably, both at the protein and transcription level, in an opposite way between hippocampus as oppose to amygdala. The epigenetic modification of UBE3A, in the DNA methylation level, confirms the transcriptional regulation of GR, while individual differences reveal the importance of the individual characteristics in the body's response to a stressful stimulus. Correspondingly, we investigated in vitro the role of glucocorticoids in the development of nerve cells, by studying the response of neuroblastoma cell lines to dexamethasone treatment. Our preliminary findings showed that the cells responded to different concentrations of the drug by cell cycle arrest, thereby launching further study of the glucocorticoid system at the cellular level. Additionally, our interest was focused on the investigation of the interaction of the endocannabinoid and corticosteroid systems, both associated with stress. The results reveal that the intravenous administration of exponentially elevating doses of Δ9-THC activates the HPA axis, by increasing the expression of GR, MR and UBE3A. To summarize, we suggest that the synthetic cannabinoid drug (Δ9-THC) can reduce the stress symptoms, since we observe opposite effects than those of maternal separation. Furthermore, we examined the role of mitochondria in the brain response to stress. The protein levels of the electron transport chain complexes and SLC25A22, NMDAR, Cyt C molecules, suggest that the anxiety phenotype is not associated with the mitochondial proteome. However, low anxiety levels seem to be associated with high calcium flow in the brain striatum cells. Finally, a large part of this thesis has focused on the investigation of the possible mechanism which activates osteogenesis during the application of mechanical stress on hAT-MSCs. This experiment was conducted in an effort to simulate the environment that promotes the development of ectopic ossification. We observed that the constant application of mechanical stress in the cell system promoted early osteogenesis and demethylation of the GNAS promoter regions. The complete understanding of the molecular mechanism may lead to the development of methods for the prevention or treatment of heterotopic ossification. The common aim of the individual parts of this study was to understand the mechanisms that regulate the response of an organism to environmental stimuli, with a view to contributing to the development of new treatments for disorders caused by stress. Στην παρούσα διατριβή διερευνήθηκε η επίδραση περιβαλλοντικών ερεθισμάτων στη φυσιολογική ανάπτυξη ενός οργανισμού με τη ρύθμιση του γενετικού και επιγενετικού προφίλ μορίων που συμμετέχουν στην απόκριση στο στρες. Η μελέτη μας συμπεριέλαβε διαφορετικά πειραματικά μοντέλα στην προσπάθεια να διερευνηθεί η στρεσογόνος δράση σε συστήματα in vivo και in vitro. Το κύριο μέρος της εργασίας επικεντρώθηκε στις μεταβολές του προτύπου έκφρασης και μεθυλίωσης μορίων που συσχετίζονται με τη λειτουργία του άξονα ΗΡΑ σε ένα πειραματικό μοντέλο μητρικής αποστέρησης. Το γενικό συμπέρασμα ήταν ότι το στρες μητρικής αποστέρησης και ο πρόωρος απογαλακτισμός οδηγούν σε μακροπρόθεσμες μεταβολές που δείχνουν ευαισθητοποίηση του άξονα ΗΡΑ, με τον υποδοχέα γλυκοκορτικοειδών να μεταβάλλεται σημαντικά, τόσο σε επίπεδο mRNA όσο και πρωτεΐνης, με αντίθετη τάση στον ιππόκαμπο απ’ ότι στην αμυγδαλή. Οι αλλαγές του προτύπου μεθυλίωσης του UBE3A, μιας πολύ σταθερής επιγενετικής τροποποίησης, επηρεάζει την έκφραση αυτού του γονιδίου, και κατά συνέπεια τη μεταγραφική ενεργότητα του GR, ενώ οι ατομικές διαφορές που παρατηρούνται αποκαλύπτουν τη σημασία του ατομικού παράγοντα στην απόκριση του οργανισμού στο στρεσογόνο ερέθισμα. Αντίστοιχα, διερευνήθηκε in vitro ο ρόλος των γλυκοκορτικοειδών στις ιδιότητες των νευρικών κυττάρων, μελετώντας την απόκριση κυττάρων νευροβλαστώματος στη χορήγηση δεξαμεθαζόνης. Τα ευρήματα έδειξαν οτι τα κύτταρα ανταποκρίθηκαν σε διαφορετικές συγκεντρώσεις της ουσίας με αναστολή του κυτταρικού κύκλου, δίνοντας το έναυσμα για περαιτέρω μελέτη του συστήματος των γλυκοκορτικοειδών σε κυτταρικό επίπεδο. Επιπλέον, ενδιαφέρον παρουσίασε η διερεύνηση της αλληλεπίδρασης δύο συστημάτων που σχετίζονται με το στρες, των ενδοκανναβινοειδών και των κορτικοειδών. Τα αποτελέσματα μαρτυρούν οτι η ενδοφλέβια χορήγηση εκθετικά αυξανόμενων δόσεων Δ9-THC ενεργοποιεί τον άξονα ΗΡΑ με αύξηση της έκφρασης των μορίων GR, MR και UBE3A. Συνολικά υποθέτουμε ότι το συνθετικό κανναβινοειδές μπορεί να περιορίζει τα συμπτώματα του στρες, δεδομένου ότι παρατηρούμε αντίθετα αποτελέσματα από εκείνα του μητρικού αποχωρισμού. Εξετάστηκε επίσης ο ρόλος των μιτοχονδρίων στης απόκριση του εγκεφάλου στο άγχος. Τα πρωτεϊνικά επίπεδα των συμπλόκων της αλυσίδας μεταφοράς ηλεκτρονίων και των μορίων SLC25A22, NMDAR, Cyt C, οδηγούν στο συμπέρασμα οτι ο νευρικός φαινότυπος δεν συνδέεται με το μιτοχονδριακό πρωτέωμα. Ωστόσο χαμηλά επίπεδα άγχους φαίνεται να συνδέονται με υψηλή ροή ασβεστίου στα κύτταρα του ραβδωτού σώματος του εγκεφάλου. Τέλος, ένα σημαντικό μέρος της διατριβής εστιάστηκε στη διερεύνηση του πιθανού μηχανισμού ενεργοποίησης της οστεογένεσης κατά την επίδραση μηχανικού στρες σε διαφοροποιούμενα κύτταρα hAT-MSCs. Το πείραμα αυτό αποτέλεσε μια προσπάθεια απόδοσης σε κυτταρικό επίπεδο, του περιβάλλοντος που προκαλεί έκτοπη οστεοποίηση. Παρατηρήσαμε ότι η σταθερή επίδραση μηχανικού στρες στο κυτταρικό μας σύστημα οδήγησε σε πρώιμη οστεογένεση με ταυτόχρονη απομεθυλίωση του υποκινητή του γονιδίου GNAS. Η πλήρης κατανόηση του μοριακού μηχανισμού μπορεί να συντελέσει στην εξέλιξη μεθόδων πρόληψης ή αντιμετώπισης της έκτοπης οστεοποίησης. Κοινός στόχος των επιμέρους ενοτήτων της διατριβής ήταν η κατανόηση των μηχανισμών που ρυθμίζουν την ανταπόκριση του οργανισμού στα περιβαλλοντικά ερεθίσματα, με απώτερο σκοπό τη συμβολή στην εξέλιξη νέων θεραπευτικών μεθόδων για διαταραχές που έχουν ως αιτία διάφορες μορφές στρες. 542 348 331 Προρρυθμισμένη μέθοδος συζυγών κλίσεων για την επίλυση γραμμικών συστημάτων Toeplitz In this thesis we study the numerical solution of linear Toeplitz systems with the preconditioned conjugate gradient method. A Toeplitz matrix is a matrix with the same entries over its diagonals. Such kind of systems arise in a variety of fields of applied mathematics such as signal processing, image processing and image restoration, discretization of differential equations, time series, Markov chains etc. The diagonals of a Toeplitz matrix are given by a generating 2π-periodic function f. Basic properties of the generating function correspond to similar kind of properties of the Toeplitz matrix. Symmetric and positive definite Toeplitz matrices appear in a variety of applications but in most cases those matrices are ill-conditioned. Direct methods are not suitable for Toeplitz systems due to ill-conditioning and the fact that they destroy the good structure (same entries over the diagonals) of the matrix. Classical iterative methods are not so effective either. The most suitable methods are the preconditioned conjugate gradient method and the multigrid method. In the first chapter of this thesis, we present the main propositions and properties of Toeplitz matrices and some properties of the preconditioned con- jugate gradient method. In the second chapter, we analyze the properties of some well-known preconditioners that are suitable for well-conditioned sy- stems. Those preconditioners belong to trigonometric matrix algebras, in the sense that they can be diagonalized with the same matrix. More precisely, we study the circulant preconditioners proposed by G. Strang and T. Chan as well as τ preconditioners and preconditioners that can be diagonalized by the discrete Hartley transform matrix. We prove that those preconditioners provide superlinear convergence of the preconditioned conjugate gradient me- thod. In the third chapter we study preconditioning techniques that deal with ill-conditioned systems. Mainly we study band preconditioners that eliminate the ill-condition of the system and bound the spectral condition number of the preconditioned system. We also mention a preconditioner constructed by the product of a τ matrix and a band Toeplitz matrix that provides superlinear co- rvegence of the preconditioned conjugate gradient method. Numerical results are presented in the fourth chapter of this thesis. Στη διατριβή αυτή μελετάμε την αριθμητική επίλυση γραμμικών συστημάτων Toeplitz, με την προρρυθμισμένη μέθοδο συζυγών κλίσεων. ΄Ενας πίνακας Toeplitz έχει τα ίδια στοιχεία κατά μήκος των διαγωνίων του. Γραμμικά συστήματα με συντελεστές αγνώστων πίνακες Toeplitz, εμφανίζονται σε πολλές εφαρμογές, όπως επεξεργασία σήματος, επεξεργασία και ανάκτηση εικόνας, διακριτοποίηση διαφορικών εξισώσεων, χρονοσειρές, μαρκοβιανές αλυσίδες κ.α. Κάθε πίνακας Toeplitz παράγεται από μια γεννήτρια συνάρτηση f, η οποία είναι 2π-περιοδική. Βασικές ιδιότητες της συνάρτησης, μεταφέρονται σε αντίστοιχες ιδιότητες του πίνακα Toeplitz. Σε πολλές εφαρμογές παρουσιάζονται πίνακες Toeplitz συμμε- τρικοί και θετικά ορισμένοι, στις περισσότερες των περιπτώσεων όμως, οι πίνακες αυτοί έχουν κακή κατάσταση. Η χρήση άμεσων μεθόδων δεν ενδείκνυται, λόγω της κακής κατάστασης, αλλά και για το λόγο ότι καταστρέφεται η καλή δομή (τα ίδια στοιχεία στη διαγώνιο) του πίνακα. Επίσης, οι κλασικές επαναληπτικές μέθοδοι δεν είναι τόσο αποτελεσματικές. Οι πιο ενδεδειγμένες μέθοδοι είναι η προρρυθμισμένη μέθοδος συζυγών κλίσεων και η μέθοδος πολυπλεγμάτων (mul- tigrid). Στο εισαγωγικό κεφάλαιο της εργασίας, δίνουμε τις βασικές προτάσεις και ιδι- ότητες των πινάκων Toeplitz, καθώς και ιδιότητες της προρρυθμισμένης μεθόδου συζυγών κλίσεων. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζουμε και αναλύουμε τις ιδι- ότητες μερικών γνωστών προρρυθμιστών που αντιμετωπίζουν συστήματα με καλή κατάσταση. Οι προρρυθμιστές αυτοί ανήκουν σε άλγεβρες, με την έννοια ότι δια- γωνιοποιούνται με τον ίδιο πίνακα. Συγκεκριμένα, μελετάμε τους κυκλοειδείς προρρυθμιστές που προτάθηκαν από τους G. Strang και T. Chan, τους προρρυθ- μιστές που ανήκουν σε τ άλγεβρα και προρρυθμιστές που διαγωνοποιούνται από τον πίνακα διακριτού μετασχηματισμού Hartley. Αποδεικνύουμε ότι αυτοί οι προρ- ρυθμιστές οδηγούν στην υπεργραμμική σύγκλιση της προρρυθμισμένης μεθόδου συζυγών κλίσεων. Στο τρίτο κεφάλαιο μελετάμε τεχνικές προρρύθμισης που α- ντιμετωπίζουν αποτελεσματικά συστήματα με κακή κατάσταση. Μελετάμε κυρίως ταινιωτούς προρρυθμιστές, που άρουν την κακή κατάσταση του συστήματος και φράσσουν τον δείκτη κατάστασης του προρρυθμισμένου συστήματος. Αναφέρου- με έναν προρρυθμιστή, ο οποίος προκύπτει από το γινόμενο ενός πίνακα τ με έναν ταινιωτό πίνακα Toeplitz και οδηγεί στην υπεργραμμική σύγκλιση της μεθόδου. Αριθμητικά αποτελέσματα εμπεριέχονται στο τέταρτο κεφάλαιο της διατριβής. 543 263 272 Αντίληψη, κατανόηση και έκφραση μέσω του σχεδίου συναισθηματικών, σωματικών και νοητικών καταστάσεων στην παιδική ηλικία The aim of this study was to examine: (a) the ability of children aged 4-, 6- and 8years to recognize emotional (happiness, sadness, shame, pride), somatic (pain, hunger, fatigue, fever) and cognitive (thinking, daydreaming, uncertainty, wishing) states from facial expressions, (b) the ability to understand these three types of states from scenarios, (c) the ability to depict them in their drawings and (d) children’s and adults’ performance in the three tasks. In the study participated 102 children which were categorized into three equal age groups: 4-, 6- and 8-years. In addition, 34 adults participated as a control group. Three tasks were given to the children for the implementation of the aims. First, children had to recognize the tree types of states from photos with facial expressions (recognition task) and then had to find out which of the state the protagonist of the scenario experienced (understanding task), two tools which were made from the researcher. Finally, children were asked to draw a human figure for each of the states (drawing task). The results showed that older children performed better than the smaller in the three tasks and used the three graphic cues more often. Adults performed better than the children in the three tasks and used the three graphic cues more often. However, children and adults recognized and understood more easily the somatic and the emotional states, but had a difficulty with the cognitive states. Finally, was found that there were differences between adults and children in the frequency of use of graphic cues which were used to depicted the three types of states. Η παρούσα έρευνα εξέτασε: (α) την ικανότητα παιδιών ηλικίας 4-, 6- και 8- ετών να αντιλαμβάνονται τις συναισθηματικές (χαρά, λύπη, ντροπή, περηφάνια), τις σωματικές (πόνος, πείνα, κούραση, πυρετός) και τις νοητικές (σκέψη, ονειροπόληση, αβεβαιότητα, ευχή) καταστάσεις σε φωτογραφίες με εκφράσεις προσώπου, (β) την ικανότητα τους να τις κατανοούν μέσα από ιστορίες, (γ) την ικανότητα τους να τις αποδίδουν σχεδιαστικά και (δ) τη σύγκριση των επιδόσεων παιδιών και ενηλίκων στα τρία αυτά έργα. Στην έρευνα πήραν μέρος 102 παιδιά τα οποία ταξινομήθηκαν σε τρεις ισάριθμες ηλικιακές ομάδες: 4-χρονα, 6-χρονα και 8-χρονα. Στην έρευνα συμμετείχαν και 34 ενήλικες ως ομάδα ελέγχου. Για την υλοποίηση των στόχων της έρευνας στα παιδιά χορηγήθηκαν τρία έργα. Αρχικά, έπρεπε να αναγνωρίσουν τους τρεις τύπους καταστάσεων μέσα από φωτογραφίες με εκφράσεις προσώπου (έργο αντίληψης) και στη συνέχεια να βρουν ποια. κατάσταση βιώνει ο πρωταγωνιστής σε κάθε ιστορία (έργο κατανόησης), δύο εργαλεία που κατασκευάστηκαν από την ερευνήτρια. Τέλος, τους ζητήθηκε να σχεδιάσουν μία ανθρώπινη φιγούρα για κάθε μία από τις καταστάσεις (έργο σχεδίασης). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι και στα τρία έργα τα μεγαλύτερα παιδιά είχαν καλύτερες επιδόσεις από τα μικρότερα και χρησιμοποίησαν μάλιστα και τις τρεις ομάδες σχεδιαστικών δεικτών συχνότερα. Οι ενήλικες είχαν υψηλότερες επιδόσεις και στα τρία έργα από τα παιδιά και χρησιμοποίησαν τις τρεις ομάδες δεικτών πιο συχνά από ότι τα παιδιά. Ωστόσο, και τα παιδιά και οι ενήλικες αντιλήφθηκαν και κατανόησαν πιο εύκολα τις σωματικές και συναισθηματικές καταστάσεις, ενώ δυσκολεύτηκαν με τις νοητικές. Τέλος, υπήρχαν διαφορές μεταξύ παιδιών και ενηλίκων στους δείκτες που χρησιμοποίησαν για τη σχεδιαστική απόδοση των τριών τύπων καταστάσεων. 544 582 550 the pedagogical, administrative and social dimensions of their role in the 21st century παιδαγωγικές διοικητικές και κοινωνικές διαστάσεις του ρόλου τους στον 21ο αιώνα The present study aims at highlighting the factors that are related to the pedagogical, administrative and social dimensions of the role of education executives in the 21st century. Considering that the contribution of executives to the shaping and success of educational events and reforms is decisive, we are urged to investigate this role and their attitudes in relation to their profession but mainly in relation to the exert of administrative tasks and hierarchical structures within the educational system. This survey, which uses both quantitative and qualitative research methods, was conducted in March 2014 using questionnaires. Survey conclusions 108 Education executives took part in this survey, 58 out of the 108 were men (54%) and 50 (46%)were women. The biggest part of the questioned persons participated in the survey were from Crete and were men aged 48-56 years old. Concerning the level of education, everyone was a university graduate without having a postgraduate degree. About the question < Have you ever attended any extra education? Almost everyone replied positively. The next question was < Have you ever experienced the syndicalism? Most of the questioned had never such an experience before. As far as the Institutional framework of their selection is concerned ,all the candidates invoked the relevant laws. In the question they answered they had. In the question It seems that they didn’t need to do anything like that at all. In the question They declared they had lack of freedom generally. In the question the questioned aimed at advising, encouraging and urging for education. The participants made no suggestions to the Ministry of Education about the educational situation . The question about the importance they believed to have on the planning of the educational policy , showed a great disappointment. The majority of the participants answered that yes, their role would be more important in some issues, if the initiative framework was different. The basic reasons for someone to choose to exert the role of the administrator are to help or to offer to his colleagues and generally to his educational work. In the question Many of them mentioned their teaching experience marking the teaching school years. During the survey a good relationship between the executives and their foremen was noticed and this was a positive influence for the executives. It’s also important to mention that no reform influenced the role of their choice. Essentially, the job of a teacher should be rightly characterized as a function. The democratic participatory models are always preferred because they are considered to be more effective. Η παρούσα μελέτη αποσκοπεί στην ανάδειξη των παραγόντων που σχετίζονται με τις παιδαγωγικές, διοικητικές και κοινωνικές διαστάσεις του ρόλου των στελεχών της εκπαίδευσης στον 21ο αιώνα. Θεωρώντας ότι η συμβολή των στελεχών στη διαμόρφωση και την επιτυχία των εκπαιδευτικών δρώμενων και μεταρρυθμίσεων είναι καθοριστική, ωθούμαστε να ερευνήσουμε το ρόλο αυτό και τις στάσεις τους σε σχέση με το επάγγελμά τους και κυρίως σε σχέση με την άσκηση διοικητικών καθηκόντων και ιεραρχικών δομών μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα. Στη διερεύνηση αυτή, χρησιμοποιήσαμε τόσο ποσοτικές όσο και ποιοτικές μεθόδους έρευνας και πραγματοποιήθηκε τον Μάρτη του 2014, με τη χρήση ερωτηματολογίων. Αποτελέσματα- Συμπεράσματα της έρευνας Στην έρευνα αυτή συμμετείχαν συνολικά 108 στελέχη της εκπαίδευσης, από τους 108, οι 58 (54%) ήταν άντρες και οι 50 (46%) ήταν γυναίκες. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ερωτηθέντων που συμμετείχαν στην έρευνα ήταν από την Κρήτη και ήταν άντρες, ηλικίας 48 - 56 ετών. Όσον αφορά το επίπεδο μόρφωσης ήταν άπαντες κάτοχοι πτυχίου ΑΕΙ και δεν είχαν μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών. Όσον αφορά την ερώτηση «Έχετε παρακολουθήσει κάποια επιμόρφωση;» σχεδόν όλοι οι συμμετέχοντες απάντησαν θετικά. Στη συνέχεια στην ερώτηση «Είχατε πριν την εμπειρία του συνδικαλισμού;» οι περισσότεροι ερωτώμενοι δεν είχαν κάποια τέτοια εμπειρία. Όσον αφορά το θεσμικό πλαίσιο επιλογής τους, όλοι οι υποψήφιοι επικαλούνται τη σχετική Νομοθεσία. Στην ερώτηση «Δεχθήκατε κάποιου είδους σεμινάριο/ενημέρωση πριν από την τοποθέτησή σας;» παρατηρείται πως δεν είχαν κάποια ενημέρωση ή σεμινάριο πριν την τοποθέτησή τους. Ως προς την ανάληψη των καθηκόντων τους οι ερωτώμενοι αντιμετώπισαν ελάχιστες δυσκολίες. Οι ερωτώμενοι δεν αντιμετώπισαν καμία πίεση για θέματα που άπτονταν των καθηκόντων τους σύμφωνα με τις απαντήσεις που δόθηκαν στην ερώτηση. Οι συμμετέχοντες φαίνεται πως διαπίστωσαν διάθεση συνεργασίας σε σχέση με το ρόλο και τα καθήκοντά τους βάση των αποτελεσμάτων. Στην ερώτηση «Έχετε ξεκάθαρη άποψη για τους στόχους της εκπαιδευτικής πολιτικής;», απάντησαν πως υπήρξε ξεκάθαρη άποψη. Στην ερώτηση «Χρειάστηκε να συμβουλευτείτε ή να συγκρουστείτε με τις εκπαιδευτικές αρχές προκειμένου να επιτύχετε το στόχο σας;», φαίνεται πως δεν χρειάστηκε καθόλου να συμβεί κάτι τέτοιο. Στην ερώτηση «Τα διοικητικά σας καθήκοντα σας επέτρεπαν να έχετε ελευθερία κινήσεων/απόψεων σε τέτοια ζητήματα;» δήλωσαν πως δεν υπήρχε ελευθερία κινήσεων γενικότερα. Στην ερώτηση «Ποιες δραστηριότητες αναπτύξατε στα πλαίσια του παιδαγωγικού/ συμβουλευτικού σας ρόλου;», οι ερωτώμενοι στοχεύουν στο να συμβουλεύουν, να εμψυχώνουν, και να παροτρύνουν για επιμόρφωση. Οι συμμετέχοντες δεν έκαναν κάποια πρόταση στο Υπουργείο Παιδείας σχετικά με την εκπαιδευτική κατάσταση. Στην ερώτηση σχετικά με το τι βαρύτητα πιστεύουν ότι έχουν στο σχεδιασμό της εκπαιδευτικής πολιτικής, διαπιστώνεται μία πολύ μεγάλη απογοήτευση. Η πλειοψηφία των ερωτηθέντων υποστήριξε πως ναι ο ρόλος τους θα ήταν σημαντικότερος σε κάποια ζητήματα, αν το θεσμικό πλαίσιο ήταν διαφορετικό. Οι βασικοί λόγοι για να επιλέξει κάποιος να ασκήσει το ρόλο της διοίκησης είναι για να βοηθήσει ή να προσφέρει στους συναδέλφους του και γενικότερα στο εκπαιδευτικό του έργο. Στη ερώτηση «Ποια είναι η εμπειρία σας στην τάξη ως μάχιμος δάσκαλος», αρκετοί εκπαιδευτικοί σημείωσαν την εμπειρία τους σε χρόνια προϋπηρεσίας. Στην έρευνα παρατηρήθηκε ότι υπήρξε καλή σχέση μεταξύ των στελεχών και των Προϊσταμένων τους και αυτό υπήρξε μια θετική επιρροή για τα στελέχη. Είναι σημαντικό επίσης να σημειωθεί πως καμία μεταρρύθμιση δεν έπαιξε ρόλο στην επιλογή τους. Ουσιαστικά το επάγγελμα του εκπαιδευτικού θα πρέπει να χαρακτηρίζεται πιο ορθά ως λειτούργημα. Πάντα προτιμώνται τα δημοκρατικά συμμετοχικά μοντέλα διοίκησης γιατί θεωρούνται πιο αποτελεσματικά. 545 307 322 Η αναλγητική και αναισθητική δράση του βελονισμού στις χειρουργικές επεμβάσεις Acupuncture is nowadays a well established analgesic and partially anesthetic method in western medicine. The anesthetic effect of acupuncture contributes to reducing the consumption of anesthetics and analgesics, but also to prevent anesthesia-related complications by protecting the patient during surgery The aim of this review study was to examine the articles that investigate the effectiveness of acupuncture in analgesia and anesthesia of patients. It intended to address the question of whether this technique is a sufficient method for analgesia and / or anesthesia and its indications. The collection of scientific articles used in this review study was conducted over the internet and the search was based on the Medline / PubMed and Google Scholar electronic databases for 2010-2017 yeas. In order to identify articles on the subject of this work, the following key words were used: acupuncture, electroacupuncture, anesthesia, seduction, analgesia, pain relief / reduction individually or in combination. A total of 72 abstracts that met the above criteria were examined and, after a thorough study, 44 articles were included in this systematic review. Although the exact mechanism of action of acupuncture is not known, it appears to be applicable and to positively affect to some extent the (Gliedt, Daniels &Wuollet, 2015), the patient's perioperative care, reducing the complications and preoperative anxiety experienced by the patient, postoperative nausea and vomiting, and pain. It makes it possible to regulate homeostasis, improve the function of organs and maintain physical function in balance during perioperative intervention.The findings of this paper demonstrate that the use of acupuncture techniques as an additional practice during the preoperative phase alongside the application of standard anesthetic methods contributes to the anesthetic substance quantity required for suppression of the patient. In addition, it allows the limited use of opioids in the treatment of postoperative pain and consequently the avoidance of the side-effects associated with these substances. Ο βελονισμός έχει πλέον καθιερωθεί στη δυτική ιατρική ως αναλγητική και εν μέρει αναισθητική μέθοδος. Η αναισθητική δράση του βελονισμού συμβάλλει στη μείωση της κατανάλωσης αναισθητικών και αναλγητικών, αλλά και στην αποτροπή των επιπλοκών που σχετίζονται με την αναισθησία προστατεύοντας τον ασθενή κατά τη διάρκεια της επέμβασης. Στόχος της παρούσας μελέτης ήταν η εξέταση των άρθρων που διερευνούν την αποτελεσματικότητα του βελονισμού στην αναλγησία και την αναισθησία των ασθενών. Επιδιώκεται να απαντηθεί το ερώτημα κατά πόσο η συγκεκριμένη τεχνική συνιστά επαρκή μέθοδο αναλγησίας ή/και αναισθησίας και σε ποιες περιπτώσεις κρίνεται κατάλληλη η επιλογή της. Η συλλογή των επιστημονικών άρθρων που χρησιμοποιούνται στην παρούσα ανασκοπική μελέτη πραγματοποιήθηκε μέσω διαδικτύου και η αναζήτηση βασίστηκε στις ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων Medline/PubMed και GoogleScholarγια τα έτη 2010-2017. Προκειμένου να εντοπιστούν άρθρα σχετικά με το θέμα της εν λόγω εργασίας χρησιμοποιήθηκαν οι εξής λέξεις κλειδιά: acupuncture, electroacupuncture, anaesthesia, seduction, analgesia, painrelief/reduction μεμονωμένες ή σε συνδυασμό μεταξύ τους. Εξετάστηκαν συνολικά 72 περιλήψεις που πληρούσαν τα παραπάνω κριτήρια και κατόπιν ενδελεχούς μελέτης στην παρούσα συστηματική ανασκόπηση περιλήφθηκαν 44 άρθρα. Παρόλο που ο ακριβής μηχανισμός δράσης του βελονισμού δεν είναι γνωστός, φαίνεται να βρίσκει εφαρμογή και να επιδρά θετικά έως ένα βαθμό στην περιεγχειρητική φροντίδα των ασθενών περιορίζοντας τις επιπλοκές και το προεγχειρητικό άγχος που βιώνει ο ασθενής, την μετεγχειρητική ναυτία και έμετο, καθώς και τον πόνο. Καθιστά εφικτή την ρύθμιση της ομοιόστασης, τη βελτίωση της λειτουργίας των οργάνων και τη διατήρηση της σωματικής λειτουργίας σε ισορροπία κατά την περιεγχειρητική περίοδο. Τα ευρήματα της παρούσας εργασίας καταδεικνύουν ότι η χρήση των τεχνικών του βελονισμού ως μια πρόσθετη πρακτική κατά την προεγχειρητική φάση παράλληλα με την εφαρμογή των τυπικών μεθόδων αναισθησίας συμβάλλει στην μείωση της απαιτούμενης ποσότητας αναισθητικών ουσιών που απαιτούνται για την καταστολή του ασθενούς. Επιπρόσθετα, επιτρέπει την περιορισμένη χρήση οπιοειδών κατά τη θεραπεία του μετεγχειρητικού πόνου και την αποφυγή, κατά συνέπεια, των παρενεργειών που συνδέονται με τις εν λόγω ουσίες. 546 713 814 Suicide is a worldwide phenomenon and is a major problem in social and health care. For many decades, there has been a growing interest in developing suicide prevention strategies. Suicide is recognized as a serious, worldwide public health concern and has been proven to be the tenth leading cause of death worldwide. The approximate international burden of suicide is one million deaths a year and public awareness is needed to effectively prevent suicide. Suicide rates varyby region and country, and the risk of suicide varies according to gender, age, employment status and quality of physical and mental health. A considerable number of substantial studies have been conducted to investigate risk factors that predict suicidal ideation and behavior. In particular, studies have shown that demographic factors such as gender and age have been found to be essential risk factors associated with suicide. Numerous studies have also investigated the association between chronic medical disease and Greek financial crisis with the existence and increased risk of suicidal behavior. The cross-sectional study had the following objectives: 1) To evaluate mental stress, suicide beahavior, patients' illness perception, sence of coherence, resilienceand religiousness of patients with chronic medical diseases. The prospective study had the following objectives: 1) to assess the course of mental stress and quality of life of patients with chronic medical diseases during a semester 2) to identify the factors associated with suicide behavior in the overall sample but also separately in patients and in the control group 3) to identify factors for improving suicide beahior in patients and in the control group 4) to identify factors affecting the relationship of suicide behavior with perceived influence of financial crisis. In the cross-sectional study participated 821 subjects, 629 of whom were in the group of patients with chronic medical diseases and 129 in the control group. In the prospective study, 464 patients with chronic medical diseases and 110 healthy subjects participated in the first phase of the study, participated in the second assessment 6 months later. The data were collected through semi-structured psychiatric interview, as well as by completing questionnaires. The findings of the 150 study showed a high prevalence of major depressive disorder, suicidal ideation and behavior and Generalized Anxiety Disorder (GAD) in patients with chronic medical diseases visiting the University Hospital of Ioannina during the Greek financial crisis. At the same time, a significant proportion of the healthy sample had depressive symptoms, however smaller than the patient sample. In addition, the results ofcurrent research verify the association between chronic physical illness and comorbidity with major depressive disorder and suicidal behavior. In addition, analyses occurred six months after baseline found that all outcomes (ie, severity of depressive symptom, risk of suicide, quality of life relatedto health) were significantly improved. The results of the prospective study on factors related to suicidality during follow-up showed that psychiatric history was significantly associated with suicidality in the overall sample of patients and healthy subjects (control group) participated in the study. Specifically, the high RASS Suicide Score and the diagnosis of depression (PHQ> 10) at baseline seem to be positively correlated with suicide scores on the follow up. On the contrary, depression improvement is negatively related to suicide on follow up assessment. Regarding theimprovement of suicide in the patient sample, three variables were found statistically significant: RASS suicidality and PHQ-9 depression diagnosis at baseline, and improvement in depression measured with the PHQ-9 scale during 6 months. These variables are same with the variables identified as important for predicting suicidality in the second measurement after a 6-month follow-up throughout the study sample. In the healthy population sample, age, diagnosis of depression (PHQ>10), and lower RASS scores were found to be negatively correlated with improved suicidality. Finally, the most important new finding is that the impact of the current financial crisis is linked to the risk of suicide, but this correlation is moderated by the presence of a psychiatric disorder: the greater the impact of the crisis, the greater the risk of suicide only when a psychiatric disorder or generalized anxiety disorder is diagnosed. In this light, as the rates of depression, anxiety disorder, and suicide in patients with chronic medical diseases were significant in the present study,clinicians should be aware that referral for psychiatric intervention is important in patients with chronic medical diseases. Η αυτοκτονία αποτελεί ένα παγκόσμιο φαινόμενο και συνιστά σημαντικό πρόβλημα κοινωνικής και υγειονομικής περίθαλψης. Για πολλές δεκαετίες, παρατηρείται αυξανόμενο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη στρατηγικών πρόληψης αυτοκτονίας. Η αυτοκτονία αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ως σοβαρή, παγκόσμια ανησυχία για τη δημόσια υγεία και έχει αποδειχθεί ότι αποτελεί τη δέκατη κύρια αιτία θανάτου παγκοσμίως. Το κατά προσέγγιση διεθνές βάρος της αυτοκτονίας είναι ένα εκατομμύριο θανάτους ετησίως και η ευαισθητοποίηση του κοινού είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική πρόληψη των αυτοκτονιών. Τα ποσοστά αυτοκτονίας ποικίλλουν ανάλογα με τις περιφέρειες και τις χώρες και ο κίνδυνος αυτοκτονίας ποικίλλει ανάλογα με το φύλο, την ηλικία, την κατάσταση της απασχόλησης και την καλή σωματική και ψυχική υγεία ενός ατόμου. Ένας σημαντικός αριθμός ερευνών έχει πραγματοποιηθεί με σκοπό να διερευνηθούν παράγοντες κινδύνου οι οποίοι προβλέπουν την εμφάνιση αυτοκτινικού ιδεασμού και συμπεριφοράς. Ειδικότερα, οι μελέτες έχουν δείξει ότι δημογραφικοί παράγοντες, όπως το φύλο και η ηλικία βρέθηκαν να είναι σημαντικοί παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με την αυτοκτονικότητα. Επίσης, πολυάριθμες μελέτες διερευνούν τη συσχέτιση της χρόνιας σωματικής νόσου αλλά και της περιόδου της οικονομικής κρίσης της Ελλάδας με την εμφάνιση αλλά και την αύξηση του κινδύνου αυτοκτονικής συμπεριφοράς. Η συγχρονική (cross-sectional) μελέτη είχε τους εξής στόχους: 1) Να αξιολογηθεί η ψυχική καταπόνηση, η αυτοκτονικότητα, η αντίληψη των ασθενών για τη νόσο, η αίσθηση συνοχής, η ανθεκτικότητα αλλά και η θρησκευτικότητα των ασθενών με χρόνια σωματικά νοσήματα. Η προοπτική (prospective) μελέτη είχε τους εξής στόχους:!) να αξιολογηθεί η πορεία της ψυχικής καταπόνησης και της ποιότητα ζωής των ασθενών με χρόνια σωματικά νοσήματα, κατά τη διάρκεια ενός εξαμήνου 2) να αναγνωριστούν οι παράγοντες που σχετίζονται με την αυτοκτονικότητα στο συνολικό δείγμα αλλά και χωριστά στους ασθενείς και στην ομάδα ελέγχου 3) να αναγνωριστούν οι παράγοντες για τη βελτίωση της αυτοκτονικότητας στους ασθενείς αλλά και στην ομάδα ελέγχου 4) να εξεταστούν οι παράγοντες που επηρεάζουν τη σχέση της αυτοκτονικότητας με την αντιληπτή επιρροή της κρίσης . Στη συχρονική μελέτη συμμετείχαν 821 άτομα, από τα οποία τα 629 ανήκαν στην ομάδα των ασθενών με χρόνια σωματικά νοσήματα και τα 129 άτομα στην ομάδα ελέγχου. Στην προοπτική μελέτη, 464 ασθενείς με χρόνια σωματικά νοσήματα που συμμετείχαν στην πρώτη φάση της μελέτης, και 110 υγιή άτομα έλαβαν μέρος στη δεύτερη εκτίμηση, 6 μήνες αργότερα. Η συλλογή των δεδομένων έγινε με ημιδομημένη ψυχιατρική συνέντευξη, καθώς και με τη συμπλήρωση ερευνητικών εργαλείων. Τα ευρήματά της μελέτης παρουσίασαν υψηλό επιπολασμό της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής, του αυτοκτονικού ιδεασμού και συμπεριφοράς και της Γενικευμένης Αγχώδους διαταραχής (ΓΑΔ) σε ασθενείς με χρόνια σωματικά νοσήματα που επισκέπτονται το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων (εξωτερικά ιατρεία και ΤΕΠ) κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, σημαντικό ποσοστό του δείγματος των υγιών παρουσίασε καταθλιπτική συμπτωματολογία, αρκετά μικρότερο βέβαια από το δείγμα των ασθενών. Επιπρόσθετα τα αποτελέσματα της τρέχουσας έρευνας επαληθεύουν την συσχέτιση της χρόνιας σωματική νόσου αλλά και της συννοσηρότητας με την μείζονα καταθλιπτική διαταραχή και την αυτοκτονική συμπεριφορά. Επιπλέον, πραγματοποιώντας αναλύσεις έξι μήνες μετά την αρχική εκτίμηση (baseline) διαπιστώθηκε ότι όλα τα αποτελέσματα (δηλαδή, σοβαρότητα του καταθλιπτικού συμπτώματος, κίνδυνος αυτοκτονίας, ποιότητα ζωής που σχετίζεται με την υγεία) βελτιώθηκαν σημαντικά έξι μήνες μετά την έναρξη της μελέτης και την εφαρμογή της παρέμβασης χαμηλής έντασης. Τα αποτελέσματα της προοπτικής μελέτης σχετικά με τους παράγοντες που σχετίζονται με την αυτοκτονικότητα κατά τη διάρκεια της επαναληπτικής μέτρησης (follow up) έδειξαν ότι το ψυχιατρικό ιστορικό σχετίζεται σημαντικά με την αυτοκτονικότητα στο συνολικό δείγμα ασθενών και υγειών (ομάδα ελέγχου) που έλαβαν μέρος στην έρευνα. Συγκεκριμένα, η υψηλή βαθμολογία στην κλίμακα αυτοκτονικότητας RASS και η διάγνωση της κατάθλιψης (PHQ>10) κατά την αρχική εκτίμηση φαίνεται να σχετίζονται θετικά με τη βαθμολόγια αυτοκτονικότητας κατά την επαναληπτική μέτρηση. Αντιθέτως, η βελτίωση της κατάθλιψης σχετίζεται αρνητικά με την αυτοκτονικότητα κατά την επαναληπτική μέτρηση. Αναφορικά με τη βελτίωση της αυτοκτονικότητας στο δείγμα των ασθενών, τρεις μεταβλητές βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές : η Αυτοκτονικότητα RASS και η διάγνωση κατάθλιψης PHQ-9 κατά την αρχική μέτρηση, καθώς και η βελτίωση της κατάθλιψης που μετρήθηκε με την κλίμακα PHQ-9 κατά τη διάρκεια του εξαμήνου . Οι μεταβλητές αυτές είναι ακριβώς οι ίδιες με τις μεταβλητές που αναγνωρίστηκαν ως σημαντικές για την πρόγνωση αυτοκτονικότητας στη δεύτερη μέτρηση μετά την πάροδο 6 μηνών (follow-up) σε όλο το δείγμα της μελέτης. Στο δείγμα του υγιούς πληθυσμού, η ηλικία, η διάγνωση κατάθλιψης (PHQ>10) και η μικρότερη βαθμολογία στην κλίμακα αυτοκτονικότητας RASS βρέθηκε να σχετίζονται αρνητικά με τη βελτίωση της αυτοκτονικότητας. Τέλος, το πιο σημαντικό νέο εύρημα είναι ότι ο αντίκτυπος της τρέχουσας οικονομικής κρίσης συνδέεται με τον κίνδυνο αυτοκτονίας, αλλά η συσχέτιση αυτή τροποποιείται από την ύπαρξη ψυχιατρικής διαταραχής στο άτομο: όσο μεγαλύτερος είναι ο αντίκτυπος της κρίσης, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος αυτοκτονίας μόνο όταν υπάρχει ψυχιατρική διαταραχή ή Γενικευμένη αγχώδη διαταραχή. Υπό αυτό το πρίσμα, καθώς το ποσοστά κατάθλιψης, αγχώδης διαταραχής και αυτοκτονικότητας σε ασθενείς με χρόνια σωματικά νοσήματα ήταν σημαντικά στην παρούσα έρευνα, οι κλινικοί γιατροί θα πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι σε ασθενείς με χρόνια σωματικά νοσήματα η παραπομπή για ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις είναι σημαίνουσας σημασίας. 547 654 644 Investigation of the Regulation of Gene Expression of the bHLH Transcription Factor Neurogenin2 and the Protein Arginine Methyltransferase PRMT8 in the Neuronal Milieu Διερεύνηση της ρύθμισης της έκφρασης του bHLH μεταγραφικού παράγοντα neurogenin2 και της μεθυλοτρανσφεράσης της αργινίνης PRMT8 στο νευρικό περιβάλλον The main goal of this thesis was to investigate the regulatory mechanisms governing the expression of transcription factors and epigenetic modulators which are involved in neurogenesis focusing on the arginine methyltransferase PRMT8, and the bHLH protein Ngn2. Histone methylation on arginine residues is a new mechanism implicated in the dynamic regulation of chromatin structure and epigenetic memory. It is mediated by specialized enzymes called PRMTs. PRMT8 is particularly interesting because it is expressed exclusively in the nervous system, however its putative role in the process of adult neurogenesis is yet unknown. A fundamental role in neurogenesis as well as in neural stem cell maintenance and cell fate determination is played by the bHLH family of transcription factors. One of the proneural genes of this family, and a crucial regulator of neurogenesis is Ngn2. Both the levels and the activity of Ngn2 are under strict control which is essential for the initiation of the differentiation process. However, the regulation of Ngn2 gene expression is still poorly understood. By analyzing the expression profile of PRMT8 in the adult mouse hippocampus, we showed that PRMT8 is localized solely in the nucleus of the mature NeuN+ neurons in the granular zone of the dentate gyrus,and is never expressed together with the early differentiation marker DCX. To investigate the role of PRMT8 in vivo, we generated retroviral vectors in order to overexpress or downregulate the protein in the neurogenic regions of the adult mouse brain. During these experiments we realized that the cDNA sequence which was annotated in the NCBI database, produced only the membrane-bound and not the nuclear form. By analyzing more extensively the 5’ end of the gene using cRACE or 5’ RLM-RACE, we identified several novel alternative transcripts. One of them differs from the established PRMT8 mRNA only in the first exon, and probably represents the nuclear isoform. We also investigated the regulation of Ngn2 gene expression during neuronal differentiation, using as models rat neural progenitor cells (NPCs) as well as human neuroblastoma cells. In the NPCs, the Ngn2 mRNA levels increase fast within the first three hours of differentiation, and then decrease rapidly to undetectable levels. In the neuroblastoma cells the Ngn2 mRNA increases gradually at the early stages of differentiation and then it remains at constantly low levels for the rest of the program. In low serum, but in the absence of RA which is essential for neuronal differentiation, the mRNA levels of Ngn2 rise dramatically and remain high, indicating that continuous presence of RA is important for the control of itssteady state levels. By studying the changes in the protein profile of Ngn2, we noticed a disparity with the corresponding mRNA levels. Further analysis revealed that Ngn2 expression is also regulated at the level of translation and uncovered the presence of a negative feedback mechanism between Ngn2 and HuD, an RNA binding protein which can enhance or suppress the translation of its mRNA targets. The 5’-UTR of the Ngn2 mRNA seems to play a fundamental role in this mechanism, influencing not only the regulation of translation but also the interplay between Ngn2 and HuD. Overexpression experiments revealed that a small number of cells expressing Ngn2 can increase the expression of endogenous HuD in the total cell population, however, co-expression of the HMG family transcription factor Sox11 restricts the expression of HuD exclusively in the Ngn2+ cells, indicating that Ngn2 and Sox11 can synergize to control the expression of target genes. Analysis of the transcriptome profile (RNAseq) at distinct stages of neuronal differentiation in which the expression pattern of Ngn2 changes in a defined manner, resulted in the identification of several genes that provide a source for future studies in order to understand better the network of key regulators of neurogenesis whose expression is adjusted at multiple levels, such as Ngn2. Στόχος αυτής της διατριβής ήταν η κατανόηση των μηχανισμών ρύθμισης της γονιδιακής έκφρασης επιγενετικών ρυθμιστών και μεταγραφικών παραγόντων που εμπλέκονται στην πορεία της νευρογένεσης και συγκεκριμένα της μεθυλοτρανσφεράσης της αργινίνης PRMT8 και της πρωτεΐνης Ngn2.Η μεθυλίωση των ιστονών σε κατάλοιπα αργινίνης αποτελεί έναν νέο μηχανισμό δυναμικής ρύθμισης της χρωματινικής δομής, και επιτελείται από μια κατηγορία ενζύμων που ονομάζονται PRMTs. Η πρωτεΐνη PRMT8 παρουσιάζει ενδιαφέρον επειδή, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα μέλη, εκφράζεται αποκλειστικά στο νευρικό σύστημααλλά ορόλος της στη διαδικασία της ενήλικης νευρογένεσης παραμένει άγνωστος. Θεμελιώδη ρόλο στη νευρογένεση, τη διατήρηση του δυναμικού των νευρικών βλαστικών κυττάρων και τον καθορισμό της κυτταρικής μοίρας παίζουν επίσης και οι μεταγραφικοί παράγοντες της οικογένειας bHLH. Ένα από τα προνευρικά γονίδια αυτής της οικογένειας που αποτελεί σημαντικό ρυθμιστή της νευρογένεσης είναι το Ngn2. Τα επίπεδα και η ενεργότητατης Ngn2 βρίσκονται υπό αυστηρό έλεγχο οοποίος είναι θεμελιώδης για την έναρξη της διαδικασίας διαφοροποίησης. Παρόλα αυτά η ρύθμιση της γονιδιακής έκφρασης της Ngn2 δεν είναι καλά κατανοητή. Αναλύοντας το πρότυπο έκφρασης της PRMT8, δείξαμε ότι η PRMT8 συνεκφράζεται με την πρωτεΐνη NeuN η οποία εντοπίζεται στον πυρήνα των ώριμων νευρικών κυττάρων στην κοκκιώδη στοιβάδα της οδοντωτής έλικας, ενώ δεν συνεντοπίζεται με τον δείκτη DCX. Προκειμένου να διερευνήσουμε τον ρόλο της PRMT8 invivo, κατασκευάσαμε πλασμιδιακούς φορείς με στόχο την παρασκευή ρετροϊών για την υπερέκφραση ή την καταστολή της πρωτεΐνης. Κατά τη διάρκεια αυτών των πειραμάτων, διαπιστώσαμε ότι το cDNA που είχαμε χρησιμοποιήσει και το οποίο αντιστοιχούσε στο mRNA που ήταν καταχωρημένο στη βάση δεδομένων, παρήγαγε μόνο τη μεμβρανική και όχι την πυρηνική μορφή. Μελετώντας αναλυτικότερατο 5’ άκρο του γονιδίου χρησιμοποιώντας τιςμεθόδουςcRACEή 5’ RLM-RACE,ταυτοποιήσαμε μερικά εναλλακτικά μετάγραφα. Ένα από αυτά διαφέρει από τα μέχρι τώρα γνωστά και ενδεχομένως αντιπροσωπεύει την πυρηνική ισομορφή. Παράλληλα, διερευνήσαμε τα επίπεδα ρύθμισης της έκφρασης του γονιδίου Ngn2 κατά τη νευρική διαφοροποίηση, χρησιμοποιώντας ως μοντέλα πρόδρομα νευρικά κύτταρα (NPCs) από ιππόκαμπο ενήλικου επίμυος καθώς και ανθρώπινα νευροβλαστωματικά κύτταρα. Στα NPCs το γονίδιο εκφράζεται μέσα στις τρεις πρώτες ώρες της διαφοροποίησης, ενώ στη συνέχεια η έκφρασή του μειώνεται δραματικά. Στα νευροβλαστωματικά κύτταρα το mRNA αυξάνεται με προοδευτικό τρόπο κατά τη διαφοροποίηση και η έκφραση του διατηρείται σε σχετικά σταθερά και χαμηλά επίπεδα.Στις αντίστοιχες συνθήκες αλλά απουσία του RA που επάγει τη νευρική διαφοροποίηση, τα επίπεδα mRNA του γονιδίου είναι πολύ αυξημένα, επομένως η συνεχής παρουσία του RA είναι απαραίτητη για την ελεγχόμενηαύξηση του mRNA.Μελετώντας τις μεταβολές στο επίπεδο της πρωτεΐνης αντιληφθήκαμε μια αναντιστοιχία με τα αντίστοιχα επίπεδα του mRNA, η περαιτέρω διερεύνηση της οποίας μας έδειξε ότι εκτός από το επίπεδο της μεταγραφής, υπάρχει ένας ακόμη σημαντικός έλεγχος της έκφρασης του γονιδίου Ngn2 και στο επίπεδο της μετάφρασης και αποκάλυψε έναν μηχανισμό αρνητικής ανατροφοδότησης μεταξύ των επιπέδων της Ngn2 και της HuD, μιας πρωτεΐνης με ιδιότητες πρόσδεσης στο RNA, η οποία έχει την ικανότητα να ενισχύει ή να καταστέλλει τη μετάφραση των mRNA-στόχων. Στον μηχανισμό αυτό, σημαντικό ρόλο φαίνεται ότι έχει η 5’ μη μεταφραζόμενη περιοχή του Ngn2mRNA τόσο για τη ρύθμιση της μετάφρασης όσο και για την αλληλεπίδραση της πρωτεΐνης Ngn2 με την HuD. Πειράματα υπερέκφρασηςφανερώνουν ότι ένας μικρός αριθμός κυττάρων που εκφράζουν Ngn2 μπορεί να επηρεάζει την έκφραση της HuDστον ευρύτερο κυτταρικό πληθυσμό ενώ η συνέκφραση του Sox11, της οικογένειας ΗΜG, περιορίζει την έκφραση της HuD αποκλειστικά στα Ngn2+ κύτταρα, υποδηλώνοντας ότι η αλληλεπίδραση των μεταγραφικών παραγόντων Ngn2 και Sox11 μπορεί να συντονίζει τη ρύθμιση της έκφρασης και άλλων γονιδίων-στόχων τους. Η ανάλυση του συνόλου των γονιδίων που μεταγράφονται (RNAseq), σε διακριτά στάδια της νευρικής διαφοροποίησηςστα οποία το πρότυπο έκφρασης της Ngn2 μεταβάλλεται με καθορισμένο τρόποαποκάλυψε μια συντονισμένη ρύθμιση της έκφρασης συγκεκριμένων ομάδων γονιδίων στην πορεία της διαφοροποίησης που αποτελεί πηγή για μελλοντικές μελέτες με στόχο την βαθύτερη κατανόηση του δικτύου κομβικής σημασίας ρυθμιστών της νευρογένεσης, που η έκφραση τους προσαρμόζεται σε πολλαπλά επίπεδα, όπως είναι το Ngn2. 548 216 238 Μελέτη της υδρόλυσης, της προσρόφησης και της διάσπασης των φυτοφαρμάκων methyl-parathion, lindane και atrazine σε φυσικά υποστρώματα IN THIS WORK WE ATTEMPTED A STUDY OF THE MOST IMPORTANT FACTORS WHICH INFLUENCETHE FATE OF PESTICIDES METHYL-PARATHION, LINDANE AND ATRAZINE IN AQUATIC AND SOIL SYSTEMS. WE STUDIED THE KINETICS OF HYDROLYSIS OF THESE PESTICIDES IN RELATION WITH TEMPERATURE AND PH AND THE EXTENT OF ADSORPTION AND CATALYTIC DEGRADATION IN AQUATIC EMULSIONS OF SOILS FROM THESSALONIKI AND IOANNINA AREAS AS WELLAS OF MINERALS PHOSPHATE ORE, KAOLLINITE, FLY ASH, RED MUD AND Γ-ALUMINA. THE ABILITY OF THESE SOLID SUBSTRATES FOR ADSORPTION AND DEGRADATION WAS PROVED THAT IT DEPENDS ON THEIR CHEMICAL FORMATION AND THEIR BASIC PHYSICOCHEMICAL CHARACTERISTICS (PH, SPECIFIC SURFACE AREA, NUMBER OF ACID SITES AND THE ZERO POINT CHARGE). IN CONDITIONS AND IN EXPERIMENTS OF INVERSE GAS CHROMATOGRAPHY IT WAS SHOWED THAT THE THERMODYNAMIC PARAMETERS OF ADSORPTION OF PESTICIDES (-ΔΗ) AND (-ΔS) APPEAR A LINEAR DEPENDENCE WITH THE ZERO POINT CHARGE OF SOLID SUBSTRATES.THE SOIL PROPERTIES AS FAR AS THE MOST RAPID DETOXICATION OF PESTICIDE RESIDUES WAS IMPROVED WITH ADDITION OF SMALL AMOUNTS OF FLY ASH, WHICH HAS AN INCREASED ABILITY TO DEGRADATE THEIR MOLECULES. AT THE END THE PERSISTENT OF THESE THREE PESTICIDES WAS STUDIED IN NATURAL CONDITIONS ON FOUR CHARACTERISTICAL SOILS OF IOANNINA BASIN AND IT WAS SHOWED THAT THE PESTICIDE MOVEMENT ONTO THE SOIL ISCONTROLLED BY THE PHYSICAL TRANSPORTATION WITH THE RAINFALL WATERS. ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΥΤΗ ΕΓΙΝΕ ΜΙΑ ΣΕΙΡΑ ΜΕΛΕΤΩΝ ΠΑΝΩ ΣΤΟΥΣ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣΠΟΥ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΤΥΧΗ ΤΩΝ ΦΥΤΟΦΑΡΜΑΚΩΝ METHYL-PARATHION, LINDANE ΚΑΙ ATRAZINE ΣΕ ΥΔΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΕΔΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ. ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΕ Η ΚΙΝΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΥΔΡΟΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΦΥΤΟΦΑΡΜΑΚΩΝ ΑΥΤΩΝ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΡΗ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ Η ΕΚΤΑΣΗ ΤΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΡΟΦΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΗΣ ΔΙΑΣΠΑΣΗΣ ΤΟΥΣ ΣΕ ΥΔΑΤΙΚΑ ΑΙΩΡΗΜΑΤΑ ΕΔΑΦΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ, ΟΡΥΚΤΩΝ ΤΟΥ ΦΩΣΦΟΡΙΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΟΛΙΝΗ, ΤΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΥΠΟΠΡΟΙΟΝΤΩΝ, ΙΠΤΑΜΕΝΗ ΤΕΦΡΑ ΚΑΙ ΚΟΚΚΙΝΗ ΛΑΣΠΗ ΚΑΙ ΤΗΣ Γ- ΑΛΟΥΜΙΝΑΣ. ΑΠΟΔΕΙΧΘΗΚΕ ΟΤΙ Η ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΣΤΕΡΕΩΝ ΥΠΟΣΤΡΩΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΡΟΦΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΩΝ ΦΥΤΟΦΑΡΜΑΚΩΝ ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΧΗΜΙΚΗ ΤΟΥΣ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥΣ (ΡΗ, ΕΙΔΙΚΗ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ, ΑΡΙΘΜΟΣ ΟΞΙΝΩΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΟ ΜΗΔΕΝΙΚΟΥ ΦΟΡΤΙΟΥ). ΣΕ ΑΝΥΔΡΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΣΕ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΠΡΟΣΡΟΦΗΣΗΣ ΜΕ ΑΝΑΣΤΡΟΦΗ ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΔΕΙΧΘΗΚΕ ΟΤΙ ΟΙ ΘΕΡΜΟΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΠΡΟΣΡΟΦΗΣΗΣ ΤΩΝ ΦΥΤΟΦΑΡΜΑΚΩΝ (-ΔΗ) ΚΑΙ (-ΔΣ) ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΜΗΔΕΝΙΚΟΥ ΦΟΡΤΙΟΥ ΤΩΝ ΣΤΕΡΕΩΝ ΥΠΟΣΤΡΩΜΑΤΩΝ. ΟΙ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΕΔΑΦΩΝ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΗ ΕΞΑΛΕΙΨΗ ΤΩΝ ΦΥΤΟΦΑΡΜΑΚΩΝ ΒΕΛΤΙΩΘΗΚΑΝΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΜΙΚΡΩΝ ΠΟΣΟΤΗΤΩΝ ΙΠΤΑΜΕΝΗΣ ΤΕΦΡΑΣ (ΕΠΙΠΕΔΑ ΛΙΠΑΝΣΗΣ) ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΜΙΑ ΑΥΞΗΜΕΝΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΝΑ ΔΙΑΣΠΑ ΤΑ ΜΟΡΙΑ ΤΟΥΣ. ΤΕΛΟΣ ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΕ Η ΑΝΤΟΧΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΦΥΤΟΦΑΡΜΑΚΩΝ ΣΕ ΦΥΣΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΣΕ ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΕΔΑΦΗ ΤΟΥ ΛΕΚΑΝΟΠΕΔΙΟΥ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΚΑΙ ΔΕΙΧΘΗΚΕ ΟΤΙ Η ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΜΑΖΑ ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣΚΑΘΟΡΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΥΣΙΚΟ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΜΕ ΤΑ ΝΕΡΑ ΤΩΝ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ. 549 150 139 Gender-based attitudes of primary school teachers towards the inclusion of bilingual students in the primary schools of Attica Οι στάσεις των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης βάσει φύλου, για την ένταξη δίγλωσσων μαθητών στα Δημόσια Δημοτικά Σχολεία της Αττικής This study will attempt to examine the diversity of opinion and attitude throughout first degree education teachers, regarding the integration of bilingual students in the public sector schools of Attica. In more detail, this study will investigate the differences between men and women and their way of thinking in the presence of bilingual students in the classroom. Furthermore, the feasibility of integrating these students in the classroom will be examined and discussed. The outcome of this study will prove that teacher’s opinion does not rely on gender and it has been observed that both men and women feel their educational work is getting more challenging throughout mixed classes. Finally, the aftermath of this study will demonstrate that educators accept the integration of bilingual students into the school community and consider it feasible. Στη παρούσα μελέτη εξετάζονται οι απόψεις και οι στάσεις των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης βάσει του φύλου σχετικά με την ένταξη δίγλωσσων μαθητών στα δημόσια δημοτικά σχολεία της Αττικής. Πιο συγκεκριμένα, διερευνάται κατά πόσο οι απόψεις ανδρών και γυναικών διαφοροποιούνται όσον αφορά την παρουσία των δίγλωσσων μαθητών στη τάξη κι ακόμη αν η ένταξη των μαθητών αυτών θεωρείται εφικτή. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν πως οι απόψεις των εκπαιδευτικών δεν διαφοροποιούνται σημαντικά ανάλογα το φύλο τους και παρατηρήθηκε πως τόσο οι γυναίκες όσο και οι άντρες θεωρούν ότι οι μεικτές τάξεις δυσκολεύουν το εκπαιδευτικό τους έργο. Τέλος, από τα ευρήματα της παρούσας έρευνας φάνηκε πως οι εκπαιδευτικοί πιστεύουν αρκετά στην ένταξη των δίγλωσσων μαθητών στη σχολική κοινότητα και τη θεωρούν εφικτή. 550 223 203 The role of the headmaster in the self-evaluation of the school unit In the present research is studied the role of the Headmaster of the School in the procedure of the implementation of the Self-Evaluation of the school unit as the the principal responsibility for the organization, support and coordination of the Self-Evaluation lies with the Director of the school. Particularly, is attempted to examine through theoretical and research approaches of Greek-language and foreign-language literature the practices, actions and initiatives to be followed by the Headmaster of the School during implementation of the Self-Evaluation of the school highlighting the different roles that needs to take using historic research as a method. The main conclusions of the survey are: (a) the Headmaster of the school unit is supposed to create all those conditions within the school unit by effectively supporting teachers and persuading them for the benefit of the students from Self-Evaluation to inspire them and motivate them to apply it, (b) the role which the Headmaster is supposed to play as the main representative of the Self- Evaluation and the guarantor of its implementation is complex and depends on the skills and characteristics of the Headmaster himself and (c) the high education leadership trying to ensure successful implementation of Self-Evaluation, is required to support the role of the Director with the appropriate measures. Στην παρούσα μελέτη διερευνάται ο ρόλος του διευθυντή στη διαδικασία υλοποίησης της αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας, καθώς ο διευθυντής φέρει την κύρια ευθύνη οργάνωσης, υποστήριξης και συντονισμού της αυτοαξιολόγησης. Ειδικότερα, επιχειρείται να εξεταστούν, μέσα από τις θεωρητικές και ερευνητικές προσεγγίσεις της ελληνόγλωσσης και ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας, οι πρακτικές, οι ενέργειες κι οι πρωτοβουλίες που οφείλει να ακολουθήσει ο διευθυντής κατά τη διάρκεια υλοποίησης της αυτοαξιολόγησης. Με βάση αυτή την προσέγγιση θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τους διάφορους ρόλους που καλείται να αναλάβει. Η μέθοδος που θα αξιοποιήσουμε στη μελέτη μας είναι η ιστορική έρευνα. Τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας είναι ότι: (α) ο Διευθυντής της σχολικής μονάδας μπορεί να δημιουργήσει όλες εκείνες τις συνθήκες μέσα στη σχολική μονάδα, στηρίζοντας ουσιαστικά τους εκπαιδευτικούς και πείθοντάς τους για το όφελος των μαθητών από την αυτοαξιολόγηση, ώστε να τους εμπνεύσει και να τους παρακινήσει να την εφαρμόσουν, (β) ο ρόλος που καλείται ο Διευθυντής να αναλάβει ως βασικός εκπρόσωπος της αυτοαξιολόγησης και εγγυητής της εφαρμογής της είναι σύνθετος και εξαρτάται από τις ικανότητες και τα χαρακτηριστικά του ίδιου του Διευθυντή και (γ) η ανώτερη εκπαιδευτική ηγεσία θέλοντας να διασφαλίσει την επιτυχή υλοποίηση της αυτοαξιολόγησης, οφείλει να υποστηρίξει και να ενισχύσει το ρόλο του Διευθυντή με τα κατάλληλα μέτρα. 551 211 232 Motivation and job satisfaction as parameters of the special in relationship between work and family Τα κίνητρα και η επαγγελματική ικανοποίηση ως παράμετροι της σχέσης εργασίας - οικογένειας των ειδικών παιδαγωγών Work motivations and job satisfaction of teachers are important factors for their professional career, the progress, the effectiveness and the remaining in the profession. A worker, however, is not only a professional but also a person with private life and family obligations, who seeks the existence of an work - family balance.The purpose of this research is to investigate whether work motivations and job satisfaction are important determinants of the work – family conflict of special educators. In the survey involved 109 special educators (as a pilot group) and 109 teachers (as a control group), working at elementary schools in Greece, and as a research tool used four part questionnaire. The results have shown that work motivations reduce professional satisfaction and increase the work - family conflict of special educators. It has also appeared that job satisfaction has a negative correlation with the work-family conflict, since as the first one increases, the second will decrease. Finally, some individual characteristics of special educators have an impact on work motivations, professional satisfaction and work-family conflict. The comprehension of motivations and job satisfaction could help to face difficulties and solve problems related to the work-family relationship of special educators. Τα κίνητρα εργασίας και η επαγγελματική ικανοποίηση των εκπαιδευτικών, αποτελούν σημαντικούς παράγοντες για την επαγγελματική πορεία, την ανέλιξη, την αποτελεσματικότητα και την παραμονή τους στο επάγγελμα. Ένας εργαζομένος ωστόσο, δεν είναι μόνο επαγγελματίας άλλα και άτομο με ιδιωτική ζωή και οικογενειακές υποχρεώσεις, ο οποίος επιζητά την ύπαρξη ισσοροπίας εγασίας - οικογένειας. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να διερευνηθεί το κατά πόσο τα κίνητρα εργασίας και η επαγγελματική ικανοποίηση, αποτελούν σημαντικούς προσδιοριστικούς παραμέτρους για τη σύγκρουση εργασίας – οικογένειας των ειδικών παιδαγωγών. Στην έρευνα συμμετείχαν 109 ειδικοί παιδαγωγοί (ως πειραματική ομάδα) και 109 εκπαιδευτικοί (ως ομάδα ελέγχου), οι οποίοι εργάζονται σε δημοτικά σχολεία σε όλη την Ελλάδα, ενώ ως ερευνητικό εργαλείο χρησιμοποιήθηκε ένα ερωτηματολόγιο το οποίο αποτελείται από τέσσερα μέρη. Τα αποτελέσματα έδειξαν, ότι τα κίνητρα εργασίας μειώνουν την επαγγελματική ικανοποίηση και αυξάνουν τη σύγκρουση εργασίας – οικογένειας των ειδικών παιδαγωγών. Φάνηκε ακόμα, ότι η επαγγελματική ικανοποίηση παρουσιάζει αρνητική συσχέτιση με τη σύγκρουση εργασίας – οικογένειας, καθώς όσο θα αυξάνεται η πρώτη τόσο θα μειώνεται η δεύτερη. Τέλος, προέκυψε ότι κάποια ατομικά χαρακτηριστικά των ειδικών παιδαγωγών επηρεάζουν τα κίνητρα εργασίας, την επαγγελματική ικανοποίηση και τη σύγκρουση εργασίας – οικογένειας. Η κατανόηση των κινήτρων και της επαγγελματικής ικανοποίησης, μπορεί να συμβάλλει στην αντιμετώπιση δυσκολιών και την επίλυση προβλημάτων που αφορούν τη σχέση εργασίας – οικογένειας των ειδικών παιδαγωγών. 552 498 568 The risk of violence from psychiatric patients has been subject to investigation over the years. Furthermore, another issue that occupied the professionals was the definition of dangerousness. The main points of convergence are the following:a) The term of dangerousness has multiple aspects.b) It refers to the tendency to become violent in the future.c) Scientists of different branches such as lawyers, psychiatrists etc., have an unsimilar angle and different methods to approach it.d) A world-wide unsimilarity of the definitions and the use of the term are evident.e) Because of unclear definition and objective criteria it becomes flexible, vague, and puts serious problems in assessment.Accurate risk assessments are particularly important for psychiatric patients, because the decision to discharge a patient takes seriously into consideration a potential dangerousness to themselves and the others. The accuracy of predictions must be increased in order to define better the patients designed as “at risk” for violence and to avoid false designations.The aim of this study was to investigate the possibility of patients from several psychiatric units to become violent after their discharge and through the next three years. We also investigate the predictive validity and accuracy of the HCR-20 in relation to post- discharge outcomes.The study was conducted in two phases:1st phase: During the last week before discharge. Administration of the questionnaire for demographic, personal and family data. Administration of the scales for risk of violence, psychopathy and global functioning.2nd phase: Every six months through the following three years the questionnaire for personal and clinical data has been administrated. In case of failure of reintegration during the three years follow up, such as readmission, committed or attempted suicide or aggressive behavior, we have proceeded to a second assessment.The following instruments were used:1) A questionnaire for personal, demographic and family data.2) Historical Clinical Risk Management Assessment -20 ( HCR-20).3) Psychopathy Checklist : Screening Version ( PSL:SV).4) Global Assessment of Functioning Scale (GAF).5) A questionnaire for personal and clinical data.Our major findings were:a) Unmarried patients had a 64% high possibility of readmission. Also, 54% of single, divorced and widowed patients had high possibility to commit suicide.b) The previous violent behavior and the history of violence in the family were the most robust predictive factors for readmissions in 44% and 63% respectively.c) Progressive increase of the HCR- 20 scores was predictive of readmission ( 99,1%), of coming suicide (70%) and of aggressive behavior (89%) .d) A longer hospitalization diminished the probability of suicide or aggressive behavior.e) Patients with a diagnosis of schizophrenia/ psychotic disorder, had, at 68%, a lower probability to commit suicide.f) A higher score in GAF scale , diminished the probability of readmission at 96%, but only at the first time of assessment.g) Women patients had 87% higher probabilities to become violent, during their hospitalization ,compared to the men.The results provide strong evidence that the HCR-20 is a reliable predictor of violent behavior of patients , following their release from psychiatric wards in Greece and can be used by clinicians in every day clinical practice. Η πιθανότητα εκδήλωσης βίαιης συμπεριφοράς από ψυχικά ασθενείς αποτέλεσε αντικείμενο προβληματισμού για χρόνια. Ένα άλλο ζήτημα που απασχόλησε ιδιαίτερα τους ειδικούς , ήταν και ο προσδιορισμός της έννοιας της επικινδυνότητας. Τα σημαντικότερα σημεία σύγκλισης γύρω από την έννοια της επικινδυνότητας περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τα εξής :Α) Πρόκειται για μια έννοια ιδιαίτερα πλούσια σε περιεχόμενο.Β) Αναφέρεται στην δυνατότητα έκφρασης στο μέλλον βίαιης – επικίνδυνης συμπεριφοράς.Γ) Διάφοροι επιστημονικοί κλάδοι ( νομικοί, επαγγελματίες Ψ.Υ. κα.) της προσδίδουν διαφορετική διάσταση και την προσεγγίσουν με διαφορετικές μεθόδους.Δ) Παρατηρείται διεθνώς, σημαντική ανομοιογένεια και πολυμορφία στους ορισμούς και τις χρήσεις της έννοιας.Ε) Καθίσταται ελαστική, αόριστη με σοβαρά ζητήματα που αφορούν στην εκτίμησή της, λόγω ασαφειών, έλλειψης επαρκών κριτηρίων αξιολόγησης και παρουσίας υποκειμενικών παραγόντων.Ωστόσο, ακριβείς εκτιμήσεις της βίαιης συμπεριφοράς είναι ιδιαίτερα σημαντικές για τους ψυχιατρικούς ασθενείς με ιστορικό βίας, καθώς στην απόφαση για το εξιτήριο τους βαραίνει κυρίως η πιθανότητα πρόκλησης βλάβης τόσο στους ίδιους όσο και σε άλλους. Επιπλέον, είναι αναγκαίες προκειμένου να μειωθεί ο αριθμός των ασθενών που χαρακτηρίζονται ως «επικίνδυνοι» χωρίς όμως να είναι.Η παρούσα μελέτη είχε ως σκοπό να εκτιμήσει την πιθανότητα σε ασθενείς που νοσηλεύτηκαν σε κάποιο ψυχιατρικό τμήμα γενικού ή ειδικού νοσοκομείου να εκδηλώσουν βίαιη συμπεριφορά. Ειδικότερα εξετάστηκε η προβλεπτική αξιοπιστία και εγκυρότητα της κλίμακας HCR-20 σε σχέση με την πορεία των ασθενών μετά την έκδοση εξιτηρίου .Η μελέτη πραγματοποιήθηκε σε δύο φάσεις :1η φάση : Μια εβδομάδα πριν το εξιτήριο έγινε η λήψη των δημογραφικών, ατομικών και οικογενειακών στοιχείων και δόθηκαν οι κλίμακες HCR-20, PCL:SV και GAF.2η φάση : Στο τέλος κάθε εξαμήνου, καθόλη τη διάρκεια των τριών χρόνων, γινόταν λήψη κλινικών στοιχείων.Πιθανή επόμενη νοσηλεία ( αποτυχημένη έκβαση) κατά τη διάρκεια της μεταπαρακολούθησης αποτέλεσε το δεύτερο χρόνο της έρευνας. Ως αποτυχημένη έκβαση θεωρήθηκε η επανεισαγωγή λόγω βίαιης συμπεριφοράς, η επίτευξη απόπειρας αυτοκτονίας και η εκδήλωση κάποιας μορφής επιθετικής συμπεριφοράς.Χρησιμοποιήθηκαν τα παρακάτω εργαλεία :1) Μια κατάσταση δημογραφικών- κοινωνικοοικονομικών και κλινικών στοιχείων του ασθενούς ( Έντυπο Α).2) Η κλίμακα εκτίμησης επικινδυνότητας Historical Clinical Risk Management Assessment -20 ( HCR-20).3) Η κλίμακα εκτίμησης ψυχοπαθητικότητας Psychopathy Checklist: Screening Version( PCL: SV).4) Η κλίμακα σφαιρικής εκτίμησης της λειτουργικότητας Global Assessment of Functioning Scale (GAF).5) Μια κατάσταση κλινικών στοιχείων σε περίπτωση αποτυχημένης αποκατάστασης του ασθενούς ( Έντυπο Β).Τα κυριότερα ευρήματα της μελέτης είναι :Α) Οι άγαμοι βρέθηκαν να έχουν 64% μεγαλύτερη πιθανότητα να επανανοσηλευτούν. Επίσης , όσοι ήταν άγαμοι, διαζευγμένοι ή χήροι/ες είχαν 54% μεγαλύτερη πιθανότητα επίτευξης επιτυχούς απόπειρας αυτοκτονίας.Β) Το ιστορικό προηγούμενης εκδήλωσης βίαιης συμπεριφοράς και το ιστορικό ετεροκαταστροφικής συμπεριφοράς στην οικογένεια, αποτέλεσαν ισχυρούς προβλεπτικούς παράγοντες για την πιθανότητα επανανοσηλείας κατά 44% και 63% αντίστοιχα.Γ) Προοδευτική αύξηση της βαθμολογίας στην κλίμακα HCR-20 βρέθηκε να αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα επανεισαγωγής σε κάποιο τμήμα ψυχιατρικού νοσοκομείου (99,1 %) , την πιθανότητα επιτυχούς απόπειρας αυτοκτονίας ( 70%) και επιθετικής συμπεριφοράς (89 %).Δ) Όσο αυξανόταν ο χρόνος νοσηλείας τόσο μειωνόταν η πιθανότητα επιτυχούς απόπειρας ή εκδήλωσης επιθετικής συμπεριφοράς.Ε) Από τις διαγνωστικές κατηγορίες, αυτή της σχιζοφρένειας / ψυχωτικής διαταραχής κατέδειξε χαμηλότερα ποσοστά (68%) σε σχέση με την εκδήλωση οποιασδήποτε μορφή απόπειρας.ΣΤ) Οι γυναίκες βρέθηκαν να έχουν κατά 87% μεγαλύτερη πιθανότητα να εκδηλώσουν επιθετική συμπεριφορά ενώ νοσηλεύονταν σε σχέση με τους άνδρες.Ζ) Όσο αυξανόταν η βαθμολογία στην κλίμακα της σφαιρικής λειτουργικότητας τόσο μειωνόταν η πιθανότητα επανανοσηλείας (στον πρώτο χρόνο μέτρησης).Τα αποτελέσματα της έρευνας συνάδουν με αυτά πολλών άλλων ερευνητικών εργασιών και συνηγορούν πως η κλίμακα HCR-20 μπορεί τελικά να χρησιμοποιηθεί και στη χώρα μας, ως ένα αξιόπιστο εργαλείο αξιολόγησης του κινδύνου για ψυχικά ασθενείς που νοσηλεύονται ή διαβιούν στην κοινότητα. 553 176 178 Σ' αυτό το άρθρο υποστηρίζουμε ότι το υπό εξέταση χωρίο δεν σχετίζεται με χριστιανικές ή μη χριστιανικές αντιλήψεις του Αυσόνιου, με μόνο κριτήριο την απαλλαγή του ονειρευόμενου από την ενοχή, αλλά ότι οι λογοτε χνικές καταβολές του, οι οποίες και οριοθετούν την ερμηνεία του, εντοπίζονται στον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή (στ. 980-983). Με βάση την τύχη του κει μενου του Σοφοκλή στον 4ο μ.Χ. αιώνα, τη ρητή αναφορά του Αυσόνιου στην ελληνική τραγωδία με τη φράση σύρματα Τερψιχόρης, καθώς και τις δύο χρή σεις του επιθέτου tragieus, από τις οποίες η μία παραπέμπει στον Αίαντα και η άλλη στον Οιδίποδα Τύραννο, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο Αυσόνιος είχε στην κατοχή του αυτές τις δύο τραγωδίες. Συνεκτιμώντας τη χρήση όρων, όπως infandas, incesta, tragicos, culpa, conscius, που λειτουργούν ως σήματα της ειδολογικής αφετηρίας του διακειμένου, καθώς μέσω της τραγωδίας του Σενέκα έχουν καθιερωθεί ως τραγικοί όροι, οι οποίοι, ωστόσο, στο κείμενο του Αυσόνιου αφορούν ονειρική ερωτική εμπειρία, προκύπτει το συμπέρασμα ότι το υπό εξέταση χωρίο είναι επηρεασμένο, είτε άμεσα είτε μέσω του Σενέκα, από τον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή. In this artiele it is argued that the Ausonian passage in question is not assoeiated with Christian or non-Christian coneeptions of Ausonius', solely on the basis of the dreamer's relief from guilt; it is elaimed instead that Sophocles' Oedipus Rex is the main literary model (vv. 980-983), which thus deciphers the meaning of Ausonius'text. In view of Sophocles' textual tradition during the 4th century AD, of Ausonius' explicit reference to Greek tragedy by means of the phrase σύρματα Τερψιχόρης, as well as of the two occurrences of the adjective tragicus, of which one refers to Ajax and the other to Oedipus Rex, it is coneluded that Ausonius had these two tragedies in his disposition. Taking into aceount the use of terms such as infandas, incesta, tragicos, culpa, con scius, whieh, having been established as tragic terms through Seneca's tragedy, function as generic markers of the intertext's generic allegiances, with regard, however, to a dreamy erotie experience in Ausonius' case, I assume that the Ausonian passage is influenced, either directly or through Seneca, by Sophocles' Oedipus Rex. 554 366 402 The advent of an information society has brought the digitization of young children's childhood lives and the acknowledgment of education policies and academic research for the introduction and use of Information and Communication Technologies (ICTs) in preschool teaching and learning. These changes in the social, policy and academic research contexts have brought not only new opportunities but also new requirements and challenges for preschool teaching and learning practices. As the key practitioners of teaching activities in the preschool setting, it is of great significance for preschool teachers to be well prepared to adapt to new requirements, embrace new opportunities and cope with new challenges. Although a large number of studies have been carried out to examine the preparedness and adaptation of primary and secondary school teachers for ICT use in teaching and learning, a scarcity in relevant studies exists for preschool teachers, particularly in terms of systematic and international comparative studies. Therefore, in order to fill in these research gaps, this study aimed to make a systematic comparison between Greek and Chinese preschool teachers in the preparedness and adaptation status for the use of ICTs in teaching and learning practices. More specifically, this study reported on the similarities and differences between Greek and Chinese preschool teachers in five dimensions, including ICT access, ICT use practices, attitudes toward ICT use, ICT competences and barriers to ICT use in daily teaching and learning activities. The case study methodology which selected one city with similar geographic, political and economic conditions was adopted in this study. Moreover, this study was also a mixed study, in which both quantitative (survey) and qualitative methods (interview) were included. As a consequence, 108 Greek teachers and 155 Chinese teachers who taught children aged 4-6 years old in urban public preschools took part in the survey study. There were also 15 Greek teachers in 13 preschools and 19 Chinese teachers in 11 preschools who were further interviewed. It was concluded that the preparedness and adaptation status of the Greek and Chinese preschool teachers for the use of ICTs in teaching and learning was at a primary stage, although the level of each dimension of preparedness and adaptation was uneven for the two groups of teachers. Η κοινωνία της πληροφορίας έχει επιφέρει την ψηφιοποίηση στη ζωή των μικρών παιδιών και ως αποτέλεσμα η εκπαιδευτική πολιτική και η εκπαιδευτική έρευνα υποστηρίζουν την εισαγωγή και την χρήση των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) στην προσχολική διδασκαλία και μάθηση. Αυτές οι αλλαγές στο κοινωνικό πλαίσιο, στην πολιτική και στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής έρευνας έχουν προκαλέσει όχι μόνο νέες ευκαιρίες αλλά και νέες απαιτήσεις και προκλήσεις για τις πρακτικές διδασκαλίας και μάθησης στην προσχολική ηλικία. Όσο για τους πρωταγωνιστές των διδακτικών δραστηριοτήτων σε περιβάλλοντα προσχολικής εκπαίδευσης, είναι πρωταρχικής σημασίας οι εκπαιδευτικοί προσχολικής ηλικίας να είναι καλά προετοιμασμένοι ώστε να προσαρμόζονται στις νέες απαιτήσεις, να εκμεταλλεύονται νέες ευκαιρίες και να αντιμετωπίζουν τις νέες προκλήσεις. Παρόλο που έχει διεξαχθεί ένας μεγάλος αριθμός μελετών για να εξετάσουν την ετοιμότητα και την προσαρμογή των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη χρήση των ΤΠΕ στη διδασκαλία και στη μάθηση, υπάρχει έλλειψη ανάλογων μελετών για τους εκπαιδευτικούς προσχολικής ηλικίας, ιδιαίτερα όσον αφορά σε συστηματικές και διεθνείς συγκριτικές έρευνες. ΓΓ αυτό ακριβώς το λόγο, προκειμένου να καλυφθεί το ερευνητικό αυτό κενό, η συγκεκριμένη έρευνα αποσκοπεί στο να κάνει μία συστηματική συγκριτική μελέτη ανάμεσα σε Έλληνες και Κινέζους εκπαιδευτικούς προσχολικής ηλικίας όσον αφορά στην ετοιμότητα και στην προσαρμογή τους για τη χρήση των ΤΠΕ στις διδακτικές και μαθησιακές τους πρακτικές. Πιο συγκεκριμένα, η παρούσα μελέτη αναφέρεται στις ομοιότητες και στις διαφορές που παρατηρούνται ανάμεσα σε Έλληνες και Κινέζους εκπαιδευτικούς προσχολικής ηλικίας σε πέντε δείκτες, που περιλαμβάνουν πρόσβαση στις ΤΠΕ, χρήση των ΤΠΕ στην πράξη, στάσεις απέναντι στη χρήση των ΤΠΕ, δεξιότητες στη χρήση των ΤΠΕ και εμπόδια στη χρήση των ΤΠΕ στις καθημερινές διδακτικές και μαθησιακές δραστηριότητες. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή υιοθετήθηκε η μεθοδολογία της μελέτης περίπτωσης και επιλέχτηκε μία πόλη με παρόμοιες γεωγραφικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Πέραν αυτού, η παρούσα διδακτορική διατριβή ήταν και μια ανάμεικτη μελέτη, στην οποία συμπεριλήφθηκαν τόσο ποσοτικές (επισκόπηση) και ποιοτικές μέθοδοι (συνέντευξη). Ως συνέπεια, στη διδακτορική διατριβή πήραν μέρος 108 Έλληνες και 115 Κινέζοι εκπαιδευτικοί που δίδαξαν παιδιά ηλικίας 4-6 ετών. Επίσης, 15 Έλληνες εκπαιδευτικοί σε 13 νηπιαγωγεία και 19 Κινέζοι εκπαιδευτικοί σε 11 νηπιαγωγεία πήραν μέρος σε περαιτέρω συνεντεύξεις. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει είναι ότι η ετοιμότητα και η προσαρμογή των Ελλήνων και Κινέζων νηπιαγωγών αναφορικά με τη χρήση των ΤΠΕ στη διαδικασία της διδασκαλίας και μάθησης βρίσκεται σε μια πρώιμη φάση, αν και το επίπεδο για κάθε δείκτη ετοιμότητας και προσαρμογής δεν ήταν ίδιο για τις δύο ομάδες. 555 275 277 Title: Infection by Clostridium difficile (Cdf) associated with idiopathic inflammatory bowel disease (IBD). Introduction: Clostridium difficile infection (CDI) is a major problem nowadays due to its increased appearance in the general population as well as in the group of people suffering from idiopathic inflammatory bowel disease (IBD). This is associated with the administration of a wide range of antibiotics and can cause serious complications (pseudomembranous colitis, toxic macrophylla) as well as a worsening of the course of idiopathic inflammatory bowel disease, showing higher rates of bowel excision, relapse and mortality. Purpose: This study was conducted to record the prevalence of CDI in IBD patients (inside and outside Northwestern Greece and Albania). Methodology: A retrospective study of CDI infections was performed in people with IBD, using the method of deliberate sampling in 263 cases of the Gastroenterological Clinic of the General Hospital of Ioannina. Moreover, the legislative and ethical framework of the General Regulation was respected in relation to the protection of personal data. Finally, statistical data processing was done using the IBM SPSS 22 package. Results: In the course of this study, 263 incidents of IBD were examined, of which 110 patients had infections, four of which had Cdf infection as the causative agent. Also, a higher territory was observed in the male leaf as well as in individuals over 60 years of age. Conclusions: This study has shown that people with inflammatory bowel disease are susceptible to Cdf infection, which complicates the course of the disease. Inevitably, further studies are needed to better understand the coexistence of CDI infection and IBD. Key words: CDI infection, clinical picture worsening, idiopathic inflammatory bowel disease, Clostridium difficile Τίτλος: Λοίμωξη από το Clostridium difficile (Cdf) σχετιζόμενη με Ιδιοπαθή Φλεγμονώδη Νόσο του Εντέρου(ΙΦΝΕ). Εισαγωγή: Η λοίμωξη από το Clostridium difficile (CDI) αποτελεί μείζων πρόβλημα στις μέρες μας, λόγω της αυξημένης εμφάνισης που παρουσιάζει τόσο στο γενικό πληθυσμό όσο και στην ομάδα των ατόμων που πάσχουν από ιδιοπαθή φλεγμονώδη νόσο του εντέρου (ΙΦΝΕ). Αυτή σχετίζεται με τη χορήγηση ευρέως φάσματος αντιβιοτικών και δύναται να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές (ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα, τοξικό μεγάκολο) καθώς, και επιδείνωση της πορείας της ιδιοπαθούς φλεγμονώδους νόσου του εντέρου (ΙΦΝΕ), παρουσιάζοντας υψηλότερα ποσοστά εκτομής εντέρου, υποτροπής και θνητότητας. Σκοπός: Η παρούσα έρευνα έγινε με σκοπό τη καταγραφή του επιπολασμού της CDI στους ασθενείς με ΙΦΝΕ (εντός και εκτός Βορειοδυτικής Ελλάδας και της Αλβανίας). Μεθοδολογία: Πραγματοποιήθηκε μια αναδρομική μελέτη παρατήρησης των λοιμώξεων CDI σε άτομα με ΙΦΝΕ, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο σκόπιμης δειγματοληψίας σε 263 περιστατικά της Γαστρεντερολογικής Κλινικής του ΠΓΝΙ. Επιπλέον, τηρήθηκε το νομοθετικό και δεοντολογικό πλαίσιο του Γενικού Κανονισμού ως προς την προστασία προσωπικών δεδομένων. Τέλος, η στατιστική επεξεργασία των δεδομένων έγινε με τη χρήση του πακέτου IBM SPSS 22. Αποτελέσματα: Κατά τη διενέργεια της παρούσας μελέτης, εξετάστηκαν 263 περιστατικά τα οποία εμφανίζουν ΙΦΝΕ, εκ των οποίων 110 ασθενείς παρουσίασαν λοιμώξεις, όπου τέσσερις εξ αυτών είχαν ως αιτιολογικό παράγοντα λοίμωξης το Cdf. Επίσης, παρατηρήθηκε υψηλότερη επικράτεια στο αντρικό φύλλο καθώς, και σε άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών. Συμπεράσματα: Η παρούσα μελέτη ανέδειξε ότι τα άτομα με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου είναι ευπαθή στην μόλυνση από Cdf, το οποίο περιπλέκει την πορεία της νόσου. Αναπόφευκτα, για την καλύτερη κατανόηση της συνύπαρξης της λοίμωξης CDI και της ΙΦΝΕ, απαιτούνται περαιτέρω μελέτες. Λέξεις κλειδιά: λοίμωξη CDI, επιδείνωση κλινικής εικόνας, ιδιοπαθή φλεγμονώδη νόσο του εντέρου, κλωστηρίδιο C.difficile. 556 491 492 The present study analyzes diachronically the most important Greek language grammar textbooks written by Greeks during 1550-1821, regarding their form and content, with the aim of completing the existing knowledge and covering the research gap on the Greek Grammars of this period. As far as the methodology is concerned, a categorization of grammar books of this period in ancient Greek and Modem Greek is conducted. After a theoretical reference, analysis, and historical overview of the term of grammar, reference is made to the spiritual developments, the historical-social, educational, linguistic and editorial conditions that present in the Greek territory at that time. In the analysis of the main research and the Grammar textbooks, information is given on the biography of each author, his status, his ideology and his purpose. What is analyzed is the material of the books and the way they are handled, which levels of language analysis are better covered and by which Grammars, if they follow specific patterns or not, their theoretical origins, their grammatical tradition and their contribution to the history of grammar. In addition, parameters such as the use of these Grammars as textbooks, innovations, peculiarities and the aim of each book, the detection of possible ideological messages, expressed or implied, and the factors that contributed to their formation, are being considered. The analysis showed that the majority of pre-revolutionary Grammars concern ancient Greek (62%) and not the spoken language of that time (38%). This is due to the tendency of an aristocratic orientation of this period and to its interpretative phenomenon of connecting the ancient or modem Greek language is in direct connection with his views on the language issue, his ideology, his profession and his goal. The ancient Greek grammars were composed by representatives of archaism, published in Europe immediately after their writing, they were used as a teaching manual, and that was their main aim. Most of them include grammar and syntax but also introductions with the writers’ linguistic views, verbs lists etc., so they are multi-page. Finally, they show many similarities because of their common standards. On the contrary, Modem Greek Grammars because of their linguistic innovations were not appreciated and were left unpublished for years, unknown and unaffected by each other. Therefore, they do not have many similarities and they are more concise than the ancient Greek ones. They were not used as a teaching manual and each one of them has a different target and orientation. They focus on grammar (not in syntax) and especially on morphology, and they give us information about the language of that time. They present, however, differences in the form of the language they describe, because they cover a period of about three centuries, during which, language changes. Finally, the authors of Modem Greek Grammars have a division between respect for the classical times and the acceptance of popular language, a division that led some of them towards methods of coding language based on known-inherited examples. Η παρούσα μελέτη εξετάζει διαχρονικά τα σημαντικότερα εγχειρίδια γραμματικής της ελληνικής γλώσσας, που συντάχθηκαν από Έλληνες, κατά την περίοδο 1550-1821, αναφορικά με τη μορφή και το περιεχόμενό τους με απώτερο στόχο τη συμπλήρωση της υπάρχουσας γνώσης και την κάλυψη του ερευνητικού κενού σχετικά με τις Γραμματικές της ελληνικής αυτής της περιόδου. Όσον αφορά τη μεθοδολογία, αρχικά γίνεται μια κατηγοριοποίηση των βιβλίων γραμματικής της εξεταζόμενης περιόδου σε αρχαιοελληνικές και νεοελληνικές. Μετά από μια θεωρητική αναφορά, ανάλυση και ιστορική επισκόπηση του όρου της γραμματικής, γίνεται λόγος για τις πνευματικές εξελίξεις, τις ιστορικο-κοινωνικές, εκπαιδευτικές, γλωσσικές και εκδοτικές συνθήκες που επικρατούσαν στον ελληνικό χώρο αυτή την περίοδο. Κατά την ανάλυση της κυρίως έρευνας και των εγχειριδίων Γραμματικής δίνονται πληροφορίες για τη βιο-εργογραφία του κάθε συγγραφέα, την ιδιότητα, την ιδεολογία και τον στόχο του. Παρουσιάζεται και αναλύεται το υλικό των βιβλίων και ο τρόπος διαχείρισής του, ποια επίπεδα ανάλυσης της γλώσσας καλύπτονται καλύτερα και από ποιες Γραμματικές, αν ακολουθούνται συγκεκριμένα πρότυπα ή όχι, οι θεωρητικές τους καταβολές, η γραμματική παράδοση στην οποία εντάσσονται και η συνεισφορά τους στην ιστορία της γραμματικής τέχνης. Επιπλέον, εξετάζονται παράμετροι όπως η χρήση των συγκεκριμένων Γραμματικών ως διδακτικά εγχειρίδια, οι καινοτομίες, οι ιδιαιτερότητες και ο στόχος του κάθε βιβλίου, η ανίχνευση ενδεχόμενων ιδεολογικών μηνυμάτων, τα οποία μεταδίδονται ρητά ή μη και οι παράγοντες που συνετέλεσαν στη διαμόρφωσή τους. Η παραπάνω ανάλυση έδειξε ότι στην πλειονότητά τους οι προεπαναστατικές Γραμματικές αφορούν την αρχαία ελληνική (62%) και όχι την ομιλούμενη της εποχής (38%). Αυτό οφείλεται στην τάση αρχαιογνωστικού προσανατολισμού αυτής της περιόδου και στην ερμηνευτική του φαινομένου αυτού για σύνδεση της φυλής με τους ένδοξους προγόνους της κλασικής αρχαιότητας. Η επιλογή του κάθε συγγραφέα σχετικά με την αρχαία ή τη νέα ελληνική γλώσσα βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τις απόψεις του σχετικά με το γλωσσικό ζήτημα, την ιδεολογία, το επάγγελμα και τον στόχο του. Οι αρχαιοελληνικές Γραμματικές συντάχθηκαν από εκπροσώπους του αρχαϊσμού, εκδόθηκαν στην Ευρώπη αμέσως μετά τη συγγραφή τους, αποτέλεσαν διδακτικό εγχειρίδιο, και αυτός ήταν ο κύριος στόχος τους, διδακτικός. Στην πλειονότητά τους περιλαμβάνουν και γραμματική και σύνταξη αλλά και εισαγωγές με γλωσσικές απόψεις των συγγραφέων, καταλόγους ρημάτων κ.ά. γι’ αυτό και είναι πολυσέλιδες. Τέλος, παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες μεταξύ τους λόγω κοινών προτύπων. Αντίθετα, οι νεοελληνικές Γραμματικές λόγω των γλωσσικών τους νεωτερισμών δεν έχαιραν εκτίμησης και έμειναν ανέκδοτες για χρόνια, άγνωστες και ανεπηρέαστες η μία από την άλλη. Συνεπώς, δεν έχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ τους και είναι πιο συνοπτικές από τις αρχαιοελληνικές Δεν αποτέλεσαν διδακτικό εγχειρίδιο και η καθεμιά έχει διαφορετικό στόχο και προσανατολισμό. Εστιάζουν στη γραμματική (όχι στη σύνταξη) και ιδίως στη μορφολογία και μας δίνουν πληροφορίες για τη γλώσσα της εποχής. Παρουσιάζουν ωστόσο, διαφορές στη μορφή της γλώσσας που περιγράφουν, λόγω του ότι καλύπτουν ένα χρονικό διάστημα περίπου τριών αιώνων, κατά το οποίο η γλώσσα μεταβάλλεται. Τέλος, στους συντάκτες των νεοελληνικών Γραμματικών επικρατεί ένας διχασμός ανάμεσα στον σεβασμό προς την κλασική εποχή και την αποδοχή της λαϊκής γλώσσας, διχασμός που κατηύθυνε ορισμένους συγγραφείς σε μεθόδους κωδικοποίησης της γλώσσας βάσει γνωστών-κληρονομημένων παραδειγμάτων. 557 312 315 Undergraduate and young graduate chemistry students’ knowledge about the chemical composition of industrial foods, the nutritional value of their key ingredients, as well as the purpose, the necessity and the possible adverse effects on health from chemical additives Γνώσεις φοιτητών και νέων πτυχιούχων χημείας για τη χημική σύσταση των βιομηχανικών τροφίμων, τη διατροφική αξία των βασικών συστατικών τους, καθώς και για τη σκοπιμότητα, την αναγκαιότητα και τις πιθανές δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία από χημικά πρόσθετα The students’ knowledge and views were sought about the chemical constitution of industrial foods, their nutritional value, as well as the purpose, the necessity and the possible bad effects on health as a result of the use of chemical additives in these foods. The study was conducted for two consecutive academic years (2014-15 and 2015-16), in the Department of Chemistry of the University of Ioannina, within the context of a compulsory practical course on "Food Analysis and Technology". A total of 249 undergraduate students had attended the above course of which 223 students answered two optional written questionnaires each (response rate: 89.6%). 83 of the students were males (37.2%) and 140 were females (62.8%). In addition, the same study (2015-2016) was carried out with a small sample of 30 second-year graduate chemistry students. A subsample of 110 undergraduate and 15 graduate students answered a questionnaire on carbohydrates, while another subsample of 113 undergraduate and 15 graduate students answered a questionnaire on proteins and fats. The results showed that the students generally had satisfactory to excellent knowledge and awareness of the topics under consideration. As expected, postgraduate students generally had more positive attitudes and better knowledge, although the pattern was similar. There were no statistically significant differences between undergraduate students who had assed or not passed the “Food Chemistry” course. Comparison of boys and girls showed that girls are more likely to read food labels, prevail over the number of healthy eating habits, know better Mediterranean Diet Pyramid and apply it more. On the other hand, boys prefer more prepared meals, but there is no difference in their knowledge of the basic nutrients of food. Επιζητήθηκαν οι γνώσεις και οι απόψεις των φοιτητών σχετικά με τη χημική σύσταση των βιομηχανικών τροφίμων, τη θρεπτική τους αξία, καθώς και τον σκοπό, την αναγκαιότητα και τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία ως αποτέλεσμα της χρήσης χημικών προσθέτων σε αυτά τα τρόφιμα. Η μελέτη διεξήχθη για δύο διαδοχικά ακαδημαϊκά έτη (2014-15 και 2015-16), στο Τμήμα Χημείας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, στο πλαίσιο του υποχρεωτικού εργαστηριακού μαθήματος με τίτλο «Ανάλυση και Τεχνολογία Τροφίμων». Συμμετείχαν 249 τριτοετής προπτυχιακοί φοιτητές, από τους οποίους 223 απάντησαν σε δύο προαιρετικά γραπτά ερωτηματολόγια (ποσοστό απάντησης: 89,6%). 83 από τους φοιτητές ήταν αγόρια (37,2%) και 140 ήταν κορίτσια (62,8%). Επιπλέον, η ίδια μελέτη διεξήχθη (2015-2016) με ένα μικρό δείγμα από 30 μεταπτυχιακούς φοιτητές χημείας δευτέρου έτους. Ένα υποσύνολο 110 προπτυχιακών και 15 μεταπτυχιακών φοιτητών απάντησαν σε ένα ερωτηματολόγιο για τους υδατάνθρακες, ενώ ένα άλλο υποσύνολο 113 προπτυχιακών και 15 μεταπτυχιακών φοιτητών απάντησαν σε ένα ερωτηματολόγιο για τις πρωτεΐνες και τις λιπαρές ουσίες. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι φοιτητές είχαν γενικά ικανοποιητική γνώση και γνώση των θεμάτων που εξετάσαμε. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι μεταπτυχιακοί φοιτητές είχαν εν γένει πιο θετικές στάσεις και καλύτερες γνώσεις, αν και το μοτίβο συμπεριφοράς ήταν παρόμοιο. Δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους επιτυχόντες και τους μη εισέτι επιτυχόντες στο μάθημα «Χημεία Τροφίμων» προπτυχιακούς φοιτητές. Η σύγκριση αγοριών και κοριτσιών έδειξε ότι τα κορίτσια διαβάζουν πιο συχνά τις ετικέτες των τροφίμων, υπερισχύουν ως προς τον αριθμό των κανόνων υγιεινής διατροφής που εφαρμόζουν, υπερτερούν στη γνώση της Μεσογειακής Διατροφικής Πυραμίδας και την εφαρμόζουν περισσότερο. Από την άλλη, τα αγόρια προτιμούν περισσότερο τα έτοιμα γεύματα, ενώ δεν προέκυψαν διαφορές μεταξύ τους ως προς τη γνώση τους περί των βασικών θρεπτικών συστατικών των τροφίμων. 558 571 639 Διερεύνηση της επίδρασης των αντιφλεγμονωδών φαρμάκων στο κεντρικό νευρικό σύστημα επιμυών - αναστολείς της κυκλοξυγενάσης-2 In the present study the effects of cyclooxygenase-2 (COX-2) inhibitors on the rat Central Nervous System were examined. The aim of the study was to investigate further possible effects of etoricoxib a selective COX-2 inhibitor on behavioral and neurochemical functions and if the action of etoricoxib can be altered by the administration of serotonin’s agonists and antagonist. Another goal of this particular study was to investigate a possible effect of etoricoxib on behavioral and neurochemical functionss after inuced inflammation. For this reason, a number of experiments were held in which three-month years-old male Wistar rats were used. All substances and drugs were intraperitoneal injected to experinmental subjects. The spontaneous behavior was recorded with an automated open-field behavioral recorder system (Open-Field test) in which horizontal and vertical mobility is monitored. For the determination of neurotransmitters a High-Pressure Liquid Chromatogrphy (HPLC) was used. Moreover, at the experimental protocol of lipopolysacharide (LPS) administration, the body temperature was recorded and the levels of interleukin-6 (IL-6) in blood were determined in rats.. The results showed that etoricoxib one hour after its administration reduced rat mobility and dopaminergic function while increased noradrenaline (NA) levels and serotonergic function in specific rat brain regions. However, after the completion of three hours from its administration, most of the effects of etoricoxib were suppressed. The effect of etoricoxib on mobile activity and neurochemical transmission was investigated further using serotonin (5-HT) agonists and antagonists. Even though, 5-HT1A agonist did not influence etoricoxib action on rat mobile activity, nevertheless, completely abolished the action of etoricoxib on dopaminergic and serotonergic function as well as on the NA levels in the rat brain regions included in the study. On the other hand, 5-HT1A antagonist abolished the action of etoricoxib only on the vertical mobile activity while abolished the action of etoricoxib on NA levels and on serotonergic function in specific rat brain regions. With regard to 5-HT2A receptos it appears that 5-HT2A agonist abolished the effects of etoricoxib on rat mobility and on dopaminergic function at the prefrontal cortex as well as on the serotonergic function in all rat brain regions being studied. On the contrary, the 5-HT2A antagonist had no effect on etoricoxib-induced changes on rat mobility while inhibited partially the etoricoxib action on neurochemical changes after etoricoxib administration. LPS administration induced a decrease on mobile activity in rats but it was partially reversed by etoricoxib. Moreover, LPS caused neurochemical changes showing tissue differentiation. It is noteworthy that neurochemical effects of LPS were reversed by the selective COX-2 inhibitor, etoricoxib. Finally, the adminisration of LPS induced inflamation which was obvious by the elevated body temperature and IL-6 levels in the blood. The effect of inflammation on body temperature was reversed by the selective COX-2 inhibitor but not that of IL-6. In conclusion, the selective COX-2 inhibitor, etoricoxib induced changes on behavioral factors as well as on neurochemical functions focused on the serotonergic transmission. Further investigation of the mechanism that relies on this action of etoricoxib showed implication of 5-HT1A and 5-HT2A receptors with an important role of 5-HT2A. Finally, etoricoxib can reverse the LPS-induced changes on dopaminergic and serotonergic fuction as well as the reduced mobility and increased body temperature except from elevated production of IL-6. The involvement of 5-HT2A receptors in inflammation and in the effects of etoricoxib’s action, revealed a crucial interaction between prostaglandins and serotonin, supporting a subsequent action on these receptors and the opposite, that needs to be examined further. Στην παρούσα εργασία μελετήθηκε η δράση των εκλεκτικών αναστολέων της κυκλοξυγενάσης-2 (COX-2) στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα (Κ.Ν.Σ.) των επίμυων. Σκοπός της μελέτης ήταν να διερευνηθεί η πιθανή επίδραση της ετορικοξίβης, ενός εκλεκτικού COX-2 αναστολέα, σε συμπεριφορικές και νευροχημικές λειτουργίες και εάν αυτή μεταβάλλεται από τη χορήγηση των αγωνιστών και ανταγωνιστών της σεροτονίνης. Ένας ακόμη στόχος της συγκεκριμένης μελέτης ήταν να διερευνηθεί η πιθανή επίδραση της ετορικοξίβης σε συμπεριφορικές και νευροχημικές λειτουργίες μετά από την εγκατάσταση φλεγμονής. Για το λόγο αυτό, πραγματοποιήθηκαν μια σειρά πειραμάτων στα οποία χρησιμοποιήθηκαν αρσενικοί επίμυες ηλικίας περίπου τριών μηνών. Τα πειραματόζωα έλαβαν όλες τις ουσίες και τα φάρμακα με ενδοπεριτοναϊκή χορήγηση. Η αυθόρμητη συμπεριφορά καταγράφηκε με το σύστημα αυτόματης καταγραφής συμπεριφοράς ανοιχτού πεδίου (Open-Field test) στο οποίο παρακολουθείται η οριζόντια και κάθετη κινητικότητα του πειραματόζωου. Ο προσδιορισμός των επιπέδων των νευρομεταβιβαστών έγινε με τη χρήση της Υγρής Χρωματογραφίας Yψηλής Πίεσης (HPLC). Επιπλέον, στο πειραματικό πρωτόκολλο χορήγησης λιποπολυσακχαρίτη (LPS), καταγράφηκε η θερμοκρασία του σώματος των επίμυων και προσδιορίστηκαν τα επίπεδα της ιντερλευκίνης-6 (IL-6) στο αίμα των πειραματόζωων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ετορικοξίβη μία ώρα μετά τη χορήγησή της μείωσε την κινητική δραστηριότητα των επίμυων και τη ντοπαμινεργική λειτουργία ενώ, αύξησε τα επίπεδα της νοραδρεναλίνης (ΝΑ) και τη σεροτονινεργική λειτουργία σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου των επίμυων. Όμως, οι περισσότερες από τις επιδράσεις της ετορικοξίβης καταργήθηκαν μετά το πέρας τριών ωρών από τη χορήγησή της. Το αποτέλεσμα της δράσης της ετορικοξίβης στην κινητική δραστηριότητα και τη νευροχημική διαβίβαση διερευνήθηκε περαιτέρω σε επίπεδο αγωνιστών και ανταγωνιστών των υποδοχέων της σεροτονίνης (5-ΗΤ). Έτσι, παρ’ όλο που ο 5-ΗΤ1Α αγωνιστής δεν επηρέασε τη δράση της ετορικοξίβης στην κινητική δραστηριότητα των επίμυων εντούτοις, ανέστειλε πλήρως τη δράση ετορικοξίβης στη ντοπαμινεργική και σεροτονινεργική λειτουργία καθώς και στα επίπεδα της ΝΑ στις - υπό εξέταση - περιοχές του εγκεφάλου επίμυων. Αντίθετα, ο 5-ΗΤ1Α ανταγωνιστής, ανέστειλε τη δράση της ετορικοξίβης μόνο στην κάθετη κινητικότητα ενώ, ανέστειλε μερικώς τη δράση της ετορικοξίβης στις συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου επίμυων. Όσον αφορά τους 5-ΗΤ2Α υποδοχείς, φαίνεται ότι ο αγωνιστής των 5-ΗΤ2Α υποδοχέων ανέστειλε τη δράση της ετορικοξίβης στην κινητική δραστηριότητα των επίμυων και στη ντοπαμινεργική λειτουργία του προμετωπιαίου φλοιού καθώς και στη σεροτονινεργική λειτουργία όλων των περιοχών του εγκεφάλου που μελετήθηκαν. Αντίθετα, ο 5-ΗΤ2Α ανταγωνιστής, δεν άσκησε καμία επίδραση στις μεταβολές που προκαλεί η ετορικοξίβη στην κινητική δραστηριότητα των επίμυων ενώ ανέστειλε μερικώς τις νευροχημικές μεταβολές που παρατηρήθηκαν λόγω χορήγησης ετορικοξίβης. Η χορήγηση LPS προκάλεσε μειωμένη κινητική δραστηριότητα των επίμυων η οποία όμως αναιρέθηκε μερικώς από την ετορικοξίβη. Επιπλέον, το LPS προκάλεσε νευροχημικές μεταβολές που χαρακτηρίζονται από ιστική διαφοροποίηση. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, οι όποιες νευροχημικές δράσεις προκάλεσε το LPS, αναιρέθηκαν από τον εκλεκτικό αναστολέα της COX-2, ετορικοξίβη. Τέλος, η χορήγηση του LPS προκάλεσε την ανάπτυξη μιας περιφερικής φλεγμονής, η οποία εκδηλώθηκε με αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος και των επιπέδων των ιντερλευκινών στο αίμα όπως για παράδειγμα της IL-6. Το αποτέλεσμα της φλεγμονής στη θερμοκρασία του σώματος αναιρέθηκε από τον εκλεκτικό COX-2 αναστολέα όχι όμως και αυτό της IL-6. Συνοψίζοντας, ο εκλεκτικός αναστολέας της COX-2, ετορικοξίβη, προκάλεσε μεταβολές σε παράγοντες της συμπεριφοράς καθώς και σε νευροχημικές λειτουργίες που εντοπίζονται κυρίως στην σεροτονινεργική νευροδιαβίβαση. Η περαιτέρω διερεύνηση του μηχανισμού που χαρακτηρίζει την προαναφερόμενη δράση της ετορικοξίβης έδειξε την εμπλοκή των 5-ΗΤ1Α και 5-ΗΤ2Α υποδοχέων με κυρίαρχο ρόλο των 5-ΗΤ2Α αγωνιστών. Τέλος η μελέτη της δράσης της ετορικοξίβης σε εγκατεστημένη φλεγμονή απέδειξε ότι ο COX-2 αναστολέας μπορεί να αναιρέσει τις μεταβολές που προκαλεί η περιφερική φλεγμονή στη ντοπαμινεγική και σεροτονινεργική λειτουργία καθώς και την υποκινητικότητα και την αυξημένη θερμοκρασία του σώματος των επίμυων εκτός της αυξημένης παραγωγής ιντερλευκινών. Δεδομένης της εμπλοκής των 5-ΗΤ2Α υποδοχέων στη φλεγμονή και στη δράση της ετορικοξίβης μία σημαντική αλληλεπίδραση προσταγλανδινών και σεροτονίνης αναδεικνύεται με επακόλουθη δράση σε συγκεκριμένους υποδοχείς και το αντίστοιχο που χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση. 559 248 245 This thesis deals with blood flow modelling in arteries with rigid or deformable walls. Its primary scope is to investigate the influence of the arterial wall on blood flow modelling and in particular, on important hemodynamic parameters such as intravascular pressures and wall shear stress. In this direction, finite element simulations are performed on patient-specific 3-dimensional coronary arterial models using real patient-specific boundary conditions in order to validate the efficacy of both methods (i.e. rigid or deformable walls). The subsequent scope of the thesis is to establish new computational methods for the functional assessment of coronary stenoses utilizing non-invasive or invasive coronary imaging modalities, with emphasis given on non-invasive techniques. The final aim of this thesis is to create integrated software suites of 3D reconstruction and functional assessment of coronary arteries that will aid the clinician in every day clinical practice. The main contributions of this thesis can be summarized as: (i) the validation of the accuracy of blood flow simulations regarding important hemodynamic factors such as intravascular pressures, (ii) the thorough comparison between blood flow simulations in coronary arteries using rigid or deformable arterial walls, (iii) the application and establishment of indices (i.e. vFAI and smartFFR) for the functional assessment of coronary stenoses using either non-invasive (i.e. CCTA) or invasive coronary imaging modalities (i.e. IVUS or IVUS-ICA fusion), (iv) their comparison to already established techniques such as FFR and stress MBF and (v) the development of integrated systems for 3D coronary reconstruction, functional assessment and multiscale modelling. Η παρούσα διατριβή ασχολείται με τη μοντελοποίηση της ροής αίματος σε αρτηρίες με παλλόμενα τοιχώματα. Βασικός της στόχος είναι η μελέτη της επίδρασης του αρτηριακού τοιχώματος στη μοντελοποίηση της ροής αίματος και πιο συγκεκριμένα, σε σημαντικές αιμοδυναμικές παραμέτρους όπως είναι οι ενδοαγγειακές πιέσεις και οι διατμητικές τάσεις που δημιουργούνται στο τοίχωμα. Σε αυτή την κατεύθυνση λοιπόν, έχουν πραγματοποιηθεί προσομοιώσεις με τη χρήση της μεθόδου των πεπερασμένων στοιχείων σε τρισδιάστατα μοντέλα στεφανιαίων αρτηριών με τη χρήση πραγματικών συνοριακών συνθηκών για την επαλήθευση της αποτελεσματικότητας των δύο μεθόδων (χρήση άκαμπτου τοιχώματος ή παραμορφώσιμου τοιχώματος). Επόμενος στόχος της διατριβής είναι η εγκαθίδρυση νέων υπολογιστικών μεθόδων για την εκτίμηση λειτουργικότητας στεφανιαίων βλαβών με τη χρήση μη επεμβατικών ή επεμβατικών μεθόδων στεφανιαίας απεικόνισης, με μεγαλύτερη έμφαση να δίνεται στις μη επεμβατικές τεχνικές. Τελικός σκοπός της διατριβής είναι η δημιουργία λογισμικού για την τρισδιάστατη ανακατασκευή αγγείων και την εκτίμηση της λειτουργικότητας στεφανιαίων αρτηριών, το οποίο θα μπορεί να βοηθά τον καρδιολόγο στην καθημερινή του εργασία. Η συμβολή της παρούσας διδακτορικής διατριβής συνοψίζεται στους παρακάτω παράγοντες: (i) επαλήθευση της ακρίβειας της μοντελοποίησης ροής αίματος σε ό,τι σχετίζεται με τον υπολογισμό σημαντικών αιμοδυναμικών παραμέτρων, (ii) η εκτενής σύγκριση προσομοιώσεων ροής αίματος με τη χρήση άκαμπτων ή παραμορφώσιμων τοιχωμάτων, (iii) η εφαρμογή και η εγκαθίδρυση δεικτών για την εκτίμηση της λειτουργικότητας στεφανιαίων αρτηριών, (iv) η σύγκρισή τους με ήδη αποδεκτές τεχνικές όπως η FFR και το MBF και (v) η δημιουργία συστημάτων για την τρισδιάστατη ανακατασκευή αγγείων και την εκτίμηση της λειτουργικότητας στεφανιαίων αγγείων. 560 276 255 Over the last few decades, the definitions of giftedness have been broadened and include more criteria than those contained in the previous traditional definitions, which at the same time identified giftedness with high cognitive ability. A component of contemporary multidimensional models of giftedness is the concept of creativity (Kaufman, Plucker, & Russell, 2012). The purpose of this research was to investigate whether creative thinking and behavior are related to the various dimensions of giftedness. The sample of the survey included 145 pupils of both sexes: 40 fifth graders and 56 sixth graders of the elementary school, 24 first graders and 25 second graders of secondary school, and their teachers (N=145). Teachers were given the Greek version of Gifted Rating Scales-School Form (GRS-S; Pfeiffer & Jarosewich, 2003) and of Scales for Rating the Behavioral Characteristics of Superior Students (SRBCSS-R; Renzulli et al., 2010). Students were given the Greek version of the TestforCreativeThinking-DrawingProduction(Urban&Jellen, 2010) and the Greek version of the scales; RuncoIdeationalBehaviorScale (Runcoetal., 2001), AttitudesaboutFlexibility (Runco Creativity Assessment Battery, 2011), IdeaJudgmentScale (Runco Creativity Assessment Battery, 2011). In general, the results confirmed the research hypotheses.At first, the students' performance in the creative thinking test and, above all, their responses to the scale of flexibility assessment have been found to be positively correlated to a low degree with several dimensions of giftedness as defined by the gifted rating scales, which teachers completed. The results also show that students' performance in creative thinking test and their responses to creativity scales are positively correlated with scales of intellectual and academic ability rather than creativity scales. This positive correlation implies that teachers recognize as creative students with high mental capacity and school performance. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες οι ορισμοί της χαρισματικότητας έχουν διευρυνθεί και περιλαμβάνουν περισσότερα κριτήρια από εκείνα που περιελάμβαναν οι πρότεροι παραδοσιακοί ορισμοί, οι οποίοι ταύτιζαν τη χαρισματικότητα με την πολύ υψηλή διανοητική ικανότητα. Συστατικό στοιχείο των σύγχρονων πολυδιάστατων μοντέλων ερμηνείας της χαρισματικότητας αποτελεί η έννοια της δημιουργικότητας (Kaufman, Plucker, &Russell, 2012). Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να διερευνηθεί εάν η δημιουργική σκέψη και συμπεριφορά συσχετίζεται με τις επιμέρους διαστάσεις της χαρισματικότητας. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 145 μαθητές και των δύο φύλων: 40 της Ε΄ και 56 της ΣΤ΄ τάξης του Δημοτικού Σχολείου, 24 της Α΄ και 25 της Β΄ τάξης του Γυμνασίου, καθώς και ο αντίστοιχος αριθμός (Ν=145) των εκπαιδευτικών τους. Στουςεκπαιδευτικούςχορηγήθηκανοικλίμακες: Gifted Rating Scales-School Form (GRS-S; Pfeiffer & Jarosewich, 2003) και Scales for Rating the Behavioral Characteristics of Superior Students (SRBCSS-R; Renzulli et al., 2010). Στουςμαθητέςχορηγήθηκετοέργοπαραγωγήςσχεδίου “TestforCreativeThinking-DrawingProduction” (Urban&Jellen, 2010) καιοικλίμακες: RuncoIdeationalBehaviorScale (Runcoetal., 2001), AttitudesaboutFlexibility (RuncoCreativityAssessmentBattery, 2011) καιIdeaJudgmentScale (RuncoCreativityAssessmentBattery, 2011).Οι επιδόσεις των μαθητών στο έργο δημιουργικής σκέψης και, κυρίως, οι απαντήσεις τους στην κλίμακα εκτίμησης της ευελιξίας βρέθηκαν να συσχετίζονται θετικά, σε χαμηλό βαθμό, με αρκετές διαστάσεις της χαρισματικότητας, όπως αυτές προσδιορίζονται από τις κλίμακες αναγνώρισης-εκτίμησης της χαρισματικότητας, εκ μέρους των εκπαιδευτικών τους. Από τα αποτελέσματα προέκυψε, ακόμη, ότι οι επιδόσεις των μαθητών στο έργο δημιουργικής σκέψης και οι απαντήσεις τους στις κλίμακες της δημιουργικότητας συσχετίζονται θετικά σε χαμηλό βαθμό με τις κλίμακες νοητικής και ακαδημαϊκής ικανότητας και όχι με τις αντίστοιχες της δημιουργικότητας. Η θετική αυτή συσχέτιση συνεπάγεται ότι οι εκπαιδευτικοί αναγνωρίζουν ως δημιουργικούς τους μαθητές με υψηλή νοητική ικανότητα και σχολική επίδοση. 561 149 141 Metamorphosis is a central theme of folk tales and more than any element contributes to creating a surrealistic atmosphere. Transformation is not only about human beings, but also animals, fish, birds, inanimate objects. Everything can be transformed into something else changing or not changing their original identity. The subject of metamorphosis was considered by many as a result and remnant of the magical way of thinking of the so-called primitive peoples and their animism, namely that the soul has a substance, immaterial and separate from the body, and can even be embodied in inanimate objects. Anthropomorphism, therianthropy and alterations of objects are found in myths and folk tales. This work focuses on identifying the pattern of transformation in the popular fairy tale and its association with popular imagination, as well as in a symbolic approach not to the motif itself, but to the function it performs in its contexts. Η μεταμόρφωση είναι κεντρικό θέμα των λαϊκών παραμυθιών και περισσότερο από οποιοδήποτε στοιχείο συμβάλλει στη δημιουργία υπερρεαλιστικής ατμόσφαιρας. Δεν αφορά μόνο ανθρώπινα όντα, αλλά και ζώα, ψάρια, πτηνά, άψυχα αντικείμενα. Τα πάντα μπορούν να μεταμορφωθούν σε κάτι άλλο μεταβάλλοντας ή όχι την αρχική τους ταυτότητα. Το θέμα της μεταμόρφωσης θεωρήθηκε από πολλούς απόρροια και κατάλοιπο του μαγικού τρόπου σκέψης των λεγόμενων πρωτόγονων λαών και του ανιμισμού τους, δηλαδή ότι η ψυχή έχει υπόσταση, άυλη και ξεχωριστή από το σώμα και μπορεί να ενσωματώνεται ακόμη και σε άψυχα αντικείμενα. Ανθρωπομορφισμό, θηριανθρωπία και μεταβολές αντικειμένων συναντάμε στους μύθους και στο λαϊκό παραμύθι. Η παρούσα εργασία εστιάζει στον εντοπισμό του μοτίβου της μεταμόρφωσης στο λαϊκό παραμύθι και στη σύνδεσή του με το λαϊκό φαντασιακό, καθώς σε μία συμβολιστική προσέγγιση όχι στο μοτίβο αυτό καθαυτό, αλλά στη λειτουργία που αυτό επιτελεί μέσα στα συμφραζόμενά του. 562 566 548 The “Monday’s theatre” was a cultural action of the national TV ERT from the beginning of 1970 decade for approximately 25 years and it was about the transportation of several theatrical plays (Greek and foreign) to TV. The show started to be on the air on January of 1972 at ERT and its function is divided in two periods. The first period is up to May of 1973 in which duration was projected 63 one-act plays. The second period is from March of 1976 at ERT and it was continued until 1995 at ET1. It is not an exaggeration for someone to say that inside these internal productions of ERT (approximately 500 theatrical plays) was shown all Greek theatre, as far as actors, directors, and other artistic contributors (costumers, set designers, musicians, translators etc.) while many cinematic directors edited the onscreen transportation of the theatrical plays.The “Monday’s theatre” might be one of a few pitched cultural interventions that happened from a national sector in a massive scale by using the pioneering mean for that time of Greek society, the TV. The equivalent example of transportation theatrical plays to the radio, which have been preceded by two decades, prepared an audience which was thirsty to replace the sound with the picture.The “Monday’s theatre” continued the tradition of the radio in this way, by playing its own educational role, inserting essentially in all houses and providing the opportunity to many people to see maybe for the first time theatre.If someone considers that the “Monday’s theatre” – as a cultural product – developed with the same mean of TV in our country, then it is possible to be understood the dynamic that it obtained, while it identified its own way with the route of TV in the Greek society. It is well-known that the TV became the main mean of communication and entertainment in Greek society few years after it started its function, replacing roles that until this time played on the radio, cinema and on the theatre. The “Monday’s theatre” has left its own consignment in Greek society 40 years from its beginning. Today, there are 4 Universities of Theatre in the Greek educational system, more than 20 Acting Schools, while there is a continuous need of the audience to meet the art of theatre through many kinds of knowledge (theatrical plays’ editions, theatrical seminars, creation of many theatrical professional and amateur teams). We can see the writing of marvelous theatrical plays, which are about the modern problems of the Greek society, apart from the high amount of theatres, which are located in the center and the suburbs of the town in these days. The “Monday’s theatre” has left behind it as a heritage one educated audience, which filled and fills all these theatres. Yet, the highest heritage that it left is the abundance of the archives, which there are in the archive of ERT now, having recorded rare performances and incredible interpretations from actors who many of them have passed away. This di shows the route of transportation of the theatrical play to the Greek television, focusing on the route of the “Monday’s theatre”, pointing out the most important channels in its 25 years-presence. This research records for the first time the archival wealth from the “Monday’s theatre” and tried to evaluate the “stigma” leaving in the cultural identity of our country and especially in theatrical art. Το Θέατρο της Δευτέρας αποτέλεσε μια πολιτιστική δράση της κρατικής τηλεόρασης της ΕΡΤ από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 και για 25 περίπου χρόνια και αφορούσε τη μεταφορά θεατρικών έργων (ελληνικών και ξένων) στους δέκτες της τηλεόρασης. Η εκπομπή άρχισε να προβάλλεται τον Ιανουάριο του 1972 στο ΕΙΡΤ, ενώ η λειτουργία της χωρίζεται σε δύο περιόδους: Η πρώτη είναι μέχρι και το Μάιο του 1973, κατά τη διάρκεια της οποίας παρουσιάστηκαν 60 μονόπρακτα. Η δεύτερη από το Μάρτιο του 1976 στην ΕΡΤ, η οποία συνεχίστηκε μέχρι και το 1995 στην ΕΤ1. Από το 2008, το ψηφιακό κανάλι Σινέ+ άρχισε να προβάλλει εκπομπές του Θεάτρου της Δευτέρας σε επανάληψη, ενώ DVD με θεατρικές παραστάσεις της 2ης περιόδου κυκλοφόρησαν μαζί με το περιοδικό «Ραδιοτηλεόραση» από τον Ιούνιο του 2009 έως το τέλος του, το 2013.Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι μέσα από τις εσωτερικές αυτές παραγωγές της ΕΡΤ (πάνω από 400 θεατρικά έργα) παρουσιάστηκε όλο το ελληνικό θέατρο, σε ό,τι αφορά ηθοποιούς, σκηνοθέτες και άλλους καλλιτεχνικούς συντελεστές (ενδυματολόγοι, σκηνογράφοι, μουσικοί, μεταφραστές κ.ά.), ενώ πολλοί κινηματογραφικοί σκηνοθέτες επιμελήθηκαν την τηλεοπτική μεταφορά των θεατρικών έργων. Έτσι, Το Θέατρο της Δευτέρας ήταν ίσως από τις λίγες στοχευμένες πολιτιστικές παρεμβάσεις που έγιναν από κρατικό φορέα σε τόσο μαζική κλίμακα χρησιμοποιώντας το νεότευκτο για την τότε ελληνική κοινωνία Μέσο, αυτό της τηλεόρασης. Το αντίστοιχο παράδειγμα μεταφοράς θεατρικών έργων στο ραδιόφωνο, που είχε προηγηθεί κατά δύο δεκαετίες, προετοίμασε σίγουρα ένα κοινό το οποίο διψούσε να αντικαταστήσει τον ήχο με εικόνα.Το Θέατρο της Δευτέρας συνέχισε λοιπόν την παράδοση του ραδιοφώνου, παίζοντας το δικό του εκπαιδευτικό ρόλο, μπαίνοντας ουσιαστικά σε όλα τα σπίτια και δίνοντας την ευκαιρία σε χιλιάδες ανθρώπους να δουν ίσως για πρώτη φορά θέατρο. Αν αναλογιστεί κανείς ότι Το Θέατρο της Δευτέρας–ως πολιτιστικό προϊόν– αναπτύχθηκε μαζί με το ίδιο το μέσο της τηλεόρασης στη χώρα μας, τότε μπορεί να αντιληφθεί τη δυναμική που απέκτησε, καθώς ταύτισε τη δική του πορεία με εκείνη που είχε η τηλεόραση μέσα στην ελληνική κοινωνία. Ως γνωστόν, η τηλεόραση, λίγα μόλις χρόνια από την έναρξη λειτουργίας της το 1966, έγινε το βασικό μέσο επικοινωνίας και ψυχαγωγίας στην ελληνική κοινωνία, αντικαθιστώντας ρόλους που μέχρι τότε έπαιζαν το ραδιόφωνο, ο κινηματογράφος αλλά και το ίδιο το θέατρο. Το Θέατρο της Δευτέρας, 45 χρόνια από την έναρξή του, έχει αφήσει πια τη δική του παρακαταθήκη στην ελληνική κοινωνία. Σήμερα στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα υπάρχουν τέσσερις πανεπιστημιακές σχολές θεάτρου, πάνω από είκοσι δραματικές σχολές, ενώ διαφαίνεται μια συνεχής ανάγκη του κοινού να γνωρίσει τη θεατρική τέχνη μέσα από ποικίλες μορφές γνώσης (εκδόσεις θεατρικών έργων, θεατρικά σεμινάρια, δημιουργία δεκάδων θεατρικών θιάσων, επαγγελματικών και ερασιτεχνικών). Σήμερα, εκτός από τα πολλά θέατρα που υπάρχουν στο κέντρο και την περιφέρεια, μπορούμε επίσης να δούμε τη συγγραφή σπουδαίων θεατρικών έργων που καταπιάνονται με σύγχρονα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας. Το Θέατρο της Δευτέρας άφησε πίσω του επίσης ως κληρονομιά ένα εκπαιδευμένο κοινό, που γέμιζε και γεμίζει όλα αυτά τα θέατρα. Το μεγαλύτερο όμως κληροδότημά του είναι ο αρχειακός πλούτος που υπάρχει αυτή τη στιγμή στην ΕΡΤ, έχοντας καταγράψει σπάνιες παραστάσεις και σπουδαίες ερμηνείες ηθοποιών, πολλοί εκ των οποίων δεν βρίσκονται πλέον στη ζωή. Η έρευνα λοιπόν αφενός αποτυπώνει για πρώτη φορά όλο αυτό τον αρχειακό πλούτο από Το Θέατρο της Δευτέρας, αφετέρου αξιολογεί το στίγμα που άφησε στην πολιτισμική ταυτότητα της χώρας μας, και ειδικότερα στη θεατρική τέχνη. 563 279 290 This paper attempts to present and critically assess the views of a leading personality of the ancient Greek world, Aristotle, regarding the political importance of education as an antidote to the social and political pathogens of our time. Aristotle develops his views on education, about moral and intellectual qualities, giving his contents wider political dimensions. If we transfer our educational proposals into the education system, we will speak of an unqualified treatment. There is a crucial question, as to whether education forms mature political subjects. Thus, from the positions of the ancient Greek philosopher Aristotle, this work aims to testify to those values and principles of education that can bring about rearrangements in the political and social body, with the aim of leading society through processes, redefining those values that release the individual and contribute to the realization of collective prosperity. This work is divided into four parts: In the first part is attempted the conceptual theoretical frameworkand the overall aim of the Thesis, as well as the analysis of the concepts city, citizen and education (polis, politēs and paideia) with emphasis on the criteria and conditions of education made clear that the education provided must be intertwined with the concept of the citizen and the city.The third part speaks of the moral and intellectual virtues, which are analyzed in such a way that we link their content to the relationship of education and politics that we are concerned with in this work.In the fourth part, Aristotle's views on education and politics are presented and analyzed in order to reveal their inherent relationship. Finally, the fifth part presents the timeless culture and political association, with references to modern times. Στην παρούσα εργασία επιχειρείται να παρουσιαστούν οι απόψεις μιας κορυφαίας προσωπικότητας του αρχαιοελληνικού κόσμου, αυτής του Αριστοτέλη, αναφορικά με την πολιτική σημασία της παιδείας, ως αντίδοτο στις κοινωνικές και πολιτικές παθογένειες της εκάστοτε εποχής. Αναπτύσσονται οι απόψεις του περί παιδείας και περί των ηθικών και διανοητικών αρετών, και αποδίδονται στο περιεχόμενό τους ευρύτερες πολιτικές διαστάσεις και προεκτάσεις, τις οποίες αν μεταφέρουμε στο εκπαιδευτικό σύστημα τις προτάσεις του περί παιδείας, θα μπορέσουμε, ενδεχομένως, να διατυπώσουμε μια θεωρία της αγωγής που δεν υποτάσσεται σε σκοπιμότητες και να υποστηρίξουμε τη θέση πως η εκπαίδευση οφείλει να συγκροτεί ώριμα πολιτικά υποκείμενα. Ορμώμενη λοιπόν, από τις θέσεις του αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου Αριστοτέλη, η εργασία αυτή έχει σκοπό να καταθέσει εκείνες τις αξίες και τις αρχές της παιδείας που θα μπορέσουν να επιφέρουν αναδιατάξεις στον πολιτικό και κοινωνικό κορμό, με στόχο να οδηγήσουν την κοινωνία μέσα από διεργασίες, στον επαναπροσδιορισμό των αξιών εκείνων που απελευθερώνουν το πολιτικό υποκείμενο και συντελούν στην πραγμάτωση της συλλογικής ευημερίας. Η εργασία αυτή διακρίνεται σε τέσσερα μέρη: στο πρώτο μέρος επιχειρείται η αποτύπωση του εννοιολογικού θεωρητικού πλαισίου, ο σκοπός της εργασίας και αναλύονται οι έννοιες πόλις,πολίτης και παιδεία δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στα κριτήρια και τις προϋποθέσεις της εκπαίδευσης κάνοντας ξεκάθαρο ότι η παρεχόμενη παιδεία οφείλει να είναι αλληλένδετη με την έννοια του πολίτη και της πόλεως.Στο δεύτερο μέρος γίνεται λόγος για τις ηθικές και διανοητικές αρετές, οι οποίες αναλύονται με τέτοιο τρόπο ώστε να συνδέσουμε το περιεχόμενό τους με τη σχέση παιδείας και πολιτικής που μας απασχολεί στην εν λόγω εργασία. Στο τρίτο μέρος παρουσιάζονται και αναλύονται οι απόψεις του Αριστοτέλη για την παιδεία και την πολιτική για να διαφανεί η άρρηκτη μεταξύ τους σχέση. Τέλος, στο τέταρτο μέρος παρουσιάζεται ο διαχρονικός συσχετισμός παιδείας και πολιτικής, με αναφορές στη σύγχρονη εποχή. 564 242 309 Clinical outcomes and MRI changes after microdiscectomy performed for a lumbar herniated disc Κλινικά αποτελέσματα και απεικονιστικές μεταβολές μετά από μικροδισκεκτομή σε ασθενείς με κήλη μεσοσπονδυλίου δίσκου της ΟΜΣΣ To evaluate the associations between pain, disability, quality of life and Magnetic ResonanceImaging (MRI) findings preoperatively and five years postoperatively after lumbar microdiscectomy(LM).Methods: Ninety one patients who underwent LM by the same surgeon participated in this prospectivestudy. Pain, disability and quality of life were measured and compared with validated questionnairespre- and up to five years postoperatively. A subgroup of 61 patients performed both preoperative andfive-year postoperative MRI. In this group, associations between clinical and radiological outcomeswere recorded.Results: In all assessment questionnaires there was a significant improvement in the firstpostoperative month compared with preoperative data, which lasted up to one year post discectomy.After that improvement was statistically significant (p<0.05) but without clinical importance. Inpostoperative MRI the morphology of the operated disc was improved; however facet joints’ arthritisand degeneration of the operated and caudal adjacent disc were worse. These changes wereassociated with age at the time of surgery. Preoperatively patients without Modic changes had similarclinical status with those presenting with Modic 1 and had better clinical results. There was nodifference in patients presenting with Modic 2 and 3 changes. Preoperative Pfirrmann IV and V gradeswere associated with worse clinical outcomes up to one year postoperatively compared with grades Iand II.Conclusion: Significant clinical improvement was recorded from the first postoperative month to thefirst postoperative year; no clinical improvement was noticed later on. Higher Pfirrmann and Modicchanges were associated with worse clinical outcomes. Η καταγραφή αποτελεσμάτων και η αξιολόγηση συσχετίσεων μεταξύ του επιπέδου πόνου,της αναπηρίας, της ποιότητας ζωής και των ευρημάτων της μαγνητικής τομογραφίας (MRI )προεγχειρητικά και έως πέντε έτη μετά τη μικροδισεκτομή στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης(ΟΜΣΣ). Υλικό και μέθοδοι: Προοπτική μελέτη 91 ασθενών που υποβλήθηκαν σε μικροδισκεκτομή στην ΟΜΣΣ από τον ίδιο χειρουργό. Ο πόνος, η αναπηρία και η ποιότητα ζωής καταγράφηκαν μέσω των ερωτηματολόγιων ODI, SF-36, Roland-Morris και VAS προεγχειρητικά και έως πέντε έτη μετεγχειρητικά. Οι 61 ασθενείς πραγματοποίησαν MRI ΟΜΣΣ προεγχειρητικά και στο τέλος της πενταετούς παρακολούθησης υπό σταθερό πρωτόκολλο. Σε αυτούς καταγράφηκαν οι συσχετίσεις μεταξύ των κλινικών και ακτινολογικών αποτελεσμάτων.Αποτελέσματα: Σε όλα τα ερωτηματολόγια παρατηρήθηκε σημαντική βελτίωση τον πρώτο μετεγχειρητικό μήνα σε σχέση με προεγχειρητικά που διήρκεσε έως και ένα έτος μετά τη δισκεκτομή. Μετά το πρώτο έτος η βελτίωση ήταν στατιστικά σημαντική αλλά χωρίς κλινική σημασία. Στη μετεγχειρητική MRI η μορφολογία του χειρουργημένου δίσκου ήταν βελτιωμένη, ωστόσο υπήρξε επιδείνωση της αρθρίτιδας των αποφυσιακών αρθρώσεων και της εκφύλισης του χειρουργημένου και του ουραίου παρακείμενου δίσκου. Αυτά τα ευρήματα σχετίστηκαν με την ηλικία κατά τη χειρουργική επέμβαση. Προεγχειρητικά οι ασθενείς χωρίς μεταβολές Modic είχαν παρόμοια κλινική εικόνα με εκείνους που παρουσίαζαν Modic 1 και κατέγραψαν καλύτερα κλινικά αποτελέσματα. Αντίστοιχη κλινική εικόνα εμφάνισαν και οι ασθενείς με μεταβολές Modic 2 και 3. Προεγχειρητικά οι βαθμοί εκφύλισης IV και V κατά Pfirrmann στο χειρουργημένο και στους δύο παρακείμενους δίσκους συσχετίστηκαν με χειρότερα κλινικά αποτελέσματα κατά τη διάρκεια του πρώτου μετεγχειρητικού έτους σε σύγκριση με τους βαθμούς I και II. Συμπεράσματα: Σημαντική κλινική βελτίωση καταγράφηκε από τον πρώτο μετεγχειρητικό μήνα έως το πρώτο μετεγχειρητικό έτος. Οι υψηλότεροι βαθμοί εκφύλισης δίσκου και αλλοιώσεων Modicσυνδέθηκαν με χειρότερα κλινικά αποτελέσματα, ωστόσο οι απεικονιστικές αλλαγές μπορούν να αποδοθούν στη φυσική ιστορία εκφύλισης της ΟΜΣΣ και όχι στη μικροδισκεκτομή. 565 620 676 icagrelor, a potent platelet P2Y12 receptor (P2Y12R), is unique among antiplatelet drugs because it inhibits the P2Y12R in a reversible manner as well as it demonstrates a variety of advantageous pleiotropic effects associated probably with the increased concentration of adenosine. The pleiotropic effects of ticagrelor include cardioprotection, myocardium restoration after an ischemic event, and promotion of anticoagulative factor release as well as anti-inflammatory effects. However, beyond these advantageous effects, the increased adenosine concentration is also responsible for some adverse effects of ticagrelor including dyspnea and bradycardia. Aim of the present study was to shed more light into the mechanisms underlying the pleiotropic effects of ticagrelor. We investigated whether ticagrelor, either directly through P2Y12R or indirectly through adenosine, has the ability to affect the platelet-induced the CD34+ progenitor cell differentiation into endothelial progenitor cells (EPCs) as well as the functionality of EPCs and mature endothelial cells. These data will be important components of the mechanisms which are involved in the pathophysiology of cardiovascular disease. Materials and Methods: The effect of ticagrelor, as well as the role of adenosine, was studied on the expression of the endothelial phenotype (membrane expression of KDR) by CD34+ progenitor cells as well as on the interaction of platelets with CD34+ and CD34+/KDR+ cells followed by ADP- and TRAP-6-activation using flow cytometry. We also studied the effect of platelet suspension and supernatant on the functionality of EPCs. In particular, the effect of platelet suspension was studied on the membrane expression of the adhesion molecule ICAM-1 using flow cytometry as well as on the secretion of prostacyclin (PGI2) and monocyte chemoattractant protein-1 (MCP-1) using ELISA from late-outgrowth endothelial cells (OECs). The effect of platelet supernatant was also studied on the above described endothelial cell markers. Furthermore, we evaluated the effect of both ticagrelor and adenosine on the ability of EPCs to integrate into vascular structures forming capillary-like tubes and sprouts from cell spheroids. All experiments were also conducted in human umbilical vein endothelial cells (HUVECs). Results: Ticagrelor increased the ADP- and TRAP-6-induced membrane expression of KDR on CD34+ progenitor cells, which was further amplified in the presence of the combination of ticagrelor with adenosine, an effect which was inhibited by the inverse agonist and antagonist of the A2B adenosine receptor (AR), MRS1706. Ticagrelor reduced the ADP-induced interaction of platelets with CD34+ cells in contrast to the TRAP-6-induced intercellular interaction which was not affected by ticagrelor. Ticagrelor also increased the ADP- and TRAP-6-induced interaction of platelets with CD34+/KDR+ cells, which was further amplified in the presence of adenosine. Ticagrelor increased the membrane expression of ICAM-1 in the presence of activated platelets on OECs, an effect which was also observed in the presence of resting platelets but not in the presence of ADP-activated platelets. Similar results were also observed for the secretion of PGI2 and MCP-1 from OECs. Finally, both ticagrelor and adenosine increased the capillary-like tube formation as well as the sprout formation on cell spheroids formed by OECs. Sprout formation was inhibited either in the presence of the A2AAR antagonist, SCH58621, or in the presence of the A2BAR inverse agonist and antagonist, MRS1706, while their combination inhibited totally the above described phenomenon. Similar results were also observed when HUVECs were used. Conclusion: The present study demonstrates that ticagrelor induces the differentiation of CD34+ progenitor cells into EPCs as well as their ability to integrate into vascular structures, phenomena which are probably mediated through adenosine contributing thus to endothelial regeneration and neoangiogenesis. Furthermore, the present study demonstrates that resting and not activated platelets induce the activation of EPCs. This phenomenon is also observed in the presence, even after platelet activation, suggesting that ticagrelor may promote endothelial regeneration by inhibiting platelet activation and thus allowing resting platelets to activate EPCs. Η τικαγρελόρη, ένας ισχυρός ανταγωνιστής του αιμοπεταλιακού P2Y12 υποδοχέα (P2Y12R), παρουσιάζει μια μοναδικότητα μεταξύ των αντιαιμοπεταλιακών φαρμάκων, καθώς αναστέλλει με αντιστρεπτό τρόπο τον P2Y12R, αλλά και επειδή επιδεικνύει ένα ευρύ φάσμα πλειοτροπικών δράσεων, ο οποίες πιθανότατα σχετίζονται με την αυξημένη συγκέντρωση της αδενοσίνης. Οι πλειοτροπικές δράσεις της τικαγρελόρης περιλαμβάνουν την καρδιοπροστασία, την αποκατάσταση του μυοκαρδίου μετά από ισχαιμικό επεισόδιο, την προαγωγή απελευθέρωσης αντιπηκτικών παραγόντων και, τέλος, αντιφλεγμονώδεις δράσεις. Ωστόσο, πέραν των πλεονεκτικών αποτελεσμάτων, η αυξημένη συγκέντρωση της αδενοσίνης είναι υπεύθυνη, επίσης, για ορισμένες ανεπιθύμητες δράσεις της τικαγρελόρης, συμπεριλαμβανομένης της δύσπνοιας και της βραδυκαρδίας. Σκοπός της παρούσας διατριβής ήταν η παροχή νέων σημαντικών δεδομένων των υποκείμενων μηχανισμών σχετικά με τις πλειοτροπικές δράσεις της τικαγρελόρης. Διερευνήθηκε αν η τικαγρελόρη, είτε άμεσα διαμέσου του P2Y12R είτε έμμεσα διαμέσου της αδενοσίνης, μπορεί να επηρεάσει την επαγόμενη από τα αιμοπετάλια διαφοροποίηση των CD34+ πρόδρομων κυττάρων σε πρόδρομα ενδοθηλιακά κύτταρα, καθώς και τη λειτουργικότητα των πρόδρομων και ώριμων ενδοθηλιακών κυττάρων, δεδομένα τα οποία αποτελούν σημαντικά συστατικά των μηχανισμών που εμπλέκονται στην παθοφυσιολογία της καρδιαγγειακής νόσου. Υλικά και Μέθοδοι: Η δράση της τικαγρελόρης, καθώς και ο ρόλος της αδενοσίνης, μελετήθηκαν στην έκφραση του ενδοθηλιακού φαινοτύπου (μεμβρανική έκφραση του υποδοχέα KDR) από τα CD34+ πρόδρομα κύτταρα, καθώς επίσης και στην αλληλεπίδραση των αιμοπεταλίων με τα CD34+ και τα CD34+/KDR+ κύτταρα μετά από ενεργοποίηση των αιμοπεταλίων με τη ADP και το TRAP-6 με τη χρήση της κυτταρομετρίας ροής. Στη συνέχεια, μελετήθηκε η επίδραση εναιωρήματος και υπερκειμένου αιμοπεταλίων στη λειτουργικότητα των πρόδρομων ενδοθηλιακών κυττάρων (EPCs). Πιο συγκεκριμένα, μελετήθηκε η επίδραση εναιωρήματος αιμοπεταλίων στη μεμβρανική έκφραση του μορίου προσκόλλησης ICAM-1 με τη χρήση της κυτταρομετρίας ροής, καθώς επίσης και η έκκριση της προστακυκλίνης (PGI2) και του χημειοτακτικού παράγοντα των μονοκυττάρων (MCP-1) με τη χρήση της ανοσοενζυμικής μεθόδου ELISA, από τα προχωρημένης ωρίμανσης EPCs (OECs). Η επίδραση υπερκειμένου αιμοπεταλίων μελετήθηκε επίσης στους παραπάνω δείκτες ενδοθηλιακών κυττάρων. Επιπλέον, μελετήθηκε και ο ρόλος της τικαγρελόρης στη λειτουργικότητα των EPCs παρουσία εναιωρήματος και υπερκειμένου αιμοπεταλίων. Τέλος, η δράση της τικαγρελόρης και της αδενοσίνης μελετήθηκε στην ικανότητα των EPCs να ενσωματωθούν σε αγγειακές δομές σχηματίζοντας κυτταρικούς αυλούς και εκβλαστήματα από κυτταρικά σφαιρίδια. Όλα τα πειράματα διεξήχθησαν και σε ώριμα ενδοθηλιακά κύτταρα από ομφάλιο λώρο (HUVECs). Αποτελέσματα: Η τικαγρελόρη αύξησε την επαγόμενη από την ADP και το TRAP-6 μεμβρανική έκφραση του KDR στα CD34+ πρόδρομα κύτταρα, η οποία αυξήθηκε επιπλέον παρουσία του συνδυασμού της τικαγρελόρης με την αδενοσίνη, μια δράση που αναστάλθηκε παρουσία του αντιστρεπτού αγωνιστή και ανταγωνιστή του A2B υποδοχέα της αδενοσίνης (AR), MRS1706. Η τικαγρελόρη μείωσε την επαγόμενη από την ADP αλληλεπίδραση των αιμοπεταλίων με τα CD34+ κύτταρα, ωστόσο, δεν είχε καμία δράση στην επαγόμενη από το TRAP-6 διακυτταρική αλληλεπίδραση. Επίσης, η τικαγρελόρη αύξησε την επαγόμενη από την ADP και το TRAP-6 αλληλεπίδραση των αιμοπεταλίων με τα CD34+/KDR+ κύτταρα, η οποία αυξήθηκε παρουσία της αδενοσίνης. Η τικαγρελόρη αύξησε τη μεμβρανική έκφραση του ICAM-1 παρουσία ενεργοποιημένων με ADP αιμοπεταλίων στα OECs, ένα φαινόμενο που παρατηρήθηκε παρουσία εν ηρεμία αιμοπεταλίων και όχι παρουσία ενεργοποιημένων με ADP αιμοπετάλια. Παρόμοια αποτελέσματα παρατηρήθηκαν τόσο για την έκκριση της PGI2 όσο και του MCP-1. Τέλος, η τικαγρελόρη αύξησε το σχηματισμό νέων κυτταρικών αυλών στα OECs, φαινόμενο που παρατηρήθηκε και παρουσία της αδενοσίνης. Επίσης, τόσο η τικαγρελόρη όσο και η αδενοσίνη αύξησαν το σχηματισμό εκβλαστημάτων σε κυτταρικά σφαιρίδια. Η συγκεκριμένη αύξηση αναστάλθηκα τόσο παρουσία του ανταγωνιστή του A2AAR, SCH58621, όσο και παρουσία του αντιστρεπτού αγωνιστή και ανταγωνιστή του A2BAR, MRS1706, ενώ ο συνδυασμός τους είχε πλήρη αναστολή του παραπάνω φαινομένου. Παρόμοια αποτελέσματα παρατηρήθηκαν και στα HUVECs. Συμπέρασμα: Η παρούσα μελέτη δείχνει πως η τικαγρελόρη επάγει τη διαφοροποίηση των CD34+ πρόδρομων κυττάρων σε EPCs, καθώς και την ενσωμάτωση αυτών σε αγγειακές δομές, φαινόμενα τα οποία πιθανότητα διαμεσολαβούνται από την αδενοσίνη, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην ενδοθηλιακή αναγέννηση και νεοαγγειογένεση. Επιπλέον, η παρούσα μελέτη δείχνει πως τα εν ηρεμία και όχι τα ενεργοποιημένα αιμοπετάλια επάγουν την ενεργοποίηση των EPCs. Το συγκεκριμένο γεγονός παρατηρείται και παρουσία της τικαγρελόρης, ακόμα και μετά την ενεργοποίηση των αιμοπεταλίων, προτείνοντας ότι η τικαγρελόρη μπορεί να προάγει την αναγέννηση του ενδοθηλίου εμποδίζοντας την αιμοπεταλιακή ενεργοποίηση, επιτρέποντας έτσι στα εν ηρεμία αιμοπετάλια να ενεργοποιήσουν τα EPCs. 566 589 851 Fault models, test algorithms and embedded test techniques for DRAM circuits Μοντέλα σφαλμάτων, αλγόριθμοι και ενσωματωμένες τεχνικές ελέγχου ορθής λειτουργίας κυκλωμάτων μνημών DRAM Due to the revolutionary progress in the manufacturing process of Integrated Circuits (ICs) the last decades, electronic systems have become a part of everyday life. The direct results of this progress are the increased computing and storage capability of electronic systems, at an affordable or even low cost, and the mobility. However, although this progress rate has been constantly high for almost five decades, there are various threats to the further evolution of semiconductor technologies. One of the greatest threats is the rapidly increasing difficulty in testing ICs. Dynamic Random Access Memories (DRAMs) are one of the most important parts in digital systems, both from a performance or a system failure perspective. Thus, their reliability is critical. Moreover, like in all IC technologies, the reliability issues grow more rapidly than the evolution of the manufacturing processes. Consequently, even if the manufacturing evolution is important, the development of new, more efficient and more reliable testing solutions turns out to be of equal importance. The problems in testing and reliability of ICs mainly stem from the dimension shrinking of electronic devices aiming to scale up their integration in a small silicon area. In DRAMs, the shrinking of memory cells’ dimensions and their in-between distances arise various undesired side effects. Among the most important side effects is the increased interaction between neighbouring cells. This interaction can cause complex faulty behaviors that are frequently hard to be detected since they appear only under the presence of specific conditions (e.g. the neighbouring cells are at a certain state). The neighbouring cell interaction issue is addressed in this dissertation with two different approaches. In the first approach, we refine an existing fault model that deals with neighbouring cell interactions, the NPSF model, in order to provide test solutions with an acceptable cost in test application time. The test application time reduction achieved by our new test algorithm is 57.7% with respect to well known test algorithms that cover these faults. At the same time we provide test solutions for the cases where the NPSF faults are combined with the Bit-Line influence and Word-Line capacitive coupling related faults. In the second approach, we propose a new fault model, the Neighborhood Leakage and Transition Fault – NLTF model, which targets specific well known interaction mechanisms. The test solution that derived from this new fault model further reduces the test application time up to 87% with respect to well known test algorithms that are also capable to cover these faults. Another difficulty in DRAM memory testing is the fact that even the simplest defect can produce a quite complex faulty behavior. The main reason is that in practice a DRAM is an analogue circuit. Our electrical simulations on a DRAM circuit with a resistive open defect manifested this complex faulty behavior. Moreover, we observed an important unknown phenomenon, the charge accumulation, that significantly influences the testing procedure. Based on our observations we developed an efficient test algorithm that provides enhanced coverage of resistive open faults with respect to existing solutions. Finally, one of the most attractive testing solutions is the Built-In Self-Test (BIST) circuits, which have gained great attention during the last two decades. Towards this direction, we have developed a BIST circuit that implements the NLTF test algorithm for DRAM testing. The outcome of this task manifested the ability to efficiently embed complex test algorithms in a memory at a low silicon area and design cost. The functionality of the BIST circuit was verified through simulations. Τις τελευταίες δεκαετίες οι ηλεκτρονικές συσκευές έχουν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας. Αυτό οφείλεται κυρίως στη ραγδαία πρόοδο της τεχνολογίας κατασκευής Ολοκληρωμένων Κυκλωμάτων (Ο.Κ.), η οποία επιτρέπει τη σμίκρυνση των διαστάσεων των ηλεκτρονικών κυκλωματικών στοιχείων και την ολοκλήρωση όλο και περισσότερων ηλεκτρονικών διατάξεων σε μια μικρή επιφάνεια πυριτίου. Ως άμεσο αποτέλεσμα αυτής της προόδου, τα σύγχρονα ηλεκτρονικά συστήματα συνδυάζουν εξαιρετικές επιδόσεις σε υπολογιστική ισχύ και αποθηκευτικό χώρο, φορητότητα και ικανοποιητική αυτονομία, ενώ ταυτόχρονα το χαμηλό κόστος τα κάνει προσιτά σε όλο σχεδόν το αγοραστικό κοινό. Η εξέλιξη της τεχνολογίας κατασκευής ολοκληρωμένων κυκλωμάτων υπήρξε σχεδόν σταθερή για αρκετές δεκαετίες. Ταυτόχρονα όμως διάφοροι παράγοντες που δυσχεραίνουν την περεταίρω πρόοδο αυτής της τεχνολογίας κάνουν ολο και περισσότερο αισθητή την παρουσία τους. Ένας από τους βασικότερους παράγοντες είναι η ραγδαία αύξηση της δυσκολίας Ελέγχου Ορθής Λειτουργίας των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων. Έλεγχος Ορθής Λειτουργίας (Ε.Ο.Λ.) είναι η διαδικασία που πραγματοποιείται στα ολοκληρωμένα κυκλώματα μετά την κατασκευή τους προκειμένου να διαπιστωθεί αν λειτουργούν σωστά και σύμφωνα με τις προδιαγραφές. Οι Δυναμικές Μνήμες Τυχαίας Προσπέλασης (Dynamic Random Access Memories – DRAMs) είναι ανάμεσα στα πιο κρίσιμα μέρη των σύγχρονων ψηφιακών συστημάτων γιατί παίζουν καθοριστικό ρόλο τόσο από πλευράς επιδόσεων όσο και από πλευράς αξιοπιστίας ενός συστήματος. Σε ότι αφορά την αξιοπιστία ενός ψηφιακού συστήματος, η αστοχία της κύριας μνήμης, η οποία είναι σχεδόν πάντα τύπου DRAM, είναι μια από τις συχνότερες αιτίες αστοχίας του συστήματος. Επομένως η αξιοπιστία των μνημών DRAM είναι κρίσιμη. Επιπρόσθετα, όπως συμβαίνει και με τους άλλους τύπους ολοκληρωμένων κυκλωμάτων, τα προβλήματα αξιοπιστίας των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων μνημών DRAM αυξάνονται με ρυθμό ταχύτερο ακόμα και από το ρυθμό που ακολουθεί η εξέλιξη της τεχνολογίας κατασκευής ολοκληρωμένων κυκλωμάτων. Κατά συνέπεια, η ανάγκη για ανάπτυξη νέων αποτελεσματικότερων και πιο αξιόπιστων αλγορίθμων Ε.Ο.Λ. μνημών DRAM είναι επιτακτική. Τα προβλήματα στον ΕΟΛ και στην αξιοπιστία των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων οφείλονται κυρίως στη σμίκρυνση των διαστάσεων των στοιχειωδών κυκλωματικών στοιχείων. Στις DRAMs η σμίκρυνση των διαστάσεων των κυττάρων μνήμης, και των μεταξύ τους αποστάσεων επιφέρει ανεπιθύμητες επιδράσεις στη λειτουργία της μνήμης. Μία από τις σημαντικότερες είναι η αυξημένη αλληλεπίδραση μεταξύ γειτονικών κυττάρων μνήμης. Αυτή η αλληλεπίδραση μπορεί να προκαλέσει περίπλοκες εσφαλμένες συμπεριφορές οι οποίες συχνά είναι δύσκολο να εντοπιστούν κατά τη διάρκεια του Ε.Ο.Λ. καθώς πολύ συχνά εκδηλώνονται μόνο κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες λειτουργίας (π.χ. όταν τα γειτονικά κύτταρα μνήμης βρίσκονται σε συγκεκριμμένη λογική κατάσταση). Η αλληλεπίδραση μεταξύ των γειτονικών κυττάρων σε DRAMs και τα προβλήματα που δημιουργεί στον Ε.Ο.Λ. προσεγγίζονται σε αυτή τη διατριβή με δύο διαφορετικές μεθοδολογίες. Στην πρώτη ακολουθούμε ένα υπάρχον μοντέλο σφαλμάτων που περιγράφει τις αλληλεπιδράσεις μεταξυ γειτονικών κυττάρων μνήμης, το NPSF. Βασιζόμενοι σε αυτό το μοντέλο αναπτύσσουμε ένα νέο αλγόριθμο Ε.Ο.Λ. ο οποίος επιτυγχάνει μείωση κόστους Ε.Ο.Λ. σε χρόνο εφαρμογής κατά 57.7% σε σχέση με υπάρχοντες αλγορίθμους που καλύπτουν τα ίδια σφάλματα. Ταυτόχρονα προτείνουμε αλγορίθμους που καλύπτουν τις περιπτώσεις όπου τα NPSF σφάλματα συνδυάζονται με την επίδραση της Γραμμής Δεδομένων (Bit-Line influence) και της χωρητικής σύζευξης μεταξύ των Γραμμών Ενεργοποίησης (Word- Line capacitive coupling). Στη δεύτερη μεθοδολογία αναπτύσσουμε ένα νέο μοντέλο σφαλμάτων, το Μοντέλο Σφαλμάτων Διαρροών και Μεταβάσεων Γειτονιάς (Neighborhood Leakage and Transition Fault – NLTF), το οποίο στοχεύει συγκεκριμμένους γνωστούς μηχανισμούς αλληλεπίδρασης. Ο αλγόριθμος Ε.Ο.Λ. που προκύπτει από το νέο μοντέλο μειώνει το κόστος σε χρόνο εφαρμογής κατά 87% σε σχέση με υπάρχοντες αλγορίθμους Ε.Ο.Λ. που καλύπτουν τα ίδια σφάλματα. Άλλη μια δυσκολία στον Ε.Ο.Λ. των DRAM μνημών είναι το γεγονός ότι ακόμα και το πιο απλό κατασκευαστικό ελάττωμα μπορεί να προκαλέσει περίπλοκη εσφαλμένη συμπεριφορά, η οποία συχνά θα είναι δύσκολο να ανιχνευθεί κατά τη διάρκεια των διεργασιών Ε.Ο.Λ. Ο κύριος λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι οι DRAM μνήμες είναι στην πράξη αναλογικά (και όχι ψηφιακά) ηλεκτρονικά κυκλώματα. Προσομοιώσεις της λειτουργίας μιας DRAM με σφάλμα αντιστατικού ανοιχτοκυκλώματος (resistive open defect) οι οποίες παρουσιάζονται στην παρούσα διατριβή καταδεικνύουν αυτή την περίπλοκη συμπεριφορά. Επιπρόσθετα παρατηρήθηκε και αναλύθηκε για πρώτη φορά ένα νέο φαινόμενο, η συσσώρευση φορτίου (charge accumulation) το οποίο επηρρεάζει σημαντικά τη διαδικασία Ε.Ο.Λ. Βασισμένοι στα ερευνητικά μας αποτελέσματα προτείνουμε ένα νέο χαμηλού κόστους αλγόριθμο Ε.Ο.Λ. ο οποίος παρέχει βελτιωμένη κάλυψη των σφαλμάτων ανοιχτοκύκλωσης. Μιά από τις πιο ελκυστικές λύσεις στον Ε.Ο.Λ. είναι ο ενσωματωμένος αυτοέλεγχος (Built In Self Test – BIST), ο οποίος έχει κερδίσει μεγάλο ενδιαφέρον τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Σε αυτή την κατεύθυνση αναπτύξαμε ένα κύκλωμα ενσωματωμένου αυτοελέγχου το οποίο χρησιμοποιεί τον αλγόριθμο Ε.Ο.Λ. του NLTF μοντέλου σφαλμάτων. Η λειτουργικότητα του κυκλώματος επιβεβαιώθηκε μέσω προσομοιώσεων. Αυτή η υλοποίηση του NLTF αλγορίθμου καταδυκνείει πως είναι δυνατό να ενσωματωθούν σε κύκλωμα ενσωματωμένου αυτοελέγχου αποτελεσματικά και με χαμηλό κόστος σε επιφάνεια πυριτίου ακόμα και περίπλοκοι αλγόριθμοι Ε.Ο.Λ. Τέλος, μιά από τις πιο ελκυστικές λύσεις στον Ε.Ο.Λ. είναι ο ενσωματωμένος αυτοέλεγχος (Built In Self Test – BIST), ο οποίος έχει προσελκύσει μεγάλο ενδιαφέρον τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Σε αυτή την κατεύθυνση αναπτύξαμε ένα κύκλωμα ενσωματωμένου αυτοελέγχου DRAM το οποίο υλοποιεί τον αλγόριθμο Ε.Ο.Λ. για το NLTF μοντέλο σφαλμάτων. Η λειτουργικότητα του κυκλώματος επιβεβαιώθηκε μέσω προσομοιώσεων. Αυτή η υλοποίηση του NLTF αλγορίθμου κατέδειξε πως είναι εφικτό να ενσωματωθούν σε κύκλωμα ενσωματωμένου αυτοελέγχου, αποτελεσματικά και με χαμηλό κόστος σε επιφάνεια πυριτίου, περίπλοκοι αλγόριθμοι Ε.Ο.Λ. για κυκλώματα μνημών DRAM. 567 284 290 Μελέτη της επίδρασης του όζοντος στον χρόνο ζωής φρέσκου κρέατος κοτόπουλου Pieces of fresh chicken breast weighing 300 ± 20 gr each were received by PINDOS. Exposure to three concentrations of ozone (2, 5 and 10 ppm) was performed for one hour and then packaged aerobic in polyamide and polyethylene PA / PE bags. The same experiment also took place in reference samples, i.e. fresh chicken fillets without ozone treatment (control) but packed in the above in polyamide and polyethylene PA / PE bags. All of the above samples were maintained refrigerated at 4 ± 10 ° C throughout the experiment period (14 days). All sampling was done every 2 days. The experiment lasted 14 days. The color (L *, a * and b *), pH, total viable counts, pseudomonas spp., yeasts and moulds, enterobacteria and lactic acid bacteria were determined. Organoleptic control was also carried out. The analysis of the results showed that the brightness (L *), the redness (a *) and the yellowness b * are not significantly affected (p> 0.05) by the ozone gas dose but by the storage time (p < 0.05). The reference to the pH value appears to decrease as the ozone dose increases with the lowest value presenting the ozone sample with 10 ppm ozone. Populations of total viable counts, pseudomonas spp., yeasts and moulds, enterobacteria and lactic acid bacteria increased during storage. Smaller populations were obtained for samples of fresh chicken exposed to 10 ppm ozone gas. Organoleptic profile reveals that samples treated with ozone gas have the majority of organoleptic characteristics better than the control. In conclusion, for PA / PE packing with an ozone concentration of 10 ppm is advisable to chilled fresh chicken preservation in order to increase the 4-day self-life compared with control. Τεμάχια νωπού φιλέτου στήθος κοτόπουλου βάρους το καθένα 300 ±20 gr παραλήφθηκαν από την εταιρία ΠΙΝΔΟΣ. Πραγματοποιήθηκε επεξεργασία σε τρεις συγκεντρώσεις όζοντος (2, 5 και 10 ppm) για μια ώρα και στην συνέχεια έγινε αερόβια συσκευασία σε περιέκτες πολυαμιδίου και πολυαιθυλενίου PA/PE. Το ίδιο πείραμα έλαβε χώρα και σε δείγματα αναφοράς, δηλαδή νωπά φιλέτα μπούτι κοτόπουλου χωρίς επεξεργασία με όζον (control) αλλά συσκευασμένα στον παραπάνω περιέκτη. Όλα τα παραπάνω δείγματα συντηρήθηκαν υπό ψύξη στους 4±10C (14 ημέρες). Όλες οι δειγματοληψίες γίνονταν ανά 2 ημέρες. Προσδιορίστηκαν το χρώμα (L*, a* και b*), το pH, η μεσόφιλη χλωρίδα, οι Pseudomonas spp., οι ζύμες-μύκητες, τα εντεροβακτήρια και τα βακτήρια του γαλακτικού οξέος. Επίσης διεξήχθη οργανοληπτικός έλεγχος. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων έδειξε ότι η φωτεινότητα (L*), η ερυθρότητα (a*) και η κιτρινότητα b* δεν επηρεάζονται στατιστικά σημαντικά (p>0,05) από τη δόση του αέριου όζοντος αλλά από το χρόνο αποθήκευσης (p<0,05). Όσον αναφορά τη τιμή του pH φαίνεται να ελαττώνεται όσο αυξάνεται η δόση του όζοντος με την χαμηλότερη τιμή να εμφανίζει το δείγμα που έχει οζονιστεί με συγκέντρωση όζοντος 10ppm. Οι πληθυσμοί της μεσόφιλης χλωρίδας, των Pseudomonas spp., των ζύμες-μύκητων, των εντεροβακτηρίων και των βακτηρίων του γαλακτικού οξέος αυξηθήκαν με τον χρόνο αποθήκευσης. Οι μικρότεροι πληθυσμοί ελήφθησαν για τα δείγματα νωπού κοτόπουλου, που είχαν εκτεθεί σε αέριο όζον συγκέντρωσης 10 ppm. Από την οργανοληπτική εξέταση παρατηρείται ότι τα δείγματα που επεξεργάστηκαν με αέριο όζον συγκέντρωσης, διατηρούν στην πλειοψηφία τους καλύτερα τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά σε σχέση με το δείγμα αναφοράς (control). Συμπερασματικά ενδείκνυται για την συντήρηση υπό ψύξη του νωπού κοτόπουλου η συσκευασία PA/PE με συγκέντρωση όζοντος 10ppm ώστε να αυξηθεί ο χρόνος ζωής τους κατά 4 ημέρες σε σχέση με το δείγμα αναφοράς. 568 123 115 The body as a vehicle of ritual embellishment and embodiment in theatre and music Το σώμα ως όχημα τελετουργικού καλλωπισμού και εντοσθιότητας στο θέατρο και στη μουσική This particular work examines the importance of the body in the art of theater and music. Initially in one part, the relation of the body with the soul from ancient times to the present day is explored philosophically. Below are some methods and techniques related to the correct behavior of the body, which formed the basis for the theatrical and musical education of the artists of our time. It is thus proved that the body is inextricably linked to the inner being and is a catalytic factor for the theatrical and musical interpretation. The body is the ultimate vehicle that carries in it and then captures these two arts. Η συγκεκριμένη εργασία εξετάζει τη σημασία του σώματος στην τέχνη του θεάτρου και της μουσικής. Αρχικά, στο α’ μέρος διερευνάται φιλοσοφικά η σχέση του σώματος με την ψυχή από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Στη συνέχεια παρατίθενται μέθοδοι και τεχνικές που αφορούν στην ορθή συμπεριφορά του σώματος, οι οποίες και αποτέλεσαν τη βάση για τη θεατρική και μουσική εκπαίδευση των καλλιτεχνών του καιρού μας. Αποδεικνύεται έτσι πως το σώμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το εσώτερο ‘είναι’ και συνιστά καταλυτικό παράγοντα για τη θεατρική και μουσική ερμηνεία. Το σώμα αποτελεί το απόλυτο όχημα που φέρει μέσα του και έπειτα αποτυπώνει τις δύο αυτές τέχνες. 569 300 363 Άγχος, κατάθλιψη, σωματοποίηση και ποιότητα ζωής στους ασθενείς με ρευματικά νοσήματα The prevalence of depression in patients with rheumatologic disorders has been reported to be at least double compared to the general population. Symptoms of psychological distress as well as illness perceptions are important in determining Health-Related Quality of Life (HRQoL). The aims of the present study were the validation of the Greek version of the Patient Health Questionnaire (PHQ-9) for use in patients with rheumatologic disorders as well as the assessment of the associations between psychological distress, illness perceptions and HRQoL. In a 2-phase sampling design study, we recruited 572 out of 650 eligible patients with established rheumatologic disorders (Response Rate: 88%). In the first phase, the patients completed all the self-reported questionnaires included in the study: PHQ-9, Demographic and Medical Data Information Sheet, SCL-90-R (Symptom Checklist-90-Revised), B-IPQ (Brief Illness Perception Questionnaire), HAQ (Health Assessment Questionnaire) και WHOQOL-BREF (World Health Organization Quality Of Life). In the second phase the structured diagnostic interview M.I.N.I. (Mini International Neuropsychiatric Interview) was used as the “gold standard” and 213 diagnostic interviews were conducted. At an optimum threshold of 10, the PHQ-9 showed a sensitivity of 81.2% and a specificity of 86.8%. Based on the proportion of patients who were diagnosed with Major Depressive Disorder (MDD) according to the MINI, the estimated prevalence of MDD for the whole sample was 25.4%. Depressive symptoms were associated with Physical HRQoL in all but Ankylosing Spondylitis disorders. Anxiety rather depression was a stronger correlate of Physical HRQoL in Psoriatic Arthritis. Various components of patients’ illness perceptions were independently associated with Physical HRQoL. These findings suggest strongly that psychological distress and illness perceptions are important correlates of HRQoL in rheumatologic disorders. Therefore the assessment of patients’ anxiety and illness perceptions, apart from depression, is important in order to design psychological interventions for the improvement of HRQoL in rheumatological patients. Ο επιπολασμός της κατάθλιψης στα ρευματικά νοσήματα είναι τουλάχιστον διπλάσιος σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό. Τα ψυχοπαθολογικά συμπτώματα καθώς και οι αντιλήψεις των ασθενών για τη νόσο τους έχει βρεθεί ότι επηρεάζουν την Ποιότητα Ζωής τους. Στόχους της παρούσας μελέτης αποτέλεσαν η στάθμιση της Ελληνικής έκδοσης του Ερωτηματολογίου Υγείας Ασθενούς (Patient Health Questionnaire – PHQ-9) για την ανίχνευση της κατάθλιψης στους ασθενείς με ρευματικά νοσήματα καθώς και η διερεύνηση του ρόλου που διαδραματίζουν οι ψυχολογικές παράμετροι και οι αντιλήψεις για τη νόσο στην διαμόρφωση της Ποιότητας Ζωής των ασθενών αυτών. Στην έρευνα εντάχθηκαν 572 ασθενείς με ρευματικά νοσήματα από τους 650 που απευθυνθήκαμε για τη μελέτη (Ρυθμός απόκρισης:88%). Η έρευνα διεξήχθη σε 2 φάσεις. Στην πρώτη φάση, εκτός του PHQ-9 χορηγήθηκαν επίσης: Έντυπο Δημογραφικών Στοιχείων, Symptom Checklist-90-Revised (SCL-90-R), Brief Illness Perception Questionnaire (B-IPQ), Health Assessment Questionnaire (HAQ) και World Health Organization Quality Of Life Instrument – Short Form (WHOQOL-BREF). Ως “gold standard” στη 2η φάση, για τη στάθμιση του PHQ-9, χρησιμοποιήθηκε η δομημένη διαγνωστική συνέντευξη Μ.Ι.Ν.Ι. (Mini International Neuropsychiatric Interview) και συνολικά πραγματοποιήθηκαν 213 διαγνωστικές συνεντεύξεις.Τα αποτελέσματα της στάθμισης του PHQ-9 έδειξαν ότι το βέλτιστο σημείο αποκοπής είναι το 10, σημείο στο οποίο η ευαισθησία του ερωτηματολογίου είναι 81.2% και η ειδικότητα 86.8%. Βασιζόμενοι στην αναλογία των ασθενών που διαγνώσθηκαν με Μείζονα Καταθλιπτική Διαταραχή, ο επιπολασμός της στο συνολικό δείγμα υπολογίστηκε στο 25.4%. Τα καταθλιπτικά συμπτώματα βρέθηκε να σχετίζονται με τη Σχετική με τη Σωματική Υγεία Ποιότητα Ζωής σε όλα τα υπό μελέτη ρευματικά νοσήματα έκτος της Αγκυλοποιητικής Σπονδυλαρθρίτιδας. Στη ψωριασική αρθρίτιδα το άγχος παρά η κατάθλιψη βρέθηκε να σχετίζεται με τη Σχετική με τη Σωματική Υγεία Ποιότητα Ζωής. Τέλος σε όλα τα ρευματικά νοσήματα διάφορες συνιστώσες των αντιλήψεων των ασθενών για τη νόσο τους φάνηκε να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της Ποιότητας Ζωής. Τα ευρήματα της παρούσας μελέτης υποδεικνύουν ότι οι ψυχολογικοί παράγοντες σχετίζονται με τη Ποιότητα Ζωής των ασθενών με ρευματικά νοσήματα. Έκτος της κατάθλιψης σημαντική είναι και η αξιολόγηση του άγχους καθώς και των αντιλήψεων για τη νόσο με σκοπό τον σχεδιασμό θεραπευτικών παρεμβάσεων με απώτερο στόχο τη βελτίωση της Ποιότητας Ζωής των ασθενών με ρευματικά νοσήματα. 570 299 259 Fishing exploitation of a protected wetland in the context of sustainable management Αλιευτική εκμετάλλευση προστατευόμενου υγροβιοτόπου στα πλαίσια αειφορικής διαχείρισης The "Vatatsa" lagoon is located in the delta of river Kalamas, which is one of the most important protected areas in Northwestern Greece for the protection and observation of many bird species. At the same time it presents a variety of habitats such as swamps, rice paddies, lagoons, hills of Mediterranean vegetation. Habitats that together compose a magical image and the ideal destination for nature excursions, not unjustly giving the area the characterization "the delta of colors". The area of Vatatsa lagoon is granted after a tender for fishing as a natural fish farm, the traditional "divari". The fishery exploitation of the "divari" is based on the empirical knowledge of the fish behavior and the effect of the tidal cycle on it, ie on the movement of fish for reasons of nutrition, reproduction, etc. from the sea to the lagoon and vice versa. This paper highlights the case where the development of an economic activity, that of the "divari", is directly related to the need to protect the natural environment in which it develops, in the context of sustainable management. More specifically, the purpose of this paper is to show that the ecological balance of the protected habitat of the Vatatsa Lagoon can only be ensured by the existence of a fishery operator and the overall environmental management of that habitat. For this purpose, data from bibliographic research and on-site visits were used. Thus, a description of the traditional technique of the "divari" is made, the pressures that this area undergoes are described, ways to deal with them are proposed, while at the same time suggestions for good environmental management are presented. Emphasis is placed on ecotourism and educational activities, with the aim of highlighting the lagoon. Η λιμνοθάλασσα «Βατάτσα» ανήκει στο δέλτα του ποταμού Καλαμά, που αποτελεί μια από τις σημαντικότερες προστατευόμενες περιοχές στη Βορειοδυτική Ελλάδα για την προστασία και παρατήρηση πλήθους ειδών ορνιθοπανίδας. Ταυτόχρονα παρουσιάζει ποικιλία βιοτόπων όπως βάλτους, ορυζώνες, λιμνοθάλασσες, λόφους μεσογειακής βλάστησης. Βιότοποι που μαζί συνθέτουν μια μαγική εικόνα και τον ιδανικό προορισμό για περιήγηση στην φύση, δίνοντας όχι άδικα στην περιοχή τον χαρακτηρισμό «το δέλτα των χρωμάτων». Η έκταση της λιμνοθάλασσας Βατάτσας, παραχωρείται μετά από διενέργεια διαγωνισμού προς αλιευτική εκμετάλλευση ως φυσικό ιχθυοτροφείο, το παραδοσιακό «διβάρι». Η αλιευτική εκμετάλλευση του διβαριού στηρίζεται στην εμπειρική γνώση της συμπεριφοράς των ιχθύων και της επίδρασης του κύκλου της παλίρροιας σε αυτή, δηλαδή στις μετακινήσεις των ιχθύων για λόγους διατροφής, αναπαραγωγής κλπ. από τη θάλασσα προς τη λιμνοθάλασσα και αντίστροφα. Η παρούσα εργασία αναδεικνύει την περίπτωση όπου η ανάπτυξη μιας οικονομικής δραστηριότητας, αυτής του διβαριού, βρίσκεται σε άμεση συσχέτιση με την ανάγκη προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος στο οποίο αναπτύσσεται, στα πλαίσια της αειφορικής διαχείρισης. Πιο συγκεκριμένα, σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να δειχθεί πως η οικολογική ισορροπία του προστατευόμενου βιοτόπου της Λιμνοθάλασσας «Βατάτσας» μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με την ύπαρξη ενός φορέα αλιευτικής εκμετάλλευσης και συνολικής περιβαλλοντικής διαχείρισης του εν λόγω βιοτόπου. Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από βιβλιογραφική έρευνα αλλά και επιτόπιες επισκέψεις. Έτσι, πραγματοποιείται περιγραφή της παραδοσιακής τεχνικής του διβαριού, περιγράφονται οι πιέσεις που η εν λόγω έκταση υφίσταται, προτείνονται τρόποι αντιμετώπισης αυτών, ενώ παράλληλα παρατίθονται προτάσεις ορθής περιβαλλοντικής διαχείρισης. Έμφαση δίνεται σε δράσεις οικοτουριστικού και εκπαιδευτικού χαρακτήρα, με στόχο την ανάδειξη της λιμνοθάλασσας. 571 263 226 The present dissertation is a comparative study of the educational systems of Greece, Sweden and the Netherlands. These three countries are member states of the European Union and share common policies as well as common educational objectives. These are, of course, countries with different social, economic and cultural backgrounds, which also proves their diversity. The purpose of this research is the analysis and presentation of the reform policies implemented by these three countries with the purpose of decentralizing and modernizing education. The educational systems are examined and compared by their organizational and administrative structure. Initially, all three countries are presented based on their socio-political foundation and afterwards the organization of their education is presented. Particularly important in their examination was the historical overview of education, which allowed us to draw conclusions. The comparison between the educational systems was mainly based on the analysis of educational reform aimed at decentralizing educational administration. The focus of the national education policy in all three countries since the 1980s, has been the modernization of administration. The decentralization that has been achieved either to a greater or to a lesser degree, was associated with the notion of autonomy of the local government and of the school unit. In conclusion, the Greek education system appears to remain a fairly centralized system with little autonomy for the local administration, even though it has systematically attempted to promote the decentralization of administration. On the opposite side, the education systems of the Netherlands and Sweden pursue neoliberal policies, providing a high degree of autonomy both at the local and the school level. Η παρούσα εργασία αποτελεί μια συγκριτική μελέτη των εκπαιδευτικών συστημάτων Ελλάδας, Σουηδίας και Ολλανδίας. Οι τρεις χώρες αποτελούν κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μοιράζονται κοινές πολιτικές καθώς και κοινούς εκπαιδευτικούς στόχους. Πρόκειται βέβαια για χώρες με διαφορετικό κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό υπόβαθρο γεγονός που αποδεικνύει και την διαφορετικότητά τους. Σκοπός της έρευνας είναι η ανάλυση και παρουσίαση της μεταρρυθμιστικής πολιτικής των τριών χωρών για την αποκέντρωση και τον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης. Τα εκπαιδευτικά συστήματα εξετάζονται και συγκρίνονται στην οργανωτική και διοικητική τους δομή. Αρχικά, παρουσιάζονται και οι τρείς χώρες στην κοινωνικό-πολιτική τους βάση και έπειτα παρουσιάζεται η οργάνωση της εκπαίδευσής τους. Ιδιαίτερα σημαντική στην εξέτασή τους ήταν η ιστορική επισκόπηση της εκπαίδευσης που μας επέτρεψε να διεξάγουμε συμπεράσματα. Η σύγκριση των εκπαιδευτικών συστημάτων, βασίστηκε κυρίως στην ανάλυση των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων με στόχο την αποκέντρωση της εκπαιδευτικής διοίκησης. Επίκεντρο της εθνικής εκπαιδευτικής πολιτικής των τριών χωρών ήταν από τη δεκαετία του 1980 ο εκσυγχρονισμός της διοίκησης. Η αποκέντρωση που επιτεύχθηκε σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, συνδέθηκε με την έννοια της αυτονομίας της τοπικής αυτοδιοίκησης και της σχολικής μονάδας. Εν κατακλείδι, το Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα αν και προσπάθησε συστηματικά να προωθήσει την αποκέντρωση της διοίκησης παραμένει ένα συγκεντρωτικό σύστημα με ελάχιστα περιθώρια αυτονομίας της τοπικής διοίκησης. Στην αντίπερα όχθη, τα εκπαιδευτικά συστήματα της Ολλανδίας και Σουηδίας ακολουθούν νεοφιλελεύθερες πολιτικές παρέχοντας υψηλό βαθμό αυτονομίας σε τοπικό και σχολικό επίπεδο. 572 279 281 Design and development of new antimicrobial agents from the synergy of active ingredients of oregano with the main ingredient of anti-leishmaniasis drugs Σχεδιασμός και ανάπτυξη νέων αντιμικροβιακών παραγόντων από τη συνέργεια δραστικών ουσιών της ρίγανης με το κύριο συστατικό φαρμάκων κατά της λεϊσμάνιας One of the most common causes of transmission of bacteria and other microorganisms is contaminated surfaces. In recent years, microorganisms have developed resistance to various antibiotics, which are used for disinfection mainly in sanitary environments, such as hospitals. This fact creates the need for the synthesis of new antimicrobial agents that will not show resistance to bacteria and the creation of sterile surfaces that will contain antimicrobial agents. This will prevent the growth of germs as well as the creation of biofilm, which is dangerous to public health. Thus, in the present master's thesis, the creation of an antimicrobial agent containing the active ingredient of oregano (carvacrol), which is a natural product, and the antimony, which has been used in drugs for the treatment of leishmaniasis, is studied. Natural products, due to the complexity of their chemical structure, but also their biological properties, are a very good basis for the creation of new chemical structures that can be used or are already used as drugs. Still, minerals are used in many medicines as active ingredients. In the present dissertation, the composition and characterization of a new chemical structure with carvacrol is studied as well as the biological study of this structure with the ultimate goal of creating new sterile materials that will contain this substance. The synthesized compound is the first carvacrol-antimony structure and is of great chemical interest. This new compound as well as the sterile materials synthesized were studied in four bacteria and found to be able to reduce the growth and multiplication of microorganisms. Ένας από τους πιο συχνούς λόγους μετάδοσης βακτηρίων καθώς και άλλων μικροοργανισμών είναι οι μολυσμένες επιφάνειες. Τα τελευταία χρόνια οι μικροοργανισμοί έχουν αναπτύξει ανθεκτικότητα στα διάφορα αντιβιοτικά, που χρησιμοποιούνται για την απολύμανση κυρίως σε υγειονομικά περιβάλλοντα, όπως τα νοσοκομεία. Το γεγονός αυτό δημιουργεί την ανάγκη σύνθεσης νέων αντιμικροβιακών παραγόντων που δεν θα εμφανίζουν ανθεκτικότητα τα βακτήρια αλλά και τη δημιουργία στείρων επιφανειών που θα περιέχουν αντιμικροβιακούς παράγοντες. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζουν την ανάπτυξη των μικροβίων καθώς και τη δημιουργία βιοφίλμ, που είναι επικίνδυνο για την δημόσια υγεία. Έτσι λοιπόν, στην παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή μελετάται η δημιουργία ενός αντιμικροβιακού παράγοντα που θα περιέχει το δραστικό συστατικό της ρίγανης (καρβακρόλη), που είναι ένα φυσικό προϊόν και το αντιμόνιο, που έχει χρησιμοποιηθεί σε φάρμακα για την θεραπεία της λεϊσμανίασης. Τα φυσικά προϊόντα, λόγω της πολυπλοκότητας της χημικής τους δομής, αλλά και των βιολογικών τους ιδιοτήτων, αποτελούν μια πολύ καλή βάση για τη δημιουργία νέων χημικών δομών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ή ήδη χρησιμοποιούνται ως φάρμακα. Ακόμα, τα μεταλλικά στοιχεία χρησιμοποιούνται σε πολλά φάρμακα ως δραστικές ουσίες. Στην παρούσα διπλωματική εργασία, μελετάται η σύνθεση και ο χαρακτηρισμός μιας νέας χημικής δομής με την καρβακρόλη καθώς και η βιολογική μελέτη αυτής της δομής με απώτερο στόχο τη δημιουργία νέων στείρων υλικών που θα περιέχουν αυτή την ουσία. Η ένωση που συντέθηκε αποτελεί την πρώτη δομή καρβακρόλης – αντιμονίου και παρουσιάζει μεγάλο χημικό ενδιαφέρον. Η νέα αυτή ένωση καθώς και τα στείρα υλικά που συντέθηκαν μελετήθηκαν σε τέσσερα βακτήρια και βρέθηκε ότι θα μπορούσαν να μειώσουν την ανάπτυξη και τον πολλαπλασιασμό των μικροοργανισμών. 573 341 340 Opinions of educators and future educators about the design, the implementation and the evaluating of the teaching of play in preschool environments Απόψεις εκπαιδευτικών και μελλοντικών εκπαιδευτικών για το σχεδιασμό, την εφαρμογή και την αξιολόγηση της διδακτικής του παιχνιδιού σε προσχολικά περιβάλλοντα μάθησης Play is an important activity that can be widely used, without being limited in the context of formal teaching (Brock, Dodds, Jarvis & Olusoga, 2016, p. 40). Play as a teaching tool has generally distracted the educational community, because it provides unique opportunities of learning, development, socialization and imaginative capabilities (Ridgway & Quinones, 2012, p. 46; Diachenko, 2011; McInnes, Howard, Miles & Crowley, 2009; Samuelsson & Carlsson, 2008; Tzuo, 2007, as cited in Wood, 2014; Fung & Cheng, 2011; Wallerstedt & Pramling, 2011, as cited in Sakellariou & Rentzou, 2012, p. 2; Bodrova & Leong, 2003a, 2003b, as cited in Hyvonen, 2011, p. 66; Pantazis, 1997, p. 32). The aim of the present study was to investigate and compare the views of kindergarten teachers and future kindergarten teachers about a) the design, the implementation and the evaluation of the teaching of play in preschool learning environments and b) the importance of play in the educational process. In the study participated sixty-four students of the fourth year of the Department of Preschool Education of University of Ioannina and thirty-six preschoolers of the Prefecture of Ioannina. The sample was selected randomly. For the accomplishment of this study was primarily used the questionnaire that contained open-ended and close-ended questions. Furthermore, were exploited two important rating scales of the quality of early childhood environments, ACEI and ECERS-R, and a tool that emerged from the international literature. The analysis of the results became with the use of the statistical software IBM SPSS Statistics 20. The findings showed that teachers provide children with great autonomy to plan their own play activities, they evaluate pedagogically the play-objects that exist in school and they believe that play is a key factor for the learning and the development of children. Finally, the study showed that pedagogical work in kindergarten is not more important than play and that toddlers prefer to play with toys which respond to their sex. Το παιχνίδι αποτελεί μια σημαντική δραστηριότητα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρέως, χωρίς να περιορίζεται στο πλαίσιο της επίσημης διδασκαλίας (Brock, Dodds, Jarvis & Olusoga, 2016, σελ. 40). Το παιχνίδι ως διδακτικό μέσο έχει απασχολήσει σε μεγάλο βαθμό την εκπαιδευτική κοινότητα, διότι παρέχει μοναδικές ευκαιρίες μάθησης, ανάπτυξης, κοινωνικοποίησης και ευφάνταστων ικανοτήτων (Ridgway & Quinones, 2012, σελ. 46· Diachenko, 2011· McInnes, Howard, Miles & Crowley, 2009· Samuelsson & Carlsson, 2008· Tzuo, 2007, όπ. αναφ. στο Wood, 2014· Fung & Cheng, 2011· Wallerstedt & Pramling, 2011, όπ. αναφ. στο Σακελλαρίου & Ρέντζου, 2012, σελ. 2· Bodrova & Leong, 2003a, 2003b, όπ. αναφ. στο Hyvonen, 2011, σελ. 66· Πανταζής, 1997, σελ. 32). Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνηθούν και να συγκριθούν οι απόψεις των νηπιαγωγών και των μελλοντικών νηπιαγωγών αφενός για το σχεδιασμό, την εφαρμογή και την αξιολόγηση της διδακτικής του παιχνιδιού σε προσχολικά περιβάλλοντα μάθησης και αφετέρου για τη σημασία του παιχνιδιού στην εκπαιδευτική διαδικασία. Το δείγμα αποτέλεσαν εξήντα τέσσερις προπτυχιακοί φοιτητές του τετάρτου έτους του Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, καθώς και τριάντα έξι νηπιαγωγοί του Νομού Ιωαννίνων. Η επιλογή του δείγματος έγινε τυχαία. Για τη διεκπεραίωση της έρευνας χρησιμοποιήθηκε κατά κύριο λόγο το ερωτηματολόγιο που περιείχε ερωτήσεις ανοιχτού και κλειστού τύπου. Ακόμη, αξιοποιήθηκαν δύο σημαντικές κλίμακες αξιολόγησης της ποιότητας των προσχολικών περιβαλλόντων, η ACEI και η ECERS-R, καθώς και ένα εργαλείο που συντάξαμε από τη διεθνή βιβλιογραφία. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων έγινε με τη βοήθεια του στατιστικού λογισμικού IBM SPSS Statistics 20. Τα ευρήματα έδειξαν ότι οι εκπαιδευτικοί παρέχουν στα παιδιά μεγάλη αυτονομία να σχεδιάζουν μόνα τους τις δραστηριότητες παιχνιδιού τους, αξιολογούν με παιδαγωγικά κριτήρια τα παιχνίδια-αντικείμενα που υπάρχουν στο σχολείο και θεωρούν το παιχνίδι καθοριστικό παράγοντα για τη μάθηση και την ανάπτυξη των παιδιών. Τέλος, από τη μελέτη φάνηκε πως η παιδαγωγική εργασία στο νηπιαγωγείο δεν είναι πιο σημαντική από το παιχνίδι, καθώς και ότι τα νήπια προτιμάνε να παίζουν με παιχνίδια που ανταποκρίνονται στο φύλο τους. 574 216 204 Development and characterization of refractory high entropy alloys - evaluation of their mechanical properties and surface degradation behavior Ανάπτυξη και χαρακτηρισμός πυρίμαχων κραμάτων υψηλής εντροπίας (refractory high entropy alloys) και αξιολόγηση της μηχανικής συμπεριφοράς και της επιφανειακής υποβάθμισής τους The present dissertation focuses on the development, characterization and evaluation of refractory high entropy alloys. These alloys are innovative materials which are targeted on applications of specialized requirements. The aim of the effort is to prepare single-phase and/or double phase structures and connect their microstructural features with their properties and degradation phenomena. More specifically, for each individual system produced, the microstructural characteristics were studied and the theoretical prediction models of solid solution formation, were checked. The corresponding solidification mechanisms were also studied, while their morphological characteristics were further analyzed. On the properties side, selected structures were studied as far as their mechanical properties (micro- and macro-hardness and compression tests) are concerned, while their strengthening mechanisms or failure modes were clarified. With regard to the alloys surface properties, the systems were examined in sliding wear tests under various experimental conditions. Through the recording of the numerical data and the study of the worn surfaces and debris, the corresponding wear mechanisms were formulated. Finally, the study of the corrosion behavior (solutions of 3.5 wt% NaCl and Hank) took place where, by analyzing the numerical data and the examination of the corroded surfaces / sections, the respective degradation mechanisms were interpreted. Η παρούσα διατριβή αφορά την ανάπτυξη, το χαρακτηρισμό και την αξιολόγηση της συμπεριφοράς πυρίμαχων κραμάτων υψηλής εντροπίας. Τα κράματα αυτά αποτελούν καινοτόμα υλικά και στοχεύουν σε εφαρμογές εξειδικευμένων απαιτήσεων. Στόχος της προσπάθειας ήταν να παρασκευαστούν μονοφασικές ή/και διφασικές δομές και να συνδεθούν τα μικροδομικά χαρακτηριστικά τους με τις ιδιότητες και τη συμπεριφορά σε φαινόμενα υποβάθμισης. Αναλυτικότερα, για κάθε επιμέρους σύστημα μελετήθηκαν τα μικροδομικά χαρακτηριστικά και έγινε έλεγχος των βιβλιογραφικών μοντέλων πρόβλεψης φάσεων στερεών διαλυμάτων. Προτάθηκαν οι αντίστοιχοι μηχανισμοί στερεοποίησης και αναλύθηκαν τα μορφολογικά χαρακτηριστικά αυτών. Στο σκέλος των ιδιοτήτων, επιλεγμένες δομές μελετήθηκαν ως προς τις μηχανικές τους ιδιότητες (μικρο- και μακρο-σκληρότητα και δοκιμές θλίψης), ενώ προτάθηκαν οι μηχανισμοί ενίσχυσης και αστοχίας τους. Σε ότι αφορά τις επιφανειακές ιδιότητες, τα συστήματα εξετάστηκαν σε δοκιμές φθοράς ολίσθησης υπό διάφορες πειραματικές συνθήκες. Μέσω της καταγραφής των αριθμητικών δεδομένων και της μελέτης των επιφανειών και ψηγμάτων της φθοράς, διατυπωθήκαν οι αντίστοιχοι μηχανισμοί υποβάθμισης. Τέλος, έλαβε χώρα η μελέτη της συμπεριφοράς τους σε διάβρωση (διαλύματα 3.5 κ.β% NaCl και Hank), όπου, μέσω της ανάλυσης των αριθμητικών δεδομένων και της εξέτασης των διαβρωμένων επιφανειών/τομών, ερμηνεύτηκαν οι αντίστοιχοι μηχανισμοί υποβάθμισης. 575 734 698 Ο έρωτας στο συμπόσιο του Πλάτωνα και η πρόσληψη του από τον Freud και τον Marcuse The purpose of the present dissertation is the interpretation of Love (Eros) as presented in the Symposium, one of the masterworks of Plato’s Middle Period, and how it was conceptualized by two of the great thinkers of the 20th century, Freud and Marcuse. In essence, the object of study will be how Plato’s view of Love was in turn interpreted by Freud and became a crucial source in the formulation of his theory of sublimation (Sublimierung). Sublimation is nothing other than the mental process through which sexuality is transformed into Love. Sexual urges are transformed into other, nobler ones (such as, for example, cultural achievements). Love thus becomes the creator of civilization. We will also examine how this theoretical trend was further supported by analyzing the thought process of Marcuse. According to Marcuse, Plato’s Love becomes a wellspring for the creation of a non-repressive society, a culture which will strive for the self-fulfillment and happiness of each of its individual members and, therefore, ultimately of the whole of society. A necessary pre-requisite of this is the mental mechanism of self-sublimation. It is at this point, we believe, that Marcuse’s thought process approaches Plato’s. More particularly, the present dissertation is structured in the following manner: The first chapter includes a brief description of the Symposium while presenting, at the same time, an analytical examination of the views on Love of Socrates’ companions, as well as that of Socrates himself, through the seer Diotima. The true nature of Love makes its first appearance in Diotima’s theory “Regarding Love”, according to which true Love is presented as a daemonic power with a clearly educational aspect. The true Pedagogist-Philosopher (Lover), who has been dominated by Love, makes his life’s goal the education of the souls of the young (Lovers). After all, noble cultural achievements are the result of a cultivated, virtuous soul. Love thus becomes the creator of civilization, a fact which was later crystallized through Freud and Marcuse’s readings and re-interpretations of the Symposium. In the second chapter, Love is interpreted and analyzed by Freud in his two theories on urges. In his early work on urges (before 1920), Freud focuses on sexuality, which has as its objective the obtainment of pleasure from the various 14 areas of the body (the baser form of Love, according to Diotima-Socrates) and constitutes a barrier to cultural development. In his later theoretical works on urges (after 1920), sexuality is transformed into Love, thus becoming an engine of cultural advancement. The similarity with Platonic Love is evident. The theories of Marcuse regarding Love are analyzed in the third chapter. Marcuse was himself a proponent of Freud’s later theory on urges, while at the same time presenting a new principle of reality, according to which the individual can become socially useful through employment, an employment which will, however, aim at the libidinous emancipationof their powers, by satisfying their particular talents and inclinations. It is only in this manner that the eroticization of the entire personality of the individual is achieved, thereby leading to their self-fulfillment. In essence, Marcuse discussed a certain form of self-sublimation, which relegates to redundancy any overbearing compulsions of a strictly repressive society. In the fourth and final chapter, the conclusions to which we will have arrived over the course of the present dissertation will be presented. We will essentially attempt a critical analysis of the ever-present identity assumed by Platonic Love (Plato-Freud-Marcuse). In particular: Love in Plato as the sublime cognitive power, which is immortal and incorruptible, is transformed into a creator of civilization in Freud through the mental mechanism of sublimation. Platonic Love becomes the driving force of a non-repressive society, a society which, according to Marcuse, must have as its objective the self-fulfillment of each separate individual and therefore their happiness. In a truly civilized society, in which each separate individual achieves self-fulfillment (i.e. the entirety of the individual’s multi-faceted sexuality is unfolded, they find meaningful, creative employment, they are at the same time socially useful with said employment and their various inclinations and talents are given prominence) and feels happiness, then society itself achieves happiness. However, in order for this to happen, sublimation must be the object of an internal process and not be imposed externally through a repressive principle of reality. Marcuse is effectively discussing a form of self-sublimation. We can therefore observe the extent to which his thought process approaches that of Plato. Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η ερμηνεία του έρωτα, όπως παρουσιάζεται στο Συμπόσιο, το οποίο αποτελεί ένα από τα ωραιότερα έργα της ώριμης συγγραφικής περιόδου του Πλάτωνα, και η πρόσληψή της από τους δύο μεγάλους στοχαστές του 20ού αιώνα, τον Freud και τον Marcuse. Στην ουσία αυτό που θα δούμε είναι πώς η θεώρηση του Πλάτωνα για τον έρωτα μεθερμηνεύεται στον Freud και γίνεται σημαντική πηγή, η οποία τον οδηγεί στη δημιουργία της θεωρίας του για τη μετουσίωση (η γνωστή Sublimierung). Η μετουσίωση δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια ψυχική διαδικασία, μέσω της οποίας στον ύστερο Freud λαμβάνει χώρα ο μετασχηματισμός της σεξουαλικότητας σε έρωτα. Οι σεξουαλικοί σκοποί μετασχηματίζονται σε άλλους ανώτερους σκοπούς (π.χ. πολιτιστικά επιτεύγματα). Ο έρωτας γίνεται δημιουργός πολιτισμού. Μια τάση, που όπως θα δούμε, ενισχύθηκε περαιτέρω αναλύοντας τη σκέψη του Marcuse. Για τον Marcuse ο έρωτας του Πλάτωνα γίνεται η πηγή δημιουργίας ενός μη κατασταλτικού πολιτισμού, ενός πολιτισμού που θα στοχεύει στην αυτοπραγμάτωση και ευτυχία του κάθε ατόμου ξεχωριστά και, επομένως, ολόκληρης της κοινωνίας εν γένει. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο ψυχικός μηχανισμός της αυτομετουσίωσης. Στο σημείο αυτό μπορούμε να πούμε, ότι η σκέψη του Marcuse βρίσκεται εγγύτερα στη σκέψη του Πλάτωνα. Συγκεκριμένα, η εργασία λαμβάνει την ακόλουθη δομή: Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται μια σύντομη περιγραφή του Συμποσίου και ταυτόχρονα παρουσιάζεται με τρόπο ερμηνευτικό η άποψη των συνδαιτημόνων του Σωκράτη αλλά και του ίδιου του Σωκράτη, μέσω της μάντισσας Διοτίμας, για τον έρωτα. Η πραγματική φύση του έρωτα κάνει την εμφάνισή της στην "Περί έρωτος" θεωρία της Διοτίμας. Εκεί ο αληθινός έρωτας παρουσιάζεται ως δαιμόνια δύναμη με καθαρά παιδευτική διάσταση. Ο αληθινός παιδαγωγός-φιλόσοφος (εραστής), ο οποίος είναι κυριευμένος από έρωτα, θέτει ως στόχο ζωής τη μόρφωση της ψυχής των νέων (ερωμένων). Εξάλλου, τα υψηλά πολιτιστικά επιτεύγματα είναι απόρροια μιας καλλιεργημένης και ενάρετης ψυχής. Ο έρωτας γίνεται δημιουργός πολιτισμού, κάτι το οποίο θα διαφανεί και μέσω της ανάγνωσης και μεθερμηνείας του Συμποσίου από τους Freud και Marcuse. Στο δεύτερο κεφάλαιο ο έρωτας ερμηνεύεται και αναλύεται από τον Freud στις δύο θεωρίες του για τις ορμές. Στην πρώιμη θεωρία των ορμών (έργα πριν το 1920) ο Freud εστιάζει στη σεξουαλικότητα, που έχει ως στόχο την αποκόμιση ηδονής από τις ζώνες του σώματος (κατώτερο είδος έρωτα κατά τη Διοτίμα-Σωκράτη) και θέτει φραγμούς στον πολιτισμό. Αργότερα, στη ύστερη θεωρία των ορμών (έργα μετά το 1920) η σεξουαλικότητα μετασχηματίζεται σε έρωτα, δηλαδή γίνεται δημιουργός πολιτισμού. Η ομοιότητα με τον Πλατωνικό έρωτα γίνεται φανερή. Στο τρίτο κεφάλαιο αναλύεται η σκέψη του Marcuse για τον έρωτα. Ο ίδιος αποδέχτηκε την ύστερη θεωρία των ορμών του Freud, αλλά παράλληλα ανέδειξε και μια νέα αρχή της πραγματικότητας, όπου το άτομο μπορεί να καταστεί κοινωνικά χρήσιμο μέσω της εργασίας, μιας εργασίας όμως που θα στοχεύει στη λιβιδινική απελευθέρωση των δυνάμεων του ατόμου, ικανοποιώντας τις ιδιαιτέρες κλίσεις και τα ταλέντα του. Μόνο με αυτόν τον τρόπο ερωτικοποιείται ολόκληρη η προσωπικότητά του, δηλαδή αυτοπραγματώνεται. Ο Marcuse στην ουσία μίλησε για ένα είδος αυτομετουσίωσης, που κάνει μη απαραίτητες τις υπερκαταπιέσεις ενός αυστηρά κατασταλτικού πολιτισμού. Στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα συμπεράσματα που μπορούμε να βγάλουμε από ολόκληρη την εργασία. Στην ουσία γίνεται μια κριτική ανάλυση της διαχρονικής υπόστασης που λαμβάνει ο πλατωνικός έρωτας (Πλάτωνας-Freud-Marcuse). Συγκεκριμένα: ο έρωτας στον Πλάτωνα ως ανώτατη γνωστική δύναμη, η οποία είναι αθάνατη και άφθαρτη, έγινε στον Freud μέσω του ψυχικού μηχανισμού της μετουσίωσης δημιουργός πολιτισμού. Ο πλατωνικός έρωτας γίνεται δημιουργός ενός μη καταπιεστικού πολιτισμού, ενός πολιτισμού που κατά τον Marcuse θα πρέπει να έχει ως στόχο την αυτοτελείωση του κάθε ατόμου ξεχωριστά και, επομένως, την ευτυχία του. Σε μια αληθινά πολιτισμένη κοινωνία, όταν το κάθε άτομο ξεχωριστά αυτοπραγματώνεται (ξεδιπλώνεται όλη η πολύμορφη σεξουαλικότητα, όταν το άτομο εργάζεται και νιώθει δημιουργικό, όταν το άτομο όντας κοινωνικά χρήσιμο με την εργασία του ταυτόχρονα κάνει κάτι που τον ευχαριστεί, που αναδεικνύει τις κλίσεις και τα ταλέντα του) και νιώθει ευτυχισμένο, τότε και η ίδια η κοινωνία οδηγείται στην ευτυχία. Όμως, για να επιτευχθεί αυτό, η μετουσίωση θα πρέπει να γίνει εσωτερικά και όχι εξωτερικά από μια καταπιεστική αρχή της πραγματικότητας. Ο Marcuse κάνει λόγο στην ουσία για ένα είδος αυτομετουσίωσης. Έτσι, βλέπουμε πόσο πιο κοντά βρίσκεται στην πλατωνική σκέψη. 576 292 256 Το παιχνίδι των χωροχρονικών, πολιτικών και κοινωνικών διαστάσεων στην Οδύσσεια αποτυπώνεται με τον πλέον αριστοτεχνικό τρόπο κατά την τελική αναμέτρηση του Οδυσσέα με τους μνηστήρες στον κεντρικό χώρο του οίκου, το μέγαρον. Οι απαιτήσεις των μνηστήρων, μιας ολόκληρης γενιάς νέων ανδρών που κατατρώγουν τα αγαθά, εποφθαλμιούν τη σύζυγο και την εξουσία του Οδυσσέα, του κυρίου του οίκου, εικονογραφούνται σύμφωνα με ένα περίτεχνο λογοτεχνικό αλλά ξεκάθαρα πολιτικό σχήμα. Οι μνηστήρες, οι οποίοι έχουν υπεισέλθει τοπογραφικά και κοινωνικά στο κέντρο του οίκου, διεκδικούν με ατάσθαλο και υβριστικό τρόπο όσα δεν τους ανήκουν αμφιβητώντας τους ηρωικούς κώδικες. Η καθοριστικής σημασίας σύγκρουση μεταξύ των νεαρών διεκδητικών και του γηραιού κυρίου του οίκου εκφράζει τις βαθύτατες αντιδικίες μεταξύ των εκπροσώπων δύο διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Με τη νίκη του Οδυσσέα, γνωστή ως μνηστηροφονία, επιλύεται η βαθύτατη κρίση που έχει προκύψει από την αμφισβήτηση εκ μέρους των μνηστήρων των δικαιωμάτων των ενοίκων του οίκου, και από την επανεκδίκηση εκ μέρους του Οδυσσέα όσων κάποτε του ανήκαν. Ταυτόχρονα όμως, κατά την τελική αναμέτρηση Οδυσσέα και μνηστήρων εντός του μεγάρου, δηλώνεται η αδυναμία της “οδυσσειακής κοινότητας της Ιθάκης να αποδεχθεί μία νέα κατάσταση, που έχει προκύψει από την στάσιν της νέα γενιάς, η οποία στην ουσία συνιστά αποδόμηση των παλαιών αξιών του οίκου. Με τον τρόπο αυτό, η ομηρική Ιθάκη απορρίπτει τους κλυδωνισμούς που οδήγησαν στους νέους πολιτικούς θεσμούς. Η νίκη στο μέγαρον επαναφέρει τον Οδυσσέα στην εξουσία του, εμποδίζει όμως την ομηρική Ιθάκη να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα της αναδυόμενης πόλης. Η ποιητική λύση δεν είναι παρά μία επιστροφή στην παλαιά “χρυσή” εποχή του οίκου. The game of temporal-spatial, political and social repercussions in the Odyssey is imprinted most masterfully during the ultimate confrontation of Odysseus with the suitors that takes place in the central site of the oikos, the megaron. The demands of the suitors, a whole generation of young men who prey on the goods of Odysseus, the master of the oikos, and who covet his wife and wealth, are depicted according to a complex yet clear political form. The suitors, who have topographically and socially superseded the center of the oikos, claim what is not theirs with an irregular and hybristic manner and thus contesting the heroic codes. The conflict between the young pretenders and the older master of the oikos is of definitive importance and expresses the deeper conflict between the representatives of two distinct social groups. With the victory of Odysseus, also known as mnēstērophonia the profound crisis caused by the suitors' challenging the rights of the residents of the oikos, is resolved, resulting to the reclaim on the part of Odysseus of everything that was once his own. At the same time, however, during the final conformation between Odysseus and the suitors within the megaron, we witness the display of the incapability of the “odyssean” community of Ithaca to accept the new circumstance that has sprung from the stasis of the new generation, and which essentially constitutes a deconstruction of the oikos 'old values. In this manner, the Homeric Ithaca rejects the stasis which has led to the new political institutions. The victory within the megaron restores Odysseus back to his powerful position, yet it impedes Ithaca from adjusting to the reality of the emerging polis. The poetic solution is but a return to the old “golden” era of the oikos. 577 232 254 Parent’s perceptions in the city of Ioannina for the elaboration of environmental education programms in the Primary and Secondary education Οι απόψεις των γονέων της πόλης των Ιωαννίνων για την εκπόνηση περιβαλλοντικών προγραμμάτων στα σχολεία της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Humans have been exploiting their natural environment since their existence on earth in order to survive and evolve. His constant interventions have caused radical changes to his environment, bringing about huge environmental issues and deteriorating the quality of life of modern humans. The educational community has shown great interest in supporting and integrating environmental programs that would shape a different perception of the use and exploitation of the natural environment, since school has proven to play an important role in shaping children's attitudes and perceptions especially when accompanied by of the family environment. This presentation is part of a larger research work exploring parents' views in the city of Ioannina on environmental education programs in primary and secondary education. It was conducted for parents in the city of Ioannina during the period 2019-20 and aims to investigate whether parents know what environmental education and sustainability education are and if they informed by their children's schools about environmental programs developed. The survey was conducted with questionnaires given to 150 parents and interviewed by 10 parents. Research is currently underway, but from now on we find that parents are partially aware of what environmental education is and they have some information on the programs being developed in their children's schools more from Primary Education. Ο άνθρωπος εκμεταλλεύονταν το φυσικό του περιβάλλον από τη στιγμή της ύπαρξής του πάνω στη γη προκειμένου να επιβιώσει και να εξελιχθεί. Οι συνεχείς παρεμβάσεις του προκάλεσαν ριζικές τροποποιήσεις στον περιβάλλοντα χώρο του, επιφέροντας τεράστια περιβαλλοντικά ζητήματα και υποβαθμίζοντας την ποιότητα ζωής του σύγχρονου ανθρώπου. Η εκπαιδευτική κοινότητα έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον στη στήριξη και ενσωμάτωση περιβαλλοντικών προγραμμάτων που θα συντελούσαν στη διαμόρφωση μιας διαφορετικής αντίληψης για τη χρήση και εκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος, αφού αποδεδειγμένα το σχολείο παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση στάσεων και αντιλήψεων των παιδιών ιδιαίτερα όταν αυτή συνοδεύεται από τη συνέργεια του οικογενειακού περιβάλλοντος. Η παρούσα εισήγηση αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης ερευνητικής εργασίας που διερευνά τις απόψεις των γονέων στην πόλη των Ιωαννίνων για τα προγράμματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης στη Α/θμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Πραγματοποιήθηκε σε γονείς της πόλης των Ιωαννίνων κατά την περίοδο 2019-20 και σκοπός της είναι να ερευνήσει κατά πόσο οι γονείς γνωρίζουν τι είναι Περιβαλλοντική Εκπαίδευση και εκπαίδευση για την αειφορία και αν ενημερώνονται από τα σχολεία των παιδιών τους για τα περιβαλλοντικά προγράμματα που εκπονούνται στα σχολεία. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με ερωτηματολόγια που δόθηκαν σε 150 γονείς και με συνέντευξη 10 γονέων. Η έρευνα αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη, αλλά από τα μέχρι τώρα δεδομένα διαπιστώνουμε ότι οι γονείς γνωρίζουν εν μέρει τι είναι Περιβαλλοντική Εκπαίδευση κι έχουν μια σχετική ενημέρωση για τα προγράμματα που εκπονούνται στα σχολεία των παιδιών τους περισσότερο από την Α/θμια Εκπαίδευση. 578 376 372 In this thesis we study two kinds of semantics for Boolean grammars through different characterizations. Boolean grammars arise from adding conjunction and negation operators to simple context-free grammars. We see their set of rules as a logical formula, a system of language inequations in particular, and we examine them from a logical point of view. The kinds of semantics we study come from the area of logic programming, specifically from the Kripke-Kleene semantics and the well-founded one. Both of them use the notion of ternary languages, where a string can belong, not belong or have undefined membership. Our first approach to the semantics is of a model-theoretic nature. It relies on interpretations of the variables of a grammar as languages and on choosing the intersection of the interpretations that satisfy the rules. Next, we approach the semantics through fixpoints of functions. Now we relate grammars to functions from interpretations to interpretations and use the least fixpoints of these functions, which we characterize as limits of certain sequences of approximations. The third kind of semantic approaches used is based on combinatorial two-player games. Here we have games where two players argue, using the rules of a grammar, whether some strings belong to the languages that some terms stand for and the semantics is characterized using the values of games related to grammars. We show an infinite version of these games (already existing for the well-founded semantics) and we introduce an equivalent finite version of them. Finally, we propose some semantic approaches based on term-rewriting systems. In the first kind of rewriting, the membership of several strings in several languages is decided. Its deterministic character (the rewriting relation used has a function as a kernel) leads us to a general, recursive, “top-down” decision algorithm, similar to Unger's algorithm for simple context-free grammars, and to two modifications of it, one reducing the time needed and one reducing the space needed. In the second kind of rewriting, strings that belong or do not belong to several laguages are recognized nondeterministically. From this kind we conclude in one more kind of rewriting, where strings that belong or do not belong to several laguages are generated, pretty much like what happens in the classical characterization of the semantics of simple context-free grammars. Στην παρούσα διατριβή μελετώνται δύο σημασιολογίες για τις γραμματικές με λογικούς τελεστές μέσω διαφορετικών χαρακτηρισμών τους. Οι γραμματικές με λογικούς τελεστές προκύπτουν από την προσθήκη τελεστών σύζευξης και άρνησης στις απλές ασυμφραστικές γραμματικές. Θεωρούμε το σύνολο κανόνων τους ως ένα λογικό τύπο, ειδικότερα ένα σύστη- μα γλωσσικών ανισώσεων, και τις εξετάζουμε από μια λογική σκοπιά. Οι σημασιολογίες που μελετάμε προέρχονται από την περιοχή του λογικού προγραμματισμού και συγκεκριμένα από τη σημασιολογία Kripke-Kleene και την καλά θεμελιωμένη σημασιολογία. Και στις δύο χρησιμοποιείται η έννοια της τριαδικής γλώσσας, στην οποία μια συμβολοσειρά μπορεί να ανήκει, να μην ανήκει ή το αν ανήκει να είναι αόριστο. Η πρώτη προσέγγιση των σημασιο- λογιών έχει μοντελοθεωρητικό χαρακτήρα, δηλαδή στηρίζεται σε ερμηνείες των μεταβλητών μιας γραμματικής ως γλώσσες και στην επιλογή της τομής των ερμηνειών που ικανοποιούν τους κανόνες της γραμματικής. Στη συνέχεια προσεγγίζουμε τις σημασιολογίες μέσω σταθε- ρών σημείων συναρτήσεων. Εδώ σχετίζουμε γραμματικές με συναρτήσεις από ερμηνείες σε ερμηνείες και χρησιμοποιούμε τα ελάχιστα σταθερά σημεία αυτών των συναρτήσεων, τα οποία χαρακτηρίζουμε ως όρια κάποιων ακολουθιών προσεγγίσεων. Το τρίτο είδος σημασιο- λογικών προσεγγίσεων στηρίζεται σε συνδυαστικά παιχνίδια δύο παικτών. Έχουμε δηλαδή παιχνίδια όπου δύο παίκτες επιχειρηματολογούν με βάση τους κανόνες μιας γραμματικής για το αν ανήκουν διάφορες συμβολοσειρές στις γλώσσες που αντιπροσωπεύουν διάφοροι όροι και οι σημασιολογίες χαρακτηρίζονται μέσω της τιμής παιχνιδιών που σχετίζονται με γραμμα- τικές. Παρουσιάζουμε μια άπειρη εκδοχή αυτών των παιχνιδιών (προϋπάρχουσα για την καλά θεμελιωμένη σημασιολογία) και εισάγουμε μια ισοδύναμη πεπερασμένη εκδοχή τους. Τέλος, προτείνουμε κάποιες σημασιολογικές προσεγγίσεις που βασίζονται σε συστήματα αναγραφής όρων. Στο πρώτο είδος αναγραφής, αποφασίζεται το κατά πόσο ανήκουν διάφορες συμβολο- σειρές σε διάφορες γλώσσες. Ο αιτιοκρατικός χαρακτήρας του (η χρησιμοποιούμενη σχέση αναγραφής έχει ως πυρήνα μια συνάρτηση) μας οδηγεί σε ένα γενικό, αναδρομικό, “από πάνω προς τα κάτω” αλγόριθμο απόφασης, παρόμοιο με τον αλγόριθμο του Unger για τις απλές ασυμφραστικές γραμματικές, και σε δύο τροποποιήσεις του, εκ των οποίων η μία μειώνει τον απαιτούμενο χρόνο και η άλλη τον απαιτούμενο χώρο. Στο δεύτερο είδος αναγραφής, αναγνωρίζονται μη αιτιοκρατικά συμβολοσειρές που ανήκουν ή δεν ανήκουν σε διάφορες γλώσσες. Από αυτό καταλήγουμε σε ένα ακόμη είδος αναγραφής όπου παράγονται συμβολο- σειρές που ανήκουν ή δεν ανήκουν σε διάφορες γλώσσες, περίπου όπως στον κλασικό χαρα- κτηρισμό της σημασιολογίας των απλών ασυμφραστικών γραμματικών. 579 124 112 The aim of this thesis is the presentation and the study of the fall coloring problem in graphs. Furthermore, different types of coloring are given and studied, as well as the relationship between them. Moreover, the complexity of the problem of fall coloring is studied and graph classes are given that either the problem has a polynomial algorithm or is characterized as NP – complete. The research findings of this thesis are presented, and the first polynomial algorithm is constructed for cographs. In addition, a polynomial algorithm is designed for the special case of fall coloring for graphs, where the graph is almost – fall coloring and it decides if there is a rearrangement of the partition classes that makes the graph fall colored. Στόχος της παρούσας διατριβής είναι η παρουσίαση και η μελέτη του προβλήματος του πτωτικού χρωματισμού σε γραφήματα. Επίσης, δίνονται και άλλα είδη χρωματισμών καθώς και η σχέση μεταξύ τους. Επιπρόσθετα, μελετάται η πολυπλοκότητα του προβλήματος του πτωτικού χρωματισμού και δίνονται κλάσεις γραφημάτων που είτε το πρόβλημα έχει πολυωνυμικό αλγόριθμο, είτε χαρακτηρίζεται ως NP – πλήρες. Παραθέτονται τα συμπεράσματα της διατριβής και σχεδιάζεται ο πρώτος πολυωνυµικός αλγόριθμος για τα cographs. Επιπλέον, μελετάται και παρουσιάζεται μια ειδική περίπτωση του προβλήματος για γενικά γραφήματα, η οποία αναφέρεται στη περίπτωση του σχεδόν – πτωτικού χρωματισμού και σχεδιάστηκε πολυωνυµικός αλγόριθμος που επιτυγχάνει κάποια αναδιάταξη της διαµέρισης, αν υπάρχει, έτσι ώστε ο συγκεκριμένος χρωματισμός να γίνεται πτωτικός χρωματισμός. 580 471 485 ο ρόλος των πολυμορφισμών των γονιδίων UGT1A6 και UGT2B7 στην ηπατική γλυκουρονίδωση του βαλπροϊκού οξέος σε ανήλικους και ενήλικους ασθενείς One third of patients with epilepsy suffers from medically refractory seizures. Despite the advent of new antiepileptic drugs, the number of these patients has not decreased compared to the past. The phenomenon of pharmacoresistance is particularly complex and a sound understanding of it requires a combination of knowledge and observations at multiple levels. One of them is the hepatic metabolism of drugs. Hepatic metabolism of antiepileptic substances may be an important mechanism in the emergence of the phenomenon of pharmacoresistance. Polymorphisms and mutations in genes encoding liver enzymes, important in drug metabolism, may be responsible for producing enzymes exhibiting different metabolic reaction speeds. Patients, who are carriers of these mutations, can thus be characterized as slow or fast metabolizers, requiring either lower or higher doses of the prescribed medication to achieve therapeutic plasma levels. Gene determined differences in liver metabolism may also account for the occurrence of toxicity or other side effects. Valproic acid is a commonly administered antiepileptic drug. It undergoes extensive hepatic metabolism. The main metabolic pathway in the liver is glucuronidation by enzymes of the UGT superfamily. Various enzymes are involved in drug metabolism. However, the most important seems to be UGT1A6 and UGT2B7. The best studied and most common polymorphisms of gene UGT1A6 are rs2070959 rsll05879 and rs67598, while for UGT2B7 gene is rs7439366. To answer the question regarding the relation between those genes' polymorphisms and valproic acid clearance rate, 58 children and 76 adult patients treated with valproic acid were included in our study. The daily drug dose is related to patients' weight (children p = 0.293, p = 0.025, adult p = 0.365,p = 0.001). However, it was not related to patients’ BMI. Patients with increased disease activity required higher doses of valproic acid (p <0.05). The frequency of the studied polymorphisms in our sample was the same as that reported in literature and similar to those of other populations of Caucasian origin. No correlations were observed between studied genotypes and changes in clearance rates of valproic acid in our sample, nor in subgroups based on gender or age. Further, when we stratified our sample based on the plasma drug concentration, in order to control for alterations of free fraction of the substance, we failed to reveal any differences in the clearance rate between the studied genotypes of the two genes. Several studies in literature attempt to define the impact of these polymorphisms on metabolism of valproic acid. Current data are conflicting. This thesis seems to confirm the observations of the very limited role of these polymorphisms, the importance of age in the metabolism of valproic acid as well as the need to take into account factors that characterize valproic acid’s kinetics and other that have not been adequately studied such as non-linearity of drug metabolism, especially under high plasma concentrations when designing future studies. Το ένα τρίτο των ασθενών που πάσχουν από επιληψία εμφανίζει φαρμακοανθεκτικές επιληπτικές κρίσεις. Παρά την έλευση νέων αντιεπιληπτικών φαρμάκων, το ποσοστό αυτό δεν έχει μειωθεί σε σχέση με το παρελθόν. Το φαινόμενο της φαρμακοανθεκτικότητας είναι ιδιαίτερα σύνθετο και η κατανόησή του απαιτεί το συνδυασμό γνώσεων και παρατηρήσεων σε πολλαπλά επίπεδα. Ένα εξ αυτών, είναι ο ηπατικός μεταβολισμός των φαρμάκων. Ο ηπατικός μεταβολισμός των αντιεπιληπτικών ουσιών μπορεί να αποτελεί σημαντικό μηχανισμό στην ανάδυση του φαινομένου της φαρμακοανθεκτικότητας. Πολυμορφισμοί και μεταλλάξεις των γονιδίων που κωδικοποιούν ηπατικά ένζυμα σημαντικά για τον μεταβολισμό φαρμακευτικών ουσιών μπορεί να ευθύνονται για την παραγωγή ενζύμων που εμφανίζουν διαφορετικές ταχύτητες μεταβολισμού. Οι ασθενείς, φορείς των μεταλλάξεων αυτών, μπορεί επομένως να χαρακτηρίζονται ως βραδείς ή ταχείς μεταβολίτες, απαιτώντας αντίστοιχα χαμηλότερες ή υψηλότερες δόσεις της χορηγούμενης αγωγής για την επίτευξη θεραπευτικών επιπέδων στο πλάσμα. Γονιδιακά καθοριζόμενες διαφορές στον ηπατικό μεταβολισμό μπορεί να ευθύνονται επίσης για την εμφάνιση τοξικότητας ή άλλων ανεπιθύμητων ενεργειών. Το βαλπροϊκό οξύ αποτελεί ένα συχνά χορηγούμενο αντιεπιληπτικό φάρμακο. Υφίσταται εκτενή ηπατικό μεταβολισμό. Ο σημαντικότερος μηχανισμός μεταβολισμού του στο ήπαρ είναι μέσω της γλυκουρονίδωσης από τα ένζυμα της οικογένειας UGT. Διάφορα ένζυμα έχουν εμπλακεί στον μεταβολισμό του φαρμάκου, ωστόσο τα σημαντικότερα φαίνεται ότι είναι τα UGT1A6 και UGT2B7. Οι καλύτερα μελετημένοι και συχνότεροι πολυμορφισμοί του γονίδιου UGT1A6 είναι οι rs2070959 rsll05879 και rs67598. Αντίστοιχα του γονιδίου UGT2B7 είναι ο rs7439366. Για την απάντηση του ερωτήματος της σχέσης των πολυμορφισμών αυτών με την ταχύτητα μεταβολισμού του βαλπροϊκού οξέος συμπεριλάβαμε στη μελέτη μας 58 ανηλίκους και 76 ενηλίκους ασθενείς υπό θεραπεία με βαλπροϊκό οξύ. Η ημερήσια δόση συσχετίζεται με το βάρος των ασθενών (ανήλικοι ασθενείς ρ= 0,293,ρ=0,025, ενήλικοι ασθενείς ρ= 0,365,ρ=0,001), όχι όμως με το ΒΜΙ. Οι ασθενείς με αυξημένη ενεργότητα της νόσου απαιτούν υψηλότερες δόσεις βαλπροϊκού οξέος (ρ<0,05) Η συχνότητα των μελετούμενων πολυμορφισμών στο δείγμα μας ήταν αντίστοιχη της αναφερόμενης στη βιβλιογραφία και ταυτιζόταν με αντίστοιχες άλλων πληθυσμών Καυκάσιας προέλευσης. Δεν παρατηρήθηκαν συσχετίσεις των γονοτύπων με αλλαγές στην ταχύτητα κάθαρσης του βαλπροϊκού οξέος στο σύνολο του δείγματος, ούτε στις υποομάδες με βάση το φύλο ή την ηλικία. Περαιτέρω, η διστρωμάτωση του δείγματος με βάση τη συγκέντρωση του φαρμάκου στο πλάσμα, με στόχο τον έλεγχο ως προς τις αλλαγές του ελεύθερου κλάσματος της ουσίας, δεν ανέδειξε διαφορές του ρυθμού κάθαρσης μεταξύ των μελετούμενων γονοτύπων των δύο γονιδίων. Διάφορες μελέτες στη βιβλιογραφία επιχειρούν να απαντήσουν το ερώτημα της επίπτωσης των πολυμορφισμών αυτών στον μεταβολισμό του βαλπροϊκού οξέος. Τα μέχρι τώρα δεδομένα είναι αντικρουόμενα. Η παρούσα διατριβή αυτή φαίνεται να επιβεβαιώνει τις παρατηρήσεις για τον ιδιαίτερα περιορισμένο ρόλο των πολυμορφισμών αυτών, τη σημασία της ηλικίας στον μεταβολισμό του βαλπροϊκού οξέος, καθώς και την ανάγκη συνυπολογισμού κατά το σχεδίασμά μελλοντικών ερευνών παραγόντων που χαρακτηρίζουν την κινητική της ουσίας και δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς, όπως η μη γραμμικότητα του μεταβολισμού του φαρμάκου, ιδιαίτερα σε αυξημένες συγκεντρώσεις αυτού στο πλάσμα. 581 274 275 Πειραματική οξεία παγκρεατίτιδα με τη μέθοδο της κλειστής δωδεκαδακτυλικής έλικας AIM OF THIS EXPERIMENTAL STUDY WAS THE EVALUATION OF THE ROLE OF BILE AND GASTRIC JUICE IN THE PATHOGENESIS OF ACUTE PANCREATITIS INDUCED BY THE CLOSED DUODENAL LOOP TECHNIQUE. THE EXPERIMENTS WERE PERFORMED IN TWO STEPS IN ORDER TO AVOID OBSTRUCTIVE JAUDICE, AND MINIMIZE ISCHAEMIA AND TRAUMA. AFTER LIGATION ABOVE (WHEN IT NEEDED) AND BELOW THE MAJOR AND MINOR DUODENAL PAPILLAS, A CLOSED DUODENAL LOOP CONSTRUCTED IN 24 MONGREL DOGS, DIVIDED INTO 4 GROUPS (6 ANIMALS IN EACH). IN THE ANIMALS OF THE 1ST GROUP (CONTROL) THAT WAS THE ONLY MANEUVER, BUTIN THE OTHER GROUPS ANOTHER OPERATION HAD PERFORMED IN A FIRST STEP FEW MONTHSAGO: IN THE 2ND GROUP A GASTRO-DUODENAL DISCONNECTION (DISTAL TO PYLORUS) FOLLOWED BY GASTROJEJUNOSTOMY WITH LONG AFFERENT LOOP; IN THE 3RD GROUP A DIVISION-LIGATION OF THE COMMON BILE DUCT, FOLLOWED BY A ROYX-EN-Y CHOLECYSTO-JEJUNOSTOMY; IN THE 4TH GROUP A COMBINATION OF THE OPERATIVE PROCEDURES USED IN THE 2ND AND 3RD GROUPS. ONE ANIMAL OF THE 1ST GROUP, 2 OF THE 2ND, NONE OF THE 3RD, AND 1 OF THE 4TH DEVELOPED ACUTE PANCREATITIS. IN ADDITION 2 ANIMALS IN EVERY GROUPDEVELOPED SOME INDICATIONS OF PANCREATIC DAMAGE (MINOR HISTOLOGICAL CHANGES INTHE PANCREAS, HYPERAMYLASAEMIA OR COMBINATION). OUR RESULTS SHOWED THAT: A. THE CONSTRUCTION OF THE CLOSED DUODENAL LOOP DID NOT SUCCEED, IN OUR EXPERIMENTS,FREQUENT DEVELOPMENT OF ACUTE PANCREATITIS. B. THE PRESENCE OF BILE IN THE CLOSED DUODENAL LOOP PREDISPOSES TO THE DEVELOPMENT OF ACUTE PANCREATITIS, WHILE THE PRESENCE OR PASSAGE OF GASTRIC JUICE THROUGH THE DUODENUM PROTECTS AGAINST ACUTE PANCREATITIS. C. THE EXPERIMENTAL MODEL USED IN OUR EXPERIMENTS, WHICH WASATRAUMATIC, IS OFFERED FOR FUTURE DEVELOPMENTS AND STUDIES ON THE AETIOLOGICALFACTORS OF ACUTE PANCREATITIS. ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΥΡΕΙΑ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΕΙΑΣ ΠΑΓΚΡΕΑΤΙΤΙΔΑΣ, ΕΝΩ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΛΕΤΑΤΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΧΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΑΣΤΡΙΚΟΥ ΥΓΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΟΞΕΙΑΣ ΠΑΓΚΡΕΑΤΙΤΙΔΑΣ, ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΙΤΑΙ ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΤΗΣ ΔΩΔΕΚΑΔΑΚΤΥΛΙΚΗΣ ΕΛΙΚΑΣ. ΟΙ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΙ ΕΚΤΕΛΕΣΘΗΚΑΝ ΣΕ ΔΥΟ ΧΡΟΝΟΥΣ ΓΙΑ ΝΑ ΕΛΑΧΙΣΤΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ ΚΑΙ Η ΙΣΧΑΙΜΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΑΠΟΦΕΥΧΘΕΙ Ο ΑΠΟΦΡΑΚΤΙΚΟΣ ΙΚΤΕΡΟΣ. ΚΛΕΙΣΤΗ ΔΩΔΕΚΑΔΑΚΤΥΛΙΚΗ ΕΛΙΚΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΘΗΚΕ ΣΕ 24 ΜΙΓΑΔΕΣ ΣΚΥΛΟΥΣ, ΧΩΡΙΣΜΕΝΟΥΣ ΣΕ 4 ΟΜΑΔΕΣ ΤΩΝ 6,ΜΕ ΑΠΟΛΙΝΩΣΗ ΤΟΥ ΔΩΔΕΚΑΔΑΚΤΥΛΟΥ ΠΑΝΩ (ΟΤΑΝ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ) ΚΑΙ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΙΖΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΑΣΣΟΝ ΔΩΔΕΚΑΔΑΚΤΥΛΙΚΟ ΦΥΜΑ. ΣΤΗΝ ΟΜΑΔΑ Ι (ΟΜΑΔΑ ΕΛΕΓΧΟΥ) ΑΥΤΗ ΗΤΑΝ Η ΜΟΝΗ ΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ, ΣΤΙΣ ΥΠΟΛΟΙΠΕΣ ΟΜΩΣ Η ΚΛΕΙΣΤΗ ΕΛΙΚΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΘΗΚΕ ΑΦΟΥ ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΧΡΟΝΟ ΕΙΧΕ ΓΙΝΕΙ: ΣΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΙΙ ΓΑΣΤΡΟ-ΔΩΔΕΚΑΔΑΚΤΥΛΙΚΟΣ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑΠΥΛΩΡΙΚΑ ΚΑΙ ΓΑΣΡΟΝΗΣΤΙΔΙΚΗ ΑΝΑΣΤΟΜΩΣΗ ΜΕ ΜΑΚΡΑ ΠΡΟΣΙΟΥΣΑ ΕΛΙΚΑ, ΣΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΙΙΙ ΔΙΑΤΟΜΗ ΜΕΤΑΞΥ ΑΠΟΛΙΝΩΣΕΩΝ ΤΟΥ ΧΟΛΗΔΟΧΟΥ ΠΟΡΟΥ ΚΑΙ ΧΟΛΟΚΥΣΤΟΝΗΣΤΙΔΙΚΗ ΑΝΑΣΤΟΜΩΣΗ ΚΑΤΑ ROUX-EN-Y ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΟΜΑΔΑ IV ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝΤΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΙΙ ΚΑΙ ΙΙΙ. ΕΝΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΖΩΟ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ Ι, ΔΥΟ ΤΗΣ ΙΙ, ΚΑΝΕΝΑ ΤΗΣ ΙΙΙ ΚΑΙ ΕΝΑ ΤΗΣ ΙV ΑΝΑΠΤΥΞΑΝ ΟΞΕΙΑ ΠΑΓΚΡΕΑΤΙΤΙΔΑ. ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΑ ΔΥΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΖΩΑ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΟΜΑΔΑ ΕΜΦΑΝΙΣΑΝ ΚΑΠΟΙΕΣ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΠΑΓΚΡΕΑΤΙΚΗΣ ΒΛΑΒΗΣ (ΥΠΕΡΑΜΥΛΑΣΑΙΜΙΑ,ΚΑΠΟΙΕΣ ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΓΚΡΕΑΤΟΣ ΟΧΙ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΑΓΚΡΕΑΤΙΤΙΔΑΣ 'Η ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΤΩΝ ΠΑΡΑΠΑΝΩ). ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΜΑΣ ΕΔΕΙΞΑΝ: Α. Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΛΕΙΣΤΗΣ ΔΩΔΕΚΑΔΑΚΤΥΛΙΚΗΣ ΕΛΙΚΑΣ ΔΕ ΣΥΝΟΔΕΥΤΗΚΕ, ΣΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΜΑΣ, ΜΕ ΣΥΧΝΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΟΞΕΙΑΣ ΠΑΓΚΡΕΑΤΙΤΙΔΑΣ. Β. Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΧΟΛΗΣ ΣΤΗΝ ΚΛΕΙΣΤΗ ΔΩΔΕΚΑΔΑΚΤΥΛΙΚΗ ΕΛΙΚΑ ΠΡΟΔΙΑΘΕΤΕΙ ΣΕ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΟΞΕΙΑΣ ΠΑΓΚΡΕΑΤΙΤΙΔΑΣ, ΕΝΩ Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΟ ΔΩΔΕΚΑΔΑΚΤΥΛΟ 'Η Η ΔΙΟΔΟΣ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΓΑΣΤΡΙΚΟΥ ΥΓΡΟΥ ΠΡΟΦΥΛΑΣΣΕΙ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΣΟ. Γ. Η ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΜΑΣ ΔΙΑΤΑΞΗ, ΣΑΝ ΑΤΡΑΥΜΑΤΙΚΗ, ΠΡΟΣΦΕΡΕ ΓΙΑ ΠΑΡΑΠΕΡΑ ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΩΝ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΤΗΣ ΟΞΕΙΑΣ ΠΑΓΚΡΕΑΤΙΤΙΔΑΣ. 582 222 222 The effect of the problem posing strategy of “What-if-not?” on preservice teachers’ attitudes towards mathematics Η στρατηγική κατασκευής προβλημάτων "Τι θα συνέβαινε αν δεν..;" (What-if-not?) και η επίδρασή της στις στάσεις των φοιτητών του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης απέναντι στα μαθηματικά This quantitative research aims at capturing and investigating the attitudes of 78 university students - Department of Primary School Education of the University of Ioannina - towards Mathematics before and after a problem posing intervention, using the strategy “What-if-not?”. Parallelly, the relationship between the attitudes and the posed problems of the open-closed type and the sum of them as well as the relationship between the attitudes and the grading performance (in an introductory course of Mathematics and in the “Teaching Mathematics - Practicum” of 6th semester) was investigated. The instruments used in the survey were the ATMI questionnaire (Attitudes Towards Mathematics Inventory) and two problems takenfrom the 6th grade textbook of Primary School. The results of the survey analyses showed that there was no differentiation in student attitudes after intervention (Wilcoxon Rank Test). No correlation with the attitudes and the posed problems was reflected except between the open-ended problems and the Motivation and Self-Confidence attitudes. The grading performance in the introductory course is related(Kendall τ) to the Enjoyment and Self-Confidence attitudes in the pretest and to the Enjoyment, Motivation and Self-Confidence attitudes in the posttest, while the final grading performance in the course in which the survey was conducted is only related to the Motivation attitude (posttest). Η παρούσα ποσοτική έρευνα έχει στόχο την αποτύπωση και διερεύνηση των στάσεων 78 φοιτητών/τριών του Παιδαγωγικού τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων απέναντι στα Μαθηματικά πριν και μετά από μια παρέμβαση κατασκευής προβλήματος, με χρήση της στρατηγικής «Τι θα συνέβαινε αν δεν...;» (What-if-not?). Παράλληλα διερευνήθηκε η σχέση των στάσεων με τα κατασκευασμένα προβλήματα ανοιχτού-κλειστού τύπου και συνολικά, καθώς και με τη βαθμολογική επίδοση (σε εισαγωγικό μάθημα Μαθηματικών και στη «Διδακτική Μαθηματικών - Πρακτική Άσκηση» ΣΤ' εξαμήνου). Εργαλεία της έρευνας είναι το ερωτηματολόγιο ΑΤΜΙ (Attitudes Toward Mathematics Inventory) και τα δύο δοθέντα προβλήματα από το βιβλίο της ΣΤ' Δημοτικού. Τα αποτελέσματα των αναλύσεων της έρευνας έδειξαν ότι δεν υπήρξε διαφοροποίηση στις στάσεις των φοιτητών μετά την παρέμβαση (Wilcoxon Rank Test). Δεν αποτυπώθηκε συσχέτιση των στάσεων με τα κατασκευασμένα προβλήματα παρά μόνο με τα ανοιχτού τύπου προβλήματα και τις στάσεις του Κινήτρου και της Αυτοπεποίθησης. H βαθμολογική επίδοση στο εισαγωγικό μάθημα συσχετίζεται (Kendall τ) με τις στάσεις της Ευχαρίστησης και της Αυτοπεποίθησης στο pretest και με τις στάσεις της Ευχαρίστησης, του Κινήτρου και της Αυτοπεποίθησης στο posttest, ενώ η τελική βαθμολογική επίδοση στο μάθημα στο οποίο διεξήχθη η έρευνα συσχετίζεται μόνο ως προς τη στάση του Κινήτρου (posttest). 583 105 108 Εργαστηριακή διερεύνηση 100 περιπτώσεων ουρηθρίτιδας και 500 περιπτώσεων κολπίτιδας για neisseria gonorrhoeae RESULTS OF A STUDY CARRIED OUT TO 100 CASES OF URETHRITIS AND 500 CASES OF VAGINITIS FOR DETECTION OF NEISSERIA GONORRHOEAE, WERE REPORTED. THE STUDY INCLUDE MICROSCOPIC EXAMINATION, CULTURE AND DETECTION OF N. GONORRHOEAE ANTIGEN WITH THE ELISA (GONOZYME TEST). ACCORDING TO OUR RESULTS, THE ENZYME IMMUNOASSAY SHOWS HIGHER SENTITIVITY COMPARED TO MICROSCOPIC EXAMINATION AND CULTURE METHOD EVEN IF BOTH OF THESE METHODS HAVE BEEN APPLIED TO THE DIAGNOSIS OF GONOCOCCAL URETHRITIS AND CERVICITIS. THE OCCURENCE OF N. GONORRHOEAE POSITIVE SAMPLES VARIESFOLLOWING THE METHOD EMPLOYED, FROM 12% (CULTURE) TO 16% (ELISA) IN CASE OF URETHRITIS AND FROM 1,6% TO 4,8% IN THE CASE OF VAGINITIS. ΑΝΑΛΥΟΝΤΑΙ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΛΕΓΧΟΥ 100 ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ ΟΥΡΗΘΡΙΤΙΔΑΣ ΚΑΙ 500 ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ ΚΟΛΠΙΤΙΔΑΣ ΓΙΑ NEISSERIA GONORRHOEAE. Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΠΕΡΙΕΛΑΜΒΑΝΕ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ, ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ ΓΟΝΟΚΟΚΚΙΚΟΥ ΑΝΤΙΓΟΝΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΜΕΘΟΔΟ ELISA (GONOZYME TEST). ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΜΑΣ Η ΑΝΟΣΟΕΝΖΥΜΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΥΠΕΡΕΧΕΙ ΣΕ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ, ΕΣΤΩ ΚΙ ΑΝ ΟΙΔΥΟ ΑΥΤΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ, ΣΤΗΝ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΓΟΝΟΚΟΚΚΙΚΗΣΟΥΡΗΘΡΙΤΙΔΑΣ ΚΑΙ ΤΡΑΧΗΛΙΤΙΔΑΣ. Η NEISSERIA GONORRHOEAE ΕΝΟΧΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΣΕ ΠΟΣΟΣΤΟ ΠΟΥ ΚΥΜΑΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΗΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΕΙΣΑ ΜΕΘΟΔΟ ΑΠΟ 12% (ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ) ΜΕΧΡΙ 16% (ELISA) ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΟΥΡΗΘΡΙΤΙΔΑΣ ΣΕ ΑΝΔΡΕΣ ΚΑΙ 1,6% ΜΕΧΡΙ 4,8% ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΚΟΛΠΙΤΙΔΑΣ ΣΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ. 584 304 260 Relationship parameters between an individual with disability and their family The present study investigated the influence that a child with disability, specifically with ASD or mental retardation, exerts on his/her parents’ relationship, as well as on their social network. The aim was to study the marital satisfaction of parents of children with special needs, the quality of communication of those parents, conflict resolution, as well as the social network of parents of children with disability. The participants of the research were parents who have a child with ASD or mental retardation. In order to have the ability to conduct comparative tests of attitudes of the target population, compared to the general population, a control group was selected, which consisted of parents who have a child without disability. Consequently, the final sample consisted of 241 parents. 81 parents had children with ASD, 80 parents had children with mental retardation, while the remaining 80 parents constituted the control group. The findings of this research are of particular interest, especially regarding the marital satisfaction of parents who have a child with disability. From the analysis of the responses of the participants, it was indicated that there are no differences in marital satisfaction between parents who have a child with special needs and parents in the control group, but there are differences between them in social networking. Furthermore, it was indicated that there are differences in marital satisfaction between fathers and mothers of children who have ASD. The findings of this research can be used in order to design and implement effective intervention programs, which aim at improving the quality of life of children with disability, their parents, other family members and the wider social network. Furthermore, this research may provide the basis for further research regarding the relationship of parents who have a child with special needs. Η παρούσα έρευνα μελέτησε την επίδραση που ασκεί ένα άτομο με αναπηρία και, συγκεκριμένα ένα άτομο με ΔΑΦ ή νοητική αναπηρία, στη συζυγική ικανοποίηση των γονέων του και την κοινωνικότητά τους. Ειδικότερα, είχε ως στόχο να εξετάσει την ικανοποίηση από τη συζυγική σχέση, την ποιότητα επικοινωνίας και την επίλυση διαφωνιών των γονέων ατόμων με αναπηρία, αλλά και το κοινωνικό τους δίκτυο. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν γονείς που έχουν παιδί με ΔΑΦ ή νοητική αναπηρία. Προκειμένου να υπάρχει η δυνατότητα συγκριτικών ελέγχων των στάσεων του πληθυσμού στόχου, σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, επιλέχθηκε να σχηματιστεί Ομάδα Ελέγχου, η οποία αποτελούνταν από γονείς που έχουν παιδί χωρίς αναπηρία. Πιο συγκεκριμένα, στο δείγμα συμμετείχαν 241 γονείς, από τους οποίους οι 81 γονείς έχουν παιδί με ΔΑΦ, οι 80 γονείς παιδί με νοητική αναπηρία και οι υπόλοιποι 80 γονείς παιδί χωρίς αναπηρία. Τα ευρήματα της παρούσας έρευνας παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ειδικά όσον αφορά στη συζυγική ικανοποίηση, καθώς από τις απαντήσεις των ερωτώμενων προέκυψε ότι η ικανοποίηση που αντλείται από τη σχέση δε διαφέρει μεταξύ των γονέων ατόμων με και δίχως αναπηρία, ενώ υπήρξαν διαφορές μεταξύ τους στο κοινωνικό δίκτυο. Επίσης, βρέθηκε διαφορά στη συζυγική ικανοποίηση ανάμεσα στα φύλα μεταξύ πατέρων και μητέρων ατόμων με ΔΑΦ. Η παρούσα μελέτη μπορεί, αφενός, να χρησιμοποιηθεί για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση προγραμμάτων παρέμβασης για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ατόμων με αναπηρία, των γονέων τους, άλλων μελών της οικογένειας αλλά και του ευρύτερου κοινωνικού τους δικτύου και, αφετέρου, να αποτελέσει τη βάση για περαιτέρω έρευνα του τομέα της σχέσης των γονέων ατόμων με αναπηρία. 585 298 286 The concept of the functionality of mentoring from the perspectives of school counselors in primary education Η αντίληψη της λειτουργικότητας του mentoring από την πλευρά των σχολικών συμβούλων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης The mentoring programmes for newly appointed in School education teachers, consist a top strategy for both the working and personal reinforcement of the latter, resulting thus in the improvement of the offered educational level. The main central focus is the reinforcement of the educators teaching ability, their correspondence and sensitivity to complicated issues of the school reality as well as the acquisition of the appropriate mechanisms for critical reflection on their teaching functionality. In Greece mentoring is mainly practiced by School Counselors. Nevertheless, bibliographical research suggests that there is a significant gap both in the functionality of the School Counselors as Mentors and their perception of their role as such. Hence, the present essay attempts to contribute in the discussion of the above issue and that is the reason its main aim is underlying the perception of the mentoring’s functionality from the part of the Primary School Education Counselors to the degree this implies the dynamic of the developing interactive balances in the frame of mentoring. The main findings/conclusions of this survey are as follows: The identification of the existence of a legislative gap regarding the clarity of the role of school counselors as mentors. The high degree of significance the Counselors attribute in their further education as Mentors. The strong belief of the latter that mentoring programmes should address -under appropriate conditions- the entire teaching community and not only the newly appointed in school education teachers. Also the positive attitude of the counselors to become themselves the trainers of new mentors. Finally, the primacy they put to the process of critical reflection of their teaching practice and methods, as a central benefit for themselves from their involvement in a mentoring relationship. Η εφαρμογή προγραμμάτων mentoring για νεοεισερχόμενους στην εκπαίδευση επιστήμονες με στόχο την εργασιακή και προσωπική τους ενίσχυση, αποτελεί σε πολλά εκπαιδευτικά συστήματα όλου του κόσμου βασική στρατηγική, η οποία συνδυάζεται με τη βελτίωση του επιπέδου της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Κύρια επικέντρωσή της είναι η ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών στη διδακτική τους ικανότητα, η ανταπόκρισή τους σε σύνθετα προβλήματα της σχολικής πραγματικότητας και η απόκτηση μηχανισμών κριτικού ανα-στοχασμού επί της διδακτικής τους λειτουργικότητας. Στην Ελλάδα το mentoring ασκείται, κατά κύριο λόγο, από τους Σχολικούς Συμβούλους. Ωστόσο, από τη βιβλιογραφική μελέτη προκύπτει ότι υπάρχει σημαντικό ερευνητικό κενό, όσον αφορά τη λειτουργικότητα των Σχολικών Συμβούλων ως μεντόρων, αλλά και την άποψη που έχουν οι ίδιοι για το έργο αυτό. Ως εκ τούτου, με την παρούσα έρευνα επιχειρείται η συμβολή στη συζήτηση για το συγκεκριμένο ζήτημα και για τον λόγο αυτό κύριος σκοπό της είναι η ανάδειξη της αντίληψης της λειτουργικότητας του mentoring από την πλευρά των Σχολικών Συμβούλων Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης σχετικά με τις δυνατότητες ανάπτυξης αλληλεπιδραστικών σχέσεων στο πλαίσιο του mentoring. Βασικά συμπεράσματα της διεξαχθείσας έρευνας είναι τα εξής: Η διαπίστωση της ύπαρξης νομοθετικού κενού ως προς τη σαφήνεια των διαστάσεων του ρόλου των Σχολικών Συμβούλων ως μέντορες. H υψηλή σημαντικότητα που αποδίδουν οι ίδιοι στην επιμόρφωσής τους σε συγκεκριμένες πτυχές του mentoring. Η πεποίθησή τους ότι τα προγράμματα mentoring θα πρέπει να απευθύνονται-υπό προϋποθέσεις- στο σύνολο των εκπαιδευτικών και όχι μόνο στους νεοδιόριστους, καθώς και η θετική τους στάση στο να εξελιχθούν οι ίδιοι σε επιμορφωτές νέων μεντόρων. Το προβάδισμα που δίνουν στις διαδικασίες αναστοχασμού των δικών τους διδακτικών πρακτικών και μεθόδων, ως το κεντρικό όφελος των ιδίων από την εμπλοκή τους σε μια σχέση mentoring. 586 422 426 Spatiotemporal organization of RabGTPases in stimulated exocytosis in endothelial cells Μελέτη της χωροχρονικής οργάνωσης των RabGTPασών στη ρυθμιζόμενη έκκριση στα ενδοθηλιακά κύτταρα Weibel Palade Bodies (WPBs) are elongated secretory organelles of endothelial cells that contain von Willebrand factor (vWF) and other cargo proteins that contribute to hemostatic plug formation, inflammation, angiogenesis, and tissue repair. Thus, WPB exocytosis plays important role in the pathophysiology of blood vessels. To accomplish secretion of their cargo molecules, WPBs undergo maturation, transport and fusion with the plasma membrane. Rab GTPases are crucial factors in controlling the specific targeting of vesicles to their destination organelles. In previous studies we identified 5 Rabs (Rab3a, 15, 27a, 33a and 37) specifically localized at the membrane of WPBs (WPB-Rabs). In this Thesis, in order to get insights into the possible role of the five WPB-Rabs in the mechanisms of formation, transport and exocytosis of WPBs, we aimed in studying their spatio-temporal organization at WPBs. In particular, we studied the order and timing of recruitment of these Rabs at WPBs, from the time they are generated at the Golgi, until they mature and fuse with the plasma membrane. We found that the above 5 Rabs are recruited to the membrane of WPBs at least 1 hour after these organelles are produced from the Golgi compartment. The first Rabs that appear at WPBs, almost at the same time, are Rab27a and Rab33a; Rab37 is recruited soon after them, followed by the sequential recruitment of Rab3a and Rab15. Based on FRAP experiments, where we studied the fluorescence recovery time of WPBs after photobleaching of these 5 GFP-Rabs, we found that the recycling rate of Rabs, between membrane and cytoplasm, follow the order Rab3a>Rab15Rab33>Rab37Rab27. This order is indicative of the relative (comparatively between these five Rabs) stability of the complexes formed by these Rabs on the membrane, as well as of the rate of GTP hydrolysis and of their solubilization towards the cytoplasm. Finally, since Rab27a is the first recruited Rab at WPBs and, based on previous studies, the most important for their maturation and secretion, we studied the possible role of Rab27a in the membrane recruitment of the other four Rabs, by employing siRNA-based silencing experiments. These experiments showed that lack of Rab27a from the newly formed WPBs reduces the time of recruitment of Rab3a, Rab15, and Rab37, while it augments the time required for the recruitment of Rab33a. All in all, the above data provide the first to date information on the spatial-temporal recruitment and dynamics of WPB-Rabs, thus contributing to the understanding of the possible role of these Rabs on WPB maturation and exocytosis. Τα Weibel Palade Bodies (WPBs) είναι επιμηκυμένα εκκριτικά οργανίδια των ενδοθηλιακών κυττάρων που περιέχουν τον παράγοντα von Willebrand (vWF) και άλλες πρωτεΐνες που εμπλέκονται στο σχηματισμό αιμοστατικών θρόμβων, στη φλεγμονή, στην αγγειογένεση και στην αποκατάσταση των ιστών. Έτσι, η εξωκυττάρωση των WPBs διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην παθοφυσιολογία των αιμοφόρων αγγείων. Για να επιτύχουν την έκκριση των μορίων τους, τα WPBs, υφίστανται μια αργή διαδικασία ωρίμανσης, κατά την οποία μεταφέρονται στην περιφέρεια του κυττάρου και συντήκονται με την πλασματική μεμβράνη. Οι Rab GTPases είναι καθοριστικοί παράγοντες που ελέγχουν την εξειδικευμένη στόχευση των κυστιδίων στα οργανίδια προορισμού τους. Σε προηγούμενη μελέτη εντοπίσαμε 5 Rabs (Rab3a, 15, 27a, 33a και 37) ειδικά εντοπισμένες στη μεμβράνη των WPBs (WPB-Rabs). Στην παρούσα εργασία, προκειμένου να λάβουμε πληροφορίες για τον πιθανό ρόλο των πέντε WPB-Rabs στους μηχανισμούς δημιουργίας, μετακίνησης και έκκρισης των WPBs, θέσαμε ως στόχο την μελέτη της χωροχρονικής οργάνωσης των παραπάνω Rabs στα WPBs. Πιο συγκεκριμένα, μελετήσαμε τη σειρά και το χρόνο στρατολόγησης αυτών των Rabs στα WPBs, από τη στιγμή του σχηματισμού τους, μέχρι να ωριμάσουν και να συντηχθούν με την κυτταροπλασματική μεμβράνη. Βρήκαμε ότι οι παραπάνω 5 Rabs στρατολογούνται στη μεμβράνη των WPBs τουλάχιστον 1 ώρα μετά από την σύνθεσή τους από το Golgi. Οι πρώτες Rabs που εμφανίζονται στα WPBs, σχεδόν ταυτόχρονα, είναι η Rab27a και η Rab33a. Η Rab37 στρατολογείται σύντομα μετά από αυτές, και ακολουθεί η διαδοχική στρατολόγηση των Rab3a και Rab15. Μέσω πειραμάτων FRAP, όπου μελετήσαμε το χρόνο ανάκτησης φθορισμού των WPBs μετά από φωτοσκίαση των πέντε GFP-Rabs, διαπιστώσαμε ότι η ταχύτητα ανακύκλωσης των Rabs, μεταξύ μεμβράνης και κυτταροπλάσματος, ακολουθεί τη σειρά Rab3a>Rab15Rab33a>Rab37Rab27a. Η σειρά αυτή είναι ενδεικτική της σχετικής (συγκριτικά μεταξύ των πέντε Rabs) σταθερότητας των συμπλόκων που σχηματίζουν οι Rabs στην μεμβράνη, αλλά και της ταχύτητας υδρόλυσης του GTP και της διαλυτοποίησής τους προς το κυτταρόπλασμα. Τέλος, δεδομένου ότι η Rab27a είναι η πρώτη Rab που στρατολογείται στα WPBs και, με βάση τις μέχρι τώρα μελέτες, η πιο σημαντική για την ωρίμανση και έκκρισή τους, μελετήσαμε τον πιθανό ρόλο της Rab27a στην στρατολόγηση των υπολοίπων τεσσάρων, πραγματοποιώντας πειράματα αποσιώπησης με siRNAs. Τα πειράματα αυτά κατέδειξαν ότι η έλλειψη της Rab27a από τα νεοσυντιθέμενα WPBs μειώνει τον χρόνο στρατολόγησης των Rab3a, Rab15, και Rab37, ενώ αυξάνει τον χρόνο που απαιτείται για την στρατολόγηση της Rab33a. Συμπερασματικά, τα παραπάνω δεδομένα παρέχουν τις πρώτες μέχρι σήμερα πληροφορίες σχετικά με την χωροχρονική στρατολόγηση και δυναμική των WPB-Rabs, συμβάλλοντας έτσι στην κατανόηση του πιθανού ρόλου αυτών των Rabs στην ωρίμανση και την εξωκυττάρωση των WPBs. 587 304 316 Μελέτη επί της αντιμετώπισης των τραυματικών κακώσεων του βραχιονίου πλέγματος Aim: Study of all patients with traumatic brachial plexus injury surgically treated at Orthopedic Department of University hospital of Ioannina during the 1998-2007 decade and evaluation of the functional results in order to define positive / negative prognostic factors as well as successful / unsuccessful techniques in specific injury types. Material and method: Fifty seven adult patients with traumatic brachial plexus injury were surgically treated at Orthopedic Department of University hospital of Ioannina early after the injury (<1,5 years) during the 1998-2007 decade. For those patients demographic, clinical, imaging, laboratory and intraoperative parameters were recorded. These patients were followed up at regular intervals with thorough record of postoperative clinical findings and progress of functional recovery using the British Medical Research Council Grading System. All data were register in a database, were evaluated and a statistical analysis of the functional result in regard to preoperative factors and the type of the surgical technique was performed. Results: Age >30 years, associated injuries, synchronous cerebral injury, vascular injury and extensive type of injury (both of supra and subclavicular topography) were all statistically significant negative prognostic factors. The majority of patients with suprascapular / axillary / musculocutaneous nerve reconstruction achieved constantly a functional outcome (>M3 according to MRC scale) regardless of the nerve reconstruction technique. Radial nerve reconstruction led to marginal functional outcomes (M3), whereas median nerve reconstruction constantly led to non functional outcomes (<Μ3). Conclusion: Musculocutaneous and suprascapular (± axillary) nerve reconstruction is rewarding and should always be attempted. Intraplexus and extraplexus nerve donors are considered equivalent options, though intraplexus donors that are not included in the injury zone (branch of radial or ulnar nerve) tend to be a superior option. Radial and in particular median nerve reconstruction is less rewarding. Nevertheless median nerve reconstruction should always be attempted for sensory recovery and subsequent preoperative pain amelioration. Σκοπός: Η μελέτη του συνόλου των ασθενών με τραυματική κάκωση του βραχιονίου πλέγματος που αντιμετωπίσθηκαν χειρουργικά στην Πανεπιστημιακή Ορθοπαιδική κλινική των Ιωαννίνων κατά τη 10ετία 1998-2007 και η αξιολόγηση του λειτουργικού αποτελέσματος προκειμένου να προσδιοριστούν θετικοί / αρνητικοί προγνωστικοί παράγοντες καθώς και επιτυχείς / ανεπιτυχείς τεχνικές σε συγκεκριμένους τύπους βλάβης. Υλικό και μέθοδος: Για 57 ενήλικες ασθενείς με τραυματική κάκωση του βραχιονίου πλέγματος που αντιμετωπίσθηκαν χειρουργικά στην Πανεπιστημιακή Ορθοπαιδική κλινική των Ιωαννίνων πρώιμα (<1,5 έτη από την κάκωση) κατά τη 10ετία 1998-2007 πραγματοποιήθηκε καταγραφή δημογραφικών, κλινικών, απεικονιστικών, εργαστηριακών και διεγχειρητικών παραμέτρων. Οι ασθενείς αυτοί παρακολουθήθηκαν σε τακτά χρονικά διαστήματα με λεπτομερή καταγραφή της μετεγχειρητικής κλινικής εικόνας και την πρόοδο ανάκτησης λειτουργίας χρησιμοποιώντας το σύστημα βαθμονόμησης του Βρετανικού Συμβουλίου Ιατρικής Έρευνας (MRC). Τα παραπάνω δεδομένα καταχωρήθηκαν σε ηλεκτρονική βάση δεδομένων, αξιολογήθηκαν, και διενεργήθηκε στατιστική διερεύνηση του λειτουργικού αποτελέσματος σε σχέση με προεγχειρητικούς παράγοντες καθώς και με το είδος της χειρουργικής τεχνικής. Αποτελέσματα: Η ηλικία > 30 έτη, οι συνοδές κακώσεις, η σύγχρονη ΚΕΚ, η ύπαρξη αγγειακής βλάβης και η εκτεταμένη τοπογραφία της βλάβης (υπερ & υποκλείδια) αποτελούν στατιστικά σημαντικούς αρνητικούς προγνωστικούς παράγοντες. Για το σύνολο των ασθενών με ανακατασκευή του υπερπλάτιου / μασχαλιαίου / μυοδερματικού νεύρου επιτεύχθηκε σταθερά λειτουργικό αποτέλεσμα (>Μ3 στην κλίμακα MRC) ανεξάρτητα της τεχνικής της νευρικής ανακατασκευής. Η ανακατασκευή του κερκιδικού απέφερε οριακά λειτουργικά αποτελέσματα (Μ3) ενώ η ανακατασκευή του μέσου σταθερά μη λειτουργικά αποτελέσματα (<Μ3). Συμπεράσματα: Η αποκατάσταση του μυοδερματικού, υπερπλατιού (± μασχαλαίου) νεύρου είναι ανταποδοτική και θα πρέπει πάντα να επιχειρείται. Δότες τόσο εντός όσο και εκτός του πλέγματος αποτελούν ισάξιες επιλογές, ωστόσο διαφαίνεται υπεροχή των δοτών εντός πλέγματος που δεν συμμετέχουν στην βλάβη (κλάδος κερκιδικού - κλάδος ωλενίου). Η αποκατάσταση του κερκιδικού και ιδίως του μέσου νεύρου είναι λιγότερο ανταποδοτική. Παρόλα αυτά η αποκατάσταση του μέσου θα πρέπει να επιχειρείται για επάνοδο της αισθητικότητας και δια αυτού μείωση του προεγχειρητικού πόνου. 588 328 379 Η δύναμη της μουσικής στην ανάπτυξη των βασικών κινητικών δεξιοτήτων χειρισμού στην προσχολική και πρώτη σχολική ηλικία Fundamental motor skills are a significant kind of skills for children since they form the basis on which the subsequent development of their whole personality is taking place. Basic manipulative skills are only one part of basic motor skills and are crucial because, among other things, they form the motor basis for successful participation in every physical and sport activity during adolescence and adulthood. Basic manipulative skills development is achieved through the implementation of different types of physical education programs. The aim of this study was to investigate the effect of music listening on the development of manipulative skills in kindergarten and first grade of primary school children. To be more specific, we tried to investigate whether the five and six year-old children’s performance on the basic manipulative skills would be better with the simultaneous listening of music stimuli or not. One hundred and seventy five children (93 boys and 82 girls: M=5,43±0,63) participated in the study, 91 of which were taught the skills of throwing, catching, kicking, dribbling, horizontal hitting and rolling with a developmentally appropriate physical education program while listening to pieces of classic music, and 84 were taugh the same skills with the same program but without the classic music listening. The intervention program lasted for 20 weeks in the kindergarten and for 14 weeks in the early elementary classes. The Second Edition of Test of Gross Motor Development (TGMD-2) was used for the assessment of manipulative skills. The main evidences of this study were: (a) developmentally appropriate physical education programs play significant role in manipulative motor skills development- both experimental and control group exhibited large improvement in all the six skills, ranged in different but significant levels and (b) classic music listening made the above mentioned improvement even larger. Conclusively, it seems that when five and six year-old children are being taught manipulative motor skills with developmentally appropriate physical education program in settings of music listening these skills are being better developed and performed. Οι θεμελιώδεις κινητικές δεξιότητες συνιστούν ένα βασικό είδος δεξιοτήτων για το αναπτυσσόμενο άτομο καθώς αποτελούν τη βάση επί της οποίας θα στηριχθεί όλη η μετέπειτα εξέλιξη του συνόλου της προσωπικότητάς του. Οι βασικές κινητικές δεξιότητες χειρισμού αντικειμένων είναι ένα μόνο μέρος των θεμελιωδών κινητικών δεξιοτήτων και είναι σημαντικές διότι, μεταξύ των άλλων, διαμορφώνουν την κινητική βάση για συμμετοχή και επιτυχία σε κάθε είδος φυσικής δραστηριότητας και αθλητικής δεξιότητας στα χρόνια της εφηβείας και της ενήλικης ζωής. Αναπτύσσονται δε με την εφαρμογή ποικίλων προγραμμάτων φυσικής αγωγής. Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η διερεύνηση, εντός του πλαισίου ενός τέτοιου προγράμματος, της επίδρασης της μουσικής ακρόασης στην ανάπτυξή των δεξιοτήτων χειρισμού σε παιδιά νηπιαγωγείου και πρώτης τάξης του δημοτικού σχολείου. Πιο συγκεκριμένα, καταβάλλεται προσπάθεια να διερευνηθεί το εάν τα παιδιά που ανήκουν στο προαναφερθέν ηλικιακό φάσμα θα μάθουν να εκτελούν τις βασικές δεξιότητες της ρίψης, της υποδοχής, του λακτίσματος, της ντρίμπλας, του οριζόντιου χτυπήματος και του κυλίσματος καλύτερα, όταν η διδασκαλία των δεξιοτήτων γίνεται με ταυτόχρονη ακρόαση ορχηστρικών (κλασικών) μουσικών ερεθισμάτων ή όχι. Η έρευνα διενεργήθηκε σε 175 παιδιά (93 αγόρια και 82 κορίτσια) προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας (Μ.Ο.: 5,43±0,63 έτη), από τα οποία τα 91 διδάχθηκαν τις δεξιότητες με ένα πρόγραμμα αναπτυξιακής φυσικής αγωγής και ταυτόχρονη μουσική ακρόαση κλασικής μουσικής (πειραματική ομάδα) και τα 84 ακολούθησαν το ίδιο πρόγραμμα χωρίς τη μουσική ακρόαση (ομάδα ελέγχου). Το παρεμβατικό πρόγραμμα εφαρμόσθηκε για 20 εβδομάδες για το νηπιαγωγείο και 14 εβδομάδες για το δημοτικό. Για την εκτίμηση της επίδοσης των παιδιών του δείγματος στις δεξιότητες χειρισμού χρησιμοποιήθηκε η δεύτερη έκδοση του Τεστ Ανάπτυξης της Αδρής Κινητικότητας (TGMD-2). Τα βασικά ευρήματα της έρευνας ήταν ότι: (α) τα αναπτυξιακά κατάλληλα προγράμματα Φυσικής Αγωγής διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των κινητικών δεξιοτήτων χειρισμού των παιδιών του συγκεκριμένου ηλικιακού φάσματος- η βελτίωση μάλιστα αυτή αφορούσε στο σύνολο των υπό εξέταση δεξιοτήτων και κυμαινόταν σε διάφορα, αλλά στατιστικά σημαντικά επίπεδα και (β) η μουσική ακρόαση συμβάλλει τα μέγιστα στην ανάπτυξη των κινητικών δεξιοτήτων παιδιών προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας. Συμπερασματικά, φάνηκε ότι όταν παιδιά προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας διδαχθούν τις δεξιότητες χειρισμού με αναπτυξιακά κατάλληλα προγράμματα φυσικής αγωγής σε περιβάλλοντα μουσικής ακρόασης, τότε αυτές αναπτύσσονται και εκτελούνται καλύτερα και αρτιότερα. 589 442 386 Characterization of nanocomposite chitosan materials doped with ZnO and different types of plasticizers Χαρακτηρισμός νανοσύνθετων υλικών χιτοζάνης με ZnO και διαφορετικούς τύπους πλαστικοποιητών Plastics are chosen as packaging materials with the result of a large concentration of non-recyclable and non-biodegradable waste. This was the need which led to the search of new biodegradable materials, which are non-toxic and equally strong with the already existing materials so that the large quantities of waste that cause ecological problems are limited. One such material is chitosan, which is a polymer of biological origin which biodegrades and is characterized by its non-toxicity and by its anti-microbial properties. In the present project there were prepared three groups of chitosan (CS) films . In the first group, there are CS membranes with different percentages of Zinc Oxide (3,5, 7 % ZnO), in the second there was a further addition of 20% w/w of glycerol (GL) and in the third group there was an addition of 20 w/w % polyvinyl alcohol (PVOH) as plasticizers. Because these materials are manufactured in order to be used in food packaging, the aim of this project is to realize a thorough check of properties which are crucial to the performance of the membranes, such as mechanical properties, blocking properties and anti-microbial properties. In order to understand better the results we correlate them to the structure of the materials as well as their morphology. The ulterior goal is the definition of the best possible composition of the material in question as well as its comparison to respective materials that have already been studied in the bibliography. Initially, the structure of nanocomposites are studied through the use of X-rays in order to have an initial picture of the composites’ behaviour. The peaks of the diffractogrames were identified with CS as well as ZnO, according to the bibliography. A tensile strength of the samples was followed as well as the study of stress-strain diagrams which showed that the presence of plasticizers favours the mechanical properties of CS in combination with the addition of ZnO which adds to the better slide of the polymeric chains. The water content of the films was studied as well as their permeability and sorption before and after the addition of ZnO and plasticizers and an improvement of the barrier properties of CS was certified. Plus, pictures of the micro-structure of the surfaces and the cross-section points of the film were taken in order to better understand the fracture mechanism. Finally, there was an anti-microbial check of the films in order to see if they can function as inhibitors of the growth rate of the bacteria. The chosen bacteria were two gram-positive Brevibacterium sp. and Corynebacterium sp. and one gram-negative Escherichia coli. Ως υλικά συσκευασίας επιλέγονται πλαστικά με αποτέλεσμα να συσσωρεύονται απόβλητα μη ανακυκλώσιμα ή μη περιβαλλοντικά βιώσιμα. Αυτή, ήταν και η ανάγκη που οδήγησε στην εύρεση νέων υλικών βιοαποικοδομήσιμων, μη τοξικών και εξίσου ανθεκτικών με τα υπάρχοντα ώστε να περιοριστούν οι μεγάλες ποσότητες απορριμμάτων που δημιουργούν οικολογικά προβλήματα. Ένα τέτοιο υλικό, είναι η χιτοζάνη, η οποία είναι ένα βιολογικής προέλευσης πολυμερές το οποίο βιοδιασπάται και χαρακτηρίζεται για τη μη τοξικότητά του και τις αντιμικροβιακές του ιδιότητες. Στην παρούσα εργασία παρασκευάστηκαν τρείς ομάδες φιλμ χιτοζάνης (CS). Στην πρώτη ομάδα συμπεριλαμβάνονται οι μεμβράνες CS με διαφορετικά ποσοστά οξειδίου του ψευδαργύρου (3,5, 7 κ.β.% ZnO), στη δεύτερη έγινε προσθήκη επιπλέον 20 κ.β. % γλυκερόλης (GL) και στην τρίτη 20 κ.β. % πολυβινυλαλκοόλης (PVOH) ως πλαστικοποιητές. Επειδή τα υλικά αυτά κατασκευάζονται με στόχο στη συσκευασία τροφίμων, σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να πραγματοποιηθεί ένας ενδελεχής έλεγχος ιδιοτήτων που είναι κρίσιμες για την απόδοση των μεμβρανών, όπως οι μηχανικές ιδιότητες, οι ιδιότητες φραγμού και οι αντιμικροβιακές ιδιότητες. Για να γίνει καλύτερη κατανόηση των αποτελεσμάτων γίνεται συσχέτισή τους με τη δομή των υλικών καθώς και τη μορφολογία τους. Απώτερος στόχος είναι ο προσδιορισμός της βέλτιστης σύνθεσης για το εν λόγω υλικό καθώς και η σύγκρισή του με αντίστοιχα υλικά που έχουν μελετηθεί βιβλιογραφικά. Αρχικά έγινε μελέτη της δομής των νανοσύνθετων με τη χρήση της μεθόδου ακτινών-Χ για να υπάρξει μία πρώτη εικόνα της συμπεριφοράς των συνθέτων. Οι κορυφές των περιθλασιογραφημάτων ταυτοποιήθηκαν σύμφωνα με τη βιβλιογραφία τόσο για τη CS όσο και για το ZnO. Ακολούθησε ο εφελκυσμός των δειγμάτων και η μελέτη διαγραμμάτων τάσης-παραμόρφωσης που έδειξε ότι η παρουσία πλαστικοποιητών ευνοεί της μηχανικές ιδιότητες της CS σε συνδυασμό με την προσθήκη ZnO που συμβάλει στην καλύτερη ολίσθηση των αλυσίδων. Μελετήθηκαν η περιεκτικότητα των φιλμ σε υγρασία, η διαπερτότητά τους και η απορρόφησή τους πριν και μετά την προσθήκη ZnO και πλαστικοποιητών, όπου και διαπιστώθηκε βελτίωση των ιδιοτήτων φραγμού της CS. Επιπλέον, λήφθηκαν εικόνες της μικροδομής τόσο των επιφανειών όσο και των σημείων θραύσης των φιλμ, με σκοπό την καλύτερη κατανόηση του μηχανισμού θραύσης. Τέλος, έγινε αντιμικροβιακός έλεγχος των φιλμ ώστε να διαπιστωθεί το αν μπορούν να λειτουργήσουν ως αναστολείς του ρυθμού ανάπτυξης των βακτηρίων. Τα βακτήρια που επιλέχθηκαν ήταν δύο gram-θετικά, το Brevibacterium sp. και Corynebacterium sp. και ένα gram-αρνητικό, η Escherichia coli. 590 317 308 The pedagogical design of the space in pre-school and primary school learning environments Ο παιδαγωγικός σχεδιασμός του χώρου σε προσχολικά και πρωτοσχολικά περιβάλλοντα μάθησης Undoubtedly, one of the fundamental rights of each child is education. However, students have the right to study in a quality learning environment; in a safe, secure, clean, neat, motivational, intimate and hospitable environment. Therefore, acquiring knowledge in the best possible learning environment is an absolute necessity, because based on surveys, its quality contributes to a decisive extent to the effectiveness of the educational process and the learning of children. The bibliography provides clear evidence of the positive outcome of the space design for its users and as a consequence a large number of researchers seem to recognize its importance by carrying out research on its pedagogical value, its proper organization and appropriate environmental conditions. With this in mind, the purpose of this study was to investigate and compare the perceptions of kindergarten teachers and primary teachers on issues related to the pedagogical design of preschool and pre-primary learning environments. In particular, the perceptions on the pedagogical value of the interior space, its pedagogical design and organization, the environmental criteria and the role of the pedagogues in this process were investigated. The sample of the survey consisted of 122 practicing teachers, 58 kindergarten teachers and 64 primary teachers. The questionnaire used to conduct the survey contained open-ended and closed-ended questions and was constructed based on the study of international literature and on the specialized rating scales of the quality characteristics of education, "ACEI", "ECERS-R" and “CCFS”. The analysis of the results was done using the IBM SPSS Statistics 23 software. The findings showed that the perceptions of kindergarten teachers and primary teachers converge with regard to the environmental criteria that the indoor space needs to meet, while a deviance was noted in the pedagogical value of the space, its organization and the role of the educator in the process of shaping the internal environment. Αδιαμφισβήτητα ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα κάθε παιδιού είναι η εκπαίδευση. Ωστόσο, οι μαθητές έχουν δικαίωμα να φοιτούν και σε ένα ποιοτικό μαθησιακό χώρο· σε ένα χώρο ασφαλή, προστατευμένο, καθαρό, τακτοποιημένο, παρακινητικό, οικείο και φιλόξενο. Η απόκτηση γνώσεων στο καλύτερο δυνατό μαθησιακό περιβάλλον αποτελεί, λοιπόν, αδήριτη ανάγκη, διότι βάσει ερευνών η ποιότητά του συντελεί σε καθοριστικό βαθμό στην αποτελεσματικότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της μάθησης των παιδιών. Η βιβλιογραφία παρέχει σαφείς αποδείξεις για τη θετική έκβαση του σχεδιασμού των χώρων μάθησης στους χρήστες του και συνεπώς, πλήθος ερευνητών φαίνεται να αναγνωρίζει πλέον τη σημασία του, υλοποιώντας έρευνες σχετικές με την παιδαγωγική του αξία, τη σωστή οργάνωσή του και τις κατάλληλες περιβαλλοντικές συνθήκες. Έχοντας αυτά υπ’ όψιν, σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση και η σύγκριση των αντιλήψεων των νηπιαγωγών και των δασκάλων σε ζητήματα που άπτονται του παιδαγωγικού σχεδιασμού του χώρου προσχολικών και πρωτοσχολικών περιβαλλόντων μάθησης. Ειδικότερα, ερευνήθηκαν οι αντιλήψεις σχετικά με την παιδαγωγική αξία του εσωτερικού χώρου, τον παιδαγωγικό σχεδιασμό και την οργάνωσή του, τα περιβαλλοντικά του κριτήρια και το ρόλο των παιδαγωγών σε αυτή τη διαδικασία. Δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 122 εν ενεργεία εκπαιδευτικοί της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, 58 νηπιαγωγοί και 64 δάσκαλοι. Το ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιήθηκε για τη διεκπεραίωση της έρευνας περιείχε ερωτήσεις ανοιχτού και κλειστού τύπου και κατασκευάστηκε στηριζόμενο στη μελέτη της διεθνούς βιβλιογραφίας και σε εξειδικευμένες κλίμακες αξιολόγησης χαρακτηριστικών της ποιότητας της εκπαίδευσης “ACEI, “ECERS-R” και “CCFS”. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων έγινε με τη χρήση του στατιστικού λογισμικού IBM SPSS Statistics 23. Τα ευρήματα έδειξαν ότι οι αντιλήψεις των νηπιαγωγών και των δασκάλων συγκλίνουν όσον αφορά τα περιβαλλοντικά κριτήρια που οφείλει να πληροί ο εσωτερικός χώρος της αίθουσας, ενώ απόκλιση σημειώθηκε στην παιδαγωγική αξία του χώρου, την οργάνωση του και το ρόλο που διαδραματίζει ο παιδαγωγός στη διαδικασία διαμόρφωσης του εσωτερικού περιβάλλοντος. 591 249 270 Perceptions - attitudes of kindergarten and primary education teachers towards inclusive education of students with special educational needs or/ and disabilities (S.E.N./D) in ordinary school Αντιλήψεις - στάσεις εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για την συμπεριληπτική εκπαίδευση μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ή/ και αναπηρίες (Ε.Ε.Α./Α) στο γενικό σχολείο This particular master thesis attempts to investigate the attitudes - perceptions of general and special education teachers of primary education regarding the educational policy of inclusion of students with Special Educational Needs and / or Disabilities (SEN/D). Particular emphasis is given to teachers' self-efficacy beliefs and to the extent that they may influence or not their attitudes towards inclusion. In the survey participated 100 teachers from kindergartens and elementary schools in the prefectures of Ioannina, Magnisia and Aitoloakarnania. For the examination of the above issues, the quantitative method was applied by means of a questionnaire. The questionnaire consisted of two modules. The first module was consisted of the 14 statements for pre- school teachers and the 16 statements for the elementary teachers, from the Attitudes Towards Inclusive Education Scale (Wilczenski, 1992; 1995). Additionally, in the same module were included the 12 statements from the subscale “Perceived Self-Efficacy” from the "Self-efficacy, Perceptive School Collective Effectiveness, Job Satisfaction Scale" (Carpara, Barbaranelli, Steca, and Maloneet, 2003). Lastly, the second section of the questionnaire included demographic questions for the participants. The results of the survey showed, that both general and special educators have positive attitudes towards inclusive education of children with Special Education Needs (SEN). Additionally, their level of self-efficacy in their educational role was also high and as it is showed, it affects their attitudes towards inclusion. Η παρούσα διπλωματική εργασία επιχειρεί να διερευνήσει τις στάσεις – αντιλήψεις των εκπαιδευτικών γενικής και ειδικής αγωγής της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης αναφορικά με την εκπαιδευτική πολιτική της συμπερίληψης μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ή/και αναπηρίες. Ιδιαίτερη έμφαση μάλιστα δίνεται στις πεποιθήσεις αυτο-αποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών και στο βαθμό που αυτές μπορεί να επηρεάσουν ή όχι τις στάσεις τους για την συμπερίληψη. Στην έρευνα συμμετείχαν 100 εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης από νηπιαγωγεία και δημοτικά σχολεία των νομών Ιωαννίνων, Μαγνησίας και Αιτωλοακαρνανίας. Για την εξέταση των παραπάνω ζητημάτων της έρευνας εφαρμόσθηκε η ποσοτική μέθοδος με τη χορήγηση ερωτηματολογίου. Το ερωτηματολόγιο αποτελούνταν από δύο ενότητες. Η πρώτη περιλάμβανε τις, 14 για τους εκπαιδευτικούς των νηπιαγωγείων και τις 16 για τους εκπαιδευτικούς των δημοτικών σχολείων, δηλώσεις από την «Κλίμακα μέτρησης Στάσεων σχετικά με την Συμπεριληπτική Εκπαίδευση μαθητών με και χωρίς Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες» (Attitudes Toward Inclusive Education Scale) (Wilczenski, 1992· 1995) και τις 12 δηλώσεις της υποκλίμακας «Αντιλαμβανόμενη Αυτο-αποτελεσματικότητα» (Perceived self-efficacy) από την κλίμακα «Αυτο-αποτελεσματικότητα, αντιλαμβανόμενη συλλογική αποτελεσματικότητα, εργασιακή ικανοποίηση» (Self-efficacy, Perceived School Collective-efficacy, Job Satisfaction) των Carpara, Barbaranelli, Steca and Maloneet (2003) και η δεύτερη ενότητα περιλάμβανε ερωτήσεις αναφορικά με τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των εκπαιδευτικών. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την έρευνα έδειξαν, ότι οι εκπαιδευτικοί τόσο της γενικής όσο και της ειδικής εκπαίδευσης, διάκεινται θετικά προς την συμπερίληψη μαθητών με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες ή/και Αναπηρίες, ενώ ο βαθμός στον οποίο αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους αποτελεσματικό στον εκπαιδευτικό τους ρόλο, είναι υψηλός και φαίνεται να επηρεάζει θετικά τις στάσεις τους απέναντι στην συμπεριληπτική εκπαίδευση. 592 73 70 Κριτικές παρατηρήσεις στο έργο του Φιλαρέτου Περί Πραγματείας Σφυγμών The work by Philaretus (8th? cent.) Περί πραγματείας σφυγμών offers a concise survey of the basic principles of the pulse theory in Antiquity. Pseudo-Galenos’ Περί σφυγμών πρός Αντώνιον (De pulsibus ad Antonium) is recognized as the author's basie sourse on the same subject. The Περί πραγματείας σφυγμών was edited in 1983, yet without successful reconstruction of many of its problematie passages. The present article proposes eleven emendations that aim at improving the text. Το έργο του Φιλαρέτου (8ος; αι.) Περί πραγματείας σφυγμών περιέχει μια συνοπτική έκθεση των βασικών αρχών της σφυγμολογικής θεωρίας της Αρχαιότητας, ενώ ως βασική πηγή του συγγραφέα αναγνωρίζεται το ομόθεμο ψευδο-γαληνικό Περί σφυγμών πρός Άντώνιον. Το Περί πραγματείας σφυγμών έχει εκδοθεί το 1983, χωρίς όμως επιτυχή αποκατάσταση πολλών προβληματικών χωρίων του στο άρθρο αυτό προτείνονται ένδεκα διορθώσεις, βελτιωτικές του κειμένου του. 593 152 155 Psychosocial effect of early and repetitive contact with death on funeral directors' children Επίδραση της πρώιμης και επαναλαμβανόμενης επαφής με τον θάνατο στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών φροντιστών θανάτου This research aims at an in-depth study of the lived experiences of adults who had an early and repetitive contact with death. The use of semi-structured interviews with seven participants who had an early and repetitive contact with death through their fathers' work as funeral directors, revealed that this contact with death, and the subsequent social stigma, does not seem to be a traumatic event. On the contrary, it is an event that leads to psychological maturity, closer interpersonal relationships with the family and a more positive stance on life. This is the result of many factors: information provided within the educational system; participation to the funeral ritual; viewing death as a comforting event, in case of sickness, and as a way for people to go to a better place; and the use of many defense techniques and mechanisms. Στόχος της συγκεκριμένης έρευνας είναι η σε βάθος μελέτη των εμπειριών ενηλίκων, που ήρθαν σε πρώιμη και επαναλαμβανόμενη επαφή με τον θάνατο. Μέσω της χρήσης ημιδομημένων συνεντεύξεων σε 7 συμμετέχοντες, που βίωσαν πρώιμη και επαναλαμβανόμενη επαφή με τον θάνατο, μέσω της εργασίας του πατέρα τους ως φροντιστής θανάτου, έγινε ορατό πως η επαφή αυτή με το θάνατο και το επακόλουθο κοινωνικό στίγμα δεν φαίνεται να αποτελεί τραυματικό γεγονός. Αντίθετα, αποτελεί ένα γεγονός που οδηγεί στην ψυχολογική ωρίμανση, στις στενότερες διαπροσωπικές σχέσεις με την οικογένεια και θετικότερη στάση προς τη ζωή. Οι παράγοντες που διαμόρφωσαν αυτό το αποτέλεσμα είναι η ενημέρωση του εκπαιδευτικού συστήματος, η συμμετοχή στο τελετουργικό της κηδείας, η θέαση του θανάτου ως ένα λυτρωτικό γεγονός σε περίπτωση ασθένειας και ως τρόπο να μεταβεί το άτομο σε ένα καλύτερο μέρος και η χρήση πολλών τεχνικών και μηχανισμών άμυνας. 594 98 129 Η τρίωρη μεταγευματική pH-μέτρια του οισοφάγου στην κλινική πρακτική AIM OF THIS STUDY WAS THE INVESTIGATION OF THE ROLE OF THE 3- HOUR POSTPRANTIALPHMETRY (3 HOUR PHMETRY) IN THE ASSESSMENT OF: A) GASTROESSOPHAGEAL REFLUX DISEASE (GOR) AND ITS DIFFERENTIATION TO THE NORMAL REFLUX PHENOMENON, AN B) POST-THERAPEUTIC AND/OR POST-OPERATIVE FOLLOW-UP OF OUR PATIENTS. SIXTY-FIVE OUT OF 82 PATIENTS (38 MALE; MEAN AGE 48 YEARS AND 27 FEMALE; MEAN AGE 51 YEARS) PRESENTED WITH CLINICAL OR SUBCLINICAL GOR SYMPTOMS WITHOUT ANY PREVIOUS OPERATION AND/OR THERAPY. SEVENTEEN PATIENTS (10 MALE; MEAN AGE 56 YEARS AND 7 FEMALE; MEAN AGE 59 YEARS) HAD A PREVIOUS HISTORY OF ANTI-REFLUX PROCEDURE. (SHORTENED) ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΗΤΑΝ Η ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΛΟΥ ΤΗΣ 3ΩΡΗΣ ΜΕΤΑΓΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΡΗΜΕΤΡΙΑΣ: Α) ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ ΤΗΣ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗΣ ΓΑΣΤΡΟΟΙΣΟΦΑΓΙΚΗΣ ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗΣΗΣ(ΓΟΠ) ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟ ΑΥΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ, ΟΠΩΣ ΕΠΙΣΗΣ ΚΑΙ Β)ΣΤΟ ΜΕΤΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ ΑΣΘΕΝΩΝ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΥΠΟΣΤΕΙ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΑΝΤΙΑΝΑΓΩΓΙΚΗΕΠΕΜΒΑΣΗ. ΕΤΣΙ, ΒΑΣΕΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ, ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΑΝ 82 ΑΣΘΕΝΕΙΣ (48 ΑΝΔΡΕΣ ΚΑΙ 34 ΓΥΝΑΙΚΕΣ) ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΧΩΡΙΣΤΗΚΑΝ ΣΕ ΔΥΟ ΟΜΑΔΕΣ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΟ ΑΝ ΕΙΧΑΝ ΥΠΟΣΤΕΙ 'Η ΟΧΙ ΕΠΕΜΒΑΣΗ, ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΟΟΙΣΟΦΑΓΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ. Η ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ (ΧΩΡΙΣ ΕΠΕΜΒΑΣΗ) ΠΕΡΙΕΛΑΜΒΑΝΕ 65 ΑΣΘΕΝΕΙΣ: - 38 ΑΝΔΡΕΣ ΗΛΙΚΙΑΣ 48 ΧΡ. ΚΑΤΑ ΜΕΣΟ ΟΡΟ, ΚΑΙ - 27 ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΗΛΙΚΙΑΣ 51 ΧΡ, (Μ.Ο.). Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΟΜΑΔΑ (ΧΕΙΡΟΥΡΓΗΜΕΝΟΙ ΠΕΡΙΕΛΑΜΒΑΝΕ 17 ΑΣΘΕΝΕΙΣ: - 10 ΑΝΔΡΕΣ ΗΛΙΚΙΑΣ 56 ΧΡ. (Μ.Ο.) ΚΑΙ - 7 ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΗΛΙΚΙΑΣ 59 ΧΡ. (Μ.Ο.). (ΠΕΡΙΚΟΠΗ) 595 205 212 A comparative approach to the impact of parental involvement on school performance of students in multigrade and primary schools Συγκριτική προσέγγιση της επίδρασης της γονικής εμπλοκής στην σχολική επίδοση μαθητών πολυθέσιων και ολιγοθέσιων δημοτικών σχολείων The purpose of the present study was to examine whether parental involvement affects the school performance of students in primary schools and multigrade primary schools. The sample of the study consisted of students from multigrade primary schools and primary schools in the prefecture of Ioannina, as well as their parents. The questionnaire which was used is the Parental Influence Inventory, an adaptation of the original scale developed by Campbell, Connolly, and Mandel (1986) and adapted to Greek populations by Floury (1989) and Georgiou (1997), with 30 closed-ended sentences. and 2 freelance suggestions. The same scale with the only change in the person to whom the proposal was addressed was given to the students. Two tests of Modern Greek Language and Mathematics were compiled in order to check the students' performance, in accordance with the material taught by the students, after consultation with the classroom teacher. The results showed a clear superiority of primary schools at parental involvement which included direct supervision and social support as well as school performance. In this way, it was emphasized that parental involvement affects directly and even positively students' school performance. Σκοπός της παρούσας έρευνας, ήταν να εξεταστεί εάν η ύπαρξη γονικής εμπλοκής επηρεάζει τη σχολική επίδοση των μαθητών ολιγοθέσιων και πολυθέσιων δημοτικών σχολείων. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν μαθητές ολιγοθέσιων και πολυθέσιων δημοτικών σχολείων του νομού Ιωαννίνων, καθώς και οι γονείς τους. Το ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιήθηκε είναι το Parental Influence Inventory, μια προσαρμογή της αρχικής κλίμακας που είχαν αναπτύξει οι Campbell, Connolly και Mandel (1986) και έχει προσαρμοστεί σε ελληνικούς πληθυσμούς από τους Φλουρή (1989) και Georgiou (1997), με 30 προτάσεις κλειστού τύπου και 2 προτάσεις ελεύθερης επιλογής. Η ίδια κλίμακα με μόνη αλλαγή στο πρόσωπο που απευθύνεται η πρόταση, χορηγήθηκε και στους μαθητές. Για τον έλεγχο της επίδοσης των μαθητών συντάχθηκαν δυο τεστ, στα δυο βασικά μαθήματα, της νεοελληνικής Γλώσσας και των Μαθηματικών, σύμφωνα με την ύλη που έχουν διδαχθεί οι μαθητές, έπειτα από συνεννόηση με τον εκπαιδευτικό της τάξης. Τα αποτελέσματα παρουσίασαν μια σαφή υπεροχή των πολυθέσιων έναντι των ολιγοθέσιων δημοτικών σχολείων τόσο στο κομμάτι της γονικής εμπλοκής η οποία περιλάμβανε την άμεση εποπτεία και την κοινωνική υποστήριξη όσο και στο κομμάτι της σχολικής επίδοσης. Με αυτό τον τρόπο τονίστηκε ότι η γονική εμπλοκή επηρεάζει άμεσα και μάλιστα θετικά τη σχολική επίδοση των μαθητών. 596 237 250 Η ανάπτυξη και μελέτη (κλινική και εμβιομηχανική) ενός νέου ενδομυελικού ήλου για την αντιμετώπιση των καταγμάτων της διάφυσης του βραχιονίου While intramedullary nailing has been established as the treatment of choice for diaphyseal fractures of the femur and tibia, its role in the management of diaphyseal humeral fractures remains controversial. The reasons include not only the complicated anatomy and unique biomechanical characteristics of the arm but also the fact that surgical technique and nail designs devised for the treatment of femoral and tibial fractures are being transposed to the humerus. The aim of the present dissertation is the evaluation of a new nail, inspired by the writer that has been specially designed for the treatment of fractures of the humeral diaphysis. The nail is cannulated, square in shape – with concave sides – and has two different extensions that can be used with either the antegrade or the retrograde approach. Adequate rotational and axial stability is provided without the need for distal locking screws in the majority of fractures, while the need for proximal locking screws during the antegrade procedure is abolished. The nail has been tested for both its biomechanical properties and its clinical usefulness in a series of patients who had sustained fracture of the humeral diaphysis (traumatic or pathological, recent or old). The results are encouraging, as the nail was efficient both biomechanically and clinically. The patients succeeded high rates of fracture union with low complication rate and minimal morbidity regarding the functional recovery of the -ipsilateral to the fracture- shoulder and elbow joints. Ενώ η ενδομυελική ήλωση είναι η θεραπείθα εκλογής για τα κατάγματα των διαφύσεων του μηριαίου και της κνήμης, η θέση της μεθόδου στην αντιμετώπιση των διαφυσιακών καταγμάτων του βραχιονίου είναι αμφιλεγόμενη. Τα αίτια συμπεριλαμβάνουν την περίπλοκη ανατομική και τις μοναδικές εμβιομηχανικές ιδιότητες του άνω άκρου, όπως επίσης και το ότι η χειρουργική τεχνική της ενδομυελικής ήλωσης και η σχεδίαση των ήλων του βραχιονίου είχαν αντιγραφεί και χρησιμοποιηθεί στα διαφυσιακά κατάγματα του βραχιονίου. Ο στόχος της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι η ανάδειξη της χρησιμότητας ενός νέου ήλου, που επινοήθηκε από τον διδάκτορα, ειδικά κατασκευασμένου για την αντιμετώπιση των καταγμάτων της διάφυσης του βραχιονίου. Ο ήλος είναι αυλοφόρος, τετράπλευρος με κοίλες πλευρές, με δύο διαφορετικές προεκτάσεις που χρησιμοποιούνται ανάλογα με την χειρουργική τεχνική (ορθόδρομη ή ανάστροφη). Το σχήμα του ήλου προσφέρει επαρκή στροφική και αξονική σταθερότητα χωρίς την χρήση κοχλιών ασφάλισης, που στο βραχιόνιο έχουν αυξημένη πιθανότητα πρόκλησης προβλημάτων. Ο ήλος μελετήθηκε τόσο για τις εμβιομηχανικές του ιδιότητες όσο και για την κλινική του επάρκεια σε μία μεγάλη σειρά ασθενών, που είχαν υποστεί κάταγμα της βραχιονίου διάφυσης (τραυματικό ή παθολογικό, πρόσφατο ή και παλαιότερο). Τα αποτελέσματα της μελέτης είναι ενθαρρυντικά, καθ΄ όσον ο ήλος αξιολογήθηκε ως εμβιομηχανικά επαρκής και κλινικά αποτελεσματικός, με τους ασθενείς να παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά πώρωσης των καταγμάτων με ταυτόχρονη ελαχιστοποίηση των επιπλοκών και των προβλημάτων αποκατάστασης της λειτουργικότητας των αρθρώσεων του ώμου και αγκώνα, σύστοιχα με το κάταγμα. 597 554 603 Η συνδιδασκαλία αγοριών και κοριτσιών στο μάθημα της φυσικής αγωγής The present doctoral thesis aims at investigating the attitude of 5th and 6th grade primary school students in the prefecture of Dodekanisa regarding coeducation in Physical Education (PE). The subject is approached through the study of the experiences, the feelings and preferences of students aged 10 to 12. Particularly, the childrens’ relationship to sports both at school and outsideschool was taken into consideration. Students expressed their preferences and their opinions about the lesson of physical education that makes use of coeducation. Emphasis was put on the factors that influence the statements of both boys and girls in mixed classes and their feelings when they have to take part in mixed PE classes. For the present research questionnaires with mainly closed type questions were handed out to 1200 primary school students in the prefecture of Dodekanisa,where, like all over Greece, coeducation is used in Physical Education, 1101 students form the final population of the study. From the analysis of the data the general conclusion drawn is that both male and female students show a preference for mixed classes and for group games whereboth genders coexist. They also believe that coeducation in PE has a positive outcome both for the lesson as well as for themselves. Regarding the outcomes of the statistical analysis, that is the result of the combination of variables and gender it can be seen that girls have a more positiveattitude compared to boys in respect to coeducation. Besides, the girls prefer to take part in group games at the presence of boys because this fills them with a positive feeling regarding teaching. Thus, they believe that it has positive effects especially for girls. It is remarkable that both boys and girls stated that participation in mixed group activities improves their health, helps them fight stress, fills them with a positive stance towards group effort and teaches them not to make fun of each other. In this way they believe that they win the respect of the opposite sex. Of course, allthese are points that improve their relationships. Another piece of valuable information is that boys think that girls have inferior motor skills compared to them and that they spoil their game. Girls have a different opinion and they point out that they have the same rights in these activities. Maybe for this reason they appear to be enjoying more benefits, compared to boys, from the mixed classes. As it is known, a single study cannot cover the whole spectrum of the subject or give answers to all questions related to a particular problematic. In what concerns the question of coeducation in PE and the students’ stance towards it, it seems to have an effect to various aspects of a child’s world, like the cognitive, the emotional, the sentimental and the social aspect. It can contribute to self-knowledge, to the improvement or development of skills and can prepare all children for their future life and the harmonious coexistence with the opposite sex. However, it is not possible to examine all questions in one and only research. This thesis could be the trigger forother future research or for other studies examining the coeducation model in depth, so that it can contribute to the creation of a more positive image regarding the other sex having as an aim the deconstruction of gender stereotypes and prejudice. Η παρούσα διατριβή αποσκοπεί στη διερεύνηση της συνδιδασκαλίας και των στάσεων των μαθητών/τριών της Ε΄ και Στ΄ τάξης του Δημοτικού Σχολείου (Δ.Σ.) στο Νομό Δωδεκανήσου σε ό,τι αφορά το μάθημα της Φυσικής Αγωγής (Φ.Α.). Η προσέγγιση των στάσεων γίνεται υπό το πρίσμα των εμπειριών, των συναισθημάτων, των απόψεων και των προτιμήσεων των παιδιών της ηλικίας των 10 έως 12 ετών. Αναλυτικότερα, επιδιώχθηκε η προσέγγιση των στάσεων των μαθητών/τριώνμέσα από τη σχέση τους με τον αθλητισμό εντός και εκτός σχολείου, έγιναν γνωστές οι απόψεις και οι προτιμήσεις τους για το μάθημα της Φ.Α., όταν σε αυτό εφαρμόζεται το μοντέλο της συνδιδασκαλίας. Έμφαση δόθηκε επίσης, στους παράγοντες που επηρέασαν τις δηλώσεις τόσο των αγοριών όσο και των κοριτσιών σε ό,τι αφορά το μεικτό μάθημα και τα συναισθήματα από τα οποία διακατέχονται τα δύο φύλα, όταν συνυπάρχουν στο μάθημα της Φ.Α.. Για τη διενέργεια της έρευνας αυτής ακόμη διανεμήθηκαν ερωτηματολόγια με ερωτήσεις κλειστού κυρίως τύπου σε 1200 παιδιά, που φοιτούσαν σε σχολικές μονάδες του Νομού Δωδεκανήσου, όπου, όπως και σε όλα τα σχολεία της ελληνική επικράτειας, εφαρμόζεται το μοντέλο της συνδιδασκαλίας, με 1101 από αυτά νααποτελούν τον τελικό πληθυσμό της μελέτης. Από την ανάλυση των δεδομένων της μελέτης αυτής το γενικό συμπέρασμα είναι ότι οι μαθητές και οι μαθήτριες, στο σύνολό τους, δείχνουν μία προτίμηση στο μεικτό μάθημα, όπως επίσης στα ομαδικά παιχνίδια, όπου συνυπάρχουν τα δύο φύλα. Ακόμη υποστηρίζουν ότι το συνδιδακτικό μάθημα έχει θετικά αποτελέσματα για τομάθημα της Φ.Α. όπως επίσης και για τους/τις ίδιους/ες. Σε ό, τι αφορά τα συμπεράσματα, που προκύπτουν από τα αποτελέσματα των στατιστικών αναλύσεων συσχετίζοντας τις μεταβλητές με το φύλο φαίνεται ότι τα κορίτσια διακατέχονται από μία πιο θετική στάση ως προς το μοντέλο τηςσυνδιδασκαλίας συγκριτικά με τα αγόρια. Επιπλέον, τα κορίτσια προτιμούν να συμμετέχουν σε ομαδικά παιχνίδια με την παρουσία των αγοριών, επειδή κατακλύζονται από θετικά συναισθήματα για τη συνδιδασκαλία, και πιστεύουν ότι αυτή έχει θετικά αποτελέσματα ιδιαίτερα στα κορίτσια.Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι τα παιδιά και των δύο φύλων δήλωσαν ότι βελτιώνεται η υγεία τους, διώχνουν το άγχος, συμμετέχουν με θετική διάθεση στην ομαδική προσπάθεια και δεν κοροϊδεύονται μεταξύ τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο μάλιστα πιστεύουν ότι κερδίζουν το σεβασμό του άλλου φύλου. Αυτά είναι βέβαια στοιχεία τα οποία βελτιώνουν και προάγουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Πολύτιμες πληροφορίες αντλούνται επίσης από την έρευνα αυτή, επειδή τα αγόρια θεωρούν ότι τα κορίτσια έχουν υποδεέστερες κινητικές ικανότητες σε σχέση με αυτά στο μάθημα της Φ.Α. και ότι τα κορίτσια χαλάνε το παιχνίδι. Τα κορίτσια αντίθετα έχουν διαφορετική άποψη και επιπλέον τονίζουν ότι όλοι/ες έχουν σ’ αυτές τις κοινές εκδηλώσεις τα ίδια δικαιώματα. Ίσως, για το λόγο αυτό δείχνουν ότι αποκομίζουν περισσότερα οφέλη από το μεικτό μάθημα έναντι των αγοριών.Μία μελέτη ως γνωστό, δεν καλύπτει όλο το φάσμα του θέματος διεξοδικά και δε δίνει απαντήσεις σ’ όλα τα ερωτήματα που σχετίζονται μ’ έναν προβληματισμό. Στην προκειμένη περίπτωση το ζήτημα των στάσεων της συνδιδασκαλίας των δύο φύλων στο μάθημα της Φ.Α. καλύπτει πολλές πτυχές τουκόσμου των παιδιών αυτής της ηλικίας, όπως τη γνωστική, τη συναισθηματική και την κοινωνική, μπορεί να συμβάλει στην αυτογνωσία, την ανάπτυξη και την καλλιέργεια δεξιοτήτων και μπορεί να προετοιμάζει όλα τα παιδιά για τη μετέπειτα ζωή τους και την αρμονική συνύπαρξή τους με το άλλο φύλο. Δεν είναι όμως δυνατόν να καλυφθεί και να εξαντληθεί το ζήτημα από μία μόνον έρευνα. Η διατριβή αυτή μπορεί ν’ αποτελέσει το ερέθισμα για έρευνες στο μέλλον και γι’ άλλες μελέτες για εφαρμογή του μοντέλου της συνδιδασκαλίας επισταμένως, ώστε να συμβάλει στη διαμόρφωση θετικότερης εικόνας μεταξύ των δύο φύλων έχοντας ως στόχο παράλληλα την αποδόμηση των εμφύλων στερεοτύπων και προκαταλήψεων. 598 202 178 Αναστολή της χημικής καρκινογένεσης από τροποποιητές της συσσώρευσης αιμοπεταλίων ΤHE AIM OF THIS STUDY WAS TO EXAMINE THE MODIFICATIVE EFFECT OF SUBSTANCES WHICH INTERFERE WITH PLATELET AGGREGATION, IN CARCINOGENESIS INDUCED BY BAP BOTH IN EXPERIMENTAL (WISTAR RATS) AND IN CONTROL ANIMALS. THE PROBABLE ROLE OF CYTOKINES HAS ALSO BEEN INVESTIGATED IN THREE GROUPS OF EXPERIMENTS: 1. EXPERIMENTS FOR INHIBITION OF CARCINOGENESIS INDUCED BY BAP IN WISTAR RATS WITH MODIFICATORS OF PLATELET AGGREGATION. 2. PLATELET AGGREGATION TESTS USING AGONISTS AND INHIBITORS OF AGGREGATION WHICH HAVE BEEN USED AS ANTICARCINOGENS. 3. MEASUREMENTS OF CYTOKINES IN SERUM AND IN SUPERNATANT OF PBL CULTURES IN PATIENTS WITH NEOPLASIAS, USING ANTIOXIDANTS. CONCLUSIONS: 1) ANTIOXIDANTS CAUSE INHIBITION OF CHEMICAL CARCINOGENESIS, INDUCED BY BAP IN EXPERIMENTAL ANIMALS, WHEN THEY ARE GIVEN BEFORE THE ADMINISTRATION OF CARCINOGEN. 2) ANTIOXIDANTS CAUSE INHIBITION OR STIMULATION OF PLATELETS AGGREGATION. 3) THE COMMON ENZYMATIC SYSTEM INVOLVED IN THESE TWO PROCESSES - CARCINOGENESIS AND PLATELET AGGREGATION -SEEMS TO BE THE CYCLOXYGENASE - PROSTAGLANDIN SYNTHETASE WHICH IS PART OF CYTOCHROME P450 ENZYMES. 4) THE EFFECT OF ANTIOXIDANTS IS NOT INDUCED BY CYTOKINES. 5) ANTIOXIDANTS ACT VIA A FREE RADICAL BINDING MECHANISM. 6) ATOXIC NUTRITIONAL PROGRAMMES OF MINIMAL COST CAN BE DESIGNED TO PREVENT THE CARCINOGENESIS AND THROMBOSIS, TWO MAIN CAUSES OF DEATH IN THE WEST. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΗΤΑΝ ΝΑ ΕΛΕΓΧΘΕΙ Η ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΟΥΣΙΩΝ ΠΟΥ ΔΡΟΥΝ ΣΤΗΝΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ ΤΩΝ ΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΡΚΙΝΟΓΕΝΕΣΗ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΙΤΑΙ ΑΠΟ BAP ΣΕ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΖΩΑ. ΣΤΗΝ ΜΕΛΕΤΗ ΕΞΕΤΑΣΤΗΚΕ ΚΑΙ Ο ΠΙΘΑΝΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΚΥΤΤΑΡΟΚΙΝΩΝ. ΣΧΕΔΙΑΣΤΗΚΑΝ 3 ΟΜΑΔΕΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΩΝ: 1) ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΧΗΜΙΚΗΣ ΚΑΡΚΙΝΟΓΕΝΕΣΗΣ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΙΤΑΙ ΑΠΟ BAP ΣΕ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΖΩΑ ΜΕ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΩΝ. 2) TEST ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗΣ ΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΧΡΗΣΗ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΟΛΕΩΝ ΤΗΣ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗΣ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΕΠΙΤΥΧΩΣ ΩΣ ΑΝΤΙΚΑΡΚΙΝΟΓΟΝΑ. 3) ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΚΥΤΤΑΡΟΚΙΝΩΝ ΟΡΟΥ ΚΑΙ ΥΠΕΡΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΝΕΟΠΛΑΣΙΕΣ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: 1) ΤΑ ΑΝΤΙΟΞΕΙΔΩΤΙΚΑ ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΑΠΟ BAP ΕΠΑΓΟΜΕΝΗΣ ΧΗΜΙΚΗΣ ΚΑΡΚΙΝΟΓΕΝΕΣΗΣ ΣΕ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΖΩΑ ΟΤΑΝ ΔΙΝΟΝΤΑΙ ΠΡΙΝ ΤΑ ΚΑΡΚΙΝΟΓΟΝΑ. 2) ΤΑ ΑΝΤΙΟΞΕΙΔΩΤΙΚΑ ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ ΑΝΑΣΤΟΛΗ Η ΔΙΕΓΕΡΣΗ ΤΗΣ ΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΑΚΗΣ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗΣ. 3) ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΕΝΖΥΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΟΥ ΕΜΠΛΕΚΕΤΑΙ ΣΤΑ ΔΥΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΗΣ ΚΥΚΛΟΞΥΓΕΝΑΣΗΣ - ΣΥΝΘΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΣΤΑΓΛΑΝΔΙΝΗΣ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΚΥΤΤΟΧΡΩΜΑΤΟΣ P450. 4) Η ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΟΞΕΙΔΩΤΙΚΩΝ ΔΕΝ ΑΓΕΤΑΙ ΜΕΣΩ ΚΥΤΤΑΡΟΚΙΝΩΝ. 5) ΜΗ ΤΟΞΙΚΑ, ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΣΧΕΔΙΑΣΤΟΥΝ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΟΣΟ ΤΗΣ ΚΑΡΚΙΝΟΓΕΝΕΣΗΣ ΟΣΟ ΚΑΙ ΤΗΣ ΘΡΟΜΒΩΣΗΣ, ΔΥΟ ΚΥΡΙΕΣ ΑΙΤΙΕΣ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΤΗ ΔΥΣΗ. 599 131 117 THE DISSERTATION IS DIVIDED INTO TWO PARTS. IN THE FIRST PART A GENERAL PRESENTATION OF THE WORK OF ANGELOS TERZAKIS IS GIVEN. IT COULD BE REGARDED AS A MONOGRAPH ON THE AUTHOR. THIS PRESENTATION WAS JUDGED TO BE NECESSARY BECAUSE IN MY OPINION IT FACILITATES THE APPROACH TAKEN IN THE SECOND PART WHERE THE SUBJECT OF THE DISSERTATION IS MAINLY TACKLED. IN THE SECOND PART THE SUBJECT OF THE DISSERTATION "FEMALE PORTRAYAL IN THE AUTHOR'S PROSE" AIMS TO APPROACH AND PRESENT POINTED OUT HERE THAT THE WOMAN PLAYS A PRIMARY ROLE IN TERZAKIS PROSE.THOUGH THE THESIS THE NATURE AND POSITION OF THE WOMAN AS WELL AS HER ROLE, IN THE MIDDLE CLASS FAMILY OF THE MID-WAR PERIOD IS MADE APPARENT FROM THE POINT OF VIEW OF A WRITER I.E. ANGELOS TERZAKIS. Η ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΧΩΡΙΖΕΤΑΙ ΣΕ ΔΥΟ ΜΕΡΗ. ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΤΕΡΖΑΚΗ. ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΘΕΩΡΗΘΕΙ ΩΣ ΜΙΑ ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ. ΑΥΤΗ Η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΡΙΘΗΚΕ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΓΙΑΤΙ, ΚΑΤΑ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΜΟΥ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΕΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ, ΤΟ ΚΑΘΑΥΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ. ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ, ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ "ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΟ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ" ΕΧΕΙ ΩΣ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΕΙΩΝ ΜΟΡΦΩΝ. ΕΔΩ ΘΑΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΠΙΣΗΜΑΝΘΕΙ ΟΤΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΤΕΧΕΙ ΤΟΝ ΠΡΩΤΕΥΟΝΤΑ ΡΟΛΟ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΤΕΡΖΑΚΗ. ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ, Η ΘΕΣΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΣΤΗ ΜΕΣΟΑΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ ΚΥΡΙΩΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΤΙΚΗ ΓΩΝΙΑ ΕΝΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ, ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΤΕΡΖΑΚΗ. 600 456 435 The aim of the thesis is to explore the concept of wandering/drifting and detect its influences in modern and contemporary art. The thesis is developed in two parts, the first discusses theoretical approaches to the practice of wandering, while in the second part specific examples of artistic creation–that take place in various historical and social contexts-related to the practice of wandering are examined. Initially the story The Man of the Crowd by Edgar Allan Poe-Baudelaire’s precursor of the flâneur-is analyzed, while the key aspects of Baudelaire’s drifter are identified. Particularly through Benjamin’s reading, the flâneur is associated with the physiologist and the detective, as well as the collector, the archaeologist and the art lover. Subsequently the concept of wandering is further considered as released from the territorial context. More specifically the incomplete Arcades Project by Benjamin is discussed. The theoretical part concludes with an introduction to the philosophical thinking of Gilles Deleuze, in particular the concept of the rhizome.The first chapter of the second part analyzes the work of the precursors Constantin Guys, Édouard Manet and the Impressionists. Their contribution to modernity is emphasized, mainly because of their thematic choice-the imprint of the ephemeral. Their criticism towards their contemporary society is also discussed. Furthermore, the movement Situationist International is examined, more specifically the practices of psychogeography and dérive. The Situationists dérive functioned as a key strategy in their reaction against the "society of the spectacle".Next, the work of contemporary artists who have embraced the practice of wandering is discussed, such as Vito Acconci, Sophie Calle, Francis Alÿs and Janet Cardiff. It is argued that the practice of wandering blurs the boundaries of art and life, challenging the entrenched visual media, while it evolves from a solely optical activity to a total sensory experience.The second chapter discusses artists who use the technique of collection, such as Marcel Duchamp, Joseph Cornell, Marcel Broodthaers, Gerhard Richter and Susan Hiller. The most important contribution of the collector-artist is the breaking down of the restrictive boundaries of artistic media and domains, the complete abolition of the protective autonomy of the artwork, as well as an institutional criticism.The ragpicker in Benjamin is an "urban archaeologist." In the works of Mark Dion, the boundaries between Art and Archeology are challenged, while they present a direct criticism to the institution of the museum.The last chapter of the thesis discusses the relation of the notion of wandering with the exhibition curator and the art public. The importance of the reception of the contemporary artwork is stressed, an artwork which now seeks a viewer who completes it.We conclude that the wanderer, is an integral part of the artistic production and reception, while the practice of wandering itself constitutes a method of continuous 'becoming' and persistent questioning. Στόχος της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι να διερευνήσει την έννοια της περιπλάνησης και να ανιχνεύσει τις επιρροές της πρακτικής της στη μοντέρνα και σύγχρονη εικαστική δημιουργία. Η εργασία αναπτύσσεται σε δύο μέρη, στο πρώτο αναλύονται οι θεωρητικές προσεγγίσεις στην πρακτική της περιπλάνησης και στο δεύτερο μελετώνται συγκεκριμένα παραδείγματα εικαστικής δημιουργίας που σχετίζονται με την περιπλάνηση, όπως αυτά δεξιώνονται σε διαφορετικό ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο. Αρχικά αναλύεται το διήγημα Ο άνθρωπος του πλήθους του Έντγκαρ Άλαν Πόε, πρόδρομος του κατά Μποντλέρ πλάνητα και προσδιορίζονται οι βασικές πτυχές του flâneur. Ειδικότερα μέσω της αφήγησης του Μπένγιαμιν ο πλάνητας συσχετίζεται με τον φυσιολόγο και τον ντεντέκτιβ, αλλά και με το συλλέκτη, τον αρχαιολόγο και τον φιλότεχνο. Στη συνέχεια εξετάζεται η έννοια της περιπλάνησης όπως διαμορφώνεται όταν αποδεσμευτεί από τα χωρικά πλαίσια. Πιο συγκεκριμένα αναλύεται το ατελές Σχέδιο εργασίας περί στοών, του Μπένγιαμιν. Το θεωρητικό μέρος ολοκληρώνεται με μία εισαγωγή στη φιλοσοφική σκέψη του Ζίλ Ντελέζ, ειδικότερα στην έννοια του ριζώματος.Στο πρώτο κεφάλαιο του δεύτερου μέρους αναλύεται το έργο των προδρόμων Constantin Guys, Édouard Manet και των ιμπρεσιονιστών. Τονίζεται η συμβολή τους στη νεωτερικότητα κυρίως λόγω της θεματική τους επιλογής -της αποτύπωσης του εφήμερου- αλλά και η κριτική τους απέναντι στη σύγχρονή τους κοινωνία. Ακολούθως εξετάζεται το κίνημα Καταστασιακή Διεθνής και συγκεκριμένα οι πρακτικές της ψυχογεωγραφίας και του dérive. Η περιπλάνηση των Καταστασιακών λειτούργησε ως βασική στρατηγική στην αντίδρασή τους ενάντια στην «κοινωνία του θεάματος». Στη συνέχεια αναλύεται το έργο σύγχρονων εικαστικών που έχουν ενστερνιστεί την πρακτική της περιπλάνησης, οι Vito Acconci, Sophie Calle, Francis Alÿs και Janet Cardiff. Υποστηρίζεται ότι η πρακτική της περιπλάνησης θολώνει τα όρια τέχνης και ζωής, αμφισβητεί τα περιχαρακωμένα εικαστικά μέσα και εξελίσσεται από οπτική δραστηριότητα σε συνολική αισθητηριακή εμπειρία. Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζονται εικαστικοί που χρησιμοποιούν την τεχνική της συλλογής, οι Marcel Duchamp, Joseph Cornell, Marcel Broodthaers, Gerhard Richter και Susan Hiller. Η πιο σημαντική προσφορά του καλλιτέχνη-συλλέκτη είναι η οριστική κατάρριψη των περιοριστικών ορίων των καλλιτεχνικών μέσων και τομέων, η πλήρης κατάλυση της προστατευτικής εσωτερικότητας του έργου τέχνης, αλλά και η θεσμική κριτική.Ο ρακοσυλλέκτης στον Μπένγιαμιν είναι ένας «αστικός αρχαιολόγος». Στα έργα του Mark Dion που εξετάζονται στη συνέχεια τα όρια μεταξύ τέχνης και αρχαιολογίας καταλύονται, ενώ είναι σαφής η κριτική στο θεσμό του μουσείου.Στο τελευταίο κεφάλαιο της διατριβής αναπτύσσεται η σχέση της περιπλάνησης με τον επιμελητή έκθεσης και τον φιλότεχνο. Τονίζεται η σημασία πρόσληψης του εικαστικού έργου που πλέον αποζητά ένα θεατή που το ολοκληρώνει.Καταλήγουμε ότι ο περιπλανώμενος, άλλοτε ως δημιουργός, διαμεσολαβητής έως και αποδέκτης της σύγχρονης τέχνης, αποτελεί αναπόσπαστο μέλος της καλλιτεχνικής παραγωγής και καταλύτης της καλλιτεχνικής πρόσληψης, ενώ η ίδια η περιπλάνηση συνιστά μέθοδο συνεχούς ‘γίγνεσθαι’ και διαρκούς αμφισβήτησης. 601 188 171 The Cauchy problem for the Navier-Stokes and Euler equations in three-dimensional space and the vanishing viscosity limit Το πρόβλημα Cauchy για τις εξισώσεις Navier-Stokes και Euler στον τριδιάστατο χώρο και το όριο για μηδενικό ιξώδες The master thesis presents a series of results concerning the Navier-Stokes and Euler equations in three-dimensional space. These are (a) the proof of the existence and uniqueness, locally in time, of a strong solution in Sobolev spaces for the initial value problem of the Navier-Stokes equation and the uniformly in time convergence of such solutions, as the viscosity vanishes, to the unique solution of the Euler equation, according to an article of T. Kato in 1972, (b) the proof of the existence and uniqueness of local (and global in the case of small initial data) in time strong solutions in Lebesgue spaces for the initial value problem of the Navier-Stokes equation in spaces of arbitrary dimension, as well as of their time-asymptotic behavior, on the basis of an article of T. Kato in 1984, and, finally, (c) the proof that the set of singular points of suitable weak solutions of the Navier-Stokes equation in three-dimensional space has vanishing one-dimensional Hausdorff measure, a celebrated result of Caffarelli, Kohn and Nirenberg in 1982. Στη μεταπτυχιακή διατριβή παρουσιάζεται μια σειρά αποτελεσμάτων που αφορούν τις εξισώσεις Navier-Stokes και Euler στον τριδιάστατο χώρο. Αυτά είναι (α) η απόδειξη ύπαρξης και μοναδικότητας, τοπικά στον χρόνο, ισχυρής λύσης σε χώρους Sobolev για το πρόβλημα αρχικών τιμών της εξίσωσης Navier-Stokes και η ομοιόμορφη στον χρόνο σύγκλιση τέτοιων λύσεων, όταν το ιξώδες τείνει στο μηδέν, στη μοναδική λύση της εξίσωσης Euler, σύμφωνα με μία εργασία του T. Kato του 1972, (β) η απόδειξη ύπαρξης και μοναδικότητας χρονικά τοπικών (και ολικών στην περίπτωση μικρών αρχικών δεδομένων) ισχυρών λύσεων σε χώρους Lebesgue για το πρόβλημα αρχικών τιμών της εξίσωσης Navier-Stokes σε χώρους οποιασδήποτε διάστασης, καθώς και της χρονικά ασυμπτωτικής συμπεριφοράς τους, στη βάση μιας εργασίας του T. Kato του 1984, και, τέλος, (γ) η απόδειξη ότι το σύνολο των ιδιαζόντων σημείων κατάλληλων ασθενών λύσεων της εξίσωσης Navier-Stokes στον τριδιάστατο χώρο έχει μηδενικό μονοδιάστατο μέτρο Hausdorff, ένα διάσημο αποτέλεσμα των Caffarelli, Kohn και Nirenberg το 1982. 602 11 9 Introduction to the Special Section on Computational Intelligence in Medical Systems Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Σχολή Θετικών Επιστημών. Τμήμα Μηχανικών Επιστήμης Υλικών 603 221 215 In this dissertation we studied the development of Logic from the Aristotelian Philosophy to the present day. From the Renaissance, the Enlightenment to the Age of Industrial Revolution enlightened mathematicians with innovative ideas introduced mathematical formalism into Logic and later the concept of automatic computational approach. In one hand Turing theories introduce Turing Machine led to the invention of computer, in the other hand Von Neumann’s Automata Theory establish a new science, the Computer Science. Thus, the Computational Theory arises and it leads to the Industrial Logic and Industrial Logic products which concerns hardware as well as software productions. In Chapter 1, we introduce the concept of Logic. Chapter 2 refers to Aristotle’s Philosophical Logic, the basis of the Logic forthcoming development. Chapter 3 links Mathematics and Logic. Chapter 4 refers to the automation of Mathematical Logic in the early years of the Industrial Age and the establishment of Computer Science. In Chapter 5, the relationship between Logic and Artificial Intelligence is highlighted, while we present contemporary Industrial Logic products and indicative Language Technology applications. Chapter 6 refers to the dissertation conclusions and proposals for further research. Finally, in the Appendices are included two glossaries of a Greek-English and an English-Greek basic dissertation terms correspondingly. In the third Appendix is included definitions and basic theories which are referred in the dissertation. Στη διατριβή αυτή μελετήσαμε την εξέλιξη της Λογικής από τη Αριστοτελική Φιλοσοφία μέχρι σήμερα. Από την Αναγέννηση, τον Διαφωτισμό μέχρι και την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης φωτισμένοι Μαθηματικοί με καινοτόμες ιδέες εισήγαγαν τον μαθηματικό φορμαλισμό στη Λογική και αργότερα την έννοια της αυτόματης υπολογιστικής προσέγγισης. Οι εξελίξεις αφενός με τον Turing και τη γνωστή Μηχανή Turing που εισάγει οδηγούν στην κατασκευή του πρώτου Η/Υ, αφετέρου ο Von Neuman με τη Θεωρία Αυτομάτων θεμελιώνει την Επιστήμη των Η/Υ, ολοκληρώνοντας τη Μαθηματική Θεωρία Υπολογισμού και εγκαινιάζοντας τη Βιομηχανική Λογική με προϊόντα και μηχανικά αλλά και λογισμικά. Στο κεφάλαιο 1, εισάγουμε την έννοια της Λογικής. Το κεφάλαιο 2 αναφέρεται στη Φιλοσοφική Λογική του Αριστοτέλη που είναι η βάση της εξέλιξης της Λογικής. Το κεφάλαιο 3 συνδέει τα Μαθηματικά και τη Λογική. Στο κεφάλαιο 4, τονίζουμε την αυτοματοποίηση της Μαθηματικής Λογικής στα πρώτα χρόνια της Βιομηχανικής περιόδου και την εισαγωγή της Επιστήμης των Η/Υ Στο κεφάλαιο 5, αναδεικνύουμε τη σχέση της Λογικής με τη Τεχνητή Νοημοσύνη, ενώ παράλληλα παραθέτομε σύγχρονα βιομηχανικά προϊόντα της Βιομηχανικής Λογικής και ενδεικτικές εφαρμογές της Γλωσσικής Τεχνολογίας. Στο κεφάλαιο 6, συμπεριλαμβάνομε συμπεράσματα από την εργασία και προτάσεις για περαιτέρω έρευνα. Τέλος στα Παραρτήματα περιλαμβάνονται 2 γλωσσάρια ελληνοαγγλικών και αγγλοελληνικών όρων της διατριβής αντίστοιχα καθώς και αναλυτικοί ορισμοί και βασικές έννοιες που απλά αναφέρονται στη διατριβή. 604 218 270 Αξιολόγηση της ευαισθητοποίησης του παιδιατρικού πληθυσμού σε αλλεργιογόνα που προκαλούν αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής Βackground: Multiple studies have evaluated diverse allergens in paediatric populations. Consensus is still lacking on which allergens are most commonly implicated in allergic contact dermatitis. Objectives: To evaluate the proportion of positive reactions for allergens tested in children and to identify allergens with positive reactions in at least 1% of them. Methods: Systematic review of studies in PubMed (1966-2009) investigating allergens in at least 100 enrolled children. Proportions of positive reactions for each allergen were combined with fixed and random effects models across studies. Results: We included 48 studies with available data on 172 allergens. Each study tested a median of 2 allergens. Among the 95 allergens evaluated by at least two studies, 59 had estimates of positive reactions of at least 1% by random effects calculations and for 21 of them the 95% confidence interval ensured that the proportion of positive reactions was at least 1%.The top five allergens tested by at least two studies included nickel sulphate, ammonium persulphate, gold, thimerosal and p-toluene diamine. For most allergens, the proportion of positive reactions was higher in studies published after 1995 than earlier studies (p=0.001). Conclusions: The meta-analysis offers guidance on which allergens are most prevalent in the paediatric population and should have priority for inclusion in standardized allergen series, in accordance with the history of each patient. Γνωστικό υπόβαθρο: Πολλές μελέτες έχουν αποτιμήσει τη συχνότητα διαφόρων αλλεργιογόνων σε παιδιατρικούς πληθυσμούς. Κάποια ομοφωνία (consensus) λείπει ακόμη, όσον αφορά το ποια αλλεργιογόνα εμπλέκονται συχνότερα στην εμφάνιση αλλεργικής δερματίτιδας εξ επαφής. Στόχος: Η εκτίμηση των αναλογιών των θετικών αντιδράσεων σε αλλεργιογόνα, τα οποία εξετάστηκαν σε παιδιατρικό πληθυσμό, και η ταυτοποίηση αλλεργιογόνων με θετικές αντιδράσεις της τάξης τουλάχιστον του 1% των εξεταζομένων παιδιών. Μέθοδοι: Πραγματοποιήθηκε μια συστηματική ανασκόπηση μελετών στο PubMed (1966-2009), οι οποίες εξέταζαν αλλεργιογόνα σε πληθυσμούς τουλάχιστον 100 παιδιών. Τα ποσοστά των θετικών αντιδράσεων για το κάθε αλλεργιογόνο συνδυάστηκαν με εφαρμογή, τόσο μοντέλων σταθερών αποτελεσμάτων, όσο και μοντέλων τυχαίων αποτελεσμάτων μεταξύ των μελετών. Αποτελέσματα: Συμπεριλάβαμε 48 μελέτες με διαθέσιμα δεδομένα για 172 αλλεργιογόνα. Κάθε μελέτη εξέτασε ένα μέσο όρο από 2 αλλεργιογόνα (ΕΤΕ 1 ως 4). Μεταξύ των 95 αλλεργιογόνων που εξετάστηκαν σε τουλάχιστον 2 μελέτες, 59 είχαν ποσοστά θετικών αντιδράσεων τουλάχιστον 1% βάσει των μοντέλων τυχαίων αποτελεσμάτων. Ενώ σε 21 εξ αυτών με βάση το ΔΕ 95% επιβεβαιώθηκε, ότι η αναλογία θετικών αντιδράσεων ήταν τουλάχιστον 1%. Μεταξύ των πέντε πιο συχνών αλλεργιογόνων, που εξετάστηκαν σε τουλάχιστον δύο μελέτες, ήταν το υπερθειικό νικέλιο, το υπερθειικό αμμώνιο, ο χρυσός, η θειοµερσάλη και η p-τολουενοδιαμίνη. Για τα περισσότερα αλλεργιογόνα, η αναλογία των θετικών αντιδράσεων ήταν υψηλότερη σε μελέτες που δημοσιεύθηκαν μετά το 1995 σε σύγκριση με παλαιότερες μελέτες (p=0.001). Συμπέρασμα: Η μετα-ανάλυση αυτή προσφέρει μια αρχική καθοδήγηση στο ποια αλλεργιογόνα είναι πιο συχνά στον παιδιατρικό πληθυσμό και θα πρέπει να έχουν προτεραιότητα στην εισαγωγή σε στάνταρτ σειρές αλλεργιογόνων, σε συνδυασμό όμως πάντα, με το ιστορικό του ασθενούς. 605 168 172 This study focuses on exploring primary school teachers' perceptions of social justice and how it can be safeguarded at school. At the same time, aims to investigated the role of the headmaster of the school unit, the factors that inhibit the implementation of social justice reinforcement practices, and the institutional changes required at the administrative, organizational and operational levels to alleviate educational inequalities and enhance social justice at school. This is a qualitative pilot study conducted using semi-structured interviews with a sample of 10 primary teachers. By the process of thematic data analysis, it was found that: (a) teachers link social justice, in particular, to equality of educational opportunities, (b) teachers strive to enhance social justice by applying appropriate practices, (c) the role of the headmaster is crucial to fostering social justice at school, (d) perceptions and negative attitudes of teachers and parents make any attempt to implement social justice practices at school difficult and (e) changes in the organization, administration and operation of the school are required. Η παρούσα εργασία εστιάζεται στη διερεύνηση των αντιλήψεων των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης σχετικά με την κοινωνική δικαιοσύνη και τους τρόπους διασφάλισής της στο σχολείο. Παράλληλα, διερευνάται ο ρόλος του διευθυντή της σχολικής μονάδας, οι παράγοντες που δρουν ανασταλτικά στην εφαρμογή πρακτικών ενίσχυσης της κοινωνικής δικαιοσύνης, καθώς και οι θεσμικές αλλαγές που απαιτούνται σε διοικητικό, οργανωτικό και λειτουργικό επίπεδο, ώστε να αμβλυνθούν οι εκπαιδευτικές ανισότητες και να ενισχυθεί η κοινωνική δικαιοσύνη στο σχολείο. Πρόκειται για μία ποιοτική πιλοτική έρευνα που υλοποιήθηκε με τη χρήση ημι-δομημένων συνεντεύξεων σε δείγμα 10 εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Από τη διαδικασία της θεματικής ανάλυσης των δεδομένων διαπιστώθηκε ότι: α) οι εκπαιδευτικοί συνδέουν την κοινωνική δικαιοσύνη, κυρίως, με την ισότητα εκπαιδευτικών ευκαιριών, β) οι εκπαιδευτικοί προσπαθούν να ενισχύσουν την κοινωνική δικαιοσύνη εφαρμόζοντας κατάλληλες πρακτικές, γ) ο ρόλος του διευθυντή είναι καθοριστικός για την ενίσχυση της κοινωνικής δικαιοσύνης στο σχολείο, δ) οι αντιλήψεις και η αρνητική στάση εκπαιδευτικών και γονέων δυσχεραίνουν την όποια προσπάθεια εφαρμογής πρακτικών κοινωνικής δικαιοσύνης στο σχολείο και ε) απαιτούνται αλλαγές στην οργάνωση, διοίκηση και λειτουργία του σχολείου. 606 480 471 The present study aims at examining ways that Modern Greek culture has negotiated and evaluated the term ''Balkans'' during the 19th and 20th century. The connotations of the term in Western culture are well known: the Balkans were linked from the very moment of their discovery, inter alia, with the elements of primitivism, violence, retrograde and exoticism. Although considerable academic scholarship, which has emerged over the last three decades, scrutinizes the West imaginary concerning the Balkan Other, there is an insufficiency in the analysis of the relationships between Greece, West, East and the Balkans, as it has been perceived and consolidated into theModern Greek culture. In addition, the fact that Greece geographically belongs to the Balkan Peninsula, but was often constructed - both within the Greek and the West imaginative geography- as the 'only western state into the Balkans' reveals the complexity of the hierarchical geographical patterns discussed here and adds even higher interest to the main problematic of the study. Examining the ways the term has been negotiated is based primarily on Modern Greek literary texts of various kinds; however, due to a deeper interest in the Greek attitudes towards the Balkans, other types of texts of the relevant period are being discussed, such as diplomatic, historical,anthropological or political texts, for auxiliary reasons. Through this evidence, I aspire to develop a theoretical schema which shall explain the variations of the Greek word regarding the Balkan nations. More in detail the Greek 'exploratory' word concerning the Balkans at the beginning of the 19th century, acquires a highly ethnic tone at the end of the 19th and the beginning of the 20th century. This word is gradually replaced by constructed narratives highly characterized by an ideological and political tone, during the period of Balkan socialism. After the end of the Cold War, and as we approach to the modern era, Greek representations regarding the Balkans possess a clear imaginary geographical goal: to distinguish the European, Western and civilized Greece from the non European, Eastern and primitive Balkans. To describe this evolutionary scheme, based on the -sometimes overlappingtheoretical patterns of Edward Said's 'Orientalism', Maria Todorova's 'Balkanism' and Milica Bakic-Hayden's 'Nesting Orientalisms', I discuss the ideological and discursivemechanism, which I call 'Reversed Nesting Orientalisms'. Thus, I aim to highlight the aforementioned imaginary relationship as it was created, evolved and consolidated as narrative representations, within the Modern Greek culture. In an era that Balkans are dynamically returning to the epicenter of the international interest, this study allows for a deep understanding of the historical, political, cultural and ideological factors, which shaped the Modern Greek word about the Balkan nations. Moreover, it aspires to contribute to the examination of the hierarchical relations of the symbolic geography of Europe, and within Southeastern Europe itself, aiming to explain, howthe later were created, not only in the West, but also in the very heart of the Balkan Peninsula. Σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι η εξέταση της διαχείρισης του όρου ''Βαλκάνια'' στη νεοελληνική κουλτούρα κατά τη διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα. Οι συνδηλώσεις με τις οποίες συνδέθηκε ο όρος στη δυτική κουλτούρα είναι γνωστοί: τα Βαλκάνια, από τη στιγμή της ανακάλυψής τους συνδέθηκαν, μεταξύ άλλων, με τον πριμιτιβισμό, τη βία, την οπισθοδρομικότητα και τον εξωτισμό. Παρά την παρουσία μιας αξιοσημείωτης ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας, η οποίαπροέκυψε κυρίως εντός των τριών τελευταίων δεκαετιών και διερεύνησε επισταμένως τις δυτικές φαντασιώσεις σχετικά με το Βαλκάνιο Άλλο, παρατηρείται μια ανεπάρκεια στην ανάλυση των σχέσεων, μεταξύ της Ελλάδας, της Δύσης, της Ανατολής και των Βαλκανίων, όπως αυτές δημιουργήθηκαν και παγιώθηκαν στο νεοελληνικό φαντασιακό. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι η Ελλάδα ανήκει γεωγραφικά στη Βαλκανική Χερσόνησο, αλλά κατασκευάστηκε συχνά -τόσο στην ελληνική, όσο και στη δυτική φαντασιακή γεωγραφία- ως ''το μόνο δυτικό κράτος της Βαλκανικής'',αποκαλύπτει την περιπλοκότητα των ιεραρχικών μοντέλων γεωγραφικού τύπου, τα οποία συζητούνται εδώ, και προσθέτει ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον στην κύρια προβληματική της μελέτης. Η εξέταση της διαχείρισης του όρου ''Βαλκάνια'' από τη νεοελληνική κουλτούρα βασίζεται κυρίως σε νεοελληνικά λογοτεχνικά κείμενα ποικίλων ειδών ˙ παρ' όλ' αυτά, λόγω ενός βαθύτερου ενδιαφέροντος για τις νεοελληνικές στάσεις απέναντι στο βαλκανικό χώρο, συζητούνται επίσης, ωςεπικουρικά στοιχεία, και άλλα είδη λόγου, όπως για παράδειγμα διπλωματικά, ιστορικά, ανθρωπολογικά ή πολιτικά κείμενα. Μέσω του υλικού αυτού, φιλοδοξώ να αναδείξω ένα θεωρητικό σχήμα, το οποίο εξηγεί τις διακυμάνσεις του νεοελληνικού λόγου που αφορά τα βαλκανικά έθνη. Συγκεκριμένα, ο διερευνητικός νεοελληνικός λόγος για τα Βαλκάνια στις αρχές του 19ου αιώνα, μετατρέπεται σε ένα σαφή εθνικό λόγο στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, ενώ σταδιακά αντικαθίσταται από στερεοτυπικές κατασκευές, οι οποίες χαρακτηρίζονται εμφανώς από έναν ιδεολογικοπολιτικό λόγο, στη διάρκεια του βαλκανικού υπαρκτού σοσιαλισμού. Μετά δε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και καθώς πλησιάζουμε στη σύγχρονη εποχή, οι νεοελληνικές αναπαραστάσεις των Βαλκανίων κατέχουν, ολοένα και καθαρότερα, έναν σαφή, φαντασιακό, γεωγραφικό στόχο: να διαχωρίσουν την ευρωπαϊκή, δυτική Ελλάδα από τα μη ευρωπαϊκά, ανατολικά και οπισθοδρομικά Βαλκάνια. Επιχειρώντας να περιγράψω το εξελικτικό αυτό σχήμα και βασιζόμενος στα -κάποτε αλληλεπικαλυπτόμενα- θεωρητικά σχήματα του Οριενταλισμού του Edward Said, τουΒαλκανισμού της Maria Todorova και των Επάλληλων Οριενταλισμών της Milica Bakic-Hayden, συζητώ τους ιδεολογικούς μηχανισμούς και τις αφηγηματικές κατασκευές που αποκαλώ Αντεστραμμένους Επάλληλους Οριενταλισμούς. Φιλοδοξώ έτσι να φωτίσω την προαναφερθείσα φαντασιακή σχέση μεταξύ Ελλάδας και Βαλκανίων, όπως αυτή δημιουργήθηκε, εξελίχθηκε και παγιώθηκε στη νεοελληνική κουλτούρα, μέσω αντίστοιχων κατασκευών. Σε μια εποχή κατά την οποία τα Βαλκάνια, επανέρχονται δυναμικά στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος, ηπαρούσα μελέτη επιτρέπει μια εις βάθος κατανόηση των ιστορικών, πολιτικών, πολιτιστικών και ιδεολογικών παραγόντων, οι οποίοι διαμόρφωσαν τον αναφερόμενο στα βαλκανικά έθνη νεοελληνικό λόγο. Επιπλέον, φιλοδοξεί να συνεισφέρει στην εξέταση των ιεραρχικών σχέσεων συμβολικής γεωγραφίας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και ειδικότερα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, στοχεύοντας στο να εξηγήσει, ότι οι φαντασιακές αυτές ιεραρχήσεις δημιουργήθηκαν όχι μόνον στη Δύση, αλλά και στην καρδιά της Βαλκανικής. 607 943 976 The teaching of philosophy at the schools of Ioannina until the beginning of the 19th century Η διδασκαλία της φιλοσοφίας στις σχολές των Ιωαννίνων μέχρι τις απαρχές του 19ου αιώνα Epirus has always been the spiritual cradle where Stoicism (Epictetus, 50 BC – 138 AD), Cynicism and Sophistry during the 4th century AD (Iphicles, Priscus) thrived. In its spiritual refuge distinctive ecclesiastical leaders (Metropolitan Bishop of Nicopolis Dinatos as well as his successor Atticus) were emerged and Byzantine officials found fertile ground, after 1204, who revitalized spiritual reflection (brothers Nicolaos and Nikephoros Gorgianites, John Apokaukos, Metropolitan Bishop of Nafpaktos, George Bardanes, Metropolitan Bishop of Corfu and Demetrios Chomatianos, Archbishop of Ohrid), by highlighting the ideas of Plato, Aristotles and Chilon. The surrender of Ioannina to the Ottoman Turks in 1430 did not prevent spiritual people who lived or worked there from their intellectual engagement. They contributed to the creation of a unique learning procedure that helped the maintenance of the Greek spirit and reproduction of spiritual and educational professionals. Nevertheless, until the 16th century we cannot refer to “schools” even in the sense of an elementary educational establishment but in spite of this we can claim the existence of teachers who developed education, there were philosophical manuscripts written and copied (1654-1670). Making use of this information as well as the correspondence of the time we conclude that since the beginning of the 17th century we have got accurate information about the foundation of schools and teaching of several subjects and philosophy on a regular basis contributing in this way to the decrease of illiteracy. The will of Epiphanius Hegoumenos (1647) and the foundation of Epiphaneios School in Ioannina made a significant contribution to the spiritual “renaissance” of the region and it marks the shift from the meticulous philosophical tradition with the acceptance of a modern spirit that reflects the changes in the social and spiritual field. At the same time another school is in operation in Ioannina since 1672, Gionma School or “the First School” as it is also called. The first scholar Vissarion Makris (1630-1699) adopted an autonomous syllabus which was adapted to the increased commercial needs of the time. The educational action of Vissarion Makris broadened the mind with the reform of what was taught so after his presence and influence we can refer to substantial operation of schools in Ioannina. Distinguished scholars contributed to the revival of Gionma School such as: Georgios Sougdouris (1645/7-1725), Anastasios Papavasilopoulos (approx. 1670-1750), Methodios Anthrakites (1660-1748), Nikolaos Zerzoulis (1706/1710-1772/1773). With their teaching contribution they introduced innovative methods and created the necessary conditions for novelty to occur, the acceptance of René Descartes and Malebranche’s philosophical systems and generally speaking they contributed to the change of Greek reflection before the European Enlightenment and the abandoning of the Aristotelian- meticulous perception. With the Declaration of the French Revolution the ecclesiastical hierarchy took a tougher stand on the scholars who studied abroad and brought the innovative scientific intellect in Greece. The attitude of the ecclesiastical hierarchy resulted in reaction against everything innovative and in Ioannina this negative spiritual reaction was represented by Balanos family: Balanos Vasilopoulos (1694-1760), Constantinos Balanos or Balanidis (1799-1819) and Grigoraskos Balanidis (†1834). The Balani were distinguished teachers and scientists but they were extremely attached to the old traditional perception as far as education was concerned. They cast out of their teaching modern sciences, they challenged the theory of a sun centered system whereas they accepted the earth centered theory in accordance with the Aristotelian natural philosophy and points from the Holy Bible. In this way they became the pillars of conservation in Maroutsaia School, as the Gionma School had been renamed. The arrival of Eugenios Voulgaris (1717-1806) in Ioannina contributed to the reorientation of philosophical thinking and its release from the Aristotelian way of thinking since he introduced in his teaching the empirical method in the research of the natural world with new ideas stemming from the advanced western education. His cosmological beliefs are in accordance with what the Ecumenical Patriarchate stated about the co-existence of Christian doctrine and philosophy, which doctrine should not be a threat to religious orthodoxy. He is for the philosophy of logic and reason without rejecting the simultaneous knowledge of divine and human things, which finally does not keep him apart from the “double truth”, that is “according to man” and “according to Christ” philosophy. The method he applied to his teaching practice resulted in the displacement of the walking meticulous philosophy and the reform of understanding for the supporters of more modern philosophy. Eugenios Voulgaris presents the new scientific knowledge with the experimental method and Newton’s physics but at the same time he tries to keep balance between logic and reason and experience. The innovative spirit in the Schools of Ioannina is transmitted by Athanasios Psalidas (1767-1829) in Kaplaneios School, where he teaches university subjects and especially Experimental Physics and he firmly resists the possible reappearance of the conservative spirit expressed by the new “koridalismo” and “evgenismo” as well as the rejection of superstitions and ignorance. His educational activity aims at the acceptance of logic and reason, the establishment of the theory of “Celestial Newton” and the unquestionable adoption of Copernicus’ astronomy and the sun centered system. His beliefs provoked the reaction of the local ecclesiastical hierarchy that was against every progressive mind. With the tutoring and the experiments in Physics of Athanasios Psalidas the glory of Copernicus will prevail in the education of Ioannina. Epirus, under the Ottoman rule, pulled together elements stemming from the after Byzantine era, from its relationship with the West and the contact with the Balkans whereas the constant and intense spiritual activity that was developed contributed to the characterization of Ioannina as the “metropolis of every learning.” Η Ήπειρος υπήρξε πάντα η πνευματική κοιτίδα στην οποία βρήκαν γόνιμο έδαφος η στωική φιλοσοφία (Επίκτητος 50 π.χ-138 μ.Χ.), η κυνική φιλοσοφία και η Σοφιστική κατά τον 4° αιώνα μ.Χ. (Ιφικλής, Πρίσκος). Στο πνευματικό καταφύγιο της αναδειχθήκαν εκκλησιαστικοί ηγέτες με υψηλή πνευματική κατάρτιση (μητροπολίτης Νικοπόλεως Δυνατός και ο διάδοχός του Αττικός) και βρήκαν γόνιμο έδαφος οι Βυζαντινοί αξιωματούχοι, μετά το 1204, που αναζωογόνησαν τον πνευματικό προβληματισμό (αδελφοί Νικόλαος και Νικηφόρος Γ οργιανίτης, Ιωάννης Απόκαυκος, μητροπολίτης Ναυπάκτου, Γεώργιος Βαρδάνης, μητροπολίτης Κέρκυρας και Δημήτριος Χωματιανός, αρχιεπίσκοπος Αχρίδας), προβάλλοντας τις θέσεις του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και του Χίλωνα. Η παράδοση των Ιωαννίνων στους Οθωμανούς Τούρκους το 1430, δεν ανέκοψε τη λειτουργία και τη δράση των πνευματικών πυρήνων, των λογίων και των ρητόρων που ζούσαν ή εργάζονταν στην πόλη των Ιωαννίνων και οι οποίοι συνέβαλαν στη δημιουργία μιας ιδιότυπης μαθησιακής διαδικασίας, που συνέβαλε στη διατήρηση του ελληνικού πνεύματος και στην αναπαραγωγή πνευματικών και εκπαιδευτικών στελεχών. Όμως μέχρι τον 16° αιώνα δεν μπορούμε να μιλάμε για ύπαρξη «σχολείων»με την έννοια μιας υποτυπώδους , έστω, εκπαιδευτικής οργάνωσης και παρά το γεγονός αυτό μπορούμε να υποστηρίξουμε την ύπαρξη διδασκάλων που καλλιεργούσαν τα εγκύκλια γράμματα, υπήρχαν φιλοσοφικά χειρόγραφα που γράφονταν και αντιγράφονταν (1654—1670). Αξιοποιώντας τα στοιχεία αυτά, καθώς και την επιστολογραφία της εποχής, συμπεραίνουμε ότι από τις αρχές του 17ου αιώνα έχουμε σαφείς πληροφορίες για την ίδρυση σχολείων και την διδασκαλία των εγκύκλιων γνώσεων, της φιλοσοφίας και των ανώτερων μαθημάτων, που εντάσσονται σε μια εκπαιδευτική προγραμματική κανονικότητα, συμβάλλοντας έτσι στο αίτημα για την αποδέσμευση από την αμάθεια. Με τη διαθήκη του Επιφάνειου Ηγούμενου (1647) και τη λειτουργία της Σχολής Επιφανείου, δίδεται το έναυσμα για την απαρχή της νεοελληνικής πνευματικής αναγέννησης»» των Ιωαννίνων και σηματοδοτείται η μεταστροφή από τη σχολαστική φιλοσοφική παράδοση με την αποδοχή του νεωτερικού πνεύματος που αντικατοπτρίζει τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στο κοινωνικό και το πνευματικό επίπεδο. Παράλληλα με τη Σχολή Επιφανείου λειτουργούσε το 1672 στα Ιωάννινα και η Σχολή Γκιόνμα», η λεγομένη και Πρώτη Σχολή», με πρώτο σχολάρχη το Βησσαρίωνα Μακρή (1630;-1699), ο οποίος ακολουθεί ένα αυτόνομο πρόγραμμα σπουδών προσαρμοσμένο στα μαθήματα των καιρών και των ανεπτυγμένων εμπορικών και επιχειρηματικών απαιτήσεων. Η εκπαιδευτική δράση του Βησσαρίωνα Μακρή άνοιξε νέους ορίζοντες σκέψης με την ανασκευή του περιεχομένου του εκπαιδευτικού πεδίου και με την παρουσία και τη δράση του μπορούμε να κάνουμε πλέον λόγο για ουσιαστική λειτουργία Σχολείων στα Ιωάννινα. Στην αναγεννητική προσπάθεια της Σχολής Γκιόνμα συνέβαλαν αξιόλογες προσωπικότητες λογίων, όπως ο Γεώργιος Σουγδουρής (1645/7-1725), Αναστάσιος Παπαβασιλόπουλος (περ. 1670-1750), ο Μεθόδιος Ανθρακίτης (1660-1748), ο Νικόλαος Ζερζούλης (1706/1710-1772/1773). Με τη διδακτική τους προσφορά και δράση εισήγαγαν τις νεωτερικές μεθόδους και δημιούργησαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εμφάνιση της νεωτερικής σκέψης, την εισδοχή των φιλοσοφικών συστημάτων του Rene Descartes και του Malebranche και γενικότερα συνέβαλαν στη στροφή της ελληνικής σκέψης προ τις αρχές του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και την αποτίναξη των αριστοτελικών-σχολαστικών αντιλήψεων. Με την κήρυξη της Γαλλικής Επανάστασης η εκκλησιαστική ιεραρχία σκλήρυνε τη στάση της απέναντι στους λογίους που σπούδαζαν στην Ευρώπη και μετέφεραν το νεώτερο επιστημονικό πνεύμα στον ελληνικό χώρο. Η στάση αυτή της εκκλησιαστικής ιεραρχίας συνέβαλε στη δημιουργία εστιών αντίστασης προς κάθετι το νεωτερικό και στα Ιωάννινα η αντιδραστική πνευματική στάση εκφραζόταν και αντιπροσωπευόταν από την οικογένεια των Μπαλάνων, τον Μπαλάνο Βασιλόπουλο (1694-1760), τον Κωνσταντίνο Μπαλάνο ή Μπαλανίδη (1799-1819) και τον Γρηγοράσκο Μπαλανίδη (+1834). Οι Μπαλάνοι υπήρξαν αξιόλογοι διδάσκαλοι και επιστήμονες, πλην όμως ήταν υπερβολικά προσηλωμένοι στη διατήρηση της παραδοσιακής πνευματικής αντίληψης για την εκπαίδευση. Εξοβέλισαν από τη διδασκαλία τους τις νεωτερικές επιστήμες, απέρριπταν τη θεωρία του ηλιοκεντρικού συστήματος και υιοθετούσαν τη γεωκεντρική θεωρία ενοφθαλμίζοντας την με την αριστοτελική φυσική φιλοσοφία με την επιστράτευση επιχειρημάτων από την Αγία Γραφή, καθιστάμενοι έτσι οι στυλοβάτες της συντήρησης στη Μαρουτσαία Σχολή των Ιωαννίνων, όπως είχε μετονομαστεί τότε η Σχολή Γκιόνμα. Η έλευση του Ευγένιου Βούλγαρη (1716-1806) στα Ιωάννινα συνέβαλε στον αναπροσανατολισμό του φιλοσοφικού προβληματισμού και στην αποδέσμευσή του από την περιπατητική σχολαστική σκέψη με την εισαγωγή στη διδασκαλία του της εμπειρικής μεθόδου στην έρευνα του φυσικού κόσμου με νέες ιδέες και αντιλήψεις που προέρχονταν από την προωθημένη εκπαίδευση της Δύσης. Οι κοσμολογικές του αντιλήψεις κινούνται μέσα στα πλαίσια που διατύπωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο για τη συμβίωση του χριστιανικού δόγματος με τη φιλοσοφία, το οποίο δόγμα έπρεπε να πάρει τέτοια μορφή ώστε να μη διακυβεύεται η θρησκευτική ορθοδοξία. Είναι υπέρμαχος της φιλοσοφίας του ορθού λόγου, χωρίς βεβαίως ν’ αντιστρατεύεται την ταυτόχρονη γνώση των θείων και ανθρωπίνων πραγμάτων, η οποία τελικά δεν τον απομακρύνει από την επίκληση της «διπλής αλήθειας», δηλαδή της «κατ’ άνθρωπον» και της «κατά Χριστόν» φιλοσοφίας. Η μεθοδολογία που εφάρμοσε στην διδακτική του πρακτική είχε ως αποτέλεσμα να εκτοπιστεί η περιπατητική σχολαστική φιλοσοφία και να μεταμεθοδευτούν οι αντιλήψεις των οπαδών της νεότερης φιλοσοφίας. Ο Ευγένιος Βούλγαρης παρουσιάζει τη νέα επιστημονική γνώση με την πειραματική μέθοδο και τη νευτώνεια φυσική, αλλά ταυτόχρονα επιχειρεί να ισορροπήσει μεταξύ του ορθού λόγου και της εμπειρίας. Το νεωτερικό πνεύμα στις Σχολές των Ιωαννίνων μετοχετεύεται από τον Αθανάσιο Ψαλίδα (1767-1829) στην Καπλάνειο Σχολή διδάσκοντας πανεπιστημιακά μαθήματα και ιδίως Φυσική Πειραματική και αντιδρώντας μαχητικά, στην ενδεχόμενη επανεμφάνιση του συντηρητικού πνεύματος, που εκφραζόταν με το νέο «κορυδαλισμό» και τον «ευγενισμό», καθώς και στην απόρριψη των προλήψεων και της αμάθειας. Η εκπαιδευτική του δραστηριότητα κατέτεινε στην αποδοχή του ορθού λόγου, στην κατάφαση της θεωρίας του «Ουρανίου Νεύτωνα» και στην αναμφίλεκτη υιοθέτηση της αστρονομίας του Κοπέρνικου και του ηλιοκεντρικού συστήματος. Οι αντιλήψεις του προκάλεσαν την αντίδραση της τοπικής εκκλησιαστικής ιεραρχίας, η οποία αντιστρατευόταν κάθε προοδευτική διάνοια της εποχής. Με τη διδασκαλία και τα πειράματα φυσικής του Αθανασίου Ψαλίδα η δόξα του Κοπέρνικου θα κυριαρχήσει ολοκληρωτικά στην εκπαίδευση των Ιωαννίνων. Η Ήπειρος κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας συνέθεσε δεδομένα που προέρχονταν από το ύστερο Βυζάντιο, από τις σχέσεις της με τη Δύση και από τις επαφές της με την ευρύτερη Βαλκανική περιοχή, η δε συνεχής και έντονη πνευματική δραστηριότητα που αναπτύχθηκε συνέτεινε στο να χαρακτηριστούν τα Ιωάννινα σε «μητρόπολη πάσης μαθήσεως». 608 163 191 The headmaster's communicative in the effectiveness of school functioning opinions of teachers in the primary education Ο επικοινωνιακός ρόλος του διευθυντή στην αποτελεσματική λειτουργία της σχολικής μονάδας απόψεις εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης This study aims to explore the manager's communication role in the effective operation of a school unit. Specifically, the opinions of 107 elementary education teachers in the region of Epirus are presented and analyzed on the importance of the manager’s communication skills in the field of education, as well as their contribution to the effectiveness of a school organization. In addition, it is investigated whether and to what extent school administrators exercise their communicative role not only with members of the school community (teachers, pupils) but also with external entities which influence the school functioning (higher education authorities, local society, pupils’ parents). The statistical analysis of the data shows that primary school teachers consider the managers’ communication skills to be of utmost importance and they emphasize its importance to the effective functioning of a school organization. In most cases, teachers believe that headmasters fulfill their communicational role. Η παρούσα εργασία έχει ως στόχο να διερευνήσει τον επικοινωνιακό ρόλο του διευθυντή στην αποτελεσματική λειτουργία της σχολικής μονάδας. Ειδικότερα, παρουσιάζονται και αναλύονται οι απόψεις 107 εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης της περιφέρειας Ηπείρου σχετικά με τη σημασία των επικοινωνιακών δεξιοτήτων του διευθυντικού στελέχους στο χώρο της εκπαίδευσης, καθώς επίσης και τη συμβολή τους στην αποτελεσματικότητα του σχολείου. Επιπλέον, επιχειρείται η διερεύνηση, με βάση της απόψεις των εκπαιδευτικών, του εάν και κατά πόσο οι διευθυντές των σχολικών μονάδων ασκούν τον επικοινωνιακό τους ρόλο τόσο με τα μέλη της σχολικής κοινότητας (διδάσκοντες, μαθητές), όσο και με εξωτερικούς φορείς που εμπλέκονται στη λειτουργία της (ανώτερες εκπαιδευτικές αρχές, τοπική κοινωνία, γονείς μαθητών). Από την ανάλυση των δεδομένων προκύπτει πως οι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης θεωρούν άκρως σημαντικές τις επικοινωνιακές δεξιότητες των διευθυντικών στελεχών και τονίζουν τη συμβολή τους στην αποτελεσματική λειτουργία ενός σχολικού οργανισμού. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τη πλειοψηφία του εκπαιδευτικού πληθυσμού, οι διευθυντές των σχολικών μονάδων ασκούν με επιτυχία των επικοινωνιακό τους ρόλο και μεριμνούν τόσο για την εσωτερική όσο και για την εξωτερική επικοινωνία της σχολική μονάδας της οποίας ηγούνται. 609 194 192 The Holocaust keeps the question of responsibility open, at a political, historical and moral level. This study examines the way in which responsibility enters the museum narrative. The key analytical tool of this dissertation is the concept of the banality of evil defined by Hannah Arendt, along with the critique towards the elements of modernity that shaped the Holocaust, according to the theoretical approaches of Bauman, Anders and Steinfeld. The most common way in which perpetrators are being treated is demonization, a solid stereotype difficult to overcome, as it provides a sense of security and banishes the unpleasant presence of the perpetrators in the realm of the absurd and non-human. Through three case studies, the Topography of Terror in Berlin, the museum of Yad Vashem in Jerusalem and the museum inside the Ravensbrück women's concentration camp in Germany, this dissertation attempts to examine the role of the perpetrators and its context within the museum narrative. Thereby an effort to evaluate the politics and the poetics of these exhibitions is made. The notion of responsibility can only be studied in the context of human activity, directly linked to the sense of judgment and decision making. Το Ολοκαύτωμα είναι ένα γεγονός που διατηρεί ανοιχτό το ερώτημα της ευθύνης σε πολιτικό, ιστορικό και ηθικό επίπεδο. Στην παρούσα εργασία εξετάζεται ο τρόπος με τον οποίο η ευθύνη ενσωματώνεται στη μουσειακή αφήγηση. Ως βασικό αναλυτικό εργαλείο χρησιμοποιείται η έννοια της κοινοτοπίας του κακού, όπως διατυπώνεται από τη Χάννα Άρεντ, καθώς και η κριτική των νεωτερικών στοιχείων που διαμόρφωσαν το Ολοκαύτωμα, σύμφωνα με τις θέσεις των Μπάουμαν, Άντερς και Στάινφελντ. Η δαιμονοποίηση, κατεξοχήν τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν οι αυτουργοί, αποτελεί ένα στερεότυπο δύσκολο να ξεπεραστεί: παρέχει την αίσθηση της ασφάλειας καθώς εξορίζει τη δυσάρεστη παρουσία τους στη σφαίρα του παράλογου και του εξωανθρώπινου. Μέσα από τη μελέτη τριών περιπτώσεων, της έκθεσης της Τοπογραφίας του Τρόμου στο Βερολίνο, του μουσείου του Yad Vashem στην Ιερουσαλήμ και του μουσείου στο στρατόπεδο συγκέντρωσης γυναικών του Ravensbrück της Γερμανίας, επιχειρείται μια ανάγνωση του ρόλου των αυτουργών στην ανάπτυξη των εκθέσεων και του συγκειμένου μέσα στο οποίο κάθε φορά παρουσιάζονται. Με αυτό τον τρόπο αξιολογείται η πολιτική και η ποιητική της κάθε έκθεσης. Η έννοια της ευθύνης δεν μπορεί παρά να μελετηθεί εντός της ανθρώπινης δραστηριότητας, συνδεόμενη άμεσα με την έννοια της κρίσης και της απόφασης. 610 311 282 In this thesis, our goal is to present some hybrid fixed point theorems of Krasnosel’skii type, which are useful to the study of the existence of solutions for differential and integral equations or initial value problems. The main idea is the reduction of the problem of the existence of solutions to the problem of finding fixed points of a suitable stated operator. There is a wide variety of fixed point theorems which can be used in the context of the methodology just described. In each chapter is developed individually each of the fixed point theorems with their proofs as well, and also several alternative forms with their applications. Specifically, in the first chapter of the thesis are listed all the definitions and some theorems that we will use in order to prove our claims. In the second chapter is given an extensive reference to the theorem of Krasnosel’skii, which shows that the sum of two operators has a fixed point. Also we give several alternatives to the above theorem with their respective applications. Then, in the third chapter of the thesis we formulate a theorem, which shows that the product of two operators, under certain conditions, has a fixed point. And for this theorem there are several alternative forms and applications in nonlinear integral equations, as well as functional integral equations. The fourth, and last, chapter contains a theorem on fixed points of a combination of the sum and the product of three operators. In each chapter we present in detail the methodology used in order to apply the specific fixed point theorem and we provide specific applications of the theoretical results. Special attention is paid to presenting the results in a unified way throughout the whole thesis and pointing out the relations between them. Finally we present a detailed list of the papers and books we used in this thesis. Στη ∆ιατριβή αυτή σκοπός µας είναι να παρουσιάσουµε κάποια υβριδικά ϑεωρήµατα σταθε- pού σηµείου τύπου Krasnosel’skii, τα οποία είναι χρήσιµα στη µελέτη της ύπαρξης λύσεων για διαφορικές και ολοκληρωτικές εξισώσεις ή προβλήµατα αρχικών τιµών. Η βασική ιδέα ε- ίναι η αναγωγή του προβλήµατος ύπαρξης λύσης της εκάστοτε εξίσωσης σε πρόβληµα εύρεσης σταθερού σηµείου ενός κατάλληλα ορισµένου τελεστή. Υπάρχει µια µεγάλη ποικιλία ϑεωρηµάτων σταθερού σηµείου τα οποία µπορούν να χρη- σιµοποιηθούν στα πλαίσια της µεθοδολογίας που περιγράψαµε πιο πάνω. Σε καθένα από τα κεφάλαια αναπτύσσεται ξεχωριστά καθένα από τα Θεωρήµατα Σταθερού Σηµείου µε τις αποδε- ίξεις τους, καθώς, επίσης και διάφορες εναλλακτικές µορφές των µε εφαρµογές. Συγκεκριµένα, στο πρώτο κεφάλαιο της ∆ιατριβής παρατίθενται όλοι οι ορισµοί και τα ϑε- ωρήµατα που ϑα χρησιµοποιήσουµε για την απόδειξη των συµπερασµάτων µας. Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται εκτενής αναφορά στο Θεώρηµα του Krasnosel’skii, που αποδεικνύει ότι το άθροισµα δύο τελεστών έχει σταθερό σηµείο. Παραθέτουµε, επίσης, και κάποιες εναλλακτικές διατυπώσεις του παραπάνω Θεωρήµατος µε τις αντίστοιχες εφαρµογές τους. ΄Επειτα, στο τρίτο κεφάλαιο της ∆ιατριβής διατυπώνουµε ένα ϑεώρηµα για το γινόµενο δύο τελεστών. Και για αυτό το Θεώρηµα υπάρχουν διάφορες παραλλαγές και εφαρµογές σε µη γραµµικές ολοκληρωτικές εξισώσεις, καθώς και σε συναρτησιακές ολοκληρωτικές εξισώσεις. Στο τέταρτο, και τελευταίο, κεφάλαιο παρατίθεται ένα ϑεώρηµα που αφορά συνδυασµό του αθροίσµατος και γινοµένου τελεστών. Σε κάθε ένα κεφάλαιο αναπτύσσεται αναλυτικά η µεθοδολογία που χρησιµοποιούµε για την εφαρµογή του συγκεκριµένου ϑεωρήµατος και δίνονται συγκεκριµένα παραδείγµατα που εξασφαλίζουν την εφαρµοσιµότητα των ϑεωρητικών συµπερασµάτων. Ιδιαίτερη έµφαση δίνεται στην παρουσίαση των συµπερασµάτων µε ενιαίο τρόπο σε όλα τα κεφάλαια και στη µεταξύ τους διασύνδεση. Τέλος παραθέτουµε έναν εκτενή κατάλογο εργασιών και βιβλίων σχετικών µε το αντικείµενο της διατριβής, από όπου έχουµε αντλήσει τα συµπεράσµατα που παρουσιάζουµε εδώ. 611 364 333 Στοχαστική ανάλυση και μία εφαρμογή της στα μαθηματικά χρηματοοικονομικά The aim of the present thesis, titled Stochastic Analysis and an application to Mathematical Finance, is to establish rigorously, within the framework of Mathematical Analysis, some of the most basic notions of Stochastic Analysis and to present its, probably, best known application in Mathematical Finance. To this end, the basic notions of Probability Theory and Measure Theory, upon which Stochastic Analysis is based, are presented in the First Chapter (mostly without proofs, but providing instead specific references). In the Second Chapter, the notion of Brownian motion, in one or several dimensions, is introduced, a proof of the existence of such stochastic processes is given, and the properties of their sample paths are studied. In particular, it is shown that these are almost surely continuous but nowhere differentiable. In the Third Chapter, Ito’s Integral with respect to a Brownian motion is defined and Ito’s Product and Chain Rules are proven, in one and several dimensions, thus establishing the most fundamental tools of Ito’s Calculus. With their use, in the Fourth Chapter, the notion of a Stochastic Differential Equations is introduced and the existence and uniqueness of the solution to the corresponding initial value problem is proven. This chapter constitutes the culmination of the theoretic, analytic part of the thesis. In the Fifth Chapter, after a very short introduction of some elementary notions of Mathematical Finance, most importantly of those of arbitrage and hedging, the method to determine the value of a European call option is presented, as one of the most simple examples for the use of Ito Calculus in Mathematical Finance. This method leads to a terminal and boundary value problem for a homogeneous linear Partial Differential Equation of second order and parabolic type in two variables, the Black-Scholes equation, the initial value of its solution being the sought-after value. The main source and guide for the above exposition of the subject of the thesis has been the concise work An Introduction to Stochastic Differential Equations by L.C. Evans, see [11], but for a more complete proof of the more technical results also other, analytically more rigorous, works concerning the foundation of Ito Calculus have been used, which are cited at the relevant places. Σκοπός της διατριβής αυτής είναι η αυστηρή θεμελίωση στα πλαίσια της Μαθηματικής Ανάλυσης ορισμένων από τις βασικότερες έννοιες της Στοχαστικής Ανάλυσης και η παρουσίαση της πιο γνωστής, ίσως, εφαρμογής της στα Μαθηματικά Χρηματοοικονομικά. Για το σκοπό αυτό, αναφέρονται στο Πρώτο Κεφάλαιο οι βασικές έννοιες της Θεωρίας Πιθανοτήτων και της Θεωρίας Μέτρου (συνήθως χωρίς απόδειξη, αλλά με σαφείς παραπομπές) πάνω στις οποίες στηρίζεται η Στοχαστική Ανάλυση. Στο Δεύτερο Κεφάλαιο, ορίζεται η έννοια της κίνησης Brown σε μία και σε περισσότερες διαστάσεις, αποδεικνύεται αναλυτικά η ύπαρξη τέτοιων στοχαστικών διαδικασιών και μελετώνται οι ιδιότητες των τροχιών δείγματός τους. Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι αυτές είναι σχεδόν βέβαια συνεχείς, αλλά πουθενά διαφορίσιμες. Στο Τρίτο Κεφάλαιο ορίζεται το Ολοκλήρωμα Ito ως προς μια κίνηση Brown και αποδεικνύονται, σε μία και περισσότερες διαστάσεις, ο Κανόνας του Γινομένου και ο Κανόνας της Αλυσίδας του Ito, θεμελιώνοντας έτσι τα βασικότερα εργαλεία του Λογισμού Ito. Με χρήση αυτών, εισάγεται στο Τέταρτο Κεφάλαιο η έννοια της Στοχαστικής Διαφορικής Εξίσωσης και αποδεικνύεται η ύπαρξη και μοναδικότητα της λύσης του αντίστοιχου προβλήματος αρχικών τιμών. Το κεφάλαιο αυτό αποτελεί την κορύφωση του θεωρητικού, αναλυτικού μέρους της εργασίας. Στο Πέμπτο Κεφάλαιο, μετά από μια πολύ σύντομη εισαγωγή κάποιων στοιχειωδών εννοιών των Μαθηματικών Χρηματοοικονομικών, με κυριότερες αυτές του arbitrage και του hedging, παρουσιάζεται η μέθοδος καθορισμού της τιμής ενός δικαιώματος προαίρεσης αγοράς Ευρωπαϊκού τύπου, ως ένα από τα απλούστερα παραδείγματα της χρήσης του Λογισμού Ito στα Μαθηματικά Χρηματοοικονομικά. Η μέθοδος αυτή οδηγεί σε ένα πρόβλημα τελικών και συνοριακών τιμών για μια ομογενή γραμμική Μερική Διαφορική Εξίσωση δεύτερης τάξης, παραβολικού τύπου, σε δύο μεταβλητές, την εξίσωση Black-Scholes, η αρχική τιμή της λύσης της οποίας είναι η ζητούμενη τιμή. Κύρια πηγή και οδηγός για την παραπάνω ανάπτυξη του θέματος της διατριβής, αποτέλεσε το συνοπτικό έργο An Introduction to Stochastic Differential Equations του L.C. Evans, βλέπε [11], αλλά για μια πληρέστερη απόδειξη των πιο τεχνικών αποτελεσμάτων χρησιμοποιήθηκαν και άλλα, αναλυτικά πιο αυστηρά, έργα θεμελίωσης του Λογισμού Itoo, τα οποία και αναφέρονται στα αντίστοιχα σημεία. 612 12 13 The Date of Papyrus SB 4483 and the Persian Occupation of Egypt.pdf Δωδώνη : επιστημονική επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων; Τόμ. 4 (1975) 613 174 184 Basic principles in clinical research protocols in idiopathic inflammatory bowel disease Βασικές αρχές στα κλινικά ερευνητικά πρωτόκολλα στην ιδιοπαθή φλεγμονώδη πάθηση των εντερών Inflammatory Bowel Diseases (IBD) include ulcerative colitis (UC) and Crohn's disease (CD). They are chronic, idiopathic inflammations that affect the gastrointestinal tract. Dietary treatment and intervention has a beneficial effect on the overall course of the disease. It suppresses patient hypnosis and achieves remission of symptoms through nutritional support. The diet of patients with Crohn's Disease and Ulcerative Colitis should be personalized because there is no specific dietary plan that can be applied to everyone. Dietary changes effectively help improve symptoms to better address the overall course of the patients and improve the treatment performance of the curative doctor after diagnosis. The aim of the study is to highlight dietary intervention to improve the course of patients with (IBD), ensuring a better quality of life. The nutritional aspects of the patients are investigated and the degree of malnutrition or obesity of the patients who participated in the research is documented. The research process was carried out using questionnaires, supplemented by 100 hundred patients. Οι Φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου (IBD),περιλαμβάνουν την ελκώδη κολίτιδα (UC) και τη νόσο του Crohn (CD). Είναι χρόνιες, ιδιοπαθείς φλεγμονές που επηρεάζουν το γαστρεντερικό σωλήνα. Η διατροφική αγωγή και παρέμβαση έχει ευεργετική επίπτωση στη συνολική πορεία της νόσου. Ανατρέπει την υποθρεψία των ασθενών και επιτυγχάνει ύφεση των συμπτωμάτων μέσω της θρεπτικής υποστήριξης. Η διατροφή των ασθενών με Νόσο του Crohn και Ελκώδη Κολίτιδα θα πρέπει να εξατομικεύεται γιατί δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο διαιτητικό πρόγραμμα που μπορεί να εφαρμοστεί σε όλους. Οι διαιτητικές αλλαγές βοηθούν αποτελεσματικά στην βελτίωση των συμπτωμάτων στην καλύτερη αντιμετώπιση της συνολικής πορείας των ασθενών και στην καλύτερη απόδοση της θεραπευτικής αγωγής που θα θέσει ο θεράπων ιατρός μετά τη διάγνωση. Στόχος της μελέτης είναι η ανάδειξη της διατροφικής παρέμβασης με σκοπό τη βελτίωση της πορείας των ασθενών με ΙΦΝΕ, εξασφαλίζοντας τους καλύτερη ποιότητα ζωής. Πραγματοποιείται διερεύνηση των διατροφικών πτυχών των ασθενών και καταγράφεται ο βαθμός υποσιτισμού ή παχυσαρκίας των ασθενών που συμμετείχαν στην συγκεκριμένη έρευνα. Η ερευνητική διαδικασία, πραγματοποιήθηκε με τη χρήση ερωτηματολογίων, τα οποία συμπληρωθήκαν από εκατό ασθενείς. 614 359 428 the role of pharmacological inhibitors of the SET / I2PP2A oncoprotein ο ρόλος των φαρμακολογικών αναστολέων της ογκοπρωτεΐνης SET/I2PP2A The Hedgehog signaling pathway is a major regulator of the developmental processes of multicellular organisms. Aside of its role in cellular differentiation and in organ formation during embryogenesis, it is also important in the regeneration and repair of the tissues. Aberrant activation of this pathway has been linked with a variety of human cancers. Several studies have shown that the major components of the Hedgehog pathway undergo reversible phosphorylation and dephosphorylation by protein kinases and phosphatases which are importnant regulators for fine-tuning of this pathway. Among these enzymes, protein phosphatase 2A (PP2A) is the best studied phosphatase in the Hedgehog signaling pathway and it has been shown to act as a positive regulator of the pathway. The SET/I2PP2A is a multifunctional protein with a wide range of functions in different cellular compartments and it is an inhibitor of PP2A. Having such a variety of functions, the protein SET is considered as a pharmaceutical target for several cancers. The aim of this work was to investigate the effect of the inhibition of SET function on the Hedgehog signaling pathway and on the formation of primary cilia, a unique microenvironment where the signaling cascade takes place. For the inhibition of SET function, two different inhibitors were used, the drug FTY720 and the peptide COG112. Our results showed that the percentage of cilia within the cell population was decreased upon treatment of NIH3T3 cells with FTY720. In addition, under these conditions, the translocation of SET from the cytoplasm to the plasma membrane was more pronounced. On the contrary, inhibition of SET function by COG112 did not affect the subcellular localization of SET. Interestingly, treatment of NIH3T3 cells by FTY720 and COG112 led to a significant decrease of the protein and mRNA levels of the Gli1 transcriptional factor, a strong activator of the Hedgehog pathway, without affecting SET expression. Taken together, the results of this work suggest that the pharmacological inhibition of SET affects and the formation of primary cilia and the Hedgehog pathway. Future studies will investigate in more detail the involvement of the oncoprotein SET in the Hedgehog signaling cascade. Το σηματοδοτικό μονοπάτι Hedgehog είναι ένας από τους κύριους ρυθμιστές των αναπτυξιακών διεργασιών των πολυκύτταρων οργανισμών. Εκτός από το ρόλου του στην κυτταρική διαφοροποίηση και στο σχηματισμό οργάνων κατά την εμβρυογένεση, παίζει σημαντικό ρόλο στις διεργασίες αναγέννησης και αποκατάστασης ιστών. Λάθη κατά την ενεργοποίησή του έχουν φανεί σε ποικιλία ανθρώπινων καρκίνων. Η ογκογένεση, η εξέλιξη του όγκου και η θεραπευτική απόκριση έχουν αποδειχθεί ότι επηρεάζονται από το μονοπάτι αυτό. Πολλά βασικά συστατικά του μονοπατιού Hedgehog υφίστανται αντιστραπτές φωσφορυλιώσεις μέσω πρωτεϊνικών κινασών και φωσφατασών και έτσι επιτυγχάνεται η σωστή ρύθμιση της σηματοδότησης. Η πρωτεϊνική φωσφατάση 2Α (PP2A), συμμετέχει σε ένα ευρύ φάσμα βιολογικών διεργασιών Είναι η πιο καλά μελετημένη φωσφατάση στο σηματοδοτικό μονοπάτι Hedgehog και μάλιστα λειτουργεί ως ένας θετικός ρυθμιστής της σηματοδότησης. Η ογκοπρωτεΐνη SET/I2PP2A είναι μια πολυλειτουργική πρωτεΐνη με ένα ευρύ φάσμα δράσεων σε διάφορες περιοχές του κυττάρου ενώ χαρακτηριστική είναι η δράση της ως αναστολέας της PP2A. Έχοντας μια τέτοια μεγάλη ποικιλία λειτουργιών, η SET αποτελεί αντικείμενο ερευνών που αφορούν την αξιοποίησή της ως φαρμακευτικό στόχο. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η διερεύνηση της επίδρασης που έχει η αναστολή της πρωτεΐνης SET στο μονοπάτι Hedgehog και στους πρωτογενείς κροσσούς, όπου εκεί λαμβάνει χώρα ο σηματοδοτικός καταρράκτης. Για την αναστολή της SET χρησιμοποιήθηκαν δύο διαφορετικοί αναστολείς, το φάρμακο FTY720 και το πεπτίδιο COG112. Αρχικά αναλύθηκε η υποκυτταρική εντόπιση της SET μετά από την αναστολή της και αν επηρεάζει το μήκος και την ποσότητα των πρωτογενών κροσσών στα κύτταρα NIH/3T3. Βρέθηκε ότι η αναστολή από το φάρμακο FTY720 ωθεί τον εντοπισμό της SET στην κυτταροπλασματική μεμβράνη και μειώνει την ποσότητα των κροσσών στον πληθυσμό των κυττάρων. Από την άλλη πλευρά, η αναστολή από το πεπτίδιο COG112 φαίνεται να μην επηρεάζει τον εντοπισμό της SET αλλά και εδώ φαίνεται να υπάρχει μείωση των κροσσών με παράλληλη αύξηση του μήκους τους. Παράλληλα, εξετάσθηκε πώς η αναστολή αυτή επηρεάζει την πρωτεΐνη Gli1, η οποία είναι ένας ισχυρός ενεργοποιητής του μονοπατιού. Φάνηκε πως η αναστολή της SET και από το FTY720 και από το COG112, μείωνε την Gli1 και σε πρωτεϊνικό και σε μεταγραφικό επίπεδο, χωρίς να επηρεάζονται τα επίπεδα της SET. Από τα αποτελέσματα της μελέτης βγαίνει το συμπέρασμα ότι η φαρμακολογική αναστολή της SET επηρεάζει το σηματοδοτικό μονοπάτι Hedgehog σε επίπεδο ενεργοποίησης του μεταγραφικού παράγοντα Gli1 αλλά και σε επίπεδο αριθμού των πρωτογενών κροσσών, οι οποίοι είναι απαραίτητοι για τη σηματοδότηση. Η εργασία αυτή μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για μελλοντικές μελέτες που θα αφορούν τη συμμετοχή της SET στο μονοπάτι αυτό με βάση το πως επηρεάζει άλλους παράγοντες του σηματοδοτικού καταρράκτη. 615 386 425 We have developed a Consistent Force Field for silica that does not include explicit terms for the long range interactions, which disproportionately burden the cost of a molecular dynamics simulation, and provides a satisfactory description of the structure and properties of silica. We have analyzed the energy hypersurface of silica using a series of ab initio (always italics for "ab initio") methods that i) do not include electron correlation and ii) include it either through an appropriate density functional or through a perturbative corrective correction (with full or frozen core orbitals). As for bonded interactions, we examined i) the effect of the selected ab initio method, ii) the effect of the basis set size and the addition of diffuse functions, and iii) the effect of the selected structure's size on the energy hypersurface. As for non-bonded interactions, we have examined the effect of the Basis Set Superposition error, ii) the effect of the basis set size and the addition of diffuse functions, and iii) the effect of r∞, ε0 and r0 within the energy curves. We have developed the necessary methodology to spread from the energy hypersurface to an analytical expression for the potential energy, both for bonded and for non-bonded interactions. The force field was then validated both internally and externally. During the validation procedure, we have made all necessary modifications to the parameter values and its terms to properly reproduce both ab initio (equilibrium structures, energycurves) and experimental (crystalline structures, densities, thermodynamics quantities, etc.) data, and we have examined the effect of those modifications on the calculated density and radial distribution function for the α-quartz. The resulting force field contains bonded terms for bond stretch and angle bend and does not contain dihedral or improper angle terms. Non-bonded interactions are included through a simple Lennard-Jones potential function. This force field is capable to reproduce, to a sufficient extent, the i) crystalline structure, ii) density, iii) radial distribution function and basic thermodynamic quantities for α-quartz, indicating its capability to respond fast and efficiently. In the future, we plan to replace the Lennard-Jones potential with a more appropriate non-bonded interaction (Buckingham orMorse) and to further improve its transferability in the β-quartz structure by introducing a coupling term, so as to adequately describe the properties of β- quartz as well as the transition α -> β quartz. Στην παρούσα μελέτη αναπτύξαμε ένα συνεπές δυναμικό (force field) για τη silica. Πρόκειται για ένα δυναμικό το οποίο, χωρίς να περιλαμβάνει εκπεφρασμένα όρους μακράς εμβέλειας (ηλεκτροστατικές αλληλεπιδράσεις/αλληλεπιδράσεις διπόλων) οι οποίοι και επιβαρύνουν δυσανάλογα το κόστος μίας προσομοίωσης Μοριακής Δυναμικής, παρέχει ικανοποιητική περιγραφή της δομής και των ιδιοτήτων της silica.Στα πλαίσια της μελέτης αυτής εξετάσαμε αναλυτικά την ενεργειακή υπερεπιφάνεια του διοξειδίου του πυριτίου χρησιμοποιώντας μία σειρά από μεθόδους από πρώτες αρχές οι οποίες δεν περιλαμβάνουν το συσχετισμό ηλεκτρονίων ή τον περιλαμβάνουν είτε μέσω ενός συναρτησιακού της πυκνότητας είτε μέσω μία διαταρακτικής διόρθωσης (με πλήρη ή περιορισμένα τροχιακά). Όσον αφορά στις δεσμικές αλληλεπιδράσεις, εξετάσαμε την επίδραση της επιλογής της μεθόδου από πρώτες αρχές, της αύξησης του μεγέθους του συνόλου βάσης (δηλ του ζήτα της βάσης) και της προσθήκης διάχυτων συναρτήσεων καθώς και την επίδραση του μεγέθους της δομής στην ενεργειακή υπερεπιφάνεια. Όσον αφορά στις μη δεσμικές αλληλεπιδράσεις εξετάσαμε την επίδραση της διόρθωσης για το σφάλμα υπέρθεσης του συνόλου βάσης, της αύξησης του μεγέθους του συνόλου βάσης και της προσθήκης διάχυτων συναρτήσεων, καθώς και της επιλογής του r∞ στην καμπύλη αλληλεπίδρασης, στο βάθος του πηγαδιού και την τιμή της απόστασης ισορροπίας. Αναπτύξαμε την απαραίτητη μεθοδολογία για να μεταβούμε από την ενεργειακή υπερεπιφάνεια στην αναλυτική έκφραση του δυναμικού, τόσο για τις δεσμικές όσο και για τις μη δεσμικές αλληλεπιδράσεις. Για το προσδιορισμένο δυναμικό προχωρήσαμε αρχικά σε εσωτερική και κατόπιν σε εξωτερική επικύρωσή. Κατά την επικύρωση του δυναμικού κάναμε τις απαραίτητες τροποποιήσεις στις τιμές των παραμέτρων και στους όρους του ούτως ώστε να επιτύχουμε τη βέλτιστη περιγραφή τόσο των δεδομένων από ab-initio υπολογισμούς (δομές ισορροπίας, καμπύλες ενέργειας) όσο και πειραματικών δεδομένων (κρυσταλλικές δομές, πυκνότητες, θερμοδυναμικές ποσότητες κ.α.) και εξετάσαμε την επίδραση των τροποποιήσεων αυτών στην υπολογιζόμενη πυκνότητα και την ακτινική συνάρτηση κατανομής για τη δομή του α- quartz. Το δυναμικό που δημιουργήσαμε περιέχει δεσμικούς όρους έκτασης δεσμού και κάμψης γωνίας ενώ δεν περιέχει όρους που αφορούν στις δίεδρες ή στις μη κανονικές (improper) δίεδρες. Οι μη δεσμικοί όροι περιορίζονται σε ένα απλό δυναμικό Lennard-Jones. Με το δυναμικό αυτό μπορέσαμε να αναπαράγουμε την κρυσταλλική δομή, την πυκνότητα, την ακτινική συνάρτηση κατανομής και βασικές θερμοδυναμικές ποσότητες για το α-quartz σε ικανοποιητικό βαθμό υποδεικνύοντας ότι είναι εφικτό να δημιουργήσει κανείς ένα δυναμικό για τη silica που να είναι ταυτόχρονα και ταχύ και αποτελεσματικό. Στα μελλοντικά μας σχέδια είναι η αντικατάσταση του δυναμικού Lennard-Jones με μία καταλληλότερη μορφή (Buckingham ή Morse) καθώς και η βελτίωση του transferability στην δομή του β-quartz με την εισαγωγή ενός όρους σύζευξης ούτως ώστε να περιγραφούν ικανοποιητικά τόσοι οι ιδιότητες του β-quartz όσο και η μετάβαση α β quartz. 616 220 209 Electoral Behaviors in Epirus (1946-1964) Ioannina-Thesprotia constituency Εκλογικές συμπεριφορές στην Ήπειρο (1946-1964) εκλογική περιφέρεια Ιωαννίνων-Θεσπρωτίας The paper studies the parliamentary elections held in Greece, from 1946 to 1964, with emphasis on the Ioannina-Thesprotia constituency. The whole effort is aimed at highlighting the conditions under which the elections took place. We will try to answer questions such as why these results occur, what are the turning points in political developments, what is the role of the state, how decisive was the role of the states, which persons played a decisive role. The political forces that participated in each contest, the leadership of the factions, the electoral systems that were in force in the nine electoral contests that took place during this period, the results of the contests, their special characteristics and their effects on the general course of the region are examined. Another goal of the present study is the analysis of voter movements in the prefectures of Ioannina-Thesprotia. The electoral behavior of the specific region in relation to the national average, the power of the citizens in the provinces, the tactics of the electoral and political maneuvering of candidates and voters. The social changes in Epirus after the war, the past of Thesprotia and whether it influenced the electoral behavior of the voters are examined. Immigration mainly after 1960 and the differences it caused in the political scene. Η εργασία μελετά τις βουλευτικές εκλογικές αναμετρήσεις που έγιναν στην Ελλάδα, από το 1946 έως και το 1964, με έμφαση στην εκλογική περιφέρεια Ιωαννίνων-Θεσπρωτίας. Η όλη προσπάθεια αποβλέπει στο να αναδειχθούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξήχθησαν οι εκλογές. Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε ερωτήματα όπως, γιατί προκύπτουν αυτά τα αποτελέσματα, ποια τα σημεία καμπής στις πολιτικές εξελίξεις, ποιος ο ρόλος του κράτους, πόσο καθοριστικός ήταν ο ρόλος των πολιτευτών, ποια πρόσωπα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Εξετάζονται οι πολιτικές δυνάμεις που συμμετείχαν σε κάθε αναμέτρηση, οι ηγεσίες των παρατάξεων, τα εκλογικά συστήματα που ίσχυσαν στις εννέα εκλογικές αναμετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν αυτή την περίοδο, τα αποτελέσματα των αναμετρήσεων, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και οι επιπτώσεις τους στην γενικότερη πορεία της περιοχής. Ακόμη στόχος της παρούσας μελέτης είναι η ανάλυση των μετακινήσεων των ψηφοφόρων στους νομούς Ιωαννίνων-Θεσπρωτίας. Η εκλογική συμπεριφορά της συγκεκριμένης περιφέρειας σε σχέση με τον πανελλαδικό μέσο όρο, η δύναμη των πολιτευτών στις επαρχίες, η τακτική του εκλογικού και πολιτικού ελιγμού υποψηφίων και ψηφοφόρων. Εξετάζονται οι κοινωνικές μεταβολές στην Ήπειρο μετά τον πόλεμο, το παρελθόν της Θεσπρωτίας και κατά πόσο επηρέασε την εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων. Η μετανάστευση κυρίως μετά το 1960 και τις διαφοροποιήσεις που προκάλεσε στο πολιτικό σκηνικό. 617 449 436 The effect of low molecular weight heparins on biochemical markers of angiogenesis and the coagulation mechinsm, in patients with colon cancer undergoing therapeutic surgery Η επίδραση των μικρού μοριακού βάρους ηπαρινών, σε βιοχημικούς δείκτες της αγγειογένεσης και τον μηχανισμό της πήξης, σε ασθενείς με καρκίνο του παχέος εντέρου που υποβάλλονται σε θεραπευτική εκτομή The vascular endothelial growth factor (VEGF-A) is a potent regulator of angiogenesis and most likely has a prognostic value in patients with colon cancer. In these patients, low molecular weight heparins (LMWH), are indicated for the perioperative thromoboprophylaxis.AIM OF THE STUDY: The main goal of the study was to evaluate the impact of the usage of different doses (3.500 IU vs. 4.500 IU) and/or different time periods (10 vs. 30 days) of a specific LMWH (tinzaparin), for perioperative thromboprophylaxis, upon the perioperative levels of serum VEGF, in colon cancer patients who underwent planned to have curative tumor resection (R0). MATERIALS & METHODS: 76 consecutive colon cancer patients were initially randomized and the results of 59, who conducted the four study groups, were finally analyzed. In groups I and II, the patients received 3.500 IU of tinzaparin once per day for 10 and 30 days accordingly. In groups III and IV, the patients received 4.500 IU of tinzaparin once per day for the same time-periods. Blood samples for the evaluation of serum VEGF levels and the activities of protein C, Antithrombin III (ATIII) and coagulation factor VIII (FVIII) were obtained at the following days: pre-op, 10th and 30th post-op day. Genetic analysis for thrombophilic gene mutations were performed by PCR. Statistical analysis of the results was done using repeated measurements in mixed desing ANOVA (SPSS v21, Inc. Chicago, Ill).RESULTS: With regard to the main study groups (group I to IV), all patients showed a constant increase in VEGF-A levels at the 10th post-op day, compared to the pre-op day. This increase was statistically significant in groups I, II and IV (p=0.008, p=0.017, p=0.000 accordingly). Patients of groups I and II (short duration thromboprophylaxis) showed increased serum VEGF-A levels at 30th post-op day, compared to that of patients with extended duration thromboprophylaxis (groups II and IV - p=0.000). This result was mainly due to the effect of group IV in which the serum VEGF levels at the 30th post-op day were comparable to the pre-op levels. Additionally, the higher dose of tinzaparin administered for the extended period, was the most effective in regulating the coagulation cascade. This regulation was achieved through a better regulation of fluctuation of the activity levels of proteins C, ATIII, FVIII.CONCLUSIONS: In colon cancer patients the perioperative thromboprophylaxis with LMWH 4.500 IU for 30 days results in regulation of the variations of serum VEGF levels during the post operative period. At the 30th post-op day these levels are similar to that preoperatively. Simultaneously this thromboprophylaxis scheme regulates more effectively the coagulation cascade proteins. Ο αυξητικός παράγοντας του ενδοθηλίου (VEGF-A) είναι ένας ισχυρός ρυθμιστής της αγγειογένεσης και επιπλέον πιθανά έχει προγνωστική αξία σε ασθενείς με καρκίνο του παχέος εντέρου. Στους ασθενείς αυτούς, οι μικρού μοριακού βάρους ηπαρίνες (LMWH), ενδείκνυνται για την περιεγχειρητική θρομβοπροφύλαξη.ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ: Στόχος της μελέτης ήταν η εκτίμηση της επίδρασης διαφορετικών δόσεων και διαφορετικής χρονικής διάρκειας χορήγησης της τινζαπαρίνης, στα περιεγχειρητικά επίπεδα του VEGF-Α, σε ασθενείς με καρκίνο του παχέος εντέρου που υποβλήθηκαν σε θεραπευτική εκτομή (R0). ΥΛΙΚΟ & ΜΕΘΟΔΟΙ: Στη μελέτη τυχαιοποιήθηκαν 76 ασθενείς, από τους οποίους τελικά, τα αποτελέσματα αναλύθηκαν σε 59, που αποτέλεσαν τον πληθυσμό των 4 ομάδων μελέτης. Στις ομάδες I και II, οι ασθενείς έλαβαν περιεγχειρητική θρομβοπροφύλαξη με τινζαπαρίνη, 3.500 IU, μια φορά την ημέρα, για 10 και 30 ημέρες, αντίστοιχα. Στις ομάδες III και IV, οι ασθενείς έλαβαν 4.500 IU τινζαπαρίνης, για αντίστοιχες χρονικές περιόδους. Αιμοληψίες, για εκτίμηση των επιπέδων VEGF και ενεργότητας της πρωτεΐνης C, αντιθρομβίνης III (ATIII) και του παράγοντα VIII, ελήφθησαν στις κάτωθι ημέρες: προεγχειρητικά (pre-op), τη 10η μετεγχειρητική ημέρα (10th post-op day) και την 30η μετεγχειρητική ημέρα (30th post-op day). Γενετική ανάλυση για γονιδιακές μεταλλάξεις σχετιζόμενες με θρομβοφιλία έγιναν με PCR. Η στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων, έγινε με επαναλαμβανόμενες μετρήσεις μικτού σχεδιασμού ANOVA (SPSS v21, Inc, Chicago, Ill).ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Oι ασθενείς όλων των ομάδων έδειξαν αύξηση των επιπέδων VEGF την 10th post-op day, σε σχέση με την pre-op day. Η αύξηση αυτή ήταν στατιστικά σημαντική στις ομάδες I, II και IV (p=0.008, p=0.017 και p=0.000, αντίστοιχα). Οι ασθενείς των ομάδων I και IIΙ (βραχεία διάρκεια θρομβοπροφύλαξης) είχαν, κατά την 30th post-op day, υψηλότερα επίπεδα VEGF, σε σχέση με τα αντίστοιχα των ασθενών με μακράς διάρκειας θρομβοπροφύλαξη, δηλαδή των ομάδων II και IV (p=0.000). Το αποτέλεσμα αυτό οφείλονταν κυρίως στα επίπεδα της ομάδας IV, οι ασθενείς της οποίας ήταν οι μόνοι των οποίων τα επίπεδα VEGF κατά την 30η post-op day, δεν διέφεραν από αυτά της pre-op day. Επιπλέον, η υψηλή δόση τινζαπαρίνης, για μακρά διάρκεια χορήγησης, έχει ως αποτέλεσμα συνολικά την αποτελεσματικότερη ρύθμιση του συστήματος πήξης, μέσω ρύθμισης της διακύμανσης των επιπέδων ενεργότητας των πρωτεϊνών ATIII, C και του παράγοντα VIII.ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Η περιεγχειρητική θρομβοπροφύλαξη των ασθενών με καρκίνο του παχέος εντέρου, με δόση LMWH 4.500 IU για 30 ημέρες, έχει ως αποτέλεσμα την ομαλοποίηση των διακυμάνσεων των επιπέδων του VEGF, κατά τη μετεγχειρητική περίοδο, έτσι ώστε αυτά την 30th post-op day να μη διαφέρουν από τα αντίστοιχα της pre-op day και ταυτόχρονα την αποτελεσματικότερη ρύθμιση παραγόντων του μηχανισμού πήξης. 618 192 219 απόψεις των εκπαιδευτικών για την εφαρμογή της στο Δημοτικό σχολέιο The purpose of this study was to research the opinions of Primary Education teachers of Ioannina regarding the application of student assessment’s pedagogical function in elementary schools. This thesis consists of two parts: the theoretical approach and the empirical approach. In the theoretical part, concepts related to student assessment and the benefits of assessment’s pedagogical functions for the students, the teacher and the teaching process are presented and analyzed. Subsequently, the conditions that should be fulfilled in every stage of student assessment in order to ensure those benefits are presented. The empirical part contains the research methodology, research findings, conclusions and suggestions. According to the survey’s results, it was found that the majority of the teachers agrees with the importance of student assessment in elementary school. Additionally, a significant percentage of the research participants stated that it is possible to fulfill the necessary conditions in order to apply student assessments pedagogical functions in elementary schools (utilizing alternative assessment techniques, descriptive assessment etc.). Finally, it was found that, according to the teachers, the factors that might prevent the application of student assessment’s pedagogical function are mainly related to issues of a practical nature. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η διερεύνηση των απόψεων των εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης του Νομού Ιωαννίνων σχετικά με την εφαρμογή της παιδαγωγικής λειτουργίας της αξιολόγησης του μαθητή στο Δημοτικό Σχολείο. Η εργασία αποτελείται από δύο μέρη: το θεωρητικό και το εμπειρικό. Στο θεωρητικό μέρος παρουσιάζονται και αναλύονται έννοιες που σχετίζονται με την αξιολόγηση του μαθητή και με την παιδαγωγική της λειτουργία, καθώς και τα οφέλη της για τους μαθητές, τον εκπαιδευτικό και τη διδασκαλία. Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληρούνται σε κάθε στάδιο της αξιολόγησης του μαθητή, προκειμένου να εξασφαλιστούν τα οφέλη της παιδαγωγικής της λειτουργίας. Το εμπειρικό μέρος περιλαμβάνει τη μεθοδολογία της έρευνας, τα ερευνητικά ευρήματα, τα συμπεράσματα και τις προτάσεις. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, διαπιστώθηκε ότι η πλειονότητα των εκπαιδευτικών συμφωνεί με την αναγκαιότητα της αξιολόγησης του μαθητή στο Δημοτικό Σχολείο Ακόμα, σημαντικό ποσοστό των συμμετεχόντων δήλωσε ότι υπάρχει η δυνατότητα για ικανοποίηση των απαραίτητων προϋποθέσεων (δυνατότητα χρήσης εναλλακτικών τεχνικών αξιολόγησης, δυνατότητα εφαρμογής της περιγραφικής αξιολόγησης κ.λπ.), ώστε η παιδαγωγική λειτουργία της αξιολόγησης του μαθητή να αξιοποιηθεί στο Δημοτικό Σχολείο. Τέλος, διαπιστώθηκε ότι, σύμφωνα με τους εκπαιδευτικούς, οι παράγοντες που μπορεί να παρεμποδίζουν την εφαρμογή της παιδαγωγικής λειτουργίας της αξιολόγησης του μαθητή στο Δημοτικό Σχολείο σχετίζονται κυρίως με ζητήματα πρακτικής φύσεως. 619 207 200 Design and development of a new alternative and optimized synthetic route of Rucaparib, a selective inhibitor for the treatment of neoplasms Σχεδιασμός και ανάπτυξη νέας εναλλακτικής και βελτιωμένης ολικής συνθετικής πορείας του Rucaparib, εκλεκτικού αναστολέα για τη θεραπεία νεοπλασιών Malignant tumors are one of the most important and most widespread group of diseases in the world, with millions of people suffering or dying from various types of cancers. The most promising method of treatment is targeted anti-cancer treatment either through low molecular weight inhibitors or through monoclonal antibodies. However, this therapeutic route is inaccessible due to its high cost. Rucaparib (Rubraca ™) is a low molecular weight selective inhibitor of poly (ADP-ribose) - (PARP) polymerase enzyme that has demonstrated significant contribution to the survival of patients bearing neoplasia and was approved by the FDA in December 2016 and is now being used in clinical therapy against ovarian cancer, against fallopian cancer and primary peritoneal cancer. Nevertheless, the current synthetic routes of Rucaparib are characterized by a large number of synthetic stages, high cost and low overall efficiency, increasing dramatically the overall cost of targeted anticancer therapy. Considering all these matters, a necessity to design and develop a new alternative optimized approach for the synthesis of the bioactive compound of Rucaparib has been noted and this is exactly what this master thesis will attempt to do. Οι κακοήθεις νεοπλασίες αποτελούν μία από τις σημαντικότερες και πιο διαδεδομένες ομάδες ασθενειών παγκοσμίως με εκατομμύρια ατόμων να ασθενούν ή να πεθαίνουν από τα διάφορα είδη καρκίνων. Η πιο πολλά υποσχόμενη μέθοδος θεραπείας είναι η στοχευμένη αντικαρκινική θεραπεία είτε μέσω των αναστολέων μικρού μοριακού βάρους, είτε μέσω των μονοκλωνικών αντισωμάτων. Ωστόσο, αυτή η θεραπευτική οδός κρίνεται απρόσιτη λόγω του υψηλού κόστους που την χαρακτηρίζει. Το Rucaparib (Rubraca™) είναι ένας εκλεκτικός αναστολέας μικρού μοριακού βάρους του ενζύμου της πολυμεράσης της πολυ(ADP-ριβόζης) – (PARP), που παρουσίασε σημαντική συνεισφορά στην επιβίωση ασθενών με νεοπλασίες και έλαβε έγκριση από τον FDA το Δεκέμβριο του 2016 για την αξιοποίησή του στην κλινική θεραπεία κατά του καρκίνου των ωοθηκών, κατά του καρκίνου των σαλπίγγων και κατά του πρωτεύοντος περιτοναϊκού καρκίνου. Εντούτοις, οι υπάρχουσες πορείες σύνθεσης του Rucaparib χαρακτηρίζονται από μεγάλο αριθμό συνθετικών σταδίων, υψηλό κόστος και χαμηλή συνολική απόδοση, εκτοξεύοντας το συνολικό κόστος της στοχευμένης αντικαρκινικής θεραπείας. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, στο πλαίσιο αυτού του μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης (Μ.Δ.Ε.) κρίθηκε αναγκαία και επιχειρήθηκε η ανάπτυξη και ο σχεδιασμός μίας νέας εναλλακτικής συνθετικής πορείας του βιοδραστικού σκευάσματος του Rucaparib. 620 582 546 Η συμβολή της νοσηλευτικής στη μετεγχειρητική αναλγησία ουρολογικών ασθενών The postoperative pain constitutes a serious problem both for the patient and for the health professional and its insufficient addressing still remains a matter of a great concern. It is a fact that over the latest years there has been an important progress in postoperative pain management. Knowing and comprehending the mechanisms of pain, which has led to developing new techniques and therapeutic interventions, has helped towards that. Opioids still remain the cornerstone of postoperative pain treatment that can be administered in many ways. Harmful side effects from the insufficient analgesia are well known. Postoperative pain management is essential and constitutes integral part of perioperative patient care. The aim of the present study is to determine the frequency of nurse’s calls for additional analgesia in postoperative patients with urological problems, in relation with the type of analgesia received or not received during their postoperative analgesia after retropubic prostatectomy and radical nephrectomy. It is a retrospective study that was conducted in the Urology department of General Hospital of Ioannina "G.Hatzikosta" in the last five-year period and the sample consists of 127 patients that were submitted to these operations. The patients were separated in groups depending on the type of intervention and in subgroups depending on the type of postoperative analgesia they received (cocktail or epidoural analgesia ) or did not receive (cocktail). The statistical analysis of data was conducted became with the use of statistical parcel of SPSS -13. According to the results in the group of patients with R.P. we realise that from the total number of patients that received cocktail (56 patients), 69,6% did not make a call, while only 30,4% made a call for additional postoperative analgesia From the total number of patients that did not receive cocktail (26 patients),only 3,8% did not make a call to the nurse, while 96,2% made a call for additional postoperative analgesia. The number of patients that made call to the nurse for additional postoperative analgesia was statistically considerably larger in the group that did not receive analgesia (cocktail) (p = 0,00) while as to the number of calls to the nurse for additional analgesia, once again we realise that this number is statistically considerably larger in the team that did not receive (cocktail). ( p = 0,00). In the group of patients with R.N. the results of the research showed that for those who received epidoural analgesia(12 patient) 83,4% did not make a call to the nurse, while only 16,6% made a call to the nurse, for those that received cocktail (33 patient) 94% did not make call in the nurse, while only 6% made a call. Moreover, comparing the type of analgesia, epidoural or cocktail in relation with the calls to the nurse for additional postoperative analgesia we realise that it does not reach statistically important levels (p = 0,321). The results of the present study lead to the conclusion that the continuous intravenous infusion of cocktail with constant flow of infusion is equally effective to the epidoural analgesia while there is a tendency which indicates that the cocktail has better effectiveness, however, this tendency is not statistically important. Given the complications involved in the placement as well as the use of epidoural analgesia, the use of continuous intravenous infusion of cocktail proves to be more attractive. Furthermore, the use of analgetics and specifically the intravenous administration of constant flow of infusion decreases considerably the employment of the nurse offering more time for providing more essential and better quality of nursing care. Ο μετεγχειρητικός πόνος αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για τον ίδιο τον ασθενή και τον επαγγελματία υγείας και η ανεπαρκής αντιμετώπισή του παραμένει ακόμα ένα ζήτημα μεγάλης ανησυχίας. Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει σημαντική πρόοδος στην αντιμετώπιση του μετεγχειρητικού πόνου. Σε αυτό βοήθησε η γνώση και η κατανόηση των μηχανισμών του πόνου, που οδήγησαν στο σχεδιασμό νέων τεχνικών και θεραπευτικών παρεμβάσεων. Ο θεμέλιος λίθος της αναλγησίας είναι τα οπιοειδή, τα οποία μπορεί να χορηγηθούν από ποικιλία οδών. Τα επιβλαβή αποτελέσματα από την ανεπαρκή αναλγησία είναι γνωστά. Η αντιμετώπιση του μετεγχειρητικού πόνου είναι ουσιώδης και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της περιεγχειρητικής φροντίδας του ασθενούς. Σκοπός της παρούσης μελέτης είναι να διερευνηθεί η συχνότητα των κλήσεων του νοσηλευτή για πρόσθετη αναλγησία σε μετεγχειρητικούς ουρολογικούς ασθενείς, σε σχέση με το είδος της αναλγησίας που έλαβαν ή δεν έλαβαν κατά την διάρκεια της μετεγχειρητικής αναλγησίας τους μετά από επέμβαση διακυστικής προστατεκτομής (Δ.Π.) και ριζικής νεφρεκτομής (Ρ.Ν.). Πρόκειται για μια αναδρομική μελέτη που πραγματοποιήθηκε στην Ουρολογική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων «Γ.Χατζηκώστα» την τελευταία πενταετία και το δείγμα αποτέλεσαν 127 συνολικά ασθενείς οι οποίοι υποβλήθηκαν στις παραπάνω επεμβάσεις. Οι ασθενείς χωρίστηκαν σε ομάδες ανάλογα με το είδος της επέμβασης και σε υποομάδες ανάλογα με το είδος της μετεγχειρητικής αναλγησίας που έλαβαν (cocktail ή επισκληρίδιο) ή που δεν έλαβαν (cocktail). Η στατιστική ανάλυση των δεδομένων έγινε με την χρησιμοποίηση του στατιστικού πακέτου SPSS-13. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα στην ομάδα των ασθενών με Δ.Π. διαπιστώνουμε ότι από το σύνολο των ασθενών που έλαβε το cocktail (56 ασθενείς), το 69,6% των ασθενών δεν έκαναν κλήση, ενώ μόλις το 30,4% έκαναν κλήση για πρόσθετη αναλγησία. Από το σύνολο των ασθενών που δεν έλαβαν cocktail (26 ασθενείς), μόλις 3,8% των ασθενών δεν έκανε κλήση στο νοσηλευτή, ενώ το 96,2% έκαναν κλήση για πρόσθετη αναλγησία. Ο αριθμός των ασθενών που έκαναν κλήση στο νοσηλευτή για πρόσθετη αναλγησία ήταν στατιστικά σημαντικά μεγαλύτερος στην ομάδα που δεν έλαβε αναλγησία (cocktail) (p=0,00) ενώ ότι αφορά τον αριθμό των κλήσεων του νοσηλευτή για πρόσθετη αναλγησία και πάλι διαπιστώνουμε ότι αυτός ο αριθμός είναι στατιστικά σημαντικά μεγαλύτερος στην ομάδα που δεν έλαβε (cocktail).(p=0,00). Στην ομάδα των ασθενών με Ρ.Ν. τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι για εκείνους που επιλέχθηκε η επισκληρίδιος αναλγησία (12 ασθενείς) το 83,4% των ασθενών δεν έκαναν κλήση στον νοσηλευτή, ενώ μόλις το 16,6% έκανε κλήση στον νοσηλευτή, ενώ για εκείνους που επιλέχθηκε το cocktail (33 ασθενείς) το 94% των ασθενών δεν έκαναν κλήση στο νοσηλευτή, ενώ μόλις το 6% έκαναν κλήση. Επίσης συγκρίνοντας το είδος αναλγησίας ,επισκληρίδιος ή cocktail σε σχέση με τις κλήσεις του νοσηλευτή για πρόσθετη αναλγησία διαπιστώνουμε ότι δεν αγγίζει στατιστικώς σημαντικά επίπεδα (p=0,321). Τα αποτελέσματα της παρούσης μελέτης οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η συνεχής ενδοφλέβια έγχυση αναλγητικού μίγματος cocktail με σταθερή ροή έγχυσης είναι το ίδιο αποτελεσματική με την επισκληρίδιο αναλγησία με μία τάση όπου διαφαίνεται ότι το cocktail να έχει καλλίτερη αποτελεσματικότητα χωρίς αυτή η τάση να είναι στατιστικώς σημαντική. Η επισκληρίδιος αναλγησία δεδομένου των επιπλοκών που εγκυμονεί η τοποθέτηση όσο και η χρήση της, καθιστά την χρήση συνεχούς ενδοφλέβιας έγχυσης αναλγητικού μίγματος cocktail ελκυστικότερη. Επίσης, η χρήση των αναλγητικών και ειδικότερα η ενδοφλέβια οδός χορήγησης σταθερής ροής έγχυσης, μειώνει σημαντικά την απασχόληση του νοσηλευτή προσφέροντας περισσότερο χρόνο για ουσιαστικότερη και ποιοτικότερη παροχή νοσηλευτικής φροντίδας. 621 262 275 Εναλλακτικές μέθοδοι προσέγγισης του μαθήματος της φυσικής αγωγής μέσα από την τέχνη (χορός, μουσική, θέατρο) στην (προ)σχολική εκπαίδευση The content of the course of physical education is particularly important, but the same is true of how they are taught. The way in which physical education is taught is important because it determines the abilities and skills that students will acquire. This is the reason why different forms of teaching in physical education have evolved, which are evolving more and more, reflecting different ways of teaching and a different degree of participation of the teacher and the student. The range of teaching styles is important for practical reasons as students are different, with different learning styles and different abilities (Mosston & Ashworth, 2002; Melograno, 1997). This means that the different styles of teaching in physical education are important in the sense that they influence how students learn in a different way (Joyce et al., 2000). In this context, alternative forms of physical education teaching have been developed with a view to the students' full development. Some of these forms have been developed with a focus on various forms of art, and this is also the subject of the present study which reflects the research efforts in this field and their findings. This study is a bibliographic review of the research that has been developed on the subject, which will attempt a meta-analysis, ie re-examination of their findings. This paper is structured in five chapters. The first chapter includes the report of the problem, while the second chapter presents the bibliographic review. The third chapter reflects the methodology of the survey, the fourth results and the fifth the conclusions and the discussion. Το περιεχόμενο του μαθήματος της φυσικής αγωγής είναι ιδιαίτερα σημαντικό αλλά το ίδιο ισχύει και για τον τρόπο διδασκαλίας του. Ο τρόπος διδασκαλίας του μαθήματος της φυσικής αγωγής είναι σημαντικός διότι καθορίζει τις ικανότητες και τις δεξιότητες που οι μαθητές θα αποκτήσουν. Αυτός είναι και ο λόγος που έχουν αναπτυχθεί διαφορετικά στυλ διδασκαλίας στη φυσική αγωγή, τα οποία εξελισσόμενα όλο και περισσότερο, αποτυπώνουν διαφορετικούς τρόπους διδασκαλίας και διαφορετικό βαθμό συμμετοχής του εκπαιδευτικού και του μαθητή. Το φάσμα των στυλ διδασκαλίας είναι σημαντικό και για πρακτικούς λόγους αφού οι μαθητές είναι διαφορετικοί, με διαφορετικούς τρόπους μάθησης και διαφορετικές ικανότητες (Mosston & Ashworth, 2002; Melograno, 1997). Αυτό σημαίνει ότι τα διαφορετικά στυλ διδασκαλίας στη φυσική αγωγή είναι σημαντικά υπό την έννοια ότι επηρεάζουν τον τρόπο μάθησης των μαθητών με διαφορετικό τρόπο (Joyce et al., 2000). Στο πλαίσιο αυτό έχουν αναπτυχθεί εναλλακτικές μορφές διδασκαλίας της φυσικής αγωγής με στόχο την ολόπλευρη ανάπτυξη των μαθητών. Κάποιες από τις μορφές αυτές αναπτύχθηκαν με επίκεντρο διάφορες μορφές τέχνης και αυτό αποτελεί και το θέμα της παρούσας μελέτης που αποτυπώνει τις ερευνητικές προσπάθειες που υπάρχουν σε αυτό το πεδίο και τα ευρήματα τους. Η παρούσα μελέτη αποτελεί βιβλιογραφική ανασκόπηση των ερευνών που έχουν αναπτυχθεί πάνω στο θέμα, στις οποίες θα επιχειρηθεί μία μετανάλυση, δηλαδή εκ νέου εξέταση των ευρημάτων τους. Η παρούσα εργασία διαρθρώνεται σε πέντε κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο περιλαμβάνει την αναφορά του προβλήματος ενώ στο δεύτερο κεφάλαιο παρατίθεται η βιβλιογραφική ανασκόπηση. Στο τρίτο κεφάλαιο αποτυπώνεται η μεθοδολογία της έρευνας, στο τέταρτο τα αποτελέσματα της και στο πέμπτο τα συμπεράσματα και η συζήτηση. 622 275 269 Implementation and evaluation of a psychoeducational program for the enhancement of emotional intelligence, empathy, resilience and stress management to officers of the Hellenic Police Εφαρμογή και αξιολόγηση ενός ψυχοεκπαιδευτικού προγράμματος για την ενίσχυση της συναισθηματικής νοημοσύνης, της ενσυναίσθησης, της ψυχικής ανθεκτικότητας και της διαχείρισης στρες σε αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας Numerous studies give prominence to the importance of the enhancement of emotional intelligence, empathy, resilience and stress management skills of police officers, as these skills are connected to several positive variables of physical and mental health, as well as work performance of police officers. However, the research regarding interventions for the enhancement of those skills is limited. This outcome research aims at the implementation and evaluation of effectiveness of a psychoeducational program of 4 4-h sessions, designed to enhance emotional intelligence, empathy, resilience and stress management skills of police officers. 50 Hellenic police officers participated in the research, separated in the intervention group (N = 23) and the control group (N = 27). The participants completed five self-report instruments (EQ-i 2.0, SEIS, IRI, PSS, CD-RISC) before and after the implementation of the program, as well as three months later. Results indicated improvement of the emotional intelligence levels, overall and of certain parts, improvement of the empathy levels, overall and of certain parts, as well as improvement of resilience and stress management levels in the intervention group compared to the control group which did not improve over time. The positive changes for the intervention group remained significant three months after the intervention and were independent from the gender of the participants. This study offers supplementary empirical evidence to the claim that emotional intelligence, empathy, resilience and stress management can be modified through intensive training and suggests the incorporation of the psychoeducational program into the initial and recurrent training programs of police officers. Μεγάλος αριθμός μελετών αναδεικνύουν την αναγκαιότητα εφαρμογής παρεμβάσεων για την ενίσχυση της συναισθηματικής νοημοσύνης, της ενσυναίσθησης, της ψυχικής ανθεκτικότητας και της διαχείρισης στρες των αστυνομικών, προκειμένου να επιτευχθούν διάφορα θετικά αποτελέσματα στην ψυχική και σωματική υγεία και την εργασιακή τους απόδοση. Ωστόσο, ελάχιστες είναι οι σχετικές έρευνες. Η παρούσα έρευνα έχει σκοπό την εφαρμογή και αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας ενός εντατικού ψυχοεκπαιδευτικού προγράμματος τεσσάρων τετράωρων συναντήσεων για την ενίσχυση της συναισθηματικής νοημοσύνης, της ενσυναίσθησης, της ψυχικής ανθεκτικότητας και της διαχείρισης στρες σε Αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας. Στην έρευνα συμμετείχαν συνολικά 50 Αξιωματικοί, οι 23 εκ των οποίων αποτέλεσαν την ομάδα παρέμβασης και οι 27 την ομάδα ελέγχου. Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν πέντε εργαλεία αυτοαναφοράς (EQ-i 2.0, SEIS, IRI, PSS, CD-RISC) πριν την εφαρμογή του προγράμματος, μετά την ολοκλήρωσή του, καθώς και τρεις μήνες αργότερα. Τα αποτελέσματα έδειξαν βελτίωση των επιπέδων συναισθηματικής νοημοσύνης συνολικά, αλλά και επιμέρους πτυχών της, των επιπέδων ενσυναίσθησης συνολικά, αλλά και επιμέρους πτυχών της, καθώς και των επιπέδων ψυχικής ανθεκτικότητας και διαχείρισης στρες για τους συμμετέχοντες της ομάδας παρέμβασης μετά την εφαρμογή του προγράμματος, σε αντίθεση με τους συμμετέχοντες της ομάδας ελέγχου που δεν παρουσίασαν μεταβολή. Τα θετικά αποτελέσματα διατηρήθηκαν στο χρόνο και ήταν ανεξάρτητα από το φύλο των συμμετεχόντων. Η παρούσα έρευνα παρέχει εμπειρική στήριξη στον ισχυρισμό ότι η συναισθηματική νοημοσύνη, η ενσυναίσθηση, η ψυχική ανθεκτικότητα και η διαχείριση στρες μπορούν να ενισχυθούν μέσα από κατάλληλες παρεμβάσεις, με πιθανή εφαρμογή την ενσωμάτωση παρόμοιων παρεμβάσεων στα προγράμματα εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσης των αστυνομικών. 623 453 377 School leak and low estimation of Roma students in Greek high school from 2010 up to 2018 Σχολική διαρροή και υποεπίδοση των μαθητών Ρομά στο Γυμνάσιο 2010-2018 Mental culture and education are considered both as an intertemporal and universal demand for every human being. Every child’s right to education is enforced by legislation and it’s protected internationally in many countries. In Greece, since 1997, the nine-year, complete, compulsory and free education has been established and admission exams for secondary education have been abolished. Although school attendance in compulsory education is obligatory, the phenomenon that occurs is that students, especially from socially vulnerable groups, such as the ROMA, drop out of school before completing the secondary education or have low school performance and are unable to be promoted to the next school grade. According to statistics, school leak and low school performance are noticed especially among the Roma children, the refugees’ children and children from ethnic and cultural minorities. These elements were the stimulus for the choice of the specific subject. The subject of school leak and low school performance of Roma students has preoccupied the state almost for the last thirty years, great amounts of money have been spent by the European Union and the Greek State, there has been progress as far as school leak is concerned, but the phenomenon still exists. In the beginning of this survey terms such as school leak, low school performance, Roma Students are clarified. Then, results are presented from the Institute of Educational Policy as well as a report from the European Union concerning the percentage of students who drop out of compulsory education and tend to have low school performance. The survey was conducted through the quality approach, so that teachers could present a fertile testimony on two main fields: the factors that make up the phenomenon of school leak and low school performance and the suggestions concerning the facilitation of their daily educational task. The elements that turned up from this survey are in accordance with the official elements, that is, the reduced school leak during the last decade but on the other hand stability in low school performance from this population group. It was proved that social and financial factors prevent the Roma students from their normal school attendance and it is emphasized that the Greek school is unable to help the students who find it difficult to meet their school obligations. Besides it became obvious that teachers are unable to organize their educational task more effectively especially when this is addressed to disparate classes. In conclusion, we could say that the institutional and structural changes in the Greek educational system are about to play a leading role in the social- cultural integration of the vulnerable social groups and of the social cohesion. Η πνευματική καλλιέργεια και η εκπαίδευση αποτελεί διαχρονικό και πανανθρώπινο αίτημα του ανθρώπου. Το δικαίωμα κάθε παιδιού στην εκπαίδευση είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο και προστατεύεται διεθνώς στις περισσότερες χώρες. Στην Ελλάδα από το 1976 καθιερώθηκε η εννιάχρονη, καθολική, υποχρεωτική, δωρεάν εκπαίδευση και καταργήθηκαν οι εισαγωγικές εξετάσεις για το γυμνάσιο. Μολονότι είναι υποχρεωτική η φοίτηση στην υποχρεωτική εκπαίδευση παρατηρείται το φαινόμενο μαθητές, κυρίως από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες, όπως οι Ρομά, να εγκαταλείπουν το σχολείο πριν την ολοκλήρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή να έχουν πολύ χαμηλές επιδόσεις και να αδυνατούν να προαχθούν στην επόμενη τάξη. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, η σχολική διαρροή και υποεπίδοση παρατηρείται ιδιαίτερα, ανάμεσα στα παιδιά Ρομά, στα παιδιά προσφύγων και εθνοτικών και πολιτισμικών μειονοτήτων. Τα στοιχεία αυτά ήταν το έναυσμα για την επιλογή του θέματος. Το θέμα της σχολικής διαρροής και υποεπίδοσης των Ρομά μαθητών έχει απασχολήσει την πολιτεία τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια, έχουν δαπανηθεί μεγάλα ποσά από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από το ελληνικό κράτος, έχει συντελεστεί πρόοδος, ειδικά όσον αφορά στη σχολική διαρροή, αλλά το φαινόμενο συνεχίζει να υπάρχει. Στην αρχή της έρευνας αποσαφηνίζονται οι όροι σχολική διαρροή, υποεπίδοση, μαθητές Ρομά. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται αποτελέσματα του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής και της Έκθεσης Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα ποσοστά μαθητών που εγκαταλείπουν την υποχρεωτική φοίτηση και σημειώνουν χαμηλές επιδόσεις. Η έρευνα έγινε μέσω της ποιοτικής προσέγγισης, ώστε οι καθηγητές να δώσουν μια κατάθεση γόνιμη σε δύο κυρίως επίπεδα: στους παράγοντες που διαμορφώνουν το φαινόμενο της σχολικής διαρροής και υποεπίδοσης και σε προτάσεις για το πώς θα μπορούσαν να διευκολυνθούν στο καθημερινό εκπαιδευτικό τους έργο. Από αυτή την ανάλυση προέκυψαν στοιχεία που συμφωνούν με τα επίσημα στοιχεία, δηλαδή τη μειωμένη σχολική διαρροή την τελευταία δεκαετία, αλλά τη σταθερότητα σε χαμηλές επιδόσεις αυτής της πληθυσμιακής ομάδας. Αποδείχθηκε ότι κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες εμποδίζουν τους μαθητές Ρομά στην ομαλή φοίτησή τους και αναδεικνύεται ο αδύναμος ρόλος του ελληνικού σχολείου να βοηθήσει τους μαθητές με δυσκολίες προκειμένου να ανταποκριθούν στα σχολικά τους καθήκοντα. Καταδείχθηκε, εξάλλου, η αδυναμία των εκπαιδευτικών να οργανώσουν αποτελεσματικότερα το εκπαιδευτικό τους έργο, ιδιαίτερα όταν απευθύνονται σε ανομοιογενή τμήματα μαθητών. Εν κατακλείδι, διαπιστώνεται πως η κοινωνική και πολιτισμική ένταξη των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων θα πραγματοποιηθεί και μέσα από θεσμικές και διαρθρωτικές αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα. 624 194 194 Φιλοσοφικές συνιστώσες στο ἱπποκρατικό εργο Περί ἀέρων, ὑδάτων, τόπων καί ἡ ερμηνευτική προσέγγιση του Ἀδαμαντίου Κοραῆ The purpose of this Master’s thesis is the demonstration of the inseparable connection between philosophy and medicine, since according to Hippocrates the science of Medicine is intertwined with Philosophy. This connection is also highlighted in the book On Airs, Waters and Places, by Hippocrates which constitutes the dominant topic of this postgraduate dissertation. The project is consisted by eight chapters, the first of them (pp. 9-19) discusses the historical and philosophical frame that precedes the Hippocratic teaching while the second one (pp. 21-41) comprises the opinions of the Presocratic philosophers concerning the creation of the universe. In the sequel in the third chapter (pp. 43-53) certain introductory observations of the Hippocrates work are presented and the fourth part (pp. 54-86) is dedicated to every climatic conditions and changes that are responsible for people’s health but also for variant diseases that affect humans. The fifth chapter (pp. 87-99) concerns the theory of the four humors , the sixth one (pp. 100-116) is about the impact of climatic conditions on miscellaneous European and Asiatic people and the seventh chapter (pp. 117-170) is devoted to the influence of the Hippocratic theory on the work of Adamantios Korais. Στόχος τής παρούσης έργασίας άποτελεί ή άνάδειξη τής άρρηκτης σχέσης μεταξύ φιλοσοφίας καί ίατρικής, καθώς γιά τον Ίπποκράτη ή ίατρικη έπιστήμη ήταν συνυφασμένη με τη φιλοσοφία. Ή έν λόγω σχέση άναδεικνύεται καί στο ίπποκρατικο έργο Περί αέρων, νδάτων, τόπων πού άποτελεί καί τη βασικη θεματικη τής έν λόγω μεταπτυχιακής διατριβής. Ή έργασία άποτελείται άπο οκτώ κεφάλαια με το πρώτο (σσ. 9-19) νά θέτει το ίστορικο καί φιλοσοφικο πλαίσιο πού προηγείται τής ίπποκρατικής διδασκαλίας καί στο δεύτερο (σσ. 2141) άναλύονται οί άπόψεις τών Προσωκρατικών φιλοσόφων γιά τη δημιουργία του σύμπαντος. Έν συνεχεία στο τρίτο μέρος (σσ. 43-53) παρουσιάζονται όρισμένες εισαγωγικές παρατηρήσεις πού άφορουν στο έργο του Κώου ίατρου, ένώ στο τέταρτο μέρος (σσ. 54-86) μνημονεύονται όλες οί κλιματικές συνθήκες καί μεταβολές πού ευθύνονται γιά την ύγεία τών άνθρώπων άλλά καί γιά τίς διάφορες νόσους πού τούς προσβάλλουν. Στο πέμπτο κεφάλαιο (σσ. 87-99) μνημονεύεται ή θεωρία τών τεσσάρων χυμών, στο έκτο (σσ. 100-116) ή έπενέργεια τών κλιματολογικών συνθηκών στούς διάφορους ευρωπαϊκούς καί άσιατικούς λαούς καί στο έβδομο (σσ. 117-170) άναφέρονται οί άπηχήσεις τής ίπποκρατικής θεωρίας στο έργο του Αδαμαντίου Κοραή. 625 470 496 Determination of circulating oncomiRs and angiomiRs in blood of cancer patients and investigation of their diagnostic, prognostic and predictive capacity Προσδιορισμός κυκλοφορούντων oncomiRs και angiomiRs στο αίμα ασθενών με καρκίνο και διερεύνηση της διαγνωστικής, προγνωστικής και προβλεπτικής τους ικανότητας An important role in the process of tumorigenesis has been attributed in recent years to microRNAs. The microRNAs are small RNA molecules that negatively regulate the gene expression of the majority of proteins on post-transcriptional level. Initially, it was thought that only the 5’ side of mature RNA was functional, while the other strand was degraded. However, the latest studies suggest that the less abundant strand (miRNA* or miR-3p) is also functional. A progress in the understanding of the biology and contribution of microRNAs in cancer is steadily ongoing. They are considered promising biomarkers due to their resistance to biochemical changes and their stability on circulation. Numerous studies have identified the prognostic and predictive value of specific microRNAs in cancer. In this study we investigated the role of microRNA associated with both angiogenesis and tumorigenesis in solid tumors, breast, gastric and colorectal cancer. Under control of the expression both of the two strands of the same microRNA and the effect of the surgical resection we studied the kinetics of three microRNAs (miR-195, miR-21, miR-155) in the blood of breast cancer patients, four microRNAs (miR-155-5p, miR- 155-3p, miR-21-5p, miR-21-3p, let-7a, miR-200c) in gastric cancer patients and four microRNAs (miR-155-5p, miR-155-3p, miR-135a-5p, miR-135a-3p, let-7a, miR- 200c) in the blood of colorectal cancer patients pre-operatively and post-operatively (3d, 7th and 30th post-operative day). Furthermore, we studied the expression of a group of microRNAs that have been associated with apoptosis in blasts isolated from patients with acute myeloid leukemia and the prediction of their target genes. In breast cancer persistently elevated levels postoperatively miR-195 were detected only in the patients who developed early tumor recurrence and that the levels of miR- 155 tended to be increased three days after surgery. In gastric cancer, for the first time, it found that both strands of miR-21 and miR-155 are expressed, following different expression profiles. It is also found that high expression levels preoperatively of miR-200c provide more chances to occurrence of metastasis. However, in contrast to gastric cancer, the expression of miR-155-3p is expressed in higher levels than the miR-155-5p in colorectal cancer. For the first time we found that, the miR-155-3p may have a functional role in colorectal cancer. In the study of microRNAs involved in apoptosis in patients with acute myeloid leukemia, we found that between the predicted targets of over-expressed microRNAs are genes encoding pro-apoptotic zinc finger proteins and solute carrier membrane receptors. While, between the predicted target of downregulated miRNAs are genes involved in chromatin remodeling suggesting that altered function of epigenetic modifiers in AML may be due to dysregulation of miRNAs. Overall, these data highlight the role of microRNAs in oncogenesis and angiogenesis and their clinical potential as predictive cancer biomarkers. Σημαντικός ρόλος στη διαδικασία της ογκογένεσης και αγγειογένεσης αποδίδεται τα τελευταία χρόνια στα microRNAs. Τα microRNA είναι μικρά μόρια RNA που ρυθμίζουν αρνητικά την έκφραση γονιδίων σε μετά-μεταγραφικό επίπεδο. Αρχικά, επικρατούσε η άποψη ότι μόνο το 5’ σκέλος των microRNAs ήταν λειτουργικό, ενώ το 3’ αποικοδομούνταν. Ωστόσο, σε τελευταίες μελέτες φαίνεται ότι ο λιγότερο άφθονος κλώνος (miRNA* ή miR-3p) είναι επίσης λειτουργικός. Όντας σταθερά στην κυκλοφορία και ανθεκτικά σε βιοχημικές αλλαγές, τα microRNAs αποτελούν ελπιδοφόρους βιοδείκτες. Πληθώρα μελετών έχουν ταυτοποιήσει την έκφραση συγκεκριμένων microRNA με προγνωστική και προβλεπτική ικανότητα. Εκτιμάται ότι τέτοιου είδους μικρά μόρια RNA μπορούν να αξιοποιηθούν για τον καλύτερο ιατρικό χειρισμό ασθενών με καρκίνο. Στην παρούσα μελέτη διερευνήσαμε το ρόλο των microRNA που σχετίζονται τόσο με την αγγειογένεση όσο και με την ογκογένεση σε συμπαγείς όγκους, τον καρκίνο του μαστού, του στομάχου και του παχέος εντέρου. Επιπλέον μελετήσαμε την πιθανή έκφραση και των δύο κλώνων του ίδιου microRNA. Στο πλαίσιο ελέγχου της επίδρασης της χειρουργικής πράξης μελετήσαμε την κινητική τριών microRNA (miR- 195, miR-21, miR-155) στο αίμα ασθενών με καρκίνο του μαστού, τεσσάρων microRNA (miR-155-5p, miR-155-3p, miR-21-5p, miR-21-3p, let-7a, miR-200c) στο αίμα ασθενών με καρκίνο του στομάχου και τεσσάρων microRNA (miR-155-5p, miR-155-3p, miR-135a-5p, miR-135a-3p, let-7a, miR-200c) στο αίμα ασθενών με καρκίνο του παχέος εντέρου προ-εγχειρητικά και μετεγχειρητικά (3η, 7η και 30η μετεγχειρητική ημέρα). Επιπλέον μελετήσαμε την έκφραση μιας ομάδας microRNAs που έχουν συσχετισθεί με την απόπτωση σε βλάστες που απομονώθηκαν από ασθενείς με οξεία μυελογενή λευχαιμία (ΟΜΛ) και την πρόβλεψη των γονιδίων – στόχων τους. Στον καρκίνο του μαστού επίμονα αυξημένα μετεγχειρητικά επίπεδα του miR-195 ανιχνεύθηκαν μόνο σε ασθενείς που ανέπτυξαν πρώιμη υποτροπή του όγκου και τα επίπεδα του miR-155 έτειναν να αυξάνονται τρεις ημέρες μετά την επέμβαση. Στον καρκίνο του στομάχου για πρώτη φορά διαπιστώθηκε ότι και οι δύο κλώνοι του miR- 21 και του miR-155 εκφράζονται σε ασθενείς με καρκίνο του στομάχου, αν και ακολουθούν διαφορετικό προφίλ έκφρασης. Επίσης βρέθηκε ότι τα υψηλά επίπεδα έκφρασης προεγχειρητικά του miR-200c παρουσίαζουν περισσότερες πιθανότητες για εμφανιση μετάστασης. Ωστόσο, σε αντίθεση με τα αποτελέσματα του καρκίνου του στομάχου, η έκφραση του miR-155 -3p φτάνει σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με το miR-155-5p στον καρκίνο του εντέρου. H ως άνω διαπίστωση αποτελεί για πρώτη φορά την ένδειξη ότι το miR-155-3p πιθανόν να έχει λειτουργικό ρόλο στον καρκίνο του εντέρου. Στη μελέτη των microRNA που εμπλέκονται στην απόπτωση στην Οξεία Μυελογενή Λευχαιμία βρήκαμε ότι μεταξύ των προβλεπόμενων γονιδίων- στόχων των miRNAs που βρέθηκαν να υπερεκφράζονται είναι γονίδια που κωδικοποιούν προαποπτωτικές zinc finger πρωτεΐνες και Solute Carrier μεμβρανικούς υποδοχείς, ενώ μεταξύ των προβλεπόμενων γονιδίων-στόχων των miRNAs που βρέθηκαν να υποεκφράζονται είναι γονίδια που εμπλέκονται στην αρχιτεκτονική της χρωματίνης, υποδηλώνοντας ότι οι διαταραχές επιγενετικών τροποποιητών στην ΟΜΛ μπορεί να οφείλονται σε διαταραγμένη έκφραση miRNAs. Συνολικά, τα παραπάνω δεδομένα υπογραμμίζουν τον σημαντικό ρόλο των miRNAs στην ογκογένεση και την αγγειογένεση αλλά την κλινική τους σημασία ως δυνητικούς βιοδείκτες πρόγνωσης σε νεοπλασίες. 626 368 394 Assessment of quality of life and individual family effects in children and adolescents with familial dyslipidemia Εκτίμηση της ποιότητας ζωής και των ατομικών - οικογενειακών επιπτώσεων σε παιδιά και εφήβους με οικογενή δυσλιπιδαιμία Coronary heart disease is one of the most common causes of death worldwide. Atherosclerosis, an inflammatory process that accompanies it, usually begins in childhood when there are aggravating factors. Aggravating factors are high triglyceride levels, high LDL cholesterol levels and finally, low HDL cholesterol levels. Indicators of atheromatosis are the thickness of the middle and middle tibia of the carotid wall and endothelial dysfunction and vessel wall inelasticity. Children with abnormal lipid levels in childhood have a 50% chance of suffering in adulthood (Rosenson R. et al. 2016). For this reason, early recognition and treatment of the above at an early age reduce expected morbidity and mortality. Dyslipidemia is a common medical problem with increasing incidence rates. 49% of adult Americans have total cholesterol levels ≥ 200 mg / dl, while two in three patients with cardiovascular disease in Europe have total cholesterol levels ≥ 190 mg / dl (Theodorou M., et al, 2011). In this context, improving the quality of life is a very important objective for the management of patients with dyslipidemia. Therefore, evaluation of quality of life is important for assessing the level of services provided to patients with dyslipidemia and their long-term improvement after medical care. At the same time, its impact on the quality of life and on the family is controlled. Children and adolescents express, through the use of special questionnaires, their perceptions of their quality of life (Bullinger & RavensSieberer, 1995). The tool used is the Child Health Questionnaire-CHQ- (Landgraf et al. 1996). Statistical analysis followed. The results of the analysis showed that the age of children and parents, marital status, educational level and income of parents are related to the quality of life of children with dyslipidemia as expressed through children's mental and physical health, and the gender of children. correlated with their physical state (p<0.05). In conclusion, adopting a healthy diet and regular exercise helps to regulate lipids in children's blood. The level of education and financial comfort of the family reinforces the adoption of a healthier lifestyle. There was a difference in children's autonomy depending on whether or not dyslipidaemia was present. Η στεφανιαία νόσος είναι από τις συχνότερες αιτίες θανάτου παγκοσμίως. Η αθηρωμάτωση, μια φλεγμονώδης διεργασία που τη συνοδεύει, αρχίζει συνήθως στην παιδική ηλικία, όταν μάλιστα συνυπάρχουν επιβαρυντικοί παράγοντες. Επιβαρυντικοί παράγοντες είναι τα υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων, τα υψηλά επίπεδα LDL χοληστερόλης και τέλος, τα χαμηλά επίπεδα HDL χοληστερόλης. Δείκτες αθηρωμάτωσης είναι το πάχος του έσω και μέσου χιτώνα του τοιχώματος των καρωτίδων και η δυσλειτουργία του ενδοθηλίου και η ανελαστικότητα του τοιχώματος των αγγείων. Τα παιδιά με παθολογικά επίπεδα λιπιδίων στην παιδική ηλικία έχουν 50% πιθανότητές να πάσχουν και στην ενήλικη ζωή (Rosenson R. et al 2016). Για αυτό το λόγο, η πρώιμη αναγνώριση και αντιμετώπιση των ανωτέρω σε νεαρή ηλικία μειώνουν την αναμενόμενη νοσηρότητα και θνητότητα. Η δυσλιπιδαιμία αποτελεί ένα κοινό ιατρικό πρόβλημα με αυξανόμενα ποσοστά επίπτωσης. Το 49% των ενήλικων Αμερικανών έχουν επίπεδα ολικής χοληστερόλης ≥ 200 mg/dl, ενώ οι δύο στους τρεις ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο στην Ευρώπη έχουν επίπεδα ολικής χοληστερόλης ≥ 190 mg/dl (Θεοδώρου Μ.,et al, 2011). Σε αυτό το πλαίσιο, η βελτίωση της ποιότητας ζωής είναι ένας πολύ σημαντικός αντικειμενικός σκοπός για τη διαχείριση των ασθενών που πάσχουν από δυσλιπιδαιμία. Συνεπώς, η αξιολόγηση της ποιότητας της ζωής είναι σημαντική για την εκτίμηση του επιπέδου των παρεχόμενων υπηρεσιών στους ασθενείς με δυσλιπιδαιμία και τη διαχρονική τους βελτίωση μετά την ιατρική φροντίδα. Ταυτόχρονα ελέγχεται η επίδραση της στην ποιότητα ζωής και της οικογένειας. Τα παιδιά και οι έφηβοι εκφράζουν, μέσω τη χρήσης ειδικών ερωτηματολογίων, την αντίληψη τους για την ποιότητα της ζωής τους (Bullinger & RavensSieberer, 1995). Το εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε είναι το ερωτηματολόγιο υγείας του παιδιού Child Health Questionnaire -CHQ- (Landgraf και συν. 1996). Στην συνέχεια ακολούθησε στατιστική ανάλυση. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης έδειξαν πως η ηλικία παιδιών και γονέων, η οικογενειακή κατάσταση, το μορφωτικό επίπεδο και το εισόδημα των γονιών σχετίζονται με την ποιότητα ζωής των παιδιών με δυσλιπιδαιμίας όπως εκφράζεται μέσα από την ψυχική και σωματική υγεία των παιδιών, ενώ το φύλο των παιδιών σχετίζεται με τη φυσική τους κατάσταση (p<0.05). Συμπερασματικά, η υιοθέτηση υγιεινού τρόπου διατροφής και η τακτική άσκηση βοηθά στη ρύθμιση των λιπιδίων στο αίμα των παιδιών. Το επίπεδο εκπαίδευσης και η οικονομική άνεση της οικογένειας ενισχύει την υιοθέτηση ενός πιο υγιεινού τρόπου ζωής. Παρατηρήθηκε διαφορά στην αυτονομία των παιδιών ανάλογα με την ύπαρξη ή όχι της δυσλιπιδαιμίας. 627 161 166 The main aim of this work is to study the relationship between wages and immigration. We will use data from 15 OECD countries for the period 2000-2013 and with a simple linear model we will analyze the relationship between the percentage of annual wages in each country, which is the dependent variable of the model and some independent variables. These are the migration rate, the percentage of population with tertiary education, the unemployment rate and the economic growth. The analysis and estimation of data will be held by two techniques. Initially, we will use the method of fixed effects, afterwards we will analyze the method of random effects and finally by using the Hausman test we will decide the most suitable technique. Our results are consistent with the literature and show a positive relationship between the dependent variable and the coefficient of migration and a negative correlation between wages and economic growth. Finally, the paper emphasizes the importance of future research. Σκοπός αυτής της εργασίας είναι η μελέτη κυρίως της σχέσης μεταξύ μισθού και μετανάστευσης. Θα χρησιμοποιήσουμε δεδομένα από 15 χώρες του ΟΟΣΑ για τη χρονική περίοδο 2000-2013 και με τη βοήθεια ενός απλού γραμμικού μοντέλου θα αναλύσουμε τη σχέση ανάμεσα στο ποσοστό των ετήσιων μισθών κάθε χώρας, που αποτελεί και την εξαρτημένη μεταβλητή του μοντέλου και των ανεξάρτητων μεταβλητών του μοντέλου που είναι το ποσοστό μετανάστευσης, το ποσοστό του πληθυσμού με τριτοβάθμια εκπαίδευση, το ποσοστό ανεργίας και ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης. Η ανάλυση και η εκτίμηση των δεδομένων θα γίνει με δυο τεχνικές. Αρχικά, θα χρησιμοποιήσουμε τη μέθοδο των σταθερών επιδράσεων (fixed effects), στη συνέχεια θα αναλύσουμε τη μέθοδο των τυχαίων επιδράσεων (random effects) και τέλος με τη βοήθεια του Hausman test θα αποφασίσουμε ποια είναι τελικά η πιο κατάλληλη τεχνική. Τα αποτελέσματά μας είναι σύμφωνα με την υπάρχουσα βιβλιογραφία και δείχνουν θετική σχέση μεταξύ της εξαρτημένης μεταβλητής και της μετανάστευσης και αρνητική σχέση με το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης. Τέλος, τονίζεται η σημασία για μελλοντική έρευνα. 628 18 13 Zervas' ousting from the Government in 1947 by the Americans because of his alleged collaboration with the Germans Δωδώνη : επιστημονική επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων; Τόμ. 11 (1982) 629 190 198 Ανοσοϊστοχημική ανίχνευση υποδοχέων οιστρογόνων σε καρκίνο του μαστου σε συγκριτική μελέτη RECEPTORS BOUND IN VIVO WITH ESTROGENS WERE DETECTED IMMUNOHISTOCHEMICALLY (PAPMETHOD) IN PARAFI SECTIONS OF 68 PRIMARY MAMMARY CARCINOMAS BY USING AS PRIMARY ANTISERUM RABBIT ANTI-17 BETA ESTRADIOL-BSA AND WITHOUT PREVIOUS INCUBATION OF THE SECTIONS WITH EXOGENOUS ESTROGEN. ALL CASES WERE ALSO BIOCHEMICALLY TESTED FOR ER BY USING DCC METHOD. THE PRESENT IMMUNOHISTOCHEMICAL METHOD IS RELIABLE AND CAN BE EASILY PERFORMED WITHOUT SOPHISTICATED EQUIPMENT. THIS METHOD, ALONE AND ESPECIALLY IN COMBINATION WITH OTHER BIOCHEMICAL AND/OR IMMUNOHISTOCHEMICAL METHODS, CAN BE USED FOR THE EFFECTIVE DETECTION OF THE ER CONTENT IN MAMMARY CARCINOMAS. IT IS FOR THE FIRST TIME USED IN A EUROPEAN COUNTRY WITH A HIGH PERCENTAGE OF POSITIVE CASES AND A STATISTICALLY SIGNIFICANT AGREEMENT OF ITS RESULTS TO THOSE OF THE DCC METHOD. A HETEROGENICITY OF NEOPLASTIC CELLS TO THE POSITIVITY FOR ER WAS SHOWN. IT WAS ALSO SHOWN A POSITIVE CORRELATION BETWEEN THE ER CONTENT AND THE CELLULARITY OF THE TUMOURS, THE AGE OR THE MENOPAUSAL STATUS OF THE PATIENTS AND OBESITY. LYMPH NODAL METASTASES SHOWED THE SAME IMMUNOHISTOCHEMICAL PICTURE OF ER WITH THE PRIMARY TUMOURS. LATER METASTASES WERE, HOWEVER, IN THEIR MAJORITY NEGATIVE FOR ER BOTH IMMUNOHISTOCHEMICALLY AND BIOCHEMICALLY. ΣΕ ΤΟΜΕΙΣ ΠΑΡΑΦΙΝΗΣ ΑΠΟ 68 ΠΡΩΤΟΠΑΘΗ ΚΑΡΚΙΝΩΜΑΤΑ ΜΑΣΤΟΥ ΑΝΙΧΝΕΥΘΗΚΑΝ ΟΙ ΕΝΔΟΓΕΝΩΣ ΔΕΣΜΕΥΜΕΝΟΙ ΥΠΟΔΟΧΕΙΣ ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ΤΗΣ ΑΝΟΣΟΥΠΕΡΟΞΕΙΔΑΣΗΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΩΣΕΙΔΙΚΟ ΑΝΤΙΟΡΟ RABBIT-17 BETA ESTRADIOL-6-BSA ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΕΠΩΑΣΗ ΤΩΝΤΟΜΩΝ ΜΕ ΕΞΩΓΕΝΕΣ ΟΙΣΤΡΟΓΟΝΟ. ΣΤΙΣ ΙΔΙΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΓΙΝΕ ΚΑΙ ΒΙΟΧΗΜΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ER ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΑΚΑ. Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΜΕΘΟΔΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΞΙΟΠΙΣΤΗ, ΕΥΧΡΗΣΤΗ ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΠΑΙΤΕΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟ. ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΑΛΛΕΣ ΒΙΟΧΗΜΙΚΕΣ 'Η ΑΝΟΣΟΙΣΤΟΧΗΜΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΥΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΩΤΕΡΟ ΕΛΕΓΧΟ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ER ΣΤΑ ΚΑΡΚΙΝΩΜΑΤΑ ΜΑΣΤΟΥ. Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΥΤΗ, ΠΟΥ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΣΕ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΧΩΡΑ, ΕΔΩΣΕ ΕΝΑ ΥΨΗΛΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΘΕΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ (ΚΑΙ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΜΕ ΑΥΤΑ ΤΗΣ ΒΙΟΧΗΜΙΚΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ. ΔΙΑΠΙΣΤΩΘΗΚΑΝ: Α) ΕΤΕΡΟΓΕΝΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΩΝ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ER, Β) ΘΕΤΙΚΗ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ER ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΤΤΑΡΟΒΡΙΘΕΙΑΣ ΤΟΥ ΟΓΚΟΥ, Γ) ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΘΕΤΙΚΗ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ER ΚΑΙ ΗΛΙΚΙΑΣ, ΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ. ΔΕΝ ΒΡΕΘΗΚΕ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΩΝ ER ΜΕ ΤΟ ΒΑΘΜΟ ΕΛΑΤΤΩΣΗΣ ΤΟΥ ΟΓΚΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΜΕΤΑΣΤΑΣΕΩΣ. ΟΙ ΛΕΜΦΑΔΕΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΕΜΦΑΝΙΣΑΝ ΣΧΕΔΟΝ ΤΑΥΤΟΣΗΜΗ ΕΙΚΟΝΑΓΙΑ ER ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΠΑΘΗ ΕΣΤΙΑ. ΟΙ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΕΣ ΜΕΤΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΕΣΤΙΕΣ ΗΣΑΝ ΩΣ ΕΠΙ ΤΟ ΠΛΕΙΣΤΟΝ ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ. 630 174 200 A demonstrator system using a Xilinx ZYNQ FPGA and 6.6 Gbps optical links Σύστημα επίδειξης που χρησιμοποιεί την ZYNQ FPGA της Xilinx και 6.6 Gbps οπτικούς συνδέσμους In this thesis a complete digital signal processing system is designed, imprinted on a Printed Circuit Board, manufactured and tested. This system uses a novel computing architecture, combining big amounts of reconfigurable logic resources with a capable dual-core processor, tightly coupled in the same silicon die. A goal is to provide the end-user with many interfacing options, aiding flexibility. This flexibility is provided using 6.6 Gbps optical links, USB 2.0 & 3.0, Gigabit Ethernet, as well as a big quantity of high-speed optimized headers. Furthermore, the card should be able to run an operating system, giving the ability to the user to run high-level applications, such as CERN’s ROOT in this case, providing a very powerful tool for data processing. Special effort has been put in providing the best signal integrity while keeping PCB complexity and cost low, proving that such systems could start becoming more mainstream. The system was successful, and every subsystem could function as expected from the prototype. Σε αυτή τη διπλωματική εργασία ένα σύστημα επεξεργασίας σημάτων σχεδιάζεται, αποτυπώνεται σαν τυπωμένο κύκλωμα, κατασκευάζεται και δοκιμάζεται. Το σύστημα αυτό χρησιμοποιεί καινοτόμα αρχιτεκτονική, συνδυάζοντας μεγάλες ποσότητες επαναπρογραμματίσιμης λογικής, καθώς και έναν ισχυρό, διπύρηνο επεξεργαστή στενά συνδεδεμένα μέσα στο ίδιο ολοκληρωμένο κύκλωμα. Ένας από τους στόχους της παρούσας εργασίας είναι να εφοδιάσει τον τελικό χρήστη με μεγάλη ευελιξία στη συνδεσιμότητα. Για τον λόγο αυτό η κάρτα προσφέρει οπτικούς συνδέσμους στα 6.25 Gbps, USB 2.0 & 3.0, Gigabit Ethernet, καθώς και πληθώρα ηλεκτρικών βυσμάτων, βελτιστοποιημένα για υψίσυχνη λειτουργία. Ακόμα ένας στόχος είναι η κάρτα αυτή να μπορεί να τρέξει λειτουργικό σύστημα, έτσι ώστε να παρέχει στον χρήστη τη δυνατότητα χρήσης εφαρμογών υψηλού επιπέδου. Ένα παράδειγμα αυτών, που πράχθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, είανι η χρήση του ROOT, που δημιουργήθηκε από το CERN, το οποίο αποτελεί ένα πολύ ικανό εργαλείο για την επεξεργασία δεδομένων. Έμφαση δόθηκε στο να παραμείνει το κόστος της κάρτας μικρό, χωρίς παράλληλα να γίνει κάποια υποβάθμιση στην ακεραιότητα των σημάτων, κάτι που μπορεί να δείξει οτι παρόμοια συστήματα μπορούν να είναι πιο προσιτά. Το σύστημα ήταν επιτυχές, καθώς από το πρωτότυπο η κάρτα είναι πλήρως λειτουργική. 631 199 243 This thesis aims to highlight interpretatively the poetry of Kiki Dimoula. The poetess belongs to the second post-war generation of Greek poets, and her poetry gathers the basic features of this generation in both theme and language level: love, introspection and existential reflection coated with terse language, casual and ironic. The poetess moved to the premises of the present and the past with Linguistic - verbal comfort by moving unfamiliar things in the field of familiar and vice versa. Processes the statements belonging to the area of the supersensous, to make them reachable, everyday concepts and things present in the symbol level. The genre and thematic classification, presentation, analysis, commentary by inductive method highlight the concepts that arise in the work, the way in which the perception itself, but also how they exist in the life of each individual and how influence, gravity therefore concepts and their writing style combined poetic, stylistically, conceptually, psychometric and sociometric. All this through the sections : love (love of absence), death, time, memory and oblivion, operation time, photos, autumn, old age, through tradition and the social experience and the position of the position of women in society through the eyes of the poetess. Η παρούσα διατριβή έχει στόχο να αναδείξει ερμηνευτικά το ποιητικό έργο της Κικής Δημουλά. Η ποιήτρια ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά Ελλήνων ποιητών , με την ποίησή της να συγκεντρώνει τα βασικά γνωρίσματα αυτής της γενιάς τόσο σε θεματικό όσο και σε γλωσσικό επίπεδο : τον έρωτα , την εσωστρέφεια, και τον υπαρξιακό προβληματισμό επενδυμένα με λόγο λιτό, καθημερινό και ειρωνικό. Η ποιήτρια κινείται στους χώρους του παρόντος και του παρελθόντος με γλωσσική - λεκτική άνεση , μετακινώντας ανοίκεια πράγματα στο χώρο των οικείων και αντιστρόφως. Μεταποιεί καταστάσεις που ανήκουν στο χώρο του υπεραισθητού , για να τις καταστήσει προσεγγίσιμες, καθημερινής χρήσεως έννοιες και πράγματα του παρόντος στο επίπεδο του συμβόλου. Η ειδολογική και θεματική κατάταξη , η παρουσίαση , η ανάλυση , ο σχολιασμός με επαγωγική μέθοδο αναδεικνύουν τις έννοιες που προκύπτουν στο έργο της , τον τρόπο με τον οποίο τις αντιλαμβάνεται η ίδια , αλλά και το πως αυτές υπάρχουν στη ζωή του κάθε ανθρώπου και το πως τον επηρεάζουν , η βαρύτητα επομένως των εννοιών καθώς και ο τρόπος γραφής τους συνδιάζονται ποιητικά , υφολογικά , νοηματικά , ψυχομετρικά και κοινωνιομετρικά. Όλα αυτά μέσα απο τις ενότητες έρωτας (έρωτας της απουσίας ) , τον θάνατο, τον χρόνο, τη μνήμη και τη λήθη , τη λειτουργία του χρόνου , τις φωτογραφίες, το φθινόπωρο, τα γηρατειά , μέσα απο την παράδοση και το κοινωνικό βίωμα, καθώς και τη θέση της θέση της γυναίκας στην κοινωνία μέσα απο τα μάτια της ποιήτριας. 632 340 278 In my MA thesis, I have studied in Euripides’ IA the intratextual signs (didaskaliae) as a guide to the play’s original performance, and I have tried to give prominence to the nexus between the ancient text as such and its performativity. At the same time, I have examined how modern Greek theatre directors of the play are dealing with these didaskaliae. More concretely, my focus has been placed on the performances of K. Tsianos (2002 with the National Theatre of Greece), S. Chatzakis (2007 with the Thessalian Theatre), and Y. Kalavrianos (2019 with the National Theatre of Northern Greece). In the first chapter, I have studied several modes of the ancient hypocrisis (“acting”), that is, signs having to do with movements, gestures, postures of the body, and handling of the voice. This chapter consists of three parts (sub-chapters). In the first part, I have examined proxemics, that is, the characters’ spatial arrangement and physical interaction. Additionally, my objective here is to analyze the meaning brought about by proxemics in terms of characters’ personality, and social and political status. In the second part, my research has been focused on aspects of choral self-referentiality. More concretely, I have commented on the intratextual pointers referring to the play’s choreia, and on how they reveal its own staging. In the third part, my aim is to highlight the play’s paralanguage and its relevance to a reconstruction of performance style. In studying how the on-stage speech is being uttered, I have mainly focused on the “vocalizations”, that is, the actual sounds emitted, and on the “vocal characterizers”, that is, laughing, yelling, crying, etc., as well as the “vocal qualifiers”, that is, intensity, pitch height or extent of the on-stage speech. The second chapter deals with the play’s alleged skēnographia. I have tried to highlight the visual signs embedded in the text and their importance in the stage action. Moreover, I have examined the skēnographia suggested by modern directors of the play, and how each scenographic suggestion affects decisively the dramatic action of the modern performance. Στην παρούσα εργασία εξετάζω στο δραματικό κείμενο της Ιφιγένειας της εν Αυλίδι τις ενοφθαλμισμένες ενδείξεις που βοηθούν στην ανασύσταση της σκηνικής παρουσίασης του έργου, και προσπαθώ να αναδείξω το κείμενο ως παράσταση και όχι μόνο ως λογοτεχνία. Παράλληλα, μελετώ τους τρόπους απόδοσης των εσωκειμενικών διδασκαλιών στις παραστάσεις του Κ. Τσιάνου το 2002 με το Εθνικό Θέατρο, του Σ. Χατζάκη το 2007 με το Θεσσαλικό Θέατρο, και του Γ. Καλαβριανού το 2019 με το Κ.Θ.Β.Ε. Στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζω ορισμένους δείκτες ὑποκρίσεως, δηλαδή τις ενδείξεις που σχετίζονται με τις κινήσεις, τις χειρονομίες, τη στάση του σώματος, και τον χειρισμό της φωνής. Το παρόν κεφάλαιο αποτελείται από τρία επιμέρους υποκεφάλαια. Στο πρώτο υποκεφάλαιο μελετώ τη «σημειολογία των προσεγγιστικών σχέσεων» (proxemics), δηλαδή τη σημασία που έχουν οι σχέσεις των σωμάτων των ηθοποιών στον χώρο, καθώς και το νόημα που παράγουν ως προς την ηθογράφηση, και την κοινωνική και πολιτική υπόσταση του εκάστοτε δραματικού προσώπου. Στο δεύτερο υποκεφάλαιο η έρευνά μου εστιάζεται στις όψεις χορικής αυτοαναφορικότητας. Προσπαθώ να αναδείξω τα λεκτικά σήματα του κειμένου τα οποία αναφέρονται στην ίδια την χορείαν και τις προσδιοριστικές κατευθύνσεις που θέτουν για την σκηνική της πραγμάτωση. Στο τρίτο υποκεφάλαιο εξετάζω τα παραγλωσσικά σημεία, δηλαδή τα ενδοκειμενικά εκείνα σήματα που υποδεικνύουν τους τρόπους φωνητικής απόδοσης του κειμένου. Πιο συγκεκριμένα, η έμφαση δίνεται στις «φωνητικές εκφορές», δηλαδή στους πραγματικά εκφερόμενους ήχους, και ειδικότερα στους «φωνητικούς χαρακτήρες» και τους «φωνητικούς ποιοτικούς δείκτες». Το δεύτερο κεφάλαιο αποτελεί ουσιαστικά μία πρόταση ως προς την ανασύσταση του σκηνογραφικού φόντου του έργου. Επιχειρώ να αναδείξω τις οπτικές ενδείξεις του κειμένου, και τον τρόπο με τον οποίο καθορίζουν τη σκηνική δράση. Παράλληλα μελετώνται οι σύγχρονες σκηνογραφικές προτάσεις και ο λειτουργικός ρόλος τους στο έργο. 633 536 372 This thesis looks at the primary level in Missolonghi from 1922 to 1967. The choice of this theme, based on the given time limits, based mainly on social and historical documents of the era. In particular, the Asia Minor catastrophe brought about changes in population structure. Typically, the 1922-23 school year observed and most of the refugee population, whereas the period 1966-67 is the last deadline of this investigation due to the imposition of dictatorship in the country and it's new climate policy and methods in modern education. An examination of the educational history of the city investigated based on statistical data, while the case of research is the reference center of the socioeconomic origin of students. Thus, the main focus of this study focuses on: 1) recording history of primary schools in Missolonghi since inception, with emphasis on the period surrounding the investigation. 2) the student capacity in relation to the prevailing socioeconomic conditions. At this point, consider the following parameters: a) whether the children had access to primary education with regard to their social background and b) what the role of socioeconomic factors on the regular attendance of children and on gender participation. 3) attempt to interpret the statistical results of this study, included in a general problem concerning the composition and character of the student population. Then, the method used for the preparation of this thesis is based on a comparative study of schools which would be involved in the Mesolongi given period. In other words, attempted a comparison between schools of the city in order to indicate the educational status of boys and girls who attended them, and their participation in education under its inherent socio-economic conditions. Also, through archival material reflected the characteristics of workers in elementary education with regard to their educational level, geographic origin, gender and time service. Moreover, within the broader context of the province, highlighted all the issues concerning teachers (causes transfers, penalties, promoting a higher level) in order to present a comprehensive picture of the activities of teachers and their position in local society. Furthermore, the structure of this study consists of two parts which where examined, based on the given time frame, the primary school pupils of the schools of the city and the individual chapters, subchapters and subsections give a detailed description of the educational situation city, based on statistical data. Initially, precedes an historical introduction which attempts an overview of the socio-economic situation in the city throughout the length of time inherent in the research and an introduction which refers to the educational reality of the city from the first years after the greek revolution until 1922. The main conclusions of this thesis are: • Primary education in Messonghi the period 1922-67 was directly linked to the current socio-economic conditions (eg WWII). • The social origins of children affect their attendance at school (eg there is a large dropout of pupils from low social strata). • Big advantage is given to male education. • __In many cases the students have a better performance by students, though few more of them. • __ Students of both sexes, originating from mountainous areas have lower performance than those who live in town or in plain areas. Η συγκεκριμένη διδακτορική διατριβή έχει ως θέμα την πρωτοβάθμια εκπαίδευση στο Μεσολόγγι από το 1922 ως το 1967. Η επιλογή του συγκεκριμένου θέματος, με βάση τα δεδομένα χρονικά όρια, βασίστηκε, κυρίως, στα κοινωνικά και ιστορικά ντοκουμέντα της εποχής. Ειδικότερα, η μικρασιατική καταστροφή επέφερε αλλαγές στη δομή του πληθυσμού. Χαρακτηριστικά, το σχολικό έτος 1922-23 παρατηρείται και το μεγαλύτερο ποσοστό προσφυγικού μαθητικού πληθυσμού, ενώ η περίοδος 1966-67 αποτελεί και το τελευταίο χρονικό όριο της παρούσας έρευνας, λόγω της επιβολής της δικτατορίας στη χώρα και της καινούριας αλλαγής προσανατολισμού και μεθόδων στη νεοελληνική εκπαίδευση. Η εξέταση της εκπαιδευτικής ιστορίας της πόλης ερευνάται με βάση στατιστικά δεδομένα, ενώ η υπόθεση της έρευνας έχει ως κέντρο αναφοράς της την κοινωνικοοικονομική προέλευση των μαθητών. Έτσι, το κύριο ενδιαφέρον της μελέτης αυτής επικεντρώνεται στα εξής θέματα: 1) καταγραφή της ιστορίας των σχολείων της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στο Μεσολόγγι από τη στιγμή της ίδρυσής τους, με έμφαση στο χρονικό διάστημα που περικλείει η έρευνα. 2) το μαθητικό δυναμικό σε σχέση με τις επικρατούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Στο σημείο αυτό εξετάζονται οι παρακάτω παράμετροι: α) κατά πόσο τα παιδιά είχαν πρόσβαση στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση αναφορικά με την κοινωνική τους προέλευση και β) ποιος ο ρόλος των κοινωνικοοικονομικών παραμέτρων στην τακτική φοίτηση των παιδιών, καθώς και στην κατά φύλο συμμετοχή τους. 3) προσπάθεια ερμηνείας των στατιστικών αποτελεσμάτων της μελέτης αυτής, ενταγμένη σε μία γενικότερη προβληματική που αφορά τη σύνθεση και τη φυσιογνωμία του μαθητικού πληθυσμού. Στη συνέχεια, η μέθοδος που χρησιμοποίησα για την εκπόνηση της παρούσας διδακτορικής διατριβής, είναι βασισμένη στη συγκριτική μελέτη των σχολείων που ενυπήρχαν στο Μεσολόγγι τη δεδομένη χρονική περίοδο. Με άλλα λόγια, επιχείρησα μία σύγκριση μεταξύ των σχολείων της πόλης, προκειμένου να διαφανεί η εκπαιδευτική κατάσταση των μαθητών και μαθητριών που φοιτούσαν σ’ αυτά, καθώς επίσης και η συμμετοχή τους στην εκπαίδευση με βάση τις ενυπάρχουσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Επίσης, διαμέσου του αρχειακού υλικού αποτυπώνονται τα χαρακτηριστικά των λειτουργών της στοιχειώδους εκπαίδευσης αναφορικά με το μορφωτικό τους επίπεδο, τη γεωγραφική τους προέλευση, το φύλο και το χρονικό διάστημα παροχής υπηρεσιών. Επιπλέον, μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της επαρχίας, επισημαίνονται όλα τα ζητήματα που αφορούσαν τους δασκάλους (αίτια μεταθέσεων, επιβολή ποινών, προαγωγή σε ανώτερη βαθμίδα), έτσι ώστε να παρουσιαστεί μία ολοκληρωμένη εικόνα της δραστηριότητας των δασκάλων και της θέσης τους στην τοπική κοινωνία. 634 258 210 ALCOHOL USE AMONG ADOLESCENTS HAS RECENTLY BEEN SINGLED OUT AS A TOPIC OF WIDESPREAD PUBLIC CONCERN IN GREECE. IN ORDER TO INVESTIGATE THE USAGE, KNOWLEDGE OF, AND ATTITUDES TOWARD "DRINKING" AS WELL AS SOME FACTORS REGARDING THE PERCEIVED SOCIAL ENVIRONMENT, WHICH POSSIBLY CONTRIBUTE TO THE INCREASE OF ALCOHOL USE, WE SURVEYED A SAMPLE OF 7.904 HIGH-SCHOOL STUDENTS, IN ATHENS, PATRAS AND IOANNINA (THREE REPRESENTATIVE GREEK TOWNS), BETWEEN NOVEMBER 1983 AND JANUARY 1984. THE POPULATION CHOSEN FOR THE STUDY WAS ADOLESCENTS IN TWO GRADES: GRADE 9 (AGES 13- 15) AND GRADE 12 (AGES 17-19). ALL STUDENTS WERE SIMULTANEOUSLY GIVEN A SELF-ADMINISTERED, ANONYMOUS AND CONFIDENTIAL MULTIPLE CHOICE QUESTIONNAIRE WHICH COVERED 103 ITEMS (FAMILY AND PERSONAL SOCIOECONOMIC DATA, ACADEMIC PERFORMANCE, INTERESTS, PEERS AND PARENTAL INFLUENCES, KNOWLEDGE OF, AND ATTITUDES TOWARD DRINKING, AS WELL AS THEIR OWN ALCOHOL USE). MALES WERE MORE LIKELY TO USETHAN FEMALES, ESPECIALLY AT THE HEAVIEST LEVELS, AND 12TH GRADE STUDENT'S DRINKING EXCEEDS 9TH GRADE'S. KNOWLEDGE OF THE CONSEQUENCES OF ALCOHOL USE AND ABUSE WAS EXTREMELY LOW, AND THERE WAS A SLIGHTLY POSITIVE CORRELATION WITH THEIR OWN USE. THE PRESENT STUDY REVEALED CERTAIN SOCIAL FACTORS ASSOCIATED WITH THE INCREASED "DRINKING" RISK. THEIR ORDER OF IMPORTANCE, IS AS FOLLOWS: 1. SCHOOL ABSENSE, 2. RELATIONS WITH MOTHER, 3. AGE OF FRIENDS, 4. POSITIVE ATTITUDE TOWARD THE DRUNKEN FRIEND, 5. PRESENCE OF ALCOHOLISM IN CLOSE ENVIRONMENT (PARENTS, RELATIVES OR PEERS), 6. TRUANCY, 7. EXISTENCE OF CLOSE FRIENDS, 8. SPENDING A LOT OF MONEY DAILY, 9. OCCASIONAL OR REGULAR JOB, 10. HIGH EDUCATIONAL LEVEL OF MOTHER AND 11. RELATIONS WITH FATHER. (SHORTENED) ΣΕ 7.904 ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ (13-15 ΕΤΩΝ) ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΛΥΚΕΙΟΥ (17-19 ΕΤΩΝ) ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, ΤΗΣ ΠΑΤΡΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ, ΜΟΙΡΑΣΤΗΚΕ ΕΝΑ ΑΥΤΟ-ΣΥΜΠΛΗΡΟΥΜΕΝΟ, ΑΝΩΝΥΜΟ ΚΑΙ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΠΟΛΛΑΠΛΗΣΕΠΙΛΟΓΗΣ, ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΩΔΩΝ ΠΟΤΩΝ, ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΓΙ' ΑΥΤΑ, ΤΗΣ ΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ ΧΡΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ, ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ 'Η ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ. ΤΑ ΑΓΟΡΙΑ ΠΙΝΟΥΝ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΤΕΡΟΥΣ. Η ΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ "ΠΙΣΤΟΥ" ΒΡΕΘΗΚΕ ΣΕ ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΚΑ ΧΑΜΗΛΑ ΕΠΙΠΕΔΑ, ΔΕΙΧΝΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΕΛΑΦΡΑ ΘΕΤΙΚΗ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ. ΟΙ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΠΟΥ ΒΡΕΘΗΚΕ ΝΑ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ, ΣΕ ΟΛΟ ΤΟ ΔΕΙΓΜΑ, ΗΤΑΝ, ΚΑΤΑ ΣΕΙΡΑ ΙΣΧΥΟΣ: 1. ΟΙ ΠΟΛΛΕΣ ΣΧΟΛΙΚΕΣ ΑΠΟΥΣΙΕΣ, 2. ΟΙ ΚΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ, 3. ΟΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΙ ΣΤΗΝ ΗΛΙΚΙΑ ΦΙΛΟΙ, 4. Η ΘΕΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ ΦΙΛΟ ΠΟΥ ΠΙΝΕΙ, 5. Η ΥΠΑΡΞΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ΑΛΚΟΟΛΙΣΜΟΥ ΣΤΟ ΣΤΕΝΟ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, 6. ΟΙ ΣΥΧΝΕΣ ΑΠΟΒΟΛΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ, 7. Η ΥΠΑΡΞΗ ΣΤΕΝΩΝ ΦΙΛΩΝ, 8. ΤΟ ΞΟΔΕΜΑ ΠΟΛΛΩΝ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ, 9. Η ΕΥΚΑΙΡΙΑΚΗ 'Η ΤΑΚΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ, 10. ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΤΟΥΣ, ΟΤΑΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΚΕΤΑ ΥΨΗΛΟ ΚΑΙ 11. ΟΙ ΚΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥΣ. (ΠΕΡΙΚΟΠΗ) 635 368 381 The psychomotor development and the drawing creativity in the first grade of Primary School Η ψυχοκινητική ανάπτυξη και η εικαστική δημιουργικότητα στην πρωτοσχολική εκπαίδευση Creativity has been identified as one of the basic factors contributing to the promotion of human civilization. The children are by nature creative and curious, a fact that has an impact on creativity (Siew, Chin & Sombuling, 2017). According to different surveys the development of psychomotor performance of each pupil is essential for the cultivation of creativity. The psychomotor skills not only enable the kids to act but also encourage them to try various and different solutions in problem solving situations. In addition, the psychomotor development of a child is closely connected to writing, as it is known to be a sophisticated procedure, the success of which depending both on cognitive and psychomotor factors. Their connection, though, with the writing skill has been proved important by many researchers. The purpose of the present research was to analyze the relation between the psychomotor development and the artistic creativity and at the same time to investigate the different performance of the two sexes. 30 pupils participated in the study, all of them attending the 1st Grade of a public Elementary School in the city of Ioannina. The Korperkoordination Test fur Kinder (KTK), (Schilling & Kiphard, 1974) was used for the psychomotor development and three tests made by the researcher and guided by the Torrance Tests of Creative Thinking were used for the evaluation of creativity. These tests were both assessed by two separate judges. The results of the survey confirmed that statistically there are slight differences between the two sexes as far as the psychomotor development is concerned. The main difference, though, is found in the testing of balance, where the girls showed higher performance. As for the creativity, the only differences were spotted in color as the girls seemed to use more colors, while the boys seem to use the motion of the objects they painted. Finally, considering the relation between the psychomotor performance and creativity, it is evident that the children who did better in korperkoordination test were also statistically more creative in terms of fluency, originality and elaboration, whereas in the artistic part, it was found no positive correlation but for the shapes. Η δημιουργικότητα έχει αναγνωριστεί ως ένας από τους βασικούς τομείς που συνέβαλε στην προώθηση του ανθρώπινου πολιτισμού. Τα παιδιά είναι από τη φύση τους δημιουργικά και περίεργα, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στη δημιουργικότητα (Siew, Chin & Sombuling, 2017).Σύμφωνα με έρευνες η ανάπτυξη της ψυχοκινητικότητας του μαθητή είναι απαραίτητη για την καλλιέργεια της δημιουργικότητας. Οι ψυχοκινητικές ικανότητες όχι μόνο διευκολύνουν τις πρακτικές ενός μαθητή αλλά και τον παροτρύνουν να δοκιμάσει διαφορετικές και εναλλακτικές πρακτικές για την ανακάλυψη λύσεων σε διάφορες καταστάσεις της πραγματικότητάς τους. Επιπλέον η ψυχοκινητική ανάπτυξη του παιδιού συνδέεται στενά με τη γραφή, δηλαδή, τη γραφοκινητική δεξιότητα, καθώς η εκµάθησή της αποτελεί µια πολύπλοκη διαδικασία της οποίας η επιτυχής παραγωγή εξαρτάται όχι µόνο από γνωστικούς αλλά και από ψυχοκινητικούς παράγοντες, των οποίων η σχέση µε τη γραφή έχει κριθεί από πολλούς ερευνητές σημαντική.Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνηθεί η σχέση της ψυχοκινητικής ανάπτυξης με την εικαστική δημιουργικότητα και οι διαφορές των επιδόσεων ανάμεσα στα δύο φύλα. Στη μελέτη συμμετείχαν συνολικά 30 μαθητές (Ν=30) που φοιτούσαν στην Α΄τάξη ενός δημόσιου Δημοτικού Σχολείου της πόλης των Ιωαννίνων. Για τη μέτρηση της ψυχοκινητικής ανάπτυξης χρησιμοποιήθηκε η συστοιχία κινητικών δοκιμασιών του ΚΤΚ τεστ (korperkoordination Test) των Schilling και Kiphard (1974) ενώ για την αξιολόγηση της δημιουργικότητας χρησιμοποιήθηκαν τρία τεστ συμπλήρωσης σχεδίου, που σύνθεσε η ερευνήτρια επηρεαζόμενη από τα τεστ του Torrance (Torrance Tests of Creative Thinking,1998) και το Test for Creative Thinking-Drawing Production των Urban και Jellen (2010) . Τα τεστ αυτά αξιολογήθηκαν από δύο διαφορετικούς κριτές.Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι δεν υπάρχουν στατιστικά σημαντικές διαφορές όσον αφορά την ψυχοκινητική ανάπτυξη ανάμεσα στα δύο φύλα μέσα από τη σύγκριση των κινητικών τους επιδόσεων. Η μόνη διαφορά εντοπίζεται στη δοκιμασία της ισορροπίας όπου τα κορίτσια είχαν υψηλότερες επιδόσεις. Όσον αφορά τη δημιουργικότητα οι μόνες διαφορές εντοπίστηκαν στο χρώμα όπου τα κορίτσια φαίνεται να χρησιμοποιούν περισσότερα χρώματα ενώ τα αγόρια φαίνεται να χρησιμοποιούν την κίνηση στα αντικείμενα που ζωγράφισαν. Τέλος, σχετικά με τη συσχέτιση ψυχοκινητικότητας και δημιουργικότητας φαίνεται ότι τα παιδιά που είχαν υψηλές επιδόσεις στο ΚΤΚ, είχαν και στατιστικά σημαντικές θετικές συσχετίσεις με τη δημιουργικότητα που αφορούν τις εκφράσεις της ευχέρειας, της πρωτοτυπίας και της επεξεργασίας ενώ στο εικαστικό κομμάτι δεν εντοπίστηκε κάποια σημαντικά θετική συσχέτιση παρά μόνο στη διάσταση που αφορά τα σχήματα. 636 180 193 Αντοχή στα αντιβιοτικά στελεχών Escherichia coli που απομονώνονται από πόσιμο νερό The subject of this diploma thesis is the antimicrobial resistance of E. coli isolated from drinking water. In order to cover the issue, the analysis was conducted with a bibliographic overview in five chapters. The first chapter introduces the topic where antibiotics and antimicrobial resistance are presented as definitions and general concepts. In the second chapter, E. coli is fully analyzed, as its description, crop characteristics and biochemical properties, antigenic structure, genetics, pathogenesis, prevention and treatment, and resistance to antibiotics are presented. The third chapter covers water and public health, presenting its qualities, microbiological indicators and the legislative framework. In the fourth chapter we present the aquatic infections in combination with E. coli strains, namely drinking water and the presence of resistant E. coli strains and the epidemiological data as well. Finally, in the fifth chapter there is a bibliographic survey of researches both in Greece and abroad on the existence of resistant E. coli strains in drinking water and how they can be isolated. The diploma thesis closes with the final conclusions, drawn from the study as a whole. Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας αποτέλεσε η μελέτη της αντοχής στα αντιβιοτικά στελεχών E. coli που απομονώνονται από πόσιμο νερό. Η ανάλυση πραγματοποιήθηκε με βιβλιογραφική ανασκόπηση σε πέντε συνολικά ενότητες. Στην πρώτη ενότητα γίνεται εισαγωγή στο θέμα όπου και παρουσιάζονται τα αντιβιοτικά και η αντιμικροβιακή αντοχή ως ορισμοί και γενικές έννοιες. Στη συνέχεια παρουσιάζεται το βακτήριο E. coli και συγκεκριμένα τα καλλιεργητικά χαρακτηριστικά και οι βιοχημικές ιδιότητές του, η αντιγονική δομή, η γενετική, η παθογένεση, η πρόληψη και θεραπεία των λοιμώξεων και τέλος η αντοχή του στα αντιβιοτικά. Στην τρίτη ενότητα γίνεται εκτενής αναφορά στο νερό και στη δημόσια υγεία, παρουσιάζοντας τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά, τους μικροβιολογικούς δείκτες και το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο. Ακολουθούν τα χαρακτηριστικά και επιδημιολογικά δεδομένα των υδατογενών λοιμώξεων, ιδιαίτερα εκείνες οι οποίες οφείλονται στην E. coli σε συνδυασμό με την κατανάλωση πόσιμου νερού. Τέλος, στην πέμπτη ενότητα πραγματοποιείται βιβλιογραφική ανασκόπηση ερευνητικών εργασιών από την Ελλάδα και το εξωτερικό σχετικά με την ύπαρξη ανθεκτικών στελεχών E. coli στο πόσιμο νερό και στην εφαρμοζόμενη μεθολογία. Η διπλωματική εργασία κλείνει με τα τελικά συμπεράσματα, που προέκυψαν από το σύνολο της μελέτης. 637 285 294 Mental descriptions of children aged 3 to 7, by their mothers and grandmothers Νοητικές αναφορές στις περιγραφές παιδιών ηλικίας 3 έως 7 ετών από τις μητέρες και τις γιαγιάδες τους The aims of the present study were twofold. First, it was aimed to investigate the similarities and differences the between mothers and grandmothers’ references to their child’s and grandchild’s mental states respectively. Second, it was aimed to investigate the relations between these mothers and grandmothers’ ability with a) their empathy, b) their child’s/ grandchild’s empathy and theory of mind. In the study participated 60 mothers and 60 grandmothers who had children and grandchildren aged 3 – 7. For the assessment of mothers and grandmothers’ ability to refer to their child’s and grandchild’s mental states, Meins and Fernyhoughs’(2015) interview was used. In order to assess children’s and grandchildren’s ability in theory of mind, according to their mothers and grandmother’ assessments, the Children’s Social Understanding Scale was used (Τahiroglu et al., 2014). Moreover, children’s and grandchildren’s empathy, according to their mothers and grandmother assessments, was accessed using My Child scale (Kochanska et al., 1994). Finally, mothers and grandmothers’ empathy was assessed through the Ιnterpersonal Reactivity Index (Davis, 1983). Τhe results showed that there are important similarities between mothers and grandmothers’ ability to refer to their children’s/grandchildren’s mental states. Furthermore, it was found that mothers and grandmothers indices of their ability to refer to their children’s/grandchildren’s mental states were positively correlated in a significant manner to their own empathy. Also, it was found that mothers and grandmothers’ ability to refer to their children’s/grandchildren’s mental states, was positively correlated to a great extent to their children’s and grandchildren’s empathy and theory of mind. The discussion focuses on the implications of these findings on the field that investigates caregivers’ ability to refer to their children’s mental states. Δύο ήταν οι στόχοι της παρούσας έρευνας. Πρώτον, να εξεταστούν οι ομοιότητες και οι διαφορές των μητέρων και των γιαγιάδων ως προς τις αναφορές τους στις νοητικές καταστάσεις των παιδιών και των εγγονιών τους. Δεύτερον, να διερευνηθεί η σχέση αυτής της ικανότητας των δύο ομάδων με (α) την δική τους ενσυναίσθηση και (β) την ενσυναίσθηση και τη θεωρία του νου του παιδιού – εγγονιού τους. Στην έρευνα συμμετείχαν 60 μητέρες και 60 γιαγιάδες με παιδιά και εγγόνια ηλικίας 3 έως 7 ετών. Για τη μελέτη της ικανότητας των μητέρων και των γιαγιάδων να αναφέρονται στις νοητικές καταστάσεις του παιδιού και του εγγονιού τους αντίστοιχα, χρησιμοποιήθηκε η συνέντευξη των Meins και Fernyhough (2015). Η απόδοση δεξιοτήτων θεωρίας του νου στα παιδιά εξετάστηκε με την κλίμακα Κοινωνικής Κατανόησης των Παιδιών (Τahiroglu et al., 2014). Η ενσυναίσθηση των παιδιών αξιολογήθηκε από τις μητέρες και τις γιαγιάδες με την κλίμακα «Το Παιδί μου» (Kochanska, DeVet, Goldman, Murray, & Putnam, 1994), ενώ για την αξιολόγηση της ενσυναίσθησης των ίδιων των μητέρων και των γιαγιάδων χρησιμοποιήθηκε η κλίμακα Διαπροσωπικής Ενσυναίσθησης (Davis, 1983). Τα ευρήματα έδειξαν ότι οι αναφορές των μητέρων και των γιαγιάδων στις νοητικές καταστάσεις του παιδιού και του εγγονιού τους παρουσίασαν σημαντικές ομοιότητες μεταξύ τους. Επίσης, βρέθηκε σημαντική θετική συσχέτιση ανάμεσα στην ικανότητά αυτή των μητέρων και των γιαγιάδων με την ενσυναίσθησή τους. Τέλος, σημαντικές θετικές συσχετίσεις βρέθηκαν και ανάμεσα στις αναφορές των δύο ομάδων για τις νοητικές καταστάσεις του παιδιού- εγγονιού τους, με τις κλίμακες αξιολόγησης της ενσυναίσθησης και της θεωρίας του νου των παιδιών. Η συζήτηση εστιάζει στην σημασία των ευρημάτων αυτών για το πεδίο που μελετά την ικανότητα των προσώπων φροντίδας για αναφορά στις νοητικές καταστάσεις των παιδιών. 638 266 288 Η δια βίου εκπαίδευση ως παράμετρος της ποιότητας ζωής των ατόμων με αναπηρία The current master thesis investigates the quality of life of adults with disability and the role that lifelong learning can play. Specifically, the aim of this research is to record the quality of life and depression levels of people with disabilities, as well as the impact their social skills and perceptions on lifelong learning have on them. For research needs, a hundred and forty-three (143) people with visual, acoustic, physical and intellectual disability and forty-seven (47) people without disabilities participated in the empirical study that was conducted in 2017-2018. In addition, four research tools were used: the brief version of the questionnaire World Health Organization Quality of life (WHOQOL-BREF), the Patient Health Questionnaire 9 (PHQ-9), the Revised Self-Monitoring Scale (RSMS), and a questionnaire about the Perspectives on Lifelong Learning that was created for the needs of this study. Alongside with the depression levels and the quality of life of people with disabilities, the effects of demographic variables, such as age, income, professional and family status have also been investigated. The analysis of the results showed that the quality of life for people with disabilities is lower than that for people without disabilities in most dimensions, while people with disabilities are more likely to have elevated levels of depression. The present study also highlights the potential of lifelong learning to contribute to improving the quality of life and mental health of people with disabilities, as well as the need for further investigation into a larger sample of the Greek population in order to design appropriate practices that will lead people with disabilities to live a quality life. Η παρούσα έρευνα μελετά την ποιότητα ζωής ενήλικων ατόμων με αναπηρία και το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει σε αυτή η δια βίου εκπαίδευση. Συγκεκριμένα, σκοπό της παρούσας έρευνας αποτελεί η καταγραφή της ποιότητας ζωής και των επιπέδων κατάθλιψης των ατόμων με αναπηρία, καθώς και η επίδραση που ασκούν σε αυτά οι κοινωνικές τους δεξιότητες και οι αντιλήψεις τους για τη δια βίου εκπαίδευση. Στη διεξαγωγή της εμπειρικής μελέτης που πραγματοποιήθηκε το έτος 2017-2018, συμμετείχαν εκατόν σαράντα τρία (143) άτομα με οπτική, ακουστική, κινητική/σωματική αναπηρία και νοητική αναπηρία και σαράντα επτά (47) άτομα χωρίς αναπηρία. Ακόμη, χρησιμοποιήθηκαν τέσσερα ερευνητικά εργαλεία: η σύντομη εκδοχή του ερωτηματολογίου World Health Organization Quality of life (WHOQOL-BREF), το Patient Health Questionnaire - 9 (PHQ – 9), το Revised Self-Monitoring Scale (RSMS) και ένα ερωτηματολόγιο καταγραφής των Αντιλήψεων για την Δια Βίου Εκπαίδευση που κατασκευάστηκε για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας. Παράλληλα με τη σκιαγράφηση των επιπέδων κατάθλιψης και της ποιότητας ζωής των ατόμων με αναπηρία, διερευνήθηκε η επίδραση που ασκούν σε αυτή δημογραφικά στοιχεία, όπως η ηλικία, το εισόδημα, η επαγγελματική και οικογενειακή κατάσταση. Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων διαφάνηκε ότι η ποιότητα ζωής για τα άτομα με αναπηρία είναι χαμηλότερη από ό, τι για τα άτομα χωρίς αναπηρία στις περισσότερες διαστάσεις της, ενώ τα άτομα με αναπηρία εμφανίζουν μεγαλύτερη πιθανότητα για αυξημένα επίπεδα κατάθλιψης. Η παρούσα έρευνα αναδεικνύει ακόμη τη δυνατότητα της δια βίου εκπαίδευσης να συμβάλλει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής και της ψυχικής υγείας των ατόμων με αναπηρία, καθώς επίσης την ανάγκη για περεταίρω διερεύνηση σε μεγαλύτερο δείγμα του ελληνικού πληθυσμού, ώστε να σχεδιαστούν κατάλληλες πρακτικές, που θα οδηγήσουν τα άτομα με αναπηρία να ζουν με ποιότητα. 639 1008 982 Premigratory ecology, phylogeography and conservation genetics of the threatened raptor falco naumanni in the Balkans Προμεταναστευτική οικολογία, φυλογεωγραφία και γενετική της διατήρησης του απειλούμενου είδους αρπακτικού falco naumanni στα Βαλκάνια New and integrative approaches for the conservation of mobile species are becoming increasingly needed recently, as the genetic component is often overlooked by international conservation policies while management schemes that consider the different stages of a species life cycle and the genetic characteristics of populations are scarce. Such an approach is attempted in this thesis, targeting the migratory bird species, the Lesser Kestrel (Falco naumanni). The Lesser Kestrel is a small migratory falcon breeding in the southern part of the western Palearctic, from the Mediterranean and the Middle East to central Asia, the Mongolian steppes and China while wintering in sub-Saharan Africa. The species went through a sharp decline in its European populations in the 1950s, due to the intensification of agriculture, land-use change and the subsequent habitat degradation. This decline led to the complete extinction of many populations as well as and the loss of several colonies in some countries. Today, the overall European population seems to have stabilized due to the management actions that have taken place over the past decades, mainly on the Iberian Peninsula. However, in central and eastern Europe, where the species exhibits a fragmented distribution, it is considered to be population-depleted and thus in need of conservation concern.In the present thesis, genetic and ecological data are used to: a) describe, analyze and interpret the spatial patterns of genetic diversity and the structure of the Lesser Kestrel populations; and b) highlight the importance of pre-migratory areas as important centers for the conservation of the species. The ultimate goal is to produce knowledge that will contribute to more effective planning of conservation actions and management strategies for the species in the Mediterranean region.In order to describe the pre-migratory concentration of Lesser Kestrels in the city of Ioannina, count data for the years 2000-2015 were used. Also, the trees used by the species for roosting were identified during this period. The peak of the pre-migratory concentration of Lesser Kestrels in the city of Ioannina takes place in August and lasts 20 days. This gathering occurs on an annual basis, whereas the large number of birds (nearly 3000 individuals) suggests that it is not a local phenomenon, but birds from other breeding colonies visit the city. The Lesser Kestrels gathering in the area were found to use exclusively Platanus orientalis as roosting trees.In the attempt to clarify the migration patterns of the species on the Balkan peninsula, citizen-science data were retrieved and analyzed. In addition, the examination of ringing recoveries allowed for the assessment of the degree of philopatry and possible pre-migratory movements of the species in region. The species was found to migrate in a broad-front during spring, from March to the beginning of May, while in a slightly narrower front during autumn from August to early October, contrary to the migration strategy of birds from the Iberian Peninsula. Adult Lesser Kestrels showed strong philopatric behavior, while juvenile birds dispersed over long distances, in some cases up to 900 kilometers.The locally increased availability of food resources, that is one of the main drivers of the pre-migratory concentrations, was approached by a comparative diet analysis between the breeding and pre-migratory period using regurgitated pellets. The Orthoptera were found to be the main prey consumed by the species both during breeding and pre-migration. However, during the breeding season, the species exhibits a mixed feeding strategy with a broad niche width, while during the pre-migration the Lesser Kestrel’s feeding strategy appears to be specialized to Orthoptera and specifically towards Acrididae. The study implicitly showed that the non-fragmented dry grasslands around the city of Ioannina are perhaps the most important habitat used by the species during the breeding season. In contrast, during the pre-migration period, the mountainous areas around the city (more than 20 km away) are of high importance for the species as they retain a high abundance of Orthoptera.In order to assess the levels of genetic diversity and to investigate the spatial patterns of the species genetic structure, 295 samples were collected from 15 natural populations within its distribution range. The molecular markers used were 18 microsatellite loci. The results of the analyses confirm the phylogenetic pattern according to which the European and Asian populations of the species are significantly differentiated, while the population of Israel appears genetically mixed. The available data suggest that the population of Limnos may have been formed by Lesser Kestrels of Asian origin. The core populations have been found to maintain high levels of gene flow with some of the smallest peripheral populations, while peripheral populations showed reduced connectivity among them. Populations of the species in the Mediterranean seem to have been affected differently by the great historical decline as three of the peripheral populations of the central and eastern Mediterranean have been found to show signs of bottlenecks whereas the rest maintain high levels of gene flow with the central populations avoiding any bottleneck effects despite the reduction in their size.To investigate the origin of birds gathering in pre-migratory areas, 146 feathers were collected and genotyped from the two largest pre-migratory roosts of the species in the Balkans: the city of Ioannina and the Drinos valley in southern Albania. Assignment tests based on microsatellite genotypes were performed for nine reference breeding populations. The Lesser Kestrels that visit the city of Ioannina during pre-migration come from at least six different breeding populations of the species for which genetic data (genotypes) were available. Further spatial modeling of allelic frequencies showed that individuals may also originate from five additional populations. It appears that pre-migratory concentrations play an important role in shaping the genetic structure of populations as they attract individuals that could potentially breed in the respective regions.Finally, the results and conclusions of this study can be used for the design of an effective conservation strategy for the species in the Mediterranean region. Such an integrative approach allows for the implementation of targeted management practices and constitutes a cost-effective strategy for the recovery of the populations of the species. Η ανάγκη για μια πιο σφαιρική προσέγγιση στη διατήρηση των αποδημητικών ειδών έχει αρχίσει να γίνεται πρόσφατα αντιληπτή, καθώς η γενετική συνιστώσα συχνά παραβλέπεται από τις διεθνείς πολιτικές διατήρησης, ενώ είναι ελάχιστα τα παραδείγματα διαχειριστικών πρακτικών που λαμβάνουν υπόψη τα διαφορετικά στάδια ζωής των μεταναστευτικών πουλιών καθώς και στοιχεία της γενετικής των πληθυσμών τους. Μια τέτοια προσέγγιση επιχειρείται στην παρούσα διατριβή, στοχεύοντας στο μεταναστευτικό είδος πουλιού, Κιρκινέζι (Falco naumanni). Το Κιρκινέζι είναι ένα μικρό μεταναστευτικό γεράκι που αναπαράγεται στο νότιο τμήμα της Δυτικής Παλαιαρκτικής, από τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή έως την κεντρική Ασία, τις στέπες τις Μογγολίας και την Κίνα ενώ διαχειμάζει στην υποσαχάρια Αφρική. Το είδος γνώρισε μια ραγδαία μείωση του ευρωπαϊκού πληθυσμού του κατά τη δεκαετία του 1950, λόγω της εντατικοποίησης της γεωργίας, των αλλαγών στη χρήση της γης και της επακόλουθης υποβάθμισης των ενδιαιτημάτων του. Η μείωση αυτή οδήγησε στην ολική εξαφάνιση πολλών πληθυσμών αλλά και την εξαφάνιση μεμονωμένων αποικιών σε κάποιες χώρες. Σήμερα, ο συνολικός ευρωπαϊκός πληθυσμός φαίνεται μεν να έχει σταθεροποιηθεί λόγω των διαχειριστικών δράσεων που έλαβαν χώρα κατά τις προηγούμενες δεκαετίες κυρίως στην Ιβηρική χερσόνησο. Ωστόσο, στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, όπου το είδος εμφανίζει κατακερματισμένη κατανομή, θεωρείται πληθυσμιακά ‘εξαντλημένο’ (Depleted) και χρήζει άμεσης διατήρησης.Στην παρούσα διατριβή γίνεται χρήση γενετικών και οικολογικών δεδομένων με στόχο: α) την περιγραφή, ανάλυση και ερμηνεία των χωρικών προτύπων της γενετικής ποικιλότητας και της δομής των πληθυσμών του Κιρκινεζιού και β) την ανάδειξη της σημασίας των προμεταναστευτικών περιοχών ως σημαντικών κέντρων για τη διατήρηση του είδους. Απώτερος σκοπός είναι η παραγωγή γνώσης που θα συμβάλλει στον αποτελεσματικότερο σχεδιασμό διαχειριστικών πρακτικών και στρατηγικών διατήρησης του είδους στην περιοχή της Μεσογείου. Για να περιγραφεί η προμεταναστευτική συγκέντρωση των Κιρκινεζιών στην πόλη των Ιωαννίνων, χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα καταμετρήσεων των ετών 2000-2015. Επίσης, εντοπίστηκαν τα δέντρα που χρησιμοποιούνται από το είδος κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Η κορύφωση της προμεταναστευτικής συγκέντρωσης των Κιρκινεζιών στην πόλη των Ιωαννίνων λαμβάνει χώρα κατά το μήνα Αύγουστο και διαρκεί 20 ημέρες. Η συγκέντρωση αυτή συμβαίνει σε ετήσια βάση ενώ ο μεγάλος αριθμός πουλιών που συγκεντρώνονται (σχεδόν 3000 άτομα) υποδεικνύει ότι δεν είναι ένα τοπικό φαινόμενο αλλά πουλιά από άλλες αναπαραγωγικές αποικίες φιλοξενούνται στην πόλη. Τα Κιρκινέζια που επισκέπτονται την περιοχή βρέθηκαν να χρησιμοποιούν αποκλειστικά τα Πλατάνια (Platanus orientalis) ως θέσεις κουρνιάσματος.Στην προσπάθεια να αποσαφηνιστούν τα πρότυπα μετανάστευσης του είδους στη Βαλκανική χερσόνησο χρησιμοποιήθηκαν παρατηρήσεις του είδους από πολίτες (citizen-science data). Επίσης με τη διερεύνηση επανευρέσεων δακτυλιωμένων πουλιών εκτιμήθηκε ο βαθμός φιλοπατρίας και τυχόν προμεταναστευτικές κινήσεις του είδους στην περιοχή. Το είδος βρέθηκε να μεταναστεύει σε ευρύ μέτωπο (broad-front) την άνοιξη, από τον Μάρτιο έως τις αρχές του Μαΐου, ενώ σε ελαφρώς στενότερο μέτωπο το φθινόπωρο από τον Αύγουστο έως τις αρχές Οκτωβρίου, αντίστροφα με τη στρατηγική μετανάστευσης των πουλιών από την Ιβηρική χερσόνησο. Τα ενήλικα Κιρκινέζια εμφάνισαν ισχυρή φιλοπάτρια συμπεριφορά, ενώ αντίθετα τα νεαρά βρέθηκαν να διασπείρονται σε μεγάλες αποστάσεις έως και πάνω από 900 χιλιόμετρα.Ένας από τους κύριους παράγοντες που διαμορφώνει τις προμεταναστευτικές συγκεντρώσεις, δηλαδή η τοπικά αυξημένη διαθεσιμότητα των τροφικών πόρων, προσεγγίστηκε με μια συγκριτική μελέτη της δίαιτας του είδους μεταξύ αναπαραγωγικής και προμεταναστευτικής περιόδου με την ανάλυση εμεσμάτων. Τα Ορθόπτερα βρέθηκαν να είναι η κύρια λεία του είδους τόσο κατά την αναπαραγωγική όσο και κατά την προμεταναστευτική περίοδο. Ωστόσο, στη διάρκεια της αναπαραγωγής το είδος επιδεικνύει μεικτή στρατηγική τροφοληψίας με ευρύ τροφικό θώκο ενώ κατά την προμετανάστευση η στρατηγική τροφοληψίας του Κιρκινεζιού φαίνεται να είναι εξειδικευμένη προς τα Ορθόπτερα και συγκεκριμένα τις ακρίδες (Acrididae). Η μελέτη της δίαιτας έδειξε εμμέσως, πως οι μη-κατακερματισμένοι ξερικοί λειμώνες περιμετρικά της πόλης των Ιωαννίνων αποτελούν ίσως το σημαντικότερο ενδιαίτημα που χρησιμοποιεί το είδος κατά την αναπαραγωγή του. Αντίθετα, κατά την προμεταναστευτική περίοδο, οι ορεινές περιοχές γύρω από την πόλη (σε απόσταση άνω των 20 χιλιομέτρων) είναι υψηλής σημασίας για το είδος καθώς διατηρούν μεγάλη αφθονία Ορθόπτερων. Προκειμένου να εκτιμηθούν τα επίπεδα γενετικής ποικιλότητας και να διερευνηθούν τα χωρικά πρότυπα γενετικής δομής του είδους, συλλέχθηκαν 295 δείγματα από 15 φυσικούς πληθυσμούς στο εύρος της κατανομής του. Οι μοριακοί δείκτες που χρησιμοποιήθηκαν ήταν 18 μικροδορυφορικοί τόποι. Τα αποτελέσματα των αναλύσεων επιβεβαιώνουν το φυλογεωγραφικό πρότυπο σύμφωνα με το οποίο οι ευρωπαϊκοί και οι ασιατικοί πληθυσμοί του είδους διαφοροποιούνται σημαντικά ενώ ο πληθυσμός του Ισραήλ εμφανίζεται γενετικά αναμεμιγμένος. Τα δεδομένα υποστηρίζουν ότι ο πληθυσμός της Λήμνου έχει συγκροτηθεί από Κιρκινέζια ασιατικής προέλευσης. Οι μεγάλου μεγέθους κεντρικοί πληθυσμοί βρέθηκαν να διατηρούν υψηλά επίπεδα γονιδιακής ροής με κάποιους από τους μικρότερους περιφερειακούς πληθυσμούς, ενώ αντίθετα, μεταξύ των περιφερειακών πληθυσμών διαπιστώνεται μειωμένη διασπορά ατόμων. Οι πληθυσμοί του είδους στη Μεσόγειο φαίνεται να έχουν επηρεαστεί διαφορετικά από την μεγάλη ιστορική μείωση καθώς τρείς από τους περιφερειακούς πληθυσμούς της κεντρικής και ανατολικής Μεσογείου βρέθηκαν να εμφανίζουν ενδείξεις διέλευσης από στενωπό ενώ οι υπόλοιποι διατηρούν υψηλά επίπεδα γονιδιακής ροής με τους κεντρικούς πληθυσμούς, αποφεύγοντας τυχόν επιπτώσεις μιας στενωπού παρόλη τη μείωση του μεγέθους τους.Για να διερευνηθεί η προέλευση των ατόμων στις προμεταναστευτικές περιοχές, απομονώθηκε γενετικό υλικό από 146 φτερά που συλλέχθηκαν από τις δύο μεγαλύτερες προμεταναστευτικές συγκεντρώσεις του είδους στα Βαλκάνια: την πόλη των Ιωαννίνων και την κοιλάδα του Δρίνου στη νότια Αλβανία. Πραγματοποιήθηκαν δοκιμασίες κατάταξης των σύνθετων γονότυπων των φτερών σε εννιά αναπαραγωγικούς πληθυσμούς αναφοράς. Τα Κιρκινέζια που επισκέπτονται την πόλη των Ιωαννίνων κατά την προμετανάστευση προέρχονται από τουλάχιστον έξι διαφορετικούς αναπαραγωγικούς πληθυσμούς του είδους για τους οποίους υπήρχαν διαθέσιμα γενετικά δεδομένα (γονότυποι). Περαιτέρω ανάλυση μοντελοποίησης των αλληλικών συχνοτήτων έδειξε ότι άτομα πιθανόν να προέρχονται και από πέντε επιπλέον πληθυσμούς. Φαίνεται πως οι προμεταναστευτικές συγκεντρώσεις διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της γενετικής δομής των πληθυσμών, καθώς προσελκύουν στις αντίστοιχες περιοχές άτομα για μελλοντική αναπαραγωγή.Εν κατακλείδι, τα αποτελέσματα και συμπεράσματα της παρούσας μελέτης μπορούν να αξιοποιηθούν για το σχεδιασμό μιας αποτελεσματικής στρατηγικής διατήρησης του είδους στην περιοχή της Μεσογείου. Μια τέτοια σφαιρική προσέγγιση αφενός επιτρέπει την υλοποίηση στοχευμένων διαχειριστικών πρακτικών, αφετέρου αποτελεί μια οικονομικά αποδοτική στρατηγική για την ανάκαμψη των πληθυσμών του είδους. 640 308 303 Design, implementation and assessment an interventional psycho-pedagogical program of Greek traditional dance Σχεδιασμός, υλοποίηση και αξιολόγηση ενός παρεμβατικού ψυχοπαιδαγωγικού προγράμματος ελληνικού παραδοσιακού χορού Through the playful learning process, the student is connecting with his/her environ-ment and becomes familiar with concepts, roles and situations of everyday lifetime de-veloping skills at a psychomotor, emotional and cognitive level. Stimulated by the wealth of Greek music and dancing tradition, the purpose of this work is to design, apply and evaluate an interventional psycho-pedagogical Greek traditional dance teach-ing program to examine its contribution and impact on kinetic development, social skills and the self-esteem of preschool children. In this research 38 pupils (18 boys and 20 girls) of pre-school age (4 ½ to 6 ½ years) randomly and equally divided into exper-imental (N = 19), who attended the interventional program, and control group (N = 19) who attended the kindergarten program. The interventional program was applied for ten weeks, with twice a week frequency of visits while for the evaluation of the program the « MOT 4-6» was used and the "Evaluation Scale of Social Behavior" and "Evalua-tion Scale of Self-Esteem" was also used. Initially, an analysis of variance between the groups for MOT-TEST, social skills and self-esteem was used, and, then, a regression analysis for the relationship between the variables was used. The results showed that in the kinetic development there was a statistically significant difference between initial and final measurement. Although, social behavior and self-esteem presented a signifi-cant difference between the control and the experimental group, it cannot be considered as statistically significant. The analysis of regression between the social behavior and self-esteem indicates a positive linear relationship between the two variables. In con-clusion, it is proposed that factors that can enhance the dynamics of Greek traditional dance has to be a part of further investigate and also suggestions have to be proposed for the better interaction between Greek traditional dance and childhood. Μέσα από διαδικασίες παιγνιώδους μάθησης, ο μαθητής έρχεται σε επαφή με το περι-βάλλον του και εξοικειώνεται με έννοιες, ρόλους και καταστάσεις της καθημερινότη-τας αναπτύσσοντας δεξιότητες σε ψυχοκινητικό, συναισθηματικό και γνωστικό επί-πεδο. Με έναυσμα τον πλούτο της ελληνικής μουσικοχορευτικής παράδοσης τίθεται ως σκοπός της παρούσας εργασίας η αξιοποίησή του ελληνικού παραδοσιακού χορού στη διδακτική πράξη μέσα από το σχεδιασμό, την υλοποίηση και αξιολόγηση ενός πα-ρεμβατικού ψυχοπαιδαγωγικού προγράμματος προκειμένου να εξεταστεί η συμβολή και επίδραση του στην κινητική και κοινωνική ανάπτυξη και στην ενίσχυση της αυτο-εκτίμησης παιδιών προσχολικής ηλικίας. Στην έρευνά μας συμμετείχαν 38 μαθητές (18 αγόρια και 20 κορίτσια) προσχολικής ηλικίας (4 ½ έως 6 ½ ετών) οι οποίοι χωρίστηκαν τυχαία και ισόποσα στην πειραματική (N=19), που παρακολούθησε το παρεμβατικό πρόγραμμα, και στην ομάδα ελέγχου (N=19), που παρακολούθησε το πρόγραμμα του νηπιαγωγείου. Η παρέμβαση εφαρμόστηκε, συνολικά, για δέκα εβδομάδες, με συχνό-τητα επίσκεψης δύο φορές την εβδομάδα ενώ ως εργαλεία αξιολόγησης χρησιμοποιή-θηκαν το «Εργαλείο Μέτρησης της Επίδοσης των Κινητικών Δεξιοτήτων ΜΟΤ 4-6» καθώς και η «Κλίμακα Αξιολόγησης της Κοινωνικής Συμπεριφοράς» και η «Κλίμακα Αξιολόγησης της Αυτοεκτίμησης». Αρχικά, πραγματοποιήθηκε ανάλυση διακύμανσης μεταξύ των ομάδων για το ΜΟΤ-TEST, την κοινωνική συμπεριφορά και αυτοεκτίμηση και, στη συνέχεια, ανάλυση παλινδρόμησης για την ύπαρξη κάποιας σχέσης μεταξύ των μεταβλητών. Από τα αποτελέσματα προέκυψε πως στην κινητική ανάπτυξη υ-πήρξε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ αρχικής και τελικής μέτρησης, στην κοι-νωνική συμπεριφορά και αυτοεκτίμηση παρόλο που παρουσίασαν μια σημαντική δια-φορά μεταξύ της ομάδας ελέγχου και της πειραματικής δε μπορεί να θεωρηθεί ως στα-τιστικά σημαντική ενώ μόνο η ανάλυση παλινδρόμησης της κοινωνικής συμπεριφοράς με την αυτοεκτίμηση δηλώνει μία θετική γραμμική σχέση μεταξύ των δύο μεταβλητών. Συμπερασματικά, προτείνεται η περαιτέρω διερεύνηση παραγόντων που μπορεί να ε-νισχύσει η δυναμική του ελληνικού παραδοσιακού χορού καθώς και προτάσεων για την ουσιαστική επικοινωνία του με την παιδική ηλικία. 641 147 171 Διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού της εκπαίδευσης $b [cd-rom] $e μελέτη περίπτωσης στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση της Ηπείρου A survey of public teachers’ opinion regarding the human recourses practices (recruitment, training and development, motivation, job satisfaction, health and safety at work) in Secondary Education in Greece was carried out in the region of Epirus, North West Greece. The results indicated that the majority of teachers are satisfied with the nature of their profession but are not satisfied with the organizational culture and the absence of organizational support as well as the “centrally” administrated Educational System in Greece. A significant number of teachers pointed out that the educational administrators spent too much time in bureaucratic and non teaching related activities. The survey revealed that the teachers are interested in attaining practical orientated – teaching courses, need job recognition and motivation. The stress levels of the teachers were high, indicating the urgent need for a holistic approach in human resources policies in the secondary education in Greece. Σκοπός της έρευνας, που διεξήχθη στους εκπαιδευτικούς των σχολικών μονάδων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ήπειρο, ήταν να διερευνηθούν εκτενώς οι απόψεις και οι εμπειρίες τους σε βασικά θέματα που άπτονται της διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού (επιλογή προσωπικού, επιμόρφωση, επαγγελματική εξέλιξη, παρακίνηση, επαγγελματική ικανοποίηση, υγιεινή και ασφάλεια). Η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων παρουσίασε ικανοποιητικά επίπεδα επαγγελματικής ικανοποίησης που πηγάζουν κατά κύριο λόγο την ίδια την εργασία τους ενώ δεν παρουσιάστηκαν ικανοποιημένοι από την οργανωσιακή κουλτούρα και την έλλειψη υποστήριξης και το συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης. Επιπρόσθετα, οι εκπαιδευτικοί επεσήμαναν τον αυξημένο φόρτο εργασίας των στελεχών της Εκπαίδευσης σχετικά με μη διδακτικά και κυρίως γραφειοκρατικά καθήκοντα. Η έρευνα ανέδειξε την επιθυμία των εκπαιδευτικών για παρακολούθηση επιμορφωτικών προγραμμάτων που θα τους βοηθήσουν στην επιτέλεση του έργου τους καθώς και την ανάγκη για επαγγελματική αναγνώριση και παρακίνηση. Επιπλέον, καταγράφηκαν αυξημένα επίπεδα εργασιακού άγχους των εκπαιδευτικών που συμμετείχαν στην έρευνα καταδεικνύοντας την ανάγκη της ολιστικής προσέγγισης στη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. 642 211 215 Μελέτη υψίσυχνων ελαστικών κυμάτων σε διαστρωματωμένα υλικά μετάλλου/πυριτίου με τη χρήση υπερβραχέων παλμών laser The objective of the current PhD thesis is the generation and detection of high frequency elastic waves in layered Metal/Silicon samples by femtosecond laser pulses. Specifically, in current study with femtosecond laser pulses of central wavelength λ=795nm a detailed study is performed of the thin metal films characteristics in order to produce high frequency and giant elastic waves that propagate inside Si substrate. For this purpose, a pump – probe transient reflectivity experimental setup was developed that Ti/Si and Ag/Si samples were examined, with different metal film thicknesses as well as a theoretical thermomechanical model – based on Extended Two Temperature Model – was also developed for the support of the experimental findings. The experimental and theoretical results of this thesis converge well in the generation of giant and ultrafast elastic waves when Ti is used as the optoelastic transducer. Furthermore, an optical control of the generated elastic waves was performed through the modification of the chirp of the femtosecond laser pulses. The results show the generation of higher elastic waves when negatively chirped laser pulses are used, comparing with positively chirped laser pulses. Additionaly, the theoretical model is further extended in order to include the chirp of the ultrashort laser pulses and the theoretical results converge well with experimental results. Ο σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι η παραγωγή και η ανίχνευση υψίσυχνων ελαστικών κυμάτων σε διαστρωματωμένα υλικά μετάλλου/πυριτίου με τη χρήση femtosecond παλμών laser. Συγκεκριμένα, στην παρούσα μελέτη με femtosecond παλμούς laser κεντρικού μήκους κύματος λ=795nm, πραγματοποιείται μία λεπτομερής μελέτη των χαρακτηριστικών που δύναται να έχουν τα μεταλλικά υμένια ώστε να παραχθούν υψίσυχνα και ΄΄γιγαντιαία΄΄ ελαστικά κύματα τα οποία στη συνέχεια να διαδοθούν μέσα στο υπόστρωμα πυριτίου (Si). Για το σκοπό αυτό, αναπτύχθηκε πειραματική διάταξη άντλησης – ελέγχου αλλαγής ανακλαστικότητας με την οποία μελετήθηκαν δείγματα Ti/Si και Ag/Si, με διαφορετικά πάχη μεταλλικών υμενίων, καθώς και ένα θεωρητικό θερμομηχανικό μοντέλο - βασισμένο στο Διευρυμένο Μοντέλο Δύο Θερμοκρασιών - για την υποστήριξη των πειραματικών αποτελεσμάτων. Τα πειραματικά και θεωρητικά αποτελέσματα της διατριβής, συγκλίνουν στο γεγονός δημιουργίας ισχυρών και ταχέων ελαστικών κυμάτων, όταν χρησιμοποιείται Ti σαν οπτοακουστικός μετατροπέας. Επίσης, πραγματοποιείται οπτικός έλεγχος των παραγόμενων ελαστικών κυμάτων διαμέσου της χρονικής αναδιάταξης του φασματικού περιεχομένου (chirp) των femtosecond παλμών laser. Τα αποτελέσματα δείχνουν ισχυρότερα ελαστικά κύματα στην περίπτωση χρήσης παλμών laser αρνητικού chirp συγκριτικά με την περίπτωση χρήσης παλμών θετικού chirp. Επιπλέον, το θεωρητικό μοντέλο διευρύνεται ώστε να συμπεριλάβει και το chirp των υπερβραχέων παλμών laser, με τα αποτελέσματα του να συγκλίνουν με τα πειραματικά. 643 11 13 The first greek translation of Shakespeare. Macbeth by Andreas Theotokis (1819).pdf Δωδώνη : επιστημονική επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων; Τόμ. 5 (1976) 644 396 425 Μια ολιστική προσέγγιση της εμπειρίας του φυσιολογικού τοκετού με την αξιοποίηση της μουσικής ως βοηθητικού μέσου Aim of this study is to investigate music’s effects on childbirth’s experience and how music or other sounds can influence this experience. In order all the above to be better comprehended, studying experience and opinions of women-who have the possibility and the choice to listen to music during childbirth-is necessary. Such efforts have not been held in Greece until nowadays. A qualitative approach was chosen, according to the research protocol of Caryl Ann Browning (Browning 2000), for this study’s purposes. The sample consists of three (3) primiparas, who filled this study’s inclusion criteria. These women attended childbirth education classes and accepted to participate voluntarily in this study. At least three music therapy sessions were scheduled by the music therapist, in order the women to be prepared for childbirth using music as a conditioning aid. The music therapist visited the mothers-to-be at home, where music was carefully selected according to their own preferences. The music therapist did not attend women’s childbirth - which took place in private clinics –on women’s demand. The women’s partners were responsible for the use of music during childbirth. A few days after childbirth the mothers gave semi-structured interviews with open-ended questions. Right after the interviews- which were recorded- the mothers filled in a questionnaire, specifically designed for this study’s needs. After data analysis, it appears that music could potentially be a conditioning aid, when properly used, not only prenatally but also during labor and delivery. Labor and delivery are facilitated in various ways under music’s assistance, while postnatally benefits for the baby occur. The same findings that come out of previous similar studies are detected. Moreover, indications on improvisational music therapy (e.g. with use of voice) and information that concerns sound environment during childbirth occur. However, no evidence came out as far as a) music’s effects during delivery and b) music therapist’s presence during childbirth are concerned. The initially chosen research protocol (Browning 2000) was modified for this study’s purposes and resulted in a new, enriched protocol. Although this study’s results are considered to be valid and reliable, the conclusions can not be generalized because of the study’s accepted limitations. The appropriate use of music in obstetrics requires a more complete investigation and the conduction of further qualitative research. An interdisciplinary holistic approach of this particular issue is necessary, not only in clinical practice, but also as far as research is concerned. Σκοπός της παρούσας ερευνητικής εργασίας είναι να διερευνηθεί η επίδραση της μουσικής στην εμπειρία του φυσιολογικού τοκετού και το πώς η μουσική ή άλλοι ήχοι μπορούν να επηρεάσουν την εμπειρία του τοκετού. Προκειμένου να κατανοηθούν καλύτερα οι συγκεκριμένες διεργασίες, ζητούμενο είναι να μελετηθούν οι εμπειρίες και οι απόψεις γυναικών που έχουν τη δυνατότητα και την επιλογή να ακούσουν μουσική κατά τον τοκετό τους. Αντίστοιχες προσπάθειες δεν έχουν πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα έως σήμερα. Για την εκπόνηση αυτής της έρευνας επιλέχθηκε μια ποιοτική προσέγγιση, σύμφωνα με το ερευνητικό πρωτόκολλο της Caryl Ann Browning (Browning 2000). Το δείγμα αποτελείται από τρεις (3) πρωτοτόκες, οι οποίες πληρούσαν τα κριτήρια επιλογής του δείγματος, συμμετείχαν σε ομάδες προετοιμασίας για τοκετό και δέχτηκαν να συμμετάσχουν εθελοντικά στην έρευνα. Προγεννητικά προγραμματίστηκε μια σειρά - τουλάχιστον τριών - κατ’ οίκον συναντήσεων για προετοιμασία των εγκύων από τη μουσικοθεραπεύτρια, κατά τις οποίες επελέγη προσεκτικά η μουσική που ταιριάζει στην κάθε έγκυο. Στον τοκετό - ο οποίος έλαβε χώρα σε ιδιωτικές κλινικές - η μουσικοθεραπεύτρια δεν ήταν παρούσα, από επιλογή των εγκύων. Την ευθύνη για την αξιοποίηση της μουσικής κατά τον τοκετό ανέλαβαν οι σύντροφοι των εγκύων. Μέσα στις πρώτες μέρες μετά τον τοκετό οι μητέρες έδωσαν ημι-δομημένη συνέντευξη με ανοιχτού τύπου ερωτήσεις. Μετά τη συνέντευξη, η οποία ηχογραφήθηκε, οι μητέρες συμπλήρωσαν ερωτηματολόγιο ειδικά σχεδιασμένο για τις ανάγκες της έρευνας. Από την ανάλυση των δεδομένων προκύπτει ότι η μουσική αποτελεί βοηθητικό μέσο όταν αξιοποιείται κατάλληλα, τόσο προγεννητικά όσο και κατά τον τοκετό. Η διαδικασία του φυσιολογικού τοκετού διευκολύνεται ποικιλοτρόπως με τη βοήθεια της μουσικής, ενώ κατά την περίοδο της λοχείας διαπιστώνεται ότι υπάρχουν οφέλη για το βρέφος. Στα αποτελέσματα της έρευνας ανιχνεύονται τα ίδια αποτελέσματα που προκύπτουν από παλαιότερες μελέτες που πραγματεύονται το ίδιο θέμα. Επιπλέον, προέκυψαν ενδείξεις για ενεργητική μουσικοθεραπεία (π.χ. με χρήση της φωνής) και πληροφορίες που αφορούν στο ευρύτερο ηχητικό περιβάλλον κατά τον τοκετό. Ωστόσο, δεν μπορούν να εξαχθούν ξεκάθαρα συμπεράσματα σχετικά με την επίδραση της μουσικής στη φάση της εξώθησης και την παρουσία ειδικού-μουσικοθεραπευτή κατά τον τοκετό. Όσον αφορά στη διεξαγωγή της έρευνας το ερευνητικό πρωτόκολλο της Browning (2000), που επιλέχθηκε αρχικά, τροποποιήθηκε και προέκυψε ένα νέο εμπλουτισμένο ερευνητικό πρωτόκολλο. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν κρίνονται ως έγκυρα και αξιόπιστα, αλλά τα συμπεράσματα δε μπορούν να γενικευτούν δεδομένων των περιορισμών της έρευνας. Η αξιοποίηση της μουσικής στον τομέα της μαιευτικής χρήζει πληρέστερης διερεύνησης και διεξαγωγής περαιτέρω ποιοτικών ερευνών. Είναι αναγκαία μια διεπιστημονική ολιστική προσέγγιση του συγκεκριμένου ζητήματος, τόσο σε επίπεδο κλινικής πρακτικής όσο και σε επίπεδο έρευνας. 645 465 485 Study of the effect of the olive constituent oleuropein in lipid homeostasis Μελέτη της επίδρασης της ελευρωπαΐνης στην ομοιοστασία των λιπιδίων Oleuropein (OLE), the main polyphenolic constituent of the olive tree, has demonstrated antioxidant and hypolipidemic properties. It is well established that upon activation, Peroxisome proliferator activated receptor type α (PPARα), plays a key role in the regulation of lipid metabolism, as well as the energy homeostasis of the cell. This study focuses on the mechanisms underlying the Oleuropein’s hypolipidemic properties and specifically, on its role on PPARα activation. For this purpose, we initially evaluated using in silico approaches, the Oleuropein’s binding capacity to PPARα. These in silico studies, employing theoretic binding models at the PPARα’s crystal structure along with Molecular Docking simulation, confirmed our hypothesis that OLE is a PPARα agonist. Furthermore, we investigated in vitro, using the Luciferase reporter gene assay, Oleuropein’s ability to bind to the LBD of PPARα. Both, in silico and in vitro studies, clearly showed that OLE is a ligand of PPARα. In vivo studies also confirmed that OLE is a PPARα agonist that induces PPARα activation. Specifically, treatment of male wild-type mice with OLE (100mg/kg, p.o.) followed the regular rodent diet for 6 weeks, resulted in the up-regulation of both, PPARα and several target genes in the liver, potentially via activation of the PI3K/AKT/p70S6K signaling pathway. This effect was correlated with a significant reduction of serum triglycerides (TGs) and total cholesterol levels. In contrast, OLE had no effect in these lipid markers in Ppara-null mice indicating a direct involvement of PPARα in the OLE-mediated suppression of serum TG and total cholesterol levels. The assessment of the effect of OLE on hepatic and W.A.T regulatory factors playing determinant roles in TG homeostasis indicated the following: 1) the activation of HSL (Hormone Sensitive Lipase) in the W.A.T of wild type mice, 2) the upregulation of several hepatic factors involved in TG uptake, transport, metabolism and clearance. It is very likely that both, HSL activation in the W.A.T. and activation of several hepatic factors may also contribute in the OLE- mediated reduction of TGs and total cholesterol levels. In summary, it appears that OLE reduces serum TGs and total cholesterol levels in mice via PPARα activation. The data of this study, also indicated that HSL activation in the W.A.T. and upregulation of various hepatic genes (most of them are PPARα target genes) may contribute in the mechanism mediating the Oleuropein’s hypolipidemic effects. In conclusion, this study has demonstrated in mice the Oleuropein’s hypolipidemic effects and has clarified to a certain point the underlying mechanisms indicating mainly, the catalytic role of PPARα activation. Given that lipid homeostasis is regulated by complex cellular mechanisms, involving a plethora of factors, we consider that potentially other mechanisms also mediate the Oleuropein’s hypolipidemic effects, and that their thorough investigation is a subject of future studies. Η Ελευρωπαΐνη, το κύριο πολυφαινολικό συστατικό της ελιάς, παρουσιάζει αντιοξειδωτικές και υπολιπιδαιμικές ιδιότητες. Ο ενεργοποιημένος υποδοχέας επαγωγής του πολλαπλασιασμού των υπεροξεισωμάτων τύπου α (PPARα), διαδραματίζει καίριο ρόλο στον έλεγχο του μεταβολισμού των λιπιδίων και στην ενεργειακή ομοιαστασία του κυττάρου. Η συγκεκριμένη έρευνα εστιάζει στους μηχανισμούς της υπολιπιδαιμικής δράσης της Ελευρωπαΐνης με έμφαση στο ρόλο της Ελευρωπαΐνης στην ενεργοποίηση του PPARα. Για τον σκοπό αυτό, έγινε αξιολόγηση in silico της ικανότητας της Ελευρωπαΐνης να προσδένεται στον PPARα. Θεωρητικά μοντέλα πρόσδεσης στην κρυσταλλική δομή του PPARα με τη χρήση Μοριακής Προσομοίωσης Πρόσδεσης, επιβεβαιώνουν την υπόθεσή μας ότι η Ελευρωπαΐνη είναι αγωνιστής του PPARα. Επιπλέον, διερευνήθηκε in vitro με το Luciferase reporter gene assay η ικανότητα της Ελευρωπαΐνης να προσδένεται στον υποδοχέα PPARα και να τον ενεργοποιεί. Τα αποτελέσματα από την in silico και την in vitro μελέτη δείχνουν σαφώς ότι η ελευρωπαΐνη ενεργοποιεί τον PPARα. Στη συνέχεια έγινε in vivo διερεύνηση της ενεργοποίησης του PPARα από την Ελευρωπαΐνη και αξιολόγηση της επίδρασής της στο λιπιδαιμικό προφίλ των πειραματόζωων. Αγωγή αρσενικών μυών άγριου τύπου (SV129 Wild Type) με Ελευρωπαΐνη σε δοσολογία 100mg/kg, p.o, τα οποία ακολούθησαν τυπική δίαιτα για τρωκτικά, για 6 εβδομάδες, είχε ως αποτέλεσμα επαγωγή του Pparα και των γονιδίων-στόχων του στο ήπαρ, πιθανώς μέσω ενεργοποίησης του PI3K/AKT/p70S6K σηματοδοτικού μονοπατιού. Αυτή η επίδραση της Ελευρωπαΐνης φαίνεται να σχετίζεται άμεσα με σημαντική μείωση των επιπέδων των TGs του ορού και της ολικής χοληστερόλης, γιατί η Ελευρωπαΐνη δεν είχε καμία επίδραση σε αυτούς τους λιπιδαιμικούς δείκτες σε διαγονιδιακούς Pparα null μύες. Στην κατεύθυνση της διερεύνησης της επίδρασης της Ελευρωπαΐνης σε ηπατικούς παράγοντες και σε παράγοντες, που εκφράζονται στο λευκό λιπώδη, κρίσιμους για την ομοιοστασία των Τριγλυκεριδίων, διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα: 1) Ενεργοποίηση της ορμονο-ευαίσθητης λιπάσης (HSL) στο λευκό λιπώδη ιστό (W.A.T.) των άγριου τύπου μυών, 2) επαγωγή ποικίλλων ηπατικών παραγόντων, που συμμετέχουν στη σύνθεση, τη μεταφορά, τον μεταβολισμό και την απέκκριση των τριγλυκεριδίων. Αυτή η ενεργοποίηση της HSL στον W.A.T. και των ηπατικών παραγόντων, που συμμετέχουν στην ομοιοστασία των λιπιδίων, είναι πιθανόν να ενισχύει την επαγόμενη από την Ελευρωπαΐνη μείωση των επιπέδων των τριγλυκεριδίων και της χοληστερόλης στον ορό. Συνοψίζοντας, φαίνεται ότι η Ελευρωπαΐνη μειώνει τα τριγλυκερίδια και την ολική χοληστερόλη του ορού σε μύες μέσω ενεργοποίησης του PPARα. Τα δεδομένα αυτής της μελέτης δείχνουν επίσης, ότι στην υπολιπιδαιμική δράση της Ελευρωπαΐνης συμμετέχει και η ενεργοποίηση της HSL στο λευκό λιπώδη ιστό καθώς και η επαγωγή ηπατικών γονιδίων, που διαδραματίζουν βασικό ρόλο την ομοιοστασία των τριγλυκεριδίων, δηλαδή τη σύνθεση, την μεταφορά, τον μεταβολισμό και την κάθαρσή τους. Συμπερασματικά, η μελέτη έδειξε τις υπολιπιδαιμικές δυνατότητες της Ελευρωπαΐνης σε μύες και αποσαφήνισε σε σημαντικό βαθμό τους μηχανισμούς της υπολιπιδαιμικής δράσης της, φωτίζοντας κυρίως τον ρόλο του PPARα. Επειδή η διατήρηση της ομοιοστασίας των λιπιδίων είναι μια πολύπλοκη διαδικασία, που ρυθμίζεται από πολλούς παράγοντες, πιστεύουμε ότι πιθανώς εμπλέκονται και άλλοι μηχανισμοί στην δράση της Ελευρωπαΐνης, η διερεύνηση των οποίων είναι αντικείμενο μελλοντικών μελετών. 646 925 867 The famous patriarch Photius became one of the most prominent figures in the 9th century. Besides being a politician and diplomat, he excelled as ecclesiastical leader, outstanding writer and a theologian. His name has been associated with the conversion of the Slavs and Bulgars into Christianity, as well as his controversial relationship with Pope Nicholas I and the western church. His multi-level activities became the focus point in contemporary research. It is worth noting that his far-sightedness together with his substantial education is evident in his contacts with noblemen within and outside the empire. Characteristic of this trend is the relationship he developed with the leader of the Bulgars Boris – Michael. His friendly contacts to foreign rulers reveal his great missionary work. His contemporaries however, did not perceive his great intelligence and only devoted marginal comments to his talented nature. Thus, the few references to him show anti-Photian tendencies. The personality of Photius encompasses the Byzantine renaissance of the 9th century. His impressive knowledge, also recognized by his enemies (Nicetas David, pseudo-Symeon), inaugurates a new period in Byzantine classicism. Photius’s literary capability finds its expression in several major works, such as his Lexicon, and his Bibliotheca which point to the implementation of classical models in the literary activity of his time. Even though we have minimal knowledge of his education, we can be sure that it was extensive. With his Bibliotheca, Photius introduces a new attitude of the Orthodox church towards the classical Greek world. It is his activity which contributes towards the assimilation of the ancient literary tradition into the spiritual life of contemporary Byzantines. The Bibliotheca is a unique text, because Photius incorporated his personal commentary for each work separately with a visible lack of fanaticism, since he even rebukes ecclesiastical authors for dogmatic digression. The Bibliotheca forms the apex of this legacy which laid the foundation for the increase in production of secular works. Without the contribution of Photius who undertook to register the works of ancient and Byzantine authors, even the name of some of them would remain unattested. At the same time, his contribution for Christian literature remains substantial, since more than one hundred sacred works become known only through his Bibliotheca. But even for surviving texts, Photius offers his literary and general evaluation to modern researchers. With regard to the Bibliotheca, one of the first observations of the modern reader is the emphasis that Photius stresses on historiography, especially secular. As it has been pointed out in our study, there are 27 secular historians, as compared to 15 ecclesiastical. This literary figure showed interest for secular historiography, which had been neglected as a literary genre in his time. He primarily demonstrated interest for historians between the 4th and 7th centuries. In addition, the Bibliotheca also includes genres which were not cultivated in 76 the age of Photius, such as the literary romance which flourished during the Hellenistic period. His goal is apparent: To preserve the content of such works that were in danger to be lost forever. His preoccupation with authors of the Graeco-Roman times also demonstrates the juxtaposition of the terms Greek and barbarian. Photius is also interested in the alteration of the empires in the east, the Achaemenid, the Macedonian as well as New Rome, while from the literary study of history he absorbs not only knowledge, but pleasure too. Of course, this is not the end in the Bibliotheca’s literary value. Despite the negative judgment of Photius for some works such as that of Nichomachus of Gerasa, the treatise receives extensive covering. At the same time, some of the texts do not preserve only political or war narratives, but include much geographical information a fact which reflects Photius’s interest for exotic places. The narratives of Ctesias and Nonnosus form characteristic examples. More specifically, we believe that the history of Nonnosus which describes the diplomatic mission to the Ethiopians appears to have formed a model of emulation for his own mission to the Arabs. Photius was similarly attracted to the biographies of philosophers (Pythagoras, Apollonius of Tyana, and Isidore) and the literary treatises of Proclus, Helladius and Pamphila. Free will is also revealed as a subject of interest within the Bibliotheca. For this reason he comments on the works «Περὶ Προνοίας» and «Εἰμαρμένης» of Hierocles, «κατὰ Εἰμαρμένης» by Diodorus of Tarsus, the work of Methodius of Olympus and the extensive commentary for the now lost text by Theodorus of Mopsuestia which abrogated the views of Origen and lays significance on the idea of the incarnation of speech as well as that of the resurrection and baptism. It is noteworthy that ancient Greek poets are absent from Photius’s work, since they formed part of the educational curriculum. Nonetheless, theological works could not be absent from the Bibliotheca, since Photius as a Christian, had to read such works for his spiritual profit! Based on these results, the conclusion is reached that Photius’s personality initiated the beginning in the rise of literary activity following the end of iconoclasm, and became the forerunner of the so-called first Byzantine humanism. The founder of the Macedonian dynasty, Basil I, was mindful of this when he selected Photius as tutor to his heirs. It was due to his teaching efforts that emperors Leo VI and his son Constantine VII Porphyrogenetus demonstrated outstanding interest for higher education and proficient literary activity. However, whereas Photius chose to present and evaluate classical and Christian works by themselves, the aforementioned emperors decided to encourage the formation of large collections of extracts to be employed for practical use. Ο Φώτιος ανεδείχθη σε μία από τις κορυφαίες προσωπικότητες του Θ’ αιώνος. Εκτός από πολιτικός και διπλωμάτης υπήρξε εκκλησιαστικός ηγέτης, δεινός συγγραφέας και θεολόγος. Η μορφή του συνδέθηκε με τον εκχριστιανισμό των σλαβικών λαών και των Βουλγάρων, αλλά και με τη διαμάχη του με τον πάπα Νικόλαο Α’ και τη Δυτική Εκκλησία. Η πολύπλευρη δράση του αποτέλεσε πολλάκις αντικείμενο της σύγχρονης έρευνας. Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι η διορατικότητα σε συνδυασμό με την ευρεία μόρφωσή του αναδεικνύονται στην επικοινωνία που είχε με άρχοντες εντός και εκτός Βυζαντίου. Χαρακτηριστική είναι η πατρική σχέση που ανέπτυξε με τον άρχοντα της Βουλγαρίας, Βόρι - Μιχαήλ. Η φιλική του στάση προς αλλοεθνείς ηγεμόνες φανερώνει το μεγάλο ιεραποστολικό του έργο. Οι σύγχρονοί του, όμως, δεν φαίνεται να συνέλαβαν το πνεύμα του Φωτίου και αφιέρωσαν λίγες μόνο γραμμές γύρω από τον πολύτροπο νου του και συνήθως οι πηγές που τον μνημονεύουν παρουσιάζουν αντιφωτιανές τάσεις. Η μορφή του Φωτίου σηματοδοτεί την πνευματική αναγέννηση του βυζαντινού Θ’ αιώνος. Η ευρυμάθειά του, την οποία αναγνώριζαν ακόμη και οι εχθροί του (Νικήτας Δαβίδ, ψευδο-Συμεών) εγκαινιάζουν μία νέα εποχή του Βυζαντινού Κλασικισμού. Η λογιοσύνη του Φωτίου βρίσκει την έκφρασή της στη σύνθεση μεγάλων έργων όπως το Λεξικό και η Βιβλιοθήκη, τα οποία σηματοδοτούν τη στροφή των λογίων της εποχής του στα κλασικά πρότυπα. Μπορεί να μην γνωρίζουμε παρά μόνο ελάχιστα για τη μόρφωσή του, αλλά οπωσδήποτε υπήρξε μεγάλη. Ο Φώτιος με τη Βιβλιοθήκη του εισάγει μία νέα στάση της Ορθοδοξίας ως προς τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Είναι αυτός που βοηθά στην αφομοίωση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στην πνευματική ζωή των Βυζαντινών. Η Βιβλιοθήκη είναι κείμενο μοναδικό, καθώς ο Φώτιος ενσωμάτωσε τις προσωπικές κρίσεις του σε κάθε έργο ξεχωριστά, με έκδηλη την έλλειψη φανατισμού, αφού επικρίνει και εκκλησιαστικούς ιστορικούς για δογματική εκτροπή. Η Βιβλιοθήκη αποτελεί το επιστέγασμα αυτού του πνεύματος, το οποίο έθεσε τις βάσεις για περαιτέρω σπουδή και παραγωγή κοσμικών κειμένων. Αν δεν ήταν ο Φώτιος να καταγράψει τα έργα αρχαίων και βυζαντινών συγγραφέων δεν θα γνωρίζαμε ούτε το όνομα μερικών από αυτούς. Αλλά και για τη χριστιανική λογοτεχνία η συμβολή του είναι μεγάλη, αφού εκατό και πλέον εκκλησιαστικά κείμενα γίνονται γνωστά μόνο μέσα από τη Βιβλιοθήκη του. Ακόμη, όμως, και για τα σωζόμενα έργα ο Φώτιος προσφέρει τη φιλολογική και άλλη αξιολόγησή του στον σύγχρονο μελετητή. Μία από τις πρώτες παρατηρήσεις του αναγνώστη της Βιβλιοθήκης είναι η έμφαση που δίνει ο Φώτιος στην ιστοριογραφία και μάλιστα την κοσμική. Όπως, επισημάνθηκε οι κοσμικοί ιστοριογράφοι είναι 27 έναντι 15 εκκλησιαστικών. Ο λόγιος άνδρας φαίνεται ότι ενδιαφέρθηκε για την ιστοριογραφία, η οποία ως γραμματειακό είδος παραμελήθηκε στην εποχή του. Επέδειξε πρωτίστως ενδιαφέρον για ιστορικούς συγγραφείς της περιόδου από τον Δ’ έως τον Ζ’ αιώνα. Επιπρόσθετα, στη Βιβλιοθήκη συναντώνται και είδη που δεν ευδοκίμησαν στην εποχή του Φωτίου, όπως το ερωτικό μυθιστόρημα που απαντάται στην ελληνιστική αρχαιότητα. Η προσπάθειά του είναι εμφανής: να διασώσει το περιεχόμενο εκείνων των βιβλίων που κινδύνευαν να χαθούν. Ακόμη, η ενασχόλησή του με συγγραφείς των ελληνορωμαϊκών χρόνων προβάλλει την αντίθεση των όρων Έλληνας- Βάρβαρος. Ο Φώτιος ενδιαφέρεται επίσης για την εναλλαγή των αυτοκρατοριών της Ανατολής, των Αχαιμενιδών, των Μακεδόνων και της Νέας Ρώμης και από τη φιλολογική μελέτη της ιστορίας αντλεί όχι μόνο γνώση αλλά και πνευματική τέρψη. Βέβαια, η αξία της Βιβλιοθήκης δεν σταματά εκεί. Παρά την αρνητική κριτική του Φωτίου σε κάποια έργα, όπως, στην περίπτωση του Νικομάχου Γερασηνού, το έργο παρουσιάζεται εκτενώς. Παράλληλα, κάποια από τα κείμενα δεν περιέχουν μόνο πολιτικά και πολεμικά γεγονότα αλλά και πολλές γεωγραφικές πληροφορίες, πράγμα που δείχνει το ενδιαφέρον του Φωτίου για εξωτικά μέρη. Οι διηγήσεις του Κτησία και του Νόννοσου αποτελούν ενδεικτικά παραδείγματα. Πιο συγκεκριμένα, θεωρούμε ότι η ιστορία του Νόννοσου που περιγράφει τη διπλωματική αποστολή στους Αιθίοπες φαίνεται να αποτέλεσε πρότυπο μίμησης για τη δική του αποστολή στους Άραβες. Ενδιαφέρον επέδειξε ο Φώτιος και στις βιογραφίες των φιλοσόφων (Πυθαγόρας, Απολλώνιος Τυανέας, Ισίδωρος) και στα φιλολογικά έργα του Πρόκλου, του Ελλαδίου και της Παμφίλας. Επιπρόσθετα, παρατηρείται στη Βιβλιοθήκη, το ενδιαφέρον του λογίου για την ελεύθερη βούληση. Γι’ αυτό πραγματεύεται τα έργα «Περί Προνοίας» και «Εἰμαρμένης» του Ιεροκλή, «κατὰ Εἰμαρμένης» του Διόδωρου Ταρσού, του Μεθόδιου Ολύμπου και το εκτενές κείμενο για το χαμένο έργο του Θεόδωρου Μοψουεστίας που διαψεύδει τις ιδέες του Ωριγένη και κάνει λόγο για τη σημασία της ενσάρκωσης του Λόγου, τη σημασία της Ανάστασης και του Βαπτίσματος. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι οι ποιητές της ελληνικής αρχαιότητας απουσιάζουν από το έργο, αφού αποτελούσαν αντικείμενο της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Από τη Βιβλιοθήκη, όμως, δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν και τα θεολογικά έργα, καθώς ως Χριστιανός ο Φώτιος έπρεπε να διαβάζει και τέτοιου είδους κείμενα για πνευματική ωφέλεια! Με βάση τα ανωτέρω εύλογα εξάγεται το συμπέρασμα ότι η μορφή του Φωτίου σηματοδότησε την αφετηρία για την ακμή των γραμμάτων που ακολούθησε το τέλος της εικονομαχίας και υπήρξε ο βασικός πρόδρομος του καλούμενου πρώτου βυζαντινού ουμανισμού. Ο ιδρυτής της Μακεδονικής δυναστείας, Βασίλειος Α’, προσφυώς επέλεξε τον Φώτιο ως παιδαγωγό των διαδόχων του. Χάρις στη διδασκαλία του οι αυτοκράτορες Λέων ς΄ και ο διάδοχος του Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, επέδειξαν υψηλό ενδιαφέρον για την εγκύκλιο παιδεία και την υψηλή λογιοσύνη. Ενώ, όμως, ο Φώτιος επέλεξε να παραθέσει και να αξιολογήσει τα κλασικά ή χριστιανικά κείμενα αυτόνομα, οι προαναφερόμενοι λόγιοι αυτοκράτορες προτίμησαν να ενθαρρύνουν τη δημιουργία μεγάλων συμπιληματικών εγκυκλοπαιδικών έργων για χρηστικούς κυρίως λόγους. 647 101 123 The objective of this thesis is the critical review and classification of inventory control models under supply uncertainty. Specifically, one-stage single-item inventory systems are investigated, which are categorized into: a) systems with random yield, b) systems facing supply disruptions and c) systems in which each lot may contain imperfect items. The inventory models that belong to the above categories constitute the three chapters of the thesis, respectively. Furthermore, relationships between models belonging both to the same category and to different categories are investigated, in an attempt of generalization and unification of the existing models. Finally, topics for further research are suggested. Στόχος της παρούσας διατριβής είναι η κριτική ανασκόπηση και ταξινόμηση μοντέλων διαχείρισης αποθεμάτων στα οποία παρατηρείται αβεβαιότητα στον ανεφοδιασμό. Συγκεκριμένα, μελετώνται συστήματα διαχείρισης αποθεμάτων ενός προϊόντος, που κατηγοριοποιούνται: α) σε συστήματα στα οποία υπάρχει απόκλιση μεταξύ της ποσότητας παραγγελίας και της ποσότητας παραλαβής, β) σε συστήματα στα οποία ενδέχεται να συμβεί διακοπή στην παραγωγική διαδικασία και γ) σε συστήματα στα οποία η παρτίδα που παραλαμβάνεται ενδέχεται να περιέχει ακατάλληλα προς χρήση προϊόντα. Τα μοντέλα διαχείρισης αποθεμάτων που ανήκουν στις παραπάνω κατηγορίες αποτελούν και το περιεχόμενο των τριών κεφαλαίων της διατριβής, αντίστοιχα. Περαιτέρω διερευνώνται σχέσεις μεταξύ των μοντέλων που ανήκουν τόσο στην ίδια κατηγορία όσο και σε διαφορετικές κατηγορίες, σε μία προσπάθεια γενίκευσης και ενοποίησης των υπάρχοντων μοντέλων. Τέλος, προτείνονται θέματα για περαιτέρω έρευνα. 648 207 227 Ανάπτυξη προ-βαθμονομημένων αναλυτικών διατάξεων χάρτου για την πραγματοποίηση ποσοτικών αναλύσεων στο σημείο ανάγκης This article describes a new, simplified approach for performing quantitative colorimetric assays on paper-based analytical devices that uses calibrant loaded paper devices to perform one-point external calibration or standard addition calibration. Calibrant-loaded devices consist of sensing areas pre-loaded with the colorimetric reaction product of the appropriate reagents with a standard solution of the target analyte. When the sample is added into the calibrant-loaded sensing zone the analytical signal (i.e. color intensity) increases proportionally to the concentration of the analyte in the tested sample so that the total measured signal corresponds to the sum of the concentration of the analyte in the sample and the standard solution pre-stored in the device. The total (combined) signal is used to calculate the concentration of the analyte in the sample using the principles of external or standard addition calibration. The applicability of this approach was benchmarked in three assays (i.e., for the determination of iron, nickel, protein, and amino acids) that use different colorimetric reaction chemistries. This work demonstrates a simplified calibration-free approach for assays performed on paper-based analytical devices that requires minimum experimental and computational effort, it can be used for either external or standard addition calibration and can be used to identify the presence of interferences in a sample. Στη συγκεκριμένη εργασία περιγράφουμε μια νέα, απλοποιημένη προσέγγιση, για την πραγματοποίηση ποσοτικών, χρωματομετρικών αναλύσεων σε βαθμονομημένες αναλυτικές συσκευές χάρτου, με σκοπό την πραγματοποίηση εξωτερικής βαθμονόμησης ενός σημείου ή βαθμονόμησης σταθερής προσθήκης. Οι προβαθμονομημένες συσκευές, αποτελούνται από περιοχές ανίχνευσης, που ενσωματώνουν το προϊόν της χρωματομετρικής αντίδρασης, που προκύπτει από την αντίδραση των κατάλληλων αντιδραστηρίων με πρότυπο διάλυμα του αναλύτη. Το αναλυτικό σήμα (δηλαδή η ένταση του χρώματος), που παράγεται με την προσθήκη του αγνώστου δείγματος στη προβαθμονομημένη ζώνη ανίχνευσης, αυξάνεται αναλογικά με τη συγκέντρωση της αναλυόμενης ουσίας στο υπό ανάλυση δείγμα. Επομένως, το συνολικό μετρούμενο σήμα, αντιστοιχεί στο άθροισμα της συγκέντρωσης του αναλύτη στο δείγμα και του πρότυπου διαλύματος που προαποθηκεύτηκε στη συσκευή. Το συνολικό σήμα, χρησιμοποιείται για τον υπολογισμο της συγκέντρωσης του αναλύτη στο δείγμα, με τη χρήση των αρχών της εξωτερικής βαθμονόμησης ή της βαθμονόμησης σταθερής προσθήκης. Η εφαρμογή αυτής της προσέγγισης, αξιολογήθηκε σε τρεις διαφορετικές μεθόδους (για τον προσδιορισμό του σιδήρου, του νικελίου, και των αμινοξέων), που βασίζονται σε διαφορετικές χημικές αντιδράσεις. Με βάση τα αποτελέσματα παρουσιάζεται μια απλοποιημένη προσέγγιση, χωρίς βαθμονόμηση για αναλύσεις που πραγματοποιούνται σε αναλυτικές συσκευές χάρτου. Η προτεινόμενη μέθοδος απαιτεί ελάχιστη πειραματική και υπολογιστική προσπάθεια και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για εξωτερική βαθμονόμηση ή/ και για βαθμονόμηση σταθερής προσθήκης, καθώς και για τον εντοπισμό πιθανών παρεμποδίσεων σε ένα δείγμα. 649 233 232 This PhD thesis aims at a detailed commentary on the Aristotelian treatise Meteorologica IV. This treatise is well-known as the "Aristotelian chemical treatise", since, despite the title, no reference is made to the meteorological phenomena. Meteorologica IV is about the creation of the homoiomerē bodies and their properties. Homoiomerē are the homogenous bodies consisted of -at least visually- only one material. Their creation is achieved by the reciprocal change of the four elements, mainly of the earth and of the water. The elements change from one another under the influence of the two pair of qualities that determine the creation of the physical bodies: these pairs are the active (hot-cold) and the passive one (dry-wet). This PhD includes an extensive introduction, which examines the following issues: the issue of the treatise's authenticity and its place in the Aristotelian coprus, an attempt of the treatise's dating, its connection with other Aristotelian treatises and a thorough presentation of the Aristotelian physic theory present in the Meteorologica IV. Special reference is made to the issues of pores and of the Aristotelian teleology. In the detailed commentary, the text is examined word by word and the parallel texts are referred and interpreted· at the same time, a detailed description of the Aristotelian theories that appear in this treatise is given. The modern Greek translation depicts and simultaneously interprets, close to the original text, the treatise's philosophical meanings. Η συγκεκριμένη διδακτορική διατριβή στοχεύει στη σύνθεση ενός πλήρους ερμηνευτικού υπομνήματος της αριστοτελικής πραγματείας Μετεωρολογικὰ IV. Το φιλοσοφικό αυτό έργο χαρακτηρίζεται «αριστοτελική χημική πραγματεία» και ‒παρά τον τίτλο του‒ δεν αναφέρεται καθόλου στα μετεωρολογικά φαινόμενα. Αντικείμενό του είναι η μελέτη του σχηματισμού των ὁμοιομερῶν σωμάτων και των ιδιοτήτων τους. Ὁμοιομερῆ ορίζονται τα σώματα που χαρακτηρίζονται από ομοιογένεια και, φαινομενικά τουλάχιστον, αποτελούνται μόνο από ένα υλικό. Ο σχηματισμός τους πραγματώνεται ύστερα από τον αμοιβαίο μετασχηματισμό των τεσσάρων στοιχεῖων, κυρίως της γης και του νερού. Tα τέσσερα στοιχεῖα μετασχηματίζονται αμοιβαία, ύστερα από την επίδραση των δύο ζευγών ποιοτήτων/δυνάμεων που καθορίζουν τη δημιουργία των φυσικών σωμάτων: είναι το ενεργητικό ζεύγος (θερμόν‒ψυχρόν) και το παθητικό ζεύγος (ξηρόν‒ὑγρόν). Η διδακτορική διατριβή περιλαμβάνει μια εκτενή εισαγωγή, στο πλαίσιο της οποίας τίθενται υπό πραγμάτευση τα εξής ζητήματα: το ζήτημα της γνησιότητας των Μετεωρολογικῶν IV και της τοποθέτησής τους στο αριστοτελικό corpus, μια απόπειρα χρονολόγησής τους, η σχέση τους με άλλες αριστοτελικές πραγματείες και η εκτενής παρουσίαση της αριστοτελικής φυσικής θεωρίας που εντοπίζεται σε αυτά. Ιδιαίτερη μνεία δίνεται στο ζήτημα των πόρων και της ύπαρξης της αριστοτελικής τελεολογίας στο έργο. Στο εκτενές ερμηνευτικό υπόμνημα σχολάζεται το κείμενο λέξη προς λέξη· στο πλαίσιο αυτό, αναφέρονται και ερμηνεύονται παράλληλα χωρία ενώ δίνεται και μια αναλυτική εικόνα των θέσεων του φιλοσόφου που απαντούν στην υπό μελέτη πραγματεία. Η μετάφραση του κειμένου αποδίδει και παράλληλα ερμηνεύει, πιστή στο πρωτότυπο, τα φιλοσοφικά νοήματα του έργου. 650 210 209 Over the last few years bullying and pupil misbehavior are in the center of scientific interest, as it has been proven by relevant research and studies in our country. These studies focus mainly on the frequency, forms and factors of school violence and misbehaving, and less on addressing them. Teachers play a significant role in tackling bullying and misbehaving because they are the ones who exert social control at school. At the present dissertation the views of teachers on the frequency, forms, factors and ways of tackling bullying and misbehaving are analyzed. The sample of the survey was consisted of 868 secondary school teachers and the questionnaire was chosen as a means of collecting the data. According to the views of the sample of teachers, school violence and misbehavior are a "less" common phenomenon. The most common forms of bullying and misbehaving are related to pupils impending the class procedure such as fuss, unreasonable absences and a late arrival in class. The most common form of bullying among pupils is verbal violence. Teachers consider that both the bullying and the misbehaving which some pupils exercise are due to family factors and peer mediation. To handle this, they use dialogue-based teaching practices. These findings are in agreement with other relevant studies. Τα τελευταία χρόνια η σχολική βία και παραβατικότητα των μαθητών βρίσκεται στο επίκεντρο του επιστημονικού ενδιαφέροντος, όπως προκύπτει από τις σχετικές έρευνες και μελέτες στη χώρα μας. Οι μελέτες αυτές εστιάζουν κυρίως στη συχνότητα, τις μορφές και τους παράγοντες εκδήλωσης της σχολικής βίας και παραβατικότητας, και λιγότερο στην αντιμετώπισή τους. Οι εκπαιδευτικοί διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της σχολικής βίας και παραβατικότητας γιατί είναι αυτοί που, κυρίως, ασκούν τον κοινωνικό έλεγχο στο σχολείο. Στην παρούσα εργασία εξετάζονται οι απόψεις των εκπαιδευτικών για τη συχνότητα, τις μορφές, τους παράγοντες και τους τρόπους αντιμετώπισης της σχολικής βίας και παραβατικότητας. Δείγμα της έρευνας αποτελούν 868 εκπαιδευτικοί δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ως μέσο συλλογής των στοιχείων χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο. Σύμφωνα με τις απόψεις των εκπαιδευτικών του δείγματος η σχολική βία και παραβατικότητα αποτελούν «λίγο» συχνό φαινόμενο. Οι πιο συχνές μορφές σχολικής βίας και παραβατικότητας σχετίζονται με την παρεμπόδιση του μαθήματος όπως η φασαρία, οι αδικαιολόγητες απουσίες και η καθυστερημένη προσέλευση. Η πιο συχνή μορφή βίας μεταξύ των μαθητών είναι η λεκτική βία. Οι εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι οι πιο σημαντικοί παράγοντες εκδήλωσης σχολικής βίας και παραβατικότητας των μαθητών συνδέονται με την οικογένεια και την παρέα των συνομηλίκων. Για την αντιμετώπιση, χρησιμοποιούν παιδαγωγικές πρακτικές που βασίζονται στον διάλογο. Τα ευρήματα αυτά συμφωνούν με τα ευρήματα άλλων ερευνών. 651 157 173 Ανάπτυξη ασύρματου συστήματος μέτρησης της στιγμιαίας παροχής νερού ποταμού The development of a wireless rivers water discharge measurement system with a web based remote management is presented in this MsC thesis. The local system measures the height of the rivers water level, it calculates the instantaneous water discharge and stores it. On demand, this value is transmitted wirelessly to an endpoint computer. The local system consists of a subsystem that contains a sensor to determine the water level. The analog output signal of this subsystem is transmited to a second subsystem where is converted into a digital signal and the water discharge is calculated by a microcontroller. In addition the second subsystem includes a sensor for temperature measurement, a sensor for relative humidity measurement and a microSD memory card that stores all digital information. Finally, on demand, the local system sends the digital data to the transmission system. The last sends them wirelessly via repeaters in an endpoint computer at the University of Ioannina Physics Department. Το αντικείμενο της παρούσας μεταπτυχιακής Διπλωματικής Εργασίας είναι η ανάπτυξη ενός συστήματος μέτρησης της παροχής του νερού ενός ποταμού, με απομακρυσμένη διαχείριση μέσω παγκοσμίου ιστού. Το σύστημα χρησιμοποιεί τη μέτρηση του ύψους της στάθμης του ποταμού, υπολογίζει και αποθηκεύει τη στιγμιαία παροχή του νερού και μετά απο αίτηση την αποστέλλει ασύρματα σε έναν απομακρυσμένο υπολογιστή. Ειδικότερα, το τοπικό σύστημα υπολογισμού της παροχής του νερού αποτελείται απο ένα υποσυστήμα που περιέχει έναν αισθητήρα για τη μέτρηση της στάθμης του νερού. Το αναλογικό σήμα εξόδου του υποσυστήματος αυτού οδηγείται στο δεύτερο υποσύστημα όπου μετατρέπεται σε ψηφιακό σήμα και στη συνέχεια μέσω ενός μικροελεγκτή υπολογίζεται η παροχή. Στο δεύτερο υποσύστημα, εμπεριέχεται ακόμη ένας αισθητήρας που μετρά τη θερμοκρασία και τη σχετική υγρασία του περιβάλλοντος, καθώς και μία κάρτα μνήμης microSD στην οποία αποθηκεύονται όλες οι ψηφιακές πληροφορίες. Τέλος, ύστερα από αίτηση, το τοπικό σύστημα μεταδίδει τα ψηφιακά δεδομένα στο σύστημα μετάδοσης, το οποίο τα αποστέλλει ασύρματα μέσω αναμεταδοτών, σε έναν υπολογιστή στο Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. 652 464 497 Tacit knowledge as the theoretical framework for evaluating the effectiveness of secondary education teachers Η σιωπηρή γνώση ως θεωρητικό πλαίσιο για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των καθηγητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης The present study investigated the pattern of relations among the tacit knowledge of secondary school teachers and their professional development, their metacognitive knowledge concerning their teaching practices, their professional commitment and the reasons teachers leave their profession. Another purpose of this study was to examine whether the aforementioned constructs are interrelated and the extent to which they influence teachers’ perceptions of their effectiveness. Finally, it was investigated whether there is an influence of verbal and visual-spatial ability as well as of the executive functions of verbal and design fluency on the aforementioned variables. Two hundred and seventy nine secondary school teachers of both sexes, between the age of 30 and 59 years, having a teaching experience between 1 and 19 years participated in the study. Participants were assessed with two cognitive test batteries measuring verbal and visual-spatial abilities and with two tests of Delis-Kaplan Executive Function System, evaluating verbal and design fluency. Teachers’ tacit knowledge was evaluated through hypothetical scenarios for the assessment of teachers’ practical strategies. For the evaluation of teachers’ effectiveness, metacognitive knowledge, professional development and professional commitment, self report questionnaires were administered to the participants. Path analysis indicated a positive correlation between metacognitive knowledge and teachers’ tacit knowledge. In addition, teachers’ professional development was found to have a positive influence on their tacit knowledge. In addition, it became clear that teachers’ tacit knowledge mainly affects their sense of effectiveness in achieving the learning objectives and in shaping relationships in the working environment rather than their teaching effectiveness. Also, professional development emerged as a key factor in strengthening teachers’ sense of effectiveness and was found to exert a greater effect on teachers' sense of effectiveness than their tacit knowledge. The metacognitive knowledge of teachers also constitutes a factor that plays an important role in teachers’ sense of effectiveness.Finally, the results provide evidence that among cognitive factors only visual - spatial ability was found to have a negative impact on the awareness of difficulty regarding the use of new methods and technologies and on the formation of cooperative relations. Visual-spatial ability was also found to have a negative impact on the shortcomings in the use of tools – natural and technological – mentioned by teachers as part of their professional development. Part of the contribution of this research is that it showed precisely the extent to which the aforementioned factors facilitate or inhibit teachers’ effectiveness. On a theoretical level, the research provides empirical evidence on the factors that affect teachers’ tacit knowledge while the methodological contribution of the research is to provide customized questionnaires in Greek population, for the evaluation of two more aspects of teachers’ effectiveness, professional development, tacit knowledge and of the reasons teachers leave their profession. Στην παρούσα μελέτη διερευνήθηκε η σιωπηρή γνώση των εκπαιδευτικών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και η σχέση της με την επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών και τη μεταγνωστική τους γνώση σε θέματα της διδακτικής τους πρακτικής. Διερευνήθηκε, επίσης, η σχέση των εξεταζόμενων εννοιών μεταξύ τους και ο βαθμός στον οποίο επιδρούν στην αίσθηση αποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών, στην επαγγελματική τους δέσμευση και στα αίτια εγκατάλειψης του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού. Επιπλέον, ελέγχθηκε εάν οι μεταβλητές αυτές δέχονται την επίδραση της λεκτικής και εικονικής - χωρικής ικανότητας των εκπαιδευτικών καθώς και των εκτελεστικών λειτουργιών της λεκτικής και σχεδιαστικής ευχέρειας. Στην έρευνα συμμετείχαν 279 εκπαιδευτικοί και των δύο φύλων, ηλικίας 30-59 ετών με διδακτική εμπειρία από 1 έως και 19 έτη. Οι εκπαιδευτικοί εξετάστηκαν σε δύο συστοιχίες γνωστικών έργων από τις οποίες η μία απευθυνόταν στη λεκτική ικανότητα και η άλλη στην εικονική – χωρική ικανότητα. Οι συμμετέχοντες εξετάστηκαν επίσης και στις δοκιμασίες της λεκτικής και σχεδιαστικής ευχέρειας του συστήματος εκτελεστικών λειτουργιών D-KEFS. Έπειτα από την ολοκλήρωση της εξέτασης, οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να απαντήσουν σε ερωτηματολόγια αυτο-αναφορών τα οποία αξιολογούσαν τη σιωπηρή γνώση, τη μεταγνωστική γνώση, την επαγγελματική ανάπτυξη, την αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών, την επαγγελματική τους δέσμευση και τέλος τα αίτια εγκατάλειψης του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού. Οι αναλύσεις διαδρομών έδειξαν την ύπαρξη θετικής συσχέτισης ανάμεσα στη μεταγνωστική γνώση και τη σιωπηρή γνώση των εκπαιδευτικών. Επιπλέον, και η επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών βρέθηκε να επιδρά θετικά στη σιωπηρή τους γνώση. Επιπρόσθετα, διαφάνηκε ότι η σιωπηρή γνώση των εκπαιδευτικών επηρεάζει κυρίως την αίσθηση αποτελεσματικότητάς τους ως προς την επίτευξη των διδακτικών στόχων και ως προς τη διαμόρφωση σχέσεων στο εργασιακό περιβάλλον και όχι τόσο τη διδακτική τους αποτελεσματικότητα. Επίσης, η επαγγελματική ανάπτυξη αναδείχτηκε ως ένας παράγοντας καθοριστικής σημασίας όσον αφορά την ενίσχυση της αίσθησης αποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών και βρέθηκε να ασκεί ισχυρότερη επίδραση στην αίσθηση αποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών απ’ ό,τι η σιωπηρή τους γνώση. Η μεταγνωστική γνώση των εκπαιδευτικών συνιστά, επίσης, έναν παράγοντα που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην αίσθηση αποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών, εφόσον διαπιστώθηκε ότι ασκεί σημαντική αρνητική επίδραση και στις τρεις εκφάνσεις της αποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών που εκτιμήθηκαν στην έρευνα αυτή. Από τους γνωστικούς παράγοντες μόνο η εικονική - χωρική ικανότητα βρέθηκε να επιδρά αρνητικά στην ενημερότητα δυσκολίας των εκπαιδευτικών ως προς τη χρήση νέων μεθόδων και τεχνολογιών και ως προς τη σύναψη σχέσεων συνεργασίας, αλλά και στις ελλείψεις που αναφέρουν ως προς τη χρήση εργαλείων στα πλαίσια της επαγγελματικής τους ανάπτυξης. Ένα τμήμα της συμβολής αυτής της έρευνας είναι ότι κατέδειξε με ακρίβεια την έκταση στην οποία οι παραπάνω παράγοντες διευκολύνουν ή αναστέλλουν την αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών. Σε θεωρητικό επίπεδο, η έρευνα παρέχει εμπειρικά δεδομένα που αφορούν τους παράγοντες που επιδρούν στη σιωπηρή γνώση των εκπαιδευτικών, ενώ σε μεθοδολογικό επίπεδο η συμβολή της έρευνας συνίσταται στην προσφορά προσαρμοσμένων, σε ελληνικό πληθυσμό, ερωτηματολογίων για την εκτίμηση δύο ακόμη εκφάνσεων της αποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών της επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών, της σιωπηρής γνώσης των εκπαιδευτικών και των αιτίων εγκατάλειψης του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού. 653 209 225 This paper identifies the objective and subjective factors of portfolio theory and investment. In objective factors are listed portfolios for investment and their characteristics are identified. Subjective factors emphasize investor’s behavior with an exponential utility function. The basic portfolio theory is due to Harry Markowitz, in which the risk and the expected return on an investment are of particular importance for the investors. The article ‘’Mean-Variance approximations to expected utility’’ analyzes the profile of an investor with an exponential utility function but does not provide detailed formulas for the characteristics of the optimum portfolio. The purpose of the paper is to calculate the optimal portfolio and its characteristics, both in the case of the Market with Risk-free assets and in the case of the Market without Risk-free assets. Initially, there is an introduction to investment goods, portfolios and their characteristics. The returns and the risk of an economy with Risk-free and non Risk-free investments are defined and the Algebra determines the weightings of the portfolios. In addition, the Investor's Efficient Frontier and its slope are calculated. Then, the investor's exponential utility function is analyzed and its Indifference Curve and its slope calculated. Finally, maximizing the expected utility function determines the optimal portfolio on which the investor balances and invests. Στην εργασία αυτή προσδιορίζονται οι αντικειμενικοί και οι υποκειμενικοί παράγοντες της θεωρίας του χαρτοφυλακίου και των επενδύσεων. Στους αντικειμενικούς παράγοντες αναφέρονται χαρτοφυλάκια που είναι κατάλληλα προς επένδυση και προσδιορίζονται τα χαρακτηριστικά τους. Στους υποκειμενικούς παράγοντες δίνεται έμφαση στη συμπεριφορά του επενδυτή με εκθετική συνάρτηση χρησιμότητας. Η βασική θεωρία του χαρτοφυλακίου οφείλεται στον Harry Markowitz κατά τον οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία για τους επενδυτές τόσο ο κίνδυνος όσο και η αναμενόμενη απόδοση μιας επένδυσης. Στο άρθρο του ‘’Mean-Variance approximations to expected utility’’ αναλύεται το προφίλ ενός επενδυτή με εκθετική συνάρτηση χρησιμότητας χωρίς όμως να δωθούν αναλυτικοί τύποι για τα χαρακτηριστικά του άριστου χαρτοφυλακίου. Στόχος λοιπόν της εργασίας είναι να υπολογιστούν με ακρίβεια το βέλτιστο χαρτοφυλάκιο και τα χαρακτηριστικά του, τόσο στην περίπτωση της Αγοράς με ακίνδυνες επενδύσεις όσο και στην περίπτωση της Αγοράς χωρίς ακίνδυνες επενδύσεις . Αρχικά, γίνεται μια εισαγωγή στα επενδυτικά αγαθά, στα χαρτοφυλάκια και στα χαρακτηριστικά αυτών. Ορίζονται οι αποδόσεις και ο κίνδυνος μιας οικονομίας με ακίνδυνες και μη ακίνδυνες επενδύσεις και μέσω της Άλγεβρας προσδιορίζονται οι σταθμίσεις των χαρτοφυλακίων. Επιπλέον, υπολογίζεται το Αποτελεσματικό Σύνορο του επενδυτή και η κλίση του. Στη συνέχεια, αναλύεται η εκθετική συνάρτηση χρησιμότητας του επενδυτή και υπολογίζεται η Καμπύλη Αδιαφορίας του και η κλίση αυτής. Τέλος, μέσω της μεγιστοποίησης της αναμενόμενης συνάρτησης χρησιμότητας προσδιορίζεται το βέλτιστο χαρτοφυλάκιο πάνω στο οποίο ισορροπεί ο επενδυτής και πραγματοποιεί την επένδυσή του. 654 215 269 Ανάπτυξη αισθητήρων πλασμονίου οπτικών ινών γεωμετρίας U με την χρήση νανοσωματιδίων χρυσού In the context of this dissertation, we developed and studied a novel, fast and chemical/polymeric free LSPR-OFS manufacturing technique, which combines optical fibers in U geometry, gold nanoparticles and the use of pulsed laser radiation. This technique involves two steps: The first step is to modify the optical fiber in U geometry and then immobilize gold nanoparticles, by means of a dip coating of the fiber in the nanoparticle’s colloidal solution. The result of the first step is the creation of an LSPR-OFS, which is practically inoperable due to the extensive aggregation during the deposition process. Then, in the second step of the fabrication process, the sensor is irradiated by a pulsed laser, resulting in the dissociation of the aggregates, spectral narrowing of the LSPR extinction spectrum, and amplification of the plasmon peak. We call this novel technique "Tailoring Decorations by Laser Irradiation" (TDLI). The LSPR-OFS constructed using the TDLI technique were studied as Refractive Index (RI) sensors in sugar and alcohol solutions. During the optimization of the technique nanoparticle deposition and irradiation protocols were developed. Finally, a number of parameters were studied, such as nanoparticle size, deposition concentration, irradiation wavelength, and pulse duration. The results of these studies will help to further develop these sensors and lead to their widespread use outside the lab. Στα πλαίσια της παρούσας διδακτορικής διατριβής αναπτύξαμε και μελετήσαμε μια πρωτότυπη, γρήγορη και χωρίς τη χρήση χημικών ή πολυμερών τεχνική κατασκευής LSPR-OFS, η οποία συνδυάζει οπτικές ίνες σε γεωμετρία U, νανοσωματίδια χρυσού και τη χρήση ακτινοβολίας παλμικών laser. Η τεχνική αυτή περιλαμβάνει δυο στάδια κατασκευής: Στο πρώτο στάδιο γίνεται η τροποποίηση της οπτικής ίνας σε γεωμετρία και ακολουθεί η ακινητοποίηση νανοσωματιδίων χρυσού πάνω της, με τη βοήθεια μιας τεχνικής εναπόθεσης μέσω εμβάπτισης (dip coating) της ίνας μέσα στο κολλοειδές διάλυμα των νανοσωματιδίων. Το αποτέλεσμα του πρώτου σταδίου είναι η δημιουργία ενός LSPR-OFS, που πρακτικά δεν είναι λειτουργικός, λόγω των εκτεταμένων συσσωματωμάτων που δημιουργούνται κατά τη διαδικασία της εναπόθεσης. Στη συνέχεια κατά το δεύτερο στάδιο της τεχνικής γίνεται ακτινοβόληση του αισθητήρα με τη βοήθεια παλμικών laser, που έχει σαν αποτέλεσμα το σπάσιμο των συσσωματωμάτων, το φασματικό στένεμα του LSPR φάσματος απωλειών και την ενίσχυση της πλασμονικής κορυφής. Ονομάσαμε την τεχνική που αναπτύξαμε ως «Διαμόρφωση σχηματισμών νανοσωματιδίων μέσω ακτινοβόλησης laser» (Tailoring Decorations by Laser Irradiation, TDLI). Οι LSPR-OFS που κατασκευάστηκαν με τη χρήση της TDLI τεχνικής μελετήθηκαν ως αισθητήρες μεταβολής του δείκτη διάθλασης (Refractive Index, RI) σε διαλύματα ζάχαρης και σε διαλύματα αλκοολών. Κατά τη διάρκεια βελτιστοποίησης της τεχνικής αναπτύχτηκαν πρωτόκολλα εναπόθεσης των νανοσωματιδίων πάνω στην ίνα και πρωτόκολλα ακτινοβόλησης των αισθητήρων. Τέλος μελετήθηκε μια σειρά παραμέτρων, όπως το μέγεθος των νανοσωματιδίων, η συγκέντρωση εναπόθεσης, το μήκος κύματος της ακτινοβολίας και η χρονική διάρκεια των παλμών. Τα αποτελέσματα των παραπάνω μελετών θα βοηθήσουν στην περαιτέρω ανάπτυξη αυτών των αισθητήρων και θα οδηγήσουν στην ευρεία χρήση τους και εκτός εργαστηριού. 655 204 278 Μελέτη τοξικότητας των ιζημάτων της λίμνης Παμβωτιδας με in vivo τεχνικές Sediments of aquatic ecosystems are the deposition place for all polluting agents. The most common environmental pollutants are heavy metals, mainly due to anthropogenic activities. High concentrations of heavy metals are potentially toxic. The concentrations of heavy metals in sediments are 3 – 5 orders of magnitude higher than in the water column. Heavy metals are mainly absorbed on Fe and Mn oxides, on clay minerals and on organic material. In the sediments of Lake Pamvotis, which is enriched with urban, rainwater and agricultural run-offs, have been found high concentrations of heavy metals. Ni, Hg, Cr and Cu concentration exceed the established limits for sediments quality according to “Sediments Quality Guidelines”. The aim of this study was to investigate the potential toxicity of sediments of Lake Pamvotis by using two different experimental models. Thamnotoxkit was used to detect acute toxicity, with no significant results. Allium cepa Test was used to evaluate possible chronic toxicity. Chromosomal aberrations, nuclear abnormalities and occurrence of micronuclei are observed at higher frequencies in the sediment compared to controls. These results provide an important indication that Lake’s Pamvotis sediments are seriously polluted and continuous monitoring is necessary in order to avoid adverse impacts on the ecosystem and the interacting organisms. Τα ιζήματα των υδάτινων οικοσυστημάτων είναι θέσεις απόθεσης όλων των ρυπογόνων παραγόντων που εισέρχονται σε αυτά. Ένας από τους πιο κοινούς περιβαλλοντικούς ρύπους είναι τα βαρέα μέταλλα, τα οποία υπάρχουν φυσικά στο φλοιό της γης αλλά σημαντικές συγκεντρώσεις τους απελευθερώνονται στο περιβάλλον από ανθρωπογενείς δραστηριότητες, καθιστώντας τα δυνητικά τοξικά για το περιβάλλον και τους οργανισμούς. Οι συγκεντρώσεις των βαρέων μετάλλων στα ιζήματα υδάτινων οικοσυστημάτων είναι 3 – 5 τάξεις μεγέθους υψηλότερες σε σχέση με την υδάτινη στήλη. Τα βαρέα μέταλλα βρίσκονται στα ιζήματα κυρίως προσροφημένα σε οξείδια Fe και Mn, σε επιφάνειες αργιλικών ορυκτών και σε οργανικό υλικό. Στα ιζήματα της λίμνης Παμβώτιδας, η οποία εμπλουτίζεται με αστικές και γεωργικές απορροές, αλλά και με τα όμβρια ύδατα της παρακείμενης πόλης των Ιωαννίνων, έχουν βρεθεί αρκετά υψηλές συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων. Κάποια από αυτά, τα Ni, Hg, Cr και Cu, ξεπερνούν τα επιτρεπτά όρια που έχουν θεσπιστεί για τα ιζήματα σύμφωνα με διεθνείς οδηγίες. Σκοπός αυτής της μελέτης είναι η διερεύνηση της πιθανής τοξικότητας των ιζημάτων της Παμβώτιδας, με χρήση δύο in vivo πειραματικών μοντέλων. Το Thamnotoxkit χρησιμοποιήθηκε για ανίχνευση οξείας τοξικότητας, αλλά δεν προέκυψαν αξιολογήσιμα αποτελέσματα. Το Allium cepa Test χρησιμοποιήθηκε για αξιολόγηση πιθανής χρόνιας τοξικότητας. Στην περίπτωση αυτή παρατηρήθηκε ότι κάποιες χρωμοσωμικές και πυρηνικές ανωμαλίες στα δείγματα ιλύος της λίμνης εμφανίστηκαν με μεγαλύτερη συχνότητα σε σχέση με τις ομάδες ελέγχου, γεγονός που μπορεί να εξηγηθεί από την παρουσία των παραπάνω μετάλλων. Τα αποτελέσματα αυτά παρέχουν μια σημαντική ένδειξη ότι τα ιζήματα της Παμβώτιδας είναι σοβαρά ρυπασμένα και χρειάζεται να τεθούν υπό συνεχή παρακολούθηση για να αποφευχθούν δυσμενείς επιπτώσεις στο οικοσύστημα και τους οργανισμούς που αλληλεπιδρούν με αυτό. 656 237 264 Elaboration of graphene-based composite materials as counter electrodes in dye-sensitized solar cells Ανάπτυξη σύνθετων υλικών με βάση το γραφένιο ως αντι-ηλεκτρόδια σε ευαισθητοποιημένα με χρωστική φωτοβολταϊκά κελιά Dye-sensitized solar cells (DSSC) are one of the most promising, emerging solar technologies. Their advantages over existing technologies include their structural properties and – mainly – their ability to produce energy under diffuse sunlight (e.g. on cloudy days) or even artificial indoor lighting. One of the issues that remain to be addressed, so that DSSCs may enter the production stage, is the substitution of platinum (Pt) in the counter-electrodes of the devices, with an at least equally performing electrocatalytic material. Graphene, which possesses an unparalleled combination of properties, such as optical transparency, very high electrical conductivity and mechanical strength, could – after suitable modifications – be that material. Two such materials are presented in this thesis. The first was produced by annealing graphene oxide with cobalt(II) phthalocyanine. The result was a hybrid material, doped with CoN3-type moieties in the reduced graphene oxide lattice, which was also “decorated” with clusters of intact complex. The second, bilayer composite material was produced following a layer-by-layer assembly process: applying a coat of graphene oxide and urea mixture onto a conducting substrate, annealing it so that N-doped reduced graphene oxide was formed, followed by the electrodeposition of a film of PEDOT, a conjugated, transparent polymer. These materials were used to construct solar cells and both of them yielded comparable or better results than platinum, in terms of energy conversion efficiency. Τα ευαισθητοποιημένα με χρωστική φωτοβολταϊκά κελιά (DSSC) αποτελούν μία από τις πολλά υποσχόμενες τεχνολογίες στον τομέα της ηλιακής ενέργειας. Πλεονεκτούν έναντι των υπαρχουσών τεχνολογιών όσον αφορά τις δομικές τους ιδιότητες και – κυρίως – έχουν την δυνατότητα να παράξουν ενέργεια αξιοποιώντας την διάχυτη ακτινοβολία (π.χ. όταν επικρατούν νεφώσεις) ή ακόμα και αυτήν από τεχνητό φωτισμό σε εσωτερικούς χώρους. Ένα από τα ζητήματα, που απομένουν να επιλυθούν, ώστε τα DSSC να περάσουν στο στάδιο της παραγωγής, είναι αυτό της αντικατάστασης του λευκόχρυσου(Pt) με κάποιο τουλάχιστον εξίσου αποδοτικό ηλεκτροκαταλυτικό υλικό στο αντι-ηλεκτρόδιο των διατάξεων. Το γραφένιο, που διαθέτει έναν απαράμιλλο συνδυασμό ιδιοτήτων, όπως οπτική διαφάνεια και υψηλότατες τιμές ηλεκτρικής αγωγιμότητας και μηχανικής αντοχής, θα μπορούσε ενδεχομένως – έπειτα από κατάλληλες τροποποιήσεις – να είναι αυτό το υλικό. Στην παρούσα εργασία παρασκευάστηκαν δύο τέτοια υλικά. Το πρώτο προέκυψε από ανόπτηση οξειδίου του γραφενίου με φθαλοκυανίνη του κοβαλτίου(ΙΙ). Το αποτέλεσμα αυτής της κατεργασίας ήταν ένα υβριδικό υλικό, εμπλουτισμένο με λειτουργικές μονάδες του τύπου CoN3, ενταγμένες στο πλέγμα του ανηγμένου οξειδίου του γραφενίου, το οποίο ήταν παράλληλα «διακοσμημένο» με πλειάδες του ακέραιου συμπλόκου. Το δεύτερο, διστρωματικό σύνθετο υλικό, παρασκευάστηκε μέσω μίας μεθόδου συναρμολόγησης «στρώμα-στρώμα» (layer-by-layer assembly): επίστρωση μείγματος οξειδίου του γραφενίου και ουρίας σε αγώγιμο υπόστρωμα, ανόπτηση για τον σχηματισμό ανηγμένου οξειδίου, εμπλουτισμένου με άζωτο και έπειτα ηλεκτροεναπόθεση ενός υμενίου του διάφανου συζυγιακού πολυμερούς PEDOT. Τα υλικά αυτά χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή φωτοβολταϊκών διατάξεων και αμφότερα έδωσαν συγκρίσιμα ή και καλύτερα αποτελέσματα σε σχέση με τον λευκόχρυσο, ως προς την απόδοση στην μετατροπή ενέργειας. 657 492 451 the regulatory mechanism of apoptosis and migration of MCF7 cancer cells μηχανισμός ρύθμισης της απόπτωσης και μετανάστευσης των MCF7 καρινικών κυττάρων The heat shock protein Hsp70 (HSPA1A: heat shock protein family A (Hsp70) member 1A) is the most thoroughly studied and analyzed protein in the A-family of the Hsp70s. Hsp70 is a survival and anti-apoptotic protein, related to a huge number of human diseases. Specifically, in cancer tumor cells, Hsp70 is expressed in high concentrations. The current study is focused on the action and the connection of Hsp70, both to the apoptosis, which is induced by the absence of cell adhesion (anoikis) and simultaneously plays a key role in the metastasis procedure and to it’s connection with the promotion of metastasis. The almost complete silencing of Hsp70 was eventually achieved, at the MCF7 cancer cell line. Initially, the survival ratio of these cancer cells was measured under constantly increasing heat shock. It was observed that the cells, that Hsp70 was absent, were more thermo sensitive, and additionally had a lower colony creation capability and a higher apoptotic possibility. Onwards, the involution of the chemotherapeutic drugs doxorubicin and cisplatin proved that doxorubicin is more toxic than cisplatin, regarding the MCF7 cells. Also, doxorubicin and cisplatin can act cooperatively when the expression of Hsp70 is absent from the MCF7 cell line.Studying anoikis apoptosis, utilizing the poly-HEMA solution, which is a substance that prohibits the adhesion of the cell at the culture plate, has led to the proof of the involvement of phospho-p53 (Serine 15) to the anoikis apoptosis. An important step, towards the progress of our investigation, was the observation that in the very same cells (MCF7-siRNA-Hsp70), from which Hsp70 was absent, displayed a much faster proliferation rate, along with greater migration capability. Morphologically, following the silencing of Hsp70 protein, the cells appear to be more lengthy and flattened. Based on the epithelial and mesenchymal markers (Ε-cadherin, Slug, Vimentin, N-cadherin), western blotting experiments and immunofluorescence in a confocal microscope, this morphological change was studied. It was proved that the absence of the Hsp70 protein expression, from the MCF7 cell line, is forcing the cells to transit from epithelial to mesenchymal (epithelial to mesenchymal transition – EMT). This transition is forcing the tumor cells to a state of higher migration capability (migration). If these results are reduced at in vivo conditions, then it can be easily assumed that the absence of Hsp70 protein is promoting the migration of tumor cancer cells. In the contrary, the presence of Hsp70 maintains the cancer cells attached to the initial tumor. According to the proposed model, p53 is phosphorylated, during the process of the cells’ detachment, to phospho-p53 (Serine 15), which forces the tumor cells that are detached for metastasis, to their death. Simultaneously, Hsp70 is preventing the promotion of metastasis, through-p53. So, these two proteins, phospho-p53 and Hsp70, act as an anti-migratory or anti-metastatic factor and their involvement in both pathways, anoikis and metastasis, will play an important role at the cure of the breast cancer, at least. Η πρωτεΐνη θερμικού σοκ Hsp70 (HSPA1A: heat shock πρωτεΐνη οικογένειας A (Hsp70) μέλος 1A) είναι η καλύτερα μελετημένη πρωτεΐνη στην οικογένεια A των Hsp70s. Πρόκειται για μια πρωτεΐνη επιβίωσης και πρωτεΐνη αντι-αποπτωτική, που σχετίζεται με πολλές ασθένειες στον άνθρωπο. Μεταξύ αυτών, ο καρκίνος, τα καρκινικά κύτταρα του οποίου συνήθως την εκφράζουν σε υψηλές ποσότητες. Η παρούσα μελέτη εστιάζεται στην δράση και τη σύνδεση της Hsp70, τόσο με την απόπτωση, η οποία οφείλεται στην απουσία προσκόλλησης (anoikis) και ταυτόχρονα συνιστά μέρος της διαδικασίας της μετάστασης, όσο και με την σύνδεσή της με την προώθηση της μετάστασης. Έπειτα από πολλές προσπάθειες, επιτεύχθηκε σχεδόν η παντελής αποσιώπηση της Hsp70, στην καρκινική κυτταρική σειρά MCF7. Αρχικά, μετρήθηκαν τα ποσοστά επιβίωσής των κυττάρων αυτών, υπό αυξανόμενο θερμικό σοκ. Παρατηρήθηκε ότι τα κύτταρα, από τα οποία απουσίαζε η Hsp70, ήταν πιο θερμοευαίσθητα, και με χαμηλή ικανότητα δημιουργίας αποικιών και πιο αποπτωτικά. Στη συνέχεια, η εμπλοκή των χημειοθεραπευτικών ουσιών δοξορουβικίνης και σισπλατίνης έδειξε πως η δοξορουβικίνη είναι πιο τοξική από την σισπλατίνη στα MCF7 κύτταρα. Επίσης, δρουν συνεργιστικά όταν η έκφραση της Hsp70 απουσιάζει από την κυτταρική σειρά MCF7. Η μελέτη της anoikis απόπτωσης, με ενεργοποιητή την ουσία poly-HEMA, ουσία η οποία εμποδίζει την προσκόλληση των κυττάρων στο ταπήτιο των τρυβλίων, οδήγησε στην απόδειξη περί εμπλοκής της phospho-p53 (Ser15) στην απόπτωση λόγω anoikis. Σημαντικό βήμα στην εξέλιξη της έρευνας ήταν η παρατήρηση ότι τα ίδια κύτταρα (MCF7-siRNA-Hsp70), από τα οποία απουσίαζε η Hsp70, παρουσίαζαν γρηγορότερο ρυθμό πολλαπλασιασμού, αλλά και μεγαλύτερη μεταναστευτική δραστηριότητα. Μορφολογικά, έπειτα από την αποσιώπηση της πρωτεΐνης Hsp70, τα κύτταρα παρουσιάζονταν πιο επιμήκη και πεπλατυσμένα. Βασιζόμενοι σε επιθηλιακούς και μεσεγχυματικούς δείκτες (Ε-καδερίνης, Slug, βιμεντίνη, Ν-καδερίνη) και σε πειράματα ανοσοαποτύπωσης κατά western και ανοσοφθορισμού σε συνεστιακό μικροσκόπιο, μελετήθηκε αυτή η φαινοτυπική αλλαγή. Αποδείχθηκε ότι η απουσία της έκφρασης της πρωτεΐνης Hsp70, από την κυτταρική σειρά MCF7, ωθεί τα κύτταρα να μεταπίπτουν από επιθηλιακά σε μεσεγχυματικά (φαινόμενο επιθηλιακής προς μεσεγχυματικής μετάπτωσης - ΕΜΤ). Η μετάπτωση αυτή ωθεί τα καρκινικά κύτταρα σε αυξημένη ικανότητα μετανάστευσης (migration). Αν τα αποτελέσματα αυτά τα αναγάγουμε σε in vivo συνθήκες, τότε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η απουσία της Hsp70 πρωτεΐνης προάγει την μετάσταση των καρκινικών κυττάρων. Αντίθετα, η παρουσία της Hsp70 συγκρατεί τα καρκινικά κύτταρα στον αρχικό όγκο. Σύμφωνα με το προτεινόμενο μοντέλο η p53 φωσφορυλιώνεται, κατά την διάρκεια της αποκόλλησης των κυττάρων, σε phospho-p53 (Ser 15), η οποία ωθεί τα κύτταρα, που αποκολλούνται προς μετάσταση, στον θάνατο. Ταυτόχρονα, η Hsp70 εμποδίζει την μέσω p53 προαγωγή της μετάστασης. Έτσι οι δύο πρωτεΐνες, δηλαδή οι phospho-p53 και Hsp70, δρουν αντι-μεταναστευτικά ή αντι-μεταστατικά και η εμπλοκή τους στα δύο μονοπάτια, anoikis και metastasis, θα παίξει σημαντικό ρόλο τουλάχιστον στην θεραπεία του καρκίνου του μαστού. 658 217 247 The family’s role in the education of the child is a research area which is increasingly attracting researchers. According to the literature review, the majority of researchers attempt a systematic approach to parental involvement in relation to school. However, the nature of parental involvement in child development independently of school has not been systematically investigated. The purpose of the present study was to observe the reason developed between parents and their children during parental involvement in everyday family life and, in particular, to find out: (a) whether Mathematics are supported in everyday activities that are not aimed at them; b) if mathematical concepts were mentioned; (c) which mathematical concepts were more frequently mentioned; and (d) if these concepts were further discussed. The research was conducted with the participation of four families from different regions of Greece. Participants completed a questionnaire with their family demographics, wrote down their child's activities, and recorded seven interaction activities with the child. The results of the study showed that mathematical concepts and terminology are mentioned between parents and their child during their interactions, even when they are not aimed at Mathematics, and reference is made to mathematical concepts with counting being the most common. Although we cannot generalize our findings, we found that parent's education level does not directly affect parent-child interactions. Ο ρόλος της οικογένειας στην εκπαίδευση του παιδιού είναι ένας τομέας έρευνας ο οποίος συγκεντρώνει ολοένα και περισσότερο το ενδιαφέρον των μελετητών. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφική ανασκόπηση η πλειοψηφία των ερευνητών επιχειρεί μία συστημική προσέγγιση της γονεϊκής εμπλοκής σε σχέση με το σχολείο. Δεν έχει διερευνηθεί, όμως, συστηματικά η φύση της γονεϊκής εμπλοκής στην ανάπτυξη του παιδιού ανεξάρτητα από το σχολείο. Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να παρατηρηθούν οι αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε γονείς και τα παιδιά τους κατά τη γονεϊκή εμπλοκή στο πλαίσιο της οικογενειακής ζωής και, συγκεκριμένα, να διαπιστωθεί: α) εάν υποστηρίζονται τα Μαθηματικά σε καθημερινές δραστηριότητες που δε στοχεύουν σε αυτά, β) εάν γίνεται αναφορά σε μαθηματικές έννοιες, γ) ποιες μαθηματικές έννοιες ενσωματώνονται συχνότερα και δ) εάν συζητούνται περαιτέρω αυτές οι έννοιες. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή τεσσάρων οικογενειών από διαφορετικές περιοχές της Ελλάδος. Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο με τα δημογραφικά στοιχεία της οικογένειάς τους και ένα ημερολόγιο καταγραφής των δραστηριοτήτων του παιδιού και ηχογράφησαν επτά δραστηριότητες αλληλεπίδρασης με το παιδί. Τα αποτελέσματα της έρευνας ανέδειξαν ότι, σε ικανοποιητικό βαθμό, εμπλέκονται μαθηματικές έννοιες και ορολογίες ανάμεσα στους γονείς και το παιδί κατά τις αλληλεπιδράσεις τους, ακόμη και όταν αυτές δε στοχεύουν στα Μαθηματικά, και γίνεται αναφορά σε μαθηματικές έννοιες με την καταμέτρηση να είναι η πιο διαδεδομένη. Για τους παράγοντες που επηρεάζουν τη γονεϊκή εμπλοκή, παρότι δεν μπορούν να γενικευθούν τα ευρήματα της έρευνας, διαπιστώθηκε ότι το επίπεδο εκπαίδευσης των γονέων δεν επηρεάζει άμεσα τις αλληλεπιδράσεις γονέων και παιδιών που συμμετείχαν στην έρευνα. 659 515 387 Διερεύνηση α) διαταραχων κυτταρικού κύκλου, της απόπτωσης β) του πρότυπου αγγειογένεσης γ) παρουσίας δομικών και αριθμητικών ανωμαλιών στο φυσιολογικό, υπερπλαστικό και καρκινωματώδες ενδομήτριο The aim of this study was the investigation of: a) disturbances of expression of the cell cycle proteins, apoptosis, b) prototype of angiogenesis c) presence of structural and numerical abnormalities in normal, hyperplastic and malignant endometrium. Materials and Methods: In the present work were studied, formalin fixed, paraffin-embedded tissue sections from 31 (21.1%) cases of normal endometrium (16 cases of secretory and 15 cases of proliferative), 36 (24.5%) cases of hyperplastic endometrium (19 simple and 16 complex hyperplasia) and 80 (54.4%) cases of endometrial cancer, for the immuneohistochemical expression of : 1) hormonal receptors ER and PR, 2) proteins of cell cycle and/or apoptosis (Ki67/MIB1, p53, Rb and bcl-2), 3) regulating proteins of angiogenesis (VEGF, VEGFR-1[kai] vegfr-2) and 4) the HER2/neu protein. Moreover, was studied HER2/neu gene amplification with the method of fluorescence in-situ hibridization (FISH). Finally, microvessel density (MVD), was evaluated after detection of immunohistochemical expression of the protein CD34. The results were connected with clinicopathological parameters. Results: During the multistep process of endometrial carcinogenesis was observed an important increase of the immunohistochemical expression of the proteins that were studied, from normal, to hyperplastic and carcinomatous endometrium, concretely: Ki67/MIB1 (p=0.003 and p=0.05 respectively), p53 (p=0.006 and p=0.002 respectively), VEGF (p=0.003 and p<0.0001 respectively), VEGFR-1 (p=0.05 and p<0.0001 respectively) and MVD (p<0.0001 και p<0.0001 respectively). The expression of bcl-2 protein was considerably higher in hyperplastic, concerning the normal and carcinomatous endometrium (p<0.0001 and p<0.0001 respectively). Was elected cross-correlation of expression of VEGF of epithelial cells with: the 1) MVD of normal, hyperplastic and carcinomatous endometrium (p<0.0001), 2) the 132 in endometrioid carcinomas and was higher in high comapared with low grade carcinomas, while the expression of p53, VEGF proteins and ΜVD was higher in low compared with high grade carcinomas (p<0.0001, p=0.008 and p=0.013, respectively). expression of VEGFR-1 receptor of normal, hyperplastic and carcinomatous endometrium (p<0.0001), the expression of VEGFR-2 receptor of carcinomatous endometrium (p=0.05), 4) the expression of proliferation index Ki67/MIB1 of hyperplastic and carcinomatous endometrium (p=0.01 and p=0.05 respectively) and 4) the expression of the protein p53 of carcinomatous endometrium (p=0.01). There was not observed immunohistochemical expression of HER2/neu protein or gene amplification. Loss of Rb expression was observed in a small number of endometrial carcinomas. The immunohistochemical expression of the proteins Ki67/MIB1, p53 and VEGF was higher in serous papillary compared to endometrioid carcinomas (p=0.002, p<0.0001 and p=0.06 respectively), Bcl-2 immunohistochemical expression was higher in endometrioid compared with serous papillary carcinomas (p=0.04). Immunohistochemical expression of ER and PR receptors was observed exclusively Conclusions: Our results suggest that in the pathogenesis of endometrial carcinomas important is the role of the proteins p53, bcl-2 and VEGF while on the contrary it does not appear important the role of proteins Rb and HER2/neu. The VEGF, that is produced by the epithelial cells of endometrium has probably double action 1) induce the stromal angiogenesis of normal, hyperplastic and carcinomatous endometrium (paracrine action) and 2) induce the cellular proliferation of epithelial cells of the hyperplastic and carcinomatous endometrium (autocrine action). The expression of VEGF of epithelial cells of endometrium it is probably regulated immediately by p53 gene. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση α) διαταραχών της έκφρασης πρωτεϊνών του κυτταρικού κύκλου ή/και της απόπτωσης β) του προτύπου αγγειογέννεσης και γ) της παρουσίας αριθμητικών ανωμαλιών του γονιδίου Her2/neu στο φυσιολογικό, υπερπλαστικό και καρκινωματώδες ενδομήτριο. 128 Υλικό και μέθοδοι: Στην παρούσα εργασία μελετήθηκαν 31 περιπτώσεις φυσιολογικού ενδομητρίου (16 εκκριτικού και 15 παραγωγικού), 36 περιπτώσεις υπερπλαστικού ενδομητρίου (19 απλής και 16 σύνθετης υπερπλασίας) και 80 περιπτώσεις καρκινωματώδους ενδομητρίου για την ανοσοϊστοχημική έκφραση: 1) των ορμονικών υποδοχέων ΕR και PR, 2) των πρωτεϊνών του κυτταρικού κύκλου ή/και της απόπτωσης (Ki67/MIB1, p53, Rb και Bcl-2), 3) των ρυθμιστικών πρωτεϊνών της αγγειογένεσης (VEGF, VEGFR-1και VEGFR-2) και 4) της πρωτεΐνης HER2/neu. Επιπλέον, μελετήθηκε πιθανή ενίσχυση του γονιδίου HER2/neu με την μέθοδο του φθορίζοντος in-situ υβριδισμού (FISH). Τέλος αξιολογήθηκε η μικροαγγειακή πυκνότητα (MVD) των ιστών μετά από ανίχνευση της ανοσοϊστοχημικής έκφρασης της πρωτεΐνης CD34. Tα αποτελέσματα συσχετίστηκαν με κλινικοπαθολογικές παραμέτρους. Αποτελέσματα: Κατά την πολυσταδιακή διαδικασία της καρκινογένεσης του ενδομητρίου παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση της ανοσοϊστοχημικής έκφρασης των πρωτεϊνών που μελετήθηκαν, από το φυσιολογικό στο υπερπλαστικό και καρκινωματώδες ενδομήτριο, συγκεκριμένα: Ki67/MIB1 (p=0.003 και p=0.05, αντίστοιχα), p53 (p=0.006 και p=0.002, αντίστοιχα), VEGF (p=0.003 και p<0.0001, αντίστοιχα), VEGFR-1 (p=0.05 και p<0.0001, αντίστοιχα) και της MVD (p<0.0001 και p<0.0001, αντίστοιχα). Η έκφραση της πρωτεΐνης Bcl-2 ήταν σημαντικά υψηλότερη στο υπερπλαστικό, σε σχέση με το φυσιολογικό και το καρκινωματώδες ενδομήτριο (p<0.0001 και p<0.0001, αντίστοιχα). Αναδείχτηκε συσχέτιση της έκφρασης του VEGF των επιθηλιακών κυττάρων με: 1) την MVD του φυσιολογικού, υπερπλαστικού και καρκινωματώδους ιστού (p<0.0001), 2) την έκφραση του υποδοχέα VEGFR-1 του φυσιολογικού, υπερπλαστικού και καρκινωματώδους ενδομητρίου (p<0.0001), 3) την έκφραση του υποδοχέα VEGFR-2 του 129 καρκινωματώδους ενδομητρίου (p=0.05), 4) τον δείκτη πολλαπλασιασμού Ki67/MIB1 του υπερπλαστικού και καρκινωματώδους ενδομητρίου (p=0.01 και p=0.05, αντίστοιχα) και 4) την έκφραση της πρωτεΐνης p53 του καρκινωματώδους ενδομητρίου (p=0.01). Δεν παρατηρήθηκε υπερέκφραση της πρωτεΐνης και ενίσχυση του γονιδίου HER2/neu. Απώλεια της πρωτεΐνης Rb ανευρέθηκε σε μικρό αριθμό καρκινωμάτων. Η έκφραση των πρωτεϊνών Ki67/MIB1, p53 και VEGF ήταν υψηλότερη στα ορώδη θηλώδη σε σχέση με τα ενδομητριοειδή καρκινώματα (p=0.002, p<0.0001 και p=0.06, αντίστοιχα), ενώ η έκφραση της Bcl-2 ήταν υψηλότερη στα ενδομητριοειδή σε σχέση με τα ορώδη θηλώδη καρκινώματα (p=0.04). Έκφραση των ER και PR ανιχνεύθηκε αποκλειστικά σε καρκινώματα ενδομητριοειδούς τύπου. 660 303 359 Το έργο και η προσφορά της Φιλίσας Χατζηχάννα στην παιδική λογοτεχνία της Κύπρου και της Ελλάδας Filissa Hatzihanna is a special case of an author and teacher in Cyprus, in educational community and Cypriot society. Her work identifies and defines to a certain extent, the nature, texture and quality of Cypriot children’s literature. The dissertation’s research involves a. an extensive analysis of her literary work b. the way Cypriot children’s literature reflects on identity and nationality issues, traumatic experiences through the mechanism of memory and narration, c. It finally records biographical information concerning her Maronite origin along with her educational status. Every literary genre is studied and presented separately, with specific methological tools which are mainly related with the theory of narration. Studing the narrative and poetic genre, the theory of narration coexists with historical-literary approach whereas the specificity of theatrical genre requires the adoption of relevant tools of structuralism (socio-semiotic approach) which is more related to the two natures specificity of the theatrical text. The borderline nature of Cypriot children’s literature, geographical and cultural fringes of the wider Greek area seems to determine its special characteristics and determine its relationship with the wider Greek literature. Its themes are inspired by the island’s folklore, history and struggle of the Cypriot people, nature and environment, the dominant pedagogical concepts, the position of children in society and is determined by the dramatic events of recent history. The work of Filissa Hatzihanna’s following the developments in the field of children’s literature could be delineated between 3 periods: the experiential, the child-centered-realistic and the fantastic. Meandering between genres and modes of writing evolves over time, communicate with modern trends and utilizes varied and imaginative themes, narrative and stylistic techniques. Our final assessment is that her work has been proven to be timeless earmarking her as a leading personality of Cypriot children’s literature and a major figure in te broader Greek children’s literature . Η Φιλίσα Χατζηχάννα αποτελεί μία ξεχωριστή περίπτωση λογοτέχνιδας και δασκάλας στην κυπριακή λογοτεχνία, στην εκπαιδευτική κοινότητα και την κυπριακή κοινωνία γενικότερα. Η συγγραφική της δραστηριότητα προσδιορίζει και ορίζει, ως έναν βαθμό, τη φύση, την υφή και την ποιότητα της κυπριακής παιδικής λογοτεχνίας. Οι ερευνητικές αναζητήσεις της διατριβής αφορούν α. την ανάγνωση και ανάλυση του συγγραφικού έργου της β. την καταγραφή που εμφανίζει η φύση της κυπριακής παιδικής λογοτεχνίας (ζητήματα ταυτότητας, εθνότητας, προβλήματα τραυματικών εμπειριών, μνήμης και αφηγήσεων) γ. τα βιογραφικά στοιχεία της συγγραφέως, λόγω της μαρωνιτικής καταγωγής και της εκπαιδευτικής της ιδιότητας. Κάθε λογοτεχνικό γένος μελετάται και παρουσιάζεται ξεχωριστά, με συγκεκριμένα μεθοδολογικά εργαλεία, τα οποία αξιοποιούν κυρίως τη θεωρία της αφήγησης. Στη μελέτη του αφηγηματικού και του ποιητικού γένους η θεωρία της αφήγησης συνυπάρχει με την ιστορική-φιλολογική προσέγγιση, ενώ η ιδιαιτερότητα του θεατρικού γένους επιβάλλει την υιοθέτηση αντίστοιχων εργαλείων του δομισμού (κοινωνιοσημειωτική μέθοδος), που προσιδιάζουν περισσότερο στην δισυπόστατη ιδιαιτερότητα του θεατρικού κειμένου. Ο μεταιχμιακός χαρακτήρας της κυπριακής παιδικής λογοτεχνίας, στις γεωγραφικές και πολιτισμικές παρυφές του ευρύτερου ελληνικού χώρου, φαίνεται ότι καθορίζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της και προσδιορίζει τη σχέση της με την ευρύτερη ελληνική λογοτεχνία, άλλοτε αυτόνομo και άλλοτε αναπόσπαστο μέρος της ευρύτερης νεοελληνικής λογοτεχνίας, ανάλογα με τις εκάστοτε επιθυμίες δημιουργών και αναγνωστών. Η θεματική της προσδιορίζεται και εμπνέεται από τη λαϊκή παράδοση του νησιού, την ιστορία και τους αγώνες του κυπριακού λαού, τη φύση και το περιβάλλον, τις κυρίαρχες παιδαγωγικές αντιλήψεις και τη θέση του παιδιού στην κοινωνία και καθορίζεται από τα δραματικά γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας του νησιού. Το έργο της Φιλίσας Χατζηχάννα, ακολουθώντας τις εξελίξεις στο χώρο της παιδικής λογοτεχνίας, θα μπορούσε να οριοθετηθεί ανάμεσα σε τρεις περιόδους: στη ΄΄βιωματική'', την παιδοκεντρική-ρεαλιστική και την φανταστική. Ελίσσεται ανάμεσα σε λογοτεχνικά είδη και τρόπους γραφής, εξελίσσεται στο πέρασμα του χρόνου, επικοινωνεί με τα σύγχρονα ρεύματα του χώρου και αξιοποιεί ποικίλες και πρωτότυπες θεματικές, αφηγηματικές και υφολογικές τεχνικές. Η τελική μας εκτίμηση είναι ότι το έργο της κέρδισε το στοίχημα με το χρόνο, αναδεικνύοντας τη δημιουργό του σε μια κορυφαία προσωπικότητα της κυπριακής αλλά και μία μείζονα περίπτωση της ευρύτερης ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας. 661 24 21 οι σχεδιασμοί της γερμανικής πολίτικης και στρατιωτικής ηγεσίας από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές του Β΄ παγκοσμίου πολέμου the plannings of the german civilian and military leadership from the end of the 19th century until the beginning of the World War 2 662 305 325 Evaluating NUMA-Aware optimizations for the reduce phase of the Phoenix++ MapReduce runtime Αξιολόγηση μεθόδων βελτιστοποίησης για NUMA αρχιτεκτονικές στην φάση Reduce του μοντέλου παράλληλου προγραμματισμού MapReduce χρησιμοποιώντας την υλοποίηση Phoenix++ MapReduce is a programming model used to process large volumes of data. To implement an algorithm in the MapReduce programming model we need to provide two methods called map and reduce. The map function transforms the input to a set of (key, value) pairs. The reduce function receives as input all values associated with a key, as they were produced by the map function, aggregates them according to a user-supplied function and produces a single value as output. Phoenix++ is an implementation of the MapReduce parallel programming model for shared memory systems. In this thesis we evaluate NUMA-aware optimization techniques for the reduce phase of the Phoenix++ implementation of the MapReduce parallel programming model for shared memory systems. A NUMA machine is comprised of a set of NUMA nodes that are linked together with interconnect links. Each NUMA node consists of its own local memory (i.e DRAM) and a number of CPUs. In this way, a CPU can access memory in its own NUMA node faster than memory located in other NUMA nodes. To begin with, we evaluate two sets of methods that are based on the well-known and historical tournament-based barrier algorithm, whereby we hierarchically reduce the (key,value) pairs first within NUMA nodes and then among all NUMA nodes. The second set of methods we evaluate are extensions of the current implementation of the reduce phase in the Phoenix++ runtime, whereby we implement various reduce task distribution policies that dictate to which thread a reduce task should be executed, where a reduce task implies the reduction over a specific range of keys. We evaluate those methods against synthetic workloads and deduce that for the case where the workload exhibits a specific kind of locality we observe performance advantages of up to 30.85%. Το MapReduce είναι ένα μοντέλο προγραμματισμού που χρησιμοποιείται για την επεξεργασία μεγάλων όγκων δεδομένων. Προκειμένου να προγραμματίσουμε έναν αλγόριθμο στο μοντέλο προγραμματισμού MapReduce, πρέπει να παρέχουμε δύο μεθόδους που ονομάζονται map και reduce. Η συνάρτηση map μετατρέπει την είσοδο σε ένα σύνολο ζευγών (κλειδί, τιμή). Η συνάρτηση reduce λαμβάνει ως είσοδο όλες τις τιμές που σχετίζονται με ένα κλειδί, όπως παρήχθησαν από τη συνάρτηση map, τις συγκεντρώνει σύμφωνα με μια συνάρτηση παρεχόμενη απο τον χρήστη και πα- ράγει μία μόνο τιμή ως έξοδο. Το Phoenix++ είναι μια υλοποίηση του μοντέλου παράλληλου προγραμματισμού MapReduce για κοινόχρηστα συστήματα μνήμης. Σε αυτή τη διατριβή αξιολογούμε τις τεχνικές βελτιστοποίησης για αρχιτεκτονικές NUMA στην φάση μείωσης του Phoenix++ που είναι υλοποίηση του μοντέλου πα- ράλληλου προγραμματισμού MapReduce για κοινόχρηστα συστήματα μνήμης. Ένα μηχάνημα NUMA αποτελείται από ένα σύνολο κόμβων NUMA που συνδέονται μαζί με συνδέσμους διασύνδεσης. Κάθε κόμβος NUMA αποτελείται από τη δική του το- πική μνήμη (δηλαδή DRAM) και έναν αριθμό CPU. Με αυτόν τον τρόπο, μια CPU μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση στη μνήμη στον δικό της κόμβο NUMA ταχύτερα από τη μνήμη που βρίσκεται σε άλλους κόμβους NUMA. Κατ ’αρχά ., αξιολογούμε δύο σύνολα από μεθόδους που βασίζονται στον γνωστό και ιστορικό ιεραρχικό αλγόριθμο για barriers (tournament barrier algorithm), όπου μειώνουμε ιεραρχικά τα ζεύγη (κλειδί, τιμή) πρώτα μέσα στους κόμβους NUMA και μετά μεταξύ όλων των κόμβων NUMA. Το δεύτερο σύνολο μεθόδων που αξιολο- γούμε είναι οι επεκτάσεις της τρέχουσας εφαρμογής της φάσης μείωσης στο χρόνο εκτέλεσης του phoenix++, όπου εφαρμόζουμε διάφορες πολιτικές διανομής εργα- σιών reduce που υπαγορεύουν σε ποιο νήμα πρέπει να εκτελεστεί μια εργασία reduce, όπου μια εργασία reduce συνεπάγεται τη μείωση σε ένα συγκεκριμένο εύ- ρος κλειδιών. Αξιολογούμε αυτές τις μεθόδους έναντι συνθετικών φορτίων εργασίας και συμπεραίνουμε ότι στην περίπτωση όπου ο φόρτος εργασίας εμφανίζει ένα συ- γκεκριμένο είδος locality παρατηρούμε πλεονεκτήματα απόδοσης έως και 30,85%. 663 411 405 The purpose of this dissertation is to correlate the occurrence of schizophrenia, a neurodevelopmental disorder with a terrible impact on the lives of the patients, with the signaling pathway via serine - threonine kinase, AKT. Activation of signaling through this pathway is associated with the promotion of cell survival, proliferation and growth. It has also genetically correlated the existence of genetic changes at different stages of the pathway with the onset of schizophrenia. To this end, we designed a –three-level a literature review: First, we looked for studies that have been conducted in animal models and investigate our initial hypothesis. Second, we investigated the existence of literature documenting the correlation between signaling via dopamine receptors and activation of the AKT kinase signaling pathway. Thirdly, we have collected and analyzed all studies that correlate the existence of polymorphisms in the AKT1 gene with the occurrence of schizophrenia, according to the origin of the patients. It is clear that signaling through the AKT is involved in the onset of the disease. Studies in animal models have shown that Akt1 and especially Akt3 affect the appearance of psychotic behaviors in experimental animals and appear to be the major isoforms involved in AKT signaling in the brain. In addition, the activation of D2 dopaminergic receptors, which are the main targets of the antipsychotic drugs used, affects the phosphorylation of Akt in residues necessary for the complete activation of kinase activity in vitro and in vivo. Finally, a number of studies have correlated the presence of polymorphisms in the Akt1 gene with schizophrenia. 21 polymorphisms have been studied and 4 of them have been positively correlated with more than 2 studies in different populations. It appears that populations in which there is a greater correlation with the existence of these polymorphisms are mainly European, but also of Asian origin. The polymorphisms of the AKT1 gene have been found to be localized mainly in intron positions or in the untranslated regions of the gene, and there are two of them in exonian sites. Their effect on protein levels is still controversial, as there are studies that support the reduction of protein levels due to polymorphisms, but recent studies show that levels of protein AKT1 are increasing. From the above, we came to the conclusion that the association of the Akt signaling pathway with schizophrenia is manifested on multiple levels. However, many parameters need to be investigated to prove its causal or auxiliary relationship to the disease’s onset. Στην παρούσα μεταπτυχιακή εργασία προσπαθήσαμε να συσχετίσουμε την εμφάνιση της σχιζοφρένειας,μιας νευροαναπτυξιακής διαταραχής με τρομερό αντίκτυπο στη ζωή των νοσούντων, με την σηματοδότηση μέσω της κινάσης σερίνης - θρεονίνης, ΑΚΤ. Η ενεργοποίηση της σηματοδότησης μέσω του μονοπατιού αυτού συσχετίζεται με την προαγωγή της επιβίωσης, του πολλαπλασιασμού και της ανάπτυξης των κυττάρων. Έχει, επίσης, συσχετιστεί γενετικά η ύπαρξη γενετικών αλλαγών σε δίαφορα στάδια του μονοπατιού με την εμφάνιση της σχιζοφρένειας. Για το σκοπό αυτό, σχεδιάσαμε μία βιβλιογραφική ανασκόπηση σε 3 επίπεδα:Πρώτον, αναζητήσαμε μελέτες που έχουν διεξαχθεί σε ζωϊκά μοντέλα και ερευνούν την επίδραση της γενετικής απενεργοποίησης των ισομορφών Akt1, Akt2, Akt3 στην ανάπτυξη του ΚΝΣ και στην εμφάνιση συμπεριφορών που σχετίζονται με τη σχιζοφρένεια. Δεύτερον, ερευνήσαμε την ύπαρξη βιβλιογραφίας που να τεκμηριώνει την συσχέτιση μεταξύ σηματοδότησης μέσω υποδοχέων ντοπαμίνης και την ενεργοποίησης του σηματοδοτικού μονοπατιού της κινάσης ΑΚΤ. Τρίτον, συγκεντρώσαμε και αναλύσαμε όλες τις μελέτες που συσχετίζουν την ύπαρξη πολυμορφισμών στο γονίδιο της ΑΚΤ1 με την εμφάνιση της σχιζοφρένειας ανάλογα με την καταγωγή των νοσούντων. Είναι σαφές ότι η σηματοδότηση μέσω της ΑΚΤ εμπλέκεται στην εμφάνιση της νόσου. Μελέτες σε ζωικά μοντέλα έχουν δείξει ότι η Akt1 και κυρίως η Akt3 επηρεάζουν την εμφάνιση ψυχωσικών συμπεριφορών στα πειραματόζωα και φαίνεται πως είναι οι κύριες ισομορφές που εμπλέκονται στην σηματοδότηση μέσω ΑΚΤ στον εγκέφαλο. Επιπλέον,η ενεργοποίηση των D2 ντοπαμινεργικών υποδοχεών που είναι και οι κύριοι στόχοι των χρησιμοποιούμενων αντιψυχωσικών φαρμάκων επηρεάζει την φωσφορυλίωση της Akt σε κατάλοιπα που είναι απαραίτητα για την πλήρη ενεργοποίηση της δραστικότητας κινάσης in vitro και in vivo. Τέλος, πλήθος μελετών έχει συσχετίσει την παραουσία πολυμορφισμών στο γονίδιο Akt1 με την σχιζοφρένεια. Έχουν μελετηθεί 21 πολυμορφισμοί και 4 από αυτούς έχουν συσχετισθεί θετικά σε περισσότερες από 2 μελέτες σε διαφορετικούς πληθυσμούς. Φαίνεται πως οι πληθυσμοί στους οποίους εμφανίζεται μεγαλύτερη συσχέτιση με την ύπαρξη αυτών των πολυμορφισμών είναι Ευρωπαϊκής κυρίως, αλλά και Ασιατικής προέλευσης. Οι πολυμορφισμοί του γονιδίου της ΑΚΤ1 έχει βρεθεί πως εντοπίζονται κυρίως σε ιντρονιακές θέσεις ή στις αμετάφραστες περιοχές του γονιδίου, ενώ υπάρχουν και δύο από αυτούς σε εξωνιακές θέσεις. Η επίδρασή τους στα επίπεδα της πρωτεϊνης είναι ακόμη αμφιλεγόμενη, καθώς υπάρχουν μελέτες που υποστηρίζουν την μείωση των επιπέδων της πρωτεϊνης εξαιτίας των πολυμορφισμών, ωστόσο νεότερες μελέτες δείχνουν ότι τα επίπεδα της πρωτεινης ΑΚΤ1 αυξάνονται. Από τα ανωτέρω συνάγεται η συσχέτιση του σηματοδοτικού μονοπατιού της Akt με τη σχιζοφρένεια σε πολλαπλά επίπεδα. Ωστόσο, πολλές παράμετροι πρέπει να διερευνηθούν, ώστε να αποδειχθεί η αιτιολογική ή επικουρική σχέση του στην πρόκληση της νόσου. 664 244 248 “The correlation of pain and psychological consequences at the Open Care Centers of the Municipality of Patras” «Η συσχέτιση του πόνου και των ψυχολογικών συνεπειών στους ηλικιωμένους στα ΚΑΠΗ της Πάτρας» The approach that improves the quality of life of patients and their families is called palliative care. Through this care, elderly people manage to cope or reduce pain, psychological disorders experienced, and to meet some of their needs. The pain experienced by senior citizens is one of the most important factors contributing to the deterioration of their quality of life. Most surveys appear that a large proportion of elderly people hurt somewhere and many say they have daily pain. This pain can be either physical or psychological. Depression in the elderly is an important public health issue, as it is the most common mental disorder of the elderly and has a significant impact on the welfare and quality of life. Often escapes early diagnosis by specialists and not adequately treated. This mental disorder is likely to occur alone or coexist with any other chronic illness, always affecting the quality of life of older diseased. Older people also experience, extreme anxiety, which leads to depression and mental pain. In this work we attempt to define the concept of pain and detection of psychological disorders in old age people. Also, an attempt is made to find correlations between pain and psychological disorders identified through research conducted in Open Care Centers of the Municipality of Patras. Three questionnaires were administered to 106 persons in 3 Open Care Centers of Patras. Η προσέγγιση που βελτιώνει την ποιότητα ζωής των ασθενών και των οικογενειών τους ονομάζεται παρηγορητική φροντίδα. Μέσω της φροντίδας αυτής, οι ηλικιωμένοι καταφέρνουν να αντιμετωπίσουν ή να μειώσουν τον πόνο, τις ψυχολογικές διαταραχές που βιώνουν, καθώς και να ικανοποιήσουν κάποιες ανάγκες τους. Ο πόνος που βιώνουν τα άτομα της τρίτης ηλικίας αποτελεί μια από τις σημαντικότερες παραμέτρους που συμβάλλουν στην επιδείνωση της ποιότητας ζωής τους. Βάσει ερευνών προκύπτει ότι μεγάλο ποσοστό των ηλικιωμένων ανθρώπων πονούν κάπου και αρκετοί αναφέρουν ότι έχουν καθημερινό επίμονο πόνο. Ο πόνος αυτός μπορεί να είναι είτε σωματικός, είτε ψυχολογικός. Η κατάθλιψη στους ηλικιωμένους αποτελεί σημαντικό ζήτημα δημόσιας υγείας, καθώς είναι η πιο κοινή ψυχική διαταραχή των ηλικιωμένων και έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ευημερία και την ποιότητα ζωής τους. Συχνά διαφεύγει την έγκαιρη διάγνωση από τους ειδικούς και δεν αντιμετωπίζεται επαρκώς. Η ψυχική αυτή διαταραχή, είναι πιθανόν να εμφανιστεί ανεξάρτητα ή να συνυπάρχει με κάποια άλλα χρόνια νοσήματα, επηρεάζοντας πάντα την ποιότητα ζωής του ηλικιωμένου που νοσεί. Οι ηλικιωμένοι βιώνουν επίσης, έντονο άγχος, το οποίο οδηγεί στην κατάθλιψη και τον ψυχικό πόνο. Στην παρούσα εργασία γίνεται μια προσπάθεια ορισμού της έννοιας του πόνου και εντοπισμού των ψυχολογικών διαταραχών στην τρίτη ηλικία. Επίσης, γίνεται μια προσπάθεια εύρεσης συσχετίσεων μεταξύ του πόνου και των ψυχολογικών διαταραχών που εντοπίστηκαν, μέσω έρευνας που πραγματοποιήθηκε στα ΚΑΠΗ του Δήμου Πατρών. Χορηγήθηκαν τρία ερωτηματολόγια σε 106 ηλικιωμένους των 3 ΚΑΠΗ της Πάτρας και αναλύονται τα αποτελέσματα. 665 14 13 The affair between Venus and Anchises and the birth of Aeneas in the Aeneid Δωδώνη : επιστημονική επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων; Τόμ. 13 (1984) 666 78 98 το παράδειγμα της καταγραφικής διάσωσης και τεκμηρίωσης των μνημείων από τον Γεώργιο Λαμπάκη Seeking to trace the origins of Byzantine Archaeology in Greece, the paper reviews the early history of the Christian Archaeological Society (1884-1923) and the actions taken by its pioneer, Georgios Lampakis, for the preservation of Christian monuments. In this context, we address various issues related to the perception, the scholarly views and the management of Byzantine remains in Greece, from the formation of the Modern Greek state to the establishment of Byzantine Studies in the early 20th century. Στη μελέτη εξετάζεται η ιστορία της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας κατά την πρώτη περίοδο λειτουργίας της (1884-1923), καθώς και η δράση του πρωτεργάτη της Γεωργίου Λαμπάκη (1854-1914) για τη διάσωση των χριστιανικών μνημείων, σε μια προσπάθεια να ανιχνευθούν οι απαρχές της βυζαντινής αρχαιολογίας στην Ελλάδα. Παράλληλα, προσεγγίζονται ποικίλα θέματα που σχετίζονται με την πρόσληψη, την επιστημονική θεώρηση και τη διαχείριση των καταλοίπων του Βυζαντίου στην Ελλάδα, από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως και τη θεσμοθέτηση των βυζαντινών σπουδών κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. 667 358 347 Τhe current research involves the area of primary education in the municipality-subsidized mutual teaching schools of Hermoupolis during the Kapodistrian and King Otto historical period. The aims of the research are the investigation, discovery, comprehension and interpretation of the educational system in conjunction with the socio-economic and political conditions prevailing in the particular time frame. The collection of data was accomplished via the historical method which contributed in the prevalence of the historical truth through valid sources. Furthermore, the interpretation of the data was attempted with the application of the interpretative method. Education in Hermoupolis was one of the main concerns of its citizens. Missionaries originally played an important role in the educational development of Syros. Their contribution is considered as equally important as the founding and funding of these schools. The lack of public schools during the first years led to the founding of a number of private schools, whose quality of offered education was initially quite low. The municipality-subsidized mutual teaching schools of Hermoupolis consisted of two all-male and three all-female mutual teaching schools. The founders of these schools were citizens of Hermoupolis, local authorities and the official Church in cooperation with the central government. The materials and equipment of the schools were considered adequate. The teaching staff was selected according to qualifications such as pedagogical knowledge, the ability to apply new pedagogical methods and a high sense of morality. According to the reports written by the primary school principles and supervisors, teacher performance was overall satisfactory apart from a few exceptions. The number of students gradually increased from the opening date of the schools until the end of the period examined in this research. A reduction in the number of students occurred in only a few cases, which were either a mass movement in population or an epidemic. The funding of the municipality-subsidized mutual teaching schools was originally supported by private offers. Eventually, the municipality of Hermoupolis took full responsibility through specific taxes, regular incomes, the selling of public property, the transfer of income from other public sources, loans, etc. The local school boards and committees supervised the schools, along with the legal government authorities. Η παρούσα έρευνα στρέφεται στο χώρο της Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ερμούπολη Σύρου κατά την καποδιστριακή και οθωνική περίοδο στα δημοσυντήρητα αλληλοδιδακτικά σχολεία. Στόχοι της είναι η διερεύνηση, αποκάλυψη, κατανόηση και ερμηνεία της εκπαιδευτικής κατάστασης σε συνδυασμό με τις κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Η προσέγγιση των τεκμηρίων έγινε με την ιστορική μέθοδο η οποία συνέβαλε στην προσπέλαση των πηγών και την ανάδειξη της ιστορικής αλήθειας. Παράλληλα επιχειρήθηκε και μια ερμηνεία των τεκμηρίων με την εφαρμογή της ερμηνευτικής μεθόδου. Στην Ερμούπολη, η εκπαίδευση ήταν ένα από τα πρώτα μελήματα των κατοίκων. Σημαντικό ρόλο σε αρχικό στάδιο κυρίως διαδραμάτισαν και οι ιεραπόστολοι. Η συνεισφορά τους κρίνεται σημαντική τόσο στην ίδρυση σχολείων όσο και στη χρηματοδότησή τους. Η έλλειψη δημόσιων σχολείων τα πρώτα χρόνια οδήγησε στην ίδρυση ενός αριθμού ιδιωτικών σχολείων, στα οποία η ποιότητα της προσφερόμενης εκπαίδευσης σε αρχικά επίπεδα κυμαινόταν σε χαμηλά επίπεδα. Το σχολικό δίκτυο στην Ερμούπολη από δημοσυντήρητα αλληλοδιδακτικά σχολεία αποτελούνταν από δύο αλληλοδιδακτικά σχολεία αρρένων και τρία θηλέων. Πρωτεργάτες για την ίδρυση αυτών ήταν οι κάτοικοι της Ερμούπολης, οι τοπικοί φορείς καθώς και η Εκκλησία σε συνεργασία με την κεντρική εξουσία ενώ ο υλικοτεχνικός εξοπλισμός των σχολείων κρίνεται επαρκείς. Η επάνδρωση των σχολείων με διδακτικό προσωπικό έγινε με κριτήρια όπως η παιδαγωγική κατάρτιση, η δυνατότητα άσκησης των διδακτικών τους καθηκόντων βάσει της νέας μεθόδου και το ήθος. Γενικότερα οι επιδόσεις του διδακτικού προσωπικού κρίνονται εκτός λίγων εξαιρέσεων ικανοποιητικές όπως τουλάχιστον προκύπτει από τις εκθέσεις των Διευθυντών επί των Δημοτικών Σχολείων και των Επιθεωρητών. Το μαθητικό δυναμικό παρουσίαζε αυξητική τάση από την ημέρα λειτουργίας των δημοσυντήρητων αλληλοδιδακτικών σχολείων έως και τη λήξη της εξεταζόμενου περιόδου. Σε ελάχιστες περιπτώσεις παρουσίασε μείωση που οφείλονταν είτε σε μετακίνηση του πληθυσμού είτε σε επιδημίες. Η χρηματοδότηση των δημοσυντήρητων αλληλοδιδακτικών σχολείων έγινε τα πρώτα χρόνια από εισφορές ιδιωτών και στη συνέχεια από το Δήμο Ερμούπολης με ειδικούς φόρους, από τα τακτικά έσοδα, με την εκποίηση δημοτικής περιουσίας, με τη μεταφορά εσόδων από άλλα δημόσια καταστήματα, τη σύναψη δανείων κ.ά. Οι τοπικές σχολικές εφορείες ή επιτροπές ασκούσαν την εποπτεία στα σχολεία παράλληλα με τα θεσμοθετημένα κυβερνητικά όργανα. 668 450 476 Comparative research of pragmatic ability of primary school students with typical development, high functioning autism and specific learning difficulties Συγκριτική διερεύνηση της πραγματολογικής ικανότητας μαθητών δημοτικού σχολείου με τυπική ανάπτυξη, υψηλής λειτουργικότητας αυτισμό και ειδικές μαθησιακές δυσκολίες The aim of the present thesis is to investigate the pragmatic ability in the area of figurative language (Idioms & Proverbs), and its association with linguistic (Receptive Vocabulary, Morphology-Syntax) and non-linguistic variables (Chronological Age, Non Verbal Ability), as well as with Reading Comprehension in typical (TD) and atypical [High-Functioning Autism (HFA) & Specific Learning Difficulties (SLD)] developing children. The sample consists of 372 participants attending 4th, 5th and 6th grade of primary school (286 TD, 37 with HFA and 49 with SLD). Measures ofPragmatic and Morphosyntactic Ability, Vocabulary (Peabody Picture Vocabulary Test-4) (Dunn & Dunn, 2007), Reading ability (Reading Test-A) (Padeliadou & Antoniou, 2008), and non-verbal reasoning ability (Raven΄ s Colored Progressive Matrices) (Sideridis, Antoniou, Mouzaki, & Simos, 2015) were administered. The study was divided in two phases: (a) the pilot study, with the aim of constructing measures of pragmatic and morphosyntactic ability and (b) the main study, which wasdivided into 3 studies. According to the results of the 1st study, as far as TD participants are concerned: (a) Pragmatic ability was hierarchically predicted by MorphologySyntax, Reading Comprehension and Receptive Vocabulary for the 286 TD participants, in addition to non-linguistic variables; (b) there has been a gradual improvement in figurative competence as age increases, as well as a correlation between pragmatic ability and different factors, depending on the school grade; (c) Reading Comprehension was predicted by pragmatic ability at grade 4 and byMorphology-Syntax at grades 5 & 6. In the 2nd study, 35 HFA & 45 SLD children were matched for gender, chronological age and non-verbal reasoning ability with participants in the control group (TD). Both HFA and SLD groups performed poorly, showing slower rate of development in figurative language compared with the TD group. For both experimental groups pragmatic ability was predicted by MorphologySyntax. In the 3rd study, the profile of 19 HFA & 19 SLD participants in the examined variables was outlined, after both groups were matched with the control group (TD) for gender, chronological age, non-verbal reasoning ability and receptive vocabulary. The results revealed that the TD group performed significantly better than both experimental groups in pragmatic ability measure. There was no statistically significant difference between HFA and SLD participants in pragmatic ability, nor in the other examined variables. Data from scatter plots show more qualitative rather than quantitative differences between the two experimental groups, compared to the TD sample. Findings of the present thesis highlight the importance of language ability for the development of pragmatic skills of students with typical and atypical developmentat the late stages of primary school. Implications for research and educational purposes are discussed. Σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι η διερεύνηση της πραγματολογικής ικανότητας στην περιοχή του μεταφορικού λόγου (Ιδιωματισμοί & Παροιμίες) σε πληθυσμό τυπικής (ΤΑ) και μη τυπικής ανάπτυξης [με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος Υψηλής Λειτουργικότητας (ΔΑΦΥΛ) & Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες (ΕΜΔ)] και η σύνδεσή της με γλωσσικούς (Προσληπτικό Λεξιλόγιο,Μορφολογία-Σύνταξη) και μη γλωσσικούς παράγοντες (Χρονολογική Ηλικία, Μη Λεκτική Ικανότητα), καθώς και με την Αναγνωστική Κατανόηση. Στην έρευνα συμμετείχαν 372 μαθητές των τριών τελευταίων τάξεων του Δημοτικού (286 ΤΑ, 37 με ΔΑΦΥΛ και 49 με ΕΜΔ). Στο συνολικό δείγμα χορηγήθηκαν δοκιμασίες μέτρησης: της Ικανότητας στον Μεταφορικό Λόγο και της Μορφοσυντακτικής Ικανότητας, του Λεξιλογίου (Peabody Picture Vocabulary Test-4) (Dunn & Dunn, 2007), της Αναγνωστικής ικανότητας (Τεστ Ανάγνωσης-Α) (Παντελιάδου & Αντωνίου, 2008) καιτης Μη Λεκτικής Ικανότητας (Raven΄ s Colored Progressive Matrices) (Σιδερίδης, Αντωνίου, Μουζάκη, & Σίμος, 2015). Η ερευνητική διαδικασία χωρίστηκε σε δύο φάσεις: την πιλοτική έρευνα, με σκοπό την αρχική διαμόρφωση των εργαλείων μέτρησης της πραγματολογικής και μορφοσυντακτικής ικανότητας και την κυρίως έρευνα, που χωρίστηκε σε τρείς μελέτες. Στην 1η μελέτη, που αφορούσε στην ΤΑ, βάσει των δεδομένων: (α) ως παράγοντες πρόβλεψης της πραγματολογικής ικανότητας, εκτός από τις μη γλωσσικές μεταβλητές, αναδείχθηκαν ιεραρχικά ηΜορφολογία-Σύνταξη, η Αναγνωστική Κατανόηση και το Προσληπτικό Λεξιλόγιο για τους 286 συμμετέχοντες ΤΑ· (β) διαπιστώθηκε σταδιακή βελτίωση της μεταφορικής ικανότητας παράλληλα με την αύξηση της ηλικίας, καθώς και σύνδεση της πραγματολογικής ικανότητας με διαφορετικούς παράγοντες, ανάλογα με την τάξη φοίτησης· και (γ) ως παράγοντες πρόβλεψης της Αναγνωστικής Κατανόησης, αναδείχθηκαν η πραγματολογική ικανότητα για την 4η Δημοτικού και η Μορφολογία Σύνταξη για την 5η και 6η Δημοτικού. Στη 2 η μελέτη, εξισώθηκαν κατά ζεύγη 35 συμμετέχοντες με ΔΑΦΥΛ και 45 συμμετέχοντες με ΕΜΔ με αντίστοιχες ομάδες ελέγχου ΤΑ ως προς το Φύλο, τη Χρονολογική Ηλικία και τη Μη Λεκτική Ικανότητα. Και οι δύο πειραματικές ομάδες είχαν χαμηλότερες επιδόσεις και πιο αργούς ρυθμούς ανάπτυξης στον μεταφορικό λόγο, συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου ΤΑ. Ως παράγοντας πρόβλεψης της πραγματολογικής ικανότητας για την ομάδα με ΔΑΦΥΛκαι ΕΜΔ αναδείχθηκε η Μορφολογία-Σύνταξη. Στην 3η μελέτη, σκιαγραφήθηκε το προφίλ 19 συμμετεχόντων με ΔΑΦΥΛ και 19 με ΕΜΔ στις υπό εξέταση μεταβλητές, αφού εξισώθηκαν με ομάδα ελέγχου ΤΑ ως προς το Φύλο, τη Χρονολογική Ηλικία, τη Μη Λεκτική Ικανότητα και το Προσληπτικό Λεξιλόγιο. Οι αναλύσεις έδειξαν ότι το δείγμα ΤΑ είχε καλύτερες επιδόσεις στην πραγματολογική ικανότητα, συγκριτικά με τις δύο πειραματικές ομάδες. Οι ομάδες με ΔΑΦΥΛ και ΕΜΔ δεν διαφοροποιούνταν στατιστικώς σημαντικά στην πραγματολογική ικανότητα, αλλά και στις υπόλοιπεςεξεταζόμενες μεταβλητές. Τα δεδομένα των διαγραμμάτων διασποράς φανέρωσαν περισσότερο ποιοτικές, παρά ποσοτικές διαφορές ανάμεσα στις δύο πειραματικές ομάδες, συγκριτικά με το δείγμα ΤΑ. Τα ευρήματα της παρούσας διδακτορικής διατριβής αναδεικνύουν τη σπουδαιότητα των γλωσσικών ικανοτήτων για την ανάπτυξη πραγματολογικών δεξιοτήτων μαθητών τυπικής και μη τυπικής ανάπτυξης στο τέλος του Δημοτικού, στοιχείο που δύναται να αξιοποιηθεί για ερευνητικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς. 669 240 208 Knowledge and statistics of nurses against the organ donation in the University hospital of Ioannina Γνώσεις και στάση των νοσηλευτών όσον αφορά τη δωρεά οργάνων στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωάννινων The practice of organ and tissue donation can and must become part of individual and collective consciousness, an example of social sensitization and a point at which our community can come together, which this country so greatly needs in its attempts to respond to the challenges of the times. The role of the doctors and the nursing staff in the big hospitals is considered especially significant to the development of this program, as is that of the Associations which aim to spread the idea of tissue and organ donation. Aim: To estimate the knowledge of the nursing staff which works in the University public hospital of Ioannina in relation to organ donation, as well as to investigate the possible effect of various factors on the public´s willingness to donate organs. Material & Method: The research was conducted at the University Hospital of Ioannina. The sample consisted of 100 nurses, chosen at random. The questionnaire is divided into five units: socio-demographic details, knowledge regarding organ donation, experience with organ donation and willingness to donate. Conclusion: The results show that the level of knowledge of the nursing staff regarding matters of organ donation was high. It is significant that a very large percentage of people in the field of professional health fear and do not trust organizations and doctors, and maintain a negative stance against organ donation. Η πράξη της δωρεάς ιστών και οργάνων μπορεί και πρέπει να αποτελέσει περιεχόμενο της ατομικής και συλλογικής συνείδησης, δείγμα κοινωνικής ευαισθητοποίησης και πόλο συσπείρωσης της κοινωνίας μας την οποία έχει τόσο ανάγκη ο τόπος, στην προσπάθειά του να ανταποκριθεί στις προκλήσεις των καιρών. Ιδιαίτερα σημαντικός στην ανάπτυξη αυτού του προγράμματος θεωρείται ο ρόλος των ιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού των μεγάλων νοσοκομειακών μονάδων καθώς και των Συλλόγων που έχουν ως στόχο τους τη διάδοση της ιδέας, δωρεάς ιστών και οργάνων. Σκοπός: να εκτιμηθούν οι γνώσεις και οι στάσεις του νοσηλευτικού προσωπικού, που εργάζεται στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, σχετικά με τη δωρεά οργάνων, καθώς και να διερευνηθεί η ενδεχόμενη επίδραση διαφόρων παραγόντων στην πρόθεση δωρεάς οργάνων. Υλικό & Μέθοδος: η έρευνα διεξήχθη στο Π.Γ.Ν.Ι. Το δείγμα αποτέλεσαν 100 νοσηλευτές, τυχαία επιλεγμένα. Το ερωτηματολόγιο χωρίζεται σε 5 ενότητες: Κοινωνικό-δημογραφικά στοιχεία-γνώσεις σχετικά με τη δωρεά-εμπειρία δωρεάς οργάνων-πρόθεση δωρεάς. Συμπέρασμα: Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το επίπεδο γνώσεων του, νοσηλευτικού προσωπικού σχετικά με θέματα δωρεάς οργάνων ήταν υψηλό. Είναι σημαντικό το γεγονός, ότι ο φόβος και η έλλειψη εμπιστοσύνης στις οργανώσεις και τους γιατρούς συγκεντρώνουν ένα μεγάλο ποσοστό επαγγελματιών υγείας, οι οποίοι διατηρούν αρνητική στάση απέναντι στη δωρεά οργάνων. 670 471 468 Modern theoretical cosmological models and their observational predictions Σύγχρονα θεωρητικά κοσμολογικά μοντέλα και οι παρατηρησιακές τους προβλέψεις The recent amazing discoveries in Cosmology, such as the accelerating expansion of the Universe, the detection of gravitational waves and the first images of a black hole, open new windows in the Universe. In the dissertation I deal with some of the most important cosmological issues, in theoretical and experimental level. In first chapter, I present the standard model of Cosmology (ΛCDM), which is based on few parameters and fits the cosmological data with excellent accuracy. Some of the basic components of this model are the cosmological principle, the cosmological constant Λ, the existence of dark matter and the General Relativity. However, the increasing accuracy of cosmological observations indicates some deviations from the ΛCDM model. The bulk of my Thesis is devoted to testing and searching possible deviations from the standard model. Also, I focus on some very interesting subjects, such as the gravitational waves and the spinning particles. In second chapter, I prove that data from supernova type Ia do not violate the cosmological principle. Also, the expansion of the Universe has a preferred axis which is almost in the same direction with the axis of other probes. In third chapter, I test the stability of a dilatonic monopole in the presence of a magnetic field. The monopole (a kind of topological defect) is unstable in every case. In fourth chapter, I explore signatures of scalar particles which are known as axion like particles and chameleons, from experimental data. Also, I focus on a case of quintessence models where scalar fields can stabilize cosmological structures for longer time than the ΛCDM model. In fifth chapter, I analyze experimental data in order to search for new interactions in sub-millimeter scale. I have found that oscillating model for the residual force fits the data better than other models. In sixth chapter, I focus on the evolution of a gravitational wave in the vicinity of a point mass in an expanding background. I have found that the period and the amplitude of the wave increase as the wave approaches the mass. In seventh chapter, I focus on the geodesics of relativistic particles in a phantom cosmological background with expansion in the presence of a mass concentration. In this case the Big Rip singularity occurs earlier than in the Newtonian case. In eighth chapter, I focus on the effects of spin on the trajectories of particles in the vicinity of black holes. In the absence of expansion and spin, the orbits of the particles are circular. If we introduce spin and/or expansion, the orbits get dissociated and the world lines are closed or open. The spin-orbit coupling induces new force, so deviations appear due to spin-orbit coupling and due to expansion. In the last chapter, I present the conclusions of the study performed in this dissertation. Οι ανακαλύψεις των τελευταίων ετών στην Κοσμολογία, όπως η επιταχυνόμενη διαστολή του σύμπαντος, η ανίχνευση βαρυτικών κυμάτων από συγχώνευση δύο μελανών οπών ή αστέρων νετρονίων και οι πρώτες εικόνες μιας μελανής οπής, έχουν προσελκύσει το ενδιαφέρον των ερευνητών. Στην διδακτορική μου διατριβή διαπραγματεύομαι αντίστοιχα σύγχρονα κοσμολογικά θέματα, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πειραματικό επίπεδο. Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζω το καθιερωμένο κοσμολογικό μοντέλο ΛCDM που βασίζεται σε μερικές παραμέτρους και ερμηνεύει με αξιοθαύμαστη ακρίβεια τις κοσμολογικές παρατηρήσεις. Στηρίζεται σε κάποιες βασικές αρχές, όπως η κοσμολογική αρχή, η κοσμολογική σταθερά Λ, η ύπαρξη σκοτεινής ύλης και η γενική θεωρία της σχετικότητας του Einstein. Παρόλα αυτά, η αυξανόμενη ακρίβεια των παρατηρήσεων, κυρίως λόγω βελτίωσης των οργάνων μέτρησης, δημιουργεί ενδείξεις για αποκλίσεις από το καθιερωμένο μοντέλο. Το κυρίως μέρος της διατριβής, που αποτελεί και τον βασικό της στόχο, αφιερώνεται στην αναζήτηση αποκλίσεων από το καθιερωμένο μοντέλο, ενώ γίνεται μελέτη και άλλων ενδιαφερόντων θεμάτων, όπως τα βαρυτικά κύματα και τα σωματίδια με σπιν. Στο δεύτερο κεφάλαιο αποδεικνύω πως δεδομένα από υπερκαινοφανείς αστέρες τύπου Ια δεν παραβιάζουν την κοσμολογική αρχή, αλλά έχουν μέγιστη επιτάχυνση διαστολής σε μία κατεύθυνση, η οποία είναι πολύ κοντά με κατευθύνσεις άλλων παρατηρήσεων. Στο τρίτο κεφάλαιο μελετάω την σταθερότητα των μονοπόλων παρουσία εξωτερικού μαγνητικού πεδίου και αποδεικνύω πως στην περίπτωση αυτή δεν είναι σταθερές δομές. Τα μονόπολα είναι είδος τοπολογικής ανωμαλίας αλλά δεν έχουν παρατηρηθεί ακόμη. Στο τέταρτο κεφάλαιο ασχολούμαι με την μελέτη σωματιδίων που σχετίζονται με την σκοτεινή ενέργεια, όπως βαθμωτά πεδία και τα σωματίδια χαμαιλέοντες. Βαθμωτά πεδία που έρχονται σε σύζευξη με τον ηλεκτρομαγνητισμό σε μοντέλο πεμπτουσίας μπορούν να καθυστερήσουν την εμφάνιση του μεγάλου σπασίματος (Big Crunch). Στο πέμπτο κεφάλαιο αναζητώ μέσα από πειραματικά δεδομένα αποκλίσεις από τον νόμο της βαρύτητας σε αποστάσεις μικρότερες από 1mm. Ταλαντωτικό μοντέλο αλληλεπίδρασης προσαρμόζεται πολύ καλύτερα στα δεδομένα σε σχέση με άλλα μοντέλα. Στο έκτο κεφάλαιο ερευνώ τις αλλαγές σε ένα βαρυτικό κύμα όταν διαδίδεται σε χώρο όπου η βαρύτητα είναι πολύ ισχυρή. Στην προκειμένη περίπτωση, η περίοδος και το πλάτος του κύματος αυξάνονται, καθώς πλησιάζει την μεγάλη μάζα. Στο έβδομο κεφάλαιο καταγράφω τις γεωδαισιακές τροχιές δέσμιων σχετικιστικών σωμάτων γύρω από μία μεγάλη μάζα σε φανταστικό κοσμολογικό υπόβαθρο. Το μεγάλο σχίσιμο (Big Rip) στο οποίο οδηγούνται τα συστήματα αυτά, εμφανίζεται νωρίτερα σχετικιστικά παρά κλασσικά. Στο όγδοο κεφάλαιο μελετάω τροχιές σωματιδίων με σπιν σε ισχυρό βαρυτικό πεδίο που μπορεί να διαστέλλεται με διάφορους ρυθμούς. Εμφανίζεται επιπλέον αλληλεπίδραση μεταξύ σώματος και κεντρικής μάζας λόγω του σπιν. Όταν το σπιν είναι ομόρροπο με την στροφορμή η δύναμη είναι ελκτική, ενώ όταν είναι αντίρροπο, η δύναμη είναι απωστική. Απουσία σπιν και διαστολής οι τροχιές είναι κυκλικές, ενώ η ύπαρξη σπιν ή διαστολής ή των δύο μαζί διαταράσσει την κυκλική τροχιά σε ανοιχτή ή κλειστή κοσμική γραμμή. Στο ένατο κεφάλαιο συνοψίζω τα συμπεράσματα της παρούσας διδακτορικής διατριβής. 671 302 293 The aim of this thesis is to study the testaments made before the Notary Public of Larissa, Mr. Agathangelos Ioannidis, during the years 1881 - 1900, in order to indicate the social and economic conditions of that period in Larissa. These twenty years were very important for the Region of Thessaly, as in 1881, Thessaly integrated the Greek State. The study focuses on the value system of that time, the way the family groups were structured and the relationship of locals with God and those in need. The main part of this thesis consists of 3 chapters. The Introduction presents issues of the Greek Inheritance Law, as well as different types of testaments, their structure and content. The first chapter includes a historical review of Larissa during the Ottoman period, with specific reference to the city’s organization. The second chapter, which is the main part of the study, includes the analysis of the testaments’ findings: the social and economic status of the population of Larissa and the broader region, the reasons why these people requested to state their last will and testament before a Notary Public, whether their health conditions influenced their decision to make a testament and to what extent. The families’ structure which has influenced to a great extent the disposal of the testators’ property is also studied. Due to this correlation, an extended reference to the economic details of these testaments and the inheritance habits is also made. The third chapter includes the religious life of the Larissa population. The way the testators were dealing with death, their attitude towards God and people, and the inner need for forgiveness presented in these testaments reveal a picture of the religious behavior of that time. Finally, donation to churches and charity actions were also studied in relation to the previous issues. Βασικός σκοπός της εργασίας είναι η ανάδειξη των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών που επικρατούσαν στη Λάρισα, μέσω των διαθηκών του του συμβολαιογράφου Λάρισας, Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, που συντάχθηκαν τα έτη 1881 - 1900. Η εικοσαετία αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη Θεσσαλία, καθώς το 1881 είναι έτος ενσωμάτωσης της περιοχής στο ελληνικό κράτος. Η μελέτη εστιάζει στο σύστημα αξιών της εποχής, τον τρόπο συγκρότησης των οικογενειακών ομάδων και στη σχέση των ανθρώπων με το Θεό και τους συνανθρώπους που βρίσκονται σε ανάγκη. Το κύριο μέρος της μελέτης οργανώνεται σε τρία κεφάλαια. Στην εισαγωγή μελετώνται θέματα που αφορούν το κληρονομικό δίκαιο∙ διερευνώνται τα είδη διαθηκών, η δομή και το περιεχόμενό τους. Στο πρώτο κεφάλαιο επιχειρείται ανασκόπηση της ιστορίας της Λάρισας κατά την οθωμανική περίοδο, με ιδιαίτερη αναφορά στον τρόπο οργάνωσης της πόλης. Στο δεύτερο κεφάλαιο, που είναι και το κυριότερο της μελέτης, διερευνώνται όσα προκύπτουν από τις διαθήκες. Παρουσιάζεται η οικονομική και κοινωνική κατάσταση των κατοίκων της Λάρισας και των γύρω περιοχών. Διερευνώνται οι λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι αναζητούν συμβολαιογράφο, προκειμένου να συντάξουν τη διαθήκη τους και το αν και κατά πόσο η σωματική υγεία καθόριζε την απόφαση για τη σύνταξη της. Στη συνέχεια μελετάται η οικογένεια, η δομή της οποίας καθόριζε, σε μεγάλο βαθμό, τον τρόπο διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων. Λόγω αυτής της συνθήκης γίνεται εκτενής αναφορά στα οικονομικά στοιχεία των διαθηκών και στις κληροδοτικές συνήθειες. Στο τρίτο κεφάλαιο αναφέρομαι στη θρησκευτική ζωή των κατοίκων της Λάρισας. Ο τρόπος με τον οποίο έβλεπαν τον θάνατο οι διαθέτες, η στάση απέναντι τόσο στο Θεό όσο και στους ανθρώπους και η πηγαία ανάγκη συγχώρεσης, όπως παρουσιάζεται μέσα από τα συμβόλαια, δίνουν μία εικόνα της θρησκευτικότητας εκείνης της εποχής. Σε συνδυασμό με τα προηγούμενα ζητήματα, μελετήθηκε η διάθεση των χρημάτων σε εκκλησίες και η φιλανθρωπία. 672 221 220 1,3-διπολική κυκλοπροσθήκη αζωμεθινικών υλιδίων στο φουλλερένιο C60 και οξειδωτική κυκλοπροσθήκης παρα-υποκατεστημένων φαινολών και βενζοκινονών In this thesis we studied the reaction of 1,3-dipolar cycloaddition, of several types of azomethine ylides to C60 and the oxidative cycloaddition reaction of para-substituted phenols with electron-rich alkenes. The synthesis of aza-heterocyclic fullerene derivatives was designed to further investigate the possible biological and pharmaceutical action and can act as potential antioxidants. Initially, the reactions of various azomethine ylides studied, using the amino acids glycine and sarcosine, and their esters, in order to understand the 1,3-dipolar cycloaddition mechanism and process the corresponding spectroscopic data. Then we investigated the same type cycloaddition, of sulfur-substituted glycine esters to the fullerene C60 in order to introduce the corresponding fullerene derivatives of the sulfur group, with a view to further chemical modification. Finally, we managed to synthesize amides from thio-substituted imines of glycine and probed by the 1,3-dipolar cycloaddition of those in C60. Subsequently, the study of oxidative cycloaddition of various related systems, was investigated, in order to study the synthesis of dihydro and tetrahydro-benzofuran systems which are potent, structural components of natural products. Originally protecting a hydroxyl group of hydroquinone, we perform an oxidative cycloaddition reaction with electron rich alkenes for dihydrobenzofuran composition. Then in the same manner tetrahydrobenzofuran derivatives were synthesized. Finally the aromatization of some systems was reached, by using the well known compound DDQ, and synthesis of precursors derivatives of coumarins. Στη παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή μελετήθηκε η αντίδραση της 1,3-διπολικής κυκλοπροσθήκης διάφορου τύπου αζωμεθινικών υλιδίων στο C60 και η αντίδραση οξειδωτικής κυκλοπροσθήκης παρα-υποκατεστημένων φαινολών με ηλεκτρονιακά πλούσια αλκένια. Η σύνθεση των αζα-ετεροκυκλικών φουλλερενο-παραγώγων έγινε με σκοπό τη περαιτέρω διερεύνηση της πιθανής βιολογικής και φαρμακευτικής τους δράσης καθώς μπορούν να δράσουν εν δυνάμει ως αντιοξειδωτικά. Αρχικά, μελετήθηκαν οι αντιδράσεις διαφόρων αζωμεθινικών υλιδίων χρησιμοποιώντας τα αμινοξέα γλυκίνη και σαρκοζίνη καθώς και τους εστέρες τους, ώστε να κατανοήσουμε τον μηχανισμό της 1,3-διπολικής κυκλοπροσθήκης και να επεξεργαστούμε τα αντίστοιχα φασματοσκοπικά δεδομένα. Στη συνέχεια διερευνήθηκε η ίδιου τύπου κυκλοπροσθήκη, θειο-υποκατεστημένων εστέρων της γλυκίνης με το C60 με σκοπό να εισάγουμε στα αντίστοιχα φουλλερενο-παράγωγα την ομάδα του θείου, με σκοπό την περαιτέρω χημική τροποποίησή τους. Τέλος, συνθέσαμε αμίδια που προέρχονται από θειο-υποκατεστημένες ιμίνες της γλυκίνης και διερευνήθηκε η 1,3-διπολική κυκλοπροσθήκη αυτών στο C60. Ακολούθως, η μελέτη της οξειδωτικής κυκλοπροσθήκης σε διάφορα συγγενικά συστήματα, έγινε για τη σύνθεση δίυδρο και τετραυδρο-βενζοφουρανικών συστημάτων τα οποία αποτελούν εν δυνάμει, δομικά συστατικά φυσικών προϊόντων. Αρχικά προστατεύοντας το ένα υδροξύλιο της υδροκινόνης διενεργούμε μια αντίδραση οξειδωτικής κυκλοπροσθήκης με ηλεκτρονιακά πλούσια αλκένια για τη σύνθεση διϋδροβενζοφουρανίων. Στη συνέχεια κατά τον ίδιο τρόπο συντέθηκαν τετραϋδροβενζοφουρανικά παράγωγα. Τέλος έγινε η προσπάθεια αρωματοποίησης κάποιων συστημάτων και η σύνθεση πρόδρομων ενώσεων κουμαρινικών παραγώγών. 673 217 242 Τα πρώτα βήματα μιας συνεργασίας εκπαιδευτικής και τοπικής κοινότητας προς την κατεύθυνση της αειφορίας Modern environmental and social problems are significantly complex and affect the community and citizens in a variety of ways. The decision-making processes for managing such problems are faced with challenges related to the complexity of the issue itself, and to the variety of THE, often contradictory, views held by the people affected. Citizen involvement in shaping the future of the community has an important place in sustainability. By highlighting education for sustainable development and expanding its role, school can play an important role in improving the citizenship of modern societies. This work investigates a method of activating the public in the context of a school collaboration with the wider community in the city of Ioannina. The method investigated was an adaptation of the methods of Community Forum and World Café and was concerned with/pertained to/referred to the problems of Lake Pamvotida. The research, using quantitative and qualitative strategies, highlighted the method's contribution to changing participants' feelings, hope and attitudes towards action, as well as to the production and development of ideas for action. In addition, the positive and negative elements that emerged in the design and implementation of the method were captured. The results of our research show that the implementation of such methods, although there is lack of relevant experience, creates encouraging preconditions for routing sustainability. Τα σύγχρονα περιβαλλοντικά και κοινωνικά προβλήματα είναι ιδιαίτερα πολύπλοκα και επηρεάζουν με ποικίλους τρόπους την κοινότητα και τους πολίτες. Οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων για τη διαχείριση τέτοιων προβλημάτων έρχονται αντιμέτωπες με προκλήσεις που σχετίζονται αφενός με την πολυπλοκότητα του ίδιου του ζητήματος, αφετέρου με την ποικιλία των, συχνά αντιφατικών, απόψεων που πρεσβεύουν οι άνθρωποι που επηρεάζονται από αυτά. Η συμμετοχή των πολιτών στη συνδιαμόρφωση του μέλλοντος της κοινότητας έχει σημαίνουσα θέση στην αειφορία. Το σχολείο, αναδεικνύοντας την εκπαίδευση για την αειφόρο ανάπτυξη σε κυρίαρχη τάση και διευρύνοντας τον ρόλο του, μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην βελτίωση της πολιτειότητας των σύγχρονων κοινωνιών. Η εργασία αυτή διερευνά μία μέθοδο ενεργοποίησης του κοινό, στο πλαίσιο μιας συνεργασίας της σχολικής με την ευρύτερη κοινότητα στην πόλη των Ιωαννίνων. Η μέθοδος που διερευνήθηκε ήταν μία προσαρμογή των μεθόδων Community Forumκαι World Café και είχε θέμα τα προβλήματα της λίμνης Παμβώτιδας. Η διερεύνηση, με τη χρήση ποσοτικών και ποιοτικών στρατηγικών, ανέδειξε τη συμβολή της μεθόδου στην αλλαγή των συναισθημάτων, της ελπίδας και των στάσεων των συμμετεχόντων σε σχέση με την ανάληψη δράσης, αλλά και στην παραγωγή και εξέλιξη των ιδεών για δράση. Επιπλέον, αποτυπώθηκαν τα θετικά και αρνητικά στοιχεία που αναδείχθηκαν κατά τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της μεθόδου. Τα αποτελέσματα της έρευνας μας δείχνουν πως η υλοποίηση τέτοιων μεθόδων, παρότι υπάρχει έλλειψη σχετικής εμπειρίας, δημιουργεί ενθαρρυντικές για τη δρομολόγηση της αειφορίας προϋποθέσεις. 674 232 273 Comparison of efficacy of long-acting injectable antipsychotic therapy versus oral treatment in patients with schizophrenia. Σύγκριση αποτελεσματικότητας της θεραπείας με μακράς δράσης ενέσιμα αντιψυχωτικά σε σχέση με την από του στόματος αγωγή σε ασθενείς με σχιζοφρένεια Schizophrenia is a the most serious psychiatric disorder. Lack of insight often leads to poor compliance and / or discontinuation of medication. Consequence is relapse that usually leads to hospitalization. It is believed that treatment with long acting injectable antipsychotics could reduce relapses. This type of therapy, is provided monthly or fortnightly by the therapist, relieving the patient of the need for daily medication. This study aims to compare the effectiveness of long-acting injectable antipsychotic therapy with oral treatment in patients with schizophrenia. The sample of the study consisted of 40 patients with schizophrenia, who have been hospitalized in recent years in the Department of Psychiatry of the University Hospital of Ioannina. All patients were treated with an oral antipsychotics for years before the initiation to treatment with injectable antipsychotics. There was a significant reduction in patient hospitalization following the systematic administration of injectable antipsychotic drugs. This was observed with all antipsychotic drugs used. The overall reduction in patient hospitalization rates, using long-acting injectable antipsychotics, was 92%, an extremely large and significant percentage. This reduction in patient hospitalization suggests a significant reduction in syptom relapse and a better clinical outcome. The use of injectable antipsychotic drugs by doctors in the future could provide the community with a significant reduction rates in the relapses of people with schizophrenia. Η σχιζοφρένεια αποτελεί μια σοβαρή νευροψυχιατρική νόσο που ανήκει στην οικογένεια των ψυχώσεων. Η έλλειψη εναισθησίας, οδηγεί συχνά στην πλημμελή λήψη ή και την διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής. Συνέπεια αποτελεί η υποτροπή των συμπτωμάτων και η ανάγκη νοσηλείας. Στην αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος σημαντική θέση κατέχουν οι βραδείας αποδέσμευσης, μακράς διάρκειας ενέσιμες αντιψυχωτικές αγωγές που χορηγούμενες ανά μήνα ή ανά δεκαπενθήμερο, απαλλάσσουν τον ασθενή από την ανάγκη καθημερινής λήψης φαρμάκων και αναθέτουν τον έλεγχο της τήρησης της αγωγής στους θεράποντες. Στη συγκεκριμένη μελέτη πραγματοποιήθηκε σύγκριση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας με μακράς δράσης ενέσιμα αντιψυχωτικά σε σχέση με την από του στόματος αγωγή σε ασθενείς με σχιζοφρένεια. Το δείγμα της μελέτης αποτέλεσαν 40 ασθενείς με σχιζοφρένεια, που έχουν νοσηλευτεί τα τελευταία χρόνια στα Εξωτερικά Ιατρεία της Ψυχιατρικής κλινικής του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων. Όλοι οι ασθενείς λάμβαναν από του στόματος αγωγή με αντιψυχωτικά για αρκετά χρόνια πριν τους χορηγηθούν ενέσιμα μακράς δράσης. Παρατηρήθηκε σημαντική μείωση στον αριθμό των νοσηλειών των ασθενών μετά τη συστηματική χορήγηση ενέσιμων μακράς δράσης αντιψυχωτικών φαρμάκων. Οι ασθενείς λάμβαναν μακράς δράσης ενέσιμη αγωγή με παλιπεριδόνη, ρισπεριδόνη, ολανζαπίνη, αλοπεριδόνη και ζουκλοπενθιξόλη. Η συνολική μείωση στο ποσοστό νοσηλείας των ασθενών, με τη χρήση μακράς δράσης ενέσιμων αντιψυχωτικών παρατηρήθηκε να ανέρχεται σε 92%, ποσοστό εξαιρετικά σημαντικό. Η μείωση αυτή στη νοσηλεία των ασθενών, υποδηλώνει σημαντική μείωση του αριθμού των υποτροπών των συμπτωμάτων και ακολούθως καλύτερη κλινική εικόνα των ασθενών. Η χρήση ενέσιμων αντιψυχωτικών φαρμάκων από τους θεράποντες ιατρούς, θα μπορούσε να συμβάλει στη μείωση των υποτροπών των ατόμων που νοσούν με σχιζοφρένεια. 675 188 204 Μετάνοια, αντίθετη προς τη πραγματικότητα σκέψη και θεωρία του νου στην παιδική ηλικία The present study had three main aims: (1) to examine the development of the ability to understand the regret that comes from counterfactual thinking (RCT) in preschool and school age children. (2) to investigate whether the under standing of RCT is related to another children's socio-cognitive ability, the theory of mind (ToM) and (3) to examine the relationship between RCT and ToM after age and language performance testing. In the study participated 88 children aged 5 to 11 years. An experimental work was made with four stories, based on the sto ries of Guttentag and Ferrell (2004). For the evaluation of ToM, four experi mental projects were used, two of them evaluated the understanding of first-order beliefs and the other two evaluated the understanding of second-order beliefs. The results showed that with increasing age, the children understood RCT to a greater extent and had a better performance in the tasks of ToM. In addition, RCT and ToM were positively correlated. The discussion includes the findings in relation to previous research in the area, discusses the contribution and limitations of the research and makes some suggestions for future research. Η παρούσα έρευνα είχε τρεις βασικούς στόχους: (1) να εξετάσει την ανάπτυξη της ικανότητας κατανόησης της μετάνοιας που προκύπτει από την αντίθετη προς την πραγματικότητα σκέψη (ΜΑΠΣ) σε παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας (2) να διερευνήσει εάν η κατανόηση της ΜΑΠΣ συσχετίζεται με μια άλλη κοινωνικο-γνωστική ικανότητα των παιδιών, τη θεωρία του νου (ΘτΝ) και (3) να εξετάσει τη σχέση της ΜΑΠΣ και της ΘτΝ μετά τον έλεγχο της ηλικίας και της γλωσσικής ικανότητας. Στην έρευνα συμμετείχαν 88 παιδιά ηλικίας 5 έως 11 ετών. Για την αξιολόγηση της ικανότητας κατανόησης της ΜΑΠΣ κατασκευάστηκε ένα πειραματικό έργο με τέσσερις ιστορίες, βασισμένες στις ιστορίες των Guttentag και Ferrell (2004). Για την αξιολόγηση της ΘτΝ, χρησιμοποιήθηκαν τέσσερα πειραματικά έργα, δύο αξιολογούσαν τη κατανόηση πεποιθήσεων α’ τάξης και δύο αξιολογούσαν τη κατανόηση πεποιθήσεων β’ τάξης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι με την αύξηση της ηλικίας τα παιδιά κατανοούσαν σε μεγαλύτερο βαθμό την ΜΑΠΣ και είχαν καλύτερη επίδοση στα έργα της ΘτΝ. Επιπλέον, η ΜΑΠΣ και η ΘτΝ, συσχετίζονταν θετικά. Στη συζήτηση σχολιάζονται τα ευρήματα σε σχέση με προηγούμενες έρευνες στην περιοχή, συζητούνται η συμβολή και οι περιορισμοί της έρευνας και γίνονται ορισμένες προτάσεις για μελλοντικές έρευνες. 676 378 359 In the present PhD Thesis, electron/proton transfer processes have been studied in molecular systems and hybrid materials. For this purpose, two independent systems, in homogeneous and heterogeneous phase, were studied, which act through different electron and proton transfer processes. The thermodynamic analysis of these processes was the common physicochemical basis of the study on these systems. This study was based on spectroscopic techniques (UV Vis Low Temperature and EPR). More specifically: I. Electron Transfer (ET) processes and the Proton Coupled Electron Transfer (PCET) process were studied through the oxidative catalytic cycle of a catalyst (Fephthalocyanine). Comparative study of the homogeneous and heterogeneous catalysis of PCP by FePc shows the existence of two catalytic cycles, which are distinguished by the type of active intermediate which is formed. It has been shown that atmospheric O2 determines the active intermediate species that will be thermodynamically preferred. Thus, for the first time in the literature, we have documented the first example of a synthetic Fe-catalyst that is capable of acting through different processes, which are differentiated by an exogenous factor such as atmospheric O2 and support material. II. The next system which was studied, concerns a complex system of polyphenolic molecules (humic acids) that acts through a hydrogen atom transfer process (HAT) at free radical scavenging. Thus, it has been found that in the hydrogen atom transport (HAT) process from the humic acids (synthetic and natural), the enthalpy of the C-H bond of the phenolic molecule is decisive. This process (HAT) is favored thermodynamically by the H-bonding environment of the polyphenolic molecule. It turns out that the heterogeneity of polyphenols has a positive effect on the energy costs of the HAT process by reducing the enthalpy of the C-H bond degradation. The two systems, FePc and humic acids, in the context of this stydy, were studied on a common physicochemical basis until we reached quantitative conclusions that distinguish the two mechanisms. It turns out that HAT processes have low energy barriers resulting in spontaneous performance. In contrast, the ET and PCET processes are more energyintensive. Based on the theoretical and experimental methodology, this thesis proposes that by studying the activation energy through an electron/proton transfer process in molecular systems and hybrid materials we can control and optimize catalytic performance or antioxidant activity. Στην παρούσα Διατριβή μελετήθηκαν διεργασίες μεταφοράς ηλεκτρονίων/πρωτονίων σε μοριακά συστήματα και υβριδικά υλικά. Για το σκοπό αυτό μελετήθηκαν δύο ανεξάρτητα συστήματα, σε ομογενή και ετερογενή φάση, τα οποία δρουν μέσω διαφορετικών διεργασιών μεταφοράς ηλεκτρονίων και πρωτονίων. Η θερμοδυναμική ανάλυση των διεργασιών αυτών αποτέλεσε την κοινή φυσικοχημική βάση της μελέτης αυτών των συστημάτων. Η μελέτη αυτή βασίστηκε σε φασματοσκοπικές τεχνικές (UV Vis χαμηλών θερμοκρασιών και EPR). Πιο συγκεκριμένα: I. Μελέτηθηκαν οι διεργασίες απλής μεταφοράς ηλεκτρονίων (electron transfer-ET) και η διεργασία μεταφοράς ηλεκτρονίων και πρωτονίων σε ακολουθία, (Proton coupled electron transfer-PCET) μέσω του οξειδωτικού καταλυτικού κύκλου ενός καταλύτη (Fe-φθαλοκυανίνης). Η συγκριτική μελέτη της ομογενούς και ετερογενούς κατάλυσης της PCP από τη FePc δείχνει την ύπαρξη δύο καταλυτικών κύκλων, οι οποίοι διακρίνονται από το είδος του ενεργού ενδιάμεσου που σχηματίζεται. Απεδείχθει ότι το ατμοσφαιρικό Ο2 καθορίζει το ενεργό ενδιάμεσο που θα προτιμηθεί θερμοδυναμικά. Έτσι για πρώτη στη βιβλιογραφία, έχουμε τεκμηριώσει το πρώτο παράδειγμα ενός συνθετικού Fe-καταλύτη ο οποίος είναι σε θέση να δράσει μέσω διαφορετικών διεργασιών, οι οποίες διαφοροποιούνται από ένα εξωγενή παράγοντα όπως το ατμοσφαιρικό Ο2 και το υλικό υποστήριξης. II. Το επόμενο σύστημα που μελετήθηκε αφορά ένα πολύπλοκο σύστημα πολυφαινολικών μορίων (χουμικών οξέων) το οποίο δρα μέσω διεργασίας μεταφοράς ατόμου Υδρογόνου (ΗΑΤ) για την εξουδετέρωση ελευθέρων ριζών. Έτσι, βρέθηκε ότι στη διεργασία μεταφοράς ατόμου Υδρογόνου (ΗΑΤ) από τα χουμικά οξέα (συνθετικό και φυσικά) καθοριστικό ρόλο έχει η Ενθαλπία Διάσπασης του δεσμού Ο-Η του φαινολικού μορίου. Η διεργασία αυτή (ΗΑΤ) ευνοείται θερμοδυναμικά από το περιβάλλον των δεσμών-Η του πολυφαινολικού μορίου. Αποδεικνύεται ότι η ετερογενοποίηση των πολυφαινολών έχει θετική επίδραση στο ενεργειακό κόστος της διεργασίας ΗΑΤ μέσω της μείωσης της Ενθαλπίας διάσπασης του δεσμού Ο-Η. Τα δύο συστήματα, FePc και χουμικών οξέων, στα πλαίσια της παρούσας Διατριβής, μελετήθηκαν σε κοινή φυσικοχημική βάση ώσπου καταλήξαμε σε ποσοτικά συμπεράσματα τα οποία διακρίνουν τους δύο μηχανισμούς. Αποδεικνύεται ότι οι διεργασίες ΗΑΤ έχουν χαμηλά ενεργειακά φράγματα με αποτέλεσμα να επιτελούνται αυθόρμητα. Σε αντίθεση οι διεργασίες ΕΤ και PCET είναι περισσότερο ενεργοβόρες. Με βάση τη μεθοδολογία, θεωρητική και πειραματική, στην παρούσα Διατριβή προτείνεται ότι μελετώντας την ενέργεια ενεργοποίησης μέσω διεργασίας μεταφοράς ηλεκτρονίων/πρωτονίων σε μοριακά συστήματα μπορούμε να ελέγχουμε και να βελτιστοποιήσουμε την καταλυτική απόδοση ή αντιοξειδωτική δράση. 677 229 220 Study of the penetration of chlorides in nano-modified cement-based materials Μελέτη της διείσδυσης χλωριόντων σε νάνο-τροποποιημένα υλικά με βάση το τσιμέντο In recent years, it is generally accepted that concrete is the basic material of modern society. Due to its durability and great flexibility, it is widely used as a building material for the construction of buildings, dams, bridges and various basements and underwater structures. Many times extreme environmental conditions negatively affect concrete structures, while one of the main forms of environmental attack is the entry of chlorides, which can lead to corrosion. Carbon nanotubes are considered to be one of the most important new materials of our century. The thermal, electrical and mechanical properties of carbon nanotubes make this material very promising and its addition to cementitious materials can improve their performance and provide an innovative building material. In the present work, five different mortar specimens with different percentages of carbon nanotubes were produced. The chloride penetration of the nanomodified materials was studied and the diffusion coefficient determined to test the effect of carbon nanotubes on the penetration of chlorides into the modified mortars. In addition, for comparison reasons, an additional serie of specimens was prepared with exactly the same characteristics, materials and methodology as the first serie with the only difference being the addition of a chloride-free accelerator to accelerate the hardening process of the fresh mortar. The electrical conductivity and ultrasound velocity were measured for all specimens. Τα τελευταία χρόνια, είναι γενικά αποδεκτό ότι το σκυρόδεμα είναι το βασικό υλικό της σύγχρονης κοινωνίας. Λόγω της ανθεκτικότητας και της μεγάλης ευελιξίας του, χρησιμοποιείται ευρέως ως δομικό υλικό για την κατασκευή κτιρίων, φραγμάτων, γεφύρων και διαφόρων υπογείων και υποβρυχίων κατασκευών. Πολλές φορές οι ακραίες περιβαλλοντικές συνθήκες επηρεάζουν αρνητικά τις κατασκευές σκυροδέματος, ενώ μία από τις κύριες μορφές περιβαλλοντικής επίθεσης είναι η είσοδος χλωριόντων, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε διάβρωση του. Οι νανοσωλήνες άνθρακα θεωρούνται από τα πιο σημαντικά νέα υλικά του αιώνα μας. Οι θερμικές, ηλεκτρικές και μηχανικές ιδιότητες των νανοσωλήνων άνθρακα καθιστούν το συγκεκριμένο υλικό πολλά υποσχόμενο και η προσθήκη του σε τσιμεντοειδή υλικά μπορεί να βελτιώσει την απόδοσή τους και να παρέχουν ένα καινοτόμο δομικό υλικό. Στην παρούσα εργασία συντέθηκαν πέντε διαφορετικά δοκίμια κονιάματος με διαφορετικά ποσοστά νανοσωλήνων άνθρακα. Στη συνέχεια μελετήθηκε η διείσδυση χλωριόντων στα νανο-τροποιημένα υλικά έτσι ώστε να ελεγθεί η επίδραση των νανοσωλήνων άνθρακα στη συγκεκριμένη ιδιότητα των τροποποιημένων κονιαμάτων. Επιπλέον για λόγους σύγκρισης παρασκευάστηκε και μία δεύτερη σειρά δοκιμίων ακριβώς με τα ίδια χαρακτηριστικά υλικά και μεθοδολογία με την πρώτη σειρά με μόνη διαφορά την προσθήκη επιταχυντή ελεύθερο χλωριόντων για την επιτάχυνση της διαδικασίας σκλήρυνσης του νωπού κονιάματος. Η ηλεκτρική αγωγιμότητα και η ταχύτητα υπερήχων μετρήθηκαν για το σύνολο των δοκιμίων. 678 219 214 Intravenous treatment of idiopathic inflammatory bowel disease with anti-TNFα inhibitors Ενδοφλέβια θεραπευτική αντιμετώπιση της ιδιοπαθούς φλεγμονώδους πάθησης των εντέρων με ΑΝΤΙ-ΤΝFa παράγοντες The study was conducted at the Gastroenterology Clinic of the University Hospital of Ioannina and involved 61 patients collecting information on Crohn's disease and ulcerative colitis as well as on the treatment method followed.Treatment of both diseases was done by intravenous administration of Remicade every 2 months 8 weeks. The dosage of Remicade flacon was different for each patient and depends on the stage of the disease, the frequency of visits and the weight of the patient. It has been studied and evaluated the detection of disease-specific differences for all variables for all subjects, the measurement of safety with outcome index in the surgery and the detection of statistically significant factors in the association and the measurement of efficacy with outcome indicators the discontinuation of corticoids And the detection of statistically significant factors in the association of both diseases. From the study of the relationship of the variables it was observed that the frequency of administration, the rates of serious infections (1.122, sig.0.289) recorded, the proportion of patients in recession and exacerbation, the percentage of patients who discontinued corticoids, the male / female ratio (3.265, Sig.0.071) in patients, the age and years of the disease statistically and the percentage of patients being treated are the same for both diseases. Η μελέτη που πραγματοποιήθηκε στη Γαστρεντερολογική κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνωναφορά 61 ασθενών και συνέλεξε πληροφορίες για την νόσο του Crohn και την ελκώδη κολίτιδα καθώς και για την μέθοδο αντιμετώπισης που ακολουθήθηκε Η αντιμετώπιση και των δύο ασθενειών γίνονταν με ενδοφλέβια χορήγηση του φαρμάκου Remicade κάθε 2 με 8 εβδομάδες. Η δοσολογία των flacon Remicade ήταν διαφορετική σε κάθε ασθενή και εξαρτώνται από το στάδιο που βρίσκεται η ασθένεια, από την συχνότητα των επισκέψεων και από το βάρος του ασθενούς. Μελετήθηκε και εκτιμήθηκε η καταγραφή των διαφορών που εντοπίζονται ανάλογα με την ασθένεια για όλες τις μεταβλητές για όλα τα άτομα, η μέτρηση της ασφάλειας με δείκτη έκβασης στο χειρουργείο και ανίχνευση στατιστικά σημαντικών παραγόντων στη συσχέτιση και η μέτρηση της αποτελεσματικότητας με δείκτες έκβασης την διακοπή των κορτικοειδών και ανίχνευση στατιστικά σημαντικών παραγόντων στη συσχέτιση και για τις δύο ασθένειες. Από τη μελέτη της σχέσης παρατηρήθηκε ότι ησυχνότητα χορήγησης, τα ποσοστά σοβαρών λοιμώξεων (1.122, sig.0.289) που καταγράφονται, η αναλογία ασθενών σε ύφεση και έξαρση, το ποσοστό των ασθενών που διέκοψαν τα κορτικοειδή, η αναλογία ανδρών- γυναικών(3,265, sig.0.071) στους ασθενείς, η ηλικία και τα έτη της πάθησης στατιστικά και το ποσοστό των ασθενών που χειρουργήθηκαν είναι ίδια και στις δύο νόσους. 679 192 185 Transition from education to labor market and the problem of unemployment Μετάβαση από το πανεπιστήμιο στην αγορά εργασίας και το πρόβλημα της ανεργίας This study focuses on the relationship between higher education and the labour market. It examines the perceptions and experiences of graduates from their educational paths on their work path. They are university graduates, who grew up and reside in Metsovo, a small, historic town of Epirus. More specifically, we focused on the transition process from the University to the labor market and explored the social environment in which graduates grew up and acted. Various factors were examined, such as the family environment, gender, as well as the country’s economic crisis that has affected its population and the labor sector. Our methodology was based on the qualitative method of data collection through semi-structured interviews. The analysis revealed useful conclusions for the transition of graduates to the labor market and their career path. In particular, the main results for the case of Metsovo were the contribution of the family environment to the choice of admission to the University and the strong phenomenon of employment-mismatch. Other social issues were also discussed, such as gender inequality in the workplace and the role of social background. Η παρούσα μελέτη εστιάζει στη σχέση ανώτατης εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας. Εξετάζει τις αντιλήψεις και τις εμπειρίες των πτυχιούχων από τις εκπαιδευτικές τους διαδρομές στην εργασιακή τους διαδρομή. Είναι απόφοιτοι πανεπιστημίου, που μεγάλωσαν και κατοικούν στο Μέτσοβο, μια μικρή, ιστορική κωμόπολη της Ηπείρου. Συγκεκριμένα, η μελέτη διερεύνησε το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσαν και έδρασαν οι απόφοιτοι. Εξετάστηκαν διάφοροι παράγοντες, όπως το οικογενειακό περιβάλλον, το φύλο, καθώς και η οικονομική κρίση που πέρασε και περνά η χώρα και επηρέασε τον πληθυσμό της πλήττοντας ιδιαίτερα τον τομέα της εργασίας. Στην έρευνα χρησιμοποιήθηκε η ποιοτική μέθοδος συλλογής δεδομένων μέσω των ημιδομημένων συνεντεύξεων. Η ανάλυση ανέδειξε χρήσιμα συμπεράσματα για τη μετάβαση των αποφοίτων στην αγορά εργασίας και την εργασιακή τους πορεία. Ειδικότερα, τα βασικότερα αποτελέσματα για την περίπτωση του Μετσόβου, ήταν η συμβολή του οικογενειακού περιβάλλοντος στην επιλογή εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο, αλλά και το ισχυρό φαινόμενο της έτερο-απασχόλησης της πλειοψηφίας των συμμετεχόντων. Με αφορμή στοιχεία των συνεντεύξεων, συζητήθηκαν και άλλα κοινωνικά θέματα, όπως η ανισότητα των φύλων στην εργασία, αλλά και ο ρόλος του κοινωνικού υποβάθρου. 680 315 341 The myth of the Fall of Icarus was a popular theme during the 16th & 17th centuries. This dissertation studies whether the narrative elements of the Fall of Icarus are related to the rise of its popularity and this is because the concept of hubris is central to the myth. The aim of the dissertation is to investigate whether the prevailing social conditions were included in each artwork, in order to allow symbolic interpretation in the light of hubris and to categorize the surviving works, according to their common characteristics, if they exist. The first part of the dissertation studies the ancient sources that refer to the Fall of Icarus, the earlier iconographic tradition of the myth and the social, political, religious and artistic context of the time. The second part is divided into three parts, examining the Emblems, the artworks located in Italy and those created by artists from the rest of Europe. The Fall of Icarus was very popular in the 16th and 17th centuries in the northern provinces of Italy and Flanders, especially in the commercial port of Antwerp. The main difference in the reception of the myth and therefore in the way its messages were perceived, is found in the essential difference between patron and buyer. The works that we studied and created through patronage are included in mythological decorations, in these cases the Fall of Icarus reinforce a message the patron wishes to convey from the overall view of the iconographic ensemble. These works highlight Icarus as the main protagonist who is easily identified. Conversely, when the myth is depicted on portable paintings, where destined for the free art market no hubristic references are present. It is characteristic, that in those cases, Daedalus and Icarus are in the background of the compositions. In these artworks, the interpretation of the works as hubristic or not is left to the respective buyer. Το μυθολογικό επεισόδιο με την Πτώση του Ικάρου παρουσιάζει σημαντική πύκνωση κατά τη διάρκεια του 16ου και 17ου αιώνα. Στη διατριβή μελετάται εάν τα αφηγηματικά στοιχεία του επεισοδίου της Πτώσης του Ικάρου σχετίζονται με την άνοδο της δημοτικότητάς του και εάν αυτό συμβαίνει επειδή εμπεριέχεται στον μύθο η έννοια της ύβρεως. Στόχος είναι να διερευνηθεί, εάν σε κάθε έργο ξεχωριστά εμπίπτουν οι υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες, ώστε να του αποδίδεται συμβολική ερμηνεία υπό το πρίσμα της ύβρεως και να κατηγοριοποιηθούν τα σωζόμενα έργα, σύμφωνα με τα κοινά τους χαρακτηριστικά, εφόσον αυτά υπάρχουν. Στο πρώτο μέρος της διατριβής μελετώνται οι αρχαίες πηγές που αναφέρονται στην Πτώση του Ικάρου, η πρότερη εικονογραφική παράδοση του μυθολογικού επεισοδίου και το κοινωνικό, πολιτικό, θρησκευτικό και εικαστικό πλαίσιο της εποχής. Το δεύτερο μέρος διακρίνεται σε τρία μέρη, όπου εξετάζονται τα Εμβλήματα, τα έργα που εντοπίζονται στην Ιταλία και τα έργα που έχουν φιλοτεχνηθεί από καλλιτέχνες με καταγωγή από την υπόλοιπη Ευρώπη. Συμπερασματικά, το επεισόδιο με την Πτώση του Ικάρου πράγματι είχε μεγάλη απήχηση κατά τη διάρκεια του 16ου και του 17ου αιώνα στις βόρειες επαρχίες της Ιταλίας και στη Φλάνδρα, ειδικότερα στο εμπορικό λιμάνι της Αμβέρσας. Η βασική διαφορά όσον αφορά στην πρόσληψη του μύθου και επομένως στο τρόπο που τα μηνύματά του γίνονταν αντιληπτά εντοπίζεται στην ουσιαστική διαφορά παραγγελιοδότη και αγοραστή. Τα έργα που μελετήσαμε και είχαν φιλοτεχνηθεί σε καθεστώς πατρωνίας εντάσσονται σε εικονογραφικά σύνολα, σε αυτές τις περιπτώσεις η Πτώση του Ικάρου αποδίδεται συνεπικουρικά για να ενισχύσει ένα μήνυμα που ο παραγγελιοδότης επιθυμεί να μεταδώσει από τη συνολική θέαση του εικονογραφικού συνόλου. Τα έργα αυτά αναδεικνύουν τον Ίκαρο ως τον βασικό πρωταγωνιστή ο οποίος εντοπίζεται με ευκολία, καθώς στην πλειονότητα των περιπτώσεων βρίσκεται στο πρώτο επίπεδο των έργων. Αντίθετα, τις φορές που το μυθολογικό επεισόδιο απεικονίζεται σε φορητούς πίνακες οι οποίοι θα διοχετεύονταν στην ελεύθερη εικαστική αγορά δεν διακρίνονται υβριστικές αναφορές. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι σε εκείνες τις περιπτώσεις ο Δαίδαλος και ο Ίκαρος παραγκωνίζονται στο βάθος των συνθέσεων. Σε αυτά τα έργα η ερμηνευτική απόδοση των έργων ως υβριστικά ή όχι επαφίεται στον εκάστοτε αγοραστή. 681 352 362 Immunoregulation in patients with acute leukemia at diagnosis and minimal residual disease Η ανοσόρρυθμιση σε ασθενείς με οξεία λευχαιμία κατά τη διάγνωση και την υπολειμματική νόσο The aim of this study is to propose an immunophenotypic strategy of determining the levels of T regulatory cells in peripheral blood with maximum sensitivity, to study the role of T-regulatory cells in leukemogenesis and the correlation of their levels with the response to chemotherapy and finally, to define the predictive value of the determination of their levels. In this study, Tregs were identified in peripheral blood, using the CD4, CD25, CD127 and FoxP3 markers, of 60 patients with newly diagnosed acute myeloid leukemia, 15 patients with newly diagnosed acute lymphoblastic leukemia and 50 healthy volunteers. More specifically, cells expressing CD4+CD25hiCD127loFoxP3+ were selected. The identification of T-regulatory cells in newly diagnosed acute leukemia, using the above phenotype, showed increased expression of Tregs at diagnosis in comparison to their expression in healthy volunteers. This expression revealed a significant gradient, with the lowest expression being present in healthy controls, followed by the expression at diagnosis of acute myeloid leukemia and finally the expression at diagnosis of acute lymphoblastic leukemia. In addition, the significant increase in the expression of T-regulatory cells at diagnosis of all acute leukemia subtypes is indicative of the role of Tregs in leukemogenesis through suppression of immune responses and thus the protection of stem cells from immune responses. Circulating T regulatory cells were also determined during the monitoring of leukemia for detection of minimal residual disease, disease relapse and monitoring post salvage treatment. However, no correlation of the levels of these cells with the progression of the disease was detected. Despite this, it was observed that T-regulatory cells at diagnosis of leukemia in patients who achieved complete remission after the induction therapy were at a lower ebb in comparison to the regulatory cells of those who had primary refractory disease. This observation is indicative that T-regulatory cells, which play an important role in leukemogenesis, could act as a predictive marker for response to induction therapy but cannot be used as a prognostic marker for the course of the disease, the response to chemotherapy and the early detection of relapse. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να προτείνει την ανοσοφαινοτυπική στρατηγική προσδιορισμού των επιπέδων των Τ ρυθμιστικών λεμφοκυττάρων στο περιφερικό αίμα με την μέγιστη ευαισθησία, να μελετήσει το ρόλο των Τ ρυθμιστικών κυττάρων στη λευχαιμογένεση και τη συσχέτιση των επιπέδων των κυττάρων αυτών με την ανταπόκριση στη χημειοθεραπευτική αγωγή και να αναδείξει πιθανή προγνωστική αξία του προσδιορισμού των επιπέδων τους. Σε 60 ασθενείς με νεοδιαγνωσθείσα οξεία μυελογενή λευχαιμία, 15 ασθενείς με νεοδιαγνωσθείσα οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία και σε 50 υγιείς εθελοντές προσδιορίστηκαν στο περιφερικό αίμα τα Τ ρυθμιστικά λεμφοκύτταρα με τη χρήση των δεικτών CD4,CD25,CD127 και FoxP3 και επιλέχθηκαν τα CD4+CD25hiCD127loFoxP3+ κύτταρα. Ο προσδιορισμός των Τ ρυθμιστικών κυττάρων σε νεοδιαγνωσθείσες οξείες λευχαιμίες, με χρήση του ανωτέρω φαινοτύπου ανέδειξε αυξημένη έκφρασή τους εν συγκρίσει με την έκφρασή τους σε υγιείς εθελοντές. Η έκφραση αυτή εμφανίζει σημαντική διαβάθμιση, με τη μικρότερη έκφραση να παρουσιάζεται στους υγιείς μάρτυρες, να ακολουθεί η έκφραση στη διάγνωση της οξείας μυελογενούς λευχαιμίας και τέλος η έκφραση στη διάγνωση της οξείας λεμφοβλαστικής λευχαιμίας. Η σημαντική αυτή αύξηση των Τ ρυθμιστικών κυττάρων στη διάγνωση όλων των υποτύπων οξείας λευχαιμίας είναι ενδεικτική του ρόλου που διαδραματίζουν τα κύτταρα αυτά στη λευχαιμογένεση, μέσω της προστασίας που παρέχουν στα βλαστικά κύτταρα από την απάντηση του ανοσοποιητικού συστήματος, την οποία καταστέλλουν. Προσδιορίστηκαν, επίσης, τα κυκλοφορούντα στην περιφέρεια Τ ρυθμιστικά κύτταρα στη διάρκεια της παρακολούθησης της λευχαιμίας για ανίχνευση ελάχιστης υπολειμματικής νόσου, στην υποτροπή του νοσήματος και στην παρακολούθηση του νοσήματος μετά τη θεραπεία διάσωσης, χωρίς ωστόσο να αναδειχθεί συσχέτιση των επιπέδων των κυττάρων αυτών με την εξέλιξη του νοσήματος. Παρατηρήθηκε ωστόσο ότι τα T ρυθμιστικά κύτταρα της διάγνωσης των ασθενών που πέτυχαν πλήρη ύφεση μετά τη θεραπεία εφόδου ήταν χαμηλότερα συγκριτικά με τα ρυθμιστικά κύτταρα όσων παρουσίασαν πρωτοπαθώς ανθεκτική νόσο. Η παρατήρηση αυτή είναι ενδεικτική ότι τα Τ ρυθμιστικά λεμφοκύτταρα, τα οποία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη λευχαιμογένεση, θα μπορούσαν να αποτελέσουν προγνωστικό δείκτη για την ανταπόκριση στη θεραπεία εφόδου αλλά δεν αποτελούν ασφαλή μέθοδο παρακολούθησης της ανταπόκρισης του νοσήματος στη χημειοθεραπευτική αγωγή και πρώιμης ανίχνευσης πιθανής υποτροπής του νοσήματος και δεν είναι δόκιμο να χρησιμοποιούνται ως προγνωστικός δείκτης για την πορεία του νοσήματος. 682 187 183 The effect of the ability of emotion regulation and the empathy of special pedagogues and teachers on their self-efficacy beliefs Οι στρατηγικές ρύθμισης συναισθήματος και η ενσυναίσθηση ως παράγοντες επιρροής της διδακτικής αυτοαποτελεσματικότητας των ειδικών παιδαγωγών The purpose of this research is to investigate the effect of the ability of emotion regulation and the empathy of special pedagogues and teachers on their selfefficacy beliefs. Particularly, it is attempted to examine which strategies are used by teachers for regulating and controlling emotion if they have high empathy and whether these two factors affect their self-efficacy beliefs. The sample consisted of two hundred and thirty-two (232) teachers (116 specialist teachers and 116 teachers) working in special education and training schools and general schools in the regions of Western Macedonia and Epirus. A questionnaire was used as a research tool, divided into three parts. The first one explores whether the respondent uses cognitive reappraisal or emotional suppression to regulate his emotion, the second explores empathy and the third the teaching self-efficacy (self-efficacy beliefs). The data was processed using the SPSS statistical packet. The results can be used in the design of empowerment programs for special Pedagogues and teachers in order to make their work more effective. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η διερεύνηση της επίδρασης των στρατηγικών ρύθμισης συναισθήματος και της ενσυναίσθησης των ειδικών Παιδαγωγών, στην διδακτική αυτοαποτελεσματικότητα τους. Συγκεκριμένα, επιχειρούμε να εξετάσουμε ποιές στρατηγικές ρύθμισης και ελέγχου τού συναισθήματος χρησιμοποιούν οι εκπαιδευτικοί, αν έχουν υψηλή ενσυναίσθηση και αν αυτοί οι δύο παράγοντες επηρεάζουν την διδακτική τους αυτοαποτελεσματικότητα. Το δείγμα αποτέλεσαν διακόσια τριάντα δύο (232) εκπαιδευτικοί (116 ειδικοί εκπαιδευτικοί και 116 εκπαιδευτικοί) που εργάζονταν σε σχολικές μονάδες ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης και σε γενικά σχολεία των περιοχών της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου. Το ερευνητικό εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε είναι το ερωτηματολόγιο το οποίο χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο διερευνά εάν ο ερωτώμενος χρησιμοποιεί για την ρύθμιση του συναισθήματός του τη “γνωστική επανεκτίμηση” ή την “εκφραστική καταστολή”, το δεύτερο διερευνά τα επίπεδα της ενσυναίσθησης του και το τρίτο την διδακτική αυτοαποτελεσματικότητα. Η επεξεργασία των δεδομένων έγινε με το στατιστικό πακέτο SPSS. Τα αποτελέσματα μπορούν να αξιοποιηθούν στο σχεδιασμό προγραμμάτων ενδυνάμωσης των ειδικών Παιδαγωγών και εκπαιδευτικών, προκειμένου να είναι αποτελεσματικότερο το παρεχόμενο έργο τους. 683 197 226 In today's Greece, the rapid economic downturn, coupled with the low level of health care provided, have as their main consequence the spread of chronic diseases (autoimmune and non-autoimmune) that are at the root of the causes of morbidity and mortality worldwide. Their appearance is largely due to psychological factors such as stress and the intense feelings of loneliness experienced by sufferers, thus shaping their quality of life with a negative sign. Chronic conditions can affect a person's balance and compliance depending on the way he or she experiences his or her illness and the problems that accompany it. In direct contrast to the above, are the social skills that each patient develops that will help him to reduce negative emotions such as loneliness through his association with other people. The purpose of this study is to investigate whether and to what extent the social skills of people with chronic illnesses affect the removal of negative emotions such as loneliness, and whether they can optimize their quality of life. In addition, it was found whether demographics such as gender, place of residence and income influenced respondents' responses, while comparing their views with those of the typical population. Στην Ελλάδα του σήμερα, η ραγδαία οικονομική ύφεση σε συνδυασμό με το χαμηλό επίπεδο της παρεχόμενης υγείας, έχουν σαν κύρια συνέπειά τους την εξάπλωση των χρόνιων νοσημάτων (αυτό - άνοσων και μη), τα οποία ανήκουν στην κορωνίδα των αιτιών νοσηρότητας και θνησιμότητας παγκοσμίως. Η εμφάνισή τους οφείλεται στο μέγιστο βαθμό σε ψυχολογικούς παράγοντες όπως είναι το άγχος και τα έντονα αισθήματα μοναξιάς τα οποία βιώνουν οι πάσχοντες, διαμορφώνοντας έτσι την ποιότητα της ζωής τους με αρνητικό πρόσημο. Οι χρόνιες παθήσεις είναι δυνατόν να ασκήσουν επιρροής την ισορροπία και στη συμμόρφωση ενός ατόμου ανάλογα με τον τρόπο που το ίδιο βιώνει την ασθένειά του, αλλά και τα προβλήματα που τη συνοδεύουν. Σε άμεση αντιδιαστολή με τα παραπάνω, έρχονται οι κοινωνικές δεξιότητες που αναπτύσσει ο κάθε ασθενής και οι οποίες θα τον βοηθήσουν στη μείωση των αρνητικών συναισθημάτων όπως η μοναξιά μέσα από τη συναναστροφή του με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Στο πλαίσιο της εν λόγω μελέτης, στόχος είναι να διερευνηθεί εάν και σε ποιο βαθμό οι κοινωνικές δεξιότητες των ατόμων που πάσχουν από χρόνια νοσήματα επιδρούν στην άρση αρνητικών συναισθημάτων όπως αυτό της μοναξιάς, καθώς και εάν μπορούν να βελτιστοποιήσουν την ποιότητα της ζωής τους. Επιπλέον, βρέθηκε κατά πόσο δημογραφικά στοιχεία όπως το φύλο, ο τόπος διαμονής και το εισόδημα επηρέασαν τις απαντήσεις των ερωτηθέντων, ενώ παράλληλα έγινε σύγκριση των απόψεών τους με εκείνες ατόμων του τυπικού πληθυσμού. 684 289 326 Counseling programme for children with unusual physical traits based on the principals of person-centered play therapy and narrative intervention, with ultimate goal the reinforcement of their well-being Εφαρμογή συμβουλευτικού προγράμματος με βάση την προσωποκεντρική παιγνιοθεραπεία και την αφηγηματική συμβουλευτική για την ενίσχυση της ευζωίας παιδιών δημοτικού σχολείου με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην εξωτερική τους εμφάνιση This PhD thesis examined the effectiveness of a counseling programme for children with unusual physical traits with an ultimate goal the reinforcement of their well – being. Specifically, applied a six-week intervention programme based on the principals of person – centered therapy and narrative intervention, which was addressed to three (3) different categories of participants: a) Children who wear eyeglasses due to various eye diseases, b) Children who have braces due to dental problems (orthodontics), c) Obese children. The survey involved 237 (N = 237) siblings aged 9-12 years (Μ.Ο. = 10.51, Τ.Α. = 0.99), of which139 (n = 139) formed the experimental group (Μ.Ο. = 10.37, Τ.Α. = 0.96) and 98 (n = 98), the control group (Μ.Ο. = 10.71, Τ.Α. = 1.00). The children of each category were divided into six (6) groups. Both at the beginning of the program and after its completion the participants were provided with the following scales: Social Anxiety Scale for Children revised (La Greca & Stone, 1993), Loneliness & Social Dissatisfaction Questionnaire (Cassidy & Asher, 1992), PATEM ΙΙ (Μakri-Botsari, 2001), The Other As Shamer Scale (Goss, Gilbert, & Allan, 1994), Social Physique Anxiety Scale (Hart, Leary, & Rejeski, 1989) and Shyness Negative Affect Scale (Banerjee & Smith, 1999). The results showed statistically significant changes in all the above scales between pre test and post test measurements and provide support to the hypothesis that the implementation of such interventions could be beneficial in the case of children who share the same external traits, especially in areas that are emotionally and psychologically related to their mood. Η έρευνα που παρουσιάζεται στην παρούσα διατριβή είχε ως αντικείμενο τον σχεδιασμό και την εφαρμογή ενός συμβουλευτικού προγράμματος για παιδιά σχολικής ηλικίας που διακρίνονται από κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στην εξωτερική τους εμφάνιση, με απώτερο στόχο την ενίσχυση της ευζωίας τους. Συγκεκριμένα, υλοποιήθηκε ένα πρόγραμμα παρέμβασης έξι (6) συναντήσεων βασισμένο στις αρχές της προσωποκεντρικής παιγνιοθεραπείας και της αφηγηματικής συμβουλευτικής, το οποίο απευθυνόταν σε τρεις (3) κατηγορίες συμμετεχόντων: α) παιδιά που φέρουν γυαλιά οράσεως, λόγω οφθαλμολογικών παθήσεων, β) παιδιά με ορθοδοντικό μηχανισμό, λόγω ορθοδοντικών προβλημάτων και γ) παιδιά με υπερβάλλον βάρος (παχύσαρκα ή/και υπέρβαρα). Στην έρευνα συμμετείχαν συνολικά διακόσια τριάντα επτά (N = 237) παιδιά ηλικίας 9-12 ετών (Μ.Ο. = 10.51, Τ.Α. = 0.99). Από αυτά, τα εκατόν τριάντα εννιά (n = 139) συγκρότησαν την ομάδα παρέμβασης (Μ.Ο. = 10.37, Τ.Α. = 0.96) και τα ενενήντα οκτώ (n = 98), την ομάδα ελέγχου (Μ.Ο. = 10.71, Τ.Α. = 1.00). Τα παιδιά κάθε κατηγορίας χωρίστηκαν σε έξι (6) ομάδες. Πριν από την έναρξη του προγράμματος αλλά και μετά την ολοκλήρωσή του χορηγήθηκαν σε αυτά -υπό μορφή ερωτηματολογίων- οι ακόλουθες κλίμακες: Κλίμακα Κοινωνικού Άγχους για παιδιά (La Greca & Stone, 1993), Κλίμακα Μοναξιάς και Έλλειψης Κοινωνικοποίησης (Cassidy & Asher, 1992), ΠΑΤΕΜ ΙΙ (Μακρή-Μπότσαρη, 2001), Κλίμακα Εξωτερικής Ντροπής (Goss, Gilbert, & Allan, 1994), Κλίμακα Κοινωνικού Σωματικού Άγχους (Hart, Leary, & Rejeski, 1989) και Κλίμακα Ντροπαλότητας (Banerjee & Smith, 1999). Ανάλογα δε με τη θεματολογία της κάθε συνάντησης, το πρόγραμμα περιλάμβανε ατομικές ή/και ομαδικές δραστηριότητες. Τα αποτελέσματα της έρευνας καταδεικνύουν στατιστικά σημαντικές μεταβολές σε όλες τις ανωτέρω κλίμακες ανάμεσα στις πριν (pre test) και μετά μετρήσεις (post test) ενισχύοντας έτσι την υπόθεση ότι η εφαρμογή ανάλογων παρεμβάσεων θα μπορούσε να είναι επωφελής στις περιπτώσεις παιδιών με όμοια ή συναφή εξωτερικά γνωρίσματα, κυρίως σε τομείς που άπτονται της συναισθηματικής και, κατ’ επέκταση, της ψυχολογικής τους διάθεσης. 685 197 227 Psychological strengths, as positive parental psychology's concepts, of parents of children with autism Ψυχικές δυνάμεις ως έννοιες της θετικής ψυχολογίας γονέων παιδιών με αυτισμό The present study investigated the psychological strengths of parents of children with Autism Spectrum Disorder (ASD). More specifically, levels of parents’ hope, optimism, life satisfaction, positive and negative affect, stress, depression and anxiety were explored, as well as the strategies they use to cope with stressful situations. 40 parents of children with ASD and 40 parents of typical developing children aged 615-year-old took part in the study. Participants filled in Adult Dispositional Hope Scale, Life Orientation Test, Life Satisfaction Scale (Platsidou, 2013), Satisfaction with Life Scale (Diener, Emmons, Larson, & Griffin, 1985), Depression Anxiety Stress Scale, Positive and Negative Affect Schedule and Coping Orientations to Problems Experienced Inventory. Results showed that hope, life satisfaction and positive affect were correlated positively with stress, depression, anxiety and negative affect in parents of children with ASD group. This fact shows that the particular psychological strengths constitute resilience factors that promote positive psychology in the particular population. Compared to parents of typical developing children, parents of children with ASD had poorer psychological well-being, while the two groups were also differentiated in using strategies to cope with stressful situations. Η παρούσα έρευνα μελέτησε τις ψυχικές δυνάμεις των γονέων παιδιών με Διαταραχή του Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ). Ειδικότερα, εξετάστηκαν τα επίπεδα ελπίδας, αισιοδοξίας, ικανοποίησης από τη ζωή, θετικού και αρνητικού θυμικού, στρες, κατάθλιψης και άγχους των γονέων, καθώς και οι στρατηγικές που χρησιμοποιούν για την αντιμετώπιση στρεσογόνων καταστάσεων. Στην έρευνα πήραν μέρος 40 γονείς παιδιών με ΔΑΦ και 40 γονείς τυπικώς αναπτυσσόμενων παιδιών, ηλικίας 6-15 ετών ως ομάδα ελέγχου. Στους συμμετέχοντες χορηγήθηκαν η Κλίμακα της Προδιαθεσιακής Ελπίδας για Ενηλίκους, το Τεστ Προσανατολισμού για τη Ζωή, η Κλίμακα Ικανοποίησης Ζωής (Platsidou, 2013), η Κλίμακα Ικανοποίησης από τη Ζωή (Diener, Emmons, Larson, & Griffin, 1985), η Κλίμακα Μέτρησης της Κατάθλιψης, του Άγχους και του Στρες, η Κλίμακα Θετικού και Αρνητικού Θυμικού και το Ερωτηματολόγιο Προσανατολισμών στην Αντιμετώπιση Προβλημάτων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ελπίδα, η ικανοποίηση από τη ζωή και το θετικό θυμικό συσχετίστηκαν αρνητικά με το στρες, την κατάθλιψη, το άγχος και το αρνητικό θυμικό στην ομάδα των γονέων παιδιών με ΔΑΦ. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει πως οι συγκεκριμένες ψυχικές δυνάμεις συνιστούν παράγοντες ανθεκτικότητας που προάγουν τη θετική ψυχολογία στο συγκεκριμένο πληθυσμό. Σε σύγκριση με τους γονείς των τυπικώς αναπτυσσόμενων παιδιών, το ψυχολογικό ευζήν (ή ευζωία) των γονέων παιδιών με ΔΑΦ ήταν χαμηλότερο, ενώ οι δύο ομάδες διαφοροποιήθηκαν και ως προς τη χρήση των στρατηγικών αντιμετώπισης στρεσογόνων καταστάσεων. 686 400 368 The purpose of this master thesis was the characterization οf linear asymmetric triblock copolymers of the ABA’ and ABA type (A and A’:PS, B PI) and asymmetric miktoarm star copolymer A(BA’)n type (Α and A’:PS, B:PI ) where n = 2 and 3. Seventeen (17) samples were characterized which were categorized in eleven different sets depending on the overall mass fraction of the polystyrene (PS+PS’), fPS: Linear asymmetric triblock copolymers of the ABA’ type (Α and A’:PS, B:PI) One (1) samples of the PS-PI-PS’ καιfps=0,25 Three (3) sample of the PS-PI-PS’και fps=0,50 Two (2) sample of the PS-PI-PS’ με fps =0,70 One (1) sample of the PS-PI-PS και fps= 0,80 Linear asymmetric triblock copolymers of the ABA’ type (Α and A’:PS, B:PI) and miktoarm star-copolymer A(BA’)n type (Α and A’:PS, B:PI) where n = 2 and 3 Three (3) samples of the PS-(PI-PS’)n type where n = 1,2,3 and fPS = 0,40 Three (3) samples of the PS-(PI-PS’)n type where n = 1,2,3 and fPS = 0,50 Three (3) samples of the PS-(PI-PS’)n type where n = 1,2,3 and fPS = 0,60 Three (3) samples of the PS-(PI-PS’)n type where n = 1,2,3 and fPS = 0,70 Three (3) samples of the PS-(PI-PS’)n type where n = 1,2,3 and fPS = 0,80 The molecular characterization of the final polymers was achieved via size exclusion chromatography (SEC), and Viscometry leading to the conclusion that they can be considered model polymers exhibited high molecular and compositional homogeneity. Also the research and behavior of macromolecules when they are dissolved in a solvent, with the technique of dilute solution viscometry, it was concluded that the effects of the solvent for toluene measurements are considered satisfactory. The change in the radius of gyration depends on the molecular weight by weight and this dependence appears to be proportional to the reason that the greater the molecular weight by weight of the higher the value of gyro radius, but the same seems to happen with the average distance from end to end, something expected as there is complete dependence the average distance from end to end with the average radius of gyration. Another important conclusion is that the viscosity of a fluid [η] depends on the size and shape of the polymer chains so also vary depending upon the molecular weight of the polymer to whether it is linear to the number of branches in miktoarm star-copolymer. Στην παρούσα ερευνητική εργασία πραγματοποιήθηκε χαρακτηρισμός συμμετρικών, ασύμμετρων συμπολυμερών κατά συστάδες του τύπου (PS-b-PI-b-PS) και (PS-b-PI-b-PS’) όπου PS η συστάδα του πολυστυρενίου και PI η συστάδα του πολυ(ισοπρενίου) καθώς επίσης και γραμμικών τρισυσταδικών συμπολυμερών του τύπου ΑΒΑ’ και μη γραμμικών μικτόκλωνων αστεροειδών συμπολυμερών του τύπου Α(ΒΑ’)2 και Α(ΒΑ’)3, όπου Α, Α’: πολυστυρένιο (PS) και Β: πολυ(ισοπρένιο) (PI). Συνολικά μελετήθηκαν δεκαεπτά (17) Γραμμικά τρισυσταδικά συμπολυμερή του τύπου ΑΒΑ’ και ένα συμμετρικό γραμμικό τρισυσταδικό συμπολυμερές του τύπου ΑΒΑ. Ένα (1) δείγμα PS-PI-PS’ καιfps=0,25 Τρία (3) δείγματα PS-PI-PS’και fps=0,50 Δύο (2) δείγματα PS-PI-PS’ με fps =0,70 Ένα (1) δείγμα PS-PI-PS και fps= 0,80 Γραμμικά τρισυσταδικά συμπολυμερή του τύπου ΑΒΑ’ και μη γραμμικών μικτόκλωνων αστεροειδών συμπολυμερών των τύπων Α(ΒΑ΄)2 και Α(ΒΑ’)3 Τρία (3) δείγματα PS(PI-b-PS’)n όπου n=1,2,3 και fps=0,40 Δύο (2) δείγματα PS(PI-b-PS’)n όπου n=1,2,3 και fps=0,50 Ένα (1) δείγμα PS(PI-b-PS’)n όπου n=1,2,3 και fps=0,60 Τρία (3) δείγματα PS(PI-b-PS’)n όπου n=1,2,3 και fps=0,70 Δύο (2) δείγματα PS(PI-b-PS’)n όπου n=1,2,3 και fps=0,80 όπου fps αντιστοιχεί στο συνολικό κλάσμα μάζας πολυστυρενίου (PS+PS’) Ο μοριακός χαρακτηρισμός των πολυμερών πραγματοποιήθηκε με δύο (2) τεχνικές, την Χρωματογραφία Αποκλεισμού Μεγεθών (SEC) και την Ιξωδομετρία Αραιών Διαλυμάτων. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι τα πολυμερή αυτά μπορούν να χαρακτηριστούν ως πρότυπα πολυμερή αφού εμφάνισαν ομοιογένεια ως προς την σύσταση και το μοριακό βάρος. Επίσης, η μελέτη και η συμπεριφορά των μακρομορίων όταν αυτά βρίσκονται διαλυμένα σε ένα διαλύτη, με την τεχνική της Ιξωδομετρίας Αραιών Διαλυμάτων, προέκυψε το συμπέρασμα, ότι τα αποτελέσματα των μετρήσεων για διαλύτη τολουόλιο θεωρούνται ικανοποιητικά. .Η μεταβολή της γυροσκοπικής ακτίνας εξαρτάται από το μοριακό βάρος κατά βάρος. και η εξάρτηση αυτή φαίνεται να είναι αναλογική για το λόγο ότι όσο μεγαλώνει το μοριακό βάρος κατά βάρος τόσο αυξάνεται κ η τιμή της γυροσκοπικής ακτίνας, ωστόσο το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και με τη μέση απόσταση από άκρο σε άκρο, κάτι αναμενόμενο καθώς υπάρχει πλήρης εξάρτηση της μέσης απόστασης από άκρο σε άκρο με τη μέση γυροσκοπική ακτίνα. Ένα ακόμη σημαντικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι το εσωτερικό ιξώδες [η] εξαρτάται από το μέγεθος και το σχήμα των πολυμερικών αλυσίδων γι αυτό άλλωστε διαφέρει ανάλογα με το μοριακό βάρος του πολυμερούς με το αν είναι γραμμικό και με τον αριθμό των κλάδων στα μικτόκλωνα αστεροειδή. 687 221 217 The purpose of this paper is to investigate the concept of urban voids in the Old Town of Nicosia along the Buffer Zone, in residential areas and to prove the polysemy and potentiality of these voids as a public space and as cultural landscapes, which with appropriate handling could be reintegrated into the mechanisms of the city. Apart from the urban voids, another major problem of the historic center is the abandonment and absence of public space, due to the historical events and also due to the structure of the city. Emphasis is therefore placed on these landscapes near the green line (within unoccupied areas) in order to revive the public spaces, with gentle design interventions and ephemeral actions, making them sustainable and friendly to the residents. In this research the void emerges as a key space for the sustainability - provided through its development - alleviating the urban fabric, contributing to the upgrade of the environment of Nicosia and to a better quality of life, to socialization, to community interactions, to the sensitization and appropriation of the inhabitants with these places, integrated in their daily life, and simultaneously to the promotion of the cultural and historical identity of the city. These efforts will create the conditions for the beginning of a transformation process of the citizen's relation with the city. Στόχος της παρούσας εργασίας είναι να διερευνηθεί η έννοια των αστικών κενών στην Παλαιά Λευκωσία κατά μήκος της νεκρής ζώνης, στις κατοικημένες περιοχές, και να αποδειχθεί η πολυσημία και η δυναμική αυτών των κενών ως δημόσιος χώρος και ως πολιτισμικά τοπία, οι οποίοι με τους κατάλληλους χειρισμούς μπορούν να επανέλθουν στους μηχανισμούς της πόλης. Εκτός των αστικών κενών ένα ακόμα κύριο πρόβλημα του ιστορικού κέντρου είναι η εγκατάλειψη και η έλλειψη δημόσιου χώρου, λόγω των ιστορικών γεγονότων αλλά και λόγω της δομής της πόλης. Δίνεται έμφαση λοιπόν σε αυτούς του εν αναμονή περιεχομένου τόπους πλησίον της πράσινης γραμμής (στις ελεύθερες περιοχές), με σκοπό να ζωντανέψουν ξανά οι δημόσιοι χώροι, με ήπιες σχεδιαστικές παρεμβάσεις και εφήμερες δράσεις, καθιστώντας τους βιώσιμους και φιλικούς προς τους κατοίκους. Μέσα από την έρευνα αναδεικνύεται το κενό ως χώρος κλειδί για την βιωσιμότητα που δύναται να προσφέρει μέσω της ανάπτυξης που παρέχει, ανακουφίζοντας τον αστικό ιστό, συμβάλλοντας στην αναβάθμιση του περιβάλλοντος της Λευκωσίας, στην καλύτερη ποιότητα ζωής, στην κοινωνικοποίηση, στη διάδραση των πολιτών, στην ευαισθητοποίηση και οικειοποίηση των κατοίκων με τους χώρους αυτούς οι οποίοι είναι ενταγμένοι στην καθημερινότητά τους, και ταυτόχρονα στην ανάδειξη της πολιτιστικής και ιστορικής ταυτότητας της πόλης. Όλες οι προσπάθειες ως σύνολο θα δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την έναρξη μιας διαδικασίας μετασχηματισμού της σχέσης του πολίτη με την πόλη. 688 663 762 Examination of the effectiveness and group processes of a psychoeducational program aiming at promoting positive coping of adverse situations and optimism in elementary school students Διερεύνηση της αποτελεσματικότητας και των ομαδικών διαδικασιών ενός ψυχοεκπαιδευτικου προγράμματος με στόχο την προαγωγή των θετικών τροπών αντιμετώπισης δυσμενών καταστάσεων και της αισιοδοξίας σε μαθητές δημοτικού σχολείου Positive Psychology is a branch of Psychology that focuses on the positive characteristics of human life and studies concepts such as well-being (life satisfaction or the process of self-actualization), optimism (trust that good things will happen to one’s life), and hope (the belief that a person can find strategies to achieve his goals and his motivation to use them). The above characteristics are related to improved physical and mental health, and better social functioning in children. Additionally, coping strategies (responses aimed at preventing or reducing a perceived threat, harm or loss) are associated with optimism and hope and have an impact on the psychological and social functioning of children. No research so far has focused on simultaneously enhancing optimism, hope and coping strategies in children. In addition, during group interventions, specific group processes emerge, such as therapeutic alliance, group climate, and therapeutic factors, that have an impact on the effectiveness of interventions. No study involving a Positive Psychology group intervention for children has studied group processes. The present study aims to evaluate an eight-session psychoeducational group intervention that focuses on enhancing optimism, hope, and adaptive coping strategies in children aged 8-12 years. At the same time, the study investigates the group processes that take place during the intervention and how they affect its effectiveness. The sample included 361 students (229 in the intervention group and 132 in the control group), 8-12 years old (M = 9.91 ± 1.26). The intervention included activities to recognize the connection of emotions to thoughts and behaviors, cognitive reconstruction, learning and practicing coping strategies and enhancing hopeful thinking. In order to assess the effectiveness of the intervention, students before and after the intervention responded to a series of questionnaires which measure: (1) optimism (Youth Life Orientation Test, Ey et al., 2005), (2) hope (Children’s Hope Scale, Snyder, Hoza, et al., 1997), (3) coping strategies (Schoolagers’ Coping Strategies Inventory, Ryan-Wenger, 1990), (4) self-esteem (Rosenberg Self-Esteem Scale, Rosenberg, 1965), (5) social skills (Children's Self-Report Social Skills Scale, Danielson & Phelps, 2003), and (6) anxiety (Children's Manifest Anxiety Scale-Revised, Reynolds & Richmond, 1978). Moreover, to investigate group processes, the students responded during the program to a series of questionnaires which measure: (1) therapeutic factors (Critical Incidents Questionnaire, Bloch et al., 1979), (2) therapeutic alliance (Psychoeducational Group Alliance Scale for Children, Brouzos et al., 2018), (3) group climate (Group Climate Questionnaire – Short, MacKenzie, 1983), and (4) leader’s facilitative attitudes (Barrett-Lennard Relationship Inventory, Barrett-Lennard, 2015). The students who participated in the psychoeducational program reported statistically significant increases, compared to the control group, in optimism, hope and self-esteem, the use of specific coping strategies (coping through activities, avoidance and problem solving) and perceived likeability, while at the same time a significant decrease was found on pessimism and physical manifestations of anxiety. The group processes studied included the therapeutic factors, therapeutic alliance, group climate and perception of the leader’s facilitating attitudes. Specific therapeutic factors emerged during the intervention and their importance varied according to the stage of group development. From the first sessions, students formed a good therapeutic alliance and a positive perception of the leader’s facilitating attitudes, which remained relatively stable during the intervention. The group climate was generally positive throughout the intervention without significant changes. An important finding of the study was that some group processes were involved in the intervention’s effectiveness. In particular, therapeutic alliance was related to the change in coping strategies. The perception of the leader’s facilitating attitudes affected the change in optimism, coping strategies and anxiety. Finally, group climate was related to changes in hope, coping strategies and social skills. In conclusion, the current study suggests that a universal, group psychoeducational intervention for children enhances their coping strategies, optimism and hope. In addition, it suggests that group processes affect the effectiveness of the intervention, a finding that has practical implications for group facilitators. Η Θετική Ψυχολογία αποτελεί έναν κλάδο της Ψυχολογίας που επικεντρώνεται στη µελέτη των θετικών χαρακτηριστικών του ανθρώπου. Ορισµένες από τις έννοιες που εξετάζει αποτελούν το ευ ζην (η αίσθηση ικανοποίησης από τη ζωή ή η διαδικασία αυτοπραγµάτωσης), η αισιοδοξία (η αίσθηση εµπιστοσύνης ότι θα συµβούν επιθυµητά γεγονότα στη ζωή κάποιου) και η ελπίδα (η πεποίθηση ενός ατόµου ότι µπορεί να βρει στρατηγικές για να επιτύχει τους στόχους του και η κινητοποίησή του να τις χρησιµοποιήσει). Τα παραπάνω χαρακτηριστικά σχετίζονται µε δείκτες βελτιωµένης σωµατικής και ψυχικής υγείας, καθώς και µε καλύτερη κοινωνική λειτουργία στα παιδιά. Επιπρόσθετα, οι στρατηγικές αντιµετώπισης (αντιδράσεις που αποσκοπούν στην πρόληψη ή τη µείωση µιας αντιλαµβανόµενης απειλής, βλάβης ή απώλειας) συσχετίζονται µε την αισιοδοξία και την ελπίδα και επιδρούν στην ψυχολογική και κοινωνική λειτουργία των παιδιών. Καµία έρευνα µέχρι τώρα δεν έχει στοχεύσει στην ταυτόχρονη ενίσχυση της αισιοδοξίας, της ελπίδας και των στρατηγικών αντιµετώπισης στα παιδιά. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των οµαδικών παρεµβάσεων λειτουργούν συγκεκριµένες οµαδικές διαδικασίες, όπως η θεραπευτική συµµαχία, το οµαδικό κλίµα και οι θεραπευτικοί παράγοντες, που επιδρούν στην αποτελεσµατικότητα των παρεµβάσεων. Καµία µελέτη οµαδικής παρέµβασης σε παιδιά στα πλαίσια της Θετικής Ψυχολογίας δεν έχει µελετήσει τις διαδικασίες που λαµβάνουν χώρα στη διάρκειά της. Η παρούσα έρευνα αποσκοπεί στην αξιολόγηση ενός ψυχοεκπαιδευτικού προγράµµατος παρέµβασης µε διάρκεια οκτώ συναντήσεις µε στόχο την ενίσχυση του αισιόδοξου και ελπιδοφόρου τρόπου σκέψης και των προσαρµοστικών στρατηγικών αντιµετώπισης σε παιδιά ηλικίας 8-12 ετών. Παράλληλα, η έρευνα διερεύνησε τις οµαδικές διαδικασίες που λαµβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια εφαρµογής της παρέµβασης και τον τρόπο που επηρεάζουν την αποτελεσµατικότητά της. Στην έρευνα συµµετείχαν 361 µαθητές (229 οµάδα παρέµβασης και 132 οµάδα ελέγχου) 8-12 ετών (Μ.Ο. = 9,91±1,26). Το πρόγραµµα παρέµβασης περιλάµβανε δραστηριότητες για την αναγνώριση της σύνδεσης των συναισθηµάτων µε τις σκέψεις και τις συµπεριφορές, τη γνωστική αναδόµηση, την εκµάθηση και την εξάσκηση σε προσαρµοστικές στρατηγικές αντιµετώπισης και την ενίσχυση της ελπιδοφόρας σκέψης. Για την αξιολόγηση της αποτελεσµατικότητας του προγράµµατος οι µαθητές απάντησαν πριν και µετά την ολοκλήρωση του προγράµµατος σε µ ια σειρά από ερωτηµατολόγια, για τη µέτρηση: (1) της αισιοδοξίας (Youth Life Orientation Test, Ey et al., 2005), (2) της ελπίδας (Children’s Hope Scale, Snyder, Hoza, et al., 1997), (3) των στρατηγικών αντιµετώπισης (Schoolagers’ Coping Strategies Inventory, Ryan-Wenger, 1990), (4) της αυτοεκτίµησης (Rosenberg Self-Esteem Scale, Rosenberg, 1965), (5) των κοινωνικών δεξιοτήτων (Children's Self-Report Social Skills Scale, Danielson & Phelps, 2003) και (6) του άγχους (Children's Manifest Anxiety Scale-Revised, Reynolds & Richmond, 1978). Επιπλέον, για τη διερεύνηση των οµαδικών διαδικασιών οι µαθητές απάντησαν κατά τη διάρκεια του προγράµµατος σε µια σειρά από ερωτηµατολόγια, για τη µέτρηση: (1) των θεραπευτικών παραγόντων (Critical Incidents Questionnaire, Bloch et al., 1979), (2) της θεραπευτικής συµµαχίας (Psychoeducational Group Alliance Scale for Children, Brouzos et al., 2018), (3) του οµαδικού κλίµατος (Group Climate Questionnaire – Short, MacKenzie, 1983) και (4) της αντίληψης των διευκολυντικών στάσεων της συντονίστριας (Barrett-Lennard Relationship Inventory, Barrett-Lennard, 2015). Οι µαθητές που συµµετείχαν στο ψυχοεκπαιδευτικό πρόγραµµα σηµείωσαν στατιστικά σηµαντική αύξηση, συγκριτικά µ ε τους µαθητές της οµάδας ελέγχου, στα επίπεδα της αισιοδοξίας, της ελπίδας και της αυτοεκτίµησης, στη χρήση συγκεκριµένων στρατηγικών αντιµετώπισης (αντιµετώπιση µέσω δραστηριοτήτων, αποφυγής και επίλυσης προβλήµατος) και στο αίσθηµα κοινωνικής αρέσκειας, ενώ παράλληλα εµφάνισαν σηµαντική µείωση στο αίσθηµα της απαισιοδοξίας και στις σωµατικές εκδηλώσεις του άγχους. Οι οµαδικές διαδικασίες που µελετήθηκαν περιλάµβαναν τους θεραπευτικούς παράγοντες, τη θεραπευτική συµµαχία, το οµαδικό κλίµα και την αντίληψη των διευκολυντικών στάσεων της συντονίστριας Κατά τη διάρκεια της παρέµβασης λειτούργησαν συγκεκριµένοι θεραπευτικοί παράγοντες, η σηµασία των οποίων µεταβαλλόταν ανάλογα µε το στάδιο ανάπτυξης των οµάδων. Στις πρώτες συναντήσεις οι µαθητές δηµιούργησαν µια καλή θεραπευτική συµµαχία µ ε τη συντονίστρια και διαµόρφωσαν µια θετική αντίληψη για τις διευκολυντικές στάσεις της, χωρίς να παρατηρούνται σηµαντικές µεταβολές στη διάρκεια της παρέµβασης. Το οµαδικό κλίµα ήταν γενικά θετικό σε όλη τη διάρκεια της παρέµβασης χωρίς να εµφανίζονται σηµαντικές µεταβολές. Σηµαντικό εύρηµα της µελέτης επίσης αποτέλεσε ότι ορισµένες οµαδικές διαδικασίες εµπλέκονται στη µεταβολή των µεταβλητών αποτελέσµατος που εξετάστηκαν. Συγκεκριµένα, η θεραπευτική συµµαχία σχετίζεται µ ε τη µεταβολή των στρατηγικών αντιµετώπισης. Η αντίληψη των διευκολυντικών στάσεων επηρεάζει τη µεταβολή της αισιοδοξίας, των στρατηγικών αντιµετώπισης και του άγχους. Τέλος, το οµαδικό κλίµα σχετίζεται µ ε τη µεταβολή της ελπίδας, των στρατηγικών αντιµετώπισης και των κοινωνικών δεξιοτήτων. Συµπερασµατικά, η παρούσα έρευνα υποδεικνύει ότι µια καθολική, ψυχοεκπαιδευτική, οµαδική παρέµβασης για παιδιά ενισχύει τις στρατηγικές αντιµετώπισης, την αισιοδοξία και την ελπίδα τους. Επιπρόσθετα, υποδεικνύει ότι οι οµαδικές διαδικασίες επηρεάζουν την αποτελεσµατικότητα της παρέµβασης, εύρηµα που έχει πρακτικές προεκτάσεις για τους συντονιστές οµαδικών παρεµβάσεων. 689 392 399 Heterogeneous systems tend to become a common place in the world of parallel processing systems, with graphics accelerators (GPUs) now being their second key component, after main processors. With the evolution of graphics processing units into general purpose devices, developers were given the opportunity to use their hardware programmatically, through suitable interfaces. CUDA is an example of a high-performance programming interface and platform that allows developers to use the cores of a graphics processing unit for general parallel computing. However, writing a program that utilizes the CUDA functionality is a difficult process, as hardware heterogeneity translates into programming heterogeneity; two types of code are required, the first one is executed by the main processor and is responsible for any type of device handling, while the second one pertains to the graphics accelerators in the system. To tackle challenges of this nature, high-performance programming standards such as OpenMP have introduced new sets of directives, allowing programmers to write unified code and automatically offload and execute parts of it on computing devices. This work describes an implementation of these directives in the context of the OMPi compiler, targeting accelerators based on the CUDA model. To support the directives, we extended OMPi compiler functionality, which typically includes the analysis of the OpenMP instructions and their transformation to C code. In addition, we introduced some auxiliary features related to the abstract syntax tree, a tree representation of the user source code syntax. These features enable the introduction new directives or the extension of existing ones in the future. Finally, this work presents CUDADEV, a runtime library which enables communication between the host system and graphics accelerators of this class. CUDADEV consists of the hostpart interface, the core of the main processor-device communication, as well as the devpart library that brings OpenMP functionality support within the code running on the device. The hostpart section of the library, utilizes the CUDA Driver API in order to handle the targeted CUDA device. By running different benchmarking applications on two different systems with two completely different CUDA GPUs, we verified the correctness of the new implementations, as well as evaluated their performance. As far as the results are concerned, the new functionality can achieve up to three times better performance than the main processor parallelism through the corresponding OpenMP directive, while for serial programs, the speedup can reach 170 times. Τα ετερογενή συστήματα τείνουν να γίνουν τα συνηθέστερα στον κόσμο της παράλληλης επεξεργασίας, με τους επιταχυντές γραφικών (GPUs) να αποτελούν πλέον το δεύτερο βασικό συστατικό τους, μετά τους κύριους επεξεργαστές. Με την εξέλιξη των εξειδικευμένων μονάδες γραφικής επεξεργασίας σε γενικότερου σκοπού, δόθηκε η δυνατότητα χρήσης του γραφικού υλικού από απλούς προγραμματιστές εφαρμογών, μέσω κατάλληλων διεπαφών. Η CUDA είναι ένα παράδειγμα διεπαφής και πλατφόρμας προγραμματισμού υψηλών επιδόσεων, η οποία επιτρέπει στους προγραμματιστές να χρησιμοποιούν τους πυρήνες μιας συσκευής γραφικής επεξεργασίας για γενικούς παράλληλους υπολογισμούς. Όμως, η συγγραφή ενός προγράμματος που κάνει χρήση CUDA είναι μια δύσκολη διαδικασία, καθώς η ετερογένεια του υλικού μεταφράζεται και σε προγραμματιστική ετερογένεια• απαιτούνται δύο ειδών κώδικες, ένας για τους κύριους επεξεργαστές και ένας για τους επιταχυντές γραφικών που υπάρχουν στο σύστημα. Για την αντιμετώπιση προκλήσεων αυτής της φύσης, προγραμματιστικά πρότυπα όπως το OpenMP έχουν εισάγει νέα σύνολα οδηγιών ώστε να γίνεται απρόσκοπτα η συγγραφή ενιαίου κώδικα και η αυτόματη φόρτωση και εκτέλεση τμημάτων του σε συνοδές υπολογιστικές συσκευές. Στην παρούσα εργασία περιγράφεται μία υλοποίηση των οδηγιών αυτών στο πλαίσιο του παραλληλοποιητικού μεταφραστή OMPi, στοχεύοντας επιταχυντές που βασίζονται στο μοντέλο της CUDA. Για την υποστήριξη των οδηγιών, εμπλουτίστηκε το τμήμα μεταγλώττισης του μεταφραστή, το οποίο περιλαμβάνει τη συντακτική ανάλυση των οδηγιών OpenMP και τον μετασχηματισμό τους σε κώδικα C. Επιπλέον, εισήχθησαν βοηθητικές λειτουργίες που αφορούν το αφηρημένο συντακτικό δέντρο του OMPi, μια δενδρική απεικόνιση της συντακτικής δομής του πηγαίου κώδικα χρήστη. Οι λειτουργίες αυτές καθιστούν εύκολη την μελλοντική εισαγωγή νέων οδηγιών ή επέκταση των ήδη υπάρχοντων. Τέλος, δημιουργήθηκε η βιβλιοθήκη υποστήριξης εκτέλεσης CUDADEV, η οποία αποτελεί τη γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ του κύριου συστήματος και των επιταχυντών αυτής της κλάσης. Για την CUDADEV, υλοποιήθηκε τόσο η διεπαφή hostpart, η οποία αποτελεί τον πυρήνα της επικοινωνίας κυρίου συστήματος-συσκευής, όσο και το τμήμα devpart, ένα επίπεδο υποστήριξης λειτουργικότητας OpenMP στο εσωτερικό του κώδικα που εκτελείται στη συσκευή. Το τμήμα hostpart της συσκευής CUDADEV, χρησιμοποιεί στο εσωτερικό του τη προγραμματιστική διεπαφή CUDA Driver, για τον χειρισμό μιας μονάδας γραφικής επεξεργασίας CUDA. Μέσω της εκτέλεσης δοκιμαστικών εφαρμογών σε δύο διαφορετικά συστήματα που διαθέτουν δύο εντελώς διαφορετικές μονάδες γραφικής επεξεργασίας CUDA, επιβεβαιώνεται η ορθότητα των νέων υλοποιήσεων, όπως επίσης και αξιολογούνται οι επιδόσεις τους. Συνεπάγεται ότι η νέα λειτουργικότητα μπορεί να επιτύχει έως και τρεις φορές καλύτερες επιδόσεις, συγκριτικά με την παραλληλοποίηση στον κύριο επεξεργαστή μέσω της αντίστοιχης οδηγίας OpenMP, ενώ για σειριακά προγράμματα, η επιτάχυνση δύναται να φτάσει τις 170 φορές. 690 264 319 Software Defined Networking (SDN) is a new, multi-feature networking standard that can help increase efficiency, reduce the complexity of network control and management, and accelerate the pace of technological innovation. One of the innovations of SDN is the separation of the network into functional levels: data plane, control plane and management plane., such as routing, is removed from network devices (routers, switches) and assembled into a logically centralized component, namely the SDN controller. information about the state of the network, in particular its topology, therefore, topology discovery is a critical element of any software-defined network architecture. In this paper we will study SDN networking and examine and compare the topology discovery protocols used by this architecture. With the help of Mininet we will apply the OpenFlow Discovery Protocol (OFDP) protocol in various topologies. OFDP is the de facto protocol used by OpenFlow controllers to discover the underlying topology. However, discovering a network topology is difficult due to 1) the frequent relocation of virtual machines to data centers, 2) the lack of authentication mechanisms, 3) the lack of SDN standards, and 4) the integration of security mechanisms for topology discovery. The purpose of this work is: a) to investigate the techniques used to reveal the topology as it is an important process provided by the controller and related to the proper operation and performance of the network, b) to examine whether there are parameters that are involved in the process of locating the topology, what they are (eg overhead), how they affect the locating process and how they can improve the functionality of the network. Η δικτύωση καθοριζόμενη από το λογισμικό (Software Defined Networking -SDN) είναι ένα νέο πρότυπο δικτύωσης, με πολλές δυνατότητες καθώς συμβάλλει ώστε να αυξηθεί η αποδοτικότητα, να μειωθεί η πολυπλοκότητα του ελέγχου και της διαχείρισης και να επιταχυνθεί ο ρυθμός της τεχνολογικής ανάπτυξης των δικτύων. Μία από τις καινοτομίες του SDN είναι ο διαχωρισμός του δικτύου σε τρία λειτουργικά επίπεδα: επίπεδο δεδομένων (data plane), επιπέδου ελέγχου (control plane) και επίπεδο διαχείρισης (management plane). Η ευφυΐα και ο έλεγχος λειτουργίας και διαχείρισης του δικτύου, όπως η δρομολόγηση, αφαιρείται από τις δικτυακές συσκευές (δρομολογητές, μεταγωγείς) και συγκεντρώνεται σε ένα λογικά κεντρικοποιημένο στοιχείο, δηλαδή τον ελεγκτή SDN. Ο ελεγκτής, έχοντας μια συνοπτική εικόνα της τοπολογίας, μπορεί να διαμορφώσει και να διαχειριστεί το δίκτυο, όμως θα πρέπει να έχει ενημερωμένες πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση του δικτύου και ιδίως να γνωρίζει την τοπολογία του. Κατά συνέπεια, η ανακάλυψη τοπολογίας είναι ένα κρίσιμο στοιχείο κάθε αρχιτεκτονικής δικτύου που καθορίζεται από λογισμικό. Στη συγκεκριμένη εργασία θα μελετήσουμε τη δικτύωση SDN, και θα εξετάσουμε και θα συγκρίνουμε τα πρωτόκολλα ανακάλυψης τοπολογίας που χρησιμοποιούνται από αυτή την αρχιτεκτονική. Με τη βοήθεια του Mininet θα εφαρμόσουμε το OpenFlow Discovery Protocol (OFDP) πρωτόκολλο σε διάφορες τοπολογίες. Το OFDP είναι ένα defacto πρωτόκολλο που χρησιμοποιείται από τους ελεγκτές για να ανακαλύψει την υποκείμενη τοπολογία. Ωστόσο, η ανακάλυψη μιας τοπολογίας δικτύου είναι δύσκολη λόγω 1) της συχνής μετεγκατάστασης των εικονικών μηχανών στα κέντρα δεδομένων, 2) έλλειψη μηχανισμών ελέγχου ταυτότητας, 3) έλλειψη προτύπων SDN και 4) ενσωμάτωση μηχανισμών ασφαλείας για την ανακάλυψη τοπολογίας. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι: α) να διερευνήσει τις τεχνικές που εφαρμόζονται για την ανακάλυψη της τοπολογίας καθώς πρόκειται για μια σημαντική διαδικασία που παρέχεται από τον ελεγκτή και σχετίζεται με την ορθή λειτουργία και την απόδοση του δικτύου, β) να εξετάσει αν υπάρχουν παράμετροι που εμπλέκονται στη διαδικασία εντοπισμού της τοπολογίας, ποιες είναι (π.χ. overhead), πως επηρεάζουν την διαδικασία εντοπισμού και πως μπορούν να βελτιώσουν τη λειτουργικότητα του δικτύου. 691 132 140 Parents' perception of disability is a determining factor for the well-being of the family with significant extensions to different aspects of its day-to-day functioning. This research explores the convergence of views with regard to the impact of disability on the family environment, the quality of the services provided and issues related to the individual and his future in the Greek territory. In addition, the extent to which demographic characteristics affect the convergence of views between parents and professionals is being studied. The results indicate significant divergences between the views of the two groups, and variations arise in terms of gender, age, education, professional experience and the type of disability. The need for appropriate training of professionals and the simultaneous upgrading of formal support services to families of people with disabilities are highlighted. Η βίωση της αναπηρίας από τους γονείς αποτελεί ένα καθοριστικό γεγονός για την ευημερία της οικογένειας με σημαντικές προεκτάσεις σε διαφορετικές εκφάνσεις της καθημερινής της λειτουργίας. Η παρούσα έρευνα διερευνά τη σύγκλιση των θεωρήσεων αναφορικά με τον αντίκτυπο της αναπηρίας στο οικογενειακό περιβάλλον, την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και ζητήματα που σχετίζονται με το ίδιο το άτομο και το μέλλον του στην ελληνική επικράτεια. Επιπλέον, μελετάται ο βαθμός στον οποίο δημογραφικά χαρακτηριστικά επηρεάζουν τη σύγκλιση των απόψεων μεταξύ γονέων και επαγγελματιών. Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των απόψεων των δύο ομάδων, ενώ διαφοροποιήσεις προκύπτουν και ως προς χαρακτηριστικά όπως είναι το φύλο, η ηλικία, η εκπαίδευση, η προϋπηρεσία των επαγγελματιών και το είδος της αναπηρίας του παιδιού. Αναδεικνύεται η ανάγκη για κατάλληλη κατάρτιση των επαγγελματιών και ταυτόχρονη αναβάθμιση των επίσημων υποστηρικτικών υπηρεσιών προς τις οικογένειες ατόμων με αναπηρία δομών. 692 137 134 From antiquity until nowadays, many artists’ and writers´ work was dominated by female figures. Sometimes women featured as mothers, wives and mistresses, sometimes as sisters and unmarried daughters. Ioannis Kondylakis, great chronicler and columnist, was also interested in this subject. In this manuscript, female figures of six notable Kondylakis´ titles are being analysed. The paper is divided into two parts. In the first part, the most important features of his narrative and novel work are mentioned. In addition to this, there are many data on the literary genre of vignette, whose Kondylakis has been the founder. In the second part, an analysis on the female figures of the following literary work: «Cretan orphan», «Patouchas», «The miserables of Athens», «When I was a teacher», «One temptation», «First love» is given. Finally, the conclusions of the paper are presented. Οι γυναικείες μορφές κυριαρχούσαν στα έργα πολλών καλλιτεχνών και λογοτεχνών από τη αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Οι γυναίκες προβάλλονταν άλλοτε ως μητέρες, σύζυγοι και ερωμένες και άλλοτε ως αδερφές και ανύπαντρες κόρες. Το συγκεκριμένο θέμα δεν άφησε ασυγκίνητο τον Ιωάννη Κονδυλάκη, σπουδαίο χρονογράφο και διηγηματογράφο. Στην παρούσα εργασία, αναλύονται οι γυναικείοι χαρακτήρες σε έξι από τα πιο αξιόλογα έργα του Ι. Κονδυλάκη. Η εργασία διαρθρώνεται σε δυο μέρη: στο πρώτο μέρος, αναφέρονται τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του διηγηματικού και μυθιστορηματικού του έργου. Ακόμη, δίνονται στοιχεία για το είδος του χρονογραφήματος, στο οποίο υπήρξε ο θεμελιωτής του στον ελλαδικό χώρο. Στο δεύτερο μέρος, εξετάζονται και αναλύονται οι χαρακτήρες των γυναικών στα λογοτεχνικά του έργα: «Κρήσσα Ορφανή», «Ο Πατούχας», «Οι Άθλιοι των Αθηνών», «Όταν ήμουν δάσκαλος», «Ένας πειρασμός», και «Πρώτη Αγάπη». Στο τέλος της εργασίας, παρατίθενται τα συμπεράσματα. 693 58 50 EXTRACOPORED SHOCK WAVE LITHOTRIPSY HAS NOW BEEN IN CLINICAL USE FOR SEVEN YEARS AND HAS REPLACED OTHER TREATMENT TECHNIQUES FOR THE MAJORITY OF SURGICAL CALCULI LOCATED IN THE URINARY TRACT . PHYSICAL PRINCIPLES OF SHOCK WAVE TREATMENT.WE HAVE BEEN ABLE TO DEMONSTRATE A CORRELATION BETWEEN THE CHEMICAL NATURE-THEX- RAYS IMAGE AND THE MODE OF FRAGMENTATION OF THE STORMS. Η ΕΞΩΣΩΜΑΤΙΚΗ ΛΙΘΟΤΡΙΨΙΑ ΑΝΤΙΚΑΤΕΣΤΗΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΕΣ ΛΙΘΙΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΝΤΟΠΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΝΩΤΕΡΟ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ. ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΠΟΥ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ Η ΕΞΩΣΩΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΟΥ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟΥ-ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ . ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΥΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΔΕΙΞΟΥΜΕ ΜΙΑ ΑΜΕΣΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥΤΗΣ ΧΗΜΙΚΗΣ ΣΥΣΤΑΣΗΣ-ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΘΡΥΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΛΙΘΩΝ. 694 469 468 design and development of new smart metal-drugs with selectivity towards breast cancer cells σχεδιασμός και ανάπτυξη νέων έξυπνων μέταλλο-φαρμάκων που στοχεύουν εκλεκτικά τα καρκινικά κύτταρα του μαστού Five new complexes of organotin(IV) and cholic acid (CAH), were synthesized and characterized by melting point, Fourier Transform Infrared Spectroscopy (FT-IR), 119Sn Mössbauer, Nuclear Magnetic Resonance (1H-NMR, 13C-NMR, 119Sn-NMR), Ultraviolet-Visible spectroscopy (UV-Vis), X-ray Fluorescence spectroscopy (XRF), X-ray Powder Diffraction analysis (XRPD), Electron spray Ionization Mass Spectrometry (ESI-MS), High Resolution Mass Spectrometry (HR-MS) and atomic absorption. The formulae of the complexes are Ph3SnCl (1), n-Bu3SnCl (2), Ph2Sn(CA)2 (3), n-Bu2Sn(CA)2 (4) and Me2Sn(CA)2 (5). Furthermore, their stability in solution was examined with UV-Vis and 1H-NMR spectroscopies. Finally their bioactivity studied against normal and breast cancer cell lines.Cholic acid coordinates tin(IV) via the oxygen atom of its carboxylic group. The ratio of cholic acid/organotin(IV) in complexes 1-5 found to be 1:1 for tri-organotin complexes 1-2, while for 3-5 is 2:1. The geometries around tin(IV) atom found to be trigonal bipyramidal for complex 1, tetrahedral for complex 2, while complexes 3-5 appeared to have octahedral geometry. Complexes 1-5 were stable in solution for a week period of time. In order to examine their selective antitumoral activity against breast cancer, their cytotoxicity against MCF-7 (hormone receptor positive) and MDA-MB-231 (hormone receptor negative) breast adenocarcinoma cell lines was calculated by means of Sulforhodamine B assay (SRB). All complexes showed anticancer activity, except for complex 5. Complexes 1-2 showed selective inhibition of MCF-7 cells, while complex 3 inhibits selectively MDA-MB-231 cells. All complexes showed better activity, 4.2-166.9-fold higher, than cisplatin shows against the two breast cancer cell lines. Generally, tri-organotin complexes 1-2 have better activity than di-organotin 3-4. Their cytotoxicity was further examined against the normal fibroblast cell line MRC-5. The IC50 values of 1-5 were higher than those against cancer cell lines. In addition, complexes 2 and 3 have a higher therapeutic potent index (TPI) and therefore reduced toxicity, while all complexes exhibit reduced toxicity compared to cisplatin and organotin chlorides. Their toxicity was also examined in vivo against Artemia salina (brine shrimp) and concluded that they were nontoxic even in concentrations 1.3-25.6-fold higher of the IC50 values. For the evaluation of their genotoxicity both micronucleus (in vitro) and Allium cepa (in vivo) assays were used. Complexes 1-5 did not show genotoxic activity at the IC50 values both in vitro and in vivo. Moreover, in vivo, at concentrations 1.3-25.6-fold higher of the IC50 values, they did not appear to have genotoxic activity. Finally, in order to ascertain their way of action, their ability to inhibit lipoxygenase enzyme (mitochondria), to oxidize linoleic acid (membranes) and binding to DNA (nucleus) was examined. Complexes 1-5 did not inhibit lipoxygenase activity; however, they do oxidize linoleic to hyperoxo-linoleic acid and therefore possibly attack membranes. Another, less possible, way of action is to bind to DNA, because their binding activity towards DNA was found to be weak. Συντέθηκαν, χαρακτηρίστηκαν και μελετήθηκε η βιολογική δράση πέντε νέων οργανοκασσιτερικών παραγώγων του χολικού οξέος (cholic acid, CAH). Τα σύμπλοκα 1-5 χαρακτηρίστηκαν με σημείο τήξης, φασματοσκοπίες υπερύθρου (FT-IR), 119Sn Mössbauer, πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού πρωτονίου, άνθρακα και κασσιτέρου (1H-,13C-,119Sn-NMR), υπεριώδους ορατού (UV-Vis) και φθορισμού ακτίνων Χ (XRF), καθώς και με τις φασματομετρίες μάζας ιοντικού ηλεκτροψεκασμού (ESI-MS) και υψηλής ανάλυσης (HR-MS), με ανάλυση περίθλασης ακτίνων Χ και με ατομική απορρόφηση. Οι μοριακοί τους τύποι είναι οι Ph3Sn(CA) (1), n-Bu3Sn(CA) (2), Ph2Sn(CA)2 (3), n-Bu2Sn(CA)2 (4) και Me2Sn(CA)2 (5). Επιπλέον ελέγχθηκε η σταθερότητα τους σε διάλυμα με φασματοσκοπία UV-Vis και 1H-NMR. Το χολικό οξύ προσδένεται στον κασσίτερο μέσω της καρβοξυλομάδας. Οι αναλογίες χολικού οξέος/κασσιτέρου στα σύμπλοκα είναι 1:1 (1-2) και 2:1 (3-5). Επιπλέον η γεωμετρία γύρω από το άτομο του κασσιτέρου (Sn) είναι τριγωνική διπυραμίδα για το 1, τετραεδρική για το 2, ενώ τα 3-5 εμφανίζουν οκταεδρική γεωμετρία. Τα σύμπλοκα 1-5 είναι σταθερά σε διάλυμα για χρονικό διάστημα μιας εβδομάδας. Για τον έλεγχο της εκλεκτικής αντικαρκινικής τους δράσης ενάντια στον καρκίνο του μαστού, βρέθηκαν οι τιμές IC50 μέσω της μεθόδου Sulforhodamine B (SRB) σε δύο καρκινικές κυτταρικές σειρές του μαστού: την MCF-7, η οποία εκφράζει υποδοχείς ορμονών, και την MDA-MB-231, όπου απουσιάζουν οι υποδοχείς ορμονών. Όλα τα σύμπλοκα έδειξαν αντικαρκινική δράση, με εξαίρεση το 5. Επιπλέον τα 1-2 έδειξαν εκλεκτική δράση έναντι των κυττάρων MCF-7, και επομένως εκλεκτικότητα έναντι του καρκίνου του μαστού θετικού σε υποδοχείς ορμονών. Το 3 έδειξε εκλεκτικότητα έναντι των κυττάρων MDA-MB-231. Όλα τα σύμπλοκα είναι 4.2-166.9 φορές πιο δραστικά από τη cisplatin έναντι των δυο καρκινικών κυτταρικών σειρών. Επιπλέον τα τρι-οργανοκασσιτερικά σύμπλοκα 1-2 έχουν καλύτερη δράση από τα δι-οργανοκασσιτερικα 3-4. Η τοξικότητά τους ελέγχθηκε in vitro στους φυσιολογικούς ινοβλάστες MRC-5, όπου τα σύμπλοκα εμφάνισαν μεγαλύτερες τιμές IC50 σε σχέση με τις καρκινικές κυτταρικές σειρές. Τα 2 και 3 έχουν καλύτερο θεραπευτικό δείκτη και άρα μειωμένη τοξικότητα, ενώ όλα τα σύμπλοκα έχουν μικρότερη τοξικότητα συγκριτικά με τη cisplatin και τα οργανοκασσιτερικά χλωρίδια. Επιπλέον η τοξικότητά τους ελέγχθηκε και in vivo στον ζωντανό οργανισμό Artemia salina όπου βρέθηκε να μην είναι τοξικά σε συγκεντρώσεις 1.3-25.6 φορές μεγαλύτερες των τιμών IC50 των συμπλόκων. Για την εκτίμηση της γονοτοξικότητας τους χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος των μικροπυρήνων, in vitro, και ο ζωντανός οργανισμός Allium cepa, in vivo. Τα σύμπλοκα δεν εμφάνισαν γονοτοξικότητα τόσο in vitro όσο και in vivo στις τιμές IC50, και επιπλέον σε συγκεντρώσεις 1.3-25.6 φορές μεγαλύτερες των τιμών αυτών in vivo. Τέλος, ελέγχθηκε ο μοριακός μηχανισμός δράσης των 1-5 εναντίον του ενζύμου της λιποξυγονάσης (μιτοχόνδριο), του λινελαϊκού οξέος (μεμβράνες) και της πρόσδεσής τους στο DNA (πυρήνας). Τα 1-5 δεν αναστέλλουν το ένζυμο της λιποξυγονάσης, ωστόσο οξειδώνουν το λινελαϊκό προς υπερόξο-λινελαϊκό οξύ και επομένως στοχεύουν τις μεμβράνες. Δευτερευόντως θα μπορούσαν να προσδένουν στο DNA, καθώς δεσμεύονται ασθενώς σε αυτό. 695 267 292 The objective acquisition of students’ knowledge and skills is an important factor in assessing the magnitude of the effectiveness and impact of a school or educational system on students’ academic profile and has been studied for decades. However, in recent years, the well-being of students in the school environment has been of intense research. The aim of this study is to initially present and compare the results of ten OECD member states which participated in the PISA 2018 evaluation with Reading as the main subject emphasizing on the Greek results. Furthermore, solely regarding the sample of Greek students, the study presents the factors that affect students’ performance, as well as in which way the students’ well-being factors, interact with school factors. The research tools utilized were the questionnaires that the students completed regarding Reading. The study draws data from ten member states: Greece, Belgium, Estonia, France, Germany, Ireland, Italy, Norway, Spain and Portugal. The results of the research showed that Greece shares several similarities with the other countries in terms of students’ psychological function and resilience. Major differences were observed regarding school factors and particularly, in the disciplinary climate and teacher’s support, with Greece falling short on those factors compared to other countries. In addition, the well-being’s psychological and social aspect variables appeared to better outline well-being in the school context, with students’ resilience, fear of failure and sense of belonging at school playing pivotal roles. Although, the school factors’ impact on students’ well-being is observed to be of minor value, the teacher’s enthusiasm and support promote a positive school climate which in turn reduces school bullying. Η αντικειμενική απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων από τους μαθητές, αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την εκτίμηση του μεγέθους της αποτελεσματικότητας και της επίδρασης ενός σχολείου ή εκπαιδευτικού συστήματος στο ακαδημαϊκό προφίλ των μαθητών και μελετάται επί δεκαετίες. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια αντικείμενο έντονου ερευνητικού ενδιαφέροντος αποτελεί το ευ ζην των μαθητών στο πλαίσιο του σχολικού περιβάλλοντος. Η παρούσα έρευνα έχει ως στόχο αρχικά, να παρουσιάσει και να συγκρίνει τα αποτελέσματα δέκα χωρών μελών του ΟΟΣΑ, που συμμετείχαν στην αξιολόγηση PISA 2018 με κεντρικό θέμα την Κατανόηση Κειμένου, με έμφαση στα αποτελέσματα της Ελλάδας. Εν συνεχεία, παρουσιάζεται μόνο για το δείγμα των Ελλήνων μαθητών, το πώς και από ποιούς παράγοντες επηρεάζεται η επίδοσή τους, καθώς, επίσης και πώς αλληλεπιδρούν οι παράγοντες του ευ ζην των μαθητών με τους σχολικούς παράγοντες. Τα εργαλεία της έρευνας ήταν τα φύλλα αξιολόγησης στα οποία απαντούν οι μαθητές, με θέμα την Κατανόηση Κειμένου. Στην έρευνα χρησιμοποιούνται τα δεδομένα από δέκα χώρες: Ελλάδα, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Εσθονία, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Νορβηγία και Πορτογαλία. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι η Ελλάδα εμφανίζει αρκετές ομοιότητες με τις υπόλοιπες χώρες όσον αφορά την ψυχολογική λειτουργία των μαθητών και την ανθεκτικότητά τους. Οι μεγαλύτερες διαφορές εντοπίστηκαν στους σχολικούς παράγοντες και συγκεκριμένα, στο κλίμα πειθαρχίας και την υποστήριξη από τον εκπαιδευτικό, με την Ελλάδα να υστερεί σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες. Επιπλέον, φάνηκε ότι οι μεταβλητές της ψυχολογικής και κοινωνικής διάστασης περιγράφουν το ευ ζην στο σχολικό πλαίσιο, με την ανθεκτικότητα, τον φόβο αποτυχίας και την αίσθηση του ανήκειν των μαθητών στο σχολείο, να παίζουν κεντρικούς ρόλους. Αν και η επίδραση των σχολικών παραγόντων στο ευ ζην των μαθητών είναι χαμηλή, ο ενθουσιασμός και η υποστήριξη του εκπαιδευτικού προωθούν ένα θετικό σχολικό κλίμα, το οποίο με τη σειρά του μειώνει τον σχολικό εκφοβισμό. 696 223 239 It is broadly accepted that the use and alternation of anaphoric forms in discourse is constrained by various factors. There is an increasing number of researches that focus on anaphora resolution, specifically on how speakers resolve anaphora, by choosing each time the right form. This thesis aims to explore the linguistic factors, that can affect the choice of an antecedent, by conducting a self-paced online experiment. The linguistic factors that were tested were: the null and overt pronominal subjects, the number of potential antecedents (2 and 3), the distance between the antecedents and the pronominal form (short and long) and the forward and backward anaphora. On the one hand, the results of the preferences showed the different choices of the null and overt pronominal subjects between backward and forward anaphora, as it has been indicated in various researches, but no differences have been found between the number of potential antecedents and the distance between the antecedents and the pronoun. On the other hand, regarding the reactions times, no statistical differences were found in most of the variables, confirming this way the results of the preferences. The novelty of this study lies in the study of the number of both the potential antecedents and the distance, which are two factors that are less studied not only in Greek but in pro-drop languages in general. Είναι γνωστό, ότι η χρήση και η εναλλαγή των αντωνυμικών τύπων στο περικείμενο μπορεί να επηρεαστεί από διάφορους παράγοντες. Πληθώρα ερευνών έχουν εστιάσει στο πώς οι ομιλητές επιλύουν την αναφορικότητα, επιλέγοντας κάθε φορά τον σωστό όρο που οδηγεί στην επίτευξη του συνομιλιακού γεγονότος. Η συγκεκριμένη έρευνα, μέσα από τη διεξαγωγή χρονομετρικού πειράματος αυτορυθμιζόμενης ανάγνωσης προτάσεων, επιχειρεί να εξετάσει τους γλωσσικούς παράγοντες, οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν τις επιλογές ως προς τα ηγούμενα. Οι γλωσσικοί παράγοντες που εξετάστηκαν ήταν: τα κενά έναντι των εκπεφρασμένων υποκειμένων, η κατεύθυνση της αναφοράς (πρόσθια – οπίσθια), ο αριθμός των πιθανών ηγουμένων (δύο – τρία) και η απόσταση των ηγουμένων από τα υποκείμενα (σύντομες – μακροσκελείς). Ο συνδυασμός των παραπάνω μεταβλητών εξετάστηκε τόσο ως προς τους χρόνους αντίδρασης όσο και στις προτιμήσεις, με τα ευρήματα του πειράματος να συμφωνούν με προηγούμενες μελέτες, όσον αφορά τις διαφορετικές επιλογές των κενών με τα εκπεφρασμένα υποκείμενα αλλά και μεταξύ πρόσθιας και οπίσθιας αναφοράς. Αντίθετα, ο αριθμός των πιθανών ηγουμένων και η απόσταση, δε φάνηκαν να επηρεάζουν τις επιλογές των συμμετεχόντων. Όσον αφορά τους χρόνους αντίδρασης, δεν φάνηκε να δείχνουν κάποια σημαντική διαφορά στις περισσότερες συνθήκες, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο τις προτιμήσεις. Η συνεισφορά της παρούσας μελέτης εδράζεται στην μελέτη παραγόντων, τόσο ατομικά όσο και συνδυαστικά, οι οποίοι δεν έχουν μελετηθεί αρκετά στην ελληνική γλώσσα. Η μεταβλητή της απόστασης και των πιθανών ηγουμένων αλλά και ο συνδυασμός τους με όλους τους άλλους παράγοντες αποτελούν τις λιγότερο μελετημένες μεταβλητές. 697 203 233 The effectiveness of trunk proprioceptive neuromuscular facilitation on patients with chronic low back pain Η αποτελεσματικότητα της ιδοδέκτριας νευρομυϊκής διευκόλυνσης στην αντιμετώπιση του χρόνιου οσφυϊκού πόνου Introduction: studies examining the effects of exercise therapy in the treatment of chronic non specific low pack pain (clbp). the aim of this review is to evaluate the effectiveness (pain and disability) of trunk proprioceptive neuromuscular facilitation (pnf) training on patients with clbp. Method: a search of electronic databases was performed for pnf trials for clbp published up to january 2016 including medline, scopus, cochrane library and google scholar database. studies had to compare the pnf training with another approach or pnf basic principles and techniques each other. Results: at baseline, we used only 12 studies which met the inclusion criteria. pnf training has a positive effect in improving pain, back pain related disability, endurance and flexibility of trunk muscles. Conclusion: pnf training stimulate the proprioceptors of lumbar spine with in the muscles and tendons. this systematic review showed that pnf approach is appropriate for improving low back pain, trunk mobility, trunk muscle endurance and functional ability in patients with low back pain. the effectiveness of trunk pnf has to be further investigated in the future. Keywords: trunk proprioceptive neuromuscular facilitation, proprioceptive neuromuscular facilitation (pnf), chronic low back pain. Eισαγωγή: ο σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να αξιολογηθεί κατά πόσο είναι αποτελεσματική η εφαρμογή της ιδοδέκτριας νευρομυϊκής διευκόλυνσης (pnf) στους ασθενείς με χρόνιο οσφυϊκό πόνο. κατά πόσο συμβάλλει και με ποιο τρόπο στη μείωση του πόνου και στην ανικανότητα των ασθενών και ποια άλλα οφέλη μπορεί να παρέχει στην ποιότητα της ζωής. μέθοδοι: η ανασκόπηση βασίστηκε στη συλλογή ερευνητικών μελετών που είχαν δημοσιευθεί έως τον ιανουάριο του 2016 μέσω της βάσης δεδομένων medline, scopus, cochrane library και google scholar. οι έρευνες έπρεπε να συγκρίνουν τη μέθοδο pnf με κάποια άλλη μέθοδο παρέμβασης ή να συγκρίνουν τα αποτελέσματα των βασικών αρχών και τεχνικών της pnf μεταξύ τους για να συμπεριληφθούν στη συγκεκριμένη μελέτη. Aποτελέσματα: στη παρούσα μελέτη χρησιμοποιήθηκαν τελικά 12 έρευνες. τα αποτελέσματα έδειξαν πως οι ασκήσεις pnf είναι αρκετά αποτελεσματικές όσον αφορά τη μείωση του πόνου της οσφύς. παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση της δύναμης και της ελαστικότητας των μυών του κορμού και μείωση της ανικανότητας των ασθενών. Συμπεράσματα: η ιδιοδέκτρια νευρομυϊκή διευκόλυνση δρα αποτελεσματικά στη μείωση του χρόνιου οσφυϊκού πόνου διεγείροντας τους μηχανουποδοχείς της οσφυϊκής περιοχής (η διαταραχή των οποίων έχει συνδεθεί με την πρόκληση πόνου) μέσω της εφαρμογής διαφόρων ιδιοδεκτικών και εξωδεκτικών ερεθισμάτων και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την ενδυνάμωση των μυών του κορμού όμως απαιτείται περαιτέρω έρευνα μιας και η βιβλιογραφία σχετικά με το θέμα είναι εξαιρετικά περιορισμένη. 698 274 294 Αντιλήψεις και στάσεις εκπαιδευτικών για την αξιοποίηση των εργαλείων Web 2.0 στο πλαίσιο προγραμμάτων σχολικών δραστηριοτήτων The current study researches the perceptions of secondary education teachers regarding to the use of ICT and specifically of web 2.0 tools in the implementation of School Activities Programs (Environmental Education Program, Cultural Program, Health Education Program), focusing on the development of cooperation and communication (pupils- teachers and educators- teachers/associates). Furthermore, it attempts to capture the perceptions of teachers about those factors that play a decisive role in the successful exploitation of web 2.0 tools in a SAP and intention- expression of interest for future use of these tools. The results show that blog and social networking site stand out as the first choices during the implementation of a SAP. Their exploitation is found in most stages of implementation of a SAP. However, the exploitation of web 2.0 tools seems to be done in isolation and fragmentation, possibly without being part of a clear framework of learning goals and activities. The findings demonstrate teachers' positive attitude towards the exploitation and integration of ICT and web 2.0 tools in the educational process, in particular the implementation of a SAP and recognize the pedagogical benefits that can arise for their students and themselves, reinforcing and highlighting the concept of collaboration. Finally, it seems that studies play an important role in differentiating the perceptions of teachers. According to the findings, the acquisition of postgraduate and/ or doctoral degrees shows that it is positively related to the level of knowledge and exploitation of teachers' ICT and web 2.0 tools. Consequently, it is necessary to continuously train and update the knowledge of secondary education teachers and the pedagogical use of web 2.0 tools to respond to their multidimensional role. Η παρούσα εργασία διερευνά τις αντιλήψεις των εκπαιδευτικών Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αναφορικά με την αξιοποίηση των ΤΠΕ και ειδικότερα των web 2.0 εργαλείων στην υλοποίηση Προγραμμάτων Σχολικών Δραστηριοτήτων (Πρόγραμμα Περιβαλλοντικής Αγωγής, Πρόγραμμα Πολιτιστικών Θεμάτων, Πρόγραμμα Αγωγής Υγείας), θέτοντας στο επίκεντρο τη δυνατότητα ανάπτυξης συνεργασίας και επικοινωνίας (μαθητών- εκπαιδευτικών και εκπαιδευτικών- εκπαιδευτικών/ συνεργατών). Επιπλέον, επιχειρεί να καταγράψει τις αντιλήψεις των εκπαιδευτικών για τους παράγοντες εκείνους που εκτιμούν ότι έχουν καθοριστικό ρόλο στην επιτυχή αξιοποίηση των web 2.0 εργαλείων σε ένα Π.Σ.Δ. και την πρόθεση-εκδήλωση ενδιαφέροντος για μελλοντική αξιοποίηση των εργαλείων αυτών. Τα αποτελέσματα δείχνουν πως κατά τη διάρκεια υλοποίησης ενός Π.Σ.Δ., το ιστολόγιο και ο ιστοχώρος κοινωνικής δικτύωσης ξεχωρίζουν ως πρώτες επιλογές. Η αξιοποίησή τους εντοπίζεται στα περισσότερα στάδια υλοποίησης ενός Π.Σ.Δ. Ωστόσο, η αξιοποίηση των web 2.0 εργαλείων φαίνεται να πραγματοποιείται μεμονωμένα και αποσπασματικά, ενδεχομένως χωρίς να εντάσσονται σε ένα σαφές πλαίσιο μαθησιακών στόχων και δραστηριοτήτων και χωρίς να υπάρχει μια συνέχεια. Τα ευρήματα καταδεικνύουν τη θετική στάση των εκπαιδευτικών σχετικά με την αξιοποίηση και ενσωμάτωση των ΤΠΕ και των web 2.0 εργαλείων στην εκπαιδευτική διαδικασία και ειδικότερα στην υλοποίηση ενός Π.Σ.Δ. και αναγνωρίζουν τα παιδαγωγικά οφέλη που μπορούν να προκύψουν για τους μαθητές τους και τους ίδιους, ενισχύοντας και αναδεικνύοντας την έννοια της συνεργασίας. Τέλος, φαίνεται πως οι σπουδές διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαφοροποίηση των αντιλήψεων των εκπαιδευτικών. Σύμφωνα με τα ευρήματα, η απόκτηση μεταπτυχιακού ή/και διδακτορικού τίτλου δείχνει ότι σχετίζεται θετικά με το επίπεδο γνώσης και αξιοποίησης των ΤΠΕ και των web 2.0 εργαλείων των εκπαιδευτικών. Συνεπώς, κρίνεται αναγκαία η συνεχής επιμόρφωση και επικαιροποίηση των γνώσεων των εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ως προς την παιδαγωγική αξιοποίηση των web 2.0 εργαλείων για να ανταποκριθούν στον πολυδιάστατο ρόλο τους. 699 314 305 In this study, we examine both numerically and analytically the dynamics of dark solitons under the influence of perturbations. Our aim is the implementation of the complete perturbation theory in order to approximate dark soliton solutions of the nonlinear Schrodinger (NLS) equation in the presence of specific higher-order effects. The basic idea leans on the adiabatic approximation of the perturbation theory for solitons. According to this approach the functional soliton shape remains unchanged, but a new slow scale is introduced, with which the evolution of the soliton parameters is studied. The adiabatic approximation permits to partition the problem into two regions, the inner region and the outer region. The inner region consists of the core soliton and the shelf. On the contrary, the outer region involves the boundary conditions at infinity, namely the continuous-wave background in which the dark soliton decays off. A boundary layer is introduced in order to match the two regions. As a result, a shelf develops and propagates around the soliton, which moves with similar velocity to the background velocity. It is shown that the dynamics of dark soliton depends on the evolution of the soliton parameters. The integration of the NLS equation, is an important quality, which arises from the inverse scattering transform (1ST), and gives us relations useful to study the evolution of these parameters. These are based on the conservation laws, which arise from the IST in an algorithmic way, and result in a system of differential equations. According to this system we describe the evolution of the soliton parameters for any perturbation. Moreover, the shelf has been confirmed and described asymptotically. For specific perturbations the analytical results which are derived by the system of ODEs are in accordance with the numerical results, for both constant and slowly evolving background. This analysis is applied to a wide range of physical problems, including linear and nonlinear dissipative perturbations. Στην παρούσα εργασία, θα μελετηθούν αναλυτικά και αριθμητικά η δυναμική των σκοτεινών σολιτονίων υπό την επίδραση διαταραχών. Σκοπός μας είναι η εφαρμογή της πλήρους θεωρίας διαταραχών για να προσεγγιστούν σκοτεινές σολιτονικές λύσεις της μη γραμμικής εξίσωσης Schrodinger (NLS) υπό την επίδραση συγκεκριμένων διαταραχών. Η βασική ιδέα της μελέτης στηρίχθηκε στην αδιαβατική θεωρία διαταραχών, με βάση την οποία η συναρτησιακή μορφή του σο- λιτονίου παραμένει αμετάβλητη αλλά εισάγεται μια νέα κλίμακα, η αργή κλίμακα, στην οποία μελετάται η εξέλιξη των παραμέτρων του σολιτονίου. Η αδιαβατική θεωρία μας επιτρέπει να χωρίσουμε το πρόβλημα σε δύο περιοχές, την εσωτερική και την εξωτερική. Η εσωτερική περιοχή περιλαμβάνει το σολιτόνιο και τον πυρήνα του. Σε αντίθεση, η εξωτερική περιοχή περιλαμβάνει τις συνοριακές συνθήκες στο άπειρο, δηλαδή το συνεχές υπόβαθρο πάνω στο οποίο εδράζεται το σκοτεινό σολιτόνιο. Οι δύο περιοχές επικοινωνούν με την προσθήκη ενός οριακού στρώματος. Απόρροια του οριακού στρώματος είναι η δημιουργία και η διάδοση ενός ερμαρίου (shelf) γύρω από το σολιτόνιο, το οποίο κινείται με ταχύτητα ίση με εκείνη του συνεχούς υποβάθρου. Η δυναμική ενός σκοτεινού σολιτονίου εξαρτάται από την εξέλιξη των παραμέτρων του. Μια σημαντική ιδιότητα της εξίσωσης NLS, η ολοκληρωσιμότητα της, η οποία προκύπτει από τον μετασχηματισμό αντίστροφης σκέδασης, μας έδωσε χρήσιμα εργαλεία για τη μελέτη της εξέλιξης των παραμέτρων. Βασιστήκαμε στους διατηρητικούς νόμους, που προκύπτουν με αλγοριθμκό τρόπο από τον μετασχηματισμό αντίστροφης σκέδασης, και καταλήξαμε σε ένα σύστημα ολικών διαφορικών εξισώσεων, με βάση το οποίο περιγράψαμε πλήρως τη μεταβολή των παραμέτρων του σολιτονίου για οποιαδήποτε τυχαία διαταραχή. Ακόμη, επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη του ερμαρίου και περιγράφηκε ασυμπτωτικά. Για συγκεκριμένα παραδείγματα διαταραχών τα ασυμπτωτικά αποτελέσματα της θεωρίας συγκρίθηκαν με τα αριθμητικά αποτελέσματα. Η σύγκριση μας έδωσε την ταύτισή τους όσο για ένα σταθερό υπόβαθρο όσο και για ένα μεταβαλλόμενο. Η παρούσα ανάλυση εφαρμόζεται σε ένα ευρύ φάσμα φυσικών προβλημάτων, συμπεριλαμβανομένων γραμμικών και μη γραμμικών αναλωτικών (dissipative) διαταραχών. 700 200 213 Επαγγελματική εξουθένωση εργαζομένων σε δομές φιλοξενίας προσφύγων The aim of this research was to examine the burn out levels between Mental Health Specialists and other Specialists, who work in refugee phenomenon. It also examined the effect of gender, age, workplace, type of employment contract, work experience, marital status and psychological well being of the employees, compared to the appearance of burn out. 100 workers from various temporary refugee reception centers (refugee camps) in Greece participated in the research and they were given the following self-report questionnaires: the Mental Health Specialists were given the Maslach’s Burnout Inventory-Human Services Survey (MBI-HSS) and the rest of them the Maslach’s Burnout Inventory-General Survey (MBI-GS). Also, both groups were given the General Health Questionnaire-28 (GHQ-28). The results of the research indicated that there is no difference in burn out between Mental Health Specialists and other workers. Gender, age and works place didn’t appear to have any effect in burn out for both groups of specialists. From the other side, workers' type of employment contract and marital status were found to have an effect on the appearance of burn out for the second group. Finally, workers' experience and psychological well being were found to play an important role for both groups' burn out. Στόχος της παρούσας έρευνας, ήταν να γίνει σύγκριση των επιπέδων επαγγελματικής εξουθένωσης , ανάμεσα σε Ειδικούς Ψυχικής Υγείας και σε άλλες ειδικότητες που εργάζονται στο πεδίο του προσφυγικού. Ακόμη, εξετάστηκαν οι επιδράσεις του φύλου, της ηλικίας, του τόπου εργασίας, του είδους σύμβασης, της προϋπηρεσίας, της οικογενειακής κατάστασης και της ψυχολογικής ευημερίας των εργαζομένων σε σχέση με την εμφάνιση του burn out. Στην έρευνα συμμετείχαν 100 εργαζόμενοι από διάφορα κέντρα φιλοξενίας προσφύγων στην Ελλάδα, στους οποίους χορηγήθηκαν τα εξής ερωτηματολόγια αυτό-αναφοράς: στους Ειδικούς Ψυχικής Υγείας το Maslach’s Burnout Inventory- Human Services Survey (MBI-HSS) και στους υπόλοιπους το Maslach’s Burnout Inventory –General Survey. Επίσης, και στις δυο ομάδες επαγγελματιών χορηγήθηκε το General Health Questionnaire-28(GHQ-28). Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν πως δεν υπάρχει διαφορά στην επαγγελματική εξουθένωση ανάμεσα σε Ειδικούς Ψυχικής Υγείας και σε άλλες ειδικότητες. Το φύλο, η ηλικία και ο τόπος εργασίας δεν φάνηκε να έχουν κάποια επίδραση στην επαγγελματική εξουθένωση και για τα δυο είδη ειδικοτήτων. Από την άλλη μεριά όμως, το είδος της σύμβασης εργασίας και η οικογενειακή κατάσταση των εργαζομένων βρέθηκε πως επιδρούν στην εμφάνιση burn out για τις λοιπές ειδικότητες. Τέλος, η προϋπηρεσία και η ψυχολογική ευημερία των εργαζομένων, φάνηκε πως παίζουν σημαντικό ρόλο και στις δυο ομάδες για την εκδήλωση επαγγελματικής εξουθένωσης. 701 12 11 Οι θεσμοί ως άλλοθι: απόκλιση και αναπαραγωγή στο πανεπιστήμιο των δικτύων Institutions as a front: The reproduction of deviance in the network university 702 261 287 Migrating a data warehouse from a relational database to a document store and lessons learned Διδάγματα που αποκτήθηκαν μεταφέροντας μια αποθήκη δεδομένων από μια σχεσιακή βάση δεδομένων σε μια βάση δεδομένων εγγράφων Traditional database systems have been based on the relational model for storage. These are widely known as SQL databases named after the language they were queried by. In the last few years, however, non-relational databases have dramatically risen in popularity. These databases are commonly known as NoSQL databases, clearly marking them different from the traditional SQL databases. A big number of these databases are based on document stores which provides flexibility on schema creation and are claimed to perform better than SQL databases. Medium to big sized companies use huge amounts of structured, semi structured, and unstructured corporate data. With the availability of cheap storage, this data is stored for reporting, decision taking and other various applications. Processing such vast amount of data requires speed and flexible schemas. Document stores claim to satisfy these requirements. In this thesis we are migrating a medium sized company's SQL database to a document store, taking notes on all procedures needed and finally evaluating the performance of both databases on query execution times, using alternative hardware configurations. We used two market leading products from the same vendor, Microsoft SQL Server and Microsoft Azure Cosmos. The reason we chose Microsoft Azure Cosmos DB document store is because it is also a cloud database solution, that provides all the tools needed to deploy a datastore to the cloud. In the experimental evaluation we conducted, it has been shown that document store, does not perform better on all cases, compared to SQL database. Τα παραδοσιακά συστήματα βάσεων δεδομένων βασίζονται στο σχεσιακό μοντέλο. Είναι ευρέως γνωστά ως βάσεις δεδομένων SQL από τη γλώσσα που χρησιμοποιείται για την διαχείρισή τους. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, οι μη σχεσιακές βάσεις δεδομένων έχουν αυξηθεί δραματικά σε δημοτικότητα. Αυτές οι βάσεις δεδομένων είναι κοινώς γνωστές ως βάσεις δεδομένων NoSQL, σηματοδοτώντας σαφώς ότι είναι διαφορετικές από τις παραδοσιακές βάσεις δεδομένων SQL. Ένας μεγάλος αριθμός αυτών, χρησιμοποιεί για την αποθήκευση των δεδομένων έγγραφα (documents) τα οποία παρέχουν ευελιξία στη δημιουργία των σχημάτων της βάσης και θεωρείται πως επιτυγχάνουν καλύτερες επιδόσεις από τις βάσεις δεδομένων SQL. Εταιρείες μεσαίου έως μεγάλου μεγέθους χρησιμοποιούν τεράστιες ποσότητες, δομημένων, ημιδομημένων και αδόμητων εταιρικών δεδομένων. Με την πληθώρα χαμηλού κόστους μέσων αποθήκευσης, τα δεδομένα αυτά αποθηκεύονται και χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία αναφορών, τη λήψη αποφάσεων και πολλές άλλες εφαρμογές. Η επεξεργασία τόσο μεγάλου όγκου δεδομένων απαιτεί ταχύτητα και ευέλικτα σχήματα. Οι βάσεις δεδομένων εγγράφων θεωρείται ότι μπορούν να καλύψουν αυτές τις απαιτήσεις. Σε αυτή τη διατριβή μεταφέρουμε τα δεδομένα μιας βάσης SQL μιας εταιρείας μεσαίου μεγέθους σε μια βάση δεδομένων εγγράφων, καταγράφοντας όλα τα βήματα που απαιτούνται και αξιολογώντας την απόδοση των δύο βάσεων δεδομένων κατά την εκτέλεση ερωτημάτων αναζήτησης, χρησιμοποιώντας διαφορετικές διαμορφώσεις υλικού. Χρησιμοποιήσαμε δύο κορυφαία προϊόντα της αγοράς του ίδιου προμηθευτή, τον Microsoft SQL Server και το Microsoft Azure CosmosDB. Επιλέξαμε το Microsoft Azure CosmosDB σαν βάση δεδομένων εγγράφων, καθώς υποστηρίζει την τεχνολογία νέφους (cloud) και παρέχει όλα τα εργαλεία που απαιτούνται για την μεταφορά της βάσης στο νέφος. Στην πειραματική αξιολόγηση που διεξαγάγουμε, παρατηρείται ότι οι βάσεις δεδομένων αποθήκευσης εγγράφων, δεν αποδίδουν καλύτερα σε όλες τις περιπτώσεις, σε σύγκριση με τις βάσεις δεδομένων SQL. 703 457 468 The role of small bowel capsule endoscopy and patency capsule, in the diagnosis and monitoring of patients with inflammatory bowel diasease (IBD) Η ενδοσκόπηση με κάψουλα λεπτού εντέρου και η κάψουλα βατότητας, στη διάγνωση και παρακολούθηση των ασθενών με ιδιοπαθή φλεγμονώδη πάθηση των εντέρων (ΙΦΠΕ) Ileocolonoscopy (IC), Small Bowel Capsule Endoscopy (SBCE) and Magnetic Resonance Enterography (MRE), are essential tools in the investigation of suspected and established Crohn's disease (CD). AIM: To investigate the role, the diagnostic performance and the additional diagnostic benefit of SBCE over IC in suspected CD, to investigate the relationship of C-reactive protein (CRP), Crohn's Disease Activity Index (CDAI) and SBCE inflammation scoring index (Lewis Score, LS), as well as, to compare SBCE with MRE in CD extent evaluation, in patients with established CD. PATIENTS AND METHODS: This was a retrospective study of 91 patients withsuggestive symptoms for CD (chronic abdominal pain and/or diarrhea), as well as of 55 patients with established CD [30 patients with isolated small bowel (SB) CD (L1) and 25 patients with ileocolonic CD (L3)], who underwent SBCE as part of the diagnostic workup or for the evaluation of disease extend and activity. All patients were evaluated with colonoscopy and SBCE. Data regarding colonoscopy, SBCE, MRE, CDAI and CRP were retrieved from our academic institution patient records and were analyzed statistically. SBCE inflammation severity was evaluated with LS. RESULTS: In patients with suspected CD, the performance of IC and SBCE in CD diagnosis (SB or colonic) was: Sensitivity 81.8 and 63.6%; Specificity 77.5 and 92.5%; Positive Predictive Value (PPV) 33.3 and 53.85%; Negative Predictive Value (NPV) 96.9% and 94.9%; Area under the receiver operating characteristic curve (AUC) 0.797 and 0.781, respectively. In patients with established CD, SBCE identified significant mucosal inflammation, in 9 out of 15 (60.0%) L1 patients [mean (SD) LS: 1599 (1380)] and in 8 out of 11 (72.7%) L3 patients, who were in both clinical and biochemical remission. In L1 patients, the correlation of CDAI and CRP with LS was: r=0.317, p=0.088 and r=0.516, p=0.004, respectively. The diagnostic performance of CDAI and CRP inpredicting endoscopic inflammatory activity was: Sensitivity 23.8 and 52.4%; Specificity 100 and 66.7%; PPV 100 and 78.6%; NPV 36.0 and 37.5%; AUC 0.70 and 0.69, respectively. Seventeen patients with established CD underwent both MRE and SBCE. In 2 patients SBCE identified inflammation of the proximal SB, which was undetected by MRE and revealed the true extent of disease in 9 out of the aforementioned 55 patients with established CD. CONCLUSION: In patients with nonspecific, but suggestive symptoms for CD, SBCE offered additional information regarding inflammatory activity and disease extent. However, the additional diagnostic benefit in patients with sufficient terminal ileum visualization during colonoscopy, was little. Both CDAI and CRP ability to predict endoscopic activity was limited. MRE and SBCE demonstrated similar performance in disease extent evaluation, however SBCE performed better in the identification of proximal CD. Η ειλεοκολοσκόπηση (ΕΚ), η ενδοσκόπηση με ασύρματη κάψουλα λεπτού εντέρου (ΚΛΕ) και η Μαγνητική Εντερογραφία (MRE), αποτελούν σημαντικά εργαλεία στην διερεύνηση της ύποπτης και της γνωστής νόσου Crohn (CD). ΣΚΟΠΟΣ: Η διερεύνηση του ρόλου, της διαγνωστικής απόδοσης και του πρόσθετου διαγνωστικού οφέλους της ΚΛΕ σε σχέση με την ΕΚ στην ύποπτη CD, όπως και ηδιερεύνηση της σχέσης της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP) και του Crohn’s Disease Activity Index (CDAI) με το Lewis Score (LS) και η σύγκριση των ευρημάτων της ΚΛΕ με την MRE στην αξιολόγηση της έκτασης της νόσου, σε ασθενείς με γνωστή CD. ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ: Αναδρομική μελέτη 91 ασθενών με ύποπτη CD και 55 ασθενών με γνωστή CD [30 ασθενείς με νόσο λεπτού εντέρου (L1) και 25 ασθενείς με ειλεοκολική εντόπιση (L3)], οι οποίοι υποβλήθηκαν σε ΚΛΕ στα πλαίσια του διαγνωστικού ελέγχου ή της διερεύνησης της έκτασης, εντόπισης και δραστηριότητας της νόσου. Όλοι οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε κολοσκόπηση και ΚΛΕ. Η ενδοσκοπική φλεγμονώδης δραστηριότητα, αξιολογήθηκε με το LS. Δεδομένα σχετικά με τα ευρήματα της κολοσκόπησης, της MRE, της SBCE, του CDAI και της CRP ανακτήθηκαν από τα αρχεία των ασθενών και αναλύθηκαν στατιστικά. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Στους ασθενείς με ύποπτη CD, η διαγνωστική απόδοση των ΕΚ και ΚΛΕ ήταν: Ευαισθησία 81.8 και 63.6%; Ειδικότητα 77.5 και 92.5%, Θετική Προγνωστική Αξία (PPV) 33.3 και 53.85%; Αρνητική Προγνωστική Αξία (NPV) 96.9 και 94.9%; AUC 0.797 και 0.781, αντίστοιχα. Στους ασθενείς με γνωστή CD και κλινικοεργαστηριακή ύφεση, η ΚΛΕ ανέδειξεσημαντική φλεγμονή του βλεννογόνου, σε 9 από τους 15 (60.0%) ασθενείς με νόσο L1, [μέση (SD) LS: 1599 (1380)] και σε 8 από τους 11 (72.7%) ασθενείς με νόσο L3. Στους ασθενείς με νόσο L1, η συσχέτιση των CDAI και CRP με το LS ήταν: r=0.317, p=0.088 και r=0.516, p=0.004, αντίστοιχα.Η διαγνωστική απόδοση των CDAI και CRP στην πρόβλεψη της ενδοσκοπικής δραστηριότητας ήταν: Ευαισθησία 23.8 και 52.4%; Ειδικότητα 100 και 66.7%; PPV 100 και 78.6%; NPV 36.0 και 37.5%; AUROC 0.70 και 0.69, αντίστοιχα. Δεκαεπτά ασθενείς με γνωστή CD υπεβλήθησαν σε MRE και ΚΛΕ.Σε 2 ασθενείς η ΚΛΕ ανέδειξε φλεγμονή εγγύτερα του τελικού ειλεού η οποία δεν εντοπίστηκε με την MRE, ενώ αποκάλυψε την πραγματική έκταση της νόσου σε 9 από τους 55 ασθενείς με γνωστή CD. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Σε ασθενείς με μη ειδική, αλλά ύποπτη συμπτωματολογία για CD, η ΚΛΕ παρείχε πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με την φλεγμονώδη δραστηριότητα και την έκταση της νόσου. Ωστόσο, το πρόσθετο διαγνωστικό όφελος από την διερεύνηση με ΚΛΕ στους ασθενείς που υποβλήθηκαν σε κολοσκόπηση με απεικόνιση του τελικού ειλεού, ήταν μικρό. Η ικανότητα των CDAI και CRP να προβλέψουν την ενδοσκοπική δραστηριότητα ήταν περιορισμένη. Η ΚΛΕ εμφάνισε καλύτερη απόδοση συγκριτικά με την MRE όσον αφορά στην αναγνώριση της φλεγμονώδους δραστηριότητας εγγύτερα του τελικού ειλεού. 704 100 94 Fostering the development of multiplicative thinking in preschool children Υποστηρίζοντας την ανάπτυξη της πολλαπλασιαστικής σκέψης των νηπίω This paper reports on an empirical investigation on multiplicative thinking in preschool students. The set of tasks designed focuses on introducing the students to the mathematical terminology needed to verbally express themselves when solving problems involving equipartiotioning, counting with different units and unit iteration which are considered fundamental in evolving students‟ multiplicative thinking. This observational study was conducted on a group of 4 preschool students. All the tasks were designed based on the students‟ abilities and contributed to the development of their performance and validity of explanations on the specific tasks. Στην εργασία αυτή διερευνούμε τη δυνατότητα υποστήριξης της πολλαπλασιαστικής σκέψης των παιδιών πρωτοσχολικής ηλικίας. Σχεδιάσαμε μια παρέμβαση βασισμένη στην παροχή γλωσσικών εργαλείων για την έκφραση πολλαπλασιαστικών σχέσεων και την επίλυση προβλημάτων με ισομερισμό, μέτρηση με διαφορετικές μονάδες και επανάληψη ποσότητας, ενέργειες που θεωρούνται θεμελιώδεις για την ανάπτυξη της πολλαπλασιαστικής σκέψης. Η παρέμβαση δοκιμάστηκε με μια μελέτη περίπτωσης με ημι-πειραματικό σχεδιασμό σε μία ομάδα τεσσάρων νηπίων. Η παρέμβαση ήταν στο πλαίσιο των δυνατοτήτων των παιδιών και προκάλεσε βελτιώσεις στην επίδοσή τους και στην ποιότητα των εξηγήσεών τους. 705 215 248 Efficient retrieval in main memory is becoming increasingly important in modern applications that manage huge amounts of data (e.g. IoT and social network data). This is especially relevant for key-value stores which handle numerous key-value pairs which should be accessed in nanoseconds. In this thesis, we introduce POT (Performance Optimized Tree), a novel hybrid tree, combining bucketing with data prefixes. We design a tree, which supports fast search operations. The tree consists of levels depending on segments of the data representation called prefixes and the leaf nodes point to ranges of the indexed data values, called buckets. We construct the tree so that we can hop through its levels without comparisons and then use binary search for the last mile accuracy. Our tree can easily adapt to any type of data and data distribution as we consider the binary representation of the indexed values. The layout of each node is carefully constructed for compactness and fast search. POT supports point and range queries. We evaluate the performance of the tree on two real and one synthetic dataset and compare the results with other popular index structures. Our results indicate that our approach can perform much better than existing techniques. We also study the problem of tuning the index, depending on the data size and distribution. Η αποδοτική ανάκτηση στην κύρια μνήμη καθίσταται όλο και πιο σημαντική στις σύγχρονες εφαρμογές που διαχειρίζονται τεράστιους όγκους δεδομένων (π.χ. δεδο- μένα IoT και κοινωνικών δικτύων). Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για αποθήκες δεδομένων κλειδιών-τιμών που χειρίζονται πολλά ζεύγη κλειδιών-τιμών τα οποία θα πρέπει να προσφέρουν πρόσβαση σε νανοδευτερόλεπτα. Σε αυτή τη διατριβή, παρουσιάζουμε το POT (Performance Optimized Tree), ένα νέο υβριδικό δέντρο, που συνδυάζει το bucketing με τα προθέματα δεδομένων. Σχεδιάζουμε ένα δέντρο το οποίο υποστηρίζει λειτουργίες γρήγορης αναζήτησης. Το δέντρο αποτελείται από επίπεδα που εξαρτώνται από τα τμήματα της ανα- παράστασης δεδομένων τα οποία ονομάζονται προθέματα και οι κόμβοι φύλλων υποδεικνύουν εύρη τιμών των ευρεθέντων δεδομένων, που ονομάζονται “κάδοι“ δε- δομένων. Κατασκευάζουμε το δέντρο έτσι ώστε να μπορούμε να προσπελάσουμε τα επίπεδα του δέντρου χωρίς συγκρίσεις και στη συνέχεια να χρησιμοποιήσουμε δυαδική αναζήτηση για να καταλήξουμε με ακρίβεια στην τιμή που αναζητάμε. Το δέντρο μας μπορεί εύκολα να προσαρμοστεί σε οποιοδήποτε τύπο δεδομένων και κατανομή δεδομένων, καθώς χρησιμοποιεί τη δυαδική αναπαράσταση των κλει- διών αναζήτησης. Οι κόμβοι του δέντρου είναι προσεκτικά κατασκευασμένοι ώστε να είναι συμπαγείς και να υποστηρίζουν γρήγορη αναζήτηση. Το POT υποστηρίζει ερωτήματα σημείων και εύρους. Αξιολογούμε την απόδοση του δέντρου σε ένα συνθετικό και δύο πραγματικά σύνολα δεδομένων και τη συγκρίνουμε με τις αποδόσεις άλλων δημοφιλών δομών ευρετηρίου. Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι η προσέγγισή μας μπορεί να απο- δώσει πολύ καλύτερα από τις υπάρχουσες τεχνικές. Επίσης, μελετάμε το πρόβλημα της προσαρμογής της δομής ευρετηρίου, ανάλογα με το μέγεθος και τη κατανομή των δεδομένων. 706 519 507 Psychometric properties of the greek version of Zuckerman-Kulhman Personality Questionnaire (ZKPQ) and its ability to predict the outcome of substitution therapy in Greece Μελέτη των ψυχομετρικών χαρακτηριστικών της ελληνικής έκδοσης του ερωτηματολογίου Zuckerman- Kuhlman Personality Questionnaire (ZKPQ) και της ικανότητάς του να προβλέπει την έκβαση της θεραπείας υποκατάστασης στην Ελλάδα The purpose of this research is the study of psychometric properties of the Greek version of the Zuckerman-Kuhlman Personality Questionnaire (ZKPQ), the study of patients’ progress of Substitution Treatment over a period of 4 years and the identification of the patients’ traits that could put them at risk of premature interruption of the methadone maintenance treatment. ZKPQ was translated into Greek and was administered to 1,462 participants (475 healthy participants, 619 medical patients, 177 psychiatric patients and 191 opiate addicts). Confirmatory and exploratory factor analyses were performed. SCL-90-R and HDHQ were administered to test criterion validity.The study of opioid addicts’ progress was held at the 4th Substitution Unit in Athens and 197 patients participated by completing the aforementioned questionnaires, as well as the DSQ and MMPI- Ego Strength. Furthermore, they answered the questions of EuropASI. In the follow up study, four years after the base-line 137 patients participated by completing the SCL-90-R and answering the EuropASI questions. The statistical analysis was carried out through parametric tests of the mean values, the testing of independence of categorical variables and multifactorial logistic regression analyses. The analyses of the psychometric properties of the Greek version of ZKPQ identified five factors corresponding to the original version’s respective factors. Retest reliabilities were acceptable (rli’s:0.79-0.89) and internal consistency was adequate for all factors, higher for Neuroticism-Anxiety (0.87) and lower for Sociability (0.64). Opiate addicts exhibited higher rates on Impulsive Sensation Seeking compared to healthy participants. Neuroticism-Anxiety (p<0.001) and Impulsive Sensation Seeking (p<0.001) were significantly associated with psychological distress and Aggression-Hostility was the most powerful correlate of Total Hostility (p<0.001), and Neuroticism-Anxiety was the stronger correlate of Introverted Hostility (p<0.001), further supporting the instrument’s concurrent validity.The Multifactorial Logistic Regression Analysis for the prediction of Program Retention showed that those who live alone (p=0.038), those that use alcohol (p=0.027) and Sociability of ZKPQ (p=0.035) affect in a negative way the probability of retention. Retention is positively affected by Activity of ZKPQ (p=0.001), Moral Attitude of the MMPI (p=0.025) and Interpersonal Sensitivity of the SCL-90-R (p=0.022). The model interprets the 31% of the variability of the dependent variable and the variables studied here affect significantly the prognosis of Program Retention (p=0.001). Four years after the first evaluation, the retention rates of the Program are quite high (79.2%) and there is a statistically important improvement in all the psychopathological symptoms, except for Depression and Phobic Anxiety. Moreover, there is a decrease of days of heroin use (p<0.001). Women reduce the heroin use more (p=0.002), those patients of lower education (p=0.043) as well as those who show improvement in General Symptom Index of the SCL-90-R (p=0.034). Present findings support the applicability of the Greek version of ZKPQ within the Greek population. The results of the present research intensify the need for evaluation of both the personality traits and the psychopathological symptoms during the entry of patients at the Substitution Programs so to prevent the risk of interruption of their treatment and ensure their good progress in it. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η μελέτη των ψυχομετρικών χαρακτηριστικών της Ελληνικής Έκδοσης του Ερωτηματολογίου Zuckerman-Kulhman Personality Questionnaire (ZKPQ), η μελέτη της πορείας των ασθενών Υποκατάστασης σε βάθος 4ετίας και η ταυτοποίηση των χαρακτηριστικών των ασθενών που είναι δυνατό να τους θέσουν σε μεγαλύτερο κίνδυνο πρώιμης διακοπής της θεραπείας συντήρησης με μεθαδόνη. Το ZKPQ μεταφράστηκε και χορηγήθηκε σε 1.462 ερωτώμενους (475 υγιείς, 619 ασθενείς, 177 ψυχιατρικοί ασθενείς και 191 εξαρτημένοι από οπιοειδή). Εφαρμόστηκαν επιβεβαιωτικές και διερευνητικές παραγοντικές αναλύσεις. Χρησιμοποιήθηκαν οι κλίμακες SCL-90-R και HDHQ προκειμένου να ελεγχθεί η εγκυρότητα κριτηρίου του ερωτηματολογίου. Η μελέτη της πορείας των εξαρτημένων από οπιοειδή πραγματοποιήθηκε στη Δ΄ Μονάδα Υποκατάστασης της Αθήνας και συμμετείχαν 197 ασθενείς συμπληρώνοντας τα ερωτηματολόγια που αναφέρθηκαν καθώς επίσης τις κλίμακες DSQ και MMPI- Ego Strength. Επιπλέον απάντησαν στις ερωτήσεις της συνέντευξης του EuropASI. Στην επανεκτίμηση συμμετείχαν 137 ασθενείς του αρχικού δείγματος συμπληρώνοντας την κλίμακα SCL-90-R και απαντώντας στις ερωτήσεις του EuropASI. Η στατιστική ανάλυση πραγματοποιήθηκε μέσω παραμετρικών ελέγχων των μέσων τιμών, τον έλεγχο ανεξαρτησίας κατηγορικών μεταβλητών και πολυπαραγοντικών αναλύσεων λογιστικής παλινδρόμησης.Η ανάλυση των δεδομένων της στάθμισης έδειξε ότι αναγνωρίστηκαν πέντε παράγοντες όπως στην αρχική έκδοση. Η αξιοπιστία των επαναληπτικών μετρήσεων ήταν αποδεκτή (rli’s:0.79-0.89) και η εσωτερική εγκυρότητα ήταν επαρκής για όλες τις κλίμακες με υψηλότερα για το Νευρωτισμό-Άγχος (0.87) και χαμηλότερα για την Κοινωνικότητα (0.64). Οι εξαρτημένοι από οπιοειδή επέδειξαν υψηλότερες τιμές στην Παρορμητική Αναζήτηση της Ευχαρίστησης συγκριτικά με τους υγιείς. Ο Νευρωτισμός-Άγχος (p<0.001) και η Παρορμητική Αναζήτηση της Ευχαρίστησης (p<0.001) σχετίζονταν σημαντικά με την ψυχολογική δυσφορία, η Επιθετικότητα-Εχθρότητα ήταν ο πιο ισχυρός συντελεστής συσχέτισης με την Συνολική Εχθρότητα (p<0.001), και ο Νευρωτισμός-Άγχος ήταν ο δυνατότερος παράγοντας συσχέτισης της Ενδοστρεφούς Εχθρότητας (p<0.001), στηρίζοντας περεταίρω την συγκλίνουσα εγκυρότητα του εργαλείου. Η Πολυπαραγοντική Ανάλυση Λογιστικής Παλινδρόμησης για την πρόβλεψη της Παραμονής στο Πρόγραμμα έδειξε ότι όσοι μένουν μόνοι (p=0.038), όσοι κάνουν χρήση αλκοόλ (p=0.027) και η Κοινωνικότητα του ZKPQ (p=0.035) επηρεάζουν αρνητικά την πιθανότητα παραμονής. Θετικά επηρεάζεται από την Ενεργητικότητα του ZKPQ (p=0.001), τη Στάση απέναντι στην Ηθική του MMPI (p=0.025) και τη Διαπροσωπική Ευαισθησία της SCL-90-R (p=0.022). Συνολικά το μοντέλο ερμηνεύει το 31% της μεταβλητότητας της εξαρτημένης μεταβλητής και οι μεταβλητές που μελετώνται συμβάλλουν σημαντικά στην πρόγνωσης της Παραμονής στο Πρόγραμμα (p=0.001).Τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη εκτίμηση τα ποσοστά συγκράτησης στο Πρόγραμμα είναι υψηλά (79,2%) και υπάρχει βελτίωση σε όλα τα ψυχοπαθολογικά συμπτώματα εκτός από την Κατάθλιψη και το Φοβικό Άγχος. Επίσης, υπάρχει μείωση των ημερών χρήσης ηρωίνης (p<0.001). Μεγαλύτερη αλλαγή στη χρήση ηρωίνης παρουσιάζουν οι γυναίκες (p=0.002), οι λιγότερο μορφωμένοι (p=0.043) καθώς και όσοι παρουσιάζουν βελτίωση στο Γενικό Δείκτη ψυχοπαθολογίας της SCL-90-R (p=0.034).Τα αποτελέσματα της στάθμισης έδειξαν ότι η Ελληνική έκδοση του ZKPQ μοιράζεται παρόμοια χαρακτηριστικά με εκείνα της αρχικής έκδοσης. Τα αποτελέσματα της έρευνας ενισχύουν την ανάγκη εκτίμησης χαρακτηριστικών προσωπικότητας και στοιχείων ψυχοπαθολογίας κατά την εισαγωγή των ασθενών στα Προγράμματα Υποκατάστασης, ώστε να προλαμβάνεται τόσο ο κίνδυνος διακοπής όσο και να εξασφαλίζεται η καλή πορεία του ασθενή σε αυτό. 707 613 609 Exploring the action of immunological effector IFNγ in the biology of neuronal cells and the interaction of CIITA and KLF4 transcription factors during regulation of MHC class II gene expression Διερεύνηση της επίδρασης του ανοσολογικού τελεστή IFNγ στη βιολογία των νευρικών κυττάρων και της αλληλεπίδρασης των μεταγραφικών παραγόντων CIITA και KLF4 στη ρύθμιση της έκφρασης των γονιδίων του συμπλέγματος MHC class II n recent years, a multifaceted synergy between the nervous and the immune systems has emerged. This synergy is accomplished by mechanisms that have not been fully elucidated. It is well known that all processes that are integral to adult neurogenesis (proliferation, differentiation, cell migration) are influenced by immunological effectors, for example interferon-gamma (IFNγ). However, the way by which these two systems interact remains a fascinating unanswered question. The aim of this dissertation was to investigate the impact of IFNγ, a pleiotropic cytokine of the immune system, in neuronal cell biology.The results of this study demonstrated an explicit influence of IFNγ in key properties of neural cells, such as proliferation and differentiation. Using as models human neuroblastoma cell lines we observed that IFNγ reduces the proliferation of the cells by delaying their progression through the S phase of the cell cycle, and at the same time it promotes the onset of early neuronal differentiation markers. Its continuous presence alters the program of retinoic acid (RA)-induced neuronal differentiation and modifies the response of the cells to neurotrophic factors. The neuroblastoma is characterized by high cellular heterogeneity that is systematically used in clinical practice to classify the stages of the disease. There are at least three different cell types present, which are characterized by their ability to interconvert from one type to another with mechanisms which are not yet known (trans- differentiation). We found that IFNγ favors the differentiation of N-type cells, which constitute the tumorigenic population of neuroblastoma, into S-type cells. As a result, the enrichment with S-type cells reduces the ability of the treated cells to form tumors after injection in mice, indicating that IFNγ may enhance the therapeutic effects of RA by promoting the trans-differentiation toward a non-tumorigenic lineage. We also studied the influence of IFNγ in the biology of normal neural progenitor cells isolated from rat hippocampus. The presence of IFNγ resulted in decreased multipotency and accelerated differentiation towards the neuronal lineage whereas the differentiation to glial lineages was not affected.By analyzing the actions of IFNγ in the neuroblastoma cells we found that in addition to altering the cell type composition as well as their cell fate, this cytokinewas also capable to induce the expression of CIITA, the master regulator of the MHC class II genes as well as that of KLF4, a factor with a critical role in many cellular processes, from proliferation and differentiation to tissue homeostasis, inflammation and oncogenesis. We therefore explored for the first time, the potential interplay of these two transcription factors that are concomitantly induced by IFNγ in the neuronal milieu. In particular, we questioned whether the increase of KLF4 by IFNγ contributes to the induction of MHC class II gene expression. We discovered that KLF4 indeed affects the transactivation potential of CIITA, thereby increasing the expression of MHC II molecules in the neural cell environment. This effect is accompanied by cell type-specific changes in the mobility of CIITA in the nucleus as revealed by FRAP experiments, as well as in the stability of the protein through the proteasome pathway. We further showed that these alterations are caused by the direct interaction of KLF4 with the CIITA amino acid residues 174-330. Interestingly, in a recent report, that coincided with the completion of this dissertation, it was shown that the N-terminal domain of CIITA plays an important role in the rapid turnover of the protein, which is directly linked to its transactivation properties, by favoring a more efficient interaction with the components of the basal transcription machinery. Τα τελευταία χρόνια αναδεικνύεται μια πολυεπίπεδη συνέργεια μεταξύ νευρικού και ανοσοποιητικού συστήματος. Η συνέργεια αυτή, πραγματοποιείται μέσω μηχανισμών, οι οποίοι δεν έχουν αποσαφηνιστεί πλήρως. Είναι γνωστό ότι όλες οι διαδικασίες, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία της ενήλικης νευρογένεσης (πολλαπλασιασμός, διαφοροποίηση, κυτταρική μετανάστευση) επηρεάζονται από ανοσολογικούς τελεστές, όπως για παράδειγμα η ιντερφερόνη-γ (IFNγ). Ωστόσο ο τρόπος με τον οποίο τα δύο αυτά συστήματα αλληλεπιδρούν παραμένει ένα συναρπαστικό αναπάντητο ερώτημα. Στόχο της παρούσας διατριβής αποτέλεσε η μελέτη της επίδρασης της IFNγ, μιας πλειοτροπικής κυτταροκίνης του ανοσοποιητικού συστήματος, στη βιολογία νευρικών κυττάρων.Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης υπέδειξαν σαφή εμπλοκή της IFNγ, στις σημαντικές βιολογικές διεργασίες των νευρικών κυττάρων, τον πολλαπλασιασμό και τη διαφοροποίηση. Χρησιμοποιώντας ένα παθοφυσιολογικό νευρικό κυτταρικό μοντέλο, κύτταρα ανθρώπινου νευροβλαστώματος, παρατηρήσαμε ότι η IFNγ επιδρά στον πολλαπλασιασμό των κυττάρων, καθυστερώντας τη διέλευσή τους απο τη φάση S του κυτταρικού κύκλου και παράλληλα προωθεί την εμφάνιση πρώιμων δεικτών νευρικής διαφοροποίησης. Η συνεχής παρουσία της, τροποποιεί το πρόγραμμα διαφοροποίησης που επάγεται από το ρετινοϊκό οξύ, (RA) και αλλάζει την απόκριση των κυττάρων στους νευροτροφικούς παράγοντες. Οι αλλαγές αυτές συνοδεύονται από την προοδευτική εμφάνιση, ενός νέου πληθυσμού κυττάρων που διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά του κυτταρικού πληθυσμού S του νευροβλαστώματος. Το νευροβλάστωμα χαρακτηρίζεται από κυτταρική ετερογένεια η οποία χρησιμοποιείται συστηματικά στην κλινική πρακτική για την κατηγοριοποίηση των σταδίων της νόσου. Συναντώνται τουλάχιστον τρείς διαφορετικοί τύποι κυττάρων, ένα από τα χαρακτηριστικά των οποίων είναι η ικανότητά τους να αλληλομετατρέπονται από τον ένα τύπο στον άλλο με μηχανισμούς που δεν είναι γνωστοί (δια- διαφοροποίηση). Βρήκαμε ότι η η IFNγ επάγει τη δια-διαφοροποίηση των κυττάρων τύπου Ν τα οποία συνιστούν τον ογκογόνο πληθυσμό του νευροβλαστώματος, σε κύτταρα τύπου S. Ο εμπλουτισμός του πληθυσμού με κύτταρα τύπου S, μειώνει την ικανότητά του να σχηματίζει όγκους μετά από ένεση σε ποντίκια, υποδεικνύοντας ότι η IFNγ μπορεί να ενισχύει τη «θερεαπευτική» δράση του RA, προωθώντας την διαφοροποίηση προς μια μη-ογκογονική γενεαλογία.Μελετήσαμε επίσης την επίδραση της IFNγ, στη βιολογία φυσιολογικών νευρικών κυττάρων, απομονωμένων απο ιππόκαμπο αρουραίου. Παρατηρήσαμε μείωση του δυναμικού πολυδυναμίας και επιτάχυνση του πρόγραμματος διαφοροποίησης προς τη νευρική μοίρα. Αντίθετα η διαφοροποίηση των κυττάρων προς τη γλοιακή μοίρα δεν επηρεάστηκε.Αναλύοντας τη δράση της IFNγ στα νευροβλαστωματικά κύτταρα, διαπιστώσαμε ότι παράλληλα με την αλλαγή στη σύσταση του κυτταρικού πληθυσμού και την κυτταρική μοίρα, αυτή η κυτταροκίνη επάγει τον CIITA οδηγώντας σε μια δραματική αύξηση της έκφρασης των γονιδίων MHCII, αλλά και την έκφραση του KLF4, ενός παράγοντα καθοριστικής σημασίας για πολλές κυτταρικές διεργασίες από τον πολλαπλασιασμό και τη διαφοροποίηση μέχρι την ομοιόσταση των ιστών, τη φλεγμονή και την ογκογένεση. Έτσι, διερευνήσαμε για πρώτη φορά, την αλληλεπίδραση αυτών των δύο μεταγραφικών παραγόντων που επάγονται ταυτόχρονα από IFNγ στο νευρικό περιβάλλον. Αναρωτηθήκαμε ειδικότερα, κατά πόσον η επαγωγή του KLF4 από την IFNγ, συμβάλλει στην επαγωγή της έκφρασης των γονιδίων MHCΙΙ. Διαπιστώσαμε ότι ο KLF4 επηρεάζει το μεταγραφικό δυναμικό του CIITA οδηγώντας σε αύξηση της έκφρασης των μορίων του συμπλέγματος MHC II στο νευρικό περιβάλλον. Η δράση αυτή συνοδεύεται από αλλαγές στην κινητικότητα του CIITA στον πυρήνα, όπως είδαμε με πειράματα FRAP, αλλά και στην σταθερότητα της πρωτεΐνης μέσω της δράσης του πρωτεασώματος, και μάλιστα με έναν κυτταρο-ειδικό τρόπο. Βρήκαμε ότι οι μεταβολές αυτές προκαλούνται μέσω της άμεσης αλληλεπίδρασης του KLF4, με τα αμινοξικά κατάλοιπα 174-330 του CIITA. Σε μια αναφορά που συνέπεσε με την ολοκλήρωση της διατριβής δείχθηκε ότι το αμινο-τελικό άκρο του CIITA είναι πολύ σημαντικό για την γρήγορη αποικοδόμηση της πρωτεΐνης, η οποία συνδέεται άμεσα με το μεταγραφικό του δυναμικό, ευνοώντας την αποτελεσματικότερη αλληλεπίδραση με τη βασική μεταγραφική μηχανή. 708 327 314 The use of natural herbal products as modulators of the ligands of the peroxisome proliferator - activated-receptors (PPARs) and their effect in the metabolic syndrome Η χρήση των φυσικών φυτικών προϊόντων ως ρυθμιστές των συνδετών του ενεργοποιημένου υποδοχέα, που επάγει τον πολλαπλασιασμό των υπεροξεισωμάτων (PPARs-peroxisome proliferator- activated receptors) και η επίδραση τους στο μεταβολικό σύνδρομο Metabolic syndrome is an important matter for the public health, it is the name of a group of risk factors which elevate the possibility for cardiovascular diseases and diabetes whilst it is mentioned as disorder of biochemical processes involved in energy use and storage by the organism. The two basic approaches for the regulation of the metabolic syndrome is the amelioration of life style (reduce of daily calorie intake combined with increase in daily physical activities), and the other approach is pharmacological intervention. This particular matter is a result of bibliographical research of modulators which affect the peroxisome-proliferate-activated- receptor (PPAR), with final target the improvement of the effects of the metabolic syndrome. PPAR receptors are involved in the regulation of metabolic homeostasis a fact that makes them an interesting pharmacological target. PPARs induce or suppress the transcription of a great number of different genes related to the regulation of glucose, lipid and cholesterol metabolism (possible therapy for diabetes, dyslipidemia, obesity and hypertension, which are basic factors for the metabolic syndrome).In particular, emphasis is given in the natural modulators of the PPARs. Natural products appear to have a wide variety of chemical compounds and from an evolutional aspect they are improved in order to execute diverse biological roles, this fact makes them an excellent field for the discovery of new drugs. The traditional use of herbal preparations might indicate the correlation between pharmacological effect and useful compound. Research has been made for the discovery of potent natural products which were used in traditional medicinal drugs and from the daily diet. This approach is very appealing thanks to the fact that the activation of PPAR receptor can be accompliced through the daily diet or with simple dietary supplements whilst some of the activators are spices and herbs used in culinary activities or as decoctions. Το μεταβολικό σύνδρομο αποτελεί ένα σημαντικό ζήτημα για την δημόσια υγεία, είναι το όνομα μιας ομάδας παραγόντων κινδύνου που αυξάνει την πιθανότητα για καρδιακές παθήσεις και διαβήτη ενώ αναφέρεται σαν διαταραχή των βιοχημικών διεργασιών που εμπλέκονται στην χρήση και αποταμίευση ενέργειας από τον οργανισμό. Οι δύο βασικές προσεγγίσεις για τη ρύθμιση του μεταβολικού συνδρόμου είναι η βελτίωση του τρόπου ζωής (μείωση των προσλαμβανόμενων θερμίδων και αύξηση φυσικής δραστηριότητας), και η άλλη προσέγγιση είναι η φαρμακευτική παρέμβαση. Το συγκεκριμένο θέμα αποτελεί μια βιβλιογραφική αναζήτηση των ρυθμιστών που επηρεάζουν τον ενεργοποιημένο υποδοχέα, που επάγει τον πολλαπλασιασμό των υπεροξεισωμάτων (PPAR) με στόχο την βελτίωση των συμπτωμάτων του μεταβολικού συνδρόμου. Οι PPAR υποδοχείς εμπλέκονται στη ρύθμιση της μεταβολικής ομοιόστασης αποτελώντας έναν ενδιαφέρον φαρμακολογικό στόχο. Οι PPARs επάγουν ή καταστέλλουν τη μεταγραφή μεγάλου αριθμού διαφορετικών γονιδίων που σχετίζονται με την ρύθμιση του μεταβολισμού της γλυκόζης, των λιπιδίων και της χοληστερόλης (υποσχόμενη θεραπεία διαβήτη, δυσλιπιδαιμίας, παχυσαρκίας και υπέρτασης οι οποίοι αποτελούν βασικά κριτήρια του μεταβολικού συνδρόμου). Ειδικότερα, δίνεται έμφαση στους φυσικούς φυτικούς ρυθμιστές των PPARs. Τα φυσικά προϊόντα παρουσιάζουν ποικιλομορφία από πλευρά χημικών στοιχείων και εξελικτικά έχουν βελτιωθεί για να εκτελούν διαφορετικούς βιολογικούς ρόλους γεγονός που τα χαρακτηρίζει σαν μια ιδανική πηγή για την ανακάλυψη νέων φαρμάκων. Η παραδοσιακή χρήση φυτικών παρασκευασμάτων μπορεί να υποδείξει την συσχέτιση του φαρμακολογικού αποτελέσματος και του χρήσιμου συστατικού. Έρευνα έχει γίνει για να ανακαλυφθεί το δυναμικό φυσικών προϊόντων που πηγάζουν από φάρμακα που χρησιμοποιούνταν κατά την παράδοση (φαρμακευτικά φυτά) και μέσα από την διατροφή. Αυτή η προσέγγιση είναι θελκτική εξαιτίας του γεγονότος πως μπορεί να γίνει ενεργοποίηση του υποδοχέα μέσα από την καθημερινή διατροφή ή με απλά συμπληρώματα διατροφής καθώς αρκετοί από αυτούς τους αγωνιστές είναι μπαχαρικά που χρησιμοποιούνται στην μαγειρική και σαν αφεψήματα. 709 154 131 In this dissertation we deal with problems related to the efficient domination set in graphs: Given a graph G=(V,E), where V is the set of vertices and E is the set of edges, we are interested in finding that set of vertices D of the graph G with the property that every vertex of the graph G is dominated by exactly one vertex of the set D. We concentrate on algorithms and the complexity of the problem that can be found in the modern literature. Our interest is focused on classes of graphs where the problem remains NP-hard or admits a polynomial algorithm for its solution. We present reductions for the difficulty of the problem and simultaneously study algorithms and the general methodology that have been developed for its solution. We are mainly interested in classes of graphs that are characterised by the absence of an induced subgraph H, for every given graph H. Στην διατριβή αυτή ασχολούμαστε με προβλήματα σχετικά με το Αποτελεσματικό Κυρίαρχο σύνολο σε γραφήματα: Δοθέντος ενός γραφήματος G=(V,E), όπου V είναι το σύνολο των κορυφών και E το σύνολο των ακμών, μας ενδιαφέρει να βρούμε εκείνο το σύνολο κορυφών D με την ιδιότητα ότι κάθε κορυφή του γραφήματος G να κυριαρχείται από μία ακριβώς κορυφή του συνόλου D. Επικεντρωνόμαστε στους αλγορίθμους και στη πολυπλοκότητα του προβλήματος που υπάρχουν στην σύγχρονη βιβλιογραφία. Εστιάζουμε το ενδιαφέρον μας σε κλάσεις γραφημάτων όπου το πρόβλημα είτε παραμένει NP-δύσκολο είτε επιδέχεται πολυωνυμικό αλγόριθμο για την επιλυσή του. Παρουσιάζουμε αναγωγές για την δυσκολία του προβλήματος και ταυτόχρονα μελετάμε αλγορίθμους και τη γενικότερη μεθοδολογία που έχει αναπτυχθεί για την επιλυσή του. Κυρίως μας ενδιαφέρουν κλάσεις γραφημάτων που χαρακτηρίζονται από την απουσία επαγώμενου υπογραφήματος H, για δεδομένο γράφημα H. 710 214 231 Burnout syndrome in nurses and its consequences in physical and mental health Το σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης των νοσηλευτών και ο αντίκτυπος στη σωματική και ψυχική τους υγεία Gaps in research focusing on work related stress, burnout, job satisfaction and general health of nurses is evident within developing contexts like Greece. This study identified the relationship between work stress, psychological stress and job satisfaction with the general health of nurses. A total of 112 nurses from the general hospital of the Prefecture of Arta participated in the quantitative research conducted between June and August, 2020. The questionnaire examined the quality of health, stress on heart function and psychological load due to work. The analysis of the results showed that the demographic data have a significant effect on both exhaustion and the physical and mental health of nurses. The changes in the quality of health are led by married male secondary education nurses, who live in a small town, work in alternating shifts for more than ten years, are 41-50 years old and work in the pathology and pulmonology clinic. Work stress is further enhanced by regular work, while psychological stress is observed in technologically trained nurses. It becomes necessary to organize effective training programs, based on the needs of nurses and with adequate and continuous organizational support. This research could be the trigger for similar research in hospitals throughout Greece. Τα κενά στην έρευνα που εστιάζουν στο εργασιακό άγχος, την εξάντληση, την ικανοποίηση από την εργασία και τη γενική υγεία των νοσηλευτών είναι εμφανή σε αναπτυσσόμενα περιβάλλοντα όπως η Ελλάδα. Η παρούσα εργασία πραγματεύεται και εξετάζει τη σχέση μεταξύ εργασιακού άγχους, ψυχολογικιής φόρτισης και ικανοποίησης από την εργασία με τη γενική υγεία των νοσηλευτών. Συνολικά 112 νοσηλευτές από το γενικό νοσοκομείο του Νομού Άρτας και άλλες υπηρεσίες του νομού συμμετείχαν στην ποσοτική έρευνα που διεξήχθη μεταξύ Ιουνίου και Αυγούστου, 2020. Το ερωτηματολόγιο εξέτασε την ποιότητα υγείας, το άγχος για την καρδιακή λειτουργία και την ψυχολογική φόρτιση λόγω εργασίας. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων έδειξε πως τα δημογραφικά στοιχεία επιδρούν σημαντικά τόσο στην εξουθένωση όσο και στη σωματική και ψυχική υγεία των νοσηλευτών. Οι αλλαγές στην ποιότητα υγείας οδηγούνται από τους παντρεμένους άντρες νοσηλευτές δευτεροβάθμιας κυρίως εκπαίδευσης, που ζουν σε μικρή πόλη, δουλεύουν με εναλλασσόμενες βάρδιες περισσότερο από δέκα χρόνια, είναι 41-50 χρονών και εργάζονται στην παθολογική και την πνευμονολογική κλινική. Το εργασιακό άγχος ενισχύεται επιπλέον από την εργασία στα τακτικά ενώ η ψυχολογική φόρτιση παρατηρείται στους νοσηλευτές τεχνολογικής εκπαίδευσης. Αναγκαία καθίσταται η οργάνωση αποτελεσματικών επιμορφωτικών προγραμμάτων, με βάση τις ανάγκες των νοσηλευτών και με επαρκή και συνεχή οργανωτική υποστήριξη. Η συγκεκριμένη έρευνα θα μπορούσε να είναι το έναυσμα για αντίστοιχες έρευνες σε νοσοκομεία σε ολόκληρη την Ελλάδα. 711 171 200 Cancer stem cells are tumor cells that have the ability of self-renewal and differentiation. They are tumorigenic and resistant to radiation and chemotherapy, and they are implicated in tumor recurrence and metastasis. However, little is known about their biology. The present study aims to compare the metabolic and lipid profile of breast cancer stem cells and non cancer stem cells by recording and quantitating their lipids and metabolites in an effort to shed some light into the biology of these cells.To this end, we used the estrogen receptor positive (ER+) MCF-7 breast cancer cells, which were cultured under standard conditions, as well as under anchorage-independent conditions that enrich for cancer stem cells. After cell harvesting and cell quenching, we performed extraction of the cell components using methanol / water / chloroform solvents to separate the aqueous and organic phase for Nuclear Magnetic Resonance Spectroscopy (Nuclear Magnetic Resonance Spectroscopy, NMR) analysis.After analysis of NMR spectroscopic data, significant differences in the profile of CSCs and non-CSCs were observed, especially in the lipid phase. Τα βλαστικά καρκινικά κύτταρα είναι κύτταρα που έχουν την ικανότητα τηςαυτοανανέωσης και της διαφοροποίησης. Είναι ογκογόνα και ανθεκτικά στην ακτινοβολία και στη χημειοθεραπεία, και εμπλέκονται στην επανεμφάνιση του όγκου και στη μετάσταση. Ωστόσο, λίγα είναι γνωστά για τη βιολογία τους. Η παρούσα μελέτη στοχεύει στη σύγκριση του μεταβολικού και λιπιδικού προφίλ των βλαστικών και μη βλαστικών καρκινικών κυττάρων του μαστού, καταγράφοντας και ποσοτικοποιώντας τα λιπίδια και τους μεταβολίτες τους σε μία προσπάθεια να κατανοηθεί περισσότερο η βιολογία αυτών των κυττάρων. Για τον σκοπό αυτό, χρησιμοποιήθηκαν τα θετικά για τον υποδοχέα οιστρογόνων (ER+) MCF-7 καρκινικά κύτταρα του μαστού, τα οποία καλλιεργήθηκαν in vitro τόσο υπό καθιερωμένες συνθήκες, όσο και υπό συνθήκες που ευνοούν την επιβίωση πληθυσμού, που είναι εμπλουτισμένος σε καρκινικά βλαστικά κύτταρα. Αφού συλλέχθηκαν οι δύο κυτταρικοί τύποι, πραγματοποιήθηκε η διακοπή της μεταβολικής τους δραστηριότητας και η εκχύλιση η εκχύλιση των συστατικών των κυττάρων με τη χρήση των διαλυτών μεθανόλη/νερό/χλωροφόρμιο, ώστε να διαχωριστούν η υδατική και οργανική φάση και να προετοιμαστούν τα δείγματα για τη λήψη φάσματος με τη βοήθεια της φασματοσκοπίας πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού(1ΗNMR). Μετά την ανάλυση των φασματοσκοπικών δεδομένων NMR, παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές στο προφίλ των βλαστικών και μη βλαστικών καρκινικών κυττάρων, ιδιαίτερα σε αυτό της λιπιδικής φάσης. 712 307 416 Hepatobiliary manifestations in patients with inflammatory bowel disease Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων οδών σε ασθενείς με ιδιοπαθή φλεγμονώδη πάθηση των εντέρων Background: Hepatobiliary and pancreatic manifestations have been reported in patients with Crohn’s disease or ulcerative colitis. Our aim was to describe the prevalence of hepatobiliary and pancreatic manifestations in inflammatory bowel disease and their association with the disease itself and the medications used. Methods: Data were retrospectively extracted from the clinical records of patients followed up at our tertiary IBD referral Center. Results: Our study included 602 IBD patients, with liver function tests at regular intervals. The mean follow-up was 5.8 years (Std. Dev.: 6.72). Abdominal imaging examinations were present in 220 patients and revealed findings from the liver, biliary tract and pancreas in 54.5% of examined patients (120 patients). The most frequent findings or manifestations from the liver, biliary tract and pancreas were fatty liver, cholelithiasis and acute pancreatitis, respectively. There were 7 patients with primary sclerosing cholangitis. Regarding hepatitis viruses, one-third of the patients had been tested for hepatitis B and C. 5.3% of them had positive hepatitis B surface antigen and 13.4% had past infection with hepatitis B virus (positive anti-HBcore). In addition, most of the patients were not immune against hepatitis B (negative anti-HBs), while 3% of patients were anti-HCV positive and only one patient had active hepatitis C. Furthermore, 28 patients had drug-related side effects from the liver and pancreas. The side effects included 23 cases of hepatotoxicity, 3 cases of acute pancreatitis. Moreover, there were two cases of HBV reactivation and one case of exacerbation of HCV infection, which were successfully treated. Conclusion: In our study, approximately one out of four patients had some kind of hepatobiliary or pancreatic manifestation. Therefore, it is essential to monitor liver function at regular intervals and differential diagnosis should range from innocent diseases and various drug related side effects to severe disorders, such as primary sclerosing cholangitis. Εισαγωγή: Εξωεντερικές εκδηλώσεις από το ήπαρ και τις χοληφόρους οδούς έχουν περιγραφεί λεπτομερώς στους ασθενείς με νόσο του Crohn και ελκώδη κολίτιδα. Σκοπός της μελέτης αυτής ήταν η καταγραφή της συχνότητας εμφάνισης των εκδηλώσεων αυτών στους ασθενείς με ΙΦΠΕ στη Βορειοδυτική Ελλάδα, καθώς και η συσχέτισή τους με την νόσο και τη φαρμακευτική αγωγή την οποία λαμβάνουν οι ασθενείς με ΙΦΠΕ. Ακόμη δόθηκε έμφαση επιπλέον και στις εκδηλώσεις από το πάγκρεας. Μέθοδοι: Τα δεδομένα συλλέχθηκαν αναδρομικά από τα αρχεία των ασθενών με ΙΦΠΕ της Γαστρεντερολογικής κλινικής του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων. Αποτελέσματα: Στη μελέτη μας συμπεριελήφθησαν 602 ασθενείς που πάσχουν από ΙΦΠΕ και είχαν ανά τακτά χρονικά διαστήματα εργαστηριακούς βιοχημικούς ελέγχους της ηπατικής βιολογίας. Ο μέσος χρόνος παρακολούθησης των ασθενών αυτών ήταν 5.8 έτη (Std. Dev.: 6.72). Σε απεικονιστικές εξετάσεις του ήπατος και των χοληφόρων οδών υποβλήθηκαν 220 ασθενείς και απεικονιστικά ευρήματα ανευρέθηκαν από το ήπαρ, τις χοληφόρους οδούς και το πάγκρεας στο 54.5% των εξετασθέντων ασθενών (120 ασθενείς). Οι πιο συχνές εκδηλώσεις από το ήπαρ, τις χοληφόρους οδούς και το πάγκρεας ήταν το λιπώδες ήπαρ, η χολολιθίαση και η οξεία παγκρεατίτιδα, αντιστοίχως. Επιπλέον, 7 ασθενείς έπασχαν από πρωτοπαθή σκληρυντική χολαγγειίτιδα. Σχετικά με τις ιογενείς ηπατίτιδες, το ένα τρίτο των ασθενών είχε υποβληθεί σε έλεγχο για τις ιογενείς ηπατίτιδες Β και C. Το 5.3% από αυτούς έπασχαν από ηπατίτιδα Β και είχαν θετικό αυστραλιανό αντιγόνο, ενώ το 13.4% των ελεγμένων ασθενών είχε παρελθούσα λοίμωξη από ηπατίτιδα Β (anti-HBcore: θετικό). Επιπροσθέτως, οι περισσότεροι από τους ασθενείς δεν είχαν αντισώματα έναντι της ηπατίτιδας Β (anti-HBs: αρνητικό). Όσον αφορά την ιογενή ηπατίτιδα C, το 3% των ασθενών είχε anti-HCV αντισώματα θετικά αλλά μόνο ένας ασθενής έπασχε από ιογενή ηπατίτιδα C. Επιπλέον, ανεπιθύμητες ενέργειες από τη φαρμακευτική αγωγή, οι οποίες σχετίζονται με το ήπαρ τις χοληφόρους οδούς και το πάγκρεας, καταγράφηκαν σε 26 ασθενείς. Στις ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνονται 23 περιπτώσεις ηπατοτοξικότητας και 3 περιπτώσεις οξείας παγκρεατίτιδας. Επιπλέον, καταγράφηκαν 2 περιπτώσεις επανεργοποίησης του ιού της ηπατίτιδας Β και μια περίπτωση έξαρσης χρόνιας ηπατίτιδας C, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς. Συμπεράσματα: Στη μελέτη μας, περίπου ένα στους τέσσερις ασθενείς με ΙΦΠΕ είχε κάποιο εύρημα ή εκδήλωση από το ήπαρ, τις χοληφόρους οδούς ή το πάγκρεας. Επομένως, είναι σημαντικό να υπάρχει παρακολούθηση ανά τακτά χρονικά διαστήματα του ήπατος και των χοληφόρων οδών και η διαφορική διάγνωση για ανωμαλίες των βιοχημικών δεικτών πρέπει να κυμαίνεται από καλοήθεις νόσους και ανεπιθύμητες ενέργειες φαρμάκων έως σοβαρές παθήσεις, όπως η πρωτοπαθής σκληρυντική χολαγγειίτιδα. 713 170 179 Το ψυχολογικό ευ ζην των ατόμων με αναπηρία ως παράμετρος διαμόρφωσης των οικογενειακών σχέσεών του The main aim of the present dissertation was to explore the family bonds of disabled people and especially of those who have visual, deaf and kinesthetic problems, and of course, of formally developing individuals. At the same time, it is being considered the level of psychological well-being of people with and without disabilities, and finally is explored the relationship between the psychological wellbeing of individuals with and without disabilities in the formation of family relationships. The measurement of the variables was carried out with two selfreferencing questionnaires, which were given to ninety persons with physical, visual and acoustic disability, which consisted of the experimental group and thirty formally developing individuals that constituted the control group. The first questionnaire looked at psychological well-being and the second looked at the relationship between the individual and the parents and the relationship between the individual and their children, if anyone has. The data was processed using the SPSS statistical packet. The results are discussed in this bibliography and can be used for future research. Θεμελιώδης σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η διερεύνηση των οικογενειακών σχέσεων των ατόμων με αναπηρία, και συγκεκριμένα ατόμων με οπτική, ακουστική και σωματική αναπηρία, καθώς και των τυπικώς αναπτυσσόμενων ατόμων. Παράλληλα, εξετάζεται το επίπεδο του ψυχολογικού ευ ζην των ατόμων με και χωρίς αναπηρία, και τέλος διερευνάται η σχέση του ψυχολογικού ευ ζην τόσο των ατόμων με αναπηρία όσο και των τυπικώς αναπτυσσόμενων ατόμων στην διαμόρφωση των οικογενειακών σχέσεων. Η μέτρηση των μεταβλητών πραγματοποιήθηκε με δύο ερωτηματολόγια αυτοαναφοράς, τα οποία χορηγήθηκαν σε εννενήντα άτομα με οπτική, ακουστική και σωματική αναπηρία, τα οποία αποτέλεσαν την πειραματική ομάδα και τριάντα τυπικώς αναπτυσσόμενα άτομα που αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Το πρώτο ερωτηματολόγιο εξέτασε το ψυχολογικό ευ ζην και το δεύτερο εξέτασε τις σχέσεις που έχει το άτομο με τους γονείς και την σχέση που έχει το άτομο με τα παιδιά του, εφόσον είχε. Η επεξεργασία των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με το στατιστικό πακέτο SPSS. Τα αποτελέσματα συζητούνται με την παρούσα βιβλιογραφία και μπορούν να αξιοποιηθούν για μελλοντική έρευνα. 714 250 237 Η ενδοπρόθεση AML (Anatomic Medullary Locking) στην αντιμετώπιση της οστεοαρθρίτιδας του ισχύου FROM OCTOBER 1993 TO OCTOBER 1996 IN THE ORTHOPAEDIC DEPARTMENT OF THE UNIVERSITY HOSPITAL OF IOANNINA, 82 PATIENTS (89 HIPS) WERE OPERATED UPON FOR OSTEOARTHRITIS OF THE HIP WITH THE AML (ANATOMIC MEDULLARY LOCKING) TOTAL HIP ENDOPROSTHESIS. 7 PATIENTS HAD THE SAME OPERATION IN BOTH HIPS. THE MEAN AGE OFTHESE PATIENTS WAS 62,1 YEARS (FRON 20-77Y.O). THE MEAN HARRIS HIP SCORE (H.H.S.) WAS 29,6 PREOPERATIVELY. 72 PATIENTS APPEARED FOR FOLLOW UP. THE FOLLOW UP PERIOD FOR THESE PATIENTS RANGED FROM 6 MONTHS TO 3,5 YEARS WITH A MEAN OF 21 MONTHS. THE RESULTS OF THIS FOLLOW UP WERE FROM VERY GOOD TO EXCELLENT. THE HARRIS HIP SCORE (H.H.S.) POSTOPERATIVELY WAS 94 (IT RANGED FROM86 TO 100). 3 PATIENTS DIED. THEIR DEATH WAS CAUSED BY CARDIAC ARREST IN ONE CASE, AND BY LUNG CANCER IN THE OTHER TXO CASES LONG AFTER THE OPERATION. THERE WAS NO NEED FOR REVISION IN ANY OF THE OPERATIONS. A FEMORAL SHAFT FRACTURE HAPPENED DURING ONE OF THE OPERATIONS. WE HAD TWO CASES OF PULMONARY EMBOLISM (ONE OF THEM WAS COMPLICATED BY DISSEMINATED INTRAVASCULARCOAGULATION), THREE CASES OF SUPERFICIAL VENOUS THROMBOSIS, AND ONE CASE OFINTERIOR VENA CAVA THROMBOSIS. ALL OF THE ABOVE CASES RESOLVED WITH NO HARMFUL EFFECTS ON THE PATIENTS. THERE WAS ALSO 3 DISLOCATIONS OF THE ARTHROPLASTY. CLOSED REDUCTION UNDER GENERAL ANESTHESIA WAS SUCCESSFULLY PERFORMED. THE FREQUENCY OF THIGH PAIN WAS RELATIVELY SMALL COMPARED WITH ORDER STUDIES. (9% OR 7 PATIENTS). THE PAIN RESPONDED VERY WELL TO MILD ANALGESICS AND NON STEROID ANTI-INFLAMMATORY DRUGS. (ABSTRACT) ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ ΤΟΥ 1993 ΕΩΣ ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ ΤΟΥ 1996 ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΠΑΙΔΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟΥ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΕΦΑΡΜΟΣΘΗΚΕ Η ΕΝΔΟΠΡΟΘΕΣΗ ΑΜΛ (ANATOMIC MEDULLARY LOCKING) ΣΕ 82 ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΑΣΧΑΝ ΑΠΟ ΒΑΡΕΙΑ ΟΣΤΕΟΑΣΘΡΙΤΙΔΑ ΤΟΥ ΙΣΧΙΟΥ. 7 ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΗΘΗΚΑΝ ΚΑΙ ΣΤΑ ΔΥΟ ΙΣΧΙΑ (ΣΥΝΟΛΟ ΙΣΧΙΩΝ 89). Η ΜΕΣΗ ΗΛΙΚΙΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΗΤΑΝ 62,1 ΕΤΗ (ΑΠΟ 20 ΕΩΣ 77 ΕΤΩΝ.) Η ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΚΥΜΑΙΝΕΤΑΙ ΑΠΟ 6 ΜΗΝΕΣ ΕΩΣ 3,5 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΜΕΣΟ ΟΡΟ 21ΜΗΝΕΣ. ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΚΑΛΑ ΕΩΣ ΑΡΙΣΤΑ (ΜΕΣΟΣ ~ΡΟΣ H.H.S.=94) ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΣΗΛΘΑΝ ΓΙΑ ΕΠΑΝΕΛΕΓΧΟ (ΠΡΟΣΗΛΘΑΙ 72 ΑΠΟ ΤΟΥΣ 79 ΑΣΘΕΝΕΙΣ). 3 ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΑΠΕΒΙΩΣΑΝ. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΚΛΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΑΚΟΠΗ ΣΕ ΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟ ΚΑΡΚΙΝΟ ΠΝΕΥΜΟΝΑ ΣΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΔΥΟ ΚΑΙ ΣΥΝΕΒΗ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΓΧΕΙΡΗΣΗ ΤΟΥΣ. ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ (REVISION) ΣΕ ΚΑΜΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ. ΣΗΜΕΙΩΘΗΚΕ ΚΑΤΑΓΜΑ ΜΗΡΙΑΙΟΥΣΕ ΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΧΕΙΡΟΥΡΓΕΙΟΥ. ΠΑΡΑΤΗΡΗΘΗΚΑΝ 2 ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗΣ ΕΜΒΟΛΗΣ (Η ΜΙΑ ΕΠΕΠΛΑΚΗ ΜΕ ΔΙΑΧΥΤΗ ΕΝΔΟΑΓΓΕΙΑΚΗ ΠΗΞΗ) 3 ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΠΙΠΟΛΗΣ ΘΡΟΜΒΟΦΛΕΒΙΤΙΔΑΣ, ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΘΡΟΜΒΩΣΗΣ ΤΗΣ ΚΑΤΩ ΚΟΙΛΗΣ ΦΛΕΒΑΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΘΗΚΑΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΑ. ΠΑΡΑΤΗΡΗΘΗΚΑΝ ΕΠΙΣΗΣ3 ΕΞΑΡΘΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΡΘΡΟΠΛΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΑΝΑΤΑΧΘΗΚΑΝ ΚΛΕΙΣΤΑ ΣΕ ΓΕΝΙΚΗ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ. Η ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΗΡΙΑΙΟΥ ΠΟΝΟΥ (THIGN PAIN) ΗΤΑΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΙΚΡΗ (9%). Ο ΠΟΝΟΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΗΚΕ ΚΑΛΑ ΣΤΑ ΗΠΙΑ ΑΝΑΛΓΗΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΤΑ ΜΗ ΣΤΕΡΟΕΙΔΗ ΑΝΤΙΦΛΕΓΜΟΝΩΔΗ. ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΘΗΚΕ ΑΚΤΙΝΟΔΙΑΥΓΑΣΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ ΠΛΑΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΥ ΑΠΟ 2 MM ΣΤΗ ΖΩΝΗ VI ΚΑΤΑ GRUEN. (ΠΕΡΙΚΟΠΗ 715 148 153 Παράγοντες που επηρεάζουν την ηλεκτροφόρηση των πρωτεϊνών του αίματος This essay aims to study the causes that inhibit electrophoresis of blood proteins. This is a bibliographic research that approaches the subject through a global theoretical reference to researches on the subject under investigation. The research is based on the electrophoresis technique and studies its inhibition by various factors, either endogenous or exogenous, and focuses on the influence of these factors on the produced measurements. Exogenous factors are more extensively investigated whether or not drug intake differentiates the effect of the test by interfering with the electrophoresis curve. The treatment followed by a patient may intervene in the graph by giving a chart peak, resulting in misinterpretation and leading to incorrect results. The analysis of the drugs and the researches listed lead to the conclusion that the research inquiry or research query and hypothesis are confirmed, as it turns out that the outcome of the test is affected. Η παρούσα έρευνα μελετά τους παράγοντες που παρεμποδίζουν την ηλεκτροφόρηση των πρωτεϊνών του αίματος. Πρόκειται για μια βιβλιογραφική έρευνα, η οποία πλαισιώνει το θέμα μέσω μιας σφαιρικής θεωρητικής προσέγγισης και αναφοράς σε μελέτες για το θέμα που διερευνάται. Η έρευνα στηρίζεται στην τεχνική της ηλεκτροφόρησης και μελετά την παρεμπόδιση της από διάφορους παράγοντες είτε ενδογενείς είτε εξωγενείς και εστιάζει στην επιρροή των παραγόντων αυτών στα αποτελέσματα των μετρήσεων. Στους εξωγενείς παράγοντες διερευνάται εκτενέστερα εάν και κατά πόσο η λήψη φαρμάκων διαφοροποιεί το αποτέλεσμα της εξέτασης, μέσω της παρεμβολής τους στην καμπύλη της ηλεκτροφόρησης. Η θεραπεία που ακολουθεί κάποιος ασθενής μπορεί να ανταγωνίζεται τις ζώνες ηλεκτροφόρησης των πρωτεϊνών των ασθενών, με συνέπεια μη σωστά ερμηνευτικά αποτέλεσμα. Η ανάλυση των φαρμακευτικών ουσιών και οι έρευνες που παρατίθενται οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το ερευνητικό ερώτημα και η υπόθεση επιβεβαιώνονται, καθώς προκύπτει ότι το αποτέλεσμα της εξέτασης επηρεάζεται. 716 85 78 The James Tree space - the construction of a hereditarily indecomposable Banach space Ο χώρος James Tree - η κατασκευή ενός καθολικά αδιάσπατου χώρου Banach In this master thesis we present the construction of the James Tree space JT, which was, historically, the first example of a separable space which does not contain l1 and whose dual is non-separable. We study decompositions of Banach spaces and the class of hereditarily indecomposable (H.I.) spaces and we present the proof that every H.I. Banach space embeds into l∞. Furthermore, we present the construction of a reflexive H.I. Banach space. Στην παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή παρουσιάζουμε την κατασκευή του χώρου James Tree JT, ο οποίος αποτέλεσε ιστορικά το πρώτο παράδειγμα διαχωρίσιμου χώρου Banach που δεν περιέχει ισομορφικά τον l1 και έχει μη διαχωρίσιμο δυϊκό. Μελετάμε τις διασπάσεις χώρων Banach και τους καθολικά αδιάσπαστους (H.I.) χώρους και παραθέτουμε την απόδειξη ότι κάθε H.I. χώρος περιέχεται ισομορφικά στον l∞. Τέλος, παρουσιάζουμε την κατασκευή ενός ανακλαστικού (αυτοπαθούς) H.I. χώρου Banach. 717 226 258 Motivation and self-efficacy beliefs as factors influencing special educators’ occupational burnout Τα κίνητρα και οι προσδοκίες αυτοαποτελεσματικότητας ως παράγοντες επίδρασης στην επαγγελματική εξουθένωση των ειδικών παιδαγωγών Teachers have one of the most stressful jobs. The stress they experience, can gradually lead them to occupational burnout, a multifactorial syndrome that more and more teachers suffer from, lately. This study aims to examine the occupational burnout levels of special education teachers in relation to their motivation, self-efficacy beliefs and some of their demographic characteristics. Alongside, this study investigates whether there is a differentiation in motivation, self-efficacy beliefs, and occupational burnout between special educators and teachers working in general education. 109 special educators and 109 teachers (as a control group), working in special education schools as well as in elementary schools throughout Greece, took part in the survey. A two-part self-referral questionnaire was used as a research tool. The data was processed using the SPSS statistical packet. Results indicated that special educators are mostly motivated at work by their “sense of duty”, and that their self- efficacy beliefs, as well as their sense of personal accomplishment are high. Furthermore, some personal characteristics, such as age, work relationship, parenthood and hobbies affect special educators’ work motivation, self-efficacy beliefs and occupational burnout. Finally, there was no differentiation between special educators and teachers regarding their motivation and self-efficacy beliefs. However, it was revealed that, in terms of occupational burnout, teachers feel more “Emotional Exhausted” than special educators. Οι εκπαιδευτικοί ασκούν ένα από τα πιο στρεσογόνα επαγγέλματα. Το στρες που βιώνουν, μπορεί σταδιακά να τους οδηγήσει στην επαγγελματική εξουθένωση, ένα πολυπαραγοντικό σύνδρομο, από το οποίο πάσχουν ολοένα και περισσότερο τα τελευταία χρόνια. Η παρούσα εργασία διερευνά τα επίπεδα επαγγελματικής εξουθένωσης των ειδικών παιδαγωγών σε συνάρτηση με τα κίνητρα και τις προσδοκίες αυτοαποτελεσματικότητας αυτών, καθώς και με ορισμένα ατομικά τους χαρακτηριστικά. Παράλληλα, εξετάζει αν υπάρχει διαφοροποίηση στα κίνητρα, τις προσδοκίες αυτοαποτελεσματικότητας και την επαγγελματική εξουθένωση ανάμεσα στους ειδικούς παιδαγωγούς και τους εκπαιδευτικούς. Στην έρευνα συμμετείχαν 109 ειδικοί παιδαγωγοί και 109 εκπαιδευτικοί (ως ομάδα ελέγχου), οι οποίοι εργάζονται σε σχολικές μονάδες ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης, καθώς και σε γενικά δημοτικά σχολεία σε όλη την Ελλάδα. Ως ερευνητικό εργαλείο χρησιμοποιήθηκε ένα ερωτηματολόγιο αυτοαναφοράς, το οποίο χωρίζεται σε δύο μέρη. Η επεξεργασία των δεδομένων έγινε με το στατιστικό πακέτο SPSS. Αναφορικά με τα αποτελέσματα, προέκυψε ότι το πιο ισχυρό κίνητρο εργασίας των ειδικών παιδαγωγών είναι το «Φιλότιμο», και ότι οι προσδοκίες αυτοαποτελεσματικότητάς τους, όπως επίσης, και η αίσθηση «Προσωπικής Επίτευξης» είναι σε υψηλά επίπεδα. Επιπρόσθετα, ορισμένα ατομικά χαρακτηριστικά, όπως η ηλικία, η σχέση εργασίας, η γονεϊκότητα, και η ενασχόληση ή όχι με κάποιο χόμπι επιδρούν στα κίνητρα, τις προσδοκίες αυτοαποτελεσματικότητας και την επαγγελματική εξουθένωση των ειδικών παιδαγωγών. Τέλος, δεν εντοπίστηκε διαφοροποίηση ανάμεσα στους ειδικούς παιδαγωγούς και τους εκπαιδευτικούς αναφορικά με τα κίνητρα και τις προσδοκίες αυτοαποτελεσματικότητάς τους. Ωστόσο, σχετικά με την επαγγελματική εξουθένωση, οι εκπαιδευτικοί βρέθηκε ότι βιώνουν περισσότερη «Συναισθηματική Εξάντληση» από τους ειδικούς παιδαγωγούς. 718 203 258 Positive traits, psychological well - being and pain in patients with diseases of the gastrointestinal system Διερεύνηση θετικών ψυχολογικών παραγόντων σε ασθενείς με νόσους του γαστρεντερολογικού συστήματος Objective: Investigation of the relationship between positive characteristics and reported pain in patients with Functional Gastrointestinal Diseases (FGIDs) and Irritable Bowel Diseases (IBDs). Design: Participants (N = 100) completed the Resilience Scale, the Mindful Attention Awareness Scale (MAAS), the Satisfaction with Life Scale (SWLS) and the Psychological Well-Being Scale (PWBS) in order to investigate positive dimensions and the Numeric Pain Rating Scale for their related pain. Results: Patients displayed significant negative correlations between related pain and positive characteristics. There were no significant differences between groups on positivity but in Crohn’s disease group, positive characteristics were significant predictors of pain. Also education level was found to affect the psychological well – being and job status affected the total resilience and the satisfaction with life. Conclusions: No differentiations between the three main GI diagnoses, except Crohn disease, were pain was found to be affected by positive domains. Positive emotions, as coping strategies can help in a great stressor situation like an inflammation. Dealings of pain expression and other features specific to mindfulness, satisfaction with life and autonomy. Resilience is a positive psychological factor that affects the overall psychological well-being. Στόχος: Διερεύνηση της σχέσης μεταξύ των θετικών χαρακτηριστικών και ανέφεραν πόνο σε ασθενείς με λειτουργικές γαστρεντερικές νόσους (FGIDs) και Ευερέθιστου Νοσήματα του Εντέρου (ΙΦΝΕ). Σχεδιασμός: Οι συμμετέχοντες ασθενείς (Ν = 100) συμπλήρωσαν τη κλίμακα ανθεκτικότητας ενηλίκων(Resiliencescale), τη κλίμακα της Ενσυνειδητότητας – Προσοχής εστιασμένης στο παρόν(MAAS), τη κλίμακα Ικανοποίησης από τη ζωή (SWLS) και τη κλίμακα Ψυχολογικού Ευ ζην (PWBS) προκειμένου να διερευνηθούνοι θετικές διαστάσεις τους. Παράλληλα συμπλήρωσαν και τη αριθμητική κλίμακα πόνου για τη μέτρηση του αναφερόμενου πόνου τους στα πλαίσια της γαστρεντερολογικής τους συμπτωματολογίας. Αποτελέσματα: Οι ασθενείς στο σύνολό τους, βρέθηκε να εμφανίζουν σημαντικές αρνητικές συσχετίσεις ανάμεσα στη συμπτωματολογία του πόνου τον οποίο παρουσιάζουν και τις θετικές ψυχολογικές διαστάσεις τους. Δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των γαστρεντερολογικών διαγνώσεων αναφορικά με τις θετικές διαστάσεις εκτός της ομάδας ασθενών με νόσο του Crohn, όπου θετικά χαρακτηριστικά βρέθηκε να λειτουργούν ως σημαντικοί προβλεπτικοί παράγοντες του πόνου. Επίσης, το επίπεδο εκπαίδευσης βρέθηκε να επηρεάζει την ψυχολογική ευημερία και η εργασιακή κατάσταση βρέθηκε ότι επηρεάζειτη συνολική ανθεκτικότητα και την ικανοποίηση από τη ζωή. Συμπεράσματα: Δεν υπήρξανδιαφοροποιήσεις μεταξύ των τεσσάρων κύριων διαγνώσεις, εκτός της νόσουτου Crohn, όπου ο πόνος βρέθηκε να επηρεάζεται από τους θετικούς ψυχολογικούς παράγοντες. Θετικά συναισθήματα, όπως στρατηγικές αντιμετώπισης μπορούν να βοηθήσουν σε μια ιδιαίτερη στρεσσογόνο κατάσταση, όπως μια φλεγμονή. Παράλληλα, η εκδήλωση πόνου ίσως επηρεάζεται και από άλλα χαρακτηριστικά και πιο ειδικά από την ενσυνειδητότητα, την αναφερόμενη ικανοποίηση από τη ζωή και την αυτονομία. Η ανθεκτικότητα είναι ένας θετικός ψυχολογικός παράγοντας ο οποίος επηρεάζει τη συνολική ψυχολογική ευημερία. 719 459 443 Study of the expression of the CRH peptide family, in vulvar precancerous conditions and in invasive cancer of the vulva Μελέτη της έκφρασης της οικογένειας των πεπτιδίων της εκλυτικής ορμόνης της κορτικοτροπίνης σε προκαρκινικές βλάβες και τον καρκίνο του αιδοίου All living organisms, humans included, rely on the sustenance of their homeostasis in order to survive and function properly. A variety of constant stressors, force organisms to adopt new homeostatic conditions, some of which might tend to have a negative impact on a plethora of biological functions, leading to disease and even carcinogenesis. Recently, numerous studies underline the emerging relation of the CRH family peptides with inflammatory processes and oncogenesis. However, to our knowledge, this relation has not been investigated yet in the precancerous lesions of the vulva and in malignant conditions of the vulva. Moreover, the possibility of precancer lesion cells or/and malignant cells immunoescaping the surveillance of immune system cells, has not been fully elucidated. In this dissertation, the expression of CRH, UCN and FasL - as well as their receptors CRHR1, CRHR2 and Fas – was studied in vulvar tissue preparations with the histological diagnosis of lichen, VIN or vulvar cancer, using immunochemistry methods. Tissues were obtained from the laboratory of Pathology of Ioannina University General Hospital and include cases from 2005 till 2015. For each one of the three disease categories, the immunostaining process results of 25 to 31 cases per immunohistology target, were evaluated and compared statistically. A progressive increase in the cytoplasmic ihc signal of CRH and UCN, from precancerous lesions to vulvar squamous cell carcinomas was noted, underlining the crucial role of those peptides in the inflammatory response processes. Moreover, a similar increase was observed in the ihc signal of Fas and FasL immunostains, a find that implies the possible recruitment of the apoptotic Fas/FasL mechanism to the benefit of malignant cells, enabling them to immunoescape the intrinsic defense mechanisms and eventually promoting tumor growth and advancement. Lastly, a weak but of statistical significance increase in staining signal of CRHR1 in vulvar cancer tissue preparations was noted, compared with precancerous vulvar lesion samples. The ihc staining against CRHR2 revealed no significant differences. On the contrary, nuclear localization of UCN was demonstrated for the first time, both in preparations of premalignant vulvar lesions and of invasive vulvar cancer, with the ihc signal being significantly intensified in squamous cell carcinomas, particularly in the less differentiated malignant cells or those at the invasive tumor front. Clearly, further studies are required to properly evaluate the aforementioned results, as well as their correlation with clinical information, in order to clarify, whether tumorigenesis promotes or rather is being promoted by those variations in concentrations and localization of CRH family peptides, as well as Fas/FasL complex. The elucidation of the above, will probably lead - under certain circumstances - to the development of new chemotherapeutic and/or immunomodulatory therapeutic targets. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου, βασίζονται για τη λειτουργία και την επιβίωσή τους στη διατήρηση της ομοιόστασης. Οι στρεσογόνοι παράγοντες που επιδρούν συνεχώς, ωθούν τον οργανισμό στην υιοθέτηση νέων καταστάσεων ομοιόστασης, ορισμένες από τις οποίες μπορούν να έχουν αρνητικές επιδράσεις σε πλήθος βιολογικών διεργασιών, οδηγώντας ακόμη και σε καρκινογένεση. Τα τελευταία χρόνια, αρκετές μελέτες καταδεικνύουν τη διαφαινόμενη σχέση των πεπτιδίων της οικογένειας της CRH, με τις φλεγμονώδεις διεργασίες και την καρκινογένεση. Από όσο γνωρίζουμε, δεν έχει διερευνηθεί η σχέση αυτή στις προκαρκινωματώδεις αλλοιώσεις και στις κακοήθεις παθήσεις του αιδοίου. Επίσης, το ενδεχόμενο της ανοσοδιαφυγής των κυττάρων με προκαρκινικές αλλοιώσεις ή/και των κακοήθων νεοπλασματικών κυττάρων από την ανοσοεπιτήρηση του συστήματος ανοσίας, δεν έχει ακόμη μελετηθεί επαρκώς. Στη παρούσα διδακτορική διατριβή, μελετήθηκε ανοσοϊστοχημικά η έκφραση των πρωτεϊνών CRH, UCN, και FASL, καθώς και των υποδοχέων τους CRHR1, CRHR2 και FAS, σε παθήσεις αιδοίου όπως λειχήνας, VIN και πλακώδους καρκινώματος. Οι περιπτώσεις αυτές ανασύρθηκαν από τα αρχεία του Εργαστηρίου Παθολογικής Ανατομικής του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων και αφορούσαν στα έτη από το 2005 έως το 2015. Για κάθε κατηγορία νόσου, μελετήθηκαν και συγκρίθηκαν στατιστικά μεταξύ τους, τα αποτελέσματα της ανοσοχρώσης σε 25 έως και 31 περιπτώσεις, ανά ανοσοϊστοχημικό στόχο. Παρατηρήθηκε προοδευτική αύξηση της έντασης της χρωστικής αντίδρασης της CRH και της UCN στο κυτταρόπλασμα των κυττάρων, από τις προκαρκινικές αλλοιώσεις προς τα πλακώδη καρκινώματα αιδοίου, επικυρώνοντας το σημαντικό ρόλο των πρωτεϊνών αυτών στις διεργασίες της φλεγμονώδους αντίδρασης. Επίσης, ανάλογη στατιστικώς σημαντική αύξηση της χρωστικής αντίδρασης εμφάνισε και η ανοσοχρώση έναντι του FasL, καθώς και του Fas, υπονοώντας τη πιθανή στρατολόγηση του αποπτωτικού συστήματος Fas/FasL προς όφελος των κακοήθων νεοπλασματικών κυττάρων, ανοσοδιαφεύγοντας των εγγενών μηχανισμών άμυνας και τελικώς προάγοντας την ανάπτυξη και την εξέλιξη του όγκου. Τέλος, παρατηρήθηκε ασθενής, όμως στατιστικώς σημαντική αύξηση της χρωστικής αντίδρασης για την CRHR1 στα ιστικά δείγματα καρκινώματος αιδοίου σε σύγκριση με τις προκαρκινικές αλλοιώσεις. Η ανοσοϊστοχημική χρώση έναντι CRHR2 δεν εμφάνισε στατιστικώς σημαντικές διαφορές. Αντιθέτως, διαπιστώθηκε για πρώτη φορά πυρηνική εντόπιση της UCN, τόσο στις προκαρκινικές αλλοιώσεις, όσο και στο πλακώδες καρκίνωμα με σημαντικά μεγαλύτερη ένταση χρωστικής αντίδρασης στις περιπτώσεις των καρκινωμάτων και ιδιαίτερα στα λιγότερο διαφοροποιημένα νεοπλασματικά κύτταρα ή εκείνα που ανήκουν στο μέτωπο διήθησης. Σαφέστατα, απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για την αξιολόγηση των ευρημάτων αυτών, καθώς και η συσχέτισή τους με κλινικές πληροφορίες, ώστε να αποσαφηνιστεί εάν η καρκινογένεση προωθεί ή προωθείται από τις αλλαγές αυτές στη συγκέντρωση και την εντόπιση των πεπτιδίων της οικογένειας της CRH και του συστήματος Fas/FasL. Η διαλεύκανση των παραπάνω, πιθανά θα οδηγήσει υπό προϋποθέσεις σε νέους χημειοθεραπευτικούς ή/και ανοσοτροποποιητικούς θεραπευτικούς στόχους. 720 486 468 Effect of abiotic factors on the variation of the chemical composition of the dominant plants of a protected area subalpine ecosystem, in their various stages of growth and their correlation with produced food Επίδραση αβιοτικών παραγόντων στην διακύμανση της χημικής σύνθεσης των κυρίαρχων φυτών ενός υποαλπικού οικοσυστήματος προστατευόμενης περιοχής, στα διάφορα στάδια ανάπτυξής τους και συσχέτιση αυτών με παραγόμενα τρόφιμα Grasslands are valuable areas and of vital importance to the future of stock breeding in our country. Apart from the goods they offer, they also ensure forage production able to cover the nutritional requirements of grazing animals at various seasons of the year. In our country, the subalpine grasslands extend to an area of about 4 million acres, and a large part of them is within the limits of protected areas (Natura 2000 and Tzoumerka National Park). They are exploited by nomadic livestock farming during the summer months. The flora of each grassland gives to the products deriving from the animals grazing on it particular features. These features can be found in products with 'Protected Designation of Origin - PDO' or 'Protected Geographical Indication - PGI'. The quality and the special features of these products are mainly or exclusively due to the geographical environment. This study presents the results from the research that took place between the years 2012 and 2016, in the subalpine grassland of "Kostilata", which is located in Theodoriana - Arta, where the local dairy product "tsalafouti" is produced. The climatic parameters were recorded, the physicochemical properties of the soil were determined, the plant species were identified, the forage production was determined, as well as the variance of the chemical composition of the botanical groups and the dominant plant species, at their various stages of growth. The production process of the traditional dairy product "tsalafouti" was also recorded and its chemical composition was determined. The main conclusions drawn from the results of this thesis can be summarized as follows: In each altitudinal zone, different microclimatic conditions prevail, which affect soil characteristics, flora and forage production. The chemical composition of the forage depends on the stage of growth of the grassland plants as well as the plant species, parameters that are affected by the soil and climatic conditions. The level of forage production and its chemical composition are directly related to the produced livestock products. The content of the traditional diary product “tsalafouti” in protein, in fat on dry matter, in lactose and in moisture was 7.05%, 43.86%, 3.94% and 79.38% respectively. Although its characteristics are similar to those of soft cheeses, it can’t be classified as cheese, according to the Greek Code of Food and Beverage. In "Kostalata" grassland a rational management program for grazing is required, according to the terms of the protected areas, as it is located within the "Natura 2000" area and the Tzoumerka National Park. The characterization of "tsalafouti" as a product of Protected Designation of Origin (PDO) or Protected Geographical Indication (PGI) will add value to the product, it will improve the income of producers and it will contribute to the development of the region. Τα λιβάδια είναι εκτάσεις πολύτιμες και ζωτικής σημασίας για το μέλλον της κτηνοτροφίας στη χώρα μας. Εκτός των άλλων αγαθών που προσφέρουν, παράγουν και βοσκήσιμη ύλη ικανή να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες των αγροτικών ζώων σε διάφορες εποχές του έτους. Στη χώρα μας, τα υπαλπικά λιβάδια καταλαμβάνουν έκταση 4 εκατομμυρίων στρεμμάτων, περίπου και ένα μεγάλο τμήμα τους βρίσκεται εντός προστατευόμενων περιοχών και αξιοποιούνται κυρίως, από τη νομαδική κτηνοτροφία τους καλοκαιρινούς μήνες. Η χλωρίδα του κάθε λιβαδιού είναι αυτή που προσδίδει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στα προϊόντα που προέρχονται από τα ζώα που βόσκουν σε αυτό. Τα χαρακτηριστικά αυτά μπορούν να αξιοποιηθούν για την παραγωγή προϊόντων με «Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ)» ή με «Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη (ΠΓΕ)». Η ποιότητα και τα χαρακτηριστικά των προϊόντων αυτών οφείλονται κυρίως ή αποκλειστικά στο γεωγραφικό περιβάλλον. Στην παρούσα διατριβή παρουσιάζονται τα αποτελέσματα, από τη μελέτη που έλαβε χώρα, κατά τα έτη 2012 έως και 2016, στο υπαλπικό λιβάδι της «Κωστηλάτας», που βρίσκεται στα Θεοδώριανα Άρτας, όπου παράγεται το τοπικό γαλακτοκομικό προϊόν «τσαλαφούτι». Στα πλαίσια της έρευνας, το λιβάδι χωρίστηκε σε τρεις υψομετρικές ζώνες, έγινε καταγραφή των κλιματικών παραμέτρων, προσδιορίστηκαν οι φυσικοχημικές ιδιότητες του εδάφους, έγινε ταυτοποίηση των φυτικών ειδών, προσδιορίστηκε η παραγωγή της βοσκήσιμης ύλης καθώς και η διακύμανση της χημικής σύστασης των βοτανικών ομάδων και των κυρίαρχων φυτικών ειδών στα διάφορα στάδια ανάπτυξής τους. Επίσης, καταγράφηκε η διαδικασία παραγωγής του παραδοσιακού γαλακτοκομικού προϊόντος «τσαλαφούτι» και προσδιορίστηκε η χημική του σύσταση. Τα κυριότερα συμπεράσματα που προκύπτουν από τα αποτελέσματα της παρούσας διατριβής μπορούν να συνοψισθούν στα παρακάτω: Σε κάθε υψομετρική ζώνη επικρατούν διαφορετικές μικροκλιματικές συνθήκες, οι οποίες επιδρούν στα χαρακτηριστικά του εδάφους, στη χλωρίδα και στην παραγωγή της βοσκήσιμης ύλης. Η χημική σύσταση της βοσκήσιμης ύλης εξαρτάται από το στάδιο ωριμότητας των λιβαδικών φυτών και από τα είδη των φυτών, παράμετροι που επηρεάζονται από τις εδαφολογικές και κλιματολογικές συνθήκες. Το ύψος της παραγωγή της βοσκήσιμης ύλης και η χημική της σύσταση έχουν άμεση σχέση με τα παραγόμενα κτηνοτροφικά προϊόντα. Η περιεκτικότητα του παραδοσιακού γαλακτοκομικού προϊόντος «τσαλαφούτι» σε πρωτεΐνες ήταν 7,05%, σε λίπος επί ξηρού βάρους 43,86%, σε λακτόζη 3,94% και η υγρασία του ήταν 79,38%. Παρόλο που τα χαρακτηριστικά του πλησιάζουν αυτά των μαλακών τυριών δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως τυρί, σύμφωνα με τον Ελληνικό Κώδικα Τροφίμων, Ποτών και Αντικειμένων Κοινής Χρήσης. Στο υπαλπικό λιβάδι της «Κωστηλάτας», απαιτείται άμεση εφαρμογή προγράμματος ορθολογικής διαχείρισης της βόσκησης, σύμφωνα με τους όρους των προστατευόμενων περιοχών, καθώς βρίσκεται εντός της περιοχής «Νatura 2000» και του Εθνικού Πάρκου Τζουμέρκων. Ο χαρακτηρισμός του «τσαλαφουτιού» ως προϊόν Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) ή Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ)», θα δώσει προστιθέμενη αξία στο προϊόν, θα βελτιώσει το εισόδημα των παραγωγών και θα συμβάλει στην ανάπτυξη της περιοχής. 721 241 343 Επίδραση των μυκητοκτόνων στους μικροβιακούς δείκτες μόλυνσης (E.Coli, E.Feacalis) των υδάτων και στη Salmonella Typhi This experimental study investigates the effects of the fungicides Dodin,Corbendazim, Ziram and Copper Hydroxide on the microbial indicators of waterpollution Escherichia coli, Enterococcus faecalis and Salmonella typhi.According to the European Union legislation, the upper permissible limit, forpesticide residues in drinking water, is 0.1 mg/L whereas for the total of thesecompounds is 0.5 mg/L.Pesticide concentrations in solutions, applied in this study, were in the upperpermissible limit 0.1 mg/L (UPL) and at 10 x (1.0 mg/L), 100 x (10.0 mg/L) and 1000x (100.0 mg/L), folds of the UPL.Micro-organisms grown in fungicide solutions as above were examinedregarding their short-term and long-term growth data, their morphology in selectivematerials, their biochemical properties and their resistance in antibiotics. Results ofthe experimental procedure are recorded in the following tables (Tables Β.10, Β.11,Β.12, Β.13.).Microbial indicators behavior, in the presence of fungicides, presentedstatistically major changes in growth curve, colony forming morphology in selectivematerials, biochemical properties and antibiotic resistance.Accordingly, misleading data on microbial indicators of water pollution due topesticide originating interferences may produce inappropriate legislation anddirectives and result to ineffective practices regarding environmental and waterprotection.Therefore it reveals that there may be need for correction factors, in estimatingwater pollution and contamination, in relation to coexisting biocides or even otherenvironmental pollutants such as metals or other environmental disruptors.Water is a sensitive resource and pollution, that aquatic eco-systems aresubjected nowadays, may probably go on for generations. The control indicators ofmicrobiological quality of water make up one of the most basic factors for theirsustainable management. Στην παρούσα πειραματική μελέτη διερευνώνται οι επιπτώσεις τωνμυκητοκτόνων Dodin, Carbendazim, Ziram και Copper Hydroxide στουςμικροβιακούς δείκτες μόλυνσης των υδάτων Escherichia coli, Enterococcus faecalisκαι Salmonella typhi.Σύμφωνα με τη Νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ανώτερο επιτρεπόμενοόριο, για τα υπολείμματα φυτοφαρμάκου στο πόσιμο νερό, είναι 0.1 μg/L ενώ για τοσύνολο των ενώσεων αυτών είναι 0.5 μg/L.Οι συγκεντρώσεις των φυτοφαρμάκων στα διαλύματα, που εφαρμόστηκαν στηνπαρούσα μελέτη, ήταν στο ανώτερο επιτρεπόμενο όριο 0.1 μg/L (UPL) και 10 (1.0 μg/L), 100 (10.0 μg/L) και 1000 (100.0 μg/L), πολλαπλάσια του UPL.Οι μικροοργανισμοί που αναπτύχθηκαν στα διαλύματα των μυκητοκτόνωνελέγχθηκαν ως προς τη βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη ανάπτυξή τους, τημορφολογία των αποικιών τους στα εκλεκτικά υλικά, τις βιοχημικές τους ιδιότητες καιτην ανθεκτικότητά τους στα αντιβιοτικά. Στους παρακάτω πινάκες καταγράφονται τααποτελέσματα της πειραματικής πορείας (Πίνακες Β.10, Β.11, Β.12, Β.13.).Η συμπεριφορά των μικροβιακών δεικτών, παρουσία των μυκητοκτόνων,εμφάνισε στατιστικά σημαντικές αλλαγές στην καμπύλη ανάπτυξης, στη μορφολογίατων αποικιών στα εκλεκτικά υλικά, στις βιοχημικές ιδιότητες και στην ανθεκτικότηταστα αντιβιοτικά.Κατά συνέπεια, αποπροσανατολιστικά δεδομένα σχετικά με τους μικροβιακούςδείκτες της ρύπανσης του νερού εξαιτίας παρεμβολών, προερχομένων από ταφυτοφάρμακα, είναι δυνατό να οδηγήσουν σε ακατάλληλη νομοθεσία και οδηγίες καινα συντελέσουν σε αναποτελεσματικές πρακτικές αναφορικά με την προστασία τουπεριβάλλοντος και του νερού.Συμπερασματικά, διαφαίνεται ότι, πιθανόν, υπάρχει ανάγκη αλγορiθμωνδιόρθωσης, κατά τις εκτιμήσεις της ρύπανσης και της μόλυνσης του νερού, σεσχέση με τα συνυπάρχοντα βιοκτόνα ή και άλλους περιβαλλοντικούς ρύπους, όπωςτα μέταλλα ή άλλοι περιβαλλοντικοί διαταράκτες.Σε ένα μολυσμένο-ρυπασμένο, φυσικό οικοσύστημα, οι σχέσεις είναιπολύπλοκες. Γενικά, με τα όρια των τιμών και με κλασικές τεχνικές, δεν μπορείπάντα να εκτιμηθεί με ασφάλεια η ποιότητα των υδάτων. Θα πρέπει να λαμβάνονταισοβαρά υπόψην όλοι οι μολυσματικοί- ρυπαντικοί παράγοντες και οι φυσικοχημικέςδιεργασίες. Για να μην οδηγούμαστε, επομένως, σε ελλιπείς και λάθος εκτιμήσεις,θα ήταν ιδανική η δημιουργία ενός αλγορίθμου, ο οποίος θα περιλαμβάνει όλουςτους φυσικοχημικούς παράγοντες που επιδρούν στο περιβάλλον.Το νερό είναι ένας ευαίσθητος πόρος και η ρύπανση, που υφίστανται σήμερα ταυδάτινα οικοσυστήματα, είναι δυνατό να επηρεάσει πολλές γενεές, οι δε δείκτεςελέγχου της μικροβιολογικής ποιότητας των υδάτων αποτελούν έναν από τουςβασικότερους παράγοντες για τη βιώσιμη διαχείρισή τους. 722 522 542 The relationship between defense mechanisms and approaches to learning ο διαμεσολαβητικός ρόλος της ακαδημαϊκής αναβλητικότητας και της ψυχολογικής ευημερίας The present thesis follows the modern research interest regarding the role of psychological, non-cognitive variables beyond the cognitive ones that have been studied by a number of studies that focus on learning. The aim of the study was (a) to investigate the relationship between defense styles and approaches to learning through the role of academic procrastination and psychological wellbeing as variables related to “the protection of the self” and (b) to examine the presence of students’ profiles based on the differences in the scores of the following variables: Defence Styles, Academic Procrastination, Psychological Well-Being and Approaches to Learning. For the study of the above variables, the following instruments were used respectively: «Defense Style Questionnaire-DSQ88», «Procrastination Assessment Scale for Students-PASS», «Flourishing Scale (Prev. Psychological Well-Being Scale)», and «HowULearn (Prev. Learn)». The sample comprised of 628 students from the School of Philosophy at the University of Ioannina. For the detection of the factorial structure of the instruments, the methods of Explanatory Factor Analysis (EFA) and Confirmatory Factor Analysis were used. To establish the independence of the sub-scales used and to perform further analyses, correlations between the variables under study were computed (Defense Styles, Academic Procrastination, Psychological Wellbeing and Approaches to Learning). The following statistical analyses were carried out to control the research hypotheses: (a) Path Analysis (Structural Equation Modeling) to determine the relationships and interactions among all the variables under consideration (Δαφέρμος, 2013. Kline, 2016) and (b) Cluster Analysis according to the methodology of hierarchical analysis was performed in order to investigate the existence of students’ profiles based on their responses. The results of the present research have shown that academic procrastination and psychological well-being mediate the relationship between defense styles and learning approaches, indicating the expected direct and indirect paths. In particular, defense styles are directly related to approaches to learning. Mature defense styles are associated with learning through psychological wellbeing in a positive way and immature defense styles are associated with learning through academic procrastination in a negative way. Regarding the conclusions drawn from the analysis of homogeneous groups, the present study reveals three profiles, two of which show the coexistence of psychological and cognitive variables organized in a positive/mature profile, the "psychologically stable and adaptive" and in a negative/immature profile, the "immature and unstable at risk", supporting the connections between the variables revealed in path analysis. The third profile is a dissonant profile, "defensive dissonant", which concerns students with the highest scores in defense styles and the second-highest scores in all other variables. The research contributes to (a) the increasing research interest in the role of adaptation and mental health variables in learning, suggesting the importance of a holistic picture of learning and (b) the confirmation of association between cognitive and non-cognitive variables both in terms of the direct and indirect paths between the variables, and in terms of the students’ profiles. This study supports the current line of research in associations between defense styles and learning and the importance of linking the cognitive and non-cognitive variables in our understanding of learning. The results are discussed in the context of international literature. Η παρούσα έρευνα ακολουθεί το σύγχρονο ερευνητικό ενδιαφέρον αναφορικά με τον ρόλο των ψυχολογικών, μη γνωστικών μεταβλητών πέραν των γνωστικών που έχουν μελετηθεί από πλήθος ερευνών που εστιάζουν στη μάθηση. Στόχος της ήταν (α) η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ των αμυντικών στυλ και των προσεγγίσεων μάθησης μέσω του ρόλου της ακαδημαϊκής αναβλητικότητας και της ψυχολογικής ευημερίας ως μεταβλητών που αφορούν την «προστασία του εαυτού» και (β) η εξέταση της ύπαρξης προφίλ φοιτητών με βάση τις διαφορές στις τιμές των υπό μελέτη μεταβλητών, ήτοι: Αμυντικά Στυλ, Ακαδημαϊκή Αναβλητικότητα, Ψυχολογική Ευημερία και Προσεγγίσεις Μάθησης. Για τη μέτρηση των ανωτέρω μεταβλητών χρησιμοποιήθηκαν τα ακόλουθα εργαλεία αντίστοιχα: το «Ερωτηματολόγιο Αμυντικής Δομής και Μηχανισμών Άμυνας- DSQ88», η «Κλίμακα Αξιολόγησης της Αναβλητικότητας για Φοιτητές - PASS», η «Κλίμακα Ψυχικής Ευζωϊας - FS», και το ερωτηματολόγιο «Πώς μαθαίνεις - HowULearn». Το δείγμα αποτέλεσαν 628 φοιτητές/τριες της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Για την ανίχνευση της παραγοντικής δομής των ερωτηματολογίων εφαρμόστηκε η μέθοδος της διερευνητικής (EFA) και της επιβεβαιωτικής ανάλυσης παραγόντων (CFA). Για να διαπιστωθεί η ανεξαρτησία των υποκλιμάκων των ερωτηματολογίων που χρησιμοποιήθηκαν και να πραγματοποιηθούν περαιτέρω αναλύσεις, διενεργήθηκαν συσχετίσεις μεταξύ των υπο μελέτη μεταβλητών (Αμυντικά Στυλ, Ακαδημαϊκή Αναβλητικότητα, Ψυχολογική Ευημερία και Προσεγγίσεις μάθησης). Για τον έλεγχο των ερευνητικών υποθέσεων, πραγματοποιήθηκαν οι παρακάτω στατιστικές αναλύσεις: (α) Ανάλυση Διαδρομών (Path Analysis-Structural Equation Modelling) για τον προσδιορισμό των σχέσεων και των αλληλεπιδράσεων στο σύνολο των υπό εξέταση μεταβλητών (Δαφέρμος, 2013. Kline, 2016). (β) Επιπρόσθετα, προκειμένου να διερευνηθεί η ύπαρξη προφίλ φοιτητών βάσει των απαντήσεών τους, πραγματοποιήθηκε ανάλυση συστάδων (cluster analysis) σύμφωνα με τη μεθοδολογία της ιεραρχικής ανάλυσης συστάδων (hierarchical cluster analysis). Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης κατέδειξαν ότι η ακαδημαϊκή αναβλητικότητα και η ψυχολογική ευημερία διαμεσολαβούν στη σχέση ανάμεσα στα αμυντικά στυλ και στις προσεγγίσεις μάθησης, αναδεικνύοντας τις αναμενόμενες άμεσες και έμμεσες διαδρομές. Συγκεκριμένα, τα αμυντικά στυλ σχετίζονται άμεσα με τις προσεγγίσεις μάθησης. Τα ώριμα αμυντικά στυλ συνδέονται με τη μάθηση μέσω της ψυχολογικής ευημερίας με θετικό τρόπο και τα ανώριμα αμυντικά στυλ συνδέονται με τη μάθηση μέσω της ακαδημαϊκής αναβλητικότητας με αρνητικό τρόπο. Όσον αφορά στα συμπεράσματα που αντλούνται από την ανάλυση ομοιογενών ομάδων, η παρούσα μελέτη αναδεικνύει τρία προφίλ, εκ των οποίων τα δύο δείχνουν τη συνύπαρξη ψυχολογικών και γνωστικών μεταβλητών οργανωμένων σε ένα θετικό/ώριμο προφίλ, τους «ψυχολογικά σταθερούς και προσαρμοστικούς» και σε ένα αρνητικό/ανώριμο προφίλ, τους «ανώριμους και ασταθείς σε κίνδυνο», υποστηρίζοντας τις συνδέσεις μεταξύ των μεταβλητών που προκύπτουν από την ανάλυση διαδρομών. Το τρίτο προφίλ αποτελεί ένα δυσαρμονικό προφίλ, τους «αμυντικά δυσαρμονικούς», που αφορά σε φοιτητές με τις υψηλότερες τιμές στα αμυντικά στυλ και τις δεύτερες υψηλότερες τιμές σε όλες τις άλλες μεταβλητές. Η έρευνα συμβάλλει (α) στο αναδυόμενο ερευνητικό ενδιαφέρον ως προς τον ρόλο των μεταβλητών που αφορούν την προσαρμογή και την ψυχική υγεία στη μάθηση, προτάσσοντας τη σημασία μιας πιο ολιστικής εικόνας αναφορικά με τη μάθηση και (β) επιβεβαιώνει τη σύνδεση μεταξύ γνωστικών και μη γνωστικών μεταβλητών τόσο όσον αφορά στις σχέσεις και στις διαδρομές σύνδεσης μεταξύ των μεταβλητών, όσο και αναφορικά με τα προφίλ φοιτητών. Η συγκεκριμένη μελέτη υποστηρίζει τον σύγχρονο ερευνητικό προσανατολισμό που αφορά στη σύνδεση των αμυντικών στυλ με τη μάθηση και τη σημασία της σύνδεσης γνωστικών και μη γνωστικών μεταβλητών στην κατανόηση της μάθησης. Τα αποτελέσματα συζητούνται στο πλαίσιο της διεθνούς βιβλιογραφίας. 723 435 419 Τυπικώς αναπτυσσόμενα παιδιά πρωτοσχολικής και προσχολικής ηλικίας VARIOUS STUDIES SUGGEST THAT DELAY IN PERCEPTUO-MOTOR DEVELOPMENT AS WELL AS ABNORMAL MOTOR ORGANISATION IS INTERRELATED WITH THE LEVEL OF PERFORMANCE AND EXECUTION OF COGNITIVE FUNCTIONS. THE AIM OF THE PRESENT RESEARCH STUDY WAS TO ASSESS THE FINE PERCEPTUO-MOTOR SKILLS OF CHILDREN WITH MILD MENTAL RETARDATION 7-9 YEARS OLD AND THE COMPARISON OF THEIR PERFORMANCE WITH TWO GROUPS OF TYPICALLY DEVELOPING CHILDREN WITH THE SAME CHRONOLOGICAL AGE AND A CORRESPONDING MENTAL AGE. A TOTAL OF 129 SUBJECTS AGED 4-9 YEARS PARTICIPATED IN THE RESEARCH. THE EXPERIMENTAL GROUP CONSISTED OF 43 CHILDREN WITH MILD MENTAL RETARDATION 7-9 YEARS OLD AND THE TWO COMPARISON GROUPS COMPRISED OF 43 TYPICALLY DEVELOPING EARLY SCHOOL AGE AND 43 TYPICALLY DEVELOPING PRESCHOOLERS. IN THE FIRST COMPARISON GROUP SUBJECTS WERE EQUIVALENT IN CHRONOLOGICAL AGE AND GENDER, WHILE IN THE SECOND COMPARISON GROUP THEY WERE EQUIVALENT IN MENTAL AGE AND GENDER WITH THE PARTICIPANTS OF THE EXPERIMENTAL GROUP. AS AN ASSESSMENT TOOL OF FINE PERCEPTUO-MOTOR SKILLS IT WAS USED A BATTERY OF TASKS CONSTRUCTED IN ACCORDANCE WITH UNIVERSAL STANDARDIZED TESTS OF PSYCHOMOTOR ABILITIES. THE CONTROL RESULTS OF THE PSYCHOMETRIC PROPERTIES OF THE BATTERY (RELIABILITY, VALIDITY) VERIFY THE HIGH QUALITY OF THE PSYCHOMETRIC CHARACTERISTICS OF THE DESIGNED TOOL (a=0.902). THE RESULTS OF THE ONE-WAY ANOVA HIGHLIGHTED THE EXISTENCE OF STATISTICALLY SIGNIFICANT DIFFERENCES (p<0.01) IN THE FINE MOTOR PERFORMANCE OF THE THREE GROUPS (THE EXPERIMENTAL GROUP AND THE TWO CONTROL GROUPS). MORE SPECIFICALLY, THE TUKEY HSD MULTIPLE COMPARISONS ANALYSIS REVEALED THAT THE MILDLY MENTALLY RETARDED CHILDREN SHOWED A SIGNIFICANTLY WEAKER PERFORMANCE AS COMPARED TO THAT OF THE TYPICALLY DEVELOPING CHILDREN OF THE SAME CHRONOLOGICAL AGE AND A HIGHER PERFORMANCE AS COMPARED TO TYPICALLY DEVELOPING CHILDREN OF A CORRESPONDING MENTAL AGE IN TASKS WHICH EXPLORE THEIR FINE PERCEPTUO-MOTOR SKILLS. THE FINDINGS OF THE T-TEST FOR EQUALITY OF MEANS IN INDEPENDENT SAMPLES SHOWED THAT THERE ARE NO STATISTICALLY SIGNIFICANT DIFFERENCES IN THE PERFORMANCE OF MALE AND FEMALE PARTICIPANTS OF THE THREE GROUPS IN FINE MOTOR TASKS (p>0.05). BASED ON THE AFOREMENTIONED FINDINGS THE FOLLOWING CONCLUSIONS COULD BE DRAWN: A) THERE IS A CLOSE RELATIONSHIP BETWEEN THE LEVEL OF COGNITIVE AND FINE MOTOR DEVELOPMENT. AS COGNITIVE POTENTIAL OF CHILDREN INCREASE BETTER PERFORMANCE IS OBSERVED IN FINE MOTOR SKILLS TASKS B) AS CHRONOLOGICAL AGE PROGRESSES AN INCREASINGLY HIGHER PERFORMANCE IS EXHIBITED IN FINE MOTOR SKILLS’ TASKS C) GENDER DOES NOT INFLUENCE PERFORMANCE ON FINE MOTOR SKILLS’ TASKS. AS BECOMES OBVIOUS, THEREFORE, PERCEPTUAL-MOTOR DEVELOPMENT IS INTERDEPENDENT WITH COGNITIVE DEVELOPMENTAL LEVEL, CHRONOLOGICAL AGE, AS WELL AS PRACTICE, SCHOOL EXPERIENCE AND THE EDUCATIONAL BACKGROUND ACCOMPANYING IT, WHICH ARE ALL FACTORS WHICH AFFECT NEUROMUSCULAR MATURITY, DEVELOPMENT AND REFINEMENT OF FINE MOTOR SKILLS’ PATTERNS. ΠΛΗΘΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΟΤΙ Η ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΛΗΠΤΙΚΟ-ΚΙΝΗΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΔΙΑΤΑΡΑΓΜΕΝΗ ΚΙΝΗΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΙ ΑΜΕΣΑ ΜΕ ΤΟ ΒΑΘΜΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΗΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ. ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΜΑΣ ΗΤΑΝ Η ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΛΕΠΤΏΝ ΑΝΤΙΛΗΠΤΙΚΟ-ΚΙΝΗΤΙΚΩΝ ΔΕΞΙΟΤΗΤΩΝ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΕ ΗΠΙΑ ΝΟΗΤΙΚΗ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ Χ.Η. 7-9 ΕΤΩΝ ΚΑΙ Η ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΔΟΣΕΩΝ ΤΟΥΣ ΜΕ ΔΥΟ ΟΜΑΔΕΣ ΤΥΠΙΚΩΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗΣ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΗΤΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ. ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΑΝ ΣΥΝΟΛΙΚΑ 129 ΑΤΟΜΑ Χ.Η. 4-9 ΕΤΩΝ. ΤΗΝ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΜΑΣ ΟΜΑΔΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΑΝ 43 ΗΠΙΑ ΝΟΗΤΙΚΑ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ (21 Α/ 22 Κ) Χ.Η. 7-9 ΕΤΩΝ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΕΞΙΣΩΘΗΚΑΝ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΤΗ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥΣ ΗΛΙΚΙΑ ΜΕ 43 ΤΥΠΙΚΩΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΡΩΤΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΤΗ ΝΟΗΤΙΚΗ ΤΟΥΣ ΗΛΙΚΙΑ ΜΕ 43 ΤΥΠΙΚΩΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ. ΩΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΤΩΝ ΛΕΠΤΩΝ ΑΝΤΙΛΗΠΤΙΚΟ-ΚΙΝΗΤΙΚΩΝ ΔΕΞΙΟΤΗΤΩΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΙΑ ΣΥΣΤΟΙΧΙΑ ΕΡΓΩΝ Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΣΤΗΡΙΧΘΗΚΕ ΣΕ ΔΙΕΘΝΗ ΣΤΑΘΜΙΣΜΕΝΑ ΤΕΣΤ ΨΥΧΟΚΙΝΗΤΙΚΩΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ. ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΩΝ ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΙΔΙΟΤΗΤΩΝ ΤΗΣ ΣΥΣΤΟΙΧΙΑΣ (ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ-ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑ) ΠΙΣΤΟΠΟΙΟΥΝ ΤΗΝ ΥΨΗΛΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ (α=0.902). ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΟΝΟΜΕΤΑΒΛΗΤΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗΣ (One-way ANOVA) ΕΔΕΙΞΑΝ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ (p<0.01) ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΛΕΠΤΩΝ ΚΙΝΗΤΙΚΩΝ ΕΠΙΔΟΣΕΩΝ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΟΜΑΔΩΝ (ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΜΑΔΩΝ ΕΛΕΓΧΟΥ). ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΣΥΓΚΡΙΣΕΩΝ ΤΟΥ TYKEY HSD ΕΔΕΙΞΕ ΟΤΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΕΛΑΦΡΑ ΝΟΗΤΙΚΗ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ Χ.Η. 7-9 ΕΤΩΝ ΣΗΜΕΙΩΣΑΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΑΠ’ TΑ ΤΥΠΙΚΩΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗΣ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΥΨΗΛΟΤΕΡΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΤΥΠΙΚΩΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗΣ ΝΟΗΤΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΣΕ ΕΡΓΑ ΤΑ ΟΠOΙΑ ΕΞΕΤΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΛΕΠΤΕΣ ΑΝΤΙΛΗΠΤΙΚΟ-ΚΙΝΗΤΙΚΕΣ ΤΟΥΣ ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ. ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΔΥΟ ΜΕΣΩΝ ΤΙΜΩΝ ΣΕ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΜΕ ΤΟ Τ-TEST ΕΔΕΙΞΑΝ ΟΤΙ ΤΟΣΟ ΣΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΤΩΝ ΝΟΗΤΙΚΑ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΩΝ ΟΣΟ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΟΜΑΔΕΣ ΤΩΝ ΤΥΠΙΚΩΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΣΤΙΣ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΑΓΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ ΣΤΑ ΕΡΓΑ ΛΕΠΤΗΣ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (p>0.05). ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΑΤΑΛΗΓΟΥΜΕ ΣΤΑ ΕΞΗΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Α) ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΑ ΣΤΕΝΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΛΕΠΤΗΣ ΚΙΝΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ. ΜΕ ΤΗΝ ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΝΟΗΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΗΜΕΙΩΝΟΝΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑ ΕΡΓΑ ΛΕΠΤΗΣ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑΣ Β) ΟΣΟ ΑΥΞΑΝΕΤΑΙ Η ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΣΗΜΕΙΩΝΟΝΤΑΙ ΟΛΟ ΚΑΙ ΥΨΗΛΟΤΕΡΕΣ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑ ΕΡΓΑ ΛΕΠΤΗΣ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑΣ Γ) ΟΙ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΤΑ ΕΡΓΑ ΛΕΠΤΗΣ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΔΕ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΟ ΦΥΛΟ ΤΟΥΣ. ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΛΟΙΠΟΝ ΟΤΙ Η ΑΝΤΙΛΗΠΤΙΚΟ-ΚΙΝΗΤΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΠΟΙΚΙΛΛΕΙ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ), ΤΗ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΑΣΚΗΣΗ, ΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΘΗΣΙΑΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΟΥ ΤΗ ΣΥΝΟΔΕΥΟΥΝ, ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΣΥΜΒΑΛΛΟΥΝ ΣΤΗ ΝΕΥΡΟΜΥÏΚΗ ΩΡΙΜΑΝΣΗ, ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΤΕΛΕΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΛΕΠΤΩΝ ΚΙΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΤΥΠΩΝ. 724 310 375 Επικύρωση της χρησιμότητας των νεότερων παραμέτρων του PSA ορού για την ανίχνευση του καρκίνου του προστάτη To evaluate the potential of prostate cancer detection on the basis of PSA-levels based on theoutcome of prostate needle biopsyDesign A retrospective study conducted in the University Hospital of Ioannina.Methodology The clinical and histopathological data of 1053 patients that underwent prostate biopsyin the Urologic Clinic from January 2014 to August 2017 was obtained from the medical record. PSAand %fPSA were compared to biopsy outcome.Results The mean PSA values and %fPSA of the cancer versus noncancer (prostatitis, LGPIN andHGPIN) groups were significantly different (p<0.05). However there was an overlap in individual values.The mean PSA levels were significantly correlated with the prostate cancer grade group (p<0.05). Thepositive predictive value (PPV) of PSA in patients with PSA levels between 4 and 10 ng/ml was 28%while the negative predictive value (NPV) in patients with PSA levels < 4 ng/ml was 81%. On the otherhand PPV and NPV of %fPSA in patients with PSA levels between 4 and 10 ng/ml was 23% and 86%,respectively. Receiver operating characteristic (ROC) curve analysis was performed in the total sampleof the 980 patients with and without prostate cancer for the complete PSA range (0.90-450 ng/ml) aswell as for the patients with PSA levels between 4 and 10 ng/ml (n=647). The area under the curve(AUC) for PSA values from 0.9-450 ng/ml and 4-10 ng/ml was calculated at 0.619 (95% CI, 0.580-0.657) and 0.482 (95% CI, 0.374-0.590). ROC analysis for %fPSA and for the same PSA groups was0.403 (95% CI, 0.315-0.492) and 0.349 (95% CI, 0.246-0.451), respectively.Discussion These results indicated that PSA and %fPSA were weekly correlated with prostatemalignancy and lack of ability to define the progression potential of the disease. PSA and %fPSA,though informative and suggestive, are not definitive for cancer or noncancer. The development ofnew, more accurate (specific and sensitive) and cost-efficient biomarkers is imperative. Future studiesshould also examine the benefits of the multivariable models implementation for prostate cancerscreening. Η αξιολόγηση της διαγνωστικής ικανότητας του ειδικού προστατικού αντιγόνου (PSA) ορού στη διάγνωση του καρκίνου του προστάτη (ΚτΠ) σε συσχέτιση με τις ιστολογικές διαγνώσεις.Μεθοδολογία: Αναδρομική μελέτη των ιατρικών φακέλων 1053 ασθενών οι οποίοι υπεβλήθησαν σε βιοψία του προστάτη στην Ουρολογική Κλινική του Γενικού Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων από τον Ιανουάριο του 2014 ως τον Αύγουστο του 2017. Η ολική συγκέντρωση του PSA και της αναλογίας ελεύθερο:ολικό PSA (%fPSA) συσχετίστηκε με το αποτέλεσμα της βιοψίας. Αποτελέσματα: Η συγκέντρωση του ολικού PSA ορού και της %fPSA στους ασθενείς που διαγνώστηκαν με ΚτΠ ήταν σημαντικά υψηλότερη από ότι στους ασθενείς με φλεγμονή, LGPIN καιHGPIN (p<0.05). Ωστόσο, παρατηρήθηκε αλληλοεπικάλυψη μεταξύ των ομάδων ασθενών (αρνητική βιοψία, LGPIN, HGPIN, ΚτΠ). Η συγκέντρωση του ολικού PSA ορού των ασθενών με ΚτΠ συσχετίστηκε θετικά με τη βαθμό κακοήθειας (p<0.05). Η θετική προγνωστική αξία (PPV, positivepredictive value) του PSA ορού σε ασθενείς με συγκέντρωση PSA μεταξύ 4 και 10 ng/ml (γκρίζα ζώνη)ήταν 28% ενώ η αρνητική προγνωστική αξία (NPV, negative predictive value) για ασθενείς με συγκέντρωση PSA μικρότερη από 4 ng/ml ήταν 81%. Για τη %fPSA η PPV και η NPV ήταν 23% και 86%, αντίστοιχα. Η ανάλυση των καμπύλων λειτουργικού χαρακτήρα δέκτη (ROC, Receiver OperatingCharacteristic curves) για το σύνολο των 980 ασθενών για τους οποίους υπήρχαν διαθέσιμες τιμέςPSA (εύρος 0.90-450 ng/ml) υπολόγισε το εμβαδό της περιοχής κάτω από την καμπύλη (AUC, areaunder the curve) ίσο με 0.619 (95% CI, 0.580-0.657). Για τους ασθενείς με PSA ορού μεταξύ 4 και 10ng/ml (n=647) το εμβαδό υπολογίστηκε σε 0.482 (95% CI, 0.374-0.590). Για την %fPSA η AUC στο σύνολο των ασθενών και στους ασθενείς στη γκρίζα ζώνη του PSA ήταν 0.403 (95% CI, 0.315-0.492)και 0.349 (95% CI, 0.246-0.451), αντίστοιχα. Συζήτηση: Τόσο το PSA όσο και η %fPSA δεν συσχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με την διάγνωση και εξέλιξη του καρκίνου του προστάτη. Αν και μπορούν να αποτελέσουν ενημερωτικούς και ενδεικτικούς δείκτες, δεν αποτελούν δείκτες διάκρισης μεταξύ της ύπαρξης ή μη καρκίνου. Η ανάπτυξη νέων,εξειδικευμένων για τον καρκίνο του προστάτη (με αυξημένη ειδικότητα και ευαισθησία) και οικονομικά αποδοτικών δεικτών, είναι επιτακτική. Μελλοντικές έρευνες θα πρέπει να εξετάσουν επίσης τα οφέλη από την εφαρμογή πολυπαραγοντικών μοντέλων για τον προ-διαγνωστικό έλεγχο του καρκίνου του προστάτη. 725 157 167 The study focuses on the narrations of six refugees (two Afghans, one Palestinian, one Syrian and one couple from Syria), who, one year after their arrival to Greece, as active participants and main narrators of their stories, give meaning and position themselves to their life experiences, recount fleeing from their countries of origin and express their expectations and dreams for the future. From the narrative analysis of the five semi- structured interviews, the following themes emerged: the shared feeling of being in a liminal space, where a common construction of a new “hybrid” identity occurs, consisting of past and present elements in order for refugees to cope with and adapt to the current circumstances, the need to disclaim the negative connotations associated with their religious beliefs, the importance of the notion of family, as a factor of security and self-definition, but also, the role of biographical narrative in education as a tool for breaking stereotypes and prejudices. Η παρούσα μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία «χτίζει» την έρευνά της στις αφηγήσεις έξι προσφύγων (δύο Αφγανών, ενός Παλαιστίνιου, ενός Σύριου και ενός ζευγαριού από τη Συρία), οι οποίοι ένα χρόνο μετά την άφιξή τους στην Ελλάδα, ως ενεργοί συμμετέχοντες και βασικοί αφηγητές των ιστοριών τους νοηματοδοτούν και τοποθετούνται σχετικά με τις εμπειρίες της ζωής τους, αποτυπώνουν την ιστορία του ταξιδιού της φυγής από τις χώρες καταγωγής τους και εκφράζουν τις προσδοκίες και τα όνειρα για το μέλλον. Από την αφηγηματική ανάλυση των πέντε ημι-δομημένων συνεντεύξεων, προέκυψαν τα εξής θέματα: η κοινή αίσθηση διαβίωσης των προσφύγων σε έναν μεθοριακό χώρο, στο πλαίσιο του οποίου συνκατασκευάζονται νέες υβριδικές ταυτότητες που περιλαμβάνουν στοιχεία του παρελθόντος και του παρόντος, προκειμένου να επιτευχθεί ικανοποιητική διαχείριση και προσαρμογή στις τρέχουσες συνθήκες, η ανάγκη να αποποιηθεί κανείς τους αρνητικούς συνειρμούς που συνδέονται με τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, η σημασία της έννοιας της οικογένειας ως παράγοντα ασφάλειας και αυτοπροσδιορισμού, αλλά, και ο ρόλος της βιογραφικής αφήγησης στην εκπαίδευση ως εργαλείο για την ανατροπή στερεοτύπων και προκαταλήψεων. 726 199 163 The effect of social support on self-esteem and management of anxiety on adults with disabilities Η επίδραση της κοινωνικής υποστήριξης στην αυτοεκτίμηση και διαχείριση του άγχους ενήλικων με αναπηρία This research study aims to explore the impact of social support on anxiety management and the self-esteem of adults with disabilities. More specifically, it deals with the degree of social support that people with disabilities receive from their social environment and what impact this has on their psychological situation and the way they perceive and appreciate themselves. In particular, the research tool is a questionnaire divided into three parts. The first attempts to examine the measurement of social support, i.e the number of people who mentally support the disabled person and the measurement of the degree of satisfaction with the support provided. The second is related to anxiety which is distinguished as a condition and as a characteristic of the personality. The third, includes the degree of self-esteem, the selfimage and the sense of personal value of the individual. The data was processed using the SPSS statistical packet. Statistical analysis has shown that social support has apositive influence on the individual's self-esteem as well as the reduction in his anxiety. The results can be used to develop educational intervention programs for people with disabilities. Η παρούσα ερευνητικήμελέτηέχειωςσκοπό να διερευνήσει την επίδρασητηςκοινωνικής υποστήριξης στην αυτοεκτίμηση και τη διαχείριση του άγχουςενήλικων ατόμων με αναπηρία. Πιοσυγκεκριμένα, πραγματεύεται το βαθμό τηςκοινωνικήςυποστήριξης που δέχονται τα άτομα με αναπηρία από το κοινωνικό τουςπεριβάλλονκαι τι αντίκτυπο έχει αυτή, στηνψυχολογική τους κατάσταση και στοντρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται και εκτιμούντον εαυτότους. Ειδικότερα, τοεργαλείο τηςέρευνας είναι ερωτηματολόγιο που χωρίζεται σετρία μέρη. Στο πρώτοεπιχειρείται να εξετασθεί η μέτρησητηςκοινωνικής υποστήριξης, δηλαδή ο αριθμόςτων ατόμων που υποστηρίζουν ψυχολογικάτοάτομομε αναπηρία και η μέτρηση τουβαθμού ικανοποίησης από την παρεχόμενη υποστήριξη. Το δεύτερο, σχετίζεται με τοάγχοςτο οποίο διαχωρίζεται ως κατάσταση και ως χαρακτηριστικό τηςπροσωπικότητας. Τοτρίτο, περιλαμβάνει το βαθμό αυτοεκτίμησης, την αυτοεικόνακαι την αίσθηση προσωπικής αξίας του ατόμου. Η επεξεργασία των δεδομένων έγινεμε το στατιστικό πακέτο SPSS. Από τηστατιστική ανάλυση προέκυψε ότι ηκοινωνική υποστήριξη επιδρά θετικά στην αυτοεκτίμησητου ατόμου αλλά και στημείωση του άγχους του. Τα αποτελέσματα μπορούν να αξιοποιηθούν για τηνανάπτυξη προγραμμάτωνεκπαιδευτικής παρέμβασης για τα άτομα με αναπηρία. 727 475 494 OBJECTIVE: The aim of our study was to examine the demographic, clinical and biochemical characteristics of a representative sample with metabolic syndrome from various regions of Greece, to study the correlations between the various criteria of the metabolic syndrome, to calculate the cardiovascular risk of various subgroups and to compare the risk calculated when using different risk estimation equations. MATERIAL-METHODS: A random sample of 824 male and 1,199 female subjects with metabolic syndrome, but without diabetes mellitus or established cardiovascular disease, was selected from all over Greece. From this sample, 1501 individuals (613 men and 888 women, aged 40-65 years) were included in the cardiovascular risk analysis. The 10-year risk of fatal CVD events was calculated using the ESC SCORE, HellenicSCORE, and Framingham equations. Principal components analysis (PCA) was applied to evaluate the interrelationships between the inherent characteristics of the metabolic syndrome. RESULTS: The study population was comprised mostly of middle aged individuals (mean age 56.8 ± 10.6), with increased body weight (body mass index 31.3 ± 4.5 kg/m2) and waist circumference (104.7 ± 10.7 cm), elevated systolic blood pressure (143.4 ± 17.5 mmHg), borderline diastolic blood pressure (88.1 ± 10.3 mmHg), elevated total cholesterol (256.9 ± 42.4 mg/dl), LDL-cholesterol (172.5 ± 40.2 mg/dl) and triglycerides (198.4 ± 74.3 mg/dl), decreased HDL-cholesterol (44.8 ± 11.2 mg/dl) and slightly elevated fasting blood glucose (103.2 ±10.2 mg/dl). Raised blood pressure and hypertriglyceridemia were more common in men (89.6% vs 84.2% and 86.8% vs 74.2%, respectively; P < 0.001). Low HDL-cholesterol and abdominal obesity were more common in women (58.2% vs 66.2% and 85.8% vs 97.1%, respectively; P < 0.001). According to HellenicSCORE, the mean 10-year cardiovascular mortality risk in the study population was 4.2% ± 3.6%, whereas ESC SCORE calculated it as 3.3% ± 3.8% and Framingham as 3.8% ± 3.8%. The relative risk of men vs women was 2.3 (HellenicSCORE), 3.6 (ESC SCORE) and 3.0 (Framingham). Among the participants, 29.2% were classified as high and very high risk according to HellenicSCORE, compared to 20.2% using ESC SCORE and 25.5% using Framingham. The correlation coefficient Kendall tau-b showed that all 3 risk equations had good concordance in classifying men as high or low risk. However, the HellenicSCORE equation calculated more women with metabolic syndrome as high risk. PCA revealed three main components that explained 68.4% of the total variation. The first one was heavily loaded by blood pressure (28.6% of the total variation explained), followed by a component characterized by lipid variables (21.7%) and a component characterized by fasting glucose and waist circumference measurements (18.1% explained variation). Therefore, the most dominant characteristic of the metabolic syndrome in our study was elevated blood pressure levelsCONCLUSIONS: The information from our study may assist in improving the prevention and treatment of the metabolic syndrome in the Greek population and, ultimately, in reducing the cardiovascular morbidity and mortality burden in Greece. ΣΤΟΧΟΣ: Σκοπός της μελέτης ήταν η ανάλυση των δημογραφικών, κλινικών και βιοχημικών χαρακτηριστικών ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος πληθυσμού με μεταβολικό σύνδρομο από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, η διερεύνηση των συσχετίσεων μεταξύ των κριτηρίων του μεταβολικού συνδρόμου, ο υπολογισμός του καρδιαγγειακού κινδύνου για διάφορες υποομάδες αυτού του πληθυσμού και η σύγκριση των ευρημάτων από τη χρήση διαφορετικών αλγόριθμων υπολογισμού του καρδιαγγειακού κινδύνου. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Συμπεριλήφθηκε ένα δείγμα 2.023 τυχαία επιλεχθέντων ατόμων (824 ανδρών και 1.199 γυναικών) που πληρούσαν τα κριτήρια κατά ΑΗΑ/ΝHLBI για τη διάγνωση του μεταβολικού συνδρόμου. Ο 10ετής κίνδυνος καρδιαγγειακού θανάτου κάθε ατόμου υπολογίστηκε με βάση 3 μοντέλα πρόβλεψης κινδύνου: το ESC SCORE, το HellenicSCORE και το Framingham risk score. Οι συσχετίσεις μεταξύ των συνιστωσών του μεταβολικού συνδρόμου και η σχετική τους σημασία μελετήθηκε περαιτέρω με χρήση της μεθόδου ανάλυση των κύριων συνιστωσών. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Ο πληθυσμός της μελέτης αποτελούνταν λοιπόν κυρίως από άτομα μέσης ηλικίας (μέση τιμή 56,8 ± 10,6 έτη), παχύσαρκα (δείκτης μάζας σώματος 31,3 ± 4,5 kg/m2), με αυξημένη περίμετρο μέσης (104,7 ± 10,7 cm), ήπια αυξημένη ΣΑΠ (143,4 ± 17,5 mmHg) και οριακά αυξημένη ΔΑΠ (88,1 ± 10,3 mmHg), με αυξημένη ολική χοληστερόλη (256,9 ± 42,4 mg/dl), LDL-χοληστερόλη (172,5 ± 40,2 mg/dl) και τριγλυκερίδια (198,4 ± 74,3 mg/dl), με μειωμένη HDL-χοληστερόλη (44,8 ± 11,2 mg/dl) και με ήπια διαταραχή της γλυκόζης νηστείας (103,2 ±10,2 mg/dl). Τα αυξημένα επίπεδα ΑΠ και η υπερτριγλυκεριδαιμία ήταν συχνότερα στους άνδρες σε σύγκριση με τις γυναίκες (89,6% έναντι 84,2% και 86,8% έναντι 74,2%, αντίστοιχα), ενώ τα χαμηλά επίπεδα HDL-χοληστερόλης και η κοιλιακή παχυσαρκία ήταν συχνότερα στις γυναίκες (58,2% έναντι 66,2% και 85,8% έναντι 97,1%, p<0,001 για όλες τις συγκρίσεις). Με την εφαρμογή του αλγορίθμου εκτίμησης του κινδύνου HellenicSCORE ο μέσος 10ετής κίνδυνος καρδιαγγειακού θανάτου για αμφότερα τα φύλα ήταν 4,2% ± 3,6%, με το ESC SCORE ήταν 3,3% ± 3,8% και με το Framingham ήταν 3,8% ± 3,8%. Όσον αφορά τις διαφορές μεταξύ των δύο φύλων, ο κίνδυνος θανάτου ήταν υπερδιπλάσιος για τους άνδρες σε σύγκριση με τις γυναίκες. Με χρήση του συντελεστή συσχέτισης Kendall tau-b διαπιστώθηκε ότι υπήρχε καλή συμφωνία (concordance) μεταξύ των 3 αλγόριθμων όσον αφορά την κατάταξη των ανδρών σε κατηγορίες κινδύνου. Ωστόσο, το HellenicSCORE ανέδειξε περισσότερες γυναίκες υψηλού κινδύνου. H ανάλυση των κύριων συνιστωσών ανέδειξε τρεις συνιστώσες που αντιστοιχούν στο 68,4% της συνολικής πληροφορίας. Έτσι, η 1η συνιστώσα που περιέχει και το 28,6% της πληροφορίας είναι φορτωμένη κυρίως με τη συστολική και διαστολική αρτηριακή πίεση και αφορά την «υπερτασική διάσταση» του μεταβολικού συνδρόμου, η δεύτερη που περιέχει το 21% της πληροφορίας είναι φορτωμένη με τα τριγλυκερίδια και την HDL-χοληστερόλη και εκφράζει τη «δυσλιπιδαιμική διάσταση» του μεταβολικού συνδρόμου, ενώ η 3η που περιέχει το 18% της πληροφορίας είναι φορτωμένη με την περίμετρο μέσης και τη γλυκόζη νηστείας. Συνεπώς, η «υπερτασική διάσταση» του μεταβολικού συνδρόμου είναι η κυρίαρχη συνιστώσα στην PCA ανάλυση. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να βοηθήσουν στον αποτελεσματικότερο σχεδιασμό στρατηγικών πρόληψης και θεραπείας του μεταβολικού συνδρόμου σε επίπεδο γενικού πληθυσμού και, εν τέλει, στη μείωση της καρδιαγγειακής νοσηρότητας και θνησιμότητας στην Ελλάδα. 728 156 183 The present thesis is a single case study which analyses an in depth description of the precocious reading ability of a young child. Precocious readers are those who have learned to read, all by themselves, without being taught, in unusually early ages. It is proved that the acquisition of reading ability and its components is a combination of children’s actions and family’s behavior as well as social interactions. The study describes the child’s personal characteristics, the family background where emergent literacy appeared, the child’s social behavior and special skills which refer to higher mental functionality, or giftedness. The study has a two – pronged aim: First, the study aims to contribute to the designation of precocious readers as children with special educational needs and second, to motivate all of us, parents and teachers, in order to adopt new teaching practices that can help these advanced kids to develop normally and to exploit their potentials much further. Η παρούσα εργασία αποτελεί μια εις βάθος περιγραφή του φαινομένου της πρώιμης ανάγνωσης μέσα από τη μελέτη περίπτωσης ενός παιδιού - πρώιμου αναγνώστη. Οι πρώιμοι αναγνώστες είναι αυτοί που έχουν μάθει να διαβάζουν σε ασυνήθιστα μικρή ηλικία, πριν από την έναρξη της επίσημης σχολικής διδασκαλίας. Η κατάκτηση της αναγνωστικής δεξιότητας και των επιμέρους συνιστωσών της αποδεικνύεται ότι είναι συνδυασμός των δράσεων των ίδιων των παιδιών, ως ενεργών δημιουργών της γνώσης, και του οικογενειακού και ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντός τους. Η μελέτη περιγράφει τα ατομικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του παιδιού, το οικογενειακό περιβάλλον μέσα από το οποίο αναδύθηκε ο γραμματισμός, τις σχολικές επιδόσεις, την κοινωνική συμπεριφορά του παιδιού και στοιχεία της προσωπικότητας που ίσως κατατάσσουν το ερευνητικό υποκείμενο στην ομάδα των παιδιών υψηλής νοητικής λειτουργικότητας. Ο σκοπός της εργασίας είναι διττός: να συμβάλλει στην ανάδειξη των πρώιμων αναγνωστών ως παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ικανότητες, που χρήζουν ιδιαίτερης μεταχείρισης , και στην οικογένεια και στο σχολείο, και να κινητοποιήσει όλους όσους ασχολούνται με την εκπαίδευση των παιδιών, στην υιοθέτηση νέων διδακτικών πρακτικών που θα τους επιτρέψει να αναπτυχθούν ομαλά και να αξιοποιήσουν περαιτέρω τις δυνατότητές τους. 729 218 250 Implementation and evaluation of the effectiveness of a psycho-educational program for anger management and social skills strengthening in primary school Εφαρμογή και αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας ενός ψυχοεκπαιδευτικού προγράμματος για την διαχείριση του θυμού και την ενίσχυση των κοινωνικών δεξιοτήτων μαθητών δημοτικού σχολείου This master thesis describes the implementation and evaluation of a psychoeducational eight season program, which was designed in order to achieve the management of anger and the enhancement of social skills in second and third grade primary school students. Our survey involved 117 students, separated in two groups, intervention group (n=56) and control group (n=61). Students in both groups completed, before and after the application of the program, the Strengths and Difficulties Questionnaire (SDQ, Goodman, 1997) and the Behavioral Anger Response Questionnaire (BARQ, Linden et al. , 2003). The results showed that the intervention group improved social skills levels, with the subscales of questionnaire showing significant difference in averages between before and after measurement. On the other hand, there was no change in the control group. As for the feeling of anger, the subscales of assertion, social support, rumination, avoidance and diffusion, showed a statistically significant increase in the average. Yet, the subscale of direct anger decreased significantly. In addition, follow up measurement, which was held after five months, showed that the effects were maintained for the intervention group students. Overall, the research findings support the efficacy of the program in social skills enhancement and student’s anger management. Στην παρούσα διατριβή περιγράφεται η εφαρμογή και η αξιολόγηση ενός ψυχοεκπαιδευτικού προγράμματος οκτώ συναντήσεων με σκοπό την διαχείριση του συναισθήματος του θυμού και την ενίσχυση των κοινωνικών δεξιοτήτων μαθητών της Β’ και Γ’ τάξης Δημοτικού σχολείου. Στην έρευνα συμμετείχαν 117 παιδιά, τα οποία διαχωρίστηκαν στην ομάδα παρέμβασης (n = 56) και την ομάδα ελέγχου (n = 61). Τα παιδιά και των δύο ομάδων συμπλήρωσαν πριν και μετά την εφαρμογή του προγράμματος το Ερωτηματολόγιο Δυνατοτήτων και Δυσκολιών (Strengths and Difficulties Questionnaire, SDQ, Goodman, 1997) και το ερωτηματολόγιο Συμπεριφοριστικών Απαντήσεων στο Θυμό (Behavioral Anger Response Questionnaire, BARQ, Linden et al., 2003). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι κοινωνικές δεξιότητες της ομάδας παρέμβασης βελτιώθηκαν κατά την διάρκεια του προγράμματος, με τις υποκλίμακες του ερωτηματολογίου να παρουσιάζουν σημαντική διαφορά στους μέσους όρους μεταξύ της πριν και της μετά μέτρησης. Αντίθετα δεν παρουσιάστηκε κάποια αλλαγή στην ομάδα ελέγχου. Όσον αφορά στο συναίσθημα του θυμού, οι υποκλίμακες του ισχυρισμού, της κοινωνικής υποστήριξης, του συλλογισμού, της αποφυγής και της εξάπλωσης θυμού παρουσίασαν στατιστικά σημαντική αύξηση των μέσων όρων. Αντίθετα, η υποκλίμακα των έντονων εκφράσεων θυμού μειώθηκε στατιστικά σημαντικά. Επιπλέον, η follow up μέτρηση, η οποία πραγματοποιήθηκε μετά την πάροδο πέντε μηνών, έδειξε ότι τα αποτελέσματα διατηρήθηκαν για τα παιδιά της ομάδας παρέμβασης. Συνολικά, τα ευρήματα της έρευνας υποστηρίζουν την αποτελεσματικότητα του προγράμματος ως προς την ενίσχυση των κοινωνικών δεξιοτήτων και τη διαχείριση του θυμού των παιδιών. 730 476 571 We already live in the era of Internet of Things. The common devices we use daily are connected together and are getting "smarter" rapidly. In every device belonging in IoT, there is an SoC. In order to satisfy the continuous increased requirements of the new era, SoCs are constantly evolving. 3D-ICs is a promising solution to satisfy the demands of the new era and seem to secure the continuation of Moore's Law for the near future. 3D-ICs achieve higher packing density and higher performance than 2D-ICs and reduce the cost of wiring and power consumption. Recently, the semiconductor companies released products based on 3D-ICs. This research focuses in the development of new TAM architectures and test-scheduling methods for 3D-SoCs, which exploit the high speed offered by TSVs, while power and thermal constraints are met. We introduce a new TAM architecture for 3D SoCs, which minimizes the test-time, the number of TSVs, and TAM lines used for transferring test-data to the cores. The test schedule is calculated by a very effective TDM method, and a highly efficient optimization method based on rectangle-packing and simulated-annealing. Experiments have shown that as much as 9.6x better test time can be achieved using the proposed method, especially under strict power and thermal constraints. The previous method is compatible only with bus-based TAMs, which require long interconnection wires and many buffers at each die of the stack, therefore they fail to fully exploit the high frequencies of the global channels. In order to overcome the limitations of the previous method, we propose a new TDM-based 3D TAM architecture, which uses daisy-chains and offers higher test-time benefits and significantly lower interconnection overhead. This research also focuses in the improvement of the defect screening of processor-based devices. The continually increasing demands of the market for higher computational performance at lower cost and power consumption drive processor vendors to develop new microprocessor generations, which introduce new challenges on processor-based device testing. The need to test the processor-based devices at the normal mode of operation, impose the complementary use of non-intrusive test methods, such as SBST. Most SBST techniques often target only the stuck-at fault model, which is inadequate for detecting many defects. SBST methods also require extensive human intervention and long development times. Moreover, they involve the CPU-intensive process of fault-simulating multi-million gate designs for multi-million clock cycles using multiple fault models and specialized functional (non-scan) simulators. We introduce the first fault-independent SBST method, which offers short test-program generation time under strict test-application-time and test-program-size constraints. The test-programs are evaluated by means of a novel and very effective SBST-oriented probabilistic metric, which considers both the architectural model and the synthesized gate-level netlist of the DUT. The proposed metric, which is based on output deviations, can be calculated very quickly as it omits the time-consuming functional fault-simulation, and it can be applied to any SBST-based method. Διανύουμε ήδη την εποχή του "Ίντερνετ των Πραγμάτων". Οι κοινές συσκευές που χρησιμοποιούμε καθημερινά, συνδέονται μεταξύ τους και γίνονται "εξυπνότερες" με ραγδαίους ρυθμούς. Σε κάθε τέτοια συσκευή βρίσκεται ένα Σύστημα σε Ολοκληρωμένο (Systems-On-Chip ή SoC). Το SoC εξελίσσεται συνεχώς, για να ικανοποιηθούν οι συνεχώς αυξανόμενες απαιτήσεις της νέας εποχής. Τα τρι-διάστατα ολοκληρωμένα κυκλώματα (three-dimensional integrated circuits - 3D-ICs) είναι μια υποσχόμενη λύση για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τις νέας εποχής και φαίνεται να εξασφαλίζουν τη συνέχιση του Νόμου του Moore στο άμεσο μέλλον. Τα 3D-ICs πετυχαίνουν υψηλότερη πυκνότητα πυλών και καλύτερη απόδοση από τα συμβατικά SoC και μειώνουν το κόστος διασύνδεσης και κατανάλωσης. Πρόσφατα, οι κατασκευαστικές εταιρείες ολοκληρωμένων συστημάτων κυκλοφόρησαν προϊόντα βασισμένα σε 3D-ICs. Η έρευνα αυτή εστιάζει στην ανάπτυξη νέων αρχιτεκτονικών μηχανισμού πρόσβασης ελέγχου (Test Access Mechanisms - TAMs) και νέων μεθόδων χρονοπρογραμματισμού ελέγχου ορθής λειτουργίας για 3D-SoCs, οι οποίες εκμεταλλεύονται την υψηλή ταχύτητα που προσφέρουν οι ειδικές κάθετες διασυνδέσεις μέσω-πυριτίου (Through Silicon Vias - TSVs), ενώ η κατανάλωση ισχύος και η θερμότητα πρέπει να διατηρηθούν κάτω από ορισμένα επίπεδα. Εισάγουμε μία νέα αρχιτεκτονική TAM για 3D SoCs, η οποία ελαχιστοποιεί το χρόνο ελέγχου ορθής λειτουργίας, το πλήθος των TSVs και τις γραμμές της αρχιτεκτονικής TAM που χρησιμοποιούνται για να μεταφερθούν τα δεδομένα ελέγχου. Ο χρονοπρογραμματισμός του ελέγχου ορθής λειτουργίας υπολογίζεται από μία αποδοτική μέθοδο χρονικής πολυπλεξίας και μία πολύ αποδοτική μέθοδο βελτιστοποίησης που βασίζεται στους αλγορίθμους rectangle-packing και simulated-annealing. Πειραματικά αποτελέσματα δείχνουν έως και 9.6 φορές εξοικονόμηση στο χρόνο ελέγχου με την προτεινόμενη μέθοδο, ειδικά κάτω από αυστηρά όρια για την κατανάλωση ισχύος και τη θερμότητα. Η προηγούμενη μέθοδος είναι συμβατή μόνο με TAMs που βασίζονται σε αρτηρίες (buses), οι οποίες απαιτούν διασυνδέσεις μεγάλου μήκους και πολλά buffers σε κάθε επίπεδο του 3D-IC, επομένως δεν καταφέρνουν να εκμεταλλευτούν πλήρως τις υψηλές συχνότητες των TSVs. Προτείνουμε μία νέα αρχιτεκτονική TAM βασισμένη στη χρονική πολυπλεξία, που χρησιμοποιεί σειριακές αλυσίδες (daisy-chains) για να ξεπεράσουμε τους περιορισμούς της προηγούμενης μεθόδου. Η μέθοδος αυτή προσφέρει μεγαλύτερα κέρδη όσον αφορά το χρόνο ελέγχου ορθής λειτουργίας και το κόστος διασύνδεσης. Η έρευνα αυτή εστιάζει στη βελτίωση ανίχνευσης σφαλμάτων συσκευών βασιζόμενων σε επεξεργαστή. Οι ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις της αγοράς για υψηλότερη υπολογιστική απόδοση σε μικρότερο κόστος και χαμηλότερη κατανάλωση ισχύος, οδηγεί τους κατασκευαστές στην ανάπτυξη νέων μικροεπεξεργαστών, που εισάγουν νέες προκλήσεις στον έλεγχο συσκευών βασιζόμενων σε επεξεργαστή. Η ανάγκη ελέγχου των συσκευών αυτών κατά τη διάρκεια της κανονικής τους λειτουργίας, επιβάλλουν τη συμπληρωματική χρήση μεθόδων ελέγχου που δεν επηρεάζουν τη λειτουργία, όπως ο «αυτοέλεγχος βασισμένος σε λογισμικό» (Software-Based Self-Test - SBST). Οι περισσότερες τεχνικές SBST στοχεύουν μόνο το μοντέλο σφαλμάτων stuck-at, που δεν αρκεί για την ανίχνευση πολλών σφαλμάτων. Επίσης, οι τεχνικές SBST απαιτούν εκτενή ανθρώπινη ενασχόληση με μεγάλους χρόνους ανάπτυξης των προγραμμάτων ελέγχου. Επιπλέον, περιλαμβάνουν την κοστοβόρα, από άποψη υπολογιστική ισχύος, εξομοίωση σφαλμάτων SoCs με εκατομμύρια πύλες για εκατομμύρια κύκλους ρολογιού, χρησιμοποιώντας πολλαπλά μοντέλα σφαλμάτων και εξειδικευμένους λειτουργικούς εξομοιωτές. Εισάγουμε την πρώτη μέθοδο που δεν μεροληπτεί υπέρ κάποιου συγκεκριμένου μοντέλου σφαλμάτων. Η μέθοδος αυτή προσφέρει σύντομο χρόνο δημιουργίας προγραμμάτων ελέγχου, υπό αυστηρό περιορισμό στο χρόνο ελέγχου ορθής λειτουργίας και στο μέγεθος των προγραμμάτων ελέγχου. Τα προγράμματα ελέγχου αξιολογούνται από μία νέα αποδοτική πιθανοτική μέθοδο SBST, εκμεταλλευόμενη την αρχιτεκτονική του επεξεργαστή, καθώς και τη netlist του επεξεργαστή σε επίπεδο πυλών που έχει προκύψει από σύνθεση. Η προτεινόμενη μετρική που βασίζεται στα output deviations είναι πολύ γρήγορη καθώς δεν απαιτεί τη χρονοβόρα διαδικασία της εξομοίωσης σφαλμάτων και μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιαδήποτε μέθοδο που βασίζεται στην τεχνική SBST. 731 456 430 Study of expression of serological biomarkers in patients with IBD from NW Greece and association with clinical data and environmental factors Μελέτη έκφρασης ορολογικών δεικτών σε ασθενείς με ΙΦΠΕ απο την ΒΔ Ελλάδα και συσχέτιση με κλινικοεργαστηριακά δεδομένα και περιβαλλοντικούς παράγοντες Ulcerative colitis and Crohn's disease belong to the same group of Idiopathic Inflammatory Bowel Disease (IBD) with unknown aetiopathogenesis. IBD is a chronic disease with outbursts and recessions. Although symptoms are usually treated with appropriate treatment, they impair the daily activities of the person causing significant morbidity. According to epidemiological studies that have been conducted both internationally and in our area, the number of patients with IBD is constantly increasing, suggesting the existence of an unknown environmental agent that goes into everyday life and causes disease in genetically predisposed individuals. In recent years, research into the aetiopathogenesis of IBD has increased sharply as the problem is continually increasing and therapeutically complicated. Diagnosis and treatment of IBD is very difficult, and despite the various diagnostic tests and available pharmaceutical preparations, some patients are forced to undergo surgical removal of the bowel and other types of disability. For the above reasons, patients are monitored in specialized reference centers by specialized scientists. FThe purpose of this study is to study serological markers, their expression and their utility in the prevention, diagnosis and treatment of patients with IBD. More specifically, some known serological markers with proven specificity / sensitivity were studied in patient with IBD. In the present study, 116 biological samples of serum from patients with Crohn's disease (NK) and 92 biological serum samples from patients with ulcerative colitis (UC) were studied and 99 healthy controls (CTRLS) were also studied. Patients were diagnosed with IBD based on clinical, endoscopic, radiological and pathological criteria and voluntarily participated in this research, which was conducted at the Immunology Research Laboratory of the Medical School of the University of Ioannina in collaboration with the Gastroenterological Clinic of the General Hospital of Ioannina. The samples came from populations in Northwest Greece. The study concerned the existence of ANCA antibodies by the immunofluorescence technique using a kit with ethanol, in particular the separation of pANCA and cANCA antibodies. We also studied the presence of ASCA antibodies using a kit using the ELISA technique. We studied all patients and healthy controls for the presence of ANCA and ASCA antibodies. The results of the study enriched one of the largest databases of patients with IBD, in addition the results of the serological markers were combined with other clinical data from the database by the same patients and healthy controls. This objective was achieved as the Immunology Research Laboratory is one of the largest centers of study and recording of IBD on a pan-Hellenic scale. The study, recording and processing of the data was done using appropriate research statistical methods and modern data analysis of scientific data. Η ελκώδης κολίτιδα και η νόσος του Crohn ανήκουν στην ίδια ομάδα Ιδιοπαθούς Φλεγμονώδους Νόσου του Εντέρου (λεπτού και παχέος εντέρου) (ΙΦΝΕ) με άγνωστη μέχρι σήμερα αιτιοπαθογένεια. Η ΙΦΝΕ συγκαταλέγεται στις χρόνιες παθήσεις με εξάρσεις και υφέσεις. Παρόλο που τα συμπτώματα συνήθως αντιμετωπίζονται με κατάλληλη θεραπευτική αγωγή, δυσχεραίνουν τις καθημερινές δραστηριότητες του ατόμου. Σύμφωνα με επιδημιολογικές μελέτες οι οποίες έχουν διεξαχθεί τόσο διεθνώς όσο και από την περιοχή μας, ο αριθμός ασθενών με ΙΦΝΕ συνεχώς αυξάνεται, υποδηλώνοντας την ύπαρξη ενός άγνωστου προς το παρόν περιβαλλοντικού παράγοντα που περιρρέει στην καθημερινότητα και προκαλεί νόσο σε γενετικά προδιατεθειμένα άτομα. Η διάγνωση και η θεραπεία της ΙΦΝΕ είναι πολύ δύσκολες και παρά τους διάφορους διαγνωστικούς ελέγχους και τα διαθέσιμα φαρμακευτικά σκευάσματα, ορισμένοι ασθενείς αναγκάζονται να υποβληθούν σε χειρουργική αφαίρεση του εντέρου και άλλου τύπου αναπηρικές επεμβάσεις. Για τους ανωτέρω λόγους οι ασθενείς παρακολουθούνται σε εξειδικευμένα κέντρα αναφοράς από εξειδικευμένους επιστήμονες.Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η μελέτη ορολογικών δεικτών, η έκφραση αυτών και η χρησιμότητά τους στην πρόληψη, διάγνωση και θεραπεία ασθενών με ΙΦΝΕ. Πιο συγκεκριμένα μελετήθηκαν ορισμένοι γνωστοί ορολογικοί δείκτες με αποδεδειγμένη ειδικότητα / ευαισθησία σε άτομα με ΙΦΝΕ. Στην παρούσα μελέτη μελετήθηκαν 114 βιολογικά δείγματα ορού από ασθενείς με νόσο του Crohn (ΝΚ) και 92 βιολογικά δείγματα ορού από ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα (ΕΚ), μελετήθηκαν επίσης και 151 υγιείς μάρτυρες (CTRLS). Οι ασθενείς είχαν διαγνωσθεί με ΙΦΝΕ, βασιζόμενοι στα κλινικά, ενδοσκοπικά, ακτινολογικά και παθολογικά κριτήρια και συμμετείχαν εθελοντικά σε αυτή την έρευνα η οποία διεξήχθη στο Ερευνητικό Εργαστήριο Ανοσολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων σε συνεργασία με την Γαστρεντερολογική Κλινική του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων. Τα δείγματα προήλθαν από πληθυσμούς της Βορειοδυτικής Ελλάδας. Η μελέτη αφορούσε την ύπαρξη αντισωμάτων ANCA με την τεχνική του ανοσοφθορισμού με χρήση kit με αιθανόλη και συγκεκριμένα τον διαχωρισμό pANCA και cANCA αντισωμάτων. Επίσης, μελετήσαμε την παρουσία ASCA αντισωμάτων με χρήση kit με την τεχνική της ELISA. Μελετήσαμε το σύνολο των ασθενών και των υγιών μαρτύρων για την ύπαρξη ANCA και ASCA αντισωμάτων. Με τα αποτελέσματα της μελέτης εμπλουτίστηκε μία από τις μεγαλύτερες βάσεις δεδομένων ασθενών με ΙΦΝΕ, επιπλέον τα αποτελέσματα των ορολογικών δεικτών συνδυάστηκαν με άλλα κλινικοεργαστηριακά δεδομένα της βάσης δεδομένων από τους ίδιους ασθενείς και υγιείς μάρτυρες. Ο στόχος αυτός επετεύχθη καθώς το Ερευνητικό Εργαστήριο Ανοσολογίας αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα μελέτης και καταγραφής της ΙΦΝΕ σε πανελλήνια κλίμακα. Η μελέτη, η καταγραφή και η επεξεργασία των δεδομένων έγινε με τις κατάλληλες ερευνητικές στατιστικές μεθόδους και με τα σύγχρονα δεδομένα ανάλυσης επιστημονικών στοιχείων. 732 203 282 This thesis offers a systematic recording of the Roman mosaics unearthed in Epirus (NW Greece), including the most recent ones; covering the time spam from the 1st century B.C. until Late Antiquity (4th century A.D). Totally eighty two (82) mosaic compositions and mosaic fragments were recorded, described and classified according to monument and theme while some of them were described in detail for the first time. The thesis offers a discussion on issues related to: a) the decorative motifs and figured scenes of the mosaics; significant not only for potential dating but also for exploring aspects of the Roman society, depicting at the same time the ecumenical dimension of mosaic art; b) the clients and the inscriptions; searching questions regarding the social and economic status as well as the cultural identity of the clients derived through the inscriptions; c) the relationship of the mosaics with their architectural setting and context; investigating mosaic’s function, decoration and aesthetic value in different building types, public or private; d) the social and economic organization of urban and rural way of life through mosaic decoration. Finally, an attempt was made to identify local workshop(s) in Nicopolis (and in Epirus region) before offering the overall conclusions of the study. Η παρούσα εργασία αποτελεί εγχείρημα συστηματικής καταγραφής των ψηφιδωτών που έχουν βρεθεί στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Ηπείρου μέχρι σήμερα και ανήκουν στη ρωμαϊκή περίοδο, καλύπτοντας ένα ευρύ χρονολογικό πλαίσιο από τον 1ο αι. π.Χ. έως την ύστερη αρχαιότητα. Καταρτίστηκε, για πρώτη φορά, ένας κατάλογος ψηφιδωτών, στον οποίο εντάχθηκαν τα πλέον πρόσφατα ευρήματα. Συγκεκριμένα, καταγράφηκαν 82 ψηφιδωτές συνθέσεις και σπαράγματα, τα οποία κατηγοριοποιήθηκαν ανά μνημείο - θέμα, ώστε να δοθεί μία πιο ολοκληρωμένη εικόνα της παρουσίας του κάθε θέματος στο χώρο που ανήκει και ορισμένα από αυτά περιγράφηκαν λεπτομερώς για πρώτη φορά. Διερευνήθηκαν θέματα όπως α) Το θεματολόγιο των ψηφιδωτών, το οποίο αποτελεί στοιχείο χρονολόγησης και ένδειξης των γενικών τάσεων της κοινωνίας και των προτιμήσεών της σύμφωνα με τα νέα δεδομένα της ρωμαϊκής εποχής, αλλά και την οικουμενική διάσταση που απέκτησε η τέχνη του ψηφιδωτού. β) Οι παραγγελιοδότες και οι επιγραφές. Έγινε προσπάθεια αποκρυπτογράφησης της προσωπικότητας των παραγγελιοδοτών των ψηφιδωτών καθώς και των μηνυμάτων που ήθελαν να περάσουν οι άνθρωποι αυτοί για την κοινωνική και οικονομική τους θέση και εν κατακλείδι, για την πολιτιστική τους ταυτότητα, μέσω των επιγραφών. γ) Η σχέση των ψηφιδωτών με το αρχιτεκτονικό τους περιβάλλον. Καταγράφηκαν τα είδη των κτηρίων που κοσμούσαν, δημόσια ή ιδιωτικά, και η λειτουργία τους μέσα στο αρχιτεκτονικό πλαίσιο. Επίσης η συχνότητα χρήσης τους και η αισθητική αξία που προσέθεταν στις κατασκευές). δ) Ο αστικός και αγροτικός τρόπος διαβίωσης. Ερευνήθηκαν ζητήματα κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης και έγινε απόπειρα ανασύστασης του αγροτικού και αστικού τρόπου διαβίωσης, η οποία βασίστηκε κυρίως στα δεδομένα που προήλθαν από την έρευνα αστικών οικιών και αγρεπαύλεων, που έφεραν ψηφιδωτές συνθέσεις. Τέλος έγινε προσπάθεια διερεύνησης της ύπαρξης εργαστηρίου ή εργαστηρίων στην Νικόπολη και στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου και διατυπώθηκαν ορισμένα συμπεράσματα. 733 253 260 Ocular vestibular-evoked myogenic potentials (oVEMP): normative data in healthy individuals Μελέτη των αιθουσαίων μυογενών προκλητών δυναμικών σε φυσιολογικό πληθυσμό he purpose of the study was to identify the characteristics of oVEMP in subjects without vestibular symptoms, as well as to identify the influence of age and gender on the examined parameters.Materials and MethodsA total of 102 people was examined (204 ears) and responses were recorded for 100 people (200 ears). All individuals underwent extensive audiological testing and specifically ear microscopy, pure-tone audiometry and tympanometry. We examined the latencies of N1 and P1, the amplitudes of N1-P1, the thresholds and asymmetry ratio between both sides. The oVEMP were elicited with air-conducted tone-burst stimuli of 500 Hz.ResultsThe average value of the latency of N1 ranged between 10.28 ± 0.45 ms while the latency of P1 ranged between 15.76 ± 0.74 ms. The average amplitude N1-P1 was 4.43 ± 2.59 μVolt, the mean value of the threshold was 86.28 ± 4.53 dB nHL and the mean value of the asymmetry ratio was 4.04 ± 12.96%. The comparison of various parameters between genders as well as between left and right side did not indicate a statistically significant difference. The data were divided into age groups allowing us to examine the effect of age on various parameters. Larger amplitudes were observed for the age group 15-49 years. The remaining parameters did not seem to be affected significantly by age.ConclusionsThe study recorded normative data across a wide age range of normal individuals. The age seems to affect the amplitudes, with highest values occurring in young and middle ages. Σκοπός της μελέτης ήταν ο προσδιορισμός των χαρακτηριστικών της κυματομορφής των οφθαλμικών, αιθουσαίων, μυογενών, προκλητών δυναμικών (oVEMP) σε άτομα χωρίς αιθουσαία συμπτωματολογία, καθώς και η μελέτη της επίδρασης της ηλικίας και του φύλου σε αυτά.Υλικό-ΜέθοδοςΣυνολικά υποβλήθηκαν σε έλεγχο 102 άτομα (204 ώτα) και καταγράφηκαν απαντήσεις σε 100 άτομα (200 ώτα). Σε όλα τα άτομα πραγματοποιήθηκε εκτενής ακοολογικός έλεγχος με μικροσκόπηση του ωτός, τονικό ακοόγραμμα και τυμπανόγραμμα. Τα oVEMP εκλύθηκαν με χρήση ερεθισμάτων tone-burst 500 Hz αέρινης αγωγής. Εξετάσθηκαν οι λανθάνοντες χρόνοι των κυμάτων N1 και P1, το πλάτος των δυναμικών, οι ουδοί έκλυσης και το κλάσμα ασυμμετρίας μεταξύ των δύο πλευρών.ΑποτελέσματαΗ μέση τιμή του λανθάνοντος χρόνου του κύματος Ν1 κυμαινόταν στα 10,28 ± 0,45 ms και του P1 στα 15,76 ± 0,74 ms. Το μέσο πλάτος των δυναμικών N1-P1 ήταν 4,43 ± 2,59 μVolt, η μέση τιμή του ουδού έκλυσης 86,28 ± 4,53 dB nHL και του κλάσματος ασυμμετρίας 4,04 ± 12,96 %. Η σύγκριση των διαφόρων παραμέτρων μεταξύ των δύο φύλων δεν ανέδειξε στατιστικά σημαντική διαφορά. Η σύγκριση μεταξύ του δεξιού και αριστερού ωτός δεν έδειξε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο πλευρών. Τα δεδομένα χωρίστηκαν σε ηλικιακές ομάδες και εξετάσθηκε η επίδραση της ηλικίας σε διάφορες παραμέτρους. Τα μεγαλύτερα πλάτη των δυναμικών παρατηρήθηκαν σε ηλικίες 15-49 ετών. Οι υπόλοιπες παράμετροι δε φάνηκαν να επηρεάζονται στατιστικά σημαντικά από την ηλικία.ΣυμπεράσματαΣτη μελέτη προσδιορίσθηκαν τιμές αναφοράς σε ένα ευρύ ηλικιακό φάσμα φυσιολογικών ατόμων. Η ηλικία φαίνεται να επηρεάζει το πλάτος των δυναμικών, με υψηλότερες τιμές να παρατηρούνται σε νεαρές και μέσες ηλικίες. 734 657 760 Exploring methodological challenges in network meta-analysis models and developing methodology for outlier detection Διερευνώντας μεθοδολογικές πτυχές των μοντέλων μετα-ανάλυσης δικτύων και ανάπτυξη μεθοδολογίας για τον εντοπισμό ακραίων μελετών Systematic reviews and meta-analyses have been established as an integral part of comparativeeffectiveness research. The increasing number of different educational and psychological interventions in the educational system has led to the need for comparative effectiveness research with the aim to identify the best intervention. Network meta-analysis synthesizes both direct and indirect evidence, gives more powerful results and provides estimates with increased precision compared to pairwise estimates. NMA has become a popular statistical tool in evidence synthesis. Based on a database of published NMA from the onset until 14 April 2015, the time trend indicates the increasing number of published NMAs and the tendency for the use of appropriate methods. Moreover, the overview of the characteristics of published NMAs is a useful resource of information for methodologists that aim to update the current knowledge on appraising NMA methods. This collection of 456 published NMAs indicates that many NMAs provide important methodological limitations, but the comprehensive use of appropriate methodologies and completeness of reporting (such as the description of the statistical methods used) improved over the years. For example, anincreasing number of NMAs used appropriate methods to test the plausibility of the consistency assumption and in recent years around 90% of articles clearly reported whether a random-effects of the fixed-effect model was used. A common problem in the synthesis of studies is the existence of outlying or/and influential studies. Outlying and influential studies may bias the results but little work has been done for outlying identification in NMA. For this reason, this Thesis focuses on developing several methodologies for the identification of outliers and influential studies in network metaanalysis. Heterogeneity and inconsistency can be seen as differences in the potential effectmodifiers within and across the pairwise comparisons in a network of interventions. It is common that a potential source of heterogeneity and inconsistency is provided due to the existence of extreme study effects. Extreme study effects may be an outlier or influential study. A study that is far away from the rest of the data and does not explain by the assumed model defined as an outlier and a study that influences the model parameters (network estimates and heterogeneity estimator) defined as influential. Several methods for outlier and influential identification have been developed in a pairwise meta-analysis considering addition or deletion of studies, based on the likelihood or by taking alternative distributions for heterogeneity. In this dissertation, several simple measures for outlier and influential studies detection are provided. Measures considering the deletion of a study for outlier and influential studies detection are extended in NMA. A forward search algorithm, considered the addition of studies, has recently been developed in meta-regression. This algorithm starts with a subset of studies that considered outlying-free and it gradually adds studies until all studies entered. Sharp changes in monitoring measures during the search are considered potential outlying and/or influential studies. In this Thesis, the methodology with the forward search algorithm for outlying identification has been developed in the NMA model. Additionally, a novel model with shifting the variance taking into account outlying studies from meta-analysis to networkmeta-analysis model is extended. The advantage of the random shift variance model is that it offers the ability of down-weighting studies and therefore can be used as a sensitivity analysis. The several outlier and influential measures and two proposed methods in NMA for outlying identification, forward search algorithm and shift random NMA model, applied in real and in simulated datasets. Results of measures and methods indicate the potential source of outlying and influential cases in datasets. The methods are promising tools for the identification of outlying and influential cases and sources of heterogeneity and/or inconsistency. For the implementation of the several detection measures and methods a flexible and user-friendly software, an R package, called NMAoutlier, was developed with a description and details to provide guidance on how to use the R package through real datasets. Οι συστηματικές ανασκοπήσεις και μετα-αναλύσεις έχουν καθιερωθεί ως αναπόσπαστο κομμάτι της έρευνας για τη σχετική αποτελεσματικότητα μεταξύ παρεμβάσεων. Σήμερα, η λήψη αποφάσεων και η ιεράρχηση μεταξύ ανταγωνιστικών παρεμβάσεων σε πολλούς τομείς, βασίζονται στην ανάπτυξη του μετα-ανάλυσης δικτύων (ΜΑΔ). Ο ολοένα αυξανόμενος αριθμός διαφορετικών εκπαιδευτικών και ψυχολογικών παρεμβάσεων στο εκπαιδευτικό σύστημα οδηγεί στην ανάγκη σύγκρισης τους με στόχο την εύρεση της καταλληλότερης παρέμβασης. Η μετα-ανάλυση δικτύων συνθέτει τόσο άμεσες όσο και έμμεσες πληροφορίες έτσι ώστε να παρέχει πιο ισχυρά αποτελέσματα και εκτιμήσεις με αυξημένη ακρίβεια σε σχέση με τις εκτιμήσεις ανά ζεύγη. Η ΜΑΔ έχει γίνει ένα δημοφιλές στατιστικό εργαλείο στη σύνθεση στοιχείων. Βάσει μιας συλλογής δεδομένων με δημοσιευμένες ΜΑΔ από την αρχή έως τις 14 Απριλίου 2015, η τάση δείχνει τον αυξανόμενο αριθμό δημοσιευμένων της ΜΑΔ και της εφαρμογής ολοένα και καταλληλότερων μεθοδολογιών. Επιπλέον, η επισκόπηση των χαρακτηριστικών των δημοσιευμένων ΜΑΔ είναι μια χρήσιμη πηγή πληροφόρησης γιαερευνητές που στοχεύουν να αναβαθμίσουν την υπάρχουσα γνώση σχετικά με την αξιολόγηση των μεθόδων ΜΑΔ. Αυτή η συλλογή από 456 δημοσιευμένων ΜΑΔ υποδεικνύει ότι πολλές ΜΑΔ παρέχουν σημαντικούς μεθοδολογικούς περιορισμούς, αλλά η εκτεταμένη χρήση των κατάλληλων μεθοδολογιών και της πληρότητας των εκθέσεων (όπως η περιγραφή των χρησιμοποιούμενων στατιστικών μεθόδων) έχει βελτιωθεί με την πάροδο των ετών. Για παράδειγμα, ένας αυξανόμενος αριθμός ΜΑΔ χρησιμοποίησε κατάλληλες μεθόδους για να ελέγξει την αξιοπιστία της υπόθεσης της συνέπειας και τα τελευταία χρόνια γύρω στο 90% των άρθρων ανέφερε σαφώς αν χρησιμοποιήθηκε το μοντέλο τυχαίων ή σταθερών επιδράσεων. Παρόλο που η βιβλιογραφική μελέτη έδειξε βελτιωμένη στατιστική μεθοδολογία, εξακολουθούν να υπάρχουν μεθοδολογικές πτυχές στα μοντέλα μετα-αναλύσεων δικτύων που χρειάζονται ακόμα περαιτέρω ανάπτυξη. Ένα κοινό πρόβλημα στη σύνθεση των μελετών είναι η ύπαρξη ακραίων και / ή επηρεάζουσων μελετών. Παρόλο που οι ακραίες και οι επηρεάζουσες μελέτες ενδέχεται να οδηγήσουν σε μεροληπτικά αποτελέσματα, ελάχιστη ερευνητική δουλειά έχει πραγματοποιηθεί για τη διερεύνηση τέτοιων μελετών στη ΜΑΔ. Για το λόγο αυτό, η παρούσα διδακτορική διατριβή επικεντρώνεται στην ανάπτυξη μεθοδολογίας για τη διερεύνηση ακραίων και επηρεάζουσων μελετών. Η ετερογένεια και η ασυνέπεια μπορούν να θεωρηθούν ως διαφορές στους τροποποιητές του αποτελέσματος σε ένα δίκτυο παρεμβάσεων. Μια πιθανή πηγή ετερογένειας και ασυνέπειας αποτελεί η ύπαρξη ακραίων ήεπηρεάζουσων μελετών. Ως ακραία ορίζεται η μελέτη που απέχει πολύ από τα υπόλοιπα δεδομένα και δεν προβλέπεται ικανοποιητικά από το μοντέλο που έχουμε υποθέσει, ενώ ως επηρεάζουσα η μελέτη που επηρεάζει τις παραμέτρους του μοντέλου, δηλαδή τις εκτιμήσεις του δικτύου και την ετερογένεια. Αρκετές μεθοδολογίες για την εύρεση ακραίων και επηρεάζουσων μελετών έχουν αναπτυχθεί στη μετα-ανάλυση δύο παρεμβάσεων, μεθοδολογίες που θεωρούν την είσοδο ή έξοδο μελετών, μεθοδολογίες που στηρίζονται στη συνάρτηση πιθανοφάνειας ή μεθοδολογίες που βασίζονται στη λήψη εναλλακτικών κατανομών για ετερογένεια. Στη παρούσα διδακτορική διατριβή παρουσιάζονται πολλά απλά μέτρα εύρεσης ακραίων και επηρεάζουσων μελετών. Μέτρα θεωρώντας τη διαγραφή μελέτης για την εύρεση ακραίων και επηρεάζουσων μελετών επεκτάθηκαν στο μοντέλο ΜΑΔ. Ο προς τα εμπρός αλγόριθμος αναζήτησης αναπτύχθηκε πρόσφατα στη μετα-παλινδρόμηση. Οαλγόριθμος βασίζεται στη σταδιακή προσθήκη των μελετών, ξεκινά με ένα υποσύνολο μελετών που θεωρείται απαλλαγμένο από ακραίες μελέτες και προσθέτει σταδιακά τις μελέτες μέχρι να εισέλθουν όλες οι μελέτες. Οι έντονες αλλαγές των μέτρων παρακολούθησης κατά τη διάρκεια της αναζήτησης αποτελεί ένδειξη για πιθανές ακραίες ή / και επηρεάζουσες μελέτες. Στην διδακτορική διατριβή, η μεθοδολογία με τον προς τα εμπρός αλγόριθμο αναζήτησης για τη διερεύνηση ακραίων ή/και επηρεάζουσων μελετών αναπτύχθηκε στο μοντέλο ΜΑΔ από το μοντέλο της μετα-παλινδρόμησης. Επιπλέον, επέκτεινα ένα νέο μοντέλο τυχαίων επιδράσεων με τη μετατόπιση της διακύμανσης, λαμβάνοντας υπόψη τις ακραίες μελέτες από το μοντέλο της απλής μετα-ανάλυσης δύο παρεμβάσεων στο μοντέλο της ΜΑΔ. Το πλεονέκτημα του μοντέλου τυχαίων επιδράσεων με τη μετατόπιση της διακύμανσης είναι ότι προσφέρει την ικανότητα μείωσης του βάρους των ακραίων μελετών και συνεπώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ανάλυση ευαισθησίας. Τα διάφορα μέτρα και οι δύο προτεινόμενες μεθοδολογίες στη ΜΑΔ για διερεύνηση των ακραίων και επηρεάζουσων μελετών, με τον προς τα εμπρός αλγόριθμο αναζήτησης και το μοντέλο τυχαίων επιδράσεων με μετατόπιση της διακύμανσης, εφαρμόστηκαν σε δημοσιευμένα δίκτυα μετα-αναλύσεων και σε προσομοιωμένα δεδομένα. Τα αποτελέσματα από τι εφαρμογές υποδεικνύουν την εύρεση ακραίων και επηρεάζουσων μελετών στα δεδομένα. Οι προτεινόμενες μεθοδολογίες αποτελούν καλά υποσχόμενα εργαλεία για τον εντοπισμό ακραίων και επηρεάζουσων μελετών και την εύρεση πηγών δημιουργίας υψηλής ετερογένειας και / ή ασυνέπειας. Για την υλοποίηση των διάφορων μέτρων εύρεσης ακραίωνκαι επηρεάζουσων μελετών αλλά και των δύο προτεινόμενων μεθοδολογιών σε ένα ευέλικτο και φιλικό προς το χρήστη λογισμικό, αναπτύχθηκε το στατιστικό πακέτο NMAoutlier στην R που περιγράφεται στη παρούσα διδακτορική διατριβή παρέχοντας λεπτομέρειες και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του πακέτου μέσω της εφαρμογής του σε πραγματικά δεδομένα. 735 228 263 The study of the corrosion behaviour of the joints of metal load bearing elements of structures under different intensive conditions Συμπεριφορά σε διάβρωση συνδέσμων μεταλλικών φερόντων οργανισμών κτιρίου υπό διαφορετική εντατική κατάσταση This essay focuses on the study of the corrosion behaviour of the joints of metal load bearing elements of structures under different intensive conditions. At first, the calculation of the intensive state of the metal joints took place using the STATIK-5 software package. Moreover, experimental measurements were carried out in the Laboratory of Applied Metallurgy in the Department of Materials Science and Engineering at the University of Ioannina, combining that way Civil and Materials Engineering. The first part includes the theoretical background of this study as far as steel and it’s corrosion performance it concerns. The second part deals with the experimental procedure, including the results of the mass loss of the metal joints (bolts and nuts), before and after loading, during salt spraying for 11 days followed by totally immersion in 3.5 wt% sodium chloride solution for 95 days. The experimental procedure included mass loss recording, pH measurements, observation with naked eye and compression tests. Finally, the microstructure of some specimens was examined by optical microscopy. In the third part all the experimental results are presented, including the related diagrams. The purpose of this diploma thesis is to study the behavior of the corrosion of bolts of bolted nuts of metal-bearing building organisms under different intensive conditions. Η Διπλωματική εργασία εκπονήθηκε πάνω στο θέμα: Συμπεριφορά σε διάβρωση συνδέσμων μεταλλικών φερόντων οργανισμών κτιρίου υπό διαφορετική εντατική κατάσταση και περιλαμβάνει δύο στάδια μελέτης και έρευνας. Το πρώτο στάδιο είναι ο υπολογισμός της εντατικής κατάστασης των συνδέσμων μεταλλικού κτιρίου που πραγματοποιήθηκε με το λογισμικό πακέτο STATIK -5 το οποίο αποτελεί αντικείμενο πολιτικού μηχανικού. Το δεύτερο στάδιο περιλαμβάνει πειραματικές μετρήσεις στο εργαστήριο του Τμήματος Επιστήμης Υλικών και το οποίο αποτελεί αντικείμενο μηχανικού επιστήμης των υλικών. Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει το θεωρητικό μέρος και αναφέρεται στο χάλυβα ως υλικό και γενικά για τη διάβρωση του. Το δεύτερο μέρος αναφέρεται στην πειραματική διαδικασία υπολογισμού της μεταβολήσ της απώλειας μάζας των μεταλλικών συνδέσμων (μπουλόνια παξιμάδια), υπό φόρτιση και χωρίς φόρτιση, όπου χρησιμοποιήθηκε η επιταχυνθείσα διάβρωση αλατονέφωσης για 11 ημέρες. Στη συνέχεια τα δοκίμια εκτέθηκαν στο διαβρωτικό περιβάλλον της ολικής εμβάπτισης σε διάλυμα χλωριούχου νατρίου 3.5% κ.β. για συνολικό χρόνο 95 ημερών. Η μεθοδολογία ελέγχου περιλάμβανε την καθημερινή μέτρηση βάρους των δειγμάτων, την οπτική επίβλεψη καθώς και τη μέτρηση του PH. Η συμπεριφορά σε διάβρωση μετρήθηκε μέσω της κατασκευής διαγραμμάτων απώλειας μάζας και μεταβολής του PH. Επίσης στα δοκίμια έγινε εργαστηριακός έλεγχος σε θλίψη και μέσω της κατασκευής διαγραμμάτων παρατηρήθηκε η συμπεριφορά σε διάβρωση. Τέλος για την ολοκλήρωση της εργασίας έγινε έλεγχος των δειγμάτων στο οπτικό μικροσκόπιο. Το τρίτο μέρος περιλαμβάνει αποτελέσματα από όλη την πειραματική διαδικασία. Όλα τα ανωτέρω απεικονίζονται σε παρακάτω διαγράμματα Σκοπός της παρούσας διπλωματικής είναι να μελετηθεί η συμπεριφορά της διάβρωσης συνδέσμων (μπουλόνια παξιμάδια) μεταλλικών φερόντων οργανισμών κτιρίου υπό διαφορετική εντατική κατάσταση. 736 431 463 Breeding biology of glossy ibis (Plegadis falcinellus) in Kalamas' estuaries Βιολογία αναπαραγωγής της Χαλκόκοτας (Plegadis falcinellus) στο Δέλτα Καλαμά The Glossy ibis is a bird species in the family Threskiornithidae with a cosmopolitan distribution in all continents, except Antarctica. In Greece, the species faced a population crash, but in recent years the populations have started to increase. The main Greek colonies are situated in Amvrakikos Gulf, Kalamas’ Estuaries, Lake Kerkini and the Delta of Axios River. The study aims to increase our knowledge about the Breeding Biology of the species on the islet Prasoudi in Kalamas’ estuaries (NW Greece), one of the biggest colonies in Greece. Data collection was conducted between mid May to mid August. Line transect surveys were carried out to cover the total area of the islet. The following data were collected for each Glossy ibis nest: i) number of eggs, hatchlings, dead hatchlings, ii) nest height, iii) tree species, tree height, tree crown width, iv) number of other nests, v) nearest neighbor and vi) nearest neighbor nest distance. In order to investigate the breeding success of each pair, the frequency of the visits to the colony was every 7 days. Additionally, during the first days of August a 2-day visit was carried out. During the visit, all trees and bushes -up to 2.1 m- on the island were censused. Moreover, data about the islet’s tree species, tree height and tree crown width were also collected. According to our results, a total number of 120 pairs nested during this breeding season and the colony covered an area of 0.52 hectares (ha). The mean clutch size was 3 eggs/nest and the breeding success was 2.03 fledging of 15-20 days/nest. Breeding pairs were nesting mainly in olive trees (Olea europaea) - medium to high height- the mean height of the nests was 3.38 m. It was observed that Glossy ibis nests in the same tree, where little egrets, cattle egrets and other Glossy ibises also nest. The mean nearest neighbor nest distance was 0.84 m, while the nearest neighbor was mainly a little egret/a cattle egret instead of another Glossy ibis pair. The current research is the first study to explore the Breeding Biology of Glossy ibis in Greece. It highlights the importance of the islet of Prasoudi for the conservation of the species in Kalamas Estuaries, one of the biggest colonies in Greece and in Southeast Europe. An increase in the number of rats on the islet as well as human disturbance are the main threats that may cause abandonment of the colony and extinction of the Glossy ibis breeding population in the protected area of Kalamas Estuaries. Η Χαλκόκοτα αποτελεί καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των Threskiornithidae και παρουσιάζει μία κοσμοπολίτικη κατανομή με παρουσία σε όλες τις ηπείρους, εκτός από την Ανταρκτική. Στην Ελλάδα, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη έπειτα από μια κατάρρευση του πληθυσμού της, άρχισε να επανακάμπτει τα τελευταία χρόνια. Οι κυριότερες αποικίες του είδους στην Ελλάδα βρίσκονται στον Αμβρακικό Κόλπο, στο Δέλτα Καλαμά, στο Δέλτα Αξιού και στη Λίμνη Κερκίνη. Η παρούσα έρευνα έχει ως στόχο να εμπλουτίσει την υπάρχουσα γνώση σχετικά με τη βιολογία αναπαραγωγής του είδους σε μια από τις μεγαλύτερες και πιο ιδιαίτερες αποικίες της Ελλάδας, αυτήν της νήσου Πρασούδι, στο δέλτα Καλαμά (ΒΔ Ελλάδα). Η συλλογή δεδομένων, εντός της αποικίας, πραγματοποιήθηκε κατά το διάστημα μέσα Μαΐου έως και μέσα Αυγούστου. Πραγματοποιήθηκαν διαδρομές με τα πόδια σε όλη την έκταση του νησιού και για κάθε φωλιά Χαλκόκοτας συλλέχθηκαν δεδομένα σχετικά με: i) τον αριθμό αυγών, νεοσσών, νεκρών νεοσσών, ii) το ύψος της φωλιάς από το έδαφος, iii) το πλάτος κόμης, το ύψος και το είδος του δέντρου, στο οποίο βρίσκεται η φωλιά, iv) τον αριθμό άλλων φωλιών στο δέντρο, v) τον πλησιέστερο γείτονα και vi) την απόσταση αυτού από τη φωλιά. Για την εύρεση της αναπαραγωγικής επιτυχίας, η περιοδικότητα των επισκέψεων στην αποικία ήταν ανά 7 ημέρες. Επιπλέον, στις αρχές Αυγούστου πραγματοποιήθηκε καταγραφή όλων των δέντρων και θάμνων του νησιού που ξεπερνούσαν τα 2.1 m σε μήκος και συλλέχθηκαν δεδομένα σχετικά με το είδος, το ύψος και το πλάτος κόμης. Από τα αποτελέσματα προέκυψε ότι 120 ζευγάρια Χαλκόκοτας φώλιασαν κατά τη φετινή αναπαραγωγική περίοδο και η αποικία καταλάμβανε μια έκταση των 0.52 εκταρίων. Ο μέσος όρος αυγών που είχαν οι φωλιές ήταν 3 αυγά/φωλιά και η αναπαραγωγική επιτυχία έως και την ηλικία που οι νεοσσοί έφταναν την ηλικία των 15-20 ημερών ήταν 2.03 νεοσσοί/φωλιά. Ως προς την επιλογή των θέσεων φωλιάσματος, σχεδόν το σύνολο των ζευγαριών φώλιαζαν σε ελιές (Olea europaea), μεσαίου έως μεγάλου ύψους, με μέσο ύψος φωλιάς από το έδαφος 3.38 m. Επίσης, παρατηρήθηκε ότι το είδος φωλιάζει στο ίδιο δέντρο μαζί με Λευκοτσικνιάδες, Γελαδάρηδες και άλλες Χαλκόκοτες και η μέση απόσταση από τον πλησιέστερο γείτονα ήταν 0.84 m. Στο σύνολο σχεδόν των φωλιών, ο πλησιέστερος γείτονας ήταν Λευκοτσικνιάς/Γελαδάρης παρά κάποιο ζευγάρι Χαλκόκοτας. Η παρούσα μελέτη είναι η πρώτη που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα για τη βιολογία αναπαραγωγής του απειλούμενο αυτού είδους και μέσα από αυτήν αναδεικνύεται η μεγάλη σημασία που έχει η νήσος Πρασούδι για τη διατήρηση της Χαλκόκοτας στην προστατευόμενη περιοχή του Δέλτα Καλαμά, μίας από τις μεγαλύτερες αποικίες στην Ελλάδα και τη νοτιοανατολική Ευρώπη. Απειλές, όπως η αύξηση του πληθυσμού των αρουραίων στο νησί και η ανθρώπινη όχληση, ενδέχεται να οδηγήσουν σε εγκατάλειψη της αποικίας και την εξαφάνιση του αναπαραγόμενου πληθυσμού του είδους και των άλλων ερωδιόμορφων ειδών από το Δέλτα Καλαμά. 737 461 587 Ανάπτυξη και μελέτη σύνθετων μεμβρανών νανοδομών άνθρακα για διαχωρισμούς αερίων The gas permeance properties of self-standing graphene oxide (denoted hereafter as GO) membranes, in relation to their pore structure characteristics and their surface chemistry, are reported for the first time. By varying the filtration rate of the starting GO suspension as well as the amount of the surface functional groups of the employed GO, it was possible to fine tune the pore size of the developed GO membranes. The involved filtration approach led to the arrangement of the two dimensional GO stacks/layers on the top surface of mixed cellulose ester (MCE) filters with pores of 0.45 κm. The as-produced GO films were easily detached from the MCE substrate and were robust enough for incorporation in various membrane modules and performance of gas permeability studies. X-ray diffraction (XRD) analysis showed that the d-distance between succeeding GO layers was very small to be accessible by gas molecules, as confirmed by N2 adsorption analysis and permeation/separation experiments. Consequently, gas molecules permeated solely through the void space between GO stacks, or discontinuities of GO layers, rather than through the inter-layer space between the GO sheets, these as-shaped voids (pores) forming a continuous flow path for gas transport through the developed 7-20 κm thick GO membranes. Importantly, a fast filtration of the GO suspension led to a haphazard arrangement of GO stacks and, as consequence, to a higher porosity. In this case, the accessible pores strictly correspond to the empty space between aggregated GO stacks, each one having large dimensions of ca. 1-2 κm (basal plane) and a thickness of 3.5-4 nm (i.e., a few GO layers), and the pore size varied inversely with the filtration rate. On the other hand, a very slow filtration resulted in more ordered structures, with the individual GO layers arranged one on top of the other, the voids corresponding to discontinuities in the stacking of the GO layers along the basal plane, which create shorter (< 3 nm) path lengths vertically to the basal plane. These slow filtration derived membranes exhibited a good separation performance for several gas pairs, with probed selectivities (e.g., 7.0, 8.0, 5.6, 8.0, 10.5 and 13.0 respectively for H2/N2, H2/CO, H2/CH4, H2/C2H6, H2/C4H10 and H2/SF6) exceeding nearly twice those corresponding to Knudsen type of diffusion (3.7, 3.7, 2.8, 3.9, 5.4 and 8.5, respectively) at 25 oC and 30 mbar of transmembrane pressure difference. These membranes developed via slow filtration were almost impermeable to mxylene vapor which is indicative for the dominance of micropores with size in the range of 6- 7 Å. In addition, the more hydrophobic membranes (prepared using GO with lower amount of oxygen surface groups) exhibited very high H2O vapor permeances (2 orders of magnitude higher when compared to H2), a characteristic that makes them excellent candidates for application in membrane distillation processes. Στην παρούσα μεταπτυχιακή εργασία, αναφέρονται για πρώτη φορά οι ιδιότητες διαπέρασης αερίου σε μεμβράνες οξειδίου του γραφενίου (συμβολίζονται GO) σε σχέση με τα χαρακτηριστικά της πορώδους δομής τους και της επιφανειακής χημείας των πρόδρομων γραφιτικών φύλλων. Μεταβάλλοντας την ταχύτητα διήθησης του αρχικού εναιωρήματος GO, καθώς και την συγκέντρωση των επιφανειακών λειτουργικών ομάδων του χρησιμοποιούμενου GO, επιτεύχθηκε ο έλεγχος του μεγέθους πόρων των ανεπτυγμένων μεμβρανών GO. Η διήθηση οδήγησε στην εναπόθεση συναθροίσεων φύλλων GO, με τις συναθροίσεις να αποτελούνται από 4-5 φύλλα GO, επί της άνω επιφανείας φίλτρου μικτού εστέρα κυτταρίνης (MCE) με πόρους των 0,45 μm. Οι GO μεμβράνες ήταν εύκολο να διαχωριστούν από το υπόστρωμα MCE και ήταν αρκετά ισχυρές για να ενσωματωθούν σε διατάξεις μεμβράνης ώστε να μελετηθεί η διαπερατότητα και εκλεκτικότητα διαφόρων αερίων. Η ανάλυση περίθλασης ακτίνων X (XRD) έδειξε ότι το d-απόσταση μεταξύ των φύλλων GO σε κάθε συνάθροιση ήταν πολύ μικρή για να είναι προσβάσιμη από τα μόρια του αερίου, όπως επιβεβαιώθηκε και από την ανάλυση προσρόφησης Ν2 (77Κ) και τα πειράματα διαπερατότητας / διαχωρισμού. Κατά συνέπεια, τα μόρια του αερίου διεισδύουν μόνο μέσω του κενού χώρου μεταξύ των συναθροίσεων GO, ή τις ασυνέχειες των φύλλων GO κατά τη διάσταση x, y καθώς αυτά εναποτίθενται στην επιφάνεια του υποστρώματος, και όχι μέσω του χώρου μεταξύ των των φύλλων. Τα κενά αυτά (πόροι) σχηματίζουν μια συνεχή διαδρομή μέσω της οποίας τα διάφορα αέρια, αναλόγως του μεγέθους τους, μπορούν να περάσουν από την μία επιφάνεια της μεμβράνης στην άλλη. Το πάχος των παραγόμενων μεμβρανών GO ήταν της τάξεως των 7-20 μm. Κατά την παρασκευή των μεμβρανών, ταχεία διήθηση του εναιωρήματος GO οδήγησε σε τυχαία διάταξη των συναθροίσεων GO και, ως συνέπεια, σε υψηλότερο πορώδες. Στην περίπτωση αυτή, οι προσβάσιμοι πόροι αντιστοιχούν αυστηρά στα διάκενα μεταξύ των πακτωμένων συναθροίσεων GO, με κάθε μία από αυτές να έχει διαστάσεις της τάξεως του ca. 1-2 μm (βασικό επίπεδο (x,y)) και πάχος (z) 3,5-4 nm (δηλαδή, μερικά GO στρώματα), Στην περίπτωση αυτή το μέγεθος των διάκενων (πόρων) διαβαθμίζεται αντιστρόφως ανάλογα του ρυθμού διήθησης. Από την άλλη πλευρά, πολύ αργή διήθηση οδήγησε σε πιο οργανωμένη δομή εναπόθεσης , με τα επιμέρους φύλλα GO τοποθετημένα το ένα πάνω από το άλλο και τα διάκενα νααντιστοιχούν σε ασυνέχειες στην εναπόθεση των φύλλων GO κατά μήκος του βασικού επιπέδου του υποστρώματος (x,y). Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκαν μικρότερα διάκενα (< 3 nm) που αποτελούν την πορώδη δομή μέσω της οποίας διέρχονται τα αέριο κάθετα στο βασικό επίπεδο την μεμβράνης. Οι μεμβράνες GO που αναπτύχθηκαν με αργή διήθηση του εναιωρήματος παρουσίασαν καλή απόδοση διαχωρισμού για αρκετά ζεύγη αερίων, με εκλεκτικότητες που (π.χ., 7,0, 8,0, 5,6, 8,0, 10,5 και 13,0 αντίστοιχα για H 2 / N2, H2 / CO, H 2 / CH4, H 2 / C 2 H6, H 2 / C 4 H 10 και H 2 / SF6) που είναι διπλάσιες αυτών που προβλέπονται για διάχυση τύπου Knudsen (3.7, 3.7, 2.8, 3.9, 5.4 και 8.5, αντίστοιχα). Τα αποτελέσματα αυτά επιτευχθηκαν για θερμοκρασία 25 oC και διαφορά πίεσης στα άκρα τηςμεμβράνης τηε τάξεως των 30 mbar. Οι μεμβράνες που αναπτύχθηκαν μέσω αργής διήθησης, ήταν σχεδόν αδιαπέραστες σε ατμό μέτα-ξυλενίου πράγμα που αποτελεί ένδειξη για την ύπαρξη μικροπόρων με μέγεθος στην περιοχή των 6-7 Ά. Επιπλέον, οι περισσότερες υδρόφοβες μεμβράνες (παρασκευάζονται χρησιμοποιώντας GO με μικρότερη ποσότητα ομάδων επιφανειακού οξυγόνου) εμφάνισαν πολύ μεγάλες τιμές διαπερατότητας σε ατμούς H2O (2 τάξεις μεγέθους υψηλότερη σε σύγκριση με το H 2 ), ένα χαρακτηριστικό που τις καθιστά πολύ υποσχόμενα υλικά για εφαρμογή σε διεργασίες απόσταξης μέσω μεμβράνης. 738 428 422 Ophthalmological events in idiopathic inflammatory bowel disease in adults and adolescents in NW Greece Οφθαλμολογικές εδηλώσεις στην ιδιοπαθή φλεγμονώδη νόσο των εντέρων σε ενήλικες και εφήβους στη ΒΔ Ελλάδα Introduction: The clinical manifestations of inflammatory bowel disease (IBD) are not locally confined to the gastrointestinal tract and in a significant proportion of patients it affects other organs. The visual system is one of the most commonly affected organs, mainly from inflammatory disorders. Aim: The aim of this study is to analyze the ophthalmological events of patients with idiopathic inflammatory bowel disease (IBD) who are monitored by the Hepato-Gastroenterology Unit of the A’ Pathological Clinic of the University Hospital of Ioannina in Northwestern Greece. Methodology: Retrospective recording of ophthalmological events of patients with IBD from the year 1981 to the year 2019, with the aim of searching all epidemiological data of ophthalmological events of IBD patients and then correlation with the existing bibliographic data. Totally, 17 patients participated in the study. Data collection was done with a protocol. The first part of the protocol concerned intestinal disease, treatment, the presence of other diseases, surgeries, etc. The second part was about eye diseases (if any), treatment, surgery and recording symptoms or discomfort that patients may have noticed in their eyes. Results: According to the results of the research, 76.5% of the patients with IBD who participated in the research were men, and 47.1% were over 61 years old. 50% were smokers. Regarding IBD disease characteristics, 52.9% of patients suffered from Crohn's disease and 47.1% from colitis. Also, 47.1% suffered from the disease in less than 20 years. The site of ulcerative colitis was mainly in proctitis and the site of Crohn's disease was mainly in ileocolitis. Regarding the characteristics of ophthalmological manifestations, the majority of the sample showed visual acuity in the right (82.4%) and left eye (70.6%) degree 10. 17.7% of patients with IBD presented ophthalmological manifestations. 47.1% of patients with IBD under methotrexate showed a cataract in the anterior molecules and 70.6% of patients with IBD showed a cataract in the bottom of the eye. A comparison of IBD with ocular manifestations showed that 55.6% of patients with Chron disease were found to be naturally present in the anterior molecules and 62.5% of patients with ulcerative colitis were found to have cataracts. Also, 55.6% of patients with Chron disease were [7] found by nature at the bottom of the eye, and 87.5% of patients with ulcerative colitis were found to have cataracts. Conclusions: The collaborative clinical care team for the management of IFNE that will include ophthalmologists, physicians and gastroenterologists is a central point for improving the quality of care for these patients. Εισαγωγή: Οι κλινικές εκδηλώσεις της φλεγμονώδους νόσου του εντέρου (ΙΦΝΕ) δεν περιορίζονται τοπικά στη γαστρεντερική οδό και σε ένα σημαντικό μέρος των ασθενών προσβάλλει και άλλα όργανα. Το οπτικό σύστημα είναι ένα από τα πιο συχνά προσβεβλημένα όργανα, κυρίως από φλεγμονώδες διαταραχές. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η αναλυτική καταγραφή των οφθαλμολογικών εκδηλώσεων των ασθενών με ιδιοπαθή φλεγμονώδη πάθηση των εντέρων (ΙΦΠΕ) οι οποίοι παρακολουθούνται από την Ηπατο-Γαστρεντερολογική Μονάδα της Α’ Π/Θ Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων και τη Γαστρεντερολογική Ομάδα της Βορειοδυτικής Ελλάδας. Μεθοδολογία: Πραγματοποιήθηκε αναδρομική καταγραφή των οφθαλμολογικών εκδηλώσεων των ασθενών με ΙΦΠΕ από το έτος 1981 έως και το έτος 2019, με στόχο την αναζήτηση όλων των επιδημιολογικών δεδομένων οφθαλμολογικών εκδηλώσεων των ΙΦΝΕ ασθενών και κατόπιν συσχέτιση με τα υπάρχοντα βιβλιογραφικά δεδομένα. Στην έρευνα συμμετείχαν συνολικά 17 ασθενείς. Η συλλογή των στοιχείων πραγματοποιήθηκε με ένα πρωτόκολλο. Το πρώτο μέρος του πρωτοκόλλου αφορούσε πάθηση του εντέρου, θεραπεία, ύπαρξη άλλων παθήσεων, χειρουργικές επεμβάσεις κ.α. Το δεύτερο μέρος αφορούσε οφθαλμολογικές παθήσεις (αν υπήρχαν), θεραπεία, χειρουργικές επεμβάσεις και την καταγραφή συμπτωμάτων ή ενοχλήσεων που μπορεί να είχαν παρατηρήσει οι ασθενείς στα μάτια τους. Αποτελέσματα: Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το 76,5% των ασθενών με ΙΦΝΕ που συμμετείχαν στην έρευνα ήταν άνδρες, και το 47,1% ήταν άνω των 61 ετών. Το 50% ήταν καπνιστές. Σχετικά με τα χαρακτηριστικά ασθένειας ΙΦΝΕ, 52,9% των ασθενών νοσούσαν από Crohn και 47,1% από ελκώδη κολίτιδα. Επίσης, 47,1% έπασχαν από την ασθένεια λιγότερο από 20 έτη. Η θέση της ελκώδης κολίτιδας ήταν κυρίως σε πρωκτίτιδα και η θέση της νόσο Crohn ήταν κυρίως σε ειλεοκολίτιδα. Όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των οφθαλμολόγων εκδηλώσεων, η πλειοψηφία του δείγματος έδειξε οπτική οξύτητα στον δεξί (82,4%) και αριστερό οφθαλμό (70,6%) βαθμό 10. Το 17,7% των ασθενών με ΙΦΝΕ παρουσίασε οφθαλμολογικές εκδηλώσεις. Το 47,1% των ασθενών με ΙΦΝΕ υπό μεθοτρεξάτη [5] έδειξε καταρράκτη στα πρόσθια μόρια και το 70,6% των ασθενών με ΙΦΝΕ έδειξε καταρράκτη στο βυθό. Η σύγκριση των ΙΦΝΕ με τις οφθαλμολογικές εκδηλώσεις έδειξε ότι το 55,6% των ασθενών με νόσο Chron βρέθηκε με κατά φύση στα πρόσθια μόρια και το 62,5% των ασθενών με ελκώδη κολίτιδα βρέθηκε με καταρράκτη. Επίσης, το 55,6% των ασθενών με νόσο Chron βρέθηκε με κατά φύση στο βυθό, και το 87,5% των ασθενών με ελκώδη κολίτιδα βρέθηκε με καταρράκτη. Συμπεράσματα: Η συνεργατική ομάδα κλινικής φροντίδας για διαχείριση των ΙΦΝΕ που θα περιλαμβάνει οφθαλμίατρους, παθολόγους και γαστρεντερολόγους είναι κεντρικό σημείο για τη βελτίωση της ποιοτικής φροντίδας για αυτούς τους ασθενείς. 739 243 263 “Mass society” is the new social order that emerged after the end of World War II. It has altered the relations of citizens between themselves and within the society itself. Further, globalisation has resulted in plenty of changes at the economic/financial, political and cultural level as well as the relations of citizens with politics and government, and the predominance of economics in every field. Migration is another social phenomenon with enormous ramifications, afflicting states internationally. The presence of immigrants within a country is a troublesome social phenomenon in most cases, as they often fall victims of prejudice and discrimination. The goal of this study is to explore the relation of immigrants to politics and the role of political discourse in their political socialisation. This study comprises two sections: a theoretical and an empirical one. The theoretical section outlines the notions of socialisation and multiculturalism, also describing migration as a whole. Next, political discourse and its dissemination through the media is examined, too. In the empirical section of this study, outlined are the methodology of the survey, its findings and the conclusions to be drawn. Upon studying related literature and analysing the findings of the survey, one is led to believe that new immigrants are distanced from, and have adopted a disdainful stance towards, politics. They tend to steer clear of politics because of insecurity, but also as they are convinced that politicians and political parties are incapable of providing solutions to social problems. Η «μαζική κοινωνία» όπως έχει χαρακτηριστεί η νέα κοινωνική τάξη πραγμάτων που έχει διαμορφωθεί μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έχει διαφοροποιήσει τις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους και τις σχέσεις τους με την κοινωνία. Η παγκοσμιοποίηση έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές σε οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο, στις σχέσεις των πολιτών με την πολιτική και την εξουσία αλλά και την επιβολή της οικονομίας σε όλους τους τομείς. Η μετανάστευση αποτελεί ένα επιπλέον κοινωνικό φαινόμενο με πολλές προεκτάσεις που ταλανίζει τα κράτη σε παγκόσμιο επίπεδο ενώ η παρουσία μεταναστών αποτελεί κοινωνικό πρόβλημα καθώς αυτοί γίνονται στόχος προκαταλήψεων και διακρίσεων εναντίον τους. Ειδικότερα, κύριος σκοπός εκπόνησης της παρούσης εργασίας είναι η διερεύνηση της σχέσης των μεταναστών με την πολιτική και ο ρόλος του πολιτικού λόγου στην πολιτική τους κοινωνικοποίηση. Η εργασία αποτελείται από δύο μέρη: το θεωρητικό και το εμπειρικό. Στο θεωρητικό μέρος γίνεται, αρχικά, περιγραφή του προβλήματος και παρουσιάζονται οι έννοιες της κοινωνικοποίησης και της πολυπολιτισμικότητας ενώ επιχειρείται και μία εκτενέστερη αναφορά στο φαινόμενο της μετανάστευσης. Στη συνέχεια, εξετάζεται ο πολιτικός λόγος και η διάδοσή του μέσω των ΜΜΕ. Στο εμπειρικό μέρος γίνεται αναφορά στη μεθοδολογία της έρευνας, στα ευρήματα που προέκυψαν από αυτή και στα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν. Από τη μελέτη της βιβλιογραφίας και από την ανάλυση των δεδομένων της έρευνας καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι οι νέοι μετανάστες αποστασιοποιούνται από τα πολιτικά πράγματα και υιοθετούν μια απαξιωτική στάση απέναντι στην πολιτική. Τηρούν μια απόσταση ασφαλείας από την πολιτική και τους φορείς της λόγω ανασφάλειας αλλά και λόγω της πεποίθησης ότι πολιτικοί και κόμματα είναι ανίκανοι να ανταποκριθούν στα κοινωνικά προβλήματα. 740 612 684 Παρακολούθηση της κίνησης σε εικονοσειρές με μοντέλα μικτών κατανομών An important field in computer vision is visual tracking, which is the procedure of generating inference about motion of an object or target in a sequence of images. Solutions to this problem have a variety of applications, some of them being surveillance, action and gesture recognition, motion-based video compression, teleconferencing and video indexing. In tracking problems, it is assumed that the model of the object is known and based on a set of measurements in a video the object’s position should be estimated. In this thesis, we focus on the application of clustering methods to model the target’s appearance and on the optimization of a cost function to estimate the position of the target and we propose algorithms that improve the state of the art performance or reduce the computational complexity of existing methods. The first algorithm proposed in this thesis is an extension to the Differential Earth Mover’s Distance (DEMD) algorithm for tracking. The contribution of this work is twofold. At first, the representation of the object is accomplished by Gaussian mixture models (GMM) instead of histogram signatures employed in the standard algorithm. This leads to reduced computational cost for real time applications as the algorithm avoids the large dimensionality of histograms. Also, the DEMD algorithm is combined with a Kalman filter to handle occlusions which is a problem not addressed by the original algorithm. The second algorithm is a variant of the mean shift algorithm where a Gaussian mixture model is employed at each iteration to smooth the differences in the histogram bins representing the appearance of the object. By these means, the algorithm is capable of handling color changes due to variations in the illumination of the scene. The next algorithm that is proposed herein also relies on Gaussian mixture modeling of the target’s appearance. However, compared to the previous approach, the GMM parameters are estimated in the first frame of the image sequence in order to define the appearance of the target. In subsequent frames, the target’s position is estimated by maximizing the weighted likelihood of the mixture model by assuming that pixels near the target’s geometric center contribute more to the estimation of its position. The advantages of this method are a close-form update for the target’s position, a lower dimension of the target’s representation and a reduced computational complexity. Moreover, an update framework is proposed in order to handle cases when the target changes its color due to pose and illumination variations. An algorithm robust to illumination changes is also proposed which employs only the hue component of the target. As the hue component is periodic, a Gaussian mixture can not model it properly and therefore, a mixture of von Mises distributions is used, which is a circular distribution modeling accurately the hue component of an image. Moreover, the fact that the hue is one dimensional is exploited to discretize it to a finite number of values, which may be computed a priori, thus, speeding up the tracking procedure significantly. Finally, a framework for visual object tracking based on clustering trajectories of image key points is proposed. The main contribution of the method is that the trajectories are automatically extracted from the image sequence and they are provided directly to a model-based clustering approach. In most other methodologies, the latter constitutes a difficult part since the resulting feature trajectories have a short duration, as the key points disappear and reappear due to occlusion, illumination, viewpoint changes and noise. We present a sparse, translation invariant regression mixture model for clustering trajectories of variable length. The overall scheme is converted into a maximum a posteriori approach, where the Expectation–Maximization (EM) algorithm is used for estimating the model parameters. Ένα σημαντικό πεδίο στην περιοχή της υπολογιστικής όρασης είναι η οπτική παρακο­ λούθηση, που είναι η διαδικασία εκτίμησης της κίνησης ενός αντικειμένου ή στόχου σε μια ακολουθία εικόνων. Η επίλυση αυτού του προβλήματος έχει εφαρμογές στην επιτήρηση πε­ ριοχών, στην αναγνώριση των κινήσεων ή των χειρονομιών, στην συμπίεση βίντεο με βάση την κίνηση, στις τηλεδιασκέψεις και την κατηγοριοποίηση βίντεο. Στα προβλήματα οπτικής παρακολούθησης, το μοντέλο των αντικειμένων είναι συνήθως γνωστό, και με βάση κάποιες μετρήσεις κατά την διάρκεια του βίντεο, πρέπει να εκτιμηθεί η θέση του αντικειμένου. Η παρούσα εργασία, επικεντρώνεται στην χρήση μεθόδων ομαδοποίησης και πιο συγκεκριμένα στις μικτές κανονικές κατανομές, με σκοπό την μοντελοποίηση της εμφάνισης του στόχου και στην βελτιστοποίηση μιας συνάρτησης κόστους με σκοπό την εκτίμηση της θέσης του στόχου. Προτείνουμε αλγορίθμους που έχουν βελτιωμένη απόδοση σε σχέση με ήδη υπάρ- χουσες υλοποιήσεις ή μειώνουν την υπολογιστική πολυπλοκότητα ήδη υπαρχόντων μεθόδων. Ο πρώτος αλγόριθμος που προτείνεται στην παρούσα εργασία είναι μια επέκταση του αλ­ γόριθμου Differential Earth Mover’s Distance (DEMD). Η συνεισφορά αυτής της επέκτασης έχει δύο πλευρές. Αρχικά, για την αναπαράσταση του μοντέλου του αντικειμένου χρησι­ μοποιούνται μικτές κανονικές κατανομές αντί για υπογραφές ιστογράμματος που χρησιμο­ ποιούνται στον αρχικό αλγόριθμο. Με αυτό τον τρόπο μειώνεται το υπολογιστικό κόστος για εφαρμογές πραγματικού χρόνου, καθώς ο αλγόριθμος αποφεύγει την μεγάλη διάσταση ενός ιστογράμματος. Επίσης, ο αλγόριθμος DEMD συνδυάζεται με το φίλτρο Kalman για να μπορεί να χειριστεί αποκρύψεις του αντικειμένου, που είναι ένα πρόβλημα το οποίο δεν αντιμετωπίζει ο αρχικός αλγόριθμος. Ο δεύτερος αλγόριθμος είναι μια επέκταση του αλγορίθμου μέσης μετατόπισης στον ο­ ποίο μικτές κανονικές κατανομές χρησιμοποιούνται σε κάθε επανάληψη για να εξομαλύνουν τις διαφορές μεταξύ των στηλών του ιστογράμματος που μοντελοποιεί την εμφάνιση του αν­ τικειμένου. Με αυτό τον τρόπο, ο αλγόριθμος μπορεί να χειριστεί αλλαγές στο χρώμα του αντικειμένου που οφείλονται σε μεταβολές της φωτεινότητας της σκηνής. Ο επόμενος αλγόριθμος που προτείνεται βασίζεται επίσης σε μικτές κανονικές κατανομές για να μοντελοποιήσει την κατανομή του χρώματος του αντικειμένου. Ωστόσο, σε αντίθεση με την προηγούμενη προσέγγιση, οι παράμετροι της μικτής κανονικής κατανομής που πε­ ριγράφει την αναπαράσταση του αντικειμένου υπολογίζονται μόνο στην πρώτη εικόνα της εικονοσειράς. Στις υπόλοιπες εικόνες, η θέση του αντικειμένου υπολογίζεται μεγιστοποι­ ώντας τη σταθμισμένη πιθανοφάνεια του μικτού μοντέλου, με βάση την υπόθεση ότι τα εικονοστοιχεία κοντά στο γεωμετρικό κέντρο του αντικειμένου συνεισφέρουν πιο πολύ στον υπολογισμό της θέσης του. Τα πλεονεκτήματα αυτής της προσέγγισης είναι η κλειστή μορφή της εξίσωσης που εκτιμά την θέση του αντικειμένου, η αντιμετώπιση της μεγάλης διάστασης και οι μικρές απαιτήσεις σε υπολογιστική ισχύ. Επιπλέον, προτείνεται μια μέθοδος για την ενημέρωση του μοντέλου που αναπαριστά το αντικείμενο σε περιπτώσεις που το χρώμα του αντικειμένου αλλάζει λόγω μεταβολών στην επιφάνεια του αντικειμένου ή τον φωτισμό της σκηνής. Επίσης, προτείνεται ένα αλγόριθμος που είναι ευσταθής σε αλλαγές της φωτεινότητας επειδή χρησιμοποιεί μόνο την τιμή της απόχρωσης του στόχου. Επειδή η απόχρωση είναι πε­ ριοδική, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η μικτή κανονική κατανομή για να την μοντελοποιήσει επαρκώς. Για το λόγο αυτό, χρησιμοποιείται η μικτή κατανομή von Mises, που είναι περιο­ δική και μπορεί να μοντελοποιήσει με ακρίβεια την συνιστώσα της απόχρωσης μιας εικόνας. Επιπλέον, το γεγονός ότι οι η συνιστώσα της απόχρωσης είναι μονοδιάστατη χρησιμοποιείται για την διακριτοποίησή της μικτής κατανομής σε πεπερασμένο πλήθος τιμών, που μπορούν να υπολογιστούν εκ των προτέρων, και επομένως να βελτιώσουν την ταχύτητα εκτέλεσης του αλγορίθμου. Τέλος, προτείνεται ένας αλγόριθμος για την ανίχνευση πολλαπλών αντικειμένων που βα­ σίζεται στην ομαδοποίηση των τροχιών κάποιων σημείων ενδιαφέροντος των αντικειμένων. Η κύρια συνεισφορά της μεθόδου είναι ότι οι τροχιές υπολογίζονται αυτόματα από την ει­ κονοσειρά και χρησιμοποιούνται απευθείας στην διαδικασία κατηγοριοποίησης. Σε άλλες προσεγγίσεις, η κατηγοριοποίηση είναι δύσκολη γιατί οι τροχιές των σημείων ενδιαφέροντος μπορεί να έχουν μικρή διάρκεια, καθώς τα σημεία αυτά εξαφανίζονται και επανεμφανίζονται λόγω επικαλύψεων, αλλαγών στην φωτεινότητα, μεταβολή της θέσης θέασης και θόρυβο. Παρουσιάζουμε ένα αραιό, ανεπηρέαστο από την μετατόπιση μικτό μοντέλο παλινδρόμισης που χρησιμοποιείται για την κατηγοριοποίηση καμπυλών μεταβλητού μεγέθους. Η διαδικα­ σία ομαδοποίησης μεταφράζεται σε μια μεγιστοποίηση της εκ των υστέρων πιθανοφάνειας, όπου ο αλγόριθμος Expectation - Maximization (EM) χρησιμοποιείται για την εκτίμηση των παραμέτρων του μοντέλου. 741 346 330 The current master thesis presents a detailed study of Brain Connectivity with the use of functional Magnetic Resonance Imaging (fMRI) data for the Restless Legs Syndrome (RLS), a neurological sleep disorder which affects a large number of people worldwide. After studying prior literature recordings regarding brain connectivity analysis of RLS, relying on fMRI, it was observed that these studies are constrained to certain computation methods, a fact which possibly leads to limited inferences concerning the disease. An analytical description of brain connectivity types and their extraction methods are presented aiming to the modeling of the brain tissue. In the first chapter of the current thesis, the sleep disorders and their classification are described, depending on their special characteristics and their effect on subjects’ health and quality of life. A detailed description regarding the sleep disorder phenomenon is presented, including epidemiological and pathophysiological elements, diagnostic and treatment criteria as well as the clinical presentation of the disease. The next chapter involves the operation principles of the popular diagnostic method fMRI, reporting the BOLD mechanism, the types of experimental design, the image acquisition, the fMRI time-series, the clinical applications as well as its advantages and disadvantages. A state-of-the-art analysis on imaging methods for RLS was conducted and methodologies and results of various studies are presented in the next chapter. They include PET, SPECT, structural MRI, EEG and resting state fMRI, focusing on the conclusions of the latter because of the need for their comparison with our current study findings. In the fourth chapter an extensive presentation of the tree types of brain connectivity (structural, functional and effective connectivity) is given, in parallel with the proposed methods for their analysis. The fifth chapter includes the results of the experimental part of the current thesis. In particular, the results coming from the establishment of the proposed methodology are presented and analyzed, following alternative approaches compared to the existing studies to emphasize the novelty of our work. The sixth chapter includes further discussion and conclusions on the results of the methodology followed and new trends are proposed for further future investigation. Η παρούσα μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία παρουσιάζει μια αναλυτική προσέγγιση την συνεκτικότητας των εγκεφαλικών περιοχών, χρησιμοποιώντας δεδομένα λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας ασθενών με σύνδρομο ανήσυχων ποδιών, μια νευρολογική διαταραχή που προσβάλει σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού παγκοσμίως. Εξετάζοντας προηγούμενες μελέτες για τη περιγραφή του συνδρόμου ανήσυχων ποδιών με τη χρήση fMRI παρατηρήθηκε ότι οι μελέτες περιορίζονται σε συγκεκριμένες υπολογιστικές μεθόδους, γεγονός που πιθανά περιορίζει την παροχή απαντήσεων σε ερωτήματα που σχετίζονται με την πάθηση. Πραγματοποιήθηκε μια αναλυτική περιγραφή των τύπων της εγκεφαλικής συνεκτικότητας και των μεθόδων εξαγωγής της με σκοπό τη μοντελοποίηση του εγκεφαλικού ιστού. Στο πρώτο κεφάλαιο της παρούσας διατριβής, γίνεται αναφορά στις διαταραχές ύπνου, την κατηγοροποίηση τους ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους και την επίδραση τους στην υγεία και την ποιότητα ζωής των ασθενών. Στη συνέχεια περιγράφονται αναλυτικά για την υπό μελέτη διαταραχή ύπνου, το σύνδρομο ανήσυχων ποδιών, στοιχεία επιδημιολογίας, παθοφυσιολογίας, διάγνωσης και θεραπείας, καθώς και κριτήρια κλινικής εμφάνισης. Στο επόμενο κεφάλαιο περιγράφονται οι αρχές λειτουργίας της ευρέως διαδεδομένης διαγνωστικής μεθόδου fMRI κάνοντας αναφορά στην αντίδραση BOLD, τους τύπους πειραματικού σχεδιασμού, την λήψη εκόνων, τις χρονοσειρές fMRI, τις κλινικές εφαρμογές καθώς επίσης και τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της μεθόδου. Στη συνέχεια γίνεται μια αναλυτική περιγραφή πρόσφατων απεικονιστικών μεθόδων σχετικά με το συγκεκριμένο σύνδρομο, παραθέτοντας τις μεθόδους και τα ευρήματα που προέκυψαν. Περιγράφονται μελέτες που χρησιμοποίησαν PET, SPECT, δομικό MRI, ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, λειτουργικό MRI κ.α.. Οι περισσότερες μελέτες που περιγράφονται χρησιμοποιούν λειτουργικό MRI σε κατάσταση ηρεμίας έχοντας ως στόχο να συγκριθούν με την παρούσα μελέτη. Στο τέταρτο κεφάλαιο πραγματοποιείται μια εκτενής παρουσίαση των τριών τύπων της εγκεφαλικής συνεκτικότητας (δομικής, λειτουργικής και αιτιώδους), καθώς επίσης και των μεθόδων που προτείνονται για την ανάλυση τους. Το πέμπτο κεφάλαιο περιλαμβάνει τα αποτελέσματα του πειραματικού μέρους της παρούσας διπλωματικής εργασίας. Συγκεκριμένα παρουσιάζονται και αναλύονται τα αποτελέσματα από την επικύρωση της προτεινόμενης μεθοδολογίας ακολουθώντας διαφορετικές προσεγγίσεις από τις ήδη υπάρχουσες μελέτες αναδεικνύοντας έτσι την καινοτομία της εργασίας. Το έκτο κεφάλαιο αποτελεί συζήτηση στα αποτελέσματα των μεθοδολογιών που ακολουθήθηκαν, καταγράφονται τα συμπεράσματα και προτείνονται κατευθύνσεις για μελλοντική έρευνα. 742 129 146 THIS STUDY REPRESENTS A 18 YEAR EXPERIENCE WITH HEPATIC TRAUMA FROM ACADEMIC SURGICAL DEPARTMENT OF IOANNINA FROM FEBRUARY 1978 TO FEBRUARY 1996. THE SIGNIFICANCE OF THIS STUDY IS THAT DESCRIBES A LARGE HOMOGENOUS POPULATION AND ANALYZES SOME EPIDEMIOLOGICAL CHARACTERISTICS AND THE CURRENT MANAGEMENT OF THE PATIENTS WITH LIVER TRAUMA. ONE HUNDRED CONSECUTIVE PATIENTS ARE REPRESENTED. NINETY THREE PER CENT HAD BLUNT TRAUMA AND THE REST PENETRATING WOUNDS. THEREWERE 72 MALES AND 28 FEMALES. THREE PATIENTS WERE MANAGED CONSERVATIVELY WITHOUT MORBIDITY OR MORTALITY. NINETY SEVEN PATIENTS WERE OPERATED. ACCORDING TO THE SEVERITY SCALE OF MOORE, THESE PATIENTS DIVIDED INTO THREE GROUPS: GROUP A (TYPE I-II, N=58), GROUP B (TYPE III-IV, N=34) AND GROUP C (TYPE V, N=5).THE MORBIDITY RATE FOR THE ENTIRE SERIES WAS 37% AND THE MORTALITY RATE 13%. Η ΜΕΛΕΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΗΠΑΤΙΚΩΝ ΚΑΚΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΣΕ ΔΙΑΣΤΗΜΑ 18 ΕΤΩΝ (ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1978 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1996). Η ΜΕΛΕΤΗ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1986 ΗΤΑΝ ΑΝΑΣΚΟΠΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1996 ΗΤΑΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ. ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΗΤΑΝ Η ΕΞΑΓΩΓΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΡΑΥΜΑΤΙΩΝ ΜΕ ΗΠΑΤΙΚΗ ΚΑΚΩΣΗ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ Η ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΑΥΤΩΝ ΜΕ ΤΑ ΔΙΕΘΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ. ΣΥΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ, ΩΣΤΕΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΥΝΕΧΩΣ ΒΕΛΤΙΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΩΝ ΝΑ ΑΠΟΦΕΥΧΘΟΥΝ ΑΤΕΛΕΙΕΣ ΚΑΙ ΑΣΚΟΠΕΣ ΠΟΛΛΑΚΙΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ, ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΣΕ ΠΟΛΥΤΡΑΥΜΑΤΙΕΣ. ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΤΗΚΑΝ 100 ΑΣΘΕΝΕΙΣ (72 ΑΡΡΕΝΕΣ ΚΑΙ 28 ΘΗΛΕΙΣ). 93% ΕΙΧΑΝ ΚΛΕΣΤΗ ΚΑΚΩΣΗ ΚΑΙ 7% ΑΝΟΙΚΤΗ ΚΑΚΩΣΗ. 3 ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΤΗΚΑΝ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΑ ΚΑΙ 97 ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΑ. ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΚΑΤΑ MOORE, ΟΙ ΧΕΙΡΟΥΡΓΗΘΕΝΤΕΣΚΑΤΑΤΑΧΘΗΚΑΝ ΣΕ 3 ΟΜΑΔΕΣ: ΟΜΑΣ Α (ΤΥΠΟΣ Ι-ΙΙ, 58 ΑΣΘΕΝΕΙΣ), ΟΜΑΣ Β (ΤΥΠΟΣ ΙΙΙ-ΙV, 34 ΑΝΔΡΕΣ), ΟΜΑΣ Γ (ΤΥΠΟΣ V, 5 ΑΣΘΕΝΕΙΣ). Η ΝΟΣΗΡΟΤΗΣ ΗΤΑΝ 37% ΚΑΙ Η ΘΝΗΤΟΤΗΣ 13%. 743 462 473 Study of the molecular mechanisms involved in insulin resistance in Lean and obese individuals Μελέτη των μοριακών μηχανισμών που εμπλέκονται στην αντίσταση της ινσουλίνης σε λεπτά και παχύσαρκα άτομα Introduction: Obesity is considered a global pandemic and has adverse effects on human health. Unfortunately, the phenomenon of morbid obesity concerns not only adults, but also children and teenagers. Aim/methodology: Primary cultures of pre- and mature adipocytes were developed from routine surgical biopsies of subcutaneous abdominal adipose tissue from 96 healthy lean children [Body Mass Index (BMI) <85%] and 66 obese children (BMI ≥ 95%). These children were divided into three groups: prepubertal (Group A: 2mos-7yr, Group B: 8-12yrs) and pubertal (Tanner II-IV). Total RNA and whole cell extracts were extracted from the adipocytes. The gene expression was studied with Reverse transcriptase PCR and the protein expression with western immunoblotting of the following molecules: CB1, Rab5, GLUT4, CAP, cCbl, APPL-1, AdipoR1, adiponectin, PPAR-γ, Akt/PKB. Finally, fasting blood samples were taken and at the serum the following were determined: fasting glucose, total cholesterol, LDL cholesterol, HDL cholesterol and triglycerides. Results: According to our study: (1) No differences were observed as far as clinical and biochemical profile of the children is concerned. (2) The protein expression of Rab5 was a) significantly increased in the mature adipocytes of the younger obese prepubertal children of group A in comparison to their respective lean, b) significantly increased in the mature adipocytes of lean pubertal children of group C when compared to the lean prepubertal children of both groups A & B. (3) The protein expression of Akt2 was: a) significantly decreased in the preadipocytes of the older lean prepubertal children of group B in comparison to the younger lean prepubertal children of group A, b) significantly increased in the preadipocytes of the obese adolescents (group C) in comparison to the obese prepubertal children of both groups (A & B) and c) significantly increased in the mature adipocytes of the obese pubertal children of group C when compared to younger obese prepubertal children of group A. (4) The protein expression of Cap was: a) significantly decreased in the mature adipocytes of the obese pubertal children of group C in comparison to their respective lean, b) tended to decrease in the mature adipocytes of the obese pubertal children of group C in comparison to the older obese prepubertal children of group B. (5) No differences were observed in the expression of Adiponectin, AdipoR1, APPL1, cCBL, Glut4, CB1 and PPARγ between the lean and obese prepubertal and pubertal children. Conclusions: This current study provides new information for the physiological function of adipose tissue in lean children and for the complications of obesity at the molecular level of adipose tissue during childhood. The results indicate that children have protective mechanisms against the complications of obesity, but during puberty, the adipocytes of obese adolescents seem to be affected. Εισαγωγή: Η παχυσαρκία θεωρείται μία παγκόσμια πανδημία και έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία. Δυστυχώς, το φαινόμενο της νοσογόνου παχυσαρκίας δεν αφορά μόνο τους ενήλικες, αλλά και τα παιδιά και τους εφήβους. Σκοπός/μεθοδολογία: Αναπτύχθηκαν πρωτογενείς καλλιέργειες πρώιμων και ώριμων λιποκυττάρων από βιοψίες υποδόριου κοιλιακού λιπώδους ιστού χειρουργικών επεμβάσεων ρουτίνας 96 λεπτόσωμων παιδιών [δείκτη μάζας σώματος, (ΔΜΣ)<85%], και 66 παχύσαρκων παιδιών (ΔΜΣ≥95%). Τα παιδιά αυτά διαχωρίστηκαν σε δύο ομάδες: την προεφηβική (ομάδα Α, παιδιά ηλικίας 2-7 ετών και ομάδα Β, παιδιά ηλικίας 8-12 ετών) και την εφηβική (Τάννερ>Ι). Στα απομονωμένα λιποκύτταρα, πραγματοποιήθηκε απομόνωση ολικού RNA και ολικών πρωτεϊνικών εκχυλισμάτων. Με τη μέθοδο της αντίστροφης μεταγραφάσης PCR (RT-PCR), μελετήθηκε η γονιδιακή έκφραση και με τη μέθοδο της ανοσοαποτύπωσης κατά Western, μελετήθηκε η πρωτεϊνική έκφραση των εξής μορίων: CB1, Rab5, GLUT4, CAP, cCbl, APPL-1, AdipoR1, αντιπονεκτίνη, PPAR-γ, Akt/PKB. Τέλος, πραγματοποιήθηκαν λήψεις δειγμάτων αίματος και έγιναν οι εξής μετρήσεις στον ορό του αίματος: Γλυκόζη νηστείας, Ολική χοληστερόλη, LDL χοληστερόλη, HDL χοληστερόλη και τριγλυκερίδια. Αποτελέσματα: Η μελέτη έδειξε ότι: (1) Δεν ανεδείχθησαν στατιστικά σημαντικές διαφορές όσον αφορά τα κλινικά χαρακτηριστικά και το βιοχημικό προφίλ των παιδιών. (2) Η πρωτεϊνική έκφραση του Rab5 έδειξε: α) σημαντική αύξηση στα ώριμα λιποκύτταρα (ΩΛ) των παχύσαρκων μικρότερων προεφηβικών της ομάδας Α σε σύγκριση με τα αντίστοιχα λεπτόσωμά τους, β) σημαντική αύξηση στα ΩΛ των λεπτόσωμων εφηβικών παιδιών της ομάδας Γ σε σύγκριση με τα αντίστοιχα προεφηβικά παιδιά και των δύο ηλικιακών ομάδων (Α&Β). (3) Η πρωτεϊνική έκφραση της Akt2 έδειξε: α) σημαντική μείωση στα προλιποκύτταρα (ΠΛ) των λεπτόσωμων μεγαλύτερων προεφηβικών παιδιών της ομάδας Β σε σχέση με τα αντίστοιχα μικρότερα προεφηβικά παιδιά της ομάδας Α, β) σημαντική αύξηση στα ΠΛ των παχύσαρκων εφηβικών παιδιών της ομάδας Γ σε σύγκριση με τα αντίστοιχα προεφηβικά παιδιά και των δύο ηλικιακών ομάδων (Ομάδα Α&Β) και γ) σημαντική αύξηση στα ΩΛ των παχύσαρκων εφηβικών παιδιών της Ομάδας Γ σε σύγκριση με τα παχύσαρκα μικρότερα προεφηβικά παιδιά της ομάδας Α. (4) Η πρωτεϊνική έκφραση του Cap έδειξε : α) σημαντική μείωση στα ΩΛ των παχύσαρκων εφηβικών παιδιών της ομάδας Γ σε σύγκριση με τα αντίστοιχα λεπτόσωμά τους και β) τάση μείωσης στα ΩΛ των παχύσαρκων εφηβικών παιδιών της ομάδας Γ σε σύγκριση με τα αντίστοιχα μεγαλύτερα προεφηβικά παιδιά της ομάδας Β. (5) Δεν ανεδείχθησαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των λεπτόσωμων και παχύσαρκων προεφηβικών και εφηβικών παιδιών για τα μόρια: Αντιπονεκτίνη, AdipoR1, APPL1, cCBL, Glut4, CB1 και PPARγ. Συμπεράσματα: Η παρούσα μελέτη προσφέρει καινούργιες πληροφορίες όσον αφορά τη φυσιολογική λειτουργία του λιπώδους ιστού στα λεπτόσωμα παιδιά και των επιπλοκών της παχυσαρκίας, στο μοριακό επίπεδο, από την παιδική ηλικία. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι τα παιδιά μάλλον διαθέτουν μηχανισμούς προστασίας έναντι των επιπλοκών της παχυσαρκίας, ωστόσο κατά τη διάρκεια της εφηβείας φαίνεται ότι εμφανίζονται πιθανόν τα πρώτα σημεία των επιπλοκών στα λιποκύτταρα των παχύσαρκων εφήβων. 744 190 198 Reflections on language teaching based on a “Journey” through the Greek and finnish educational systems Σκέψεις για τη διδασκαλία της γλώσσας μέσα από μια περιήγηση στα εκπαιδευτικά συστήματα της Ελλάδας και της Φινλανδίας The results of the international student assessment programm PISA, organized by the OECD (Organization for Economic Co-operation and Development), have been widely discussed in Greece for the last 15 years. The mass media and experts have labelled the achievements of the Greek pupils and consequently the Greek education system as weak. While Finnish students achieved either in the first or in the first places, Greek student appear either near or below the global average in all five surveys have been completed. Aim of this study is to compare qualitative the approach of language teaching in the Finnish compulsory education (class 1-9) with language teaching in the Greek public compulsory education. Specifically, we will try to answer the following questions: What are the main differences and similarities in language teaching in both countries? What are the main advantages and disadvantages in this issue in both countries? What suggestions can be made? The results obtained from this study have shown that it is required to move to specific changes in the approach of language teaching in Greece. Τα αποτελέσματα της διεθνούς έρευνας PISA, η οποία σχεδιάστηκε από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.), έχει συζητηθεί στην Ελλάδα τα τελευταία 15 χρόνια. Με βάση αυτή οι ειδικοί κατέταξαν τους έλληνες μαθητές και κατ’ επέκταση το ελληνικό σύστημα σε χαμηλή θέση. Ενώ οι Φιλανδοί μαθητές βρίσκονται είτε στη πρώτη, είτε στις πρώτες θέσεις, η Ελλάδα εμφανίζεται είτε κοντά είτε κάτω από το γενικό μέσο όρο και στις πέντε έρευνες που έχουν ολοκληρωθεί. Η παρούσα εργασία, λαμβάνοντας υπόψη τα συγκεκριμένα δεδομένα, ως στόχο θέτει να συγκριθεί η φιλοσοφία που διέπει τη γλωσσική διδασκαλία στην υποχρεωτική εκπαίδευση της Φινλανδίας (τάξη 1-9) με τη γλωσσική διδασκαλία στην ελληνική δημόσια υποχρεωτική εκπαίδευση (μέχρι το τέλος της Γ΄ Γυμνασίου – οι πρώτες 9 τάξεις). Συγκεκριμένα, θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στα εξής ερωτήματα: Ποιες είναι οι κύριες διαφορές και ομοιότητες στη γλωσσική διδασκαλία στις δύο χώρες; Ποια είναι τα βασικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα στο συγκεκριμένο ζήτημα στις δύο χώρες; Ποιες προτάσεις μπορούν να γίνουν; Τα αποτελέσματα από τη συγκεκριμένη σύγκριση δείχνουν ότι είναι αναγκαίο να γίνουν αλλαγές στην προσέγγιση της γλωσσικής διδασκαλίας στην Ελλάδα. 745 407 420 Μία πλήρης μέθοδος αυτόματης επεξεργασίας της νεοελληνικής γλωσσάς ως βάση ανάπτυξης ανοικτού εκπαιδευτικού λογισμικού για τη διδασκαλία με τη βοήθεια υπολογιστή στην τάξη η στο διαδίκτυο The aim of this dissertation is to present a complete and comprehensive method of Modern Greek Language (MGL) Processing as a tool of a Computer Assisted Learning Method (CALM) in the classroom or by internet. The suggested method is based solely on the MGL processing publications [1-17,19,28] and on the recorded experience gained from the design and implementation of online educational software [22,23]. This suggested CALM supports a synchronous or an asynchronous open educational software. In addition an example of a Computer Assisted MGL Learning Method in the classroom or by internet based on the suggested system is given. Τhis example constitutes a guideline for the implementation of the suggested CALM either to other topics too, as Mathematics etc, even or to preprimary school pupils with learning disabilities as of dyslexia and malnutrition. Reference is also made to the corresponding online educational software "Lexikratis" and "Arithmosthenes" mentioned above, which were designed and implemented by the Laboratory of Natural Language and Mathematical Problems Processing of the Department of Mathematics of the University of Ioannina. We note that "Lexikratis" and "Arithmosthenes" have been put to the test in school units across the country. So in more detail: In Chapter 1, preliminaries are summarized concerning the principles and concepts of required topics as the Open Educational Software, the CALM in the classroom or by internet, and the Natural Language Processing (NLP). In Chapter 2, an efficient NLP method is described and its components and tools are analyzed [1-17,19,28]. These components and tools are the Template Grammars and the Characteristic Exponents, the Modern Greek Language Multilexicon (MGLM) and its algorithms. MGLM is consisted by the Computational MGL Morphological Lexicon, the Computational MGL Semantics Lexicon and the Computational MGL Syntactical Lexicon. Each one of MGLM Lexicons handles the words and coded information of the structure and function of the MGL morphology, semantics and syntax accordingly. Moreover, reference is also made to related approaches to MGL Processing. In Chapter 3, the Computational Lexicons of MGLM their algorithms and their applications are highlighted as the basic tools of CALM development. In addition description as well as examples of the implementation procedure of the MGL sentence Parser, Generator, Corrector and Semantic Analyzer are given. In Chapter 4 are included comparisons with other NLP and CAL methods, conclusions of the suggested CALM as well as suggestions for further study and research. Finally the References are grouped in the order used in the preparation of the dissertation. Αντικείμενο αυτής της διατριβής είναι η παρουσίαση ενός πλήρους συστήματος αυτόματης επεξεργασίας της νεοελληνικής γλώσσας (ΝΕΓ) για την ανάπτυξη ανοικτού εκπαιδευτικού λογισμικού, το οποίο υποστηρίζει την εν γένει διδασκαλία σύγχρονη ή ασύγχρονη με τη βοήθεια Η/Υ στην τάξη ή στο διαδίκτυο. Η διατριβή στηρίζεται αποκλειστικά στις δημοσιεύσεις για την επεξεργασία της ΝΕΓ [1-17,19,27] και στην καταγεγραμμένη εμπειρία που αποκτήθηκε από τη σχετική σχεδίαση και υλοποίηση διαδικτυακού εκπαιδευτικού λογισμικού [22,23]. Δίνεται ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των προτεινόμενων υπολογιστικών εργαλείων για τη διδασκαλία της ΝΕΓ με τη βοήθεια Η/Υ στην τάξη ή στο διαδίκτυο. Το παράδειγμα αυτό είναι αντιπροσωπευτικό για τη διδασκαλία οποιουδήποτε άλλου μαθήματος, όπως για παράδειγμα των Μαθηματικών, κ.λπ., ακόμα και για μαθητές, πρώτης σχολικής ηλικίας, με μαθησιακά προβλήματα δυσλεξίας ή δυσαριθμησίας. Επίσης, γίνεται αναφορά στα αντίστοιχα προαναφερθέντα λογισμικά «Λεξικράτης» και «Αριθμοσθένης», τα οποία σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν από το Εργαστήριο Επεξεργασίας Φυσικής Γλώσσας και Μαθηματικών Προβλημάτων του Τμήματος Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και διατέθηκαν δοκιμαστικά σε σχολικές μονάδες σε όλη την επικράτεια. Έτσι αναλυτικότερα: Στο Κεφάλαιο 1, δίνονται συνοπτικά οι έννοιες και οι αρχές του Ανοικτού Εκπαιδευτικού Λογισμικού, της Διδασκαλίας με τη βοήθεια Η/Υ στην τάξη ή στο διαδίκτυο και της Επεξεργασίας Φυσικής Γλώσσας. Στο Κεφάλαιο 2, περιγράφεται ένα αποτελεσματικό Σύστημα Επεξεργασίας της ΝΕΓ [1-17,19,28] και αναλύονται οι συνιστώσες του που είναι αφενός οι Μητροειδείς Γραμματικές και οι Χαρακτηριστικοί Εκθέτες αφετέρου το Βασικό Νεοελληνικό Πολυλεξικό (ΒΝΠ) και οι Αλγόριθμοι που το συνοδεύουν. Το ΒΝΠ αποτελείται από: το Βασικό Νεοελληνικό Λεξικό, το Ηλεκτρονικό Υπολογιστικό Νεοελληνικό Μορφολογικό Λεξικό, το Ηλεκτρονικό Υπολογιστικό Νεοελληνικό Σημασιολογικό Λεξικό και το Ηλεκτρονικό Υπολογιστικό Νεοελληνικό Συντακτικό Λεξικό καθένα από αυτά χειρίζεται αντίστοιχα τις λέξεις και τις κωδικοποιημένες πληροφορίες της μορφολογίας, της σημασιολογίας και της σύνταξης της ΝΕΓ. Επίσης γίνεται και σχετική αναφορά σε συναφείς προσεγγίσεις στην Επεξεργασία της ΝΕΓ. Στο Κεφάλαιο 3, αναδεικνύονται τα Υπολογιστικά Λεξικά της Νεοελληνικής οι αλγόριθμοι και οι εφαρμογές τους ως οι βάσεις για διδασκαλία χρησιμοποιώντας τη ΝΕΓ σε ανοικτό περιβάλλον με τη βοήθεια του Η/Υ 8 στην τάξη ή στο διαδίκτυο. Επίσης, δίνεται η περιγραφή και παραδείγματα της διαδικασίας υλοποίησης του Τεχνολόγου και του Γεννήτορα προτάσεων της ΝΕΓ καθώς και του Διορθωτή και Σημασιολογικού Αναλυτή προτάσεων της ΝΕΓ. Το Κεφάλαιο 4, περιλαμβάνει Συγκρίσεις και Συμπεράσματα καθώς και προτάσεις για περαιτέρω μελέτη και έρευνα. Τέλος στις Βιβλιογραφικές Αναφορές, αυτές ομαδοποιούνται σε ενότητες σύμφωνα με τη σειρά που έγινε η προσέγγιση τους κατά τη διάρκεια της ετοιμασίας αυτής της διατριβής. 746 109 113 Μελέτη των μεταβολών των υπεροξειδοσωμάτων των ηπατοκυττάρων μετά απο χορήγηση υδροκορτιζόνης σε νεογέννητους επιμύες THE HYDROCORTIZONE INDUCED CHANGES IN THE PEROXISOMES OF NEWBORN RAT HEPATOCYTES WERE STUDIED BY ELECTRON MICROSCOPY AND MORPHOMETRIC ANALYSIS. HYDROCORTIZONEADMINISTRATION RESULTED IN AN INCREASE IN THE TOTAL VOLUME OF THE PEROXISOMES ESPECIALLY THE PEROXISOMES WITHOUT CRYSTALLOID CORE (TYPE Q). THE DIAMETER OF THE PEROXISOMES Q WAS INCREASED. THE NUMBER AND TOTAL VOLUME OF THE PEROXISOMES WITH CRYSTALLOID CORE (TYPE P) WAS DECREASED. CHANGES IN THE APPEARANCE OF THE MATRIX OF THE PEROXISOMES WERE NOTED, TOO. THE SIGNIFICANCE OF THESE CHANGES WAS DISCUSSED IN CONNECTION WITH THE ROLE OF THE ORGANELLE IN THE METABOLISM OF THE NEWBORN RAT HEPATOCYTES. THE FINDINGS SUGGEST THAT PEROXISOMES Q PARTICIPATEIN THE PROCESS OF GLYCONEOGENESIS. ΟΙ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΩΝ ΥΠΕΡΟΞΕΙΔΟΣΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΥΠΑΤΟΚΥΤΤΑΡΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΓΕΝΝΗΤΟΥ ΕΠΙΜΥΟΣ ΚΑΤΟΠΙΝ ΧΟΡΗΓΗΣΕΩΣ ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗΣ ΕΜΕΛΕΤΗΘΗΚΑΝ ΜΕ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΑ ΚΑΙ ΜΟΡΦΟΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ. Η ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗΣ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕ ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΟΓΚΟΥ ΤΩΝ ΥΠΕΡΟΞΕΙΔΟΣΩΜΑΤΩΝ. ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΣ ΤΩΝ ΥΠΕΡΟΞΕΙΔΟΣΩΜΑΤΩΝ ΧΩΡΙΣ ΚΡΥΣΤΑΛΟΕΙΔΗ ΠΥΡΗΝΑ (ΤΥΠΟΣ Q). Η ΔΙΑΜΕΤΡΟΣ ΤΩΝ ΥΠΕΡΟΞΕΙΔΟΣΩΜΑΤΩΝ Q ΑΥΞΗΘΥΗΚΕ Ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΥΝΟΛΙΚΟΣ ΟΓΚΟΣ ΤΩΝ ΥΠΕΡΟΞΕΙΔΟΣΩΜΑΤΩΝ ΜΕ ΚΡΥΣΤΑΛΟΕΙΔΗ ΠΥΡΗΝΑ (ΤΥΠΟΣ Ρ) ΕΛΑΤΤΩΘΗΚΕ. ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΣΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΘΕΜΕΛΙΑΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΕΡΟΞΕΙΔΟΣΩΜΑΤΩΝ ΕΠΙΣΗΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΘΗΣΑΝ. Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΒΟΛΩΝ ΑΥΤΩΝ ΣΥΖΗΤΗΘΗΚΕ ΣΕ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΔΙΟΥ ΣΤΟΝ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟ ΤΩΝ ΗΠΑΤΟΚΥΤΤΑΡΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΓΕΝΝΗΤΟΥ ΕΠΙΜΥΟΣ. ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΥΠΟΔΕΙΚΝΥΟΥΝ ΟΤΙ ΤΑ ΥΠΕΡΟΞΕΙΔΟΣΩΜΑΤΑ Q ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΓΛΥΚΟΝΕΟΓΕΝΝΕΣΗΣ. 747 262 290 Opium has been known for millennia to relieve pain. The home of the opium poppy actually lies in northern Italy, southern Germany and Switzerland, dating back at least 6,000 years, as evidenced by fossil remains of poppy pods found in Neolithic Swiss lake dwellings. Α Sumerian clay tablet (about 2100 BC) in which opium use is mentioned, is considered to be the world's oldest record of medical prescription. Certain artefacts from the ancient Greek Minoan civilization (a statue of a goddess, 1500 BC) also suggest knowledge of the opium poppy. Furthermore, small jugs probably poppy-capsule shaped have been found during that period in both Cyprus and Egypt. The first reference to the milky juice of the poppy is found in the writings of Theophrastus at the beginning of the 3rd century BC. In the 1st century AD the opium poppy and opium was known to Dioscorides, Pliny and Celsus and later on to Galen. Arab physicians used opium extensively and at about 1000 AD it was recommended by Avicenna especially for diarrhoea and ocular diseases. A famous and high-priced universal remedy of that time was “theriaca” containing up to sixty ingredients, opium included. During medieval times, Paracelsus renewed the use of opium in surgery, and referred to it as the “immortality stones”. Thomas Sydenham innovated medical industry by the opium tincture, laudanum. In the early 1800s, Friedrich Sertürner isolated morphine from opium and was the founder of alkaloid research. Despite its extensive use until the 19th century, opium is not currently in clinical use, since it has been replaced by its derivatives. Το όπιο ήταν γνωστό για την ανακούφιση του πόνου τουλάχιστον πριν από 5 χιλιετίες. Προέρχεται από την υπνοφόρο μήκωνα (παπαρούνα) της οποίας η πατρίδα, πριν από 6.000 χρόνια, ήταν η βόρεια Ιταλία , η νότια Γερμανία και η Σουηδία σύμφωνα με απολιθωμένα υπολείμματα που βρέθηκαν σε Νεολιθικές ανασκαφές. Το όπιο αναφέρεται σε μια πινακίδα των Σουμερίων, σφηνοειδούς γραφής (περίπου 2100 π.Χ.), η οποία θεωρείται ο παλαιότερος κατάλογος ιατρικών συνταγών Κάποια ευρήματα του Μινωικού Πολιτισμού (π.χ. ειδώλιο θεότητας από το 1500 π.Χ.) αποδεικνύουν τη γνώση της μήκωνας στο Αιγαίο. Ακόμα, δοχεία μιμούμενα στο σχήμα τους την κωδιά της παπαρούνας που ανήκουν στην ίδια χρονική περίοδο, εντοπίστηκαν στην Κύπρο και την Αίγυπτο. Στα Ομηρικά έπη (Οδύσσεια) αναφέρεται το νηπενθές, με το οποίο επιτυγχάνεται η εξάλειψη του πόνου, σωματικού και ψυχικού. Η πρώτη αυθεντική αναφορά στον γαλακτώδη χυμό της μηκώνου γίνεται από τον Θεόφραστο στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. Η υπνοφόρος μήκων αλλά και το όπιο ήταν γνωστά στο Διοσκουρίδη, τον Πλίνιο, τον Κέλσο και αργότερα στον Γαληνό. Οι Άραβες θεραπευτές χρησιμοποιούσαν ευρέως το όπιο και περίπου το 1000 μ.Χ. προτεινόταν από τον Αβικέννα ειδικά για την αντιμετώπιση της διάρροιας και των παθήσεων των ματιών. Περίφημη και δαπανηρή πανάκεια αποτέλεσε η θηριακή η οποία περιείχε πάνω από εξήντα ουσίες μεταξύ των οποίων και το όπιο. Ο Παράκελσος ανανέωσε τη χρήση του οπίου στους μεσαιωνικούς χρόνους και αποκαλεί ένα παρασκεύασμα οπίου: «οι λίθοι της αθανασίας». Ο Thomas Sydenham άνοιξε το δρόμο της ιατρικής βιομηχανίας με το παράγωγο του οπίου, το λάβδανο. Στις αρχές του 1800, ο Sertürner απομονώνει τη μορφίνη από το όπιο αποτελώντας έτσι τον ιδρυτή της έρευνας των αλκαλοειδών. Παρά την εκτεταμένη χρήση του μέχρι τον 19ο αι., στη συνέχεια το όπιο έπαψε να χρησιμοποιείται αφού αντικαταστάθηκε από τα παράγωγά του. 748 12 12 Η αναγνώριση της διαφορετικότητας στο ελληνικό σχολείο: ιδεολογικά, θεσμικά και πρακτικά ζητήματα Dealing with otherness in the greek school: ideological, institutional and practical dimensions 749 366 346 Representations of lesbianism at the greek literature of the beginning of the 20th century Αναπαραστάσεις της γυναικείας ομοφυλοφιλίας στην ελληνική λογοτεχνία των αρχών του 20ού αιώνα This thesis aims to describe the representations of female homosexuality as expressed in Greek prose and poetry during the first decades of the 20th century. The textual representation of homoeroticism is certainly a statement about the sexual practice, the female mentality and the revelation of the body. From Varnalis and Rosetti to Myrtiotissa and Theotokas, my research seeks to detect the convergence and divergence of these authors with regards to the work of the first sexologists and psychiatrists on homoerotic sexuality at the end of the 19th century. Moreover, it studies the elements that they borrowed from their European fellow-authors concerning the description and the signification of lesbianism. My research attempts to make clear that any literary representations of such a marginalized sexuality cannot be anything but queer: peculiar and strange, yet at the same time has a destabilizing effect on the hegemonic and normative sexual categorisations as well as the norm for the natural continuity of body, gender, and desire. The debates caused by the description of a non-heterosexual attraction concerned not only the deconstruction of the prevailing heterosexuality, but also expanded to overturn the notions of gender, the isolation of gender identity, the naturalised roles of the gendered self, as well as the normative limits of the body. The present study will also focus on the sociocultural context, the sexual freedom, but also the statutory restrictions that the authors had to face; thus, it will depict the genre of speech with respect to sex that existed and was expressed within the Greek society at that point in time. Furthermore, my thesis will approach sexualities with identificatory terms, yet avoiding any essentiatlist fixed ideologies, deeming the clear denomination and categorisation to be imposed on an invisible sexuality, such as lesbianism, at the beginning of the previous century. As the homosexual female continues to exist as nonexistent within the conservative and regressive Greek society, the aim of this thesis is to stir the reader to ponder over the changes in the way homoeroticism has been interpreted and assessed in society and in literature, from the beginning of the 20th century until today. Η παρούσα μελέτη επιδιώκει να περιγράψει τις αναπαραστάσεις της γυναικείας ομοφυλοφιλίας, όπως αποτυπώθηκαν σε ελληνικά πεζογραφικά και ποιητικά έργα κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Η κειμενική απόδοση του ομοερωτισμού αποτελεί σε κάθε περίπτωση ένα σημαίνον σχόλιο αναφορικά με τη σεξουαλική πρακτική, τη γυναικεία ψυχοσύνθεση και την αποκάλυψη του σώματος. Από τον Βάρναλη ως τη Ρωζέττη και από τη Μυρτιώτισσα ως τον Θεοτοκά η έρευνα επιζητά να ανιχνεύσει τις συγκλίσεις και τις αποκλίσεις των δημιουργών από τον λόγο περί ομοφυλοφιλικής σεξουαλικότητας των πρώτων σεξολόγων και ψυχιάτρων στα τέλη του 19ου αιώνα αλλά και τα δάνεια από τους ευρωπαίους ομότεχνούς τους σχετικά με την περιγραφή και τη νοηματοδότηση του λεσβιασμού. Παράλληλα, θα επιχειρηθεί να καταστεί σαφές ότι η κάθε λογοτεχνική αναπαράσταση μίας τόσο κοινωνικά περιθωριοποιημένης σεξουαλικότητας δεν ήταν παρά queer: αλλόκοτη και παράξενη αλλά ταυτόχρονα απολύτως αποσταθεροποιητική για τις ηγεμονικές και κανονιστικές σεξουαλικές κατηγοριοποιήσεις και για τη νόρμα της φυσικής συνέχειας σώματος, φύλου και επιθυμίας. Η αναταραχή που επέφερε η περιγραφή μίας μη ετεροφυλοφιλικής ερωτικής έλξης δεν αφορούσε μόνο την αποδόμηση της κυριαρχίας της ετεροσεξουαλικότητας αλλά επεκτάθηκε και σε ανατροπές του κοινωνικού φύλου, της διπολικής απομόνωσης της έμφυλης ταυτότητας, των φυσικοποιημένων ρόλων του έμφυλου εαυτού και των κανονιστικών οριοθετήσεων του σώματος. Η έρευνα θα εστιάσει και στα κοινωνικοπολιτισμικά συμφραζόμενα, τη σεξουαλική ελευθεριότητα αλλά και τους θεσμικούς περιορισμούς που χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν οι συγγραφείς, χαρτογραφώντας, έτσι, το είδος του λόγου για το σεξ που κυκλοφορούσε εντός της ελληνικής κοινωνίας τη δεδομένη ιστορική στιγμή. Ακόμη, θα προσεγγίσει με ταυτοτικούς όρους τις σεξουαλικότητες, αποφεύγοντας ωστόσο τις ουσιοκρατικές ιδεοληψίες, θεωρώντας τη ρητή ονομασία και την κατηγοριοποίηση επιβεβλημένες για μία αόρατη σεξουαλικότητα, όπως ο λεσβιασμός στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Με την ομοφυλόφιλη γυναίκα να παραμένει ως και σήμερα υπαρκτά ανύπαρκτη στα πλαίσια μίας συντηρητικής και οπισθοδρομικής κοινωνίας, όπως της ελληνικής, το τέλος της αναγνωστικής διαδικασίας της παρούσας μεταπτυχιακής διατριβής επιδιώκει τη δημιουργία προβληματισμών σχετικά με τις μεταβολές στην πρόσληψη και την αξιολόγηση του ομοερωτισμού κοινωνικά και λογοτεχνικά από τις αρχές του 20ού αιώνα ως και την εποχή μας. 750 62 64 Design and development of new antimicrobial materials by modification of antibiotics with application in ophthalmology Σχεδιασμός και ανάπτυξη νέων αντιμικροβιακών υλικών από την τροποποίηση αντιβιοτικών φαρμάκων με εφαρμογή στην οφθαλμολογία The aim of this Master’s thesis, submitted in the context of the Interdepartmental Masters of Science in Medical Chemistry, is the synthesis and characterization of novel metal complexes of silver and fluoroquinolones, a class of antibiotics, towards the treatment of bacterial keratitis and other ocular bacterial infections. Σκοπός της μεταπτυχιακής αυτής που διατριβής, που υποβάλλεται στο πλαίσιο του Διατμηματικού Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών Ιατρική Χημεία του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων , είναι η σύνθεση και ο χαρακτηρισμός νέων αντιμικροβιακών συμπλόκων των αντιβιοτικών της οικογένειας των κινολονών με άργυρο για την αντιμετώπιση της μικροβιακής κερατίτιδας και άλλων οφθαλμολογικών μικροβιακών λοιμώξεων. 751 11 13 A critical survey of recent criticism on Edgar Allan Poe's Eureka.pdf Δωδώνη : επιστημονική επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων; Τόμ. 11 (1982) 752 210 259 Μελέτη του φαινομένου "flavor scalping" επιλεγμένων ενώσεων αρώματος του οίνου από τα υλικά LDPE και EVA The present study focuses on the flavor scalping of 7 wine aroma compounds from two polymeric materials. For this purpose, a model system was used to simulate wine packaged in "bag-in-box" type container. Specifically, the sorption of ethyl acetate, isoamyl alcohol, ethyl hexanoate, ethyl octanoate, α-terpineol, phenethyl acetate and ethyl decanoate from LDPE and EVA has been studied. For this purpose, a Headspace-Solid Phase Microextraction technique (HS-SPME) was used in combination with gas chromatography/mass spectrometry (GC/MS) in order to quantify both the aroma compounds in model wine as well as those derived from the plastic material. Moreover, a statistical comparison of the two polymeric materials was carried out to determine which of the two plastics interacts more intensely with the aroma compounds. However, these compounds were also compared statistically to each other in terms of their tendency for flavor scalping. When comparing the two packaging materials to each other, it was shown that both materials tend to exhibit flavor scalping, with LDPE being the most susceptible material towards this phenomenon. The compounds exhibiting more intense flavor scalping were the large carbon chain esters, decanoic, octanoic and hexanoic ethyl esters, followed by phenethyl acetate and αterpineol. Ethyl acetate was the ester with the smallest scalping, while isoamyl alcohol showed negligible scalping. H παρούσα εργασία μελετά το φαινόμενο του “flavor scalping” 7 ενώσεων αρώματος του οίνου από δυο πολυμερικά υλικά. Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιήθηκε ένα μοντελοποιημένο σύστημα μελέτης, το οποίο προσομοιάζει τον οίνο, ο οποίος συσκευάζεται σε “bag-in-box”. Πιο συγκεκριμένα, μελετήθηκε η ρόφηση του οξικού αιθυλεστέρα, της ισοαμυλικής αλκοόλης, του εξανικού αιθυλεστέρα, του οκτανικού αιθυλεστέρα, της α-τερπινεόλης, του οξικού φαινυλαιθυλεστέρα και του δεκανικού αιθυλεστέρα από το LDPE και το EVA. Για τον ποσοτικό προσδιορισμό των ενώσεων αυτών, τόσο στο διάλυμα του μοντέλου οίνου, όσο και στο πλαστικό υλικό συσκευασίας εφαρμόσθηκε η μέθοδος μικροεκχύλισης στερεάς φάσης υπερκείμενου χώρου (HS-SPME) σε συνδυασμό με αέρια χρωματογραφίαφασματομετρία μάζας (gas chromatography/mass spectrometry-GC/MS). Επίσης, πραγματοποιήθηκε στατιστικός έλεγχος για τη σύγκριση των δύο πολυμερικών υλικών μεταξύ τους, με σκοπό να διαπιστωθεί πιο εμφανίζει τη μεγαλύτερη αλληλεπίδραση με τις 7 ενώσεις αρώματος. Ωστόσο, οι εν λόγω ενώσεις συγκρίθηκαν και μεταξύ τους ως προς την τάση τους να εμφανίζουν εντονότερα το φαινόμενο. Κατά την σύγκριση των δυο υλικών συσκευασίας μεταξύ τους προέκυψε ότι και τα δυο υλικά έχουν την τάση να εμφανίζουν το φαινόμενο του “flavor scalping”, με το LDPE να αποτελεί το υλικό με την μεγαλύτερη τάση ρόφησης ενώσεων αρώματος. Οι ενώσεις που φάνηκαν να επηρεάζονται περισσότερο από το φαινόμενο ήταν οι εστέρες μεγάλης ανθρακικής αλυσίδας, δεκανικός, οκτανικός και εξανικός αιθυλεστέρας, ακολουθούμενοι από τον οξικό φαινυλαιθυλεστέρα και την α-τερπινεόλη. Ο οξικός αιθυλεστέρας, ήταν ο εστέρας με τη μικρότερη αλληλεπίδραση με το πλαστικό υλικό συσκευασίας, ενώ η ισοαμυλική αλκοόλη εμφάνισε σχεδόν μηδενική αλληλεπίδραση. 753 441 463 Σχολές γονέων αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας συντόμου προγράμματος ψυχοεκπαίδευσης γονέων γνωστικής συμπεριφορικής προσέγγισης Parent training programs (parent schools) are short interventions that aim to support parents and training them so that they can practise effectively their parental role. Unfortunately the existing data related to the effectiveness of these programs is not enough in Greece. The purpose of the present study was a) the research of the characteristics of the parents that participate in universal parent training programs, b) the evaluation of the effectiveness of a specific, structured parent training program of the Cognitive Behavioral Approach and c) the research of the parents' views for the particular program they have participated in.The final sample consisted of 183 parents. 120 of them belong to the control group and although they were informed about this program, they chose not to participate in it (non-participants). The remaining 63 parents belong to the experimental group and were informed about the program and finally participated in it (participants). The parents of the two groups filled in before and immediately after the implementation of the parent training program a number of questionnaires, such as: BDI, LSI, SCL-90-R, STAI, EPQ, FACES-III, the Questionnaire of Inter-Personal and Cross-Personal Adaptation (ΕΔΕΠ) and a brochure for the collection of the demographic data. Comparisons were carried out between the two groups. A specially designed Questionnaire of Evaluation of the Training Program by the Parents was used for researching the parents’ views. The participants who are mostly mothers, as opposed to the non-participants, declare themselves to have significantly less satisfaction from certain situations of their lives, higher levels of depression and intensity feelings, nervousness, concern and anxiety in the emotional situations they encounter, more intensive symptoms of depression, stress, anger and aggression. In addition, they feel significantly more inadequate, have significantly more alienated relationships, keep significantly bigger distance in their interpersonal relationships, show significantly higher emotional instability and develop a neurotic complex of symptoms under pressing conditions in a significantly greater degree. Also, they are significantly more honest and less perfectionist and report that their children have significantly higher behaviour problems.The comparison of the participants and the non participants before and after the implementation of the present study's program shows that the program is at least effective in the short term and contributes significantly in the improvement of the satisfaction of the parents' life and the psychosocial health of the parents that participated in it, their mental and social wellbeing, their social sufficiency and in children's behavior. Furthermore, it leads to a substantial reduction of the trouble from psychological symptoms, of anger feelings and aggressive behavior, depression, stress and interpersonal sensitivity. All the participants said that were satisfied and pleased with all the domains of the program. Τα προγράμματα εκπαίδευσης γονέων (σχολές γονέων) είναι σύντομες χρονικά παρεμβάσεις που στοχεύουν στην υποστήριξη και εκπαίδευση των γονέων ώστε να ασκήσουν αποτελεσματικά το γονεϊκό τους ρόλο. Δυστυχώς στην Ελλάδα τα στοιχεία που υπάρχουν σχετικά με την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων αυτών είναι πάρα πολύ λίγα. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν: α) η διερεύνηση των χαρακτηριστικών που συμμετέχουν σε προγράμματα εκπαίδευσης γονέων τα οποία απευθύνονται στο γενικό πληθυσμό, β) η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας ενός συγκεκριμένου δομημένου σύντομου εκπαιδευτικού προγράμματος γονέων γνωστικής συμπεριφορικής προσέγγισης και γ) η διερεύνηση των απόψεων και των προσδοκιών των γονέων για το πρόγραμμα στο οποίο συμμετείχαν.Το τελικό δείγμα αποτέλεσαν 183 γονείς. Οι 120 γονείς ήταν γονείς της ομάδας ελέγχου, οι οποίοι παρόλο που ενημερώθηκαν για το πρόγραμμα εκπαίδευσης γονέων επέλεξαν να μην συμμετέχουν σε αυτό (μη συμμετέχοντες) και οι 63 γονείς ήταν γονείς της πειραματικής ομάδας οι οποίοι ενημερώθηκαν για το πρόγραμμα, και τελικά συμμετείχαν σε αυτό (συμμετέχοντες). Οι γονείς των δύο ομάδων συμπλήρωσαν: ένα φυλλάδιο συλλογής των δημογραφικών στοιχείων, το BDI, το LSI, την SCL-90-R, το STAI, το EPQ, την FACES-III και το ΕΔΕΠ. Για τη διερεύνηση των απόψεων και των προσδοκιών των γονέων για το πρόγραμμα εκπαίδευσης, χρησιμοποιήθηκε ένα ειδικά σχεδιασμένο Ερωτηματολόγιο Αξιολόγησης του Προγράμματος Εκπαίδευσης από τους Ίδιους τους Γονείς. Οι γονείς των δύο ομάδων συμπλήρωσαν τα ερωτηματολόγια πριν και αμέσως μετά την εφαρμογή του προγράμματος σχολών γονέων και διενεργήθηκαν συγκρίσεις μεταξύ των δύο ομάδων. H σύγκριση συμμετεχόντων και μη συμμετεχόντων πριν την εφαρμογή του προγράμματος αναδεικνύει ότι οι συμμετέχοντες που είναι κυρίως μητέρες, σε σύγκριση με τους μη συμμετέχοντες, δηλώνουν σημαντικά λιγότερο ικανοποιημένοι, έχουν σημαντικά μεγαλύτερα επίπεδα κατάθλιψης, νιώθουν σημαντικά μεγαλύτερη ένταση, νευρικότητα, προβληματισμό και ανησυχία στις συναισθηματικές καταστάσεις που αντιμετωπίζουν, βιώνουν σημαντικά σοβαρότερη και μεγαλύτερη ψυχολογική ενόχληση, εκδηλώνουν σημαντικά εντονότερα συμπτώματα κατάθλιψης, άγχους, θυμού και επιθετικότητας, νιώθουν σημαντικά περισσότερο ανεπαρκείς, έχουν σημαντικά περισσότερο αλλοτριωμένες σχέσεις και κρατούν σημαντικά μεγαλύτερη απόσταση στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, εμφανίζουν σημαντικά μεγαλύτερη συναισθηματική αστάθεια και αναπτύσσουν σημαντικά υψηλότερη νευρωτική συμπτωματολογία στις διάφορες πιεστικές συνθήκες, είναι σημαντικά περισσότερο ειλικρινείς και λιγότερο τελειοθηρικοί και αναφέρουν ότι τα παιδιά τους εμφανίζουν σημαντικά υψηλότερου βαθμού προβλήματα συμπεριφοράς.H σύγκριση συμμετεχόντων και μη συμμετεχόντων πριν και μετά την εφαρμογή του προγράμματος της παρούσας μελέτης αναδεικνύει ότι το πρόγραμμα είναι τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα αποτελεσματικό και συμβάλλει σημαντικά στη βελτίωση της ευημερίας και της υποκειμενικής εκτίμησης της ικανοποίησης ζωής των γονέων, στη βελτίωση της ψυχοκοινωνικής υγείας των γονέων και στην ψυχική και κοινωνική ευημερία τους και επιφέρει σημαντική μείωση, της ενόχλησης από ψυχολογικά συμπτώματα, των αισθημάτων θυμού και της επιθετικής συμπεριφοράς, της κατάθλιψης, του άγχους, της διαπροσωπικής ευαισθησίας και της κοινωνικής επάρκειας των γονέων και της συμπεριφοράς των παιδιών τουσ.Όλοι σχεσών οι γονείς που συμμετείχαν στο πρόγραμμα δηλώνουν πολύ ικανοποιημένοι και ενθουσιασμένοι από όλους τους τομείς του προγράμματος. 754 434 440 Linguistic representations of refugee children in modern media discourse Γλωσσικές αναπαραστάσεις παιδιών προσφύγων σε σύγχρονα μέσα ενημέρωσης The present research brings to the fore the specific ways in which refugee children are portrayed in the present Greek journalistic discourse. It, also, highlights the profound effect of journalistic discourse on the public sphere at a socially and economically difficult time for Greece. This study is based on the generally accepted argument that Mass Media and the publicly conveyed messages have serious implications in the construction of prejudices, negative stances and racist behaviour towards vulnerable social groups. Hence, depictions of the refugee problem are followed, analysed and recorded at two different time periods, with one-year time lag between them. More specifically, the print journalistic discourse of September 2015 and September 2016, when changes were noted in the immigration issue, are traced and studied in an effort to critically analyse the similarities and differences in refugee childhood descriptions through numerous discourse texts. The overall research approach is based on the founding principles of Critical Discourse Analysis, according to which language uses have deeper conceptual meanings and ideological underpinnings; they transfer messages, invest situations with specific meanings, imply socio-political contexts, weaken or reinforce stereotypes and influence stances. More specifically, September 2015 was selected (as a time of study) due to the fact that those were particularly troubled political times with events that affected significantly both news coverage and news presentation. The growing economic crisis at the time, along with the refugee crisis, contributed to the emergence of a rhetoric of racism and xenophobic discourse. Against this backdrop, the refugee crisis was particularly highlighted as a result of the immense human tragedy and pain it brought along, culminating at the drowning of a three-year-old refugee boy, whose broadcast caused a worldwide commotion. One year later, i.e. in September 2016, refugees’ influx continued unabatedly, at a time when their integration in the Greek society faced serious problems, as evidenced by the reactions of some parents’ and guardians’ associations about refugee children schooling. It can, thus, be concluded that the approaches and evaluative stances vary depending on the medium through which they are transmitted, while they also seem to be influenced by political and social perspectives. Depiction is also affected by the general ideological stance of the institution’s journalistic discourse. Finally, the location of the head office of each medium plays an important role, considering that when this is found in the immediate vicinity with the refugees' reception areas, it is usually associated with a higher discourse dramatization. On the contrary, the distance from the focal point is associated with a descriptive, official and eventually, regulatory and critical discourse. Η παρούσα έρευνα επιχειρεί να αναδείξει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των απεικονίσεων και των περιγραφών των παιδιών των προσφύγων σε σύγχρονα ελληνικά δημοσιογραφικά κείμενα. Επιπλέον, αναδεικνύει την επίδραση του δημοσιογραφικού λόγου στη δημόσια σφαίρα σε μία δύσκολη περίοδο σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο για την Ελλάδα. Το θέμα μας εδράζεται στη γενική παραδοχή ότι ο ρόλος των ΜΜΕ και οι επιπτώσεις των εκπεμπόμενων μηνυμάτων στη δημιουργία προκαταλήψεων, αρνητικών στάσεων και ρατσιστικής συμπεριφοράς προς ευάλωτες κοινωνικές ομάδες είναι σημαντικός. Η εργασία παρακολουθεί, αναλύει και καταγράφει τις γλωσσικές αναπαραστάσεις του προσφυγικού ζητήματος σε δύο διαφορετικές μεταξύ τους χρονικές περιόδους, οι οποίες για την ακρίβεια απέχουν μεταξύ τους ένα έτος. Συγκεκριμένα, παρακολουθεί τον έντυπο δημοσιογραφικό λόγο, τον μήνα Σεπτέμβριο του 2015 και τον μήνα Σεπτέμβριο του 2016 λόγω της μεταβολής του μεταναστευτικού ζητήματος εκείνη την περίοδο. Αναζητά, εντοπίζει και συγκριτικά αναλύει ομοιότητες και διαφορές στις αποτυπώσεις και στις περιγραφές της παιδικής ηλικίας, μέσα από την ανάλυση μίας πλειάδας τεμαχίων λόγου. Η συνολική ερευνητική προσέγγιση βασίζεται σε θεμελιώδεις αρχές της Κριτικής Ανάλυσης Λόγου, σύμφωνα με τις οποίες oι χρήσεις της γλώσσας έχουν βαθύτερο εννοιολογικό περιεχόμενο και ιδεολογικό χρωματισμό. Μεταφέρουν μηνύματα, νοηματοδοτούν καταστάσεις, υπονοούν κοινωνικοπολιτικά συμφραζόμενα, αποδυναμώνουν ή ενισχύουν στερεότυπα και επηρεάζουν στάσεις. Ειδικότερα, η επιλογή του Σεπτεμβρίου του 2015 αφορά μία περίοδο ιδιαίτερα βεβαρημένη πολιτικά, καθώς σε αυτό το διάστημα συνέβησαν γεγονότα, τα οποία σε μεγάλο βαθμό επηρέασαν ένα σημαντικό τμήμα τόσο της ειδησεογραφικής θεματολογίας, όσο και του τρόπου παρουσίασής της. Η εντεινόμενη τότε οικονομική κρίση, σε συνδυασμό με την προσφυγική, συνέθεσαν ένα σκηνικό πρόσφορο και δεκτικό σε ρατσιστική ρητορική και ξενοφοβικό λόγο. Σε αυτό το σκηνικό, η προσφυγική κρίση αναδείχθηκε λόγω του μεγέθους της ανθρώπινης τραγωδίας και του ανθρώπινου πόνου που συνεπακόλουθα προκλήθηκε, με αποκορύφωση τον πνιγμό ενός τρίχρονου προσφυγόπουλου, η δημοσιοποίηση και προβολή του οποίου προκάλεσε παγκόσμια αίσθηση. Έναν χρόνο αργότερα, δηλαδή τον Σεπτέμβριο του 2016, οι αφίξεις των προσφύγων συνεχίστηκαν με αμείωτο ρυθμό, την ίδια στιγμή που αναδεικνύονταν σοβαρά προβλήματα ενσωμάτωσής τους στην ελληνική κοινωνία, με την εκδήλωση αντιδράσεων από μερίδα συλλόγων γονέων και κηδεμόνων σε ελληνικά σχολεία, αναφορικά με τη φοίτηση των παιδιών. Αυτό το οποίο συμπεραίνεται είναι ότι οι προσεγγίσεις και οι αξιολογήσεις ποικίλουν ανάλογα με το μέσο από το οποίο εκπορεύονται. Δείχνουν να μην είναι ανεπηρέαστες από πολιτικές και κοινωνικές οπτικές. Η απεικόνιση επηρεάζεται από την γενική ιδεολογική θέση του φορέα του δημοσιογραφικού λόγου. Τέλος, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η έδρα του κάθε μέσου, καθώς η γειτνίαση με τους τόπους υποδοχής των προσφύγων συχνά συνδέεται με μία μεγαλύτερη δραματοποίηση του λόγου. Απεναντίας, η απόσταση από το επίκεντρο συνδέεται με έναν λόγο περιγραφικό, μάλλον υπηρεσιακό, και στην απόληξή του, κανονιστικό και επικριτικό. 755 371 417 Differentiation of botanical and geographical origin of greek olive oil samples using instrumental analysis and chemometrics Διαφοροποίηση της βοτανικής και γεωγραφικής προέλευσης δειγμάτων ελληνικών ελαιολάδων με ενόργανη ανάλυση και χημειομετρία The aim of the present study was the differentiation and classification of Greek olive oil samples according to cultivar and geographical origin. A total of 247 of olive oil samples were collected during the periods 2012-2013 and 2013-2014, belonging to eleven Greek cultivars, i.e. Ladolias Kerkyras, Adramitiani, Kolovi, Hondrolia, Koutsourelia, Manaki, Athinolia and Koroneiki, while the characteristics of Elia Samothraki, Topiki Makris and Galano were studied for the first time. The Koroneiki cultivar, as the most widespread in Greece, was also studied in terms of geographical origin determination, as samples from four regions, including the two main olive-growing regions (Messinia, Heraklion of Crete, Laconia and Etoloakarnania), were collected for this purpose.In each sample, physicochemical parameters of quality [acidity, peroxide value, absorption coefficients] were determined initially mainly for classification purposes of samples. Color measurement with the HunterLab colorimeter, determination of total phenolic content, fatty acid and squalene content, triglyceride composition and semi-quantitative determination of volatile compounds was subsequently carried out. All the results were statistically treated using MANOVA-LDA and initially led to the grouping of the olive oil samples (groups A-Ladolia Kerkyras, Adramitiani, Galano, Elia Samothrakis, Koroneiki Messinias, Athinolia- and B-Topiki Makris, Kolovi, Manaki, Hontrolia, Koutsourelia- for the Botanical Differentiation and Group C for the Geographical Differentiation of the Koroneiki cultivar).For Group A the statistical treatment of the volatile compound data showed a correct classification rate of 89%, 93.7% based on fatty acids and 90.6%based on triglycerides. Similarly, for group B 81.1% was correctly classified based on volatile compounds, 90.8% based on fatty acids and 85.1%based on triglycerides. Finally, for group C the correct classification rate was 79.7% based on volatiles, 64.9% based on fatty acids and 62.2% based on triglycerides.In addition, it was observed that the combination of more than one analytical parameter significantly increased the rate of classification. The highest rates for groups A and B were achieved with the combination of fatty acids-color-squalene (97.6% and 97.3%, respectively) and for group C with the combination of color-volatile components (87.8%).Finally, the statistical treatment of combinations of analytical parameters which involved the volatile compounds, showed a greater aggregation of the samples in the respective cultivar-region categories. Ο σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν ο χαρακτηρισμός και η ταξινόμηση δειγμάτων Ελληνικών ελαιόλαδων σύμφωνα με την ποικιλία και τη γεωγραφική προέλευση. Συγκεκριμένα, συνολικά 247 δείγματα ελαιολάδου συλλέχθηκαν τις περιόδους 2012-2013 και 2013-2014, τα οποία ανήκαν σε έντεκα Ελληνικές ποικιλίες, Λαδολιά Κερκύρας, Αδραμιτιανή, Κολοβή, Χοντρολιά, Κουτσουρελιά, Μανάκι, Αθηνολιά και Κορωνέικη αλλά και Ελιά Σαμοθράκης, Τοπική Μάκρης και Γαλανό, τα χαρακτηριστικά των οποίων μελετώνται για πρώτη φορά. Η ποικιλία Κορωνέικη, ως η πλέον διαδεδομένη ποικιλία στην Ελλάδα, μελετήθηκε και ως προς τη γεωγραφική προέλευση. Για το σκοπό αυτό συλλέχθηκαν δείγματα από τέσσερις περιοχές συμπεριλαμβανομένων και των δυο κύριων ελαιοπαραγωγικών περιοχών (Μεσσηνία, Ηράκλειο Κρήτης, Λακωνία και Αιτωλοακαρνανία). Σε κάθε δείγμα προσδιορίστηκαν αρχικά οι φυσικοχημικές παράμετροι ποιότητας-οξύτητα, αριθμός υπεροξειδίων, συντελεστές απορρόφησης-με σκοπό κυρίως την κατάταξη των δειγμάτων. Ακολούθησαν, αντικειμενική μέτρηση χρώματος με το χρωματόμετρο HunterLab, προσδιορισμός του συνολικού φαινολικού περιεχομένου, προσδιορισμός της σύστασης των λιπαρών οξέων και του σκουαλένιου, προσδιορισμός της σύστασης των τριγλυκεριδίων και ημι-ποσοτικός προσδιορισμός των πτητικών συστατικών. Το σύνολο των αποτελεσμάτων επεξεργάστηκε στατιστικά (MANOVA-LDA) και αρχικά οδήγησε στην ομαδοποίηση των δειγμάτων ελαιολάδου όπου στη συνέχεια εξετάστηκαν χωριστά (Ομάδα Α – Λαδολιά Κερκύρας, Γαλανό, Αδραμιτιανή, Ελιά Σαμοθράκης και Αθηνολιά, Ομάδα Β – Χοντρολιά, Κουτσουρελιά, Κολοβή, Τοπική Μάκρης και Μανάκι) για το Βοτανικό Διαχωρισμό των έντεκα ποικιλιών και Ομάδα Γ (για το Γεωγραφικό Διαχωρισμό της ποικιλίας Κορωνέικη). Για την Ομάδα Α των ελαιολάδων η στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων των πτητικών συστατικών έδειξε ότι το 89% του συνόλου των παρατηρήσεων κατατάχθηκε σωστά με τη μέθοδο της ενδοεπικύρωσης, με βάση τα λιπαρά οξέα το 93,7% και με βάση τα τριγλυκερίδια το 90,6%. Ομοίως, για την Ομάδα Β με βάση τα πτητικά συστατικά το 81,1% κατατάχθηκε σωστά, με βάση τα λιπαρά οξέα το 90,8% και με βάση τα τριγλυκερίδια το 85,1%. Τέλος, για την Ομάδα Γ η στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων των πτητικών συστατικών έδειξε ότι το 79,7% του συνόλου των παρατηρήσεων κατατάχθηκε σωστά, ενώ με βάση τα λιπαρά οξέα και τα τριγλυκερίδια το 64,9% και 62,2%, αντίστοιχα. Επιπλέον, παρατηρήθηκε ότι ο συνδυασμός περισσοτέρων της μιας αναλυτικών παραμέτρων αύξησε σημαντικά το ποσοστό διαφοροποίησης τόσο με τη μέθοδο της αντικατάστασης όσο και με την μέθοδο της ενδοεπικύρωσης. Το υψηλότερο ποσοστό διαφοροποίησης για τις Ομάδες Α και Β επιτεύχθηκε με τον συνδυασμό λιπαρών οξέων-χρώματος-σκουαλένιου (97,6% και 97,3%, αντίστοιχα) και για την Ομάδα Γ με τον συνδυασμό πτητικών συστατικών-χρώματος (87,8%). Τέλος, κατά τη στατιστική επεξεργασία συνδυασμών αναλυτικών παραμέτρων που συμμετείχαν τα πτητικά συστατικά παρατηρήθηκε μεγαλύτερη συσπείρωση των δειγμάτων στις αντίστοιχες ποικιλίες-περιοχές. 756 257 264 Abstract This paper deals with the issue of democracy and especially that kind of democracy thatmeets the purposesand axiology ofmoderndayeducation. After extensive reference to the various democratic models from antiquity until today and describing the terms and conditions under which the termof "democracy" is involved, the Republican state is being analyzed. Republicanism, through the positions taken by philosopherssuch asAristotle, Rousseau and Mill, supports the kind of society established by the constitutive conditions of freedom and equality that are in absolute correlation,and set at the center of their properoperation the value ofcitizenship. This is the ongoing consultation that is participatory and requires the involvement of citizens in politics as a healthy indication of the principle of popular sovereignty. This kind of educative democracy meets the requirements and particularities of an enlightening education. The pursuit of creating critical, ethical and freewilled people isthe first priority ofeducation and then it’s up todemocracy to develop andformat the citizen. Taking it to a different direction, neoliberalism overcomes the above positions and introduces a new,modern and especially economic perception of reality, where the individual is at the heart of society's needs. Furthermore, the state is perceived as a meansof enforcing people and operates parasitically whileoftenitleadsto the violation of individual rights. Being economic, society at heart functions through the free market, where themodel of the “homo economicus”is promoted. Finally, the role of education is highlighted through the democratic regime, it depends on how far, the principles and values are consistent to the moral development of free willed and ethical individuals of a republican democracy. Περίληψη Η εργασία αυτή πραγματεύεται το ζήτημα της δημοκρατίας και ιδιαιτέρως εκείνο το είδος της δημοκρατίας που ανταποκρίνεται στους σκοπούς και την αξιολογία μιας σύγχρονης εκπαίδευσης. Μετά την παρουσίαση των χαρακτηριστικών μοντέλων δημοκρατίας από την αρχαιότητα έως και σήμερα, εξετάζονται οι τρόποι και οι όροι με τους οποίους συγκροτείται η έννοια δημοκρατία και μελετάται η ρεπουμπλικανική πολιτεία. Υποστηρίζεται ότι ο ρεπουμπλικανισμός, μέσα από τις θέσεις των φιλοσόφων Αριστοτέλη, Rousseau και Mill, συλλαμβάνει το είδος της κοινωνίας που συγκροτείται με συστατικούς όρους την ελευθερία και την ισότητα που βρίσκονται σε απόλυτο συσχετισμό και θέτουν στο επίκεντρο της εύρυθμης λειτουργίας της πολιτείας,την ιδιότητα του πολίτη. Πρόκειται για την συνεχή διαβούλευση που είναι συμμετοχική και επιβάλλει την ενασχόληση των πολιτών με τα πολιτικά πράγματα ως υγιή ένδειξη της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας. Αυτό το είδος επιμορφωτικής δημοκρατίας ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις και τις ιδιαιτερότητες μιας διαφωτιστικής εκπαίδευσης. Η επιδίωξη της καλλιέργειας κριτικών, ηθικών και ελεύθερων ανθρώπων συνιστά το πρώτο μέλημα της εκπαίδευσης και, στη συνέχεια, αναλαμβάνει η δημοκρατία να αναπτύξει και να μορφοποιήσει τον πολίτη. Σε διαφορετική κατεύθυνση, ο νεοφιλελευθερισμός εισάγει μια νέα σύγχρονη και κυρίως οικονομική αντίληψη της πραγματικότητας, όπου το άτομο βρίσκεται στο επίκεντρο των αναγκών της κοινωνίας. Η κοινωνία ως οικονομική κοινωνία κατά βάση λειτουργεί μέσω της ελεύθερης αγοράς, προτάσσοντας κυρίως την αξία του“homoeconomicus”. Ακόμη, το κράτος χρησιμοποιείται ως μέσο επιβολής των ατόμων και λειτουργεί παρασιτικά, ενώ πολλές φορές οδηγείται στην καταπάτηση των ατομικών δικαιωμάτων. Τέλος, επισημαίνεται ο ρόλος της εκπαίδευσης μέσα στο δημοκρατικό πολίτευμα, κατά πόσο οι αρχές και οι αξίες συνάδουν με την ηθική ανάπτυξη των ελεύθερων και ηθικών ανθρώπων μιας ρεπουμπλικανικής δημοκρατίας. 757 114 126 Knowledge in airway management during cardio pulmonary resuscitation Η γνώση στη διαχείριση του αεραγωγού κατά την καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση International Guidelines recommend that all health professionals should be able to face a cardiac arrest applying CPR . Knowledge and experience in maintaining patency of the airway and cardiopulmonary resuscitation is one of the most basic tasks and provided him administering sedation analgesia . But in our country , education of medical students in maintaining patency of the airway and resuscitation, as well as continuous training of Doctors in various specialties, follows several educational systems, according to the School or clinic curriculum and on the goals of each physician for high specificity. This results in significant variation in clinical training and clinical skills of each doctor. Διεθνείς Κατευθυντήριες οδηγίες συστήνουν ότι όλοι οι επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να είναι ικανοί να αντιμετωπίζουν μια ανακοπή εφαρμόζοντας καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση. Η γνώση και η εμπειρία στη διατήρηση βατότητας του αεραγωγού και στην καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση αποτελεί ένα από τα πιο βασικά καθήκοντα και προϋπόθεση γι’ αυτόν που χορηγεί αναλγησία καταστολή. Ωστόσο στη χώρα μας, η εκπαίδευση των φοιτητών Ιατρικής στη διατήρηση βατότητας αεραγωγού και στην αναζωογόνηση, όπως επίσης και η συνεχής εκπαίδευση των Ιατρών διαφόρων ειδικοτήτων ακολουθεί διαφορετικά συστήματα που καθορίζονται από το εκάστοτε πρόγραμμα σπουδών της Σχολής ή Κλινικής και από τους στόχους του εκάστοτε ιατρού για υψηλή εξειδίκευση, με αποτέλεσμα η κλινική εκπαίδευση σ’ αυτές και οι κλινικές δεξιότητες των γιατρών να διαφοροποιούνται σημαντικά. 758 266 317 Κατάθλιψη πριν και μετά τον τοκετό και οι πιθανές επιπτώσεις στη μελλοντική υγεία του νεογνού Post-partum depression (PPD) is a complex psychological disease associated with childbirth, which can negatively affect the mother and the infant too. Pregnancy is a complex and special period in woman’s life that presents a number of challenges and changes. Pregnant women have to face the changes that occur in their body and in their behavior, as well as to prepare for the changes that will occur in their reality after delivery. All of these conditions are causes of stress, anxiety and depression symptoms. After birth, changes as well as, emotional and psychological pressure are stronger and depressive symptoms are more likely to occur. The occurrence of depressive symptoms during this period is known as post-partum depression and affects about 20% of women. PPD is a severe disease that requires attention and women suffering constant monitoring. PPD must be treated immediately, with either psychotherapy or medication, and of course, the support of family is necessary. For this situation, hormonal as well as, genetic and epigenetic factors have been implicated. Hormonal changes play a critical role in developing depressive symptoms. Moreover, stressful experiences and genetic polymorphisms are predisposing factors for depressive symptoms. Early adverse environment, low birth weight and early infection are regarded as stress factors that affect the fetal development. Genetic and epigenetic changes, as well as early adverse environment could affect the infant. These effects are usually transient, but there are cases that the infant still does not have the normal expected behavior even though the appropriate environment. In this situation, the infant have influenced much more and this may be characterize it later in life. H επιλόχειος κατάθλιψη αποτελεί σοβαρό πρόβλημα ψυχικής υγείας με αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία τόσο της μητέρας όσο και του νεογνού. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η γυναίκα καλείται να αντιμετωπίσει αλλαγές που συμβαίνουν στο σώμα της και στις συνήθειες της και ταυτόχρονα να προετοιμαστεί για τις αλλαγές που θα προκύψουν μετά τη γέννηση του μωρού. Όλα αυτά είναι αιτίες εμφάνισης στρες, άγχους και πολλές φορές ακόμα και συμπτωμάτων κατάθλιψης. Οι αλλαγές είναι πιο έντονες μετά τη γέννηση του μωρού, η συναισθηματική και ψυχολογική πίεση γίνεται εντονότερη και είναι πολύ πιθανή η εμφάνιση συμπτωμάτων κατάθλιψης. Η εμφάνιση συμπτωμάτων κατάθλιψης την περίοδο της λοχείας είναι μια διαταραχή που ταλαιπωρεί περίπου το 20% των γυναικών. Η επιλόχειος κατάθλιψη είναι η συναισθηματική δυσφορία που νιώθει η γυναίκα μετά τον τοκετό και επηρεάζει τόσο την ίδια και το νεογνό, όσο και το οικογενειακό περιβάλλον. Πρόκειται για μια σοβαρή νόσο που πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα, είτε με απλή ψυχοθεραπεία είτε και με φαρμακευτική αγωγή, και φυσικά η στήριξη του οικογενειακού περιβάλλοντος είναι καταλυτική για την αντιμετώπισή της. Για όλα τα παραπάνω έχουν ενοχοποιηθεί φυσιολογικοί, γενετικοί και επιγενετικοί παράγοντες οι οποίοι φαίνεται να αυξάνουν τις πιθανότητες εμφάνισης επιλόχειου κατάθλιψης. Ορμονικές αλλαγές, στρεσογόνες εμπειρίες της μητέρας και πολυμορφισμοί γονιδίων που έχουν συνδυαστεί με την απόκριση στο στρες είναι παράγοντες που αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης συμπτωμάτων κατάθλιψης. Παράλληλα, οι αντίξοες ενδομήτριες συνθήκες, το μικρό βάρος γέννησης και η εμφάνιση λοιμώξεων είναι στρεσογόνοι παράγοντες οι οποίοι έχουν συνδεθεί με την εμβρυική ανάπτυξη. Όλες αυτές οι γενετικές και επιγενετικές επιδράσεις καθώς και το πρώιμο δυσμενές περιβάλλον επηρεάζουν καταλυτικά το νεογνό. Οι επιδράσεις αυτές πολλές φορές είναι παροδικές, και μόλις εξισορροπηθεί η κατάσταση όλα γίνονται φυσιολογικά, όμως υπάρχουν και περιπτώσεις που το νεογνό συνεχίζει να μην έχει την αναμενόμενη συμπεριφορά και δημιουργούνται συναισθηματικά κενά και βιώματα τα οποία το χαρακτηρίζουν στη μετέπειτα ζωή του. 759 541 599 Πλανητική κατανομή και χρονική μεταβλητότητα της λευκαύγειας μεμονωμένης σκέδασης των αερολυμάτων βάσει δορυφορικών δεδομένων OMI (Ozone Monitoring Instrument) Aerosol optical properties are necessary for radiation transfer and climate model computations, which are used for determining the aerosol effects on climate and reducing the associated uncertainties. Single Scattering Albedo (SSA), which quantifies the scattering/absorption ability of aerosols, is a key parameter for the net effect of aerosols on the Earth’s radiation budget and climate. In this study, a global climatology of aerosol SSA for the 15-year period (2005-2019) is presented. The climatology is consisted of Ozone Monitoring Instrument satellite data. More precisely OMAERUVd (PGE Version V1.8.9.1) daily L3 (1° x 1° latitude-longitude) aerosol SSA data, which are based on the enhanced two-channel OMAERUV algorithm that essentially uses the ultraviolet radiance data from Aura/Ozone Monitoring Instrument (OMI) are being used in this study. In the first part of this study two wavelengths in the visible spectrum, 500nm and 440nm (or 443nm (depending to AERONET station wavelength measurements)), were compared to evaluate the OMI data. OMI 440nm (or 443 nm) and Aeronet 500 nm were interpolated through the Ångström exponent by using 388nm and 500nm, 440nm (or 443nm) and 667nm (or 675nm) AOD/ AAOD respectively. The comparisons were performed on a pixel level for 541 stations that met the availability standards of at least two common pairs in the 15-year study period. The comparison was performed on an annual and seasonal basis in order to reveal possible climatological or seasonal dependent patterns. Statistical metrics, such as Coefficient of Correlation (R) and Bias, were as well computed for each individual AERONET station. The results showed that approximately 58% (81%) of the OMI-AERONET matches agree within the absolute difference of ± 0.03 (. 0.05) for the 440 (or 443) nm. The corresponding percentage is reduced to 54% (77%) for the 500nm. It was also found that OMI mainly tends to overestimate SSA values below 0.8 compared to AERONET in both 440 (443) nm and 500nm comparisons resulting in a low correlation coefficient and slope being calculated. On a seasonal basis, it is found that OMI tends to overestimate SSA in areas where biomass combustion occurs, as opposed to underestimating SSA values in other types of aerosols. In the second part the global climatology of aerosol SSA for the 15-year period (2005-2019) is being examined. The study was performed on all three available wavelengths (354nm, 388nm and 500nm) of SSA OMI data (OMAERUVd Level 3). Firstly, average annual, average monthly as well as seasonal basis results were presented emphasize given on the geographical coverage as well to the possible explanation. Secondly the 15-year slope and relative change for each individual pixel was calculated using the linear regression method. According to the results, the lowest values seem to appear in the regions of Central and South Africa with values of 0.85 / 0.88 / 0.89 for the 354 nm, 388nm and 500nm respectively and seem to fully agree with the seasonal emissions of biomass-burning aerosols. Similar results appear for desert regions, namely North Africa (Sahara), Arabian Peninsula, Central Asia (Taklamakan, Gobi, Thar regions) with values around 0.85 / 0.87 / 0.94 without showing any strong seasonal variability. The highest SSA results seem to appear over industrial (urban) areas (Europe, USA, East China) with values of 0.91 / 0.93 / 0.94 at 354 nm/388 nm/500 nm respectively. Οι οπτικές ιδιότητες των αερολυμάτων είναι απαραίτητες για τη μελέτη του ενεργειακού ισοζυγίου του κλίματος και του συστήματος Γης-Ατμόσφαιρας, δεδομένου ότι καθορίζουν ποιοτικά και ποσοτικά την αλληλεπίδραση μεταξύ αερολυμάτων και ακτινοβολίας. Η λευκαύγεια μεμονωμένης σκέδασης, η οποία ποσοτικοποιεί την ικανότητα σκέδασης/απορρόφησης των αερολυμάτων, είναι παράγοντας καθοριστικής σημασίας για την επίδραση των αερολυμάτων στο ενεργειακό ισοζύγιο και το κλίμα του Πλανήτη μας. Σκοπός της παρούσας μεταπτυχιακής Διπλωματικής Εργασίας είναι η κλιματολογική μελέτη της λευκαύγειας μεμονωμένης σκέδασης (Single Scattering Albedo, SSA) των αερολυμάτων σε παγκόσμια κλίμακα. Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα δορυφορικών προϊόντων του Ozone monitoring Instrument (OMI). Πιο συγκεκριμένα, τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν είναι τα μέσα ημερήσια δεδομένα (OMAERUVd L3 PGE Version V1.8.9.1) που είναι διαθέσιμα σε γεωγραφική ανάλυση 1° x 1° γεωγραφικό πλάτος και μήκος και σε δύο μήκη κύματος στο υπεριώδες φάσμα (OMAERUV) στα 354 και 388 nm. Τα δεδομένα είναι επίσης διαθέσιμα και για ένα μήκος κύματος στο ορατό φάσμα στα 500nm που αποτελεί εξαγόμενο προϊόν. Στο πρώτο στάδιο της παρούσας εργασίας, πραγματοποιήθηκε η σύγκριση και αξιολόγηση των δορυφορικών δεδομένων της λευκαύγειας μεμονωμένης σκέδασης του ΟΜΙ σε δύο κοινά μήκη κύματος του ορατού φάσματος, στα 440 (ή 443 nm που εξαρτάται από το μήκος κύματος που πραγματοποιεί μετρήσεις ο εκάστοτε σταθμός AERONET) και τα 500 nm. Οι τιμές της λευκαύγειας μεμονωμένης σκέδασης στα 440nm(443nm) του ΟΜΙ, καθώς και στα 500nm για το AERONET υπολογίσθηκαν μέσω του εκθετικού παράγοντα Ångström χρησιμοποιώντας τις τιμές του οπτικού βάθους αερολυμάτων στα 388nm, 500nm και 440nm(443nm), 667nm(675nm) αντίστοιχα Οι συγκρίσεις πραγματοποιήθηκαν σε επίπεδο κελιού για πεντακόσιους σαράντα ένα (541) Σταθμούς AERONET για τους οποίους υπήρχαν τουλάχιστον δύο ζεύγη τιμών στην περίοδο μελέτης. Η σύγκριση πραγματοποιείται σε ετήσια αλλά και εποχιακή βάση τόσο συγκεντρωτικά για το σύνολο των δεδομένων όσο και για κάθε σταθμό μεμονωμένα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το 58% (81%) των δεδομένων OMI-AERONET συμφωνούν εντός των διαφορών ± 0.03 (± 0.05) για τα 440 (ή 443)nm. Το αντίστοιχο ποσοστό μειώνεται σε 54% (77%) για τη σύγκριση στα 500nm. Διαπιστώθηκε επίσης ότι, το OMI τείνει κυρίως να υπερεκτιμά τις τιμές SSA για κάτω του 0.8 (σε σύγκριση με το AERONET) και στις δύο συγκρίσεις 440 (443)nm και 500nm. Σε εποχιακή βάση, βρέθηκε ότι το OMI τείνει να υπερεκτιμά το SSA σε περιοχές όπου εμφανίζονται αερολύματα καύση βιομάζας και σκόνης ενώ υποεκτιμά τις τιμές για περιοχές που εμφανίζουν αερολύματα θειικών ενώσεων. Στο δεύτερο στάδιο της εργασίας, πραγματοποιήθηκε η κλιματολογική μελέτη της λευκαύγειας μεμονωμένης σκέδασης των αερολυμάτων για την περίοδο 15 ετών 2005-2019. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε και στα τρία διαθέσιμα μήκη κύματος (354nm, 388nm και 500nm) των δεδομένων ΟΜΙ (OMAERUVd Level 3). Σε πρώτη φάση παρουσιάστηκαν τόσο τα μέσα ετήσια και μέσα μηνιαία αποτελέσματα όσο και τα αποτελέσματα σε εποχιακή βάση, δίνοντας έμφαση στη γεωγραφική κάλυψη και την πιθανή εξήγηση των τιμών που παρουσιάζονται. Σε δεύτερη φάση παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της απόλυτης καθώς και της σχετικής μεταβολής της δεκαπενταετής (15) περιόδου. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα οι χαμηλότερες τιμές δείχνουν να εμφανίζονται στις περιοχές της Κεντρική και Νότια Αφρική με τιμές 0.85/0.88/0.89 για τα 354nm, 388nm και 500nm αντιστοίχως και δείχνουν να συμφωνούν πλήρως με τις εποχιακές εκπομπές αερολυμάτων καύσης βιομάζας. Παρόμοια αποτελέσματα εμφανίζονται και για τις ερημικές περιοχές (Βόρεια Αφρική (Σαχάρα), Αραβική Χερσόνησο, Κεντρική Ασία (περιοχές Taklamakan, Gobi, Thar)) με τις τιμές να κυμαίνονται περί τα 0.85/0.87/0.94 χωρίς να εμφανίζουν κάποια έντονη εποχιακή μεταβλητότητα. Τέλος οι υψηλότερες τιμές δείχνουν να εμφανίζονται πάνω από τις βιομηχανικές (αστικές) περιοχές (Ευρώπη, ΗΠΑ, Ανατολική Κίνα) με τις τιμές να κυμαίνονται περί τα 0.91/0.93/0.94 για τα τρία μήκη κύματος αντιστοίχως. 760 167 151 This paper deals with the relationship of ethics with science by looking for answers to these questions: How is the scientific act ethically evaluated? What are the ethical criteria of applause or disapproval of the purposes, means and consequences of modern scientific and technical practice? If we reject the position of the value neutrality of science, how we shape its role within society? What ethical values does science need to internalize in order to enable it to be morally constituted? This work, by exploiting the moral reflection of the basic theories and principles of ethical philosophy and, at the same time, by taking into account the cognitive objectives of science, attempts to analyze ethical and scientific relationships, by seeking the conditions for the creation of a moral regulatory framework of science, that it will promote true, valid, objective, and ethically justifiable knowledge. It is argued that only if ethics becomes an internal criterion of scientific knowledge, we can expect the desired results of scientific and research activity. Η εργασία αυτή πραγματεύεται τη σχέση της ηθικής με την επιστήμη αναζητώντας απαντήσεις στα ερωτήματα: Πώς αξιολογείται ηθικά η επιστημονική πράξη; Ποια τα ηθικά κριτήρια επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας των σκοπών, των μέσων και των συνεπειών της σύγχρονης επιστημονικοτεχνικής πρακτικής; Εάν απορρίψουμε τη θέση της αξιακής ουδετερότητας της επιστήμης, πώς πρέπει να διαμορφώσουμε τον ρόλο της μέσα στην κοινωνία; Ποιες ηθικές αξίες πρέπει να εσωτερικεύσει η επιστήμη, προκειμένου να καταστήσει δυνατή την ηθική συγκρότησή της; Η εργασία αυτή, αξιοποιώντας τον ηθικό στοχασμό των βασικών θεωριών και αρχών της ηθικής φιλοσοφίας και, συγχρόνως, λαμβάνοντας υπόψη τους γνωστικούς στόχους της επιστήμης, επιχειρεί την ανάλυση των σχέσεων ηθικής και επιστήμης, αναζητώντας τους όρους συγκρότησης ενός ηθικού κανονιστικού πλαισίου της επιστήμης, το οποίο θα προάγει την αληθή, έγκυρη, αντικειμενική και ηθικοπρακτικά δικαιολογημένη γνώση. Υποστηρίζεται ότι μόνο εάν η ηθική καταστεί εσωτερικό κριτήριο της επιστημονικής γνώσης, μπορούμε να αναμένουμε τα επιθυμητά αποτελέσματα της επιστημονικής και ερευνητικής δραστηριότητας. 761 332 377 γενέθλιος τόπος και παιδική ηλικία στο πεζογραφικό έργο του Νίκου Χουλιαρά The focus of the present doctoral thesis is the analysis and interpretation of the prose of Nikos Chouliaras. The approach followed in this study is a close reading of Chouliaras narrative texts, from Λούσιας (1979) to his latest collection of short stories Νερό στο πρόσωπο (2005). In an effort to identify the dominant characteristics of Nikos Chouliaras narrative poetics, both morphologically and semantically, the study uses theoretical concepts selectively, as well as elements from the disciplines of narratology, cultural criticism, psychoanalysis, sociology, philosophy and interartistic approaches from the fields of literature and painting. The method of texts analysis gives particular emphasis to basic organizational structures of the narration, such as the time, the space and the characters. The analysis of the chronological structure of the texts and the various meanings of the narrative space, renders the fictional chronotope to a predominant field which produces the meaning: the rhizome and wandering, the memory and oblivion of the birthplace, the traditional and modern society, the place of History, the distance between the child and the adult narrator, the image of the divided self, the mythology of death and the memory of the beloved ones often take shape through the dialogic conflict of the here and there, then and now. In this context, the prominent role of the poetics of emotion is realized; nostalgia, for example, is perceived as a historical emotion which is directly dependent on both the past and the alienating present of characters, while in other cases the poetics of emotion attempts to depict the different feelings experienced by young artists and established writers. Finally, in the prose work of Nikos Chouliaras the mourning for the inevitable separation, for the loss of the cradle, for the downgrading of the lively self, for the crisis of civilization, in other words, the mourning related to the lack of a growth both individually and collectively, finds a way out through the (mental) game of writing, which becomes the unique homeland of the spiritually exiled writer. Ερευνητικό ζητούμενο της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι η ανάλυση και η ερμηνεία του πεζογραφικού έργου του Νίκου Χουλιαρά. Η προσέγγιση επιχειρείται μέσα από μια εκ του σύνεγγυς ανάγνωση των αφηγηματικών κειμένων του Χουλιαρά, από το Λούσια (1979) έως και την τελευταία συλλογή διηγημάτων Νερό στο πρόσωπο (2005). Η εργασία στην προσπάθειά της να προσδιορίσει τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της αφηγηματικής ποιητικής του Νίκου Χουλιαρά, τόσο στο επίπεδο της γραφής και της ρητορικής στρατηγικής όσο και στο επίπεδο της θεματικής και της ιδεολογίας (κοσμοαντίληψης), χρησιμοποιεί εκλεκτικά θεωρητικές έννοιες και στοιχεία από τα πεδία της πολιτισμικής κριτικής, της ψυχανάλυσης, της κοινωνιολογίας, της φιλοσοφίας και των διακαλλιτεχνικών προσεγγίσεων μεταξύ λογοτεχνίας και ζωγραφικής. Η μέθοδος ανάλυσης των κειμένων δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα σε βασικές οργανωτικές δομές της αφήγησης, όπως ο χρόνος, ο χώρος και τα πρόσωπα. Η ανάλυση της χρονικής δομής των κειμένων και των ποικίλων σημασιών του αφηγηματικού χώρου ανάγει το μυθοπλαστικό χρονότοπο σε κατεξοχήν πεδίο παραγωγής της σημασίας: το ρίζωμα και η περιπλάνηση, η μνήμη και η λήθη του γενέθλιου τόπου, η παραδοσιακή και η νεωτερική κοινωνία, ο τόπος της Ιστορίας, η απόσταση ανάμεσα στο παιδί και τον ενήλικα αφηγητή, η εικόνα του διχασμένου εαυτού, η μυθολογία του θανάτου και η μνήμη των αγαπημένων προσώπων αποκτούν, συχνά, σχήμα μέσα από τη διαλογική αντιπαράθεση του εδώ και του εκεί, του τότε και του τώρα, της παρουσίας και της απουσίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το ερευνητικό μας ενδιαφέρον επικεντρώνεται, μεταξύ άλλων, στους τρόπους με τους οποίους τα κείμενα επεξεργάζονται την κοινωνικό-ιστορική πραγματικότητα όσο και στις γνωστικές λειτουργίες της νοσταλγίας και της μνήμης. Η νοσταλγία, για παράδειγμα, αντιμετωπίζεται ως ένα ιστορικό συναίσθημα άμεσα συναρτημένο τόσο με το παρελθόν όσο και με το αλλοτριωτικό παρόν των ηρώων, ενώ σε άλλες περιπτώσεις η ποιητική του συναισθήματος επιχειρεί να αποτυπώσει τα διαφορετικά αισθήματα που βιώνουν οι νεαροί καλλιτέχνες και οι καθιερωμένοι συγγραφείς. Εντέλει, στο έργο του Νίκου Χουλιαρά το πένθος για τον ανέφικτο αποχωρισμό, για την απώλεια της κοιτίδας, για την υποβάθμιση του εμψυχωμένου εαυτού, για την κρίση του πολιτισμού, με άλλα λόγια το πένθος για το έλλειμμα μιας άνθησης τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, βρίσκει διέξοδο μέσα από το παιχνίδι της γραφής, που ανάγεται σε μοναδική πατρίδα του πνευματικά εξόριστου συγγραφέα. 762 350 334 Algorithms and tools for deriving editable models from cross-sectional data setss Αλγόριθμοι και εργαλεία για την παραγωγή επεξεργάσιμων μοντέλων από σύνολα δεδομένων οργανωμένα σε εγκάρσιες τομές We present a novel method for reconstructing the surface of a 3D object using as input only a point cloud of its surface scan. The objective is to obtain an editable CAD model that is manufacturable and describes accurately the structure and topology of the point cloud. This model will provide a high level representation of the actual object, which can also be modified with the use of a set of editing operators we have defined. The entire method is performed in three phases: the segmentation of the point cloud, the reconstruction of the model and the editing process. In the segmentation phase, the point cloud is sliced into cross sections, which are later on treated as 2D point sets. Several parameters of the slicing procedure influence the resulting model, and have to be set properly to ensure high quality output, such as the slicing direction and the thickness of the cross sections. The reconstruction phase includes several procedures that take as input the cloud points of the cross sections and provide as output a model of the 3D object, with high level features and properties that can be used for further processing. The boundary of each cross section is represented as a set of feature points, which form a poly-line. This poly-line is then interpolated by a smooth continuous curve. The curves are combined with each other to form the surface of the final 3D model. For the editing process, we have implemented a set of editing operators, which can be applied either to the entire model, or on a part of it, to deform its surface in various ways. As a point of reference for these editing operators, a given point may be used on the interpolating curve computed from the centroids of the cross sections. We call it the curve of centroids and it is a form of skeleton curve for the model. The editing operators vary from general purpose transformations to high level editing operators addressed to cross sectional data sets used in medical research. Στη διατριβή αυτή παρουσιάζουμε μια καινοτόμα προσέγγιση για την ανακατασκευή της επιφάνειας ενός 3-διάστατου αντικειμένου, χρησιμοποιώντας ως είσοδο ένα νέφος σημείων της σαρωμένης επιφάνειάς του. Στόχος είναι να αποκτήσουμε ένα μοντέλο CAD με δυνατότητα επεξεργασίας, που να μπορεί να κατασκευαστεί και το οποίο θα περιγράφει με ακρίβεια τη δομή και την τοπολογία του νέφους σημείων. Το μοντέλο αυτό θα παρέχει μια υψηλού επιπέδου αναπαράσταση του αντικειμένου, που θα μπορεί να τροποποιηθεί με τη χρήση ενός συνόλου από τελεστές τους οποίους έχουμε σχεδιάσει. Η όλη μέθοδος διενεργείται σε τρεις φάσεις: την κατάτμηση του νέφους σημείων, την ανακατασκευή της επιφάνειας του μοντέλου και την επεξεργασία/τροποποίηση του μοντέλου. Κατά την φάση της κατάτμησης, το νέφος σημείων χωρίζεται σε εγκάρσιες τομές, οι οποίες κατά την μετέπειτα επεξεργασία αντιμετωπίζονται ως 2-διάστατα σύνολα σημείων. Σε αυτή τη φάση υπάρχουν κάποιες παράμετροι που επηρεάζουν το τελικό μοντέλο, όπως η κατεύθυνση της κατάτμησης, και το πάχος που θα έχουν οι τομές. Η φάση της ανακατασκευής του μοντέλου περιλαμβάνει αρκετές διαδικασίες, οι οποίες παίρνουν ως είσοδο τα σημεία των εγκάρσιων τομών και παράγουν ως έξοδο ένα μοντέλο του 3-διάστατου αντικειμένου, που διαθέτει υψηλού επιπέδου ιδιότητες και χαρακτηριστικά, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για περαιτέρω επεξεργασία. Tα όρια της κάθε τομής αναπαρίστανται με ένα σύνολο από χαρακτηριστικά σημεία, τα οποία σχηματίζουν μια κλειστή πολυγωνική γραμμή. Η πολυγωνική γραμμή κάθε τομής επαναπροσδιορίζεται ως μια συνεχής ομαλή καμπύλη. Οι καμπύλες των γειτονικών τομών συνδυάζονται για να συνθέσουν την επιφάνεια του τελικού 3-διάστατου μοντέλου. Στη φάση της επεξεργασίας, υλοποιήσαμε μια σειρά από τελεστές που μπορούν να εφαρμοστούν στο μοντέλο είτε καθολικά είτε τμηματικά, για να μετασχηματίσουν την επιφάνειά του με διάφορους τρόπους. Το σημείο αναφοράς για τους μετασχηματισμούς αυτούς τοποθετείται πάνω στην καμπύλη που ορίζεται από τα κέντρα βάρους των τομών και η οποία αποτελεί ένα είδος σκελετού του αντικειμένου. Οι τελεστές ποικίλουν από μετασχηματισμούς γενικού ενδιαφέροντος μέχρι υψηλού επιπέδου μετασχηματισμούς ειδικά σχεδιασμένους για δεδομένα προερχόμενα από τομογραφίες που χρησιμοποιούνται στην ιατρική έρευνα. 763 391 370 The Cut : Investigating the concept of topos in the homonymous works of Michel Foucault – Christos Papoulias, Heterotopias and Hypertopos Η Τομή : διερεύνηση της έννοιας του τόπου στα ομώνυμα έργα των Michel Foucault – Χρήστου Παπούλια, Ετεροτοπίες και Υπερτόπος Modernity is often characterized as a consciousness of discontinuity. This rup¬ture (first interpretation of the title) with the continuum of time, formed the basis for a thorough observation of the present (Charles Baudelaire), which is a capable condi¬tion of transformation, of a way of thinking, of a method, of tools and mechanisms of logos (discours). Where logos is the context of the mental, of consciousness, the way people perceive things (Foucault). Modernism is also defined as a persistent process of the present, not related to the discovery of a potential hidden narrative, but as an invention or reinterpretation of the always same. Starting from this point, the research draws from Foucault’s vocabulary (“Les Mots et les Choses”, “L’ Archéologie du savoir”), the mechanism (apparatus) of thought and therefore the methodology it will run through, to examine the concept of topos, while hoping to reveal and unfold the principles and consequences of an indigenous transformation of what is told, both different and transcendent. Research’s field will be the writing of the subjects themselves, M. Foucault - Chr. Papoulias, as it emerges from two different thoughts standing side by side. The section, whether it is an interpretive tool, through an archeology of knowledge (Foucault), or intentional architecture gesture (second interpretation of the ti¬tle) of the Erichthonian Museum (Papoulias), is most of all a common ground based on the subjectivity of their common space, which is the language itself (third interpreta¬tion of the title), and will be approached as a borderline situation, as a threshold to a heterotopology for systematic description of “different” places, “of other spaces”, both mythical and real of the space in which we live in (heterotopias). Mental or linguis¬tic, but at the same time self-referential to its materialistic nature, both heterotopic as hypertopic, the approach of the section, is more like a moving line, a passage to the different, the perverted• rather than one established teleological situation. The research paper aspires to function as a diagram (Deleuze), a machine that makes others speak, not to represent but to transform what is already told, like a superimposition of maps or words which will make visible what is invisible, just be¬cause it is very much on the surface of things (Foucault). Συχνά, η νεωτερικότητα χαρακτηρίζεται ως συνείδηση της ασυνέχειας. Αυτή η ρήξη (πρώτη ερμηνεία του τίτλου) με το συνεχές του χρόνου, αποτέλεσε τη βάση για μια ενδελεχή παρατήρηση του παρόντος (Charles Baudelaire), που με την σειρά της αποτελεί ικανή συνθήκη μετασχηματισμού, ενός τρόπου σκέψης, μιας μεθόδου, των εργαλείων και των μηχανισμών του λόγου (discours), όπου λόγος είναι το πλαίσιο του διανοητού – της συνείδησης, ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τα πράγματα (Foucault). Ο μοντερνισμός αυτοπροσδιορίζεται ως επίπονη επεξεργασία του παρόντος, που δεν σχετίζεται με την ανακάλυψη μιας κρυμμένης αλήθειας, ως απόρροια ενός ιστορικού γίγνεσθαι, αλλά με την επινόηση ή επανερμηνεία του ιδίου. Εκκινώντας από αυτή τη στάση, η ερευνητική εργασία αντλεί από το έργο του Foucault (Οι λέξεις και τα πράγματα, Η αρχαιολογία της γνώσης), τον μηχανισμό (apparatus) σκέψης και άρα τη μεθοδολογία που αυτή θα διατρέξει για να καταλήξει στην προς διαχείριση έννοια του τόπου, και την εκδίπλωση των αρχών και των συνεπειών ενός αυτόχθονου μετασχηματισμού του ιδίου, ως έτερος και υπερ τόπος. Πεδίο - τόπο προς διερεύνηση, θα αποτελέσει η ίδια η γραφή των υποκειμένων, (Michel Foucault - Χρήστος Παπούλιας) όπως προκύπτει από το αλληλό-παρατιθέμενο έργο τους. Η τομή, είτε αυτή αποτελεί ερμηνευτικό εργαλείο, μέσω μιας αρχαιολογίας της γνώσης (Foucault), είτε προθετική χειρονομία χωροθεσίας (δεύτερη ερμηνεία του τίτλου) του εριχθόνειου μουσείο (Παπούλιας), αποτελεί κοινό έδαφος των δύο (τρίτη ερμηνεία του τίτλου), και θα προσεγγιστεί ως οριακή κατάσταση, ως κατώφλι προς μια ετεροτοπολογία για την συστηματική περιγραφή «διαφορετικών» χώρων, «άλλων» τόπων, με την έννοια ενός είδους αμφισβήτησης, τόσο μυθικής όσο και πραγματικής του χώρου στον οποίο ζούμε (ετεροτοπίες). Νοητικός ή και γλωσσικός τόπος, αλλά ταυτόχρονα και υλικός, τόσο η ετεροτοπική όσο και η υπερτοπική προσέγγιση αποτελεί περισσότερο μια κίνηση, ένα πέρασμα προς το διαφορετικό, το μη κανονικό, παρά μια παγιωμένη τελεολογική κατάσταση. Η ερευνητική εργασία φιλοδοξεί να λειτουργήσει ως διάγραμμα (Deleuze), μια μηχανή που κάνει τους άλλους (τα άλλα) να μιλούν, όχι για να αναπαραστήσει αλλά για να μετασχηματίσει το ήδη αναπαριστώμενο, σαν μια υπέρθεση χαρτών ή λόγων που θα καταστήσει ορατό αυτό που είναι αόρατο, μόνο και μόνο επειδή βρίσκεται πολύ στην επιφάνεια των πραγμάτων (Foucault). 764 708 741 Dupuytren was the first, who in 1834 recognised the rarity of radiocarpal dislcocations. He pointed out that most of the injuries around the wrist were not radiocarpal dislocations, as they used to think until then, but fractures of the distal radius. Even now, after the invention of radiology their incidence is still under dispute. Radiocarpal dislocations are high-energy injuries. For the same reason they are often combined with significant injuries in other parts of the body. It looks like the rotational element has a vital role in the pathogenesis of radiocarpal fracture-dislocations. Patients typically present with swollen, oedematous and deformed wrists. The direction of the dislocation can be dorsal, volar, radial, ulnar, a combination of the above or even multidirectional. Dorsal dislocations are the most common and represent 67% of all radiocarpal fracture dislocations. Also, pure radiocarpal dislocations seem to be much more rare than radiocarpal fracture-dislocations. 28 patients with radiocarpal dislocations and fracture-dislocations were studied within a period of 17 years. All of the patients were treated surgically, which allowed us to describe the surgical findings in more detail. The radial styloid was fractured on all patients with fracture-dislocations. Another finding was the fracture of the radial rim. This fracture could be either of compression or of avulsion type. Radiocarpal diclocations are often accompanied by osseous or ligamentous injuries of the proximal carpal row. Looking at the ligamentous injuries on the radial side of the wrist one could notice that in the vast majority of cases the radiocarpal ligaments were avulsed from the radius, with or without a small osseous fragment of the radial rim. Rupture of the ulnocarpal ligaments was found in 4 patients. Other findings included rupture of the extensor retinaculum and avulsion of the extensor carpi radialis brevis from the 3rd metacarpal. Instability of the DRUJ occurred in 16 patients. In an attempt to define radiocarpal dislocations we would say that radiocarpal dislocations are: “ The loss of articular contact between the distal radius and the proximal carpal row not in association with a biomechanically significant fracture of the distal radius, the fixation of which would restore the articular surface but not the stability of the wrist, and that also requires injury of at least both sides of the radiocarpal joint”. Relying on our surgical findings we proposed another classification for the radiocarpal dislocations which is based on 5 parametres: 1) chronicity, 2) pathoanatomy, 3) direction, 4) associated wrist injuries and 5) complexity of the injury. 149 All of the patients were treated surgically. Based on our results and also on the results of the other authors we proposed a treatment algorithm for the management of these injuries. We believe that the optimal treatment should be the surgical treatment, in order to restore anatomically all of the osseous injuries and also to repair the avulsed raadiocarpal ligaments. It is the only way to restore the stability of the radiocarpal joint. Taking into consideration the fact that in order for a radiocarpal dislocation to occur, injury on both sides of the wrist is required, we believe that a combined approach (dorsal and volar) is necessary in order to achieve the best possible result is restoring the joint stability. In any case the volar approach should be the gold standard, since the volar radiocarpal ligaments are the main stabilizers of the radiocarpal joint. An ulnar approach could be used additionally for the fixation of the ulnar styloid or in cases of DRUJ instability. The experimental part of this study had 2 goals: The first one was to gradually increase the instability of the radiocarpal joint by gradually excising the stabilizing ligaments and to subsequently study the direction and the amount of the instability occurred by obtaining stress x-rays. The second goal was to create a model of ulnar translation and then attempt to restore it by using the brachioradialis tendon in order to replace the 3 main stabilizing radiocarpal ligaments, the dorsal radiocarpal ligament, the long radiolunate ligament and the ulnocarpal ligaments. More studies will be needed until we can start using brachioradialis as a graft for the treatment of ulnar translocation. However, this can be considered a promising method in treating patients with ulnar translocation that until now have been treated with just salvage procedures. Το 1834 ο Dupuytren ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε τη σπανιότητα των κερκιδοκαρπικών εξαρθρημάτων, τονίζοντας ότι οι περισσότερες βλάβες στην περιοχή του καρπού αφορούν, σε αντίθεση με ό,τι πίστευαν μέχρι τότε, κυρίως κατάγματα. Ακόμη και μετά την εμφάνιση της ακτινολογίας η συχνότητα τους αποτελεί αντικείμενο διαμάχης. Τα κερκιδοκαρπικά εξαρθρήματα είναι αποτέλεσμα εφαρμογής υψηλής βίας. Για τον ίδιολόγο, αρκετά συχνά συνδυάζονται με σοβαρές κακώσεις και σε άλλα μέρη του σώματος. Το στροφικό στοιχείο κατά την εφαρμογή βίας είναι αυτό που παίζει τον πρωταρχικό ρόλο στην παθογένεση των κερκιδοκαρπικών εξαρθρημάτων. Ο ασθενής τυπικά εμφανίζεται με επώδυνο, οιδηματώδη και παραμορφωμένο καρπό. Τα κερκιδοκαρπικά εξαρθρήματα μπορεί να είναι, ανάλογα με την κατεύθυνση τους, ραχιαία, παλαμιαία, κερκιδικά, ωλένια, συνδυασμοί αυτών ή και πολυκατευθυνσιακά.Τα ραχιαία φαίνεταινα είναι πολυ πιο συχνά αντιπροσωπεύοντας περίπουτο 67% του συνόλου των δημοσιευμένων κερκιδοκαρπικών εξαρθρημάτων. Επίσης, τα αμιγή κερκιδοκαρπικά εξαρθρήματα, φαίνεται να είναι αρκετά σπανιότερα από τα κερκιδοκαρπικά κατάγματα-εξαρθρήματα. Στα πλαίσια της παρούσας διατριβής μελετήθηκαν συνολικά 28 ασθενείς με κερκιδοκαρπικό εξάρθρημα, ή κάταγμα-εξάρθρημα, σε χρονικό διάστημα 17 ετών. Όλοι οι ασθενείς αντιμετωπίσθηκαν χειρουργικά, γεγονός που επέτρεψε να γίνει μία ακριβής περιγραφή των παθολογοανατομικών ευρημάτων. Η στυλοειδής της κερκίδας ήταν σπασμένη στους 25, από τους 28 ασθενείς με κερκιδοκαρπικό κάταγμα-εξάρθρημα. Άλλος τύπος κατάγματος που συχνά συνοδεύει τα κερκιδοκαρπικά εξαρθρήματα είναι τα κατάγματα των κερκιδικών χειλέων, τα οποία μπορεί να είναι είτε συμπιεστικού, είτε αποσπαστικού τύπου. Τα κερκιδοκαρπικά κατάγματα-εξαρθρήματα συχνά συνοδεύονταν και από οστική ή συνδεσμική βλάβη που αφορούσε τον εγγύς καρπιαίο στίχο. Όσον αφορά τις συνδεσμικές βλάβες στην πλευρά της κερκίδας, στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων οι κερκιδοκαρπικοί σύνδεσμοι ήταν αποσπασμένοι, με ή χωρίς οστικό τεμάχιο, από το παλαμιαίο ή ραχιαίο κερκιδικό χείλος. Ρήξη των ωλενιοκαρπικών συνδέσμων παρατηρήθηκε σε 4 ασθενείς. Άλλες βλάβες που παρατηρήθηκαν ήταν: ρήξη του ραχιαίου καθεκτικού συνδέσμου και απόσπαση του βραχέος κερκιδικού εκτείνοντα τον καρπό από την κατάφυση του στο 3ο μετακάρπιο. Αστάθεια της άπωκερκιδωλενικής αρθρώσεως παρατηρήθηκε σε 16 περιπτώσεις. Επιχειρώντας έναν ορισμό του κερκιδοκαρπικού εξαρθρήματος θα έλεγε κανείς ότι, «Πρόκειται για την απώλεια της αρθρικής επαλληλίας του καρπού με την άπω αρθρική επιφάνεια της κερκίδας που μπορεί να συνοδεύεται από κάταγμα, το οποίο όμως δεν είναι εμβιομηχανικά σημαντικό και η καθήλωση του οποίου θα αποκαθιστούσε την ομαλότητα της αρθρικής επιφάνειας όχι όμως και την σταθερότητα της άρθρωσης, και που επίσης σχετίζεται με βλάβη και των δύο πλευρών της κερκιδοκαρπικής άρθρωσης». Με βάση τα χειρουργικά ευρήματα των ασθενών που αντιμετωπίσαμε, προχωρήσαμε στην σύνταξη μιας νέας ταξινόμησης των κερκιδοκαρπικών εξαρθρημάτων και καταγμάτων-εξαρθρημάτων, η οποία βασίστηκε σε πέντε παραμέτρους: 1) τη χρονιότητα, 2) την παθολογοανατομία της βλάβης, 3) την κατεύθυνση της βλάβης, 4) τις συνοδές βλάβες του καρπού και 5) την πολυπλοκότητα της βλάβης. Όλοι οι ασθενείς της σειράς αυτής αντιμετωπίσθηκαν χειρουργικά. Βασιζόμενοι στα αποτελέσματα των ασθενών μας και στην μελέτη των αποτελεσμάτων των διαφόρων μελετητών προτάθηκε αλγόριθμος για την θεραπεία των κακώσεων αυτών. Θεωρούμε ότι η ιδανική αντιμετώπιση των κερκιδοκαρπικών εξαρθρημάτων είναι η χειρουργική θεραπεία, προκειμένου να αποκατασταθούν ανατομικά οι οστικές βλάβες και να γίνει συρραφή των ραγέντων κερκιδοκαρπικών συνδέσμων. Μόνο έτσι θα μπορέσει να αποκατασταθεί η σταθερότητα της κερκιδοκαρπικής άρθρωσης. Δεδομένου ότι παρατηρείται βλάβη και στην παλαμιαία και στην ραχιαία πλευρά της κερκιδοκαρπικής άρθρωσης, πιστεύουμε ότι η διπλή προσπέλαση (ραχιαία και παλαμιαία) είναι απαραίτητη ούτως ώστε να μπορέσουμε να επιφέρουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στην αποκατάσταση της σταθερότητας της άρθρωσης. Σε κάθε περίπτωση, η παλαμιαία προσπέλαση θα πρέπει να έχει τον πρώτο λόγο, δεδομένου ότι οι παλαμιαίοι κερκιδοκαρπικοί σύνδεσμοι είναι οι κύριοι σταθεροποιητές της κερκιδοκαρπικής άρθρωσης. Η ωλένια προσπέλαση μπορεί να εφαρμοσθεί συμπληρωματικά για τις περιπτώσεις οστεοσυνθέσεως του κατάγματος της στυλοειδούς ωλένης ή σε περιπτώσεις αστάθειας της άπω κερκιδωλενικής άρθρωσης. Το δεύτερο μέρος της διατριβής αφορούσε το πειραματικό κομμάτι το οποίο είχε 2 στόχους: Ο πρώτος στόχος ήταν η δημιουργία προοδευτικά αυξανόμενης αστάθειας στην κερκιδοκαρπική άρθρωση με την σταδιακή διατομή των σταθεροποιητικών στοιχείων της αρθρώσεως και ο έλεγχος του βαθμού και της κατεύθυνσης της αστάθειας με ακτινογραφίες υποstress. Ο δεύτερος στόχος ήταν η δημιουργία ενός πειραματικού μοντέλου αστάθειας ωλενίου μετατοπίσεως του καρπού και η αποκατάστασή της με μέθοδο τενοντοδέσεως χρησιμοποιώντας τον τένοντα του βραχιονοκερκιδικού. Η μέθοδος στοχεύει στην υποκατάσταση της λειτουργίας τριών κύριων σταθεροποιητικών συνδέσμων της αρθρώσεως: του ραχιαίου κερκιδοκαρπικού, του παλαμιαίου μακρού κερκιδομηνοειδούς και των παλαμιαίων ωλενιοκαρπικών συνδέσμων. Αν και περαιτέρω μελέτες θα χρειαστούν για τη χρήση του βραχιονοκερκιδικού τένοντα ως μόσχευμα στην αντιμετώπιση της ωλένιας αστάθειας της κερκιδοκαρπικής άρθρωσης, φαίνεται ότιη εφαρμογή της συγκεκριμένης μεθόδου υπόσχεται μία πρόοδο στην αντιμετώπιση των ασθενών με ωλένια μετατόπιση, που μέχρι τώρα αναγκάζονταν να καταφύγουν σε αναπηρικές, για τον καρπό τους, επεμβάσεις. 765 518 494 Scales for rating the behavioral characteristics of superior students (SRBCSS-R) Κλίμακες Εκτίμησης συμπεριφορικών χαρακτηριστικών των εξεχόντων μαθητών The main aim of the present work is to investigate the relationship between the dimensions of giftedness and psychic forces as concepts of positive psychology and motivation in the Greek student population, and its specific objectives are: a) control of the psychometric properties (structural validity and internal reliability) of charity assessment tools addressed to teachers, as well as control of the convergent validity between them and b) control of the psychometric properties (structural validity and the self-referencing questionnaires that measure psychic forces as concepts of positive psychology and student motivation, as well as the control of the converging validity of each other. The sample of the survey consisted of 145 students of both sexes: 40 pupils 5th grades of Primary School and 56 pupils 6th grades of Primary School, 25 pupils 7th grades of secondary school and 24 pupils 8th grades of secondary school and a corresponding number (N = 145) of their teachers. Teachers were given the scales: Gifted Rating Scales-School Form (GRS-S; Pfeiffer & Jarosewich, 2003) and Scales for Rating the Behavioral Characteristics of Superior Students (SRBCSS-R; Renzulli et al., 2010). For all the scales of both tools, their mono-factorial structure was scrutinized at the scale level by applying the method of exploratory analysis of factors and checking the reliability of internal consistency. GRS-S consists of the following six scales: Intellectual ability, Academic / School ability, Creativity, Artistic talent, Leadership and Motivation. SRBCSS-R consists of the following fourteen scales, which are characteristic of charismatics in terms of: Learning, Creativity, Motivation, Leadership, Art, Music, Drama, Communication (Acuuracy), Communication (Expression), Mathematics, Reading, Technology, Science and Planning abillity. On the other hand, the pupils were asked to complete the following questionnaires: i) Children Hope Scale (Snyder, 1997) with one factor as derived from the exploratory analysis method, (ii) Child and Adolescent Mindfulness Measure (CAMM, Laurie et al.,2011) with one factor as derived from the exploratory analysis method, (iii) Gratitude, Resentment, Appreciation Test- Short Form (GRAT-short form; Thomas & Watkins, 2003) with two factors as evidenced by the method of exploratory analysis: the sense of gratitude and the lack of sense of gratitude (iv) Positive and Negative Affect Scale for Children (PANAS-C; Laurent, 1999) with two factors (positive affective and negative affective scale), (v) to measure the achieving motivation, two sub scales included in the Motivation Scale (Achieving Motivation Scale, AMS: Nygard & Gjesme, 1973) were used to measure the two sides of the achieving motivation, ie the motivation for success and the incentive to avoid failure (or fear of failure), and (vi) The Action Control Scale(Kuhl, 1994) with two factors: taking initiative / action and avoiding previous failure . The results showed that there was a positive correlation between the dimensions of giftedness and psychic forces as concepts of positive psychology and motivation. Positive correlations have also been found about the dimensions of charisma among them and about the psychic forces and motivations of the pupils among them, while negative correlations have been between negative thirst and fear of failure and other psychic forces, and the dimensions of giftedness. Η παρούσα εργασία έχει ως κύριο στόχο την διερεύνηση των σχέσεων μεταξύ των διαστάσεων της χαρισματικότητας και των ψυχικών δυνάμεων ως εννοιών της θετικής ψυχολογίας και των κινήτρων σε ελληνικό μαθητικό πληθυσμό, και οι επιμέρους στόχοι της είναι: α) ο έλεγχος των ψυχομετρικών ιδιοτήτων (δομικής εγκυρότητας και εσωτερικής αξιοπιστίας) των εργαλείων εκτίμησης της χαρισματικότητας, που απευθύνονται σε εκπαιδευτικούς, όπως και ο έλεγχος της συγκλίνουσας εγκυρότητας μεταξύ τους και, β) ο έλεγχος των ψυχομετρικών ιδιοτήτων (δομικής εγκυρότητας και εσωτερικής αξιοπιστίας) των ερωτηματολογίων αυτο-αναφοράς που μετρούν τις ψυχικές δυνάμεις, ως έννοιες της θετικής ψυχολογίας και τα κίνητρα των μαθητών, καθώς και ο έλεγχος της συγκλίνουσας εγκυρότητας μεταξύ τους, Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 145 μαθητές και των δύο φύλων: 40 της Ε΄ και 56 της ΣΤ΄ τάξης Δημοτικού, 25 της Α΄ και 24 της Β΄ τάξης Γυμνασίου καθώς και αντίστοιχος αριθμός (N=145) των εκπαιδευτικών τους. Στους εκπαιδευτικούς χορηγήθηκαν οι κλίμακες: Gifted Rating Scales-School Form (GRS-S; Pfeiffer & Jarosewich, 2003) και Scales for Rating the Behavioral Characteristics of Superior Students (SRBCSS; Renzulli et al.,2010). Για όλες τις κλίμακες των δύο εργαλείων πραγματοποιήθηκε έλεγχος της μονοπαραγοντικής δομής τους σε επίπεδο κλίμακας, με την εφαρμογή της μεθόδου διερευνητικής ανάλυσης παραγόντων και έλεγχος της αξιοπιστίας εσωτερικής συνέπειας. Οι GRS-S αποτελούνται από τις εξής έξι κλίμακες: Διανοητική ικανότητα, Ακαδημαϊκή/Σχολική ικανότητα, Δημιουργικότητα, Καλλιτεχνικό ταλέντο, Ηγετική ικανότητα και Κίνητρα. Οι SRBCSS-R αποτελούνται από τις εξής δεκατέσσερις κλίμακες οι οποίες αφορούν χαρακτηριστικά χαρισματικότητας αναφορικά με: Μάθηση, Δημιουργικότητα, Κίνητρο, Ηγεσία, Τέχνη, Μουσική, Δραματική ικανότητα, Επικοινωνία (Ακρίβεια), Επικοινωνία (Εκφραστικότητα), Μαθηματικά, Ανάγνωση, Τεχνολογία, Επιστήμη και Σχεδιασμό. Ενώ, από τους μαθητές ζητήθηκε να συμπληρώσουν τα εξής ερωτηματολόγια: i) Children Hope Scale (Snyder, 1997) με έναν παράγοντα όπως πρόεκυψε από τη μέθοδο διερευνητικής ανάλυσης, (ii) Child and Adolescent Mindfulness Measure (CAMM; Laurie et al., 2011) με έναν παράγοντα όπως πρόεκυψε από τη μέθοδο διερευνητικής ανάλυσης, (iii) Gratitude, Resentment, Appreciation Test-Short Form (GRAT-short form; Thomas & Watkins, 2003) με δύο παράγοντες όπως πρόεκυψε από τη μέθοδο διερευνητικής ανάλυσης: την αίσθηση ευγνωμοσύνης και την έλλειψη της αίσθησης ευγνωμοσύνης (iv) Positive and Negative Affect Scale for Children (PANAS-C; Laurent, 1999) με δύο παράγοντες θετικό θυμικό και αρνητικό θυμικό, (v) για τη μέτρηση του κινήτρου επίτευξης χρησιμοποιήθηκαν οι 2 υποκλίμακες που περιλαμβάνονται στην Κλίμακα κινήτρου επίτευξης (Achievment Motivation Scale, AMS: Nygard & Gjesme, 1973) για την αντίστοιχη μέτρηση των δύο όψεων του κινήτρου επίτευξης, δηλ. του κινήτρου για επιτυχία και του κινήτρου για την αποφυγή της αποτυχίας (ή φόβου αποτυχίας) και (vi) The Action Control Scale(Kuhl, 1994) με δύο παράγοντες: την λήψη πρωτοβουλίας/δράση και αποφυγή προηγούμενης αποτυχίας. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως υπήρξε θετική συσχέτιση μεταξύ των διαστάσεων της χαρισματικότητας και των ψυχικών δυνάμεων, ως εννοιών της θετικής ψυχολογίας και των κινήτρων. Επίσης θετικές συσχετίσεις βρέθηκαν για τις διαστάσεις της χαρισματικότητας μεταξύ τους και για τις ψυχικές δυνάμεις και τα κίνητρα των μαθητών μεταξύ τους, ενώ αρνητικές συσχετίσεις υπήρξαν ανάμεσα στο αρνητικό θυμικό και το φόβο αποτυχίας και τις υπόλοιπες ψυχικές δυνάμεις αλλά και τις διαστάσεις χαρισματικότητας. 766 306 300 απόψεις γονέων για την ποιότητα του εκπαιδευτικού έργου στο Γυμνάσιο The quality of education is a complex issue as it is influenced by a series of social, historical and political parameters, and on the other hand, it reflects the aims and aspirations of the educational system concerned. The purpose of this research project is to study the opinions of parents on the quality of the educational work provided in high school. Through the review of the recent literature in the field of quality of the educational work, it appears that the educational process and evaluation are determined by the relevant legislation that ensures the relationship between school and parents. The participation of parents in the quality of their children's education is considered important, as the collaboration of parents and teachers aims at the high school performance of pupils, while the expectations of parents for the educational and their children's professional course is shaped based on the economic, social and cultural characteristics of each family. This research effort is based on the analysis and presentation of opinions on the quality and improvement of the educational work of 15 parents whose children are attending high school. The research tool selected for the collection of the research material was the semi-structured interview, while the analysis of the data was carried out with the technique of thematic analysis of the content of the interviews. The analysis of the results showed that in general, parents approach the concept of quality of the educational work with the effectiveness and success of the planned objectives, while associating its improve it with the evaluation of teachers, the contribution of the state, the existence of institutions and the participation of the same in the educational process. For the participants the inefficiency of the modern school is due to educational, ideological and economic factors and therefore they expect changes in the administrative, pedagogical and logistical field. Η ποιότητα της εκπαίδευσης αποτελεί ένα πολύπλοκο θέμα καθώς αφενός επηρεάζεται από μια σειρά κοινωνικών, ιστορικών και πολιτικών παραμέτρων, και αφετέρου, αντανακλά τους σκοπούς και τις επιδιώξεις του εκάστοτε εκπαιδευτικού συστήματος. Σκοπός αυτής της ερευνητικής εργασίας είναι η μελέτη των απόψεων γονέων για την ποιότητα του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου στο Γυμνάσιο. Μέσα από την ανασκόπηση της πρόσφατης βιβλιογραφίας στον τομέα της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου φαίνεται πως η εκπαιδευτική διαδικασία και αξιολόγηση καθορίζονται από την εκάστοτε νομοθεσία που εξασφαλίζει τη σχέση σχολείου και γονέων. Η συμμετοχή των γονέων στην ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης των παιδιών τους θεωρείται σημαντική, καθώς η συνεργασία γονέων και εκπαιδευτικών αποβλέπει στις υψηλές σχολικές επιδόσεις των μαθητών, ενώ οι προσδοκίες των γονέων για την εκπαιδευτική και επαγγελματική πορεία των παιδιών τους διαμορφώνονται με βάση τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά της κάθε οικογένειας. Η παρούσα ερευνητική προσπάθεια στηρίζεται στην ανάλυση και την παρουσίαση απόψεων γονέων σχετικά με την ποιότητα αλλά και τη δυνατότητα βελτίωσης του εκπαιδευτικού έργου, όπως αυτό παρέχεται σε παιδιά που φοιτούν στο Γυμνάσιο. Το ερευνητικό εργαλείο το οποίο επιλέχθηκε για τη συλλογή του ερευνητικού υλικού ήταν η ημι-δομημένη συνέντευξη, ενώ η ανάλυση των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με την τεχνική της θεματικής ανάλυσης περιεχομένου των συνεντεύξεων. Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων προέκυψε ότι σε γενικές γραμμές οι γονείς ταυτίζουν την έννοια της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου με την αποτελεσματικότητα και την επιτυχία των σχεδιασμένων στόχων και παράλληλα, συσχετίζουν τη βελτίωσή της με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, τη συμβολή του κράτους, την ύπαρξη και λειτουργία θεσμικών οργάνων, αλλά και με τη συμμετοχή των ίδιων στην εκπαιδευτική διαδικασία. Για όλους τους συμμετέχοντες η αναποτελεσματικότητα του σύγχρονου σχολείου οφείλεται σε εκπαιδευτικούς, ιδεολογικούς και οικονομικούς παράγοντες και γι’ αυτό προσδοκούν την πραγματοποίηση αλλαγών στο διοικητικό, παιδαγωγικό και υλικοτεχνικό τομέα. 767 178 242 Improved temporal pooling for perceptual Video Quality Assessment using VMAF Εξάγοντας την αντιληπτή ποιότητα βίντεο από μετρήσεις της μεθόδου VMAF σε επίπεδο πλαισίου One of the key elements that characterizes a multimedia service is its quality. This feature is an important factor that will lead a user to satisfaction and further use or avoidance. For this reason, it is especially necessary for multimedia service providers, in order to ensure the satisfaction of their customers, to develop metrics to calculate the user’s QoE (Quality of Experience). The Video Multimethod Assessment Fusion (VMAF) method, proposed by Netflix, offers an automated estimation of perceptual video quality for each frame of a video sequence. Then, the arithmetic mean of the per-frame quality measurements is taken by default, in order to obtain an estimate of the overall QoE of the video sequence. In this paper, we validate the hypothesis that the arithmetic mean conceals the bad quality frames, leading to an overestimation of the provided quality. We also show that the Minkowski mean (appropriately parametrized) approximates well the subjectively measured QoE, providing superior Spearman Rank Correlation Coefficient (SRCC), Pearson Correlation Coefficient (PCC), and Root-Mean-Square-Error (RMSE) scores. Μια από τις σημαντικότερες μετρικές οι οποίες χαρακτηρίζουν μια υπηρεσία πολυμέσων είναι η ποιότητα με την οποία την αντιλαμβάνεται ο τελικός χρήστης, γνωστή και ως ποιότητα εμπειρίας (Quality of Experience - QoE). Η μετρική αυτή σχετίζεται άμεσα με την επιλογή του χρήστη να συνεχίσει να χρησιμοποιεί (και ίσως να πληρώνει) την υπηρεσία ή να την διακόψει. Οι πάροχοι πολυμεσικών υπηρεσιών, προκειμένου να εξασφαλίσουν την ικανοποίηση των πελατών τους, αναπτύσσουν μεθόδους για τον αυτόματο (χωρίς την άμεση συμμετοχή του χρήστη) υπολογισμό της QoE. Μία τέτοια μέθοδος είναι η Video Multi-Method Assessment Fusion (VMAF), που έχει προταθεί από τη Netflix. Η VMAF προσφέρει μια αυτοματοποιημένη εκτίμηση της ποιότητας εικόνας σε κάθε πλαίσιο μιας ακολουθίας βίντεο. Στη συνέχεια της διαδικασίας, υπολογίζεται ο αριθμητικός μέσος όρος των μετρήσεων ποιότητας ανά πλαίσιο, προκειμένου να ληφθεί μια εκτίμηση της συνολικής QoE της ακολουθίας βίντεο. Σε αυτή την εργασία επικυρώνουμε την υπόθεση ότι ο αριθμητικός μέσος, ως μέθοδος χρονικής συγκέντρωσης (temporal pooling method), υποεκτιμά την συνεισφορά των πλαισίων κακής ποιότητας στον υπολογισμό της QoE, οδηγώντας σε τιμές υψηλότερες από αυτές που δίνονται από υποκειμενικές μετρήσεις. Δείχνουμε επίσης ότι το άθροισμα Minkowski (κατάλληλα παραμετροποιημένο) προσεγγίζει βέλτιστα τις υποκειμενικές μετρήσεις QoE. H ποσοτικοποίηση αυτής της προσέγγισης αποτυπώνεται με τη χρήση των κυριότερων συντελεστών συσχέτισης, δηλαδή, Spearman Rank Correlation Coefficient (SRCC), Pearson Correlation Coefficient (PCC) καθώς και συμβατικά με την χρήση της ρίζας του μέσου τετραγωνικού σφάλματος, Root-Mean-Square-Error (RMSE). 768 368 383 Flavonoids are a group of chemical molecules found in plants, characterized by the presence of several phenolic units. Flavonoids posses strong antioxidant and anticancer properties. These molecules can act as scavengers of reactive oxygen species (ROS) and as inhibitors of various active enzymes. Thus, the aim of this study was to examine the in vitro cytotoxic properties of flavanols (catechin epicatechin, EGCG)-a group of flavonoids- and their activity as in vivo inhibitors of oxidative stress caused by ozone administration on healthy Wistar rats. Methodology: For the in vitro studies, Trypan Blue exclusion assay and MTT assay were used for cell viability and cell proliferation, respectively, of LMS, MCF-7 and MRC-5 cells. Flow cytometry was used for the determination of apoptosis/necrosis on LMS cells. For the in vivo studies, female Wistar rats aged 3-6 months were used. Oxidative stress was induced by intra-peritoneal administration of 6.1μg/kg body weight of ozone. Flavanols mixture (20mg/kg body weight) was also administrated intra-peritoneally before and after ozone-induced oxidative stress. The Blue CrO5 assay was used for estimation of Total Antioxidant Capacity (TAC) and Liquid Chromatography-Mass Spectra (LC-MS) for the determination of malonaldehyde levels in urine. SOD and GPx enzyme activity were determined by commercial available kits. Hematological indices, indicators of nutrition and metabolism, levels of TNF-a, plasma levels of zinc and copper were also measured. Results: In vitro incubation of various flanavols with tumor cell lines presented an inhibition of cell proliferation. These molecules acted through apoptosis on cancer cells lines. Among the flavanols tested EGCG exerted the highest cytotoxic activity while epicatechin and catechin showed similar but weaker activity. According to the in vivo findings the ozone doses used in this study and the chosen route of administration caused a significant increase in oxidative stress in adult Wistar rats, as shown by significantly increased levels of MDA in urine and a significant decrease in plasma TAC. The results show that flavanols may act as modulators of TAC and maintain the activity of endogenous antioxidant defense enzymes. Conclusion: Flavanols are chemical molecules that have strong biological activity with strong health benefits. Their role and their use as therapeutic agents to treat or prevent diseases or pathogenic situations is promising but requires further research Τα φλαβονοειδή είναι μια ομάδα χημικών μορίων που απαντάται στα φυτά και χαρακτηρίζεται από την παρουσία πολλών φαινολικών μονάδων. Τα φλαβονοειδή παρουσιάζουν ισχυρές αντιοξειδωτικές και αντικαρκινικές ιδιότητες. Τα μόρια ενεργούν ως δεσμευτές των ενεργών ριζών οξυγόνου και ως αναστολείς διαφόρων ενεργών ενζύμων. Σκοπός της μελέτης ήταν να εξετάσει τις in vitro αντικαρκινικές ιδιότητες των φλαβανολών (κατεχίνη επικατεχίνη, EGCG) και τη δραστηριότητά τους ως in vivo αναστολείς του οξειδωτικού στρες που προκαλείται από τη χορήγηση όζοντος. Μεθοδολογία: Για τις in vitro μελέτες η μέθοδος Trypan Blue και ΜΤΤ χρησιμοποιήθηκαν για το προσδιορισμό της κυτταρικής βιωσιμότητας και των πολλαπλασιασμό των LMS, MCF-7 και MRC-5 κυττάρων. Η κυτταρομετρία ροής χρησιμοποιήθηκε για τον προσδιορισμό της απόπτωσης/νέκρωσης στα κύτταρα LMS. Για τις in vivo μελέτες, χρησιμοποιήθηκαν θηλυκοί επίμυες Wistar, ηλικίας 3-6 μηνών. Το οξειδωτικό στρες προκλήθηκε από ενδοπεριτοναϊκή χορήγηση όζοντος (6.1μg/kg σωματικού βάρους) ενώ το μίγμα των φλαβανολών (20mg/kg σωματικού βάρους) χορηγήθηκε επίσης ενδοπεριτοναϊκά. Για την εκτίμηση της συνολικής του αντιοξειδωτικής ικανότητας χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος Κυανού του CrO5 και η Υγρή Χρωματογραφία-Φασφατογράφου Μάζας (LC-MS) για τον προσδιορισμό των επιπέδων της μαλονικής διαλδεϋδης στα ούρα. Η δραστηριότητα των ενζύμων υπεροξειδάση της γλουταθειόνης (SOD) και υπεροξειδάσης της γλουταθειόνης (GPx) μετρήθηκε με εμπορικά διαθέσιμα kits. Μετρήθηκαν επίσης αιματολογικοί δείκτες, δείκτες διατροφής και μεταβολισμού, τα επίπεδα του παράγοντα νέκρωσης TNF-α και τα επίπεδα ψευδαργύρου και του χαλκού στο πλάσμα του αίματος. Αποτελέσματα: Η επώαση των διάφορων φλαβανοών με καρκινικές σειρές κυττάρων ανέστειλε τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό. Τα μόρια αυτά οδήγησαν τα καρκινικά κύτταρα σε αποπτωτικό θάνατο. Από τι φλαβανόλες η EGCG εμφάνισε τη μεγαλύτερη κυτταροτοξική δράση ενώ η επικατεχίνη και κατεχίνη έδειξαν παρόμοια, αλλά ασθενέστερη δράση. Σύμφωνα με τα in vivo αποτελέσματα οι δόσεις όζοντος που χρησιμοποιήθηκαν την παρούσα μελέτη και η επιλεγμένη οδός χορήγησης προκάλεσαν σημαντική αύξηση του οξειδωτικού στρες στους ενήλικες επίμυες, όπως φαίνεται από την αύξηση των επιπέδων MDA στα ούρα και τη σημαντική μείωση της TAC στο πλάσμα. Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας αποδεικνύουν ότι οι φλαβανόλες μπορούν να λειτουργήσουν σαν διαμορφωτές της TAC και να διατηρήσουν την δραστηριότητα των ενδογενών αντιοξειδωτικών αμυντικών ενζύμων. Συμπέρασμα: Οι φλαβανόλες είναι χημικά μόρια που παρουσιάζουν έντονη βιολογική δραστηριότητα με ισχυρά οφέλη υγείας. Ο ρόλος τους και η χρήση τους ως θεραπευτικοί παράγοντες για την αντιμετώπιση ή πρόληψη ασθενειών ή παθογενετικών καταστάσεων είναι ελπιδοφόρος ωστόσο απαιτείται περαιτέρω ερευνητική δράση και θεμελίωση των αποτελεσμάτων 769 255 251 An actor-critic deep reinforcement learning agent for visual object tracking Reinforcement learning provides a general framework for solving complex and uncertain sequential decision problems, encountered in many real-world applications. Visual object tracking is one of the fundamental problems in the computer vision field that aims at finding the location of a target object. In this thesis we present a Deep Reinforcement Learning (DRL) approach for solving the visual tracking problem by employing an end-to-end approach for visual tracking in videos that learns to predict the bounding box locations of a target object at every frame. An Actor-Critic architecture of reinforcement learning is proposed that interacts with the input video overtime. It consists of two neural network structures: an action decision (policy) network that is designed to generate actions to find the location of the target object in a new frame, and another network, the critic, which is used for approximating the value function and explores the state space. Both neural nets work together to achieve a better tracking performance. The critic network has a deep structure and is designed with a convolutional neural network (CNN) in the input is the image frame. A reward function is also studied that evaluates every transition based on a content-based difference of the hash code of the bounding box. The reinforcement learning agent is trained so as to learn good tracking policies that maximize the tracking performance in the long run. The proposed algorithm is experimentally compared with common approaches for tracking such as Meanshift, Boosting, Medianflow and Mil. Η Ενισχυμενη Μαθηση είναι ενα σημαντικό εργαλείο για να λύνουμε περίπλοκα προβλήματα και προβληματα αποφάσεων, που αντιμετωπίζουμε σε πολλες εφαρμογές στο πραγματικό κοσμο. To Visual Object tracking είναι ένα απο τα πιο σημαντικά προβλήματα στο τομέα της υπολογιστικής όρασης και προσπαθεί να βρεί τη θέση ενός αντικειμένου. Σε αυτή την εργασία παρουσιάζουμε μια Deep Reinforcement Learning (DRL) προσέγγιση για να λύσουμε το πρόβλημα του visual object tracking χρησιμοποιώντας μια πρόσεγγιση για visual tracking σε βίντεο το οποίο μαθαίνει να προβλέπει τη θεση του κουτιού που περιέχει το αντικείμενο που θέλουμε να παρακολουθήσουμε σε κάθε εικονοσειρά. Μια Actor-Critic αρχιτεκτονικη της ενισχυμένης μάθησης προτείνεται η οποία αλληλεπιδρά με το βίντεο εισόδου. Αποτελείται απο δυο νευρωνικά δίκτυα: ένα action decision (policy) network που είναι σχεδιαμένο να παρέχει ενέργειες για να βρεθεί η θέση του αντικειμένου στο καινούργιο εικονοπλαίσιο και ένα αλλο δίκτυο τον critic ο οποίος χρησιμοποιείται για να προσεγγισουμε το value function και κάνουμε εξερεύνηση στο χώρο τον καταστάσεων. Και τα δύο νευρωνικά δίκτυα συνεργάζονται για να πετύχουν μια καλύτερη απόδοση στο tracking. To δίκτυο του critic έχει μια δομή βαθειών συνελλεκτικών νευρωνικών δικτύων και παίρνει σαν είσοδο όλη την εικόνα του εικονοπλαισίου. Επίσης μελετήθηκε και η συνάρτηση ανταμοιβής, η οποία αξιολογεί τη κάθε μετακίνηση του κουτιού βασισμένο στη διαφορά του περιεχομένου με το hash κώδικα του κουτιού. Ο πράκτορας εκπαιδεύεται για να μάθει κάλες πολιτικές για tracking τέτοιες ώστε να μεγιστοποιείται η απόδοση του tracking στη πορεία. Ο προτεινόμενος αλγόριθμος συγκρίθηκε στα πειράματα με παραδοσιακούς trackers όπως Meanshift, Boosting, Medianflow και Mil. 770 236 255 Information technology systems in management of primary education school units and organizations. Πληροφοριακά συστήματα στην διοίκηση των πρωτοβάθμιων σχολικών μονάδων και οργανισμών. The development of technology has led to the introduction of Information Systems in companies and organizations with the aim of better management. One of the most important information systems is Myschool which is used by educational organizations. Myschool is a system that provides education administrators with a wide range of facilities and online services, such as recording student enrollments and transfers, their grades, as well as registering personal information, leave and absences. teachers, and even reduces bureaucracy. The present study was conducted with the aim of analyzing the use of Myschool and identifying its positive and negative elements encountered by teachers who use it. The method used to conduct the study is quantitative and specifically the research tool used to collect the data is the questionnaire. Specifically, a questionnaire was distributed to 104 teachers in Primary Education of Preveza who serve in kindergartens or primary schools. According to the results he came up with, the teachers seem to have quite a positive attitude towards the use of this program. However, their lack of training on the program is a factor that influences their attitude towards its use and in fact is one of the reasons why Myschool is even considered difficult to use. For its effective functionality, therefore, it is considered necessary to train teachers through the organization of appropriate training and information seminars. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας έχει οδηγήσει στην εισαγωγή Πληροφοριακών Συστημάτων σε επιχειρήσεις και οργανισμούς με στόχο την καλύτερη διοίκησή τους. Ένα από τα πιο σημαντικά πληροφοριακά συστήματα είναι το Myschool το οποίο χρησιμοποιείται από τους εκπαιδευτικούς οργανισμούς. Το Myschool αποτελεί ένα σύστημα το οποίο παρέχει στα διοικητικά άτομα της εκπαίδευσης μεγάλο πλήθος διευκολύνσεων και ηλεκτρονικών υπηρεσιών, όπως είναι η καταγραφή των εγγραφών και των μετεγγραφών των μαθητών, των βαθμολογιών τους, καθώς επίσης και η καταχώρηση προσωπικών στοιχείων, των αδειών και των απουσιών των εκπαιδευτικών, και μάλιστα μειώνει τα φαινόμενα γραφειοκρατίας. Η παρούσα μελέτη πραγματοποιήθηκε με στόχο την ανάλυση της χρήσης του Myschool και τον προσδιορισμό των θετικών και αρνητικών στοιχείων του που συναντάνε οι εκπαιδευτικοί που το χρησιμοποιούν. Η μέθοδος η οποία ακολουθείται για την πραγματοποίηση της μελέτης είναι η ποσοτική και συγκεκριμένα το ερευνητικό εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε για τη συλλογή των δεδομένων είναι το ερωτηματολόγιο. Συγκεκριμένα μοιράστηκε ερωτηματολόγιο σε 104 εκπαιδευτικούς της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Πρέβεζας οι οποίοι υπηρετούν σε νηπιαγωγεία ή σε δημοτικά σχολεία. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα στα οποία κατέληξε, οι εκπαιδευτικοί δείχνουν να έχουν αρκετά θετική στάση απέναντι στη χρήση του συγκεκριμένου προγράμματος. Ωστόσο, η έλλειψη εκπαίδευσής τους σχετικά με το πρόγραμμα είναι ένας παράγοντας ο οποίος επηρεάζει τη στάση τους απέναντι στη χρήση του και μάλιστα είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους το Myschool θεωρείται ακόμα και δύσχρηστο. Για την αποτελεσματική του λειτουργικότητα λοιπόν, θεωρείται απαραίτητη η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών μέσα από τη διοργάνωση κατάλληλων σεμιναρίων επιμόρφωσης και ενημέρωσης. 771 389 403 Multiple Sclerosis (MS) is a chronic disorder of the Central Nervous System (CNS). Genetic and environmental factors play a key role in the pathogenesis of MS by activating the immune response causing inflammation. The immune system destroys gradually its own axes of the bone marrow in the CNS, in cases lasting from a few months to several years. Possible demyelination and degeneration of the nervous system can cause severe and debilitating kinetic, aesthetic, balance and cognitive difficulties, disability, serious complications and negative effects to the quality of life. The available treatments today can slow the progress of the disease but not completely cure it. Available treatments include steroids against temporary disease manifestation, medications that modify the disease and medications targeting specific symptoms. While these can reduce the frequency of exacerbations and the slow progression of the disease, no medication can regenerate nerves or remyelination ability in order to repair the cumulative damage that already exists. Many options of treatments have been studied to prevent patients with MS from recurrent relapse. The oldest and most common used medication for MS is the interferon beta either used standalone or as part of an adjunctive therapy together with other drugs. Injectable treatments consist of monoclonal antibodies and immunosuppressive drugs have also been studied. Recent research has shown that cell therapies have the potential to repair the CNS and may provide protection against inflammatory damage caused by injuries. Stem cells play an important role in demyelination and help in the prevention of axes demyelination. The basic idea behind this treatment consist of two parts. Firstly, the collection of blood cells of the patient, immunosuppression by chemotherapy and re-injection of stem cells in patients in order to regenerate the immune system. Secondly, the replacement of oligodendrocytes or myelin loss by transplantation of ancestral oligodendrocyte (OPC) or OPC-induced polypeptide stem cells. Studies have shown clinical improvement in cognitive and kinetic operation without showing new changes 65 in the Magnetic Resonance Imaging (MRI), improvement in the Expanded Disability Status Scale (EDSS) scores as well as superior production of growth factors that stimulate secretions responsible for therapeutic potential. Additionally, improvement has been observed in the bladder, intestine, walking, upper limb functionality, energy and fatigue. MS that till now is considered incurable disease with lifelong disability, appears now to be able to be cured by stem cell therapy. Η σκλήρυνση κατά πλάκας (ΣΚΠ) ή πολλαπλή σκλήρυνση είναι μια χρόνια διαταραχή του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ). Γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο στην παθογένεσή της, ενεργοποιώντας την ανοσολογική αντίδραση και προκαλώντας φλεγμονή. Το ανοσοποιητικό σύστημα καταστρέφει σταδιακά τους δικούς του μυελικούς άξονες στο ΚΝΣ, σε επεισόδια διάρκειας από μερικούς μήνες έως πολλά χρόνια. Η ενδεχόμενη απομυελίνωση και εκφυλισμός του νευρικού συστήματος μπορεί να προκαλέσει σοβαρές και εξουθενωτικές κινητικές, αισθητικές και γνωστικές δυσκολίες, διαταραχές ισορροπίας και αναπηρία, σοβαρές επιπλοκές με σαφή αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής του ασθενούς. Οι διαθέσιμες σήμερα συμβατικές θεραπευτικές είναι ικανές να επιβραδύνουν την εξέλιξη, αλλά δεν επιτυγχάνουν πλήρη ίαση. Οι διαθέσιμες θεραπείες περιλαμβάνουν στεροειδή, φάρμακα τροποποιητικά της νόσου και φάρμακα που ενεργούν έναντι συγκεκριμένων συμπτωμάτων. Ενώ τα περισσότερα από αυτά τα φάρμακα μπορούν να μειώσουν τη συχνότητα των παροξύνσεων και την αργή εξέλιξη της νόσου, κανένα δεν έχει νευρική αναγεννητική ικανότητα ή δυνατότητα επαναμυελίνωσης για να αποκατασταθεί η σωρευτική βλάβη που ήδη υπάρχει. Πολλές θεραπευτικές επιλογές έχουν μελετηθεί σε επίπεδο πρόληψης των συχνών επιτροπών που εμφανίζονται σε ασθενείς με ΣΚΠ. Το παλαιότερο και πιο συχνά χρησιμοποιούμενο φάρμακο για τη ΣΚΠ είναι η ιντερφερόνη βήτα, η οποία είτε χρησιμοποιείται μεμονωμένα, είτε ως συμπληρωματική θεραπεία με άλλα φάρμακα. Οι θεραπείες έγχυσης με μονοκλωνικά αντισώματα και ανοσοκατασταλτικά φάρμακα έχουν επίσης μελετηθεί στο πρόσφατο παρελθόν. Σε επίπεδο χρήσης βλαστικών κυττάρων σε ασθενείς με ΣΚΠ, πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι οι κυτταρικές θεραπείες έχουν δυνατότητες για επιδιόρθωση των βλαβών του ΚΝΣ και μπορεί να παρέχουν προστασία από φλεγμονώδεις βλάβες που προκαλούνται μετά από τραυματισμό. Τα βλαστοκύτταρα παίζουν σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση αποτρέποντας την απομυελίνωση των αξόνων. Η βασική ιδέα πίσω από αυτή τη θεραπεία έχει ως αφετηρία δύο άξονες, που περιλαμβάνουν αφενός τη συλλογή των κυττάρων του αίματος του ασθενούς, την ανοσοκαταστολή με χημειοθεραπεία και επανέγχυση των βλαστοκυττάρων στους ασθενείς για την αναγέννηση του ανοσοποιητικού συστήματος και αφετέρου, την 63 αντικατάσταση ολιγοδενδροκυττάρων που έχουν υποστεί βλάβη ή απώλεια μυελίνης, μέσω μεταμόσχευσης προγονικών κυττάρων ολιγοδενδροκυττάρων (OPC) ή πολυπεπτιδικών βλαστοκυττάρων επαγόμενων από OPC. Μελέτες σε ασθενείς με ΣΚΠ που υποβλήθηκαν σε μεταμόσχευση βλαστικών κυττάρων, έδειξαν σημαντική κλινική βελτίωση στις γνωστικές και κινητικές λειτουργίες χωρίς εμφάνιση νέων αλλοιώσεων στη μαγνητική τομογραφία (MRI), καθώς και βελτιώσεις στις βαθμολογίες κλίμακας εκτεταμένης κατάστασης αναπηρίας (EDSS), στην λειτουργία της ουροδόχου κύστης, του εντέρου, της όρασης, αισθητικών και κινητικών λειτουργιών. Η ΣΚΠ η οποία σήμερα θεωρείται ανίατη με δια βίου αναπηρία, μπορεί να θεραπευτεί με τη χρήση βλαστικών κυττάρων. 772 824 785 Καταγράφη των λοιμώξεων χειρουργικού πεδίου και μελέτη των παραγόντων κινδύνου στη χειρουργική κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωάννινων Despite the significant improvements that have occurred in the area of prevention, surgical site infection (SSI) remains a clinical problem statistically associated with increased mortality and morbidity rates. The hospital-acquired infections are among the 10 main causes of death in the United States. In the 1990s, patients developing SSI had a larger hospitalization cost and they were twice as likely to die, they were 60% more likely to be hospitalized in ICU, and over five times more likely to be reintroduced in hospital. In 2009 in the USA, it was estimated that surgical site infections were the cause that extended the length of stay of the patient in the hospital an average of 9.7 days and caused an increased cost from 20.842 $ per admission Risk factors for SSI have been investigated in several studies and separated into two main categories, risk factors that depend on the patient (age, physical condition, obesity, diabetes mellitus, etc.) and those dependent on surgery (type of surgery, duration, method, etc.). Many countries have adopted protocols for monitoring and recording SSI with the main objective to highlight the risk factors for SSI and best prevention practices. Studies based on the epidemiology of surgical site infections are complicated by the heterogeneous nature of these infections: frequency varies greatly between processes, between hospitals, between surgeons and among patients. Identifying SSI includes interpretation of both clinical and laboratory findings, and it is important for a surveillance program to use standardized and clear definitions to provide accurate and sufficient SSI rates. The purpose of this prospective study is to investigate the prevalence of SSI and the identification of risk factors associated with their appearance in the Department of Surgery, of the University Hospital of Ioannina, Greece. A total of 1058 patients who underwent operations in the spectrum of general surgery, at the University Hospital of Ioannina were included in this study. Beyond the demographic patient data (name, surname, gender, age, place of residence) were also recorded anthropometric data (height, weight) and data relating to patients' habits like smoking and drinking alcohol. Regarding surgery, data were recorded regarding the duration, the type of surgery, the outcome, the chemoprophylaxis, co-existing pathology, whether implants were used or not, the type of anesthesia and the classification of the surgical wound. The criteria defining SSI incidence were consistent with NNIS Protocol Control Centre for Infectious Diseases (CDC). All patients were followed for 30 days after surgery for postoperative infections according to the protocol. Risk factors monitored in this study included sex, age (<=60 and >60), ICU stay (yes/no), preoperative length of stay (<48 h, >=48 h), chemoprophylaxis (yes/no), NNIS basic SSI risk index (NNIS score 0, 1, 2, 3) (35), American Society of Anesthesiology (ASA) assessment score (1-2 or 3-4-5) (36,37) and wound contamination classification (contaminated or dirty-infected). All patients were monitored for 30 days for postoperative infections following standard definitions for nosocomial infections. In the sample of 1058 patients included in our study we find surgical site infections in 80 cases (7.6%), which is high compared to the results from studies from the international literature. Of the total of 80 surgical site infections were recorded in our sample, 34 were characterized as deep (42.5%), 35 as superficial (43.8%) and 11 as organ space (13.8%). 67 SSI incidences were recorded during hospitalization time (83.8%) and 13 after patients discharged from the hospital (16.2%). Most common pathogen was Escherichia coli (26 times). Gram-negative pathogens were 53 (49,5 %), gram-positive were 45 (42 %) and 9 (8,4 %) were fungus. Regarding the type of surgery we observe that small bowel (27.78%), hepato- pancreato-biliary (23,21%) colon and rectum operations (15.31%) and appendectomy (16%) had SSI incidence rates well above the average of our sample. Sstatistical analysis of the sample of our study shows a statistically significant difference in total days of hospitalization among patients who did not develop SSI and those who developed. An important difference between the two groups is shown when we compare the average number of antibiotics administered and the average duration of administration. Regarding risk factors for SSI initially studied independently the factors of body mass index (BMI), smoking, alcohol and low albumin rates. In the first three cases, no statistically significant differences were observed to correlate these factors with the occurrence of SSI, unlike the low albumin rates which was found to be associated with the appearance of SSIs. ICU admission, ASA score above 2, NNIS score and would classification found to be statistically related with SSI acquisition. Those are the factors that were included to the multivariate analysis. Adjusted odds ratio and p values for independent SSI risk factors were calculated. NNIS score and would classification were highlighted as significantly associated with SSI. The lack of a surveillance system, both in our hospital, and in Greece is something that should be addressed. More extensive studies on SSIs prevelance and the use of antibiotics which will include more clinical departments and patients should be carried out. Οι λοιμώξεις του χειρουργικού πεδίου (ΛΧΠ) είναι ένα σημαντικό πρόβλημα στις χειρουργικές επεμβάσεις, καθώς σχετίζονται με αυξημένη νοσηρότητα, θνησιμότητα, παραμονή στο νοσοκομείο και κόστος νοσηλείας. Το 2002, Όσον αφορά τους παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση ΛΧΠ, αρχικά μελετήσαμε ανεξάρτητα τον δείκτη μάζας σώματος (BMI), το κάπνισμα, το αλκοόλ και τη χαμηλή τιμή αλβουμίνης. Στις τρεις πρώτες περιπτώσεις, δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές που να συσχετίζουν τους παράγοντες αυτούς με την εμφάνιση ΛΧΠ, αντίθετα, η υπολβουμιναιμία βρέθηκε να σχετίζεται με την εμφάνιση ΛΧΠ. Ο υπολογισμός του λόγου πιθανοτήτων, του διαστήματος εμπιστοσύνης αλλά και του p, ανέδειξε ως παράγοντες κινδύνου την παραμονή του ασθενούς στη ΜΕΘ, το ASA score μεγαλύτερο του 2, το NNIS score μεγαλύτερο του μηδενός, και τη ταξινόμηση του χειρουργικού τραύματος σε διαφορετική της ClassI. Στη πολυπαραγοντική ανάλυση που ακολούθησε, συμπεριλήφθησαν όλοι η στατιστικά σημαντικοί παράγοντες κινδύνου που αναδείχθηκαν με τη μονοπαραγοντική ανάλυση. Βρέθηκε ότι ανεξάρτητοι παράγοντες κινδύνου στη μελέτη μας είναι: η παραμονή του ασθενούς στη ΜΕΘ, το NNIS score μεγαλύτερο του μηδενός, και η ταξινόμηση του χειρουργικού τραύματος όταν είναι διαφορετική της κατηγορίας I. Η μη ύπαρξη ενός συστήματος επιτήρησης, τόσο στο νοσοκομείο μας, όσο και πανελλαδικά, είναι κάτι που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί. Επίσης, σημαντικά αυξημένη, σχετικά με τους μέσους όρους που καταγράφονται διεθνώς, είναι η διάρκεια προφυλακτικής χορήγησης αντιβιοτικών. Ωστόσο, οφείλουμε να επισημάνουμε, πως είναι αναγκαίο να διεξαχθούν πιο εκτεταμένες μελέτες για τις ΛΧΠ, καθώς και για τη χρήση των αντιβιοτικών που να περιλαμβάνουν περισσότερες κλινικές και περιστατικά. εκτιμάται ότι περίπου 1,7 εκατομμύρια ασθενείς ανέπτυξαν ενδονοσοκομειακή λοίμωξη στις ΗΠΑ, και 99.000 από αυτούς πέθαναν, ως αποτέλεσμα της λοίμωξης. Περισσότερο από το 20% αυτών των λοιμώξεων, οφείλεται σε λοίμωξη του χειρουργικού πεδίου που αντιστοιχούν σε περίπου 2% των χειρουργικών επεμβάσεων. Το 2009 στις ΗΠΑ, υπολογίστηκε ότι οι λοιμώξεις χειρουργικού πεδίου ήταν η αιτία που παρατάθηκε η διάρκεια παραμονής του ασθενούς στο νοσοκομείο κατά μέσο όρο 9,7 ημέρες και οδήγησε σε αύξηση του κόστους κατά $ 20.842 ανά εισαγωγή. Πολλές χώρες έχουν δημιουργήσει τα δικά τους συστήματα επιτήρησης ΛΧΠ. Σχεδόν όλα ακολουθούν τα κριτήρια του CDC (Centers for Disease Control and Prevention) ενώ διαφοροποιήσεις υπάρχουν κυρίως ως προς τις κατηγορίες επεμβάσεων τις οποίες εμπεριέχουν, την κωδικοποίηση, την παρακολούθηση μετά την έξοδο από το νοσοκομείο και το κατά πόσο το σύστημα επιτήρησης είναι υποχρεωτικό ή εθελοντικό για τις μονάδες υγείας. Ο σκοπός της παρούσας προοπτικής επιδημιολογικής μελέτης είναι η διερεύνηση του επιπολασμού των ΛΧΠ και η ανάδειξη των παραγόντων κινδύνου που σχετίζονται με την εμφάνισή τους στην Χειρουργική κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων. Συνολικά, εντάχθηκαν στην έρευνα 1058 ασθενείς, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε γενική χειρουργική επέμβαση στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Πέρα από τα δημογραφικά στοιχεία των ασθενών (όνομα, επίθετο, φύλο, ηλικία, τόπος διαμονής), καταγράφηκαν επίσης, σωματομετρικά στοιχεία (ύψος, βάρος), καθώς και στοιχεία που αφορούσαν συνήθειες των ασθενών όπως το κάπνισμα, η κατανάλωση αλκοόλ και η λήψη φαρμάκων. Όσον αφορά την επέμβαση, καταγράφηκαν στοιχεία για τη διάρκεια, το είδος, την έκβαση, τη χημειοπροφύλαξη, τη συνυπάρχουσα παθολογία, την ύπαρξη ή όχι εμφυτευμάτων, το είδος της αναισθησίας, της ταξινόμησης του χειρουργικού τραύματος. Τα κριτήρια ορισμού των ΛΧΠ ήταν σύμφωνα με το πρωτόκολλο NNIS του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC). Όλοι οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν για 30 ημέρες μετά την επέμβαση για μετεγχειρητικές λοιμώξεις σύμφωνα με το πρωτόκολλο. Από τη συγκεκριμένη μελέτη μας, διαπιστώνεται ότι στο νοσοκομείο μας και σε δείγμα 1058 ασθενών που συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη, το ποσοστό εμφάνισης ΛΧΠ είναι στο 7,6%, το οποίο είναι υψηλό σε σύγκριση με τα ποσοστά ΛΧΠ της δυτικής βιβλιογραφίας. Από τις 80 συνολικά λοιμώξεις χειρουργικού πεδίου που καταγράφηκαν στο δείγμα μας, οι 34 είναι εν τω Βάθει (42,5 %), 35 επιφανειακές (43,8 %) και 11 οργάνου χώρου (13,8 %). Ενδονοσοκομειακά καταγράφηκαν 67 λοιμώξεις χειρουργικού πεδίου (83,8 %) και 13 μετά την έξοδο του ασθενούς από το νοσοκομείο (16,2 %). Σε σχέση με το είδος της επέμβασης, παρατηρούμε ότι οι επεμβάσεις στο λεπτό έντερο (27,78%), στα χοληφόρα-ήπαρ-πάγκρεας (23,21%) στο παχύ έντερο (15,31%) και η σκωληκοειδεκτομή (16%) παρουσιάζουν ποσοστά εμφάνισης ΛΧΠ αρκετά υψηλότερα από τη μέση τιμή του δείγματός μας. Από την στατιστική ανάλυση του δείγματος της έρευνάς μας, προκύπτει στατιστικά σημαντική διαφορά στις συνολικές μέρες νοσηλείας μεταξύ των ασθενών που δεν εμφάνισαν ΛΧΠ και εκείνων που εμφάνισαν. Σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων παρουσιάζεται και στον μέσο αριθμό αντιβιοτικών που χορηγήθηκαν αλλά και στη μέση χρονική διάρκεια χορήγησης. Παρατηρούμε ότι τα μικρόβια που εμφανίζονται πιο συχνά είναι το Escherichia coli 26 στελέχη (24,3%), ο Enterococcus faecium 15 στελέχη (14%), ο Enterococcus faecalis 12 στελέχη (11,2%) και η Pseudomonas aeruginosa 12 στελέχη (11,2%). Συνολικά, από τα μικρόβια που απομονώθηκαν τα 53 (49,5%) ήταν Gram (-), 45 (42%) ήταν Gram (+) και 9 (8,4%) ήταν μύκητες. 773 115 114 THE AIM OF THE PRESENT STUDY IS TO DESCRIBE THE EFFECT OF SJOGREN'S SYNDROME (SS) ON THE FERTILITY, PARITY AND SEXUAL ACTIVITY AS WELL AS TO INVESTIGATE THE ETIOPATHOLOGY OF DISPAREUNIA IN THESE PATIENTS. NO DIFFERENCES WERE OBSERVED IN FERTILITY, PARITY OR REPRODUCTIVITY SUCCESS RATE BETWEEN PATIENTS AND CONTROLS. HALF OF THE PATIENTS HAD OBVIOUS AETIOLOGY OF DYSPAREUNIA (TRAUMA OR INFLAMMATION) WHILE IN THE OTHER HALF DISPAREUNIA WAS ATTRIBUTED TO THE DISEASE. IN ADDITION, THE HISTOLOGIC PICTURE OF THE PATIENTS VAGINAL TISSUE REVEALEDPERIVASCULAR INFILTRATION. FINALLY, PRIMARY SS PATIENTS APPEARED TO HAVE A NORMAL SEX LIFE. HOWEVER, UNLIKE THAT OBSERVED IN CONTROLS, THE INTERCOURSE FREQUENCY DID NOT DIMINISH WITH AGE NOR WITH THE PRESENCE OF DYSPAREUNIA. Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΠΕΡΙΓΡΑΨΕΙ ΤΙΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ SJOGREN ΣΤΗ ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑ, ΤΕΚΝΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΘΩΣ ΕΠΙΣΗΣΝΑ ΕΡΕΥΝΗΣΕΙ ΤΗΝ ΑΙΤΙΟΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΔΥΣΠΑΡΕΥΝΕΙΑΣ ΣΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ. ΔΕΝΠΑΡΑΤΗΡΗΘΗΚΑΝ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΑΣΘΕΝΩΝ ΚΑΙ ΥΓΙΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑ, ΤΗΝ ΤΕΚΝΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΕΚΝΟΠΟΙΗΣΗΣ. ΣΤΟ 1/2 ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΔΥΣΠΑΡΕΥΝΕΙΑ ΑΝΑΔΕΙΧΘΗΚΕ ΜΙΑ ΕΜΦΑΝΗΣ ΑΙΤΙΑ ΓΙΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑ (ΤΡΑΥΜΑ Η ΦΛΕΓΜΟΝΗ) ΕΝΩ ΣΤΙΣ ΥΠΟΛΟΙΠΕΣ ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΟΤΙ Η ΔΥΣΠΑΡΕΥΝΕΙΑ ΕΙΧΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΝΟΣΟ. ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΑ Η ΙΣΤΙΟΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΩΝ ΚΟΛΠΙΚΩΝ ΙΣΤΩΝ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕ ΠΕΡΙΑΓΓΕΙΑΚΗ ΦΛΕΓΜΟΝΩΔΗ ΔΙΗΘΗΣΗ. ΤΕΛΟΣ, ΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ Π.Σ.Σ. ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΟΤΙ ΕΧΟΥΝ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΖΩΗ, Η ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΔΕ ΜΕΙΩΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΔΟ ΤΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΔΥΣΠΑΡΕΥΝΕΙΑ. 774 210 213 There is a wide variety of foodborne protozoans responsible for foodborne diseases. Despite the fact that the percentages of both morbidity and mortality attributed to foodborne diseases have dropped significantly in the past fifty years, all the recent socioeconomic and political developments in Europe and the areas surrounding it, along with the modern change of nutritional patterns worldwide are causes for alert regarding the safety of Public Health in relation to foodborne diseases. In 2010 it was estimated that around 375 million cases of foodborne diseases, resulting in 33,900 deaths were associated with only 3 protozoans: Entamoeba, Cryptosporidium and Giardia. In Europe according to the ECDC even though the awareness and cataloging of transmitted diseases in general is quite effective, there are still necessary steps to be taken to reduce their effect in Public Health and the society in general. The most significant protozoans responsible for the more frequent foodborne diseases are Cryptosporidium parvum, Cyclospora cayetanensis, Giardia lamblia, Entamoeba histolytica, and Toxoplasma gondii. The lack of a working protective vaccine/inoculation against the diseases caused by these prtozoans along with their incidence and prevalence both locally and worldwide, should be more than adequate to draw the attention or the responsible institutions towards prevention, early diagnosis as well as treatment where available. Το σύνολο των πρωτοζώων που χαρακτηρίζονται ως τροφιμογενώς μεταδιδόμενα είναι ευρύ. Αν και η νοσηρότητα και η θνησιμότητα, που προκαλούνται από μεταδοτικά νοσήματα γενικά, μειώθηκαν σημαντικά τα τελευταία πενήντα χρόνια, ωστόσο τόσο οι πρόσφατες αλλαγές στο κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό πλαίσιο στην Ευρώπη και τις γειτονικές περιοχές της, όσο και οι σύγχρονες αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για το μέλλον της Δημόσιας Υγείας σχετικά με τις τροφιμογενείς λοιμώξεις. Το 2010, υπολογίστηκε ότι 375 εκατομμύρια περιστατικά προκλήθηκαν από τα πρωτόζωα Entamoeba, Cryptosporidium και Giardia και οδήγησαν σε 33.900 θανάτους. Στην Ευρώπη, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης των Νόσων, αν και ο έλεγχος των μεταδοτικών νοσημάτων παραμένει σε ικανοποιητικό επίπεδο, υπάρχουν ακόμη δράσεις που κρίνονται αναγκαίες για τη μείωση της επίπτωσής τους στην κοινωνία και στη Δημόσια Υγεία. Τα σημαντικότερα πρωτόζωα που είναι υπεύθυνα για το μεγαλύτερο ποσοστό παρασιτικών, τροφιμογενώς μεταδιδόμενων λοιμώξεων είναι: Cryptosporidium parvum, Cyclospora cayetanensis, Giardia lamblia, Entamoeba histolytica, και το Toxoplasma gondii. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει εμβολιασμός για την πρόληψη των νοσημάτων που προκαλούνται από αυτά τα πρωτόζωα σε συνδυασμό με την επίπτωση και τον επιπολασμό των νόσων τους τοπικά και παγκοσμίως, αξίζει να επιστήσει την προσοχή των αρμόδιων φορέων σε δράσεις για την πρόληψη, την έγκαιρη διάγνωση, αλλά και τη θεραπεία τους. 775 204 223 η περίπτωση της σχολής επιστημών αγωγής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων The present study aims at examining plagiarism in students. In particular, we tested students’ knowledge and perceptions about plagiarism, their views as to the causes that lead to it as well as their tendency to engage in it. The sample consisted of undergraduate and postgraduate students of Departments of Primary School Education (PTDE) and Preschool Education (PTN) of School of Education in University of Ioannina. Postgraduate dissertations were also assessed. A variance of research methods was followed, making use of both a specially designed questionnaire that examines undergraduate students’ views, knowledge and perceptions about causes of plagiarism and interviews from postgraduate students who had completed the Master program. Also, postgraduate dissertations were tested for plagiarism, using the Turnitin software. The findings revealed that students tend to concept plagiarism as a severe course of action and therefore be aware of its dishonest nature. Moreover, many forms of plagiarism were found in a number of dissertations, while students seemed to agree about the main causes of plagiarism. Finally, females, junior and senior students are found to perceive some forms of plagiarism as more severe in relation to men, freshmen and sophomore students. The Department, also, functioned as a differential factor for knowledge and perceptions of students. Με την παρούσα εργασία διερευνάται το θέμα του πλαγιαρισμού στον φοιτητικό πληθυσμό και πιο συγκεκριμένα οι γνώσεις και αντιλήψεις των φοιτητών για τον πλαγιαρισμό, οι απόψεις τους για τις αιτίες που οδηγούν σε αυτόν, καθώς και η διάδοσή του. Το δείγμα της έρευνας αποτελείται από προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές των Παιδαγωγικών Τμημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης (ΠΤΔΕ) και Νηπιαγωγών (ΠΤΝ) της Σχολής Επιστημών Αγωγής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, καθώς, επίσης, και τις διατριβές των αποφοίτων του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών (ΜΠΣ) του ΠΤΔΕ. Στο πλαίσιο αυτό υιοθετήθηκε πολυμεθοδολογική προσέγγιση αξιοποιώντας ειδικά διαμορφωμένο ερωτηματολόγιο για τη διερεύνηση των γνώσεων, αντιλήψεων και απόψεων των προπτυχιακών φοιτητών για τις αιτίες του πλαγιαρισμού, συνεντεύξεις με τους αποφοίτους του ΜΠΣ, ενώ, παράλληλα, έγινε έλεγχος των μεταπτυχιακών διατριβών για τον πλαγιαρισμό με το λογισμικό Turnitin. Διαπιστώθηκε πως οι φοιτητές τείνουν να αντιλαμβάνονται τις ενέργειες του πλαγιαρισμού ως σοβαρές και ως εκ τούτου να γνωρίζουν για τον αντιδεοντολογικό τους χαρακτήρα. Συγχρόνως, εντοπίστηκε πλαγιαρισμός σε ορισμένες εργασίες και μάλιστα με ποικίλες μορφές, ενώ, παράλληλα, οι φοιτητές βρέθηκε να συμφωνούν ως προς τις βασικές αιτίες του. Τέλος, βρέθηκε πως τα κορίτσια και οι φοιτητές/τριες των μεγαλύτερων ετών υπερείχαν στην αποδιδόμενη σοβαρότητα σε κάποιες πρακτικές πλαγιαρισμού σε σχέση με τα αγόρια και τους φοιτητές/τριες των μικρότερων ετών, ενώ εντοπίστηκαν και διατμηματικές διαφορές στις γνώσεις και αντιλήψεις των φοιτητών. 776 193 204 School violence is a complex social phenomenon, which differs in terms of its manifestation among pupils according to their different characteristics, such as gender. According to the results of many surveys, boys are more often involved in violence than girls. This differentiation, according to the theories of P. Bourdieu and J. Butler, is linked to the formation of gender identity and the reproduction of gender discrimination. This paper examines how the manifestation of violence by pupils contributes to shaping their gender identity. A sample of the survey consisted of 386 students. The questionnaire and the semi-structured interview were used as data collection tools. According to the results of the survey, boys in relation to girls manifest a greater degree of physical violence and, to a lesser extent, the spread of malicious rumors. Students interpret the extent and the type of violence they manifest in biological / natural terms. Boys say they are "nature" and that a girl is not "right" to practice physical violence. Exercise of violence both in terms of extent and in the forms in which it manifests contributes to the formation of gender identity and the reproduction of gender discrimination. Η σχολική βία είναι ένα σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο διαφοροποιείται ως προς την εκδήλωσή του μεταξύ των μαθητών ανάλογα με διάφορα χαρακτηριστικά τους, όπως το φύλο. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα πολλών ερευνών τα αγόρια εμπλέκονται σε περιστατικά βίας πιο συχνά σε σχέση με τα κορίτσια. Η διαφοροποίηση αυτή, σύμφωνα με τις θεωρίες του P. Bourdieu και της J. Butler συνδέεται με τη διαμόρφωση της έμφυλης ταυτότητας και την αναπαραγωγή των έμφυλων διακρίσεων. Στην παρούσα εργασία εξετάζεται ο τρόπος με τον οποίο η εκδήλωση βίας από τους μαθητές συμβάλει στη διαμόρφωση της έμφυλης ταυτότητάς τους. Δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 386 μαθητές. Ως μέσα συλλογής των στοιχείων χρησιμοποιήθηκαν το ερωτηματολόγιο και η ημιδομημένη συνέντευξη. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας τα αγόρια σε σχέση με τα κορίτσια εκδηλώνουν σε μεγαλύτερο βαθμό σωματική βία και σε λιγότερο βαθμό διάδοση κακόβουλων φημών. Οι μαθητές ερμηνεύουν την έκταση αλλά και το είδος της βίας που εκδηλώνουν με βιολογικούς/φυσικούς όρους. Τα αγόρια αναφέρουν ότι στη είναι «φύση» τους και ότι ένα κορίτσι δεν είναι «σωστό» να ασκήσει σωματική βία. Η άσκηση βίας τόσο ως προς την έκταση όσο και ως προς τις μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται συμβάλει στη διαμόρφωση της έμφυλης ταυτότητας και στην αναπαραγωγή των έμφυλων διακρίσεων. 777 542 582 Ανάπτυξη νέων βιοκαταλυτικών συστημάτων μέσω της ακινητοποίησης ενζύμων σε νανοδομικά υλικά Carbon-based nanomaterials have attracted the scientific interest in the field of nanobiocatalytic and enzyme biotechnology. The aim of this thesis is the development of novel nanobiocatalytic systems by means of immobilization of enzymes onto carbon-based nanostructured-supports, through the understanding of the correlation between structure and function of enzymes with these nanomaterials. The scientific interest of the carbon-based nanomaterials renders from their unique properties, such as high specific surface area, excellent mechanical stability, electrical and thermal conductivity, and special optical properties. Carbon-based nanomaterials such as carbon nanotubes and graphene oxide, functionalized with different length of alkyl chains and functional groups, were used to study the effect of their presence on the catalytic and structural characteristics of cytochrome c. The presence of these functionalized nanomaterials in the reaction medium increases the catalytic efficiency of cytochrome c up to 78-fold. Furthermore, the nanomaterials stabilize the protein, as they protect it from thermal denaturation and hydrogen peroxide deactivation. Cytochrome c preserves its secondary structure in the presence of the functionalized nanomaterials, while the observed changes in the heme microenvironment suggest that the heme plane reorients in the active site pocket, possibly making the heme more accessible to the substrates and thus leading to higher peroxidase activity. Cytochrome c was immobilized on functionalized derivatives of graphene oxide through physical adsorption and covalent binding. The immobilization efficiency and the catalytic behavior of the immobilized protein are affected by the surface chemistry, the alkyl chain length and the terminal functional group of the nanomaterials, as well as the immobilization procedure. The experimental results show that functionalized graphene oxide derivatives are excellent supports for protein immobilization. The thermostability of cytochrome c is improved upon immobilization, while the nanomaterials seem to offer a protective role against denaturing agents, such as methanol and hydrogen peroxide. Free cytochrome c is almost deactivated after incubation against those agents (24 h and 30 min respectively), while the immobilized protein retains up to 50% its initial activity. The immobilization of cytochrome c on the functionalized nanomaterials results in changes in the secondary structure of the protein. More specific, a loss in the α-helical content is observed, while the content of β-sheets is increased, indicating that the protein undergoes a conformational transition to a more rigid structure, which could explain the increased stability of the immobilized protein. The development of multi-layer nanomaterial-enzyme nanoassemblies, through multi-point covalent immobilization, leads to the synthesis of novel biocatalysts with improved properties which can be used in numerous industrial applications. The prepared nanobiocatalysts consist of alternate layers of laccase and amino-functionalized graphene oxide and present excellent thermal stability compared to the free enzyme (preservation up to 40% of their initial activity after 24 hours incubation at 60 οC). In addition, the multi-layer nanoassemblies present excellent oxidation activity against polycyclic aromatic hydrocarbons and dyes, while they are able to retain up to 94% of their initial activity after 5 uses (25 hours of total operation). In conclusion, carbon-based nanomaterials improve the catalytic behavior of redox proteins, leading towards the development of novel biocatalytic systems with interesting properties. The results of this study demonstrate the significant benefits arising from the implementations of nanosturctured materials as supports for enzyme immobilization, and form the basis for the development of numerous applications in the field of nanobiotechnology. Τα νανοδομικά υλικά με βάση τον άνθρακα παρουσιάζουν σημαντικό ερευνητικό ενδιαφέρον στο πεδίο της νανοβιοκαταλυτικής και ενζυμικής βιοτεχνολογίας. Στόχος της παρούσας διατριβής είναι η ανάπτυξη νέων βιοκαταλυτικών συστημάτων μέσω της ακινητοποίησης ενζύμων σε νανοδομικά υλικά με βάση τον άνθρακα, μελετώντας και κατανοώντας τη σχέση δομής-λειτουργίας των ακινητοποιημένων ενζύμων με τα νανοϋλικά. Το αυξημένο ερευνητικό ενδιαφέρον για τα νανοϋλικά με βάση τον άνθρακα προκύπτει από τις ιδιαίτερες ιδιότητες που εμφανίζουν, όπως η αυξημένη ειδική επιφάνεια, η εξαιρετική μηχανική σταθερότητα, η ηλεκτρική και θερμική αγωγιμότητα, και οι ειδικές οπτικές ιδιότητες ανάλογα με το είδος του νανοϋλικού. Νανοϋλικά με βάση τον άνθρακα, και πιο συγκεκριμένα νανοσωλήνες άνθρακα και οξείδιο του γραφενίου, χημικά τροποποιημένα για την εισαγωγή αλκυλικών αλυσίδων των οποίων τόσο το μήκος όσο και το είδος των τερματικών λειτουργικών ομάδων διαφέρει, χρησιμοποιήθηκαν για τη μελέτη της επίδρασης της παρουσίας τους στα καταλυτικά και δομικά χαρακτηριστικά του κυτοχρώματος c. Η παρουσία των νανοϋλικών αυτών στο μέσο της αντίδρασης αυξάνει την καταλυτική ισχύ του κυτοχρώματος c έως και 78 φορές. Επιπλέον, τα νανοϋλικά σταθεροποιούν την πρωτεΐνη, προστατεύοντάς την από τη θερμική μετουσίωση και την απενεργοποίηση από υπεροξείδιο του υδρογόνου. Το κυτόχρωμα c διατηρεί τη δευτεροταγή δομή του παρουσία των νανοϋλικών αυτών, ενώ παρατηρούνται αλλαγές στο μικροπεριβάλλον της αίμης, οι οποίες οδηγούν σε μια αναδιαμόρφωση του ενεργού κέντρου κάνοντάς το πιο προσβάσιμο, με αποτέλεσμα την αυξημένη καταλυτική δραστικότητα της πρωτεΐνης. Το κυτόχρωμα c ακινητοποιήθηκε σε διάφορα τροποποιημένα παράγωγα του οξειδίου του γραφενίου μέσω φυσικής προσρόφησης και ομοιοπολικής ακινητοποίησης. Η απόδοση της ακινητοποίησης και η καταλυτική συμπεριφορά της πρωτεΐνης επηρεάζονται από τη χημική σύσταση της επιφάνειας του νανοϋλικού, το μήκος της αλκυλικής αλυσίδας, τη λειτουργική ομάδα και τον τρόπο της ακινητοποίησης. Τα πειραματικά αποτελέσματα υποδεικνύουν ως κατάλληλους φορείς ακινητοποίησης τα τροποποιημένα παράγωγα του οξειδίου του γραφενίου. Η θερμική σταθερότητα του ακινητοποιημένου κυτοχρώματος c βελτιώνεται σε σχέση με την ελεύθερη πρωτεΐνη, ενώ ταυτόχρονα τα νανοϋλικά προστατεύουν το κυτόχρωμα c από αποδιατακτικούς παράγοντες όπως είναι η μεθανόλη και το υπεροξείδιο του υδρογόνου. Το ελεύθερο κυτόχρωμα c χάνει σχεδόν ολοκληρωτικά τη δραστικότητα του μετά από επώαση (24 ώρες και 30 λεπτά αντίστοιχα) με τους παράγοντες αυτούς, ενώ το ακινητοποιημένο κυτόχρωμα c διατηρεί μέχρι και το 50% της αρχικής δραστικότητάς του. Η ακινητοποίηση του κυτοχρώματος c έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή της δευτεροταγούς δομής του. Διαπιστώθηκε μείωση της περιεκτικότητας σε α-έλικα με ταυτόχρονη αύξηση της περιεκτικότητας σε β-φύλλα, γεγονός που υποδηλώνει πως η πρωτεΐνη υιοθετεί μια πιο άκαμπτη διαμόρφωση που θα μπορούσε να εξηγήσει την αυξημένη σταθερότητα του ακινητοποιημένου cyt c. Η δημιουργία πολυστρωματικών νανοσυστοιχιών νανοϋλικού-ενζύμου, μέσω ομοιοπολικής ακινητοποίησης πολλαπλών σημείων, οδηγεί στη δημιουργία καινοτόμων βιοκαταλυτών με βελτιωμένες ιδιότητες που μπορούν να βρουν εφαρμογή σε πλήθος βιομηχανικών διεργασιών. Οι νανοβιοκαταλύτες που παρασκευάσθηκαν αποτελούνται από εναλλασσόμενα στρώματα λακάσης και τροποποιημένου οξειδίου του γραφενίου, και παρουσιάζουν εξαιρετική σταθερότητα έναντι του ελεύθερου ενζύμου (διατήρηση έως και 40% της δραστικότητας ύστερα από 24 ώρες επώαση στους 60 οC). Επιπλέον, παρουσιάζουν αυξημένη καταλυτική δραστικότητα κατά την οξείδωση πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων και χρωστικών, ενώ διατηρούν μέχρι και το 94% της αρχικής τους δραστικότητας ύστερα από 5 διαδοχικούς κύκλους χρήσης (25 ώρες συνολικού λειτουργικού χρόνου). Εν κατακλείδι, τα νανοδομικά υλικά με βάση τον άνθρακα βελτιώνουν σημαντικά την καταλυτική δράση των οξειδοναγωγικών πρωτεϊνών, οδηγώντας στη δημιουργία νέων βιοκαταλυτικών συστημάτων με ενδιαφέρουσες ιδιότητες. Τα αποτελέσματα της παρούσας διατριβής καταδεικνύουν τα σημαντικά πλεονεκτήματα που προκύπτουν από την εφαρμογή των νανοϋλικών ως φορείς για την ακινητοποίηση ενζύμων, και τα οποία αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη πλήθους εφαρμογών στο πεδίο της νανοβιοτεχνολογίας. 778 201 242 Individual response to the medication of patients with first episode of psychosis, genetic and epigenetic factors Ατομική απόκριση στη φαρμακευτική αγωγή ασθενών με πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο, γενετικοί και επιγενετικοί παράγοντες Schizophrenia is a chronic and severe mental disorder, affecting nearly 1% of the global population. Its symptoms can be categorized as positive, negative and cognitive. The First Episode in Psychosis can be manifested equally amongst men and women, usually during the last years of puberty or at the early beginning of the adult life. The nature of the disorder is considered to be multifactorial, including a possibility of predisposition, expressed or repressed via genetic and epigenetic individuality, as well as a possible environmental trigger. Stressful environmental events have been hypothesized to contribute to the manifestation of the disorder, thus the research of genes mediating the stress response and homeostasis, as well as their epigenetic regulation is necessary. The first-line treatment of psychotic symptoms includes the administration of second generation antipsychotics, targeting the positive symptoms. The severe side-effects caused by these drugs, underline the necessity of a more individualized therapy, including the research of possible diagnostic and treatment biomarkers. The approach of a clinical diagnosis based on biomarkers may help ameliorate the drug efficacy for each person, as well as the improvement of the individual lifestyle. Η σχιζοφρένεια αποτελεί μια χρόνια, νευροψυχιατρική διαταραχή, που πλήττει περίπου το 1% του γενικού πληθυσμού. Τα συμπτώματά της κατηγοριοποιούνται σε θετικά, αρνητικά και γνωσιακά. Η πρώτη εμφάνιση των θετικών συμπτωμάτων (Πρώτο Ψυχωτικό Επεισοδιο, FEP), παρατηρείται εξίσου σε άνδρες και γυναίκες, κατά την όψιμη εφηβεία ή την πρώιμη ενήλικη ζωή. Η φύση της νόσου είναι πολυπαραγοντική και οδηγεί μακροπρόθεσμα στην έκπτωση της λειτουργικότητας του ατόμου. Η αλληλεπίδραση του γενετικού υποβάθρου, υπό τη μορφή πιθανότητας προδιάθεσης και της επιγενετικής ρύθμισης της έκφρασης και δράσης γονιδίων, σε συνδυασμό με τα ατομικά περιβαλλοντικά ερεθίσματα μπορούν να συμβάλλουν στην εκδήλωση συμπτωμάτων. Το στρες έχει ενοχοποιηθεί ως πιθανός συμπαράγοντας στην εκδήλωση της νόσου. Συνεπώς, η διερεύνηση των γονιδίων που συμβάλλουν στην απόκριση στα στρεσογόνα ερεθίσματα και διαμεσολαβούν την επαναφορά στην ομοιόσταση κατόπιν στρες, κρίνεται απαραίτητη σε επίπεδο πολυμορφισμών του ενός νουκλεοτιδίου καθώς και της επιγενετικής τους ρύθμισης. Η πρώτη γραμμή θεραπείας ενός ψυχωτικού επεισοδίου περιλαμβάνει πλέον τη χορήγηση αντιψυχωτικών δεύτερης γενιάς, με στόχο την ύφεση των θετικών συμπτωμάτων. Παρόλα αυτά, στη δράση τους περιλαμβάνονται και σοβαρές παρενέργειες, υποδεικνύοντας την αναγκαιότητα για την εφαρμογή εξατομικευμένης θεραπείας. Για τη βέλτιστη αντιμετώπιση των ψυχωτικών συμπτωμάτων, είναι απαραίτητος ο καλός κλινικός χαρακτηρισμός των ασθενών καθώς και η διερεύνηση της ύπαρξης πιθανών βιοδεικτών διάγνωσης και θεραπείας. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων θα μπορούσε να συμβάλλει στη βελτιστοποίηση των θεραπευτικών τεχνικών καθώς και στην βελτίωση της ποιότητας ζωής του ατόμου. 779 153 145 Επίδραση αντιοξειδωτικών - αντικαρκινογόνων ουσιών στη χημική καρκινογένεση σε επίμυες THE EFFECTS OF A CERTAIN COMBINATION OF ANTICARCINOGENIC - ANTIOXIDANTS ON B(A)P - INDUCED CARCINOGENESIS (LEIOMYOSARCOMAS)IN WISTAR RATS, IN RELATION TO THE DAILY DOSE OF ANTIOXIDANT VITAMINS (C+E) WAS INVESTIGATED. THE COMBINATION OF THE SUBSTANCES ADMINISTRATED (VIT C+E, SE, 2 - MPG) IN HIGH AND LOW DOSES WAS ADMINISTERED PREVENTIVELY AND THERAPEUTICALLY IN THE GROUPS OF THE STUDY. RESULTS WERE EVALUATED BY THE NUMBER AND THE ISTOLOGICAL GRADE OF TUMORS DEVELOPED, THE PROLONGATION OF THE MEAN SURVIVAL TIME, THE CARCINOGENIC POTENCYOF B(A)P AND THE ANTICARCINOGENIC POTENCY OF THE COMBINATION, THE RATE OF THE TUMOR GROWTH AND THE EFFECTS OF THE LOW DOSE COMBINATION ON URINE MDA EXCRETION ON B(AP) TREATED ANIMALS. RESULTS INDICATE THAT THE LOW DOSE COMBINATIONIS EFFECTIVE IN PREVENTING LIPID PEROXIDATION, BUT INEFFECTIVE IN PREVENTINGTREATING MALIGNANCY IN CONTRAST TO HIGH DOSES COMBINATION THAT EFFECTIVELY REDUCED ALMOST ALL PARAMETERS OF EVALUATING MALIGNANCY AND SIGNIFICANTLY PROLONGED THE SURVIVAL TIME OF TUMOR BEARING ANIMALS. ΕΡΕΥΝΗΘΗΚΑΝ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΝΟΣ ΣΥΓΚΕΡΙΜΕΝΟΥ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΑΝΤΙΚΑΡΚΙΝΟΓΟΝΩΝ - ΑΝΤΙΟΞΕΙΔΩΤΙΚΩΝ ΟΥΣΙΩΝ ΣΕ ΟΓΚΟΥΣ (ΛΕΙΟΜΥΟΣΑΡΚΩΜΑΤΑ) ΠΟΥ ΠΡΟΚΛΗΘΗΚΑΝ ΜΕ ΥΠΟΔΟΡΙΑ ΕΓΧΥΣΗ ΒΕΝΖΟΠΥΡΕΝΙΟΥ ΣΕ ΕΠΙΜΥΕΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΧΟΡΗΓΟΥΜΕΝΗ ΔΟΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΟΞΕΙΔΩΤΙΚΩΝ ΒΙΤΑΜΙΝΩΝ (C+E). Ο ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΟΥΣΙΩΝ (VITC+E, SE, 2 - MPG) ΣΕ ΥΨΗΛΕΣ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΕΣ ΔΟΣΕΙΣ ΒΙΤΑΜΙΝΩΝ ΧΟΡΗΓΗΘΗΚΕ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΑ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ. Η ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΕΓΙΝΕ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΚΟΗΘΕΙΑΣ ΤΩΝ ΟΓΚΩΝΠΟΥ ΑΝΑΠΤΥΧΘΗΚΑΝ, ΤΟΥ ΜΕΣΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ, ΤΗΣ ΚΑΡΚΙΝΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣΤΟΥ ΒΕΝΖΟΠΥΡΕΝΙΟΥ, ΤΗΣ ΑΝΤΙΚΑΡΚΙΝΟΓΟΝΟΥ ΙΣΧΥΟΣ ΤΟΥ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ, ΤΟΥ ΡΥΘΜΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΩΝ ΟΓΚΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΧΑΜΗΛΩΝ ΔΟΣΕΩΝ ΒΙΤΑΜΙΝΩΝ ΣΤΗ ΛΙΠΟΥΠΕΡΟΞΕΙΔΩΣΗ (ΕΚΚΡΙΝΟΜΕΝΗ ΜΑΛΟΝΙΚΗ ΔΙΑΛΔΕΥΔΗ - MDA). ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΥΠΟΔΕΙΚΝΥΟΥΝ ΟΤΙ ΟΙ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΙ ΧΑΜΗΛΩΝ ΔΟΣΕΩΝ ΑΝΑΣΤΕΛΟΥΝ ΤΗ ΛΙΠΟΥΠΕΡΟΞΕΙΔΩΣΗ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΤΗΝ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΚΟΗΘΕΙΑΣ. ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ, ΟΙ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΙ ΥΨΗΛΩΝ ΔΟΣΕΩΝ ΑΝΑΣΤΕΛΟΥΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΑ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΚΟΗΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΕΙΝΟΥΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΖΩΩΝ. 780 513 621 Effect of deferiprone on in vivo model of autologous renal transplantation Επίδραση δεφεριπρόνης σε in vivo μοντέλο αυτόλογης νεφρικής μεταμόσχευσης Introduction: Ischemia-reperfusion syndrome (IRI) represents the major non-immune factor which leads to renal graft damage. Iron features prominently in IRI processes and several studies have shown a beneficial role of iron-chelating agent desferoxamine. Another chelating agent deferiprone (L1) has been used in iron overload patients showing better results possibly due to its different physicochemical properties. Purpose: The purpose of this study was to assess any possible protective effect of L1 on a kidney autotransplantation model by studying the damage caused to kidney graft during cold ischemia, reperfusion and post-surgery phases. Material and Method: 14 pigs (65-75kg body weight) were used and consisted the control group (7) and the study group (L1-7). Pigs in L1 group received twice daily 50mg/kg of L1 for 3 consecutive days plus another dose just before the implantation of graft. Left nephrectomy and graft (left kidney) implantation to right renal vascular pedicle, with concomitant right nephrectomy, were done with a novel experimental model using total extra-peritoneal approaches. In both groups, after left kidney removal, it was flushed with Custodiol® solution and immediately was connected to an extracorporeal circulatory machine at 4oC with flow of 50-100ml/min, maintaining fluid (KPS-1® solution) pressure not to exceed 35-40 mmHg, for a period of 4h. Then it was cold stored in Custodiol® solution for another 13h (total cold ischemic period: 17h). In L1 group, 0.1gr of L1 were diluted in KPS-1® and Custodiol® solutions. Laboratory and histologic markers of kidney damage were evaluated during a) cold preservation phase (weight of graft, CK/LDH concentrations into the preservation solution), b) at 30mins after reperfusion phase (8-isoprostane, biopsy), c) during post-surgery phase (Urea, Creat serum concentrations) and before sacrifice of animals at 14th postoperative day (biopsy). Biopsy specimens were examined by two independed pathologists to assess the degree of graft damage through the histopathological index and expression of adhesion molecules ICAM-1 and VCAM-1. Results: All animals survived until 14th postoperative day. After 17h cold ischemia period, the mean weight of grafts and CK/LDH concentrations were lower in L1 group compared to control group (p=0.001, p=0.001 and p=0.007, respectively). At 30mins after reperfusion the mean concentration of 8-isoprostanes was lower in L1 group compared to control group (p=0.007). Histopathological index at 30mins after reperfusion was significantly lower in L1 group compared to control group (p=0.001) and the same result was seen at 14th postoperative day (p=0.001). Additionally, between 30mins and 14th postoperative day, the histopathological index was increased in control group (p=0.042), while it remained stable in L1 group (p=0.862). At 30mins after reperfusion, expression of VCAM-1 in L1 group: p=0.083). From 3rd up to 8th postoperative day Urea serum concentrations and from 3rd up to 7th postoperative day Creat serum concentrations were constantly lower in L1 group compared to control group (all p<0.05). Conclusions: Due to above promising results, it seems that deferiprone manifests a clear cytoprotective role in renal autotransplantation model by reducing kidney damage both at preservation period and after reperfusion, resulting in better graft function during postoperative phase and possibly lowering graft’s immunogenicity. Εισαγωγή: Η μη ανοσολογικής αρχής ιστική βλάβη του νεφρικού μοσχεύματος, λόγω της υποθερμικής συντήρησής του και του φαινομένου ισχαιμίας-επαναιμάτωσης μετά την εμφύτευσή του, σχετίζεται ευθέως ανάλογα με την πρώιμη και όψιμη λειτουργία του. Ο ελεύθερος εντός των κυττάρων σίδηρος συμμετέχει στη βλάβη αυτή, λόγω του κεντρικού του ρόλου στα φαινόμενα οξειδωαναγωγής και μελέτες με δεσφεροξαμίνη έχουν αποδείξει ένα σχετικά ευεργετικό ρόλο. Η δεφεριπρόνη, λόγω των φυσικοχημικών της ιδιοτήτων, φαίνεται να υπερτερεί της δεσφεροξαμίνης σε ασθενείς με αιμοσιδήρωση, δείχνοντας μεγαλύτερη δυνατότητα διαπερατότητας των κυτταρικών μεμβρανών και πιθανά μεγαλύτερη δέσμευση του ελεύθερου σιδήρου. Σκοπός: Σκοπό της μελέτης αποτέλεσε η διερεύνηση της πιθανής ευεργετικής επίδρασης της δεφεριπρόνης στη μεταμόσχευση νεφρού, μελετώντας τη βλάβη στο νεφρικό μόσχευμα κατά τη ψυχρή ισχαιμία, την επαναιμάτωση και μετεγχειρητικά. Υλικό και Μέθοδος: Χρησιμοποιήθηκαν 14 ενήλικες χοίροι φάρμας (ΣΒ: 65-75kg). Τα 7 πειραματόζωα αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου, ενώ στα υπόλοιπα 7 που αποτέλεσαν την ομάδα μελέτης χορηγήθηκε δεφεριπρόνη ενδοφλεβίως σε δοσολογία 50mg/kg δύο φορές την ημέρα για 3 ημέρες και μία δόση πριν τη μεταμόσχευση. Η αριστερή νεφρεκτομή και η μεταμόσχευση του αριστερού νεφρού στα δεξιά νεφρικά αγγεία, με συνοδό δεξιά νεφρεκτομή, πραγματοποιήθηκαν με ένα καινοτόμο πειραματικό μοντέλο με εξολοκλήρου εξωπεριτοναϊκή προσπέλαση. Το μόσχευμα (αριστερός νεφρός) και στις δύο ομάδες εκπλύθηκε με διάλυμα Custodiol® και αμέσως μετά συνδέθηκε σε μηχανή εξωσωματικής κυκλοφορίας στους 4οC, με ροή στα 50-100ml/min, διατηρώντας την πίεση του διαλύματος KPS-1® κάτω από 35-40mmHg για 4h. Μετά συντηρούταν το μόσχευμα σε υποθερμία σε διάλυμα Custodiol® για 13h (συνολική ψυχρή ισχαιμία: 17h). Στην ομάδα L1, 0,1gr L1 προστέθηκε στα διαλύματα Custodiol® και KPS-1®. Εργαστηριακοί και ιστολογικοί δείκτες νεφρικής βλάβης εκτιμήθηκαν κατά τη διάρκεια α) της ψυχρής συντήρησης (βάρος μοσχεύματος, CK/LDH διαλύματος συντήρησης), β) στα 30mins από την επαναιμάτωση (8-ισοπροστάνια, βιοψία), γ) κατά τη μετεγχειρητική περίοδο (συγκέντρωση ουρίας και κρεατινίνης ορού) και πριν την ευθανασία των πειραματόζωων τη 14η μετεγχειρητική ημέρα (βιοψία). Οι βιοψίες εξετάστηκαν από δύο ανεξάρτητους παθολογοανατόμους για να εκτιμήσουν τη βλάβη του μοσχεύματος μέσω του ιστοπαθολογικού δείκτη και της έκφρασης των μορίων προσκόλλησης ICAM-1 και VCAM-1. Αποτελέσματα: Όλα τα πειραματόζωα επέζησαν μέχρι τη 14η μετεγχειρητική ημέρα. Μετά από 17h ψυχρής ισχαιμίας, τόσο το βάρος, όσο και οι συγκεντρώσεις των ενζύμων κυτταρικής βλάβης, ήταν στατιστικά χαμηλότερα στην ομάδα μελέτης, σε σχέση με αυτά της ομάδας ελέγχου (p=0,001 για το βάρος, p=0,001 για την CK και p=0,007 για την LDH, αντίστοιχα). Αντίστοιχα ήταν και τα αποτελέσματα για τη συγκέντρωση των 8-ισοπροστανίων στα 30mins μετά την επαναιμάτωση (p=0,007). Ο ιστοπαθολογικός δείκτης ήταν στατιστικά μικρότερος στην ομάδα μελέτης, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου, τόσο στα 30mins από την επαναιμάτωση, όσο και κατά τη 14η μετεγχειρητική ημέρα (p=0,001 και p=0,001, αντίστοιχα). Επιπλέον, ενώ αυτός αυξήθηκε στην ομάδα ελέγχου, μεταξύ των 30mins και της 14ης μτχ ημέρας, αντίθετα παρέμεινε σταθερός στην ομάδα μελέτης (p=0,042 και p=0,862, αντίστοιχα). Η έκφραση των μορίων προσκόλλησης ICAM-1 και VCAM-1 κατά την 14η μτχ ημέρα ήταν μικρότερη στην ομάδα μελέτης, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (p=0,029 και p=0,04, αντίστοιχα), ενώ στα 30mins αντίστοιχα μικρότερη ήταν η έκφραση του VCAM-1 (p=0,02). Η έκφραση του ICAM-1 μειώθηκε και στις δύο ομάδες από 30mins στη 14η μτχ ημέρα (ομάδα ελέγχου: p=0,034 και ομάδα μελέτης: p=0,034), ενώ η έκφραση του VCAM-1 παρέμεινε σταθερή και στις δύο ομάδες (ομάδα ελέγχου: p=0,414 και ομάδα μελέτης: p=0,083). Τέλος, από την 3η μέχρι την 8η μετεγχειρητική ημέρα η συγκέντρωση της ουρίας ορού και από την 3η μέχρι την 7η μετεγχειρητική ημέρα η συγκέντρωση της κρεατινίνης ορού ήταν μικρότερες στην ομάδα μελέτης συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου (και τα δύο p<0,05). Συμπεράσματα: Η δεφεριπρόνη ασκεί προστατευτική δράση στο νεφρικό μόσχευμα, τόσο κατά τη φάση συντήρησής του, όσο και μετά την επαναιμάτωσή του, με αποτέλεσμα στατιστικά σημαντική βελτίωση της μετεγχειρητικής του λειτουργίας και πιθανά μικρότερης αντιγονικότητας. 781 543 431 Activin A receptors interacting proteins and their role in its signal transduction and biological function Ο ρόλος των πρωτεϊνών του συμπλέγματος των υποδοχέων της ακτιβίνης Α στη μεταγωγή του σήματος και τη βιολογική δραστικότητά της TGF-β superfamily members regulate a wide range of biological processes, such as cell proliferation, differentiation, maintenance of pluripotency and angiogenesis. Activin A, a cytokine of TGF-β superfamily, binds to heterotetrameric complexes of type I and type II Ser/Thr kinase receptors and transduce signals through SMAD2 and SMAD3, promoting the transcription of target genes. In order to orchestrate diverse biological functions, signaling is tightly regulated, both spatially and temporally. The spatial organization and trafficking of ligand-receptor complexes is critical in signal transduction. Internalization of cargo proteins is carried out by various endocytic pathways, such as clathrin-dependent endocytosis, as well as clathrin-independent pathways. Sorting events initiated at early endosomes determine the fate of cargo, including signaling propagation, recycling to the plasma membrane or degradation. The target of our research was to investigate which endocytic routs internalize the complex of Activin-Receptors and the impact of trafficking events on Activin A signaling. Finally, since Activin A plays a prominent role in biology of human embryonic stem cells (hESCs), where signaling and trafficking events of Activin A/receptor complexes are mainly unknown, the current effort is to apply our knowledge to hESCs. Our first goal was to test which endocytic routs are utilized from Activin A-receptor complex on endothelial cells, and to address the role of known regulators of trafficking on Activin A signaling. We found that dynamin dependent routs, such as clathrin and caveolin dependent endocytosis, affect Activin A signaling. Knock down of clathrin and caveolin, significantly down regulated the phosphorylation of SMAD2/3, but it didn’t change the internalization of ActivinA-Alexa488. It seems that the main endocytic route for Activin A is macropinocytosis. ActivinA-Alexa488 colocalises with Detran-TexasRed and Rabankyrin-5 on large vesicles, with size bigger that 0,2 μm, defined as macropinosomes. Knock down of Rabankyrin-5 decreases the phosphorylation of SMAD2/3 and the internalization of ligand. The opposite effect caused the overexpression of this protein. These results are in agreement with those performed using know macropinocytosis inhibitors, such as EIPA, Cytochalasin D and LY249002. Also, Activin A induces macropinocytosis, since it upregulates Dextran-TexasRed uptake in HUVECs, and causes membrane ruffling and actin filaments reorganization. Additionally, we tried to apply our knowledge on stem cell lineages, repeating some key experiments. The results show that the regulation of Activin A signaling through endocytosis differs between pluripotent, multipotent and differentiated cells. Macropinocytosis is either absent or is not affecting Activin A signaling on stem cells. Taking advantage of a microarray analysis performed for our lab, we detected two phosphatases with distinct expression levels between the cell lines used, which are absent in pluripotent cells. These phosphatases are MTMR6 and INNP4B, and considered to be indispensable for the closure of macropinosomes and the completion of this process. We confirmed these results with qRT-PCR, which showed that these proteins are expressed in multipotent (MSCs) and differentiated cells (HEFs, HUVECs). Taking together our research provides new data regarding signaling and endocytosis events of Activin A-receptor complex, emerging a new role for macropinocytosis. The effort to expand our research on cells lines, with different state of differentiation, is still in progress. Precocious data are very interesting, so we hope to shed more light on Activin A research, in the immediate future. Τα μέλη της υπεροικογένειας του TGF-β συμμετέχουν στη ρύθμιση πολλών βιολογικών φαινομένων, όπως ο κυτταρικός πολλαπλασιασμός, η διαφοροποίηση και η αγγειογένεση. Η Ακτιβίνη Α, μια κυτταροκίνη της υπεροικογένειας, προσδένεται σε ετεροτετραμερή σύμπλοκα υποδοχέων κινάσης σερίνης/θρεονίνης και μετάγει τα σήματά της μέσω των SMAD2/3, προάγοντας τη μεταγραφή των γονιδίων-στόχων. Η χωρoχρονική οργάνωση της ενδοκυττάρωσης και διακίνησης του συμπλόκου προσδέματος-υποδοχέα είναι κρίσιμη στη μεταγωγή του σήματος. Η εσωτερικοποίηση του φορτίου πραγματοποιείται μέσω διαφορετικών οδών ενδοκυττάρωσης. Η διαλογή του φορτίου στο πρώιμο ενδόσωμα, καθορίζει την ενίσχυση της σηματοδότησης, την ανακύκληση στη πλασματική μεμβράνη και την αποδόμηση του φορτίου. Ο σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η διαλεύκανση των οδών ενδοκυττάρωσης που χρησιμοποιούνται από το σύμπλοκο Ακτιβίνης-υποδοχέων και η μελέτη της επίδρασης της μεμβρανικής διακίνησης στη σηματοδότηση της Ακτιβίνης Α. Τέλος, καθώς η Ακτιβίνη διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη βιολογία των ανθρώπινων εμβρυϊκών κυττάρων (hESCs), όπου οι μηχανισμοί ενδοκυττάρωσης και σηματοδότησης παραμένουν άγνωστοι, επιδίωξή μας ήταν να επεκτείνουμε την έρευνά μας στα hESCs. Αρχικά, βρήκαμε ότι τα μονοπάτια που εξαρτώνται από τη δυναμίνη, της κλαθρίνης και της καβεολίνης, επηρεάζουν στη σηματοδότηση της Ακτιβίνης Α. Η αποσιώπηση τους μειώνει σημαντικά τη φωσφορυλίωση των SMAD2/3, αλλά δεν επηρεάζει την ενδοκυττάρωση της σημασμένης Ακτιβίνης. Φαίνεται ότι η κύρια οδός εσωτερικοποίησης είναι η μακροπινοκυττάρωση. Η σημασμένη Ακτιβίνη συνεντοπίζεται με τη πρωτεΐνη Detran-TexasRed και τη Rabankyrin-5 σε μεγάλα κυστίδια (˃0.2μm), που χαρακτηρίζονται ως μακροπινοσώματα. Η αποσιώπηση της Rabankyrin-5 μειώνει δραστικά τη φωσφορυλίωση των SMAD2/3 αλλά και την εσωτερικοποίηση του προσδέματος. Αντίθετο αποτέλεσμα έχει η υπερέκφραση της πρωτεΐνης αυτής. Τα αποτελέσματα αυτά συμφωνούν με εκείνα της χρήσης αναστολέων της μακροπινοκυττάρωσης, όπως οι EIPA, Cytochalasin D και LY249002. Τέλος, η Ακτιβίνη Α επάγει τη μακροπινοκυττάρωση καθώς αυξάνει την ενδοκυττάρωση της Dextran-TexasRed στα κύτταρα HUVEC, και προκαλεί την πτύχωση της μεμβράνης και την αναδιοργάνωση των ινιδίων της ακτίνης. Τα αποτελέσματα των πειραμάτων σε σειρές ανθρώπινων βλαστικών κυττάρων δείχνουν ότι η σχέση ενδοκυττάρωσης σηματοδότησης είναι διαφορετική, συγκρινόμενη με τα τελικώς διαφοροποιημένα κύτταρα. Με ανάλυση μικροσυστοιχιών και qRT-PCR εντοπίστηκαν δύο φωσφατάσες με αρκετά διαφορετική έκφραση ανάμεσα στις κυτταρικές σειρές πολυδύναμων, ολιγοδύναμων και διαφοροποιημένων κυττάρων. Οι φωσφατάσες αυτές είναι οι MTMR6 και INNP4Β, που θεωρούνται απαραίτητες για την ολοκλήρωση της μακροπινοκυττάρωσης. Συμπερασματικά, η έρευνά μας προσφέρει νέα δεδομένα στη σχέση ενδοκυττάρωσης-σηματοδότησης της Ακτιβίνης Α, αναδεικνύοντας έναν νέο ρόλο της μακροπινοκυττάρωσης. Η προσπάθειά μας να διευρύνουμε τα αποτελέσματα σε διαφορετικές κυτταρικές σειρές, βλαστικές και διαφοροποιημένες, συνεχίζεται ακόμη. Τα πρώιμα δεδομένα είναι πολύ ενδιαφέροντα, κι έτσι ελπίζουμε ότι θα ρίξουμε νέο φως στο πεδίο της Ακτιβίνης Α στο άμεσο μέλλον. 782 829 919 A study of the androgenic immunohistochemical expression receptor (AR), signaling regulators and markers activity of the AR pathway and the existence of mutations in breast cancer Μελέτη της ανοσοϊστοχημικής έκφρασης ανδρογονικού υποδοχέα, ρυθμιστών σηματοδότησης και δεικτών ενεργότητας της AR οδού και ύπαρξης μεταλλάξεων στον καρκίνο του μαστού The study population consists of histological blocks of paraffin adenocarcinoma of breast tissuemicroarrays (TMA) (N = 700). Tissues are derived from patients with T1-4 N0-2 M0 ER any IHC PgRany HER2 any tumor treated according to standard therapeutic protocols of HeCOG comprisingadjuvant therapy with taxane and / or anthracycline based regimens. Complete clinical and pathological data are available in patient’s charts. Of the 700 samples, 646 were evaluable for staining and reading even one of the studied FKBP5, TMPRSS2 and PSA proteins. Frequency histograms, the score and percentage of cells expressing nuclear FKBP5, cytoplasmic PSA, cytoplasmic and membraneTMPRSS2 were documented and analyzed for normal cut off valueidentification. Positivity of staining was considered at even 1%. The expression of the respectiveprotein was considered high when it was higher and lower when it was lower or equal to the optimum cut off value respectively and was studied as a variable agent in the assay. Analysis of the percentage of cells with positive expression of the above proteins revealed the cut off. For TMPRSS2 the cut off was at 80 for the cytoplasmic PSA of 15 while for the nuclear expression of FKBP5 two cut offs, 65 and 85 were identified, both of which were examined and analyzed for their prognostic and predictive value in the analysis. Similarly, the cut-off of the H-score for TMPRSS2 was set at 100, for PSA 50 and FKBP5 150. In a subset of 78 samples from University Hospital of Ioanninapatients, mutations of the AR gene was sought without any positive outcome. Regarding the clinical outcome, the findings of the study are the following, The expression of the TMPRSS2 protein with the cut off at 80 in the univariate analysis is associated with a tendency to benefit in the survival-free interval (p = 0.072, HR: 0.41, 95% CI: 0.15-1.08) and benefit in overall survival (p = 0.037, HR: 0.3, 95% CI: 0.1 -0.93) in HER2 enriched volumes. In multivariate analysis, we see that the benefit for OS (p = 0.037, HR: 0.3, 95% CI: 0.1-0.93) is confirmed in these tumors. For the FKBP5 protein the results are clearer. Briefly, in the univariate analysis, expression of FKBP5 protein was found to have a trend to statistically significant correlation with DFS with cut off 65 (HR: 0.74, 95% CI 0.54-1.03, p = 0.072), statistically significant correlation with H score 150 (HR : 0.66, 95% CI 0.5 -0.87, p = 0.03) while with respect to OS a statistically significant correlation with H score 150(HR: 0.61, 95% CI 0.42 - 0.78, p <0.001) 8was shown. In the multivariate analysis there was astatistically significant correlation of FKBP5 expression with H score 150 for both DFS (HR: 0.61, 95% CI 0.44-0.83, p = 0.002) and OS (HR: 0.53, 95% CI 0.37 - 0.75, p & lt; 0.001). With regard to the molecular subtypes for Luminal A tumors, there is a trend in favor of DFS with FKBP5 expression with cut off 85 (HR: 0.62, 95% CI 0.36-1.08, p = 0.092) and H score 150 (HR: 0.59,95% CI 0.34-1.04, p = 0.067). Multivariate analysis confirmed the benefit in DFS with H score 150 (HR:0.56, 95% CI 0.32 -0.99, p = 0.045). For Luminal B, FKBP5 expression with H score 150, both in univariate and multivariate, there is a benefit in overall survival (HR: 0.44, 95% CI 0.24 -0.80, p = 0.007, respectively). In luminal HER2 tumors, expression of FKBP5 with H score of 150 showed a benefit to OS in both univariate (HR: 0.31, 95% CI 0.12-0.81, p = 0.017) and multivariate analysis (HR: 0.32, 95 CI 0.13-0.84, p = 0.02). In addition, univariate analysis showed a trend for DFS (HR: 0.49, 95% CI 0.22-1.13, p= 0.093). For TNBC tumors in univariate analysis the expression of FKBP5 protein had statistically significant correlation with DFS with both cut off 85 (HR: 0.44, 95% CI 0.21-0.9, p = 0.025) and H score 150 HR:0.41, 95% CI 0.18-0.93, p = 0.032). In multivariate analysis cut-off expression 85 maintained the benefit in DFS (HR: 0.44, 95% CI 0.22 -0.92, p = 0.028) with H score 150 tended to benefit in DFS (HR: 0.45, 95% CI 0.2 -1.01, p = 0.052).Finally, for PSA, the statistical analysis resulted in DFS multivariate analysis with cut off at 50 (HR:3.27, 95% CI 1.17-9.16, p = 0.024), although it was found to be expressed only in 59 of all samples. From the above findings, it appears that the expression of FKBP5, TMPRSS2 and PSA is associated with a better clinical outcome, thus obtaining a predictive and predictive character. In addition, through their association with other molecular pathways, such as mTOR, they appear to play a larger role than we thought in carcinogenesis and tumor suppression. It remains to be confirmed by other studies that the role of these biomarkers is predictive, predictive and why not molecular targets. Ο υπό μελέτη πληθυσμός απαρτίζεται από ιστολογικά block παραφίνης αδενοκαρκινώματος μαστού σε ιστικές μικροσυστοιχίεςΤΜΑ (Ν=700).Οι ιστοί προέρχονται από ασθενείς με χ/θεν T1-4 N0-2 M0 ER any IHC Pg Rany HER2 any όγκο που έχουν αντιμετωπιστεί σύμφωνα με τα πρότυπα θεραπευτικά πρωτόκολλα της ΕΣΟΟ που περιλαμβάνουν επικουρική θεραπεία με σχήματα βασισμένα σε ταξάνες ή/και ανθρακυκλίνες. Πλήρη κλινικά και παθολογανατομικά στοιχεία είναι διαθέσιμα στους φακέλους ασθενών. Από τα 700 δείγματα, 646 ήταν αξιολογήσιμα για χρώση και ανάγνωση έστω και μιας από τις υπό μελέτη πρωτείνες FKBP5, TMPRSS2 και PSA. Ιστογράμματα συχνότητας του Η score και του ποσοστού των κυττάρων με θετική έκφραση πυρηνικής FKBP5, κυτταροπλασματικού PSA και κυτταροπλασματικής και μεμβρανώδους TMPRSS2 σχεδιάστηκαν και αναλύθηκαν για την αναγνώριση φυσιολογικών cut off. Θετικότητα της χρώσης θεωρήθηκε έστω και 1%. H έκφραση της εκάστοτε πρωτείνης θεωρήθηκε ψηλή όταν ήταν μεγαλύτερη και χαμηλή όταν ήταν χαμηλότερη ή ίση με το βέλτιστη τιμή cut off αντίστοιχα και μελετήθηκε σαν μεταβλητός παράγοντας στην ανάλυση. Η ανάλυση κατανομής του ποσοστού των κυττάρων με θετική έκφραση των ανωτέρω πρωτεινών ανέδειξε τα εξης cut off. Για την TMPRSS2 το cut off ήταν στο 80, για το κυτταροπλασματικό PSA το 15 ενώ για την πυρηνική έκφραση της FKBP5 αναγνωρίστηκαν δύο cut off, 65 και 85, όπου και τα δύο εξετάστηκαν και αναλύθηκαν για την προγνωστική και προβλεπτική τους αξία στην ανάλυση. Παρομοίως, το cut off του H-score για την TMPRSS2 ορίστηκε το 100, για το PSA το 50 και για το FKBP5 το 150. Σε ένα υποσύνολο 78 δειγμάτων από ασθενείς του ΠΓΝΙ ανιχνεύθηκε το προφίλ μεταλλάξεων στο γονίδιο AR χωρίς να αναγνωριστεί κανένα. Αναφορικά με το κλινικό αποτέλεσμα τα ευρήματα της μελέτης είναι τα ακόλουθα, Η έκφραση της πρωτείνης TMPRSS2 με το cut off στο 80 στην μονοπαραγοντική ανάλυση σχετίζεται με τάση προς όφελος στο διάστημα ελεύθερο επιβίωσης ( p=0.072, HR: 0.41, 95% CI: 0.15 – 1.08 ) και όφελος στην ολική επιβίωση ( p= 0.037, HR: 0.3, 95% CI: 0.1 -0.93 ) στους HER2 enriched ογκους. Στην πολυπαραγοντική ανάλυση βλέπουμε ότι επιβεβαιώνεται το όφελος στην ολική επιβίωση ( p=0.037, HR: 0.3, 95% CI: 0.1-0.93 ) στους όγκους αυτούς. Για την πρωτείνη FKBP5 τα αποτελέσματα είναι πιο ευκρινή. Συνοπτικά στην μονοπαραγοντική ανάλυση η έκφραση της πρωτείνης FKBP5 βρέθηκε να έχει τάση προς στατιστικά σημαντική συσχέτιση με το DFS με cut off 65 ( HR:0.74, 95% CI 0.54 – 1.03, p= 0.072 ), στατιστικά σημαντική συσχέτιση με H score 150 ( HR:0.66, 95% CI 0.5 -0.87, p=0.03 ) ενώ αναφορικά με την OS φάνηκε στατιστικά σημαντική συσχέτιση με Η score 150 ( HR:0.61, 95% CI 0.42 – 0.78, p<0.001 ). Στην πολυπαραγοντική ανάλυση φάνηκε στατιστικά σημαντική συσχέτιση της έκφρασης της FKBP5 με Η score 150 τόσο για το DFS 82 ( HR:0.61, 95% CI 0.44-0.83, p=0.002) όσο και για το OS ( HR:0.53, 95% CI 0.37 -0.75, p<0.001 ). Όσον αφορά τους μοριακούς υποτύπους για τους όγκους Luminal A, στην μονοπαραγοντική ανάλυση βρέθηκε τάση προς όφελος στο DFS με έκφραση της FKBP5 με cut off 85 ( HR:0.62, 95% CI 0.36-1.08, p=0.092) και H score 150 ( HR:0.59, 95% CI 0.34-1.04, p=0.067). Στην πολυπαραγοντικήανάλυση επιβεβαιώθηκε το όφελος στο DFS με το H score 150 ( HR:0.56, 95% CI 0.32 -0.99, p=0.045). Για τους Luminal B,η FKBP5 έκφραση με H score 150, τόσο στην μονοπαραγοντική ανάλυση όσο και στην πολυπαραγοντική σχέτιζεται με όφελος στην ολική επιβίωση ( HR:0.44, 95% CI 0.24 -0.80, p=0.007 αντίστοιχα). Στους Luminal HER2 όγκους η έκφραση της FKBP5 με H score 150 ανέδειξε όφελος στην OS τόσο στην μονοπαραγοντική ( HR:0.31, 95% CI 0.12-0.81, p=0.017 ) όσο και στην πολυπαραγοντική ανάλυση ( HR:0.32, 95 CI 0.13-0.84,p=0.02 ). Επιπλέον στην μονοπαραγοντική ανάλυση βρέθηκε τάση προς όφελος στο DFS (HR:0.49, 95% CI 0.22-1.13, p=0.093 ). Τέλος για τους TNBC όγκους στην μονοπαραγοντική ανάλυση η έκφραση της πρωτείνης FKBP5 είχε στατιστικά σημαντική συσχέτιση με το DFS τόσο με το cut off 85 ( HR:0.44, 95% CI 0.21-0.9, p=0.025) όσο και με το H score 150 ( HR:0.41, 95% CI 0.18-0.93, p=0.032). Στην πολυπαραγοντική ανάλυση η έκφραση με cut off 85 διατήρησε το όφελος στο DFS ( HR:0.44, 95% CI 0.22 -0.92,p=0.028 ) με το H score 150 είχε τάση προς όφελος στο DFS ( HR:0.45, 95% CI 0.2 -1.01, p=0.052 ). Τέλος για το PSA, από τη στατιστική ανάλυση το μόνο που προέκυψε είναι όφελος στο DFS στην πολυπαραγοντική ανάλυση με το cut off στο 50 ( HR:3.27, 95% CI 1.17-9.16, p=0.024), αν και βρέθηκε να εκφράζεται μόνο σε 59 από το σύνολο των δειγμάτων. Από όσο γνωρίζουμε η διατριβή αύτη είναι η πρώτη που εξετάζει την ανοσοιστοχημική έκφραση ανδρογονικού υποδοχέα (AR), ρυθμιστών σηματοδότησης και δεικτών ενεργότητας της AR οδού καιύπαρξης μεταλλάξεων στον Καρκίνο του Μαστού σε τόσο μεγάλο πληθυσμό. Από τα παραπάνω ευρήματα φαίνεται ότι η έκφραση των FKBP5, TMPRSS2 και PSA σχετίζεται με ένα καλύτερο κλινικό αποτέλεσμα, λαμβάνοντας έτσι ένα προβλεπτικό και προγνωστικό χαρακτήρα κάτι που αποδεικνύεται για πρώτη φορά, ειδικότερα σε τόσο μεγάλο δείγμα ασθενών. Επιπλέον μέσω της συσχέτισης τους με άλλα μοριακά μονοπάτια, πχ mTOR φαίνεται να διαδραματίζουν η εν λόγω πρωτείνες μεγαλύτερο ρόλο από ότι νομίζαμε στην καρκινογένεση και στην ογκοκαταστολή. Με εφαλτήριο αυτή τη διατριβή, μένει πλέον να επιβεβαιωθεί και από άλλες μελέτες ο ρόλος αυτών τωνβιοδεικτών σαν προγνωστικός, προβλεπτικός και γιατί όχι ο ρόλος τους σαν μόρια προς στόχευση. 83 Αυτό ειδικότερα αν επιβεβαιωθεί θα βοηθήσει επιπλέον στη υποκατηγορία των τριπλά αρνητικώνκαρκίνων μαστού που στην παρούσα φάση η μόνη θεραπεία είναι η χημειοθεραπεία. 783 207 232 Η ψυχική ανθεκτικότητα ως παράμετρος της προσωπικότητας των ειδικών παιδαγωγών Education is the means to achieve society's goals and to create values, role models, skills and knowledge. However, the teacher's personality and mental resilience plays the most significant role in the educational system as he/she contacts and communicates with the student in a daily basis. Consequently, he/she is mostly responsible for the students' success or failure to make progress. The aim of the present research is to investigate what personality features ,what level of mental resilience are exhibited by teachers of special and general education, whether there is differentiation between them and whether there is a correlation between personality and mental resilience. The research sample consisted of 200 teachers of Primary Education (98 special education teachers and 102 general education teachers) and were used two questionnaires for the prosecution of the research. The results indicated that there are differentiations of the characteristics of the sample between dimensions of personality and mental resilience, psychoticism is the aspect that dominates at a greater rate among special education teachers. Mental resilience is highly evident in both teacher categories, though general education teachers exhibit higher rates, without a statistically significant result between them. Finally, emotional Stability and Introversion reveal the correlation between personality and mental resilience. The results are being discussed. Η εκπαίδευση αποτελεί το μέσο ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι της κοινωνίας και να δημιουργηθούν αξίες, πρότυπα, δεξιότητες και γνώσεις. Ωστόσο το σημαντικότερο ρόλο μέσα σε αυτό το εκπαιδευτικό σύστημα, παίζει η προσωπικότητα του εκπαιδευτικού αλλά και το επίπεδο ψυχικής ανθεκτικότητας του, καθώς αυτός έρχεται σε καθημερινή επαφή και επικοινωνία με τον μαθητή και είναι αυτός που έχει την μεγαλύτερη ευθύνη για την επιτυχία ή αποτυχία στην πρόοδο του μαθητή. Η παρούσα έρευνα επιχειρεί να διερευνήσει ποια διάσταση προσωπικότητας, ποιο επίπεδο ψυχικής ανθεκτικότητας παρουσιάζουν οι εκπαιδευτικοί ειδικής και γενικής αγωγής και εάν υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ τους και τέλος εάν υπάρχει σχέση μεταξύ της προσωπικότητας και της ψυχικής ανθεκτικότητας. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 200 εκπαιδευτικοί Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης (98 ειδικής και 102 γενικής) και για την διεξαγωγή της έρευνας χρησιμοποιήθηκαν δυο ερωτηματολόγια. Από τα αποτελέσματα βρέθηκαν διαφοροποιήσεις στα χαρακτηριστικά του δείγματος με τις διαστάσεις προσωπικότητας και της ψυχικής ανθεκτικότητας, προέκυψε πως η διάσταση προσωπικότητας που επικρατεί και στις δυο κατηγορίες εκπαιδευτικών είναι η διάσταση του Ψυχωτισμού, με μεγαλύτερη βαθμολογία στους εκπαιδευτικούς ειδικής αγωγής. Η ψυχική ανθεκτικότητα παρουσιάζεται σε υψηλά επίπεδα και στις δυο κατηγορίες με τους γενικής να εμφανίζουν υψηλότερη χωρίς να υπάρχει κάποιο στατιστικά σημαντικό αποτέλεσμα. Τέλος, βρέθηκε πως η Συναισθηματική σταθερότητα και η Εσωστρέφεια αποτελούν προβλεπτικούς παράγοντες της Ψυχικής Ανθεκτικότητας. Τα αποτελέσματα της έρευνας μας συζητούνται με βάση την προϋπάρχουσα βιβλιογραφία. 784 160 153 Res Publica as an inspiration to the constitutional structure of the United States of America Η Res Publica ως έμπνευση στη συνταγματική δομή των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής During the 18th century, the main era of interest of this thesis, the influence of the classical antiquity is great. Understanding, and finally using, the greek and roman antiquity, the prominent men of America, had many examples to mimic and to avoid. These examples are not only found at the arts or the human rights theories, but they are the guiding light for the political thought of that time. The world, these years, witnessed the political change, with the Revolution of the English colonists, against the British King, and their creation, from base, of their Constitution. How much were the Founding Fathers of U.S.A. influenced by their knowledge of the ancient writers (historians and philosophers alike) and in what way the United States of America found its Inspiration on the roman form of government – Res Publica? These are the main questions of the thesis. Κατά τον 18ο αι., εποχή η οποία ενδιαφέρει τη συγκεκριμένη εργασία, η επίδραση της κλασικής αρχαιότητας είναι μεγάλη. Η πρόσληψη του ρωμαϊκού και ελληνικού παρελθόντος, από τους επιφανείς άντρες της Αμερικής, τους έδωσε πολλά παραδείγματα προς μίμηση αλλά και προς αποφυγή. Αυτά τα παραδείγματα δεν ανευρίσκονται μόνο στις τέχνες ή στις θεωρίες περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά αποτελούν και τον φάρο καθοδήγησης στην πολιτική σκέψη των μυαλών της εποχής. Εκείνη την εποχή, ο κόσμος έγινε μάρτυρας της αλλαγής στο πολιτικό σκηνικό, με την επανάσταση των Άγγλων αποίκων στο Νέο Κόσμο κατά του Βρετανού μονάρχη και, οι οποίοι, θέσπισαν εξ αρχής και εκ θεμελίων ένα δικό τους Σύνταγμα. Πόση επίδραση άσκησε η γνώση των αρχαίων συγγραφέων πάνω στους πολιτικούς άντρες της εποχής και πώς το Σύνταγμα των Η.Π.Α. βρήκε την έμπνευσή του στο πολίτευμα της Res Publica; Αυτό είναι το κύριο ερώτημα. 785 20 15 Σχολική ένταξη των παιδιών με βαριά-πολλαπλή αναπηρία: πρόκληση για την ειδική παιδαγωγική στην χώρα μας Pupils with severe disabilities in integrative classes - Impulses for the further development of pedagogics for pupils with severe disabilities 786 1665 1622 Cardiac dysfunction in patients with chronic obstructive pulmonary disease Καρδιακή δυσλειτουργία σε ασθενείς με χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια Pulmonary hypertension (PH) is defined as the elevation of mean pulmonary artery pressure above 25 mm Hg. Pulmonary arterial hypertension is a rather uncommon condition, while in the vast majority of patients with PH, elevated pressures in the pulmonary circulation are secondary to lung or heart disease, mainly chronic obstructive pulmonary disease (COPD) and left failure with reduced or preserved ejection fraction (HFrEF and HFpEF respectively). Τhe reported prevalence of PH in COPD patients varies depending on the severity of the disease and the selected definition of PH. Accumulating data suggest that in approximately 90% of patients with severe disease mean pulmonary artery pressure (mPAP) was more than 20 mm Hg, with most ranging between 20 and 35 mm Hg, while 3% to 5% of patients demonstrated mPAP > 35 to 40 mm Hg. Severe PH in COPD may be disproportionate to the degree of impairment of lung function. At the other end of the spectrum, in mild COPD and smokers with normal lung function, functional and structural changes of the pulmonary vascular bed have been documented. The pathogenesis of PH in COPD is multifactorial but not fully unfolded: it involves hypoxia, airway obstruction, a direct tobacco effect, and inflammation inducing vascular remodelling, and is associated with comorbidities, i.e. sleepdisorders, thromboembolism and left heart disease. Left heart disease is a well-known but often underdiagnosed co-morbidity of COPD. Pulmonary hypertension is a common complication of left heart disease and often related to disease severity, especially to HFpEF. Regardless of the aetiology of PH in COPD, severe PH is associated with an impaired outcome in such patients, and pulmonary artery pressure is the single most important predictor of mortality in COPD. Although the clinical diagnosis of PH in COPD is notoriously difficult and early diagnosis may potentially be beneficial in such patients, there are no clear guidelines for early or routine screening programmes in COPD.This prospective study aimed to look at the incidence and impact of PH as detected by echocardiography in COPD patients either stable or on exacerbation, and the interaction, ifany, between PH and left heart disease in COPD. Methods. All consecutive patients admitted either to the ICU or the Respiratory medicine ward of our hospital during one year-period (October 1, 2010- September 30, 2011) diagnosed with COPD exacerbation were eligible for the study. During the same time period we also enrolled consecutive stable COPD outpatients who gave their consent to take part in the study. Clinical evaluation: All patients underwent clinical examination, chest x-ray and electrocardiogram, and echocardiography examination was performed. Patients withechocardiographic evidence of left heart disease (valvular or structural), with abnormal ECG, as well as patients with normal findings but symptoms suggestive of coronary artery disease underwent a coronary angiography when indicated. The diagnosis of COPD was based on smoking history for at least 20 pack-years, the presence of symptoms compatible with COPD (dyspnea at rest or on exertion, coughing with or without sputum production, progressive limitation of activity), airflow limitation (postbronchodilator FEV1/FVC < 70 %), and a physical examination compatible with COPD. Acute exacerbation of COPD was defined as an increase in dyspnoea, coughing, and a change in sputum abundance and purulence. The definition of severe form of acute exacerbation ofCOPD was based on clinical and blood gas alterations, such as respiratory acidosis and anelevated bicarbonate level upon admission, change in the level of consciousness, and clinical signs of respiratory fatigue (respiratory rate > 25 breaths/min), paradoxical breathing andineffective cough. Patients in a stable stage underwent spirometry during their scheduled visit.Spirometric assessments were conducted in accordance with the American Thoracic Society–European Respiratory Society guidelines. Regarding patients with COPD exacerbation, the last spirometry, if performed in stable condition within the last 6 months before admission, was used. All patients were categorized regarding the stage of the severity of COPD based on the results of the spirometry according to international guidelines to the four COPD-GOLD stages. Echocardiographic examination: All out-hospital patients with stable COPD underwent echocardiography evaluation during routine examination. All patients with exacerbation of COPD underwent echocardiographical examination just after stabilisation (within the first 1-4 days after admission). Echo data was digitally recorded and the systolic function of the right (RV) and left ventricle (LV) function, as well as the presence of severe valvulopathy of the tricuspid, mitral and aortic valve, were assessed independently by two experienced echocardiographers and in case of disagreement an evaluation of the images was performed by a third echocardiographer. The presence of left heart failure was based upon echocardiographic criteria and defined as left heart failure with reduced ejection fraction (HFrEF) when evidence of heart failure was associated with a reduced ejection fraction of the left ventricle, and as left heart failure with preserved ejection fraction (HFpEF) when evidence of heart failure was associated with preserved ejection fraction with an abnormal pattern of mitral inflow pattern, i.e. E and A wave types, tissue velocities (e’), increased E/e’ ratio or increased atrial volume index (above 34mL/m2). Patients were evaluated by echocardiography for the presence of PH and/or right heart failure based on the maximum velocity of tricuspid regurgitation, TAPSE, dilatation and systolic dysfunction of RV, an increased RV end diastolic area to LV end diastolic area ratio (RVEDA/LVEDA ratio) in apical 4 chamber view and a dilatation of the right atrium andinferior vena cava. The likelihood of the presence of PH was based on echocardiographic findingsaccording to ESC guidelines. The presence of PH was characterized as likely when velocity oftricuspid regurgitation exceeded 3.4m/s, possible if velocity was 2.9-3.4m/s or ≤ 2.8m/s but with additional echocardiographic findings suggestive of PH, and unlikely if tricuspid regurgitation velocity was ≤ 2.8m/s with no other findings suggestive of PH. Patients with likely/possible PH according to echo criteria underwent right heart catheterization (RHC), if a written consent form was obtained, to confirm its presence and to further evaluate its cause and severity. In patients with confirmed PH and increased pulmonary artery occlusion pressure (PAOP) above 15mmHg in RHC, left heart disease is considered to be the cause of the PH. In these patients the diastolic pulmonary difference (DPD) was calculated. Patients with DPD<7mmHg were categorized as patients with isolated postcapillary PH, while patients with DPD≥7mmHg were categorized as patients with pre-/postcapillary PH. All patients were followed up for at least 6 months after study enrollment. Results. During the study period 140 patients were screened and finally 91 were enrolled. Thirty-nine (42.9%) were in a stable condition (group A) and 52 (57.1%) were patients with COPD exacerbation (group B). Patients in group A seem to be younger, in a better clinicalcondition and with less advanced COPD. Airway obstruction was more prominent in group B. There was no difference in the incidence of coronary artery disease, diabetes or hyperlipidemiabetween the two groups. Arterial hypertension was more common in group B. Patients with COPD exacerbation tended to have higher echocardiographically estimated systolic PAP, although this difference did not reach statistical significance. There was no significant difference in LV systolic function between the two groups, however there was a difference in LV diastolic dysfunction (53.8% vs 82.7% for group A and group B respectively, p=0.003). The incidence of LV hypertrophy was similar in both groups. There was no difference in the average left atrium area between the two groups. RV dilatation was significantly more common in group B (42.3% vs 18%, p=0.012). Longitudinal RV systolic function as expressed by TAPSE was preserved in both groups. Among the 91 patients, 45 (49.5%) fulfilled the ESC echo criteria for possible/likely PH. The incidence oflikely/possible PH was significantly higher in group B patients compared to group A (11/39 patients–28.2% vs 34/52 patients-65.4%, p=0.0001 in group A and B respectively). Regarding the total study population, patients with possible/likely PH were more likely to demonstrate LV diastolic dysfunction compared to patients with unlikely PH (80.0% vs 60.1% for patients with possible/likely and unlikely PH respectively, p=0.046). Patients with likely/possible PH were asked to undergo RHC to confirm the presence, severity and cause of PH. In 19 out of 34 group B patients with likely/possible PH a written consent was obtained and RHC was performed. In 15 out of these 19 patients the presence of PH was confirmed. While only in 4 out of these 15 patients the PAOP was ≤ 15 mm Hg indicating that PH was undependable of the left heart functionality, in the majority (11 out of 15, 73.3%) PAOP was > 15 mm Hg indicating PH is due to left heart disease (diastolicdysfunction was present in all 11 patients; in 5 of them systolic dysfunction was also present).Based on the DPD between the 11 patients, 6 demonstrated post-capillary PH (DPD < 7 mmHg) and 5 demonstrated combined pre- and post-capillary PH (DPD ≥ 7 mm Hg). Mortality: During the first 6 months after evaluation, 18 patients of group B died. Between the 18 deaths, 10 occurred during the initial hospitalization (in-hospital mortality, 19.2%) and 8 during the first 6 months (6-month mortality was 34.6%). Between the group B patients, the presence of possible/likely PH based on ESC criteria was associated with a statistically significant increase in mortality compared to those with unlikely PH (log Rank test chi square 6.7, p=0.009). Conclusion.In conclusion, the use of ESC echo criteria for the presence of PH seems to be adequate for screening COPD patients. Patients with AECOPD and possible/likely PH based on ESC echo criteria demonstrate worse mortality compared to patients with unlikely PH. The presence of heart failure (especially HFpEF) is evident in the vast majority of AECOPD patients with PH and is the cause of PH in the majority but not in all of these patients. Thus, patients with AECOPD and echo evidence for the presence of PH should undergo RHC to confirm the diagnosis and evaluate the cause of PH. Patients with PH due to left heart disease may be benefit from more aggressive HF therapy, while patients with PH not related to left heart disease may need further evaluation. Εισαγωγή. Η αύξηση της μέσης πίεσης της πνευμονικής αρτηρίας πάνω από 25 mm Hg ορίζεται ωςπνευμονική υπέρταση (PH) και είναι μάλλον μια σπάνια κατάσταση. Οι αυξημένες πιέσεις στηνπνευμονική κυκλοφορία, στην πλειοψηφία των ασθενών, είναι δευτεροπαθείς και οφείλονται σεπνευμονικές ή καρδιακές παθήσεις όπως τη χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) και τηναριστερή καρδιακή ανεπάρκεια με μειωμένο ή διατηρημένο κλάσμα εξώθησης (HFrEF και HFpEFαντίστοιχα). Η αναφερόμενη συχνότητα της PH σε ασθενείς με ΧΑΠ ποικίλλει ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσου και τον επιλεγμένο ορισμό της ΡΗ. Τα μέχρι τώρα δεδομένα υποδεικνύουν ότι σε περίπου 90% των ασθενών με σοβαρή νόσο, η μέση πίεση πνευμονικής αρτηρίας (mPAP) είναι μεγαλύτερη από 20 mm Hg, με μέγιστο εύρος μεταξύ 20 και 35 mm Hg, ενώ το 3% έως 5% των ασθενών παρουσιάζει mPAP > 35 έως 40 mm Hg. Η σοβαρή PH στη ΧΑΠ μπορεί να είναι δυσανάλογη σε σχέση με το βαθμό απομείωσης της πνευμονικής λειτουργίας. Στην ήπια ΧΑΠ και στους καπνιστές με φυσιολογική πνευμονική λειτουργία, έχουν τεκμηριωθεί λειτουργικές και δομικές αλλαγές της πνευμονικής αγγειακής κοίτης. Η παθογένεση της PH στη ΧΑΠ είναι πολυπαραγοντική και περιλαμβάνει την υποξία, την πνευμονική αγγειοσύσπαση, την άμεση επίδραση καπνού και τηφλεγμονή που προκαλεί αγγειακή αναδιαμόρφωση και σχετίζεται με τις συννοσηρότητες της ΧΑΠ,δηλαδή διαταραχές ύπνου, θρομβοεμβολική νόσο και αριστερές καρδιακές παθήσεις. Η αριστερήκαρδιακή νόσος είναι μια συνήθης αλλά συχνά υποδιαγνωσμένη συννοσηρότητα της ΧΑΠ που μπορεί να προκαλέσει πνευμονική υπέρταση, ανάλογη με τη βαρύτητα της νόσου. Ανεξάρτητα από την αιτιολογία της ΡΗ στη ΧΑΠ, η σοβαρή ΡΗ σχετίζεται με αρνητική έκβαση σε αυτούς τους ασθενείς αφού είναι ο σημαντικότερος προγνωστικός δείκτης θνητότητας στη ΧΑΠ. Παρόλο που η κλινική διάγνωση της ΡΗ στη ΧΑΠ είναι δύσκολη, η έγκαιρη διάγνωση μπορεί ενδεχομένως να είναι επωφελής σε αυτούς τους ασθενείς. Ο σκοπός της μελέτης μας ήταν η διερεύνηση της συχνότητας της πνευμονικής υπέρτασης και της αριστερής καρδιακής ανεπάρκειας σε δυο διακριτές ομάδες ασθενών με ΧΑΠ (σταθερή νόσος είτε σε έξαρση) και η μελέτη της αλληλεπίδρασης της PH με την αριστερή καρδιακή νόσο καθώς και των επιπτώσεων αυτών στην έκβαση των ασθενών με ΧΑΠ.Υλικό και Μέθοδος. Όλοι οι διαδοχικοί ασθενείς που εισήχθησαν στη ȂΕΘ ή στην Πνευμονολογική Κινική του Νοσοκομείου μας κατά τη διάρκεια ενός έτους (1 Οκτωβρίου 2010 - 30 Σεπτεμβρίου 2011), με παροξυσμό ΧΑΠ, ήταν επιλέξιμοι για τη μελέτη. Ȁατά την ίδια χρονική περίοδο μελετήθηκαν επίσης διαδοχικοί ασθενείς με ΧΑΠ σε σταθερή νόσο οι οποίοι προσήλθαν σε τακτικά εξωτερικά ιατρεία και έδωσαν τη συγκατάθεσή τους να λάβουν μέρος στη μελέτη. Μέθοδος: Όλοι οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε κλινική εξέταση, ακτινογραφία θώρακα, ΗΚΓ καιυπερηχοκαρδιογραφική εξέταση. Οι ασθενείς με υπερηχοκαρδιογραφικές ενδείξεις αριστερήςκαρδιακής νόσου (βαλβιδικής ή δομικής), με μη φυσιολογικό ΗΚΓ, καθώς και ασθενείς με φυσιολογικά ευρήματα, αλλά συμπτώματα που υποδήλωναν στεφανιαία νόσο, υποβλήθηκαν σε στεφανιογραφία όταν υπήρχε ένδειξη. Η διάγνωση της ΧΑΠ βασίστηκε στο ιστορικό του καπνίσματος (τουλάχιστον 20 πακέτα-έτη), στη παρουσία συμπτωμάτων συμβατών με τη ΧΑΠ (δύσπνοια σε κατάσταση ηρεμίας ή κατά τη άσκηση, βήχας με ή χωρίς παραγωγή πτυέλων, προοδευτικός περιορισμός της δραστηριότητας), στο περιορισμό της ροής αέρα (μετά βρογχοδιαστολή FEV1/FVC <70%) και στην κλινική εξέταση. Η οξεία έξαρση της ΧΑΠ ορίστηκε ως επιδείνωση της δύσπνοιας και του βήχα, με αύξηση της ποσότητας και διαπύησης των πτυέλων. Ο ορισμός της σοβαρής μορφής οξείας επιδείνωσης της ΧΑΠ, βασίστηκε σε διαταραχές των αερίων αίματος, όπως η αναπνευστική οξέωση και τα αυξημένα επίπεδα διττανθρακικών κατά την εισαγωγή, στην αλλαγή του επιπέδου συνείδησης και στα κλινικά συμπτώματα αναπνευστικής κόπωσης, ρυθμός αναπνοής > 25 αναπνοές/min, εργώδη αναπνοή και αναποτελεσματικό βήχα. Οι ασθενείς σε σταθερό στάδιο υποβλήθηκαν σε σπιρομέτρηση κατά την προγραμματισμένη επίσκεψή τους. Τα αποτελέσματα αξιολογήθηκαν σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της American Thoracic Society–European Respiratory Society. Όσον αφορά τους ασθενείς με παροξυσμό ΧΑΠ, χρησιμοποιήθηκε η τελευταία σπιρομέτρηση, σε σταθερή κατάσταση τους τελευταίους 6 μήνεςπριν από την εισαγωγή. Όλοι οι ασθενείς κατηγοριοποιήθηκαν με βάση τα αποτελέσματα τηςσπιρομέτρησης σε ένα από τα τέσσερα στάδια της ΧΑΠ σύμφωνα με τις διεθνείς οδηγίες της GOLD. Υπερηχοκαρδιογραφική εξέταση: Όλοι οι εξωτερικοί ασθενείς με σταθερή ΧΑΠ υποβλήθηκαν σευπερηχοκαρδιογραφική αξιολόγηση κατά τη διάρκεια της προγραμματισμένης εξέτασης. Στουςασθενείς με παροξυσμό ΧΑΠ η υπερηχοκαρδιογραφική αξιολόγηση έγινε αμέσως μετά τησταθεροποίηση της νόσου (1-4 ημέρες μετά την εισαγωγή). Καταγράφηκαν, η συστολική λειτουργία της δεξιάς (RV) και της αριστερής κοιλίας (LV), καθώς και η παρουσία σοβαρής βαλβιοπάθειας (τηςτριγλώχινας, της μιτροειδούς και της αορτικής βαλβίδας) και αξιολογήθηκαν ανεξάρτητα από δύοέμπειρους υπερηχοκαρδιογραφιστές ή τρίτος σε ασυμφωνία. Η αριστερή καρδιακή ανεπάρκειαχαρακτηρίστηκε ως ανεπάρκεια με μειωμένο κλάσμα εξώθησης (HFrEF) όταν συσχετίστηκε με έναμειωμένο κλάσμα εξώθησης της αριστερής κοιλίας και ως αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια μεδιατηρημένο κλάσμα εξώθησης (HFpEF) όταν συσχετίστηκε με διατηρημένο κλάσμα εξώθησης, με ένα μη φυσιολογικό πρότυπο mitral inflow pattern, π.χ. τύπους κυμάτων Ε και Α, tissue velocities (e’), αυξημένη αναλογία Ε/e’ ή αυξημένο atrial volume index ( πάνω από 34mL/m2). Οι ασθενείς αξιολογήθηκαν υπερηχοκαρδιογραφικά για την παρουσία ΡΗ ή/και δεξιάς καρδιακής ανεπάρκειας με βάση τη μέγιστη ταχύτητα παλινδρόμησης της τριγλώχινας, το TAPSE, τη διαστολική και συστολική δυσλειτουργίας της RV, τον αυξημένο λόγο RVEDA/LVEDA στην κορυφαία τομή 4 κοιλοτήτων, τη διάταση του δεξιού κόλπου και της κάτω κοίλης φλέβας. Η κατηγοριοποίηση της ΡΗ βασίστηκε στα υπερηχογραφικά ευρήματα της ESC. Η ΡΗ χαρακτηρίστηκε ως likely όταν η ταχύτητα παλινδρόμησης της τριγλώχινας ήταν μεγαλύτερη από 3,4 m/s, possible όταν η ταχύτητα ήταν 2,9-3,4 m/s ή ≤ 2,8 m/s, αλλά με επιπρόσθετα υπερηχοκαρδιογραφικά ευρήματα που υποδήλωναν PH και unlikely όταν η ταχύτητα παλινδρόμησης της τριγλώχινας ήταν ≤ 2,8 m/s, χωρίς άλλα ευρήματα που να υποδήλωνουν PH. Οι ασθενείς με likely/possible ΡΗ, υποβλήθηκαν σε καθετηριασμό της δεξιάς καρδιάς (RHC), με στόχο την επιβεβαίωση της PH την εκτίμηση της βαρύτητας της αλλά και την διερεύνηση της αιτίας της. Στους ασθενείς με επιβεβαιωμένη ΡΗ και PAOP > 15 mm Hg στο RHC, η αιτία της ΡΗ θεωρήθηκε ότι είναι η αριστερή καρδιακή νόσος. Σε αυτούς τους ασθενείς υπολογίστηκε η διαστολική πνευμονική διαφορά (DPD) και κατηγοριοποιήθηκαν ως ασθενείς με μεμονωμένη μετα-τριχοειδική PH εάν είχαν DPD < 7 mm Hg, ή ως ασθενείς με προ-/μετατριχοειδική PH εάν είχαν DPD ≥ 7mm Hg. Σε όλους τους ασθενείς προγραμματίσθηκε επανέλεγχος στους επόμενους 6 μήνες. Αποτελέσματα. Κατά την περίοδο της μελέτης εξετάστηκαν 140 ασθενείς και τελικά συμμετείχαν 91 άτομα. Τριάντα εννέα (42,9%) ήταν σε σταθερή κατάσταση (ομάδα Α) και 52 (57,1%) ήταν ασθενείς με παροξυσμό ΧΑΠ (ομάδα Β). Οι ασθενείς στην ομάδα Α ήταν νεότεροι, σε καλύτερη κλινική κατάσταση και με λιγότερο προχωρημένη ΧΑΠ. Η απόφραξη των αεραγωγών ήταν πιο εμφανής στην ομάδα Β. Δεν υπήρχε διαφορά στην επίπτωση της στεφανιαίας νόσου, του διαβήτη ή της υπερλιπιδαιμίας μεταξύ των δύο ομάδων. Η αρτηριακή υπέρταση ήταν πιο συνηθισμένη στην ομάδα Β. Οι ασθενείς με παροξυσμό ΧΑΠ έτειναν να έχουν υψηλότερη υπερηχοκαρδιογραφικά υπολογισμένη συστολική PAP, αν και η διαφορά δεν ήταν στατιστικά σημαντική. Δεν υπήρχε σημαντική διαφορά στη συστολική λειτουργία της LV μεταξύ των δύο ομάδων, ωστόσο υπήρξε διαφορά στη διαστολική δυσλειτουργία της LV (53,8% έναντι 82,7% για την ομάδα Α και την ομάδα Β αντίστοιχα, p =0,003). Η συχνότητα εμφάνισης υπερτροφίας LV ήταν παρόμοια και στις δύο ομάδες. Δεν υπήρχε διαφορά στη μέση επιφάνεια του αριστερού κόλπου μεταξύ των δύο ομάδων. Η διάταση της RV ήταν σημαντικά πιο συχνή στην ομάδα Β (42,3% έναντι 18%, p = 0,012). Η επιμήκης (longitudinal) συστολική λειτουργία της RV όπως εκφράζεται από το TAPSE, διατηρήθηκε και στις δύο ομάδες. Μεταξύ των 91 ασθενών, οι 45(49,5%) πληρούσαν τα υπερηχοκαρδιογραφικά κριτήρια της ESC για possible/likely PH. Η επίπτωση της possible/likely ΡΗ ήταν σημαντικά υψηλότερη στους ασθενείς της ομάδας Β σε σύγκριση με την ομάδα Α (11/39 ασθενείς-28,2% έναντι 34/52 ασθενών-65,4%, p =0,0001 στην ομάδα Α και Β αντίστοιχα). Αναφορικά με το συνολικό πληθυσμό της μελέτης, οι ασθενείς με possible/likely ΡΗ ήταν πιο πιθανό να παρουσιάσουν διαστολική δυσλειτουργία LV σε σύγκριση με τους ασθενείς με unlikely ΡΗ (80,0% έναντι 60,1% για τους ασθενείς με possible/likely και unlikely PH αντίστοιχα, p = 0,046). Από τους 34 ασθενείς της ομάδας Β με possible/likely ΡΗ η συναίνεση για RHC ελήφθη στους 19/34 και η παρουσία της PH επιβεβαιώθηκε στους 15 από τους 19. Στους 4/15 ασθενείς η PH ήταν ανεξάρτητη της λειτουργικότητας της αριστερής καρδιάς αφού είχαν PAOP ≤ 15 mm Hg, ενώ αντίθετα ηπλειονότητα των ασθενών (11 από τους 15, 73,3%) είχαν PH οφειλόμενη σε αριστερή καρδιακή νόσο επειδή η PAOP ήταν > 15mm Hg. Η διαστολική δυσλειτουργία ήταν παρούσα και στους 11 ασθενείς ενώ σε 5 από αυτούς συνυπήρχε και συστολική δυσλειτουργία. Ȃε βάση την DPD μεταξύ των 11 ασθενών, οι 6 είχαν μετατριχοειδική ΡΗ (DPD < 7mm Hg) και 5 συνδυασμένη προ- και μετατριχοειδική PH (DPD ≥ 7 mm Hg). Ȁατά το χρονικό διάστημα της παρακολούθησης που ανήλθε στους 6 μήνες απεβίωσαν συνολικά 18/52 ασθενείς της ομάδας Β (θνητότητα 34,6%), οι 10/18 κατά τη διάρκεια της νοσηλείας (ενδονοσοκομειακή θνητότητα, 19,2%) και οι 8/18 εντός του εξαμήνου. Μεταξύ των ασθενών της ομάδας Β, η παρουσία possible/likely ΡΗ βάσει των υπερηχοκαρδιογραφικών κριτηρίων της ESC συσχετίστηκε με στατιστικά σημαντική αύξηση της θνητότητας σε σύγκριση με εκείνους με unlikely PH (log Rank test chi square 6.7, p=0.009).Συμπεράσματα. Συμπερασματικά, η χρήση των υπερηχογραφικών κριτηρίων της ESC για την ύπαρξη PH φαίνεται να είναι επαρκής για τη συστηματική εξέταση των ασθενών με ΧΑΠ. Οι ασθενείς μεπαρόξυνση ΧΑΠ και possible/likely PH με βάση τα υπερηχογραφικά κριτήρια της ESC, αποδεικνύεταιότι έχουν αυξημένη θνητότητα σε σύγκριση με τους ασθενείς με unlikely PH. Η παρουσία τηςκαρδιακής ανεπάρκειας (ιδίως HFpEF) είναι εμφανής στη συντριπτική πλειονότητα των ασθενών μεπαρόξυνση ΧΑΠ και PH, η οποία αποτελεί και την αιτία της PH στην πλειονότητα αυτών των ασθενών. Έτσι, οι ασθενείς με παρόξυνση ΧΑΠ και υπερηχογραφικές ενδείξεις παρουσίας PH, πρέπει να υποβάλλονται σε RHC, προκειμένου να επιβεβαιωθεί η διάγνωση και να αξιολογηθεί η αιτία της PH. Οι ασθενείς με PH λόγω αριστερής καρδιακής νόσου μπορεί να επωφεληθούν από πιο επιθετικήθεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας, ενώ για τους ασθενείς με PH που δεν σχετίζεται με την αριστερή καρδιακή νόσο μπορεί να χρειαστεί περαιτέρω αξιολόγηση. 787 236 227 The present work focuses on a morphological and morhosyntactic approach to the verbal system of modern Greek, while at the same time exploring its syntactic and semantic features (aspect, modality, mood, etc.), as at least these are reflected in grammar textbooks (school and non). We examine the differences that have arisen in the descriptions of the verbal system, from the perspective of the traditional approach and from the perspective of contemporary linguistic theory. In particular, we focus on terminology issues that have emerged in recent years and on terms used to describe a verbal phenomenon, for example in the case of aspect, that show discrepancies in the terminology referred to in the grammar textbooks. At the same time, we focus on the organization of the verbal temporal system and how the acceptation of aspect, time, modality, etc. are examined. In addition, we focus on some lack issues, that found in grammar textbooks, such as the complete absence of reference to the lexical aspect of the view. Next, we examine the verbal inflection and the criteria for classifying verbs into inflectional classes, while also identifying differences in the description of the allomorphy of the inflectional suffixes. Finally, from the perspective of Applied Linguistics we present an alternative view, with a more modern approach to the modern Greek verb system, which could possibly be imprinted in subsequent school grammar textbooks, based on the conclusions of the previous chapters. Η παρούσα εργασία επικεντρώνεται σε μία μορφολογική και μορφοσυντακτική προσέγγιση του ρηματικού συστήματος της νέας ελληνικής, σε μια παράλληλη διερεύνηση χαρακτηριστικών αυτού σε συντακτικό και σημασιολογικό επίπεδο (όψη, τροπικότητα, εγκλίσεις κ.ά.), όπως τουλάχιστον αυτά αποτυπώνονται στα γραμματικά εγχειρίδια (σχολικά και μη). Εξετάζουμε τις διαφορές που έχουν ανακύψει στις περιγραφές του ρηματικού συστήματος, από την πλευρά της παραδοσιακής προσέγγισης και την πλευρά της οπτικής της σύγχρονης γλωσσολογικής θεωρίας. Ειδικότερα, επικεντρωνόμαστε σε ζητήματα ορολογίας που έχουν αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια και σε όρους που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή ενός ρηματικού φαινομένου, για παράδειγμα στην περίπτωση της όψης, που παρατηρούνται αποκλίσεις όσον αφορά την ορολογία με την οποία αναφέρεται στα εγχειρίδια γραμματικής: τρόπος, ποιόν ενεργείας, άποψη, όψη. Παράλληλα, εστιάζουμε την προσοχή μας στην οργάνωση του ρηματικού χρονικού συστήματος και στον τρόπο με τον οποίο εξετάζονται οι έννοιες της όψης, του χρόνου, της έγκλισης-τροπικότητας κ.ά.. Επιπλέον, ερευνούμε κάποια ζητήματα ελλείψεων, τα οποία παρατηρούνται στα γραμματικά εγχειρίδια, όπως η παντελής απουσία αναφοράς στη λεξική πτυχή της όψης. Στη συνέχεια, εξετάζουμε τη ρηματική κλίση και τα κριτήρια κατάταξης των ρημάτων σε κλιτικές τάξεις (συζυγίες), εντοπίζοντας παράλληλα και διαφορές στην περιγραφή της αλλομορφίας των κλιτικών επιθημάτων. Τέλος, μέσα από την οπτική της Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας παρουσιάζουμε μία εναλλακτική πρόταση, με μια πιο σύγχρονη προσέγγιση του νεοελληνικού ρηματικού συστήματος, που θα μπορούσε ενδεχομένως να αποτυπωθεί στα επόμενα σχολικά γραμματικά εγχειρίδια, βάσει των συμπερασμάτων των προηγούμενων κεφαλαίων. 788 400 406 Clustering methods based on statistical testing of the unimodality of the data Μέθοδοι ομαδοποίησης βασισμένες σε στατιστικό έλεγχο της μονοτροπικότητας των δεδομένων Clustering is one of the most important fields of machine learning and data mining because of the vast number of applications in data analysis problems. A key issue of clustering a dataset is related with the estimation of the number of clusters, which is usually unknown beforehand. An already proposed technique is the dip-means algorithm, which proposes the use of a methodology (criterion) for the statistical test of the unimodality of a dataset and uses this methodology in an incremental manner: starting with all the data in the same cluster and in each step splitting the multimodal clusters according to the criterion. Initially, in this thesis we propose a new variant of the dip-means algorithm named pdip-means (projected dip-means) which modifies the unimodality criterion such that the one dimensional projections of the data within a cluster to various directions, that are deterministic defined (e.g. PCA) or random (e.g. Random Projections), are tested for unimodality instead of each line of the distance matrix of the data within a cluster. Next, an agglomerative clustering methodology is presented based on the unimodality test of the data within a cluster. This method (agglodip) starts off with many initial clusters. In each step two clusters are merged into one, only if a unimodal cluster is produced according to the statistical test. This procedure ends when there are no more clusters that their merge will produce a unimodal cluster. In addition to this concept, some other approaches are proposed as well. The first one, accelerates the unimodality tests while merging two clusters exploiting their centroids. The next approach transforms the iterative cluster merging problem of the cluster of a dataset into the problem of finding the connected components of a graph. Finally, a third method (agglopdip) is proposed which uses the unimodality test criterion in conjunction with the projection method which was referred above. These methodologies were evaluated experimentally in synthetic as well as real life datasets and we compared their performance with the dip-means algorithm and with prior incremental clustering algorithms such as x-means and g-means. Furthermore, the proposed agglomerative clustering methodologies were applied to the problem of image segmentation. In the segmentation method that was studied, an oversegmentation of the image is created initially using superpixels and then they get merged into bigger segments, if unimodal clusters are produced by their merge. Η ομαδοποίηση αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αντικείμενα της μηχανικής μάθησης και της εξόρυξης δεδομένων λόγω του πλήθους εφαρμογών της σε προβλήματα ανάλυσης δεδομένων. Ένα βασικό ζήτημα κατά την ομαδοποίηση ενός συνόλου δεδομένων σχετίζεται με την εκτίμηση του αριθμού των ομάδων, ο οποίος συνήθως δεν είναι γνωστός εκ των προτέρων. Μια τεχνική που έχει προταθεί για το πρόβλημα αυτό είναι ο αλγόριθμος dip-means, o οποίος προτείνει μια μεθοδολογία (κριτήριο) για τον στατιστικό έλεγχο της μονοτροπικότητας ενός συνόλου δεδομένων και χρησιμοποιεί τη μεθοδολογία αυτή για ομαδοποίηση με αυξητικό τρόπο: στην αρχή όλα τα δεδομένα ανήκουν στην ίδια ομάδα και σε κάθε βήμα διασπώνται οι ομάδες που δεν είναι μονοτροπικές σύμφωνα με το κριτήριο. Στην εργασία αυτή καταρχήν προτείνεται μια παραλλαγή του αλγορίθμου dip-means η οποία ονομάζεται pdip-means (projected dip-means) και η οποία τροποποιεί το κριτήριο ελέγχου μονοτροπικότητας ώστε, αντί να εξετάζονται για μονοτροπικότητα οι γραμμές του πίνακα αποστάσεων μεταξύ των δεδομένων μιας ομάδας, να ελέγχονται για μονοτροπικότητα οι μονοδιάστατες προβολές των δεδομένων της ομάδας σε διάφορες κατευθύνσεις που καθορίζονται ντετερμινιστικά (π.χ. PCA) ή τυχαία (π.χ. Random Projections). Στη συνέχεια παρουσιάζεται μια συσσωρευτική (agglomerative) μεθοδολογία ομαδοποίησης βασισμένη στον έλεγχο μονοτροπικότητας των δεδομένων μιας ομάδας. Η μέθοδος αυτή (agglodip) ξεκινά με πολλές αρχικές ομάδες. Σε κάθε βήμα ενώνονται δύο από τις ομάδες σε μια, εάν από τη συνένωσή τους προκύπτει μια μονοτροπική ομάδα σύμφωνα με το κριτήριο ελέγχου της μονοτροπικότητας. Η διαδικασία τερματίζεται όταν δεν υπάρχουν πλέον ομάδες που η συνένωσή τους να δίνει μια νέα μονοτροπική ομάδα. Με βάση αυτή τη βασική ιδέα προτείνονται κάποιες εναλλακτικές προσεγγίσεις. Μια από αυτές επιταχύνει τον έλεγχο μονοτροπικότητας κατά τη συνένωση δύο ομάδων εκμεταλλευόμενη τα κεντροειδή των δύο ομάδων. Μια δεύτερη μετασχηματίζει το πρόβλημα επαναληπτικής συνένωσης των ομάδων του αρχικού συνόλου σε πρόβλημα εύρεσης των συνεκτικών συνιστωσών ενός γραφήματος. Τέλος προτείνεται και μια τρίτη μέθοδος (agglopdip) η οποία χρησιμοποιεί για τον έλεγχο της μονοτροπικότητας τη μέθοδο των προβολών που αναφέρθηκε παραπάνω. Οι παραπάνω μεθοδολογίες αξιολογήθηκαν πειραματικά σε συνθετικά αλλά και σε πραγματικά σύνολα δεδομένων και οι επιδόσεις τους συγκρίθηκαν τόσο με τον αλγόριθμο dip-means, όσο και με προγενέστερους αυξητικούς αλγορίθμους όπως οι x-means και g-means. Επιπλέον οι προτεινόμενες συσσωρευτικές μεθοδολογίες ομαδοποίησης εφαρμόστηκαν για το πρόβλημα της κατάτμησης εικόνων (image segmentation). Στη μέθοδο κατάτμησης που μελετήθηκε, αρχικά δημιουργείται μια υπερκατάτμηση της εικόνας με μεθόδους δημιουργίας superpixels και στη συνέχεια τα superpixels συνενώνονται σε μεγαλύτερα τμήματα, εάν από τη συνένωσή τους προκύπτουν μονοτροπικές ομάδες. 789 337 411 Molecular modeling, design, and synthesis of Ribociclib analogs as potential selective protein kinase nhibitors Μοριακή μοντελοποίηση, σχεδιασμός και σύνθεση αναλόγων του Ribociclib ως εν δυνάμει εκλεκτικών αναστολέων πρωτεϊνικών κινασών Protein kinases are enzymes that play an important role in cell function. They participate in many signaling pathways, inducing phosphorylation by ATP. The deregulated action of protein kinases has been associated with various diseases, including cancer. Breast cancer, despite advances in early diagnosis and treatment, remains a major cause of death for women worldwide. The mammalian cell cycle is induced by a complex interaction between cyclin and cyclin dependent kinases. Malfunctioning of this process is one of the causes of breast cancer. At the same time, studies have shown that the cyclin D-CDK4/6-Rb-E2F pathway plays a critical role in many cases of cancer. Inhibition of protein kinases by low molecular weight compounds that antagonize the binding site of ATP has been shown to contribute significantly to the treatment of neoplasms. There is a great interest in the scientific community for the design, development and synthesis of new selective inhibitors of pathological protein kinases. Knowing their role in cell proliferation, CDKs are targets of anticancer therapy. Ribociclib is a selective, oral bioavailable CDK4 and CDK6 inhibitor that has been approved by the FDA in March 2017, to treat HR-positive, HER2-negative, advanced or metastatic breast cancers in combination with an aromatase inhibitor (letrozole). Ribociclib analogues have been the result of molecular modeling and are likely to be more efficient and selective for protein kinases inhibition than Ribociclib. These analogues designed through targeted modifications to the structure of Ribociclib based on the available crystallographic structure of CDK6. The designed compounds compared both for their binding activity to the active center of CDK6 and for their physicochemical properties (clogP, tPSA). Other biological targets of Ribociclib have been discovered for developing either selective CDK6 inhibitors or multi-target inhibitors. The analogues of Ribociclib synthesized through an alternative synthetic route that originally proposed by Novartis. In addition, we made significant efforts to optimize this route. All new compounds synthesized in the laboratory were fully characterized by 1H-NMR and MS spectroscopy. Οι πρωτεϊνικές κινάσες είναι ένζυμα τα οποία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην λειτουργία του κυττάρου. Συμμετέχουν σε πολλές σηματοδοτικές οδούς, επάγοντας την φωσφορυλίωση από το ΑΤΡ. Η απορρυθμισμένη δράση των πρωτεϊνικών κινασών έχει συσχετιστεί με διάφορες ασθένειες, μεταξύ των οποίων είναι και ο καρκίνος. Ο καρκίνος του μαστού, παρά την πρόοδο στην έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία, εξακολουθεί να παραμένει μια σημαντική αιτία θανάτου των γυναικών παγκοσμίως. Ο κυτταρικός κύκλος των θηλαστικών επάγεται από μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ κυκλίνης και εξαρτώμενων από τις κυκλίνες κινασών (CDK). Η δυσλειτουργία αυτής της διεργασίας είναι μία από τις αιτίες εμφάνισης του καρκίνου του μαστού. Παράλληλα, έρευνες έχουν δείξει ότι η οδός κυκλίνης D –CDK4/6 – Rb – E2F εμφανίζεται και έχει κρίσιμο ρόλο σε πολλά είδη καρκίνου. Η αναστολή των πρωτεϊνικών κινασών μέσω ενώσεων μικρού μοριακού βάρους, που ανταγωνίζονται τη θέση πρόσδεσης του ΑΤΡ στο ενεργό κέντρο της κινάσης, έχει αποδειχθεί από μελέτες ότι συμβάλλει σημαντικά στην αντιμετώπιση και τη θεραπεία των νεοπλασιών. Ακριβώς για το λόγο αυτό, υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον στην επιστημονική κοινότητα για το σχεδιασμό, την ανάπτυξη και την σύνθεση νέων αναστολέων πρωτεϊνικών κινασών, οι οποίοι θα δρουν εκλεκτικά, αναστέλλοντας τη δράση της παθολογικής πρωτεϊνικής κινάσης. Γνωρίζοντας τον ρόλο τους στον πολλαπλασιασμό των κυττάρων, οι CDKs αποτελούν σύγχρονους στόχους της αντικαρκινικής θεραπείας. Το Ribociclib είναι ένας εκλεκτικός, από του στόματος βιοδιαθέσιμος αναστολέας των CDK4 και CDK6, ο οποίος έλαβε έγκριση από τον FDA τον Μάρτιο του 201 για τη θεραπεία HR-θετικών, HER2-αρνητικών, προχωρημένων ή μεταστατικών καρκίνων του μαστού, σε συνδυασμό με έναν αναστολέα αρωματάσης (λετροζόλη). Στο εργαστήριο, κατά την εκπόνηση του Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης συντέθηκαν νέες ενώσεις – ανάλογα του Ribociclib, οι οποίες υπήρξαν αποτέλεσμα μοριακής μοντελοποίησης και είναι πιθανόν να δρουν πιο αποτελεσματικά στις πρωτεϊνικές κινάσες στόχους, με σκοπό την εκλεκτική αναστολή τους. Τα ανάλογα αυτά σχεδιάστηκαν μέσω στοχευμένων τροποποιήσεων στη δομή του Ribociclib βάση της διαθέσιμης κρυσταλλογραφικής δομής της CDK6. Οι νέες ενώσεις που σχεδιάστηκαν συγκρίθηκαν τόσο ως προς την ενέργεια πρόσδεσης τους στο ενεργό κέντρο της CDK6, όσο και για τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά τους (clogP, tPSA). Παράλληλα, ανακαλύφθηκαν και άλλοι βιολογικοί στόχοι του Ribociclib με σκοπό την ανάπτυξη εκλεκτικών CDK6 αναστολέων ή αναστολέων πολλαπλού στόχου. Τα ανάλογα του Ribociclib συντέθηκαν μέσω μιας παραλλαγής της συνθετικής πορείας που πρότεινε αρχικά η εταιρία Novartis. Επιπρόσθετα, έγιναν σημαντικές προσπάθειες βελτιστοποίησης της πειραματικής πορείας. Όλες οι νέες ενώσεις που συντέθηκαν στο εργαστήριο χαρακτηρίστηκαν πλήρως με φασματοσκοπικές τεχνικές 1H-NMR και MS. 790 444 375 arbitration and dispute settlement in front of the notary in Corfu: (18th and 19th centuries) αιρετοκρισία και διευθέτηση διαφορών ενώπιον συμβολαιογράφου στην Κέρκυρα: (18ος-19ος αι.) This study examines the ways that the rules of law were applied during the dispute of resolution. Thus, there was conducted an extensive research of the multitudinous archival material of the Corfu archives. It is well known that Corfu was considered as a very significant place of such developments due to its major geopolitical location. The latest century of the Venetian domination and the next century were characterized by a number of changes as a result of the general political, economic and social changes, nevertheless, the institution of arbitration and mediation seems to differ slightly. We point out the urban characteristics of economic activities, which are framed and documented by the application of rules of written and common law. The main interest at this specific time period is focused on the extrajudicial dispute resolutions at Corfu. This period was mainly characterized as a period where every citizen required a quick solution for his cases, as well as avoidance of unnecessary court costs. Consequently, citizens of Corfu used to prefer alternative ways of resolving their differences, such as direct resolution of those who were involved at the dispute, the mediation through non elected arbitrators and the recourse to arbitration, bounded by the authority of a notarization. The notary turned out to have a great part on these kinds of conflicts, that is, it became very important implementer of written and common law. Plenty of different cases have been recorded for resolution in Corfu and concern issues of almost all branches of civil law (debt, property, inheritance, family and commercial law). For example, disputes are recorded in commercial companies (capital utilization, profit sharing), transfer of ownership, loans, works contracts, pledges, leases, dowries and bequests. The resolution of dispute took place after a very specific process which contained the conclusion of a compromise agreement which contained the election of arbitrators and the will of the parties for the resolution of disputes. In fact, the opponents seeking different ways to satisfy the sense of justice, accepted and committed for the implementation of the arbitrators’ decisions, which were irreversible. It is worth noting that they were of a higher social descent, thus they were mainly men of recognized status. Indeed, many were the times when they were acting as mediators or asking the help of valuators for providing a fairer justice. For the settlement of disputes, they adopt a combination of choices, always based on the fair merchantable quality of the time and in the context of respecting the principles of law which were in force in Corfu during the 18th and 19th centuries. Αξιοποιώντας το πολυπληθές αρχειακό υλικό των αρχείων της Κέρκυρας, μελετήθηκε ο τρόπος εφαρμογής των κανόνων δικαίου κατά τη διαδικασία επίλυσης διαφορών. Eίναι γνωστό ότι η Κέρκυρα, εξαιτίας της σπουδαίας γεωπολιτικής της θέσης, υπήρξε σημαντικότατος χώρος τέτοιων εξελίξεων. O τελευταίος αιώνας της βενετικής κυριαρχίας και ο αμέσως επόμενος χαρακτηρίζονται από πλήθος μεταβολών ως απόρροια των γενικότερων πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών. Ωστόσο, οι πρακτικές της διαμεσολάβησης και του διακανονισμού, καθώς και ο θεσμός της διαιτησίας εμφανίζουν μικρές διαφοροποιήσεις, με την επισήμανση των αστικών χαρακτηριστικών των οικονομικών δραστηριοτήτων, οι οποίες πλαισιώνονται και τεκμηριώνονται με την εφαρμογή κανόνων του γραπτού και του εθιμικού δικαίου. Στην υπό εξέταση χρονική περίοδο, το ενδιαφέρον εστιάζεται στην εξωδικαστική επίλυση των διαφορών όπως αυτή υπαγορευόταν κυρίως από την ανάγκη των αντιδίκων για γρήγορη διευθέτηση των υποθέσεών τους, καθώς και για την αποφυγή των ενίοτε υψηλών δικαστικών εξόδων. Οι τρόποι επίλυσης των διαφορών, εκτός του πλαισίου υπαγωγής τους στη δικαστική εξουσία, ήταν η διευθέτηση διαφορών από τους άμεσα ενδιαφερομένους, η διαμεσολάβηση μέσω άτυπων κριτών και η προσφυγή στη διαιτησία (αιρετοκρισία), περιβαλλόμενοι βεβαίως και οι τρεις τρόποι με το κύρος της συμβολαιογραφικής πράξης. Αξιοσημείωτος ο ρόλος του συμβολαιογράφου, αφού καθίστατο σημαντικότατος φορέας εφαρμογής γραπτού και εθιμικού δικαίου. Οι προς επίλυση υποθέσεις αφορούν θέματα σχεδόν όλων των κλάδων του αστικού δικαίου (ενοχικό, εμπράγματο, κληρονομικό, οικογενειακό και εμπορικό δίκαιο). Για παράδειγμα, καταγράφονται προς επίλυση διενέξεις και αντιδικίες σε εμπορικές εταιρείες (αξιοποίηση κεφαλαίων, καταμερισμός κερδών), μεταβιβάσεις κυριότητας, δανεισμοί, συμβάσεις έργου, ενεχυριάσεις, μισθώσεις, προικώα και κληρονομίες. Η διαιτητική διαδικασία περιελάμβανε τη σύναψη συνυποσχετικού, δυνάμει του οποίου γινόταν η εκλογή των κριτών με δεδηλωμένη τη βούληση των αντιδίκων για επίλυση της διαφοράς. Οι αντίδικοι, στο πλαίσιο εφαρμογής του περί δικαίου αισθήματος, αποδέχονται και δεσμεύονται για την εφαρμογή των διαιτητικών αποφάσεων, οι οποίες ήταν ανέκκλητες. Οι κριτές είχαν ανώτερη κοινωνική καταγωγή και, ως επί το πλείστον, ήταν άτομα εγνωσμένου κύρους, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές, κατά τις οποίες λειτουργούσαν και ως διαμεσολαβητές ή ζητούσαν την αρωγή εκτιμητών, ειδικών εμπειρογνωμόνων. Στο πλαίσιο της επίλυσης των διαφορών, συχνά υιοθετείται ένας συνδυασμός επιλογών, πάντοτε βάσει των συναλλακτικών ηθών της εποχής και στο πλαίσιο της εφαρμογής των κανόνων και των αρχών του δικαίου, που ίσχυαν στην Κέρκυρα κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα. 791 389 397 "Research on anxiety and depression during hospitalization in patients with acute coronary syndrome in the coronary intensive care unit "Μελέτη άγχους και κατάθλιψης κατά τη νοσηλεία ασθενών με οξέα στεφανιαία επεισόδια στη μονάδα εντατικής παρακολούθησης καρδιοπαθών Introduction: Acute coronary syndrome (ACS) comprises a suddenly beginning ischemia of myocardium and it could lead on to its final necrosis. It affects people’s life all round just because most of them live stuff emotions after a cardiac event. The most common are anxiety and depression which are expressed differently between the two genders. Purpose: The aim of the research is to make an entry and to assess the levels of anxiety and depression after an acute coronary syndrome and hospitalization in coronary care unit as well as to pinpoint maybe differences between the two genders. Methodology: The scientific placement in which the research will rest upon is the interpretive, relativistic and modern theories. It supports that the evidence for each research have to come from investigative results through the methodology, the health scientists experience and patient’s observation. The epidemiological research will be a perspective cohort study which will include all the patients who were hospitalized in coronary care unit after an ACS the period January 2020 to August 2020. Data were collected by use the questionnaires GAD-7 Anxiety and PHQ-9 Depression. For the investigation asked permission by the scientific committee of the University Hospital of Ioannina. Results: The analysis of the results of PHQ-9 Depression shows that almost half of the participants (49,4%) have a mild form of depression, a small number (5,2%) have a relatively severe form of depression and only one (1,3%) has a severe form depression. Analysis of the results of GAD-7 Anxiety shows that the majority of patients (39%) had mild anxiety, many (35, 1%) had moderate anxiety and a small percentage (5,2%) suffered from severe anxiety. Regarding the differentiation according to sex, age, primary ACS, laboratory measurements and the occurrence of arrhythmias none of the examined parameters had a statistically significant difference. Conclusions: There seem to be no significant differences in anxiety and depression scores with regard to sex, age and other parameters in patients hospitalized for acute coronary syndromes. However, the sample size was small. The results cannot be generalized to the general population and indicate the need to use new questionnaires with more parameters. This information is in line with existing literature and can be used by other researchers to further research. Εισαγωγή: Το Οξύ Στεφανιαίο Σύνδρομο (ΟΣΣ) αποτελεί αιφνίδια έναρξη ισχαιμίας του μυοκαρδίου και μπορεί να οδηγήσει στην τελική νέκρωσή του. Επηρεάζει πολλές πτυχές της ζωής των ανθρώπων, καθώς οι περισσότεροι βιώνουν διάφορα συναισθήματα έπειτα από ένα καρδιακό επεισόδιο. Τα συνηθέστερα από αυτά είναι το άγχος και η κατάθλιψη τα οποία εκδηλώνονται διαφορετικά μεταξύ των δύο φύλων. Σκοπός: Σκοπός της έρευνας είναι να καταγραφούν και να αξιολογηθούν τα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης έπειτα από ένα οξύ στεφανιαίο σύνδρομο και τη νοσηλεία στη μονάδα εντατικής παρακολούθησης καρδιοπαθών (ΜΕΠΚ) καθώς και ο εντοπισμός τυχόν διαφορών μεταξύ των δύο φύλων. Μεθοδολογία: Η επιστημονική θέση στην οποία θα βασιστεί η έρευνα είναι αυτή που στηρίζεται στις ερμηνευτικές, σχετικιστικές και μεταμοντέρνες θεωρίες. Υποστηρίζει ότι οι αποδείξεις για κάθε μελέτη πρέπει να προέρχονται από ερευνητικά αποτελέσματα μέσω της μεθοδολογίας, την κλινική εμπειρία των επιστημόνων υγείας και την παρακολούθηση των ασθενών. Η επιδημιολογική έρευνα θα είναι μια προοπτική μελέτη κοόρτης που θα περιλαμβάνει όλους τους ασθενείς οι οποίοι νοσηλεύτηκαν στη ΜΕΠΚ έπειτα από ΟΣΣ κατά το διάστημα Ιανουάριος 2020 έως και Αύγουστος 2020. Η συλλογή δεδομένων έγινε με τη χρήση των ερωτηματολογίων GAD-7 Anxiety και PHQ-9 Depression. Για τη διεξαγωγή της έρευνας ζητήθηκε άδεια από την επιστημονική επιτροπή του Π.Γ.Ν.Ιωαννίνων. Αποτελέσματα: Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων του PHQ-9 Depression προκύπτει ότι σχεδόν οι μισοί συμμετέχοντες (49,4%) είχαν ήπια μορφή κατάθλιψης, ελάχιστοι (5,2%) είχαν σχετικά σοβαρή κατάθλιψη και μόνο ένας (1,3%) έχει βαριά μορφή κατάθλιψης. Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων του GAD-7 Anxiety φαίνεται ότι η πλειονότητα των ασθενών (39%) έχει ήπιο άγχος, αρκετοί (35,1%) έχουν μέτριο άγχος και ένα μικρό ποσοστό (5,2%) υποφέρει από σοβαρό άγχος. Όσον αφορά την εξέταση των σκορ άγχους και κατάθλιψης ανάλογα με το φύλο, την ηλικία, το πρωτεύων ΟΣΣ, τις εργαστηριακές μετρήσεις και την εμφάνιση αρρυθμιών καμία από τις παραμέτρους που εξετάστηκαν δεν έχει στατιστικά σημαντική διαφορά. Συμπεράσματα: Δε φαίνεται να υπάρχουν διαφορές σε καθιερωμένα σκορ άγχους και κατάθλιψης ως προς το φύλο, την ηλικία και άλλες παραμέτρους σε ασθενείς που νοσηλεύονται με οξέα στεφανιαία σύνδρομα. Όμως το μέγεθος του δείγματος ήταν μικρό. Τα αποτελέσματα δεν μπορούν να γενικευτούν στον ευρύτερο πληθυσμό και υποδεικνύουν την ανάγκη χρήσης νέων ερωτηματολογίων με περισσότερες παραμέτρους. Οι συγκεκριμένες πληροφορίες συμφωνούν με την υπάρχουσα βιβλιογραφία και μπορούν να χρησιμοποιηθούν από άλλους ερευνητές ώστε να προχωρήσουν σε περαιτέρω έρευνα. 792 220 226 απόψεις γονέων μαθητών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης In recent years Greek society is characterized by cultural pluralism. This fact is reflected at the same time in school environment, where there are plenty of different ethno-cultural students with a different cultural capital. The presence of different ethno-cultural students at school reveals several issues regarding racism and xenophobia, in which parents of Greek students are mainly involved. The prevailing conditions of economic and refuge crisis make these issues even more topical, leading us to look into the prevailing perception and behavior towards ethno-cultural diversity. More specifically, this paper investigates the views of 17 parents relating to the presence of different ethno-cultural students in Primary and Secondary School. Moreover, the study focuses in how the parents encounter with diversity of these students. We conducted qualitative study and the semi-structured interview as the most appropriate data collection method so as to have a more elaborate picture of parents' opinions and beliefs. The study reveals that parents express opinions that are against the values of equality and respect of diversity. The presence of different ethno-cultural students at schools is negatively perceived by parents who seem not to accept ethno-cultural diversity. The xenophobic perceptions and attitudes of the parents are quite obvious in both school and social frame, where immigrants and refugees are considered as a threat to the country and its citizens. Ο πολιτισμικός πλουραλισμός που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια αντανακλάται ταυτόχρονα στο σχολικό περιβάλλον, με την ύπαρξη μαθητών που είναι φορείς διαφορετικών πολιτισμικών κεφαλαίων. Η παρουσία των αλλοδαπών μαθητών στο σχολείο φέρνει αρκετές φορές στο προσκήνιο ζητήματα ρατσισμού και ξενοφοβίας, στα οποία ενεργό ρόλο κατέχουν οι γονείς Ελλήνων μαθητών. Οι επικρατούσες συνθήκες οικονομικής και προσφυγικής κρίσης κάνουν ολοένα και πιο επίκαιρο το συγκεκριμένο ζήτημα, οδηγώντας στην ανάγκη να διερευνηθεί η επικρατούσα αντίληψη και συμπεριφορά απέναντι στην εθνοπολιτισμική ετερότητα. Συγκεκριμένα, η παρούσα έρευνα μελετά τις απόψεις 17 γονέων αναφορικά με την παρουσία των αλλοδαπών μαθητών στα σχολεία Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και τον τρόπο αντιμετώπισης της ετερότητας των συγκεκριμένων μαθητών. Για τις ανάγκες της έρευνας έγινε χρήση της ποιοτικής μεθόδου και επιλέχθηκε η ημιδομημένη συνέντευξη ως καταλληλότερο ερευνητικό εργαλείο, ώστε να αποκτηθεί μια λεπτομερέστατη εικόνα σχετικά με τις απόψεις και τις πεποιθήσεις των γονέων. Από την έρευνα προέκυψε ότι οι γονείς εκφράζουν απόψεις που αντιτίθενται στις αξίες της ισότητας και του σεβασμού της ετερότητας. Η παρουσία των αλλοδαπών μαθητών στα σχολεία αντιμετωπίζεται αρνητικά από τους γονείς, οι οποίοι φαίνεται να μην αποδέχονται την εθνοπολιτισμική ετερότητα. Οι ξενοφοβικές αντιλήψεις και συμπεριφορές των γονέων είναι έκδηλες τόσο σε σχολικό όσο και σε κοινωνικό πλαίσιο, εντός του οποίου μετανάστες και πρόσφυγες εκλαμβάνονται ως απειλή για τη χώρα και τους πολίτες της. 793 308 312 assessing water quality properties, with emphasis on potential pathogenic microorganisms as indicators of suitability αξιολόγηση ποιοτικών ιδιοτήτων των υδάτων, με έμφαση στους δυνητικά παθογόνους μικροοργανισμούς ως δείκτες καταλληλότητας Introduction: Water for human consumption must be harmless to human health, free of pathogenic micro-organisms and dangerous substances. Quality control has helped eliminate waterborne infections and for safer water consumption. Aim: To investigate all the microbiological and physiochemical properties of the water of the Regional Unit of Epirus and the bottled water of the Bottling Industries of Epirus 1 and 2 between the years 2013-2018. Methods: Record of the microbiological and physiochemical properties of the water through the records of the Water and Food Hygiene Unit for the years 2013-2018. Results: From data recording it appeared that for the Common aerobic and Total Coliforms at 22°C and 37°C the number of samples in the summer period (n: 43) was increased, compared to the winter (n: 31). For E. coli the highest median of 4.5816cfu/100mL, Std. Deviation (SD) 5,55596 was recorded in summer period, as for Enterococci: Mean 2.4513cfu/100mL, SD 3,17493, p= 0.022. Regarding Pseudomonas aeruginosa, Mean elevations of 11.9667 cfu/100mL, SD 63,85246 were seen in the winter period, as opposed to Clostridium Perfringens, which shows an increased summer period of 0.1479 cfu/100mL, SD 0,37796. Legionella spp is limited to zero results in the winter sampling period (n: 25). The comparative analysis per year for the water supply network showed statistically significant results for three microorganisms: Total Coliforms (p= 0.001), E. coli (p= 0.021), Fecal Enterococci (p= 0.001). For the refugee camps, there was not a statistically significant difference between pathogens per year, Total coliforms, TMF 22°C, TMF 37°C, Fecal Streptococci, E. coli, Fecal Enterococci (p= 0.847, vs p= 0.904, vs p= 0,813, vs p= 0.760, vs p= 0.802 vs p= 0.883). Conclusions: Control procedures and appropriate action are necessary to identify the hazards in the water supply system in order to protect Public Health. Εισαγωγή: Το νερό ανθρώπινης κατανάλωσης πρέπει να είναι αβλαβές για την υγεία των ανθρώπων, απαλλαγμένο από παθογόνους μικροοργανισμούς και επικίνδυνες ουσίες. O ποιοτικός έλεγχος έχει συμβάλει στην εξάλειψη των υδατογενών λοιμώξεων και την ασφαλέστερη κατανάλωση του νερού. Σκοπός: Να διερευνηθούν όλα τα δεδομένα μικροβιολογικών και φυσικοχημικών ιδιοτήτων των υδάτων του δικτύου της Περιφερειακής Ενότητας Ηπείρου και των εμφιαλωμένων νερών των Ηπειρωτικών Βιομηχανιών Εμφιαλώσεως 1 και 2 μεταξύ των ετών 2013-2018. Μεθοδολογία: Καταγραφή των μικροβιολογικών και φυσικοχημικών ιδιοτήτων των υδάτων μέσα από το αρχείο της Μονάδος Υγιεινής Νερών και Τροφίμων για τα έτη 2013-2018. Αποτελέσματα: Από την καταγραφή των δεδομένων φάνηκε ότι για τα Κοινά αερόβια και για τα Ολικά Κολοβακτηριοειδή στους 22°C & 37°C ήταν αυξημένος ο αριθμός των δειγμάτων στη θερινή περίοδο (n: 43) έναντι της χειμερινής (n: 31). Για το E. coli καταγράφηκε η μεγαλύτερη τιμή τη θερινή περίοδο Μέσος 4,5816cfu/100mL, ΤΑ 5,55596 όπως και για τους Enterococci: Μέσος 2,4513cfu/100mL, ΤΑ 3,17493, p= 0,022. Σχετικά με την Pseudomonas aeruginosa, φάνηκαν αυξημένα αποτελέσματα Μέσος 11,9667cfu/100mL, ΤΑ 63,85246 τη χειμερινή περίοδο, σε αντίθεση με το Clostridium Perfringens, το οποίο παρουσιάζεται αυξημένο τη θερινή περίοδο Μέσος 0,1429cfu/100mL, ΤΑ 0,37796. Η Legionella spp περιορίζεται σε μηδενικά αποτελέσματα τη χειμερινή περίοδο δειγματοληψίας (n: 25). Η συγκριτική ανάλυση ανά έτος για το δίκτυο ύδρευσης κατέδειξε στατιστικά σημαντικά αποτελέσματα για τρείς μικροοργανισμούς: Ολικά Κολοβακτηριοειδή (p=0,001), E. coli (p=0,021), Κοπρανώδεις Εντερόκοκκοι (p=0,001). Για τους προσφυγικούς καταυλισμούς δε βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ παθογόνων ανά έτη, Ολικά Κολοβακτηριοειδή, ΟΜΧ 22ο C, ΟΜΧ 37ο C, Στρεπτόκοκκοι Κοπράνων, E. coli, Κοπρανώδεις Εντερόκοκκοι (p= 0,847, vs p= 0,904, vs p= 0,813, vs p= 0,760, vs p= 0,802, vs p= 0,883). Συμπεράσματα: Οι μηχανισμοί ελέγχου και τα κατάλληλα εργαλεία είναι απαραίτητα για την τον εντοπισμό των κινδύνων που υπάρχουν στο σύστημα ύδρευσης, με στόχο την προάσπιση της Δημόσιας Υγείας. 794 167 142 In this Msc Thesis we are concerned with fractional calculus and problems related to fractional differential equations. We introduce fractional integrals and fractional derivatives as defined by Riemann-Liouville, Caputo, Grunwald-Letnikov, Erdelyi-Kober and Hadamard. We study some properties of Riemann-Liouville fractional derivatives and we quote some applications to problems in Mathematics and Physics. Subsequently, we deal with fractional order differential equations of Riemann-Liouville type. More specifically, we solve initial value problems for linear differential equations of fractional order. We deal with the existence and uniqueness of solutions of non-linear differential equations of fractional order in spaces of continuous as well as in spaces of integrable functions. Moreover, we examine how the solution of a fractional differential equation depends on the order of the equation and the initial value problems. We are also concerned with an initial value problem of a delayed differential equation of fractional order. Last, we study the existence of a solution to a two-point boundary value problem as well as to a multipoint eigenvalue problem. Στην παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή ασχολούμαστε με τον Κλασματικό Λογισμό και με προβλήματα κλασματικών διαφορικών εξισώσεων. Εισάγουμε τις έννοιες του κλασματικού ολοκληρώματος και των κλασματικών παραγώγων Riemann-Liouville, Caputo, Grünwald-Letnikov, Erdélyi-Kober και Hadamard. Mελετούμε κάποιες ιδιότητες των κλασματικών παραγώγων Riemann-Liouville και παραθέτουμε εφαρμογές σε προβλήματα των Μαθηματικών και της Φυσικής. Στη συνέχεια, ασχολούμαστε με κλασματικές διαφορικές εξισώσεις με παραγώγους Riemann-Liouville. Ειδικότερα, επιλύουμε προβλήματα αρχικών τιμών για γραμμικές κλασματικές διαφορικές εξισώσεις. Ακολούθως, ασχολούμαστε με ύπαρξη και μονοσήμαντο λύσεων προβλημάτων αρχικών τιμών για μη γραμμικές κλασματικές διαφορικές εξισώσεις στο χώρο των συνεχών και στο χώρο των ολοκληρώσιμων συναρτήσεων. Επίσης, εξετάζουμε την εξάρτηση των λύσεων από την τάξη της διαφορικής εξίσωσης και την αρχική συνθήκη ενός προβλήματος αρχικών τιμών και παραθέτουμε ένα πρόβλημα αρχικών τιμών για κλασματική διαφορική εξίσωση με υστέρηση. Τέλος, εξετάζουμε την ύπαρξη λύσης ενός προβλήματος συνοριακών τιμών δύο σημείων και ενός πολυσημειακού προβλήματος ιδιοτιμών. 795 420 394 Studies of quantum chromodynamics and measurement of the strong coupling constant with jets from the CMS experiment at the LHC Μελέτες της κβαντικής χρωμοδυναμικής και μέτρηση της σταθεράς σύζευξης των ισχυρών αλληλεπιδράσεων με πίδακες σωματίων στο πείραμα CMS του LHC This dissertation studies the experimental verification of the perturbative Quantum Chromodynamics (pQCD) as it is described within the theoretical framework of the Standard Model (SM). The dissertation consists of three analyses with jets in the final state. The data were recorded by the CMS Experiment at the LHC during proton-proton collisions. The first analysis measured the strong coupling constant, αs, from the inclusive jet cross section. The data were collected during proton-proton collisions at the centre-of-mass energy of 7 TeV, corresponding to an inte- grated luminosity of 5.0fb−1. The value of strong coupling at the mass of the Z boson was found to be αs(MZ ) = 0.1185 ± 0.0019(exp)+0.0037(theo) is in agreement with the world average. The running of the strong coupling was also studied and is found to be consistent with the predictions of pQCD. The second analysis measured the strong coupling constant, αs, from the ratio of the inclusive 3−jet cross section to the inclusive 2−jet cross section. The data sample was collected during 2011 during proton-proton collisions at centre-of-mass energy of 7 TeV, corresponding to an integrated luminosity of 5.0 fb−1. The strong coupling constant at the scale of the Z boson mass is determined to be αs(MZ) = 0.1148 ± 0.0014(exp.) ± 0.0018(P DF ) ± 0.0050(theory), by comparing the ratio in the range 0.42 < (pT1,2) < 1.39 T eV to the predictions of pQCD. This is the first determina- tion of αs(MZ) from measurements at momentum scales beyond 0.6 TeV. No deviation from the expected behavior is observed. The third analysis measured the decorrelation of azimuthal angles be- tween the two jets with the largest transverse momenta and it is presented for seven regions of leading jet transverse momentum up to 2.2TeV. The data sample was collected during proton-proton collisions with the CMS exper- iment at a centre-of-mass energy of 8 TeV corresponding to an integrated luminosity of 19.7fb−1. The dijet azimuthal decorrelation is caused by the radiation of additional jets and probes the dynamics of multijet produc- tion. The results are compared to next-to-leading-order (NLO) predictions of pQCD, and to simulations using Monte Carlo event generators. Event generators with only two outgoing high transverse momentum partons fail to describe the measurement while better agreement is achieved when at least three outgoing partons are complemented through either NLO predictions or parton showers. This observation emphasizes the need to improve predictions for multijet production. Η παρούσα διατριβή ασχολείται με την πειραματική επιβεβαίωση της διαταρακτικής Κβαντικής Χρωμοδυναμικής όπως περιγράφεται από το Καθιερωμένο Πρότυπο. Η διατριβή αποτελείται από τρεις αναλύσεις με πίδακες σωματιδίων στην τελική κατάσταση. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν από το πείραμα ῝ΜΣ κατά την διάρκεια συγκρούσεων προτονίων-προτονίων στον επιταχυντή ΛΗ῝. Η πρώτη ανάλυση μετράει την σταθερά ισχυρής αλληλεπίδρασης, αs, από την ολική διαφορική ενεργό διατομή πιδάκων. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν από συγκρούσεις προτονίων-προτονίων σε ενέργεια κέντρου μάζας 7 TeV, και αντιστοιχούν σε ολοκληρωμένη φωτεινότητα 5.0 fb−1. Η τιμή της σταθεράς στη μάζα του μποζονίου Ζ, βρέθηκε να είναι αs(MZ ) = 0.1185 ± 0.0019(exp)+0.0037(theo) και είναι σε συμφωνία με τον παγκόσμιο μέσο όρο. Επίσης μελετήθηκε η ασυμπτωτική φύση της σταθεράς και φαίνεται να είναι σε συμφωνία με τους θεωρητικούς υπολογισμούς. Η δεύτερη ανάλυση μετράει την σταθερά ισχυρής αλληλεπίδρασης, ας, από τον λόγο της ενεργής διατομής 3 προς 2 πιδάκων σωματιδίων. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν από συγκρούσεις πρωτονίων- πρωτονίων σε ενέργεια κέντρου μάζας 7 TeV, και αντιστοιχούν σε ολοκληρωμένη φωτεινότητα 5.0 fb−1. Η τιμή της σταθεράς στη μάζα του μποζονίου Ζ, βρέθηκε να είναι αs(MZ ) = 0.1148 ± 0.0014(exp.) ± 0.0018(P DF ) ± 0.0050(theory), συγκρίνοντας την πειραματική μέτρηση και τη θεωρία στην περιοχή, 0.42 < (pT1,2) < 1.39 TeV. Αυτή η μέτρηση αποτελεί την πρώτη μέτρηση της σταθεράς ισχυρής αλληλεπίδρασης σε κλίμακα πέραν των 0.6 TeV. Από αυτή την ανάλυση δεν φάνηκε καμία απόκλιση από την θεωρία. Η τρίτη ανάλυση μετράει τις αποσυσχετίσεις των αζιμουθιακών γωνιών ανάμεσα στους δύο πίδακες με την μεγαλύτερη εγκάρσια ορμή. Η μέτρηση πραγματοποιήθηκε σε εφτά περιοχές οι οποίες ορίζονται από το μέγεθος της εγκάρσιας ορμής του πίδακα με την μεγαλύτερη εγκάρσια ορμή σε ένα γεγονός. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν από συγκρούσεις πρωτονίων-πρωτονίων σε ενέργεια κέντρου μάζας 8 TeV, και αντιστοιχούν σε ολοκληρωμένη φωτεινότητα 19.7 fb−1. Οι αζιμουθιακές αποσυσχετίσεις προκύπτουν από την εκπομπή επιπλέον πιδάκων και εξαρτώνται από την τοπολογία των γεγονότων με πολλαπλούς πίδακες. Τα αποτελέσματα συγκρίνονται με προβλέψεις από τη διαταρακτική Κβαντική Χρωμοδυναμική και προσομοιώσεις γεγονότων από γεννήτορες Monte Carlo. Από τις συγκρίσεις φαίνεται ότι οι γεννήτορες γεγονότων με δύο παρτόνια στην τελική κατάσταση αδυνατούν να περιγράψουν την μέτρηση. Καλύτερη συμφωνία επιτυγχάνεται όταν χρησιμοποιήθηκαν θεωρητικά εργαλεία τα οποία παράγουν τουλάχιστον τρία παρτόνια. Αυτή η παρατήρηση καταδεικνύει την ανάγκη για την βελτίωση των υπολογισμών πολλαπλών πιδάκων. 796 18 13 The foreign policy of the Metaxas Regime VIS a VIS London at the Eve of the Greco-Italian War Δωδώνη : επιστημονική επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων; Τόμ. 6 (1977) 797 332 346 Sports activities, game and earl forms of aggression in preschool and prim ark school pupils Αθλητικές δραστηριότητες, παιχνίδι και εμφάνιση πρώιμων μορφών επιθετικότητας στα παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας Movement through physical activity, such as sports and play, holds an important role in the physical, motor, emotional, social and cognitive development of children. However, it is not uncommon for inappropriate behaviors to occur during these interactions, thus preventing children from adapting smoothly to the school context.The purpose of this study was to investigate the attitudes and views of Primary school teachers regarding the aggressive behavior of students during sports activities and play in the school yard. The views on the existence of school aggression were examined, as well as the forms it takes, the gender and the individual characteristics of children who receive or manifest aggression, the coping practices that help eliminate the phenomenon and finally the readiness of teachers for prevention and treatment such behaviors in the school context. A relevant questionnaire was created, which was distributed live to the teachers. The sample of the research was randomly selected and consisted of 281 Primary Education teachers (97 Kindergarten Teachers 34.5%, 101 Elementary Teachers 35.9% and 83 Physical Education Teachers 29.5%) from three Regional Units (Ioannina, Karditsa, Trikala) of Greece. The reliability test (0.876) of the questionnaire preceded the statistical analysis with descriptive and inductive statistics. The results showed that teachers agree on the forms of aggression, gender and individual characteristics of children who accept or exhibit aggressive behavior in sports and play, but differ significantly in the existence of aggression, with kindergarten teachers not agreeing as much as physical education teachers and elementary teachers. We have a significant difference between the teachers in terms of the methods they suggest and the actions they take to deal with the phenomenon. Finally, elementary teachers and kindergarten teachers seem to have attended a relevant training seminar in relation to physical education teachers who have not participated in any similar training. While everyone deems it necessary to be trained with experiential seminars to better deal with aggression in school. Η κίνηση μέσω της φυσικής δραστηριότητας, όπως οι αθλητικές δραστηριότητες και το παιχνίδι, κατέχει σημαντικό ρόλο για τη σωματική, κινητική, συναισθηματική, κοινωνική και γνωστική ανάπτυξη των παιδιών. Ωστόσο, δεν είναι λίγες η φορές που παρατηρούνται κατά την διάρκεια αυτών των αλληλεπιδράσεων ανάρμοστες συμπεριφορές με αποτέλεσμα να εμποδίζετε η ομαλή προσαρμογή των παιδιών στο σχολικό πλαίσιο. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η διερεύνηση των στάσεων και απόψεων των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης σχετικά με την επιθετική συμπεριφορά των μαθητών κατά την διάρκεια των αθλητικών δραστηριοτήτων και του παιχνιδιού στην σχολική αυλή. Διερευνήθηκαν οι απόψεις για την ύπαρξη σχολικής επιθετικότητας αλλά και τις μορφές που παίρνει, το φύλο αλλά και τα ατομικά χαρακτηριστικά των παιδιών που δέχονται ή εκδηλώνουν επιθετικότητα, τις πρακτικές αντιμετώπισης που βοηθούν στην εξάλειψη του φαινομένου και τέλος την ετοιμότητα των εκπαιδευτικών για την πρόληψη και αντιμετώπιση τέτοιων συμπεριφορών στο σχολικό πλαίσιο. Δημιουργήθηκε σχετικό ερωτηματολόγιο, το οποίο διανεμήθηκε δια ζώσης στους εκπαιδευτικούς. Το δείγμα της έρευνας επιλέχτηκε με τυχαίο τρόπο και αποτελούνταν από 281 εκπαιδευτικούς της Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (97 Νηπιαγωγοί 34,5%, 101 Δάσκαλοι/λες 35,9% και 83 Εκπαιδευτικοί Φυσικής Αγωγής 29,5%) από τρείς Περιφερειακές ενότητες (Ιωάννινα, Καρδίτσα, Τρίκαλα) της Ελλάδας. Προηγήθηκε έλεγχος αξιοπιστίας (0,876) του ερωτηματολογίου πριν από τη στατιστική ανάλυση με στοιχεία περιγραφικής και επαγωγικής στατιστικής. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι εκπαιδευτικοί συμφωνούν ως προς τις μορφές επιθετικότητας, το φύλο και τα ατομικά χαρακτηριστικά των παιδιών που δέχονται ή εκδηλώνουν επιθετική συμπεριφορά στις αθλητικές δραστηριότητες και το παιχνίδι, διαφοροποιούνται όμως ως προς την ύπαρξη επιθετικότητας, με τους νηπιαγωγούς να μην δηλώνουν τόσο σύμφωνοι όσο οι εκπαιδευτικοί Φυσικής Αγωγής και οι δάσκαλοι. Σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ των εκπαιδευτικών έχουμε ως προς τις μεθόδους που προτείνουν και τις ενέργειες που κάνουν, για να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο. Τέλος, οι δάσκαλοι και οι νηπιαγωγοί φαίνεται να έχουν παρακολουθήσει κάποιο σχετικό επιμορφωτικό σεμινάριο σε σχέση με τους εκπαιδευτικούς Φυσικής Αγωγής που δεν έχουν συμμετάσχει σε κάποια αντίστοιχη εκπαίδευση. Ενώ όλοι κρίνουν ότι είναι απαραίτητο να επιμορφωθούν με βιωματικά σεμινάρια για την καλύτερη αντιμετώπιση της επιθετικότητας στο σχολείο. 798 388 462 PD-L1 expression and tumor-infiltrating lymphocytes in breast cancer: clinicopathological analysis in women younger than 40 years old Διερεύνηση του ρόλου φλεγμονωδών κυττάρων του στρώματος σε διηθητικά καρκινώματα μαστού και συσχέτιση με κλινικοπαθολογοανατομικές παραμέτρους Breast cancer is the most common malignancy diagnosed among women of all ages. Especially when it comes to younger women with breast cancer, they have a higher risk of recurrence and death, compared to older women. Additionally, this patient group shares considerations that must be taken into account when treated, such as fertility preservation, pregnancy, sexual life and external appearance. Over the past decade great improvement in diagnosis, prognosis and treatment has been achieved with numerous studies focusing on the tumor microenviroment and more specifically on the Tumor Infiltrating Lymphocytes (TILs) and the amount of CD3+ and CD8+ T lymphocytes among them, as well as the PD/PD-L1 axis. It has been shown that high TILs in solid tumors, breast cancer included, is associated with better prognosis. The prognostic value of PD-L1, on the other hand, is depended on the type of cell that it is dependent. While expression of PD-L1 on the neoplastic cells of a carcinoma is linked to poor prognosis, the expression of PD-L1 on the stromal lymphocytes of the carcinoma is linked to good prognosis. Forty-five young women with IBC were included in this retrospective study. Whole tissue sections were used to evaluate stromal TILs, the amount of CD3+ and CD8+ T lymphocytes in it and PD-L1 expression on both tumor cells (PDL1TC) and immune cells (PDL1IC). The association of these results was further correlated with other clinicopathological parameters. Twenty percent (20%) of cases showed PD-L1 expression by tumor cells (PDL1TC) and 44.4% showed PD-L1 expression by immune cells (PDL1IC). Furthermore, 28.88% revealed high stromal TILs. PDL1TC and PDL1IC expression were significantly associated with tumor diameter and expression of estrogen (ER) and progesterone (PR) receptors and Ki67. PDL1TC expression was also associated with grade. High TILs were associated with tumor diameter, ER and Ki67 expression. PDL1TC, PDL1IC expression and TILs were associated with the density of CD3+ and CD8+ lymphocytes. The results of our study show that the PDL1, CD3 and CD8 expression status in younger women are similar to other age groups as reported in the literature. These parameters should be evaluated and reported in order to be used in cases of young women with IBC and complement existing targeted immunotherapeutical approaches, aiming for a better outcome. Το καρκίνωμα του μαστού είναι η συχνότερη διαγνωσμένη κακοήθεια στις γυναίκες. Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις νεαρών γυναικών (≤40 ετών), η πρόγνωση είναι πιο φτωχή λόγω του μεγαλύτερου κινδύνου υποτροπών και θανάτου. Επιπλεόν, οι γυναίκες αυτές έρχονται αντιμέτωπες με άλλους παράγοντες που επηρεάζουν την ποιότητα ζωής τους, όπως είναι η διατήρηση της γονιμότητας, η τεκνοποίηση, η εξωτερική εμφάνιση, σεξουαλική ζωή και η ψυχική υγεία. Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν γίνει άλματα προόδου στην διάγνωση, πρόγνωση και θεραπεία στον καρκίνο του μαστού με τις τελευταίες έρευνες να στρέφονται πλέον στην μελέτη του μικροπεριβάλλοντος του όγκου, όπως στο ποσοστό παρουσίας των λεμφοκυττάρων (Tumor-infiltrating Lymphocytes/TILs) στο διάμεσο μεταξύ των νεοπλασματικών κυττάρων στρώμα καθώς και στον άξονα PD1/PD-L1. Η παρουσία αυξημένου ποσοστού TILs έχει συσχετισθεί με καλύτερη πρόγνωση, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν υψηλά ποσά CD3+ και CD8+ Τ λεμφοκύτταρα σε αυτά. Η προγνωστική αξία της παρουσίας PD-L1 σε διηθητικά καρκινώματα μαστού εξαρτάται από τα κύτταρα τα οποία την εκφράζουν, έχωντας κακή πρόγνωση στις περιπτώσεις που εκφράζεται από τα νεοπλασματικά κύτταρα και καλή όταν αυτή εντοπίζεται στα λεμφοκύτταρα του περιξ του όγκου στρώματος. Στην αναδρομική αυτήν μελέτη συμπεριλήφθησαν 45 διηθητικά καρκινώματα μαστού νεαρών γυναικών και μελετήθηκαν σε ολόκληρες τομές παραφίνης το ποσοστό των στρωματικών TILs, το ποσό των CD3+ και CD8+ λεμφοκυττάρων, η έκφραση του PD-L1 σε νεοπλασματικά κύτταρα (PDL1TC) και λεμφοκύτταρα (PDL1IC) και η συσχέτιση τους με τις λοιπές κλινικοπαθολογοανατομικές παραμέτρους των γυναικών αυτών. Από το σύνολο των γυναικών το 20% των περιστατικών εμφάνισε έκφραση PDL1TC και το 44.44% PDL1IC. Το 28,88% αυτών είχε υψηλό TILs. Τόσο η έκφραση του PDL1TC όσο και έκφραση PDL1IC φάνηκε να συσχετίζεται σημαντικά με την μέγιστη διάμετρο του όγκου, την έκφραση του ER και PR καθώς και με το MIB1/Ki67. Επιπλέον, η έκφραση του PDL1TC εμφάνισε σημαντική συσχέτιση με τον βαθμό κακοηθείας των καρκινωμάτων. Στατιστικά σημαντική συσχέτιση υπήρξε και μεταξύ των υψηλών TILs και την μέγιστη διάμετρο του όγκου, την έκφραση των ER και του MIB1/Ki67. Τελος, η έκφραση του PDL1TC, PDL1IC και το ποσοστό των TILs φάνηκε να σχετίζεται με το ποσό των CD3+ και CD8+ Τ λεμφοκυττάρων. Δεν ανευρέθη στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ του PD-L1 και των HER2, ωστόσο η γνώμη μας είναι ότι η συσχέτιση αυτή δεν επετεύχθη λόγω του περιορισμένου αριθμού HER2 θετικών καρκινωμάτων. Τα ευρήματα της έρευνας αυτής για το σύνολο των νεαρών γυναικών δείχνουν ότι το ποσοστό των στρωματικών TILs, το ποσό CD3+ και CD8+ Τ λεμφοκυττάρων και η έκφραση του PD-L1, δεν φαίνεται να διαφέρουν από τα αντίστοιχα δεδομένα της βιβλιογραφίας που περιλαμβάνει γυναίκες όλων των ηλικιών. Οι παράμετροι αυτοί θα πρέπει να εκτιμώνται και να καταγράφονται ώστε γυναίκες νεαρές να έχουν επιπλέον δείκτες προγνωστικής και προβλεπτικής αξίας οι οποίοι είναι δυνατόν να συμβάλουν σε ανοσοθεραπευτική προσέγγιση, στοχεύοντας στο βέλτιστο αποτέλεσμα. 799 119 146 F ταχεοδιασπορά νεα νευροφυσιολογική μέθοδος για την διερεύνηση παθήσεων των περιφερικών νεύρων F WAVE IS A LATE, EVOKED MUSCLE RESPONSE PRODUCED BY RECURRENT DISCHARGES OF ANTIDROMICALLY ACTIVATED MOTOR NEURONES. IN F TACHEODISPERSION, THE NEW NEUROPHYSIOLOGICAL METHOD APPLIED IN THIS STUDY, A SIGNIFICANT NUMBER OF CONSECUTIVELYRECORDED F WAVES ARE USED TO ESTIMATE THE DISTRIBUTION OF CONDUCTION VELOCITIES (FCV)OF INDIVIDUAL OF SMALL GROUPS OF MOTOR NERVE FIBRES. WE STUDIED 39 HEALTHY SUBJECTS AND 52 PATIENTS WITH POLYNEUROPATHY. ANALYSIS OF F TACHEODISPERSION IN THE HEALTHY VOLUNTEERS SUGGESTED AN AGE RELATED SLOWING OF FCVMAX FCVMIN FCV MEAN WHICH WAS MORE PROMINENT IN THE PERONEAL THAN THE ULNAR. PATIENT'S NERVES WERE DIVIDED INTO 4 GROUPS. F TACHEODISPERSION IN THE FIRST GROUP (NORMAL CONVENTIONAL MEASUREMENTS) SHOWED MILD SHIFT OF FCV TOWARDS THE LOWER NORMAL LIMIT. (ABSTRACT TRUNCATED) ΤO F ΚΥΜΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΟ ΠΡΟΚΛΗΤΟ ΜΥΙΚΟΔΥΝΑΜΙΚΟ ΠΟΥ ΠΑΡΑΓΕΤΑΙ ΑΠΟ ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΕΣ ΕΚΦΟΡΤΙΣΕΙΣ ΚΙΝΗΤΙΚΩΝ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΣΘΙΩΝ ΚΕΡΑΤΩΝ ΤΟΥ ΝΩΤΙΑΙΟΥ ΜΥΕΛΟΥ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΟ ΕΡΕΘΙΣΜΟ ΤΩΝ ΝΕΥΡΑΞΟΝΩΝ ΤΟΥΣ. ΕΝΑΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ F ΚΥΜΑΤΩΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΣΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ΤΗΣ F ΤΑΧΕΟΔΙΑΣΠΟΡΑΣ, ΤΗ ΝΕΑ ΝΕΥΡΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΥΤΗ, ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΤΗΣ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ ΤΩΝ ΤΑΧΥΤΗΤΩΝ ΑΓΩΓΗΣ ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΩΝ Η ΜΙΚΡΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΚΙΝΗΤΙΚΩΝ ΝΕΥΡΙΚΩΝ ΙΝΩΝ. ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ 39 ΥΓΙΗ ΑΤΟΜΑ ΚΑΙ 52 ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΕΞΕΤΑΣΤΗΚΑΝ. ΣΤΑ ΥΓΙΗ ΑΤΟΜΑ ΔΙΑΠΙΣΤΩΘΗΚΕ ΜΙΑ ΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ ΤΩΝ ΤΑΧΥΤΗΤΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΔΟ ΤΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ Η ΟΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΕΜΦΑΝΗΣ ΣΤΟ ΠΕΡΟΝΙΑΙΟ ΠΑΡΑ ΣΤΟ ΩΛΕΝΙΟ. ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΗΚΑΝ 4 ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΝΕΥΡΩΝ ΣΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΤΙΚΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΕΤΡΗΣΕΩΝ. ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ (ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΤΙΚΕΣ ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ) ΠΑΡΑΤΗΡΗΘΗΚΕ ΗΠΙΑ ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΕΛΑΧΙΣΤΗΣ ΤΑΧΥΤΗΤΑΣ ΠΟΥ ΕΚΤΙΜΗΘΗΚΑΝ ΜΕ F ΤΑΧΕΟΔΙΑΣΠΟΡΑ (F-TXΜΕΓ. F-TXΜΙΚ.) (ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ) 800 430 465 Chronic pain and its association with depression and quality of life Ο χρόνιος πόνος και η συσχέτισή του με την κατάθλιψη και την ποιότητα ζωής Introduction: Chronic pain constitutes one of the most common reasons for searching health care services and may even lead to disability. People seek health professionals’ intervention in order to relieve pain as a symptom and also because of its decisive impact to daily activities, family relations and professional life. Chronic pain is strongly associated with the degradation of the quality of life and can lead to depression. Aim: The Investigation of chronic pain in primary care services and its association with depression and quality of life. Methodology: A descriptive cross-sectional study was conducted during the period September 2016 - November 2016. The population of the study included 200 individuals who attended the multipurpose regional medical center ofAg. Theodoroi, in the Prefecture of Corinthia. Data was collected by the means of a printed form including demographic data, social and medical history and questions of a combination of three questionnaires for the assessment of pain (BPI- short form), the depression investigation (PHQ-9) and the evaluation of the quality of life (Euro- 5). The statistical analysis was processed through the Statistical Package of Social Sciences, SPSS 19.0.The significance levels were bilaterally and statistical significance was set at 0.05. Results: The mean age of the study population was 62.2 years (SD=14.5 years) and 62% of them were women. 17.1% of participants had a diagnosed chronic mental health disorder, while depression was the most common disease (10.5%). 56.8% of the individuals reported chronic pain, with a mean duration of 5 years, while 4% of them located their pain to the knees and 3.5% to the lumbar. Women had significantly higher scores in the pain scale, evidence of more pain compared to men (p=0.003) and of greater impact of the pain to their daily activity (p=0.007). Significantly more depression symptoms were diagnosed to the female participants, to those who suffered of a chronic mental disorder and to those who reported chronic pain (p<0.001). Respectively, the above groups of participants presented lower levels of quality of life (p<0.001). A significant negative correlation was emerged between the quality of life scale and the depression and pain scales. Subjects who reported more pain, revealed negative impact to their daily activity and worst quality of life. Likewise, the more depression symptoms presented participants the worse was their quality of life. Conclusions:Chronic pain is a common problem in primary health care. Individuals who experienced chronic pain and depression had lower health-related quality of life. Pain management should be more specific and patient oriented, in the context of a holistic approach. Εισαγωγή: Ο χρόνιος πόνος είναι ένας από τους πιο κοινούς λόγους αναζήτησης ιατρικής φροντίδας και αποτελεί σημαντικό παράγοντα που μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε ανικανότητα. Οι άνθρωποι αναζητούν την βοήθεια των επαγγελματιών υγείας για τον πόνο, όχι μόνο για την ανακούφιση από τα συμπτώματα, αλλά και επειδή ο πόνος παρεμβαίνει στις καθημερινές τους δραστηριότητες και έχει αρνητικό αντίκτυπο στις οικογενειακές σχέσεις καθώς και στην επαγγελματική τους ζωή. Το αποτέλεσμα είναι να υποβαθμίζεται η ποιότητα ζωής τους και να οδηγούνται σε κατάθλιψη. Σκοπός: Η διερεύνηση του χρόνιου πόνου σε ιατρείο πρωτοβάθμιας περίθαλψης και η συσχέτισή του με την κατάθλιψη και την ποιότητα ζωής. Μεθοδολογία: Πρόκειται για μια περιγραφική συγχρονική μελέτη που πραγματοποιήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από το Σεπτέμβριο του 2016 έως το Νοέμβριο του 2016. Τον πληθυσμό στόχο αποτέλεσαν 200 άτομα που προσήλθαν στο Πολυδύναμο Περιφερικό Ιατρείο Αγ. Θεοδώρων Κορινθίας. Η συλλογή των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με την χρήση εντύπου δημογραφικών στοιχείων με πλήρες κοινωνικό και ιατρικό ιστορικό και ερωτηματολόγιο, συνδυασμός τριών ερωτηματολογίων για την εκτίμηση του πόνου (BPI- short form), για την διερεύνηση της κατάθλιψης (PHQ-9 )και για την αξιολόγηση της ποιότητας ζωής (Euro-5). Η ανάλυση των δεδομένων έγινε με το στατιστικό πρόγραμμα SPSS 19.0. Τα επίπεδα σημαντικότητας είναι αμφίπλευρα και η στατιστική σημαντικότητα τέθηκε στο 0,05. Αποτελέσματα: Ο πληθυσμός της μελέτης είχε μέση ηλικία τα 62,2 έτη (SD=14,5 έτη). Το 62,0% των συμμετεχόντων ήταν γυναίκες, ενώ το 17,1% των συμμετεχόντων είχε κάποιο διαγνωσμένο χρόνιο πρόβλημα ψυχικής υγείας με το συνηθέστερο να είναι η κατάθλιψη ( 10,5%). Το 56,8% των συμμετεχόντων ανέφερε χρόνιο πόνο, με μέση διάρκεια τα 5, με συχνότερη εντόπιση την οσφυϊκή μοίρα (50,5 % ) και τα κάτω άκρα (33,9%). Οι γυναίκες είχαν σημαντικά υψηλότερη βαθμολογία στην κλίμακα πόνου, στοιχείο που υποδηλώνει περισσότερο πόνο, σε σύγκριση με τους άντρες (p=0,003) καθώς και μεγαλύτερη επίδραση του πόνου στην καθημερινότητά τους (p=0,007). Ακόμα, σημαντικά περισσότερα συμπτώματα κατάθλιψης είχαν οι γυναίκες, οι συμμετέχοντες που είχαν κάποιο χρόνιο πρόβλημα ψυχικής υγείας και εκείνοι που είχαν κάποιο χρόνιο πόνο (p<0,001). Μειωμένη ποιότητα ζωής είχαν οι γυναίκες, οι συμμετέχοντες που είχαν κάποιο χρόνιο πρόβλημα ψυχικής υγείας και εκείνοι που είχαν κάποιο χρόνιο πόνο (p<0,001). Τέλος, υπήρξε σημαντική αρνητική συσχέτιση της κλίμακας ποιότητας ζωής με τις κλίμακες κατάθλιψης και πόνου. Οπότε όσο περισσότερο πόνο είχαν οι συμμετέχοντες και όσο περισσότερο επηρέαζε ο πόνος τη καθημερινότητά τους τόσο χειρότερη ήταν η ποιότητα ζωής τους. Ομοίως, όσο περισσότερα συμπτώματα κατάθλιψης είχαν οι συμμετέχοντες τόσο χειρότερη ήταν η ποιότητα ζωής τους. Συμπεράσματα:Ο χρόνιος πόνος είναι ένα κοινό πρόβλημα στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Τα άτομα που παρουσίασαν χρόνιο πόνο και κατάθλιψη είχαν χαμηλότερη ποιότητα ζωής σε σχέση με την υγεία. Η αντιμετώπιση του πόνου πρέπει να είναι πιο συγκεκριμένη και προσανατολισμένη στον ασθενή, στο πλαίσιο μιας ολιστικής προσέγγισης. 801 221 257 Τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και η αυτοεκτίμηση των ειδικών παιδαγωγών ως παράγοντες επίδρασης της επαγγελματικής τους εξουθένωσης This study aimed at assessing the influence of personality traits and self-esteem on Special Education Teachers’ to burnout syndrome. Particularly, it is attempted to examine what personality traits the Special Education Teachers present, if they experience the feeling of self-esteem and if they present the burnout syndrome. Moreover, it is examined whether the two factors of personality traits and self-esteem affect their burnout syndrome. The sample consisted of 252 teachers (130 Special Education Teachers and 122 Teachers) working in special education and training schools and general primary schools. The survey sample was drawn through interpersonal communication from the prefectures of Ioannina and Attica and through the use of the Google application form. A questionnaire was used as a research tool, the creation of which was based on the consolidation of three questionnaires. The questionnaire is divided into two parts. The first one refers to the individual characteristics of the participants and the second one consists of three questionnaires, which are investigating the characteristics of personality, the feeling of self-esteem and the burnout syndrome of the respondents. Also, the data was processed using the SPSS statistical packet. In particular, the Anova control and Pearson Correlations test were used. The results can be used in the design of programs for Special Education Teachers in order to help to make their work more effective. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση της επίδρασης των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας και της αυτοεκτίμησης των Ειδικών Παιδαγωγών στην επαγγελματική τους εξουθένωση. Ιδιαίτερα επιχειρούμε να ερευνήσουμε ποια χαρακτηριστικά της προσωπικότητας παρουσιάζουν οι Ειδικοί Παιδαγωγοί, εάν βιώνουν το αίσθημα της αυτοεκτίμησης και εάν παρουσιάζουν το σύνδρομο της επαγγελματικής εξουθένωσης. Επίσης, μελετάται εάν οι δύο παράγοντες, των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας και της αυτοεκτίμησης, επιδρούν στην επαγγελματική εξουθένωση των Ειδικών Παιδαγωγών. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 252 εκπαιδευτικοί, από τους οποίους οι 130 ήταν Ειδικοί Παιδαγωγοί και οι 122 Εκπαιδευτικοί, που αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Οι συμμετέχοντες της έρευνας εργάζονται σε σχολικές μονάδες ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης και σε γενικά σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το δείγμα της έρευνας αντλήθηκε μέσω διαπροσωπικής επικοινωνίας από τους νομούς Ιωαννίνων και Αττικής και μέσω της χρήσης της εφαρμογής Google form. Το ερευνητικό εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε είναι το ερωτηματολόγιο, η δημιουργία του οποίου βασίστηκε στην ενοποίηση τριών σταθμισμένων ερωτηματολογίων. Το ερωτηματολόγιο διακρίνεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος αναφέρεται στα ατομικά χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων και το δεύτερο μέρος αποτελείται από τα τρία σταθμισμένα ερωτηματολόγια, που διερευνούν τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, το αίσθημα της αυτοεκτίμησης και το σύνδρομο της επαγγελματικής εξουθένωσης των ερωτώμενων. Για τη στατιστική ανάλυση των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πακέτο SPSS. Ιδιαίτερα, έγινε χρήση του στατιστικού ελέγχου Anova και του τεστ συσχετίσεων Pearson Correlations. Τα αποτελέσματα μπορούν να αξιοποιηθούν στον σχεδιασμό προγραμμάτων για τους Ειδικούς Παιδαγωγούς, που θα βοηθήσουν στην αποτελεσματική επίτευξη του εκπαιδευτικού τους έργου. 802 365 381 Parental acceptance/rejection, positive psychology and depressive symptoms Γονεϊκή αποδοχή/απόρριψη, θετική ψυχολογία και καταθλιπτικά συμπτώματα The world-renowned author and psychologist, Ronald Rohner, has developed a timeless and up-to-date Theory of Interpersonal Relations, the well-known Theory of Interpersonal Acceptance-Rejection, which focuses on the study of parent-child relationships and the impact these relationships have on the development of children’s personality. Over the years and after many years of research on people of every developmental age in respect with the important others, this theory has now become a model of the psychological approach and study of human personality and behavior in general, through the systematic interaction of the individual with the important others in his life. Given this theory, and in conjunction with the rapid development of the science of Positive Psychology, which focuses on improving human and social development by studying the nature and the determinants of a good life, an attempt was made to study their effects on a sample of 195 people both employed and unemployed. Also, as it can be seen from the relevant literature, no positive emotion can be meaningful and appreciated by the individual if he does not feel also the negative emotion. For this reason, the present study examines the depressive symptoms, which are a scourge of modern times, and especially due to the economic crisis and unemployment in our country many people suffer from them. The study was conducted in the city of Ioannina, gathering a sample of 195 people, working and non-working, in order to investigate whether parental acceptance / rejection affects subjective and psychological well-being as well as the appearance of depressive symptoms. This is a self-reported study that studies individuals' views and perceptions of the issue mentioned above, as research to date has not combined mindfulness / rejection with positive psychology and depressive symptoms in employed and unemployed people. By analyzing the results of the research, we can easily come to the conclusion that those who have experienced parental acceptance, have more positive experiences, develop positive relationships with others, create a purpose for their lives, accept themselves and are less likely to have depressive symptoms while the factor of work does not appear to affect the outcome in relation to those who have experienced rejection. Ο διεθνούς φήμης συγγραφέας και ψυχολόγος, Ronald Rohner, ανέπτυξε μία διαχρονική και επίκαιρη Θεωρία Διαπροσωπικών Σχέσεων, τη γνωστή Θεωρία Διαπροσωπικής Αποδοχής – Απόρριψης, η οποία εστιάζει στη μελέτη των σχέσεων γονέων και παιδιών αλλά και στην επίδραση που έχουν οι σχέσεις αυτές στην ανάπτυξη της προσωπικότητας των παιδιών. Με το πέρασμα των χρόνων και μετά από πολλά χρόνια ερευνών σε ανθρώπους όλων των αναπτυξιακών ηλικιών σε σχέση με τους σημαντικούς άλλους, η θεωρία αυτή αποτελεί πλέον ένα μοντέλο ψυχολογικής προσέγγισης και μελέτης της ανθρώπινης προσωπικότητας και συμπεριφοράς γενικότερα, μέσα από τη συστηματική αλληλεπίδραση του ατόμου με τους σημαντικούς άλλους στη ζωή του. Με αφορμή τη θεωρία αυτή και σε συνδυασμό με την γρήγορη ανάπτυξη της επιστήμης της Θετικής Ψυχολογίας, η οποία εστιάζει στη βελτίωση της ανθρώπινης και κοινωνικής ανάπτυξης, μελετώντας τη φύση και τους καθοριστικούς παράγοντες της καλής ζωής, έγινε μια προσπάθεια να μελετηθούν οι επιδράσεις τους σε ένα δείγμα 195 ατόμων τόσο εργαζομένων όσο και ανέργων. Επίσης, όπως φαίνεται από τη σχετική βιβλιογραφία, κανένα θετικό συναίσθημα δεν μπορεί να έχει σημασία και να εκτιμηθεί από το άτομο, αν δεν νιώσει και το αρνητικό συναίσθημα. Για αυτό το λόγο, στην παρούσα εργασία μελετώνται και τα καταθλιπτικά συμπτώματα, τα οποία αποτελούν μια μάστιγα της σημερινής εποχής και ιδιαίτερα με την οικονομική κρίση και την ανεργία που επικρατεί στη χώρα μας υποφέρουν πολλοί άνθρωποι από αυτά. Η συγκεκριμένη έρευνα, πραγματοποιήθηκε στην πόλη των Ιωαννίνων, συγκεντρώνοντας ένα δείγμα 195 ατόμων, εργαζομένων και μη, με σκοπό να διερευνηθεί κατά πόσο η γονεϊκή αποδοχή/απόρριψη επηρεάζει την υποκειμενική και ψυχολογική ευημερία αλλά και την εμφάνιση καταθλιπτικών συμπτωμάτων. Πρόκειται για μια αυτοαναφερόμενη μελέτη, η οποία μελετά τις απόψεις και τις αντιλήψεις των ατόμων για το θέμα που προαναφέρθηκε, καθώς οι μέχρι τώρα έρευνες που έχουν γίνει δεν έχουν συνδυάσει τη ενθυμούμενη γονεϊκή αποδοχή/απόρριψη με την θετική ψυχολογία και τα καταθλιπτικά συμπτώματα σε εργαζόμενους και ανέργους. Μέσα από την ανάλυση των αποτελεσμάτων της έρευνας, μπορούμε εύκολα να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι όσοι έχουν βιώσει γονεϊκή αποδοχή, έχουν περισσότερο θετικές εμπειρίες, αναπτύσσουν θετικές σχέσεις με τους άλλους, δημιουργούν σκοπό για τη ζωή τους, αποδέχονται τον εαυτό τους και έχουν σε μικρότερο βαθμό καταθλιπτικά συμπτώματα ενώ ο παράγοντας της εργασίας δεν φαίνεται να επηρεάζει το αποτέλεσμα σε σχέση με αυτούς που έχουν βιώσει απόρριψη. 803 231 222 Differentiation is by nature “subversive”. The existence of „the “other”, up to a point, puts the „I‟ in dispute. The existing western logic, attributes the cultural differences and social expressions departing from anything “normal” to the “differentiation”, carving out that way a “postmodern” culture, common to the people of the planet through the use of the media and the „globalised‟ advertising industry. The question arising from this consensus view, is “How is the image of the different “other” presented through advertising?”. Something that constituted the core of the current research. After the exploratory questions were postulated (through literature review), concequently, the quality research came next. The exploratory tool used, was the half-structured form of the interview, using as a sample 15 advertisers from 4 Greek cities (Athens, Thessaloniki, Patra, Ioannina). Afterwards, the analysis of the content and the extrapolation of the conclusions were conducted. The issue emerging from the research is that the image of the different has always existed and still exists in advertising, aiming mainly at the alleviation of social stereotypes. The “other”, is used either to shock – activate or to state the cultural pluralism they undergo and demand acceptance. However, advertising at first seems to be homogenising the world, due to the globalisation (Mass culture). Secondly, it makes efforts to project the cultural differences of all people, by sending out a loud message of respect and interculture. Η ετερότητα είναι φύσει «ανατρεπτική». Η ύπαρξη του «άλλου» υποδηλώνει έως ένα σημείο την αμφισβήτηση του «Εγώ». Η ισχύουσα δυτικοκεντρική λογική καταλογίζει στην «Ετερότητα» τις πολιτισμικές διαφορές και τις κοινωνικές εκφράσεις που ξεφεύγουν από τις «φυσιολογικές», διαμορφώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο έναν «μεταμοντέρνο» πολιτισμό, κοινό στους λαούς του πλανήτη μέσα από τη χρήση των Μ.Μ.Ε και την «παγκοσμιοποιημένη» βιομηχανία της διαφήμισης. Το ερώτημα που γεννάτε απ’ αυτή την παραδοχή, είναι το «πώς παρουσιάζεται η εικόνα του διαφορετικού “άλλου” μέσα από τη διαφήμιση;» Κάτι το οποίο αποτέλεσε και τον πυρήνα της παρούσας έρευνας. Αφού πρώτα διατυπώθηκαν τα ερευνητικά ερωτήματα (μετά από την βιβλιογραφική ανασκόπηση), στη συνέχεια ακολούθησε η ποιοτική έρευνα. Ως ερευνητικό εργαλείο χρησιμοποιήθηκε η συνέντευξη ημιδομημένης μορφής, ενώ το δείγμα αποτέλεσαν 15 διαφημιστές από 4 πόλεις της Ελλάδας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Ιωάννινα). Έπειτα, διεξήχθη η ανάλυση περιεχομένου και τέλος η εξαγωγή συμπερασμάτων. Από την έρευνα προκύπτει ότι η εικόνα του διαφορετικού υπήρχε ανέκαθεν στη διαφήμιση και εξακολουθεί να υπάρχει και στις μέρες μας στοχεύοντας, κατά κύριο λόγο, στην άμβλυνση κοινωνικών στερεότυπων. Ο «άλλος» χρησιμοποιείται είτε για να σοκάρει - ενεργοποιήσει συνειδήσεις είτε για να δηλώσει την πολιτισμικό πλουραλισμό που υφίσταται και απαιτεί αποδοχή. Ωστόσο, η διαφήμιση φαίνεται αφενός να ομογενοποιεί τον κόσμο λόγω παγκοσμιοποίησης (Μαζική κουλτούρα). Αφετέρου, κάνει προσπάθειες να προβάλλει τις πολιτισμικές διαφορές κάθε λαού εκπέμποντας ηχηρό μήνυμα σεβασμού και διαπολιτισμικότητας. 804 358 345 Understanding how nurses working in Social Welfare Centers perceive the behavioral reactions of guests with mental retardation and dementia Κατανοώντας πως αντιλαμβάνονται οι νοσηλευτές που εργάζονται σε Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας τις συμπεριφορικές αντιδράσεις των φιλοξενούμενων με νοητική υστέρηση και άνοια Introduction: The Behavioral disorders of dementia sufferers and the attitudes and behaviors of people with Mental Retardation create problems both in the familiar environment, in cohabitation and in the nursing staff who are called to care for them in the Social Welfare Centers. The phenomenon is analyzed in the international and Greek literature, however it is a complex and multifactorial issue not only in terms of defining the term behavioral disorders but also in terms of the factors that create it. Aim: This qualitative study aims to explore through the experiences of the nurses of the Social Welfare Centers how they perceive the behavioral disorders, with what factors they are related and what are the emotional reactions in order to understand the phenomenon in depth, to highlight their importance and to make known the point of view of the nurses. Material and Method: In this dissertation we follow a qualitative approach to investigate the relationship between nurses and beneficiaries due to behavioral disorders. The relativistic perceptual outline was used. Eight semi-structured interviews were conducted with nurses, permanent staff of the Social Welfare Centers. This was followed by a literature analysis of the terms behavioral disorders with reference to nurses and beneficiaries. Results: This was followed by the qualitative processing of the data where three thematic units emerged that highlighted the role of the nurse and his relationship with the beneficiaries in the Social Welfare Centers, the behavioral disorders and emotional reactions of the nurses through their experiences and the need for nursing education staff, the need for an interdisciplinary team. Discussion: The onset, worsening, reduction or elimination of behavioral disorders depends on a complex interaction between nurses and patients with dementia or mental retardation. The need to focus on the factors that increase the occurrence of such behaviors is emphasized, in order to help nurses working in structures for the chronically ill to manage them and not to affect the quality of care of the beneficiaries. More studies are needed to provide guidelines for better management of behavioral disorders. Εισαγωγή: Οι συμπεριφορικές διαταραχές των πασχόντων από άνοια και οι στάσεις και συμπεριφορές των ατόμων με νοητική υστέρηση δημιουργούν προβλήματα τόσο στο οικείο περιβάλλον, στη συμβίωση αλλά και στο νοσηλευτικό προσωπικό που καλείται να τα φροντίσει στα Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας. Το φαινόμενο αναλύεται στη διεθνή και ελληνική βιβλιογραφία, ωστόσο αποτελεί σύνθετο και πολυπαραγοντικό θέμα όχι μόνο προς τον καθορισμό του όρου των συμπεριφορικών διαταραχών αλλά και ως προς τους παράγοντες που το δημιουργούν. Σκοπός: Η ποιοτική αυτή μελέτη έχει σκοπό να εξερευνήσει μέσα από τα βιώματα των νοσηλευτών των Κέντρων Κοινωνικής Πρόνοιας πώς αντιλαμβάνονται τις συμπεριφορικές διαταραχές, με ποιούς παράγοντες σχετίζονται και ποιες είναι οι συναισθηματικές αντιδράσεις με στόχο να κατανοηθεί το φαινόμενο σε βάθος, να αναδειχθεί η σημασία τους και να γίνει γνωστή η άποψη των νοσηλευτών. Υλικό και Μέθοδος: Στην παρούσα διπλωματική εργασία ακολουθούμε μια ποιοτική προσέγγιση για να διερευνήσουμε τη σχέση που υφίσταται μεταξύ νοσηλευτών και ωφελούμενων λόγω των συμπεριφορικών διαταραχών. Χρησιμοποιήθηκε το σχετικιστικό αντιληπτικό περίγραμμα. Πραγματοποιήθηκαν οχτώ ημιδομημένες συνεντεύξεις σε νοσηλευτές, μόνιμο προσωπικό των Κέντρων Κοινωνικής Πρόνοιας. Ακολούθησε μια βιβλιογραφική ανάλυση των όρων συμπεριφορικές διαταραχές με αναφορά στους νοσηλευτές και ωφελούμενους. Αποτελέσματα: Ακολούθησε η ποιοτική επεξεργασία των δεδομένων όπου προέκυψαν τρείς θεματικές ενότητες που ανέδειξαν το ρόλο του νοσηλευτή και τη σχέση του με τους ωφελούμενους στα Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας, τις συμπεριφορικές διαταραχές και τις συναισθηματικές αντιδράσεις των νοσηλευτών μέσω των εμπειριών τους και την αναγκαιότητα εκπαίδευσης του νοσηλευτικού προσωπικού, τη αναγκαιότητα ύπαρξης διεπιστημονικής ομάδας. Συζήτηση: Η εμφάνιση, η επιδείνωση, η μείωση ή η εξάλειψη των συμπεριφορικών διαταραχών εξαρτάται από μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ νοσηλευτών και πασχόντων από άνοια ή νοητική υστέρηση. Υπογραμμίζεται η ανάγκη να επικεντρωθεί η προσοχή, στους παράγοντες που αυξάνουν την εμφάνιση τέτοιων συμπεριφορών ώστε να βοηθηθούν και οι νοσηλευτές που εργάζονται σε δομές χρονίως πασχόντων για να τις διαχειριστούν και να μην υπάρχουν επιπτώσεις στην ποιότητα της φροντίδας των ωφελούμενων. Απαιτούνται περισσότερες μελέτες που θα παρέχουν κατευθυντήριες γραμμές για την καλύτερη διαχείριση των συμπεριφορικών διαταραχών . 805 276 307 Η συναισθηματική νοημοσύνη των ειδικών παιδαγωγών ως παράμετρος επαγγελματικής ικανοποίησης και της συνεργασίας με τους γονείς Emotionally intelligent teacher. The importance of emotional skills and characteristics of the teacher have been widely discussed in many researches with common finding a better quality education provided. The emotionally intelligent teacher is characterized by personal and emotional skills that lead him to a successful fulfillment of his teaching and socializing aims. These features can be considered extremely important, especially for special education, which is a part of education that brings up questioning about proper teaching practices and emotional skills. The purpose of this study is to investigate the level of Emotional Intelligence of special educators in Primary Education. Also, the relationship between Emotional Intelligence with the degree of job satisfaction felt by special educators in primary education is investigated. Moreover, their views on the role of both their own and their students' parents for the coveted, especially for special education, school - family cooperation. The sample of the study consisted of 173 special educators in Primary Education, who worked in special schools in county of Attiki and 173 teachers who worked in general schools in county of Attiki, as the control group. The findings provide interesting information about the Emotional Intelligence level of special educators, demographic factors that influence it, as well as its effect on emotional and social skills of special educators, such as job satisfaction and perceptions about their cooperation with parents. The results could be used in understanding the interaction of these three factors, which are considered fundamental to the educational reality. Moreover, the results can be useful in the direction of educational support programs of Emotional Intelligence, but also for further research in the field of Emotional Intelligence in Special Education. Συναισθηματικά νοήμων εκπαιδευτικός. Πολύς λόγος και πολλές έρευνες έχουν πραγματωθεί τελευταία για τη σημασία που έχουν οι συναισθηματικές δεξιότητες και χαρακτηριστικά του δασκάλου, με κοινό πόρισμα την καλύτερη ποιοτικά παρεχόμενη εκπαίδευση. Ο συναισθηματικά νοήμων δάσκαλος χαρακτηρίζεται από προσωπικές ικανότητες και συναισθηματικές συνιστώσες που τον οδηγούν στην επιτυχή πραγματοποίηση των διδακτικών του στόχων και του κοινωνικοποιητικού του έργου. Αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν να θεωρηθούν εξαιρετικά σημαντικά και για την ειδική εκπαίδευση, κομμάτι της εκπαίδευσης που φέρνει στην επιφάνεια ερωτήματα για σωστές διδακτικές πρακτικές και ψυχοσυναισθηματικά αποθέματα. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να διερευνήσει το επίπεδο της Συναισθηματικής Νοημοσύνης των ειδικών παιδαγωγών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Ακόμη, διερευνάται η σχέση της Συναισθηματικής Νοημοσύνης με το βαθμό της επαγγελματικής ικανοποίησης που νιώθουν οι ειδικοί παιδαγωγοί στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά και με τις απόψεις τους σχετικά με το ρόλο τόσο το δικό τους όσο και των γονέων των μαθητών τους για την πολυπόθητη, ειδικά για την ειδική εκπαίδευση, συνεργασία σχολείου – οικογένειας. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 173 ειδικοί παιδαγωγοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης που εργάζονταν σε δομείς ειδικών σχολείων της Αττικής, καθώς και 173 εκπαιδευτικοί δομών γενικής αγωγής της Αττικής, που αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Τα ευρήματα της έρευνας παρέχουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά με το επίπεδο Συναισθηματικής Νοημοσύνης των ειδικών παιδαγωγών, τους δημογραφικούς παράγοντες που το επηρεάζουν, καθώς και την επίδρασή του σε συναισθηματικές και κοινωνικές δεξιότητες των ειδικών παιδαγωγών, όπως η ικανοποίηση από το επάγγελμά τους και οι αντιλήψεις τους για τη συνεργασία τους με τους γονείς. Τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στην κατανόηση της αλληλεπίδρασης αυτών των τριών παραγόντων, που θεωρούνται θεμελιώδεις για την εκπαιδευτική πραγματικότητα. Ακόμη, τα αποτελέσματα προσφέρονται για αξιοποίηση στην κατεύθυνση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων ενίσχυσης της Συναισθηματικής Νοημοσύνης, αλλά και για περαιτέρω έρευνα στο πεδίο της Συναισθηματικής Νοημοσύνης στην ειδική εκπαίδευση. 806 473 502 Application of analytical methods for assessing the safe use of recycled packaging materials for direct or indirect contact with foodstuff Εφαρμογή νέων μεθόδων ελέγχου για την εκτίμηση της ασφαλούς χρήσης ανακυκλωμένων υλικών συσκευασίας για άμεση ή έμμεση επαφή με τρόφιμα Paper and cardboard are some of the most important packaging materials, used both as primary and secondary packaging in industry for a wide range of foods, due to their advantages compared to other traditional materials. They consist one of the most essential areas that recycling gets a move on and almost half of the recycled paper is used as packaging material for food-packaging applications. Depending on the production process and the use of paper before it is collected so as to be recycled, it is exposed on numerous compounds that they are harmful for the human health, which can be found in paper and paperboard after the process of recycling. The present work focuses on the determination of several classes of compounds (organic pollutants) that can be found as residues in commercially available recycled cardboards intended for use as food packaging materials. A main objective was to develop a fast, easy and reliable method for the identification and quantification of these compounds at very low concentrations. The research concentrated in the application of three wide used extraction methods (sonication, soxtec apparatus and head space solid phase microextraction) followed by gas chromatography-mass spectrometry (GC-MS) analysis in order to achieve the optimum conditions for the analysis of the 25 most common found compounds: benzophenone, 2,6- and 2,7-diisopropylnapthalene, m- and o-Terphenyl, Polycyclic Aromatic Hydrocarbons (naphtalene, acenapthylene, acenaphtene, fluorene, phenarene, anthracene, fluoranthene, pyrene, benzoanthracene, crysene, benzo[b]fluoranthene, benzo[a]pyrene, benzo[k]fluoranthene) and 7 esters [bis-octyl phthalate, bis-n-butyl phthalate, bis-methyl phthalate, bis-ethyl phthalate, bis(2-ethylhexyl) adipate, benzyl butyl phthalate)The head space solid phase microextraction using the Polydimethylsiloxane/ Divinylbenzene as fiber’s coating material, at temperature of 150°C for 30 minutes showed the best analytical results (Sanco and Sante procedures) compared to the other two methods.Moreover, analysis of variance (ANOVA) and multivariate analysis of variance (MANOVA) was performed on 20 samples to check the differences between the averages for each compound on 18 out of 25 studied compounds, which were detected on all three extraction methods. The statistical approaches showed that the best results were given by the head space solid phase microextraction using Polydimethylsiloxane/ Divinylbenzene as fiber’s coating material, exposured at temperature 150°C for 30 minutes.The optimum method was applied in three commercially available paperboards, which are intend to be used as food packaging materials. The results were compared with the proposed limits in the “Industry guideline for the Compliance of Paper & Board Materials and Articles for Food Contact” Issue 2, released in September 2012, developed by the European paper and board food packaging chain (CEFIC (suppliers of chemicals), CEPI (paper and board manufacturers), CITPA (paper and board converters), FPE (paper and board multi-layer manufacturers)) and it was ascertained that the determined values were below the limits for all commercial papers tested. Το χαρτί και το χαρτόνι αποτελούν από τα πιο σημαντικά υλικά συσκευασίας και χρησιμοποιούνται τόσο ως πρωτογενής όσο και ως δευτερογενής συσκευασία στη βιομηχανία για ένα ευρύ φάσμα τροφίμων λόγω των πλεονεκτημάτων τους σε σύγκριση με άλλα παραδοσιακά υλικά. Αποτελούν, επίσης, από τα πιο σημαντικά υλικά ανακύκλωσης και σχεδόν το μισό του ανακυκλωμένου χαρτιού επαναχρησιμοποιείται ως υλικό συσκευασίας τροφίμων. Ανάλογα με την παραγωγική διαδικασία και τη χρήση του χαρτιού πριν τη συλλογή του εκτίθεται σε πολλές ενώσεις επιβλαβείς για την υγεία του ανθρώπου, οι οποίες είναι δυνατόν να βρεθούν σε χαρτί και χαρτόνι, μετά τη διαδικασία της ανακύκλωσης. Η παρούσα εργασία εστιάζει στον προσδιορισμό των διαφόρων οργανικών ρύπων που μπορούν να βρεθούν ως κατάλοιπα σε εμπορικά διαθέσιμα ανακυκλωμένα χαρτόνια, τα οποία προορίζονται για χρήση ως υλικά συσκευασίας τροφίμων. Κύριος στόχος ήταν να αναπτυχθεί μια γρήγορη, εύκολη και αξιόπιστη μέθοδος για την ταυτοποίηση και τον ποσοτικό προσδιορισμό των ενώσεων αυτών σε πολύ χαμηλές συγκεντρώσεις. Η έρευνα επικεντρώθηκε στην εφαρμογή τριών κλασικών μεθόδων εκχύλισης (υπέρηχοι, συσκευή soxtec και μικροεχύλιση υπερκείμενου χώρου δια της στερεάς φάσης) και στη συνέχεια έγχυση των εκχυλισμάτων σε αέριο χρωματογράφο με ανιχνευτή μάζας, προκειμένου να βρεθούν οι βέλτιστες συνθήκες ώστε να προσδιορισθούν οι 25 πιο συχνά απαντώμενες ενώσεις: βενζοφαινόνη, m και ο-τριφαινύλιο, 2,6 και 2,7-διισοπροπυλοναφθαλένιο, 13 πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάθρακες (ναφθαλένιο, ακεναφθυλένιο, ακεναφθένιο, φλουορένιο, φαινανθρένιο, ανθρακένιο, φλουορανθένιο, πυρένιο, βενζοανθρακένιο, χρυσένιο, βενζο[b]φλουορανθένιο, βενζο[a]πυρένιο, βενζο[k]φλουορανθένιο) και 7 εστέρες (δι-n-οκτυλοφθαλικός εστέρας, δι-n-βουτυλοφθαλικός εστέρας, διμεθυλοφθαλικός εστέρας, διαιθυλοφθαλικός εστέρας, δι(2-αιθυλοεξυλο)φθαλικός εστέρας, δι(2-αιθυλοεξυλο) αδιπικός εστέρας, βενζυλο βουτυλο φθαλικός εστέρας)Η μικροεχύλιση υπερκείμενου χώρου δια της στερεάς φάσης με ίνα, που φέρει ως υλικό επίστρωσης πολυδιμέθυλοσιλοξάνιο/ διβυνιλοβενζόλιο, σε θερμοκρασία 150°C για χρόνο 30 λεπτά έδειξε τα καλύτερα αποτελέσματα σύμφωνα με τα αναλυτικά χαρακτηριστικά και τις επιδόσεις της (οδηγίες Sante και Sanco), έναντι των άλλων δύο μεθόδων.Πέραν των επίσημων μεθόδων που προτείνονται στις οδηγίες Sante και Sanco, επιπλέον έγινε χρήση της ανάλυσης διακύμανσης (ANOVA) και της πολυμεταβλητής ανάλυσης διακύμανσης (ΜΑΝΟVA) σε 20 δείγματα προκειμένου να ελεγχθεί αν διαφέρουν οι µέσοι όροι των τιμών που μετρήθηκαν για κάθε χημική ένωση, για 18 ενώσεις, οι οποίες ανιχνεύθηκαν και από τις τρεις μεθόδους, από το σύνολο των 25 ενώσεων που μελετήθηκαν. Οι στατιστικές προσεγγίσεις έδειξαν ότι η μέθοδος με τα καλύτερα αποτελέσματα είναι αυτή της μικροεχύλισης υπερκείμενου χώρου δια της στερεάς φάσης με ίνα, που φέρει ως υλικό επίστρωσης πολυδιμέθυλοσιλοξάνιο/ διβυνιλοβενζόλιο, η οποία εκτέθηκε σε θερμοκρασία 150°C για χρόνο 30 λεπτά.Η βέλτιστη μέθοδος εφαρμόστηκε σε τρία εμπορικώς διαθέσιμα χαρτόνια. Τα αποτελέσματα συγκρίθηκαν με τα προτεινόμενα όρια από το «Βιομηχανικό οδηγό για χαρτί σε επαφή με τρόφιμα» 2η έκδοση, του 2012, η οποία συντάχθηκε από την Ευρωπαϊκή αλυσίδα οργανισμών για τη συσκευασία τροφίμων (CEFIC (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Χημικής Βιομηχανίας), CEPI (Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Βιομηχανιών Χαρτιού), CITPA (Διεθνής Συνομοσπονδία Τροποποίησης Χαρτιού και Χαρτονιού στην Ευρώπη) και FPE (Ευέλικτη Συσκευασία στην Ευρώπη)) και διαπιστώθηκε ότι οι τιμές των επιμολυντών που μελετήθηκαν ήταν κάτω από τα όρια (για όσους έχουν προταθεί) για όλα τα εμπορικά δείγματα χαρτιών που δοκιμάστηκαν. 807 293 266 Job satisfaction and burn out of principals, deputy principals and heads of primary education school units in the regional unit of Preveza. Επαγγελματική ικανοποίηση και επαγγελματική εξουθένωση διευθυντών, υποδιευθυντών και προϊσταμένων σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης της Περιφερειακής Ενότητας Πρέβεζας. The present study was carried out with the aim of investigating job satisfaction and burn out experienced by principals, deputy principals and heads within the primary education school units in the Regional Unit of Preveza. The points examined in more detail are the characteristics of the education executives that are responsible for their burn out, the factors which their job satisfaction is based on and the relationship between job satisfaction and burn out. The method used to conduct the study is quantitative and the research tool used is the questionnaire. The sample consists of a total of 51 principals, deputy principals and heads of school units. The results of the study demonstrate a statistically significant difference between men and women in relation to the Endogenous (JS) factors of burnout (p = 0.049 <0.05). In addition, there is a difference between teachers/principals who wanted and those who did not want to change profession in relation to the factors "Job itself intrinsic (JS)" (p = 0.023 <0.05), "Exogenous (JS)" (p = 0.045 < 0.05), "Depersonalization (MBI) in relation to students" (p = 0.005 <0.05) and "Depersonalization (MBI) in relation to teachers" (p = 0.014 <0.05). Moreover, there is a correlation between years of service (r= 0.367, p <0.05) and Depersonalization (MBI) in relation to teachers, which is a parameter of burnout. Comparing the relationship of principals with teachers and students, it turns out that the contact of principals with students is a refreshing process (p <0.05), in contrast to the contact with teachers of the school. Lastly, there is an inversely proportional relationship between job satisfaction and the individual dimensions of burn out. Η παρούσα έρευνα πραγματοποιήθηκε με στόχο τη διερεύνηση της επαγγελματικής ικανοποίησης και της επαγγελματικής εξουθένωσης των διευθυντών, υποδιευθυντών και προϊσταμένων σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Περιφερειακή Ενότητα Πρέβεζας. Τα σημεία τα οποία εξετάζονται εκτενέστερα είναι τα χαρακτηριστικά των στελεχών εκπαίδευσης, που ευθύνονται για την επαγγελματική τους εξουθένωση, οι παράγοντες στους οποίους βασίζεται η επαγγελματική τους ικανοποίηση και η σχέση της επαγγελματικής ικανοποίησης με την επαγγελματική εξουθένωση. Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τη διεξαγωγή της έρευνας είναι η ποσοτική και το ερευνητικό εργαλείο που αξιοποιήθηκε είναι το ερωτηματολόγιο. Δείγμα της έρευνας αποτελούν συνολικά 51 διευθυντές/ντριες, υποδιευθυντές/ντριες και προϊστάμενοι/νες σχολικών μονάδων. Από τα αποτελέσματα της έρευνας παρατηρήθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες σε σχέση με τους Ενδογενείς (JS) παράγοντες της επαγγελματικής εξουθένωσης (p=0.049<0.05). Επιπλέον, παρατηρείται διαφορά ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς/διευθυντές που επιθυμούσαν και σε εκείνους που δεν επιθυμούσαν να αλλάξουν επάγγελμα σε σχέση με τους παράγοντες «Job itself intrinsic (JS)» (p=0.023<0.05), «Εξωγενείς (JS)» (p=0.045<0.05), «Αποπροσωποποίηση (MBI) σε σχέση με τους μαθητές» (p=0.005<0.05) και «Αποπροσωποποίηση (MBI) σε σχέση με τους εκπαιδευτικούς» (p=0.014<0.05). Ακόμη, υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στα έτη προϋπηρεσίας (r=0.367, p<0.05) και την Αποπροσωποποίηση (MBI) σε σχέση με τους εκπαιδευτικούς, που αποτελεί παράμετρο της επαγγελματικής εξουθένωσης. Από τη σύγκριση της σχέσης των διευθυντών με εκπαιδευτικούς και μαθητές, αποδεικνύεται πως η επαφή των διευθυντών με τους μαθητές είναι μια αναζωογονητική διαδικασία (p<0.05), σε αντίθεση με την επαφή με τους εκπαιδευτικούς της σχολικής μονάδας. Τέλος, παρατηρήθηκε μια αντιστρόφως ανάλογη σχέση ανάμεσα στην επαγγελματική ικανοποίηση και τις επιμέρους διαστάσεις της επαγγελματικής ικανοποίησης. 808 465 538 A study of biochars and hydrochars effect on Metribuzin herbicide photodegradation in aqueous solutions Μελέτη της επίδρασης των βιοεξανθρακωμάτων και υδροεξανθρακωμάτων στη φωτοδιάσπαση του ζιζανιοκτόνου Metribuzin σε υδατικά διαλύματα The environment pollution and especially the aquatic environment pollution by organic contaminats is a major contemporary problem and it is of great importance to study their transport, their persistence factors as also the contaminats removal methods. Accordingly, in the present thesis, the biochar and hydrochar effect on Metribuzin herbicide photodegradation was studied. Metribuzin is widely used in conventional agriculture but due to its physicochemical properties causes significant pollution of groundwater and surface water. Biochars are generally produced by biomass pyrolysis. Hydrochar was derived by hydrothermal carbonization (HTC) treatment of dried olive pomace. Pyrolysis and HTC are environmentally friendly methods to produce soil remediation materials, as well as environmental protection technologies materials. Hydrochar was characterized by the following techniques: thermal analysis (TA), X- Ray diffraction (XRD), scanning electron microscopy (SEM) and N2 porosimetry. In order to extend the already recorded biochar characterization, its thermal analysis was carried out. The char aqueous suspensions and the char aqueous washed solutions under simulated solar light irradiation generate reactive oxygen species such as •OH, 1Ο2, Ο2•‒ , HO2•, H2O2 which induce Metribuzin photodegradation. The MBZ photodegradation rate of all experiments follows a first – order degradation curve, Ct = C0e ‒kt, as well as its direct photolysis rate. Metribuzin photodegradation rate in char aqueous suspensions was lower than the recorded rate in char aqueous washed solutions. Metribuzin photodegradation rate was higher than its photolysis rate in the following solutions: a) biochar suspension at a concentration particles 50 mg L‒1, b) its corresponding washed solution and c) biochar washed solutions at a concentration 100 mg L‒1 and 200 mg L‒1. Metribuzin photodegradation rate in hydrochar aqueous suspensions and washed solutions was lower than Metribuzin photolysis rate. The quantification of hydroxyl radicals (•OH) produced in aqueous suspensions and washed solutions, under simulated solar light irradiation (I = 750 W m‒2) by 2 – hydroxyterephthalic acid method indicated a higher hydroxyl radicals concentration in: a) char aqueous suspensions than washed solutions, b) biochar aqueous suspensions than hydrochar aqueous suspensions and c) hydrochar aqueous washed solutions than biochar aqueous washed solutions. Evaluating the results above, as the literature data, it was concluded that the Metribuzin photodegradation rate is co-configured by the combined effect of reactive oxygen species but also the optical filter effect of particulate matter and dissolved organic matter (DOM). The effect of DOM was studied by obtaining and processing its UV-Vis absorbance spectra. In order to determine the contribution of each factor, further researches would allow a more complete understanding of Metribuzin photodegradation mechanism in char aqueous suspensions and char aqueous washed solutions, so that it would be possible to identify the conditions leading to the faster Metribuzin photodegradation, thereby reducing the environmental impact caused by its use. Η ρύπανση του περιβάλλοντος και ιδιαίτερα των υδάτων με οργανικούς ρύπους αποτελεί, σημαντικό πρόβλημα, στη σύγχρονη εποχή και είναι απαραίτητη τόσο η μελέτη της μεταφοράς και των παραγόντων που επιδρούν στην ανθεκτικότητα των ρύπων, όσο και των μεθόδων για την απομάκρυνσή τους. Στην κατεύθυνση αυτή, στην παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή, μελετήθηκε η επίδραση των βιοεξανθρακωμάτων και των υδροεξανθρακωμάτων, στη φωτοδιάσπαση του ζιζανιοκτόνου Metribuzin, το οποίο χρησιμοποιείται ευρέως στη συμβατική γεωργία, επιφέροντας όμως, λόγω των φυσικοχημικών ιδιοτήτων του, σημαντική ρύπανση στα υπόγεια και τα επιφανειακά ύδατα. Η πυρόλυση βιομάζας, μέσω της οποίας παράγονται τα βιοεξανθρακώματα, καθώς και η υδροθερμική ανθρακοποίηση (HTC), που χρησιμοποιήθηκε κατά την παρούσα έρευνα, για την παραγωγή υδροεξανθρακωμάτων από ξηρή ελαιοπυρήνα, αποτελούν μεθόδους φιλικές προς το περιβάλλον, για την παρασκευή υλικών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην αποκατάσταση εδαφών και σε τεχνολογίες προστασίας περιβάλλοντος. Τα υδροεξανθρακώματα χαρακτηρίστηκαν, με τις εξής τεχνικές: θερμική ανάλυση (TA), περίθλαση ακτίνων X(XRD), ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης (SEM) και ποροσιμετρία N2. Για την επέκταση, του ήδη καταγεγραμμένου χαρακτηρισμού των βιοεξανθρακωμάτων, πραγματοποιήθηκε θερμική ανάλυσή τους. Η ακτινοβόληση με προσομοιωμένο ηλιακό φως, των υδατικών αιωρημάτων και των υδατικών εκπλυμάτων εξανθρακωμάτων, προκαλεί την παραγωγή δραστικών ειδών οξυγόνου, όπως •OH, 1Ο2, Ο2•‒, HO2•, H2O2, τα οποία επάγουν τη φωτοδιάσπαση του Metribuzin. Από τα πειράματα φωτοδιάσπασης, προέκυψε ότι ο ρυθμός φωτοδιάσπασης του ζιζανιοκτόνου, ακολουθεί κινητική πρώτης τάξης, με εξίσωση Ct = C0 e ‒kt, όπως και ο ρυθμός άμεσης φωτόλυσής του. Καταγράφηκε μειωμένος ρυθμός φωτοδιάσπασης του ρύπου στα υδατικά αιωρήματα, έναντι του ρυθμού στα αντίστοιχα υδατικά εκπλύματα, που παρασκευάστηκαν από αυτά και για τα δυο είδη εξανθρακωμάτων. Αύξηση του ρυθμού φωτοδιάσπασης του Metribuzin, έναντι του ρυθμού φωτόλυσής του, σημειώθηκε: α) στο αιώρημα βιοεξανθρακώματος με συγκέντρωση 50 mg L‒1 σε σωματίδια βιοεξανθρακώματος, β) στο αντίστοιχο έκπλυμά του και γ) στα υδατικά εκπλύματα βιοεξανθρακώματος συγκέντρωσης 100 mg L‒1 και 200 mg L‒1. Τα υδατικά αιωρήματα και εκπλύματα υδροεξανθρακώματος προκάλεσαν μείωση του ρυθμού φωτοδιάσπασης του Metribuzin, σε σύγκριση με το ρυθμό φωτόλυσής του. Ο ποσοτικός προσδιορισμός των παραγόμενων ριζών υδροξυλίου στα υδατικά αιωρήματα και εκπλύματα εξανθρακωμάτων, υπό ακτινοβόληση με προσομοιωμένο ηλιακό φως (I = 750 W m‒2), με την μέθοδο του 2 – υδρόξυ τερεφθαλικού οξέος έδειξε: α) παρουσία υψηλότερης συγκέντρωσης •OH στα αιωρήματα, σε σχέση με τα εκπλύματα εξανθρακωμάτων, β) υψηλότερη συγκέντρωση •OH στα αιωρήματα βιοεξανθρακώματος, σε σύγκριση με τα αιωρήματα υδροεξανθρακώματος και γ) υψηλότερη συγκέντρωση •OH στα εκπλύματα υδροεξανθρακώματος, σε σύγκριση με τα εκπλύματα βιοεξανθρακώματος. Η συνεκτίμηση των παραπάνω αποτελεσμάτων με τα δεδομένα της βιβλιογραφίας, οδήγησε στο συμπέρασμα, ότι ο ρυθμός φωτοδιάσπασης καθορίζεται κυρίως από τη συνδυαστική επίδραση των δραστικών ειδών οξυγόνου, αλλά και από τη λειτουργία οπτικού φίλτρου, που αναπτύσσουν τα αιωρούμενα σωματίδια εξανθρακώματος και η διαλυμένη οργανική ύλη, η επίδραση της οποίας, στο ρυθμό φωτοδιάσπασης του Metribuzin, μελετήθηκε μέσω της λήψης και της επεξεργασίας των φασμάτων απορρόφησης UV- Vis της διαλυμένης οργανικής ύλης. Η πραγματοποίηση περαιτέρω ερευνών, για τον προσδιορισμό της συνεισφοράς κάθε παράγοντα, θα έδινε τη δυνατότητα για την πληρέστερη κατανόηση του μηχανισμού φωτοδιάσπασης του Metribuzin, εντός υδατικών αιωρημάτων και υδατικών εκπλυμάτων εξανθρακωμάτων, έτσι ώστε να καταστεί δυνατός, ο προσδιορισμός των συνθηκών εκείνων, που οδηγούν στην ταχύτερη αποδόμηση του ζιζανιοκτόνου, με αποτέλεσμα τον περιορισμό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που προκαλούνται από τη χρήση του. 809 559 645 Epigenetic DNA modifications are widely investigated in respect of their mechanisms, role and potential applications for the prediction, diagnosis and monitoring of abnormalities. The most studied epigenetic modification is DNA methylation which is used as a marker in cancer genetics and fetal medicine.The investigation of the fetal genetic constitution is one of the most important concerns in prenatal diagnosis. Fetal aneuploidy, with trisomy 21 (Down syndrome) being the most frequent, is detected by fetal karyotype and molecular cytogenetics techniques subsequent to invasive procedures. Such procedures are chorionic villus sampling (CVS) and amniocentesis, while fetal blood sampling is rare. These procedures implicate a relative risk for pregnancy loss and other complications. In order to avoid this risk, maternal serum biochemical screening and ultrasonography is conducted; nevertheless their detection rate is unsatisfactory.The discovery that fetal cells and cell free fetal DNA (cffDNA) circulates in maternal peripheral blood has given a new perspective to the non-invasive prenatal detection of fetal aneuploidy. The past few years, research has focused on the study of cffDNA by Next Generation Sequencing (NGS) based technologies as well as fetal-maternal methylation differences. NGS-based technologies are proven to be of great potential and are currently used for clinical applications. However, they present certain limitations, some of which could be overcome by epigenetic-based methodologies.One of the epigenetic approaches is based on fetal-maternal differentially methylated regions (DMRs) which are used for the enrichment of the fetal cell free DNA fraction in maternal plasma by Methylation Dependent Immuno Precipitation (MeDIP). MeDIP is combined with real time quantitative PCR (qPCR) so that fetal trisomy 21 could be detected. This method is proven to be of high sensitivity and specificity; however there is a great deal of improvement that could be done.In this study, some of the method’s key points were modified and changes were evaluated in order to adapt them in an improved version. Moreover, due to the importance of sampling, storing and shipping procedures, the efficiency of blood sampling in STRECK tubes was tested instead of sampling in standard K+/EDTA tubes. It was shown that maternal blood samples in STRECK tubes do not require immediate processing and the given time frame and shipping conditions do not affect cffDNA in a way that might interfere with producing reliable results.The MeDIP step is very important since it is relatively complicated; it requires precise and accurate handling and is a stage where bias could be introduced. The one-step vs two-step incubation (Ab-DNA and Ab-DNA-magnetic bead) comparison shows that the one step protocol is as efficient, thus reducing time, complexity, labor and bias. Reducing the MeDIP reaction volume generated comparable results, allowing testing with less starting cffDNA quantity, which is already limited. The reduction of the amount of antibody and magnetic beads used per MeDIP reaction produced good results making the new version more cost effective.Following the adoption of the improved modifications there was an efficiency test for the method’s new version. It is shown that the modified protocol can efficiently detect and quantify DMRs for the non-invasive prenatal diagnosis of trisomy 21.This study demonstrated the successful improvement of the previously developed MeDIP-qPCR methodology for non-invasive prenatal diagnosis (NIPD) of Down syndrome. This method is promising, with great potential for expanding towards more aneuploidy or even other chromosomal abnormalities detection. The continuous improvement is important in order to investigate the fetal genetic constitution exploiting epigenetic procedures. Οι επιγενετικές τροποποιήσεις του DNA αποτελούν ευρύ αντικείμενο μελέτης σε ότι αφορά τους μηχανισμούς, το ρόλο τους και τις δυνητικές εφαρμογές τους στην πρόβλεψη, διάγνωση και παρακολούθηση παθολογικών καταστάσεων. Η καλύτερα μελετημένη επιγενετική τροποποίηση είναι η μεθυλίωση του DNA.Η διερεύνηση της γενετικής σύστασης του εμβρύου αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα στην προγεννητική διάγνωση. Η διάγνωση ανευπλοειδιών του εμβρύου, με συχνότερη την τρισωμία 21 (σύνδρομο Down), πραγματοποιείται με τη διεξαγωγή του καρυοτύπου του εμβρύου και μεθοδολογίες της μοριακής κυτταρογενετικής μετά από επεμβατική λήψη ιστών του. Τέτοιες διαδικασίες είναι η λήψη χοριονικών λαχνών και η αμνιοπαρακέντηση, ενώ σπανιότερα γίνεται λήψη εμβρυϊκού αίματος. Οι μέθοδοι αυτές συνδέονται με κίνδυνο επιπλοκών στην κύηση και αποβολής του εμβρύου. Για την αποφυγή επιπλοκών, πραγματοποιούνται βιοχημικοί και υπερηχογραφικοί έλεγχοι οι οποίοι οδηγούν σε εκτίμηση του κινδύνου να πάσχει ένα έμβρυο, ωστόσο, η ανιχνευσιμότητά τους δεν είναι αρκετά ικανοποιητική.Η ανακάλυψη της κυκλοφορίας εμβρυϊκών κυττάρων και ελεύθερου εμβρυϊκού DNA (cffDNA, cell free fetal DNA) στο περιφερικό αίμα της εγκύου άνοιξε νέους ορίζοντες για την μη επεμβατική ανίχνευση ανευπλοειδιών. Τα τελευταία χρόνια, οι περισσότερες έρευνες εστιάζουν στη μελέτη του cffDNA μέσω τεχνολογιών αλληλούχησης του DNA (NGS, Next Generation Sequencing) και μελέτης της διαφορικής μεθυλίωσης του DNA μητέρας και εμβρύου. Οι τεχνολογίες οι οποίες βασίζονται σε NGS είναι δυναμικές και έχουν σήμερα κλινική εφαρμογή. Παρουσιάζουν, παρ’ όλα αυτά, σημαντικούς περιορισμούς ορισμένους από τους οποίους θα μπορούσαν οι «επιγενετικές» προσεγγίσεις να υπερκεράσουν.Μια από τις επιγενετικές προσεγγίσεις βασίζεται στις διαφορές μεθυλίωσης μητρικού και εμβρυϊκού DNA (DMRs, Differentially Methylated Regions) στο περιφερικό αίμα της εγκύου και τον εμπλουτισμό του cffDNA με την ανοσοκατακρήμνιση μεθυλιωμένου DNA (MeDIP, Methylation Dependent Immuno Precipitation). Μετά τον εμπλουτισμό του cffDNA με MeDIP ακολουθεί ποσοτική ανίχνευση των περιοχών DMRs με τελικό αποτέλεσμα την ανίχνευση ή όχι τρισωμίας 21 στο έμβρυο. Η μεθοδολογία που αναπτύχθηκε αποδείχθηκε ότι έχει υψηλή ευαισθησία και ειδικότητα ωστόσο, επιδέχεται βελτιώσεων.Στην παρούσα διδακτορική διατριβή μελετήθηκαν τροποποιήσεις σε ορισμένα κομβικά σημεία της μεθοδολογίας, οι οποίες αξιολογήθηκαν για την επίδραση τους στην απόδοση των σταδίων αυτών προκειμένου να ενσωματωθούν σε αυτήν. Επιπλέον, λόγω της κρισιμότητας της διαδικασίας της συλλογής, διατήρησης και μεταφοράς των δειγμάτων μέχρι την ανάλυση, εξετάστηκε η καταλληλότητα της συλλογής δειγμάτων περιφερικού αίματος της εγκύου σε ειδικά σωληνάρια STRECK αντί των συνηθέστερα χρησιμοποιούμενων, τα οποία περιέχουν αντιπηκτικό Κ+/EDTA.Η μελέτη έδειξε ότι η επεξεργασία των δειγμάτων περιφερικού αίματος δεν είναι απαραίτητο να γίνει άμεσα και ότι είναι δυνατή η μεταφορά τους χωρίς ο χρόνος που μεσολαβεί και οι δεδομένες συνθήκες μεταφοράς να είναι καθοριστικές παράμετροι για την καταλληλότητα των δειγμάτων και τη διεξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Το στάδιο της ανοσοκατακρήμνισης μεθυλιωμένου DNA είναι ίσως το κρισιμότερο στάδιο της μεθοδολογίας, καθώς είναι σχετικά πολύπλοκο, απαιτεί ακριβείς και λεπτούς χειρισμούς και κατά το οποίο είναι δυνατή η εισαγωγή σφαλμάτων. Η σύμπτυξη των δυο σταδίων επώασης (αντίσωμα-DNA και συμπλόκου Ab-DNA-μαγνητικών σφαιριδίων) ήταν επιτυχής μειώνοντας το χρόνο από 4 σε 3 ώρες, την πολυπλοκότητα και τον κόπο για τους χειρισμούς καθώς και την συνακόλουθη εισαγωγή σφαλμάτων. Η μείωση του όγκου της αντίδρασης ανοσοκατακρήμνισης του μεθυλιωμένου DNA οδήγησε σε αποτελέσματα τα οποία είναι το ίδιο καλά σε σχέση με το αρχικό πρωτόκολλο, επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο την οικονομικότερη διαχείριση της ήδη περιορισμένης ποσότητας του cffDNA, εξασφαλίζοντας τη μεγαλύτερη διαθεσιμότητά του για περεταίρω διερευνήσεις. Η μείωση της ποσότητας του αντισώματος και των μαγνητικών σφαιριδίων ανά αντίδραση ανοσοκατακρήμνισης οδήγησε και αυτή σε αποτελέσματα συγκρίσιμα με αυτά της αρχικής μεθοδολογίας μειώνοντας το κόστος της. Στη συνέχεια διεξήχθη μελέτη της αποτελεσματικότητας και της ευαισθησίας της ανίχνευσης DMRs. Δείχθηκε ότι η τροποποιημένη μεθοδολογία επιτρέπει την αποτελεσματική ανίχνευση των DMRs.Η παρούσα μελέτη έδειξε την επιτυχή βελτιστοποίηση της υπάρχουσας προσέγγισης (MeDIP-qPCR) για την μη επεμβατική ανίχνευση της τρισωμίας 21 από το περιφερικό αίμα της εγκύου. Η μέθοδος είναι υποσχόμενη, με δυνατότητα επέκτασης σε περισσότερες ανευπλοειδίες ή και άλλες χρωμοσωματικές ανωμαλίες. Είναι σημαντική η διερεύνηση παραμέτρων για την περαιτέρω βελτιστοποίηση της προκειμένου να είναι εφικτή η μελέτη της γενετικής σύστασης του εμβρύου με επιγενετικές προσεγγίσεις. 810 617 485 Εμπειρικές αποτιμήσεις αντιπροσωπευτικότητας τεκμηρίων από κλινικές μελέτες Τwo common fields clinical trials assess are these of therapeutic interventions and the development of new prognostic models. In both cases investigators should consider the parameter of the external validity of the results. In the field of the assessment of therapeutic interventions this means that the sample size of the study should be representative to the population the intervention will finally been applied. In the field of prognostic literature investigators often assess a new predictor to its ability to improve the predictive performance of an already validated model. In this case, the results would be representative if the old model will be used and calculated as it was designed (e.g. in the same population, with the same risk factors, for the same outcome) and with the less biases possible. Data in the literature support that older patients, women and ethnic minorities are often underrepresented in clinical trials of medical treatments and biases affect the representation of the evidence in the field of the assessment of new predictors. Purpose: Our aim was firstly to evaluate if the elderly are underrepresented in clinical trials of a disease affecting mainly them, the osteoarthritis. Secondly, we intended to assess if one of the most famous and validated prognostic models, the Framingham risk score (FRS), was used and calculated as a base for the evaluation of new prognostic factors in a way affecting the representation of the results. Methods: For the first arm of this study we retrieved clinical trials of osteoarthritis interventions from Cochrane library systematic reviews, independently of the outcome assessed, and the age distribution of each trial’s participants and eligibility criteria were recorded. For the second arm, all studies which had evaluated the additive prognostic value of a new factor to FRS and had cited the reference paper of FRS were retrieved. We captured information for the use and calculation of FRS, the population studied, the outcomes and details of the analysis and reporting. Results: Data from 219 eligible trials from 18 systematic reviews were analyzed. The average mean age of the participants was 63 years. Only 13 trials (6.4%) had a mean age between 71 and 80 years and only one trial had a mean age exceeding 80 62 years. Among trials where the age range of participants was available or could be approximately inferred, we estimated that 66 (38%) trials had not included any patients over 80 years old. Only 23 trials specifically excluded patients over 70 years based on reported eligibility criteria, 168 trials excluded patients with various comorbidities and 142 trials excluded patients receiving other specific treatments. For the second arm, 79 eligible articles were evaluated. Forty-nine studies (62%) did not calculate the FRS as it has been proposed, 41 (52%) did not examine the original outcome that the FRS was developed for and 33 (42%) studied a population different from what the FRS was intended for. Evaluation of independence in multivariable regressions, discrimination in AUC, calibration, and reclassification were reported in 77, 36, 7 and 7 studies, respectively, but these methods were adequately documented in only 60, 13, 4 and 2 studies, respectively. Twenty five (32%) studies claimed improved prediction in 1 subgroup but only 7 (9%) formally tested subgroup differences. Overall, 63 studies (80%) claimed some improved prediction. Increase in AUC was larger when the predictive performance of the FRS was lower and when evaluation of independence in multivariable regression or discrimination in AUC analysis was not adequately documented. Conclusions: Elderly patients are considerably underrepresented in clinical trials of osteoarthritis. At the field of prognostic factor studies flaws in their design, analyses, and reporting were documented. The above cast some doubt on how representative evidence can arise in these sections of the literature Δυο συνήθη ερωτήματα που εξετάζουν οι κλινικές μελέτες είναι η αποτελεσματικότητα θεραπευτικών παρεμβάσεων και η εγκυρότητα νέων προγνωστικών παραγόντων. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις μια σημαντική παράμετρος που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η αντιπροσωπευτικότητα των τεκμηρίων που θα προκύψουν (εξωτερική εγκυρότητα). Στην πρώτη περίπτωση η βέλτιστη εξωτερική εγκυρότητα επιτυγχάνεται όταν ο πληθυσμός που μελετάται είναι πλήρως αντιπροσωπευτικός ως προς τα χαρακτηριστικά του (ηλικία, φύλο, φυλή, συνυπάρχοντα νοσήματα και φάρμακα, κτλ) με τον πληθυσμό πάνω στον οποίο θα εφαρμοσθεί τελικά η εξεταζόμενη θεραπευτική παρέμβαση. Στη δεύτερη περίπτωση οι ερευνητές συχνά εξετάζουν κατά πόσον ένας νέος προγνωστικός δώσει μπορεί να παρέχει πρόσθετη προγνωστική πληροφορία όταν προστίθεται σε ένα αποδεδειγμένα έγκυρο προγνωστικό μοντέλο. Στην περίπτωση αυτή η αντιπροσωπευτικότητα των τεκμηρίων έγκειται στην αποτίμηση της πρόσθετης αξίας δόκιμων προγνωστικών παραγόντων σε ήδη υπάρχοντα μοντέλα τα οποία θα χρησιμοποιούνται ακριβώς όπως έχουν σχεδιασθεί (π.χ. για τον ίδιο πληθυσμό, με τους ίδιους παράγοντες, για την ίδια έκβαση) και με τα λιγότερα δυνατά συστηματικά σφάλματα Υπάρχουν δεδομένα ότι οι γηραιότεροι ασθενείς, οι γυναίκες και οι φυλετικές μειονότητες υπό αντιπροσωπεύονται στις κλινικές μελέτες θεραπευτικών παρεμβάσεων καθώς και ότι συστηματικά σφάλματα επηρεάζουν την αντιπροσωπευτικότητα των τεκμηρίων στη βιβλιογραφία των προγνωστικών παραγόντων. Σκοπός: Σκοπός αυτής της μελέτης, ήταν να ελέγξει εάν οι ηλικιωμένοι ασθενείς υπό-αντιπροσωπεύονται σε κλινικές δοκιμές ενός νοσήματος που αφορά κυρίως αυτούς, την οστεοαρθρίτιδα, καθώς και αν η χρήση ενός από τα πιο διαδεδομένα και επικυρωμένα προγνωστικά μοντέλα, αυτό του Framingham, ως βάση για την εκτίμηση προγνωστικών δεικτών είχε γίνει με τρόπο που να επηρεάζει την αντιπροσωπευτικότητα των αποτελεσμάτων. Mέθοδοι: Για το πρώτο σκέλος της εργασίας εξετάσαμε τις μελέτες που είχαν αναλυθεί στις συστηματικές ανασκοπήσεις της Cochrane για την οστεοαρθρίτιδα ανεξάρτητα από το ποια θεραπευτική παρέμβαση είχε εξεταστεί και καταγράψαμε 60 κάθε πληροφορία για την ηλικία των ασθενών και τα κριτήρια εισαγωγής. Για το δεύτερο σκέλος χρησιμοποιήσαμε όλες τις μελέτες που εξέταζαν την πρόσθετη αξία ενός προγνωστικού δείκτη όταν προστίθεται στο προγνωστικό μοντέλο Framingham (FRS) και είχαν παραπομπή στην αναφορική του FRS μελέτη στις αναφορές τους. Καταγράψαμε πληροφορίες για τη χρήση του FRS, τον πληθυσμό, τις εκβάσεις και λεπτομέρειες για την ανάλυση και την παράθεση των αποτελεσμάτων. Αποτελέσματα: Αναλύσαμε 219 μελέτες από 18 συστηματικές ανασκοπήσεις της Cochrane για οστεοαρθρίτιδα. Η μέση ηλικία των ασθενών ήταν τα 63 έτη. Μόνο 13 μελέτες (6,4%) είχαν ασθενείς με μέση ηλικία 71-80 έτη και μόνο 1 είχε ασθενείς με μέση ηλικία άνω των 80. Εξήντα έξι μελέτες (38%) δεν είχαν συμπεριλάβει κανένα ασθενή άνω των 80 ετών. Μόνο 23 μελέτες απέκλεισαν συμμετέχοντες άνω των 70 ετών βασιζόμενες στα κριτήρια αποκλεισμού ενώ 168 μελέτες τους απέκλεισαν λόγω συνυπαρχόντων νοσημάτων και 142 εξαιτίας λήψης άλλων θεραπειών. Για το δεύτερο σκέλος αναλύσαμε 79 κατάλληλες μελέτες. Σαράντα εννέα από αυτές (62%) δεν είχαν υπολογίσει το FRS όπως αυτό έχει προταθεί, 41 (52%) δεν εξέτασαν σαν έκβαση αυτή του FRS, 33 (42%) είχαν εξετάσει διαφορετικό πληθυσμό από εκείνον για τον οποίο είναι σχεδιασμένο το FRS. 811 115 103 introduction, critical edition of the text, translation, commentary Apostle Thomas is mainly known for his unbelief. Through many manuscripts we receive plenty information about his life, martyrdom and wonders. Some of them are written down in Hierosolymitanus Sabbaiticus 30, a manuscript of the 10th century of an unknown writer of the mid-byzantine period, which is the theme of this assignment. The wonders that are mentioned in this assignment coincide with some of the wonders in the apocryphal Acts of Thomas. The assignment contains the introduction, the critical edition of the text, its translation and commentary on it. This specific text can be found at a later code, Hierosolymitanus Sancti Sepulchri 135 of the 14th century. Ο απόστολος Θωμάς είναι κυρίως γνωστός για την απιστία του. Μέσα όμως από την πλούσια χειρόγραφη παράδοση λαμβάνουμε πολλές πληροφορίες για τη ζωή, το μαρτύριο και τα θαύματά του. Ορισμένα από αυτά καταγράφονται στον Hierosolymitanus Sabbaiticus 30, ένα χειρόγραφο του 10ου αιώνα, αγνώστου συγγραφέα της μέσης βυζαντινής περιόδου, που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας εργασίας. Τα θαύματα που αναφέρονται ταυτίζονται με ένα μέρος των θαυμάτων του απόκρυφου έργου «Πράξεις του Θωμά». Η εργασία περιλαμβάνει την εισαγωγή, την κριτική έκδοση του κειμένου, τη μετάφραση και το σχολιασμό του. Το συγκεκριμένο κείμενο παραδίδεται και σε μεταγενέστερο κώδικα, τον Hierosolymitanus Sancti Sepulchri 135 του 14ου αιώνα. 812 309 320 Leo Lowenthal's phychoanalytical critique in his studies on authpritarianism Η ψυχαναλυτική κριτική του Leo Lowenthal στις έρευνες του για τον αυταρχισμό Leo Löwenthal is one of the intellectuals of the first generation of the Frankfurt School. This essay aims on the one hand at the designation of his thought and its connection to the rest of the intellectuals who constituted what was later known as Critical Theory. On the other hand this essay attempts to present Löwenthal’s important contribution to the Studies on Prejudice through his psychoanalytical study False Prophets. Studies on Authoritarianism. The first chapter of this essay presents Löwenthal as a member of the Institut für Sozialforschung of the Frankfurt School. It studies not only the positions Löwenthal possessed but also his responsibilities within the Institute and how they affected his thought. The second chapter presents the two most important elements for the rest of Löwenthal’s essay about agitation: the social malaise and the construction of a fully hostile world. In this chapter Löwenthal’s characterization of agitation as “psychoanalysis in reverse” is brought about along with the defensive mechanisms of the listeners’ psyche which are triggered at the agitation process. The third chapter focuses on the creation of the enemy as surreptitious anti-Semitism. This anti-Semitism is characterized as latent not only within the techniques of the agitator but also within the listeners as elements which seek externalization. The fourth and last chapter presents the self-image of agitator along with the character of his followers as it is constructed by the agitation. Moreover, another of Löwenthal’s texts is being analyzed which may be perceived as his attempt to seek the social elements which manage to create atoms prone to agitation. Löwenthal’s research may not include the listeners’ reactions, an element which is highlighted by him from the beginning, but it is innovative since it opens the field of what later went by the name of discourse analysis within the Political. Ο Leo Löwenthal είναι ένας από τους στοχαστές της πρώτης γενιάς της Σχολής της Φραγκφούρτης. Η παρούσα εργασία στοχεύει αφενός στην ανάδειξη της σκέψης του και της συνολικής συμβολής του έργου του στη συγκρότηση της κλασικής Κριτικής Θεωρίας. Αφετέρου επιχειρεί να παρουσιάσει την πολύ σημαντική συμβολή του στις Μελέτες για την Προκατάληψη (Studies in Prejudice), μέσα από την ψυχαναλυτική εργασία του «Ψευτοπροφήτες. Μελέτες για τον Αυταρχισμό» (“Prophets of Deceit. A Study of the Techniques of the American Agitator”). Το πρώτο κεφάλαιο της εργασίας πραγματεύεται τον Löwenthal ως μέλος του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών της Σχολής της Φραγκφούρτης. Ερευνά τόσο τις θέσεις που κατείχε όσο και τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει στο Ινστιτούτο όπως επίσης σε ποιο βαθμό αυτές επηρέασαν τη σκέψη του. Το δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζει τις δύο πιο σημαντικές βάσεις της εργασίας του για τη δημαγωγία, την κοινωνική της βάση και την κατασκευή ενός εχθρικού κόσμου για τους ακροατές. Σε αυτό το κεφάλαιο αναδεικνύονται οι τεχνικές του αγκιτάτορα ως «αντίστροφη ψυχανάλυση» και οι ψυχικοί μηχανισμοί των οπαδών που ενεργοποιούνται για να προσκολληθούν στην προπαγάνδα του. Το τρίτο κεφάλαιο επικεντρώνει στην ανάδειξη της κατασκευής του εχθρού από τον αγκιτάτορα που είναι ο συγκαλυμμένος αντισημιτισμός του. Ο αντισημιτισμός αυτός ενυπάρχει ως λανθάνων και στο ίδιο το κοινό του αγκιτάτορα αναμένοντας την εξωτερίκευσή του. Το τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο παρουσιάζει την αυτοεικόνα του αγκιτάτορα, αλλά και τον χαρακτήρα των οπαδών του όπως αυτοί διαμορφώνονται από την ίδια τη δημαγωγία. Επιπλέον, αναλύεται μια ανεπεξέργαστη εργασία του Löwenthal, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως η προσπάθειά του να αναζητήσει την κοινωνική κατάσταση που προετοιμάζει τα άτομα να δεχθούν τη δημαγωγία στη σύγχρονη βιομηχανική καπιταλιστική κοινωνία. Η έρευνα του Löwenthal μπορεί να μην συμπεριλαμβάνει τις αντιδράσεις του κοινού, όπως το αναφέρει και ο ίδιος στον πρόλογο των Μελετών για την Προκατάληψη, αλλά θεωρείται πρωτοποριακή, καθώς άνοιξε το πεδίο της ανάλυσης λόγου σε πολιτικό επίπεδο. 813 429 520 Διερεύνηση στατιστικών μεθόδων για την ανίχνευση του συστηματικού σφάλματος δημοσίευσης και της επίδρασης μικρών μελετών στα μοντέλα μετά-ανάλυσης Meta-analysis has been an established evidence synthesis method in the field of medicine and is increasingly employed for assessing the effectiveness of interventions. It ranks at the top of the evidence-based hierarchy and is considered by many, including the World Health Organization (WHO) to be the most appropriate method for improving clinical practice. However, there are some methodological weaknesses, which may compromise the results form meta-analysis. In the context of this postgraduate dissertation, we will focus on the effect of publication bias and on the possible influence of small size studies on estimating a meta-analytic treatment effect (small-study effect). Initially, Chapter 1 describes the study designs of evidence-based science. More specifically, the different types of research with their characteristics and differences are described. Additionally, it states the purpose of postgraduate thesis and the main contents of the chapters. Chapter 2 refers to the systematic review methodology, describing its basic principles and stages its implementation in detail. In Chapter 3 arises the need to quantify and compare the effectiveness of the interventions satisfying the eligibility criteria in systematic review. We describe effect sizes for dichotomous and continuous outcomes. Chapter 4 describes the statistical method of meta-analysis, which synthesizes quantitatively the effect sizes from the included studies to get a pooled result. We present the two most popular meta-analysis models, the fixed effect model and the random effect model. We also define the heterogeneity, the variance of the underlying true effects, and present methods to identify it. We also present meta-regression models that are commonly applied to explore heterogeneity. In Chapter 5, we present the problem of publication bias and the possible effect of small size studies on the results of meta-analysis (small-study effect). We describe the funnel plot and its more advanced version, contour enhanced funnel plot. We then concentrate on interpreting the possible asymmetry of the funnel plot. For this reason, reference is made to the various statistical tests and especially to the linear regression tests developed for asymmetry control. Finally, for the identification of the publication bias the Fail-safe N, Trim and Fill methods are described as well as a statistical method based on the Copas selection model. As reported, a large number of statistical tests have been developed to control the asymmetry of the funnel plot. The most prominent ones are Egger's, Begg's rank correlation and Thompson & Sharp's tests. We carry out a simulation study to evaluate these tests for detecting small-study effects and publication bias in Chapter 6. The dissertation ends with an appendix describing the R code used to carry out the simulation study. Τα τελευταία χρόνια η μέθοδος της μετα-ανάλυσης καθιερώνεται ολοένα και περισσότερο στον χώρο της ιατρικής. Βρίσκεται στην κορυφή της αποδεικτικής πυραμίδας και θεωρείται από πολλούς οργανισμούς, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ), η πλέον ενδεδειγμένη μέθοδος για την βελτίωση της κλινικής πρακτικής. Ωστόσο, η μέθοδος εμπεριέχει ορισμένες μεθοδολογικές αδυναμίες. Στο πλαίσιο της παρούσης μεταπτυχιακής διατριβής θα εστιάσουμε στην επίδραση του συστηματικού σφάλματος δημοσίευσης (publication bias) καθώς και στην πιθανή επιρροή των μικρών σε μέγεθος μελετών στα αποτελέσματά της (small-study effect). Αρχικά στο Κεφάλαιο 1 περιγράφονται οι μέθοδοι της αποδεικτικής επιστήμης (evidence-based science). Συγκεκριμένα, αναφέρονται οι διάφοροι τύποι έρευνας με τα χαρακτηριστικά και τις διαφορές τους. Προσδιορίζεται ακόμα η κεντρική ιδέα κάθε κεφαλαίου της μεταπτυχιακής διατριβής καθώς και ο σκοπός εκπόνησης της. Στο Κεφάλαιο 2 γίνεται αναφορά στην μεθοδολογία της συστηματικής ανασκόπησης (systematic review). Στο πλαίσιο αυτό περιγράφονται αναλυτικά οι βασικές αρχές και τα στάδια που διέπουν την υλοποίηση της. Στο Κεφάλαιο 3 τίθεται η ανάγκη ποσοτικοποίησης και σύγκρισης της αποτελεσματικότητας των παρεμβάσεων των μελετών, που πληρούν τα κριτήρια για τη διεξαγωγή μιας συστηματικής ανασκόπησης. Παρατίθενται λοιπόν οι ορισμοί των μέτρων σχέσης/μεγεθών επίδρασης (effect sizes) για συνεχή και διχότομα δεδομένα. Αντικείμενο του Κεφαλαίου 4 είναι η περιγραφή της στατιστικής μεθόδου της μετα-ανάλυσης (meta-analysis), η οποία συνθέτει ποσοτικά τα αποτελέσματα των μελετών της συστηματικής ανασκόπησης, για να καταλήξει σε ένα συγκεντρωτικό αποτέλεσμα. Γίνεται αναφορά στα δύο μοντέλα μετα-ανάλυσης, το μοντέλο σταθερών επιδράσεων (fixed effect model) και το μοντέλο τυχαίων επιδράσεων (random effect model). Παρατίθεται ακόμα ο ορισμός της ετερογένειας (heterogeneity), δηλαδή της διακύμανσης των πραγματικών μεγεθών επίδρασης κάθε μελέτης καθώς και οι τρόποι εντοπισμού της. Για την καλύτερη ερμηνεία των αποτελεσμάτων και τη διερεύνηση της ετερογένειας παρουσιάζεται η μέθοδος της μετα-παλινδρόμησης (meta-regression). Στο Κεφάλαιο 5 αναλύεται η έννοια του συστηματικού σφάλματος δημοσίευσης (publication bias) και η πιθανή επίδραση των μικρών σε μέγεθος μελετών στα αποτελέσματα της μετα-ανάλυσης (small-study effect). Περιγράφεται αναλυτικά το διάγραμμα κώνου (funnel plot) και η πιο εξελιγμένη έκδοσή του, γνωστή ως contour enhanced funnel plot. Στη συνέχεια, επικεντρωνόμαστε στην ερμηνεία της πιθανής ασυμμετρίας του διαγράμματος κώνου. Για το λόγο αυτό γίνεται αναφορά στα διάφορα στατιστικά test και κυρίως στα test γραμμικής παλινδρόμησης, που έχουν αναπτυχθεί για τον έλεγχο της ασυμμετρίας. Τέλος, για την εξακρίβωση του συστηματικού σφάλματος δημοσίευσης γίνεται περιγραφή των μεθόδων Fail-safe N, Trim and Fill καθώς και της στατιστικής μεθόδου, που στηρίζεται στο μοντέλο επιλογής μελετών προς δημοσίευση, που προτάθηκε από τον Copas (Copas, 1999, Copas & Shi, 2000) (Copas selection model). Όπως έχει αναφερθεί, έχει αναπτυχθεί ένας μεγάλος αριθμός από στατιστικά test για τον έλεγχο της ασυμμετρίας του διαγράμματος κώνου μεταξύ των οποίων τα πιο γνωστά είναι τα Egger’s, Begg’s rank correlation και Thompson & Sharp’s tests. Τίθεται η ανάγκη σύγκρισης της αποτελεσματικότητάς τους. Κάτω από το πλαίσιο αυτό πραγματοποιείται μια μελέτη προσομοίωσης στο Κεφάλαιο 6, που έχει ως στόχο την ανάδειξη των πιο αποτελεσματικών μεθόδων για την ανίχνευση της επίδρασης μικρών μελετών στο συγκεντρωτικό αποτέλεσμα. Η διατριβή ολοκληρώνεται με το παράρτημα, στο οποίο παρατίθενται ο κώδικας που δημιουργήθηκε για την πραγματοποίηση της μελέτης προσομοίωσης στο Κεφάλαιο 6. 814 277 275 The purpose of this study is exploratory. It falls within the area of vocational training and particularly the education and training of people willing to become cooks. In a competitive environment of our times, the acquisition of knowledge and skills of high level is a prerequisite and also a strategic goal for economic development. Its purpose is to detect the possible consequences of the new technologies, especially the 3D virtual environments of various levels of immersion, for the development of knowledge and skills. The process involves the planning of a virtual environment, the procedure for 50 cooking recipes and the execution of a pilot research in which 24 students took part. Its purpose was the evaluation of their experience from their interaction with the virtual environment. Measurements with valid tools showed that the recipe execution time and the discomfort level was higher in the group that used the immersion system, the average degree of usability and the degree of workload was highest in experiencing the desktop system group, and the average spatial presence ranged at moderate levels in both groups. The results obtained seem enlightening. They confirm a great potential of the virtual environment in relation to vocational education and reinforce the idea of taking broader and systematic research in the field of vocational education and training in the culinary industry. The brief consideration of the general technical-professional network reveals a wide range of possibilities of virtual environments for changing the learning environment, but also the level of efficiency in the training, which can extend the thoughts and concerns for further research in the critical area using modern technologies to improve vocational training in the culinary field. Η εργασία αυτή έχει διερευνητικό χαρακτήρα και εντάσσεται στο χώρο της επαγγελματικής εκπαίδευσης και ειδικότερα στην εκπαίδευση και κατάρτιση των ανθρώπων που προσβλέπουν στην άσκηση του επαγγέλματος του μάγειρα. Σ’ ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπως είναι το σημερινό, η απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων υψηλού επιπέδου, αποτελεί προϋπόθεση, αλλά και στρατηγικό στόχο για την οικονομική ανάπτυξη. Σκοπός της είναι η ανίχνευση των δυνατοτήτων που έχουν οι νέες τεχνολογίες, ιδιαίτερα τα 3Δ εικονικά περιβάλλοντα διάφορων τύπων εμβύθισης, στην ανάπτυξη γνώσεων και δεξιοτήτων. Περιλαμβάνει τη διαδικασία του σχεδιασμού ενός εικονικού περιβάλλοντος, τη διαδικασία πραγματοποίησης 50 μαγειρικών συνταγών και τη διεξαγωγή μιας πιλοτικής έρευνας σε 24 σπουδαστές για την αξιολόγηση της εμπειρίας που προέκυψε από την αλληλεπίδρασή τους με το εικονικό περιβάλλον. Οι μετρήσεις με έγκυρα εργαλεία έδειξαν ότι ο χρόνος εκτέλεσης της συνταγής καθώς και ο βαθμός δυσφορίας ήταν υψηλότερα στην ομάδα που χρησιμοποίησε το σύστημα εμβύθισης, ο μέσος βαθμός χρηστικότητας και ο βαθμός φόρτου εργασίας ήταν υψηλότερα στην ομάδα που δοκιμάζει το επιτραπέζιο σύστημα, ενώ η μέση χωρική παρουσία κυμάνθηκε σε μέτρια επίπεδα και στις δύο ομάδες. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν φαίνονται διαφωτιστικά. Αποκαλύπτουν ή επιβεβαιώνουν μεγάλες δυνατότητες του εικονικού περιβάλλοντος σε σχέση με την επαγγελματική εκπαίδευση και ενισχύουν την ιδέα για ανάληψη ευρύτερων και συστηματικών ερευνών στο πεδίο της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης στον κλάδο της μαγειρικής. Η σύντομη θεώρηση του γενικότερου τεχνικο-επαγγελματικού δικτύου αποκαλύπτει ένα ευρύ φάσμα δυνατοτήτων που έχουν τα εικονικά περιβάλλοντα για την αλλαγή του κλίματος μάθησης, αλλά και του επιπέδου αποτελεσματικότητας στην επαγγελματική εκπαίδευση, που μπορεί να επεκτείνει τις σκέψεις και τους προβληματισμούς για παραπέρα έρευνα στον κρίσιμο τομέα της αξιοποίησης των σύγχρονων τεχνολογιών για βελτίωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης στο χώρο της μαγειρικής. 815 527 570 Introduction. The prevalence of metabolic and cardiovascular diseases is increased and they are included among the most frequent causes of morbidity and mortality. Early diagnosis during childhood using reliable markers is essential for their prevention. Proteins like Fibroblast Growth Factor 21 (FGF21), leptin, adiponectin and insulin-like growth factor binding protein 1 (IGFBP1), have multiple actions on metabolism and have been partially studied in adults. Their role in the children is not completely understood. The aim of this study was to discover new markers and their potential role in metabolism and cardiovascular disease in pediatric population. Method. Seventy eight healthy children aged 7 to 16 years have been studied, anthropometric measurements and arterial blood pressure have been measured as well as biochemical markers including FGF21, leptin, adiponectin and IGFBP1 after overnight fasting. Ultrasound assessment with markers of early vascular dysfunction, brachial flow mediated dilation (FMD) and carotid intima-media thickness (cIMT) have been effectuated. The population has been divided in children with normal weight, overweight and obese, and in children with and without MS (International Diabetes Federation). Liver and thyroid hormone function, lipidemic profile and insulin resistance, have been studied. We have studied the potential correlation of the biomarkers with MS, obesity and with the metabolic disorders mentioned to investigate their diagnostic value. Results. FGF21 and leptin serum levels have been found to be significantly increased in overweight/obese children and in children with MS. FGF21 and leptin levels have been negatively correlated with IGFBP1 and positively correlated between them and with HOMAIR as well as with MS definition factors. Adiponectin serum levels have remained unchanged between the different groups. Serum levels of IGFBP1 have been found to be decreased in the serum of overweight/obese children and children with MS. From the markers studied only FGF21 and leptin have been correlated with FMD and this correlation remained significant after adjustment for BMI, age and sex only for FGF21. The diagnostic value of FGF21 serum levels have been calculated and we have found that above 121.3ng/L significantly predicted MS and for every 10ng/L increase of serum FGF21 levels the odds for MS have been increased by 10%. Based on these results, it has been shown that FGF21 could be used as a marker of metabolic and cardiovascular diseases in pediatric population, while leptin and IGFBP1 could constitute markers of metabolic diseases. Between the two vascular indices studied only FMD can be used for the evaluation of vascular dysregulation as it is influenced even in early stages, by mild metabolic disorders, in children. Conclusions. The levels of FGF21 were found to be significantly increased in the serum of obese children and children with MS in comparison to non-obese and children without MS. FGF21 negatively correlated with the index of endothelial dysfunction FMD and its increase in the serum could predict the presence of MS in children. Leptin and IGFBP1 presented a correlation with features of MS but no correlation with the vascular indices and thus they could constitute markers of metabolic diseases. More research with larger prospective studies with long-term follow-up of children is needed to show whether FGF21 could constitute a prognostic biomarker of metabolic and cardiovascular diseases in pediatric population. Εισαγωγή. Η επίπτωση μεταβολικών και καρδιαγγειακών νοσημάτων είναι ιδιαίτερα αυξημένη στις δυτικές κοινωνίες και αποτελούν σήμερα από τις συχνότερες αιτίες νοσηρότητας και θνητότητας. Η έγκαιρη διάγνωσή τους κατά την παιδική ηλικία με την χρήση ικανών δεικτών είναι σημαντική για την πρόληψή τους. Πρωτείνες όπως ο Fibroblast Growth Factor 21 (FGF21), η λεπτίνη, η αδιπονεκτίνη και ο Insulin-like growth factor binding protein 1 (IGFBP1), έχουν πολλαπλές επιδράσεις στον μεταβολισμό οι οποίες έχουν μερικώς μελετηθεί σε ενήλικες. Ο ρόλος τους στα παιδιά παραμένει αδιευκρίνιστος. Σκοπός της διδακτορικής έρευνας ήταν η διερεύνηση πιθανών νέων δεικτών και του ρόλου τους στη παθοφυσιολογία του μεταβολισμού και του καρδιαγγειακού συστήματος στην παιδική ηλικία. Μέθοδος. Μελετήθηκαν 78 υγιή παιδιά ηλικίας 7 έως 16 ετών, καταγράφηκαν τα σωματομετρικά στοιχεία η αρτηριακή πίεση, έγινε μέτρηση βιοχημικών δεικτών στον ορό του αίματος συμπεριλαμβανομένων των FGF21, λεπτίνης, αδιπονεκτίνης και IGFBP1 έπειτα από ολονύκτια νηστεία. Έγιναν υπερηχογραφικές μετρήσεις του δείκτη πρώιμης ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας, ενδοθηλιοεξαρτώμενη αγγειοδιαστολή στη βραχιόνια αρτηρία [flow mediated dilation (FMD)], καθώς και μετρήσεις του δείκτη πρώιμης δομικής αθηροσκλήρυνσης, πάχος έσω-μέσου χιτώνα καρωτίδων [carotid intima-media thickness (cIMT)]. Τα παιδιά χωρίστηκαν σε ομάδες με φυσιολογικό ΔΜΣ, υπέρβαρα και παχύσαρκα, και σε παιδιά με ή χωρίς μεταβολικό σύνδρομο (ΜΣ) (International Diabetes Federation). Εξετάστηκε η ηπατική και θυρεοειδική λειτουργία, το λιπιδαιμικό προφίλ και η αντίσταση στην ινσουλίνη. Διερευνήθηκε η πιθανή συσχέτιση των βιοδεικτών αυτών με το ΜΣ την παχυσαρκία και με μεταβολικές διαταραχές και υπολογίστηκε η διαγνωστική τους αξία. Αποτελέσματα. Τα επίπεδα ορού του FGF21 και της λεπτίνης βρέθηκαν στατιστικά αυξημένα στα υπέρβαρα/παχύσαρκα σε σύγκριση με τα παιδιά με φυσιολογικό ΔΜΣ, και ήταν επίσης αυξημένα στα παιδιά με ΜΣ σε σύγκριση με τα παιδιά χωρίς ΜΣ. Τα επίπεδα του FGF21 και της λεπτίνης συσχετίστηκαν αρνητικά με τον IGFBP1 ενώ θετικά μεταξύ τους και με τον HOMAIR καθώς και με παράγοντες του ΜΣ. Τα επίπεδα του ορού της αδιπονεκτίνης δεν μεταβλήθηκαν μεταξύ των διαφορετικών ομάδων. Ο IGFBP1 ανευρέθη μειωμένος στον ορό του αίματος των παιδιών που ήταν παχύσαρκα και των παιδιών με ΜΣ. Από τους δείκτες που μελετήθηκαν μόνο ο FGF21 και η λεπτίνη συσχετίστηκαν με το FMD και η σχέση αυτή παρέμεινε σημαντική έπειτα από διόρθωση για ΔΜΣ, φύλο και ηλικία, μόνο για τον FGF21. Η διαγνωστική αξία των επιπέδων ορού του FGF21 υπολογίστηκε και βρέθηκε πως τιμές άνω των 121.3ng/L προβλέπουν σημαντικά το ΜΣ ενώ για κάθε 10ng/L αύξηση στα επίπεδα ορού του FGF21 η πιθανότητα εμφάνισης ΜΣ αυξάνεται κατά 10%. Με βάση τα παραπάνω, φαίνεται ότι ο FGF21 θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως δείκτης μεταβολικών και καρδιαγγειακών νόσων σε παιδιατρικό πληθυσμό, ενώ η λεπτίνη και ο IGFBP1 θα μπορούσαν πιθανόν να αποτελέσουν δείκτες μεταβολικών νόσων. Από τους δύο αγγειακούς δείκτες που μελετήθηκαν φαίνεται πως μόνο η ενδοθηλιακή δυσλειτουργία FMD μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μελέτη της αγγειακής δυσλειτουργίας καθώς επηρεάζεται πρώιμα με ήπιες διαταραχές του μεταβολισμού σε παιδιά. Συμπεράσματα. Τα επίπεδά του FGF21 ανευρίσκονται σημαντικά αυξημένα στον ορό του αίματος σε παχύσαρκα παιδιά και παιδιά με ΜΣ. Ο FGF21 συσχετίστηκε αρνητικά με το δείκτη ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας FMD και η αύξησή του στο ορό μπορούσε να προβλέψει την παρουσία ΜΣ στα παιδιά. Η λεπτίνη και ο IGFBP1 παρουσίασαν συσχέτιση με χαρακτηριστικά του ΜΣ αλλά δεν συσχετίστηκαν ανεξάρτητα με τον αγγειακό δείκτη και θα μπορούσαν πιθανόν να αποτελέσουν δείκτες μεταβολικών νόσων. Περισσότερη και στοχευμένη, προοπτική έρευνα με μακροχρόνια παρακολούθηση των παιδιών απαιτείται για να δείξει αν ο FGF21 θα μπορούσε στο μέλλον να χρησιμοποιηθεί ως προγνωστικός δείκτης μεταβολικών και καρδιαγγειακών νόσων σε παιδιατρικό πληθυσμό. 816 456 453 Introduction: Levodopa is the gold standard for treatment of Parkinsons Disease (PD). It's long-term use is obscured by the induction of motor response complications (Levodopa Induced Dyskinesia - LID) affecting the quality of life of the patients in a way that competes the disease itself. To date, there is no clear evidence as to which is the optimal way to administer Levodopa in respect to delaying or reduce the severity of LID. Purpose: aim of this study is to answer the following questions: 1. Which is the optimal way to administer Levodopa in respect to delaying or reduce the severity of LID? 2. Is LID inevitable? 3. Which is the relation between the total amount of Levodopa given at a specific time and also between the daily dose and LID? Methods: the 6-OHDA hemiparkinsonian rat model of PD was used in this study, in which rats exhibit every aspect of LID. In a first phase of the study we evaluated if the rotational behavior express the antiparkinsonian response to levodopa or it is part of LID. For these purposes rats divided into three groups. Group 1 received 1 X 6,25 mg/Kg, group 2 received 4 X 6,25mg/Kg and group 3 received 1 X 25 mg/Kg Levodopa for at least 10 days, while various dosage modifications where used in the following days. Results: The results of the evaluation of rotational behavior resulted in that it is mainly an aspect of LID rather than antiparkinsonian response. Group1 did not demonstrated any motor behavior for the first 12,5 ±2.5 days while when dyskinesias appeared they were significantly milder compared to any other treatment group. This group was also protected against LID when higher doses of levodopa were used. Group receiving the high levodopa dose (1 x 25 mg/Kg) demonstrated the highest scores of LID from the first day of treatment. Fragmenting this dose (4 x 6,25mg/Kg) in group 2, resulted milder scores of LID compared to group 3. The same cumulative dose of levodopa for the first 10 days of treatment between groups 2 and 3, resulted different amounts of LID, with the group 3 demonstrating significantly higher LID scores. Conclusions: in view of developing LID more important is the way administering levodopa (as supported by the continuous dopaminergic stimulation concept) but also the intensity of the dopaminergic stimulation (as it is expressed through the amount of every single dose) as it was demonstrated by this study. In the early stages of the disease starting levodopa in small fragmented through the day doses, seems to be the best practice in order to delay the appearance and to reduce the amount of LID. Also, as it was demonstrated in the present study, if LID is established, it cannot be reversed. Εισαγωγή: η Levodopa αποτελεί τη χρυσή θεραπευτική επιλογή για τη νόσο Parkinson. Η μακροχρόνια χρήση της όμως περιπλέκεται σημαντικά απο την εμφάνιση κινητικών επιπλοκών (δυσκινησία επαγώμενη απο Levodopa - LID) οι οποίες επιβαρύνουν την ποιότητα ζωής των ασθενών με νόσο Parkinson σε βαθμό που συναγωνίζονται πλέον την ιδια τη νόσο. Μέχρι σήμερα δεν έχει αποσαφηνισθεί ποιός είναι ο βέλτιστος τρόπος διαχείρισης της Levodopa ώς προς την κατευθυνση της καθυστέρησης της εμφάνισης ή/και του περιορισμού των κινητικών επιπλοκών. Σκοπός: Με την παρούσα μελέτη επιχειρείται να απαντηθούν τα εξής ερωτήματα: 1. Ποιος είναι ο βέλτιστος τρόπος χορήγησης Levodopa ώστε να επιτευχθεί καθυστέρηση της LID; 2. Είναι η εμφάνιση της αναπόφευκτη; 3. Ποια είναι η σχέση της συνολικής δοσολογίας της Levodopa σε ένα δεδομένο χρονικό διάστημα και ποια η σχέση της έντασης της ντοπαμινεργικής διέγερσης ώς προς την ίδια κατεύθυνση; Μέθοδοι: Χρησιμοποιήθηκε το πειραματικό ζωικό μοντέλο πρόκλησης ημιπαρκινσονισμού σε επίμυες με χορήγηση της νευροτοξίνης 6-OHDΑ, το οποίο εμφανίζεται όλο το φάσμα της LID. Προ της διεξαγωγής του κυρίου μέρους της μελέτης προηγήθηκε αξιολόγηση συνολικά της κινητικής συμπεριφοράς που εμφανίζουν τα πειραματόζωα και ιδιαιτέρως της συμπεριφοράς περιστροφής. Για το σκοπό αυτό τα πειραματόζωα χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες. Η ομάδα 1 έλαβε δόση Levodopa 1 X 6.25mg/Kg, η ομάδα 2 έλαβε 4 Χ 6.25 mg/Kg και η ομάδα 3 έλαβε 1 Χ 25 mg/Kg για τουλάχιστον 10 ημέρες, ενώ στη συνέχεια έγιναν διάφορες τροποποιήσεις στα δοσολογικά σχήματα. Αποτελέσματα: Από την αξιολόγηση της κινητικής συμπεριφοράς των πειραματόζωων διαπιστώθηκε ότι η συμπεριφορά περιστροφής αποτελεί κατα κύριο λόγο έκφραση της LID παρά στοιχείο για την εκτίμηση της αντιπαρκινσονικής δράσης αυτής. Στην ομάδα 1 δεν διαπιστώθηκε καμία μετρήσιμη δυσκινησία για τις πρώτες 12.5 ±2.5 ημέρες ενώ όταν αναπτύχθηκαν δυσκινησίες αυτές ήταν σημαντικά χαμηλότερες από οποιοδήποτε άλλο θεραπευτικό σχήμα. Η ομάδα αυτή φαινόταν να προφυλάσσεται έναντι της LID από την μετέπειτα αύξηση της δοσολογίας. Η ομάδα που λάμβανε 25 mg/Kg Levodopa εμφάνισε την υψηλότερη τιμή δυσκινησίας άμεσα. Η έναρξη της αγωγής με κατάτμηση των δόσεων (6.25mg X 4), είχε αποτέλεσμα πιο ήπια δυσκινησία σε σχέση με την άπαξ χορήγηση (25mg Χ 1) της ίδιας δόσης εξ αρχής. Η ίδια αθροιστική ποσότητα levodopa για τις πρώτες δέκα ημέρες της θεραπείας στις ομάδες 2 και 3, προκάλεσε διαφορετικής έντασης δυσκινησίες, με σημαντικά υψηλότερη τιμή στην ομάδα 3. Συμπεράσματα: σχετικά με την ανάπτυξη της LID περισσότερο σημασία έχει ο τρόπος της χορήγησης (όπως υποστηρίζεται από την υπόθεση της συνεχούς ντοπαμινεργικής διέγερσης) αλλά και η ένταση της ντοπαμινεργικής διέγερσης που προκαλεί κάθε μία από αυτές τις δόσεις, όπως δείχθηκε από την παρούσα μελέτη. Η έναρξη της αγωγής, στα πρώιμα στάδια της νόσου, με μικρές μοιρασμένες κατάλληλα μέσα στην ημέρα δόσεις, φαίνεται να είναι η βέλτιστη πρακτική. Τέλος, όπως δείχθηκε, η LID εφόσον εγκατασταθεί, δεν δύναται να υποστραφεί. 817 227 225 Design and development of new synthetic approaches to Rucaparib and design of analogues as (potential) Poly(ADP-Ribose) - (PARP) inhibitors Σχεδιασμός και ανάπτυξη νέων συνθετικών προσεγγίσεων του Rucaparib & σχεδιασμός ανάλογων ως αναστολέων της πολυμεράσης Πολυ(ADP - Ριβόζης) - (PARP) Rucaparib (Rubraca™) is a very potent, inhibitor of poly(ADP-ribose)polymerase - (PARP) that was approved by the FDA in December 2016 and is now being used in the clinical treatment of ovarian cancer, fallopian cancer and primary peritoneal cancer. Although Phase III clinical trials (ARIEL 3) have demonstrated the significant contribution of Rucaparib to the survival of patients bearing the forementioned types of cancer without concurrent progression of the disease (progression-free survival – PFS), existing synthetic pathways of Rucaparib exhibit an extensive number of synthetic steps, high costs and low overall yield. Considering all these matters, a necessity to design and develop new optimized approaches for the synthesis of this bioactive compound has been noted and this is exactly what this master thesis will attempt. It must be stated that, in addition to their primary use in the treatment of cancer, PARP inhibitors are considered a promising treatment for acute life-threatening diseases such as stroke and myocardial infarction as well as for long-term neurodegenerative diseases. Taking this fact into account, it was considered appropriate to analyze the structural characteristics of PARP inhibitors by correlating the structure and the biological activity of Rucaparib and to proceed to the design of new potential PARP Inhibitors, analogous to the structure of Rucaparib. Το Rucaparib (Rubraca™) είναι ένας πολύ ισχυρός αναστολέας του ενζύμου της πολυμεράσης της πολυ(ADP-ριβόζης) – (PARP) που έλαβε έγκριση από τον FDA το Δεκέμβριο του 2016 και πλέον αξιοποιείται στην κλινική θεραπεία κατά του καρκίνου των ωοθηκών, κατά του καρκίνου των σαλπίγγων και κατά του πρωτεύοντος περιτοναϊκού καρκίνου. Παρόλο που οι κλινικές μελέτες φάσης ΙΙΙ (ARIEL 3) έχουν καταδείξει τη σημαντική συνεισφορά του Rucaparib στην επιβίωση ασθενών που φέρουν τους παραπάνω τύπους καρκίνου χωρίς παράλληλη εξέλιξη της νόσου, εντούτοις οι υπάρχουσες πορείες σύνθεσης του Rucaparib χαρακτηρίζονται από μεγάλο αριθμό συνθετικών σταδίων, υψηλό κόστος και χαμηλή συνολική απόδοση. Με βάση αυτά τα δεδομένα, κρίθηκε αναγκαίος ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη νέων βελτιστοποιημένων συνθετικών προσεγγίσεων του βιοδραστικού αυτού σκευάσματος και αυτό ακριβώς επιχειρήθηκε στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης (Μ.Δ.Ε.). Επιπλέον, δεδομένου ότι οι αναστολείς των PARP, εκτός από την πρωταρχική χρήση τους στην θεραπεία του καρκίνου, θεωρούνται ως πολλά υποσχόμενη θεραπευτική προσέγγιση σοβαρών ασθενειών, όπως το εγκεφαλικό επεισόδιο και το έμφραγμα του μυοκαρδίου, καθώς και για μακροχρόνιες νευροεκφυλιστικές νόσους, κρίθηκε σκόπιμη η ανάλυση των δομικών χαρακτηριστικών των αναστολέων των PARPs μέσω της συσχέτισης δομής και βιολογικής δραστικότητας του Rucaparib καθώς και ο σχεδιασμός νέων εν δυνάμει αναστολέων των PARPs (αναλόγων) με πρότυπο τη δομή του Rucaparib. 818 483 463 Νανοσύνθετα υλικά με βάση φυσικά φυλλόμορφα ή και συνθετικά μεσοδομημένα πορώδη μέσα We report in the present Ph.D. Thesis the synthesis and study of new nanocomposite materials based on natural or synthetic porous materials. The research was focused in the composition of low-dimensional (LD) semiconductor species and hybrid sorption materials. The new materials that were developed, presented enhanced or even new properties regarding equivalent three-dimensional (3D) semiconductor systems or initial porous materials. Lowdimensional structures of various semiconductor systems such as ZnS, PbI2 and GaN were composed in the interior of the pores of MCM-41 material or in the interlayer space of organomodified or not clays. More specific a new method for the importation of ZnS nanosized particles inside the pores of MCM-41 was used by insertion of Zn2+ cations with melt-exchange reactions and later reaction with H2S. The synthesis of zero-dimensional (0D) PbxIy quantum dots (QD’s) in the interlayer space of hectorite clay was also studied, with those QD’s being organized in two-dimensional (2D) quantum layers with hexamethyldiamine addition independently from the concentration and the synthesis route. Moreover one-dimensional (1D) PbxIy quantum wires were synthesized in the interlayer space of montmorillonite organomodified clays creating hybrid semiconductor systems. Lowdimensional GaN species were also developed at low temperatures in the interior of MCM-41 pores with two different methodologies. In the first of them the insertion of the GaN species inside the pores was achieved with the insertion of Ga3+ cations by ion-exchange reactions and later reaction with NH3 at temperatures 150-450oC lower regarding already known methods, while in the second the composition was achieved at 365oC with use of a precursor. An intense blue shift of the energy gap was observed in all semiconductor systems while exitonic peaks were also observed in the optical spectra. The synthesis of the substance N(2-Aminoethyl)dithiocarbamate (AEDTC) was carried out for the growth of new hybrid sorption materials. The molecule has a (-CS2) group that binds strongly heavy metals and in addition has a small enough size so that it doesn’t fill the MCM-41 pores degreasing his specific surface area or prevents the insertion of heavy metals in the interlayer space of clays. The AEDTC molecules were later inserted in the MCM-41 pores and in the interlayer space of montmorillonite clay. In the case of MCM-41, the new hybrid materials showed enhanced sorption abilities for various heavy metals up to 213 214 237% at physiologic pH values (pH = 7) regarding their initial materials. However the hybrid materials showed no improvement in binding Cd2+. This as it was predicted from the theoretical Surface Complexation Model (SCM) and the probable mechanism of the metal binding on the materials is owed in stereochemical hindrance from the hydrated Cd2+ cations. These results were confirmed by competitive adsorptions of heavy metals and EPR measurements. In the case of montmorillonite, the final hybrid materials showed also enhanced sorption abilities for various heavy metals up to 434% at physiologic pH values (pH = 7) regarding their initial materials. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή πραγματοποιήθηκε η σύνθεση και μελέτη νέων νανοσύνθετων υλικών με βάση φυσικά ή συνθετικά πορώδη μέσα. Η έρευνα επικεντρώθηκε στη σύνθεση χαμηλοδιάστατων (LD) ημιαγώγιμων συστημάτων και υβριδικών ροφητικών υλικών. Τα νέα υλικά που αναπτύχθηκαν παρουσίασαν βελτιωμένες ή και νέες ιδιότητες σε σχέση με αντίστοιχα τρισδιάστατα (3D) συστήματα ημιαγωγών ή τα αρχικά τους πορώδη υλικά. Χαμηλοδιάστατες δομές διαφόρων ημιαγώγιμων συστημάτων όπως ZnS, PbI2 και GaN συντέθηκαν στο εσωτερικό των πόρων MCM-41 υλικού ή στον ενδοστρωματικό χώρο οργανοτροποποιημένων και μη αργίλων. Πιο συγκεκριμένα χρησιμοποιήθηκε μια νέα μέθοδος εισαγωγής νανοσωματιδίων ZnS στους πόρους υλικού MCM-41 με εισαγωγή αρχικώς των κατιόντων Zn2+ με ιονανταλλαγή μέσω τήγματος και μετέπειτα αντίδραση με H2S. Μελετήθηκε επίσης ο σχηματισμός κβαντικών ψηφίδων (0D) PbxIy στον ενδοστρωματικό χώρο εκτορίτη που ανεξαρτήτως της συγκέντρωσης και της πορείας σύνθεσης οργανώνονται σε διδιάστατα φύλλα (2D) με την προσθήκη εξαμεθυλοδιαμίνης, ενώ κβαντικές ίνες (1D) από PbxIy αναπτύχθηκαν στον ενδοστρωματικό χώρο οργανοτροποποιημένης αργίλου δημιουργώντας υβριδικό ημιαγώγιμο σύστημα. Επίσης χαμηλοδιάστατα σωματίδια GaN αναπτύχθηκαν σε αρκετά χαμηλές θερμοκρασίες στο εσωτερικό των πόρων MCM-41 υλικού με δύο διαφορετικές μεθοδολογίες. Στην πρώτη από αυτές με την αντίδραση γαλλίου και αερίου αμμωνίας σε θερμοκρασία χαμηλότερη κατά 150- 450οC σε σχέση με τις ήδη γνωστές μεθόδους, ενώ στη δεύτερη η σύνθεση επιτεύχθηκε με χρήση πρόδρομης ένωσης στους 365οC. Σε όλα τα ημιαγώγιμα συστήματα παρατηρήθηκε έντονη μετατόπιση προς το μπλε του ενεργειακού χάσματος ενώ εμφανίζονται και εξιτονικές κορυφές στα οπτικά φάσματα. Για την ανάπτυξη των νέων υβριδικών ροφητικών υλικών πραγματοποιήθηκε αρχικά η σύνθεση της ένωσης Ν-(2-Αμινοαίθυλ)διθειοκαρβαμίδιο (AEDTC). Η ένωση αυτή φέρει μια ομάδα (-CS2) ισχυρής δέσμευσης βαρέων μετάλλων και ταυτόχρονα είναι αρκετά μικρού μεγέθους ώστε να μην γεμίζει τους πόρους του MCM-41 μειώνοντας την ειδική του επιφάνεια ή εμποδίζει την είσοδο των βαρέων μετάλλων στον ενδοστρωματικό χώρο των αργίλων. Έπειτα πραγματοποιήθηκε η ένθεση της ένωσης AEDTC στους πόρους υλικού MCM-41 και στον ενδοστρωματικό χώρο μοντμοριλλονίτη. Στην περίπτωση του MCM-41, 211 212 τα νέα υβριδικά υλικά είχαν αυξημένη ικανότητα δέσμευσης πλήθους βαρέων μετάλλων ως και 237% σε φυσιολογικές τιμές pH (pH = 7) σε σχέση με τα αρχικά υλικά τους. Ταυτόχρονα όμως παρατηρήθηκε ότι αυτά εμφάνισαν μηδενική βελτίωση όσον αφορά στη δέσμευση Cd2+ σε σχέση με τα αρχικά υλικά τους. Το γεγονός αυτό όπως προέκυψε από το θεωρητικό μοντέλο προσομοίωσης των επιφανειακών φορτίων των υλικών και από τον πιθανό μηχανισμό δέσμευσης των μεταλλοϊόντων από αυτά, οφείλεται σε στερεοχημική παρεμπόδιση που ασκούν τα ενυδατωμένα κατιόντα καδμίου. Τα παραπάνω επιβεβαιώθηκαν από ανταγωνιστικές προσροφήσεις βαρέων μετάλλων και μετρήσεις EPR. Στην περίπτωση του μοντμοριλλονίτη, τα τελικά υβριδικά υλικά εμφανίζουν αυξημένη ικανότητα δέσμευσης όλων των βαρέων μετάλλων ως και 434% σε φυσιολογικές τιμές pH (pH = 7) σε σχέση με τα αρχικά υλικά τους, βελτίωση που είναι συγκριτικά μεγαλύτερη από αυτή ανάλογων υλικών πρόσφατα δημοσιευμένων εργασιών. 819 185 178 “Female religious authority in Euripides’ plays” is the subject of our master’s thesis. This subject is part of the broader field of research on the active participation of women in religious life and the way in which participation is reflected in the literature of the classical period. Our research focused on Trojan Women (415 B.C.), Iphigenia in Tauris (414-412 B.C.) and Helen (412 B.C.), the surviving tragedies that show on stage women who are either explicitly called priestesses or have a special prestige that stems from their relationship with the divine world. The aim of this study was the investigation of the subject both from a literary point of view and, to a lesser extent, from a historical and anthropological point of view. Through the meticulous study of the tragedies, the characteristics of these Euripides’ heroines and the role they play in the tragedies in which they appear were first investigated. Then, the study illustrated a basic correlation between the literary presentation of the priestesses during the last decades of the 5th century B.C. with some fundamental historical data concerning female priesthoods in classical Athens. Οι «Ευριπίδειες ηρωίδες με θρησκευτική αίγλη», το θέμα δηλαδή της μεταπτυχιακής διπλωματικής μας εργασίας, εντάσσεται στο ευρύτερο ερευνητικό πεδίο της ενεργού συμμετοχής του γυναικείου φύλου στη θρησκευτική ζωή και στον τρόπο που η συμμετοχή αυτή αποτυπώνεται στη λογοτεχνία της κλασικής περιόδου. Ειδικότερα, η έρευνά μας επικεντρώθηκε στη μελέτη των Τρωάδων (415 π.Χ.), της Ιφιγένειας της εν Ταύροις (414-412 π.Χ.) και της Ελένης (412 π.Χ.), σωζόμενων δηλαδή τραγωδιών που εμφανίζουν επί σκηνής γυναικείες μορφές που είτε ονομάζονται ρητά ιέρειες, είτε έχουν ένα ιδιαίτερο θρησκευτικό κύρος που πηγάζει από τη σχέση τους με το θεϊκό κόσμο. Ο στόχος της εργασίας ήταν η πραγμάτευση του εξεταζόμενου θέματος τόσο από λογοτεχνική σκοπιά, όσο και σε έναν τουλάχιστον βαθμό, από ιστορική και ανθρωπολογική άποψη. Μέσω της σχολαστικής μελέτης των τραγωδιών ερευνήθηκαν, κατ’ αρχάς, τα χαρακτηριστικά των ευριπίδειων ιερειών και ο ρόλος που επιτελούν στην οικονομία των έργων όπου εμφανίζονται. Στη συνέχεια, επιχειρήθηκε ένας πρώτος βασικός συσχετισμός της λογοτεχνικής παρουσίασης των ιερειών κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 5ου αιώνα π. Χ. με κάποια θεμελιώδη ιστορικά στοιχεία που αφορούν τις γυναικείες ιεροσύνες στην κλασική Αθήνα. 820 214 195 Μελέτη ενδοκυττάριου φωσφόρου σε πρόωρα νεογνά κατά τους δύο πρώτους μήνες της ζωής τους IN THIS WORK FIFTEEN PREMATURE NEONATES WITH BIRTH WEIGHTS LESS THAN 2500 G AND32-36 WEEKS OF GESTATION WERE STUDIED DURING THE FIRST TWO MONTHS OF LIFE. THEPARAMETERS STUDIED WERE THE LEVELS OF INORGANIC PHOSPHATE IN RED CELL AND THE EXTRACELLULAR PLASMA, THE PLASMA CALCIUM AND ALKALINE PHOSPHATASE, THE ORGANIC PHOSPHATES OF ATP AND 2,3 DPG IN THE ERYTHROCYTES. BLOOD CALCIUM WAS LOW IN THE1ST DAY OF LIFE BUT CORRECTED WITHIN TWO WEEKS. PLASMA PHOSPHATE SHOWED A PARALLEL BUT FAR SMALLER INCREASE IN THE FIRST TWO WEEKS AND STABILIZED THEREAFTER.IN CONTRAST RED CELL PHOSPHATE SHOWED A STEADY AND SIGNIFICANT INCREASE ALL THROUGH THE TWO MONTHS. THIS CHANGE IN INTRACELLULAR PHOSPHATE SEEMS TO BE INDEPENDED OF PLASMA PI CHANGES. BECAUSE OF THAT AN INCREASE IN THE RED CELL PI TO PLASMA PI RATIO WAS OBSERVED SUGGESTING A MORE COMPLEX MECHANISM OF PI TRANSPORT ACROSS THE MEMBRANE THAN FACILITATED DIFFUSION. THE PHYSIOLOGICAL DECREASE IN RED CELL HAEMOGLOMBIN CALCULATED FROM HAEMATOCRIT WAS NEGATIVELY RELATED TO THE INCREASE IN RED CELL PHOSPHATE. IT PROBABLY INDICATES A ROLE OF THIS HIGHLY CHARGED PROTEIN AFFECTING THE ANION DISTRIBUTION ACROSS THE CELL MEMBRANE. THE INCREASES OF THE RED CELL ORGANIC PHOSPHATE ATP AND 2,3 DPG INDICATE THE NEONATAL ADAPTION TO THE PHYSIOLOGIC ANEMIA THAT OCCURS FOR THE BETTER OXYGENATION OF THE TISSUES. ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΥΤΗ ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΑΝ 15 ΠΡΟΩΡΑ ΝΕΟΓΝΑ, ΜΕ ΒΑΡΟΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ, <2500 G ΚΑΙ ΗΛΙΚΙΑ ΚΥΗΣΗΣ 32-36 ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ, ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΠΡΩΤΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥΣ. ΟΙ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΠΟΥ ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΑΝ ΗΤΑΝ ΤΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΤΟΥ ΑΝΟΡΓΑΝΟΥ ΦΩΣΦΟΡΟΥ ΣΤΑ ΕΡΥΘΡΑ ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΕΞΩΚΥΤΤΑΡΙΟ ΧΩΡΟ, ΤΟ ΑΣΒΕΣΤΙΟ ΑΙΜΑΤΟΣ, ΚΑΙ Η ΑΛΚΑΛΙΚΗ ΦΩΣΦΑΤΑΣΗ, Η ΤΡΙΦΩΣΦΟΡΙΚΗ ΑΔΕΝΟΣΙΝΗ ΚΑΙ ΤΟ 2.3 ΔΙΦΩΣΦΟΓΛΥΚΕΡΙΝΙΚΟ ΤΩΝ ΕΡΥΘΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΣΒΕΣΤΙΟ ΟΥΡΩΝ ΠΡΟΣ ΚΡΕΑΤΙΝΗ ΟΥΡΩΝ ΚΑΙ ΦΩΣΦΟΡΟΣ ΕΡΥΘΡΩΝ ΠΡΟΣ ΦΩΣΦΟΡΟ ΠΛΑΣΜΑΤΟΣ. ΤΟ ΑΣΒΕΣΤΙΟ ΑΙΜΑΤΟΣ ΗΤΑΝ ΧΑΜΗΛΟ ΤΗΝ 1Η ΜΕΡΑ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΘΗΚΕ. ΜΙΚΡΟΤΕΡΗ ΑΝΟΔΟ ΤΙΣ ΔΥΟ ΠΡΩΤΕΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΕΔΕΙΞΕ Ο ΦΩΣΦΟΡΟΣ ΠΛΑΣΜΑΤΟΣ. ΑΝΤΙΘΕΤΑ Ο ΦΩΣΦΟΡΟΣ ΕΡΥΘΡΩΝ ΕΔΕΙΞΕ ΣΥΝΕΧΗ ΑΝΟΔΟ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΞΩΚΥΤΤΑΡΙΟ. Η ΣΥΝΕΧΗΣ ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΦΩΣΦΟΡΟΥ ΕΡΥΘΡΩΝ ΠΡΟΣ ΦΩΣΦΟΡΟ ΠΛΑΣΜΑΤΟΣ ΑΝΑΤΡΕΠΕΙ ΤΗΝ ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΟΜΕΝΗΣ ΔΙΑΧΥΣΗΣ ΦΩΣΦΟΑΝΙΟΝΤΩΝ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΕΡΥΘΡΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗΣ ΜΕΜΒΡΑΝΗΣ. Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΝΗΣ ΒΡΕΘΗΚΕ ΝΑΕΧΕΙ ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΕΝΔΟΚΥΤΤΑΡΙΟ ΦΩΣΦΟΡΟ. ΠΙΘΑΝΟΝ ΑΥΤΗ ΟΝΤΑΣ ΑΡΝΗΤΙΚΑ ΦΟΡΤΙΣΜΕΝΗ ΝΑ ΕΠΗΡΕΑΖΕΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΦΩΣΦΟΑΝΙΟΝΤΩΝ ΣΤΟΝ ΕΝΔΟΚΥΤΤΑΡΙΟ ΧΩΡΟ. Η ΑΥΞΗΣΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΚΥΡΙΩΝ ΦΩΣΦΟΜΕΤΑΒΟΛΙΤΩΝ ΤΟΥ ΕΡΥΘΡΟΥ, ΑΤΡ ΚΑΙ 2,3 DPG ΥΠΟΔΗΛΩΝΕΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΠΡΟΩΡΟΥ ΝΕΟΓΝΟΥ ΣΤΗ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΑΙΜΙΑ. 821 360 343 Shame, body image, self-consciousness and theory of Mind in children Ντροπή, εικόνα σώματος, αυτοσυνειδησία και θεωρία του Νου στην παιδική ηλικία The aim of the present research was to examine the relationship between Theory of Mind (ToM) and shame, body image as well as self-consciousness in children aged 10-12 years. The participants of the research were 180 children, aged between 10 and 12 years old. The measurement of shame has been carried out through the use of two research tools, the Self-Conscious Affect for Children Scale (TOSCA-C) and the Other as Shamer scale 2 (Other as Shamer scale – OAS) while the measurement of the body image was conducted through the use of the Body-Esteem Scale (BES for children). For the measurement of self-consciousness, The Self-Consciousness Scale (SCS) was used. Finally, ToM was examined through first and second grade’s False-Belief understanding tasks as well as understanding complex social situations tasks. The results showed that age has a significant effect on children’s performance in TοΜ experimental tasks, with the older children performing better than the younger ones. Gender has also been found to affect the public self-consciousness, with girls having higher levels than boys. In addition, a significant statistically positive correlation has been found between ToM and externalized shame subscale, but not between ToM and internalized shame subscale. ToM had a significant positive correlation with the Body Image attribution subscale, but not with the appearance of Body Image subscale. As far as the self-consciousness is concerned, a significant positive correlation was found between ToM and the public self-consciousness subscale, but not between the ToM and the private self-consciousness subscale. Externalized shame subscale had a significant positive correlation with the attribution of Body Image subscale, while Internalized shame subscale with the subscales Appearance and Weight of the body image. Public self-consciousness subscale was positively correlated with the externalized shame subscale, while private self-consciousness subscale with the internalized shame subscale. Last but not least, public self-consciousness subscale had a significant statistically positive correlation with the attribution of Body Image subscale, while the private self-consciousness subscale had a significantly positive correlation with the subscales Appearance and Weight of the body image. The discussion focuses on the implications of these findings on theory and educational action. Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να εξετάσει την σχέση της θεωρίας του νου (ΘτΝ), με τη ντροπή, την εικόνα του σώματος και την αυτοσυνειδησία, σε παιδιά ηλικίας 10-12 ετών. Στην έρευνα συμμετείχαν 180 παιδιά ηλικίας 10-12 ετών. Για την μέτρηση της ντροπής χρησιμοποιήθηκαν δύο εργαλεία, η κλίμακα Test of Self-Conscious Affect for Children (TOSCA-C) και η κλίμακα «Εξωτερικευμένης Ντροπής» (Other as Shamer scale – OAS). Για την μέτρηση της εικόνας σώματος χρησιμοποιήθηκε η Κλίμακα Σωματικής Εκτίμησης για παιδιά (Body-esteem Scale – BES for children). Για την μέτρηση της αυτοσυνειδησίας χρησιμοποιήθηκε η κλίμακα αυτοσυνειδησίας (Self-Consciousness Scale). Τέλος, η ΘτΝ εξετάστηκε με έργα κατανόησης ψευδούς πεποίθησης α’ και β’ τάξης, καθώς και έργα κατανόησης σύνθετων κοινωνικών καταστάσεων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ηλικία επιδρά σημαντικά στις επιδόσεις των παιδιών στα έργα της ΘτΝ, με τα παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας να έχουν καλύτερες επιδόσεις από τα μικρότερα παιδιά. Ακόμη, το φύλο βρέθηκε να επιδρά στην δημόσια αυτοσυνειδησία, με τα κορίτσια να έχουν υψηλότερα επίπεδα από τα αγόρια. Επιπλέον, βρέθηκε σημαντική στατιστικά θετική συσχέτιση της ΘτΝ με την υποκλίμακα εξωτερικευμένη ντροπή, αλλά όχι με την υποκλίμακα εσωτερικευμένη ντροπή. Η ΘτΝ είχε σημαντική θετική συσχέτιση με την υποκλίμακα Απόδοση από τους άλλους της εικόνας σώματος, αλλά όχι με την υποκλίμακα Εμφάνιση της εικόνας σώματος. Όσον αφορά την αυτοσυνειδησία, βρέθηκε σημαντική θετική συσχέτιση της ΘτΝ με την υποκλίμακα δημόσια αυτοσυνειδησία, αλλά όχι με την υποκλίμακα ιδιωτική αυτοσυνειδησία. Η υποκλίμακα εξωτερικευμένη ντροπή παρουσίασε σημαντική θετική συσχέτιση με την υποκλίμακα απόδοση από τους άλλους της εικόνας σώματος, ενώ η υποκλίμακα εσωτερικευμένη ντροπή με τις υποκλίμακες εμφάνιση και βάρος της εικόνας σώματος. Η υποκλίμακα δημόσια αυτοσυνειδησία συσχετίστηκε θετικά με την υποκλίμακα εξωτερικευμένη ντροπή, ενώ η υποκλίμακα ιδιωτική αυτοσυνειδησία με την υποκλίμακα εσωτερικευμένη ντροπή. Τέλος, η υποκλίμακα δημόσια αυτοσυνειδησία είχε στατιστικά σημαντική θετική συσχέτιση με την υποκλίμακα απόδοση από τους άλλους της εικόνας σώματος, ενώ η υποκλίμακα ιδιωτική αυτοσυνειδησία με τις υποκλίμακες εμφάνιση και βάρος της εικόνας σώματος. Η συζήτηση εστιάζει στις συνέπειες αυτών των ευρημάτων για τη θεωρία και την εκπαιδευτική πράξη. 822 413 403 Epidemiological study of vitamin D deficiency and inefficiency in patients with upper respiratory tract infections in representative samples of the greek population Επιδημιολογική μελέτη της έλλειψης και ανεπάρκειας της βιταμίνης D επί ασθενών με λοιμώξεις του ανωτέρου αναπνευστικού - πεπτικού συστήματος σε αντιπροσωπευτικά δείγματα του ελληνικού πληθυσμού With the term “vitamin D” we refer to the various forms of the vitamin and especially to vitamin D2 and vitamin D3. Vitamin D2 or otherwise known as ergocalciferol is found in the plants while vitamin D3 or else cholecalciferol is taken through nutrition or composed through exposure to sunlight on the skin. It is a fat soluble vitamin and is better absorbed when it is taken after a meal rich in fat foods. Normal levels of the vitamin allow preservation of the organism’s general health as well as maintaining normal metabolism. It is absolutely necessary for maintaining skeletal health and simultaneously is a key immunomodulatory factor for the function of most tissues. The present dissertation examines if there is indeed lack of or and inadequacy of vitamin D in patients that present infection of the upper respiratory and digestive tract system. The general part of the dissertation present the theoretical background for the related diseases and that of vitamin D. Regarding vitamin D is presented its role in the organism, its relation to diseases, its properties and the proper dosage. Moreover, is presented the broader picture of the vitamin in international level. The research part includes the research that has been carried out in four regions of Greece, that have been selected in different longitudes and latitudes, as well as altitudes, in order to better depict the picture of the vitamin concentration in regard to geography. In the study have participated patients of all ages, both sexes and special categories such as pregnant women and Roma. This addition was made so as groups with special physiological features, such as pregnant women, and groups with special sociological features, such as Roma. Simultaneously, in this research the medical infrastructures of every region. It is observed that there are great deviations among the regions for the total number of doctors, the number of specialties and the number of doctors per resident. The findings of the study have demonstrated that indeed the population has lack of and / or inadequacy of vitamin D. The role of sunlight depending on the place of residency is very important, as regions with higher sunlight demonstrate greater concentration of the vitamin. However still it is very low. There are indications that these differences are also because of reasons different than geographical but are also sociological, economic and other. Με τον όρο «βιταμίνη D» αναφερόμαστε στις διάφορες μορφές της βιταμίνης και ειδικότερα στη βιταμίνη D2 και τη βιταμίνη D3. Η D2 ή αλλιώς εργοκαλσιφερόλη απαντάται κυρίως στο φυτικό βασίλειο ενώ η D3 ή χοληκαλσιφερόλη προσλαμβάνεται από την τροφή ή συντίθεται μέσω της έκθεσης στον ήλιο στο δέρμα. Είναι λιποδιαλυτή βιταμίνη και απορροφάται καλύτερα όταν προσλαμβάνεται μετά από γεύμα πλούσιο σε λιπαρές τροφές. Τα κανονικά επίπεδα της βιταμίνης επιτρέπου τη διατήρηση της γενικής υγείας του οργανισμού καθώς και τη διατήρηση του κανονικού μεταβολισμού. Είναι απολύτως απαραίτητη για την διατήρηση της υγείας του σκελετού αλλά ταυτόχρονα είναι και σημαντικός ανοσοτροποποιητικός παράγοντας για τη λειτουργία των περισσότερων ιστών. Η παρούσα διατριβή εξετάζει εάν όντως υπάρχει έλλειψη ή / και ανεπάρκεια της βιταμίνης D σε ασθενείς, οι οποίοι παρουσιάζουν λοιμώξεις του αναπνευστικού και του πεπτικού συστήματος. Το γενικό μέρος της διατριβής παρουσιάζει το θεωρητικό υπόβαθρο τόσο των σχετικών ασθενειών όσο και της βιταμίνης D. Για την βιταμίνη D αναφέρεται ο ρόλος της στον οργανισμό, η σχέση της με τα νοσήματα, οι ιδιότητές της αλλά και η δοσολογία της. Επιπλέον, παρουσιάζεται η ευρύτερη εικόνα της βιταμίνης σε παγκόσμιο επίπεδο. Το ειδικό μέρος περιλαμβάνει την μελέτη που έχει εκπονηθεί σε τέσσερις περιοχές της Ελλάδας, οι οποίες επιλέχθηκαν σε διαφορετικά γεωγραφικά μήκη και πλάτη, αλλά και υψόμετρα, προκειμένου να αποδοθεί πληρέστερη εικόνα της συγκέντρωσης της βιταμίνης σε σχέση με τη γεωγραφία. Στην μελέτη έλαβαν μέρος ασθενείς όλων των ηλικιών, και των δύο φύλων, με ειδικές κατηγορίες τις έγκυες και τους Ρομά. Η προσθήκη αυτή πραγματοποιήθηκε ώστε να εξεταστούν ομάδες με ιδιαίτερα φυσιολογικά χαρακτηριστικά, όπως οι έγκυες, και ομάδες με διαφοροποιημένα κοινωνικά χαρακτηριστικά, όπως οι Ρομά. Ταυτόχρονα, στη μελέτη εξετάζονται και οι υπάρχουσες δομές υγείας σε κάθε περιοχή. Παρατηρείται ότι υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις από περιοχή σε περιοχή τόσο στον αριθμό των ιατρών, το πλήθος των ειδικοτήτων αλλά και τον αριθμό των ιατρών που αντιστοιχούν σε κάθε κάτοικο. Τα ευρήματα της μελέτης έδειξαν ότι πράγματι ο πληθυσμός παρουσιάζει έλλειψη και ανεπάρκεια της βιταμίνης D. Ο ρόλος της ηλιοφάνειας ανάλογα με τον τόπο κατοικίας του ασθενούς είναι πολύ σημαντικός, καθώς οι περιοχές με υψηλότερη ηλιοφάνεια εμφανίζουν μεγαλύτερη συγκέντρωση βιταμίνης. Ωστόσο, και πάλι τα ποσά είναι αρκετά χαμηλά. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι διαφορές αυτές οφείλονται και σε λόγους διαφορετικών των γεωγραφικών αλλά είναι και κοινωνικοί, οικονομικοί και άλλοι. 823 361 453 Η πραγμάτωση των φωνηέντων σε τοπικές διαλέκτους της ελληνικής γλώσσας The present study is moving towards the laboratory-based documentation of vowel realization in different dialects at the same time. It also aspires to contribute-as much as it is possible-to the development of a phonetic atlas of the Greek-speaking world, through the acoustic analysis of four regional dialects, which come from the northern part of Greece, namely Corfu, Ioannina and Arta from Epiros, Kozani and Evros. The acoustic analysis of the dialects focuses on their vocalic systems, which comprise the 5 common vowels of Greek, namely /i, e, a, o, u/. The aim of this study is to point out the similarities and differences in the behavior of the four systems. The factors under analysis for effects on the realization of vowels were speaker gender, vowel stress, the phonetic environment of vowels and prosodic factors relating to the position of vowels. Through the thorough analysis of the variation factors, the study goes beyond a mere comparisons of the dialects, and tries a new, comprehensive methodological approach of the phonetic realization of vowels, which can apply on standard varieties, such as Standard Modern Greek, as well. The results of the acoustic analysis revealed that the realization of vowels differs substantially between the four dialects. Corfu appears immune to vowel deletion, re-attesting its difference from the northern dialects, and with vowels that are longer in duration, more back in vowel space and more peripheral. Epiros, Kozani and Evros display intense vulnerability to vowel deletion as well as a tendency to raise the mid vowels-especially [o], behaving typically as northern dialects. However, Epiros and Kozani manifest these tendencies more intensely than Evros, showing that there are clear differences among northern dialects. Apart from the differences attributed to the dialect, vowel stress was also found to correlate with high magnitude effects on vowel realization, by blocking vowel deletion, and producing longer vowels, and lower and more peripheral vowel shapes. Speaker gender also correlates with significant variability, but less than expected. Finally, the phonetic and prosodic factors relating to the vowel environment showed a weak effect on vowels, as well as a number of interesting tendencies, which have to do with some fine details of vowel characteristics. Η παρούσα μελέτη κινείται προς την κατεύθυνση της εργαστηριακής τεκμηρίωσης για την πραγμάτωση των φωνηέντων σε διάφορες διαλέκτους ταυτόχρονα, φιλοδοξώντας να προσφέρει, κατά το δυνατό, προς τη διαμόρφωση ενός φωνητικού γλωσσολογικού άτλαντα του ελληνόφωνου χώρου, μέσω της ακουστικής ανάλυσης τεσσάρων τοπικών διαλέκτων, που προέρχονται από το βόρειο τμήμα της ελληνικής επικράτειας, αυτών της Κέρκυρας, των Ιωαννίνων και της Άρτας από την Ήπειρο, της Κοζάνης και του Έβρου. Η ακουστική ανάλυση των διαλέκτων ασχολείται με το φωνηεντικό τους σύστημα, που αποτελείται από τα 5 κοινά φωνήεντα της Ελληνικής, τα /i, e, a, o, u/. Στόχος είναι η ανάδειξη ομοιοτήτων και διαφορών στη συμπεριφορά του συστήματος ανάμεσα στις διαλέκτους. Οι παράγοντες που ελέγχθηκαν για την επίδρασή τους στην πραγμάτωση των φωνηέντων στις 4 διαλέκτους, είναι ο κοινωνιογλωσσικός -και όχι μόνο- παράγοντας του φύλου του ομιλητή και οι καθαρά γλωσσολογικοί παράγοντες του τονισμού, του φωνητικού περιβάλλοντος των φωνηέντων και προσωδιακοί παράγοντες που έχουν σχέση με τη σχετική θέση των φωνηέντων. Με τη διεξοδική ανάλυση των παραγόντων ποικιλότητας, η μελέτη, πέρα από τη σύγκριση των τοπικών διαλέκτων, δοκιμάζει και μια νέα, περιεκτική μεθοδολογική προσέγγιση της φωνητικής πραγμάτωσης των φωνηέντων, που μπορεί να έχει εφαρμογή και σε κοινές (standard) ποικιλίες, όπως η ΚΝΕ. Η πραγμάτωση των φωνηέντων ελέγχθηκε ως προς το φαινόμενο της αποβολής, που είναι κυρίαρχο στις «βόρειες» διαλέκτους (Ήπειρος, Κοζάνη και Έβρος), τη διάρκεια και την ποιότητα των φωνηέντων. Με την ποιότητα σχετίζεται το φαινόμενο της ανύψωσης, το οποίο επίσης κυριαρχεί στις βόρειες διαλέκτους και εκδηλώνεται με τη μείωση της τιμής συχνότητας του διαμορφωτή F1 για τα μεσαία φωνήεντα [e] και [o]. Τα αποτελέσματα της ακουστικής ανάλυσης έδειξαν ότι η πραγμάτωση των φωνηέντων διαφέρει σημαντικά ανάμεσα στις τέσσερις διαλέκτους. Η Κέρκυρα παρουσιάζεται απρόσβλητη από το φαινόμενο της αποβολής, επιβεβαιώνοντας τη διαφορά της από τις βόρειες διαλέκτους, ενώ, ταυτόχρονα, παρουσιάζει τη μεγαλύτερη διάρκεια φωνηέντων, ποιοτικά πιο οπίσθιες πραγματώσεις και τάση για πιο περιφερειακά φωνήεντα. Η Ήπειρος, η Κοζάνη και ο Έβρος παρουσιάζουν έντονη ευπάθεια στην αποβολή και τάσεις ανύψωσης των μεσαίων φωνηέντων -ιδιαίτερα του [o], συμπεριφερόμενες τυπικά ως βόρειες διάλεκτοι. Ωστόσο, η Ήπειρος και η Κοζάνη εμφανίζουν τις παραπάνω τάσεις εντονότερα από τον Έβρο, δείχνοντας ότι υπάρχει σαφής διαφορά ανάμεσα στις βόρειες διαλέκτους. Πέρα από τις διαφορές που σχετίζονται με τη διάλεκτο, βρέθηκε ότι ο τονισμός σχετίζεται με μεγάλης έντασης επίδραση στην πραγμάτωση των φωνηέντων, εμποδίζοντας την εκδήλωση αποβολής και δημιουργώντας διαρκέστερα φωνήεντα, πιο χαμηλά και πιο περιφερειακά φωνηεντικά σχήματα. Το φύλο του ομιλητή, επίσης, σχετίζεται με σημαντική ποικιλότητα, αλλά σε μικρότερο βαθμό απ’ ό,τι αναμενόταν. Τέλος, οι φωνητικοί και προσωδιακοί παράγοντες που σχετίζονται με το περιβάλλον των φωνηέντων έδειξαν ασθενή επίδραση στην πραγμάτωσή τους, αλλά και αρκετές ενδιαφέρουσες τάσεις, που αγγίζουν τις λεπτές ιδιότητες των φωνηέντων. 824 365 370 Multi - Odjective ortimization for evergy harvesting problemw using evolutionary algorithms Πολυκριτηριακή βελτιστοποίηση για προβλήματα συγκομιδής ενέργειας με χρήση γενετικών αλγορίθμων The present dissertation discusses the multi-objective optimization for energy harvesting problems using genetic algorithms. Energy harvesting in small appliances or/ and sensors that have to operate autonomously for a long time is an issue of great concern nowadays. In short, there is great need to store and apply sufficient energy in systems and that energy has to be consumed with the least possible loss and least possible cost. Energy harvesting from the environment is a process that can take advantage of various sources of energy in order to cover for a specific need. First, the concept of optimization is introduced as well as possible ways of resolving multi-objective optimization using the set of optimal solutions (Pareto front) for the energy harvesting problems. The optimization process is based on the use of genetic algorithms, due to their potential to analyze a multitude of possible solutions and reach the optimal one, in a short time. The potential of the suggested method was examined for two optimization problems in the case of wing spar of an Unmanned Aerial Vehicle (UAV) with embedded piezoelectric ceramics. The aim was to find the optimal geometrical layout (length and thickness) of embedded piezoelectric ceramic layers which can give the max pick of electric power and the minimum mass of piezoelectric. Therefore, the application of a modern multi-objective optimization genetic algorithm is examined (Non Dominated Sorting Genetic Algorithm - II ή NSGA-II), its sources of inspiration are analyzed and commented on, as well as the processes that take place for its programming encoding. Moreover, the importance of elitism for optimization of the Pareto front becomes apparent. Finally, some important quality indicators are studied as means of analyzing and comparing fronts of non-dominating solutions. (Hypervolume, Generational Distance Metric, Spacing, Spread, etc.) Various scenarios are examined by introducing parameters in objective functions, in constraint types and gravity factors. Outcome assessment qualifies the model as capable of producing almost optimal solutions to the specific problem. The algorithm development took place in the Matlab computing environment. Finally, tables and graphemes presented of outcome of various measurements regarding the application of the genetic algorithm on energy harvesting. Στην παρούσα διπλωματική εργασία εξετάζεται η εφαρμογή γενετικών αλγορίθμων πολυκριτηριακής βελτιστοποίησης για ένα πρόβλημα της συγκομιδής ενέργειας. Η ενεργειακή τροφοδότηση μικρών συσκευών ή και αισθητήρων που πρέπει να λειτουργούν αυτόνομα για μεγάλο χρονικό διάστημα, είναι ένα πρόβλημα που στις μέρες μας έχει απασχολήσει πολύ. Υπάρχει με λίγα λόγια η ανάγκη να αποθηκεύεται και να παρέχεται επαρκής ενέργεια σε συστήματα και η ενέργεια αυτή να καταναλώνεται με τις λιγότερες απώλειες και με το μικρότερο δυνατό κόστος. Η συγκομιδή ενέργειας (Energy Harvesting) από το περιβάλλον είναι μια διαδικασία που εκμεταλλεύεται διάφορες πηγές ενέργειας προκειμένου να καλύψει τη συγκεκριμένη ανάγκη. Στην παρούσα εργασία, αρχικά γίνεται μια εισαγωγή στην έννοια της βελτιστοποίησης και διατυπώνονται τρόποι επίλυσης πολυκριτηριακής βελτιστοποίησης με τη χρήση του συνόλου βέλτιστων σημείων Pareto για προβλήματα της συγκομιδής ενέργειας. Η διαδικασία βελτιστοποίησης βασίζεται στη χρήση γενετικών αλγορίθμων λόγω των δυνατοτήτων τους να εξετάζουν πλήθος δυνατών λύσεων και να καταλήγουν στη βέλτιστη σε σύντομο χρονικό διάστημα. Οι δυνατότητες της προτεινόμενης μεθόδου εξετάστηκαν σε δύο προβλήματα βελτιστοποίησης στην περίπτωση του άξονα πτέρυγας ενός μη επανδρωμένου αεροσκάφους (UAV) με ενσωματωμένα πιεζοηλεκτρικά κεραμικά. Στόχος ήταν να βρεθεί η βέλτιστη γεωμετρική διαμόρφωση (μήκος και πάχος) των ενσωματωμένων πιεζοηλεκτρικών κεραμικών στρωμάτων που θα δώσουν τη μέγιστη ηλεκτρική ισχύ εξόδου και ταυτόχρονα θα ελαχιστοποιούν τη μάζα των πιεζοηλεκτρικών στρωμάτων. Συνεπώς, εξετάζεται η εφαρμογή ενός σύγχρονου γενετικού αλγορίθμου πολυκριτηριακής βελτιστοποίησης (Non Dominated Sorting Genetic Algorithm - II ή NSGA-II) όπου αναλύονται και σχολιάζονται οι πηγές έμπνευσής του καθώς και οι διαδικασίες που πραγματοποιούνται για τη προγραμματιστική του κωδικοποίηση. Επίσης, γίνεται φανερή η σημασία της χρήσης ελιτισμού για τη βελτίωση της μορφής του Pareto βέλτιστου μετώπου. Τέλος, γίνεται μελέτη κάποιων σημαντικών μετρικών ποιότητας (Hypervolume, Generational Distance Metric, Spacing, Spread κ.α.) που χρησιμοποιούνται για ανάλυση και σύγκριση μετώπων των μη-κυριαρχούμενων λύσεων. Ελέγχθηκαν διαφορετικά σενάρια με την εισαγωγή παραμέτρων στις αντικειμενικές συναρτήσεις, στους τύπους περιορισμών και στους παράγοντες βαρύτητας. Η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων καθιστά το μοντέλο ικανό να παράγει σχεδόν βέλτιστες λύσεις για το συγκεκριμένο πρόβλημα. Η ανάπτυξη του αλγορίθμου πραγματοποιήθηκε στο προγραμματιστικό περιβάλλον του Matlab. Τέλος, παρατίθενται πίνακες και γραφήματα που δείχνουν τα αποτελέσματα διάφορων μετρήσεων που έγιναν με την εφαρμογή του γενετικού αλγορίθμου για το εν λόγω πρόβλημα της συγκομιδής ενέργειας. 825 227 226 Mathematical modeling and growth model analysis for prevention of cancer cell development Μαθηματική μοντελοποίηση και ανάλυση αναπτυξιακών μοντέλων στην πρόληψη δημιουργίας καρκινικών κυττάρων Cancer is one of the most serious diseases nowadays plaguing developed countries as a whole. It is highlighted in statistical studies as the second leading cause of death globally after heart disease. During the last decade it has been strongly observed that the fight against cancer has been the focus of several scientific research centers. In fact, recent researches refer to targeted therapies, metastatic cell characteristics, immunotherapy and weight correlations with disease onset. It is worth noting that despite the intense scientific interest, scientific work on prevention is limited. The present dissertation focuses on the study of mathematical development models. More specifically, we look for the model with the best descriptive ability on the phenomenon of the evolution of cancer activity in the field of time. Cancer cell growth is induced in a specific species of experimental animal by chemical carcinogenesis with a fully carcinogenic agent known as 3.4-benzopyrene. The purpose of this study is to investigate the phenomenon of chemical carcinogenesis, the inhibition of cancer activity and the development of malignant tumors. The ultimate goal is chemical prevention. The results of this research are extremely encouraging and in case it proceeds, it will potentially expand the scope of this research into areas such as developing nutritional supplements capable of inhibiting chemical carcinogenesis with certainty. Ο καρκίνος είναι μια από τις σοβαρότερες ασθένειες που μαστίζουν σήμερα τις αναπτυγμένες χώρες στο σύνολό τους. Στατιστικές μελέτες που πραγματοποιούνται δείχνουν ότι αποτελεί τη δεύτερη πιο συχνή αιτία θανάτου μετά τις καρδιοπάθειες. Ως εκ τούτου την τελευταία δεκαετία παρατηρείται έντονα ότι η μάχη με τον καρκίνο αποτελεί επίκεντρο αρκετών επιστημονικών ερευνητικών κέντρων. Μάλιστα οι τελευταίες έρευνες αφορούν στοχευμένες θεραπείες, τα χαρακτηριστικά κυττάρων που προκαλούν μετάσταση, την ανοσοθεραπεία και συσχετίσεις βάρους με την εμφάνιση της νόσου. Αξίζει να σημειωθεί ότι παρόλο το έντονο επιστημονικό ενδιαφέρον εντούτοις οι επιστημονικές εργασίες που αφορούν την πρόληψη είναι περιορισμένες. Η παρούσα μεταπτυχιακή εργασία επικεντρώνεται στην μελέτη μαθηματικών αναπτυξιακών μοντέλων. Πιο συγκεκριμένα, αναζητούμε το μοντέλο με την καλύτερη περιγραφική ικανότητα στο φαινόμενο της εξέλιξης της καρκινικής δραστηριότητας στο πεδίο του χρόνου. Η ανάπτυξη καρκινικών κυττάρων προκαλείται σε ένα συγκεκριμένο είδος πειραματόζωων κατόπιν χημικής καρκινογένεσης με έναν πλήρως καρκινογόνο παράγοντα, γνωστό ως 3.4-βενζοπυρένιο. Σκοπός της εργασίας είναι η μελέτη του φαινομένου της χημικής καρκινογένεσης, της αναστολής της καρκινικής δραστηριότητας και της ανάπτυξης των κακοήθων όγκων. Απώτερος στόχος είναι η χημική πρόληψη. Τα αποτελέσματα που αντλήθηκαν από την έρευνά μας είναι άκρως ενθαρρυντικά και αν συνεχιστεί θα μπορούσε ενδεχομένως να διευρύνει το πεδίο της έρευνας όπως για παράδειγμα να οδηγήσει στην δημιουργία συμπληρωμάτων διατροφής ικανών να αναστέλλουν την χημική καρκινογένεση με βεβαιότητα. 826 101 92 THE PURPOSE OF MY DISSERTATION IS TO EXAMINE CLOSELY THE ACTIVITIES OF THRASYBOULOS OF STEIRIA, AS WELL AS THE EVENTS CONNECTED WITH HIM DIRECTLY OR INDIRECTLY, DURING THE LAST PERIOD OF THE PELOPONNESIAN WAR (413-404 B.C.). THIS PERIOD,ALTHOUGH IT HAS BEEN STUDIED EXTENSIVELY, PRESENTS ALOT OF PROBLEMS, WHICH AREDIFFICULT TO SOLVE, MAINLY BECAUSE OF THE NATURE OF THE SOURCES (IN PARTICULARBECAUSE OF THE FREQUENT CONTRADICTORY ACCOUNTS OF XENOPHON (HELLENICA) AND DIODOROS). THE WHOLE RESEARCH IS BASED ON A FULL AND DETAILED STUDY, AS WELL AS ONA CRITICAL ANALYSIS OF THE SOURCES (LITERARY AND EPIGRAPHIC) AND THE MODREN AND CONTEMPORARY BIBLIOGRAPHY. (SHORTENED) ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΕΞΕΤΑΣΩ ΔΙΕΞΟΔΙΚΑ ΤΙΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΣΤΕΙΡΙΕΩΣ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΙ Μ'ΑΥΤΟΝ ΑΜΕΣΑ 'Η ΕΜΜΕΣΑ, ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΤΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ (413-404 Π.Χ. ). Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΥΤΗ, ΠΑΡΟΛΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥΜΕΛΕΤΗΜΕΝΗ, ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΩΣΤΟΣΟ ΠΟΛΛΑ ΔΥΣΕΠΙΛΥΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ, ΠΟΥ ΟΦΕΙΛΟΝΤΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΣΤΗ ΦΥΣΗ ΤΩΝ ΠΗΓΩΝ (ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΣΤΙΣ ΣΥΧΝΑ ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ (ΕΛΛΗΝΙΚΑ) ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΟΔΩΡΟΥ). Η ΟΛΗ ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΚΑΙ ΛΕΠΤΟΜΕΡΗ ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΣΕ ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΠΗΓΩΝ (ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΩΝ) ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ. (ΠΕΡΙΚΟΠΗ) 827 751 761 Nowadays, there is irrefutable evidence for the existence of dark matter (DM), probably in the form of electrically neutral, stable particles. However, despite the increasing experimental and theoretical efforts, the exact nature of the dark matter particle(s) remains unknown. In this thesis, we present three models predicting a dark matter particle. In each model, focusing on the most natural cases, we study the phenomenological implications of the DM candidate particle as well as its parters. In the frst chapter, we briefly discuss the Standard Model (SM) of particle physics, cosmology and dark matter. We start by demonstrating the form of the SM gauge invariance. Then we introduce its particle content and explain the origin of the various masses via the Higgs mechanism. Afterwards, we discuss the basic formulation of the Standard Cosmological Model. We introduce the Friedman-Roberson-Walker metric, and discuss the expansion and thermal history of the Universe. Finally, we discuss the dark matter problem. We present the evidence for the existence of dark matter as well as the general characteristics of the hypothetical corresponding particle. Then, we present two mechanisms that explain the evolution of the DM number density. Closing this chapter, we brie y discuss various experimental and observational efforts that focus on the detection of DM signatures. In the second chapter, we present the simplest fermionic DM model, which consists of one Majorana gauge singlet (S). Since there are no possible interactions between the DM particle and the SM at the renormalizable level (due to a Z2 symmetry), we introduced the only d = 5 non-renormalizable operator available, describing the interaction between the DM particle and the Higgs boson. Then, we examine the production of the relic abundance for the S-particle, via the freeze-out and freeze-in mechanism, in two distinct mass regions. In the third chapter, we study an extension of the SM that consists of a fermionic dark sector. This dark sector is composed of two Weyl iso-doublets with opposite hypercharge and a Majorana iso-triplet. Under the assumption of a Z2 symmetry, these particles always interact in pairs, therefore the lightest neutral particle is a DM candidate. We show that the Yukawa terms of this dark sector are symmetric under a custodial symmetry, which is responsible for the suppression of the DM-nucleon cross section, since the tree-level interactions between the DM particle and the Higgs as well as the Z-boson vanish. Focusing on this symmetric limit, the lightest neutral fermion of this dark sector can naturally explain the observed DM density, with a mass at the electroweak scale. Furthermore, we show that the new charged fermions are responsible for a suppression of the branching ratio of the Higgs boson to two photons. Finally, we show that the DM particle of this model can be produced and detected at the LHC in the near future. In Chapter 4, we consider a dark sector consisting on a pair of Weyl SU(2)L-doublets with opposite hypercharges. Treating this dark sector as a low-energy limit of a UVOutline complete model with a cutoff energy at the TeV scale, we perform a detail phenomenological analysis, including both renormalizable and non-renormalizable d = 5 interactions between the dark sector particles and the SM. We find that the DM particle can have a mass near the electroweak scale, while evading all experimental and observational constraints, provided that sizeable dipole interactions between the dark sector particles and the gauge bosons are present. We, then, discuss potential detection of the DM particle at missing energy searches at the LHC. We show that the cross sections for the current mono-X searches are suppressed, with the mono-jet channel being the most promising probe for future detection. Next, in the fifth chapter, we introduce a minimal model that predicts a DM particle with a naturally obtained sub-GeV mass. This model is a Peccei-Quinn (PQ)-symmetric two-Higgs doublet model, which consists of two Weyl fermionic SU(2)L-doublets and a majorana gauge singlet. The iso-doublets are neutral under the PQ-symmetry and assumed to be decoupled throughout the history of the Universe. The DM particle is the gauge singlet, which is charged under the PQ-symmetry, and therefore massless at tree level. The mass of the DM particle is generated predominantly at one-loop level, by a soft PQ-braking term in the scalar potential. We show that the mass generation is compatible with DM production via the freeze-in mechanism at the early Universe, without relying on parameter fine tuning. In closing, we summarise the results of this thesis and discuss possible future directions of the work presented. Σήµερα, υπάρχουν αναµφισβήτητα στοιχεία για την ύπαρξη σκοτεινής ύλης, πιθανότατα µε τη µορφή ηλεκτρικά ουδέτερων, σταθερών σωµατιδίων. Xστόσο, παρά την αυξανόµενη πειραµατική και θεωρητική δραστηριότητα, η ακριβής φύση των σωµατιδίων της σκοτεινής ύλης παραµένει άγνωστη. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζουµε τρία µοντέλα που προβλέπουν ένα σωµατίδιο σκοτεινής ύλης. Σε κάθε µοντέλο, εστιάζοντας στις πιο φυσικές περιπτώσεις, µελετάµε τις φαινοµενολογικές επιπτώσεις του σωµατιδίου σκοτεινής ύλης καθώς επίσης και των συνοδών σωµατιδίων. Στο πρώτο κεφάλαιο, συζητούµε εν συντοµία το Καθιερωµένο Πρότυπο της φυσικής των στοιχειωδών σωµατιδίων, την κοσµολογία και την σκοτεινή ύλη. Ξεκινάµε επιδεικνύοντας τη µορφή της συµµετρίας βαθµίδας του Καθιερωµένου Προτύπου. Στη συνέχεια εισάγουµε το σωµατιδιακό περιεχόµενο και την προέλευση των διαφόρων µαζών µέσω του µηχανισµού Higgs. Στη συνέχεια, συζητάµε τη βασική διατύπωση του Καθιερωµένου Κοσµολογικού Μοντέλου. Εισάγουµε τη µετρική Friedman-Roberson-Walker, και συζητήστε την επέκταση και τη θερµική ιστορία του Σύµπαντος. Τέλος, συζητάµε το πρόβληµα της σκοτεινής ύλης. Παρουσιάζουµε τα στοιχεία για την ύπαρξη της σκοτεινής ύλης καθώς και τα γενικά χαρακτηριστικά του αντίστοιχου υποθετικού σωµατιδίου. Στη συνέχεια, παρουσιάζουµε δύο µηχανισµούς που εξηγούν την εξέλιξη της αριθµητικής πυκνότητας του σωµατιδίου αυτού. Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο, συζητούµε εν συντοµία διάφορα πειράµατα και παρατηρησιακές προσπάθειες που επικεντρώνονται στην ανίχνευση σωµατιδίων σκοτεινής ύλης. Στο δεύτερο κεφάλαιο, παρουσιάζουµε το απλούστερο φερµιονικό µοντέλο σκοτεινής ύλης, που αποτελείται από ένα σωµατίδιο Majorana (S) το οποίο είναι singlet κάτω απο τη συµµετρία βαθµίδας του Καθιερωµένου Προτύπου. 6εδοµένου ότι δεν υπάρχουν πιθανές επανακανονι- κοποιήσιµες αλληλεπιδράσεις µεταξύ του σωµατιδίου αυτού και του Καθιερωµένου Προτύπου (λόγω µίας συµµετρίας Z2), παρουσιάσαµε τον µοναδικό d = 5 µη-επανακανονικοποιήσιµο τελεστή που περιγράφει την αλληλεπίδραση µεταξύ του σωµατιδίου S και του µποζονίου H- iggs. Στη συνέχεια, εξετάζουµε την παραγωγή της αφθονίας των σωµατιδίων S, µέσω των µηχανισµών freeze-out και freeze-in, σε δύο διαφορετικές περιοχές µάζας. Στο τρίτο κεφάλαιο, µελετάµε µια επέκταση του Καθιερωµένου Προτύπου που αποτελείται από έναν φερµιονικό σκοτεινό τοµέα. Αυτός ο σκοτεινός τοµέας αποτελείται από δυο Weyl doublets µε αντίθετο υπερφορτίο και ένα Majorana triplet. Υπό την υπόθεση µιας συµµετρίας Z2, αυτά τα σωµατίδια αλληλεπιδρούν πάντα ανά ζεύγη, εποµένως το ελαφρύτερο ουδέτερο σωµατίδιο είναι υποψήφιο σωµατίδιο σκοτεινής ύλης. Δείχνουµε ότι οι όροι Yukawa αυτού του σκοτεινού τοµέα είναι συµµετρικοί κάτω από µία συµµετρία που είναι υπεύθυνη για την καταστολή της ενεργού διατοµής της ελαστικής σκέδασης νουκλεονίων-σκοτεινής ύλης, δε- δοµένου ότι οι αλληλεπιδράσεις µεταξύ του σωµατιδίου σκοτεινής ύλης και του Higgs καθώς και του Z δεν υπάρχουν σε πρώτη προσέγγιση. Εστιάζοντας σε αυτό το συµµετρικό όριο, το ελαφρύτερο ουδέτερο φερµιόνιο αυτού του σκοτεινού τοµέα µπορεί να εξηγήσει φυσικά την παρατηρούµενη πυκνότητα σκοτεινής ύλης, µε µάζα στην κλίµακα των ασθενών φορέων. Επιπλέον, δείχνουµε ότι τα νέα φορτισµένα φερµιόνια είναι υπεύθυνα για την καταστολή του πλάτους διάσπασης του µποζονίου Higgs σε δύο φωτόνια. Τέλος, δείχνουµε ότι το σωµατίδιο σκοτεινής ύλης αυτού του µοντέλου µπορεί να παραχθεί και να ανιχνευθεί στο LHC στο εγγύς µέλλον. Στο Κεφάλαιο 4, θεωρούµε έναν σκοτεινό τοµέα που αποτελείται από ένα ζεύγος Weyl SU (2)L-doublets µε αντίθετα υπερφορτία. Αντιµετωπίζοντας αυτόν τον σκοτεινό τοµέα ως όριο χαµηλής ενέργειας ενός ολοκληρωµένου µοντέλου µε µια ενέργεια αποκοπής στην κλίµακα TeV, εκτελούµε µια λεπτοµερή φαινοµενολογική ανάλυση, συµπεριλαµβανοµένων όλων των επανακανονικοποιήσιµων και µη-επανακανονικοποιήσιµων τελεστών d = 5 µεταξύ των σωµατιδίων του σκοτεινού τοµέα και του Καθιερωµένου Προτύπου. 6ιαπιστώνουµε ότι το σωµατίδιο σκοτεινής ύλης µπορεί να έχει µια µάζα κοντά στην ηλεκτρασθενή κλίµακα, υπακο- ύοντας σε όλους τους πειραµατικούς και παρατηρησιακούς περιορισµούς, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν σηµαντικές διπολικές αλληλεπιδράσεις µεταξύ των σωµατιδίων του σκοτεινού τοµέα και των µποζονίων βαθµίδας. Τέλος, συζητούµε πιθανή ανίχνευση του σωµατιδίου σκοτεινής ύλης στις έρευνες ‘χαµένης’ ενέργειας του LHC. 6είχνουµε ότι οι ενεργές διατοµές για τις τρέχουσες αναζητήσεις mono-X είναι αρκετά µικρές, µε το κανάλι mono-jet να είναι το πιο πιθανό για µελλοντική ανίχνευση. Στη συνέχεια, στο πέµπτο κεφάλαιο, εισάγουµε ένα ελάχιστο µοντέλο που προβλέπει ένα σωµατίδιο σκοτεινής ύλης που αποκτά µε φυσικό τρόπο µάζα κάτω απο τη GeV κλίµακα. Το µοντέλο αυτό είναι ένα two Higgs doublet model συµµετρικό κάτω από µια συµµετρία Peccei-Quinn (PQ), το οποίο αποτελείται από δύο Weyl φερµιόνια SU (2)L-doublets και ένα singlet. Οι doublets είναι ουδέτερες κάτω από την συµµετρία PQ και είναι αποσυνδεδεµένες απο το πλάσµα καθ ΄όλη την ιστορία του Σύµπαντος. Το σωµατίδιο σκοτεινής ύλης είναι το singlet, το οποίο είναι φορτισµένο κάτω από την συµµετρία PQ, και εποµένως άµαζο. Η µάζα του σωµατιδίου αυτού δηµιουργείται κυρίως µέσω κβαντικών διορθώσεων, λόγω ενός όρου που σπάει την PQ. Δείχνουµε ότι η παραγωγή µάζας είναι συµβατή µε την παραγωγή σκοτεινής ύλης µέσω του µηχανισµού freeze-in, χωρίς να βασίζεται στην λεπτοµερή ρύθµιση των παραµέτρων. Τέλος, συνοψίζουµε τα αποτελέσµατα αυτής της εργασίας και συζητούµε πιθανές µελλον-τικές κατευθύνσεις του έργου που παρουσιάστηκε. 828 184 209 Science teaching interventions to students with intellectual disability or autism spectrum disorder Εκπαιδευτικές παρεμβάσεις για τη διδασκαλία των φυσικών επιστημών σε μαθητές με νοητική αναπηρία ή με διαταραχές αυτιστικού φάσματος The present study attempts to record and evaluate Science teaching interventions to students with Intellectual Disability (ID) or Autism Spectrum Disorder (ASD), in order for them to gain access to academic content. To identify and review these interventions, we conducted a systematic review of the primary research literature, published between 2008 and 2018. Twenty four single case research design studies were identified through determined inclusion criteria, which lead to science vocabulary or basic content comprehension skills. The total number of participants with ID or ASD included was 77 throughout of primary, middle, elementary, secondary or postsecondary education. These articles were coded based on appropriate variables, analyzed and categorized as a descriptive synthesis. Then, a quantity synthesis was approached and the PND effect size was calculated in order to the effectiveness of each intervention be assessed. The study concludes with a discussion, where the contribution of the review and the restrictions for practice are noticed. The necessity for continuous research in natural science teaching to students with ID or ASD is also emphasized. Στην παρούσα εργασία γίνεται μια προσπάθεια καταγραφής και αξιολόγησης των Εκπαιδευτικών Παρεμβάσεων για τη Διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών σε μαθητές με Νοητική Αναπηρία ή με Διαταραχές Αυτιστικού Φάσματος, με σκοπό την πρόσβασή τους στην γνώση ακαδημαϊκού περιεχομένου. Για τον εντοπισμό και την εξέταση των Εκπαιδευτικών Παρεμβάσεων για τη Διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών, πραγματοποιήθηκε συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας πρωτογενών ερευνών με ποσοτικά αποτελέσματα, δημοσιευμένων μεταξύ 2008 και 2018. Βάσει καθορισμένων κριτηρίων εισδοχής, εντοπίστηκαν 24 δημοσιεύσεις, για τη διδασκαλία λεξιλογίου και την ανάπτυξη δεξιοτήτων κατανόησης ΦΕ, με σχέδιο έρευνας μεμονωμένης περίπτωσης. Συνολικά, συμμετείχαν 77 μαθητές με ΝΑ ή με ΔΑΦ, που φοιτούσαν σε εκπαιδευτικές δομές όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης. Οι δημοσιεύσεις κωδικοποιήθηκαν, αναλύθηκαν, συντέθηκαν και περιγράφηκαν αφηγηματικά ως προς τα αποτελέσματά τους. Για τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας των Εκπαιδευτικών Παρεμβάσεων πραγματοποιήθηκε μεταναλυτική προσέγγιση μέσω του υπολογισμού του δείκτη επίδρασης μη αλληλοεπικαλυπτόμενων δεδομένων PND για το σχέδιο έρευνας μεμονωμένης περίπτωσης. Η ανασκόπηση ολοκληρώνεται με τη συζήτηση των αποτελεσμάτων, όπου σημειώνεται η συμβολή της στο ερευνητικό πεδίο της Ειδικής Εκπαίδευσης και σημειώνονται οι περιορισμοί. Επιπλέον, αναδεικνύεται η ανάγκη για συνεχιζόμενη έρευνα στον τομέα της διδακτικής ακαδημαϊκού περιεχομένου ΦΕ για μαθητές με ΝΑ ή με ΔΑΦ. 829 9 12 Νανοσύνθετα υμένια μήτρας ημιαγωγών ευρέως χάσματος με εγκλείσματα μετάλλων για φωτονικές εφαρμογές Wide-band gap semiconductors with noble metals for photonic applications 830 111 110 The project "Tangram Deadly Sins" is an installation that was created in 2018 within the framework of the postgraduate program I attended at the School of Fine Arts of the University of Ioannina. In this project, the viewer creates the sin he chooses through preselected tangram puzzles, activating projection with sound that complements it. The aim is to exonerate the "sinful" viewer through the game's process. The first chapter provides a brief introduction to the tangram game and its history. The second chapter analyzes the seven deadly sins, emphasizes their history, their presence in the arts and their relation to the public space. Chapter three analyzes the installation itself in detail. Το έργο “Tangram Deadly Sins” είναι μια εγκατάσταση που δημιουργήθηκε το 2018 στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμματος που παρακολούθησα στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Στο έργο αυτό, ο θεατής δημιουργεί το αμάρτημα που επιλέγει μέσα από προεπιλεγμένους γρίφους tangram, ενεργοποιώντας προβολή με ήχο που το συμπληρώνουν. Στόχος είναι η απενοχοποίηση του «αμαρτωλού» θεατή μέσω της διαδικασίας του παιχνιδιού. Στο πρώτο κεφάλαιο παρέχεται μια σύντομη εισαγωγή στο παιχνίδι tangram και στην ιστορία του. Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται ανάλυση των επτά θανάσιμων αμαρτημάτων, δίνεται έμφαση στην ιστορία τους, στην παρουσία τους στις τέχνες και στη σχέση τους με το δημόσιο χώρο. Το κεφάλαιο τρία αναλύει λεπτομερώς την ίδια την εγκατάσταση. 831 232 244 Εξελίξεις σε διαγνωστικές και θεραπευτικές μεθόδους καθώς και νέες χειρουργικές τεχνικές σε παθήσεις υαλοειδούς-αμφιβληστροειδούς In this thesis, we investigated new biomarkers and potential therapeutic targets for vitreoretinal diseases, using modern diagnostic tools, such as flow cytometry. At the same time, we have investigated the possible diagnostic application of aptamers, short single-stranded oligonucleotides, in ophthalmology. Our study included vitreous sample analysis, focusing more on patients with rhegmatogenous retinal detachment with or without proliferative vitreoretinopathy and on diabetic patients with proliferative diabetic retinopathy and diabetic macular edema. Proliferative vitreoretinopathy was independently related with LCN2 concentration (coefficient b = 2.97, 95% confidence interval = 1.89 to 4.67, p<0.001). Increased level of LCN2 was correlated to the increased expression of IL6, IL8, ICAM, VCAM-1 and MCP-1. Elevated levels of LCN2 have also been found in the vitreous of patients with proliferative diabetic retinopathy and especially in patients with diabetic macular edema. We have also observed the role of the other measured factors, in the inflammatory processes that develop in these vitreoretinal diseases, confirming the current literature. Larger studies could elucidate if LCN2 could be a biomarker and even a therapeutic target. Finally, after reviewing the literature, it was found that the most flexible and cost-efficient method for the development of diagnostic biosensors, specific for vitreous samples would be aptamers. The development of a biosensor with higher affinity and specificity for the detection of LCN2 vitreous levels could be useful not only for research purposes but in clinical practice as well. Με την παρούσα διατριβή γίνεται προσπάθεια ανίχνευσης νέων βιοδεικτών και εν δυνάμει θεραπευτικών στόχων, σε υαλοαμφιβληστροειδικές παθήσεις, με σύγχρονα διαγνωστικά μέσα όπως η κυτταρομετρία ροής. Παράλληλα γίνεται διερεύνηση νέων διαγνωστικών μεθόδων, βασισμένων στα απταμερή και η δυνατότητα εφαρμογής τους στην οφθαλμολογία. Η μελέτη περιλάμβανε ανάλυση δειγμάτων υαλοειδούς και επικεντρώθηκε κυρίως σε ασθενείς με ρηγματογενή αποκόλληση αμφιβληστροειδούς με ή χωρίς παραγωγική υαλοαμφιβληστροειδοπάθεια καθώς και σε διαβητικούς ασθενείς με διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια και διαβητικό οίδημα ωχράς κηλίδας. Βρέθηκε ότι ο βαθμός παραγωγικής υαλοαμφιβληστροειδοπάθειας σχετιζόταν ανεξάρτητα με τα επίπεδα της λιποκαλίνης2 (LCN2) (συντελεστής b=2,97, 95% διάστημα εμπιστοσύνης = 1.89 έως 4.67, p<0,001, R2=66%). H αύξηση της LCN2 σχετιζόταν με την αύξηση των IL6, IL8, ICAM, VCAM-1 και MCP-1. Αυξημένα επίπεδα LCN2 βρέθηκαν και στο υαλοειδές των ασθενών με παραγωγική διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια και ιδιαίτερα σε αυτούς με διαβητικό οίδημα της ωχράς κηλίδας. Επίσης, επιβεβαιώθηκε ο ρόλος των υπολοίπων παραγόντων, στις φλεγμονώδεις διεργασίες που αναπτύσσονται στις παθήσεις αυτές, επιβεβαιώνοντας την τρέχουσα βιβλιογραφία. Μεγαλύτερες μελέτες θα μπορέσουν να καθορίσουν τη Λιποκαλίνη 2 ως βιοδείκτη ή θεραπευτικό στόχο. Τέλος μετά από ανασκόπηση της βιβλιογραφίας διαπιστώθηκε ότι η πιο οικονομική, ευέλικτη και αποτελεσματική επιλογή για την ανάπτυξη διαγνωστικών βιοαισθητήρων ειδικά για δείγματα υαλοειδούς θα ήταν με τη χρήση απταμερών. Η ανάπτυξη ενός βιοαισθητήρα με μεγαλύτερη συγγένεια και ειδικότητα ως προς την ανίχνευση των επιπέδων λιποκαλίνης υαλοειδούς, θα ήταν χρήσιμη τόσο για ερευνητικούς σκοπούς όσο και στην καθημερινή κλινική πράξη. 832 230 203 the study of the case of pupils in the primary school class of the regional unit of Ioannina Διερευνώντας τις ιδέες των μαθητών/τριών για το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής In the present thesis we investigated the ideas of 120 sixth grade students from four primary schools of Ioannina region as well as their knowledge on greenhouse effect mechanism ,on the causes, on the consequences and mainly on the actions taken against climate change. During the survey a mixed questionnaire was used with open and close questions. Overall, it is observed that there is a lack of knowledge about the greenhouse effect mechanism and the greenhouse gases. On the contrary, students seem to be better informed about the causes and the consequences of the phenomenon and the ways to restrict it. On the other hand, many children’s misconceptions were highlighted. These misconceptions correspond mainly to the following: • The alternative perception which confuses the phenomenon of the greenhouse effect with the depletion of the ozone layer in the stratosphere and everything else connected with it just like spray use and skin cancer. • The children’s tendency for generalizations, according to which every environmental activity , just like the protection of the rare species and giving up smoking contributes positively to the confrontation of all of the environmental problems. • Their weakness to spot “the hidden energy” The comparison of responses of the children coming from different schools did not indicate significant differences. Στην παρούσα εργασία διερευνήθηκαν οι ιδέες 120 μαθητών /ιών της έκτης τάξης, τεσσάρων δημοτικών σχολείων της Περιφερειακής ενότητας Ιωαννίνων, καθώς και οι γνώσεις τους για το μηχανισμό του φαινομένου του θερμοκηπίου, τις αιτίες, τις συνέπειες και κυρίως τις δράσεις αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με χρήση ενός μεικτού ερωτηματολογίου ανοικτών και κλειστών ερωτήσεων. Συνολικά παρατηρείται ένα έλλειμμα γνώσης για το μηχανισμό του φαινομένου του θερμοκηπίου και τα θερμοκηπικά αέρια. Αντίθετα, οι μαθητές/τριες φαίνονται καλύτερα ενημερωμένοι για τις αιτίες και τις επιπτώσεις του φαινομένου, καθώς και τους τρόπους περιορισμού του. Αναδείχθηκαν όμως και αρκετές λάθος αντιλήψεις των παιδιών οι οποίες αντιστοιχούν κυρίως στους παρακάτω άξονες: • Την εναλλακτική αντίληψη που συγχέει το φαινόμενο του θερμοκηπίου με τη μείωση του όζοντος στη στρατόσφαιρα και ό,τι άλλο συνδέεται μ' αυτή, όπως τη χρήση σπρέι ή τον καρκίνο του δέρματος. • Την τάση των παιδιών για γενικεύσεις, σύμφωνα με τις οποίες κάθε φιλοπεριβαλλοντική συμπεριφορά, όπως η προστασία των σπάνιων ειδών, η διακοπή του καπνίσματος συμβάλλει θετικά στην αντιμετώπιση όλων των προβλημάτων του περιβάλλοντος. • Την αδυναμία να εντοπίσουν την «κρυμμένη ενέργεια». Η σύγκριση των απαντήσεων των μαθητών των διαφόρων σχολείων δεν ανέδειξε αξιοσημείωτες διαφοροποιήσεις. 833 547 513 Contribution to the characterization of the population of the ink storing cells in human skin tattoo Συμβολή στο χαρακτηρισμό του πληθυσμού των χρωμοφόρων κυττάρων στη δερματοστιξία του ανθρώπινου δέρματος Aim of this study was to contribute to the characterization of the cells which are responsible for the dispersion and the storage of the pigment in tattoos and stasis dermatitis (SD). The pigment bearing cellular populations of the dermis at the site of pigmentation were characterized employing hematoxylin-eosin (HE) staining, histochemical (Giemsa, MassonFontana and Perl’s staining) and an immunohistochemical method with the use of CD34, CD117, CD163, CD11c and vimentin markers in five cases of tattoo and nine cases of SD. HE staining showed perivascular, superficial, and profoundly cellular pattern (throughout the thickness of the dermis and probably in the most superficial part of the subcutaneous tissue) in four of the five cases of tattooing and in eight of nine cases of SD. In all cases the tissue inflammatory cell infiltrate consisted mainly by lymphocytes, macrophages, and a small number of mast cells. Pigment granules were found in the papillary and superior reticular dermis (n = 3, n= 4), throughout the thickness of the dermis (n = 1, n=3) and in the superior degrees of subcutaneous tissue (n= 1, n= 1) in the cases of tattooing and SD respectively. The deposited pigment was found mainly intracellular both in cases of tattoo and stasis dermatitis. The pigment bearing cells, were of elongated morphology and in at least some of them clear cytoplasmic outgrowths were evident. With the histochemical Masson-Fontana staining, both extracellular and intracellular melanin granules in elongated cells were detected in two cases of SD, while a small number of extracellular pigment granules in additional three cases. Perl’s staining revealed the presence of abundant hemosidirin deposits in all cases of SD. With the Giemsa staining and immunohistochemistry with CD117 marker no ink storage could be indentified in mast cells neither in cases of tattoo nor of SD. In all cases of tattoo and SD, all cells with pigment uptake were positive for vimentin and negative for CD117 and CD34 marker expression. Double immunohistochemical staining (for the expression of CD163 and CD11c antigens) confirmed that the main cell population with pigment uptake was the tissue or M2 macrophage both in tattoo and stasis dermatitis cases. A secondary cell population seems to be some dendritic cells and a minority were probably fibroblasts. The analysis of the composition of the cell population as a whole but also among the cells with pigment storage, showed that the percentages of different cell subpopulations with CD11c+/CD163+, CD11c-/CD163+, CD11c+/CD163- and CD11c-/CD163-immunophenotypes did not differ significantly between samples of both settings (p> 0.05). It turned out that the expression of the CD163 index is associated with the greatest pigment storage capacity. Certain differences between tattoo and SD cases (the OR of the ‘double positive’ cells with pigment storage is significantly lower, whereas the OR of the CD163-/CD11c- ‘double negative’ cells is significantly higher in tattoo compared to SD) are the consequence of differing modes of pigment dispersion within the tissue in the two conditions: The exogenous transepidermaly deposited pigment in the tattoo could reach only a subfraction of storing cells located in a narrower, more superficial tissue zone as opposed to the endogenous SD pigment that was available for storage for all potentially storing cells throughout the whole dermis. Σκοπός της μελέτης ήταν η συμβολή στην ανάδειξη των κυττάρων που συμμετέχουν στη διασπορά και στην αποθήκευση της χρωστικής από δερματοστιξία και δερματίτιδα από στάση (ΔΑΣ). Μελετήθηκε η κυτταρολογική σύσταση του χορίου στη θέση εντόπισης της χρωστικής, χρησιμοποιώντας τη χρώση αιματοξυλίνης-ηωσίνης , ιστοχημικές χρώσεις (χρώση Giemsa, Masson-Fontana και Perl’s) καθώς και την ανοσοϊστοχημική μελέτη των δεικτών CD34, CD117, CD163, CD11c και βιμεντίνης σε 5 περιπτώσεις δερματοστιξίας και 9 ΔΑΣ. Με τη χρώση αιματοξυλίνης-ηωσίνης παρατηρήθηκε περιαγγειακό, επιπολής και εν τω βάθει κυτταρικό πρότυπο (σε όλο το πάχος του χορίου και ίσως στο πιο επιφανειακό τμήμα του υποδόριου ιστού) σε 4 από τις 5 περιπτώσεις δερματοστιξίας και σε 8 από τις 9 περιπτώσεις ΔΑΣ. Σε όλες τις περιπτώσεις το κυτταρικό διήθημα αφορούσε κυρίως λεμφοκύτταρα, μακροφάγα και ολιγάριθμα μαστοκύτταρα. Κοκκία χρωστικής στις περιπτώσεις δερματοστιξίας και ΔΑΣ αντίστοιχα εντοπίστηκαν στο θηλώδες και ανώτερο δικτυωτό χόριο (n=3, n=4), σε όλο το πάχος του χορίου (n=1, n=3) στις ανώτερες μοίρες του υποδόριου ιστού (n=1, n=1). Η εναπόθεση χρωστικής ανευρέθει κυρίως ενδοκυττάρια τόσο στις περιπτώσεις δερματοστιξίας όσο στις περιπτώσεις ΔΑΣ. Τα κύτταρα τα οποία προσέλαβαν τη χρωστική είτε εξωγενή είτε ενδογενή ήταν επιμήκη και μερικά από αυτά είχαν σαφείς κυτταροπλασματικές αποφυάδες. Στις περιπτώσεις ΔΑΣ με την ιστοχημική χρώση Masson-Fontana αναδείχτηκαν κοκκία μελανίνης τόσο εξωκυττάρια όσο και ενδοκυττάρια σε επιμήκη κύτταρα σε 2 περιπτώσεις, ενώ ολιγάριθμα εξωκυττάρια κοκκία χρωστικής σε επιπλέον 3 περιπτώσεις. Με τη χρώση Perl’s, διαπιστώθηκε η παρουσία άφθονων εναποθέσεων αιμοσιδηρίνης σε όλες τις περιπτώσεις δερματίτιδας από στάση. Με την ιστοχημική χρώση Giemsa καθώς και με το δείκτη CD117 δεν ανιχνεύτηκαν μαστοκύτταρα με αποθήκευση χρωστικής σε καμία από τις περιπτώσεις δερματοστιξίας και ΔΑΣ που μελετήθηκαν. Σε όλες τις περιπτώσεις δερματοστιξίας και ΔΑΣ, τα κύτταρα με πρόσληψη χρωστικής ήταν θετικά για τη βιμεντίνη και αρνητικά για τους CD117 και CD34 δείκτες. Από τις διπλές ανοσοϊστοχημικές χρώσεις (ανίχνευση έκφρασης CD163 και CD11c αντιγόνων) προέκυψε ότι ο κύριος κυτταρικός πληθυσμός με πρόσληψη χρωστικής τόσο για τις περιπτώσεις δερματοστιξίας όσο και για τις περιπτώσεις ΔΑΣ ήταν τα ιστικά ή Μ2 μακροφάγα. Άλλοι κυτταρικοί πληθυσμοί με πρόσληψη χρωστικής που αναδείχθηκαν ήταν τα δενδριτικά κύτταρα και πιθανώς οι ινοβλάστες. Από την ανάλυση της σύνθεσης του κυτταρικού πληθυσμού στο σύνολό του αλλά και ανάμεσα στα κύτταρα με αποθήκευση χρωστικής, προέκυψε ότι τα ποσοστά των διαφορετικών κυτταρικών υποπληθυσμών με ανοσοφαινότυπο CD11c+/CD163+, CD11c/CD163+, CD11c+/CD163- και CD11c-/CD163- δε διέφεραν σημαντικά μεταξύ των περιπτώσεων δερματοστιξίας και ΔΑΣ (p>0.05). Προέκυψε ότι ο δείκτης CD163 συνδέονταν με μεγαλύτερη αποθηκευτική ικανότητα χρωστικής. Ορισμένες διαφορές που προέκυψαν ανάμεσα στις περιπτώσεις δερματοστιξίας και ΔΑΣ (OR των ‘διπλά θετικών’ κυττάρων με αποθήκευση χρωστικής σημαντικά χαμηλότερο και αντίθετα των CD163-/CD11c- ‘διπλά αρνητικών’ σημαντικά υψηλότερο στην περίπτωση της δερματοστιξίας σε σύγκριση με την ΔΑΣ) είναι αποτέλεσμα διαφορετικού τρόπου διασποράς της χρωστικής στον ιστό στις 2 καταστάσεις: Η εξωγενής χρωστική στη δερματοστιξία μπορούσε να επεκταθεί μόνο σε ένα υποσύνολο αποθηκευτικών κυττάρων τα οποία ανευρίσκονταν σε μια πιο στενή και πιο επιφανειακή ιστική ζώνη σε αντίθεση με την ενδογενή χρωστική στη ΔΑΣ που ήταν διαθέσιμη για αποθήκευση από όλα τα δυνητικώς αποθηκευτικά κύτταρα σε όλο το χόριο. 834 141 160 Non – performing loans in the Greek banking and their impact on the financial statements. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και οι επιπτώσεις τους στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις. The purpose of this dissertation was to present and analyse the course and impact of non-performing loans on the asset structure as reflected in the balance sheets of Greek banks after the impact of the last financial crisis in our country. The survey relates to the period 2014 to 2019 , including the 2015 year in which we also have the enforcement of Capital Controls. Our sample includes a total of seven banks (cooperative and commercial). A study of profitability indicators, lending and non-performing loans, as well as the capital adequacy ratio shows that all banks faced severe credit risks, especially larger commercial ones. The correlation analysis shows a strong correlation between CAR and NPLs in cooperative banks and between equity and LDR in commercial banks. Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας ήταν να παρουσιάσει και να αναλύσει την πορεία και τις επιπτώσεις των μη εξυπηρετούμενων δανείων στη συγκρότηση των περιουσιακών στοιχείων, όπως αυτή απεικονίζεται στους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών μετά την εμφάνιση της τελευταίας χρηματοπιστωτικής κρίσης στην χώρα μας. Η έρευνα αφορά στη χρονική περίοδο 2014 έως και το 2019 , συμπεριλαμβάνοντας και την χρήση 2015 κατά την οποία έχουμε και την επιβολή των Capital Controls. Το δείγμα μας περιλαμβάνει επτά συνολικά τράπεζες (συνεταιριστικές και εμπορικές). Από τη μελέτη των δεικτών αποδοτικότητας, των δεικτών που σχετίζονται με τον δανεισμό και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, καθώς και του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας, προκύπτει πως όλες οι τράπεζες αντιμετώπισαν έντονους πιστωτικούς κινδύνους και κυρίως οι μεγαλύτερου μεγέθους εμπορικές. Από την ανάλυση συσχετίσεων προκύπτει ισχυρή συσχέτιση μεταξύ των δεικτών CAR και NPLs στις συναιτεριστικές τράπεζες και μεταξύ ίδιων κεφαλαίων και του δείκτη LDR στις εμπορικές. 835 161 172 Φλεγμονή τραχήλου μήτρας και συσχέτιση με μικροβιακή χλωρίδα σε ΠΑΠ-Τεστ The value of the Pap test is very well documented in the scientific community and in the general population, in the context of screening to find both cancerous and non-cancerous lesions. In the present dissertation, the results from Pap tests at the database of the Cytology Department of University Hospital of Ioannina were evaluated for possible specific and non-specific cervical and vaginal inflammation. Furthermore, the results were associated with the microbial flora that normally colonizes a woman's vagina and cervix. Most of the tests were positive for non-specific inflammation, a fact attributed to overgrowing of the normal vagino-cervical flora (streptococcus, enterococcus), to microinjuries etc. The highest rates of inflammation were recorded at the age range 35-54 years. 18.8% of specimens were positive for specific type of cervicitis, and the most common pathogens were trichomonas, kokkobacteria, Gardnerella vaginalis (the most common) and Candida albicans. The findings agree with the published literature. Finally, only 8.2% of specimens had findings consistent with HPV infection. Η αξία του ΠΑΠ-Τεστ είναι πολύ καλά τεκμηριωμένη στην επιστημονική κοινότητα και στο γενικό πληθυσμό στο πλαίσιο προληπτικού πληθυσμιακού ελέγχου (screening) για την εύρεση καρκινικών και μη αλλοιώσεων. Στην παρούσα διπλωματική εργασία, αξιολογήθηκαν αποτελέσματα από ΠΑΠ-Τεστ στην βάση δεδομένων του Κυτταρολογικού Εργαστηρίου του ΠΓΝΙ, και συγκεκριμένα ελέγχθηκαν για πιθανή ειδική και μη φλεγμονή τραχήλου μήτρας και κόλπου. Στη συνέχεια, τα αποτελέσματα συσχετίστηκαν με τη χλωρίδα που φυσιολογικά ή μη αποικίζει τον κόλπο και τον τράχηλο μήτρας της γυναίκας. Η πλειοψηφία των δειγμάτων βρέθηκαν θετικά για μη ειδική φλεγμονή του τραχήλου, γεγονός που αποδίδεται σε υπερανάπτυξη του πληθυσμού της φυσιολογικής κόλπο-τραχηλικής μικροχλωρίδας (στρεπτόκοκκοι, εντερόκοκκοι), σε μικροτραυματισμούς κλπ. Τα υψηλότερα ποσοστά φλεγμονής καταγράφονται στο ηλικιακό εύρος 35-54 ετών. Το 18,8% των δειγμάτων ήταν θετικό για ειδικού τύπου τραχηλίτιδα, και οι συχνότεροι μικροοργανισμοί που ανευρέθηκαν ήταν τριχομονάδες, κοκκοβακτηρίδια, Gardnerella vaginalis (το πιο συχνό) και Candida albicans, ευρήματα που είναι συμβατά με την διεθνή βιβλιογραφία. Τέλος, μόνο 8,2% των δειγμάτων είχαν ευρήματα συμβατά με HPV λοίμωξη. 836 371 339 The inclusion of children with typical and non-typical development in the general education class and their transition from Kindergarten to Primary school Η συμπερίληψη παιδιών με τυπική και μη τυπική ανάπτυξη στη γενική τάξη και η μετάβαση τους από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό σχολείο The inclusive education is based on each child’s right to be a member of a common school life and to be provided with the most appropriate teaching and educational experiences. The present study takes regards that the inclusive education can address the diversity of students, taking into account that all general schools with an integrative orientation, constitute the most effective means for the achievement of education for all. In this field of inclusive education, the transition of students with disability or special educational needs from preschool to primary school is researched, recognizing that this is one of the most significant transitions in children’s lives. The process of inclusion is affected by the applied models of disability and inclusive education. The child as a complicated individual is included in a continuously developing system of interactions with family, school, neighbourhood and social relationships. The purpose of this study is to formulate the most important parameters related to inclusive education, the teacher’s opinions for the integrative education, establishing in that way the framework of transition for children with disability or special educational needs. 520 teachers (both teachers and pre-school teachers) participated in our research from the region of Epirus, who responded to questions concerning inclusion issues, issues of inclusive education and smooth transition from pre-school to primary school. An annual educational program for inclusive educational of children with autism spectrum disorders took place in a pre-school centre and in two nursery schools. It is all teachers’ common consensus that they do not have the suitable practical experience to teach in inclusion classrooms. They point out that they need further support to cover the needs of all students within the settings of a general school. They advocate in favour of that inclusive education which will be applied with the appropriate and effective programs of high quality. Both teachers and families can support the children’s transitions but what is really needed are some broader changes in our schools and communities. Children with disability or special educational needs can equally participate in the school curriculum but first school readiness to accept them equally is necessary. Η συνεκπαίδευση βασίζεται στο δικαίωμα κάθε παιδιού να είναι μέλος της κοινής σχολικής ζωής και να του παρέχουν κατάλληλες διδακτικές και μορφωτικές εμπειρίες. Η παρούσα μελέτη θεωρεί ότι η συμπεριληπτική εκπαίδευση μπορεί να ανταποκριθεί στη διαφορετικότητα των μαθητών, λαμβάνοντας υπόψη της, ότι τα γενικά σχολεία με ενταξιακό προσανατολισμό, είναι αποτελεσματικό μέσο για την επίτευξη της εκπαίδευσης για όλους. Στο πλαίσιο της συνεκπαίδευσης, ερευνάται η μετάβαση των παιδιών με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό σχολείο, που αναγνωρίζεται ως μια από τις πιο σημαντικές μεταβάσεις που αντιμετωπίζουν τα μικρά παιδιά. Η διαδικασία της συμπερίληψης επηρεάζεται από τα εφαρμοζόμενα μοντέλα για την αναπηρία και τη συνεκπαίδευση. Το παιδί ως σύνθετος οργανισμός είναι ενταγμένο σε ένα σύστημα αλληλεπιδράσεων οικογένειας, σχολείου, γειτονιάς και κοινωνικών σχέσεων, το οποίο βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη. Σκοπός αυτής της μελέτης είναι να διατυπωθούν οι σημαντικοί παράμετροι που σχετίζονται με τη συνεκπαίδευση, οι απόψεις των εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης για την ενταξιακή εκπαίδευση και να καθοριστεί το πλαίσιο μετάβασης των παιδιών με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Στην έρευνά μας, συμμετείχαν Ν:520 εκπαιδευτικοί (νηπιαγωγοί και δάσκαλοι) από την περιφέρεια της Ηπείρου που απάντησαν σε ερωτήματα για θέματα ένταξης, συνεκπαίδευσης και ομαλής μετάβασης από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό σχολείο. Υλοποιήθηκε επίσης, ετήσιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα για τη συνεκπαίδευση παιδιών με διαταραχές στο φάσμα του αυτισμού, σε προσχολικό κέντρο και σε δύο νηπιαγωγεία. Κοινή πεποίθηση των εκπαιδευτικών είναι, ότι δεν έχουν την κατάλληλη πρακτική εμπειρία για να διδάξουν σε τάξεις συνεκπαίδευσης. Δηλώνουν ότι χρειάζονται στήριξη για να ανταποκριθούν στις ανάγκες όλων των μαθητών στο γενικό σχολείο. Υποστηρίζουν τη συνεκπαίδευση που θα υλοποιηθεί με κατάλληλα, ποιοτικά και αποτελεσματικά προγράμματα. Οι εκπαιδευτικοί και οι οικογένειες μπορούν να στηρίξουν τις μεταβάσεις των παιδιών, χρειάζονται όμως ευρύτερες αλλαγές σε επίπεδο σχολείων και κοινοτήτων. Τα παιδιά με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες μπορούν να συμμετέχουν με ίσους όρους στο σχολικό πρόγραμμα αλλά είναι απαραίτητη η ετοιμότητα των σχολείων να τους αποδέχονται ισότιμα. 837 300 262 ΤHE DEVELOPMENT OF DEMOCRACY HAVE NOT TO BE CONSIDERED AS THE RESULT OF THE CONFLICT BETWEEN THE RICH AND THE POOR OR AS THE RESULT OF THE CONFLICT AMONG ONLYTHE ARISTOCRATS OR RICH THEMSELVES WHO COMPETED WITH EACH OTHER FOR THEIR OWN INTERESTS. THE POLITICAL CONFLICT COULD BE CHARACTERIZED BY THE CONFRONTATION BETWEEN THE DEMOCRATS, WHO WANTED TO PROMOTE THE INTERESTS, NOT ONLY OF THE POOR, BUT ALSO OF THE ENTIRE CITY INCLUDING THE RICH, AND TO LIMIT THE SELF INTERESTS OF THE UPPER CLASSES AND THE CONSERVATIVE OLIGARCHS WHO PREFERED THEIR ATOMIC INTERESTS. THE DEMOCRATS INTENDED TO INCREASE THE POLITICAL POWER OF THE CITY. WITHOUT A STRONG POLITICAL POWER, IT IS IMPOSSIBLE TO MATERIALIZE THE COMMONWEALTH OF THE CITY WHICH IS CONTRARY TO THE SELF INTERESTS OF THE UPPER CLASSES.THE CONSERVATIVES, HOWEVER, PREFERED THEIR INDEPENDENCE FOR ATOMIC INTERESTS AND RESISTED THE CONCENTRATION OF THE POLITICAL POWER. THE ATHENIAN CONSTITUTIONWAS THE RESULT OF THE COMPROMISE BETWEEN THESE TWO DIFFERENT TENDENCIES. THE COMPROMISE RESULTED IN THE COOPERATION NOT ONLY AMONG DIFFERENT POLITICAL INSTITUTIONS (EKKLESIA, COUCIL OF FIVE HUNDRED, COUNCIL OF THE AREOS PAGOS, ARCHONS, COURTS ETC. )- INSTITUTIONS WHICH REPRESENTED DIFFERENT SOCIAL CLASSES AND DIFFERENT POLITICAL TENDENCY-, BUT ALSO THE COOPERATION INSIDE EACH INSTITUTION AMONG THE POLITICIANS WHO HAD DIFFERENT POLITICAL TENDENCY. THUS, WE COULD UNDERSTAND THE ROLE OF THE AREOS PAGOS AND AT THE SAME TIME THE REASON WHY CONTINUED TO EXIST THE MODERATE DEMOCRACY THROUGHOUT THE LONGER PERIODICAL DISTANCE IN THEHISTORY OF ATHENS. THE AREOS PAGOS WAS THE POSITIVE ELEMENT IN THE DEVELOPMENTOF THE MODERATE DEMOCRACY, NAMELY IT WAS SOMEWHAT THE SAFEGUARD FOR DEMOCRACY IN ORDER NOT TO DETERIORATE IN OCHLOCRACY. MOST OF THE TIME OF THE ATHENIAN HISTORY, WITH THE EXCEPTION ONLY OF THE SECOND HALF OF THE 5TH CENTURY, THE AREOS PAGOS CONTINUED TO HAVE POLITICAL ROLE. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΡΜΗΝΕΥΘΕΙ ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΛΟΥΣΙΩΝ, 'Η ΜΕ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟ ΜΕΤΑΞΥ ΜΟΝΟ ΤΩΝ ΠΛΟΥΣΙΩΝ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΩΝ ΠΟΥ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΟΥΣ. ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΩΝ ΠΟΥ ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΑΝ ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΛΟΥΣΙΩΝ, ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΩΝΟΛΙΓΑΡΧΙΚΩΝ ΠΟΥ ΤΑ ΥΠΟΝΟΜΕΥΑΝ, ΕΠΕΙΔΗ ΠΡΟΕΤΑΣΣΑΝ ΤΑ ΑΤΟΜΙΚΑ 'Η ΤΑ ΤΑΞΙΚΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΟΥΣ. Η ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ, ΓΙΑΤΙ ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΙΣΧΥΡΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΞΥΠΗΡΕΤΕΙ ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ, ΕΝΩ Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΩΝ ΠΛΟΥΣΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΩΝ ΣΥΝΗΘΩΣ ΠΡΟΥΠΟΘΕΤΕΙ ΤΗΝ ΕΞΑΣΘΕΝΙΣΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ, ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΘΕΝΑΣ ΦΡΟΝΤΙΖΕΙ ΓΙΑ ΤΑ ΑΤΟΜΙΚΑ ΤΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ. ΤΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΗΤΑΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ ΑΝΑΜΕΣΑΣΕ ΔΥΟ ΑΝΤΙΘΕΤΕΣ ΤΑΣΕΙΣ. Ο ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ ΑΥΤΟΣ ΕΠΙΤΕΥΧΘΗΚΕ ΤΟΣΟ ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΤΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ (ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΠΕΝΤΑΚΟΣΙΩΝ, ΒΟΥΛΗ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ, ΑΡΧΟΝΤΕΣ, ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ, ΚΤΛ.)-ΘΕΣΜΩΝ ΠΟΥ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΣΑΝ ΠΟΛΙΤΕΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΤΑΞΕΩΝ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΤΑΣΕΩΝ-, ΟΣΟ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΙΔΙΟΥΣ ΤΟΥΣ ΘΕΣΜΟΥΣ, ΣΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΝΤΑΝ ΑΤΟΜΑ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΑΣΗ. ΕΤΣΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΜΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΟΣΟ ΤΟ ΡΟΛΟ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ, ΟΣΟ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΕ ΕΝΑ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΜΕΤΡΙΟΠΑΘΟΥΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ. Ο ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΑΠΟΤΕΛΟΥΣΕ ΘΕΤΙΚΟ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΜΙΑΣ ΜΕΤΡΙΟΠΑΘΟΥΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΗΛΑΔΗ ΕΜΠΟΔΙΖΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΕΝΟΣ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΟΧΛΟΚΡΑΤΙΑΣ. ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ (ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΑΚΜΗΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΧΕ ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΥΣΙΑ)Η ΒΟΥΛΗ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΥΝΕΧΙΣΕ ΝΑ ΠΑΙΖΗ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΡΟΛΟ. 838 220 209 Final Neolithic and Early Bronze Age Rock Art in the Aegean and the Mediterranean basin Η βραχογραφία στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο κατά την Τελική Νεολοθική και την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού The purpose of this research is to study the rock art, as imprinted and evolving in the Aegean and the wider Mediterranean area during the Final Neolithic and the Early Bronze Age (5th – 3rd millennium BC). It is mainly an attempt to overview and map the general trends observed in the field of prehistoric rock art, based on comparative methods of analysis. However, it is not only economical reasons, but also reasons for theoretical coherence that have necessitated the qualification of certain representative examples. Greater emphasis was placed on the rock art of the Iberian Peninsula, northern Italy and western Anatolia, with the Aegean island region being the final destination, where the rock art was examined throughout its geographical and chronological extent. This research is divided into three parts. The first part is of general introduction – including a brief overview of the emergence and evolution of rock art in western Eurasia -, while the second part focuses on the Final Neolithic and Early Bronze Age rock art of Iberian peninsula, northern Italy, Aegean and Anatolia. Subsequently, the interest is focused on the relevant iconography and some dating issues, with the study being completed by a chapter of an overall evaluation and final conclusions. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη της βραχογραφίας, όπως αυτή αποτυπώνεται και εξελίσσεται στο χώρο του Αιγαίου και της ευρύτερης Μεσογείου κατά την Τελική Νεολιθική και την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (5η-3η χιλιετία π.Χ.). Πρόκειται κυρίως για μία προσπάθεια βιβλιογραφικής επισκόπησης και χαρτογράφησης των γενικών τάσεων που παρατηρούνται στο πεδίο των προϊστορικών βραχογραφιών, στηριζόμενη σε συγκριτικές μεθόδους ανάλυσης. Ωστόσο, δεν είναι μόνο λόγοι οικονομίας, αλλά και λόγοι θεωρητικής συνοχής που επέβαλαν την πρόκριση ορισμένων αντιπροσωπευτικών παραδειγμάτων. Δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στις βραχογραφίες της Ιβηρικής χερσονήσου, της βόρειας Ιταλίας και της δυτικής Ανατολίας, με τελικό προορισμό την περιοχή του νησιωτικού Αιγαίου, όπου οι βραχογραφίες εξετάστηκαν σε όλη τη γεωγραφική και χρονολογική έκταση εμφάνισής τους. Η εργασία διαιρείται σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος επέχει θέση γενικής εισαγωγής – περιλαμβάνοντας ένα σύντομο χρονικό της ανάδυσης και της εξέλιξης της βραχογραφίας στην περιοχή της δυτικής Ευρασίας -, ενώ το δεύτερο μέρος επικεντρώνεται σε περιπτώσεις βραχογραφιών της ΤΝ και της ΠΕΧ στην Ιβηρική, τη Β. Ιταλία, το Αιγαίο και την Ανατολία. Εν συνεχεία, το ενδιαφέρον στρέφεται στην σχετική εικονογραφία και σε ζητήματα χρονολόγησης, με την μελέτη να ολοκληρώνεται από ένα κεφάλαιο συνολικής αποτίμησης και τελικών συμπερασμάτων. 839 135 156 Οι θεσμικές διατάξεις για το έργο του Ε.Τ.Ε.Π. και η εφαρμογή τους στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση The Special Technical Laboratory Staff is a staff category employed at Higher Education to perform specialized technical and laboratory work ruled by special law provisions. However, job duties are rather characterized by «fluidity», since members of this staff category not only perform technical-laboratory work but, in many cases, educational and/or administrative work as well. One would expect to be a homogeneous group of employees regarding duties and responsibilities. However, according to the aspects of staff members, there is a significant divergence between the institutional framework and the work duties that are actually assigned. The problematic nature of such a divergence lies particularly in the implementation of the institutional framework concerning the work of the Special Technical Laboratory Staff. The present dissertation focuses on this particular issue and attempts to approach this on an explanatory basis. Το Ειδικό Τεχνικό Εργαστηριακό Προσωπικό (Ε.Τ.Ε.Π.) είναι κλάδος προσωπικού που εργάζεται στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Επιτελεί εξειδικευμένο τεχνικό και εργαστηριακό έργο και διέπεται από ειδικές διατάξεις. Ωστόσο, παρατηρείται μια κάποια «ρευστότητα» στο έργο που επιτελεί ο κλάδος αυτός, καθώς μέλη του απασχολούνται όχι μόνο με τεχνικό-εργαστηριακό έργο αλλά και με εκπαιδευτικό και, σε αρκετές περιπτώσεις, επιβαρύνονται και με διοικητικό έργο. Θα ανέμενε κανείς ότι, ο εν λόγω κλάδος αποτελείται από προσωπικό που παρουσιάζει ομοιογένεια ως προς τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητές του, ως ενιαίος κλάδος που δραστηριοποιείται στον πανεπιστημιακό χώρο. Όμως, οι απόψεις μελών του κλάδου αποδεικνύουν ότι, σε αρκετές περιπτώσεις, υπάρχει διάσταση μεταξύ του θεσμικού πλαισίου και του πραγματικού έργου που καλείται να επιτελέσει. Συγκεκριμένα, το πρόβλημα εντοπίζεται στην εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου που αφορά στο έργο του Ε.Τ.Ε.Π. και σ’ αυτό εστιάζει και επιχειρεί να εξηγήσει η διπλωματική αυτή εργασία. 840 276 307 Autonomous navigation of an over-actuated marine platform using reinforcement learning Αυτόνομη πλοήγηση θαλάσσιας ρομποτικής πλατφόρμας με χρήση μεθόδων ενισχυτικής μάθησης The current diploma thesis examines the autonomous navigation of an over-actuated marine platform “Delta Berenike” using reinforcement learning methods. RL aims at finding an optimum route through obstacles in order to identify a specific target. The marine platform is related with certain peculiarities due to hydrodynamic model of the actuators and complex dynamic model,as well as errors from feedback of state variables (current position, orientation and speed) from motion sensors. The RL framework considers navigation problem as a problem of finding the optimal policy of an agent which moves in a stochastic Markov state space. During the agent’s interaction with the environment, reward function plays an important role in the learning process, determining the display format of the state space with the actions. More specifically, reward function is known in advance and is based on the control problem experience. Generally, the problem of the reward function estimation is defined as an inverse reinforcement learning problem. In this study we propose a reinforcement learning framework which controls marine platform and estimates the optimum policy as well as the reward function. The learning process can be implemented as an on line learning algorithm and is focused on linear model in order to describe the value and rewards functions, using a descriptive situation space through appropriate basis function. We have studied the performance of the proposed method using two simulated environments. The environment includes several environmental disturbances such as wind, sea currents and waves. Finally, emphasis was given in the comparison of the method through two known reinforcement learning techniques, the Q-Learning and LSPI algorithm. The results are promising. Η παρούσα εργασία πραγματεύεται την αυτόνομη πλοήγηση μιας θαλάσσιας ρομποτικής πλατφόρμας - Delta Berenike - μέσω μεθόδων ενισχυτικής μάθησης (reinforcement learning), δηλ. της βέλτιστης κίνησης της πλατφόρμας με στόχο τον εντοπισμό μιας συγκεκριμένης θέσης-στόχου και με ταυτόχρονη αποφυγή εμποδίων και συγκρούσεων. Μερικές βασικές ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης θαλάσσιας πλατφόρμας που σχετίζονται άμεσα με το σύστημα ελέγχου αποτελουν οι διαταραχές εξαιτίας του υδροδυναμικού μοντέλου και του σύνθετου δυναμικού μοντέλου των επενεργητών, όπως επίσης τα σφάλματα που προέρχονται από την ανατροφοδότηση των μεταβλητών κατάστασης (τρέχουσα θέση, προσανατολισμός και ταχύτητα) από τους αισθητήρες κίνησης. Το πλαίσιο της ενισχυτικής μάθησης προσεγγίζει το πρόβλημα της πλοήγησης ως ένα πρόβλημα ανακάλυψης της βέλτιστης πολιτικής ενός πράκτορα (agent) ο οποίος κινείται σε ένα στοχαστικό Μαρκοβιανό χώρο καταστάσεων. Κατά την διάρκεια της αλληλεπίδρασης του πράκτορα με το περιβάλλον σημαντικό ρόλο στη διαδικασία μάθησης αποτελεί η συνάρτηση ανταμοιβής (reward function), η οποία καθορίζει την μορφή απεικόνισης του χώρου καταστάσεων με τις ενέργειες (συνάρτηση αξίας action value function). Η συνήθης διαδικασία είναι ότι η συνάρτηση ανταμοιβής είναι εκ των προτέρων γνωστή με βάση την εμπειρία του προβλήματος ελέγχου. Γενικά το πρόβλημα της εκτίμησης της συνάρτησης ανταμοιβής ορίζεται ως ένα πρόβλημα αντίστροφης ενισχυτικής μάθησης (inverse reinforcemenet learning). Στην εργασία αυτή προτείνεται ένα πλαίσιο ενισχυτικής μάθησης για τον έλεγχο της θαλάσσιας πλατφόρμας, το οποίο εκτιμά τη βέλτιστη πολιτική και ταυτόχρονα τη συνάρτηση ανταμοιβής. Η διαδικασία μάθησης είναι on-line και επικεντρώνεται στο γραμμικό μαθηματικό μοντέλο (linear model) για την περιγραφή των συναρτήσεων αξιών και ανταμοιβών, χρησιμοποιώντας ένα περιγραφικό χώρο καταστασεων μέσω κατάλληλων συναρτήσεων βάσης (basis functions). Η προτεινόμενη μέθοδος αξιολογήθηκε πειραματικά σε προσομοιωμένα θαλάσσια στοχαστικά περιβάλλοντα στα οποία επιδρούν διάφορες μορφές περιβαλλοντικών διαταραχών, όπως ο άνεμος, τα θαλάσσια ρεύματα καθώς και τα κύματα. Τέλος, πραγματοποιήθηκε η σύγκριση της μεθόδου με δύο γνωστές τεχνικές ενισχυτικής μάθησης, τον αλγόριθμο Q-Learning και τον LSPI. 841 229 198 Τhe occupation of Lefkada's and Kefalonia's islands around 1941-1944 The discourse consists of the introduction and six chapters that we tried to discuss the material we had at our disposal. In the intro is initially exhibited promtly the issue of the occupation of Lefkada's and Kefalonia's islands around 1941-1944, then it is analysed the outline of the period and it is presented the history and the aspects of the occupation. The 1st chapter deals with the universal and european framework of the second world war and the circumstances that had been created.The 2nd chapter is associated with Greece at the beginning of the 2nd world war and the earliest occupation's period. The 3rd chapter concerns the Ionian Islands' occupation from the Italian troops and the new reality that had been created. The 4th charper concerns kefalonia before and after the occupation with analytical presentation of the possesion's fragment.The 5th chapter regards Leukada before and after the occupation with detailed report of life in the island. Here are presented longhands of Leukada's fighters. Τhe 6th chapter has to do with the general validation of the peculiar context's occupation of the 2 islands and the export of the conclusion is followed. The appendix with useful documentation of that era postdates as well as newspapers'scraps. Finally there is the bibliographical board including the basic bibliography from which the material was derived from. Η διατριβή αποτελείται από την εισαγωγή και έξι κεφάλαια όπου προσπαθήσαμε να πραγματευτούμε το υλικό που είχαμε στην διάθεση μας. Στην εισαγωγή αρχικά εκτίθεται σύντομα το θέμα της κατοχής στην Λευκάδα και στην Κεφαλλονιά 1941-1944, στην συνέχεια αναλύεται το περίγραμμα της περιόδου και παρουσιάζεται η ιστορία και οι πτυχές της κατοχής.Το 1ο Κεφάλαιο αφορά στο διεθνές και ευρωπαϊκό πλαίσιο του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και στις συνθήκες που δημιουργήθηκαν. Το 2ο Κεφάλαιο αφορά στην Ελλάδα κατά την αρχή του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και την πρώιμη κατοχική περίοδο. Το 3ο κεφάλαιο αφορά στην κατάληψη των Ιονίων νήσων από τα ιταλικά στρατεύματα και την νέα πραγματικότητα όπως διαμορφώθηκε. Το 4ο κεφάλαιο αφορά στην Κεφαλλονιά πριν και μετά την κατάληψη με αναλυτική παρουσίαση του κατοχικού πλαισίου. Το 5ο κεφάλαιο αφορά στην Λευκάδα πριν και μετά την κατάληψη με λεπτομερή μελέτη της κατοχικής ζωής του νησιού. Εδώ παρουσιάζονται και τα χειρόγραφα των Λευκάδιων αγωνιστών. Το 6ο κεφάλαιο αφορά στην γενική θεώρηση του ιδιόμορφου κατοχικού πλαισίου Λευκάδας-Κεφαλοννιάς και ακολουθεί η εξαγωγή των συμπερασμάτων της εργασίας. Έπεται το παράρτημα που περιέχει χρήσιμα έγγραφα της εποχής καθώς και αποκόμματα εφημερίδων. Τέλος υπάρχει ο βιβλιογραφικός πίνακας που περιλαμβάνει την βασική βιβλιογραφία από την οποία αντλήθηκε το υλικό. 842 679 659 This Ph. D. dissertation aims at the examination of the concept of publicness in platonic philosophy, and particularly at the determination of the structure and the aspects of publicness both in Plato’s political philosophy and his ontology and his theory of knowledge. In the Introduction, I present the elements which prove the specialty of polis as a social construction in order to explain why this particular form of state asked so much influence on Plato’s thought and other thinkers of Hellenic antiquity. The element of publicness gained special distinction among other elements, since it was the result of the publication of the laws during the archaic era, the dissemination of the alphabetic writing, the deep consciousness of the citizens regarding the value of public life, the emergence of the public sphere as an area of politics and free communication, and lastly the demand of the democratic constitution for eradication of secrecy and secret proceedings. The first Part, which is entitled “Platonic Political Theory and Publicness” includes three Chapters. The first Chapter focuses on Plato’s critique on the democratic constitution of his era and on the inability of some well known Athenian politicians to educate their citizens. In addition, I try to show that Plato is not an enemy of a moderate democracy; this means that he is not opposed to the principle of publicness, which constitutes the essential element of the democratic constitution. In the second Chapter, I try to examine the political proposals that Plato suggests in order to contribute in the restoration of public spirit. My research is focused on the works: the Republic, the Statesman and the Laws. I examine how the public sphere is structured in these dialogues in order to define more accurately the function of publicness in Plato’s political philosophy, and show its various aspects. In the third Chapter, I examine Plato’s opinion about the essence of rhetoric art in public life. The rhetoric art is connected with publicness. I support that Plato is not opposed to the art of persuasion, when its use is based on truth and common interest. Additionally, I examine the rhetoric of falsehood, which according to Plato only the real rulers should use. I support that this view is the only point in the platonic political theory that is incompatible with the spirit of publicness. The second Part of this PhD dissertation takes the title “Ontology, Theory of Knowledge and Publicness” and includes four Chapters. In the first Chapter, there is a reference to the esoteric approaches of platonic philosophy, which are the Tubingen School and the American Straussians. Both these hermeneutic schools of platonic philosophy attempt to show that Plato avoided implementing on written texts the ultimate philosophical truths, which he conceived. This view, as I try to show, is absolutely opposed to the general spirit of publicness that characterizes Plato’s philosophy. In the second Chapter, I examine the tradition of orality and the level of literacy in Plato’s era, in order to determine the ways of the publication of Knowledge. Dealing with this matter leads to the fullest understanding of Plato’s attitude towards both oral and written speech. In the third Chapter, I attempt a presentation and an analysis of the platonic critique of oral and written speech, and I try to show the reasons that drove Plato to this critique. I support that the critique of speech should not be connected neither with the hypothetical existence of an esoteric teaching nor with the view that the highest philosophical truths should not be announced and should not come in the light of publicness. In the fourth and last Chapter, there is a reference to certain scholars, who support that Plato is in favor of the non-propositional form of philosophical truths. This view is incompatible with the concept of publicness, which is more general in platonic philosophy. That’s why I attempt a refutation of this view on the basis of both Plato’s ontological theory of Ideas and his theory of knowledge. The PhD dissertation is completed with Conclusions, Bibliography, the English Abstract and my Curriculum Vitae (CV). Σκοπός της Διδακτορικής μου διατριβής είναι ή διερεύνηση τής έννοιας τής δημοσιότητας στην πλατωνική φιλοσοφία, και συγκεκριμένα ό προσδιορισμός τής δομής και των όψεων τής δημοσιότητας τόσο στην πολιτική φιλοσοφία τοΰ Πλάτωνα, όσο και στην οντολογία και την γνωσιοθεωρία του. Στην εισαγωγή κρίθηκε σκόπιμο νά προσδιορισθοΰν τά στοιχεία έκεΐνα πού συνθέτουν τήν ιδιαιτερότητα τής πόλεως ώς κοινωνικού σχηματισμού, ώστε νά γίνει κατανοητό γιατί ή συγκεκριμένη μορφή κράτους άσκησε τόσο μεγάλη επίδραση στήν σκέψη τοΰ Πλάτωνα, αλλά και άλλων διανοητών τής έλληνικής άρχαιότητας. Μεταξύ των στοιχείων αυτών ιδιαίτερα σημαντικό άναδείχθηκε τό στοιχείο τής δημοσιότητας, τό όποιο ήταν αποτέλεσμα τής δημοσίευσης των νόμων κατά τήν άρχαϊκή εποχή, τής διάδοσης τής άλφαβητικής γραφής, τής βαθιάς συνείδησης των πολιτών γιά τήν άξία τοΰ κοινού βίου, τής άνάδυσης τής δημόσιας σφαίρας ώς χώρου τής πολιτικής και τής ελεύθερης έπικοινωνίας, καθώς και τής απαίτησης τού δημοκρατικού πολιτεύματος γιά πάταξη τής άδιαφάνειας και τών μυστικών διαδικασιών. Τό πρώτο μέρος πού φέρει τον τίτλο «Πλατωνική πολιτική θεωρία και δημοσιότητα» άποτελεΐται άπό τρία κεφάλαια. Τό πρώτο κεφάλαιο έστιάζεται στήν κριτική πού άσκεΐ ό Πλάτων στο δημοκρατικό πολίτευμα τής εποχής του, καθώς επίσης και σε γνωστούς πολιτικούς τών Αθηνών, για τήν άνικανότητά τους νά διαπαιδαγωγήσουν τούς πολίτες, και καταβάλλεται προσπάθεια νά τεκμηριωθεί ή θέση ότι ό Πλάτων δεν είναι εχθρός τής μετριοπαθούς δημοκρατίας, και ότι, ώς εκ τούτου, δεν άντιστρατεύεται τήν αρχή τής δημοσιότητας, πού συνιστά ούσιαστικό στοιχείο τοΰ δημοκρατικοΰ πολιτεύματος. Στο δεύτερο κεφάλαιο έπιχειρεΐται ή διερεύνηση των πολιτικών προτάσεων, τις όποιες καταθέτει ό Πλάτων, μέ σκοπό να συμβάλει στην ύπέρβαση της πολίτικης κρίσης της έποχης του και στήν άποκατάσταση του δημοσίου πνεύματος. Ή ερευνά μας έστιάζεται στους διαλόγους Πολιτεία, Πολιτικός και Νόμοι, και εξετάζεται ό τρόπος μέ τον όποιον δομείται στους διαλόγους αύτούς ή δημόσια σφαίρα, ώστε νά προσδιορισθεΐ έπακριβέστερα ή λειτουργία της δημοσιότητας στήν πολιτική φιλοσοφία του Πλάτωνα καί νά άναδειχθοΰν οί ποικίλες πτυχές της. Στο τρίτο κεφάλαιο διερευνώνται οί απόψεις του Πλάτωνα για τήν θέση πού πρέπει νά έχει στον δημόσιο βίο ή ρητορική τέχνη, ή οποία συναρταται μέ τήν δημοσιότητα, και ύποστηρίζεται ότι ό Πλάτων δεν’ αντιτάσσεται στήν τέχνη της πειθοΰς, όταν αυτή χρησιμοποιείται με γνώμονα τήν αλήθεια και τό κοινό συμφέρον. 'Επιπλέον διερευναται ή ρητορική του ψεύδους, χρήση της όποιας δύνανται νά κάνουν μόνον οί γνήσιοι άρχοντες κατά τον Πλάτωνα, και ύποστηρίζεται δτι ή θέση αυτή αποτελεί τό μοναδικό ϊσως σημείο στήν πλατωνική πολιτική θεωρία, πού δεν συνάδει με τό πνεύμα της δημοσιότητας. Τό δεύτερο μέρος της Διδακτορικής διατριβής μέ τίτλο «’Οντολογία, γνωσιοθεωρία και δημοσιότητα» περιλαμβάνει τέσσερα κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται άναφορά στις εσωτερικές προσεγγίσεις της πλατωνικής φιλοσοφίας, τόσο άπό τήν Σχολή της Τυβίγγης όσο και άπό τούς Αμερικανούς Στραουσιαννούς. Οί σχολές αύτές έρμηνείας της πλατωνικής φιλοσοφίας επιχειρούν νά δείξουν δτι ό φιλόσοφος άρνήθηκε νά έκθέσει στον γραπτό λόγο τις έσχατες φιλοσοφικές αλήθειες πού είχε συλλάβει, άποψη ή όποία, δπως θά επιχειρήσουμε νά δείξουμε, έρχεται σέ πλήρη άντίθεση μέ τό γενικότερο πνεύμα της δημοσιότητας, πού χαρακτηρίζει τήν φιλοσοφία τού Πλάτωνα. Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζονται ή παράδοση της προφορικότητας και τό επίπεδο τού άλφαβητισμού κατά τήν εποχή τού Πλάτωνα, με σκοπό νά προσδιοριστούν οί τρόποι δημοσιοποίησης τής γνώσης. Ή πραγμάτευση τού θέματος αύτού άποσκοπεΐ στήν πληρέστερη κατανόηση τής στάσης τού Αθηναίου φιλοσόφου άπέναντι στον προφορικό και τον γραπτό λόγο. Στο τρίτο κεφάλαιο έπιχειρεΐται παρουσίαση και ανάλυση της πλατωνικής κριτικής τού λόγου, γραπτού και προφορικού, και καταβάλλεται προσπάθεια νά άναδειχθοΰν οί αιτίες πού οδήγησαν τον Πλάτωνα στήν κριτική αύτήν. Υποστηρίζεται δτι ή κριτική τού λόγου δεν πρέπει νά συνδέεται μέ τήν ύποτιθέμενη ύπαρξη μιας εσωτερικής διδασκαλίας ούτε επίσης μέ τήν άποψη δτι οι ϋψιστες φιλοσοφικές αλήθειες δέν θά πρέπει νά άνακοινώνονται και νά έρχονται στο φως τής δημοσιότητας. Στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο γίνεται άναφορά σέ ορισμένους μελετητές πού ύποστηρίζουν δτι ό Πλάτων τάσσεται ύπέρ της μή προτασιακής μορφής τών φιλοσοφικών άληθειών. Επειδή ή άποψη αύτή δέν συνάδει μέ τον χαρακτήρα της δημοσιότητας, πού είναι διάχυτος στήν πλατωνική φιλοσοφία, έπιχειρεΐται ή ανατροπή της μέ βάση τήν όντολογική θεωρία τών Ιδεών και τήν γνωσιοθεωρία τού Πλάτωνα. 843 226 265 Cytotoxic effects of novel vanadium complexes in malignant cell lines Επίδραση κυτταροτοξικών δράσεων συμπλόκων του βαναδίου στην ανάπτυξη κυτταρικών σειρών σαρκωμάτων n this dissertation we studied the antitumor properties of two novel vanadium complexes andparticularly the V(V)OC18DEA (Complex 1) and V(IV)Od-tocDPA (Complex 2). The following cell lineswere used: a) leiomyosarcoma Wistar rat cells (LMS), b) human osteosarcoma cells (U2-OS) and c) normal human foetal lung fibroblasts (MRC-5). The ability of cells to proliferate after incubation withincreasing concentrations of the vanadium complexes was measured using the MTT assay.Experiments were also performed to study LMS cells colony formation efficiency following exposure tovanadium complexes and the mechanism of cell death using flow cytometry (apoptosis/necrosis andcell cycle analysis). The results showed that the Complex 1 has potent cytotoxic activity withoutdisplaying selectivity (acting both in cancer and normal cells) while inhibiting the ability of the LMS cellsto form colonies. At higher concentrations the complex induced cell apoptosis and cell cycle arrest byreducing the number of cells in G1 and S phase and increasing them in G2/M phase. The Complex 2had weaker cytotoxic activity than the Complex 1 and failed to inhibit the formation of LMS cellcolonies. The Complex 1 caused cell cycle arrest in G2/M and S phase without induction of cellapoptosis. In conclusion, vanadium complexes (V)OC18DEA and V(IV)Od-tocDPA possess potentcytotoxic activity but further experiments are required to increase their selectivity to kill cancer cells andto determine the precise mechanism of action. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή μελετήθηκαν οι αντικαρκινικές ιδιότητες δύο συμπλόκων βαναδίου και συγκεκριμένα του V(V)OC18DEA (Σύμπλοκο 1) και του V(IV)Od-tocDPA (Σύμπλοκο 2).Πραγματοποιήθηκαν in vitro πειράματα: α) σε κύτταρα λειομυοσαρκώματος επίμυος Wistar(leiomyosarcoma cells, LMS), β) σε κύτταρα οστεοσαρκώματος ανθρώπου, επιθηλιακού τύπου (U2-OS) και γ) σε φυσιολογικούς εμβρυϊκούς ινοβλάστες πνεύμονα ανθρώπου (MRC-5). Εκτιμήθηκε η ικανότητα πολλαπλασιασμού των κυττάρων σε αυξανόμενες συγκεντρώσεις των συμπλόκων με τηχρήση χρωστικής MTT, η ικανότητα των LMS κυττάρων να αναπτύσσουν αποικίες μετά από έκθεση στα σύμπλοκα βαναδίου ενώ μελετήθηκε και ο μηχανισμός κυτταρικού θανάτου των LMS κυττάρων που προκαλούν τα σύμπλοκα με τη χρήση κυτταρομετρίας ροής (προσδιορισμό απόπτωσης/νέκρωσης και ανάλυση κυτταρικού κύκλου). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το Σύμπλοκο 1 έχει ισχυρή κυτταροτοξική δράση χωρίς να εμφανίζει εκλεκτικότητα, δρώντας τόσο στα καρκινικά όσο και στα φυσιολογικά κύτταρα ενώ αναστέλλει την ικανότητα των κυττάρων LMS να αναπτύσσουν αποικίες. Σε μεγάλες συγκεντρώσεις επάγει την απόπτωση των κυττάρων μειώνοντας τον αριθμό των κυττάρων στη Φάση G1 και στη Φάση S και αυξάνοντας τον στη Φάση G2/M. Το Σύμπλοκο 2 παρουσιάζει και αυτό ισχυρή κυτταροτοξική δράση – ασθενέστερη ωστόσο του Συμπλόκου 1- χωρίς εκλεκτικότητα ενώ δεν αναστέλλει την ανάπτυξη αποικιών των LMS κυττάρων. Το Σύμπλοκο 2 μείωσε τον αριθμό των κυττάρων στη Φάση G1 και τον αύξησε στη Φάση G2/M και στη Φάση S. Δεν επάγει ωστόσο την απόπτωση των κυττάρων. Συμπερασματικά, τα σύμπλοκα βαναδίου V(V)OC18DEA καιV(IV)OdtocDPA διαθέτουν ισχυρή κυτταροτοξική δράση in vitro ωστόσο απαιτούνται περαιτέρω μελέτες ώστε να αυξηθεί η εκλεκτικότητα δράσης των συμπλόκων σε καρκινικά κύτταρα αλλά και να εξακριβωθεί ο ακριβής μηχανισμός δράσης τους. 844 154 158 Effects of euripideian drama (Ελένη,Ίων) on plautine comedy (Bacchides, Captivi) Επίδραση του ευριπίδειου δράματος (Ελένη, Ίων) στην πλαυτιανή κωμωδία (Bacchides, Captivi) This study was devised as a master thesis during our postgraduate courses in Classical Studies in University of Ioannina. Our purpose through this hermeneutic approach is to dissect some similarities considering themes, patterns and sometimes the structure of these plays. We will also examine whether the euripideian effect on Plautus is indirect through New Comedy (considering the existence of some Hellenistic prototypes of his plays) or direct through the quality of his culture. We will mainly dissect the way these two poets deploy the confusion of identity pattern, which appears in two forms: there is either confusion because of circumstances or a divine plan or confusion in a way of a ploy by the very same characters who willingly alter their identity. In order to find some answers about these questions, we will examine some mirror scenes of these plays from a microscopic perspective. Η παρούσα μελέτη εκπονήθηκε ως διπλωματική εργασία στο πλαίσιο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Σκοπός μας στο πλαίσιο αυτής της ερμηνευτικής προσέγγισης είναι να εξετάσουμε τις μοτιβιστικές-θεματικές και ενίοτε δομικές ομοιότητες ανάμεσα στην Ἑλένη και τον Ἲωνα και τις Bacchides και τους Captivi καθώς και κατά πόσο η επίδραση του Ευριπίδη στον Πλαύτο είναι έμμεση μέσω της Νέας Κωμωδίας, καθώς σώζονται και ελληνιστικά πρότυπα ορισμένων έργων του, ή άμεση μέσω της ποιότητας των γνώσεών του. Συγκεκριμένα θα μας απασχολήσει κυρίως ο τρόπος που οι δύο ποιητές αξιοποιούν το μοτίβο της σύγχυσης ταυτοτήτων το οποίο λαμβάνει δύο μορφές: αυτήν της σύγχυσης που προκύπτει εξαιτίας της τύχης ή κάποιου θεϊκού σχεδίου καθώς και τη μορφή του τεχνάσματος, της εκούσιας δηλαδή παραποίησης της ταυτότητας από τα ίδια τα πρόσωπα. Για να απαντήσουμε στα παραπάνω ερωτήματα θα εξετάσουμε μικροσκοπικά ορισμένες σκηνές των τεσσάρων έργων ως mirror scenes. 845 374 392 Design, synthesis and biological evaluation of new biodrastic compounds, analogues of Nilotinib and Imatinib, as inhibitors of protein kinases and polymerase of poly-(ADP-riboze) (PARP) Σχεδιασμός, σύνθεση και βιολογικός έλεγχος νέων βιοδραστικών ενώσεων, αναλόγων της Νιλοτινίβης (Νilotinib) και της Ιματινίβης (Ιmatinib) ως αναστολέων πρωτεϊνικών κινασών και της πολυμεράσης της πόλυ-(ΑDP-­ριβόζης) (PARP) Protein kinase are enzymes that modifies other proteins by adding phosphate group from ATP to them, a process which is called phosphorylation. Kinases are known to mediate and regulate the majority of cellular pathways, including survival, proliferation, transcription, differentiation, apoptosis and many other cellular processes. Phosporylation of proteins results in a functional change of the target substrate of protein via the alteration of the enzyme activity. Deregulation of protein kinases lead to alterations in functions of these enzymes which may launch series of pathological diseases and cancer, including malignant disorders such aschronic myeloid leukemia, gastrointestinal stromal tumors as well as non-malignant diseases. There are indisputable evidence that protein kinases are a validated drug targets for treatment of various diseases including cancer. The tremendous appeal for development of small low-molecule weight inhibitors as a therapeutic agents against many diseases constitutes a major target by many companies. Beyond the role of protein kinases in cellular processes, a very important family of proteins are poly(ADP-ribose)polymerases, PARPs. These polymerases are enzymes that catalyze the synthesis of negatively charged and branched polymers of ADP ribose (PAR) attached to other proteins, using as a substrate NAD+. Another objective of this present Phd thesis is stated the design, synthesis, biological evaluation of a new series of analogues of Nilotinib and Imatinib, which constitute structurally related compounds to Tasigna and Gleevec with specific modifications. Besides the mentioned before modifications on the primary structrure of Nilotinib and Imatinib, another major aim of the present PhD thesis is to provide a more effective and low cost total improved synthesis for the preparation of the imatinib and nilotinib analogues, compared to the described synthetic process by Novartis. We achieved a higher overall yield and a low cost synthetic process in which all the intermediate compounds and also the final compounds were easily isolated and obtained in higher yields compared to Novartis synthetic process. Finally, the new inhibitors were purified with column chromatography, considering that it is obligatory a high purity of them in the biological tests and were fully characterized by IR, 1H-NMR, 13C-NMR spectroscopy and high resolution mass spectrometry (ESI-HRMS). Οι πρωτεϊνικές κινάσες είναι ένζυμα που τροποποιούν άλλες πρωτεΐνες, προσθέτοντας τους φωσφορική ομάδα από το ΑΤΡ, μια διαδικασία που ονομάζεται φωσφορυλίωση. Οι κινάσες μεσολαβούν και ρυθμίζουν την πλειοψηφία των κυτταρικών μονοπατιών, συμπεριλαμβανομένου αυτού της επιβίωσης, πολλαπλασιασμού, μεταγραφής, διαφοροποίησης, απόπτωσης καθώς και άλλες κυτταρικές διεργασίες. Η φωσφορυλίωση των πρωτεϊνών έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της λειτουργίας του υποστρώματος της πρωτεΐνης μέσω της αλλαγής της ενζυμικής δραστηριότητας. Ωστόσο, η απορρύθμιση των πρωτεϊνικών κινασών οδηγεί σε τροποποιήσεις των ενζυμικών λειτουργιών, γεγονός που δυνητικά επάγει μια σειρά παθολογικών ασθενειών, συμπεριλαμβανομένων και κακοήθων ασθενειών, όπως η χρόνια μυελογενής λευχαιμία, στρωματικοί όγκοι του πεπτικού, αλλά και διάφορες μη κακοήθεις ασθένειες. Υπάρχουν μη αμφιλεγόμενα στοιχεία που καταδεικνύουν ότι οι πρωτεϊνικές κινάσες αποτελούν στόχους για τη θεραπεία πολυποίκιλων ασθενειών, όπως ο καρκίνος. Αποτελούν ελκυστικούς στόχους από πολλές φαρμακευτικές εταιρίες για την ανάπτυξη αναστολέων μικρού μοριακού βάρους ως θεραπευτικών παραγόντων κατά των διαφόρων ασθενειών που προκαλούν οι κινάσες. Πέρα από το ρόλο των πρωτεϊνικών κινασών στις κυτταρικές διεργασίες, θα γίνει αναφορά σε μια πολύ σημαντική οικογένεια πρωτεϊνών, που είναι πολυμεράσες της πόλυ-(ΑDP ριβόζης) (PARPs). Οι συγκεκριμένες πολυμεράσες είναι ένζυμα που καταλύουν τη σύνθεση αρνητικά φορτισμένων και διακλαδισμένων πολυμερών της ΑDP ριβόζης (PAR), τα οποία προσαρτώνται σε πρωτεΐνες στόχους, χρησιμοποιώντας ως υπόστρωμα το ΝΑD+. Ένα επιπλέον αντικείμενο μελέτης της παρούσας διδακτορικής διατριβής για τη σύνθεση αναστολέων κινασών αποτελεί ο σχεδιασμός, η σύνθεση και ο βιολογικός έλεγχος νέων αναλόγων Νilotinib και Ιmatinib, και δη ισοστερικών ενώσεων που σχετίζονται δομικά με τα συγκεκριμένα φαρμακευτικά σκευάσματα, μετά από συγκεκριμένες τροποποιήσεις. Ένας επιπρόσθετος στόχος της παρούσας διδακτορικής διατριβής αποτελεί η ανάπτυξη μιας αποδοτικότερης, χαμηλού κόστους ολικής συνθετικής πορείας για την Παρασκευή των νέων αναλόγων του Νilotinib και Ιmatinib, εν συγκρίσει με την πορεία που προτάθηκε και κατοχυρώθηκε από την εταιρεία Νovartis. Αναπτύχθηκε μια ολική συνθετική πορεία χαμηλού κόστους και με υψηλότερη συνολική απόδοση, κατά την οποία όλες οι ενδιάμεσες ενώσεις και τα τελικά προϊόντα, εν δυνάμει αναστολείς πρωτεϊνικών κινασών, απομονώθηκαν εύκολα και σε υψηλές αποδόσεις σε σχέση με την συνθετική πορεία της εταιρείας Νοvartis. Τέλος, όλες οι τελικές ενώσεις, εν δυνάμει αναστολείς ταυτοποιήθηκαν πλήρως με όλες τις σύγχρονες φασματοσκοπικές τεχνικές (IR, 1H-NMR, 13C-NMR και φάσματα μάζας υψηλής ευκρίνειας/ΕSI-HRMS), απομονώθηκαν δε σε υψηλή αναλυτική καθαρότητα, 99% και άνω, μέσω χρωματογραφίας στήλης. 846 545 518 the historical hand-written tradition of language (17th – early 19th century) η ιστορική χειρόγραφη παράδοση της γλώσσας (17ος αι.- αρχές 19ου αι.) This systematic study studies the evolution of the Greek language. The study focuses on the historical handwriting tradition of our language from the 17th century, until the beginning of the 19th century. It investigates the handwritten grammatical codes of the holy monastery of Ag. Stephanou Meteoron, with numbers 76 and 146, which deal with the historical description of the structure of the language.The research methodology and the historical-interpretive approach were necessary to deepen all information, written and spoken, following the rules and procedures that guide scientific research.The aim was achieved through the analysis and assurance of the validity and reliability of the information obtained from the scientific literature, from sources and handwritten codes. The connection between the Greek language, handwritten codes, “student books-mathimataria” and written language, with the forms it took over the centuries.The findings of the study reveal the greatness of the Greek language, the need to preserve it and the richness of knowledge gained from the study of manuscripts and “mathimataria”. We find that our language is an object that, as you explore it, you discover new aspects and new horizons for learning and studying.Starting from prehistoric times, we have seen that language is one of the greatest achievements of human civilization, because thanks to it, man has developed the language that forms the basis of his civilization.Continuing, we studied the Greek language and its written tradition, as it is of fundamental importance for the world language and culture, since, on one hand, it was used to express the most cultivated and philosophical thinking of the ancient world and on the other hand, because the new Greek language is based on it, but also a number of other languages, such as Latin and other Latin originated languages are based on Greek language as well.In conclusion, what gives the Greek language supremacy is the richness of its vocabulary, the ability to create new words, its accuracy and its literal meaning. It is a language "teacher", with historical continuity, wisdom and musicality. It is a fluent language.This is because our language has the peculiarity of continuing the language of ancient Greeks and as a model in European and modern civilization it has gained universalism. In its present form, properly cultivated, as the mother tongue of the young Greeks, is a worthy instrument of a Modern Greek civilization.In view of the Church's contribution to the preservation of the Greek language, we studied the history, the offer of education and the historical record of the Holy Monastery of St. Stephen Meteor. The valuable manuscript Codes housed in the archives of the monastery are evidence of the efforts of the monks and contributed to the education and cultural rebirth of the underprivileged Greek children during Turkish domination.The study of the two handwriting grammars revealed to us the way in which teaching was made, led us to historical sources, revealed to us that in those difficult times the Greek language survived. We have found that Grammar and, in particular, its handwritten tradition, is our irresistible spiritual advantage. It is the indisputable and actual linguistic richness of three thousand years, concentrated on a number of handwriting grammars, those that have been preserved in public, monastic and private archival collections. Η συστηματική αυτή έρευνα μελετά την εξέλιξη της Ελληνικής γλώσσας. Η μελέτη, επικεντρώνεται στην ιστορική χειρόγραφη παράδοση της γλώσσας μας από το 17ος αι. ως τις αρχές 19ου αι. Ερευνά τους χειρόγραφους γραμματικούς κώδικες της ιεράς Μονής Αγ. Στεφάνου Μετεώρων, με αριθμό 76 και 146, που έχουν ως θέμα τους την ιστορική περιγραφή της δομής της γλώσσας.Η ερευνητική μεθοδολογία και η ιστορικο-ερμηνευτική προσέγγιση, ήταν απαραίτητες για να θεμελιωθούν σε βάθος όλες οι πληροφορίες, γραπτές και προφορικές, ακολουθώντας τους κανόνες και τις διαδικασίες που καθοδηγούν την επιστημονική έρευνα.Ο σκοπός επιτεύχθηκε μέσα από την ανάλυση και τη διασφάλιση της εγκυρότητας και της αξιοπιστίας των πληροφοριών που πάρθηκαν από την επιστημονική βιβλιογραφία, από τις πηγές και τους χειρόγραφους κώδικες. Αναδείχθηκε, έτσι, η σύνδεση μεταξύ της ελληνικής γλώσσας, των χειρόγραφων κωδίκων, των μαθηματαρίων και της γραφής, με τις μορφές που πήρε ανά τους αιώνες.Τα συμπεράσματα της μελέτης αποκαλύπτουν το μεγαλείο της ελληνικής γλώσσας, την ανάγκη διατήρησής της και τον πλούτο της γνώσης που αποκτήθηκε από την έρευνα των χειρογράφων και των μαθηματαρίων. Διαπιστώνουμε ότι η γλώσσα μας είναι ένα αντικείμενο που όσο το διερευνάς, τόσο ανακαλύπτεις νέες πτυχές της και νέους ορίζοντες για μάθηση και μελέτη.Ξεκινώντας από τους προϊστορικούς χρόνους διαπιστώσαμε ότι η γλώσσα είναι μία από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού, αφού χάρη σ’ αυτή, ο άνθρωπος ανέπτυξε το λόγο που αποτελεί τη βάση του πολιτισμού του.Συνεχίζοντας, μελετήσαμε την ελληνική γλώσσα και τη γραφή της διαπιστώνοντας πως είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την παγκόσμια γλώσσα και τον πολιτισμό, καθώς από τη μια χρησιμοποιήθηκε για να εκφράσει την πιο καλλιεργημένη και φιλοσοφημένη σκέψη του αρχαίου κόσμου και διότι από την άλλη πάνω της στηρίζεται όχι μόνο η νέα ελληνική γλώσσα, αλλά και μια σειρά άλλων γλωσσών, όπως η λατινική και οι καλούμενες λατινογενείς γλώσσες.Συμπερασματικά, αυτό που προσδίδει στην ελληνική γλώσσα υπεροχή, είναι ο πλούτος του λεξιλογίου της, η δυνατότητα δημιουργίας νέων λέξεων, η ακριβολογία της και η κυριολεξία της. Είναι μια γλώσσα «δάσκαλος», με ιστορική συνέχεια, σοφία και μουσικότητα. Είναι μια αυτόφωτη γλώσσα.Κι αυτό επειδή η γλώσσα μας έχει την ιδιαιτερότητα να συνεχίζει τη γλώσσα των αρχαίων Ελλήνων και ως πρότυπο στον Ευρωπαϊκό και νεότερο πολιτισμό απέκτησε οικουμενικότητα. Στη σημερινή της μορφή κατάλληλα καλλιεργημένη, ως μητρική γλώσσα των νέων Ελλήνων, είναι άξιο όργανο ενός νεοελληνικού πολιτισμού. Με γνώμονα την προσφορά της Εκκλησίας στη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας, μελετήσαμε την ιστορία, την προσφορά στην εκπαίδευση και το ιστορικό αρχείο της Ιεράς Μονής Αγίου Στεφάνου Μετεώρων. Οι πολύτιμοι χειρόγραφοι Κώδικες που φιλοξενούνται στο αρχείο της μονής, είναι τεκμήρια της προσπάθειας των δασκάλων - μοναχών και συνέβαλαν στη μόρφωση, στην εκπαίδευση και στην πολιτισμική αναγέννηση των υπόδουλων ελληνόπαιδων.Η μελέτη των δύο χειρόγραφων γραμματικών, μας αποκάλυψε τον τρόπο με τον οποίο γινόταν η διδασκαλία, μας οδήγησε σε ιστορικές πηγές, μας φανέρωσε πως επιβίωσε, στους δύσκολους εκείνους καιρούς η ελληνική γλώσσα. Διαπιστώσαμε ότι η Γραμματική και ειδικότερα η χειρόγραφη παράδοσή της, είναι το ακαταμάχητο πνευματικό μας πλεονέκτημα. Είναι ο αδιαμφισβήτητος όσο και υπαρκτός γλωσσικός πλούτος τριών χιλιάδων χρόνων συμπυκνωμένος σε ενάριθμα φύλλα των χειρόγραφων γραμματικών, αυτών που έχουν διασωθεί σε δημόσιες, μοναστηριακές και ιδιωτικές αρχειακές συλλογές. 847 464 463 Mελέτη της σκλήρυνσης νάνο-τροποποιημένης τσιμεντόπαστας με χρήση υπέρηχων This post-graduate thesis aims at studying the hardening of nano-modified cement paste using ultrasound. The nano- modified cement paste consists of multi-wall carbon fiber, cement and water. The motivation of this study is the growing interest in research on nano-reinforcing building materials. Last, there is an effort to create composite materials modified by adding nano-materials contributing to changing their existing properties in order to improve them. Meanwhile, research and academia are studying the effect of nano-technology in the world of materials. Studies on nano-materials used to enforce building materials such as concrete, mortar or cement paste, are at an early stage so that the results of each study conducted constantly questioned but taken as a basis for further investigations. In the research conducted a series of experiments in cement paste in which the percentage of nano-reinforcement with cement was changed as well as the water percentage of water with the nano- modified cement. The measurements were started immediately after placing the sample in sampler and the sizes we measured were the speed, range and modulus elasticity, sizes able to give us important information about the efficiency of the structure and the best time in which this is achieved. In the first chapter, reference is made to cement, where its definition is given and reference is made to the production process, chemical composition, cement categories, cement and cement paste properties and cement hydration. In the same chapter is presented the hydration process, a mechanism which significantly influences the final properties of the cement paste. In the second chapter, reference is made to nanotechnology. Ιnitially refers to the impact of nanotechnology on construction, building materials and expected developments. They then refer to nano materials, their synthetic methods and their uniformity. In the third chapter, reference is made to carbon nanotubes. Initially reference is made to their structure, morphology and their properties. Τhen refers to the applications, the methods of production and their characterization. Finally, reference is made to the application of carbon nanotubes to cementitious materials. In the fourth chapter, reference is made to non-destructive tests and their methods of application. In the same chapter is presented non-destructive testing using Ultrasound with reference to ultrasound theory and control procedure to be followed. In the fifth chapter we describe the experimental part and in particular with pictures the preparation of carbon nanotubes suspension, the experimental procedure and the experimental device was used. Also, the results of the experiments are presented with diagrams of the propagation velocity in time as well as the elastic modulus in time of the specimens and the observations - comments on them. Finally, in the sixth chapter are mentioned the conclusions that follow from the observations made during the analysis of the results. Suggestions for further research on this subject are also provided. Η παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή στοχεύει στην μελέτη της σκλήρηνσης νανο-τροποποιημένης τσιμεντόπαστας με χρήση υπερήχων. Η νανο-τροποποιημένη τσιμεντόπαστα αποτελείται από νανοσωλήνες άνθρακα πολλαπλού τοιχώματος, τσιμέντο και νερό. Το κίνητρο αυτής της μελέτης είναι το όλο και αυξανόμενο ενδιαφέρον για έρευνα σχετικά με την νανο-ενίσχυση δομικών υλικών. Τελευταία, γίνεται προσπάθεια δημιουργίας σύνθετων τροποποιημένων υλικών με την προσθήκη νανο-υλικών που συντελούν στην αλλαγή των υπαρχουσών ιδιοτήτων τους, με στόχο τη βελτίωσή τους. Παράλληλα, ο ερευνητικός και επιστημονικός χώρος μελετούν την επίδραση της νανο-τεχνολογίας στον κόσμο των υλικών. Οι μελέτες για τα νανο-υλικά που χρησιμοποιούνται ως μέσο ενίσχυσης σε δομικά υλικά όπως σκυρόδεμα, κονίαμα ή τσιμεντόπαστα, βρίσκονται σε πρώιμο στάδιο γι’ αυτό τα πορίσματα της κάθε μελέτης που διενεργείται, τίθενται διαρκώς υπό αμφισβήτηση αλλά λαμβάνονται ως βάση για περεταίρω έρευνες. Στην έρευνα πραγματοποιήθηκε μία σειρά πειραμάτων σε τσιμεντόπαστα στα οποία άλλαζε το ποσοστό της νανο-ενίσχυσης με το τσιμέντο καθώς και το ποσοστό νερού με το νανο-τροποποιημένο τσιμέντο. Οι μετρήσεις ξεκινούσαν αμέσως μετά την τοποθέτηση του δείγματος στον δειγματοφορέα και τα μεγέθη που μετρήθηκαν ήταν η ταχύτητα, το εύρος και το μέτρο ελαστικότητας μεγέθη ικανά να μας δώσουν σημαντικές πληροφορίες όσον αφορά την αποδοτικότητα της κατασκευής και τον καλύτερο δυνατό χρόνο στον οποίο αυτή επιτυγχάνεται. Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στο τσιμέντο, όπου δίνεται ο ορισμός του και γίνεται αναφορά στην διαδικασία παραγωγής, στην χημική σύσταση, στις κατηγορίες τσιμέντου, στις ιδιότητες του τσιμέντου και της τσιμεντόπαστας καθώς και στην ενυδάτωση του τσιμέντου. Στο ίδιο κεφάλαιο παρουσιάζεται και η διεργασία ενυδάτωσης, μηχανισμός ο οποίος επιδρά σημαντικά στις τελικές ιδιότητες της τσιμεντόπαστας. Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στην νανοτεχνολογία. Αρχικά αναφέρεται στην επίδραση της νανοτεχνολογίας στην κατασκευή, στα δομικά υλικά και στις αναμενόμενες εξελίξεις. Στη συνέχεια, αναφέρεται στα νανουλικά, στις συνθετικές μεθόδους τους και στην ομοιομορφία τους. Στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στους νανοσωλήνες άνθρακα. Αρχικά γίνεται αναφορά στην δομή, την μορφολογία και στις ιδιοτητές τους. Στη συνέχεια, αναφέρεται στις εφαρμογές, στους μεθόδους παραγωγής και στον χαρακτηρισμό τους. Τέλος, γίνεται αναφορά στην εφαρμογή των νανοσωλήνων άνθρακα σε τσιμεντοειδή υλικά. Στο τέταρτο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στους μη καταστροφικούς ελέγχους και στις μεθόδους που εφαρμόζουμε. Στο ίδιο κεφάλαιο παρουσιάζεται ο μη καταστροφικός έλεγχος με χρήση Υπερήχων με αναφορά στην θεωρία των υπερήχων και την διαδικασία ελέγχου που ακολουθείται. Στο πέμπτο κεφάλαιο περιγράφεται αναλυτικά το πειραματικό μέρος και συγκεκριμένα με εικόνες η παρασκευή αιωρήματος νανοσωλήνων άνθρακα, η πειραματική διαδικασιά και η πειραματική διάταξη που χρησιμοποιήθηκε. Επίσης παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των πειραμάτων με διαγράμματα της ταχύτητας διάδοσης στον χρόνο καθώς και του μέτρου ελαστικότητας στον χρόνο των δοκιμίων και οι παρατηρήσεις – σχόλια σε αυτά. Τέλος στο έκτο κεφάλαιο αναφέρονται τα συμπεράσματα που προκύπτουν έπειτα από τις παρατηρήσεις που έχουν γίνει κατά την ανάλυση των αποτελεσμάτων. Επίσης δίνονται προτάσεις για περαιτέρω έρευνα πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. 848 70 73 This study empirically examines the effect of research and development at the levels of income inequality. Panel data are used in a global sample of countries and in particular for 192 countries for a period of twenty-five years from 1990 to 2015. Our results show that the vast majority of different measures of innovation impact on income inequality either positively or negatively but nonetheless the size of influence is small. Αυτή η μελέτη εξετάζει εμπειρικά την επίδραση της έρευνας και της ανάπτυξης στα επίπεδα της εισοδηματικής ανισότητας. Χρησιμοποιούνται διαστρωματικά στοιχεία σε ένα παγκόσμιο δείγμα χωρών και πιο συγκεκριμένα για 192 χώρες και για χρονικό διάστημα εικοσιπενταετίας από το 1990 έως το 2015. Τα αποτελέσματα μας δείχνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των διαφορετικών μέτρων της καινοτομίας επιδρούν είτε θετικά είτε αρνητικά πάνω στην εισοδηματική ανισότητα αλλά παρόλα αυτά το μέγεθος της επιρροής είναι μικρό. 849 227 247 Εκπαιδευτικά προγραμματιστικά περιβάλλοντα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση The study aims to present the results of a comparative study of Novice Programming Environments (NPE) based on pedagogical and technological characteristics, indicating similarities and differences and how these environments can be used in an empirical study of student’s progress. Three novice programming environments of different technological and pedagogical features, Code.org StarlogoTNG and Scratch were utilized and used to teach various programming concepts in two groups of the sixth grade at an elementary school, such as loops, conditions, events, variables and procedures. The results of the study, that arise from the Hierarchical Assessment of Programming, have shown that NPEs contribute to the educational process, to the understanding of programming concepts, and to the constructing of integrated projects. They also showed that there is no difference in learning outcomes and in performance between the two sexes when used different NPEs. The students’ opinion, without any significant statistical difference, highlighted Code.org as the easiest environment that helped students to identify and correct their mistakes, StarlogoTNG as the most useful environment that helped the creation of three-dimensional projects in a more entertaining way and Scratch as the most exciting environment that helped on familiarization and deeper understanding of programming concepts. The NPEs have transformed the programming into an attractive and enjoyable process, creating feelings of sympathy and at the same time they eliminated the negative feelings of fear and anxiety. Η παρούσα μελέτη φιλοδοξεί να παρουσιάσει τα αποτελέσματα της συγκριτικής ανάλυσης των Προγραμματιστικών Περιβαλλόντων για Αρχαρίους (ΠΠΑ) βάσει των παιδαγωγικών και τεχνολογικών χαρακτηριστικών εδραζόμενη στις ομοιότητες και τις διαφορές τους και αφετέρου στο πώς μπορούν αυτά τα επιλεγμένα περιβάλλοντα να αξιοποιηθούν σε μια εμπειρική μελέτη καταγραφής της πορείας των μαθητών. Τρία προγραμματιστικά περιβάλλοντα αρχαρίων διαφορετικών τεχνολογικών και παιδαγωγικών χαρακτηριστικών, το Code.org το StarlogoTNG και το Scratch αξιοποιήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν στη διδασκαλία διάφορων προγραμματιστικών εννοιών στα δυο τμήματα της έκτης τάξης του δημοτικού σχολείου, όπως είναι η επανάληψη, η επιλογή, τα γεγονότα, οι μεταβλητές, οι διαδικασίες. Τα αποτελέσματα της έρευνας, όπως αυτά προκύπτουν από την Ιεραρχική Αξιολόγηση Προγραμματισμού καταδεικνύουν ότι τα ΠΠΑ συμβάλλουν στην εκπαιδευτική διαδικασία, στην κατανόηση προγραμματιστικών εννοιών και στη κατασκευή ολοκληρωμένων έργων. Επίσης έδειξαν ότι δεν υπάρχει διαφορά στα μαθησιακά αποτελέσματα κατά τη χρήση διαφορετικών ΠΠΑ ούτε κάποια διαφοροποίηση στην επίδοση των δύο φύλων. Η άποψη των μαθητών, χωρίς να υπάρχει σημαντική στατιστική διαφορά, αναδεικνύει το Code.org ως το πιο εύκολο περιβάλλον που τους βοηθά να εντοπίσουν και να διορθώσουν τα λάθη τους, το StarlogoTNG ως το πιο χρήσιμο περιβάλλον που συμβάλλει στη δημιουργία τρισδιάστατων έργων με έναν πιο διασκεδαστικό τρόπο και το Scratch ως το πιο ενδιαφέρον περιβάλλον που βοηθά τους μαθητές στην εξοικείωση και εμβάθυνση των προγραμματιστικών εννοιών. Τα ΠΠΑ μετατρέπουν τον προγραμματισμό και τη διδασκαλία του σε μια ελκυστική και ευχάριστη διαδικασία δημιουργώντας αισθήματα αρέσκειας και εξαλείφοντας ταυτόχρονα τα αρνητικά αισθήματα του φόβου και του άγχους. 850 210 244 The family satisfaction in mothers of individuals with disabilities as compensatory factor of loneliness and depression Η οικογενειακή ικανοποίηση των μητέρων ατόμων με αναπηρία ως παράγοντας αντιστάθμισης της μοναξιάς και της κατάθλιψης The aim of this study is to evaluate the relationship between family satisfaction, loneliness and depression that are often experienced by mothers of people with disabilities, especially mothers of people with ASD and intellectual disability. At the same time, the present study evaluates the relationship between mothers' perceptions of disability of their child with depression, loneliness and family satisfaction. The sample consists of 268 mothers of people with disabilities, of whom 134 were mothers of people with intellectual disability and the other 134 mothers of people with ASD. The statistical analysis showed that loneliness is an important predictor of family satisfaction for both groups of mothers, however for mothers of people with intellectual disability it was found that apart from loneliness, the child’s gender and personal control are important predictive factors. In particular, mothers of people with ASD showed more depressive symptoms and loneliness than mothers of people with intellectual disability, while they appeared to be less satisfied with the relationships that were developed within the family. The results of the study indicate an imperative social - state responsibility for creating programs and infrastructures to support the parents in the difficult and ongoing fight. Η παρούσα έρευνα έχει ως σκοπό την εκτίμηση της σχέσης της οικογενειακής ικανοποίησης με τη μοναξιά και την κατάθλιψη που πολλές φορές βιώνουν οι μητέρες των ατόμων με αναπηρία, ιδιαίτερα οι μητέρες ατόμων με ΔΑΦ και νοητική αναπηρία. Παράλληλα, στόχος της έρευνας είναι η εκτίμηση της σχέσης των αντιλήψεων των μητέρων για την αναπηρία του παιδιού τους με την κατάθλιψη, τη μοναξιά και την οικογενειακή ικανοποίηση. Το δείγμα αποτέλεσαν 268 μητέρες ατόμων με αναπηρία εκ των οποίων οι 134 ήταν μητέρες ατόμων με νοητική αναπηρία και οι υπόλοιπες 134 μητέρες ατόμων με ΔΑΦ. Από τη στατιστική ανάλυση προέκυψε ότι η μοναξιά αποτελεί σημαντικό προβλεπτικό παράγοντα της οικογενειακής ικανοποίησης και για τις δύο ομάδες μητέρων, ωστόσο για τις μητέρες ατόμων με νοητική αναπηρία βρέθηκε ότι εκτός από τη μοναξιά σημαντικοί προβλεπτικοί παράγοντες της οικογενειακής ικανοποίησης αποτελούν το φύλο του παιδιού και ο προσωπικός έλεγχος. Επίσης, μεταξύ των δύο ομάδων βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στην κατάθλιψη, την αίσθηση μοναξιάς και την οικογενειακή ικανοποίηση. Συγκεκριμένα, οι μητέρες ατόμων με ΔΑΦ εμφάνισαν σε μεγαλύτερο βαθμό καταθλιπτικά συμπτώματα και μοναξιά από τις μητέρες ατόμων με νοητική αναπηρία, ενώ φάνηκε να είναι λιγότερο ικανοποιημένες από τις σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί μέσα στην οικογένεια. Από τα αποτελέσματα της έρευνας προβάλλεται η επιτακτική ανάγκη κοινωνικής – κρατικής μέριμνας για την δημιουργία προγραμμάτων και υποδομών που θα στηρίζουν έμπρακτα τους γονείς στο δύσκολο και διαρκή αγώνα τους. 851 214 241 Τρόποι αντιμετώπισης αγχογόνων καταστάσεων της οικογένειας που φροντίζει ασθενή με καρκίνο The diagnosis of cancer in a patient, does not only affect himself, but also his relatives with various modes. The care of a cancer patient creates multiple needs to these persons and gives rise to various psychosocial problems. In the first chapter, of the present study, a brief record of the major needs as well as of the disturbance of familial equilibrium is recorded and a review of the literature concerning the ways of coping is presented. In the second chapter is presented our research. The purpose of this research was, to investigate the ways of coping, which adopt the relatives of a cancer patient. In this pilot research, 36 relatives of cancer patient were enrolled. These persons responded at the «Ways of Coping» questionnaire (Lazarus and Folkmann, 1984) adopted in Greek by Karadimas (1998). The differences among the sex, the educational level and the age are discussed in respect of the factors-strategies. The study revealed no statistical significant differences. Nevertheless, the results and the deductions of this study are indicative. The investigation of the Ways of Coping is very important; in order to better understand the human behavior. The improved adaptation of the persons, which take care of cancer patients, will result to a better care and an essential support of their patient. Η διάγνωση του καρκίνου σε κάποιον ασθενή επηρεάζει με ποικίλους τρόπους όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και τους οικείους του. Είναι λογικό, η φροντίδα ενός ασθενή με καρκίνο να δημιουργεί πολυάριθμες ανάγκες στα άτομα αυτά, προξενώντας τους διάφορα ψυχοκοινωνικού ή και άλλου τύπου προβλήματα. Στην πρώτη ενότητα της παρούσας εργασίας, γίνεται μια σύντομη καταγραφή των βασικότερων από τις ανάγκες αυτές στην οικογένειας. Επίσης, γίνεται ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με τις στρατηγικές που χρησιμοποιούν τα άτομα για να αντιμετωπίσουν τις αγχογόνες καταστάσεις. Στη δεύτερη ενότητα παρουσιάζεται η έρευνα, που στόχος της ήταν να διερευνηθούν οι στρατηγικές αντιμετώπισης αγχογόνων καταστάσεων των συγγενών που φροντίζουν ασθενή με καρκίνο. Στην πιλοτική αυτή έρευνα συμμετείχαν 36 άτομα συγγενείς ασθενών που πάσχουν από καρκίνο. Τα άτομα αυτά απάντησαν στο ερωτηματολόγιο «Τρόποι Αντιμετώπισης Αγχογόνων Καταστάσεων» (Ways of coping) των Lazarus και Folkman σταθμισμένο στην ελληνική γλώσσα από τον Καραδήμα (1998). Στις απαντήσεις σχολιάζονται οι διαφορές των δύο φύλων, του μορφωτικού επιπέδου καθώς και η ηλικία ως προς τις στρατηγικές αντιμετώπισης αγχογόνων καταστάσεων. Από τις απαντήσεις προκύπτει ότι δεν παρατηρούνται στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των συμμετεχόντων. Παρόλο αυτά τα στοιχεία και τα στατιστικά συμπεράσματα της έρευνας είναι ενδεικτικά. Η μελέτη των στρατηγικών αντιμετώπισης αγχογόνων καταστάσεων είναι ιδιαίτερης σημασίας για την καλύτερη κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η καλύτερη προσαρμογή των ατόμων που φροντίζουν ασθενή με καρκίνο θα έχει ως αποτέλεσμα την παροχή καλύτερης φροντίδας και την ουσιαστικότερη υποστήριξη του. 852 162 175 Ενίσχυση της δημιουργικότητας στο μάθημα της μουσικής στο δημοτικό σχολείο This essay is about planning, implementing and evaluating a pilot study that lasts eight teaching hours and aims for promoting and strengthening creativity in the music lesson. Upon literature review, fieldwork was conducted in a class of seventeen second-grade students of the Primary school. The methodological tools for data collection and analysis, consist of free teamwork interview, observation with the use of keys, maintaining and systematically keeping records of the diary and questionnaire. Certain parameters that seem to reinforce a divergent way of thinking, such as producing various and original ideas, developing cooperation - team spirit, verbal and body expression, willingness for participation and provoking flow were observed and simultaneously, improving musical skills was investigated. To ensure evaluation objectivity, a questionnaire was distributed to the children. Findings validate the hypothesis that this pilot study strengthens and promotes creativity as all of the aforementioned parameters were detected, particularly that of cooperation, while at the same time the children’s musical skills were considerably improved. Η παρούσα εργασία αφορά στον σχεδιασμό, την εφαρμογή και την αξιολόγηση ενός πιλοτικού προγράμματος διδασκαλίας διάρκειας οκτώ διδακτικών ωρών με στόχο την προώθηση και την ενίσχυση της δημιουργικότητας στο μάθημα της μουσικής. Κατόπιν βιβλιογραφικής επισκόπησης πραγματοποιήθηκε επιτόπια έρευνα σε ένα τμήμα δεκαεπτά μαθητών και μαθητριών της Β΄ τάξης του Δημοτικού Σχολείου. Τα μεθοδολογικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη συλλογή και την ανάλυση των δεδομένων ήταν η ελεύθερη ομαδική συνέντευξη, η παρατήρηση με χρήση κλειδών, η τήρηση και συστηματική καταγραφή ημερολογίου και το ερωτηματολόγιο. Παρατηρήθηκαν κάποιες παράμετροι που φαίνεται να ενισχύουν την αποκλίνουσα σκέψη, όπως η πρόκληση ποικιλίας πρωτότυπων ιδεών, η ομαδική εργασία, η λεκτική και σωματική έκφραση, η προθυμία για συμμετοχή-ομαδικότητα και η ύπαρξη ροής και παράλληλα διερευνήθηκε η ανάπτυξη μουσικών δεξιοτήτων. Για την αντικειμενικότερη αποτίμηση χορηγήθηκε ερωτηματολόγιο στα παιδιά. Τα ευρήματα επιβεβαιώνουν την υπόθεση, ότι το παρόν πιλοτικό πρόγραμμα ενισχύει και προωθεί τη δημιουργικότητα, καθώς εντοπίστηκαν όλες οι προς παρατήρηση παράμετροι, ιδίως αυτή της ομαδικότητας, ενώ παράλληλα ενισχύθηκαν και οι μουσικές δεξιότητες των παιδιών. 853 449 448 Introduction: Inflammatory Bowel Disease (Inflammatory Bowel Disease-IBD) is a disease that has a direct involvement with infectious agents and infections, both in its pathogenesis and in its ongoing clinical course. Aim: The aim of the present study was to explore infections in IBD patients monitored for the past 30 years. Methods: This is a retrospective study through the records of the Gastroenterology Dept. of the General University Hospital of Ioannina, Greece and the associated Outpatient Clinic. In this study we included patients treated in the Gastroenterology Dept. and the 1st Internal Medicine Dept. of the General University Hospital of Ioannina, the “G. Hadjicostas” General Hospital of Ioannina and gastroenterologists of the District between 1982-2012. Results: Out of a total of 527 cases with IBD examined 42.7% (n=225) experienced an infection. The most prevalent cause of infections per disease in both subsets of patients was the bacterial factor, in particular in patients with Crohn’s Disease (Crohn’s Disease-CD) at a percentage of 38.7%, while in patients with Ulcerative Colitis (Ulcerative Colitis-UC) at a higher percentage of 42%. Half of the patients (51.1%) experienced an infection 1 time, 22.6% 2 times, 15.6% 3 times and 10.9% more than 4 times. Patients with UC had more infections than CD patients and indeterminate colitis (Indeterminate Colitis-IC), statistically non-significant (57% vs 42.1% vs 33.3%, p=0.149). Τhe frequency of incidence of infections showed that the gastrointestinal tract was infected at 98.2% of the patients, the skin at 38.3%, the upper respiratory tract at 27.7% and the urinary tract at 16.8%. In relation to the infestation of the gastrointestinal tract, which is the main organ of IBD expression, 45.9% were bacterial etiology infections. Out of all patients, 39.6% had to be admitted to the hospital and to treat the infection in hospital due to the severity of the disease, with an average duration of hospitalization of 11,1 (±9) days, while in case of a gastrointestinal associated infection the hospital stay duration increased in average by 3 days (13.6±3.4). A positive correlation was found between treatment with azathioprine and the risk of viral infection (29.6%, p=0.031). The percentage of 37.5% of the patients receiving mesalazine experienced an infection 1 time, 29.3% of the patients receiving azathioprine experienced an infection 2 times, 41.7% of methotrexate-treated patients showed an infection 4 times, as 40% of the patients receiving Infliximab, statistically significant (p= 0.001, p=0.001, p=0.006, p=0.002, respectively). Finally, 4.9% of the patients experienced tuberculosis. Conclusion: The incidence of infections in these patients is frequent. In order to best address them the scientific team must be alert; therefore the best treatment will be proposed. Patients should be informed about the risks of developing an infection and be trained in prevention methods. Εισαγωγή: Η Ιδιοπαθής Φλεγμονώδης Νόσος του Εντέρου (Ιδιοπαθής Φλεγμονώδης Νόσος του Εντέρου-ΙΦΝΕ) αποτελεί μια νοσογόνο κατάσταση, η οποία έχει άμεση εμπλοκή με μολυσματικούς παράγοντες και λοιμώξεις σε ότι αφορά στην αιτιοπαθογένειά της και στην εξελισσόμενη κλινική της πορεία. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση των λοιμώξεων σε ασθενείς με ΙΦΝΕ, οι οποίοι παρακολουθούνταν τα τελευταία 30 χρόνια. Μεθοδολογία: Πραγματοποιήθηκε αναδρομική μελέτη καταγραφής, μέσα από τα αρχεία της Γαστρεντερολογικής Κλινικής και του αντίστοιχου Εξωτερικού Ιατρείου. Στη μελέτη συμπεριλήφθησαν ασθενείς με ΙΦΝΕ, οι οποίοι παρακολουθούνταν στην Γαστρεντερολογική Κλινική και την Α΄ Παθολογική Κλινική του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων, το Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων "Γ. Χατζηκώστα", καθώς και από τους Γαστρεντερολόγους της Υγειονομικής Περιφέρειας, μεταξύ των ετών 1982-2012. Αποτελέσματα: Από το σύνολο των 527 περιστατικών με ΙΦΝΕ που ελέγχθηκαν, το 42,7%, (n=225) εμφάνισαν λοίμωξη. Επικρατέστερο αίτιο λοίμωξης ανά ασθένεια και στις δύο υποκατηγορίες ασθενών αποδείχθηκε ο βακτηριακός παράγοντας, συγκεκριμένα στους ασθενείς με νόσο Crohn (Crohn’s Disease-CD) σε ποσοστό 38,7%, ενώ στους ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα (Ulcerative Colitis-UC) σε μεγαλύτερο ποσοστό 42%. Οι μισοί ασθενείς (51.1%) παρουσίασαν λοίμωξη 1 φορά, το 22,6% 2 φορές, το 15,6% 3 φορές και το 10,9% πάνω από 4 φορές. Οι ασθενείς με UC παρουσίασαν περισσότερες λοιμώξεις σε σχέση με τους ασθενείς με CD και αδιευκρίνιστη κολίτιδα (Indeterminate Colitis-IC) χωρίς όμως, στατιστική σημαντικότητα (57% vs 42.1% vs 33.3%, p=0.149). Η καταγραφή κατά φθίνουσα συχνότητα επί του ποσοστού λοιμώξεων κατέδειξε ότι προσβλήθηκε το γαστρεντερικό σύστημα στο 98.2% των ασθενών, στο 38.3% το δέρμα, στο 27.7% το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα και στο 16.8% το ουροποιητικό σύστημα. Ιδιαίτερα, σε σχέση με την προσβολή του γαστρεντερικού συστήματος, το οποίο είναι κύριο όργανο έκφρασης της ΙΦΝΕ, το 45.9% των λοιμώξεων ήταν βακτηριακής αιτιολογίας. Από το σύνολο των ασθενών, το 39.6% χρειάσθηκε να εισαχθεί στο νοσοκομείο και να αντιμετωπιστεί η λοίμωξη ενδονοσοκομειακά, λόγω βαρύτητας της νόσου, με μέση διάρκεια νοσηλείας τις 11,1 (±9) ημέρες, ενώ η προσβολή του γαστρεντερικού συστήματος συνοδεύτηκε με αύξηση του μέσου όρου ημερών νοσηλείας κατά περίπου 3 ημέρες (13,6±3,4). Βρέθηκε θετική συσχέτιση μεταξύ της θεραπείας με αζαθειοπρίνη και του κινδύνου για ιογενή λοίμωξη (29.6%, p=0.031). Το 37.5% των ασθενών που ελάμβανε μεσαλαζίνη εμφάνισε 1 φορά λοίμωξη, το 29.3% των ασθενών που ελάμβανε αζαθειοπρίνη εμφάνισε 2 φορές, το 41.7% των ασθενών που ελάμβανε μεθοτρεξάτη εμφάνισε 4 φορές, όπως και το 40% των ασθενών που ελάμβανε Infliximab, ευρήματα με στατιστική σημαντικότητα (p=0,001, p=0,001, p=0,006, p=0,002, αντίστοιχα). Τέλος, το 4.9% των ασθενών εμφάνισε φυματίωση. Συμπεράσματα: Η εμφάνιση λοιμώξεων σε αυτούς τους ασθενείς είναι συχνή και για τη βέλτιστη αντιμετώπισή τους οφείλει η επιστημονική ομάδα να βρίσκεται σε εγρήγορση για την καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση. Οι ασθενείς θα πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με τους κινδύνους ανάπτυξης λοίμωξης και να εκπαιδεύονται στους τρόπους πρόληψης. 854 90 82 In this master thesis we present an introduction to Schauder bases theory in Banach spaces and some basic results. Subsequently, we study the class of unconditional Schauder bases and we give a complete characterization of the spaces c0 and tv, 1 < p < +to. Finally, we present the proof that c0, i\ and t2 are the only Banach spaces for which for every pair (xn)neN and (yn)neN of normalized unconditional bases of them, the bases (xn)n^N and (yn)neN are equivalent (problem of uniqueness of unconditional basis, up to equivalence). Σε αυτή τη μεταπτυχιακή διατριβή παρουσιάζουμε μια εισαγωγή στη θεωρία βάσεων Schauder σε χώρους Banach και κάποια βασικά αποτελέσματα. Στη συνέχεια, μελετούμε την κλάση των unconditional βάσεων Schauder και δίνουμε έναν πλήρη χαρακτηρισμό των χώρων co και £ρ, 1 < p < +to. Τέλος, παρουσιάζουμε την απόδειξη ότι οι c0, ί\ και ί2 είναι οι μοναδικοί χώροι Banach με την ιδιότητα δύο οποιεσδήποτε μοναδιαίες unconditional βάσεις τους (xn)neN και (yn)neN να είναι μεταξύ τους ισοδύναμες (πρόβλημα μοναδικότητας unconditional βάσης, ως προς ισοδυναμία). 855 214 182 One of the basic problems in the theory of isometric immersions, is to decide if a given isometric immersion f : M → N is the unique way to isometrically immerse the Riemannian manifold M into the Riemannian manifold N , up to an isometry of N . If this is the case, then f is called rigid. When f is not rigid, it is very important to find nontrivial isometric deformations of f . In this thesis we will prove that any minimal isometric immersion f : Mn → Qn+p of a simply connected Kaehler manifold Mn into a space of constant sectional curva- ture Qn+p, admits a 1-parameter associated family of minimal isometric immersions, up to congruence. We will conclude that the associated family is trivial if and only is f is pseudohomlomorphic. Furthermore, in Euclidean spaces we will deduce that every minimal immersion of a Kaehler manifold is pluriminimal, that every holomorphic isometric immersion is minimal and any pluriminimal isometric immersion admits a unique holomorphic representative. In the final chapter we will present the Gauss Parametrization of an Euclidean hypersurface whose nullity is of codimension two (no flat points). Then we use this tool in order to give a complete classification of Kaehler hypersurfaces into Euclidean spaces with no flat points. ΄Ενα από τα βασικότερα προβλήµατα της θεωρίας των ισοµετρικών εµβαπτίσεων είναι να αποφασιστεί αν µια ισοµετρική εµβάπτιση f : M → N , είναι ο µοναδικός τρόπος ισοµετρικής εµβάπτισης του πολυπτύγµατος Riemann M στο πολύπτυγµα Riemann N , ως προς ισοµετρία του N . Σε αυτή την περίπτωση η f θα καλείται άκαµπτη. ΄Ο- ταν η f δεν είναι άκαµπτη είναι πολύ σηµαντικό να βρούµε µη τετριµµένες ισοµετρικές παραµορφώσεις της. Στην παρούσα µεταπτυχιακή διατριβή θα αποδείξουµε ότι κάθε ελαχιστική ισοµετρική εµβάπτιση ενός απλά συνεκτικού πολυπτύγµατος Kaehler M σε χώρο έναν σταθερής καµπυλότητας Qc, επιδέχεται µια µονοπαραµετρική οικογένεια ισοµετρικών ελαχιστικών εµβαπτίσεων. Θα δούµε ότι η οικογένεια αυτή είναι τετριµµένη αν και µόνο αν η f είναι ψευδολόµορφη. Επιπλέον, σε Ευκλείδειους χώρους θα διαπιστώσουµε ότι οι έννοιες ελαχιστικότητα και υπερελαχιστικότητα είναι ταυτόσηµες. Κάθε ολόµορφη ισοµετρική εµβάπτιση ενός πολυπτύγµατος Kaehler είναι ελαχιστική και κάθε υπερελαχιστική εµβάπτιση δέχεται έναν µοναδικό ολόµορφο αντιπρόσωπο. Στο τελευταίο κεφάλαιο θα παρουσιάσουµε την παραµέτρηση του Gauss µιας Ευκλείδειας υπερεπιφάνειας µε µηδενοκατανοµή συνδιά- στασης δύο (χωρίς ισόπεδα σηµεία). Με βάση αυτό το εργαλείο θα ταξινοµήσουµε πλήρως τις υπερεπιφάνειες Kaehler του Ευκλείδειου χώρου. 856 311 281 Investigating the career of the graduates of the University of Ioannina Higher education is an important milestone in people’s life. Within undergraduate studies, it provides people with knowledge and skills capable of influencing their subsequent academic and professional paths and defining their course. The purpose of the present research is the tracking and analysis of graduates’ academic and professional paths. Four hundred and thirty one graduates from all the departments of the University of Ioannina participated in the study, except for the graduates of Medicine. The participants answered a structured questionnaire through telephone interviewing which was conducted by myself, as I had the role of the interviewer. The questionnaire aimed at collecting data about themselves, their family, their appraisal of their undergraduate studies at University of Ioannina and the link of undergraduate studies with academia and the workplace. Data was collected about the academic and professional background, such as the participation in postgraduate or doctoral studies, the participation in second undergraduate studies, the current employment status, the significant employment experience, the qualitative characteristics of employment (full-time employment, the relevance of employment with the object of undergraduate studies, the employees’ remuneration), the characteristics of the unemployed and the economically inactive and the preferences of the ideal employment. The results confirm the participation of graduates in postgraduate and doctoral programs, mainly in Greek universities, aiming at professional rehabilitation and professional development. In addition, the graduates’ transition to the labor market is associated with a high employment rate, mainly in positions of employees in the private sector and self-employed without staff, while the levels of heteroemployment seem to be high. Unemployed graduates abstain from employment due to the lack of jobs on their specialty, economically inactive graduates abstain from searching for job due to their participation in postgraduate and doctoral programs, whereas a position in the public sector is defined as the desirable employment. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελεί ορόσημο στη ζωή των ατόμων. Παρέχει στα άτομα γνώσεις και δεξιότητες στα πλαίσια των προπτυχιακών σπουδών, ικανές να επηρεάσουν τις μετέπειτα ακαδημαϊκές και εργασιακές διαδρομές τους και να καθορίσουν την πορεία τους. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η αποτύπωση και η ανάλυση των ακαδημαϊκών και εργασιακών διαδρομών των αποφοίτων. Στην έρευνα συμμετείχαν 431 απόφοιτοι του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων όλων των τμημάτων, πλην της Ιατρικής. Οι συμμετέχοντες/ουσες απάντησαν σε ειδικά διαμορφωμένο ερωτηματολόγιο μέσω τηλεφωνικής συνέντευξης που πραγματοποιήθηκε από εμένα ως συνεντεύκτρια. Το ερωτηματολόγιο στόχευε στη συλλογή δεδομένων σχετικά με τον εαυτό τους, την οικογένειά τους, τις αξιολογήσεις τους για τις προπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και τη σύνδεση των σπουδών με τον ακαδημαϊκό και εργασιακό χώρο. Αντλήθηκαν δεδομένα για την ακαδημαϊκή και εργασιακή διαδρομή τους, όπως η συμμετοχή σε πρόγραμμα μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών, η συμμετοχή σε δεύτερο πρόγραμμα προπτυχιακών σπουδών, η σημερινή κατάσταση απασχόλησης, οι (σημαντικές) εργασιακές εμπειρίες, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της απασχόλησης (πλήρης απασχόληση, συνάφεια απασχόλησης με το αντικείμενο των σπουδών, απολαβές των απασχολούμενων), τα χαρακτηριστικά των άνεργων και των μη οικονομικά ενεργών και οι προτιμήσεις της ιδανικής απασχόλησης. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν τη συμμετοχή των αποφοίτων σε μεταπτυχιακά προγράμματα, κυρίως σε ελληνικά πανεπιστήμια, με κυριότερο σκοπό την επαγγελματική αποκατάσταση και επαγγελματική εξέλιξη. Επιπλέον, η μετάβαση των αποφοίτων στην αγορά εργασίας συνδέεται με υψηλό ποσοστό απασχόλησης, κυρίως σε θέση μισθωτών ιδιωτικού τομέα και αυτοαπασχολούμενων χωρίς προσωπικό, με τα επίπεδα της ετεροαπασχόλησης να καταγράφονται αυξημένα. Οι άνεργοι απόφοιτοι απέχουν από την απασχόληση εξαιτίας της έλλειψης θέσεων εργασίας για την ειδικότητά τους, οι μη οικονομικά ενεργοί απόφοιτοι δεν αναζητούν εργασία, διότι πραγματοποιούν μεταπτυχιακές ή διδακτορικές σπουδές, ενώ η εργασία στο δημόσιο τομέα χαρακτηρίζεται ως η επιθυμητή εργασία για τους απόφοιτους. 857 262 255 Over the last years, according to the upheld provisions of Salamanca (1994) and the UNO treaty, the idea of a school open to anyone, and the simultaneous learning of all students with or without some handicap or special learning disabilities, known as inclusive education, is promoted. Inclusive education aims at fully accepting all different abilities of students, their despondence to any kind of learning needs and being equally treated without discrimination. In our country, at Primary School handicapped children or those with special learning disabilities are able to attend a regular classroom with or without parallel support, at a typical school, attending some classes in a Special Education Division of Integration and Special Educational Treatment Units. Teachers’ role in inclusive education is determinant. In this paper, educators’ views from Primary Education about whether students with or without special learning disabilities are able to attend a regular class or not, are examined. The sample of this research consists of 117 teachers of various Greek schools. In order to collect this information, a questionnaire was used. According to the results of the research, the majority of the educators are in favor of the concept of co-teaching under certain conditions. They believe that the coexistence of students with special learning disabilities do not impede the academic progress of the rest of the students. Moreover, they believe that the interaction among them has a positive impact on students with special learning disabilities concerning their socialization and achieving future goals. Finally, the social origin of students with special learning disabilities influence their socialization and their school performance. Τα τελευταία χρόνια, με τις επικυρωμένες διακηρύξεις της Σαλαμάνκα (1994) και τη Σύμβαση του ΟΗΕ προωθείται η ιδέα ενός σχολείου για όλους και η συνεκπαίδευση των μαθητών με και χωρίς αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες (ε.ε.α.), γνωστή και ως συμπεριληπτική εκπαίδευση (inclusion education). Η συμπεριληπτική εκπαίδευση αποσκοπεί στην πλήρη αποδοχή των διαφορετικών ικανοτήτων των παιδιών, στην ανταπόκριση των εκπαιδευτικών σε όλες τις μαθησιακές ανάγκες τους και στην ισότιμη μεταχείρισή τους, χωρίς διακρίσεις. Στη χώρα μας, στo δημοτικό σχολείο, οι μαθητές με αναπηρία και ε.ε.α. μπορούν να φοιτούν σε μια τυπική τάξη με ή χωρίς παράλληλη στήριξη, σε τυπικό σχολείο παρακολουθώντας κάποια μαθήματα στο Τμήμα Ένταξης και σε Ειδικά Σχολεία-Σχολικές Μονάδες Ειδικής Αγωγής. Ο ρόλος των εκπαιδευτικών στη συμπεριληπτική εκπαίδευση είναι καθοριστικός. Στην παρούσα εργασία εξετάζονται οι απόψεις των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για τη συνεκπαίδευση των μαθητών με και χωρίς ε.ε.α. σε τάξεις των τυπικών σχολείων. Δείγμα της έρευνας αποτελούν 117 δάσκαλοι από διάφορα σχολεία της Ελλάδας. Ως μέσο συλλογής των στοιχείων χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας η πλειονότητα των εκπαιδευτικών του δείγματος είναι θετικοί προς τη συνεκπαίδευση στη γενική τάξη υπό κάποιες προϋποθέσεις και θεωρεί ότι η ύπαρξη των μαθητών με ε.ε.α στη τυπική τάξη δεν παρεμποδίζει την ακαδημαϊκή πρόοδο των μαθητών χωρίς ε.ε.α. Επίσης πιστεύει ότι η αλληλεπίδραση μεταξύ των μαθητών με και χωρίς ε.ε.α λειτουργεί θετικά για τους μαθητές με ε.ε.α. τόσο στην κοινωνικοποίησή τους όσο και στην επίτευξη γνωστικών στόχων. Επίσης, θεωρεί ότι η κοινωνική προέλευση των μαθητών με ε.ε.α. επιδρά στην κοινωνικοποίηση και στη σχολική τους επίδοση. 858 143 148 The functioning of the forex market and the determinants of exchange rate Η λειτουργία της αγοράς συναλλάγματος και οι προσδιοριστικοί παράγοντες καθορισμού των ισοτιμιών In this paper I will investigate the determinants of exchange rates and their fluctuations over time. There are two main lines of thoughts that underlie modern theories of exchange rates: the PPP (Purchasing Power Parity) and UIP (Uncovered Interest rate Parity). These two theories are the main building blocks of three macro-economic models we examine: IS-LM-BP, Mundell-Fleming and Dornbush. Via these models we are able to see through the various interconnections of exchange rates with main aggregates such as GDP, and inflation. In the empirical part of the paper we will utilizeobservations on main macroeconomic variables of the US’s economy for the estimation of Garch models (Generalized Autoregressive Conditional Heteroskedastic model). Through this model we will show the timing of the economic crises that affected the US economy including FOREX markets. Στην παρούσα εργασία θα εξεταστούν οι συναλλαγματικές ισοτιμίες και η μεταβολή τους διαχρονικά. Η εξέταση θα γίνει μέσω της ανάλυσης τριών υποδειγμάτων: του υποδείγματος IS-LM-BP, Mundell-Fleming και Dornbush. Μέσω αυτών των μοντέλων μπορούμε να δούμε τις διάφορες διασυνδέσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών με βασικά μακροοικονομικά μεγέθη όπως το ΑΕΠ και ο πληθωρισμός. Οι δύο βασικές θεωρίες καθορισμού των συναλλαγματικών ισοτιμιών που θα αναλύσουμε είναι η PPP (Purchasing Power Parity) και η UIP (Uncovered Interest rate Parity). Οι δύο αυτές θεωρίες αποτελούν τους βασικούς θεμέλιους λίθους για την κατασκευή των οικονομικών υποδειγμάτων. Στο εμπειρικό μέρος της εργασίας θα γίνει η μέτρηση βασικών μακροοικονομικών μεταβλητών στην Αμερικανική οικονομία, μέσω του υποδείγματος Garch (Generalized Autoregressive Conditional Heteroskedastic model). Μέσω του υποδείγματος αυτού θα δείξουμε τις οικονομικές κρίσεις, οι οποίες επηρεάζουν την παγκόσμια οικονομία και κατά συνέπεια και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. 859 412 379 The relationship of victimization as a result of bullying, with depression, anxiety and self-esteem for third grade students and High School A students at the department of Ioannina Η σχέση της θυματοποιησης, ως προϊόν ενδοσχολικής βίας, με την κατάθλιψη, το άγχος, και την αυτοεκτίμηση μαθητών γ΄ γυμνάσιου και α΄ λυκείου στο Ν. Ιωαννίνων Bullying constitutes a form of aggressiveness, which takes place in the school area and has strong negative effects on all the involved member of the school community.PURPOSE AND TARGETS: The purpose of the research, is the study of the phenomenon of bullying regarding teenage students in Greece and more specifically in the County of Ioannina. Side research targets are the investigation of whether demographic factors and factors about social life of teenagers are related with their participation at bullying incidents from the side of the victim, as well as whether their victimization is related with depression, anxiety and the level of their selfesteem. Furthermore, this study aims to detect the differences between the students of Gymnasium and Lyceum.MATERIAL AND METHOD: The sample of this research consists of 792 students from Gymnasium and Lyceum. In specific, 412 (52%) were students of the third grade of Gymnasium and 380 (48%) were students of the first grade of Lyceum. For the collection of the dara, a questionnaire was distributed, which was divided in six (6) subunits which evaluated the following: (a) demographic characteristics, (b) social life of the teenagers, (c) bullying, (d) selfesteem, (e) depression, and lastly (f) anxiety. The completion of the questionnaire from the students was made in groups inside the school classes and the duration was two teaching hours. For the analysis, the statistical program SPSS 19.0 was used.RESULTS: Almost 16% of teenagers reported that they have been bullied at school. Differences between students of Gymnasium and Lyceum as well as gender differences were not found. The living conditions of the parents and the friendly relationship between the teenagers were found to be related regardless of school bullying and the teenagers coming from divorced families with no friends were found to have a higher chance of victimization. The students who were victims of school bullying had lower selfesteem and higher levels of depression and anxiety, compared to the students who had not been victimized.CONCLUSIONS : Bullying constitutes an existing problem for the secondary education schools in Greece and is linked with the appearance of mental health problems at teenagers who play the part of the victim. Therefore, it is very crucial to create an official education policy regarding the prevention and the confrontation of the phenomenon of Bullying.Key words: Bullying, anxiety, depression, selfesteem, puberty. Ο σχολικός εκφοβισμός αποτελεί μια μορφή επιθετικότητας, η οποία εκδηλώνεται στο χώρο του σχολείου και έχει έντονες αρνητικές επιδράσεις σε όλα τα εμπλεκόμενα μέλη της σχολικής κοινότητας. ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ: Σκοπός της έρευνας είναι η μελέτη του φαινομένου του σχολικού εκφοβισμού σε εφήβους μαθητές στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα στο Νομό Ιωαννίνων. Επιμέρους ερευνητικοί στόχοι είναι η διερεύνηση του κατά πόσο δημογραφικοί παράγοντες και παράγοντες για την κοινωνική ζωή των εφήβων σχετίζονται με τη συμμετοχή τους σε περιστατικά σχολικού εκφοβισμού από την πλευρά του θύματος, καθώς και του κατά πόσο η θυματοποίησή τους σχετίζεται με την κατάθλιψη, το άγχος και το επίπεδο της αυτοεκτίμησής τους. Επιπλέον, στόχος είναι ο εντοπισμός διαφορών μεταξύ των μαθητών Γυμνασίου και Λυκείου.ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ: Το δείγμα της έρευνας αποτελούν 792 μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου. Συγκεκριμένα, 412 (52%) ήταν μαθητές Γ’ Γυμνασίου και 380 (48%) ήταν μαθητές Α’ Λυκείου. Για τη συλλογή των δεδομένων διανεμήθηκε ένα ερωτηματολόγιο, το οποίο χωριζόταν σε έξι (6) υποενότητες που αξιολογούσαν τα εξής: (α) δημογραφικά στοιχεία, (β) κοινωνική ζωή των εφήβων, (γ) σχολικό εκφοβισμό, (δ) αυτοεκτίμηση, (ε) κατάθλιψη και, τέλος, (στ) το άγχος. Η συμπλήρωση του ερωτηματολογίου από τους μαθητές γινόταν ομαδικά μέσα στις σχολικές τάξεις και διαρκούσε δύο διδακτικές ώρες. Για την ανάλυση χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πρόγραμμα SPSS 19.0. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Περίπου το 16% των εφήβων ανέφεραν ότι έχουν θυματοποιηθεί στο σχολείο. Δεν βρέθηκαν διαφορές μεταξύ μαθητών Γυμνασίου και Λυκείου και ανάλογα με το φύλο. Οι συνθήκες διαβίωσης των γονιών και οι φιλικές σχέσεις των εφήβων βρέθηκαν να σχετίζονται ανεξάρτητα με το σχολικό εκφοβισμό, με τους εφήβους που προέρχονται από διαζευγμένες οικογένειες και δεν έχουν φίλους να έχουν υψηλότερη πιθανότητα θυματοποίησης. Οι μαθητές που ήταν θύματα σχολικού εκφοβισμού είχαν χαμηλότερη αυτοεκτίμηση και υψηλότερα επίπεδα κατάθλιψης και άγχους, σε σύγκριση με τους μαθητές που δεν είχαν πέσει θύματα. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Ο σχολικός εκφοβισμός συνιστά υπαρκτό πρόβλημα για τα σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα και συνδέεται με την εμφάνιση προβλημάτων ψυχικής υγείας στους εφήβους που καταλαμβάνουν τον ρόλο του θύματος. Συνεπώς, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη εγχάραξης επίσημης εκπαιδευτικής πολιτικής για την πρόληψη και την αντιμετώπιση του φαινομένου του σχολικού εκφοβισμού. .Λέξεις κλειδιά: σχολικός εκφοβισμός, άγχος, κατάθλιψη, αυτοεκτίμηση, εφηβεία. 860 217 208 Calibration and validation of instruments measuring academic ability in physics using item response theory Βαθμονόμηση και επικύρωση εργαλείων μέτρησης της ακαδημαϊκής ικανότητας στη φυσική, χρησιμοποιώντας θεωρία απόκρισης ερωτήματος Educational measurement typically aims at evaluating the abilities and knowledge of students in various fields such as mathematics, language, science, physics etc., using tests, questionnaires and other instruments. The aim of this thesis is to create valid instruments that measure the academic ability in mechanics through calibrating already used ones. An instrument that was used for similar purposes in other studies was analyzed separately for each category of the sample, by fitting the data into IRT models with the statistical software Stata 14. Based on the results of the analysis, a new instrument was created for each category, with only one exception, where this was not possible due to serious statistical problems. The four new instruments were distributed to a total of 489 subjects and subsequently they were analyzed in the same way, in order to examine their improvement. All of them appeared to be improved, each one at a different degree. In this way, it was once again highlighted how IRT can be of great importance at the development of instruments in the area of Physics research (and furthermore of educational research). The implementation of this theory can lead to more accurate measurement instruments and consequently to more accurate measurement and conclusions. Η εκπαιδευτική μέτρηση στοχεύει τυπικά στην αξιολόγηση των ικανοτήτων και των γνώσεων των μαθητών σε διάφορους τομείς όπως τα μαθηματικά, η γλώσσα, η φυσική κλπ., χρησιμοποιώντας τεστ, ερωτηματολόγια και άλλα όργανα. Ο σκοπός αυτής της εργασίας είναι να δημιουργήσει έγκυρα όργανα που μετρούν την ακαδημαϊκή ικανότητα στη Μηχανική μέσω της βαθμονόμησης ήδη χρησιμοποιημένων. Ένα όργανο που χρησιμοποιήθηκε για παρόμοιους σκοπούς σε άλλες μελέτες, αναλύθηκε ξεχωριστά για κάθε κατηγορία του δείγματος, προσαρμόζοντας τα δεδομένα σε μοντέλα της Θεωρίας Απόκρισης Ερωτήματος (ΘΕΑ) χρησιμοποιώντας το στατιστικό λογισμικό STATA 14. Με βάση τα αποτελέσματα της ανάλυσης, ένα νέο όργανο δημιουργήθηκε για κάθε κατηγορία, με μόνο μια εξαίρεση, όπου αυτό δεν κατέστη δυνατό λόγω σοβαρών στατιστικών προβλημάτων. Τα τέσσερα νέα ερωτηματολόγια μοιράσθηκαν σε ένα δείγμα 489 υποκειμένων συνολικά και στη συνέχεια αναλύθηκαν με τον ίδιο τρόπο, έτσι ώστε να εξεταστεί ο βαθμός βελτίωσής τους. Όλα τα όργανα παρουσίασαν βελτίωση, το καθένα σε διαφορετικό βαθμό. Μέσω αυτού, αναδεικνύεται η σημαντικότητα της ΘΕΑ στην κατασκευή οργάνων μέτρησης στον τομέα της έρευνας της Φυσικής (και κατ’ επέκταση της εκπαιδευτικής έρευνας). Η εφαρμογή αυτής της θεωρίας μπορεί να οδηγήσει σε πιο ακριβή όργανα μέτρησης και κατά συνέπεια σε πιο ακριβή μέτρηση και συμπεράσματα. 861 386 383 Study of the intraoperative endothelial injury of implanted vein grafts during coronary artery bypass grafting and correlation with intraoperative protective measures Μελέτη του διεγχειρητικού ενδοθηλιακού τραύματος των εμφυτευθέντων φλεβικών μοσχευμάτων κατά την αορτο-στεφανιαία παράκαμψη και συσχέτιση με διεγχειρητικά μέτρα προστασίας Coronary artery disease is the leading cause of death worldwide. Coronary artery bypass grafting remains the treatment of choice in myocardial revascularization against multi-vessel coronary artery and left main disease. Although their suboptimal long-term patency, saphenous vein grafts are the most widely used conduits during coronary artery bypass grafting. Consequently, vein graft failure remains a major problem. As a result, strategies improving long-term vein graft patency are imperative. Multiple factors, including graft storage solution from the time of harvesting to the time of graft implantation, influence endothelial integrity and subsequently long-term graft patency. Therefore, it is imperative to ideally store the unaffected by the harvesting procedure parts of the endothelium to avoid further endothelial deterioration. However, there are contradictory data about the optimal storage solution. The addition of potassium in the storage solution seems to be protective for the saphenous vein graft endothelium. MATERIAL & METHODS A single centre, prospective trial including 40 consecutive patients was conducted. Eligibility criteria included all patients submitted to coronary artery bypass grafting with at least one planned vein graft no matter their comorbidities, the extent of their coronary artery disease, their sex, age or any other factors. An excess of the vein graft was harvested and divided into four different parts stored to different conditions; in conventional heparin-enriched blood saline solution or in a cardioplegic solution, in room temperature (20-22°C) and in the refrigerator (5°C). The endothelium integrity was evaluated via light microscopy and immunohistochemistry using an antibody against CD31. RESULTS Our comparative analysis revealed a significant effect of vein storage solution on the integrity of vein endothelium, F(2.798, 109.1)=22.46, p<0.0001. Cardioplegic solutions are significantly better for the preservation of the endothelial integrity of the vein samples, whereas storage temperature does not seem to be a significant factor. CONCLUSIONS Storage solutions have a critical role in the preservation of the vein graft endothelial structural and functional integrity. An intact endothelium is of paramount importance for graft patency. However, physiologic saline solution, although most widely used as a storage solution, impairs vascular and endothelial function even after short-time storage. On the contrary, cardioplegic solutions result in significantly better endothelial preservation. The association with superior clinical outcomes remains to be proved. Η στεφανιαία νόσος είναι η πρώτη αιτία θανάτου παγκοσμίως. Η αορτοστεφανιαία παράκαμψη παραμένει η θεραπεία εκλογής στην αντιμετώπιση της πολυαγγειακής στεφανιαίας νόσου και της νόσου στελέχους. Παρά τη μη βέλτιστη μακροπρόθεσμη βατότητα, τα μοσχεύματα της σαφηνούς φλέβας είναι το συχνότερα χρησιμοποιούμενα στην αορτοστεφανιαία παράκαμψη. Συνεπώς, η αστοχία του φλεβικού μοσχεύματος (VGF) παραμένει μείζον πρόβλημα. Έτσι, στρατηγικές βελτίωσης της απώτερης βατότητας των φλεβικών μοσχευμάτων είναι κρίσιμες. Πολλαπλοί παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του διαλύματος συντήρησης του μοσχεύματος από την ώρα της παρασκευής ως την εμφύτευσή του, επηρεάζουν την ακεραιότητα του ενδοθηλίου και την επακόλουθη μακροχρόνια βατότητά του. Επομένως, είναι αναγκαία η ιδανική αποθήκευση των διασωθέντων από την τεχνική παρασκευής τμημάτων του ενδοθηλίου για να αποφευχθεί περαιτέρω καταστροφή του ενδοθηλίου. Ωστόσο, υπάρχουν αντικρουόμενα στοιχεία σχετικά με το ιδανικό διάλυμα συντήρησης. Η προσθήκη καλίου στο διάλυμα συντήρησης φαίνεται να είναι προστατευτική για το ενδοθήλιο του μοσχεύματος της σαφηνούς φλέβας. ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ Διεξήχθη μια μονοκεντρική, προοπτική μελέτη που περιελάμβανε 40 διαδοχικούς ασθενείς. Τα κριτήρια εισαγωγής περιελάμβαναν όλους τους ασθενείς που επρόκειτο να υποβληθούν σε αορτοστεφανιαία παράκαμψη με τουλάχιστον ένα φλεβικό μόσχευμα, ανεξαρτήτως της συννοσηρότητας, της έκτασης της στεφανιαίας νόσου, του φύλου, της ηλικίας ή άλλων παραγόντων. Παρασκευάστηκε περίσσεια του φλεβικού μοσχεύματος και χωρίστηκε σε τέσσερα τμήματα που αποθηκεύτηκαν σε διαφορετικές συνθήκες – σε συμβατικό αιματογενές, χλωριονατριούχο διάλυμα, εμπλουτισμένο με ηπαρίνη ή σε ένα καρδιοπληγικό διάλυμα, σε θερμοκρασία δωματίου (20-22°C) και στο ψυγείο (5°C). Η ακεραιότητα του ενδοθηλίου αξιολογήθηκε μέσω φωτομικροσκοπίου και ανοσοϊστοχημείας χρησιμοποιώντας ένα αντίσωμα έναντι του CD31. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Η συγκριτική μας ανάλυση αποκάλυψε σημαντική επίδραση του διαλύματος συντήρησης της φλέβας στην ακεραιότητα του φλεβικού ενδοθηλίου, F(2.798, 109.1)=22.46, p<0.0001. Τα καρδιοπληγικά διαλύματα είναι στατιστικώς σημαντικά καλύτερα για τη διατήρηση της ακεραιότητας του ενδοθηλίου των φλεβικών μοσχευμάτων, ενώ η θερμοκρασία αποθήκευσης δεν φαίνεται να είναι σημαντικός παράγοντας. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Τα διαλύματα συντήρησης έχουν κρίσιμο ρόλο στη διατήρηση της δομικής και λειτουργικής ακεραιότητας του φλεβικού μοσχεύματος. Το άθικτο ενδοθήλιο είναι κρίσιμης σημασίας για τη βατότητα του μοσχεύματος. Ωστόσο, ο φυσιολογικός ορρός, παρόλο που αποτελεί το πιο συχνά χρησιμοποιούμενο διάλυμα συντήρησης, βλάπτει την αγγειακή και ενδοθηλιακή λειτουργία ακόμα και μετά από βραχύ διάστημα συντήρησης. Αντιθέτως, τα καρδιοπληγικά διαλύματα οδηγούν σε σημαντικά καλύτερη διατήρηση του ενδοθηλίου. Η συσχέτιση με ανώτερα κλινικά αποτελέσματα μένει να αποδειχτεί. 862 349 334 The notion of an institution acquired its current meaning within the capitalistic system, hence after the French (1789) and the American (1779) revolution. Artists’ critical intentions may have always been present, but they were named, and officially recognized as an artistic tool in the 20th century. It was at that point that artists’ critical inquiries came face to face with the principles of capitalism. The most characteristic example is probably the Dada movement. However, before that, as well as afterwards, there can be spotted other cases of radical artistic intervention too. Such efforts, combined with the respective theoretical base, led to the emerging of institutional critique as an artistic expression. Institutional critique has begun to be used as a method of artistic expression mainly in the sixties, when the sociopolitical circumstances dictated such a need. It went on during the eighties and the nineties as well, but with certain differences. Today it is still alive, trying to find new alternatives. Its evolution is directly related to social events, since the institutions of art are a part of the society as a whole, and move along with it. Due to this interactive relationship, the interpretation of institutional critique is interchangeable depending on time and space. In this paper, the Greek case is studied as an example of a peripheral art scene. In this country, institutions concerning the arts and the critique they were subjected to were shaped by historical circumstances, which at times didn’t relate to the events in the West. By briefly examining the course of this phenomenon in time, it is becoming clearer which parts of the «Artworld» were mostly commented by the artists, and which were their social impacts. However, since neoliberal ideology is able to incorporate every form of contradiction, what kind of potential could 6 this type of art actually have? What kind of goals and ambitions could a contemporary artist have? Institutional critique may not have the ability to be used as a creative reactionary field on its own, but with the appropriate changes, it could contribute in the twist of the whole context. Η έννοια του θεσμού παγιώθηκε, με τη σημερινή της μορφή, με την εδραίωση του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος, δηλαδή μετά τη γαλλική (1789) και την αμερικανική (1776) επανάσταση. Η διάθεση των καλλιτεχνών για κριτική υπήρχε ανέκαθεν, αλλά αναγνωρίστηκε και επίσημα ως εργαλείο δράσης και απέκτησε όνομα μέσα στον 20ο αιώνα. Τότε, ήταν αναπόφευκτο να έρθουν σε αντιπαράθεση οι κριτικές αναζητήσεις των εικαστικών με τα αξιώματα του καπιταλισμού. Πιο χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Dada, αλλά, τόσο προηγουμένως, όσο και μετέπειτα, μπορούν να εντοπιστούν περιστασιακά ανατρεπτικές εικαστικές παρεμβάσεις. Τέτοιες προσπάθειες, σε συνδυασμό με το ανάλογο θεωρητικό υπόβαθρο, γέννησαν τελικά τη θεσμική κριτική ως εικαστική έκφραση. Η θεσμική κριτική ξεκίνησε να χρησιμοποιείται ως εργαλείο εικαστικής έκφρασης κυρίως από τη δεκαετία του 1960 και μετά, όταν οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της εποχής υπαγόρευσαν μια τέτοια ανάγκη. Συνεχίστηκε το 1980 και το 1990 με ορισμένες διαφοροποιήσεις, για να φτάσει μέχρι και σήμερα, προσπαθώντας να βρει νέες διεξόδους. Η εξέλιξή της συνδέεται άμεσα με τις γενικότερες κοινωνικές εξελίξεις, αφού οι θεσμοί της τέχνης ενυπάρχουν στο συνολικό πλαίσιο και κινούνται παράλληλα μαζί του. Εξαιτίας της σχέσης αυτής, η σημασία της θεσμικής κριτικής μεταβάλλεται σύμφωνα με τον χώρο και τον χρόνο. Έτσι, στην περίπτωση της Ελλάδας, η οποία εξετάζεται εδώ ως μια παραδειγματική περίπτωση περιφερειακής εικαστικής σκηνής, οι θεσμοί για την τέχνη και η κριτική που τους ασκήθηκε κατά καιρούς, διαμορφώθηκαν από τις ανάλογες ιστορικές συγκυρίες, οι οποίες δεν συμβάδιζαν απαραίτητα με τα όσα συνέβαιναν στη Δύση. Εξετάζοντας συνοπτικά την πορεία του φαινομένου στον χρόνο, διαφαίνονται τα στοιχεία του «κόσμου της τέχνης» που ήθελαν να σχολιάσουν κάθε φορά οι καλλιτέχνες, καθώς και οι κοινωνικές τους προεκτάσεις. Από τη στιγμή όμως που το νεοφιλελεύθερο σύστημα μπορεί να απορροφά πλέον κάθε μορφή αντίδρασης, ποιες είναι οι δυνατότητες δράσης ενός τέτοιου είδους τέχνης; Ποιες θα μπορούσαν να είναι οι βλέψεις και οι επιδιώξεις των εικαστικών σήμερα; Η θεσμική κριτική ίσως να μη δύναται να χρησιμοποιηθεί πια μεμονωμένα ως ένα δημιουργικό πεδίο αντιλόγου, αλλά με τους κατάλληλους μετασχηματισμούς μπορεί να συμβάλλει στη δημιουργία μιας νέας συνθήκης συνολικά. 863 428 431 The interaction of love in professional clinical care and its connection with burnout Η διασύνδεση της αγάπης στην κλινική επαγγελματική φροντίδα και η σχέση της με την επαγγελματική εξουθένωση The clinical professional care where the patient is the center of science, serves care to the patient in a biopsychosocial level. The phenomenon of love in the clinical field, in other words, the practical love through specific features, is the "ultimate investment" of the well-being, both to the patient and to the health professional. Love is the source of deeper healing, it is structured in the concepts of supply and enjoyment, as it is seen in every active care relationship, with the aim of fulfilling deeper needs. On the other hand, burnout is a common and painful condition in the clinical environment, which leads to adverse effects such as emotional exhaustion, depersonalization and reduced personal fulfillment. Both love and burnout affect clinical reality and acquire their meaning (mature composition) only when they are approached through the "limits of care". Purpose The aim of this research study was to investigate the role of love and its connection with burnout in the context of clinical professional care. The main question was to find out how, with what concepts and values, health professionals give form and meaning to love through their individual, organic experiences in relation to Herzlich's theory of guilt, in order to understand how it is shaped a clinical reality collectively internalized. Methodology The present quantitative scientific research was carried out in the framework of the Postgraduate Program "Adult Nursing Care" of the Department of Nursing, of the University of Ioannina, from September 2020 to February 2021.The sample of the present study was determined to be health professionals, members of a healthy population, both sex from all over the Greece, aged 19 and over. The research was based on literature review, distribution of questionnaires and statistical processing, in order to thoroughly analyze the results and ensure reliability and validity. The research tools which were used in the quantitative study were: 1) Socio-demographic questionnaire, 2) Measurement of social representations of love and 3) Maslach Burnout Inventory - MBI.8 Results The results of the present quantitative research showed that gender, religion, family environment, place of residence, years of work and job position of health professionals affect the love and compassion they can show and offer to their patients, as the projection of love is related to the level of burnout they experience (p <0.05), in the context of clinical occupational care. Conclusions In conclusion, love, its traits and expression of the feelings of health professionals, determine the level of clinical care they offer and the fluctuation of burnout. H κλινική επαγγελματική φροντίδα με επίκεντρο τον ασθενή, υπηρετεί τον ίδιο τον ασθενή σε βιοψυχοκοινωνικό επίπεδο. Το φαινόμενο της αγάπης στον κλινικό χώρο, ήτοι η έμπρακτη αγάπη μέσα από συγκεκριμένα γνωρίσματα, αποτελεί την «απώτερη επένδυση» της ευημερίας τόσο του ασθενούς όσο και του επαγγελματία υγείας. Η αγάπη είναι η πηγή της βαθύτερης επούλωσης, δομείται στις έννοιες της προσφοράς και της απολαβής, καθώς προβάλλεται σε κάθε ενεργή σχέση φροντίδας, με στόχο την εκπλήρωση βαθύτερων αναγκών. Από την άλλη, η επαγγελματική εξουθένωση είναι μια συχνή και επίπονη κατάσταση στο κλινικό περιβάλλον, η οποία οδηγεί σε δυσμενείς επιπτώσεις όπως η συναισθηματική εξάντληση, η αποπροσωποποίηση και η μείωση προσωπικής ολοκλήρωσης. Τόσο η αγάπη όσο και το burnoutεπηρεάζουν την κλινική πραγματικότητα και αποκτούν νόημα (ώριμη σύνθεση) μόνο όταν προσεγγίζονται μέσα από τα «όρια της φροντίδας». Σκοπός Στόχος της παρούσας ερευνητικής μελέτης ήταν η διερεύνηση του ρόλου της αγάπης και η διασύνδεσή της με την επαγγελματική εξουθένωση, στο πλαίσιο της κλινικής επαγγελματικής φροντίδας. Το κύριο ζητούμενο ήταν να διαπιστωθεί με ποιον τρόπο, με ποιες έννοιες και αξίες, οι επαγγελματίες υγείας δίδουν μορφή και νόημα στην αγάπη μέσα από τις ατομικές, οργανικές τους εμπειρίες σε συσχέτιση με τη θεωρία υπαιτιότητας της Herzlich, έτσι ώστε να γίνει κατανοητό το πώς διαμορφώνεται μια κλινική πραγματικότητα συλλογικά εσωτερικευμένη. Μεθοδολογία Η παρούσα ποσοτική επιστημονική έρευνα πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Νοσηλευτική Φροντίδα Ενηλίκων» του Τμήματος Νοσηλευτικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, από τον Σεπτέμβρη του 2020 έως τον Φεβρουάριο του 2021. Καθορίστηκε το δείγμα της παρούσας μελέτης να αποτελέσουν επαγγελματίες υγείας, μέλη υγιούς πληθυσμού και των δύο φύλων από όλη την Ελλάδα, ηλικίας 19 ετών και άνω. Η έρευνα στηρίχθηκε στη βιβλιογραφική ανασκόπηση, στη διανομή ερωτηματολογίων και στην στατιστική επεξεργασία, με σκοπό την εμπεριστατωμένη ανάλυση των αποτελεσμάτων και τη διασφάλιση της 6 αξιοπιστίας και της εγκυρότητας. Τα ερευνητικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν στην ποσοτική μελέτη ήταν: 1) Ερωτηματολόγιο κοινωνικο-δημογραφικών στοιχείων, 2) Μέτρηση των κοινωνικών αναπαραστάσεων της αγάπης και 3) Maslach Burnout Inventory – MBI. Αποτελέσματα Τα αποτελέσματα της παρούσας ποσοτικής έρευνας ανέδειξαν πως το φύλο, το θρήσκευμα, το οικογενειακό περιβάλλον, ο τόπος διαμονής, τα έτη εργασίας και η θέση εργασίας των επαγγελματιών υγείας επηρεάζουν την αγάπη και τη συμπόνια που μπορούν να προβάλλουν και να προσφέρουν προς τους ασθενείς τους, καθώς η προβολή της αγάπης σχετίζεται με το επίπεδο επαγγελματικής εξουθένωσης το οποίο βιώνουν (p<0.05) στο πλαίσιο της κλινικής επαγγελματικής φροντίδας. Συμπεράσματα Συμπερασματικά, η αγάπη, τα γνωρίσματά της και η έκφραση των συναισθημάτων των επαγγελματιών υγείας καθορίζουν το επίπεδο φροντίδας που προσφέρουν και την αυξομείωση της επαγγελματικής εξουθένωσης. 864 275 280 The effect of sideport incision on ocular refraction after cataract surgery Επίδραση της βοηθητικής τομής (sideport) στη διάθλαση του οφθαλμού μετά από επέμβαση καταρράκτη Purpose: To study the changes in corneal astigmatism after cataract surgery when the sideport incision is performed at a predetermined location away from the tunnel incision. Materials and methods: A total of 333 eyes with comeal astigmatism <1.5 diopters (D) underwent cataract surgery. A three-step superotemporal clear corneal incision for the right eye and a superonasal clear corneal incision for the left eye (3.0 mm) was made, while the sideport incision was located at <95°, 100°-110°, and >110°. Keratometric data were measured with corneal topography EyeSys Vista 2000 pre- and posioperatively at the 1 st and 6th month. Surgically induced astigmatism was calculated by vector analysis. We noted all cases in which a change >0.5 D in corneal astigmatic power occurred, as well as a change >20° in axis torque, despite axis direction. Results: After multiple logistic regression analysis was conducted, cases with >110° distance between the tunnel and sideport incision had 2.22 times CP=0.021) greater likelihood for having changed >0.5 D in astigmatic power at the 1st month and 3.45 times (P=0.031) at the 6th month postoperatively, as compared with cases with a 100°-110° distance between the tunnel and sideport incision. As for the change in the astigmatic axis, cases with <95° distance had a 4.18 times greater likelihood for having a change >20° CP0.001) (preoperative to 1st month) as compared with cases having 100°-110° of distance. Conclusion: For surgeons that operate only from the superior position, we propose that in order to produce an incision that is as “astigmatically neutral” as possible, they should perform the sideport incision at a 100°-110° distance. Σκοπός: η μελέτη των αλλαγών του κερατοειδικού αστιγματισμού μετά από επέμβαση καταρράκτη, σε όταν η βοηθητική τομή (sideport) εκτελείται σε ορισμένη απόσταση από την κύρια τομή (tunnel). Υλικό και μέθοδος: 333 οφθαλμοί με κερατοειδικό αστιγματισμό <1,5 διοπτρίες (D) υποβλήθηκαν σε επέμβαση καταρράκτη. Μια 3-βημάτων, 3.0mm, άνω κροταφική, καθαρά κερατική κύρια τομή στους δεξιούς οφθαλμούς και άνω ρινική καθαρά κερατική κύρια τομή στους αριστερούς οφθαλμούς, εκτελούνταν, ενώ η βοηθητική τομή εντοπιζόταν σε απόσταση <95°, 100°— 110° και >110° από την κύρια τομή. Οι κερατομετρικές ενδείξεις μετρήθηκαν σε τοπογραφία κερατοειδή EyeSys Vista 2000 προ-και μετεγχειρητικά τον Γ’ και 6υ μήνα. Ο χειρουργικά προκαλούμενος αστιγματισμός (surgically induced astigmatism-SIA) υπολογίστηκε με διανυσματική ανάλυση. Μελετήθηκαν οι περιπτώσεις που παρουσίαζαν αλλαγή την ισχύος του αστιγματισμού >0,5D, καθώς και οι περιπτώσεις με αλλαγή >20° στον άξονα του αστιγματισμού, ανεξάρτητα από την κατεύθυνση της κλίσης. Αποτελέσματα: τα αποτελέσματα αναλύθηκαν με τη μέθοδο πολυπαραγοντικής λογαριθμιστικής παλινδρόμησης με εξαρτημένη μεταβλητή. Στις περιπτώσεις >110° απόστασης μεταξύ κύριας και βοηθητικής τομής υπήρξε 2,22 φορές (ρ=0,021) μεγαλύτερη πιθανότητα αλλαγής >0,5D της αστιγματικής ισχύος τον 1° μετεγχειρητικό μήνα και 3,45 φορές (ρ=0,031) μεγαλύτερη πιθανότητα αλλαγής της ισχύος, τον 6° μετεγχειρητικό μήνα, σε σύγκριση με τις περιπτώσεις με απόσταση μεταξύ των δυο τομών 100-110°. Ως προς την αλλαγή του άξονα του αστιγματισμού, στις περιπτώσεις <95° απόστασης μεταξύ των δυο τομών, υπήρχε 4,18 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα αλλαγής >20° (/?<0,001) τον 1° μετεγχειρητικό μήνα σε σύγκριση με τις περιπτώσεις με απόσταση 100-110°. Συμπέρασμα: για τους χειρουργούς που χειρουργούν άνωθεν της κεφαλής του ασθενή, προκειμένου να έχουν κατά το δυνατόν «αστιγματικά ουδέτερες» τομές να εκτελούν την βοηθητική τομή σε απόσταση 100-110° από την κύρια τομή. 865 331 376 Συμμετοχικές δράσεις για τη μελέτη των σύγχρονων περιβαλλοντικών ζητημάτων In a time of socio-economic but also ecological crisis, the need to redefine the relationship between man and the environment (Moustakas, 2013) is a top priority. According to the new definition of sustainability, environmental issues include social, economic and cultural problems, thus highlighting their deep social nature and the need for a collective effort in order to achieve sustainable development objectives. Education plays a major role in the treatment of environmental issues. Through education, objectives for social engagement and participatory management, may become feasible. This research is an attempt to redefine the objectives of environmental education in order to change participants’ attitude. For this purpose, a series of workshops was held from March to May 2016 in 37 final-year students, within the framework of the Environmental Education course, offered by the Department of Early Childhood Education of the University of Ioannina. Workshops were designed in the context of Cultural and Historical Activity Theory and Expansive Learning Cycle, using participatory methods (Brainstoarming, Delphi Technique, Case Study, Role Play, Threats to Sustainability, Poster) as cultural tools in the Activity Theory. The paper examines first, the interactions that take place during the Environmental Education workshop, secondly, the interactions between environment and other social issues and thirdly, the way in which the use of participatory methods in the teaching process leads to the use of participatory solutions to address issues regarding sustainability.The collection of data included 24 video files, eight posters and seven assingments.Research data were analysed by the qualitative data analysis program Nvivo 2010. In this context, the findings have shown that the use of participatory methods in the classroom leads to the participative solution of the problems related to nature and enhances the participation. In particular, participatory techniques can act as a bridge of association and action-sharing from class to societal level. Finally, collective / participatory work in the classroom leads to recognition of the environmental issues complexity, as the participants expressed the multiple connections of environmental issues to social and economic level. Σε μια εποχή κοινωνικο-οικονομικής αλλά και οικολογικής κρίσης, η ανάγκη επαναπροσδιορισμού της σχέσης του ανθρώπου με το περιβάλλον (Μουστάκας, 2013) αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα. Σύμφωνα με το νέο ορισμό της αειφορίας, στο νήμα των περιβαλλοντικών ζητημάτων υφαίνονται κοινωνικά, οικονομικά αλλά και πολιτισμικά/πολιτιστικά προβλήματα, γεγονός που αναδεικνύει τον βαθιά κοινωνικό χαρακτήρα τους αλλά και την ανάγκη μιας συλλογικής προσπάθειας για την επίτευξη των αειφόρων στόχων. Σύμμαχο, στην προσπάθεια αντιμετώπισης των περιβαλλοντικών ζητημάτων, αποτελεί η εκπαίδευση, μέσω της οποίας, οι στόχοι για κοινωνική ενεργοποίηση αλλά και συμμετοχική διαχείριση, μπορούν να καταστούν εφικτοί. Η παρούσα έρευνα αποτελεί μιαπροσπάθεια επαναπροσδιορισμού των στόχων της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης με σκοπό την αλλαγή της στάσης των συμμετεχόντων. Μια σειρά εργαστηριακών μαθημάτων διεξήχθη από τον Μάρτιο ως τον Μάϊο του 2016 σε 37 τεταρτοετείς φοιτητές, στο πλαίσιο του μαθήματος Περιβαλλοντική Αγωγή, που προσφέρεται από το Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Τα εργαστηριακά μαθήματα σχεδιάστηκαν υπό το πρίσμα της Θεωρίας της Δραστηριότητας (Cultural and Historical Activity Theory) και του Επεκακτικού Κύκλου Μάθησης (Expansive LearningCycle) με τη χρήση των συμμετοχικών μεθόδων (Brainstoarming, DelphiTechnique, CaseStudy, RolePlay, ThreatstoSustainability, Poster) ως πολιτισμικά εργαλεία στη θεωρία της δραστηριότητας. Η παρούσα εργασία διερευνάπρώτον,τις αλληλεπιδράσεις που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια του εργαστηρίου Περιβαλλοντικής Αγωγής, δεύτερον,τις απόψεις των συμμετεχόντων για τις σχέσειςτου περιβάλλοντος με άλλα κοινωνικά ζητημάτα, και τρίτον,τον τρόπο με τον οποίο η χρήση των συμμετοχικών μεθόδων κατά τη διδακτική διαδικασία οδηγεί στη χρήση συμμετοχικών λύσεων για την αντιμετώπιση ζητημάτων που σχετίζονται με την αειφορία.Το ερευνητικό υλικό αποτέλεσαν 24 αποσπάσματα βίντεο από τη διδακτική διαδικασία, οχτώ αφίσες και επτά γραπτές εργασίες,ενώ για την ανάλυση των δεδοµένων χρησιμοποιήθηκε το πακέτο λογισµικού ποιοτικής ανάλυσηςNvivo 2010,το οποίο παράγεται από την QSR International. Σε αυτό το πλαίσιο, τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι η χρήση των συμμετοχικών μεθόδων ως εργαλείο στη θεωρία της δραστηριότητας οδηγείστη συμμετοχικήεπίλυση των προβλημάτων που αφορούν τη φύση και ενισχύει τη συμμετοχικότητα.Συγκεκριμένα, οι συμμετοχικές τεχνικές μπορούν να λειτουργήσουν ως μια γέφυρα σύνδεσης και αναγωγής ενεργειών από το επίπεδο της τάξης στο επίπεδο της κοινωνίας. Τέλος, η συλλογική/συμμετοχική εργασία στην τάξη, οδήγησε στην αναγνώριση της πολυπλοκότητας των περιβαλλοντικών ζητημάτων καθώς οι συμμετέχοντες, μέσα από τα τελικά προϊόντα που παρήγαγαν (γραπτές εργασίες), εξέφρασαν τις πολλαπλές συνδέσεις των περιβαλλοντικών ζητημάτων με το κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. 866 336 361 Μικροπορώδη υλικά Mg2+ με το 2,5-διυδροξυ-τερεφθαλικό οξύ ως αισθητήρες φωταύγειας για την ανίχνευση ιχνών νερού σε οργανικούς διαλύτες The detection of water in organic solvents is particularly important for several industries, such as chemical industries producing dry solvents and chemicals sensitive to moisture, oil and petroleum products industries, etc. The determination of water content is done by the traditional method of Karl Fischer titration, which requires specialized instruments, well-trained personnel, etc. Therefore, the development of luminescent water sensor has attracted great interest, as it is a much simpler method than Karl Fischer titration, and is also highly sensitive and reliable. So far, luminescent water sensors are limited to organic fluorescent molecules. However, the majority of such sensors are unable to detect water in very low concentrations (<1% v/v) and the organic fluorescent molecules cannot be readily recovered and reused. In addition, the solution-phase sensing by organic molecular sensors generates liquid waste (i.e., the solution of the organic sensor). In this context, luminescent metal–organic framework (MOF) compounds which combine inherent porosity and guest-binding ability are rather promising for sensing applications. These materials are easy to prepare and offer a green solid-state sensing process, with the capability for facile recovery and regeneration of the sensor. So far, some luminescent MOFs have been tested as humidity sensors, but to the best of our knowledge no studies for the use of such materials for the detection of water in organic solvents have been reported. In the present thesis, we describe the synthesis of new metal-organic polymers of Mg2+ metal ions, with the use of 2,5-diydroxyterephthalic acid (H4dhtp) as ligand. The compounds obtained in this work are the [Mg(H2dhtp)(H2O)2]⋅DMAc (AEMOF-1•DMAc), [Mg(H2dhtp)(H2O)2] (AEMOF-1'), [Mg(H2dhtp)(H2O)2]⋅xMeOH (AEMOF-1•xMeOH), [Mg(H2dhtp)(H2O)2]⋅6H2O] (AEMOF-1•6H2O), [Mg(H2dhtp)(H2O)2]⋅xEtOH (AEMOF-1•xEtOH). Their characterization was done by single-crystal X-ray crystallography, powder X-ray diffraction, infrared spectroscopy, ultraviolet - visible and nuclear magnetic resonance, elemental (C, H, N) and thermogravimetric analysis, N2 and CO2 gas sorption studies (determination of BET surface area and pore size distribution). Moreover, the luminescence of the new materials and their water sensing properties were extensively investigated. To explain the interesting luminescent and water sensor properties, theoretical calculations were also performed. Η ανίχνευση νερού σε οργανικούς διαλύτες είναι ιδιαίτερα σημαντική σε πλειάδα βιομηχανιών, όπως χημικές βιομηχανίες που παράγουν ξηρούς διαλύτες και χημικές ουσίες ευαίσθητες στην υγρασία, βιομηχανίες ελαίων καιπροϊόντων πετρελαίου κλπ. Ο προσδιορισμός της περιεκτικότητας σε νερό γίνεται μέσω της παραδοσιακής μεθόδου τιτλοδότησης Karl Fischer, η οποία όμως απαιτεί εξειδικευμένη οργανολογία, καλά εκπαιδευμένο προσωπικό, κλπ. Έτσι η ανάπτυξη φωταυγών αισθητήρων νερού έχει προσελκύσει μεγάλο ενδιαφέρον, δεδομένου ότι αποτελεί πολύ πιο απλή μέθοδο από την τιτλοδότηση Karl Fischer, και παράλληλα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη και αξιόπιστη.Μέχρι στιγμής, οι φωταυγείς αισθητήρες νερού περιορίζονται σε οργανικά φθορίζοντα μόρια. Ωστόσο, οι περισσότεροι τέτοιοι αισθητήρες δεν μπορούν να ανιχνεύσουν το νερό σε πολύ χαμηλές συγκεντρώσεις (<1%v/v) και τα οργανικά φθορίζοντα μόρια δεν μπορούν εύκολα να αναγεννηθούν και να επαναχρησιμοποιηθούν.Επιπλέον, η ανίχνευση σε διάλυμα από οργανικούς μοριακούς αισθητήρες παράγει υγρά απόβλητα (το διάλυμα του οργανικού αισθητήρα). Σε αυτό το πλαίσιο, φωταυγή μεταλλο-οργανικά πλέγματα (metal–organicframework - MOFs),τα οποία συνδυάζουν το εγγενές πορώδες και την ικανότητά τους για σύνδεση με φιλοξενούμενα μόρια, είναι αρκετά ελπιδοφόρα για εφαρμογές ανίχνευσης. Αυτά τα υλικά παρασκευάζονται εύκολα και προσφέρουν μια διαδικασία στερεάς κατάστασης («πράσινης») ανίχνευσης, με τη δυνατότητα για εύκολη ανάκτηση και αναγέννηση του αισθητήρα. Μέχρι στιγμής, ορισμένα φωταυγή MOFs έχουν μελετηθεί ως αισθητήρες υγρασίας, αλλά ακόμα δεν έχουν αναφερθεί μελέτες για την χρήση τέτοιων υλικών για την ανίχνευση νερού σε οργανικούς διαλύτες. Το θέμα της παρούσας διατριβής είναι η σύνθεση, ο δομικός χαρακτηρισμός και η μελέτη της φωταύγειας - ιδιοτήτων αισθητήρα νερού νέων μεταλλο-οργανικών πολυμερών των μεταλλοϊόντων Mg2+, από τη χρήση του 2,5-διύδροξυτερεφθαλικού οξέος (H4dhtp) ως υποκαταστάτη. Οι ενώσεις που προέκυψαν στα πλαίσια της εργασίας αυτής, είναι οι[Mg(H2dhtp)(H2O)2]⋅DMAc (AEMOF-1•DMAc), [Mg(H2dhtp)(H2O)2] (AEMOF-1′), [Mg(H2dhtp)(H2O)2]⋅xMeOH (AEMOF-1•xMeOH), [Mg(H2dhtp)(H2O)2]⋅6H2O] (AEMOF-1•6H2O), [Mg(H2dhtp)(H2O)2]⋅xEtOH (AEMOF-1•xEtOH), και ο χαρακτηρισμός τους έγινε με περίθλαση ακτινών Χ μονοκρυστάλλων και σκόνης, φασματοσκοπίες υπερύθρου, υπεριώδους – ορατού και πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού, στοιχειακή (C, H, N) και θερμική ανάλυση, ποροσιμετρία αζώτου (BET) και διοξειδίου του άνθρακα. Επίσης, μελετήθηκε εκτενώς η φωταύγεια των νέων υλικών και μελετήθηκε η ιδιότητα ανίχνευσης νερού μέσω φωταύγειας σε διάφορους οργανικούς διαλύτες.Για να εξηγηθούν οι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες ιδιότητες φωταύγειας και αισθητήρα νερού έγιναν επίσης θεωρητικοί υπολογισμοί. 867 304 350 Study of the 6Li+p system in inverse kinematics with the MAGNEX spectrometer Μελέτη του συστήματος 6Li+p σε αντίστροφη κινηματική με το φασματόμετρο MAGNEX This work refers to the study of the 6Li+p system in inverse kinematics with the MAGNEX spectrometer. Into this context, elastic scattering measurements have been performed for the 6Li+p system at the energies of 16, 20, 25 and 29 MeV while exclusive breakup measurements have been performed for the same system at the two highest energies. In both cases, the heavy ejectile was detected by the large acceptance MAGNEX spectrometer at the Laboratori Nazionali del Sud (INFN-LNS) in Catania, Italy. The goal of the present work for 6Li+p is based on a global study of all involved channels in order to probe coupling channels effects on elastic scattering in a Continuum Discretized Coupled Channel (CDCC) approach. Into this context, both elastic scattering and breakup channels were measured and combined with the results of the reaction 6Li+p→3He+4He measured in the same experiment, were found to be described very well in the CDCC framework. Coupling to the full continuum found to be strong and adequate in order to describe the experimental data in the most effective way. The direct and sequential (via the first 3+ resonance) breakup cross sections were found to be equally large at the higher incident energies, but the dominant effect on elastic scattering was due to coupling to the sequential breakup. This was also true for the lowest energy at 16 MeV, despite the negligible cross section for excitation of the resonance at this energy. The elastic scattering data were also considered in the microscopic approach of the JLM potential without any coupling. This failed to reproduce the data. It should be noted that it was the first time that the JLM potential was tested for a very light stable weakly bound projectile as 6Li and at very low energies. Η παρούσα διδακτορική διατριβή αφορά τη μελέτη του συστήματος 6Li+p σε αντίστροφη κινηματική με το φασματόμετρο MAGNEX. Σε αυτά τα πλαίσια πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις ελαστικής σκέδασης για το εν λόγω σύστημα στις ενέργειες 16, 20, 25 και 29 MeV ενώ, μετρήσεις σύμπτωσης για την αντίδραση διάσπασης πραγματοποιηθήκαν στις δύο υψηλότερες ενέργειες. Και στις δύο περιπτώσεις, το βαρύτερο προϊόν της αντίδρασης ανιχνεύτηκε από το φασματόμετρο MAGNEX του Εθνικού Εργαστηρίου Νότου (INFN -LNS) που βρίσκεται στην Κατάνια της Ιταλίας. Ο στόχος της μελέτης αυτής για το σύστημα 6Li+p είναι η σφαιρική μελέτη όλων των εμπλεκόμενων καναλιών αντιδράσεων προκειμένου να διερευνηθούν φαινόμενα σύζευξης με την ελαστική σκέδαση μέσα σε ένα πλαίσιο υπολογισμών που λαμβάνουν υπόψη την σύζευξη των καταστάσεων των συνεχούς (CDCC). Στα πλαίσια αυτά, τα κανάλια της ελαστικής σκέδασης και της αντίδρασης διάσπασης καθώς και τα δεδομένα που προέρχονται από την αντίδραση 6Li+p→3He+4He, περιγράφονται πολύ καλά από τους CDCC υπολογισμούς. Βρέθηκε επίσης ότι η σύζευξη του ελαστικού καναλιού με τις καταστάσεις του συνεχούς είναι ισχυρή και καθοριστικής σημασίας στον υπολογισμό, προκειμένου να αναπαραχθούν τα αποτελέσματα της ελαστικής σκέδασης. Η ενεργός διατομή της αντίδρασης διάσπασης που πραγματοποιείται μέσω του 3+ συντονισμού και η ενεργός διατομή της αντίδρασης διάσπασης μέσω των άλλων καταστάσεων του συνεχούς, βρέθηκαν να έχουν το ίδιο μέτρο στις μεγαλύτερες ενέργειες. Η επίδραση όμως της σύζευξης του ελαστικού καναλιού με την κατάσταση που αντιστοιχεί στον 3+ συντονισμό βρέθηκε να είναι πολύ πιο ισχυρή. Το ίδιο συμπέρασμα προέκυψε και από την ανάλυση των δεδομένων στη χαμηλότερη ενέργεια των 16 MeV, παρόλο που στην περίπτωση αυτή η ενεργός διατομή της αντίδρασης διάσπασης που πραγματοποιείται μέσω σχηματισμού του 3+ συντονισμού ήταν πάρα πολύ μικρή. Η ανάλυση των δεδομένων της ελαστικής σκέδασης πραγματοποιήθηκε και υπό το πρίσμα της μικροσκοπικής περιγραφής του δυναμικού JLM, χωρίς να ληφθεί υπόψη οποιαδήποτε σύζευξη με μη-ελαστικές διεργασίες. Οι θεωρητικοί αυτοί υπολογισμοί απέτυχαν να περιγράψουν τα δεδομένα των γωνιακών κατανομών της ελαστικής σκέδασης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για πρώτη φορά το δυναμικό JLM δοκιμάστηκε για ένα τόσο ελαφρύ ασθενικά δέσμιο πυρήνα όπως το 6Li και μάλιστα σε πολύ χαμηλές ενέργειες. 868 261 271 The dialectic relationship between history and literature, which is primordial, has repeatedly been an object of research and discussion. The present study analyzes the transition and impact of this relationship in the field of children’s literature. More specifically, it describes the way in which the historical past, especially the historical events of the Asia Minor Catastrophe is utilized and rewritten, in children’s literature of the last forty years. The process of choosing the research material started with gathering and documenting the works of literature targeted to children and young people, which utilize and embed, to some degree, this specific historical event. These works were studied, commented on, and had their most important trends presented. Through the research procedure, based on certain criteria, the content of two specific works of literature, which are modern children’s historical novels, was chosen to be inspected and analyzed. The research method which was chosen for the methological framework of the research is the qualitative analysis of the content. Using this technique as a tool, the search of the way of presenting the historical events of 1922 in works of literature, the verification of their historical accuracy compared to the official version of written history and the orientation of their ideological direction were attempted. The analysis showed that the two novels, although taking place in the same space and time, are differentiated through their viewpoint and their experiential background. Naturally, this affects the way of presenting the facts, but doesn’t create alternate versions of the historical event, while the ideological character of the novels seems to match. Η διαλεκτική σχέση ιστορίας και λογοτεχνίας, μια σχέση αρχέγονη, έχει αποτελέσει επανειλημμένως αντικείμενο έρευνας και συζήτησης. Η παρούσα μελέτη εξετάζει τη μετάβαση και αποτύπωση της σχέσης αυτής στο πεδίο της παιδικής λογοτεχνίας. Ειδικότερα, πραγματεύεται τον τρόπο με τον οποίο αξιοποιείται και επανεγγράφεται το ιστορικό παρελθόν, και συγκεκριμένα τα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής, στα έργα της λογοτεχνικής παραγωγής των τελευταίων σαράντα ετών που απευθύνονται σε παιδικό και νεανικό κοινό. Η πορεία επιλογής του υλικού της έρευνας ξεκίνησε με την συγκέντρωση και καταγραφή των έργων εκείνων της παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας που αξιοποιούν και ενσωματώνουν, σε κάποιο βαθμό, το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός. Ακολούθησε η μελέτη των βιβλίων αυτών, ο επιλεκτικός σχολιασμός τους και η περιληπτική παρουσίαση των σημαντικότερων τάσεων που εντοπίζονται σε αυτά. Μέσα από τη διερευνητική διαδικασία επιλέχθηκε, βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων, να εξεταστεί και να αναλυθεί το περιεχόμενο δύο συγκεκριμένων λογοτεχνικών βιβλίων που αποτελούν σύγχρονα μυθιστορήματα της παιδικής λογοτεχνίας στο είδος του ιστορικού μυθιστορήματος. Η ερευνητική μέθοδος, η οποία επιλέχθηκε για τη μεθοδολογική πλαισίωση της έρευνας, είναι η ποιοτική ανάλυση περιεχομένου. Με εργαλείο την τεχνική αυτή επιχειρήθηκε η αναζήτηση του τρόπου παρουσίασης και απόδοσης των ιστορικών γεγονότων της περιόδου του 1922 στα έργα, η εξακρίβωση του βαθμού συμφωνίας τους με την επίσημη εκδοχή της ιστοριογραφίας, καθώς και η ανίχνευση της ιδεολογικής τους κατεύθυνσης. Η ανάλυση έδειξε πως τα δύο λογοτεχνικά αφηγήματα κινούνται μεν στο ίδιο χωροχρονικό πλαίσιο, διαφοροποιούνται ωστόσο ως προς την γωνία θέσης των γεγονότων, το βιωματικό υπόβαθρο. Το στοιχείο αυτό, όπως είναι φυσικό και αναμενόμενο, επηρεάζει τον τρόπο απόδοσης των γεγονότων, χωρίς όμως να δημιουργεί αποκλίνουσες εκδοχές για το ιστορικό συμβάν, ενώ η ιδεολογική φυσιογνωμία των έργων φαίνεται να ταυτίζεται. 869 325 437 Assessment of cost and effectiveness of the threatment of rheumatoid arthritis with biological agents Εκτίμηση του κόστους και της αποτελεσματικότητας από την θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας με βιολογικούς παράγοντες Rheumatoid arthritis is a chronic disease, estimated to suffer from this approximately 40,000-50,000 thousand Greeks (approximately 0.5% of the population). Usually affects the small joints symmetrically causing pain and limiting mobility. When the disease is not controlled, the quality of life of patients severely degraded. Based on the above, the aim of this study is to explore and assess the cost of the disease (both in direct health costs and lost productivity of patients and their relatives), as well as quality of life in patients with RA in Greece. The analysis results are particularly important for the evaluation of modern methods used for the treatment of RA. Overall in the survey involved 150 people of which 30 were treated with Abatacept, 30 were treated with Adalimumab, 30 were treated with Etanercept, 30 treated and 30 Golimubab treated Certolizumab. The results indicated that over time, regardless of the type of treatment, the treatment has a significant reduction of the DAS-28 index. This is an indication that patients receiving the treatment had an improvement in the health situation regardless biological treatment. More specifically, the treated patients had significant improvement of the DAS28 and even after 12 months was in almost all cases less than 3.2. The analysis of the HAQ index showed that regardless of the biological treatment, the treated patients had significant improvement of HAQ index. Additionally, it showed that patients receiving the treatment had improved their quality of life and pain felt regardless of the biological treatment. Finally, it was observed that the response to treatment resulted in a significant improvement from six months to 12 months and no significant differences were found concermy the type of biological treatment. Furthermore, cost-effectiveness analysis (based on DAS28) showed that there is no an optimal option which can bring better results. Basically we can say that the biological treatments are equivalent comparing cost effectiveness. Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι χρόνια νόσος και υπολογίζεται ότι πάσχουν απ’ αυτή περίπου 40.000-50.000 χιλιάδες Έλληνες (ποσοστό περίπου 0.5% του πληθυσμού). Προσβάλλει συνήθως τις μικρές αρθρώσεις συμμετρικά προκαλώντας πόνο και περιορισμό της κινητικότητας. Όταν η νόσος δεν ελέγχεται, η ποιότητα ζωής των ασθενών είναι σοβαρά υποβαθμισμένη. Με βάση τα παραπάνω, σκοπός της συγκεκριμένης μελέτης αποτελεί η διερεύνηση και η εκτίμηση του κόστους της συγκεκριμένης ασθένειας (τόσο όσον αφορά το άμεσο υγειονομικό κόστος όσο και την απώλεια παραγωγικότητα των ασθενών και των συγγενών τους, καθώς και της ποιότητας ζωής (κόστους ανά ποιοτικώς αναβαθμισμένο έτος ζωής) σε ασθενείς με ΡΑ στην Ελλάδα. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης είναι ιδιαίτερα σημαντικά για την αξιολόγηση των σύγχρονων μεθόδων που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της ΡΑ. Συνολικά στην έρευνα συμμετείχαν 150 άτομα εκ των οποίων 30 έλαβαν θεραπεία με Abatacept, 30 έλαβαν θεραπεία με Adalimumab, 30 έλαβαν θεραπεία με Etanercept, 30 έλαβαν θεραπεία με Golimubab και 30 έλαβαν θεραπεία με Certolizumab. Από τα αποτελέσματα της ανάλυσης προέκυψε ότι με την πάροδο του χρόνου, ανεξάρτητα από το είδος της θεραπείας, επιτυγχάνεται σημαντική μείωση του δείκτη DAS-28. Αυτό αποτελεί μια ένδειξη ότι οι ασθενείς με την λήψη της θεραπευτικής αγωγής είχαν βελτίωση στην κατάσταση της υγείας ανεξαρτήτως βιολογικού παράγοντα. Αναλυτικότερα, οι ασθενείς που έλαβαν θεραπεία είχαν σημαντική βελτίωση του δείκτη DAS28 και μάλιστα μετά από 12 μήνες αυτός σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις ήταν μικρότερος του 3.2. Από την ανάλυση του δείκτη HAQπροέκυψε ότι ανεξαρτήτως βιολογικού παράγοντα οι ασθενείς που έλαβαν θεραπεία είχαν σημαντική βελτίωση του δείκτη HAQ. Επιπρόσθετα, προέκυψε ότι οι ασθενείς με την λήψη της θεραπευτικής αγωγής είχαν βελτίωση της ποιότητας ζωής τους και του πόνου που αισθάνονταν λόγω της κατάστασης τους ανεξαρτήτως βιολογικού παράγοντα. Τέλος, παρατηρήθηκε ότι η ανταπόκριση στην θεραπεία είχε σημαντική βελτίωση από τους 6 μήνες στους 12 μήνες ενώ δεν προέκυψαν σημαντικές διαφορές ως προς το είδος του βιολογικού παράγοντα. Στο δεύτερο μέρος του ειδικού μέρους πραγματοποιήθηκε ανάλυση κόστους αποτελεσματικότητας με σκοπό να αποφασίσουμε ποια είναι η είναι η βέλτιστη επιλογή ανάμεσα στις 5 θεραπείες (ορίσθηκε να είναι η επιλογή η οποία μας δίνει τη μέγιστη δυνατή μεταβολή στο άμεσο κόστος σε σύγκριση με την ποσοστιαία διαφορά που αναμένεται να έχουμε στην αποτελεσματικότητα κατά αν επιλέξουμε μια θεραπείας έναντι κάποιας άλλης). Από τα αποτελέσματα της ανάλυσης αποτελεσματικότητας (βάση του DAS28) προέκυψε ότι δεν υπάρχει κάποια βέλτιστη επιλογή η οποία να επιφέρει καλύτερο αποτέλεσμα. Ουσιαστικά μπορούμε να πούμε ότι οι βιολογικοί παράγοντες είναι ισοδύναμοι βάση της σύγκρισης αποτελεσματικότητας, ενώ όσο αφορά το κόστος, το abatacept παρατηρήθηκε μεγάλη αύξηση του κόστους με ελάχιστη μεταβολή αποτελεσματικότητας αντίστοιχα. 870 208 212 Teaching Language lesson to high school students with mild intellectual disability using the "Easy-to-Read" method Διδάσκοντας με τη μέθοδο "Easy-to-Read" (Κείμενο για Όλους) το γλωσσικό μάθημα σε μαθητές Γυμνασίου με ελαφρά νοητική αναπηρία The current study examined the reading comprehension of the thematic units of the Language course via “Easy to Read” method to students with mild intellectual disability. Single case research design was applied which involves continuous time evaluation of the intervention though multiple measurements. The total duration of the intervention study including baseline and intervention was twenty weeks. The teaching material was aligned to the curriculum and was formed according to the rules of transcription of the “Easy to Read” (EtR). There were four participants, which were diagnosed with mild intellectual disability and presented homogenous profile enrolled in the secondary education. They were given a reading comprehension questionnaire adapted according to Protocol 14 (Panteliadou & Patsiodimou 2007: 27-35). The data were analyzed by visual analysis of the participants' individualized graphs. The non-overlapping data (PND) statistical element was calculated between the two phases and the intervention was assessed as effective. The findings indicated that the four students with mild intellectual disability presented significant improvement in their reading comprehension. The discussion highlighted that the EtR method can contribute positively not only to the learning process but also to the daily practices of people with intellectual disability. Στην παρούσα ερευνητική εργασία διερευνάται η κατανόηση των θεματικών ενοτήτων του γλωσσικού μαθήματος με την μέθοδο Easy to Read (Κείμενο για Όλους) σε μαθητές με ελαφρά νοητική αναπηρία. Η μέθοδος που εφαρμόστηκε ήταν το σχέδιο έρευνας μεμονωμένης περίπτωσης, το οποίο εμπλέκει συνεχή αξιολόγηση της παρέμβασης για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο μέσω πολλαπλών μετρήσεων. Η συνολική χρονική διάρκεια της παρέμβασης που καλύπτει τις δυο φάσεις, γραμμή βάσης και παρέμβαση, ήταν είκοσι εβδομάδες. Το διδακτικό υλικό ακολούθησε το αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών και διαμορφώθηκε σύμφωνα με τους κανόνες μεταγραφής της μεθόδου Easy to Read (EtR). Το δείγμα αποτέλεσαν τέσσερις μαθητές της Γ΄ Γυμνασίου με ελαφρά νοητική αναπηρία και παραπλήσιο προφίλ, στους οποίους χορηγήθηκε ερωτηματολόγιο αναγνωστικής κατανόησης προσαρμοσμένο σύμφωνα με το Πρωτόκολλο 14 (Παντελιάδου & Πατσιοδήμου 2007: 27-35). Τα δεδομένα αναλύθηκαν μέσω οπτικής ανάλυσης των εξατομικευμένων γραφημάτων των συμμετεχόντων και η παρέμβαση χαρακτηρίστηκε ως αποτελεσματική μέσω του στατιστικού στοιχείου μη αλληλοεπικαλυπτόμενων δεδομένων (PND) μεταξύ των δυο φάσεων. Ερμηνεύοντας τα αποτελέσματα φάνηκε ότι οι μαθητές με ελαφρά νοητική αναπηρία βελτίωσαν αισθητά την κατανόηση των πληροφοριών των κειμένων. Σημειώνεται ότι η μέθοδος EtR μπορεί να συνεισφέρει θετικά στην μαθησιακή διαδικασία αλλά και στις καθημερινές πρακτικές των ατόμων με νοητική αναπηρία. 871 200 222 Οι γνώσεις των εκπαιδευτικών για τη δυσλεξία και η αυτοαποτελεσματικότητά τους The investigation of teachers' knowledge coupled with their self-efficacy is crucial and has applications in their professional development. Thus, this research aims to investigate the knowledge of teachers who work in general education schools for Dyslexia and to consider their self-efficacy. Still, aims to investigate if their knowledge for Dyslexia is related to their overall efficacy and to examine the impact of demographic and other factors, such as gender, age, teaching experience and education level on these variables. From the statistical analysis of the data revealed that teachers consider that they lack the adequate training to teach a student with Dyslexia, while the level of their knowledge about Dyslexia is classified as moderate, with some false knowledge and misperceptions. At the same time, their selfefficacy was at above average levels, and found that their knowledge about Dyslexia are associated positively with their general self-efficacy. Finally, it emerged that variously affect the demographic characteristics, particularly as regards their knowledge about Dyslexia. The survey results are discussed with regard to the need for training of teachers, which will increase their knowledge and improve their self-efficacy for the benefit of all students, but especially for those who are in need of differentiated support. Η διερεύνηση των γνώσεων των εκπαιδευτικών σε συνδυασμό με την αυτοαποτελεσματικότητά τους είναι βαρύνουσας σημασίας και έχει εφαρμογές στην επαγγελματική τους ανάπτυξη. Έτσι, η παρούσα έρευνα έχει ως σκοπό να διερευνήσει τις γνώσεις των εκπαιδευτικών γενικών σχολείων για τη Δυσλεξία και να εξετάσει την αυτοαποτελεσματικότητά τους. Ακόμη, έχει στόχο να διερευνήσει εάν οι γνώσεις τους για τη Δυσλεξία σχετίζονται με τη συνολική τους αυτοαποτελεσματικότητα και να εξετάσει την επίδραση δημογραφικών και άλλων παραγόντων, όπως το φύλο, η ηλικία, η διδακτική εμπειρία και το επίπεδο εκπαίδευσης στις μεταβλητές αυτές. Από τη στατιστική ανάλυση των δεδομένων προέκυψε ότι οι εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι δεν έχουν επαρκή κατάρτιση για να διδάξουν έναν μαθητή με Δυσλεξία, ενώ το επίπεδό των γνώσεών τους για τη Δυσλεξία χαρακτηρίζεται ως μέτριο, με κάποιες λανθασμένες γνώσεις και αντιλήψεις. Παράλληλα, η αυτοαποτελεσματικότητά τους κυμάνθηκε σε άνω του μετρίου επίπεδα, ενώ βρέθηκε ότι οι γνώσεις τους για τη Δυσλεξία σχετίζονται θετικά με την γενική αυτοαποτελεσματικότητά τους. Τέλος, προέκυψε ότι τα δημογραφικά χαρακτηριστικά επιδρούν ποικιλοτρόπως, κυρίως ως προς τις γνώσεις για τη Δυσλεξία. Τα αποτελέσματα της έρευνας συζητούνται ως προς την ανάγκη επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, μέσα από την οποία θα αυξηθούν οι γνώσεις τους και θα βελτιωθεί η αυτοαποτελεσματικότητά τους προς όφελος όλων των μαθητών, αλλά κυρίως αυτών που έχουν ανάγκη διαφοροποιημένης υποστήριξης. 872 217 236 Design of innovative housing units in densely populated urban complexes Σχεδιασμός καινοτόμων μονάδων κατοίκησης σε πυκνοκατοικημένα αστικά σύνολα Migingo Island is one of the most densely populated urban areas on the planet, as it hosts about a thousand inhabitants in an area of ​​2,000 sq.m., ie 2 sq.m. / person. This island belongs to Kenya and is located on Lake Victoria, the largest freshwater lake in the world. It is a suffocatingly small slum, organically developed, which is located on a rocky and rugged piece of land without vegetation. Due to this high population density, it is worthwhile to deal with how the above area could be studied to strategically manage the current situation, to study it with the aim of spatial redefinition concerning the population. Using Migingo Island as a case study, this diploma thesis aims to approach ways of dealing with construction in densely populated areas, whether they are islands or not. Studying this island based on the population density, living conditions in it, its strategic economic position, but also its environmental impact on the lake that hosts it, the purpose is to suggest ways that will meet the needs and requirements of conditions that should exist in this place. The purpose of this diploma thesis, therefore, is to determine how one designs such densely populated urban complexes through innovative ways of living. Περιοχή μελέτης αποτελεί το Migingo Island, ένα από τα πιο πυκνοκατοικημένα αστικά σύνολα στον πλανήτη, αφού το ίδιο φιλοξενεί περίπου χίλιους κατοίκους σε μία έκταση 2.000τ.μ., δηλαδή 2τ.μ./άτομο. Το νησί αυτό ανήκει στην Κένυα και συγκεκριμένα τοποθετείται στην λίμνη Βικτώρια, την μεγαλύτερη λίμνη γλυκού νερού στον κόσμο. Πρόκειται για μία ασφυχτικά μικρή παραγκούπολη, οργανικά ανεπτυγμένη, η οποία βρίσκεται επάνω σε ένα βραχώδες και τραχύ κομμάτι γης χωρίς βλάστηση. Λόγω αυτής της μεγάλης πυκνότητας σε πληθυσμό, αξίζει κανείς να ασχοληθεί με το πώς η παραπάνω περιοχή θα μπορούσε να καταστεί αντικείμενο μελέτης έτσι ώστε με στρατηγικό τρόπο να διαχειριστεί την υπάρχουσα κατάσταση, να την μελετήσει δηλαδή έχοντας ως στόχο τον χωρικό επαναπροσδιορισμό σε σχέση με τον πληθυσμό του. Χρησιμοποιώντας το Migingo Island ως ένα case study (περιπτωσιολογική μελέτη), στόχος της διπλωματικής, είναι να προσεγγίσει τρόπους αντιμετώπισης της δόμησης σε ασφυχτικά πυκνοκατοικημένες περιοχές, είτε αυτές είναι νησιά είτε όχι. Μελετώντας το νησί αυτό με βάση την πυκνότητα του πληθυσμού, τις συνθήκες διαβίωσης σε αυτό, την στρατηγικά οικονομική του θέση, αλλά και τον περιβαλλοντικό του αντίκτυπο στην λίμνη που το φιλοξενεί, σκοπός είναι να προτείνει κανείς τρόπους που θα απαντούν στις ανάγκες και τις απαιτήσεις των συνθηκών που θα έπρεπε να υπάρχουν σε αυτόν τον τόπο. Σκοπός λοιπόν της διπλωματικής αυτής, είναι να προσδιοριστεί ο τρόπος με τον οποίο σχεδιάζει κανείς τέτοιου είδους πυκνοκατοικημένα αστικά σύνολα μέσα από καινοτόμους τρόπους κατοίκησης. 873 166 166 Assessment of students' performance in the field of reading literacy Αξιολόγηση της επίδοσης των μαθητών στον τομέα του αναγνωστικού γραμματισμού The aim of this study was the assessment of students’ performance in the field of reading lit-eracy. In total, 155 students, aged 11 and 12 years old participated, of whom 77 were boys and 78 girls. The collection of the sample was carried out at Greek public primary schools of urban and suburban areas. According to the results, significant statistical differences exist in students’ performance with regard to sex and class, however, statistically insignificant was the difference between students of different areas. An important number of students’ (28.4%) fails to reach the benchmark level performance displaying serious difficulties in the field of information retrieval and especially in the interpretation and reflection on the information. Based on the results of the statistical analysis, students’ attitudes towards reading, reading strategies and their views about the role of school in the cultivation of reading literacy have a positive correlation, though students’ performance is not related to the aforementioned fac-tors. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η αξιολόγηση της επίδοσης των μαθητών στον τομέα του αναγνωστικού γραμματισμού. Συνολικά συμμετείχαν στην έρευνα 155 μαθητές ηλικίας 11 και 12 ετών, εκ των οποίων 77 αγόρια και 78 κορίτσια. Η συλλογή του δείγματος έγινε από ελληνικά δημόσια δημοτικά σχολεία αστικών και ημιαστικών περιοχών. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, παρουσιάζονται στατιστικά σημαντικές διαφορές στην επίδοση των μαθητών ως προς το φύλο και την τάξη, ενώ στατιστικά ασήμαντη είναι η διαφορά σε επίπεδο περιο-χών. Ένα σημαντικό τμήμα των μαθητών (28.4%) αδυνατεί να προσεγγίσει τη βάση της επί-δοσης παρουσιάζοντας σοβαρές δυσκολίες στον τομέα της ανάκτησης μιας πληροφορίας και ειδικότερα στην ερμηνεία και στη συσχέτιση πληροφοριών για τη λήψη μιας απόφασης. Με βάση τα αποτελέσματα της στατιστικής ανάλυσης, οι στάσεις των μαθητών απέναντι στην ανάγνωση, οι στρατηγικές ανάγνωσης και οι απόψεις τους για το ρόλο του σχολείου ως προς την καλλιέργεια του αναγνωστικού γραμματισμού σχετίζονται θετικά, ωστόσο η επίδοση δε σχετίζεται με τους προαναφερθέντες παράγοντες. 874 148 159 In recent years, a large number of refugees have flocked to Greece, resulting in an increase in the number of foreign students in the school environment. This results in the need to create a multicultural environment that emphasizes the cooperation between indigenous and foreign students. The present thesis focuses primarily on exploring teachers' views on the intercultural and multicultural nature of the Religious lesson. The issue to be addressed relates to 5 the curriculum of the Religious lesson, the contents of the Curriculum and, in particular, whether the above contribute to the teaching of the lesson. It is evident whether the Religious textbook contains concepts related to Interculturalism and Multiculturalism. Equally important are the appropriate logistical facilities available to today's school to accommodate foreign students. Proper training of teachers and the acquisition of appropriate skills and competences are considered essential in the teaching of the religion to refugees. Τα τελευταία χρόνια μεγάλος αριθμός προσφύγων εισρέει στην Ελλάδα με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο αριθμός των αλλοεθνών μαθητών στο σχολικό περιβάλλον. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ανάγκη δημιουργίας ενός πολυπολιτισμικού περιβάλλοντος στο οποίο θα δίνεται έμφαση στη συνεργασία μεταξύ Ελλήνων και αλλοδαπών μαθητών. Η παρούσα διπλωματική εργασία κατά κύριο λόγο εστιάζει στη διερεύνηση των απόψεων των εκπαιδευτικών σχετικά με το διαπολιτισμικό και πολυπολιτισμικό χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών. Το ζήτημα που εξετάζεται αφορά το σχολικό εγχειρίδιο του μαθήματος των Θρησκευτικών, τα περιεχόμενα του Αναλυτικού Προγράμματος Σπουδών και συγκεκριμένα εάν τα προαναφερθέντα συμβάλλουν στην διδασκαλία του μαθήματος. Διαπιστώνεται κατά πόσο στο βιβλίο του μαθήματος των Θρησκευτικών εμπεριέχονται οι συναφείς, με τη Διαπολιτισμικότητα και την Πολυπολιτισμικότητα έννοιες. Εξίσου σημαντικό θεωρούνται οι κατάλληλες υλικοτεχνικές υποδομές που διαθέτει το σημερινό ελληνικό σχολείο, έτσι ώστε να υποδεχτεί τους αλλοδαπούς μαθητές. Στη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών σε πρόσφυγες απαραίτητη προϋπόθεση θεωρείται η σωστή κατάρτιση των εκπαιδευτικών και η απόκτηση των κατάλληλων δεξιοτήτων και ικανοτήτων. 875 362 351 The economical and social situation in Preveza and the surrounding area during 1800-1820 based on unpublished and published sources Η οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην Πρέβεζα και στην ευρύτερη περιοχή την περίοδο 1800-1820 με βάση ανέκδοτες και δημοσιευμένες πηγές The aim of this project is to study the economical and social situation in Preveza and the surrounding area during 1800-1820, via unpublished and published material. Preveza was a field of military conflicts, mostly between Venetians and Turkish Ottomans, because of the significant geostrategic position of the town and its important harbor, which was a center of transit trade. We, also, examine the administration of Preveza and the surrounding area, which was different in every period of its conquest. More specifically, during the second Venetian Rule, because of the many privileges that were given to the town, a rapid increase of the standard of living important flourish of trade and a population increase, were noticed. It was a thriving period of prosperity for the local community. After the first conquer of Preveza from Ali Pasa, in 1798-1800, Preveza along with other acquisitions of Ipirus, make up the citizenship of the cape (1800-1806/7), which is characterized as an era of relevant autonomy and privileges for the city. On times of Ali Pasa, who recaptured Preveza, in 1806/1807, change the scene a lot, in relation with former eras. Ali Pasas imposed an ultimate and centralized rule in the area. That time rearrangements of population, looting and property confiscations of the citizens occurred, but at the same time a multitude of fortifications and road network work were done. It was also studied the topography or the surrounding area (through traveler’s texts) and Ali Pasa's personality. Land ownership, raising of livestock, agriculture, fishing, industry and trading were the most significant parts of the areas economy. The import trading and the export trading was the most profitable past of the economy of Preveza. The studying of unpublished letterhead from the files of the Metropolis of Nikopolis and Preveza, which contains trading letters, gave us a very good image of the city's trading movement and its connection with other neighboring and distant areas and ports during the period 1801-1816. To conclude, we consider that this project is a contribution to Preveza's history and enlightens important parts of its past. Στόχος αυτής της εργασίας στόχος είναι η μελέτη της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης της Πρέβεζας και της ευρύτερης περιοχής την περίοδο 1800-1820, μέσα από ένα πλούσιο ανέκδοτο και δημοσιευμένο υλικό. Η Πρέβεζα αποτέλεσε ένα πεδίο στρατιωτικών συγκρούσεων, κυρίως μεταξύ Ενετών και Οθωμανών Τούρκων, λόγω της σημαντικής γεωστρατηγικής θέσης της πόλης και του σημαντικού λιμανιού της, που αποτέλεσε κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου. Εξετάζουμε, επίσης, τη διοίκηση της Πρέβεζας και της ευρύτερης περιοχής, η οποία ήταν διαφορετική σε κάθε περίοδο κατάκτησής της. Συγκεκριμένα, κατά την περίοδο της δεύτερης Βενετοκρατίας, λόγω των πολλών προνομίων που παραχωρήθηκαν στην πόλη, παρατηρήθηκε ραγδαία άνοδος του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων της, σημαντική άνθιση του εμπορίου και δημογραφική έκρηξη. Ήταν μία περίοδο ακμής και ευημερίας της τοπικής κοινωνίας. Αμέσως μετά την πρώτη κατάληψη της Πρέβεζας από τον Αλή πασά, το 1798-1800, η Πρέβεζα, μαζί με άλλες Ηπειρωτικές κτήσεις, συγκροτούν τη Συμπολιτεία του Ακρωτηρίου (1800-1806/07), η οποία χαρακτηρίζεται ως μια περίοδος σχετικής αυτονομίας και προνομιών για την πόλη. Επί Αλή πασά, ο οποίος ανακατέλαβε την Πρέβεζα, το 1806/07, άλλαξε άρδην το σκηνικό, σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους. Ο Αλή πασάς επέβαλλε μια απόλυτη και συγκεντρωτική εξουσία στην περιοχή. Τότε συνέβηκαν πληθυσμιακές ανακατατάξεις, λεηλασίες και δημεύσεις περιουσιών των κατοίκων, αλλά παράλληλα έγινε ένα πλήθος οχυρωματικών έργων και εργασιών στο οδικό δίκτυο. Εξετάστηκε, επίσης, η τοπογραφία της ευρύτερης περιοχής (μέσα από περιηγητικά κείμενα) και η προσωπικότητα του Αλή πασά. Η γαιοκτησία, η κτηνοτροφία, η γεωργία, η αλιεία, η βιοτεχνία και το εμπόριο αποτέλεσαν τους πιο σημαντικούς κλάδους της οικονομίας αυτής της περιοχής. Το εξαγωγικό και εισαγωγικό εμπόριο αποτέλεσε τον πιο κερδοφόρο κλάδο της οικονομίας της Πρέβεζας. Η μελέτη ενός ανέκδοτου επιστολάριου από το Αρχείο της Μητροπόλεως Νικοπόλεως και Πρεβέζης, το οποίο περιέχει επιστολές εμπορικής φύσεως, μας έδωσε μια πολύ καλή εικόνα της εμπορικής κίνησης της πόλης και της σύνδεσης της με άλλες όμορες ή μακρινές περιοχές και λιμάνια κατά την περίοδο 1801-1816. Συμπερασματικά, θεωρούμε πως η εργασία αυτή είναι μια συμβολή στην ιστορία της Πρέβεζας και φωτίζει σημαντικές πτυχές του παρελθόντος της. 876 280 287 The present study attempts to reconstruct some of Hume's key positions with regard to the passions: their arousal and their functioning as motives to action. Hume's theory of the passions is the necessary link between his theory of knowledge and his moral theory; its particularity lies in the “experimental” method he chooses to implement. The first chapter discusses the nature of the passions and their classification, as well as the main explanatory principle offered by the philosopher on the arousal of the indirect passions, i.e. the double association of ideas and impressions. It also analyzes the construction of the idea of the self as the object of pride and humility. The second chapter refers to the causes of the abovementioned passions with respect to the values of historical society, the transformation of these passions into elements of social identity, and further their relation to virtue and vice. In the third chapter the twofold of love and hatred, both indirect passions, along with derivative passions, such as compassion, envy, respect and contempt, are elaborated in accordance with sympathy and comparison. Furthermore, their association with pride and humility, their causes and their particular meanings are examined, and moreover their relation to moral sentiments, which are considered to be calm, impartial forms of love and hatred. Finally, the fourth chapter explores the concept of will and necessity, as constant conjunction between motives –i.e. passions and dispositions of character- and actions. It also examines the role of calm passions and in all the connection between passions and morality. In his theory of the passions Hume completes his criticism to the rationalist model and attempts to found morality on passions and dispositions of human nature. Η παρούσα εργασία επιχειρεί να ανασυγκροτήσει ορισμένες βασικές θέσεις του Hume αναφορικά με τη διαμόρφωση των παθών και τη λειτουργία τους ως κινήτρων της πράξης. Η θεωρία των παθών του Hume αποτελεί τη γέφυρα ανάμεσα στη γνωσιοθεωρία και την ηθική θεωρία του και η ιδιοτυπία της έγκειται στην «πειραματική» μέθοδο που επιλέγει να ακολουθήσει. Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η φύση και η ταξινόμηση των παθών καθώς και η κύρια εξηγητική αρχή που διατυπώνει ο φιλόσοφος για τη γένεση των έμμεσων παθών, η διπλή σχέση ιδεών - εντυπώσεων. Αναλύεται επίσης η συγκρότηση της έννοιας του εαυτού ως αντικειμένου του πρώτου ζεύγους των έμμεσων παθών, της υπερηφάνειας και της ταπείνωσης. Στο δεύτερο κεφάλαιο ακολουθεί η διερεύνηση των αιτίων αυτών των παθών σε συνάρτηση με τις αξίες και απαξίες της ιστορικής κοινωνίας και η μετατροπή τους σε στοιχεία κοινωνικής ταυτότητας, καθώς και η σχέση τους με την αρετή και την κακία. Στο τρίτο κεφάλαιο αναλύεται το δεύτερο ζεύγος των έμμεσων παθών, η αγάπη και το μίσος, καθώς και τα παράγωγα πάθη, όπως η συμπόνια, ο φθόνος, ο σεβασμός και η περιφρόνηση, σε συνάρτηση με το ρόλο της συμπάθειας και της σύγκρισης. Διερευνάται η σχέση τους με την υπερηφάνεια και την ταπείνωση, οι αιτίες τους, η ιδιαίτερη νοηματοδότησή τους, καθώς και η σχέση τους με τα ηθικά συναισθήματα, τα οποία θεωρούνται ήπιες, απροσωπόληπτες μορφές της αγάπης και του μίσους. Στο τέταρτο κεφάλαιο, τέλος, διερευνάται η έννοια της θέλησης και ο αναγκαίος καθορισμός της από κίνητρα και προδιαθέσεις, που αναγνωρίζονται ως πάθη, ο ρόλος των ήρεμων παθών και, γενικότερα, η σχέση των παθών με την ηθικότητα. Η θεωρία των παθών ολοκληρώνει την κριτική του Ηume στο ρασιοναλιστικό μοντέλο και επιχειρεί να θεμελιώσει την ηθικότητα στα πάθη και τις προδιαθέσεις της ανθρώπινης φύσης. 877 275 268 Development of a methodology for the synthesis of Drug-Drug Conjugates of anticancer agents based on a di-bromopyridazinodione scaffold Ανάπτυξη μεθοδολογίας για τη σύνθεση συζευγμάτων (Drug-Drug Conjugates) αντικαρκινικών φαρμάκων με τη χρήση ικριώματος δι-βρωμοπυριδαζινοδιόνης Efficacy of current anti-cancer therapy is limited due to the fact that upon administration, the anticancer agent is delivered into non-diseased tissues, leading to off-target toxicities. Thus, new strategies have been developed, wherein a cytotoxic drug is linked through a cleavable linker with a targeting ligand, with many of these conjugates already on the market. Although clinical benefits of targeted therapeutics are encouraging, limitations are developed in therapy of heterogeneous tumors. Co-delivery of therapeutic agents with different mechanism of action on the same targeting molecule could prevent drug resistance, as well as generate synergistic anticancer effects that may enhance antitumor efficacy. In the absence of such targeted therapeutics, an effort has been made into the development of a versatile procedure for the orthogonal assembly of multi-drug conjugates, carrying two different anticancer agents (e.g. Gemcitabine-Docetaxel) into the tumor cell. Both drugs would be linked with a di-bromopyridazinodione scaffold through a peptide cleavable bridge (Val-Cit) and a self-immolating linker (p-aminobenzyl alcohol), in the presence of an ethylenediamine spacer, that would allow the chemical/enzymatic release of both drugs in the endosome, after endocytosis. The presence of the di-bromopyridazinodione scaffold enables the introduction of multiple targeting ligands with cysteine residues, through conjugation reactions and the formation of stable sulfide adducts, capitalizing on bromine displacement. Overall, synthesis of the cleavable bridge was achieved, as well as its conjugation with Gemcitabine, through alternative synthetic pathways. In addition, we managed to develop a synthetic strategy towards the synthesis of the di-bromopyridazinodione scaffold, whilst conjugation of the cleavable bridge with Docetaxel remains to be fulfilled. Η αποτελεσματικότητα της κλασσικής αντικαρκινικής θεραπείας είναι περιορισμένη, λόγω της μειωμένης στοχευτικής δράσης των κυτταροτοξικών φαρμάκων και της αυξημένης τοξικότητας ενάντια στα φυσιολογικά κύτταρα. Γι’ αυτό το λόγο, νέες στρατηγικές έχουν αναπτυχθεί, κατά τις οποίες ένα κυτταροτοξικό φάρμακο συνδέεται μέσω μιας βιοδιασπώμενης γέφυρας με ένα στοχευτικό συνδέτη που αναγνωρίζει το κύτταρο-στόχο, με πολλά συζεύγματα να βρίσκονται ήδη στην αγορά. Παρ’ όλο που τα κλινικά αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά, αντιμετωπίζονται προβλήματα στην θεραπεία ετερογενών όγκων. Ο συνδυασμός διαφορετικών κυτταροτοξικών φαρμάκων με διαφορετικό μηχανισμό δράσης στο ίδιο στοχευτικό μόριο, θα μπορούσε να αποτρέψει την εμφάνιση αντοχής στη φαρμακοδραστική ουσία, ενώ επίσης θα μπορούσε να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της θεραπείας μέσω συνεργιστικής δράσης. Ελλείψει τέτοιων πολλαπλών στοχευτικών συζευγμάτων, έγινε μια προσπάθεια ανάπτυξης μιας γενικής μεθοδολογίας η οποία θα επέτρεπε την ορθογώνια σύνθεση στοχευτικών συζευγμάτων, που θα μεταφέρουν στο κύτταρο στόχο δύο διαφορετικά κυτταροτοξικά φάρμακα (π.χ. γεμσιταβίνη-ντοσεταξέλη). Τα δύο φάρμακα θα συνδέονται με ένα ικρίωμα δι-βρωμοπυριδαζινοδιόνης μέσω μιας βιοδιασπώμενης πεπτιδικής γέφυρας (Val-Cit) και ενός αυτοκαταστροφικού συνδέτη (p-aminobenzyl alcohol), παρουσία μιας διαχωριστικής γέφυρας αιθυλενοδιαμίνης, που θα επιτρέπουν τη χημική/ενζυματική απελευθέρωση των φαρμάκων στο ενδόσωμα μετά την ενδοκυττάρωση του συζεύγματος. Η παρουσία της δι-βρωμοπυριδαζινοδιόνης διευκολύνει την εισαγωγή πολλαπλών στοχευτικών ομάδων με κατάλοιπα κυστεΐνης, μέσω αντιδράσεων σύζευξης και σχηματισμού σταθερών σουλφιδικών δεσμών, με αντικατάσταση των ατόμων βρωμίου του διπλού δεσμού. Συνολικά, επετεύχθη η σύνθεση της βιοδιασπώμενης γέφυρας και η σύνδεση της με τη γεμσιταβίνη με χρήση εναλλακτικών μονοπατιών σύνθεσης, η ανάπτυξη της συνθετικής πορείας προς τη σύνθεση του ικριώματος, ενώ η σύνδεση της γέφυρας με την ντοσεταξέλη βρίσκεται σε στάδιο ολοκλήρωσης. 878 104 95 WE APPLIED THE INTERNAL FIXATION WITH PLATE - ACP ON III PATIENTS IN OUR SURGERY FROM 1982 - 1994. 58 OPERATED PATIENTS WERE RE - EXAMINED WITH A MEAN LENGTH OF RE - EXAMINATION 8,1 YEARS. THERE WERE EARLY COMPLICATIONS: 2 PULMONARY EMBOLISMS, 1 COMPARTMENT SYNDROME, 1 PARESIS OF PERONEAL NERVE AND LATE: 2 SUPERFICIAL INFECTIONS, 1 DEEP INFECTION, 1 OSTEITIS, 1 IMPLANT FAILURE AND 1 NON - UNION. UNION WAS REGAINED AFTER 6,09 MONTHS. THE RESULTS WERE ESTIMATED ACCORDING TO RUEDI (1976) CRITERIA: EXCELLENT RESULT IN 43 PATIENTS (74,13%), GOOD IN 13 (22,41%) AND FAIR IN 2 (3,44%), THERE WERE NO POOR RESULTS. ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΑΜΕ ΣΤΗΝ ΚΛΙΝΙΚΗ ΜΑΣ ΜΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΟΣΤΕΟΣΥΝΘΕΣΗ (ΠΛΑΚΑ - ACP) ΙΙΙ ΚΑΤΑΓΜΑΤΑ ΔΙΑΦΥΣΗΣ ΚΝΗΜΗΣ ΑΠΟ ΤΟ 1982 - 1994. ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΘΗΚΑΝ 58 ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΜΕΣΟ ΧΡΟΝΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ 8,1 ΧΡΟΝΙΑ. ΠΑΡΑΤΗΡΗΘΗΚΑΝ ΠΡΩΙΜΕΣ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ: 2 ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΕΣΕΜΒΟΛΕΣ, 1 ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΟΣ, 1 ΠΑΡΕΣΗ ΠΕΡΟΝΙΑΙΟΥ ΚΑΙ ΑΠΩΤΕΡΕΣ: 5 ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΕΣ ΦΛΕΓΜΟΝΕΣ, 1 ΕΝ ΤΩ ΒΑΘΕΙ ΦΛΕΓΜΟΝΗ, 1 ΟΣΤΕΙΤΙΔΑ, 1 ΘΡΑΥΣΗ ΥΛΙΚΟΥ ΚΑΙ 1 ΨΕΥΔΑΡΘΡΩΣΗ. Η ΠΩΡΩΣΗ ΕΠΗΛΘΕ ΚΑΤΑ ΜΕΣΟ ΟΡΟ ΜΕΤΑ ΑΠΟ 6,09 ΜΗΝΕΣ. ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑΑΞΙΟΛΟΓΗΘΗΚΑΝ ΚΑΤΑ ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΤΟΥ RUEDI (1976). ΕΙΧΑΜΕ: ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΣΕ 43 ΑΣΘΕΝΕΙΣ (74,13%), ΚΑΛΑ ΣΕ 13 (22,41%) ΚΑΙ ΜΕΤΡΙΑ 2 (3,44%), ΠΤΩΧΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΔΕΝ ΕΙΧΑΜΕ. 879 254 270 The École des Beaux-Arts of Paris and the Greek architecture of 19th – 20th century Η École des Beaux-Arts του Παρισιού και η ελληνική αρχιτεκτονική του 19ου και 20 ου αιώνα The aim of this thesis is the architectural education of Paris École des Beaux-Arts and the influence of the school on Vasilios Kouremenos’ architecture. The research was based on Vasilios Kouremenos’ archive, that consisted of original drawings, plaster sculptures and models of sculptural compositions and part of the architect’s personal library. The recording, classification and analysis of the material leads to the understanding of the pedagogical model of Paris École des Beaux-Arts and the ambient intellectual atmosphere, that laid the foundation on which the architectural work of Vasilios Kouremenos was developed, as testified through his archive. The study approaches the French architectural theory of the 18th and 19th century, under the constant effect of an interpretative intention oriented towards architectural education. The study of École des Beaux-Arts’ architectural education led to conclusions concerning the influence of Beaux-Arts architecture during the 20th century. The aim of the research is the detection of principles, common elements and innovations in Vasilios Kouremenos’ architectural production, that lead to a single synthetic idiom, which has its roots in the practice of the French institution. The succint, but significant, tenure of Vasilios Kouremenos at the newly established School of Architecture of National Technical University of Athens (N.T.U.A.), led us to the study of architectural education in Greece during the interwar period. The research focuses on the curriculum of the institution and the method of teaching that Kouremenos attempted to introduce, according to the French model. Αντικείμενο της παρούσας διατριβής αποτελεί η διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στην αρχιτεκτονική εκπαίδευση της École Nationale des Beaux-Arts του Παρισιού και στην αρχιτεκτονική παραγωγή, με βασικό ερευνητικό εργαλείο το αρχιτεκτονικό αρχείο του Βασιλείου Κουρεμένου. Το σώμα αναφοράς της μελέτης βασίστηκε, κυρίως, στο πρωτογενές αρχειακό υλικό, το οποίο αποτελείται από πρωτότυπα σχέδια, έντυπα, γύψινα γλυπτά και προπλάσματα γλυπτικών συνθέσεων και τμήμα της προσωπικής βιβλιοθήκης του Κουρεμένου. Η καταγραφή, η ταξινόμηση και η ανάλυση του υλικού επέτρεψε κατανόηση του παιδαγωγικού μοντέλου της Σχολής Καλών Τεχνών του Παρισιού και της περιρρέουσας πνευματικής ατμόσφαιρας, η οποία έθεσε τις βάσεις επάνω στις οποίες αναπτύχθηκε το αρχιτεκτονικό έργο του Βασιλείου Κουρεμένου, όπως αυτό τεκμηριώνεται μέσα από το αρχείο του. Στο πλαίσιο της μελέτης προσεγγίστηκε η γαλλική αρχιτεκτονική θεωρία του 18ου και 19ου αιώνα, υπό τη σταθερή ισχύ μιας ερμηνευτικής πρόθεσης στραμμένης προς την αρχιτεκτονική εκπαίδευση. Η μελέτη των χαρακτηριστικών της αρχιτεκτονικής διδασκαλίας του γαλλικού εκπαιδευτικού ιδρύματος οδήγησε σε συμπεράσματα σχετικά με την επιρροή της Beaux-Arts στην αρχιτεκτονική του 20ου αιώνα. Στόχο της έρευνας αποτέλεσε η ανίχνευση και ο εντοπισμός, στην αρχιτεκτονική παραγωγή του Βασιλείου Κουρεμένου αρχών, κοινών στοιχείων ή επινοήσεων που οδηγούν σε ένα ενιαίο συνθετικό ιδίωμα, το οποίο έχει τις ρίζες του στην πρακτική της γαλλικής Αρχιτεκτονικής Σχολής. Η σύντομη, αλλά ουσιώδης, θητεία του Κουρεμένου στη νεοσύστατη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π., οδήγησε στη μελέτη της αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Στο πλαίσιο της έρευνας μελετήθηκε το πρόγραμμα σπουδών του ιδρύματος και ο τρόπος διδασκαλίας που επιχείρησε να εισάγει ο Κουρεμένος, σύμφωνα με το γαλλικό πρότυπο. 880 134 119 Greek donors-collectors of art in the second half of the 19th century and the first half of the 20th century Έλληνες δωρητές-συλλέκτες έργων τέχνης στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και το πρώτο μισό του 20ού The subject of the dissertation is a special aspect of the cultural life and activity of part of the ruling class in Greece, which is summarized in the relation of certain donations / bequests of artistic and wider cultural collections in Greece to the collectors' identity and the ethnographic process. The donor / legacies to the Greek nation-state of three private cultural collections include: Georgios Averoff (1818-1899), Alexandros Soutsos (1839-1895) and Antonis Benakis (1873-1954), who during a century, almost from the second half of the 19th century to the first half of the 20th century, introduce in the academic field the subject that has been described in historiography as "benevoleism" and concerns the benefactors. Αντικείμενο της διατριβής είναι μία ειδική όψη της πολιτιστικής ζωής και δραστηριότητας μέρους της άρχουσας τάξης στην Ελλάδα, η οποία συνοψίζεται στη σχέση ορισμένων δωρεών/κληροδοτημάτων καλλιτεχνικών και ευρύτερα πολιτιστικών ελληνικών συλλογών με τη συγκρότηση ταυτότητας των συλλεκτών και την εθνοποιητική διαδικασία. Πλοηγό στο αντικείμενο αποτελούν οι δωρεές/κληροδοτήματα προς το ελληνικό έθνος-κράτος τριών ιδιωτικών πολιτιστικών συλλογών: του Γεωργίου Αβέρωφ (1818-1899), του Αλεξάνδρου Σούτσου (1839-1895) και του Αντώνη Μπενάκη (1873-1954), οι οποίοι κατά τη διάρκεια σχεδόν ενός αιώνα, περίπου από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ως το πρώτο μισό του 20ού, εισάγουν στο επιστημονικό πεδίο το θέμα που έχει καταγραφεί στην ιστοριογραφία ως «ευεργετισμός». 881 98 78 influences, effects and reflections of war and national socialism in their work απηχήσεις, επιδράσεις και προβολές του πολέμου και του εθνικοσοσιαλισμού στο έργο τους This Master Thesis focuses on the effects of the First War and national socialism as imprinted mostly in interwar novels and short stories written by German-language authors. The Thesis also focuses on the correlation between the prewar and the postwar period, as it runs through and “haunts” the narratives. To conclude, one of the main objectives was to highlight the psychosocial consequences of war trauma, which can be caused by such a catastrophic event as a world war, and the necessity of absorbing and confronting them. H εργασία επικεντρώνεται στις επιδράσεις του Α΄ Πολέμου και του εθνικοσοσιαλισμού όπως προβάλλονται σε μεσοπολεμικά έργα γερμανόφωνων συγγραφέων. Η εργασία εστιάζει επιπλέον στο συσχετισμό του Πριν με το Μετά του Α΄ Πολέμου, όπως αυτά διατρέχουν και «στοιχειώνουν» τις αφηγήσεις. Βασικός στόχος ήταν να αναδειχθούν το ψυχοκοινωνικό τραύμα που μπορεί να προκαλέσει ένα τόσο καταλυτικό γεγονός, όσο ένας παγκόσμιος πόλεμος, και η ανάγκη αφομοίωσης και αντιμετώπισής του. 882 324 321 The impact of the economic crisis on youth unemployment in Greece. Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην ανεργία των νέων στην Ελλάδα. In the present work an attempt is made to report and evaluate the effects of the economic crisis on youth unemployment in Greece. The aim of our study is to define the economic figures that affect the general unemployment rate through the literature review and to apply methods for the analysis of their correlations with youth unemployment through econometric models. The above are developed in two fundamental chapters and the introduction. In addition, the theoretical part is distinguished in the aspect of introduction and bibliographic review while the practical part consists of the study of econometric models and the drawing of conclusions.More specifically, the first chapter describes in detail various definitions that interpret unemployment and the economic crisis either within Greek borders or abroad. The next section discusses the causes of unemployment in Greece, emphasizing the limitation of the demand for higher education graduates, the desperate political directions, the high financial and intellectual costs of employees and the influx of immigrants. The third part of the bibliographic review further analyzes the aforementioned phenomena focusing on the point of view of the young Greeks. Also, the last aspect of our theoretical part is based on ways that change in unemployment an adverse economic recession.Then the research partis introduced, which certifies the statistically significant effects of the financial crisis on the young unemployed. In particular,several models are being developed for either the general unemployment rate, the young unemployment rate, or the racial segregation of young or unemployed young graduates. The above dependent variables are interpreted through specific econometric models in the presence of independent economic parameters. The sample examined concerns the years 2000-2016 and the case of Greece is examined in the aforementioned factors. In addition, statistical methods are performed with the help of the SPSS statistical package. In conclusion, time-lagged models are created and compared with the results of previous models to draw conclusions. Στην παρούσα εργασία πραγματοποιείται μια προσπάθεια να αναφερθούν και να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην ανεργία των νέων στην Ελλάδα. Στόχος της μελέτης μας είναι να οριστούν τα οικονομικά μεγέθη που επηρεάζουν το γενικό δείκτη ανεργίας μέσα από τη βιβλιογραφική επισκόπηση και να εφαρμοστούν μέθοδοι για την ανάλυση των συσχετίσεων τους με την ανεργία νεανικών ηλικιών μέσω οικονομετρικών υποδειγμάτων. Τα ανωτέρω αναπτύσσονται σε δύο θεμελιώδη κεφάλαια και την εισαγωγή. Επιπλέον, το θεωρητικό μέρος διακρίνεται στην πτυχή της εισαγωγής και της βιβλιογραφικής επισκόπησης ενώ το πρακτικό μέρος αποτελείται από τη μελέτη οικονομετρικών υποδειγμάτων και την εξαγωγή συμπερασμάτων. Πιο συγκεκριμένα, στο πρώτο κεφάλαιο αναφέρονται λεπτομερώς διάφοροι ορισμοί που ερμηνεύουν την ανεργία και την οικονομική κρίση είτε εντός ελληνικών συνόρων είτε εκτός. Στην επόμενη ενότητα γίνεται λόγος για τα αίτια εμφάνισης της ανεργίας στον ελλαδικό χώρο δίνοντας έμφαση στον περιορισμό της ζήτησης πτυχιούχων ανωτέρων σπουδών, στις απέλπιδες πολιτικές κατευθύνσεις, στα υψηλά χρηματικά και πνευματικά κόστη των εργαζομένων αλλά και στις εισροές μεταναστών. Το τρίτο μέρος της βιβλιογραφικής επισκόπησης αναλύει περισσότερο τα προαναφερθέντα φαινόμενα εστιαζόμενο στην σκοπιά των νέων Ελλήνων. Επίσης, η τελευταία πτυχή του θεωρητικού μας μέρους βασίζεται σε τρόπους που επιφέρει μεταβολές στην ανεργία μια δυσμενής οικονομική ύφεση. Στη συνέχεια εισάγεται το ερευνητικό μέρος, το οποίο πιστοποιεί τις στατιστικά σημαντικές επιδράσεις της χρηματοπιστωτικής κρίσης στους νέους ανέργους. Ειδικότερα, αναπτύσσονται αρκετά μοντέλα είτε για το γενικό δείκτη ανέργων, ή το δείκτη νέων ανέργων, ή το φυλετικό διαχωρισμό στην ανεργία νεαρών ηλικιών είτε των πτυχιούχων νέων ανέργων. Οι παραπάνω εξαρτημένες μεταβλητές ερμηνεύονται μέσα από συγκεκριμένα οικονομετρικά υποδείγματα υπό την παρουσία ανεξάρτητων οικονομικών παραμέτρων. Το δείγμα που εξετάζεται αφορά τα έτη 2000-2016 και εξετάζεται η περίπτωση της Ελλάδος στους προαναφερθέντες παράγοντες. Επιπλέον, οι στατιστικές μέθοδοι πραγματοποιούνται με τη συνδρομή του στατιστικού πακέτου SPSS. Εν κατακλείδι, δημιουργούνται υποδείγματα με υστέρηση στο χρόνο και συγκρίνονται με τα αποτελέσματα των προηγουμένων μοντέλων για την εξαγωγή συμπερασμάτων. 883 203 180 This dissertation studies the adaptations of P.S. Delta’s children's literary works. In particular, the dissertation studies nine adaptations created from 1959 to 2018. Three of these adaptations are based on the ‘Tale without name’ (1910), another three adaptations are based on the novel ‘Trelantonis’ (1932), two of them are based on ‘Mangas’ (1935) and one adaptation is based on the book ‘In the secrets of the Swamp’(1937). The first chapter of this dissertation is divided into parts. The first one presents a theoretical framework for the study of adaptations, the modern illustrated children's book, the graphic novels and the theatrical works, because the adaptations that are being studied belong to each one of the above mentioned categories. Secondly, it presents the Gerard Genette’s theory of narrative as well as the role of the illustration, the context and the literary characters, on the basis of which will be carried out the analysis of the adapted works. The next four chapters are an analysis of the adaptations. In particular, in these chapters we study the narrative techniques, the illustration, the characters and the text and story modifying adaptation techniques used in each adaptation. The final section of the dissertation summarizes the conclusions of the dissertation. Στην παρούσα εργασία εξετάζονται οι διασκευές, οι οποίες προέρχονται από τα παιδικά λογοτεχνικά έργα της Π. Σ. Δέλτα. Πιο συγκεκριμένα, αντικείμενο της εργασίας αποτελούν εννέα διασκευές που δημιουργήθηκαν από το 1959 έως και το 2018. Από αυτές, τρεις διασκευές έχουν ως αφετηριακό τους έργο το «Παραμύθι χωρίς όνομα» (1910), τρεις διασκευές προέρχονται από το μυθιστόρημα «Τρελαντώνης» (1932), δύο από τον «Μάγκα» (1935), και μία διασκευή βασίζεται στο βιβλίο «Στα μυστικά του Βάλτου» (1937). Το πρώτο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας διαιρείται σε τμήματα. Το πρώτο παρουσιάζει το θεωρητικό πλαίσιο των διασκευών, του σύγχρονου εικονογραφημένου παιδικού βιβλίου, των graphic novels και του θεατρικού έργου, καθώς σε αυτές τις μορφές εντάσσονται τα διασκευασμένα έργα που μελετώνται. Δεύτερον, παρουσιάζει τη θεωρία της αφηγηματολογίας του Gerard Genette, καθώς και τον ρόλο της εικονογράφησης, του παρακειμένου και των λογοτεχνικών χαρακτήρων, με βάση τα οποία θα πραγματοποιηθεί η ανάλυση των διασκευασμένων έργων. Στα επόμενα τέσσερα κεφάλαια ακολουθεί η ανάλυση των διασκευών. Ειδικότερα, μελετώνται οι αφηγηματικές τεχνικές, η εικονογράφηση, οι χαρακτήρες και οι διασκευαστικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται σε κάθε διασκευή. Το τελευταίο τμήμα της εργασίας συνοψίζει τα συμπεράσματα. 884 212 213 Modifying natural products aiming the increase of their bioavailability Τροποποιήση φυσικών προϊόντων στοχεύοντας την αύξηση της βιοδιαθεσιμότητάς τους Natural products and their derivatives since ancient times have been used by traditional medicine to deal with many diseases. Flavonoids, as an important member of the large family of natural products, possess a rich pharmacological profile including antioxidant, antiviral and anti-tumor properties. The purpose of this postgraduate dissertation is the synthesis, characterization and biological evaluation of modified analogues based on flavonoids in order to increase their bioavailability. Initially, quercetin-2HP-β-CD host-guest complex was studied using a series of analytical techniques including solid state NMR, DOSY NMR, UV-vis spectroscopy and molecular dynamics simulations. The bioactivity of the complex was also evaluated and found that it reduces the cell viability of human T24 bladder cancer cells. Subsequently, the decomplexation of quercetin from the cavity of 2HP-β-CD was spectroscopy investigated in presence of iron species at two different pH values, in which the formation of metal complexes between quercetin and iron was observed. In addition, cyclic voltammetry studies were conducted in which the complex and native quercetin showed the same oxidative profile. Finally, in order to enhance the solubility and the bioavaibility of naringenin and apigenin we synthesized and characterized two prodrugs, trigged by alkaline phosphatase, which will selectively release the native drug, exclusively in cancer cells. Τα φυσικά προϊόντα και τα παράγωγα τους ήδη από τα αρχαία χρόνια χρησιμοποιούνταν από την παραδοσιακή Ιατρική για την αντιμετώση πολλών ασθενείων. Τα φλαβονοειδή, ως σημαντικό μέλος της μεγάλης οικογένειας των φυσικών προϊόντων, διαθέτουν πλούσιο φαρμακολογικό προφίλ που περιλαμβάνει αντιοξειδώτικές, αντιϊκές καθώς και αντικαρκινικές ιδιότητες. Σκοπός της παρούσας μεταπτυχιακης διατριβής είναι η σύνθεση, ο χαρακτηρισμός και η βιολογική αξιολόγιση τροποποιημένων αναλόγων των φλαβονοειδών με σκοπό την αύξηση της βιοδιαθεσιμότητα τους. Αρχικά μελετήθηκε, το σύμπλοκο εκλεισμού της κερσετίνης με την 2HP-β-CD χρησιμοποιώντας μια σειρά από τεχνικές που περιλαμβάνουν NMR στερεάς κατάστασης, DOSY NMR, φασματοσκοπία υπεριώδους και ορατού καθώς και προσομοιώσεις μοριακής δυναμικής. Η βιοδραστικότητα του συμπλόκου αξιολογήθηκε και βρέθηκε ότι μειώνει την κυτταρική βιωσιμότητα των ανθρωπίνων καρκινικών κυττάρων ουροδόχου κύστης Τ24. Στην συνέχεια, μελετήθηκε φασματοσκοπίκα η ικανότητα αποδέσμευσης της κερσετίνης από την κοιλότητα της 2HP-β-CD παρούσια κατιόντων σιδήρου σε δυο διαφορετικές τιμές pH, όπου παρατηρήθηκε ο σχηματισμός μεταλλικών συμπλόκων μεταξύ της κερσετίνης και των ιόντων σιδήρου. Ακόμα, πραγματοποιήθηκαν μελέτες κυκλικής βολταμετρίας όπου το σύμπλοκο εκλεισμού και η εγγενής κερσετίνη έδειξαν ίδίο οξειδωτικό προφίλ. Τέλος, συνθέθηκαν και χαρακτηρίστηκαν δύο νέα φωσφορικά ανάλογα της ναρινγενίνης και απιγενίνης με σκόπο την αύξηση της βιοδιαθεσιμότητας και την εκλεκτική απελεύθερωσης τους αποκλειστικά στα καρκινίκα κύτταρα από το ένζυμο αλκαλική φωσφατάση. 885 727 749 The contribution of single photon emission tomography (SPECT) in discrimination of neoplasmatic from non-neoplasmatic cause of intra-cerebral haemorrhage Η συμβολή της αξονικής τομογραφίας εκπομπής μονήρους φωτονίου (SPECT) στη διάκριση νεοπλασματικής από μη νεοπλασματικής αιτιολογίας ενδοεγκεφαλικής αιμορραγίας The discrimination of neoplasmatic from non-neoplastic intra-cerebral hematoma is a major challenge for clinicians and investigators, as various types of neoplasms can be covered behind an intraparenchymal cerebral hemorrhage (ICH) and some non-neoplastic hemorrhage lesions can mimic neoplasms in typical neurological / radiographic imaging. This differential diagnosis, particularly in the acute phase, has significant clinical significance for proper management and effective treatment of patients. In the past, some studies have been proposed aimed at differentiating ICH associated with neoplasms based on neuro-radiological and nuclear imaging characteristics. However, the effectiveness of these imaging methodologies was, in most cases, under discussion. In clinical practice, the differential diagnosis between neoplastic and non-neoplastic ICH is often based on ongoing monitoring of the evolutionary pathway of pathogenesis over time, delaying the provision of the appropriate treatment planning for effective treatment ofpatients. The 99mTc-Tetrofosmin (99mTc-TF) radiopharmaceutical has been used as a SPECT imaging agent in various cases, except for its common indication that is the myocardial perfusionscintigraphy. In particular, 99mTc-TF has been used in the detection of various neoplasms mainly in the breast and brain regions. In the latter case, the Nuclear Medicine Laboratory of the University Hospital of Ioannina appears a great clinical experience with a large number of publications for 99mTc-TF use in the development of gliomas, astrocytomas, glioblastomas, intracranial meningiomas and various brain metastases. Attempts to visualize such tumors have also been made with the use of other radiopharmaceuticals such as 99mTcMethoxyisobutyltinnitrile (99mTc-MIBI) and relatively earlier radioactive 201T1 with reduced performance. A total of 70 patients (41 men, 29 women, median 59.3 ± 15.1 years) were enrolled to evaluate the ability of 99mTc-TF brain SPECT to distinguish intracerebral hemorrhage, neoplastic from non-neoplastic etiology. The set of subjects consists of two subgroups. The first group, consisting of 50 patients (31 men, 19 women, median 58.5 ± 16.5 years), diagnosed with intracerebral hemorrhage without tumor disease and the second group of 20 patients (10 males , 10 women, median 61.4 ± 9.9 years) diagnosed with neoplastic disease in the form of glioma. Patients depending on the clinical condition, age, location and magnitude of the damage and coexisting conditions were treated conservatively or surgically. All patients underwent MRI and SPECT with 99mTc-TF brain scans within the first 6 days of diagnosis of ICH. Patients who were conservatively treated were prospectively monitored to determine the cause of ICH. The diagnosis was based on clinical and imaging monitoring over a 2-year mean interval which was considered sufficient to identify a possible neoplastic underlying cause based on international literature and since most neoplasms usually have rapid progressionwithin the restricted intracranial space. Initially, during the process of identifying and evaluating the pathogenesis, the MRI or CT findings are compared and identified with SPECT imaging. Then, after the outline is drawn, the brightness ratio of the pathogenic area (hemorrhage and / or neoplasm) to its background (Lesion to Normal, L / N) was calculated. In the case of ICH, the average luminance value was found to be 1.74 with a range from 1.0-4.04 (CV: 0.359). In the case of gliomas, theaverage luminance value was found to be 8.47 with a range of 2.7 - 15.6 (CV: 0.511). Different models were then used to find the optimal separation threshold for the two different haemorrhage groups. Thus, the Linear Separation Approach as well as the use of the non-parametric Mann-Whitney method were tested to overcome the regularity of patient data. In addition, a receiver operating characteristic (ROC) analysis was performed to calculate the optimal threshold value in the overall performance of the characterization system converging to the L / N ratio = 2.88 as the most reliable threshold for discrimination of neoplastic from non-neoplastic ICH episodes. Statistical analysis confirmed that tumor neoplastic haemorrhage had a statistically significantly higher uptake of radiopharmaceutical than non-neoplastic etiology ICH. In conclusion, SPECT with 99mTc-TF radiopharmaceutical, could provide a significant contribution to the clinician in differential diagnosis of neoplastic and non-neoplastic haemorrhage. However, significant research could be carried out, as a continuation of this study, on the depiction of the evolution of the computed luminosity ratio of the pathogenesis over time, both in the short and the long term, as well as the accurate and timely separation of the specific type and the origin of each neoplasia. Η διάκριση του νεοπλασματικού από το μη νεοπλασματικό ενδοεγκεφαλικό αιμάτωμα αποτελεί σημαντική πρόκληση για τους κλινικούς και ερευνητές, καθώς διάφοροι τύποι νεοπλασμάτων μπορούν να καλύπτονται πίσω από μια ενδοπαρεγρυματική εγκεφαλική αιμορραγία (intraparenchymal cerebral hemorrhage -ICH) και μερικές αιμορραγικές μη νεοπλασματικές αλλοιώσεις μπορεί να μιμούνται νεοπλάσματα σε τυπικές νευρολογικές / ακτινολογικές απεικονίσεις. Αυτή η διαφορική διάγνωση, ιδιαίτερα στην οξεία φάση, έρει σημαντική κλινική σημασία για την κατάλληλη διαρείριση και κατεπέκταση αποτελεσματική αντιμετώπιση των ασθενών. Στο παρελθόν έρουν παρουσιαστεί κάποιες μελέτες με προτεινόμενες μεθοδολογίες ανάλυσης, που βασιζόμενες σε ραρακτηριστικά νευροακτινολογικής και πυρηνικής απεικόνισης, στορεύουν στην διαφοροδιάγνωση της ICH που σρετίζεται με νεοπλάσματα. Ωστόσο η βεβαιότητα πίσω από τις συγκεκριμένες απεικονιστικές μεθοδολογίες είναι αμφιλεγόμενη στις περισσότερες περιπτώσεις. Στην κλινική πράξη, η διαφορική διάγνωση μεταξύ νεοπλασματικής και μη-νεοπλασματικής ICH βασίζεται συρνά σε συνεριζόμενη παρακολούθηση της εξελικτικής πορείας της παθογένειας στον ρρόνο, καθυστερώντας έτσι την παροχή του κατάλληλου θεραπευτικού σχήματος για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των ασθενών. Το ραδιοφάρμακο 99mTc-Tetrofosmin (99mTc-TF) έρει ρρησιμοποιηθεί ως παράγοντας απεικόνισης SPECT σε διάφορες περιπτώσεις εκτός από την κλασική ένδειξή του για το σπινθηρογράφημα αιμάτωσης μυοκαρδίου. Συγκεκριμένα, το 99mTc-TF έρει ρρησιμοποιηθεί στον εντοπισμό διαφόρων νεοπλασιών κυρίως στην περιορή του μαστού και του εγκεφάλου. Στην τελευταία περίπτωση, υπάρρει μεγάλος αριθμός δημοσιεύσεων τόσο στην βιβλιογραφία όσο και από την κλινική εμπειρία του Εργαστηρίου Πυρηνικής Ιατρικής του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων για την χρήση του στην ανάδειξη γλοιωμάτων, αστροκυτωμάτων, γλοιοβλαστωμάτων, ενδοκρανιακών μηνιγγωμάτων και ποικίλων εγκεφαλικών μεταστάσεων. Προσπάθειες για την απεικόνιση παρόμοιων νεοπλασιών έχει γίνει και με την χρήση άλλων ραδιοφαρμάκων όπως το 99™Το-Μεθοξυϊσοβουτυλοσιονιτρίλιο (99mTc-MIBI) και σχετικά παλιότερα το ραδιενεργό 201Tl με μειωμένες επιδώσεις. Για την αξιολόγηση της δυνατότητας του σπινθηρογραφήματος εγκεφάλου SPECT με 99mTc-TF για την διάκριση της ενδοεγκεφαλικής αιμορραγίας, νεοπλασματικής από μη νεοπλασματικής αιτιολογίας, συμπεριελήφθησαν συνολικά 70 ασθενείς (41 άντρες, 29 γυναίκες, μ.ο. 59.3 ± 15.1 έτη). Το σύνολο των εξεταζόμενων αποτελείται από δυο υποομάδες. Η πρώτη ομάδα, απαρτίζεται από 50 ασθενείς (31 άντρες, 19 γυναίκες, μ.ο.η. 58.5 ± 16.5 έτη), όπου που διαγνώστηκαν να παρουσιάζουν ενδοεγκεφαλική αιμορραγία χωρίς την ύπαρξη νεοπλασματικής νόσου και η δεύτερη στην οποία περιλαμβάνονται 20 ασθενείς (10 άντρες, 10 γυναίκες, μ.ο.η. 61.4 ± 9.9 έτη) που διεγνώσθησαν με νεοπλασματική νόσο και ειδικότερα με την μορφή γλοιώματος Οι ασθενείς ανάλογα την κλινική εικόνα, την ηλικία, την εντόπιση και το μέγεθος της βλάβης και τις συνυπάρχουσες παθήσεις αντιμετωπίστηκαν συντηρητικά ή χειρουργικά. Σε όλους τους ασθενείς έγινε MRI και SPECT εγκεφάλου με 99mTc-TF εντός των πρώτων 6 ημερών από την διάγνωση της ενδοεγκεφαλικής αιμορραγίας. Οι ασθενείς οι οποίοι αντιμετωπίστηκαν συντηρητικά παρακολουθήθηκαν προοπτικά προκειμένου να διαπιστωθεί η αιτία της ενδοεγκεφαλικής αιμορραγίας. Η διάγνωση στηρίχθηκε σε κλινική και απεικονιστική παρακολούθηση για μέσο διάστημα 2 ετών το οποίο και θεωρήθηκε επαρκές για τον προσδιορισμό μιας πιθανής νεοπλασματικής υποκείμενης αιτίας, βάση της διεθνούς βιβλιογραφίας και δεδομένου ότι τα περισσότερα νεοπλάσματα έχουν συνήθως γρήγορη εξέλιξη μέσα στον περιορισμένο ενδοκράνιο χώρο. Αρχικά κατά την διαδικασία εντοπισμού και αξιολόγησης της παθογένειας πραγματοποιείται σύγκριση και ταύτιση των ευρημάτων της MRI ή CT με την απεικόνιση SPECT. Στην συνέχεια αφού σχεδιαστεί το περίγραμμά της, υπολογίζεται ο λόγος φωτεινότητας της παθογενούς περιοχής (αιμορραγία ή/και νεόπλασμα) προς το υπόβαθρο της (Lesion to Normal, L/N). Στην περίπτωση της ICH η μέση τιμή φωτεινότητας βρέθηκε ίση με 1.74 με εύρος τιμών από 1.0 - 4.04 (CV:0.359). Στην περίπτωση των γλοιωμάτων, η μέση τιμή φωτεινότητας βρέθηκε ίση με 8.47 με εύρος τιμών από 2.7 - 15.6 (CV:0.511). Στην συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικά μοντέλα για την εύρεση του βέλτιστου κατωφλίου διαχωρισμού των δυο ομάδων αιμορραγιών διαφορετικής αιτιολογίας. Έτσι, δοκιμάστηκε η προσέγγιση γραμμικού διαχωρίσιμου καθώς και η χρήση της μη παραμετρικής μεθόδου Mann-Whitney για να υπερκεραστεί η κανονικότητα των μετρήσεων των ασθενών. Επιπρόσθετα, πραγματοποιήθηκε ανάλυση χαρακτηριστικής καμπύλης (receiver operating characteristic - ROC) ώστε να υπολογισθεί η βέλτιστη τιμή κατωφλίου στην συνολικής απόδοση του συστήματος χαρακτηρισμού συγκλίνοντας στον υπολογισμό της τιμής λόγου L/N = 2.88 ως το πλέον αξιόπιστο κατώφλι διαχωρισμού νεοπλασματικής από μη νεοπλασματικής αιτιολογίας ενδοεγκεφαλική αιμορραγία. Η στατιστική ανάλυση επιβεβαίωσε ότι η νεοπλασματικής αιτιολογίας νεοπλασματική αιμορραγία είχε στατιστικά σημαντικά υψηλότερη πρόσληψη ραδιοφαρμάκου από τη μη νεοπλασματικής αιτιολογίας ενδοεγκεφαλική αιμορραγία. Συμπερασματικά, το SPECT με 99mTc-TF μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά στον κλινικό ιατρό και στην διαφορική διάγνωση νεοπλασματικής από μη νεοπλασματικής αιτιολογίας ενδογκεφαλικής αιμορραγίας. Ωστόσο, σημαντική έρευνα θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί, ως συνέχιση της συγκεκριμένης μελέτης, σχετικά με τον απεικόνιση της εξέλιξης της μετρούμενης φωτεινότητας της παθογένειας στο ρρόνο, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, καθώς και με τον ακριβή και έγκαιρο διαρωρισμό του τύπου και της προέλευσης της εκάστοτε νεοπλασίας. 886 406 433 Είναι απαραίτητη η εγκεφαλική οξυμετρία σε ασθενείς που υποβάλλονται σε ορθοπαιδικές επεμβάσεις αποκατάστασης καταγμάτων κάτω ακρών; Αim: This study was conducted to evaluate baseline rSO2 values, identify factors that could potentially influence them, evaluate perioperative and postoperative changes in rSO2 values and validate whether monitoring rSO2 values is needed in patients with hip fractures. Methods: This is a prospective observational study on 69 patients. Data were collected on factors potentially related to baseline rSO2 values. Collected and stored data referred to rSO2 values from baseline until early postoperative period, MMSE score preoperatively and 7 days postoperatively, appearance of postoperative excitation or confusion and their pharmaceutical treatment, as well as to the type of anesthesia. Data were analyzed with student’s t test, Pearson correlation and multiple regression analysis as appropriate. Results: The mean age of our patients is 74 ±13 years. A significant correlation between baseline rSO2 L and baseline rSO2 R values (r=0,852, p<0,001) was observed. Mean baseline rSO2 L was 60 ± 10. The percentage of the patients with baseline rSO2 < 55 was 31, 9%. Baseline rSO2 has a positive correlation with hematocrit (r=0,50 , p<0,001) and SpO2 (r= 0,587 , p<0,001) and a negative correlation with ASA (r=-0,42, p<0,001) and age (r=-0,39, p=0,001). From regression analysis resulted that SpO2 is responsible for the 35 % of the variance on baseline rSO2 values (R2=0,35) and preoperative hematocrit for the 23% (R2= 0,23). Age, hematocrit and ASA together are responsible for the 39% of the variance on baseline rSO2 values (R2=0,39). SpO2 together with hematocrit and age can predict the 55% (R2=0,55) of the baseline rSO2 values. No difference was observed on rSO2 values between patients that underwent general or regional anesthesia. rSO2 values were significantly improved on every measurement during and after surgery. Cerebral desaturations had the 40 % of the patients. There was no correlation between low rSO2 values and hospital stay, but patients with baseline rSO2 <55% needed more medicine to treat their postoperative excitation. Conclusion: The high percentage of low baseline rSO2 values and desaturations as well as the correlation between rSO2 values and pharmaceutical treatment for the postoperative excitation or confusion, indicates the need of these patients to be assessed with cerebral oximetry monitoring. The baseline rSO2 values can be predicted in high percentage by the patient’s age, hematocrit, SpO2 and ASA classification. More and larger studies are needed to define the usefulness of cerebral oximetry in this group of patients with hip fractures and also whether this monitoring can contribute to a better preoperative preparation Σκοπός: Αυτή η μελέτη διεξήχθη για να εκτιμήσει τις βασικές τιμές του rSO2, να προσδιορίσει παράγοντες που μπορούν να τις επηρεάσουν, να μελετήσει διεγχειρητικές και μετεγχειρητικές μεταβολές της εγκεφαλικής οξυμετρίας και να απαντήσουμε στο κατά πόσο κρίνεται απαραίτητη η χρήση εγκεφαλικής οξυμετρίας στην ομάδα ασθενών με κατάγματα ισχίου. Μέθοδος: Πρόκειται για μια προοπτική μελέτη παρατήρησης σε 69 ασθενείς. Συλλέχθηκαν δεδομένα πάνω σε παράγοντες δυνητικά σχετιζόμενους με τις βασικές τιμές rSO2. Έγινε καταγραφή του rSO2 από τις βασικές τιμές μέχρι και την άμεση μετεγχειρητική πορεία, του MMSE προεγχειρητικά και 7 μέρες μετεγχειρητικά, της μετεγχειρητικής σύγχυσης και διέγερσης και της φαρμακευτικής αντιμετώπισής τους, όπως και το είδος της αναισθησίας. Η ανάλυση των δεδομένων έγινε με τη χρήση του student’s t test, τη συσχέτιση Pearson και την πολλαπλή ανάλυση παλινδρόμησης. Αποτελέσματα: Η μέση ηλικία των ασθενών μας ήταν 74 ± 13 έτη. Μεταξύ baseline rSO2 L και rSO2 R παρατηρήθηκε σημαντική συσχέτιση ( r=0,852, p<0,001). Οι μέσες τιμές του rSO2 L είναι 60 ± 10. Το ποσοστό των ασθενών με baseline rSO2 < 55 ήταν 31,9%. Παρατηρήθηκε θετική σχέση του baseline rSO2 με τον αιματοκρίτη (r=0,50 , p<0,001) και το SpO2 (r= 0,587, p<0,001). Αρνητική συσχέτιση βρέθηκε με την ταξινόμηση κινδύνου κατά ASA (r=-0,42 , p<0,001) και την ηλικία (r=-0,39, p=0,001). Από την ανάλυση παλινδρόμησης προκύπτει ότι το SpO2 είναι υπεύθυνο για το 35 % της διακύμανσης των τιμών του baseline rSO2 L (R2=0,35), ο αιματοκρίτης για το 23 % (R2=0,23). Η ηλικία, ο αιματοκρίτης και η κατάταξη ASA είναι υπεύθυνοι για το 39 % της διακύμανσης των τιμών του baseline rSO2 (R2=0,39). Το SpO2, η αιμοσφαιρίνη και η ηλικία ευθύνονται για το 55% (R2=0,55) της διακύμανσης του baseline rSO2. Δεν παρατηρήθηκε διαφορά στις τιμές του rSO2 μεταξύ των ασθενών που έλαβαν γενική ή περιοχική αναισθησία. Οι τιμές του rSO2 ήταν σημαντικά βελτιωμένες στα σημεία μέτρησης και μετεγχειρητικά. Εγκεφαλικοί αποκορεσμοί παρουσιάστηκαν στο 40 % των ασθενών. Δεν παρατηρήθηκε συσχέτιση μεταξύ χαμηλών τιμών rSO2 και παραμονής στο νοσοκομείο, όμως oι ασθενείς με baseline rSO2 <55% χρειάστηκαν μεγαλύτερο αριθμό φαρμάκων για την αντιμετώπιση της μετεγχειρητικής διέγερσης. Συμπέρασμα: Το υψηλό ποσοστό χαμηλών τιμών baseline rSO2 και αποκορεσμών, όπως και η σχέση μεταξύ των τιμών της εγκεφαλικής οξυμετρίας και της φαρμακευτικής αντιμετώπισης της μετεγχειρητικής σύγχυσης και διέγερσης, υποδεικνύει την αναγκαιότητα παρακολούθησης των ασθενών αυτών με τη μέθοδο αυτή. Περισσότερες μελέτες με μεγαλύτερο αριθμό ασθενών είναι απαραίτητες για να καθοριστεί αφενός μεν η χρησιμότητα της εγκεφαλικής οξυμετρίας στην ομάδα ασθενών με κατάγματα ισχίου, αφετέρου εάν η μέθοδος αυτή μπορεί να συμβάλει στην καλύτερη προεγχειρητική προετοιμασία. 887 261 231 The effect of bilingualism and teaching practices on the reading performance of immigrant children in Greece Η επίδραση της διγλωσσίας και των διδακτικών πρακτικών στην αναγνωστική επίδοση παιδιών μεταναστών στην Ελλάδα The present research examines the reading performance of bilingual immigrant students attending the first grade of primary school and also investigates the potential influence of the preferred language of communication (mother tongue/language of origin country or language of host country, as well as the frequency with which certain didactic practices are used to teach reading skills to both bilingual and monolingual students. The research was conducted in a number in a number of different greek regions. The sample consisted of 158 students who attended the first grade of primary school, out of which 93 were bilingual immigrants and 65 were native students, as well as of their 16 teachers. The analysis of the results concluded that the bilingual immigrant students, in total, displayed moderate levels of reading performance, statistically significant reading performance differences were found between those who used the greek language more frequently in their daily communication, as they demonstrated a higher reading level than the ones who used their mother tongue more often. Furthermore, the study also interestingly demonstrated that there were no statistically significant differences in the average reading performance between monolingual and bilingual immigrant that used the greek language frenquently. Finally, another important finding was that no significant effect of teaching practices was observed on the average reading performance of both bilingual students and their monolingual classmates. The frequent use of certain teaching practices seemed to have a positive effect only as far as fluency and partly decoding acquisition were concerned. Βασικός στόχος της παρούσας έρευνας ήταν η καταγραφή της αναγνωστικής επίδοσης των δίγλωσσων μεταναστών μαθητών πρώτης σχολικής ηλικίας που φοιτούσαν σε σχολεία διαφόρων Περιφερειών της ελληνικής επικράτειας. Βασικός στόχος, επίσης, ήταν η διερεύνηση πιθανής επίδρασης της προτιμώμενης γλώσσας επικοινωνίας (γλώσσα χώρας καταγωγής ή γλώσσα χώρας υποδοχής) στην αναγνωστική επίδοση των δίγλωσσων μεταναστών μαθητών και της συχνότητας χρήσης διδακτικών πρακτικών στην αναγνωστική επίδοση τόσο των δίγλωσσων όσο και των μόνόγλωσσων μαθητών. Το δείγμα αποτέλεσαν 158 μαθητές Δημοτικού, 93 δίγλωσσοι μετανάστες και 65 γηγενείς μαθητές, καθώς και οι 16 εκπαιδευτικοί των τάξεων που φοιτούσαν οι παραπάνω μαθητές. Από την ανάλυση των δεδομένων προέκυψε πως οι δίγλωσσοι μετανάστες μαθητές στο σύνολό τους παρουσίασαν μέτρια επίπεδα αναγνωστικής επίδοσης, ενώ αποδείχτηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στις αναγνωστικές επιδόσεις των δίγλωσσων μαθητών με συχνή χρήση της ελληνικής έναντι των δίγλωσσων που χρησιμοποιούσαν συχνότερα τη γλώσσα της χώρας καταγωγής τους. Ένα ενδιαφέρον εύρημα που προέκυψε ήταν οι μη στατιστικά σημαντικές διαφορές στις επιδόσεις μεταξύ των μονόγλωσσων και των δίγλωσσων μεταναστών μαθητών με συχνή χρήση της ελληνικής γλώσσας. Σημαντικό, επίσης, εύρημα ήταν ότι δεν παρατηρήθηκε σημαντική επίδραση των διδακτικών πρακτικών στη μέση αναγνωστική επίδοση τόσο των δίγλωσσων μεταναστών μαθητών όσο και των μονόγλωσσων συμμαθητών τους. Η συχνή χρήση κάποιων διδακτικών πρακτικών φάνηκε να επηρεάζει θετικά μόνο την κατάκτηση της ευχέρειας και εν μέρει της αποκωδικοποίησης. 888 294 296 Olympic ideology (1851-1896), it is based on the files and work of Demetrius Vikelas (1835-1908) Η ολυμπιακή ιδεολογία (1851-1896) με βάση το αρχείο και το έργο του Δ. Βικέλα (1835-1908) The title of this doctoral thesis is “Olympic ideology (1851-1896), it is based on the files and work of Demetrius Vikelas (1835-1908)”. It has been proved that the Greek efforts in order to revive the Olympic Games and the contribution of the Greek man of letters and dreamer Demetrius Vikelas were very few. The Syrian visioner had an inclination towards letters from a very early age. He was fond of travelling, very well educated, with strong personality. His interest in athletics and Olympism appear in his writing, mainly in his correspondence and the books what he, himself, analizes the most is his relationship with the athletic events. Therefore, he was rightly selected as the representative of Greece in the International Athletic Conference in Paris “about reviving the Olympic Games” by the Panhellenic Athletic Club and the founder of Athletics Ioanni Fokiano. He never stopped defending and fighting for knowledge. It is worth noting that all his precious achievements won recognition immediately after the performance of the Olympic Games. The audience at the Sorbonne in 1900 was astonished by his speech. “ In Athens we will definitely not have the possibility to organize majestic celebrations, warmth of our hearty welcome will make up for our imperfections. We will not offer our visitors amusements which may rise to the occasion, but we will show them our monuments, antiquities and lead them to places where ancient Greeks used to perfom their Games...” It is established beyond doubt that Vikelas entertained kind feelings for Heraklion during the Great Cretan Revolution (1866-1869). He also offered a big section of his library to the municipality of Heraklion which was named after him Vikelea Library (1908). Τίτλος της διατριβής είναι: «Η Ολυμπιακή Ιδεολογία (1851 – 1896) με βάση το Αρχείο και το έργο του Δ. Βικέλα (1835 – 1908). Αποδείχτηκε ότι ήταν ελάχιστες οι αναφορές στις ελληνικές προσπάθειες αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων και ιδιαιτέρως της συμβολής του Έλληνα λόγιου – οραματιστή Δημήτριου Βικέλα. Ο Σύριος οραματιστής είχε κλίση από μικρός στα γράμματα, πολυταξιδεμένος με ισχυρή προσωπικότητα και μόρφωση. Το ενδιαφέρον του για τον αθλητισμό και τον Ολυμπισμό διαφαίνεται από τα γραπτά, κυρίως την αλληλογραφία και τα βιβλία του. Το ιδιαίτερο στοιχείο το οποίο ο ίδιος αναλύει ήταν η σχέση του με τα αγωνίσματα. Δεν ήταν επομένως τυχαία η επιλογή του από τον ΠΓΣ (Πανελλήνιος Γυμναστικός Σύλλογος) και συγκεκριμένα από τον «ιδρυτή» της Γυμναστικής Ιωάννη Φωκιανό για να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στο Διεθνές Αθλητικό Συνέδριο του Παρισιού «περί ανασυστάσεως των Ολυμπιακών Αγώνων». Δεν σταμάτησε ποτέ να αγωνίζεται και να υπερασπίζεται τη γνώση. Αξίζει να σημειωθεί ότι το έργο του, σε όλο του το μέγεθος και την αξία του, αναγνωρίστηκε αμέσως μετά την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων. Κατέπληξε το ακροατήριο στο συνέδριο της Σορβόνης το 1900 με το λόγο του: «Στην Αθήνα, ασφαλώς δεν θα έχουμε τη δυνατότητα να οργανώσουμε μεγαλοπρεπείς γιορτές, αλλά τις πολλές ελλείψεις μας θα αναπληρώσει η εγκαρδιότητα της υποδοχής μας. Δεν θα προσφέρουμε στους επισκέπτες μας διασκεδάσεις άξιες προς την περίσταση, αλλά έχουμε να δείξουμε τα µνηµεία και τα ερείπια της αρχαιότητος και να τους οδηγήσουμε στους τόπους όπου τελούσαν οι αρχαίοι Έλληνες τους αγώνες τους…» Για το Ηράκλειο της Κρήτης έτρεφε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι βοήθησε έμπρακτα την Κρητική Επανάσταση (1866 -1869).Επίσης προσέφερε μεγάλο τμήμα της προσωπικής βιβλιοθήκης του στο Δήμο Ηρακλείου, η οποία και ονομάστηκε Βικελαία Βιβλιοθήκη (1908). 889 475 506 Απομόνωση και χαρακτηρισμός γονιδίων παραγωγής θερμοφιλίνης του γαλακτικού βακτηρίου streptococcus thermophilus Streptococcus thermophilus is a Gram-positive bacterium, facultative anaerobe, non pathogenic, alpha hemolytic and member of the Streptococcus viridans group. It belongs to the thermophilic lactic acid bacteria (L.A.B.) and is considered safe to consume (Generally Recognized As Safe, G.R.A.S.). It is used widely as a starter culture for the production of dairy products and is considered the second most important organism in the dairy industry. The strain S. thermophilus ACA-DC 0040 from the Agriculture University of Athens microorganism collection produces the bacteriocin thermophilin T, the production of which seems to be related to the growth rate of the organism and is the topic of this study. Initially the growth of ACA-DC 0040 strain was tested with a series of growth mediums in relation to bacteriocin production, genetic material purification and competence in transformation experiments and the mediums were selected by case. Based on deposited DNA sequences of other S. thermophilus strains, a corresponding blp locus, possibly related to thermophilin T production, was found, cloned and sequenced. This genetic locus consists of 13092 base pairs and 16 open reading frames were found encoding putative structural thermophilin T peptides and immunity peptides, a three component regulatory system, transportation proteins and a modification protein for the structural peptides. Among these, transposase and unknown function genes were found. The expression and organization of blp region genes were studied at transcriptional level using RT-PCR and northern experiments, revealing 5 possible operons. In addition, the possible structural bacteriocin genes blpU and blpK appeared to co-transcript as well as transcript independently, at least for the first one, and for this reason they were further studied with real time PCR experiments. Those experiments revealed higher levels of transcripts under conditions with antimicrobial activity and different levels of the co-transcripted peptides blpU-blpK in relation to independently transcripted blpU by condition but always with higher levels of blpU transcription. Following, a suitable transfer and expression system for the ACA-DC 0040 strain was searched for. While searching for, or trying to create, a suitable plasmid vector a native plasmid was found in ACA-DC 0040 whose sequence was identified in the present study. The plasmid consisting of 2780 base pairs, was named pST0040 and has three ORFs resembling a rolling circle replication gene, an unknown function protein coding gene and a small molecular weight heat sock protein coding gene, whose properties were studied. The pST0040 was used to create a plasmid vector which was transformed, with a very small efficiency, in S. thermophilus LMG 18311. The results confirmed the published low success transformation rates of the species and the need for additional research in this domain. Finally the putative structural thermophilin T peptides, blpU and blpK, were cloned separately in an E. coli overexpression plasmid vector and the produced recombined peptides showed a form of antimicrobial activity against the thermophilin T sensitive strain Lactococcus lactis CNRZ 117. Ο Streptococcus thermophilus είναι ένα θετικό κατά Gram βακτήριο, προαιρετικά αναερόβιο, μη παθογόνο, άλφα αιμολυτικό και μέλος της ομάδας viridians του γένους Streptococcus. Ανήκει στα θερμόφιλα βακτήρια γαλακτικού οξέος (L.A.B.) και θεωρείται ασφαλής για κατανάλωση (Generally recognized as safe, G.R.A.S.). Χρησιμοποιείται ευρέως ως εναρκτήρια καλλιέργεια για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων και θεωρείται ο δεύτερος πιο σημαντικός οργανισμός στη βιομηχανία γαλακτοκομικών προϊόντων. Το στέλεχος S. thermophilus ACA-DC 0040 από τη συλλογή του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών παράγει την βακτηριοσίνη θερμοφιλίνη T, η σύνθεση της οποίας φαίνεται ότι σχετίζεται με τον ρυθμό ανάπτυξης του οργανισμού και αποτέλεσε το αντικείμενο μελέτης της παρούσας διατριβής. Αρχικά διερευνήθηκε η ανάπτυξη του στελέχους ACA-DC 0040 σε μία σειρά θρεπτικών μέσων συναρτήσει της παραγωγής βακτηριοσίνης, της απομόνωσης γενετικού υλικού και της επιδεκτικότητας σε πειράματα μετασχηματισμού και επιλέχθηκαν τα βέλτιστα κατά περίπτωση. Βάσει κατατεθειμένων αλληλουχιών DNA άλλων στελεχών S. thermophilus, διερευνήθηκε και ανιχνεύθηκε ένας αντίστοιχος γενετικός τόπος blp στο ACA-DC 0040 ο οποίος ενδεχομένως σχετίζεται με την παραγωγή της θερμοφιλίνης Τ, κλωνοποιήθηκε και ταυτοποιήθηκε η αλληλουχία του. Ο γενετικός αυτός τόπος αποτελείται από 13092 ζεύγη βάσεων και εντοπίζονται σε αυτόν 16 ανοιχτά πλαίσια ανάγνωσης που κωδικοποιούν πιθανά δομικά πεπτίδια της θερμοφιλίνης Τ και πεπτίδια ανοσίας, ένα ρυθμιστικό σύστημα 3 στοιχείων, πρωτεΐνες για την εξωκυττάρια μεταφορά της φερομόνης και της θερμοφιλίνης, και μία πρωτεΐνη τροποποίησης των δομικών πεπτιδίων της. Μεταξύ αυτών εδράζονται γονίδια τρανσποζασών και άγνωστης λειτουργίας. Η έκφραση και η οργάνωση των γονιδίων της περιοχής blp μελετήθηκε σε μεταγραφικό επίπεδο με πειράματα RT-PCR και Northern, από τα οποία αποκαλύφθηκε η ύπαρξη 5 πιθανών οπερονίων. Επιπλέον, τα πιθανά δομικά γονίδια της βακτηριοσίνης blpU και blpK παρουσίασαν τόσο συμμεταγραφή, όσο και ξεχωριστή μεταγραφή τουλάχιστον στην περίπτωση του πρώτου και για το λόγο αυτό μελετήθηκαν περαιτέρω μέσω PCR πραγματικού χρόνου (real time PCR). Τα πειράματα αυτά αποκάλυψαν αυξημένα επίπεδα εμφάνισης των μεταγράφων σε συνθήκες παρουσίας αντιμικροβιακής δραστικότητας και διαφορετικά επίπεδα εμφάνισης των συμμεταγραφόμενων πεπτιδίων blpU-blpK από την ανεξάρτητη μεταγραφή του blpU ανά συνθήκη αλλά πάντα με μεγαλύτερα επίπεδα μεταγραφής του blpU. Στη συνέχεια επιχειρήθηκε η εύρεση ενός κατάλληλου συστήματος μεταφοράς και έκφρασης στο ACA-DC 0040. Στα πλαίσια αναζήτησης ή και κατασκευής κατάλληλου πλασμιδιακού φορέα εντοπίστηκε ένα φυσικό πλασμίδιο στο ACA-DC 0040 του οποίου η αλληλουχία ταυτοποιήθηκε και στην παρούσα εργασία. Το πλασμίδιο, μεγέθους 2780 ζευγών βάσεων, ονομάστηκε pST0040 και διαθέτει τρία ORFs που ομοιάζουν με γονίδιο αντιγραφής κυλιόμενου κύκλου, με γονίδιο παραγωγής πρωτεΐνης άγνωστης λειτουργίας και πρωτεΐνης θερμικού σοκ μικρού μοριακού βάρους, των οποίων οι ιδιότητες μελετήθηκαν. Το pST0040 χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή πλασμιδιακού φορέα με τον οποίο πραγματοποιήθηκε μετασχηματισμός, αν και σε πολύ μικρή συχνότητα, στο S. thermophilus LMG 18311. Τα αποτελέσματα από τα πειράματα των μετασχηματισμών επιβεβαίωσαν τα δημοσιευμένα ευρήματα χαμηλών ποσοστών επιτυχίας του μετασχηματισμού και την ανάγκη για επιπρόσθετες έρευνες στον τομέα. Τέλος, τα πιθανά δομικά πεπτίδια της θερμοφιλίνης Τ, blpU και blpK, κλωνοποιήθηκαν, το καθένα ξεχωριστά, σε φορέα υπερέκφρασης στο E. coli και τα ανασυνδυασμένα πεπτίδια που παρήχθησαν παρουσίασαν κάποιας μορφής αντιμικροβιακή δραστικότητα έναντι του ευαίσθητου στη θερμοφιλίνη Τ Lactococcus lactis CNRZ 117. 890 385 371 Συγκριτική μελέτη in vitro διέγερσης δενδριτικών κυττάρων ασθενών με πολλαπλούν μυέλωμα με αποπτωτικά σωμάτια ή ολικό RNA μυελωματικών κυττάρων Dendritic cells (DCs) of patients with multiple myeloma (MM) are functionally defective and fail to induce tumor-specific immune responses in vivo. Stimulation of DCs by MM-associated antigens ex vivo may overcome suppression induced by tumor microenvironment. Loading of DCs with the total antigenic array of myeloma cells is preferable to the idiotype which is weakly immunogenic. The study objective was the stimulation of DCs from MM patients by autologous tumor antigens, and the assessment of specificity of the in vitro induced T cell responses. Twenty patients with MM at diagnosis or relapse were enrolled in the study. DCs were produced by culture of peripheral blood monocytes in the presence of GM-CSF and IL-4, and were tested by flow cytometry and allogeneic mixed lymphocyte reaction (MLR). Autologous myeloma cells (AMC) were isolated from bone marrow aspirates using anti-CD138 magnetic microbeads. DCs were stimulated either by phagocytosis of apoptotic bodies from irradiated AMC or transfection with total RNA of AMC by electroporation (in 14 and 7 cases, respectively). After TNFa-induced maturation, stimulated DCs were cocultured with autologous lymphocytes in the presence of IL-2. The specificity of the in vitro expanded T cells was assessed by colorimetric cytotoxicity assay against AMC targets or by ELISpot technique for the enumeration of cells that secrete IFN-g after incubation with AMC (in 16 and 5 cases, respectively). In vitro generation of DCs with normal immunophenotype and function was feasible in all patients. With optimization of electroporation conditions, the rate of viable DC transfection reached 80%. A significant CD8+ T cell-mediated cytotoxic activity against AMC (>10%) was detected within the in vitro expanded lymphocytes. Induction of anti-MM specific cytotoxic T cells was successful in 9 out of 11 cases by loading of DCs with apoptotic bodies, and in 4 out of 5 cases by transfection of DCs with RNA. ELISpot analysis revealed the presence of CD4+ and CD8+ T cell-mediated specific responses, that were induced either by apoptotic body-stimulated (3 out of 3 patients) or by RNA-loaded DCs (2 out of 2 patients). The frequency of IFN-g-producing T cells was 70-141 and 20-60 per 10^5 cells, respectively. In conclusion, ex vivo stimulation of DCs from MM patients by whole tumor antigen load is effective in the induction of MM-specific immune responses, and may provide a platform for the design of immunotherapy protocols. Τα δενδριτικά κύτταρα (ΔΚ) των ασθενών με πολλαπλούν μυέλωμα (ΠΜ) είναι λειτουργικά ανεπαρκή και δεν προκαλούν ειδικές ανοσιακές απαντήσεις in vivo. Διέγερση των ΔΚ με αντιγόνα του μυελώματος ex vivo μπορεί να ξεπεράσει την ανοσοκατασταλτική δράση του μικροπεριβάλλοντος του όγκου. Σκοπός της μελέτης ήταν η διέγερση των ΔΚ ασθενών με ΠΜ με αντιγόνα του όγκου τους και η εκτίμηση της ειδικότητας των Τ-κυτταρικών απαντήσεων που επάγονται in vitro.Είκοσι ασθενείς με ΠΜ συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη. Τα ΔΚ παράγονταν με καλλιέργεια μονοκυττάρων του περιφερικού αίματος των ασθενών παρουσία GM-CSF και IL-4, και ελέγχονταν με κυτταρομετρία ροής και αλλογενείς μεικτές λεμφοκυτταρικές καλλιέργειες. Τα αυτόλογα μυελωματικά κύτταρα (ΑΜΚ) απομονώνονταν από δείγματα αναρρόφησης μυελού των οστών, με χρήση αντι- CD138 μαγνητικών μικροσφαιριδίων. Τα ΔΚ διεγείρονταν είτε με φαγοκυττάρωση αποπτωτικών σωματίων ακτινοβολημένων ΑΜΚ είτε με διαμόλυνση με ολικό RNA από ΑΜΚ με την τεχνική του electroporation (σε 14 και 7 ασθενείς, αντιστοίχως). Μετά από ωρίμανση παρουσία TNFa, τα διεγερμένα ΔΚ συγκαλλιεργούνταν με αυτόλογα λεμφοκύτταρα παρουσία IL-2. Η ειδικότητα των in vitro εκπτυγμένων Τ-κυττάρων εξεταζόταν με χρωματομετρική δοκιμασία κυτταροτοξικότητας έναντι ΑΜΚ-στόχων ή με την τεχνική ELISpot, για την ποσοτικοποίηση των κυττάρων που εκκρίνουν IFN-γ μετά από επώαση με ΑΜΚ (σε 16 και 5 ασθενείς, αντιστοίχως). Η παραγωγή ΔΚ in vitro με φυσιολογικό ανοσοφαινότυπο και λειτουργία ήταν εφικτή σε όλους τους ασθενείς. Μετά από βελτιστοποίηση των συνθηκών του electroporation, το ποσοστό διαμόλυνσης των ζωντανών ΔΚ έφτανε το 80%. Εντός των in vitro εκπτυγμένων λεμφοκυττάρων ανιχνεύθηκε σημαντική (>10%) κυτταροτοξική δραστηριότητα των CD8+ Τ-κυττάρων έναντι ΑΜΚ. Η επαγωγή ειδικών κυτταροτοξικών απαντήσεων ήταν επιτυχής σε 9/11 ασθενείς κατόπιν διέγερσης των ΔΚ με αποπτωτικά σωμάτια, και σε 4/5 ασθενείς κατόπιν διαμόλυνσης των ΔΚ με RNA. Η τεχνική ELISpot φανέρωσε την παρουσία ειδικών CD4+ και CD8+ Τ-κυτταρικών απαντήσεων, που επάγονταν είτε από ΔΚ διεγερμένα με αποπτωτικά σωμάτια (3/3 ασθενείς) είτε από ΔΚ διεγερμένα με RNA (2/2 ασθενείς). Η συχνότητα των κυττάρων-παραγωγών IFN-γ ήταν 70-141 και 20-60 ανά 10^5 κύτταρα, αντιστοίχως.Συμπερασματικά, η ex vivo διέγερση των ΔΚ ασθενών με ΠΜ με το ολικό αντιγονικό φορτίο του όγκου τους είναι αποτελεσματική στην επαγωγή ειδικών ανοσιακών απαντήσεων και αποτελεί δυνητικά βάση για την ανάπτυξη πρωτοκόλλων ανοσοθεραπείας του ΠΜ. 891 199 180 Επέκταση του αλγορίθμου "Dog-Leg" με βελτιστοποίηση εντός υποχώρων The field of « Nonlinear Optimization » has undergone a tremendous development in the last decades with the advent powerful computers. Among the several optimization methodologies, Newton and Quasi-Newton are regarded as the most successful for smooth objective functions with continuous first and second derivatives. Quasi Newton (QN) methods do not need to explicitly calculate the Hessian matrix but use an updating scheme to build the estimation for it over several iterations and need only to calculate the gradient of the objective function. Newton methods on the other hand, require the calculation of both the gradient and the second derivative matrix (Hessian). There are two main approaches currently followed by Newton and QN methods, namely the “Line-search” and the “Trust-region” (also known as Restricted-step). The focus of the present thesis is on “Trust-region” Newton Methods. In particular, the approximate 2-d subspace minimization effected by Powell’s “Dog-Leg”, is replaced by an exact technique that can also treat higher dimensional subspaces. This improves Powell’s Dogleg in two aspects: a) Solves the arising two dimensional optimization subproblem exactly, and b) handles positive-definite, indefinite or negative-definite Hessian matrices on the same footing. The scheme is effective, computationally efficient, and rather simple to implement. Ο στόχος της παρούσας διατριβής, είναι να υλοποιηθεί μία βελτιωμένη εκδοχή του αλγορίθμου Powell’s Dogleg υπό δύο πτυχές. Αρχικά αυτή η εκδοχή λύνει το προκύπτον, δύο διαστάσεων πρόβλημα βελτιστοποίησης, ακριβώς και χειρίζεται θετικά και αρνητικά ορισμένους αλλά και απροσδιόριστους Εσσιανούς πίνακες στο ίδιο σημείο. Το σχήμα είναι αποτελεσματικό, υπολογιστικά αποδοτικό και απλό στην εφαρμογή. Ανάμεσα στις πολλές μεθοδολογίες βελτιστοποίησης, οι μέθοδοι Newton και Quasi-Newton είναι εκείνες που κατέχουν τα σκήπτρα της επιτυχίας για λείες συναρτήσεις με συνεχείς πρώτες και δεύτερες παραγώγους. Οι μέθοδοι Quasi-Newton δεν υπολογίζουν επακριβώς τον Εσσιανό Πίνακα αλλά χρησιμοποιούν ένα σχήμα ενημέρωσης για να χτίσουν μία προσέγγιση για αυτόν και χρησιμοποιούν μόνο τις πρώτες παραγώγους. Από την άλλη μεριά οι μέθοδοι Newton απαιτούν τον υπολογισμό της πρώτης και της δεύτερης παραγώγου της συνάρτησης. Υπάρχουν δύο προσεγγίσεις η «Ευθύγραμμη Αναζήτηση» και η «Περιοχή Εμπιστοσύνης». . Η παρούσα εργασία εστιάζει στις μεθόδους Newton υπό την δομή της τεχνικής Περιοχή Εμπιστοσύνης. Παρουσιάζονται ενδελεχώς και αναλυτικά οι παραπάνω μέθοδοι καθώς και τα μαθηματικά προαπαιτούμενα για την κατανόηση του περιεχομένου του τομέα της Βελτιστοποίησης. 892 337 304 Διαπολιτισμικότητα, εικονογράφηση και μικροαφήγημα περιόδου 2000-2013 The purpose of the present dissertation is the study of the portrayal of the “Other” in fifty six contemporary short stories by Greek authors addressed to infants and primary school children during the period 2000-2013. Furthermore, ideological messages through textual and virtual narrative discourse are analysed. More specifically, it is mainly concerned with the relation at work between the text and the image, in order to detect stereotypical and preconceived notions about the “Other.”Initially, some theoretical issues are discussed related to the specific research, and connected to Children’s Literature and its intercultural dimension. Specifically, mention is made of the notions of “multiculturalism,” “interculturality,” as well as intercultural education. Then, five educational models are defined as research tools with a view to examining the illustrated short stories, in terms of the way in which the role of the “Other” is constructed. Moreover, the notions of cultural diversity, identity, and otherness are approached. Apart from that, the role of ideology in children’s books, the notion of “multicultural literature,” and the “Other” are explored, as this is variously reflected in the illustrated short stories, which the present dissertation draws upon. Finally, the function of illustration in the contemporary illustrated short story is examined.Later on, the methodological tool used for the purposes of this research is presented. Actually, it is a method combining textual analysis techniques. Actually, it is a method premised on French theoretician Genette. In addition, it is based on the methodology posited by the theory of Cultural Imagism. The analysis of illustration has been premised on “the Grammar of Visual Design” .In conclusion, it should be noted that what emerges as an idea from the total of short stories is that the topics of the short stories analysed are inspired by current affairs, and the ideological messages conveyed manage to instill the values of interculturality, that is of reconciliation, respect of diversity, and essential acceptance of the “Other.” Furthermore, the topics act on the level of empathy and problem-solving, and as agents of socialisation in contemporary multicultural environment. Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι η μελέτη της απεικόνισης του «Άλλου» σε πενήντα έξι σύγχρονα εικονογραφημένα μικροαφηγήματα Ελλήνων συγγραφέων, που απευθύνονται σε παιδιά νηπιακής και πρώτης σχολικής ηλικίας και καλύπτουν την περίοδο 2000-2013. Επιπλέον, εξετάζονται τα ιδεολογικά μηνύματα μέσα από τον κειμενικό και εικονικό αφηγηματικό λόγο. Ειδικότερα, ασχολείται κυρίως με τη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο κείμενο και την εικόνα, προκειμένου να εντοπιστούν στερεοτυπικές και προκατασκευασμένες ιδέες σχετικά με τον «Άλλο». Αρχικά, εξετάζονται θεωρητικά ζητήματα που συνδέονται με τη συγκεκριμένη έρευνα, τα οποία σχετίζονται με την Παιδική Λογοτεχνία και τη διαπολιτισμική διάσταση. Ειδικότερα, αναφερόμαστε στις έννοιες της «πολυπολιτισμικότητας», της «διαπολιτισμικότητας», και της διαπολιτισμικής αγωγής και εκπαίδευσης. Στη συνέχεια, προσδιορίζονται πέντε εκπαιδευτικά μοντέλα ως ερευνητικά εργαλεία, προκειμένου να εξεταστούν τα εικονογραφημένα μικροαφηγήματα ως προς τον τρόπο με τον οποίο κατασκευάζεται ο ρόλος του «Άλλου». Επιπρόσθετα, προσεγγίζονται οι έννοιες της πολιτισμικής διαφορετικότητας, της ταυτότητας και της ετερότητας. Επιπλέον, εξετάζεται ο ρόλος της ιδεολογίας στο παιδικό βιβλίο, η έννοια της «πολυπολιτισμικής λογοτεχνίας» και ο «Άλλος», όπως αυτός αποτυπώνεται ποικιλοτρόπως στα εικονογραφημένα μικροαφηγήματα που αποτελούν και το υλικό της παρούσας διατριβής. Τέλος, εξετάζεται η λειτουργία της εικονογράφησης στο σύγχρονο εικονογραφημένο μικροαφήγημα. Στη συνέχεια, παρουσιάζεται το μεθοδολογικό εργαλείο που έχει χρησιμοποιηθεί για την πραγματοποίηση της έρευνας. Ειδικότερα, πρόκειται για μια συνδυαστική μέθοδο που στηρίζεται στη θεωρία του αφηγηματικού λόγου και στη μεθοδολογία που προτείνει η θεωρία της Πολιτισμικής Εικονολογίας. Αντίστοιχα, η ανάλυση της εικονογράφησης έχει στηριχτεί στη «γραμματική του οπτικού κειμένου».Συνοψίζοντας, μπορούμε να σημειώσουμε ότι τα θέματα των μικροαφηγημάτων που αναλύονται είναι εμπνευσμένα από τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα και τα ιδεολογικά μηνύματα που μεταδίδονται καταφέρνουν να εμφυσήσουν τις αξίες της ζητούμενης διαπολιτισμικότητας, δηλαδή της συμφιλίωσης, του σεβασμού της ετερότητας και της ουσιαστικής αποδοχής του «Άλλου». Επιπλέον, λειτουργούν στο επίπεδο της ενσυναίσθησης, της επίλυσης προβλημάτων, αλλά και ως φορείς κοινωνικοποίησης στο σύγχρονο πολυπολιτισμικό περιβάλλον. 893 217 198 Στην παρούσα εργασία εξετάζονται οι λόγοι Πολυδάμαντα και Έκτορα στη ραψωδία Σ της Ιλιάδας, με έμφαση στη διάρθρωσή τους, τη ρητο ρική ικανότητα των δύο ομιλητών και τη φύση των επιχειρημάτων τους, αλλά κυρίως στην αφηγηματική τους λειτουργία και την ένταξή τους στην πλοκή του έπους αυτού. Η συνετή συμβουλή του Πολυδάμαντα (δς εσθλήν φράζετο βου λήν) να αποσυρθούν εντός των τειχών της Τροίας, απορρίπτεται από τον Έ κτορα, ο οποίος αγνοεί ότι δεν έχει πλέον την υποστήριξη του Δία. Αντίθετα, το λανθασμένο στρατηγικό σχέδιο του Έκτορα (κακά μητιόωντι) να παρα μείνουν στην Τρωϊκή πεδιάδα και την επομένη να επιτεθούν στους Αχαιούς, επικροτείται από τους Τρώες (κελάδησαν) κατόπιν θεϊκής μεσολάβησης. Στο πεδίο της πειθούς, ωστόσο, σημαντικός είναι ο ρόλος του αφηγητή. Υπο στηρίζουμε ότι οι λόγοι των δύο ηρώων εντάσσονται σε ένα πολύ καλά οργα νωμένο ποιητικό σχέδιο, το οποίο εξελίσσεται με συνέπεια προοικονομώντας τη μελλοντική δράση, που θα καταλήξει στην πτώση της ίδιας της Τροίας. Ακολουθούν έτσι την κατεύθυνση του ποιητή και υποτάσσονται στη δύναμη της δικής του ρητορικής και πειθούς, αφού όλα πια δείχνουν ότι η πτώση της πόλης «είναι βεβαία», όπως δηλώνει κατά το ιλιαδικό πρότυπο και ο Κ.Π. Καβάφης στο αλληγορικό του ποίημα Τρώες. This work examines the speeches of Polydamas and Hector in Book 18 of the Iliad with an emphasis on their structure, the rhetorical ability of the speakers and the nature of their arguments, as well as their narratorial function and their placement within the plot of the above epic. Polydamas' prudent advice (δς έσθλην φράζετο βουλήν) that they withdraw within the walls of Troy is rejected by Hector, who does not realize that he no longer has Zeus' support. On the contrary, Hector's misleading strategic plan (κακά μητιόωντι) to stay out in the Trojan plain and next morning start fighting against the Achaeans, was applauded (κελάδησαν) by the Trojans with divine intervention. The role of the narrator, however, as far as persuasion is concerned, seems to be. very important. It is suggested here that the speeches of the two heroes are plaeed within a very well organized poetie plan that is developed with consis teney, foreshadowing future action that will end to the Fall of Troy itself. Thus, they follow the direetion of the poet and are subjected to the power of his own rhetoric and persuasion, since it appears that the Fall of the city «είναι βεβαία», “is certain”, as the Greek poet K.P. Kavafis declares in his allegorical poem Trojans, according to his Iliadic model. 894 279 324 Development of chemical sensors based on low cost printed graphite electrodes modified with Nafion for the determination of iron in drinking water Ανάπτυξη χημικών αισθητήρων χαμηλού κόστους σε εκτυπωμένα ηλεκτρόδια γραφίτη τροποποιημένα με Nafion για τον προσδιορισμό σιδήρου στο πόσιμο νερό This work investigated the determination of iron in drinking water by using low-cost, disposable and highly reproducible graphite screen-printed electrode modified with Nafion. Nafion is a chemically inert polymer and endows to the modified electrodes a remarkable sensitivity for Fe(III) ions through their interaction with the sulfonic groups exist on polymer surface. The effect of Nafion loading on the response of the Nafion-modified electrodes was optimized and best results were obtained by applying 2 μL of 0.2% v/v Nafion in ethanol. The preconcentration of the target ions was performed in an electroless mode, under stirring, in 0.01 mol L−l HCl. Under selected conditions and for a preconcentration time of 60 s, square wave voltammograms exhibited a cathodic peak, the height of which was linearly dependent on the concentration of iron over the concentration range from 0.05 to 5.00 μmol L−l while the limit of detection (S/N 3) was found to be 15 nmol L−l Fe(III). The developed electrodes were successfully applied to the determination of iron in tap water. The accuracy of the method was evaluated with recovery experiments in spiked samples. Recovery was 108%. Possible interferences from the coexisting ions were also investigated. Results suggested that the proposed sensors are sensitive, selective, rapid and reliable and can be successfully applied to the determination of Fe(III) in water samples. In addition, this work reports on the synthesis and characterization of a new Nafion modified Fe3O4 magnetic hybrid material as well as on a new experimental set-up for the use of the afore-mentioned hybrid material to analytical applications. Στην παρούσα μεταπτυχιακή εργασία περιγράφεται η ανάπτυξη και η μελέτη νέων βολταμμετρικών αισθητήρων, οι οποίοι βασίζονται σε χημικά τροποποιημένα ηλεκτρόδια γραφίτη, τα οποία κατασκευάστηκαν με τη μέθοδο εκτύπωσης μέσω πλέγματος (Screen-Printed electrodes, SPEs). Έπειτα ακολούθησε η τροποποίηση τους με Nafion, για τον ταυτόχρονο ποιοτικό και ποσοτικό προσδιορισμό σιδήρου στο πόσιμο νερό. Το Nafion είναι ένα χημικά αδρανές πολυμερές, το οποίο προσδίδει στο τροποποιημένο ηλεκτρόδιο μια αξιοσημείωτα βελτιωμένη ευαισθησία στον προσδιορισμό ιόντων σιδήρου, λόγω της αλληλεπίδρασης μεταξύ των σουλφονικών ομάδων στο πολυμερές με τα ιόντα του μετάλλου. Η επίδραση της συγκέντρωσης του Nafion που χρησιμοποιήθηκε για την τροποποίηση της επιφάνειας των ηλεκτροδίων γραφίτη εξετάστηκε συγκρίνοντας την απόκριση ηλεκτροδίων τα οποία τροποποιήθηκαν με διάφορες συγκεντρώσεις Nafion από 0,1 – 1,0% v/v σε αιθανόλη. Τα καλύτερα αποτελέσματα ελήφθησαν στο τροποποιημένο ηλεκτρόδιο Nafion 0,2% v/v σε αιθανόλη (Graphite-Screen Printed Electrode/Nafion, G-SPE/Nafion). Η προσυγκέντρωση του αναλύτη έγινε σε διάλυμα 0,01 mol L−l HCl, χωρίς την εφαρμογή ηλεκτρικής τάσης (electroless). Για χρόνο προσυγκέντρωσης 60 s, στα βολταμμογραφήματα τετραγωνικού παλμού παρατηρήθηκε μια καθοδική κορυφή, το ύψος της οποίας (ρεύμα αναγωγής) εξαρτάται γραμμικά από τη συγκέντρωση του σιδήρου στην περιοχή από 0,05 έως 5,00 μmol L−l Fe(III), ενώ το όριο ανίχνευσης για λόγο σήματος προς θόρυβο ίσον με τρία (S/N 3) βρέθηκε 15 nmol L−l Fe(III). Η μέθοδος εφαρμόστηκε με επιτυχία για τον προσδιορισμό του σιδήρου στο πόσιμο νερό. Η ακρίβεια της μεθόδου αξιολογήθηκε με πειράματα ανάκτησης σε εμβολιασμένα δείγματα και η ανάκτηση βρέθηκε 108%. Επίσης διερευνήθηκαν οι πιθανές παρεμποδίσεις από ιόντα που συνυπάρχουν στα πραγματικά δείγματα. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, οι προτεινόμενοι αισθητήρες παρουσιάζουν υψηλή ευαισθησία και εκλεκτικότητα, μικρό χρόνο απόκρισης, επαναλήψιμες μετρήσεις και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό του Fe(III) σε δείγματα νερού. Επιπλέον περιγράφεται η σύνθεση και ο χαρακτηρισμός μαγνητικών νανοϋλικών τροποποιημένων με Nafion και ο σχεδιασμός μιας διάταξης για τη μελλοντική χρήση των παραπάνω υλικών σε αναλυτικές εφαρμογές. 895 261 239 The purpose of this assignment is to examine the views of the County of Ioannina teachers upon the system of their appointment to the Greek state educational system. The assignment consists of two parts: the theoretical part and the research part. The theoretical part refers to teachers’ appointment to the Greek state education according to the standing legislation, the evolution of teachers’ appointments and the evolution of their appointment system through the prism of the Educational Policy and the educational reforms as well as the appointment and the selection system of teachers around the rest of the European countries. The experiential part includes the methodology and the research findings, the interpretation of the research results, the conclusions and the suggestions. To this end a survey was conducted by means of written anonymous questionnaire which was distributed to the teachers of the primary state schools of the county of Ioannina. The teachers presented their views upon the appointment system of the Yearbook, the ASEP Competition along with a suggested appointment system for the candidate teachers. The results showed that teachers deem the system of Yearbook to be the most suitable system of appointment. Furthermore, they wish that the newly appointed teacher is appointed by the Ministry of Education in the areas of the Greek territory through a combination of many criteria: academic degree grade, postgraduate studies and the interview, while they do not wish that social criteria are taken into account. On the contrary, they wish that the teachers’ personality is taken into consideration as the latter arises from the personal folder. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η διερεύνηση των απόψεων των δασκάλων του Νομού Ιωαννίνων σχετικά με τα συστήματα διορισμού τους στο δημόσιο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Η εργασία αποτελείται από δύο μέρη: το θεωρητικό και το ερευνητικό μέρος. Στο θεωρητικό μέρος γίνεται αναφορά στο διορισμό των δασκάλων στη δημόσια ελληνική εκπαίδευση σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, στην εξέλιξη των διορισμών των δασκάλων και των συστημάτων διορισμού τους υπό το πρίσμα της Εκπαιδευτικής Πολιτικής και των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, καθώς και στο διορισμό και τα συστήματα επιλογής των δασκάλων στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης. Το εμπειρικό μέρος περιλαμβάνει τη μεθοδολογία και τα ευρήματα της έρευνας, την ερμηνεία των αποτελεσμάτων της έρευνας, τα συμπεράσματα και τις προτάσεις. Για το σκοπό της εργασίας πραγματοποιήθηκε έρευνα με την χρήση γραπτού ανώνυμου ερωτηματολογίου, το οποίο διανεμήθηκε στους δασκάλους των δημόσιων Δημοτικών Σχολείων του Νομού Ιωαννίνων. Οι δάσκαλοι κατέθεσαν τις απόψεις τους σχετικά με το σύστημα διορισμού της Επετηρίδας, του διαγωνισμού του ΑΣΕΠ και ενός προτεινόμενου συστήματος διορισμού των υποψήφιων δασκάλων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι δάσκαλοι θεωρούν ως το καταλληλότερο σύστημα διορισμού το σύστημα της Επετηρίδας. Ακόμη, επιθυμούν ο νεοδιοριζόμενος δάσκαλος να διορίζεται από το Υπουργείο Παιδείας στις περιοχές της Ελληνικής Επικράτειας μέσα από έναν συνδυασμό πολλών κριτηρίων: του βαθμού πτυχίου, των μεταπτυχιακών σπουδών και της συνέντευξης, ενώ δεν επιθυμούν να λαμβάνονται υπόψη τα κοινωνικά κριτήρια. Αντιθέτως, επιθυμούν να λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα του δασκάλου, όπως αυτή προκύπτει μέσα από την παρουσίαση του ατομικού του φακέλου. 896 11 11 Microphase Separation in Model 3-Miktoarm Star Co- and Terpolymers. 2. Dynamics Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Σχολή Επιστημών και Τεχνολογιών. Τμήμα Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών 897 350 341 Coordination polymers with ditopic carboxylic ligands and their properties Over the past few years, researchers have focused significantly towards the synthesis of Metal-Organic Frameworks (MOFs). Design and synthesis of supramolecular frameworks holds great interest because of their molecular topology as well as the plethora of their properties and possible applications. Gas storage, transport and separation, catalysis, magnetism and luminescence are some of the top applications of these materials. To date, various strategies of self-assembly have been proposed for the synthesis of many coordination polymers with specific topologies. These materials can be synthesized when organic ligands bridge between metal centers or small clusters. The structure and properties of the vast majority of reported coordination polymers are further optimized via Crystal Engineering, by controlling the molecular properties of the organic ligands, in terms of size, shape, functionality, flexibility or rigidity and symmetry. This has resulted to exceptional structures, such as one dimensional spiral chains or 2D and 3D networks, which make MOFs a key research subject towards advanced Materials Chemistry.2,2΄-(4-carboxybenzylazandiyl)diacetic acid is the ligand we have chosen for the synthesis of coordination polymers, due to the controlled flexibility of the organic molecule. The obtained complexes were categorized into two main groups depending on the metal ions in their structure. The first category includes transition metal complexes with one or two metal ions combined with alkaline earth metals and using a second auxiliary ligand. The second category includes lanthanide coordination polymers in which one and three dimensional cationic frameworks as well as 3D neutral frameworks are formed.These new compounds present very interesting structures and topologies as well as important properties. Apart from their crystallographic characterization, the compounds were also studied by thermogravimetric analysis, X – ray powder diffraction, variable temperature magnetochemistry and spectroscopic methods. Some properties of the isolated metal organic networks are particularly attractive. We have synthesized an epoxidation catalyst, three mixed metal coordination polymers with soft crystal properties, while the 3D cationic polymer complexes of lanthanides are potential anion exchangers. The behavior of the ligand can lead us to systematic efforts to develop the scope and to design new metal-organic networks. Τα τελευταία χρόνια η μεγαλύτερη προσοχή ερευνητικά έχει συγκεντρωθεί στη σύνθεση μεταλλοργανικών πλεγμάτων (MOFs). Ο σχεδιασμός και η σύνθεση των μεταλλικών υπερμοριακών πλεγμάτων παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο για τη μοριακή τους τοπολογία αλλά κυρίως για την πληθώρα των ιδιοτήτων και των εφαρμογών τους. Κάποιες από τις πιο γνωστές εφαρμογές τους είναι η αποθήκευση, η μεταφορά και ο διαχωρισμός αερίων, η κατάλυση όπως και οι εφαρμογές που παρουσιάζουν τα μεταλλοργανικά πλέγματα με μαγνητικές και οπτικές ιδιότητες. Μέχρι σήμερα έχουν προταθεί διάφορες συνθετικές τεχνικές για τη δημιουργία πολυμερών ένταξης με διαφορετικές τοπολογίες. Αυτά τα υλικά μπορούν να συντεθούν όταν οι οργανικοί υποκαταστάτες γεφυρώνουν μεταλλικά κέντρα ή συγκροτήματα μετάλλων. Η δομή και οι ιδιότητες της μεγάλης πλειοψηφίας των αναφερόμενων πολυμερών ένταξης βελτιώνονται μέσω της Κρυσταλλικής Μηχανικής με τον έλεγχο των μοριακών ιδιοτήτων των οργανικών υποκαταστατών από άποψη μορφής, λειτουργίας, μεγέθους, ακαμψίας ή ευκαμψίας και συμμετρίας. Οι εξαιρετικές δομές που παρουσιάζουν, όπως οι ελικοειδείς αλυσίδες μίας διάστασης καθώς και τα πλέγματα δύο και τριών διαστάσεων, φέρνουν τα MOFs στο επίκεντρο της έρευνας με τη σύνθεση των πολυμερών ένταξης να αποτελεί κλειδί για την ανάπτυξη της Χημείας Υλικών. Ο οργανικός υποκαταστάτης 2,2΄-(4-καρβοξυβενζυλαζανδιυλ)διοξικό οξύ επιλέχθηκε για τη σύνθεση πολυμερών ένταξης λόγω της ελεγχόμενης ευκαμψίας που εμφανίζει. Τα σύμπλοκα τα οποία απομονώθηκαν χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες ανάλογα με τα μεταλλικά ιόντα που περιέχουν. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει πολυμερή ένταξης μετάλλων μετάπτωσης, μονομεταλλικά και διμεταλλικά σε συνδυασμό με αλκαλικές γαίες όπως επίσης και πολυμερή ένταξης με χρήση ουδέτερου βοηθητικού υποκαταστάτη, ενώ η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει πολυμερή ένταξης λανθανιδίων μίας και τριών διαστάσεων με κατιονικό πλέγμα και πολυμερή τριών διαστάσεων ουδέτερου πλέγματος.Οι νέες ενώσεις που απομονώθηκαν παρουσίασαν ενδιαφέρουσες δομές και τοπολογίες αλλά και σημαντικές ιδιότητες. Όλες οι ενώσεις μελετήθηκαν με Κρυσταλλογραφία ακτίνων Χ, με φασματοσκοπικές μεθόδους και με θερμοσταθμική ανάλυση. Κάποιες ιδιότητες των μεταλλοργανικών πλεγμάτων που απομονώθηκαν είναι ιδιαίτερα ελκυστικές. Συντέθηκε ένας καταλύτης εποξείδωσης, τρεις μαλακοί κρύσταλλοι ενώ τα κατιονικά τρισδιάστατα σύμπλοκα των λανθανιδίων είναι υποσχόμενοι ανιονοανταλλάκτες. Η μέχρι τώρα συμπεριφορά του υποκαταστάτη μπορεί να μας οδηγήσει σε συστηματικές προσπάθειες ανάπτυξης του πεδίου και σχεδιασμό νέων μεταλλοργανικών πλεγμάτων. 898 269 273 The relationship between the social loneliness of the elderly and the levels of prosperous aging in the context of Adults Care Η σχέση της κοινωνικής μοναξιάς των ηλικιωμένων με τα επίπεδα της ευδόκιμης γήρανσης, στα πλαίσια της Φροντίδας Ενηλίκων Introduction: Prosperous aging has been linked to conditions that reduce the symptoms of social loneliness and increase the standard of living of the elderly. Aim: Exploring the relationship between quality of life and social loneliness in the elderly population. Method: The present study was conducted under the Interdisciplinary Postgraduate Program "Adult Nursing Care" from February 2019 to September 2019. The sample of the study consisted of 117 elderly people over 65 years. The research tools used were: (a) the Forgiveness Scale, Heartland Forgiveness Scale (HFS), (b) the Short-Form Health Survey (SF-36), (c) the Psychopathology Scale (SCL-90), (d) the Social Loneliness Rating Scale; (e) the Cardiac Anxiety Scale; (f) the Resilience Scale; (g) the Self-Compassion Scale (SCS) and another socio-demographic questionnaire.. Results: After analyzing and statistically processing the data, it turned out that the increased psychopathology of the elderly is related to social loneliness (p-value <0.05) and the quality of life as it results from the overall health of the elderly is related to the loneliness experienced the elderly (p-value <0.05). Other factors influencing social loneliness are the gender, marital status and the place of residence of the elderly (p-value <0.05). While the relationships with the grandchildren and the frequency of visits to the cafeteria and the neighborhood are related to the mental and physical health of the elderly (p-value <0.05). Conclusions: The results from this study highlight the important role of loneliness in the successful aging of the elderly and the way they deal with the problems presented. Εισαγωγή: Η ευδόκιμη γήρανση έχει συνδεθεί με συνθήκες που οδηγούν στη μείωση των συμπτωμάτων κοινωνικής μοναξιάς και στην αύξηση του επιπέδου ζωής των ηλικιωμένων. Σκοπός: Η διερεύνηση της σχέσης της ποιότητας ζωής με τη κοινωνική μοναξιά στον πληθυσμό των ηλικιωμένων ατόμων. Μέθοδος: Η παρούσα έρευνα πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του Διατμηματικού Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Νοσηλευτική Φροντίδα Ενηλίκων» από τον Φεβρουάριο του 2019 έως τον Σεπτέμβρη του 2019. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 117 ηλικιωμένοι άνω των 65 ετών. Τα ερευνητικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν ήταν: α) η κλίμακα συγχώρησης, Heartland Forgiveness Scale (HFS), β) το Ερωτηματολόγιο Επισκόπησης της Υγείας (Short- Form Health Survey- SF-36), γ) η Κλίμακα Ψυχοπαθολογίας (SCL-90), δ) η κλίμακα αξιολόγησης της κοινωνικής μοναξιάς, ε) η Κλίμακα μέτρησης Άγχους για την καρδιακή λειτουργία, στ) η Κλίμακα ελαστικότητας, ζ) η Κλίμακα Αυτοσυμπόνιας (SCS) και ακόμη ένα ερωτηματολόγιο κοινωνικο-δημογραφικών στοιχείων. Αποτελέσματα: Μετά την ανάλυση και τη στατιστική επεξεργασία των δεδομένων αποδείχθηκε ότι η αυξημένη ψυχοπαθολογία των ηλικιωμένων σχετίζεται με τη κοινωνική μοναξιά (p-τιμή<0.05) ενώ και η ποιότητα ζωής όπως αυτή προκύπτει από τη συνολική υγεία των ηλικιωμένων σχετίζεται με τη μοναξιά που βιώνουν οι ηλικιωμένοι (p-τιμή<0.05). Άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την κοινωνική μοναξιά είναι το φύλο, η οικογενειακή κατάσταση και ο τόπος κατοικίας των ηλικιωμένων (p-τιμή<0.05). Ενώ οι σχέσεις με τα εγγόνια και η συχνότητα επίσκεψης του καφενείου και της γειτόνισσας σχετίζονται με τη ψυχική και σωματική υγεία των ηλικιωμένων (p-τιμή<0.05). Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα από την παρούσα μελέτη αναδεικνύουν το σημαντικό ρόλο της μοναξιάς στην ευδόκιμη γήρανση των ηλικιωμένων και στον τρόπο που αντιμετωπίζουν τα προβλήματα που παρουσιάζονται. 899 848 871 Geometric study for the transformation of two-dimensional structures into three-dimensional shells Γεωμετρική μελέτη για τον μετασχηματισμό δισδιάστατων δομών σε τρισδιάστατα κελύφη 4D printing is the process of producing objects in which time, i.e the fourth dimension, is a basic construction parameter together with the three dimensions (x,y,z) of space. In other words, we have materials which, besides their initial form at time t0, have the ability to transform at time t’ into their final form. So we are talking about programmable matter,that is, materials with the ability to program their physical properties. This change from one state to another with the imposition of an external stimulus (heat, voltage, force, etc.) can be likened to phase transition. The aim of the thesis is to create a system that can perform this transition, and a mathematical model that will describe the physical process by giving us all the essential data. The diploma thesis is divided into two parts. The first part includes the essential theoretical background, and the second part the application, that is, an algorithm for an isometry from a flat surface to a double curvature surface using an auxetic structure. The first chapter consists of the basic elements of differential geometry which are the mathematical tools used to describe curvature on curves and surfaces. The main element is the isometry where we perceive the transformation of the surface and Gauss’s theorema egregium that demonstrates that Gauss curvature is associated with isometries. The second chapter describes the polytopes of two and three dimensions, i.e. polygons and polyhedra, which will help the transition from the continuous to the discrete form. The third chapter describes elements of discrete differential geometry in order to use concepts of differential geometry on discrete surfaces such as polyhedra. The fourth chapter analyzes graph theory which is used in the thesis for the analysis of the unfolding, as well as in which place the cuts will be created. The fifth chapter contains some elements of computational geometry that are necessary for the design of curves and surfaces, and a small part of the theory developed for the unfolding of surfaces. The sixth chapter describes the auxetic materials, that is, the structures with negative Poisson ratio and their properties. The seventh chapter consists of some elements of the mechanics of meta-materials that are applied to the thesis, such as shape memory. The eighth chapter presents statics with the use of graphstatic. The goal is to be able to create a form that the load exerted on it can be analyzed with the thurst line so that it can make the system change phase and return to its flat shape. From the ninth chapter begins the second part where the linking of the auxetic structure is initially analyzed using the nodes of the system. In the tenth chapter, the unit cell of the auxetic structure is constructed geometrically and the formula of its deformation is produced. The eleventh chapter presents the phase transition system which consists of the auxetic structure in combination with three springs, and describes the phase transition and the system memory using the system’s dynamic energy. The twelfth chapter describes geometrically the transformation of the system from a flat surface of zero curvature into a vaulted structure with positive Gauss curvature. Given the initial principal distinct curvature, the algorithm calculates the different sizes in all the elements and the distinct curvatures at all the nodes of the system. All the rotation axes of the auxetic structure, the angles and the unknown variables are calculated geometrically. The thirteenth chapter uses graph theory to create the tree of the unfolding. The appendix consists of diagrams and drawings illustrating the results of the algorithm. The final result of the work is: The construction of geometric models that make possible the isometry of a plane on a surface of positive distinct curvature. Creating a system that has the ability to change phase in pre-designed final forms. The property of the auxetic structures to produce positive Gauss curvature surfaces is known and is produced by bending the structures. In the present work, tensile strength is used to produce synclastic surfaces. Also a further analysis of the rotating triangular auxetic structures is made. All the above are used to create an algorithm that, given the size of the original Lo element and the original discrete curvature, has all the necessary geometric dimensions for creating the system. The basic applications of such a construction start from the creation of programmable materials that produce specific final results and the incorporation of the fourth dimension of time into 3D prints. The main feature that transforms the system is geometry, which can be maintained regardless of scale. As a result, the system can find applications from the microscale and the science of materials to the macroscale and structures. Further future research can be carried out to make a more strict mathematical solution and to extend it to a more general framework for more complex forms. Also, the static construction of the algorithm could be developed and combined with the stiffness of the springs, which could analyze the stress required for phase transition of the system. Η 4D εκτύπωση είναι η διαδικασία παραγωγής αντικειμένων όπου πέρα από τις τρεις διαστάσεις (x,y,z) του χώρου, κύρια παράμετρος κατασκευής είναι και η τέταρτη διάσταση (t) του χρόνου. Δηλαδή έχουμε υλικά τα οποία πέρα από την αρχική τους μορφοποίηση σε χρόνο t0 έχουν τη δυνατότητα μεταβολής, δηλαδή σε χρόνο t’, να οδηγηθούν στην τελική τους μορφή. Οπότε η συζήτηση αφορά πλέον υλικά με τη δυνατότητα προγραμματισμού της μεταβολής των φυσικών ιδιοτήτων τους (programmable matter). Αυτή η μεταβολή από μία σταθερή κατάσταση σε μία άλλη σταθερή κατάσταση με την επιβολή εξωτερικού ερεθίσματος (θερμότητα, τάση, δύναμη, κ.ά.) μπορεί να παρομοιαστεί με την αλλαγή φάσης των υλικών. Σκοπός της διπλωματικής είναι η δημιουργία ενός συστήματος που θα πραγματοποιεί αυτή την αλλαγή και ενός μαθηματικού μοντέλου που θα περιγράφει τη φυσική διαδικασία, δίνοντάς μας όλες τις απαραίτητες πληροφορίες. Η διπλωματική εργασία χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει το απαραίτητο θεωρητικό υπόβαθρο για την κατανόηση του θέματος της εργασίας και το δεύτερο την εφαρμογή - επίλυση ενός συγκεκριμένου προβληματισμού. Το πρώτο κεφάλαιο αποτελείται από τα βασικά στοιχεία της διαφορικής γεωμετρίας. τα μαθηματικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή της καμπυλότητας σε καμπύλες και επιφάνειες. Κύριο στοιχείο είναι οι ισομετρίες όπου αντιλαμβανόμαστε τη μεταβολή μιας επιφάνειας και το theorema egregium του Gauss που αποδεικνύει πως η καμπυλότητα Gauss σχετίζεται με τις ισομετρίες. Το δεύτερο κεφάλαιο περιγράφει τα πολύτοπα των δύο και τριών διαστάσεων, δηλαδή τα πολύγωνα και τα πολύεδρα που θα βοηθήσουν για να μεταβούμε από τη συνεχή στη διακριτή μορφή. Στο τρίτο κεφάλαιο περιγράφονται ορισμένα στοιχεία της διακριτής διαφορικής γεωμετρίας και έτσι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε έννοιες της διαφορικής γεωμετρίας σε διακριτές επιφάνειες όπως τα πολύεδρα. Το τέταρτο κεφάλαιο αναλύει τα στοιχεία της θεωρίας γραφών που χρησιμοποιούνται στην εργασία για την ανάλυση του αναπτύγματος, καθώς και σε ποια κομμάτια δημιουργούνται τομές. Το πέμπτο κεφάλαιο περιλαμβάνει ορισμένα στοιχεία από την υπολογιστική γεωμετρία που είναι απαραίτητα για τον σχεδιασμό καμπυλών και επιφανειών, όπως και μικρό τμήμα από τη θεωρία που έχει δημιουργηθεί για την ανάλυση των αναπτυγμάτων. Το έκτο κεφάλαιο περιγράφει τα αυξητικά υλικά, τις δομές που οδηγούν σε αρνητικό λόγο Poisson και τις ιδιότητές τους. Το έβδομο κεφάλαιο αποτελείται από ορισμένα στοιχεία της μηχανικής των μετα-υλικών που εφαρμόζονται στην εργασία, όπως η μνήμη σχήματος. Το όγδοο κεφάλαιο παρουσιάζει τη μηχανική του απαραμόρφωτου σώματος με τη χρήση της γραφοστατικής. Ο σκοπός είναι να μπορεί να δημιουργηθεί μια μορφή τέτοια ώστε το φορτίο που ασκείται πάνω της να μπορεί να αναλυθεί με τη γραμμή ωθήσεων και να μεταφερθεί θλιπτικά στο έδαφος ώστε να μπορεί να κάνει το σύστημα να ξανά αλλάξει φάση και να επιστρέψει στην επίπεδη μορφή του. Από το ένατο κεφάλαιο ξεκινάει το Β’ μέρος όπου αρχικά αναλύεται με τη χρήση κόμβων η συνδεσμολογία της αυξητικής δομής. Στο δέκατο κεφάλαιο κατασκευάζεται γεωμετρικά η μοναδιαία κυψελίδα της αυξητικής δομής και παράγονται οι τύποι της παραμόρφωσής της. Το ενδέκατο κεφάλαιο παρουσιάζει το σύστημα αλλαγής φάσης, το οποίο αποτελείται από την αυξητική δομή σε συνδυασμό με τρία ελατήρια έλξεως και περιγράφει με τη χρήση της δυναμικής ενέργειας του συστήματος την αλλαγή φάσης και τη μνήμη του συστήματος. Το δωδέκατο κεφάλαιο περιγράφει γεωμετρικά το μετασχηματισμό του συστήματος από μία επίπεδη επιφάνεια μηδενικής καμπυλότητας σε μία θολωτή κατασκευή με θετική καμπυλότητα Gauss. Δίνοντας την αρχική διακριτή καμπυλότητα, ο αλγόριθμος υπολογίζει τα διαφορετικά μεγέθη σε όλα τα στοιχεία και τις υπόλοιπες διακριτές καμπυλότητες σε όλους τους κόμβους του συστήματος. Επίσης υπολογίζονται όλοι οι άξονες περιστροφής της αυξητικής δομής, οι γωνίες και παρουσιάζονται γεωμετρικές επιλύσεις για όλους τους αγνώστους. Το δέκατο τρίτο κεφάλαιο χρησιμοποιεί τη θεωρία γραφών για τη δημιουργία του γενετικού δέντρου του αναπτύγματος. Το παράρτημα αποτελείται από διαγράμματα και σχέδια που επεξηγούν τα αποτελέσματα του αλγορίθμου. Το τελικό αποτέλεσμα της εργασίας είναι: Η κατασκευή γεωμετρικών μοντέλων που κάνουν εφικτή την ισομετρία ενός επιπέδου σε μία επιφάνεια θετικής διακριτής καμπυλότητας. Η δημιουργία ενός συστήματος που έχει τη δυνατότητα αλλαγής φάσης σε προσχεδιασμένες τελικές καταστάσεις. Η ιδιότητα των αυξητικών δομών να παράγουν επιφάνειες θετικής καμπυλότητας Gauss είναι γνωστή και παράγεται με την κάμψη των δομών. Στην παρούσα εργασία χρησιμοποιείται εφελκυσμός για την παραγωγή συνκλαστικών επιφανειών το οποίο είναι κάτι που δεν έχει εντοπισθεί στη βιβλιογραφία. Επίσης γίνεται μια περαιτέρω ανάλυση των περιστρεφόμενων τριγωνικών αυξητικών δομών. Όλα τα παραπάνω χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία ενός αλγόριθμου που μπορεί, δοθέντος το μεγέθος του αρχικού στοιχείου Lo και της αρχικής διακριτής καμπυλότητας, να παράγει όλα τα απαραίτητα γεωμετρικά μεγέθη για τη δημιουργία του συστήματος. Οι βασικές εφαρμογές μιας τέτοιας κατασκευής ξεκινούν από τη δημιουργία προγραμματισμένων υλικών που παράγουν συγκεκριμένα τελικά αποτελέσματα και την ενσωμάτωση της τέταρτης διάστασης του χρόνου στις 3D εκτυπώσεις. Το κύριο χαρακτηριστικό που επιφέρει το μετασχηματισμό στο σύστημα είναι η γεωμετρία, που μπορεί να διατηρηθεί ανεξαρτήτως κλίμακας. Σαν αποτέλεσμα το σύστημα μπορεί να βρει εφαρμογές από τη μικροκλίμακα και την επιστήμη των υλικών μέχρι τη μακροκλίμακα και τις κατασκευές. Περαιτέρω μελλοντική έρευνα μπορεί να πραγματοποιηθεί προκειμένου να γίνει πιο αυστηρά μαθηματική η επίλυση του προβλήματος και να δημιουργήσει ένα πιο γενικό πλαίσιο για περισσότερο πολύπλοκες μορφές. Επίσης θα μπορούσε να αναπτυχθεί και να συνδυαστεί η στατική της κατασκευής στον αλγόριθμο για μεγαλύτερη εποπτεία που θα μπορούσε να αναλύσει την τάση που χρειάζεται σύμφωνα με τις σταθερές κάθε ελατηρίου για την αλλαγή φάσης του συστήματος. 900 110 127 Spontaneous representations and semiotic activity in early algebraic thinking Αυθόρμητες αναπαραστάσεις και σημειωτική δραστηριότητα στην πρώιμη αλγεβρική σκέψη Algebra consists of two distinct concepts, that of algebraic thinking and that of algebraic symbolism (Zazkis & Liljedahl, 2002). A series of modern research and studies has led to the discovery that students are able to handle algebraic concepts and use algebraic symbolism from a very young age and well before their formal introduction to Algebra (Mulligan & Mitchelmore, 2013). The current master thesis makes an attempt to study the spontaneous representations and semiotic activity of students in early algebraic thinking, using pattern activities and generalizations. The findings of the research are generally consistent with previous researches and the existing literature. Ο όρος της Άλγεβρας περιλαμβάνει δύο διακριτές έννοιες, αυτή του αλγεβρικού συλλογισμού και αυτή του αλγεβρικού συμβολισμού (Zazkis & Liljedahl, 2002). Ένα σύνολο σύγχρονων ερευνών και μελετών έχουν οδηγήσει στη διαπίστωση πως οι μαθητές είναι σε θέση να χειριστούν αλγεβρικές έννοιες και να χρησιμοποιήσουν αλγεβρικό συμβολισμό, ήδη από αρκετά νεαρή ηλικία και σίγουρα πολύ νωρίτερα από την επίσημη εισαγωγή τους στη διδασκαλία της Άλγεβρας (Mulligan & Mitchelmore, 2013). Στην παρούσα εργασία έγινε μια προσπάθεια μελέτης των αυθόρμητων αναπαραστάσεων και της σημειωτικής δραστηριότητας των παιδιών που βρίσκονται στο στάδιο της πρώιμης αλγεβρικής σκέψης, με τη χρήση δραστηριοτήτων προτύπων και τη γενίκευση αυτών. Τα ευρήματα της έρευνας συμφωνούν σε γενικές γραμμές με αντίστοιχες προηγούμενες έρευνες και με την υπάρχουσα βιβλιογραφία. 901 413 450 Characterization of five Greek varieties of red wines and differentiation with instrumental analysis and chemometria Χαρακτηρισμός πέντε ελληνικών ποικιλιών ερυθρών οίνων και διαφοροποίηση τους με ενόργανη ανάλυση και χημειομετρία Five Greek varieties of red wines were investigated in this study for their characterization and differentiation. Samples of Moschato Tirnavos varieties (8 samples, 2013-2015 harvest), Mavrotragano of Santorini (6 samples, 2011-2014 harvest), Agiorgitiko Nemea (8 samples, 2010-2014 harvest), Xinomavro Naoussa (8 samples, 2010-2012 harvest) and Fokiano of Ikaria (6 samples, 2013-2015 harvest) were taken. The analyses carried out included: • Identification of volatile compounds with solid phase micro-extraction and Gas chromatography-Mass Spectroscopy (SPME / GC-MS) • Objective color measurement using a Hunter Lab colorimeter • Measurement of total phenolic content using Folin-Ciocalteu method • Quantitative determination of phenolic components using high pressure liquid chromatography (HPLC). In particular, the phenolic substances quantified were gallic acid, syringic acid, caffeic acid, resveratrol and quercetin. Regarding aroma, Moschato exhibited the highest concentration of volatile compounds followed by Xinomavro, while the other three varieties varied at lower concentrations in terms of their total volatile content. Moschato was particularly rich in terpenes which are responsible for the intense primary flavor of the variety. The main terpene identified was linalool that gives a pleasant fragrance of flowers. At the same time, other aromatic compounds belonging to the groups of esters, alcohols, furans and ketones were also found exclusively in this variety. Xinomavro has a strong aroma which is not a characteristic of the variety, since the compounds that make up its aromatic profile come mainly from alcoholic fermentation and aging. Similarly the other three varieties are not characterized by a primary aroma. In Mavrotragano the ketone (2,6-dimethyl heptanone) was identified which may be characteristic of the variety. The color of the wines varied from dark red in Mavrotragano and Agiorgitiko to bright red with a pink tint in Moschato and orange tint in Fokiano. Xinomavro was the variety with the highest phenolic content, whereas Moschato recorded the lowest concentrations in both total phenolic content and the selected phenolic compounds studied. Xinomavro showed the highest concentration of gallic acid and quercetin. Agiorgitiko contained the largest amount of syringic acid, while Mavrotragano had the highest caffeic acid content. Resveratrol generally recorded low concentrations. Agiorgitiko, Xinomavro and Mavrotragano showed a slightly higher concentration of resveratrol. According to the cross-validation method, correct classication rates based on color, volatile components and color in combination with phenolic components were as follows: 75.9%, 62.1% and 79.3%, respectively. The variety clearly differentiated on the basis of color and its volatile compounds was Moschato. Στην παρούσα μελέτη εξετάστηκαν πέντε Ελληνικές ποικιλίες ερυθρών οίνων με σκοπό το χαρακτηρισμό και τη διαφοροποίησή τους. Ελήφθησαν δείγματα από τις ποικιλίες Μοσχάτο Τυρνάβου (8 δείγματα, εσοδείας 2013-2015), Μαυροτράγανο Σαντορίνης (6 δείγματα, εσοδείας 2011-2014), Αγιωργίτικο Νεμέας (8 δείγματα, εσοδείας 2010-2014), Ξινόμαυρο Νάουσας (8 δείγματα, εσοδείας 2010-2012) και Φωκιανό Ικαρίας (6 δείγματα, εσοδείας 2013-2015). Οι αναλύσεις που έλαβαν χώρα είναι οι εξής: Ταυτοποίηση πτητικών ενώσεων με μικροεκχύλιση στερεάς φάσης και Αέρια χρωματογραφία-Φασμοτοσκοπία μάζας (SPME/GC-MS) Αντικειμενική μέτρηση χρώματος με χρήση χρωματόμετρου Hunter Lab Μέτρηση ολικού φαινολικού περιεχομένου με τη μέθοδο Folin-Ciocalteu Ποσοτικός προσδιορισμός φαινολικών συστατικών με χρήση υγρής χρωματογραφίας υψηλής πίεσης (HPLC). Συγκεκριμένα οι φαινολικές ουσίες που μελετήθηκαν ήταν το γαλλικό οξύ, το συριγγικό οξύ, το καφεϊκό οξύ, η ρεσβερατρόλη και η κερκετίνη. Στο σύνολο του αρώματος το Μοσχάτο παρουσίασε την υψηλότερη συγκέντρωση σε πτητικές ενώσεις και ακολούθησε το Ξινόμαυρο, ενώ οι υπόλοιπες τρεις ποικιλίες κυμάνθηκαν σε χαμηλότερες συγκεντρώσεις σε ότι αφορά στο ολικό πτητικό τους περιεχόμενο. Το Μοσχάτο ήταν ιδιαιτέρως πλούσιο σε τερπένια τα οποία είναι υπεύθυνα για το έντονο πρωτογενές άρωμα της ποικιλίας . Το κυριότερο τερπένιο που ταυτοποιήθηκε ήταν η λιναλοόλη που προσδίδει ένα ευχάριστο άρωμα λουλουδιών. Παράλληλα, ανιχνεύθηκαν αποκλειστικά σε αυτή την ποικιλία και άλλες αρωματικές ενώσεις, που ανήκουν στις κατηγορίες των εστέρων, των αλκοολών, των φουρανών και των κετονών. Το Ξινόμαυρο, παρουσίασε έντονο άρωμα το όποιο όμως δεν αποτελεί χαρακτηριστικό της ποικιλίας, μιας και τα συστατικά που συνθέτουν το αρωματικό του προφίλ προέρχονται κυρίως από την αλκοολική ζύμωση και την παλαίωση. Αντίστοιχα και οι υπόλοιπες τρεις ποικιλίες δεν χαρακτηρίζονται από πρωτογενές άρωμα. Στο Μαυροτράγανο ταυτοποιήθηκε η κετόνη (2,6-διμέθυλο επτανόνη) η οποία ίσως να είναι χαρακτηριστική της ποικιλίας. Το χρώμα των εξεταζόμενων οίνων παρουσίασε διακυμάνσεις. Από σκοτεινό κόκκινο στο Μαυροτράγανο και το Αγιωργίτικο σε φωτεινό κόκκινο με ρόδινη χροιά στο Μοσχάτο και πορτοκαλί χροιά στο Φωκιανό. Το Ξινόμαυρο ήταν η ποικιλία με την υψηλότερη περιεκτικότητα σε ολικά φαινολικά συστατικά, ενώ το Μοσχάτο σημείωσε τις χαμηλότερες συγκεντρώσεις τόσο σε ολικό φαινολικό περιεχόμενο, όσο και στα επιλεγμένα φαινολικά συστατικά που μελετήθηκαν. Υψηλότερη συγκέντρωση σε γαλλικό οξύ και κερκετίνη παρουσίασε το Ξινόμαυρο. Το Αγιωργίτικο περιείχε τη μεγαλύτερη ποσότητα συριγγικού οξέος, ενώ στο Μαυροτράγανο σημειώθηκε η πιο υψηλή περιεκτικότητα σε καφεϊκό οξύ. Η ρεσβερατρόλη γενικά κυμάνθηκε σε χαμηλές περιεκτικότητες με το Αγιωργίτικο, το Ξινόμαυρο και το Μαυροτράγανο να δείχνουν μια ελαφρώς πιο αυξημένη συγκέντρωση. Με τη μέθοδο της ενδοεπικύρωσης τα ποσοστά διαφοροποίησης με βάση το χρώμα, τα πτητικά συστατικά και το χρώμα σε συνδυασμό με φαινολικά συστατικά κυμάνθηκαν στα παρακάτω ποσοστά: 75,9% , 62,1% και 79,3% αντίστοιχα. Η ποικιλία η οποία διαφοροποιήθηκε και με βάση το χρώμα άλλα και με βάση τα πτητικά της συστατικά ήταν το Μοσχάτο. 902 359 382 When food is in abundance, people take it for granted and forget its vital importance. Thus, eating is transformed into a piece of routine, an ordinary body function, and as a result one might assume that a writer would hardly think of a whole story about a mundane theme like food. However, the researchers' remarks reverse this hypothesis, highlighting food as an important literary tool. Moreover, that is also confirmed by its strong presence in a wide literary range. Indeed, as the importance of food in adult literature increases, it also seems to grow in children's literature. Besides, most critics seem to agree that children's literature is overwhelmed by references to food. However, although food is a recurring motif with multidimensional approaches to children's literature, its study is a relatively new field. Specifically, even though food is present in Greek children's books, food and eating habits do not appear systematically within the Greek researchers’ field. This scientific literature gap in the field of children's literature is covered by this study, opening up a cycle of 'gastronomic' discussions around the Greek children's book. The study’s purpose is to critically approach the presence of food in Greek children's literature from 1988 to 2015 in order to highlight the multiple uses of food references. Through the thematic analysis of the sample and the blending of different theoretical approaches, the objectives focus on studying the cultural and ideological dimensions of food in children's literature, the pedagogical role of the eating habits that are promoted through literary texts for children as well as the narrative role of eating in the structure of the plot, the setting and the shaping of the fictional characters. The analysis shows that an author can use food in order to highlight or disapprove the cultural elements of a particular group at a given time. At the same time, it can be seen that the pedagogical implications of food references are based on contemporary concerns about increased childhood obesity rates. Finally, through the textual approach, it seems that food is an important literary tool with a variety of functions in terms of the plot, the setting and the fictional characters. Όταν το φαγητό βρίσκεται σε αφθονία, οι άνθρωποι το θεωρούν ως κάτι δεδομένο και ξεχνούν τη ζωτική του σημασία. Μετατρέπεται έτσι σε κομμάτι της ρουτίνας, μια συνηθισμένη λειτουργία του σώματος, οπότε θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει ότι δύσκολα ένας συγγραφέας θα σκεφτόταν μια ολόκληρη ιστορία με ένα πεζό θέμα σαν το φαγητό. Οι επισημάνσεις ωστόσο των μελετητών ανατρέπουν μια τέτοια υπόθεση, αναδεικνύοντας το φαγητό ως ένα σημαντικό λογοτεχνικό εργαλείο, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την έντονη παρουσία του σε ένα ευρύ λογοτεχνικό φάσμα. Μάλιστα όσο διογκώνεται η σημασία του φαγητού στη λογοτεχνία ενηλίκων άλλο τόσο φαίνεται να μεγαλώνει και στην παιδική λογοτεχνία. Άλλωστε, κάτι για το οποίο δείχνουν να συμφωνούν και οι περισσότεροι κριτικοί είναι ότι η παιδική λογοτεχνία είναι υπερκορεσμένη από τις αναφορές στο φαγητό. Ωστόσο, αν και το φαγητό αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο με πολυδιάστατες προσεγγίσεις στην παιδική λογοτεχνία, η μελέτη του συνιστά ένα σχετικά νέο κλάδο. Συγκεκριμένα, μολονότι το φαγητό δεν παύει να είναι παρόν στα ελληνικά παιδικά βιβλία, μέσα στα ερευνητικά πεδία ελλήνων μελετητών το φαγητό και οι διατροφικές συνήθειες δεν εμφανίζονται συστηματικά. Αυτό το κενό της επιστημονικής βιβλιογραφίας στον χώρο της παιδικής λογοτεχνίας έρχεται να καλύψει η παρούσα μελέτη, ανοίγοντας έναν κύκλο ‘γαστρονομικών’ συζητήσεων γύρω από το ελληνικό παιδικό βιβλίο. Σκοπός της έρευνας είναι η κριτική προσέγγιση της παρουσίας του φαγητού σε ελληνικά βιβλία παιδικής λογοτεχνίας της περιόδου 1988-2015, ώστε να αναδειχθούν οι πολλαπλές χρήσεις των αναφορών του φαγητού μέσα στο παιδικό βιβλίο. Μέσω της θεματικής ανάλυσης του δείγματος και του συγκερασμού διαφορετικών θεωρητικών προσεγγίσεων, οι στόχοι επικεντρώνονται στη μελέτη των πολιτισμικών και ιδεολογικών διαστάσεων του φαγητού στην παιδική λογοτεχνία, του παιδαγωγικού χαρακτήρα των διατροφικών συνηθειών που προβάλλονται μέσα από τα λογοτεχνικά κείμενα για παιδιά και του αφηγηματικού ρόλου του φαγητού στη δομή της πλοκής, στη διαμόρφωση του σκηνικού και τη διάπλαση των μυθοπλαστικών χαρακτήρων. Από την ανάλυση προκύπτει ότι το φαγητό δύναται να χρησιμοποιηθεί από τον εκάστοτε συγγραφέα προκειμένου να αναδείξει, να επικροτήσει ή να αποδοκιμάσει πολιτισμικά στοιχεία μιας συγκεκριμένης ομάδας σε μια δεδομένη χρονική περίοδο. Συγχρόνως, διαφαίνεται ότι οι παιδαγωγικές προεκτάσεις που λαμβάνουν οι αναφορές του φαγητού βασίζονται στον σύγχρονο προβληματισμό για τα αυξημένα ποσοστά της παιδικής παχυσαρκίας. Τέλος μέσω της κειμενοκεντρικής προσέγγισης το φαγητό αναδεικνύεται ως σημαντικό λογοτεχνικό εργαλείο που επιτελεί ποικίλες αφηγηματικές λειτουργίες στην πλοκή, το σκηνικό πλαίσιο αλλά και τους μυθοπλαστικούς χαρακτήρες. 903 453 449 Cannabinoid treatment during development and evaluation of behavioral and neurobiological indices in adulthood Χορήγηση κανναβινοειδών κατά την ανάπτυξη των πειραματόζωων και έλεγχος συμπεριφορικών και νευροβιολογικών δεικτών κατά την ενηλικίωση The study of escalating low-dose Δ9-tetrahydrocannabinol (Δ9-THC) administration – the main psychoactive component of the plant cannabis - during adolescence focusing on behavioral, neurochemical and neurobiological indices of adult rats.Methodology: In the present study escalating low-dose adolescent Δ9-THC was used (between post-natal days 35-45) in male rats (0.3 mg/kg, 1 mg/kg, 3 mg/kg) in order to better simulate the human adolescent cannabis abuse and its effects on adulthood. Behavioral studies aimed to pattern an endophenotype providing information on spontaneous motor activity of adult rats, their habituation profile in the open field, their object location discrimination ability and the spatial memory and learning through the evaluation of the Morris Water Maze test, and their higher-order cognitive functions through the attentional set-shift test. In parallel, we assessed the filtering of the sensorimotor information through the pre-pulse inhibition test and the impact of acute d-amphetamine (1 mg/kg) hyperlocomotion on the motor response of adult rats. The neurochemical–neurobiological studies aimed to evaluate Δ9-THC effects concerning dopaminergic and serotonergic activity in specific brain regions (prefrontal cortex, hippocampus, dorsal striatum, nucleus accumbens) using High Performance Liquid Chromatography, while in the aforementioned regions DAT and SERT protein expression levels were measured. Further neurobiological evaluation aimed to study protein expression levels of specific markers and to correlate them with the observed behavioral and neurochemical changes (BDNF pathway and evaluation of cannabinoid receptors CB1 and CB2).Results: The escalating low-dose Δ9-ΤΗC treatment during adolescence induced major changes in behavioral parameters. In particular, our pharmacological model led to increased spontaneous horizontal and vertical activity and affected the pattern of behavioral habituation of adult rats in the open-field test. Moreover, escalating low-dose Δ9-ΤΗC treatment led to impairment in adult short-term spatial recognition memory and learning. On the contrary, our protocol did not affect either the execution of higher-order cognitive tasks or the filtering of sensorimotor gating during adulthood. Moreover, we observed a reduction in motor parameters of adult Δ9-ΤΗC-treated rats that received an acute dose of d-amphetamine. Regarding the neurochemical evaluation of dopaminergic and serotonergic activity in specific brain regions of adult rats, an opposing pattern of changes between the two neurotransmitter systems was found in adult rats treated with Δ9-THC. These changes were accompanied with increased protein expression levels of serotonin transporter in the hippocampus, while unaffected DAT protein expression levels were observed. Finally, we observed decreased expression levels of the neuroplasticity marker BDNF in the hippocampus as well as in the prefrontal cortex of Δ9-THC-treated rats in adulthood, while increased CB1 receptor levels were measured in the prefrontal cortex.Conclusions: Adolescent low-dose Δ9-THC treatment induced a «cognitive deranged» phenotype regarding alterations in specific indices that could be related to psychotic-like symptomatology. Η μελέτη της χορήγησης χαμηλών, κλιμακούμενων δόσεων Δ9-τετραϋδροκανναβινόλης (Δ9-THC) - του κύριου ψυχοδραστικού συστατικού της κάνναβης - κατά την εφηβεία στο συμπεριφορικό, νευροχημικό και νευροβιολογικό προφίλ ενήλικων επιμύων. Μεθοδολογία: Χρησιμοποιήθηκαν χαμηλές κλιμακούμενες δόσεις Δ9-THC κατά την εφηβεία (μεταγεννητική ημέρα 35-45) σε αρσενικούς επιίμυες (0.3 mg/kg, 1 mg/kg, 3 mg/kg), σε μια προσπάθεια προσομοίωσης της χρήσης κάνναβης στους έφηβους και της επίδρασή της κατά την ενηλικίωση. Οι συμπεριφορικές μελέτες εστιάστηκαν στον έλεγχο της αυθόρμητης κινητικής δραστηριότητας των επιμύων και της ικανότητας εξοικείωσής τους στο ανοικτό πεδίο, της ικανότητα διάκρισης νέας θέσης αντικειμένου, της έκφρασης της χωρικής μάθησης και μνήμης μέσω της δοκιμασίας υδάτινου λαβύρινθου κατά Morris και στις ανώτερες εκτελεστικές ικανότητες μέσω της δοκιμασίας μετατόπισης της προσοχής. Ελέγχθηκε η ροή αισθητικοκινητικής πληροφορία χρησιμοποιώντας τη δοκιμασία προ-παλμικής αναστολής, και κατά πόσο επηρεάζεται η αυξημένη κινητική δραστηριότητα μετά από οξεία χορήγηση d-αμφεταμίνης (1 mg/kg) στην ενηλικίωση. Οι νευροχημικές-νευροβιολογικές μελέτες έγιναν με στόχο τη διερεύνηση των επιδράσεων της Δ9-THC όσον αφορά τη ντοπαμινεργική και σεροτονεργική δραστηριότητα σε συγκεκριμένες εγκεφαλικές περιοχές μέσω Υγρής Χρωματογραφίας Υψηλής Απόδοσης, ενώ στις περιοχές αυτές αξιολογήθηκαν τα επίπεδα έκφρασης των μεταφορέων ντοπαμίνης και σεροτονίνης. Επιπλέον, μετρήθηκαν τα επίπεδα έκφρασης συγκεκριμένων δεικτών και ελέγχθηκε η συσχέτισή τους με τις παρατηρούμενες συμπεροφορικές/νευροχημικές αλλαγές (πχ το μονοπάτι του νευροπαράγοντα BDNF και η έκφραση των υποδοχέων των κανναβινοειδών τύπου 1 και 2).Αποτελέσματα: Το φαρμακολογικό μας μοντέλο οδήγησε σε αύξηση της αυθόρμητης κινητικότητας και επηρέασε το προφίλ εξοικείωσης των ενήλικων επιμύων στο ανοικτό πεδίο. Επιπλέον, η χορήγηση χαμηλών δόσεων Δ9-THC οδήγησε σε βλάβη στη βραχύχρονη αναγνωριστική χωρική μνήμη και μάθηση κατά την ενηλικίωση. Αντίθετα, δεν παρατηρήθηκαν αρνητικές επιδράσεις κατά την εκτέλεση δοκιμασιών που ελέγχουν ανώτερες εκτελεστικές λειτουργίες και τη ροή της αισθητικοκινητικής πληροφορίας στην ενηλικιωση. Επίσης, παρατηρήθηκε μείωση των κινητικών παραμέτρων στους επίμυες που έλαβαν Δ9-THC κατά την εφηβεία μετά από οξεία χορήγηση d-αμφεταμίνης στην ενηλικίωση. Αναφορικά με το νευροχημικό έλεγχο της ντοπαμινεργικής και σεροτονεργικής δραστηριότητας σε συγκεκριμένες περιοχές των ενήλικων εγκεφάλων, παρατηρήθηκε ένα αντίθετο πρότυπο μεταβολών μεταξύ των δυο νευροδιαβιβαστικών συστημάτων για τους ενήλικες επίμυες που έλαβαν Δ9-THC. Οι αλλαγές αυτές συνοδεύτηκαν από αυξημένα επίπεδα έκφρασης του μεταφορέα της σεροτονίνης στον ιππόκαμπο, αφήνοντας αμετάβλητα τα επίπεδα έκφρασης του μεταφορέα της ντοπαμίνης. Τέλος, παρατηρήθηκαν μειωμένα επίπεδα έκφρασης του νευροπλαστικού δείκτη BDNF στον ιππόκαμπο και τον προμετωπιαίο φλοιό για τους Δ9-THC επίμυες κατά την ενηλικίωση, ενώ αυξημένα επίπεδα έκφρασης του υποδοχέα CB1 καταγράφηκαν στον προμετωπιαίο φλοιό.Συμπεράσματα: Η χορήγηση χαμηλών, αυξανόμενων δόσεων Δ9-THC κατά την εφηβεία δεν οδήγησε στην εμφάνιση αμιγούς τύπου ψυχωτικής συμπτωματολογίας, αλλά συνδέθηκε με την εμφάνιση ενός «αποδιοργανωμένου γνωστικά» φαινοτύπου συνοδευόμενου από συγκεκριμένες αλλαγές σε δείκτες, ορισμένοι από τους οποίους μπορούν να συσχετιστούν με την εμφάνιση ψυχοπαθολογίας. 904 151 134 Through the present paper we focus at presenting, studying and interpreting, at an early stage at least, a series of illustrated books under the title "Aristophanes", written by Sofia Zarabouka. This series of books includes five adaptations of the great classical works of antiquity, attributed to the Athenian satirical poet. In order το achieve the above mentioned objectives, initially, a theoretical reflection of what an "adaptation" in fact means. In addition, in order to analyze and comprehend the content of the images found amongst writer’s creative efforts, a multidimensional role of illustration was presented. In addition, there was an attempt to snap a brief overview on the comedies of Aristophanes, in order to better understand the adaptations as subsequent works. Through the above methodology, it was possible to identify three specific axes on which the illustrated adaptations will be studied: a) the illustration, b) the text, and c) the adaptation techniques. Η παρούσα διπλωματική εργασία επιδιώκει να παρουσιάσει, να μελετήσει και να ερμηνεύσει, σε πρώιμο τουλάχιστον επίπεδο, τη σειρά εικονογραφημένων βιβλίων «Αριστοφάνης» της Σοφίας Ζαραμπούκα. Η σειρά αυτή περιλαμβάνει πέντε διασκευές των μεγάλων κλασικών έργων της αρχαιότητας του ομώνυμου Αθηναίου σατιρικού ποιητή. Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων, αρχικά, πραγματοποιήθηκε μία θεωρητική διερεύνηση της «διασκευής» ως έννοιας. Επιπροσθέτως, προκειμένου να μελετηθεί και να κατανοηθεί το περιεχόμενο των εικόνων, που υπάρχουν μέσα στις υπάρχουσες διασκευαστικές προσπάθειες της συγγραφέως, παρουσιάστηκε ο πολυδιάστατος ρόλος της εικονογράφησης. Επιπλέον, έγινε μια προσπάθεια σύντομης θεώρησης των κωμωδιών του Αριστοφάνη, με σκοπό την πληρέστερη κατανόηση των διασκευών ως δευτερογενών έργων. Με τις παραπάνω ενέργειες κατέστη δυνατός ο εντοπισμός τριών συγκεκριμένων αξόνων πάνω στους οποίους θα γίνει η μελέτη των εικονογραφημένων διασκευών: α) την εικονογράφηση, β) το κείμενο και γ) τις διασκευαστικές τεχνικές. 905 423 337 Σύνθεση, χαρακτηρισμός και μελέτη ιδιοτήτων καινοτόμων νανοσύνθετων υλικών εποξειδικών ρητίνων - αργίλων The objective of the present thesis was the synthesis, the characterization and the study of properties of novel epoxy - clay nanocomposites. For this purpose commercial inorganic montmorillonite clays (of the type Na+-PGW obtained from Nanocor Inc. and Na+-Cloisite obtained from Southern Clay Products) were used, as well as organically modified clays with primary and quartenary octadecyl- and hydrogenated tallow ammonium salts. In addition, proton-exchanged and organically modified (fully or partially) clays were produced from the parent sodium clay Na+-PGW. For the formation of protonated clays (H+-PGW) a weak dilution of HCl acid was used, while polyoxypropylene di/triamines (Jeffamines) of various molecular weights were used for the formation of organically modified clays. The organic modification of inorganic clays was either full (100% of the ion-exchange sites of the parent clay) or partial (35, 50, 65 and 95% of the ion-exchange sites of parent clay). The di/triamines were also protonated fully (100% of the amine groups) or partially (0, 33 and 50% of the amine groups). All the commercial and laboratory-prepared organoclays were characterized in order to obtain information about their structure, the possible conformation of alkylammonium ion within the clay gallery space, the actual percentage of organic modifier in the organoclays, the thermal stability and the morphology of the organoclay particles. The procedure of synthesis of epoxy-clay nanocomposites was then optimized (epoxy/amine ratio, temperature and time of curing, pot-life etc.) and pristine epoxy samples as well as epoxy - clay/organoclay nanocomposites were produced. The in situ polymerization method was used and the epoxy monomers were mixed with the clay via mechanical stirring or sonication. The nanocomposites produced were characterized for their structure and their mechanical, thermal and barrier properties, as well as their resistance to solvents. The results obtained provided valuable insight of the effect of the type, percentage and protonation of clay modifier to the structure and properties of glassy and rubbery epoxy - clay nanocomposites. The above parameters are critical for the expansion of gallery space as well as for the formation of the necessary organophilic environment for the insertion of epoxy monomers. The ion-exchange of Na+-PGW with fully or partially protonated amines was more effective for the insertion of alkylammonium ions than the ion-exchange of H+-PGW with protonated amines or the ion-exchange of Na+-PGW with neutral amines in aqueous solution. It should be noted here that the Na+-exchange with neutral amines in aqueous solution was unexpectedly high due to the protonation of amines from the weakly acidic terminal -OH at the external surfaces or defects sites of the Na+-clay crystals. Σκοπός της παρούσας διατριβής ήταν η σύνθεση, ο χαρακτηρισμός και η μελέτη ιδιοτήτων καινοτόμων νανοσύνθετων υλικών εποξειδικών ρητινών - αργίλων. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν εμπορικές ανόργανες άργιλοι τύπου μοντμοριλλονίτη (Na+-PGW της εταιρίας Nanocor Inc. και Na+-Cloisite της εταιρίας Southern Clay Products), καθώς και οργανικά τροποποιημένες άργιλοι με πρωτοταγή και τεταρτοταγή ιόντα του δεκαοκτυλ-αμμωνίου και με τεταρτοταγή ιόντα αμμωνίου υδρογονωμένης tallow. Παράλληλα, παρασκευάστηκαν εργαστηριακά, πρωτονιωμένες ανόργανες και οργανικά τροποποιημένες (πλήρως ή μερικώς) άργιλοι από αρχική ανόργανη άργιλο τύπου Na+-PGW. Για την παρασκευή των πρωτονιωμένων αργίλων χρησιμοποιήθηκε αραιό διάλυμα HCl ενώ για την παρασκευή των οργανικά τροποποιημένων αργίλων χρησιμοποιήθηκαν δι/τριαμίνες πολυπροπυλενοξειδίου (Jeffamines) διαφόρων μοριακών βαρών. Η οργανική τροποποίηση των αργίλων ήταν πλήρης (100% επί των κατιοανταλλάξιμων θέσεων της αργίλου) ή μερική (35, 50, 65, και 95% επί των κατιοανταλλάξιμων θέσεων). Επιπλέον, οι δι/τριαμίνες που χρησιμοποιήθηκαν πρωτονιώθηκαν πλήρως (100% των αμινομάδων) ή μερικώς (0, 33 και 50% των δραστικών τους αμινομάδων). Ακολούθησε ο πλήρης φυσικοχημικός χαρακτηρισμός τόσο των εμπορικών όσο και των εργαστηριακών ανόργανων αργίλων και οργανοαργίλων που παρείχε πληροφορίες για την δομή τους και τις πιθανές διαμορφώσεις του οργανικού τροποποιητή στην ενδοστρωματική περιοχή της αργίλου, την χημική τους σύσταση, το πραγματικό ποσοστό του οργανικού τροποποιητή, την θερμική τους σταθερότητα καθώς και το μέγεθος και τη μορφολογία των σωματιδίων τους. Στη συνέχεια, βελτιστοποιήθηκε η συνθετική πορεία παρασκευής νανοσύνθετων υλικών (στοιχειομετρία ρητίνης/σκληρυντή, θερμοκρασία και χρόνος σκλήρυνσης της ρητίνης, κρίσιμος χρόνος κατεργασίας της ρητίνης κ.α.) και παρασκευάστηκαν συστήματα εποξειδικών ρητινών (δείγματα αναφοράς) καθώς και τα αντίστοιχα υαλώδη και ελαστομερή νανοσύνθετα υλικά εποξειδικών ρητινών - ανόργανων και οργανικά τροποποιημένων αργίλων. Για την παρασκευή των νανοσύνθετων υλικών εποξειδικών ρητινών - αργίλων χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος του in situ πολυμερισμού (πολυμερισμός των μονομερών της ρητίνης παρουσία αργίλου) ενώ η ανάμιξη των μονομερών της ρητίνης με την άργιλο πραγματοποιήθηκε μέσω μηχανικής ανάδευσης ή με τη χρήση λουτρού υπερήχων. Τα δείγματα που παρασκευάστηκαν χαρακτηρίστηκαν ως προς τη δομή τους, τις μηχανικές, θερμομηχανικές και θερμικές τους ιδιότητες καθώς και τις ιδιότητες φραγμού και αντοχής σε διαλύτες. 906 316 301 Η επίδραση των ατομικών και κοινωνικών παραγόντων στη σχολική επίδοση The main purpose of this study is the expatiation of a cohesive and structured frame of factors which are related to school performance, mainly in High School. Furthermore, the factors which have contributed in the students’ high school outstanding performance, whose parents come from a low educational and financial level, are being delving into. Within this context, they are sought to be included the factors that are referring to the student’s family social, financial and educational level, as well as the factors related with the students themselves and the relation they have obtained or/and developed with school knowledge. Namely, the investigation of the subject’s relation “with knowledge” as an important condition for academic success is being strived. Besides, an individual interest is being given to student’s personal experience as a school and social subject and to the impacts of extra – curricular experiences in school performance. For the study of the research questions, it was implemented the Mixed Method of social and educational research, because it was evaluated as suitable for the rendering of various types of factors that are connected with school performance. Specifically, Exploratory Sequential Design of Mixed Methods was executed, where, firstly, semi – structured interviews were conducted and their analysis results were used in the enrichment of a structured questionnaire which examined the factors related with school performance. The main results of this research ascertain the existence of a complex frame of factors that are associated with school performance, in which are also integrated, apart from student’s family social, financial, and educational characteristics, factors concerning student’s personality and his experiences. School performance seems to be affected by a nexus of factors having individual and social characteristics which cannot be investigated at once by associating typical educational and financial features of the family but a more qualitative insight is needed in the way in which the relation with knowledge is formed during lifetime. Κεντρικό στόχο της μελέτης αποτελεί η ανάπτυξη ενός συνεκτικού και δομημένου πλαισίου παραγόντων που σχετίζονται με τη σχολική επίδοση, κυρίως στο Λύκειο. Ακόμη, μελετώνται οι παράγοντες που συνέβαλαν στην υψηλή σχολική επίδοση μαθητών που οι γονείς τους έχουν χαμηλό εκπαιδευτικό και οικονομικό επίπεδο. Σε αυτό το πλαίσιο, επιδιώκεται να συμπεριληφθούν οι παράγοντες που αναφέρονται στο κοινωνικό, οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας του μαθητή, όπως επίσης παράγοντες που σχετίζονται με τον ίδιο το μαθητή και τη σχέση που έχει ή/και αναπτύσσει με την ίδια τη σχολική γνώση. Ειδικότερα, επιδιώκεται η διερεύνηση της σχέσης του υποκειμένου «με τη γνώση» ως συνθήκη σημαντική για τη σχολική επίδοση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον δίνεται στην προσωπική εμπειρία του μαθητή ως σχολικό και κοινωνικό υποκείμενο και τις επιδράσεις των εξωσχολικών του βιωμάτων στη σχολική επίδοση. Για τη μελέτη των ερωτημάτων της έρευνας εφαρμόστηκε η Μεικτή Μέθοδος κοινωνικής και εκπαιδευτικής έρευνας, διότι κρίθηκε κατάλληλη για την απόδοση ποικίλων τύπων παραγόντων που συνδέονται με τη σχολική επίδοση. Ειδικότερα, εφαρμόστηκε ο Διερευνητικός Ακολουθιακός Σχεδιασμός Μεικτής Μεθόδου (Exploratory Sequential Design), όπου αρχικά διενεργήθηκαν ημιδομημένες συνεντεύξεις και τα αποτελέσματα της ανάλυσής τους χρησιμοποιήθηκαν για τον εμπλουτισμό ενός δομημένου ερωτηματολογίου, που εξέταζε τους παράγοντες που σχετίζονται με τη σχολική επίδοση. Τα κύρια αποτελέσματα της έρευνας διαπιστώνουν την ύπαρξη ενός συνθετικού πλαισίου παραγόντων συσχέτισης με τη σχολική επιτυχία, στο οποίο εντάσσονται εκτός των κοινωνικών, οικονομικών, μορφωτικών χαρακτηριστικών της οικογένειας του μαθητή, και παράγοντες που αφορούν την προσωπικότητα του μαθητή και τα βιώματά του. Η σχολική επίδοση φαίνεται να επηρεάζεται από ένα πλέγμα παραγόντων που έχουν κυρίως ατομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά τα οποία δεν μπορούν να διερευνηθούν άμεσα συσχετίζοντας τυπικά μορφωτικά και οικονομικά χαρακτηριστικά της οικογένειας, αλλά χρειάζεται μια ποιοτικότερη εμβάθυνση στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται η σχέση με τη γνώση στην πορεία του βίου. 907 243 318 Αdministration of gonadotropin-releasing hormone agonists before in vitro fertilization improves fertilization rate but not clinical pregnancy rate with mild endometriosis: a prospective, randomized, controlled trial Επίδραση της χορήγησης GnRH αγωνιστών στο ωοθηκικό περιβάλλον και τη γονιμότητα γυναικών που πάσχουν από ενδομητρίωση Objective: To evaluate the effects of GnRH-a on women’s fertility with mild endometriosis, undergoing IVF-ET procedures. Design: Prospective, randomized, controlled trial. Setting: Three tertiary University Hospitals. Patients: Four hundred infertile women with mild endometriosis, documented withlaparoscopy, undergoing an IVF attempt and 200 women with tubal factor infertility. Interventions: Patients with endometriosis were divided randomly in women who received GnRH-a for three months before an IVF attempt (group A; n=200) and who did not receive GnRH-a (Group B; n=200). Main Outcome Measures: TNF-a, IL-1β, IL-6, IL-8 and IL-1-ra were measured in the follicular fluid (FF) of all women. Fertilization Rate (FR), Implantation Rate (IR), quality of embryos, and clinical Pregnancy Rate (PR) were evaluated. Results: Women who received GnRH-a had significantly reduced FF’s cytokines concentration comparing with women who did not receive this regime. Women of group B presented reduced FRs compared to women of group A and to women with tubal infertility . Embryo quality, IR, and clinical PR did not significantly improve in women of group A compared with women of group B. Conclusion: Women who received for three months GnRH-a had lower FF’s cytokinesconcentration. These women had also higher FR than women who did not receive GnRH-a. In contrast, IR, quality of embryos, and clinical PR were not statistically significant different among women of two groups. Σκοπός: Η αξιολόγηση της επίδρασης των αγωνιστών της εκλυτικής ορμόνης των γοναδοτροπινών (GnRH-a) στη γονιμότητα σε γυναίκες με ήπια ενδομητρίωση που υποβλήθηκαν σε εξωσωματική γονιμοποίηση-εμβρυομεταφορά. Σχεδιασμός :Προοπτική, τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη μελέτη.Υλοποίηση: Σε τρία Τριτοβάθμια Νοσοκομεία. Ασθενείς: Τετρακόσιες υπογόνιμες γυναίκες με ήπια ενδομητρίωση τεκμηριωμένη με λαπαροσκόπηση, οι οποίες υποβλήθηκαν σε διενέργεια εξωσωματικής γονιμοποίησης και διακόσιες γυναίκες με σαλπιγγικό παράγοντα υπογονιμότηταςπου αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Μέθοδος :Οι ασθενείς με ήπιας βαρύτητας ενδομητρίωση , χωρίστηκαν τυχαιοποιημένα σε δύο ομάδες: α) ασθενείς στις οποίες χορηγήθηκε θεραπεία με GnRH-a για τρεις μήνες πριν τη προσπάθεια εξωσωματικής γονιμοποίησης (ομάδα Α, n=200) και β) ασθενείς στις οποίες δεν χορηγήθηκε GnRh-a(Ομάδα Β, n=200). Παράμετροι που μετρήθηκαν: Παράγοντας νέκρωσης όγκων -α TNF-a, ιντερλευκίνη IL-1b ,IL-6, IL-8 και ανταγωνιστής υποδοχέων ιντερλευκίνης IL-1-ra, μετρήθηκαν στο ωοθυλακικό υγρό(FF) σε όλες τις γυναίκες. Ο Δείκτης Γονιμοποίησης (FR), ο Δείκτης Εμφύτευσης (IR), η ποιότητα των εμβρύων και τα ποσοστά κλινικά επιβεβαιωμένων κυήσεων (PR) καταγράφηκαν και αξιολογήθηκαν επίσης. Αποτελέσματα: Οι γυναίκες που έλαβαν τη θεραπεία με GnRH-a εμφάνισαν στατιστικώς σημαντική ελάττωση της συγκέντρωσης κυτοκινών στο ωοθυλακικό υγρό (FF) συγκριτικά με τις γυναίκες που δεν έλαβαν αυτή τη θεραπεία . Οι γυναίκες της Ομάδας Β παρουσίασαν μειωμένα ποσοστά γονιμοποίησης (FR) σε σύγκριση με τις γυναίκες της Ομάδας Α και με τις γυναίκες με υπογονιμότητα σαλπιγγικήςαιτιολογίας. Η ποιότητα των εμβρύων , το ποσοστό εμφύτευσης (IR) και το ποσοστό των κυήσεων (PR) δεν παρουσίασαν στατιστικά σημαντική βελτίωση στις γυναίκες της Ομάδας Α σε σύγκριση με τις γυναίκες της Ομάδας Β. Συμπεράσματα: Οι γυναίκες με μέτρια ενδομητρίωση που έλαβαν GnRH-a για τρεις μήνες παρουσίασαν ελαττωμένη συγκέντρωση κυτοκινών στο ωοθυλακικό υγρό (FF) και επίσης υψηλότερο ποσοστό γονιμοποίησης μετά την πραγματοποίηση της εξωσωματικής γονιμοποίησης σε σύγκριση με τις γυναίκες που δεν έλαβαν GNRH-a. Ωστόσο, η χορήγηση της GNRH δεν προκάλεσε μεταβολή στο ποσοστό γονιμοποίησης στο ποσοστό κλινικά επιβεβαιωμένης κύησης και στην ποιότητα των εμβρύων. 908 149 171 Problem posing by students using the social networking tool Edmodo Κατασκευή προβλημάτων από μαθητές με τη χρήση του μέσου κοινωνικής δικτύωσης Edmodo Developing problem posing skills is as important as developing problem solving skills. Familiarising students with problem posing activities has many advantages, such as the development of mathematical thinking, the understanding of difficult mathematical concepts and the connection of informal and school mathematics. Unfortunately, students are not familiar with such activities because during their school life they do not encounter many of those. Incorporating New Technologies into teaching has proven to mobilize students’ interest and enhance their learning outcomes. Can they support equally and problem posing activities? In our research we asked grade 6 students to pose mathematical problems and comment on them, during a virtual contest on Edmodo’s online platform. The results show that using this particular social networking tool in an informal learning environment works as a motivation for students to interact and engage in problem posing activities. Η ανάπτυξη δεξιοτήτων κατασκευής προβλημάτων είναι εξίσου σημαντική με την ανάπτυξη δεξιοτήτων επίλυσης. Η εξοικείωση των μαθητών με τέτοιου είδους δραστηριότητες φέρει πολλά πλεονεκτήματα, όπως την ανάπτυξη μαθηματικής σκέψης, την κατανόηση δύσκολων μαθηματικών εννοιών και τη σύνδεση άτυπων και σχολικών Μαθηματικών. Δυστυχώς οι μαθητές δεν είναι ιδιαιτέρως εξοικειωμένοι, αφού ασχολούνται ελάχιστα με δραστηριότητες κατασκευής προβλημάτων κατά τη διάρκεια της σχολικής τους ζωής. Η ενσωμάτωση των Νέων Τεχνολογιών στη διδασκαλία έχει αποδειχθεί ότι μπορεί να κινητοποιήσει το ενδιαφέρον των μαθητών και να ενισχύσει τα μαθησιακά αποτελέσματα. Μπορούν να λειτουργήσουν εξίσου υποστηρικτικά και για τις δραστηριότητες κατασκευής προβλημάτων; Στην έρευνά μας ζητήσαμε από μαθητές της ΣΤ΄ Δημοτικού να κατασκευάσουν προβλήματα Μαθηματικών και να τα σχολιάσουν, κατά τη διάρκεια ενός «εικονικού διαγωνισμού», στην ηλεκτρονική πλατφόρμα του Edmodo. Από τα αποτελέσματα της έρευνας προκύπτει πως η χρήση του συγκεκριμένου μέσου κοινωνικής δικτύωσης, σε ένα άτυπο περιβάλλον μάθησης, αποτελεί ιδιαίτερο κίνητρο για την αλληλεπίδραση των μαθητών και την ενασχόλησή τους με δραστηριότητες κατασκευής προβλημάτων. 909 200 203 Implementation and evaluation of a psychoeducational program to enhance the mental resistance to caregivers of cancer patients Εφαρμογή και αξιολόγηση ψυχοεκπαιδευτικού προγράμματος για την ενίσχυση της ψυχικής ανθεκτικότητας σε φροντιστές ασθενών με καρκίνο The purpose of this study was to implement and evaluate the effectiveness of a psychoeducational program that aimed to enhance resilience, reduce stress and depression and increase coping strategies in caregivers of patients with cancer. The sample consisted of 30 caregivers of cancer patients, of whom 15 formed the experimental group and 15 the control group. In order to assess the effectiveness of the intervention, caregivers of cancer patients completed before the implementation of the program and after its completion the scales that measure: a) resilience (The Connor- Davidson Resilience Scale- CD RISC), b) anxiety (Strait-Anxiety Inventory- STAI), c) depression (Beck Depression Inventory- BDI), d) coping strategies (Ways of coping), e) quality of life (The caregiver roles and responsibilities scale-CRRS). The results of the research showed that the participants of the intervention group reported increase in the levels of resilience and the use of specific coping strategies, while at the same time showed decrease in the levels of stress. The findings support the effectiveness of the program in enhancing resilience, however further research is needed to establish efficacy of the intervention over time. Στόχος της παρούσα έρευνας ήταν η εφαρμογή και αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας ενός ψυχοεκπαιδευτικού προγράμματος που αποσκοπούσε στην ενίσχυση της ψυχικής ανθεκτικότητας, την μείωση του άγχους και της κατάθλιψης και την αύξηση των στρατηγικών αντιμετώπισης αγχόγονων καταστάσεων στους φροντιστές ασθενών με καρκίνο. Στην έρευνα συμμετείχαν συνολικά 30 φροντιστές ασθενών με καρκίνο, εκ των οποίων οι 15 αποτέλεσαν την ομάδα παρέμβασης και οι 15 την ομάδα ελέγχου. Για την αποτελεσματικότητα του προγράμματος, οι φροντιστές συμπλήρωσαν πριν την εφαρμογή του προγράμματος και μετά την ολοκλήρωσή του τις κλίμακες που μετρούν: α) την Ψυχική Ανθεκτικότητα (The Connor- Davidson Resilience Scale- CD-RISC), β) το άγχος (Strait-Anxiety Inventory STAI), γ) την κατάθλιψη (Beck Depression Inventory- BDI) δ) τις στρατηγικές αντιμετώπισης αγχογόνων καταστάσεων (Ways of coping), ε) την ποιότητα ζωής (The caregiver roles and responsibilities scale CRRS). Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι οι συμμετέχοντες της ομάδας παρέμβασης σημείωσαν αύξηση στα επίπεδα ψυχικής ανθεκτικότητας και στη χρήση συγκεκριμένων στρατηγικών αντιμετώπισης, ενώ παράλληλα εμφάνισαν μείωση στα επίπεδα άγχους. Συνολικά τα ευρήματα της έρευνας υποστηρίζουν την αποτελεσματικότητα του προγράμματος ως προς την ψυχική ανθεκτικότητα, ωστόσο περαιτέρω έρευνα απαιτείται για να διαπιστωθούν τα αποτελέσματα στη διάρκεια χρόνου. 910 328 362 The extraction of facial features from images is of great significance in medicine, biology, computer science and particularly in the field of Computer Vision. From all facial features, the area of the mouth has attracted the interest of scientists, in a great variety of applications, because its shape can provide information about the feelings or speech of the speaker. Applications include speech recognition with lip reading, diagnosis of lip-related diseases, and facial expressions recognition. Also, a significant application of lip detection is solar cheilosis, a lip degenerative disease, which is a precancerous stage due to the exposure of the lips to the sun. We examine a methodology based on image thresholding that considers several candidate threshold values in order to separate the lips from the background. First, the image of the lips is automatically split into two images that include the upper and lower lip respectively. The lip extraction is made on each image separately in order to obtain a better result. We analyze the images considering the component Q from YIQ color space, because this component satisfactorily enhances the region of the lips relative to the background (teeth, tongue or skin). The contour extraction method applies thresholding for several candidate threshold values, and determines the contour for each threshold, which is the boundary between the two distinct luminance regions. In the next step, for each contour, is calculates the brightness difference of the pixels in a zone above the contour relative to the pixels in a zone below the contour, aiming at the assessment of the contour in terms of discrimination. As a result, the contour is selected with the best separation ability. The contour extraction method has been comparatively evaluated using a database of lip images, consisting of young people and elderly people with possible solar cheilosis. The lip contour in those images has been specified by expert dermatologists. Also, the method has been applied to video sequences to extract the contour of the speaker’s lips. Η εξαγωγή χαρακτηριστικών του προσώπου από εικόνες παίζει σημαντικό ρόλο στην ιατρική, στη βιολογία, στην επιστήμη των υπολογιστών και κυρίως στον τομέα της Υπολογιστικής Όρασης. Από τα χαρακτηριστικά του προσώπου, η περιοχή του στόματος έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον των επιστημόνων, στο πλαίσιο ποικίλων εφαρμογών, επειδή η μορφή και το σχήμα του μπορεί να δώσει πληροφορίες σχετικά με τα συναισθήματα ή τον λόγο του ομιλητή. Οι εφαρμογές περιλαμβάνουν αναγνώριση ομιλίας με διάβασμα χειλιών, διάγνωση ασθενειών που σχετίζονται με τα χείλη, καθώς και αναγνώριση εκφράσεων του προσώπου. Επίσης, σημαντική εφαρμογή της ανίχνευσης του περιγράμματος χειλιών αποτελεί η ακτινική χειλίτιδα, μια νόσος εκφυλισμού των χειλιών η οποία πρόκειται για ένα προκαρκινικό στάδιο που οφείλεται στην έκθεση των χειλιών στον ήλιο. Σε αυτή την εργασία, μελετάμε μια νέα μεθοδολογία που βασίζεται στον έλεγχο πολλών κατωφλίων με σκοπό τον διαχωρισμό των χειλιών από το υπόβαθρο. Αρχικά, η εικόνα των χειλιών χωρίζεται αυτόματα σε δύο εικόνες που περιλαμβάνουν το άνω και το κάτω χείλος και πραγματοποιείται εξαγωγή του περιγράμματος σε κάθε εικόνα ξεχωριστά, με σκοπό την αναζήτηση καλύτερου αποτελέσματος. Στη συνέχεια, με τη βοήθεια της χρωματικής συνιστώσας Q γίνεται επεξεργασία των εικόνων του άνω και του κάτω χείλους. Ο λόγος είναι ότι η συνιστώσα Q αναδεικνύει ικανοποιητικά την περιοχή των χειλιών συγκριτικά με το υπόβαθρο, όπως είναι τα δόντια, η γλώσσα ή το δέρμα. Η μέθοδος εξαγωγής του περιγράμματος αρχικά ορίζει ένα σύνολο από κατώφλια, τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα δυαδικές εικόνες, και καθορίζει το περίγραμμα του χείλους για κάθε κατώφλι, το οποίο αποτελεί το σύνορο μεταξύ των δύο διακριτών περιοχών φωτεινότητας. Στο επόμενο βήμα, για κάθε περίγραμμα υπολογίζεται η διαφορά φωτεινότητας των εικονοστοιχείων σε μια ζώνη πάνω από το περίγραμμα σε σχέση με τα εικονοστοιχεία σε μία ζώνη κάτω από το περίγραμμα, αποσκοπώντας στην αξιολόγηση του περιγράμματος ως προς τη διακριτική του ικανότητα. Ως αποτέλεσμα επιλέγεται το περίγραμμα με την καλύτερη διακριτική ικανότητα. Η μέθοδος εξαγωγής του περιγράμματος συγκρίνεται με άλλες προσεγγίσεις με σκοπό την αξιολόγησή της. Στην αξιολόγηση αυτή, χρησιμοποιήθηκε μια χαρακτηρισμένη, από ειδικούς γιατρούς, βάση εικόνων η οποία αποτελείται από νεαρά άτομα και ηλικιωμένα άτομα με πιθανές παθήσεις. Επίσης, η μέθοδος εφαρμόστηκε σε ακολουθίες βίντεο με σκοπό την εξαγωγή του περιγράμματος των χειλιών των ομιλητών. 911 300 284 H ηθική αποτίμηση της ενεργητικής σε σχέση με τη παθητική ευθανασία My aim in this M.A. Dissertation is to present and analyze the two types of euthanasia, active and passive euthanasia, thus attempting moral evaluation of the one against the other. The introductory chapter of my dissertation refers to the term of euthanasia and to the concept of death from antiquity to the present day. As far as the first chapter of the work is concerned, I deal with the historical retrospective of the term euthanasia, the course of the term that begins in ancient times and end up with the development of the term in contemporary discussions. I am still referring to the distinction between active and passive euthanasia, in the way in which the act of euthanasia will take place, and I proceed to a brief analysis of this distinction. In the second chapter, I present briefly, basic arguments that stand so in favour as and against the act of euthanasia in any way such as that of dignity, Christianity, and to the slippery slope argument. In the third chapter I analyze the concept of autonomy and how John Stuart Mill and Imannuel Kant interpret this concept. I critically engange quote at the same time, with the two key positions of the two above philosophers regarding the issue of euthanasia, ie the aspect of the utilitarians and the aspect of the deontologists to the above issue. In the last and most extensive chapter of my work, I briefly discuss the distinction of euthanasia into voluntary, non-voluntary and physician assisted suicide. Then, I focus on the second distinction that concerns my work, including active and passive euthanasia, and I analyze give my position on the moral correctness of the first versus the second, by relying and presenting the arguments offered by James Rachels and Thomas Sullivan on with this distinction. Στόχος της διπλωματικής μου εργασίας είναι να παρουσιάσω και να αναλύσω τα δυο είδη ευθανασίας της ενεργητικής και της παθητικής καταλήγοντας έτσι σε ηθική αποτίμηση της μιας έναντι της άλλης. Το εισαγωγικό σημείωμα της εργασίας μου κάνει αναφορά στον όρο της ευθανασίας και στην έννοια του θανάτου από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα. Στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας, ασχολούμαι με την ιστορική αναδρομή του όρου ευθανασία, την πορεία του όρου που ξεκινά στην αρχαιότητα καταλήγοντας στην εξέλιξη του όρου στη σημερινή εποχή. Αναφέρομαι ακόμη στη διάκριση ανάμεσα στην ενεργητική και τη παθητική ευθανασία στον τρόπο δηλαδή, με τον οποίο θα γίνει η πράξη της ευθανασίας, και προχωρώ σε μια σύντομη ανάλυση αυτής της διάκρισης. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζω σύντομα, βασικά επιχειρήματα που τίθενται τόσο υπέρ όσο και κατά της πράξης της ευθανασίας με κάθε τρόπο όπως είναι αυτό της αξιοπρέπειας, του χριστιανισμού, και του ολισθηρού κατήφορου. Στο τρίτο κεφάλαιο αναλύω την έννοια της αυτονομίας και το πώς εκλαμβάνουν την έννοια αυτή ο John Stuart Mill και ο Imannuel Kant. Παραθέτω παράλληλα, τις δυο καίριες θέσεις των δυο παραπάνω φιλοσόφων ως προς το ζήτημα της ευθανασίας, δηλαδή τη πλευρά των ωφελιμιστών και τη πλευρά των δεοντολόγων ως προς το παραπάνω ζήτημα. Στο τελευταίο και πιο εκτενές κεφάλαιο της εργασίας μου πραγματεύομαι συντόμως τη διάκριση της ευθανασίας σε εκούσια, μη εκούσια και ιατρικά υποβοηθούμενη αυτοκτονία. Έπειτα, στέκομαι στη δεύτερη διάκριση που απασχολεί και την εργασία μου, ανάμεσα δηλαδή στην ενεργητική και την παθητική ευθανασία, παραθέτοντας και τη γνώμη μου για την ηθική ορθότητα της πρώτης έναντι της δεύτερης, μέσω της παρουσίασης των επιχειρημάτων του James Rachels και του Thomas Sullivan σχετικά με τη διάκριση αυτή. 912 140 135 The prominent Varvogli family of Tripolitsa during the second Ottoman occupation in the Peloponnese until the Ottoman period Η προυχοντική οικογένεια Βάρβογλη της Τριπολιτσάς από τη δεύτερη Οθωμανική κυριαρχία στην Πελοπόννησο ως την Οθωνική περίοδο The thesis titled "The prominent Varvogli family during the second Ottoman occupation in the Peloponnese until the Ottoman period" focuses on a Peloponnese prominent family. In particular, the research is aimed to highlight their economic and political activity. Their activity is pre-revolutionary, especially during the second Ottoman period, and it reaches the Ottoman period. Two family figures, George and Panagiotis Varvoglis, are mentioned in particular. The first was well known by his economic activity during the pre-revolutionary and revolutionary period, while the second was famous as a strong political figure during the Kapodistrian and Ottoman periods. Finally, it is important that in this thesis the researcher can find unpublished letters that were send to the family, as well as their curriculum vitae. Η διπλωματική εργασία με τίτλο «Η προυχοντική οικογένεια Βάρβογλη της Τριπολιτσάς από τη δεύτερη Οθωμανική κυριαρχία στην Πελοπόννησο ως την Οθωνική περίοδο» επικεντρώνεται σε μια προυχοντική οικογένεια της Πελοποννήσου. Συγκεκριμένα, η έρευνα έχει ως στόχο την ανάδειξη της οικονομικής και πολιτικής δραστηριοποίησης της παραπάνω οικογένειας. Η πορεία της εντοπίζεται προεπαναστατικά και ειδικότερα στη δεύτερη Οθωμανική περίοδο και φτάνει ως την Οθωνική περίοδο. Επίσης, ιδιαίτερη αναφορά γίνεται σε δυο πρόσωπα της οικογένειας, τους Γεώργιο και Παναγιώτη Βάρβογλη. Ο πρώτος είχε κυρίως οικονομική δραστηριότητα κατά την προεπαναστατική και επαναστατική περίοδο, ενώ ο δεύτερος είχε έντονη πολιτική σταδιοδρομία κατά την Καποδιστριακή και Οθωνική περίοδο. Τέλος, σημαντικό είναι ότι στην εργασία υπάρχουν αδημοσίευτες επιστολές προς την οικογένεια, καθώς και το βιογραφικό της. 913 442 439 This doctoral thesis deals with the institution of literary awards in Greece during the period 1910-1942 and explores its importance in the evolution of Greek literary history. Through the examination of a large number of primary archival evidence (which is presented as a catalogue in the appendix), I attempt to reconstruct the stages by which a number of awards, medals of honour and contests were organised and critically received, as well as the legal and social network involved. Based on this evidence, I argue that literary prizes were used as key instruments for the gradual formation of a code of values, officially approved as nationally representative, which at first focused on the national era and later formed a timeless and hyperlocal ideological construction. The two parts of the thesis correspond with the two phases during which this process took place, namely the period 1910-1923, during which the Greek nation was for the most part at war, and the mainly peaceful period 1923-1942. In Chapters 1 and 4, I describe the transition from the validating mechanisms of the first period to a new type of literary awards. As it appears from the data analysis of Chapters 2 and 5, the awards of the first period were organised on the basis of a centralized administrative system (either under the direct control of the departments of the liberal governments of the time, or via prestigious cultural institutions, acting in the absence of a national academy), with private bequests and other types of grants. On the other hand, the awards of the second period appear to fall under a new organisational model, by which the administrative role of the publishing industry, literary associations and various individual clubs and social agencies was upgraded, while the government pledged large annual sums which were awarded to any literary work that was evaluated as being national in nature. Finally, in Chapters 3 and 6 I analyse the reclassification of values which relate to the transition from one validation system to the other. During the war period, a strictly-classified value code prevailed, one that derived from the literary output of the “Generation of 1880”. For the most part, any literature that displayed divergence from that model was degraded resulting in strong reactions from the opposition press and from excluded authors. In contrast, during the interwar period, the social effect of the existing literary elite was limited as a broad “anti-academic” front was formed by heterogeneous authors who demanded institutional recognition. Through this process, Cavafy, Sikelianos and Papadiamantis were recognized as institutionally acceptable aesthetic values, whilst two literary groups appeared as vying for succession of the generally accepted national poet Kostis Palamas. Η παρούσα διδακτορική διατριβή πραγματεύεται τον θεσμό των λογοτεχνικών βραβείων στην Ελλάδα της περιόδου 1910-1942 και διερευνά τη σημασία του για την εξέλιξη της λογοτεχνικής ιστορίας. Μέσα από την εξέταση ενός μεγάλου αριθμού πρωτογενών αρχειακών τεκμηρίων (τα οποία παρατίθενται υπό μορφήν καταλόγου σε παράρτημα της εργασίας) συντελείται η ανασυγκρότηση των σταδίων διοργάνωσης, θέσπισης, λειτουργίας και κριτικής πρόσληψης ενός πλήθους βραβείων, παρασήμων, μεταλλίων και διαγωνισμών, ενώ παράλληλα διερευνάται το συναφές δίκτυο κοινωνικών συσχετισμών. Με βάση αυτά τα δεδομένα, προβάλλεται και υποστηρίζεται ο ισχυρισμός ότι τα εν λόγω λογοτεχνικά βραβεία συντέλεσαν καθοριστικά στη σταδιακή διαμόρφωση ενός αξιακού κώδικα, επισήμως εγκεκριμένου ως εθνικά αντιπροσωπευτικού, στην αρχή επικεντρωμένου στο τρέχον εθνικό παρόν και στη συνέχεια διαμορφωμένου ως μιας α-χρονικής και υπερ-τοπικής ιδεολογικής κατασκευής. Τα δύο μέρη της εργασίας αντιστοιχούν στις δύο φάσεις, κατά τις οποίες –όπως προκύπτει– συντελέστηκε αυτή η διαδικασία, αφενός δηλαδή στην περίοδο 1910-1923 (στο μεγαλύτερο μέρος της οποίας το ελληνικό κράτος βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση) και αφετέρου στην ως επί το πλείστον ειρηνική περίοδο 1923-1942. Στα Κεφάλαια 1 και 4 παρουσιάζεται η διαδικασία μετάβασης από τους επικυρωτικούς μηχανισμούς της πρώτης περιόδου σε ένα νέου τύπου σύστημα λογοτεχνικών βραβείων. Όπως προκύπτει από την ανάλυση των δεδομένων των Κεφαλαίων 2 και 5, τα βραβεία της πρώτης περιόδου διοικούνταν συγκεντρωτικά είτε απευθείας από υπηρεσίες των βενιζελικών κυβερνήσεων είτε από υψηλού κύρους πολιτισμικούς θεσμούς, που υποκαθιστούσαν την έλλειψη της Ακαδημίας, επί τη βάσει ιδιωτικών κληροδοτημάτων και άλλου τύπου οικονομικών δωρεών. Από την άλλη, τα βραβεία της δεύτερης περιόδου εμφανίζονται να υπάγονται σε ένα νέο οργανωτικό σχήμα, στο οποίο ήταν αναβαθμισμένος ο διοικητικός ρόλος των εκδοτικών επιχειρήσεων, των λογοτεχνικών σωματείων και των διαφόρων συλλόγων και κοινωνικών φορέων, ενώ το κράτος αναλάμβανε την υποχρέωση να ενισχύει σε ετήσια βάση και με απευθείας υψηλές επιχορηγήσεις τη λογοτεχνία που αξιολογούνταν και εγκρινόταν ως εθνική. Τέλος, στα Κεφάλαια 3 και 6 αναλύονται οι αξιακές ανακατατάξεις που σχετίζονται με τη μετάβαση από το ένα σύστημα επικύρωσης στο άλλο. Στην περίοδο του πολέμου κυριάρχησε σε μεγάλο βαθμό ο αυστηρά διαβαθμισμένος αξιακός κώδικας, που προέκυπτε από ένα μέρος της λογοτεχνικής παραγωγής της «Γενιάς του 1880», ενώ υποβαθμίστηκε το μεγαλύτερο μέρος της λογοτεχνίας που παρουσίαζε αποκλίσεις από αυτό το πρότυπο –προκαλώντας ισχυρές αντιδράσεις από τον αντιπολιτευόμενο Τύπο και από αποκλειόμενους συγγραφείς. Αντιθέτως, στη μεσοπολεμική περίοδο περιορίστηκε αρκετά η κοινωνική επίδραση της μέχρι τότε κυρίαρχης λογοτεχνικής ελίτ και συγκροτήθηκε ένα ευρύ αντι-ακαδημαϊκό μέτωπο από ετερόκλιτους συγγραφείς, οι οποίοι διεκδίκησαν τη θεσμική τους επικύρωση. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία, προωθήθηκε η επίσημη επικύρωση των έργων του Καβάφη, του Σικελιανού και του Παπαδιαμάντη ως θεσμικά εγκεκριμένων αισθητικών προτύπων, καθώς και η σύγκρουση δύο λογοτεχνικών ομάδων για τη διαδοχή του καθολικά αποδεκτού ως εθνικού ποιητή Κωστή Παλαμά. 914 369 370 Ο επιστημονικός γραμματισμός φοιτητών του ΠΤΔΕ ως συνάρτηση των εναλλακτικών ιδεών σε έννοιες της φυσικής The main preoccupation of this thesis is to investigate the association of possible alternative ideas for students of the Department with the students’ scientific literacy in Sciences. So, the ultimate purpose of education is to prepare the individuals for their responsible and selffulfillment. That is why the development of scientific literacy should be a lifelong goal for all people in any society. Literacy in Sciences refers to the ability for understanding and interpreting the natural world, for solving the problems, for reading and understanding the articles in scientific journals, for following and participating in the discussions, for taking theΕλένη Σ. Κίτσιου 9 personal decisions concerning sciences and technology. Therefore, the scientific literacy is seen as a political capacity needed for rational thinking and using concepts of Sciences with respect to personal, social, political and economic issues. The teaching of Sciences deal about what, why, how and the roles granted by the above to those involved in the educational process. Regarding the children’s alternative ideas is not some simple misunderstandings due to a poor information, due to a poor information, but they are perceptions created by the interpretive schemes which are available and help them to interpret what they perceive what happens around them and draw any conclusions. The student’s everyday experience, the media, the first school experiences, the books and the family, social, technological, cultural enviroments enhance the children’s misconceptions, which, if they don’t change on in time, they will strength and will resist any attempt their change. The survey was conducted during the academic year 2013-2014 to the female and male students from four years of the Department of Primary Education at the University of Ioannina. To achieve our research goals we distributed a written questionnaire, which was consisted by three sections and a total of 50 questions. The first section of the questionnaire included 12 questions regarding the demographiscs of the participants, the second section included 19 questions Mechanics and the third section included 19 scientific literacy questions. Essentially, the research question is whether the sample holds engineering knowledge, to what extent and whether they hold as much knowledge in basic, everyday concepts of Sciences. Summing up, as Solon, our ancient sage said: we live and learn. Η βασική ενασχόληση της παρούσας μεταπτυχιακής εργασίας είναι η διερεύνηση σύνδεσης των πιθανών εναλλακτικών ιδεών των φοιτητών/ριών του Παιδαγωγικού με τον επιστημονικό γραμματισμό αυτών στις Φυσικές Επιστήμες. Λοιπόν, απώτερος σκοπός της εκπαίδευσης είναι η προετοιμασία των ατόμων προς την υπεύθυνη και προσωπική τους ολοκλήρωση. Γι’ αυτό και η ανάπτυξη του επιστημονικού γραμματισμού πρέπει να αποτελεί ένα δια βίου στόχο για όλα τα άτομα κάθε κοινωνίας. Ο γραμματισμός στις Φυσικές Επιστήμες σημαίνει ικανότητα για κατανόηση κι ερμηνεία του φυσικού κόσμου, για επίλυση προβλημάτων, για διάβασμα και κατανόηση άρθρων σε επιστημονικά περιοδικά, για παρακολούθηση και συμμετοχή σε σχετικές συζητήσεις, για λήψη προσωπικών αποφάσεων σε θέματα Φυσικών Επιστημών και τεχνολογίας. Ο επιστημονικός γραμματισμός, επομένως, θεωρείται ως µια πολιτική ικανότητα που χρειάζεται για την ορθολογική σκέψη και χρήση εννοιών των Φυσικών Επιστημών αναφορικά µε προσωπικά, κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά ζητήματα. Η διδακτική των Φυσικών Επιστημών ασχολείται σχετικά με το τι, γιατί, πώς, καθώς και τους ρόλους που επιφυλάσσουν τα ανωτέρω στους εμπλεκόμενους στην εκπαιδευτική διαδικασία. Αναφορικά με τις εναλλακτικές ιδέες των παιδιών δεν πρόκειται για απλές παρανοήσεις εξαιτίας κακής πληροφόρησης, αλλά είναι αντιλήψεις που δημιουργούνται από ερμηνευτικά σχήματα που αυτά διαθέτουν και τα βοηθούν να ερμηνεύσουν αυτό το οποίο αντιλαμβάνονται ότι συμβαίνει γύρω τους και να εξαγάγουν συμπεράσματα. Η καθημερινή εμπειρία των μαθητών, τα Μ.Μ.Ε, οι πρώτες σχολικές εμπειρίες, τα βιβλία, καθώς και το οικογενειακό, κοινωνικό, τεχνολογικό, πολιτιστικό περιβάλλον ενισχύουν τις παρανοήσεις των παιδιών, οι οποίες αν δεν τροποποιηθούν εγκαίρως ενδυναμώνονται και ανθίστανται σε οποιαδήποτε προσπάθεια αλλαγής τους. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε το ακαδημαϊκό έτος 2013-2014 σε φοιτήτριες και φοιτητές των τεσσάρων ετών του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Για την επίτευξη των ερευνητικών μας σκοπών διενεμήθη γραπτό ερωτηματολόγιο, το οποίο αποτελούνταν από τρεις ενότητες και συνολικά 50 ερωτήσεις. Η πρώτη ενότητα του ερωτηματολογίου περιελάμβανε 12 ερωτήσεις αναφορικά με τα δημογραφικά στοιχεία των συμμετεχόντων, η δεύτερη 19 ερωτήσεις Μηχανικής και η τρίτη 19 ερωτήσεις επιστημονικού γραμματισμού. Στην ουσία το ερευνητικό ερώτημα είναι αν το δείγμα κατέχει γνώσεις Μηχανικής, σε ποιο βαθμό κι αν κατέχει στον ίδιο βαθμό γνώσεις σε βασικές, καθημερινές έννοιες των Φυσικών Επιστημών. Συνοψίζοντας, όπως είχε πει και ο αρχαίος μας σοφός, Σόλων, γηράσκουμε αεί διδασκόμενοι. 915 356 374 their effect on social behavior and self - esteem of people with autism η επίδρασή τους στην κοινωνική συμπεριφορά και αυτοεκτίμηση ατόμων με αυτισμό One of the developmental areas which is lagging behind in people with autism, is that of social development and self-esteem due to possible mobility difficulties. This thesis explores the effect of physical activity and Possible Motive Difficulties on Social Behavior and Self-esteem in People with Diagnosis in the Autistic Spectrum. In order to accomplish the goal, firstly the present research, officially identifies in Greece subjects in the autistic spectrum and also the type of autism that they belong and then according to the above this thesis investigates:The level of Physical Activity and the factors that affect it. The Level of Possible Motive Difficulties or Possible Developmental Disorder of the Arrangement. The social behavior that these people shape and acquire through playing, movement, exercise, physical activity and the factors that affect it. The effect of demographic characteristics, hand preference, physical activity in school or out of school, kind of individual or group activity, preference in the game type. Their self-esteem and the impact of physical activity on their self-esteem. The Effect of Physical Activity on the Social Behavior of the Individual with Autism. The effect of potential motive difficulties on the self esteem and the social behavior of the person with autism.The study included subjects from 3 to 22 years old in the autistic spectrum (151 persons). Four weighted questionnaires were used for the conduction of the research: :Godri Leisure - Time Exercise Questionnaire (Godin & Shephard, 1985), The Sherill (UVA - APE) (Sherill, 2004) , Movement Assessment Battery for Children (Henderson & Sugden, 1992) and the Rosenberg Self-Esteem Scale (Rosenberg, 1965).The findings show that cooperative and fellow play can positively influence the development of social behaviors in subjects with autism, but no corresponding positive effect from physical activity was observed. From the survey data, it was observed that as much as the motor skills of people with autism are reduced and the environment is shaped to exacerbate possible motoric difficulties, the greater the degree of social dysfunction and the severity of the disorder are, and this is reflected in daily activities and playing. Ένας από τους αναπτυξιακούς τομείς που υστερεί σημαντικά στα άτομα με αυτισμό είναι αυτός της κοινωνικής ανάπτυξης και της αυτοεκτίμησης λόγω των πιθανών κινητικών δυσκολιών. Η παρούσα διδακτορική διατριβή διερευνά την επίδραση της φυσικής δραστηριότητας και των Πιθανών Κινητικών Δυσκολιών στην Κοινωνική συμπεριφορά και Αυτοεκτίμηση ατόμων με διάγνωση στο φάσμα του Αυτισμού. Για την πραγματοποίηση του σκοπού, η παρούσα έρευνα, εφόσον εντοπίσει πανελλαδικά τα επίσημα διαγνωσμένα άτομα στο φάσμα του αυτισμού και εξακριβώσει τον τύπο του Αυτισμού, στη συνέχεια θα μελετήσει σε σχέση με τον τύπο του αυτισμού:Το επίπεδο της Φυσικής Δραστηριότητας και τους παράγοντες που επηρεάσουν αυτή. Το επίπεδο των πιθανών Κινητικών Δυσκολιών ή της πιθανής Αναπτυξιακής Διαταραχής της Συναρμογής. Την κοινωνική συμπεριφορά που διαμορφώνουν και αποκτούν τα άτομα αυτά μέσα από το παιχνίδι, την κίνηση, την άσκηση, τη φυσική δραστηριότητα, καθώς και τους παράγοντες που επηρεάζουν αυτή. Την επίδραση των δημογραφικών χαρακτηριστικών, προτίμηση χεριού, ενασχόληση με Φυσική Δραστηριότητα ενδοσχολικά ή εξωσχολικά, είδος δραστηριότητα ατομικές ή ομαδικές, προτίμηση στο είδος παιχνιδιού. Την Αυτοεκτίμηση τους και την επίδραση της φυσικής δραστηριότητας στην αυτοεκτίμηση τους. Την επίδραση της Φυσικής Δραστηριότητας στην κοινωνική συμπεριφορά του ατόμου με Αυτισμό. Την επίδραση των πιθανών κινητικών δυσκολιών στην αυτοεκτίμηση και την κοινωνική συμπεριφορά του ατόμου με αυτισμό. Η έρευνα είχε ως υποκείμενα άτομα από 3 έως 22 ετών (151 άτομα) στο φάσμα του αυτισμού. Για τη διεξαγωγή της χρησιμοποιήθηκαν τέσσερα σταθμισμένα ερωτηματολόγια για την διεξαγωγή της έρευνας: της Κοινωνικής συμπεριφοράς (The Sherrill – UVA – APE) (Sherill, 2004) , της εβδομαδιαίας φυσικής δραστηριότητας (Godin Leisure – Time Exercise Questionnaire) (Godin & Shephard, 1985) ,το Κινητικό Τεστ (Movement Assessment Battery for Children) (Henderson & Sugden, 1992) και της Αυτοεκτίμησης (Rosenberg self-esteem scale)(Rosenberg, 1965). Τα ευρήματα δείχνουν πως το συνεργατικό και το συντροφικό παιχνίδι μπορούν να επηρεάσουν θετικά την ανάπτυξη κοινωνικών συμπεριφορών στα άτομα με αυτισμό, ωστόσο δεν παρατηρήθηκε αντίστοιχη θετική επίδραση από την ενασχόληση με τη φυσική/σωματική δραστηριότητα. Από τα στοιχεία της έρευνας παρατηρήθηκε πως όσο μειωμένες είναι οι κινητικές ικανότητες των ατόμων με αυτισμό και το περιβάλλον είναι διαμορφωμένο ώστε να επιτείνει τις πιθανές κινητικές δυσκολίες, τόσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός της κοινωνικής δυσλειτουργίας και της σοβαρότητας της διαταραχής και αυτό φαίνεται σε δραστηριότητες καθημερινές και στο παιχνίδι. 916 208 230 Social representations of children and adolescents for diversity through children's drawing Κοινωνικές αναπαραστάσεις παιδιών και εφήβων για τη διαφορετικότητα μέσα από το παιδικό σχέδιο This work refers to the study of children's and adolescent drawing. The purpose of this work is to study the way children and adolescents understand the concept of diversity and capture it in a children's drawing. The concepts that are clarified are attitudes, social representations and diversity. Diversity due to someone’s color, cultural beliefs, disability and appearance. Special attention is given to children's drawing as a projection technique through which children express themselves and they reveal aspects of their personality, their emotions and their psychology. A bibliographic review of the development of the child's drawing was also made by J. Piaget, H. Gardner and V. Lowenfeld. The method that used is content analysis. Children drawings that selected by the Museum of Greek Child Art in Athens are analyzed based on the subject of diversity which resulted in the following sub-categories: bullying, multiculturalism, portraits, immigrant-refugees, outward appearance, in place of the other. The results of the analysis of the plans and conclusions are then recorded. In short, most children's designs illustrate the ugly side of diversity. Designers-kids are in school and adolescence and the majority belongs to girls. Some ideas for continuation of this project can be useful. Η συγκεκριμένη εργασία πραγματεύεται τη μελέτη των παιδικών σχεδίων παιδιών και εφήβων. Σκοπός της εργασίας είναι να μελετήσει τον τρόπο που τα παιδιά και οι έφηβοι αντιλαμβάνονται την έννοια της διαφορετικότητας και την αποτυπώνουν σε ένα παιδικό σχέδιο. Γίνεται διασαφήνιση των εννοιών των στάσεων, των κοινωνικών αναπαραστάσεων και της διαφορετικότητας. Διαφορετικότητα λόγω χρώματος, πολιτισμικών πεποιθήσεων, αναπηρίας και εξωτερικής εμφάνισης κάποιου. Δίνεται ιδιαίτερη σημασία στο παιδικό σχέδιο ως προβολική τεχνική μέσα από την οποία τα παιδιά εκφράζονται και αποκαλύπτουν πλευρές τη προσωπικότητας τους, των συναισθημάτων τους και της ψυχολογίας τους. Γίνεται ακόμα βιβλιογραφική ανασκόπηση όσον αφορά την εξέλιξη του παιδικού σχεδίου σύμφωνα με τον J. Piaget, τον H. Gardner και τον V. Lowenfeld. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται είναι η ανάλυση περιεχομένου. Γίνεται ανάλυση των παιδικών σχεδίων που έχουν επιλεγεί από το μουσείο Ελληνικής Παιδικής Τέχνης στην Αθήνα με βάση το θέμα της διαφορετικότητας από το οποίο προέκυψαν οι εξής επιμέρους κατηγορίες: bullying, πολυπολιτισμικότητα, πορτρέτα, πρόσφυγες-μετανάστες, εξωτερική εμφάνιση, στη θέση του άλλου. Στη συνέχεια γίνεται η καταγραφή των αποτελεσμάτων από την ανάλυση των σχεδίων, και των συμπερασμάτων. Συνοπτικά να αναφερθεί πως το μεγαλύτερο μέρος των παιδικών σχεδίων απεικονίζει τη διαφορετικότητα με ένα λυπημένο τρόπο. Οι σχεδιαστές-παιδιά ανήκουν στη σχολική και εφηβική ηλικία και η πλειοψηφία ανήκει στα κορίτσια. Κάποιες προτάσεις για συνέχιση της εργασίας αυτής μπορεί να φανούν χρήσιμες. 917 590 566 Investigation of the role of bioactive compounds contained in the diet in molecular mechanisms related to oxidative stress and human health Διερεύνηση του ρόλου βιοδραστικών ενώσεων της διατροφής σε μοριακούς μηχανισμούς που έχουν σχέση με το οξειδωτικό στρες και την υγεία Mediterranean diet has been the subject of a large number of studies, particularly with regard to its role in human health. The present study started with the aim of evaluating the ability of extracts of three aromatic plants, sage, oregano and rosemary, to protect the cellular DNA, after exposure of cells to H2O2. The finding that aqueous extracts from these plants, as well as extracts from ethyl acetate, provided protection, led us to the isolation of some bioactive compounds and the investigation of their mechanisms of action. One of the investigated compounds was rosmarinic acid. It was observed that long-time incubations and high concentrations of rosmarinic acid, were required in order to be able to protect nuclear DNA. We hypothesized that rosmarinic acid due to its negative charge, can’t easily penetrate through cell membrane and act inside the cells. In order to neutralize its negative charge, we synthesized ester derivatives of rosmarinic acid which have higher lipophilicity. It was observed that their protective effects were much greater than that of the mother compound, rosmarinic acid. However, both esters examined, showed toxicity at high concentrations, in the absence of H2O2. Hypothesizing that this toxicity was due to the hydrolysis of esters within the cells of non – specific esterases, resulting in their accumulation in the cells, we then, chemically synthesized the corresponding amides of rosmarinic acid, which are not hydrolysed and subsequently are not entrapped inside the cells. It was observed that the amides had no toxicity in the absence of H2O2. Also, a strong correlation was observed between the capacity of binding intracellular redox active iron and the protective activity of these compounds. In conclusion, the above results demonstrate the importance of the esterification or amidation of phenolic acids in general, in order to be uptaken by the cells and act intracellularly. Thus, in order for a compound to be biologically active, it should: a) be able to be diffused into the cell interior and b) have the ability to bind the redox active iron ions. Then, we tried to evaluate the protective effects of extracts from industrially prepared functional dairy foods (cheese and yogurt), which were already enriched with extracts from aromatic plants and fruits. We concluded that the esters contained in the aromatic plant extracts and fruits extracts, are hydrolysed at the acid pH of the extraction of the dairy products and therefore, their constituents lose their protective capacity. In contrast, when the extraction is performed at neutral pH, ester hydrolysis is inhibited. In a final step, we turned our attention to in vivo actions of iron-binding compounds. In particular, we tried to evaluate the protection generated by two iron-binding pharmaceuticals, desferrioxamine and deferiprone, which have different lipophilicity and iron binding capacity, against reperfusion after a period of ischemia in liver. Initially, we observed that the protection of nuclear DNA in hepatic cells, in conditions of oxidative stress, was dramatically greater when the two compounds were combined, compared to that offered by each compound individually. To explain this effect, we hypothesized that deferiprone, being a more lipophilic compound, enters into the cells and binds redox active iron. Then, it transfers it out of the cell, delivering it to desferrioxamine, which has a much higher iron binding affinity. It is concluded that a plethora of components of the diet with specific chemical characteristics, can exert beneficial effects on many pathological conditions, contributing to the preservation of human health. Η Μεσογειακή διατροφή έχει αποτελέσει αντικείμενο μεγάλου αριθμού μελετών, κυρίως όσον αφορά το ρόλο της στην ανθρώπινη υγεία. Η παρούσα μελέτη ξεκίνησε με στόχο την αξιολόγηση της ικανότητας εκχυλισμάτων τριών αρωματικών φυτών, φασκόμηλου, ρίγανης και δεντρολίβανο, που αποτελούν συστατικά της, να προστατεύουν το κυτταρικό DNA μετά από έκθεση των κυττάρων σε Η2Ο2. Η διαπίστωση ότι τα υδατικά εκχυλίσματα καθώς και αυτά από οξικό αιθυλεστέρα προσέφεραν προστασία, οδήγησε στην απομόνωση και τον έλεγχο του μηχανισμού δράσης μιας βιοδραστικής ένωσης που περιέχεται σε αυτά, του ροσμαρινικού οξέος. Παρατηρήσαμε ότι για να μπορέσει το ροσμαρινικό οξύ να προστατεύσει το πυρηνικό DNA απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα και υψηλές συγκεντρώσεις . Με στόχο λοιπόν, την εξουδετέρωση του αρνητικού φορτίου, συντέθηκαν αρχικά χημικά παράγωγα του ροσμαρινικού οξέος και συγκεκριμένα εστέρες, οι οποίοι παρουσίαζαν αυξημένη λιποφιλικότητα. Η προστατευτική τους δράση ήταν πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με το ροσμαρινικό οξύ, ωστόσο σε υψηλότερες συγκεντρώσεις παρουσίαζαν τοξικότητα, απουσία Η2Ο2. Πιθανολογώντας ότι η τοξικότητα αυτή οφείλεται στην υδρόλυση των εστέρων στο εσωτερικό των κυττάρων από μη - ειδικές εστεράσες, με επακόλουθο τη συσσώρευσή τους εντός των κυττάρων, συνθέσαμε χημικά και τα αντίστοιχα αμίδια του ροσμαρινικού οξέος, τα οποία δεν υδρολύονται και κατά συνέπεια δεν εγκλωβίζονται στο εσωτερικό των κυττάρων. Παρατηρήθηκε ότι τα αμίδια δεν είχαν τοξικότητα στις συγκεκριμένες συγκεντρώσεις απουσία Η2Ο2. Επίσης, παρατηρήθηκε μια ισχυρή συσχέτιση της ικανότητας δέσμευσης καταλυτικά ενεργών ενδοκυττάριων ιόντων σιδήρου και της προστατευτικής δράσης των ενώσεων αυτών όσον αφορά τις βλάβες του πυρηνικού DNA από το Η2Ο2. Συμπερασματικά, από τα παραπάνω αποτελέσματα καταδεικνύεται η σημασία της εστεροποίησης ή αμιδίωσης των φαινολικών οξέων για την πρόσληψή τους από τα κύτταρα και τις ενδοκυτταρικές τους δράσεις, όπως επίσης και ότι για να μπορεί μια ένωση να είναι βιολογικά ενεργή θα πρέπει: α) να μπορεί να διαχέεται στο εσωτερικό των κυττάρων και β) να έχει την ικανότητα να δεσμεύει τα καταλυτικά ενεργά ιόντα σιδήρου. Στη συνέχεια, προσπαθήσαμε να αξιολογήσουμε την προστατευτική δράση εκχυλισμάτων από βιομηχανικά παρασκευασμένα λειτουργικά γαλακτοκομικά τρόφιμα (τυριά και γιαούρτια), τα οποία είχαν προηγουμένως εμπλουτιστεί με εκχυλίσματα αρωματικών φυτών και με φρούτα. Συμπεράναμε ότι οι εστέρες που περιέχονται στα εκχυλίσματα των αρωματικών φυτών και στα φρούτα υδρολύονται στο όξινο pH της εκχύλισης των γαλακτοκομικών προϊόντων και κατά συνέπεια, τα φορτισμένα συστατικά τους δεν μπορούν να εισέλθουν εντός των κυττάρων. Αντίθετα, στο ουδέτερο pH εκχύλισης έχουμε λιγότερες ή καθόλου υδρολύσεις, με αποτέλεσμα τα συστατικά των εκχυλισμάτων να μην είναι αρνητικά φορτισμένα και να μπορούν να διαχυθούν εντός των κυττάρων και να προστατεύσουν τα κυτταρικά συστατικά. Σε ένα τελευταίο στάδιο, στρέψαμε την προσοχή μας σε in vivo δράσεις σιδηροδεσμευτικών ενώσεων, της δεσφεριοξαμίνης και της δεφεριπρόνης, που έχουν διαφορετική λιποφιλικότητα και ικανότητα δέσμευσης σιδήρου, όταν αυτά χορηγούνται πριν την επαναιμάτωση μετά από μία περίοδο ισχαιμίας. Παρατηρήσαμε ότι η προστασία του πυρηνικού DNA ηπατικών κυττάρων σε συνθήκες οξειδωτικού στρες ήταν εντυπωσιακά μεγαλύτερη από το συνδυασμό των ενώσεων σε σχέση με την προστασία που προσέφερε κάθε μία ένωση ξεχωριστά. Συνοψίζοντας τα παραπάνω, προκύπτει ότι η λιποφιλικότητα και η ικανότητα δέσμευσης σιδήρου καθορίζουν την ικανότητα των ενώσεων να προστατεύουν τα ενδοκυττάρια συστατικά σε συνθήκες οξειδωτικού στρες. Τέλος, από τα αποτελέσματα αυτής της διατριβής θα μπορούσε να βγει το συμπέρασμα ότι πολλά από τα συστατικά της διατροφής με συγκεκριμένα χημικά χαρακτηριστικά, θα μπορούσαν να ασκήσουν ευεγερτική δράση στην αντιμετώπιση και βελτίωση πολλών παθολογικών καταστάσεων, συμβάλλοντας στη διατήρηση της ανθρώπινης υγείας. 918 266 224 This dissertation project presents the concept of time as memory in the sense of either recollection or origin and the ways in which it has shaped the founding aesthetics of late modern and post-modern visual theories. The following question shall be posed: when socially defined, is art analyzed in terms of an essentially historical phenomenon? Out of a wide range of artistic fields, a number of examples with a clear material object will be examined, including some of the most characteristic ones according to James E. Young, one of the most important theoreticians of the “aesthetics of the Holocaust”. Following a thorough discussion of the theoretical views, a new conclusion and a new approach to the subject will be gradually attempted. The analysis shall focus on examples of material objects which, on first sight, could be viewed as identical and recorded as the most characteristic artworks originating from memory, as well as on contemporary memorial sites concerning the Holocaust. The philosophy of history is not addressed in this study, as the author would be limited by the artist’s personal viewpoint. It is only the form of time that is proposed, as it is shaped in its third conceptualization, as a living entity, as an object, as an artwork. A quintessential proposal. Subsequently, a brief description of Greek memorial art will be attempted, including the group of works that the author had to present at the end of her postgraduate studies. The interpretation of execution and a critical analysis thereof will be discussed, as well as the artist’s personal intention and the tools used to achieve it. Η παρούσα εργασία παρουσιάζει την έννοια του χρόνου ως μνήμη είτε σαν ανάμνηση είτε σαν καταγωγή και πως διαμορφώνει την αισθητική πάνω στην οποία θεμελιώθηκαν οι υστερομοντέρνες και μεταμοντέρνες εικαστικές θεωρίες. Θα τεθεί το ερώτημα: Στον κοινωνικό προσδιορισμό της η τέχνη αναλύετε σαν ένα κατ’ ουσίαν ιστορικό φαινόμενο; Μέσα από την πληθώρα των πεδίων της τέχνης θα εξεταστούν παραδείγματα με σαφές υλικό αντικείμενο από τα χαρακτηριστικότερα σύμφωνα με τον James E. Young έναν από τους βασικούς θεωρητικούς της “αισθητικής του ολοκαυτώματος”. Βήμα-βήμα θα εξεταστούν οι θεωρητικές θέσεις, στη συνέχεια σταδιακά θα γίνει προσπάθεια για ένα νέο συμπέρασμα, για μια νέα προσέγγιση στο θέμα. Θα εξεταστούν παραδείγματα υλικών αντικειμένων τα οποία θα μπορούσαν να ταυτιστούν εκ πρώτης όψεως και να καταγράφουν σαν τα αντιπροσωπευτικότερα έργα τέχνης:που έχουν καταγωγή την μνήμη καιθεματολογία το ολοκαύτωμα. Δεν είναι ένα σύγγραμμα όπου εξετάζεται η φιλοσοφίας της ιστορίας , μιας και εάν δυνητικά θα μπορούσα να το κάνω θα με περιόριζε η σκοπιά του καλλιτέχνη. Προτείνεται μόνο η μορφή που παίρνει ο χρόνος στην τρίτη αντίληψη του, ως ζώσα μορφή, ως αντικείμενο, ως έργο τέχνης. Μια πεμπτουσία πρόταση.Θα γίνει προσπάθεια συνοπτικής παρουσίασης της ελληνικής μνημειακής τέχνης και της ενότητας έργων που κλήθηκα να παρουσιάσω για την ολοκλήρωση της μεταπτυχιακής σπουδής. Θα καταγραφεί η ερμηνεία της εκτέλεσης και η κριτική της, η προσωπική καλλιτεχνική πρόθεση και τα εργαλεία που την εξυπηρετούν. 919 260 317 Η χρησιμοποίηση του κνημιαίου νεύρου επιμύος σαν μόσχευμα-αγωγός του περονιαίου νεύρου σε συνάρτηση με το μήκος του μοσχεύματος Purpose: This study was undertaken to evaluate collateral sprouting capacity in an end-toside repair model with long regenerative distance, with or without the use of erythropoietin for stimulating axonal regeneration. Materials and methods: Forty-five male Wistar rats were used and divided into four groups, according to the reparative procedure following peroneal nerve division: (A) “double” end-toside neurorrhaphy with a regenerative distance of 0.6 cm; (B) “double” end-to-side neurorrhaphy with a regenerative distance of 1.2 cm; (C) “double” end-to-side neurorrhaphy with a regenerative distance of 1.2 cm plus erythropoietin administration; and (D) nerve stumps buried into neighboring muscles. In all animals, the contralateral healthy side served as a control. Functional assessment of nerve regeneration was performed at intervals up to 5 months using the Peroneal Function Index (PFI). Evaluation 150 days after surgery included peroneal and tibial nerve histologic and morphometric examination and wet weight of the tibialis anterior muscle. Results: Functional evaluation and axonal counting data demonstrated that there was no statistically significant difference between groups A and B. Consequently, 1.2 cm gaps can effectively be bridged by collateral sprouting mechanism. Although erythropoietin administration enhanced regeneration during the first four weeks after surgery, did not manage to maintain its satisfactory functional results at the end of the study. There was no functional or histologic evidence of donor nerve deterioration. Conclusion: The present study confirms that “double” end-to-side neurorrhaphy may be useful for the repair of divided human nerves with long gaps. Further investigation will be necessary to optimise the conditions (dose, mode of administration) in order to maintain erythropoietin’s effects. Σκοπός: Η παρούσα πειραματική μελέτη αποσκόπησε στον καθορισμό της ικανότητας παράπλευρης αναγέννησης νευραξόνων μετά από διπλή τελικο-πλάγια νευρική συρραφή με μεγάλο μήκος μοσχεύματος-αγωγού, με ή χωρίς τη χρήση ερυθροποιητίνης ως μέσο διέγερσης της αξονικής αναγέννησης. Υλικό-μέθοδος: 45 ενήλικες επίμυες Wistar χωρίστηκαν σε 4 ομάδες ανάλογα με τη μέθοδο αποκατάστασης που ακολούθησε τη διατομή του περονιαίου νεύρου: (A) μήκος μοσχεύματος-αγωγού 0,6 cm, (B) μήκος μοσχεύματος-αγωγού 1,2 cm, (C) μήκος μοσχεύματος-αγωγού 1,2 cm και χορήγηση rHuEpo και (D) διατομή και ενταφιασμός του περονιαίου νεύρου στους παρακείμενους μύες. Σε όλα τα πειραματόζωα το ετερόπλευρο σκέλος χρησιμοποιήθηκε ως μάρτυρας. Η λειτουργική ανάνηψη του περονιαίου νεύρου αξιολογήθηκε κατά τακτά χρονικά διαστήματα μέχρι τους 5 μήνες με τη βοήθεια του Peroneal Function Index (PFI). Την 150η ημέρα έγινε λήψη του περονιαίου και του κνημιαίου νεύρου για μορφομετρική ανάλυση (πυκνότητα νευραξόνων, εκατοστιαία αναλογία νευρικού ιστού), καθώς και του πρόσθιου κνημιαίου μυός για εκτίμηση του βάρους του. Αποτελέσματα: Τα αποτελέσματα της λειτουργικής και της μορφομετρικής εκτίμησης μεταξύ των ομάδων Α και Β δεν εμφάνισαν στατιστικά σημαντική διαφορά. Επιπρόσθετα, διαφορά στατιστικά σημαντική δεν καταγράφηκε στο βάρος του πρόσθιου κνημιαίου μυός μεταξύ των ανωτέρω ομάδων κατά το πέρας της μελέτης. Η δράση της ερυθροποιητίνης ήταν περισσότερο αποτελεσματική κατά τη διάρκεια των τεσσάρων πρώτων μετεγχειρητικών εβδομάδων. Ακολούθως, σύμφωνα με τα δεδομένα της λειτουργικής και της μορφομετρικής ανάλυσης, η ερυθροποιητίνη δεν μπόρεσε να διατηρήσει τα αρχικά καλά λειτουργικά αποτελέσματα. qιαταραχή της λειτουργίας του νεύρου-δότη δεν παρατηρήθηκε σε καμία περίπτωση. Συμπεράσματα: Οι παράπλευρα αναγεννούμενοι νευράξονες διαθέτουν την ικανότητα γεφύρωσης ελλειμμάτων μήκους 1,2 cm. H παρούσα μελέτη αποδεικνύει ότι η διπλή τελικο- πλάγια νευρική συρραφή μπορεί να αποτελέσει αξιόλογη εναλλακτική μέθοδο γεφύρωσης μεγάλων νευρικών ελλειμμάτων στον άνθρωπο. Στην περίπτωση δε της ερυθροποιητίνης, περαιτέρω μελέτες απαιτούνται για τον καθορισμό εκείνων των παραμέτρων που θα διατηρήσουν τα ευεργετικά της αποτελέσματα στο μηχανισμό της νευρικής αναγέννησης. 920 293 267 Primary and Secondary school teachers' perceptions, and attitudes toward online counseling in education. Διερεύνηση στάσεων και αντιλήψεων εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Eκπαίδευσης για τη διαδικτυακή συμβουλευτική στο χώρο της εκπαίδευσης Counseling is one of the basic pedagogical components of the teacher's work, which is necessary in our society where is rapidly changing. Among the most important changes in our lives is the penetration of the internet in a plethora of daily activities. In the context of the huge impact of internet in human society evolution, the present research was conducted in order to investigate the attitudes and perceptions of primary and secondary school teachers regarding the online counseling. In particular, we basically investigate 1) the teachers’ perceptions concerning the benefits and disadvantages of online counseling, 2) to what extent they are familiar with the meaning of the term, 3) what issues in the field of education they believe can be solved through its use, and 4) whether they would turn to an online counseling service in the future. The survey was conducted in primary, secondary schools of the Epirus Region in Greece, in the period from late March to May 2020. The participants were 221 teachers (in primary and secondary education) who completed a relevant questionnaire. The quantitative data of the survey were analyzed through descriptive statistics. The findings show that teachers are unfamiliar with the importance of online counseling and the majority believes that the use of online counseling services is hampered by their lack of training. However, they are moving in a positive direction in providing online counseling. Their views differ significantly from demographic and other factors. Teachers agree moderately as far as it concerns the future use of online counseling in order to address problems, with most important the issues of career guidance. Finally, some educators believe that online counseling is an impersonal process without meaningful communication. Η συμβουλευτική αποτελεί μία από τις βασικές παιδαγωγικές διαστάσεις του έργου του εκπαιδευτικού και είναι απαραίτητη στη σύγχρονη πραγματικότητα που διαρκώς αλλάζει με γρήγορους ρυθμούς. Μία σημαντική αλλαγή στη ζωή μας αποτελεί και η διείσδυση του διαδικτύου στην καθημερινότητά μας. Στο πλαίσιο αυτών των εξελίξεων έγινε η συγκεκριμένη έρευνα, με σκοπό τη διερεύνηση των στάσεων και των αντιλήψεων των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σχετικά με τη διαδικτυακή συμβουλευτική. Ειδικότερα, εξετάστηκαν οι αντιλήψεις τους σχετικά με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της διαδικτυακής συμβουλευτικής, αν είναι εξοικειωμένοι με τη σημασία του όρου καθώς και ποια ζητήματα στο χώρο της εκπαίδευσης πιστεύουν ότι μπορούν να λυθούν μέσα από τη χρήση της και αν θα προέτρεχαν στο μέλλον σε μια υπηρεσία παροχής διαδικτυακής συμβουλευτικής. Η έρευνα διεξήχθη σε δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια της Περιφέρειας Ηπείρου την περίοδο τέλη Μαρτίου-Μαΐου 2020. Οι συμμετέχοντες ήταν 221 εκπαιδευτικοί (πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) οι οποίοι συμπλήρωσαν ερωτηματολόγιο και τα ποσοτικά δεδομένα αναλύθηκαν μέσω περιγραφικής στατιστικής. Τα ευρήματα καταδεικνύουν ότι οι εκπαιδευτικοί δεν είναι εξοικειωμένοι με τη σημασία της διαδικτυακής συμβουλευτικής και η πλειοψηφία θεωρεί ότι η χρήση διαδικτυακών υπηρεσιών συμβουλευτικής εμποδίζεται από την ελλιπή τους κατάρτιση. Όμως τείνουν προς μία θετική στάση απέναντι στην παροχή συμβουλευτικής μέσω διαδικτύου. Οι απόψεις τους διαφοροποιούνται σημαντικά σε σχέση με δημογραφικούς και άλλους παράγοντες. Συμφωνούν σε μέτριο βαθμό με τη μελλοντική χρήσης της διαδικτυακής συμβουλευτικής για την αντιμετώπιση προβλημάτων με σημαντικότερο τα θέματα επαγγελματικού προσανατολισμού. Τέλος, μερικοί εκπαιδευτικοί θεωρούν πως η διαδικτυακή συμβουλευτική είναι μια απρόσωπη διαδικασία χωρίς ουσιαστική επικοινωνία. 921 162 187 The role or fear and anxiety of pain for the professional adult clinic care Ο ρόλος του φόβου και του άγχους του πόνου για την επαγγελματική κλινική φροντίδα ενηλίκων The purpose of this thesis is to highlight the role of both fear and anxiety in pain for non-occupational and clinical adult care. More specifically, the concept of fear and anxiety will first be analyzed and their role in occupational and clinical adult care. Next, we analyze the neurobiology of fear and its response to fear. The second chapter of the work makes extensive reference to stress, as well as its role and stress in adult clinical care. It also notes the individual's response to stress, and more generally the response to stress in occupational and clinical adult care. The following is the research part of this paper, which deals with the purpose of the research, the research hypotheses, the material and method used, the sample, the research process followed, and then provides the statistical data. , as well as analyzing the research results and discussing these results. Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι να επισημανθεί ο ρόλος τόσο του φόβου όσο και του άγχους όσον αφορά τον πόνο για ην επαγγελματική και κλινική φροντίδα των ενηλίκων. Πιο συγκεκριμένα, στην αρχή θα γίνει ανάλυση της έννοιας του φόβου και του άγχους και ποιος είναι ο ρόλος τους στην επαγγελματική και κλινική φροντίδα ενηλίκων. Στην συνέχεια, αναλύεται η νευροβιολογία του φόβου καθώς και η ανταπόκριση του στον φόβο. Στον δεύτερο κεφάλαιο της εργασίας γίνεται εκτενής αναφορά στο άγχος, καθώς και στον ρόλο του και την πρόκληση του άγχους στην κλινική φροντίδα ενηλίκων. Σημειώνεται επίσης, η ανταπόκριση του ατόμου στο άγχος, αλλά και γενικότερα αναλύεται η ανταπόκριση του άγχους στην επαγγελματική και κλινική φροντίδα ενηλίκων. Ακολουθεί το ερευνητικό κομμάτι της παρούσας εργασίας, στο οποίο γίνεται αναφορά στον σκοπό της έρευνας, τις ερευνητικές υποθέσεις, το υλικό και την μέθοδο που έχουν χρησιμοποιηθεί, το δείγμα, την ερευνητική διαδικασία που έχει ακολουθηθεί, και στην συνέχεια, δίνονται τα στοιχεία της στατιστικής επεξεργασίας, καθώς και η ανάλυση των αποτελεσμάτων της έρευνας και η συζήτηση των αποτελεσμάτων αυτών. 922 483 510 Tool support and topological study of schema evolution in terms of foreign keys Μελέτη της εξέλιξης σχήματος βάσεων δεδομένων σε σχέση με τα ξένα κλειδιά με τη χρήση εξειδικευμένου λογισμικού Studying the evolution of databases’ structure, known as schema evolution, is of great importance, since it can reveal patterns that will help administrators devote less time for increasing databases’ information capacity with the least possible effects on the surrounding applications and take all the necessary maintenance actions for preserving and enhancing databases’ performance. The main research question that we attempt to answer in this Thesis can be expressed in this way: is there a relationship between tables’ involvement with foreign keys and their evolution? For answering this question, we adopt a model that considers each version of a schema as a graph which includes schema’s tables and foreign key constraints as nodes and edges, respectively. The union of the graphs forms the Diachronic Graph, which comprises all the tables and all the foreign keys that ever exist in schema’s history. We also define four categories, namely isolated, source, lookup and internal, for the tables with respect to the combination of their in- and out- degrees in the Diachronic Graph. We refer to these categories with the term topological since they describe the arrangement of the tables in the Diachronic Graph with respect to their inciting foreign keys. We then classify tables into the topological categories and we study how tables’ topology is associated with several evolution-related properties, such as tables’ duration, their update activity, their size change, etc. The schema histories that we utilize in the context of our work derive from 5 relational databases supporting open-source projects. The most significant results of our research work, which are also verified by the statistical evidence, are: (a) a relationship between tables’ topological categories and their probability to be born in the originating version of their databases and (b) a correlation between tables’ topology and their update activity. Specifically, we have identified that the more topologically complex a table is the more intense is its life in terms of its update activity and the higher is the probability to be introduced in the very first version of its schema history. To facilitate the research part of the Thesis, we perform an extensive refactoring in the architecture of the Parmenidian Truth tool that visualizes the schema evolution of relational databases. After identifying and prioritizing design defects, we have applied a series of modifications in the source code of the tool, aiming at increasing tool’s extendibility potential. To verify that the changes we introduced have not altered tool’s expected behavior, we have created unit tests for all the modules we either modified or added. Finally, we have evaluated the enhancements of the refactoring process by comparing the design quality of the tool before and after the refactoring. Complementing the refactoring of the tool, we have also constructed a web application that visualizes the schema evolution of relational databases and summarizes the main corresponding statistics. Η μελέτη της εξέλιξης της δομής των βάσεων δεδομένων, η οποία είναι γνωστή με τον όρο εξέλιξη σχήματος, είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς μπορεί να αποκαλύψει μοτίβα που θα βοηθήσουν τους διαχειριστές των βάσεων να αφιερώνουν λιγότερο χρόνο στην αύξηση της χωρητικότητας των παρεχόμενων πληροφοριών με τις λιγότερες πιθανές συνέπειες για τις εξαρτημένες εφαρμογές και να υλοποιούν όλες τις απαραίτητες εργασίες συντήρησης για να διατηρείται και να βελτιώνεται η απόδοση της βάσης. Το βασικό, ερευνητικής φύσεως, ερώτημα που επιδιώκουμε να απαντήσουμε στην παρούσα εργασία μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: Υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ της συσχέτισης των πινάκων με τα ξένα κλειδιά μιας βάσης δεδομένων και της εξέλιξης τους; Για να απαντήσουμε στο συγκεκριμένο ερώτημα, χρησιμοποιούμε ένα μοντέλο που αναπαριστά κάθε έκδοση του σχήματος σαν έναν γράφο του οποίου οι κόμβοι και οι ακμές αντιστοιχούν στους πίνακες και τα ξένα κλειδιά του σχήματος, αντίστοιχα. Η ένωση αυτών των γράφων αντιστοιχεί στον Διαχρονικό Γράφο, ο οποίος αποτελείται από όλους τους πίνακες και όλα τα ξένα κλειδιά που εμφανίστηκαν σε τουλάχιστον μία έκδοση της ιστορίας του σχήματος. Επίσης, ορίζουμε 4 κατηγορίες για τους πίνακες, συγκεκριμένα τις isolated, source, lookup και internal με βάση τον συνδυασμό των έσω- και έξω- βαθμών τους στον Διαχρονικό Γράφο. Χαρακτηρίζουμε τις κατηγορίες αυτές με τον όρο τοπολογικές, καθώς περιγράφουν τη θέση των πινάκων στον Διαχρονικό Γράφο σε σχέση με τα ξένα κλειδιά τους. Στη συνέχεια, ταξινομούμε τους πίνακες στις τοπολογικές κατηγορίες και μελετάμε πώς η τοπολογία των πινάκων σχετίζεται με διάφορα χαρακτηριστικά της εξέλιξης τους, όπως η διάρκεια ζωής τους, η δραστηριότητα τους, η αλλαγή του μεγέθους τους, κ.α. Τα σχήματα που χρησιμοποιούμε στα πλαίσια της έρευνας μας προέρχονται από 5 σχεσιακές βάσεις δεδομένων που υποστηρίζουν συστήματα λογισμικού ανοιχτού κώδικα. Τα σημαντικότερα αποτελέσματα της έρευνας μας, τα οποία επιβεβαιώνονται και από τα στατιστικά στοιχεία, είναι: (α) η σχέση μεταξύ των τοπολογικών κατηγοριών των πινάκων και της πιθανότητας εμφάνισης τους στην πρώτη έκδοση του σχήματος της βάσης τους και (β) η συσχέτιση της τοπολογίας των πινάκων με τη δραστηριότητα τους. Συγκεκριμένα, διαπιστώσαμε ότι όσο πιο σύνθετος τοπολογικά είναι ένας πίνακας τόσο πιο έντονη δραστηριότητα έχει και τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα εμφάνισης του στην πρώτη έκδοση του σχήματος του. Για να διευκολύνουμε την έρευνα μας, υλοποιήσαμε μία εκτεταμένη αναμόρφωση της αρχιτεκτονικής του λογισμικού Παρμενίδεια Αλήθεια, το οποίο οπτικοποιεί την εξέλιξη του σχήματος σχεσιακών βάσεων δεδομένων. Έχοντας εντοπίσει και προτεραιοποιήσει τα σχεδιαστικά ελαττώματα, εφαρμόσαμε μια σειρά από τροποποιήσεις στον πηγαίο κώδικα του εργαλείου με στόχο να αυξήσουμε τις δυνατότητες επέκτασης των λειτουργιών που προσφέρει το λογισμικό αυτό. Για να επιβεβαιώσουμε ότι οι αλλαγές που υλοποιήσαμε δεν έχουν επηρεάσει την αναμενόμενη συμπεριφορά του λογισμικού, δημιουργήσαμε ελέγχους μοναδιαίων ενοτήτων για κάθε ενότητα που είτε τροποποιήσαμε είτε προσθέσαμε. Τέλος, αξιολογούμε τις βελτιώσεις που επέφερε η διαδικασία αναμόρφωσης, συγκρίνοντας την ποιότητα της σχεδίασης του εργαλείου πριν και μετά την αναμόρφωση. Συμπληρωματικά της αναμόρφωσης του λογισμικού, δημιουργήσαμε μία διαδικτυακή εφαρμογή που οπτικοποιεί την εξέλιξη του σχήματος σχεσιακών βάσεων δεδομένων και συνοψίζει τις βασικότερες πληροφορίες για την εξέλιξη των βάσεων. 923 388 347 Economic and technical study of energy upgrade measures of educational units Οικονομοτεχνική μελέτη μέτρων ενεργειακής αναβάθμισης εκπαιδευτικών μονάδων In the last thirty years, humanity has realized the urgent need to take immediate initiatives on environmental policy, drastic measures to reduce the environmental burden, save energy and sustainable management of the planet. This ever-increasing environmental awareness, whether due to economic or ecological reasons, has led to a series of measures to mitigate environmental costs, including energy savings. The building sector has a significant share in energy consumption, especially in the most developed societies. In Greece in particular, due to the age of the building stock but also the absence of a substantial energy regulation for many years, the majority of buildings have been constructed with either negligible or minimal energy conditions. The landmark law in the effective implementation of international and national environmental decisions and commitments is Law 3661/2008 and the Energy Efficiency of Buildings Regulation, as it has been in force since 2010. An important part of the building stock in our country is owned by public buildings. Buildings are usually very old, with high operating and energy costs. The Ministry of Education and Religions Affairs, as part of this body, with a variety of building facilities, throughout the Greek territory, in the context of its national and international commitments, participates in actions aimed at energy upgrading of its facilities. In addition, the energy upgrade of educational units makes the awareness of students and teachers in environmental education experiential. In the present work, the energy upgrade of the building of the Department of Early Childhood Education of the University of Ioannina is presented in economic and technical terms, where due to the mountainous nature, the energy problem is more intense. Methodologically, the identity of the building was quantified and introduced in the software of TEE-KENAK / 2017, from which, classified in energy category. Alternative scenarios of interventions, which were costly and finally through this computational process, were suggested, resulting in the energy and environmental savings of alternative interventions. For the final evaluation of the interventions, the present work includes a financial cost-benefit analysis of the alternative investment plans, where a positive sign emerges in the selection of the implementation of the interventions and thus indicates the optimal alternative, as it appears entails a high economic and ecological benefit in a fairly short period of time. Η ανθρωπότητα, την τελευταία τριακονταετία, έχει αντιληφθεί την επιβεβλημένη ανάγκη, άμεσης λήψης πρωτοβουλιών φιλοπεριβαλλοντικής πολιτικής, δραστικών μέτρων μείωσης της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης, εξοικονόμησης ενέργειας και αειφορικής διαχείρισης του πλανήτη. Αυτή, η όλο και αυξανόμενη περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση, είτε οφείλεται σε οικονομικούς, είτε σε οικολογικούς λόγους, έχει οδηγήσει σε σειρά μέτρων για τον μετριασμό του περιβαλλοντικού κόστους, μέσω και της εξοικονόμησης ενέργειας. Αρκετά σημαντική μερίδα στην ενεργειακή κατανάλωση, ιδιαιτέρως στις πιο ανεπτυγμένες κοινωνίες, κατέχει ο κτιριακός τομέας. Στην Ελλάδα ιδιαιτέρως, λόγω παλαιότητας του κτιριακού αποθέματος αλλά και απουσίας ουσιαστικού ενεργειακού κανονισμού για πολλά έτη, η πλειονότητα των κτιρίων έχει κατασκευαστεί είτε με μηδαμινούς είτε με τους ελάχιστους ενεργειακούς όρους. Ο νόμος ορόσημο στην ουσιαστική εφαρμογή των διεθνών και εθνικών, περιβαλλοντικών αποφάσεων και δεσμεύσεων, είναι ο νόμος 3661/2008 και ο Κανονισμός Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων, όπως αυτός εφαρμόζεται από το 2010. Σημαντικό κομμάτι του κτιριακού αποθέματος στην χώρα μας, κατέχουν τα δημόσια κτήρια. Κτήρια συνήθως ιδιαίτερα μεγάλης ηλικίας, με υψηλές λειτουργικές και ενεργειακές δαπάνες. Το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, ως κομμάτι αυτού του φορέα, με πληθώρα κτιριακών εγκαταστάσεων, σε όλο το εύρος της ελληνικής επικράτειας, στο πλαίσιο των εθνικών και διεθνών του δεσμεύσεων, συμμετέχει σε δράσεις με σκοπό την ενεργειακή αναβάθμιση των εγκαταστάσεών του. Επιπρόσθετα η ενεργειακή αναβάθμιση εκπαιδευτικών μονάδων, καθιστά αναγκαία, την ευαισθητοποίηση φοιτητών και καθηγητών στην περιβαλλοντική εκπαίδευση. Στην παρούσα εργασία, παρουσιάζεται υπό οικονομικοτεχνικούς όρους, η ενεργειακή αναβάθμιση του κτιρίου Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, στο οποίο λόγω της ορεινότητας, το ενεργειακό πρόβλημα είναι εντονότερο. Μεθοδολογικά, η ταυτότητα του κτιρίου, ποσοτικοποιήθηκε και εισήχθη στο λογισμικό του ΤΕΕ-ΚΕΝΑΚ/2017, από το οποίο, κατετάγη σε ενεργειακή κατηγορία, προτάθηκαν εναλλακτικά σενάρια επεμβάσεων, κοστολογήθηκαν και εν τέλει μέσα από την υπολογιστική αυτή διαδικασία, προέκυψε η ενεργειακή και περιβαλλοντική εξοικονόμηση των εναλλακτικών επεμβάσεων. Για την αξιολόγηση εν τέλει των επεμβάσεων, η παρούσα εργασία περιλαμβάνει χρηματοοικονομική ανάλυση κόστους-οφέλους των εναλλακτικών επενδυτικών σχεδίων, όπου και συμπερασματικά προκύπτει θετικό πρόσημο στην επιλογή της υλοποίησης των επεμβάσεων και υποδεικνύεται έτσι, η βέλτιστη εναλλακτική επιλογή, καθώς όπως διαφαίνεται η απόδοση της επένδυσης συνεπάγεται υψηλό οικονομικό και οικολογικό όφελος, σε αρκετά σύντομο χρονικό διάστημα. 924 16 11 Supramolecular assembly of hexagonal mesostructured germanium sulfide and selenide nanocomposites incorporating the biologically relevant Fe4S4 cluster Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Σχολή Επιστημών και Τεχνολογιών. Τμήμα Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών 925 279 262 Post-translational modifications (PTMs) of histone proteins play an important role in biology since they control the dynamical behavior of chromatin. The recruitment of binding proteins that interact with specific PTMs is believed to comprise a mechanism that controls biological activity. For example trimethylation of lysine 9 in histone H3 influences the binding of heterochromatin protein 1 (HP1) in specific regions of the genome. Despite recent progress that has been achieved in the field, the effect and underlying mechanisms of the aforementioned and many other PTMs is still unclear. In the present work we study the interaction of HP1 with histone H3 and investigate the effect of specific PTMs using computational simulation methods. For the description of the system we employed the Amber force field combined with molecular dynamics simulation. The required parameters for the modified amino acids were developed by means of ab initio calculations. We examined 10 different cases with PTMs in Arginine 8, Lysine 9 and Serine 10 for a total simulation time of 1 μs. It was found that there exists a pronounced interaction between phosphorylated Serine 10 and Arginine 8 in Η3, while when this modification is absent the interaction ceases to exist. In addition a competitive action between Glutamic acid 56 in HP1 and Serine 10 or Arginine 8 was observed. Moreover it was found that dimethylation of Arginine 8 does not influence the behavior of the system when K9 and S10 are already modified. Finally we studied the effect of PTMs in the interaction between two H3 histone tails. Six cases with different modifications were considered. It was found that their dynamical behavior is severely influenced by the presence of modified amino acids. Οι μετα-μεταφραστικές τροποποιήσεις διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη βιολογία καθώς ελέγχουν την δυναμική συμπεριφορά της χρωματίνης. Η στρατολόγηση πρωτεϊνών που αλληλεπιδρούν με συγκεκριμένες μετα-μεταφραστικές τροποποιήσεις θεωρείται ότι συνιστά ένα μηχανισμό που ελέγχει τη βιολογική δραστηριότητα. Για παράδειγμα η τριμεθυλίωση της λυσίνης 9 της ιστόνης Η3 επηρεάζει την δέσμευση της ετεροχρωματινικής πρωτεΐνης 1 (ΗP1) σε συγκεκριμένες περιοχές του γονιδιώματος. Παρά την πρόσφατη πρόοδο που έχει επιτευχθεί στο πεδίο η επίδραση και οι υποκείμενοι μηχανισμοί αυτής και πολλών άλλων τροποποιήσεων παραμένουν ακόμη ασαφείς. Στην παρούσα διατριβή μελετήθηκε με υπολογιστική προσομοίωση η αλληλεπίδραση της HP1 με την ιστόνη H3 και διερευνήθηκε ο ρόλος συγκεκριμένων μετα-μεταφραστικών τροποποιήσεων σε ατομική κλίμακα. Για την περιγραφή του συστήματος χρησιμοποιήθηκε το κλασσικό πεδίο δυνάμεων Amber σε συνδυασμό με τεχνικές προσομοίωσης μοριακής δυναμικής. Οι παράμετροι που απαιτούνται για τα τροποποιημένα αμινοξέα κατασκευάστηκαν με υπολογισμούς πρώτων αρχών. Εξετάστηκαν 10 περιπτώσεις με διαφορετικούς συνδυασμούς τροποποιήσεων της αργινίνης 8, της λυσίνης 9 και της σερίνης 10 σε κλίμακα χρόνου 1 μs. Προέκυψε ότι υπάρχει έντονη αλληλεπίδραση μεταξύ της φωσφορυλιωμένης σερίνης 10 και της αργινίνης 8, ενώ όταν απουσιάζει η τροποποίηση, η αλληλεπίδραση αυτή παύει να υφίσταται. Επίσης παρατηρήθηκε ανταγωνιστική δράση του γλουταμικού οξέος 56 της ΗP1 με την σερίνη 10 και την αργινίνη 8 της Η3. Επιπλέον βρέθηκε ότι η διμεθυλίωση της αργινίνης δεν επηρεάζει την συμπεριφορά του συστήματος όταν η Κ9 και η S10 είναι ήδη τροποποιημένες. Τέλος μελετήθηκε η επίπτωση των τροποποιήσεων στην αλληλεπίδραση μεταξύ δυο ιστονικών ουρών. Εξετάστηκαν έξι περιπτώσεις με διαφορετικές τροποποιήσεις στην αλληλουχία της ιστονικής ουράς Η3. Διαπιστώθηκε ότι η δυναμική συμπεριφορά τους επηρεάζεται έντονα από την παρουσία τροποποιημένων αμινοξέων. 926 585 572 Extraction and classification of phases in schema evolution histories Εξαγωγή και κατηγοριοποίηση φάσεων στην ιστορία της εξέλιξης σχημάτων βάσεων δεδομένων Software projects that are built on top of relational databases evolve over time just like any other software project. Bugs occur and user requirements change and in order to keep the users satisfied and provide consistent services, software projects have to adapt to the new requirements. The information capacity of a software project also needs to be aligned with these requirements resulting in the need to evolve the database schema along with the software. Schema evolution affects the surrounding applications in both a syntactic and semantic manner, thus making its understanding a topic of significance. Our fundamental research question is of investigative nature: are there phases in the lives of relational schemata? To support our study towards answering the above question, we have used 6 free open source software projects that include relational databases, whose evolution we have tracked and for which, we have identified the changes that took place in each committed version. Based on these data, this Thesis is structured along two parts: the first part is of explorative nature, and studies the collected data to manually extract phases and patterns in the tables’ lives, whereas the second part, proposes an automated method to algorithmically extract these phases. The first part of this Thesis addresses the following question: when are tables, attributes and foreign keys born and evicted in the life of a schema? Based on the information on table and attribute births, deaths and updates, along with the timeline of schema size, we have manually derived phases in the life of our 6 database schemata. Our characterizations are based on the demonstrated growth (increase of information capacity) or maintenance (containing deletions and updates in order to improve the quality of the schema). The most interesting finding in our study is that, with a single exception, the history of a database schema comes in two mega-phases: (a) a “hot” expansion mega-phase at the start of its life demonstrating growth of information capacity, along with the necessary maintenance, and, (b) a “cooling” housekeeping mega-phase at its middle and later life where either maintenance actions or stillness dominate the update activity. We call this phenomenon progressive cooling of the schema heartbeat. Several observations support this finding. The second part of the Thesis addresses the following question: given the history and heartbeat of a schema, can we automatically extract phases in its evolution? Our algorithmic method includes four steps. The first step of our method, involves the characterization of the releases in terms of the two aforementioned change families, growth and maintenance. Based on these characterizations, the second step of the method splits the timeline of the schema’s life in phases, by applying a hierarchical agglomerative clustering, that clusters together consecutive releases. In the third step of our method, we use several measures of clustering quality, such as Silhouette, Cohesion and Separation to characterize the discriminating quality of each of the derived clusterings. Finally, the fourth step of the method classifies clusters, i.e. phases in the life of a schema, in terms of their nature, on the basis of a taxonomy of change profiles (e.g., Minor Activity, Restructuring, Intense Evolution, among others). The phase extraction and classification method introduced in the second part of this Thesis was evaluated with respect to clustering oriented measures and quality measures based on our golden standard. The findings of this evaluation show that our method performs fairly, having a small error rate and the solutions it produces are of significant quality. Το λογισμικό που είναι σχεδιασμένο βασισμένο σε μία σχεσιακή βάση εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου όπως οποιοδήποτε άλλο λογισμικό. Συχνά προκύπτουν λάθη ή οι χρήστες ανακαλύπτουν πώς θα ήθελαν επιπλέον λειτουργικότητες από το λογισμικό και για να είναι οι χρήστες ικανοποιημένοι και να παρέχονται συνεπείς υπηρεσίες, το λογισμικό θα πρέπει να προσαρμόζεται στις νέες απαιτήσεις. Η χωρητικότητα της πληροφορίας θα πρέπει να συμβαδίζει με τις νέες απαιτήσεις και γι' αυτό το λόγο η ανάγκη για εξέλιξη του σχήματος βάσης σε συγχρονισμό με την εξέλιξη του λογισμικού είναι ζήτημα μεγάλης σημασίας. Η εξέλιξη του σχήματος επηρεάζει σημαντικά τις εφαρμογές που βασίζονται σε αυτό και σε επίπεδο συντακτικό αλλά και σε επίπεδο σημασιολογικό. Συνεπώς, η κατανόηση της εξέλιξης του σχήματος χρήζει μεγάλης προσοχής. Το βασικό ερώτημα που θέλουμε να απαντήσουμε στην παρούσα εργασία είναι διερευνητικής φύσεως: υπάρχουν φάσεις στη ζωή των σχεσιακών βάσεων; Για την διεκπεραίωση της έρευνας με στόχο την απάντηση του εν λόγω ερωτήματος, χρησιμοποιήσαμε έξι συστήματα λογισμικού ανοικτού κώδικα τα οποία εμπεριέχουν σχεσιακές βάσεις δεδομένων. Παρακολουθήσαμε την εξέλιξη αυτών των βάσεων και εντοπίσαμε τις αλλαγές που έλαβαν χώρα σε κάθε δημόσια καταχωρημένη έκδοση του λογισμικού. Με βάση αυτά τα δεδομένα, η παρούσα εργασία είναι δομημένη σε δύο μέρη: το πρώτο μέρος είναι διερευνητικής φύσεως και μελετά τα συλλεγμένα δεδομένα με στόχο την χειροκίνητη εξαγωγή φάσεων και προτύπων συμπεριφοράς στις ζωές των πινάκων, ενώ το δεύτερο μέρος, προτείνει μία αυτοματοποιημένη μέθοδο για την εξαγωγή των φάσεων με τη χρήση ενός αλγορίθμου που προτείνουμε. Το πρώτο μέρος της εργασίας ασχολείται με την ακόλουθη ερώτηση: πότε γεννιούνται και πεθαίνουν οι πίνακες, τα πεδία και τα ξένα κλειδιά στη ζωή ενός σχήματος; Βασισμένοι στις πληροφορίες για τις γεννήσεις, θανάτους και ενημερώσεις πινάκων και πεδίων, μαζί με την εξέλιξη του μεγέθους του σχήματος, εξάγαμε χειροκίνητα φάσεις της ζωής των έξι συνόλων δεδομένων. Οι χαρακτηρισμοί μας βασίζονται στην ύπαρξη ανάπτυξης (αύξησης της χωρητικότητας της πληροφορίας) ή συντήρησης (περιεκτικότητας σε διαγραφές και ενημερώσεις με σκοπό τη βελτίωση του σχήματος της βάσης). Το πιο ενδιαφέρον εύρημα της έρευνάς μας είναι, ότι με μία μεμονωμένη εξαίρεση, η ιστορία του σχήματος της βάσης αποτελείται από δύο υπέρ-φάσεις: (α) μία επεκτατική υπερ-φάση στην αρχή της ζωής του σχήματος, η οποία επιδεικνύει αύξηση στη χωρητικότητα της πληροφορίας, και, (β) μία υπέρ-φάση συντήρησης στη μέση ή στο τέλος της ζωής του σχήματος, όπου κυριαρχούν είτε εργασίες συντηρήσης είτε ηρεμία στην δραστηριότητα ενημέρωσης. Ονομάζουμε αυτό το φαινόμενο βαθμιαία ψύξη του παλμού του σχήματος. Πολλές παρατηρήσεις υποστηρίζουν το εν λόγω εύρημα. Το δεύτερο μέρος της εργασίας ασχολείται με την ακόλουθη ερώτηση: δοθείσης της ιστορίας και του παλμού ενός σχήματος, μπορούμε να εξάγουμε φάσεις της εξέλιξής του με αυτοματοποιημένο τρόπο? Η αλγοριθμική μας μέθοδος αποτελείται από τέσσερα βήματα. Το πρώτο μέρος της μεθόδου μας περιλαμβάνει το χαρακτηρισμό των δημοσίων releases του λογισμικού σε σχέση με τις δύο προαναφερθείσες οικογένειες αλλαγών, ανάπτυξη και συντήρηση. Βασισμένοι σε αυτούς τους χαρακτηρισμούς, το δεύτερο βήμα της μεθόδου σπάει το χρονοδιάγραμμα της ζωής του σχήματος σε φάσεις, εφαρμόζοντας μία ιεραρχική αθροιστική μέθοδο συσταδοποίησης, η οποία συσπειρώνει διαδοχικές releases. Στο τρίτο βήμα της μεθόδου μας, χρησιμοποιούμε μετρικές της ποιότητας συσταδοποίδησης, όπως Silhouette, Cohesion και Separation για να χαρακτηρίσουμε την ποιότητα κάθε πιθανής συσταδοποίησης. Το τέταρτο και τελικό βήμα της μεθόδου, κατατάσσει τις συστάδες, δηλαδή τις φάσεις της ζωής του σχήματος, σε σχέση με τη φύση τους, με βάση την ταξινόμηση των προφίλ αλλαγών. (δηλαδή Ασήμαντη Δραστηριότητα, Αναδιάρθρωση, Έντονη Εξέλιξη, μεταξύ άλλων). 927 419 421 Η αξιολόγηση των ομαδικών διαδικασιών ενός ψυχοεκπαιδευτικού προγράμματος σε μαθητές δημοτικού σχολείου με στόχο τη μείωση του άγχους και αύξηση του ευ ζην με τη χρήση του χιούμορ The present study concerns the evaluation of the group processes of a psychoeducational eight season program on the reduction of anxiety and the increasement of well-being with the use of humor in 10 to 12-year-old primary school children. The sample was represented by 39 students of D, E and F class of primary school, who lived in Arta and Kastoria. The process variables studied were the therapeutic alliance, the group climate, the therapeutic factors and the understanding of the relationship with the coordinator. Specifically, at the end of each meeting the participants completed the Critical Incident Questionnaire (Bloch, Reibstein, Crouch, Holroyd, &Themen, 1979) and the Psychoeducational Group Alliance Scale for Children (Brouzos, Vassilopoulos, &Baourda, under review). At the end of the third, fifth and eighth meeting the participants completed the Group Climate Questionnaire-Short (MacKenzie, 1983) and at the end of the third and eighth meeting they completed the Relationship Inventory (Barrett-Lennard, 1978). Results showed that the Overall Group Climate increased significantly on all three measurements during the program (3rd, 5th and 8th meeting). The therapeutic factor with the highest frequency that mentioned from members during the program was Guidance, which is a cognitive factor and the other two therapeutic factors that appeared during the program were Self-understanding and Acceptance. In addition, a significant increase observed in Therapeutic Alliance from the beginning to the end of the program. With regard to the members’ understanding of their relationship with the coordinator during the program, there has been a significant increase both on the perception of the overall relationship with the coordinator and all subscales (level of regard, empathy, unconditionality, congruence). Correlation analysis of process variables showed that there is a significant correlation between the overall group climate and the members’ understanding of their overall relationship with the coordinator, unconditionality and congruence at the end of the program, while significant correlations were found among the variables of the members’ understanding of their relationship with the coordinator both at the beginning and at the end of the program. Last but not least, the correlation analysis at the beginning of the program between process variables and variables of the effectiveness of the program showed that there is a significant correlation between the Therapeutic Alliance and all Humor variables, as well as between Empathy and some of Anxiety variables. On the other hand, at the end of the program, correlations were found only between the variables of members’ understanding of their relationship with the coordinator and Anxiety variables, but also the variable of Humor Appreciation. Η παρούσα έρευνα αφορά την αξιολόγηση των ομαδικών διαδικασιών ενός ψυχοεκπαιδευτικού προγράμματος οκτώ συναντήσεων με στόχο τη μείωση του άγχους και αύξηση του ευ ζην μαθητών μέσω της χρήσης του χιούμορ. Το δείγμα αποτέλεσαν 39 μαθητές της Δ’, Ε’ και ΣΤ’ τάξης του δημοτικού, ηλικίας 10-12 ετών, που προέρχονταν από τις πόλεις της Άρτας και της Καστοριάς. Οι μεταβλητές διαδικασίας που μελετήθηκαν ήταν η θεραπευτική συμμαχία, το ομαδικό κλίμα, οι θεραπευτικοί παράγοντες και η αντίληψη της σχέσης με τη συντονίστρια. Συγκεκριμένα, στο τέλος κάθε συνάντησης τα μέλη των ομάδων συμπλήρωναν το Ερωτηματολόγιο Κρίσιμων Συμβάντων (CriticalIncidentQuestionnaire˙ Bloch, Reibstein, Crouch, Holroyd, &Themen, 1979) και την Κλίμακα Συμμαχίας Ψυχοεκπαιδευτικών Ομάδων για Παιδιά (PsychoeducationalGroupAllianceScale for Children˙ Brouzos, Vassilopoulos, &Baourda, underreview). Στο τέλος της τρίτης, της πέμπτης και της όγδοης συνάντησης οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν το συντομευμένο Ερωτηματολόγιο Κλίματος της Ομάδας (GroupClimateQuestionnaire-Short˙ MacKenzie, 1983) και στο τέλος της τρίτης και της όγδοης συνάντησης το Ερωτηματολόγιο Σχέσεων (RelationshipInventory˙ Barrett-Lennard, 1978). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το Συνολικό Ομαδικό Κλίμα αυξήθηκε σημαντικά και στις τρεις χρονικές περιόδους που μετρήθηκε (3η, 5η και 8η συνάντηση). Ο θεραπευτικός παράγοντας που αναφέρθηκε σε μεγαλύτερη συχνότητα από τα μέλη των ομάδων ήταν η Καθοδήγηση, που αποτελεί γνωστικό παράγοντα και οι άλλοι δύο θεραπευτικοί παράγοντες που εμφανίστηκαν στο πρόγραμμα ήταν η Αυτοκατανόηση και η Αποδοχή. Επίσης, παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση της Θεραπευτικής Συμμαχίας από την έναρξη έως τη λήξη του προγράμματος. Αναφορικά με την αντίληψη των μελών για τη σχέση τους με τη συντονίστρια σημειώθηκε σημαντική βελτίωση τόσο της αντίληψης της συνολικής σχέσης με τη συντονίστρια όσο και όλων των υποκλιμάκων (αναγνώριση, ενσυναίσθηση, απουσία όρων, συνέπεια) κατά τη διάρκεια του προγράμματος. Οι αναλύσεις συσχέτισης των μεταβλητών διαδικασίας έδειξαν σημαντική συσχέτιση του συνολικού ομαδικού κλίματος με την αντίληψη της συνολικής σχέσης με τη συντονίστρια, την απουσία όρων και τη συνέπεια κατά τη λήξη του προγράμματος, ενώ σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ των μεταβλητών για την αντίληψη της σχέσης με τη συντονίστρια βρέθηκαν τόσο κατά την έναρξη, όσο και κατά τη λήξη του προγράμματος. Τέλος, οι αναλύσεις συσχέτισης των μεταβλητών διαδικασίας και αποτελέσματος κατά την έναρξη του προγράμματος έδειξαν ότι η θεραπευτική συμμαχία σχετίζεται σημαντικά με τις μεταβλητές του χιούμορ και η αντίληψη της ενσυναίσθησης με κάποιες από τις μεταβλητές του άγχους. Αντίθετα, κατά τη λήξη του προγράμματος βρέθηκαν συσχετίσεις μόνο μεταξύ των μεταβλητών της αντίληψης της σχέσης με τη συντονίστρια και των μεταβλητών του άγχους, αλλά και της εκτίμησης του χιούμορ. 928 48 59 This thesis investigates the existence of potential associations between Trimalchio and Nero based on historical and literary sources (e.g. Tacitus, Suetonius, Lucanus). Moreover, the author made an attempt to integrate this interpretation into the broader Neronian literature’s technique of dissimulatio and give a political interpretation of Cena Trimalchionis. Σκοπός της συγκεκριμένης ΜΔΕ είναι η διερεύνηση των περιπτώσεων στις οποίες είναι δυνατόν να συσχετιστεί ο Τριμαλχίων με τη μορφή του Νέρωνα, όπως αυτή ανασυντίθεται από ιστορικές και λογοτεχνικές πηγές (π.χ. Τάκιτος, Σουητώνιος, Λουκανός). Γίνεται προσπάθεια να ενταχθεί η ερμηνεία αυτή στην ευρύτερη τεχνική της dissimulatio της Νερώνειας λογοτεχνίας και να δοθεί μια συνολική πολιτική ερμηνεία της Cena Trimalchionis. 929 159 157 IT IS REPORTED THAT OESOPHAGEAL MOTILITY DISORDERS, WHICH ARE SEEN IN PATIENTS WITH CHRONIC RENAL FAILURE (CRF), ARE DUE TO DEGENERATION OF NERVOUS FIBRES OF THE VAGUS NERVE, AS A PART OF THE GENERAL URAEMIC NEUROPATHY. IN 1986 BARDEET AL REFERRED ALSO TO DISORDERS IN RELAXATION PRESSURES OF THE LOWER OESOPHAGEAL SPHINCTER (LOS) IN SEVEN PATIENTS, WHO WERE CONTINUOUS AMBULATORY PERITONEAL DIALYSIS (CAPD), CAUSED BY INCREASED INTRAGASTRIC PRESSURE DUE TO THE CAPD FLUID IN THE PERITONEAL CAVITY. IN ORDER TO INVESTIGATE THE PATHOGENESIS OF OESOPHAGEAL MOTILITY DISORDERS, WE INVESTIGATED 124 PATIENTS; 66 HAD VARIOUS DEGREES OF CRF, 29 WERE ON HAEMODIALYSIS (HD), 21 ON CAPD AND 8 WERE RENAL GRAFT RECIPIENTS (RGR). OESOPHAGEAL MANOMETRY WAS PERFORMED ON ALL PATIENTS AND 62 NORMAL SUBJECTS (CONTROLS) AND A CLINICAL STUDY OF THE PERIPHERAL NERVOUS SYSTEM (PNS) PLUS INVESTIGATION OF THE AUTONOMIC NERVOUS SYSTEM (ANS) BYCARDIOVASCULAR TESTS CARRIED OUT. MANOMETRY SHOWED MOTILITY DISORDERS IN MORE THAN 50% OF THE PATIENTS. (ABSTRACT TRUNCATED). ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΟΤΙ ΟΙ ΚΙΝΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΟΥ ΟΙΣΟΦΑΓΟΥ ΠΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΟΥΝΤΑΙ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΧΡΟΝΙΑ ΝΕΦΡΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ (ΧΝΑ), ΟΦΕΙΛΟΝΤΑΙ ΣΕ ΕΚΦΥΛΙΣΗ ΤΩΝ ΝΕΥΡΙΚΩΝΙΝΩΝ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΟΝΟΓΑΣΤΡΙΚΟΥ, ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗΣ ΟΥΡΑΙΜΙΚΗΣ ΝΕΥΡΟΠΑΘΕΙΑΣ.ΤΟ 1986 ΟΙ BARDE ΚΑΙ ΣΥΝ. ΑΝΕΦΕΡΑΝ ΕΠΙΣΗΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΗΣ ΠΙΕΣΗΣ ΗΡΕΜΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΤΩ ΟΙΣΟΦΑΓΙΚΟΥ ΣΦΙΧΤΗΡΑ 7 ΑΣΘΕΝΩΝ, ΠΟΥ ΥΠΟΒΑΛΛΟΝΤΑΝ ΣΕ ΣΥΝΕΧΗ ΦΟΡΗΤΗ ΠΕΡΙΤΟΝΑΙΚΗ ΚΑΘΑΡΣΗ (CAPD) ΚΑΙ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΑΠΕΔΩΣΑΝ ΣΕ ΑΥΞΗΜΕΝΗ ΕΝΔΟΓΑΣΤΡΙΚΗ ΠΙΕΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΠΕΡΙΤΟΝΑΙΚΑ ΔΙΑΛΥΜΑΤΑ. ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ΤΟΥ ΟΙΣΟΦΑΓΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΑΜΕ 124 ΑΣΘΕΝΕΙΣ, ΕΚ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΟΙ 66 ΕΙΧΑΝ ΔΙΑΦΟΡΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΧΝΑ, 29 ΥΠΟΒΑΛΛΟΝΤΑΝ ΣΕ ΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΑΙΜΟΚΑΘΑΡΣΗ (ΧΠΑ), 21 ΣΕ CAPD ΚΑΙ 8 ΕΙΧΑΝ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙ ΣΕ ΕΠΙΤΥΧΗ ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΝΕΦΡΟΥ. ΣΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΣΘΕΝΤΕΣ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΣΕ 62 ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΑ ΑΤΟΜΑ (ΟΜΑΔΑ ΕΛΕΓΧΟΥ) ΕΓΙΝΕ ΜΑΝΟΜΕΤΡΙΑΤΟΥ ΟΙΣΟΦΑΓΟΥ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΕ ΤΟ ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΜΕ ΚΛΙΝΙΚΗ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ (ΑΝΣ) ΜΕ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ. Η ΜΑΝΟΜΕΤΡΙΑ ΤΟΥ ΟΙΣΟΦΑΓΟΥ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΚΙΝΗΤΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ΣΕ ΠΑΝΩ ΑΠΟ 50% ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ. (ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ). 930 212 195 research on the school books from the introduction of the course in Primary Education thus far έρευνα στα σχολικά εγχειρίδια από την εισαγωγή του μαθήματος στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση ως σήμερα Family has always been the first social unit in which the newborn person is integrated and takes an active role. As an institution it has functioned in all eras and societies over time, performing as the interface between the socio-cultural environment and the factors that contribute into shaping one’s personality. However, the constant evolution and social progress have brought about modifications, not only in the family institution characteristics but also in its functions, generating new, alternative family structures. The rise of divorces, the reconstructed families, the high percentage of single – parent families are among the issues that raise questions as regards the structure and function of contemporary families. The present diploma thesis, focusing on the way family is presented in each time period, is demonstrating the results of a meticulous study of the “Citizenship” school books taught from 1882 until 2010 in the greek schools. The purpose of the study was to emphasize the variations the family institution has undergone throughout time, while highlighting the fact that, despite the unavoidable alterations, family remains the only common point of reference of all human societies, due to its profound and indispensable importance in the humans’ evolutionary course. Η οικογένεια αποτελεί την πρώτη κοινωνική ομάδα στην οποία εντάσσεται και συμμετέχει το άτομο από τη γέννησή του. Συναντάται σε όλες τις εποχές και σε όλες τις κοινωνίες αποτελώντας τον συνδετικό κρίκο μεταξύ του κοινωνικού - πολιτισμικού περιβάλλοντος και της διαμόρφωσης της προσωπικότητας του ατόμου. Ωστόσο, η συνεχής εξέλιξη και πρόοδος της κοινωνίας έχει επιφέρει με το πέρασμα των ετών αλλαγές στο θεσμό και τη λειτουργία της οικογένειας, τροποποιώντας τα χαρακτηριστικά και τις λειτουργίες της και οδηγώντας στη δημιουργία νέων εναλλακτικών οικογενειακών σχημάτων. Η αύξηση του αριθμού των διαζυγίων, οι ανασυγκροτημένες οικογένειες, το υψηλό ποσοστό μονογονεϊκών οικογενειών κ. ά είναι ζητήματα που εγείρουν προβληματισμούς σχετικά με τη δομή και τη λειτουργία των σημερινών οικογενειών. Με την παρούσα εργασία γίνεται προσπάθεια μέσα από την ερευνητική μελέτη των σχολικών εγχειριδίων της «Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής» των ετών 1882 – 2010, του τρόπου παρουσίασης της οικογένειας να αναδειχτούν οι μεταβολές που υπέστη στις διαφορετικές χρονικές περιόδους και να καταδειχθεί, ότι παρά τις όποιες αλλαγές, η οικογένεια παραμένει κοινό σημείο αναφοράς όλων των ανθρωπίνων κοινωνιών λόγω της αναντικατάστατης σπουδαιότητάς της στην εξελικτική πορεία του ανθρώπου. 931 196 186 Since antiquity, fairy tales have been given a prominent position in people’s lives, constituting an indispensable part of it. Fairy tales played an important role as the link between the family members during the cold winter nights in front of the fireplace. The magical, mesmerizing universe presented in fairy tales left no audience untouched. They could provide an escape from the harsh reality even momentarily. The very exact word “paramuthion” when translated means exhortation, encouragement and solace. The quintessential element of fairy tales, that is the happy ending, was able to offer hope and comfort for life itself to the audience. In this paper, I present and analyze the fairy tales and myths in the following literary works: GoutouGoupatou by Alexandros Papadiamantis, At Chatzifragko’s by Cosmas Politis and In the Flames by Dido Sotiriou. In the first part of this paper, which contains a theoretical analysis of the genre, I present the definition of the genre, the generic characteristics, and its origins. In the second part of the paper, following the brief presentation of the biographical information regarding the authors, I discuss the literary works as well as the fairy-tale and mythic elements found in them. Το παραμύθι, από αρχαιοτάτων χρόνων, είχε εξέχουσα θέση στη ζωή των ανθρώπων, αποτελώντας αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής τους ζωής. Το παραμύθι ήταν ο συνεκτικός κρίκος της οικογένειας, στις κρύες νύχτες του χειμώνα, κρατώντας τους ζεστούς μαζί με το αναμμένο τζάκι. Από τον μαγικό και γοητευτικό κόσμο των παραμυθιών, κανείς δε μπορούσε να ξεφύγει, και να μείνει ανεπηρέαστος. Τα παραμύθια αποτέλεσαν για τους ανθρώπους την γλυκιά διέξοδο και διαφυγή από την σκληρή πραγματικότητα, έστω και προσωρινά. Εξάλλου, η ίδια η λέξη «παραμύθι» έχει τη σημασία της παρηγοριάς, της ενθάρρυνσης, της ανακούφισης. Το αίσιο τέλος, χαρακτηριστικό του είδους, πρόσφερε παρηγοριά και ελπίδα στους ακροατές για την ίδια έκβαση και στη ζωή τους. Στην παρούσα εργασία εξετάζω τα παραμύθια και τους μύθους στα εξής λογοτεχνικά έργα: Γουτού Γουπατού του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Στου Χατζηφράγκου του Κοσμά Πολίτη και Μέσα στις φλόγες της Διδούς Σωτηρίου. Το πρώτο μέρος, που είναι και το θεωρητικό, περιλαμβάνει τον ορισμό, τα χαρακτηριστικά και την καταγωγή του είδους, με βάση τις μελέτες που έχουν γίνει. Στο δεύτερο μέρος, μετά τα βιογραφικά στοιχεία των λογοτεχνών, παρουσιάζονται τα κείμενα και τέλος τα παραμυθιακά και μυθικά στοιχεία που περιέχουν. 932 462 471 Empirical evaluation and systematic review of prognostic factors and prognostic models for chronic diseases Εμπειρική αποτίμηση και συστηματική ανασκόπηση προγνωστικών δεικτών και προγνωστικών μοντέλων για χρόνια νοσήματα Prognosis is defined as the likelihood of displaying a condition at a specific time period, based on specific characteristics, named prognostic factors. A prognostic model is a mathematical function that relates multiple prognostic factors to the probability (risk) of a particular outcome. Prognosis research and prognostic models for chronic diseases, such as cardiovascular disease and cancer, is crucial for patient counseling and clinical decision making. Our first aim was to map the expanded used of the Framingham Risk Score (FRS), one of the most important prognostic models in cardiovascular disease, in the medical literature. We identified all citations to the original Wilson et al.1998 paper where FRS was originally described. We identified 375 eligible papers corresponding to 471 analyses using the FRS in cohort, case-control or cross-sectional settings. The studied population was different (from healthy) in 25% and 42% of the cohort and cross-sectional analyses, respectively. The studied outcome was different (from coronary heart disease) in 56% of the cohort analyses and in 63% of the case-control studies. Overall, only 33% of the cohort analyses examined the same outcome and population as FRS was originally developed for. In conclusion, a large number of studies use FRS in different settings than originally developed for, for which its performance is unknown and non-validated. Before using prognostic models in different settings than originally developed recalibration/update and external validation is required. Our second objective was to provide a systematic review of secondary prevention models in patients with already established cardiovascular disease. Using MEDLINE and EMBASE databases between January 2004 and June 2013, we identified 79 eligible articles. Most new models were developed in USA and Europe, on patients with coronary artery disease and a mean age of 65 years. The majority of models used Cox or logistic regression, 5 to 7 predictors, and C-statistic and the Hosmer-Lemeshow test for assessing model performance. Framingham Risk Score (FRS), CHADS2, SYNTAX and GRACE were the models more frequently externally validated. Finally, FRS was the model mostly incremented, and CRP and NT-proBNP were the most commonly examined risk factors. In conclusion, the majority of models used in secondary prevention are newly derived models without proper external validation. Finally, we conducted a meta-analysis to assess the association between hypertension (a prognostic factor) and site-specific cancer (a chronic disease). After searching PubMed until November 2017, we identified a total of 148 eligible publications. Considering only evidence from 85 prospective studies, we conducted 30 meta-analyses of hypertension and 16 different cancers. Positive associations were observed between hypertension and kidney, colorectal and breast cancer. Positive associations between hypertension and risk of oesophageal, liver, and endometrial cancers were also observed, but the majority of studies did not perform comprehensive multivariable adjustments. Ως πρόγνωση ορίζεται η πιθανότητα εμφάνισης μιας κατάστασης σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, με βάση συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τους προγνωστικούς παράγοντες. Ένα προγνωστικό μοντέλο είναι μια μαθηματική συνάρτηση που συσχετίζει πολλαπλούς προγνωστικούς παράγοντες με μια συγκεκριμένη έκβαση. Η έρευνα στην πρόγνωση και τα προγνωστικά μοντέλα χρονίων νόσων, όπως η καρδιαγγειακή νόσος και ο καρκίνος, είναι καίρια για τη συμβουλευτική των ασθενών και τη λήψη κλινικών αποφάσεων. Πρώτος στόχος της παρούσας μελέτης ήταν να εξετάσουμε τη χρήση του Framingham Risk Score (FRS), ενός από τα σημαντικότερα προγνωστικά μοντέλα καρδιαγγειακής νόσου, στην ιατρική βιβλιογραφία. Εντοπίσαμε όλες τις παραπομπές στο άρθρο του Wilson και συν. (1998), όπου το FRS αρχικώς περιγράφτηκε. Εντοπίσαμε 375 δόκιμα άρθρα (συνολικά 471 αναλύσεις) που χρησιμοποίησαν το FRS σε προοπτικές μελέτες, μελέτες ασθενών-μαρτύρων και μελέτες επιπολασμού. Ο πληθυσμός που μελετήθηκε ήταν διαφορετικός (από τον υγιή) στο 25% και 42% των αναλύσεων κοόρτης και επιπολασμού αντίστοιχα. Η έκβαση υπό εξέταση ήταν διαφορετική (από στεφανιαία νόσο) στο 56% των προοπτικών αναλύσεων και στο 63% των αναλύσεων ασθενών-μαρτύρων. Συνολικά, μόνο το 33% των προοπτικών αναλύσεων εξέταζαν την ίδια έκβαση και πληθυσμό με την αρχική μελέτη. Συμπερασματικά, ένας μεγάλος αριθμός μελετών χρησιμοποιούν το FRS σε συνθήκες, όπου η απόδοσή του είναι άγνωστη και μη επικυρωμένη. Πριν από την εφαρμογή προγνωστικών μοντέλων σε διαφορετικές συνθηκες, χρειάζεται αναπροσαρμογή και εξωτερική επικύρωση του μοντέλου. Δεύτερος στόχος της μελέτης ήταν να διεξάγουμε μια συστηματική ανασκόπηση των μοντέλων δευτερογενούς πρόληψης, σε ασθενείς με ήδη εγκαταστημένη καρδιαγγειακή νόσο. Χρησιμοποιήσαμε τις βάσεις δεδομένων MEDLINE και EMBASE (Ιανουάριος 2004 - Ιούνιος 2013) και εντοπίσαμε 79 δόκιμα άρθρα. Τα περισσότερα νέα μοντέλα αναπτύχθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο και με μέση ηλικία τα 65 έτη. Η πλειοψηφία των μοντέλων χρησιμοποίησε Cox ή λογιστική παλινδρόμηση, 5 έως 7 προγνωστικούς παράγοντες και το C-statistic με το Hosmer-Lemeshow τεστ για τον έλεγχο της απόδοσης του μοντέλου. Τα FRS, CHADS2, SYNTAX και GRACE ήταν τα μοντέλα που συχνότερα επικυρώθηκαν εξωτερικώς. Τέλος, το FRS ήταν το μοντέλο που πρωτίστως προσαυξήθηκε με νέους παράγοντες κινδύνου και συνηθέστερα με τους βιοχημικούς δείκτες CRP και NT-proBNP. Συμπερασματικά, η πλειοψηφία των μοντέλων που χρησιμοποιούνται στη δευτερογενή πρόληψη είναι νέα μοντέλα που δημιουργούνται χωρίς κατάλληλη εξωτερική επικύρωση. Τέλος, διεξήγαμε μια μετα-ανάλυση για να μελετήσουμε τη σχέση μεταξύ της υπέρτασης (προγνωστικός παράγοντας) και της έκβασης του καρκίνου (χρόνια νόσος). Μετά από αναζήτηση στο PubMed μέχρι και το Νοέμβριο του 2017 εντοπίστηκαν 148 δόκιμες μελέτες. Λαμβάνοντας υπόψη μόνο δεδομένα από τις 85 προοπτικές μελέτες διεξήγαμε 30 μετα-αναλύσεις για 16 διαφορετικά ήδη καρκίνου. Θετικές συσχετίσεις παρατηρήθηκαν μεταξύ υπέρτασης και νεφρικού, ορθοκολικού και καρκίνου του μαστού. Παρατηρήθηκαν επίσης θετικές συσχετίσεις μεταξύ υπέρτασης και κινδύνου για καρκίνο του οισοφάγου, του ήπατος και του ενδομητρίου. Ωστόσο, η πλειοψηφία των μελετών αυτών δεν είχε προβεί σε εκτεταμένες πολυπαραγοντικές προσαρμογές για συνήθεις συγχυτικούς παράγοντες. 933 382 342 διερεύνηση των παραγόντων κινδύνου και ανίχνευση αναγκών για στοχευμένη παρέμβαση μέσα από την εμπειρία των Επιμελητών Ανηλίκων Girl delinquency is a social phenomenon that has been the subject of research on a global scale. The study of the relevant literature, referring either to the identification of the risk factors that drive a girl to criminal behavior or to the appropriate targeted interventions that are required for its treatment, still attracts the attention of numerous researchers from different disciplines. The phenomenon of girl delinquency attracts scientific interest as it appears to be on a continuous rise, despite the fact that, in comparison to boy delinquency, it is not as high up in the agenda (Martin, 2016, pp.2-3.PapacostaSismani, 2009, pp. 8-10 .Rowe et al., 1995, p. 84. Walker, Muno& Sullivan-Colglazier, 2012, p. 744). The aim of the present research is to identify and record the perceptions that Juvenile Probation Officers have acquired from their professional experiences, in order to probe the possibility of certain of the risk factors that drive juveniles to delinquency being more frequent and determining particularly in leading girls to misbehavior. A secondary objective was to investigate whether there is a need for diversification of targeted interventions, depending on the gender of the juvenile offender, as well as to examine if the work of Juvenile Probation Officers needs further reinforcement so that the management of such particular cases become more effective. The population under study in this research comprises the professionally responsible personnel for the prevention and control of juvenile delinquency per se, Juvenile Probation Officers, as well as the Probation Officers that act in the capacity of Juvenile Probation Officers, due to lack of sufficient personnel in the ranks of the former. The total number of participants in the research amounts to forty-five (45) people. The research was conducted via an electronically distributed questionnaire and was completed in July 2019. The findings of the research suggest that the majority of the Juvenile Probation Officers do not indicate any differences as regards the frequency or degree of determination by which certain risk factors appear in cases of delinquent girls. Moreover, it is suggested that interventions for the treatment of juvenile delinquents need to be diversified, based on gender. Finally, Juvenile Probation Officers do not consider that there is any need for further reinforcement of their work in order that cases of delinquent girls be more effectively dealt with. Η παραβατικότητα των ανηλίκων κοριτσιών είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο το οποίο έχει αποτελέσει αντικείμενο ερευνών σε παγκόσμιο επίπεδο. Η μελέτη της σχετικής φαινομενολογίας, που είτε αναφέρεται στη διερεύνηση των παραγόντων που ωθούν ένα κορίτσι στην παραβατικότητα, είτε στην αντιμετώπισή της με τις κατάλληλες και στοχευμένες παρεμβάσεις, εξακολουθεί να εγείρει το ενδιαφέρον πολλών ερευνητών από διάφορα επιστημονικά πεδία. Το συγκεκριμένο φαινόμενο συγκεντρώνει το ερευνητικό ενδιαφέρον καθώς παρουσιάζει συνεχή άνοδο παρά το γεγονός, ότι απασχολεί σε μικρότερο ποσοστό συγκριτικά με την παραβατικότητα των αγοριών (Martin, 2016, σελ.2-3. Papacosta Sismani, 2009, σελ. 8-10 .Rowe et al., 1995, σελ. 84. Walker, Muno & Sullivan-Colglazier, 2012, σελ. 744). Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να καταγραφούν οι αντιλήψεις των Επιμελητών Ανηλίκων, ώστε να εξεταστεί από το σύνολο των παραγόντων που ωθούν έναν ανήλικο στην τέλεση παραβατικών πράξεων το ενδεχόμενο ύπαρξης ορισμένων παραγόντων, οι οποίοι εντοπίζονται και επηρεάζουν συχνότερα τα κορίτσια στην υιοθέτηση παραβατικού τύπου συμπεριφορών. Να εξετασθεί επιπλέον η ανάγκη για διαφοροποίηση των παρεμβάσεων ανάλογα με το φύλο των ανηλίκων παραβατών καθώς και αν το έργο των Επιμελητών Ανηλίκων χρήζει ενίσχυσης προκειμένου η διαχείριση των συγκεκριμένων περιστατικών να είναι περισσότερο αποτελεσματική. Ο υπό μελέτη πληθυσμός για την υλοποίηση της παρούσας έρευνας αποτελείται από τους καθ’ ύλην αρμόδιους επαγγελματίες για την πρόληψη και καταστολή της παραβατικότητας των ανηλίκων, Επιμελητές Ανηλίκων καθώς και όσους εκ των Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής εκτελούν χρέη Επιμελητών Ανηλίκων λόγω έλλειψης των συγκεκριμένων επαγγελματιών. Οι συμμετέχοντες στην έρευνα ήταν σαράντα πέντε (45) άτομα. Η έρευνα ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 2019 και υλοποιήθηκε μέσω ερωτηματολογίου το οποίο διανεμήθηκε ηλεκτρονικά. Από τα ευρήματα της έρευνας προέκυψε, ότι η πλειοψηφία των Επιμελητών Ανηλίκων δεν εντοπίζει διαφοροποίηση ως προς τη συχνότητα με την οποία απαντώνται κάποιοι παράγοντες κινδύνου στον πληθυσμό των κοριτσιών παραβατών. Επιπλέον, θεωρούν ότι οι παρεμβάσεις για τη διαχείριση των ανηλίκων παραβατών θα πρέπει να διαφοροποιούνται ανάλογα με το φύλο. Θεωρούν τέλος ότι το έργο τους δε χρήζει ενίσχυσης προκειμένου να διαχειρίζονται με πιο αποτελεσματικό τρόπο τα περιστατικά των κοριτσιών παραβατών. 934 232 227 Development of a methodology for the synthesis of targeted drug-drug conjugates of anticancer agents based on dibromopyridazinedione scaffolds Ανάπτυξη μεθοδολογίας για τη σύνθεση στοχευτικών αντικαρκινικών συζευγμάτων με διπλό θεραπευτικό φορτίο μέσω ικριώματος διβρωμοπυριδαζινοδιόνης Cancer is one of the most serious health problems currently occurring in developed countries and it is the result of deregulation of the mechanisms that control the behavior of normal cells. A promising approach to improve the efficacy of chemotherapeutic agents is to enhance tumor delivery by linking them with ligands (e.g. antibodies, peptides) with high affinity to receptors overexpressed in cancer cells. Such targeted conjugates are already in clinical trials with important clinical benefits, however they may be inefficient when treating heterogeneous tumors containing different cell populations. In the absence of targeted cancer therapeutics capable of delivering two mechanistically different drugs, we aim to develop conjugates carrying two different drugs (gemcitabine, SAP). Both drugs would be linked with a dibromopyridazinedione scaffold via a Val-Cit cleavable bridge and a self-immolating linker (p-aminobenzyl alcohol), that would allow the chemical/enzymatic release of both drugs in the endosome after endocytosis. The presence of the dibromopyridazinedione scaffold may facilitate the introduction of multiple moieties with cysteine residues through conjugation reactions, forming stable sulfide adducts, capitalizing on bromine displacement. In the context of this work, we managed to achieve the synthesis of the biodegradable Val-Cit bridge, as well as its linkage to gemcitabine and SAP. In addition, we developed a synthetic procedure towards the synthesis of the dibromopyridazinedione scaffold. Ο καρκίνος αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα υγείας στις αναπτυγμένες χώρες και είναι το αποτέλεσμα της απορρύθμισης των μηχανισμών που ελέγχουν τη συμπεριφορά των φυσιολογικών κυττάρων. Μια πολλά υποσχόμενη προσέγγιση για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των χημειοθεραπευτικών παραγόντων είναι η στοχευμένη παροχή τους στους όγκους μέσω σύζευξης με στοχευτικά προσδέματα (π.χ. αντισώματα, πεπτίδια) εκλεκτικά προς υποδοχείς που υπερεκφράζονται στην επιφάνεια των καρκινικών κυττάρων. Συζεύγματα τέτοιου τύπου βρίσκονται ήδη σε κλινικές δοκιμές με τα κλινικά οφέλη να είναι σημαντικά, ωστόσο μπορεί να κριθούν αναποτελεσματικά στην περίπτωση ετερογενών όγκων. Λόγω της απουσίας συζευγμάτων που φέρουν φάρμακα με διαφορετικό μηχανισμό δράσης έγινε μια προσπάθεια ορθογώνιου σχεδιασμού και σύνθεσης συζευγμάτων με διπλό φαρμακευτικό φορτίο (γεμσιταβίνη, SAP). Τα δύο φάρμακα θα συνδέονται με ένα ικρίωμα διβρωμοπυριδαζινοδιόνης μέσω μιας βιοδιασπώμενης γέφυρας (Val-Cit) και ενός αυτοκαταστροφικού συνδέτη (p-αμινοβενζυλική αλκοόλη), επιτρέποντας την χημική/ενζυμική απελευθέρωση των φαρμάκων στο ενδόσωμα μετά την ενδοκυττάρωση του συζεύγματος. Η παρουσία του ικριώματος της διβρωμοπυριδαζινοδιόνης διευκολύνει την εισαγωγή πολλαπλών ομάδων με κατάλοιπα κυστεΐνης μέσω αντιδράσεων σύζευξης και σχηματισμού σταθερών σουλφιδικών δεσμών που προκύπτουν με την αντικατάσταση των ατόμων βρωμίου του διπλού δεσμού. Στα πλαίσια της παρούσας εργασίας επετεύχθη η σύνθεση της βιοδιασπώμενης γέφυρας Val-Cit και η σύνδεσή της με τη γεμσιταβίνη και το SAP καθώς και η ανάπτυξη του σχεδιασμού της σύνθεσης του ικριώματος διβρωμοπυριδαζινοδιόνης. 935 238 228 Η αυτοαποτελεσματικότητα και η ενσυναίσθηση εκπαιδευτικών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ως προς την πρόθεση αντιμετώπισης του σχολικού εκφοβισμού The present study aims to examine the level of self-efficacy, the level of empathy for the victim and the level of perceived seriousness, which secondary school teachers have about different forms of school bullying (physical, verbal, social and cyber-bullying) as for their intention to deal with these forms of bullying that take place among students. The sample of the study consists of 307 teachers who worked in secondary schools in the Prefecture of Serres. The technique of the self-report written questionnaire was used in order to collect the necessary information from participants’ answers. The Statistical Package SPSS was used for the statistical analyses of the data. The results of the study showed that there was a statistically significant difference in the level of perceived seriousness, the level of empathy for the victim, the level of self-efficacy and the level of intention to deal with the four different forms of school bullying and there were also statistically significant differences as for the gender, the age and the years of working experience that participants had. Furthermore, there were statistically significant correlations among the level of self-efficacy, the level of empathy for the victim, the level of perceived seriousness and the level of teachers’ intention to deal with each of the four forms of bullying and also among the level of self-efficacy, the level of empathy for the victim and the level of perceived seriousness of each form of school bullying. Σκοπός της συγκεκριμένης έρευνας ήταν η μελέτη της αυτοαποτελεσματικότητας, της ενσυναίσθησης για το θύμα και της αντίληψης της σοβαρότητας ως προς την πρόθεσης των εκπαιδευτικών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης για την αντιμετώπιση του σωματικού, του λεκτικού, του κοινωνικού και του ηλεκτρονικού εκφοβισμού που λαμβάνει χώρα ανάμεσα στους μαθητές και τις μαθήτριες του σχολείου. Το δείγμα της έρευνας αποτελούνταν από 307 εκπαιδευτικούς (Ν=307), οι οποίοι εργάζονταν σε τάξεις του Γυμνασίου σε σχολεία του νομού Σερρών. Προκειμένου να συλλεχθούν τα δεδομένα από τις απαντήσεις των εκπαιδευτικών, χρησιμοποιήθηκε η ερευνητική τεχνική του γραπτού ερωτηματολογίου αυτοαναφοράς. Για τη στατιστική επεξεργασία των δεδομένων της έρευνας χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πρόγραμμα SPSS. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι υπήρχε διαφοροποίηση στο βαθμό αντιληπτής σοβαρότητας, το βαθμό ενσυναίσθησης για το θύμα, το βαθμό αυτοαποτελεσματικότητας και το βαθμό πρόθεσης για την αντιμετώπιση των τεσσάρων μορφών εκφοβισμού και στατιστικά σημαντικές διαφορές ως προς το φύλο, την ηλικία και τα έτη προϋπηρεσίας των συμμετεχόντων. Βρέθηκαν ακόμη στατιστικά σημαντικές συσχετίσεις ανάμεσα στο βαθμό αυτοαποτελεσματικότητας, το βαθμό ενσυναίσθησης για το θύμα, το βαθμό αντιληπτής σοβαρότητας με το βαθμό πρόθεσης των εκπαιδευτικών να αντιμετωπίσουν την καθεμία από τις τέσσερις μορφές εκφοβισμού, καθώς και ανάμεσα στο βαθμό αυτοαποτελεσματικότητας, το βαθμό ενσυναίσθησης για το θύμα με το βαθμό αντιληπτής σοβαρότητας για την καθεμία από τις τέσσερις μορφές εκφοβισμού. 936 268 274 Εκτίμηση της γνώσης και συμμόρφωσης αιμοκαθαιρόμενων ασθενών του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων ως προς το βέλτιστο τρόπο λήψης και χρησιμότητας των δεσμευτικών του φωσφόρου Chronic kidney disease (CKD) is the irreversible damage of the kidney units – the nephrons, with subsequent progressive decline of all the kidney functions, including the excretory and endocrine ones. This results in chronic kidney failure. CKD progression is gradual over months or years with end-stage CKD being practically the irreversible conclusion of CKD, which requires support with renal replacement therapy or kidney transplantation. Kidney damage and loss of the excretory capacity of the kidneys causes retention of various toxic substances in the organism, with phosphorus being one of them and thus leading to hyperphosphatemia. Hyperphosphatemia is a prognostic factor for morbidity and mortality in advanced stages of CKD and is managed with dietary measures, phosphate-binding medications and renal replacement therapy. Our study aimed to estimate the level of knowledge and compliance of patients under renal replacement therapy regarding the benefits of phosphate binding medications as well as the various factors affecting the appropriate use of these medications. The questionnaire was submitted to all the patients undergoing renal replacement therapy in our hospital and it was answered by them during the hemodialysis session. The questionnaire aimed at obtaining information regarding patient knowledge about phosphorus and phosphate-binding medications, the mode of administration of phosphate binding medications, patient compliance with medical advice as well as their recent psychological well-being. We collected the laboratory hematological and biochemical results from the patients’ health records of the last three months. The patients who did not adhere to medical advice regarding treatment with phosphate binding medications were significantly younger and had statistically significant higher levels of phosphorus compared to patients who complied with treatment. Η Χρόνια Νεφρική Νόσος είναι μια μη αναστρέψιμη καταστροφή των νεφρώνων με επακόλουθο την προοδευτική μείωση όλων των απεκκριτικών και ενδοκρινικών λειτουργιών των νεφρών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη της νεφρικής ανεπάρκειας. Η νεφρική ανεπάρκεια που αναπτύσσεται επιδεινώνεται βαθμιαία σε χρονικό διάστημα μηνών ή ετών με τελικό στάδιο την Νεφρική Ανεπάρκεια Τελικού Σταδίου και την αναγκαιότητα για νεφρική υποκατάσταση. Λόγω της νεφρικής βλάβης και της μειωμένης απεκκριτικής τους ικανότητας γίνεται κατακράτηση διαφόρων ουσιών στο αίμα μία εκ των οποίων είναι και ο φώσφορος, με αποτέλεσμα την υπερφωσφαταιμία. Η υπερφωσφαταιμία αποτελεί ισχυρό προγνωστικό παράγοντα της θνησιμότητας σε προχωρημένη χρόνια νεφρική νόσο και αντιμετωπίζεται με τη διατροφή, τα φωσφοροδεσμευτικά και την αιμοκάθαρση. Στη μελέτη μας έγινε προσπάθεια να εκτιμηθεί η γνώση και η συμμόρφωση των αιμοκαθαιρόμενων ασθενών για τη χρησιμότητα των δεσμευτικών του φωσφόρου και οι παράγοντες που επηρεάζουν τη σωστή λήψη τους. Τέθηκε σε όλους ερωτηματολόγιο το οποίο απαντήθηκε στο χώρο του νοσοκομείου κατά τη διάρκεια της αιμοκάθαρσης και αποσκοπούσε στην άντληση πληροφοριών σχετικά με το αν γνώριζαν για τον φώσφορο και τα φωσφοροδεσμευτικά φάρμακα, τον τρόπο λήψης αυτών, το κατά πόσο ακολουθούν τις ιατρικές οδηγίες και πως νιώθουν ψυχολογικά το τελευταίο διάστημα. Από τον ιατρικό φάκελο των ασθενών καταγράψαμε τις αιματολογικές και βιοχημικές παραμέτρους από τον τακτικό μηνιαίο έλεγχο αυτών και για το χρονικό διάστημα των τριών μηνών. Οι ασθενείς που δεν ακολουθούσαν τις ιατρικές οδηγίες όσον αφορά τη λήψη των φωσφοροδεσμευτικών, ήταν σημαντικά νεότεροι και είχαν στατιστικά υψηλότερα επίπεδα φωσφόρου σε σχέση με αυτούς που ακολουθούσαν τις οδηγίες. 937 20 18 Καινοτόμες διαθεματικές προσεγγίσεις γλώσσας και κοινωνιολογίας: ένα παράδειγμα εφαρμογής της βιβλιοθεραπευτικής μεθόδου στη θεματική ενότητα πρόσφυγες - μετανάστες Innovarive interdisuplinary approaches of language and sociology: an example of applied bibliography teaching method at the topic: refugees - immigrants 938 367 335 The present diploma thesis aims at presenting the historical evolution of the assessment -more specifically, the grading- of students in primary schools in Greece and at showing how these changes were accepted by both the teaching community and those who were directly involved in it, meaning parents and students. At the same time, it intends to present the way in which these changes were approved by the official body of teachers, known as Δ.Ο.Ε. (acronym for the Teachers’ Federation of Greece) through their magazine, the “Teaching Step”. The period that is studied starts from the Regime Change in 1974 and ends in 1993. Moreover, this study illustrates the changes, the efforts of amendment and improvement of the educational system, as well as the reforms and the anti-reforms that followed and created upheaval and insecurity to all those who were involved in this action and became part of the problem since they made it a political one. Before we approach this topic, we needed to achieve some other goals first: to comprehend the meaning of the word ‘assessment’, and more specifically assessment in Greek schools, to study and analyze the historical evolution of the assessment, especially that of a student’s grading in the Greek primary school from the Regime Change in 1974 to 1993, and also to study and analyze the way in which these changes were approached by Δ.Ο.Ε. (see above) through articles in the Press at that time. The present diploma thesis examines an aspect of the past of education and for this reason, the method used is the historical one. For a detailed study and proper employment of the texts, content analysis was considered as the most suitable one. Source studying showed that steadfast strategies and views, the certainty of a ‘sure way’ and the power of being already used to something, functioned as obstacles in the education field. The obsolete way of thinking of all those who were part of the educational process, meaning teachers, students and parents, was hard to change with just a law or a Presidential Decree. Despite all the changes that were attempted in the grading sector, no change was stabilized in the Greek educational system during a turbulent period. Με την παρούσα διπλωματική εργασία επιχειρούμε την παρουσίαση της ιστορικής εξέλιξης της αξιολόγησης -πιο συγκεκριμένα της βαθμολόγησης- των μαθητών στο ελληνικό δημοτικό σχολείο και το πώς αυτές οι αλλαγές έγιναν δεκτές τόσο από την εκπαιδευτική κοινότητα όσο και από τους άμεσα εμπλεκόμενους στην εκπαιδευτική πράξη, γονείς και μαθητές. Συγχρόνως στοχεύει στο να αναδείξει τον τρόπο που αυτές οι αλλαγές χαιρετίστηκαν από τον επίσημο φορέα των δασκάλων, τη Δ.Ο.Ε. (Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδας) μέσα από το περιοδικό τους το «Διδασκαλικό Βήμα». Η περίοδος που εξετάζουμε ξεκινά από τη Μεταπολίτευση και συγκεκριμένα από το 1974 και σταματά το 1993. Μέσα στη μελέτη μας αποτυπώνονται οι αλλαγές, οι προσπάθειες αναθεώρησης, βελτίωσης του εκπαιδευτικού συστήματος καθώς και οι αντιδράσεις, οι αντιμεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν και που δημιούργησαν αναστάτωση και ανασφάλεια σε εκείνους που εμπλέκονταν στην εκπαιδευτική πράξη και οι οποίοι με τη σειρά τους γίνονταν μέρος του προβλήματος καθώς το πολιτικοποιούσαν. Για την προσέγγιση του θέματος χρειάστηκε να επιτευχθούν οι ακόλουθοι στόχοι, η κατανόηση της αξιολόγησης σαν έννοια και συγκεκριμένα η αξιολόγηση στην εκπαίδευση στο ελληνικό σχολείο, η μελέτη και η ανάλυση της ιστορικής εξέλιξης της αξιολόγησης και ιδιαίτερα της βαθμολογίας του μαθητή στο δημοτικό σχολείο στην Ελλάδα, από τη Μεταπολίτευση ως το 1993 και η μελέτη και η ανάλυση του τρόπου που τις προσέγγισε αυτές τις αλλαγές η Δ.Ο.Ε. μέσα από τα άρθρα στο Τύπο της εποχής. Η παρούσα διπλωματική εργασία εξετάζει μια πτυχή του εκπαιδευτικού παρελθόντος και γι’ αυτό το λόγο η μέθοδος που χρησιμοποιούμε είναι η ιστορική. Για τη λεπτομερή μελέτη και την ορθή αξιοποίηση των κειμένων θεωρήθηκε ως καταλληλότερη η ανάλυση περιεχομένου. Η μελέτη των πηγών μας έδειξε πως οι παγιωμένες πρακτικές και αντιλήψεις, η σιγουριά της πεπατημένης και η δύναμη της συνήθειας λειτούργησαν ως τροχοπέδη στο χώρο της εκπαίδευσης. Η παλιά νοοτροπία και σκέψη όλων όσοι εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία, δασκάλων, μαθητών και γονέων, ήταν δύσκολο να αλλάξει απλά με ένα νόμο ή ένα Προεδρικό Διάταγμα. Παρά τις όσες αλλαγές επιχειρήθηκαν στον τομέα της βαθμολόγησης καμία αλλαγή δεν σταθεροποιήθηκε στην ελληνική εκπαίδευση σε ένα πολυτάραχο διάστημα. 939 319 335 Σύνθετα υλικά βασιζόμενα σε μεταλλοργανικές μικροπορώδεις ενώσεις και αργιλοπυριτικά υλικά για ταυτόχρονη απομάκρυνση ανιονικών και κατιονικών ρύπων από υδατικά διαλύματα The industrialization of human societies during the last centuries, has led to the mass urbanization of most places on planet Earth. Consequently, different kinds of industries have developed, which served and continue to serve people’s needs in different aspects of their everyday life. However, the modern economic systems favor the prevalence of hyperconsumerism, resulting in the proliferation of people’s needs in products and the rapid increase of industrial production. The use of dyes, which accompanies the human existence from its first steps on earth, skyrocketed at the industrial level and along with it the levels of water pollution that is caused by the disposal of dye-waste on the environment. Dyes, and the synthetic ones in particular, form an individual category of pollutants, who not only affect the quality of water, but are also incriminated due to their toxicity towards living organisms. Aiming in the protection of environment through the removal of dyes from water systems, different kinds, different kinds of methods and treatment technics have developed like oxidation, biological oxidation, chemical treatment, incineration and sorption. Among them, the latter is considered to be a much-promising method, taking in consideration the low-cost, easy-to-use and low energy consumption character of sorption.In this study we present two composite materials based on the anion-exchanging material [Zr6O4(OH)4(NH3+-BDC)6]Cl6 (ΜΟR-1), where NH2-BDC2-=2-amino-terephthalate, combined with natural inorganic cation-exchanging materials, specifically Bedonite and Clinoptilolite together with alginic acid, a natural organic polymer. These composite materials exhibit an exceptional capability of simultaneous sorption of anionic and cationic dyes from water solutions. We furthermore present two additional composite ion-exchangers based on the above-mentioned materials, calcium alginate and Fe3O4, which in the form of beads can be successfully employed in ion-exchange columns. It is also worth mentioning, that each composite ion-exchanging material is itself successful in the simultaneous reduction of the concentrations of the mixed-dye (anionic and cationic) solution, thus being a significant alternative proposition to the use of mixed-bed resins. Η εκβιομηχάνιση των ανθρώπινων κοινωνιών τους τελευταίους αιώνες, οδήγησε σε μαζική αστικοποίηση των περισσότερων περιοχών του πλανήτη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αναπτυχθούν διάφορες βιομηχανίες, οι οποίες εξυπηρετούσαν και συνεχίζουν να εξυπηρετούν τις ανάγκες των ανθρώπων σε τομείς της καθημερινότητας τους. Ωστόσο, τα σύγχρονα οικονομικά συστήματα ευνοούν την επικράτηση του υπερκαταναλωτικού προτύπου, με αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό των αναγκών των ανθρώπων σε προϊόντα και την υπέρμετρη αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής. Η χρήση χρωστικών, που συνοδεύει την ανθρώπινη ύπαρξη από τα πρώτα της βήματα, εκτοξεύθηκε στο βιομηχανικό επίπεδο και μαζί της το επίπεδο μόλυνσης των υδάτινων συστημάτων λόγω της απόρριψης των αποβλήτων τους στο περιβάλλον. Οι χρωστικές και δη οι συνθετικές αποτελούν μια ξεχωριστή κατηγορία ρύπων, οι οποίοι όχι μόνο επηρεάζουν την ποιότητα του νερού, αλλά έχουν ενοχοποιηθεί και για την τοξικότητα τους απέναντι στους ζώντες οργανισμούς. Στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής προστασίας μέσω της απομάκρυνσης των χρωστικών από τα υδατικά συστήματα, αναπτύχθηκαν διάφορες μέθοδοι και τεχνικές αντιμετώπισης τους, όπως η οξειδωτική κατεργασία, η βιολογική οξείδωση, η χημική κατεργασία, η αποτέφρωση και η ρόφηση. Μεταξύ αυτών, η ρόφηση θεωρείται ως μια πολλά υποσχόμενη μέθοδος λαμβάνοντας υπόψιν την αποδοτικότητα του κόστους, την ευκολία λειτουργίας και τη χαμηλή κατανάλωση ενέργειας. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζουμε δύο σύνθετα υλικά με βάση το μεταλλο-οργανικό ανιονανταλλακτικό υλικό [Zr6O4(OH)4(NH3+-BDC)6]Cl6 (ΜΟR-1), όπου NH2-BDC2-= 2-amino-terephthalate, σε συνδυασμό με φυσικά ανόργανα κατιονανταλλακτικά υλικά και συγκεκριμένα μπεντονίτη και κλινοπτιλόλιθο και ένα φυσικό οργανικό πολυμερές το αλγινικό οξύ. Τα σύνθετα αυτά υλικά παρουσιάζουν εξαιρετική ικανότητα να ροφούν ταυτόχρονα ανιονικές και κατιονικές χρωστικές από το νερό. Επίσης παρουσιάζουμε δύο ακόμη σύνθετους ιοντο-ανταλλάκτες με βάση τα παραπάνω υλικά, το αλγινικό ασβέστιο και το Fe3O4, οι οποίοι υπό μορφή σφαιριδίων μπορούν να χρησιμοποιηθούν με επιτυχία σε ιοντο-ανταλλακτική στήλη. Αξιοσημείωτο είναι επίσης, ότι το εκάστοτε σύνθετο ιοντο-ανταλλακτικό υλικό επιτυγχάνει αυτό καθ’ εαυτό την ταυτόχρονη μείωση των συγκεντρώσεων κοινού διαλύματος ανιονικής και κατιονικής χρωστικής, αποτελώντας έτσι μια σημαντική εναλλακτική πρόταση στη χρήση ρητινών μικτής κλίνης. 940 279 346 Endoscopic study of patients with inflammatory bowel diseases in Northwestern Greece Ενδοσκοπική μελέτη των ασθενών με ιδιοπαθή φλεγμονώδη πάθηση των εντέρων στη Βορειοδυτική Ελλάδα Background: Pseudopolyps in ulcerative colitis (UC) are considered as indicators of previous episodes of severe inflammation and ulceration of the mucosa. The aim of the study was to investigate the long-term outcomes of patients treated for UC, with or without pseudopolyps. Methods: This was a retrospective single-center study. Consecutive patients with UC and available endoscopic data from 2000 until 2017 were eligible for the study and were followed until June 2017. Patients with incomplete medical/endoscopic charts or interrupted follow up were excluded from the study. Primary outcomes included time to treatment escalation, treatment escalation to biological agents or surgery, and UC-related hospitalization. Secondary outcome included the association of pseudopolyps with bowel stenosis. Results: Eighty-three UC patients were included in the study, of whom 25 (30%) had pseudopolyps. The median duration of follow up was 2.8 years (interquartile range: 1.1-4.9). Multiple Cox regression analysis identified the presence of pseudopolyps as the only variable independently associated with treatment escalation (hazard ratio [HR] 2.3, 95% confidence interval [CI] 1.2-4.3; p=0.014) and escalation to biological agents or surgery (HR 6.3, 95%CI 1.9-20.7; p=0.002). The presence of pseudopolyps was marginally associated with bowel stenosis during follow up (OR 4.6; 95% Cl: 1-21; p=0.050). Only extensive colitis was associated with increased need for UC-related hospitalization (HR 1.9; 95% Cl:1.1-3.6, p=0.040) and not the pseudopolyps (p=0.434). Conclusion: This retrospective single-center study provides the first preliminary evidence that patients with UC and pseudopolyps may represent a subpopulation with a higher inflammatory burden and a greater need for treatment escalation, including to biological agents or surgery. Large, prospective multicenter studies are certainly warranted to confirm these findings. Σκοπός: Οι ψευδοπολύποδες στην ελκώδη κολίτιδα (ΕΚ) παρατηρούνται ως αποτέλεσμα προηγούμενων σοβαρών επεισοδίων φλεγμονής και εξελκώσεων του βλεννογόνου. Σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση της κλινικής πορείας των ασθενών με ΕΚ συγκριτικά με ασθενείς χωρίς ψευδοπολύποδες. Μέθοδοι: Διενεργήθηκε αναδρομική μονοκεντρική μελέτη. Στη μελέτη υποψήφιοι προς ένταξη ήταν ασθενείς με διαγνωσμένη ΕΚ που παρακολουθούνταν από τη Πανεπιστημιακή Γαστρεντερολογική κλινική του Πανεπιστημιακού νοσοκομείου Ιωαννίνων με διαθέσιμα ενδοσκοπικά δεδομένα και κλινικά δεδομένα από το 2000 έως και τον Ιούνιο του 2017. Ασθενείς με ατελή ιατρικά / ενδοσκοπικά δεδομένα ή διακοπτόμενη παρακολούθηση αποκλείστηκαν από τη μελέτη. Τα πρωταρχικά σημεία έρευνας περιλάμβαναν την ανάγκη κλιμάκωσης της θεραπείας, την ανάγκη κλιμάκωσης της θεραπείας με χρήση βιολογικών παραγόντων ή τη διενέργεια κολεκτομής και τη μελέτη της ανάγκης για νοσηλεία που σχετιζόταν με τη δραστηριότητα της ΕΚ. Ως δευτερεύων καταληκτικό σημείο έρευνας ήταν η διερεύνηση της σχέσης των ψευδοπολυπόδων με την ύπαρξη στένωσης του εντερικού αυλού. Αποτελέσματα: Συνολικά 83 ασθενείς με ΕΚ συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη. Από αυτούς οι 25, (30%) ήταν ασθενείς με ψευδοπολύποδες. Η συνολική μέση διάρκεια παρακολούθησης των ασθενών ήταν τα 2.8 έτη (διατεταρτημοριακό εύρος 1.1-4.9). Η πολυπαραγοντική παλινδρομική ανάλυση κατά Cox προσδιόρισε την παρουσία των ψευδοπολυπόδων ως τη μόνη μεταβλητή που σχετίστηκε ανεξάρτητα με την ανάγκη κλιμάκωσης της θεραπείας (HR 2.3, 95%CI: 1.2-4.3, p = 0.014) και ειδικότερα σε κλιμάκωση της θεραπείας σε βιολογικούς παράγοντες ή χειρουργική επέμβαση (HR 6.3, 95%CI: 1.9-20.7, p =0.002). Η παρουσία των ψευδοπολυπόδων σχετίστηκε οριακά με τη συνύπαρξη με εντερική στένωση στην ενδοσκόπηση (OR 4.6, 95%Cl: 1-21, p=0.05). Οι ψευδοπολύποδες δε σχετίστηκαν με αυξημένη ανάγκη νοσηλείας (p=0.434), παρά μόνο η εκτεταμένη κολίτιδα (HR 1.9, 95%Cl 1.1-3.6, p=0.040). Συμπεράσματα: Αυτή η αναδρομική μονοκεντρική μελέτη παρέχει τις πρώτες προκαταρκτικές ενδείξεις ότι οι ασθενείς με ΕΚ και ψευδοπολύποδες μπορεί να αντιπροσωπεύουν έναν υποπληθυσμό με υψηλότερο φορτίο φλεγμονής και αυξημένη ανάγκη για γενικότερη κλιμάκωση της θεραπείας και ειδικότερα ανάγκη για κλιμάκωση της θεραπείας με βιολογικούς παράγοντες ή κολεκτομή σε σύγκριση με τους ασθενείς χωρίς ψευδοπολύποδες. Μεγάλες, προοπτικές πολυκεντρικές μελέτες χρειάζονται βεβαίως για την επιβεβαίωση αυτών των δεδομένων. 941 243 343 By studying Nicomachean Ethics, we have the opportunity to realize Aristotle's interest in human morality, the means of conquering moral virtue and the inaccessible course of man toward eudemonia. Morality for Aristotle is not a separate kind of science. It is part of political science, and particularly the "study of human nature". Nicomachean Ethics, as a project, has a consultative and motivational character. The philosopher urges man to act morally, exploring and demonstrating how he will be educated in moral acting. The aim of the present work is to highlight the course of thought of Aristotle, who shapes the virtuous man, so that he leads to the achievement of an almost divine happiness, through his actions.In the first chapter of this study, basic Aristotelian concepts are shown, such as the “telos”, the “exis” and the “virtue”. The second chapter deals with the “proairesis” and moral responsibility of the individual, while he acts. The concepts of “ekousion”, “akousion” and “proairesis” are studied in the context of human action. In the third chapter we focus on ethical virtues. Particular reference is made to the moral virtue of justice.The fourth chapter mentions mental virtues and examines the virtue of wisdom, which, although intellectual virtue, presupposes ethics. In the fifth and final chapter, the course of synthesis of the present work and the attempt to approach and interpret the Aristotelian eudemonia is completed, while the connection of the human act with the achievement of happiness is expounded. Μελετώντας τα Ηθικά Νικομάχεια, έχουμε τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσουμε το ενδιαφέρον του Αριστοτέλη για την ανθρώπινη ηθική, για τα μέσα κατάκτησης της ηθικής αρετής και για τη δύσβατη πορεία του ανθρώπου προς την ευδαιμονία. Η ηθική για τον Αριστοτέλη δεν αποτελεί ξεχωριστό είδος επιστήμης, αλλά είναι μέρος της πολιτικής επιστήμης, και συγκεκριμένα αφορά στη «μελέτη του ανθρώπινου χαρακτήρα».Τα Ηθικά Νικομάχεια, ως έργο, έχουν συμβουλευτικό-παρακινητικό χαρακτήρα. Ο φιλόσοφος προτρέπει τον άνθρωπο να πράττει ηθικά, διερευνώντας και καταδεικνύοντας τον τρόπο με τον οποίο θα διαπαιδαγωγηθεί στο ηθικό πράττειν. Στόχος της παρούσας εργασίας είναι να αναδείξει την πορεία της σκέψης του Σταγειρίτη, ο οποίος μορφοποιεί τον ενάρετο άνθρωπο, και του δίδει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που χρειάζεται να έχει, ώστε μέσα από τις πράξεις του να οδηγηθεί στην κατάκτηση μιας ευδαιμονίας σχεδόν θεϊκής. Στο πρώτο κεφάλαιο της μελέτης αυτής, αποσαφηνίζονται βασικές αριστοτελικές έννοιες, όπως για παράδειγμα, το τέλος, το έργον, η έξις , η αρετή, χρήσιμες για την περαιτέρω κατανόηση των νοημάτων στην εξέλιξη της εργασίας, ενώ ταυτόχρονα εντοπίζονται τα κοινά στοιχεία και οι διαφορές της ηθικής και της πολιτικής φιλοσοφίας του. Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζεται η προαίρεση και η ηθική ευθύνη του ατόμου για την επιλογή τής εκάστοτε πράξης. Μελετώνται οι έννοιες του εκούσιου, του ακούσιου και της προαίρεσης και η πολλαπλή νοηματοδότησή τους στο πλαίσιο της ανθρώπινης πράξης. Η προσοχή μας στο τρίτο κεφάλαιο επικεντρώνεται στις ηθικές αρετές. Πιο συγκεκριμένα, εξετάζονται σημαντικές για την επιτέλεση ηθικών πράξεων αρετές και αναλύεται ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι μπορούν να τις κατακτήσουν. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην ηθική αρετή της δικαιοσύνης και αναδύονται οι διαφορές της δίκαιης από την άδικη πράξη. Στο τέταρτο κεφάλαιο αναφέρονται οι διανοητικές αρετές και διερευνάται ιδιαιτέρως η αρετή της φρόνησης, που, αν και διανοητική αρετή, προϋποθέτει την ηθική. Επίσης, εντοπίζονται και αναλύονται οι βασικές διαφορές μεταξύ της εγκράτειας και της ακρασίας. Με το πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο, ολοκληρώνεται η πορεία σύνθεσης της παρούσας εργασίας και η απόπειρα προσέγγισης και ερμηνείας της αριστοτελικής ευδαιμονίας, ενώ παράλληλα απαντώνται ερωτήματα που έχουν τεθεί για τη σύνδεση της ανθρώπινης πράξης με την κατάκτηση της ευδαιμονίας. 942 345 383 Development of a general purpose interface for a microcomputer-based laboratory Δημιουργία περιβάλλοντος διεπαφής σε ένα σύστημα συγχρονικής λήψης και απεικόνισης δεδομένων γενικού σκοπού In the modern school lab environment, the development of digital technology and Information and Communication Technologies (ICT) contribute to upgrading the teaching process and improving the quality of learning as they provide new tools and environments for collecting, processing, visualizing data and communicating the results. Microcomputer-based laboratories (MBL), connect sensors, data acquisition devices, computer and software to instantly receive real-world data, process and graphical representationin real time. Commercially available choices for School Science Labs are costly, do not work with equipment from a different manufacturer, but are closed in nature, so that any modification, improvement, or customization by the user is not possible. In recent years, advances in electronics and integrated circuit technology have led to the development of low cost, open access technologies based on microcontrollers. The Arduino platform is one of the most popular open hardware/software projects and is supported by an extensive community of users.In this work, a general-purpose graphical user interface was created in an open, low-costMBL system. The Arduino Uno board is programmed to act as a data acquisition device that receives and processes measurements from analogue or digital sensors and then sends the results to the computer via a USB connection. At the same time, on the computer, the libreMBL-GUI application, developed with the Python programming language, enables serial communication to be set up for interactive user-system communication, the start and end control of graphical representation of the measurements in real time, interactive student navigation on graphs and data storage for later processing. Additionally, it is open source, cross-platform, and transparent to the material, as it can support different Arduino types, while it can display the measurements of any compatible sensor connected to the Arduino board, provided that the appropriate sketch has been created and downloaded to the microcontroller. The system was tested with temperature, pressure and distance sensors, covering a wide range of experiments in both Secondary and Primary Education. The created sketches follow a common pattern to make it easy to expand and adapt to different sensors. Στο σύγχρονο σχολικό εργαστηριακό περιβάλλον, η ανάπτυξη της ψηφιακής τεχνολογίας και οι Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) συμβάλλουν στην αναβάθμιση της διδακτικής διαδικασίας και βελτίωση της ποιότητας της μάθησης, καθώς παρέχουν νέα εργαλεία και περιβάλλοντα για τη συλλογή, επεξεργασία, οπτικοποίηση των δεδομένων και επικοινωνία των αποτελεσμάτων. Τα εργαστήρια βασισμένα σε υπολογιστή (Microcomputer-basedlaboratories, MBL), που στην Ελλάδα ονομάζονται Συστήματα Συγχρονικής Λήψης και Απεικόνισης, συνδέουν αισθητήρες, συσκευές πρόσκτησης δεδομένων, υπολογιστή και λογισμικό διαχείρισης, για την άμεση λήψη δεδομένων του πραγματικού κόσμου, επεξεργασία, καθώς και απεικόνισή τους σε πραγματικό χρόνο. Οι εμπορικά διαθέσιμες επιλογές για τα σχολικά εργαστήρια Φυσικών Επιστημών (ΦΕ) είναι δαπανηρές, δεν συνεργάζονται με εξοπλισμό διαφορετικού κατασκευαστή, ενώ είναι κλειστού χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτή οποιαδήποτε τροποποίηση, βελτίωση ή προσαρμογή από το χρήστη. Τα τελευταία χρόνια η πρόοδος στην τεχνολογία των ηλεκτρονικών και των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη χαμηλού κόστους, ανοιχτής πρόσβασης και αρχιτεκτονικής τεχνολογιών, που βασίζονται σε μικροελεγκτές. Η πλατφόρμα Arduino αποτελεί ένα από τα πιο δημοφιλή project ανοιχτού υλικού/λογισμικού, ενώ παράλληλα υποστηρίζεται από μία εκτεταμένη κοινότητα χρηστών. Στην παρούσα εργασία δημιουργήθηκε περιβάλλον γραφικής διεπαφής χρήστη γενικού σκοπού, σε ένα ανοιχτό, χαμηλού κόστους σύστημα συγχρονικής λήψης και απεικόνισης δεδομένων. Ηπλακέτα Arduino Uno προγραμματίστηκε να λειτουργεί ως συσκευή πρόσκτησης δεδομένων, η οποία λαμβάνει και επεξεργάζεται μετρήσεις από αναλογικούς ή ψηφιακούς αισθητήρες και στη συνέχεια αποστέλλει τα αποτελέσματα στον υπολογιστή μέσω σύνδεσης USB. Ταυτόχρονα, στην πλευρά του υπολογιστή, η εφαρμογή«libreMBL-GUI», η οποία αναπτύχθηκε με τη γλώσσα προγραμματισμού Python,επιτρέπει τη ρύθμιση της σειριακής επικοινωνίας για την αμφίδρομη επικοινωνία χρήστη-συστήματος, τον έλεγχο έναρξης και λήξης της γραφικής αναπαράστασης των μετρήσεων σε πραγματικό χρόνο, τη διαδραστική πλοήγηση του μαθητή στις γραφικές παραστάσεις και την αποθήκευσή δεδομένων/γραφικών παραστάσεων για μεταγενέστερη επεξεργασία. Επιπλέον είναι ανοιχτού κώδικα, ανεξάρτητη πλατφόρμας και διαφανής ως προς το υλικό,καθώς μπορεί να υποστηρίξει διαφορετικά είδη Arduino, ενώ δύναται να απεικονίσει τις μετρήσεις οποιουδήποτε συμβατού αισθητήρα που συνδέεται με την πλακέτα Arduino, με την προϋπόθεση να έχει δημιουργηθεί και μεταφορτωθεί στον μικροελεγκτή το κατάλληλο πρόγραμμα (sketch). Το σύστημα δοκιμάστηκε με αισθητήρες θερμοκρασίας, πίεσης και απόστασης, που καλύπτουν αρκετά μεγάλο εύρος πειραμάτων στη Δευτεροβάθμια αλλά και στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Tα προγράμματα (sketches) που δημιουργήθηκαν, ακολουθούν ένα κοινό μοτίβο κώδικα, ώστε να είναι εύκολη η επέκταση και προσαρμογή τους σε διαφορετικούς αισθητήρες. 943 250 263 School bullying and depictions of diversity in modern children's and youth's literature (2008-2018) Σχολικός εκφοβισμός και απεικονίσεις της διαφορετικότητας σε έργα σύγχρονης παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας (2008-2018) This paper analyzes the phenomenon of School Bullying and the depictions of diversity in Modern Children's and Youth’s Literature during the decade 2008-2018. To begin with the first chapter, various definitions of school bullying are presented. Moreover, reference is made to the specific characteristics of the perpetrator, the victim and the bystanders. In addition, the selected literary books are categorized into one of the following forms of bullying: Verbal and Physical Intimidation, Social Exclusion, Racist Intimidation, Intimidation and Students with Speech Disorders, and Cyberbullying. Moreover, the factor of diversity and its effect on school bullying is presented. It, also, highlights the important role of School and Literature towards School Violence. Continuing with the second chapter, the children's literary books and the criteria of their choice are introduced. More specifically, the selection of literary books was based on their recent release, their theme about school violence, the age of their reading audience, their awards, and their suggestions from the city's bookstores. Additionally, Gerard Genette's narrative discourse theory is presented, followed by a summary and an extensive analysis of the books. The third chapter discusses some of the peritextual features of books and particularly: the importance of cover and its image, the meaning of the title and characters’ types. Furthermore, the connection between the images of the books and the narrative techniques, as stated in the second chapter, is examined. In conclusion the results of this paper are presented. Στην παρούσα εργασία εξετάζεται το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού και οι απεικονίσεις της διαφορετικότητας σε έργα Σύγχρονης Παιδικής και Νεανικής Λογοτεχνίας, κατά τη δεκαετία 2008- 2018. Στο πρώτο κεφάλαιο, διατυπώνονται διάφοροι ορισμοί του σχολικού εκφοβισμού και γίνεται αναφορά στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του θύτη, του θύματος και των θεατών. Έπειτα, γίνεται κατηγοριοποίηση των υπό μελέτη λογοτεχνικών βιβλίων σε καθεμία, από τις παρακάτω μορφές εκφοβισμού: Λεκτικός και Σωματικός Εκφοβισμός, Κοινωνικός Αποκλεισμός, Ρατσιστικός Εκφοβισμός, Εκφοβισμός και άτομα με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες (Διαταραχές ομιλίας και λόγου), και Ηλεκτρονικός Εκφοβισμός. Επιπλέον, ακολουθεί αναφορά στον παράγοντα της διαφορετικότητας και στην επίδρασή του, στο σχολικό εκφοβισμό. Ακόμη, επισημαίνεται ο ρόλος του σχολείου και του μαθήματος της Λογοτεχνίας, ως μέσο αντιμετώπισης της Σχολικής Βίας. Στο δεύτερο κεφάλαιο, παρουσιάζονται τα υπό μελέτη παιδικά λογοτεχνικά βιβλία και τα κριτήρια της επιλογής τους. Πιο συγκεκριμένα, η επιλογή των λογοτεχνικών αφηγημάτων έγινε με κριτήρια την πρόσφατη κυκλοφορία τους, το θέμα τους να είναι σχετικό με τη σχολική βία, την ηλικία του αναγνωστικού κοινού τους, τις βραβεύσεις τους και τις προτάσεις τους από τα βιβλιοπωλεία της πόλης. Επιπρόσθετα, παρατίθεται η θεωρία της αφηγηματολογίας του Gerard Genette και ακολουθεί η περίληψη και αφηγηματική ανάλυση των βιβλίων. Στο τρίτο κεφάλαιο αναλύονται ορισμένα από τα παρακειμενικά στοιχεία των βιβλίων και ειδικότερα: η λειτουργία του εξωφύλλου και της εικόνας, η σημασία του τίτλου και οι τύποι των χαρακτήρων. Εν συνεχεία, επισημαίνεται η σχέση των εικόνων του βιβλίου με τις αφηγηματικές τεχνικές, όπως διατυπώθηκαν, στο δεύτερο κεφάλαιο. Καταληκτικά, στην τελευταία ενότητα συνοψίζονται τα συμπεράσματα της παρούσας εργασίας. 944 351 426 Η επίδραση της διεγχειριτικής χορήγησης φυσοστιγμίνης σε ηλικιωμένους ασθενείς στην μετεγχειρητική εγρήγορση και στις διαταραχές μνήμης Background: Central cholinergic system is implicated in cognitive functioning. Transient cognitive dysfunction after general anaesthesia is a frequent condition in elderly patients. The aim of the present study was to determine whether physostigmine, a centrally acting cholinesterase inhibitor, may shorten the recovery from general anaesthesia in elderly patients. Methods: Eighty ASA I-III patients aged > 65 years, in a double-blind study protocol, scheduled for laparoscopic cholecystectomy were enrolled to receive either 2 mg physostigmine in 250 ml N/S 0.9% (group Physo) or 250 ml N/S 0.9% as placebo (group Control) with slow intravenous infusion (over 45 minutes) after induction in anaesthesia. General anaesthesia using remifentanil, propofol, and sevoflurane was performed for surgery. Extubation time was recorded. Patients were assessed for: sedation (scale 1-3), orientation (scale 0-4), pain (VAS: 0-10) at rest and movement, sitting ability, “picking up matches” test at 15 minutes, 8 and 24 hours postoperatively. The analgesic requirements and side effects were recorded until the 1st postoperative day. Results: Demographics were similar in both groups. Extubation time was significant lower for Physo group (8.0±2.7 vs 9.8±3.6, p=0.012). At all time points postoperatively, the seconds to perform the picking up matches test were significant lower for the Physo group (15 minutes postoperatively: 18±7.1 vs 24.6±11.6, p=0.003, 8 hours postoperatively: 11.8±3.9 vs 16.0±6.0, p<0.001, 24 hours postoperatively: 8.8±3.4 vs 11.2±4.7, p=0.008). Orientation and sedation did not differ at any time point between the two groups. Both VAS score at rest and at movement and consumption of analgesics were significant lower for Physo group during the 1st postoperative day. The proportion of patients with sitting ability was significant greater for the Physo group compared to control group 15 minutes (32 patients vs 18 patients, p=0.001) and 8 hours postoperatively: (39 patients vs 24 patients, p<0.001). No difference concerning side effects and hemodynamics was found between the two groups. Conclusion: We conclude that the intraoperative infusion of physostigmine shortens the recovery time from general anaesthesia in the elderly patients. Furthermore, physostigmine reduces analgesic consumption without any signifficant side - effects. These effects seen in the elderly patients were within the 1st postoperative day. Σκοπός: Το κεντρικό χολινεργικό σύστημα εμπλέκεται στη ρύθμιση της νοητικής λειτουργίας. Η παροδική νοητική δυσλειτουργία είναι μία συχνή κατάσταση στους ηλικιωμένους ασθενείς. Ο σκοπός αυτής της μελέτης είναι να ερευνήσει εάν η χορήγηση φυσοστιγμίνης, ενός κεντρικού αναστολέα της χολινεστεράσης, μπορεί να συντομεύσει την ανάνηψη και να αυξήσει την εγρήγορση μετά τη γενική αναισθησία σε ηλικιωμένους ασθενείς. Υλικό και μέθοδος: Μελετήθηκαν 80 ασθενείς, ASA I-III, ηλικίας > 65 ετών, σε μια προοπτική διπλή τυφλή μελέτη, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε προγραμματισμένη λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή. Τυχαιοποιήθηκαν είτε στην ομάδα Φύσο (Ν=40), στην οποία χορηγήθηκαν 2 mg φυσοστιγμίνη σε 250 ml N/S 0.9%, είτε στην ομάδα Ελέγχου, στην οποία χορηγήθηκε μόνο 250 ml N/S 0.9% σε αργή ενδοφλέβια στάγδην έγχυση (30-40 min) μετά την εισαγωγή στην αναισθησία. Προεγχειρητικά όλοι οι ασθενείς υποβλήθηκαν στη δοκιμασία “συλλογής σπίρτων”. Επίσης αξιολογήθηκε η μνήμη των ασθενών με τον προσανατολισμό τους ως προς τον τόπο και το χρόνο. Η γενική αναισθησία έγινε με προποφόλη, ρεμιφεντανύλη και σεβοφλουράνιο και ήταν κοινή και στις δύο ομάδες. Μετεγχειρητικά καταγράφηκε ο χρόνος αφύπνισης των ασθενών. Έγινε αξιολόγηση της καταστολής (σκορ 1-3), του προσανατολισμού (σκορ 0-4), του πόνου (VAS: 0-10) ηρεμίας και κίνησης, της ικανότητας καθίσματος, της δοκιμασίας “συλλογής σπίρτων” στα 15 min, 8 και 24 ώρες μετεγχειρητικά. Επίσης, καταγράφηκαν οι ανάγκες σε οπιοειδή και οι παρενέργειες κατά τη διάρκεια του 1ου μετεγχειρητικού 24ώρου. Αποτελέσματα: Τα δημογραφικά στοιχεία των ασθενών ήταν παρόμοια και στις δύο ομάδες. Ο χρόνος αφύπνισης ήταν μικρότερος στην ομάδα Φύσο (8.0±2.7 vs 9.8±3.6, p=0.012). Σε όλες τις χρονικές στιγμές μετεγχειρητικά, ο χρόνος “συλλογής των σπίρτων” ήταν μικρότερος για την ομάδα Φύσο (15 min: 18±7.1 vs 24.6±11.6, p=0.003, 8 ώρες: 11.8±3.9 vs 16.0±6.0, p<0.001, 24 ώρες: 8.8±3.4 vs 11.2±4.7, p=0.008). Τα σκορ της καταστολής και του προσανατολισμού ήταν παρόμοια στις δύο ομάδες. Το ποσοστό των ασθενών με ικανότητα καθίσματος ήταν μεγαλύτερο στην ομάδα Φύσο συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου στα 15 min (32 ασθενείς vs 18 ασθενείς, p=0.001) and 8 ώρες μετεγχειρητικά: (39 ασθενείς vs 24 ασθενείς, p<0.001). Τα σκορ VAS ηρεμίας και κίνησης και η κατανάλωση οπιοειδών ήταν μικρότερα στην ομάδα Φύσο στο πρώτο μετεγχειρητικό 24ωρο. Δεν υπήρξε στατιστικώς σημαντική διαφορά όσον αφορά τις παρενέργειες και την αιμοδυναμική σταθερότητα στις δύο ομάδες. Συμπεράσματα: Η διεγχειρητική χορήγηση φυσοστιγμίνης φαίνεται ότι έχει θετική επίδραση στην εγρήγορση, συντομεύοντας την ανάνηψη σε ηλικιωμένους που υποβάλλονται σε λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή με γενική αναισθησία. Επιπλέον, ελαττώνει σημαντικά την κατανάλωση οπιοειδών, χωρίς την εμφάνιση σημαντικών παρενεργειών. Αυτά τα φαινόμενα παρατηρήθηκαν σε ηλικιωμένους κατά τη διάρκεια του 1ου μετεγχειρητικού 24ώρου. 945 752 752 Educational program design in the field of science education for Informal settings under the prism of activity theory Σχεδιασμός εκπαιδευτικών προγραμμάτων από τον κόσμο των φυσικών επιστημών για μη τυπικά περιβάλλοντα μάθησης, υπό το πρίσμα της θεωρίας της δραστηριότητας The present dissertation explores the interaction between formal and non-formal education in the design and planning of complete educational programs, which are directly linked to the curriculum and they utilize innovative tools. It follows the Developmental Work Research methodology which is illustrated with the Expansive Learning cycle (Engeström & Sannino, 2010) and it is governed by the principles of Cultural Historical Activity Theory. The methodology led to the design of the educational program “Thunderbolt Hunt”. The educational program was implemented at the Archaeological Museum of Ioannina and not at a Science Museum or Center, as in Greece their number is very limited. The ultimate goal of the research is to improve teaching Science Education. Towards that, the research proposes the disengagement of science from formal education and class and its engagement with culture through the cultural institutions such as those of general interest. The characteristics of these institutions are in line with the principles of Activity Theory and offer many advantages as alternative communities of learning and places of cultivating scientific methods processes.The Cultural Historical Activity Theory was used in this research as a theoretical framework for the design and analysis of educational programs with an emphasis on active and interactive learning processes. It is a predominantly cultural and historical theory offering a wide field of design and application linking science to culture and society.More specifically, the research attempts to identify the scientific method processes that take place during the educational program “Thunderbolt Hunt” at the Archaeological Museum of Ioannina as well as the student-student, student-coordinator and student-teacher interactions, and finally, the teachers. It also studies the role of the Activity Theory and its structural components in the operation of the central activity system and finally, identifies the contradictions arisen during the design and implementation of the educational program “Thunderbolt Hunt” at the Archaeological Museum of Ioannina through the analysis of both central activity system and its neighboring systems.The educational program was implemented in 8 grades of 6 to 8-year-old students over 2 months (20/10/2017 - 22/12/2017). Research data was processed and analyzed in the environment of the Qualitative Data Analysis software, NVivo 9. The overall research data was 12.7 hours of video recordings which were divided into 61 individual episodes for effective management, as well as 136 student designs/texts produced by students during the research process. The individual episodes were enriched by complementary field notes recorded by the researcher – coordinator as a result of observation as well as snapshots of the actions of the educational program depicted in the form of photographs. The data was analyzed in three levels, with respect to the scientific method processes that appear, the interactions that take place and the structural components of the extended triangle of the Activity Theory. Multi-layered data analysis was performed within NVivo 9 software by the coding process.The interpretation of the results suggests that the Archaeological Museum of Ioannina, despite its limitations, has served as a fertile field of design and implementation of an educational program of the Science Education field. In the museum’s alternative learning community, students cultivated scientific methods processes, interacted with the exhibits of the museum as well as with their classmates, coordinator and teachers, actively participating in the actions of the educational program “Thunderbolt Hunt”. The Cultural Historical Activity Theory provides a conceptual view through which the system's interactions were analyzed during the educational program at the museum. In addition, the analysis of the examined system in the light of the Activity Theory, has helped to identify and analyze the contradictions between it and its neighboring systems by providing potential for its expansion and evolution. All the above leads to the conclusion that the Archaeological Museum, as an area of socio-cultural and historical aspects of the evolution of human activity in the light of the Activity Theory, is an ideal meeting place for students with their socio-cultural context.The output of the research was the development of a design framework for Scientific Educational Programs for Informal settings of General Interest (SciEPIGI). In particular, it incorporates the principles of the Activity Theory and proposes the implementation of educational programs in informal institutions of general interest. The design framework can be used by museum staff as well as teachers who want to design their own Science Education program tailored to their students’ needs as well as the specific features of the institution of general interest in which it will be applied. Η παρούσα διατριβή εξετάζει την αλληλεπίδραση της τυπικής με τη μη τυπική εκπαίδευση στο σχεδιασμό και την οργάνωση ολοκληρωμένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων, άμεσα συνδεδεμένων με το Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών, που αξιοποιούν καινοτόμα εργαλεία. Ακολουθεί την αναπτυξιακή έρευνα εργασίας (developmental work research) ως μεθοδολογία, η οποία αποτυπώνεται στον επεκτατικό κύκλο μάθησης (Engeström & Sannino, 2010) και διέπεται από τις αρχές της πολιτισμικής και ιστορικής θεωρίας της Δραστηριότητας. Η εφαρμογή της μεθοδολογίας οδήγησε στο σχεδιασμό του εκπαιδευτικού προγράμματος «Το κυνήγι του χαμένου κεραυνού». Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα πραγματοποιήθηκε στο Αρχαιολογικό μουσείο Ιωαννίνων και όχι σε μουσείο ή κέντρο Φυσικών Επιστημών καθώς στην Ελλάδα, το πλήθος αυτών είναι ιδιαίτερα περιορισμένο. Απώτερος στόχος της έρευνας αποτελεί η βελτίωση της διδασκαλίας των μαθητών στις Φυσικές Επιστήμες. Για να επιτευχθεί αυτό προτείνεται η απαγκίστρωση της επιστήμης από την τυπική εκπαίδευση και την τάξη και η αναγωγή της στο πολιτισμό και τα πολιτισμικά ιδρύματα όπως είναι οι χώροι μη τυπικής εκπαίδευσης γενικού ενδιαφέροντος. Τα χαρακτηριστικά των ιδρυμάτων αυτών συνάδουν με τις αρχές της θεωρίας της Δραστηριότητας και προσφέρουν πολλά πλεονεκτήματα ως εναλλακτικές κοινότητες μάθησης και καλλιέργειας διαδικασιών επιστημονικής μεθόδου. Η πολιτισμική και ιστορική θεωρία της Δραστηριότητας χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα έρευνα ως θεωρητικό πλαίσιο σχεδιασμού και ανάλυσης εκπαιδευτικών προγραμμάτων με έμφαση στις ενεργητικές και αλληλεπιδραστικές διαδικασίες μάθησης. Αποτελεί μια κατεξοχήν πολιτισμική και ιστορική θεωρία προσφέροντας ένα ευρύ πεδίο σχεδιασμού και εφαρμογής για τη σύνδεση της επιστήμης με τον πολιτισμό και την κοινωνία. Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα επιχειρεί να προσδιορίσει τις διαδικασίες επιστημονικής μεθόδου που λαμβάνουν χώρα κατά τη διεξαγωγή του εκπαιδευτικού προγράμματος «Το κυνήγι του χαμένου κεραυνού» στο Αρχαιολογικό μουσείο Ιωαννίνων καθώς και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των μαθητών αλλά και μεταξύ της εμψυχώτριας και των εκπαιδευτικών. Μελετά ακόμα, το ρόλο της θεωρίας της Δραστηριότητας και των δομικών της στοιχείων στη λειτουργία του εξεταζόμενου συστήματος δραστηριότητας και τέλος, προσδιορίζει τις αντιφάσεις που εκδηλώθηκαν κατά το σχεδιασμό και την υλοποίηση του εκπαιδευτικού προγράμματος στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων μέσα από την ανάλυση τόσο του εξεταζόμενου συστήματος δραστηριότητας όσο και των γειτονικών του συστημάτων. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα υλοποιήθηκε σε 8 τάξεις μαθητών 6 – 8 ετών σε χρονικό διάστημα 2 μηνών (20/10/2017 – 22/12/2017). Για την επεξεργασία και την ανάλυση των δεδομένων αξιοποιήθηκε το λογισμικό ποιοτικής ανάλυσης NVivo9. Τα συνολικά δεδομένα της έρευνας αποτέλεσαν 12,7 ώρες βίντεοσκοπημένων εφαρμογών οι οποίες διατμήθηκαν σε 61 επιμέρους επεισόδια για αποτελεσματικότερη διαχείριση καθώς και 136 σχέδια/κείμενα μαθητών τα οποία παρήγαγαν τα παιδιά κατά τη διάρκεια της ερευνητικής διαδικασίας. Τα δεδομένα κάθε αποσπάσματος εμπλουτίστηκαν από τις συμπληρωματικές σημειώσεις πεδίου τις οποίες κατέγραψε η ερευνήτρια – εμψυχώτρια ως αποτέλεσμα παρατήρησης όπως επίσης και από στιγμιότυπα των δράσεων του εκπαιδευτικού προγράμματος που αποτυπώθηκαν σε μορφή φωτογραφιών. Τα δεδομένα αναλύθηκαν σε τρία επίπεδα, ως προς τις διαδικασίες επιστημονικής μεθόδου που εμφανίζονται, τις αλληλεπιδράσεις που λαμβάνουν χώρα και τα δομικά στοιχεία του εκτεταμένου τριγώνου της θεωρίας της Δραστηριότητας. Η πολυεπίπεδη ανάλυση των δεδομένων πραγματοποιήθηκε εντός του περιβάλλοντος του NVivo 9 με τη διαδικασία της κωδικοποίησης. Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων προκύπτει ότι το Αρχαιολογικό μουσείο Ιωαννίνων, παρά τους περιορισμούς που συνεπάγεται, λειτούργησε ως εύφορο πεδίο σχεδιασμού και εφαρμογής εκπαιδευτικού προγράμματος Φυσικών Επιστημών. Σε μια εναλλακτική κοινότητα μάθησης, αυτή του μουσείου, οι μαθητές καλλιέργησαν διαδικασίες επιστημονικής μεθόδου, αλληλεπιδρώντας με τα εκθέματα του μουσείου αλλά και τους συμμαθητές τους, όπως και με την εμψυχώτρια και τους εκπαιδευτικούς τους, συμμετέχοντας ενεργά στις δράσεις του εκπαιδευτικού προγράμματος. Η πολιτισμική και ιστορική θεωρία της Δραστηριότητας παρέχει ένα εννοιολογικό πρίσμα μέσω του οποίου αναλύθηκαν οι αλληλεπιδράσεις του συστήματος κατά τη διεξαγωγή του εκπαιδευτικού προγράμματος στο μουσείο. Επιπλέον, η ανάλυση του εξεταζόμενου συστήματος υπό το πρίσμα της θεωρίας της Δραστηριότητας, συνέβαλε στον προσδιορισμό και την ανάλυση των αντιφάσεων μεταξύ αυτού και των γειτονικών του συστημάτων παρέχοντας δυνατότητες επέκτασης και εξέλιξής του. Όλα τα προηγούμενα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Αρχαιολογικό Μουσείο ως εν γένει χώρος κοινωνικο-πολιτισμικών και ιστορικών πτυχών της εξέλιξης της ανθρώπινης δραστηριότητας καθίσταται υπό το πρίσμα της θεωρίας της Δραστηριότητας ιδανικό σημείο συνάντησης των μαθητών με το κοινωνικο-πολιτισμικό τους πλαίσιο.Το προϊόν της έρευνας αποτέλεσε η ανάπτυξη ενός πλαισίου σχεδιασμού εκπαιδευτικών προγραμμάτων Φυσικών Επιστημών (SciEPIGI). Ειδικότερα, ενσωματώνει τις αρχές της θεωρίας της Δραστηριότητας και προτείνει τη διεξαγωγή των εκπαιδευτικών προγράμματων σε μη τυπικά ιδρύματα γενικού ενδιαφέροντος. Το πλαίσιο σχεδιασμού μπορεί να αξιοποιηθεί τόσο από προσωπικό μουσείων όσο και από εκπαιδευτικούς που επιθυμούν να σχεδιάσουν το δικό τους εκπαιδευτικό πρόγραμμα Φυσικών Επιστημών προσαρμοσμένο στις ανάγκες των μαθητών τους καθώς και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ιδρύματος γενικού ενδιαφέροντος στο οποίο θα εφαρμοστεί. 946 17 18 Armenia between Byzantines and Arabs (from the middle of 9th c. until the beginning of 10th c.) H Αρμενία το β’ μισό του 9ου αιώνα και των αρχών του 10ου αιώνα μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων 947 123 137 Το περιοδικό "Εκπαίδευσις" και η κατάσταση της παιδείας την περίοδο 1892-1895 The purpose of this thesis is to demonstrate the educational problems of 1892-1895 period as they were then presented by “Ekpaidefsis” magazine during the Papamarkos-Oikonomou dispute. The methodology that has been implemented is the historical, as the thesis refers to a specific educational circumstance of the past in Greece. The analysis was done in direct relation to the historical, social and educational framework, in which the magazine was created. In conclusion, the study shows that the problems of the Greek educational system from 1892-1895 were mostly to do with the lack of essential primary education, the inadequate skills of the schoolteachers, their salary cuts, their dismissals and their redeployments, the abolishment of teachers’ schools and the competition for the authorship of primary schoolbooks. Ο σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η ανάδειξη των εκπαιδευτικών προβλημάτων της περιόδου 1892-1895 όπως παρουσιάστηκαν από το περιοδικό «Εκπαίδευσις» και διαμέσου της διαμάχης του Χ. Παπαμάρκου και του Π. Οικονόμου. Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε είναι η ιστορική, διότι η εργασία αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο εκπαιδευτικό παρελθόν της χώρας μας. Η ανάλυση έγινε σε άμεση συνάρτηση με το ιστορικό, κοινωνικό και εκπαιδευτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε το περιοδικό. Συμπερασματικά, από τη μελέτη προκύπτει ότι τα προβλήματα της ελληνικής εκπαίδευσης το χρονικό διάστημα 1892-1895 είχαν να κάνουν κυρίως με την έλλειψη ουσιώδους δημοτικής εκπαίδευσης, την ελλιπή μόρφωση των διδασκάλων, τη μείωση των μισθών τους, τις απολύσεις και τις μετακινήσεις τους, τη διάλυση των διδασκαλείων και τον διαγωνισμό για τη συγγραφή αναγνωστικών για το δημοτικό σχολείο. 948 656 601 Dynamic properties of olmesartan in solution and in the active site of the angiotensin II type 1 receptor Δυναμικές ιδιότητες της ολμεσαρτάνης στο διάλυμα και στο ενεργό κέντρο του υποδοχέα τύπου 1 της αγγειοτασίνης ΙΙ In this thesis, we utilized an array of biophysical techniques to characterize in atomic level the interactions formed in small molecules and their receptors along with inclusion complexes. A special emphasis was given to complement the specific studies with in silico studies. The conformational properties of olmesartan and its methylated analogue were charted using a combination of NMR spectroscopy and molecular modeling. For the molecular docking calculations three different types of angiotensin II type 1 receptor (AT1R) have been used: (a) the crystal structure; (b) a homology model based on the structure of CXCR4 and (c) a homology model based on the structure of rhodopsin. The aim of this study was to possibly explain the differences between the experimental findings derived from mutagenesis studies on this receptor and the crystal structure of the AT1R-olmesartan complex. Molecular Dynamics (MD) experiments were performed to show the stability of the AT1R-inverse agonist complex and the most prominent interactions during the simulated trajectory. The obtained results showed that olmesartan and its methyl ether exert similar interactions with critical residues justifying their almost identical in vitro activity. However, the docking and MD experiments failed to justify the mutation findings in a satisfactory matter, indicating that the real system is more complex and crystal structure or homology models of AT1R receptors cannot simulate it sufficiently. Various conformations of olmesartan and olmesartan methyl ether were simulated to provide chemical shifts. These were compared with the experimental NMR results. Useful information regarding the putative bioactive conformations of olmesartan and its methylated analogue has been obtained. Finally, comparative data regarding the binding poses and energies of olmesartan, olmesartan methyl ether and three derivative compounds of olmesartan (R239470, R781253, R794847) were acquired using Prime/MM-GBSA calculations.In silico studies, have been also utilized in an effort to determine the architecture of inclusion complexes of natural products and hosts. As host we used both different cyclodextrin derivatives as also calixarens. Specifically, the interaction between the hepatoprotectant drug silibinin and the host 2-hydroxypropyl-β-cyclodextrin (HP-β-CD) has been elucidated at the molecular level. The complexation product of silibinin with HP-β-CD has been characterized by Differential Scanning Calorimetry, solid and liquid high resolution NMR spectroscopy. The chemical shift changes using 13C CP/MAS on the complexation of the guest with the host provided significant information on the molecular interactions and they were in agreement with the 2D NOESY results. These results point out that both in solid and liquid forms, the drug is engulfed and interacts with HP-β-CD in identical manner. Molecular dynamics calculations have been conducted to explore the thermodynamic characteristics associated with the silibinin–HP-β-CD interactions and to study the stability of the complex. To approximate the physiological conditions, the aqueous solubility and dissolution characteristics of the complex at pH states simulating those of the upper gastrointestinal tract have been applied. To evaluate and compare the antiproliferative activity of silibinin–HP-β-CD complex with respect to the parent silibinin, MTT assays have been conducted in MCF-7 human cancer cells. Furthermore, p-sulphonatocalix[4]arene has been used as complexing agent for the poorly water soluble quercetin to enhance its solubility and bioavailability. The 1:1 complex formed between p-sulphonatocalix[4]arene and quercetin was confirmed by Job’s plot, solid state NMR and molecular modeling. A gold nanoparticle was then established on the basis of this architectural scaffold which presented enhanced potency against cancer cell lines. Parts of the present thesis were published in the following journals: Molecules [20(3):3868-3897, 2015], Molecular Pharmaceutics [12(3), 954-965, 2015], Expert Opinion in Therapeutic Patents [25(11), 1305-1317, 2015], Current Medicinal Chemistry, [23(1), 36-59, 2016] and Arabian Journal of Chemistry [doi: http://dx.doi.org/10.1016/j.arabjc.2016.11.014]. In addition, I have participated in other scientific projects that have been published in the following journals: BBA–Biomembranes, Comb. Chem. High Throughput Screen., Carbohydrate Res., BBA-General Subjects, Chemico-Biological Interactions, MedChemComm, Int. J. Pharm., J. Agr. Food Chem., J. Biomol. Struct. Dyn., Bioinformatics, J. Mol. Str., Arzneimittelforschung-Drug Research, Platelets. Στην παρούσα διατριβή, οι διαμορφωτικές ιδιότητες της ολμεσαρτάνης και του μεθυλιωμένου παραγώγου της έχουν μελετηθεί χρησιμοποιώντας ένα συνδυασμό φασματοσκοπίας NMR και μοριακής μοντελοποίησης. Για τα πειράματα μοριακής πρόσδεσης χρησιμοποιήθηκαν τρείς διαφορετικές τρισδιάστατες δομές του υποδοχέα τύπου 1 της αγγειοτασίνης ΙΙ (ΑΤ1R): α) κρυσταλλική δομή, β) ομόλογο μοντέλο με βάση τη τρισδιάστατη δομή του υποδοχέα CXCR4 και γ) ομόλογο μοντέλο με βάση τη ροδοψίνη. Σκοπός της συγκεκριμένης διατριβής ήταν η πιθανή εξήγηση των διαφορών μεταξύ των πειραματικών αποτελεσμάτων των μελετών μεταλλαξιγένεσης στον συγκεκριμένο υποδοχέα και της κρυσταλλικής δομής του συμπλόκου ΑΤ1R-ολμεσαρτάνη. Διεξήχθησαν πειράματα μοριακής δυναμικής για να μελετηθεί η σταθερότητα του συμπλόκου AT1R-αντίστροφου αγωνιστή και τις κύριες αλληλεπιδράσεις κατά τη διάρκεια της πορείας μοριακής προσομοίωσης. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η ολμεσαρτάνη και το μεθυλιωμένο παράγωγο της έχουν παρόμοιες αλληλεπιδράσεις με τα κρίσιμα αμινοξέα εξηγώντας έτσι την σχεδόν πανομοιότυπη δραστικότητα τους in vitro. Παρ’ όλα αυτά μέσω των υπολογισμών μοριακής πρόσδεσης και μοριακής δυναμικής δεν ήταν εφικτό να εξηγηθούν τα αποτελέσματα μεταλλαξιγένεσης, δείχνοντας έτσι ότι το πραγματικό σύστημα είναι αρκετά περίπλοκο και πως η κρυσταλλική δομή και τα ομόλογα μοντέλα δεν δύναται να προσομοιώνουν το πολύπλοκο αυτό περιβάλλον επαρκώς. Πειράματα μοριακής κβαντικής χρησιμοποιήθηκαν για να υπολογισθούν οι χημικές μετατοπίσεις NMR για τις διάφορες διαμορφώσεις της ολμεσαρτάνης και του μεθυλιωμένου παραγώγου της. Οι τιμές αυτές συγκρίθηκαν με τις πειραματικές τιμές εξάγοντας χρήσιμες πληροφορίες για τις βιοδραστικές διαμορφώσεις της ολμεσαρτάνης και του μεθυλιωμένου παραγώγου της. Επιπλέον μέσω υπολογισμών Prime/MMGBSA συγκρίθηκαν οι πόζες και ενέργειες πρόσδεσης της ολμεσαρτάνης και του μεθυλαιθέρα της ολμεσαρτάνης στον AT1R με τρία παράγωγα της ολμεσαρτάνης (R239470, R781253, R794847). Στο δεύτερο μέρος της διατριβής έγινε εκτεταμένη χρήση μεθοδολογιών μοριακής δυναμικής και μοντελοποίησης σε διαφορετικά φυσικά προϊόντα στην προσπάθειά μας να αυξηθεί η βιοδιαθεσιμότητά και η υδατοδιαλυτότητά τους με ενώσεις εγκλεισμού και να χαρακτηρίσουμε την αρχιτεκτονική των αλληλεπιδράσεων στα σύμπλοκα εγκλεισμού. Συγκεκριμένα μελετήθηκαν σε μοριακό επίπεδο οι αλληλεπιδράσεις της σιλιμπινίνης, ενός φαρμάκου που προστατεύει κατά της ηπατοτοξικότητας, με την 2-υδροξυπροπυλο-β-κυκλοδεξτρίνη (HP-β-CD). Το σύμπλοκο εγκλεισμού της σιλιμπινίνης με την HP-β-CD χαρακτηρίστηκε με Διαφορική Θερμιδομετρία Σάρωσης, και φασματοσκοπία NMR υγρής και στερεής κατάστασης. Οι μεταβολές στις χημικές μετατοπίσεις του συμπλόκου εγκλεισμού που χαρτογραφήσαμε, χρησιμοποιώντας 13C CP/MAS, παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για τις μοριακές αλληλεπιδράσεις και ήταν σε άριστη συμφωνία με τα αποτελέσματα 2D NOESY. Τα αποτελέσματα αυτά επισημαίνουν πως το μόριο έχει ενσωματωθεί εντός της κοιλότητας της HP-β-CD και αλληλεπιδρά με παρόμοιο τρόπο σε υγρή και στερεή μορφή. Τα θερμοδυναμικά χαρακτηριστικά του συμπλόκου σιλιμπινίνη-HP-β-CD και η σταθερότητα του μελετήθηκαν μέσω υπολογισμών μοριακής δυναμικής. Η διαλυτότητα του συμπλόκου σε νερό καθώς και τα χαρακτηριστικά της διαλυτότητας υπολογίσθηκαν σε pH που προσομοιώνει το άνω γαστρεντερικό σύστημα, για να προσεγγισθούν οι φυσιολογικές συνθήκες. Η αντιπολλαπλασιαστική επίδραση του συμπλόκου σιλιμπινίνη–HP-β-CD συγκρίθηκε με εκείνη της σιλιμπινίνης σε ανθρώπινα καρκινικά κύτταρα MCF-7 μέσω δοκιμών MTT.Επίσης, προς την ίδια κατεύθυνση, χρησιμοποιήθηκε το p-σουλφονατο καλιξ[4]αρένιο ως παράγοντας εγκλεισμού για την αύξηση της υδατοδιαλυτότητας και βιοδιαθεσιμότητα της κερκετίνης. Η στοιχειομετρία του συμπλόκου καλιξαρενίου-κερκετίνης επιβεβαιώθηκε πως είναι 1:1 με την χρήση διαφορετικών μεθόδων (φασματοσκοπία UV, Job plot, φασματοσκοπία NMR στερεής κατάστασης και μοριακής μοντελοποίησης). Μέρος της παρούσας διδακτορικής διατριβής έχει δημοσιευθεί στα περιοδικά: Molecules [20(3):3868-3897, 2015], Molecular Pharmaceutics [12(3), 954-965, 2015], Expert Opinion in Therapeutic Patents [25(11), 1305-1317, 2015], Current Medicinal Chemistry, [23(1), 36-59, 2016], Arabian Journal of Chemistry [doi: http://dx.doi.org/10.1016/j.arabjc.2016.11.014]. Επίσης παράλληλα συμμετείχα σε άλλα ερευνητικά προγράμματα κατά τη διάρκεια των οποίων δημοσίευσα στα πιο κάτω περιοδικά: BBA–Biomembranes, Comb. Chem. High Throughput Screen., Carbohydrate Res., BBA-General Subjects, Chemico-Biological Interactions, MedChemComm, Int. J. Pharm., J. Agr. Food Chem., J. Biomol. Struct. Dyn., Bioinformatics, J. Mol. Str., Arzneimittelforschung-Drug Research, Platelets. 949 182 174 ανάπτυξη καινοτόμας τεχνικής φωτομετρικών αναλύσεων με χρήση φωτογραφικών τεχνικών κυανοτυπίας This work demonstrates that historical photography can be repurposed to enable high quality and high throughput photometric analysis in the ultraviolet region of the electromagnetic spectrum, using inexpensive and ubiquitous materials. The configuration is based on the alignment of a narrowband UV light source, a microtitter plate as sample holder and a photosensitive paper (photographic paper). When the sample are illuminated by the UV light source it absorbs part of the incident irradiation while the transmitted irradiation reaches the surface of the photographic paper and reduces its photosensitive coating in a manner analogous to the intensity of the transmitted irradiation. A variety of assays were used to demonstrate that photographic photometry can be used in a broad range of clinical, environmental, and chemical analyses that is directly comparable with standard photometry. The capability to perform accurate measurements of absorbance on liquid samples in the UV region in a high throughput format (i.e. microtitter plates), at low cost and without expensive instrumental detectors (such as microplate photometers) would expand analytical testing in resource-limited settings and point-of-need applications, which are typically in well-equipped laboratories. Αυτή η μεταπτυχιακή διατριβή παρουσιάζει τον επαναπροσδιορισμό της ιστορικής φωτογραφίας για να καταστεί δυνατή η φωτομετρική ανάλυση υψηλής ποιότητας και απόδοσης στην περιοχή UV του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος, χρησιμοποιώντας φθηνά υλικά. Η τεχνική βασίζεται στην ευθυγράμμιση μιας πηγής υπεριώδους ακτινοβολίας, ενός μικροπλακιδίου που λειτουργεί ως υποδοχέας δείγματος και ενός φωτοευαίσθητου χαρτιού (φωτογραφικό χαρτί). Όταν το δείγμα φωτίζεται από την πηγή, απορροφά ένα μέρος της προσπίπτουσας ακτινοβολίας. Έπειτα, η εκπεμπόμενη ακτινοβολία φτάνει στην επιφάνεια του φωτογραφικού χαρτιού και προκαλεί αναγωγή της φωτοευαίσθητης επικάλυψής του με τρόπο ανάλογο της έντασης της ακτινοβολίας αυτής. Μια ποικιλία προσδιορισμών πραγματοποιήθηκε για να αποδειχθεί ότι η φωτογραφική φωτομετρία μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ένα ευρύ φάσμα κλινικών, περιβαλλοντικών και χημικών αναλύσεων και είναι άμεσα συγκρίσιμη με την κοινή φωτομετρία. Η ικανότητα να εκτελούνται ακριβείς μετρήσεις απορρόφησης σε υγρά δείγματα στην περιοχή UV σε μικροπλακίδια, με χαμηλό κόστος και χωρίς τη χρήση ακριβών ενόργανων ανιχνευτών (όπως τα φωτόμετρα μικροπλακών) διεκολύνει τις αναλύσεις τόσο σε συνθήκες περιορισμένων πόρων όσο και σε καλά εξοπλισμένα εργαστήρια. 950 93 111 Κλινικοϊστολογική μελέτη του μαστικού παρεγχύματος στις φάσεις του εμμηνορυσιακού κύκλου THE CORRELATION BETWEEN BREAST DISEASES AND THE PHASES OF THE MENSTRUAL CYCLE WAS INVESTIGATED IN THE PRESENT STUDY. ONE HUNDRED THIRTEEN WOMEN WHO WERE EXAMINED IN THE BREAST CLINIC OF THE DEPARTMENT OF OBSTETRICS AND GYNAECOLOGY OF IOANNINA UNIVERSITY HOSPITAL WERE RECRUITED TO THE STUDY. NO STATISTICAL SIGNIFICANT DIFFERENCE WAS FOUND IN BENIGN AND MALIGNANT BREAST DISEASES BETWEENTHE TWO PHASES OF THE MENSTRUAL CYCLE. THE ONLY STATISTICAL SIGNIFICANT DIFFERENCE OBSERVED IN THIS STUDY WAS THE INCREASED INCIDENCE OF ADENOCARCINOMA IN THE SECOND PHASE OF THE CYCLE. HOWEVER, THIS FINDING HAS TO BE EVALUATED. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΙΘΑΝΗΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ ΤΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΜΜΗΝΟΡΥΣΙΑΚΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΣΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ. ΕΓΙΝΕ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ ΜΕ ΤΗ ΦΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΤΗΣ ΕΠΕΜΒΑΣΗΣ, ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΙΝ ΤΗΝ ΤΕΡ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΚΥΚΛΟΥ ΚΑΘΕ ΓΥΝΑΙΚΑΣ. ΥΛΙΚΟ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΑΝ 113 ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΙΑΤΡΕΙΟΥ ΜΑΣΤΟΥ ΤΗΣΜΑΙΕΥΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΛΙΝΙΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ. ΒΡΕΘΗΚΕ ΟΤΙ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΤΙΣ ΚΑΛΟΗΘΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΚΟΗΘΕΙΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΦΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ. ΠΑΡΑΤΗΡΗΘΗΚΕ ΑΥΞΗΜΕΝΗ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΠΟΡΟΓΕΝΟΥΣ ΑΔΕΝΟCA ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ, ΣΕ ΒΑΘΜΟ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ. (P < 0.001) 951 265 275 The development of conscience in children 4 to 8 years old and its relation to their theory of mind Η ανάπτυξη της συνείδησης σε παιδιά 4 έως 8 ετών και η σχέση της με τη θεωρία τους για το νου The aims of the present study were two. First, it was aimed to investigate the effect of age on the development of the four dimensions of conscience, affective, behavioral, and cognitive dimension and moral self, and Theory of Mind (ToM) in children aged 4 to 8 years. Second, it was aimed to investigate the developmental links between these dimensions of conscience and ToM. In the study participated 80 children, aged 4-8, and 80 parents. For the assessment of conscience, three instruments were used: the scale “My Child”, for the assessment of the affective and behavioral dimension of conscience (Kochanska, DeVet, Goldman, Murray, & Putnam, 1994), the scale for moral self (Kochanska, Murray, & Coy, 1997) and the adaptation of the experimental task of Killen, Mulvey, Richardson, Jampol, and Woodward (2011), for the cognitive dimension of conscience. ToM was assessed through five first- and second-order false belief experimental tasks. The results showed that age affected significantly the four dimensions of conscience, which were assessed, and ToM. Older children had better performance on the cognitive dimension of conscience, moral self and ToM and they were assessed more positively from their parents at both the affective and behavioral dimensions of conscience. Furthermore, it was found that ToM was positively correlated in a significant manner to the cognitive dimension of conscience and moral self, as well as to the trait of guilt from the affective dimension of conscience. Discussion focuses on imlications of these findings for theory and educational practice. Δύο ήταν οι στόχοι της παρούσας έρευνας. Πρώτον, να διερευνηθεί η επίδραση της ηλικίας στην ανάπτυξη των τεσσάρων διαστάσεων της συνείδησης, της συναισθηματικής, της συμπεριφορικής και της γνωστικής διάστασης και του ηθικού εαυτού, και στη Θεωρία του Νου (ΘτΝ) σε παιδιά 4 έως 8 ετών. Δεύτερον, να διερευνηθούν οι αναπτυξιακές συνδέσεις ανάμεσα στις συγκεκριμένες διαστάσεις της συνείδησης και στη ΘτΝ. Στην έρευνα συμμετείχαν 80 παιδιά, ηλικίας 4 έως 8 ετών, και 80 γονείς τους. Για την αξιολόγηση της συνείδησης χρησιμοποιήθηκαν τρία εργαλεία: η κλίμακα «Το Παιδί μου», με την οποία εξετάστηκε η συναισθηματική και η συμπεριφορική διάσταση της συνείδησης (Kochanska, DeVet, Goldman, Murray, &Putnam, 1994), η κλίμακα για τον ηθικό εαυτό (Kochanska, Murray, &Coy, 1997) και η προσαρμογή του πειραματικού έργου των Killen, Mulvey, Richardson, Jampol και Woodward(2011), για τη γνωστική διάσταση της συνείδησης. Η ΘτΝ αξιολογήθηκε με πέντε πειραματικά έργα, τα οποία εξέταζαν δεξιότητες ΘτΝ α’ και β’ τάξης αντιστοίχως. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ηλικία επέδρασε σημαντικά στις τέσσερις διαστάσεις της συνείδησης που εξετάστηκαν, αλλά και στη ΘτΝ. Τα μεγαλύτερης ηλικίας παιδιά είχαν καλύτερες επιδόσεις στη γνωστική διάσταση της συνείδησης, στον ηθικό εαυτό και στη ΘτΝ και αξιολογούνταν θετικότερα από τους γονείς τους ως προς τη συναισθηματική και τη συμπεριφορική διάσταση της συνείδησής τους. Επιπλέον, βρέθηκε σημαντική θετική συσχέτιση ανάμεσα στη ΘτΝ και στη γνωστική διάσταση της συνείδησης και στον ηθικό εαυτό των παιδιών, όπως επίσης και στο χαρακτηριστικό της ενοχής από τη συναισθηματική διάσταση της συνείδησης. Η συζήτηση εστιάζει στις συνέπειες αυτών των ευρημάτων για τη θεωρία και την εκπαιδευτική πράξη. 952 543 553 High troughput expression characterization and interaction studies of EF - hand calcium binding proteins (members of S100 family) Έκφραση μέσω υψηλής εξόδου (HTP), χαρακτηρισμός και μελέτη αλληλεπίδρασης διαφόρων πρωτεϊνών ef-χειρός συνδεομένων με ασβέστιο (μέλη οικογένειας S100) Calcium is known to play an important role in many biological processes. Beyond its structural role in biology it may be argued that it plays a significant role in solution, as well. A large variety of calcium-binding proteins, interact with calcium ions mediating important cell processes. For example, calcium may initiate the binding of several proteins to biological membranes or even act as an in-cell messenger. S100 protein family, one of the largest categories of calcium-binding proteins, consists of 20 protein members. S100 is a multigenic family of non-ubiquitous Ca2+-modulated proteins implicated in intracellular and extracellular regulatory activities, such as the conduction and transmission of the nerve impulse, muscle contraction, cell motility, cell growth and differentiation, gene expression and secretion. In addition, it has been reported that several human diseases, such as heart disease, neurodegenerative diseases, inflammatory disorders and cancer are closely connected to S100 proteins. In view of the importance of S100 in the cell physiology and moreover in eukaryotes, we selected to study two protein member of the family, S100A5 and S100A7. Initially, human S100A5 was cloned and expressed by bacterial cells (E.coli). Following the isolation and purification of the protein, CD and multidimensional NMR experiments were performed. CD studies of the apo and Ca2S100A5, revealed that the protein conserves its secondary structure, whereas thermal stability experiments were performed for both forms of S100A5 (apo and Ca-loaded). On the other hand, the homodimeric solution structures of S100A5 in both the apo and the calcium(II) loaded forms have been obtained, by means of NMR spectroscopy. S100A5 is a calcium binding protein of the S100 family, with one canonical and one pseudo EF-hand motif per monomer. It can bind four calcium ions, while it seems to bind one zinc ion per monomer. The structural differences resulting upon calcium binding change the global shape and the distribution of hydrophobic and charged residues of the S100A5 homodimer. This rearrangement involves, in particular, the hinge loop connecting the N-terminal and the C-terminal EF-hand domains, a reorientation of helix III with respect to helix IV, as common to several S100 proteins, and a longer alpha helical structure of helix IV. Relaxation data show a quite large mobility in the hinge loop which is not quenched in the calcium form. All these structural changes may be important for protein function. Furthermore, human S100A7 was cloned and expressed by bacterial cells (E.coli). Following the extraction from the cells and final purification of the protein, interaction studies, by means of NMR spectroscopy, with its possible biological cofactors, EFABP and S100A10, were performed. Interestingly, apoS100A7 interacts with EFABP, in solution, but several difficulties on spectra recording made difficult the complete identification of protein-protein interactions resulting in the solution structure of the complex S100A7/EFABP. On the other hand, apoS100A7 clearly shows distinct interactions with apoS100A10, a possible target protein revealed recently. This may implicate the dissociation of S100A7 homodimer and formation of the S100A7/S100A10 heterodimer. We generally believe, any available information, including all the above, concerning the structure, the individual functions and interaction with other target proteins, for these S100 members can comprise great tools in clinical diagnosis and/or treatment of S100 related diseases. Ο ρόλος του ασβεστίου σε πολλές από τις βιολογικές διεργασίες δεν θα μπορούσε παρά να χαρακτηριστεί εξαιρετικά σημαντικός. Πέραν των στερεών αποθέσεων του ασβεστίου εξίσου σημαντικός είναι ο ρόλος των ιόντων ασβεστίου (Ca2+) σε διάλυμα. Μεγάλος αριθμός ασβεστιοδεσμευτικών πρωτεϊνών αλληλεπιδρούν με ιόντα ασβεστίου μεσολαβώντας έτσι σε ένα ευρύ φάσμα φυσιολογικών λειτουργιών. Για παράδειγμα, το ασβέστιο αποτελεί τον εκκινητή της δέσμευσης αρκετών πρωτεϊνών σε βιολογικές μεμβράνες ή παίζει τον ρόλο του ενδοκυτταρικού αγγελιαφόρου. Μια σημαντική κατηγορία ασβεστιοδεσμευτικών πρωτεϊνών αποτελεί η οικογένεια των S100 πρωτεϊνών, η οποία, στον άνθρωπο αριθμεί περί τα 20 μέλη. Οι S100 είναι πολυλειτουργικές σηματοδοτικές πρωτεΐνες, ενώ εμπλέκονται στη ρύθμιση διάφορων κυτταρικών λειτουργιών όπως η συστολή, η κινητικότητα, η ανάπτυξη, η διαφοροποίηση, η μεταγραφή και η έκκριση. Επιπλέον, έχει βρεθεί ότι διάφορες ασθένειες (παθήσεις της καρδιάς, ασθένειες του κεντρικού νευρικού συστήματος, φλεγμονώδεις διαταραχές και καρκίνος), είναι στενά συνδεδεμένες με τις S100 πρωτεΐνες. Έχοντας υπόψη τη σημαντικότητα των S100 πρωτεϊνών στη φυσιολογία των κυττάρων και κατ‟ επέκταση στους ευκαρυωτικούς οργανισμούς, στην παρούσα διατριβή επιλέχτηκαν, προς μελέτη, οι πρωτεΐνες S100A5 και S100A7. Αρχικά, κλωνοποιήθηκε και εκφράστηκε η ανασυνδυασμένη ανθρώπινη S100A5 από βακτηριακά κύτταρα (E.coli). Ύστερα από την απομόνωση και τον καθαρισμό της πρωτεΐνης ακολούθησαν μελέτες μέσω φασματοσκοπίας κυκλικού διχρωισμού (CD) και πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού (NMR). Με τη χρήση της φασματοσκοπίας CD, ήταν δυνατό να εξαρθούν σημαντικά συμπεράσματα τόσο για την δευτεροταγή δομή της πρωτεΐνης όσο και για τη θερμική σταθερότητα του μορίου, απουσία και παρουσία ιόντων Ca2+. Αντίστοιχα, με τη βοήθεια της φασματοσκοπίας NMR, προσδιορίστηκαν οι τρισδιάστατες δομές, σε διάλυμα, της ελεύθερης (apoS100A5) και της συμπλεγμένης με ιόντα ασβεστίου πρωτεΐνης (Ca2S100A5). Η S100A5 δημιουργεί ομοδιμερή στα διαλύματα της, ενώ διαθέτει μια «κανονική» και μια «ψεύδο» EF-χείρα, ανά μονομερές. Βρέθηκε ότι το ομοδιμερές της πρωτεΐνης δεσμεύει 4 κατιόντα ασβεστίου, ενώ δύναται να δεσμεύει και ένα ιόν Zn2+, ανά μονομερές. Η δέσμευση των κατιόντων ασβεστίου στο ομοδιμερές της S100A5, επιφέρει σημαντικές αλλαγές στο σχήμα αλλά και ανακατανομή των υδροφοβικών και πολικών αμινοξικών καταλοίπων του ομοδιμερούς. Πιο συγκεκριμένα, οι αλλαγές αυτές περιλαμβάνουν το βρόχο που συνδέει την Ν-τελική και C-τελική EF-χείρα, την επαναδιευθέτηση της έλικας ΙΙΙ ως προς την έλικα IV καθώς και την αύξηση του χαρακτήρα α-έλικας της έλικας IV. Πειράματα αποκατάστασης καταδεικνύουν την ευκινησία του συνδετικού βρόχου τόσο στην apoS100a5 όσο και στην Ca2S100A5. Όλες αυτές οι δομικές αλλαγές πιθανόν να είναι σημαντικές για τη φυσιολογική λειτουργία της πρωτεΐνης. Επιπρόσθετα, κλωνοποιήθηκε και εκφράστηκε η ανασυνδυασμένη ανθρώπινη πρωτεΐνη S100A7, από βακτηριακά κύτταρα (E.coli). Ύστερα από την απομόνωση και τον καθαρισμό της πρωτεΐνης ακολούθησαν μελέτες αλληλεπιδράσεων, μέσω φασματοσκοπίας πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού (NMR), με τους πιθανούς πρωτεϊνικούς στόχους EFABP και S100A10. Πιο συγκεκριμένα, η apoS100A7, φαίνεται να αλληλεπιδρά με την EFABP, στο διάλυμα, αλλά δυσκολίες στην καταγραφή των δισδιάστατων φασμάτων δεν έκαναν δυνατή την ταυτοποίηση των αλληλεπιδράσεων αλλά και τον προσδιορισμό της τρισδιάστατης δομής του συμπλόκου apoS100A7/EFABP. Από την άλλη μεριά, η αλληλεπίδραση της apoS100A7 με την apoS100A10, ήταν εμφανής όταν διαλύματα των δύο πρωτεϊνών αναμίχτηκαν. Αυτή ίσως να εμπλέκει την καταστροφή του ομοδιμερούς της S100A7 και την δημιουργία του ετεροδιμερούς S100A7/S100A10. Πιστεύουμε ότι κάθε πληροφορία σχετικά με τη δομή, την εξειδικευμένη λειτουργία και τις αλληλεπιδράσεις με άλλες πρωτεΐνες στόχους, για τις πρωτεΐνες αυτές, αποτελεί εξαιρετικό εργαλείο στην κλινική διάγνωση ή/και θεραπεία των, σχετιζόμενων με τις S100 πρωτεΐνες, ασθενειών. 953 9 9 οικογενειακό φωτογραφικό αρχείο : μια προσωπική υπόθεση (φωτογραφική εγκατάσταση) family photo album : a personal matter (photographic installation) 954 171 167 ΤHIS WORK HAS THREE PARTS. FIRST, HYDROTHERMAL SYNTHESIS OF ZEOLITES FROM A COMPOSITION SYSTEM OF A NA2O-BAL2O3-(10.0-2B)SIO2-300H2O WAS INVESTIGATED IN A RELATIVELY WIDE RANGE. THE INFLUENCES OF SOME IMPORTANT FACTORS (ALKALINITY AND SI AL RATIO IN THE INITIAL GELS, AGEING, CRYSTALLIZATION TEMPERATURE AND CRYSTALLIZATION TIME) ON THE SYNTHESIS RESULTS (STRUCTURE AND YIELD OF THE SOLID PRODUCTS, YIELDS OF SILICA AND ALUMINA, AND SI AL RATIO) WERE EXAMINED. SECOND, ZSM-5 ZEOLITES WITH VARIOUS SI AL RATIOS WERE SYNTHESIZED IN THE PRESENCE OF TPA IONS AND CHARACTERIZED BY USING VARIOUS TECHNIQUES. THIRD, A SYSTEMCONTAINING GLYCEROL PLUS SMALL CONTROLLED AMOUNT OF WATER WAS DESIGNED AND STUDIED FOR SYNTHESIS OF ZEOLITES. USING THIS NEW SYNTHESIS SYSTEM, WE HAVE BEEN ABLE TO SYNTHESIZE OMEGA, OFFRETITE ERIONITE, L AND FERRIERITE. INTERESTINGLY, THE SYNTHESIS RESULTS SHOWED THAT ZEOLITES LIKE OMEGA (OR ZSM-4) AND OFFRETITE CAN BE READILY PREPARED WITHOUT USE OF QUATERNARY AMMONIUM CATIONS SUCH AS TMA CATIONS AS TEMPLATES. THE INFLUENCES OF VARIOUS FACTORS HAVE ALSO BEEN STUDIED TO EXPLOIT THE POTENTIAL OF THIS NEW SYNTHESIS SYSTEM. ΑΥΤΗ Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΡΙΑ ΜΕΡΗ. ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΕΡΕΥΝΗΘΗΚΕ ΣΕ ΜΙΑ ΕΥΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗ Η ΥΔΡΟΘΕΡΜΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΩΝ ΖΕΟΛΙΘΩΝ ΑΠΟ ΕΝΑ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΥΝΘΕΣΗΣ NA2O-BAL2O3-(10.0-2B)SIO2-300H2O. ΕΞΕΤΑΣΘΗΚΑΝ ΟΙ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΜΕΡΙΚΩΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ (Η ΑΛΚΑΛΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ SI/AL ΣΤΙΣ ΑΡΧΙΚΕΣ ΠΗΚΤΕΣ, Η ΓΗΡΑΝΣΗ,Η ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΚΡΥΣΤΑΛΛΩΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΩΣΗΣ) ΣΤΑ ΠΡΟΙΟΝΤΑ ΤΗΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ (ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΕ ΣΤΕΡΕΑ ΠΡΟΙΟΝΤΑ, ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΕ ΟΞΕΙΔΙΟ ΤΟΥ ΠΥΡΙΤΙΟΥ ΚΑΙΑΡΓΙΛΙΟΥ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ SI/AL). ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΣΥΝΤΕΘΗΚΑΝ ΖΕΟΛΙΘΟΙ ΤΥΠΟΥ ZSM-5 ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ SI/AL, ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΙΟΝΤΩΝ TPA ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΗΚΑΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ. ΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΤΗΚΕ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΕ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΩΝ ΖΕΟΛΙΘΩΝ ΕΝΑ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΙΧΕ ΓΛΥΚΕΡΟΛΗ ΚΑΙ ΜΙΚΡΗ ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΗ ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΝΕΡΟΥ. ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΑΥΤΟ ΤΟ ΝΕΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΚΑΤΑΦΕΡΑΜΕ ΝΑ ΣΥΝΘΕΣΟΥΜΕ ΖΕΟΛΙΘΟΥΣ ΤΥΠΟΥ ΩΜΕΓΑ, ΟΦΡΕΤΙΤΗ/ΕΡΙΟΝΙΤΗ, L ΚΑΙ ΦΕΡΙΕΡΙΤΗ. ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΕΔΕΙΞΑΝ ΟΤΙ ΖΕΟΛΙΘΟΙ ΤΥΠΟΥ ΩΜΕΓΑ (Η ZSM-4) ΚΑΙ ΟΦΡΕΤΙΤΗ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΟΥΝ ΑΜΕΣΑ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΧΡΗΣΗ ΤΕΤΑΡΤΟΤΑΓΩΝ ΚΑΤΙΟΝΤΩΝ ΑΜΜΩΝΙΟΥ ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΤΑ TMA ΔΟΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΚΑΤΙΟΝΤΑ. ΕΠΙΣΗΣ ΕΧΟΥΝ ΜΕΛΕΤΗΘΕΙ ΟΙ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΓΙΑ ΠΙΘΑΝΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ. 955 321 340 Molecular design, synthesis and characterization of new selective chemical changed analogues of Nilotinib and Osimertinib for the development of new potential selective protein kinase inhibitors Μοριακός σχεδιασμός, σύνθεση και ταυτοποίηση νέων επιλεκτικά χημικά τροποποιημένων αναλόγων της Νιλοτινίβης (Nilotinib) και της Οσιμερτινίμπης (Osimertinib) για την ανάπτυξη εν δυνάμει εκλεκτικών αναστολέων πρωτεϊνικών κινασών Protein kinases are enzymes that play a pivotal role in a variety of cellular functions, as well as in ATP-induced signal transduction pathways. Deregulation of the normal function of protein kinases has been linked to the appearance of various neoplasms, neurological diseases, and cancer. Among the diseases are Chronic Myelogenous Leukemia (CML) and Non-Small Cell Lung Cancer (NSCLC). Selective inhibition of abnormal protein kinases by low molecular weight compounds that mimics ATP vulnerability of cancer cells. Precisely for this reason, protein kinases have been the focus of interest for many scientific groups over the last two decades. Imatinib, the first selective inhibitor approved in 2001 for the inhibition of Bcr-Abl chimeric tyrosine kinase and the treatment of CML. Although initially encouraging the results of the treatment, it did not take long to develop forms of leukemia with highly resistant cancer cells. Therefore, it has become imperative to develop new selective inhibitors to inhibit such mutations. Thus, 2nd and 3rd generation inhibitors such as Nilotinib were developed. Similarly, inhibition of EGFR, whose overexpression has been observed in various cancers including NSCLC. In this regard, inhibitors such as Gefitinib and Erlotinib have given rise to a new generation of inhibitors capable of inhibiting resistant mutations such as the T790M mutation of EGFR and Osimertinib. Our team in the laboratory designed and attempted to synthesize analogs of two medicinal products, Nilotinib and Osimertinib, as a result of theoretical molecular modeling calculations, with modifications. In the first case focusing on the final imidazole ring substituted by L-proline ring, which enters the form with a nucleophilic substitution. In analogs of the second formulation, Osimertinib, the modifications are concentrated in the aromatic system of the indole, a precursor compound of the drug. The synthesized compounds were identified by spectroscopic techniques (1H-NMR, MS). Οι πρωτεϊνικές κινάσες είναι ένζυμα που διαδραματίζουν σημαντικότατο ρόλο σε πληθώρα λειτουργιών του κυττάρου, καθώς και σε πορείες μεταγωγής σήματος που επάγονται από τη φωσφορυλίωση με ΑΤΡ. Η απορρύθμιση της φυσιολογικής λειτουργίας των πρωτεϊνικών κινασών έχει συνδεθεί με την εμφάνιση διάφορων νεοπλασιών, νευρολογικών ασθενειών και καρκίνο. Μεταξύ των ασθενειών βρίσκονται η Χρόνια Μυελογενής Λευχαιμία (ΧΜΛ) και ο Μη-μικροκυτταρικός Καρκίνος του Πνεύμονα (ΜΜΚΠ). Η εκλεκτική αναστολή των παθολογικών πρωτεϊνικών κινασών με ενώσεις μικρού μοριακού βάρους που μιμούνται το ΑΤΡ έχει καθιερωθεί ως μία πολλά υποσχόμενη στρατηγική για την αντιμετώπιση του καρκίνου, καθώς αυτές οι διαδικοσίες αποτελούν το τρωτό σημείο των καρκινικών κυττάρων. Ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο, οι πρωτεϊνικές κινάσες έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον πολλών επιστημονικών ομάδων κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Η Ιματινίβη (Imatinib) είναι ο πρώτος εκλεκτικός αναστολέας που εγκρίθηκε το 2001 για την αναστολή της χιμαιρικής τυροσινικής κινάσης Bcr-Abl και τη θεραπεία της ΧΜΛ. Αν και αρχικά τα αποτελέσματα της θεραπείας ήταν ενθαρρυντικά, δεν άργησαν να αναπτυχθούν μορφές λευχαιμίας με ιδιαίτερα ανθεκτικά καρκινικά κύτταρα. Ως εκ τούτου, κατέστη επιτακτική ανάγκη η ανάπτυξη νέων εκλεκτικών αναστολέων με στόχο την αναστολή αυτών των μεταλλάξεων. Έτσι, αναπτύχθηκαν οι 2ης και 3ης γενιάς αναστολείς όπως η Νιλοτινίβη (Nilotinib). Κατά ανάλογο τρόπο, η αναστολή του EGFR, του οποίου υπερ-έκφραση έχει παρατηρηθεί σε διάφορα είδη καρκίνου συμπεριλαμβανομένου του ΜΜΚΠ, οι αρχικοί αναστολείς Gefitinib και Erlotinib, έδωσαν τη θέση τους σε νέας γενιάς αναστολείς, ικανούς να αναστείλουν ανθεκτικές μεταλλάξεις, όπως η Τ790Μ μετάλλαξη του EGFR (Epidermal Growth Facton Receptor), συγκεκριμένα το Osimertinib. Στο εργαστήριο σχεδιάστηκαν και έγιναν προσπάθειες σύνθεσής τους, ανάλογα δύο φαρμακευτικών σκευασμάτων, του Nilotinib και του Osimertinib, ως αποτέλεσμα θεωρητικών υπολογισμών μοριακής μοντελοποίησης. Στην πρώτη περίπτωση οι τροποποιήσεις εστιάζονται στον τελικό ιμιδαζολικό δακτύλιο που αντικαταστάθηκε από το πενταμελή δακτύλιο της προλίνης, ενώ στα ανάλογα του δεύτερου σκευάσματος, οι τροποποιήσεις γίνονται στο αρωματικό σύστημα του ινδολίου, πρόδρομης ένωσης του φαρμάκου. Οι συντεθείσες ενώσεις ταυτοποιήθηκαν με φασματοσκοπικές τεχνικές (1H-NMR,MS). 956 227 241 The present study focused on investigating the professional quality of life of special education teachers of primary and secondary education. In particular, the three dimensions of the professional quality of life of special education teachers (job satisfaction, secondary traumatic stress and burnout) were investigated, based on participants' responses and some demographic-general characteristics (gender, age, marital status, years of service, specialization in special education and working grade). In addition, the possible relevance of the three dimensions of professional quality of life to each other was investigated. The sample was 106 special education teachers. The Professional Quality of Life Scale (ProQOL)-Compassion Satisfaction and Fatigue, Version 5 (Stamm, 2009) was used to assess professional quality of life. The statistical package SPSS version 21.0 was used for statistical analysis of the data. Statistical assumptions were tested for a default level of statistical significance a=.05. The analysis of the data showed that the level of participants' job satisfaction was high, while the level of secondary traumatic stress and burnout was low. A statistically significant relation was found between variable specialization in special education and variable job satisfaction, secondary traumatic stress and burnout of special education teachers, respectively. Age and years of service of special education teachers were found to be statistically significant in relation to their burnout. It also emerged that teachers’ secondary traumatic stress was associated with job satisfaction and burnout. Η παρούσα έρευνα επικεντρώθηκε στη διερεύνηση της επαγγελματικής ποιότητας ζωής των εκπαιδευτικών ειδικής αγωγής, Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ειδικότερα, διερευνήθηκαν οι τρεις διαστάσεις της επαγγελματικής ποιότητας ζωής των εκπαιδευτικών ειδικής αγωγής (η επαγγελματική ικανοποίηση, το δευτερεύον τραυματικό άγχος και η επαγγελματική εξουθένωση), με βάση τις απαντήσεις των συμμετεχόντων και σε σχέση με ορισμένα δημογραφικά-γενικά χαρακτηριστικά τους (φύλο, ηλικία, οικογενειακή κατάσταση, έτη υπηρεσίας, εξειδίκευση στην ειδική αγωγή και βαθμίδα εργασίας). Επιπροσθέτως, διερευνήθηκε η πιθανή συνάφεια των τριών διαστάσεων της επαγγελματικής ποιότητας ζωής μεταξύ τους. Δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 106 εκπαιδευτικοί ειδικής αγωγής. Για την αξιολόγηση της επαγγελματικής ποιότητας ζωής επιλέχθηκε να χρησιμοποιηθεί η κλίμακα Professional Quality of Life Scale (ProQOL) – Compassion Satisfaction and Fatigue, Version 5 (Stamm, 2009). Για τη στατιστική ανάλυση των δεδομένων εφαρμόστηκε το στατιστικό πακέτο SPSS, version 21.0. Ο έλεγχος των στατιστικών υποθέσεων πραγματοποιήθηκε για προεπιλεγμένο επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας α=.05. Από την ανάλυση των δεδομένων προέκυψε ότι το επίπεδο της επαγγελματικής ικανοποίησης των συμμετεχόντων ήταν υψηλό, ενώ το επίπεδο του δευτερεύοντος τραυματικού άγχους και της επαγγελματικής τους εξουθένωσης ήταν χαμηλό. Στατιστικά σημαντική σχέση αναδείχθηκε μεταξύ της μεταβλητής εξειδίκευση στην ειδική αγωγή και των μεταβλητών επαγγελματική ικανοποίηση, δευτερεύον τραυματικό άγχος και επαγγελματική εξουθένωση των εκπαιδευτικών ειδικής αγωγής, αντίστοιχα. Η ηλικία και τα έτη υπηρεσίας των εκπαιδευτικών ειδικής αγωγής διαφάνηκε ότι έχουν στατιστικά σημαντική σχέση με την επαγγελματική τους εξουθένωση. Επίσης, προέκυψε ότι το δευτερεύον τραυματικό άγχος των εκπαιδευτικών συσχετίζεται με την επαγγελματική ικανοποίηση και με την επαγγελματική τους εξουθένωση. 957 331 337 Deposition and characterization of X/CoFeB/Y (X,Y=MgO, Pt, Ru, Ta) multilayers Εναπόθεση και χαρακτηρισμός πολυστρωματικών υμενίων (X/CoFeB/Y) όπου X,Y=MgO, Pt, Ru, Ta Today's information storage and processing technology is based, on composite materials consisting of artificial layered superlattices (such as spin valves, recording media, spin torque oscillators, and more recently topologically protected magnetic structures). In this work, CoFeB based layered thin films have been deposited by magnetron sputtering. As these materials are amorphous, they are suitable for use in flexible electronics, while perpendicular magnetic anisotropy (PMA) has been reported. Thus, the development of the films was based on the deposition conditions, independently of any kind of epitaxy on the substrate whereas the PMA was sought through interfacial anisotropy with MgO, Pt, Ru, Ta layers. Heat treatment was performed on selected films, in order to study the effect of diffusion on anisotropy and the magnetic properties in general. Structural characterization was accomplished using X-Ray Reflectivity (XRR) and the magnetic behavior of samples has been investigated by using a vibrating sample magnetometry (VSM). The anisotropy was determined by comparing magnetic measurements with the field perpendicular to the substrate. Perpendicular anisotropy was achieved only for very thin magnetic layers. For the Co60Fe20B20/MgO samples it was observed that only the very thin CoFeB layers tend to obtain perpendicular anisotropy. Heat-treatment was also followed, which did not significantly favored the enhancement of PMA and with prolonged heat treatment perpendicular magnetization was further reduced due to the degradation of interface quality. For Pt/Co60Fe20B20/MgO samples, the double annealing shows a growth trend of PMA. The absence of Bragg framing in the XRR diagrams indicates that there is widespread diffusion in the interfaces. The Ta/Co60Fe20B20/Ta and the Pt/Co60Fe20B20/Ta samples are observed to be at the PMA appearance limit and there is no improvement after annealing. Finally, according to the magnetic characterization of the multilayer films of the Ru/ Co60Fe20B20samples, a small improvement in PMA values after annealing is observed. Similarly, in these samples, the absence of Bragg framing from the XRR diagrams indicates that there is extensive diffusion in the interfaces. Η σημερινή τεχνολογία βασίζεται, όσον αφορά στην αποθήκευση και ανάγνωση της πληροφορίας, σε σύνθετα υλικά αποτελούμενα από τεχνητές στρωματικές υπερδομές, (όπως βαλβίδες σπιν, μέσα εγγραφής, ταλαντωτές ροής στρέψης σπιν, και πρόσφατα τοπολογικά προστατευμένες μαγνητικές δομές). Στη παρούσα ερευνητική εργασία διπλώματος εξειδίκευσης αναπτύχθηκαν δομές λεπτών υμενίων CoFeB, οι οποίες παρασκευάστηκαν με τη μέθοδο καθοδικής ιοντοβολής. Σαν άμορφα υλικά είναι κατάλληλα για χρήση σε εύκαμπτα ηλεκτρονικά, ενώ παράλληλα έχει αναφερθεί η επίτευξη κάθετης ανισοτροπίας (ΚΜΑ). Έτσι η ανάπτυξη των υμενίων βασίστηκε στις παραμέτρους εναπόθεσης, χωρίς οποιοδήποτε είδος επιταξίας ενώ η ΚΜΑ επιδιώχθηκε μέσω διεπιφανειακής ανισοτροπίας με τα στρώματα MgO, Pt, Ru, Ta. Σε επιλεγμένα υμένια έγινε θερμική επεξεργασία ώστε να μελετηθεί η επίδραση της διάχυσης στην ανισοτροπία και τις μαγνητικές ιδιότητες γενικότερα. Οι δομικές ιδιότητες των δειγμάτων μελετήθηκαν με την τεχνική της ανακλαστικότητας ακτίνων –Χ (XRR), ενώ οι μαγνητικές τους ιδιότητες καθορίστηκαν μέσω του μαγνητομέτρου δονούμενου δείγματος (Vibrating Sample Magnetometry). Η ανισοτροπία προσδιορίστηκε από τη σύγκριση μαγνητικών μετρήσεων με το πεδίο κάθετα και παράλληλα στο υπόστρωμα. Κάθετη ανισοτροπία επιτεύχθηκε μόνο για πολύ λεπτά μαγνητικά στρώματα. Για την ομάδα δειγμάτων Co60Fe20B20/MgO παρατηρήθηκε ότι μόνο τα πολύ λεπτά στρώματα CoFeB τείνουν να αποκτήσουν κάθετη ανισοτροπία. Επίσης ακολουθήθηκε θερμική κατεργασία (heat-treatment), η οποία δεν ευνόησε σημαντικά την ενίσχυση της ΚΜΑ και με παρατεταμένη θερμική επεξεργασία μειώνεται ακόμα περισσότερο η κάθετη μαγνήτιση λόγω της υποβάθμισης της ποιότητας των διεπιφανειών. Για τα δείγματα Pt/Co60Fe20B20/MgO ύστερα από τη διπλή θερμική κατεργασία που έχουν υποστεί τα δείγματα εμφανίζουν τάση ανάπτυξης ΚΜΑ. Η απουσία κροσσών Bragg στα διαγράμματα XRR δείχνει ότι υπάρχει εκτεταμένη διάχυση στις διεπιφάνειες. Τα δείγματα της σειράς Ta/Co60Fe20B20/Ta όπως και στα Pt/Co60Fe20B20/Ta δείγματα παρατηρούμε ότι είναι στο όριο εμφάνισης ΚΜΑ και δεν παρατηρήθηκε κάποια βελτίωση μετά από ανόπτηση. Τέλος, σύμφωνα με το μαγνητικό χαρακτηρισμό των πολυστρωματικών υμενίων της σειράς Ru/Co60Fe20B20 παρατηρείται μια οριακή βελτίωση στις τιμές της ΚΜΑ ύστερα από την ανόπτηση. Ομοίως και σε αυτά τα δείγματα η απουσία κροσσών Bragg από τα διαγράμματα XRR δείχνει ότι υπάρχει εκτεταμένη διάχυση στις διεπιφάνειες. 958 440 534 Αριθμητικές και αναλυτικές λύσεις των εξισώσεων της ροής του αίματος χρησιμοποιώντας απλουστευμένα και ανώτερης τάξης μαθηματικά μοντέλα From Womersley to present day, mathematical modeling of blood flow, and particularly the mathematical description of pulse wave propagation in the arterial system, is an interesting topic for the applied mathematician and the biomechanical engineer. Mathematical modeling of blood flow in the arterial system has particular importance for the medical community, since pressure and flow waveforms have important diagnostic significance. A central problem when modeling blood flow, and pressure in the larger systemic arteries, is to determine physiologically based boundary conditions such that the arterial tree be truncated in a few generations e.g. the aorta, iliac, and femoral arteries. In this study, we develope a one-dimensional fluid-structure interaction (FSI) dynamic model, based on non-linear partial differential equations (Navier-Stokes equations), for a Newtonian fluid interacting with the elastic arterial wall. The FSI model predicts flow and pressure in the systemic arteries. The outflow boundary conditions, representing the smaller arteries, are modeled by calculating the impedance and elasticity at the root of the structured tree, which is attached to each terminal branch of the larger arteries and is also described by fluid dynamic principles. Consequently, a mathematic model for the blood flow in the large arteries (aorta and peripheral vessels), in combination with a three-element Windkessel simplified fluid dynamics model representing the arterial bed (smaller arteries, arterioles and capillaries) is proposed and studied. By incorporating, through a peripheral resistance and elasticity, a large number of microvessels, we predict the amount of blood that can be maintained in this part of the blood circulation. This provides a dynamical boundary condition that also accommodates wave propagation effects for all systemic arteries. Additionally, we use the information derived from the aforementioned FSI model to describe the detailed hemodynamic condition of three-dimensional physiological and pathological arterial structures. Thus, from the developed FSI model, we obtain the appropriate dynamic boundary conditions at any part along the arterial tree. We further perform three-dimensional simulations to characterize the basic hemodynamic parameters within the lumen of a threedimensional structure, a stent graft after endovascular repair. Such parameters include wall shear stress (WSS), time averaged wall shear stress (TAWSS) and oscillatory shear index (OSI). Therefore, this study provides important information to the biomechanical and medical community, allowing extraction of blood flow characteristics in the large arteries. The approach is easily adaptable in both physiological and pathological conditions. In conclusion, the main result of this dissertation is the development of a holistic mathematical model which is physiologically adequate and computationally feasible. Thus, we can accurately evaluate flow and pressure at specific parts of the arterial system for additional localized three-dimensional advanced flow simulations, leading to the development of a spatial multi-scale model. Η μοντελοποίηση της ροής του αίματος και ιδιαίτερα της διάδοσης του παλμικού κύματος στις συστημικές αρτηρίες είναι ένα ενδιαφέρον θέμα το οποίο απασχολεί τους εφαρμοσμένους μαθηματικούς και εμβιομηχανικούς, από την εποχή του W-omersley μέχρι σήμερα. Η μαθηματική μοντελοποίηση της ροής του αίματος στο αρτηριακό σύστημα έχει ιδιαίτερη σημασία για την ιατρική κοινότητα, καθώς οι κυματομορφές πίεσης και ροής έχουν σημαντική διαγνωστική σημασία. Ένα κεντρικό πρόβλημα της μοντελοποίησης της ροής και πίεσης του αίματος στις μεγαλύτερες συστημικές αρτηρίες, είναι να προσδιοριστεί μέσω της φυσιολογίας μια οριακή κατάσταση έτσι ώστε το αρτηριακό δέντρο να μπορεί να περικοπεί σε μερικές γενιές απομακρυσμένων τμημάτων π.χ. την αορτή, τις λαγόνες και τις μηριαίες αρτηρίες. Σε αυτή τη διατριβή έχει αναπτυχθεί ένα μονοδιάστατο ρευστόδυναμικό μοντέλο αλληλεπίδρασης με το ελαστικό τοίχωμα της αρτηρίας, βασισμένο στις μη γραμμικές μερικές διαφορικές εξισώσεις Navier-Stokes για ένα Νευτώνειο υγρό, προβλέποντας ροή, πίεση και διατασιμότητα στις συστημικές αρτηρίες. Η οριακή συνθήκη, που αντιπροσωπεύει τις μικρότερες αρτηρίες, διαμορφώνεται με τον υπολογισμό της σύνθετης αντίστασης και της ελαστικότητας στη ρίζα ενός δομημένου δέντρου, το οποίο είναι προσαρτημένο σε κάθε τερματικό κλάδο των μεγαλύτερων αρτηριών και περιγράφεται από απλούς ρευστοδυναμικούς νόμους. Επομένως, προτείνεται και μελετάται ένα μαθηματικό μοντέλο για τη ροή του αίματος στις μεγαλύτερες αρτηρίες (αορτή και περιφερικά αγγεία), σε συνδια-σμό με ένα απλοποιημένο ρευστοδυναμικό μοντέλο τριών στοιχείων Windkessel, που αντιπροσωπεύει τις μικρότερες αρτηρίες και αρτηρίδια. Συμπεριλαμβάνοντας μέσω της περιφερικής αντίστασης και ελαστικότητας ένα μεγάλο αριθμό μικροαγ-γείων και προσομοιώνει την ποσότητα αίματος που μπορεί να διατηρηθεί σε αυτό το τμήμα της αιματικής κυκλοφορίας. Αυτό παρέχει μια δυναμική οριακή συνθήκη που αντικατοπτρίζει την πραγματική υστέρηση φάσης μεταξύ ροής και πίεσης και επίσης ικανοποιεί τις επιδράσεις του κύματος διάδοσης για όλες τις συστημικές αρτηρίες. Ακόμα, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις πληροφορίες που προέρχονται από αυτό το μοντέλο, σε τριδιάστατες δομές αρτηριών, για την προσομοίωση της αιμοδυναμικής ροής σε φυσιολογικές και παθολογικές περιπτώσεις. Είναι έτσι ικανό να παρέχει τις κατάλληλες δυναμικές οριακές συνθήκες σε οποιοδήποτε σημείο κατά μήκος του αρτηριακού συστήματος των μεγάλων αρτηριών της γενικής κυκλοφορίας. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως σημείο εκκίνησης για προηγμένες τριδιάστατες προσομοιώσεις που βασίζονται στις αρχές της Υπολογιστικής Ρευστοδυναμικής και προέρχονται από την αναδόμηση ιατρικών απεικονίσεων. Οι τριδιάστατες αυτές προσομοιώσεις έδειξαν σημαντικά αποτελέσματα για τις βασικές αιμοδυναμικές παραμέτρους που περιγράφουν την αιματική ροή μέσα στον αυλό της τριδιάστατης δομής που μελετάται (μόσχευμα μετά από ενδαγγειακή αποκατάσταση), όπως η διατμητική τάση του τοιχώματος (WSS - Wall Shear Stress), η μέση τιμή της διατμητικής τάσης του τοιχώματος (TAWSS - Time Averaged Wall Shear Stress) και ο ταλαντωτικός δείκτης διάτμησης (OSI - Oscillatory Shear Index). Συνεπώς αυτή η εργασία, μέσω της μαθηματικής μοντελοποίησης μπορεί να δώσει σημαντικές πληροφορίες στην εμβιομηχανική και ιατρική κοινότητα. Επιτρέποντας την εξαγωγή πληροφοριών για τα χαρακτηριστικά της ροής του αίματος εντός των μεγάλων αρτηριών και είναι εύκολα προσαρμόσιμο τόσο σε φυσιολογικές, όσο και σε παθολογικές συνθήκες. Συμπερασματικά, το κύριο αποτέλεσμα αυτής της διατριβής, είναι η περιγραφή ενός ολιστικού μαθηματικού μοντέλου το οποίο είναι φυσιολογικά επαρκές καθώς και υπολογιστικά εφικτό. Έτσι, μπορούμε να εξάγουμε με μεγάλη ακρίβεια την ροή και πίεση σε συγκεκριμένα σημεία του αρτηριακού συστήματος, για επιπλέον τρισδιάστατες προσομοιώσεις της τοπικής ροής, συνθέτοντας ένα μοντέλο χωρικών πολλαπλών κλιμάκων. 959 917 885 Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Σχόλη Θετικών Επιστημών. Τμήμα Μηχανικών Επιστήμης Υλικών In elasticity, the main equation is the momentum equation which is referred to as equation of motion in dynamics or equilibrium equation in statics. The contributors to the linear momentum equation are the classical forces. These are distinguished in body and surface forces. Recently, the concept of material or configurational force has developed. Eshelby [19] in 1951 calculated the force exerted on a defect in an elastic medium and he introduced the concept of material force which generalized by him later. The material forces have been studied with interesting results that have an impact on critical applications. In combination with the material forces, the concept of material space in which these forces act has been developed. Essentially, it is about forces exerted in all those materials points where the elastic energy is non-homogeneous and appears only when the equation of motion is expressed in material space. Material forces find their position in a new balance equation, called the material momentum equation. In literature, this equation is often referred to as pseudomomentum equation. The equation of material momentum (or pseudomomentum) governs the balance of material forces and concerns the inverse motion function. Essentially, the material forces contribute to the material momentum equation. The description of the material forces is done by a tensor, like the Cauchy stress tensor, the so-called Eshelby material stress tensor. The material momentum equation can be used for the calculation of the material forces distribution and the determination of the inverse motion function. Because of the difficulty in solving the pseudomomentum equation, some ideas for a different approach to the problem have been proposed. There are already studies for how the one-dimensional problem can be solved. Indicatively we report the application of finite element method in the equation of material momentum in Lagrangian description [42]. Also, the use of physical momentum equation expressed with respect to the inverse motion mapping [30] has been shown that can calculate the material forces. It has been proved that the equilibrium of material forces at the interface is a necessary condition for the full mathematical description of a phase transition problem [43, 44]. Additionally, the concept of material forces has already been applied to non-linear theory of distributed dislocations [70]. Also, it has been proved that the minimization of the material forces leads to the optimization of the mesh at the finite element method [42]. From the above arises the necessity of formulating the equation of material momentum, and the determination of the inverse motion mapping. These two subjects were the objectives of this dissertation. More specifically, in the first chapter a brief introduction to the Continuum Mechanics and the basic equations in the physical space is presented. This chapter, also, includes a brief reference to the finite element method which has been used to solve the problem. The second chapter is dedicated to the field of Material Mechanics which concerns this dissertation. A short bibliographic review on the Mechanics of Material Space is given. In addition, the basic concepts of Eshelbian Mechanics and the basic equations in the Material Space are presented. In the third chapter, the balance equation of the physical momentum is formulated, using the conservation principle of energy in the reference configuration. Then, with the aid of the deformation energy function formulated in terms of the inverse deformation mapping and by using concepts of Materials Mechanics, the equation of material momentum or pseudomomentum in Eulerian description has been obtained. The formulation of equations was primarily carried out for linear elastic materials as well as for Neo - Hookean materials to have a more comprehensive view of the issue. In the fourth chapter, the equation of physical momentum, formulated with respect to the inverse deformation mapping, has been solved so as to determine the undeformed status of the body. During the implementation of FEM, it is important to mention that in the problem under study, the stiffness matrix contains an additional term, which is the inverse deformation gradient, in comparison with the stiffness matrix of the standard case. After that, the application of finite element method is carried out for both linear and non-linear problems under plane stress and plane strain conditions. The numerical procedure is being done with MATLAB code that developed in the Laboratory of Mathematical Modeling and Scientific Computing and was suitably modified according to the above theoretical analysis. In conclusion, in this dissertation, the equilibrium equations in the Material Space has been studied and the equation of material Momentum in two dimensions for both linear and nonlinear constitutive equation in Euler description, was formulated, i.e., in terms of the inverse deformation function. It's about a partial differential equation of second order, strongly nonlinear from which theoretically the distribution of material forces and the viii undeformed state of the body can be calculated given the deformed one. In this work, we accomplished to determine the undeformed state of a body given the deformed state and the boundary conditions by means of the equation of the physical momentum formulated in terms of the inverse deformation function. It is obvious that the topic admits further research. Issues that could be explored is the application of FEM in the equation of material Momentum we have formulated so as it might be possible to compare with the already obtained results from the equation of physical momentum in terms of the inverse deformation function. Also, the investigation of the Neumann type conditions for the equation of the material momentum could be an interesting subject for further research. Η εξίσωση ορμής αποτελεί την βασική εξίσωση της ελαστικότητας, η οποία στη δυναμική αποκαλείται συνήθως εξίσωση κίνησης ενώ στη στατική εξίσωση ισορροπίας. Οι κλασικές δυνάμεις συνεισφέρουν στη γραμμική εξίσωση ορμής. Οι δυνάμεις αυτές διακρίνονται στις μαζικές και στις επιφανειακές. Τα τελευταία χρόνια όμως, αναπτύχθηκε η έννοια της υλικής δύναμης (material forces ή configurational forces). Ο Eshelby [19] το 1951 υπολόγισε τη δύναμη που ασκείται σε μια ατέλεια σε ένα ελαστικό μέσο και εισήγαγε την έννοια των υλικών δυνάμεων την οποία και επέκτεινε αργότερα. Οι υλικές αυτές δυνάμεις έχουν γίνει αντικείμενο μελέτης με ενδιαφέροντα αποτελέσματα που έχουν αντίκτυπο σε σημαντικές εφαρμογές. Σε συνδυασμό με τις υλικές δυνάμεις αναπτύχθηκε και ο όρος του υλικού χώρου στον οποίο αυτές οι δυνάμεις δρουν. Ουσιαστικά, πρόκειται για δυνάμεις που ασκούνται σε όλα εκείνα τα υλικά σημεία στα οποία η ελαστική ενέργεια είναι μη-ομογενής και εμφανίζεται μόνο εάν εκφράσει κανείς την εξίσωση της κίνησης στον υλικό χώρο. Οι υλικές δυνάμεις βρίσκουν τη θέση τους σε μια νέα εξίσωση ισορροπίας, που ονομάστηκε εξίσωση της υλικής ορμής. Στη βιβλιογραφία, η εξίσωση αυτή, πολλές φορές απαντάται ως εξίσωση ψευδορμής. Η εξίσωση της υλικής ορμής ή ψευδορμής διέπει την ισορροπία των υλικών δυνάμεων και αφορά στη συνάρτηση της αντίστροφης κίνησης. Η περιγραφή των υλικών δυνάμεων γίνεται με ένα τανυστή, αντίστοιχο με τον τανυστή τάσεων του Cauchy, τον λεγόμενο τανυστή του Eshelby που είναι ένας τανυστής των υλικών τάσεων. Η εξίσωση της υλικής ορμής μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό της κατανομής των υλικών δυνάμεων και τον προσδιορισμό της συνάρτηση της αντίστροφης απεικόνισης. Εξαιτίας της δυσκολίας για την επίλυση της εξίσωση ψευδορμής, έχουν προταθεί κάποιες ιδέες για διαφορετική προσέγγιση του προβλήματος. Υπάρχουν ήδη, μελέτες για τη λύση του μονοδιάστατου προβλήματος. Ενδεικτικά αναφέρουμε την εφαρμογή της Μεθόδου των Πεπερασμένων Στοιχείων στην εξίσωση της υλικής ορμής σε Lagrangian περιγραφή [42]. Επίσης, η χρήση της εξίσωσης της φυσικής ορμής συναρτήσει της αντίστροφης απεικόνισης της κίνησης [30], έχει δειχθεί ότι μπορεί να υπολογίσει τις υλικές δυνάμεις. Έχει αποδειχθεί ότι η ισορροπία των υλικών δυνάμεων στη διεπιφάνεια είναι απαραίτητη για την πλήρη μαθηματική περιγραφή ενός προβλήματος αλλαγής φάσης [43,44]. Επιπρόσθετα, η έννοια των υλικών δυνάμεων έχει ήδη εφαρμοστεί στη μη-γραμμική θεωρία κατανεμημένων εξαρθρώσεων [70]. Επίσης, έχει αποδειχθεί ότι η ελαχιστοποίηση των υλικών δυνάμεων οδηγεί στη βελτιστοποίηση του πλέγματος στη Μέθοδο των Πεπερασμένων Στοιχείων [42]. Από τα παραπάνω, προκύπτει η αναγκαιότητα της διατύπωσης της εξίσωσης της υλικής ορμής, καθώς και ο προσδιορισμός της συνάρτησης της αντίστροφης παραμόρφωσης. Τα δυο αυτά θέματα αποτέλεσαν το σκοπό αυτής της διατριβής. Πιο συγκεκριμένα, στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζεται μια σύντομη εισαγωγή στη Μηχανική του Συνεχούς Μέσου καθώς και οι βασικές εξισώσεις στο φυσικό χώρο. Επίσης, στο κεφάλαιο αυτό, γίνεται μια σύντομη αναφορά στη Μέθοδο των Πεπερασμένων Στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίλυση του προβλήματος. Το δεύτερο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στον τομέα της Υλικής Μηχανικής που απασχολεί τη διατριβή αυτή. Παρατίθεται μια σύντομη βιβλιογραφική ανασκόπηση για τη Μηχανική του Υλικού Χώρου. Επιπρόσθετα, παρουσιάζονται οι βασικές έννοιες της Eshelbian Μηχανικής καθώς και οι βασικές εξισώσεις στον Υλικό Χώρο. Στο τρίτο κεφάλαιο διατυπώνεται η εξίσωση ισοζυγίου της φυσικής ορμής, χρησιμοποιώντας την αρχή διατήρησης της ενέργειας στο σχηματισμό αναφοράς. Έπειτα, με τη βοήθεια της συνάρτησης της ενέργειας παραμόρφωσης διατυπωμένης ως προς την αντίστροφη απεικόνιση παραμόρφωσης και κάνοντας χρήση εννοιών της Υλικής Μηχανικής, διατυπώθηκε η εξίσωση της υλικής ορμής ή ψευδορμής σε Eulerian περιγραφή. Η διατύπωση των εξισώσεων έγινε πρωτίστως για γραμμικά ελαστικά υλικά και έπειτα, για μια πιο γενικευμένη αντίληψη, για Neo-Hookean υλικά. Στο τέταρτο κεφάλαιο επιλύθηκε η εξίσωση της φυσικής ορμής διατυπωμένη ως προς την αντίστροφη απεικόνιση της κίνησης με σκοπό την εύρεση της απαραμόρφωτης κατάστασης του σώματος. Κατά την εφαρμογή της Μεθόδου των Πεπερασμένων Στοιχείων, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι στην περίπτωση του προβλήματος που εξετάζουμε, ο τύπος του μητρώου στιβαρότητας περιέχει έναν επιπλέον όρο, αυτόν της κλίσης της αντίστροφης παραμόρφωσης, σε σχέση με το μητρώο στιβαρότητας στα κλασσικά προβλήματα Μηχανικής. Στη συνέχεια, παρουσιάζεται η εφαρμογή της Μεθόδου των Πεπερασμένων Στοιχείων τόσο για γραμμικά όσο και για μη-γραμμικά προβλήματα επίπεδης εντατικής και παραμορφωτικής κατάστασης. Η επίλυση γίνεται με κώδικα MATLAB που αναπτύχθηκε στο εργαστήριο Μαθηματικής Μοντελοποίησης και Επιστημονικών Υπολογισμών, που τροποποιήθηκε κατάλληλα σύμφωνα με την παραπάνω θεωρητική ανάλυση. v Εν κατακλείδι, στη διατριβή αυτή, μελετήθηκαν οι εξισώσεις ισορροπίας στον Υλικό Χώρο και διατυπώθηκε η εξίσωση της Υλικής Ορμής στις δύο διαστάσεις για γραμμική και μη γραμμική καταστατική σχέση σε περιγραφή Euler, δηλαδή ως προς την αντίστροφη συνάρτηση της παραμόρφωσης. Πρόκειται για μια μερική διαφορική εξίσωση, δεύτερης τάξης ισχυρά μη γραμμική από την οποία θεωρητικά μπορεί να υπολογιστεί η κατανομή των υλικών δυνάμεων και η απαραμόρφωτη κατάσταση του σώματος όταν δίνεται η παραμορφωμένη. Στην εργασία αυτή καταφέραμε να προσδιορίσουμε την απαραμόρφωτη κατάσταση ενός σώματος με δεδομένη την παραμορφωμένη του κατάσταση και τις συνοριακές συνθήκες με τη βοήθεια της εξίσωσης της φυσικής ορμής διατυπωμένης ως προς την αντίστροφη συνάρτηση της παραμόρφωσης. Είναι προφανές ότι ο χώρος αυτός επιδέχεται περαιτέρω έρευνα. Θέματα που θα μπορούσαν να ερευνηθούν είναι η εφαρμογή των Πεπερασμένων Στοιχείων στην εξίσωση της Υλικής Ορμής που διατυπώσαμε ώστε να μπορεί να γίνει σύγκριση με τα αποτελέσματα που έχουμε ήδη πετύχει στην παρούσα διατριβή για την εξίσωση της φυσικής ορμής διατυπωμένης ως προς την αντίστροφη απεικόνισης της κίνησης. Επίσης, η διερεύνηση των συνθηκών τύπου Neumann για την εξίσωση της υλικής ορμής θα μπορούσε να είναι ένα ενδιαφέρον θέμα για περαιτέρω έρευνα. 960 217 227 This research examines the phenomenon of underrepresentation of female faculty members of the country's universities in the academic year 2018/2019. More specifically, the present study examines: 1) the gender composition of the faculty members of the universities, 2) the gender distribution of the faculty members in four ranks and 3) the differences observed in the two above subjects between the schools of theoretical interest and the schools of science. The research extracted the official data, which were released by the university departments for the academic year 2018/2019. The Study Guide of the department was used as the main research tool and at the second level the data were obtained by telephone contact with the relevant university departments.According to the research findings, the majority of the teaching staff in the country's universities consists of male academics. In addition, it appeared that the percentage of female faculty members is high at the lowest level of faculty members, while it is low at the highest level of academic hierarchy.Finally, the research has shown that the presence of women is more intense in the Pedagogical Schools and significantly low in the Technical Schools. In conclusion, the phenomenon of gender discrimination against female academics has not made any progress from the past to the present and requires immediate action by all stakeholders. Η παρούσα έρευνα εξετάζει την πορεία του φαινομένου της υποεκπροσώπησης των γυναικών μελών ΔΕΠ των πανεπιστημίων της χώρας κατά το ακαδημαϊκό έτος 2018/2019. Πιο συγκεκριμένα, εξετάζεται α) η κατά φύλο σύνθεση των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ, β) η κατά φύλο κατανομή των μελών ΔΕΠ στις τέσσερις ιεραρχικές βαθμίδες και γ) οι διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται ως προς τα δύο παραπάνω ζητήματα ανάμεσα στις σχολές θεωρητικού ενδιαφέροντος και στις σχολές των θετικών επιστημών. Στο πλαίσιο της έρευνας αναζητήθηκαν τα επίσημα στοιχεία που δημοσιοποίησε το εκάστοτε πανεπιστημιακό τμήμα για το εξεταζόμενο ακαδημαϊκό έτος. Για την εύρεση των στοιχείων χρησιμοποιήθηκε ως ερευνητικό εργαλείο ο Οδηγός Σπουδών του εκάστοτε τμήματος και σε δεύτερο επίπεδο η λήψη και επιβεβαίωση των στοιχείων έγινε κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας με τα αρμόδια πανεπιστημιακά τμήματα. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας η πλειονότητα των θέσεων στο διδακτικό προσωπικό των ΑΕΙ της χώρας αποτελείται από άνδρες ακαδημαϊκούς. Επιπρόσθετα, φάνηκε, ότι το ποσοστό των γυναικών μελών ΔΕΠ είναι υψηλό στη μικρότερη βαθμίδα των μελών ΔΕΠ, ενώ εμφανίζεται χαμηλό στην υψηλότερη βαθμίδα της ακαδημαϊκής ιεραρχίας. Τέλος, η έρευνα έδειξε, ότι η παρουσία των γυναικών είναι έντονη περισσότερο στις Παιδαγωγικές Σχολές και εκλείπει σημαντικά από τις Πολυτεχνικές Σχολές. Συμπερασματικά, το φαινόμενο των έμφυλων διακρίσεων ενάντια στις γυναίκες ακαδημαϊκούς δεν εμφανίζει πρόοδο από το παρελθόν μέχρι σήμερα και για την αντιμετώπισή τους κρίνεται σκόπιμη η άμεση λήψη μέτρων από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. 961 258 252 Synthesis, characterization, and study of new complexes, obtained from mercury (II) and lead (II) salts with ligands thiourea derivatives and amino acids Σύνθεση, χαρακτηρισμός και μελέτη νέων συμπλόκων ενώσεων, αλάτων του υδραργύρου(ΙΙ) και μολύβδου(ΙΙ) με υποκαταστάτες παράγωγα της θειουρίας και αμινοξέων This thesis deals with the synthesis of new mercury(II) and lead(II) complexes using ligands thiourea derivatives and amino-acids. The compounds were characterized in the solid state using fluorescence and powder crystallography (XRF and XRPD), infrared spectroscopy and thermostatic analysis (TG). In solution, the compounds were characterized by using ultraviolet-visible (UV-Vis) and nuclear magnetic resonance of hydrogen nuclei (1H-NMR) spectroscopies, whereas a solid phase and solution fluorescence study were also performed. The compounds: Hg(tpp)2(pmt-)2, Hg(pmt-)3(pmtH)Cl, Hg2(pmt)2(pmtH)2Br2, Hg(pmtH)2I2, Hg(tpp)2I2, [Hg(tu)4]2+2[Cl]-, [glyH]+[HgCl3]- and (Hg(cysH2)(cysH-)Cl.H2O, [Et3NH]+ [Cl(HgCl2)6]-, [Et3NH]+ [Hg2Cl5)]-, [na-onaH]+ [HgI3]-, [HSCH2CHNH3+COO-], [Et3NH+][CH2SCSNHCHCOO-], [Et3NH]+ [tbaH]-.H2O and [naH+][NO3-] were characterized by using X-ray diffraction crystallography. The structure of the product Hg(pmt-)2 was also determined by the reaction of HgCl2 with deprotonated 2-mercapto-pyrimidine. For these compounds, the structure relationship was studied with the type and the magnitude of toxic effects induced in vitro in biological systems of prokaryotic cells (Gram +: Staphylococcus aureus, Staphylococcus epidermidis, Gram –: Pseudomonas aeruginosa). The in vitro toxic activity of the complexes against healthy eukaryotic skin cells (HaCaT) and lung fibroblasts (MRC5) was also assessed as models for different primary routes of absorption of heavy metals from the human body. Finally, in the context of investigating their possible genotoxicity, an evaluation was made: a) in vitro with the detection of micronuclei in HaCaT cells in the phase of mesophase and b) in vivo by detecting chromosomal abnormalities and estimating the mitotic index according to Allium cepa protocol. H παρούσα διατριβή πραγματεύεται τη σύνθεση νέων συμπλόκων ενώσεων του ανόργανου υδραργύρου (ΙΙ) και μολύβδου(ΙΙ) με υποκαταστάτες παράγωγα της θειουρίας και αμινοξέα. Ο χαρακτηρισμός των ενώσεων έγινε σε στερεά κατάσταση με κρυσταλλογραφία φθορισμού (XRF) και κόνεος (XRPD), με φασματοσκοπία υπερύθρου (IR) και με θερμοσταθμική ανάλυση. Σε διάλυμα οι ενώσεις χαρακτηρίστηκαν με φασματοσκοπία υπεριώδους-ορατού (UV-Vis) και πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού πυρήνων υδρογόνου (1H-NMR) ενώ πραγματοποιήθηκε και μελέτη φθορισμού σε στερεά κατάσταση και σε διάλυμα. Οι ενώσεις: Hg(tpp)2(pmt-)2, Hg(pmt-)3(pmtH)Cl, Hg2(pmt)2(pmtH)2Br2, Hg(pmtH)2I2, Hg(tpp)2I2, [Hg(tu)4]2+2[Cl]-, [glyH]+[HgCl3]- και (Hg(cysH2)(cysH-)Cl.H2O, [Et3NH]+ [Cl(HgCl2)6]-, [Et3NH]+ [Hg2Cl5)]-, [na-onaH]+ [HgI3]-, [HSCH2CHNH3+COO-], [Et3NH+][CH2SCSNHCHCOO-], [Et3NH]+ [tbaH]-.H2O και [naH+][NO3-] χαρακτηρίστηκαν με κρυσταλλογραφία περίθλασης ακτίνων Χ μονοκρυστάλλου. Επίσης προσδιορίστηκε και η δομή του προϊόντος Hg(pmt-)2 από την αντίδραση του HgCl2 με την αποπρωτονιομένη 2-μερκαπτοπυριμιδίνη. Για τις ενώσεις αυτές μελετήθηκε η σχέση δομής με το είδος και το μέγεθος των τοξικών επιδράσεων που προκαλούνται in vitro σε βιολογικά συστήματα προκαρυωτικών κυττάρων (Gram +: Staphylococcus aureus, Staphylococcus epidermidis, Gram –: Pseudomonas aeruginosa). Επίσης εκτιμήθηκε η in vitro τοξική τους δράση έναντι υγιών ευκαρυωτικών κυττάρων δέρματος (HaCaT) και ινοβλαστών πνεύμονα (MRC5) ως πρότυπα διαφορετικών κύριων οδών απορρόφησης των βαρέων μετάλλων από τον ανθρώπινο οργανισμό. Τέλος, στο πλαίσιο διερεύνησης της πιθανής γενοτοξικής τους δράσης πραγματοποιήθηκε αξιολόγηση: α) in vitro με την ανιχνεύση μικροπυρηνίσκων σε κύτταρα HaCaT που βρίσκονται στη φάση της μεσόφασης και β) in vivo με την ανίχνευση χρωμοσωμικών ανωμαλιών και εκτίμηση του μιτωτικού δείκτη σύμφωνα με το πρωτόκολλο Allium cepa. 962 258 255 The impact of the use of 3D Printing technology on content knowledge, stress and student’s interest in the Natural Sciences Η επίδραση της χρήσης της τεχνολογίας τρισδιάστατης εκτύπωσης (3D Printing) στις γνώσεις περιεχομένου, στο άγχος και στο ενδιαφέρον των μαθητών/τριών για τις Φυσικές Επιστήμες The present study examines the results of the effect of a project done by students of the 5th and 6th grade of Primary School with the use of 3D Printing Technology on content knowledge, anxiety and their interest in natural sciences and the approach of teaching natural sciences. At the same time it compares them with the corresponding results of students who were taught according to the same teaching model. The research sample consists of 111 primary school students (control group – experimental group). The research was completed in March 2020. The students who participated in the research were taught the concept of Friction and the factors by which it is influenced by the constructive approach. A questionnaire was used in four thematic sections, which dealt with demographics, content knowledge, and attitudes toward the Natural Sciences. The statistical analyses were performed with the statistical package SPSS 23. The research reveals the positive effect of 3D Printing on the conceptual understanding and learning of the concept of the force of friction and the factors by which it is influenced and confirms that 3D printing technology can be used as a powerful STEM educational tool that supports learning and creativity. Regarding to the scientific interest of the students in natural sciences it is determined that is not affected while it is observed that there is a similar positive effect of the teaching intervention on the students’ anxiety about Natural Sciences. Η παρούσα έρευνα διερευνά την επίδραση που έχει ένα σχέδιο εργασίας Ε΄ και Στ΄ τάξης του Δημοτικού Σχολείου με τη χρήση τεχνολογίας τρισδιάστατης εκτύπωσης (3D Printing) στις γνώσεις περιεχομένου, στο άγχος και στο ενδιαφέρον των μαθητών/τριών για τις Φυσικές Επιστήμες και τη διδασκαλία τους και ταυτόχρονα τις συγκρίνει με τα αντίστοιχα αποτελέσματα μαθητών/τριών που διδάχθηκαν σύμφωνα με το ίδιο μοντέλο διδασκαλίας. Το δείγμα της έρευνας αποτελείται από 111 μαθητές/τριες δημοτικών σχολείων του Νομού Θεσπρωτίας. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε σε ομάδες μαθητών/τριών (ομάδα ελέγχου-πειραματική ομάδα). Η διενέργεια της έρευνας ολοκληρώθηκε το Μάρτιο του 2020. Οι μαθητές/τριες που συμμετείχαν στην έρευνα διδάχθηκαν την έννοια της Τριβής και τους παράγοντες από τους οποίους αυτή επηρεάζεται με βάση την εποικοδομητική προσέγγιση. Χρησιμοποιήθηκε ερωτηματολόγιο διαμορφωμένο σε τέσσερις θεματικές ενότητες, που αφορούσαν δημογραφικά στοιχεία, γνώσεις περιεχομένου και στάσεις για τις Φυσικές Επιστήμες. Οι στατιστικές αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν με το στατιστικό πακέτο SPSS 23. Μέσα από την έρευνα διαπιστώνεται η θετική επίδραση της τρισδιάστατης εκτύπωσης στην εννοιολογική κατανόηση και μάθηση της έννοιας της δύναμης της τριβής και των παραγόντων από τους οποίους αυτή επηρεάζεται και επιβεβαιώνεται ότι η τεχνολογία 3D εκτύπωσης μπορεί να χρησιμεύσει ως ένα ισχυρό εκπαιδευτικό εργαλείο STEM το οποίο συμβάλλει στην υποστήριξη της μάθησης και της δημιουργικότητας. Αναφορικά με το επιστημονικό ενδιαφέρον των μαθητών/τριών για τις Φ.Ε. διαπιστώνεται ότι δεν επηρεάζεται, ενώ παρατηρείται παρόμοια θετική επίδραση της διδακτικής παρέμβασης, στο άγχος των μαθητών/τριών για τις Φυσικές Επιστήμες. 963 194 218 Η ποιότητα ζωής και ο πόνος στους ασθενείς με καρκίνο τραχήλου της κεφαλής Subject: This is a pilot study and it was designed with the view to study the quality of life and the pain of patients who suffer from head and neck cancer and are treated with radiotherapy, chemotherapy or combined chemo radiotherapy. Patients and methods: 92 patients with diagnosed head and neck cancer participated in this study. The data were collected from April 2009 till July 2009.The study took place in «Agios Savvas» Oncological Hospital , Athens under the auspices of the University of Ioannina Medical School. 3 questionnaires were used. One with demographic data, SF-36 and BPI (see appendix). Results: The majority of the patients were men (n=75) 81% with only 18.5% been women (n=17), with mean age 63.70 years. Among them 59 (64.1%) were still smoking after the diagnosis of the disease. Between them 17 (18.5%) were using opioids and 16 (17.4%) antidepressive drugs. We noticed a statistically significant difference between patients who smoke and do not smoke , as well as in those who use antidepressives. Discussion: smoking, use of opioids and antidepressives influence the quality of life and interfere with the severity of pain in patients with head and neck cancer. Αντικείμενο: Η συγκεκριμένη έρευνα είναι πιλοτική και σχεδιάστηκε με σκοπό τη μελέτη της ποιότητας ζωής και του πόνου που βιώνουν οι ασθενείς με καρκίνο τραχήλου της κεφαλής, που υποβάλλονται σε ακτινοθεραπεία, χημειοθεραπεία ή σε συνδυασμένη θεραπεία ακτινοβολίας και χημειοθεραπείας. Ασθενείς και μέθοδος: Στην έρευνα συμμετείχαν 92 ασθενείς με διαγνωσμένο καρκίνο του τραχήλου της κεφαλής. Η συλλογή δεδομένων έγινε από τον Απρίλιο του 2009, έως τον Ιούλιο του 2009. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο Αντικαρκινικό νοσοκομείο «Ο Άγιος Σάββας» στην Αθήνα, υπό την επίβλεψη της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Χρησιμοποιήθηκαν 3 ερωτηματολόγια, ένα με δημογραφικά στοιχεία, το SF-36 και το BPI (βλέπε παράρτημα). Αποτελέσματα: Οι περισσότεροι ασθενείς ήταν άνδρες (ν=75) 81% με μόλις 18,5% να είναι γυναίκες (ν=17), με μέσο όρο ηλικίας τα 63,70. Από αυτούς οι 59 συνέχιζαν να καπνίζουν (64,1%) και μετά τη διάγνωση της νόσου. Από αυτούς οι 17 (18,5%) έπαιρναν οπιοειδή και οι 16 (17,4%) λάμβαναν θεραπεία με αντικαταθλιπτικά. Παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στα άτομα που καπνίζουν και σε αυτά που δεν καπνίζουν, καθώς επίσης και σε αυτούς που κάνουν χρήση αντικαταθλιπτικών φαρμάκων. Συζήτηση: το κάπνισμα, η χρήση οπιοειδών και αντικαταθλιπτικών φαίνεται να επηρεάζουν την ποιότητα ζωής και να παρεμβαίνουν στη σοβαρότητα του πόνου στους ασθενείς με καρκίνο τραχήλου της κεφαλής. 964 167 173 The aim of this research was to investigate the association between two dimensions of shame - externalised and internalised - and Theory of Mind (ToM) in a sample of adults. 127 adult students, 93 women and 34 men (M = 20.06 years) participated in the research. The externalised shame of participants was examined with the Other As Shamer scale (OAS), while the internalised shame was examined with the Internal Shame Scale (ISS). Theory of Mind was examined with standardized adult tests of understanding of complex social situations such as “Strange Stories”, a test of first-order attribution of false belief and tests of second-order attributions of false belief. The outcomes of the research showed that there is no correlation among two dimensions of shame and ToM. Furthermore, age and gender had no impact on these correlations. However, there is statistical significant positive correlation between participants’ performance in two dimensions of shame and among ToM tests. The restrictions and the opportunities for future investigations of the issue are discussed. Στόχος της έρευνας ήταν να εξετάσει τη σχέση ανάμεσα σε δύο διαστάσεις της ντροπής - την εσωτερικευμένη και την εξωτερικευμένη - και τη θεωρία του νου (ΘτΝ) σε δείγμα ενηλίκων. Στην έρευνα συμμετείχαν 127 φοιτητές, 93 γυναίκες και 34 άνδρες, με μέσο όρο ηλικίας Μ = 20.06 έτη. Η αξιολόγηση της εξωτερικευμένης ντροπής πραγματοποιήθηκε με την κλίμακα Other As Shamer scale (OAS), ενώ της εσωτερικευμένης ντροπής μέσω της κλίμακας Internalized Shame Scale (ISS). Η αξιολόγηση της ΘτΝ πραγματοποιήθηκε με συστοιχία έργων κατανόησης σύνθετων κοινωνικών καταστάσεων και ειδικότερα με ιστορίες θεωρίας του νου, ένα έργο κατανόησης ψευδών πεποιθήσεων α΄ τάξης και έργα κατανόησης ψευδών πεποιθήσεων β΄ τάξης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι δεν υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στις δύο διαστάσεις της ντροπής και τη ΘτΝ. Παράλληλα, το φύλο και η ηλικία των συμμετεχόντων δεν άσκησαν επίδραση στη σχέση αυτών των μεταβλητών. Ωστόσο, προέκυψε στατιστικά σημαντική θετική σχέση ανάμεσα στις επιδόσεις των συμμετεχόντων στις κλίμακες και τις υποκλίμακες της ντροπής καθώς και μεταξύ των δοκιμασιών της ΘτΝ. Οι περιορισμοί και οι δυνατότητες μελλοντικής διερεύνησης του θέματος συζητούνται. 965 178 227 The role of the headmaster in introducing innovations in education Ο ρόλος του διευθυντή στη εισαγωγή των καινοτομιών στην εκπαίδευση The present study examined the views of Epirus teachers and principals of primary education on the role, which has the management of the school unit in introducing educational innovations. The study aims to highlight the aspects of the innovation process and to identify the importance that managers place on it. A quantitative method was used to answer the research questions and the research objectives of the research. The sample consists of 117 teachers and 12 principals. The questionnaires were developed after studying the relevant literature and research. Study approves that the role of the principal in introducing innovations in education is very important. Both teachers and principals agree that innovative actions are significant in the classroom, despite the factors that make this process difficult. From the point of view of self-criticism, it has been found that principals are willing to make changes and work with teachers to implement these changes. Finally, the present work confirmed the positive correlation between teachers‟ and principals‟ views on the importance and necessit Στην παρούσα έρευνα μελετήθηκαν οι απόψεις των εκπαιδευτικών και των διευθυντών των σχολικών μονάδων της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης της Ηπείρου για το ρόλο που έχει η διεύθυνση της σχολικής μονάδας στην εισαγωγή εκπαιδευτικών καινοτομιών. Η εργασία στοχεύει να αναδείξει ολοένα και περισσότερες πτυχές της διαδικασίας εισαγωγής καινοτομιών και να ανιχνεύσει τη σημασία που της δίνουν οι διευθυντές. Για την απάντηση των ερευνητικών ερωτημάτων και των ερευνητικών στόχων της έρευνας χρησιμοποιήθηκε ποσοτική μέθοδος έρευνας. Το δείγμα αποτελείται από 117 εκπαιδευτικούς και 12 διευθυντές. Τα ερωτηματολόγια διαμορφώθηκαν μετά από μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας και των σχετικών ερευνών. Η έρευνα αναδεικνύει ότι είναι πρωταρχικός ο ρόλος του διευθυντή στην εισαγωγή καινοτομιών στην εκπαίδευση. Τόσο οι εκπαιδευτικοί όσο και οι διευθυντές συμφωνούν στο ότι οι καινοτόμες δράσεις είναι απαραίτητο να εισάγονται στη σχολική μονάδα, παρά τους παράγοντες που δυσχεραίνουν τη διαδικασία αυτή. Από άποψη αυτοκριτικής διαπιστώθηκε πως οι διευθυντές έχουν την διάθεση να κάνουν αλλαγές και να συνεργαστούν με τους εκπαιδευτικούς για την υλοποίηση αυτών των αλλαγών ενώ από την οπτική των εκπαιδευτικών διαπιστώνεται η ανάγκη επιμόρφωσης των διευθυντών σε θέματα καινοτομιών για την καλύτερη διεκπεραίωση του ρόλου τους. Τέλος, στη παρούσα εργασία επιβεβαιώθηκε η συνάφεια των απόψεων των εκπαιδευτικών και των διευθυντών για τη σημασία και την αναγκαιότητα του ρόλου του διευθυντή αλλά και την αξία της εισαγωγής καινοτομιών στην εκπαίδευση. 966 130 140 Effect of food supplements on spermatogenesis on sperm maturation on epididymis in oligoasthenoteratozoospermic men Ο ρόλος των συμπληρωμάτων διατροφής στην σπερματογένεση, στην ωρίμανση των σπερματοζωαρίων, στην επιδιδυμίδα σε ολιγοασθενοτερατοζωοσπερμικούς άνδρες Infertility is defined as the inability to conceive after one year of unprotected intercourse. Approximately one third is attributed to the female factor, one third is attributed to the male factor and one third is caused by a combination of both factors or is unexplained. We evaluated the role of administration of micronutrients (Profertil) in male infertility alleviation. Our search resulted in that Profertil has a beneficial effect on sperm motility in idiopathic oligoasthenospermic mem. This action may be related to the improvement of arginine or due to the action of other antioxidant factors presents in the capsule. Furthermore the zinc content of Profertil stabilizing the structure of chromatin of the spermatozoa may increase their viability. Υπογονιμότητα ορίζεται ως η αδυναμία σύλληψης μετά από διάστημα 12 μηνών ελέυθερων σεξουαλικών επαφών. Στο 1/3 των περιστατικών υπογονιμότητας το αίτιο ανευρίσκεται μόνο στον άνδρα, στο 1/3 στην γυναίκα, ενώ ένα ποσοστό 1/3 περίπου είναι μικτής αιτιολογίας ή δεν βρίσκεται αίτιο. Μελετήσαμε την αποτελεσματικότητα της χρήσης των δραστικών ιχνοστοιχείων που περιέχει το Profertil στην ανδρική υπογονιμότητα. Τα αποτελέσματα της έρευνας μας απέδειξαν ότι το Profertil βελτιώνει την ποιότητα του σπέρματος σε υπογόνιμους ολιγοασθενοζωοσπερμικούς άνδρες. Η δράση αυτή μπορεί να σχετίζεται με την βελτίωση της διαδικασίας ωρίμανσης του σπέρματος, λόγω της παρουσίας αργινίνης στην επιδιδυμίδα ή λόγω της δράσης των υπολοίπων αντιοξειδωτικών παραγόντων που υπάρχουν στν κάψουλα. Επιπλέον η περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο του Profertil σταθεροποιεί την δομή των χρωματίδων των σπερματοζωαρίων αυξάνοντας την βιωσιμότητα τους. 967 149 154 Βιοστατιστική διερεύνηση των κακοηθών νεοπλασμάτων της στοματικής κοιλότητας στην Ελλάδα THIS STUDY DEALS WITH THE INCIDENCE AND MORTALITY MALIGNANT NEOPLASMS OF ORAL CAVITY AND PHARYNX, ACCORDING TO DATA PROVIDED BY THE NATIONAL STATISTICAL SERVICE OF GREECE. WE FOUND THAT AMONG 228348 CASES OF MALIGNANT NEOPLASMS, 6796 CASES CONCERNED THE ORAL CAVITY AND PHARYNX, AN AVERAGE OF 3% OF ALL NEOPLASMS REPORTED. 47,4% OF MALIGNANT NEOPLASMS WERE LOCATED ON THE LIP, 21,4% IN THE ORALCAVITY (PARTICULARLY THE TONGUE), 19,8% IN THE PHARYNX, 9,8% IN THE MAJOR SALIVARY GLANDS AND 2,3% IN NON DEFINED PARTS OF THE LIP, ORAL CAVITY AND PHARYNX. 61,4% OF NEW CASES RECORDED FROM 1969 TO 1982 REFERED TO PEOPLE ENGAGED WITH AGRARIAN WORK; CATTLE-REARING, FISHING ETC., 1685 OF THE CASES (67,1%) WERE MALIGNANT NEOPLASMS OF THE LIP. SPECIFIC MORTALITY RATE FROM MALIGNANT NEOPLASMS OF ORAL PHARYNX COVERED 0.812 CASES IN A POPULATION OF 100.000 FOR PERIOD 1956-60,WITH A DESCENDING DEVELOPMENT OF 1786 DEATHS FOR PERIOD 1981-85. Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΡΕΥΝΑ ΕΞΕΤΑΖΕΙ ΤΗΝ ΝΟΣΗΡΟΤΗΤΑ, ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΘΝΗΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΑΚΟΗΘΩΝ ΝΕΟΠΛΑΣΙΩΝ ΣΤΟΜΑΤΟΣ, ΦΑΡΥΓΓΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΣΥΕ. ΤΑ ΔΙΑΘΕΣΙΜΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΑΠΟ ΤΟ 1969 ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1982 ΣΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΔΙΑΓΝΩΣΘΗΚΑΝ 6796 ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ ΣΤΟΜΑΤΟΣ-ΦΑΡΥΓΓΑ ΣΕ ΣΥΝΟΛΟ 228348 ΚΑΚΟΗΘΩΝΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΩΝ ΠΑΣΗΣ ΦΥΣΕΩΣ, ΗΤΟΙ ΠΟΣΟΣΤΟ 3%. ΤΟ 47,4% ΕΝΤΟΠΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΧΕΙΛΟΣ, ΤΟ 21,4% ΕΝΔΟΣΤΟΜΑΤΙΚΑ (ΜΕ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΗ ΕΝΤΟΠΙΣΗ ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ), ΤΟ 19,8% ΣΤΟΝ ΦΑΡΥΓΓΑ, ΤΟ 9,8% ΣΤΟΥΣ ΜΕΙΖΟΝΕΣ ΣΙΕΛΟΓΟΝΟΥΣ ΑΔΕΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ 2,3% ΣΕ ΜΗ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΟΜΕΝΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΥΓΓΑ, ΣΤΟΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΧΕΙΛΕΩΝ ΤΟ 61,4% ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ ΑΦΟΡΟΥΣΑΝ ΑΤΟΜΑ ΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΓΕΩΡΓΙΑ, ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ, ΑΛΙΕΙΑ ΚΛΠ. ΤΑ 1685 ΑΠΟ ΑΥΤΑ ΗΤΟΙ ΠΟΣΟΣΤΟ 67,1% ΗΤΑΝ ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ ΧΕΙΛΟΥΣ. Η ΕΙΔΙΚΗ ΑΠΟ ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ ΣΤΟΜΑΤΟΣ, ΦΑΡΥΓΓΑ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΞΕΚΙΝΑ ΑΠΟ 0,812 ΘΑΝΑΤΟΥΣ ΑΝΑ 100.000 ΠΛΗΘΥΣΜΟ ΤΗΝ ΠΕΝΤΑΕΤΙΑ 1956-60 ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΑΝΟΔΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΦΘΑΝΕΙ ΣΕ 1,786 ΘΑΝΑΤΟΥΣ ΑΝΑ 100.000 ΠΛΗΘΥΣΜΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΝΤΑΕΤΙΑ 1981-85 . 968 195 203 Στερεοεκλεκτικές Dies-Alder και Retro-Alder αντιδράσεις προστατευμένων-βενζοκινονών (ΜΟΒs) In the current thesis we studied the reactions of various masked o-benzoquinones with cyclic and acyclic alkenes. 2-Μethoxy phenols can be oxidized easily by diacetoxyiodobenzene (DIAB), in the presence of methanol at room temperature, to furnish 6,6-dimethoxycycloexa-2,4-dien-1-ones, which are generally known as masked o-benzoquinones (MOBs). Then, the MOBs can react with various alkenes via Diels-Alder reactions to furnish substituted bicyclo[2.2.2]octenones, which have many synthetic possibilities. MOBs by their nature, can act either as dienes, either as dienophiles in Diels-Alder reactions. This behavior along with the high reactivity the MOBs are presenting, makes them very unstable resulting in facile dimerization before they give the desired Diels-Alder reactions with external dienophiles. Because of the dimerization, the Retro Diels-Alder strategy is applied, wherein the dimer is submited to Diels-Alder reaction with the corresponding dienophiles to give the final desired products. It is worth mentioning that these Diels-Alder reactions exhibit high regioselectivity and stereoselectivity. In all cases, the ortho-endo isomer is obtained as a sole product, although there are four possible products. Styrene and some p-substituted styrenes that were used are an exception, as the Diels-Alder reactions that were tested with these alkenes furnished a mixture of two isomers. Στην παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή μελετήθηκαν οι αντιδράσεις διάφορων προστατευμένων ο-βενζοκινονών με κυκλικά και άκυκλα αλκένια. Οι 2-μεθοξυ φαινόλες μπορούν πολύ εύκολα να οξειδωθούν από διακετοξυιωδοβενζόλιο (DIAB), παρουσία μεθανόλης σε θερμοκρασία δωματίου, και να δώσουν 6,6-διμεθοξυκυκλοεξα-2,4-διεν-1-όνες, οι οποίες είναι ευρύτερα γνωστές ως προστατευμένες ο-βενζοκινόνες (MOBs). Στη συνέχεια, τα MOBs μπορούν να αντιδράσουν με διάφορα αλκένια, μέσω αντιδράσεων Diels-Alder προς υποκατεστημένες δικυκλο[2.2.2]οκτενόνες, οι οποίες παρουσιάζουν πολλές συνθετικές δυνατότητες. Τα MOBs από τη φύση τους, μπορούν να δράσουν είτε ως διένια, είτε ως διενόφιλα σε αντιδράσεις Diels-Alder. Αυτή η συμπεριφορά σε συνδυασμό με τη μεγάλη δραστικότητα που παρουσιάζουν, τα καθιστά πολύ ασταθή με αποτέλεσμα να αυτοδιμερίζονται ταχύτατα πριν προλάβουν να δώσουν τις επιθυμητές αντιδράσεις Diels-Alder με εξωτερικά διενόφιλα. Γι’ αυτό το λόγο, εφαρμόζεται η Retro Diels-Alder στρατηγική, κατά την οποία το διμερές υποβάλλεται σε αντίδραση Diels-Alder με τα αντίστοιχα διενόφιλα, για να δώσει τα τελικά επιθυμητά προϊόντα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι συγκεκριμένες αντιδράσεις Diels-Alder παρουσιάζουν μεγάλη τοπο- και στερεοεκλεκτικότητα. Σε όλες τις περιπτώσεις, από τα τέσσερα πιθανά προϊόντα λαμβάνεται ένα μοναδικό προϊόν και συγκεκριμένα το ορθο- ένδο- ισομερές. Εξαίρεση αποτελούν οι αντιδράσεις με το στυρόλιο και κάποια παρα- υποκατεστημένα στυρόλια που χρησιμοποιήθηκαν, οι οποίες έδωσαν μίγμα δύο ισομερών. 969 126 143 Children’s awareness of intercultural consciousness through children's literature in Elementary Education Η καλλιέργεια της διαπολιτισμικής συνείδησης μέσω της παιδικής λογοτεχνίας στο Δημοτικό Σχολείο This dissertation approaches and studies the terms “Children’s Literature” and “Intercultural Education” to prove how these two concepts are involved. The main research objectives of the study are on the one hand to examinate the present of literary texts that have an intercultural dimension and promote intercultural communication in the language textbooks and the anthology of literary texts of the current primary school and on the other hand to collect of the last decade that promote, develop and enhance the intercultural character of students to be a didactic proposal for both intercultural and non-intercultural schools today. The main purpose of the study is to highlight intercultural literature and its advantages for students of Primary Education. Η παρούσα διπλωματική εργασία προσεγγίζει και μελετά τους όρους «Παιδική Λογοτεχνία» και «Διαπολιτισμική Εκπαίδευση» προκειμένου να καταδείξει πώς εμπλέκονται οι δύο έννοιες. Η εφαρμογή της ερευνητικής μεθόδου ανάλυσης περιεχομένου στα λογοτεχνικά κείμενα των διδακτικών εγχειριδίων της γλώσσας και του τρίτομου ανθολογίου λογοτεχνικών κειμένων του σημερινού δημοτικού σχολείου είχε σκοπό να εντοπίσει τα κείμενα που συμβάλλουν στην καλλιέργεια της διαπολιτισμικής συνείδησης των μαθητών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης και να αναδείξει τον τρόπο με τον οποίο αυτά επιδρούν στη διαμόρφωση μιας κοινής διαπολιτισμικής συλλογιστικής στον χώρο του σχολείου. Τέλος, η παρούσα μελέτη παρουσιάζει σύγχρονα έργα ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας που δημιουργήθηκαν την τελευταία δεκαετία, απευθύνονται στην ηλικιακή κατηγορία των παιδιών του δημοτικού σχολείου και προβάλλουν τη διαπολιτισμικότητα, με σκοπό να αποτελέσουν μια πρόταση για γονείς, εκπαιδευτικούς και όλους όσους ασχολούνται με την αγωγή του παιδιού. 970 177 215 The automated essay assessment as a new alternative assessment technique Η αυτοματοποιημένη αξιολόγηση της επίδοσης του μαθητή στην έκθεση ως μία νέα εναλλακτική τεχνική The present thesis attempts to bibliographically cover a particular emerging assessment technique, the Automated Essay Assessment, which has recently introduced as a technological alternative to the traditional student essays’ assessment technique, conducted by humans. Several software programs have recently been developed, which are underpinning the educational process and used for the assessment of essays in large scale examinations. These platforms presents many advantages and have won many supporters, but on the other hand they have cause several objections and have also won many adversaries. The thesis starts by presenting the topic of the evaluation in education, with emphasis on assessing student performance. The topic of the traditional assessment of student’s performance in the free written expression or in the essay, as it is performed by human, is presented as well. Also, the topic of Automated Essay Assessment is presented, as it is described in the literature, and finally the thesis concludes by listing the most important findings that occur from the critical comparison of these three topics. Η παρούσα εργασία επιχειρεί να παρουσιάσει βιβλιογραφικά την προβληματική γύρω από μία νέα εναλλακτική τεχνική για την αξιολόγηση της επίδοσης των μαθητών στην ελεύθερη γραπτή έκφραση, δηλαδή στην έκθεση, η οποία έχει αναπτυχθεί τελευταία. Η τεχνική αυτή ονομάζεται Αυτοματοποιημένη Αξιολόγηση της Έκθεσης και αποτελεί μία καινοτόμα τεχνολογική πρόταση. Αφορά την αξιολόγηση του γραπτού λόγου των μαθητών, όχι από τον άνθρωπο, αλλά από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Αρκετά λογισμικά έχουν αναπτυχθεί, τα οποία βοηθούν στην εκπαιδευτική διαδικασία και χρησιμοποιούνται ήδη για την αξιολόγηση εκθέσεων σε εξετάσεις, στις οποίες συμμετέχουν χιλιάδες διαγωνιζόμενοι. Τα λογισμικά αυτά παρουσιάζουν ορισμένα πλεονεκτήματα και έχουν καταφέρει να συγκεντρώσουν αρκετούς υποστηρικτές. Παράλληλα, αρκετά είναι και τα μειονεκτήματά τους και, έτσι, πολλοί είναι εκείνοι που αντιδρούν στη χρήση τους. Η εργασία αυτή ξεκινά παρουσιάζοντας τη θεματική της αξιολόγησης στην εκπαίδευση, με έμφαση στην αξιολόγηση της επίδοσης του μαθητή, καθώς και τη θεματική της αξιολόγησης της επίδοσης του μαθητή στην ελεύθερη γραπτή έκφραση ή στην έκθεση, όπως αυτή διενεργείται με τον παραδοσιακό τρόπο από τον άνθρωπο. Ακολούθως, παρουσιάζεται η θεματική της τεχνικής της Αυτοματοποιημένης Αξιολόγησης της Έκθεσης, όπως έχει αποτυπωθεί στη διεθνή βιβλιογραφία και, τέλος, η εργασία κλείνει με την παράθεση των σημαντικότερων πορισμάτων από την κριτική σύγκριση αυτών των τριών θεματικών. 971 288 321 Clustering is one of the most popular problems in machine learning and data mining. It belongs to the category of unsupervised learning problems since no label information is provided to assist in partitioning the data points into coherent groups. Although clustering is an unsupervised problem, it is possible to view clustering from a reinforcement learning perspective. In reinforcement learning, an agent learns an action policy that solves a sequential decision problem using reinforcement signals provided by the environment. In reinforcement-based clustering, the clustering system learns through reinforcements to follow the desired clustering policy. The previous method of this type (RGCL algorithm) trains a team of binary stochastic units to perform on-line clustering. Each unit corresponds to a cluster and the weights of each stochastic unit correspond to a representative point (centroid) of the respective cluster. The team of stochastic units is trained to perform clustering using the REINFORCE algorithm by exploiting properly defined reinforcement signals provided by the environment. In this thesis we propose two extensions of the RGCL algorithm based on the use of a single stochastic multinomial unit instead of a team of binary stochastic units. In the first method the unit is trained on-line based on the REINFORCE framework using immediate reinforcement signals. In the second method the stochastic multinomial unit is trained in a batch mode based on the REINFORCE framework using delayed reinforcement signals. In both cases the weight update equations are derived so that the weight updates lead to the stochastic minimization of the well-known k-means clustering error. An experimental study has been conducted using synthetic and real datasets to assess the performance of the proposed methods. The experimental results indicate that improved clustering results are obtained in the majority of cases. Η ομαδοποίηση των δεδομένων είναι ένα από τα πιο δημοφιλή προβλήματα της μηχανικής μάθησης καθώς και της εξόρυξης δεδομένων. Ανήκει στην κατηγορία των προβλημάτων μάθησης χωρίς επίβλεψη, αφού η μόνη πληροφορία που παρέχεται για τον διαχωρισμό των δεδομένων σε ομάδες, είναι τα ίδια τα δεδομένα και όχι ετικέτες αυτών. Παρόλο που η ομαδοποίηση είναι πρόβλημα χωρίς επίβλεψη, είναι εφικτό να την προσεγγίσουμε και σαν ένα πρόβλημα ενισχυτικής μάθησης. Στην ενισχυτική μάθηση, το σύστημα μαθαίνει μια στρατηγική η οποία λύνει ένα πρόβλημα διαδοχικών αποφάσεων χρησιμοποιώντας σήματα ενίσχυσης που παρέχονται από το περιβάλλον. Στην ομαδοποίηση με ενισχυτική μάθηση, το σύστημα μαθαίνει μέσα από σήματα ενίσχυσης να ακολουθήσει την επιθυμητή στρατηγική ομαδοποίησης. Σύμφωνα με την ιδέα αυτή μια προηγούμενη μέθοδος (αλγόριθμος RGCL), βασίζεται στην εκπαίδευση ενός συνόλου από στοχαστικές δυαδικές μονάδες και υλοποιεί ένα σειριακό αλγόριθμο ομαδοποίησης. Στη μέθοδο αυτή κάθε στοχαστική μονάδα αντιστοιχεί σε μια ομάδα και οι παράμετροι της στοχαστικής μονάδας αντιστοιχούν στον αντιπρόσωπο της ομάδας. Το σύνολο των στοχαστικών μονάδων εκπαιδεύεται με τη βοήθεια των REINFORCE τεχνικών και με κατάλληλα ορισμένα σήματα ενίσχυσης που στέλνονται έτσι ώστε να υλοποιείται η ομαδοποίηση των δεδομένων. Στην εργασία αυτή προτείνουμε δυο νέες μεθόδους που επεκτείνουν τον αλγόριθμο RGCL και χρησιμοποιούν μια μόνο στοχαστική πολυωνυμική μονάδα, αντί για ένα σύνολο από στοχαστικές δυαδικές μονάδες. Στην πρώτη μέθοδο η στοχαστική μονάδα εκπαιδεύεται σειριακά, με την εκπαίδευση να βασίζεται στο REINFORCE αλγόριθμο χρησιμοποιώντας σήματα άμεσης ενίσχυσης. Στη δεύτερη μέθοδο η στοχαστική πολυωνυμική μονάδα εκπαιδεύεται σε ομάδες παραδειγμάτων (batches) και βασίζεται πάλι στο REINFORCE αλγόριθμο, με τη διαφορά ότι λαμβάνουμε υπόψη και παρελθοντικά σήματα ενίσχυσης. Και στις δυο περιπτώσεις παρουσιάζουμε τις εξισώσεις που προκύπτουν για την ενημέρωση των παραμέτρων. Η ενημέρωση των παραμέτρων γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε το γνωστό σφάλμα ομαδοποίησης του k-Means να ελαχιστοποείται στοχαστικά. Διάφορα πειράματα σε τεχνητά και πραγματικά σύνολα δεδομένων διεξήχθηκαν για να μελετήσουμε την επίδοση των προτεινόμενων μεθόδων, όπου στις περισσότερες περιπτώσεις τα πειραματικά αποτελέσματα έδειξαν ότι οδηγούμαστε σε καλύτερες λύσεις ομαδοποίησης. 972 409 348 Aim of this thesis is to shed light on the situation in the mines of Northern Greece during the period 1912-1940. This is a period of transition from the Ottoman Empire to the Greek state. Using travel accounts and scientists’ narratives, legislative texts, francophone Press of Constantinople and relative literature I highlight the situation during mostly the last period of the Ottoman Empire. After the annexation to the Greek state of Macedonia and later Western Thrace, the government is obliged to deal with the issue of the mines’ property that according the Ottoman Law belonged to privates or companies. Till 1912 4 mining companies were active in Macedonia. After that moment and using the archive of the Directorate of Mines of Northern Greece, the archive of Prime Minister E. Venizelos, the Papers of the Parliamentary Acts, statistical data, the official Gazette, the archive of the National Bank of Greece and the Press, local or national, I follow the lead. I follow the evolution of the 4 companies I already mentioned, the foundation of new companies, mostly involving British capital and the fact of the nationalization of mines, that occurred for the first time in that period in order to make the most of it after the annexation of part of Macedonia. It is of primary importance the foundation of lignite mines’ enterprises - and that consists a central part in my thesis -, where I follow as well the so called “lignite question” that arose in this period and that in the Interwar years was considered as a “national issue”. I dedicate separate chapters to two minerals, gold and magnesite, the first known to exist since antiquity to lie in Macedonia in great amounts and the last a mineral that constituted a “success story” in the mining history of modern Greece. The last chapter is dedicated to labour in mines. What was the number of the miners, where did they come from, which were the conditions of life and work, was there any pro-miners legislation and finally what were they struggling for and what is known about the ultimate mean of struggle, their strikes. At the bottom of it during the period of 1912-1940, mining enterprises in Macedonia and Thrace generally were of little value, poorly equipped in means of technological innovation, with lack of workers, problems in transportation. It is an exemption to the general rule the mining enterprises in Chalkidiki and secondly in the island of Thassos. Στόχος της διατριβής είναι να φωτίσει την κατάσταση που επικρατούσε στα μεταλλεία στην Βόρεια Ελλάδα κατά την περίοδο 1912-1940. Πρόκειται ουσιαστικά για την περίοδο της μετάβασης από την Οθωμανική αυτοκρατορία στο ελληνικό κράτος. Χρησιμοποιώντας κείμενα περιηγητών και γαιοεπιστημόνων, νομικά κείμενα, τον γαλλόφωνο Τύπο της Κωνσταντινούπολης και σχετική δευτερεύουσα βιβλιογραφία καλύπτω την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και ιδίως τα τελευταία της χρόνια. Όταν ένα μέρος της Μακεδονίας και μετά και η Δυτική Θράκη γίνονται μέρος του ελληνικού κράτους, η κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει την τακτοποίηση του ζητήματος των μεταλλείων που ιδιοκτησιακά ανήκαν με σουλτανικό φιρμάνι σε ιδιώτες ή εταιρίες. Μάλιστα στη Μακεδονία είχαν εμφανιστεί πριν το 1912, τέσσερις εταιρίες. Για την περίοδο υπό διαπραγμάτευση και χρησιμοποιώντας κυρίως το Αρχείο Επιθεωρήσεων Μεταλλείων Βορείου Ελλάδος, το αρχείο του Ελευθερίου Βενιζέλου, τα πρακτικά των Συνεδριάσεων της Βουλής, ΦΕΚ, το αρχείο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, επίσημα στατιστικά δεδομένα, αλλά και τον Τύπο χαρτογραφώ την κατάσταση που δημιουργήθηκε. Παρακολουθώ την μοίρα των 4 εταιριών που προανέφερα, την ίδρυση νέων εταιρειών, συχνά με αγγλικό κεφάλαιο και την εθνικοποίηση μεταλλείων – που εμφανίζεται για πρώτη φορά τότε εξαιτίας ακριβώς της ενσωμάτωσης των μεταλλείων της Μακεδονίας. Κεντρικό τμήμα της διατριβής καταλαμβάνει η πραγματεία για τα λιγνιτωρυχεία της Μακεδονίας και της Θράκης, η οποία ξεκινά ως διαπραγμάτευση του λεγόμενου «λιγνιτικού ζητήματος», το οποίο στο Μεσοπόλεμο θεωρήθηκε ως «εθνικό ζήτημα». Αναφορά γίνεται σε ιδιαίτερα κεφάλαια και στον χρυσό και στον λευκόλιθο, μέταλλα που το πρώτο ήταν γνωστό από την αρχαιότητα και θεωρούνταν ότι υπήρχε σε αφθονία στη Μακεδονία ενώ το δεύτερο είχε μία πολύ αξιόλογη τύχη στις διεθνείς αγορές. Το τελευταίο κεφάλαιο αναφέρεται στην εργατική δύναμη. Προσπαθώ να βρω πόσοι ήταν οι εργάτες των μεταλλείων, από πού ήρθαν, ποιες οι συνθήκες ζωής και εργασίας τους, ποια η νομοθεσία που τους αφορούσε και τελικά ποιες οι διεκδικήσεις τους και οι απεργίες τους. Ανακεφαλαιώνοντας κατά την περίοδο 1912-1940, οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις στη Μακεδονία και Θράκη κατά κανόνα ήταν μικρές με προβλήματα σε εργατικό προσωπικό, στις μεταφορές, στο επενδυμένο κεφάλαιο. Υπάρχουν βέβαια και οι επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους που ξεχωρίζουν και αυτές βρίσκονται σε δύο περιοχές: στην Χαλκιδική και δευτερευόντως στη Θάσο. 973 401 294 Μεθοδολογικά προβλήματα στις μελέτες γενετικών συσχετίσεων για πολυσύνθετα νοσήματα With the advent of massive genetic technologies, several thousand human genome epidemiology studies are published every year investigating the relationship between common genetic variants and diverse phenotypes. Transparent reporting of study methods and results allows readers to better assess the validity of study findings. In this thesis, we aimed to evaluate the reporting practices of human genome epidemiology studies along with the excess of statistically significant results in studies of genetic associations with Alzheimer’s disease reflecting either bias or between-study heterogeneity. Articles were randomly selected from a continuously updated database of human genome epidemiology association studies to be representative of genetic epidemiology literature. The main analysis evaluated 315 articles published in 2001-2003. For a comparative update, we evaluated 28 more recent articles published in 2006, focusing on issues that were poorly reported in 2001-2003. In a second phase, we analyzed all genetic association studies of Alzheimer’s disease entered into the comprehensive AlzGene database until 31/1/2007 (1,348 studies in 315 meta-analyses). The number of observed (O) studies with statistically siginificant results (P=0.05 threshold) was compared with the expected (E) number under differenet assumptions for the magnitude of the effect size. In the main analysis, the plausible effect size was the summary effect presented in the respective meta-analysis. During both time periods, most studies comprised relatively small study populations. Articles were inconsistent in reporting the data needed to assess selection bias, and the methods to minimize misclassification (of genotypes, phenotypes) or to identify population stratification. Statistical power, the use of unrelated study participants and the use of replicate samples were reported more often in articles published during 2006. Overall, 19 meta-analyses (all with eventually non-significant results) had a documented excess of significant findings. Typically, sinlge studies had significant effects pointing in opposite directions and early summary effects were dissipated over time. Across the whole domain, O was 235 (17.4%), while E was 164.8 (12.2%) (p<10-6). The excess showed a predilection for meta-analyses with non-significant summary effects and between-study heterogeneity. The excess was seen for all levels of statistical significance and also for studies with borderline p values (0.05- 0.10). We conclude that many items needed to assess error and bias in human genome epidemiology association studies are not consistenly reported. Although some improvements were seen over time, reporting guidelines may help enhance the transparency of this literature. Finally, the excess of significant findings may represent significance-chasing biases in a setting of massive testing. Με την βελτίωση της μεθοδολογίας στη Γενετική, ο όγκος της πληροφορίας που προκύπτει στη Γενετική Επιδημιολογία είναι τεράστιος. Χιλιάδες μελέτες συσχέτισης γονοτύπου-φαινοτύπου δημοσιεύονται κάθε χρόνο μελετώντας τις σχέσεις μεταξύ ποικιλομορφιών του DNA και διαφόρων πολυσύνθετων νοσημάτων. Η διαφανής και ξεκάθαρη περιγραφή της μεθοδολογίας και των αποτελεσμάτων τους επιτρέπουν στον αναγνώστη να εκτιμήσουν καλύτερα την αξιοπιστία των εκάστοτε ευρημάτων. Στη συγκεκριμένη διατριβή επιδιώξαμε να μελετήσουμε τις πρακτικές αναφοράς σε μελέτες γενετικής επιδημιολογίας και να αξιολογήσουμε κατά πόσο υπάρχει υπέρβαση του αριθμού των στατιστικά σημαντικών ευρημάτων σε σχέση με το αναμενόμενο, οφειλόμενη είτε σε τυχόν μεροληψίες έιτε σε ετερογένεια μεταξύ των μελετών. Επιλέξαμε με τυχαίο τρόπο, άρθρα από μία διαρκώς ανανεούμενη βάση μελετών γενετικής επιδημιολογίας για να αποτελέσουν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της συγκεκριμένης βιβλιογραφίας. Στην κύρια ανάλυση αξιολογήθηκαν 315 άρθρα δημοσιευμένα στο διάστημα 2001- 2003 και για λόγους σύγκρισης, επιπλέον 28 άρθρα δημοσιευμένα το 2006, εστιάζοντας σε θέματα που περιγράφονταν σπανιότερα στο διάστημα 2001-2003. Σε δεύτερη φάση, χρησιμοποιήσαμε όλες τις μελέτες γενετικής επιδημιολογίας της νόσου Alzheimer που περιλαμβάνονταν στη βάση γενετικών μελετών AlzGene έως τις 31/1/2007 (1,348 μελέτες σε 315 μετα-αναλύσεις). Ο αριθμός των παρατηρούμενων (Π) στατιστικά σημαντικά μελετών (στο επίπεδο σημαντικότητας p<0.05) συγκρίθηκε με 94 τον αναμενόμενο (Α) αριθμό τους για διαφορετικά μεγέθη του αποτελέσματος. Στην κύρια ανάλυση το μέγεθος του αποτελέσματος ήταν το συγκεντρωτικό αποτέλεσμα της μετα-ανάλυσης. Και στις 2 χρονικές περιόδους, οι περισσότερες μελέτες περιελάμβαναν μικρά μεγέθη δείγματος και δεν ήταν συνεπείς στην περιγραφή των απαραίτητων δεδομένων για την αξιολόγηση συστηματικού σφάλματος αναφοράς, δυσταξινόμησης (γονοτύπου, φαινοτύπου) ή διαστρωμάτωσης του πληθυσμού. Η στατιστική ισχύς, η χρήση ατόμων χωρίς συγγενικές σχέσεις μεταξύ τους και η αξιολόγηση της γονοτυπικής μεθόδου εις διπλούν περιγράφονταν συχνότερα στα άρθρα του 2006. Εξάλλου, 19 μετα-αναλύσεις (όλες με στατιστικά μη- σημαντικό συγκεντρωτικό 974 237 237 Synthesis and characterization of supramolecular complexes based on 2,5-dichloro-3,6-p-benzoquinone (chloranilic acid) and heterocyclic Nitrogen containg bases Σύνθεση και χαρακτηρισμός υπερμοριακών συμπλόκων με βάση τη 2,5-διχλωρο-3,6-διύδροξυ-p-βενζοκινόνη (χλωρανιλικό οξύ) και ετεροκυκλικές βάσεις αζώτου The aim of this master's thesis is the synthesis, characterization and spectroscopic and crystallographic analysis of chloranilic acid cocrystals with nitrogen heterocyclic organic bases. At the forefront is the design of innovative crystalline materials that exhibit interesting interactions, with an emphasis on non-covalent interactions based mainly on weaker interactions, from hydrogen bonds, to π - π and π - σ interactions. Also, the concern of the present work is the investigation of the structures and topologies of the compounds to be synthesized, in order to develop both the empirical knowledge on the subject, as well as the ability to predict. Finally, a particularly important concern of the work is the verification and prediction of phenomena that occur in such materials, such as the transfer of protons, the transfer of electronic charge. The cocrystal compounds that were synthesized and characterized as stated above are: • Compound 1: (bpyH2)(CA) ∙ 2Η2Ο : Chloranilic acid cocrystal with 4,4’-bipyridyl (bpy) • Compound 2: (bpeH2)(CA) : Chloranilic acid cocrystal with με bis- 4,4’-bipyridyl ethane (bpe) • Compound 3: (bppH2)(CA) : Chloranilic acid cocrystal with με bis-4,4’-pyridin-1,3-propane (bpp) • Compound 4: (cbim-2H2)(CA) ∙ DMF : Chloranilic acid cocrystal with cyclohexane bis-2- benzimidazole • Compound 5: (DabcoH)2(CA) ∙ 2MeCN : Chloranilic acid cocrystal with diazabicyclo octane (Dabco) • Compound 6: (PyzH)2(CA) : Chloranilic acid cocrystal with pyrazole (pyz) Σκοπός της παρούσας μεταπτυχιακής διατριβής αποτελεί η σύνθεση, ο χαρακτηρισμός και η φασματοσκοπική και κρυσταλλογραγφική ανάλυση συγκρυστάλλων του χλωρανιλικού οξέος με αζωτούχες οργανικές βάσεις. Στο επίκεντρο, βρίσκεται ο σχεδιασμός καινοτόμων κρυσταλλικών υλικών, που να εμφανίζουν ενδιαφέρουσες αλληλεπιδράσεις, με έμφαση σε μη ομοιοπολικές αλληλεπιδράσεις που βασίζονται κυρίως σε ασθενέστερες αλληλεπιδράσεις, από τους δεσμούς υδρογόνου, εώς τις π - π και π - σ αλληλεπιδράσεις τύπου θυμωνιάς. Ακόμη, μέλημα της παρούσας εργασίας, αποτελεί η διερεύνηση των δομών, και τοπολογιών των προς σύνθεση ενώσεων, με σκοπό, την ανάπτυξη τόσο της εμπειρικής γνώσης επί του θέματος, όσο και την ικανότητα πρόβλεψης. Τέλος, Ιδιαίτερα σημαντικό μέλημα της εργασίας, αποτελεί η επαλήθευση και πρόβλεψη φαινομένων που εμφανίζουν τέτοιου είδους υλικά, όπως η μεταφορά πρωτονίου, η μεταφορά ηλεκτρονιακού φορτίου. Οι ενώσεις συγκρύσταλλοι του χλωρανιλικού οξέος (CA) που όπως αναφέρθηκε συντέθηκαν και χαρακτηρίστηκαν κρυσταλλικά και φασματοσκοπικά είναι οι παρακάτω: • Ένωση 1: (bpyH2)(CA) ∙ 2Η2Ο : Συγκρύσταλλος του χλωρανιλικου οξέος με 4,4’-διπυριδίλιο (bpy) • Ένωση 2: (bpeH2)(CA) : Συγκρύσταλλος του χλωρανιλικου οξέος με δις- 4,4’-διπυριδίνη αιθάνιο (bpe) • Ένωση 3: (bppH2)(CA) : Συγκρύσταλλος του χλωρανιλικου οξέος με δις-4,4’-πυριδίν-1,3-προπάνιο (bpp) • Ένωση 4: (cbim-2H2)(CA) ∙ DMF : Συγκρύσταλλος του χλωρανιλικου οξέος με κυκλοεξάνιο δις-2- βενζιμιδαζόλιο • Ένωση 5: (DabcoH)2(CA) ∙ 2MeCN : Συγκρύσταλλος του χλωρανιλικου οξέος με διαζαδικύκλο-οκτάνιο (Dabco) • Ένωση 6: (PyzH)2(CA) : Συγκρύσταλλος του χλωρανιλικου οξέος με πυραζόλιο (pyz) 975 170 187 Αssessment of first and second order Theory of Mind abilities in children aged 3 to 7 years Αξιολόγηση δεξιοτήτων Θεωρίας του Νου Α΄ και Β΄ τάξης σε παιδιά ηλικίας 3 έως 7 ετών The present study focused on the assessment of the Theory of Mind abilities (ToM), in children aged 3 to 7 years. The main aim, was the development of a task battery, on the basis of which, first order and second order mental state understanding can be examined. Alongside the above purpose, the overall battery scalability was investigated, based on the degree of difficulty and the participants’ responses on the tasks. The battery consisted of four, widely and most commonly used in ToM research, false belief tasks. The results showed that ToM abilities improve significantly with the age but no gender differences were observed. Guttman and Rasch measurement model analyses showed a significant task sequence, developing a four item scale by which first and second order false belief abilities can be assessed. The different performances among tasks and the order of tasks difficulty are discussed, raising concerns for the general progression of children’s ToM. Η παρούσα μελέτη εστίασε στην αξιολόγηση των δεξιοτήτων της Θεωρίας του Νου (ΘτΝ) σε παιδιά ηλικίας 3 έως 7 ετών. Βασικό στόχο, αποτέλεσε η δημιουργία μίας συστοιχίας έργων, βάσει της οποίας θα συνεξετάζονται οι ικανότητες απόδοσης νοητικών καταστάσεων α΄ και β΄ τάξης. Ταυτόχρονα, διερευνήθηκε η ιεραρχική διάταξη των επιμέρους έργων ως συνάρτηση του βαθμού δυσκολίας και ανταπόκρισης των συμμετεχόντων σε αυτά. Για τη σύσταση του νέου εργαλείου, χρησιμοποιήθηκαν τέσσερις ευρέως διαδεδομένες, στην εξέταση της ΘτΝ, δοκιμασίες ψευδούς πεποίθησης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι δεξιότητες της ΘτΝ βελτιώνονται σημαντικά με την αύξηση της ηλικίας, ενώ δεν παρατηρήθηκαν διαφορές σε σχέση με το φύλο των συμμετεχόντων. Οι αναλύσεις των Guttman και Rasch που διενεργήθηκαν, κατέδειξαν ότι τα επιμέρους έργα της συστοιχίας μπορούν να διαταχθούν ιεραρχικά, συνιστώντας μία τετραβάθμια κλίμακα βάσει της οποίας μπορεί να εξετασθεί συνολικά η ικανότητα απόδοσης ψευδών πεποιθήσεων α΄ και β΄ τάξης. Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των επιδόσεων των επιμέρους έργων που χρησιμοποιήθηκαν καθώς και η ταξινόμησή τους, συζητούνται, θέτοντας προβληματισμούς, σχετικά με την ευρύτερη εξέλιξη της ΘτΝ στην παιδική ηλικία. 976 261 258 Entrance to the University is an important transition for most emerging adults. Some students manage to successfully deal with the requirements of the new framework, while others are struggling to cope adequately with the new challenges of the University environment. Adaptation of students and the less or more successful transition to the new Educational Framework has attracted the interest of many researchers in the field. According to the international literature, the student population, compared to individuals of the same age, who operate outside the University, faces more psychosocial adjustment problems. The aim of this study was to investigate family, psychosocial and individual factors related to the adaptation of students. The sample of the survey consisted of 347 first and second year students of both sexes who attended various faculties of the University of Ioannina. Participants were asked to complete the following psychometric tools: (i) Student Adjustment to College Questionnaire (SACQ; Baker & Syric, 1989), (ii) Interpersonal Support Evaluation List, College version (ISEL; Cohen & Hoberman, 1983), (iii) Family Adaptability and Cohesion Evaluation Scale III (FACES III; Olson, Portner, & Lavee, 1985), (iv) State-Trait Anxiety Inventory (STAI; Spielberger, Gorsuch, & Lushene, 1970), and (v) Center for Epidemiological Studies-Depression Scale (CESD; Radloff, 1977). Statistical analyses revealed that the successful adaptation of the students to the University was positively related to the emotional cohesion of the family and to the social support, while it is negatively related to the presence of anxiety and depressive symptoms. Also, social support and family cohesion were found to be negatively related to anxiety and depressive symptoms to students. Η είσοδος στο Πανεπιστήμιο αποτελεί μια σημαντική μεταβατική κατάσταση για τους περισσότερους αναδυόμενους ενήλικες. Κάποιοι φοιτητές καταφέρνουν να διαχειριστούν με επιτυχία τις απαιτήσεις του νέου πλαισίου, ενώ άλλοι δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν επαρκώς στις νέες προκλήσεις του Πανεπιστημιακού περιβάλλοντος. Η προσαρμογή των φοιτητών και η λιγότερο, ή περισσότερο επιτυχής μετάβαση στο νέο Εκπαιδευτικό πλαίσιο, έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών ερευνητών στο χώρο. Σύμφωνα με την διεθνή βιβλιογραφία ο φοιτητικός πληθυσμός, σε σύγκριση με άτομα της ίδιας ηλικίας, τα οποία δραστηριοποιούνται εκτός Πανεπιστημίου, αντιμετωπίζει περισσότερα προβλήματα ψυχοκοινωνικής προσαρμογής. Στόχος της παρούσας έρευνας ήταν η διερεύνηση οικογενειακών, ψυχοκοινωνικών και ατομικών παραγόντων που σχετίζονται με την προσαρμογή των φοιτητών. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 347 πρωτοετείς και δευτεροετείς φοιτητές, και των δύο φύλων, οι οποίοι φοιτούσαν σε διάφορες σχολές του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Από τους συμμετέχοντες ζητήθηκε να συμπληρώσουν τα εξής ψυχομετρικά εργαλεία: (i) Student Adjustment to College Questionnaire (SACQ; Baker & Syric, 1989), (ii) Interpersonal Support Evaluation List, College version (ISEL; Cohen & Hoberman, 1983), (iii) Family Adaptability and Cohesion Evaluation Scale III (FACES III; Olson, Portner, & Lavee, 1985), (iv) State-Trait Anxiety Inventory (STAI; Spielberger, Gorsuch, & Lushene, 1970), και (v) Center for Epidemiological Studies-Depression Scale (CESD; Radloff, 1977). Με βάση τη στατιστική επεξεργασία των δεδομένων, η επιτυχής προσαρμογή των φοιτητών στο Πανεπιστήμιο βρέθηκε να έχει θετική σχέση με την συναισθηματική συνοχή της οικογένειας και με την κοινωνική υποστήριξη, ενώ συσχετίστηκε αρνητικά με την παρουσία άγχους και καταθλιπτικών συμπτωμάτων. Επίσης η κοινωνική υποστήριξη και η συνοχή της οικογένειας βρέθηκαν να συσχετίζονται αρνητικά με το άγχος και τα καταθλιπτικά συμπτώματα των φοιτητών. 977 526 563 Analysis, modeling and simulation of search in complex dynamic networks Ανάλυση, μοντελοποίηση και προσομοίωση αναζήτησης σε σύνθετα δυναμικά δίκτυα Complex networks are present everywhere in the real world, coming from different fields (science, nature, technology, society), in various scales and with a variety of forms. These systems arise and evolve by following simple rules defined through the interactions between the participating entities. They are considered complex because of the complicated mechanics of their creation and evolution, because of the dynamic processes that take place within them and because of the huge amount of information required to identify them. Tools from network science are used to describe, reproduce and quantify them and also, to help us to understand and predict their behavior as well as the behavior of the dynamic processes that occur within them. Search is one of the fundamental issues in complex networks with practical application in various contexts, such as finding a target or locating a person in a social network or discovering a desired resource. Search is a dynamic process that unfolds by transmitting messages from node to node. When there is global knowledge of the network, search is focused on finding the most appropriate route based on some criterion (eg. transition costs). In the absence of information about the network structure, search in these systems is a blind procedure, possibly using only local information. The aim of this dissertation is to design and develop models and techniques that will contribute in two directions: a) towards the study of the search process both analytically and experimentally, and b) towards investigating their applicability in complex networks. We focus on static or dynamic unstructured networks where connections between nodes are governed by random rules, and on search mechanisms based on flooding. We start by studying and analyzing the behavior of flooding with respect to unnecessarily produced traffic (duplicate messages) and provide simple bounds and approximate models to assess the associated overheads and network coverage. Our primary objective is the elimination of overheads that emanate from the overlay network topology itself and the multiplicity of paths among nodes. We then propose novel probabilistic search algorithms that exploit network features and metrics, such as the nodes degrees. The decision of a node to propagate a message (or not) is based on both the popularity of resources and an estimation of network coverage. Based on these parameters we adjust the forwarding probability at the time a node receives the query message so as to reduce the duplicate message overhead while maintaining a high probability of query success. To study the search problem experimentally, we consider a comprehensive framework which includes the network topology, the resources and the searching strategies. We design and develop a novel, general-purpose simulator, called Armonia. It provides implementations for a wide suite of models and algorithms found in the literature related to network topology generation, search strategies and resources allocation and placement policies. Finally, we use our simulation framework to evaluate our proposed algorithms. We apply our strategies in static and dynamic networks using well-known network models and data sets coming from real networks. The observed results confirm the effectiveness of our mechanisms and their superiority with respect to the other known strategies. Στον πραγματικό κόσμο συναντάμε πληθώρα σύνθετων συστημάτων, που προέρχονται από διαφορετικούς τομείς (της επιστήμης, της φύσης, της τεχνολογίας, αλλά και της κοινωνίας), σε διάφορες κλίμακες και με ποικίλους σχηματισμούς. Τα συστήματα αυτά αναφύονται και εξελίσσονται ακολουθώντας απλούς κανόνες που καθορίζονται από τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των οντοτήτων που τα απαρτίζουν. Οι εγγενείς διαδικασίες σχηματισμού ή/και μεταβολής τους, οι δυναμικές λειτουργίες που εκτυλίσσονται σε αυτά και ο τεράστιος όγκος πληροφορίας που απαιτείται για τον προσδιορισμό τους, τα καθιστούν ιδιαίτερα πολύπλοκα. Για την περιγραφή τους, την αναπαραγωγή τους και την ποσοτικοποίησή τους χρησιμοποιούμε εργαλεία από την επιστήμη των δικτύων, τα οποία μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε και να προβλέψουμε την συμπεριφορά τους αλλά και τη συμπεριφορά των δυναμικών διαδικασιών που εξελίσσονται σε αυτά, όπως η αναζήτηση. Η αναζήτηση είναι ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα στα σύνθετα δίκτυα με πρακτική εφαρμογή σε διάφορα πλαίσια, όπως, για παράδειγμα, την εύρεση ενός στόχου ή την αναζήτηση ενός προσώπου σε ένα κοινωνικό δίκτυο ή τον εντοπισμό ενός πόρου σε ένα δίκτυο ομότιμων (peer-to-peer) ή την ανάκτηση των δεδομένων που αποθηκεύονται σε μεγάλες ποσότητες στους κόμβους των δικτύων ή την εύρεση ενός δρομολογητή σε ένα δίκτυο επικοινωνίας. Η αναζήτηση είναι μια δυναμική διαδικασία που εξελίσσεται σε ένα δίκτυο μεταδίδοντας μηνύματα από κόμβο σε κόμβο. Όταν υπάρχει συνολική γνώση του δικτύου, η αναζήτηση στρέφεται στην εύρεση της καταλληλότερης διαδρομής με βάση κάποιο κριτήριο (π.χ. κόστος μετάβασης σε hops). Αντίθετα, η παντελής έλλειψη πληροφορίας σχετικά με τη δομή του δικτύου, έχει ως αποτέλεσμα η διαδικασία αναζήτησης να διεξάγεται τυφλά ή να βασίζεται μόνο σε τοπική πληροφορία. Στόχος αυτής της διατριβής είναι η σχεδίαση και ανάπτυξη μοντέλων και τεχνικών που θα συμβάλουν σε δύο κατευθύνσεις: α) να διερευνήσουμε τη διαδικασία της αναζήτησης αναλυτικά και πειραματικά και β) να εξετάσουμε την εφαρμοσιμότητά τους σε σύνθετα δίκτυα. Εστιάζουμε σε αδόμητα δίκτυα, όπου οι συνδέσεις μεταξύ των κόμβων είναι αποτέλεσμα κανόνων τυχαιότητας, στατικά ή δυναμικά και οι τεχνικές αναζήτησης βασίζονται στην πλημμύρα. Αρχικά, εξετάζουμε και αναλύουμε τη συμπεριφορά της αναζήτησης και παρέχουμε γενικά όρια και προσεγγιστικά μοντέλα για την εκτίμηση της μη αναγκαίας παραγόμενης κίνησης (διπλότυπα μηνύματα) και την κάλυψη του δικτύου. Θέτοντας ως πρωταρχικό στόχο την εξάλειψη της πλεονάζουσας πληροφορίας που οφείλονται στην τοπολογία του δικτύου και στην ύπαρξη πολλαπλών μονοπατιών μεταξύ των κόμβων, προτείνουμε δύο πιθανοτικές στρατηγικές αναζήτησης που αξιοποιούν χαρακτηριστικά και μετρικές του δικτύου, όπως για παράδειγμα, το πλήθος των συνδέσεων του κάθε κόμβου (βαθμός) ή τον αριθμητικό μέσο των βαθμών. Η απόφαση ενός κόμβου για να μεταδώσει ένα μήνυμα-ερώτηση που έλαβε, βασίζεται στη δημοτικότητα των αντικειμένων και σε μια εκτίμηση για την κάλυψη του δικτύου. Ο κάθε κόμβος, πριν μεταδώσει, προσαρμόζει την πιθανότητα προώθησης, έτσι ώστε να μειώνονται τα διπλότυπα μηνύματα ενώ η πιθανότητα επιτυχίας παραμένει υψηλή. Για να μελετήσουμε την αναζήτηση θέτουμε ένα πλαίσιο που περιλαμβάνει: την τοπολογία του δικτύου, τα προς αναζήτηση στοιχεία και τον μηχανισμό αναζήτησης. Σχεδιάζουμε και αναπτύσσουμε ένα πρωτότυπο, γενικού σκοπού προσομοιωτή, που τον ονομάσαμε Armonia. Παρέχει υλοποιημένα σύνολα, που έχουν προταθεί κατά καιρούς στη βιβλιογραφία, για διάφορα στατικά και δυναμικά μοντέλα δικτύων, διαφορετικές τεχνικές αναζήτησης και στρατηγικές εκχώρησης αντιγράφων. Τέλος, χρησιμοποιούμε το πλαίσιο προσομοίωσης Armonia για την αξιολόγηση των προτεινόμενων τεχνικών. Εφαρμόζουμε τις στρατηγικές μας σε στατικά και δυναμικά δίκτυα που παράγουμε χρησιμοποιώντας είτε τυπικά μοντέλα δικτύων είτε διαθέσιμα σύνολα δεδομένων από πραγματικά δίκτυα. Συγκριτικά πειραματικά αποτελέσματα των προτεινόμενων τεχνικών μας με άλλες παρόμοιες στρατηγικές επιβεβαιώνουν την αποτελεσματικότητά τους. 978 647 623 Ultrafast (fs) molecular dynamics of toluene and derivatives in the vacuum-ultraviolet region Υπερταχεία (fs) μοριακή δυναμική του τολουολίου και παραγώγων αυτού στην περιοχή του υπεριώδους κενού The present work aims at the study of the dynamics of the simplest methyl-substituted derivative of benzene, that is toluene (C6H5CH3), on the fs timescale after excitation of highly excited electronic states. Moreover, the influence of substitution with deuteriums (D), with a second methyl group (CH3) and with halogen atoms (F, Cl, Br) is also a subject of investigation. The prototypical benzene molecule has been already extensively examined, both experimentally and theoretically, considering the processes of internal conversion, ring deformation and the so-called “channel 3” phenomenon, by utilizing several techniques. In the case of toluene the majority of the existing literature refers mainly to lower excited states on the ps or ns timescale. The technique employed for the investigation of the dynamics of the molecules under study was the pump-probe time-of-flight mass spectrometry on the fs timescale and in the vacuum-ultraviolet (VUV) region. The 5th harmonic, at 160 nm, of the fundamental frequency of an ultrafast pulsed laser, with pulse duration ~30 fs and central wavelength at 800 nm, excited the molecular sample by single-photon absorption. The pulse of the fundamental frequency interacted with the excited molecules after a controlled time delay, leading to ionization and/or fragmentation. The analysis of the recorded -with respect to the variable delay- ionic signal resulted in the determination of the lifetime of the excited states, of the deactivation pathways and, by extension, of the possible deformations taking place. Firstly, we investigated toluene and two deuterated derivatives, the fully deuterated and the deuterated in the methyl group. It was concluded that the initial excitation of the third excited singlet electronic valence state S3 and of two superimposed 4p Rydberg states is followed by two deactivation processes: the S3→S2→S1 and the Rydberg→S3→S2→S1. The Rydberg→S3 transition appears to involve an energy barrier, whereas the S3→S2 relaxation takes place through an easily accessible conical intersection. The oscillations observed on the ionic fragments’ signal in combination with the lifetimes of the S2 state for all the three molecules indicate that, upon the S2→S1 transition, the ring is deformed to the “half-boat” structure, with the methyl group lying out of plane. The next group of molecules studied was the three isomeric methyl-substituted derivatives of toluene, that is the o-, m-, and p-xylene. Initial excitation of the superposition of the valence state S3 with 5s and 5p Rydberg states leads to relaxation pathways similar to those of toluene, namely the S3→S2→S1/T3 (branching in the last step towards the singlet S1 and the triplet T3) and the Rydberg→S3→S2→S1/T3. It was observed that the characteristic time of the S3→S2 transition increases in the order o-0.05). The presence of seatbelt and helmet use respectively was associated with a higher grade of rehabilitation of visceral skull fractures (p>0.05). Κύριος σκοπός αυτής της μελέτης ήταν η συσχέτιση μεταξύ του βαθμού βαρύτητας των καταγμάτων του σπλαχνικού κρανίου σε ασθενείς που υπέστησαν τροχαίο ατύχημα και της χρήσης ζώνης ασφαλείας και κράνους. Δευτερεύων στόχος ήταν η συσχέτιση μεταξύ του βαθμού αποκατάστασης των καταγμάτων του σπλαχνικού κρανίου και της χρήσης ζώνης ασφαλείας και κράνους. Στη μελέτη συμμετείχαν 120 ασθενείς (92 άνδρες, 28 γυναίκες) που υπέστησαν κατάγματα σπλαχνικού κρανίου μετά από τροχαίο ατύχημα ως οδηγοί ή συνεπιβάτες αυτοκινήτων ή μοτοσικλετών και αντιμετωπίστηκαν στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων από το 2015 έως και το 2019. Οι αρχικές παράμετροι ήταν οι εξής: ηλικία, φύλο, είδος οχήματος (αυτοκίνητο ή μοτοσυκλέτα), ρόλος ασθενούς (οδηγός ή συνεπιβάτης), χρήση μέσου ασφαλείας (ζώνη ασφαλείας ή κράνος), επήρεια αλκοόλ. Ο βαθμός βαρύτητας των καταγμάτων του σπλαχνικού κρανίου κατηγοριοποιήθηκε σε τρεις βαθμίδες βαρύτητας: ήπια, μέτρια, υψηλή. Στα κατάγματα ήπιας βαρύτητας κατατάχθηκαν τα εξής: κατάγματα οστέινης ρινικής πυραμίδας, κατάγματα τοιχωμάτων ιγμορείου άντρου (πλην της οροφής), κατάγματα φατνιακών αποφύσεων άνω γνάθου, κατάγματα κάτω γνάθου (χωρίς να συμπεριλαμβάνεται ο κόνδυλος ή η κορωνοειδής απόφυση), κατάγματα κονδύλου, κατάγματα κορωνοειδούς απόφυσης. Στα κατάγματα μέτριας βαρύτητας κατατάχθηκαν τα εξής: κατάγματα κάτω γνάθου με συμμετοχή του κονδύλου ή της κορωνοειδούς απόφυσης και ενός ή περισσότερων άλλων τμημάτων της, αμιγή κατάγματα εδάφους οφθαλμικού κόγχου, κατάγματα ζυγωματικού συμπλέγματος, κατάγματα Le Fort τύπου I. Σε αυτή τη βαθμίδα βαρύτητας κατατάχθηκε και η συνύπαρξη 2 ή περισσότερων καταγμάτων από τις παρακάτω κατηγορίες: κατάγματα οστέινης ρινικής πυραμίδας, κατάγματα τοιχωμάτων ιγμορείου άντρου, κατάγματα φατνιακών αποφύσεων άνω γνάθου, κατάγματα κάτω γνάθου. Στα κατάγματα υψηλής βαρύτητας κατατάχθηκαν τα εξής: ρινοκογχοηθμοειδικά κατάγματα, κατάγματα Le Fort τύπου II, κατάγματα Le Fort τύπου III, συνδυασμένα κατάγματα Le Fort, ολοπροσωπικά κατάγματα. Σε ότι αφορά τη θεραπευτική αντιμετώπιση των καταγμάτων του σπλαχνικού κρανίου εκτιμήθηκαν οι εξής παράμετροι: χειρουργική θεραπεία, ημέρες μεταξύ τροχαίου ατυχήματος και χειρουργικής επέμβασης, μετεγχειρητικές ημέρες νοσηλείας, επαναληπτικές χειρουργικές επεμβάσεις. Για την αξιολόγηση του βαθμού αποκατάστασης των καταγμάτων του σπλαχνικού κρανίου δημιουργήθηκαν κριτήρια τα οποία μπορούσαν να μετρηθούν πριν και μετά την θεραπευτική αντιμετώπιση και ήταν τα εξής: διαταραχή κινητικότητας κάτω γνάθου, παράδοξη κινητικότητα άνω γνάθου, διαταραχή οδοντικής σύγκλεισης, κοσμητική διαταραχή. Ο συνολικός βαθμός αποκατάστασης μπορούσε να λάβει μία από τις εξής τιμές: πλήρης, μερική, καμία. Η απουσία χρήσης ζώνης ασφαλείας και κράνους αντίστοιχα σχετίστηκε με αύξηση του βαθμού βαρύτητας των καταγμάτων του σπλαχνικού κρανίου (ρ<0,05). Η απουσία χρήσης ζώνης ασφαλείας και κράνους αντίστοιχα σχετίστηκε με αύξηση της ανάγκης χειρουργικής αντιμετώπισης των καταγμάτων του σπλαχνικού κρανίου (ρ<0,05). Η απουσία χρήσης ζώνης ασφαλείας και κράνους αντίστοιχα σχετίστηκε με αύξηση της ανάγκης 2 ή περισσότερων χειρουργικών επεμβάσεων προς αντιμετώπιση των καταγμάτων του σπλαχνικού κρανίου (ρ>0,05). Η παρουσία χρήσης ζώνης ασφαλείας και κράνους αντίστοιχα σχετίστηκε με μεγαλύτερο βαθμό αποκατάστασης των καταγμάτων του σπλαχνικού κρανίου (ρ>0,05). 1003 3692 4016 The subject of the Master is "The Personality of Belisarius", and therefore deals with the particular Byzantine General, who although he is one of the best known generals in the millennial presence of the Byzantine Empire, however, there is not only a monograph for him, but there are many issues for which either no opinion has been given, or the view that has been put forward does not seem satisfactory. The main issues that are dealt with are his military operations, the tactics followed in the battles, his relationship with Justinian I, and with the officials and soldiers and the extraction of information and information about various traits and aspects of his character including. Originally, he was born in the early 500 AD. in Γερμανία/Γερμάνια, a region that was located between Thrace and Illyricum and which is identified with today's Sapareva Banya of Western Bulgaria, and died in March 565 AD. He was a Latin-speaking, and therefore a Romanized Thracian, Christian, and probably belonged to a superior social class that had a certain status. In his first Persian campaign, which began in 526 AD, about the skirmishes that took place and for which there was no opinion about his action, studying carefully the sources, it was observed that he acted with cautious, tactical, approaching and prudence in front of the opponent, making regular retreats in cases of difficult conditions, unlike the other Byzantine officers who acted imprudently. Consequently, the defeats of the Imperials were due to the other Byzantine officers, while the attitude held by Belisarius is reflected in all the battles that took place in his career, with his actions being in agreement with the Strategikon of Maurice. Finally, a study of the sources mentioned in 528 AD, cancels the view of the researchers that Belisarius participated in two similar failed campaigns and that Procopius summarizes them in οne event with the possible purpose of renouncing the charges to his superior, while in the character of Belisarius is indicated the emphasis it gives to the importance of order, discipline and proper organization. At the same time, Belisarius will succeed in a short time to ascend to the top of the ranks, taking, in 527 AD the rank of the Duke of Mesopotamia, and in 529 AD, the rank of Magister Militum Per Orientem. The reason for his rapid rise was mainly due to his close relationship with Emperor Justinian I, and to the latter's desire to create an effective, secure, and trustworthy network of officials from personal choices. In addition, taking into account the events that took place at that time and the chronology of the ranks of Belisarius, it is argued that the mention of John Malalas and Theophanes of the Confessor, inter alia, that Belisarius participated in 528 AD. in a campaign in at the Lazika is not right. The campaign in Kallinikos (531 AD), which completes the first Persian enterprise of Belisarius, is also the most important part of it. Although most of the researchers believe that the defeat and subsequent recall of Belisarius from the Sassanidian front was due to its erroneous action, as stated by Malalas, however, a careful study of all sources providing information on the event, indicates that Belisarius should be renounced most of the responsibility, that the description of Procopius is more true than Malalas, and that Procopius' description, which is in agreement with the other sources, combined with some elements from Malalas, should be followed. Consequently, the responsibility for the result must be attributed to the insubordinate soldiers, as, among other things, they are frustrated in the battle, not having the capability to cope with their duties, while all elements of the campaign, based on the Strategikon of Maurice, support the position of Belisarius. Belisarius also has weaknesses, as he is unable to impose power and discipline in the army, a parameter that will reappear in many of his campaigns, and thus indicates his relative inadequacy in this area. Of course, it is worth noting that the overall influence, or power, of a commander in the army depended heavily on the personalities of his subordinate officers and the relations he had with each other. Indeed, rivalries, intrigues, and attempts to undermine commanders and officers were not a rare phenomenon in the Byzantine Empire. The latter also indicates the reason for the withdrawal of Belisarius from the East. In particular, based on the analysis of the information provided, it is argued that his removal was due to the fact that the verdict was drawn up by his rivals, and from the negative relationship and the dislike that the officials there had on him. The subsequent presence of Belisarius in Constantinople, and the demonstration of his contribution and devotion to the Crown during Nika's Riot, not only eliminated Justinian's possible doubt about the abilities and attitude of the general, but, most likely, was the reason why the Emperor placed him at the head of the upcoming Vandalic campaign. Also, probably after the completion of Nika's Riot, and before the Vandalic campaign, Belisarius would be re-enacted Magister Militum per Orientem, an office which he had lost when he was withdrawn from the Persian Front, while he would also receive the rank of Patrikios, which Justinian lavished on the general due to his stance at Nika's Riot, which is indicated by a careful study of both the sources and the events that take place in the meantime. In addition, during Belisarius stay in Constantinople (532-534), may have taken place his marriage with Antonina, an opinion emerging from the dates and reports of the persons involved, and their appearance in the sources, while the opinion that the alliance between Antonina and Theodora was the one that led to the wedding of the former with Belisarius, and then positively influenced the career of the latter, does not seem true, because the data from the sources. Regarding Belisarius’ Vandalic campaign, those that deserve a note, are the battles in Decimum and Trikamarum, his actions in the particular operation, elements evoked about his character, and the triumphal procession with which he was honored at his return. As for the former, is observed the tactical awareness of Belisarius to make extensive use of the cavalry. In addition, his war tactics, as well as the successful attempt to impose his authority to avoid incidents of subordinations, attitude which must have a good and prudent general to his warriors, according to the Strategikon of Maurice. Finally, the prudence and the foresight of the general make their appearance again, elements, which, together with the above, constituted his basic characteristics, as will be the case for his later campaigns. In the other hand, Gelimer (he was the rival Vandal of Belisarius in the operation), proved to be ineffective administratively, tactically and militarily to confront Belisarius, unable to exploit opportunities, and surrendering to the impediments that appear before him, an attitude just opposite from Belisarius. Interestingly, in the Third Book of the Wars, Vasiliskos' impotence and his pathetic failure in the campaign of 468 AD are noted, as opposed to Gaiseric, where their conflict and their characteristics resonate with those of Gelimer and Belisarius respectively. Consequently, with regard to the question of whether the military capability and administrative correctness of Velissarios or luck(Τύχη) is the one which leading to victory, the answer is obvious. For this reason Procopius first mentions the action of the Vandals and that, while at first the victory seemed to be in their hands, however, the errors of Gelimer bring victory to the Byzantines. His purpose is to indicate the strategic mistakes and the weakness in leadership of Gelimer. Consequently, most researchers' belief that the victory of Belisarius was mainly due to luck and not to his personal action is not without doubt. Besides, on the basis of Procopius writings, Gaiseric’s victory was due to luck. Also, Belisarius is portrayed as having many commendable attributes, but he is not presented without weaknesses. In conclusion, Procopius does not glorified Belisarius subjectively, while Belisarius high strategic administration and capability is the one that brings victory, as opposed to Gelimer. Consequently, his action in Africa is therefore a model/pattern of a capable general, and luck mainly has a symbolic character, that is, a means of Procopius to explain in literary terms the result and surprise in front of the weakness of Gelimer and the ability of Belisarius. Besides, the fact that the tactics and the action of Belisarius are mentioned characteristically in the Strategikon of Maurice is a strong proof of his proper strategy and action. On the triumphal procession with which Belisarius was honored, a careful study and comparison of the process with those of the Roman and the Early Byzantine years lead to the opinion that the ceremony that was held was not only a triumph for the Emperor, celebrating the success of Belisarius, however, its purpose was the humiliation of the general and his presentation as a slave of Justinian I, who begging for the Emperor's mercy. Probably the accusations of Belisarius' thought of independence, led Justinian I to such a procession. Of course, Justinian I did not seriously believe the accusations, hence Belisarius is not depicted as a real rebel, but as a supplicant. Consequently, the Emperor does not intend, through triumph, to punish Belisarius for the accusations about possible independency. Instead, he carries out a demonstration in which he declares in every way that he is the absolute sovereign, in which even a mighty general must behave as his humble servant, ask for his mercy, perceive his true position and prove his loyalty of. Secondly, he indicates to both Belisarius and the crowd that no one can challenge his authority. The first Italian campaign of Belisarius is one of the most complex issues in his action. In general, he followed the system of occupation of strategically fortified cities, which, after he secured, subsequently established his occupation in the neighboring regions and cities, exploiting at the same time deserts and using diplomacy. The purpose of these movements was to acquire geostrategic positions with the aim of progressive, safe, promotion and occupation of all of Italy, while at the same time eliminating safe bases from the Ostrogoths, creating a war of attrition. This is indicated, among other things, in his desire to grasp Neapoli at all costs, whose attitude after the end of the siege indicates his purposefulness as an element of his character. The siege of Rome, which must be placed in mid-March, suggests the plan of Belisarius to be besieged by the superior Ostrogothic troops, exploiting his horse archers and the limited ability of the opponents in the siege, actions which agree with the Strategikon of Maurice. His victory in this siege indicates his superiority over rival generals, in this case, the Ostrogothic King Vitiges. The purposefulness, the proper observation, the judgment, the foresight(προβλεψία), the intimidation compliance, and logic are essential elements of Belisarius, the ευβουλία and the γνώμη that determine the choice of things and the attitude of each person in the various issues according to the general, while his remarkable and multitudinous personal guard is tasked with the most important missions and the protection of his goals. Of course, there are moments of weakness of Belisarius, such as inadequacy in front of the massive insubordinate crowd, or some of his actions in the battle, which are criticized, in disguise, by Procopius. Problems of administration, strategy and external complications that will emerge will cause a stir in the campaign. In particular, John Vitalianos will refuse to obey the orders of Belisarius for occupying positions in the wider area of Rome, resulting in being besieged in Arimino by Vitiges. Therefore, John's personal decision and disobedience not only frustrated the opportunity to decompress the situation and secure Imperial control in the wider region, allowing decisions about promotional initiatives, but created administrative issues and personal confrontations that threatened the campaign's course. On the hand, , Belisarius’ decision to send aid to the remote Mediolana will worsen the campaign, as he will put an area under minimal Byzantine occupation which was outside the reach of the Imperial Forces of Italy while bringing to the forefront of war, as enemies, the neutral Franks, resulting in the siege of the Mediolana by Franks and Ostrogoths. In the two Important issues, Arimino and Mediolana, will be added the arrival of Narses, which is observed to be in good relations with John Vitalianos, creating two opposing groups. That of Belisarius and that of Narses -John. From this dispute, it is noted that there are different views on the strategic conquest of Italy, with Narses being interested in a quick conquest through Emilia, while Belisarius first wants to eliminate the risks and acquire fortified strategic positions, Narses plan left uncovered Important issues, rejecting Emilia, which did not provide any security advantage. That Belisarius, although he is General Emperor(Στρατηγός Αυτοκράτωρ), retreats by proposing a compromise, is due to his attempt to maintain any unity in the Byzantine army, which had been divided into two opposing camps, and not because he was acting against the State. Although Belisarius, in general, manages to hold Narses plan left uncovered Important issues, rejecting Emilia, which did not provide, assuming leadership in joint ventures, the latter managed, sometimes, to act voluntarily. The whole issue, among other things, suggests the delicate balance between officers and the need for support among the military. The peak of the disintegration crystallizes into the loss of the Mediolana. This is due to the disobedience of John Vitalianos, and principally to the errors of the officers who were connected with Belisarius, and to the general himself as he does not take decisive action. The failure of the Mediolana, combined with the Frankish danger they have brought, pushes the Emperor to an agreement with the Ostrogoths, with the latter taking the Italian lands beyond river Po. Belisarius will accomplish a complete subjugation of Ostrogothic Italy in March-April 540 AD, canceling the imperial treaty, and pretending to accept the Ostrogothic throne, but his success will be treated with suspicion. Observing the course of events at the last stage of the campaign, it is argued that the decision of Belisarius to cancel the Imperial agreement on the capitulation between Constantinople and Ravenna, and pretending to accept the Ostrogothic throne, had a negative effect on Justinian's I attitude towards the general. In this regard, Procopius' report that some officials accused Belisarius of usurpation reinforces the opinion, as it is concluded that this was the reason for his withdrawal. As a result of the decision of Belisarius, it was his immediate recall and his replacement, and the partition of the rank of Magister Militum per Orientem, which, until then, was in the individual possession of Belisarius, an action which must be placed within the general's punishment, as can be seen from a careful study of all sources and events that took place. On the side of Belisarius, about the events of 540 AD, there is no thought of independence and opposition to the Justinian regime, and his actions are observed to be guided by attempts to promote the Emperor as the total victor, but also by possible disappointment as he was not given the opportunity to achieve a total victory. Besides, the attitude of Belisarius in the episode of his conversation with the Ostrogoths in the Winter of 537 AD, indicates the completely different perception of the first one towards the actions of Theoderic, which was completely irreconcilable with the positive evaluation of the Ostrogoths about Theoderic and the state system which created during his reign. What is concluded from Procopius' writings concerning the first Ostrogothic war is that the thoughts about the rise to throne of Italy were not of Belisarius but of Procopius, who wanted the general to take a position similar to Theoderic, thought which seems to have existed in the Ostrogoths, as they are magnetized by Belisarius, proposing him the throne. Finally, it is worth mentioning that Belisarius does not hesitate to become devious, or to act cunningly, in order to achieve his aspirations, which probably indicates an aspect of his character. Regarding the period of his second Persian campaign, about the outcome of his two missions and the negativity outlined in the Anecdota, it is clear that Procopius' criticism is wrong, as Belisarius managed to cope with the threats and to take action in the skirmishes concerned, based on the limitations he had. Besides, from a tactical and strategic point of view, he acts correctly, while his tactics are confirmed by the Strategikon of Maurice. Indeed, taking into account a commentary in the Vasilica, it is noted that the success of Belisarius, the removal of Khosrow I and the conclusion of truce, resulted of being honored with triumph during his presence in Antioch. The criticisms that Procopius launches to the general must not be taken with a realistic view. On the contrary, his aim is to tarnish Belisarius, who, from a formerly right and worthy triumphant, appears to neglect his responsibilities, to indifferent to crucial Imperial issues and to lose his ability because of his wife, for whom the writer has a tremendous deterrence, and which is the cause of the malicious undermining of Belisarius, leading him to fall and misery. At 542 AD Belisarius will be convicted, as he will be deemed to have refused to accept any successor imposed by the Court. According to the data, he was wrongfully accused by some officials, with whom he had a negative relationship. Besides, as the research has shown, sabotage and undermining efforts were not a random occurrence in the Imperial Army, especially amongst individuals who had a quarrel with one another, where the expulsion of one could bring profit to another. That his accusation ought to be included in the issue of sabotage and conflict between groups of officers, is also evidenced by the fact that besides Belisarius, officers who had a connection with him were also convicted, that his prosecutors gained some profits and that Belisarius downgraded at the following years. Also, that Belisarius had such a strong punishment, and he is accused, despite the fact that no evidence exists, probably, was due to the power he had, which would have been worried the Imperial couple for possible autonomy from his side. In fact, similar decisions to the generals, according to the researchers, were a practical practice by the Emperors to avoid the dangers that would be created by generals if the latter were to gain great power and authority. At 544 AD, Belisarius will be partially restored to the Imperial favor in order to be sent to the Italian front against the Ostrogoths. What is worth mentioning about his mission is the restrictions placed on him, probably in order to not recreate a power like the one he had in the past, which would be due to the events of 540 and 542 AD. Characteristically is given the title of Comes Sacri Stabuli, which is much lower than that of the Magister Militum per Orientem, will be sent to Italy and not to the East due to the difficulties and constraints the first one had, will decide to fund the campaign with his personal expenses, while as head of the Italian business he will become αὐτοκράτορας τοῦ πολέμου, but in the Vandalic and in the first Italian campaign had been στρατηγὸς δὲ αὐτοκράτωρ ἐφ' ἅπασι, something which it gives a sense of constraint. That he had the leadership and the possibility to take decisions of warlike character only and not ultimate authority and power. The inadequate and inappropriate military power available to the general, combined with the situation that had arisen from 540 to 544 AD in Italy, was an important problem and obstacle on his attempt to overturn things. In addition, quarrels, financial distress, payment stops, self-complaints and weaknesses of his officers have, further exacerbated the imperial purpose. Regarding the criticism of Procopius in the Wars and in the Anecdota, is extreme and without critical thinking, as Belisarius, despite the limited forces and problems that he had and existed, will be able to contain the Ostrogothic attack, while in his only clash with Ostrogothic leader Totila, he will succeed to win in a triumphant way. Finally, his recall from the Italian Front, based on the sources and contexts, shows that it was made by himself, and that Justinian I agreed to the request. Regarding the later years of Belisarius, the general will be able to crush an attack by the Kutrigurs in spite of his increased age and his meager meanings, while Agathia's statement that the success of Belisarius raised the envy of the emperor and the court, it is probably a literary creation, while it is worth mentioning that taking into account the high position of Belisarius, such as the ranks he was given and his participation in the embassies where he was the leader, Procopius’s reference to the general that «πρῶτος ὁ Βελισάριος Ῥωμαίων ἁπάντων» is not an exaggeration. Besides, Procopius, in general, at the end of the Wars, presents a positive image for the protagonists at the end, or at least not negative, which, depending on the general way of describing them in his writings, leads to the opinion for each one, for example, Vessas and Germanos. In most sources, Belisarius is presented positively, with his positive presentation, in the passage of time, gained folds of folk memory and imaginative creation. So, from about the 10th century, a dramatic redevelopment of his story will begin, in the context of novel adaptations. Characteristically, Belisarius is appeared as a blind, abandoned beggar because of the Emperor's envy, with a more prominent work of the Ιστορία του Βελισαρίου. The range of personality of Belisarius will not be limited only to Byzantium, but will be promoted in the Western world long before his presentation in a fictional way. In particular, Fredegar and his later Aimoim, represent Belisarius with a commendable description, which carries the values of Frankish ideology, and which indicates the range of his name and the impact of his action on the Western world, with the name of the fictional Belisarius survives till the modern age. Το θέμα της παρούσας διπλωματικής είναι «Η Προσωπικότητα του Βελισαρίου», και συνεπώς ασχολείται με τον συγκεκριμένο βυζαντινό στρατηγό, ο οποίος αν και είναι ένας από τους πιο γνωστούς στρατηγούς στην χιλιετή παρουσία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ωστόσο, όχι μόνο δεν υπάρχει κάποια μονογραφία για το πρόσωπο του, αλλά μάλιστα υπάρχουν πλείστα ζητήματα για τα όποια είτε δεν έχει δοθεί κάποια γνώμη, είτε η άποψη που έχει παρατεθεί δεν φαίνεται ικανοποιητική. Τα κυριότερα θέματα τα όποια αναλύονται είναι οι πολεμικές επιχειρήσεις του, η τακτική που ακολούθησε στις μάχες, η σχέση του με τον Ιουστινιανό Α’, και με τους αξιωματούχους και τους στρατιώτες και η εξαγωγή πληροφοριών και στοιχείων σχετικά με διάφορα γνωρίσματα και πτυχές του χαρακτήρα του μεταξύ άλλων. Εν αρχή, γεννήθηκε στις αρχές του 500 μ.Χ. στη Γερμανία/Γερμάνια, περιοχή που βρισκόταν μεταξύ Θράκης και Ιλλυρικού και η οποία ταυτίζεται με τη σημερινή Sapareva Banya της Δυτικής Βουλγαρίας, ενώ πέθανε τον Μάρτιο του 565 μ.Χ. Ήταν λατινόφωνος και ως εκ τούτου, εκρωμαϊσμένος Θράκας, Χριστιανός, ενώ, κατά πάσα πιθανότητα, ανήκε σε μια ανώτερη, κοινωνικά, τάξη που είχε κάποια βαρύτητα. Kατά την πρώτη του Περσική εκστρατεία, η οποία εκκινεί το 526 μ.Χ., σχετικά με τις αψιμαχίες που έλαβε μέρος, και για τις οποίες δεν υπάρχει άποψη περί της δράσης του, μελετώντας προσεκτικά τις πήγες, παρατηρείται ότι ενέργησε με επιφυλακτική, τακτική, προσέγγιση και σύνεση εμπρός του αντιπάλου, πράττοντας τακτικές υποχωρήσεις σε περιπτώσεις που εμφανίζονταν δύσκολες συνθήκες, εν αντιθέσει με τους λοιπούς βυζαντινούς αξιωματικούς που ενήργησαν απερίσκεπτα. Συνεπώς, στις όποιες ήττες δέχθηκαν οι Αυτοκρατορικοί, οφειλόταν στους έτερους βυζαντινούς αξιωματικούς, ενώ η στάση που κρατά ο Βελισάριος, αποτυπώνεται σε όλες τις μάχες που έλαβε μέρος στην σταδιοδρομία του, με τις ενέργειες του να συμφωνούν με το Στρατηγικό του Μαυρικίου. Τέλος, μια μελέτη των πηγών που αναφέρονται το 528 μ.Χ., ακυρώνει την άποψη των ερευνητών ότι ο Βελισάριος συμμετείχε σε δύο παρόμοιες αποτυχημένες εκστρατείες και πως ο Προκόπιος τις συνοψίζει σε ένα γεγονός με πιθανό σκοπό την αποποίηση της κατηγορίας προς τον προϊστάμενο του, ενώ στο χαρακτήρα του Βελισαρίου υποδεικνύεται η βαρύτητα που δίνει για τη σημασία της τάξης, της πειθαρχίας και της ορθής οργάνωσης. Παράλληλα, ο Βελισάριος θα καταφέρει σε σύντομο χρονικό διάστημα να αναρριχηθεί στην κορυφή των αξιωμάτων, λαμβάνοντας, το 527 μ.Χ. το αξίωμα του Δούκα της Μεσοποταμίας, και το 529 μ.Χ., το αξίωμα του Magister Militum Per Orientem. Ο λόγος της ταχείας ανόδου του οφειλόταν κυρίως στην στενή σχέση που είχε με τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α’, και στην επιθυμία του τελευταίου να δημιουργήσει ένα αποτελεσματικό, ασφαλές, και έμπιστο δίκτυο αξιωματούχων από προσωπικές επιλογές. Επιπροσθέτως, λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα που έλαβαν μέρος εκείνη τη περίοδο και την χρονολόγηση των αξιωμάτων που έλαβε ο Βελισάριος, οδηγείται η άποψη πως η αναφορά των Ιωάννη Μαλάλα και Θεοφάνους του Ομολογητού, μεταξύ άλλων, ότι ο Βελισάριος συμμετείχε το 528 μ.Χ. σε μια εκστρατεία στην Λαζική δεν είναι ορθή. Η εκστρατεία στην Καλλίνικο (531μ.Χ.), η οποία ολοκληρώνει την πρώτη Περσική επιχείρηση του Βελισαρίου, αποτελεί και το πιο σημαντικό τμήμα της. Αν και οι περισσότεροι των ερευνητών θεωρούν πως η ήττα και η επακολούθως ανάκληση του Βελισαρίου από το Σασσανιδικό μέτωπο οφειλόταν στην λανθασμένη δράση του, όπως δηλώνεται από τον Μαλάλα, ωστόσο, μια προσεκτική μελέτη των όλων πηγών που παρέχουν πληροφορίες για το γεγονός, υποδεικνύουν πως ο Βελισάριος οφείλει να αποποιηθεί το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης, ότι η περιγραφή του Προκοπίου είναι πιο αληθής από του Μαλάλα, και ότι οφείλει να ακολουθηθεί η περιγραφή του Προκοπίου, η οποία συμφωνεί με τις άλλες πηγές, συνδυαστικά με κάποια στοιχεία από τον Μαλαλα. Συνεπώς, η ευθύνη για το αποτέλεσμα πρέπει να επιρριφτεί στους απείθαρχους στρατιώτες, καθώς εκτός των άλλων, ολιγωρούν στην μάχη, μην έχοντας την ικανότητα να ανταπεξέλθουν στα καθήκοντα τους, ενώ όλα τα στοιχεία της εκστρατείας, με βάση το Στρατηγικό του Μαυρικίου, υποστηρίζουν την θέση του Βελισαρίου. Βέβαια, και ο Βελισάριος εμφανίζει αδυναμίες, καθώς αδυνατεί να επιβάλλει την εξουσία και την πειθαρχία στο στράτευμα, παράμετρος που θα επανεμφανιστεί σε πολλές εκστρατείες του και ως εκ τούτου υποδηλώνει την σχετική ανεπάρκεια του σε αυτό τομέα. Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί, πως η συνολική επιρροή, ή εξουσία, που είχε ένας διοικητής προς το στράτευμα εξαρτιόταν σημαντικά από τις προσωπικότητες των, υπαγόμενων, αξιωματούχων του και τις σχέσεις που είχε μεταξύ τους. Μάλιστα, αντιζηλίες, δολοπλοκίες, και προσπάθειες υπονόμευσης μεταξύ διοικητών και αξιωματικών δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το τελευταίο υποδεικνύει και τον λόγο ανάκλησης του Βελισαρίου από την Ανατολή. Ειδικότερα, με βάση την ανάλυση των πληροφοριών που παρέχονται, δημιουργείται η άποψη πως η απομάκρυνση του οφειλόταν στο ότι η ετυμηγορία συντάχτηκε από επικριτές του, στην αρνητική σχέση και στην αντιπάθεια που έτρεφαν οι εκεί αξιωματούχοι προς τον αυτόν. Η εν συνεχεία παρουσία του Βελισαρίου στην Κωνσταντινούπολη, και η απόδειξη της συμβολής και αφοσίωσης του προς το Στέμμα κατά την διάρκεια της Στάσης του Νίκα, όχι μόνο εξάλειψε ενδεχόμενη αμφιβολία του Ιουστινιανού Α’ προς τις ικανότητες, και το πρόσωπο του στρατηγού, αλλά, κατά πάσα πιθανότητα, αποτέλεσε τον λόγο που ο τελευταίος τον έθεσε επικεφαλής της επερχόμενης Βανδαλικής εκστρατείας. Μάλιστα, πιθανότατα, μετά την ολοκλήρωση της Στάσης του Νίκα, και πριν την Βανδαλική εκστρατεία, ο Βελισάριος θα ξαναέγινε Magister Militum per Orientem, αξίωμα το οποίο είχε απολέσει όταν ανακλήθηκε από το Περσικό μέτωπο, ενώ θα έλαβε και το αξίωμα του Πατρικίου, πιθανόν ως επιδαψιλεύσεις του Ιουστινιανού Α’ προς την στάση που επέδειξε ο στρατηγός του στο συμβάν, κάτι που υποδεικνύεται από μια προσεκτική μελέτη τόσο των πηγών, όσο και των γεγονότων και συμβάντων που λαμβάνουν χώρα στο μεσοδιάστημα. Επιπρόσθετα, κατά τη διάρκεια της παραμονής του Βελισαρίου στην Κωνσταντινούπολη (532-534μ.Χ.), ενδεχομένως να πραγματοποιήθηκε η γαμήλια σύζευξη του με την Αντωνίνα, άποψη που προκύπτει από τις χρονολογίες και τις αναφορές των εμπλεκόμενων πρόσωπων, και της εμφάνισης τους, στις πήγες, ενώ η άποψη ότι η συμμαχία μεταξύ Αντωνίνας και Θεοδώρας ήταν αυτή που οδήγησε στην γαμήλια σύνδεση της πρώτης με τον Βελισάριο, και ακολούθως επηρέασε θετικά την σταδιοδρομία του τελευταίου, μέσω των δεδομένων που προκύπτουν από τις πηγές, δεν ισχύει. Αναφορικά με την Βανδαλική εκστρατεία του Βελισαρίου, αυτά που αξίζουν σημείωσης είναι οι μάχες στο Δέκιμο και στο Τρικάμαρο, η δράση του στην συγκεκριμένη επιχείρηση, στοιχεία που εκμαιεύονται σχετικά με τον χαρακτήρα του, και η θριαμβική πομπή με την οποία τιμήθηκε κατά την επιστροφή του. Ως προς τα πρώτα, παρατηρείται η τακτική σκέψη του Βελισαρίου να κάνει ευρεία χρήση του ιππικού. Επιπροσθέτως, μνεία χρίζουν οι πολεμικές τακτικές του, όπως και η επιτυχής προσπάθεια επιβολής της εξουσίας του με σκοπό την αποφυγή περιστατικών απειθαρχίας, στάση που οφείλει να έχει ένας ορθός και συνετός στρατηγός προς τους πολεμιστές του συμφώνα με το Στρατηγικό του Μαυρικίου. Επίσης, αξία αναφοράς χρίζουν η προσεκτική στάση που υιοθέτησε προς τον τοπικό πληθυσμό, και η ανοχή που επέδειξε προς τους παραδιδόμενους Βανδάλους, κάτι που πιθανότατα οφειλόταν στην προσπάθεια του να τους φέρει προς το μέρος του. Η αρετή, η ορθή κρίση, η σωστή παρατήρηση, η προσεκτικότητα και η εκμετάλλευση της στιγμής είναι αυτά τα οποία, σύμφωνα με τον Βελισάριο, οδηγούν στο επιθυμητό αποτέλεσμα και τα οποία πρέπει να υιοθετούνται από τον καθένα. Τέλος, η προνοητικότητα και η διορατικότητα του στρατηγού κάνουν πάλι την εμφάνιση τους, στοιχεία, τα οποία, μαζί με τα παραπάνω, αποτελούσαν βασικά χαρακτηριστικά του, όπως θα φάνει και στις μετέπειτα εκστρατείες του, με τον Γελίμερο (ήταν ο αντίπαλος Βάνδαλος του Βελισαρίου στην εκστρατεία), να αποδεικνύεται μη αποτελεσματικός διοικητικά, τακτικά και στρατιωτικά να αντιμετωπίσει τον Βελισάριο, αδυνατώντας να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες, και παραδιδόμενος στα κωλύματα που εμφανίζονται μπροστά του, στάση ακριβώς αντίθετη από του Βελισαρίου. Το ενδιαφέρον είναι ότι στο Τρίτο Βιβλίο του Υπερ των πολέμων, σημειώνεται η ανικανότητα του Βασιλίσκου και η παταγώδης αποτυχία του στην εκστρατεία του 468 μ.Χ εν αντιθέσει με τον Γκιζέριχο, όπου η σύγκρουση τους και τα χαρακτηριστικά που φέρουν αντηχούν σε αυτά των Γελίμερου και Βελισαρίου αντίστοιχα. Συνεπώς, αναφορικά με το ερώτημα για το εάν η στρατιωτική ικανότητα και διοικητική ορθότητα του Βελισαρίου ή η τύχη είναι αυτή που οδηγεί στην νίκη, η απάντηση είναι προφανής. Για αυτό τον λόγο ο Προκόπιος αναφέρει πρώτα την δράση των Βανδάλων και πως, ενώ εν αρχή η νίκη φαινόταν να βρίσκεται στα χέρια τους, ωστόσο τα λάθη του Γελίμερου φέρνουν την νίκη στους Βυζαντινούς. Δηλαδή, σκοπός του είναι να υποδείξει τα στρατηγικά του λάθη και την αδυναμία ηγεσίας του. Συνεπώς η άποψη των περισσότερων ερευνητών ότι η νίκη του Βελισαρίου οφειλόταν, κυρίως, στην τύχη και όχι στην προσωπική του δράση δεν είναι απροβλημάτιστη. Άλλωστε, με βάση τα γραφόμενα τον Προκοπίου, και η νίκη του Γκιζέριχου οφειλόταν στην τύχη. Επίσης, ο Βελισάριος ναι μεν απεικονίζεται να έχει πολλά αξιέπαινα χαρακτηριστικά, ωστόσο δεν παρουσιάζεται χωρίς αδυναμίες. Εν κατακλείδι, ο Προκόπιος δεν εξυμνείει, με υποκειμενικό τρόπο, τον Βελισάριο, ενώ η υψηλή στρατηγική διοίκηση και ικανότητα του Βελισαρίου είναι αυτή που φέρνει την νίκη, εν αντιθέσει με τον Γελίμερο. Επομένως, η δράση του στην Αφρική αποτελεί εικόνα, ακόμα και πρότυπο, ενός ικανού στρατηγού, ενώ η τύχη έχει κυρίως συμβολικό χαρακτήρα, ήτοι ένα μέσον του Προκόπιου ώστε να εξηγήσει με λογοτεχνικό τρόπο το αποτέλεσμα και την έκπληξη εμπρός της αδυναμίας του Γελίμερου και της ικανότητας του Βελισαρίου. Άλλωστε, το γεγονός ότι οι τακτικές και η δράση που ακολουθεί ο Βελισάριος αναφέρονται χαρακτηριστικά και μάλιστα πολλές φορές κατά γράμμα στο Στρατηγικό του Μαυρικίου, αποτελεί μια ισχυρή απόδειξη περί της ορθής στρατηγικής και δράσης του. Περί της θριαμβικής πομπής με την οποία τιμήθηκε ο Βελισάριος, μια προσεκτικότατη μελέτη και σύγκριση της παρούσας πομπής με εκείνες των Ρωμαϊκών και των Πρωτωβυζαντινὠν χρόνων, οδηγούν στην άποψη πως η τελετή που διεξήχθη, ναι μεν αποτελούσε έναν ύψιστο θρίαμβο για τον Αυτοκράτορα, γιορτάζοντας την επιτυχία του Βελισαρίου, ωστόσο, σκοπός της ήταν η ταπείνωση του στρατηγού και η παρουσίαση του ως υπόδουλο ικέτη του Ιουστινιανού Α’ που εκλιπαρεί υποτακτικά για την ελεημοσύνη του Αυτοκράτορα. Πιθανότατα οι κατηγορίες που υπήρχαν περί της σκέψης του Βελισαρίου για ανεξαρτησία να οδήγησαν τον Ιουστινιανό Α’ σε μια τέτοια πομπή. Βέβαια, ο Ιουστινιανός Α’ δεν πίστεψε σοβαρά τις κατηγορίες, εξ ου και ο Βελισάριος δεν απεικονίζεται σαν πραγματικός στασιαστής, αλλά σαν ταπεινωμένος ικέτης. Συνεπώς ο Αυτοκράτορας δεν σκοπεύει μέσω του θριάμβου να τιμωρήσει τον Βελισάριο για την εκείνη στάση του. Αντιθέτως, διεξάγει μια επίδειξη όπου δηλώνει, με κάθε τρόπο, ότι είναι ο απόλυτος κυρίαρχος, στον οποίο ακόμα και ένας πολυνίκης στρατηγός οφείλει να συμπεριφερθεί ως ταπεινός δούλος του, να ζητήσει την ελεημοσύνη του, να αντιληφθεί την πραγματική θέση του και να αποδείξει την νομιμοφροσύνη του. Κατά δεύτερο να υποδείξει τόσο στον Βελισάριο όσο και στο πλήθος, πως κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει την εξουσία του. Η πρώτη ιταλική εκστρατεία του Βελισαρίου, αποτελεί ένα από τα πιο πολύπλοκα ζητήματα στην δράση του στρατηγού. Σε γενικές γραμμές, ακολούθησε το σύστημα της κατάληψης στρατηγικών, οχυρωμένων πόλεων τις οποίες αφού εξασφάλιζε, εδραίωνε, εν συνεχεία, την κατοχή του στις γειτονικές περιοχές και πόλεις, εκμεταλλευόμενος παράλληλα λιποταξίες και κάνοντας χρήση διπλωματίας. Σκοπός των κινήσεων αυτών ήταν η απόκτηση γεωστρατηγικών θέσεων με στόχο την σταδιακή, ασφαλή, προώθηση και κατάληψη όλης της Ιταλίας, απεκδύοντας παράλληλα από τους Οστρογότθους ασφαλείς βάσεις, δημιουργώντας έναν πόλεμο φθοράς. Κάτι τέτοιο υποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, στην επιθυμία του να καταλάβει πάση θυσία τη Νεάπολη, του οποίου η στάση μετά το τέλος της πολιορκίας υποδεικνύει την σκοπιμότητα του, ως στοιχείο του χαρακτήρα του. Η πολιορκία της Ρώμης, η οποία οφείλει να τοποθετηθεί στα μέσα Μαρτίου, υποδεικνύει το σχέδιο του Βελισαρίου να πολιορκηθεί από τα υπέρτερα Οστρογοτθικά στρατεύματα, εκμεταλλευόμενος τους ιπποτοξότες του και την περιορισμένη ικανότητα των αντιπάλων στην πολιορκία, ενέργειες που συμφωνούν με το Στρατηγικό του Μαυρικίου. Η νίκη του στην συγκεκριμένη πολιορκία υποδεικνύει την ανωτερότητα του σε αντίπαλους στρατηγούς, στην προκειμένη, ο εμπειροπόλεμος Οστρογότθος Ρήγας Ουίτιγγης. Η σκοπιμότητα, η ορθή παρατήρηση, η κρίση, η προβλεψία, η συμμόρφωση μέσω εκφοβισμού, και η λογική αποτελούν βασικά στοιχεία του Βελισαρίου, η ευβουλία και η γνώμη είναι αυτές που καθορίζουν την επιλογή των πραγμάτων και την στάση του καθενός στα διάφορα ζητήματα, ενώ αξιοσημείωτη είναι η πολυπρόσωπη προσωπική φρουρά του η οποία είναι επιφορτισμένη με σημαντικότατες αποστολές και προστασίας των επιδιώξεων του. Βέβαια δεν παύουν στιγμές αδυναμίας του Βελισαρίου, όπως ανεπάρκεια εμπρός της οχλοβοής για σύγκρουση εκ του συστάδην, ή κάποιες ενέργειες του στη μάχη, οι οποίες συγκεκαλυμμένα κριτικάρονται από τον Προκόπιο. Επιπροσθέτως, άξιο αναφοράς είναι η δολοφονία του αξιωματικού Κωνσταντίνου, ο οποίος διαπράττει άδικες πράξεις προς τον τοπικό φυλοβυζαντινό πληθυσμό, από τον διοικητή του, Βελισάριο, ο οποίος με βάση τα στοιχεία υποδεικνύεται πως είχε μια αρνητική σχέση με τον Βελισάριο, πχ αμφισβητεί τις διαταγές του και την αρχηγία του, σημειώνοντας του πως αυτή πηγάζει χάρις στον Αυτοκράτορα, και προσπαθεί να τον δολοφονήσει, ενώ η δολοφονία του πρώτου υποκινήθηκε από την σύζυγο του στρατηγού. Από τα όλα στοιχεία που υπάρχουν στο επεισόδιο, υποδεικνύεται πως η δολοφονία του Κωνσταντίνου ποδηγετήθηκε από την Αντωνίνα και ότι η τελευταία χαλιναγωγούσε τον Βελισάριο. Ότι ο Βελισάριος ήταν ευγενικός και βοηθητικός προς τον τοπικό πληθυσμό, ιδίως όταν εκείνος τασσόταν υπέρ του Αυτοκρατορικού σκοπού. Ότι προσπαθούσε να προωθήσει μια ομαλή συμβίωση μεταξύ στρατιωτών και γηγενών. Ότι ο Αυτοκράτορας εξασφάλιζε την δικαιοδοσία του Βελισαρίου και τέλος, ότι ο στρατηγός δεν δίσταζε να προωθήσει με πυγμή και αυστηρότητα τις απόψεις του προς τους αξιωματικούς του, ακόμα και αν χρειαζόταν να λάβει ισχυρά μέτρα, και χωρίς να καταπάτα το γράμμα του νόμου. Τα προβλήματα διοίκησης, στρατηγικής και εξωτερικής φύσεως επιπλοκές, τα οποία θα αναδυθούν, θα προκαλέσουν τριγμούς στην εκστρατεία. Ειδικότερα ο Ιωάννης Βιταλιανού θα αρνηθεί να υπακούσει τις εντολές του Βελισαρίου για μια κατάληψη θέσεων στην ευρύτερη περιοχή περά της Ρώμης, με αποτέλεσμα να βρεθεί πολιορκημένος στο Αρίμινο από τον Ουίτιγγη. Συνεπώς, η προσωπική απόφαση και απειθαρχία του Ιωάννη, όχι μόνο ματαίωσε την ευκαιρία να αποσυμπιεστεί η κατάσταση και να ασφαλιστεί ο Αυτοκρατορικός έλεγχος στην ευρύτερη περιοχή, επιτρέποντας την λήψη αποφάσεων για πρωτοβουλίες προώθησης, αλλά δημιούργησε ζητήματα διοίκησης και προσωπικές αντιπαραθέσεις, τα οποία έθεταν σε κίνδυνο την πορεία της εκστρατείας. Από πλευράς Βελισαρίου, η απόφαση του να αποστείλει βοήθεια στα απομακρυσμένα Μεδιόλανα θα χειροτερέψει σε μεγαλύτερο βαθμό την εκστρατεία, καθώς θα θέσει μια περιοχή υπό ελάχιστης Βυζαντινής κατοχής η οποία βρισκόταν εκτός του βεληνεκούς των Αυτοκρατορικών δυνάμεων της Ιταλίας, ενώ θα φέρει στο πολεμικό προσκήνιο, ως αντίπαλους, τους ουδέτερους Φράγκους, με αποτέλεσμα την πολιορκία των Μεδιολάνων από Φράγκους και Οστρογότθους. Στα δυο φλέγοντα ζητήματα, Αρίμινο και Μεδιόλανα, θα προστεθεί η άφιξη του Ναρσή, ο οποίος παρατηρείται ότι βρίσκεται σε καλές σχέσεις με τον Ιωάννη Βιταλιανού, δημιουργώντας δύο αντίθετες ομάδες. Αυτή του Βελισαρίου και εκείνη των Ναρσή-Ιωάννη. Από την συγκεκριμένη έριδα παρατηρείται ότι υπάρχουν διαφορετικές απόψεις περί στρατηγικής κατάκτησης της Ιταλίας, με τον Ναρσή να ενδιαφέρεται για μια γρήγορη κατάκτηση μέσω της Αιμιλίας, ενώ ο Βελισάριος επιθυμεί πρώτα την απαλοιφή κίνδυνων και κατάκτηση οχυρωμένων, στρατηγικών, θέσεων, το σχέδιο του Ναρσή άφηνε ακάλυπτα φλέγοντα ζητήματα, απορρίπτοντας την Αιμιλία η οποία δεν παρείχε κάποιο πλεονέκτημα ασφάλειας. Ότι ο Βελισάριος, παρόλο που είναι Στρατηγός Αυτοκράτωρ, υποχωρεί προτείνοντας συμβιβασμό, οφείλεται στην προσπάθεια του να διατηρήσει την όποια ενότητα στον Βυζαντινό στρατό, ο οποίος είχε διαχωριστεί σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα, και όχι γιατί ο Βελισάριος δρούσε κατά του Κράτους. Αν και ο Βελισάριος, κατορθώνει, σε γενικές γραμμές, να συγκρατεί τον Ναρσή, αναλαμβάνοντας την αρχηγία στα κοινά εγχειρήματα, ο τελευταίος καταφέρνει και πράττει, ορισμένες φορές, αυτόβουλες ενέργειες. Το όλο ζήτημα, εκτός των άλλων, υποδεικνύει τις λεπτές ισορροπίες μεταξύ αξιωματικών και την ανάγκη για υποστήριξη μεταξύ των στρατιωτικών. Το αποκορύφωμα της διάσπασης αποκρυσταλλώνεται στην απώλεια των Μεδιολάνων. Αυτή οφείλεται στην στάση ανυπακοής του Ιωάννη Βιταλιανού, και κυρίως στα σφάλματα των αξιωματικών που ήταν συνδεδεμένοι με τον Βελισάριο, και στον ίδιο τον στρατηγό καθώς δεν λαμβάνει αποφασιστικές ενέργειες. Η αποτυχία των Μεδιολάνων σε συνδυασμό με τον Φράγκικο κίνδυνο που αυτά έφεραν, ωθεί τον Αυτοκράτορα για μια συμφωνία με τους Οστρογότθους, με τους τελευταίους να λαμβάνουν τα περά του Πάδου Ιταλικά εδάφη. Ο Βελισάριος, θα καταφέρει μια πλήρη καθυπόταξη της Οστρογοτθικής Ιταλίας τον Μάρτιο με Απρίλιο του 540 μ.Χ., ακυρώνοντας την Αυτοκρατορική συνθήκη, προσποιούμενος ότι θα αποδεχθεί τον Οστρογοτθικό θρόνο, ωστόσο η επιτυχία του θα αντιμετωπιστεί με καχυποψία. Παρατηρώντας την πορεία των πραγμάτων κατά το τελευταίο, κυρίως, στάδιο της εκστρατείας, εξάγεται η άποψη πως η απόφαση του Βελισαρίου να ακυρώσει την Αυτοκρατορική συμφωνία περί συνθηκολόγησης μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Ραβέννας, και να προσποιηθεί την αποδοχή του Οστρογοτθικού θρόνου, έδρασε αρνητικά στην στάση του Ιουστινιανού Α’ προς τον στρατηγό. Ως προς αυτό, η αναφορά του Προκοπίου ότι κάποιοι αξιωματούχοι κατηγόρησαν τον Βελισάριο για σφετερισμό, ενισχύει την άποψη, καθώς συμπεραίνεται πως αυτός ήταν και ο λόγος της ανάκλησης του. Αποτέλεσμα της απόφασης του Βελισαρίου ήταν η άμεση ανάκληση του και η αντικατάσταση του, και η διαίρεση του αξιώματος του Magister Militum per Orientem, το οποίο μέχρι τότε ήταν στην ατομική κατοχή του Βελισαρίου, ενέργεια η οποία οφείλει να τοποθετηθεί στο πλαίσιο της τιμωρίας του στρατηγού, όπως προκύπτει από μια προσεκτική μελέτη των όλων πηγών και των συμβάντων που έλαβαν μέρος. Από την πλευρά του Βελισαρίου, δεν εντοπίζεται, στα γεγονότα του 540 μ.Χ., σκέψη ανεξαρτησίας και εναντίωσης προς το Ιουστινιάνειο καθεστώς, και οι ενέργειες του παρατηρείται ότι καθοδηγούνταν από προσπάθειες ανάδειξης του Αυτοκράτορα σε ολοκληρωτικό νικητή, αλλά και από ενδεχόμενη απογοήτευση καθώς δεν του δόθηκε η δυνατότητα επίτευξης ολικής νίκης. Άλλωστε, η στάση του Βελισαρίου στο επεισόδιο της συνομιλίας του με τους Οστρογότθους τον Χειμώνα του 537 μ.Χ., υποδεικνύει την εντελώς διαφορετική αντίληψη του πρώτου προς τις ενέργειες του Θεοδωρίχου, η οποία ήταν εντελώς ασυμβίβαστη με την θετική αξιολόγηση που είχαν οι Οστρογότθοι για τον Θεοδώριχο και το πολιτειακό σύστημα που δημιουργήθηκε κατά την περίοδο της Βασιλείας του. Αυτό που συμπεραίνεται από τα γραφόμενα του Προκοπίου, αναφορικά με τον πρώτο Οστρογοτθικό πόλεμο, είναι ότι οι σκέψεις για άνοδο στον θρόνο της Ιταλίας δεν ήταν του Βελισαρίου, αλλά του Προκοπίου, ο οποίος επιθυμούσε ο στρατηγός να λάβει μια παρόμοια θέση με αυτή του Θεοδωρίχου, σκέψη που φαίνεται να υπήρχε και στους Οστρογότθους, καθώς μαγνητίζονται από τον Βελισάριο, προτείνοντας του τον θρόνο. Τέλος, άξιο αναφοράς είναι ότι ο Βελισάριος δε διστάζει να γίνει παραπλανητικός, ή να δράσει με πανουργία, με σκοπό την υλοποίηση των επιδιώξεων του, κάτι που πιθανότατα υποδεικνύει μια πτυχή του χαρακτήρα του. Αναφορικά με την περίοδο της δεύτερης Περσικής εκστρατείας του, σχετικά με το αποτέλεσμα των δύο αποστολών του και της αρνητικότητας με την οποία σκιαγραφούνται στα Ανέκδοτα, εντοπίζεται πως η κριτική του Προκοπίου είναι λανθασμένη καθώς ο Βελισάριος κατόρθωσε να αντιμετωπίσει τις απειλές και να δράσει στις εκάστοτε επιχειρήσεις, με βάση τους περιορισμούς που είχε. Άλλωστε, από τακτικής και στρατηγικής πλευράς πράττει τα δέοντα, ενεργώντας με βάση τα δεδομένα, ενώ οι τακτικές του επιβεβαιώνονται και από το Στρατηγικό του Μαυρίκιου. Μάλιστα, λαμβάνοντας υπόψη ένα σχόλιο στα Βασιλικά, παρατηρείται ότι η επιτυχία του Βελισαρίου, απομάκρυνση του Χοσρόη Α’ και σύναψη ανακωχής, είχε ως αποτέλεσμα να τιμηθεί με θρίαμβο κατά την παρουσία του στην Αντιόχεια. Οι επικρίσεις που εκτοξεύει ο Προκόπιος προς τον στρατηγό, δεν πρέπει να ληφθούν με ρεαλιστική οπτική. Αντιθέτως, στόχος του είναι να αμαυρωθεί ο Βελισάριος, ο οποίος από ένας πάλαι ποτέ ορθός και άξιος θριαμβευτής, παρουσιάζεται να παραμελεί τις ευθύνες του, να αδιαφορεί για κρίσιμα Αυτοκρατορικά θέματα και να έχει απολέσει την ικανότητα του εξ αιτίας της συζύγου του, για την οποία ο συγγραφέας έχει τεράστια αποτροπή, και η οποία είναι αιτία του κάκου που υποσκάπτει τον Βελισάριο, οδηγώντας τον στην πτώση και στην εξαθλίωση. To 542 μ.Χ. ο Βελισάριος θα καταδικαστεί, καθώς θα θεωρηθεί ότι αρνήθηκε να αποδεχθεί οποιονδήποτε διάδοχο που θα επέβαλε η Αυλή. Με βάση τα στοιχεία, κατηγορήθηκε αδίκως από κάποιους αξιωματούχους, με τους οποίους είχε μια αρνητική σχέση. Άλλωστε, όπως έχει αποδείξει η έρευνα, τάσεις δολιοφθοράς και προσπάθειες υπονόμευσης δεν ήταν τυχαίο φαινόμενο στον Αυτοκρατορικό στρατό, ιδίως μεταξύ ατόμων τα οποία είχαν μια διαμάχη μεταξύ τους, όπου η αποπομπή του ενός θα μπορούσε να φέρει κέρδος στον άλλο. Ότι η κατηγορία του οφείλει να ενταχθεί στο ζήτημα περί δολιοφθοράς και διαμάχης μεταξύ ομάδων αξιωματικών, υποφαίνεται και από το γεγονός ότι εκτός του Βελισαρίου, καταδικάστηκαν και αξιωματικοί οι οποίοι είχαν μια σύνδεση μαζί του, στο ότι οι κατήγοροι του αποκτούν κάποια κέρδη και ότι ο Βελισάριος δέχεται κυρώσεις για τα επόμενα έτη. Επίσης, ότι ο Βελισάριος δέχεται μια τέτοια ισχυρή τιμωρία, όπως και ότι κατηγορείται παρά την μη ύπαρξη θεμελιωμένων αποδεικτικών στοιχείων, πιθανότατα οφειλόταν στην δύναμη που είχε, η οποία θα είχε ανησυχήσει το Αυτοκρατορικό ζεύγος για πιθανή αυτονομία του. Μάλιστα, παρόμοιες αποφάσεις προς τους στρατηγούς, σύμφωνα με τους ερευνητές, αποτελούσαν σκόπιμη πρακτική από τους Αυτοκράτορες, ώστε να αποφύγουν κινδύνους που θα δημιουργούνταν από στρατηγούς σε περίπτωση που οι τελευταίοι αποκτούσαν μεγάλη δύναμη και εξουσία. Το 544 μ.Χ. ο Βελισάριος θα αποκατασταθεί μερικώς στην Αυτοκρατορική εύνοια, με σκοπό να αποσταλθεί στο ιταλικό μέτωπο εναντίον των Οστρογότθων. Αυτά που αξίζουν να αναφερθούν περί της αποστολής του είναι οι περιορισμοί οι οποίοι του τίθενται, πιθανότατα με σκοπό να μην αναδημιουργήσει μια δύναμη όπως εκείνη που είχε στο παρελθόν, κάτι που θα οφειλόταν στα γεγονότα του 540 και του 542 μ.Χ. Χαρακτηριστικά του δίδεται ο τίτλος του Comes Sacri Stabuli, ο οποίος είναι αρκετά χαμηλότερου βεληνεκούς από εκείνον του Magister Militum per Orientem, θα αποσταλθεί στην Ιταλία και όχι στην Ανατολή λόγω των δυσκολιών και των περιορισμών που η πρώτη έφερε, θα αποφασιστεί να χρηματοδοτήσει την εκστρατεία με προσωπικές του δαπάνες, ενώ ως αρχηγός της Ιταλικής επιχείρησης ναι μεν θα τεθεί αὐτοκράτορας τοῦ πολέμου, ωστόσο στην Βανδαλική και στην πρώτη Ιταλική εκστρατεία είχε τεθεί στρατηγὸς δὲ αὐτοκράτωρ ἐφ' ἅπασι, δίδοντας μια αίσθηση περιορισμού, ήτοι ότι είχε την αρχηγία και την δυνατότητα να λάβει αποφάσεις πολεμικού χαρακτήρα και μόνο, και όχι πληρεξούσια αρχή. Η ανεπαρκής και ακατάλληλη πολεμική δύναμη που είχε στην διάθεση του ο στρατηγός, σε συνδυασμό με την κατάσταση που είχε αναδυθεί από το 540 μέχρι το 544 μ.Χ. στην Ιταλία, αποτελούσε σημαντικό τροχοπέδη περί της προσπάθειας του να ανατρέψει τα πράγματα. Επιπροσθέτως, φιλονικίες, προβλήματα διοίκησης, οικονομική δυσπραγία, στάσεις πληρωμών, αυτομολήσεις και αδυναμίες των αξιωματικών του, υπέσκαψαν σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό τον Αυτοκρατορικό σκοπό. Αναφορικά με την κριτική του Προκόπιος στο Ὑπέρ τῶν Πολέμων και στα Ανέκδοτα, αύτη είναι ακραία και χωρίς κριτική σκέψη, καθώς ο Βελισάριος, παρά τις περιορισμένες δυνάμεις και προβλήματα που είχε και υπήρχαν, θα καταφέρει να συγκρατήσει την Οστρογοτθική επίθεση, ενώ στην μοναδική σύγκρουση του με τον Οστρογότθο αρχηγό Τοτίλα, θα καταφέρει να βγει νικητής με θριαμβευτικό τρόπο. Τέλος, δύο πράγματα που αξίζουν να σημειωθούν είναι ότι η ανάκληση του από το Ιταλικό μέτωπο, με βάση τα γραπτά και τα συμφραζόμενα, προκύπτει ότι πυροδοτήθηκε από τον ίδιο, και με τον Ιουστινιανό Α’ να συμφωνεί στο αίτημα. Το άλλο έχει να κάνει με ένα ιδιαίτερο στοιχείο του χαρακτήρα του και της αντίδρασης του. Χαρακτηριστικά, όταν η πρόβλεψη του αποτυγχάνει, μην έχοντας διέξοδο σε περίπτωση εγκλωβισμού στα σχέδια του, τότε κλονίζεται και αδυνατεί να βρει λύση καθώς απολύει τον έλεγχο της κατάστασης με αποτέλεσμα είτε να παραλύει είτε να βυθίζεται στη σύγχυση. Σχετικά με τα ύστερα χρόνια του Βελισαρίου, ο στρατηγός θα καταφέρει να συντρίψει μια επίθεση των Κουτρίγουρων, παρά την αυξημένη ηλικία του και τα πενιχρά του μέσα, ενώ η δήλωση του Αγαθία, ότι η επιτυχία του Βελισαρίου έγειρε το έχθος του Αυτοκράτορα και της Αυλής, πιθανότατα είναι λογοτεχνικό δημιούργημα/τόπος, ενώ άξιο αναφοράς είναι ότι λαμβάνοντας υπόψη την υψηλή θέση που είχε ο Βελισάριος, όπως τα αξιώματα που του δόθηκαν και η συμμετοχή του σε πρεσβείες στις οποίες ηγούνταν, η αναφορά του Προκοπίου προς τον στρατηγό περί «πρῶτος ὁ Βελισάριος Ῥωμαίων ἁπάντων» δεν είναι υπερβολική. Άλλωστε, ο Προκόπιος, γενικά, στο τέλος των Ὑπέρ τῶν Πολέμων, παρουσιάζει μια θετική εικόνα για τους πρωταγωνιστές του έργου στο τέλος του, ή τουλάχιστον όχι αρνητική, η οποία ανάλογα με τον, γενικό, τρόπο περιγραφής τους στο έργο, οδηγεί στην άποψη για τον καθένα, παράδειγμα ο Βέσσας και ο Γερμανός. Στις πλείστες των πηγών, ο Βελισάριος παρουσιάζεται θετικά, με την κραταιά εικόνα του στο πέρασμα των χρόνων να αποκτά πτυχές λαϊκής μνήμης και φαντασιακής δημιουργίας. Έτσι από τον 10ο αιώνα περίπου, θα αρχίσει μια δραματική ανάπλαση της ιστορίας του, στα πλαίσια μυθιστορηματικών διασκευών. Χαρακτηριστικά ο Βελισάριος παρουσιάζεται ως τυφλός, εγκαταλειμμένος, και φτωχός εξ αιτίας του φθόνο του Αυτοκράτορα, με χαρακτηριστικότερο έργο την Ιστορία του Βελισαρίου. Το εύρος της προσωπικότητας του Βελισαρίου δεν θα περιοριστεί στα εντός του Βυζαντίου σύνορα, αλλά θα προωθηθεί και στον Δυτικό κόσμο, πολύ πριν της παρουσίασης του με μυθιστορηματικό τρόπο. Ιδιαίτερα, ο Φρεδεγάρ, αλλά και ο αρκετά μεταγενέστερος του Αϊμοΐν παρουσιάζουν τον Βελισάριο με μια αξιέπαινη περιγραφή, ο οποίος φέρει τις αξίες της Φραγκικής ιδεολογίας, κάτι που υποδεικνύει το φάσμα του ονόματος του και τον αντίκτυπο της δράσης του στον Δυτικό κόσμο, με το όνομα του μυθιστορηματικού Βελισαρίου να επιβιώνει έως την σύγχρονη εποχή. 1004 218 294 To report on the prevalence of inflammatory bowel disease (IBD) related intestinaldysplasia and cancer in northwestern Greece.PATIENTS AND METHODS:Single referral center retrospective study. The policy among all gastroenterologistsof the area regarding medical treatment, patient follow up and bowel surveillancestrategies including risk factors is the same.RESULTS:We analyzed 1494 colonoscopies from 696 consecutive IBD patients (494 UC).The follow up time [median, IQR] was 16 [8-23] years and the age at diagnosiswas 28 [21-49] years. The number of patient years at risk was 16.219. Diseaselocation for UC was: pancolitis 761 (59%), left sided colitis 455 (35%), and proctitis69 (6%). Disease location for CD was: colitis 142 (66%), ileitis 45 (22%) andileocolitis 21 (10%). Disease activity was in remission in 1240 (83%) of them. Intotal, 498 (72%) patients were on mesalazine, 169(24%) on immunosuppressionand 29 (4%) on biologicals. Biopsies were taken randomly in 1429 (96%)endoscopies and were targeted in 65 (4%) of them. We recorded 69 (9.4%) caseswith dysplasia and 10 (1.4%) cases with intestinal cancer (9 in UC). No differencewas found for dysplasia and cancer in patients who followed up for 10-20 years orfor more than 20 years.CONCLUSIONS:The prevalence of dysplasia and cancer is increased in UC compared to CD butthe prevalence of high-grade dysplasia is comparatively low. Intestinal cancerprevalence is increasing after the first decade and then practically remains stable. Καταγράφηκε ο επιπολασμός της δυσπλασίας και του καρκίνου σε ασθενείς με ΙΦΠΕ στη ΒΔ Ελλάδα. Ήταν μια μελέτη ενός κέντρου αναφοράς και ήταν συνδυασμός αναδρομικής και προοπτικής συλλογής των στοιχείων. Η διαχείριση των ασθενών από τους γαστρεντερολόγους της περιοχής όσον αφορά την ιατρική θεραπεία, την παρακολούθηση των ασθενών και την παρακολούθηση του εντέρου για δυσπλασία με ταυτόχρονη συν-αξιολόγηση των παραγόντων κινδύνου είναι παρόμοια. Μελετήσαμε 1494 κολοσκοπήσεις από 696 συνεχείς ασθενείς με ΙΦΠΕ (494 με ελκώδη κολίτιδα). Ο χρόνος παρακολούθησης [διάμεσος, IQR] ήταν 16 [8-23] έτη και η ηλικία διάγνωσης ήταν 28 [21-49] έτη. Ο αριθμός των ασθενών σε κίνδυνο-έτος ήταν 16.219. Η εντόπιση της νόσου για την ΕΚ ήταν: πανκολίτιδα 761(59%), αριστερή κολίτιδα 455 (35%), και πρωκτίτιδα 69 (6%). Η εντόπιση για τη νόσο του Crohn ήταν: κολίτιδα 142 (66%), ειλείτιδα 45 (22%) και ειλεοκολίτιδα 21(10%). Η ενεργότητα της πάθησης ήταν αυξημένη σε 1240 (83%) από τους ασθενείς. Συνολικά, 498 (72%) ασθενείς ελάμβαναν μεσαλαζίνη, 169 (24%) ανοσοκαταστολή και 29 (4%) ελάμβαναν βιολογικές θεραπείες. Βιοψίες ελήφθησαν τυχαία σε 1429 (96%) ενδοσκοπήσεις και ήταν στοχευμένες σε 65 (4%) από τους ασθενείς. Κατεγράφησαν 69 περιπτώσεις δυσπλασίας και 10 περιπτώσεις εντερικού καρκίνου (9 στην ΕΚ). Δεν διαπιστώθηκε διαφορά στον επιπολασμό δυσπλασίας και καρκίνου για τους ασθενείς που παρακολουθήθηκαν για 10-20 έτη σε σχέση με αυτούς που παρακολουθήθηκαν για χρονικό διάστημα άνω των 20 ετών. Η επίπτωση ανάπτυξης δυσπλασίας και καρκίνου ήταν 0.003 και 0.0006 αντίστοιχα ανά ασθενή-έτος κινδύνου. Συμπερασματικά ο επιπολασμος καρκίνου και δυσπλασίας είναι αυξημένος στην ελκώδη κολίτιδα σε σύγκριση με τη νόσο τουCrohn αλλά ο επιπολασμός της υψηλόβαθμης δυσπλασίας παραμένει συγκριτικά χαμηλός. Ο επιπολασμός του εντερικού καρκίνου αυξάνεται μετά την πρώτη δεκαετία και μετά παραμένει πρακτικά σταθερός σε βάθος χρόνου. Ως αποτέλεσμα της μελέτης αυτής ήταν η δημοσίευση στο περιοδικό Journal of Crohn’s andColitis, 2011 Feb;5(1):19-23. 1005 136 146 Προσομοίωση μικρομαγνητικών διαμορφώσεων σε σιδηρομαγνητικά και αντισιδηρομαγνητικά υμένια με ανισοτροπική αλληλεπίδραση ανταλλαγής In this master thesis, atomistic simulations of topological magnetic structures on cobalt films were performed using VAMPIRE software. In particular, the effect of the antisymmetric Dzyaloshinskii-Moriya interaction (DMI) on the formation of chiral domain patterns was studied. Specifically, a study was performed on ferromagnetic and antiferromagnetic cobalt films for DMI vector values equal to 14⨯10-23J, 12⨯10-23J, 10⨯10-23J, 8⨯10-23J, 6⨯10-23J, 4⨯10-23J, 2⨯10-23J and 0J. For the ferromagnetic film layers the parameters of cobalt were used and the symmetric exchange interaction was set to Jex=16⨯10-23J, while in order to simulate the antiferromagnetic case was simply set Jex=-16⨯10-23J. The results show that the presence of DMI leads to the formation of chiral domain patterns the size of which decreases as the DMI gets weaker and finally they smear out to a uniform magnetization states as the DMI approaches zero. Στην παρούσα μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία πραγματοποιήθηκαν ατομιστικές προσομοιώσεις των τοπολογικών μαγνητικών δομών σε υμένια κοβαλτίου με το λογισμικό VAMPIRE. Συγκεκριμένα μελετήθηκε η επίδραση της αντισυμμετρικής αλληλεπίδρασης Dzyalishinskii-Moriya (DMI) στην δημιουργία χειρικών μαγνητικών περιοχών σε υμένια κοβαλτίου. Συγκεκριμένα έγινε μελέτη σε σιδηρομαγνητικά και αντισιδηρομαγνητικά υμένια κοβαλτίου για τιμές της αντισυμμετρικής αλληλεπίδρασης, ίσες με 14⨯10-23J, 12⨯10-23J, 10⨯10-23J, 8⨯10-23J, 6⨯10-23J, 4⨯10-23J, 2⨯10-23J και 0J. Για τα σιδηρομαγνητικά υμένια χρησιμοποιήθηκαν οι παράμετροι που αντιστοιχούν στο κοβάλτιο και η συμμετρική αλληλεπίδραση ανταλλαγής τέθηκε ίση με Jex=16⨯10-23J ενώ για την αντισιδηρομαγνητική περίπτωση απλώς τέθηκε ίση με Jex=-16⨯10-23J. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι αλληλεπιδράσεις DMI οδηγούν στην δημιουργία λαβυρινθοειδών μαγνητικών περιοχών με συγκεκριμένη χειρικότητα. Το μέγεθος των περιοχών αυξάνεται καθώς μειώνεται η ισχύς της DMI και τελικά εξαλείφονται οδηγώντας σε μια κατάσταση ομογενούς μαγνήτισης όταν η DMI τείνει ίση με μηδέν. 1006 259 239 The subject of this master thesis is the study of maximal operators. The structure of this thesis is the following. In the first chapter we introduce two notions that of the distribution function as well as that of the decreasing rearrangement of a given function. We will end this chapter by introducing our first maximal operator. In the next chapter we will introduce the primary maximal operators we will concern ourselves with, the Hardy-Littlewood and the Dyadic one. As we are going to see by studying the first and more specifically its weak-L1 condition, will allow us to prove Lebesgue's Differentiation theorem and its strong Lp-boundedness but in order to reach to that point we first need to study the Dyadic Maximal Operator. By studying the Dyadic Maximal Operator we will deduce important mathematical constructions like the Calderon-Zygmund Decomposition and Marcinkiewicz's Interpolation Theorem which we will also generalize to some extend. After this journey we will move on showing some covering lemmas with the most "significant" that of Besicovitch. Next we will be studying conditions for weights under which the Hardy-Littlewood Maximal Operator is weak-Lp in the respective weighted space. This thesis essentially ends with the Bellman functions. The main themes of this chapter are a theorem regarding the Dyadic Maximal Operator as well as finding the exact form of the Bellman function of three variables of the Dyadic Maximal Operator. At the end there is an appendix presenting results of the elementary measure theory one needs to know in order to understand what this thesis is concerned with. Το αντικείμενο της παρούσας μεταπτυχιακής διατριβής είναι η μελέτη μεγιστικών τελεστών και έχει την ακόλουθη δομή. Στο πρώτο κεφάλαιο εισάγουμε δύο έννοιες, αυτή της συνάρτησης κατανομής καθώς και της φθίνουσας αναδιάταξης μιας συνάρτησης. Κλείνοντας εισάγουμε τον πρώτο μας μεγιστικό τελεστή. Στο επόμενο κεφάλαιο εισάγουμε τους βασικούς μεγιστικούς τελεστές με τους οποίους θα ασχοληθούμε, τον Hardy-Littlewood και τον Δυαδικό. Όπως θα δούμε η μελέτη του πρώτου και πιο συγκεκριμένα το γεγονός ότι είναι ασθενώς-L1 θα μας επιτρέψει να αποδείξουμε το θεώρημα διαφόρισης του Lebesgue, καθώς και να αποδείξουμε ότι είναι ασθενώς-Lp όμως για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο θα χρειαστεί να μελετήσουμε πρώτα τον Δυαδικό μεγιστικό τελεστή. Μελετώντας τον δεύτερο θα συναντήσουμε σημαντικές μαθηματικές κατασκευές όπως την αποσύνθεση Calderon Zygmund και το θεώρημα παρεμβολής του Marcinkiewicz το οποίο μάλιστα θα το γενικεύσουμε ως ένα βαθμό. Μετά από αυτή τη διαδρομή θα προχωρήσουμε στην απόδειξη κάποιων θεωρημάτων κάλυψης με πιο «εντυπωσιακό» αυτό του Besicovitch. Στη συνέχεια θα μελετήσουμε συνθήκες για βάρη κάτω από τις οποίες ο μεγιστικός τελεστής Hardy-Littlewood είναι ασθενώς-Lp στον αντίστοιχο χώρο με βάρος. Η εργασία ουσιαστικά τελειώνει με τις λεγόμενες συναρτήσεις Bellman. Τα κύρια θέματα αυτού του κεφαλαίου είναι ένα θεώρημα σχετικά με τον δυαδικό μεγιστικό τελεστή καθώς και η εύρεση της ακριβής μορφής της συνάρτησης Bellman τριών μεταβλητών του δυαδικού μεγιστικού τελεστή. Στο τέλος υπάρχει ένα παράρτημα που περιλαμβάνει τη βασική θεωρία μέτρου που είναι προαπαιτούμενο για να κατανοήσει ένας αναγνώστης το τι πραγματεύεται η εργασία. 1007 211 297 Development and evaluation of a transactional benchmark driver for a scalable SQL database Ανάπτυξη και αξιολόγηση ενός transactional benchmark driver για scalable SQL database The process of benchmarking transactional database systems has a long history and provides important insight into the efficiency and scalability of such systems. Recent advances in scalable transactional databases have motivated the adaptation of traditional transactional benchmarks, such as TPC-C, to a variety of new database architectures. However, a challenge with the proliferation of database architectures today is the need to develop and evaluate new database drivers (ports of the benchmarkdatabase interface to a new database architecture) for a wide range of systems. In this thesis, we develop and evaluate a driver for the Py-TPCC benchmark targeting the CockroachDB scalable SQL database. The driver lowers complexity by leveraging the psycopg2 PostgreSQL adapter for the Python programming language. We evaluate the Py-TPCC benchmark for CockroachDB and compare to an existing TPC-C benchmark implementation for CockroachDB written in Go, using the pq PostgreSQL adapter. Our results indicate that the use of a SQL interface (when offered by the scalable database) simplifies the development of TPC-C benchmark drivers. Despite similarities in the two implementations of the TPC-C benchmark, we observe performance differences that can be attributed to the variable efficiencies of use of CockroachDB resources across implementations of the PostgreSQL adapter. Η διαδικασία benchmarking δοσοληπτικών συστημάτων βάσεων δεδομένων έχει μακρά ιστορία και παρέχει σημαντική εικόνα για την αποτελεσματικότητα και την επεκτασιμότητα τέτοιων συστημάτων. Οι πρόσφατες εξελίξεις στις κλιμακούμενες δοσοληπτικές βάσεις δεδομένων έχουν παρακινήσει την προσαρμογή των παραδοσιακών benchmarks, όπως το native TPC-C, σε μια ποικιλία νέων αρχιτεκτονικών βάσεων δεδομένων. Ωστόσο, μία πρόκληση με τον πολλαπλασιασμό των αρχιτεκτο- νικών βάσεων δεδομένων σήμερα, είναι η ανάγκη να αναπτυχθούν και να αξιολογη- θούν νέα προγράμματα οδήγησης βάσεων δεδομένων (φορητότητα των benchmarkdatabase διεπαφών σε μια νέα αρχιτεκτονική βάσεων δεδομένων) για ένα ευρύ φά- σμα συστημάτων. Σε αυτή τη διατριβή, διατυπώνουμε το επιστημονικό υπόβαθρο που σχετίζεται με δοσοληπτικές βάσεις δεδομένων και τα benchmarks που χρησι- μοποιούν. Πιο συγκεκριμένα, αναπτύσσουμε και αξιολογούμε ένα πρόγραμμα οδή- γησης για το Py-TPCC benchmark που στοχεύει στην κλιμακώσιμη βάση δεδομένων SQL της CockroachDB. Το πρόγραμα οδήγησης μειώνει την πολυπλοκότητα αξιο- ποιώντας τον psycopg2 PostgreSQL προσαρμογέα για τη γλώσσα προγραμματισμού Python. Θέτουμε το πλαίσιο πάνω στο οποίο κινηθήκαμε προκειμένου να φτάσουμε στην υλοποίηση του προγράμματος οδήγησης. Καταγράφουμε όλες τις παραμέτρους και απαιτήσεις που έπρεπε να λάβουμε υπόψη, ώστε να ορίσουμε τις διαδικασίες που απαιτούνται. Μέσω της πειραματικής διαδικασίας, αξιολογούμε το PY-TPCC benchmark για την CockroachDB και συγκρίνουμε με την υπάρχουσα υλοποίηση του native TPC-C benchmark για την CockroachDB γραμμένο σε γλώσσα προγραμματισμού Go, χρησιμοποιώντας τον pq PostgreSQL προσαρμογέα. Παρουσιάζουμε τα αποτελέσματα αυτής της σύγκρισης, σημειώνοντας διαφορές τόσο σε ποιοτικά χαρα- κτηριστικά, όσο και σε επίπεδο αρχιτεκτονικής κώδικα. Τέλος, οδηγούμενοι από τα αποτελέσματα, συμπεραίνουμε ότι τα σημεία στα οποία υπερτερεί το native TPC-C benchmark είναι η καλύτερη απόδοση του συστήματος σε επίπεδο δοσοληψιών, ενώ από την άλλη, το Py-TPCC benchmark υστερεί σε θέματα απόδοσης και κλιμάκω- σης, ωστόσο ευνοεί την εύκολη υλοποίηση ενός νέου προγράμματος οδήγησης από τον προγραμματιστή. 1008 290 315 Δομικές και ηλεκτρονιακές ιδιότητες της L-Γλουταμίνης σε επιφάνεια χαλκού (111) με υπολογισμούς πρώτων αρχών Corrosion of metal surfaces causes financial damages to the industries and environmental pollution. For the protection of surfaces from corrosion, organic non- toxic inhibitors like amino acids have been used. Researches have shown that the inhibitor molecule’s free electron pairs of heteroatoms or the π electrons are readily available to form bonds with the substrate and act therefore as nucleophile centers greatly facilitating in the adsorption processes over the metallic surface. In this thesis a theoretically study has been performed using L-glutamine amino acid as corrosion inhibitor of the Cu (111) surface. Density Functional Theory (DFT) calculations within the SIESTA code have been used to investigate the minimum energy configurations of L-glutamine on Cu (111) surface. Starting from the Cu (111) surface, the L-glutamine was softly deposited according to several possible configurations. For the energetically favoured alignment the electronic properties were evaluated in order to investigate the active site of L-glutamine. Calculations proved that L-glutamine form bonded states with the Cu atoms through its heteroatoms Nitrogen and Oxygen at the energy range from -3 eV to -5eV. The ability of a continues coating on metallic surface was considered through the coverage of Cu (111) super cell with two L-glutamine molecules. The parallel alignment between the two molecules was found energetically favoured compared to the anti-parallel while intermolecular interactions and bonding hybridizations with the substrate were observed denoting the stability of the coating. Finally ab initio Molecular Dynamics simulations were performed on several configurations of L-glutamine on Cu (111) surface supporting the horizontal alignment. Interestingly, the vertical L-glutamine’s adsorption on the surface requires only ~1 psec, at room temperature to rotate parallel to the substrate. These results could be used for the creation of a corrosion resistant coating on Cu surfaces. Η διάβρωση των μεταλλικών επιφανειών προκαλεί οικονομικό πλήγμα στις βιομηχανίες και μόλυνση του περιβάλλοντος. Για τη προστασία των επιφανειών από τη διάβρωση, έχουν χρησιμοποιηθεί οργανικοί, μη τοξικοί αναστολείς όπως για παράδειγμα τα αμινοξέα. Έρευνες έχουν δείξει ότι τα ελεύθερα ηλεκτρόνια των ετεροατόμων των αναστολέων ή τα π ηλεκτρόνια είναι διαθέσιμα να σχηματίσουν δεσμούς με το υπόστρωμα και να δράσουν ως πυρηνόφιλα διευκολύνοντας τη διαδικασία προσρόφησης των αναστολέων στη μεταλλική επιφάνεια. Στην παρούσα εργασία, μελετήθηκε θεωρητικά η συμπεριφορά του αμινοξέος L-γλουταμίνη ως αναστολέας διάβρωσης της επιφάνειας Χαλκού (111). Πραγματοποιήθηκαν υπολογισμοί με τη θεωρία Συναρτησιακού Πυκνότητας Φορτίου (Density Functional Theory) μέσω του κώδικα SIESTA ώστε να ερευνηθούν οι διατάξεις της L-γλουταμίνης με την ελάχιστη ενέργεια. Ξεκινώντας από την επιφάνεια (111) του Χαλκού, η L-γλουταμίνη τοποθετήθηκε ομαλά πάνω στην επιφάνεια σε διάφορες πιθανές διατάξεις. Για την ενεργειακά προτιμητέα διάταξη εκτιμήθηκαν οι ηλεκτρονικές ιδιότητες του συστήματος ώστε να ερευνηθούν τα ενεργά κέντρα της L- γλουταμίνης. Οι υπολογισμοί απέδειξαν ότι η L-γλουταμίνη μπορεί να σχηματίσει δεσμικές καταστάσεις με τα άτομα του χαλκού μέσω των ετεροατόμων της Άζωτο και Οξυγόνο στο ενεργειακό φάσμα -3 eV to -5eV. Η ικανότητα δημιουργίας ενός συνεχούς καλύμματος πάνω στη μεταλλική επιφάνεια μελετήθηκε μέσω της επικάλυψης της επιφάνειας χαλκού (111) τοποθετώντας δύο μόρια L-γλουταμίνης. Ενεργειακά προτιμητέα διάταξη βρέθηκε η παράλληλη τοποθέτηση των μορίων σε σύγκριση με την αντί- παράλληλη διάταξη. Επίσης, παρατηρήθηκαν αλληλεπιδράσεις μεταξύ των μορίων και κατευθυντικοί υβριδισμοί με το υπόστρωμα υποδηλώνοντας τη σταθερότητα του καλύμματος. Τέλος, Προσομοίωσεις πρώτων αρχών Μοριακής Δυναμικής πραγματοποιήθηκαν σε διάφορες διατάξεις της L-γλουταμίνης πάνω στην επιφάνεια χαλκού (111) υποστηρίζοντας την οριζόντια στοίχιση. Ενδιαφέρον προκαλεί ότι η κάθετη εναπόθεση της L-γλουταμίνης στην επιφάνεια απαιτεί μόνο 1 psec, σε θερμοκρασία δωματίου ώστε να περιστραφεί παράλληλα προς το υπόστρωμα. Τα αποτελέσματα αυτά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία μιας ανθεκτικής ως προς τη διάβρωση επικάλυψης των επιφανειών χαλκού. 1009 139 141 Συχνότητα και τύπος των μεταλλάξεων της β-μεσογειακής αναιμίας στην Ήπειρο IN THIS RESEARCH A MOLECULAR STUDY OF Β-THALASSAEMIA IN EPIRUS AREA IS DESCRIBED. ALL SAMPLES WERE FROM PEOPLE WHO HAD THEIR ORIGIN IN EPIRUS. DNA WAS ISOLATED FROM WHITE BLOOD CELLS USING 1 ML PERIPHERAL BLOOD. FOR THE LOCALIZATIONOF Β-THALASSAEMIA MUTATIONS WITHIN THE B-GLOBIN GENE, SEVERAL AREAS OF THE GENE WERE INDEPENDENTLY AMPLIFIED BY POLYMERASE CHAIN REACTION, AND SUBSEQUENTLYANALYSED BY DENATURING GRADIENT GEL ELECTROPHORESIS. A TOTAL OF 633 MUTANT ALLELES WERE INVESTIGATED. THE MOST COMMON MUTATIONS IS IVS-I-110 (G-A), CODON 39 (C-T), IVS-I-1 (G-A), IVS-II-1 (G-A), CODON 6 (-A), IVS-I-6 (T-C) AND IVS-II-745 (C-G) ACCOUNTED FOR 97,8% OF THE ALLELES. 10 DIFFERENT MUTATIONS WEREFOUND IN A TOTAL OF 633 CHROMOSOMES. IT IS REMARKABLE THAT IN THE AREA OF THESPROTIA ONLY 2 MUTATIONS HAVE BEEN IDENTIFIED. THIS STUDY PROVIDES A COMPREHENSIVE BASIS FOR PRENATAL DIAGNOSIS OF Β-THALASSAEMIA IN EPIRUS AREA. ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΥΤΗ ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΑΝ ΓΟΝΙΔΙΑ Β-ΣΦΑΙΡΙΝΗΣ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ. ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΟΛΙΚΟ ΑΙΜΑ, ΓΙΑ ΕΞΑΓΩΓΗ DNA, ΑΛΥΣΙΔΩΤΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΠΟΛΥΜΕΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΦΟΡΗΣΗ ΣΕ ΚΛΙΣΗ ΠΥΚΝΟΤΗΤΑΣ ΑΠΟΔΙΑΤΑΚΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ. ΣΑΝ ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΕ Η ΜΕΘΟΔΟΣ ARMS. ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΑΝ ΣΥΝΟΛΙΚΑ 633 ΧΡΩΜΟΣΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΝΤΟΠΙΣΤΗΚΑΝ ΕΝΤΕΚΑ (11) ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ. ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ, ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ, ΕΝΤΟΠΙΣΤΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ IVS-II-1, Η ΟΠΟΙΑ ΣΤΟΝ ΠΛΗΘΥΣΜΟ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΒΡΕΘΗΚΕ ΣΕ 4ΠΛΑΣΙΑ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ, Η CD-6 ΣΕ 3ΠΛΑΣΙΑ, ΕΝΩΗ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΛΛΑΞΗΣ IVS-II-745 ΣΤΗΝ ~ΠΕΙΡΟ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΟ 1/3 ΤΗΣ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ. ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΟΤΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ ΕΝΤΟΠΙΣΤΗΚΑΝ ΜΟΝΟ 2 ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ. ΣΤΗΝΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΕΝΤΟΠΙΣΤΗΚΑΝ 10 ΔΙΑΦΟΡΕΤΚΕΣ ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ, ΕΝΩ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ AΡΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΕΒΕΖΑΣ ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΚΑ ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ IVS-II-1 ΚΑΙ CD-6. 1010 333 336 Μελέτη των μαγνητικών ιδιοτήτων και αλληλεπιδράσεων ανταλλαγής σε νανοσύνθετα μαγνητικά υλικά This dissertation focuses on the chemical synthesis of high-anisotropy nanoparticles suitable for use in applications as high density magnetic recording media. In order to achive the required anisotropy a heat-treatment process is needed. However it is known that when nanoparticles are heat treated, agglomeration and sintering effects take place. In order to tackle this problem, novel magnetic nanocomposites and hybrids were prepared and studied. More specifically multiwalled carbon nanotubes were used as nanotemplates for the dispersion and stabilization of FePt nanoparticles. Pre-formed capped FePt NPs synthesized by the polyol process were connected to the MWCNTs external surface via covalent binding through organic linkers. The hard magnetic L10 phase characteristics and the magnetic isolation of the magnetic nanoparticles are evident in the magnetization measurements after annealing. Also, FePt nanoparticles have been encapsulated in insulating and protective MgO shells using a two step chemical process providing sintering prevention during the required heat-treatment process for the L10 ordering. Furthermore, as the phenomenon of exchange biasing attracts great interest in research, a new core-shell nanocomposite system CoPt/CoO using a two step polyol process.has been prepared in order to study this effect. In the CoPt/CoO nanocomposites, magnetic measurements show the appearance of increased coercivity with respect to the as-prepared CoPt particles and unidirectional anisotropy loop shift of Heb=1125 Oe at temperatures below 20 K, as a result of exchange coupling between CoO and CoPt. In addition, as Cr-Pt nanoparticles have very interesting magnetic properties but had never been synthesized chemically, in this work Cr-Pt nanoparticles are synthesized by a thermolytic chemical method. The as prepared particles have a size of (5.5±1.0) nm but after heat-treatment at 850 oC for two hours an inhomogeneous microstructure is obtained. Chemical ordering to the L12 phase up to S=0.83 has been achieved for the nanoparticles with optimized stoichiometry while moderate coercivity values up to 380 Oe are achieved. All samples were characterized by a combination of experimental techniques, such as X-ray diffraction, magnetization measurements, transmission electron microscopy measurements, Raman and Mössbauer spectroscopies. Η παρούσα διατριβή εστιάζει στη χημική σύνθεση νανοσωματιδίων υψηλής ανισοτροπίας κατάλληλων για χρήση σε εφαρμογές όπως η υψηλής πυκνότητας μαγνητική εγγραφή. Προκειμένου να επιτευχθεί η απαιτούμενη ανισοτροπία η διαδικασία της θερμικής κατεργασίας είναι απαραίτητη. Όταν τα νανοσωματίδια υποστούν θερμική επεξεργασία, φαινόμενα συσσωμάτωσης και πύροσυσσωμάτωσης λαμβάνουν χώρα. Για τη λύση αυτού του προβλήματος συντέθηκαν και μελετήθηκαν νέα νανοσύνθετα και υβριδικά υλικά. Συγκεκριμένα νανοσωλήνες άνθρακα πολλαπλού τοιχώματος χρησιμοποιήθηκαν ως νανο-εκμαγεία για τη διασπορά και σταθεροποίηση νανοσωματιδίων FePt. Τα αρχικά επικαλυμμένα νανοσωματίδια FePt, συντεθειμένα με τη μέθοδο της πολυόλης, συνδέθηκαν στην εξωτερική επιφάνεια των νανοσωλήνων μέσω ομοιοπολικών δεσμών. Τα χαρακτηριστικά της σκληρής μαγνητικής L10 φάσης και η μαγνητική απομόνωση των μαγνητικών νανοσωματιδίων είναι εμφανή στις μαγνητικές μετρήσεις. Ακόμη, νανοσωματίδια FePt ενσωματώθηκαν σε προστατευτικά κελύφη MgO, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της πολυόλης σε δύο βήματα, παρέχοντας παρεμπόδιση της συσσωμάτωσης κατά τη διάρκεια της θερμικής κατεργασίας, απαιτούμενη για τη διάταξη L10. Επίσης, εφόσον το φαινόμενο της πόλωσης ανταλλαγής αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα αντικείμενα έρευνας ένα νέο «πυρήνα-κελύφους» νανοσύνθετο σύστημα CoPt/CoO παρασκευάστηκε χρησιμοποιώντας σε δύο βήματα τη μέθοδο της πολυόλης, με σκοπό τη μελέτη αυτού του φαινομένου. Στα νανοσύνθετα CoPt/CoO οι μαγνητικές μετρήσεις επέδειξαν την εμφάνιση αυξημένου συνεκτικού πεδίου σε σχέση με τα αρχικώς παρασκευασμένα σωματίδια CoPt αλλά και ομοαξονική ανισοτροπία (μετατόπιση βρόχου Heb=1125 Oe) σε θερμοκρασίες κάτω των 20 Κ, ως αποτέλεσμα της σύζευξης ανταλλαγής μεταξύ των CoO και CoPt. Επιπρόσθετα, καθώς τα νανοσωματίδια Cr-Pt χαρακτηρίζονται από πολύ ενδιαφέρουσες μαγνητικές ιδιότητες, αλλά δεν έχουν παρασκευαστεί ποτέ χημικά, νανοσωματίδια Cr-Pt συντέθηκαν μέσω της θερμολυτικής χημικής μεθόδου. Τα αρχικά σωματίδια έχουν μέγεθος 5.5±1.0 nm αλλά μετά τη θερμική κατεργασία στους 850 oC για δύο ώρες παρατηρήθηκε ανομοιογενή μικροδομή με μέσο μέγεθος 5- 50 nm. Επιτεύχθηκε χημική διάταξη τύπου L12 μέχρι S=0.83 στα νανοσωματίδια με την βέλτιστη στοιχειομετρία καθώς μέτριες τιμές συνεκτικού πεδίου μέχρι 380 Oe παρατηρήθηκαν. Όλα τα δείγματα χαρακτηρίστηκαν με ένα συνδυασμό πειραματικών τεχνικών όπως είναι η περίθλαση ακτίνων-Χ, οι μαγνητικές μετρήσεις, η ηλεκτρονική μικροσκοπία διέλευσης, οι φασματοσκοπίες Raman και Mössbauer. 1011 134 132 Synthesis and characterization of PtII and PdII complexes with modified terpyridines Σύνθεση και χαρακτηρισμός συμπλόκων του PtII και του PdII με τροποποιημένες τερπυριδίνες In this thesis, the modified terpyridine 3-(4-([2,2΄:6΄,2΄΄-terpyridin]-4΄- yl)phenyl)-2-aminopropanoic acid (D,L-terpyridinyl-phenylalanine, Phe-tpy) and its ester diethyl 2-(4-([2,2΄:6΄,2΄΄-terpyridin)-4΄-yl)benzyl)-2-acetamidomalonate (deambtpy) were synthesized and characterized. Their complexes with PtII, [Pt(Phetpy) Cl]Cl and [Pt(deambtpy)Cl]Cl, and with PdII, [Pd(Phe-tpy)Cl]Cl and [Pd(deambtpy)Cl]Cl, were also synthesized. These complexes were characterized with NMR and HR-ESI-MS spectroscopy and square planar structures with tridentate coordination of the ligands Phe-tpy and deambtpy were attributed in all cases. [Pt(Phe-tpy)Cl]Cl and [Pt(deambtpy)Cl]Cl complexes indicated a formation of nanoagregates in solution guided by attractive metallophilic interactions between PtII atoms and enhanced by the aromatic stacking of the terpyridine backbone rings. Correlation of those nanoagregates with UV/Vis spectra and fluorescence, as well as the biological properties of the complexes, will be the subject of studies in the near future. Στην παρούσα εργασία, συντέθηκαν και χαρακτηρίστηκαν η τροποποιημένη τερπυριδίνη 3-(4-([2,2΄:6΄,2΄΄-τερπυριδιν]-4΄-υλ)φαινυλ)-2-αμινοπροπανικό οξύ (D,L-τερπυριδινυλ-φαινυλαλανίνη, Phe-tpy) και ο εστέρας της διαιθυλ 2-(4-([2,2΄:6΄,2΄΄-τερπυριδιν]-4΄-υλ)βενζυλ]-2-ακεταμιδομηλονικό εστέρα (deambtpy). Ακόμη συντέθηκαν τα σύμπλοκά τους με PtΙΙ, [Pt(Phe-tpy)Cl]Cl και [Pt(deambtpy)Cl]Cl, και με PdΙΙ, [Pd(Phe-tpy)Cl]Cl και [Pd(deambtpy)Cl]Cl. Τα σύμπλοκα αυτά, χαρακτηρίστηκαν με φασματοσκοπία NMR και HR-ESI-MS και αποδόθηκαν επίπεδες τετραγωνικές δομές με τριδοντική ένταξη των υποκαταστατών Phe-tpy και deambtpy σε όλες τις περιπτώσεις. Τα σύμπλοκα [Pt(Phe-tpy)Cl]Cl και [Pt(deambtpy)Cl]Cl έδειξαν να δημιουργούν νανοδομές σε διάλυμα (nanoagregates) που καθοδηγούνται από την ελκτική μεταλλοφιλική αλληλεπίδραση των ατόμων του PtII και ενισχύονται από το φαινόμενο stacking των αρωματικών δακτυλίων του τερπυριδινικού σκελετού. Συσχέτιση των νανοδομών αυτών με φάσματα ορατού, φθορισμό, καθώς και οι βιολογικές ιδιότητες των συμπλόκων, θα αποτελέσουν αντικείμενο μελετών στο εγγύς μέλλον. 1012 539 592 Investigation of the role of AAA + mitochondrial protease in mitochondrial biology and Parkinson's disease Διερεύνηση του ρόλου μίας ΑΑΑ+ μιτοχονδριακής πρωτεάσης στην βιολογία του μιτοχονδρίου και την νόσο του Parkinson Parkinson’s disease (PD) is a progressive, neurodegenerative movement disorder that affects approximately 1% of adults aged 60 and over. It is characterized by the selective degeneration of dopaminergic neurons in the substantia nigra, accumulation of asynuclein (a-syn) fibrils , and impaired mitochondrial function. The exposure of neuronal cells in conditions that increase the load of free radicals led to the identification of the mitochondrial protease LonP1. LonP1 is a protein that is already known for its role in the proper functioning of mitochondria, although it has many other functions. It is a protease responsible for degradation of misfolded or damaged proteins. The mitochondrial Lon protease (Lonp1) turned out to be a multifaceted enzyme, that displays at least three different functions such as proteolysis, chaperone activity and binding of mtDNA. Previous experiments have revealed a possible association of the LonP1 protein with the onset of pathological features of Parkinson's disease in nerve cells. The aim of this thesis was to investigate the role of LonP1 protein in different types of acute stress, to characterize its distribution within the cell, to investigate what causes its overexpression and whether it is associated with Parkinson's disease. 6-OHDA and rotenone toxins were used as acute stress conditions in different cell models such as the SH-SY5Y cell line and Neuro2A.The behavior of LonP1 mitochondrial protease under mitochondrial stress was investigated and any changes in respiratory chain complexes were observed. In order to determine what causes overexpression of LonP1 protein, the LonP1 gene was subcloned into two plasmid vectors, pAcGFP-N1 and pDsRED-N1. The behavior of exogenous LonP1 in mitochondrial stress conditions as well as in combination with α-synuclein was investigated for possible association with Parkinson's disease. Exogenous α-synuclein appears to be a target of the LonP1 protein in nerve cells. Further testing in a Neuro2A cell model under acute stress with neurotoxins 6-OHDA and rotenone showed a possible association of LonP1 protein with the Parkin-Pathway. In the present study, the behavior of the LonP1 protein was tested under different stress conditions such as H2O2. H2O2 induces oxidative stress by a mechanism completely different from the two neurotoxins. Specifically, Lon protein increases in these stress conditions as well as Parkin-Pathway does not need to be activated. A method of isolating cytoplasmic-nuclear extracts was tested for reliability. The aim of this experiment was to control the distribution of LonP1 protein under mitochondrial stress. However, the method was deemed unreliable as mitochondria were entrapped in nuclear extracts. Perhaps the reason that led to this infection is that the mitochondria in these conditions have some characteristics or are quite large in size and are entrained in nuclear extract. Finally, mutations in the Lon protease are responsible for the onset of CODAS syndrome. CODAS syndrome is a developmental disease characterized by a variety of clinical features, including hypotension, falls, hearing loss, postnatal cataracts as well as skeletal and dental abnormalities. The LonP1 mutation R721G was constructed to compare with the wild-type LonP1.The LonP1-R721G mutation is the most common among patients with CODAS syndrome. - 10 - In conclusion, LonP1 protease may be an important factor in understanding Parkinson's disease and various diseases such as CODAS syndrome. Η νόσος του Parkinson (PD) είναι μία προοδευτική κινητική νευροεκφυλιστική διαταραχή η οποία προσβάλλει περίπου το 1% των ενηλίκων ηλικίας άνω των 60 ετών. Οφείλεται στην εκλεκτική εκφύλιση των ντοπαμινεργικών νευρώνων της μέλαινας ουσίας και χαρακτηρίζεται από συσσώρευση συσσωματωμάτων ινιδιακής μορφής της πρωτεΐνης α-συνουκλείνης και εξασθένηση της μιτοχονδριακής λειτουργίας. Η ανάπτυξη κυττάρων κάτω από συνθήκες που επιβαρύνουν την κατάσταση των μιτοχονδρίων, όπως η έκθεση σε νευροτοξίνες που αυξάνουν το φορτίο των ελεύθερων ριζών, οδήγησαν στην ταυτοποίηση της μιτοχονδριακής πρωτεάσης LonP1. H LonP1 είναι μία πρωτεΐνη που είναι ήδη γνωστή για το ρόλο της στην ομαλή λειτουργία των μιτοχονδρίων, παρόλο αυτά έχει και άλλες πολλές λειτουργίες. Είναι μία πρωτεάση υπεύθυνη για την αποικοδόμηση των λανθασμένων ή κατεστραμμένων πρωτεϊνών καθώς και αποδείχθηκε ότι αποτελεί ένα πολύπλευρο ένζυμο. Εμφανίζει τουλάχιστον ακόμα τρεις λειτουργίες όπως πρωτεόλυση, δραστικότητα μορίου - συνοδού και δέσμευση του mtDNA. Προηγούμενα πειράματα αποκάλυψαν μία πιθανή σύνδεση αυτής της πρωτεΐνης με την εμφάνιση παθολογικών χαρακτηριστικών της νόσου Parkinson στα νευρικά κύτταρα. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να διερευνηθεί ο ρόλος της πρωτεΐνης LonP1 σε καταστάσεις διαφορετικών τύπων οξέος στρες , να χαρακτηριστεί η κατανομή της μέσα στο κύτταρο , να ελεγχθεί τι προκαλεί η υπερέκφραση της καθώς και αν σχετίζεται με κάποιο τρόπο με την νόσο του Parkinson. Ως συνθήκες οξέος στρες χρησιμοποιήθηκαν οι τοξίνες 6-OHDA και ροτενόνη σε διαφορετικά κυτταρικά μοντέλα όπως την κυτταρική σειρά SH-SY5Y και την Neuro2A. Έγινε έλεγχος συμπεριφοράς της μιτοχονδριακής πρωτεάσης LonP1 σε συνθήκες μιτοχονδριακού στρες καθώς και παρατηρήθηκαν τυχών μεταβολές σε σύμπλοκα της αναπνευστικής αλυσίδας των μιτοχονδρίων. Με στόχο να προσδιοριστεί τι προκαλεί η υπερέκφραση της πρωτεΐνης LonP1 πραγματοποιήθηκε υποκλωνοποίηση του γονίδιου LonP1 σε δύο πλασμιδιακούς φορείς pAcGFP-N1 και pDsRED-N1.Παρατηρήθηκε η συμπεριφορά της εξωγενούς LonP1 σε συνθήκες μιτοχονδριακού στρες καθώς και σε συνδυασμό με την α-συνουκλείνη με σκοπό πιθανή συσχέτιση με την νόσο Parkinson.Η εξωγενής α-συνουκλείνη φαίνεται να αποτελεί στόχο της πρωτεΐνης LonP1 σε νευρικά κύτταρα. Περαιτέρω έλεγχος σε κυτταρικό μοντέλο Neuro2A σε συνθήκες οξέος στρες με τις νευροτοξίνες 6-OHDA και ροτενόνη έδειξε μία πιθανή συσχέτιση πρωτεΐνης LonP1 με το ParkinPathway.Συγκεκριμένα σε συνθήκες στρες όπου η πρωτεΐνη Lon είναι αυξημένη ίσως να μην είναι απαραίτητη η ενεργοποίηση του Parkin-Pathway. Στην παρούσα μελέτη ελέγχθηκε η συμπεριφορά της πρωτεΐνης LonP1 και σε διαφορετικές συνθήκες στρες όπως με το H2O2.Το H2O2 προκαλεί οξειδωτικό στρες με ένα μηχανισμό εντελώς διαφορετικό από τις δύο νευροτοξίνες. Συγκεκριμένα η πρωτεΐνη Lon αυξάνεται και σε αυτές τις συνθήκες στρες καθώς και Parkin-Pathway δεν είναι απαραίτητο να ενεργοποιηθεί. Ελέγχθηκε για την αξιοπιστία της μία μέθοδος απομόνωσης κυτταροπλασματικώνπυρηνικών εκχυλισμάτων. Σκοπός του συγκεκριμένου πειράματος ήταν να ελεγχθεί η κατανομή της πρωτεΐνης LonP1 σε συνθήκες μιτοχονδριακού στρες. Παρόλο αυτά η μέθοδος κρίθηκε αναξιόπιστη καθώς τα μιτοχόνδρια συμπαρασύρονταν στα πυρηνικά - 8 - εκχυλίσματα. Ίσως ο λόγος που οδήγησε στην επιμόλυνση αυτή να είναι ότι τα μιτοχόνδρια σε αυτές τις συνθήκες έχουν κάποια χαρακτηριστικά ή είναι αρκετά μεγάλα σε μέγεθος και συμπαρασύρονται στα πυρηνικά εκχυλίσματα. Τέλος μεταλλάξεις στην πρωτεάση Lon είναι υπεύθυνες για την εκδήλωση του συνδρόμου CODAS. Το σύνδρομο CODAS είναι μία αναπτυξιακή νόσος που χαρακτηρίζεται από πληθώρα κλινικών χαρακτηριστικών, συμπεριλαμβανομένης της υποτονίας , πτώσης , απώλεια ακοής , μεταγενετικό καταρράκτη καθώς και σκελετικές και οδοντικές ανωμαλίες. Έχοντας ως στόχο την σύγκριση της αγρίου τύπου LonP1 με το μετάλλαγμα της κατασκευάστηκε η μετάλλαξη LonP1-R721G. Η συγκεκριμένη μετάλλαξη μέχρι σήμερα είναι η πιο συχνά εμφανιζόμενη μεταξύ ασθενών με σύνδρομο CODAS. Συμπερασματικά, η πρωτεάση LonP1 ίσως να αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην κατανόηση της νόσου Parkinson αλλά και στην κατανόηση διάφορων ασθενειών όπως το σύνδρομο CODAS. 1013 405 336 Μετάφραση και προσαρμογή στα ελληνικά της Verona Service Satisfaction Scale - VSSS-54. Ποιοτική μέθοδος επικέντρωσης (Focus Groups) Introduction Integrating the more traditional staff-oriented assessment of care with patient-centered assessment is considered to be a key element in the evaluation of quality of care (Ruggeri & Tansella 2002). Service users are increasingly seen as “experts by experience” (Faulkner 1998), specialists in the field of their own mental health (Powell 2004). Family members have also “been through it all” (Carpentier et al 1992). Furthermore, a consensus is emerging that people with mental health problems are capable of offering a balanced judgment of the services they use (Rose 2001). It is in satisfaction research that the service user voice is primarily heard as a commentary on services provided. Emphasis is increasingly being placed on the direct measurement of health outcomes using standardized measures (Stendman et al 2000) and on the necessity to favor a routine assessment of outcome (Kissingl 2001, Holloway 2002, Thornicroft & Tansella 1999), including questionnaires that enable users to register their experiences of services received (Powell 2004). The Verona Service Satisfaction Scale The Verona Service Satisfaction Scale (VSSS-54) is a validated, multi-dimensional scale, with 63 items, comprising seven dimensions of satisfaction; it uses a 5-point Likert scale with responses ranging from “terrible” to “excellent”. Items 41-54 are informative of the users’ satisfaction with provided or non provided interventions. Respondents also express their experience with the mental health services through four open-ended questions (Ruggeri 1995, 2000, 2006). The European version of the Verona Service Satisfaction Scale (VSSS-EU) was developed in the frame of the Epsilon Study of schizophrenia. Data obtained suggested that VSSS-EU is a reliable instrument for measuring satisfaction across Europe (Ruggeri & Tansella 2002, Ruggeri 2006, 2004). Method The process of translation and cultural adaptation of the VSSS-54 in Greek followed was similar with the process used in the Epsilon Study of Schizophrenia and the standards provided by WHO (Knudsen et al 2000, 2006, Sartorius & Kuyken, 1994). The method used included the following steps: (a) Translation procedure Two Greek mental health professionals made two independent forward translations first of the English version and after of the original version. The forward translations were merged into one single translation via discussions. A professional translator back translated the reconciled translation into the Italian language. The translator had no prior knowledge of the instruments’ structure and concepts. The developers of the VSSS-54 reviewed the backtranslation against the Italian original version. Discussions followed with the instruments authors concerning the discrepancies found between the two texts. Εισαγωγή Το μοντέλο ολοκληρωμένης αξιολόγησης της ποιότητας στη φροντίδα επιβάλει την αξιο- λόγηση των υπηρεσιών από τους ίδιους τους χρήστες (Ruggeri & Tansella 2002). Όλο και περισσότερο οι χρήστες αντιμετωπίζονται ως «εμπειρογνώμονες», ειδικοί σε θέματα που α- φορούν την ψυχική τους υγεία (Faulkner 1998, Powell 2004). Επιπλέον, γίνεται πια παραδε- κτό ότι τα άτομα με ψυχιατρικά προβλήματα είναι ικανά να κρίνουν αξιόπιστα τις υπηρεσίες που χρησιμοποιούν (Rose 2001). Ολοένα μεγαλύτερη έμφαση δίνεται σήμερα στην άμεση μέτρηση των θεραπευτικών αποτελεσμάτων με τη χρήση σταθμισμένων μετρήσεων (Stendman 2000), αλλά και στην ανάγκη τακτικής αξιολόγησης της ποιότητας με τη χρήση ερωτη- ματολογίων που επιτρέπουν στους χρήστες να εκφράζουν τις εμπειρίες τους από τις υπηρεσί- ες που έλαβαν (Kissingl 2001, Holloway 2002). Η Verona Service Satisfaction Scale Η Verona Service Satisfaction Scale (VSSS-54) είναι μία σταθμισμένη, πολυδιάστατη κλί- μακα 63 λημμάτων που μελετά επτά διαστάσεις της ικανοποίησης των ασθενών και των συγ- γενών από τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας σε μια πενταβάθμια κλίμακα τύπου Likert (‘χείρι- στη’ έως ‘άριστη’). Τα λήμματα 41-54 δίνουν πληροφόρηση σχετικά με επιθυμητές αλλά μη προσφερόμενες υπηρεσίες. Επιπλέον, οι ερωτώμενοι εκφράζουν τις σημαντικότερες εμπειρίες τους από τις υπηρεσίες μέσω τεσσάρων ανοιχτών ερωτήσεων (Ruggeri και συν. 1993, 1995, 2006). Μια ευρωπαϊκή εκδοχή της κλίμακας (VSSS-EU) δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της EPSILON Study για τη σχιζοφρένεια. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι η κλίμακα VSSS-EU είναι ένα αξιόπιστο εργαλείο μέτρησης της ικανοποίησης σε όλη την Ευρώπη (Ruggeri και συν. 2006). Μέθοδος Η διαδικασία μετάφρασης και πολιτισμικής προσαρμογής που ακολουθήθηκε ήταν παρό- μοια με την EPSILON Study και τα κριτήρια του ΠΟΥ (Knudsen και συν. 2000, 2006, Sartorius & Kuyken, 1994). Η μέθοδος που ακολουθήθηκε περιελάμβανε τα εξής στάδια: (α) Διαδικασία μετάφρασης Δύο επαγγελματίες ψυχικής υγείας μετέφρασαν ανεξάρτητα την αγγλική και στη συνέχεια την πρωτότυπη ιταλική εκδοχή. Τα μεταφρασμένα κείμενα συγχωνεύτηκαν σε ένα μετά από σειρά συζητήσεων. Ένας επαγγελματίας μεταφραστής, χωρίς προηγούμενη γνώση του εργα- λείου, μετάφρασε το τελικό κείμενο ξανά στην ιταλική γλώσσα. 1014 297 296 The role of unemployment on fear and anxiety of pain in patients with chronic musculoskeletal pain Ο ρόλος της ανεργίας στο φόβο και το άγχος του πόνου των ασθενών με χρόνια μυοσκελετικά προβλήματα The aim of this study is to investigate the interconnection between unemployment with levels of fear of pain and pain anxiety in patients with chronic low back pain. Unemployment constitutes a growing worldwide problem and it has been connected to the increase in the emergence of chronic low back pain. Patients with chronic pain seem to demonstrate fear of pain and pain anxiety as isolated emotional responses to painful threats, which seem to be affected by the patient’s psychology and personality and not by the kind of pain and its source. This investigation was conducted for the Postgraduate Program in “Pain Management” by the Medical Department of the University of Ioannina, from January 2014 to September 2015. The community sample was consisted of 201 patients with chronic low back pain who were under physiotherapy in private structures and were obtained by the snowball sampling method. For this study two questionnaires were used, one for pain anxiety (Pain Anxiety Symptoms Scale – PASS-20) and one for fear of pain (Fear of Pain Questionnaire – FPQ-III), while a register of the social and demographic data of the sample was obtained. Statistical analysis was conducted in the Excel program and the statistical processing program SPSS, with statistically significant results for the indexes used (p<0,05). The results suggest that patients with chronic low back pain demonstrate high levels of fear of pain and pain anxiety, while these two parameters seem to correlate to situations like unemployment and professional status. The investigation illustrates the interconnection of the emotion of fear of pain to the psychopathology of pain and the complexity of the role of fear, anxiety and somatization of anxiety in the development of chronic pain. Σκοπός της παρούσας ερευνητικής μελέτης είναι η διερεύνηση του τρόπου διασύνδεσης της ανεργίας με τα επίπεδα του φόβου του πόνου και του άγχους του πόνου σε ασθενείς με χρόνια οσφυαλγία. Η ανεργία αποτελεί ένα όλο και σοβαρότερο πρόβλημα σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ έχει συσχετιστεί με την αυξανόμενη εμφάνιση της χρόνιας οσφυαλγίας. Οι ασθενείς με χρόνιο πόνο παρουσιάζουν φόβο πόνου και άγχος για τον πόνο ως μεμονωμένες συναισθηματικές απαντήσεις απέναντι σε επώδυνες απειλές, οι οποίες φαίνεται να επηρεάζονται από την ψυχολογία και την προσωπικότητα των ασθενών και όχι από το είδος του πόνου. Η συγκεκριμένη έρευνα διεξήχθη στα πλαίσια του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Αντιμετώπιση του Πόνου» του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, από τον Ιανουάριο του 2014 έως το Σεπτέμβριο του 2015. Το κοινοτικό δείγμα αποτελούνταν από 201 άτομα με χρόνια οσφυαλγία που βρίσκονταν υπό φυσικοθεραπεία σε ιδιωτικά θεραπευτήρια και συγκεντρώθηκαν με τη μέθοδο της χιονόμπαλας (snowball sampling). Για την έρευνα χρησιμοποιήθηκαν δύο αυτοσυμπληρούμενα ερωτηματολόγια για το άγχος του πόνου ( Pain Anxiety Symptoms Scale – PASS-20 ) και το φόβο του πόνου (Fear of Pain Questionnaire – FPQ-III), ενώ έγινε και καταγραφή των κοινωνικο – δημογραφικών στοιχείων του δείγματος. Οι στατιστικές αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν στα προγράμματα Excel και στο στατιστικό πακέτο SPSS, με στατιστικά σημαντικά αποτελέσματα για τους δείκτες που χρησιμοποιήθηκαν (p<0,05). Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι οι ασθενείς με χρόνια οσφυαλγία παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα φόβου πόνου και άγχους πόνου, ενώ οι δύο αυτές παράμετροι συσχετίζονται με καταστάσεις όπως η ανεργία και η επαγγελματική κατάσταση. Η έρευνα αναδεικνύει τη συσχέτιση του συναισθήματος του φόβου του πόνου με την ψυχοπαθολογία του πόνου και την πολυπλοκότητα του ρόλου που διαδραματίζουν ο φόβος, το άγχος και η σωματοποίηση του άγχους στην εγκατάσταση του χρόνιου πόνου. 1015 423 415 Survival analysis is identical to meaning analysis of the period preceding the recording of an event. Asa term, it is primarily used in biomedical sciences, where the focus is on the observation of life ofpatients or laboratory animals. The analysis of the time leading up to an event record has also beenwidely used in the social sciences, where the focus is on events such as job change, marriage, birth ofchildren and so on. Additionally, the engineering sciences have contributed to the development ofsurvival analysis. In this scientific field is customary to use the term "reliability analysis", since the mainapplication is the modeling of the time required for the failure of machinery or electronics. The study ofall these scientific specialization is mostly consolidated in the area of survival analysis.It is easily understood that the description and modeling of life is the main issue in many aspects ofhuman life and activity. Therefore, the methodologies developed in survival analysis are a valuable toolfor researchers in various disciplines such as engineering, economics, medicine and other lifesciences.This thesis addresses issues related to continuous probability distributions that have direct applicationin survival analysis. In this context, the first chapter provides a brief historical overview of the researchfield of survival analysis, record the terminology and basic concepts of continuous distributions oflifetimes and describes the various characteristic functions and properties that they have. Additionally,ways to produce lifetime distributions, the analytical methodology for their study, and the mostcharacteristic distributions with fixed, unimodal or concave hazard functions, are presented in the samechapter.In the next four chapters, three different survival analysis models, as well as a family of lifetimedistributions and a four-parameter model produced from it, are introduced. For all models, variousproperties, such as ways of production, relations with other distributions, the monotony of the pdf, theirmoments, their entropies and the corresponding survival, hazard and mean residual life functions arestudied. The parameter estimation problem is treated by the maximum likelihood method, the observedand expected information tables are given, while the programming language for statistical applicationsR is used for calculating the estimators. Each of these chapters concludes with applications of fittingthe corresponding models to real datasets.The sixth chapter presents a review on beta generalized probability distributions. Their productionmethod is introduced and their basic mathematical properties are described. Additionally, variouslifetime distributions that belong to the beta generalized family that have been proposed so far in theliterature are presented, together with suggestions for future research in this field.By completing, a summary of the thesis in English language and the literature that was usedthroughout the research development are given. Η ανάλυση επιβίωσης αποτελεί ταυτόσημη έννοια της ανάλυσης του χρονικού διαστήματος πουπροηγείται της καταγραφής ενός συμβάντος. Ως όρος χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο σε βιοϊατρικέςεπιστήμες, όπου το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην παρατήρηση του χρόνου ζωής είτε των ασθενώνείτε των πειραματόζωων. Η ανάλυση του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί μέχρι την καταγραφήενός συμβάντος έχει επίσης χρησιμοποιηθεί ευρέως στις κοινωνικές επιστήμες, όπου το ενδιαφέρονεστιάζεται σε γεγονότα όπως η αλλαγή θέσεως εργασίας, ο γάμος, η γέννηση παιδιών και ούτωκαθεξής. Επιπρόσθετα, οι επιστήμες της μηχανικής έχουν συμβάλλει στην ανάπτυξη της ανάλυσηςεπιβίωσης. Στον επιστημονικό αυτό κλάδο συνηθίζεται να χρησιμοποιείται ο όρος «ανάλυσηαξιοπιστίας», μιας και η κύρια εφαρμογή του είναι η μοντελοποίηση του χρόνου που απαιτείται για τηναποτυχία μηχανημάτων ή ηλεκτρονικών εξαρτημάτων. Η μελέτη όλων αυτών των επιστημονικώνεξειδικεύσεων έχει ως επί το πλείστον ενοποιηθεί στο πεδίο της ανάλυσης επιβίωσης.Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η περιγραφή και η μοντελοποίηση του χρόνου ζωής, αποτελεί το κύριοζητούμενο σε πολλές εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής και δραστηριότητας. Ως εκ τούτου, οιμεθοδολογίες που αναπτύσσονται στην ανάλυση επιβίωσης αποτελούν πολύτιμο εργαλείο γιαερευνητές διαφόρων επιστημονικών κλάδων, όπως της μηχανικής, της οικονομίας, της ιατρικής και τωνυπόλοιπων βιολογικών επιστημών.Η παρούσα διδακτορική διατριβή πραγματεύεται θέματα που αφορούν σε συνεχείς κατανομέςπιθανότητας που έχουν άμεση εφαρμογή στην ανάλυση επιβίωσης. Στο πρώτο κεφάλαιο,παρουσιάζεται μια σύντομη ιστορική αναδρομή του ερευνητικού πεδίου της ανάλυσης επιβίωσης,καταγράφεται η ορολογία και οι βασικές έννοιες συνεχών κατανομών χρόνων ζωής και περιγράφονταιοι διάφορες χαρακτηριστικές συναρτήσεις και ιδιότητες που αυτές έχουν. Επιπρόσθετα,παρουσιάζονται τρόποι παραγωγής κατανομών χρόνων ζωής, η αναλυτική μεθοδολογία μελέτης τους,καθώς και οι πιο χαρακτηριστικές κατανομές με σταθερές, μονοκόρυφες ή κοίλες συναρτήσειςκινδύνου.Στα επόμενα τέσσερα κεφάλαια εισάγονται τρία διαφορετικά μοντέλα ανάλυσης επιβίωσης καθώς και μια οικογένεια κατανομών και μια ειδική περίπτωση κατανομής αυτής. Για όλα τα μοντέλα μελετώνταιδιάφορες ιδιότητές τους, όπως οι τρόποι παραγωγής τους, οι σχέσεις τους με άλλες κατανομές, ημονοτονία της σ.π.π. τους, οι ροπές τους, η εντροπία και οι αντίστοιχες συναρτήσεις επιβίωσης,κινδύνου και μέσου υπολειπόμενου χρόνου ζωής. Το πρόβλημα της εκτίμησης των παραμέτρων,αντιμετωπίζεται με τη μέθοδο της μέγιστης πιθανοφάνειας και τους πίνακες παρατηρούμενης καιαναμενόμενης πληροφορίας, ενώ για τον υπολογισμό των εκτιμητών γίνεται χρήση της γλώσσαςπρογραμματισμού στατιστικών εφαρμογών R. Καθένα από τα κεφάλαια ολοκληρώνεται με εφαρμογέςτων αντίστοιχων κατανομών σε πραγματικά σύνολα δεδομένων.Στο έκτο κεφάλαιο, παρουσιάζονται οι βήτα γενικευμένες κατανομές πιθανότητας. Αναφέρεται ο τρόποςπαραγωγής τους και περιγράφονται οι βασικές μαθηματικές ιδιότητές τους. Επιπρόσθετα, γίνεταιαναφορά σε διάφορες κατανομές που ανήκουν στην οικογένεια και έχουν προταθεί μέχρι σήμερα στηβιβλιογραφία, ενώ δίνονται και προτάσεις για μελλοντική έρευνα στο συγκεκριμένο πεδίο.Τέλος, παρατίθεται περίληψη της διδακτορικής διατριβής στην αγγλική γλώσσα, και η σχετικήβιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια εκπόνησης της έρευνας. 1016 582 551 Το πρόβλημα της μέτρησης στην Κβαντική μηχανική και η έννοια της πληροφορίας στην κβαντική πληροφορική The most recent and refined views in the area of Physics on the problem of Quantum Measurement combined with the rapid development in technology (especially nanotechnology) have boosted research, through reconsideration, clarification and modification (as for example in modern decoherence theories) of the foundations of the Quantum Theory as well as of other basic concepts, aiming at the exploitation of the so-called quantum paradoxes towards the direction of Quantum Informatics. Combining Physics, Mathematics and Computational Science, Quantum Informatics during the last two decades has been turned, from a point of an almost utopic idea, into one of the most charming and interesting research areas emanating from Quantum Mechanics.There are two dominating philosophical approaches to Quantum Informatics : Firstly, the one that partly intimates the philosophical point of view of the Copenhagen School (founded by Niels Bohr) and incorporates its realistic aspects, particularly to the extent that they advocate in favor of Holism in the quantum phenomena. Secondly, the one that intimates a more radical realism, such as the ontological interpretations of decoherence approach or the many-worlds-interpretation.The fundamental belief adopted by the present analysis is that the world does objectively exist, but its approach by the scientifically thinking subject of western metaphysics is inadequate and, to some extent, impossible. Nevertheless, Modern Physics led by Quantum Mechanics and Quantum Informatics, provides the framework for a different way of philosophically approaching Nature. As a contribution to seeking for an alternative approach of coherent knowledge within the context of this study, a kind of relational ontology is introduced, that is to be conceived as a critical relational realism, finding its completion in the dynamics of the relation between the observer and the each time observed physical entity, conceiving the existing as an a posteriori determination of the active (not pre-determined) relation between them.The consequences on ontology and gnosiology of the proposed (alternative) picture of the Critical Relational Realism can be summarized in the following statement : The “picture” of reality is no longer a picture of a set of entities with given logical structure and organization, but rather a picture of a set of relations, whose semantics is not susceptible to a unique reading. The relation appears not only as the way of reality, but also as a way to know reality (see the “two-slit experiment”). Definitely, this way of relation puts every sensible and comprehensible fact under a relative perspective, not with the meaning of doubt and questioning, but rather with the meaning that any given fact is intrinsically associated with the experience of the relation and with the code system that applies to this relation.Therefore, within the framework of Critical Relational Realism, quantum information (like any information) does not only lead to communication and hence to relation, but also sets the relation as a precondition for its existence. Consequently, Quantum Information is an a posteriori determination of active relations, while the total information of a quantum system, which is of much interest in Quantum Informatics, is nothing else but the cooperative action of each specific dynamically active relation, that becomes apparent in quantum coherence – decoherence phenomena as well as in quantum entanglement.Critical Relational Realism is put forward as an alternative philosophical foundation for coping with philosophical issues related to Quantum Information Theory. Moreover, Quantum Informatics, as an area of scientific research, takes part, to some extent, in the course of developing a concrete and broad interscientific knowledge and, naturally, all this participation is subject to judgement and criticism within the boundaries of Philosophy. Οι νέες και πιο επεξεργασμένες ιδέες της φυσικής επιστήμης σχετικά με το πρόβλημα της κβαντικής μέτρησης σε συνδυασμό με την αλματώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας (κυρίως της νανοτεχνολογίας) έχουν ωθήσει την έρευνα, μέσω της επανεξέτασης, της διασάφησης και αλλαγής (π.χ. σύγχρονες θεωρίες «αποσυνοχής») των κβαντικών θεμελίων και βασικών εννοιών, στην αξιοποίηση των λεγόμενων κβαντικών παραδόξων στην κατεύθυνση της κβαντικής πληροφορικής. Συνδυάζοντας φυσική, μαθηματικά και υπολογιστική επιστήμη (computational science), η κβαντική πληροφορική έχει διαμορφωθεί, κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, από μια ουτοπική ιδέα σε μια από τις πιο γοητευτικές και εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ερευνητικές περιοχές που πηγάζουν από την κβαντική μηχανική.Δύο είναι οι κυρίαρχες φιλοσοφικές προσεγγίσεις της κβαντικής πληροφορικής: Πρώτον, εκείνη που οικειοποιείται, εν μέρει, τη φιλοσοφική οπτική της «Σχολής της Κοπεγχάγης» (ιδρυτής της ο Niels Bohr) και προσλαμβάνει τις ρεαλιστικές της συνιστώσες, ιδιαίτερα στο βαθμό που αυτή συνηγορεί υπέρ του ολισμού στα κβαντικά φαινόμενα. Δεύτερον, αυτή που οικειοποιείται έναν πιο ριζικό ρεαλισμό, όπως αυτόν των οντολογικών ερμηνειών της προσέγγισης της αποσυνοχής ή της ερμηνείας των πολλών κόσμων. Η βασική πεποίθηση την οποία υιοθετεί η παρούσα ανάλυση είναι πως ο κόσμος υπάρχει αντικειμενικά, αλλά η προσέγγισή του από το επιστημονικά σκεπτόμενο υποκείμενο της δυτικής μεταφυσικής είναι ανεπαρκής και εν, μέρει, αδιέξοδη. Εντούτοις, η σύγχρονη φυσική, με αιχμή την κβαντική μηχανική και την κβαντική πληροφορική, προσφέρει τον τόπο για μια διαφορετική φιλοσοφική προσέγγιση της φύσης. Ως συμβολή στην αναζήτηση μιας εναλλακτικής προσέγγισης της συναφούς γνώσης, στο πλαίσιο της μελέτης αυτής, προτείνεται ένα είδος σχεσιακής οντολογίας, η οποία εννοείται ως ένας κριτικός σχεσιακός ρεαλισμός, που πληρώνεται στη δυναμική της σχέσης μεταξύ του παρατηρητή και της εκάστοτε παρατηρούμενης φυσικής οντότητας, συλλαμβάνοντας το υπαρκτό ως a posteriori προσδιορισμό της μεταξύ τους ενεργού (μη προκαθορισμένης) σχέσης.Οι συνέπειες, τις οποίες έχει η προταθείσα (εναλλακτική) «εικόνα» του κριτικού σχεσιακού ρεαλισμού για την οντολογία και τη γνωσιολογία, μπορούν να συνοψισθούν στην ακόλουθη πρόταση: Η «εικόνα» της πραγματικότητας δεν είναι πια «εικόνα» ενός συνόλου οντοτήτων με δεδομένη λογική άρθρωση και δομή, αλλά ενός συνόλου σχέσεων που η σημαντική τους δεν επιδέχεται μία και μοναδική ανάγνωση. Η σχέση εμφανίζεται ως ο τρόπος της πραγματικότητας, αλλά και ως ο τρόπος γνώσης της πραγματικότητας (βλ. το «πείραμα των δύο οπών»). Αυτός ο τρόπος της σχέσης σχετικοποιεί οπωσδήποτε κάθε αισθητό και νοητό δεδομένο, όχι με την έννοια της αμφιβολίας και της αμφισβήτησης, αλλά με την έννοια ότι εξαρτά το όποιο δεδομένο από την εμπειρία της σχέσης και από τους κώδικες που την σηματοδοτούν. Στο πλαίσιο, λοιπόν, του κριτικού σχεσιακού ρεαλισμού, η κβαντική πληροφορία (όπως και κάθε πληροφορία) δεν οδηγεί μόνο σε επικοινωνία και, άρα σε σχέση, αλλά προϋποθέτει τη σχέση για να παραχθεί. Εν προκειμένω, η κβαντική πληροφορία είναι, δηλαδή, ένας a posteriori προσδιορισμός ενεργών σχέσεων, ενώ η ολική πληροφορία ενός κβαντικού συστήματος, η οποία στην κβαντική πληροφορική ενδιαφέρει ιδιαίτερα, δεν είναι παρά ο συντονισμός αυτών των επιμέρους δυναμικά ενεργών σχέσεων, ο οποίος είναι έκδηλος στα φαινόμενα της κβαντικής συνοχής-αποσυνοχής και της κβαντικής διαπλοκής.Ο κριτικός σχεσιακός ρεαλισμός προτείνεται ως εναλλακτική φιλοσοφική θεμελίωση για την αντιμετώπιση των φιλοσοφικών ζητημάτων τα οποία σχετίζονται με την κβαντική θεωρία πληροφορίας. Επιπροσθέτως, η κβαντική πληροφορική ως επιστημονική έρευνα, μετέχει, κατά το δυνατόν, στην πορεία δημιουργίας μιας συγκροτημένης και ευρείας διεπιστημονικής γνώσης και αυτή η μετοχή, όπως και όλο το γνωσιακό οικοδόμημα, κρίνεται μέσα στα όρια της φιλοσοφίας 1017 281 268 The posttraumatic growth in mothers of individuals with autism spectrum disorder or intellectual disability Η μετατραυματική ανάπτυξη μητέρων ατόμων με διαταραχή αυτιστικού φάσματος ή νοητική αναπηρία The aim of the present study is to assess the presence of posttraumatic growth for mothers of individuals with ASD or intellectual disability. In particular, the components of the needs and coping strategies adopted by the mother and her posttraumatic growth are being investigated. At the same time, the relationship between mothers' perceptions of their child's disability and posttraumatic growth is being examined. The sample consists of 268 mothers of individuals with disabilities, of whom 134 were mothers of individuals with ADS and the other 134 mothers of individuals with intellectual disability. The statistical analysis showed that the use of cognitive reframing, as well as depression are important predictive factors of posttraumatic growth for both groups of mothers. However, for mothers of individuals with ASD, it has been found that apart from the aforementioned indicators, important predictive factors of posttraumatic growth are the coping strategies of involvement and personal control, while for mothers of individuals with intellectual disability, additional predictive factors are the understanding and the age of the person with intellectual disability. Also, statistically significant differences were found between the two groups. Mothers of individuals with ASD showed greater needs than mothers of individuals with intellectual disability, while they seemed to be more likely to adopt active coping strategies, venting, planning and self-blame, and show less posttraumatic growth. It has been found that the less needs a mother presents and the more she adopts engagement and cognitive reframing strategies, the more she grows. The findings can be used in order to create programs and infrastructure to assist and support mothers and individuals with disabilities by professionals. Σκοπός της παρούσης έρευνας είναι η εκτίμηση εμφάνισης μετατραυματικής ανάπτυξης στις μητέρες ατόμων με ΔΑΦ ή νοητική αναπηρία. Συγκεκριμένα, διερευνώνται οι συνιστώσες των αναγκών και των στρατηγικών αντιμετώπισης που υιοθετεί η μητέρα και επιδρούν στη μετατραυματική της ανάπτυξη. Παράλληλα, εξετάζεται η σχέση των αντιλήψεων που έχουν οι μητέρες για την αναπηρία του παιδιού τους με την μετατραυματική ανάπτυξη. Το δείγμα αποτέλεσαν 268 μητέρες ατόμων με αναπηρία εκ των οποίων οι 134 ήταν μητέρες ατόμων με ΔΑΦ και οι υπόλοιπες 134 μητέρες ατόμων με νοητική αναπηρία. Από τη στατιστική ανάλυση προέκυψε ότι η χρήση στρατηγικών γνωστικής αναπλαισίωσης και η κατάθλιψη είναι σημαντικοί προβλεπτικοί παράγοντες της μετατραυματικής ανάπτυξης και για τις δύο ομάδες μητέρων. Ωστόσο, διαπιστώθηκε πως εκτός από τους προαναφερόμενους δείκτες, επιπρόσθετοι προβλεπτικοί παράγοντες μετατραυματικής ανάπτυξης για τις μητέρες ατόμων με ΔΑΦ είναι οι στρατηγικές της εμπλοκής και ο προσωπικός έλεγχος, ενώ για τις μητέρες ατόμων με νοητική αναπηρία η κατανόηση και η ηλικία του ατόμου με νοητική αναπηρία. Ακόμη, ανάμεσα στις δύο ομάδες βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές. Oι μητέρες ατόμων με ΔΑΦ εμφάνισαν πιο αυξημένες ανάγκες από τις μητέρες ατόμων με νοητική αναπηρία, ενώ φάνηκε να υιοθετούν σε μεγαλύτερο βαθμό τις στρατηγικές ενεργούς αντιμετώπισης, την εκτόνωση συναισθημάτων, τον σχεδιασμό και την αυτομομφή καθώς και να παρουσιάζουν μικρότερη μετατραυματική ανάπτυξη. Διαπιστώθηκε πως όσο λιγότερες ανάγκες παρουσιάζει η μητέρα και όσο υιοθετεί στρατηγικές εμπλοκής και γνωστικής αναπλαισίωσης, τόσο μεγαλύτερη μετατραυματική ανάπτυξη εμφανίζει. Τα ευρήματα μπορούν να αξιοποιηθούν με στόχο τη δημιουργία προγραμμάτων και υποδομών για την αρωγή και υποστήριξη των μητέρων και των ατόμων με αναπηρία από επαγγελματίες. 1018 372 351 Production of activated carbon through pyrolysis process of cracking of olive mill by-products Παραγωγή ενεργού άνθρακα μέσω διεργασίας πυρόλυσης παραπροϊόντων ελαιοτριβείων One of the most crucial environmental problems that Mediterranean countries have to deal with is Olive Mill Wastes (OMW). It has been estimated that the annual world production of OMW is between 7 to 30 x 106 m3. Unfortunately, the traditional treatment that is used currently, which consists of lagoons and the forbidden disposal in water, isn’t the appropriate. OMW have high content of polyphenols which can provoke toxicity into the soil and harm the agricultural products. Also, they have acid pH and their smell is too intense and annoying especially if their disposal is close to domestic region. OMW constitute a complex problem because they are strong pollutants but at the same time, they are a source of valuable components. The aim of this work was the conversion of something useless and harmful, such as the waste into an exceptional material with numerous applications. For this reason, in our laboratory we produced activated carbon from OMW for water purification. More specifically, we have used three different materials to produce AC: olive stones, olive mill wastes, and olive pomace and we have chemically activated this AC with KOH. Pyrolysis process was carried out for various temperatures and KOH/biomass fractions. After the pyrolization, the samples were stirred with HCl 1N for one day. Hence, we removed from the samples the inorganic salts. To remove activating agent derivatives and impurities, the product was washed with de-ionized water until the pH value of the washing solution became neutral. We collected the samples with the filtration method and left them dry for one day in the oven at 90 oC. The products were characterized and evaluated by N2 adsorption at 77 K and FTIR spectroscopy. The adsorption capacity of the produced samples was estimated via adsorption experiments of Methylene Blue (MB) into the activated carbon (AC). These measurements were carried out using the UV-Vis technique. Completing this work, the optimal results obtained are as follows: we achieved the production of activated carbon with a surface according to Langmuir and CPSM about 1460 m2 / g, average pore size 1.39 nm, maximum adsorption capacity 1.41 mg MB / g AC, kinetic rate constant 59.80. Ένα από τα πιο κρίσιμα περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μεσογειακές χώρες είναι τα απόβλητα ελαιοτριβείων (Olive Mill Waste). Έχει εκτιμηθεί ότι η ετήσια παγκόσμια παραγωγή OMW κυμαίνεται μεταξύ 7 και 30 x 106 m3. Δυστυχώς, η παραδοσιακή επεξεργασία που χρησιμοποιείται σήμερα, η οποία αποτελείται από λαγούμια και την απαγορευμένη απόρριψη στο νερό, δεν είναι η κατάλληλη. Το OMW έχει υψηλή περιεκτικότητα σε πολυφαινόλες που μπορούν να προκαλέσουν τοξικότητα στο έδαφος και να βλάψουν τα γεωργικά προϊόντα. Επίσης, έχουν όξινο pH και η μυρωδιά τους είναι πολύ έντονη και ενοχλητική ειδικά εάν η απόρριψή τους είναι κοντά σε οικιακή περιοχή. Τα απόβλητα των ελαιοτριβείων αποτελούν ένα πολύπλοκο πρόβλημα επειδή είναι ισχυροί ρύποι, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν πηγή πολύτιμων συστατικών. Ο στόχος αυτής της εργασίας ήταν η μετατροπή κάτι άχρηστου και επιβλαβούς, όπως τα απόβλητα σε ένα εξαιρετικό υλικό με πολλές εφαρμογές. Για το λόγο αυτό, στο εργαστήριό μας παρήγαμε ενεργό άνθρακα από τα παραπροϊόντα των ελαιοτριβείων για καθαρισμό νερού. Πιο συγκεκριμένα, έχουμε χρησιμοποιήσει τρία διαφορετικά υλικά για την παραγωγή ενεργού άνθρακα (AC): πυρηνόξυλο, κατσίγαρο και πυρήνα και έχουμε ενεργοποιήσει χημικά αυτόν τον AC με KOH. Διεξήχθη διαδικασία πυρόλυσης για διάφορες θερμοκρασίες και κλάσματα ΚΟΗ / βιομάζας. Μετά την πυρόλυση, τα δείγματα αναδεύτηκαν με ΗCL 1Ν για μία ημέρα. Ως εκ τούτου, αφαιρέσαμε από τα δείγματα τα ανόργανα άλατα. Για την απομάκρυνση παραγώγων και προσμείξεων, το προϊόν πλύθηκε με απιονισμένο νερό έως ότου η τιμή pΗ του διαλύματος πλύσης έγινε ουδέτερη. Συλλέξαμε τα δείγματα με τη μέθοδο διήθησης και τα αφήσαμε να στεγνώσουν για μία ημέρα στο φούρνο στους 90 oC. Τα προϊόντα χαρακτηρίστηκαν και αξιολογήθηκαν με προσρόφηση Ν2 σε 77 K και φασματοσκοπία FTIR. Η ικανότητα προσρόφησης των παραγόμενων δειγμάτων εκτιμήθηκε μέσω πειραμάτων προσρόφησης του Methylene Blue (MB) στον ενεργό άνθρακα (AC). Αυτές οι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν χρησιμοποιώντας την τεχνική UV-Vis. Ολοκληρώνοντας την εργασία αυτή, τα βέλτιστα αποτελέσματα που προέκυψαν είναι τα εξής: πετύχαμε την παραγωγή ενεργού άνθρακα με επιφάνεια κατά Langmuir και CPSM περίπου 1460 m2 /g, μέση τιμή μεγέθους πόρων 1.39 nm, μέγιστη ικανότητα προσρόφησης 1.41 mg MB/g AC, σταθερά ρυθμού κινητικής 59.80. 1019 131 133 Theoretical approach of photochemical ΝΟ release from cobalt complex compounds Θεωρητική μελέτη της φωτοχημικής απελευθέρωσης ΝΟ από σύμπλοκες ενώσεις του κοβαλτίου In the present paper, we aimed at the theoretical study of the photochemical release of NO from complex compounds with different ligands in the trans position from NO. NO has been proposed as a pathophysiological regulator of cell proliferation, cell cycle disruption and ultimately leads to apoptosis. It also has many other functions in the human body, which is why it is worth intensive study. For this reason, we studied the role played by the ligands in the trans position from the NO molecule, based on trans-influence and trans-effect, in the selected complexes, for its successful release at the desired target, after the use of light. The NMR, UV-Vis spectra were calculated and the NBO electron density distribution method was applied. Στην παρούσα εργασία είχαμε ως σκοπό την θεωρητική μελέτη της φωτοχημικής απελευθέρωσης ΝΟ από σύμπλοκες ενώσεις με διαφορετικούς υποκαταστάτες σε θέση trans ως προς αυτό. Το ΝΟ έχει προταθεί ως ένας παθο-φυσιολογικός ρυθμιστής του πολλαπλασιασμού των κυττάρων, της διακοπής του κυτταρικού κύκλου και τελικά οδηγεί στην απόπτωση. Εχεί επιπλέον πολλές ακόμα λειτουργίες στον ανθρώπινο οργανισμό, γι’ αυτό είναι και άξιο εντατικής μελέτης. Γι’ αυτό το λόγο, μελετήσαμε τον ρόλο που παίζουν, στα σύμπλοκα που επιλέχθηκαν, οι υποκαταστάτες σε θέση trans ως προς το μόριο ΝΟ, με βάση το trans – influence και το trans – effect, στην επιτυχή απελευθέρωσή του στον επιθυμητό στόχο, έπειτα από τη χρήση φωτός. Υπολογίστηκαν τα φάσματα NMR, UV-Vis ενώ εφαρμόσθηκε και η μέθοδος κατανομής ηλεκτρονιακής πυκνότητας NBO. 1020 141 135 The need to communicate and spread the knowledge gained from the study of Science has arisen since ancient times. The research field that deals with such questions is Physics Education. This research has two objectives. The presentation of modern research in Physics Education and further investigation regarding the trends of this research, that took place in Greece for the past 10 years. The study utilized the pan-Hellenic conferences that have taken place over the last 10 years. A database was created with all published papers that have an affiliation with Physics Education and they were categorized according to their characteristics. From the analysis, it is shown that most of the work is carried out by the Departments of Primary Education and largely relate to Primary education. Researchers are more comfortable using the fields of Mechanics and Environmental Physics for their studies. Η ανάγκη για την μετάδοση των γνώσεων που προέκυψαν από την μελέτη των Φυσικών επιστημών έχει προκύψει από αρχαιοτάτων χρόνων. Το ερευνητικό πεδίο το οποίο ασχολείται με τέτοιου είδους ερωτήματα είναι η Διδακτική της Φυσικής. Η συγκεκριμένη έρευνα εκπονείται με δύο στόχους. Την καταγραφή της σύγχρονης έρευνας και την διερεύνηση της έρευνας που διεξάγεται στο επιστημονικό πεδίο της Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών στην Ελλάδα. Για την μελέτη, αξιοποιήθηκαν τα πανελλήνια συνέδρια που έλαβαν χώρα τα τελευταία 10 χρόνια. Δημιουργήθηκε μια βάση δεδομένων με όλες τις δημοσιευμένες εργασίες που αφορούν την Διδακτική της Φυσικής των συνεδρίων αυτών. Οι εργασίες κατηγοριοποιήθηκαν ως προς τα χαρακτηριστικά τους. Από την ανάλυση, συμπεραίνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος των εργασιών εκπονείται από τα Π.Τ.Δ.Ε. και αφορούν κατά μεγάλο ποσοστό την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και τα γνωστικά πεδία της Μηχανικής και του Περιβάλλοντος. 1021 199 215 Images of Christmas in contemporary children’s books: narratives and illustrations Οι απεικονίσεις των Χριστουγέννων στο σύγχρονο εικονογραφημένο παιδικό μικροαφήγημα: αφήγηση και εικονογράφηση This paper deals with numerous images of Christmas in contemporary Greek Children‟s books of 2000-2018 era. The aim of this research work is to examine both narrative technique and illustration of contemporary storytelling of the last two decades, assessing at the same time, any ideological massages and author trends about Children‟s books storytelling. In order to analyze the narratives, a combined approach is used, based on the G. Genette theory for the study of narrative techniques and the theoretical approach of Giannikopoulou for the study of illustrations. Also, key points such as the contemporary techniques, as features of the books under discussion, the surroundings elements, the image/narrative relationship, is examined. All fairytales belong to the Christmas thematic cycle, however, they‟re dealing with subjects that highlight universal ethics, such us love, unselfing giving, cooperation, solidarity, power of faith, interculturality, and contemporary social issues, such us, war, diversity, consumer-ism, ecology. Analyzing a reliable amplitude of specimen of the 2000-2018 era, it is easily demonstrated that their authors manage through the text and illustration, to display and high-light everlasting humanistic ethics, and to link tradition with trends and perceptions of con-temporary days. Η παρούσα εργασία μελετά τις απεικονίσεις των Χριστουγέννων στο σύγχρονο ελληνικό εικονογραφημένο παιδικό μικροαφήγημα της περιόδου 2000-2018. Σκοπός της εργασίας είναι η εξέταση αφενός των αφηγηματικών τεχνικών και αφετέρου της εικονογράφησης σύγχρονων αφηγημάτων αναδεικνύοντας παράλληλα τόσο τα ιδεολογικά μηνύματα, όσο και τις συγγραφικές τάσεις για τη μυθοπλασία στο παιδικό αφήγημα της τελευταίας εικοσαετίας. Για την ανάλυση των αφηγημάτων ακολουθήσαμε μια προσέγγιση που συνδυάζει τη θεωρία του G. Genette για τη μελέτη των αφηγηματικών τεχνικών, καθώς και τη θεωρητική προσέγγιση της Γιαννικοπούλου για τη μελέτη της εικονογράφησης. Παράλληλα, εξετάζονται οι νεοτερικές αφηγηματικές τεχνικές ως χαρακτηριστικά των υπό συζήτηση αφηγημάτων, τα παρακειμενι-κά στοιχεία, αλλά και η σχέση εικόνας και λόγου. Τα αφηγήματα στο σύνολό τους ανήκουν στον θεματικό κύκλο των Χριστουγέννων, ωστόσο η επιμέρους θεματική τους συγκρότηση αφορά σε οικουμενικές αξίες, όπως η αγάπη, η προσφορά, η αλληλεγγύη, η συνεργασία, η δύναμη της πίστης, η διαπολιτισμικότητα, καθώς και σε σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα, όπως ο πόλεμος, η διαφορετικότητα, ο καταναλωτισμός, η οικολογία. Μελετώντας ένα αξιόπιστο δείγμα αφηγημάτων της περιόδου 2000-2018, καταδεικνύεται η έκδηλη προσπάθεια των δημιουργών τους να προωθούν διαχρονικά μηνύματα τόσο μέσα από το κείμενο, όσο και μέσα από την εικονογράφηση, και να συνδέουν την παράδοση με τις τάσεις και τις αντιλήψεις της σύγχρονης εποχής. 1022 97 87 Χρήση υδροξυκινολινών για προσδιορισμό μεταλλοκατιόντων σε πρότυπα δείγματα με οπτικές μεθόδους THE PURPOSE OF THIS PH.D THESIS WAS THE MICRODETERMINATION OF TRACE ELEMENTS IN REFERENCE MATERIALS.THE MEASUREMENTS WERE MADE SPECTROFLUORIMETRICALLY AND SPECTROPHOTOMETRICALLY USING DERIVATIVES OF QUINOLINE AS FLUORESCENT AND ABSORBENT REAGENTS RESPECTIVELY.MANGANESE(II),IRON(III)AND SILVER(I)WERE DETERMINED BY MEANS OF SPECTROFLUORIMETRY.THE MANGANESE WAS FOUND IN A STANDARD BOVINE LIVER SAMPLE(SRN,LOT 15774,NBS)USING 2-HYDROXYQUINOLINE (2-HQ) AND 4- HYDROXYQUINOLINE (4-HQ),THE IRON WAS ALSO FOUND IN THE SAME BOVINE LIVER (LOT 1577) USING 4-HQ,WHILE THE SILVER WAS DETERMINED IN TWO STANDARD SILVER BRAZING ALLOYS (THORN SMITH,CHEMIST) USING 2-HQ.COPPER IN STANDARD BOVINE LIVER (SRM LOT 1577,NBS) WAS DETERMINED BY MEANS OF SPECTROPHOTOMETRY USING 8-HYDROXYQUINOLINE(8-HOX) AS ABSORBENTREAGENT. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ ΗΤΑΝ Ο ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΙΧΝΟΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΣΕ ΠΡΟΤΥΠΑ ΔΕΙΓΜΑΤΑ. ΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΦΑΣΜΑΤΟΦΘΟΡΙΣΜΟΜΕΤΡΙΚΩΣ ΚΑΙ ΦΑΣΜΑΤΟΦΩΤΟΜΕΤΡΙΚΩΣ ΜΕ ΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΤΗΣ ΚΙΝΟΛΙΝΗΣ ΩΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΗΡΙΩΝ ΦΘΟΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΩΣ.ΦΑΣΜΑΤΟΦΘΟΡΙΣΜΟΜΕΤΡΙΚΩΣ,ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΗΚΕ ΤΟ ΜΑΓΓΑΝΟ(ΙΙ) ΣΕ ΠΡΟΤΥΠΟ ΔΕΙΓΜΑ ΗΠΑΤΟΣ ΒΟΟΣ(SRM ΤΥΠΟΣ 15774 ΑΠΟ NBS)ΜΕ 2-ΥΔΡΟΞΥΚΙΝΟΛΙΝΗ(Ζ-ΗQ)ΚΑΙ 4- ΥΔΡΟΞΥΚΙΝΟΛΙΝΗ(4-HQ),Ο ΣΙΔΗΡΟΣ (ΙΙΙ)ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΩΣ ΑΝΩΤΕΡΩ ΠΡΟΤΥΠΟ(ΤΥΠΟΣ 1577) ΜΕ 4-HQ ΚΑΙ Ο ΑΡΓΥΡΟΣ(Ι) ΣΕ ΠΡΟΤΥΠΑ ΣΥΓΚΟΛΛΗΤΙΚΑ ΚΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΕ 2-HQ(THORN SMITH,CHEMIST).ΦΑΣΜΑΤΟΦΩΤΟΜΕΤΡΙΚΩΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΘΗΚΕ Ο ΧΑΛΚΟΣ(ΙΙ) ΜΕ 8-ΥΔΡΟΞΥΚΙΝΟΛΙΝΗ (8-ΗΟΧ)ΣΕ ΠΡΟΤΥΠΟ ΔΕΙΓΜΑ ΗΠΑΤΟΣ ΒΟΟΣ(SRM ΤΥΠΟΣ 1577 ΑΠΟ NBS). 1023 462 444 Combined surgery for the treatment of severe pathologies of posterior segment of the eye Συνδυασμένες επεμβάσεις στην αντιμετώπιση σοβαρών παθήσεων του οπίσθιου ημιμορίου του οφθαλμού Introduction: The Thesis concerns combined surgery in severe pathologies of posterior segment of the eye and especially epiretinal membranes (ERMs). We studied the efficacy of applied surgical procedures for the treatment of patients with ERM. Purpose: To evaluate the anatomical and functional results of the procedures and their duration after a period of time. Material and methods: We studied 51 eyes of 47 patients with idiopathic epiretinal membrane. We assessed the anatomical restoration of the macula and the improvement of visual acuity after the operation. We assessed the vitreoretinal interface of the fellow eye of 67 patients with epiretinal membrane. EDI-OCT was performed in both eyes of 32 patients with idiopathic epiretinal membrane and in a control group. Optical coherence tomography angiography was performed in 22 eyes. We performed histopathologic examination of epiretinal membrane and internal limiting membrane. The specimens were compared to secondary membranes using immunochemistry. We conducted a meta-analysis of 16 published studies as well as our series comparing the results of surgical removal of epiretinal membrane, with or without ILM peel, in terms of visual acuity and anatomical restoration of the macula Results: Mean pre-operative best corrected visual acuity (BCVA) was 0.55+/-0.30 in LogMAR and mean central foveal thickness (CFT) was 422.29 μm +/-109.62. Final BCVA was 0.34 +/- 0.28 and final CFT was 365.75 +/- 72.16 μm. The differences were statistically significant. Postoperative cystoid macular edema was observed in three patients. Twenty two patients had similar pathology in the fellow eye as well. Central foveal choroidal thickness (CFCT) was found to be 266 +/- 33 μm in eyes with epiretinal membrane, 300 +/- 29 in normal fellow eyes and 302 +/- 40 μm in healthy controls. More severe cases had a higher level of vessel distortion and tortuosity and both plexuses were affected. Also the level of distortion was related to worse BCVA. Idiopathic ERMs are simple cellular membranes that consist of glial cells, fibrocytes and few vessels whereas secondary membranes are more cellular with inflammatory cells and profound vessels. There was a consistency in results for after/baseline BCVA and CFT levels in both groups of patients (with or without ILM peel). In all cases, we found a statistically significant increase (p<0.05) in after BCVA and decrease (p<0.05) in after CFT levels versus baseline levels. Conclusions: Best corrected visual acuity improvement and central foveal thickness decrease are statistically significant. Epiretinal membrane is very often is a bilateral pathology. Choroidal thickness was measured to be decreased in patients with ERM. Tractional forces result in retinal vessel distortion which can be measured by OCT-A. Vitrectomy for the removal of ERM combined with ILM peeling is an effective method for the treatment of patients with idiopathic ERM. Εισαγωγή: Η παρούσα διατριβή αφορά στις συνδυασμένες επεμβάσεις για την αντιμετώπιση σοβαρών παθήσεων του οπισθίου ημιμορίου του οφθαλμού και ειδικά των επιαμφιβληστροειδικών μεμβρανών (ΕΜ). Σκοπός: Να μελετηθεί η αποτελεσματικότητα των εφαρμοζόμενων χειρουργικών τεχνικών στην αντιμετώπιση περιστατικών με επιαμφιβληστροειδική μεμβράνη ως προς τα δομικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά. Υλικό και μέθοδοι: Στην πρώτη ενότητα, μελετήθηκαν 51 οφθαλμοί από 47 ασθενείς με ιδιοπαθή επιαμφιβληστροειδική μεμβράνη. Έγινε αξιολόγηση της ανατομικής αποκατάστασης της ωχράς κηλίδας αλλά και της βελτίωσης της οπτικής οξύτητας μετά την χειρουργική επέμβαση. Στη δεύτερη ενότητα έγινε αξιολόγηση της υαλοειδοαμφιβληστροειδικής επιφάνειας του έτερου οφθαλμού 67 ατόμων με ιδιοπαθή επιαμφιβληστροειδική μεμβράνη. Επιπλέον έγινε αξιολόγηση του πάχους του χοριοειδούς 32 ασθενών με χρήση απεικόνισης αυξημένου βάθους (enhanced depth imaging-EDI), και συσχέτιση με τον έτερο οφθαλμό. Πραγματοποιήθηκε OCT-αγγειογραφία σε 22 οφθαλμούς με ιδιοπαθή επιαμφιβληστροειδική μεμβράνη. Στην τρίτη ενότητα έγινε ιστολογική επιβεβαίωση των δειγμάτων επιαμφιβληστροειδικής μεμβράνης και της έσω αφοριστικής μεμβράνης και σύγκριση με υλικό δευτεροπαθών μεμβρανών. Στην τέταρτη ενότητα πραγματοποιήθηκε μετα-ανάλυση των ανατομικών και λειτουργικών αποτελεσμάτων μετά από υαλοειδεκτομή για ιδιοπαθή επιαμφιβληστροειδική μεμβράνη με ή χωρίς αφαίρεση της έσω αφοριστικής μεμβράνης. Στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν 16 δημοσιευμένες μελέτες καθώς και δική μας σειρά περιστατικών. Συνολικά μελετήθηκαν 794 οφθαλμοί με ιδιοπαθή ΕΜ. Αποτελέσματα: Τα τελικά μετεγχειρητικά αποτελέσματα ήταν 0.34 +/- 0.28 για την οπτική οξύτητα και 365.75 +/- 72.16 μm για το πάχος του ΚΒ. Η βελτίωση ήταν στατιστικά σημαντική. Μετεγχειρητικό οίδημα ωχράς εμφανίστηκε σε 3 περιστατικά. Η παθολογία της υαλοαμφιβληστροειδικής επιφάνειας ήταν αμφοτερόπλευρη σε 22 ασθενείς. Το πάχος του χοριοειδούς στους οφθαλμούς με ιδιοπαθή μεμβράνη ήταν 266 +/- 33 μm, στους φυσιολογικούς έτερους οφθαλμούς 300 +/- 29 και στους φυσιολογικούς οφθαλμούς της ομάδας ελέγχου 302 +/- 40. Περιπτώσεις με σοβαρότερη παθολογία είχαν μεγαλύτερη παραμόρφωση των αγγείων τόσο στο επιφανειακό όσο και στο εν τω βάθει δίκτυο. Το υψηλότερο επίπεδο παραμόρφωσης σχετιζόταν με χαμηλότερη οπτική οξύτητα. Οι επιαμφιβληστροειδικές μεμβράνες αναγνωρίζονται στο οπτικό μικροσκόπιο σαν απλές κυτταρικές μεμβράνες. Στις περιπτώσεις παραγωγικής νόσου παρατηρούνται διακριτά αγγειακά στοιχεία και πολυάριθμα κυτταρικά στοιχεία. Η αφαίρεση της έσω αφοριστικής μεμβράνης στη χειρουργική της ιδιοπαθούς επιαμφιβληστροειδικής μεμβράνης αποτελεί ασφαλή μέθοδο με πολύ καλά ανατομικά και λειτουργικά αποτελέσματα. Συμπεράσματα: Η βελτίωση της ΚΔΟΟ και η ελάττωση του πάχους της ωχράς είναι στατιστικά σημαντική. Η επιαμφιβληστροειδική μεμβράνη πολύ συχνά είναι αμφοτερόπλευρη νόσος. Οι ελκτικές δυνάμεις που ασκούνται από τη ΕΜ έχουν σαν αποτέλεσμα την παραμόρφωση των τριχοειδών η οποία απεικονίζεται και υπολογίζεται με την OCT-A. Η παραμόρφωση είναι σοβαρότερη ανάλογα με τη σοβαρότητα της κατάστασης .Η υαλοειδεκτομή με την αφαίρεση της ΕΑΜ είναι μια αποτελεσματική τεχνική για την αντιμετώπιση των ασθενών με ιδιοπαθή μεμβράνη και δεδομένου του μικρότερου κίνδυνου υποτροπής, αποτελεί τη μέθοδο εκλογής για τους περισσότερους χειρουργούς. 1024 187 250 Πολιτισμός, ισλαμικός φονταμενταλισμός, ένταξη των μουσουλμάνων προσφύγων στη Ευρώπη This scientific research aims to study at the crisis of our modernity. Modernity time marked the human progress, through the development of the capitalism together with the important technological and intellectual achievements. Though, since late 20‟s century the world system is diving into a crisis, while in the same time the religions are returning dynamically back. Purpose of this research is to give an answer if a “clash of civilizations” is coming, as said. Thence, the question of the clash between West and Islam, very popular in the public debate, must be reconsidered and answered. This dialectical interaction between the “rational” West and the “anachronistic” Islam is to be reconsidered, as said before. One of the effects of this relationship is the refugee crisis, which challenges Europe. The integration of these people is the hardest challenge for the European communities, since the recent policies have escalated racism and xenophobia. Goal at the last part of this research is to find out the causes of the insufficient integration‟s policy and lead in general to a new philosophical thought, which will positively affect the integration and change the society. Η παρούσα θεωρητική επιστημονική έρευνα, διεξαχθείσα με την μέθοδο της βιβλιογραφικής ανασκόπησης, έχει ως σκοπό να εντρυφήσει συνολικά στην νεωτερική κρίση της εποχής μας. Η νεωτερικότητα σημάδεψε από τον 16ο αιώνα και έπειτα την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών, μέσα από την ανάπτυξη του καπιταλισμού και τα σημαντικά τεχνολογικά και διανοητικά επιτεύγματα. Παρά ταύτα, από τα τέλη του 20ου αιώνα το παγκόσμιο σύστημα έχει περιέλθει σε κατάσταση κρίσης, ενώ ταυτόχρονα αναβιώνει η «δυναμική» των θρησκειών. Σκοπός της συγκεκριμένης επιστημονικής αναζήτησης είναι να απαντήσει στο ερώτημα, αν όντως υφίσταται προ των πυλών μια «πολιτισμική σύγκρουση», στην λογική των μη αναγώγιμων πολιτιστικών διαφορών. Για αυτόν τον λόγο, θα διερευνηθεί ενδελεχώς το ερώτημα της ύπαρξης, ή μη μιας τέτοιας σύγκρουσης, κυρίαρχης στο δημόσιο ευρωπαϊκό διάλογο, μεταξύ δυο φαινομενικά διαφορετικών κόσμων, Δύσης και Ισλάμ. Πάντως, η σχέση μεταξύ της «ορθολογικής» Δύσης και του «αναχρονιστικού» Ισλάμ, προκαλεί από μόνη της ερωτήματα, ειδικότερα σε ό,τι αφορά την διαλεκτική που φαίνεται να αναπτύσσεται μεταξύ τους. Επιμέρους πτυχή της σχέσης αυτής είναι η γνωστή προσφυγική κρίση με την οποία ήρθε αντιμέτωπη η Ευρώπη εδώ και τρία χρόνια. Η ένταξη των προσφύγων αποτελεί την μεγαλύτερη πρόκληση των ευρωπαϊκών κοινωνιών στην σύγχρονη εποχή, αφού οι μέχρι τώρα πολιτικές έχουν εντείνει τις εκδηλώσεις ρατσισμού και ξενοφοβίας. Σκοπός στο τελευταίο μέρος είναι να αναζητηθούν τα αίτια της ανεπαρκούς, έως τώρα, ένταξης και να φυτευτεί ο σπόρος, που θα οδηγήσει σταδιακά σε μια ανασυστροφή της φιλοσοφικής σκέψης και την δημιουργία νέων κοινωνικών και ενταξιακών πολιτικών. 1025 314 287 The effect of peripheral nervous system in the growing bones of the upper limb Εκτίμηση της επίδρασης του περιφερικού νευρικού συστήματος στην διαμόρφωση των αναπτυσσόμενων σκελετικών δομών του άνω άκρου Purpose: The aim of the present experimental study is to determine the effect of the peripheral nervous system on the growing bones of the upper limb not only concerning the size of the bones but also the bone density and the biomechanical behavior of the bone. Materials & Methods: 59 male Wistar rats were used. The age of the aniimals was 3 weeks old. In all animals the roots of the left brachial plexus were dissected. The animals were separated into three major groups according to the denervation. In group A, the animals were sacrificed 6 months after denervation and both humerus underwent comparative biomachanic and histological examination. In group B thse examinations took place 9 months after denervation and in group C 12 months after denervation. Additionally, in group C there was a subgroup of animals which underwent micro-CT examination. Results: In group A, six months after denervation, the biomechanical study showed reduced maximum breaking force compared to the contralateral normal limb. Moreover, the displacement of the denervated bones was bigger before the fracture of the bone. On the other hand, there wre no differences between the normal and denervated bones I the histological study. The same results were noticed 9 months after denervation. In the experimental which was examined 12 months after denervation the biomechanical differences were even bigger between the normal and the denervated bones. In addition, the histologic examination revealed thinning of the cartilage as well as thinning and dilution of the bone trabeculae. In the micro-CT it was found diminished bone density of the trabecular site of the denervated humerus. Conclusion: The bone growth is a multifactorial procedure. The peripheral nervous system affects bone growth positively. Apart from the size it affects also the bone density as well as the biomechanical behavior of the bone. Σκοπός: Η παρούσα πειραματική μελέτη απποσκοπούσε να αναδείξει την επίδραση του περιφερικού νευρικού συστήματος στις αναπτυσόμενες οστικές δομές, όχι μόνο ως προς το μεγεθος τοων οστών αλλά και ως προς τη σύστασή τους και την εμβιομηχανική τους συμπεριφορά. Υλικά και Μέθοδοι: Χρησιμποποιήθηκαν 59 αρσενικοί επίμυες ηλικίας 3 εβδομάδων οιοποίοι υπεβλήθησαν σε χειρουργική επέμβαση διατομής των ριζών του αριστερού βραχιονίου πλέγματος. Ακολούθησε ευθανασια και λήψη και των δύο βραχιονίων (φυσιολογικού και απονευρωμένου) και πραγματοποιήθηκε συγκριτική εμβιιομηχανική και παθολογοααντομικη μελέτη καθώς και απεικονιστική μελέτη με micro-CT. Τα πειραματόζωα χωρίστηκαν σε 3 κύριες ομάδες ανάλογα με το χρονικό διάστημα της απονεύρωσης. Έτσι είχαμε την ομάδα A, η οποία μελετηθηκε 6 μήνες μετά την απονεύρωβση, την ομάδα B που μελετήθηκε 9 μήνες μετά τη απονεύρωση και την ομάδα C η οποία μελετήθηκε 12 μήνες μετά την απονεύρωση. Αποτελέσματα: Τα αποτελέσματα της ομάδας Α έδειξαν ότι τα απονεύρωμένα οστά συγκριτικά με τα φυσιολογικά είχαν μειωμένη αντοχή και ταυτόχρονα παραμορφώνονταν περισσότερο μεχρι τη θραύση τους. Ιστολογικα δεν ανεδείχθη διαφορά μεταξύ φυσιολογικού και απονευρωμένου οστού. Τα αποτελέσματα της ομάδας Β που εξετάστηκε εμβιομηχανικά και ιστολογικά 9 μήνες μετά την απονεύρωση ήταν παρόμοια με αυτά της ομάδας Α. Ένα χρόνο μετά την απονεύρωση οι πέρα από τις εμβιομηχανικές διαφορές που ήταν εμφανέστερες παρατηρήθηκαν ιστολογικά λεπτυνση και αράιωση των οστικών δοκίδων καθώς και λέπτυνση του χόνδρού. Απεικονιστικά 1 χρόνο μετά την απονεύρωση παρατηρήθηκε μείωση της οστικης πυκνότητας στη σπογγώδη μοίρα του οστού. Συμπεράσματα: Η οστική ανάπτυξη αποτελεί πολυπαραγοντική διαδικασία. Το περιφερικό νευρικό σύστημα επηρεάζει την ανάπτυξη των οστών με θετικό τρόπο. Εκτός από το μέγεθος επηρεάζεται και η δομή του οστού καθώς και ι εμβιομηχανικές του ιδιότητες μετά την απονεύρωση. 1026 418 476 The rhythmic ability of the kindergarten's child and its relation to the reading ability in the first grades of primary school Η ρυθμική ικανότητα στο παιδί του νηπιαγωγείου και η σχέση της με την αναγνωστική ικανότητα στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου Reading is a complex cognitive process involving the processing of the information from which writing is composed, which relates to the transfer of acode of written symbols, in this case graphemes, to a code of sounds, that is, phonemes. Rhythmic ability is defined as the ability to perform a sequence of regular, coarse, and repetitive movements with both spatial and temporal accuracy. The purpose of the present study is to study the rhythmic ability of preschool children, to examine its relation with the children’s age and gender,and to investigate whether rhythmic ability in kindergarten children is related: a) to phonological awareness; and b) to short-term phonological memory; and c) whether rhythmic ability is related to later reading difficulties, in the second grade of primary school. The research was conducted in two phases. The first phase involved 244 children, aged 5.2 to 6.4 years, who attended public kindergartens and did not have any neurological, sensory or motor problems,were not diagnosed with learning difficulties, diffuse developmental disorders, autism or attention disorders. The children were evaluated as tophonological awareness, short-term phonological memory, and rhythmic ability. In the second phase, from the initial sample of children, we reasses sedduring their second grade as to reading and rhythmic ability the 25 children who had scored high marks in the rhythmic test while in kindergarten and the 26 children who had performed poorly in rhythmic ability. The data collection tools used in the kindergarten sample were Raven’s Coloured Progressive Matrices, the Kindergarten and First and Second Grade Reading Difficulty Detection and Investigation Tool, and the High/Scope Rhythmic Competence Analysis Test. For assessing the reading ability of the primary school sample, we used the Reading Ability Detection Test and for the assessment of rhythmic capacity we used again the rhythm test that had been used in the kindergarten. Statistical analysis of the data was performed with the help of the Statistical Package for Social Sciences at the level of descriptive and inferential statistics. The study results showed that the children’s gender andage appear to be related to rhythmic ability. In addition, both phonological awareness and short-term (working) phonological memory in preschool, which are a prerequisite for learning to read later, affect rhythmic ability, - 6 -while reading capacity and reading difficulties in the second grade of primary school seem to be predicted by the level of development of the children’s rhythm/rhythmic ability in kindergarten. Η ανάγνωση συνιστά μία πολύπλοκη γνωστική διαδικασία επεξεργασίας των πληροφοριών από τις οποίες συντίθεται ο γραπτός λόγος, η οποία σχετίζεται με τη μεταφορά ενός κώδικα γραπτών συμβόλων, εν προκειμένω των γραφημάτων, σε έναν κώδικα ήχων, δηλαδή τα φωνήματα. Η ρυθμική ικανότητα ορίζεται ως η ικανότητα απόδοσης με χωροχρονική ακρίβεια μίας αλληλουχίας κανονικών, αδρών και επαναλαμβανόμενων κινήσεων. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να μελετηθεί η ρυθμική ικανότητα των παιδιών προσχολικής ηλικίας, να εξεταστεί η σχέση της σε συνάρτηση με την ηλικία και το φύλο των παιδιών και να διερευνηθεί αν η ρυθμική ικανότητα στα παιδιά του νηπιαγωγείου σχετίζεται α) με την φωνολογική επίγνωση και β) με την βραχύχρονη μνήμη φωνολογικών πληροφοριών. Επιπλέον, η παρούσα έρευνα αποσκοπεί να εξετάσει αν η ρυθμική ικανότητα κατά την προσχολική ηλικία δύναται να αποτελέσει προβλεπτικό παράγοντα για την εμφάνιση ενδεχόμενων αναγνωστικών δυσκολιών κατά τη φοίτηση στη Δευτέρα (Β’) τάξη του δημοτικού σχολείου. Η έρευνα διεξήχθη σε δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση συμμετείχαν 244 παιδιά, ηλικίας 5,2 έως 6,4 ετών, τα οποία φοιτούσαν σε δημόσια νηπιαγωγεία και δεν αντιμετώπιζαν κάποιο νευρολογικό, αισθητηριακό ή κινητικό πρόβλημα και δεν είχαν διαγνωστεί για μαθησιακές δυσκολίες, διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές ή διαταραχές προσοχής. Τα παιδιά αξιολογήθηκαν ως προς την φωνολογική επίγνωση, την βραχύχρονη μνήμη φωνολογικών πληροφοριών και τη ρυθμική ικανότητα. Στη δεύτερη φάση της έρευνας, από το αρχικό δείγμα των παιδιών, επαναξιολογήθηκαν κατά την φοίτησή τους στη Δευτέρα (Β’) δημοτικού ως προς την αναγνωστική ικανότητα και τη ρυθμική ικανότητα 25 παιδιά που σημείωσαν την πιο υψηλή βαθμολογία στο τεστ ρυθμικής ικανότητας κατά την αξιολόγησή τους όταν φοιτούσαν στο νηπιαγωγείο και 26 παιδιά που σημείωσαν την πιο χαμηλή βαθμολογία, αντίστοιχα. Ως μέσα συλλογής των δεδομένων αξιοποιήθηκαν στο δείγμα του νηπιαγωγείου οι Έγχρωμες Προοδευτικές Μήτρες του Raven, το Εργαλείο Ανίχνευσης και Διερεύνησης των Αναγνωστικών Δυσκολιών στο νηπιαγωγείο και Α’-Β’ Δημοτικού και το τεστ High/Scope Rhythmic Competence Αnalysis Τest. Στο δείγμα των παιδιών του δημοτικού για την αξιολόγηση της αναγνωστικής ικανότητας - 4 -χρησιμοποιήθηκε το Τεστ Ανίχνευσης της Αναγνωστικής Ικανότητας και για την αξιολόγηση της ρυθμικής ικανότητας αξιοποιήθηκε εκ νέου το τεστ ρυθμού που είχε χρησιμοποιηθεί και στο νηπιαγωγείο. Η στατιστική ανάλυση των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με τη συνδρομή του στατιστικού πακέτου Statistical Package for Social Sciences σε επίπεδο περιγραφικής και επαγωγικής στατιστικής. Τα αποτελέσματα της έρευνας κατέδειξαν ότι το φύλο, αν και σε περιορισμένη κλίμακα, και η ηλικία των παιδιών φαίνεται να σχετίζονται με τη ρυθμική ικανότητα. Επιπλέον, τόσο η φωνολογική επίγνωση όσο και η βραχύχρονη (εργαζόμενη) μνήμη φωνολογικών πληροφοριών κατά την προσχολική ηλικία, οι οποίες αποτελούν προϋπόθεση για τη μετέπειτα εκμάθηση της ανάγνωσης, επηρεάζουν την ρυθμική ικανότητα. Επιπλέον, το επίπεδο της αναγνωστικής ικανότητας και οι ενδεχόμενες αναγνωστικές δυσκολίες στη Δευτέρα (Β΄) τάξη δημοτικού φαίνεται να μπορούν να προβλεφθούν από το επίπεδο ανάπτυξης του ρυθμού/ρυθμικής ικανότητας των παιδιών στο νηπιαγωγείο. 1027 385 416 Ιnvestigation of immigrants student΄s counseling needs at Greece and Cyprus Διερεύνηση των αναγκών συμβουλευτικής αλλοδαπών μαθητών γυμνασίου Ελλάδας και Κύπρου Multiculturalism is a fact both in Greece and Cyprus due to the massive influx of immigrants. the fact of migration causes different effects on migrants according to conditions of migration, adaptation, integration, but also the psyche of each individual, the resilience etc. This research is trying, through the investigation of the problems and difficulties faced by foreign high school students in Greece and Cyprus, to identify their needs for counseling. our research is divided into 2 parts. The first part presents the theoretical background of the research. Firstly the two important terms of culture and interculturalism are explained and summarized the phenomenon of immigration inGgreece and in Cyprus. then we analyzed the problems of the immigrant as shown in the literature and in particular the foreign student's problems by analyzing the most important parameters affecting the mentality and adjustment of the child. the second part is the research part. In this part we describe the sample consisted of 203 students of whom 111 live in Greece and 92 in Cyprus. of those, 52.2% are girls and 47.8% are boys. as regards the class attendance: 27.1% (55 students) were in the first grade, 49.3% (100 students) in the second grade and 23.6% (48 students) in the third grade of gymnasium . The methodological tool is a questionnaire consisting of demographic data and 13 factors-scales the reliability of which ranges from low to quite satisfactory. These scales measure the mental resilience, perceivιng social support, the evaluation of school anxiety of students, measuring the expectations of parents for their school performance, detecting emergency advisory guidance, the self-concept / self-determination, national disability, the feeling of belonging in the host country, the feeling of racist treatment, and the family environment. Finally, we saw from our research that the foreign students have to a certain degree resilience that strengthens their adaptability to new situations, supported adequately by their social environment, they do not have low self-esteem neither experience large racist treatment. However, students need counseling support to manage school anxiety, authoritarianism in the family, the parent's pressure for their school performance, their relationships with their peers, to help them to choose a profession and professional guidance, to accept their origin and feel that they belong to the country that host them. Η πολυπολιτισμικότητα είναι γεγονός τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Κύπρο λόγω της μαζικής εισροής μεταναστών. Το γεγονός της μετανάστευσης προκαλεί διάφορες επιπτώσεις στους μετανάστες ανάλογα με τις συνθήκες μετανάστευσης, προσαρμογής , ένταξης, αλλά και του ψυχισμού του κάθε ενός ξεχωριστά, της ψυχικής του ανθεκτικότητας κ.τ.λ. η έρευνα αυτή προσπαθεί, μέσα από τη διερεύνηση των προβλημάτων και των δυσχερειών που αντιμετωπίζουν οι αλλοδαποί μαθητές γυμνασίου στην Ελλάδα και την Κύπρο, να εντοπίσει τις ανάγκες τους για συμβουλευτική στήριξη. Η εργασία μας χωρίζεται σε 2 μέρη. Στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται το θεωρητικό υπόβαθρο της έρευνας. Αρχικά εξηγούνται οι δυο σημαντικοί όροι: αυτοί του πολιτισμού και της διαπολιτισμικότητας και παρουσιάζεται συνοπτικά το φαινόμενο της μετανάστευσης στην Ελλάδα όσο και στη κύπρο. Κατόπιν αναλύθηκαν τα προβλήματα του μετανάστη όπως αυτά φαίνονται στη βιβλιογραφία αλλά και πιο συγκεκριμένα τα προβλήματα του αλλοδαπού μαθητή αναλύοντας τις σημαντικότερες παραμέτρους που επιδρούν στην ψυχοσύνθεση και προσαρμογή του παιδιού. Το δεύτερο μέρος της εργασίας αποτελεί το ερευνητικό της μέρος. σε αυτό περιγράφεται το δείγμα το οποίο αποτέλεσαν 203 μαθητές/ τριες από τους οποίους οι 111 διαμένουν στην Ελλάδα και οι 92 στην Κύπρο. από αυτά το 52,2% είναι κορίτσια και το 47,8% αγόρια. όσο αφορά την τάξη φοίτησης : το 27,1% (55 μαθ. ) φοιτούσαν στην ά γυμνασίου, το 49,3% (100 μαθ.) στη ΄β γυμνασίου και το 23,6% (48 μαθ.) στη γ΄ γυμνασίου. Το μεθοδολογικό εργαλείο είναι ένα ερωτηματολόγιο το οποίο αποτελείται από τα δημογραφικά στοιχειά και 13 παράγοντες-κλίμακες η αξιοπιστία των οποίων κυμαίνεται από χαμηλά έως και αρκετά ικανοποιητικά επίπεδα. οι κλίμακες αυτές μετρούν τη ψυχική ανθεκτικότητα, την αντιλαμβανόμενη κοινωνική στήριξη, την αξιολόγηση του σχολικού άγχους των μαθητών, τη μέτρηση των προσδοκιών των γονέων για τις σχολικές επιδόσεις τους, την ανίχνευση ανάγκης συμβουλευτικής επαγγελματικού προσανατολισμού, την αυτοαντίληψη/αυτοπροσδιορισμό, την εθνική μειονεξία, το αίσθημα ανήκει στη χώρα υποδοχής, το αίσθημα ρατσιστικής αντιμετώπισης, και το οικογενειακό κλίμα. τέλος από την έρευνα μας φάνηκε ότι οι αλλοδαποί μαθητές παρουσιάζουν σε κάποιο βαθμό ψυχική ανθεκτικότητα η οποία ενισχύει τη προσαρμοστικότητα τους σε νέες καταστάσεις, στηρίζονται ικανοποιητικά από το κοινωνικό τους περιβάλλον, δεν έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, ούτε βιώνουν σε μεγάλο βαθμό ρατσιστική αντιμετώπιση. Ωστόσο φαίνεται ότι οι μαθητές έχουν ανάγκη συμβουλευτικής στήριξης ώστε να διαχειριστούν το σχολικό άγχος, τον αυταρχισμό στην οικογένεια, τις πιέσεις των γονέων για τις σχολικές τους επιδόσεις, τις σχέσεις τους με τους συνομηλίκους, να βοηθηθούν ώστε να επιλέξουν επάγγελμα και επαγγελματικές κατευθύνσεις, να αποδεχτούν την καταγωγή τους και να αισθανθούν ότι ανήκουν στη χώρα υποδοχής. 1028 303 324 Ανάπτυξη και μελέτη της μικροδομής και των ιδιοτήτων λεπτών υμενίων στο σύστημα BaTiO3 In this master of science thesis (M. Sc.), ferroelectric thin films of barium titanate (BaTiO3) were fabricated because of their technological interest for applications such as capacitors, permanent random access memory devices, pyroelectric detectors and sensors. The thesis is divided into two parts, the theoretical and the experimental. In the theoretical part basic information is presented on dielectric materials and so did piezoelectric, pyroelectric and ferroelectric materials. Moreover, methods for preparing thin films were in depth described and then information on operation principles of techniques that were used so as to characterize the films, was given. The experimental part comprises the preparation of precursor solutions, experimental development path of the films and their characterization. Synthesis of precursor solutions was carried out by means of chemical sol- gel method. In particular, films were formed based on the use of alkoxides as precursors, with or without the incorporation of conditioning polymer. Various deposition techniques such as dipcoating, drop- casting and spin- coating were used to prepare thin films onto fine polished substrates like quartz (q), wafer silicon (Si) and platinum (Pt). By using dip- coating techique, films were obtained either with the use of alkoxides or with the incorporation of conditioning polymer, they were too thin to stabilize the desired crystalline phase regardless of substrate, number of dipping or maximum temperature which was reached during the heat treatment. Films which were elaborated with the use of drop- casting method were thick enough to accomplish stabilization of the crystalline BaTiO3 phase. The drawback of this method is that it provided films with various coating thicknesses which are not suitable for properties measurements. Films compounded onto substrates with the use of spin- coating method, had homogeneous surfaces. However, varying crystalline BaTiO3 phases were observed. This probably occurred due to different conditions that might have existed during baking. Στην παρούσα ερευνητική μεταπτυχιακή εργασία διπλώματος ειδίκευσης (M. Sc.) αναπτύχθηκαν σιδηροηλεκτρικά λεπτά υμένια (φιλμ) τιτανικού βαρίου (BaTiO3) λόγω του τεχνολογικού ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν για εφαρμογές όπως πυκνωτές, μόνιμες μνήμες τυχαίας προσπέλασης, πυροηλεκτρικοί ανιχνευτές και αισθητήρες. Η εργασία διακρίνεται σε δύο μέρη τα οποία είναι το θεωρητικό και το πειραματικό. Στο θεωρητικό μέρος παρουσιάζονται βασικές πληροφορίες για τα διηλεκτρικά υλικά καθώς και τα πιεζοηλεκτρικά, πυροηλεκτρικά και σιδηροηλεκτρικά υλικά. Στην συνέχεια αναπτύσσονται λεπτομερώς οι μέθοδοι ανάπτυξης των λεπτών υμενίων και ακολούθως, παρατίθενται πληροφορίες σχετικά με τις αρχές λειτουργίας των τεχνικών που χρησιμοποιήθηκαν για το χαρακτηρισμό τους. Το πειραματικό μέρος περιλαμβάνει την παρασκευή των πρόδρομων διαλυμάτων, την πειραματική πορεία ανάπτυξης των υμενίων και το χαρακτηρισμό τους. Η σύνθεση των πρόδρομων διαλυμάτων πραγματοποιήθηκε με τη χημική μέθοδο διαλύματος sol- gel. Πιο συγκεκριμένα, τα υμένια που αναπτύχθηκαν βασίζονται στην χρήση αλκοξειδίων ως πρόδρομων ενώσεων, με ή χωρίς την προσθήκη πολυμερούς βελτιωτικού. Η εναπόθεση του υλικού πάνω σε καθαρά υποστρώματα χαλαζία (q), δίσκου (wafer) πυριτίου (Si) και πλατίνας (Pt) έγινε με την εφαρμογή διάφορων χημικών μεθόδων όπως την εμβάπτιση (dip- coating), την χύτευση σταγόνας (drop- casting) και την περιστροφή (spin- coating). Τα υμένια που αναπτύχθηκαν με τη μέθοδο εναπόθεσης εμβάπτισης (dipcoating), είτε με τη χρήση αλκοξειδίων είτε με την προσθήκη πολυμερούς βελτιωτικού και ανεξαρτήτως του υποστρώματος, του αριθμού των εμβαπτίσεων ή της μέγιστης θερμοκρασίας που επιτεύχθηκε κατά την θερμική τους επεξεργασία, ήταν πολύ λεπτά και δεν έγινε δυνατή η σταθεροποίηση της επιθυμητής κρυσταλλικής φάσης. Με τη μέθοδο εναπόθεσης χύτευσης σταγόνας (drop- casting) επιτεύχθηκαν παχύτερα υμένια και έγινε δυνατή η σταθεροποίηση της κρυσταλλικής φάσης BaTiO3. Το μειονέκτημα της μεθόδου αυτής είναι ότι έδωσε ανομοιογενή σε πάχος επικάλυψης υμένια που δεν προσφέρονται για μετρήσεις ιδιοτήτων. Με τη μέθοδο εναπόθεσης περιστροφής (spin- coating) αναπτύχθηκαν υμένια πάνω στα υποστρώματα με ομοιογενείς επιφάνειες. Ωστόσο, παρατηρήθηκαν ποικίλες κρυσταλλικές φάσεις BaTiO3. Αυτό πιθανότατα οφείλεται στις διαφορετικές συνθήκες που μπορεί να υπήρξαν κατά την έψηση. 1029 168 151 The objective of this research was to examine the relationship between shame, social anxiety, and depression in children aged 10, 11, and 12 years. At the same time, the effect of age and gender was examined on the relationships of these variables. 187 elementary school students participated in the study. Three different self-report questionnaires were given to the student: the Brief Shame and Quilt Questionnaire, the Social Anxiety Scale for Children and the Children’s Depression Scale. The results of the study showed that there is a relationship between shame and depression and social anxiety, but there was not one between shame and depression. Age and gender did not appear to have an influence on the relationship between shame, social anxiety, and depression. The research, also, showed that there were age differences in the three variables. Specifically, it was found that children 10 years of age are more likely to experience shame and social anxiety, while the 11 year olds are more likely to develop social anxiety and depression. Στόχοι της παρούσας έρευνας ήταν να εξετάσει την σχέση της ντροπής, του κοινωνικού άγχους και της κατάθλιψης σε παιδιά ηλικίας 10, 11 και 12 ετών. Επιπλέον, εξετάστηκε η επίδραση της ηλικίας και του φύλου στις σχέσεις αυτών των μεταβλητών. Στην έρευνα συμμετείχαν 187 μαθητές Δημοτικού σχολείου, στους οποίους χορηγήθηκαν τρία διαφορετικά ερωτηματολόγια αυτοαναφοράς: το Brief Shame and Quilt Questionnaire, Social Anxiety Scale for Children και το Children’s Depression Scale. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν πως υπάρχει σχέση μεταξύ της ντροπής και της κατάθλιψης και του κοινωνικού άγχους, αλλά όχι μεταξύ της ντροπής και της κατάθλιψης. Η ηλικία και το φύλο δεν φάνηκε να επιδρούν στις σχέσεις μεταξύ ντροπής, κοινωνικού άγχους και κατάθλιψης. Η έρευνα έδειξε επίσης, ηλικιακές διαφορές και στις τρεις μεταβλητές. Ειδικότερα, βρέθηκε ότι τα παιδιά ηλικίας 10 ετών είναι πιθανότερο να εμφανίσουν ντροπή μαζί με κοινωνικό άγχος, ενώ τα 11-χρονα είναι πιθανότερο να εμφανίσουν κοινωνικό άγχος μαζί με κατάθλιψη. 1030 449 450 In this thesis, we investigate whether (Greek) 8th-grade students are familiar with atoms, molecules, chemical symbols and their model representations, and whether they have understood the concept of the chemical reaction. In addition, we examine the effect of a teaching intervention, in which chemical reactions were taught after the introduction of the concepts of atoms, molecules, and their symbolism. (According to the Greek curriculum, students are introduced first, in macroscopically reactions, then, comes the atom, the molecule and their symbolism, and, after these follow the representation of reactions with chemical equations/with symbols or models.) Finally, we carried out an analysis of the illustrations (the pictures) and the hyperlinks of the interactive (Greek) lower-secondary chemistry books of the so-called "Digital School". For the evaluation of the students, we devised and applied a test and an exam, while the statistical analysis was carried out by using SPSS 23 and EXCEL. According to the findings, and regardless of the teaching intervention, poor-performing students transfer more easily from the symbolic to the submicroscopic level, while no such difference was detected for the relatively high-performing students. With regard to the teaching intervention, no statistically significant difference was detected in the test for the total sample of students between experimental and control groups. Moreover, in four groups of students, of low, moderate, good and high performance, we identified superiority of the experimental group only for the good-performing group (13≤mean<16). Regardless of the teaching intervention, the performance of students in the exam was low (7.11/20). The majority of students did not understand the concept of reaction: 37% of them provided a nearly acceptable definition, while less than 2% gave a full definition. They explained more easily the amount of water produced from a non-stoichiometric ratio of hydrogen and oxygen, in relation to the explanation of the change in carbon mass during its combustion or in iron mass during its oxidation. Also, there was a statistically significant difference in favor of the explanation of the change in the iron mass during its oxidation, relative to the change in carbon mass during its combustion. Regarding the teaching intervention, no statistically significant difference was found in the exam for the total sample between experimental and control groups. However, both the test and the exam showed the trend of experimental groups to have better respond than the control groups. Finally, the 255 illustrations/images in the interactive 8th–grade books were identified as: 61.96% macroscopic, 27.06% symbolic, 3.92% submicroscopic, 6.67% multiple, 0.39% hybrid, and 0% mixed. The corresponding figures for the 233 images of the 9th-grade book were: 47.21, 33.91, 4.72, 13.30, 0.86 and 0%. Finally, only a few hyperlinks in chemistry book of G. Gymnasium lead in connecting three chemical levels. Στη διατριβή αυτή, διερευνούμε κατά πόσο οι μαθητές/τριες της Β΄ τάξης Γυμνασίου εξοικειώνονται με τα άτομα, τα μόρια, τα χημικά σύμβολα και τα προσομοιώματά τους και κατά πόσο έχουν κατανοήσει την έννοια της χημικής αντίδρασης. Επίσης, εξετάζουμε και την επίδραση διδακτικής παρέμβασης, σύμφωνα με την οποία οι χημικές αντιδράσεις διδάχθηκαν μετά την εισαγωγή των εννοιών των ατόμων, των μορίων και των συμβολισμών τους. (Σύμφωνα με το πρόγραμμα σπουδών, πρώτα εισάγονται μακροσκοπικώς οι αντιδράσεις, ακολουθούν οι έννοιες του ατόμου, του μορίου και ο συμβολισμός τους και στη συνέχεια ακολουθεί η απεικόνιση των αντιδράσεων με χημικές εξισώσεις/με σύμβολα ή με προσομοιώματα.) Τέλος, αναλύουμε την εικονογράφηση και τους υπερσυνδέσμους στα διαδραστικά βιβλία Χημείας γυμνασίου του «Ψηφιακού Σχολείου» για να εξετάσουμε κατά πόσο ο/η μαθητής/τρια εξοικειώνεται με τα τρία επίπεδα της χημείας, το μακροσκοπικό, το συμβολικό και το υπομικροσκοπικό. Για την αξιολόγηση των μαθητών/τριων συντάξαμε και εφαρμόσαμε ένα τεστ και ένα διαγώνισμα, ενώ για τη στατιστική επεξεργασία χρησιμοποιήσαμε το SPSS 23 και το EXCEL. Σύμφωνα με τα ευρήματα, και ανεξάρτητα από τη διδακτική παρέμβαση, οι μαθητές/τριες χαμηλής επίδοσης μεταβαίνουν ευκολότερα από το συμβολικό στο υπομικροσκοπικό επίπεδο, ενώ οι μαθητές/τριες σχετικά υψηλής επίδοσης ανταποκρίνονται το ίδιο. Ως προς τη διδακτική παρέμβαση, στο σύνολο των μαθητών/τριων δεν υπάρχει στατιστικώς σημαντική διαφορά μεταξύ πειραματικών και τμημάτων ελέγχου στο τεστ. Εξάλλου, σε τέσσερις ομάδες μαθητών/τριων, χαμηλής, μέτριας, καλής και υψηλής επίδοσης, εντοπίσαμε στατιστικά σημαντική υπεροχή της πειραματικής ομάδας μόνο στην ομάδα καλής επίδοσης (13≤Μ.Ο.<16). Ανεξάρτητα από την διδακτική παρέμβαση, η επίδοση των μαθητών/τριων στο διαγώνισμα ήταν χαμηλή (7,11/20). Η πλειονότητα των μαθητών/τριων δεν κατενόησε την έννοια της χημικής αντίδρασης. Έναν σχεδόν αποδεκτό ορισμό έδωσε το 37% των μαθητών/τριων, ενώ λιγότερο από 2% έδωσε τον πλήρη ορισμό της. Με μεγαλύτερη ευκολία αιτιολόγησαν την ποσότητα του νερού που θα σχηματιστεί από υδρογόνο και οξυγόνο σε μη στοιχειομετρική αναλογία, σε σχέση με την αιτιολόγηση της μεταβολής της μάζας του άνθρακα κατά την καύση του ή του σιδήρου κατά την οξείδωσή του. Επίσης, υπάρχει στατιστικώς σημαντική διαφορά υπέρ της αιτιολόγησης της μεταβολής της μάζας του σιδήρου κατά την οξείδωσή του, σε σχέση με τη μεταβολή της μάζας του άνθρακα κατά την καύση του. Ως προς τη διδακτική παρέμβαση βρέθηκε ότι στο σύνολο των μαθητών/τριων δεν υπάρχει στατιστικώς σημαντική διαφορά στο διαγώνισμα μεταξύ πειραματικών και τμημάτων ελέγχου. Ωστόσο, τόσο στο τεστ όσο και στο διαγώνισμα, διαπιστώθηκε η τάση των πειραματικών τμημάτων να ανταποκρίνονται καλύτερα από τα τμήματα ελέγχου. Τέλος, οι 255 εικόνες των διαδραστικών βιβλίων Β΄ Γυμνασίου ταυτοποιήθηκαν ως: 61,96% μακροσκοπικές, 27,06% συμβολικές, 3,92% υπομικροσκοπικές, 6,67% πολλαπλές, 0,39% υβριδικές και 0,0% μεικτές. Οι αντίστοιχοι αριθμοί για τις 233 εικόνες στο βιβλίο της Γ΄ Γυμνασίου ήταν: 47,21%, 33,91%, 4.72%,13,30%, 0,86% και 0%. Τέλος ελάχιστοι υπερσύνδεσμοι του βιβλίου Γ΄ Γυμνασίου οδηγούν στα τρία χημικά επίπεδα. 1031 399 462 Stanley Cavell and his contribution to the philosophical treatment of american cinema Ο Stanley Cavell και η συμβολή του στη φιλοσοφική θεμελίωση του αμερικανικού κινηματογράφου This paper attempts to access cinema through the philosophical perspective, both trying to detect its eventual philosophical or non-philosophical implications, as well as making use of the analytical tools of the field of film philosophy. The paper attempts to propose a concrete method of film analysis, an analysis based on Stanley Cavell, and secondarily on Wittgenstein, Austin, Quine and Derrida. First, the paper attempts to define cinema philosophically using the thought of Cavell and Derrida. Furthermore the paper tries to find the relationship between cinematic, philosophical and artistic indeterminacy as well as the relationship between epistemological and film realism. It also analyses Kubrick‟s Eyes Wide Shut using the concept of Cavell‟s acknowledgement and examines the function of Wittgenstein language games in cinema, especially in Dogtooth of Yorgos Lanthimos. Finally, the paper refers to the changes that happen and will happen to the cinema due to the new technologies. In conclusion, the philosophy of cinema does not seem to be restricted to itself. This field has a lot to teach us both in terms of art and philosophy: 1) the concept of Cavell's acknowledgement can be used both in theater and cinema as well as in every possible scriptural or literary plot , 2) the influence that philosophical thinking can have on the arts is a sufficiently wide field that should be sought in the field of Greek art with a springboard of the philosophy of cinema, 3) we must talk about the power of the cinematographic image, not only in the context of its impressiveness and verisimilitude, but of how it can now project philosophical ideas or situations which may have philosophical implications - in this case philosophy itself benefits because through cinema you can indicate a philosophical concept; 4) the concept of revealing the world of everyday life through cinema can serve but also establish scientifically many of the arts that happen at neighborhood and community level and involve an artistic action with community-based projects; 5) the discovery of everyday life through cinema as Cavell portrays is a opportunity to reconstitute the relationship of the individual with himself, with others, with his world, with his speech, 6) all the above may reveal to himself unknown aspects of himself and of others 7) cinema puts us, finally, before our actions and is essentially a highly self-awareness art. Αυτή η διατριβή προσπαθεί να προσεγγίσει τον κινηματογράφο μέσα από τη φιλοσοφική προοπτική, προσπαθώντας να ανιχνεύσει τις τυχαίες ή μη φιλοσοφικές προεκτάσεις του, καθώς και να χρησιμοποιήσει τα αναλυτικά εργαλεία του πεδίου της φιλοσοφίας του κινηματογράφου. Η διατριβή επιχειρεί, επίσης, να προτείνει μια συγκεκριμένη μέθοδο ανάλυσης ταινιών, μια ανάλυση βασισμένη στο Stanley Cavell και δευτερευόντως στους Wittgenstein, Austin, Quine και Derrida. Πρώτον, επιχειρεί να ορίσει τον κινηματογράφο φιλοσοφικά χρησιμοποιώντας τη σκέψη του Cavell και του Derrida. Επιπλέον, η εργασία επιχειρεί να βρει τη σχέση μεταξύ κινηματογραφικής, φιλοσοφικής και καλλιτεχνικής απροσδιοριστίας καθώς και τη σχέση μεταξύ επιστημολογικού και κινηματογραφικού ρεαλισμού. Αναλύει επίσης το έργο του Κιούμπρικ Μάτια Ερμητικά Κλειστά χρησιμοποιώντας την έννοια της επαναγνώρισης (acknowledgement) του Cavell και εξετάζει την λειτουργία των γλωσσικών παιγνίων του Wittgenstein στον κινηματογράφο και ειδικότερα στον Κυνόδοντα του Γιώργου Λάνθιμου. Τέλος, η διατριβή αναφέρεται στις αλλαγές που συμβαίνουν και θα συμβούν στον κινηματογράφο λόγω της χρήσης των νέων τεχνολογιών. Συμπερασματικά, η φιλοσοφία του κινηματογράφου δεν πιστεύουμε πως περιορίζεται ασφυκτικά στην ίδια. Το συγκεκριμένο πεδίο έχει να μας διδάξει πολλά τόσο σε σχέση με την τέχνη όσο και σε σχέση με τη φιλοσοφία: 1) η έννοια της επαναγνώρισης του Cavell μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο αλλά και σε κάθε δυνατή σεναριακή ή και λογοτεχνική πλοκή, 2) η επιρροή που μπορεί να έχει η φιλοσοφική σκέψη στις τέχνες είναι αρκετά διευρυμένο πεδίο που θα ήταν καλό να αναζητηθεί και να αναζητείται και στο χώρο της ελληνικής τέχνης με εφαλτήριο τη φιλοσοφία του κινηματογράφου, 3) οφείλουμε να μιλήσουμε για την ισχύ της εικόνας, πόσω μάλλον της κινηματογραφικής εικόνας, όχι μόνο στα πλαίσια του εντυπωσιασμού και της αληθοφάνειάς της αλλά για το πώς αυτή μπορεί πια να προβάλλει φιλοσοφικές ιδέες ή καταστάσεις που ενδέχεται να έχουν φιλοσοφικές προεκτάσεις –σε αυτήν την περίπτωση ωφελείται η ίδια η φιλοσοφία, καθώς αυτό για το οποίο μιλάς και επιχειρηματολογείς, μπορείς απλά και να το δείξεις και κυρίως να το δεις και εσύ ως τρίτος, 4) η έννοια της αποκάλυψης του κόσμου της καθημερινότητας μέσα από τον κινηματογράφο μπορεί να εξυπηρετήσει αλλά και να θεμελιώσει επιστημονικά πολλά είδη τεχνών που συμβαίνουν σε επίπεδο γειτονιάς και κοινότητας και εμπλέκουν ένα καλλιτεχνικό δρώμενο/εγχείρημα με τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας (community projects), 5) η ίδια η αποκάλυψη/ανακάλυψη της καθημερινότητας μέσα από τον κινηματογράφο όπως το αποτυπώνει ο Cavell αποτελεί μια ευκαιρία επανασύστασης της σχέσης του ατόμου με τον εαυτόν του, με τους άλλους, με τον κόσμο του, με τον εκφερόμενο λόγο του, 6) όλα τα παραπάνω ενδέχεται να αποκαλύψουν στον ίδιον τον άνθρωπο που κρίνει και δημιουργεί, άγνωστες πτυχές του εαυτού του και των άλλων, 7) ο κινηματογράφος μας θέτει, τελικά, ενώπιον των πράξεών μας και είναι ουσιαστικά μια εξόχως αυτογνωσιακή τέχνη. 1032 218 288 Study of poprotein convertase subtilisin/kexin type 9 (PCSK9) is high in transient ischemic attack Η συγκέντρωση της poprotein convertase subtilisin/kexin type 9 (PCSK9) είναι υψηλή στον ορό ασθενών με παροδικό ισχαιμικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο (ΤΙΑ) Background: Proprotein convertase subtilisin / kexin type 9 (PCSK9) is associated with hypercholesterolemia and atherosclerotic disease while its inhibition reduces cardiovascular risk. Serum PCSK9 is elevated in patients with acute coronary syndromes owing to a proatherogenic and prothrombotic state. Objective: This case-control pilot study investigated the associations of PCSK9 with transient ischemic attack (TIA). Methods: A total of 20 patients with a first-ever atherosclerotic non-cardioembolic TIA and 20 controls of similar age and sex were enrolled. Clinical characteristics, metabolic parameters, including serum PCSK9 within 24 hours from the onset of TIA symptoms were recorded. Results: Serum PCSK9 concentration was higher in TIA patients vs. controls (mean values, 248 ng/mL vs. 196 ng/mL, p = 0.02). In patients with TIA, serum PCSK9 correlated with age (r=0.603, p=0.03), history of coronary artery disease (CAD) (r=0.515, p=0.020) and ABCD2 score (r=0.512, p=0.021). In multivariate analysis, serum PCSK9 was independently associated with a higher odd of TIA (1.16 per 10 ng/mL increase, 95% CI 1.01-1.34, p = 0.035). Conclusions: Our findings indicate that serum PCSK9 levels are independently associated with atherosclerotic TIA and risk of future stroke. To confirm these findings or use PCSK9 as a treatment target for stroke prevention or early treatment further investigation is needed. Εισαγωγή: Οι συγκεντρώσεις στον ορό της πρωτεϊνικής κονβερτάσης σουμπτιλισίνη /κεξίνη τύπου 9 (PCSK9) σχετίζονται με υπερχοληστερολαιμία και νοσήματα που οφείλονται σε αθηροσκλήρωση, ενώ είναι γνωστό ότι η αναστολή της μειώνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Η συγκέντρωση της PCSK9 στον ορό είναι αυξημένη σε ασθενείς με οξύ στεφανιαίο σύνδρομο λόγω της προαθηρογόνου και προθρομβωτικής κατάστασης. Σκοπός: Αυτή η πιλοτική μελέτη ελέγχου ασθενών μαρτύρων διερεύνησε τις συσχετίσεις των συγκεντρώσεων της PCSK9 στον ορό ασθενών με παροδικό ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο (TIA) με τις κλινικοεργαστηριακές παραμέτρους. Μέθοδοι: Στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν συνολικά 20 ασθενείς με πρώτο επεισόδιο αθηροσκληρωτικής, μη καρδιοεμβολικής, αιτιολογίας ΤΙΑ , και 20 μάρτυρες παρόμοιας ηλικίας και φύλου. Κατεγράφησαν τα κλινικά χαρακτηριστικά, οι μεταβολικές παράμετροι, συμπεριλαμβανομένων των τιμών της συγκέντρωσης της PCSK9 στον ορό εντός 24 ωρών από την έναρξη των συμπτωμάτων του TIA. Αποτελέσματα: Η συγκέντρωση της PCSK9 στον ορό ήταν υψηλότερη στους ασθενείς με ΤΙΑ έναντι των μαρτύρων (μέσες τιμές, 248 ng/mL έναντι 196 ng/mL, p=0,02). Σε ασθενείς με TIA, η συγκέντρωση της PCSK9 στον ορό συσχετίστηκε με την ηλικία (r=0,603, p=0,03), το ιστορικό στεφανιαίας νόσου (CAD) (r = 0,515, p = 0,020) και τη βαθμολογία ABCD2 (r=0,512, p=0,021). Με πολυπαραγοντική ανάλυση, η συγκέντρωση της PCSK9 στον ορό συσχετίστηκε ανεξάρτητα με υψηλότερη πιθανότητα για ΤΙΑ (Odds 1,16 ανά αύξηση 10 ng/mL, 95% CI 1,01-1,34, p=0,035). Συμπεράσματα: Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι οι συγκεντρώσεις της PCSK9 στον ορό σχετίζονται ανεξάρτητα με τα αθηροσκληρωτικής αιτιολογίας ΤΙΑ και τον κίνδυνο μελλοντικού εγκεφαλικού επεισοδίου. Για να επιβεβαιωθούν αυτά τα ευρήματα ή για να αποτελέσει η PCSK9 στόχο στη θεραπεία για την πρόληψη του εγκεφαλικού επεισοδίου ή την έγκαιρη θεραπεία του απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση. 1033 262 278 The relationship between environmental attitudes and environmental behavior with emotional intelligence in students of the University of Ioannina Η σχέση των περιβαλλοντικών στάσεων και της περιβαλλοντικής συμπεριφοράς με τη συναισθηματική νοημοσύνη σε φοιτητές του Πανεπιστημίου Ιωαννινών The purpose of this study is to investigate the relationship between environmental attitudes and environmental behavior with the emotional intelligence in a sample of university students. Initially, a theoretical approach to the term of environmental attitudes, environmental behavior and emotional intelligence and research data on these concepts are presented. Then, there is an extensive reference to the method and the data analysis. The survey involved 97 undergraduate students of the Department of Pre-School Education at University of Ioannina. A questionnaire was used to collect the data, which consisted of four independent scales: a) a demographic questionnaire; b) the "New Ecological Paradigm" developed to measure environmental attitudes; c) the "General Ecological Behavior", which measures environmental behavior and d) the "Trait Emotional Intelligence Questionnaire Short Form, TEIQ-SF", which explores emotional intelligence as a personality trait. Significant correlations included a negative correlation between ecocentrism and anthropocentrism. Ecocentrism has not been found to be associated with environmental behavior, while anthropocentrism and environmental behavior correlated positively. Environmental attitudes and environmental behavior were not correlated with emotional intelligence. with emotional intelligence was negative. Finally, the relationship of the main variables with demographic data was examined. The research findings can help to understand and improve the models we use in order to predict environmental attitudes and environmental behavior. In addition, they can be used to develop more targeted programs to enhance positive environmental attitudes and environmental behavior that will help people develop the ability to recognize, manage, and understand their emotions. Τα τελευταία χρόνια η προσοχή όλο και περισσότερων ερευνητών έχει στραφεί στη διερεύνηση των συναισθηματικών παραγόντων που συνδέονται με τις περιβαλλοντικές στάσεις και την περιβαλλοντική συμπεριφορά. Ο σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να εξετάσει τη σχέση μεταξύ των περιβαλλοντικών στάσεων και της περιβαλλοντικής συμπεριφοράς με τη συναισθηματική νοημοσύνη σε φοιτητές του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Αρχικά, γίνεται μια θεωρητική προσέγγιση του όρου των περιβαλλοντικών στάσεων, της περιβαλλοντικής συμπεριφοράς και της συναισθηματικής νοημοσύνης και παρουσιάζονται ερευνητικά δεδομένα σχετικά με τις έννοιες αυτές. Στη συνέχεια, γίνεται εκτεταμένη αναφορά στη μέθοδο και την ανάλυση των δεδομένων. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 97 προπτυχιακοί φοιτητές του Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών του Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων. Οι φοιτητές συπλήρωσαν την κλίμακα «Νέο Οικολογικό Παράδειγμα» για τη μέτρηση των περιβαλλοντικών στάσεων, την κλίμακα «General Ecological Behavior” για τη μέτρηση της περιβαλλοντικής συμπεριφοράς και την κλίμακα «Trait Emotional Intelligence Questionnaire-Short Form” για τη μέτρηση της συναισθηματικής νοημοσύνης. Η σχέση του οικοκεντρισμού με τον ανθρωποκεντρισμό ήταν αρνητική. Ο οικοκεντρισμός δεν βρέθηκε να έχει σχέση με την περιβαλλοντική συμπεριφορά, ενώ ο ανθρωποκεντρισμός βρέθηκε να έχει θετική σχέση. Οι περιβαλλοντικές στάσεις και η περιβαλλοντική συμπεριφορά δεν συνδέθηκαν με τη συναισθηματική νοημοσύνη. Τέλος, εξετάστηκε η σχέση των κύριων μεταβλητών με δημογραφικά στοιχεία. Tα ευρήματα της έρευνας μπορούν να βοηθήσουν στην κατανόηση και στη βελτίωση των μοντέλων που χρησιμοποιούμε για την πρόβλεψη των περιβαλλοντικών στάσεων και της περιβαλλοντικής συμπεριφοράς. Επιπλέον, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ανάπτυξη πιο στοχευμένων προγραμμάτων ενίσχυσης των θετικών περιβαλλοντικών στάσεων και της περιβαλλοντικής συμπεριφοράς που θα στοχεύουν στην ανάπτυξη της ικανότητας των ατόμων να αναγνωρίζουν, να διαχειρίζονται και να κατανοούν τα συναισθήματά τους. 1034 396 559 Elastic scattering and reaction mechanisms for the system 7Be+28Si at near barrier energies Ελαστική σκέδαση και μηχανισμοί αντιδράσεων κοντά στο φράγμα Coulomb για το σύστημα 7Be+28S The present work refers to the study of elastic scattering and reaction products for the system 7Be + 28Si at near barrier energies, namely 13.2, 17.2, 19.8 and 22.0 MeV (E/VC.b.=1.14, 1.48, 1.71, 1.90). The goal of this work is to probe the energy dependence of the optical potential as well as the interplay between direct and compound nucleus mechanisms. The experiment was visualized at the EXOTIC beam line of the Istituto Nazionale di Fisica Nucleare - Laboratori Nazionali di Legnaro (INFN-LNL) in Italy. The various ejectiles were collected by six ΔE-E telescopes of the detector array of the EXOTIC facility, EXPADES, placed at symmetrical position to balance any beam divergence and to improve the statistics of the measurement. The elastic scattering data were analyzed into the optical model framework, following the same method as adopted previously for 6,7Li + 28Si. Comparisons between 7Be-present data and 6,7Li-previous data on the same target showed that, that both mirror nuclei, 7Li and 7Be present the same energy dependence of the optical potential. The behavior of imaginary part of the optical potential is compatible with the standard threshold anomaly, while the real part cannot be definitely interpreted into dispersion relations framework, due to the limited data points around Coulomb barrier. The reaction data were analyzed in both statistical model and Distorted Wave Born Approximation frameworks (DWBA) in order to disentangle the degree of competition between direct and compound channels. The energy evolution of the ratio of direct to total reaction cross section was mapped in comparison with similar data for 6Li and 7Li projectiles on a 28Si target, indicating larger transfer contributions for 7Be and 7Li than in the 6Li case. Fusion cross sections for the system under study were deduced and were found to be compatible with systematic as well as with the Universal Fusion Function (UFF). Moreover, ratios of fusion functions for 6Li to those for 7Li and 7Be were formed, indicating a hindrance of fusion for 7Li and 7Be with respect to those of 6Li below the barrier rather than an enhancement. This hindrance was also observed before for 7Li on various targets and together with the results obtained from our optical model analysis present a strong evidence for the similarity of 7Be with its mirror nucleus 7Li and not the 6Li one. Η παρούσα διδακτορική διατριβή αφορά τη μελέτη της ελαστικής σκέδασης και των μηχανισμών αντιδράσεων για το σύστημα 7Be + 28Si σε ενέργειες κοντά στο φράγμα Coulomb και συγκεκριμένα στα 13.2, 17.2, 19.8 and 22.0 MeV (E/VC.b.=1.14, 1.48, 1.71, 1.90). Στόχος της παρούσας μελέτης είναι ο προσδιορισμός της ενεργειακής εξάρτησης του οπτικού δυναμικού καθώς και ο προσδιορισμός της συνεισφοράς των άμεσων αντιδράσεων και των αντιδράσεων σύνθετου πυρήνα στην αντίδραση 7Be + 28Si. Το πειραματικό μέρος της μελέτης αυτής πραγματοποιήθηκε στην γραμμή EXOTIC του Εθνικού Εργαστηρίου του Legnaro (INFN-LNL) της Ιταλίας. Τα διάφορα προϊόντα της αντίδρασης 7Be + 28Si ανιχνεύτηκαν χρησιμοποιώντας έξι ΔΕ-Ε τηλεσκόπια από την ανιχνευτική διάταξη EXPADES. Τα τηλεσκόπια είχαν τοποθετηθεί στο θάλαμο σκέδασης σε συμμετρικές θέσεις γύρω από το στόχο για τον έλεγχο της συμμετρίας της δέσμης. Η ανάλυση των γωνιακών κατανομών της ελαστικής σκέδασης έγινε στα πλαίσια του Οπτικού Μοντέλου, ακολουθώντας την ίδια τεχνική όπως είχε εφαρμοστεί για τα συστήματα 6,7Li + 28Si. Από τη σύγκριση των δεδομένων για το σύστημα 7Be + 28Si με τα αντίστοιχα δεδομένα του συστήματος 7Li + 28Si, συμπεραίνουμε ότι ο πυρήνας 7Be συμπεριφέρεται όπως ο κατοπτρικός του πυρήνας 7Li και όχι όπως ο πυρήνας του 6Li. Το φανταστικό μέρος του οπτικού δυναμικού όπως προσδιορίστηκε από την ανάλυση των δεδομένων της ελαστικής σκέδασης, παρουσιάζει μια πτωτική τάση καθώς προσεγγίζουμε το φράγμα Coulomb με κατεύθυνση από τις μεγαλύτερες προς τις μικρότερες ενέργειες, μια συμπεριφορά συμβατή με την τυπική ανωμαλία κατωφλίου. Όσον αφορά το πραγματικό μέρος του οπτικού δυναμικού, δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι συνδέεται με το αντίστοιχο φανταστικό μέρος μέσω των σχέσεων διασποράς καθώς στην περιοχή γύρω από το φράγμα Coulomb, όπου με βάση τις σχέσεις διασποράς αναμένεται μια αύξηση στο μέτρο του πραγματικού δυναμικού, διαθέτουμε μόλις ένα πειραματικό σημείο. Όσον αφορά τους μηχανισμούς αντιδράσεων, η ανάλυση των σχετικών δεδομένων έγινε στα πλαίσια του στατιστικού μοντέλου για την αποδιέγερση του σύνθετου πυρήνα καθώς στο πλαίσιο της Προσέγγισης Born παραμορφωμένου Κύματος (DWBA), προκειμένου να εκτιμήσουμε το ποσοστό συνεισφοράς των άμεσων αντιδράσεων και των αντιδράσεων σύνθετου πυρήνα στην αντίδραση 7Be + 28Si. Εν συνεχεία, υπολογίστηκε ο λόγος της ενεργού διατομής των άμεσων αντιδράσεων ως προς την ολική ενεργό διατομή της αντίδρασης. Η ενεργειακή εξάρτηση του λόγου για το υπό μελέτη σύστημα συγκρίθηκε με την αντίστοιχη ενεργειακή εξάρτηση του λόγου για τους πυρήνες 6Li και 7Li στον ίδιο στόχο όπου παρατηρείται μεγαλύτερη συνεισφορά, από ευθείς αντιδράσεις στην περίπτωση των πυρήνων 7Be και 7Li σε σύγκριση με τον πυρήνα του 6Li. Επίσης, υπολογίστηκαν οι ενεργές διατομές σύντηξης για το υπό μελέτη σύστημα οι οποίες βρέθηκαν σε εξαιρετική συμφωνία με παρόμοια δεδομένα που αφορούν αλλά ασθενικά δέσμια βλήματα καθώς και με την Καθολική Καμπύλη Σύντηξης (UFF). Επιπλέον, προσδιορίστηκαν οι λόγοι των καμπύλων σύντηξης του 6Li ως προς εκείνες για το 7Li και το 7Be όπου παρατηρήθηκε μια ελάττωση της ενεργού διατομής σύντηξης για τους πυρήνες 7Li και το 7Be ως προς τις αντίστοιχες τιμές για το 6Li στην περιοχή του φράγματος Coulomb και παρακάτω. Η ίδια ελάττωση είχε παρατηρηθεί και σε προηγούμενες μετρήσεις για τον πυρήνα του 7Li με διαφορετικούς στόχους. Η συστηματική αυτή συμπεριφορά του λόγου των καμπύλων σύντηξης σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα της ενεργειακής εξάρτησης του οπτικού δυναμικού, αποτελούν μια ισχυρή απόδειξη ότι ο πυρήνας 7Be συμπεριφέρεται όπως ο κατοπτρικός του πυρήνας 7Li και όχι όπως ο πυρήνας του 6Li. 1035 102 102 The aim of this thesis is the presentation and study of the Einstein equations, which constitute the cornerstone for the General Theory of Relativity. These equations describe the curving of spacetimes in the presence of mass and energy. The General Theory of Relativity models a spacetime as a connected four-dimensional Lorentz manifold that is time-directed. We present the Schwarzschild spacetime, which is the simplest model of a universe containing only one star, as well as the simplest model of a black hole. The focal point of this work is to examine whether the Cauchy problem for the Einstein equations is well posed. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η παρουσίαση και η μελέτη των εξισώσεων Einstein, οι οποίες αποτελούν τον θεμέλιο λίθο της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας. Οι εξισώσεις αυτές περιγράφουν την καμπύλωση των χωρόχρονων υπό την παρουσία μάζας και ενέργειας. Η Γενική Θεωρία της Σχετικότητας μοντελο-ποιεί έναν χωρόχρονο ως ένα τετραδιάστατο, συνεκτικό πολύπτυγμα Lorentz, το οποίο είναι χρονικά προσανατολισμένο. Παρουσιάζουμε τον χωρόχρονο Schwarz-schild, ο οποίος αποτελεί το απλούστερο μοντέλο σύμπαντος, που περιέχει ένα μόνο άστρο, καθώς και το απλούστερο μοντέλο μιας μαύρης τρύπας. Ειδικότερος στόχος της εργασίας είναι να εξετάσουμε αν το πρόβλημα του Cauchy για τις εξισώσεις Einstein στο κενό είναι καλώς τεθειμένο. 1036 92 81 In this master thesis we de ne the notion of hypercyclic operators, we give examples of hypercyclic operators and we present some general theorems concerning the concept of hypercyclicity. We also study the notions of weakly mixing operators and of chaotic operators. Finally we de ne the notion of frequent hypercyclicity, a notion strictly stronger (as we prove) than hypercyclicity and we give examples of frequent hypercyclic operators. We also present some theorems concerning frequent hypecyclic operators and by using combinatorial tools we show that every frequently hypercyclic operator is weakly mixing. Στην παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή ορίζουμε την έννοια του υπερκυκλικού τελεστή, παραθέτουμε παραδείγματα υπερκυκλικών τελεστών και παρουσιάζουμε κάποια γενικά θεωρήματα που αναφέρονται στην υπερκυκλικότητα. Επίσης μελετούμε τις έννοιες των ασθενώς αναμειγνυόντων τελεστών και των χαοτικών τελεστών. Τέλος ορίζουμε την έννοια της συχνής υπερκυκλικότητας, έννοια που είναι γνήσια ισχυρότερη (όπως αποδεικνύουμε) από αυτήν της υπερκυκλικότητας και δίνουμε παραδείγματα συχνά υπερκυκλικών τελεστών. Επίσης παρουσιάζουμε κάποια χαρακτηριστικά θεωρήματα για συχνά υπερκυκλικούς τελεστές και χρησιμοποιώντας συνδυαστικά εργαλεία δείχνουμε ότι κάθε συχνά υπερκυκλικός τελεστής είναι ασθενώς αναμειγνύων. 1037 210 220 Το δραματικό σώμα ως κυρίαρχη μορφή γλωσσικής έκφρασης στο θέατρο και στη διδασκαλία This research deals with the use of the dramatic body in the educational process through a body expression program, which was implemented in Secondary Education students. The position that body has in society, theater and in the classroom, as one of the main forms of linguistic expression and non-verbal communication, has prompted us to look at its involvement in teaching through theatrical game. The reason for this research was the view that theater can contribute in a different and more efficient way to the teaching of the lessons, but also to the performance of the students in school and in their personality. At the same time, through the literature, we have identified that the body plays a key role in the educational process, transferring non-verbal messages and being a dynamic tool of linguistic expression that has a leading position in the Theater. Thus, body and theater were combined in a body expression program, which, through the theatrical game and particular the Technique of dynamic images, is attempted to highlight the importance of the theater and the body in the educational process, the relationship that students have with the latter, to change attitudes and perceptions for body and theater, as well as the benefits and potential of the program in teaching. Η παρούσα εργασία πραγματεύεται την αξιοποίηση του Δραματικού Σώματος στην Εκπαιδευτική Διαδικασία μέσω ενός Προγράμματος Σωματικής Έκφρασης που υλοποιείται σε μαθητές Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Η θέση που έχει το Σώμα στην κοινωνία, στο Θέατρο και κατ’ επέκταση στη σχολική αίθουσα, ως μια από τις κύριες μορφές γλωσσικής έκφρασης και μη λεκτικής επικοινωνίας, μας παρακίνησε να εξετάσουμε την εμπλοκή του στη διδασκαλία μέσα από το Θεατρικό Παιχνίδι. Αφορμή της έρευνας αποτέλεσε η άποψη ότι το Θέατρο μπορεί να συνεισφέρει με έναν διαφορετικό και πιο αποδοτικό τρόπο στη διδασκαλία των μαθημάτων, αλλά και στην επίδοση των μαθητών τόσο στο σχολείο όσο και στην προσωπικότητά τους. Παράλληλα, μέσα από τη βιβλιογραφία εντοπίσαμε ότι το Σώμα παίζει έναν βασικό ρόλο στην εκπαιδευτική διαδικασία, μεταφέροντας μη λεκτικά μηνύματα και αποτελώντας ένα δυναμικό εργαλείο γλωσσικής έκφρασης που έχει πρωτοκαθεδρική θέση στο Θέατρο. Έτσι, Σώμα και Θέατρο συνδυάστηκαν σε ένα Πρόγραμμα Σωματικής Έκφρασης, που μέσω του Θεατρικού Παιχνιδιού και συγκεκριμένα της Τεχνικής των Δυναμικών Εικόνων, προσπάθησε να αναδείξει τη σημασία που έχει το Θέατρο και το Σώμα στην εκπαιδευτική διαδικασία, τη σχέση που έχουν οι μαθητές με το τελευταίο, την αλλαγή στάσεων και αντιλήψεων τόσο για το Θέατρο, όσο και για το Σώμα τους, καθώς τα οφέλη και τις δυνατότητες του Προγράμματος στη διδακτική πράξη. 1038 172 180 Interculturalism and intercultural communication in the english language school books for classes D’ – F’ of Primary School Διαπολιτισμικότητα και διαπολιτισμική επικοινωνία στα εγχειρίδια αγγλικών των τάξεων Δ’- ΣΤ’ του δημοτικού σχολείου Interculturalism poses to be the medium through which harmonious coexistence among people of different origin and culture can be ensured. This original diploma thesis presents the results of a qualitative research investigating the existence of intercultural elements and activities in the English school books as well as their impact on the students. Thirteen English Language teachers provided answers to a semi-structured interview focusing on diversity, intercultural understanding, intercultural communication and intercultural communication and English at school.The elaboration of the responses led to the following findings: all English teachers are cognizant of the intercultural values and are trying hard to instill them to students. However, they are not interculturally educated to assure effectiveness. In addition, in the English Language school books one can pinpoint cultural elements, not able though to promote interculturalism, as confusion between interculturalism and multiculturalism is quite obvious in the formal written instructions, the teachers’ books and the activities in the books. Η διαπολιτισμικότητα προβάλλει ως μέσο ικανό να εξασφαλίσει την αρμονική συνύπαρξη ατόμων διαφορετικής καταγωγής και κουλτούρας. Η παρούσα πρωτότυπη μεταπτυχιακή εργασία παρουσιάζει τα αποτελέσματα ποιοτικής έρευνας αναφορικά με την ύπαρξη διαπολιτισμικών στοιχείων και καταστάσεων στα εγχειρίδια Αγγλικών των τάξεων Δ’ – ΣΤ’ του Δημοτικού σχολείου και η επίδραση που έχουν στους μαθητές. Δεκατρείς εκπαιδευτικοί Αγγλικής παρείχαν απαντήσεις σε ημιδομημένες συνεντεύξεις, οι ερωτήσεις των οποίων ομαδοποιήθηκαν στους εξής άξονες: ετερότητα, διαπολιτισμική κατανόηση, διαπολιτισμική επικοινωνία, διαπολιτισμική επικοινωνία και Αγγλικά. Η επεξεργασία και ανάλυση περιεχομένου των απαντήσεων οδήγησε στα ακόλουθα συμπεράσματα: όλοι οι εκπαιδευτικοί της Αγγλικής είναι γνώστες των διαπολιτισμικών αξιών και προσπαθούν να ενσταλάξουν τις αξίες αυτές στους μαθητές. Ωστόσο, δεν είναι διαπολιτισμικά εκπαιδευμένοι για να εγγυηθούν αποτελεσματικότητα. Επιπρόσθετα, στα σχολικά εγχειρίδια της Αγγλικής μπορεί κανείς να εντοπίσει διαπολιτισμικά στοιχεία, όχι ικανά όμως να προάγουν τη διαπολιτισμικότητα, καθώς η σύγχυση ανάμεσα στους όρους διαπολιτισμικότητα και πολυπολιτισμικότητα είναι εμφανής τόσο στις επίσημες γραπτές οδηγίες προς τους εκπαιδευτικούς και στα βιβλία δασκάλου, όσο και στις δραστηριότητες που περιέχονται στα εγχειρίδια. 1039 395 423 The philosophical and pedagogical dimensions of music according to Aristides Quintilianus Οι φιλοσοφικές και παιδαγωγικές διαστάσεις της μουσικής σύμφωνα με τον Αριστείδη Κοϊντιλιανό he aim of this dissertation is the thorough investigation and the interpretivereconstruction of Aristides Quintilianus’ theories, that are exposed in his work On music.More specifically, the work of Quintilianus is investigated in order to highlight those points,related to pedagogical and philosophical dimension of music. Α detailed analysis of ancientsources was achieved and combined with study and comprehension of relative to the subjectliterature. For the better possible documented presentation of Quintilianus’ ideas, it seemedappropriate to take into consideration the parts from the three books of the work On music,and from other philosophers’ works, were issues about music are concerned. AristidesQuintilianus is a writer of the late antiquity. The work of Aristides Quintilianus cannot beaccurately dated. However, his activity is placed between the first and fourth AD centuryunder the Roman Empire. His theories relatively to the interpretation of the musicphenomenon, are based on the combination of different areas of knowledge, like philosophy,metrics, rhetoric, psychology, harmonics, rhythmic and cosmology. This is one of the mostimportant elements of his work. Through his work the pedagogical, therapeutics and moralpower of music are explained, as well as the cosmological extensions related to it. His basic issue is that music structures reflect human and cosmic structures. The opinions of AristidesQuintilianus about music education and music value, have clear influences from ancienteducation and contain a lot of references to ancient philosophers, writers and poets, likeHomer, Hesiod, Heraclitus, Aristophanes, Damon, Plato. Moreover he has been influencedfrom Aristotle and Aristoxenus. His aspects about music education are mainly opposed tothose who did not support the pedagogical and ethical value of music, like Philodemus andSextus Empiricus. Of unique value in his work, is the explanation of music ethos, melodic andrhythmic. If we consider that the theory of music ethos is not blooming during Hellenisticperiod and afterwards, we see that through Quintilianus the relative theory is revived.Additionally, in his work it is strongly underlined the theory about genders, which exceeds thelimits of a simple discrimination between female, male and medium gender and ishighlighted as a principle applied to everything. This theory applies to all the animate andinanimate things, to conceptions (ennoias), letters, words, metrical feet, harmonies, rhythms,to music instruments kinds, even though to produced sounds of the planets. The abovediscrimination falls under the general theory of Quintilianus about categorization in threes,that requires a medium and two limbs. Σκοπός της διατριβής είναι η διεξοδική διερεύνηση και η ερμηνευτική ανασυγκρότησητων θέσεων του Αριστείδη Κοϊντιλιανού που εκτίθενται στο έργο του Περὶ μουσικῆς. Πιοσυγκεκριμένα αντιμετωπίζεται το έργο του Κοϊντιλιανού με σκοπό να αναδειχθούν εκείνα τασημεία που αφορούν την παιδαγωγική και φιλοσοφική διάσταση της μουσικής.Πραγματοποιήθηκε λεπτομερή μελέτη των αρχαίων πηγών η οποία συνδυάστηκε με τημελέτη και την κατανόηση της σχετικής με το θέμα βιβλιογραφίας. Για μια κατά το δυνατόνκαλύτερα τεκμηριωμένη παρουσίαση των ιδεών του Κοϊντιλιανού κρίθηκε σκόπιμο ναληφθούν υπόψη χωρία και από τα τρία βιβλία του έργου Περὶ μουσικῆς, αλλά και από έργαάλλων φιλοσόφων, στα οποία θίγονται θέματα μουσικής παιδείας και αξίας της μουσικής. ΟΑριστείδης Κοϊντιλιανός είναι συγγραφέας της ύστερης αρχαιότητας. Η δράση τουτοποθετείται μεταξύ του 1ου και 4ου μ. Χ. αιώνα, με μεγαλύτερη πιθανότητα δράσης στατέλη του 3ου στα πλαίσια του Ρωμαϊκού κράτους. Oι θέσεις του σχετικά με την ερμηνεία τουμουσικού φαινομένου βασίζονται στο συνδυασμό διαφόρων περιοχών της γνώσης, όπως τηςφιλοσοφίας, της μετρικής, της ρητορικής, της ψυχολογίας, της αρμονικής, της ρυθμικής καιτης κοσμολογίας. Αυτό είναι ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία της πραγματείας του. Μέσααπό το έργο του ερμηνεύεται η παιδευτική, η θεραπευτική και η ηθική δύναμη της μουσικής καθώς και οι κοσμολογικές προεκτάσεις που συνδέονται με αυτήν. Βασική του θέση είναι ότιοι μουσικές δομές απεικονίζουν τις ανθρώπινες, αλλά και τις κοσμικές δομές. Οι απόψειςτου Κοϊντιλιανού για τα θέματα που αφορούν τη μουσική παιδεία και την αξία τηςμουσικής, έχουν σαφείς επιδράσεις από την αρχαία παιδεία και περιέχουν πολλέςαναφορές σε αρχαίους φιλοσόφους, συγγραφείς και ποιητές. Αυτοί είναι ο Όμηρος, οΗσίοδος, ο Ηράκλειτος, ο Αριστοφάνης, ο Δάμων, ο Πλάτων. Επιπλέον έχει δεχθεί επιδράσειςαπό τον Αριστοτέλη και τον Αριστόξενο. Οι θέσεις του για την μουσική παιδεία αντιτίθενταικυρίως σε θέσεις, που δεν υποστήριζαν την παιδαγωγική και ηθική δύναμη της μουσικής,όπως είναι εκείνες του Φιλόδημου και του Σέξτου Εμπειρικού. Μοναδική στο έργο του είναιη ερμηνεία του μουσικού ήθους, μελωδικού και ρυθμικού. Αν αναλογιστούμε ότι η θεωρίατου ήθους της μουσικής δεν είχε άνθιση από τους ελληνιστικούς χρόνους και έπειτα μέσωτου Κοϊντιλιανού αναβιώνει η σχετική θεωρία. Επιπλέον υπογραμμίζεται έντονα στο έργοτου η θεωρία περί φύλων, η οποία ξεπερνά τα όρια μιας απλής διάκρισης μεταξύ θηλυκού,αρσενικού και μεσαίου γένους και αναδεικνύεται ως μια αρχή που ισχύει για τα πάντα.Εφαρμόζεται σε όλα τα έμψυχα και άψυχα πράγματα, στις έννοιες, στα γράμματα, στιςλέξεις, στους ποιητικούς πόδες, στις μουσικές αρμονίες, στους ρυθμούς, στα είδη τωνμουσικών οργάνων, ακόμη και στους παραγόμενους ήχους των πλανητών. Η παραπάνωδιάκριση εντάσσεται στη γενικότερη θεωρία του Κοϊντιλιανού περί κατηγοριοποίησης σετριάδες, που προϋποθέτει την ύπαρξη ενός μέσου και δύο άκρων. 1040 269 267 Μελέτη αστοχίας συνθέτου υλικού διασταυρούμενων στρώσεων σε εφελκυσμό The purpose of this paper is to study the failure mechanisms of a cross-ply composite material in tensile testing. The fact that the failure of composite materials is unpredictable compared to conventional materials makes its study particularly complex. In the first chapters of the thesis, the theories and the analytical models (shear lag) are mentioned, which played an important role in understanding the mechanisms of failure and their efficient modeling as they explain in detail the mechanism of stress transfer between the layers as well as their failure. Results from the single fiber fragmentation test are presented and the failure mechanisms that appear, are identical to the object to be studied, except that the fibers in this experiment show a cylindrical symmetry while the total composite material in tension, planar symmetry. Next, reference is made to the parameters that significantly affect the results of a finite element analysis, as well as the justification for their selection. It is presented analytically the model design and its solution, by interpreting the failure mechanisms that occurred during solving of the virtual experiment. Stochastic modelling is introduced for the accidental appearance of cracks in the 90 degree layers, and saturation. Finally, a parametric study is presented between the interlaminar shear strength, thedelamination length and the overall strength of the material, yielding important conclusions and verifying the actual experimental results. As itcomes off from the results of the solution, the interfacial shear strength plays an important role in the ultimate strength of the material as it directly affects the crack density, the length of the laminar detachment and hence the redistribution of the stresses. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη των μηχανισμών αστοχίας ενός σύνθετου υλικού διασταυρούμενων στρώσεων σε εφελκυσμό. Το γεγονός πως η αστοχία των σύνθετων υλικών είναι απρόβλεπτη σε σχέση με τα συμβατικά υλικά καθιστά τη μελέτη της ιδιαίτερα πολύπλοκη. Στα πρώτα κεφάλαιο της εργασίας αναφέρονται οι θεωρίες και τα αναλυτικά μοντέλα (shearlag) που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην κατανόηση των μηχανισμών αστοχίας και στην αποτελεσματική μοντελοποίησή τους, καθώς εξηγούν αναλυτικά το μηχανισμό μεταφοράς τάσεων μεταξύ των στρώσεων, καθώς και την αστοχία τους. Παρουσιάζονται αποτελέσματα από το πείραμα θραύσης μιας ίνας σε εφελκυσμό, διότι οι μορφές αστοχίας που εμφανίζεται είναι ίδιες με το προς μελέτη αντικείμενο , με τη διαφορά ότι οι ίνες στο συγκεκριμένο πείραμα παρουσιάζουν κυλινδρική συμμετρία ενώ το συνολικό σύνθετο υλικό σε εφελκυσμό, επίπεδη συμμετρία. Στη συνέχεια , γίνεται αναφορά στις παραμέτρους που επηρεάζουν σημαντικά τα αποτελέσματα μιας ανάλυσης πεπερασμένων στοιχείων, καθώς και την αιτιολόγηση για την επιλογή τους. Παρουσιάζεται αναλυτικά ο σχεδιασμός του μοντέλου και η επίλυση του ερμηνεύοντας τους μηχανισμούς αστοχίας που εμφανίστηκαν κατά την επίλυση του εικονικού πειράματος. Εισάγεται στοχαστικότητα για τη μοντελοποίηση της τυχαίας εμφάνισης ρωγμών στις στρώσεις των 90 μοιρών, και τον κορεσμό στην εμφάνιση τους. Τέλος , γίνεται μια παραμετρική ανάλυση μεταξύ της διαστρωματικής αντοχής, του μήκους διαστρωματικής αποκόλλησης και τη συνολική αντοχή του υλικού, εξάγοντας σημαντικά συμπεράσματα και επαληθεύοντας τα πραγματικά πειραματικά αποτελέσματα.Όπως προέκυψε από τα αποτελέσματα της επίλυσης, η αντοχή της διεπιφάνειας παίζει σημαντικό ρόλο στην τελική αντοχή του υλικού καθώς επηρεάζει άμεσα την πυκνότητα ρηγμάτωσης, το μήκος της διαστρωματικής αποκόλλησης και κατ’ επέκταση τον τρόπο ανακατανομής των τάσεων . 1041 125 122 Initiation and identity in the greek apprenticeship novel (1935-1949) Μύηση και ταυτότητα στο ελληνικό μυθιστόρημα μαθητείας (1935-1949) The present dissertation is a study of the Greek apprenticeship novel (Bildungsroman) of the period 1935-1949. In particular, the research focuses on the characters that, consciously or unconsciously, have an initiating effect on the central adolescent heroes or heroines of novels, as well as on the forms of initiation, such as love, death, nature, art, literature and historical reality, aiming at analyzing the ways in which they influence the evolutionary course of the fictional young heroes / heroines towards adulthood and the formation of their individual identity. In total, eleven novels by male and female authors are analyzed, based on scientific theories from the fields of psychology, psychoanalysis, philosophy, social anthropology, and the theory of literature. Η παρούσα διατριβή αποτελεί μία μελέτη του ελληνικού μυθιστορήματος μαθητείας (Bildungsroman) της περιόδου 1935-1949. Ειδικότερα, η έρευνα επικεντρώνεται αφενός στα πρόσωπα, τα οποία, συνειδητά ή ασυνείδητα, ασκούν μυητική επίδραση στους κεντρικούς έφηβους ήρωες ή ηρωίδες των μυθιστορημάτων, αφετέρου στις μορφές μύησης, όπως ο έρωτας, ο θάνατος, η φύση, η τέχνη, η λογοτεχνική ανάγνωση και η ιστορική πραγματικότητα, με βασικό σκοπό να αναλυθούν οι τρόποι με τους οποίους επηρεάζουν την εξελικτική πορεία των μυθοπλαστικών νεαρών ηρώων/ηρωίδων προς την ενηλικίωση και τη διαμόρφωση της ατομικής τους ταυτότητας. Συνολικά, αναλύονται έντεκα μυθιστορήματα ανδρών και γυναικών συγγραφέων, με βάση επιστημονικές θεωρίες από τα πεδία κυρίως της ψυχολογίας, της ψυχανάλυσης, της φιλοσοφίας, της κοινωνικής ανθρωπολογίας, της θεωρίας της λογοτεχνίας. 1042 396 412 Effect of the combination of insulin degludec with liraglutide on serum lipoprotein metabolism in patients with type II diabetes mellitus Επίδραση του συνδυασμού ινσουλίνης degludec με λιραγλουτίδη στο μεταβολισμό των λιποπρωτεϊνών του ορού σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ Introduction: The administration of the fixed-dose combination of Insulin Degludec and Liraglutide (IDegLira) has been associated with changes in the fasting lipid profile of diabetic patients while the effect of the combination on apoB-containing lipoprotein subclasses’ values remains unclear. In this study, we assessed the effect of IDegLira combination concerning the fasting lipid parameters, serum apolipoproteins and apoB-containing lipoprotein subclasses in diabetic patients in clinical practice. Materials and Methods: Forty patients with type 2 diabetes mellitus and glycated hemoglobin levels greater than 7% on antidiabetic tablets were included. Twenty-five patients received the IDegLira combination while the remainig 15 patients received insulin degludec (IDeg), with a treatment duration of 3 months. Anthropometric and lipid, as well as carbohydrate metabolism parameters were assessed before initiation and following 3 months of treatment. The levels of apoB-containing lipoprotein subclasses were measured by the Lipoprint method. Results: Administration of IDegLira resulted in a statistically significant reduction of total and LDL cholesterol levels by 11.48 mg/dl, (p = 0.008) and 7.7 mg/dl, (p = 0.023) respectively. There was also a decrease in triglyceride levels by 6 mg/dl and in HDL cholesterol by 1.8 mg/dl. The levels of apolipoproteins A1 and B decreased in patients treated with the IDegLira combination, (p <0.05 for both comparisons). Also, an increase in the levels of small dense LDL (sdLDL) particles was observed. The change in sdLDL concentration significantly correlated to respective changes in triglyceride levels (r = 0.650, p = 0.0001). Thus, patients in whom the combination caused a significant decrease in triglycerides showed a parallel decrease in the sdLDL concentration by approximately 20% (p <0.05). The changes in the levels of lipid parameters were significantly greater than those observed in the IDeg group, in which no significant changes of the lipid profile were observed, as well as in the levels of apoB-containing lipoprotein subclasses. Conclusions: Administration of the IDegLira combination is accompanied by a decrease in the concentrations of total, LDL and HDL cholesterol and apolipoproteins A1 and B, while the levels of sdLDL are only reduced in patients experiencing a significant decrease in triglycerides following drug administration. The contribution of the changes in fasting lipid parameters of diabetic patients to cardiovascular risk reduction observed after treatment with liraglutide in clinical trials cannot be excluded. Εισαγωγή: Η χορήγηση του συνδυασμού βασικής ινσουλίνης degludec με λιραγλουτίδη (IDegLira) έχει συσχετιστεί με μεταβολές στις κλασικές λιπιδαιμικές παραμέτρους των διαβητικών ασθενών ενώ η επίδραση του συνδυασμού στις τιμές των υποκλασμάτων των λιποπρωτεϊνών που περιέχουν apoB παραμένει αδιευκρίνιστη.Στην παρούσα εργασία εκτιμήθηκε η επίδραση του συνδυασμού IDegLira στις κλασικές λιπιδαιμικές παραμέτρους νηστείας, στις απολιποπρωτεΐνες του ορού και στα υποκλάσματα των λιποπρωτεϊνών που περιέχουν apoB σε διαβητικούς ασθενείς στην κλινική πράξη. Υλικά και μέθοδοι:Μελετήθηκαν 40 ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και επίπεδα γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης μεγαλύτερα του 7% υπό αγωγή με αντιδιαβητικά δισκία. Οι 25 ασθενείς έλαβαν το συνδυασμό IDegLira ενώ οι υπόλοιποι 15 ασθενείς έλαβαν ινσουλίνη degludec (IDeg) και η διάρκεια της αγωγής ήταν 3 μήνες. Έγινε προσδιορισμός των ανθρωπομετρικών και των λιπιδαιμικών παραμέτρων, καθώς και των παραμέτρων που αφορούν το μεταβολισμό των υδατανθράκων πριν την έναρξη και μετά από 3 μήνες θεραπείας. Τα επίπεδα των υποκλασμάτων των λιποπρωτεϊνών που περιέχουν απολιποπρωτεΐνη Β μετρήθηκαν με τη μέθοδο Lipoprint. Αποτελέσματα:Η χορήγηση του IDegLira οδήγησε σε στατιστικά σημαντική μείωση των επιπέδων της ολικής χοληστερόλης κατά 11.48 mg/dl, (p=0.008) και της LDL χοληστερόλης κατά 7.7 mg/dl, (p=0.023). Επίσης παρατηρήθηκε μείωση των επιπέδων των τριγλυκεριδίων κατά 6 mg/dl καθώς και της HDL χοληστερόλης κατά 1.8 mg/dl. Τα επίπεδα των απολιποπρωτεϊνών A1 και Β μειώθηκαν με τη χορήγηση του IDegLira, (p<0.05 και για τις 2 συγκρίσεις). Επίσης, παρατηρήθηκε αύξηση των επιπέδων της χοληστερόλης των μικρών πυκνών LDL (sdLDL) σωματιδίων. H μεταβολή της συγκέντρωσης της χοληστερόλης των sdLDLσωματιδίων εμφάνισε σημαντική συσχέτιση με τις αντίστοιχες μεταβολές των επιπέδων των τριγλυκεριδίων (r=0.650, p=0.0001). Έτσι, οι ασθενείς στους οποίους ο συνδυασμός είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των τριγλυκεριδίων εμφάνισαν παράλληλα μείωση της συγκέντρωσης των sdLDL κατά 20% περίπου (p<0.05). Οι μειώσεις των επιπέδων των λιπιδίων ήταν σημαντικά μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες που παρατηρήθηκαν στην ομάδα της IDeg στην οποία δεν παρατηρήθηκε σημαντική μεταβολή των τιμών των λιπιδαιμικών παραμέτρων, καθώς των επιπέδων των υποκλασμάτων των λιποπρωτεϊνών που περιέχουν απολιποπρωτεΐνη Β. Συμπεράσματα: Η χορήγηση του συνδυασμού IDegLira συνοδεύεται από μείωση των επιπέδων της ολικής, LDL και HDLχοληστερόλης και των απολιποπρωτεϊνών A1 και Β ενώ τα επίπεδα της χοληστερόλης των sdLDL μειώνονται μόνο στους ασθενείς που εμφανίζουν σημαντική μείωση των τριγλυκεριδίων μετά τη χορήγηση του φαρμάκου. Δεν μπορεί να αποκλειστεί η συνεισφορά των μεταβολών των λιπιδαιμικών παραμέτρων νηστείας των διαβητικών ασθενών στη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου που παρατηρήθηκε με τη χορήγηση λιραγλουτίδης στις κλινικές μελέτες. 1043 252 283 Οι δραστηριότητες των Ποδαλειρίου και Μαχάονος απο κοινωνιολογική άποψη THIS THESIS IS DIVIDED IN TWO PARTS (A AND B). THE FIRST PART IS COMPRISED OF TWO CHAPTERS: THE FIRST DEALS WITH THE MEDICINE OF HOMER'S ERA. IT ALSO DEALS WITH THE LEGEND OF THE MEDICAL DOCTOR- GOD AESCULAPIUS AND HIS SONS PHYSICIANS PODALIRIOS AND MACHAON, AS WELL AS HOMER, SINCE WE DRAW THIS INFORMATION FROM WHAT HE HAS WRITTEN IN ILIAD AND ODYSSEY. IN THE SECOND CHAPTER I PROVIDE DATA THAT REVEAL THE STRUCTURE AND THE CIVILIZATION OF THE GREEK SOCIETY, AS IT IS GIVEN IN HOMER'S WORKS. THESE ACTIVITIES ARE BEING CAREFULLY STUDIED BY HOMER, FROMA SOCIOLOGICAL POINT OF VIEW. READING AND DOING SCIENTIFIC RESEARCH IN THE WRITTEN MONUMENTS HAS AS A PURPOSE AND AS A RESULT TO FIND OUT THINGS ABOUT THE GREAT PIONEERS OF MEDICAL SCIENCE, THEIR LIFE, CHARACTER, MORALS, WORKS, ACTIVITIES AS WELL AS THE CIRCUMSTANCES UNDER WHICH THEY LIVED. THIS RESEARCH IS GIVINGUS: THE SOCIAL POSITION OF PODALIRIOS AND MACHAON. THEY HAVE THIS POSITION BECAUSE OF THEIR DESCENT AND AUTHORITY. ALSO, THE SOCIAL RECOGNITION THAT COMES FROM THEIR HEROISM AND PATRIOTISM, AND THEIR PHYSICAL STRENGTH AND MORAL NOPLESSE. THIS RESEARCH IS ALSO GIVING US MACHAON'S SOCIAL POSITION, SOMETHING THAT IS DUE TO HIS HEALING CAPABILITIES. ALSO, THE SOCIAL APPRECIATION DUE TO HIS LOVE TOWARDS THE PATIENTS. THE SOCIAL RECOGNITION OF PODALIRIOS' HEALING CAPABILITIES. THE SOCIAL POSITION OF MACHAON AS A PHYSICIAN WHICH APPRAISES THE SOCIAL POSITION OF ALL THE PHYSICIANS. ALSO, MACHAON AND PODALIRIOS MADE AS GODS, AS A RESULT OF THEIR SOCIAL ACCEPTANCE AND RECOGNITION. Η ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΧΩΡΙΖΕΤΑΙ ΣΕ ΔΥΟ ΜΕΡΗ (Α' ΚΑΙ Β'). ΤΟ Α' ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΕΙΝΕΤΑΙ ΣΕ ΔΥΟ ΚΕΦΑΛΑΙΑ. ΤΟ Ι ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΤΗΣ ΟΜΗΡΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ. ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΕΠΙΣΗΣ, ΣΤΟΝ ΘΡΥΛΟ ΤΟΥ ΙΑΤΡΟΥ- ΘΕΟΥ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΟΣ ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΥΙΩΝ ΤΟΥ ΙΑΤΡΩΝ ΠΟΔΑΛΕΙΡΙΟΥ ΚΑΙ ΜΑΧΑΟΝΟΣ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΟΜΗΡΟ, ΚΑΘΟΣΟΝ ΤΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΑΡΝΟΜΕΘΑ, ΚΥΡΙΩΣ, ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥΤΟΥ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, ΤΗΝ ΙΛΙΑΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΔΥΣΣΕΙΑ. ΣΤΟ ΙΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΑΡΑΤΙΘΕΝΤΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ, ΠΟΥ ΦΑΝΕΡΩΝΟΥΝ ΤΗ ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, ΟΠΩΣ ΑΥΤΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΤΑΙ ΣΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ. ΜΕ ΑΛΛΑ ΛΟΓΙΑ Η ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΟΜΗΡΙΚΟΥ ΕΠΟΥΣ. ΤΟ Β' ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΟΥ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΠΡΟΕΚΥΨΑΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ, ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΠΑΡΑΤΙΘΕΝΤΑΙ ΣΕ ΕΝΝΕΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ. Η ΜΕΛΕΤΗ ΠΡΑΓΜΑΤΕΥΕΤΑΙ ΤΙΣ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΕΣ ΣΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑΕΡΓΑ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΙΑΤΡΩΝ ΠΟΔΑΛΕΙΡΙΟΥ ΚΑΙ ΜΑΧΑΟΝΟΣ, ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΜΕΛΕΤΑ ΕΠΙΣΤΑΜΕΝΩΣ ΑΠΟ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΟΨΗ. Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΑΝΑΔΙΦΗΣΗ ΣΤΑ ΓΡΑΠΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΕΧΕΙ ΩΣ ΣΤΟΧΟ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΝΑ ΜΝΗΜΟΝΕΥΕΙ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΣΚΑΠΑΝΕΙΣ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ, ΤΟΝ ΒΙΟ, ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ, ΤΟ ΗΘΟΣ, ΤΟ ΕΡΓΟ, ΤΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥΣ,ΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ, ΠΟΥ ΕΖΗΣΑΝ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ: Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΠΟΔΑΛΕΙΡΙΟΥ ΚΑΙ ΜΑΧΑΟΝΟΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΑΞΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΡΩΙΣΜΟ ΚΑΙ Η ΦΙΛΟΠΑΤΡΙΑ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ, ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΤΟΥΣ ΕΥΓΕΝΕΙΑΣ. Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΜΑΧΑΟΝΟΣ ΧΑΡΙΝ ΤΩΝ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ . Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΕΚΤΙΜΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ. Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΩΝ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΩΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ ΤΟΥ ΠΟΔΑΛΕΙΡΙΟΥ. Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΟΥ ΜΑΧΑΟΝΟΣ Η ΟΠΟΙΑ ΔΙΔΕΙ ΑΙΓΛΗ ΚΑΙ ΕΞΑΡΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΘΕΣΗ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΙΑΤΡΩΝ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ Η ΘΕΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΜΑΧΑΟΝΟΣ ΚΑΙ ΠΟΔΑΛΕΙΡΙΟΥ ΩΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΞΙΩΣΗΣ. 1044 230 207 Σκοπός μας είναι να αιτιολογήσουμε την επιλογή του ονόματος του δούλου Myrmex, πρωταγωνιστή της ερωτικής νουβέλας του Φιλησίθηρου και της Αρετής στις Metamorphoses του Απουλήιου. Σύμφωνα με τους περισσότερους μελετητές με το όνομα Myrmex συνδέεται ο συγκεκριμένος ρόλος με το ήθος του εντόμου μύρμηκος, όπως αυτό παρουσιαζόταν στην αρχαία λογοτεχνία. Επιπλέον η επιλογή του ονόματος Myrmex προοιωνίζεται την τελική έκβαση της ιστορίας, καθώς τα χαρακτηριστικά του μυρμηγκιού (φιλοπλουτία και μικρό μέγεθος) αποδίδονται στον ομώνυμο ήρωα. Ωστόσο παρατηρείται ότι το όνομα μύρμης μεταμορφώνει τη φιγούρα του Myrmex, καθώς λειτουργεί ως αμοιβαίος σύνδεσμος (mutuus nexus) ανάμεσα στο μυρμήγκι και τον φερώνυμο δούλο. Πρόκειται για μια σχεδιασμένη σύνδεση του μυρμηγκιού, των λογοτεχνικών συνδηλώσεών του, του ρόλου του δούλου (Mymex) και του ονόματός του, που δεν στερείται φιλοσοφικού ενδιαφέροντος. Σχετικά μάλιστα με τη φιλοσοφική διάσταση του ρόλου του Myrmex εντοπίζονται αξιοσημείωτες φραστικές και λεξιλογικές αναλογίες ανάμεσα στη συγκεκριμένη νουβέλα, όπου περιγράφεται η σχέση του Myrmex με την Αρετή και το χρυσάφι, κι ένα χωρίο του Πλατωνικού Φαίδωνα (82d3-83c11), το οποίο πραγματεύεται τον τρόπο ζωής των ψυχών και τις σχετικές μετενσαρκώσεις τους. Έτσι εικάζεται ότι οι προαναφερθείσες αναλογίες μεταξύ της ερωτικής ιστορίας και του φιλο σοφικού κειμένου, αν και απροσδόκητες, δεν είναι τυχαίες και αναμένουν τον συσχετισμό τους από τον προσεκτικό αναγνώστη. Our aim is to justify the preference of the slave's name Myrmex, the protagonist in the erotic novel of Philesitherus and Arete in Apuleius' Metamorphoses. According to most scholars by using the name Myrmex the moral (ethos) of the acknowledged insect, the ant, as it was presented in the ancient literature, is associated with this certain character. In addition, choosing that name (Myrmex), the final outcome of the story is anticipated, as well as, the characteristics of the ant (avarice and small size) are attributed to the homonymous hero. Nevertheless, it is observed that the name (μύρμηξ-ant) transfigure Myrmex into a character, as the precedent name is the mutual reciprocity (mutuus nexus) between the uúpuns-ant and Myrmex. It regards an intentional connection between the uúpung-ant, its literature connotations, the role of the slave (Myrmex) and his name, which is not deprived by philosophical interest. Concerning the philosophical aspect of the character of Myrmex there were pinpointed notable phrasal and verbal correlations between this particular novel in which the interrelations of Myrmex with Arete and gold are described, and a passage from Plato's Phaedo (82d3-83c11), which concerns the way of life of the souls and the relevant reincarnations. Thus, it is conjectured that the above mentioned correlations between the erotic novel and the philosophical text although unexpected they are not coincidental and are expected to be associated by the attentive reader. 1045 178 188 Τhe aims of the present study were two. First, it was aimed to investigate the relationship between social anxiety, shame-proneness, and Theory of Mind (TοΜ) in 187 children aged 10 to 12 years. Second, it was aimed to investigate the effect of gender and age on these three variables. The scale ‘Brief Shame and Guilt Questionnaire for Children’ (Novin & Rieffe, 2015) was used to measure shame-proneness and for the assessment of ToM, two instruments were used: the task ‘Strange Stories’ (Happe, 1994) and the task ‘Real and Deceptive Emotion Task’ (Dennis, Barnes, Wilkinson, & Humphreys, 1998). For the assessment of children’s social anxiety the Greek version of the scale ‘Social Anxiety Scale for Children or Revised’ (SASC-R, La Greca & Stone, 1993) was used. The results showed that shame was positively correlated with children's social anxiety. However, no statistically significant correlation was found between shame-proneness, social anxiety and ToM. Finally, it was found that children’s gender and age did not affect the relationship between shame and social anxiety with the cognitive and the emotional dimensions of ToM. Οι στόχοι της παρούσας έρευνας ήταν δύο. Πρώτον, εξετάστηκε η σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό άγχος, την προδιάθεση για ντροπή και την Θεωρία του νου (ΘτΝ), σε 187 παιδιά ηλικίας 10-12 ετών. Δεύτερον, εξετάστηκε η επίδραση του φύλου και της ηλικίας στις τρεις αυτές μεταβλητές. Για τη μέτρηση της ντροπής χρησιμοποιήθηκε το εργαλείο Brief Shame and Guilt Questionnaire for Children (Novin & Rieffe, 2015) και για την αξιολόγηση της ΘτΝ χρησιμοποιήθηκαν το έργο «Παράξενες ιστορίες» (Strange Stories, Happe, 1994) και το ΄Εργο Πραγματικών και Παραπλανητικών Συναισθημάτων (Real and Deceptive Emotion task (Dennis, Barnes, Wilkinson & Humphreys, 1998). Για τη μέτρηση του κοινωνικού άγχους χρησιμοποιήθηκε η ελληνική εκδοχή της Κλίμακας Κοινωνικού Άγχους για Παιδιά ή Social Anxiety Scale for Children- Revised (SASC-R, La Greca & Stone, 1993). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η προδιάθεση για ντροπή συσχετίζεται θετικά με τα συμπτώματα κοινωνικού άγχους των παιδιών. Ωστόσο, τόσο η προδιάθεση για ντροπή, όσο και το κοινωνικό άγχος δεν βρέθηκε να συσχετίζονται με τη ΘτΝ. Τέλος, διαπιστώθηκε ότι το φύλο και η ηλικία των παιδιών δεν επηρεάζουν τη σχέση της ντροπής και του κοινωνικού άγχους με τη γνωστική και συναισθηματική διάσταση της ΘτΝ. 1046 439 451 In my thesis under the title Analysis and selective edition of the Catechetical Orations of Michael Choniates I set out to make an interpretative and thematic analysis, and to study the structure of the largely unedited catechetical works by this important scholar and Archbishop of Athens in the twelfth century. The study was based on two manuscripts, Mosquensis Synodalis 230 and 262 (Vladimir 218 and 219 respectively), which were obtained in a digitized form from the Historical Museum in Moscow. The composite discourse of Choniates, his philosophical and theological ideas, the historical context of the works and the current events reflected in them are aspects brought together in the thesis, both in general and in detailed analysis. The first part begins by considering Michael’s path of life from his birthplace, Chonai in Phrygia, to Constantinople. Emphasis is given to the education he received and his relationship with scholars’ circles in the capital. It then explores the life and activities of Choniates, and his experiences, during twenty years in the Athenian metropolis, on the basis of all the relevant references in his letters, speeches and sermons. There follows a study of his exile, after 1204, from the bishopric to the island of Kea, and eventually his retirement to the Prodromos monastery near Thermopylae, the last station of his life. The second part of the study focuses on the evolution of the Catechesis as a genre and on a close analysis of the twenty-six catechetical orations. The genre itself is explored from early Christian times to late Byzantium, with special emphasis on the catechetical production of the twelfth century. The purpose is to demonstrate the formation and evolution of this type of discourse, to outline the perspective of catechism assumed through the centuries, and to discern the differences or similarities, as well as those elements and motifs which survive in different periods. This highlights the complex aims of the catechetist, the kind of ethical problems confronting the believers, and the direction in which spiritual guidance was offered and sought. From the literary point of view, the twelfth century Byzantine rhetoric with its revival of classicism brought its brilliance to this kind of speech from the pulpit, to match the considerable alteration of the content, which assumed a pronounced admonitory and moral character. An important part of the thesis is the thematic and interpretative analysis of each oration of Choniates. From the individual analysis of each catechesis, it becomes clear that in their structure all twenty-six share a common model for developing various themes. In the Appendix two of these catechetical orations (nos. twelve and twenty-three) are edited for the first time. Στη Διατριβή με τίτλο Ανάλυση και επιλεκτική έκδοση των κατηχήσεων του Μιχαήλ Χωνιάτη προβαίνω σε ερμηνευτική και θεματική ανάλυση καθώς και σε μελέτη της δομής των κατηχήσεων του αρχιεπισκόπου Αθηνών και σημαντικού λογίου του 12ου αιώνα. Η παλαιογραφική μελέτη βασίστηκε στα δύο χειρόγραφα που διασώζουν το κατηχητικό έργο του Χωνιάτη, Mosquensis Synodalis 230 και 262 (Vladimir 218 και 219 αντίστοιχα), τα οποία προμηθεύτηκα σε ψηφιοποιημένο αρχείο από το Ιστορικό Μουσείο της Μόσχας. Ο σύνθετος λόγος, οι ιδέες του Χωνιάτη που εκφράζουν τη φιλοσοφία και τη θεολογία του και, εν γένει, την κοσμοθεωρία του, η ιστορική συγκυρία και επικαιρότητα που ενσωματώνονται στον λόγο του, οι έννοιες που διαφαίνονται στο κήρυγμά του, όλα αυτά συγκερασμένα μαζί, αλλά και το καθένα ξεχωριστά, μελετήθηκαν στη Διατριβή. Στο πρώτο μέρος εξετάζεται αρχικά η διαδρομή του βίου του Μιχαήλ από τη γενέτειρά του (Χώναι της Φρυγίας) στην Κωνσταντινούπολη. Έμφαση δίδεται στην παιδεία που έλαβε και τις σχέσεις του με κύκλους λογίων στην πρωτεύουσα. Στη συνέχεια διερευνώνται τόσο η ζωή και η δράση, όσο και τα συναισθήματα του Χωνιάτη κατά την εικοσαετή παραμονή του στη μητρόπολη Αθηνών, με την ενδελεχή καταγραφή αναφορών του ιδίου σε επιστολές, ομιλίες και κατηχήσεις του. Κατόπιν μελετάται η μετάβασή του, μετά το 1204, από τον επισκοπικό θρόνο στο νησί της Κέας και μετέπειτα στη μονή Προδρόμου στις Θερμοπύλες, τον τελευταίο σταθμό της ζωής του. Στο δεύτερο μέρος η μελέτη εστιάζεται σε δύο σημεία: στη διαχρονική εξέλιξη της κατήχησης ως είδους και στην ιδιαίτερη ανάλυση των είκοσι έξι κατηχήσεων του Χωνιάτη. Όσον αφορά στο πρώτο σκέλος, διερευνάται το κατηχητικό είδος από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους έως το ύστερο Βυζάντιο, με ειδική έμφαση στην κατηχητική παραγωγή του 12ου αιώνα. Σκοπός είναι να καταδειχθεί η συγκρότηση και η εξέλιξη του ποιμαντορικού αυτού είδους, να σκιαγραφηθεί η οπτική των κατηχήσεων ανά τους αιώνες και να γίνουν ευδιάκριτες οι διαφορές ή ομοιότητες, καθώς και τα στοιχεία και μοτίβα, τα οποία επιβιώνουν στις κατηχήσεις των διαφόρων περιόδων. Όλα αυτά αναδεικνύουν αφενός τους στόχους των ομιλητών – κατηχητών, αφετέρου το είδος των ηθικών προβλημάτων τα οποία απασχολούσαν τους πιστούς και την κατεύθυνση προς την οποία έπρεπε να κατατείνει η πνευματική τους καθοδήγηση. Από τη συγκριτική μελέτη προέκυψε η διαπίστωση ότι τον 12ο αιώνα η ακμή της ρητορικής και η αναβίωση του κλασικισμού συνεπάγεται την ακμή των λόγων από άμβωνος και ο όρος κατήχησις έχει υποστεί μια σημασιολογική διεύρυνση καθώς στερεώνεται πλέον ο νουθετητικός και ηθικός χαρακτήρας της. Σημαντικό τμήμα της Διατριβής αποτέλεσε η θεματική και ερμηνευτική ανάλυση εκάστης κατηχήσεως του Χωνιάτη. Από τη μεμονωμένη ανάλυση προέκυψε ότι, ως προς τη δομή τους, οι είκοσι έξι κατηχήσεις μοιράζονται έναν κοινό τύπο ανάπτυξης θεμάτων και νοημάτων, ο οποίος εκτίθεται σε ειδικό κεφάλαιο. Στο Παράρτημα παρουσιάζεται δειγματοληπτική έκδοση δύο (ιβ’ και κγ’) κατηχήσεων. 1047 384 342 His life was as if it came straight out of a novel, unexpected and full of surprises and his reign was one of the most turbulent eras in the Greek empire. Andronicus I Comnenus was born in 1122/23. His father was Isaac and his mother Irene. He was raised in the imperial palace. He lived many years outside of the borders of the empire as a wanderer between the east and the west. His cousin, emperor Manuel I Comnenus, appointed him ruler of Kilikia. He cabaled with the the king of Jerusalem, the Sultun of Iconio and the ruler of Hungary, in order to gain the imperial throne. He was sent to and broke out of prison several times. He was involved in an erotic relationship with his nephew, Eudokia, and he also seduced the princess of Antiochia, Filippa. In Jerusalem, he was erotically involved with another nephew of his, named Theodora, who played a major role in his life. After wandering in many regions, he arrived in Turkish Iberia, where he lived many enslaving his fellow Byzantines. He had four children. He returned to Constantinople and got “banished” in Oinaion.After the death of Manuel I, he marched towards Constantinople, where he was expected as a saviour from the residents. Ηe shamelessly instigated the massacre of the Latins, who had the monopoly in trade, whereas the locals were on the verge of starvation. He ruled as a co- emperor, but after a while, he assassinated Maria of Antiochia. Not only did he do so, but also he assassinated the right hair to the throne, Alexios II and married his wife. He was crowned emperor, but during his reign, he ruled with autarchy and he created hate. The invasion of the Normads of Sicily and their besiege of Thessaloniki, was his downfall. He was overthroned by the same people, who they supported him in his apostacy. He died after despicable tortures, which he endured with admirable composure. He also imposed many legal measures, such as the improvement of the public administration, the appointment of honest judges, the restriction of bureaucracy and the reduction of taxes. He also made major mistakes. This includes the persecution of the aristocracy and the use of extensive violence, which marked his reign and was obvious even in his martirical death. Η ζωή του υπήρξε μυθιστορηματική, η πορεία του απροσδόκητη και γεμάτη εκπλήξεις και η βασιλεία του από τις πιο ταραχώδεις εποχές της Ελληνικής Αυτοκρατορίας. Ο Ανδρόνικος Α Κομνηνός γεννήθηκε την περίοδο 1122/23. Πατέρας του ήταν ο Ισαάκιος Κομνηνός και μητέρα του η Ειρήνη. Μεγάλωσε στην αυτοκρατορική αυλή. Έζησε επί πολλά χρόνια εκτός των ορίων της Ρωμανίας περιπλανώμενος στον τότε γνωστό κόσμο Ανατολής και Δύσης. Ο εξάδελφός του- αυτοκράτωρ Μανουήλ Α Κομνηνός τον διόρισε ηγεμόνα της Κιλικίας. Μηχανορραφούσε με το βασιλιά των Ιεροσολύμων, το σουλτάνο του Ικονίου και τον ηγεμόνα της Ουγγαρίας, προς σφετερισμό του θρόνου. Φυλακίσθηκε και απέδρασε αρκετές φορές. Δημιούργησε ερωτική σχέση με την ανεψιά του Ευδοκία και σαγήνευσε την πριγκίπισσα Φιλίππα της Αντιόχειας. Στην Ιερουσαλήμ συνδέθηκε με την επίσης ανεψιά του Θεοδώρα, η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή του. Έπειτα από περιπλάνηση σε διάφορες περιοχές, κατέληξε στην τουρκική Ιβηρία, όπου έζησε πολλά χρόνια και έκανε δουλεμπόριο συμπατριωτών του. Απέκτησε τέσσερα παιδιά. Επέστρεψε στην Πόλη και «εξορίστηκε» στο Οίναιον. Μετά το θάνατο του Μανουήλ Α προήλασε προς τη Βασιλεύουσα όπου το πλήθος τον ανέμενε ως σωτήρα. Υποκίνησε χωρίς δισταγμό τη σφαγή των Λατίνων, οι οποίοι είχαν το μονοπώλιο του εμπορίου ενώ ο λαός ήταν στα όρια της εξαθλίωσης. Ανέλαβε συμβασιλέας αλλά μετ’ολίγον δολοφόνησε την Αυγούστα Μαρία της Αντιόχειας, σύζυγο του Μανουήλ Α και το δεκατετραετή γιό του και νόμιμο Βασιλέα, Αλέξιο Β Κομνηνό και νυμφεύθηκε τη χήρα σύζυγό του. Στέφθηκε αυτοκράτωρ αλλά κατά τη διάρκεια της σύντομης εξουσίας του κυβέρνησε απολυταρχικά και δημιούργησε μίσος. Η επιδρομή των Νορμανδών της Σικελίας και η κατάληψη της Θεσσαλονίκης υπήρξαν το κύκνειο άσμα του. Ανετράπη από το ίδιο πλήθος που τον στήριξε στην αποστασία του και προσπάθησε να διαφύγει αλλά συνελήφθη. Εξέπνευσε μετά τα πάνδεινα βασανιστήρια, που αντιμετώπισε με ολύμπια ψυχραιμία. Οι νομοθετικές του τομές περιελάμβαναν τη βελτίωση της δημόσιας διοίκησης, το διορισμό έντιμων δικαστών, τον περιορισμό της γραφειοκρατίας και τη μείωση των φόρων. Έκανε όμως και ολέθρια λάθη με τις διώξεις του κατά της αριστοκρατίας και τη χρήση ωμής βίας η οποία σημάδεψε το καθεστώς του και κυριάρχησε και στο μαρτυρικό του τέλος. 1048 513 502 Σχεδιασμός, σύνθεση και χαρακτηρισμός νέων υαλοκεραμικών υλικών για εφαρμογές στην οδοντιατρική προσθετική Many research groups, that are dealing with bioactive biomaterials, like dental biomaterials, have turned their attention to the development of novel substances of glasses and glass-ceramic materials. Thus the aim of this thesis was to develop and characterize novel glass-ceramic materials in the ternary system CaO-MgO-SiO2 in order to be used on modern dental clinic applications as dental implants. That is, in this paper we are trying to find out whether we can efficiently produce, from the composition of glass 1d (CaO-MgO-SiO2-Na2O-P2O5-CaF2), a new glass-ceramic material in order to increase the mechanical strength to the desired limits, but at the same time maintain its bioactivity at a level that it would permit its usage as a dental implant. Parent glass was developed in the aforementioned system with the addition of P2O5, Na2O and CaF2 by melting the components in a platinum crucible at 1400 °C and by quenching the melt in cold water. The sample which was obtained was in the form of glass-frit. The kinetics of crystallization of the glass before the sintering process, was studied using thermal analysis methods (DSC, dilatometry) and the temperatures at which crystallization was feasible was estimated. Powder from glass-frit was created by applying pressure. Using a metal matrix, parallelepiped bar specimens were produced. The sintering process took place at 800 °C, 850 °C and 900 °C, and dense white crystalline materials were obtained. The characterization of the glass-ceramic material was carried out using XRD and SEM methods, and it was found that the material consisted of diopside-wollastonite and fluoroapatite crystals, coexisting with residual glass phase. The physical and mechanical properties of the samples, such as density, linear shrinkage, flexural strength, modulus of elasticity, hardness and fracture toughness, were also studied. Furthermore, in order to evaluate the in-vitro bioactivity, the glass ceramic samples were immersed in SBF for 7, 14, 21, 60 and 90 days, and then were characterized by XRD and SEM / EDX so that to determine the formation of a HA (hydroxyapatite) surface layer. The experimental results showed that the specimen sintered at 850 °C exhibited the most desirable mechanical properties with values of bending strength 170,82 MPa, modulus of elasticity 26,57 GPa and fracture toughness 1,67 MPa-m0,5. The in vitro bioactivity results showed that the glass-ceramic material had formed HA surface layer and this was evaluated firstly by X-ray diffraction, as the peaks that appeared fitted perfectly with the peaks of the HA card (01-086-0740). HA formation was also evaluated by observing its surface using scanning electron microscopy / energy dispersive X-ray spectroscopy, where the evolution of bioactive surface formation over time was clearly apparent, as well as the Ca/P ratio was 1,65. The main conclusions drawn from the present study are that the composition 1d resulted in a diopside-wollastonite-fluorapatite glass-ceramic material, with modulus of elasticity and fracture toughness values that were close to those of the human cortical bone. The color of the glass ceramic material was aesthetically acceptable as it resembled that of the root of the natural tooth. Finally, the glass-ceramic material after remaining in SBF proved to be bioactive. Στοχεύοντας στην εξέλιξη των βιοενεργών βιοϋλικών και την άμεση εφαρμογής τους στις βιοϊατρικές εφαρμογές όπως στην οδοντιατρική, ομάδες ερευνητών έχουν στρέψει το εδιαφέρων τους στην ανάπτυξη καινοτόμων συστάσεων υάλων και υαλοκεραμικών υλικών. Έτσι ο σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η κατασκευή και ο χαρακτηρισμός νέων υαλοκεραμικών υλικών με καινοτόμες συστάσεις στο σύστημα CaO-MgO-SlO2 με σκοπό την εφαρμογή τους στη σύγχρονη οδοντιατρική κλινική πράξη και συγκεκριμένα για εφαρμογές οδοντικών εμφυτευμάτων. Δηλαδή, σε αυτή την εργασία προσπαθούμε να συμπεράνουμε κατά πόσο μπορούμε να παράγουμε με αποτελεσματικό τρόπο από την σύσταση της υάλου 1d (CaO-MgO-SlO2-Na2O- P2O5-CaF2), ένα νέο υαλοκεραμικό υλικό ώστε να αυξήσουμε τη μηχανική αντοχή σε επιθυμητά όρια, αλλά ταυτόχρονα να κρατήσουμε τη βιοενεργότητά στα ίδια επίπεδα, ώστε αυτό το υλικό να μπορέσει να χρησιμοποιηθεί ως οδοντικό εμφύτευμα. Συγκεκριμένα κατασκευάστηκε ύαλος στο προαναφερθέν σύστημα με προσθήκες P2O5, Na2O και CaF2 με τη μέθοδο της τήξης σε χωνευτήριο πλατίνας στους 1400 °C και με την απόχυση του τήγματος σε κρύο νερό λήφθηκε το δείγμα σε μορφή υαλοθραύσματος. Η κινητική της κρυστάλλωσης της υάλου, πριν τη διαδικασία πυροσυσσωμάτωσης, μελετήθηκε με θερμική ανάλυση και εκτιμήθηκαν οι θερμοκρασίες στις οποίες είναι εφικτή η κρυστάλλωση της. Δημιουργήθηκε σκόνη από το υλόθραυσμα το οποίο με εφαρμογή πίεσης σε μεταλλική μήτρα έδωσε δοκίμια σε σχήμα παραλληλεπίπεδης μπάρας. Ακλούθησε η διαδικασία πυροσυσσωμάτωσης στους 800 °C, 850 °C και 900 °C όπου ελήφθησαν πυκνά λευκά κρυσταλλικά υλικά. Ο χαρακτηρησμός τους με XRD και SEM, έδειξε ότι αποτελούνταν κυρίως από κρυστάλλους διοψίτη, γουολαστονίτη και φθοροαπατίτη μαζί με παραμένουσα υαλώδη φάση. Μελετήθηκαν οι φυσικές και μηχανικές ιδιότητες των δειγμάτων όπως, η πυκνότητα, η συρρίκνωση κατά την πυροσυσσωμάτωση, η αντοχή σε κάμψη, το μέτρο ελαστικότητας, η σκληρότητα και η δυσθραυστότητα. Επίσης, έλαβε χώρα ο in vitro έλεγχος βιοενεργότητας των δειγμάτων, όπου τα υαλοκεραμικά δείγματα παρέμειναν σε SBF για 7, 14, 21, 60 και 90 ημέρες, και στη συνέχεια χαρακτηρίστηκαν με XRD και SEM/EDX για να διαπιστωθεί ο σχηματισμός επιφανειακού στρώματος ΗΑ (υδροξυαπατίτη). Τα πειραματικά αποτελέσματα έδειξαν ότι το δείγμα που πυροσυσσωματώθηκε στους 850°C εμφάνισε τις πιο επιθυμητές μηχανικές ιδιότητες με αντοχή σε κάμψη 170,82 MPa, μέτρο ελαστικότητας 26,57 GPa και δυσθραυστότητα 1,67 MPa-m0,5. Το υαλοκεραμικό υλικό μετά από παραμονή στο SBF, έδειξε σχηματισμό επιφανειακού στρώματος ΗΑ το οποίο επιβεβαιώθηκε αρχικά με την περίθλαση ακτίνων-Χ καθώς οι κορυφές που εμφάνισε ταίριαξαν απόλυτα με τις κορυφές της πρωτότυπης κάρτας του ΗΑ (01-086-0740). Ο σχηματισμός ΗΑ επιβεβαιώθηκε και με την παρατήρηση τις επιφάνειας του με ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης/στοιχειακή ανάλυση όπου φάνηκε ξεκάθαρα η εξέλιξη σχηματισμού βιοενεργής επιφάνειας με την πάροδο του χρόνου, καθώς επίσης ο λόγος Ca/P υπολογίστηκε να είναι ίσος με 1,65. Τα βασικά συμπεράσματα που εξήχθησαν από την παρούσα εργασία είναι ότι η προς μελέτη σύσταση οδηγεί σε υαλοκεραμικό υλικό diopside-wollastonite-fluorapatite, με μέτρο ελαστικότητας και τιμές της δυσθραυστότητας να κυμαίνονται κοντά στις αντίστοιχες του συμπαγούς οστού. Το χρώμα του υαλοκεραμικού υλικού ήταν αισθητικά αποδεκτό, καθώς πλησιάζε αυτό της ρίζας του φυσικού δοντιού. Τέλος, το υαλοκεραμικό υλικό μετά από παραμονή σε SBF αποδείχτηκε ότι είναι βιοενεργό. 1049 194 211 The aim of this study is to examine individuals' attitudes towards minority groups such as people with disabilities and homosexuals. Individual objectives of the research are to examine and highlight possible factors influencing an individual's attitudes toward members of minority groups. In essence, the attitudes of the individuals of the two minority groups and the control group were compared, in order to find possible differentiation due to the group to which each individual belongs. A self-report questionnaire was used to assess attitudes. The population was as follows: 153 Men and 153 Women (N = 306) over 18 years of age (18-25 N = 72, 26-35 N = 114, 36-45 N = 30, 46-55 N = 54, 56+ N = 36) while each group consisted of 102 people. The study found that marital status, income, parenthood, age, education, job status, knowing homosexual people, knowing people with disability, religiosity and residence could influence attitudes towards individuals in both social minorities. However, gender was not found to affect individuals' attitudes toward the two social minorities, and factors such as religiosity and knowing homosexual people did not differ in the case of attitudes toward homosexuals by homosexual people. Η παρούσα εργασία έχει ως σκοπό να ελέγξει τις στάσεις των ατόμων απέναντι σε ομάδες μειονοτήτων όπως είναι τα άτομα με αναπηρία και τα ομοφυλόφιλα άτομα. Επιμέρους στόχοι της έρευνας είναι να ελεγχθούν και να αναδειχθούν πιθανοί παράγοντες επιρροής των στάσεων ενός ατόμου απέναντι σε άτομα μειονοτικών ομάδων.Ουσιαστικά έγινε σύγκριση των στάσεων των ατόμων δύο μειονοτικών ομάδων και της ομάδας ελέγχου, με σκοπό την εύρεση πιθανής διαφοροποίησης εξαιτίας της ομάδας στην οποία ανήκει το κάθε άτομο. Για την αποτίμηση των στάσεων έγινε χρήση ερωτηματολογίου αυτοαναφοράς. Ο πληθυσμός διαμορφώθηκε ως εξής: 153 Άνδρες και 153 Γυναίκες (Ν=306) ηλικίας άνω των 18 ετών (18-25 Ν=72, 26-35 Ν=114, 36-45 Ν=30, 46-55 Ν=54, 56+ Ν=36) ενώ κάθε ομάδα αποτελούταν από 102 άτομα. Από τα αποτελέσματα της έρευνας βρέθηκε πωςη οικογενειακή κατάσταση, το εισόδημα, η γονεϊκότητα, η ηλικία, η εκπαίδευση, το επάγγελμα, η γνωριμία με ομοφυλόφιλα άτομα, η γνωριμία με άτομα με αναπηρία, η θρησκευτικότητα καθώς και η περιοχή διαμονής των ατόμων μπορούν να επηρεάσουν τις στάσεις απέναντι στα άτομακαι των δύο κοινωνικών μειονοτήτων. Ωστόσο, το φύλο βρέθηκε να μην επηρεάζει τις στάσεις των ατόμων απέναντι στις δύο κοινωνικές μειονότητες, ενώ παράγοντες όπως η θρησκευτικότητα και η γνωριμία με ομοφυλόφιλα άτομα δεν παρουσίασαν διαφορά στην περίπτωση των στάσεων απέναντι στα ομοφυλόφιλα άτομα από τα ομοφυλόφιλα άτομα. 1050 225 263 Family, school and relationships with others as factors of children's mental health and well-being Η οικογένεια, το σχολείο και οι σχέσεις με τους άλλους ως παράγοντες ψυχικής υγείας και ευημερίας των παιδιών Over the years, various psychologists have drawn their attention to a science of positive psychology, which focuses on studying the conditions that promote optimal human and social development. Interest has focused on studies of nature and determinants of good living. Mental health problems in children are an important international health problem and mental health is an integral part and a key factor in the overall well-being of the individual. Despite the increased interest of decades to study the subjective well-being of children, very little is known about the factors contributing to child welfare. The present study was conducted in 830 children attending elementary schools in the prefecture of Ioannina and its purpose is to investigate whether and how factors, family, school, and interpersonal relationships can predict and influence child subjective well-being and to what extent do this. This research attempts to study this issue through a self-reported study, exploring the views and perceptions of children, because all the assessments we have so far on children's lives come from adults. Through the results of our research, we can say that subjective childhood well-being is a set of things and situations related to children's lives, such as family relationships, the family environment, academic success, relationship with teachers but also with peers and peers. Με το πέρασμα των χρόνων, διάφοροι ψυχολόγοι έχουν στρέψει την προσοχή τους σε μια επιστήμη της θετικής ψυχολογίας, η οποία επικεντρώνεται στη μελέτη των συνθηκών που προάγουν τη βέλτιστη ανθρώπινη και κοινωνική ανάπτυξη. Το ενδιαφέρον έχει επικεντρωθεί σε μελέτες της φύσης και των καθοριστικών παραγόντων της καλής ζωής. Τα προβλήματα ψυχικής υγείας στα παιδιά αποτελούν σημαντικό διεθνές πρόβλημα υγείας και η ψυχική υγεία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι και βασικός παράγοντας της συνολικής ευημερίας του ατόμου. Παρά το αυξημένο ενδιαφέρον των τελευταίων δεκαετιών για τη μελέτη της υποκειμενικής ευημερίας των παιδιών, πολύ λίγα είναι γνωστά για τους παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτή. Η παρούσα έρευνα πραγματοποιήθηκε σε 830 παιδιά που φοιτούν σε δημοτικά σχολεία του νομού Ιωαννίνων και ο σκοπός της είναι να διερευνήσει αν και κατά πόσο οι παράγοντες, οικογένεια, σχολείο και διαπροσωπικές σχέσεις μπορούν να προβλέψουν και να επηρεάσουν την παιδική υποκειμενική ευημερία και σε ποιο βαθμό μπορεί να γίνει αυτό. Η συγκεκριμένη έρευνα επιχειρεί να μελετήσει αυτό το θέμα μέσα από μια αυτοαναφερόμενη μελέτη, ερευνώντας δηλαδή τις απόψεις και τις αντιλήψεις των ίδιων των παιδιών, γιατί όλες οι αξιολογήσεις που έχουμε μέχρι τώρα για τη ζωή τους προέρχονται από τους ενήλικες. Μέσα από τα αποτελέσματα της έρευνάς μας μπορούμε να πούμε ότι η υποκειμενική παιδική ευημερία είναι ένα σύνολο πραγμάτων και καταστάσεων που σχετίζονται με τη ζωή των παιδιών, όπως οι σχέσεις στα πλαίσια της οικογένειας, το οικογενειακό περιβάλλον, η ακαδημαϊκή επιτυχία, η σχέση με τους δασκάλους αλλά και με τους συμμαθητές και συνομηλίκους. 1051 385 352 Multicultural competence of secondary education executives in the prefecture of Ioannina Διαπολιτισμική ικανότητα στελεχών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΓΕ.Λ και ΕΠΑ.Λ.) στο Νομό Ιωαννίνων In today’s globalized society, we are all called to live in a multicultural environment and this creates new needs at all levels. Interculturalism is now a key issue, the educational dimension of which is a main pillar, as there is a much larger number of students with different linguistic and cultural backgrounds, which is acceded to the educational structures of many western countries, including Greece. In the above context, in order to exist a smooth and democratic function among modern societies of particular importance is the existence of the ability to understand the other, without cultural barriers i.e. the existence of intercultural competence. The intercultural competence is essential especially in the new generations, which will be called to live in this most complex global society, which is why schools play an important role in its development and cultivation. Schools, however, are multi – faceted organizations and in order to transmit to students corresponding knowledge, values and attitudes, first the educational executives, who exercise school administration, but also the teachers must be interculturally competent. In this thesis, an attempt is made to record the leadership model that followed by the research participants as well as the educational approach of the multiculturalism that they embrace. The ultimate goal of the present study is to broaden the relation – ship between the leadership model and the multicultural approach, with the intercultural competence of secondary education executives in the Ioannina region, through thematic analysis of semi-structure interviews provided by fifteen (15) principals and vice – principals of General and Vocational High Schools. According to the results of the research the principals and the vice – principals of the school units approach the otherness, mostly via the multicultural model, without completely missing those who follow the assimilative model. With regard to the leadership model, it emerged that all interviewees embraced the democratic model (Lewin classification) and the majority the values – led model (Day et al. classification). Finally, it turned out that the in – service trained executives in relation to interculturalism, had increased intercultural sensitivity and they emerged the in – service training as a top issue for the management of multiculturalism in the school space and for the development of the existing intercultural sensitivity to intercultural competence. Στη σημερινή, παγκοσμιοποιημένη κοινωνία καλούμαστε όλοι να ζήσουμε σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον και αυτό δημιουργεί νέες ανάγκες σε όλα τα επίπεδα. Η διαπολιτισμικότητα είναι πλέον ένα βασικό ζητούμενο, του οποίου η εκπαιδευτική διάσταση είναι κύριος πυλώνας, αφού ένας συνεχώς αυξανόμενος αριθμός μαθητών με διαφορετικό γλωσσοπολιτισμικό υπόβαθρο, εντάσσεται στις εκπαιδευτικές δομές πολλών δυτικών χωρών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Στο παραπάνω πλαίσιο και για να λειτουργήσουν ομαλά και δημοκρατικά οι σύγχρονες κοινωνίες, έχει ιδιαίτερη σημασία η ύπαρξη της ικανότητας κατανόησης του άλλου, χωρίς πολιτισμικά εμπόδια, δηλαδή η ύπαρξη της διαπολιτισμικής ικανότητας. Η διαπολιτισμική ικανότητα είναι απαραίτητη ιδιαίτερα στις καινούργιες γενιές, που θα κληθούν να ζήσουν μέσα σ’ αυτή την πιο σύνθετη παγκόσμια κοινωνία και γι’ αυτό τα σχολεία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και την καλλιέργειά της. Τα σχολεία όμως είναι πολυπρόσωποι οργανισμοί, που για να μεταδώσουν στους μαθητές αντίστοιχες γνώσεις, αξίες και στάσεις πρέπει αρχικά τα στελέχη εκπαίδευσης, που ασκούν τη διοίκηση των σχολείων, αλλά και οι εκπαιδευτικοί να είναι διαπολιτισμικά ικανοί. Στην παρούσα μεταπτυχιακή μελέτη επιχειρείται να καταγραφεί το μοντέλο ηγεσίας που ακολουθούν οι συμμετέχοντες στην έρευνα καθώς και η εκπαιδευτική προσέγγιση της πολυπολιτισμικότητας που ενστερνίζονται. Ο τελικός στόχος της παρούσας μελέτης είναι να διερευνηθεί η σχέση του μοντέλου ηγεσίας και της προσέγγισης της πολυπολιτισμικότητας, με τη διαπολιτισμική ικανότητα των στελεχών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην περιοχή των Ιωαννίνων, μέσω θεματικής ανάλυσης ημιδομημένων συνεντεύξεων, που παραχωρήθηκαν από δεκαπέντε (15) διευθυντές και υποδιευθυντές Γενικών και Επαγγελματικών Λυκείων (ΓΕ.Λ. και ΕΠΑ.Λ.). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας οι διευθύνσεις των σχολικών μονάδων προσεγγίζουν την ετερότητα, κυρίως μέσω του πολυπολιτισμικού μοντέλου, χωρίς να λείπουν εντελώς και αυτοί που ακολουθούν το αφομοιωτικό μοντέλο. Σε ότι αφορά το μοντέλο ηγεσίας, αναδείχθηκε ότι όλοι οι συνεντευξιαζόμενοι ενστερνίζονται το δημοκρατικό μοντέλο (ταξινόμηση Lewin) και η πλειονότητα το καθοδηγούμενο από αξίες μοντέλο (ταξινόμηση Day et al). Τέλος, προέκυψε ότι τα επιμορφωμένα σε σχέση με τη διαπολιτισμικότητα στελέχη, διέθεταν αυξημένη διαπολιτισμική ευαισθησία και η επιμόρφωση αναδύθηκε σε κορυφαίο ζητούμενο για τη διαχείριση της πολυπολιτισμικότητας στον σχολικό χώρο και για την εξέλιξη της ήδη υπάρχουσας διαπολιτισμικής ευαισθησίας, σε διαπολιτισμική ικανότητα. 1052 238 256 Η συγκρότηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας στους μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης The purpose of this study is to detect components of the European identity in students,studying in the second grade of the Greek secondary school. Starting point of the work is the concept of identity, its features and its construction in the context of the nation-state. Afterwards, follows the clarification of the concept of citizenship through its evolutionary path until the modern European context. The theoretical part of the thesis completes the study of European identity in the light of the dominant sociological approaches, analysis of its components and the social mechanisms that contribute to its construction. The researcher, with the construction and distribution ofquestionnairesto students aged 14, examined the ways of expression of the European identity through the feeling of belonging to a wider European collectivity, the pride deriving from European citizenship, interest in observing and participating in European activities. At the same time, research interest focuses on the students' knowledge for Europe, the views expressed by the European Union, European policies and fundamental rights in the European context. The exploration of the intention of students for active social and political participation in adulthood contributes to drawing conclusions regarding the realization of their political status. In the discussion part, the researcher attempts to interpret the research findings,comparing them with the findings of relevant research literature and providingmaterial for further investigation and reflection in relation to the extent and causes of the identification of potential citizens to European citizenship. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η ανίχνευση συνιστωσών της ευρωπαϊκής ταυτότητας σε μαθητές/ριες, που φοιτούν στη Β’ τάξη Γυμνασίου του ελληνικού σχολείου. Αφετηρία της εργασίας αποτελεί η έννοια της ταυτότητας, τα χαρακτηριστικά της και η οικοδόμησή της στα όρια του έθνους-κράτους. Ακολουθεί η διασαφήνιση της έννοιας της πολιτειότητας μέσα από την εξελικτική της πορεία και μέχρι τη σύγχρονη ευρωπαϊκή συγκυρία. Το θεωρητικό μέρος της εργασίας ολοκληρώνει η μελέτη της ευρωπαϊκής ταυτότητας υπό το πρίσμα των κυρίαρχων κοινωνιολογικών προσεγγίσεων, η ανάλυση των συνιστωσών της και οικοινωνικοί μηχανισμοί, που συμβάλλουν στη συγκρότησή της. Η ερευνήτρια, με την κατασκευή και χορήγηση ερωτηματολογίου σε μαθητές/ριες ηλικίας 14 ετών, εξέτασε τους τρόπους έκφρασης της ευρωπαϊκής ταυτότητας μέσα από το αίσθημα του ανήκειν σε μία ευρύτερη ευρωπαϊκή συλλογικότητα, την περηφάνια πουαπορρέει από την ιδιότητα του Ευρωπαίου πολίτη, το ενδιαφέρον για την παρακολούθηση και συμμετοχή σε δραστηριότητες ευρωπαϊκού χαρακτήρα. Παράλληλα το ερευνητικό ενδιαφέρον συγκεντρώνουν οι γνώσεις των μαθητών/ριών για την Ευρώπη, η άποψη που εκφράζουν για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις ευρωπαϊκές πολιτικές και τα θεμελιώδη δικαιώματα, που ισχύουν στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Η διερεύνηση της πρόθεσης των μαθητών/ριών για ενεργή κοινωνικοπολιτική συμμετοχή στην ενήλικη ζωή συνεισφέρει στην εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με τη συνειδητοποίηση της πολιτικής τους ιδιότητας. Στην ενότητα της συζήτησης η ερευνήτρια επιχειρεί την ερμηνεία των ερευνητικών ευρημάτων, συγκρίνοντάς τα με τα ευρήματα της συναφούς ερευνητικής βιβλιογραφίας και προσφέροντας υλικό για περαιτέρω διερεύνηση και προβληματισμό σε σχέση με τον βαθμό και τα αίτια της ταύτισης των δυνάμει πολιτών με την ιδιότητα του Ευρωπαίου πολίτη. 1053 179 175 Τhe purpose of this study is to examine the views of the editors of the educational group 's bulletin about "real" education or, alternatively, education for "practicallife". That is to say the education that provides useful knowledge to students, so that they can equip themselves with the appropriate knowled get of ace their future live sascitizens. Thus, we study the elements of modern greek reality, that is, modern greek tradition and language, which play acrucialrolein theim plementation of "real" education. where up on we examine the elements which, according to the editors of the bulletin, compose an educational system that is able to provide all the necessary knowledge to the pupils so that they are ready to enter the arena of life as citizens.furthermore,we study the elements which are an obstacle to this process. Finally, are sought the conditions for a proper reform, while an attempt is made to identify the events where,according to the magazine's reports, the representatives of the educational group take part in the implementation of the modern ideas, which support a practical type of education. Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας αποτελεί η εξέταση των απόψεων των συντακτών του δελτίου του εκπαιδευτικού ομίλου για την «πραγματική» εκπαίδευση ή, αλλιώς, την εκπαίδευση για τον «έμπρακτο βίο». Της εκπαίδευσης, δηλαδή, η οποία θα παρέχει χρήσιμες γνώσεις στους μαθητές, ώστε να εξοπλιστούν με τα κατάλληλα εφόδια, για να αντιμετωπίσουν την μελλοντική τους ζωή, ως πολίτες. Εξετάζονται, λοιπόν, τα στοιχεία της νεοελληνικής πραγματικότητας, η νεοελληνική παράδοση και η γλώσσα δηλαδή, τα οποία διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην εφαρμογή της «πραγματικής» εκπαίδευσης. Εν συνεχεία, μελετώνται τα στοιχεία τα οποία, σύμφωνα με τουςαρθρογράφους του δελτίου, συνθέτουν ένα εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο είναι ικανό να δώσει όλες τις απαραίτητες γνώσεις στους μαθητές, ώστε να είναι έτοιμοι να μπουν στον στίβο της ζωής. Εξετάζονται ακόμη και τα στοιχεία εκείναπουστέκονται εμπόδιο σε αυτήν τη διαδικασία. Τέλος, αναζητούνται οι προϋποθέσεις, σύμφωνα με τους αρθρογράφους, για μία ορθή μεταρρύθμιση, ενώ, γίνεται προσπάθεια εντοπισμού των γεγονότων όπου, σύμφωνα με τις αναφορές του περιοδικού, παίρνουν μέρος οι εκπρόσωποι του εκπαιδευτικού ομίλου, με στόχο την εφαρμογή των νεωτερικών ιδεών, οι οποίες στηρίζουν ένα πρακτικό τύπο εκπαίδευσης. 1054 350 355 The asymmetric cell division constitutes a fundamental biological process through which pluripotent stem cells or progenitor cells can both divide (through mitosis) to produce more stem cells and differentiate into all the specialized cells - ectoderm, endoderm and mesoderm. This kind of division has been thoroughly investigated in evolutionarily simple organisms. However, some critical queries concerning the higher species remain unanswered. This thesis refers to such a query focusing on possible asymmetries in the nuclear lamina, a dense fibrillar network on the surface of the nucleus that affects the architecture of the organelle and seems to participate in the control of gene expression in all metazoans. In the experiments we conducted we used E14 mouse embryonic stem cells. Embryonic stem cells possess the ability of self-renewing indefinitely in the undifferentiated state and differentiate into any cell type. Our goal was to monitor asymmetric cell divisions in this cellular system and determine any quantitative or qualitative differences of A- and B-type lamins. Cells were studied not only in an undifferentiated state but also in a differentiated one. Classic markers of the asymmetric cell division and other cellular elements, such as lamins, were scrutinized during the differentiation procedure, focusing on their symmetric or asymmetric distribution. We carried out both random and directed differentiation experiments in two (2) and three (3) dimensions. Exhausting analysis showed that E14 cells always divide by symmetric dvisions. Therefore, we wanted to examine whether there are any structural asymmetries that affect the micro-architecture of the nuclear lamina or modify its dynamic behavior during mitosis. In order to thoroughly study the dynamic of both A- and B-type lamins, we constructed two cell lines that overexpress these proteins and used them in FRAP experiments. Having as our main aim the monitoring of an asymmetry between two daughter cells, we had to examine actual daughter cells in the stage of early G1 of the cell cycle, during which the nuclear envelope and, therefore, the nuclear lamina, is reorganized. Lamin-overexpressing cells were transfected with the H2B m-cherry plasmid, to ensure that the cells analysed were genuine daughter. These experiments are in progress. Η ασύμμετρη κυτταρική διαίρεση αποτελεί μια θεμελιώδη βιολογική διαδικασία μέσω της οποίας βλαστικά ή πολυδύναμα προγονικά κύτταρα αναπαράγουν τον εαυτό τους, δίνοντας ταυτόχρονα απογόνους που μπορούν να διαφοροποιηθούν προς διάφορες ιστικές κατευθύνσεις. Το φαινόμενο έχει μελετηθεί επισταμένα σε εξελικτικώς κατώτερους οργανισμούς, αλλά ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα σε ό,τι αφορά τα ανώτερα είδη. Η παρούσα διδακτορική διατριβή αφορά ένα τέτοιο ερώτημα και εστιάζεται στη διερεύνηση τυχόν ασυμμετριών στην πυρηνική λάμινα, μια ινιδιακής φύσεως δομή που επηρεάζει την αρχιτεκτονική του πυρήνα και φαίνεται να συμμετέχει στη γονιδιακή αποσιώπηση σε όλα τα μετάζωα. Στα πειράματα που πραγματοποιήθηκαν χρησιμοποιήθηκαν τα εμβρυονικά βλαστικά κύτταρα Ε14 από ποντίκια. Τα εμβρυονικά βλαστικά κύτταρα (ΕΒΚ, embryonic stem cells, ESCs) έχουν την ιδιότητα της απεριόριστης αυτοανανέωσης και της διαφοροποίησης προς όλες τις ιστικές κατευθύνσεις. Στόχος μας ήταν η καταγραφή ασύμμετρων κυτταρικών και η ανίχνευση ποσοτικών ή ποιοτικών διαφορών στο «μείγμα» Α- και Β-τύπου λαμινών στα θυγατρικά κύτταρα. Τα κύτταρα Ε14 μελετήθηκαν τόσο στην αδιαφοροποίητη όσο και στη διαφοροποιημένη κατάσταση. Κατά τη διάρκεια των διαφοροποιήσεων πραγματοποιήθηκε ενδελεχής έλεγχος κλασσικών δεικτών για όλα τα στάδια μιας ασύμμετρης κυτταρικής διαίρεσης και διερευνήθηκαν άλλοι παράγοντες ως προς την συμμετρική ή ασύμμετρη κατανομή τους, μεταξύ των οποίων και οι λαμίνες Α- και Β-τύπου. Πραγματοποιήθηκαν τυχαίες και στοχευμένες διαφοροποιήσεις τόσο σε δύο όσο και σε τρεις διαστάσεις. Παρατηρήθηκε συστηματικά ότι τα κύτταρα Ε14διαιρούνται πάντοτε με συμμετρικό τρόπο. Επομένως, εστιάσαμε την προσοχή μας σε τυχόν δομικές ασυμμετρίες, που επηρεάζουν τη μικρο-αρχιτεκτονική της πυρηνικής λάμινας ή τροποποιούν τη δυναμική συμπεριφορά της, δηλαδή την αντιστρεπτή αποικοδόμηση την οποία υφίσταται αυτή η δομή κατά τη διάρκεια της μίτωσης. Για να μελετήσουμε με περισσότερη λεπτομέρεια τη δυναμική των πυρηνικών λαμινών, αναπτύξαμε δύο κυτταρικές σειρές στις οποίες υπερεκφράζονται οι πρωτεΐνες αυτές και χρησιμοποιήσαμε την τεχνική FRAP. Έχοντας ως άξονα την καταγραφή κάποιας ασυμμετρίας μεταξύ θυγατρικών κυττάρων, έπρεπε να μελετήσουμε κύτταρα τα οποία είναι μεταξύ τους θυγατρικά και βρίσκονται στην πρώιμη G1 φάση του κυτταρικού κύκλου, κατά την οποία ανασυγκροτείται ο πυρηνικός φάκελος, και κατά συνέπεια το δίκτυο της πυρηνικής λάμινας. Η σειρά πειραμάτων FRAP πραγματοποιείται στα κύτταρα των σταθερών κυτταρικών σειρών, διαμολυσμένα μέσω ηλεκτροδιαπίδυσης με την φθορίζουσα ιστόνη Η2Β. Τα πειράματα αυτά βρίσκονται σε εξέλιξη. 1055 232 248 Synthesis, characterization, biological activity of new fluorescent complexes of Cu(I/II) with ligands dipicolinic acid and/or triphenylphosphine Σύνθεση, χαρακτηρισμός και βιολογική δραστικότητα νέων φθοριζόντων σύμπλοκων ενώσεων Cu(I/II) με υποκαταστάτες διπικολινικό οξύ ή/και τριφαινυλοφωσφίνη Copper is a chemical element of great biological interest. It has been shown that complex compounds with metals such as Cu, Ag, Au, Zn, Sn with various ligands exhibit antimicrobial activity. This activity is related to the interaction of these complexes with the bacterial DNA. The use of antibiotic drugs to combat certain pathogenic microorganisms has led to the development of resistant strains of microbes. Therefore, it is imperative to produce chemotherapeutic compounds with antimicrobial activity that are not antibiotics. This work describes the synthesis, characterization and biological activity of complex copper compounds with substituents triphenylphosphine and dipicolinic acid. Dipicolinic acid is a natural product produced by certain types of bacteria in the formation of resistant structures, the endospores. In total 4 complex compounds, 2 new and 2 re-synthesized were characterized, characterized by melting point, IR, NMR and X-ray crystallography. The stability of the complexes in DMSO solvent was studied using UV and NMR spectroscopy. Their interaction with CT-DNA was studied. Their antimicrobial activity against Pseudomonas aeuroginosa was also studied via inhibition zone, and the minimum inhibition concentration MIC was determined. Fluorescence of these complexes was also measured for their use in a new fluorescence detection method for endospores. Finally, their biomimetic catalytic effect on the oxidation of 3,5-di-tert-butyl catechol to the corresponding o-quinone was studied. Ο χαλκός είναι ένα χημικό στοιχείο με μεγάλη βιολογική σημασία. Έχει δειχθεί ότι σύμπλοκες ενώσεις μετάλλων όπως Cu, Ag, Au, Zn, Sn με διάφορους υποκαταστάτες εμφανίζουν αντιμικροβιακή δράση. Η δράση αυτή σχετίζεται με την αλληλεπίδραση των συμπλόκων αυτών με το DNA των βακτηρίων. Η χρήση αντιβιοτικών φαρμάκων για την καταπολέμηση ορισμένων παθογόνων μικροοργανισμών έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη ανθεκτικών στελεχών μικροβίων. Άρα είναι επιτακτική η ανάγκη παραγωγής χημειοθεραπευτικών ενώσεων με αντιμικροβική δράση που δεν είναι αντιβιοτικά. Σε αυτή την εργασία περιγράφεται η σύνθεση, ο χαρακτηρισμός και η βιολογική δραστικότητα σύμπλοκων ενώσεων του χαλκού με υποκαταστάτες τριφαίνυλοφωσφίνη και διπικολινικό οξύ. Το διπικολινικό οξύ είναι ένα φυσικό προϊόν που παράγεται από ορισμένα είδη βακτηρίων κατά το σχηματισμό ανθεκτικών δομών, των ενδοσπορίων. Συντέθηκαν συνολικά 4 σύμπλοκες ενώσεις, 2 νέες και 2 που έχουν συντεθεί ξανά, χαρακτηρίστηκαν με σημείο τήξης, φασματοσκοπία IR, NMR και κρυσταλλογραφία ακτίνων X. Έγινε προσδιορισμός της διαλυτότητάς τους σε διάφορους διαλύτες. Μελετήθηκε η σταθερότητα των συμπλόκων σε διαλύτη DMSO χρησιμοποιώντας φασματοσκοπία UV και NMR. Μελετήθηκε η αλληλεπίδρασή τους με CT-DNA. Eπίσης μελετήθηκε η αντιμικροβιακή τους ικανότητα σε βακτήρια του γενους Pseudomonas aeuroginosa, μέσω εύρεσης των ζωνών αναστολής και της ελάχιστης συγκέντρωσης που προκαλεί αναστολή. Έγινε μέτρηση του φθορισμού των συμπλόκων αυτών για την χρήση τους σε μια νέα φθορισμομετρική μέθοδο ανίχνευσης ενδοσπορίων. Τέλος μελετήθηκε η βιομιμιτική καταλυτική τους δράση στην οξείδωση της 3,5-δι-τερτ-βουτυλοκατεχόλη στην αντίστοιχη o-κινόνη, σχετικά με το ένζυμο υπεροξειδική δισμουτάση (SOD). 1056 1823 2296 Psychological distress and personality traits predictors associated with information needs, decision making preferences and quality of life of breast cancer patients Δείκτες ψυχοπαθολογίας και χαρακτηριστικά προσωπικότητας που σχετίζονται με τις ανάγκες πληροφόρησης, τον επιθυμητό βαθμό συμμετοχής στη λήψη θεραπευτικών αποφάσεων και την ποιότητα ζωής των ασθενών με καρκίνο του μαστού In recent years there has been an increasing emphasis on patients’ autonomy and there has beenmuch debate over their participation in medical decision making. Patients’ roles in the decisionmaking process range from playing an active role, i.e. patients decide themselves about their treatment, through a sharing role, to a passive role in which they delegate responsibility of thedecision to their physicians. Shared decision making is increasingly advocated as an ideal model of physician–patient interaction. Although it is not yet clearly understood what role patients really want to play in decision making, seeking information and being involved in decision making are thought to contribute to coping processes, which in turn promote the adjustment to the disease, at a time when patients experience significant levels of psychological distress. Breast cancer is considered an appropriate type of cancer for studying decision-making processes, because its treatment involves difficult choices between medically justified treatment alternatives. For example, research indicates that both mastectomy and breast conserving surgery with radiation offer equivalent survival rates in early stages of breast cancer. Even though in Greece, in recent years, the choice of treatment is discussed with some patients depending on their educational level and health status, paternalism is not yet challenged enough. Physicians often decide on their own the most appropriate treatment, without previously having informed the patient in detail about their illness, available treatment options or prognosis. On the other hand, a number of studies have investigated clinical, sociodemographic and psychosocial factors which could predict psychological distress and quality of life of patients with breast cancer. Sociodemographic and disease-related variables such age, time since diagnosis, cancer stage, physical functioning, fatigue, perceived social support and copingstrategies, as well as psychological factors, such psychiatric history of affective disorders, andpersonality traits such as optimism and trait anxiety, were found to be predictive of later psychological distress and of quality of life for women with breast cancer. There is, however, little research on the predictive power of psychodynamic parameters such as ego mechanisms of defense in breast cancer patients’ HRQoL. In addition no studies have investigated their relationship with decisional preferences in breast cancer. The coping process theory assumes that involvement in treatment decision making may be a coping response to perceived threats, challenges and harms associated with cancer and its treatment. On the other hand, cancer diagnosis is a severe psychological stressor, and the patients’ predominant defenses may determine their psychological response. Hence, defense mechanisms may influence breast cancer patient’s decisional preferences and HRQoL. Therefore, we aimed to: (i) explore the information needs and decision making preferences of Greek women with breast cancer, (ii) identify psychological factors, namely, state and trait anxiety, depressive symptoms and defense mechanisms associated with decisional preferences in women with nonmetastatic breast cancer, assuming that avoidance - prone defenses, such as denial or repression, are associated with passive decisional preferences, (iii) assess the course of patients’ psychological distress and HRQoL in a prospective study over a 1-year period and (iv) identify independent predictors of change in psychological distress and HRQoL. In order to study breast cancer patients’ information needs and decision making preferences we performed a cross sectional study design on a sample of all women with a confirmed diagnosis of breast cancer who were being treated or followed up in the oncological outpatient clinic of the Ioannina Teaching General Hospital from February 2008 to September 2009. When it came to exploring patients’ quality of life and its correlations with decision making preferences, psychological distress and ego defense mechanisms, we focused on a sub- sample of non – metastatic patients and we adopted a longitudinal study design. Cross sectional study. Aims: We aimed to assess Greek breast cancer patients’ preferences for participation in treatment decision making and their information needs.Methods: In 329 Greek breast cancer patients the “Control Preferences Scale”, i.e. a card-sortmeasurement designed to elicit preferences for participation in decision making, was administered. Information needs were assessed with the Cassileth’s Information Styles Questionnaire. Mean age was 59.5 (SD, 10.9) years. Mean disease duration was 43.37 (SD, 53.7) months. The majority had stage II disease at the time of diagnosis (53.5%) and had been treated with mastectomy (69.9%).Results: The majority of patients (71.1%) preferred to play a passive role in treatment decisionmaking, with most of them wanting to delegate responsibility of the decision completely to their doctor (45.3%). A collaborative role was preferred by 24%, whereas only 4.6% chose an active role. Most women expressed a general desire for as much information as possible about their illness (62.6%), but a substantial proportion (37.4%) did not want detailed information; instead, they wished to avoid awareness of bad news. Women who desired less informational details and preferred a passive role had requested less frequently a mammography (p<0.001) and/or Pap test (p<0.0005) prediagnostically. Prospective Study. Aims: We aimed to assess psychological correlates of treatment decisional preferences and predictors of HRQoL in women with non-metastatic breast cancer. Methods: One hundred and twenty-four women with non-metastatic breast cancer completed baseline questionnaires for anxiety (Spielberger’s State–Trait Anxiety Inventory) anddepressive symptoms (Center for Epidemiologic Studies-Depression (CES-D), HRQoL (WHOQOL-BREF), and defense mechanisms (Life Style Index). Of them, 82 (66.1%) completed the 1-year follow-up. Mean age was 54.6 years (SD = 9.76), and mean disease duration was 19.4 months (SD = 25.55); 19.5% had stage I, 63.4% stage II and 17.1% stage III disease. The predictive power and moderator effects of psychological variables were tested using multiple and hierarchical regression models. Results: Depressive symptoms and physical HRQoL improved significantly, state anxiety and mental and environment HRQoL remained stable, and social relations HRQoL deteriorated over the 1-year period. Older age (p = 0.021) and higher scores in repression defense (p = 0.044) were independently associated with passive decisional preferences. Earlier stage ofcancer (p = 0.043), lower state anxiety (p = 0.039), lower repression scores (p = 0.021) and improvement in depressive symptoms (p < 0.001) predicted physical HRQoL improvement. Moderation analysis showed that active decisional preferences predicted physical HRQoL improvement, but only in those women with lower repression levels. Conclusions. Our cross sectional study’s findings showed that the proportion of patients who wanted to play a passive role in decision making is the highest reported compared to similar studies from other countries, indicating the impact of the dominating paternalistic model of the doctorpatient relationship in the Greek medical encounter. Importantly, women who desired less informational details and preferred a passive role had requested less frequently a mammography and/or Pap test prediagnostically.The prospective study showed a decrement in the levels of depressive symptoms and improvement in Physical HRQoL in women with early non-metastatic breast cancer over a period of one year. Social relations HRQoL, however, deteriorated during the same time period. A preference for a passive role in decision making was strongly associated with the patients’ resources to deal with stressors, especially with repression defense. Repression, along with initial levels of HRQoL and improvement in depressive symptoms, was also a significant independent predictor of most aspects of HRQoL, while moderator analysis showed that an active decisional preference predicted improvement in Physical HRQoL, but only in those women with lower levels of repression defense. To our knowledge, this is the first study indicating that repression defense predicts HRQoL and is associated with decision making preferences in breast cancer patients. Strengths and limitationsCross sectional Study: The strengths of the study include the use of widely used instruments which have been adapted to Greek following thorough procedures. We selected a rather large sample of patients with high response rate (90.4%) and we found no statistically significant differences between responders and non responders. Moreover, our hospital provides care to the majority of the breast cancer patients of the catchment area, suggesting that we recruited a representative sample of women with breast cancer. With regards to our study’s limitations: 1) our sample comprised patients with a wide range of disease duration with a variety of stages of the disease; 2) The results about whether women with stage I or II breast cancer perceived that they had a choice between mastectomy and breast conserving treatment with radiation therapy were based on the patients’ subjective experience. Interactions between health-care professionals and patients were not directly observed; 3) Our study was focused on the doctor–patient relationship and did not include patients’ relatives, who often play a significant role in clinical consultation, and 4) the crosssectional design of our study (for example, patients’ decisional preferences may change over time, as their experience/ knowledge about illness grows and their relationship with their doctors strengthens). Prospective Study: Strengths: The in-depth psychological evaluation, the use of well recognized standardized instruments and the prospective design are major strengths of this work.Limitations: 1) We excluded women with metastases, and this positive selection bias prevents the generalization of our findings to other breast cancer patients; 2) We recruited patients at any point of their disease course and, consequently, the ‘baseline’ level was individual; 3) We assessed patient’s preferred decisional role and not the role that they actually played in treatment decisional preferences, and 4) The relatively high number of drop-outs at follow-up may have impacted our findings, although it is unlikely given that there were no statistically significant differences in the preferred decisional roles and probable depression at baseline between the participants and those who did not participate at follow-up. Clinical Implications: Physicians should give adequate information to women diagnosed with breast cancer about the stage of disease, available treatment options, their side effects and potentially their prognosis, particularly to women who express the desire to get detailed information, for example by asking a lot of questions. They should also encourage women to play their preferred role in decision making, perhaps by having explored in advance their decision making preferences by using a brief version of CPS. Furthermore, clinicians should identify and manage depression early, perhaps by providing a self- administered questionnaire [such as the CES-D, Becks depression inventory or HAM-D], and referring or discussing with the psychiatric liaison service when a patient scores above the cut off point. Clinicians should also pay attention to patients’ anxiety symptoms as we found that state anxiety may be an important predictor of outcome. Finally, our results indicate that clinicians should also consider the patients’ psychological resources and coping capacities to deal with the disease’s consequences. Frequent missing of scheduled treatment appointments due to ‘forgetting’, ‘forgetfulness’ regarding medical advice, or frequent lapses of the tongue and ‘inattention’ are possible indicators of repression, and clinicians should suspect the activation of repression defense when these phenomena appear and should refer patients for psychological evaluation and management. Future research should explore further the impact of the complex interplay betweenpersonality, psychological distress and disease parameters on patients’ HRQOL. This might provide key targets to address the potential psychological parameters that need to be treated in order to improve breast cancer patients’ HRQOL. Τα τελευταία χρόνια έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην αυτονομία των ασθενών και έχει γίνει πολλή συζήτηση για τη συμμετοχή τους στη λήψη θεραπευτικών αποφάσεων. Ο ρόλος των ασθενών στη λήψη αποφάσεων μπορεί να κυμαίνεται από ενεργός (όπου ο/η ασθενής λαμβάνει μόνος/η του/της την απόφαση) στο συνεργατικό (όπου η απόφαση λαμβάνεται με ισότιμη συμμετοχή γιατρού- ασθενούς) και τον παθητικό (όπου η απόφαση λαμβάνεται εξολοκλήρου από τον/την ιατρό). Η συνεργατική λήψη αποφάσεων (shared decision making) θεωρείται από πολλούς ως ιδεώδες πρότυπο σχέσης γιατρού- ασθενούς. Η απόκτηση πληροφοριών και η συμμετοχή των ασθενών στη λήψη αποφάσεων θεωρούνται στρατηγικές αντιμετώπισης της νόσου που προάγουν την προσαρμογή σε αυτήν. Είναι σημαντικό επομένως να κατανοήσουμε τις επιθυμίες των ασθενών σχετικά με την πληροφόρηση και τη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, ιδιαίτερα επειδή πολλοί από αυτούς βιώνουν σημαντική ψυχική καταπόνηση. Ο καρκίνος του μαστού θεωρείται κατάλληλος τύπος καρκίνου για να μελετηθεί η διαδικασία λήψης θεραπευτικών αποφάσεων. Αυτό οφείλεται στο ότι υπάρχουν περισσότερες από μία θεραπευτικές επιλογές που θεωρούνται ισότιμες. Παραδείγματος χάριν, η μαστεκτομή και η ογκεκτομή με ακτινοθεραπεία υπολογίζεται ότι είναι ισοδύναμες όσον να αφορά στην επιβίωση για τα πρώιμα στάδια καρκίνου του μαστού. Στην Ελλάδα, αν και τα τελευταία χρόνια η επιλογή της θεραπείας συζητείται με κάποιους/ες ασθενείς ανάλογα με την εκπαίδευση και την κατάσταση της υγείας τους, o πατερναλισμός είναι ακόμα το κυρίαρχο πρότυπο της σχέσης γιατρού- ασθενούς. Οι γιατροί συχνά αποφασίζουν μόνοι τους την πιο κατάλληλη θεραπεία χωρίς προηγουμένως να έχουν ενημερώσει λεπτομερώς τον/ την ασθενή για τη νόσο του/της, τις θεραπευτικές επιλογές, ή την πρόγνωση. Από την άλλη πλευρά, σημαντικός αριθμός μελετών έχουν εξερευνήσει τους κλινικούς, κοινωνικο-δημογραφικούς και ψυχολογικούς παράγοντες που συσχετίζονται με την ψυχική καταπόνηση και την ποιότητα ζωής των ασθενών με καρκίνο του μαστού. Κλινικοί και κοινωνικο-δημογραφικοί παράγοντες όπως η ηλικία, το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από τη διάγνωση, το στάδιο του καρκίνου, η λειτουργικότητα, η κόπωση, η κοινωνικήυποστήριξη και οι στρατηγικές αντιμετώπισης (coping mechanisms) καθώς και ψυχολογικοί παράγοντες όπως το ιστορικό συναισθηματικής διαταραχής και χαρακτηριστικά της προσωπικότητας όπως η αισιοδοξία (οπτιμισμός) και το άγχος ως χαρακτηριστικό της προσωπικότητας (trait anxiety) βρέθηκε ότι μπορούν να προβλέψουν τα επίπεδα ψυχικής καταπόνησης και την ποιότητα ζωής ασθενών με καρκίνο του μαστού. Ωστόσο, η έρευνα για τη σχέση μεταξύ ψυχοδυναμικών παραγόντων όπως οι μηχανισμοί άμυνας του Εγώ και της ποιότητας ζωής είναι πολύ περιορισμένη. Επίσης, δεν γνωρίζουμε κάποια μελέτη που να έχει επικεντρωθεί στη σχέση του επιθυμητού βαθμού συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων και των μηχανισμών άμυνας του Εγώ. Οι θεωρίες για την προσαρμογή στη νόσο υποθέτουν ότι η συμμετοχή στη λήψη απόφασης μπορεί να αποτελεί μηχανισμό προσαρμογής στις απειλές, τις προκλήσεις αλλά και τις σωματικές επιπτώσεις της νόσουαλλά και της θεραπείας της. Από την άλλη πλευρά, το να διαγνωσθεί κάποιος με καρκίνο αποτελεί πολύ ισχυρό στρεσσογόνο παράγοντα και οι μηχανισμοί άμυνας που χρησιμοποιεί μπορεί να καθορίσουν τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται το στρες του. Συνεπώς οι μηχανισμοί άμυνας μπορεί να επηρεάζουν τον επιθυμητό βαθμό συμμετοχής των ασθενών στη λήψη θεραπευτικών αποφάσεων αλλά και την ποιότητα ζωής τους. Έτσι, οι στόχοι της παρούσας μελέτης ήταν: - (1) Να διερευνήσουμε τις ανάγκες πληροφόρησης και τον επιθυμητό βαθμό συμμετοχής στη λήψη θεραπευτικών αποφάσεων των Ελληνίδων που νοσούν από τον καρκίνο του μαστού. - (2) Να διευρευνήσουμε το αν ψυχολογικοί παράγοντες όπως το άγχος, η κατάθλιψη και οι μηχανισμοί άμυνας σχετίζονται με τον επιθυμητό βαθμό συμμετοχής στη λήψη θεραπευτικών αποφάσεων στις γυναίκες με μη-μεταστατικό καρκίνο του μαστού, υποθέτοντας πως οι άμυνες που στρέφουν την ασθενή στην αποφυγή, όπως η άρνηση ή η απώθηση, σχετίζονται με παθητικό επιθυμητό βαθμό συμμετοχής, - (3) Να αξιολογήσουμε πως εξελίσσεται το άγχος, η κατάθλιψη και η Ποιότητας Ζωής που Σχετίζεται με την Υγεία μέσα σε ένα χρόνο σε αυτές τις ασθενείς, και -(4) Να αναγνωρίσουμε τους παράγοντες [δημογραφικούς, κλινικούς, αμυντικούς μηχανισμούς κλπ] που επηρεάζουν την εξέλιξη του άγχους, της κατάθλιψης και της Ποιότητας Ζωής. Προκειμένου να μελετήσουμε τις ανάγκες πληροφόρησης και τον επιθυμητό βαθμό συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων υιοθετήσαμε συγχρονικό σχεδιασμό μελέτης. Το δείγμα μας αποτέλεσε το σύνολο των γυναικών με διάγνωση καρκίνου του μαστού που προσήλθαν στα εξωτερικά ιατρεία της ογκολογικής κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων από το Φεβρουάριο του 2008 μέχρι το Σεπτέμβριο του 2009. Aντίθετα για να εκτιμήσουμε τη σχετική με την υγεία ποιότητα ζωής των ασθενών με καρκίνο του μαστού και να εξερευνήσουμε το πώς αυτή συσχετίζεται με τους μηχανισμούς άμυνας, την ψυχική καταπόνηση και τον επιθυμητό βαθμό συμμετοχής στη λήψη θεραπευτικών αποφάσεων,αποφασίσαμε να επικεντρωθούμε σε ένα υπο- δείγμα ασθενών με μη μεταστατικό καρκίνο τουμαστού και να υιοθετήσουμε προοπτικό σχεδιασμό μελέτης. Συγχρονική μελέτη. Στόχοι: στόχος της συγχρονικής μελέτης ήταν η εκτίμηση των αναγκών πληροφόρησης και του επιθυμητού βαθμού συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων των Ελληνίδων ασθενών με καρκίνο του μαστού. Μέθοδος: Η ελληνική εκδοχή της ‘Control Preference Scale’, ενός εργαλείου σχεδιασμένου για την εκτίμηση του επιθυμητού βαθμού συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων, χορηγήθηκε σε 329 ασθενείς με καρκίνο του μαστού. Οι ανάγκες πληροφόρησης εκτιμήθηκαν με το Cassileth’s Information Styles Questionnaire, προσαρμοσμένο και αυτό στα ελληνικά. Η μέση ηλικία ήταν 59.5 (SD, 10.9) έτη. Ο μέσος χρόνος διάρκειας της νόσου ήταν 43.37 (SD, 53.7) μήνες. Η πλειοψηφία των ασθενών (53.5%) είχε καρκίνο του μαστού σταδίου ΙΙ κατά τη διάγνωσή τους και η πιο συχνή θεραπευτική αντιμετώπιση ήταν η ολική μαστεκτομή. Αποτελέσματα: Η πλειοψηφία των ασθενών (71.1%) προτιμούσαν παθητικούς ρόλους στη λήψη αποφάσεων με την πλειοψηφία αυτών να επιθυμούν να αφήσουν την ευθύνη της απόφασης εξολοκλήρου στο/η γιατρό τους (45.3%). Ο συνεργατικός ρόλος επιλέχτηκε από το 24% των ασθενών ενώ ο ενεργός από μόλις το 4.6%. Οι περισσότερες γυναίκες εξέφρασαν μία γενική επιθυμία για όσο το δυνατόν περισσότερη πληροφόρηση για τη νόσο τους (62.6%), αλλά ένα σημαντικό ποσοστό (37.4%) δεν επιθυμούσαν λεπτομερή πληροφόρηση, αντίθετα προτιμούσαν να μη γνωρίζουν δυσάρεστες πληροφορίες. Οι γυναίκες που επιθυμούσανλιγότερη πληροφόρηση και παθητικούς ρόλους ήταν πιο πιθανό να μην έχουν προσέλθει γιαμαστογραφία (p<0.001) ή και τεστ Παπανιοκολάου (p<0.0005) πριν διαγνωστούν με καρκίνοτου μαστού. Προοπτική μελέτη. Στόχοι: στοχεύσαμε στην εκτίμηση των ψυχολογικών μεταβλητών συσχετίζονται με τον επιθυμητό βαθμό συμμετοχής στη λήψη θεραπευτικών αποφάσεων και τη σχετική με την υγεία ποιότητα ζωής στις γυναίκες με μη- μεταστατικό καρκίνο του μαστού. Μέθοδος: 124 γυναίκες με μη-μεταστατικό καρκίνο του μαστού συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια για το άγχος (Spielberger’s State–Trait Anxiety Inventory), την καταθλιπτική συμτωματολογία (Center for Epidemiologic Studies-Depression (CES-D), την ποιότητα ζωής (WHOQOL-BREF), και τους μηχανισμούς άμυνας του Εγώ (Life Style Index). Από αυτές, 82 (66.1%) συμμετείχαν στην επανεκτίμηση μετά από ένα χρόνο. Η μέση ηλικία ήταν 54.6 έτη (SD = 9.76), το μέσο χρονικό διάστημα που είχε παρέλθει από τη στιγμή της διάγνωσης ήταν 19.4 μήνες (SD = 25.55); 19.5% είχαν καρκίνο στάδιου I, 63.4% στάδιο ΙΙ και 17.1% στάδιο III. Προκειμένου να εξετάσουμε το αν οι ψυχολογικές παράμετροι μπορούσαν να δρουν ως προγνωστικοί παράγοντες ή τροποποιητές υιοθετήσαμε μοντέλα πολλαπλής και ιεραρχικής παλινδρόμησης. Αποτελέσματα: Η καταθλιπτική συμπωματολογία και η σχετική με τη σωματική υγεία ποιότητα ζωής βελτιώθηκαν σημαντικά μέσα στο χρόνο. Το state άγχος, η σχετική με την ψυχική υγεία ποιότητα ζωής και η σχετική με το περιβάλλον ποιότητα ζωής παρέμειναν σταθερές. Η σχετική με τις κοινωνικές σχέσεις ποιότητα ζωής επιδεινώθηκε μέσα σε ένα χρόνο. Η μεγαλύτερη ηλικία (p = 0.021) και υψηλότερες τιμές στον μηχανισμό άμυνας της απώθησης (p = 0.044) συσχετίστηκαν ανεξάρτητα με επιθυμία για παθητικό ρόλο στη διαδικασία λήψης θεραπευτικών αποφάσεων. Το πρωιμότερο στάδιο καρκίνου (p = 0.043), τα χαμηλότερα επίπεδα state άγχους (p = 0.039), το χαμηλότερο σκορ απώθησης (p = 0.021) και η βελτίωση στην καταθλιπτική συμπτωματολογία (p < 0.001) απετέλεσαν προγνωστικούςπαράγοντες βελτίωσης στη σχετική με τη σωματική υγεία ποιότητα ζωής. Η ανάλυση τροποποιητή (moderation analysis) έδειξε ότι η επιθυμία για ενεργή συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων προέβλεψε τη βελτίωση στη σχετική με τη σωματική υγεία ποιότητα ζωής αλλά μόνο στις γυναίκες με χαμηλότερα επίπεδα απώθησης. Συμπεράσματα. Τα αποτελέσματα της συγχρονικής μελέτης έδειξαν ότι το ποσοστό ασθενών που επιθυμούσαν παθητικούς ρόλους στη λήψη αποφάσεων ήταν το πιο υψηλό συγκρινόμενο με τα αντίστοιχα ποσοστά από παρόμοιες μελέτες σε άλλες χώρες. Αυτό ίσως να οφείλεται στην επίδραση του πατερναλιστικού προτύπου σχέσης γιατρού- ασθενούς στο ελληνικό σύστημα υγείας. Σημαντικό επίσης είναι το εύρημά μας ότι οι γυναίκες που ζητούσαν λιγότερο λεπτομερή πληροφόρηση και προτιμούσαν παθητικούς ρόλους είχαν συχνά παραμελήσει να προσέλθουν για μαστογραφία ή και τεστ Παπ πριν τη διάγνωσή τους με καρκίνο του μαστού.Η προοπτική μελέτη έδειξε μείωση της καταθλιπτικής συμπτωματολογίας και βελτίωση στη σχετική με τη σωματική υγεία ποιότητα ζωής στις γυναίκες με μη μεταστατικό καρκίνο του μαστού, μετά από ένα χρόνο. Ωστόσο, η σχετική με τις κοινωνικές σχέσεις ποιότητα ζωής επιδεινώθηκε. Η επιθυμία για υιοθέτηση παθητικού ρόλου στη λήψη αποφάσεων συσχετίστηκε με τις ψυχολογικές εφεδρείες των ασθενών όσον να αφορά την αντιμετώπιση στρεσσογόνων παραγόντων, ιδιαίτερα με το μηχανισμό άμυνας της απώθησης. Η απώθηση ήταν ανεξάρτητος προγνωστικός παράγοντας της ποιότητας ζωής στην επανεκτίμηση. Η ανάλυση τροποποιητή αποκάλυψε ότι ο ενεργός επιθυμητός βαθμός συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων προέβλεπε βελτίωση στη σχετική με τη σωματική υγεία ποιότητα ζωής, αλλά μόνο στις γυναίκες με χαμηλά επίπεδα απώθησης. Από όσο γνωρίζουμε, αυτή η μελέτη είναι η πρώτη που έδειξε ότι η απώθηση μπορεί να προβλέψει την ποιότητα ζωής και ότισυσχετίζεται με τον επιθυμητό βαθμό συμμετοχής στη λήψη θεραπευτικών αποφάσεων των ασθενών με καρκίνο του μαστού. Προτερήματα και περιορισμοί της μελέτης. Συγχρονική μελέτη: Στα προτερήματα της μελέτης συγκαταλέγεται ότι επιλέξαμε ευρέως χρησιμοποιούμενα εργαλεία, τα οποία προηγουμένως προσαρμόσαμε στα ελληνικά με ενδελεχή διαδικασία. Η μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών (90.4%) τις οποίους καλέσαμε να συμμετέχουν στη έρευνά μας ανταποκρίθηκαν θετικά, και δεν ευρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα σε αυτές που δέχτηκαν και σε εκείνες που δεν δέχτηκαν να συμμετέχουν. Το δείγμα μας ήταν αρκετά μεγάλο σε σύγκριση με αντίστοιχες έρευνες σε άλλες χώρες του εξωτερικού και αντιπροσωπευτικό του πληθυσμού των ασθενών με καρκίνο του μαστού στην περιοχή μας, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία αυτών δέχονται τη θεραπεία τους και παρακολουθούνται από την ογκολογική κλινική του νοσοκομείου μας.Όσον αφορά στους περιορισμούς της μελέτης είναι οι εξής: 1) Το χρονικό διάστημα που είχε παρέλθει από τη στιγμή της διάγνωσης των ασθενών ήταν πολύ ευρύ και οι ασθενείς ήταν σε διαφορετικά στάδια της ασθένειάς τους. 2) Τα αποτελέσματά μας όσον αφορά στο εάν οι γυναίκες που είχαν διαγνωσθεί με στάδιο Ι ή ΙΙ της νόσου είχαν επιλογή ανάμεσα στην ολική μαστεκτομή και την ογκεκτομή με ΑΚΘ βασίστηκαν στις υποκειμενικές αναμνήσεις των ασθενών. Δεν υπήρξε αντικειμενική παρατήρηση και καταγραφή των συνεδριών με τους/τις γιατρούς όπου ελήφθησαν οι συγκεκριμένες αποφάσεις. 3) Η μελέτη μας εστιάστηκε στη σχέση γιατρού- ασθενούς και δεν συμπεριέλαβε τους συγγενείς του/ της ασθενούς, οι οποίοι συχνά διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στη λήψη αποφάσεων. 4) Ο συγχρονικός σχεδιασμός της μελέτης αποτελεί επίσης έναν περιορισμό (πχ οι προτιμήσεις των ασθενών για την πληροφόρηση και τη συμμετοχή ή όχι στη λήψη αποφάσεων μπορεί να αλλάζει σε βάθος χρόνου, καθώς αυξάνεται η εμπειρία η σχετική με την ασθένεια και τη θεραπεία της και καθώς γνωρίζουν καλύτερα/ αποκτούν πιο πολλή εμπιστοσύνη και οικειότητα με τον/ τη γιατρό τους). Προοπτική μελέτη. Προτερήματα: Η εις βάθος ψυχολογική εκτίμηση, η χρήση αναγνωρισμένων και προσαρμοσμένων στα ελληνικά εργαλείων και ο προοπτικός σχεδιασμός της μελέτης. Περιορισμοί. 1) Δεν συμπεριλάβαμε στο δείγμα τις γυναίκες με μεταστατικό καρκίνο και αυτό το συστηματικό σφάλμα επιλογής μας περιορίζει από τη γενίκευση των αποτελεσμάτων μαςστον καρκίνο του μαστού 2) Η διάρκεια νόσου των ασθενών εκτεινόταν από λίγους μήνες σε χρόνια, συνεπώς, το σημείο αρχικής εκτίμησης ήταν ατομική υπόθεση 3) Αξιολογήσαμε τον επιθυμητό βαθμό συμμετοχής των ασθενών και όχι τον ρόλο που πράγματι υιοθέτησαν στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων 4) Ο σχετικά υψηλός αριθμός ασθενών που εγκατέλειψαν την έρευνα στην επανεκτίμηση ενδέχεται να έχει επηρεάσει τα ευρήματά μας, αν και αυτό δεν είναι πολύ πιθανό μεδεδομένο ότι δεν υπήρχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις ομάδες αυτών που συμμετείχαν και αυτών που δε συμμετείχαν στην επανεκτίμηση. Κλινικές εφαρμογές. Οι ιατροί πρέπει να δίνουν επαρκή πληροφόρηση στις γυναίκες με καρκίνο του μαστού σχετικά με το στάδιο της νόσου τους, τις θεραπευτικές επιλογές, τις παρενέργειές τους, ακόμα και την πρόγνωση, ιδιαίτερα στις γυναίκες που εκφράζουν την επιθυμία να έχουν λεπτομερή πληροφόρηση, πχ κάνοντας πολλές ερωτήσεις. Οι γιατροί θα πρέπει επίσης να ενθαρρύνουν τις γυναίκες να υιοθετούν το ρόλο που επιθυμούν στη διαδικασία λήψης θεραπευτικών αποφάσεων. Ίσως θα ήταν βοηθητικό να εκτιμούν εκ των προτέρων τον επιθυμητό βαθμό συμμετοχής τους στη λήψη αποφάσεων χρησιμοποιόντας μία συντομευμένη εκδοχή της Control Preference Scale. Παράλληλα, οι κλινικοί ιατροί θα πρέπει να αξιολογούν και να αντιμετωπίζουν τα συμπτώματα κατάθλιψης όσο πιο νωρίς γίνεται. Αυτό θα μπορούσε να γίνει με τη χρήση αυτοσυμπληρούμεων ερωτηματολογίων όπως τα CES-D, Becks Depression Inventory ή το HAM-D. Οι γυναίκες που έχουν υψηλά σκορ θα μπορούσαν να παραπεμφθούν στην ψυχιατρική διασυνδετική υπηρεσία του νοσοκομείου. Τα συμπτώματα άγχους θα πρέπει επίσης να αξιολογούνται, καθώς βρήκαμε ότι το state άγχος είναι προγνωστικός παράγοντας της σχετικής με την υγεία Ποιότητας Ζωής. Τέλος, από τη μελέτη μας γίνεται φανερό πως οι κλινικοί γιατροί θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη τους τις ψυχολογικές εφεδρείες τωνασθενών και τις δυνατότητες που έχουν να αντιμετωπίσουν και να προσαρμοστούν στις επιπτώσεις της νόσου. Παραδείγματος χάριν, ασθενείς που συχνά απουσιάζουν από τα ραντεβού τους για θεραπεία/παρακολούθηση γιατί ‘ξεχάστηκαν’, ασθενείς που ‘ξεχνούν’ ή δεν ακολουθούν τις ιατρικές συμβουλές, ασθενείς με συχνά γλωσσικά σφάλματα ή με απουσία προσοχής’ είναι πιθανόν πως χρησιμοποιούν το μηχανισμό άμυνας της απώθησης. Οι κλινικοί θα πρέπει να υποψιάζονται τη δραστηριοποίηση αυτού του μη βοηθητικού μηχανισμού άμυνας όταν βλέπουν αυτά τα φαινόμενα και να παραπέμπουν τους ασθενείς για ψυχολογική αξιολόγηση και ίσως θεραπεία. Οι μελλοντικές έρευνες θα πρέπει να εξερευνήσουν την περίπλοκη αλληλεπίδραση παραγόντων όπως η προσωπικότητα, η ψυχική καταπόνηση και οι διάφορες κλινικές παράμετροι στην σχετική με την υγεία ποιότητα ζωής των ασθενών με καρκίνο του μαστού. Τέτοιες μελέτες θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να ξεκαθαρίσουμε τις ψυχολογικές παραμέτρους που χρειάζεται να διαχειριστούμε σε θεραπευτικές παρεμβάσεις με στόχο, τελικά, να βελτιωθεί η σχετική με την υγεία Ποιότητα Ζωής των ασθενών με καρκίνο του μαστού. 1057 103 99 The central aim of this thesis is to present a theory for the classification of thick tensor subcategories of a tensor triangulated category, which is attributed to Paul Balmer. For the development of this theory we need to know the basic concepts concerning the tensor triangulated categories, which are listed. The Balmer’s classification theory has a wide range of applications in various branches of mathematics. We choose to analyze two examples from the area of algebra. The first one concerns the stable module category over a group algebra, while the second one concerns the derived category of perfect complexes over a commutative ring. Ο κεντρικός στόχος της παρούσας διατριβής είναι να παρουσιάσει μια θεωρία για την ταξινόμηση των thick τανυστικών υποκατηγοριών μιας τανυστικής τριγωνισμένης κατηγορίας, ο οποία οφείλεται στον Paul Balmer. Για την ανάπτυξη αυτής της θεωρίας απαιτείται να γνωρίζουμε τις βασικές έννοιες που αφορούν τις τανυστικές τριγωνισμένες κατηγορίες, οι οποίες και παρατίθενται. Η θεωρία ταξινόμησης του Balmer έχει ένα ευρύ φάσμα εφαρμογών σε διάφορους κλάδους των μαθηματικών. Επιλέγουμε να αναλύσουμε δυο παραδείγματα που προέρχονται από την άλγεβρα. Το πρώτο αφορά την ευσταθή κατηγορία των προτύπων υπεράνω μιας ομάδας άλγεβρας, ενώ το δεύτερο την παραγόμενη κατηγορία των τέλειων συμπλόκων ενός μεταθετικού δακτυλίου. 1058 243 285 Διερεύνηση αποτελεσματικότητας ενός ψυχοεκπαιδευτικού προγράμματος για τη διευκόλυνση της σχολικής προσαρμογής παιδιών πρώτης δημοτικού This paper describes the implementation and evaluation of a 7-session, universal psychoeducational group program that aims at facilitating the school adjustment of first grade students, mainly through the development and enhancement of their social and emotional skills. In this outcome research participated 114 children, who were separated in the experimental group (N = 56) and control group (N = 58). Before and after the implementation of the program, children in both groups participated in individual interviews and the teacher of each class completed questionnaires to assess children, whereas only the experimental group participated in the program. Results indicated that children in both groups initially had positive attitudes toward school and positive perceptions and feelings about their relationships with peers in classroom, and then reported no significant changes during the school year. However, children in the experimental group were assessed by their teacher with significantly improved social skills, more prosocial behavior and less aggressive and disruptive behavior when interacting with their peers in classroom, after the implementation of the program and compared with children in the control group. In addition, positive effects were maintained and further increased for the participants in the program after three months, compared with the control group children, during follow up assessment. In sum, the findings of this study support the effectiveness of the program in improving children’s adjustment to the demands of interpersonal relationships with peers in classroom and highlight the preventative potential of psychoeducational groups within the school. Στην παρούσα εργασία περιγράφεται η εφαρμογή και η αξιολόγηση ενός καθολικού ψυχοεκπαιδευτικού προγράμματος επτά συναντήσεων με σκοπό τη διευκόλυνση της σχολικής προσαρμογής παιδιών πρώτης δημοτικού, κυρίως μέσα από την ανάπτυξη και την ενίσχυση των κοινωνικών και συναισθηματικών δεξιοτήτων τους. Στην έρευνα που διεξήχθη για τη διερεύνηση της αποτελεσματικότητας του προγράμματος, συμμετείχαν 114 παιδιά, τα οποία διαχωρίστηκαν στην πειραματική ομάδα (N = 56) και την ομάδα ελέγχου (N = 58). Πριν και μετά την εφαρμογή του προγράμματος, τα παιδιά και των δύο ομάδων συμμετείχαν σε ατομικές συνεντεύξεις και ο εκπαιδευτικός κάθε τάξης συμπλήρωσε ερωτηματολόγια αξιολόγησης των παιδιών, ενώ μόνο η πειραματική ομάδα έλαβε μέρος στο πρόγραμμα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα παιδιά και των δύο ομάδων είχαν εξαρχής θετικές στάσεις για το σχολείο, καθώς και θετικές αντιλήψεις και συναισθήματα για τις σχέσεις με τους συνομηλίκους της τάξης, και στη συνέχεια δεν ανέφεραν σημαντικές αλλαγές κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. Ωστόσο, τα παιδιά της πειραματικής ομάδας, αξιολογήθηκαν από τον εκπαιδευτικό τους με σημαντικά βελτιωμένες κοινωνικές δεξιότητες, περισσότερη θετική κοινωνική συμπεριφορά και λιγότερη επιθετική και αποδιοργανωτική συμπεριφορά κατά την αλληλεπίδραση με τους συνομηλίκους της τάξης, μετά την εφαρμογή του προγράμματος και συγκριτικά με τα παιδιά της ομάδας ελέγχου. Επιπρόσθετα, τα θετικά αποτελέσματα διατηρήθηκαν και ενισχύθηκαν για τα παιδιά που συμμετείχαν στο πρόγραμμα, συγκριτικά με τα παιδιά που δεν συμμετείχαν, έπειτα από την πάροδο τριών μηνών, όπως προέκυψε από τη follow up μέτρηση. Συνολικά, τα ευρήματα της έρευνας υποστηρίζουν την αποτελεσματικότητα του προγράμματος ως προς τη βελτίωση της προσαρμογής των παιδιών στις απαιτήσεις των διαπροσωπικών σχέσεων με τους συνομηλίκους της τάξης και αναδεικνύουν τη συνεισφορά των ψυχοεκπαιδευτικών ομάδων ως μέσο πρόληψης εντός του σχολείου. 1059 16 15 Η πρόσληψη του ζωγράφου Θεόφιλου και η έννοια του λαϊκού πολιτισμού στη γενιά του ΄30 The recruitment of the painter Theofilos and the sense of popular culture in the generation 30 1060 122 125 Μελέτη των σχέσεων μεταξύ των φυσικοχημικών παραγόντων υγειονολογικού ελέγχου και της ολικής μικροβιακής χλωρίδας υδάτινων οικοσυστημάτων THE RELATIONSHIPS EXISTING BETWEEN THE TOTAL MICROBIAL FLORA AND A CERTAIN NUMBER OF PHYSICOCHEMICAL PARAMETERS IN A FRESH-WATER ECOSYSTEM, IS THE SUBJECT OF THE PRESENT STUDY. THE SEASONAL AND DAILY FLUCTUATION WAS ALSO INVESTIGATED. OVER NOVEMBER 1985- OCTOBER 1988 WATER SAMPLES WERE EXAMINED FOR THE FOLLOWING PARAMETERS: WATER-TEMP., PH, CONDUCTIVITY, D.O., B.O.DS, C.O.D., NO3-, NO2,-, POU-3, CHLOROPHYLL-A, CL2, C.F.U/ML. FINDINGS SUGGEST THAT THE POPULATION OF MICROORGANISMS IS DIRECTLY PROPORTIONAL TO THE ORGANIC LOAD AND THE RETENTION TIME. NUTRIENTS, CHLA, TEMP. AND PH WERE ALSO FOUND TO HAVE A SIGNIFICANT INFLUENCE OF THE MICROORGANISM'S NUMBER. IT WAS NOTICED THAT THERE IS A SEASONAL AND DIURNAL FLUCTUATION. OUR RESULTS ALSO INDICATE A POLLUTION PROBLEM OF THE LAKE WHICHBECOMES VERY SERIOUS DURING THE SUMMER PERIOD. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΙ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΥΓΕΙΟΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΕ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΟΛΙΚΟ ΜΙΚΡΟΒΙΑΚΟ ΦΟΡΤΙΟ ΥΔΑΤΙΝΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ. ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΕ Η ΕΠΟΧΙΑΚΗ ΚΑΙ ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ. ΑΝΑΛΥΘΗΚΑΝ ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΛΙΜΝΑΙΟΥ ΥΔΑΤΟΣ ΤΗΝ ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1985-ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1988 ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΕΞΗΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΥΣ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑΣ ΝΕΡΟΥ, ΡΗ, ΑΓΩΓΙΜΟΤΗΤΑ, D.O, B.O.D., C.O .D., NO3-, NO2-, PO4-3, CHLA, CL2, C.F.U/ML. ΑΠΟ ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΟΤΙ: Ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΗΣ ΟΛΙΚΗΣ ΜΙΚΡΟΒΙΑΚΗΣ ΧΛΩΡΙΔΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΑΜΕΣΗ ΘΕΤΙΚΗ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕ ΤΟ B.O.D. ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΣΗΣ Η ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΙΚΗΣ ΥΛΗΣ, Ο ΧΡΟΝΟΣ ΠΑΡΑΜΟΝΗΣ ΤΗΣ, Η ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΡΗ.ΣΗΜΕΙΩΝΕΤΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΕΠΟΧΙΑΚΗ ΚΑΙ ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗ. ΤΕΛΟΣ, ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΡΥΠΑΝΣΗΣ-ΜΟΛΥΝΣΗΣ ΤΗΣ ΠΑΜΒΩΤΙΔΑΣ. 1061 49 44 The aim of this essay is to explore the ontological origins of the creation of photographic worlds through the body, and the creation of existential worlds through analogue photography, in the direction of educational use of the proposal for another way of seeing things and relating to the world. Βασική επιδίωξη είναι να διερευνηθούν οι οντολογικές καταβολές δημιουργίας φωτογραφικών κόσμων μέσα από το σώμα, και υπαρκτικών κόσμων μέσα από την αναλογική φωτογραφία στην κατεύθυνση της εκπαιδευτικής αξιοποίησης της πρότασης για έναν άλλον τρόπο να βλέπουμε τα πράγματα και να σχετιζόμαστε με τον κόσμο. 1062 616 657 Design and development of novel layered nanostructured hybrid materials for environmental, medical, energy and catalytic applications Ανάπτυξη και μελέτη καινοτόμων υβριδικών και σύνθετων υλικών με ανόργανες φυλλόμορφες νανοδομές The field of layered nanostructured hybrid materials focuses on the synthesis and possible applications of materials that combine the properties of building blocks of nanometer size dimensions. Bringing together the building blocks can enhance their properties or generate new properties not present in either of the constituents alone. The aim of this thesis centred on layered nanostructured hybrid materials for environmental, medical, energy and catalytic applications, is to describe the synthesis, characterization and possible applications of a number of hybrid layered materials based on carbon allotropes or different inorganic matrices like clay minerals. Chapter 3 presents the synthesis of multi-functional pillared layered materials synthesized by the intercalation of adamantylamine into the interlayer space of graphite oxide and layered aluminosilicate nanoclays. Different characterization techniques demonstrated the successful intercalation of adamantylamine and showed that the final pillared materials have an increased specific surface area. In addition these hybrids were found to be capable of adsorbing significant quantities of organic pollutants, which entails a great potential for environmental remediation applications. Moreover they were found to present improved cytotoxic activity on A549 cancer cells, whilst the cytotoxicity towards MRC-5 cells (normal) was minimal, a fact that renders them suitable as antiproliferative agents in biomedical applications. Chapter 4 describes the chemical oxidation of carbon nanodiscs, industrially prepared via the so-called pyrolytic Kværner Carbon Black & H2 process, towards the formation of a hydrophilic analogue. The detailed characterization of the pristine and the oxidized material is described and the study of the cytotoxic properties of the oxidized nanodiscs is reported. Besides resulting in the separation of carbon nanodiscs from the mixed nanodiscs/nanocones/soot starting material, the oxidation treatment causes the attachment of oxygen-containing functional groups (epoxy, hydroxyl and carboxyl groups) on the nanodisc surface, improving the solubility in polar solvents and thereby the use in various applications. The study of the cytotoxicity properties showed that the oxidized nanodiscs can act as cytotoxic agent and promises well for their future use in nanobiocatalytic systems. Chapter 5 presents a review of various experimental studies of the synthesis and properties of carbon nanostructures containing organic-inorganic cage-like polyhedral oligomeric silsesquioxane (POSS) nanoparticles The aim is to illustrate the improvements of chemical and physical properties that can be achieved by the combination of POSS with different carbon nanostructures focusing on the potential impact of these hybrid nanostructures on various technological applications. Chapter 6 reports the intercalation of iron substituted (Fe+3) cubic silsesquioxanes in a sodium and an acid-activated montmorillonite to form novel catalytic pillared structures. A variety of characterization techniques was applied to prove the successful intercalation of the cubic silsesquioxanes into the clay matrices as well as the formation of pillared structures after calcination. The final pillared hybrids possess high specific area and contain α-Fe2O3 (hematite) nanoparticles as verified by Mössbauer spectroscopy. Catalytic measurements showed that the final hybrid pillared materials catalyse the conversion of isopropanol to diisopropylether and propene due to high specific area and presence of acid sites on the surface; the selectivity is affected by stereochemical parameters. Chapter 7 presents the fabrication of metal (Cu2+ and Fe+3) decorated POSS thin films via the Langmuir –Schaefer method or via a combination of this method with self-assembly, using a simple surfactant such as arachidic acid (AA). Characterization with different techniques proofed the successful deposition of the layers, leading to a periodically repeated AA-Metal (Cu2+ and Fe+3)-POSS-AA unit. Moreover the interlayer distance between the units was found to be affected by the coordination of the metal ions. Additionally, comparison of the two fabrication protocols showed that the hybrid films deposited following synthetic route involving self-assembly process lead to better ordered structures. Ο τομέας των φυλλόμορφων νανοδομημένων υβριδικών υλικών επικεντρώνεται κυρίως στη σύνθεση και στις πιθανές εφαρμογές υλικών που συνδυάζουν τις ιδιότητες των δομικών τους μονάδων σε κλίμακα νανομέτρων. Συνδυάζοντας αυτές τις δομικές μονάδες μπορούμε να βελτιώσουμε ή και να δημιουργήσουμε νέες ιδιότητες οι οποίες δεν ήταν παρούσες στα επιμέρους αρχικά μας υλικά. Στόχος της παρούσας διατριβής είναι ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη ολιγοστρωματικών νανοδομημένων υβριδικών υλικών για περιβαλλοντικές, βιο-ιατρικές ενεργειακές και καταλυτικές εφαρμογές. Πιο συγκεκριμένα, στο πόνημα αυτό περιγράφεται η σύνθεση, ο χαρακτηρισμός και οι πιθανές εφαρμογές μια πληθώρας υλικών που έχουν σαν βάση αλλοτροπικές δομές του άνθρακα ή άλλα ανόργανα υλικά όπως οι φυλλόμορφοι άργιλοι. • Το κεφάλαιο 3 περιγράφει την σύνθεση πολυλειτουργικών υποστυλωμένων υλικών τα οποία έχουν αναπτυχθεί μέσω της ενσωμάτωσης μορίων αμινοαδαμαντίνης στον ενδοστρωματικό χώρο οξειδίου του γραφίτη και φυλλόμορφων αργιλοπυριτικών αργίλων. Οι διάφορες τεχνικές χαρακτηρισμού που χρησιμοποιούνται αποδεικνύουν την επιτυχή ενσωμάτωση της αμινοαδαμαντίνης καθώς και ότι τα τελικά υποστυλωμένα υλικά παρουσιάζουν αυξημένη ειδική επιφάνεια. Επιπροσθέτως τα υβριδικά υλικά βρέθηκαν να έχουν σημαντική προσροφητική ικανότητα οργανικών ρύπων γεγονός που τα καθιστά κατάλληλα για χρήση σε περιβαλλοντικές εφαρμογές. Επιπλέον παρουσιάζουν βελτιωμένη κυτταροτοξική ικανότητα σε καρκινικά κύτταρα (Α549) σε σχέση με υγιή κύτταρα (MRC-5) στα οποία η δράση τους είναι ελάχιστη γεγονός που τα καθιστά κατάλληλα να χρησιμοποιηθούν ως ανασταλτικοί παράγοντες ανάπτυξης σε βιο-ιατρικές εφαρμογές. • Στο κεφάλαιο 4 περιγράφεται η χημική οξείδωση νανοδίσκων άνθρακα που έχουν παραχθεί βιομηχανικά μέσω της πυρολυτικής διαδικασίας Kværner Carbon Black & H2 και ο σχηματισμός ενός υδρόφιλου αναλόγου. Περιγράφεται ο λεπτομερής χαρακτηρισμός τόσο του αρχικού όσο και του οξειδωμένου υλικού καθώς και μελέτη των κυτταροτοξικών ιδιοτήτων του οξειδωμένου υλικού. Κατά την οξείδωση των νανοδίσκων επιτυγχάνεται ο διαχωρισμός τους από το μίγμα νανοδίσκων/νανοκώνων/καταλοίπων του αρχικού υλικού και η δημιουργία λειτουργικών ομάδων οξυγόνου (επόξυ-, υδρόξυ-, καρβόξυ-) στην επιφάνεια τους βελτιώνοντας την διαλυτότητα τους σε πολικούς διαλύτες ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε διάφορες εφαρμογές. Η μελέτη των κυτταροτοξικών ιδιοτήτων τους έδειξε ότι οι οξειδωμένοι νανοδίσκοι δρουν ως κυτταροτοξικοί παράγοντες και αποτελούν ένα πολλά υποσχόμενο υλικό για την ανάπτυξη νανο βιοκαταλυτικών συστημάτων. • Στο κεφάλαιο 5 παρουσιάζεται μια ανασκόπηση διαφόρων πειραματικών μελετών πάνω στην σύνθεση και τις ιδιότητες νανοδομών άνθρακα που περιέχουν οργανικά-ανόργανα πολυεδρικά ολιγομερή σιλοξάνια (POSS) (cage-like). Στόχος είναι να τονιστεί η βελτίωση των φυσικοχημικών ιδιοτήτων που επιτυγχάνεται με προσθήκη τους επικεντρώνοντας στον αντίκτυπο που μπορεί να έχουν τα υβριδικά αυτά υλικά σε διάφορες τεχνολογικές εφαρμογές. • Στο κεφάλαιο 6 αναφέρεται η ενσωμάτωση υποκατεστημένων κυβικών σιλοξανίων του σιδήρου (Fe+3), σε νατριούχο μοντμοριλλονίτη καθώς και στο όξινα ενεργοποιημένο ανάλογό του με σκοπό την δημιουργία καινοτόμων καταλυτικών υποστυλωμένων δομών. Μια πληθώρα τεχνικών χαρακτηρισμού εφαρμόστηκε ώστε να αποδειχθεί η επιτυχής ενσωμάτωση των σιλοξανίων στις αργιλικές μήτρες καθώς και ο σχηματισμός υποστυλωμένων δομών μέσω τις θέρμανσης τους. Τα τελικά παραγόμενα υλικά βρέθηκαν να διαθέτουν μεγάλη ειδική επιφάνεια ενώ η παρουσία νανοσωματιδίων αιματίτη (α-FeO3) επιβεβαιώθηκε μέσω της φασματοσκοπία Mössbauer. Καταλυτικές πειραματικές μετρήσεις έδειξαν ότι τα τελικά υβριδικά υλικά καταλύουν την αφυδάτωση της ισοπροπανόλης σε προπένιο και διισο-προπυλαιθέρα λόγω της μεγάλης ειδικής επιφάνειας και των ενεργών καταλυτικών κέντρων στην επιφάνεια τους ενώ η εκλεκτικότητα προς την διάσπαση της ισοπροπανόλης επηρεάζεται από στερεοχημικές παραμέτρους • Στο κεφάλαιο 7 παρουσιάζεται η δημιουργία λεπτών ολιγοστρωματικών υμενίων υποκατεστημένων με μέταλλα (Cu2+ και Fe+3) πολυεδρικών ολιγομερικών σιλοξανίων (POSS) μέσω της μεθόδου Langmuir –Schaefer ή με συνδυασμό της με τη μέθοδο αυτο-οργάνωσης (self-assembly) με τη χρήση μιας απλής τασιενεργής ένωσης όπως το αραχιδικό οξύ (ΑΑ). Ο χαρακτηρισμός με διάφορες τεχνικές απέδειξε την επιτυχή εναπόθεση των στρωμάτων της τασιενεργής με αποτέλεσμα την δημιουργία περιοδικών δομικών μονάδων που αποτελούνται αντίστοιχα από στρώματα αραχιδικού οξέος και υποκατεστημένων με μέταλλα (Cu2+ και Fe+3) POSS. Επιπλέον, η ενδοστρωματική απόσταση μεταξύ των δομικών μονάδων εξαρτάται από την γεωμετρία και τον αριθμό ένταξης των μεταλλικών ιόντων. Επιπροσθέτως η σύγκριση των δύο πειραματικών πρωτοκόλλων σύνθεσης έδειξε ότι τα υβριδικά υμένια που έχουν εναποτεθεί με τη συνδυασμένη συνθετική διαδικασία που περιλαμβάνει το στάδιο της αυτό-οργάνωσης των μορίων οδηγούν σε καλύτερα οργανωμένες δομές. 1063 241 234 The adjustment to disability as a mediating factor in the experience of shame and adult attachment Η προσαρμογή στην αναπηρία ως παράμετρος της πρόκλησης συναισθημάτων ντροπής και της δημιουργίας στενών διαπροσωπικών σχέσεων The purpose of this research is to investigate the adjustment of people with disabilities, namely people with visual impairment, physical disabilities, diabetes mellitus, multiple sclerosis as well as people with thalassemia. At the same time, the experience of shame is considered and the attempt is being made to explore the adult attachment of people with disabilities. The measurement of the above variables was carried out with three self-referencing questionnaires, which were given to two hundred people with disabilities (40 people from each disability category). The first questionnaire looked at adaptation to disability, the second looked at the experience of shame, and the third looked at the dimensions of the adult attachment, specifically the anxious attachment and the avoidance attachment. The data was processed using the SPSS. statistical packet 25.0. The results showed that people with disabilities were adjusted to disability. It has also been found that people with disabilities have low to moderate levels of feelings of shame. It was also found that four disability groups mainly present the attachment avoidance, in addition to people with physical disabilities who present the attachment anxiety. The effect of demographic characteristics on variables and individual subscales was investigated. Significantly statistically significant correlations were also found between the research variables. Finally, the regression model found that the most important predictor of adaptation to disability, is the experience of shame. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση της προσαρμογής στην αναπηρία στα άτομα με οπτική αναπηρία, σωματική αναπηρία, σακχαρώδη διαβήτη, σκλήρυνση κατά πλάκας καθώς και στα άτομα με μεσογειακή αναιμία/θαλασσαιμία. Παράλληλα, εξετάζονται το συναίσθημα της ντροπής και επιχειρείται, επίσης, η διερεύνηση του δεσμού προσκόλλησης ενηλίκων ατόμων με αναπηρία. Η μέτρηση των παραπάνω μεταβλητών επιχειρήθηκε με τρία ερωτηματολόγια αυτοαναφοράς, τα οποία χορηγήθηκαν σε 200 άτομα με αναπηρία (40 από κάθε κατηγορία αναπηρίας). Το πρώτο ερωτηματολόγιο εξέτασε την προσαρμογή στην αναπηρία, το δεύτερο εξέτασε το βίωμα της ντροπής και το τρίτο εξέτασε τις διαστάσεις του δεσμού προσκόλλησης ενηλίκων και συγκεκριμένα τη διάσταση του άγχους και τη διάσταση της αποφυγής. Η επεξεργασία των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με το στατιστικό πακέτο SPSS. 25.0. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα άτομα με αναπηρία του δείγματος έχουν προσαρμοστεί στην αναπηρία. Βρέθηκε, επίσης, ότι τα άτομα με αναπηρία παρουσιάζουν σε χαμηλά προς μέτρια επίπεδα το συναίσθημα της ντροπής. Εντοπίστηκε ακόμα, ότι τέσσερεις ομάδες αναπηρίας παρουσιάζουν κυρίως τη διάσταση της αποφυγής εκτός από τα άτομα με σωματική αναπηρία που παρουσιάζουν τη διάσταση του άγχους. Διερευνήθηκε η επίδραση των δημογραφικών χαρακτηριστικών στις μεταβλητές και στις επιμέρους υποκλίμακες. Εντοπίστηκαν, επίσης, στατιστικά σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ των μεταβλητών της έρευνας. Τέλος, από το μοντέλο της παλινδρόμησης βρέθηκε ότι ο πιο σημαντικός προβλεπτικός παράγοντας της προσαρμογής στην αναπηρία, είναι το βίωμα της ντροπής. 1064 391 393 Θεραπευτική προσέγγιση μετεγχειρητικού πόνου μετά από επέμβαση ανοικτής αποκατάστασης βουβωνοκήλης στα παιδιά BACΚGR0UND - OBJECTIVES: Open inguinal hernia repair is one of the most common surgical procedures. It is estimated that 35000 hernia repairs take place in Greece annually. Surgical wound pain is a frequent symptom in the postoperative period. Pain, which is a restrictive symptom, negatively influences psychological status and delays return to normal activity and functionality. There exist many different approaches that all address the symptom of postoperative pain. Documentation is available for every method and many clinical trials have been published comparing one method to another. A systematic review of the literature was designed according to ‘The Cochrane Collaboration Handbook”, in order to gather all currently available evidence and proceed to quantitative analysis of the data. MATERIAL - METHODS: A comprehensive search in the bibliographic databases Pubmed, SCOPUS and ISI Web of Knowledge was conducted; 22 randomized controlled studies with a total of 1826 patients were included in the analysis. Reviewed outcomes consisted of postoperative pain scores as measured by different scales specialised for children and secondarily the needs for complementary rescue analgesia during the postoperative period in terms of number of patients requiring further analgesics or/and the amount of analgesics consumed at that period. RESULTS: Due to great heterogeneity between studies included, quantitative analysis is difficult and has many limitations. There is both clinical and methodological heterogeneity among the studies. There are many different techniques for postoperative analgesia and every one can utilize a different analgesic drug or local anaesthetic or combination in various doses. Methodological heterogeneity results from the use of different scales for evaluating pain. Nonetheless, quantitative analysis was meticulously attempted and showed that ilioinguinal/iliohypogastric block may be inferior to other methods (OR=2.96 (1.77-4.95), p<0.0001). In contrast, neither caudal block nor nstillation technique is more effective than the other approaches, since differences were not statistically significant (OR=0.62 (0.32-1.18), p=0.15 and OR=1.83 (0.86-3.89), p=0.12 accordingly). CONCLUSIONS: The question of which is the most effective method for postoperative pain management following an open inguinal hernia repair in children, cannot be answered in a definitive manner. Currently available data from the literature cannot adequately address that question. It seems that caudal block might be superior compared to other methods yet statistically significant differences failed to be revealed. More studies are needed to evaluate different analgesic methods, to make comparisons and produce data that could be systematically reviewed in the future. ΣΚΟΠΟΣ: Η επέμβαση ανοικτής αποκατάστασης της βουβωνοκήλης είναι από τις πιο συχνές επεμβάσεις. Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι πραγματοποιούνται περίπου 35000 τέτοιες επεμβάσεις ετησίως. Στα πλαίσια της μετεγχειρητικής παρακολούθησης των ασθενών, ένα από τα βασικά συμπτώματα που παρατηρείται είναι ο πόνος στην περιοχή του χειρουργικού τραύματος. Ο πόνος είναι περιοριστικό σύμπτωμα που επηρεάζει την ψυχολογική κατάσταση, αναστέλλει τις δραστηριότητες και καθυστερεί την επάνοδο της λειτουργικότητας του ασθενούς. Στην προσπάθεια αντιμετώπισής του ο θεράπων βρίσκεται αντιμέτωπος με πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις, η κάθε μία από τις οποίες στηρίζεται σε κάποιου βαθμού τεκμηρίωση. Σχεδιάστηκε μια συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σύμφωνα με τις οδηγίες της Cochrane Collaboration, με σκοπό να συγκεντρωθεί η υπάρχουσα τεκμηρίωση για τις θεραπευτικές προσεγγίσεις, που αφορούν τον παιδιατρικό πληθυσμό και να γίνει ποσοτική σύνθεση των αποτελεσμάτων. ΥΛΙΚΟ - ΜΕΘΟΔΟΣ: Έγινε βιβλιογραφική αναζήτηση στις βάσεις δεδομένων Pubmed, SCOPUS και ISI Web of Knowledge και συμπεριλήφθηκαν 22 μελέτες. Οι μελέτες ήταν τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές με συνολικό αριθμό 1826 ασθενών. Οι μελετούμενες εκβάσεις ήταν η ένταση του μετεγχειρητικού πόνου, όπως αυτή βαθμολογείται με χρήση ειδικών κλιμάκων και δευτερευόντως οι απαιτήσεις σε επιπρόσθετη αναλγητική αγωγή κατά τη μετεγχειρητική περίοδο, όπως αυτές εκφράζονται από τον αριθμό των ασθενών που λαμβάνουν συμπληρωματική αναλγητική αγωγή ή/και την ποσότητα της αναλγητικής αγωγής που καταναλώνεται σε αυτήν την περίοδο. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Η μεγάλη ετερογένεια που υπάρχει ανάμεσα στις μελέτες καθιστά εξαιρετικά επισφαλή την ποσοτική σύνθεση μεταξύ τους. Η ετερογένεια που αναφέρεται είναι κλινική αλλά και μεθοδολογική. Υπάρχουν πολλές διαφορετικές αναλγητικές τεχνικές και με κάθε μία μπορεί να χρησιμοποιηθεί διαφορετική φαρμακευτική ουσία ή συνδυασμός ουσιών και σε διάφορα δοσολογικά σχήματα. Η μεθοδολογική ανομοιογένεια προκύπτει από τη χρήση διαφορετικών κλιμάκων αξιολόγησης πόνου. Παρόλ' αυτά επιχειρήθηκε ποσοτική σύνθεση από την οποία φαίνεται πως ο λαγονοβουβωνικός/λαγονοϋπογάστριος αποκλεισμός ίσως να υστερεί έναντι των άλλων τεχνικών με OR=2.96 (1.77-4.95) και p<0.0001. Σε αντίθεση, στατιστικώς σημαντικά διαφορές δεν ανευρέθηκαν υπέρ ή κατά ούτε του ιεροκοκκυγικού αποκλεισμού, ούτε της τεχνικής της ενστάλλαξης έναντι των άλλων τεχνικών (0R=0.62 (0.32-1.18) με p=0.15 και OR=1.83 (0.86-3.89), p=0.12 αντίστοιχα). ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Στην ερώτηση ποια είναι η αποτελεσματικότερη αναλγητική μέθοδος για τον μετεγχειρητικό πόνο μετά από ανοικτή επέμβαση αποκατάστασης βουβωνοκήλης στα παιδιά, φαίνεται πως η υπάρχουσα διαθέσιμη τεκμηρίωση δεν μπορεί να απαντήσει με κατηγορηματικό τρόπο. Φαίνεται πως ο ιεροκοκκυγικός αποκλεισμός ίσως υπερτερεί έναντι των άλλων τεχνικών. Χρειάζονται περισσότερες μελέτες που θα συλλέξουν δεδομένα προς περαιτέρω ανάλυση. 1065 380 404 The financial impacts of COVID-19 and treatment in the USA, United Kingdom and Europe. Οι οικονομικές επιπτώσεις του COVID-19 και οι τρόποι αντιμετώπισης στις ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο και Ευρώπη. This dissertation deals with the impact of the reference economies worldwide, those of the United States of America, United Kingdom (England) as well as the European Union (including Greece and the Eurozone). First (Chapter 1), we will clarify the difference between endemic, epidemic and pandemic. We will study the economic cycles, we will mention the worst pandemics over the centuries and we will mention that the "tulip crisis" probably came from another pandemic of the time (1637) in Europe. Next (Chapter 2), we will analyze what Covid-19 is and why the Covid-19 crisis is a syndemic crisis. The effects that had the most popular tactic for dealing with Covid - 19, the horizontal lockdown. We will study what the consequences were for the global economy in general, what the levels of debt, deficit and unemployment. We will also make special mention of the effects that have occurred in Europe, the United Kingdom and the United States, in general on economies but also in specific economic sectors (barometer for economies). In the third chapter, we will expand on the measures taken by the governments and central banks of the countries - common monetary regions (European Union [and Eurozone], United Kingdom (England) and the United States). Programs such as PEPP (from the European Central Bank) and SURE (from the European Union), the Covid Corporate Financing Facility (CCFF) and the CARES program in the United States. We will look at the (Ways and Means Facility or W & M Facility) account held by the Government of the United Kingdom (England) at the Bank of England and the financial support given to the United States of America in the “Money from helicopter” and what is this technique (?). In closing (fourth chapter), we will talk about digital currency and how the Covid-19 pandemic was used to become a new regularity. Not only the digital currency we know today (Bitcoin), but also the digital currencies of central banks (especially the European Central Bank). The differences between Bitcoin and other decentralized digital currencies (cryptocurrencies), compared to those of central banks (centralized) digital currencies. We will also mention the experiment in China with the digital yuan (CNY or ¥) "Shenzhen (Shenzhen) monetary experiment". Η διπλωματική αυτή πραγματεύεται τις επιπτώσεις που υπέστησαν οι οικονομίες αναφοράς παγκοσμίως, αυτές των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, της Μεγάλης Βρετανίας (Αγγλία) καθώς και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας και της Ευρωζώνης). Αρχικά (Κεφάλαιο 1), θα ξεκαθαρίσουμε ποια είναι η διαφορά μεταξύ της ενδημίας, της επιδημίας και της πανδημίας. Θα μελετήσουμε τους οικονομικούς κύκλους, θα αναφέρουμε τις χειρότερες πανδημίες ανά τους αιώνες και θα αναφέρουμε πως η «κρίση της τουλίπας» πιθανά προήλθε από μια άλλη πανδημία της εποχής (1637) στην Ευρώπη. Στη συνέχεια (Κεφάλαιο 2), θα εμβαθύνουμε στο τι είναι ο Covid – 19 και γιατί η κρίση από τον Covid – 19 είναι μια κρίση συνδημίας κατά βάθος. Οι επιπτώσεις που είχε η πιο δημοφιλή τακτική για την αντιμετώπιση του Covid - 19, το οριζόντιο lockdown. Θα μελετήσουμε ποιες ήταν οι συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία γενικότερα, ποια τα επίπεδα του χρέους, του ελλείμματος και της ανεργίας. Επίσης, ειδική μνεία θα κάνουμε για τις επιπτώσεις που εμφανίστηκαν στην Ευρώπη, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες, γενικότερα στις οικονομίες αλλά και σε ειδικούς οικονομικούς τομείς (βαρόμετρο για τις οικονομίες). Στο τρίτο κεφάλαιο, θα επεκταθούμε στα μέτρα που πήραν οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες των χωρών – κοινών νομισματικών περιοχών (Ευρωπαϊκή ένωση [και Ευρωζώνη], Ηνωμένο Βασίλειο (Αγγλία) και Ηνωμένες Πολιτείες). Προγράμματα όπως, το PEPP (από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) και το SURE (από την Ευρωπαϊκή Ένωση), το μηχανισμό διευκόλυνσης εταιρικής χρηματοδότησης κορονοϊού στο Ηνωμένο Βασίλειο (Covid Corporate Financing Facility ή CCFF) και το πρόγραμμα CARES των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Θα εξετάσουμε το λογαριασμό (Ways and Means Facility ή W & M Facility) που κατέχει η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου (Αγγλία) στην Κεντρική Τράπεζα της Αγγλίας καθώς και την οικονομική ενίσχυση που δόθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, στα πρότυπα της τεχνικής «Χρήμα από το ελικόπτερο» και τι είναι τελικά αυτή η τεχνική (;). Κλείνοντας (τέταρτο κεφάλαιο), θα αναφερθούμε στο ψηφιακό νόμισμα και πως η πανδημία Covid – 19 χρησιμοποιήθηκε για να γίνει μια νέα κανονικότητα. Όχι μόνο το ψηφιακό νόμισμα που ξέρουμε σήμερα (Bitcoin), αλλά και τα ψηφιακά νομίσματα των κεντρικών τραπεζών (ειδικά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζα). Τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ του Bitcoin και άλλων αποκεντρωμένων ψηφιακών νομισμάτων (κρυπτονομισμάτω), σε σχέση με αυτά των κεντρικών τράπεζων (κεντρικοποιημένα) ψηφιακά νομίσματα. Επίσης θα αναφέρουμε το πείραμα στη Κίνα με το ψηφιακό γιουάν (CNY ή ¥ ) «νομισματικό πείραμα της Shenzhen (Σενζεν)». 1066 456 511 Συγκριτική μελέτη αποτελεσμάτων ολικής αρθροπλαστικής γόνατος χειρουργημένης με συμβατικές μεθοδους και με συστήματα πλοήγησης Background: Knee osteoarthritis is the most common joint disorder of the adult population. The last stage of the disease is usually treated with total knee arthroplasty, which, given its irreversible nature, is recommended only when the rest of treatments have failed. The functional effect and the implant survival depend on factors like the axial alignment of the joint and the leg and the correct orientation of the implant charging surfaces. Computerassisted navigation systems have been developed to minimal bone loss in combination with the more accurate placement of the implants and aiming an optimum operating result, the longer life and the prevention of the implant abruption. However, the published results are conflicting about the beneficial operational results of Computer-assisted navigation systems. On this basis, the present randomized study investigates the implant placement, the axial alignment of the leg and the ligament balancing both after conventional and computerassisted navigated total knee replacement. Methods: For this purpose, 37 patients underwent total knee arthroplasty with a navigation system (Navigator group) and 22 with the conventional method. The average age was 67.32 ± 12.63 years in the Navigator group and 68.24 ± 6.48 years in the conventional group. The process of electronic navigation took place using Orthopilot by Aesculap and Columbus knee implant, while the second group included knee replacements performed only with conventional tools (conventional implants Advance by Wright in 10 patients, NexGen by Zimmer in a patient and First by Zimmer in 11 patients). The surgical technique performed in total knee replacement surgery was the same for both groups. The statistical processing of data and the presentation of results were made with the statistical software package SPSS (version 21.0). Results: Results showed that the operative time for the Navigator group was statistically significantly greater than the operative time of the conventional group. On the other hand, overall, there were no significant differences in the clinical outcomes of both techniques. Specifically, the differences between hematocrit and hemoglobin values of the two groups were not statistically significant and the number of vials transfused in the Navigator group per time was the same as in the conventional group. Also, the tibial varus angle and the anatomical - mechanical axis angle, both preoperatively and postoperatively, the values of intramedullary inclination, the range of motion and the values of preoperative and postoperative knee outcome survey score, were not found to differ statistically between the two groups. Conclusions: These results, combined with the high cost of the navigation systems, discourage the adoption of this technique for total knee arthroplasty by modern surgeons. Perhaps, the development of more sensitive evaluation systems might be able to highlight the advantages of the computer-assisted navigation systems that are not visible with the use of the current evaluation methods. Υπόθεση: H οστεοαρθρίτιδα του γόνατος είναι ο πιο συνήθης τύπος αρθροπάθειας του ενήλικου πληθυσμού. Η προχωρημένη οστεοαρθρίτιδα του γόνατος αντιμετωπίζεται συνήθως με ολική αρθροπλαστική, η οποία, δεδομένης της μη αναστρέψιμης φύσης της, συνιστάται μόνο σε ασθενείς στους οποίους έχουν αποτύχει ή αντενδείκνυνται οι υπόλοιπες τεχνικές αντιμετώπισης. Σημαντικοί παράγοντες που επηρεάζουν το λειτουργικό αποτέλεσμα, όπως και την διάρκεια επιβίωσης των εμφυτευμάτων, είναι η αξονική ευθυγράμμιση της άρθρωσης και του σκέλους και ο σωστός προσανατολισμός των επιφανειών φόρτισης των εμφυτευμάτων. Για την μικρότερη δυνατή απώλεια οστού σε συνδυασμό με την ακριβέστερη τοποθέτηση των εμφυτευμάτων, το βέλτιστο λειτουργικό αποτέλεσμα, την μεγαλύτερη διάρκεια ζωής και την πρόληψη της χαλάρωσης της πρόθεσης έχει αναπτυχθεί η καθοδηγούμενη με ηλεκτρονικό υπολογιστή χειρουργική τεχνική. Ωστόσο, τα μέχρι σήμερα δημοσιευμένα αποτελέσματα δεν ήταν ξεκάθαρα ως προς τα ευεργετικά λειτουργικά αποτελέσματα από την χρήση των συστημάτων πλοήγησης. Σε αυτή τη βάση, στην παρούσα τυχαιοποιημένη μελέτη διερευνάται ο τρόπος τοποθέτησης των εμφυτευμάτων, η αξονική ευθυγράμμιση του σκέλους και η συνδεσμική εξισορρόπηση της άρθρωσης τόσο μετά από συμβατική, όσο και μετά από καθοδηγούμενη με σύστημα πλοήγησης ολική αρθροπλαστική γόνατος. Υλικό & Μέθοδοι: Για το σκοπό αυτό, 37 ασθενείς υποβλήθηκαν σε ολική αρθροπλαστική γόνατος με σύστημα πλοήγησης (ομάδα Navigator) και 22 με τη συμβατική μέθοδο. Ο μέσος όρος ηλικίας ήταν 67,32 ± 12,63 έτη στην ομάδα του συστήματος πλοήγησης και 68,24 ± 6,48 έτη στην ομάδα της συμβατικής μεθόδου. Για την διαδικασία της ηλεκτρονικής πλοήγησης χρησιμοποιήθηκε το σύστημα Orthopilot της Aesculap και η πρόθεση Columbus, ενώ η δεύτερη ομάδα περιελάμβανε αρθροπλαστικές γόνατος που εκτελέσθηκαν μόνο με συμβατικά καθοδηγητικά εργαλεία (συμβατικές προθέσεις Advance της Wright στους 10 ασθενείς, NexGen της Zimmer στον έναν ασθενή και First της Zimmer στους 11 ασθενείς). Η χειρουργική τεχνική που εφαρμόστηκε στις επεμβάσεις ολικής αρθροπλαστικής γόνατος ήταν η ίδια και για τις δύο ομάδες. Για τη στατιστική επεξεργασία των δεδομένων και για την παρουσίαση των αποτελεσμάτων χρησιμοποιήθηκε το πρόγραμμα SPSS (έκδοση 21.0). Αποτελέσματα: Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο καθαρός χειρουργικός χρόνος για την ομάδα Navigator ήταν στατιστικώς σημαντικά μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο χρόνο της συμβατικής ομάδας. Παράλληλα, συνολικά, δεν φαίνονται σημαντικές διαφορές στα κλινικά αποτελέσματα των δύο τεχνικών. Αναλυτικά, οι διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ των τιμών του αιματοκρίτη και της αιμοσφαιρίνης των δύο ομάδων δε βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές και ο αριθμός των φιαλών που μεταγγίστηκαν στους ασθενείς της ομάδας Navigator ανά χρονική στιγμή βρέθηκε ίδιος με το αριθμό που μεταγγίστηκε στη συμβατική ομάδα. Επίσης, οι τιμές της κνημιαίας γωνίας ραιβότητας και της γωνίας ανατομικού – μηχανικού άξονα, τόσο προεγχειρητικά όσο και μετεγχειρητικά, οι τιμές της προσθιοπίσθιας κλίσης και του εύρους κίνησης και οι τιμές του προεγχειρητικού και του μετεγχειρητικού knee outcome survey score, δεν βρέθηκαν να διαφέρουν σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο μεταξύ των δύο ομάδων. Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα αυτά, σε συνδυασμό με το κόστος του συστήματος, αποθαρρύνουν την υιοθέτηση των συστημάτων πλοήγησης ολικής αρθροπλαστικής γόνατος από τους σύγχρονους χειρουργούς. Η ανάπτυξη πιο ευαίσθητων συστημάτων μέτρησης ίσως μελλοντικά να μπορέσει να αναδείξει πλεονεκτήματα της πλοηγούμενης τεχνικής που δεν είναι ορατά με την χρήση των πρόσφατων μεθόδων αξιολόγησης. 1067 10 8 Time and the Antique, linear causality and the Greek-art narrative Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Φιλοσοφική Σχολή. Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας 1068 137 154 The role of signaling pathways in maintenance of pluripotency and the differentiation of pluripotent stem cells Ο ρόλος των σηματοδοτικών μονοπατιών στην διατήρηση της πολυδυναμίας και της διαφοροποίησης των εμβρυονικών βλαστικών κυττάρων Embryonic stem cells are isolated from the inner cell mass of the early pre-implantation embryo and, like all stem cells, they can self-renew and differentiate. Because ESCs are pluripotent in terms of developmental potential, they are able to differentiate into all three germ layers (exoderm, mesoderm, endoderm) which give rise to all somatic cell types. The property of pluripotencyhas been extensively studiedtoelucidate the mechanisms involved in embryogenesis and forestablishing clinical applications (e.g. tissue regeneration) as well. In thisthesis, the structure and regulation of major signalling pathways involved in pluripotencymaintenance, in human and mouse embryonic stem cells,are presented. In addition, the pluripotency transcription factor network, that is activated downstream to the signalling path, is analysed and stimuli-sensitive feedback mechanisms are also presented. Τα εμβρυονικά βλαστικά κύτταρα απομονώνονται από την έσω κυτταρική μάζα του πρώιμου προ-εμφυτευτικού εμβρύου και, όπως όλα τα βλαστικά κύτταρα, έχουν την ικανότητα αυτό-ανανέωσης και διαφοροποίησης. Καθότι είναι πολυδύναμα ως προς το αναπτυξιακό τους δυναμικό, είναι ικανά να διαφοροποιούνται και προς τις τρεις βλαστικές στιβάδες (εξώδερμα, μεσόδερμα, ενδόδερμα) από τις οποίες προκύπτουν όλοι οι τύποι κυττάρων. Η ιδιότητα της πολυδυναμίας αποτελεί αντικείμενο εκτενούς μελέτης, αφενός για την διερεύνηση των μηχανισμών της εμβρυογένεσης, και αφετέρου για την αξιοποίησή της σε κλινικές εφαρμογές όπως η ανάπλαση ιστών. Στην παρούσα εργασία, παρουσιάζεται η δομή και η ρύθμιση των σηματοδοτικών μονοπατιών που συμμετέχουν στη διατήρηση της πολυδυναμίας στα εμβρυονικά βλαστικά κύτταρα του ανθρώπου και του ποντικού. Ακόμα, αναλύεται το δίκτυο μεταγραφικών παραγόντων πολυδυναμίας που ενεργοποιείται καθοδικά της σηματοδοτικής οδού, το οποίο χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ρυθμιστικών ανατροφοδοτικών μηχανισμών, ευαίσθητων σε εξωκυτταρικά ερεθίσματα. 1069 437 481 Ο ρόλος των ελεύθερων λιπαρών οξέων και του οξειδωτικού στρες στην ανάπτυξη μη αλκοολικής στεατοηπατίτιδας Ιnappropriate accumulation of excess lipids into liver cells, in the form of lipid droplets, has been proposed to lead to dysfunction of hepatocytes and, consequently, to serious pathological complications (lipotoxicity). Nonalcoholic fatty liver disease (NAFLD) is a term used to characterize a spectrum of pathological changes ranging from simple fatty infiltration (steatosis) to hepatic steatosis accompanied with inflammation, fibrosis, and cirrhosis (non-alcoholic steatohepatitis, NASH). Despite the high prevalence of NAFLD and its potential for serious complications, the underlying molecular mechanisms that determine the progression to liver damage remain poorly understood and need further investigation. The aim of the present study was to create a model of the two hit hypothesis, using human hepatocytes in culture, in order to investigate the role of free fatty acids and oxidative stess in the process of lipotoxicity. In detail, HepG2 human liver cells were exposed to stearate, oleate, or mixtures of the two fatty acids and the effects on cell proliferation and viability, reactive oxygen species (ROS) generation, induction of ER stress and apoptosis and lipid droplet accumulation, were evaluated. It was observed that: a) stearate, but not oleate, inhibited cell proliferation and induced cell death, b) stearate-induced cell death had the characteristics of ER stress- and mitochondrial-mediated apoptosis, c) stearate-treated cells did not produce ROS and untreated and fatty acid-treated cells were equally sensitive against DNA damage, induced by subsequent exposure to hydrogen peroxide, d) the capacity of cells to produce and accumulate triglycerides in the form of lipid droplets was hindered at an early phase following exposure to stearate, while it proceeded normally in oleate-treated cells, e) Co-administration of oleate restored the ability of stearate-treated cells for triglyceride synthesis and lipid droplet formation and protected cells from stearate-induced toxicity at all steps, e) activation of stearate, in the form of stearoyl-CoA, was a necessary step for the manifestation of toxicity. Collectively, the data suggest that oxidative stress does not represent a significant contributor in saturated fatty acid-induced liver toxicity. The results indicate that it is not free stearate per se, but one or more of its specific metabolic products, with different properties than oleate metabolites, which are responsible for inducing cell toxicity. It is proposed that these saturated lipid intermediates of stearate hinder and then interrupt the process of triglyceride synthesis in endoplasmic reticulum (ER) membranes and induce ER stress, leading ultimately in mitochondrial-mediated apoptotic cell death. Co-administration of oleate appears to modulate the physical properties of these metabolites, inhibiting in this way their toxic effect. In conclusion, it is suggested that interruption of triglyceride synthesis constitutes the key initiating event, in the process of saturated fatty acid-induced lipotoxicity Η συνεχής συσσώρευση λιπιδίων στη μορφή σταγονιδίων λίπους έχει προταθεί ότι οδηγεί σε δυσλειτουργία των ηπατοκυττάρων με επακόλουθο την εμφάνιση παθολογικών καταστάσεων (λιποτοξικότητα). Ο όρος μη-αλκοολική λιπώδης εκφύλιση του ήπατος (Non Alcoholic Fatty Liver Disease, NAFLD), χρησιμοποιείται για την περιγραφή ενός φάσματος τέτοιων καταστάσεων και περιλαμβάνει την πορεία εξέλιξης, από την απλή δημιουργία του λιπώδους ήπατος στην ανάπτυξη πιο σοβαρών σταδίων, όπως η στεατοηπατίδα (Non Alcoholic Steatohepatitis, NASH), η κίρρωση ακόμα και η καρκινογένεση. Παρά τη μεγάλη επικράτηση της NAFLD και τις επιπτώσεις της στην παγκόσμια υγεία, οι ακριβείς μοριακοί μηχανισμοί, υπεύθυνοι για την ανάπτυξη της ασθένειας, δεν έχουν διευκρινιστεί πλήρως και χρειάζονται περαιτέρω διερεύνηση. Στόχος της παρούσας εργασίας ήταν η μεταφορά της υπόθεσης των δύο χτυπημάτων σε μοντέλο κυτταρικής καλλιέργειας, με σκοπό τη μελέτη του ρόλου των ελεύθερων λιπαρών οξέων και του οξειδωτικού στρες στον μηχανισμό πρόκλησης λιποτοξικότητας. Πιο συγκεκριμένα, ανθρώπινα ηπατοκύτταρα HepG2 εκτέθηκαν σε κορεσμένο στεατικό οξύ (18:0), μονοακόρεστο ελαϊκό οξύ (18:1, cis) καθώς και σε συνδυασμούς των δύο λιπαρών οξέων και μελετήθηκε λεπτομερώς, η επίδρασή τους στον πολλαπλασιασμό και τη βιωσιμότητα των κυττάρων, στην παραγωγή δραστικών μορφών οξυγόνου, στη δημιουργία στρες ενδοπλασματικού δικτύου και απόπτωσης και στην παραγωγή και συσσώρευση σταγονιδίων λίπους. Παρατηρήθηκε ότι: α) το στεατικό οξύ, και όχι το ελαϊκό, ανέστειλε τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό και προκάλεσε το θάνατο των ηπατοκυττάρων, β) ο επαγόμενος κυτταρικός θάνατος παρουσίασε χαρακτηριστικά ανάπτυξης στρες ενδοπλασματικού δικτύου και μιτοχονδριακού αποπτωτικού θανάτου, γ) η έκθεση σε στεατικό οξύ δεν οδήγησε στην παραγωγή δραστικών μορφών οξυγόνου, ούτε αύξησε την ευαισθησία του DNA των κυττάρων στην εξωγενή προσθήκη υπεροξειδίου του υδρογόνου, δ) η σύνθεση και συσσώρευση σταγονιδίων λίπους διακόπηκε από τα πρώτα στάδια έκθεσης σε στεατικό οξύ, ενώ η διαδικασία αυτή συνεχίστηκε κανονικά στα κύτταρα που εκτέθηκαν σε ελαϊκό οξύ, ε) η ταυτόχρονη προσθήκη ελαϊκού οξέος ανέστηλε πλήρως την τοξική δράση του κορεσμένου λιπαρού οξέος σε όλα τα στάδια που μελετήθηκαν και επανέφερε την ικανότητα σύνθεσης τριγλυκεριδίων και παραγωγής σταγονιδίων λίπους, στ) η ενεργοποίηση του ελεύθερου στεατικού οξέος με το συνένζυμο Α αποτέλεσε απαραίτητη προϋπόθεση για την εκδήλωση της τοξικής δράσης. Συγκεντρωτικά φαίνεται ότι το οξειδωτικό στρες δεν διαδραματίζει κάποιο σημαντικό ρόλο στην λιποτοξική δράση του κορεσμένου λιπαρού οξέος. Τα αποτελέσματα επιδεικνύουν καθαρά, πως το ελεύθερο στεατικό οξύ δεν είναι υπεύθυνο για την πρόκληση τοξικότητας αλλά κάποιο μεταβολικό του προϊόν, που φέρει διαφορετικές ιδιότητες από τους αντίστοιχους μεταβολίτες του ελαϊκου οξέος. Τα δεδομένα υποδεικνύουν ότι οι κορεσμένοι ενδιάμεσοι μεταβολίτες του στεατικού οξέος εμποδίζουν και διακόπτουν τη φυσιολογική πορεία σύνθεσης τριγλυκεριδίων, στη μεμβράνη του ενδοπλασματικού δικτύου και προκαλούν στρες στο οργανίδιο αυτό, με αποτέλεσμα την ενεργοποίηση του μιτοχονδριακού αποπτωτικού μονοπατιού. Ταυτόχρονη προσθήκη ελαϊκού οξέος φαίνεται να ρυθμίζει άμεσα ή έμμεσα τις ιδιότητες των μεταβολιτών αυτών, αναστέλλοντας έτσι την τοξική τους δράση. Συμπερασματικά προτείνεται ότι, η αναστολή της σύνθεσης τριγλυκεριδίων αποτελεί το κομβικό εναρκτήριο γεγονός της λιποτοξικής δράσης του κορεσμένου στεατικού οξέος 1070 165 173 Σύγκριση παρεμβάσεων εκπαιδευτικής ρομποτικής για βελτιώση μαθησιακών αποτελεσμάτων The present study reviews the literature in the field of educational robotics in order to identify potential effects in students’ academic performance. After a systematic search in various databases, we included a total of 12 studies in the meta-analysis. The majority of studies were observational and only 4 of them were quasi-experimental. For each study we extract data for the type of robot used, the research method used, the sample characteristics (sample size, age range of students and level of education) and the results observed in terms of scores. We synthesized results from these 12 studies and found that robotic interventions have an overall positive effect in students’ academic performance (the overall mean effect was 0.7 and the 95% CI 0.283, to 1.112). All the included studies were assessed with the Cochrane Collaboration 'Risk of bias' tool. Most studies are at high risk of bias and this undermines the validity of results. Large, well-conducted randomized clinical trials are needed to answer the review question conclusively. Η παρούσα μελέτη εξετάζει τη βιβλιογραφία στον τομέα της εκπαιδευτικής ρομποτικής προκειμένου να εντοπίσει πιθανά αποτελέσματα στην ακαδημαϊκή επίδοση των μαθητών. Μετά από μια συστηματική αναζήτηση σε διάφορες βάσεις δεδομένων, συμπεριλάβαμε συνολικά 12 μελέτες στη μετα-ανάλυση. Η πλειονότητα των μελετών ήταν μελέτες παρατήρησης και μόνο 4 από αυτές ήταν ημι- πειραματικές. Για κάθε μελέτη εξάγουμε δεδομένα για τον τύπο του ρομπότ που χρησιμοποιείται, την ερευνητική μέθοδο, τα χαρακτηριστικά του δείγματος (μέγεθος δείγματος, ηλικιακή ομάδα και τάξη) και τα αποτελέσματα που παρατηρήθηκαν με όρους βαθμολογίας. Συγκεντρώσαμε τα αποτελέσματα από αυτές τις 12 μελέτες και διαπιστώσαμε ότι οι παρεμβάσεις εκπαιδευτικής ρομποτικής έχουν γενικά θετική επίδραση στην ακαδημαϊκή επίδοση των μαθητών (η συνολική μέση επίδραση ήταν 0,7 και 95% CI 0,283, έως 1,112). Όλες οι μελέτες που εξετάστηκαν αξιολογήθηκαν με το εγχειρίδιο για 'Risk of bias' της Cochrane Collaboration. Οι περισσότερες μελέτες διατρέχουν υψηλό κίνδυνο μεροληψίας και αυτό υπονομεύει την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων. Απαιτούνται μεγάλες, καλά διεξαγόμενες τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές για την οριστική απάντηση του ερευνητικού μας ερωτήματος. 1071 393 375 the opinions of primary education teachers on the causes and the ways to confront it οι απόψεις των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για τα αίτια και τους τρόπους αντιμετώπισής της Many factors contribute to the emergence and spread of school failure, which is a timeless phenomenon. The purpose of the present survey was to investigate the views of the teachers about the phenomenon of school failure. Specifically, the individual objectives of this research were to examine the following: a) the conceptual specification of school failure, b) the factors that are involved in the appearance of school failure, c) the factors that facilitate or obstruct, the tackling of school failure, d) practices for the confrontation of school failure. In the survey, which was conducted with the method of semi-structured interview, fifty (50) primary school teachers participated from the most of Regions of secondary local authorities of country and both sexes and different levels in terms of years of work experience. Teachers’ responses have shown that there is no agreement on how to define school failure. Also, it was found that the most significant factor that affects the school failure is the family (parents’ expectations, parents’ social-economic background, parental style, function conditions of family). Then, follows the factor of school (educator and practicing educational policy), and finally the individual factors (the pupil’s personality, the existence of special educational needs, the psychological and biological factors and the health problems). Furthermore, was found that the inadequate teacher training, the absence of an overall school failure policy, as well as the current (mainly economic) reality do not make it easier the tackling of the phenomenon of school failure. Regarding the proposals for tackling the phenomenon of school failure, teachers referred that an overall redesign of the educational policy is necessary for the effective confrontation of the school failure, with emphasis on the restructuring of the way schools and analytical programs work, to the teachers’ education, but also to the better cooperation between parents and school/educators. All in all, is required an integrated education policy, which will be the result of a public dialogue with all the participants involved in the education (parents, school directors, pupils, educators, experts from higher education institutions), but also study of international practices, adapted to the context of today’s Greek reality. However, further research in this field is required to several stakeholders and by using other methodological tools to draw conclusions that will be more accurate, reliable and valid. Η σχολική αποτυχία είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο, στην εμφάνιση και εξάπλωση του οποίου συμβάλλουν πολλοί παράγοντες. Η παρούσα έρευνα σκοπό είχε να διερευνήσει τις απόψεις εκπαιδευτικών σχετικά με φαινόμενο της σχολικής αποτυχίας. Πιο συγκεκριμένα, οι επί μέρους στόχοι αυτής της έρευνας ήταν να εξεταστούν τα εξής: α) ο εννοιολογικός προσδιορισμός της σχολικής αποτυχίας, β) οι παράγοντες που εμπλέκονται στην εμφάνιση της σχολικής αποτυχίας, γ) οι παράγοντες που διευκολύνουν ή εμποδίζουν την αντιμετώπιση της σχολικής αποτυχίας, δ) οι πρακτικές για την αντιμετώπιση της σχολικής αποτυχίας. Στην έρευνα, η οποία διεξήχθη με τη μέθοδο της ημιδομημένης συνέντευξης, συμμετείχαν πενήντα (50) εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης από τις περισσότερες Περιφέρειες δευτεροβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης της χώρας και των δύο φύλων και διαφορετικών επιπέδων σε όρους ετών προϋπηρεσίας. Από τις απαντήσεις των εκπαιδευτικών προέκυψε ότι δεν υπάρχει συμφωνία ως προς τον τρόπο ορισμού της σχολικής αποτυχίας. Επίσης, διαπιστώθηκε πως ο σημαντικότερος παράγοντας που επιδρά στη σχολική αποτυχία είναι ο οικογενειακός (προσδοκίες γονέων, κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο γονέων, γονεϊκό στυλ, συνθήκες λειτουργίας της οικογένειας). Ακολουθεί ο παράγοντας του σχολείου (εκπαιδευτικός και ασκούμενη εκπαιδευτική πολιτική) και τέλος οι ατομικοί παράγοντες (η προσωπικότητα του μαθητή, η ύπαρξη ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών, οι ψυχολογικοί, οι βιολογικοί και τα προβλήματα υγείας). Επίσης, βρέθηκε πως η ελλιπής κατάρτιση των εκπαιδευτικών, η απουσία μίας συνολικής πολιτικής για τη σχολική αποτυχία, καθώς και η σημερινή (κυρίως οικονομική) πραγματικότητα, δεν διευκολύνουν την αντιμετώπιση του φαινομένου της σχολικής αποτυχίας. Όσον αφορά στις προτάσεις αντιμετώπισης του φαινομένου της σχολικής αποτυχίας, οι εκπαιδευτικοί ανέφεραν πως απαιτείται συνολικός επανασχεδιασμός της εκπαιδευτικής πολιτικής για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου της σχολικής αποτυχίας με έμφαση στην αναδιάρθρωση του τρόπου λειτουργίας των σχολείων και των αναλυτικών προγραμμάτων, στην εκπαίδευση των εκπαιδευτικών, αλλά και στην καλύτερη συνεργασία γονέων και σχολείου / εκπαιδευτικών. Συνολικά, απαιτείται μία ολοκληρωμένη εκπαιδευτική πολιτική, που θα αποτελεί απόρροια ενός δημόσιου διαλόγου με όλους τους εμπλεκομένους στην εκπαίδευση φορείς (γονείς, διευθυντές σχολείων, μαθητές, εκπαιδευτικοί, εμπειρογνώμονες από ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα), αλλά και μελέτης των διεθνών πρακτικών, προσαρμοσμένη στο πλαίσιο της ελληνικής σημερινής πραγματικότητας. Ωστόσο, χρειάζεται περαιτέρω έρευνα σε αυτό το πεδίο σε αρκετά ενδιαφερόμενα μέρη και με τη χρήση και άλλων μεθοδολογικών εργαλείων, προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα τα οποία θα είναι περισσότερο ακριβή, αξιόπιστα και έγκυρα. 1072 451 442 Μια ανασκόπηση του intraclass μοντέλου και του intraclass συντελεστή συσχέτισης για οικογενειακά δεδομένα The intraclass correlation coefficient is used to measure the degree of resemblance, the degree of correlation between the members of a family, in respect to some biological, environmental or phychological attribute, such as blood pressure level, height or I.Q. The main aim of this Thesis is to present a review of the existing methods of inference about the intraclass correlation coefficient which is always present in analyzing familial data. In this context, let X be a random variable that represents a trait or feature of the members of a family and more specifically of the children of a family. Let Xj — (Xi1, Xj2,..., Xiki);, i — 1,..., n, be the random vector that represents the observations, which are collected on the feature X of the children the trait X of the i-th family, which consists on ki children. It is assumed that the random vector Xj, i — 1,..., n, is normally distributed with mean vector μ and variance-covariance matrix Σι. In addition, we assume that each component of the vector Xj has the same mean α, α € R, the same variance σ2 and that the covariances between Xjj· and Xj1, for j — l, are equal. As a result, the children of the same family have a common correlation ρ. This correlation is defined to be the intraclass correlation. Summarizing the above, we assume that X· ~ Nki(μ·, Σ·), where μ = (α,... ,α)/ and Σ· = σ2[(1 — p)/^ + pJki] for i = 1,..., n. The above model is known as intraclass model and it is used for modeling familial data. In this context, in the second chapter and subject to the assumption of the intraclass model, inference is being developed for the intraclass correlation which is based on the method of maximum likelihood. Two cases are distinguished. In the first, family sizes are considered to be the same among families, in contrast with the second one in which the respective family sizes are considered to be different. This chapter is integrated with an alternative to the maximum likelihood method for the estimation of the intraclass correlation coefficient. Chapter 3 focuses on the development of tests, for testing the null hypothesis of a common intraclass correlation coefficient p, on the basis of two or more random samples. In the final chapter 4, inference is being developed for the intraclass correlation by using methods of analysis of variance. More specefically, it is assumed that the j-th member of the i-th family, Xj, j = 1,..., k·, i = 1,..., n can be statistically described by a one-way random effect model. Two cases, the same as those in chapter 2 depending on the family sizes, are also considered. Ο intraclass (ενδοκατηγορικός) συντελεστής συσχέτισης χρησιμοποιείται συνήθως ως μέτρο του βαθμού της σχέσης των μελών της ίδιας οικογένειας, ως προς κάποιο βιολογικό, περιβαλλοντολογικό ή ψυχολογικό χαρακτηριστικό, όπως για παράδειγμα το επίπεδο πίεσης του αίματος, το ύψος, ο δείκτης ευφυίας. Η έννοια του intraclass συντελεστή συσχέτισης χρησιμοποιείται στα πλαίσια της εκτίμησης της κληρονομικότητας (heritability). Η κληρονομικότητα (heritabi-lity) είναι ένα στατιστικό, που χρησιμοποιείται στα πλαίσια της γενετικής και εκτιμά το βαθμό της μεταβλητότητας ενός χαρακτηριστικού σε ένα πληθυσμό, που οφείλεται στη γενετική μεταβλητότητα, που υπάρχει μεταξύ ατόμων στον πληθυσμό. Ακόμη, ο intraclass συντελεστής συσχέτισης στη γενετική παίζει κεντρικό ρόλο στην εκτίμηση της κληρονομικότητας επιλεγμένων χαρακτηριστικών σε ζωικούς και φυτικούς πληθυσμούς. Ο κύριος σκοπός της εργασίας αυτής είναι να παρουσιαστεί μια ανασκόπηση της σημαντικότερης βιβλιογραφίας που είναι διαθέσιμη γύρω από συμπερασματολογία για τον intraclass συντελεστή συσχέτισης για οικογενειακά δεδομένα (family data). 'Εστω X η τυχαία μεταβλητή που κωδικοποιεί ένα χαρακτηριστικό των μελών μιας οικογένειας και πιο συγκεκριμένα των παιδιών μιας οικογένειας. 'Εστω X· = (Χ·1, Χ·2,..., X^ki)/, i = 1,..., n, είναι το τυχαίο διάνυσμα που παριστάνει τις παρατηρήσεις της i-οστής οικογένειας, που αποτελείται από k· παιδιά. Υποθέτουμε ότι το τυχαίο διάνυσμα Χ·,ί = 1,..., n, ακολουθεί κανονική κατανομή με μέσο διάνυσμα μ· και πίνακα διακυμάνσεων-συνδιακυμάνσεων Σ·. Επιπλέον, υποθέτουμε ότι κάθε συνιστώσα του διανύσματος X· έχει την ίδια μέση τιμή α, α G R, την ίδια διακύμανση σ2 και ότι οι συνδιακυμάνσεις μεταξύ των Xj και Χ·ι, για j = l, είναι ίσες. Ως αποτέλεσμα τα παιδιά της ίδιας οικογένειας έχουν κοινή συσχέτιση p. Αυτή η συσχέτιση ορίζεται ως η intraclass συσχέτιση. Συνοψίζοντας τα παραπάνω υποθέτουμε ότι X· ~ Nki (μ·, Σ·), όπου μ· = (α,..., α)/ και Σ· = σ2[(1 — p)1ki + pJki] για i = 1,...,n. Το παραπάνω μοντέλο είναι γνωστό ως intraclass μοντέλο και χρησιμοποιείται για τη μοντελοποίηση οικογενειακών δεδομένων. Στο πλαίσιο αυτό, στο πρώτο κεφάλαιο με την υπόθεση του intraclass μοντέλου, αναπτύσσεται συμπερασματολογία που βασίζεται στη μέθοδο μέγιστης πιθανο-φάνειας. Δύο περιπτώσεις διακρίνονται. Στην πρώτη περίπτωση, το μέγεθος των οικογενειών είναι το ίδιο μεταξύ των οικογενειών, σε αντίθεση με τη δεύτερη στην οποία ποικίλλει. Το κεφάλαιο κλείνει με προτεινόμενους εκτιμητές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν αντί των εκτιμητών μέγιστης πιθανοφάνειας. Στο δεύτερο κεφάλαιο στατιστικά τεστ κατασκευάζονται για τον έλεγχο της υπόθεσης κοινού intraclass συντελεστή συσχέτισης p όταν έχουμε στη διάθεσή μας 2 ή περισσότερα τυχαία δείγματα. Στο τρίτο κεφάλαιο συμπερασματολογία αναπτύσσεται με τη χρήση μεθόδων ανάλυσης διακύμανσης. Πιο συγκεκριμένα, υποθέτουμε ότι το j-οστό μέλος της i-οστής οικογένειας (j = 1,..., k·, i = 1,..., n) μπορεί μαθηματικά να περιγραφεί από ένα μοντέλο τυχαίων επιδράσεων. Δύο περιπτώσεις διακρίνονται κι εδώ. 1073 186 236 Catastrophizing has been broadly conceived as an exaggerated negative “mental set” brought to bear during actual or anticipated pain experience and has risen to the status of one of the most important psychological predictors of pain. The present study aimed at investigating the relationships among sociodemographic factors (age, sex, marital status) psychological distress factors (catastrophizing, anxiety, depression) and pain outcomes (pain perception and pain behavior) in the perioperative setting. On the day before elective lumbar fusion surgery, 61 patients completed the Pain Catastrophizing Scale (PCS) and the Hospital Anxiety and Depression Scale (HADS). On postoperative day 1 and 2, perception of pain intensity (at rest and on movement) on the Verbal Rating Scale (VRS) as well as intravenous patient-controlled analgesia (PCA) fentanyl use were assessed. Catastrophizing and sex predicted postoperative pain intensity at rest, catastrophizing predicted pain intensity on movement, catastrophizing and anxiety predicted analgesic use. Future research on the social, cognitive, emotional and physiologic correlates of catastrophizing holds promise of contributing in a substantive manner to the development and/or elaboration of comprehensive theories addressing the interplay between psychological and physiologic processes that underlie pain experience. Οι καταστροφικές γνωσίες (catastrophizing) ορίζονται ως ένα υπέρμετρο αρνητικό νοητικό σχήμα που ενεργοποιείται ως απάντηση σε πραγματική ή δυνητική επώδυνη εμπειρία και έχουν αναγνωριστεί μεταξύ των ισχυρότερων προγνωστικών ψυχολογικών παραγόντων πόνου. Στόχος της παρούσας έρευνας ήταν η διερεύνηση της συσχέτισης κοινωνικοδημογραφικών παραγόντων (ηλικίας, φύλου, οικογενειακής κατάστασης), ψυχολογικών παραγόντων (καταστροφικών γνωσιών, άγχους, κατάθλιψης) και παραγόντων της επώδυνης εμπειρίας (αντίληψης πόνου και συμπεριφοράς πόνου) κατά την περιεγχειρητική περίοδο. Την προηγουμένη της ημέρας διεξαγωγής προγραμματισμένης χειρουργικής επέμβασης οσφυϊκής σπονδυλοδεσίας, 61 ασθενείς συμπλήρωσαν δύο ερωτηματολόγια: την Κλίμακα των Καταστροφικών Γνωσιών για τον Πόνο (Pain Catastrophizing Scale: PCS) και τη Νοσοκομειακή Κλίμακα Άγχους και Κατάθλιψης (Hospital Anxiety and Depression Scale: HADS). Κατά το πρώτο και δεύτερο μετεγχειρητικό εικοσιτετράωρο, αξιολογήθηκαν η ένταση του πόνου κατά την ηρεμία και την κίνηση με τη βοήθεια της Λεκτικής Βαθμολογικής Κλίμακας (VRS) και η κατανάλωση φεντανύλης δια της μεθόδου της ενδοφλέβιας ελεγχόμενης από τον ασθενή αναλγησίας (Intravenous Patient-Controlled Analgesia: IV PCA). Αναδείχθηκαν οι ακόλουθες προβλέπουσες μεταβλητές: οι καταστροφικές γνωσίες και το φύλο, όσον αφορά στην ένταση του πόνου κατά την ηρεμία, οι καταστροφικές γνωσίες, όσον αφορά στην ένταση του πόνου κατά την κίνηση, οι καταστροφικές γνωσίες και το άγχος, όσον αφορά στην κατανάλωση αναλγητικής αγωγής. Μελλοντική έρευνα με αντικείμενο την κοινωνική, γνωσιακή, συναισθηματική και βιολογική συνιστώσα των καταστροφικών γνωσιών ενέχει τη δυναμική να συμβάλλει ουσιαστικά στη διαμόρφωση και/ή τεκμηρίωση αναλυτικών θεωριών όσον αφορά στην αλληλεπίδραση μεταξύ ψυχολογικών και βιολογικών διεργασιών που ενέχονται στην εμπειρία του πόνου. 1074 132 192 Η λειτουργία της οικογένειας και η κοινωνική υποστήριξη ως παράμετροι του υποκειμενικού ευ ζην γονέων παιδιών με καρκίνο The aim of the present dissertation was to explore the association between family functioning, social support and subjective well-being of parents, whose children have been diagnosed with cancer. Three self-reported questionnaires were used to assess the above variables. The sample of the study consisted of 90 parents of children with cancer. A comparison group of 90 parents of healthy children was also recruited. Statistical analysis revealed that there is a positive association between parents’ satisfaction from social support, healthy family functioning, effective family communication and their sense of well-being. Furthermore, demographic and clinical variables, like time since diagnosis, treatment phase, relapse status, parents’ income and their educational attainment, predicted the levels of their well-being, perceived social support and family functioning. Results are being discussed and suggestions for future research are being provided. Βασικός σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της σχέσης της λειτουργίας της οικογένειας και της κοινωνικής υποστήριξης με το υποκειμενικό ευ ζην γονέων παιδιών με καρκίνο. Η μέτρηση των παραπάνω μεταβλητών έγινε με τρία ερωτηματολόγια αυτοαναφοράς, τα οποία χορηγήθηκαν σε 90 γονείς παιδιών με καρκίνο που αποτέλεσαν την πειραματική ομάδα και 90 γονείς υγιών παιδιών που αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Από τη στατιστική ανάλυση προέκυψε ότι η ικανοποίηση που αντλούν οι γονείς από την κοινωνική υποστήριξη που λαμβάνουν, η ομαλή λειτουργία της οικογένειάς τους και η ποιοτική οικογενειακή επικοινωνία είναι θετικοί προβλεπτικοί παράγοντες του ευ ζην τους. Ακόμη, η αίσθηση του ευ ζην των γονέων, η κοινωνική υποστήριξη που δέχονται και η λειτουργία της οικογένειάς τους διαφοροποιήθηκαν με βάση κάποια δημογραφικά και κλινικά χαρακτηριστικά, όπως ο χρόνος από τη στιγμή της διάγνωσης, η παραμονή σε θεραπεία, η ύπαρξη υποτροπής της νόσου, το μηνιαίο εισόδημα των γονέων και το μορφωτικό τους επίπεδο. Τα αποτελέσματα συζητούνται σε σχέση με την προϋπάρχουσα βιβλιογραφία, ενώ κατατίθενται και προτάσεις για ανάπτυξη περεταίρω ερευνητικής δραστηριότητας στο υπό διερεύνηση θέμα. 1075 191 143 Development of new methods for collecting, processing and optimizing experimental data for Mössbauer spectroscopy Ανάπτυξη νέων μεθόδων συλλογής, επεξεργασίας και προσαρμογής πειραματικών δεδομένων φασματοσκοπίας Mössbauer The dissertation deals with 1. A new experimental collection technique which can be applied directly to existing experimental devices used in Mössbauer Spectroscopy without requiring any modification of them. The data collected from this new method are suitable for further manipulation with standard statistical techniques in order new interpretations to be extracted from them. 2. Emission spectra collected from transmition geometries (using standard collection methods) is presented, as well as the technique by which this was made possible. The phenomenon remains unknown to this day or at least there are no clear references for its existence in the entire Mössbauer bibliography known to the author of the present work. 3. The presentation of new computer programs that can calculate theoretical spectra for any Mössbauer transition. The complete documentation of all the parameters concerning the theoretical part of the problem is explained in detail. 4. Validation of the computational methods described in the present thesis, by application on a number of nuclei (other than 57Fe) and comparing the calculated spectra with existing experimental spectra available in Mössbauer literature. Η διατριβή αφορά: 1. Μια νέα τεχνική πειραματικής συλλογής η οποία μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα σε υπάρχουσες πειραματικές διατάξεις χωρίς να απαιτείται κανενός είδους μετατροπή ή υλική επέμβαση σε αυτές και η οποία αξιοποιεί στατιστικές πληροφορίες κατά την διάρκεια της συλλογής. 2. Τεχνική συλλογής φασμάτων Mossbauer εκπομπής σε γεωμετρίες διέλευσης, χωρίς καμία φυσική μετατροπή της πειραματικής διάταξης. Το φαινόμενο παραμένει έως και σήμερα άγνωστο ή τουλάχιστον δεν υπάρχουν σαφείς αναφορές για την ύπαρξή του, στο σύνολο της βιβλιογραφίας Mössbauer που γνωρίζει ο συγγραφέας της παρούσης εργασίας. 3. Παρουσίαση νέων προγραμμάτων Η/Υ τα οποία μπορούν και υπολογίζουν θεωρητικά φάσματα για οποιοδήποτε πυρήνα Mössbauer. Γίνεται με λεπτομέρεια πλήρης τεκμηρίωση όλων των παραμέτρων που αφορούν το θεωρητικό σκέλος του προβλήματος. 4. Τεκμηρίωση της υπολογιστικής υλοποίησης, μέσω σύγκρισης με βιβλιογραφικά δεδομένα σε πυρήνες πέραν του σιδήρου. 1076 837 804 Λοιμογόνος δράση του παράγοντα CagA του ελικοβακτηριδίου του πυλωρού Helicobacter pylori (H. pylori) is a Gram negative bacteria that infects approximately 50% of the population in Greece. The majority of the carriers (80-90%) develops chronic active gastritis and remain mainly asyptomatic, however, 10-18% will develop gastric or duodenal ulcer and 1-2% will develop gastric adenocarcinoma and MALT lymphoma. The outcome of H. pylori infection is determined by the genetic predisposition of the host, environmental and nutritional factors as well as particular bacterial virulence factors. H. pylori virulence factors can be classified into three categories, membrane-bound, secreted and injected. The last category encompasses the CagA endotoxin, which is injected inside the gastric epithelial cells via a bacterial type IV secretion system. Once inside CagA is phosphorylated hierarchically at the carboxy terminus, by c-Abl and c-Src intracellular kinases, on tyrosine residues involved in repeating Glutamate-Proline-Isoleucine-Tyrosine- Alanine (Glu-Pro-Ile-Tyr-Ala, EPIYA) motifs. These motifs are found in strains isolated from patients of Western populations (Europe, N. America, and Australia) in three distinct types (EPIYA-A, EPIYA-B and EPIYA-C). The number of EPIYA-A and EPIYA-B usually, remains constant, while the EPIYA-C shows high variability between strains and it has been proposed to determine virulence levels of the CagA protein, since the risk for developing gastric cancer increases in direct proportion to the number of EPIYA -C motifs. Following intracellular phosphorylation of CagA the protein has been reported to interact with a plurality of molecules of the host cell and has been suggested to disrupt a wide number of signaling pathways, which regulate a number of functions relating to cancer development such as, cellular polarity and metastasis, as well as, proliferation and apoptosis. Some of these interactions seem to be linked to CagA EPIYA phosphorylation at the carboxy terminus and others are phosphorylation-independent. A key manifestation of H. pylori infection is the generation of active gastritis, demonstrated by avid infiltration of neutrophils in the gastric lamina propria. The main neutrophil chemotactic factor is Interleukin 8 (IL-8) and the molecular mechanism through which H. pylori infection contributes to IL-8 secretion by gastric epithelial cells remains highly controversial. Initially, it has been reported to be dependent on the presence of a functional type IV secretion system, independent of CagA activity, however, much later IL-8 transcriptional activation and secretion has been shown to depend on CagA activity and on other secreted bacterial virulence factors. The aim of this dissertation was the study of mechanisms by which the CagA protein is involved in the development of gastric inflammatory response and it was conducted in two phases, first an epidemiologic analysis of clinical isolates and secondly with the use of experimental H. pylori infection models. In the epidemiologic study, H. pylori clinical isolates from symptomatic patients in Cambodia were analyzed with respect to their polymorphic CagA and VacA elements and correlated to the severity of histopathological lesions and the clinical manifestations of the disease. Through this study, we were able to show that there was an expansion of European Western-type-like vacA and cagA alleles to East-Asian H. pylori strains in Cambodia, thereby providing an explanation for the lower gastric cancer levels reported in this country, compared to other neighboring East Asian Countries. This particular study was a continuation of similar studies conducted in the past involving symptomatic Greek patients (Panayotopoulou Ε. Et al. 2007, Sgouras D. et al. 2009, Panayotopoulou Ε. et al. 2010), which are not part of this dissertation but were materialized with the help of the author of this dissertation. In the second phase of the study we analyzed the importance of the repeating EPIYA motifs in the carboxyterminal end of CagA protein in the molecular mechanism, leading to the transcriptional activation of IL-8 and the development of chronic active gastritis, utilizing experimental H. pylori infection systems. For this purpose we generated a number of H. pylori CagA mutant strains expressing CagA protein with a variable number of functional EPIYA-C, and the respective non-phosphorylatable EPIFA motifs within the same genetic background based on P12 reference H. pylori strain. We then utilized these strains to infect gastric epithelial cell lines and studied the transcriptional activation, as well as, secreted levels of IL-8 which were found to be strictly depended on the functionality of EPIYA-C phosphorylation motifs. Moreover, levels of IL-8 transcriptional activation, as well as, secreted levels of IL-8 were found to be the same regardless of the number of EPIYA-C repeats, following activation of NF-kB. Regarding the signaling pathways leading to NF-kB activation, early ERK1/2 and AKT activation was found to be independent of EPIYA-C phosphorylation. However, inhibition of TAK1 kinase, either chemically through the use of specific TAK1 inhibitor 5Z-7-Oxozeaenol, or genetically, through the use of TAK1-/- mouse embryonic fibroblasts (MEFs), within our experimental H. pylori infection models resulted in complete inhibition of the secretion of IL-8, in a dosedependent manner, regardless of the presence of the CagA. Finally, we were able to demonstrate that CagA and TAK1 partake within the same activation complex, as they were found to immunoprecipitate together and that this interaction did not involve the protein segments encompassing the EPIYA-C motifs. Στην Ελλάδα μεσοσταθμικά, 50% του πληθυσμού είναι φορέας λοίμωξης Helicobacter pylori (H. pylori) το οποίο αποτελεί τον κύριο αιτιολογικό παράγοντα εκδήλωσης χρόνιας ενεργού γαστρίτιδας. Το 80-90% των ασθενών παραμένουν ασυμπτωματικοί, το 10-18% θα εκδηλώσουν την νόσου του πεπτικού έλκους, το 1% θα αναπτύξει γαστρικό αδενοκαρκίνωμα ενώ περίπου το ίδιο ποσοστό θα αναπτύξει λέμφωμα MALT. Η έκβαση της λοίμωξης από H. pylori καθορίζεται από τους πολυμορφισμούς του ξενιστή, από περιβαλλοντικούς παράγοντες και από παράγοντες παθογένειας του βακτηρίου. Οι παράγοντες παθογένειας του H. pylori μπορούν να καταταχθούν σε τρεις κατηγορίες, στους μεμβρανικούς, στους εκκρινόμενους και στους μεταφερόμενους. Στους τελευταίους ανήκει η ενδοτοξίνη CagA η οποία μεταφέρεται στο εσωτερικό των γαστρικών επιθηλιακών κυττάρων μέσω ενός βακτηριακού συστήματος μεταφοράς τύπου ΙV. Μετά την είσοδο της η CagA φωσφορυλιώνεται στο καρβοξυτελικό της άκρο, από τις κινάσες του κυττάρου c-Abl και c-Src ιεραρχικά, σε κατάλοιπα τυροσίνης που συμμετέχουν σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα της μορφής Γλουταμινικό-Προλίνη-Ισολευκίνη-Τυροσίνη-Αλανίνη (Glu-Pro-Ile-Tyr-Ala, EPIYA). Τα μοτίβα αυτά απαντώνται σε Δυτικούς πληθυσμούς (Ευρώπη, Β. Αμερική, Αυστραλία) σε τρείς διακριτούς τύπους (EPIYA-Α, EPIYA-Β και EPIYA-C). Ο αριθμός των θέσεων EPIYA-Α και EPIYA–Β παραμένει σταθερός, ενώ των EPIYA-C εμφανίζει υψηλή ποικιλομορφία μεταξύ των στελεχών, καθορίζοντας τα επίπεδα λοιμογονικότητας της πρωτεΐνης CagA, δεδομένου ότι ο κίνδυνος για ανάπτυξη γαστρικού καρκίνου αυξάνει ευθέως ανάλογα με τον αριθμό των θέσεων EPIYA-C. Μετά την φωσφορυλίωση της, η CagA έχει βρεθεί να αλληλεπιδρά με πλειάδα μορίων του κυττάρου ξενιστή και να διαταράσσει σηματοδοτικά μονοπάτια που ρυθμίζουν τόσο την κυτταρική πολικότητα και την κυτταρική κίνηση, όσο τον πολλαπλασιασμό και την απόπτωση. Μερικές από αυτές τις αλληλεπιδράσεις εξαρτώνται και ρυθμίζονται από την φωσφορυλίωση της πρωτεΐνης στο καρβοξυτελικό της άκρο και άλλες είναι ανεξάρτητες αυτής. Βασικό χαρακτηριστικό της λοίμωξης από H. pylori αποτελεί η διήθηση στο γαστρικό χόριο ουδετεροφίλων πολυμορφοπύρηνων κυττάρων. Κύριος χημειοτακτικός παράγοντας των ουδετεροφίλων είναι η Ιντερλευκίνη 8 (IL-8). Ο μοριακός μηχανισμός μέσω του οποίου το H. pylori επάγει την αύξηση έκκρισης της IL-8 παραμένει ένα ευρύ πεδίο διαφωνίας στην βιβλιογραφία. Αρχικά, υποστηρίχθηκε ότι εξαρτάται από την παρουσία ενός λειτουργικού συστήματος μεταφοράς τύπου ΙV του βακτηρίου, ανεξαρτήτως της δράσης της πρωτεΐνης CagA, μετέπειτα όμως απεδείχθη ότι η CagA μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στην έκταση της επαγωγής. Επιπλέον, άλλοι εκκρινόμενοι παράγοντες παθογένειας του βακτηρίου, εκτός του συστήματος μεταφοράς τύπου ΙV και της CagA, προτάθηκαν να συνεισφέρουν στην επαγωγή Ιντερλευκίνης-8 και επομένως στην ανάπτυξη της χρόνιας ενεργού γαστρικής φλεγμονής. Σκοπός της παρούσας διατριβής ήταν η μελέτη της εμπλοκής της πρωτεΐνης CagA στους μηχανισμούς επαγωγής της γαστρικής φλεγμονής και διεξήχθη σε δύο στάδια, το πρώτο επιδημιολογικό και το δεύτερο με χρήση συστημάτων πειραματικής λοίμωξης H. pylori. Στο πρώτο στάδιο, έγινε επιδημιολογική ανάλυση κλινικών στελεχών συμπτωματικών ασθενών από την Καμπότζη, όπου απεδείχθη συσχέτιση μεταξύ των πολυμορφικών χαρακτηριστικών των κύριων παραγόντων παθογένειας CagA και VacA με την βαρύτητα της κλινικής έκβασης της νόσου. Μάλιστα διαπιστώθηκε διείσδυση στελεχών με πολυμορφικά χαρακτηριστικά Δυτικού τύπου, δικαιολογώντας με αυτό τον τρόπο μερικώς, τα μειωμένα επίπεδα εμφάνισης γαστρικού καρκίνου που παρατηρούνται σε αυτή τη χώρα, σε σύγκριση με τα υψηλότερα επίπεδα, όμορων χωρών. Η μελέτη αυτή αποτέλεσε συνέχεια άλλων παρόμοιων μελετών που πραγματοποιήθηκαν στον Ελληνικό πληθυσμό (Panayotopoulou Ε. και συν. 2007, Sgouras D. και συν. 2009, Panayotopoulou Ε. και συν. 2010 ), των οποίων τα αποτελέσματα δεν αποτελούν μέρος της παρούσας διατριβής, έγιναν όμως και με την συνδρομή του συγγραφέα της παρούσας διατριβής. Στο δεύτερο στάδιο, μελετήθηκε η επίπτωση των επαναλαμβανόμενων θέσεων φωσφορυλίωσης EPIYA της πρωτεΐνης CagA του H. pylori στο μοριακό μηχανισμό επαγωγής της Ιντερλευκίνης-8 και επομένως στην ανάπτυξη της χρόνιας ενεργού γαστρικής φλεγμονής με συστήματα πειραματικής λοίμωξης H. pylori. Για το σκοπό αυτό κατασκευάστηκαν μεταλλαγμένα στελέχη που εξέφραζαν την πρωτεΐνη CagA με μεταβλητό αριθμό λειτουργικών θέσεων φωσφορυλίωσης EPIYA-C, και των αντίστοιχων μη-φωσφορυλιώσιμων EPIFA, στο ίδιο ισογονιδιακό γενετικό υπόβαθρο. Στην συνέχεια τα παραπάνω παραχθέντα στελέχη χρησιμοποιήθηκαν για να μολύνουν γαστρικές επιθηλιακές κυτταρικές σειρές. Παρατηρήθηκε, ότι η μεταγραφική ενεργοποίηση του γονιδίου της IL-8 αλλά και τα επίπεδα της εκκρινόμενης IL-8 ήταν αυστηρά εξαρτώμενα από την λειτουργικότητα των μοτίβων φωσφορυλίωσης EPIYA-C. Επιπλέον, τα επίπεδα της IL-8 και η ενεργοποίηση του γονιδίου της IL-8 ήταν η ίδια, ανεξάρτητα από τον αριθμό των επαναλήψεων EPIYA-C και μέσω ενεργοποίησης του συστήματος NF-kB. Επιπλέον, καταδείχθηκε ότι όσον αφορά τις σηματοδοτικές οδούς που οδηγούν στην ενεργοποίηση του NF-kB, η πρώιμη ERK1/2 και ΑΚΤ ενεργοποίηση, βρέθηκε να είναι ανεξάρτητη από την EPIYA-C φωσφορυλίωση. Αντιθέτως, η αναστολή της TAK1 κινάσης, είτε χημικά με χρήση του ειδικού αναστολέα 5Ζ-7-Oxozeaenol, είτε γενετικά, με χρήση TAK1-/- εμβρυϊκών ινοβλαστών ποντικού (MEFs) στα εν λόγω συστήματα πειραματικής λοίμωξης H. pylori, οδήγησε σε πλήρη αναστολή ενεργοποίησης του ΝF-κΒ και επομένως της έκκρισης της IL-8, με έναν δόσο-εξαρτώμενο τρόπο, ανεξάρτητα από την παρουσία της CagA. Τέλος διαπιστώθηκε ότι η CagA και η TAK1 συμμετέχουν στο ίδιο σύμπλοκο ενεργοποίησης μια και βρέθηκαν να ανοσοκαταβυθίζονται μαζί και ότι αυτή η αλληλεπίδραση δεν γινόταν μέσω των περιοχών της πρωτεΐνης που περιείχαν τις επαναλαμβανόμενες θέσεις φωσφορυλίωσης EPIYA. 1077 533 520 Τοπικές πηγές, ατμοσφαιρική μεταφορά, επιπτώσεις στην ποιότητα του αέρα The aim of this project was to define local and regional sources of PM10 and PM2.5 at 20 major European cities, while an estimation of health risks associated with air pollution levels in those areas was also attempted, by the use of air quality indexes. The selection of those cities was based at the availability of air pollution data, especially for PM2.5. The European continent was divided in five main sectors: Southern Europe, North-Northeastern Europe, Central Europe, Southeastern Europe and Northwest Europe, in order to facilitate the identification of possible common air pollution characteristics, among each sector’s cities. At first Pearson correlation coefficients were calculated among the daily concentrations of particulates and gaseous air pollutants: NO2, SO2, CO and O3, while the application of primal component analysis (PCA) defined components corresponding in specific types of air pollution. Gaseous air pollutants were used as indicators of the emission sources. Possible seasonal variations of PM2.5/PM10 daily ratio values were also used, as markers of PM sources influencing particulate size distribution. By the computation with HYSPLIT model of air mass trajectories that were then divided in clusters according to their origination and length, the localization of distant aerosol sources affecting PM levels in Europe was able to be performed. Finally air quality indexes that combine the levels of particulates and gaseous air pollutants were applied, in order to achieve a clear image of the atmosphere’s status for human exposure at each area that is under study. In general fine (PM2.5) and coarse (PM10) particle levels were intensively correlated, thus common sources are suggested. Combustion originated gaseous pollutants (CO, NO2, SO2) were strongly associated to particulates, primarily at central areas that are severely affected by vehicular emissions, thus traffic was defined as a major contributor to the total production of PM. At monitoring stations that are situated inside urban parks or are neighbouring to large rural areas and forests, daily PM2.5/PM10 ratio presented its minimum values during warm periods. The reduction of fine particles proportion in the total PM10 mass was attributed to the higher volume of airborne coarse PM during spring and summer, due to dust resuspension and also due to emissions from natural sources (pollen, seeds). The principal exogenous sources of aerosols affecting the southern part of Europe were localized at Northwest Africa and the Mediterranean, due to the transportation of dust from the Sahara Desert and sea spray respectively. Regional sources influencing PM10 levels at Central and North-Northeast Europe were identified mainly within Germany, France, Poland and Northern Italy, where major industrial facilities, rural areas and forests exist. The Northwest part of Europe receives large quantities of airborne particulates from Germany, France and the United Kingdom, while transportation of sea spray from the Northern part of the Atlantic and the North Sea is also observed. The atmosphere of cities that are situated at the Southeast part of Europe is primarily enriched by aerosols, originated from neighboring areas that extend within the Balkan Peninsula and Northern Italy. Incidents of sea spray transport from the Mediterranean and dust intrusions from the Sahara desert were found to be limited at the under study cities of Southeast Europe, and were characterized as secondary causes of episodic PM10 concentrations. Στόχος αυτής της εργασίας ήταν ο καθορισμός των τοπικών και των απομακρυσμένων πηγών για τα σωματίδια PM10 και PM2.5 σε 20 μεγάλες πόλεις της Ευρώπης, ενώ επιχειρήθηκε και μια εκτίμηση της συνολικής επικινδυνότητας της ατμόσφαιρας για τον πληθυσμό κάθε περιοχής, με τη χρήση δεικτών ποιότητας αέρα. Η επιλογή των πόλεων έγινε με βάση τη διαθεσιμότητα των δεδομένων ατμοσφαιρικής ρύπανσης, κυρίως σε ότι αφορά τα PM2.5. Η Ευρωπαϊκή Ήπειρος διαχωρίστηκε σε 5 μεγάλους τομείς: Νότια Ευρώπη, Βόρεια-Βορειοανατολική Ευρώπη, Κεντρική Ευρώπη, Νοτιοανατολική Ευρώπη και Βορειοδυτική Ευρώπη, για να διευκολυνθεί ο εντοπισμός πιθανών κοινών χαρακτηριστικών της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, μεταξύ των πόλεων κάθε τομέα. Αρχικά υπολογίστηκαν οι συντελεστές συσχέτισης Pearson ανάμεσα στα ημερήσια επίπεδα των σωματιδίων και εκείνα των άλλων αέριων ρυπαντών: NO2, SO2, CO και O3, ενώ ακολούθως η εφαρμογή της ανάλυσης σε κύριες συνιστώσες (PCA), καθόρισε παράγοντες που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες πηγές ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Οι αέριοι ρυπαντές λειτούργησαν ως δείκτες της προέλευσης των εκπομπών. Επίσης μελετήθηκαν οι τιμές του ημερήσιου λόγου PM2.5/PM10 για τον εντοπισμό τυχόν εποχιακών διακυμάνσεων. Από τον υπολογισμό ατμοσφαιρικών τροχιών αερίων μαζών με χρήση του λαγκρανζιανού μοντέλου διασποράς HYSPLIT και εν συνεχεία από το διαχωρισμό τους σε συστάδες ανάλογα με την κατεύθυνση και το μήκος τους, κατέστη εφικτός ο εντοπισμός των απομακρυσμένων πηγών σωματιδίων που συμβάλουν στη διαμόρφωση των επιπέδων για τα PM10 στην Ευρώπη. Τέλος πολλαπλοί συνδυασμένοι δείκτες εφαρμόστηκαν για την αξιολόγηση της ποιότητας του αέρα για τον πληθυσμό κάθε περιοχής. Από τον υπολογισμό των συντελεστών συσχέτισης Pearson ανάμεσα στις ημερήσιες συγκεντρώσεις των PM10 και PM2.5, βρέθηκαν στο σύνολο των σταθμών υψηλές συσχετίσεις, ως αποτέλεσμα των κοινών πηγών τους. Οι ισχυρές συσχετίσεις μεταξύ των PMS και των αέριων ρυπαντών CO, NO2 και SO2, ειδικά σε θέσεις μετρήσεων που επηρεάζονται έντονα από την κίνηση των οχημάτων και βρίσκονται στο κέντρο των πόλεων, αποδίδονται στην μεγάλη συμβολή των καύσεων και ειδικά της κυκλοφορίας στη συνολική παραγωγή σωματιδίων. Σε σταθμούς που βρίσκονται μέσα σε πάρκα ή γειτνιάζουν με μεγάλες αγροτικές και δασικές εκτάσεις, το ποσοστό των PM2.5 μέσα στα PM10 όπως περιγράφεται από την αναλογία PM2.5/PM10, βρέθηκε να ελαττώνεται σημαντικά κατά τη θερμή περίοδο των υπό εξέταση ετών. Η μείωση αυτή αποδόθηκε στη πιο έντονη παρουσία φυσικής προέλευσης χονδρόκοκκων (PMCOARSE) σωματιδίων (σκόνη, γύρη, σπόροι κτλ), κατά την άνοιξη και το θέρος. Η κύριες εξωτερικές πηγές PM10 για το νότιο τμήμα της Ευρώπης βρέθηκαν να είναι η έρημος Σαχάρα και η Μεσόγειος, από τις οποίες πραγματοποιείται μεταφορά σκόνης και θαλάσσιας πιτύλου αντίστοιχα. Οι πηγές των εξωγενών PM10 για τις πόλεις της Βόρειας-Βορειοανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, βρίσκονται κυρίως στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Πολωνία και τη βόρεια Ιταλία, όπου υπάρχουν σημαντικές βιομηχανικές εγκαταστάσεις αλλά και δασικές εκτάσεις. Το βορειοδυτικό τμήμα της Ευρώπης δέχεται ποσότητες αερολυμάτων από τη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Μεγάλη Βρετανία, ενώ σημαντική είναι και η πιθανότητα μεταφοράς αλάτων από τον Ατλαντικό ωκεανό και τη Βόρεια θάλασσα. Στην ατμόσφαιρα των υπό εξέταση πόλεων της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, εισρέουν κυρίως αερολύματα από γειτονικές περιοχές της Βαλκανικής Χερσονήσου αλλά και από τη Βόρεια Ιταλία, ενώ εντοπίστηκε επίσης περιορισμένος αριθμός περιστατικών εισαγωγής σκόνης από την έρημο Σαχάρα, καθώς και μεταφοράς θαλάσσιας πιτύλου από τη Μεσόγειο. 1078 296 238 Recent technological developments provide the fact that wireless communication devices could be smaller in size. Specifically, the size of the antenna is obviously an important factor which limits the overall size of the devices. Over the past few years, new low profile antenna designs have been developed for portable wireless devices. The basic feature of low-profile antennas is their limited bandwidth. The problems that need to be solved when using these devices with regard to the antenna system are reported below: The proximity of the user towards the device or other external environmental factors (such as metal objects, walls, trees) alter the antenna frequency resonance. This fact deteriorates the received signal quality from the antenna during reception and additional transmitted power is needed in order to maintain the communication link during broadcast. The use of wide bandwidth antennas during broadcasting, as opposed to narrowband antennas, creates interference problems from neighboring stations. Consequently, the use of filters at the input of the receiving signal is necessary to eliminate noise from neighboring frequencies. This translates into a further reduction in the power of the received signal from these antennas and in the demand of additional material costs. These problems are confronted in this thesis. An antenna is suggested with narrow bandwidth and with continuous re-tuning of its operating frequency. The methodology that is followed by priority order is modeling, simulation, constructing and measurement of the PIFA antennas and finally the construction of a system which has the capability of changing the resonant frequency using a variable capacitor. The results - conclusions of this dissertation are oriented towards using a variable capacity of a varactor embedded into a PIFA antenna, which this fact gives the capability of changing the resonant frequency for avoiding the unwanted phenomenon at GSM frequencies. Οι πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις επιτρέπουν στις ασύρματες συσκευές επικοινωνίας να γίνουν μικρότερες σε μέγεθος. Το μέγεθος της κεραίας είναι προφανώς ένας σημαντικός παράγοντας που περιορίζει το τελικό μέγεθος των συσκευών. Στη διάρκεια των τελευταίων ετών, έχουν αναπτυχθεί νέα σχέδια κεραιών χαμηλού προφίλ για φορητές ασύρματες συσκευές. Το βασικό χαρακτηριστικό των κεραιών χαμηλού προφίλ είναι το περιορισμένο εύρος ζώνης τους. Τα προβλήματα που πρέπει να λυθούν κατά τη χρήση αυτών των συσκευών σε ότι αφορά το σύστημα των κεραιών είναι: Η χρήση μεγάλου εύρους ζώνης κεραιών στις συσκευές καθιστά αναγκαία τη χρήση φίλτρων στην είσοδο του σήματος στους δέκτες για την απάλειψη του θορύβου από γειτονικές συχνότητες. Αυτό μεταφράζεται σε επιπλέον μείωση της ισχύος του λαμβανόμενου σήματος από αυτές τις κεραίες και επιπλέον κόστος υλικών. Αυτά τα προβλήματα καλείται να ανταπεξέλθει η παρούσα διατριβή. Προτείνει τη χρήση στενού εύρους ζώνης κεραίας PIFA με συνεχή επανασυντονισμό της συχνότητας λειτουργίας της. Με την ανά τακτά χρονικά διαστήματα δειγματοληψία της συμπεριφοράς της ελέγχεται και διατηρείται η συχνότητα λειτουργίας της στην επιθυμητή συχνότητα ανεξαρτήτως των εξωτερικών παραγόντων. Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε είναι η μοντελοποίηση και προσομοίωση κεραιών τύπου PIFA και η κατασκευή και μέτρηση συστήματος για την αλλαγή της συχνότητας συντονισμού με την χρήση μεταβλητού στοιχείου χωρητικότητας. Τα αποτελέσματα – συμπεράσματα της διατριβής είναι ότι με την χρήση μιας μεταβλητής χωρητικότητας τύπου varactor, ενσωματωμένη στην κεραία, είναι δυνατόν η αλλαγή της συχνότητας συντονισμού της για την αποφυγή του φαινομένου στις συχνότητες των GSM. 1079 191 189 Ενοχλήσεις στον αυχένα και το άνω άκρο μεταξύ χείριστων ηλεκτρονικών υπολογιστών The Maastricht Upper Extremity Questionnaire (MUEQ) (Eltayeb et al, 2007; 2008) is a tool which examines the possible natural and psychosocial risk factors in the work place which are responsible for the incidence of Complaints of Arm, Neck and Shoulder (CANS). The aim of this study was to develop a Greek language version of the MUEQ and to assess its psychosocial parameters. The MUEQ was translated and culturally adapted into the Greek language. Then, it was handed out to 455 computer office workers (179 males, 276 females) of 37.4 mean age (SD9.2). The results showed that in the last year, 35.8% of the respondents experienced pain or minor problems in the upper extremity, and more specifically, pain in the neck or the shoulders. The exploratory factor analysis was used to analyze interrelations among the questionnaire items and for each of the seven domains 2 factors were given, thus, resulting in the identification of 14 factors in all. The Greek version of the MUEQ appears to be a valid tool for the assessment of the risk factors, which are related to pain in the upper musculoskeletal extremity among Greek computer office workers. Το αυτοσυµπληρούµενο ερωτηµατολόγιο Maastricht για το άνω άκρο (MUEQ), είναι ένα εργαλείο που εξετάζει τους πιθανούς φυσικούς και ψυχοκοινωνικούς παράγοντες κινδύνου στο περιβάλλον εργασίας, που είναι υπεύθυνοι για την ανάπτυξη παραπόνων στο χέρι, τον αυχένα και τον ώµο. Ο σκοπός αυτής της µελέτης είναι η µετάφραση, στάθµιση και πολιτισµική προσαρµογή του ερωτηµατολογίου στην Ελληνική γλώσσα και να εκτιµήσει της ψυχοκοινωνικές παραµέτρους(δεν δηµιουργούµε. Το MUEQ µεταφράστηκε και προσαρµόστηκε πολιτισµικά στην Ελληνική γλώσσα. Στη συνέχεια µοιράστηκε σε 455 εργαζόµενους οι οποίοι εργάζονται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή (179 άντρες, 276 γυναίκες) µέσης ηλικίας 37.4 (SD 9.2). Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι το τελευταίο έτος το 35.8% εµφάνιζε πόνο ή ενόχληση στο άνω άκρο, µε υψηλότερο ποσοστό εµφάνισης του πόνου στον αυχένα και στους ώµους. Η ανάλυση παραγόντων χρησιµοποιήθηκε για να επεξηγήσει τις ενδοσυσχετίσεις µεταξύ των ερωτηµάτων, και για κάθε έναν από τους επτά τοµείς βρέθηκαν δυο παράγοντες. Η ελληνική εκδοχή του MUEQ φαίνεται ότι αποτελεί ένα πολύτιµο εργαλείο για την εκτίµηση των παραγόντων κινδύνου που σχετίζονται µε την ανάπτυξη πόνου στο άνω µυοσκελετικό άκρο µεταξύ των εργαζοµένων µε ηλεκτρονικούς υπολογιστές στον ελληνικό πληθυσµό. 1080 264 280 πολιτικές διαχείρισης των αρχαιολογικών χώρων στη μετα - σοσιαλιστική Αλβανία - η περίπτωση των Αγίων Σαράντα The use of the past in the present is a phenomenon that has developed in Europe since the 19th century, when the idea of the nation state was formed. Emerging nation states had to prove seniority and be legalized with scientifically documented evidence. Then the archeology science, which was called upon to serve national ideology, is also developing. In the case of Albania, the ideological use of antiquities became indispensable for the formation of national consciousness and the construction of an Albanian state. The present work aims at exploring the present uses of the past in the present, and more specifically the policies pursued by the Albanian state in exploiting the findings, as well as the recording of trends and directions in the management of cultural heritage in direct relevance and relation with the archaeological "wealth" that is the voice of the past. The example used is the area of Saranda, which is one of the most rich in archaeological finds. The material used and analyzed in the work is a product of fieldwork and participant observation in the area of Saranda. The material has been sampled through observation of monuments, cultural events, brochures, reports, publications, tourist profiles and mainly interviews: in the foreground, by people working in the management services of the archaeological sites of the area, and in the second plan, from the communities close to the archaeological sites, seeking to obtain a more complete picture of the subject of the research, which seeks to illustrate how the past is interpreted here through the policies of managing archaeological sites in post-socialist Albania. Η χρήση του παρελθόντος στο παρόν είναι ένα φαινόμενο που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη από τον 19ο αιώνα, όταν συγκροτήθηκε η ιδέα του έθνους κράτους. Αναδυόμενα εθνικά κράτη έπρεπε να αποδείξουν την αρχαιότητα και να νομιμοποιηθούν με επιστημονικά τεκμηριωμένα στοιχεία. Τότε αναπτύσσεται και η επιστήμη της αρχαιολογίας, η οποία κλήθηκε να υπηρετήσει την εθνική ιδεολογία. Στην περίπτωση της Αλβανίας, η ιδεολογική χρήση των αρχαιοτήτων καθίστατο πλέον αναγκαία για τη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης και την κατασκευή ενός αλβανικού κράτους. Η παρούσα εργασία στοχεύει στην προσπάθεια να ερευνηθούν οι σημερινές χρήσεις του παρελθόντος στο παρόν, και πιο συγκεκριμένα οι πολιτικές που ακολουθεί το αλβανικό κράτος στην αξιοποίηση των ευρημάτων, καθώς και η καταγραφή των τάσεων και των κατευθύνσεων στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς σε άμεση συνάφεια και σχέση με τον αρχαιολογικό «πλούτο» που αποτελεί τη φωνή του παρελθόντος. Το παράδειγμα που χρησιμοποιήθηκε είναι η περιοχή των Αγίων Σαράντα, η οποία είναι μία από τις πιο πλούσιες σε αρχαιολογικά ευρήματα περιοχή. Το υλικό που χρησιμοποιείται και αναλύεται στην εργασία είναι προϊόν επιτόπιας έρευνας και συμμετοχικής παρατήρησης στην περιοχή των Αγίων Σαράντα. Το υλικό έχει επιλεχτεί δειγματοληπτικά μέσα από παρατήρηση μνημείων, πολιτιστικών εκδηλώσεων, διαφημιστικών φυλλαδίων, αναφορών, δημοσιεύσεων, τουριστικών προφίλ και κυρίως από τη διεξαγωγή συνεντεύξεων: σε πρώτο πλάνο, από ανθρώπους που εργάζονται σε υπηρεσίες διαχείρισης των αρχαιολογικών χώρων της περιοχής, και σε δεύτερο πλάνο, από τις κοινότητες που βρίσκονται κοντά στους αρχαιολογικούς χώρους, επιδιώκοντας την απόκτηση μιας πιο ολοκληρωμένης εικόνας για το αντικείμενο της έρευνας, το οποίο προσπαθεί να αναδείξει με ποιο τρόπο το παρελθόν ερμηνεύεται στο παρόν, μέσω των πολιτικών διαχείρισης των αρχαιολογικών χώρων στην μετα-σοσιαλιστική Αλβανία. 1081 12 16 Η τριλογία του Φιλόδημου (ρητορική, ποίηση, μουσική) υπό το πρίσμα της ερμηνείας της ομάδας M. Gigante Filodemus trilogia (retorica, poetica, musica) with help from team of M. Gigante 1082 426 446 The effect of low-dose phosphodiesterase 5 inhibitors on the qualitative and quantitative parameters of semen Η επίδραση χαμηλών δόσεων αναστολέων της φωσφοδιεστεράσης 5 σε ποιοτικές και ποσοτικές παραμέτρους του σπέρματος The purpose of this clinical thesis was to study the effect of low doses of phosphodiesterase 5 inhibitors (sildenafil and vardenafil) on the quantitative and qualitative parameters of sperm and reproductive hormones in infertile male. The research protocol was based on a total of 110 infertile men divided into 4 groups. The 22 men in Group A (n = 22) were administered sildenafil 12.5 mg daily for 30 days. Group B comprising of 22 infertile men (n = 22) was given daily sildenafil 12.5mg for 60 days. Group C included another 22 patients (n = 22) who were receiving vardenafil 5mg daily for 30 days. The 22 patients selected for group D (n = 22) were administered vardenafil 5mg daily for 60 days. Finally, group E included another 22 infertile men (n = 22) who formed the control group without receiving any medication for the 60-day follow-up. All men from each group underwent sperm testing and hormone testing before the study and 48 hours after the last dose of the drug. Sperm volume (ml), sperm concentration (x106/ml), percentage of motile spermatozoa at 1 hour (MS%), and percentage morphologically normal sperm (MNS%) were determined in each sperm sample. All of the infertile men included in the study were subjected to hormone testing that included total testosterone - T. Testo (ng/ml), prolactin - PRL (ng/ml), estradiol - E2 (pg/ml), follicle stimulating hormone - FSH (IU/ml) and luteinizing hormone - LH (IU/ml) on the peripheral blood serum. Finally, the testosterone / estradiol ratio was also calculated. The analysis of the results of this study shows that sildenafil administration increases sperm motility while the percentage of morphologically normal spermatozoa and the ratio of total testosterone to estradiol increase statistically significantly after treatment with either sildenafil or vardenafil. The positive effect of selective inhibitors of PDE5 in motility and morphology of sperm makes us hope in the integration of these drugs into the urologist's therapeutic pharmaceutical options for treating male infertility. Also, the increase in the ratio of total testosterone to estradiol observed in men of the study, which may be expressed as an inhibitory effect of these drugs on aromatase function, in combination with the fact that PDE5 is overexpressed in various cancerous tissues opens new horizons in research for the possible use of PDE5i as antineoplastic drugs. Further studies are undoubtedly needed to clarify whether in the future PDE selective inhibitors will be used as an auxiliary tool in the treatment of male infertility. Ο σκοπός της παρούσας κλινικής διατριβής ήταν η μελέτη της επίδρασης χαμηλών δόσεων αναστολέων της φωσφοδιεστεράσης 5 (Σιλδεναφίλης και Βαρδεναφίλης) στις ποσοτικές και ποιοτικές παραμέτρους του σπέρματος και στις αναπαραγωγικές ορμόνες υπογόνιμων ανδρών. Το πρωτόκολλο της έρευνας βασίστηκε σε ένα σύνολο 110 υπογόνιμων ανδρών που χωρίστηκε σε 4 ομάδες. Στους 22 άνδρες που εντάχθηκαν στην ομάδα Α (n=22) χορηγήθηκε σιλδεναφίλη 12,5mg ημερησίως για 30 ημέρες. Στην ομάδα Β, που αποτέλεσαν 22 υπογόνιμοι άνδρες (n=22), δόθηκε καθημερινά σιλδεναφίλη 12,5mg για 60 ημέρες. Η ομάδα C περιελάμβανε άλλους 22 ασθενείς (n=22), οι οποίοι για 30 μέρες έκαναν λήψη βαρδεναφίλης 5mg ημερησίως. Στους 22 ασθενείς που επιλέχτηκαν για την ομάδα D (n=22) χορηγήθηκε καθημερινά βαρδεναφίλη 5mg για 60 ημέρες. Τέλος, στην ομάδα E εντάχτηκαν άλλοι 22 υπογόνιμοι άνδρες (n=22) που αποτέλεσαν την ομάδα παρακολούθησης (control group), χωρίς να λάβουν καμιά φαρμακευτική αγωγή για τις 60 ημέρες που παρακολουθήθηκαν. Όλοι οι άντρες από κάθε ομάδα υποβληθήκαν πριν τη μελέτη και 48 ώρες μετά την τελευταία δόση του φαρμάκου σε εξετάσεις σπέρματος και ορμονικό έλεγχο. Σε κάθε δείγμα σπέρματος προσδιορίστηκε ο όγκος του σπέρματος (ml), η συγκέντρωση των σπερματοζωαρίων (x106/ml), το ποσοστό των κινητών σπερματοζωαρίων την 1η ώρα (MS%), και το ποσοστό των μορφολογικά φυσιολογικών σπερματοζωαρίων (MNS%). Το σύνολο των υπογόνιμων ανδρών που εντάχθηκαν στη μελέτη υποβλήθηκε σε ορμονολογικό έλεγχο που περιελάμβανε τη μέτρηση στον ορό του περιφερικού αίματος των τιμών της ολικής τεστοστερόνης – T. Testo (ng/ml), της προλακτίνης – PRL (ng/ml), της οιστραδιόλης - Ε2 (pg/ml), της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης – FSH (IU/ml) και της ωχρινοτρόπου ορμόνης - LH (IU/ml). Υπολογίστηκε, τέλος, ο λόγος ολικής τεστοστερόνης/οιστραδιόλης. Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων της έρευνας αυτής προκύπτει ότι η χορήγηση σιλδεναφίλης αυξάνει την κινητικότητα των σπερματοζωαρίων, ενώ το ποσοστό των μορφολογικά φυσιολογικών σπερματοζωαρίων και ο λόγος της ολικής τεστοστερόνης προς την οιστραδιόλη αυξάνονται στατιστικά σημαντικά μετά τη θεραπεία τόσο με σιλδεναφίλη όσο και με βαρδεναφίλη. Η θετική επίδραση των εκλεκτικών αναστολέων της PDE5 στην κινητικότητα και τη μορφολογία των σπερματοζωαρίων μάς κάνει να ελπίζουμε στην ένταξη των φαρμάκων αυτών στις θεραπευτικές φαρμακευτικές επιλογές του ουρολόγου για την αντιμετώπιση της ανδρικής υπογονιμότητας. Επίσης, η αύξηση του λόγου της ολικής τεστοστερόνης προς την οιστραδιόλη, που παρατηρήθηκε στους άντρες της μελέτης, η οποία μπορεί να εκφραστεί σαν μια ανασταλτική δράση των φαρμάκων αυτών στη λειτουργία της αρωματάσης, σε συνδυασμό με το γεγονός της υπερέκφρασης των PDE5 σε διάφορους καρκινικούς ιστούς, μας ανοίγει νέους ερευνητικούς ορίζοντες για την πιθανή χρήση των PDE5i σαν αντινεοπλασματικά φάρμακα. Αναμφίβολα, απαιτούνται περισσότερες μελέτες για να διασαφηνιστεί εάν στο μέλλον οι εκλεκτικοί αναστολείς της PDE θα χρησιμοποιηθούν ως βοηθητικό εργαλείο για την αντιμετώπιση της ανδρικής υπογονιμότητας. 1083 302 321 Complex metallic alloys (CMAs) is a new category of metallic materials that are characterized by very large unit cells that contain a substantial number of atoms and very big lattice parameters. CMAs exhibit a lot of attractive properties such as high hardness, low friction coefficient and high resistance to oxidation. Their application has been restricted by a major drawback, their low ductility at room temperature. A feasible way to overcome this limitation is to use CMAs as reinforcement in a ductile matrix. Some known CMAs are: Al-Cu-Fe, Al-Cu-Fe-Cr, Al-Cr-Fe, Al13Co4, Al9Co2. This thesis is focused on Al-Al9Co2 system (Al-Co alloys). The main objective of this effort is to study the influence of the preparation method on the microstructure and surface degradation properties of Al-Co alloys. Moreover, to study a wide range of Al-Co compositions as far as their microstructure, corrosion resistance and wear resistance are concerned. Al-Co alloys of various compositions (2-20 wt.% Co) were prepared by casting, vacuum arc melting and powder metallurgy. Their microstructure was studied by Χ-ray diffraction, optical microscopy and scanning electron microscopy. Corrosion behaviour was evaluated by potentiodynamic polarization and chronoamperometry measurements in 3,5% NaCl and 1M H2SO4. Sliding wear experiments were performed to evaluate the wear performance of Al-Co alloys. For comparison reasons, the corrosion behaviour, sliding wear resistance of pure aluminum, widely used aluminum alloys and industrial alloys were evaluated. The preparation method and composition heavily affect the attained microstructures. However, regardless of the preparation method, all Al-Co alloys exhibited high resistance to localized forms of corrosion in all studied environments. Furthermore, Al-Co alloys exhibited better sliding wear performance compared to widely used commercial aluminum alloys. It is worth noticing that Al-Co alloys with modest Co compositions had significantly improved resistance to surface degradation compared to aluminum alloys. Corrosion and sliding wear mechanisms were formulated. Τα πολύπλοκα μεταλλικά κράματα (Complex Metallic Alloys) αποτελούν μια νέα κατηγορία μεταλλικών υλικών που χαρακτηρίζονται από πολύπλοκη κρυσταλλική δομή και μεγάλες μοναδιαίες κυψελίδες. Εμφανίζουν ελκυστικές ιδιότητες όπως υψηλή σκληρότητα, χαμηλό συντελεστή τριβής και υψηλή αντίσταση σε οξείδωση. Παρόλα αυτά, η εφαρμογή τους είναι περιορισμένη λόγω της χαμηλής ολκιμότητας που εμφανίζουν σε θερμοκρασία δωματίου. Ένας πιθανός τρόπος να ξεπεραστεί αυτός ο περιορισμός είναι να χρησιμοποιηθούν σαν ενίσχυση σε μια όλκιμη μήτρα. Ορισμένα γνωστά πολύπλοκα μεταλλικά κράματα είναι τα Al-Cu-Fe, Al-Cu-Fe-Cr, Al-Cr-Fe, Al13Co4, Al9Co2. Στα πλαίσια αυτής της διατριβής μελετήθηκε το σύστημα Al-Al9Co2 (κράματα Al-Co). Βασική επιδίωξη αυτής της ερευνητικής προσπάθειας ήταν να μελετηθεί η επίδραση της μεθόδου παρασκευής αλλά και της σύστασης των μελετώμενων κραμάτων, στη μικροδομή και την αντίσταση σε επιφανειακή υποβάθμιση του συστήματος. Επιπρόσθετα, να προσδιοριστεί η χαμηλότερη δυνατή σύσταση κοβαλτίου που οδηγεί σε βελτιωμένη αντίσταση σε επιφανειακή υποβάθμιση. Παρασκευάστηκαν κράματα Al-Co με διαφορετικές συστάσεις (2-20 %κ.β. Co) με χύτευση, τήξη τόξου και κονεομεταλλουργία. Η μικροδομή τους αξιολογήθηκε με περίθλαση ακτίνων-Χ, οπτική μικροσκοπία και ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης. Η συμπεριφορά σε διάβρωση των παραχθέντων κραμάτων αξιολογήθηκε με ποτενσιοδυναμικές πολώσεις και μετρήσεις χρονοαμπερομετρίας σε υδατικά διαλύματα 3,5% NaCl, 1M H2SO4. Επιπλέον, αξιολογήθηκε η απόκριση των κραμάτων Al-Co σε φθορά ολίσθησης. Για λόγους σύγκρισης αξιολογήθηκε η συμπεριφορά σε διάβρωση και φθορά ολίσθησης καθαρού αλουμινίου, ευρέως χρησιμοποιούμενων κραμάτων αλουμινίου και άλλων βιομηχανικών κραμάτων. Σύμφωνα με τα ευρήματα, η μέθοδος παρασκευής και η σύσταση των κραμάτων Al-Co επηρεάζουν έντονα την παρατηρούμενη μικροδομή. Σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως της μεθόδου παρασκευής και της σύστασης, τα κράματα Al-Co εμφάνισαν χαμηλή επιδεκτικότητα σε τοπικές μορφές διάβρωσης σε όλα τα εξεταζόμενα περιβάλλοντα. Επιπρόσθετα, τα κράματα Al-Co παρουσίασαν υψηλότερη αντίσταση σε φθορά ολίσθησης σε σχέση με ευρέως χρησιμοποιούμενα κράματα αλουμινίου. Αξίζει να τονιστεί ότι τα κράματα Al-Co με σχετικά χαμηλή περιεκτικότητα σε κοβάλτιο εμφάνισαν σημαντικά βελτιωμένη αντίσταση σε επιφανειακή υποβάθμιση σε σχέση με ευρέως χρησιμοποιούμενα κράματα αλουμινίου. Έλαβε χώρα ανάλυση των μηχανισμών διάβρωσης και φθοράς ολίσθησης για τα μελετώμενα κράματα Al-Co. 1084 224 217 Development and validation of a method for the determination of antidepressants in environmental aqueous samples through fabric phase sorptive extraction (fpse) and analysis with hplc-uv / vis-dad Ανάπτυξη και επικύρωση μεθόδου προσδιορισμού αντικαταθλιπτικών φαρμάκων σε περιβαλλοντικά υδατικά δείγματα μέσω της fabric phase sorptive extraction (fpse) και ανάλυση με hplc-uv/vis-dad Depression is one of the greater mental disorders in current humanity. Antidepressant drugs are released in large concentrations and cause adverse effects on the environment and/or human health. Fabric Phase Sorptive Extraction (FPSE), a contemporary solid sorbent handling technique, is a quick, sensitive, and simple analytical process. This paper describes a micro-extraction FPSE procedure coupled with High-Performance Liquid-Chromatography-Diode Array Detection (FPSE-HPLC-UV/Vis-DAD) for the simultaneous extraction and analysis of three antidepressants, namely mirtazapine, bupropion and sertraline. Two fabric media (Whatman Cellulose filter and Whatman Microfiber Glass filter) and two different sol-gel sorbents (polyethylene glycol (PEG 300) and poly(ethylene glycol)-block-poly(propylene glycol)-block-poly(ethylene glycol) (PEG-PPG-PEG 5.800)) have been tested. The best FPSE devise was observed to be the microfiber glass filter coated with PEG 300 sol-gel sorbent. In addition, parameters that affect the efficiency of the process (FPSE media and sorbents, sample pH, extraction time, elution time, etc.) were optimized. The proposed methodology displays a linear range with absolute recovery values higher than 71%, relative RSD% of less than 13% and LOQs in the range between 3,4 and 10,7 μg/L. Finally, the method was applied in hospital and urban effluents and lake water samples, but none of the analytes were detected. Η κατάθλιψη θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες ψυχικές διαταραχές στη σημερινή εποχή. Τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα απελευθερώνονται σε μεγάλες συγκεντρώσεις και προκαλούν δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον ή/και στην υγεία του ανθρώπου. Η εκχύλιση Fabric Phase Sorptive Extaction - FPSE, είναι μια σύγχρονη αναλυτική τεχνική γρήγορη, ευαίσθητη και απλή αναλυτική διαδικασία. Αυτή η διατριβή περιγράφει μια διαδικασία μικροεκχύλισης FPSE συνδεδεμένη με Υγρή χρωματογραφία υψηλής απόδοσης και ανιχνευτή φωτοδιόδων ορατού/υπεριώδους φωτός (FPSE-HPLC-UV/Vis-DAD) για την ταυτόχρονη εκχύλιση και προσδιορισμό τριών αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, ονομαστικά μιρταζαπίνη, βουπροπιόνη και σερτραλίνη. Δύο υφάσματα (φίλτρο ινών κυτταρίνης Whatman και φίλτρο μικρο-υαλοϊνών Whatman) και δύο διαφορετικά sol-gelπολυμερή (πολυαιθυλενογλυκόλη (PEG 300) και πολυαιθυλενογλυκόλη-b-πολυπροπιλενογλυκόλη-b-πολυαιθυλενογλυκόλη (PEG-PPG-PEG 5.800)) είχαν εξεταστεί. Το πιο αποδοτικό FPSEμέσο παρατηρήθηκε ότι είναι το ύφασμα μικρο-υαλοϊνών επικαλυμμένο με PEG 300 sol-gel διάλυμα. Επιπλέον, βελτιστοποιήθηκαν οι παράμετροι που επηρεάζουν την απόδοση της διαδικασίας (FPSE υπόστρωμα και πολυμερές επικάλυψης, pH δείγματος, χρόνος εκχύλισης, χρόνος έκλουσης κ.λπ.). Η προτεινόμενη μεθοδολογία εμφανίζει ικανή γραμμικότητα με απόλυτες τιμές ανάκτησης υψηλότερες από 71%, δείκτες RSD % μικρότερους από 13% και LOQ μεταξύ 3,4 και 10,7 μg/L. Τέλος, η μέθοδος εφαρμόστηκε σε νοσοκομειακά και αστικά λύματα εξόδου του αντίστοιχου βιολογικού καθαρισμού, και δείγματα λιμναίου νερού, αλλά κανένας από τους αναλύτες δεν ανιχνεύθηκε. 1085 343 362 Μια εφαρμογή της ψηφιακής ταξινομίας Bloom στη φυσική της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Bloom’s taxonomy is a classification system of the intellectual skills and behavior important to learning. Bloom identified six cognitive levels Knowledge, Comprehension, Application, Analysis, Synthesis, Evaluation with sophistication growing from basic ‘Knowledge’ skills to the highest level, ‘Evaluation’. In Bloom’s digital taxonomy, Andrew Churches added ways to use Web 2.0 technologies to each cognitive level in Bloom’s revised taxonomy. The main research question of this study was whether the execution of an application of Bloom’s digital taxonomy would increase the possibilities for students to achieve higher order thinking skills in comparison to the traditional teaching method. Thirty six students of the Fifth Grade of the elementary school attended the course in physics lessons and specifically the chapters “Electricity”, Light” and “Sound”. The control team worked in the school’s Physics Lab and experimented with real materials. The experimental group worked in the computer lab and conducted the experiments using simulations. The lessons were taught by developing and implementing teaching scripts. The scripts were consisted of questionnaires and worksheets. The answers of the questionnaires were graded using SOLO Taxonomy. The statistical analysis confirmed that the experimental group achieved a higher score at the ‘Relational’ level of SOLO taxonomy which is almost on the top according to SOLO taxonomy. These results concern the levels of Analysis and Evaluation of Bloom’s taxonomy and help students to reach higher order thinking skills. One of the most useful instruments of Bloom’s taxonomy is the Taxonomy Table which suggests what might have been done according to learning objectives but has not happened. The Taxonomy Table can classify the instructional and learning activities used to achieve the objectives, as well as the assessments used to determine how well the objectives mastered by the students. The implementation of Bloom’s taxonomy in scientific teaching improved students higher order learning in class. Bloom’s taxonomy has given students the opportunity to think, combine information, judge, conclude, develop their higher cognitive abilities. Equally important is the contribution of the use of Bloom’s taxonomy for the teacher who sets goals aligned with activities and the final questions. Η ταξινομία του Bloom είναι μια μέθοδος δημιουργίας μαθησιακών στόχων που ακολουθεί τη διαδικασία της σκέψης. Ο Bloom προσδιόρισε έξι γνωστικά επίπεδα, Γνώση, Κατανόηση, Εφαρμογή, Ανάλυση, Σύνθεση, Αξιολόγηση που εκτείνονται από τις βασικές δεξιότητες, ‘Γνώση’, στο υψηλότερο επίπεδο ,‘Αξιολόγηση’. Στην ψηφιακή ταξινομία του Bloom, ο Andrew Churches εισήγαγε τις ψηφιακές εφαρμογές Web 2.0 σε κάθε γνωστικό επίπεδο στην αναθεωρημένη ταξινομία του Bloom με στόχο την οικοδόμηση της γνώσης. Το κύριο ερευνητικό ερώτημα αυτής της μελέτης ήταν αν η χρήση μιας εφαρμογής της ψηφιακής ταξινομίας του Bloom θα μπορούσε ν’ αυξήσει τις δυνατότητες των μαθητών ν’ αποκτήσουν δεξιότητες σκέψης υψηλότερης τάξης σε σύγκριση με την παραδοσιακή μέθοδο διδασκαλίας στο μάθημα της φυσικής. Τριάντα έξι μαθητές της Ε’ δημοτικού παρακολούθησαν τα μαθήματα φυσικής και ειδικότερα τα κεφάλαια «Ηλεκτρισμός», «Φως» και «Ήχος» χωρισμένοι σε δυο ομάδες, την ελέγχου και την πειραματική. Η ομάδα ελέγχου εργάστηκε στο εργαστήριο φυσικής του σχολείου της και πειραματίστηκε με πραγματικά υλικά. Η πειραματική ομάδα εργάστηκε στο εργαστήριο ηλεκτρονικών υπολογιστών και πραγματοποίησε εικονικά πειράματα με προσομοιώσεις. Για τη διδασκαλία των κεφαλαίων της φυσικής εφαρμόστηκαν διδακτικά σενάρια. Τα σενάρια αποτελούνταν από ερωτηματολόγια και φύλλα εργασίας. Οι απαντήσεις των ερωτηματολογίων βαθμολογήθηκαν με βάση την ταξινομία SOLO. Η στατιστική ανάλυση επιβεβαίωσε ότι η πειραματική ομάδα πέτυχε υψηλότερη βαθμολογία στο ‘Συσχετιστικό’ επίπεδο της ταξινομίας SOLO που βρίσκεται σχεδόν στην κορυφή της ταξινομίας. Οι μετρήσεις δείχνουν υψηλά αποτελέσματα για την πειραματική ομάδα, στις κατηγορίες της ‘Ανάλυσης’ και της ‘Αξιολόγησης, στην ταξινομία του Bloom, κατηγορίες που βοηθούν τους μαθητές ν’ αποκτήσουν δεξιότητες σκέψης υψηλότερης τάξης. Ο πίνακας ταξινομίας της αναθεωρημένης ταξινομίας του Bloom αποτελεί πολύτιμο εργαλείο για τον εκπαιδευτικό τόσο στη δημιουργία μαθησιακών στόχων όσο και στον έλεγχο των στόχων που θα μπορούσαν να είχαν δημιουργηθεί, αλλά δεν συμπεριλήφθηκαν τελικά στον πίνακα. Η δημιουργία μαθησιακών στόχων με βάση την ταξινομία του Bloom στη διδασκαλία της φυσικής βελτίωσε ποιοτικά τη μάθηση των μαθητών στην τάξη, δίνοντάς τους την ευκαιρία να σκέφτονται, να συνδυάζουν τις πληροφορίες, να κρίνουν, να συμπεραίνουν, ν’ αναπτύσσουν τις υψηλότερης τάξης γνωστικές ικανότητες. Εξίσου σημαντική είναι και η βοήθεια προς τον εκπαιδευτικό ο οποίος θέτει στόχους ευθυγραμμισμένους με τις δραστηριότητες και τις τελικές ερωτήσεις. 1086 268 304 Effect of aerobic exercise with alternating intensity on metformin absorption Η επίδραση αερόβιας άσκησης εναλλασσόμενης έντασης στην απορρόφηση της μετφορμίνης Exercise is widely accepted as having therapeutic effects; thus, it is important to know whether it interacts with medications. The aim of the present pilot study was to examine the effect of high-intensity interval exercise (known to have antidiabetic action) on key pharmacokinetic parameters related to absorption of metformin (the first-line medication against type 2 diabetes). Ten healthy men participated in two sessions, spaced one to two weeks apart in random, counterbalanced order. In both sessions, participants received 1000 mg of metformin orally, 1-1.5 h after breakfast. Then, they either ran for 60 min at alternating intensity, starting at 40 min after metformin administration, and rested without food consumption over the next 3 h or they rested without food consumption during the entire testing period. Venous blood samples were collected before and at 0.5, 2, 2.5, 3, 3.5, 4 and 4.5 h after metformin administration for metformin determination by liquid chromatography – tandem mass spectrometry. Capillary blood samples were also collected for lactate and glucose measurements. Data from the two sessions were compared through Wilcoxon or Student’s t test, as appropriate. Maximum plasma concentration of metformin (Cmax) was higher at exercise compared to rest (p = 0.059). Time to reach Cmax (Tmax) decreased with exercise (p = 0.009), and the area under the metformin concentration vs time curve was higher at exercise (p = 0.047). The addition of exercise to metformin administration did not cause hypoglycemia or lactic acidosis. In conclusion, our results provide the first evidence that pharmacokinetic values related to metformin absorption are affected by exercise. Είναι κοινά αποδεκτό ότι η σωματική άσκηση έχει θεραπευτικές ιδιότητες, συνεπώς είναι σημαντικό να γνωρίζουμε αν αλληλεπιδρά με τα φάρμακα. Ο σκοπός της παρούσας πιλοτικής μελέτης ήταν να εξετάσει την επίδραση της διαλειμματικής άσκησης υψηλής έντασης (γνωστή για την αντιδιαβητική δράση) σε βασικές φαρμακοκινητικές παραμέτρους σχετικά με την απορρόφηση της μετφορμίνης (φάρμακο εκλογής για τον Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 2). Δέκα υγιείς άνδρες συμμετείχαν σε δύο συνεδρίες. Οι συνεδρίες πραγματοποιήθηκαν με τυχαία αντισταθμισμένη σειρά και μεταξύ τους μεσολάβησε περίοδος μία έως δύο εβδομάδων. Στις δύο συνεδρίες οι συμμετέχοντες έλαβαν 1000 mg μετφορμίνης από το στόμα, 1-1,5 ώρες μετά την κατανάλωση του πρωινού. Στη συνέχεια έτρεξαν για 60 λεπτά με εναλλασσόμενη ένταση, ξεκινώντας 40 λεπτά μετά τη λήψη της μετφορμίνης και για τις επόμενες τρεις ώρες ξεκουράζονταν χωρίς να καταναλώσουν φαγητό ή ξεκουράζονταν για όλη τη διάρκεια της συνεδρίας χωρίς να καταναλώσουν φαγητό. Πραγματοποιήθηκαν λήψεις φλεβικού αίματος πριν από τη χορήγηση της μετφορμίνης και στις 0,5, 2, 2,5, 3, 3,5, 4, και 4,5 ώρες μετά τη χορήγηση της μετφορμίνης για τον προσδιορισμό της μετφορμίνης με υγρή χρωματογραφία συζευγμένη με φασματοσκοπία μάζας σε σειρά. Επίσης, έγιναν λήψεις τριχοειδικού αίματος για τη μέτρηση του γαλακτικού και της γλυκόζης. Έγινε σύγκριση των δεδομένων από τις δύο συνεδρίες μέσω των τεστ Wilcoxon ή Student t test. Η μέγιστη συγκέντρωση της μετφορμίνης στο πλάσμα (Cmax) αυξήθηκε στη συνεδρία άσκησης σε σύγκριση με τη συνεδρία ελέγχου (p = 0.059). Ο χρόνος για να φτάσει στη Cmax (Tmax) μειώθηκε με την άσκηση (p = 0.009) και η επιφάνεια κάτω από την καμπύλη συγκέντρωση-χρόνου της μετφορμίνης ήταν υψηλότερη στη συνεδρία άσκησης (p = 0.047). Ο συνδυασμός άσκησης και μετφορμίνης δεν προκάλεσε υπογλυκαιμία ή γαλακτική οξέωση. Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα μας δίνουν μια πρώτη ένδειξη ότι η άσκηση επηρεάζει βασικές φαρμακοκινητικές παραμέτρους της απορρόφησης της μετφορμίνης. 1087 207 215 Comparative study of the investigation of the representation of clinical nurses and nursing students regarding nursing mistakes Συγκριτική μελέτη της διερεύνησης της αναπαράστασης των κλινικών νοσηλευτών και των φοιτητών νοσηλευτικής ως προς τα νοσηλευτικά λάθη Nursing, as a humanistic science, offers its services for the patient’s treatment. Every nursing error contains the possibility of an error because it is directly related to human beings. Wrong is not only the result of “making a mistake” but also the failure in discovery, failure, inattention ,error on omission. Therefore, despite the advances in technology ,science and the development of social and living standards , errors are still occurring and this might be due to other factors and mainly the psychological state of the physician or even his personality. What is particularly important in case of nursing errors is the representations of nurses and nursing students about the nursing errors and the explanations that will lead to the personal narration of nurses to nursing errors. These representations in the field of health and illness were studied by Herzlich (1992) where it was found that health does not need any explanation in contrast to the illness that needs some explanation. However, the issues of interaction and interdependence between the actual study of social science in the field of public health have been studied in recent years (Medik & Osipov, 2008). Η νοσηλευτική, ως ανθρωπιστική επιστήμη, προσφέρει τις υπηρεσίες της στην θεραπεία του ασθενούς. Έτσι, κάθε νοσηλευτικός χειρισμός εμπεριέχει την πιθανότητα λάθους και αυτό γιατί συνδέεται άμεσα με τον άνθρωπο. Λάθος δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα του «λανθάνειν» αλλά και η αποτυχία στην εκτίμηση, η αστοχία, η απροσεξία, το σφάλμα ή η παράλειψη. Επομένως, παρά την πρόοδο της τεχνολογίας, των επιστημών και την ανάπτυξη του κοινωνικού και βιοτικού επιπέδου λάθη εξακολουθούν να συμβαίνουν και αυτό μπορεί να συμβαίνει εξαιτίας άλλων παραγόντων όπως η ψυχολογική κατάσταση του νοσηλευτή ή ακόμη και η προσωπικότητά του. Αυτό που κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικό στις περιπτώσεις των νοσηλευτικών λαθών είναι οι αναπαραστάσεις των νοσηλευτών και φοιτητών νοσηλευτικής ως προς τα νοσηλευτικά λάθη και οι νοηματοδοτήσεις που θα οδηγήσουν το προσωπικό αφήγημα των νοσηλευτών απέναντι στα νοσηλευτικά λάθη. Αυτές οι αναπαραστάσεις στο χώρο της υγείας και της ασθένειας μελετήθηκαν από τη Herzlich (1992) όπου και διαπιστώθηκε ότι η υγεία δεν χρειάζεται καμία εξήγηση σε αντίθεση από την ασθένεια που χρειάζεται κάποια εξήγηση. Τα θέματα όμως της αλληλεπίδρασης και της αλληλεξάρτησης μεταξύ της πραγματικής μελέτης της κοινωνικής επιστήμης στο πεδίο της δημόσιας υγείας και της φροντίδας της υγείας μελετήθηκαν τα τελευταία χρόνια (Medik & Osipov, 2008). 1088 155 156 This paper explores the language choices and linguistic perceptions of foreign parent about their children’s bilingualism. More specifically, the purpose of the research is to highlight the parents' perceptions of the language, which motivate them in their language choices, taking into account the impact of the wider society. In order to conduct the research it was chosen to use the qualitative methodological tool of the semi-structured interview with Albanian parents who have at least 10 years of residence in Greece. This research shows that Greek language has dominated the majority of cases in the communication between parents and children, which develop a bilingualism that is dominant to the Greek language to a greater or lesser extent. Even the children's entrance to the Greek school, as well as the parents' view of the social status of languages, seem to have influenced the parents' language choices. Finally, interviews revealed racist issues in many families of the sample. Η παρούσα εργασία διερευνά τις γλωσσικές επιλογές και τις γλωσσικές αντιλήψεις των αλλοδαπών γονέων γύρω από τη διγλωσσία των παιδιών τους. Πιο συγκεκριμένα, σκοπός της έρευνας είναι να αναδειχθούν οι αντιλήψεις των γονέων στο θέμα των γλωσσών, οι οποίες τους ωθούν στις γλωσσικές τους επιλογές, λαμβάνοντας υπόψη την επίδραση που έχει η ευρύτερη κοινωνία. Για τη διεξαγωγή της έρευνας επιλέχθηκε η χρήση του ποιοτικού μεθοδολογικού εργαλείου της ημιδομημένης συνέντευξης σε Αλβανούς γονείς που έχουν τουλάχιστον δέκα χρόνια παραμονής στην Ελλάδα. Από την έρευνα προκύπτει ότι η ελληνική γλώσσα έχει κυριαρχήσει στην πλειοψηφία των περιπτώσεων στην επικοινωνία μεταξύ γονέων και παιδιών, τα οποία αναπτύσσουν μια διγλωσσία κυρίαρχη προς την ελληνική γλώσσα σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Ακόμη η είσοδος των παιδιών στο ελληνικό σχολείο, καθώς και η άποψη των γονέων για το κοινωνικό κύρος των γλωσσών φαίνεται να έχουν επηρεάσει τις γλωσσικές επιλογές των γονέων. Τέλος, από τις συνεντεύξεις αναδείχθηκαν θέματα ρατσισμού σε μεγάλο μέρος του δείγματος. 1089 493 472 Self-healing integrated circuits/systems in semiconductor nanometer technologies Αυτο-ιασώμενα ολοκληρωμένα κυκλώματα/συστήματα σε νανομετρικές τεχνολογίες ημιαγωγών The evolution of CMOS technology over the years has allowed the presence of billions of transistors in an integrated circuit. As the size of the transistors escalates, important reliability issues, both at the transistor level and at the circuits and systems level, have emerged, due to aging phenomena such as bias-temperature instability (BTI), hot-carrier injection (HCI), dielectric breakdown and electromigration or due to ever-changing environmental conditions. One approach to cope with reliability issues is the self-healing concept. That is, developing circuits and systems that will "sense" their aging status as well as changes that the environment sets and react appropriately to continue operating reliably under any conditions. The present thesis focuses on the analysis of the mechanisms that influence the reliable operation of VLSI circuits and systems and the development of innovative methods that can offer them self-healing so that they function reliably and uninterrupted throughout their life. The target of this dissertation is to develop embedded techniques in the field of SRAM memories for early, on-line, excess aging prediction and oncoming failure diagnosis, aiming to maintain, by proper actions, the reliable operation and prolong the lifetime of the integrated circuit/system where the SRAM belongs. These techniques will allow the sensing of the SRAM status and thus, the prediction of upcoming failures on its sub-circuits. Next, our goal is to present SRAM operation adjusting techniques or repairing options for the self-healing of the corresponding sub-circuits in order to maintain the memory’s reliable operation. Two new self-healing methods are proposed for the SRAM Memory Cells and Sense Amplifiers (SAs) and one new method for the SRAM Decoders. Firstly, a scheme that addresses individually the SRAM SAs and the SRAM Memory Cells for aging monitoring on their transistors is presented and corresponding self-healing options are suggested in order to maintain the reliability of the SRAM. The monitoring scheme is based on the use of a small Differential Ring Oscillator (DRO) and the duty cycle of the DRO signal is used for the discrimination of aged memory cells or SAs. Next, a unified approach of the above scheme is presented for the aging monitoring of both memory cells and SAs. An alteration of this technique is also proposed with the use of a reconfigurable DRO (rDRO) for the needs of the self-healing on SRAM SAs. Finally, an aging monitoring technique for the SRAM Decoders, along with an adjusting technique to succeed self-healing are presented. The monitoring scheme suggests the addition of a simple, low cost embedded circuit in order to early diagnose the Decoder’s aging and properly react to ensure reliability and prolong the lifetime of the SRAM. The simulations performed on the above schemes validate their ability for early (before thepresence of failures) self-healing of overaged cells, SAs and Decoders respectively, while offering low cost in silicon area as well as the ability to avoid aging of the circuits implemented when the SRAM is operating in normal mode. Η εξέλιξη της CMOS τεχνολογίας κατά τη διάρκεια των ετών επέτρεψε την παρουσία δισεκατομμυρίων τρανζίστορ σε ένα ολοκληρωμένο κύκλωμα. Καθώς το μέγεθος των τρανζίστορ κλιμακώνεται, προέκυψαν σημαντικά ζητήματα αξιοπιστίας, τόσο σε επίπεδο τρανζίστορ όσο και σε επίπεδο κυκλωμάτων και συστημάτων, λόγω των φαινομένων γήρανσης όπως αστάθεια πόλωσηςθερμοκρασίας (BTI), έγχυση θερμών φορέων (HCI), κατάρρευση διηλεκτρικού καιηλεκτρομετανάστευση ή λόγω των συνεχώς μεταβαλλόμενων περιβαλλοντικών συνθηκών. Μιαπροσέγγιση για την αντιμετώπιση προβλημάτων αξιοπιστίας είναι η έννοια της αυτο-ίασης. Δηλαδή,αναπτύσσοντας κυκλώματα και συστήματα που θα "αισθάνονται" τη γήρανσή τους καθώς και τιςαλλαγές που το περιβάλλον θέτει και θα αντιδρούν κατάλληλα για να συνεχίσουν να λειτουργούναξιόπιστα υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Η παρούσα διατριβή επικεντρώνεται στην ανάλυση των μηχανισμών που επηρεάζουν την αξιόπιστη λειτουργία των κυκλωμάτων και συστημάτων VLSI και στην ανάπτυξη καινοτόμων μεθόδων που μπορούν να προσφέρουν αυτο-ίαση έτσι ώστε να λειτουργούν αξιόπιστα και αδιάκοπα καθ 'όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι να αναπτύξει ενσωματωμένες τεχνικές στον τομέα των μνημών SRAM για πρόβλεψη γήρανσης και άμεσης διάγνωσης βλαβών με σκοπό την διατήρηση, με κατάλληλες ενέργειες, της αξιόπιστης λειτουργίας και παράτασης της διάρκειας ζωής του ολοκληρωμένου κυκλώματος/συστήματος όπου ανήκει η SRAM. Αυτές οι τεχνικές θα επιτρέψουν την ανίχνευση της κατάστασης της SRAM και, συνεπώς, την πρόβλεψη των επερχόμενων βλαβών στα υποκυκλώματά της. Στη συνέχεια, στόχος είναι να παρουσιαστούν τεχνικές ρύθμισης της λειτουργίας SRAM ή δυνατότητες επισκευής για την αυτό-ίαση των αντίστοιχων υποκυκλωμάτων, προκειμένου να διατηρηθεί η αξιόπιστη λειτουργία της μνήμης. Δύο νέες μέθοδοι αυτο-ίασης προτείνονται για τα κελιά μνήμης και τους αισθητήρες σήματος SRAM και μία νέα μέθοδο για τους αποκωδικοποιητές SRAM. Αρχικά, παρουσιάζεται ένα σχήμα που απευθύνεται ξεχωριστά στους αισθητήρες σήματος και τα κελιά μνήμης SRAM για ανίχνευση γήρανσης στα τρανζίστορ τους και προτείνονται οι αντίστοιχες επιλογές αυτο-ίασης προκειμένου να διατηρηθεί η αξιοπιστία της SRAM. Το σχήμα ανίχνευσης βασίζεται στη χρήση ενός μικρού κυκλικού διαφορικού ταλαντωτή (DRO) και ο κύκλος λειτουργίας του σήματος DRO χρησιμοποιείται για τη διάκριση των γερασμένων στοιχείων. Στη συνέχεια, παρουσιάζεται μια ενοποιημένη προσέγγιση του παραπάνω σχεδίου για την ανίχνευση γήρανσης τόσο των κελιών μνήμης όσο και των αισθητήρων σήματος. Μια τροποποίηση αυτής της τεχνικής προτείνεται επίσης με τη χρήση ενός επαναρυθμιζόμενου ταλαντωτή (rDRO) για τις ανάγκες της αυτο-ίασης στους αισθητήρες σήματος SRAM. Τέλος, παρουσιάζεται μια τεχνική ανίχνευσης γήρανσης για τους αποκωδικοποιητές SRAM, μαζί με μια τεχνική προσαρμογής για την επιτυχή αυτο-ίαση. Το σχήμα παρουσιάζει την προσθήκη ενός απλού, χαμηλού κόστους ενσωματωμένου κυκλώματος προκειμένου να εντοπιστεί έγκαιρα η γήρανση του αποκωδικοποιητή και να αντιδράσει σωστά για να εξασφαλιστεί η αξιοπιστία και να παραταθεί η διάρκεια ζωής της SRAM. Οι προσομοιώσεις που πραγματοποιήθηκαν στα παραπάνω σχήματα επιβεβαιώνουν την ικανότητά τους να παρέχουν αυρο-ίασης σε γερασμένα κελιά μνήμης, αισθητήρες σήματος και αποκωδικοποιητές αντίστοιχα, ενώ ταυτόχρονα προσφέρουν χαμηλό κόστος στην επιφάνεια πυριτίου καθώς και την ικανότητα αποφυγής της γήρανσης των κυκλωμάτων όταν η SRAM βρίσκεται σε κανονική λειτουργία. 1090 233 178 Ενδοσταθεροποιούμενος ήλος εφαρμογή των περιφερικών κοχλίων χωρίς την χρήση ακτινοβολίας THE VALUE OF INTRAMEDULLARY INTERLOCKING NAILING IN THE TREATMENT OF FRACTURES IS WIDESPREAD KNOWN. HOWEVER A COMMON PROBLEM OF THIS METHOD IS THE HAZARDS OF SCATTER RADIATION, ABSORBED NOT ONLY BY THE PATIENT BUT BY THE SURGICAL TEAM ASWELL . A SIGNIFICANT AMOUNT OF THE RADIATION EXPOSURE IS DUE TO THE IMPLANTATION OF THE DISTAL SCREWS OF THE SYSTEM. IN ORDER TO AVOID THE RADIATION EXPOSUREDURING THE IMPLANTATION OF THE DISTAL SCREWS, WE DEVELOPED AN OPTICAL DEVICE WHICH IS PLACED INSIDE THE NAIL AND EMITS THE LIGHT CARRIED BY A COOL SOURCE OF LIGHTING THROUGH THE DISTAL HOLES, THE BOHE AND THE SOFT TISSUE. THE METHOD WASTESTED AND DEVELOPED EXPERIMENTALLY ON 50 PLASTIC (30 FEMURS, 20 TIBIAE) AND 20 (10 FEMURS, 10 TIBIAE). IN A TOTAL AMOUNT OF 140 EXPERIMENTAL PERFORATIONS, THE 18 WERE UNSUCCESSFUL AT TARGETING. 14 OF THEM WERE DONE ON 25 PLASTIC AND 14CADAVERIC BONES, USING THE INITIAL OPTICAL SYSTEM. AFTER HAVING IMPROVED OUR OPTICAL DEVICE THERE WAS CERTAIN IMPROVEMENT OF THE SYSTEM EFFICIENCY. AS A RESULT, ON 6 CADAVERIC AND 25 PLASTIC EXPERIMENTAL BONES, THAT IS ON 62 EXPERIMENTAL PERFORMATIONS. THE UNSUCCESSFUL ONES WERE ONLY 4. THIS EXPERIMENTAL METHOD, AFTER HAVING COME THROUGH VARIOUS DEVELOPMENT PROCESSES, HAS FINALLY COME TO BE A SIMPLE TARGETING DEVICE, OF WHICH CAN BE EASILY IMPROVED, THUS, THE USE OF RADIATION WILL NOT BE NECESSARY ANY MORE IN ORDER TO PLACE THE DISTAL SCREWS. Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΕΝΔΟΜΥΕΛΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΛΕΙΔΟΥΜΕΝΗΣ ΚΛΩΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΓΜΑΤΩΝ ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΤΗ. ΚΟΙΝΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ ΑΥΤΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΕΚΘΕΣΗ ΣΕ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΤΟΣΟ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΟΣΟ ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗΣ ΟΜΑΔΑΣ, ΜΕΓΑΛΟ ΔΕ ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΥΤΗΣ ΑΠΟΔΙΔΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΩΝ ΚΟΧΛΙΩΝ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. ΠΡΟΣ ΑΠΟΦΥΓΗΝ ΤΗΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΩΝ ΚΟΧΛΙΩΝ, ΑΝΑΠΤΥΞΑΜΕΕΝΑ ΟΠΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ, ΠΟΥ ΤΟΠΟΘΕΤΕΙΤΑΙ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΗΛΟΥ ΚΑΙ ΕΚΠΕΜΠΕΙ ΣΤΟ ΥΨΟΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΩΝ ΟΠΩΝ ΔΙΑΜΕΣΟΥ ΑΥΤΩΝ, ΤΟΥ ΟΣΤΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΑΛΑΚΩΝ ΜΟΡΙΩΝ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΠΗΓΗ ΨΥΧΡΟΥ ΦΩΤΙΣΜΟΥ. Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΔΟΚΙΜΑΣΤΗΚΕ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΧΘΗΚΕ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΑ ΣΕ 50 ΠΛΑΣΤΙΚΑ (30 ΚΝΗΜΕΣ, 20 ΜΗΡΙΑΙΑ ΚΑΙ ΣΕ 20 ΠΤΩΜΑΤΙΚΑ (10 ΜΗΡΙΑΙΑ, 10 ΚΝΗΜΕΣ). ΑΠΟ ΤΙΣ 140 ΔΟΚΙΜΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΡΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΑΝ ΥΠΗΡΞΕ ΑΣΤΟΧΙΑ ΣΕ 18 ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΟΙ 14 ΑΠΟ ΑΥΤΕΣ ΑΦΟΡΟΥΣΑΝ ΣΕ 25 ΠΛΑΣΤΙΚΑ ΚΑΙ 14 ΠΤΩΜΑΤΙΚΑ ΟΣΤΑ, ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΤΟ ΑΡΧΙΚΟ ΟΠΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ. ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΟΥ ΟΠΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΥΠΗΡΞΕ ΣΑΦΗΣ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΟΥ ΟΤΙ ΑΠΟ ΤΑ 6 ΠΤΩΜΑΤΙΚΑ ΟΣΤΑ ΚΑΙ ΤΑ 25 ΠΛΑΣΤΙΚΑ ΠΟΥ ΔΟΚΙΜΑΣΤΗΚΑΝ ΔΗΛΑΔΗ ΣΕ 62 ΔΟΚΙΜΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΡΗΣΕΙΣ ΥΠΗΡΞΑΝ 4 ΑΠΟΤΥΧΙΕΣ. 1091 293 284 The purpose of this study is to investigate the views of primary school teachers of Ioannina, regarding to participatory management. Main goals of this research is recording of teacher’s views about the participatory management through the study of a) operation of teacher’ s association and b) participation of all, involved in school life, members to the association’s meetings. Moreover, this research attempts to study the grade of satisfaction and desire of teachers in order to participate in school administration. Furthermore, the researcher seeks to discover the features of teacher’s participation in theirs association’s meetings and record their views about the parental participation in school management. Using as researching tool the questionnaire and after the data analysis, the research reaches to the following conclusions. Usually, the principal or the assistant manager of the school decides on the majority of issues that arise during the school operation. The role of the teacher’s association is mainly advisory of director’s decisions. The majority of teachers participated in 4-6 association meetings Representatives of parents, local authorities have participated in teacher association’s meetings but, non of student’s representatives. Regarding the involvement of teachers in school management, a fuzzy picture was recorded with the majority of teachers to state that they are little or none satisfied about their participation in school management. Teachers claim that they want more active participation in school management. As to the characteristics of the teacher’s participation in their association’s meetings, teachers underline the imperative need to participate, while the process is characterized by lack of initiative, a few disagreements, reduced participation of teachers in the debate, despite the recognition of the colleague’s opinion. About parental involvement, teachers consider the parental participation necessary in their meetings, mainly for subjects such as school discipline or school functioning. Η παρούσα έρευνα μελετά τις απόψεις των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης του νομού Ιωαννίνων σχετικά με την άσκηση συμμετοχικής διοίκησης στα σχολεία της ίδιας βαθμίδας. Ειδικότεροι στόχοι είναι η καταγραφή των απόψεων των εκπαιδευτικών για την άσκηση συμμετοχικής διοίκησης στα σχολεία μέσω α) της λειτουργίας του Συλλόγου Διδασκόντων και β) της συμμετοχής στις συνεδριάσεις όλων των εμπλεκόμενων στη σχολική ζωή. Μελετάται ο βαθμός ικανοποίησης και η επιθυμία των εκπαιδευτικών για συμμετοχή στη διοίκηση του σχολείου, καθώς, και τα χαρακτηριστικά της συμμετοχής των εκπαιδευτικών στις συνεδριάσεις του Συλλόγου Διδασκόντων. Ακόμη, επιδιώκεται η καταγραφή των απόψεων τους, για τη συμμετοχή των γονέων στις συνεδριάσεις του Συλλόγου Διδασκόντων και το πεδίο της θεματολογίας, στην οποία οι γονείς δύνανται να εκφέρουν άποψη. Αξιοποιώντας ως ερευνητικό εργαλείο το ερωτηματολόγιο και έπειτα, από την ανάλυση των δεδομένων, η έρευνα κατέληξε στα εξής ευρήματα: συνήθως, μονομελές διοικητικό όργανο του σχολείου λαμβάνει την πλειονότητα των αποφάσεων, ενώ, ο Σύλλογος Διδασκόντων διαδραματίζει κυρίως, συμβουλευτικό ρόλο ως προς τις αποφάσεις του Διευθυντή. Το μεγαλύτερο ποσοστό των εκπαιδευτικών συμμετείχε σε 4-6 συνεδριάσεις του Συλλόγου Διδασκόντων ενώ, έχουν εκπροσωπηθεί σε αυτές οι γονείς, οι φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης και καθόλου οι μαθητές. Αναφορικά με το βαθμό ικανοποίησης των εκπαιδευτικών από συμμετοχή στη διοίκηση του σχολείου, καταγράφεται μια ασαφής εικόνα με την πλειονότητα των εκπαιδευτικών να δηλώνουν λίγο έως καθόλου ικανοποιημένοι. Οι εκπαιδευτικοί επιθυμούν ενεργότερη συμμετοχή στη διοίκηση του σχολείου. Οι συνεδριάσεις του Συλλόγου Διδασκόντων, θεωρούνται από τους εκπαιδευτικούς ως επιβεβλημένη ανάγκη και χαρακτηρίζονται από έλλειψη πρωτοβουλιών, ύπαρξη διαφωνιών, μειωμένη συμμετοχή των εκπαιδευτικών στη συζήτηση, παρά την αναγνώριση της γνώμης του συναδέλφου. Σχετικά με τη γονεϊκή συμμετοχή, οι εκπαιδευτικοί επιθυμούν τη συμμετοχή των γονέων στις συνεδριάσεις του Συλλόγου Διδασκόντων, κυρίως για θέματα σχολικής πειθαρχίας και λειτουργίας του σχολείου. 1092 355 360 The present dissertation explores the experience of a mutual learning group of teachers, in terms of the participants’ raising of critical consciousness and potential shifts in their way of thinking and/or acting. This particular group was constituted in order to function as a context where the participants themselves could critically explore through reflective dialogue, the way in which they make sense of educational reality and their role in it. Taken-for-granted practices, background assumptions and the wider conditions within which they are shaped, are set at the focus of the joint investigation for them to become more open and receptive to critical reasoning and renegotiations of meaning. The research method consists of a combination of critical emancipatory and participatory action research. Emphasis shifts to the participants in the study, who are invited to critically re-examine dimensions of their reality, according to new perspectives emerging as the result of the joint investigation. In this way they are likely to be empowered and reinforced towards making more informed choices. The discussions that took place during the group meetings were recorded and transcribed and the written texts were analyzed within the framework of critical theory and a multidimensional theory of learning. The qualitative analysis performed on the written texts shows that the participants (teachers) were engaged in a mutual exchange of views and critical reflection concerning the genuineness and appropriateness of assumptions and practices. The discussions suggest that the various dimensions of school learning are poorly implemented and their interplay is inadequate. The findings indicate that the group served as an alternative communication space, which allowed the participants (a) to explore the meaning/s they attribute to educational reality and to their role in it and (b) to renegotiate alternative perspectives. There is, also, significant evidence about emerging shifts in their ways of thinking towards more inclusive interpretations, capable of leading to informed action. This study offers ideas for thinking about an alternative model of in-service teachers’ training. In Greece, such programs usually adopt a top-down approach. This study clearly shows the potential of a grassroots approach which allows teachers to undertake the responsibility of their own growth and improvement. Η παρούσα διατριβή μελετά την εμπειρία μιας ομάδας αμοιβαίας μάθησης εκπαιδευτικών ως προς τη δυνατότητα προώθησης της κριτικής συνειδητοποίησης των συμμετεχόντων και πιθανών μετατοπίσεων στη σκέψη ή/και τη δράση τους. Σκοπός συγκρότησης της συγκεκριμένης ομάδας ήταν να λειτουργήσει ως ένα πλαίσιο, όπου οι ίδιοι οι συμμετέχοντες να εμπλακούν, μέσω του στοχαστικού διαλόγου, σε διεργασίες κριτικής διερεύνησης του τρόπου με τον οποίο νοηματοδοτούν την εκπαιδευτική πραγματικότητα και το ρόλο τους. Στο επίκεντρο της συλλογικής διερεύνησης τέθηκαν παγιωμένες πρακτικές, οι παραδοχές που τροφοδοτούν αυτές τις πρακτικές και οι ευρύτερες συνθήκες που τις διαμορφώνουν, καθιστώντας τες, έτσι, περισσότερο δεκτικές σε αμφισβήτηση και επαναπροσδιορισμούς. Η μέθοδος που υιοθετήθηκε για τη διεξαγωγή της έρευνας συνίσταται στο συνδυασμό κριτικής χειραφετητικής και συμμετοχικής έρευνας δράσης. Η έμφαση μετατοπίζεται στα ίδια τα υποκείμενα της έρευνας, τα οποία καλούνται να επανεξετάσουν κριτικά, υπό το φως νέων οπτικών, που προκύπτουν στο πλαίσιο της ομάδας, διαστάσεις της πραγματικότητας την οποία βιώνουν. Έτσι, μπορούν να ενδυναμώνονται ως προς το ρόλο τους και να ενισχύονται προς περισσότερο ενήμερες επιλογές. Τα ευρήματα της έρευνας προέκυψαν από την καταγραφή και απομαγνητοφώνηση των συζητήσεων κατά τη διάρκεια των συναντήσεων της ομάδας και τo γραπτό κείμενο αναλύθηκε από την ερευνήτρια από τη σκοπιά της κριτικής θεωρίας και της πολυδιάστατης μάθησης. Η ποιοτική επεξεργασία των ευρημάτων έδειξε ότι οι συμμετέχοντες στην ομάδα εκπαιδευτικοί ενεπλάκησαν στην αμοιβαία ανταλλαγή απόψεων και τον κριτικό στοχασμό σχετικά με την αυθεντικότητα και την καταλληλότητα παραδοχών και πρακτικών τους. Οι συζητήσεις υποδεικνύουν την ύπαρξη ελλειμμάτων στις διάφορες διαστάσεις της σχολικής μάθησης καθώς και στη μεταξύ τους διασύνδεση και αλληλεπίδραση. Σύμφωνα με τα ευρήματα, η ομάδα λειτούργησε ως ένας εναλλακτικός χώρος επικοινωνίας, όπου τα μέλη της κατάφεραν να διερευνήσουν τον τρόπο με τον οποίο νοηματοδοτούν την εκπαιδευτική πραγματικότητα και το ρόλο τους και να διαπραγματευθούν εναλλακτικές οπτικές. Παρατηρούνται, επίσης, στοιχεία μετατόπισης της σκέψης τους προς περισσότερο περιεκτικές νοηματοδοτήσεις, ικανά να οδηγήσουν σε ενήμερη δράση. Η παρούσα έρευνα αναδεικνύει τη σημασία ενός εναλλακτικού μοντέλου επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών. Στην Ελλάδα, υιοθετούνται ‘από τα πάνω’ προσεγγίσεις. Στη μελέτη αυτή φαίνεται ξεκάθαρα το δυναμικό που ενυπάρχει σε μια από τη βάση προσέγγιση, που επιτρέπει στους εκπαιδευτικούς να αναλάβουν οι ίδιοι την ευθύνη για την ανάπτυξη και τη βελτίωσή τους. 1093 561 557 The synthesis of Ru(II) organometallic ‘piano stool’ compounds has recently evolved into an important research field , due to the cytotoxic properties they exhibit. These compounds bind to DNA both through aromatic interactions with the ligands and via coordination, by directly bonding with the nucleic bases, following the hydrolysis of the Ru-Cl bond. In this work, compounds of the general formula [(η6-arene)Ru(N-N’)Cl]PF6 have been synthesized, where arene = benzene or cymene and (N-N’) aromatic diimines with a systematically increasing aromatic plateau. The synthesis of the ‘piano stool’ compounds was achieved through the reaction of the dimeric complex [Ru(η6-arene)(μ-Cl)Cl]2 with the chelating ligand N-N’. The complexes where isolated and characterized by NMR techniques (1H NMR, and 13C NMR), mass spectrometry and X-ray diffraction. All the prepared compounds adopt the ‘piano stool’ geometry with a bidentate chelate ligand N-N’, an arene and a chloride occupying the remaining positions of the metal center. The complexes [Ru(η6-bz)(pqx)Cl]Cl, [Ru(η6-bz)(pbqx)Cl]Cl, [Ru(η6-cym)(pqx)Cl]Cl and [Ru(η6-cym)(pbqx)Cl]Cl were tested against various cancer cell lines, exhibiting remarkable cytotoxicity, with observed IC50 values of less than 1 μM. The compounds [Ru(η6-cym)(pqx)Cl]Cl and [Ru(η6-cym)(pbqx)Cl]Cl were found to be stable in aqueous media without being hydrolyzed, preserving their saturated coordination sphere (η6-arene, N-N’, Cl). However, it was discovered that they both interact with the hexamer, with the outer side of the chelating ligand N-N’, causing elongation or disruption of the oligonucleotide Watson-Crick (W-C) hydrogen bonds. Since the arene does not take part in the interaction, as it lies on the opposite side, it can be concluded that their cytotoxic activity could be owed to this type of interaction. The study of the hydrolysis of the complexes [Ru(η6-cym)(N-N’)Cl]Cl, where N-N’: pqn, pqx and pbqx, was performed by 1H NMR spectroscopy and HR-ESI mass spectroscopy at 298 K, after removal of the counter chloride. The rate constants (k) and the half-lives (t1/2) of the hydrolysis reactions were calculated from the integration of selected signals and the construction of the diagram [((Ru-H2O)] = f(t)}. The t1/2 of the complex with pqx was found to be less than that of the complex with pbqx, indicating that the additional aromatic ring of pbqx plays an important role in the rate of the hydrolysis reaction. The complexes [(η6-arene)Ru(N-N’)(9MeG-N7)](PF6)2, where arene: bz or p-cym and N-N’: pqn, pqx, pbqx, bpm or bpy, were synthesized by the subtraction of the coordinated chloride with AgNO3 from the precursor complexes [(η6-arene)Ru(N-N’)Cl]PF6, followed by the reaction of the resulting solution with excess of 9-MeG. The complexes where isolated and characterized by 1H NMR spectroscopy and HR-ESI mass spectroscopy. NMR spectroscopic techniques lead to the conclusion that the strong shielding effect on 9-MeGH8 is due to the orientation of the purine ring in such a way that the imidazole H8 faces the aromatic ring of the diimine ligands. The heterometallic complexes [(η6-arene)ClRu(μ-bpm)MCl2)]PF6, where M: Pt ή Pd, were synthesized by the reaction of cis-Pt(dmso)2Cl2 or cis-Pd(CH3CN)2Cl2 with the [(η6-arene)Ru (bpm)Cl]Cl. The complexes were characterized by NMR measurements (1Η NMR & 195Pt NMR) and Electrospray Ionisation Mass Spectrometry (ESI-MS). The heterometallic complex [(η6-cym)ClRu(μ-bpm)PtCl2)]PF6 got cleaved in DMSO, which resulted in four distinct products. The same was observed when reacting with 9MeG. In particular, following the coordination of 9MeG to the platinum site, the bimetallic complex was cleaved, and mainly the compound [Pt(bpm)(9MeG-N7)Cl]+ was generated. All the synthesized heterometallic complexes are under investigation with regard to their anticancer properties. Οι οργανομεταλλικές ενώσεις του Ru(II), τύπου ‘piano stool’, με αρένια αποτελούν ένα σημαντικό πεδίο έρευνας τα τελευταία χρόνια, εξ’ αιτίας των κυτταροτοξικών ιδιοτήτων που εμφανίζουν. Οι ενώσεις αυτές δεσμεύονται στο DNA χρησιμοποιώντας τόσο την αρωματική φύση των υποκαταστατών όσο και την ένταξη με απευθείας δεσμό με τις νουκλεϊνικές βάσεις, έπειτα από την υδρόλυση του δεσμού Ru-Cl. Στην παρούσα εργασία συνθέσαμε ενώσεις γενικού τύπου [(η6-arene)Ru(N-N’)Cl]PF6, χρησιμοποιώντας για αρένια, βενζόλιο ή κουμένιο και για υποκαταστάτες (N-N’) τις αρωματικές διιμίνες με συστηματικά αυξανόμενο αρωματικό πλατώ. Η σύνθεση των ενώσεων του γενικού τύπου [(η6-arene)Ru(N-N’)Cl]PF6 έγινε μέσω της αντίδρασης διάσπασης του διμερούς συμπλόκου [(η6-arene)Ru(μ-Cl)Cl]2 και προσθήκης του χηλικού υποκαταστάτη N-N’. Τα σύμπλοκα που απομονώθηκαν χαρακτηρίστηκαν με φασματοσκοπία NMR (1Η NMR 13C NMR), φασματομετρία μάζας με ιονισμό Electrospray (ESI-MS) και με επίλυση της κρυσταλλικής δομής με περίθλαση ακτίνων-Χ. Οι νέες ενώσεις που συντέθηκαν και χαρακτηρίστηκαν, υιοθετούν όλες την γεωμετρία ‘piano stool’ με χηλική ένταξη του υποκαταστάτη N-N’, το αρένιο και το χλώριο να καταλαμβάνουν τις εναπομένουσες θέσεις του μεταλλικού κέντρου. Τα σύμπλοκα [Ru(η6-bz)(pqx)Cl]Cl, [Ru(η6-bz)(pbqx)Cl]Cl, [Ru(η6-cym)(pqx)Cl]Cl και [Ru(η6-cym)(pbqx)Cl]Cl δοκιμάστηκαν έναντι διαφόρων καρκινικών κυτταρικών σειρών, παρουσιάζοντας αξιοσημείωτη κυτταροτοξικότητα, με τιμές IC50 μικρότερες από 1μM.Οι ενώσεις [Ru(η6-cym)(pqx)Cl]Cl και [Ru(η6-cym)(pbqx)Cl]Cl, παρόλο που βρέθηκαν να είναι σταθερές σε υδατικό διάλυμα διατηρώντας την ίδια σφαίρα ένταξης (η6-cym, N-N’ και Cl), αλληλεπιδρούν με το ολιγονουκλεοτίδιο d(5′-CGCGCG-3′)2 μέσω της εκάστοτε αρωματικής διιμίνης. Η αλληλεπίδραση πραγματοποιείται στη μικρή αύλακα του DNA, προκαλώντας επιμήκυνση ή διάσπαση των δεσμών υδρογόνου Watson-Crick (W-C). Δεδομένου ότι το αρένιο δεν συμμετέχει στην αλληλεπίδραση, καθώς βρίσκεται από την αντίθετη πλευρά, μπορούμε να εξάγουμε το συμπέρασμα ότι η κυτταροτοξικότητα αυτών οφείλεται σε αυτή του είδους την αλληλεπίδραση. Η μελέτη της υδρόλυσης των συμπλόκων [Ru(η6-cym)(N-N’)Cl]Cl, όπου N-N’: pqn, pqx και pbqx, πραγματοποιήθηκε με φασματοσκοπία 1H NMR και φασματοσκοπία HR-ESI-MS στους 298 Κ, έπειτα από απομάκρυνση του αντισταθμιστικού χλωρίου. Από την ολοκλήρωση επιλεγμένων κορυφών και κατασκευή του διαγράμματος {[(Ru-H2O)] = f(t)} υπολογίσθηκαν οι σταθερές ταχύτητας (k) και οι χρόνοι ημιζωής (t1/2) των αντιδράσεων υδρόλυσης. Ο t1/2 του σύμπλοκου με το pqx βρέθηκε μικρότερος από αυτόν του συμπλόκου με το pbqx, υποδεικνύοντας ότι ο επιπλέον αρωματικός δακτύλιος του pbqx διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ταχύτητα υδρόλυσης των συμπλόκων. Η σύνθεση των συμπλόκων του γενικού τύπου [(η6-arene)Ru(N-N’)(9MeG-N7)](PF6)2, όπου arene: bz ή p-cym και N-N’: pqn, pqx, pbqx, bpm και bpy, έγινε έπειτα από απομάκρυνση του ενταγμένου Cl από τα πρόδρομα σύμπλοκα [(η6-arene)Ru(N-N’)Cl]PF6 και μετέπειτα προσθήκη της 9-μεθυλογουανίνης (9MeG). Τα σύμπλοκα που απομονώθηκαν χαρακτηρίστηκαν με φασματοσκοπία πυρηνικού μαγνητισμού πρωτονίου και με φασματομετρία μάζας με ιονισμό Electrospray (ESI-MS). Οι φασματοσκοπικές τεχνικές NMR οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ισχυρή προστασία του 9-MeGH8 οφείλεται στον προσανατολισμό του δακτυλίου της πουρίνης, όπου είναι με τέτοιο τρόπο ώστε το Η8 του ιμιδαζολίου να βρίσκεται πάνω από τον αρωματικό δακτύλιο της διιμίνης. Τα ετεροπυρηνικά σύμπλοκα [(η6-arene)ClRu(μ-bpm)MCl2)]PF6, όπου M: Pt ή Pd, συντέθηκαν έπειτα από αντίδραση του cis-Pt(dmso)2Cl2 ή του cis-Pd(CH3CN)2Cl2 με το σύμπλοκο [(η6-arene)Ru(bpm)Cl]Cl. Ο χαρακτηρισμός των ετεροπυρηνικών συμπλόκων έγινε με φασματοσκο-πία πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού πρωτονίου και λευκοχρύσου (1Η NMR και 195Pt NMR) και με φασματομετρία μάζας με ιονισμό Electrospray (ESI-MS).Το ετεροπυρηνικό σύμπλοκο [(η6-cym)ClRu(μ-bpm)PtCl2)]PF6 διασπάται σε dmso με αποτέλεσμα να λαμβάνονται τέσσερα προϊόντα. Το ίδιο παρατηρήθηκε και κατά την αντίδραση του με 9MeG. Συγκεκριμένα το διμεταλλικό σύμπλοκο διασπάται έπειτα από την ένταξη της 9-MeG στο μεταλλικό κέντρο του λευκοχρύσου και δημιουργία κυρίως της ένωσης [Pt(bpm)(9MeG-N7)Cl]+. Τα ετεροπυρηνικά σύμπλοκα που συντέθηκαν βρίσκονται στο στάδιο των μελετών ως προς τις αντικαρκινικές τους ιδιότητες. 1094 232 222 Introduction, critical edition, translation and annotation on the laudation of Patriarch Sissinius II dedicated to the Saints Cyrus and Iulitta (BHG 318b, Codex Paris. graecus. 501) Εισαγωγή, κριτική έκδοση, μετάφραση και σχολιασμός του εγκωμίου του Πατριάρχη Σισιννίου Β’ για τους Αγίους Κήρυκο και Ιουλίττα (BHG 318b, Codex Paris. graecus. 501) The subject of this thesis is the critical edition, the translation in the new greek language and the commentary of the laudation of Patriarch Sissinius II (996-999) for the Saints Kyrikos and Iulitta, who lived and martyred for their faith during the time of Emperor Diocletian (284-305). The laudation (ff. 76v-85v) is part of the French National Library's paris code 501 (Paris. graecus 501). The specific code contains texts mainly of hagiological content, laudations, speeches, biographies, most of which refer to persons who lived during the time of Diocletian and were victims of anti-christian policy of the roman authority, expressed by the method of persecution. Two of these faces were the Saints Iulitta and Kyrikos (mother and son), to whom Patriarch Sissinius II dedicated this laudation, which is an excellent example of the production of 10th century hagiological texts, belonging to the genre of rhetoric. In this work, the reader, in addition to the text and its translation in the new greek language, will find the biographical details of the composer of the laudation and the historical details of the period when he was Patriarch, the description of the code as a whole and the historical context of the period, in which the two Saints lived. Αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι η κριτική έκδοση, η απόδοση στη νέα ελληνική και ο σχολιασμός του εγκωμίου του Πατριάρχη Σισιννίου Β’ (996-999) για τους Αγίους Κήρυκο και Ιουλίττα, οι οποίοι έζησαν και μαρτύρησαν για την πίστη τους την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284-305). Το εγκώμιο (ff. 76v-85v) συγκαταλέγεται στον υπ’ αριθμό 501 κώδικα της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας (Paris. graecus 501). Ο συγκεκριμένος κώδικας περιέχει κείμενα κυρίως αγιολογικού περιεχομένου, εγκώμια, ομιλίες, βίους, τα περισσότερα από τα οποία αναφέρονται σε πρόσωπα που έζησαν επί Διοκλητιανού και υπήρξαν θύματα της αντιχριστιανικής πολιτικής της ρωμαϊκής αρχής, που εκφράστηκε με τη μέθοδο των διώξεων. Δύο από αυτά τα πρόσωπα ήταν και οι Άγιοι Ιουλίττα και Κήρυκος (μητέρα και υιός), στους οποίους ο Πατριάρχης Σισίννιος Β’ αφιερώνει το συγκεκριμένο εγκώμιο, το οποίο αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα της παραγωγής αγιολογικών κειμένων του 10ου αιώνα, εντασσόμενο στα είδη της ρητορικής. Στην παρούσα εργασία ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης, εκτός από το κείμενο και την απόδοσή του στη νέα ελληνική, θα βρει τα βιογραφικά στοιχεία του συνθέτη του εγκωμίου και τα ιστορικά των χρόνων που διετέλεσε Πατριάρχης, την περιγραφή συνολικά του κώδικα καθώς και το ιστορικό πλαίσιο της περιόδου κατά την οποία έζησαν οι δύο εγκωμιαζόμενοι Άγιοι. 1095 342 340 This work investigates a new method of image classification and processing, that is based on Local Binary Patterns (LBP) using Bag of Words (BoW) method to improve the efficiency of the classification of various categories of image items. Initially all images are filtered by LBP filters. This way, LBP images are used instead of normal images. The Lbp are texture analysis methods, which capture and encode local features of images, neighborhood, i.e., around each pixel. their distribution characterizes images. The fact that the grayscale in most images contain a noise type makes them useful as they remain unchanged to shades of gray. there are many variations of the basic LBP method. In a second stage the Bag of Word Descriptor (BoW) is constructed, where some areas of the filtered pictures that were extracted, in initial phase are being concentrated. As a result BoWL Descriptor is a structure with features of high significance for the pictures that are to be classified. Sampling is following , some areas for each LBP image are selected. these areas should be grouped based on common characteristics, it is done by Algorithm K-Means. this step is the step of extracting features. So the BoWL Descriptor is a structure with important features for the images. These new features can called code-words with significant information and Bow Descriptor is essentially a dictionary. viiiIn a thirred phase, representation of the images according to features in the BoWL Lexicon or Descriptor, for each pixel (Qantization) is to be done. Each pixel of an image, must labeled with a word from the lexicon. New values in each image, for each pixel, are entered, resulting again to different images, so the histograms for each image, are exported. Finally, what remains to be done is to classify the histograms which have arisen. Known sorting algorithms as Knn, Naive Bayes etc are used. For each LBP function and classification algorithm series of experiments have been done. Here the and if the aim of the proposed methodology, achieved,are judged. Problems and solution for methodology improvement are discussed. Η εργασία αυτή διερευνά μια νέα μέθοδο ταξηνόμησης και επεξεργασίας εικόνων που βασίζε- ται σε ένα LBP πρότυπο με χρήση του μοντέλου Bag of Words για να βελτιώσει την απόδοση ταξινόμησης διάφορων κατηγόριων αντικείμενων εικόνων. Αρχικά όλες οι εικόνες φιλτράρονται από πρότυπα Lbp,όπως θα δούμε παρακάτω. Έτσι αντί να χρησιμοποιούμε τις κανονικές εικόνες, γίνεται χρήση των Lbp εικόνων. Τα Lbp είναι μέθο- δοι ανάλυσης υφής, αποτυπώνουν και κωδικοποιούν τοπικά χαρακτηριστικά των εικόνων, τη γειτονιά, δηλαδή, γύρω από κάθε εικονοστοιχείο. Η κατανομή τους χαρακτηρίζει τις ει- κόνες. Το γεγονός ότι οι διαβαθμίσεις του γκρι στις περισσότερες εικόνες περιέχουν κάποιο είδος θορύβου τις καθιστά χρήσιμες, καθώς παραμένουν αναλλοίωτες οι αποχρώσεις του γκρι. Υπαρχουν πολλές παραλλαγές τις βασικής μεθόδου LBP. Έπειτα κατασκευάζεται ο Bag of Word Descriptor,οπού συγκεντρώνονται κάποιες περιοχές των φιλτραρισμένων εικόνων από LBP μεθόδους, που έχουν εξαχθεί στην αρχική φάση. Ακο- λουθεί Δειγματοληψία, δηλαδή επιλέγονται κάποιες περιοχές για κάθε LBP εικόνα. Οι περιο- χές αυτές θα πρέπει να ομαδοποιηθούν με βάση τα κοινά χαρακτηριστικά του, αυτό γίνεται με χρήση του Αλγορίθμου K-Means. Το στάδιο αυτό είναι το στάδιο της εξαγωγής χαρακτηρι- στικών. Άρα ο BoWL Descriptor είναι μια δομή με σημαντικά χαρακτηριστικά για τις εικόνες viπου θα ταξινομηθούν. Τα νέα αυτά χαρακτηριστικά αποτελούν κωδικο-λέξεις με σημαντική πληροφορία και Bow Descriptor είναι στην ουσία ένα λεξικό. Σε τρίτη φάση, έχουμε την αναπαράσταση των εικόνων ως προς τα χαρακτηριστικά στο λεξικό, για κάθε εικονοστοιχείο (antization). Κάθε εικόνα θα πρέπει να έχει τα εικονοστοι- χεία της χαρακτηρισμένα ως προς κάποια λέξη. Αναγράφονται νέες τιμές σε κάθε εικόνα, για κάθε pixel, προκύπτουν εκ νέου άλλες εικόνες. Ακολουθεί η εξαγωγή ιστογραμμάτων για κάθε εικόνα. Τέλος αυτό που απομένει να γίνει είναι η ταξινόμηση στα ιστογράμματα που έχουν προκύψει. Γίνεται χρήση κάποιων γνωστών αλγορίθμων ταξινόμησης όπως Knn,Νaive Bayes κτλ. Για κάθε λειτουργιά LBP και αλγόριθμο ταξινόμησης έχει γίνει μια σειρά από πειράματα με διάφορες αλλαγές εσωτερικών χαρακτηριστικών, των αλγορίθμων. Εδώ θα κριθεί η αποτε- λεσματικότητα και αν ο στόχος της προτεινόμενης μεθοδολογίας, επιτευχθεί. Προβλήματα που προέκυψαν και σημεία για το πως θα μπορούσαμε να έχουμε καλύτερη απόδοση. 1096 783 806 its course as a method of diagnosis and treatment and the prospects of its development η πορεία της ως μέθοδος διάγνωσης & θεραπείας και οι προοπτικές εξέλιξής της Study Objective: Office hysteroscopy emerges over the years as the gold standard technique in assessing endometrial and endocervical pathology with consistent scientific evidence of high diagnostic accuracy. Design: A 20-year-retrospective study of diagnostic outpatient hysteroscopy Setting: Endoscopic Unit, Department of Gynaecology, University Hospital of Ioannina, Greece Sample: 2675 patients underwent outpatient diagnostic hysteroscopy for common hysteroscopic indications Interventions: Outpatient diagnostic hysteroscopy with no use of analgesia performing via vaginoscopic approach Measurements and Main Results: Commonest hysteroscopic indications in all age groups was Abnormal Uterine Bleeding. Predictive characteristics of hysteroscopy in the diagnosis of various conditions were performed for those patients, that histology results were available (n=1529). Comparing the hysteroscopy findings with the histology results, the normal endometrium had a sensitivity of 60.9%, specificity of 92.1%, PPV of 79.07% and NPV 82.84%. Polyps had a sensitivity of 92.04%, specificity of 89.14%, PPV of 73.52% and NPV 97.16%. For fibroids, sensitivity and specificity were calculated at 98.55% and 100 % respectively, while PPV and NPV at 100% and 99.93%, respectively. For endometrial cancer the predictive characteristics were 87.5% and 99.74% for sensitivity and specificity, and 63.64% and 99.93% for PPV and NPV. Finally, hyperplasia had a sensitivity of 75.0%, specificity of 91.03%, PPV of 11.76% and NPV of 99.56%. Vaginoscopic office hysteroscopy is a simple, well-tolerated technique with low rates of failure (1,31%). The overall satisfaction of women undergoing the procedure is high. All patients received written information regarding the upcoming procedure and. No analgesia is needed in order to perform the intervention. Hysteroscopic features such as, stromal oedema, diffuse or focal hyperaemia, “strawberry effect”, micropolyposis and endometrial polyps are proposed by the international literature as suggestive of Chronic Endometritis (CE). All hysteroscopic features, alone and in combination were applied in 7 (seven) different subgroups of the sample: total sample, women in reproductive age, women with infertility issues/IVF screening, women with history of recurrent miscarriages, menopausal women, and women with hysteroscopic indication of Abnormal Uterine Bleeding (AUB), both or reproductive age and in menopause. From each case, endometrial samples were obtained and immunohistochemistry, identifying CD-138, was applied in order to diagnose CE. From a total of 2765 patients, 1444 women were found with at least one of the proposed hysteroscopic features mentioned above. Stromal oedema, focal or diffuse hyperaemia and “strawberry effect” in combination with micropolyposis demonstrated higher rates of diagnostic accuracy in the detection of CE compared to histologic confirmation in all groups applied. The main sonographic evidence of tamoxifen-related abnormalities were increased endometrial thickness, heterogeneity and evidence of endometrial masses. The overall diagnostic accuracy of transvaginal ultrasound (TVS) was estimated at 80.83% (CI95%,74.56% to 86.13%). More specifically, sensitivity, specificity, positive prognostic value (PPV) and negative prognostic value (NPV) were 86.07%, 71.83%, 84.00% and 75.00%, respectively. All sonographic and hysteroscopic findings were correlated with histologic results, the gold standard technique, in order to estimate the diagnostic accuracy of both approaches. According to our findings, hysteroscopic approach demonstrates higher diagnostic accuracy (96.37% (CI95%, 92.67% to 98.53%)) than the sonographic evaluation, when compared with histologic findings. The sensitivity, specificity, PPV and NPV of this method was estimated at 98.36%, 92.96%, 96.00% and 97.06%, respectively. Common hysteroscopic features in these cases were tamoxifen-related endometrial polyps and atrophy. Hysteroscopy was able to detect 136 out of 137 cases of congenital malformations with a false positive bicornuate uterus. Transvaginal sonography (TVS) showed moderate diagnostic accuracy accompanied by positive predictive value (PPV) at 79.79%, negative predictive value (NPV) at 99.17%, sensitivity at 79.79%, and finally specificity at 99.17%. Endometrial thickness assessed by TVS was found higher in cases of complete septate and bicornuate uteri. The incidence of congenital malformation within the total population was estimated at 5.12%. Overall TVS demonstrated diagnostic accuracy of 84.71%% compared to 97.38% of OHSC in the detection of endometrial pathology. Sensitivity, specificity, positive prognostic value (PPV) and negative prognostic value (NPV) of TVS detecting endometrial pathology were 84.05%%, 86.83%%, 95.32%% and 63.03%, respectively. The corresponding values for hysteroscopy were 98.9%, 95.14%, 98.47% and 93.96%, respectively. Diagnostic value of both techniques was estimated in 6 (six) additional subgroups: total sample with AUB, women of reproductive age, women of reproductive age with AUB, women of reproductive age with infertility issues, postmenopausal women and postmenopausal women suffering from postmenopausal bleeding (PMB). All values were calculated with regards to histologic findings as gold standard technique. All results were correlated with scientific evidence collected from the international literature. Conclusion: This is the largest retrospective study on office hysteroscopy in Greece to date. Our results demonstrate an efficient, well-accepted and safe technique rightfully declared as gold standard technique in the investigation of endocervical and endometrial pathology. Σκοπός μελέτης: Η office υστεροσκόπηση αποτελεί gold standard τεχνική για τη διευρεύνηση της ενδοτραχηλικής και ενδομητρικής παθολογίας προσφέροντας υψηλή διαγνωστική ακρίβεια σύμφωνα με τα ισχύοντα διεθνή επιστημονικά δεδομένα Σχεδιασμός: 20ετής αναδρομική μελέτη της διαγνωστικής υστεροσκόπησης σε επίπεδο εξωτερικού ιατρείου Τόπος: Τμήμα Ενδοσκόπησης, Γυναικολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ελλάδα Πληθυσμιακό Δείγμα: 2675 ασθενείς που υποβλήθηκαν σε office υστεροσκόπηση Παρεμβάσεις: Διαγνωστική υστεροσκόπηση σε επίπεδο εξωτερικού ιατρείου χωρίς χρήση αναλγησίας που εκτελείται με ατραυματική vaginoscopic μέθοδο Αποτελέσματα: Η συχνότερη υστεροσκοπική ένδειξη σε όλες τις ηλικιακές ομάδες ήταν η ανώμαλη κολπική αιμορραγία. Τα προγνωστικά χαρακτηριστικά της υστεροσκόπησης στη διάγνωση διάφορων παθήσεων υπολογίστηκαν βάσει των διαθέσιμων ιστοπαθολογικών ευρημάτων (n = 1529). Συγκρίνοντας τα ευρήματα της υστεροσκόπησης με τα αποτελέσματα της ιστολογίας, το φυσιολογικό ενδομήτριο είχε ευαισθησία 60,9%, ειδικότητα 92,1%, PPV 79,07% και NPV 82,84%. Οι πολύποδες είχαν ευαισθησία 92,04%, εξειδίκευση 89,14%, ΡΡν 73,52% και NPV 97,16%. Για τα ινομυώματα, η ευαισθησία και η ειδικότητα υπολογίστηκαν σε 98,55% και 100% αντιστοίχως, ενώ οι PPV και NPV σε 100% και 99,93% αντίστοιχα. Για τον καρκίνο του ενδομητρίου, τα αποτελέσματα μας έδειξαν 87,5% και 99,74% για ευαισθησία και ειδικότητα και 63,64% και 99,93% για PPV και NPV. Τέλος, η υπερπλασία είχε ευαισθησία 75,0%, εξειδίκευση 91,03%, ΡΡν 11,76% και NPV 99,56%. Η vaginoscopic office υστεροσκόπηση είναι μια απλή, καλά ανεκτή τεχνική με χαμηλά ποσοστά αποτυχίας (1,31%). Η ικανοποίηση των γυναικών που υποβάλλονται στη διαδικασία είναι υψηλή. Όλοι οι ασθενείς έλαβαν γραπτές πληροφορίες σχετικά με την επερχόμενη διαδικασία και απαιτήθηκε αναλγησία για την εκτέλεση της παρέμβασης. Τα υστεροσκοπικά χαρακτηριστικά όπως το οίδημα, η διάχυτη ή εστιακή υπεραιμία, η εικόνα «δίκην φράουλας», η μικροπολυποδίαση και οι ενδομητρικοί πολύποδες προτείνονται από τη διεθνή βιβλιογραφία ως ενδεικτικά χρόνιας ενδομητρίτιδας (CE). Όλα τα υστεροσκοπικά χαρακτηριστικά, μεμονωμένα και σε συνδυασμό, ελέχθηκαν σε 7 (επτά) διαφορετικές υποομάδες του δείγματος: το συνολικό δείγμα, σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, σε γυναίκες με θέματα υπογονιμότητας / screening IVF, σε γυναίκες με ιστορικό καθ’έξιν αποβολών, σε γυναίκες σε εμμηνόπαυση και γυναίκες με υστεροσκοπική ένδειξη ανώμαλης κολπικής αιμορραγίας (AUB), είτε αναπαραγωγικής ηλικίας είτε στην εμμηνόπαυση. Για κάθε περίπτωση, ελήφθησαν δείγματα ενδομητρίου και εφαρμόστηκε ανοσοϊστοχημεία, προσδιορίζοντας το CD-138 επίτοπο, για τη διάγνωση της CE. Από ένα σύνολο 2675 ασθενών, βρέθηκαν 1444 γυναίκες με τουλάχιστον ένα από τα προτεινόμενα υστεροσκοπικά χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν παραπάνω. Το οίδημα, εστιακή ή διάχυτη υπεραιμία και η εικόνα «δίκην φράουλας» σε συνδυασμό με μικροπολυποδίασης έδειξαν υψηλότερα ποσοστά διαγνωστικής ακρίβειας στην ανίχνευση της CE σε σύγκριση με την ιστολογική επιβεβαίωση σε όλες τις ελεγχόμενες ομάδες. Η κύρια υπερηχογραφική εικόνα που συνόδευε γυναίκας που έλαβαν θεραπεία με ταμοξιφαίνη ήταν το αυξημένο πάχος του ενδομητρίου, η ετερογένεια και η παρουσία ενδομητρικών μαζών. Η συνολική διαγνωστική ακρίβεια της διακολπικής υπερηχογραφίας (TVS) υπολογίστηκε σε 80,83% (CI 95%, 74,56% έως 86,13%). Πιο συγκεκριμένα, η ευαισθησία, η ειδικότητα, η θετική προγνωστική αξία (PPV) και η αρνητική προγνωστική αξία (NPV) ήταν 86,07%, 71,83%, 84,00% και 75,00%, αντίστοιχα. Όλα τα υπερηχογραφικά και υστεροσκοπικά ευρήματα συσχετίστηκαν με τα ιστολογικά αποτελέσματα, ως gold standard τεχνική, προκειμένου να εκτιμηθεί η διαγνωστική ακρίβεια και των δύο προσεγγίσεων. Σύμφωνα με τα ευρήματά μας, η υστεροσκοπική προσέγγιση παρουσιάζει υψηλότερη διαγνωστική ακρίβεια (96,37% (CI95%, 92,67% έως 98,53%)) από την υπερηχογραφική αξιολόγηση, σε σύγκριση με τα ιστολογικά ευρήματα. Η ευαισθησία, η ειδικότητα, η PPV και η NPV αυτής της μεθόδου εκτιμήθηκαν σε 98,36%, 92,96%, 96,00% και 97,06% αντίστοιχα. Τα συχνότερα υστεροσκοπικά ευρήματα σε αυτή την υποομάδα ήταν σχετιζόμενα με την ταμοξιφαίνη παρουσία πολυπόδων ενδομητρίου και ατροφία. Η υστεροσκόπηση ήταν ικανή να ανιχνεύσει 136 από 137 περιπτώσεις συγγενών ανωμαλιών μήτρας ενώ η διακολπική υπερηχογραφία (TVS) έδειξε μέτρια διαγνωστική ακρίβεια συνοδευόμενη από θετική προγνωστική αξία (PPV) 79,79%, αρνητική προγνωστική αξία (NPV) 99,17%, ευαισθησία 79,79% και τέλος ειδικότητα 99,17%. Το πάχος του ενδομητρίου που αξιολογήθηκε από το TVS βρέθηκε υψηλότερο σε περιπτώσεις διαφραγματοφόρου και δικέρου μήτρας Η επίπτωση των συγγενών ανωμαλιών μήτρας στο σύνολο του πληθυσμού εκτιμήθηκε στο 5,12%. Το TVS απέδειξε διαγνωστική ακρίβεια 84,71% σε σύγκριση με το 97,38% του OHSC στην ανίχνευση της παθολογίας του ενδομητρίου. Η ευαισθησία, η ειδικότητα, η θετική προγνωστική αξία (PPV) και η αρνητική προγνωστική αξία (NPV) της ανίχνευσης παθολογίας στο ενδομήτριο μέσω TVS ήταν 84,05%, 86,83%, 95,32% και 63,03% αντίστοιχα. Οι αντίστοιχες τιμές για την υστεροσκόπηση ήταν 98,9%, 95,14%, 98,47% και 93,96%, αντίστοιχα. . Η διαγνωστική αξία και των δύο τεχνικών εκτιμήθηκε σε 6 (έξι) επιπρόσθετες υποομάδες: συνολικό πληθυσμιακό δείγμα με AUB, γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας με θέματα υπογονιμότητας, μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες και μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που πάσχουν από μετεμμηνοπαυσιακή αιμορραγία (PMB). Όλες οι τιμές υπολογίστηκαν σε σχέση με τα ιστολογικά ευρήματα.. Όλα τα αποτελέσματα συσχετίστηκαν με τα ισχύοντα επιστημονικά στοιχεία που συλλέχθηκαν από τη διεθνή βιβλιογραφία. Συμπέρασμα: Η αναδρομική αυτή μελέτη είναι μεγαλύτερη που έχει διεξαχθεί στον Ελλαδικό χώρο σχετικά με την office υστεροσκόπηση. Η vaginoscopic office υστεροσκόπηση είναι μια εύκολη, απλή και καλώς ανεκτή μέθοδος διάγνωσης της ενδομητρικής και ενδοτραχηλικής παθολογίας που εμφανίζει υψηλή διαγνωστική ακρίβεια. 1097 420 430 This Ph.D. thesis presents the synthesis and characterization of new heterogeneous Mn-catalysts which are supported on carbon materials (such as commercially available activated carbon (AC), pyrolytic carbon from recycled car tires (PC), alginate membranes (Alginate), mesoporous carbon (CMK-3)) and silicates (such as colloidal silica (SiO2), different sizes of silica nanoparticles Aerosil® (SiO2-OX50, SiO2-A90, SiO2-A200, SiO2-A300), mesoporous silica structures (MCM-41 and SBA-15) and glass microspheres (glass beads)). The synthesis of the catalysts was performed either by ligand-grafting method, where the ligand is first immobilized on the support material and then the complex is formed, either by complex-grafting method, where the preformed complex is immobilized onto the support material. The synthesized supported Mn-catalysts by both methods were evaluated in the catalytic epoxidation of alkenes with H2O2 as an oxidant and ammonium acetate as an additive, which ensures high activity in these catalytic systems. Also, a study of the time course of the catalytic reactions was carried out in conjuction with measurements of the potential (Eh) of the solution. In catalysis, the yield of the oxidation reactions were measured, the total number of the catalytic cycles (TONs) of the catalysts during the epoxidation reactions was calculated, as well as the turnover frequencies (TOFs). The study of the reaction mechanism, the role of ammonium acetate as an additive and catalyst stability was made by electronic paramagnetic resonance spectroscopy (EPR). Based on our results, a catalytic mechanism on epoxidation has been proposed. Finally, to test the recyclability of the synthesized heterogeneous Mn-catalysts, catalyst recovery has been performed and it has been reused in new catalytic runs. According to our results, the catalyst [MnII-L@PCox] supported on pyrolytic carbon showed the highest TONs with the lowest catalytic reaction time. Good catalytic behavior presented also by the catalyst [MnII-L@ACox] supported on activated carbon. These two catalysts, like all catalysts supported on carbon materials, were synthesized by the complex-grafting method and are kinetically faster even from the homogeneous catalyst [MnII-L] who gives however higher TONs. Among the catalysts supported on silica surfaces the catalyst [MnII-L@SiO2] supported on colloidal silica presents the faster reaction time with slightly less activity than the catalyst [MnII-L@SiO2-OX50] supported on silica nanoparticles Aerosil®OX50. Both catalysts are also synthesized by the complex-grafting method. Finally, according to the results obtained by recycling experiments, all catalysts supported on carbon materials can be recovered and reused for 2-4 additional runs. With respect to the catalysts supported on siliceous materials, only the catalyst [MnII-L@SiO2] supported on colloidal silica synthesized by complex-grafting method can be recycled and reused for another run. Στην παρούσα διατριβή πραγματοποιήθηκαν αρχικά η σύνθεση και ο χαρακτηρισμός νέων ετερογενοποιημένων καταλυτών-Μn που είναι υποστηριγμένοι σε υλικά άνθρακα (όπως εμπορικά διαθέσιμος ενεργός άνθρακας (AC), πυρολυτικός άνθρακας από ανακύκλωση ελαστικών αυτοκινήτου (PC), μεμβράνες αλγινικού (Αlginate), μεσοπορώδης άνθρακας (CMK-3)) και σε πυριτικά υλικά (όπως κολλοειδής σίλικα (SiO2), διάφορα μεγέθη νανοσωματιδίων σίλικας Aerosil® (SiO2-OX50, SiO2-A90, SiO2-A200, SiO2-A300), μεσοπορώδεις πυριτικές δομές (MCM-41 και SBA-15) και μικροσφαιρίδια υάλου (glass beads)). Η σύνθεση των καταλυτών πραγματοποιήθηκε είτε μέσω της μεθόδου ligand-grafting, όπου ακινητοποιείται πρώτα ο υποκαταστάτης στο υλικό υποστήριξης και μετά σχηματίζεται το σύμπλοκο, είτε μέσω της μεθόδου complex-grafting, όπου το προσχηματισμένο σύμπλοκο ακινητοποιείται ολόκληρο στο υλικό υποστήριξης. Ακολούθησε η καταλυτική αξιολόγηση των υποστηριγμένων καταλυτών-Μn που συντέθηκαν και με τις δύο μεθόδους στην καταλυτική εποξείδωση αλκενίων με Η2Ο2 ως οξειδωτικού και οξικού αμμωνίου ως πρόσθετου, το οποίο έχει αποδειχθεί πως εξασφαλίζει υψηλή καταλυτική δραστικότητα. Επίσης, πραγματοποιήθηκε η μελέτη της χρονικής εξέλιξης των καταλυτικών αντιδράσεων με παράλληλες μετρήσεις του δυναμικού (Eh) του διαλύματος. Παράλληλα με τη μελέτη της απόδοσης των καταλυτικών αντιδράσεων, υπολογίστηκε ο συνολικός αριθμός καταλυτικών κύκλων (TONs) που εκτελούν οι καταλύτες κατά την διάρκεια των αντίδρασεων εποξείδωσης, καθώς επίσης και οι τιμές συχνότητας καταλυτικών κύκλων (TOFs). Η μελέτη του μηχανισμού της αντίδρασης, του ρόλου του οξικού αμμωνίου ως πρόσθετου και της σταθερότητας των καταλυτών πραγματοποιήθηκαν με φασματοσκοπία ηλεκτρονικού παραμαγνητικού συντονισμού (EPR). Βάσει των αποτελεσμάτων μας, ένας μηχανισμός καταλυτικής εποξείδωσης έχει προταθεί. Τέλος, για τον έλεγχο της δυνατότητας ανακύκλωσης των ετερογενοποιημένων καταλυτών- Mn, τελευταίο στάδιο της καταλυτικής μελέτης ήταν η εκτέλεση πειραμάτων ανάκτησης των καταλυτών και της επαναχρησιμοποίησής τους σε νέα πειράματα κατάλυσης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα που προέκυψαν τους υψηλότερους αριθμούς καταλυτικών κύκλων (ΤΟΝs) στο μικρότερο χρόνο καταλυτικής αντίδρασης εμφάνισε o καταλύτης [MnII-L@PCox] που είναι υποστηριγμένος σε πυρολυτικό άνθρακα, όπως και ο καταλύτης [MnII-L@ACox] υποστηριγμένος σε ενεργό άνθρακα. Αυτοί οι δύο καταλύτες όπως και όλοι καταλύτες που είναι υποστηριγμένοι σε υλικά άνθρακα και συντέθηκαν με τη μέθοδο complex-grafting είναι ταχύτεροι ακόμη και απ'τον ομογενή καταλύτη [MnII-L] που όμως δίνει συνολικά μεγαλύτερα ΤΟΝs. Απ'τους καταλύτες σε επιφάνεια πυριτικών υλικών ταχύτερος είναι ο καταλύτης [MnII-L@SiO2] υποστηριγμένος σε κολλοειδή σίλικα με ελαφρώς μικρότερη δραστικότητα έναντι του καταλύτη [MnII-L@SiO2-OX50] που είναι υποστηριγμένος σε νανοσωματίδια σίλικας Aerosil®OX50 που ακολουθεί, οι οποίοι συντέθηκαν με τη μέθοδο complex-grafting. Τέλος, σύμφωνα με τα αποτελέσματα που προέκυψαν από τα πειράματα ανακύκλωσης, όλοι οι καταλύτες υποστηριγμένοι σε υλικά άνθρακα μπορούν να ανακτηθούν και επαναχρησιμοποιηθούν για 2-4 κύκλους επιπλέον. Όσον αφορά τους καταλύτες που είναι υποστηριγμένοι σε πυριτικά υλικά, μόνο ο καταλύτης [MnII-L@SiO2] που έχει ακινητοποιηθεί σε κολλοειδή σίλικα και έχει συντεθεί με τη μέθοδο complex-grafting μπορεί να ανακυκλωθεί και επαναχρησιμοποιηθεί για έναν ακόμη κύκλο. 1098 189 194 A large number of studies underline the necessity of self-regulated learning, emotional intelligence, resilience and use of motivation in university students population, in order to achieve several positive effects on their mental health and academic achievement. However, there aren’t a lot of studies concerning the influence of the personality of the university student population in each of the above parameters. This research aims to assess the influence of personality, emotional intelligence as a trait of personality and resilience in university students’ self-regulated learning but also the correlation of individual personality traits with self-regulated learning strategies and autonomous learning regulation. The survey involved a total of 222 students. Participants completed five questionnaires (TEI-QUE-SF, BFI-44, CD-RISC, QRS-L, MSLQ) before the examination period. The results showed a positive correlation of some individual personality traits, as well as resilience level and general emotional intelligence with the use of self-regulated learning strategies and the use of autonomous learning regulation for the participants, in contrast with participants exhibiting neuroticism as a trait of their personality who showed a negative correlation with resilience, the use of self-regulated learning strategies and the use of autonomous learning regulation. Μεγάλος αριθμός μελετών αναδεικνύουν την αναγκαιότητα της αυτο-ρυθμιζόμενης μάθησης, της συναισθηματικής νοημοσύνης, της ψυχικής ανθεκτικότητας και της χρήσης κινήτρων του φοιτητικού πληθυσμού, προκειμένου να επιτευχθούν διάφορα θετικά αποτελέσματα στην ψυχική τους υγεία και την ακαδημαϊκή τους επίδοση. Ωστόσο, ελάχιστες είναι οι έρευνες οι σχετικές με την επίδραση της προσωπικότητας του φοιτητικού πληθυσμού σε κάθε μία από τις παραπάνω παραμέτρους. Η παρούσα έρευνα έχει σκοπό την αξιολόγηση της επίδρασης της προσωπικότητας, της συναισθηματικής νοημοσύνης ως γνώρισμα της προσωπικότητας και της ψυχικής ανθεκτικότητας στην αυτό-ρυθμιζόμενη μάθηση φοιτητών Πανεπιστημίου αλλά και την αλληλεπίδραση των επιμέρους χαρακτηριστικών της προσωπικότητας και της αυτο-ρυθμιζόμενης μάθησης. Στην έρευνα συμμετείχαν συνολικά 222 φοιτητές. Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν πέντε εργαλεία αυτοαναφοράς (TEI-QUE-SF, BFI-44, CD-RISC, SRQ-L, MSLQ) πριν την εξεταστική περίοδο. Τα αποτελέσματα έδειξαν θετική συσχέτιση κάποιων επιμέρους χαρακτηριστικών της προσωπικότητας, καθώς και του επιπέδου ψυχικής ανθεκτικότητας και της γενικής συναισθηματικής νοημόσύνης με τη χρήση στρατηγικών αυτο-ρυθμιζόμενης μάθησης όπως και με την χρήση αυτόνομης ρύθμισης μάθησης για τους συμμετέχοντες, σε αντίθεση με τους συμμετέχοντες που εμφάνιζαν ως χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς τους τον νευρωτισμό ο οποίος παρουσίαζε αρνητική συσχέτιση με την ψυχική ανθεκτικότητα, τη χρήση στρατηγικών αυτο-ρυθμιζόμενης μάθησης όπως και με την χρήση αυτόνομης ρύθμισης μάθησης. 1099 330 361 Διαταραχές λόγου σε δίγλωσσο διαπολιτισμικό πλαίσιο, όπως παρουσιάζονται σε μαθητές δημοτικών σχολείων στην Ελλάδα και στη Γερμανία The problem regarding speech disorders in pupils of different cultural backgrounds, which have become evident in recent years in many primary schools, is considered to have a negative impact on their productivity. Culturally diverse pupils attending primary school who exhibit some speech disorder are the subject of this research. The hypothesis of our research is that speech disorders and scholastic difficulties are influenced by specific factors, such as: the sex of the pupil, ethnicity, bilingualism and socio-economic background. The necessity and importance of this research is highlighted by the lack of such research relating to the assimilation of foreign pupils in Greek primary schools. The demonstration of certain behaviour, primarily by members of the dominant culture, has either a positive or negative impact on the assimilation of a minority culture within a social system. The majority of speech disorders are detected during pre-school ages and especially during a child's first induction to school. 3-5% of pupils attending school display speech disorders and require special therapeutic treatment. Most cases are noted in the lower socio-economic strata and more commonly in boys. The problem is highlighted by educators, social institutions and also by the majority of parents. A vital step towards understanding the learning difficulties in students and their appropriate treatment is to mention the myths surrounding this topic and dismantle them. Speech disorders do not disappear with the passing of time. They simply appear in differing forms and degrees in all ages. For example, disorders may present themselves when reading aloud during the first years of school and then with memorization in secondary education. Speech disorders are continuing and permanent conditions which may improve with great difficulty. The education system does not serve the needs for language support of foreign students and of students with learning disorders. Being different at school is not a singular characteristic of foreign students. An inter-cultural approach to education means standing up against all types of discrimination (social, cultural, gender, linguistic, religious) and respect for diversi Το πρόβλημα σχετικά με τις Διαταραχές Λόγου δίγλωσσων μαθητών με πολιτισμική διαφορετικότητα, έτσι όπως αυτή εμφανίζεται τα τελευταία χρόνια σε πολλά Δημοτικά Σχολεία, θεωρείται σε πολλές περιπτώσεις ως μία κατάσταση αρνητική για τη σχολική επίδοση. Οι αλλοδαποί μαθητές, που φοιτούν στο Δημοτικό σχολείο και παρουσιάζουν Διαταραχές στο Λόγο, αποτελούν το πεδίο έρευνας της παρούσας μελέτης. Υπόθεση της έρευνάς μας είναι ότι οι Διαταραχές Λόγου και οι σχολικές δυσκολίες επηρεάζονται από συγκεκριμένους παράγοντες, όπως είναι: το φύλο των μαθητών, η εθνικότητα / Διγλωσσία και το κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον της προέλευσής τους. Η αναγκαιότητα της έρευνας και η σπουδαιότητά της αποδεικνύεται από το ερευνητικό έλλειμμα που εντοπίζεται στην ελληνική πραγματικότητα σε σχέση με την αγωγή των αλλοδαπών μαθητών στο Δημοτικό σχολείο. Η επίδειξη συγκεκριμένων ενεργειών, κυρίως από τα μέλη του επικρατούντος πολιτισμού, επηρεάζει θετικά ή αρνητικά την ειδική εκπαίδευση των πολιτισμικά μειονοτικών σε ένα κοινωνικό σύστημα. Οι περισσότερες γλωσσικές διαταραχές εντοπίζονται κατά την προσχολική ηλικία και ιδιαίτερα κατά την είσοδο του παιδιού στο σχολείο. Το 3-5% των μαθητών που φοιτούν στο σχολείο παρουσιάζουν Διαταραχές του Λόγου και χρειάζονται ειδική θεραπευτική αγωγή. Περισσότερο ενδημούν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και εκδηλώνονται πιο συχνά στα αγόρια. Το πρόβλημα προβάλλεται από τους εκπαιδευτικούς, τους κοινωνικούς θεσμούς, αλλά και από την πλειοψηφία των γονέων. Ένα απαραίτητο βήμα προς την κατανόηση του περιεχομένου των Μαθησιακών Δυσκολιών των μαθητών και την κατάλληλη αντιμετώπιση τους είναι η ανάδειξη και η κατάρριψη των μύθων που έχουν αναπτυχθεί γύρω από το θέμα αυτό. Οι διαταραχές λόγου δεν εξαφανίζονται με την πάροδο του χρόνου. Απλά, εμφανίζονται με διαφορετικό τρόπο και ένταση σε κάθε ηλικία. Για παράδειγμα, μπορεί να εκδηλώνονται με προβλήματα φωναχτής ανάγνωσης στην πρώτη σχολική ηλικία και με προβλήματα απομνημόνευσης στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Οι Διαταραχές Λόγου αποτελούν διαρκή και μόνιμη συνθήκη, η οποία βελτιώνεται εξαιρετικά δύσκολα. Το εκπαιδευτικό σύστημα δεν υπηρετεί τις ανάγκες για γλωσσική υποστήριξη των αλλοδαπών μαθητών και των παιδιών με Μαθησιακές Διαταραχές. Η διαφορετικότητα στο σχολείο δε συνιστά αποκλειστικά το χαρακτηριστικό των «ξένων» μαθητών. Η διαπολιτισμική προσέγγιση στην εκπαίδευση σημαίνει εναντίωση σε κάθε είδους διάκριση (κοινωνική, πολιτισμική, φύλου, γλωσσική, θρησκευτική) και σεβασμό της διαφοράς. 1100 136 158 Ο ρόλος της συνεργασίας του σχολείου με τους γονείς προσφύγων μαθητών The large influx of refugees into Greece has made imperative the need to design an appropriate educational policy for the refugee population. The purpose of this study is to examine the teacher’s perceptions regarding the influence of the partnership of the school and the parents of the refugees students on their social, educational and emotional development . This research also underscores the need of the partenership between school and the families especially in the refugees’ population as means of overcoming the problems arising during school life, and as means of eliminating school abandonment from refugees students attending both reception classes and DYEP. The positive consequences of parental involvement in the refugees students education can finally create a positive climate at school , based on respect and a sense of responsibility between the school and the family. Οι μεγάλες ροές προσφύγων στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια ,έχει κάνει επιτακτική την ανάγκη σχεδιασμού μιας εκπαιδευτικής πολιτικής κατάλληλης για τον προσφυγικό πληθυσμό. Η έρευνα αυτή εξετάζει τις αντιλήψεις των εκπαιδευτικών σχετικά με τον ρόλο της συνεργασίας του σχολείου με τους γονείς προσφύγων μαθητών. Η έρευνα αυτή εξετάζει επίσης την επίδραση της συνεργασίας του σχολείου με την οικογένεια προσφύγων μαθητών πάνω στην κοινωνική, μορφωτική και ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των μαθητών .Η έρευνα αυτή επίσης υπογραμμίζει την ανάγκη συνεργασίας σχολείου οικογένειας ιδιαίτερα σε αυτούς τους πληθυσμούς ως μέσο υπερπήδησης των προβλημάτων που προκύπτουν στην σχολική ζωή , αλλά και ως μέσο αποφυγής της σχολικής διαρροής των μαθητών που φοιτούν τόσο σε τάξεις υποδοχής όσο και σε ΔΥΕΠ. Οι θετικές συνέπειες της γονικής εμπλοκής στην εκπαίδευση των προσφύγων μαθητών μπορεί τέλος να δημιουργήσει ένα θετικό κλίμα βασισμένο στον σεβασμό και σε μια έννοια υπευθυνότητας ανάμεσα στο σχολείο και την οικογένεια. 1101 486 509 The investigation of fear and anxiety of cardiological pain in patients that are being admitted into the coronary intensive care unit Η διερεύνηση του φόβου και του άγχους του καρδιολογικού πόνου των ασθενών που νοσηλεύονται στην μονάδα εντατικής θεραπείας καρδιοπαθών Abstract: In this research we will investigate, the anxiety and fear of cardiac pain in patients that are being admitted in the intensive care cardiac unit for any cardiac problem. A research question will be formed as the whole study depends on this. A literature review will be conducted to reveal the background of the topic and also a critical analysis of the articles that were chosen will be done to find the gap of the topic. The methodology will be analyzed and the results of the study will be presented. The aim is to find the relationship between the fear of cardiac pain in patients that have suffered from a cardiac disease. The purpose is to investigate the psychological issues in people that are being admitted in an intensive cardiac care unit. The literature was reviewed in the international databases Google Scholar and Pubmed in greek and english language and by the use of books mainly in greek. A Post-Positivist approach was followed, a quantitative study was conducted with a descriptive research by using random sampling technique and more specifically the simple sampling technique using questionnaires. The questionnaires will be structured by using closed type with calibration questions. The sample will consist of 71 patients of independent gender who were hospitalized in the cardiology unit from May to August 2020. In this survey participated 38 men and 33 women, with average age 64 years old. 71.8% of the sample were married, 93.0% had children and 94.4% siblings. 59.2% were elementary and high school graduates with equal percentages of 29.6%. 47.9% were retired. 42.3% lived in an area <150,000 inhabitants and 49.3% of the total sample lived with their partner. 80% of patients had been treated for another condition in the past. The majority of patients who were hospitalized for the first time due to a heart problem occupy 70% of the total. The main reason for the admission in the icu was AMI (46.5%) with Stemi 26.8% and Non stemi 19.7%.For the appearance of Covid-19, 42,3% of the sample declared that this virus is man-made and that has negatively affected them (31,0%), their families (32,4%) as well as their income (42,3%). However, those patients showed a lowest percentage of stress concerning their cardiac function. Regarding stress, women, elderly and those who face coronary diseases experience the higher percentage. Women and people that have been raised with siblings showed higher levels of compassion and empathy. The study showed that levels of anxiety and compassion vary, depending on the gender, age, history of admission of patients and external factors. Health professionals must recognize the needs of patients and take action to lead the patient to the best possible physical and mental well-being. The key words are anxiety, fear, pain, cardiac patient, questionnaire Caq, Scbcs and Pass. Περίληψη: Στην παρούσα ερευνητική μελέτη θα διερευνηθεί το άγχος και ο φόβος στον καρδιολογικό πόνο στους ασθενείς που εισέρχονται σε μία Καρδιολογική Μονάδα για οποιοδήποτε καρδιολογικό πρόβλημα. Θα σχηματιστεί η ερευνητική ερώτηση διότι μέσω αυτής θα στηριχτεί ολόκληρη η έρευνα και στη συνέχεια θα πραγματοποιηθεί βιβλιογραφική ανασκόπηση, κριτική ανάλυση της βιβλιογραφίας και αναφορά στο υπόβαθρο του θέματος ώστε να εντοπιστεί το ερευνητικό κενό για τη διεξαγωγή της εργασίας. Τέλος, θα αναλυθεί διεξοδικά η μεθοδολογία που θα χρησιμοποιηθεί και θα αναλυθούν τα αποτελέσματα της έρευνας. Στόχος, είναι η διασύνδεση της σχέσης του συναισθήματος του φόβου του καρδιολογικού πόνου με τη βιωμένη εμπειρία ενός καρδιολογικού επεισοδίου κατά το διάστημα της νοσηλείας στη Καρδιολογική Μονάδα. Σκοπός, είναι η διερεύνηση ορισμένων ψυχολογικών παραμέτρων στα άτομα που είχαν υποστεί ένα καρδιολογικό επεισόδιο και νοσηλεύονται στην Καρδιολογική Μονάδα. Πραγματοποιήθηκε ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας στις διεθνείς βάσεις δεδομένων Google Scholar και Pubmed στην ελληνική και στην αγγλική γλώσσα και η χρήση βιβλίων κυρίως στην ελληνική γλώσσα. Ακολουθήθηκε η Μετα-Θετικιστική προσέγγιση, πραγματοποιώντας ποσοτική μελέτη, περιγραφικής έρευνας με τη χρήση τυχαίας δειγματοληπτικής τεχνικής και πιο συγκεκριμένα της απλής δειγματοληπτικής τεχνικής με τη χρήση ερωτηματολογίων. Τα ερωτηματολόγια θα είναι δομημένα, κλειστού τύπου με ερωτήσεις βαθμονόμησης. Το δείγμα θα αποτελέσουν 71 ασθενείς ανεξαρτήτου φύλου που νοσηλεύτηκαν στην Καρδιολογική Μονάδα από τον Μάιο έως τον Αύγουστο του 2020. Συμμετείχαν 38 άντρες και 33 γυναίκες μέσης ηλικίας τα 64 έτη. Το 71,8% του δείγματος ήταν έγγαμοι, το 93,0% είχε παιδιά και το 94,4% αδέρφια. Το 59,2% ήταν απόφοιτοι δημοτικού και απόφοιτοι λυκείου με αντίστοιχα ποσοστά 29,6%. Το 47,9% ήταν συνταξιούχοι. Σε περιοχή <150000 κατοίκων διέμενε το 42,3% και από το συνολικό δείγμα το 49,3% διέμενε με τον σύντροφό του. Το 80% των ασθενών είχε νοσηλευτεί στο παρελθόν για κάποια άλλη πάθηση. Η πλειοψηφία των ασθενών που νοσηλεύτηκαν για πρώτη φοράς εξαιτίας κάποιου καρδιακού προβλήματος καταλαμβάνει το ποσοστό 70% επί του συνόλου. Το κυριότερο καρδιακό πρόβλημα εισαγωγής ήταν το OEM (46,5%) με το Stemi να καταλαμβάνει το ποσοστό 26,8% και το Non Stemi 19,7%. Για την εμφάνιση του Covid-19, το 42,3% δήλωσε πώς πρόκειται για ανθρώπινο κατασκεύασμα και πώς επηρέασε αρνητικά κυρίως σε μεγάλο βαθμό τους ίδιους (31,0%), την οικογένεια (32,4%) και το εισόδημα τους (42,3%). Ωστόσο, αυτοί οι ασθενείς εμφάνισαν μικρότερα ποσοστά άγχους που αφορά τις σωματικές αισθήσεις σε σχέση με την καρδιακή λειτουργία. Αναφορικά με το άγχος τα μεγαλύτερα ποσοστά άγχους τα βιώνουν οι γυναίκες, οι ηλικιωμένοι και αυτοί που έρχονται αντιμέτωποι για πρώτη φορά με καρδιαγγειακά νοσήματα. Οι γυναίκες και τα άτομα που μεγάλωσαν σε οικογένεια με αδέρφια εμφάνισαν υψηλότερα επίπεδα συμπόνιας και ενσυναίσθησης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα επίπεδα άγχους και συμπόνιας διαφοροποιούνται ανάλογα το φύλο, την ηλικία, το ιστορικό εισαγωγής των ασθενών και από εξωτερικούς παράγοντες. Οι νοσηλευτές οφείλουν να αναγνωρίσουν τις ανάγκες των ασθενών και να κάνουν ενέργειες ώστε να οδηγήσουν τον ασθενή σε όσο το δυνατόν καλύτερη σωματική και ψυχική ευεξία. Οι λέξεις κλειδιά είναι: άγχος, φόβος, πόνος, καρδιολογικός ασθενής, ερωτηματολόγιο Caq, ερωτηματολόγιο Scbcs και ερωτηματολόγιο Pass. 1102 97 99 Η συμβολή της εφαρμοσμένης γλωσσολογίας στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης This paper studies the potential contribution of applied linguistics to the development of critical thinking. For this purpose, the findings of Critical Discourse Analysis are used as principles for the planning of learning interventions whim aim at development of critical language awareness of preschool and school-aged students. The conclusions that are drawn from the planning of the interventions and the implementation of the preschool intervention point, imply that the development of critical thinking through language learning is possible. Furthermore, some of the guiding principles of Critical Discourse Analysis about language learning and critical language awareness are confirmed. Η παρούσα εργασία εξετάζει τη δυνητική συμβολή της εφαρμοσμένης γλωσσολογίας στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται τα πορίσματα της Κριτικής Ανάλυσης Λόγου για τον σχεδιασμό διδακτικών παρεμβάσεων που θα προάγουν την κριτική γλωσσική επίγνωση μαθητών προσχολικής και σχολικής ηλικίας. Από τη διαδικασία σχεδιασμού των διδακτικών παρεμβάσεων και την πιλοτική εφαρμογή μιας εξ αυτών, προκύπτει πως μέσω της γλωσσικής διδασκαλίας είναι δυνατή η ανάπτυξη κριτικών δεξιοτήτων και επιβεβαιώνονται ορισμένες βασικές αρχές της Κριτικής Ανάλυσης Λόγου για τη γλωσσική διδασκαλία και την ανάπτυξη της κριτικής γλωσσικής επίγνωσης. 1103 316 312 Investigation of the life quality in patients with heart failure in the University Hospital of Ioannina Διερεύνηση της ποιότητας ζωής των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια (ΚΑ) στο Π.Γ.Ν.Ιωαννίνων Heart failure (HF) is a frequent and serious clinical syndrome without any radical therapy sofar. In patients with HF, the heart is unable to supply the body with the appropriate amount of blood, resulting in poor organ and body functioning due to lack of oxygen and nutrients. HF patients suffer from long-term treatment and frequent hospitalizations that affect their quality of life. Several studies have revealed the adverse impact of HF on the quality of life of these individuals. In the current study, we investigated the quality of life of patients with HF and any clinical factors that may be associated. The sample of our study consisted of 30 patients with HF who had been hospitalized in the General Hospital of Ioannina, from March to April 2017. Data collection was performed using EQ-5D and KCCQ questionnaires in the Greek version as well as the general health VAS scale. Demographics and patient history data were also recorded. An analysis of the effect of demographics and history shows that patients with the lowest educational level have lower body function values than those with a higher level of education. In addition, the higher the patient’s age, the lower the values associated with physical limitations (p = 0.040). Non-smoking patients have significantly lower symptom values compared to smokers (p = 0.035), while patients with coronary artery disease have significantly lower self-efficacy rates than those without coronary artery disease (p = 0.046). The above results indicate that some demographic and patient history data seem to have a greater impact on the reduced quality of life associated with HF. Low physical fitness values are characteristic of patients with low educational level. In the future, providing educational seminars on heart disease and its consequences could potentially help to improve the quality of life of patients with HF. Η Καρδιακή Ανεπάρκεια (ΚΑ) αποτελεί ένα συχνό και σοβαρό κλινικό σύνδρομο χωρίς ριζική θεραπεία. Κατά την πάθηση αυτή η καρδιά αδυνατεί να στείλει την κατάλληλη ποσότητα αίματος σε όλο το σώμα με αποτέλεσμα τη μη σωστή λειτουργία του, λόγω έλλειψης οξυγόνου και θρεπτικών συστατικών. Οι ασθενείς με ΚΑ ταλαιπωρούνται με μακροχρόνιες θεραπείες και συχνές νοσηλείες που επηρεάζουν την ποιότητα ζωής τους. Αρκετές μελέτες φαίνεται να δείχνουν τη δυσμενή επίδραση της ΚΑ στην ποιότητα ζωής των ατόμων. Στη συγκεκριμένη μελέτη διερευνήθηκε η ποιότητα ζωής ασθενών με ΚΑ και οι παράγοντες που την επηρεάζουν. Το δείγμα της μελέτης αποτέλεσαν 30 ασθενείς με ΚΑ που νοσηλεύτηκαν από τον Μάρτιο έως τον Απρίλιο του 2017 στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Η συλλογή των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με τη χρήση ερωτηματολογίων EQ-5D και KCCQ στην ελληνική έκδοση καθώς και με τη κλίμακα γενικής υγείας VAS. Επίσης καταγράφηκαν δημογραφικά στοιχεία και πληροφορίες για το ιστορικό των ασθενών. Από την ανάλυση της επίδρασης των δημογραφικών στοιχείων και του ιστορικού προκύπτει ότι οι ασθενείς με το χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο έχουν τις χαμηλότερες τιμές σωματικής λειτουργικότητας συγκριτικά με τους ασθενείς με ανώτερο μορφωτικό επίπεδο. Επίσης φαίνεται ότι όσο μεγαλύτερη η ηλικία, τόσο χαμηλότερες οι τιμές της παραμέτρου που αφορά τους φυσικούς περιορισμούς (p=0,040) καθώς και ότι οι ασθενείς που δεν καπνίζουν έχουν σημαντικά χαμηλότερες τιμές συμπτωμάτων συγκριτικά με τους καπνιστές (p=0,035). Οι ασθενείς με στεφανιαία νόσο έχουν σημαντικά χαμηλότερες τιμές αυτοαποτελεσματικότητας συγκριτικά με τους ασθενείς που δεν έχουν στεφανιαία νόσο (p=0,046). Τα παραπάνω αποτελέσματα αποκαλύπτουν δημογραφικά στοιχεία και στοιχεία ιστορικού που φαίνεται να επηρεάζουν τη μειωμένη ποιότητα ζωής των ασθενών με ΚΑ. Χαρακτηρισιτκά, οι χαμηλές τιμές σωματικής λειτουργικότητας αποτελούν χαρακτηριστικό ασθενών με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Η παροχή, στο μέλλον, επιμορφωτικών σεμιναρίων σχετικά με τις παθήσεις της καρδιάς θα μπορούσε να βοηθήσει σημαντικά στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών αυτών. 1104 584 601 This thesis focuses on the atherosclerotic plaque characterization using invasive and non-invasive imaging modalities. The outermost aim is the development and implementation of atherosclerotic plaque characterization methodologies using Intravascular Ultrasound (IVUS), Optical Coherence Tomography (OCT) and Computed Tomography (CT) images of coronary vessels. The research was initiated after studying the limitations of existing automated plaque characterization methodologies, applied to widely used imaging modalities. In order to overcome these limitations, several methodologies have been developed. In the first chapter, the anatomy and physiology of the cardiovascular system is presented. It is described in detail and the relevant literature is provided for the following topics: heart functionality along with the vascular system, blood circulation and atherosclerosis. The imaging methods, invasive and non-invasive, for the investigation of plaque composition are presented also in detail. In the second chapter the up to date literature and their limitations are highlighted. The methodologies developed for segmenting and characterizing atherosclerotic plaque using IVUS, OCT and CT images are presented. In the third chapter two novel methodologies for the automated identification of different plaque components in grayscale IVUS images, are presented. The first methodology is based on a hybrid approach that incorporates both image processing techniques and classification algorithms. The methodology allows classification of the plaque into three different categories, providing reliable results when compared to experts' annotations. The second IVUS plaque characterization methodology classifies the plaque into four classes. In order to train and validate the methodology, we used IVUS frames acquired from a commercially available software. In the fourth chapter a novel methodology that processes OCT images in a fully automated manner is presented. The proposed methodology is able to detect the lumen borders in OCT frames, identify the plaque region and detect four plaque types. The efficiency of the developed methodology was evaluated using experts' annotations. In the fifth chapter a new methodology for automated three-dimensional (3D) reconstruction of coronary arteries and characterization of plaque morphology in CT images, is presented. The methodology detects the inner - outer wall vessel borders, detects the calcium plaque and reconstructs the vessel and plaque into 3D surfaces. The methodology was validated using the estimations of the recently presented IVUS plaque characterization methodology. In the sixth chapter a study for propagating the imaging errors and image segmentation errors in plaque characterization methodologies applied to 2D vascular images, is presented. The maximum error that can be propagated to the plaque characterization results is calculated, assuming worst case scenarios. The proposed error propagation methodology is validated using methods applied to real datasets, obtained from IVUS and OCT systems. Finally, in the seventh chapter, a framework for the inflation of histology/micro-CT images based on IVUS is presented. The proposed methodology inflates the deformed histological/micro-CT images, which are the current gold standard in plaque characterization, based on the IVUS and micro-CT/histological lumen contour difference. In order to validate the proposed image inflation methodology plaque areas in the inflated micro-CT and histological images are compared with the ones in the IVUS images. The contribution of this thesis is related to the following: (i) the implementation of new plaque characterization methodologies which overcome the literature limitations, (ii) the emergence of producing plaque characterization methodologies that can be applied to recently developed imaging systems, (iii) the presentation of methodologies able to produce 3D arterial and plaque models for investigating the evolution of the plaque, (iv) the study and analysis of the error propagation of imaging systems to plaque detection, and (v) the automated image registration of intravascular images with histology. Η παρούσα διδακτορική διατριβή συμβάλλει στο πρόβλημα του χαρακτηρισμού της αθηρωματικής πλάκας χρησιμοποιώντας επεμβατικές και μη επεμβατικές απεικονιστικές μεθόδους. Απώτερος σκοπός είναι η ανάπτυξη και η εφαρμογή μεθοδολογιών για το χαρακτηρισμό της αθηρωματικής πλάκας χρησιμοποιώντας εικόνες ενδοαγγειακού υπερηχογραφήματος (IVUS), οπτικής συνεκτικής τομογραφίας (OCT) και αξονικής τομογραφίας (CT). Η έρευνα ξεκίνησε κατόπιν μελέτης των περιορισμών στις υφιστάμενες αυτοματοποιημένες μεθοδολογίες χαρακτηρισμού αθηρωματικής πλάκας, οι οποίες εφαρμόζονται σε ευρέως χρησιμοποιούμενες απεικονιστικές μεθόδους. Για να ξεπεραστούν αυτοί οι περιορισμοί, αναπτύχθηκαν νέες μεθοδολογίες. Επιπλέον, αναπτύχθηκαν και παρουσιάζονται για πρώτη φορά μεθοδολογίες για τον χαρακτηρισμό της αθηρωματικής πλάκας σε προσφάτως ανεπτυγμένα συστήματα απεικόνισης. Στο πρώτο κεφάλαιο, παρουσιάζεται η ανατομία και η φυσιολογία του καρδιαγγειακού συστήματος. Συγκεκριμένα, περιγράφεται με λεπτομέρεια και παρέχεται η σχετική βιβλιογραφία για τα ακόλουθα θέματα: λειτουργία της καρδιάς και του αγγειακού συστήματος, κυκλοφορία του αίματος και αθηροσκλήρωση. Τέλος, παρουσιάζονται λεπτομερώς όλες οι μέθοδοι απεικόνισης, επεμβατικές και μη επεμβατικές, για τη διερεύνηση της σύνθεσης πλάκας. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζεται η μέχρι σήμερα βιβλιογραφία και επισημαίνονται οι περιορισμοί της σχετικά με τις μεθοδολογίες που αναπτύχθηκαν για την κατάτμηση και τον χαρακτηρισμό αθηρωματικής πλάκας με τη χρήση εικόνων IVUS, OCT και CT. Στο τρίτο κεφάλαιο, παρουσιάζονται δύο νέες μεθοδολογίες για την αυτόματη κατηγοριοποίηση των διαφορετικών ειδών αθηρωματικής πλάκας χρησιμοποιώντας εικόνες IVUS. Η πρώτη μεθοδολογία βασίζεται σε μια υβριδική προσέγγιση που συνδυάζει τεχνικές επεξεργασίας εικόνας και αλγορίθμους ταξινόμησης. Η μεθοδολογία αυτή επιτρέπει την κατάταξη της πλάκας σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες, παρέχοντας αξιόπιστα αποτελέσματα σε σύγκριση με τις επισημάνσεις ειδικών. Η δεύτερη μεθοδολογία χαρακτηρισμού πλάκας χρησιμοποιώντας εικόνες IVUS, κατατάσσει την πλάκα σε τέσσερις κατηγορίες. Για την εκπαίδευση και την αξιολόγηση της μεθοδολογίας, χρησιμοποιήθηκαν εικόνες IVUS προερχόμενες από ένα εμπορικά διαθέσιμο λογισμικό. Στο τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζεται για πρώτη φορά μια νέα μεθοδολογία που επεξεργάζεται OCT εικόνες με ένα πλήρως αυτοματοποιημένο τρόπο. Η προτεινόμενη μεθοδολογία είναι σε θέση να ανιχνεύσει τα σύνορα αυλού στις εικόνες OCT, να προσδιορίσει την περιοχή της πλάκας και να εντοπίσει τέσσερις διαφορετικούς τύπους πλάκας. Η αποτελεσματικότητα της μεθοδολογίας που αναπτύχθηκε αξιολογήθηκε χρησιμοποιώντας επισημάνσεις ειδικών. Στο πέμπτο κεφάλαιο, παρουσιάζεται μια νέα μεθοδολογία για την αυτοματοποιημένη τρισδιάστατη (3Δ) ανακατασκευή των στεφανιαίων αρτηριών και της μορφολογίας της πλάκας χρησιμοποιώντας εικόνες CT. Η μεθοδολογία ανιχνεύει τα εσωτερικά και εξωτερικά σύνορα του αγγείου, ανιχνεύει την πλάκα ασβεστίου και ανακατασκευάζει το αγγείο και την πλάκα σε 3Δ επιφάνειες. Η μεθοδολογία, αξιολογήθηκε χρησιμοποιώντας τα αποτελέσματα της IVUS μεθοδολογίας χαρακτηρισμού πλάκας. Στο έκτο κεφάλαιο, παρουσιάζεται μελέτη για την διάδοση των σφαλμάτων απεικόνισης και των λαθών κατάτμησης της περιοχής της πλάκας στις μεθοδολογίες χαρακτηρισμού πλάκας. Υπολογίζεται το μέγιστο σφάλμα που μπορεί να διαδοθεί στα αποτελέσματα του χαρακτηρισμού πλάκας. Η προτεινόμενη μεθοδολογία διάδοσης των σφαλμάτων αξιολογήθηκε με τη χρήση μεθόδων που εφαρμόζονται σε πραγματικά δεδομένα που προέρχονται από IVUS και OCT συστήματα απεικόνισης. Τέλος, στο έβδομο κεφάλαιο, παρουσιάζεται μεθοδολογία για τη εμφύσηση των εικόνων ιστολογίας/micro-CT χρησιμοποιώντας IVUS. Η προτεινόμενη μεθοδολογία διογκώνει το παραμορφωμένο τοίχωμα των εικόνων ιστολογίας/micro-CT, οι οποίες αποτελούν τη χρυσή τομή για το χαρακτηρισμό πλάκας, βασιζόμενη στη διαφορά των ορίων του αυλού στις εικόνες ιστολογίας/micro-CT. Για την αξιολόγηση της προτεινόμενης μεθοδολογίας περιοχές πλάκας στις διογκωμένες micro-CT και ιστολογικές εικόνες συγκρίνονται με εκείνες των εικόνων IVUS. Η συνεισφορά της παρούσας διατριβής εντοπίζεται στους ακόλουθους συγκεκριμένους τομείς: (i) στην εφαρμογή νέων μεθοδολογιών χαρακτηρισμού αθηρωματικής πλάκας οι οποίες ξεπερνούν τους περιορισμούς της υπάρχουσας βιβλιογραφίας, (ii) στην ανάγκη ανάπτυξης μεθοδολογιών χαρακτηρισμού αθηρωματικής πλάκας ικανές να εφαρμοστούν σε προσφάτως ανεπτυγμένα συστήματα απεικόνισης, (iii) στην παρουσίαση μεθοδολογιών ικανών να παράγουν 3Δ μοντέλα αρτηριακής πλάκας, για τη διερεύνηση της εξέλιξης της αθηρωματικής πλάκας, (iv) στην μελέτη και την ανάλυση της διάδοσης των σφαλμάτων των συστημάτων απεικόνισης στην ανίχνευση της πλάκας, και (v) στην αυτοματοποιημένη ευθυγράμμιση των εικόνων ιστολογίας με ενδοαγγειακές εικόνες. 1105 354 384 Το ζήτημα του πολέμου και της ειρήνης στα έργα του Αντώνη Σαμαράκη The great ancient historian Thucydides finds that there is a close relationship between the dipole war against peace and human and social morality: "in times of peace, and when there is relative prosperity, both the states and the individuals are more well-meaning for each other, because they are not in despair of extreme need that has not come to their will. The war, however, which takes people's feet under the feet of the ease of winning their daily lives, teaches them the cruelty and intensifies the indignation of many according to the situation where it brings them."This passage by Thucydides characterizes the human existence over time, even today, in the twenty first century, as the horror of the war continues to plague the mankind. His horror is summed up by Pindar's lyrics: "sweet is the war for those who did not try it. But those who have tried it, their heart must tremble before it comes. " Disasters, strong weapons, military forces, psychological pressure are some of the central features of the war. War is the one that raises violence, distancing itself from moral values and ideals, alienation among people and, above all, the lack of respect among people. In the opposite of this concept, peace lies. Harmony, order, security, spiritual, economic, social development, and friendly coexistence among people, constitute the spectrum of peace.In this paper an attempt is made to present the issue of war and peace as it is presented through the works of Antonis Samarakis.In particular, the work deals with the war and its impact on human society. Our realization is limited to the works of A. Samarakis: Hope is wanted, Refusal, Passport, Signal of Risk, Conflict and In Name. These works show the issue of war and peace and how it affects people.Each of them is approached separately and then we examine it and analyze it as to the elements of war as delivered in the text. At the same time, and where is possible, we present the image of peace or the horror of war on the works. At the end of this paper there will also be conclusions. Ο σπουδαίος αρχαίος ιστορικός Θουκυδίδης διαπιστώνει ότι υπάρχει μια στενή σχέση ανάμεσα στο δίπολο πόλεμος vs ειρήνη και στο ανθρώπινο και κοινωνικό ήθος: «σε καιρούς ειρήνης κι όταν υπάρχει σχετική ευημερία, τόσο οι πολιτείες όσο και τα άτομα είναι πιο καλοπροαίρετα ο ένας για τον άλλο, επειδή δε φτάνουνε σε απόγνωση από άκρα ανάγκη που δεν τους ήρθε με τη θέλησή τους. Ο πόλεμος όμως, που παίρνει ύπουλα κάτω από τα πόδια των ανθρώπων την ευκολία να κερδίζουν το καθημερινό τους, τους διδάσκει την ωμότητα και εντείνει την αγανάκτηση των πολλών ανάλογα με την κατάσταση, όπου τους φέρνει».Το χωρίο αυτό από τον Θουκυδίδη χαρακτηρίζει διαχρονικά την ανθρώπινη ύπαρξη ακόμη και σήμερα, κατά τον εικοστό πρώτο αιώνα, καθώς η φρίκη του πολέμου εξακολουθεί να μαστίζει την ανθρωπότητα. Τη φρίκη του συνοψίζουν οι στίχοι του Πινδάρου «γλυκός είναι ο πόλεμος γι’ αυτούς που δεν τον δοκίμασαν. Μα όσοι τον δοκίμασαν πρέπει να τρέμει η καρδιά τους δυνατά εμπρός στον ερχομό του ». Καταστροφές, ισχυρά όπλα, στρατιωτικές δυνάμεις, ψυχολογική πίεση είναι μερικά από τα κεντρικά χαρακτηριστικά του πολέμου. Ο πόλεμος είναι αυτός ο οποίος γεννά τη βία, την αποστασιοποίηση από τις ηθικές αξίες και τα ιδανικά, την αποξένωση ανάμεσα στους ανθρώπους και πάνω από όλα την έλλειψη σεβασμού ανάμεσα στους ανθρώπους. Στον αντίποδα της παραπάνω έννοιας, βρίσκεται η ειρήνη. Η αρμονία, η τάξη, η ασφάλεια, η πνευματική, οικονομική, κοινωνική ανάπτυξη και η φιλική συνύπαρξη ανάμεσα στους ανθρώπους, συναπαρτίζουν το φάσμα της ειρήνης. Στην παρούσα εργασία γίνεται μια προσπάθεια παρουσίασης του θέματος του πολέμου και της ειρήνης, όπως αυτό παρουσιάζεται μέσα από τα έργα του Αντώνη Σαμαράκη. Συγκεκριμένα η εργασία πραγματεύεται τον πόλεμο και τον αντίκτυπό του στην ανθρώπινη κοινωνία. Η πραγμάτευσή μας περιορίζεται στα εξής έργα του Α. Σαμαράκη: Ζητείται Ελπίς, Αρνούμαι, Το διαβατήριο, Σήμα Κινδύνου, Η Κόντρα και Εν ονόματι. Σε αυτά τα έργα είναι εμφανές το ζήτημα του πολέμου και της ειρήνης και το πώς επηρεάζει τον άνθρωπο. Καθένα από αυτά το προσεγγίζουμε ξεχωριστά και έπειτα το εξετάζουμε και το αναλύουμε ως προς τα στοιχεία που αφορούν τον πόλεμο, όπως παραδίδονται στο κείμενο. Παράλληλα, και όπου αυτό είναι εφικτό, παρουσιάζουμε την εικόνα της ειρήνης ή τη φρίκη του πολέμου στα προαναφερθέντα έργα. Στο τέλος της παρούσας εργασίας θα υπάρχουν και τα σχετικά συμπεράσματα. 1106 234 210 Telemetry is now a necessary data acquisition process and has great application for systems that are located either in remote areas or in inaccessible or in the water even in areas of radioactivity. Apart from hazardous/dangerous environments and lack of access, today, economic and time-demanding factors define telemetry as a key way of obtaining important data, as it enables the installation of a simple, economic and reliable system in areas where the creation of laboratories, human resources employment and data acquisition stations at any time would be a time consuming and expensive procedure. A system that provides mass measurements with the process of telemetry was developed in this work. The telemetry is realized via the SMS service and the use of mobile telephony. More particularly, a system was developed, which consists of weighing sensors, PIC microcontroller and GSM module with SIM card, to be sent the data. The thesis is divided in five chapters: In the first chapter, the aim and the method of implementation of the work are defined and information of basic electronic components is given. In the second chapter the architecture and the design of the system is presented. The third chapter contains the experimental setup and the applications used for implementation. In the fourth chapter, the testing results and the relevant analysis is explained. Finally, conclusions and some suggestions to improve the system can be found in the last chapter. Η τηλεμέτρηση αποτελεί σήμερα μια αναγκαία διαδικασία συλλογής δεδομένων καθώς έχει μεγάλη εφαρμογή για συστήματα, που βρίσκονται είτε σε απομακρυσμένες περιοχές, είτε δύσβατες, είτε μέσα στο νερό ακόμη και σε ραδιενεργές περιοχές. Εκτός, της επικινδυνότητας και της δυσβατότητας, οι οικονομικοί παράγοντες και ο χρόνος σήμερα καθορίζουν την τηλεμέτρηση ως βασικό τρόπο συλλογής των δεδομένων, καθώς παρέχει τη δυνατότητα εγκατάστασης ενός απλού, οικονομικού και αξιόπιστου συστήματος σε περιοχές όπου η δημιουργία εργαστηρίων, η απασχόληση ανθρωπίνου δυναμικού και η συλλογή δεδομένων ανά πάσα στιγμή θα αποτελούσε χρονοβόρα και ακριβή διαδικασία. Ένα σύστημα που παρέχει μετρήσεις μάζας με τη διαδικασία της τηλεμέτρησης αναπτύχθηκε στην παρούσα εργασία. Η τηλεμέτρηση πραγματώνεται μέσω της υπηρεσίας SMS και της χρήσης της κινητής τηλεφωνίας. Συγκεκριμένα, αναπτύχθηκε ένα σύστημα αποτελούμενο από αισθητήρες ζύγισης, μικροελεγκτή PIC και μονάδα GSM με κάρτα SIM, ώστε να αποστέλλονται τα δεδομένα. Η παρούσα εργασία έχει χωριστεί σε πέντε κεφάλαια: Στο πρώτο κεφάλαιο ορίζεται ο σκοπός, η μέθοδος υλοποίησης της εργασίας και δίνονται βασικές πληροφορίες ηλεκτρονικών στοιχείων. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζεται η αρχιτεκτονική και ο σχεδιασμός του συστήματος. Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η πειραματική διάταξη και οι εφαρμογές υλοποίησης. Στο τέταρτο κεφάλαιο δίνονται οι μετρήσεις και γίνεται η ανάλυση τους. Τέλος, στο πέμπτο κεφάλαιο αναφέρονται τα συμπεράσματα και μερικές προτάσεις για την βελτίωση του συστήματος. 1107 220 203 The subject of this paper is the study of the fortresses and fortified citadels in Molossia. The territory of Molossia, homeland of the Epirotic tribe of the Molossians from the 4th cent. B.C. onwards, is occupied for the most part, the present- day Prefecture of Ioannina. In this geographical unit, the remains of a large number (over a hundred) of fortifications is preserved in our days. The fortifications, depending on their size, their function and the presence of buildings and urban plan, can be classified into cities, towns, shelters and outposts/ forts. The distribution and their function served the control of the roads, the political and administrative organization of the smaller tribes and “ethne”, of which the Molossian tribe consisted, while at the same time the fortifications were part of the defense network and the political and administrative organization of the Molossians, and on a larger scale, the federal formations of the Epirotic Alliance and Epirotic League. The fortresses and fortified citadels, according to the few archaeological evidence from limited excavations, were constructed at the Hellenistic period, and in particular at the 3rd cent. B.C. It is possible that a smaller number has been constructed and the older fortifications renovated at the end of the 3rd cent. B.C. and during the 2nd cent. B.C. until the destruction of 167 B.C. Αντικείμενο της εργασίας είναι οι οχυρές θέσεις και οι ακροπόλεις της Μολοσσίας. Ο γεωγραφικός χώρος της Μολοσσίας, επικράτειας του Ηπειρωτικού φύλου των Μολοσσών, από τον 4ο αι. π.Χ. και έπειτα, ταυτίζεται σε γενικές γραμμές με τα όρια της σημερινής Περιφερειακής Ενότητας (Νομού) Ιωαννίνων. Στην γεωγραφική αυτή ενότητα διατηρούνται σήμερα τα κατάλοιπα μεγάλου αριθμού οχυρών θέσεων (πάνω από 100). Οι οχυρές εγκαταστάσεις, ανάλογα με την έκταση και τη λειτουργία τους και την παρουσία κτιρίων και πολεοδομικού ιστού, μπορούν να καταταχθούν σε πόλεις, πολίσματα, καταφύγια και φρούρια- φυλάκια. Η κατανομή και η λειτουργία τους εξυπηρετούσε τον έλεγχο των διαβάσεων, την πολιτική και διοικητική οργάνωση των μικρότερων φύλων και εθνών που απάρτιζαν το φύλο των Μολοσσών, ενώ παράλληλα αποτελούσε μέρος του αμυντικού δικτύου και της πολιτικής και διοικητικής οργάνωσης του φύλου των Μολοσσών και, σε μεγαλύτερη κλίμακα, των ομοσπονδιακών σχηματισμών της «Απείρου»/ Συμμαχίας και του Κοινού των Ηπειρωτών. Η χρονολόγηση των οχυρών θέσεων και των ακροπόλεων, σύμφωνα με τα λίγα αρχαιολογικά τεκμήρια που προέρχονται από περιορισμένες ανασκαφικές εργασίες, ανάγεται στους ελληνιστικούς χρόνους, και ειδικότερα στον 3ο αι. π.Χ., ενώ είναι πολύ πιθανή η κατασκευή μικρού αριθμού και η επέκταση ή ενίσχυση των υφισταμένων από τα τέλη του 3ου αι. π.Χ., έως την καταστροφή του 167 π.Χ. 1108 167 144 STUDIES HAVE BEEN DONE ON LDH AND ESPECIALLY ON THE ISOENZYMES ON THE PROSTATICTISSUE, ON 85 PATIENTS WHO WERE HOSPITALISED IN THE DEPARTMENT OF UROLOGY AT THE UNIVERSITY OF IOANNINA. THE STUDY OF LDH HAS BEEN DONE BY THE METHOD OF ELECTROPHORESIS. IT HAS BEEN STUDIED THE RATIO LDH5/LDH1 AND IT WAS FOUND THAT 69 PATIENTS WERE SUFFERING FROM HYPERPLASIA OF THE PROSTATE, THE RATIO WAS <1. IN THE REMAINING 16 PATIENTS IT WAS FOUND THAT THE RATIO LDH5/LDH1<1. ELEVEN (11) OF THOSE, OR 12.9% OF THE TOTAL NUMBER HAD CANCER OF THE PROSTATE AFTER AN HISTOLOGIC EXAMINATION WHILE, THE REMAINING FIVE (5) OR 5.8% OF TOTAL HAD DIFFERENT DISEASES OF THE PROSTATE BUT WERE NEGATIVE OF CANCER. WE NOTED THAT LEVELS OF TOTAL LDH ACTIVITY AND THE ACTIVITIES OF LDH II, III, AND IV WERE NOT CONSISTENTLY ALTERED TO A SIGNIFICANT DEGREE IN MALIGNANT COMPARED AND TO BENIGN PROSTATEGLANDS. THE RATIO LDH5/LDH1 IS A "TUMOR MARKER" FOR A EARLY DIAGNOSIS OF THE CANCER OF THE PROSTATE. ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΕ Η ΓΑΛΑΚΤΙΚΗ ΔΕΝΔΡΟΓΕΝΑΣΗ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΑ ΤΑ ΙΣΟΕΝΖΥΜΑ ΑΥΤΗΣ ΣΤΟΝ ΠΡΟΣΤΑΤΙΚΟ ΙΣΤΟ ΣΕ 85 ΑΣΘΕΝΕΙΣ, ΠΟΥ ΝΟΣΗΛΕΥΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΟΥΡΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ. Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ LDH ΕΓΙΝΕ ΜΕ ΤΗΝ ΜΕΘΟΔΟ ΤΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΦΟΡΗΣΗΣ. ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΕ ΕΙΔΙΚΑ Η ΣΧΕΣΗ LDH5/LDH1 ΚΑΙ ΒΡΕΘΗΚΕ ΟΤΙ ΣΕ 69 ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΑΣΧΑΝ ΑΠΟ ΚΑΛΟΗΘΗ ΥΠΕΡΠΛΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΤΑΤΗ Η ΣΧΕΣΗ ΑΥΤΗ ΗΤΑΝ <1. ΣΤΟΥΣ ΥΠΟΛΟΙΠΟΥΣ 16 ΑΣΘΕΝΕΙΣΒΡΕΘΗΚΕ ΟΤΙ LDH5/LDH1>1. ΑΠ'ΑΥΤΟΥΣ ΟΙ (11) ΕΝΤΕΚΑ ΔΗΛ. ΠΟΣΟΣΤΟ 12,9% ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΑΡΙΘΜΟΥ ΑΣΘΕΝΩΝ, ΕΙΧΑΝ ΚΑΡΚΙΝΟ ΤΟΥ ΠΡΟΣΤΑΤΗ ΜΕ ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΗ ΒΕΒΑΙΩΣΗ, ΕΝΩ ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ 5, ΔΗΛ. ΠΟΣΟΣΤΟ 5,8% ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΑΡΙΘΜΟΥ, ΕΙΧΑΝ ΑΛΛΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΤΑΤΗ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΑΡΝΗΤΙΚΟΙ ΓΙΑ ΚΑΚΟΗΘΕΙΑ. ΔΙΑΠΙΣΤΩΘΗΚΕ ΟΤΙ ΤΑ ΕΠΙΠΕΔΑΤΗΣ ΟΛΙΚΗΣ LDH ΕΝΕΡΓΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΝΕΡΓΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΙΣΟΕΝΖΥΜΩΝ ΙΙ, ΙΙΙ, ΚΑΙ IV ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΜΕΤΑΒΛΗΘΕΙ ΣΕ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΒΑΘΜΟ ΣΕ ΚΑΚΟΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΚΑΛΟΗΘΕΙΑ. Η ΣΧΕΣΗ LDH5/LDH1 ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΑΞΙΟΠΙΣΤΟΣ "ΚΑΡΚΙΝΙΚΟΣ ΔΕΙΚΤΗΣ", ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΣΤΑΤΗ. 1109 209 163 THE OBJECT OF THIS THESIS WAS THE STUDY OF 63 FRACTURES OF TIBIAL PLATEAU OF THE 70 THAT HAD TO BE TREATED SURGICALLY DURING 1983-1990. THE CLASSIFICATION OF THESE FRACTURES IS NECESSARY NOT ONLY FOR THE DEFINITION OF THE SURGICAL TECHNIQUE, BUT FOR THEIR BEST STUDY AS WELL. BECAUSE OF THIS THE FRACTURES OF TIBIAL PLATEAU THAT WE HAVE TREATED WERE CLASSIFIED IN 6 TYPES, ACCORDING TO SCHATZKER. THE TREATMENT THAT WAS FOLLOWED IN ALL CASES WAS THE OPEN REDUCTION, THE STABILIZATION OF THE FRACTURE ACCORDING TO THE PRINCIPLES OF AO AND THE RESTORATIONAT THE SAME TIME OF ANY INJURIES OF THE LIGAMENTS AND THE MENISOUS. THE POST- OPERATIVE FOLLOW-UP OF THE PATIENTS RANGED FROM 1 TO 8 YEARS. THE EVALUATION ACCORDING TO EACH TYPE OF FRACTURE, WAS CONSIDERED NECESSARY FOR THE DEDUCTION OFMORE SPECIFIC AND OBJECTIVE CONCLUSIONS. IN FRACTURES OF THE TYPES I, II, III,IV THE RESULTS WERE CONSIDERED SATISFACTORY IN A PERCENTAGE OF 88.8%, WHILE INTYPES V AND VI IN A PERCENTAGE OF 61% THE MOST SERIOUS COMPLICATIONS CONNECTEDWITH THE SURGICAL TECHNIQUES APPEARED IN CASES OF FRACTURES IN TYPE V. ON THE WHOLE THE RESULTS OF THE SURGICAL TREATMENT, NO MATTER WHAT THE TYPE OF THE FRACTURE WAS HAVE BEEN CONSIDERED SATISFACTORY IN A PERCENTAGE OF 80%. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ ΥΠΗΡΞΕ Η ΜΕΛΕΤΗ 63 ΚΑΤΑΓΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΚΝΗΜΙΑΙΩΝ ΚΟΝΔΥΛΩΝ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΤΥΠΩΝ ΑΠΟ ΤΑ 70 ΚΑΤΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΤΗΚΑΝ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΤΑΕΤΙΑ 1983-1990. Η ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΓΜΑΤΩΝ ΑΥΤΩΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥΣ. ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΑΥΤΟΝ ΤΑ ΚΑΤΑΓΜΑΤΑ ΤΑΞΙΝΟΜΗΘΗΚΑΝ ΣΕ 6 ΤΥΠΟΥΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ SCHATZKER. Η ΑΓΩΓΗ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΗΘΗΚΕ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΗΤΑΝ Η ΑΝΟΙΚΤΗ ΑΝΑΤΑΞΗ. Η ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΑΟ ΚΑΙ Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΧΡΟΝΟ ΣΥΝΥΠΑΡΧΟΥΣΩΝ ΣΥΝΔΕΣΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΗΝΙΣΚΙΚΩΝ ΚΑΚΩΣΕΩΝ. Η ΜΕΤΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΚΥΜΑΙΝΕΤΑΙ ΑΠΟ 1 ΜΕΧΡΙ 8 ΧΡΟΝΙΑ. ΣΤΑ ΚΑΤΑΓΜΑΤΑ ΤΥΠΟΥ Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, ΙV ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΡΙΘΗΚΑΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΣΕ ΠΟΣΟΣΤΟ 88.8% ΕΝΩ ΣΤΑ ΚΑΤΑΓΜΑΤΑ ΤΥΠΟΥ V ΚΑΙ VI ΣΕ ΠΟΣΟΣΤΟ 61%. ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΜΕ ΚΑΤΑΓΜΑΤΑ ΤΥΠΟΥ V ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΑΝ ΟΙ ΠΙΟ ΠΟΛΛΕΣ ΚΑΙ ΣΟΒΑΡΕΣ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟΥΣΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΟΥΣ ΧΕΙΡΙΣΜΟΥΣ. ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΥΠΟ ΤΟΥ ΚΑΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΘΕΩΡΟΥΝΤΑΙ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΣΕ ΠΟΣΟΣΤΟ 80%. 1110 282 242 Antioxidant and antibacterial activity of commercial pomegranate based juices Αντιοξειδωτικές και αντιμικροβιακές ιδιότητες εμπορικών χυμών με βάση το ρόδι Pomegranate (Punica granatum) has been cultivated since antiquity and its fruit is connected with multiple traditions and symbolisms of many peoples. Over the last few years, the pomegranate cultivation in Greece has raised extremely due to the relinquishment of traditional cultivations as well as the private initiative of many producers. At the same time, many surveys reveal the pomegranate’s beneficial health properties, mainly due to its phenolic components. One of the main products of pomegranate, its juice, begins to conquer the Greek market and has become the subject of several investigations. The aim of this study was the description of some quality characteristics of five commercial pomegranate based juices. Specifically the total phenolic content and the antioxidant capacity were determined using the Folin-Ciocalteu method and the DPPH method respectively as well as the antibacterial activity of the juices against pathogens e.g. E. coli, P. aeruginosa, S. aureus and L. monocytogenes. Furthermore the volatile costituents of the juices were identified. The identification and semi-quantification were carried out by means of headspace solid-phase micro-extraction (HS-SPME) coupled to gas chromatography-mass spectrometry (GC-MS). The results showed that pomegranate juice contains more phenolics than blackberry and strawberry juice and less than grape juice. It seems that juices from concentrate had a higher phenolic content than the natural juices. All juices showed high antioxidant capacity and the correlation between antioxidant activity and total phenolic content was confirmed. The majority of the juices induced a remarkable growth inhibition of the pathogens and namely those from concentrate exhibited the strongest antibacterial activity. Concerning the volatile compounds, commercial pomegranate juices had low aromatic intensity whereas BHT was detected in two of them. Η ροδιά (Punica granatum) καλλιεργείται από την αρχαιότητα και ο καρπός της συνδέεται με πλήθος παραδόσεων και συμβολισμών πολλών λαών. Τα τελευταία χρόνια η καλλιέργειά της στον ελλαδικό χώρο αυξήθηκε σημαντικά λόγω της εγκατάλειψης παραδοσιακών καλλιεργειών και λόγω ιδιωτικής πρωτοβουλίας πολλών παραγωγών. Παράλληλα πολλές έρευνες μαρτυρούν τις ευεργετικές ιδιότητες του ροδιού που οφείλονται κυρίως στα φαινολικά συστατικά του. Από τα προϊόντα του ροδιού, ο χυμός ροδιού που είναι το κυριότερο παράγωγο προϊόν, αρχίζει να κατακτά την ελληνική αγορά. Σκοπός της παρούσας διατριβής ήταν η μελέτη ορισμένων ποιοτικών χαρακτηριστικών πέντε εμπορικών χυμών με βάση το ρόδι. Συγκεκριμένα προσδιορίστηκε η περιεκτικότητά τους σε φαινολικά συστατικά και η αντιοξειδωτική τους ικανότητα με τη μέθοδο Folin-Ciocalteau και DPPH αντίστοιχα. Ακόμη ερευνήθηκε η αντιβακτηριακή τους δράση έναντι των παθογόνων μικροοργανισμών E. coli, P. aeruginosa, S. aureus και L. monocytogenes. Τέλος ταυτοποιήθηκαν τα πτητικά συστατικά τους και έγινε ποσοτικός προσδιορισμός τους με χρήση SPME-GC/MS. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο χυμός ροδιού περιέχει περισσότερα φαινολικά συστατικά από το χυμό σταφυλιού και λιγότερα από τους χυμούς βατόμουρου και φράουλας. Φαίνεται ότι οι χυμοί από συμπύκνωση υπερτερούν έναντι των φυσικών χυμών ενώ επιβεβαιώθηκε και η σχέση μεταξύ φαινολικών ουσιών και αντιοξειδωτικής δράσης. Όλοι οι χυμοί παρουσίασαν αξιόλογη αντιβακτηριακή δράση πλήν ελαχίστων περιπτώσεων με τους χυμούς από συμπύκνωση να δίνουν καλύτερα αποτελέσματα σε σχέση με τους υπολοίπους. Τέλος ταυτοποιήθηκαν περισσότερες πτητικές ουσίες στους φυσικούς χυμούς ενώ ανιχνεύτηκε BHT σε δύο από αυτούς. 1111 258 255 Natural history of nonalcoholic fatty liver disease associated with hemochromatosis (HFE) gene mutations Η φυσική ιστορία της μη αλκοολικής λιπώδους διήθησης του ήπατος σε συσχέτιση με τις μεταλλάξεις του γονιδίου της αιμοχρωμάτωσης HFE Non-alcoholic fatty liver disease is the accumulation of fat in the liver and is now the most common liver disease in Europe due to parameters such as obesity and diabetes mellitus. The aim of this Master’s Thesis was to investigate the relationship between patients with Non-Alcoholic Fatty Liver Disease (NFLD) and HFE gene mutations as well as gather capable evidences in order to justify laboratory data such as elevated ferritin levels. We selected 28 patients from University Hospital of Ioannina particularly from Gastroenterological Clinic with biopsy verified non-alcoholic fatty liver filtration and genetic testing for hemochromatosis variable gene mutations. The patients have been separated in to two groups. The first group included 14 persons with NAFLD and in the second group 14 patients without Nonalcoholic fatty liver disease constituted as the control group. Both the groups were found high expression of serum ferritin. Results: This review is focused on those genetic 4 mutations ((H63D, C282Y,S65CQ127H/P150del) and 2 polymorphisms (5'UTR area and eson 2). In this study demonstrated low prevalence of the mutation H63D. Conclusion: There was no significant difference between patients with NAFLD and control group according to mutations of HFE gene. In the gender analysis male heterozygous H63D were associated with increased ferritin level without to indicate NAFLD. Because of the small and mixed sample this study didn’t get to have high statistical power moreover significant correlations suggest the possible role of other parameters in the development of NAFLD such as obesity and diabetes. Η μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος ορίζεται ως η υπερβολική συσσώρευση λίπους στο ήπαρ και αποτελεί πλέον την πιο κοινή ηπατική νόσο στην Ευρώπη εξαιτίας παραμέτρων όπως η παχυσαρκία και ο σακχαρώδης διαβήτης. Στόχος της παρούσας Διπλωματικής Μεταπτυχιακής Εργασίας είναι η αναδρομική μελέτη ασθενών με μη αλκοολική λιπώδη διήθηση του ήπατος και η συσχέτιση των μεταλλάξεων του γονιδίου της αιμοχρωμάτωσης HFE προς ανεύρεση στοιχείων ικανά να αιτιολογούν ευρήματα όπως αυξημένα επίπεδα φερριτίνης από τον εργαστηριακό τους έλεγχο. Σε σχεδιαστικό επίπεδο επιλέχθηκαν 28 ασθενείς από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων και συγκεκριμένα από την Γαστρεντερολογική Κλινική με αποδεδειγμένη μη αλκοολική λιπώδη διήθηση του ήπατος και γενετικό έλεγχο μεταλλάξεων γονιδίου αιμοχρωμάτωσης. Οι ασθενείς χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, 14 άτομα με NAFLD και 14 άτομα χωρίς την νόσο ως ομάδα ελέγχου με κοινό παρανομαστή τα υψηλά επίπεδα φερριτίνης. Αποτελέσματα: Μελετήθηκαν 4 μεταλλάξεις (H63D, C282Y,S65CQ127H/P150del) και 2 πολυμορφισμοί (5’UTR περιοχή και εσώνιο 2). Για το γονίδιο της HFE επικρατούσα από τις γνωστές μεταλλάξεις είναι η ετεροζυγωτία H63D. Συμπεράσματα: Δεν ανευρέθηκαν σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ του γονιδίου HFE και της μη αλκοολικής λιπώδης νόσου. Στην ανάλυση που σχετίζεται με το φύλο οι άνδρες ετεροζυγωτές H63D συνδέθηκαν με αυξημένα ποσοστά φερριτίνης χωρίς να αποδίδεται ωστόσο στην NAFLD. Λόγω του σχετικά μικρού και ετερογενούς δείγματος δεν κατέστη δυνατόν η μελέτη να έχει υψηλή στατιστική ισχύ, ωστόσο σημαντικές συσχετίσεις υποδεικνύουν τον πιθανό ρόλο άλλων μεταβλητών στην ανάπτυξη της NAFLD όπως παχυσαρκία και σακχαρώδης διαβήτης. 1112 469 451 The activity of the workshop of Theodosios Kakavas in the Peloponnese (second half of the 16th century) Η δράση του εργαστηρίου του Θεοδοσίου Κακαβά στην Πελοπόννησο (δεύτερο μισό 16ου αιώνα) The wall paintings of the churches of Taxiarchis in Stefani, Corinthia (1565), Hagios Georgios in Platanos, Arcadia (1566), Metamorphosis in Asini, Argolida (sanctuary, naos) (1569), the katholikon of the monastery of Koimesis of Theotokos in Sofiko, Corinthia (narthex) and the old katholikon of the Talantion monastery in Arachnaio, Argolida are examined. On the basis of the first two dated ensembles -executed by the painter Theodosios Kakavas- those of Asini, Sofiko and Arachnaio are attributed to his workshop as well. Theodosios Kakavas, a proficient painter from Nafplio in Argolida, creates original and unique compositions, in which heteroclite elements of different traditions are harmoniously combined. The painter does not give a narrative character to his compositions; secondary episodes/elements are not usually depicted in his scenes. The landscape and architectural depiction is plain with the minimum of decorative elements. Palaiologan artistic tradition and western art influenced less his compositions. The iconography of Theodosios’ subjects derives from Cretan painting, especially early Cretan icons, which surely existed in Nafplio; they were very popular in towns where Greeks and Venetians coexisted. Historical sources, as well as the origin of other painters -a few years later- from the same town, indicate the importance of Nafplio. During Venetian occupation (1388-1540), Nafplio -a town with brilliant intellectual life- was the most important harbor of eastern Peloponnese. Even after 1540, when it was incorporated into the Ottoman Empire, Nafplio retained its significance as a commercial center. Other iconographic and stylistic elements have parallels in the monumental compositions of the Kontaris brothers. Theodosios Kakavas was definitely aware of the work of the Theban painters Georgios and Frangos Kontaris. He might have visited churches decorated by them. However, there is evidence to suggest that the Kontaris workshop and the Kakavas workshop had been brought in contact through the Malaxos family in Nafplio. The wall paintings of Theodosios Kakavas greatly influenced those of the younger members of the Kakavas workshop. Marinos could be considered conservative because he either restricts himself to the iconographic schemes of Theodosios, or he introduces small changes to them. Demetrios is innovative as he introduces new iconographic elements and incorporates -in his compositions- half-length images of prophets. Theodoulos is innovative too. Taking into account that the monumental painting of the 16th century in Peloponnese has not been investigated and that most Peloponnesian painters of this period are known only from archival documents, the place of Theodosios Kakavas in the development of 16th century Peloponnesian art is considered significant. He was born in the town of Nafplio. He had a mixed Italian and Greek clientele and he was widely recognized at least in the region of Metropolis of Argos and Nafplio. He is the founder of the first eponymous postbyzantine Peloponnesian workshop. Εξετάζονται οι τοιχογραφίες των ναών του Ταξιάρχη Στεφανίου Κορινθίας (1565), του Αγίου Γεωργίου Πλατάνου Αρκαδίας (1566), της Μεταμόρφωσης Ασίνης Αργολίδας (ιερό βήμα και κυρίως ναός) (1569), του καθολικού της μονής της Κοίμησης της Θεοτόκου στο Σοφικό Κορινθίας (νάρθηκας) και του παλαιού καθολικού της μονής Ταλαντίου στο Αραχναίο Αργολίδας. Επί τη βάσει των δύο πρώτων, που αποτελούν ενυπόγραφα έργα του Θεοδοσίου Κακαβά, τα σύνολα Ασίνης, Σοφικού και Αραχναίου αποδίδονται στο εργαστήριο του ίδιου ζωγράφου. Ο Θεοδόσιος Κακαβάς, με καταγωγή από το Ναύπλιο, είναι ένας ιδιαίτερα ικανός και εμπνευσμένος ζωγράφος. Δημιουργεί νέες πρωτότυπες συνθέσεις, στις οποίες ετερόκλιτα στοιχεία διαφορετικών παραδόσεων ενσωματώνονται με επιτυχία. Η αφηγηματικότητα τον απωθεί, ώστε οι σκηνές του είναι ελεύθερες από δευτερεύοντα επεισόδια και επιπρόσθετα εικονογραφικά στοιχεία. Τον ελκύει η λιτότητα, εμφανής στην απόδοση των αρχιτεκτονημάτων και του φυσικού τοπίου. Μικρή είναι η επιρροή που ασκούν στο έργο του η παλαιολόγεια ζωγραφική παράδοση και η δυτική τέχνη. Ο Θεοδόσιος Κακαβάς αναζητά τα πρότυπά του στην κρητική ζωγραφική και κυρίως στις εικόνες της πρώιμης κρητικής σχολής, οι οποίες θα βρίσκονταν σε ναούς και οικίες του Ναυπλίου˙ επρόκειτο για έργα με μεγάλη δημοφιλία σε πόλεις όπου συμβίωναν ντόπιοι και Βενετοί. Οι πηγές, καθώς και η καταγωγή άλλων ζωγράφων -λίγα χρόνια αργότερα- από την ίδια πόλη, υποδεικνύουν τη σημασία του Ναυπλίου. Πόλη με έντονη πνευματική ζωή, αποτελούσε -κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας (1388-1540)- το σημαντικότερο λιμάνι της ανατολικής Πελοποννήσου. Φαίνεται ότι διατήρησε τη σημασία της ως εμπορικό κέντρο και κατά την Τουρκοκρατία. Άλλα εικονογραφικά και τεχνοτροπικά στοιχεία των εξεταζόμενων συνόλων του Θεοδοσίου Κακαβά εντοπίζονται στο μνημειακό έργο των Κονταρήδων, το οποίο ασφαλώς γνώριζε. Ίσως είχε επισκεφθεί ναούς τοιχογραφημένους από τους δύο Θηβαίους ζωγράφους. Υπάρχουν, ωστόσο, στοιχεία που υποδεικνύουν ότι τα δύο συνεργεία ζωγράφων -οι Κονταρήδες και οι Κακαβάδες- είχαν έρθει σε επαφή μέσω της σπουδαίας οικογένειας των Μαλαξών, που ήταν εγκατεστημένη στο Ναύπλιο. Το έργο του Θεοδοσίου Κακαβά άσκησε μεγάλη επιρροή σε αυτό των νεώτερων μελών του εργαστηρίου. Ο Μαρίνος εμφανίζεται συντηρητικός καθώς, είτε χρησιμοποιεί αυτούσια τα εικονογραφικά σχήματα του προκατόχου του, είτε επιφέρει μικρές αλλαγές σε αυτά. Ο Δημήτριος αναδεικνύεται περισσότερο εφευρετικός. Ρέπει προς την αφηγηματικότητα και εισάγει επιπρόσθετα στοιχεία, ενώ συχνά εντάσσει στις σκηνές του στηθαίες μορφές προφητών. Το παράδειγμά του ακολουθεί και ο Θεόδουλος. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η μνημειακή ζωγραφική του 16ου αιώνα στην Πελοπόννησο είναι ουσιαστικά άγνωστη και ότι οι περισσότεροι Πελοποννήσιοι ζωγράφοι του 16ου αιώνα μας είναι γνωστοί μόνο από αρχειακές πηγές, η θέση του Θεοδοσίου Κακαβά κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική. Πρόκειται για έναν αστό ζωγράφο, με ετερόκλιτο πελατολόγιο, που έχαιρε ευρείας αναγνώρισης, τουλάχιστον στις περιοχές που υπάγονταν στη Μητρόπολη Άργους και Ναυπλίου. Είναι ο ιδρυτής του πρώτου επώνυμου μεταβυζαντινού συνεργείου ζωγράφων που εργάζεται στην Πελοπόννησο. 1113 445 455 The Spirit Medical Science refers to the content of the ξβ rule of the Fifth-Sixth Ecumenical Council. It explains why Chaplaincy, which is an entire medical mental science, is connected identical to human therapy. Taking as a base this aspect, both Orthodox theology and the Orthodox Church are not an ideology or philosophy, but Treatment. These determinations are accurate even applicable for the corpus of the Orthodox Church. According to the teaching of St. Gregory Palamas is the theory-view of the God. The holy Fathers, as spiritual doctors suggest and present a method of treatment, a regimen. All the soul functions and energies must be reported and turn to the Christ. The treatment is the so-called Hesychasm and is the basis and the end of the orthodox theology. The only scientific method of approaching the theological issues is though the study of the Saints. Our Fathers suggest how somebody who is under the disease and mind darkness can through purification and illumination to reach the mental health and the deification.In psychosomatic illnesses there are four main groups: the spiritual/mental illnesses, the psychological/emotional, the neurobiological and the body illnesses. We have to underlie what a great distinction and caution is required to identify the interaction that exists among these diseases and it is understood that when the mind does not function properly, cannot run neither soul nor body. In the Orthodox Church all the passions and the spiritual diseases that plague humans are healed. Internal illnesses ranging from mind tarnishing and expanding to the soul and body have consequences in the social area and across the acquisition. The historical study of the life of doctors who were sanctified shows that all of them were deeply embraced the principles mentioned above and simultaneously they were using them for their practice, as for the practice of their students, patients and families. Doctors who sanctified sought to pose these principles under the legal concept - incorporating them in the written and unwritten (oral) laws of the communities, sometimes even gave their lives for the maintenance persistence of this attitude and these principles.The common position of all doctors who sanctified is that the man should be released from the selfish, wrong spiritual self-sufficiency, which even being strong it is still incomplete, since never a man no matter how capable and powerful is, could not cover the extent of truth of the world. The strength of the individual human spirit derives mainly from the communion with God and other people, and not be performed selflessly, but with kindness and without malice exploitative. The incorrect intellectual sufficiency is often based on an imaginary self-feeling, which has not similarities to the "knowing ourselves" Η Ιατρική εν Πνεύματι Επιστήμη αναφέρεται στο περιεχόμενο του ρβ κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Εξηγεί γιατί η Ποιμαντική διακονία, που είναι μια ολόκληρη ιατρική πνευματική επιστήμη, συνδέεται και ταυτίζεται με την θεραπεία του ανθρώπου. Βάσει της θεώρησης αυτής τόσο η ορθόδοξη θεολογία, όσο και η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι ιδεολογία, ούτε φιλοσοφία, αλλά Θεραπεία. Οι προσδιορισμοί αυτοί είναι ακριβείς και ακόμη ισχύοντες για το Σώμα της ορθόδοξης Εκκλησίας. Κατά την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά είναι θεωρία-θέα του Θεού. Οι άγιοι Πατέρες, ως πνευματικοί γιατροί, υποδεικνύουν και παρουσιάζουν μια μέθοδο θεραπείας, μια θεραπευτική αγωγή. Όλες οι λειτουργίες και ενέργειες της ψυχής πρέπει να αναφέρονται και να στρέφονται προς τον Χριστό. Η θεραπευτική αγωγή είναι ο λεγόμενος ησυχασμός κι αποτελεί την βάση και το τέλος κάθε ορθόδοξης θεολογίας. Η μόνη επιστημονική μέθοδος προσεγγίσεως των θεολογικών θεμάτων είναι η διάτων αγίων. Οι άγιοι Πατέρες μας υποδεικνύουν το πώς από την ασθένεια και τον σκοτασμό του νου μπορεί, δια της καθάρσεως και του φωτισμού, να φτάσει ο άνθρωπος στην πνευματική υγεία και στην θέωση. Στις ψυχοσωματικές ασθένειες αναφέρονται οι πνευματικές – ψυχικές ασθένειες, οι ψυχολογικές – συναισθηματικές, οι νευροβιολογικές και οι σωματικές ασθένειες. Επισημαίνεται η μεγάλη διάκριση και σύνεση που απαιτείται για α εντοπισθεί η αλληλεπίδραση που υπάρχει μεταξύ αυτών των ασθενειών και γίνεται κατανοητό ότι, όταν ο νους δεν λειτουργεί σωστά, δεν μπορεί να διευθύνει ούτε την ψυχή, ούτε και το σώμα. Μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία θεραπεύονται τα πάθη και οι πνευματικές ασθένειες που βασανίζουν τον άνθρωπο. Οι εσωτερικές ασθένειες που ξεκινούν από την αμαύρωση του νου και επεκτείνονται στην ψυχή και στο σώμα έχουν συνέπειες και στον κοινωνικό χώρο και σε όλη την κτήση. Η ιστορική μελέτη του βίου των γιατρών που αγίασαν δείχνει ότι όλοι τους ενστερνιζόταν βαθειά τις αρχές που προαναφέραμε και ταυτοχρόνως τις χρησιμοποιούσαν οδηγητικά τόσο για την πρακτική των ιδίων, όσο των μαθητών τους, καθώς των ασθενών και των οικείων τους. Σταθερά οι γιατροί που αγίασαν επιδίωξαν να καταστήσουν τις αρχές αυτές νόμιμες – από την νομική τους έννοια – ενσωματώνοντας τες στους γραπτούς και στους άγραφους (προφορικούς) νόμους των κοινωνιών όπου έδρασαν, πολλές φορές μάλιστα έδωσαν και την ζωή τους για την επιμονή τήρησης αυτής της στάσης και αυτών των αρχών. Κοινή θέση όλων των γιατρών που αγίασαν είναι ότι ο άνθρωπος θα πρέπει να αποδεσμευτεί από την εγωιστικά εσφαλμένη πνευματική αυτάρκεια, η οποία όσο και αν είναι ισχυρή δεν παύει να είναι ατελής, καθόσον ουδέποτε ένα άτομο οσοδήποτε ικανό και ισχυρό δεν είναι σε θέση να καλύψει την έκταση της αλήθειας του κόσμου. Η ισχύς του ανθρώπινου ατομικού πνεύματος προκύπτει κατά κύριο λόγο από την κοινωνία με τον Θεό και τους άλλους ανθρώπους, υπό τον όρο αυτή η κοινωνία να τελείται ανιδιοτελώς, με αγαθότητα και χωρίς πονηρία εκμεταλλευτική. 1114 263 272 focus on the endogenous mechanisms that control axonal regeneration in the central nervous system (CNS) Στρατηγικές νευροπροστασίας και αποκατάστασης μετά από τραυματισμό στη σπονδυλική στήλη In the present bibliographic review, we present strategies to enhance neuroprotection and nerve regeneration after spinal cord injury (SCI). Injury can occur at any level of the spinal cord and the severity of the symptoms varies depending on the location and severity of the damage. One of the main reasons that there is still no cure for SCI is the poor ability of the adult CNS to regenerate and restore function after injury. The failure of central axons to regenerate after damage is attributed to the presence of a growth inhibitory extrinsic environment and the loss of intrinsic growth capacity of these axons. This study focuses on the intrinsic regulators of neural repair of the CNS and summarizes the most important findings to date, regarding the pharmacological targeting of these factors. Intrinsic influences of neural repair include signaling pathways such as the cyclic AMP, PI3K, RhoA and JAK kinases. The endogenous ability of central neurons to regenerate is also affected by the structural elements of the cytoskeleton, namely tubulin and actin. Finally, the epigenetic regulation of molecules and transcription factors such as KLF, Sox11, LPAR1, etc. as well as the axonal transport of mitochondria appear to have a neuroprotective effect and induce axonal regeneration after SCI. Pharmacological targeting of the above intrinsic factors, in combination with the regulation of extracellular signals that inhibit regeneration, rehabilitation treatments already used in clinical practice and new experimental techniques currently being tested, may lead to a successful treatment for spinal cord injury. Στην παρούσα βιβλιογραφική εργασία παρουσιάζονται στρατηγικές νευροπροστασίας και νευρικής αναγέννησης για την αποκατάσταση των τραυμάτων της σπονδυλικής στήλης. Τραυματισμοί μπορούν να συμβούν κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης σε οποιοδήποτε μοίρα της και η βαρύτητα των συμπτωμάτων ποικίλει ανάλογα με το βαθμό και το σημείο του τραύματος. Ένας από τους βασικότερους λόγους για τους οποίους δεν υπάρχει ακόμα θεραπεία για την αντιμετώπιση των τραυμάτων αυτών είναι η μειωμένη ικανότητα των νευρώνων του ΚΝΣ να αναγεννώνται καθώς ασκούνται σε αυτούς πλήθος ανασταλτικών εξωγενών και ενδογενών παραγόντων. Στην εν λόγω διπλωματική εργασία δίνεται έμφαση στους ενδογενείς παράγοντες που αναστέλλουν την αξονική αναγέννηση στο ΚΝΣ και παρουσιάζονται οι σημαντικότερες μέχρι σήμερα μελέτες που αφορούν την φαρμακολογική στόχευσή τους με σκοπό την αποκατάσταση των τραυμάτων της σπονδυλικής στήλης. Στους παράγοντες αυτούς ανήκουν γνωστά σηματοδοτικά μονοπάτια τα οποία φυσιολογικά ρυθμίζουν κρίσιμες κυτταρικές διαδικασίες, όπως το μονοπάτι του κυκλικού AMP, της PI3K, της RhoA και των κινασών JAK. Επίσης την ενδογενή ικανότητα των κεντρικών νευρώνων να αναγεννώνται επηρεάζουν και τα δομικά στοιχεία του κυτταροσκελετού, δηλαδή η τουμπουλίνη και η ακτίνη. Τέλος, η επιγενετική ρύθμιση μορίων και μεταγραφικών παραγόντων, όπως οι KLF, Sox11, LPAR1 κ.α. καθώς και η μεταφορά μιτοχονδρίων κατά μήκος του άξονα, φαίνεται πως έχει νευροπροστατευτική δράση και επάγει την αξονική αναγέννηση μετά από τραύμα στο ΚΝΣ. Η φαρμακολογική στόχευση των παραπάνω ενδογενών παραγόντων, σε συνδυασμό με τη ρύθμιση των εξωκυττάριων σημάτων που αναστέλλουν την αναγέννηση, τις θεραπείες αποκατάστασης που χρησιμοποιούνται ήδη στην κλινική πρακτική αλλά και καινούργιες πειραματικές θεραπείες που δοκιμάζονται αυτή τη στιγμή προκλινικά, πιθανόν θα οδηγήσουν στη δημιουργία κατάλληλης στρατηγικής για την αντιμετώπιση τέτοιων τραυματισμών. 1115 349 402 Σύγκριση 24 εκτιμητών ετερογένειας στη μετα-ανάλυση τυχαιών επιδράσεων In the present thesis the concept of heterogeneity in meta-analysis and the methods of heterogeneity estimators are presented. When meta-analysis contributes in clinical decision making and to draw conclusions, it is important to study the heterogeneity and therefore the heterogeneity estimators which play a decisive role in the creation of accurate and valid results. Based on this fact, our objective is to compare the heterogeneity estimators after a simulation study. The thesis is organized into five chapters, which are described as follows: Chapter 1 describes the hierarchy of evidence with the various types of research that can be carried and the most powerful search method which is the apex of the hierarchy of evidence, a systematic review and meta-analysis. Additionally, it states the purpose of postgraduate thesis and the main contents of chapters. Chapter 2 presents the concept of systematic review, the stages and the concept of meta-analysis. Moreover, two types of outcomes that are in the subject of our study, are presented, dichotomous and continuous outcomes. This chapter concludes with the concept of the effect size for dichotomous and continuous outcomes. Chapter 3 contains the description of fixed and random effects models and their main differences. Additionally, Chapter 3 describes the concept of heterogeneity, the ways that we can quantify some basic fields of meta-analysis which are connected with the concept of heterogeneity such as forest plot, publication bias and funnel plot. Chapter 4 presents all the assessment methods and characteristics that each method has and we present a summary of all heterogeneity estimators and their basic characteristics. Furthermore, results from previous simulation studies have been carried out for each heterogeneity estimator. Since the literature did not provided knowledge about the behavior of all heterogeneity estimators, chapter 5 describes the simulation study of assessment methods, presents the steps, the method that was used in the simulation study, diagrams, results with the appropriate comparisons between estimators and finally the conclusions for dichotomous and continuous outcomes. Finally, the thesis concludes with the appendix which lists the codes used to perform the simulation study in the statistical packages R and WinBUGS. Στην παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή παρουσιάζεται η έννοια της ετερογένειας στη μετα-ανάλυση καθώς και οι μέθοδοι εκτίμησης της. Καθώς η μετα-ανάλυση συμβάλει στη διεξαγωγή συμπερασμάτων και κλινικών αποφάσεων κρίνεται σημαντική η μελέτη της ετερογένειας και κατά συνέπεια των εκτιμητών ετερογένειας οι οποίοι διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο για τη δημιουργία ακριβών και έγκυρων αποτελεσμάτων. Με βάση το γεγονός αυτό σκοπός μας αποτελεί η σύγκριση των εκτιμητών ετερογένειας έπειτα από μια μελέτη προσομοίωσης. Η μεταπτυχιακή διατριβή έχει οργανωθεί σε 5 κεφάλαια τα οποία περιγράφονται ως εξής: Στο Κεφάλαιο 1 περιγράφεται η ιεράρχηση των αποδείξεων με τους διάφορους τύπους έρευνας που μπορούν να πραγματοποιηθούν καθώς και η πιο ισχυρή μέθοδος έρευνας που αποτελεί την κορυφή της πυραμίδας της ιεράρχησης των αποδείξεων, η συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση. Επιπρόσθετα, περιγράφονται τα κεντρικά σημεία των κεφαλαίων και ο σκοπός της μεταπτυχιακής διατριβής. Στο Κεφάλαιο 2 περιγράφεται η έννοια της συστηματικής ανασκόπησης και τα στάδια αυτής καθώς και η έννοια της μετα-ανάλυσης. Ακόμα, ορίζονται τα δύο είδη αποτελεσμάτων που αποτελούν αντικείμενο μελέτης μας, τα διχότομα και τα συνεχή αποτελέσματα καθώς και την έννοια του μέτρου σχέσης /μεγέθους επίδρασης (effect size) για τα δύο είδη αποτελεσμάτων. Αντικείμενο μελέτης του Κεφαλαίου 3 αποτελεί η περιγραφή των δύο μοντέλων μετα-ανάλυσης, το μοντέλο σταθερών και το μοντέλο τυχαίων επιδράσεων καθώς και τις διαφορές τους. Περιγράφεται η έννοια της ετερογένειας, οι τρόποι με τους οποίους μπορούμε να την ποσοτικοποιήσουμε και κάποια βασικά πεδία της μετα-ανάλυσης τα οποία είναι συνδεδεμένα με την έννοια της ετερογένειας όπως το διάγραμμα δάσους, το σφάλμα δημοσίευσης και το διάγραμμα χωνί. Στο Κεφάλαιο 4 παρουσιάζονται όλες οι μέθοδοι εκτίμησης της ετερογένειας καθώς και τα χαρακτηριστικά που έχει η κάθε μέθοδος. Στο πλαίσιο αυτό, παραθέτουμε έναν συγκεντρωτικό πίνακα με όλους τους εκτιμητές ετερογένειας καθώς και τα βασικά χαρακτηριστικά τους. Επιπλέον, αναφέρονται για κάθε εκτιμητή ετερογένειας τα αποτελέσματα από μελέτες προσομοίωσης που έχουν πραγματοποιηθεί. Καθώς στη βιβλιογραφία δεν μας παρέχεται μια ολοκληρωμένη γνώση για τη συμπεριφορά όλων των εκτιμητών ετερογένειας, στο Κεφάλαιο 5 παρουσιάζεται η μελέτη προσομοίωσης που πραγματοποιήσαμε για την σύγκριση των μεθόδων εκτίμησης. Παρουσιάζονται τα βήματα της καθώς και ο τρόπος διεξαγωγής, παρατίθενται διαγράμματα από τα αποτελέσματα, πραγματοποιούνται οι κατάλληλες συγκρίσεις μεταξύ των εκτιμητών και τέλος διεξάγονται συμπεράσματα για τα διχότομα και για τα συνεχή αποτελέσματα. Τέλος, η διατριβή ολοκληρώνεται με το παράρτημα στο οποίο παρατίθενται οι κώδικες που δημιουργήθηκαν για τη πραγματοποίηση της μελέτης προσομοίωσης στο στατιστικό πακέτο της R και στο WinBUGS. 1116 355 347 Διαλειτουργικότητα και μετασχηματισμοί ροών δεδομένων στο διαδίκτυο των αντικειμένων In this diplomatic assignment is firstly made an analysis of the capabilities of the IoT platforms and the criteria of evaluation are set, which we must take into consideration before selecting an IoT platform for one of our projects. The structure, the characteristics and the architecture of three open source IoT platforms are described and the way of installation is analyzed, as well as the way of creating an IoT project. One very important thing to take into consideration in designing an IoT project is the selection of the platform and that is because this option is binding to a great degree and binds us to be unable to transfer our work to another platform in the future. This paper deals with proposing a solution to the problem that arises when there is a need to transfer an IoT project from one platform to another. Due to the fact that devices support different types of connectivity, different protocols but also different forms of messages, the transfer of a project to another platform becomes very difficult. We are looking for ways in which a project can be transferred to another platform with the least intervention in the existing material and therefore the solution of IoT Gateway is proposed, whose basic characteristics and architecture are then analyzed. The assignment focuses on the need to use an IoT Gateway between two MQTT brokers and analyzes the reasons why it is necessary to use such a gateway between devices that use the same protocol, the same type of connection and the same message format. The way to set up and configure an existing IoT Gateway offered by the Thingsboard platform is analyzed. The IoT Gateway is used and tested to transfer an existing IoT project to the Thingsboard platform. The way to create an IoT Gateway is investigated and one that can transfer IoT projects between platforms that support the MQTT protocol is developed with Java code. Through testing, an attempt is made to support many different message formats so that our IoT Gateway can be used on a wide range of IoT platforms. Finally, valuable conclusions are drawn. Στη διπλωματική αυτή εργασία γίνεται αρχικά μια ανάλυση των δυνατοτήτων των πλατφορμών ΙοΤ και ορίζονται τα κριτήρια αξιολόγησης που θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν πριν την επιλογή μιας πλατφόρμας ΙοΤ για ένα έργο μας. Περιγράφονται η δομή, τα χαρακτηριστικά και η αρχιτεκτονική τριών ανοιχτού κώδικα πλατφορμών ΙοΤ και αναλύεται ο τρόπος εγκατάστασης αλλά και ο τρόπος δημιουργίας ενός έργου ΙοΤ. Ένα πολύ σημαντικό πράγμα που πρέπει να λάβουμε υπόψη στη σχεδίαση ενός έργου ΙοΤ είναι η επιλογή της πλατφόρμας και αυτό γιατί αυτή η επιλογή είναι δεσμευτική σε μεγάλο βαθμό, ώστε να μην μπορούμε στο μελλον να μεταφέρουμε το έργο μας σε άλλη πλατφόρμα. Λόγω του ότι οι συσκευές υποστηρίζουν διαφορετικούς τύπους συνδεσιμότητας, διαφορετικά πρωτόκολλα αλλά και διαφορετικές μορφές μηνυμάτων η μεταφορά ενός έργου σε άλλη πλατφόρμα καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη. Η εργασία αυτή ασχολείται με το να προτείνει μια λύση στο πρόβλημα που δημιουργείται όταν υπάρχει ανάγκη μεταφοράς ενός έργου ΙοΤ από μια πλατφόρμα σε μια άλλη. Αναζητάμε τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να γίνει η μεταφορά ενός έργου σε άλλη πλατφόρμα με την μικρότερη παρέμβαση στο υπάρχον υλικό και γι αυτό προτείνεται η λύση της ΙοΤ Gateway, της οποίας στη συνέχεια αναλύονται τα βασικά της χαρακτηριστικά και η αρχιτεκτονική. Η εργασία εστιάζει στην ανάγκη χρήσης μιας IoT Gateway μεταξύ δύο MQTT brokers και αναλύονται οι λόγοι για τους οποίους είναι απαραίτητη η χρήση μιας τέτοιας πύλης μεταξύ συσκευών που χρησιμοποιούν το ίδιο πρωτόκολλο, τον ίδιο τύπο σύνδεσης αλλά και την ίδια μορφή μηνυμάτων. Παρουσιάζεται ο τρόπος εγκατάστασης και παραμετροποίησης μιας υπάρχουσας ΙοΤ Gateway της ΙοΤ πλατφόρμας Thingsboard. H IoT Gateway χρησιμοποιείται και δοκιμάζεται στη μεταφορά ένα υπάρχοντος ΙοΤ έργου στην πλατφόρμα Thingsboard. Ερευνάται ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να δημιουργηθεί μια ΙοΤ Gateway και υλοποιείται με κώδικα Java μια ΙοΤ Gateway η οποία μπορεί να μεταφέρει έργα ΙοΤ μεταξύ πλατφορμών που υποστηρίζουν το πρωτόκολλο MQTT. Μέσα από δοκιμές γίνεται προσπάθεια να υποστηριχθούν πολλές διαφορετικές μορφές μηνυμάτων ώστε η IoT Gateway να μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ένα μεγάλο εύρος πλατφορμών ΙοΤ. Τέλος γίνεται εξαγωγή πολύτιμων συμπερασμάτων 1117 453 464 Evaluation of the influence of the markers of Alzheimer's disease or of the vascular type dementia on the emergence of chronic glaucoma Διερεύνηση της επίδρασης δεικτών της νόσοου Alzheimer ή της άνοιας αγγειακού τύπου στην εμφάνιση του χρόνιου γλαυκώματος Chronic glaucoma and Alzheimer’s disease are two neurodegenerative disorders that occur in the elderly. Some studies have shown that several biomarkers are significantly associated with both disorders. Other studies have investigated the association between them, but their results were mixed. Therefore, we performed a systematic review and meta-analysis of the literature. Also, we conducted a case-control study.Material & Methods: We searched systematically in PubMed from 1964 through September 2013 and 239 hits emerged. After abstract and full-text review, we excluded 229 studies. The statistical synthesis of the results was performed using the fixed effects method. With regard to the case-control study, two hundred and twenty-five persons were enrolled {Mean age: 74.1±6.8 (SD)}. The association of chronic glaucoma and dementia (Alzheimer’s disease and vascular dementia) was assessed by Fisher’s exact test. The relationship of quantitative clinical markers of glaucoma such as IOP and C/D ratio with the probability of appearance of dementia was studied by binary logistic regression.Results: Ten articles were finally selected, of which six were conducted in Europe, two in USA and two in Asia. Five reports were case-control studies, three were cohort studies and two were record-linkage studies. The number of patients with glaucoma in these studies ranged between 21 and 63.325. The two largest studies observed that the patients with glaucoma had a reduced risk of Alzheimer’s disease. The remaining studies were basically small and observed significantly positive associations between the two disorders. One study was further excluded. The statistical synthesis of the results showed a summary odds ratio of 0.92% with 95% confidence intervals from 0.89 to 0.94. The study results were extremely heterogeneous (I2=89%, P<0,001). With regard to the case-control study, of the 225 persons included in the study, 55 individuals had dementia (Alzheimer’s disease: 40; vascular dementia: 15), of which 2 persons had chronic glaucoma (3.64%) and 170 persons without dementia, of which 11 individuals had chronic glaucoma as well (6.47%). The association of chronic glaucoma and dementia was estimated statistically as non-significant (p = 0.74). Likewise, the impact of IOP and C/D ratio on the probability of appearance of dementia has not reached statistical significance (p = 0.06).Conclusion: The association of chronic glaucoma and Alzheimer’s disease is heterogeneous in the literature, and most studies are small and poorly designed. The meta-analysis showed that the patients with glaucoma had a lower risk of Alzheimer’s disease, but this result was based essentially on only one large study. With regard to the case-control study, it did not reveal any statistical significant association of glaucoma and its clinical markers with dementia. Future large and prospective studies are warranted. Το χρόνιο γλαύκωμα και η νόσος Alzheimer είναι δύο νευροεκφυλιστικές νόσοι που εμφανίζονται σε μεγάλες ηλικίες. Μελέτες έχουν δείξει πως ορισμένοι βιολογικοί δείκτες σχετίζονται σημαντικά και με τις δύο νόσους. Άλλες μελέτες έχουν διερευνήσει τη μεταξύ τους συσχέτιση, αλλά τα αποτελέσματά τους ήταν διφορούμενα. Για το σκοπό αυτό πραγματοποιήσαμε συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση της βιβλιογραφίας. Επίσης διενεργήσαμε και κλινική μελέτη ασθενών-μαρτύρων.Υλικό & Μέθοδος: Αναζητήσαμε συστηματικά τη βιβλιογραφία στο PubMed από το 1964 έως και το Σεπτέμβριο του 2013 και προέκυψαν 239 αποτελέσματα. Μετά την ανάγνωση των περιλήψεων και των πλήρων κειμένων αφαιρέθηκαν 229 μελέτες. Η στατιστική σύνθεση των αποτελεσμάτων πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο των σταθερών επιδράσεων. Σχετικά με την κλινική μελέτη εξετάστηκαν συνολικά 225 άτομα {Μέσος όρος ηλικίας: 74.1 ± 6.8 (SD)}. Η συσχέτιση του χρόνιου γλαυκώματος με την άνοια (νόσος Alzheimer και αγγειακή άνοια) εκτιμήθηκε με το Fisher’s exact test, ενώ η συσχέτιση των ποσοτικών κλινικών δεικτών του γλαυκώματος (ΕΟΠ και C/D ratio) με την άνοια μελετήθηκε με τη μέθοδο της λογιστικής παλινδρόμησης.Αποτελέσματα: Επιλέξαμε δέκα άρθρα εκ των οποίων έξι διενεργήθηκαν στην Ευρώπη, δύο στις ΗΠΑ και δύο στην Ασία. Πέντε ήταν μελέτες ασθενών-μαρτύρων, τρεις ήταν μελέτες κοόρτη και δύο ήταν μελέτες με χρήση πολλαπλών αρχείων αναφοράς ασθενειών. Ο αριθμός των ασθενών με γλαύκωμα στις μελέτες αυτές κυμαινόταν από 21 έως 63.325. Οι δύο μεγάλες μελέτες παρατήρησαν ότι οι ασθενείς με γλαύκωμα είχαν μειωμένη επίπτωση της νόσου Alzheimer. Οι υπόλοιπες μελέτες κατά κανόνα ήταν μικρές και παρατήρησαν θετικές συσχετίσεις μεταξύ των δύο νόσων. Μία μελέτη επιπλέον αφαιρέθηκε. Η στατιστική σύνθεση των αποτελεσμάτων έδειξε ένα συνολικό λόγο αναλογιών 0.92% με 95% διαστήματα εμπιστοσύνης από 0.89 έως 0.94. Τα αποτελέσματα των μελετών ήταν εξαιρετικά ετερογενή (I2 = 89%, P < 0.001). Σχετικά με την κλινική μελέτη ασθενών-μαρτύρων, από την εξέταση των 225 ατόμων, 55 άτομα βρέθηκαν με άνοια (με νόσο Alzheimer: 40 και με αγγειακού τύπου άνοια: 15) εκ των οποίων 2 άτομα διαγνώστηκαν με χρόνιο γλαύκωμα (3.64%) και 170 άτομα χωρίς άνοια εκ των οποίων 11 άτομα διαγνώστηκαν επίσης με χρόνιο γλαύκωμα (6.47%). Η σχέση του χρόνιου γλαυκώματος με την άνοια αποδείχθηκε στατιστικά μη σημαντική (p = 0.74), όπως επίσης και η σχέση της ΕΟΠ και του C/D ratio με την άνοια (p = 0.06).Συμπεράσματα: Η βιβλιογραφία για τη συσχέτιση του χρόνιου γλαυκώματος με τη νόσο Alzheimer είναι ετερογενής και οι περισσότερες μελέτες είναι μικρές και ελλιπώς σχεδιασμένες. Η στατιστική σύνθεση των αποτελεσμάτων έδειξε ότι οι ασθενείς με γλαύκωμα είχαν μειωμένη επίπτωση της νόσου Alzheimer, αλλά το αποτέλεσμα αυτό βασίστηκε ουσιαστικά μόνο στη μεγαλύτερη μελέτη του δείγματος. Όσον αφορά την κλινική μελέτη ασθενών-μαρτύρων δεν ανέδειξε κάποια σημαντική σχέση του γλαυκώματος και των δεικτών αυτού με την άνοια. Η διενέργεια μεγάλων και προοπτικών μελετών στο μέλλον κρίνεται απαραίτητη. 1118 218 214 Ανοσοφαινοτυπικά χαρακτηριστικά και έκφραση ογκογονιδίων - ογκοκατασταλτικών γονιδίων κακοηθών όγκων των μαλακών μορίων THIS STUDY WAS DESIGNED TO IDENTIFY THE IMMUNOPHENOTYPI CHARACTERISTICS OF MALIGNANT SOFT TISSUE TUMOURS, INDUSED EXPERIMENTALLY WITH BENZO(A)PYRENE, AND TOEVALUATE THE IMMUNOHISTOCHEMICAL EXPRESSION OF THE RAS GENEFAMILY AND P53 TUMOURS SUPPRESSOR GENE IN THESE TUMOURS, IN ASSOCIATION WITH PROGNOSTIC FACTORS.75 MALE WISTAR RATS WERE SUBCUTANEOUS INJECTED, DORSALLY WITH 10.08 MGR BENZO(A)PYRENE. A SOLID, WELL-CIRCUMSCRIBED TUMOUR WAS FORMED AT THE SAME SITE, IN SEVENTY OF THE ANIMALS. THE TUMOUR AS WELL AS SELECTED MAIN ORGANS WERE EXCISED AND STUDIED AFTER THE ANIMAL'S DEATH. THE IMMUNOHISTOCHEMICAL AVIDIN-BIOTIN METHOD WAS PERFORMED IN THE TUMOUR SECTIONS USING MONOCLONAL OR POLYCLONAL ANTIBODIES. HISTOLOGICALLY, THE APPEARANCE OF THE INDUSED TUMOURS WAS MORE CONNENTIONAL WITH HIGH GRADE LEIOMYOSARCAMAS SHOWING HIGHLY ANAPLASTIC AREAS AND RESEMBLING OTHER PLEOMORPHIC UNDIFFERENTIATED SARCOMAS. PULMONARY METASTATIC FOCI WERE DETECTED IN 37 ANIMALS. IMMUNOHISTOCHEMICALLY, ALL THE TUMOURS SHOWED POSITIVE EXPRESSION OF VIMENTIN, MUSCLE SPECIFIC ACTION (MSA)AND A-SMOOTH MUSCLE ACTION (SMA). IN ADDITION, 5 TUMOURS SHOWED POSITIVE REACTION TO K-RAS P21, 37 TO H-RAS P21, 41 TO PAU-RAS P21 AND 14 TO P53 PROTEIN. THE OVEREXPRESSION OF H-RAS P21 AND PAU-RAS P21 WAS ASSOCIATED WITH A NON-ADVANCED TUMOUR. IN CONCLUSION, THE IDENTIFICATION OF BOTH THE RAS AND 53GENE PRODUCTS IN LEIOMYOSARCOMAS INDICATES THAT THE ALTERATIONS OF THEM ARECOMMON BUT NOT SPECIFIC EVENTS, WHICH MAY BECOME PROGNOSTIC MARKERS FOR THISGROUP OF SOFT TISSUE SARCOMAS. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΝΟΣΟΦΑΙΝΟΤΥΠΙΚΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΑ ΠΡΟΚΛΗΘΕΝΤΩΝ ΣΕ ΕΠΙΜΥΕΣ, ΜΕΤΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΒΕΝΖΟΠΥΡΕΝΙΟΥ, ΚΑΚΟΗΘΩΝ ΜΕΣΕΓΧΥΜΑΤΙΚΩΝ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΩΝ ΚΑΙ Η ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΟΣΟΙΣΤΟΧΗΜΙΚΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΤΩΝ ΟΓΚΟΓΟΝΙΔΙΩΝ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΤΙ-ΟΓΚΟΓΟΝΙΔΙΟΥ Ρ53, ΣΕ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕ ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ. ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ 75 ΑΡΣΕΝΙΚΟΙ ΑΡΟΥΡΑΙΟΙ (WISTAK RATS), ΣΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΕΝΕΘΗΚΕ ΥΠΟΔΟΡΙΩΣ, ΣΤΗ ΡΑΧΑΙΑ ΧΩΡΑ, 10,08 MGR ΒΕΝΖΟΠΥΡΕΝΙΟ. δΝΑΣ ΣΥΜΠΑΓΗΣ, ΚΑΛΑ ΠΕΡΙΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟΣ ΟΓΚΟΣ ΗΤΑΝ ΨΗΛΑΦΗΤΟΣ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΘΕΣΗ, ΜΕΤΑ ΑΠΟ 80-100 ΗΜΕΡΕΣ, ΣΕ 70 ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΖΩΑ. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΑΦΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΓΚΟΥ ΚΑΙ ΝΕΚΡΟΤΟΜΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ ΚΥΡΙΩΝ, ΖΩΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ. ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΟΓΚΩΝ, Η ΑΝΟΣΟΙΣΤΟΧΗΜΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΒΙΔΙΝΗΣ-ΒΙΟΤΙΝΗΣ ΕΦΑΡΜΟΣΤΗΚΕ ΣΕ ΤΟΜΕΣ ΑΥΤΩΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΜΟΝΟΚΛΩΝΙΚΑ Η ΠΟΛΥΚΛΩΝΙΚΑ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ. ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΑ, ΟΙ ΟΓΚΟΙ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟΥΣΑΝ ΣΕ ΣΑΡΚΩΜΑΤΑ,ΚΥΡΙΩΣ ΥΨΗΛΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΚΑΚΟΗΘΕΙΑΣ, ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΣΥΜΒΑΤΟΥΣ ΜΕ ΛΕΙΟΜΥΟΣΑΡΚΩΜΑ, ΠΕΡΙΚΛΕΙΩΝΤΑΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΑΝΑΠΛΑΣΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ, ΠΟΥ ΕΘΕΤΑΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΔΙΑΦΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ ΜΕ ΑΛΛΑ ΑΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΤΑ ΣΑΡΚΩΜΑΤΑ. ΣΕ 37 ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΖΩΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΘΗΚΑΝ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΣΤΑΣΕΙΣ. Ο ΑΝΟΣΟΙΣΤΟΧΗΜΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΕΔΕΙΞΕ,ΟΤΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΟΓΚΟΙ ΗΤΑΝ ΘΕΤΙΚΟΙ ΣΤΗ ΒΙΜΕΝΤΙΝΗ, ΣΤΗΝ ΑΚΤΙΝΗ (MSA) ΚΑΙ ΣΤΗΝ Α-ΑΚΤΙΝΗ ΤΩΝ ΛΕΙΩΝ ΜΥΙΚΩΝ ΙΝΩΝ (SMA). ΕΠΙΣΗΣ, 5 ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΓΚΟΥΣ ΕΔΩΣΑΝ ΘΕΤΙΚΗΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ Κ-ΤΑΣ Ρ21, 37 ΣΤΗΝ Η-ΤΑΣ Ρ21, 41 ΣΤΗΝ PAU-ΤΑΣ Ρ21 ΚΑΙ 14 ΣΤΗΝ Ρ53. Η ΥΠΕΡΕΚΦΡΑΣΗ ΤΩΝ Η-ΤΑΣ Ρ21 ΚΑΙ PAU-ΤΑΣ Ρ21 ΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟΣΤΑΔΙΟ ΤΩΝ ΟΓΚΩΝ. (ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ) 1119 535 598 Ανίχνευση σφαλμάτων σε πολυπύρηνα συστήματα με τη χρήση λογισμικού In a competitive semiconductor market, multicore SoCs constitute the dominant design style for high performance and short time-to-market. Multicore SoCs exploit the high integration density offered by the very deep sub-micron technologies in order to increase the performance by integrating on the same die a large variety of homogeneous and heterogeneous cores, and they drastically shorten both the design cycle and the development cost. Multiplex SoCs offer high performance and have developed rapidly due to Moore's law [1], which however now accepts high pressures due to physical limits, making it extremely difficult to further increase the density of integration. For example, in technologies below 32 nm, leakage currents are so elevated for high thresholds, which now prohibit the cost of managing power consumption and temperature in SoCs. Despite the significant benefits, the high complexity of the SoCs multi-core systems has introduced new challenges in the design, construction and detection of defective integrated systems. Especially in the fault-free operation of SOCs, major challenges are the integration of multiple cores into the same IC, the limited access through a small number of external sockets, the difficulty of accessing internal nodes and the large amount of control data to be transferred to the embedded kernels. In the case of multi-core processors SoCs (processor-based), control must follow strictly restrictive designs, while processor cores (CPUs) must be tested in normal mode (mission mode) using non-invasive control methods. Therefore, DFT, such as sliding chains or built-in stand-alone techniques, are complemented by functional-testing solutions such as Software-Based Self-Test or SBST. SBST is a technique in which the testing of the processing core is performed by special test programs that trigger potential errors in the processing kernel and propagate to observation points such as built-in memory and / or external memory. The basic idea of SBST is to use a processor's Instruction Set Architecture (ISA) to trigger errors and transfer the resulting errors to observation points such as registers and ultimately the memory. During SBST, the microprocessor executes a set of routines that apply control vector sequences to all individual units. It then stores the control responses in the master memory which compares with the expected responses to detect the defects. A major problem with SBST is the lack of proper CAD tools. While for building control several fault-simulation and control vector generation tools have been developed, software-based self-testing is not yet supported by the right tools. The benefits of SBST are many. SBST allows testing the actual operating frequency by using any external low cost controller. In addition, the self-test software is suitable for in-field-testing. Finally, if during the operation of the system there is a need for change, or improvement of the testing process (e.g. for a different defect model), the self-test software can be easily adjusted, while this is not true for the hardware. The main objective of the master thesis is to develop a software-based fault simulator that will advanced methods for testing multicore SoCs. In this work, an SBST-simulator will be developed and used to support various error models using innovative fault-dropping techniques. Several different command programs were used to more effectively detect errors. In this way, it aims in detecting as many groups of errors as possible. Τα πολυπύρηνα Συστήματα-σε-Ολοκληρωμένα (multicore System-On-Chip - SoCs) αποτελούν σήμερα την κυρίαρχη επιλογή σχεδίασης ηλεκτρονικών συστημάτων σε ημιαγωγούς. Την ευρεία διάδοση τους ευνόησε η υψηλή πυκνότητα ολοκλήρωσης που προσέφεραν οι βαθιά υπόμικρονικές τεχνολογίες καθώς και η δραστική μείωση του χρόνου σχεδίασης και του κόστους κατασκευής. Τα πολυπύρηνα SoCs προσφέρουν υψηλή απόδοση και αναπτύχθηκαν ραγδαία λόγω του «νόμου του Moore»[1], ο οποίος όμως δέχεται πλέον υψηλές πιέσεις λόγω των φυσικών ορίων, κάνοντας εξαιρετικά δύσκολη την περαιτέρω αύξηση της πυκνότητας ολοκλήρωσης. Για παράδειγμα, σε τεχνολογίες κάτω των 32 nm τα ρεύματα διαρροής είναι τόσο αυξημένα για υψηλές τάσεις κατωφλίου, που θέτουν πλέον απαγορευτικό το κόστος διαχείρισης της κατανάλωσης ισχύος και της θερμοκρασίας στα SoCs . Πέρα όμως από τα σημαντικά οφέλη, η υψηλή πολυπλοκότητα των πολυπύρηνων SoCs έχει εισαγάγει νέες προκλήσεις στην σχεδίαση, κατασκευή αλλά και την ανίχνευση ελαττωματικών ολοκληρωμένων συστημάτων. Ειδικότερα στον έλεγχο ορθής λειτουργίας των SoCs σημαντικές προκλήσεις αποτελούν η ενσωμάτωση πολλών πυρήνων στο ίδιο ολοκληρωμένο, η περιορισμένη πρόσβαση μέσω ενός μικρού αριθμού εξωτερικών υποδοχών (pins), η δυσκολία πρόσβασης στους εσωτερικούς κόμβους και ο υψηλός όγκος δεδομένων ελέγχου που πρέπει να μεταφερθούν στους ενσωματωμένους πυρήνες. Στην ιδιαίτερη περίπτωση των πολυπύρηνων επεξεργαστών SoCs (processor-based) ο έλεγχος πρέπει επιπλέον να ακολουθεί αυστηρούς περιορισμούς σχεδίασης, ενώ οι επεξεργαστικοί πυρήνες (CPUs) πρέπει να ελέγχονται στον κανονικό τρόπο λειτουργίας (mission-mode) με χρήση μη παρεμβατικών μεθόδων ελέγχου. Επομένως, οι λύσεις σχεδιασμού για δοκιμαστικότητα (Design-For-Testability - DFT), όπως οι αλυσίδες ολίσθησης ή οι τεχνικές ενσωματωμένου αυτοελέγχου συμπληρώνονται από λύσεις λειτουργικού ελέγχου (functional testing), όπως ο αυτοέλεγχος βασισμένος σε λογισμικό (Software-Based-Self-Test ή SBST). Το SBST είναι μία τεχνική κατά την οποία ο έλεγχος του υλικού του επεξεργαστικού πυρήνα διενεργείται από προγράμματα ελέγχου τα οποία ενεργοποιούν πιθανά σφάλματα στον επεξεργαστικό πυρήνα και τα διαδίδουν σε σημεία παρατήρησης, όπως η ενσωματωμένη μνήμη ή/και η εξωτερική μνήμη. Η βασική ιδέα του SBST είναι η χρήση του συνόλου εντολών (Instruction Set Architecture, ISA) ενός επεξεργαστή για την ενεργοποίηση σφαλμάτων και την μεταφορά των προκαλούμενων λαθών σε σημεία παρατήρησης όπως οι καταχωρητές και τελικώς η μνήμη. Κατά το SBST ο μικροεπεξεργαστής εκτελεί ένα σύνολο ρουτινών, οι οποίες εφαρμόζουν στις επιμέρους μονάδες του ακολουθίες διανυσμάτων ελέγχου. Στην συνέχεια, αποθηκεύει τις αποκρίσεις του ελέγχου στη κύρια μνήμη τις οποίες συγκρίνει με τις αναμενόμενες αποκρίσεις για την ανίχνευση των ελαττωμάτων. Ένα σημαντικό πρόβλημα στην περίπτωση του ελέγχου με την τεχνική SBST είναι η έλλειψη των κατάλληλων εργαλείων εξομοίωσης σφαλμάτων. Ενώ για τον δομικό έλεγχο έχουν αναπτυχθεί αρκετά εργαλεία εξομοίωσης σφαλμάτων και παραγωγής διανυσμάτων ελέγχου, για τον έλεγχο με την βοήθεια λογισμικού δεν υπάρχουν ακόμη τα κατάλληλα εργαλεία. Τα οφέλη της αυτοδοκιμής με λογισμικό είναι πολλαπλά. Καταρχήν, επιτρέπει τη δοκιμή στην πραγματική συχνότητα λειτουργίας με τη χρησιμοποίηση οποιουδήποτε εξωτερικού ελεγκτή χαμηλού κόστους. Επιπλέον, το λογισμικό αυτοδοκιμής “ταιριάζει” περισσότερο για αυτοδοκιμή στο πεδίο λειτουργίας σε σχέση με την κλασική αυτοδοκιμή με ειδικό πρόσθετο υλικό που απαιτεί να τεθεί ο μικροεπεξεργαστής σε ειδική κατάσταση δοκιμής. Τέλος, αν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του συστήματος παραστεί η ανάγκη για αλλαγή, ή βελτίωση του συνόλου των διανυσμάτων δοκιμής για παράδειγμα για ένα άλλο μοντέλο ελαττωμάτων, το λογισμικό αυτοδοκιμής μπορεί εύκολα να προσαρμοστεί, σε αντίθεση με το υλικό. Ο στόχος της μεταπτυχιακής εργασίας είναι η δημιουργία κατάλληλου εξομοιωτή ο οποίος θα επιτρέψει την ανάπτυξη “έξυπνων” μεθόδων SBST για τον έλεγχο πολυπύρηνων SoCs. Στα πλαίσια της εργασίας αυτής θα αναπτυχθεί και θα χρησιμοποιηθεί ένας εξομοιωτής σφαλμάτων ειδικά για εφαρμογές SBST που θα υποστηρίζει διάφορα μοντέλα σφαλμάτων χρησιμοποιώντας καινοτόμες τεχνικές απόρριψης σφαλμάτων (fault-dropping). Για την αποτελεσματικότερη ανίχνευση των σφαλμάτων χρησιμοποιήθηκαν αρκετά διαφορετικά προγράμματα εντολών στοχεύοντας έτσι στην ανίχνευση όσο γίνεται δυνατόν περισσότερων ομάδων σφαλμάτων. 1120 1415 948 Modern analytical methods for the determination of pesticide and pharmaceutical residues in natural waters and sediments Σύγχρονες αναλυτικές μέθοδοι για τον προσδιορισμό υπολειμμάτων φυτοπροστατευτικών και φαρμακευτικών ενώσεων σε φυσικά νερά και ιζήματα Among the vast array of contaminants of anthropogenic origin reaching the environment, pesticides and pharmaceuticals constitute two emerging classes raising concerns about long-term consequences on human health. Widespread contamination has been observed in the different environmental compartments such as surface, marine and ground waters, soils and sediments as well as in invertebrates and vertebrates, at concentrations from few ng L-1 to several mg L-1. Continuous discharge into aquatic systems make the residues of those compounds ubiquitous in the environment. Several of them have been recently added to the ‘priority’ and ‘watch list’ of substances, underlining the significance to study their environmental occurrence. Pesticides, which reach the environment through agricultural run-off, improper use, spray drift etc, are extensively studied and well-documented. Being considered as a vital component of modern farming, they play a major role in maintaining high agricultural productivity. Hence, in high-input intensive agricultural production systems, the widespread use of pesticides to manage pests has emerged as a dominant feature. However, reliance on pesticides is difficult to sustain because of unintended long-term adverse effects on the environment and human health. On the other hand, pharmaceuticals constitute a more ‘recent’ class of contaminants. They enter the environment through defective septic systems, leaking underground sewage, surface run-off, but mainly inadequate degradation or removal through wastewater treatment plants (WWTPs). The rate of their usage and consumption has been increasing rapidly and so will be, due to the expanding population, inverting age structure, new target age groups, and expansion of potential markets aggravates the problem. Over the last 20 years increasing attention has been paid to understanding the presence and impacts of pesticides and pharmaceuticals in freshwater ecosystems. However, a lack of a systematic approach to the detection of such compounds into coastal environments has led to fragmented literature of serendipitous approaches. This is a critical knowledge gap, given the significant increase in coastal human populations around the globe and the growth of coastal megacities, together with the importance of coastal aquaculture around the world. There is now widespread recognition of the need for a cradle-to-grave stewardship of pesticides and medicines for minimizing environmental exposure while improving crops or promoting human and animal health respectively. What is more, the majority of monitoring programs focus on the aqueous compartment. Studies about the presence of these compounds in sediments -let alone marine ones- are scarce. However, since sediments are the result of the integration of various processes, they tend to be a sink for many contaminants, providing not only a global estimation about the quality status of water bodies but also reliable historical contamination information. Sensitive analytical methods to evaluate the extent of the risk for the plethora of pesticides and pharmaceuticals are required. Multi-residue methods are powerful tools, as they may provide greater knowledge about the overall contamination. Recently, the evolution of high-resolution mass spectrometry has initiated a new trend in analytical data processing. High resolving power and high mass accuracy are the ‘gold’ parameters, enabling the distinction between any possible interfering matrix components and target analytes, within a decimal difference, avoiding false positives. Moreover, the identification and confirmation are more selective and reliable thanks to the accurate mass measurements for each molecular ion and subsequent fragments.The instrumentation of ion trap/Orbitrap (LTQ–Orbitrap) is a combination of two different mass spectrometer types, with excellent detection and identification ability for compounds of a range of molecular weights, even in the most complex matrices. It outweighs against the traditionally-used low-resolution methods, enabling the quantification and confirmation of a theoretically unlimited number of analytes within a single analytical run, as well as isobaric compounds that differ in the elemental composition, can be distinguished.To keep up with this evolution in analytical strategies, generic sample preparation methodologies employing different clean-up techniques, offering reliable analysis of a large number of compounds, are needed. However, given the different classes and physicochemical properties of the analytes and the complexity of the matrices, multi-residue analysis in such matrices is a challenging issue. Stepping towards a more comprehensive assessment of environmental exposure to contaminants, the present dissertation looks at the development and validation of analytical methods that combine efficient extraction combined with the cutting of-the-edge LC–Orbitrap/MS mass spectrometry. Following the current trend to apply cheaper, miniaturized and more ‘green’ extraction techniques with sufficiently cleaned-up extracts amendable to LC-MS analysis, the so-called QuEChERS approach followed by dispersive solid phase extraction (dSPE) clean-up was selected and modified accordingly for sediments analysis. For water analysis, the common, extensively studied and effective SPE was the method of choice. The LC-MS crucial parameters were optimized and finally, the analysis, operated in positive ionization mode, was carried out in a short overall analysis time. Identification was based both on accurate mass and retention time. Matrix-matched calibration approach along with isotopically-labeled internal standards was employed for quantification and correction of matrix effect. Apart from mass accuracy provided by Orbitrap FT-MS technology, the confirmation of positive findings was also based on MS/MS fragmentation and isotope abundance, employed to reduce the number of possible formulas for a given mass. Afterward, the extraction methods were also optimized and validated in accordance with the European Commission requirements, while further confirmation was achieved by MS fragmentation. Regarding QuEChERS, to obtain the optimum conditions, pH, extraction salts, sediment amount and clean-up sorbents were studied for pesticides and pharmaceuticals separately. In the optimized method, recoveries for pesticides were calculated between 70.8% and 106.2% and for pharmaceuticals between 64-101 % in the intermediate spiking level, with a relative standard deviation below 15% in almost all cases. Method quantification limits were below 10 ng g-1 for the vast majority of pesticides, while for pharmaceuticals ranged from 1.3 to 47 ng g−1. The linearity, expressed as a correlation coefficient, was over 0.992 in all cases, within a range from each compound’s method quantification limit to 500 ng g−1. Matrix effect study revealed slight signal suppression that was decreased largely the clean-up step for the majority of compounds. For the SPE optimization, different analytical protocols were examined for each mix of compounds, testing different cartridges, sample pH, washing and elution solvent. For pesticides, the recovery rates ranged from 61% -96% in the river water for medium spiking level, while they were slightly higher (60% -111%) for seawater due to increased ionic strength but also substrate effect. The recoveries for pharmaceutical compounds in river waters ranged from 61% to 105.3% and in seawater from 55.9% to 110.3%. In all cases, the repeatability and intra-laboratory reproducibility was less than 15%. Method quantification limits ranged from 1.7 ng L-1 to 90 ng L-1 for pesticides and from 0.8 ng L-1 to 25 ng L-1 for pharmaceuticals. Linearity was excellent in all cases, with the correlation coefficient being greater than 0.997. Matrix effect study in seawater revealed strong signal suppression only for dimethoate, fluoxetine, paroxetine, and sertraline. The developed analytical methodologies were implemented in an EU-wide case study, including samples from coastal areas where aquaculture is active in Greece, Albania, Italy, Spain, Portugal, the United Kingdom, and Norway. Concerning the pesticides, the study revealed the presence of 67% of the selected pesticides in 75% of the water samples, while only 50% of these compounds were detected at a concentration above the quantification limit. Metalaxyl, diuron, S-metolachlor, and fenpyroximate were the most ubiquitous pesticides. Italy was the country with the most positive findings while Norway with the fewest. In sediments, the frequency of detection was quite low and at concentrations below the quantification limit. With regard to the detection of the pharmaceutical compounds in waters, 36% of them were detected at least once. The most frequently detected compounds both in water and sediment were carbamazepine and venlafaxine. Moreover, those exhibited the highest concentration in water, while in sediments the highest concentration was observed for risperidone. Equally to pesticides, Italy was in the first place of positive findings. Environmental risk assessment was performed implementing the risk quotient method for three trophic levels (algae, daphnids, and fish). In almost all cases for pesticides, RQ values were much <0.01, corresponding to "low risk". Tebupirimfos showed high toxicity in daphnids as well as diuron and S-metolachlor in algae. Similar findings were observed for pharmaceuticals, with the exception of amitriptyline for algae, which showed RQ= 43.02, entailing very high toxicity. The risk quotient method is useful, indicating the need for further investigation of the presence and exposure of organisms to emerging contaminants, in order to obtain a comprehensive picture of their environmental impact. Η παρουσία φυτοπροστατευτικών και φαρμακευτικών ενώσεων στο περιβάλλον αποτελεί σημαντικό ζήτημα και καθιστά αναγκαία την ανάπτυξη ευαίσθητων και αξιόπιστων αναλυτικών μεθόδων για τον έλεγχο της υπολειμματικότητάς τους σε διάφορα περιβαλλοντικά υποστρώματα. Τα τελευταία χρόνια, ο αριθμός των μελετών παγκοσμίως που πραγματεύονται την ανάπτυξη και την εφαρμογή αναλυτικών μεθόδων για την εκτίμηση των επιπέδων συγκεντρώσεων και την τύχη τέτοιων ξενοβιοτικών ενώσεων στο περιβάλλον αυξάνεται συνεχώς. Στην πλειονότητά τους, οι μελέτες αυτές ασχολούνται με επιφανειακά και υπόγεια νερά, με νερά από τις εισόδους και εξόδους των Μονάδων Επεξεργασίας Υγρών Αποβλήτων και λιγότερο με έδαφος και ιζήματα, ενώ υπάρχει σημαντική έλλειψη δεδομένων για τα παράκτια και θαλάσσια οικοσυστήματα. Ειδικότερα στην χώρα μας, αυτές οι έρευνες είναι ελάχιστες και αποσπασματικές, ενώ δεν αναφέρονται σε περιοχές με έντονη ιχθυοτροφική δραστηριότητα, που αποτελεί σημαντική εν δυνάμει πηγή θαλάσσιας ρύπανσης. Για τη συστηματική και αξιόπιστη μελέτη υπολειμμάτων ρύπων σε ίχνη απαιτούνται ευαίσθητες αναλυτικές μέθοδοι, που θα επιτρέπουν την ταυτόχρονη ανάλυση μεγάλου αριθμού ενώσεων. Ωστόσο, ο μεγάλος αριθμός διαφορετικών κατηγοριών εν δυνάμει ρύπων, οι ποικίλες φυσικοχημικές ιδιότητες τους και η πολυπλοκότητας ορισμένων υποστρωμάτων, καθιστά την πολύ-υπολειμματική ανάλυση απαιτητική και «πρόκληση» για την περιβαλλοντική αναλυτική χημεία. Στην παρούσα Διατριβή, επιλέχθηκαν αναπτύχθηκαν και επικυρώθηκαν αναλυτικές μέθοδοι για τον προσδιορισμό 18 φυτοπροστατευτικών και 25 φαρμακευτικών ενώσεων σε νερά και ιζήματα. Οι μέθοδοι τελικά εφαρμόστηκαν σε μία περίπτωση μελέτης (case study) που αφορούσε περιοχές της Ελλάδας και της Ευρώπης, όπου εκτός των λοιπών ανθρωπογενών δραστηριοτήτων, λειτουργούν και υδατοκαλλιέργειες. Κριτήρια για την επιλογή των ενώσεων ήταν η εκτεταμένη χρήση/κατανάλωσή τους, η αποδεδειγμένη παρουσία τους στο περιβάλλον και την εν δυνάμει επικινδυνότητά τους για αυτό. Συμπεριλήφθηκαν, μεταξύ άλλων, «ρύποι προτεραιότητας» και ενώσεις από τον «κατάλογο επιτήρησης ουσιών» της ΕΕ. Για τον προσδιορισμό των ενώσεων χρησιμοποιήθηκε σύστημα υγρής χρωματογραφίας συζευγμένης με φασματομετρία μάζας υψηλής διακριτικής ικανότητας (και συγκεκριμένα ο υβριδικός τροχιακός αναλυτής μάζας Orbitrap). Χρησιμοποιήθηκε πηγή ιοντισμού με ηλεκτροψεκασμό, στη λειτουργία του θετικού ιοντισμού, με συνολικό χρόνο ανάλυσης κάτω από δέκα λεπτά. Τόσο στην υγρή χρωματογραφία όσο και στη φασματομετρία μάζας, μελετήθηκαν και βελτιστοποιήθηκαν οι κρίσιμες παράμετροι. Για την ποσοτικοποίηση και τη διόρθωση της επίδρασης από το υπόστρωμα χρησιμοποιήθηκαν καμπύλες προσομοίωσης στο υπόστρωμα και ισοτοπικά επισημασμένα εσωτερικά πρότυπα. Εκτός από την εξαιρετική ακρίβεια μάζας (<5 ppm), που παρέχεται από την τεχνολογία Orbitrap MS, η επιβεβαίωση των θετικών ανιχνεύσεων βασίστηκε επίσης σε θραυσματοποίηση MS/MS. Για τον προσδιορισμό των υπό έρευνα ενώσεων στα ιζήματα επιλέχθηκε η σχετικά πρόσφατη, απλή και ταχεία μέθοδος εκχύλισης QuEChERS (Quick, Easy, Cheap, Effective, Rugged and Safe). Για να καθοριστούν οι βέλτιστες συνθήκες εκχύλισης, μελετήθηκαν ο διαλύτης εκχύλισης και το pH του, τα άλατα εκχύλισης, η ποσότητα και η επανυδάτωση του προς ανάλυση δείγματος ενώ για το στάδιο του καθαρισμού μελετήθηκαν διαφορετικοί συνδυασμοί προσροφητικών. Στη βελτιστοποιημένη μέθοδο, οι ανακτήσεις για τις φυτοπροστατευτικές ενώσεις κυμάνθηκαν από 70,8% και 106,2% και για τις φαρμακευτικές από 64 έως 101%, με σχετική τυπική απόκλιση κάτω από 15% σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις. Τα όρια ποσοτικοποίησης ήταν κάτω από 10 ng g-1 για τη συντριπτική πλειοψηφία των φυτοπροστατευτικών, ενώ για τα φαρμακευτικά υπολογίστηκαν από 1,3 έως 47 ng g-1. Ο συντελεστής γραμμικότητας ήταν πάνω από 0,992 σε όλες τις περιπτώσεις, με γραμμική περιοχή από το όριο ποσοτικοποίησης έως περίπου 100 φορές την τιμή αυτή. Η μελέτη επίδρασης υποστρώματος έδειξε ελαφρά μείωση του σήματος που μειώθηκε σε μεγάλο βαθμό μετά την εφαρμογή του σταδίου καθαρισμού, για την πλειονότητα των ενώσεων.Για την εκχύλιση των υδατικών δειγμάτων επιλέχθηκε η ευρύτατα διαδεδομένη τεχνική SPE (solid phase extraction). Για τη βελτιστοποίηση, ελέγχθηκαν διαφορετικά αναλυτικά πρωτόκολλα εξετάζοντας έτσι διαφορετικές μικροστήλες εκχύλισης, διαφορετικά pH δείγματος και διαφορετικούς διαλύτες έκπλυσης και έκλουσης. Για τις φυτοπροστατευτικές ενώσεις, οι ανακτήσεις κυμαίνονταν από 61%–96% στο νερό ποταμού, ενώ ήταν ελαφρώς υψηλότερα (60%–111%) για το θαλασσινό νερό. Οι ανακτήσεις για τις φαρμακευτικές ενώσεις σε ποτάμια ύδατα κυμάνθηκαν από 61% έως 105,3% και στο θαλασσινό νερό από 55,9% έως 110,3%. Σε όλες τις περιπτώσεις, η επαναληψιμότητα και η ενδοεργαστηριακή αναπαραγωγιμότητα ήταν μικρότερη από 15%. Τα όρια ποσοτικοποίησης της μεθόδου υπολογίστηκαν από 1,7 ng L-1 έως 90 ng L-1 και από 0,8 ng L-1 έως 25 ng L-1 για τις φυτοπροστατευτικές και φαρμακευτικές ενώσεις αντίστοιχα. Η γραμμικότητα ήταν πολύ καλή σε όλες τις περιπτώσεις (r2>0,997). Η επικύρωση των πολύ-υπολειμματικών μεθόδων που αναπτύχθηκαν πραγματοποιήθηκε με βάση την ισχύουσα νομοθεσία της ΕΕ, όπως αυτή ορίζεται στις οδηγίες 2002/657/ΕΚ και SANTE 11813/2017. Η εφαρμογή των μεθόδων σε δείγματα νερών και ιζημάτων από υδάτινα σώματα πλησίον υδατοκαλλιεργειών στην Ελλάδα, την Αλβανία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, την τη Νορβηγία και το Ηνωμένο Βασίλειο επιβεβαίωσε την παρουσία πολλών φυτοπροστατευτικών και φαρμακευτικών ενώσεων κυρίως στα νερά, και λιγότερο στα ιζήματα. Συγκεκριμένα, το 67% των επιλεγμένων φυτοπροστατευτικών ενώσεων ανιχνεύθηκε στο 75% των δειγμάτων νερού, ενώ μόνο το 50% αυτών των ενώσεων ανιχνεύθηκαν σε συγκέντρωση πάνω από το όριο ποσοτικοποίησης. Στα ιζήματα, η συχνότητα ανίχνευσης ήταν αρκετά χαμηλή και σε συγκεντρώσεις κάτω από το όριο ποσοτικοποίησης. Όσον αφορά την ανίχνευση των φαρμακευτικών ενώσεων στα ύδατα, το 36% αυτών ανιχνεύθηκε τουλάχιστον μία φορά. Οι ενώσεις που ανιχνεύθηκαν συχνότερα τόσο στο νερό όσο και στο ίζημα ήταν το carbamazepine και το venlafaxine. Επιπλέον, εμφάνισαν την υψηλότερη συγκέντρωση σε νερό, ενώ στα ιζήματα την υψηλότερη συγκέντρωση εμφάνισε το risperidone. Η Ιταλία ήταν η χώρα με τις περισσότερες θετικές ανιχνεύσεις. Η εκτίμηση περιβαλλοντικού κινδύνου έγινε με την εφαρμογή της μεθόδου του πηλίκου (risk quotient) για τρία τροφικά επίπεδα (φύκη, ασπόνδυλα και ψάρια). Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις οι τιμές RQ ήταν μικρότερες από 0,01, που αντιστοιχεί σε "χαμηλό κίνδυνο", με εξαίρεση μια φυτοπροστατευτική και μια φαρμακευτική ένωση. Η μέθοδος αυτή υποδεικνύει την ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση της υπολειμματικότητας τέτοιων ρύπων και της έκθεσης οργανισμών σε αυτούς, για την ολοκληρωμένη αποτίμηση της υποβάθμισης του υδάτινου περιβάλλοντος. 1121 210 219 In recent years, many schools and educational authorities have realized the importance of educating children (and indirectly their parents and other adults) about the sustainable use of energy (European Commission, 2009). Education provides the skills people need to thrive in the new sustainable economy, working in areas such as renewable energy, smart agriculture, forest rehabilitation and the design of resource-efficient cities (Bokova, 2015). For the present study, a series of laboratory courses on energy management were conducted within the frame of the Environmental Education course at the Department of Preschool Education of the University of Ioannina. The study investigates the distance learning process of pre-service teachers using the online Moodle learning platform on energy management in conjunction with case studies. The theoretical and methodological frame of Activity Theory was used to design the course. The results of the present study show that participation in a distance course, using the Moodle educational platform on energy management issues, provided a more holistic understanding of energy issues. These findings underline the positive impact of energy education on higher education and therefore on teacher education and suggest that the inclusion of energy management in the context of environmental education in educational programs may facilitate the development of environmental thinking in pre-service and in-service teachers. Τα τελευταία χρόνια, πολλά σχολεία και εκπαιδευτικές αρχές έχουν αντιληφθεί τη σημασία της εκπαίδευσης των παιδιών (και έμμεσα των γονέων τους και άλλων ενηλίκων) σχετικά με τη βιώσιμη χρήση της ενέργειας (European Commission, 2009). Η εκπαίδευση παρέχει τις δεξιότητες που χρειάζονται οι άνθρωποι για να ευημερήσουν στη νέα βιώσιμη οικονομία, δουλεύοντας σε τομείς όπως η ανανεώσιμη ενέργεια, η έξυπνη γεωργία, η αποκατάσταση των δασών και ο σχεδιασμός πόλεων με βιώσιμη διαχείριση πόρων (Bokova, 2015). Για την παρούσα έρευνα, διεξήχθη μια σειρά εργαστηριακών μαθημάτων με θέμα τη διαχείριση της ενέργειας, στο πλαίσιο του μαθήματος της Περιβαλλοντικής Αγωγής του Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Διερευνά την εξ αποστάσεως διαδικασία εκπαίδευσης μελλοντικών εκπαιδευτικών με τη χρήση της εκπαιδευτικής πλατφόρμας Moodle σε θέματα διαχείρισης ενέργειας με τη βοήθεια μελετών περίπτωσης υπό το πρίσμα της θεωρίας δραστηριότητας. Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας δείχνουν ότι η συμμετοχή σε ένα εξ αποστάσεως εργαστήριο, με χρήση της εκπαιδευτικής πλατφόρμας Moodle, σε θέματα διαχείρισης ενέργειας παρείχε μια πιο ολιστική κατανόηση των θεμάτων γύρω από την ενέργεια. Αυτά τα ευρήματα υπογραμμίζουν τις θετικές επιπτώσεις της εκπαίδευσης σε θέματα ενέργειας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και κατ’ επέκταση την εκπαίδευση εκπαιδευτικών και προτείνουν ότι η εισαγωγή θεμάτων διαχείρισης ενέργειας στο πλαίσιο της Περιβαλλοντικής αγωγής στα εκπαιδευτικά προγράμματα μπορεί να διευκολύνει την ανάπτυξη της περιβαλλοντικής σκέψης των μελλοντικών ή εν ενεργεία εκπαιδευτικών. 1122 585 636 Μελέτη μη γραμμικής συμπεριφοράς ελαστικών πιεζοηλεκτρικών δοκών με μεγάλες παραμορφώσεις In problems of elastic and piezoelectric beams with large displacements, displacements are of the same order of magnitude as the beam thickness. In these cases, linear beam theory does not produce exact results as it cannot predict the in-plane beam displacements. For this reason, a geometrically non-linear theory of large deformations is necessary to remove the relevant inconsistencies and to study such problems. This paper studies nonlinear bending problems with large displacements for both elastic and piezoelectric beams. Initially, the equations of motion and boundary conditions are produced by “Hamilton’s principle”, applying the Calculus of Variations. Subsequently, the effect of geometrical nonlinearities is studied and attempts are made to analytically solve linear and non-linear problems in the static case. In particular, the first chapter presents the basic linear theories of elasticity and higher order elasticity theories. Initially, for Euler - Bernoulli, Timoshenko beams theory and for higher order shear theories, motion equations and corresponding boundary conditions are produced for both static and dynamic beam bending problems. It also solves the static problem for all theories and presents numerical results and graphs comparing with data from the literature. The second chapter presents the basic concepts of nonlinear elasticity theories, a relative bibliographic review of non-linear elasticity, the main sources of origin of nonlinearity and the way in which various problems arise. Then, the motion equations and the corresponding boundary conditions for geometrical non-linear theories of elastic beams with large displacements (Von Kármán theory) are produced using “Hamilton’s principle” and a relative static beam bending problem is solved. In Chapter 3, there is an introduction to piezoelectric effect and piezoelectric materials. Smart materials, the categories of materials that fall into them and their main applications are described. In the 4th chapter, the linear equations of motion and boundary conditions based on “Hamilton’s principle” for flexural piezoelectric beams in combination with a set of grouped upper-order shear theories are produced. Then, a relative static piezoelectric beam problem is solved and the results and graphs for all the grouped upper class shear theories for bending a piezoelectric beam are presented. The 5th chapter refers to nonlinear flexural piezoelectric beams in combination with a set of grouped upper-order shear theories. Initially, the non-linear motion equations and v boundary conditions are produced using “Hamilton’s principle”. Subsequently, a relative problem of non-linear piezoelectric beams is solved and the resulting results are presented. Basic applications in which the equations and results we have extracted can be used are the precise studies of energy metering devices based on the oscillation of piezo-electric beams with large displacements for maximum energy utilization. Also, in general, medical technology provides accurate study of devices with applications in medicine (such as coronary stent, pacemaker etc.) based on the use of piezoelectric structures. In the future, research can be extended to solve dynamic piezoelectric problems. Also, research can be extended in problems where different boundary conditions are required and in coupled field problems such as for example thermo-elastic materials or thermo-piezoelastic materials. Finally, it is considered necessary to solve nonlinear theories that have been produced for both elastic and piezoelectric beams using numerical methods and in particular the Finite Element Method. In conclusion, in this paper the study of the static problem of a beam with immovable ends using linear and non-linear beam theory in elastic and piezoelectric beams has found that the offsets provided by the non-linear theory are smaller than the corresponding displacements predicted for linear theory. This means that in nonlinear theory, the beam is more rigid. Στα προβλήματα ελαστικών και πιεζοηλεκτρικών δοκών με μεγάλες μετατοπίσεις, οι μετατοπίσεις είναι ίδιας τάξης μεγέθους με το πάχος της δοκού. Στις περιπτώσεις αυτές, η γραμμική θεωρία δοκών δεν παράγει ακριβή αποτελέσματα καθώς δεν μπορεί να προβλέψει τις εντός επιπέδου μετατοπίσεις της δοκού. Για το λόγο αυτό, είναι αναγκαία μια γεωμετρικά μη γραμμική θεωρία μεγάλων παραμορφώσεων για την άρση των σχετικών ασυνεπειών και τη μελέτη τέτοιου είδους προβλημάτων. Η εργασία, αυτή, μελετά γραμμικά και μη γραμμικά προβλήματα κάμψης με μεγάλες μετατοπίσεις τόσο για ελαστικές όσο και για πιεζοηλεκτρικές δοκούς. Αρχικά, παράγονται οι εξισώσεις κίνησης και οι συνοριακές συνθήκες με εφαρμογή της «Αρχής Hamilton», με τη χρήση του λογισμού των μεταβολών. Στη συνέχεια, μελετάται η επίδραση των γεωμετρικών μη γραμμικοτήτων και γίνεται προσπάθεια αναλυτικής επίλυσης των γραμμικών και μη γραμμικών προβλημάτων στη στατική περίπτωση. Πιο συγκεκριμένα, στο 1ο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι βασικές γραμμικές θεωρίες ελαστικότητας και θεωρίες ελαστικής διάτμησης ανώτερης τάξης. Αρχικά, για τις θεωρία δοκών Euler - Bernoulli, Timoshenko και για τις θεωρίες διάτμησης ανώτερης τάξης, παράγονται οι εξισώσεις κίνησης και οι αντίστοιχες συνοριακές συνθήκες για στατικά και δυναμικά προβλήματα κάμψης δοκών. Επίσης, επιλύεται το στατικό πρόβλημα για όλες τις θεωρίες και παρουσιάζονται αριθμητικά αποτελέσματα και γραφικές παραστάσεις συγκρίνοντας με δεδομένα από τη βιβλιογραφίας. Στο 2ο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι βασικές έννοιες στις μη γραμμικές θεωρίες ελαστικότητας, μια σχετική βιβλιογραφική ανασκόπηση στη μη γραμμική ελαστικότητα, οι κύριες πηγές προέλευσης της μη γραμμικότητας και ο τρόπος εμφάνισής στα διάφορα προβλήματα. Στη συνέχεια, παράγονται οι εξισώσεις κίνησης και οι αντίστοιχες συνοριακές συνθήκες για τις γεωμετρικά μη γραμμικές θεωρίες ελαστικών δοκών με μεγάλες μετατοπίσεις (θεωρία Von Karman) με τη χρήση της «Αρχής Hamilton» και επιλύεται ένα σχετικό στατικό πρόβλημα κάμψης δοκού. Στο 3ο κεφάλαιο παρουσιάζεται μια εισαγωγή στο πιεζοηλεκτρικό φαινόμενο και στα πιεζοηλεκτρικά υλικά. Περιγράφονται τα έξυπνα υλικά (smart materials), οι κατηγορίες υλικών που εμπίπτουν σε αυτά καθώς και οι κύριες εφαρμογές τους. Στο 4ο κεφάλαιο γίνεται η παραγωγή των γραμμικών εξισώσεων κίνησης και συνοριακών συνθηκών με βάση την «Αρχή Hamilton» για πιεζοηλεκτρικές δοκούς σε κάμψη σε συνδυασμό με ένα σύνολο ομαδοποιημένων θεωριών διάτμησης ανώτερης τάξης. Στη συνέχεια, επιλύεται ένα σχετικό στατικό πρόβλημα πιεζοηλεκτρικής δοκού σε κάμψη και παρουσιάζονται τα αποτελέσματα και οι γραφικές παραστάσεις για το σύνολο των ομαδοποιημένων θεωριών διάτμησης ανώτερης τάξης για την κάμψη μιας πιεζοηλεκτρικής δοκού. Το 5ο κεφάλαιο αναφέρεται σε μη γραμμικές θεωρίες πιεζοηλεκτρικών δοκών σε κάμψη σε συνδυασμό με ένα σύνολο ομαδοποιημένων θεωριών διάτμησης ανώτερης τάξης. Αρχικά, γίνεται η παραγωγή των μη γραμμικών εξισώσεων κίνησης και των συνοριακών συνθηκών με τη χρήση της «Αρχής Hamilton». Στη συνέχεια, επιλύεται αναλυτικά ένα σχετικό πρόβλημα μη γραμμικών πιεζοηλεκτρικών δοκών και παρουσιάζονται τα αποτελέσματα που προκύπτουν. Βασικές εφαρμογές στις οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι εξισώσεις και τα αποτελέσματα που εξάγαμε αποτελούν οι ακριβής μελέτες διατάξεων μάστευσης ενέργειας με βάση την ταλάντωση πιεζοηλεκτρικών δοκών με μεγάλες μετατοπίσεις για μέγιστη εκμετάλλευση ενέργειας. Επίσης, γενικά, στην ιατρική τεχνολογία προβλέπεται η ακριβής μελέτη διατάξεων με εφαρμογές στην ιατρική (όπως το στεφανιαίο stent, ο βηματοδότης κ.α.) που στηρίζονται στη χρήση πιεζοηλεκτρικών δομών. Μελλοντικά, η έρευνα μπορεί να επεκταθεί στην επίλυση δυναμικών προβλημάτων πιεζοηλεκτρικών δομών. Επίσης, στην επίλυση προβλημάτων όπου απαιτούνται διαφορετικές συνοριακές συνθήκες και σε προβλήματα συζευγμένων πεδίων όπως για παράδειγμα σε θέρμο-ελαστικά υλικά ή θέρμο-πίεζο-ελαστικά υλικά. Τέλος, θεωρείται απαραίτητη η προσπάθεια επίλυσης των μη γραμμικών θεωριών που έχουν παραχθεί τόσο για ελαστικές όσο και για πιεζοηλεκτρικές δοκούς με τη χρήση αριθμητικών μεθόδων και ιδιαίτερα της μεθόδου των Πεπερασμένων Στοιχείων. Συμπερασματικά, στην εργασία αυτή από τη μελέτη του στατικού προβλήματος μιας δοκού με ακίνητα άκρα με τη χρήση γραμμικής και μη γραμμικής θεωρίας σε ελαστικές και σε πιεζοηλεκτρικές δοκούς, διαπιστώθηκε ότι οι μετατοπίσεις που προβλέπονται από τη μη γραμμική θεωρία είναι μικρότερες από τις αντίστοιχες μετατοπίσεις που προβλέπονται για τη γραμμική θεωρία. Αυτό σημαίνει ότι στη μη γραμμική θεωρία, η δοκός εμφανίζεται περισσότερο άκαμπτη. 1123 210 208 continuity and incisions in the sentimentalist moral theory of Hutcheson and Hume συνέχεια και τομές στην αισθηματοκρατική ηθική των Hutcheson και Hume The sense of sympathy is a notion that Hume uses in his moral philosophy and means the transfer of sentiments from one person to another. The sense of sympathy develops in moral philosophy of Hume and owns crucial position either to the self, to other people, to the formulation of moral judgment and the sense of justice. Sympathy is a multidimensional notion that embraces the moral system of Hume and establishes the notion of communication between people and that founds a criterion of sociability. The notion of the moral sense of Hutcheson is absent in the moral philosophy of Hume, it claims however the natural origin of the moral sentiment. Hume borrows from Hutcheson all his basic notions omitting however the notion of the benevolent God. The moral sense and benevolence, that are prevalent in the philosophy of Hutcheson, are converted into sympathy in Hume. Hutcheson discovers in the notion of benevolence the participation in the happiness or the misery of the other person, a sentiment that Hume attributes in the notion of sympathy. The moral philosophy of Hutcheson and the moral philosophy of Hume have stoic influences and interpret universal harmony as desideratum of their moral philosophy. Η έννοια της συμπάθειας είναι ένας όρος που χρησιμοποιεί ο Hume στην ηθική του φιλοσοφία και σημαίνει τη μετάδοση των συναισθημάτων από τον έναν άνθρωπο στον άλλο. Η έννοια της συμπάθειας αναπτύσσεται στην ηθική φιλοσοφία του Hume και καταλαμβάνει καίρια θέση, τόσο ως προς τον εαυτό, τους άλλους ανθρώπους, τη διατύπωση ηθικών κρίσεων όσο και ως προς την έννοια της δικαιοσύνης. Η συμπάθεια είναι μια πολυδιάστατη έννοια και αγκαλιάζει το ηθικό σύστημα του Hume καθιερώνοντας την έννοια της επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων και θεμελιώνοντας ένα κριτήριο κοινωνικότητας. Η έννοια της ηθικής αίσθησης του Hutcheson απουσιάζει από τη φιλοσοφία του Hume, ωστόσο καταξιώνει την φυσική προέλευση του ηθικού συναισθήματος. Ο Hume δανείζεται από τον Hutcheson όλες τις βασικές του έννοιες παραλείποντας ωστόσο την έννοια του ευμενούς Θεού. Η ηθική αίσθηση και η ευμένεια, που κυριαρχούν στην ηθική φιλοσοφία του Hutcheson, μετατρέπονται στη συμπάθεια κατά Hume. Ο Hutcheson ανακαλύπτει στην έννοια της ευμένειας την συμμετοχή στην ευτυχία ή τη δυστυχία του άλλου ανθρώπου, ένα συναίσθημα που αποδίδει ο ίδιος ο Hume στηv έννοια της συμπάθειας. Τόσο η ηθική φιλοσοφία του Hutcheson όσο και αυτή του Hume έχουν στωικές επιδράσεις και ερμηνεύουν την παγκόσμια αρμονία ως ζητούμενο της ηθικής τους φιλοσοφίας. 1124 379 481 Assessing and modelling socio-ecological interactions of sacred forests in northwestern Greece Ανάλυση και μοντελοποίηση κοινωνικο-οικολογικών αλληλεπιδράσεων στα ιερά δάση της βορειοδυτικής Ελλάδας The purpose of this thesis is to disentangle the relative influence of ecological and social processes in the composition, spatial patterning and temporal extent of Sacred Natural Sites (SNS). SNSs are natural places with spiritual and religious significance for local communities. They are peculiar coupled socio-ecological systems arising from long-lasting interactions between ecological processes and anthropogenic influences. SNSs have been recently recognized as providers of crucial nonmaterial benefits related to human-nature relationships. However, how different ecological and social processes interact in time and space influencing their formation remains a largely unexplored topic. This is especially relevant, as SNSs face increasing risks of degradation due the cultural and demographic changes occurred in the past decades (e.g. depopulation of rural areas, knowledge loss of traditional management practices). We use ecological and social data, collected on a sample of sacred forests in Northwestern Greece, to: (i) understand the main socio-ecological processes that led to the sacred forests establishment, (ii) identify spatial (i.e. forests extent and boundaries) and temporal (i.e. forests’ establishments) patterns across sacred forests; (iii) model the spatial extent of sacred forests over time to quantify how social processes impact the forest expansion. We do this through an interdisciplinary methodology, which combines diverse set of data stemming from different sources (data on forest structure and vegetation, tree rings data, ethnographic data) integrated and analysed in the thesis using both quantitative and qualitative techniques (statistical analysis, spatial analysis, environmental modelling). According to the findings of this thesis, we conclude that it is possible to disentangle the relative influence of ecological and social processes in the composition, spatial patterning and temporal extent of SNS. In the context of sacred forests in northwestern Greece, results suggest that traditional management practices and social beliefs are main drivers in defining the spatial structure of sacred forests, and in preserving them as time passes. Unfolding the role of these processes is fundamental for understanding how the historical change in cultural practices related to management of sacred sites has determined the trajectory of their vegetation composition and function. This analysis provides the first multidisciplinary assessment of SNSs role in a changing society, giving clearer perspectives on how to design conservation practices tailored to SNSs facing cultural abandonment. Σκοπός αυτής της διατριβής είναι να διερευνήσει τη σχετική επίδραση των οικολογικών και κοινωνικών διαδικασιών στη σύνθεση, τη χωρική διαμόρφωση και το μέγεθος διαχρονικά των Ιερών Φυσικών Τόπων (ΙΦΤ). Ιεροί Φυσικοί Τόποι υπάρχουν σε πολλές περιοχές του κόσμου και έχουν πνευματική και θρησκευτική σημασία για τις τοπικές κοινότητες. Πρόκειται για ιδιόμορφα, συζευγμένα κοινωνικο-οικολογικά συστήματα που διαμορφώνονται από μακροχρόνιες αλληλεπιδράσεις μεταξύ οικολογικών διαδικασιών και ανθρωπογενών επιδράσεων. Οι ΙΦΤ αναγνωρίστηκαν πρόσφατα ως πάροχοι ζωτικών μη-υλικών ωφελειών που συνδέονται με τη σχέση ανθρώπου-φύσης. Ωστόσο, το πώς οι διάφορες οικολογικές και κοινωνικές διαδικασίες αλληλεπιδρούν στο χρόνο και στο χώρο επηρεάζοντας τη διαμόρφωσή τους παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητο θέμα. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς πολλοί ΙΦΤ αντιμετωπίζουν υψηλούς κινδύνους υποβάθμισης λόγω των πολιτισμικών και δημογραφικών αλλαγών που σημειώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες (π.χ. ερήμωση αγροτικών περιοχών, απώλεια γνώσεων παραδοσιακών πρακτικών διαχείρισης, κ.ά). Στην προσπάθεια να συμβάλουμε στη διερεύνηση αυτού του θέματος, επιλέξαμε προς μελέτη έναν αριθμό ιερών δασών στη βορειοδυτική Ελλάδα και συλλέξαμε και αναλύσαμε δεδομένα τόσο οικολογικού όσο και κοινωνικού χαρακτήρα. Στο πρώτο Κεφάλαιο, εκτιμάμε και αξιολογούμε τις σχετικές επιπτώσεις των φυσικών περιβαλλοντικών παραγόντων και των καθεστώτων διαχείρισης στη δομή και τη σύνθεση ομάδων ξυλωδών φυτών σε έξι ιερά δάση στην περιοχή της Ηπείρου. Στο δεύτερο και τρίτο κεφάλαιο, εξετάζουμε τη χωροχρονική δυναμική των κοινωνικών και οικολογικών διαδικασιών που επηρεάζουν τα ιερά δάση. Στo τελευταίο κεφάλαιο, αναπτύσσουμε ένα μοντέλο που να μπορεί να εκτιμήσει πώς αλλάζει η έκταση που καταλαμβάνουν τα ιερά δάση με βάση τους ποικίλλους κοινωνικο-οικολογικούς παράγοντες και περιορισμούς που επιβάλλουν. Σύμφωνα με τα ευρήματα αυτής της διατριβής, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι είναι δυνατόν να προσδιοριστεί η σχετική επίδραση των οικολογικών και κοινωνικών διαδικασιών στη σύνθεση, τη χωρική διαμόρφωση και την έκταση διαχρονικά των ΙΦΤ (υπό την προϋπόθεση ότι είναι διαθέσιμο ή μπορεί να συλλεχθεί ένα σύνολο απαραίτητων οικολογικών και κοινωνικών δεδομένων). Χρησιμοποιώντας τα ιερά δάση στη βορειοδυτική Ελλάδα ως περιοχή μελέτης, αναγνωρίσαμε πώς αυτά εξελίσσονται δυναμικά στο χώρο ως αντίδραση σε μια σειρά κοινωνικο-οικολογικών διαδικασιών, οι οποίες επηρεάζουν και την εσωτερική σύνθεση και τη δομή τους. Παρόλο που οι οικολογικοί παράγοντες διαδραματίζουν έναν κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση της δυναμικής των θέσεων που καταλαμβάνουν, διαπιστώσαμε ότι ορισμένες κοινωνικές διαδικασίες είναι επίσης ζωτικής σημασίας για την ποιότητα των ΙΦΤ ως προς τη σύνθεση και τη χωρική διαμόρφωσή τους. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται κανόνες απαγόρευσης και πολιτισμικές ιεροπραξίες, διαχείριση της εξωτερικής ζώνης του δάσους και τάσεις του πληθυσμού. Η αποκάλυψη του ρόλου αυτών των διαδικασιών είναι θεμελιώδης για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η ιστορική αλλαγή στις πρακτικές που σχετίζονται με τη διαχείριση των ιερών τόπων έχει καθορίσει τη δυναμική τους, ως προς τη διαμόρφωση της βλάστησης και τη λειτουργίας τους. Αυτή η ανάλυση αποτελεί την πρώτη διεπιστημονική αξιολόγηση του ρόλου των ΙΦΤ σε μια μεταβαλλόμενη κοινωνία και μπορεί να συμβάλει στο σχεδιασμό πρακτικών διαχείρισης προσαρμοσμένων στη διατήρηση ΙΦΤ που αντιμετωπίζουν πολιτισμική εγκατάλειψη. 1125 354 318 Quantification of blood serum metabolites with emphasis in Branched Chain Amino Acids (BCAAs) with presaturation techniques of the NMR signal of macromolecules Ποσοτικοποίηση μεταβολιτών στον ορό του αίματος με τεχνικές καταστολής του σήματος NMR των μακρομορίων με έμφαση στα αμινοξέα διακλαδισμένης αλυσίδας Introduction: Recent studies have shown that the levels of branched-chain amino acids, BCAAs (valine, leucine and isoleucine) in blood serum are differentiated in the presence of severe disease conditions such as Type 2 Diabetes Mellitus (T2DM) and autoimmune diseases of liver compared to healthy states. However, little is known about the mechanisms associated the BCAAs levels with these diseases. In the current thesis, the levels of BCAAs were quantified by 1H-Nuclear Magnetic resonance spectroscopy (1H NMR) in serum samples of patients with type 2 diabetes mellitus (T2DM), Primary Biliary Cirrhosis (PBC) and Autoimmune Hepatitis (AH) and potential pathophysiological mechanisms are discussed. Methods: Blood samples were collected from 60 patients participated in the study: 20 patients with T2DM, 20 with AH and 20 patients with PBC. Isolated serum samples were ultrafiltrated to remove macromolecules. 1H NMR spectra were recorded at 298 K on a 500 MHz Bruker DRX NMR spectrometer. The concentration of BCAAs (µmol/l) was determined with respect to the value of glucose and/or creatinine, both of which have been measured by a conventional clinical chemistry method. Results: Serum levels of valine and leucine were higher in patients with T2DM compared to literature values for healthy ones whereas isoleucine remained in normal levels. In Autoimmune Hepatitis, all three BCAAs were found in lower levels compared to healthy ones with the most significant reduction presented in valine levels. Reduction of BCAAs levels were also observed in PBC patients compared to healthy subjects mainly due to isoleucine amount. Conclusions: A potential mechanism that could interpret the association of BCAAs with type 2 diabetes mellitus involves the activation of the mTORC1 signaling pathway resulting in induced insulin resistance. In liver diseases, hepatocytes appear to use increase amounts of BCAAs for their energy needs through Krebs cycle as well as substrates for enhanced glyconeogenesis and ketogenesis that accompany these disease states. However, further studies are needed for the detailed investigation of the possible mechanisms that associate BCAAs with these pathological conditions and their potential diagnostic utility. Εισαγωγή: Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι τα επίπεδα των αμινοξέων διακλαδισμένης αλυσίδας, BCAAs (βαλίνη, λευκίνη, ισολευκίνη) στον ορό του αίματος διαφοροποιούνται σε σχέση με τους υγιείς, στην παρουσία σοβαρών νοσολογικών καταστάσεων όπως ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 2 (ΣΔΤ2) και τα αυτοάνοσα νοσήματα του ήπατος (ΑΗ,ΠΧΚ). Ωστόσο λίγα στοιχεία είναι γνωστά για τους μηχανισμούς συσχέτισης των BCAAs με τις παραπάνω ασθένειες. Στην παρούσα διπλωματική εργασία έγινε ποσοτικός προσδιορισμός των BCAAs στον ορό του αίματος ασθενών με Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 2, Πρωτοπαθή Χολική Κίρρωση και Αυτοάνοση Ηπατίτιδα και προτάθηκαν πιθανοί μηχανισμοί συσχέτισης. Μέθοδος ανάλυσης: Στους 60 ασθενείς της μελέτης (20 ασθενείς με ΣΔΤ2, 20 ασθενείς με ΑΗ, 20 ασθενείς με ΠΧΚ) έγινε αρχικά λήψη δειγμάτων αίματος, ακολούθησε διήθηση του ορού για την απομάκρυνση των μακρομορίων και εν συνεχεία έγινε λήψη φασμάτων 1H NMR 500 MHz. Πραγματοποιήθηκε ποσοτικοποίηση των BCAAs ως προς την τιμή της γλυκόζης ή της κρεατινίνης οι οποίες προσδιορίστηκαν με τον καθιερωμένο βιοχημικό τρόπο και τα αποτελέσματα εκφράστηκαν σε μmol/l. Αποτελέσματα: Οι συγκεντρώσεις της βαλίνης και της λευκίνης βρέθηκαν αυξημένες στον ορό του αίματος ασθενών με Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 2, ενώ η ισολευκίνη διατηρήθηκε στα φυσιολογικά επίπεδα. Στην Αυτοάνοση Ηπατίτιδα τα επίπεδα των BCAAs βρέθηκαν μειωμένα σε σχέση με τους υγιείς με τη σημαντικότερη μείωση να καταγράφεται στα επίπεδα της βαλίνης. Μείωση των επιπέδων των BCAAs και κυρίως για την ισολευκίνη παρατηρήθηκε και στην Πρωτοπαθή Χολική Κίρρωση. Συμπεράσματα: Ο πιθανός μηχανισμός συσχέτισης των BCAAs με το ΣΔΤ2 φαίνεται να περιλαμβάνει την ενεργοποίηση του σηματοδοτικού μονοπατιού mTORC1 με αποτέλεσμα την επαγόμενη αντίσταση στην ινσουλίνη. Στις ηπατικές νόσους τα BCAAs φαίνεται να αξιοποιούνται από το ηπατοκύτταρο για κάλυψη ενεργειακών αναγκών μέσω του κύκλου του Krebs, για γλυκονεογένεση και για κετογένεση. Ωστόσο χρειάζεται περαιτέρω μελέτη των μηχανισμών συσχέτισης των BCAAs με τις παραπάνω ασθένειες και διερεύνηση της πιθανής διαγνωστικής τους αξίας. 1126 465 471 The Greek word ‘icon’ is commonly used to denote the ritual panel paintings used in the context of orthodox Christian church. On the basis of historical records, the craft of icon painting is thought to have existed from the very beginnings of Christianity, while it peaked artistically during the byzantine period (~330-1453) (ΐνθνηφπνπινο 1995). As far as the modern-day Greece areas are concerned, the craft continued to be practiced throughout the post-byzantine period (~1453-1830) and the outcome includes numerous skillfully crafted icons. A common/typical icon is manufactured on a wooden panel which has been covered by a gesso/preparatory layer in order to acquire absorbent surface, appropriate for painting. Subsequently, the paint layers (pigments-binding media mixtures) are laid on the gesso-covered panel, while quite commonly the paintings are further decorated by applying extremely thin gold or silver leaves. The materials and techniques of icon painting are described in detail in the ‘Hermeneia’, a technical manual written by an early 18th century Greek Hieromonk (Αηνλχζηνο 1997). The recent revival of the interest towards byzantine painting led to the composition of other similar technical texts (such as Κφληνγινπ 1993), while during the last few decades icons’ materials have been identified through physicochemical investigations (Sotiropoulou and Daniilia 2010). Nevertheless, the pertinent scientific studies have been mostly focused either on specific material aspects (e.g. Karapanagiotis et al 2013) or/and on limited number of artefacts (e.g. Burgio et al 2003). Consequently, several material aspects –such as the type/purity and the structural characteristics of metal leaves, the frequency of the use of several artificial inorganic pigments etc- have not yet been examined in detail. In the framework of the present PhD research programme, more than sixty portable icons have been subjected to detailed analysis with emphasis on inorganic materials (such as pigments) and certain fabrication features. The analytical protocol included in situ X-ray fluorescence analyses as well as laboratory microsample examination and analyses by optical microscopy, scanning electron microscopy (SEM-EDX), X-ray diffraction and micro-Raman spectroscopy. The preparatory/ground materials along with the metal-leaf decorations and relevant mordants, as well as the inorganic pigments have been thoroughly investigated. Analytical results indicate that post-Byzantine craftsmen had access to a reasonable variety of inorganic pigments, some of which were possibly collected by local sources. In the majority of the examined icons high-purity gold leaves have been applied, while silver leaves were used in a far less extend and mostly beyond the end of the 17th century. Moreover, it turned out that during the post-byzantine period a few Greek icons were manufactured by using techniques more involved than those described in surviving Greek technical texts such as the ‘Hermeneia’. Finally, on the basis of pertinent references in technical manuals and analytical data derived from the examined icons, the icon ‘conservation’ practices of the post-byzantine craftsmen were exploited. Περίληψη Τα φορητά θρησκευτικά ζωγραφικά έργα που κατασκευάζονται και χρησιμοποιούνται στα πλαίσια της ορθόδοξης χριστιανικής λατρείας αποκαλούνται ‘φορητές εικόνες’ ή απλώς ‘εικόνες’. Η καθιέρωση της ζωγραφικής εικόνων ανάγεται στους πρωτοχριστιανικούς χρόνους και θεωρείται ότι έφθασε στο απόγειό της -ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των σχετικών έργων- κατά την βυζαντινή περίοδο (Βοκοτόπουλος 1995). Εντούτοις -και παρά την οθωμανική και βενετική επικυριαρχία- η παραγωγή φορητών εικόνων συνεχίστηκε στον ελλαδικό χώρο και κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο (1453-1830), στη διάρκεια της οποίας παρήχθησαν υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας έργα. Οι συνήθεις/τυπικές φορητές εικόνες κατασκευάζονταν επί ξύλινων υποστηριγμάτων τα οποία καλύπτονταν με υλικά προετοιμασίας ώστε να δημιουργηθούν ομοιογενώς απορροφητικές επιφάνειες κατάλληλες προς ζωγραφική διακόσμηση. Επί των προετοιμασμένων ξύλινων υποστηριγμάτων τοποθετούνταν ακολούθως τα χρωματικά στρώματα (μίγματα χρωστικών με συνδετικές ύλες) ενώ συχνά τα έργα διακοσμούνταν περαιτέρω με επικόλληση λεπτότατων -συνήθως χρυσών ή αργυρών- μεταλλικών φύλλων. Τα υλικά και οι τεχνικές ζωγραφικής εικόνων περιγράφονται αναλυτικά στην ‘Ερμηνεία’, ένα τεχνικό εγχειρίδιο που συνεγράφη από τον ιερομόναχο Διονύσιο περί το 1730 (Διονύσιος 1997). Η αναβίωση του ενδιαφέροντος για τη βυζαντινή ζωγραφική κατά τον 20ο αιώνα οδήγησε στη συγγραφή και άλλων σχετικών τεχνικών κειμένων (όπως: Κόντογλου 1993), ενώ τις τελευταίες δεκαετίες τα υλικά κατασκευής βυζαντινών και μεταβυζαντινών εικόνων προσδιορίζονται εργαστηριακά δια εφαρμογής φυσικοχημικών τεχνικών αναλύσεως (Sotiropoulou και Daniilia 2010). Ωστόσο πολλές από τις σύγχρονες ερευνητικές εργασίες εστιάζονται στην αποκλειστική διερεύνηση συγκεκριμένων υλικών (ενδεικτικά: Karapanagiotis et al 2013) ή/και στην εξέταση περιορισμένου αριθμού έργων (ενδ.: Burgio et al 2003). Ως εκ τούτου αρκετά ζητήματα -όπως λ.χ. το είδος και τα μικροδομικά χαρακτηριστικά των μεταλλικών φύλλων καθώς και η έκταση χρήσεως συγκεκριμένων χρωστικών κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο- δεν έχουν προς το παρόν αποσαφηνιστεί. Με σκοπό την διερεύνηση των ανόργανων υλικών και των χρωστικών που χρησιμοποιούνταν στην κατασκευή των ελληνικών εικόνων κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο, περισσότερα από εξήντα έργα εξετάστηκαν ενδελεχώς με σύγχρονες τεχνικές ανάλυσης. Η πειραματική μεθοδολογία που εφαρμόστηκε περιλαμβάνει επιτόπιες XRF αναλύσεις καθώς και εργαστηριακή εξέταση μικροδειγμάτων δια εφαρμογής οπτικής μικροσκοπίας, ηλεκτρονικής μικροσκοπίας σάρωσης σε συνδυασμό με μικροανάλυση ακτίνων X, περιθλασιμετρίας ακτίνων X και μικροφασματοσκοπίας Raman. Στα πλαίσια της διδακτορικής διατριβής διερευνήθηκαν τα υλικά προετοιμασίας των ξύλινων φορέων, τα μεταλλικά διακοσμητικά φύλλα και οι συγκολλητικές ύλες που χρησιμοποιούνταν για την επισύναψή τους στα ζωγραφικά έργα, καθώς και οι ανόργανες χρωστικές. Τα αναλυτικά δεδομένα καταδεικνύουν ότι οι μεταβυζαντινοί τεχνίτες είχαν πρόσβαση σε πλήθος ανόργανων χρωστικών, ορισμένες από τις οποίες πιθανώς παραλαμβάνονταν από τοπικές πηγές. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων τα χρησιμοποιηθέντα φύλλα χρυσού ήταν υψηλής καθαρότητας, ενώ αργυρά φύλλα χρησιμοποιούνταν σε σημαντικά μικρότερη έκταση και κυρίως μετά τον 17ο αιώνα. Διαπιστώθηκε επίσης ότι κατά την εν λόγω περίοδο στον ελλαδικό χώρο εφαρμόζονταν εξειδικευμένες τεχνικές κατασκευής ζωγραφικών έργων, ορισμένες από τις οποίες δεν περιγράφονται στα σωζόμενα μεταβυζαντινά τεχνικά εγχειρίδια τύπου ‘Ερμηνείας’. Τέλος, βάσει σχετικών αναφορών σε μεταβυζαντινά εγχειρίδια και παρατηρήσεων επί ορισμένων από τις υπό εξέταση φορητών εικόνων, διερευνήθηκαν οι πρακτικές ‘συντήρησης’ που εφάρμοζαν οι μεταβυζαντινοί τεχνίτες. 1127 14 11 Microphase Separation in Model 3-MiktoarmStar Copolymers (Simple Graft and Terpolymers). 1. Statics and Kinetics Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Σχολή Επιστημών και Τεχνολογιών. Τμήμα Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών 1128 261 266 The contribution of the arts to the development of musical and language skills Η συμβολή των τεχνών στην ανάπτυξη μουσικών και γλωσσικών δεξιοτήτων This thesis concerns an action research in the form of a project, which took place in a Primary School in the prefecture of Thesprotia. The purpose of the research, through the implementation of an educational intervention, is not only to explore the possibilities of cultivating the musical creativity of primary school students, but also to explore the possibilities of approaching the teaching of literature through creative activities in intercultural education. In particular, the goal was to use music, literature, creative writing and visual arts as tools in playful activities in order to lead students to experience the process of creating a song in all its stages, from the stage of inspiration, to the submission of ideas, to lyrics and melodies. The sample consisted of 19 fourth-graders who attended a specially designed Intervention Program, participating in innovative music and writing activities. The collection of research data was done through descriptive field notes, a focus group, research worksheets and students' creative products. The processing and analysis of research data demonstrated the positive effect of educational intervention on the development of students' musical and language skills. They also experienced alternative and creative ways of approaching "diversity" through art, and this led them to view and revise attitudes and perceptions on the refugee issue. The findings show that students are particularly receptive and creative to new ways of producing music and speech, and the results reinforce the view that the cultivation of musical creativity can be achieved through a combination of arts. Η παρούσα εργασία αφορά μία έρευνα δράσης με τη μορφή project, η οποία πραγματοποιήθηκε σε Δημοτικό σχολείο του νομού Θεσπρωτίας. Σκοπός της έρευνας, διαμέσου της εφαρμογής μίας εκπαιδευτικής παρέμβασης, τίθεται η διερεύνηση όχι μόνο των δυνατοτήτων καλλιέργειας της μουσικής δημιουργικότητας των μαθητών Δημοτικού, αλλά και των δυνατοτήτων προσέγγισης της διδασκαλίας της λογοτεχνίας μέσω δημιουργικών δραστηριοτήτων στο πλαίσιο της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης. Ειδικότερα, στόχος ήταν η μουσική, η λογοτεχνία, η δημιουργική γραφή και τα εικαστικά να λειτουργήσουν ως εργαλεία, τα οποία μέσα από παιγνιώδεις δραστηριότητες, να οδηγήσουν τους μαθητές στο να βιώσουν τη διαδικασία δημιουργίας ενός τραγουδιού σε όλα της τα στάδια, από τη φάση της έμπνευσης και της κατάθεσης ιδεών, μέχρι τη φάση της στιχουργικής και της μελοποίησης. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 19 μαθητές της Τετάρτης τάξης, οι οποίοι παρακολούθησαν ένα ειδικά σχεδιασμένο Πρόγραμμα Παρέμβασης, συμμετέχοντας σε καινοτόμες μουσικές και συγγραφικές δραστηριότητες. Η συλλογή των ερευνητικών δεδομένων πραγματοποιήθηκε μέσα από περιγραφικές σημειώσεις πεδίου, μία ομάδα εστίασης, τα ερευνητικά φύλλα εργασίας και τα δημιουργικά προϊόντα των μαθητών. Η επεξεργασία και ανάλυση των ερευνητικών δεδομένων κατέδειξε τη θετική επίδραση της εκπαιδευτικής παρέμβασης στην ανάπτυξη μουσικών και γλωσσικών δεξιοτήτων των μαθητών. Επίσης μέσω της Τέχνης, οι μαθητές βίωσαν εναλλακτικούς και δημιουργικούς τρόπους προσέγγισης της «διαφορετικότητας», με αποτέλεσμα να οδηγηθούν στη θεώρηση και αναθεώρηση στάσεων και αντιλήψεων πάνω στο προσφυγικό ζήτημα. Τα συμπεράσματα αποδεικνύουν ότι οι μαθητές είναι ιδιαίτερα δεκτικοί και δημιουργικοί σε νέους τρόπους παραγωγής μουσικής και λόγου και τα αποτελέσματα ενισχύουν την άποψη ότι η καλλιέργεια της μουσικής δημιουργικότητας μπορεί να επιτευχθεί μέσα από έναν συνδυασμό των τεχνών. 1129 403 418 Cell seperation , nuclei detection and edge detection for thin PREP cervical smears Διαχωρισμός πληθυσμών, εντοπισμός πυρήνα και καθορισμός ορίων σε εικόνες κυττάρων από thin prep PAP test In the present study we attempted to create an effective algorithm for cell nuclei detection in images taken using a CCD camera integrated in a common composite light field optical microscope for thin prep PAP test samples. Attempts were also made to effectively define cell boundaries and to separate cell populations based on color. The results of the algorithm in terms of locating the nuclei and determining the boundaries of the cells were compared with those of a cytologist doctor and thus the data for the effectiveness of the program were obtained. A total of 17 images depicting 1371 cells were examined with the range of cells shown being from 51 to 106 while the average number of cells per image is 80. The images are random to simulate a realistic problem as in many places the phenomenon of overlaping occurs where one cell is on top of the other making it more difficult to effectively locate the nuclei and define their boundaries. In the beginning, an introductory chapter summarizes basic concepts such as what a cell is, the thin prep PAP test, and the optical. Then follows the very basic chapter of the literature review which presents all the relevant work that has been done and has been published in the past. Then follows a chapter with basic principles of image processing that specifically talks about various techniques that we can use to highlight or isolate specific points in a medical or other type of image. Then there is a chapter on optical microscopes like the one we used and a chapter on the PAP test and the general procedure for preventing cervical cancer. Finally follows the proposed methodology accompanied by results and conclusions. The algorithm was performed for each image and identified a total of 1295 true positives (true positives) from a total of 1371, making the sensitivity at 94%. The number of nucleus that the algorithm did not detect is 96, while the number of objects that the algorithm incorrectly identified as nucleus is 244 (false positives), also the positive predictive value (PPV) was calculated to be 86% and shows us how many of all the identified objects were actually nuclei. Finally, the total performance of the algorithm, known as F1 score was calculated at 90% and is the harmonious means of sensitivity and positive predictive value. Στη παρούσα διπλωματική επιχειρήθηκε η δημιουργία αποτελεσματικού αλγορίθμου για τον εντοπισμό των πυρήνων των κυττάρων σε εικόνες που πάρθηκανς με τη χρήση CCD κάμερας ενσωματωμένης σε κοινό σύνθετο οπτικό μικροσκόπιο φωτεινού πεδίου για thin prep PAP test δείγματα. Επίσης, επιχειρήθηκε ο αποτελεσματικός καθορισμός των ορίων των κυττάρων και ο διαχωρισμός των κυτταρικών πληθυσμών με βάση το χρώμα. Τα αποτελέσματα του αλγορίθμου όσο αφορά τον εντοπισμό των πυρήνων και τον καθορισμό των ορίων των κυττάρων συγκρίθηκαν με εκείνα γιατρού κυτταρολόγου και έτσι προέκυψαν τα δεδομένα για την αποτελεσματικότητα του προγράμματος. Συνολικά εξετάστικαν 17 εικόνες που απεικονίζουν 1371 κύτταρα με το εύρος των εικονιζόμενων κυττάρων να είναι από 51 ως και 106 ενώ ο μέσος όρος κυττάρων ανά εικόνα είναι 80. Οι εικόνες είναι τυχαίες ώστε να προσομοιώσουν όσο το δυνατόν καλύτερα ένα ρεαλιστικό πρόβλημα καθώς σε πολλά σημεία παρουσιάζεται το φαινόμενο της επικάληψης όπου το ένα κύτταρο είναι πάνω στο άλλο καθιστόντας δυσκολότερο τον αποτελεσματικό εντοπισμό των πυρήνων και των καθορισμό των ορίων τους. Στην αρχή παρουσιάζονται σε ένα εισαγωγικό κεφάλαιο συνοπτικά βασικές έννοιες όπως τι είναι το κύτταρο, το thin prep PAP test και το οπτικό μικροσκόπιο. Στη συνέχεια ακολουθεί το πολύ βασικό κεφάλαιο της ανασκόπησης της βιβλιγραφίας όπου παρουσιάζεται συγκεντρωμένη όλη η σχετική δουλεία που έχει γίνει και έχει δημοσιευθεί στο παρελθόν. Ακολουθεί ένα κεφάλαιο με βασικές αρχές της επεξεργασίας εικόνας που συγκεκριμένα μιλάει για διάφορες τεχνικές που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ώστε να αναδείξουμε η να απομονώσουμε συγκεκριμένα σημεία σε μια ιατρική ή και άλλου τύπου εικόνα. Μέτα υπάρχει ένα κεφάλαιο για τα οπτικά μικροσκόπια σαν αυτό που εμείς χρησιμοποιήσαμε για τη λήψη των εικόνων και ένα κεφάλαιο για το PAP test και τη γενικότερη διαδικασία πρόληψης του καρκίνου του τράχηλου της μήτρας. Τέλος ακολουθεί η προτεινόμενη μεθοδολογία συνοδευόμενη από αποτελέσματα και συμπεράσματα. Ο αλγόριθμος έτρεξε για κάθε μια από τις εικόνες και συνολικά εντόπισε 1295 αληθινούς πυρήνες κυττάρων (true positives) από το σύνολο των 1371, γεγονός που καθιστά το sensitivity στο 94%. Ο αριθμός των πυρήνων που ο αλγόριθμος δεν εντόπισε, ανέρχεται στους 96, ενώ ο αριθμός των αντικειμένων που ο αλγόριθμος λανθασμένα εντόπισε ανέρχεται σε 244 (false positives), επίσης υπολογίστηκε το positive predictive value (PPV) που ήταν στο 86% και μας δίχνει πόσοι απ το σύνολο των εντοπισμένων πυρήνων πραγματικά ήταν πυρήνες. Τέλος υπολογίστηκε και η συνολική επίδωση του αλγορίθμου, γνωστή ως F1 score και ανέρχεται στο 90% και είναι το αρμονικό μέσο του sensitivity και του positive predictive value. 1130 496 568 Long-term effects of epileptic seizures during development in hippocampal and entorhinal cortex functions Μακροχρόνιες συνέπειες επιληπτικών κρίσεων κατά την ανάπτυξη στη λειτουργία του ιπποκάμπου κι ενδορρινικού φλοιού We have earlier demonstrated that a single episode of early-life Status Epilepticus (SE) provokeslasting neurobiological effects persisting to adulthood and detectable in vitro and in vivo. In this work, we studied possible changes in adult IED frequency and concurrent HFOs (Rs, FRs) in hippocampal CA3 and medial entorhinal cortex networks (mEC), addressing their evolution and cholinergic control post-SE. In this setting, we have also aimed at detecting any correlation patterns between the IED frequency and HFOs, if any. Field potential recordings were made from the CA3 subfield of Temporal (T) and Septal (S) hippocampal slices or simultaneously from the pyramidal CA3 and mEC deep layers of hippocampalmEC (combined) slices. The slices were obtained either from Normal (N) or from animals subjected to a single PTZ-induced (60-90mg/Kg) generalized, sustained SE-like seizure (hereafter termed as “SE”) at PND 20. Spontaneous IEDs were induced in both areas (CA3, mEC) by bathing the slices (hippocampal, combined) either in Mg2+-free ACSF or in 4-Aminopyridine (4-AP, 50 μΜ). CA3 IED frequency of hippocampal slices was similar in same origin N slices across models, but differed in SE slices, being lower in Mg2+-free ACSF than in 4-AP, suggesting a long-term post-SE increase of a 4-AP sensitive K+ conductance(s). Bath application of cholinergics increased hippocampal-CA3 IED rates universally, but had region- and conditioning-specific effects on HFOs suggesting that IEDs and HFOs are different hypersynchronous phenomena generated within similar neuronal networks. Paired recordings from the pyramidal CA3 and mEC deep layers (V-VI) of combined (N or SE) slices, revealed that IED frequency was lower in mEC compared to CA3 in both models; isolation of the 2 areas did not alter this relationship. Also, CA3 IED frequency was similar in all slices (N, SE) however, mEC IED frequency was higher in SE vs N slices in both models. CA3 HFOs had 100 times higher power than those recorded from mEC. FR/R ratio was lower in CA3 vs mEC when they were functionally connected (Intact), a difference that disappeared when they were isolated. The FR/R ratio increased in CA3 in the absence of mEC; both in N and SE slices. Interestingly, the direction of the R and FR power changes post-SE was a mirror image between CA3 and mEC and also between N, SE slices, that is power increases in mEC corresponded to power decreases in CA3 post-SE. Immature SE has a profound impact on the communication modalities of CA3-mEC circuitry in the long term and results in region-specific effects across the septotemporal hippocampal axis. The post-SE changes in mEC network may enable this area to serve as an independent epileptogenic substrate post-SE, while the enhanced cholinergic facilitation of IED frequency in septal hippocampal extremity, suggests that at least to this area, the seizure threshold could be modified in a stimulus specific way. Overall, the sequalae of the early-life seizures depend on the affected area and on the stimuli that the adult brain faces. Προηγούμενές μελέτες του εργαστηρίου, έχουν συσχετίσει ένα επεισόδιο επιληπτικής κατάστασης (SE) κατά την ανάπτυξη με μακροπρόθεσμες νευροβιολογικές τροποποιήσεις στην ενηλικίωση, ανιχνεύσιμες in vitro και in vivo. Σε αυτή την εργασία μελετήσαμε τις πιθανές αλλαγές στη συχνότητα των μεσοκρισικών εκφορτίσεων και των συνοδών υψίσυχνων ταλαντώσεων HFOs (Rs, FRs) στα δίκτυα ιπποκάμπου CA3 κι στο μέσοy ενδορρινικού φλοιού (mEC), εξετάζοντας την εξέλιξή τους και τον χολινεργικό τους έλεγχο μετά από SE. Σε αυτό το πλαίσιο, επιδιώξαμε επίσης να ανιχνεύσουμε τυχόν συσχετισμούς μεταξύ της συχνότητας των μεσοκρισικών εκφορτίσεων και των HFOs, στην περίπτωση που αυτές υπάρχουν. Οι εξωκυττάριες καταγραφές πραγματοποιήθηκαν από το υποπεδίο της CA3 διαφραγματικών (S) και κροταφικών (T) τομών ιππόκαμπου ή ταυτόχρονα από την πυραμιδική στοιβάδα της CA3 και τις βαθιές στοιβάδες του mEC βαθιά συνδυασμένων τομών ιπποκάμπου-mEC. Οι τομές προέρχονταν είτε από φυσιολογικά πειραματόζωα (Ν) είτε από πειραματόζωα που υποβλήθησαν σε μία γενικευμένη, παρατεταμένη SE-τύπου επιληπτική (60-90mg / Kg) κι επαγόμενη από ΡΤΖ (στο εξής "SE") κρίση κατά την 20η ημέρα μετά την γέννηση. Αυθόρμητες μεσοκρισικές εκφορτίσεις σε αμφότερες τις περιοχές (CA3, mEC) προκλήθηκαν με διαβροχή των τομών (ιπποκάμπου, συνδυασμένες) είτε με τΕΝΥ ελεύθερο-Mg2 + είτε σε τΕΝΥ με 4-Αμινοπυριδίνη (4-ΑΡ, 50 μΜ). Η συχνότητα CA3 IED των φετών του ιππόκαμπου ήταν παρόμοια με την ίδια προέλευση N φέτες σε όλα τα μοντέλα, αλλά διέφερε σε φέτες SE, χαμηλότερα σε ACSF χωρίς Mg2 + από ό, τι στο 4-ΑΡ, γεγονός που υποδηλώνει μακροπρόθεσμη αύξηση post-SE ενός ευαίσθητου 4-ΑΡ K + αγωγιμότητα (α). Η εφαρμογή της χολινεργικής από το λουτρό αύξησε τα ποσοστά IED των ιπποκαμπάλλων CA3 παγκοσμίως, αλλά είχε ειδικές επιδράσεις περιοχής και κλιματισμού σε HFO, υποδηλώνοντας ότι τα IEDs και HFOs είναι διαφορετικά υπερσυγχρονικά φαινόμενα που παράγονται μέσα σε παρόμοια νευρωνικά δίκτυα. Οι ζευγαρωμένες εγγραφές από τις πυραμίδες CA3 και mEC βαθιά στρώματα (V-VI) συνδυασμένων φετών (N ή SE) αποκάλυψαν ότι η συχνότητα IED ήταν χαμηλότερη σε mEC σε σύγκριση με CA3 και στα δύο μοντέλα. Η απομόνωση των δύο περιοχών δεν άλλαξε αυτή τη σχέση. Επίσης, η συχνότητα CA3 IED ήταν παρόμοια σε όλες τις φέτες (N, SE), ωστόσο, η συχνότητα mEC IED ήταν υψηλότερη σε φέτες SE vs N σε αμφότερα τα μοντέλα. Τα CA3 HFOs είχαν 100 φορές μεγαλύτερη ισχύ από αυτά που καταγράφηκαν από το mEC. Ο λόγος FR / R ήταν χαμηλότερος σε CA3 έναντι mEC όταν συνδέονταν λειτουργικά (Intact), μια διαφορά που εξαφανίστηκε όταν απομονώθηκαν. Ο λόγος FR / R αυξήθηκε σε CA3 απουσία mEC. Τόσο σε φέτες N και SE. Είναι ενδιαφέρον ότι η κατεύθυνση των μεταβολών ισχύος R και FR μετα-SE ήταν μια εικόνα καθρέφτη μεταξύ CA3 και mEC και επίσης μεταξύ N, SE φέτες, δηλαδή αυξήσεις ισχύος σε mEC αντιστοιχούσαν σε μειώσεις ισχύος σε CA3 μετά την SE. Η ανώριμη SE έχει βαθύ αντίκτυπο στην επικοινωνία του δικτύου CA3-mEC μακροπρόθεσμα και έχει ως αποτέλεσμα επιδράσεις ειδικά για την περιοχή σε ολόκληρο τον άξονα του septotemporal hippocampal. Οι μεταβολές στο δίκτυο του mEC μετά από SE, ενδέχεται να επιτρέψουν στην περιοχή αυτή να δρα ως ανεξάρτητο επιληπτογόνο υπόστρωμα μετά την SE, ενώ η ενισχυμένη χολινεργική διευκόλυνση στη συχνότητα των μεοσοκρισικών εκφορτίσεων στο διαφραγματικό άκρο του ιπποκάμπου, υποδηλώνει ότι τουλάχιστον σε αυτή την περιοχή, το κατώφλι για κρίσεις θα μπορούσε να τροποποιηθεί με ένα ειδικό ερέθισμα. Συνολικά, η συνέχιση των κρίσεων πρώιμης ζωής εξαρτάταιαπό την πληγείσα περιοχή και από τα ερεθίσματα που αντιμετωπίζει ο ενήλικας εγκέφαλος. 1131 382 288 The social and educational condition of the Jews of Arta during the period 1900-1959 Η κοινωνική και εκπαιδευτική κατάσταση των Εβραίων της Άρτας κατά την περίοδο 1900-1959 The centuries-old presence and the significance of the Jewish Community of Arta in the geographical region of Epirus played a vital role in the selection of the current thesis’ topic, aiming to detect the social, economic and educative aspects among members of the Jewish Community of Arta, during the period 1900-1959. At the same time, the topic emerged as a result of the absence of prior researches about this specific Community, while it also serves as an effort to reestablish the general memory lapse of the inhabitants of Arta, which was progressively created by the great time distance between the woes of World War 2 towards the bull Jewish Community and the present. On a methodological point of view, the research is based on the qualitative research approach and the semi-structured interview was employed as the main data collection method. Content analysis was considered to be the most appropriate methodology for analyzing the collected data. Additionally, an on-the-spot investigation took place in the historical archives of the Jewish Museum of Greece, in the General State Archives of Arta and in the archives of the Musical and Linguistic Association “Skoufas” of Arta. Therefore, by additionally using the above mentioned data collection method, a crosscheck between the data was achieved, while some missing data were surfaced. Both Christian and Jewish Communities in Arta managed to develop common cultural elements and attributes, as well as to live in harmony throughout the centuries and eventually the Jews became an integral part of the town. Jews’ commercial activity has contributed to the long-term accumulation of wealth among Jewish Community’s members, which resulted in both social and financial success, as well as to a vigorous competition on behalf of a small part of the Christian Community. At some level though, it is apparent that an underlying anti-semitism was created among a small part of the community of Arta, which, however, does not rescind the really good and multilevel relations between the two population groups the passage of time. The apprehension and transportation of the Jewish Community’s members το Auschwitz decimated the vast majority of the Community. In the post-war era, the Jewish Community was apparently effete and progressively ended up in a full dissolution. Η μακραίωνη παρουσία της Αρτινής Εβραϊκής Κοινότητας στον ηπειρώτικο γεωγραφικό χώρο έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στην επιλογή του θέματος της παρούσας έρευνας, το οποίο στοχεύει στην ανίχνευση της κοινωνικο-οικονομικής και εκπαιδευτικής κατάστασης των Αρτινών Εβραίων κατά την περίοδο 1900-1959. Ταυτόχρονα, το θέμα της έρευνας προέκυψε ως απότοκο της απουσίας πρότερων ερευνητικών προσπαθειών για την Κοινότητα αυτή, ενώ το κενό μνήμης των κατοίκων του αστικού χώρου, που δημιουργήθηκε κατά την χρονική απομάκρυνση από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τα δεινά που αυτός επέφερε στην κάποτε ακμάζουσα Εβραϊκή Κοινότητα έπρεπε με κάποιον τρόπο να αποκατασταθεί. Μεθοδολογικά, η εργασία βασίστηκε στην ποιοτική ερευνητική προσέγγιση και ως εργαλείο συλλογής δεδομένων επιλέχτηκε η ημιδομημένη συνέντευξη. Ως κατάλληλη μέθοδος ανάλυσης των συνεντεύξεων προκρίθηκε η ανάλυση περιεχομένου. Παράλληλα, έλαβε χώρα και επιτόπια έρευνα στα ιστορικά αρχεία του Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδος, στα Γ.Α.Κ. Άρτας και στον Μουσικοφιλολογικό Σύλλογο Άρτας «Σκουφάς». Έτσι, διασταυρώθηκαν οι μαρτυρίες που προέκυψαν από τις συνεντεύξεις και συμπληρώθηκαν ουσιώδη στοιχεία, όπου αυτά εξέλιπαν. Χριστιανοί και Εβραίοι στην Άρτα κατόρθωσαν να αναπτύξουν κοινά πολιτισμικά στοιχεία και γνωρίσματα, να συμβιώσουν αρμονικά επί αιώνες και οι τελευταίοι να γίνουν αναπόσπαστο στοιχείο της πόλης. Η εμπορική δραστηριότητα των Εβραίων συνέβαλε στην μακροπρόθεσμη συγκέντρωση πλούτου στα χέρια της Κοινότητας, με αποτέλεσμα την κοινωνική και εκπαιδευτική της άνθιση, αλλά και τον έντονο ανταγωνισμό από ορισμένα μέλη της χριστιανικής κοινότητας. Διαφαίνεται η διαμόρφωση ενός υφέρποντος αντισημιτικού κλίματος σε μικρή μερίδα των κατοίκων, το οποίο, ωστόσο, δεν αναιρεί τις πολύ καλές και πολυεπίπεδες σχέσεις των δύο πληθυσμιακών ομάδων στο διάβα των αιώνων. Η σύλληψη και μεταφορά των μελών της Κοινότητας στο Άουσβιτς αποδεκατίζει την πλειοψηφία των Εβραίων της πόλης. Μεταπολεμικά, η Κοινότητα εμφανώς αποδυναμωμένη προοδευτικά οδηγείται στην πλήρη διάλυση. 1132 333 312 Η αντίληψη του πόνου των νεογνών από το προσωπικό των εντατικών μονάδων νοσηλείας και η αντιμετώπισή του Background: Nowadays it is commonly accepted that a neonate (premature or not) is able to feel pain. Neonate’s pain management by his/her caregivers (healthcare professionals) while he/she is in a NICU (neonatal intensive care unit) depends somehow on their perceptions and beliefs of neonatal pain. Objective: To determine the association between healthcare professionals’ perceptions on neonatal pain and the final care given by them in terms of the infant’s pain management. Design: Systematic review Method: Studies were sought through Internet in PubMed and Scholar Google databases. Hand searching of the references of three (3) included studies also took place. The studies were chosen sο long as they met the inclusion criteria. The main criterion was an evident correlation, in the study’s title or abstract, between neonatal pain perception and management by healthcare professionals working in a NICU (the rest of the criteria are analyzed in the relevant chapter of the main text). Results: Eleven (11) studies met the inclusion criteria. Ten (10) of them were cross-sectional studies and the last was a qualitative one. There are references to neonatal pain perception in all (11/11) studies, 10/11 studies refer to its assessment and 9/11 studies refer to neonatal pain management methods by drawing up a list of them as well as referring to the frequency of their use. The total number of correlations among the parameters of neonatal perception, assessment and management is 13. The main result that arises from these correlations is a great interaction between all these three parameters and it is mostly obvious that the perception and the assessment of neonatal pain influence the possibility and the way a neonate’s pain will be relieved. Conclusions: Healthcare professionals do have pain perception of the neonate however this perception is superficial. This is the reason for which neonatal pain management remains inadequate despite the existence of means for its proper assessment. Further education and information of health professionals, as well as satisfying communication among them are the conditions that can reform this problem. Υπόβαθρο: Είναι πλέον κοινώς παραδεκτό πως το νεογνό, πρόωρο ή μη, πονάει. Η αντιμετώπιση του πόνου του από τους φροντιστές του (λειτουργούς υγείας) κατά την περίθαλψή του στη ΜΕΝΝ (μονάδα εντατικής νοσηλείας νεογνών), εξαρτάται σε ένα βαθμό από το πώς αντιλαμβάνονται και τι πιστεύουν οι τελευταίοι για τον νεογνικό πόνο. Αντικείμενο: Να προσδιοριστεί η σχέση ανάμεσα στην αντίληψη που έχουν για τον νεογνικό πόνο οι λειτουργοί υγείας των μονάδων και στην τελική παροχή φροντίδας για την ανακούφιση του πόνου αυτού. Τύπος μελέτης: Συστηματική ανασκόπηση Μέθοδος: Αναζητήθηκαν μελέτες στις βάσεις δεδομένων PubMed και Scholar Google καθώς και στις παραπομπές τριών (3) συμπεριλαμβανομένων μελετών. Η επιλογή των μελετών έγινε εφόσον πληρούσαν τα κριτήρια επιλογής με κύριο κριτήριο να διαφαίνεται ο συσχετισμός αντίληψης και διαχείρισης του νεογνικού πόνου από προσωπικό εντατικών μονάδων (τα υπόλοιπα κριτήρια αναφέρονται εκτενώς στο ομώνυμο κεφάλαιο του κυρίως κειμένου). Αποτελέσματα: Οι μελέτες που πληρούσαν τα κριτήρια επιλογής ήταν συνολικά 11 από τις οποίες οι 10 ήταν συγχρονικές και η μία ποιοτική μελέτη. Σε όλες (11/11) γίνεται άλλοτε σε άλλο βαθμό αναφορά στην αντίληψη του νεογνικού πόνου, 10/11 αναφέρονται στην αξιολόγησή του και 9/11 καταγράφουν τόσο τρόπους αλλά και συχνότητα εφαρμογής της αντιμετώπισης του πόνου του νεογνού. Από τους συνολικά 13 συσχετισμούς ανάμεσα στην αντίληψη- αξιολόγηση- αντιμετώπιση του νεογνικού πόνου προκύπτει ότι υπάρχει στενή αλληλεπίδραση μεταξύ τους, με κύρια την επιρροή που ασκούν η αντίληψη και η αξιολόγηση στην απόφαση για το αν και πως θα αντιμετωπιστεί ο πόνος ενός νεογνού. Συμπεράσματα: Η αντίληψη του νεογνικού πόνου υφίσταται από τους λειτουργούς υγείας είναι όμως επιφανειακή. Γι ’αυτό ενώ υπάρχουν τα μέσα για σωστή αξιολόγηση και αντιμετώπιση του νεογνικού πόνου δεν καθίσταται αυτή επαρκής. Προϋπόθεση για την εξυγίανση του προβλήματος αυτού αποτελεί η σωστή εκπαίδευση και ενημέρωση των λειτουργών υγείας καθώς και η επικοινωνία μεταξύ τους. 1133 417 388 Διερεύνηση-αξιολόγηση της μουσικής αντίληψης-δεκτικότητας μαθητών στη μουσική εκπαίδευση The present thesis is involved in the scientific field of Musical Pedagogy and the Psychology of Music and aims in the investigation and evaluation of musical perception of - receptivity of students of Greek schools via a internationally applied method adapted in the data of Greek musical education. Through an extensive research of bibliography on the methods that are applied for the evaluation of musical perception and aptitude of students as well as in an effort to keep up-to-date with current developments of tendencies and requirements of modern schools were selected and applied, after pilot applications of differences of methods, the Advanced Measures of Music Audiation – (AMMA) that were proposed and standardized by E. E. Gordon in 1989, as these were modified and adapted so that they correspond in the conditions of Greek school. Through this analysis, tables of classification on a percentage scale were drawn according to the answers of examined students (as for pitch, rhythm and total grades). Namely the evaluation of samples in these regions of Greece followed analytic classification of the difficulty of right and erroneous answers on a percentage scale and this led to the precise localization of facility and difficulty of each answer from the students. The analytic percent classification of difficulties of equitable but also the direction of erroneous answers, resulted in the investigation of the precise notation of musical pieces in musical material (notes) that is included in the Advanced Measurements of Musical Audibility (Advanced Measures of Music Audiation – AMMA). From the analysis of musical notation, resulted discoveries that open directions of further investigation and use of ordeal in Greece. The method is addressed to students with or without musical knowledge, provides quantitative results of examinees and can be evaluated systematically. Measurements were carried out on 1.315 students of third class of Junior High School and first of Lyceum aged 15 -16 years old in two big cities of Western Greece Patras and Ioannina and the following were evaluated. The students were evaluated in the tonal (pitch), in the rhythm and in the total. It followed statistical analysis of results of students, they were investigated relations of sex, class-order, city, grades and musical knowledge, the right and erroneous answers, the indicators of difficulty, discriminations and reliability, they were sought talents with base the grades and followed regrouping of questions. The results revealed a lot of interesting findings. Generally, the total records of the examinees in Ioannina were higher comparatively with corresponding ones of the students of Patras. Η παρούσα διατριβή εντάσσεται στο επιστημονικό πεδίο της Μουσικής Παιδαγωγικής και της Ψυχολογίας της Μουσικής και στοχεύει στην διερεύνηση και αξιολόγηση της μουσικής αντίληψης - δεκτικότητας μαθητών Ελληνικών σχολείων μέσω μίας διεθνώς εφαρμοσμένης μεθόδου προσαρμοσμένης στα δεδομένα της Ελληνικής μουσικής εκπαίδευσης. Έπειτα από εκτεταμένη έρευνα βιβλιογραφίας στις μεθόδους που εφαρμόζονται για την αξιολόγηση της μουσικής αντίληψης - δεκτικότητας μαθητών και με βάση τις εξελίξεις που διακρίνονται και τις απαιτήσεις των σύγχρονων σχολείων επελέγησαν και εφαρμόσθηκαν, μετά από πιλοτικές εφαρμογές διαφορών μεθόδων, οι Προηγμένες Μετρήσεις Μουσικής Ακουστικότητας, (Advanced Measures of Music Audiation - ΑΜΜΑ) που προτάθηκαν και τυποποιήθηκαν από τον Ε. Ε. Gordon το 1989, όπως αυτές τροποποιήθηκαν και προσαρμόσθηκαν ώστε να ανταποκρίνονται στις συνθήκες του Ελληνικού σχολείου. Η δοκιμασία απευθύνεται σε μαθητές με ή χωρίς μουσικές γνώσεις, παρέχει ποσοτικούς δείκτες των εξεταζομένων και μπορεί να αξιολογηθεί συστηματικά. Πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις σε 1.315 μαθητές Γ’ Γυμνασίου και Α’ Λυκείου σε δύο μεγάλες πόλεις της Δυτικής Ελλάδας την Πάτρα και τα Ιωάννινα, ηλικίας 15 και 16 ετών και αξιολογήθηκαν. Η δοκιμασία AMMA περιλαμβάνει τρία χαρακτηριστικά ανίχνευσης: τονικό -μελωδικό, ρυθμικό και συνολικό και αποδίδει τρία διαφορετικά αποτελέσματα. Έτσι, οι μαθητές αξιολογήθηκαν στο τονικό ύψος (pitch), στον ρυθμό και στο σύνολο. Ακολούθησε στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων των μαθητών, διερευνήθηκαν σχέσεις φύλου, τάξης, πόλης, βαθμολογιών και μουσικών γνώσεων, οι σωστές και οι λανθασμένες απαντήσεις, οι δείκτες δυσκολίας, διακριτότητας και αξιοπιστίας, αναζητήθηκαν ταλέντα με βάση τις βαθμολογίες και ακολούθησε ομαδοποίηση των ερωτήσεων. Τα αποτελέσματα ανέδειξαν πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία. Γενικά, οι συνολικές επιδόσεις των εξεταζομένων στα Ιωάννινα ήταν υψηλότερες συγκριτικά με τις αντίστοιχες των μαθητών της Πάτρας. Από την ανάλυση αυτή, καταρτίστηκαν πίνακες κατάταξης επί τοις εκατό των απαντήσεων των εξετασθέντων μαθητών (ως προς την τονική, τη ρυθμική και τη συνολική βαθμολογία), έγινε σύγκριση των αποτελεσμάτων με έρευνες της δοκιμασίας των AMMA που προηγήθηκαν και ακολούθησε αναλυτική κατάταξη επί τοις εκατό της δυσκολίας των ορθών και λανθασμένων απαντήσεων που οδήγησε στον ακριβή εντοπισμό ευκολίας και δυσκολίας καθεμίας απάντησης από τους μαθητές. Η αναλυτική κατάταξη επί τοις εκατό της δυσκολίας των ορθών αλλά και της κατεύθυνσης των λανθασμένων απαντήσεων, αποτέλεσε τον οδηγό στη διερεύνηση της ακριβούς μουσικής σημειογραφίας (νότες) που περιλαμβάνονται στις Προηγμένες (Advanced Measures of Music Audiation – AMMA). Από την ανάλυση της μουσικής σημειογραφίας, προέκυψαν ευρήματα που ανοίγουν δρόμους περαιτέρω διερεύνησης και χρήσης της δοκιμασίας στην Ελλάδα. 1134 150 135 The purpose of the current study is to explore the most common and frequent mistakes made in Greek oral and written speech. At first, there are presented the inherent characteristics of the Greek language that make the proper use of it difficult by native and foreign speakers. Furthermore, there are mentioned the external factors that contribute to the incorrect use of Greek language and are responsible for its damage. The following part of the study refers to an overview of the most common and serious mistakes that are made while using the Greek language as well as the teaching approach. The data that was gathered was compared later, sorted out and classified in categories referring to oral and written speech. Moreover, the mistaken types were corrected and replaced by the correct ones. Finally, a critical discussion of all the above is attempted and some questions for future research are suggested. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να διερευνήσει τις συχνότερες περιπτώσεις λάθους που παρατηρούνται στον ελληνικό προφορικό και γραπτό λόγο. Αρχικά, παρουσιάζονται τα εγγενή χαρακτηριστικά της ελληνικής γλώσσας, που καθιστούν δύσκολη τη σωστή χρήση της από τους φυσικούς και μη ομιλητές της. Έπειτα, γίνεται αναφορά στους εξωγενείς παράγοντες που συμβάλλουν στη μη ορθή χρήση των ελληνικών και ευθύνονται για τη φθορά τους. Ακολουθεί το κύριο μέρος της εργασίας, η επισκόπηση των πιο συχνών και σοβαρών λαθών και η διδακτική προσέγγισή τους. Το υλικό που συγκεντρώθηκε, εν συνεχεία συγκρίθηκε, ομαδοποιήθηκε και ταξινομήθηκε σε λάθη του γραπτού και λάθη του προφορικού λόγου, ενώ ταυτόχρονα πραγματοποιήθηκε η διόρθωση των λανθασμένων τύπων και η αντικατάστασή τους από τους ορθούς. Τέλος, ακολουθεί συζήτηση βάσει της κριτικής ανάλυσης όσων προαναφέρθηκαν και προτείνονται ερωτήματα που μπορούν να γίνουν αντικείμενο μελέτης για επόμενες έρευνες. 1135 117 120 In this review, a historical retrospection on the developments that shaped the fields of Biology and Genetics takes place, covering the past as well as the last sixty years more thoroughly. After that, key points in the progress of Cytogenetics are referred. Next, a comparative analysis between different methods used in detection of chromosomatic aberrations, reveals their advantages and disadvantages. At the main part of this review, techniques are presented, providing historical facts, basic principles, working protocols and their most recent iterations. Every technique from basic karyotyping to the latest sequencing technologies is included. Also, non-invasive prenatal testing is discussed. This review’s goal is the study of progress in diagnostic technologies, their applications and the subsequent limitations. Στο παρούσα επισκόπηση, γίνεται μια ιστορική αναδρομή στις εξελίξεις που μορφοποίησαν τους κλαδους της Βιολογίας και της Γενετικής, τόσο στο παρελθόν όσο και τα τελευτάια εξήντα χρόνια πιο διεξοδικό. Κατόπιν αυτού, αναφέρονται σημεία κλειδία στην πρόοδο της Κυτταρογενετικής. Ακολόυθως, λαμβάνει χώρα μια συγκριτική ανάλυση πλεονεκτημάτων και μειονεκτήμάτων διαφόρων μεθόδων στη εύρεση χρωμοσωματικών ανωμαλιών. Στο κυρίως κομμάτι της εργασίας, παρουσιάζονται οι μέθοδοι παρέχοντας ιστορικά στοιχεία, αρχές στις οποίες βασίζονται, ενίοτε πρωτόκολλα εργασίας και οι πιο σύγχρονες εκδοχές τους. Η παρουσίαση περιλαμβάνει όλες τις τεχνικές από τον βασικό καρυότυπο έως τις τελευταίες εξελίξεις στην τεχνολογία αλληλούχισης. Επίσης, γίνεται αναφορά στην τεχνολογία μη επεμβατικής προγεννετικής ανάλυσης. Στόχο του κειμένου αποτελέι, η μελέτη της εξέλιξης της τεχνολογίας διάγνωσης, των εφαρμογών και των επακόλουθων περιορισμών. 1136 194 215 Validation of a greek language questionnaire of primary headache disorders Στάθμιση ενός ερωτηματολογίου πρωτοπαθούς κεφαλαλγίας στην ελληνική γλώσσα Objective: Τhe aim of the study was to develop and validate a self-administered headache questionnaire in Greek language for headache screening. Methods: Questionnaire-based diagnoses were blindly compared with those of headache expert. The questionnaire incorporated all items required for diagnosing headache, according to the second edition of the 2004 International Classification of Headache Disorders (IHS) criteria. Results: Overall 266 participants were randomly selected from general population. The coefficient of the internal consistency Cronbach's a was around 0.88, which shows the good reliability of the questionnaire. The retest reliability (4 weeks later) was 0,88. Correlations between the test and the retest mean scores of these participants were likewise very high (r = 0,90, p<0,001), suggesting that test–retest reliability was satisfactory for this questionnaire of headache. The overall agreement between the questionnaire and the headache diagnosis by the neurologist was 0,77, which is considered as a “strong” agreement level. The sensitivity and the specificity of this questionnaire, to diagnose the headache, reached 0.91 and 0.87 respectively. Conclusions: We achieved a self administered headache questionnaire in Greek language for utilization as a screening test in primary care. Στόχος: Ο στόχος της μελέτης ήταν η δημιουργία και η στάθμιση ενός αυτοσυμπληρούμενου ερωτηματολογίου κεφαλαλγίας στην Ελληνική Γλώσσα για τον έλεγχο των πρωτοπαθών κεφαλαλγιών. Μέθοδοι: Οι διαγνώσεις βάση ερωτηματολογίου συγκρίθηκαν με εκείνες που τέθηκαν από τον ειδικό, για τις κεφαλαλγίες Νευρολόγο, ο οποίος δεν ήταν ενημερωμένος για τα αποτελέσματα του ερωτηματολογίου. Το ερωτηματολόγιο εμπεριέχει όλα τα στοιχεία που θεωρούνται απαραίτητα στη διάγνωση της κεφαλαλγίας, σύμφωνα με τα κριτήρια της δεύτερης έκδοσης της ταξινόμησης της Διεθνούς Εταιρίας Κεφαλαλγίας (IHS, 2004). Αποτελέσματα: Συνολικά 266 συμμετέχοντες επιλέχθηκαν τυχαία από το γενικό πληθυσμό. Ο δείκτης εσωτερικής συνάφειας Cronbach a ήταν περίπου 0,88, γεγονός που υποδηλώνει την καλή αξιοπιστία του ερωτηματολογίου. Ο δείκτης αξιοπιστίας κατά τη νέα δοκιμή (4 εβδομάδες αργότερα) ήταν 0,88. Η συσχέτιση του ερωτηματολογίου με την επαναληπτική μέτρηση ήταν επίσης πολύ υψηλή (r = 0,90, p <0.001), γεγονός που καταδεικνύει ότι η αξιοπιστία κατά τον έλεγχο της επαναληψιμότητας ήταν ικανοποιητική για αυτό το ερωτηματολόγιο κεφαλαλγίας. Η συνολική συμφωνία της διάγνωσης της κεφαλαλγίας μεταξύ ερωτηματολογίου και Νευρολόγου ήταν 0,77, η οποία θεωρείται ως ένα "ισχυρό" επίπεδο συμφωνίας. Η ευαισθησία και η ειδικότητα αυτού του ερωτηματολογίου, για τη διάγνωση της κεφαλαλγίας, κατέληξε σε 0,91 και 0,87 αντίστοιχα. Συμπεράσματα: Δημιουργήσαμε ένα ερωτηματολόγιο κεφαλαλγίας στην Ελληνική Γλώσσα προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην πρωτοβάθμια φροντίδα. 1137 103 120 Αναπαραστάσεις αλγεβρών του Artin και η θεωρία των Auslander-Reiten The principal aim of this thesis is to illustrate an in depth analysis of the methods, tools and main results of modern representation theory of finite dimensional algebras through the study of larger class of algebras, Artin algebras. In this context, we present the main elements of representation theory of Artin algebras, focusing on determining the isomorphism classes of finitely generated indecomposable representations. Two of the most important tools that we use to this end are almost split sequences and the Aulsander-Reiten quiver. The main results of this thesis are applied mostly on algebras generated by quivers and group algebras of finite groups. Ο κεντρικός στόχος της παρούσας διατριβής είναι η παρουσίαση και ανάλυση σε βάθος των μεθόδων, εργαλείων και κυριότερων βασικών αποτελεσμάτων της σύγχρονης θεωρίας αναπαραστάσεων αλγεβρών πεπερασμένης διάστασης μέσω της μελέτης μίας μεγαλύτερης κλάσης αλγεβρών, αυτής των αλγεβρών του Artin. Σ' αυτό το πλαίσιο, παρουσιάζουμε τα κύρια στοιχεία της θεωρίας αναπαραστάσεων αλγεβρών του Artin και επικεντρωνόμαστε στην εύρεση όλων των κλάσεων ισομορφίας των πεπερασμένα παραγόμενων μη αναλύσιμων αναπαραστάσεων. Τα δύο σημαντικότερα εργαλεία που χρησιμοποιούμε για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος είναι οι σχεδόν διασπάσιμες ακολουθίες και το quiver των Auslander και Reiten. Τα κεντρικά αποτελέσματα της διατριβής εφαρμόζονται ως επί το πλείστον σε άλγεβρες που προκύπτουν από quivers και ομαδοάλγεβρες πεπερασμένων ομάδων. 1138 495 381 Μελέτη ενδιάμεσων μιτωτικών σημάτων και αλλαγών στη γονιδιακή έκφραση με τη χρήση επαγόμενων κυτταρικών συστημάτων έκφρασης του ογκογονιδίου Ras Cancer is a disease where the fundamental rules of cell behavior break down. The development of cancer could be due to abnormal expression or function of specific cellular genes like oncogenes (e.g.Ras). In this thesis we describe the Ras expression and we study the signaling events following H-Ras activation. The gene expression profile analysis of Ras using macroarrays is a second goal of this thesis that gives us the opportunity of examining the target genes that are related to initiation and/or maintenance of carcinogenesis. It is worth mentioning that the RAS mutations are restricted to a single RAS gene and are often tissue specific or dependent upon cancer type. Thus, Ras helped us to characterize downstream events and to identify signaling factors that regulate the expression of genes that are involved in cell death, cellular growth and transformation. To examine early signaling events following the Ha-RASV12 activation [a constitutively active mutated form of the protein with substitution of Gly to Val (12)] and the effect of expression towards cell proliferation, a constitutive expression system of Ras and an ecdysone inducible expression system were developed in HEK - 293 human epithelial kidney cells. The Ecdysone inducible system uses a heterodimer of the ecdysone receptor (VgEcR) and the retinoid X receprtor (RXR) that binds 5 modified ecdysone response elements in the presence of a steroid hormone, ponasterone A, to activate expression of the transfected gene. Thus, to examine early Ras signaling events towards cell proliferation and cell death, the ecdysone inducible expression system of Ha-RASV12 was used (293indRas cells). This inducible expression system of oncogenic Ras under low serum conditions 180 induced biological functions such as growth arrest, cellular senescence and apoptosis. Moreover, the inducible expression of HaRASV12 under low serum conditions led to transient activation of MAPK. We also used a second system in which Ha-RASV12 oncoprotein (293conRas cells) is constitutively expressed under normal serum conditions and in which the transformation process is induced in a larger fraction than in 293indRas cells. In order to validate the cellular properties resulting from the oncogenic expression of HaRASV12 in transformed HEK-293 cells expressing Ras either in an inducible manner at an early stage (2 hours post induction with ponasterone) or intermediate stage (6 hours post induction with ponasterone) or in a constitutive manner (293conRas), gene expression profile analysis was performed by using a human oncoarray cDNA. In parallel, early genes that are regulated specifically after Ras induction and not after induction by serum were identified. Thus genes related to all cell functions were revealed. It was observed that target genes that are upregulated from Ras signaling can act independently or cooperate with each other to trigger early, intermediate and late Ras events. In conclusion, we refer to identification of early genes such as the proline oxidase (POX) gene that has not been previously been reported in Ras signaling. These genes could be further studied in the near future as potentially novel targets for therapy in Ras bearing tumors. Ο καρκίνος είναι μια ασθένεια όπου οι βασικοί κανόνες της κυτταρικής συμπεριφοράς αναιρούνται. Η ανάπτυξη του καρκίνου μπορεί να είναι αποτέλεσμα της μη ομαλής έκφρασης ή λειτουργίας ειδικών κυτταρικών γονιδίων όπως τα ογκογονίδια (π.χ. ras). Στην παρούσα διατριβή περιγράφουμε την έκφραση του RAS και την μελέτη της μεταγωγής σήματος που ακολουθούν την ενεργοποίηση της HRAS με τα μετέπειτα στάδια της μεταγωγής μηνυμάτων από τη συγκεκριμένη πρωτεΐνη. Η ανάλυση έκφρασης των γονιδίων-στόχων του RAS με την χρήση μακροσυστοιχιών γονιδίων (gene expression profile analysis – macroarrays) είναι ένας δεύτερος σκοπός της διατριβής αυτής που δίνει την δυνατότητα μελέτης γονιδίων-στόχων που σχετίζονται με την έναρξη, εξέλιξη ή/και διατήρηση του νεοπλάσματος. Aξίζει να αναφερθεί ότι οι μεταλλάξεις στο RAS συνήθως περιορίζονται σε ένα από τα ras γονίδια και συχνά εξαρτώνται από τον ιστό ή τον τύπο του καρκίνου. Έτσι, το oγκογονίδιο RAS μας βοήθησε να χαρακτηρίσουμε καθοδικά γεγονότα και να ταυτοποιήσουμε παράγοντες σηματοδότησης που ρυθμίζουν την έκφραση των γονιδίων που εμπλέκονται στον κυτταρικό θάνατο, την κυτταρική ανάπτυξη και μετασχηματισμό. Προκειμένου να μελετηθούν τα πρώιμα γεγονότα μεταγωγής σήματος που ακολουθούν την ενεργοποίηση της Ha-RAS (V12) (μιας μεταλλαγμένης συνεχώς ενεργού μορφής της πρωτεΐνης με αντικατάσταση βαλίνης αντί γλυκίνης στην θέση 12) και η επίδραση της έκφρασης στον κυτταρικό πολλαπλασιασμό, χρησιμοποιήθηκαν συστήματα μόνιμης έκφρασης του RAS και το σύστημα επαγωγής έκφρασης εκδυσόνης, τα οποία μελετήθηκαν σε ανθρώπινα νεφρικά κύτταρα ΗΕΚ-293. Το σύστημα εκδυσόνης χρησιμοποιεί ένα ετεροδιμερές από τον υποδοχέα εκδυσόνης (VgEcR) και τον υποδοχέα ρετινοϊκού οξέος RXR, που προσδένεται σε μια τροποποιημένη λειτουργία αναγνώρισης ΕcRE παρουσία της ορμόνης της ποναστερόνης Α, η οποία επάγει την έκφραση του γονιδίου με το οποίο 177 έχει γίνει η επιμόλυνση. Έτσι, για να εξεταστούν πρώιμα γεγονότα της ογκογενούς RAS σηματοδότησης ως προς την κυτταρική ανάπτυξη και κυτταρικό θάνατο, χρησιμοποιήθηκε το επαγόμενο σύστημα του Ηa-RASV12 έκφρασης εκδυσόνης (293indRas κύτταρα). Αυτό το επαγόμενο σύστημα έκφρασης του ογκογενούς RAS σε χαμηλό ορό προσομοιάζει βιολογικές λειτουργίες όπως η ανάσχεση, η κυτταρική γήρανση και η απόπτωση. Επιπλέον, η επαγόμενη ενεργοποίηση του Ηa-RASV12 σε συνθήκες χαμηλού ορού οδήγησε στην περιοδική ενεργοποίηση της ΜΑΡΚ. Χρησιμοποιήσαμε επίσης ένα δεύτερο σύστημα, όπου η ογκοπρωτεΐνη Ha-RASV12 (293conRas) εκφράζεται μόνιμα σε κανονικό ορό και προσομοιάζει την διαδικασία του μετασχηματισμού περισσότερο απo ότι το 293indRas. 1139 444 450 The subject of the present dissertation is part of the problematic of the feminist constitution of knowledge in the context of feminist epistemology. The formation of the feminist character of knowledge is examined on the basis of social conception of gender, as it responds to some feminist epistemological theories of the analytical tradition and of postmodern philosophy. Since feminist epistemology as a branch is constituted based on texts belonging to different types of feminist epistemology, this research attempts to detect, examine, and construe certain representative arguments in this branch, in a spectrum that begins with original feminist empiricism and reaches to postmodern feminist theories. The ultimate goal of this essay is to examine the problematic of feminist epistemology in relation to the field of education and to the usual gender assumptions that are reproduced there. The first chapter examines the course towards the development of feminist epistemology as a branch and then it deals with the key assumptions that characterize it as an approach. The second chapter analyzes the epistemology of feminist empiricism and, especially its recent version, in order to point out the basic concepts of this type of feminist epistemology. The third chapter deals with the particular way in which knowledge in feminist standpoint epistemology of Sandra Harding is constituted. The fourth chapter explores the assumptions of feminist postmodernism and the way in which they determine the character of the theories of different postmodern feminists. An attempt is made to answer this question by analyzing mainly the philosophical positions of Susan Hekman, Luce Irigaray, Donna Haraway and Judith Butler regarding the concepts of woman and gender. Finally, the fifth chapter detects the need to utilize feminist epistemology in the educational institution, examining the following question: Should the scientific discipline of education adopt certain assumptions of feminist epistemology? it is a philosophical investigation of gender and its cognitive presuppositions, as the thesis considers the conceptual contents of gender and also the relationships between the relevant concepts in order to define gender. It was found from the above research that the feminist character of knowledge based on a social construction of gender is put in different terms each time in each version of feminist epistemology. Also, at a second level, the dissertation considers that the initial claim of gender equality in education should give way to the strongest feminist claim to a different scientific knowledge based on values that respect the gender identity and the standpoint of women's lives. Finally, while the postmodern position of abandoning gender definitions is not adopted, it is estimated that the subversive possibility of gender performativity out of gender dualism may take its place in the field of education. Το αντικείμενο της παρούσας διατριβής εντάσσεται στην προβληματική της φεμινιστικής συγκρότησης της γνώσης στο πλαίσιο της φεμινιστικής επιστημολογίας. Η διαμόρφωση του φεμινιστικού χαρακτήρα της γνώσης εξετάζεται με βάση την κοινωνική σύλληψη του φύλου, σύμφωνα με ορισμένες φεμινιστικές επιστημολογικές θεωρίες της αναλυτικής παράδοσης και της μεταμοντέρνας φιλοσοφίας. Δεδομένου ότι η φεμινιστική επιστημολογία ως κλάδος συγκροτείται με βάση έννοιες και παραδοχές που ανήκουν σε διαφορετικά είδη φεμινιστικών επιστημολογιών, η έρευνα αυτή επιχειρεί να εντοπίσει, να εξετάσει και να ερμηνεύσει ορισμένα αντιπροσωπευτικά επιχειρήματα που αναπτύσσονται στο πεδίο αυτό, σε ένα φάσμα από τον πρώιμο φεμινιστικό εμπειρισμό έως ορισμένες μεταμοντέρνες φεμινιστικές θεωρίες. Απώτερος στόχος της παρούσας εργασίας είναι να συνεξετάσει την προβληματική της φεμινιστικής επιστημολογίας στη σχέση της με τον χώρο της εκπαίδευσης και να καταδείξει τις συνήθεις έμφυλες παραδοχές που αναπαράγονται εκεί. Το πρώτο κεφάλαιο εξετάζει την πορεία προς τη συγκρότηση της φεμινιστικής επιστημολογίας ως κλάδου, και τις βασικές παραδοχές που την χαρακτηρίζουν ως προσέγγιση. Το δεύτερο κεφάλαιο αναλύει την επιστημολογία του φεμινιστικού εμπειρισμού και, ιδιαίτερα της ύστερης εκδοχής του, για να αναδειχθούν οι βασικές έννοιες αυτού του είδους φεμινιστικής επιστημολογίας. Το τρίτο κεφάλαιο πραγματεύεται τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο συγκροτείται η γνώση στη φεμινιστική επιστημολογία της σκοπιάς, σύμφωνα με τη θεωρία της Sandra Harding. Στο τέταρτο κεφάλαιο διερευνώνται οι παραδοχές του φεμινιστικού μεταμοντερνισμού και ο τρόπος με τον οποίο αυτές καθορίζουν τον χαρακτήρα των θεωρήσεων τους, σύμφωνα με τις θέσεις της Susan Hekman, της Luce Irigaray, της Donna Haraway και της Judith Butler αναφορικά με την έννοια γυναίκα και την έννοια φύλο. Τέλος, το πέμπτο κεφάλαιο εντοπίζει την ανάγκη αξιοποίησης της φεμινιστικής επιστημολογίας στον εκπαιδευτικό θεσμό, εξετάζοντας τα ακόλουθα ερωτήματα: Θα έπρεπε η επιστήμη της εκπαίδευσης να υιοθετήσει ορισμένες προϋποθέσεις και παραδοχές της φεμινιστικής επιστημολογίας; Με ποιον τρόπο μπορεί να οικειοποιηθεί και να ενταχθεί κάθε ξεχωριστό είδος φεμινιστικής επιστημολογίας στο εκπαιδευτικό πλαίσιο; Πρόκειται για μια φιλοσοφική διερεύνηση του φύλου και των γνωσιακών προϋποθέσεών του, καθώς η εργασία μελετά τα εννοιολογικά περιεχόμενα του φύλου και τις σχέσεις μεταξύ των εννοιών που συμβάλλουν στον ορισμό του. Διαπιστώθηκε από την παραπάνω έρευνα ότι ο φεμινιστικός χαρακτήρας της γνώσης με βάση μια κοινωνική συγκρότηση του φύλου τίθεται με διαφορετικούς κάθε φορά όρους σε κάθε εκδοχή φεμινιστικής επιστημολογίας. Ακόμη, σε ένα δεύτερο επίπεδο, η εργασία εκτιμά ότι η αρχική αξίωση ισότητας ευκαιριών των δύο φύλων στην εκπαίδευση πρέπει να δώσει τη θέση της στο ισχυρότερο αίτημα της φεμινιστικής διεκδίκησης μιας διαφορετικής επιστημονικής γνώσης με βάση αξίες που σέβονται την ιδιαιτερότητα του γυναικείου φύλου και την οπτική της ζωής των γυναικών. Τέλος, ενώ δεν υιοθετείται η μεταμοντέρνα θέση της εγκατάλειψης των έμφυλων καθορισμών, ωστόσο εκτιμάται ότι η ανατρεπτική δυνατότητα επιτέλεσης του φύλου αποπλαισιωμένου από τον έμφυλο δυϊσμό μπορεί να καταλάβει τη θέση της στον χώρο της εκπαίδευσης. 1140 400 415 Investigation of cardiac resynchronization therapy (CRT) on quality of life and levels of anxiety and depression in patients with severe heart failure in U.G.H of Ioannina Διερεύνηση της θεραπείας καρδιακού επανασυγχρονισμού (CRT) στην ποιότητα ζωής και στα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης σε ασθενείς με σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια στο Π. Γ. Ν. Ιωαννίνων Introduction: Heart failure is a major clinical and socio-economic problem. In addition to standard medical treatment with optimum medication, cardiac resynchronization therapy greatly benefits a large proportion of patients, substantially improving morbidity and mortality rates. However, the impact of cardiac resynchronization therapy on the quality of life, anxiety and depression of these patients has not been adequately studied. Purpose: The purpose of this study is to record, evaluate, and compare patients' quality of life as well as anxiety and depression levels as a result of the chronicity of heart failure both prior to cardiac resynchronization treatment and six months after its application to the heart. U.G.H of Ioannina for a period of 12 months, namely from January 2018 to January 2019. Methodology: The epistemological and ontological position on which the research will be based is the after (or new) - positive epistemology. The researcher acknowledges that there is a 'true' reality that patients can grasp in an objective and probable way, but this reality can never be fully understood and fully understood due to the incomplete human cognitive abilities and the incomprehensible nature of phenomena. The epidemiological research will be a prospective cohort study and will include all patients undergoing cardiac resynchronization (CRT) treatment from January 2018 to January 2019 at the Hemodynamic Laboratory of BCN. Ioannina. Data collection will be done using the Minnesota Living with Heart Failure Questionnaire (MLHFQ), GAD-7 Anxiety, PHQ-9 Depression questionnaires. The first phase will be completed by personal interviews and after six months by telephone interviews. The research will be requested by the Scientific Committee of. U.G.H of Ioannina. The data will be analyzed with SPSS v. 22. Results: Investigating the quality of life (physical and mental health) of patients' anxiety and depression levels before and after cardiac resynchronization therapy (CRT) and their potential improvement in psychosomatic health is one of the expected results. Also, highlighting the importance of follow-up of these patients is another important outcome expected. Conclusions:. Investigating the quality of life (physical and mental health) of patients' anxiety and depression levels before and after cardiac resynchronization therapy (CRT) and their potential improvement in psychosomatic health is one of the expected results. Also, highlighting the importance of follow-up of these patients is another important outcome expected. Εισαγωγή: Η καρδιακή ανεπάρκεια αποτελεί σημαντικό κλινικό και κοινωνικοοικονομικό πρόβλημα. Πέρα από την καθιερωμένη ιατρική αντιμετώπιση με την βέλτιστη φαρμακευτική αγωγή, η θεραπεία καρδιακού επανασυγχρονισμού ωφελεί σημαντικά μεγάλο ποσοστό ασθενών βελτιώνοντας ουσιαστικά τα ποσοστά νοσηρότητας και θνητότητας της νόσου. Ωστόσο η επίδραση της θεραπείας καρδιακού επανασυγχρονισμού στην ποιότητα ζωής, στο άγχος και την κατάθλιψη αυτών των ασθενών δεν έχει μελετηθεί επαρκώς. Σκοπός: Σκοπός της συγκεκριμένης έρευνας είναι να καταγραφεί, να αξιολογηθεί και να συγκριθεί η ποιότητα ζωής των ασθενών καθώς και τα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης σαν απόρροια της χρονιότητας της καρδιακής ανεπάρκειας τόσο πριν την θεραπεία του καρδιακού επανασυγχρονισμού όσο και έξι μήνες μετά την εφαρμογή της που πραγματοποιήθηκε στο Π.Γ.Ν. Ιωαννίνων σε χρονικό διάστημα 12 μηνών και συγκεκριμένα από τον Ιανουάριο του 2018 έως τον Ιανουάριο του 2019. Μεθοδολογία: Η επιστημολογική και οντολογική θέση στην οποία θα στηριχθεί η έρευνα είναι η μετά (ή νέο)- θετικιστική επιστημολογία. Ο ερευνητής δέχεται πως υπάρχει μια «αληθινή» πραγματικότητα την οποία οι ασθενείς μπορούν να συλλάβουν με αντικειμενικό και πιθανό τρόπο, ωστόσο αυτή η πραγματικότητα δεν μπορεί ποτέ να συλληφθεί πλήρως και να κατανοηθεί απολύτως λόγω των ατελών ανθρώπινων νοητικών δυνατοτήτων και λόγω της ακατάληπτης φύσης των φαινομένων. Η επιδημιολογική έρευνα ήταν μια προοπτική μελέτη κοόρτης και περιλαμβάνει όλους τους ασθενείς που υποβλήθηκαν σε θεραπεία καρδιακού επανασυγχρονισμού (CRT) από τον Ιανουάριο του 2018 έως και τον Ιανουάριο του 2019 στο Αιμοδυναμικό Εργαστήριο του Π.Γ.Ν. Ιωαννίνων. Η συλλογή δεδομένων έγινε με τη χρήση των ερωτηματολογίων Minnesota Living with Heart Failure Questionnaire (MLHFQ), GAD-7 Anxiety, PHQ-9 Depression. Στην πρώτη φάση η συμπλήρωση έγινε με προσωπικές συνεντεύξεις και μετά από έξι μήνες μέσω τηλεφωνικών συνεντεύξεων. Για τη διεξαγωγή της έρευνας ζητήθηκε η ανάλογη άδεια από την επιστημονική επιτροπή του Π.Γ.Ν. Ιωαννίνων. Η ανάλυση των δεδομένων έγινε με το στατιστικό πακέτο SPSS v. 22. Αποτελέσματα: Η διερεύνηση της ποιότητα ζωής (σωματικής και ψυχικής υγείας) αναφορικά με τα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης των ασθενών πριν και μετά από την θεραπεία καρδιακού επανασυγχρονισμού (CRT) και της δυνητικής βελτίωσης της ψυχοσωματικής τους υγείας αποτελεί ένα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Επίσης , η ανάδειξη της σημαντικότητας του follow up αυτών των ασθενών αποτελεί ένα ακόμα σημαντικό αποτέλεσμα που αναμένεται. Συμπεράσματα: Οι ασθενείς που αποτέλεσαν το ερευνητικό δείγμα της παρούσας μελέτης παρουσίασαν βελτίωση της ποιότητας ζωής αναφορικά με τα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης 6 μήνες μετά την θεραπεία καρδιακού επανασυγχρονισμού. 1141 280 358 Secondary school greek students' (12-18), science/scientific literacy on vaccines and factors related to attitudes towards them Εγγραμματισμός των μαθητών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (12-18) στα εμβόλια και οι παράγοντες που σχετίζονται με τις στάσεις ως προς αυτά The attitude of reluctance towards vaccines and their non-acceptance to the fullest extent still exists in our modern world, and it is of particular interest to detect these attitudes in the sensitive area of students and school education. The purpose of this study is to investigate the degree of students' science/scientific literacy on vaccines through the level of acceptance, the level of hesitation or the level of rejection by them. The research sample consists of 517 students of Secondary Education, from the various classes of the High School that cover the age group of 12 - 18 years old. The research was carried out in the city of Ioannina Greece, where 6 different High Schools were randomly selected from central and regional areas of the city. The survey was conducted with a questionnaire combining demographics (gender, class, parenting level, internet-connected devices) and 25 questions (selected from modern up to date research) that measure attitudes and perceptions in individual aspects of the vaccine issue, with the help of a Likert 5 scale. The results showed that students' scientific literacy in vaccines is deficient and incomplete, despite the fact that the average result shows acceptance in their use and safety. At the same time, however, delayed acceptance, reluctance, lack of trust and even rejection of vaccines have raised the concern about the vaccine adoption by this age group. Of particular interest are the secondary results of research on the correlation of factors such as the Internet, the educational level of parents, the school learning environment, interpersonal relationships and students' individual perceptions and attitudes towards this issue. Η στάση της διστακτικότητας απέναντι στα εμβόλια και η μη αποδοχή τους σε ολοκληρωτικό βαθμό εξακολουθούν και υπάρχουν στον σύγχρονο κόσμο μας ενώ οι διαστάσεις που αυτές λαμβάνουν σε παγκόσμιο επίπεδο θέτουν σε άμεσο κίνδυνο τη γενικότερη δημόσια υγεία. Ενώ οι απόψεις και οι θέσεις των ενηλίκων (γονέων και επαγγελματιών στον χώρο της υγείας) πάνω στο θέμα αυτό αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανίχνευση των στάσεων αυτών στον ευαίσθητο κοινωνικά και ηλικιακά χώρο των μαθητών και της σχολικής εκπαίδευσης. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να διερευνήσει τον επιστημονικό εγγραμματισμό των μαθητών στα εμβόλια, μέσα από τον βαθμό αποδοχής, τον βαθμό διστακτικότητας ή και το βαθμό απόρριψής τους από αυτούς. Το δείγμα της έρευνας αποτελείται από 517 μαθητές της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, των τριών τάξεων του Γυμνασίου (Α΄, Β΄ και Γ΄) και των αντίστοιχων τάξεων του Λυκείου (Α΄, Β΄ και Γ΄) που καλύπτουν την ηλικιακή ομάδα των 12 - 18 χρόνων. Η πραγματοποίηση της έρευνας έγινε στην πόλη των Ιωαννίνων όπου επιλέχθηκαν τυχαία 3 διαφορετικά Γυμνάσια και 3 διαφορετικά Λύκεια από κεντρικές και περιφερειακές περιοχές της πόλης. Η διεξαγωγή της έρευνας πραγματοποιήθηκε με ερωτηματολόγιο που συνδυάζει δημογραφικά στοιχεία (φύλο, τάξη, μορφωτικό επίπεδο γονέων, συσκευές με σύνδεση στο διαδίκτυο) και 25 ερωτήσεις (επιλεγμένες από σύγχρονες έρευνες) που μετρούν στάσεις και αντιλήψεις σε επιμέρους πτυχές του θέματος των εμβολίων οι οποίες απαντώνται με τη βοήθεια μιας κλίμακας Likert 5 διαβαθμίσεων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο επιστημονικός εγγραμματισμός των μαθητών στα εμβόλια είναι ελλιπής και όχι ολοκληρωμένος, παρά το γεγονός ότι ο μέσος όρος εμφανίζει αποδοχή στην χρήση και την ασφάλειά τους. Παράλληλα όμως, η καθυστερημένη αποδοχή, η διστακτικότητα, η δυσπιστία, η έλλειψη εμπιστοσύνης ακόμη και η απόρριψη απέναντι στα εμβόλια, συγκεντρώνουν αναπάντεχα ποσοστά που εμπνέουν ανησυχία και προβληματισμό για την υιοθέτηση τους από αυτή την ηλικιακή ομάδα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης τα δευτερεύοντα αποτελέσματα της έρευνας που αφορούν στην συσχέτιση παραγόντων όπως το διαδίκτυο, το μορφωτικό επίπεδο των γονέων, το σχολικό μαθησιακό περιβάλλον, τις διαπροσωπικές σχέσεις και τις επιμέρους αντιλήψεις των μαθητών με τις στάσεις που εμφανίζουν στο ζήτημα αυτό. 1142 238 243 The anthology of the Nicodemus Rhacendytes (British Libr. Add. 36669, fols. 1-192v) Το ανθολόγιο του Νικοδήμου Ρακενδύτη (British Libr. Add. 36669, fols. 1-192v) The subject of the present research is the Anthology of the Nicodemus Rhacendytes and a first approach and partial edition of beneficial tales of it. Beneficial tales and apophthegmata were developed on 4th century in monasteries by the monks. The elder monks were using them in order to teach the younger ones (the students-monks). Apophthegmata are short phrases that are contained in bigger collections. Apophthegmata sometimes were the nucleus on which the authors relied and evolved beneficial tales or even big collections. Beneficial tales are short stories that have beneficial for the soul character. They are like novels with narrative structure in which the name of characters and the places, that the stories are taking part, are not given. They are anonymous. In contrast to the apophthegmata, beneficial tales could spread in all around the world as independent stories. Nicodemus Rhacendytes is the author of this collection. We don’t have any information about him, except this corpus. We are speaking for the corpus 36669 of British Library. The collection has title and contains 446 chapters. It’s a Systematic Collection and Rhacendytes used texts from other writers in order to make it. In this research, I have chosen to examine only 5 of the 446 stories. I have edited them, I have translated them in modern greek, I have transcribed them and made some comments on them. Θέμα της παρούσας εργασίας είναι το Ανθολόγιο του Νικοδήμου Ρακενδύτη και μία πρώτη προσέγγιση και μερική έκδοση ψυχωφελών ιστοριών από αυτό. Οι ψυχωφελείς ιστορίες και τα αποφθέγματα κάνουν την εμφάνιση τους τον 4ο αιώνα στα μοναστήρια με κύριους δημιουργούς αυτών τους μοναχούς των μοναστηριών. Οι μοναχοί χρησιμοποιούσαν αυτά τα δύο λογοτεχνικά είδη ως διδακτικό υλικό. Δηλαδή τα χρησιμοποιούσαν με σκοπό να εκπαιδεύσουν τους νεώτερους μοναχούς των μοναστηριών. Τα αποφθέγματα είναι μικρά ρητά τα οποία περιέχονται σε μεγαλύτερες συλλογές και πολλές φορές αποτελούσαν και τον πυρήνα ανάπτυξης ιστοριών ή και ολόκληρων συλλογών. Οι ψυχωφελείς ιστορίες είναι μικρές ιστορίες με ωφέλιμο προς την ψυχή του ακροατή χαρακτήρα. Πρόκειται για μικρές ιστορίες σαν νουβέλες με αφηγηματική δομή οι οποίες χαρακτηρίζονται από ανωνυμία ηρώων και τόπων δράσης. Σε αντίθεση με τα αποφθέγματα οι ιστορίες μπορούσαν να κυκλοφορήσουν και εκτός μοναστηριακών περιβαλλόντων ως αυτόνομες ιστορίες. Συγγραφέας αυτού του κώδικα είναι ο Νικόδημος Ρακενδύτης για τον οποίο δεν έχουμε καμία απολύτως πληροφορία. Πρόκειται για τον κώδικα με αριθμό 36669 της Βρετανικής βιβλιοθήκης. Ο κώδικας φέρει τίτλο και περιλαμβάνει 446 κεφάλαια, δηλαδή 446 διαφορετικές ιστορίες και αποφθέγματα. Πρόκειται για μια Συστηματική συλλογή για τη δημιουργία της οποίας ο Ρακενδύτης αξιοποίησε υλικό και από άλλους συγγραφείς. Στην παρούσα έρευνα έχουν εξεταστεί μόνο 5 από τα 446 κεφάλαια της συλλογής. Έχει γίνει η κριτική έκδοση, η μετάφραση στη νέα ελληνική, η μεταγραφή και ο σχολιασμός αυτών των 5 κεφαλαίων που επιλέχθηκαν. 1143 501 508 The aim of this PhD thesis was to synthesize and develop novel hybrid functional materials based on graphite and fullerenes, to study their properties and to investigate their use in various applications on these properties. Chapter 3 constitutes an overview of various theoretical and experimental studies about the interactions of polyaromatic hydrocarbons (PAHs) with graphene sheets. In these works efforts were made to clarify the role of PAHs in the development of new composites for a plenty of applications such as in electronic, sensing and biomedical devices. Because PAHs and their metabolites are mutagenic and carcinogenic, most of the studies focused on the elimination of PAHs’ toxicity with the help of nanomaterials, e.g. based on graphene. In chapter 4 we present for the first time the successful chemical oxidation of buckminsterfullerene (C60) based on the well-known Staudenmaier method, producing what is called oxidized fullerenes. This facile and reproducible approach creates oxygen functional groups, like epoxy and hydroxyl groups on the surface of the fullerene, which make this material highly soluble in polar solvents such as water. An important advantage of this method consists in the presence of epoxy groups that allow for further functionalization. In this thesis, oxidized fullerenes were modified with a primary aliphatic amine (octadecylamine) thus generating a new fullerene derivative. The hydrophilic character of these materials potentially renders them ideal for a plethora of applications, for example in medicinal chemistry and biochemistry. Chapter 5 describes the chemical oxidation of carbon nanodiscs (oxCNDs), which were industrially produced via the so-called pyrolytic Kværner Carbon Black & H2 process. The facile, versatile and reproducible oxidation procedure was based on the Staudenmaier method. The result of the oxidation treatment was firstly the separation of carbon nanodiscs from the mixed nanodiscs/nanocones/soot starting material and secondly the attachment of oxygen-containing functional groups (epoxy, hydroxyl and carboxyl groups) on their surface, improving their solubility in polar solvents (e.g. water). The obtained material was characterized by many characterization techniques, which confirmed the successful oxidation and provided information about the morphology. The investigation their potential for bioapplications demonstrated that oxidized nanodiscs can act as cytotoxic agent and as supports for nanobiocatalytic systems. Chapter 6 we report the intercalation of Ibuprofen, a nonsteroidal anti-inflammatory drug, into graphite oxide and into two its derivatives, namely sulfonated and carboxylated graphene oxide. The aim of this project was to study the efficacy of these three nanomaterials as delivery systems of Ibuprofen. The adsorption of the drug into carbon carriers was quantified and the release of Ibuprofen in simulated gastric and intestinal fluid determined. The results show that the release in gastric fluid takes place more gradually than in intestinal fluid and promise well for these nanomaterials’ potential to eliminate the drug’s side effects in the stomach. Chapter 7 gives an overview of four published studies. More specifically, we describe in detail the electrical conductivity, as a function of temperature of different fullerene derivatives. For this purpose, polybrominated fullerenes (C60Br6), polyhydroxylated fullerenes [C60(OH)24] and sodium fullerene salt (C60O24Na24) were synthesized and studied. Ο σκοπός αυτής της διατριβής ήταν η σύνθεση και η ανάπτυξη καινοτόμων υβριδικών λειτουργικών υλικών με βάση το γραφίτη και τα φουλερένια, η μελέτη των ιδιοτήτων τους και η διερεύνηση της χρησιμοποίησής τους σε διάφορες εφαρμογές, αξιοποιώντας τις προκύπτουσες ιδιότητές τους. Το τρίτο κεφάλαιο αποτελεί μία επισκόπηση θεωρητικών και πειραματικών μελετών, σχετικών με τις αντιδράσεις των πολυαρωματικών υδρογονανθράκων (PAHs) με φύλλα γραφενίου. Σε αυτές τις δουλειές έχουν καταγραφεί οι προσπάθειες διευκρίνισης του ρόλου των PAHs στην ανάπτυξη νέων σύνθετων υλικών για μία πλειάδα εφαρμογών, όπως στην ηλεκτρονική, σε αισθητήρες αλλά και σε βιοϊατρικές συσκευές. Εξαιτίας του γεγονότος ότι τα PAHs αλλά και οι μεταβολίτες τους παρουσιάζουν μεταλλαξιογόνα και καρκινογόνα δράση, οι περισσότερες μελέτες εστίασαν στην προσπάθεια δέσμευσης των τοξικών πολυαρωματικών υδρογονανθράκων (PAHs) χρησιμοποιώντας συστήματα νανοϋλικών, όπως για παράδειγμα η περίπτωση του γραφενίου. Στο κεφάλαιο 4 παρουσιάζουμε για πρώτη φορά την επιτυχή χημική οξείδωση του φουλερενίων (C60), βασιζόμενη στην γνωστή και καθιερωμένη μέθοδο Staudenmaier. Αυτή η εύκολη και επαναλήψιμη διαδικασία δημιουργεί λειτουργικές ομάδες οξυγόνου, όπως επόξυ- και υδρόξυ- ομάδες στην επιφάνεια του φουλερενίου, καθιστώντας το υλικό εξαιρετικά διαλυτό σε πολικούς διαλύτες, όπως το νερό. Σημαντικό πλεονέκτημα αυτής της μεθόδου αποτελεί η ύπαρξη εποξειδικών ομάδων, η οποία δίνει τη δυνατότητα για περαιτέρω τροποποίηση. Σε αυτήν τη διατριβή, τα οξειδωμένα φουλερένια τροποποιήθηκαν με μία πρωτοταγή αλειφατική αμίνη (octadecylamine), η οποία οδήγησε στην δημιουργία ενός νέου παράγωγου του φουλερενίου. Ο υδρόφιλος χαρακτήρας αυτών των υλικών μπορεί να καταστήσει αυτά τα υλικά ιδανικά για πλήθος εφαρμογών, όπως για παράδειγμα στην ιατρική και στην βιοχημεία. Στο κεφάλαιο 5 περιγράφεται η χημική οξείδωση νανοδίσκων άνθρακα (oxCNDs), οι οποίοι παρήχθησαν μέσω της πυρολυτικής διαδικασίας Kværner Carbon Black & H2. Η εύκολη, ευέλικτη και επαναλήψιμη διαδικασία βασίζεται στη μέθοδο Staudenmaier. Το αποτέλεσμα της οξειδωτικής διαδικασίας ήταν αρχικώς ο διαχωρισμός των νανοδίσκων άνθρακα από το μίγμα νανοδίσκων/νανοκόνων/αιθάλης του αρχικού υλικού και ακολούθως η προσκόλληση λειτουργικών ομάδων οξυγόνου (επόξυ-, υδρόξυ-, και καρβοξυλικών ομάδων) στην επιφάνειά τους, βελτιώνοντας την διαλυτότητά τους σε πολικούς διαλύτες, όπως το νερό. Το τελικό προϊόν χαρακτηρίστηκε με πολλές τεχνικές χαρακτηρισμού, οι οποίες επιβεβαίωσαν την επιτυχή οξείδωση και παρείχαν πληροφορίες σχετικές με τη μορφολογία του προϊόντος. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι οξειδωμένοι νανοδίσκοι μπορούν να δράσουν ως κυτταροτοξικοί παράγοντες και υποστηρίζουν την ανάπτυξη νανοβιοκαταλυτικών συστημάτων. Στο κεφάλαιο 6 αναφέρουμε την ένθεση του Ibuprofen, ένα μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο, στο οξείδιο του γραφενίου και σε δύο παράγωγά του, το σουλφονιωμένο και το καρβοξυλιωμένο οξείδιο του γραφενίου. Ο στόχος ήταν η αξιολόγηση των τριών νανοϋλικών ως αποτελεσματικά συστήματα μεταφοράς του Ibuprofen. Αρχικά υπολογίστηκαν τα ποσοστά του προσροφημένου φαρμάκου στους μεταφορείς άνθρακα και στη συνέχεια προσδιορίστηκε η αποδέσμευση του φαρμάκου σε προσομοιωμένο γαστρικό και εντερικό υγρό. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η αποδέσμευση σε γαστρικό υγρό πραγματοποιείται πιο σταδιακά σε σύγκριση με την περίπτωση του εντερικού υγρού και συνεπώς μπορεί να ελαχιστοποιήσει τις παρενέργειες στο στομάχι. Το κεφάλαιο 7 αποτελεί μία επισκόπηση τεσσάρων δημοσιευμένων μελετών. Πιο συγκεκριμένα, περιγράφουμε λεπτομερώς την ηλεκτρική αγωγιμότητα, συναρτήσει της θερμοκρασίας, διαφορετικών παραγώγων των φουλερενίων. Για αυτόν το σκοπό, συντέθηκαν και μελετήθηκαν πολυβρωμιωμένα φουλερένια (C60Br6), πολύ-υδροξυλιωμένα φουλερένια [C60(OH)24] καθώς και ένα νατριούχο άλας του φουλερενίου (C60O24Na24). 1144 274 265 Introduction: Polymorphonuclear elastase (PMN-e) is a specific and sensitive marker for the early activation of polymorphonuclear cells and the prediction of inflammatory complications. We studied the role of PMN elastase and C-reactive protein (CRP) in the early detection and assessment of severity of acute pancreatitis (AP). Patients-Methods: Patients who were admitted to the Internal Medicine Department with AP were studied with a predefined protocol. Diagnosis was based on clinical symptoms, high amylase levels ans abdominal ultrasound or CT findings. AP severity was assessed with Apache-II score and with Ranson criteria of severity. PMN-e and CRP values were measured on the 1st, 3rd and 5th hospital day. Results: Forty-one patients (29 women, 12 men) were includevin final analysis. The etiology of pancreatitis was gall stone disease in 27 patients(66%), alcohol abuse in 9 (17.8%), hyperlipidemia in 2 (4.9%), drug-included pancreatitis in 2 (4.9%) and hypercalcinemia in one patient (2.4%). PMN-e was 128.32±43.90, 112.30±30.90, 75.07±35.60 IU/ml on first, third and fifth hospital day respectively (mean±SD, normal values < 37 IU/ml). According to Apache-II scoring system, 23 of 41 patients (53.7%) had severe AP while the remaing 18 had mild disease (46.3%). PMN-e was significantly higher at all measurements (1st, 3rd and 5th hospital day) in patients with severe AP compared to those with mild AP. In addition CRP was significantly higher on the 3rd hospital day in severe AP cases compared to mild ones. Conclusions: PMN-e is an early sensitive marker of acute pancreatitis and along with CRP can be used for the early assessment of severity of AP. These markers may simplify complicated scoring systems that have been used for the evaluation of AP severity. Εισαγωγή: Η Πολυμορφοπυρηνική ελαστάση (PMN-e) είναι ένα συγκεκριμένος και ευαίσθητος δείκτης (marker) για την πρώιμη ενεργοποίση των πολυμορφοπυρηνικών κυττάρων και την πρόβλεψη των φλεγμονώδων περιπλοκών. Μελέτησαμε το ρόλο της PMN ελαστάσης καθώς και της C-αντιδραστικής πρωτεΐνης (CRP) στην πρώιμη ανίχνευση και αξιολόγηση της σοβαρότητας της οξείας παγκρεατίτιδας (ΑΡ). Ασθενείς –Μέθοδοι: Οι ασθενείς με ΑΡ που μπήκαν (ή εισήχθησαν) στο Τμήμα Παθολογίας, μελετήθηκαν με ένα προκαθορισμένο πρωτόκολλο. Η διάγνωση βασίστηκε σε κλινικά συμπτώματα, υχηλά επίπεδα αμυλάσης καθώς και στον υπέρηχο κοιλιακών ή σε ευρήματα CT. Η σοβαρότητα της ΑΡ αξιολογήθηκε με τα κριτήρια σοβαρότητας Apache-II και Ranson. Οι τιμές των PMN-e και CRP μετρήθηκαν κατά την 1η, 3η και 5η μέρα στο νοσοκομείο. Αποτελέσματα: 41 ασθενείς (29 γυναίκες, 12 άντρες) συμπεριλήφθηκαν στην τελική ανάλυση. Η αιτιολογία της παγκρεατίτιδας ήταν ασθένεια στην χολόλιθο σε 27 ασθενείς (66%), χρήση του αλκοόλ σε 9 (17,8%), υπερλιπιδαιμία σε 2 (4,9%), παγκρεατίτιδα προκαλούμενη από φάρμακα σε 2 (4,29%), και υπερασβεστιαιμία σε έναν σθενή (2,4%). Η PMN-e ήταν128.32±43.90, 112.30±30.90, 75.07±35.60 IU/ml στην πρώτη, Τρίτη και Πέμπτη μέρα στο νοσοκομείο αντίστοιχα (μέση τιμή±SD, φυσιολογικές αξίες < 37 IU/ml). Σύμφωνα με το σύστημα σκορ κατά Apache-II,23 από τους 41 ασθενείς (53,7%) είχαν βαριά ΑΡ ενώ οι υπόλοιποι 18 είχαν ήπια ΑΡ (43.3%). Επιπλέον, η CRP ήταν σημαντικά υψηλή κατά την 3η μέρα στο νοσοκομείο στις βαριές περιτπώσεις ΑΡ σχετικά με τις ήπιες. Συμπεράσματα: Η PMN-e είναι ένας ευαίσθητος δείκτης οξείας παγκρεατίτιδας και μαζί με την CRP μπορούν να φανούν χρήσιμες για την πρώιμη αξιολόγηση της σοβαρότητας ΑΡ. Οι δείκτες αυτοί ίσως απλοποιήσουν περίπλοκα συστήματα σκορ που χρησιμοποιούνταν για την εκτίμηση της σοβαρότητας της ΑΡ. 1145 397 401 Sudy, design and application of machine learnihg techniques for biosignal analysis for human activity monitoring Μελέτη, σχεδίαση και εφαρμογή τεχνικών μηχανικής μάθησης για ανάλυση σημάτων για την παρακολούθηση της ανθρώπινης δραστηριότητας Automated recognition of human activity is a rapidly evolving field of research, which has attracted the interest of the scientific community It has significant research results and has led to several applications aiming at monitoring and detecting the physical actions of a person. It is essentially the recording, and consequently, the modeling of a person's movements and behavior, while their effect on physical measurements (Heart Rate, etc.) is studied taking into account a set of observations. Today, with the development of technology and new generations of sensors for receiving bio-signals, it is easy to record them and it is possible to design advanced machine learning models that take sensor measurements as input and can recognize human activity and assess the state of human health and draw automated conclusions and warnings. In the present work, an extensive literature review of the different machine learning approaches used in human activity identification problems was performed. Machine learning models based on symbolic representations are of great research interest, while they can overcome the inherent weaknesses of the classic machine learning models as well as the deep learning models. To this end, such a methodology, based on the method of Symbolic Aggregate Approximation (SAX), was selected for further study, investigation, extension, adaptation, and application, due to its advantages. This methodology was adapted, applied, and tested on signals from sensors (accelerometer and gyroscope) that measure the human activity. The research contribution of the work lies in the modification, adaptation, and evolution of the SAX methodology so that it can more efficiently handle signals consisting of more than one information channel, such as the accelerometer (which records 3 signals simultaneously). Thus, the innovative methodology "Multichannel Symbolic Aggregate Approximation Intelligent Icons" was introduced and described, followed by the design and implementation of a machine learning model that was applied for the recognition of eight activities utilizing the measurements of an accelerometer and a gyroscope. The classification algorithm used is the 1-Nearest Neighbor classifier, while the model’s prediction ability appeared to be particularly high. For comparison reasons, we implemented and applied to the same dataset, two other machine learning models (one classic and one based on the SAX method), using the same classification algorithm. Based on the results, it was found that our method surpasses the other two in any comparison Η αυτοματοποιημένη αναγνώριση της ανθρώπινης δραστηριότητας αποτελεί ένα ταχέως εξελισσόμενο ερευνητικό πεδίο, που έχει συγκεντρώσει το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας, έχει σημαντικά ερευνητικά αποτελέσματα και έχει οδηγήσει σε πλήθος εφαρμογών, που στοχεύει στον εντοπισμό, παρακολούθηση και ανίχνευση των επιτελούμενων σωματικών ενεργειών ενός ανθρώπου. Πρόκειται ουσιαστικά για καταγραφή και κατ’ επέκταση μοντελοποίηση των κινήσεων και της συμπεριφοράς ενός ανθρώπου και μελετάται η επίδρασή τους στις σωματικές μετρήσεις (Καρδιακός Ρυθμός κ.α.) λαμβάνοντας υπόψιν ένα σύνολο παρατηρήσεων. Σήμερα, με την εξέλιξη της τεχνολογίας και τις νέες γενιές αισθητήρων για τη λήψη βιο-σημάτων, είναι εύκολη η καταγραφή τους και είναι εφικτό να σχεδιαστούν προηγμένα μοντέλα μηχανικής μάθησης που λαμβάνουν ως είσοδο τις μετρήσεις των αισθητήρων και μπορούν να αναγνωρίσουν την ανθρώπινη δραστηριότητα και να εκτιμήσουν την κατάσταση της υγείας του ανθρώπου και εξάγουν αυτοματοποιημένα συμπεράσματα και προειδοποιήσεις. Στην παρούσα εργασία, πραγματοποιήθηκε εκτεταμένη βιβλιογραφική ανασκόπηση των διαφορετικών προσεγγίσεων μηχανικής μάθησης που χρησιμοποιούνται σε προβλήματα αναγνώρισης ανθρώπινης δραστηριότητας. Τα μοντέλα μηχανικής μάθησης βασισμένα σε συμβολικές αναπαραστάσεις παρουσιάζουν μεγάλο ερευνητικό ενδιαφέρον, ενώ δύνανται να υπερκεράσουν εγγενείς αδυναμίες των κλασικών μοντέλων μηχανικής μάθησης καθώς και των μοντέλων βαθιάς μάθησης. Προς τούτο, επιλέχθηκε προς περαιτέρω μελέτη, διερεύνηση, επέκταση, προσαρμογή και εφαρμογή μια τέτοια μεθοδολογία, βασισμένη στη μέθοδο της Συμβολικής Συναθροιστικής Προσέγγισης (Symbolic Aggregate Approximation – SAX), λόγω των πλεονεκτημάτων που παρουσιάζει. Η συγκεκριμένη μεθοδολογία προσαρμόστηκε, εφαρμόσθηκε και δοκιμάστηκε σε σήματα προερχόμενα από αισθητήρες (επιταχυνσιόμετρο και γυροσκόπιο) που μετρούν την ανθρώπινη δραστηριότητα. Η ερευνητική συνεισφορά της εργασίας έγκειται στην τροποποίηση, προσαρμογή και εξέλιξη της μεθοδολογίας SAX, ώστε να δύναται να χειριστεί αποδοτικότερα σήματα που αποτελούνται από περισσότερα του ενός κανάλια πληροφορίας, όπως το επιταχυνσιόμετρο (που καταγράφει ταυτόχρονα 3 σήματα). Οπότε, πραγματοποιήθηκε εισαγωγή και περιγραφή της καινοτόμου μεθοδολογίας: «Πολυκαναλικά Έξυπνα Εικονίδια Συμβολικής Συναθροιστικής Προσέγγισης» (Multichannel Symbolic Aggregate Approximation Intelligent Icons) και ακολούθησε ο σχεδιασμός και η υλοποίηση ενός μοντέλου μηχανικής μάθησης και η εφαρμογή του για την αναγνώριση οκτώ ανθρώπινων δραστηριοτήτων με αξιοποίηση των μετρήσεων από το επιταχυνσιόμετρο και γυροσκόπιο. Ο αλγόριθμος ταξινόμησης που χρησιμοποιήθηκε είναι ο ταξινομητής 1-πλησιέστερου γείτονα, ενώ η ικανότητα ορθής πρόβλεψης του προτεινόμενου μοντέλου είναι ιδιαιτέρως υψηλή. Για λόγους σύγκρισης, υλοποιήσαμε και εφαρμόσαμε στο ίδιο σύνολο δεδομένων, άλλα δύο μοντέλα μηχανικής μάθησης (ένα κλασικό και ένα βασισμένο στη μέθοδο SAX), με χρήση του ίδιου αλγορίθμου ταξινόμησης. Με βάση τα αποτελέσματα διαπιστώθηκε ότι η προτεινόμενη μέθοδος ξεπερνάει τις άλλες δύο σε οποιαδήποτε σύγκριση. 1146 638 655 Επίδραση αλάτων οργανικών οξέων στην οξυγαλακτική χλωρίδα αλλοίωσης αλλαντικών Φρανκφούρτης The objective of this study was to evaluate the effect of organic acid salts on the lactic acid bacteria spoilage flora of Frankfurters. For this purpose, frankfurters were formulated in a commercial meat plant with inclusion of 1.8% sodium lactate (SL) or 1.8% sodium lactate and 0.25% sodium acetate (SL+SA), while frankfurters without salts served as controls (CN). Peeled Frankfurters (pH 6.3-6.4) were vacuum packaged, stored at 4 or 12°С and analyzed microbiologically, along with pH measurement and sensory evaluation at 0, 7, 15, 30, 45, 60 and 90 days of storage. A total of 270 colonies were isolated from TSAYE and MRS agar (180 and 90 colonies, respectively) during storage of Frankfurters. Strains of lactic acid bacteria (Gram-positive and catalase-negative) were further identified by a limited number of tests: gas production from glucose, arginine hydrolysis, slime formation and fermentation of 13 selected sugars. Initial LAB contamination of frankfurters ranged from 2.4 to 2.7 log cfu/g between treatments. During storage, LAB growth was more pronounced in the order CN > SL+SA > SL, while it was faster at 12 than at 4oC, irrespective of treatment. Specifically, as compared to the CN, SL singly decreased (p < 0.05) LAB growth by 2.3 and 1.0 log units, after 45 and 60 days of storage at 4oC, whereas SL+SA was not effective after day 7. After 90 days at 4oC, all treatments had LAB counts of 7.8-8.4 log cfu/g. Conversely, at 12oC, differences in LAB counts were not so large since SL could delay (p < 0.05) LAB growth for only 7 days. The final (day-90) pH values of the CN, SL+SA and SL, Frankfurters were 5.0, 5.6, and 5.3 at 12oC, and 5.6, 5.9 and 6.2 at 4oC, respectively. In-package gas and slime formation and off odors at opening decreased in the order SL+SA (acceptable at 90 days) ΓΝ+ΟΝ > ΓΝ, ενώ ήταν ταχύτερη στους 12°С σε σχέση με τους 4°C, ανεξάρτητα από το είδος των δειγμάτων. Ειδικότερα, σε σύγκριση με τα δείγματα Μ, το ΓΝ καθυστέρησε (p < 0.05) την οξυγαλακτική ανάπτυξη κατά 2.3 και 1 λογαρίθμους μετά από 45 και 60 ημέρες στους 4oC, αντίστοιχα, ενώ το μίγμα ΓΝ+ΟΝ δεν ήταν αποτελεσματικό μετά την 7η ημέρα. Μετά από 90 ημέρες στους 4°C, όλα τα δείγματα είχαν πληθυσμούς 7.8-8.4 log cfu/g. Αντίθετα, στους 12°C, οι πληθυσμιακές διαφορές δεν ήταν τόσο έντονες καθώς η προσθήκη ΓΝ παρεμπόδιζε σημαντικά την οξυγαλακτική ανάπτυξη για μόλις 7 ημέρες. Το τελικό pH (90η ημέρα) των αλλαντικών Μ, ΓΝ+ΟΝ και ΓΝ ήταν 5.0, 5.6 και 5.3 στους 12oC, και 5.6, 5.9 και 6.2 στους 4°C, αντίστοιχα. Η παραγωγή αερίου, βλέννας και όξινης δυσοσμίας μειωνόταν στα δείγματα στους 4°C: ΓΝ+ΟΝ (αποδεκτό στις 90 ημέρες) < ΓΝ (αποδεκτό ή αλλοιωμένο μεταξύ 60 και 90 ημερών) < Μ (αλλοιωμένο στις 30 ημέρες). Οι αλλοιώσεις ήταν εντονότερες στους 12°C. Η βιοχημική ταυτοποίηση έδειξε υψηλή συχνότητα απομόνωσης ομοζυμωτικών γαλακτικών βακτηρίων (79,2% στους 4°С και 78,6% στους 12°С), ενώ τα ανεπιθύμητα είδη του γένους Leuconostoc που παράγουν βλέννα από τη σακχαρόζη απομονώθηκαν σε ποσοστό 14,2% και 10,7% στους 4°С και 12°С, αντίστοιχα. Μεταξύ των τριών κατεργασιών και ανεξαρτήτως της θερμοκρασίας συντήρησης, τα δείγματα Μ παρουσίαζαν την πιο ποικίλη οξυγαλακτική χλωρίδα. Μεταξύ των υποειδών του L. sakei, ο L. sakei subsp. carnosus απομονώθηκε από τα δείγματα ΓΝ σε ποσοστό 40%, ενώ στα δείγματα Μ και ΓΝ+ΟΝ κυριαρχούσε ο L. sakei subsp. sakei (43% και 56% αντίστοιχα). Στα δείγματα ΓΝ στους 4°С μετά την 60η ημέρα συντήρησης παρατηρήθηκε μεταστροφή της οξυγαλακτικής χλωρίδας από 100% ομοζυμωτικά σε 100% ετεροζυμωτικά στελέχη (κυρίως Leuc. carnosum και Leuc. mesenteroides) επιβεβαιώνοντας τα αποτελέσματα της οργανοληπτικής αξιολόγησης (αποδεκτό ή αλλοιωμένο μεταξύ 60 και 90 ημέρες συντήρησης). Στα δείγματα ΓΝ+ΟΝ που συντηρήθηκαν στους 4°С, επικρατούσαν σχεδόν αποκλειστικά ομοζυμωτικά γαλακτικά βακτήρια (L. sakei subsp sakei, L.sakei/curvatus και L. sakei subsp. carnosus) με χαμηλότερο δυναμικό αλλοίωσης- κυρίως παραγωγή γαλακτικού οξέος. Αντίθετα από τα δείγματα Μ απομονώνονταν ετεροζυμωτικά στελέχη γαλακτικών βακτηρίων (κυρίως L. mesenteroides subsp. mesenteroides) καθ’ όλη την περίοδο συντήρησης στους 4°С. Οι μικροοργανισμοί αυτοί είναι υπεύθυνοι για πιο σοβαρά ελαττώματα όπως η παραγωγή βλέννας και αερίου, επιβεβαιώνοντας έτσι την οργανοληπτική αξιολόγηση των δειγμάτων (ΓΝ+ΟΝ: αποδεκτά στις 90 ημέρες και Μ: αλλοιωμένα στις 30 ημέρες συντήρησης). Κατά τη συντήρηση των αλλαντικών ΓΝ στους 12°С απομονώθηκαν ετεροζυμωτικά γαλακτικά βακτήρια από τις 2 πρώτες εβδομάδες συντήρησης (μετά την 60η ημέρα στους 4°С). Επιπροσθέτως η υψηλή θερμοκρασία συντήρησης ήταν ευνοϊκή για την ανάπτυξη σε όλα τα δείγματα άτυπων ειδών του γένους Lactobacillus ανεξαρτήτως της παρουσίας αλάτων οργανικών οξέων. Συμπερασματικά, η προσθήκη 0.25% ΟΝ σε συνδυασμό με 1.8% ΓΝ επιμηκύνει σημαντικά το χρόνο συντήρησης αλλαντικών Φρανκφούρτης με βασικό κριτήριο τα μακροσκοπικά οργανοληπτικά χαρακτηριστικά αλλοίωσης, τόσο σε συνθήκες ψυγείου όσο και σε υψηλότερη θερμοκρασία συντήρησης. 1147 538 480 Study of the photo-Fries intermediates in photometathesis reactions of aromatic organosilicon compounds Μελέτη των ενδιαμέσων photo-Fries σε φωτομεταθέσεις αρωματικών οργανοπυριτικών ενώσεων The research activity of the photochemistry group at the Department of Chemistry of the University of Ioannina, aims to explore possibilities of using light as an energy source in fundamental chemical reactions. Specifically, this research activity is focused on two major reactions, the cleavage of a bond (photo-dissociation) and/or the rearrangement of a group (photo-metathesis). The research has highlighted the importance of the chromophore (energy collector), as well as the nature of the involved excited states with the strength of the critical chemical bond playing also a crucial role. Chromophores containing the carbonyl group (benzoyl-, acetyl-), amino- or even naphthyl-substituents (i.e. benzophenone, acetophenone, aniline and naphthalene chromophores) lead, through the formation of a triplet excited state T1, to a homolysis of the C-Si bond and the formation of the corresponding radicals. Chromophores containing the phenyl-, fluorenyl- and xanthenyl group, lead, via the singlet state S1, to photo-Fries rearrangement products (migration of the R3Si-group to the ortho-position of the aromatic ring). In the context of the present work, three main points have been addressed: A) The synthesis and photochemical study of the simple benzylsilane (PhCH2-SiH3) has been made in order to experimentally test the theoretical predictions made in Varas’s doctoral (PhD) thesis. Indeed the present study confirms the theoretical predictions of Varras, i.e., the formation of photo-Fries intermediate is going through a conical crossing CoIn at a rate 4 times higher than that of the analogous trimethyl derivative PhCH2-SiMe3. The effect of the C-Si bond strength on the yield of the photo-Fries product formation was thus investigated by comparing the rate constants of the monophenyl derivatives PhCH2-SiMe3 (kCoIn= 0.18•107 s-1) and PhCH2-SiH3 (kCoIn= 1.6•107 s-1), as well as the diphenyl derivative Ph2CH-SiMe3 (kCoIn= 3.3•1012 s-1). The attenuation of the C-Si bond strength from PhCH2-SiMe3 to PhCH2-SiH3 and even more to Ph2CH-SiMe3 has been proven to contribute enormously to the acceleration of the photochemical reactions. Moreover, Varas’s theoretical prediction of the production of two photo-products, one being the photo-Fries intermediate and the other the benzyl radical, was confirmed. B) Attempts were made to identify, separate and isolate the photo-Fries intermediates of benzylsilanes. Although the nature of the photo-Fries intermediate was well elucidated by spectroscopic (UV/Vis, fluorescence, ns-laser flash photolysis, 1H.NMR and HPLC chromatography) and computational methods (CASSCF), isolation of the intermediate in pure form could not be accomplished. C) Attempting to shed more light on the mechanism of the C-Si bond’s photochemistry and specifically to decide whether the reaction is progressing through the traditional way, i.e., via radical recombination inside the solvent cage, or the mechanism is progressing through a Conical Intersection (CoIn) as Varras described in his dissertation. In sum, two possible reaction pathways have been proposed, the original one which proceeds through a homolytic cleavage of the C-Si bond and subsequent recombination of the radicals inside the solvent cage, and newer theories which adopt an one-step approach by introducing either the concept of the Conical Intersection (CoIn), or the X-State scheme introduced by Hiratsuka. The ultrafast rate (≈300 fs) which we measured for the formation of the photo-Fries intermediate (Ph2CH-SiMe3), indicates that the cage effect has a minor role and the CoIn's interpretation is more plausible. Η ερευνητική δραστηριότητα της ομάδας φωτοχημείας του Τμήματος Χημείας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων στοχεύει στη διερεύνηση δυνατοτήτων χρήσης του φωτός ως πηγής ενέργειας σε θεμελιώδεις χημικές αντιδράσεις. Συγκεκριμένα, η δραστηριότητα αυτή έχει επικεντρωθεί σε δύο σημαντικές αντιδράσεις, τη διάσπαση ενός δεσμού (φωτοδιάσπαση) και/ή την μετάθεση μιας ομάδας (φωτομετάθεση), ανέδειξε δε τη μεγάλη σημασία που έχει η φύση του χρωμοφόρου (συλλέκτης ενέργειας), η φύση των διεγερμένων καταστάσεων που εμπλέκονται και η ισχύς του κρίσιμου χημικού δεσμού. Χρωμοφόρα που περιέχουν την καρβονυλική ομάδα (βενζοϋλο-, ακέτυλο-), άμινο- ή και νάφθυλο-υποκαταστάτες (δηλαδή χρωμοφόρα της βενζοφαινόνης, της ακετοφαινόνης, της ανιλίνης και του ναφθαλενίου) οδηγούν, μέσω σχηματισμού της τριπλής διεγερμένης κατάστασης T1, στη φωτοδιάσπαση του δεσμού C-Si, σχηματίζοντας ομολυτικά τις αντίστοιχες ρίζες. Χρωμοφόρα που περιέχουν τη φαίνυλο-, φλουορένυλο- και ξανθένυλο-ομάδα, οδηγούν, μέσω της απλής κατάστασης S1, και προς προϊόντα αναδιάταξης (μετάθεσης) τύπου photo-Fries (μετανάστευση της R3Si-ομάδας στην ortho-θέση του αρωματικού δακτυλίου). Στα πλαίσια της παρούσας εργασίας πραγματοποιήθηκε: Α) Σύνθεση και φωτοχημική μελέτη του απλούστερου βενζυλοσιλανίου (PhCH2-SiΗ3), ώστε να ελεγθούν πειραματικά οι θεωρητικές προβλέψεις που είχαν γίνει στα πλαίσια της διδακτορικής διατριβής του Βάρρα.[13] Η παρούσα μελέτη επιβεβαιώνει τις θεωρητικές προβλέψεις του Βάρρα, που είναι η δημιουργία του ενδιαμέσου photo-Fries μέσω κωνικής τομής CoIn, με ταχύτητα 4 φορές μεγαλύτερη απ’ότι στο ανάλογο τριμέθυλο παράγωγο PhCH2-SiMe3. Διερευνήθηκε έτσι η επίδραση της ισχύος του δεσμού C-Si στην απόδοση (ταχύτητα) σχηματισμού του ενδιαμέσου photo-Fries, μέσω της σύγκρισης των πειραματικών μετρήσεων των μονοφαίνυλο παραγώγων PhCH2-SiMe3 (kCoIn= 0.18•107 s-1) και PhCH2-SiH3 (kCoIn= 1.6•107 s-1), αλλά και του διφαίνυλο παραγώγου Ph2CH-SiMe3 (kCoIn= 3.3•1012 s-1). Η εξασθένηση του δεσμού C-Si από το PhCH2-SiMe3 προς το PhCH2-SiH3 και περισσότερο ακόμη προς το Ph2CH-SiMe3 αποδείχθηκε ότι συμβάλει στην επιτάχυνση της φωτοχημείας και επιβεβαιώθηκε η θεωρητική πρόβλεψη της παραγωγής δύο φωτοπροϊόντων, του photo-Fries ενδιαμέσου και βενζυλοριζών. Β) Έγινε προσπάθεια ταυτοποίησης, διαχωρισμού αλλά και απομόνωσης ενδιαμέσων τύπου photo-Fries πολλών βενζυλοσιλανίων. Αν και η φύση του ενδιαμέσου photo-Fries διευκρινίστηκε ικανοποιητικά μέσω φασματοσκοπικών (UV/Vis, φθορισμομετρίας, ns-παλμικής φωτόλυσης laser, 1Η.NMR καθώς και χρωματογραφίας HPLC) και υπολογιστικών μεθόδων (CASSCF), η απομόνωση του ενδιαμέσου σε καθαρή μορφή δε στάθηκε δυνατό να πραγματοποιηθεί. Γ) Προσπάθεια απάντησης του ερωτήματος του μηχανισμού της φωτοχημείας του δεσμού C-Si, αν ισχύει δηλαδή η παραδοσιακή εκδοχή του ανασυνδυασμόυ των σχηματιζόμενων ριζών εντός του κλωβού του διαλύτη (solvent cage), ή ισχύει τελικά ο μηχανισμός μέσω των κωνικών τομών (Conical Intersection, CoIn) που περιέγραψε ο Βάρρας στη διατριβή του ειδικά για το PhCH2-SiH3. Συγκεντρωτικά έχουν προταθεί δύο πιθανές πορείες για την αντίδραση. H αρχική είναι μέσω ομολυτικής διάσπασης και επανασυνδιασμού των ριζών εντός του κλωβού του διαλύτη, ενώ οι νεότερες θεωρίες υιοθετούν λογικές ενός σταδίου, είτε μέσω της εισαγωγής της έννοιας της κωνικής τομής CoIn, είτε μέσω μιας άγνωστης ενδιάμεσης κατάστασης X-State που εισάγει ο Hiratsuka. Η ιλιγγιώδης ταχύτητα (≈ 300 fs) δημιουργίας του ενδιαμέσου photo-Fries του σιλανίου Ph2CH-SiMe3 δείχνει ότι το φαινόμενο κλωβού έχει ασήμαντο ρόλο, ενισχύοντας έτσι την ερμηνεία της CoIn. 1148 126 129 In recent decades, the international scientific community has shown interest in highlighting the mathematical skills of adults and their education. One of the basic mathematical skills is problem solving. However, there is not enough research related to adult problem solving. This study is about solving problems from adults and the different factors that adults take into account when solving them. The research was conducted in two phases: in the first phase the adults solved six realistic problems in written form, while in the second phase we formed focus groups that had to face a realistic problem. In addition, the aim of the research was to highlight features that affect participants’ responses and the influence of group discussion on the emergence of realistic considerations in problem solving. Τις τελευταίες δεκαετίες έχει παρουσιαστεί ενδιαφέρον από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα για την ανάδειξη των μαθηματικών δεξιοτήτων των ενηλίκων, αλλά και την εκπαίδευσή τους. Μία από τις βασικές μαθηματικές δεξιότητες είναι η επίλυση προβλημάτων. Ωστόσο, δεν υπάρχουν αρκετές έρευνες που σχετίζονται με την επίλυση προβλημάτων από ενήλικες. Η παρούσα εργασία αναφέρεται στην επίλυση ρεαλιστικών προβλημάτων από ενήλικες και στην ανάδειξη διαφορετικών παραγόντων που λαμβάνουν υπόψη τους κατά την επίλυσή τους. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δύο φάσεις: στην πρώτη φάση οι ενήλικες έλυσαν γραπτά έξι ρεαλιστικά προβλήματα, ενώ στη δεύτερη φάση σχηματίστηκαν ομάδες εστίασης που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν ένα ρεαλιστικό πρόβλημα. Επιπλέον, στόχος της έρευνας ήταν η ανάδειξη χαρακτηριστικών που πιθανόν επηρεάζουν τις απαντήσεις των συμμετεχόντων και η επιρροή της ομαδικής συζήτησης στην ανάδειξη ρεαλιστικών παραγόντων κατά την επίλυση προβλημάτων. 1149 168 167 The thesis focuses on the aspects of the Epictetus’ philosophy with emphasis on the notions of the volition, freedom and self-awareness that lead on to good life’s flow. The work consists of eight chapters in which are developed the philosophy of the Stoic Philosopher and its importance in practical terms, as he considers that the philosophy is primarily the art of life. The first chapter (pp. 23-34) sets the historical and philosophical context in which the teaching of Epictetus is shaped. The second chapter (pp. 35-54) analyzes the basic aspects of his philosophy. Then, the third part (pp. 55-62) presents the distinction between “ἐφ’ ἡμῖν” and “οὐκ ἐφ’ ἡμῖν”, the fourth (pp.63-78) the notion of volition, and the fifth (pp. 79-96) the theory of the three fields. The sixth chapter (pp. 97-120) covers the subject of the Epictetus’ theology, the seventh (pp. 121-136) defines the notions of freedom and happiness. To sum up, the eighth chapter (pp. 137-152) explores the main influences of his philosophy on subsequent thinkers. Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η ανάδειξη πτυχών της φιλοσοφίας του Επίκτητου με έμφαση στις έννοιες της προαίρεσης, της ελευθερίας και της αυτογνωσίας που οδηγούν στην εύροια βίου. Η εργασία αποτελείται από οχτώ κεφάλαια στα οποία αναπτύσσεται η ηθική φιλοσοφία του Στωικού Φιλοσόφου και η σπουδαιότητά της σε πρακτικό επίπεδο, καθώς θεωρεί ότι πρώτιστα η φιλοσοφία είναι τέχνη του βίου. Στο πρώτο κεφάλαιο (σσ. 23-34) τίθεται το ιστορικό και φιλοσοφικό πλαίσιο εντός του οποίου διαμορφώνεται η διδασκαλία του Επίκτητου και στο δεύτερο (σσ. 35-54) αναλύονται οι βασικές όψεις της φιλοσοφίας του. Εν συνεχεία στο τρίτο μέρος (σσ. 55-62) παρουσιάζεται η διάκριση των «ἐφ’ ἡμῖν» και «οὐκ ἐφ’ ἡμῖν», στο τέταρτο (σσ. 63-78) η έννοια της προαίρεσης και στο πέμπτο (σσ. 79-96) η θεωρία για τους τρεις τόπους. Στο έκτο κεφάλαιο (σσ. 97-120) θίγεται η θεματική της θεολογίας του Επίκτητου, στο έβδομο (σσ. 121-136) οριοθετούνται οι έννοιες της ελευθερίας και της ευδαιμονίας. Τέλος, στο όγδοο κεφάλαιο (σσ. 137-152) αποτυπώνονται οι κυριότερες επιδράσεις της φιλοσοφίας του σε μεταγενέστερους στοχαστές. 1150 266 311 Προγράμματα πρόληψης και θεραπείας του στρες σε παιδιά πρώτης παιδικής ηλικιάς Stress is an integral part of our everyday life and emerges as a potentially very serious problem.Ιn recent years, socio-economic and political instability has created many of the risk factors that are responsible for stress. It is now known that stress has its origin already from infancy and its effects are many at all levels of human development and well-being (Briggs-Gowan et al, 2004 · Costello, Egger, Copeland, Erkanli, & Angold, 2011 · Egger & Angold, 2006). Prevention and early interventions are the measures that each society has to take to address this problem. And while there have been a lot of steps in this direction at international level for over a decade, Greece is not following the same strategy, maximizing the risk for its citizens. This thesis attempts to identify all the stress prevention and treatment programs applied to early childhood children, analyze their characteristics and compare their effectiveness in an effort to highlight the problem and the need for preventive and therapeutic interventions in early childhood. The programs identified are 22 and involve universal, indicated, selected preventive interventions and therapeutic interventions. Some of the results of this research have shown that therapeutic interventions are more widespread than preventive interventions, that direct interventions are more parental than children, that the most used treatment is cognitive-behavioral therapy, and that assessment levels of anxiety are mainly measured by parents and to a lesser extent by children. Also, by calculating the effect size, it appears that these interventions have many important effects in preventing and reducing the degree of risk, but also in the treatment of anxiety disorders. Το στρες αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας μας και αναδεικνύεται ως ένα δυνητικά πολύ σοβαρό πρόβλημα. Ιδίως, τα τελευταία χρόνια που η κοινωνικο-οικονομική και πολιτική αστάθεια έχει δημιουργήσει πολλούς από τους παράγοντες κινδύνου που ευθύνονται για το στρες. Είναι πια γνωστό πως το στρες έχει την αφετηρία του ήδη από τη βρεφική ηλικία και οι επίδράσεις του είναι πολλές σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης ανάπτυξης και ευημερίας(Briggs-Gowan et al, 2004 · Costello, Egger, Copeland, Erkanli, & Angold, 2011 · Egger & Angold, 2006). Η πρόληψη και η πρώιμη παρέμβαση είναι τα μέτρα που πρέπει η κάθε κοινωνία να λάβει για την αντιμετώπιση του εν λόγω προβλήματος. Κι ενώ, σε διεθνές επίπεδο εδώ και μια δεκαετία έχουν γίνει πολλά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, η Ελλάδα δεν ακολουθεί την ίδια τακτική μεγιστοποιώντας τον κίνδυνο για τους πολίτες της. Η παρούσα εργασία επιχειρεί να εντοπίσει όλα τα προγράμματα πρόληψης και θεραπείας στρες που έχουν εφαρμοστεί σε παιδιά πρώτης παιδικής ηλικίας, να αναλύσει τα χαρακτηρισικά τους και να συγκρίνει την αποτελεσματικότητα τους σε μια προσπάθεια να αναδείξει το πρόβλημα και να τονίσει την αναγκαιότητα των προληπτικών και θεραπευτικών παρεμβάσεων στην πρώιμη παιδική ηλικία. Τα προγράμματα που εντοπίστηκαν είναι 22 και αφορούν καθολικές, ενδεδειγμένες, επιλεγμένες προληπτικές παρεμβάσεις και θεραπευτικές παρεμβάσεις. Κάποια από τα αποτελεσματα αυτής της έρευνας ανέδειξαν ότι οι θεραπευτικές παρεμβάσεις είναι πιο διαδομένες από ότι οι προληπτικές παρεμβάσεις, ότι οι άμεσες παρεμβάσεις είναι περισσότερες στους γονείς από ότι στα παιδιά, ότι η θεραπεία που χρησιμοποιείται περισσότερο είναι η γνωστικο-συμπεριφοριστική θεραπεία και ότι η αξιολόγηση των επιπέδων άγχους γίνεται κυρίως από τους γονείς και σε αρκετά μικρότερο βαθμό από τα παιδιά. Επίσης, από τον υπολογισμό του βαθμού επίδρασης φανερώνεται ότι αυτές οι παρεμβάσεις έχουν πολλά σημαντικά αποτελέσματα στην πρόληψη και στη μείωση του βαθμού κινδύνου, αλλά και στη θεραπεία των αγχωδών διαταραχών. 1151 227 232 Προσδιορισμός θειούχων ενώσεων σε περιβαλλοντικά, φαρμακευτικά και βιολογικά δείγματα μέσω χρονικά ελεγχόμενης φωτοαναγωγής ιόντων χρυσού σε νανοσωματίδια This work describes a new, equipment-free, method for the determination of sulfur- containing compounds that is based on their ability to slow down the photo-reduction kinetics of gold ions to gold nanoparticles. The method involves tracking the time required for a red coloration to appear in the tested sample, indicative of the formation of gold nanoparticles, and compare the measured time relative to a control sample in the absence of the target analyte. The method is applicable with minimal and simple steps requiring only two solutions (i.e. a buffer and a gold solution), a source of UV or visible light and a timer. The method responds to a large variety of sulfur compounds including thiols, thioesters, disulfides, thiophosphoric bonds, metal-sulfur bonds and inorganic sulfur. On the basis of this principle, the method was optimized and applied to the determination of a variety of sulfur containing compounds such as dithiocarbamate and organophosphorous pesticides, biothiols, pharmaceutically active compounds and sulfides in different samples such as natural waters and wastewater, biological fluids and prescription drugs. The analytical figures of merit of the method include satisfactory sensitivity (quantitation limits at the low μM levels), good recoveries (from 93 to 109%), and satisfactory reproducibility (4.8-9.8%). The method is easily adoptable to both laboratory settings and non-laboratory conditions, is user-friendly even for the minimally-trained user and can be performed with limited-resources at low-cost. Η μεταπτυχιακή αυτή εργασία περιγράφει μια νέα μέθοδο, για τον προσδιορισμό θειούχων ενώσεων που βασίζεται στην ικανότητά τους να επιβραδύνουν τη κινητική της φωτοαναγωγής των ιόντων χρυσού σε νανοσωματίδια χρυσού. Η μέθοδος περιλαμβάνει την παρακολούθηση του χρόνου που απαιτείται για να εμφανιστεί κόκκινος χρωματισμός στο δείγμα, το οποίο είναι ενδεικτικό του σχηματισμού των νανοσωματιδίων χρυσού, σε σχέση με το τυφλό διάλυμα, στο οποίο απουσιάζει ο αναλύτης. Η μέθοδος είναι απλή ενώ για την εφαρμογή της απαιτούνται μόνο δύο διαλύματα (ένα ρυθμιστικό διάλυμα και ένα διάλυμα ιόντων χρυσού), μία πηγή UV ή ορατού φωτός και ένα χρονόμετρο. Η μέθοδος ανταποκρίνεται σε μία μεγάλη ποικιλία θειούχων ενώσεων, συμπεριλαμβανομένων των θειολών, θειοεστέρων, δισουλφιδίων, θειοφωσφορικών δεσμών, δεσμών μετάλλου-θείου και ανόργανου θείου. Η μέθοδος βελτιστοποιήθηκε και εφαρμόστηκε για τον προσδιορισμό μιας ποικιλίας θειούχων ενώσεων όπως διθειοκαρβαμικά μυκητοκτόνα, οργανοφωσφορικά παρασιτοκτόνα, βιοθειόλες, φαρμακευτικά δραστικές ουσίες και θειούχα σε διαφορετικά δείγματα όπως φυσικά νερά και λύματα, βιολογικά υγρά και συνταγογραφούμενα φάρμακα. Τα αναλυτικά χαρακτηριστικά της μεθόδου περιλαμβάνουν ικανοποιητική ευαισθησία (όρια ποσοτικού προσδιορισμού στα χαμηλά επίπεδα των μΜ), καλές ανακτήσεις (από 93 έως 109%) και αναπαραγωγιμότητα (4,8-9,8%). Η μέθοδος μπορεί να εφαρμοστεί εύκολα τόσο σε εργαστηριακές όσο και σε μη εργαστηριακές συνθήκες, είναι φιλική προς τον χρήστη ακόμη και για ελάχιστα εκπαιδευμένο προσωπικό και μπορεί να πραγματοποιηθεί υπό συνθήκες περιορισμένων πόρων με χαμηλό κόστος. 1152 337 361 Mental illness is a painful experience. Focus on “objective” symptoms may not adequately describe it. Mental health’s stigma- reaction of the social environment associated with the disorder- participates in the determination of a patient’s subjective experience. Stigmatization contributes to the patient’s isolation and devaluation. Delays diagnosis and therapy, inhibits prevention of recurrence and leads in limited life chances and adverse living conditions. Change of health professionals’ attitudes, a parameter which has not been studied in Greece until today, may alter public’s conception. Aims: The purpose of this study is to investigate whether health professionals are guided by perceptions that stigmatize mental sufferers and show similar behaviors to them. Method: This questionnaire was supplemented by 50 health professionals of various specialties and ages working at the University Hospital of Ioannina. Most of these healthcare professionals have contacts with a mental patient either in outpatient clinics or in the clinic that the patient is being treated for another condition. The questionnaire consists of three parts. Confidentiality will be respected for all survey participants. IBM SPSS will be used to analyze the survey data. Results: In the correlation of the five factors of the OMI scale there is no statistically significant relationship with gender and employment years. The results of this study, among the factors investigated the most important that seem to affect the management of patients with mental illness by health professionals were age, level of education, work service (nursing, medicine) and specialty. Also, there was a statistically significant difference in sex and years of service and marital status. The factors are observed to have a statistically significant effect on the formation of attitudes and perceptions of stigma. There was no statistically significant difference in attitudes and attitudes towards mental illness between the two professional groups. Conclusions: The statistical analysis of the questionnaires (OMI scale) distributed revealed that the variables age, level of education, specialty, years of employment did not affect attitudes and perceptions of health professionals towards the mentally ill (negative attitudes) shape the stigma of mental illness. Η ψυχική ασθένεια αποτελεί ένα οδυνηρό βίωμα. Η εστίαση στα «αντικειμενικά» συμπτώματα φαίνεται να μην περιγράφει ικανοποιητικά το βίωμα αυτό. Στον καθορισμό του υποκειμενικού βιώματος του ασθενή συμμετέχει το στίγμα της ψυχικής νόσου - η αντίδραση του κοινωνικού συνόλου. Ο στιγματισμός συμβάλλει στην απομόνωση και την απαξίωση που βιώνει ο ασθενής. Δυσχεραίνει την έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία, την πρόληψη των υποτροπών και οδηγεί σε περιορισμένες επιλογές ζωής και αντίξοες συνθήκες διαβίωσης. Σημαντικό ρόλο στην αλλαγή της νοοτροπίας του κοινού μπορεί να διαδραματίσει η αλλαγή στις συμπεριφορές και στις στάσεις των επαγγελματιών υγείας, παράμετρος η οποία δεν έχει μέχρι σήμερα διερευνηθεί στην Ελλάδα. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να διερευνήσουμε αν οι επαγγελματίες υγείας διέπονται από αντιλήψεις που στιγματίζουν τους ψυχικά πάσχοντες και αν εκδηλώνουν αντίστοιχες συμπεριφορές ως προς αυτούς. Μέθοδος: Το συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο συμπληρώθηκε από 50 επαγγελματίες υγείας διάφορων ειδικοτήτων και ηλικιών που εργάζονται στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Οι περισσότεροι από αυτούς τους επαγγελματίες υγείας έχουν επαφές με ψυχικά ασθενή είτε στα εξωτερικά ιατρεία, είτε στην κλινική που νοσηλεύεται ο ασθενής για άλλη πάθηση. Το ερωτηματολόγιο αποτελείται από τρία μέρη. Το απόρρητο θα τηρηθεί για όλους τους συμμετέχοντες στην έρευνα. Για την ανάλυση των δεδομένων της έρευνας θα χρησιμοποιηθεί το IBM SPSS. Αποτελέσματα: Στη συσχέτιση των πέντε παραγόντων της κλίμακα Ο.Μ.Ι. δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική σχέση με τις μεταβλητές φύλο και έτη απασχόλησης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης, από τους παράγοντες που διερευνήθηκαν οι πιο σημαντικοί που φαίνεται να επηρεάζουν τη διαχείριση των ασθενών με ψυχική νόσο από τους επαγγελματίες υγείας ήταν η ηλικία, το επίπεδο εκπαίδευσης, η υπηρεσία εργασίας (νοσηλευτική, ιατρική) και ειδικότητα. Επίσης, παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στο φύλο και έτη προϋπηρεσίας και την οικογενειακή κατάσταση. Οι παράγοντες παρατηρείται να έχουν στατιστικά σημαντική επίδραση στη διαμόρφωση στάσεων και αντιλήψεων σχετικά με το στίγμα. Δεν προέκυψε στατιστικά σημαντική διαφορά στις στάσεις και αντιλήψεις απέναντι στην ψυχική νόσο μεταξύ των δύο επαγγελματικών ομάδων. Συμπεράσματα: Από τη στατιστική ανάλυση των ερωτηματολογίων (κλίμακα Ο.Μ.Ι.) που διανεμήθηκαν προέκυψε ότι οι μεταβλητές ηλικία, επίπεδο εκπαίδευσης, ειδικότητα, έτη απασχόλησης δεν επηρεάζουν τις στάσεις και τις αντιλήψεις των επαγγελματιών υγείας απέναντι στους ψυχικά ασθενείς (αρνητικές στάσεις), που διαμορφώνουν το στίγμα της ψυχικής νόσου. 1153 249 247 The effect of type II diabetes mellitus on short-term and long-term postoperative congitive function in patients undergoing elective non-cardiac surgery Η επίδραση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ στη βραχυχρόνια και µακροχρόνια µετεγχειρητική γνωσιακή λειτουργία ασθενών που υποβάλλονται σε µη καρδιοχειρουργικές επεµβάσεις Preliminary evidence suggest a possible relationship between diabetes mellitus and postoperative cognitive disorders. We sought to investigate whether patients with type 2 diabetes mellitus, undergoing elective non-cardiac surgery with general anesthesia, are at increased risk of postoperative cognitive disorders. A prospective case-control study format was followed. One-hundred and fortyfour patients with type 2 diabetes mellitus were recruited. Controls were matched for sex, age, type of operation and educational background. Postoperative delirium andpostoperative cognitive dysfunction were evaluated with the Confusion Assessment Method Diagnostic Algorithm and the 16-item Informant Questionnaire on Cognitive Decline, respectively. Two hundred twenty-eight patients were analyzed. Compared to controls, patients with type 2 diabetes mellitus, were diagnosed with higher rates of cognitive decline pre-operatively (N.=96 versus N.=26, P<0.05) and higher postoperative delirium up to 4 days postoperatively (N.=204 versus N.=68, P<0.05). Increased rates of postoperative cognitive dysfunction were recorded in patients with type 2 diabetesmellitus up to 9 months postoperatively (N.=473 versus N.=192, P<0.05). Insulin dependent patients had higher rates of postoperative delirium on the 2nd (N.=38 versus N.=24, P<0.05) and 3rd day (N.=27 versus N.=16, P<0.05) when compared to non-insulin dependent patients. Logistic multivariate analysis revealed that patients with type 2 diabetes mellitus are at increased risk for postoperative cognitive disorders. Patients with type 2 diabetes mellitus appear to be at a higher risk of postoperative cognitive disorders up to 9 months after elective non-cardiac surgery. Σκοπός της διδακτορικής διατριβής ήταν η διερεύνηση της επίδρασης του σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ (ΣΔΙΙ) στη βραχυχρόνια και µακροχρόνια µετεγχειρητική (έως και 9 µήνες) έκπτωση της γνωσιακής λειτουργίας και πιο συγκεκριµένα στο µετεγχειρητικό παραλήρηµα και τη µετεγχειρητική έκπτωση της γνωσιακής λειτουργίας ασθενών που υποβάλλονται σε εκλεκτικές µη-καρδιοχειρουργικές επεµβάσεις. Πρόκειται για µία προοπτική µελέτη παρατήρησης, δείκτου-ελέγχου (case control study), στην οποία συµπεριλήφθησαν 144 ασθενείς µε ΣΔΙΙ. Στην οµάδα ελέγχουσυµµετείχαν ασθενείς αντίστοιχου φύλου, ηλικίας, εκπαιδευτικού υποβάθρου και επεµβατικής πράξης. Το µετεγχειρητικό παραλήρηµα αξιολογήθηκε µε τη µέθοδο Confusion Assessment Method Diagnostic Algorithm και η µετεγχειρητική έκπτωση της γνωσιακής λειτουργίας µε το 16-item Informant Questionnaire on Cognitive Decline αντίστοιχα. Συνολικά συµπεριλήφθηκαν 288 ασθενείς. Οι ασθενείς µε ΣΔΙΙ διαγνώσθηκαν µε υψηλότερα ποσοστά ήπιας και µέτριας έκπτωσης της νευρογνωσιακής λειτουργίας προεγχειρητικά (ν=96 έναντι ν=26, P<0,05) και µετεγχειρητικού παραληρήµατος έως και την 4η µετεγχειρητική ηµέρα (ν=204 έναντι ν=68, P<0,05). Επιπλέον, οι διαβητικοί ασθενείς εµφάνισαν αυξηµένη ήπια, µέτρια και σοβαρή έκπτωση της νευρογνωσιακήςλειτουργίας έως και 9 µήνες µετεγχειρητικά (ν=473 έναντι ν=192, P<0,05). Οι ινσουλινοεξαρτώµενοι συµµετέχοντες είχαν µεγαλύτερη συχνότητα µετεγχειρητικού παραληρήµατος την 2η (ν=38 έναντι ν=24, P<0,05) και 3η ηµέρα (ν=27 έναντι ν=16, P<0,05) και σοβαρής έκπτωσης της νευρογνωσιακής λειτουργίας στις 10 ηµέρες, σε σύγκριση µε τους µη-ινσουλινο-εξαρτωµένους. Συµπερασµατικά, οι ασθενείς µε σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ φαίνεται ότιβρίσκονται σε αυξηµένο κίνδυνο µετεγχειρητικής έκπτωσης της γνωσιακής λειτουργίας έως και 9 µήνες µετά από εκλεκτικές µη-καρδιοχειρουργικές επεµβάσεις. 1154 339 290 In every human society throughout the centuries it has been essential that Education serve specific learning, social and cultural purposes. More specifically, the Elementary School, the backbone of the educational system, aims at achieving the students’ mental as well as physical development. There is no doubt that in this process the teacher plays a crucial role in helping students reach their full potential. During the lesson the teacher is in a relationship of constant interaction with the students. It is generally admitted however that, although the teacher follows consistent, uniform methods and techniques in the teaching process, the learning results sometimes considerably vary among the students. Taking the situation above into consideration the present research paper has attempted to investigate the teachers’ opinions concerning the reasons why there are diverse learning results after a lesson in which a consistent teaching method has been followed. The aim of this research has been to record teachers’ viewpoints on a number of educational issues. • General learning objectives in Elementary School. • Specific teaching practices in the classroom. • Learning results and the factors determining them. • Teacher interference as a way of improving the learning outcomes. The present paper has been based on the Qualitative Approach. It makes a general review of the situation based on 15 individual interviews with teachers currently working in Elementary Schools in the Prefecture of Thesprotia, Epirus. Some of the most important findings of the present research are the following: • The ultimate goal of the Elementary School is not only to provide knowledge on a cognitive level but to socialize and educate. • No teaching practices and methods can be effective unless they actively involve the students in the process. • There are not consistent learning results after a lesson and students’ performances can greatly vary. • Last but not least, diverse learning results as well as low school performance can be attributed to both sociological (the family’s educational background, economic condition etc.) and inherent (intellect, psychological/emotional condition) characteristics on the part of the students. Διαχρονική και πάγια ανάγκη κάθε κοινωνίας είναι η Εκπαίδευση να εξυπηρετεί συγκεκριμένους μορφωτικούς, κοινωνικούς και πολιτισμικούς σκοπούς. Ειδικότερα, το Δημοτικό Σχολείο, η ραχοκοκαλιά του εκπαιδευτικού συστήματος, στοχεύει στην πολύπλευρη πνευματική και σωματική ανάπτυξη των μαθητών. Βαρύνουσα σημασία για την καλλιέργεια και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών έχει ο ρόλος του δασκάλου. Ο δάσκαλος μέσω του διδακτικού έργου αλληλεπιδρά καθημερινά με τους μαθητές της τάξης του. Παρόλο που ο τρόπος άσκησης του διδακτικού έργου από μέρους του εκπαιδευτικού είναι ενιαίος τα παραγόμενα μαθησιακά αποτελέσματα είναι διαφοροποιημένα και ποικίλλουν. Στο πλαίσιο αυτής της παραδοχής, η παρούσα έρευνα επιχειρεί να διερευνήσει τις απόψεις των δασκάλων για τους λόγους διαφοροποίησης των παραγόμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων μετά το πέρας μιας διδασκαλίας. Στόχος της έρευνάς μας είναι να καταγράψουμε τις απόψεις των εκπαιδευτικών για: • την αποστολή του Δημοτικού Σχολείου, • το Διδακτικό Έργο που ασκούν οι ίδιοι, • τα παραγόμενα Μαθησιακά Αποτελέσματα και τους παράγοντες που τα διαμορφώνουν • τους τρόπους διδακτικής παρέμβασης, με σκοπό τη βελτίωση των Μαθησιακών Αποτελεσμάτων. Η έρευνά μας βασίστηκε στην Ποιοτική Προσέγγιση. Με τη μέθοδο της επισκόπησης και τη χρήση του ερευνητικού εργαλείου της συνέντευξης, διεξήχθησαν 15 ατομικές συνεντεύξεις εν ενεργεία δασκάλων, που υπηρετούν σε Δημοτικά Σχολεία του νομού Θεσπρωτίας. Από την ερευνητική μας προσπάθεια, που στηρίχθηκε στις απόψεις των εκπαιδευτικών, αναδείχθηκαν τα εξής: έργο του δημοτικού σχολείου είναι η κοινωνικοποίηση, η διαπαιδαγώγηση, η αγωγή και η μάθηση, αποτελεσματικό διδακτικό έργο είναι εκείνο που κατορθώνει να εμπλέξει τους μαθητές στη μαθησιακή διαδικασία, τα παραγόμενα μαθησιακά αποτελέσματα, μετά από μια διδασκαλία είναι διαφοροποιημένα και οι σχολικές επιδόσεις των παιδιών παρουσιάζουν μεγάλες αποκλίσεις, τέλος, η διαφοροποίηση των μαθησιακών αποτελεσμάτων και η εμφάνιση χαμηλών σχολικών επιδόσεων οφείλεται κυρίως στα κοινωνιολογικά (μορφωτικό, οικονομικό επίπεδο οικογένειας, κλπ) και εγγενή (νόηση, ψυχοσυναισθηματική κατάσταση) χαρακτηριστικά που φέρουν οι μαθητές. 1155 273 287 Τest anxiety, self-efficacy and the achievement of both girls and boys in the lesson of mathematics Άγχος εξετάσεων, αίσθηση αυτοαποτελεσματικότητας και επίδοση κοριτσιών και αγοριών έκτης δημοτικού στο μάθημα των μαθηματικών The present research studies test anxiety, self-efficacy and the achievement of both girls and boys in the lesson of Mathematics. The sample of the survey was composed of one hundred and seventy-eight students of the sixth grade of nine elementary schools in the area of Ilia. The sample consisted of ninety-two boys and eighty-six girls. Specifically, the study focuses on the correlation of test anxiety and school performance, the correlation of self-efficacy and school performance, and the interaction of the correlation of test anxiety and self-efficacy in school performance in the lesson of Mathematics. In addition, the sex factor is considered in the above associations. The results of the research revealed that there is a statistically significant negative correlation between test anxiety and performance in the lesson of Mathematics. A statistically significant negative correlation was also found between test anxiety and performance of both boys and girls. This association was considered equivalent to boys and girls. In addition, self-efficacy was statistically significant positively related to school performance in the lesson of Mathematics. A statistically significant positive correlation was also found between self-efficacy and performance of both boys and girls. This association cannot be considered equivalent to boys and girls. It was found that self-efficacy is more closely related to the performance of boys rather than of girls. Finally, the results showed that the interaction of the correlation of test anxiety and self-efficacy in school performance in the lesson of Mathematics is statistically significant. This association was found to be as statistically significant in boys as in girls. Η παρούσα έρευνα μελετά το άγχος εξετάσεων, την αίσθηση αυτοαποτελεσματικότητας και την επίδοση των κοριτσιών και των αγοριών στο μάθημα των Μαθηματικών. Το δείγμα της έρευνας συγκροτήθηκε από εκατόν εβδομήντα οκτώ μαθητές και μαθήτριες της έκτης τάξης εννέα δημοτικών σχολείων του νομού Ηλείας. Το δείγμα αποτέλεσαν ενενήντα δύο αγόρια και ογδόντα έξι κορίτσια. Συγκεκριμένα, διερευνάται η συσχέτιση του άγχους των εξετάσεων και της σχολικής επίδοσης, η συσχέτιση της αυτοαποτελεσματικότητας και της σχολικής επίδοσης, καθώς και η αλληλεπίδραση της συσχέτισης του άγχους των εξετάσεων και της αυτοαποτελεσματικότητας στη σχολική επίδοση στο μάθημα των Μαθηματικών. Ακόμη, στις παραπάνω συσχετίσεις λαμβάνεται υπόψη και ο παράγοντας του φύλου. Από τα αποτελέσματα της έρευνας προέκυψε ότι υπάρχει στατιστικά σημαντική αρνητική συσχέτιση μεταξύ του άγχους των εξετάσεων και της επίδοσης στο μάθημα των Μαθηματικών. Στατιστικά σημαντική αρνητική συσχέτιση διαπιστώθηκε επίσης μεταξύ του άγχους των εξετάσεων και της επίδοσης τόσο των αγοριών όσο και των κοριτσιών. Η συσχέτιση αυτή θεωρήθηκε ισοδύναμη για τα αγόρια και τα κορίτσια. Επίσης, προέκυψε στατιστικά σημαντική θετική συσχέτιση μεταξύ της αυτοαποτελεσματικότητας και της σχολικής επίδοσης στο μάθημα των Μαθηματικών. Στατιστικά σημαντική θετική συσχέτιση βρέθηκε επίσης μεταξύ της αυτοαποτελεσματικότητας και της επίδοσης τόσο των αγοριών όσο και των κοριτσιών. Η συσχέτιση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ισοδύναμη στα αγόρια και τα κορίτσια. Βρέθηκε, δηλαδή, ότι η αυτοαποτελεσματικότητα συσχετίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό με την επίδοση των αγοριών σε σχέση με την επίδοση των κοριτσιών. Τέλος, από τα αποτελέσματα προέκυψε ότι στατιστικά σημαντική είναι η συσχέτιση της αλληλεπίδρασης του άγχους των εξετάσεων και της αυτοαποτελεσματικότητας στη σχολική επίδοση στο μάθημα των Μαθηματικών. Η συσχέτιση αυτή βρέθηκε ότι είναι στατιστικά σημαντική τόσο στα αγόρια όσο και στα κορίτσια. 1156 203 223 Relationships among temperament, self-regulation and markers of neurodevelopmental disorder Σχέσεις μεταξύ ιδιοσυγκρασίας, αυτο-ρύθμισης και δεικτών νευροαναπτυξιακής διαταραχής The main objective of the present study was the investigation of the relationships between the dimensions of temperament and the indicators of the developmental coordination disorder in the Greek children population. Its individual objectives were (a) the control of the psychometric properties (structural validity and internal consistency) of the tools of assessment of temperament and the developmental coordination disorder, aimed at parents of pre-school and first-school children. The sample was formed by 231 children (110 girls and 121 boys) aged 3-7 years (Mean = 4.75 years and SD = 1.30). Parents (N = 231) were given for completion the Children's Behavior Questionnaire (Mary K. Rothbart, 1996) and the Developmental Coordination Disorder Questionnaire (Wilson and Crawford, 2007). For Developmental Coordination Disorder Questionnaire, the confirmatory analysis resulted in three factors consistent with those constructors with strong internal consistency reliability. Regarding the Child Behavior Questionnaire, which measures the dimensions of temperament, the application of the confirmatory factor analysis indicated three factors and satisfactory internal consistency reliability. The application of path analysis showed that temperamental self-regulatory capacity, which reflects both inhibitory and stimulatory abilities, has a positive effect on all three indicators of the developmental coordination disorder questionnaire. Η παρούσα εργασία είχε ως κύριο στόχο τη διερεύνηση των σχέσεων μεταξύ των διαστάσεων της ιδιοσυγκρασίας και των δεικτών της αναπτυξιακής διαταραχής συντονισμού σε ελληνικό παιδικό πληθυσμό. Οι επιμέρους στόχοι της ήταν α) ο έλεγχος των ψυχομετρικών ιδιοτήτων (δομικής εγκυρότητας και αξιοπιστίας εσωτερικής συνέπειας) των εργαλείων εκτίμησης της ιδισυγκρασίας και της αναπτυξιακής διαταραχής συντονισμού, που απευθύνονται σε γονείς παιδιών προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας. Το δείγμα αποτελούνταν από 231 παιδιά (110 κορίτσια και 121 αγόρια) ηλικίας 3 – 7 ετών (Μ.Ο. = 4.75 έτη και Τ.Α. = 1.30). Στους γονείς (Ν= 231), χορηγήθηκαν το Ερωτηματολόγιο Παιδικής Συμπεριφοράς (Children's Behavior Questionnaire – Very Short Form; Rothbart, 1996) και το Ερωτηματολόγιο Αναπτυξιακής Διαταραχής Συντονισμού (Developmental Coordination Disorder Questionnaire; Wilson & Crawford, 2007). Για το Ερωτηματολόγιο Αναπτυξιακής Διαταραχής Συντονισμού, η επιβεβαιωτική ανάλυση οδήγησε στους τρεις παράγοντες, σύμφωνους με αυτές των κατασκευαστών και με ισχυρή αξιοπιστία εσωτερικής συνέπειας. Όσον αφορά, το Ερωτηματολόγιο Παιδικής Συμπεριφοράς, που μετρά τις διαστάσεις της ιδιοσυγκρασίας, από την εφαρμογή επιβεβαιωτικής παραγοντικής ανάλυσης, βρέθηκαν οι τρεις παράγοντες καθώς και ικανοποιητική αξιοπιστία εσωτερικής συνέπειας. Η εφαρμογή ανάλυσης διαδρομών, ανάμεσα στις διαστάσεις της ιδιοσυγκρασίας και στους δείκτες της αναπτυξιακής διαταραχής συντονισμού, έδειξε ότι, η ιδιοσυγκρασιακή ικανότητα αυτο-ρύθμισης, η οποία αντανακλά τόσο τις ανασταλτικές όσο και τις διεγερτικές ικανότητες, επιδρά θετικά και στους τρεις δείκτες της αναπτυξιακής διαταραχής συντονισμού. 1157 215 225 Black holes and wormholes in the Einstein-scalar-Gauss-Bonnet generalized theories of gravity Μαύρες οπές και σκουληκότρυπες στα πλαίσια γενικευμένων θεωριών βαρύτητας με βαθμωτά πεδία και ανώτερους βαρυτικούς όρους In this Ph.D. dissertation we study the emergence of black-hole and wormhole solutions in theframework of the Einstein-scalar-Gauss-Bonnet (EsGB) theory. Particularly we study a family oftheories where the coupling function f(φ) between the scalar field of the theory and the quadraticGauss-Bonnet gravitational term has an arbitrary form. At first, we analytically derive that theaforementioned family of theories may evade the constraints imposed by Bekenstein's No-Scalar Hair theorems and new solutions for black holes may be found. Then, using numerical integration methods we find solutions for black holes for many different forms of the coupling function. Also, we derive their physical characteristics namely their mass, scalar charge, horizon area and entropy as well.Subsequently, by introducing a cosmological constant in the theory we investigate the existence ofnovel black-hole solutions. Specifically, assuming that the cosmological constant may be positive ornegative we find numerical solutions which are asymptotically de Sitter or anti-de Sitter. In addition, as in the case of the asymptotically flat black holes, for each case we derive their physical characteristics. Finally, in the framework of the EsGB theory we derive novel wormhole solutions. The Gauss-Bonnet wormholes are traversable, may have a single or a double throat and do not demand the existence of exotic matter. Στην παρούσα Διδακτορική Διατριβή μελετάμε λύσεις Μαύρων Οπών και Σκουληκότρυπων στα πλαίσια της Γενικευμένης Θεωρίας Βαρύτητας Einstein-Scalar-Gauss-Bonnet (EsGB). Ειδικότερα μελετούμε μια οικογένεια θεωριών όπου η συνάρτηση σύζευξης $f(\f)$ ανάμεσα στο βαθμωτό πεδίο της θεωρίας και τον τετραγωνικό βαρυτικό όρο Gauss-Bonnet έχει εν γένει μια γενική μορφή. Αρχικά αποδεικνύουμε αναλυτικά ότι η οικογένεια αυτή των θεωριών δεν υπόκειται στους περιορισμούς που υποβάλουν τα No-Scalar Hair theorems του Bekenstein και νέες λύσεις ασυμπτωτικά επίπεδων μαύρων οπών μπορούν να βρεθούν. Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας μεθόδους αριθμητικής ολοκλήρωσης, προσδιορίζουμε νέες λύσεις μαύρων οπών (επιλέγοντας κάθε φορά συγκεκριμένη μορφή για τη συνάρτηση σύζευξης). Επιπλέον εξάγουμε τα χαρακτηριστικά τους, δηλαδή την μάζα τους, το βαθμωτό τους φορτίο, την επιφάνεια και την εντροπία τους. Έπειτα, εισάγοντας μια κοσμολογική σταθερά στην θεωρία ερευνούμε εκ νέου την ύπαρξη λύσεων μαύρων οπών. Συγκεκριμένα θεωρώντας πως η κοσμολογική σταθερά μπορεί να είναι θετική ή αρνητική βρίσκουμε αριθμητικές λύσεις οι οποίες είναι ασυμπτωτικά de Sitter ή anti-de Sitter αντίστοιχα. Επιπλέον όπως και στην περίπτωση των ασυμπτωτικά επίπεδων λύσεων, σε κάθε περίπτωση προσδιορίζουμε και ταχαρακτηριστικά των νέων αυτών λύσεων μαύρων οπών. Τέλος, στα πλαίσια της EsGB θεωρίαςβρίσκουμε λύσεις που περιγράφουν σκουληκότρυπες. Οι Gauss-Bonnet σκουληκότρυπες είναιδιασχίσιμες, μπορούν να έχουν μονό ή διπλό λαιμό και δεν απαιτούν την ύπαρξη εξωτικής ύλης σεκανένα σημείο του χωροχρόνου. 1158 189 208 Διαχρονική εξέλιξη των εναλλακτικών αντιλήψεων μαθητών του δημοτικού σε βασικές έννοιες της φυσικής This paper deals, at a theoretical and research level, with the alternative ideas of primary school students in the concepts of Mechanics. Initially, a theoretical approach is made on two distinct models of science teaching and their impact on the learning process. This means that the way of teaching has changed significantly over time so that it achieves the best possible learning outcomes focusing on the learner. Next, an introduction is made about the theoretical context of alternative ideas and how these can influence teaching and new knowledge. At the same time, there are sought ways in which a conceptual change can be achieved, meaning which model should be followed by a teacher so that the student can modify the existing concept into a new scientific knowledge. Then we pass to the research part of the paper where the research question, the sample and the research tool used for its elaboration are clearly mentioned. Finally, the results of the pupils' answers are presented in graphs and tables and the conclusions are discussed about whether the alternative ideas of the primary school students undergo change or remain stable over time. Η παρούσα εργασία ασχολείται, σε θεωρητικό και ερευνητικό επίπεδο, με τις εναλλακτικές ιδέες μαθητών του δημοτικού σχολείου σε έννοιες της μηχανικής. Αρχικά, γίνεται μία θεωρητική προσέγγιση σχετικά με δύο χαρακτηριστικά μοντέλα διδασκαλίας των Φυσικών επιστημών και το αντίκτυπό τους στη μαθησιακή διαδικασία. Αυτό σημαίνει ότι ο τρόπος διδασκαλίας έχει αλλάξει σημαντικά με την πάροδο του χρόνου έτσι ώστε να επιτυγχάνει τα καλύτερα δυνατά μαθησιακά αποτελέσματα με επίκεντρο τον μαθητή.Έπειτα, γίνεται εισαγωγή σχετικά με το θεωρητικό πλαίσιο των εναλλακτικών ιδεών και πως αυτές μπορούν να επηρεάσουν τη διδασκαλία και τη νέα γνώση. Παράλληλα, αναζητούνται τρόποι με τους οποίους μπορεί να επιτευχθεί μία εννοιολογική αλλαγή, δηλαδή πιο μοντέλο θα πρέπει να ακολουθήσει εκπαιδευτικός έτσι ώστεο μαθητής να τροποποιήσει την ήδη υπάρχουσα αντίληψη σεμία νέα επιστημονική γνώση. Στη συνέχεια, περνάμε στο ερευνητικό μέρος της εργασίας όπου αναφέρεται το ερευνητικό ερώτημα, το δείγμα καθώς και το ερευνητικό εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε για την εκπόνησή της. Τέλος, γίνεται αναλυτική παρουσίαση των αποτελεσμάτων που προέκυψαν από τις απαντήσεις των μαθητών μέσα από διαγράμματα και πίνακες και συζητούνται τα συμπεράσματα σχετικά με το κατά πόσο οι εναλλακτικές ιδέες των μαθητών υφίστανται αλλαγή ή παραμένουν σταθερές με την πάροδο του χρόνου στο δημοτικό σχολείο. 1159 268 283 a retrospective analysis of electronic medical records of the University Hospital of Ioannina Ασθενείς που κάνουν συχνή χρήση του τμήματος επειγόντων περιστατικών The present work focuses on the phenomenon of frequent use of a hospital’s Emergency Department and also on its aspect of the profile of the patients who contribute to this phenomenon. The aim of this research was to specify the patients’ percentage, who attended frequently the Pathology Clinic of the Emergency Department in University Hospital of Ioannina over the year 2015 , and also to determine these patients’ profile, such as demographics, social elements and comorbidity. The study was based on a quantitative approach, using hospital’s electronically recorded data as a research method, through which we attempted to investigate the percentage of the patients who attended the Emergency Department at least 4 times over the one year period. Also, there was an effort to define whether this phenomenon of the frequent use of the Emergency Department, is associated with specific clinical characteristics, demographics and social elements. The quantitative analysis of data that derived showed that mostly men were prone to use more frequent the Emergency Department, and the average is was 64 years old. The majority of the patients were insured, either public insurance or private insurance, were stated as smokers which combined with the existence of chronic illnesses and other health problems, increased the possibility of the ED frequent use. There were also recorded, cases of alcoholics and drug users, where police intervention was urgent. In conclusion, based on these patients’ profile, we tried to suggest some management models of the ED frequent use, focusing on the primary care and nurse’s role in them. Η παρούσα ερευνητική εργασία εστιάζει στο φαινόμενο της συχνής χρήσης του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών ενός νοσοκομείου, καθώς και στη διάσταση του προφίλ αυτών των ασθενών που συμβάλλουν στο φαινόμενο αυτό. Σκοπός της ήταν να προσδιορίσει το ποσοστό των ασθενών που έκαναν συχνή χρήση του Παθολογικού Ιατρείου του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων για το έτος 2015, όπως επίσης και να προσδιορίσει των προφίλ αυτών των ασθενών, δηλαδή δημογραφικά στοιχεία, συνοσηρότητα, κοινωνική κατάσταση. Η μελέτη στηρίχθηκε σε μία ποσοτική προσέγγιση με χρήση των ηλεκτρονικά καταγεγραμμένων αρχείων, της βάσης δεδομένων του νοσοκομείου, ως ερευνητικής μεθόδου συλλογής των δεδομένων, μέσω της οποίας επιχειρήσαμε να ανακαλύψουμε τι ποσοστό ασθενών από όσους προσήλθαν στο παθολογικό ιατρείο του ΤΕΠ του ΠΓΝΙ, κατά το ημερολογιακό έτος 2015, πραγματοποίησαν τουλάχιστον 4 επισκέψεις σε αυτό το χρονικό διάστημα. Επίσης, κάναμε μία προσπάθεια να προσδιορίσουμε αν αυτό το φαινόμενο σχετίζεται και με συγκεκριμένα κλινικά, δημογραφικά ή κοινωνικά χαρακτηριστικά ασθενών. Η ποσοτική ανάλυση των δεδομένων που προέκυψαν, έδειξαν ότι ήταν περισσότερο το ανδρικό φύλο επιρρεπές στο φαινόμενο της συχνής χρήσης του ΤΕΠ , με μέσο όρο ηλικίας τα 64 έτη, είχαν κάποιο είδος ασφάλειας στην πλειοψηφία τους και ήταν υψηλά τα ποσοστά των καπνιστών το οποίο σε συνδυασμό και με την ύπαρξη χρόνιων νοσημάτων και άλλων προβλημάτων αύξανε την πιθανότητα επίσκεψης του ΤΕΠ. Υπήρξαν βέβαια και περιπτώσεις ασθενών με ιστορικό κατάχρησης αλκοόλ ή χρήσης ναρκωτικών ουσιών, σε ορισμένους από τους οποίους αναφέρθηκε και η παρέμβαση της αστυνομίας. Βασιζόμενοι στο προφίλ αυτό λοιπόν, προσπαθήσαμε να βρούμε κάποια μοντέλα διαχείρισης αυτών των ασθενών και της συχνής τους χρήσης του ΤΕΠ, εστιάζοντας στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και να αναδείξουμε το ρόλο του νοσηλευτή σε αυτά. 1160 125 149 μια προσέγγιση υπό το πρίσμα της φαινομενολογίας του Merleau-Ponty The present essay is an embedded approach to Music Education based on the theoretical background formed by the philosophy of Maurice Merleau-Ponty. Through the redefinition of music education’s fundamentals concepts in light of Merleau- Ponty’s phenomenology, we attempt to highlight music-making as an important source of world-making and explore the conditions under which music experience can be an essential educational condition. Free musical improvisation emerges as the predominantly musical action centered on the body, in which musical environment becomes an open field of expression of musical intentions and the other becomes a potential ego. Musical and pedagogical importance shifts from what we think or what we produce during playing, to how we bodily experience playing itself, and to what we ultimately become through musical action. Η παρούσα εργασία αποτελεί μια ενσώματη προσέγγιση στη Μουσική Παιδαγωγική με βάση το θεωρητικό υπόβαθρο που διαμορφώνει η φιλοσοφία του Maurice Merleau-Ponty. Μέσα από τον επαναπροσδιορισμό βασικών για τη μουσική εκπαίδευση εννοιών υπό το πρίσμα της μερλοποντιανής φαινομενολογίας, επιχειρείται η ανάδειξη της δημιουργίας μουσικής ως σημαντικής πηγής δημιουργίας υπαρκτικών κόσμων και διερευνώνται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η μουσική εμπειρία μπορεί να αποτελέσει μια ουσιαστικά παιδαγωγική συνθήκη. Ο ελεύθερος μουσικός αυτοσχεδιασμός αναδεικνύεται ως η κατ’ εξοχήν μουσική πράξη κατά την οποία, με κέντρο το σώμα, το μουσικό περιβάλλον καθίσταται ένα ανοιχτό πεδίο έκφρασης των μουσικών προθέσεων και ο άλλος καθίσταται ένα δυνητικό εγώ. Η μουσική και παιδαγωγική σημασία μετατοπίζεται από το τι σκεφτόμαστε ή τι παράγουμε κατά τη διάρκεια του παιξίματος, στο πώς βιώνουμε σωματικά το ίδιο το παίξιμο και στο τι γινόμαστε, εν τέλει, μέσα από τη μουσική πράξη. 1161 175 177 Between fun and serious, current social issues and humor in Greek children's literature (2012-2019) Μεταξύ σοβαρού και αστείου, σύγχρονα κοινωνικά θέματα, χιούμορ, σε έργα ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας (2012-2019) This paper studies humour in ten illustrated short stories of the 2012-2019 period, which are works of Greek authors and are characterized by elements of Μodernism. From the corpus of texts of this period, four categories of studies were formed, relevant to the social issues of ecology, family relationships, education and war. The method of project analysis combines qualitative content analysis with humor theories, storytelling theory and the function of illustration. The present study, focuses on exploring the forms it takes and the techniques that humor mixes, both verbally and at the visual level, in order to be accomplished. From the examination of the specific works, it is gleaned that humor with its playful logic, is the safest and most painless way to refer to difficult and serious issues. In addition to discharging and achieving mental balance, it causes critical processing and reflection. The techniques of Modernism are intertwined with verbal text and illustration, which contribute equally to the humorous effect. Η παρούσα εργασία μελετά το χιούμορ σε δέκα εικονογραφημένα αφηγήματα βραχείας φόρμας της περιόδου 2012-2019, που είναι έργα Ελλήνων δημιουργών και χαρακτηρίζονται από στοιχεία νεοτερικότητας. Από το σώμα κειμένων της περιόδου αυτής, σχηματίστηκαν τέσσερις κατηγορίες μελέτης, σχετικές με τα κοινωνικά θέματα της οικολογίας, των οικογενειακών σχέσεων, της εκπαίδευσης και του πολέμου. Η μέθοδος ανάλυσης των έργων συνδυάζει την ποιοτική ανάλυση περιεχομένου με τις θεωρίες του χιούμορ, την θεωρία της αφήγησης και τη λειτουργία της εικονογράφησης. Η παρούσα μελέτη εστιάζει στη διερεύνηση των μορφών που παίρνει και των τεχνικών που μετέρχεται το χιούμορ, τόσο σε λεκτικό όσο και σε επίπεδο εικονογράφησης, προκειμένου να επιτελεστεί. Από την εξέταση των συγκεκριμένων έργων, προκύπτει ότι το χιούμορ με την παιγνιώδη λογική του, είναι ο ασφαλέστερος και πιο ανώδυνος τρόπος αναφοράς σε δύσκολα και σοβαρά θέματα. Επιπλέον της απεκφόρτισης και επίτευξης ψυχικής ισορροπίας, προκαλεί την κριτική επεξεργασία και τον προβληματισμό. Οι νεοτερικές τεχνικές συνυφαίνονται πολλαπλώς με το λεκτικό κείμενο και την εικονογράφηση, που συνεισφέρουν εξίσου στο χιουμοριστικό αποτέλεσμα. 1162 215 210 In the international literature school leadership considered to be second only to classroom teaching as an influence on pupil learning, has a very significant impact on the quality of school organization and student learning. There is no successful school that does not have an effective manager. The demands of society are now increased and the manager has to have some features that will help him effectively manage the school unit. The aim of the present study is to record the views of directors and primary school teachers on the characteristics of the effective director as well as differences in the views of the two specialties. Also, to record the views of the two specialties on gender and efficiency, whether it can be an effective director from a different scientific area and the effectiveness of the directors that have worked together so far. The research is quantitative and the data was collected using questionnaires built for this research. The analysis of the data revealed that teachers and managers recognize the need for the managers to have certain characteristics, consider that gender does not affect the efficiency of the managers, that there can be no effective director in the school unit coming from a different scientific area and they consider effective the managers who have worked together. Στη διεθνή βιβλιογραφία έχει τονιστεί ότι μετά τη διδασκαλία η σχολική ηγεσία ασκεί τη μεγαλύτερη επιρροή στη μάθηση των μαθητών, έχει πολύ σημαντικές επιπτώσεις στην ποιότητα της σχολικής οργάνωσης και στη μάθηση των μαθητών. Δεν υπάρχει επιτυχημένο σχολείο που να μην έχει αποτελεσματικό διευθυντή. Οι απαιτήσεις της κοινωνίας πλέον είναι αυξημένες και ο διευθυντής πρέπει να διαθέτει κάποια χαρακτηριστικά που θα τον βοηθήσουν να διοικήσει αποτελεσματικά τη σχολική μονάδα. Στόχος της παρούσας έρευνας είναι να καταγραφούν οι απόψεις διευθυντών και εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για τα χαρακτηριστικά του αποτελεσματικού διευθυντή καθώς και διαφοροποιήσεις των απόψεων των δύο ειδικοτήτων. Επίσης, να καταγραφούν οι απόψεις των δύο ειδικοτήτων για το φύλο και την αποτελεσματικότητα, για το εάν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματικός διευθυντής προερχόμενος από διαφορετικό επιστημονικό χώρο και για την αποτελεσματικότητα των διευθυντών που έχουν συνεργαστεί μέχρι τώρα. Η έρευνα είναι ποσοτική περιγραφική και η συλλογή των δεδομένων έγινε με ερωτηματολόγια που κατασκευάστηκαν για τη συγκεκριμένη έρευνα. Από την ανάλυση των δεδομένων προέκυψε ότι οι εκπαιδευτικοί και οι διευθυντές αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα να έχουν οι διευθυντές ορισμένα χαρακτηριστικά, θεωρούν ότι το φύλο δεν επηρεάζει την αποτελεσματικότητα των διευθυντών, ότι δεν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματικός διευθυντής στη σχολική μονάδα που να προέρχεται από διαφορετικό επιστημονικό χώρο και θεωρούν αποτελεσματικούς τους διευθυντές που έχουν συνεργαστεί. 1163 277 283 Parental attachment as a parameter of intimidation and victimization of disabled people Η γονεϊκή προσκόλληση ως παράμετρος εκφοβισμού και θυματοποίησης ατόμων με αναπηρία In recent years school intimidation or bullying presents elation, but it is not a new phenomenon. Although school intimidation is not a recent phenomenon, particular scientific attention has been experienced over the last three decades. School bullying is a dominant phenomenon all over the world and exceeds socio-economic, racial and cultural limits. At the same time, maternal-infant relationship is particularly important owing to the fact that it contributes to the formation of the child's personality. The purpose of this research study is to examine both the levels of school bullying practiced by people with disabilities (blindness, deafness, motor disability) and without disabilities, and the levels of victimization experienced by the aforementioned population groups. The additional purpose of this research is to clarify the kind of attachment they have developed with their parents the aforementioned groups. However, the main objective of this research effort is to investigate whether parental attachment makes a child with a disability mainly, but without a disability, a perpetrator or a victim of school bullying and the effects of demographic characteristics on the sample. The sample consists of 170 individuals aged 10-21 years. In the survey participated 36 people with blindness, 38 with deafness, 50 people with physical disabilities and 46 without disabilities. The accruing results highlight the differences between people with and without disabilities both in terms of the kind of attachment they have developed with their parents and the levels of intimidation they have exerted and experienced in school. Additionally, the results highlighted the particularly important relationship between parental attachment and school bullying in the different groups of the sample. Τα τελευταία χρόνια ο σχολικός εκφοβισμός ή αλλιώς bullying παρουσιάζει έξαρση, αλλά δεν συνιστά ένα καινούργιο φαινόμενο. Ενώ ο εκφοβισμός στο σχολείο δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο, ιδιαίτερης επιστημονικής προσοχής έχει τύχει τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Ο σχολικός εκφοβισμός είναι κυρίαρχο πλέον φαινόμενο σε όλο τον κόσμο και ξεπερνάει κοινωνικοοικονομικά, φυλετικά και πολιτιστικά όρια. Παράλληλα, η σχέση μητέρας-βρέφους είναι ιδιαίτερα σημαντική, διότι συμβάλλει στην συγκρότηση της προσωπικότητας του παιδιού. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να εξετάσει τα επίπεδα σχολικού εκφοβισμού που ασκούν τα άτομα με αναπηρία (τύφλωση, κώφωση, κινητική αναπηρία) και χωρίς αναπηρία και τα επίπεδα θυματοποίησης που υφίστανται οι προαναφερθείσες πληθυσμιακές ομάδες. Επιπρόσθετος σκοπός της εν λόγω έρευνας είναι να διευκρινιστεί το είδος προσκόλλησης που έχουν αναπτύξει με τους γονείς τους τα παραπάνω άτομα και ειδικότερα να εντοπιστούν διαφορές ανάμεσα στις ομάδες του δείγματος ως προς την φροντίδα και την προστασία των γονέων τους. Βασικός, όμως, στόχος της παρούσας ερευνητικής προσπάθειας είναι να διερευνηθεί κατά πόσο η γονεϊκή προσκόλληση καθιστά κάποιο παιδί με αναπηρία κυρίως, αλλά και χωρίς αναπηρία, θύτη ή θύμα σχολικού εκφοβισμού και την επίδραση των δημογραφικών χαρακτηριστικών στο δείγμα. Το δείγμα αποτελείται από 170 άτομα ηλικίας 10-21 ετών. Στην έρευνα συμμετείχαν 36 άτομα με τύφλωση, 38 άτομα με κώφωση, 50 άτομα με κινητική αναπηρία και 46 άτομα χωρίς αναπηρία. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν αναδεικνύουν τις διαφοροποιήσεις των ατόμων με και χωρίς αναπηρία τόσο ως προς το είδος της προσκόλλησης που έχουν αναπτύξει με τους γονείς τους, αλλά και ως προς τα επίπεδα εκφοβισμού που έχουν ασκήσει και βιώσει στο σχολείο. Ακόμα, τα αποτελέσματα ανέδειξαν την ιδιαιτέρως σημαντική σχέση μεταξύ γονεϊκής προσκόλλησης και σχολικού εκφοβισμού στις διάφορες ομάδες του δείγματος. 1164 152 174 a study on the impact of diagnosis on the level of exercise amongst patients with IBD μία μελέτη σχετικά με τον αντίκτυπο της διάγνωσης στο επίπεδο της άσκησης μεταξύ των ασθενών με ΙΦΝΕ Inflammatory Bowel Diseases (IBD) include ulcerative colitis (UC) and Crohn's disease (CD). They are chronic, idiopathic inflammations that affect the gastrointestinal tract. Regular physical activity can help improve a person's physical condition, general well-being and mental health, ultimately leading to a reduction in morbidity. IBD can affect the functional ability of patients due to its symptomatology. Nevertheless, data show that patients perceive exercise and sport as useful in managing and reducing their symptoms and maintaining their psychological health. Objectives and Methodology: The primary objective is to determine the level of exercise before and after diagnosis of IBD. Integration criteria are patients with a confirmed diagnosis of CD and UC, with exclusion criteria being any co-morbidity that affects physical activity or mobility. For the collection of data, a standard questionnaire will be distributed to patients to complete. Οι Φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου (IBD), περιλαμβάνουν την ελκώδη κολίτιδα (UC) και τη νόσο του Crohn (CD), Είναι χρόνιες, ιδιοπαθείς φλεγμονές που επηρεάζουν το γαστρεντερικό σωλήνα. Η τακτική σωματική δραστηριότητα μπορεί να βοηθήσει στη βελτίωση της φυσικής κατάστασης του ατόμου, τη γενική ευεξία και την ψυχική υγεία, οδηγώντας τελικά σε μείωση της νοσηρότητας. Η IBD μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργική ικανότητα των ασθενών λόγω της συμπτωματολογίας της. Παρ 'όλα αυτά, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι ασθενείς αντιλαμβάνονται την άσκηση και τον αθλητισμό ως χρήσιμες στη διαχείριση και μείωση, των συμπτωμάτων τους και στη διατήρηση της ψυχολογικής υγείας τους. Στόχοι και Μεθοδολογία: Πρωταρχικός στόχος είναι να καθοριστεί το επίπεδο της άσκησης πριν και μετά τη διάγνωση της IBD. Κριτήρια ένταξης, αποτελούν ασθενείς με επιβεβαιωμένη διάγνωση της CD και UC, ενώ κριτήρια αποκλεισμού, αποτελεί κάθε συν-νοσηρότητα που επηρεάζει τη σωματική άσκηση ή την κινητικότητα. Για τη συλλογή των στοιχείων θα διανεμηθεί στους ασθενείς, ένα τυποποιημένο ερωτηματολόγιο, για να συμπληρωθεί. 1165 166 197 Adaptation to disability and self-esteem as components of happiness of people with disabilities Η προσαρμογή στην αναπηρία και η αυτοεκτίμηση ως παράμετροι της ευτυχίας ατόμων με αναπηρία The aim of the present dissertation was to explore happiness of people with disabilities and specificly people with visual, hearing, physical disability or chronic illness as well as to examine the impact of self-esteem and adaptation to disability in shaping happiness. At the same time, the survey examines whether demographic data and disability-related items are regulatory factors that determine the levels of happiness. Statistical analysis has shown that adaptation to disability, self-esteem, type of disability, physical pain, and satisfaction with relationships with relatives are important predictors of happiness. In addition, happiness of people with disabilities has been differentiated on the basis of some individual characteristics, such as duration of disability, employment status, educational level, leisure activities, mood of giving information about disability, and satisfaction with relationships with friends. The results are discussed on the basis of the pre-existing bibliography, while proposals are made for the development of appropriate educational interventions in student population. Η παρούσα ερευνητική μελέτη έχει ως σκοπό να διερευνήσει την ευτυχία ατόμων με αναπηρία και συγκεκριμένα ατόμων με οπτική, ακουστική, κινητική αναπηρία ή χρόνιες ασθένειες, καθώς και να εξετάσει την επίδραση της αυτοεκτίμησης και της προσαρμογής στην αναπηρία στη διαμόρφωση της ευτυχίας. Παράλληλα, η έρευνα εξετάζει αν στοιχεία δημογραφικά και στοιχεία που αφορούν στην κατάσταση της αναπηρίας είναι ρυθμιστικοί παράγοντες που καθορίζουν τα επίπεδα της ευτυχίας. Από τη στατιστική ανάλυση προέκυψε ότι η προσαρμογή στην αναπηρία, η αυτοεκτίμηση, το είδος της αναπηρίας, η ύπαρξη πόνου και η ικανοποίηση από τις σχέσεις με τους συγγενείς αποτελούν σημαντικούς προβλεπτικούς παράγοντες των διατάσεων της ευτυχίας. Ακόμη, η ευτυχία των ατόμων με αναπηρία διαφοροποιήθηκε με βάση κάποια ατομικά χαρακτηριστικά και στοιχεία που αφορούν στη φύση της αναπηρίας, όπως η προέλευση και η χρονική διάρκεια της αναπηρίας, η επαγγελματική κατάσταση και το μορφωτικό επίπεδο, η ύπαρξη δραστηριοτήτων ελεύθερου χρόνου, η διάθεση για επικοινωνία πληροφοριών σχετικών με την αναπηρία, και η ικανοποίηση από τις σχέσεις με τους φίλους. Τα αποτελέσματα συζητούνται με βάση την προϋπάρχουσα βιβλιογραφία, ενώ κατατίθενται και προτάσεις για ανάπτυξη κατάλληλης εκπαιδευτικής παρέμβασης στο υπό διερεύνηση θέμα. 1166 199 227 Η ανασκαφή του θραύσματος ή αναγνώσεις του αττικού εδάφους μέσα απο το έργο των Δημήτρη Πικιώνη, Χρήστου Παπούλια και Αριστείδη Αντονά The importance of Attic ground is a timeless subject of study. It is interwoven with the Modern Greek post- war architecture and the special urban treaty of habitation in the basin. Although there is an important, in volume and quality, relative architectural production, there is a lack of an overall view of the respective syn- thetic responses. This is where the cause of this research work is located. The key question is, therefore, how the historical territory of Attica can be interpreted as a subject - a matter of architectural design. The answer to this is developed through the exploration of three examples representing a complete, historically and spatially relevant spectrum. In particular, research invests in the main “attic” studies of architects Dimi- tris Picionis, Christos Papoulias and Aristides Antonas. The archaeological origin, a method of “excavation”, - ments”. The study reveals a multitude of concepts that form a wide conceptual range of relationships with the historically charged territory of Attica. The land is perceived by the creators- architects as a bank of cul- ture. The overall view of his subsequent architectural interpretations reveals, retrospectively, a latent con- of the Attic territory as a permanent and unbroken essential entity Η σημασία του αττικού εδάφους αποτελεί ένα διαχρονικό αντικείμενο μελέτης. Είναι συνυφασμένο με την νεοελληνική μεταπολεμική αρχιτεκτονική και την ιδιαίτερη αστική συνθήκη της κατοίκισης στο λεκανοπέδιο. Αν και διαπιστώνεται μια σημαντική, σε όγκο και ποιότητα, σχετική αρχιτεκτονική παραγωγή, απουσιάζει μια συνολική θεώρηση των αντίστοιχων συνθετικών αποκρίσεων. Εκεί εντοπίζεται και η αφορμή της παρούσας ερευνητικής εργασίας. Το βασικό ερώτημα είναι, συνεπώς, το πώς μπορεί να ερμηνευτεί το ιστορικό έδαφος της Αττικής ως υποκείμενο - θέμα του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Η απάντηση σε αυτό αναπτύσσεται μέσα από τη διερεύνηση τριών παραδειγμάτων που αντιπροσωπεύουν ένα πλήρες, ιστορικά και χωρικά, σχετικό φάσμα. Συγκεκριμένα, η έρευνα επενδύει στις κύριες «αττικές» μελέτες των αρχιτεκτόνων Δημήτρη Πικιώνη, Χρήστου Παπούλια και Αριστείδη Αντονά. Η αρχαιολογικής προέλευσης, μέθοδος της «ανασκαφής», μεταφέρεται στο πεδίο της αρχιτεκτονικής έρευνας ως ένα εργαλείο μελέτης των παραπάνω «αρχιτεκτονικών θραυσμάτων». Η μελέτη αποκαλύπτει μια πλειάδα εννοιών που συγκροτούν ένα ευρύ εννοιολογικό φάσμα σχέσεων με το φορτισμένο ιστορικά έδαφος της Αττικής. Το έδαφος γίνεται αντιληπτό από τους δημιουργούς- αρχιτέκτονες ως μια τράπεζα πολιτισμού. Η συνολική θεώρηση των επακόλουθων αρχιτεκτονικών του ερμηνειών αποκαλύπτει, αναδρομικά, ένα λανθάνον εννοιολογικό σχήμα - οικοδόμημα. Η διαπίστωση αυτή διαφοροποιείται από την πάγια αντίληψη, με αφετηρία τον Περικλή Γιαννόπουλο, περί του αττικού εδάφους ως μια διαρκή και αδιάσπαστη ουσιώδη οντότητα 1167 229 250 The concept of style in Maurice Merleau-Ponty’s philosophical thought In the present work, I will try to trace and comprehend the concept of style, as it appears in Merleau-Ponty’s philosophical thought. However, style is not a central concept in Merleau-Ponty’s philosophy. For this reason, I will focus on the Phenomenology of Perception, Cézanne's Doubt, as well as the essay "Indirect Language and the Voices of Silence" in Signs, in order to examine the central themes of his philosophy, and highlight their substantial links to the concept of style. Briefly, in the first part I will present the concepts of perception, body, and expression in order to gain a deeper understanding of the field of art. Subsequently, the second part refers to Merleau-Ponty’s view of Paul Cézanne's painting, and to the way in which artistic creation is comparable to phenomenology, and philosophy in general. The work of art is perceived as an expressive gesture and is associated with the perceptual activity of embodied subjectivity. The third part attempts to explore the concept of style, analyzing how it relates to perceptual activity and embraces every modality of being-in-the-world. In other words, the aim of this thesis is to consider style from an ontological point of view: Style, in its implicit presence, orients every organic aspect of lived experience, and (in conclusion) confirms the indissoluble correlation between the subject and the world. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η αναζήτηση και η κατανόηση της έννοιας του ύφους (style), όπως αυτή προσλαμβάνεται μέσα από το φιλοσοφικό έργο του Μωρίς Μερλώ-Ποντύ. Ωστόσο, το ύφος δεν αποτελεί μια από τις βασικές έννοιες με τις οποίες καταπιάνεται ο φιλόσοφος. Γι’ αυτόν τον λόγο, και με οδηγό τη Φαινομενολογία της αντίληψης, την Αμφιβολία του Σεζάν, αλλά και το δοκίμιο «Η πλάγια λαλιά και οι φωνές της σιωπής» από τα Σημεία, επιχειρείται η εμβάθυνση στις βασικές του θέσεις, με στόχο να αναδειχθεί η βαθιά συσχέτιση που το ύφος έχει με αυτές. Ειδικότερα, στο πρώτο μέρος εξετάζονται οι έννοιες της αντίληψης, της σωματικότητας, και της έκφρασης, προκειμένου να διεισδύσουμε στο πεδίο της τέχνης. Εν συνεχεία, το δεύτερο μέρος αναφέρεται στη μερλωποντιανή πρόσληψη της ζωγραφικής του Πωλ Σεζάν, και στον τρόπο με τον οποίο η καλλιτεχνική δημιουργία καθίσταται ικανή να παραλληλιστεί με τη φαινομενολογία, και με τη φιλοσοφία εν γένει. Το έργο τέχνης εκλαμβάνεται, δηλαδή, ως το πιο έμπρακτο εκφραστικό ενέργημα και συνδέεται με την αντιληπτική δραστηριότητα του ένσαρκου υποκειμένου. Στο τρίτο μέρος, επιχειρείται η διερεύνηση της έννοιας του ύφους και, συγκεκριμένα, αναλύεται ο τρόπος με τον οποίο το ύφος σχετίζεται με το ζήτημα της πρόθεσης και της εκτέλεσης. Η εργασία καταλήγει στη θεώρηση του ύφους υπό οντολογικό πρίσμα: Το ύφος συνιστά χαρακτηριστικό στοιχείο της αντίληψης και διέπει κάθε ιδιαίτερο τρόπο αναφοράς στο είναι. Το ύφος, με άλλα λόγια, αποτελεί την ανεπαίσθητη παρουσία που «χρωματίζει» κάθε οργανική πτυχή της ένσαρκης ύπαρξης και, τέλος, επιβεβαιώνει την αδιάσπαστη συστοιχία μεταξύ ανθρώπου και κόσμου. 1168 210 192 Μελέτη της αγγειίτιδας στα κακοήθη λεμφώματα και την χρόνια λεμφογενή λευχαιμία DURING THE LAST SEVEN YEARS (1986-1992) AT THE ONCOLOGY DEPARTMENT OF THE IOANNINA UNIVERSITY WE HAD THE OPPORTUNITY TO FOLLOW UP 100 CASES OF NON-HODGKIN LYMPHOMA (NHL) AND 25 CASES OF CHRONIC LYMPHOCYTIC LEUKEMIA (CLL). FOURTEEN PATIENTS, 7 WITH NHL AND 7 WITH CLL, DEVELOPED HISTOLOGICALLY PROVEN CUTANEOUSVASCULITIS. ALL PATIENTS HAD LABORATORY WORK-UP CONSISTING OF FULL BLOOD COUNT, ERYTHROCYTE SEDIMENTATION RATE IMMUNOELECTROPHORESIS AND AUTOIMMUNE PROFILE (RHEUMATOID FACTOR, C3 AND C4 COMPONENTS, ANTINUCLEAR ANTIBODIES, ANTIBODIES AGAINST EXTRACTABLE NUCLEAR ANTIGENS, DOUBLE-STANDED DNA AND CARDIOLIPIN AS WELL AS CRYOGLOBULINS). MOST OF THE PATIENTS (13/14) HAD ADVANCED (STAGEIII OR IV) B-CELL MALIGNANCY OF LOW OR INTERMEDIATE GRADE. ALSO 13/14 DEVELOPED VASCULITIS IN A MEDIAN TIME OF 32 MONTHS (RANGE 2-122) FOLLOWING THE DIAGNOSIS OF THE NHL OR CLL. VASCULITIS INVOLVED MAINLY THE SKIN AND WAS CHARACTERIZED BY A PALPABLE MACULOPAPULAR OR PAPULAR RUSH USUALLY FOUND IN THE UPPER EXTREMITIES. SOME PATIENTS HAD OTHER AUTOIMMUNE SYMPTOMS OR FINDINGS SUCH AS PERIPHERAL NEUROPATHY, ARTHRITIS, HEMOLYTIC ANEMIA AND RAYNAUD PHENOMENON.MOST OF THE PATIENTS (10/14) HAD MULTIPLE RECURRENT EPISODES UNRELATED TO EITHER THE COURSE OF THE UNDERLYING DISEASE OR THE TREATMENT. THUS IT SEEMS THAT THE DEVELOPMENT OF SKIN VASCULITIS IS NOT RELATED TO DISEASE ACTIVITY AND HAS NOT ANY PROGNOSTIC ROLE ON THE LYMPHOMA OUTCOME. (ABSTRACT TRUNCATED) ΚΑΤΑ ΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ 1986-1992 ΣΤΟ ΟΓΚΟΛΟΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΕΞΕΤΑΣΘΗΚΑΝ 100 ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΜΗHODGKIN ΛΕΜΦΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ 25 ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΧΡΟΝΙΑΣ ΛΕΜΦΟΓΕΝΟΥΣ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑΣ. ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΕΙΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΑΠΟ ΑΥΤΟΥΣ (7 ΜΕ ΛΕΜΦΩΜΑ ΚΑΙ 7 ΜΕ ΧΛΛ) ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΑΝ ΔΕΡΜΑΤΙΚΗΑΓΓΕΙΙΤΙΔΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΤΕΚΜΗΡΙΩΜΕΝΗ. ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΑΝ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΗΘΗ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ, ΣΕ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΟΠΩΣ ΤΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑ, ΤΩΝ ΚΛΑΣΜΑΤΩΝ C3 ΚΑΙ C4 ΤΟΥ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ, ΑΝΑ, ΑΝΤΙ-ΕΝΑ, ΑΝΤΙ-DNA ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙ ΚΑΡΔΙΟΛΙΠΙΝΗΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΣΟΤΙΚΟ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟ ΑΝΟΣΟΣΦΑΙΡΙΝΩΝ ΚΑΙ ΚΡΥΟΣΦΑΙΡΙΝΩΝ. ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΑΣΘΕΝΕΙΣ (13/14) ΕΙΧΑΝΚΑΚΟΗΘΕΙΕΣ Β ΚΥΤΤΑΡΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΟΥ Η ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΚΑΚΟΗΘΕΙΑΣ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟΥ ΣΤΑΔΙΟΥ (ΙΙΙ Η IV). ΟΙ 13/14 ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΕΠΙΣΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΑΝ ΤΟ ΑΓΓΕΙΙΤΙΔΙΚΟ ΕΞΑΝΘΗΜΑ 35 ΜΗΝΕΣ ΚΑΤΑ ΜΕΣΟΝ ΟΡΟ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΛΕΜΦΩΜΑΤΟΣ (2-122 ΜΗΝΕΣ). Η ΑΓΓΕΙΙΤΙΔΑ ΑΦΟΡΟΥΣΕ ΚΥΡΙΩΣ ΤΟ ΔΕΡΜΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΟΤΑΝ ΑΠΟ ΚΗΛΙΔΟΒΛΑΤΙΔΩΔΕΣ Η ΒΛΑΤΙΔΩΔΕΣ ΕΞΑΝΘΗΜΑ (ΤΥΠΟΥ "ΨΗΛΑΦΙΤΗΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ") ΜΕ ΣΥΧΝΟΤΕΡΗΕΝΤΟΠΙΣΗ ΤΑ ΑΝΩ ΑΚΡΑ. ΑΡΚΕΤΟΙ ΑΣΘΕΝΕΙΣ (6/14) ΕΙΧΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΑΥΤΟΑΝΟΣΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ Η ΣΗΜΕΙΑ ΟΠΩΣ ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΗ ΝΕΥΡΙΤΙΔΑ, ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ, ΑΥΤΟΑΝΟΣΗ ΑΙΜΟΛΥΤΙΚΗ ΑΝΑΙΜΙΑ ΚΑΙ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ RAYNAUD. ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΑΣΘΕΝΕΙΣ (10/14) ΕΙΧΑΝ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΠΟ ΜΙΑ ΕΚΘΥΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΓΓΕΙΙΤΙΔΙΚΟΥ ΕΞΑΝΘΗΜΑΤΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΑΝ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΗΣ ΝΟΣΟΥ Η ΤΙΣ ΧΟΡΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΩΣΕΙΣ ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ Η ΑΝΟΣΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ. (ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ) 1169 192 186 The influence of psycho-emotional factors on reading comprehension of elementary school students Η επιρροή ψυχοσυναισθηματικών παραγόντων στην αναγνωστική κατανόηση μαθητών δημοτικού Reading comprehension is a complex process that is influenced by many factors. The aim of this work is to investigate the influence of psycho- emotional factors, in particular academic emotions, motivations and basic psychological needs satisfaction, in the reading comprehension of elementary students. Secondly, the aim is to find correlations between these psycho- emotional factors. The survey was attended by 135 students of the 3rd and 5th grade of elementary school. The following instruments were used to collect the survey data: Achievement Emotions Questionnaire – Elementary School, Achievement Emotions Questionnaire for Pre-Adolescents, Motivations for Reading Questionnaire, Self-Regulation Questionnaire, Basic Psychological Need Satisfaction and Need Frustration Scale and Test Battery of texts with accompanying comprehension questions. Data analysis was quantitative. The results showed correlations between motivation and reading comprehension, but also correlations between academic emotions and motivation. Gender differences were also found in the academic emotions of the students of the fifth grade and the differences in motivation among the third and fifth grade students. Finally, there was no influence of the parents' educational level on psycho-emotional factors and reading comprehension. Η αναγνωστική κατανόηση είναι μία πολύπλοκη διαδικασία που επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες. Στόχος της εργασίας είναι η διερεύνηση της επιρροής ψυχοσυναισθηματικών παραγόντων, αναλυτικότερα των ακαδημαϊκών συναισθημάτων, των κινήτρων και της ικανοποίησης βασικών ψυχολογικών αναγκών, στην αναγνωστική κατανόηση μαθητών Δημοτικού. Σε δεύτερο επίπεδο στόχος είναι και η εύρεση σχέσεων ανάμεσα σε αυτούς τους ψυχολογικούς παράγοντες. Στην έρευνα συμμετείχαν 135 μαθητές Γ’ και Ε’ Δημοτικού. Για τη συλλογή των δεδομένων της έρευνας χρησιμοποιήθηκαν τα ακόλουθα εργαλεία: Ερωτηματολόγιο Ακαδημαϊκών Συναισθημάτων- Δημοτικό Σχολείο (AEQ), Ερωτηματολόγιο Ακαδημαϊκών Συναισθημάτων για Προεφήβους (AEQ-PA), Κίνητρα για την Ανάγνωση (MRQ), Ερωτηματολόγιο αυτορρύθμισης και κίνητρα ανάγνωσης (SRQ), Ερωτηματολόγιο Ικανοποίησης Ψυχολογικών Αναγκών (BPNSNFS) και Συστοιχία αξιολόγησης της αναγνωστικής κατανόησης κειμένου. Η ανάλυση των δεδομένων ήταν ποσοτική. Τα αποτελέσματα έδειξαν την ύπαρξη σχέσης των κινήτρων με την αναγνωστική κατανόηση, αλλά και τη σχέση των ακαδημαϊκών συναισθημάτων με τα κίνητρα. Ακόμη βρέθηκαν διαφορές φύλου στα συναισθήματα στους μαθητές της Ε’ τάξης και διαφορές στα κίνητρα ανάμεσα στους μαθητές της Γ’ και Ε’ τάξης. Τέλος, δεν βρέθηκε κάποια επιρροή του μορφωτικού επιπέδου των γονέων στους ψυχοσυναισθηματικούς παράγοντες και την αναγνωστική κατανόηση. 1170 260 269 Development of magnetic adsorbents with organic and inorganic core to recover heavy metals and organic compounds from wastes Ανάπτυξη μαγνητικών ροφητικών υλικών οργανικής και ανόργανης μήτρας για την ανάκτηση βαρέων μετάλλων και οργανικών ρύπων απο απόβλητα In this postgraduate work, 4 magnetic adsorbents were studied for their ability to remove inorganic and organic pollutants from sludge. For this reason, magnetic materials with organic and inorganic substrate matrix like the magnetic activated carbon (MAC), magnetic biochar (MBC), magnetic nanoparticles (MNPs) and magnetic zeolite (MZ) (synthetic: Na-X and natural: clinoptilolite) were synthesized by alkaline hydrolysis of the divalent and trivalent iron salts. The characterization of these materials was performed by Fourier transform infrared (AFT-IR), X-ray diffraction (XRD) and X-ray fluorescence spectroscopy (XRF). Then the adsorption isotherms were studied by intermittent experiments for 6 metal cations (Zn+2 ,Cu+2,Cr+3,Ni+2,Cd+2 και Pb+2) and 6 organic compounds belonging to the general category of sunscreen compounds (i.e. 2-ethylhexyl-4 - (- dimethyl-amino) benzoic acid or (ethylhexyl PABA) (EDP), isoamyl 4-methoxycinnamate (IMC), 2-ethylhexyl-2-cyano-3,3-diphenylacrylate (OCR), 2-ethylhexyl-4-methoxy cinnamomate (EMC) and 3- (4-methylbenzylidene) camphor (MBC). The adsorption capacity of the materials was studied according to Langmuir and Freundlich adsorption models. These magnetic materials were then used to remove heavy metals from sewage sludge in static restoration experiments as well as in leaching tests. The quantification of metals was carried out by atomic absorption spectrophotometer with flame or graphite furnace while the determination of organic compounds was performed by high performance liquid chromatography (HPLC) with a UV detector. The study showed that MAC and MBC are very good adsorbents for the organic compounds which studied above, whereas zeolite has good adsorption capacity for the above mentioned metals and especially for lead. Στην μεταπτυχιακή αυτή εργασία μελετήθηκαν 4 μαγνητικά προσροφητικά υλικά ως προς την ικανότητα τους να απομακρύνουν ανόργανους και οργανικούς ρύπους από λυματολάσπη. Για τον λόγο αυτό συντέθηκαν, μέσω αλκαλικής υδρόλυσης αλάτων του δισθενούς και τρισθενούς σιδήρου μαγνητικά υλικά με οργανική και ανόργανη μήτρα υποστρώματος και συγκεκριμένα μαγνητικός ενεργός άνθρακας (ΜΑC), μαγνητικό βιοεξανθράκωμα (MBC), μαγνητικά νανοσωματίδια (ΜΝΡs) και μαγνητικός ζεόλιθος (ΜΖ) (συνθετικός: Να-Χ και φυσικός: κλινοπτιλόλιθος). Τα υλικά χαρακτηρίστηκαν με φασματοσκοπία υπερύθρου (ATR-IR), περίθλαση ακτίνων Χ (XRD) και φασματοσκοπία φθορισμού ακτίνων Χ (XRF) και στη συνέχεια μελετήθηκαν οι ισόθερμες προσρόφησης μέσω πειραμάτων διαλείποντος έργου, για 6 κατιόντα μετάλλων (Zn+2 ,Cu+2,Cr+3,Ni+2,Cd+2 και Pb+2) και 6 οργανικές ενώσεις που ανήκουν στην γενική κατηγορία των αντηλιακών ενώσεων (δηλαδή το 2-αιθυλο-εξυλ- 4-(-διμεθυλ- αμινο) βενζοϊκό οξύ ή (αιθυλ-εξυλ PABA) (EDP), το ισοάμυλο 4-μεθοξυκινναμικό (IMC), το 2- αιθυλεξυλ-2-κυανο -3,3 –διφαινυλακρυλικό (οκτοκρυλένιο) (OCR), το 2-αιθυλεξυλο- 4-μεθοξυ κινναμωμικό (EMC) και η 3- (4-μεθυλο-βενζυλιδενίου) καμφορά (ΜΒC)). Η προσροφητική ικανότητα των υλικών μελετήθηκε σύμφωνα με τα μοντέλα προσρόφησης Langmuir και Freundlich. Έπειτα αυτά τα μαγνητικά υλικά χρησιμοποιήθηκαν για την απομάκρυνση βαρέων μετάλλων από λυματολάσπη σε πειράματα στατικής αποκατάστασης αλλά και σε δοκιμές έκπλυσης. Ο ποσοτικός προσδιορισμός των μετάλλων πραγματοποιήθηκε με φασματοφωτόμετρο ατομικής απορρόφησης με φλόγα ή φούρνο γραφίτη ενώ ο προσδιορισμός των οργανικών ενώσεων πραγματοποιήθηκε με υγρή χρωματογραφία υψηλής απόδοσης (ΗPLC) με ανιχνευτή UV. Από την μελέτη προέκυψε ότι το ΜΑC και το MBC είναι πολύ καλά προσροφητικά υλικά για τις οργανικές ενώσεις που μελετήθηκαν παραπάνω, ενώ ο ζεόλιθος έχει καλή προσροφητική ικανότητα για τα προαναφερθέντα μέταλλα και ιδιαίτερα για το μόλυβδο. 1171 182 178 Numerical modelling of bone fracture healing under the ultrasound effect Υπολογιστική μοντελοποίηση της πώρωσης καταγμάτων υπό την επίδραση υπερήχων Bone healing is a complicated process during which plenty of cellular and molecular mechanisms occur. The main objective of this study was the presentation of a computational model that simulates these cellular mechanisms during fracture healing and the effects of Low Intensity Pulsed Ultrasound (LIPUS) on bone fracture healing, in order to examine the effect which causes the enhancement of bone healing. The hybrid biological mathematical model is based on that of Peiffer et al. (2011). The model consists of a system of partial differential equations (PDEs) which describes the spatiotemporal evolution of cell, growth factors, tissues, oxygen and nutrients and acoustic pressure. It was assumed that the ultrasound affects Vascular Endothelial Growth Factor (VEGF) transport, as several in vitro studies have reported. Using velocity equations, the growth of the blood vessel network was described. As a result, this model could be a step towards a better understanding of the influence of ultrasound on fracture healing. However, more experiments should be conducted along with the advancement of a more detailed theoretical background. Η πώρωση καταγμάτων είναι μια πολύπλοκη διαδικασία κατά την οποία πληθώρα κυτταρικών και μοριακών μηχανισμών συμβαίνουν. Ο κύριος σκοπός αυτής της εργασίας ήταν η παρουσίαση ενός υπολογιστικού μοντέλου που προσομοιώνει αυτούς τους κυτταρικούς μηχανισμούς κατά τη διάρκεια της πώρωσης των καταγμάτων και τις επιπτώσεις των υπερήχων στην πώρωση καταγμάτων, ώστε να ερευνηθεί η επίδραση που προκαλεί τη βελτίωση της πώρωσης του οστού. Το υβριδικό βιολογικό μαθηματικό μοντέλο βασίζεται στο μοντέλο του Peiffer et al. (2011). Το μοντέλο αποτελείται από ένα σύστημα μερικών διαφορικών εξισώσεων που περιγράφουν τη χωροχρονική εξέλιξη των κυττάρων, αυξητικών παραγόντων, ιστών, οξυγόνου, θρεπτικών συστατικών και ακουστικής πίεσης. Θεωρήθηκε ότι οι υπέρηχοι επιδρούν τη μεταφορά του αγγειακού ενδοθηλιακού αυξητικού παράγοντα (VEGF), όπως πολλές in vitro μελέτες έχουν δείξει. Χρησιμοποιώντας εξισώσεις ταχύτητας, η ανάπτυξη του δικτύου αιμοφόρων αγγείων περιεγράφηκε. Σαν αποτέλεσμα, αυτό το μοντέλο θα μπορούσε να είναι ένα βήμα προς την καλύτερη κατανόηση της επίδρασης των υπερήχων στην πώρωση του οστού. Ωστόσο, περισσότερα πειράματα θα πρέπει να διεξαχθούν μαζί με την ανάπτυξη ενός πιο λεπτομερούς θεωρητικού υπόβαθρου. 1172 430 470 Investigation of causal associations between risk factors and cancer incidence Προσδιορισμός της αιτιακής συσχέτισης παραγόντων κινδύνου με την εμφάνιση καρκίνου he main goal of this thesis is the investigation of causal associations between risk factors and cancer incidence and it was achieved by following two approaches. Firstly, the burden of cancer was estimated as well as what part of it could be attributed to some established cancer risk factors. The second approach involved the investigation of nutritional epidemiology of cancer through the application of some modem techniques. First, a study was conducted in CHANCES consortium to calculate DALYs for cancer, overall and by cancer site and to estimate population-attributable fractions (PAFs) for selected cancer risk factors (smoking, adiposity, alcohol, physical inactivity, and type II diabetes) based on the calculated DALYs. In overall, 34,474 DALYs were lost out of which 82% were lost due to premature mortality. Lung cancer was responsible for the largest number of DALYs lost (22.9%), followed by colorectal cancer. Cigarettes smoking was the major risk factor responsible for the 24% of total burden. Secondly, an umbrella review of the evidence was conducted to systematically evaluate the robustness of the literature across diet, anthropometric measures and physical activity and the risk of cancer at different anatomical sites. Most strong associations were observed for breast and colorectal cancer. Obesity was the risk factor with the largest number of strong associations, followed by alcohol consumption while additional strong protective effects were observed for the consumption of wholegrain and dairy products and colorectal cancer risk. There were also cases several cases the evidence was more inconsistent, showing indication of bias and/or uncertainty. Moreover, a Nutrient - Wide Association Study (NWAS) was implemented to systematically and comprehensively evaluate the association between 92 foods or nutrients and risk of prostate cancer in EPIC cohort. After correcting for the multiple comparisons, no dietary factor retained a significant association. Additional analyses by subtype of prostate cancer revealed two significant associations. Intakes of dry cakes/biscuits and butter were associated with an increased risk of low-grade and aggressive prostate cancer respectively out of which the association for dry cakes/biscuits and risk of low-grade prostate cancer was replicated in NLCS. However, the results from the meta-analyses were significant in both cases. Lastly, a mendelian randomization study was conducted to investigate potential causal associations between genetically determined concentrations of 11 nutrients and risk of breast cancer using data from published GWAS studies. In overall, most dietary exposures didn’t show any associations with breast cancer except of magnesium that was positively associated with overall and ER positive breast cancer and phosphorus that was inversely associated with ER negative breast cancer. Ο σκοπός της συγκεκριμένης διατριβής ήταν ο προσδιορισμός αιτιακών συσχετίσεων μεταξύ παραγόντων κινδύνου και την εμφάνιση καρκίνου. Αυτός πραγματοποιήθηκε μέσω δύο προσεγγίσεων. Αρχικά αποτιμήθηκε το φορτίο νοσηρότητας του καρκίνου και τι ποσοστό αυτού θα μπορούσε να αποδοθεί σε κάποιους γνωστούς παράγοντες κινδύνου. Στην συνέχεια διερευνήθηκε η διατροφική επιδημιολογία του καρκίνου μέσω μοντέρνων τεχνικών. Στην πρώτη μελέτη χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από τον συνασπισμό μελετών CHANCES και εκτιμήθηκε το φορτίο νοσηρότητας 21 τύπων καρκίνου υπολογίζοντας τον δείκτη των προσδοκώμενων ετών ζωής με συνεκτίμηση της ανικανότητας (DALYs). Επιπλέον, υπολογίστηκε τι ποσοστό αυτού οφείλεται σε κάπνισμα, αλκοόλ, σακχαρώδης διαβήτης, παχυσαρκία και έλλειψη σωματικής άσκησης μέσω της εκτίμησης των αποδοτέων κλασμάτων στον πληθυσμό (Population Attributable Fractions, PAFs). Συνολικά 34,474 DALYs χάθηκαν με το 82% να οφείλεται στην πρώιμη θνησιμότητα. Ο καρκίνος του πνεύμονα ήταν υπεύθυνος για το μεγαλύτερο αριθμό χαμένων DALYs, ακολουθούμενος από τον καρκίνο του παχέος εντέρου. Το κάπνισμα ήταν ο κύριος παράγοντας κινδύνου υπεύθυνος για το 24% του φορτίου νοσηρότητας. Στην δεύτερη μελέτη αξιολογήθηκε η ισχύς της βιβλιογραφίας αναφορικά με την διατροφή, την παχυσαρκία και την φυσική δραστηριότητα και τον κίνδυνο εμφάνισης 12 καρκίνων μέσω μιας ανασκόπησης ομπρέλας. Οι περισσότερες συσχετίσεις αφορούσαν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου και του μαστού. Η παχυσαρκία ήταν ο παράγοντας κινδύνου με τις περισσότερες ισχυρές συσχετίσεις ακολουθούμενος από την κατανάλωση αλκοόλ. Επιπλέον ισχυρές προστατευτικές συσχετίσεις παρατηρήθηκαν μεταξύ της κατανάλωσης προϊόντων ολικής άλεσης και γαλακτοκομικών με τον κίνδυνο καρκίνου του παχέος εντέρου. Υπήρξαν όμως αρκετές περιπτώσεις συσχετίσεων οι οποίες είτε εμφάνισαν στοιχεία πιθανής μεροληψίας και ετερογένειας στα αποτελέσματα τους είτε η ισχύς των στατιστικών αποτελεσμάτων δεν τόσο ισχυρή. Στην συνέχεια μελετήθηκαν με μια συστηματική προσέγγιση μέσω μιας μελέτης συσχέτισης ευρείας κλίμακας διατροφικών παραγόντων (Nutrient - Wide Association Study, NWAS) οι συσχετίσεις μεταξύ 92 τροφών και συστατικών και τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του προστάτη χρησιμοποιώντας δεδομένα από την προοπτική μελέτη EPIC. Μετά την διόρθωση για πολλαπλές συγκρίσεις δεν βρέθηκε κάποιος παράγοντας που να σχετίζεται με την εμφάνιση καρκίνου. Οι επιμέρους αναλύσεις έδειξαν ότι η κατανάλωση μπισκότων και κέικ αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου χαμηλού βαθμού διαφοροποίησης, ένα αποτέλεσμα το οποίο επαληθεύτηκε και σε δεύτερη φάση στην ανεξάρτητη κοόρτη NLCS. Η δεύτερη συσχέτιση αφορούσε την κατανάλωση βουτύρου και τον αυξημένο κίνδυνο επιθετικού καρκίνου του προστάτη. Η συγκεκριμένη συσχέτιση δεν επαληθεύτηκε όμως το αποτέλεσμα της μέτα-ανάλυσης των δύο κοορτών ήταν επίσης στατιστικά σημαντικό. Τέλος, ερευνήθηκαν πιθανές αιτιακές συσχετίσεις μεταξύ 11 διατροφικών συστατικών με τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού χρησιμοποιώντας την τεχνική της μεντελιανής τυχαιοποίησης. Στην ανάλυση αυτή χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από δημοσιευμένες ευρυγονιδιωματικές μελέτες. Δεν βρέθηκαν κάποια σημαντικά αποτελέσματα με εξαίρεση δύο περιπτώσεις. Γενετικά αυξημένες συγκεντρώσεις μαγνησίου οδήγησαν σε αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού τόσο συνολικά όσο και στην περίπτωση με υποδοχέα οιστρογόνων. Αντίθετα, προστατευτική επίδραση παρατηρήθηκε μεταξύ γενετικά αυξημένων συγκεντρώσεων φωσφόρου και τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου χωρίς υποδοχέα οιστρογόνων. 1173 313 274 Approximation and representation of data of one dimension with combination of MLP and RBF neural network Προσέγγιση και αναπαράστασή δεδομένων μιας διάστασης με συνδυασμό MLP και RBF νευρωνικών δικτύων One of the most rapidly growing scientific fields is the one of the artificial networking. During the past years more and more neural-network based applications are being developed and applied in many and different environments. This exponential growth, arises from the fact that these artificial networks require a small computational power and at the same time they present a great capability in learning and generalize. In this thesis, we compare an extended Neural Network (Multilayer PerceptronMLP) with a hybrid network system, which consists of a small MLP(less number of nodes than extended MLP) and a RBF neural network. To train this hybrid network, we combine a supervised with an unsupervised learning method. The unsupervised learning method, and more specifically the k-means algorithm is used to find the centers of the RBF nodes. On the other hand, MLP networks utilize a supervised learning technique called bagkpropagation for adjusting the weights. Backpropagation is used by the gradient descent optimization algorithm to adjust the weight of neurons by calculating the gradient of the loss function. In every step of the algorithm, the weights are updated on the basis of the learning rate and the slope of error. The weights are updated until the algorithm find the ones which minimize the error. The main target is to compare the hybrid network with an extended MLP, in terms of generalizing ability. In order to achieve this goal, we’ve developed a specific code, for the implementation of networks and their learning procedure. After examination of the results, we noticed that the capability of the Hybrid network, to approximate each function examined, was almost similar or better to the one of the extended MLP. The approximation of the functions was similarly good whereas the error of the Hybrid was less than the extended MLP. Η παρούσα διατριβή πραγματεύεται την σύγκριση ενός εκτεταμένου Νευρωνικου Δικτύου(τύπου Multilayer Perceptron-MLP) με ένα υβριδικό σύστημα Nευρωνικών Δικτυών που αποτελείται από την εν σειρά σύνδεση μιας απλούστερης μορφής του πρώτου(MLP) και ενός RBF δικτύου. Τα Τεχνητά Nευρωνικά Δίκτυα μπορούν να λύσουν ορισμένης φύσεως προβλήματα σε διάφορους επιστημονικούς κλάδους. Το ενδιαφέρον για αυτά παραμένει μετά από τόσα χρόνια μελέτης τους, αυξημένο χάριν στην υπολογιστική τους ισχύ και στην ικανότητα τους να μαθαίνουν και να γενικεύουν. Το υβριδικό μας δίκτυο εκπαιδεύεται συνδυάζοντας τη μέθοδο μάθησης με επίβλεψη και την μάθηση χωρίς επίβλεψη. Με την πρώτη μέθοδο χωρίς επίβλεψη και πιο συγκεκριμένα με τον αλγόριθμο ομαδοποίησης k-means ορίζονται τα κέντρα του RBF ενώ για την αναπροσαρμογή των βαρών στα δυο δίκτυα τύπου MLP χρησιμοποιείται ο αλγόριθμος backpropagation. Ο αλγόριθμος backpropagation πραγματοποίει την αναπροσαρμογή των βαρών σύμφωνα με την τεχνική βελτιστοποιήσης απότομης καθόδου (gradient decent). Δηλαδή, υπολογίζει την κλίση του σφάλματος. Σε κάθε βήμα του αλγορίθμου, ενημερώνονται τα βάρη με βάση την κλίση του σφάλματος και το ρυθμό μάθησης. Η ενημέρωση των βαρών επαναλαμβάνεται μέχρις ότου να βρεθούν εκείνα τα βάρη που ελαχιστοποιούν το σφάλμα. Η επιδίωξη είναι να γίνει σύγκριση του υβριδικού δικτύου και ενός εκτεταμένου MLP όσον αφορά την ποιότητα της γενίκευσης. Για την επίτευξη της σύγκρισης αναπτύξαμε κατάλληλο κώδικα για την υλοποίηση των δικτυών και την διαδικασία της εκπαίδευσης τους. Παρατηρώντας τα αποτελέσματα, παρατηρήσαμε ότι ανεξαρτήτως συνάρτησης που εξετάσαμε, η γενικευτική ικανότητα του υβριδικού δικτύου ήταν ισάξια ή και καλύτερη από το εκτεταμένο MLP μιας και προσέγγιζε πολύ καλά τη συνάρτηση και παρουσίαζε μικρότερο σφάλμα σε σχέση πάντα με το σύνθετο MLP. 1174 119 124 The purpose of the present thesis is to examine the effects of economic crises on family ties. To study this survey data about family ties is collected through the EVS Longitudinal Data File 1981-2008 and data about economic shocks is constructed using the World Bank. The results reveal statistically significance in the relation between economic crises and family ties. Analytically, if an individual is exposed to an economic shock, he/she is more likely to have stronger family ties. Even though the thesis does not examine the mechanism, it is likely that this effect is caused by the fact that family may be the supportive network that a person needs in order to cope with emotional difficulties and economic issues. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να εξεταστούν οι επιπτώσεις των οικονομικών κρίσεων στους οικογενειακούς δεσμούς. Για να μελετηθεί αυτό συλλέχθηκαν δεδομένα σχετικά με τους οικογενειακούς δεσμούς από το EVS Longitudinal Data File 1981-2008 και δεδομένα σχετικά με τις οικονομικές κρίσεις κατασκευάστηκαν με τη χρήση δεδομένων από τη World Bank. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν έδειξαν ότι υπάρχει στατιστική σημαντικότητα στη σχέση μεταξύ των οικονομικών κρίσεων και των οικογενειακών δεσμών. Αναλυτικά, εάν ένα άτομο εκτίθεται σε οικονομική κρίση, είναι πιο πιθανό να έχει ισχυρότερους οικογενειακούς δεσμούς. Αν και η παρούσα εργασία δεν εξετάζει το μηχανισμό, είναι πιθανό το αποτέλεσμα αυτό να προκύπτει από το γεγονός ότι η οικογένεια λειτουργεί υποστηρικτικά για το άτομο, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει συναισθηματικές και οικονομικές δυσκολίες που βιώνει. 1175 356 357 Η μουσική ως μέσο ενίσχυσης μορφών δημιουργικότητας σε άλλες τέχνες σε παιδιά προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας Music is present in a broad spectrum of pre-school education activities. The role of musical education, as well as of education through music is analyzed and documented to a large extent. The central concept of the present dissertation is that Music, due to it's special assets, can be the medium in the emerging of a multiplex creativity of the children, as a central axis in a process of interaction between the arts. Starting by clarifying the concept of creativity, we present the position that it could be amplified by founding school programmes in the basis of interaction between the arts and merging of sensory experiences. A valuable guide to understanding these processes is given by the study of the synesthetic phenomenon, the involuntarily fusion of the senses, especially under the light of the recent systematically growing research. The relevant discussion and research is presented here, following it's line of historical development. Also, we study examples of involvement of synesthesia in artistic creation. Subsequently, we present the possibilities that the synesthetic approach opens for artistic creation, through the work of important artists, synesthetes or not. Especially, we examine the works of painter Wassily Kandinsky and music composer Alexander Scriabin, who on the one hand exploited their own synesthesia and on the other experimented with synesthetic ways in artistic creation by non-synesthetes, and art appreciation by the public. Also, we examine several cases of artists who exploited their synesthetic potential. This study leads to some guidelines for the drafting of similar creative activities, suitable for pre-schoolers. Next, we present original project and activities that were held in the classroom, in accordance with the central scope of our research project. Those, analytically presented, activities are in correspondence with the former synesthetic artistic experimentations, and point the way in which music can work as a medium for the emergence of children's creativity. At the end of each presentation, we discuss and evaluate the basic aspects, as well as the level of participation of the children and the creative product, for each of the activities. Finally, we present some general conclusions and further proposals regarding the central scope of this project. Η μουσική είναι παρούσα σε ένα ευρύ φάσμα των δραστηριοτήτων της προσχολικής αγωγής. Ο ρόλος της μουσικής εκπαίδευσης καθώς και της εκπαίδευσης μέσω της μουσικής έχει αναλυθεί και τεκμηριωθεί σε μεγάλο βαθμό. Η κεντρική ιδέα της παρούσης εργασίας είναι ότι, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της, η μουσική μπορεί να αποτελέσει το μέσο για την ανάδυση μιας πολυσχιδούς δημιουργικότητας των παιδιών, σε μια διεργασία αλληλεπίδρασης των τεχνών. Ξεκινώντας με την αποσαφήνιση της έννοιας «δημιουργικότητα» αναπτύσσεται η άποψη ότι αυτή μπορεί να ενισχυθεί στο βαθμό που τα αντίστοιχα σχολικά προγράμματα θα βασίζονται στην αλληλεπίδραση μεταξύ των τεχνών, και την ανάμιξη των αισθητηριακών εμπειριών. Ένας πολύτιμος οδηγός κατανόησης των διεργασιών αυτών μάς δίνεται με τη μελέτη του φαινομένου της συναισθησίας, της ακούσιας διασταύρωσης των αισθήσεων, ειδικά κάτω από το φως μιας έρευνας που το τελευταίο διάστημα εμπλουτίζεται συστηματικά. Παρουσιάζεται η σχετική συζήτηση και μελέτη, ακολουθώντας την ιστορική εξέλιξη της συναισθησίας, και μελετώνται συγκεκριμένα παραδείγματα εμπλοκής της συναισθησίας στην καλλιτεχνική δημιουργία. Ακολουθούν οι δυνατότητες που ανοίγει η συναισθητική προσέγγιση στην καλλιτεχνική δημιουργία, μέσα από το έργο σημαντικών καλλιτεχνών, συναισθητικών ή μη. Ειδική αναφορά γίνεται στο έργο του ζωγράφου Kandinsky και του μουσικοσυνθέτη Scriabin, που όχι μόνο εκμεταλλεύτηκαν τη συναισθησία τους στη δημιουργία των καλλιτεχνικών τους έργων, αλλά την χρησιμοποίησαν και ως μέσο πειραματισμού και πρόσληψης του έργου τους, από το κοινό. Στη συνέχεια, γίνεται αναφορά σε αρκετές περιπτώσεις καλλιτεχνών που ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο. Η μελέτη αυτή οδηγεί σε κατευθυντήριες γραμμές για το σχεδιασμό αντίστοιχων δημιουργικών δραστηριοτήτων, κατάλληλων για παιδιά προσχολικής ηλικίας. Παρακάτω, παρουσιάζονται αναλυτικά, πρωτότυπα projects και δραστηριότητες που υλοποιήθηκαν στη σχολική τάξη, σύμφωνα με το κεντρικό θέμα της εργασίας μας. Οι δραστηριότητες αυτές, σε αντιστοιχία και με τους συναισθητικούς καλλιτεχνικούς πειραματισμούς, καταδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίον η μουσική μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο για την ανάδυση της δημιουργικότητας των παιδιών. Στο τέλος κάθε παρουσίασης, γίνεται συζήτηση και αποτιμώνται τα βασικά χαρακτηριστικά, καθώς και η συμμετοχή και παραγωγή δημιουργικού έργου των παιδιών, για κάθε μία από αυτές. Τέλος, εκτίθενται κάποια γενικά συμπεράσματα και προτάσεις σε σχέση με τον κεντρικό στόχο της εργασίας. 1176 153 163 The current project reviews the ethical philosophical issues concerning the relations between humans and non-rational beings, especially animals. The issues discussed are summarized in the following questions: Which is the moral status of animals? What should be our attitude facing them? How can be determined the criteria of ethical attitude? The brief historical review of ethical theories which express aspect on the issue in dispute, give prominence that speciesism is a fundamental ontological condition for the anthropocentric discrimination of the absolute distinction of species. The Research inpursuance of alternative theories about human’s ethical attitudes consider animals, focuses on consequentialist theories such as utilitarianism, in deontological theories such as the moral of duty and the contractarian theory as an agreement on ethical principle concerning human morality for animals. Supported the biocentric ethic that attributes intrinsic value to the status of life and admit the moral field in order to integrate animals as living beings. Η παρούσα εργασία εξετάζει τα ηθικά φιλοσοφικά ζητήματα που αφορούν τις σχέσεις των ανθρώπων με τα μη έλλογα όντα, ιδιαίτερα τα ζώα. Τα ζητήματα που αναλύονται συνοψίζονται στα εξής ερωτήματα: Ποιο είναι το ηθικό καθεστώς των ζώων; Ποια πρέπει να είναι η στάση μας απέναντι τους; Πώς καθορίζονται τα κριτήρια της ηθικής αντιμετώπισής τους; Η σύντομη ιστορική εξέταση των ηθικών θεωριών οι οποίες εκφράζουν άποψη για το επίδικο ζήτημα, αναδεικνύει ότι ο ειδισμός συνιστά θεμελιώδη οντολογική προϋπόθεση για την ανθρωποκεντρική προκατάληψη της απόλυτης διάκρισης των ειδών. Η έρευνα της αναζήτησης εναλλακτικών θεωρήσεων ηθικής στάσης των ανθρώπων απέναντι στα ζώα εστιάζει το ενδιαφέρον της σε συνεπειοκρατικές θεωρίες όπως ο ωφελιμισμός, σε δεοντολογικές θεωρίες όπως η ηθική του καθήκοντος και η συμβολαιοκρατική θεωρία ως συμφωνία πάνω σε θέσεις ηθικών αρχών που αφορούν την ανθρώπινη ηθική για τα ζώα. Υποστηρίζεται η βιοκεντρική ηθική που αποδίδει εγγενή αξία την ιδιότητα της ζωής και ανοίγει τον ηθικό χώρο, ώστε τα ζώα να ενταχθούν σε αυτόν ως έμβια όντα. 1177 196 198 Location-based recommender systems increasingly gain popularity, due to the fact that most users who seek information or recommendations are doing so via their mobile devices. In most previous work, GPS is used for locating the user and the recommended data are related to outdoor objects. On the other hand, there are many cases where users seek for information in indoor spaces. In this case, the use of GPS for location tracking is inaccurate and technologies such as Wi-Fi and BLE are more appropriate. In this thesis, we study the development of a proximity-based recommender system for indoor spaces. We present an accurate indoor localization approach based on BLE. In addition, we deploy a fused matrix factorization model which captures the geographical influence of a location in indoor spaces by modeling the probability of the user to be interested in as a Multi-Gaussian Model. The model takes into account the user’s profile, the location and past actions. We evaluate the performance of our model for different resolutions in number of users, locations, the information which is associated with the location and time. We compare our model against baseline algorithms, which do not consider temporal and/or spatial information. Το GPS χρησιμοποιείται για τον εντοπισμό του χρήστη όπου τα προτεινόμενα δεδομένα σχετίζονται με την τοποθεσία του σε εξωτερικούς χώρους. Από την άλλη πλευρά, το GPS δεν παρέχει ακρίβεια στον εντοπισμό του χρήστη σε εσωτερικούς χώρους οπότε και δεν μπορεί να λάβει πληροφορίες για τα αντικείμενα που βρίσκονται εντός κτιρίων. Έτσι, λοιπόν, για να λάβει πληροφορίες γι’αυτά τεχνολογίες όπως το Wi-Fi και το BLE είναι πιο ακριβείς όσον αφορά την ακρίβεια τοποθέτησης σε εσωτερικούς χώρους. Λόγω του δυνητικά μεγάλου όγκου πληροφοριών που περιέχονται σε εσωτερικούς χώρους και του γεγονότος ότι ένας χρήστης πλοηγείται σε εσωτερικούς χώρους σε αυτή τη διατριβή μελετάμε την ανάπτυξη ενός ακριβούς συστήματος συστάσεων που βασίζεται στην πλοήγηση σε εσωτερικό χώρο με βάση το χώρο, το χρόνο και το προφίλ του χρήστη. Αναπτύσοουμε ένα σύνθετο μοντέλο παραγοντοποίησης μητρών που συλλαμβάνει τη γεωγραφική επίδραση μιας θέσης που λαμβάνει υπόψιν τη γεωγραφική επίδραση του χρήστη με βάση τη τοποθεσία του εσωτερικά των κτιρίων, μοντελοποιώντας την πιθανότητα του χρήστη να ενδιαφέρεται για μια πληροφορία. Σημαντικός παράγοντας σε αυτό παίζει ο χρόνος, καθώς η πληροφορία που συνίσταται στο χρήστη είναι συναρτήσει με αυτό. Συνεπώς, το μοντέλο μας λαμβάνει υπόψιν το προφίλ, το ιστορικό, καθώς και την τοποθεσία του χρήστη. 1178 187 215 Many real-world phenomena are best represented as interaction networks with dynamic structures (e.g., transaction networks, social networks, traffic networks). Interaction Networks capture flow of data which is transferred between their vertices along a timeline. Analyzing such networks is crucial towards comprehending processes in them. A typical analysis task is the finding of motifs, which are small subgraph patterns that repeat themselves in the network. In this thesis, we introduce network flow motifs, a novel type of motifs that model significant flow transfer among a set of vertices within a constrained time window. We design an algorithm for identifying flow motif instances in a large graph. Our algorithm can be easily adapted to find the top k instances of maximal flow. In addition, we design a dynamic programming module that finds the instance with the maximum flow. We evaluate the performance of the algorithm on three real datasets and identify flow motifs which are significant for these graphs. Our results show that our algorithm is scalable and that the real networks indeed include interesting motifs, which appear much more frequently than in randomly generated networks having similar characteristics. Πολλά φαινόμενα του πραγματικού κόσμου μπορούν να μοντελοποιηθούν με την βοήθεια των δικτύων αλληλεπίδρασης με δυναμικές δομές (π.χ. δίκτυα συναλλαγών, κοινωνικά δίκτυα, δίκτυα κυκλοφορίας). Τα δίκτυα αλληλεπίδρασης περιλαμβάνουν την ροή δεδομένων που μεταφέρεται μεταξύ των κόμβων του δικτύου κατά μήκος μιας χρονικής γραμμής. Η ανάλυση αυτών των δικτύων είναι ζωτικής σημασίας για την κατανόηση διάφορων διαδικασιών που συμβαίνουν σε αυτά. Ένας τύπος ανάλυ- σης σε αυτά τα δίκτυα είναι η εύρεση μοτίβων, τα οποία είναι μικρά υπογραφήματα που επαναλαμβάνονται μέσα στο δίκτυο. Στην εργασία αυτή εισαγάγουμε τα μοτίβα ροής δικτύου, ένα νέο τύπο μοτίβων που μοντελοποιούν την σημαντική μεταφορά ροής ενός δικτύου μεταξύ ενός συνόλου κόμβων μέσα σε ένα περιορισμένο χρονικό πλαίσιο. Σχεδιάζουμε έναν αλγόριθμο για τον προσδιορισμό των μοτίβων ροής σε ένα μεγάλο γράφημα. Ο αλγόριθμος μας μπορεί εύκολα να προσαρμοστεί και να βρει τα κορυφαία στιγμιότυπα με την μεγα- λύτερη ροή. Επιπλέον σχεδιάζουμε μια ρουτίνα δυναμικού προγραμματισμού που βρίσκει το στιγμιότυπο με την μεγαλύτερη ροή. Αξιολογούμε την απόδοση του αλ- γορίθμου σε τρια πραγματικά σύνολα δεδομένων και προσδιορίζουμε μοτίβα ροής που είναι σημαντικά για αυτά τα γραφήματα. Τα αποτελέσματα μας δείχνουν ότι ο αλγοριθμός μας είναι κλιμακώσιμος και ότι τα πραγματικά δίκτυα περιλαμβάνουν όντως ενδιαφέροντα μοτίβα, τα οποία εμφανίζονται πολύ συχνότερα σε αυτά σε σχέση με τυχαία παραγόμενα δίκτυα που έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά. 1179 475 502 Colleration of HPV infection in patients with papillary precancerous and cancerous laryngeal lesions Συσχέτιση λοίμωξεις από τον ιό HPV με θηλωματώδεις προκαρκινικές και καρκινικές βλάβες του λάρυγγα Laryngeal cancer is the second most common head and neck cancer and it is more common in men than in women. Squamous cell carcinoma is the predominant histological type (>95%) and can occur directly in normal epithelium or on the ground of various precancerous lesions, which arise when the normal laryngeal epithelium is exposed to various toxic agents for a long time. These are leukoplakia, hyperplasia or hyperplasia without atypia, metaplasia or hyperplasia with atypia and dysplasia. When the malignancy is severe throughout the thickness of the epithelium without rupture of the basement membrane it is called in situ carcinoma, which if not removed in time, develops into invasive carcinoma. Benign neoplasms of the larynx include papillomas which can appear anywhere in the respiratory system and are characterized by frequent recurrence. The purpose of this study was to identify the possible colleration of human papillomavirus (HPV) with papillary, precancerous and cancerous lesions of the larynx in patients in Northwestern Greece who underwent surgery for these pathologies in our clinic. The study included 55 patients, 53 men and 2 women. HPV-DNA microarrays technique was used for molecular detection and standardization of HPV and its subtypes. There was a colleration of results with age, sex, location, dietary habits, profession, smoking, alcohol, body mass index (BMI), etc. Statistical analysis of the data revealed a weak association of HPV with pre-cancerous and cancerous lesions of the larynx. In addition, it did not show a statistically significant association between the presence of HPV with alcohol consumption, smoking, type of work, concomitant diseases, heredity, histological examination result, differentiation and invasions (lymphatic, peripheral, perivascular). In addition, no statistically significant association was observed between local recurrence, metastatic disease and the presence of a second primary tumor with the parameters previously reported. In contrast, there was a statistically significant association between the presence of HPV and the age of patients and body mass index (BMI). More specifically, patients with HPV positive result were on average younger than patients who had HPV negative result (p = 0.014). In addition, the analysis showed that patients with negative HPV results had on average lower BMI than patients who had a positive HPV result (p = 0.039). It is also highlighted in the present study that there is a statistically significant correlation between recurrence and smoking (p = 0.032), a finding that implicates smoking as a strong risk factor for LSCC. The association between no comorbidity with absence of local recurrence (p = 0.046), heredity with local recurrence of disease (p = 0.046) and perivascular invasion with recurrence (p =0.046) were also possible, although the number of samples in these cases is too small to draw safe conclusions. However, more new studies with much more patient samples are needed to confirm or disprove our findings. Ο καρκίνος του λάρυγγα είναι ο δεύτερος πιο κοινός καρκίνος της κεφαλής και του τραχήλου και εμφανίζεται συχνότερα στους άνδρες απ΄ότι στις γυναίκες. Το καρκίνωμα εκ πλακωδών κυττάρων είναι ο κυρίαρχος ιστολογικός τύπος (>95%) και μπορεί να εμφανιστεί απευθείας σε φυσιολογικό επιθήλιο ή σε έδαφος διαφόρων προκαρκινικών αλλοιώσεων, οι οποίες δημιουργούνται όταν το φυσιολογικό λαρυγγικό επιθήλιο εκτεθεί σε διάφορους τοξικούς παράγοντες για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτές είναι η λευκοπλακία, η υπερπλασία ή υπερκεράτωση χωρίς ατυπία, η μεταπλασία ή υπερκεράτωση με ατυπία και η δυσπλασία. Όταν η δυσπλασία είναι έντονη σε όλο το πάχος του επιθηλίου, χωρίς ρήξη της βασικής μεμβράνης, ονομάζεται καρκίνωμα in situ, το οποίο αν δεν απομακρυνθεί εγκαίρως εξελίσσεται σε διηθητικό καρκίνωμα. Στις καλοήθεις νεοπλασίες του λάρυγγα ανήκουν τα θηλώματα, τα οποία μπορούν να εμφανιστούν σε οποιοδήποτε σημείο του αναπνευστικού συστήματος και χαρακτηρίζονται από συχνές υποτροπές. Ο σκοπός της συγκεκριμένης μελέτης είναι η διερεύνηση της πιθανής συσχέτισης της λοίμωξης από τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV) με θηλωματώδεις, προκαρκινικές και καρκινικές αλλοιώσεις του λάρυγγα σε ασθενείς της Βορειοδυτικής Ελλάδας που χειρουργήθηκαν για τις συγκεκριμένες παθολογίες στην Ωτορινολαρυγγολογική κλινική του νοσοκομείου μας. Η μελέτη περιελάμβανε 55 ασθενείς, 53 άνδρες και 2 γυναίκες. Χρησιμοποιήθηκε η τεχνική HPV-DNA μικροσυστοιχίες για τη μοριακή ανίχνευση και την τυποποίηση του HPV και των υποτύπων του. Ακολούθησε συσχέτιση των αποτελεσμάτων με την ηλικία, το φύλο, την εντόπιση, τις διατροφικές συνήθειες, το επάγγελμα, το κάπνισμα, το αλκοόλ, το δείκτη μάζας σώματος (BMI), κτλ. Η στατιστική ανάλυση των στοιχείων ανέδειξε ασθενή συσχέτιση του ιού ΗPV με προκαρκινικές και καρκινικές αλλοιώσεις του λάρυγγα. Επιπλέον, δεν ανέδειξε στατιστικά σημαντική συσχέτιση της παρουσίας του ιού ΗPV με την κατανάλωση αλκοόλ, το κάπνισμα, το είδος της εργασίας, τις συνοδές παθήσεις, την κληρονομικότητα, το αποτέλεσμα της ιστολογικής εξέτασης, τη διαφοροποίηση και τις διηθήσεις (λεμφαγγειακή, περιαγγειακή, περινευρική). Επιπρόσθετα, δεν παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ της υποτροπής, της εμφάνισης μεταστατικής νόσου και της παρουσίας δεύτερου πρωτοπαθούς όγκου με τις παραμέτρους που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Αντιθέτως, αναδείχθηκε στατιστικά σημαντική συσχέτιση της παρουσίας του ιού HPV με την ηλικία των ασθενών και το δείκτη μάζας σώματος (BMI) των ασθενών. Αναλυτικότερα, οι ασθενείς με HPV θετικό αποτέλεσμα είναι κατά μέσο όρο χαμηλότερης ηλικίας από τους ασθενείς που εμφάνισαν HPV αρνητικό αποτέλεσμα (p=0,014). Επιπλέον, η ανάλυση ανέδειξε ότι οι ασθενείς με αρνητικά HPV αποτελέσματα έχουν κατά μέσο όρο χαμηλότερο BMI, από τους ασθενείς που είχαν θετικό HPV αποτέλεσμα (p=0,039). Επίσης αναδεικνύεται στην παρούσα μελέτη ότι υπάρχει στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ της υποτροπής και του καπνίσματος (p=0,032) εύρημα που ενοχοποιεί το κάπνισμα ως ισχυρό παράγοντα κινδύνου για το LSCC. Ακόμη πιθανή φαίνεται η συσχέτιση της μη συνοσυρότητας με την απουσία υποτροπής (local recurrence) (p=0,046), της κληρονομικότητας με την υποτροπή της νόσου (p=0,046) και της περιαγγειακής διήθησης με την εμφάνιση υποτροπής (p=0,046), αν και ο αριθμός των δειγμάτων σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πολύ μικρός για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Καινούριες μελέτες με πολύ περισσότερα δείγματα ασθενών είναι απαραίτητες, έτσι ώστε να επιβεβαιωθούν ή να καταρριφθούν τα ευρήματά μας. 1180 217 256 Επεξεργασία ερωτημάτων με λέξεις-κλειδιά σε σχεσιακές βάσεις δεδομένων Searches in relational databases usually made using specially structured queries to which the user needs to know in detail the characteristics of each database in order to retrieve information. Over the years it has grown rapidly the amount of information stored in databases which increase the answers recover keyword search systems. With the evolution of the Internet has been a huge increase in the number of users who need access to online databases without knowing their special characteristics, as almost half of users make daily more than four billion searches [14] [35]. Although recent years have suggested several keyword search systems in relational databases, the problem of recovery of the most representative answers in a short time from large volume relational databases remains active development field in the respective research communities. In this thesis we explore some of the best known search systems in relational databases that are based on queries with keywords. We study their special features highlighting the advantages and disadvantages and compare them using various metrics. We create a variation of one of the search systems by adding the capability to take into account specific user preferences to retrieve answers with similar content. We examine the changes occurring in the performance of search systems, changing the values of parameters of the main operating mechanisms. Οι αναζητήσεις σε σχεσιακές βάσεις δεδομένων γίνονται συνήθως με τη χρήση ειδικά δομημένων ερωτημάτων στα οποία ο χρήστης πρέπει να γνωρίζει λεπτομερώς τα χαρακτηριστικά κάθε βάσης δεδομένων για να μπορέσει να ανακτήσει πληροφορίες. Με την πάροδο των ετών αυξάνεται ραγδαία ο όγκος πληροφορίας που αποθηκεύεται στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι απαντήσεις που ανακτούν τα συστήματα αναζήτησης με λέξεις-κλειδιά. Με την εξέλιξη του διαδικτύου έχει επέλθει τεράστια αύξηση στο πλήθος των χρηστών που χρειάζονται πρόσβαση σε online βάσεις δεδομένων χωρίς να γνωρίζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, καθώς οι μισοί σχεδόν χρήστες του διαδικτύου πραγματοποιούν καθημερινά περισσότερες από τέσσερα δισεκατομμύρια αναζητήσεις [14][35]. Παρότι τα τελευταία χρόνια έχουν προταθεί αρκετά συστήματα αναζήτησης με λέξεις-κλειδιά σε σχεσιακές βάσεις δεδομένων, το πρόβλημα της ανάκτησης των αντιπροσωπευτικότερων απαντήσεων σε σύντομο χρονικό διάστημα από σχεσιακές βάσεις δεδομένων μεγάλου όγκου παραμένει ενεργό πεδίο ανάπτυξης στις αντίστοιχες ερευνητικές κοινότητες. Στην εργασία αυτή ερευνούμε κάποια από τα γνωστότερα συστήματα αναζητήσεων σε σχεσιακές βάσεις δεδομένων τα οποία βασίζονται σε ερωτήματα με λέξεις-κλειδιά. Μελετάμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους αναδεικνύοντας τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους και τα συγκρίνουμε μεταξύ τους χρησιμοποιώντας διάφορες μετρικές. Δημιουργούμε μια παραλλαγή ενός από τα συστήματα αναζήτησης προσθέτοντας την δυνατότητα να λαμβάνει υπόψιν συγκεκριμένες προτιμήσεις χρηστών για την ανάκτηση απαντήσεων με ανάλογο περιεχόμενο. Εξετάζουμε τις αλλαγές που συμβαίνουν στις επιδόσεις των συστημάτων αναζήτησης, αλλάζοντας τις τιμές των παραμέτρων των βασικών μηχανισμών λειτουργίας τους και προτείνουμε μια μέθοδο για τη μέτρηση της ποιότητας των απαντήσεων που επιστρέφουν τα συστήματα αναζήτησης με λέξεις- κλειδιά. 1181 368 389 The spondyloarthritides, particularly ankylosing spondylitis (AS) and psoriatic arthritis (PsA), have been related to an increased cardiovascular morbidity and mortality. The purpose of the study was to investigate whether spondyloarthritis patients have an increased prevalence of cardiovascular risk factors and the role of inflammation in disturbing them. In a cross-sectional study, non-diabetic patients with spondyloarthritis were compared to age- and sex-matched apparently healthy control subjects as regards classic cardiovascular risk factors. It was demonstrated that patients were significantly more often smokers, had lower high density lipoprotein (HDL) cholesterol levels and an elevated atherogenic index (total cholesterol/HDL). After adjustment for smoking, patients still had lower HDL values. Furthermore, PsA patients had a higher waist-to-hip ratio (WHR, an index of abdominal obesity) and serum urate levels than controls, while they more often fulfilled the criteria for the metabolic syndrome. In univariate analysis, laboratory markers of inflammation were significantly negatively correlated with HDL and apolipoprotein (Apo) AI levels, whereas, particularly in PsA, there was an additional positive correlation between inflammatory markers and obesity measures (body mass index, WHR), as well as the atherogenic index. Spondyloarthritis patients had a significantly increased carotid intima-media thickness compared to controls, although this ceased to be significant after adjustment for smoking. A group of patients with active spondyloarthritis who had not been on immunomodulatory treatment were followed for up to one year after treatment initiation. Although treatment with TNFα inhibitors and/or synthetic disease-modifying antirheumatic drugs (and low-dose glucocorticoids in 3 patients) produced a significant improvement in laboratory and clinical measures of disease activity both at 6 and 12 months, there was no significant change in either the obesity measures or serum lipid levels. It was only at 6 months that a significant decline in ApoB levels was noted coupled with a small borderline improvement in ApoAI levels and the ApoB/ApoAI ratio. However, these alterations were not sustained up to 12 months. In conclusion, spondyloarthritis patients have an increased prevalence of classic cardiovascular risk factors (smoking, low HDL and in PsA abdominal obesity and metabolic syndrome). Inflammation appears to adversely affect these factors. Immunomodulatory treatment does not seem to substantially modify obesity measures or the lipid profile, although its influence on actual cardiovascular event rates remains unknown. Οι σπονδυλαρθρίτιδες, και κυρίως η αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα (ΑΣ) και η ψωριασική αρθρίτιδα (ΨΑ), έχουν συνδεθεί με αυξημένη καρδιαγγειακή νοσηρότητα και θνησιμότητα. Ο σκοπός της μελέτης ήταν να διερευνήσουμε αν οι ασθενείς με σπονδυλαρθρίτιδα έχουν αυξημένο επιπολασμό παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου και το ρόλο της φλεγμονής στους παράγοντες αυτούς. Σε μια συγχρονική μελέτη, συγκρίναμε μη-διαβητικούς ασθενείς με σπονδυλαρθρίτιδα με φαινομενικά υγιή άτομα παρόμοιας ηλικίας και φύλου ως προς τους κλασικούς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Διαπιστώθηκε ότι οι ασθενείς ήταν στατιστικά συχνότερα καπνιστές, είχαν χαμηλότερα επίπεδα χοληστερόλης υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνης (HDL) και αυξημένο αθηρωματικό δείκτη (ολική χοληστερόλη/HDL). Μετά εξουδετέρωση της επίδρασης του καπνίσματος, οι ασθενείς εξακολουθούσαν να έχουν χαμηλότερες τιμές HDL. Επίσης, οι ασθενείς με ΨΑ είχαν υψηλότερο δείκτη κοιλιακής παχυσαρκίας και επίπεδα ουρικού οξέος από τους μάρτυρες και πληρούσαν συχνότερα τα κριτήρια για το μεταβολικό σύνδρομο. Σε μονοπαραγοντική ανάλυση, οι εργαστηριακοί δείκτες φλεγμονής είχαν μια στατιστικώς αντίστροφη συσχέτιση με τα επίπεδα HDL και απολιποπρωτεΐνης (Apo) ΑΙ του ορού, ενώ ειδικά στους ασθενείς με ΨΑ υπήρχε επιπλέον μια θετική συσχέτιση μεταξύ των δεικτών φλεγμονής και του αθηρωματικού δείκτη, καθώς και των δεικτών θρέψης (δείκτη μάζας σώματος, λόγου περιμέτρου μέσης προς ισχία). Οι ασθενείς με σπονδυλαρθρίτιδα είχαν σημαντικά αυξημένο πάχος έσω και μέσου χιτώνα των καρωτίδων σε σχέση με τους μάρτυρες, αν και η διαφορά αυτή έπαυε να είναι στατιστικώς σημαντική μετά προσαρμογή για το κάπνισμα. Μια ομάδα ασθενών με ενεργό σπονδυλαρθρίτιδα για την οποία δε λάμβαναν ανοσοτροποποιητική αγωγή παρακολουθήθηκαν για ένα έτος μετά την έναρξη της θεραπείας. Παρότι η θεραπεία με αντι-TNFα παράγοντες ή/και συνθετικά τροποποποιητικά της νόσου φάρμακα (και χαμηλές δόσεις γλυκοκορτικοειδών σε 3 ασθενείς) επέφερε μια σημαντική βελτίωση των εργαστηριακών και των κλινικών δεικτών ενεργότητας της νόσου τόσο στους 6, όσο και στους 12 μήνες, δεν υπήρξε καμία μεταβολή στους δείκτες θρέψης ή στα λιπίδια του ορού. Μόνο στους 6 μήνες διαπιστώθηκε μια σημαντική πτώση της ApoB και μια μικρή οριακά σημαντική βελτίωση της ApoAI και του κλάσματος ApoB/ApoAI. Ωστόσο, οι μεταβολές αυτές δε διατηρήθηκαν στους 12 μήνες. Συμπερασματικά, οι ασθενείς με σπονδυλαρθρίτιδα έχουν αυξημένο επιπολασμό κλασικών παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου (κάπνισμα, χαμηλή HDL, ειδικά οι ασθενείς με ΨΑ κοιλιακή παχυσαρκία και μεταβολικό σύνδρομο). Η φλεγμονή δείχνει πως ενέχεται στη διατάραξη των παραγόντων αυτών. Η θεραπεία με ανοσοτροποποιητικά φάρμακα, δε φαίνεται να τροποποιεί ουσιαστικά τους δείκτες θρέψης ή το λιπιδικο προφίλ, αν και η επίδρασή της στα πραγματικά καρδιαγγειακά συμβάματα παραμένει άγνωστη. 1182 247 263 Gender and age estimation without facial information from still images Αναγνώριση του φύλου και της ηλικίας σε εικόνες χωρίς την πληροφορία του προσώπου For many computer vision applications, such as image understanding and human identification, recognizing the gender and age of humans is an essential yet challenging problem. In this thesis, the task is performed on pedestrian images, which are usually captured in-the-wild with no near face-frontal information. In addition, images of humans are acquired under different illumination conditions, yielding poor visual quality, and different camera viewing angles, representing the pedestrian in arbitrary body poses. Moreover, another difficulty in the problem originates from the underlying class imbalance in real examples, especially for the age estimation problem. The first scope of the thesis is to examine how different loss functions in convolutional neural networks (CNN) perform under the class imbalance problem. The loss functions include the cross entropy, which equally weighs each of the classes, the focal loss, focusing on the misclassified examples, and their weighted variants, which weigh the loss function according to the prior class distribution. For this purpose, as a backbone, we employ a commonly used CNN architecture, the Residual Network (ResNet). On top of that, we attempt to benefit from appearance-based attributes, which are inherently present in the available data. We incorporate this knowledge in an autoencoder, which we attach to our baseline CNN in order for the combined model to jointly learn the features and increase the classification accuracy. Finally, all of our experiments are evaluated on the publicly available PETA, RAP v2 and PA100k datasets. Σε πολλές εϕαρμογές της υπολογιστικής όρασης, όπως στην περιγραϕή εικόνων και στην ταυτοποίηση ανθρώπων, η αναγνώριση του ϕύλου και της ηλικίας είναι ιδιαίτερα καθοριστική, εν τούτοις αποτελεί ένα πρόβλημα με αρκετές προκλήσεις. Η παρούσα εργασία ασχολείται με εικόνες πεζών, οι οποίες συχνά στερούνται τη σημαντική πληροϕορία του προσώπου. Επίσης, οι εικόνες πεζών συχνά προκύπτουν από διαϕορετικές συνθήκες ϕωτεινότητας, οι οποίες παρέχουν ϕτωχή οπτική ποιό- τητα και διαϕορετικές γωνίες προβολής, οι οποίες οδηγούν σε αυθαίρετες στάσεις σώματος. Επιπλέον, άλλη μία δυσκολία στο πρόβλημα προέρχεται από την δυσα- ναλογία των κατηγοριών (class imbalance), ιδιαίτερα στο πρόβλημα της εκτίμησης της ηλικίας. Σε αυτή την εργασία, αρχικά, εξετάζουμε πώς διαϕορετικές συναρτή- σεις κόστους συμπεριϕέρονται στα Συνελικτικά Νευρωνικά Δίκτυα (CNN) υπό το πρόβλημα της δυσαναλογίας των κατηγοριών. Σε αυτές τις συναρτήσεις κόστους πε- ριλαμβάνονται η διασταυρωμένη εντροπία (cross entropy), η οποία εξίσου σταθμίζει κάθε κατηγορία, η εστιακή συνάρτηση κόστους (focal loss), η οποία επικεντρώνεται στα εσϕαλμένα ταξινομημένα παραδείγματα και στις σταθμισμένες παραλλαγές τους, οι οποίες λαμβάνουν υπ’ όψιν την εκ των προτέρων (prior) κατανομή των κα- τηγοριών. Για το σκοπό αυτό, σαν κορμό χρησιμοποιούμε ένα ευρέως γνωστό Συνε- λικτικό Νευρωνικό Δίκτυο, το Υπολειπόμενο Δίκτυο (Residual Network). Επιπλέον, αξιοποιούμε την ύπαρξη γνωρισμάτων εμϕάνισης, που υπάρχει ήδη στα διαθέσιμα δεδομένα. Εισάγουμε αυτή τη γνώση σε έναν αυτοκωδικοποιητή (autoencoder), τον οποίο συνδυάζουμε με το Συνελικτικό Νευρωνικό Δίκτυο, ώστε να γίνει μια από κοι- νού μάθηση των χαρακτηριστικών, που πιθανώς να οδηγήσει σε καλύτερη ακρίβεια κατηγοριοποίησης. Τέλος, όλα τα πειράματα αξιολογούνται στις βάσεις δεδομένων PETA, RAP v2 και PA100k. 1183 261 317 Η ενσυναίσθηση των ειδικών παιδαγωγών ως παράγοντας διαμόρφωσης της αυτοεκτίμησης των μαθητών που φοιτούν σε τμήματα ένταξης It is a fact that teachers` empathy plays an important role in the relationship they develop with their students in the context of school life. If the teachers are characterized by high levels of empathy, they can have a better understanding of their student`s deeper needs, in contrast to teachers who lack empathy. Also, the students` self-esteem has great significance, since their school development is judged by how high levels of self-esteem they possess. This research attempts to probe into the empathy of special education teachers and the significance it has to the conformation of self-esteem possessed by students who attend to integration classes. More specifically, the sample of research was 30 integration classes, along with their 30 special needs teachers, in which attended 210 students, of whom 114 were boys and 96 girls. The control group included 30 general education teachers and 210 students -114 boys and 96 girls- who attended 30 typical elementary school classes. Based on the sample above, except the teachers` empathy and its correlation with their students` self-esteem, we examined whether the students attending the integration classes are lacking self-esteem compared to students attending typical classes. Results have shown that the teachers` empathy indeed affects student`s self-esteem and the separation of students to integration classes has a negative impact on their self-esteem. This research can be used for redesigning teaching ways in integration classes, so that teachers, through their work and action in class, can help students with low self-esteem to repair the negative image they have for themselves and to “build” high levels of self-esteem. Είναι γεγονός ότι η ενσυναίσθηση του εκπαιδευτικού παίζει σημαντικό ρόλο στη σχέση που θα αναπτύξει με τους μαθητές του στα πλαίσια της σχολικής ζωής. Εάν ο εκπαιδευτικός διακρίνεται από υψηλά επίπεδα ενσυναίσθησης αντιλαμβάνεται σε μεγαλύτερο βαθμό τις βαθύτερες ανάγκες των μαθητών του, σε αντίθεση με κάποιον που δεν έχει ανεπτυγμένη ενσυναίσθηση. Επίσης, η αυτοεκτίμηση των μαθητών έχει σπουδαία σημασία και αξία, διότι από το πόσο υψηλή ή χαμηλή είναι, κρίνεται πολλές φορές η πορεία και η εξέλιξη τους στο σχολείο. Η παρούσα έρευνα επιχειρεί να διερευνήσει την ενσυναίσθηση των ειδικών παιδαγωγών και κατά πόσο αυτή συμβάλλει στη διαμόρφωση της αυτοεκτίμησης των μαθητών που φοιτούν σε τμήματα ένταξης. Πιο συγκεκριμένα το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 30 τμήματα ένταξης με τους αντίστοιχους 30 ειδικούς παιδαγωγούς, στα οποία φοιτούσαν 210 μαθητές, εκ των οποίων τα 114 ήταν αγόρια και τα 96 ήταν κορίτσια. Την ομάδα ελέγχου συγκρότησαν 30 εκπαιδευτικοί γενικής αγωγής και 210 μαθητές -114 αγόρια και 96 κορίτσια- που φοιτούσαν αντίστοιχα σε 30 τυπικές τάξεις του δημοτικού σχολείου. Με βάση το ανωτέρω δείγμα, εκτός από την ενσυναίσθηση του εκπαιδευτικού και την συσχέτισή της με την αυτοεκτίμηση των μαθητών του, εξετάστηκε και το αν οι μαθητές που φοιτούν σε τμήματα ένταξης έχουν χαμηλότερη αυτοεκτίμηση συγκριτικά με τους μαθητές των τυπικών τάξεων. Από τα αποτελέσματα προέκυψε ότι η ενσυναίσθηση των εκπαιδευτικών πράγματι επηρεάζει -σε μικρό βαθμό- την αυτοεκτίμηση των μαθητών τους και ότι ο διαχωρισμός των μαθητών και η τοποθέτηση τους σε τμήματα ένταξης επηρεάζει αρνητικά την αυτοεκτίμησή τους. Η παρούσα έρευνα μπορεί να αξιοποιηθεί στο πλαίσιο επανασχεδιασμού της διδασκαλίας στα τμήματα ένταξης, προκειμένου οι εκπαιδευτικοί μέσα από το έργο και τη δράση τους στην τάξη να βοηθήσουν τους μαθητές εκείνους που έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση να αποκαταστήσουν την αρνητική εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους και σε βάθος χρόνου να ‘’χτίσουν’’ υψηλή αυτοεκτίμηση. 1184 216 268 The job placenent rate of foreign language teachers, in Greek public educational system Η ροή των πτυχιούχων των τμημάτων ξένων γλωσσών στη δημόσια εκπαίδευση The main purpose of this research is to examine the employment rate of teachers of foreign languages in Greek state schools during the period 1980 – 2014. This study is concerned with not only the appointment procedures of teachers of foreign languages, but also determines the areas in Greece where they were placed to serve state schools. For this purpose, data were collected regarding the student population, the number of in service teachers, as well as the total of schools of both primary and secondary education. Moreover, this study presents data concerning the totality of students enrolled or graduated Higher Educational Institutes. In addition, this research presents data regarding appointment procedures for permanent posts in public schools. As the research has demonstrated, despite the fact that the student population tends to decrease, the number of students that enroll at Higher Educational Institutes remains stable. Furthermore, the effects of economic recession are obvious as far as teacher recruitment is concerned. There are several factors that affect teacher employment, such as the Educational Policy implemented by the Ministry of Education or any other changes in the Educational system in general. Finally it is obvious that demand and supply of job positions are not directly proportional. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η μελέτη των ροών των καθηγητών ξένων γλωσσών από την εισαγωγή τους στα Πανεπιστημιακά τμήματα μέχρι και την επαγγελματική τους αποκατάσταση, την απορρόφησή τους δηλαδή από το Ελληνικό δημόσιο σχολείο. Πιο συγκεκριμένα μελετώνται εκτός από τον τρόπο διορισμού (ΑΣΕΠ – Επετηρίδα) και οι περιοχές τοποθέτησης των διοριστέων ανά την Ελλάδα για τα έτη 1980 έως 2014. Συλλέχθηκαν στοιχεία που αφορούν το μαθητικό δυναμικό, το εν ενεργεία διδακτικό προσωπικό καθώς και το πλήθος των σχολικών μονάδων. Επιπροσθέτως συλλέχθηκαν αριθμητικά δεδομένα για το πλήθος των εισακτέων και των αποφοίτων των Πανεπιστημιακών τμημάτων ξένων γλωσσών. Τέλος συγκεντρώθηκαν στοιχεία που αφορούν τους μόνιμους διορισμούς, τους διορισμούς αναπληρωτών καθηγητών καθώς και τους διορισμούς μέσω γραπτών διαγωνισμών του ΑΣΕΠ. Όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία αφορούν την περίοδο που εξετάσθηκε, ήτοι από το 1980 έως και το 2014. Από την επεξεργασία των παραπάνω προέκυψε ότι: Παρά το γεγονός ότι το μαθητικό δυναμικό της χώρας τείνει να μειώνεται ο αριθμός των εισακτέων στα τμήματα ξένων γλωσσών είναι σταθερός. Το πλήθος των πτυχιούχων που αποφοιτά ετησίως είναι επίσης σταθερό για το εξεταζόμενο χρονικό διάστημα. Οι προσλήψεις μόνιμου διδακτικού προσωπικού έχουν πραγματοποιηθεί μέσω της επετηρίδας και μέσω γραπτών διαγωνισμών ΑΣΕΠ, με την πρώτη να κατέχει την συντριπτική πλειοψηφία (75,7%). Προέκυψαν επίσης, τα ακόλουθα συμπεράσματα: Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης είναι εμφανείς στην απορρόφηση του διδακτικού προσωπικού. Η επαγγελματική αποκατάσταση των πτυχιούχων επηρεάζεται τόσο από τις αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα όσο και από την εκάστοτε εκπαιδευτική πολιτική που εφαρμόζεται από το Υπουργείο Παιδείας. Παρατηρείται τέλος πως η προσφορά εργασίας είναι αντιστρόφως ανάλογη της ζήτησης. 1185 277 279 Planning, implementation and evaluation of an intervention program that develops graphomotor skill with the contribution of artistic activities (arts, drama, music) Σχεδιασμός, εφαρμογή και αξιολόγηση ενός προγράμματος προαγωγής της γραφοκινητικής δεξιότητας με τη συμβολή καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων (εικαστικά, θέατρο και μουσική) The purpose of the present research was to plan, implement and evaluate an intervention program, which is based on artistic activities (Art, Drama and Music) in order to develop the graphomotor skill. The sample of the survey consisted of 25 preschoolers of Public Nursery Schools. After the initial assessment, the sample was divided into the experimental group (N=13), who attended the intervention program of playful artistic activities and the control group (N=12), who participated in the daily program of the Nursery School. That 12-month-program involved activities that had to do with art, theatrical plays and music according to five sub-categories of Psychomotor. These categories include the audio motor coordination, the cognitive shape of the body, the bilateral coordination, the orientation and the rhythm. Before and after that kind of intervention program, specific measurements were performed, which involved the children's graphomotor skill. They were evaluated with KAGD 4-6 (Trouli, Linardakis & Manolitsis, 2012). The survey results assessing the effects of the intervention program were emerged from the comparison of the pre-tests and post-tests. Through the statistical research of data, it was ascertained that the experimental group who participated in the program, showed statistical significant differences in the development of the graphomotor skill compared to the control group, who never accepted any specialized intervention. Overall, this short-run intervention program of artistic activities (Art, Drama, Music) could become a role model for the growth and implementation of such programs aiming not only at the promotion of the handwriting skill, but also at the entire development and evolution of children. Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν ο σχεδιασμός, η εφαρμογή και η αξιολόγηση ενός παρεμβατικού προγράμματος, το οποίο βασίζεται σε παιγνιώδεις καλλιτεχνικές δραστηριότητες (εικαστικά, θέατρο και μουσική), για την προαγωγή της γραφοκινητικής δεξιότητας. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 25 μαθητές-τριες που φοιτούσαν σε δημόσια Νηπιαγωγεία. Μετά την πρώτη αξιολόγηση, το δείγμα χωρίστηκε στην πειραματική ομάδα (Ν=13), η οποία παρακολούθησε το παρεμβατικό πρόγραμμα καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων και στην ομάδα ελέγχου (Ν=12), η οποία παρακολούθησε το τυπικό πρόγραμμα του Νηπιαγωγείου. Το παρεμβατικό πρόγραμμα, το οποίο είχε διάρκεια 12 εβδομάδων, περιελάμβανε παιγνιώδεις εικαστικές, θεατρικές και μουσικές δραστηριότητες με άξονα πέντε ενότητες της ψυχοκινητικής. Οι ενότητες αυτές περιλαμβάνουν τον οπτικο-κινητικό συντονισμό, το γνωστικό σχήμα του σώματος, την αμφιπλευρικότητα, τον προσανατολισμό στον χώρο και τον ρυθμό. Πριν και μετά την υλοποίηση της παρέμβασης διεξήχθησαν μετρήσεις που αφορούσαν τη γραφοκινητική δεξιότητα των παιδιών. Εργαλείο μέτρησης αποτέλεσε η Κλίμακα Αξιολόγησης της Γραφοκινητικής Δεξιότητας παιδιών 4-6 ετών (ΚΑΓΔ 4-6) των Τρούλη, Λιναρδάκη και Μανωλίτση (2012). Τα αποτελέσματα για την επίδραση του παρεμβατικού προγράμματος των καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων προέκυψαν από τη σύγκριση του προ-τεστ και του μετα-τεστ. Μέσω της στατιστικής επεξεργασίας των δεδομένων της έρευνας διαπιστώθηκε πως η πειραματική ομάδα, που συμμετείχε στο παρεμβατικό πρόγραμμα, σημείωσε στατιστικά σημαντικές διαφορές στην προαγωγή της γραφοκινητικής δεξιότητας συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου, η οποία δε δέχτηκε κάποια εξειδικευμένη παρέμβαση. Συμπερασματικά, θα λέγαμε πως το σύντομης χρονικής διάρκειας παρεμβατικό πρόγραμμα των παιγνιωδών καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων (εικαστικών, θεάτρου και μουσικής) μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για την ανάπτυξη και την εφαρμογή ανάλογων παρεμβάσεων με στόχο, όχι μόνο την προαγωγή της γραφοκινητικής δεξιότητας, αλλά και την ολόπλευρη ανάπτυξη των παιδιών. 1186 519 557 Knowledge is a complex subject of study in philosophy. It does not refer to the accumulation of facts· rather it composes a methodological evaluating apparatus of statements about the world. Knowledge seems to be the unification of two separate entities, experience and language. Experience sets an objective external world as the basis of the formulation of basic beliefs that form the network of propositions through language. Knowledge is a phenomenon that requires logically the existence of a referential frame between objects of the world. Object interactions is required for the determination of the logical role of linguistic behavior and the formation of language when there is a human subject involved. Knowledge can be divided in knowledge by acquaintance and propositional knowledge. Knowledge by acquaintance can be acquired through propositional knowledge that is analyzed in three notions: True justified beliefs. Although, truth, belief and justification cannot be easily and accurately defined without relying on each other classical epistemological analysis sets the above definition as the core requirements of propositional knowledge. While beliefs about the world can be formed skepticism rejects their content as dogmatic and unfounded regarding true knowledge as unattainable. Descartes, through skepticism, sets subjective consciousness as the only certain clue of one’s existence therefore cogito ergo sum. Foundationalism, after Descartes, considers the subjective sense data to be notions that cannot be analyzed any further thus being true without the need of justification. Sense data form the basic beliefs that pass judgment on every other proposition satisfying the classical definition. Two branches of foundationalism formed: empiricism and idealism regarding sense data character as posteriori and a priori, accordingly. Kant reconciled these conflicting theories through his transcendental philosophy. For Kant human knowledge has certain limitations that he calls synthetic a priori and through them the categories that define each linguistic notion occur necessarily. Kant realized that experience without notions are empty and notions without experience are blind. Quine convincingly claimed that analysis cannot be defined without a set system of logical truths. His relativistic remarks removed the truth function of a priori setting every proposition under evaluation through experience. Wilfrid Sellars analyzing the foundational theories pointed out the dogmatic character of sense data through what he called the myth of the given. No cognitive foundation can be described or set without relying on a whole set of other concepts which knowledge must be given so empiricists fall into circular arguments. Sellars solution to this problem lies in the foundational role of the linguistic relational structure of propositions. Recognition and usage of propositional content demands the use of the logical space of reasons that attributes meaning to our concepts. These logical relationships between public objects, expected social behavior and words create the relativistic frame that acts as the foundational framework where knowledge rests. Experience and thoughts are linguistic theories that occur through the application of the indicative character of language to ourselves. That is the reason that science can reject some propositions but not every proposition at once. For Sellars language is a whole that justifies its propositions through their meaning and is an integral part of our experience and thoughts. Η γνώση είναι ένα σύνθετο θέμα μελέτης στη φιλοσοφία. Δεν αναφέρεται στη συσσώρευση των γεγονότων· συνθέτει ένα μεθοδολογικώς αξιολογικό σύστημα προτάσεων για τον κόσμο. Η γνώση φαίνεται να είναι η σύνθεση δύο διαφορετικών πραγμάτων, της εμπειρίας και της γνώσης. Η εμπειρία θέτει έναν αντικειμενικό εξωτερικό κόσμο ως τη βάση της σύνθεσης των βασικών πεποιθήσεων που σχηματίζουν γλωσσικά προτασιακά δίκτυα. Η γνώση είναι ένα φαινόμενο που απαιτεί, λογικά, την ύπαρξη ενός πλαισίου αναφορών μεταξύ των αντικειμένων του κόσμου. Για το προσδιορισμό του λογικού ρόλου των γλωσσικών συμπεριφορών και το σχηματισμό γλώσσας στα ανθρώπινα υποκείμενα απαιτείται αλληλεπίδραση με τα αντικείμενα. Η γνώση μπορεί να χωριστεί σε γνώση μέσω γνωριμίας και προτασιακή γνώση. Η γνώση μέσω γνωριμίας μπορεί να αποκτηθεί μέσω της προτασιακής η οποία αναλύεται στο εξής τρίπτυχο: Αληθής, δικαιολογημένη πεποίθηση. Παρόλο που η αλήθεια, η πεποίθηση και η δικαιολόγηση δεν μπορούν εύκολα και με ακρίβεια να αναλυθούν χωρίς να εισχωρήσει το νόημα της μίας στην άλλη η κλασσική επιστημολογική ανάλυση θέτει το παραπάνω τρίπτυχο ως το πυρηνικό προαπαιτούμενο της προτασιακής γνώσης. Ενώ, οι πεποιθήσεις για τον κόσμο μπορούν να σχηματιστούν ο σκεπτικισμός απορρίπτει το περιεχόμενό τους ως δογματικό και αβάσιμο, θεωρώντας τη πραγματική γνώση ως ανέφικτη. Ο Καρτέσιος, μέσω του σκεπτικισμού, θέτει την υποκειμενική συνείδηση ως το μοναδικό αδιαμφισβήτητο στοιχείο για την ύπαρξη κάποιου άρα σκέφτομαι άρα υπάρχω (cogito ergo sum).Η θεμελιοκρατία, επηρεασμένη από το Καρτέσιο, θεωρεί τα υποκειμενικά αισθητηριακά δεδομένα ως μη περεταίρω αναλύσιμα και άρα αληθή χωρίς την απαίτηση δικαιολόγησης. Τα αισθητηριακά δεδομένα σχηματίζουν τις βασικές πεποιθήσεις οι οποίες αξιολογούν τις προτάσεις μας, ικανοποιώντας το κλασσικό ορισμό. Δύο παρακλάδια του θεμελιωτισμού αναπτύχθηκαν, ο εμπειρισμός και ο ιδεαλισμός θεωρώντας το χαρακτήρα των αισθητηριακών δεδομένων ως posterioriκαι aprioriαντίστοιχα. Ο Kant συμφιλίωσε αυτές τις αντικρουόμενες θεωρίες μέσω της υπερβατολογικής του φιλοσοφίας. Για τον Kant η γνώση έχει συγκεκριμένους περιορισμούς που αποκαλεί συνθετικέςapriori μορφές μέσω των οποίων οι κατηγορίες που ορίζουν τις γλωσσικές έννοιες προκύπτουν αναγκαία. Ο Kant συνειδητοποίησε πως χωρίς έννοιες, οι εμπειρίες είναι κενές και έννοιες χωρίς εμπειρία τυφλές. Οuine, πειστικά, έδειξε πως η ανάλυση δεν μπορεί να οριστεί χωρίς ένα προϋπάρχον σύστημα λογικών αληθειών. Οι σχετκιστικές του υποδείξεις αφαίρεσαν τον χαρακτήρα αλήθειας που χαρακτηρίζει το apriori έθεσαν όλες τις προτάσεις μας υπό εμπειρική αξιολόγηση. Ο WilfridSellarsαναλύοντας τις θεμελιοκρατικές θεωρίες υπέδειξε το δογματικό χαρακτήρα των αισθητηριακών δεδομένων μέσω αυτού που αποκάλεσε μύθο του δεδομένου. Κανένα γνωσιακό θεμέλιο δεν μπορεί να τεθεί ή να περιγραφεί χωρίς να υπάρχει εξάρτηση σε ένα ολόκληρο πλαίσιο εννοιών στο οποίο η γνώση είναι δεδομένη πότε το εμπειριστικό επιχείρημα καταλήγει σε κυκλική αναφορά. Η λύση που δίνει ο Sellarsσε αυτό το πρόβλημα βρίσκεται στο θεμελιακό ρόλο που έχει το οικοδόμημα των γλωσσικών σχέσεων των προτάσεων. Η αναγνώριση και χρήση του προτασιακού περιεχομένου απαιτεί τη χρήση του λογικού χώρου των λόγων που αποδίδουν νόημα στις έννοιες. Αυτές οι λογικές σχέσεις μεταξύ δημοσίων αντικειμένων, αναμενόμενης κοινωνικής συμπεριφοράς και λέξεων συνθέτουν το σχετικιστικό πλαίσιο που δρα ως το θεμέλιο από το οποίο αναδύεται η γνώση. Οι εμπειρίες και οι σκέψεις αποτελούν γλωσσικές θεωρίες που προκύπτουν από την εφαρμογή του δεικτικού χαρακτήρα της γλώσσας στον εαυτό μας. Αυτός είναι και ο λόγος που η επιστήμη μπορεί να απορρίπτει μερικές από τις προτάσεις της κάθε φορά αλλά όχι και όλες μαζί. Για τον Sellars γλώσσα είναι μια ολότητα που δικαιολογεί τις προτάσεις της μέσω της συνοχής του νοήματος και είναι ένα ενσωματωμένο τμήμα των εμπειριών και της σκέψης μας. 1187 83 100 Μελέτη των ογκόμορφων εξεργασιών του μαστού με μαστογραφία και υπερηχοτομογραφία ALTHOUGH IN USE FOR OVER FORTY YEARS, BREAST ULTRASOUND CONTINUES A STEADY EVOLUTION BOTH IN TECHNOLOGICAL DEVELOPMENT AND IN CLINICAL APPLICATION. IT IS NOW FIRMLY AS A FIRST LINE DIAGNOSTIC MODALITY TO BE USED IN CONJUNCTION WITH X-RAY MAMMOGRAPHY. ITS ABILITY TO PROVIDE QUALITATEVELY DIFFERENT PARENCHYMAL INFORMATION WITH EXCELLENT RESOLUTION MAKES IT A CLINICALLY INSTRUMENT. THE ULTIMATE GOAL IS THE DETECTION AND CHARACTERIZATION OF SMALL MASSES WITH IN THE BREAST, COMPLED WITH THE ABILITY TO DETERMINE WHETHER THESE FOCI ARE BENING OR MALIGNANT. ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ, Η ΥΠΕΡΗΧΟΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ ΚΑΙ ΕΧΕΙ ΜΙΑ ΣΤΑΘΕΡΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΣΟ ΑΠΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΛΕΥΡΑΣ ΟΣΟ ΚΑΙ ΑΠΟ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ. δΧΕΙ ΜΕ ΣΑΦΗΝΕΙΑ ΑΠΟΔΕΙΧΘΕΙ ΣΑΝ Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΘΟΔΟΣ, Η ΟΠΟΙΑ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΗ ΜΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑ. Η ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΝΑ ΠΑΡΕΧΕΙ ΠΟΙΟΤΙΚΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΕΓΧΥΜΑ ΜΕ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗ ΕΥΚΡΙΝΕΙΑ ΤΗΝ ΚΑΘΙΣΤΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟ. Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΙΣΤΑΤΑΙ, ΣΤΟ ΟΤΙ ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΕΙ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΕΙ ΜΙΚΡΑ ΜΟΡΦΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ ΚΑΙ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΝΑ ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ, ΑΝ ΑΥΤΑ ΤΑ ΜΟΡΦΩΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟΗΘΕΙΣ ΗΚΑΚΟΗΘΕΙΣ ΕΞΕΡΓΑΣΙΕΣ. 1188 22 30 "The first book of every nation", from Georgios Konstantinos' of Ioannina "Four-Language Thesaurus (1957)" to H.G. Liddell and R. Scott's "Greek-English Lexicon" "Το πρώτον βιβλίον εκάστου έθνους”, από τον “Τετράγλωσσο Θησαυρό (1757)“ του Γεωργίου Κωνσταντίνου του εξ Ιωαννίνων στο “Μέγα Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης (Greek English Lexicon)” του H.G.Liddell και του R.Scott 1189 246 287 1H-NMR spectroscopy - based analysis of blood metabolic profile in Gestational Diabetes Mellitus (GDM) Ανάλυση του μεταβολικού προφίλ του αίματος ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη κύησης με φασματοσκοπία 1H-NMR Gestational Diabetes Mellitus (GDM) is a condition defined as a glucose metabolism disorder with onset or first recognition during the 24th and 28th week of pregnancy and usually subsides completely after the delivery. Gestational Diabetes Mellitus is observed in women who appear disorders in insulin secretion and in use of glucose from peripheral tissues. These disorders in combination with pregnancy maternal hormones, which promote diabetes, result in the appearance of Gestational Diabetes. Metabonomics is the systematic study and estimation of all endogenous metabolites within a biological system that reflects the entire spectrum of functions of a biological system (from genome to proteome). This master thesis deals with the study of analytical methods used in metabonomics and in particular by Nuclear Magnetic Resonance spectroscopy (Nuclear Magnetic Resonance-NMR). NMR spectroscopy in biological fluids (serum and plasma, urine, amniotic fluid etc.) offers a unique fingerprint in which all the components present in the biological sample appear with signals characteristic of their structure, the intensities of which are proportional to their concentration. This master thesis investigates the methodology for the analysis of metabolic profile in blood serum of pregnant patients suffering from Gestational Diabetes Mellitus with ¹H-NMR spectroscopy. It includes the collection and pretreatment of the biological samples, data acquisition via the above mentioned analytical method, data processing, identification and quantification of biomarkers, which are measurable indicators of severity or the presence of Gestational Diabetes Mellitus. Ο Σακχαρώδης Διαβήτης Κύησης (Gestational Diabetes Mellitus-GDM) είναι μία παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από τη διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης που πρωτοεμφανίζεται ή διαγιγνώσκεται (για πρώτη φορά) κατά την εγκυμοσύνη και πιο συγκεκριμένα μεταξύ της 24ης και της 28ης εβδομάδας της κύησης και συνήθως υποχωρεί πλήρως μετά τη γέννηση του εμβρύου. Ο Σακχαρώδης Διαβήτης Κύησης παρατηρείται σε γυναίκες που εμφανίζουν διαταραχή στην έκκριση ινσουλίνης, καθώς και διαταραχή όσον αφορά τη χρησιμοποίηση της γλυκόζης από τους περιφερικούς ιστούς. Όταν σε αυτές τις διαταραχές προστίθεται η αύξηση των «διαβητογόνων» ορμονών που φυσιολογικά παρατηρείται κατά την εξέλιξη της εγκυμοσύνης το τελικό αποτέλεσμα είναι η εμφάνιση του Διαβήτη της Κύησης. Μεταβονομική είναι η συστηματική μελέτη και εκτίμηση συνόλου των ενδογενών μεταβολιτών μέσα σε ένα βιολογικό σύστημα και αποτελεί ένα εργαλείο αποτύπωσης όλου του φάσματος των λειτουργιών ενός βιολογικού συστήματος (από το γονιδίωμα έως το πρωτέωμα). Η παρούσα διπλωματική εργασία ασχολείται με τη μελέτη αναλυτικών μεθόδων που χρησιμοποιούνται στη μεταβονομική και συγκεκριμένα με τη φασματοσκοπία Πυρηνικού Μαγνητικού Συντονισμού (Nuclear Magnetic Resonance-NMR). Η φασματοσκοπία NMR των βιολογικών υγρών (π.χ. αίμα, ούρα, αμνιακό υγρό κ.ά.) αποδίδει ένα συνολικό αποτύπωμα στο οποίο όλα τα συστατικά που περιέχονται στο βιολογικό δείγμα εμφανίζονται με χαρακτηριστικό για τη δομή τους σήμα, η ένταση των οποίων είναι ανάλογη της συγκέντρωσής τους. Στην παρούσα διπλωματική εργασία διερευνήθηκε η μεθοδολογία ανάλυσης του μεταβολικού προφίλ στον ορό του αίματος με φασματοσκοπία NMR που εφαρμόστηκε σε εγκυμονούσες με διαβήτη κύησης. Περιλαμβάνει τη λήψη και προετοιμασία των δειγμάτων, την απόκτηση δεδομένων μέσω της παραπάνω αναλυτικής μεθόδου, την επεξεργασία τους, την ανάλυση, ταυτοποίηση και ποσοτικοποίηση βιοδεικτών, οι οποίοι είναι μετρήσιμοι δείκτες της σοβαρότητας ή της παρουσίας του Σακχαρώδη Διαβήτη της κύησης. 1190 230 197 The concept of consciousness in the philosophical and literary work of Miguel de Unamudo Η έννοια της συνείδησης στο φιλοσοφικό και λογοτεχνικό έργο του Miguel de Unamudo The aim of this master’s thesis is the study of the concept of consciousness in the philosophical and literary work of Unamuno. In the Introduction the historical-social-political conditions of the era during which Unamuno acted are shown and the influence of important philosophers on his thinking is cited briefly. In the First Chapter there is a description of the circumstances under which the concept of consciousness in the philosophical thinking of Unamuno “was founded” and a reference is made to the way in which the Basque philosopher interprets human consciousness in general. In the Second Chapter there is an investigation of the way in which consciousness functions through aesthetic components, as it is perceived by the author and as it emerges through the characters of his heroes. In the Third Chapter in the context of the presentation of Unamuno’s philosophical ontology, the semantic clarification of the term “human” is attempted and human nature as well as the purpose of life is analyzed. In the Fourth Chapter there is a depiction of Unamuno’s thoughts about death with emphasis on his belief in the continuation of human existence against the “logic” of death. A “Critical Overview and Conclusions” follow. The master’s thesis is completed with the listing of the Bibliography that was used and the Summary in English. Σκοπός της μεταπτυχιακής διπλωματικής εργασίας ήταν η μελέτη της έννοιας της συνείδησης στο φιλοσοφικό και λογοτεχνικό έργο του Miguel de Unamuno. Στην εισαγωγή εμφαίνεται η ιστορικο-κοινωνικο-πολιτική κατάσταση της εποχής που έδρασε ο Unamuno και αναφέρεται συνοπτικά η επίδραση σημαντικών φιλοσόφων στη σκέψη του. Στο Πρώτο Κεφάλαιο περιγράφονται οι συνθήκες, υπό τις οποίες «θεμελιώθηκε» η έννοια της συνείδησης στη φιλοσοφική σκέψη του Unamuno και γίνεται αναφορά στον τρόπο με τον οποίο ο Βάσκος φιλόσοφος αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη συνείδηση συνολικά. Στο Δεύτερο Κεφάλαιο διερευνάται ο τρόπος λειτουργίας της συνείδησης διαμέσου αισθητικών συνιστωσών, όπως προσλαμβάνεται από τον συγγραφέα και αναδύεται μέσα από τους χαρακτήρες των ηρώων του. Στο Τρίτο Κεφάλαιο, στο πλαίσιο της παρουσίασης της φιλοσοφικής οντολογίας του Unamuno, επιχειρείται η εννοιολογική αποσαφήνιση του όρου «άνθρωπος», εξετάζεται η φύση του ανθρώπου, καθώς και ο σκοπός της ανθρώπινης ζωής. Στο Τέταρτο Κεφάλαιο αποτυπώνονται οι σκέψεις του Unamuno για τον θάνατο, με έμφαση στην πίστη του για τη συνέχεια της ανθρώπινης ύπαρξης ενάντια στη «λογική» του θανάτου. Ακολουθούν «Κριτική Επισκόπηση – Συμπεράσματα» και η εργασία ολοκληρώνεται με την παράθεση της Βιβλιογραφίας που αξιοποιήθηκε και την Περίληψη στην αγγλική γλώσσα. 1191 243 274 Μελέτη των καρδιαγγειακών και αιμοπεταλιακών επιδράσεων τελικών καταβολικών προϊόντων των κατεχολαμινών με έμφαση στο βανιλοαμυγδαλικό οξύ (VMA), in vivo Vanillylmandelic acid (VMA) is the main epinephrine and norepinephrine end metabolite. Recent studies in our laboratory have pointed out its ability to blunt and invert platelet aggregation in human platelets activated by several agonists. At the same time, many other end-metabolites of biologically active molecules are known to interact in various biological systems.In this PhD thesis, the effects of VMA on several cardiovascular parameters in rat models and its possible mechanism of action were studied. Homovanillic acid (HVA), a dopamine end metabolite, was also studied to a lesser extend.In vivo experiments showed that VMA and HVA reduce the heart rate and the mean arterial pressure in rats, an effectwhich was mildly dose-dependent. Further more, when VMA was injected in rats that were subjected to acute myocardial infarction, results indicated a reduced incidence and severity of fatal ventricular tachyarrhythmias (ventricular tachycardia-ventricular fibrillation) and mortality, during the reperfusion period.With respect to its mechanism of action, no binding affinity of VMA to a or b adrenergic receptors was noted, while its bradycardic effect was blunted in vagotomized animals. Ex vivo and in vivo experiments suggested that VMA did not interact to extra- or intracellular Ca++ uptake in human platelets and showed no liver or renal toxicity during 180 minutes of observation.In conclusion, VMA and possibly HVA seem to exert a parasympathomimetic action on rat myocardium and blood vessels. Its anti arrhythmiogenic efficacy reduced fatal arrhythmias and mortality, a property not attributed to its faint antioxidant capacity. Το βανιλοαμυγδαλικό οξύ (VMA) είναι το κυριότερο τελικό καταβολικό προϊόν της αποδόμησης της επινεφρίνης και της νορεπινεφρίνης. Πρόσφατες μελέτες του εργαστηρίου μας κατέδειξαν τη δυνατότητα του να αναστέλλει την αιμοπεταλιακή συσσώρευση σε διεγερμένα ανθρώπινα αιμοπετάλια. Παράλληλα, πολλόι τελικοί καταβολίτες βιολογικά ενεργών μορίων ασκούν ποικίλες βιολογικές δράσεις.Στην παρούσα διατριβή μελετήθηκε η επίδραση του VMA στο καρδιαγγειακό σύστημα πειραματοζώων καθώς και ο πιθανός μηχανισμός δράσης του. Παράλληλα μελετήθηκε, σε μικρότερο βαθμό, και το ομοβαλινικό οξύ (HVA), τελικός καταβολίτης της ντοπαμίνης.Τα in vivo πειράματα έδειξαν ότι το VMA και το HVA ασκούν αρνητική χρονότροπο δράση στο μυοκάρδιο των επίμυων , ενώ ελάττωσαν και την μέση αρτηριακή πίεση. Η συγκέντρωση του VMA δεν φαίνεται να επηρεάζει ιδιαίτερα τη δραστικότητά του. Επιπρόσθετα, παρατηρήθηκε ελάττωση της εμφάνισης επικίνδυνων κοιλιακών αρρυθμιών (κοιλιακή ταχυκαρδία-κοιλιακή μαρμαρυγή) καθώς και της θνησιμότητας κατά την περίοδο της επαναιμάτωσης σε επίμυες που είχαν υποστεί οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Αναφορικά με τον μηχανισμό δράσης του, δεν παρατηρήθηκε καμία συσχέτισή του με τους α και β αδρενεργικούς υποδοχείς ενώ η δραστικότητά του εξαφανίστηκε σε βαγοτομημένα ζώα. Επιπλέον, στα ex vivo και in vitro πειράματα που ακολούθησαν, το VMA δεν αλληλεπίδρασε με το εξω- και ενδοκυττάριο Ca++ στα ανθρώπινα αιμοπετάλια ενώ δεν παρουσίασε καμία ηπατοτοξική και νεφροτοξική δράση στα πρώτα 180 λεπτά της παρατήρησης.Το VMA φαίνεται πως ασκεί μια παρασυμπαθητικομιμιτική δράση στο μυοκάρδιο και στα αγγεία και το HVA πιθανώς να επιδρά μέσω του ίδιου μηχανισμού. Παράλληλα, η αντιαρρυθμιογόνος ικανότητά του αύξησε την επιβίωση των πειραματοζώων μετά από οξύ στεφανιαίο σύνδρομο η οποία δεν συνδέεται με την ήπια αντιοξειδώτική του ιδιότητα. 1192 394 397 Relaxation processes in Cu-Zr metallic glasses by molecular dynamics simulations Διαδικασίες εφησυχασμών στη μεταλλική ύαλο Cu-Zr με προσομοιώσεις μοριακής μηχανικής We present Molecular Dynamics simulations results referring to relaxation processes, occurring in Cu65Zr35 computer glass at the quiescent state, during tensile solicitation, as well as the stress releasing effect that takes place when this material is under constant strain. The study comprises a thorough analysis of the thermodynamics, structural and dynamical properties of this system. We found a rattling mode of atomic motions that takes place in highly localized regions characterized by their high mobility and low local density and composed mostly by loosely packed clusters of atoms. The rattling mode has a frequency that is essentially independent from both temperature and applied strain. However, the regions where the rattling atoms are localized, and thus the fractions of atoms undergoing rattling, increase with temperature and applied strain. It is argued that the rattling motions constitute the ‘fast processes’ that lie between the β relaxation and the Boson peak in the characteristic spectrum of dynamic modes in glasses. In addition, we found that our glass exhibited a characteristic endothermic response upon straining, which has not been reported before. The study of this response and its evolution upon straining indicates the presence of aging and rejuvenation processes and delimits the different stages at which each one of these processes is dominant in our glass. It is concluded that the fast processes are precursors of the β relaxation mode, and could be considered as predictors of the spatial origin of the shear transformation zones, governing the onset of plastic flow. Furthermore, during the stress relaxation process occurring when the glass is subjected to a fixed strain, the location of the rattling atoms coincides with the heterogeneous regions where most of the stress and energy of the system is being released, thus they act as the stress mediators of the metallic glasses. These results could be useful for the understanding of the complex relaxation spectrum of the metallic glasses and provide a better insight of the intricate relaxation dynamics that characterizes these materials, especially at the higher frequency region. Moreover, the results presented here have important consequences in the macroscopic properties of metallic glasses, like ductility, brittleness and toughness fracture. It turns out, therefore, that understanding the structural and dynamical behaviour of the MGs during these relaxation processes is crucial for eventual control and improvement of their properties Παρουσιάζουμε αποτελέσματα προσομοιώσεων Μοριακής Δυναμικής σχετικά με τις διαδικασίες εφησυχασμών που συμβαίνουν στη Μεταλλική Ύαλο Cu65Zr35 σε κατάσταση ηρεμίας, κατά τη διάρκεια της εφελκυστικής τάσης, καθώς και την απελευθέρωση τάσης που λαμβάνει χώρα όταν το υλικό αυτό είναι υπό σταθερή πίεση. Η μελέτη περιλαμβάνει μια διεξοδική ανάλυση των θερμοδυναμικών, δομικών και δυναμικών ιδιοτήτων αυτού του συστήματος. Βρήκαμε έναν δονητικό τρόπο των ατομικών κινήσεων που λαμβάνει χώρα σε ιδιαίτερα τοπικές περιοχές που χαρακτηρίζονται από την υψηλή τους κινητικότητα και τη χαμηλή τοπική πυκνότητα και αποτελούνται κυρίως από χαλαρά συσσωρευμένες ομάδες ατόμων. Ο δονητικός αυτός τρόπος έχει μια συχνότητα που ουσιαστικά είναι ανεξάρτητη τόσο από τη θερμοκρασία όσο και από την εφαρμοζόμενη ένταση. Ωστόσο, οι περιοχές όπου εντοπίζονται τα ταλαντευόμενα άτομα αυξάνονται με τη θερμοκρασία και την εφαρμοζόμενη ένταση. Υποστηρίζεται ότι οι κινήσεις αυτές αποτελούν τις «γρήγορες διαδικασίες» που βρίσκονται μεταξύ της χαλάρωσης β και της κορυφής του Boson στο χαρακτηριστικό φάσμα των δυναμικών τρόπων λειτουργίας στα γυαλιά. Επιπλέον, διαπιστώσαμε ότι η ύαλος αυτή παρουσίασε μια χαρακτηριστική ενδοθερμική απόκριση κατά τον εφελκυσμό η οποία δεν έχει αναφερθεί προηγουμένως. Η μελέτη αυτής της απόκρισης και η εξέλιξή της κατά τη διέγερση δείχνει την παρουσία διαδικασιών γήρανσης και αναζωογόνησης και οριοθετεί τα διαφορετικά στάδια στα οποία κυριαρχεί η καθεμία από αυτές τις διεργασίες στο γυαλί μας. Συμπεραίνεται ότι οι γρήγορες διεργασίες είναι πρόδρομοι του τρόπου β και θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως παράγοντες πρόβλεψης της χωρικής προέλευσης των ζωνών μετασχηματισμού διάτμησης που διέπουν την έναρξη της πλαστικής ροής. Περαιτέρω, κατά την διάρκεια της διαδικασίας χαλάρωσης του στρες που συμβαίνει όταν το γυαλί υποβάλλεται σε σταθερή τάση, η θέση των ταλαντευόμενων ατόμων συμπίπτει με τις ετερογενείς περιοχές όπου απελευθερώνεται το μεγαλύτερο μέρος του στρες και της ενέργειας του συστήματος και επομένως δρουν ως διαμεσολαβητές στρες των μεταλλικών γυαλιών. Αυτά τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα για την κατανόηση του σύνθετου φάσματος χαλάρωσης των μεταλλικών γυαλιών και να παρέχουν μια καλύτερη εικόνα της περίπλοκης δυναμικής χαλάρωσης που χαρακτηρίζει αυτά τα υλικά, ειδικά στην περιοχή υψηλότερων συχνοτήτων. Επιπλέον, τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται εδώ έχουν σημαντικές συνέπειες στις μακροσκοπικές ιδιότητες των μεταλλικών γυαλιών, όπως η ολκιμότητα, η ευθραυστότητα και το κάταγμα της σκληρότητας. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι η κατανόηση της δομικής και δυναμικής συμπεριφοράς των MG κατά τη διάρκεια αυτών των διαδικασιών χαλάρωσης είναι ζωτικής σημασίας για τον ενδεχόμενο έλεγχο και βελτίωση των ιδιοτήτων τους. 1193 174 184 Ανάπτυξη μεθόδου εκχύλισης οργανικών μικρορύπων σε ροή υγρής χρωματογραφίας υψηλής πίεσης This thesis presents the development of an OLE-LC method for the extraction of of non-polar organic pollutants, such as UV filters from complex samples (soils or sediments). Solid samples spiked with sunscreens, were extracted into the LC flow and were measured with a UV detector. In addition, a methodology for the quantitative or semi-quantitative analysis of sunscreens was developed, expanding its capabilities. To optimize the extraction of UV filters from the soil matrix, the effects of pressure, temperature, pH of the mobile phase, dispersion agent, amount of sample and extraction time were studied. Based on the results obtained, we concluded that OLE-LC is a dynamic method that offers many advantages. In particular, the direct coupling of the extraction process to HPLC offers simplicity and speed, because no additional apparatus is needed, allowing direct analysis of samples without pretreatment or the need for a time-consuming extraction process, while reducing the cost of analysis. It is also a rather autonomous sample preparation method, as in most cases there was no need to adapt the experimental conditions. Η παρούσα εργασία παρουσιάζει την ανάπτυξη της μεθόδου OLE-LC με σκοπό την εκχύλιση πολύπλοκων δειγμάτων (εδάφη ή ιζήματα) για την ανάλυση μη-πολικών οργανικών ρυπαντών, όπως τα φίλτρα υπεριώδους ακτινοβολίας. Στερεά δείγματα εμβολιάστηκαν με αντηλιακές ενώσεις, εκχυλίστηκαν εντός της ροής της υγρής χρωματογραφίας και ανιχνευτήκαν με ανιχνευτή UV. Επιπροσθέτως αναπτύχθηκε μια μεθοδολογία για την ποσοτική ή ημι-ποσοτική ανάλυση των αντηλιακών, επεκτείνοντας τις δυνατότητες της. Για να βελτιστοποιηθεί η εκχύλιση μελετήθηκε η επίδραση της πίεσης, της θερμοκρασίας, του pH της κινητής φάσης, η επίδραση της προσθήκης του πληρωτικού υλικού, της ποσότητας του δείγματος και του χρόνου εκχύλισης. Από τα αποτελέσματα που ελήφθησαν καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η OLE-LC είναι μια δυναμική μέθοδος που προσφέρει πολλά πλεονεκτήματα. Συγκεκριμένα, η άμεση σύζευξη της διαδικασίας της εκχύλισης με την υγρή χρωματογραφία, προσδίδει απλότητα και ταχύτητα, διότι δεν χρειάζονται πρόσθετες διατάξεις, επιτρέποντας την άμεση ανάλυση δειγμάτων χωρίς προκατεργασία ή την ανάγκη μιας χρονοβόρας διαδικασίας εκχύλισης, μειώνοντας ταυτόχρονα και το κόστος ανάλυσης. Επίσης είναι μια αυτόνομη μέθοδος κατεργασίας δειγμάτων, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπήρχε ανάγκη προσαρμογής των πειραματικών συνθηκών. 1194 266 327 η εξέλιξή τους, η οργάνωση και η λειτουργία τους, τα καθήκοντα των παιδαγωγών The present research consists a literature review that aims to investigate the development and changes of kindergartens over time, the differences of educators’ role between the past and these days and the changes in their way of functioning and organization. At the first chapter are given the wording of the problem, the purpose and the research questions of the study, the conditions and the constraints that the author met. One of the key points of importance is the importance of kindergartens for the development of infants, both physical and mental. In addition are presented different theoretical approaches regarding pre-school education and its role, the development of children and their skills, and the importance of childcare centers for the development of children in detail. Subsequently, there is a discussion about the development of kindergartens and their purpose, the necessity of their founding as well as how they are organized and operate in various countries abroad and in Greece. In the course of this research, the author provides information related to organization and operation of kindergartens and the legislation of state nurseries, issues such as the National Farming Nurseries, their administration, the registration of children and the daily program, how the inner space of kindergartens is shaped. Emphasis is given, to the pedagogical staff, their education, the role of the educator and its evolution over the years are thoroughly discussed. Finally, the findings of the research are analyzed, where the development of kindergartens, the role of the educator and the way in which the kindergarten is structured and organized plays an important role in the development of infants. Η παρούσα εργασία είναι βιβλιογραφική και στόχος της είναι η διερεύνηση της εξέλιξης των παιδικών σταθμών στο πέρασμα του χρόνου, η διαμόρφωση του ρόλου του παιδαγωγού αλλά και οι αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας και οργάνωσής τους. Αρχικός στόχος είναι η διατύπωση του προβλήματος, του σκοπού για τον οποίο πραγματοποιήθηκε η παρούσα έρευνα, καθώς και ερευνητικά ερωτήματα που προέκυψαν και στα οποία η ερευνήτρια επεδίωξε να δώσει απαντήσεις, αλλά και οι περιορισμοί που δυσχεραίνουν την διεξαγωγή της. Ένα από τα βασικά σημεία, στο οποίο δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα, είναι η σημασία των παιδικών σταθμών για την ανάπτυξη των νηπίων τόσο σωματική όσο και νοητική. Στη συνέχεια, παρατίθεται προς μελέτη η έννοια της προσχολικής αγωγής, που έχει προσεγγιστεί με διαφορετικούς τρόπους από διάφορους μελετητές, ενώ διερευνάται ο ρόλος που διαδραματίζει στην ανάπτυξη των παιδιών και στην εξέλιξη των ιδιαίτερων δεξιοτήτων τους, ενώ αναλύεται διεξοδικά και η σημασία των παιδικών σταθμών για την ανάπτυξη των παιδιών. Ακολούθως, γίνεται μία συζήτηση σχετικά με την εξέλιξη των παιδικών σταθμών και του σκοπού τους, την αναγκαιότητα ίδρυσής τους, καθώς και με το πώς αυτοί οργανώνονται και λειτουργούν σε διάφορες χώρες του εξωτερικού αλλά και στην Ελλάδα. Προχωρώντας την έρευνα αυτή, η ερευνήτρια παραθέτει στοιχεία σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία των παιδικών σταθμών και συγκεκριμένα τη νομοθεσία των κρατικών παιδικών σταθμών, αναπτύσσονται θέματα όπως τα εθνικά αγροτικά Νηπιοτροφεία, η διοίκησή τους, η εγγραφή των παιδιών, αλλά και το ημερήσιο πρόγραμμα, ενώ αναφέρεται και το πώς διαμορφώνεται ο εσωτερικός χώρος των παιδικών σταθμών. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στο παιδαγωγικό προσωπικό των παιδικών σταθμών, στην εκπαίδευσή του, στον ρόλο του παιδαγωγού και την εξέλιξή του στο πέρασμα των χρόνων. Τέλος, δίνονται αναλυτικά τα συμπεράσματα της έρευνας, σύμφωνα με τα οποία, η εξέλιξη των παιδικών σταθμών, η διαμόρφωση του ρόλου του παιδαγωγού αλλά και ο τρόπος με τον οποίο οι παιδικοί σταθμοί δομούνται και οργανώνονται παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη και την ανάπτυξη των νηπίων. 1195 488 481 Determination of copper in biological materials by sensitive absorption spectrophotometry Copper is an essential trace element, which is an important catalyst for heme synthesis and iron absorption. Following zinc and iron, copper is the third most abundant trace element in the body. Copper is a noble metal, like silver and gold. Useful industrial properties include high thermal and electrical conductivity, low corrosion, alloying ability, and malleability. Most of the metallic copper appears in electrical applications. Copper is a constituent of intrauterine contraceptive devices and the release of copper is necessary for their contraceptive effects. The bioavailability of copper from the diet is about 65–70% depending on a variety of factors including chemical form, interaction with other metals, and dietary components. The biological half-life of copper from the diet is 13–33 days with bilary excretion being the major route of elimination. Chronic copper toxicity is rare and primarily affects the liver. Wilson’s disease and Indian childhood cirrhosis are examples of severe chronic liver disease that results from the genetic predisposition to the hepatic accumulation of copper. The serum copper concentration ranges up to approximately 1.5 mg/L in healthy persons. Gastrointestinal symptoms occur at whole blood concentrations near 3 mg Cu/L. Copper accumulation may increase the risk of neurological diseases as Parkinson’s or Wilson’s diseases. Therefore, the determination of copper levels in drinking water, food, and pharmaceutical formulations, biological and other samples is necessary for prevention of copper overload and has attracted considerable attention. For this purpose, several instrumental techniques have been employed, such as graphite furnace atomic-absorption spectrometry (GFAAS), electrothermal atomic-absorption spectrometry (ETAAS), instrumental neutron activation analysis (INAA), high-performance liquid chromatography (HPLC), ion chromatography (IC), voltametry (V), potentiometry (P), fluorimetry (F) and absorption spectrophotometry which was utilized in our laboratory. Our efforts were indeed proved fruitful by choosing di-2-pyridyl ketone(Dpk) as a potent coordination reagent, that gives a very strong absorbance reaction with copper(II). Some method essentials including concentration of ligand, reaction pH, temperature, time required for completion of the reaction, relative chemical affinity between metals and ligand, absorption spectra, slits width and lamp current were investigated in detail to establish the optimum conditions for the method. The most appropriate pH range, where the reaction of copper (II) and Dpk was investigated, was found to be between 3.0 and 6.0. Both acid and alkaline solutions were studied and the results showed that below pH 2.0 and above pH 6.0 the results are not satisfactory. Thus an acetates buffer solution of pH 3.4 was used throughout, to prevent undesirable deviations of measurements. As for any given reaction, among other external factors at room temperature the system was stable in time. Experimental data show that Dpk concentration substantially affects the sensitivity of the method. The optimum concentration of Dpk for a range of copper within 1 to 5 μM was found to be from 30 μM up to 200 μM. For the experiments the Dpk concentration of 30 μM was choose. Ο Χαλκός είναι ένα πιο τα σημαντικότερα – βασικά ιχνοστοιχεία, ένας σημαντικός καταλύτης στη σύνθεση της αιμογλοβίνης και της απορρόφησης του Σιδήρου. Μετά τον Ψευδάργυρο και το Σίδηρο, ο Χαλκός είναι το τρίτο αφθονότερο ιχνοστοιχείο στο σώμα. Ο Χαλκός είναι ένα ευγενές μέταλλο, όπως ο Άργυρος και ο Χρυσός. Η υψηλή θερμική και ηλεκτρική αγωγιμότητα, τα χαμηλά επίπεδα διάβρωσης, η ικανότητα σχηματισμού κραμάτων μετάλλων και η ευπλαστότητά του είναι οι χρήσιμες ιδιότητες του Χαλκού που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία. Το μεγαλύτερο ποσοστό του μεταλλικού Χαλκού χρησιμοποιείται σε ηλεκτρικές εφαρμογές. Ο Χαλκός αποτελεί μία συνιστώσα μιας ενδομήτριας αντισυλληπτικής συσκευής και έτσι η αποδέσμευση Χαλκού είναι αναγκαία για αντισυλληπτικά αποτελέσματα. Η διαθεσιμότητα Χαλκού σε μία διατροφή είναι περίπου το 65-70%, εξαρτώμενων των διάφορων χημικών παραγόντων, σε συνδυασμό με άλλα μέταλλα και διατροφικά χαρακτηριστικά. Ο χρόνος ημιζωής του Χαλκού μέσα στον οργανισμό με βάση τη διατροφή μας, είναι 13-33 μέρες, όταν η απέκκριση του γίνεται ακολουθώντας την βασική οδό απομάκρυνσης. Η τοξικότητα του Χαλκού είναι σπάνια και κυρίως επιδράει στο ήπαρ. Η ασθένεια του Wilson και η Ινδιάνικη κύρωση στην παιδική ηλικία είναι παραδείγματα από διάφορες χρόνιες ασθένειες στο ήπαρ που προκύπτει από τη γενετική προδιάθεση στην υπατική συσσώρευση του Χαλκού. Η συγκέντρωση Χαλκού στον ορό κυμαίνεται περίπου πάνω από 1,5mg/ml σε υγιή άτομα. Γαστρεντερικά συμπτώματα λαμβάνουν χώρα σε συγκεντρώσεις χαλκού κοντά στα 3mg/L αίματος. Η συσσώρευση του Χαλκού στον ανθρώπινο οργανισμό έχει ως αποτέλεσμα αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης νευρολογικών παθήσεων Parkinson ή ασθένειας Wilson. Για τους παραπάνω λόγους, ο προσδιορισμός του ποσοστού του Χαλκού στο πόσιμο νερό, στα τρόφιμα, σε φαρμακευτικά προϊόντα και σε βιολογικά δείγματα, είναι απαραίτητος για αποφυγή την συσσώρευσης του μετάλλου αυτού και έχει προσελκύσει μεγάλο ενδιαφέρον. Για το σκοπό αυτό είχαν εφαρμοστεί διάφορες τεχνικές ενόργανης ανάλυσης, όπως φασματομετρία ατομικής απορρόφησης με φούρνος γραφίτη (GFAAS), ηλεκτροθερμική φασματομετρία ατομικής απορρόφησης (ETAAS), ενόργανη ανάλυση ενεργοποίησης νετρονίων (ΙΝΑΑ), φασματοφωτομετρία (SP), υγρή χρωματογραφία υψηλής απόδοσης (HPLC), ιοντική χρωματογραφία (IC), βολταμετρία (V), ποτενσιομετρία (P) και φθορισμομετρία (F), η οποία και χρησιμοποιήθηκε στο εργαστήριο μας . Στην κατεύθυνση αυτή, η επιλογή του di-2-pyridyl ketone (Dpk) ως πιθανού αντιδραστηρίου σύζευξης, έδωσε πολύ ισχυρή αντίδραση με το Χαλκό (ΙΙ). Οι παράμετροι που μελετήθηκαν για βελτιστοποίηση της μεθόδου ήταν η συγκέντρωση του υποκατάστατη, το pH, ο χρόνος και η θερμοκρασία της αντίδρασης, η σχετική χημική συγγένεια μεταξύ των μετάλλων και του υποκατάστατη, το φάσμα απορρόφησης, ο μέσος χρόνος λειτουργίας του λαμπτήρα, η τάση του φωτοπολλαπλασιαστή και το εύρος μονοχρωματικής δέσμης. Η βέλτιστη περιοχή pH για την αντίδραση του Χαλκού (ΙΙ) και του Dpk που μελετήθηκε ήταν μεταξύ 3.0 και 6.0. Μελετήθηκαν τόσο όξινα όσο και αλκαλικά διαλύματα και βρέθηκε ότι κάτω από τιμή pH 2.0 και πάνω από τιμή pH 6.0 τα αποτελέσματα δεν ήταν ικανοποιητικά. Για το λόγο αυτό, χρησιμοποιήθηκε ένα ρυθμιστικό διάλυμα οξικού pH 3.4 για την αποφυγή ανεπιθύμητων αποκλίσεων των μετρήσεων. Όπως συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις, η θερμοκρασία δωματίου καθορίζει τον ρυθμό με τον οποίο προχωρά η αντίδραση. 1196 529 459 This thesis aims to present some fundamental results on the subject of the theory of the Monge-Ampère equation, that is to say, we investigate the existence, the uniqueness and the regularity of its solutions, as well as some of their properties. Our main reference concerning the theory of this equation is the work of Alessio Figalli, The Monge-Ampère equation and its applications, EMS, 2017. We commence the first, preparatory chapter by introducing some general features of the equation and by surveying some of the historical development of its investigation. Next, we recall some preliminary facts of Convex Analysis. Concluding, we get to remember when a partial differential equation is elliptic and we explore the connection between the ellipticity of the Monge-Ampère equation and the convexity of its solutions. Our chief concern in the second chapter is Alexandrov solutions, that is, convex functions which satisfy the Monge-Ampère equation in a certain weak sense. At first, we develop all those tools (such as the subdifferential of a function, the Monge-Ampère measure, Alexandrov’s Maximum Principle, the Comparison Principle) required in order to define them and then we study the existence and uniqueness of Alexandrov solutions to the Dirichlet problem of the equation on a convex, bounded set. Subsequently, in the third chapter, we show the existence and uniqueness of classical (smooth) convex solutions to the Dirichlet problem of the equation on a uniformly (strongly) convex domain with a sufficiently smooth boundary, sufficiently smooth boundary data and sufficiently smooth right hand side. Therefore, we remind the reader of some basic facts about Hölder spaces, uniformly convex sets, Fréchet derivatives and some elements of the general theory of Elliptic Partial Differential Equations, before using the continuity method to deduce the aforementioned result. We end the chapter by proving some vital lemmas needed for the foregoing method. The fourth chapter contains interior regularity results regarding Alexandrov solutions; results which are mainly due to Pogorelov and Caffarelli. Firstly, we deal with (cross-)sections, normalised sets and normalised solutions, proving some useful properties of theirs. Afterwards, we are concerned with the two dimensional case, where we prove the strict convexity and differentiability of all Alexandrov solutions that are bounded away from zero and infinity; a feature which is unique to that dimension. Furthermore, we discuss strict convexity of the solutions in a more general setting; we provide a counterexample due to Pogorelov that indicates the need for such a hypothesis if regularity is to follow and we present some cases due to Caffarelli where Alexandrov solutions are strictly convex. Ending the chapter, we examine the interior regularity of strictly convex solutions, initially when the right hand side of the equation is sufficiently smooth and afterwards when this function is bounded away from zero and infinity. We begin the final chapter stating the problem of Optimal Transport. The Optimal Transport problem with quadratic cost admits an optimal transportation map which is profoundly associated with an Alexandrov solution of a Monge-Ampère equation. We hint at that relation and we use it to reason about the regularity of the preceding optimal transportation map in accordance with the regularity results discussed in the fourth chapter; a result which is due to Caffarelli. Στην παρούσα διατριβή εκθέτουμε κάποια θεμελιώδη αποτελέσματα της θεωρίας της εξίσωσης Monge-Ampère, δηλαδή μελετάμε την ύπαρξη, μοναδικότητα, κανονικότητα (ή λειότητα) ασθενών και κλασικών λύσεών της, καθώς και κάποιες ιδιότητές αυτών. Κυριότερη πηγή μας όσον αφορά την θεωρία της εξίσωσης αποτελεί το έργο του Alessio Figalli, The Monge-Ampère equation and its applications, EMS, 2017. Πιο συγκεκριμένα, ξεκινάμε το πρώτο, εισαγωγικό κεφάλαιο αναφέροντας κάποια γενικά στοιχεία της εξίσωσης και κάνουμε μία ιστορική αναδρομή της μελέτη της. Στη συνέχεια, υπενθυμίζουμε κάποιες βασικές έννοιες και αποτελέσματα της Κυρτής Ανάλυσης. Τέλος, υπενθυμίζουμε κάποια στοιχεία αναφορικά με την ελλειπτικότητα μίας μερικής διαφορικής εξίσωσης και εξηγούμε πως σχετίζεται η ελλειπτικότητα της εξίσωσης Monge-Ampère με την κυρτότητα των λύσεών της. Το δεύτερο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στις λύσεις Alexandrov, οι οποίες είναι κυρτές συναρτήσεις που ικανοποιούν την εξίσωση Monge-Ampère υπό μία ασθενή έννοια. Σε αυτό αναπτύσσουμε όλα εκείνα τα εργαλεία (όπως το υποδιαφορικό συνάρτησης, το μέτρο Monge-Ampère, την Αρχή Μεγίστου του Alexandrov, την Αρχή Σύγκρισης) με τη βοήθεια των οποίων στη συνέχεια μελετάμε την ύπαρξη και μοναδικότητα λύσεων Alexandrov στο πρόβλημα Dirichlet της εξίσωσης πάνω από κάποιο κυρτό, φραγμένο σύνολο. Στο τρίτο κεφάλαιο δείχνουμε την ύπαρξη και μοναδικότητα κλασικών (λείων) κυρτών λύσεων για το πρόβλημα Dirichlet της εξίσωσης πάνω από ένα ομοιόμορφα κυρτό σύνολο με αρκετά λείο σύνορο, αρκετά λεία δεξιά πλευρά και αρκετά λεία συνοριακή συνθήκη. Πριν από αυτό, όμως, υπενθυμίζουμε κάποιες βοηθητικές έννοιες και συμπεράσματα αναφορικά με χώρους Hölder, τα ομοιόμορφα κυρτά σύνολα, τη διαφορισιμότητα Fréchet και την γενική θεωρία των Ελλειπτικών Μερικών Διαφορικών Εξισώσεων, που χρειάζονται στην πορεία του κεφαλαίου. Συνεχίζουμε παρουσιάζοντας την απόδειξη του αποτελέσματος χρησιμοποιώντας την μέθοδο της συνέχειας. Τέλος, αποδεικνύουμε κάποια βοηθητικά λήμματα που απαιτούνται στην προαναφερθείσα μέθοδο. Το τέταρτο κεφάλαιο περιέχει αποτελέσματα εσωτερικής κανονικότητας των λύσεων Alexandrov, τα οποία οφείλονται κατά κύριο λόγο στους Pogorelov και Caffarelli. Αρχικά αναφέρουμε τις έννοιες των τμημάτων, κανονικοποιημένων συνόλων και κανονικοποιημένων λύσεων και αποδεικνύουμε κάποιες ιδιότητές τους, κομβικές για τις μετέπειτα αποδείξεις. Συνεχίζουμε με την μελέτη της κανονικότητας στο επίπεδο, αφού αυτή είναι μία ιδιαίτερα καλή περίπτωση όπου οι λύσεις είναι γνήσια κυρτές και διαφορίσιμες. Στην επόμενη ενότητα εξηγούμε την αναγκαιότητα της υπόθεσης της γνήσιας κυρτότητας για την κανονικότητα των λύσεων μέσω ενός αντιπαραδείγματος και αποδεικνύουμε δύο αποτελέσματα αναφορικά με την γνήσια κυρτότητα των λύσεων Alexandrov. Στο υπόλοιπο κομμάτι του κεφαλαίου ασχολούμαστε με την εσωτερική κανονικότητα των γνήσια κυρτών λύσεων υπό διάφορες συνθήκες για τη συνάρτηση της δεξιάς πλευράς, όπως όταν αυτή είναι λεία ή φραγμένη μακριά από το μηδέν και το άπειρο. Στο τελευταίο κεφάλαιο, αφού πρώτα κάνουμε μία σύντομη εισαγωγή στη Θεωρία της Βέλτιστης Μεταφοράς, χρησιμοποιούμε κάποια από τα αποτελέσματα κανονικότητας που έχουμε αναπτύξει προηγουμένως για να εξάγουμε συμπεράσματα αναφορικά με την κανονικότητα της λύση του προβλήματος Βέλτιστης Μεταφοράς με συνάρτηση κόστους το τετράγωνο της Ευκλείδειας απόστασης, ένα αποτέλεσμα που οφείλεται στον Caffarelli. 1197 194 192 Genital infection with Human Papilloma Virus (HPV) is the most common sexually transmitted diseaseof viral etiology worldwide. The role of Human Papilloma Virus in fertility and reproduction is still being investigated. The aim of the study was to investigate the presence of HPV virus in the reproductive system of infertile couples and its correlation with male infertility and embryos. The study included a total of 305 couples, who underwent assisted reproduction techniques. DNA extraction, detection and genotyping of HPV virus by polymerase chain reaction were performed on the biological samples of women and men. Sperm samples were evaluated for sperm parameters by spermiogram and for sperm DNA fragmentation through sperm chromatin dispersion. An evaluation of the embryos’ quality and cleavage arrest was also performed. HPV virus has been quite frequently detected in infertile couples, both in women and in men’s sperm, through multiple coexistence of various low and high risk types (commonly HPV 31 and HRV 16). HPV virus may be involved in male fertility, affecting sperm motility as well as sperm DNA fragmentation, and possibly. A possible impact on embryos derived from in vitro fertilization with HPV infected spermatozoa can also be implied. Η προσβολή του γεννητικού συστήματος από τον ιό των ανθρώπινων θηλωμάτων HPV αποτελεί τησυχνότερη σεξουαλικώς μεταδιδόμενη περίπτωση ιογενούς αιτιολογίας παγκοσμίως. Ο ρόλος του ιούτων ανθρώπινων θηλωμάτων HPV στη γονιμότητα και στην αναπαραγωγή ερευνάται ακόμη. Ο σκοπόςτης μελέτης ήταν η διερεύνηση της παρουσίας του ιού HPV στο αναπαραγωγικό σύστημα τωνυπογόνιμων ζευγαριών και της σχέσης του με την ανδρική υπογονιμότητα και τα έμβρυα. Στη μελέτησυμμετείχαν συνολικά 305 ζευγάρια, τα οποία υποβλήθηκαν σε τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Στα κολποτραχηλικά δείγματα των γυναικών και στα δείγματα σπέρματος των ανδρώνπραγματοποιήθηκε εξαγωγή γενετικού υλικού και ανίχνευση και τυποποίηση του ιού με αλυσιδωτήαντίδραση πολυμεράσης. Στα δείγματα σπέρματος πραγματοποιήθηκε εκτίμηση των παραμέτρων τουσπέρματος με σπερμοδιάγραμμα και του κατακερματισμού του DNA των σπερματοζωαρίων μεδιασπορά χρωματίνης σπέρματος. Ακόμη, πραγματοποιήθηκε αξιολόγηση της πορείας των εμβρύων.Ο ιός HPV εντοπίσθηκε ιδιαίτερα συχνά στα υπογόνιμα ζευγάρια, τόσο στις γυναίκες όσο και στοσπέρμα των ανδρών, μέσω πολλαπλής συνύπαρξης ποικίλων τύπων χαμηλού και υψηλού κινδύνου,συνηθέστερα των HPV 31 και HPV 16. Ο ιός HPV εμπλέκεται ενδεχομένως στην ανδρικήυπογονιμότητα, επιδρώντας στην κινητικότητα των σπερματοζωαρίων, καθώς και στον κατακερματισμό του DNA των σπερματοζωαρίων, ενώ επηρεάζει πιθανώς τα έμβρυα, τα οποία προκύπτουν μέσω της εξωσωματικής γονιμοποίησης των ωαρίων από τα προσβεβλημένα σπερματοζωάρια. 1198 321 289 In this thesis we study the Cutwidth Minimization Problem in quasithreshold graphs, an NP-hard problem that consists of finding a linear layout of a graph so that the maximum linear cut of edges (i.e., the number of edges that cut a line between consecutive vertices) is minimized. As a well-studied layout problem finds many applications. The Cutwidth problem was first used as a model for the number of channels in an optimal layout of a circuit, to give a measure of the area needed to represent the graph in a VLSI layout when nodes are laid out in a row and more recently we find applications of this problem in network reliability, automatic graph drawing, information retrieval and as a subroutine for the cutting plane algorithm to solve the TSP. The problem remains NP-Hard even in graph classes such as the bipartite, the split and the planar graphs. Thus we study this problem in classes that it still remains open. In a positive side of view polynomial time algorithms exists for the subclass of thresholds and for the bipartite permutation graphs. As a consequence we study this problem in the direct superclass of quasi-threshold graphs. Based on the structural properties of the quasi-threshold graphs we prove several acclaims for the form of an optimal linear ordering, thus enabling us to design an algorithm that runs in time, where , that is faster than the algorithm for general graphs that runs in time. We also design a polynomial time algorithm for a subclass of the quasi-threshold graphs, that we call 1-level quasithreshold graphs. As we struggle to prove a polynomial time algorithm for the cutwidth problem in quasi-threshold graph we introduce counter examples for many properties one would expect to encounter in an optimal ordering. For this end we developed many techniques to tackle with the problem. We have to note, although, that the cutwidth problem for the quasi-threshold graphs remains open. Στη παρούσα εργασία μελετάμε το NP-δύσκολο πρόβλημα της εύρεσης του ελάχιστου πλάτους αποκοπής σε σχεδόν κατωφλικα γραφήματα. Στο πρόβλημα αυτό σκοπός μας είναι να βρούμε μια διάταξη των κορυφών ενός γραφήματος που ελαχιστοποιεί το μέγιστο πλήθος ακμών που περνάνε από κάθε τομή των κορυφών. Ως κλασικό πρόβλημα διάταξης κορυφών βρίσκει ποικίλες εφαρμογές. Πρώτα είχε εισαχθεί ως μοντελοποίηση για την ελαχιστοποίηση του πλήθους καναλιών ενός κυκλώματος σχεδίασης, ενώ αργότερα βρήκε εφαρμογές σε άλλες περιοχές όπως την αξιοπιστία δικτύου, αυτόματη σχεδίαση γραφημάτων, ανάκτηση πληροφορίας, ακόμα και ως υπορουτίνα για τον αλγόριθμο αποκοπής μιας επίπεδης επιφάνειας στο κλασικό πρόβλημα του περιοδεύοντος πωλητή. Καθώς το πρόβλημα παραμένει ΝP-δύσκολο ακόμα και σε κλάσεις γραφημάτων όπως τα διμερή (bipartite), διαχωρίσιμα (split), επίπεδα (planar) γραφήματα μελετάμε το πρόβλημα σε κλάσεις γραφημάτων που είναι ανοιχτή η υπολογιστική πολυπλοκότητα του προβλήματος. Από την θετική σκοπιά, είναι γνωστοί ορισμένοι αλγόριθμοι γραμμικού χρόνου για την κλάση των κατωφλικών (threshold) γραφημάτων και για την κλάση των διμερή μεταθετικών (bipartite permutation) γραφημάτων. Ως άμεση συνέπεια εξετάζουμε το πρόβλημα στην άμεση υπερκλάση των κατωφλικών γραφημάτων, γνωστή ως σχεδόν κατωφλικά γραφήματα. Βασιζόμενοι σε δομικές ιδιότητες των σχεδόν κατωφλικών γραφημάτων, αποδεικνύουμε χαρακτηρισμούς της βέλτιστης διάταξης που μας επιτρέπουν την σχεδίαση αλγορίθμου που τρέχει σε χρόνο Ο(2N) με που είναι γρηγορότερο από τον εκθετικό Ο(2n) αλγόριθμο για γενικά γραφήματα με n κορυφές. Επίσης δίνουμε έναν πολυωνυμικό αλγόριθμο για την υποκλάση των σχεδόν κατωφλικών γραφημάτων, που την ονομάζουμε 1-επιπέδου σχεδόν κατωφλικά γραφήματα. Προς την κατεύθυνση ανάπτυξης πολυωνυμικού αλγορίθμου για την γενική περίπτωση, παρουσιάζουμε αντιπαραδείγματα για πολλές ιδιότητες που θα περιμέναμε να έχει μια βέλτιστη διάταξη. Για τον σκοπό αυτό υλοποιήσαμε αρκετές τεχνικές που βοηθάνε την αντιμετώπιση του προβλήματος. Ωστόσο, αξίζει να σημειώσουμε ότι το υπολογιστικό πρόβλημα της εύρεσης ελάχιστου πλάτους αποκοπής σε σχεδόν κατωφλικά γραφήματα παραμένει ανοικτό. 1199 333 325 Education in personal and social skills, in the context of health education, in the 1st and 2nd grade of elementary school Εκπαίδευση σε ατομικές και κοινωνικές δεξιότητες στο πλαίσιο της αγωγής υγείας στην Α' και Β΄τάξη του δημοτικού σχολείου In recent years, an increasing research interest that focuses on the social and emotional development of children has been observed throughout the world. Numerous studies and migrations documented the effectiveness of programs in enhancing children's personal and social skills over time and have greatly influenced the design of educational systems and the objectives of educational institutions. The presented experimental study examines the effectiveness of the "Steps for Life" program in students of the first two grades of elementary school. The program consists of a 27-week universal mental health promotion curriculum designed to be implemented by classroom teachers in the school context, and aims at enhancing the social and emotional well-being of children aged 6-8. The sample consisted 2691 students in the Educational Prefecture of Attica, of which 1655 formed the experimental group and 1036 the control group. A questionnaire was used to measure changes in children's attitudes and behaviors, with the alpha Cronbach index of its subscales ranging between 0.85 and 0.95. The questionnaires were completed by the teachers who implemented the program, at the beginning (before the intervention) and at the end (after the intervention) of the school year. The dimensions assessed were: concentration of attention, participation / collaboration in the classroom, recognition and management of emotions, avoidance of verbal / emotional aggression, avoidance of physical aggression, avoidance of victimization, empathy, friendship / social skills, problem solving, and responsibility undertaking. Also, performance in spoken and written speech was investigated. The results of the analyses showed a statistically significant difference in the improvement (p <0.001) between the experimental and the control group in all dimensions, even in those where control students exhibited a significant improvement between the two measurements. These results confirm similar international research that substantiates the usefulness of mental health promotion programs in the school context and highlights the crucial role of the educator in the implementation of such programs. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται, σε όλο τον κόσμο, ένα ολοένα αυξανόμενο επιστημονικό ενδιαφέρον που εστιάζει στην κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών. Πλήθος μελετών και μεταναλύσεων τεκμηριώνουν διαχρονικά την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων ενίσχυσης των ατομικών και κοινωνικών δεξιοτήτων των παιδιών και έχουν επηρεάσει σε υψηλό βαθμό το σχεδιασμό των εκπαιδευτικών συστημάτων και τους στόχους των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Η παρούσα μελέτη εξετάζει την αποτελεσματικότητα του προγράμματος «Βήματα για τη ζωή» στις δύο πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου. Πρόκειται για ένα καθολικό πρόγραμμα προαγωγής της ψυχικής υγείας, διάρκειας 27 εβδομάδων, σχεδιασμένο να υλοποιηθεί από τους εκπαιδευτικούς της τάξης στο σχολικό πλαίσιο, που στοχεύει να ενισχύσει την κοινωνική και συναισθηματική επάρκεια των παιδιών ηλικίας 6-8 ετών. Το δείγμα της έρευνας, στην πιλοτική εφαρμογή για την αξιολόγησή του ήταν 2691 μαθητές σχολείων του νομού Αττικής, από τους οποίους οι 1655 συγκρότησαν την Πειραματική Ομάδα και οι 1036 την Ομάδα Ελέγχου. Για τη μέτρηση των μεταβολών στις στάσεις και τις συμπεριφορές των παιδιών χρησιμοποιήθηκε ερωτηματολόγιο, ο δείκτης αξιοπιστίας και εσωτερικής συνοχής (alpha Cronbach) του οποίου κυμάνθηκε σε υψηλά επίπεδα, μεταξύ 0.85 και 0.95. Τα ερωτηματολόγια συμπληρώθηκαν από τους εκπαιδευτικούς οι οποίοι υλοποίησαν τον πρόγραμμα, στην αρχή (πριν την παρέμβαση) και στο τέλος (μετά την παρέμβαση) της σχολικής χρονιάς. Οι διαστάσεις που αξιολογήθηκαν ήταν: συγκέντρωση προσοχής, συμμετοχή/συνεργασία στην τάξη, αναγνώριση και διαχείριση συναισθημάτων, εκδήλωση λεκτικής/συναισθηματικής επιθετικότητας, εκδήλωση σωματικής επιθετικότητας, θυματοποίηση, ενσυναίσθηση, δεξιότητες φιλίας/κοινωνική επάρκεια, επίλυση προβλημάτων, υπευθυνότητα. Επίσης, μετρήθηκε η παραγωγή προφορικού και γραπτού λόγου. Τα αποτελέσματα των μετρήσεων έδωσαν στατιστικά σημαντική διαφορά στη βελτίωση (p<0,001) ανάμεσα στην Πειραματική Ομάδα και την Ομάδα Ελέγχου σε όλες τις διαστάσεις ακόμη και όταν η Ομάδα Ελέγχου εμφάνιζε στατιστικά σημαντική μεταβολή μεταξύ των δύο μετρήσεων. Τα αποτελέσματα αυτά επιβεβαιώνουν αντίστοιχες έρευνες που τεκμηριώνουν διεθνώς την χρησιμότητα των προγραμμάτων προαγωγής της ψυχικής υγείας στο σχολικό πλαίσιο και επισημαίνουν τον κρίσιμο ρόλο του εκπαιδευτικού στην υλοποίηση τέτοιων προγραμμάτων. 1200 11 12 Βιοποικιλότητα και βιογεωγραφικά πρότυπα των ιχθύων των εσωτερικών υδάτων της Βαλκανικής χερσονήσου Biodiversity and biogeographical patterns of freshwater fishes of the Balkan peninsula 1201 165 204 Primary students' attitudes and knowledge of elementary of endangered species Γνώσεις και στάσεις μαθητών δημοτικού σχολείου σχετικά με τα απειλούμενα ζώα The loss of biodiversity is a matter of concern worldwide and its conservation is considered top priority. We examine the knowledge and attitudes of primary school students’ towards wild and endangered species in the region of Epirus, Greece. We also investigate the effect of students’ education level, gender and region of residence on our variable of interest. We conducted a survey of 400 students in the 10 to 12 age range from urban and rural areas. Our results suggest that students are not entirely aware of the endangered species that exist in their region. However, they like them, are interested and protective of them. As expected, students in rural areas are significantly more aware, interested and protective of endangered species, than students in urban areas. We find that there is a positive and significant correlation between students' knowledge and attitudes. Students who know more about endangered species, were also more interested and protective of them. Η μείωση της βιοποικιλότητας αποτελεί σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα παγκόσμια περιβαλλοντικά ζητήματα και η προστασία της έχει αναγνωριστεί διεθνώς ως βασική προτεραιότητα. Η παρούσα έρευνα μελετά τις γνώσεις και στάσεις μαθητών του δημοτικού σχολείου στην περιοχή της Ηπείρου για τα άγρια και απειλούμενα ζώα. Μελετάται παράλληλα η επίδραση που μπορεί να έχουν στις γνώσεις και στάσεις των παιδιών παράγοντες όπως το εκπαιδευτικό επίπεδο, το φύλο και ο τόπος διαμονής. Η έρευνα διεξήχθη με τη χρήση ερωτηματολογίου και συμμετείχαν 400 μαθητές ηλικίας 10 έως 12 ετών, προερχόμενοι από αστικές και αγροτικές περιοχές. Από τα αποτελέσματα διαπιστώθηκε πως οι μαθητές δεν γνωρίζουν πολύ καλά τα απειλούμενα είδη της περιοχής, όμως τα συμπαθούν, δείχνουν να έχουν προσωπικό ενδιαφέρον και να θέλουν να τα προστατεύσουν. Ωστόσο, οι μαθητές που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές γνωρίζουν καλύτερα τα απειλούμενα είδη από τους μαθητές αστικών περιοχών, ενδιαφέρονται γι’ αυτά και θέλουν να τα προστατεύσουν, παρ’ όλο που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να κινδυνεύουν από αυτά, είτε οι ίδιοι είτε η περιουσία τους. Τέλος, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι γνώσεις επηρεάζουν τις στάσεις των μαθητών. Οι μαθητές με περισσότερες γνώσεις ενδιαφέρονται περισσότερο και συμφωνούν με την προστασία των απειλούμενων ειδών. 1202 117 135 The present thesis is a study and a visual project based on QR codes. Over time, technology always gave artists new tools and means of expression. Today, more than ever, computer science is closely related to the course of modern art. Thanks to scientists and artists, new forms of art are evolving and constantly developing. This thesis describes the course of information, coding and decoding it through science and art. Presents and analyzes QR codes, their role in everyday life, public space, and modern art and expression. The purpose of my work is to study and research QR codes and integrate them into my artwork. This study revealed a new sculptural form, the project: QR code apoclisi. Η παρούσα εργασία αποτελεί μια μελέτη και ένα εικαστικό project βασισμένο στους κώδικες QR. Διαχρονικά, πάντα η τεχνολογία έδινε στους καλλιτέχνες τα νέα εργαλεία και μέσα έκφρασης. Σήμερα περισσότερο από ποτέ, η επιστήμη της πληροφορικής είναι στενά συνδεδεμένη με την πορεία της σύγχρονης τέχνης. Χάρη στους επιστήμονες και τους καλλιτέχνες, νέες μορφές τέχνης εξελίσσονται και αναπτύσσονται διαρκώς. Η μελέτη περιγράφει την πορεία της πληροφορίας, την κωδικοποίηση και αποκωδικοποίησή της διαμέσου της επιστήμης αλλά και της τέχνης. Παρουσιάζει και αναλύει τους κώδικες QR (κώδικες γρήγορης ανταπόκρισης), τον ρόλο τους στην καθημερινότητά μας, στον δημόσιο χώρο και στην σύγχρονη τέχνη και έκφραση. Σκοπός της εργασίας μου, είναι να μελετήσω και να ερευνήσω τους κώδικες QR και να τους ενσωματώσω στην εικαστική δουλεία μου. Από την μελέτη αυτή προέκυψε μια νέα γλυπτική φόρμα, το project: QR code apoclisi. 1203 81 80 Techniques and methodologies for designing and developing big data applications Τεχνικές και μεθοδολογίες για τη σχεδίαση και ανάπτυξη εφαρμογών για μεγάλα δεδομένα The dissertation studies, analyses and compares existing methodologies and approaches on how to process Big Data (Hadoop, Spark, Kafka, MapReduce) as well as the available tools (Python, Java, Scala) that could be used for analyzing and processing big data. The experimental study concerns the analysis, processing and categorization of a portfolio of shares and it has designed, developed and tested an approach for predicting future share prices of a specific company. Η διπλωματική εργασία αφορά την μελέτη, ανάλυση και σύγκριση τεχνικών που αφορούν την επεξεργασία μεγάλου όγκου δεδομένων (Hadoop, Spark, Kafka, MapReduce) καθώς και τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται (Python, Java, Scala ) για την υλοποίηση εφαρμογών ανάλυσης και επεξεργασίας μεγάλων δεδομένων. Η πειραματική μελέτη αφορά την ανάλυση, επεξεργασία και κατηγοριοποίηση ενός χαρτοφυλακίου μετοχών, καθώς και τον σχεδιασμό μια διαδικασίας για την πρόβλεψη μελλοντικών τιμών της μετοχής μια συγκεκριμένης εταιρείας. 1204 247 234 Η νοητική αναπηρία στη σύγχρονη παιδική λογοτεχνία του 20ου και 21ου αιώνα (1986-2016) Modern Children's Literature more and more often outlines the hero with mental disabilities, responding to and being defined by the social and familial context of each time, adapted to the demands and standards of each era. Main target of this specific research is the portrayal of the person with mental disability in Children's and Young Adult Literature, based on the heroes' characteristics, the way the disability is depicted, and how they are being treated. The study of an important number of Greek and Foreign pieces of Literature was conducted through the comparative method. Αim to an all-out research of our theme based not only on the outlook, the comparison of our samples and the allocation of categories but also through the view of the literature value of the art according to the IBBY criteria for the category they belong to. The 18 literature pieces of our specimen include four translations of foreign authors' work, as well as three pieces by Cypriote Authors. On the basis of the Comparative Method we have founded that the majority of them demonstrates the distinct outer characteristics of the heroes, the positive way they are mostly dealt with by their parents, and the negative to neutral position of the school and social circle towards them. They fulfill the IBBY criteria for the category they belong to based on the title, the role of the hero and his abilities. Finally, they insist on a realistic portrayal of the disability, including gradually fewer stereotypes. Η σύγχρονη Παιδική Λογοτεχνία όλο και πιο συχνά σκιαγραφεί τον ήρωα με νοητική αναπηρία, ανταποκρινόμενο και προσδιοριζόμενο μέσα στα εκάστοτε κοινωνικά και οικογενειακά πλαίσια, προσαρμοσμένο με τις επιταγές και τα πρότυπα κάθε εποχής. Κύριος σκοπός της συγκεκριμένης μελέτης είναι η απεικόνιση του ατόμου με νοητική αναπηρία μέσα στα Παιδικά και Νεανικά Λογοτεχνήματα, με γνώμονα τα χαρακτηριστικά των ηρώων, τον τρόπο απεικόνισης της αναπηρίας και την αντιμετώπιση τους. Η μελέτη ενός σημαντικού αριθμού ελληνικών και ξένων λογοτεχνημάτων διεξήχθη με την τεχνική της συγκριτικής μεθόδου. Αποσκοπεί στην ολόπλευρη εξέταση του θέματος μας με βάση όχι μόνο την οπτική, την σύγκριση των δειγμάτων και τον επιμερισμένο ανά κατηγορίες, αλλά και με θεώρηση της λογοτεχνικής αξίας των έργων σύμφωνα με τα κριτήρια της ΙΒΒΥ για την κατηγορία στην οποία ανήκουν. Μέσα στα 18 λογοτεχνήματα του δείγματος, συμπεριλήφθηκαν και τέσσερις μεταφράσεις κειμένων ξένων συγγραφέων, καθώς και τρία κείμενα Κύπριων Λογοτεχνών. Με βάση τη συγκριτική μέθοδο ανευρέθη ότι η πλειοψηφία αυτών καταδεικνύει τα διακριτά εξωτερικά χαρακτηριστικά των ηρώων, τη θετική αντιμετώπιση τους στην πλειοψηφία από τους γονείς τους αλλά και την αρνητική έως ουδέτερη στάση από τον σχολικό και κοινωνικό περίγυρο. Πληρούν τα κριτήρια της IBBY για την κατηγορία στην οποία ανήκουν με βάση τον τίτλο, τον ρόλο του ήρωα αλλά και τις ικανότητες του. Τέλος, εμμένουν στη ρεαλιστική απεικόνιση της αναπηρίας εμπεριέχοντας όλο και λιγότερα στερεότυπα. 1205 164 164 Programming is one of the basic and most difficult skills that students need to acquire. Teachers dealing with their teaching seek to find the most appropriate assessment techniques so they can improve their teaching. The paper presents the programming difficulties, describing the Bloom and Solo educational taxonomies and their application to programming as a framework for assessment. The bibliographic overview identifies the difficulties in their use. This paper describes the Model Hierarchical Assessment of Programming based on the Solo taxonomy and explores the evaluation of programming skills in the senior students of a high school and a comparison of the evaluation results with the traditional empirical assessment by teachers. The results of the survey confirm findings found in the international literature to assess the programming knowledge and the difficulties identified. Based on the findings of the survey, it appears that the Hierarchical Assessment of Programming is an analytical way of qualitative assessment of programming skills but needs further investigation for the two higher levels. Ο προγραμματισμός είναι μια από τις βασικές και τις πιο δύσκολες δεξιότητες που χρειάζεται να αποκτήσουν οι μαθητές. Οι εκπαιδευτικοί που ασχολούνται με τη διδασκαλία του επιδιώκουν να βρουν τις καταλληλότερες τεχνικές αξιολόγησης ώστε να μπορούν να βελτιώσουν τη διδασκαλία τους. Η εργασία παρουσιάζει τις δυσκολίες του προγραμματισμού, περιγραφή των εκπαιδευτικών ταξινομιών Bloom και Solo και την εφαρμογή τους στον προγραμματισμό ως πλαίσιο για αξιολόγηση. Στη βιβλιογραφική επισκόπηση εντοπίζονται οι δυσκολίες στη χρήση τους Στην παρούσα εργασία περιγράφεται το μοντέλο της Ιεραρχικής Αξιολόγησης Προγραμματισμού, το οποίο βασίζεται στην ταξινομία Solo, και διερευνά την αξιολόγηση των γνώσεων προγραμματισμού σε τελειόφοιτους μαθητές Λυκείου καθώς και σύγκριση των αποτελεσμάτων αξιολόγησης με την παραδοσιακή εμπειρική αξιολόγηση από εκπαιδευτικούς. Τα αποτελέσματα της έρευνας επιβεβαιώνουν ευρήματα που υπάρχουν στη διεθνή βιβλιογραφία για την αξιολόγηση των γνώσεων προγραμματισμού και τις δυσκολίες που εντοπίστηκαν. Από τα συμπεράσματα της έρευνας διαφαίνεται ότι η Ιεραρχική Αξιολόγηση Προγραμματισμού αποτελεί έναν αναλυτικό τρόπο ποιοτικής αξιολόγησης γνώσεων προγραμματισμού αλλά χρειάζεται επιπλέον διερεύνηση για τα δύο υψηλότερα επίπεδα. 1206 585 478 Randomized parallel arm design trials constitute the majority of the trials analyzed in meta-analyses. Το a lesser extent randomized crossover trials are also used. Cross over trials don’t have an accepted and well-established method for their meta-analysis. We tried to evaluate empirically how cross over trial results were analyzed in meta-analyses and if their results agreed with those of parallel arm trials in the same question. We studied 26 systematic reviews with 28 meta-analyses. Each meta-analysis had at least one cross over study. The initial sample had 334 systematic reviews retrieved by Cochrane Library Issue 2. 2003. 12 out of the 28 meta-analyses did not mention at all their approach towards cross over trials’ results, 9 used only the first period results, 3 combined results from the first and second period, 1 used only data from the second period and 3 did not have consistent approach for the analysis of cross over data. The 28 meta-analyses had 137 crossover trials with 7162 patients and 132 parallel arm trials with 11398 patients. Effect sizes correlated with the two types of design (ρ =0.72). The summary relative odd ratio for parallel arms versus cross over studies for favorable outcomes was 0.87 (95% CI, 0.74-1.02). Cross over designs contribute evidence in a fifth of systematic reviews, but few meta-analyses made use of their data. The results of cross over trials tended to agree with those of parallel arms trials, although there was a trend for more conservative treatment effect estimates in parallel arm trials. Cross over trials are not as popular as parallel arm trials. Nevertheless, one of their major indications is the trials of clinical pharmacology. Pharmaceutical industries sponsor the majority of randomized clinical trials. One can easily question if pharmaceutical industries can influence the choice of comparators of the trials that are sponsoring.85 We tried to assess how often major pharmaceutical companies sponsor trials that evaluate their products and how often they sponsor trials where their products are directly compared to licensed products of other major companies. We used randomized trials and we focused on cross over trials specifically. We studied 577 randomized trials that were sponsored by 15 major companies and were registered on ClinicalTrials.gov on 2006. 82% of them had a single industry sponsor. The compared intervention belonged to a single company in 67% of the trials. All 15 companies preferred to be unique industry sponsor and unique owner of the evaluated interventions. Co-sponsoring usually reflected co-ownership or common financial interests. Head to head comparisons of different active interventions that belonged to different companies were found only in 18 studies with more than two industry sponsors. Our findings did not change when we focused on cross- over trials. Cross over trials were 12.6% (73/577) of the randomized trials sample and were sponsored by 12 companies. 90% of cross over trials was sponsored by only one pharmaceutical industry. The interventions belonged to a single company in 86% of these trials. More than two sponsors were observed in 8 trials, but head to head comparisons among intervention owned by the sponsoring companies were not found. We can easily conclude that head to head comparisons were rarely observed in trials sponsored by pharmaceutical industries and were not observed at all in cross over trials. It seems that each company has a clinical research agenda not only focused on its own products but also aiming to avoid comparisons with products of other companies. This diminishes the ability to understand the merits of different interventions for the same condition. Η πλειοψηφία των μελετών που χρησιμοποιούνται στις μετα-αναλύσεις είναι τυχαιοποιημένες δοκιμές παράλληλων ομάδων. Υπάρχει όμως και μια άλλη κατηγορία τυχαιοποιημένων μελετών που είναι οι μελέτες διασταυρούμενης μετάβασης. Για τις μελέτες αυτές που παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες, τόσο μεθοδολογικές όσο και στατιστικής ανάλυσης, δεν υπάρχει καθιερωμένη μέθοδος ανάλυσης δεδομένων στα πλαίσια των μετα-αναλύσεων. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή προσπαθήσαμε να αξιολογήσουμε εμπειρικά τον τρόπο που αναλύονται τα δεδομένα των μελετών διασταυρούμενης μετάβασης στις μετα-αναλύσεις, καθώς και να διαπιστώσουμε αν τα αποτελέσματα των μελετών αυτών συμφωνούν με εκείνα των μελετών παραλλήλων ομάδων. Μελετήσαμε δείγμα 26 συστηματικών ανασκοπήσεων που περιλάμβανε 28 ανεξάρτητες μετα-αναλύσεις, με τουλάχιστον μια μελέτη διασταυρούμενης μετάβασης. Το δείγμα αυτό προέκυψε από ένα αρχικό δείγμα 334 ανασκοπήσεων της Cochrane Library Issue 2, 2003. Από τις 28 μετα-αναλύσεις, οι 12 δεν ανέφεραν καθόλου την προσέγγιση που ακολούθησαν στην ανάλυση των αποτελεσμάτων, οι 9 χρησιμοποίησαν μόνο δεδομένα της πρώτης περιόδου, οι 3 συνδύασαν δεδομένα της πρώτης και της δεύτερης περιόδου, 1 χρησιμοποίησε δεδομένα της δεύτερης περιόδου και 3 χρησιμοποίησαν διαφορετικές προσεγγίσεις στην ίδια μετα-ανάλυση. Επιπλέον, από τις 28 μετα-αναλύσεις προέκυψαν 137 μελέτες διασταυρούμενης μετάβασης με 7.162 ασθενείς και 132 μελέτες παράλληλων ομάδων με 11.398 ασθενείς. Τα μεγέθη αποτελέσματος (effect sizes) συσχετίζονταν πολύ καλά ανάμεσα στα δυο διαφορετικού σχεδιασμού είδη μελετών (ρ =0.72). Ο συνοπτικός σχετικός λόγος αναλογιών (relative odd ratio) μεταξύ των μελετών παράλληλων ομάδων και των μελετών διασταυρούμενης μετάβασης για ευνοϊκές εκβάσεις ήταν 0.87 (95% CI, 0.74-1.02). Οι μελέτες διασταυρούμενης μετάβασης συνεισφέρουν δεδομένα περίπου στο ένα πέμπτο των συστηματικών ανασκοπήσεων, ελάχιστες, όμως, μετα-αναλύσεις αξιοποιούν πλήρως όλα τα δεδομένα τους. Τα αποτελέσματα των μελετών διασταυρούμενης μετάβασης συμφωνούν με εκείνα των παράλληλων ομάδων, αν 82 και καταγράφηκε μια μικρή τάση για πιο συντηρητικά θεραπευτικά αποτελέσματα στις μελέτες παράλληλων ομάδων. Οι μελέτες διασταυρούμενης μετάβασης δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς μελέτες. Θεωρούνται, όμως, μελέτες με απόλυτη ένδειξη για ερευνητικά προγράμματα κλινικής φαρμακολογίας. Είναι επίσης γνωστό, ότι η σύγχρονη φαρμακευτική βιομηχανία επιχορηγεί την πλειοψηφία των τυχαιοποιημένων μελετών και αυτό εγείρει σημαντικά ερωτήματα σχετικά με την επιρροή των βιομηχανιών-χορηγών στην επιλογή των συγκρινόμενων προϊόντων. Προσπαθήσαμε, λοιπόν, ταυτόχρονα, να καταγράψουμε πόσο συχνά οι φαρμακευτικές εταιρείες επιχορηγούν κλινικές δοκιμές που αξιολογούν δικά τους προϊόντα, τόσο στο σύνολο των τυχαιοποιημένων δοκιμών, όσο και ειδικότερα στις μελέτες διασταυρούμενης μετάβασης, καθώς και πόσο συχνά επιχορηγούν μελέτες στις οποίες τα προϊόντα τους συγκρίνονται απ’ ευθείας με εκείνα άλλων φαρμακευτικών εταιρειών. Μελετήσαμε 577 τυχαιοποιημένες μελέτες που επιχορηγήθηκαν από 15 μεγάλες εταιρείες και ήταν καταγεγραμμένες στο CliniclTrials.gov to 2006. To 82% των μελετών είχε μόνο ένα βιομηχανικό χορηγό. Τα συγκρινόμενα θεραπευτικά σχήματα-παρεμβάσεις ανήκαν σε μια μόνο βιομηχανία στο 67% των μελετών. Και οι 15 εταιρείες προτιμούσαν να είναι μοναδικοί χορηγοί ή και μοναδικοί ιδιοκτήτες των συγκρινόμενων παρεμβάσεων. Όταν καταγράφονταν δυο ή περισσότεροι χορηγοί, συνήθως επρόκειτο για συνιδιοκτησία της ή των παρεμβάσεων ή για κοινά εμπορικά συμφέροντα. Απευθείας συγκρίσεις μεταξύ ενεργών θεραπευτικών παρεμβάσεων που ανήκαν σε διαφορετικές εταιρείες διαπιστώθηκαν μόνο σε 18 μελέτες με περισσότερους από δύο βιομηχανικούς χορηγούς. 1207 239 247 design and pilot implementation of a proposal in an Intercultural Primary School σχεδιασμός και πιλοτική εφαρμογή μιας πρότασης σε Διαπολιτισμικό Σχολείο Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευση We live in an age of globalization, intense social change and cultural diversity. Characteristics of this society are reflected daily in the classrooms. Children from different cultural backgrounds are invited to quickly integrate into a new everyday life and a school reality that they may never have experienced before. Important parameters for the integration into the daily life and school life of refugee / immigrant children are the acceptance of different identities, communication, mutual respect and empathy. Music is considered one of the most common ways of communication and expression. Through musical activities children find the opportunity to interact, communicate, understand each other, feel and share emotions. The above are the main reasons that lead to the implementation of musical actions that promote active learning, have an experiential character, enhance the externalization and acceptance of different emotions and at the same time have an intercultural character. This work is the pilot implementation of a proposal to cultivate and enhance the intercultural capacity of primary school students through intercultural music education. Its goal is to achieve through smuggling in intercultural education the smoother integration of refugee / immigrant children in the school community, to improve the school climate in the classroom and to have effective communication between children. The action research was conducted in an Intercultural Primary School of the Epirus region during the second quarter of 2020. Ζούμε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, των έντονων κοινωνικών αλλαγών και της πολιτισμικής ποικιλομορφίας. Χαρακτηριστικά της κοινωνίας αυτής αντικατοπτρίζονται καθημερινά στις σχολικές αίθουσες. Παιδιά που προέρχονται από διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα καλούνται να ενταχθούν γρήγορα μέσα σε μια νέα καθημερινότητα και σε μια σχολική πραγματικότητα που ενδέχεται να μην είχαν βιώσει ποτέ μέχρι τότε. Σημαντικές παράμετροι για την ένταξη στην καθημερινότητα και στη σχολική ζωή των παιδιών προσφυγικού/ μεταναστευτικού προφίλ, αποτελούν η αποδοχή των διαφορετικών ταυτοτήτων, η επικοινωνία, ο αλληλοσεβασμός και η ενσυναίσθηση. Η μουσική θεωρείται ένας από τους πιο διαδεδομένους τρόπους επικοινωνίας και έκφρασης. Μέσα από τις μουσικές δράσεις τα παιδιά βρίσκουν την ευκαιρία να αλληλεπιδράσουν, να επικοινωνήσουν, να κατανοήσουν το ένα το άλλο, να νιώσουν και να μοιραστούν συναισθήματα. Τα παραπάνω αποτελούν τους κυριότερους λόγους που οδηγούν στην υλοποίηση μουσικών δράσεων που προάγουν την ενεργό μάθηση, έχουν βιωματικό χαρακτήρα, ενισχύουν την εξωτερίκευση και την αποδοχή διαφορετικών συναισθημάτων και ταυτόχρονα έχουν και διαπολιτισμικό χαρακτήρα. Η συγκεκριμένη εργασία αποτελεί την πιλοτική εφαρμογή μιας πρότασης για την καλλιέργεια και την ενίσχυση της διαπολιτισμικής ικανότητας των μαθητών του Δημοτικού μέσω της διαπολιτισμικής μουσικής αγωγής. Στόχος της είναι να επιτευχθεί μέσω των μουσικών δράσεων στη διαπολιτισμική εκπαίδευση η ομαλότερη ένταξη των παιδιών προσφύγων/ μεταναστών στη σχολική κοινότητα, να βελτιωθεί το σχολικό κλίμα στην τάξη και να υπάρξει ουσιαστική επικοινωνία μεταξύ των παιδιών. Η έρευνα δράσης πραγματοποιήθηκε σε Διαπολιτισμικό Δημοτικό Σχολείο της περιφέρειας Ηπείρου κατά τη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου του 2020. 1208 313 321 Over the last few years, the rapid development of genetics and gene analysis techniques is accompanied by a parallel appearance of a variety of legal issues and a strong concern about personal, genetic and health data such as privacy, protection of human rights and their management by biobanks. Equally important role is played by legislation and case law at national, European and international level in terms of medical responsibility and the formulation of specific ethical and moral rules. The purpose of this study is to investigate the legal framework concerning the aforementioned in relation to the new technologies. In addition, the various forms of legal responsibility in medical practice are highlighted and the basic concepts of Public Law concerning health are delineated in the national and the international legal order. In order the present Master ‘s Degree Thesis to be completed, an extensive bibliographic review was carried out, also the varied legal framework and the abundant Case Law of Greek and International Civil, Criminal and Administrative Courts on personal, genetic and health data, respect for human value, the bioethical dimension and multi-faceted medical responsibility was studied and analyzed. In conclusion, the rapid and continuous evolution, both nationally and globally, of biomedicine, genetic engineering, and science and technology in general, have placed human existence and course on a new basis. Legal and ethical concerns, Rules of Justice and legal disputes over human biological material, secrecy, claims and well-being of human beings, medical responsibility and public health arise on a wide scale with effects at varying levels. Consequently, it is essential and required the simultaneous assistance and cooperation of anthropocentric sciences, such as Medical and Legal Science, in order to address the emerging issues and the resulting consequences in the most appropriate way and primarily with a view to the protection of human rights, according to the Greek Constitution and other national and international legislation. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών η αλματώδης εξέλιξη των τεχνικών της γενετικής και της γονιδιακής ανάλυσης συνοδεύεται από παράλληλη εμφάνιση ποικίλων νομικών θεμάτων και παρατηρείται έντονος προβληματισμός σχετικά με τα προσωπικά, γενετικά και δεδομένα υγείας, όπως το απόρρητο, η προστασία και ασφάλεια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που τα αφορούν, καθώς και η διαχείριση αυτών από τις βιοτράπεζες. Εξίσου ουσιώδες ρόλο διαδραματίζει η νομοθεσία και η νομολογία σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο αναφορικά με την ιατρική ευθύνη και τη διαμόρφωση ειδικών δεοντολογικών και ηθικών κανόνων. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η διερεύνηση του νομικού πλαισίου απορρέοντος τούτου εκ των ανωτέρω σε συσχετισμό με τις νέες τεχνολογίες. Επιπλέον αναδεικνύονται οι διάφορες μορφές νομικής ευθύνης στα πλαίσια της άσκησης του ιατρικού λειτουργήματος και οριοθετούνται οι θεμελιώδεις έννοιες του Δημοσίου Δικαίου της υγείας στην εθνική και διεθνή έννομη τάξη. Για την υλοποίηση της παρούσας διπλωματικής εργασίας πραγματοποιήθηκε εκτενής βιβλιογραφική ανασκόπηση, μελετήθηκε και αναλύθηκε το ποικίλο νομοθετικό πλαίσιο και η πλούσια νομολογιακή πρακτική των ελληνικών και διεθνών Δικαστηρίων Πολιτικών, Ποινικών και Διοικητικών σχετικά με τα προσωπικά και γενετικά δεδομένα, τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, την βιοηθική διάσταση και την πολύπλευρη ιατρική ευθύνη. Συμπερασματικά, η ραγδαία και συνεχής εξέλιξη, τόσο σε εθνική όσο και σε παγκόσμια κλίμακα, της βιοϊατρικής, της γενετικής μηχανικής και εν γένει της επιστήμης και της τεχνολογίας, έχει θέσει σε νέες βάσεις την ανθρώπινη ύπαρξη και πορεία. Νομικοί και ηθικοί προβληματισμοί, κανόνες δικαίου και δικαστικές διαμάχες αναφορικά με το ανθρώπινο βιολογικό υλικό, το απόρρητο, τις αξιώσεις και την ευημερία των ανθρωπίνων όντων, την ιατρική ευθύνη και τη δημόσια υγεία ανακύπτουν σε ευρεία κλίμακα με επιπτώσεις σε ποικίλα επίπεδα. Συνεπώς, καθίσταται απολύτως αναγκαία και απαιτείται η ταυτόχρονη συνδρομή και συνεργασία ανθρωποκεντρικών επιστημών, όπως η Ιατρική και η Νομική Επιστήμη, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα ανακύπτοντα θέματα και οι συνακόλουθες συνέπειες με τον ορθότερο τρόπο και με γνώμονα πρωτίστως την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα, την λοιπή εθνική και διεθνή νομοθεσία. 1209 284 284 Ο ρόλος των επαγγελματικών σχέσεων στην ικανοποίηση των νοσηλευτών από το εργασιακό περιβάλλον της ΜΕΘ Introduction: Job Satisfaction and Nurse΄s burnout have become the subjects of research at an international level. Nurses are at high risk of suffering from this syndrome. Aim: The aim of this research paper is to investigate the attitudes of the staff working in the Intensive Care Unit (ICU) towards hardship and prospective solutions, the negative effects of work on family and vice versa, as well as the factors which are associated with professional development. Satisfaction from their subject matter and their post and job fatigue will also be examined. Material and Methods: The sample of this research consists of 44 nurses and doctors working in the ICU Units of the University Hospital of Ioannina, Greece and the General Hospital of Arta, Greece. The data was collected through the completion of a specially designed questionnaire concerning job satisfaction and job fatigue. Statistical analysis was carried out using the programme Statistical Package for Social Sciences(SPSS)21.0. Results: The majority of the participants are women. To begin with, most of them feel exhausted after work several times a week and disappointed with their job several times a month. Furthermore, they are not at all satisfied with the notification they receive either from the ICU Director or the staff of the Hospital Administration, whereas they are satisfied with the contact they have with their supervisor and the recognition of their work. Finally, they are pleased with their job and they derive ultimate satisfaction from their subject matter as well as their interpersonal relationships with the rest of the staff, while they are displeased with the working conditions and their earnings. Conclusion: Nurse is high, whereas they are content with the cooperation with their colleagues and their supervisor at work. Εισαγωγή: Η επαγγελματική ικανοποίηση και εξουθένωση των νοσηλευτών έχει αποτελέσει υλικό για έρευνες σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι νοσηλευτές ανήκουν στην ομάδα υψηλού κινδύνου για την εμφάνιση του συνδρόμου αυτού. Σκοπός: η διερεύνηση της στάσης των ατόμων που εργάζονται στο χώρο της ΜΕΘ απέναντι στις δυσκολίες και τις προοπτικές τους, στις αρνητικές επιδράσεις της εργασίας στην οικογένεια και αντίστροφα, καθώς και στους παράγοντες που συνδέονται με την επαγγελματική εξέλιξη. Επιπλέον, θα διερευνηθεί η ικανοποίηση από το αντικείμενο και τη θέση εργασίας, καθώς και την επαγγελματική εξουθένωση. Υλικό και μέθοδος: Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 44 νοσηλευτές και γιατροί των Μ.Ε.Θ του Π.Γ.Ν.Ιωαννίνων και του Γ.Ν Άρτας. Η συλλογή δεδομένων έγινε με την συμπλήρωση ειδικά διαμορφωμένου ερωτηματολογίου που αφορούσε την εργασιακή ικανοποίηση και επαγγελματική εξουθένωση. Η στατιστική επεξεργασία έγινε με το πρόγραμμα Statistical Package for Social Sciences(SPSS)21.0. Αποτελέσματα: Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων είναι γυναίκες. Η πλειοψηφία των ερωτηθέντων νιώθει εξουθενωμένο από την εργασία του μερικές φορές την εβδομάδα και απογοήτευση από τη δουλεία του μερικές φορές το μήνα. Δεν είναι καθόλου ικανοποιημένοι από την ενημέρωση που λαμβάνουν τόσο από τον διευθυντή το αλλά και από τη διοίκηση , αλλά είναι ικανοποιημένοι από την επικοινωνία που έχουν με τον άμεσα ανώτερό τους και την αναγνώριση της εργασίας τους από αυτόν. Είναι ικανοποιημένοι από την εργασία τους και αντλούν την μεγαλύτερη ικανοποίηση από το αντικείμενο αυτής και τις σχέσεις με το υπόλοιπο προσωπικό, ενώ είναι δυσαρεστημένοι με τις συνθήκες εργασίας και τις οικονομικές απολαβές του. Συμπέρασμα: Η εξουθένωση των νοσηλευτών κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα, ενώ αντίθετα είναι ικανοποιημένοι από την συνεργασία με τους συναδέλφους τους και με τον άμεσα ανώτερό τους στη δουλειά. 1210 867 950 Association of arterial hypertension, diabetes mellitus and inflammation with cancer incidence and mortality Συσχέτιση της υπέρτασης, του σακχαρώδη διαβήτη και της φλεγμονής με την επίπτωση και τη θνησιμότητα από καρκίνο Cancer is a major public health problem worldwide and is the second leading cause of death. The latest version of the GLOBOCAN database (September 2018) predicts 18 million cancer cases and 9.6 million cancer deaths for 2018. The main objective of this work is to investigate possible associations between large categories of potential risk factors, namely hypertension, type 2 diabetes mellitus and inflammation, and the incidence of cancer. These questions were investigated through three separate studies: The first study used data from the European Prospective Cancer and Nutrition Study (EPIC) and examined the association of blood pressure with the risk of cancer in all anatomical sites. Risk factors (HRs) were estimated using Cox proportional hazards models for systolic blood pressure (SBP), diastolic blood pressure (SBP), mean arterial pressure (SBP), hypertension and antihypertensive treatment in hypertensive subjects. In addition, statistical interactions were tested according to age, gender, body mass index (BMI), smoking, alcohol intake and use of hypertension therapy. Finally, sensitivity analyzes were performed, excluding the first two years of follow-up. The study included 307,318 men and women, with an average follow-up of 13.7 (standard deviation 4.4) years and 39,298 incident cancers. We confirmed the expectedpositive association with renal cell carcinoma: HR=1.12 (1.08–1.17) per 10mm Hg higher SBP andHR=1.23(1.14–1.32) for DBP. We additionally found positive associations for esophageal squamous cell carcinoma (SCC): HR=1.16 (1.07–1.26) (SBP), HR=1.31 (1.13–1.51) (DBP), weaker for head and neck cancers: HR=1.08 (1.04–1.12) (SBP), HR=1.09 (1.01–1.17) (DBP) and, similarly, for skin SCC, colon cancer, postmenopausal breast cancer and uterine adenocarcinoma (AC). We observed weak inverse associations of SBP with cervical SCC: HR=0.91 (0.82–1.00) and lymphomas: HR=0.97(0.93–1.00). There were no consistent associations with cancers in other locations. Our results are largely compatible with published studies and support weak associations of blood pressure with cancers in specific locations and morphologies. The second study summarized and evaluated the validity of the literature regarding the association of type 2 diabetes (T2DM) with the risk of developing or dying from cancer using the umbrella review methodology. Summary effect and 95% confidence intervals were calculated using both fixed and random effects inverse variants weighted methods. In addition, we assessed the heterogeneity between studies with the Cochran’s Q test and the I2 metric of inconsistency, as well as the methodological quality of all metaanalyzes included in this study using the AMSTAR tool, an 11-item questionnaire summarizing the positive responses to achieve an overall quality score. Finally, an additional review of Mendelian randomization studies that evaluated whether genetically predicted probability of T2DM and levels of fasting insulin, glucose and glycosylated hemoglobin (HbA1C) was associated with risk of cancer. We found eligible observational meta-analyses that assessed associations between T2DM and cancer incidence in 18 cancer sites/sub-sites, cancer mortality in seven cancer sites, and cancer incidence or mortality in four cancer sites. The summary random effect estimates were significant at P≤0.05 in 23 meta-analyses (79%). When assessing study quality and evidence grade, studies of six cancer-sites did not have substantial heterogeneity and had strong or highly suggestive evidence of association with incident cancers, namely colorectal, hepatocellular, gallbladder, pancreatic, breast and endometrial cancer. Furthermore, we found four studies assessing the potential causaleffect of T2DM and six studies assessing the potential causal effect of fasting insulin or fasting glucose upon site-specific cancers. No causal effect was found between genetically predicted T2DM or fasting glucose and cancers, except fasting glucose and squamous cell lung carcinoma, whereas genetically predicted fasting insulin was causally associated with an increased risk of breast, endometrial, pancreatic and renal cancers. In conclusion, we found strong evidence for the association between T2DM and various cancers. In the third study, data from the CLUE II cohort were used and the possible association between inflammation and colorectal cancer was examined by evaluating the circulating concentrations of interleukin6 (IL-6). Specifically, matched odds ratios and the corresponding 95 % confidence intervals (CIs) were estimated using conditional logistic regression models in a nested case-control study. In addition, the validity of the literature was evaluated through a meta-analysis of prospective epidemiological studies in order to summarize all bibliographic evidence and study its heterogeneity. Participants in the highest third of plasma IL-6 concentration had a 2.48 times higher risk of colon cancer compared to participants in the bottom third (95 % CI 1.26–4.87; p-trend 0.02) after multivariate adjustment. This association did not differ according to the stage of disease, age, sex, or other potential modifying variables and remained statistically significant after adjustment for C-reactive protein concentrations. No statistically significant association was observed for rectal cancer risk. The meta-analysis of six prospective studies yielded an increased but borderline statistically significant risk of colon cancer per 1 unit increase in naturally logarithm transformed IL-6 (summary RR 1.22; 95 % CI 1.00–1.49; I2 46 %). An inverse association was noted for rectal cancer (RR 0.69; 95 % CI 0.54–0.88; I20 %), but there was evidence for small study effects (P 0.02). The findings provide support for amodest positive association between IL-6 concentrations and colon cancer risk. More work is needed to determine whether IL-6 is a valid marker of colorectal inflammation and whether such inflammation contributes to colon and rectal cancer risk. Ο καρκίνος είναι ένα σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας παγκοσμίως και είναι η δεύτερη αιτία θανάτου. Η τελευταία έκδοση της βάσης δεδομένων GLOBOCAN (Σεπτέμβριος 2018) προβλέπει 18 εκατομμύρια περιπτώσεις καρκίνου και 9.6 εκατ. θανάτους από καρκίνο για το 2018. Ο κύριος στόχος αυτής της εργασίας είναι η διερεύνηση πιθανών συσχετίσεων μεταξύ μεγάλων κατηγοριών πιθανών παραγόντων κινδύνου, δηλαδή αρτηριακή πίεση, σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 και φλεγμονή, και της επίπτωσης του καρκίνου. Τα συγκεκριμένα ερωτήματα διερευνήθηκαν μέσα από τρεις ξεχωριστές μελέτες: Στην πρώτη μελέτη χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από την Ευρωπαϊκή Προοπτική Μελέτη Καρκίνου και Διατροφής (EPIC) και εξετάστηκε η συσχέτιση της αρτηριακής πίεσης με τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου σε όλες τις ανατομικές περιοχές. Εκτιμήθηκαν οι λόγοι κινδύνου (HRs) χρησιμοποιώντας μοντέλα αναλογικού κινδύνου του Cox για τη συστολική αρτηριακή πίεση (ΣΑΠ), διαστολική αρτηριακή πίεση (ΔΑΠ), μέση αρτηριακή πίεση (ΜΑΠ), υπέρταση και αντιυπερτασική θεραπεία. Επιπλέον εξετάστηκε πιθανη παρουσία στατιστικών αλληλεπιδράσεων ανάλογα με την ηλικία, το φύλο, το δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ), το κάπνισμα, την πρόσληψη οινοπνευματωδών ποτών και τη χρήση αντιυπερτασικής θεραπείας. Τέλος εκτελέστηκαν αναλύσεις ευαισθησίας, εξαιρώντας τα πρώτα δύο έτη της παρακολούθησης για να μειωθεί το ενδεχόμενο ανάστροφης αιτιότητας. Η μελέτη περιελάβανε συνολικά 307.318 άνδρες και γυναίκες, με μέσηπαρακολούθηση 13.7 (τυπική απόκλιση 4.4) χρόνων και 39.298 περιστατικά καρκίνου. Επιβεβαιώσαμε την αναμενόμενη θετική συσχέτιση με τον καρκίνο του νεφρού: HR = 1.12 (1.08-1.17) ανά 10 mmHg υψηλότερης ΣΑΠ και HR = 1.23 (1.14-1.32) για την ΔΑΠ. Επιπλέον, διαπιστώσαμε θετικούς συσχετισμούς για τον καρκίνο πλακωδών κυττάρων του οισοφάγου: HR = 1.16 (1.07-1.26) (ΣΑΠ), HR = 1.31 (1.13-1.51) (ΔΑΠ), ασθενέστερους συσχετισμούς για καρκίνους κεφαλής και τραχήλου: HR = 1. 08 (1.04-1.12 (ΣΑΠ), HR = 1.09 (1.01-1.17) (ΔΑΠ) και ομοίως για τον καρκίνο πλακωδών κυττάρων του δέρματος, τον καρκίνο του παχέος εντέρου, τον μετεμμηνοπαυσιακό καρκίνο του μαστού και το αδενοκαρκίνωμα της μήτρας. Παρατηρήσαμεαδύναμους αρνητικούς συσχετισμούς της ΣΑΠ με τον καρκίνο πλακωδών κυττάρων του τραχήλου της μήτρας: HR = 0.91 (0.82-1.00) και τα λεμφώματα: HR = 0.97 (0.93-1.00). Δεν βρέθηκαν συσχετίσεις με άλλους καρκίνους. Τα αποτελέσματά μας είναι σε μεγάλο βαθμό συμβατά με δημοσιευμένες μελέτες και επιβεβαιώνουν ασθενείς συσχετισμούς αρτηριακής πίεσης με καρκίνους σε συγκεκριμένες θέσεις και μορφολογίες. Στη δεύτερη μελέτη αξιολογήθηκε η ισχύς της βιβλιογραφίας αναφορικά με τη συσχέτιση του διαβήτη τύπου 2 (ΣΔτ2) με τον κίνδυνο ανάπτυξης και θανάτου από καρκίνο μέσω μιας ανασκόπησης ομπρέλας. Υπολογίστηκε η συνοπτική επίδραση και τα 95% διαστήματα εμπιστοσύνης με τη χρήση σταθμισμένων μεθόδων αντίστροφης διακύμανσης σταθερών και τυχαίων επιδράσεων. Επιπλέον αξιολογήθηκε η ετερογένεια της μελέτης με τη δοκιμασία Q του Cochran και τη μέτρηση I 2 της ασυνέπειας καθώς και η μεθοδολογική ποιότητα όλων των μετα-αναλύσεων που περιλαμβάνονταν με το εργαλείο AMSTAR, έναερωτηματολόγιο 11 σημείων στο οποίο αθροίζονται οι θετικές απαντήσεις για να επιτευχθεί συνολικήβαθμολογία ποιότητας. Τέλος, πραγματοποιήθηκε μία πρόσθετη ανασκόπηση των μελετών Μεντελιανής τυχαιοποίησης που αξιολόγησαν κατά πόσο γενετικά προκαθορισμένη πιθανότητα εμφάνισης ΣΔτ2 και επιπέδων ινσουλίνης, γλυκόζης και γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1C) συσχετίζονται με τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου. Βρήκαμε σχετικές μετα-αναλύσεις μελετών παρατήρησης που αξιολόγησαν τις συσχετίσεις μεταξύ του ΣΔτ2 και της επίπτωσης 18 καρκίνων, τη θνησιμότητα από 7 καρκίνους και την εμφάνιση ή τη θνησιμότητα από 4 καρκίνους. Οι συνολικές εκτιμήσεις τυχαίων επιδράσεων ήταν στατιστικά σημαντικές με τιμή κριτηρίου P <0.05 σε 23 μετα-αναλύσεις (79%). Κατά την αξιολόγηση της ποιότητας των διαθεσίμων τεκμηρίων, βρέθηκε ισχυρή ή εντόνως υποδηλωτική ένδειξη συσχέτισης του ΣΔτ2 με τον καρκίνο του παχέος εντέρου, ηπατοκυτταρικό καρκίνο, καρκίνο της χοληδόχου κύστεως , του παγκρέατος , του μαστού και του ενδομητρίου. Επίσης, βρήκαμε τέσσερις μελέτες Μεντελιανής τυχαιοποίησης που εξέτασαν την πιθανή αιτιώδη επίδραση του ΣΔτ2, και έξι μελέτες που εξέτασαν την πιθανή αιτιώδη επίδραση τηςινσουλίνης νηστείας ή της γλυκόζης νηστείας με συγκεκριμένα είδη καρκίνου. Δεν βρέθηκε αιτιώδηςεπίδραση μεταξύ του ΣΔτ2 ή της γλυκόζης νηστείας και των καρκίνων, εκτός από τη γλυκόζη νηστείας και το πλακώδες καρκίνωμα του πνεύμονα, ενώ τα γενετικά προκαθορισμένα επίπεδα ινσουλίνης νηστείας βρέθηκε ότι σχετίζονταν αιτιακά με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του μαστού, του ενδομητρίου, του παγκρέατος και του νεφρού. Συμπερασματικά λοιπόν, βρήκαμε ισχυρά τεκμήρια για τη συσχέτιση μεταξύ του ΣΔτ2 και διαφόρων καρκίνων. Στην τρίτη μελέτη χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από την κοόρτη CLUE II και εξετάστηκε η πιθανή συσχέτιση μεταξύ της φλεγμονής και του καρκίνου του παχέος εντέρου, μέσω της αξιολόγησης των συγκεντρώσεων της ιντερλευκίνης-6 (IL-6). Συγκεκριμένα, υπολογίστηκαν οι σχετικοί λόγοι (ORs) και τα αντίστοιχα 95% διαστήματα εμπιστοσύνης (CIs) χρησιμοποιώντας μοντέλα λογιστικής παλινδρόμησης σε μια εμφωλεασμένη μελέτη ασθενή-μάρτυρα. Επιπλέον, αξιολογήθηκε η ισχύς της βιβλιογραφίας μέσω μιας μετα-ανάλυσης προοπτικών επιδημιολογικών μελετών για να συνοψίσουμε το σύνολο των τεκμηρίων της βιβλιογραφίας και να μελετήσουμε την ετερογένεια τους. Βρέθηκε πως οι συμμετέχοντες στο υψηλότερο τρίτο της συγκέντρωσης της IL-6 στο πλάσμα είχαν 2.48 φορές υψηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του παχέος εντέρου σε σύγκριση με τους συμμετέχοντες στο κατώτατο τρίτο (95% CI, 1.26-4.87, P, 0.02) μετά από πολυμεταβλητή ανάλυση. Αυτή η συσχέτιση δε διέφερε ανάλογα με το στάδιο της νόσου, την ηλικία, το φύλο ή άλλες πιθανές τροποποιητικές μεταβλητές και παρέμεινε στατιστικά σημαντική μετά την προσαρμογή για τις συγκεντρώσεις της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης. Δεν παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική συσχέτιση για τον κίνδυνο καρκίνου του ορθού, αλλά μόνο του κόλου. Η μετα-ανάλυση έξι προοπτικών μελετών έδειξε αυξημένο αλλά οριακά στατιστικά σημαντικό κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου ανά μονάδα αύξησης στο μετασχηματισμένο φυσικό λογάριθμο της IL-6 (περιληπτικό RR, 1.22, 95% CI, 1.00-1.49, Ι², 46%). Αρνητική συσχέτιση παρατηρήθηκε για τον καρκίνο του ορθού (RR, 0.69, 95% CI, 0.54-0.88, I², 0%), αλλά υπήρχαν ενδείξεις για συστηματικό σφάλμα δημοσίευσης (P, 0.02). Τα ευρήματα παρέχουν υποστήριξη για μέτρια θετική συσχέτιση μεταξύ των συγκεντρώσεων IL-6 και του κινδύνου καρκίνου του παχέος εντέρου. Χρειάζεται περισσότερη έρευνα για να καθοριστεί εάν η IL-6 είναι ένας έγκυρος δείκτης της φλεγμονής στοπαχύ έντερο και πώς/εάν η φλεγμονή αυτή συμβάλλει στον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου. 1211 404 488 Purpose: The aim of the present study is to assess the frequency of psychiatric symptoms in patients with epilepsy in Epirus, Greece and to compare the, the severity of psychiatric symptoms, the quality of life, the religiousness and the defense mechanisms between patients with epilepsy and healthy controls. Furthermore, our study tries to find factors potentially related to the severity of psychiatric symptoms, the quality of life, the illness perception, the religiousness and the defenses in patients with epilepsy. Methods: Adult patients with epilepsy followed up at the University Hospital of Ioannina and healthy controls were recruited between 2011-2016. Demographic data of all the participants and epilepsy characteristics of the patients with epilepsy were recorded. All participants were examined with the ΜΙΝΙ Psychiatric Interview and Montreal Cognitive Assessment (MoCΑ) test. They completed the Patient Health Questionnaire (PHQ-9), Symptom Check List 90 Revised (SCL-90R), WHO Quality of life brief (WHOQOLBREF), System of Belief Inventory (SΒΙ-15), Life Style Index (LSI) and Defense Style Questionnaire (DSQ-88) questionnaires. Patients with epilepsy also completed Brief Illness Perception Questionnaire (BIPQ) and Adverse Event Profile Questionnaire (ΑΕΡ). Results: Seventy patients with epilepsy and 70 healthy controls were enrolled in the study. In patients with epilepsy, 28.6% had Major Depressive Disease (in 45% depression was undiagnosed), 7.1% panic disorder, 18.6% suicidality and 42.9% Generalized Anxiety Disorder vs 2.9%, (0% undiagnosed), 2.9%, 10% and 22.9% respectively in controls. Patients with epilepsy had more severe depression, anxiety and somatization symptoms compared to controls. Patients had lower quality of life, higher religiosity and higher maladaptive defenses compared to controls. Patients with epilepsy had lower educational level compared to healthy controls. However, there were no differences in marriage and unemployment rates. In patients with epilepsy, higher educational lever was associated to lower severity of depressive, anxiety, somatization symptoms and suicidality, to better quality of life and better illness perception. Seizure frequency was associated with depression and somatization, lower quality of life and worse illness perception. The number of antiepileptic drugs was related to lower quality of life and worse illness perception. The adverse effects of antiepileptic drugs were strongly related to depression, suicidality, anxiety and somatization, to lower quality of life and worse illness perception. Conclusion: Improvement of the level of education, decrease of seizures frequency and less adverse effects of the antiepileptic drugs may decrease the severity of psychiatric symptoms and improve the quality of life and the illness perception of the patients with epilepsy. Στόχος: Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι να καθοριστεί ένα ενδεικτικό ποσοστό ψυχιατρικών παθήσεων στους ασθενείς με επιληψία στην Ήπειρο. Να γίνει σύγκριση δημογραφικών στοιχείων, της έντασης ψυχιατρικών συμπτωμάτων, της ποιότητας ζωής, της θρησκευτικότητας και των μηχανισμών άμυνας μεταξύ ασθενών με επιληψία και υγιών μαρτύρων. Και τέλος να καθοριστούν παράγοντες που σχετίζονται με την ένταση των ψυχολογικών συμπτωμάτων, της ποιότητας ζωής, της αντίληψης για τη νόσο, της θρησκευτικότητας και των μηχανισμών άμυνας στους ασθενείς με επιληψία. Μεθοδολογία: Ενήλικες ασθενείς που παρακολουθούνταν στα Εξωτερικά Ιατρεία Επιληψίας Νευρολογικής Κλινικής Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων καθώς και υγιείς μάρτυρες συμμετείχαν στη μελέτη το διάστημα 2011-2016. Καταγράφηκαν τα δημογραφικά τους στοιχεία καθώς και τα χαρακτηριστικά της επιληψίας των ασθενών. Εξετάσθηκαν όλοι οι συμμετέχοντες από τη ΜΙΝΙ Neuropsychiatric Interview και το Montreal Cognitive Assessment test (MoCA). Έπειτα συμπλήρωσαν τα ερωτηματολόγια the Patient Health Questionnaire (PHQ-9), Symptom Check List 90 Revised (SCL-90R), WHO Quality of life brief (WHOQOLBREF), System of Belief Inventory (SΒΙ-15), Life Style Index (LSI) and Defense Style Questionnaire (DSQ-88) questionnaires. Οι ασθενείς με επιληψία συμπλήρωσαν επιπλέον τα Brief Illness Perception Questionnaire (BIPQ) and Adverse Event Profile Questionnaire (ΑΕΡ). Αποτελέσματα: Εβδομήντα ασθενείς και 70 μάρτυρες συμμετείχαν στη μελέτη. Από τους ασθενείς με επιληψία 28,6% των ασθενών παρουσίαζαν μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο (στο 45% αυτών των ασθενών η κατάθλιψη ήταν αδιάγνωστη), 7,1% διαταραχή πανικού, 18.6% αυτοκτονικότητα και 42,9% Γενικευμένη διαταραχή άγχους. Αντίστοιχα οι υγιείς μάρτυρες είχαν ποσοστά 2.9% (0 αδιάγνωστη), 2.9%, 10% και 22.9%. Οι ασθενείς με επιληψία είχαν χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης σε σχέση με τους υγιείς μάρτυρες. Ωστόσο, δεν παρατηρήθηκαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές στις δύο ομάδες όσον αφορά το γάμο και τα ποσοστά ανεργίας. Όσον αφορά τα ψυχολογικά συμπτώματα, οι ασθενείς με επιληψία είχαν πιο συχνά κατάθλιψη, άγχος και σωματοποίηση σε σχέση με τους υγιείς μάρτυρες. Οι ασθενείς με επιληψία είχαν χαμηλότερη ποιότητα ζωής σε σχέση με τους υγιείς μάρτυρες ενώ η θρησκευτικότητα ήταν πιο υψηλή στους ασθενείς. Ακόμη, οι ασθενείς με επιληψία παρουσίαζαν πιο αυξημένες τις δυσπροσαρμοστικές άμυνες σε σχέση με τους μάρτυρες. Στους ασθενείς με επιληψία, υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσής τους σχετίσθηκε με χαμηλότερα ποσοστά κατάθλιψης και αυτοκτονικού ιδεασμού, καθώς και χαμηλότερης έντασης συμπτώματα άγχους και σωματοποίησης. Το υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης επίσης συσχετίσθηκε με καλύτερη ποιότητα ζωής και καλύτερη αντίληψη για τη νόσο. Η συχνότητα των κρίσεων σχετίσθηκε σημαντικά με την ένταση συμπτωμάτων κατάθλιψης σωματοποίησης καθώς και με χαμηλότερη ποιότητα ζωής και χειρότερη αντίληψη για τη νόσο. Ο μεγάλος αριθμός των αντιεπιληπτικών φαρμάκων συσχετίσθηκε με χειρότερη ποιότητα ζωής και χειρότερη αντίληψη για τη νόσο. Οι παρενέργειες των αντιεπιληπτικών φαρμάκων συσχετίζονται πιο ισχυρά από κάθε άλλη παράμετρο με την κατάθλιψη, τον αυτοκτονικό ιδεασμό, το άγχος και τη σωματοποίηση. Συμβάλουν σε χαμηλότερη ποιότητα ζωής καθώς και χειρότερη αντίληψη των ασθενών για την επιληψία. Συμπέρασμα: Η βελτίωση του επιπέδου εκπαίδευσης, η μείωση της συχνότητας των κρίσεων και η μείωση των παρενεργειών των αντιεπιληπτικών φαρμάκων μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση ψυχοπαθολογικών εκδηλώσεων, σε βελτίωση της ποιότητας ζωής και σε βελτίωση της αντίληψης για τη νόσο στους ασθενείς με επιληψία. 1212 103 112 The interconnection of mature defense mechanisms with the quality of care provided by Intensive Care Units' Health professionals Η διασύνδεση των ώριμων μηχανισμών άμυνας με την ποιότητα παρεχόμενης φροντίδας των επαγγελματιών υγείας των Εντατικών Μονάδων Θεραπείας Theories about mature defense mechanisms, such as humor, have been developed by various disciplines. In recent years, their writing and their relationship with care has been increasing, and many workshops are being organized by therapists for their study, which incorporate forms of education with humorous presentations and activities. Many research studies link humor to stress management and treatment. Care researchers have approached the prospect of humor in modern clinical practice. Researchers have recognized humor as a constructive care intervention with positive physical and psychological effects. Θεωρίες για τους ώριμους μηχανισμούς άμυνας, όπως το χιούμορ, έχουν αναπτυχθεί από διάφορους επιστημονικούς κλάδους. Τα τελευταία χρόνια η αρθρογραφία τους και η σχέση τους με τη φροντίδα αυξάνει και πολλά εργαστήρια οργανώνονται από θεραπευτές για τη μελέτη τους, τα οποία ενσωματώνουν μορφές εκπαίδευσης με παρουσιάσεις και δραστηριότητες που βασίζονται στο χιούμορ. Πολλές ερευνητικές μελέτες διασυνδέουν το χιούμορ με τη διαχείριση του άγχους, με τη θεραπεία. Ερευνητές της φροντίδας έχουν προσεγγίσει την προοπτική του χιούμορ στη σύγχρονη κλινική πράξη. Ερευνητές έχουν αναγνωρίσει το χιούμορ ως εποικοδομητική παρέμβαση φροντίδας με θετικά σωματικά και ψυχολογικά αποτελέσματα. 1213 252 305 "Η σχέση του προεγχειρητικού άγχους με τα συναισθήματα αυτοσυμπόνιας των ασθενών" Background: Presurgically, patients have high anxiety levels, due to a lack of control during the surgical procedure, as well as due to uncertainty for its outcomes. Methods: This study included 103 presurgical patients. The participants completed sociodemographic assessments, the State-Trait Anxiety Inventory (STAI), which measures anxiety, the Humor Styles Questionnaire, which assesses humor, and the Self-Compassion Scale, which measures self-compassion. The research questions of the study were the following: 1) Which is the difference in presurgical anxiety, self-compassion and humor between males and females? 2) Which is the association between presurgical anxiety, self-compassion and humor in the participants of the study, in total as well as based on their gender? Results: Based on the data analysis, males had lower trait anxiety compared to females (p=0.006), lower state anxiety (p=0.000) and higher levels of humor (p=0.008). No differences were noted based on the responders’ gender on self-compassion (p=0.343). In total, self-compassion was not significantly associated with any other studied parameter. State and trait anxiety had a negative and statistically significant association with humor (r=-0.276, p=0.005, r=-0.385, p=0.000). Nevertheless, the sub-group analysis did not lead to significant associations in females, whereas in males only trait anxiety had a negative and statistically significant association with humor (r=-0.478, p=0.001). Humor was insignificantly associated with self-compassion (r=0.188, p=0.057). Conclusions: The study lead to significant gender differences in presurgical anxiety, which reflect the general differences of males and females in anxiety levels. Queerly, anxiety was not significantly associated with self-compassion and humor. Humor was also unrelated to self-compassion. Υπόβαθρο: Προεγχειρητικά, οι ασθενείς βιώνουν έντονο άγχος ως απόρροια της αβεβαιότητας του χειρουργείου, καθώς και λόγω της απώλειας ελέγχου κατά τη διάρκεια του. Μεθοδολογία: Στην παρούσα έρευνα συμμετείχαν 103 προεγχειρητικοί ασθενείς. Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν κοινωνικοδημογραφικές μετρήσεις, το ερωτηματολόγιο State-TraitAnxiety Inventory (STAI), το οποίο αξιολογεί το περιστασιακό και ιδιοσυγκρασιακό άγχος, το Humor Styles Questionnaire, το οποίο μετρά το χιούμορ, και το Self-Compassion Scale, το οποίο αξιολογεί την αυτοσυμπόνοια. Τα ερευνητικά ερωτήματα που τέθηκαν κατά το σχεδιασμό της μελέτης ήταν τα παρακάτω: 1) Ποιά η διαφορά του προεγχειρητικού άγχους, της αυτοσυμπόνοιας και του χιούμορ ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες ασθενείς; 2) Ποιά η σχέση του προεγχειρητικού άγχους, της αυτοσυμπόνοιας και του χιούμορ στο σύνολο των ασθενών και στις υπο-ομάδες που σχηματίζονται με βάση το φύλο αυτών; Αποτελέσματα: Με βάση την ανάλυση, οι άντρες είχαν χαμηλότερο ιδιοσυγκρασιακό άγχος από τις γυναίκες (p=0.006), χαμηλότερο περιστασιακό άγχος (p=0.000) και εντονότερο χιούμορ (p=0.008). Τα δύο φύλα δεν διέφεραν ως προς τα επίπεδα αυτοσυμπόνοιας (p=0.343). Στο σύνολο του δείγματος, η αυτοσυμπόνοια δεν σχετιζόταν σε στατιστικά σημαντικό βαθμό με καμία άλλη παράμετρο. Το περιστασιακό άγχος και το ιδιοσυγκρασιακό άγχος παρουσίαζαν μια αρνητική και στατιστικά σημαντική συσχέτιση με το χιούμορ (r=-0.276, p=0.005 & r=-0.385, p=0.000). Ωστόσο, κατά την ανάλυση υπο-ομάδων με βάση το φύλο οι σχέσεις αυτές δεν ήταν στατιστικά σημαντικές για τις γυναίκες, ενώ στους άντρες καταγράφηκε μια αρνητική στατιστικά σημαντική συσχέτιση του χιούμορ μόνο με το ιδιοσυγκρασιακό άγχος (r=-0.478, p=0.001). Το χιούμορ σχετιζόταν σε οριακό μη στατιστικά σημαντικό βαθμό με την αυτοσυμπόνοια (r=0.188, p=0.057). Συμπεράσματα: Η έρευνα οδήγησε σε σημαντικές διαφυλικές διαφορές στο προεγχειρητικό άγχος, οι οποίες αντανακλούν τις ευρύτερες διαφορές άγχους αντρών-γυναικών. Παραδόξως, δεν καταγράφηκαν ουσιώδεις συσχετίσεις μεταξύ του άγχους, της αυτοσυμπόνοιας και του χιούμορ στους προεγχειρητικούς ασθενείς. Το χιούμορ φαίνεται να μην σχετίζεται σε σημαντικό βαθμό με την αυτοσυμπόνοια. 1214 255 305 Η αποτελεσματικότητα της θεραπευτικής μάλαξης στην αντιμετώπιση του μη ειδικού πόνου στην περιοχή της οσφύος Objectives: To (1) assess the effectiveness of Swedish massage in the treatment of non-specific pain in the lumbar region, to (2) measure the effects of Swedish massage on pain intensity, disability indexes and anxiety levels and to (3) measure pain intensity, disability indexes and anxiety levels before and after a single session Design: Experimental pilot study. Settings/Location: Settings of a private physiotherapeutic center in Athens, Greece. Subjects: Forty-five (45) women with non-specific pain in the lumbar region. Interventions: Ten sessions performed day after day of classical Swedish massage techniques (effleurage, petrissage, kneading, rolling, friction). Outcome Measures: Baecke Questionnaire, Pain intensity (Visual Analog Scale), Oswestry Disability Index, Rolland-Morris Disability and HAMilton Anxiety Scale (HAMA). Results: Results showed significant pain reduction after the 5th session which was maintained until the end of the research programme and 1 month after (p=0,006). Only at the end of the 10 sessions there was a statistically significant reduction in anxiety levels between the two groups (p=0,025). Regarding the functional levels, there was a statistically significant difference between the two groups at the end of 10 sessions [Rolland-Morris (p=0.000) and Oswestry Disability Index (p=0,001)]. Before and after a single session of Swedish massage, pain intensity and anxiety levels were reduced and functional ability was improved. Conclusions: Results of this pilot study support the effectiveness of Swedish massage for the treatment of non-specific pain in the lumbar region and its efficacy in reducing pain. If results are confirmed in a larger randomized trial, Swedish massage could be an important component of therapeutic sessions. Στόχοι: Να (1) αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα της κλασσικής (σουηδικής) μάλαξης για τη θεραπεία της μη-ειδικής αιτιολογίας οσφυαλγίας, να (2) αξιολογηθεί η επίδραση της μάλαξης στην ένταση του πόνου, στους δείκτες αναπηρίας και στα επίπεδα άγχους και (3) να μετρηθεί η ένταση του πόνου, οι δείκτες αναπηρίας και τα επίπεδα του άγχους πριν και μετά από μία μόνο συνεδρία. Είδος έρευνας: Πειραματική πιλοτική μελέτη. Τοποθεσία: Ιδιωτικό εργαστήριο φυσικοθεραπείας στην Αθήνα. Δείγμα: Σαράντα-πέντε (45) γυναίκες με μη ειδικής αιτιολογίας πόνο στην οσφυϊκή περιοχή. Παρέμβαση: Δέκα συνεδρίες, κλασσικής σουηδικής μάλαξης (χειρισμοί: γλιστρήματα επί πολής και εν τω βάθη, θωπείες, πιέσεις κατά μήκος του μυός, ζυμώματα, ρολάρισμα, ανατρίψεις) που πραγματοποιήθηκαν μέρα παρά μέρα. Ερωτηματολόγια: Ερωτηματολόγιο Baecke για την συνήθη φυσική δραστηριότητα, κλίμακα έντασης του πόνου (Visual Analog Scale), Oswestry Disability Index, Rolland-Morris Disability και Hamilton Anxiety Scale (HAMA). Αποτελέσματα: Τα αποτελέσματα έδειξαν σημαντική μείωση του πόνου μετά την 5η συνεδρία η οποία διατηρήθηκε μέχρι το τέλος του προγράμματος και 1 μήνα μετά (p = 0,006). Μόνο στο τέλος των 10 συνεδριών υπήρξε μια στατιστικά σημαντική μείωση των επιπέδων του άγχους μεταξύ των δύο ομάδων (p = 0,025). Όσον αφορά τα λειτουργικά επίπεδα, υπήρξε μια στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων στο τέλος των10 συνεδριών [Rolland-Morris (p = 0,000) και Oswestry Disability Index (p = 0,001)]. Πριν και μετά από μία μόνο συνεδρία θεραπευτικής μάλαξης, η ένταση του πόνου και τα επίπεδα άγχους μειώθηκαν ενώ βελτιώθηκε και η λειτουργική ικανότητα. Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα αυτής της πιλοτικής μελέτης υποστηρίζουν την αποτελεσματικότητα της κλασσικής σουηδικής μάλαξης για τη θεραπεία του μη-ειδικής αιτιολογίας πόνου στην οσφυϊκή περιοχή και την αποτελεσματικότητά της στη μείωση του πόνου. Αν τα αποτελέσματα επιβεβαιωθούν σε μια μεγαλύτερη τυχαιοποιημένη μελέτη, η θεραπευτική μάλαξη θα μπορούσε να είναι ένα σημαντικό συστατικό των θεραπευτικών συνεδριών. 1215 407 418 Evaluation of LR1/LR2 logistic regression models' precisely estimated probability of ovarian mass malignancy via ultrasonic examination and comparing their application to the widely used and so far suggested RMI Εκτίμηση της δυνατότητας των λογισμικών μοντέλων παλινδρόμησης LR1 / LR2 να υπολογίσουν με ακρίβεια την πιθανότητα κακοήθειας ωοθηκικού μορφώματος μετά από υπερηχογραφική εξέταση και σύγκριση της εφαρμογής τους με το ευρέως χρησιμοποιούμενο και μέχρι σήμερα προτεινόμενο RMI Background: Correct characterization of ovarian lesions is critical to optimize patient care. The purpose of this study is to evaluate the diagnostic performance of the International Ovarian Tumour Analysis (IOTA) logistic regression model (LR1), logistic regression model (LR2) and the Risk of Malignancy Index (RMI) for preoperative characterization of adnexal masses, when ultrasonography is performed by an non experienced examiner level I-II. Methods: A 9-year retrospective single-center study in the gynecological ultrasonography unit of Alexandra universal hospital. Transvaginal ultrasonography was performed using a standardized approach. The final outcome was the surgical findings and histological diagnosis which was the ‘gold standard’. To characterize the adnexal masses, the twelve- variable prediction model (LR1) with a cutoff of 0.1, the six-variable prediction model (LR2) with a cutoff of 0.1, and the RMI with cutoff of 200 were applied. The area under the curves (AUCs) for performance of LR1, LR2 and RMI were calculated. Diagnostic performance measures for all models assessed were sensitivity, specificity, positive and negative likelihood ratios (LR + and LR -), and the diagnostic odds ratio (DOR). Results: One thousand and thirty-two (1032) women with adnexal masses underwent transvaginal ultrasonography, whereas 792 had surgery. Prevalence of malignancy was 14, 6 %. The AUCs for LR1, LR2 and RMI for all masses were 0,886 (95% confidence interval (CI): 0,855-0,917), 0,839 (95% confidence interval (CI): 0,795-0,882) and 0,869 (95%CI: 0,810-0,928). The sensitivity for LR1, LR2, and RMI for all masses was 0,741, 0,724 and 0,667, while the specificity for LR1, LR2 and RMI were 0,854, 0,855 and 0,960. The twoIOTA models had higher sensitivity compared with the non IOTA RMI model. For all masses, the DORs for LR1, LR2 and RMI, were 16,707 (95% CI: 13,165-21,204), 15,482 (95% CI: 12,243-19,578), 47,846 (95% CI: 32,553-70,324). Conclusion: This is the first study in Greece including a large number of patients, which compare both LR1 and LR2 IOTA models with the well known RMI model. Eventually, the IOTA models LR1 and LR2 due to their higher sensitivity seem to be a pivotal tool for the ultrasonic evaluation of the nature of ovarian formations for the majority of cliniciangynecologists in order to identify the adnexal pathology and especially malignancy. The non IOTA RMI model remains an equal important tool for the discrimination of adnexal pathology. Εισαγωγή: Ο σωστός χαρακτηρισμός των ωοθηκικών βλαβών είναι κρίσιμος για τη βελτιστοποίηση της περίθαλψης του ασθενούς. Σκοπός αυτής της μελέτης είναι η αξιολόγηση της διαγνωστικής απόδοσης του μαθηματικού μοντέλου παλινδρόμησης (LR1), του μοντέλου παλινδρόμησης (LR2) και του δείκτη κινδύνου κακοήθειας (RMI) για τον προεγχειρητικό χαρακτηρισμό των εξαρτηματικών βλαβών, όταν το υπερηχογράφημα εκτελείται από μη έμπειρο εξεταστή επίπεδο Ι-ΙΙ. Μέθοδοι: Μια 9ετής αναδρομική μονοκεντρική μελέτη στη μονάδα γυναικολογικής υπερηχογραφίας του Νοσοκομείου Αλεξάνδρα. Το διακολπικό υπερηχογράφημα πραγματοποιήθηκε χρησιμοποιώντας τυποποιημένη προσέγγιση. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν τα χειρουργικά ευρήματα και η ιστολογική διάγνωση που ήταν ο ‘χρυσός κανόνας’. Για τον χαρακτηρισμό των εξαρτηματικών βλαβών, εφαρμόστηκε το μοντέλο πρόβλεψης με 12 μεταβλητές (LR1) με cutoff το 0,1, το μοντέλο πρόβλεψης έξι μεταβλητών (LR2) με cutoff το 0,1 και ο δείκτη κινδύνου κακοήθειας RMI με cutoff το 200. Η περιοχή κάτω από τις καμπύλες (AUC) για την απόδοση των LR1, LR2 και RMI υπολογίστηκε. Τα μέτρα διαγνωστικής απόδοσης για όλα τα μοντέλα που αξιολογήθηκαν ήταν η ευαισθησία, η ειδικότητα, ο θετικός και αρνητικός λόγος πιθανοφάνειας (LR + και LR -) και ο λόγοςπιθανοτήτων (DOR). Αποτελέσματα: Χίλιες τριάντα δύο (1032) γυναίκες με εξαρτηματικά μορφώματα υποβλήθηκαν σε διακολπικό υπερηχογράφημα, ενώ οι 792 από αυτές υποβλήθηκαν στησυνέχεια σε χειρουργική επέμβαση. Το ποσοστό κακοήθειας ήταν 14,6%. Οι τιμές AUC για το LR1, LR2 και RMI για το σύνολο των μορφωμάτων ήταν 0,886 (95% CI: 0,855-0,917), 0,839 (95% CI: 0,928). Η ευαισθησία των LR1, LR2, RMI στο σύνολο των μορφωμάτων ήταν 0,741, 0,724 και 0,667, ενώ η ειδικότητα των LR1, LR2 και RMI ήταν 0,854, 0,855 και 0,960. Τα δύο μοντέλα IOTA είχαν μεγαλύτερη ευαισθησία σε σύγκριση με το μοντέλο RMI. Στο σύνολο των μορφωμάτων, οι λόγοι πιθανοτήτων (DOR) για τα LR1, LR2 και RMI ήταν 16,707 (95% CI: 13,165-21,204), 15,482 (95% CI: 12,243-19,578), 47,846 (95% CI: 32,553-70,324). Συμπέρασμα: Αποτελεί την πρώτη μελέτη πολύ μεγάλου δείγματος στην Ελλάδα, όπου γίνεται σύγκριση του LR1 και LR2 IOTA μοντέλου με το γνωστό μέχρι σήμερα μοντέλο RMI. Τελικά, τα μοντέλα IOTA LR1 και LR2 λόγω της πιο υψηλής τους ευαισθησίας, φαίνεται να είναι ένα βασικό εργαλείο για την υπερηχογραφική αξιολόγηση της φύσης των ωοθηκικών μορφωμάτων στα χέρια των κλινικών γυναικολόγων ούτως ώστε να αναγνωρίζεται η εξαρτηματική παθολογία και ειδικά η κακοήθεια. Το μοντέλο RMI παραμένει ένα εξίσου σημαντικό εργαλείο για τη διάκριση της εξαρτηματικής παθολογίας. 1216 242 268 The impact of metabolic syndrome and its components on perioperative outcomes after elective laparotomy Η επίδραση του μεταβολικού συνδρόμου στην έκβαση χειρουργικών ασθενών που υποβάλλονται σε λαπαροτομία Metabolic syndrome (MetS) comprises a constellation of risk factors that include high blood pressure, atherogenic dyslipidaemia, elevated fasting blood glucose and central obesity. MetS is frequent in the general population and has been associated with several comorbidities. The aim of this study was to access the impact of MetS on perioperative outcomes of patients undergoing elective abdominal surgery via laparotomy.METHODS: This prospective observational study (ClinicalTrials.gov:NCT02447523) invcluded 105 consecutive not known-diabetic patients (ASA I-III) undergoing elective abdominal surgery via laparotomy. Patients were divided into two groups based on the established diagnosis of MetS. Clinical characteristics, intra- and post-operative data, laboratory measurements and perioperative adverse events according to the European Perioperative Clinical Outcome (EPCO) definitions were recorded.RESULTS: The prevalence of MetS was 57.1%. Coronary artery disease and peripheral vascular disease were more prevalent in MetS patients (p<0.05). Operative data (duration of surgery and anaesthesia, volume of crystalloids and colloids given) were similar among groups. The presence of MetS was associated with a 2.64 higher odds (95% CI 1.18-5.95, p=0.019) for respiratory events and a 3.42 higher odds (95% CI 1.05-11.13, p=0.041) for superficial surgical site infections. . Furthermore, regarding MetS patients, all individual components of MetS were associated with worse outcomes in an independent manner.CONCLUSION: In our study, MetS and its individual components were associated with an increased risk of perioperative events in patients undergoing elective abdominal surgery via laparotomy. Το μεταβολικό σύνδρομο αποτελεί ένα σύνολο αλληλοσυσχετιζόμενων παραγόντων κινδύνου μεταβολικής προέλευσης, οι οποίοι φαίνεται ότι προάγουν την ανάπτυξη αθηροσκλήρωσης και την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου και σακχαρώδους διαβήτη τύπου ΙΙ. Χαρακτηρίζεται από διαταραγμένη ανοχή γλυκόζης, αυξημένα επίπεδα τριγλυκεριδίων, μειωμένα επίπεδα HDL-C, αρτηριακή υπέρταση και κεντρικού τύπου παχυσαρκία. ΣΚΟΠΟΣ: Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να εκτιμήσει την επίδραση του ΜΣ στην περιεγχειρητική έκβαση ασθενών που υποβάλλονται σε εκλεκτική λαπαροτομία. ΜΕΘΟΔΟΣ: Σε αυτήν την προοπτική μελέτη παρατήρησης (ClinicalTrials.gov: NCT02447523) συμμετείχαν 105 διαδοχικοί μη διαβητικοί ασθενείς (ASA I-III) που υποβλήθηκαν σε εκλεκτική λαπαροτομία, διάρκειας > 1 ώρα, στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Οι ασθενείς χωρίστηκαν σε δύο ομάδες με βάση τη διάγνωση του ΜΣ. Έγινε καταγραφή των κλινικών χαρακτηριστικών, περιεγχειρητικών δεδομένων, εργαστηριακών μετρήσεων και περιεγχειρητικών επιπλοκών με βάση σύγχρονους Ευρωπαϊκούς ορισμούς (European Perioperative Clinical Outcome). ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Ο επιπολασμός του ΜΣ ανήλθε στο 57.1%. Οι ασθενείς με ΜΣ εμφάνιζαν πιο συχνά στεφανιαία νόσο και περιφερική αγγειακή νόσο (p<0.05). Δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στη διάρκεια του χειρουργείου, διάρκεια της αναισθησίας και στον όγκο και στο είδος των χορηγούμενων υγρών μεταξύ των δύο ομάδων. Η παρουσία του συνδρόμου σχετίστηκε με 2,64 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο για επιπλοκές από το αναπνευστικό σύστημα (95% CI 1,18-5,95, p=0,019) και με 3,42 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο για εμφάνιση επιφανειακών λοιμώξεων τραύματος (95% CI 1.05-11.13, p=0,041). Επιπρόσθετα, στους ασθενείς με ΜΣ, όλα τα χαρακτηριστικά του συνδρόμου συσχετίστηκαν ανεξάτητα με την εμφάνιση επιπλοκών. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Το ΜΣ στο σύνολό του, αλλά και οι επιμέρους μεταβολικές διαταραχές που το απαρτίζουν, σχετίστηκαν με αυξημένο κίνδυνο περιεγχειρητικών επιπλοκών, σε ασθενείς που υποβάλλονται σε προγραμματισμένη λαπαροτομία. 1217 322 342 Translation in Greek and validation of the AEPIQ questionnaire measuring nursing staff’s familiarity with aspects of emergency preparedness Μετάφραση στα ελληνικά και στάθμιση του ερωτηματολογίου AEPIQ σχετικά με την ετοιμότητα του νοσηλευτικού προσωπικού σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης Background: The number of reported emergency incidents and mass casualty incidents continue to rise worldwide. Nurses comprise a significant percent of national health system. As a result, nurses of all specialties should be able to respond effectively in a potential emergency incident or even disaster. Validated questionnaires measuring nurses’ familiarity regarding emergency preparedness have a significant role in revealing the weaknesses that nurses might have when disaster occurs. The adapted version of Emergency Preparedness Information Questionnaire (AEPIQ) is a valid and reliable tool, capable of assessing knowledge and familiarity with aspects of emergency preparedness among nursing staff. Objectives: The aims of this study were to translate the adapted version of Emergency Preparedness Information Questionnaire (AEPIQ) and to evaluate the psychometric properties. Methods: In Phase 1, the AEPIQ was translated into Greek using the translation/back-translation technique, was reviewed for cultural equivalence and was evaluated. In Phase 2, the questionnaire was administered to 109 persons (age M=43,72 years, SD=7,669 range= 43 years) representing different hospitals of Thessaly. Results: The factor structure of the AEPIQ consisted of eight factors, which replicated the eight-dimensional structure of the initial instruments The AEPIQ showed good internal consistency (Cronbach's α =0,954) and test-retest reliability r = .86 (p <.001).). On a subscale level the correlation was: a) Incidentcommandsystem r = .90, b) Triage r = .87, c)Communication and connectivity r = .70, d) Psychological issues and special populations r = .81, e) Isolation, decontaminationand quarantine r = .74, f) Epidemiology and clinical decision making r = .77, g) Reporting and accessing critical resources r = .87, καιh) Biological agents r = .91 Discussion: The AEPIQ has satisfactory psychometric properties and has the potential to be used as a research instrument for measuring of nurses’ preparedness in emergencies. The Greek version retains the eight factor structure as proposed by the initial authors. Εισαγωγή: Τα ποσοστά των καταγεγραμμένων μαζικών καταστροφών και γενικότερα των καταστάσεων έκτακτης ανάγκης αυξάνονται συνεχώς τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και σε εθνικό. Οι νοσηλευτές αποτελούν σημαντικό μέρος του δυναμικού του συστήματος υγείας. Γι’ αυτό, οι νοσηλευτές όλων των ειδικοτήτων πρέπει να είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν σε ενδεχόμενη κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Τα σταθμισμένα εργαλεία που εκτιμούν τις γνώσεις και τις δεξιότητες των νοσηλευτών διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη των αδυναμιών που αυτοί ενδέχεται να εμφανίζουν σε πιθανή καταστροφή. Ηπροσαρμοσμένηεκδοχήτου Emergency Preparedness Information Questionnaire (AEPIQ) αποτελείέναέγκυρο και αξιόπιστο ερωτηματολόγιο αυτο-αξιολόγησης που σχεδιάστηκε για να εκτιμήσει την εξοικείωση των νοσηλευτών σχετικά με την ετοιμότητα σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Σκοπός:Στόχος της μελέτης μουείναι η μετάφραση και η στάθμιση του εργαλείου αυτό-αξιολόγησης AEPIQ με σκοπό την εκτίμηση του βαθμού εξοικείωσης του νοσηλευτικού προσωπικού με καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης. Μέθοδος: Στη Φάση 1, μεταφράστηκε η κλίμακα EmergencyPreparedness InformationQuestionnaire (AEPIQ) στην Ελληνική γλώσσα χρησιμοποιώντας τη μέθοδο translation/back-translation, εξετάστηκε για την πολιτιστική της ισοδυναμία και ακολούθησε η διαδικασία στάθμισης. Στη φάση 2, το ερωτηματολόγιο χορηγήθηκε σε 109 άτομα (ηλικίας M= 43,73 έτη, SD= 7,669, εύρος= 43) από νοσηλευτικά ιδρύματα της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλίας. Αποτελέσματα: ΤοAEPIQ παρουσιάζει εσωτερική συνοχή (Cronbach's α=0,954) και με αξιοπιστία της επαναληπτικής μέτρησης υψηλήr = .86 (p <.001). Σε επίπεδο υποκλιμάκων οι συσχετίσεις ήταν: α) Σύστημα χειρισμού συμβάντων r = .90, β) Διαλογή r = .87, γ) Επικοινωνία και συνδεσιμότητα r = .70, δ) Ψυχολογικά ζητήματα και ειδικός πληθυσμός r = .81, ε) Απομόνωση, απολύμανση και καραντίνα r = .74, στ) Επιδημιολογία και λήψη κλινικών αποφάσεων r = .77, ζ) Αναφορά και πρόσβαση κρίσιμων πόρων r = .87, και η) Βιολογικοί παράγοντες r = .91. Συζήτηση: Η κλίμακαEmergency Preparedness InformationQuestionnaire (AEPIQ) διαθέτει ικανοποιητικές ψυχομετρικές ιδιότητες και έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί ως ένα ερευνητικό εργαλείο για την εκτίμηση του βαθμού εξοικείωσης του νοσηλευτικού προσωπικού με καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης στην Ελλάδα. Η ελληνική έκδοση διατηρεί τη δομή των 8 κατηγοριών, όπως προτείνεται από τους δημιουργούς της κλίμακας. 1218 171 177 In recent decades, the internationalization of higher education accompanied by the development of the European Charter for Higher Education (ΕCHE) has been a subject of educational research and development. Greek higher education adapted a new policy to attract foreign students. As a result the research interest for identifying the factors that affect the academic trajectories of students from diverse backgrounds, who study at the Greek University, has been recently raised. This research project focuses: i) on outlining the academic trajectories of foreign students who present social and cultural individualities and ii) on critically examining the policies for intercultural education and cultural diversity that have been recently applied in Greece. The research data were collected with the method of semi-structured interviews conducted with a sample of foreign students of the University of Ioannina. The findings of the research depict that, although the relevant policies for foreign students have been given due importance, many efforts are still needed to manage diversity and diminish inequalities in the academic and social integration of foreign students. Τις τελευταίες δεκαετίες, η διεθνοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης που αποτελεί συνέπεια της ανάπτυξης του Ευρωπαϊκού Χάρτη Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΧΑΕ) αποτελεί αντικείμενο έρευνας και εκπαιδευτικού σχεδιασμού. Η σταδιακή μετατροπή της χώρας σε φορέα υποδοχής ξένων φοιτητών εγείρει το ενδιαφέρον για τη μελέτη και τον προσδιορισμό εκείνων των παραγόντων, που επηρεάζουν την εκπαιδευτική πορεία των φοιτητών από διαφορετικό υπόβαθρο, οι οποίοι σπουδάζουν στο ελληνικό Πανεπιστήμιο. Το παρόν ερευνητικό εγχείρημα εστιάζει στη σκιαγράφηση της εκπαιδευτικής πορείας ξένων φοιτητών που φοιτούν στο ελληνικό Πανεπιστήμιο οι οποίοι παρουσιάζουν γλωσσικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, και την κριτική διερεύνηση των πολιτικών για τη διαπολιτισμική εκπαίδευση και την πολιτισμική ετερότητα που ισχύουν και εφαρμόζονται στην Ελλάδα. Η συλλογή των δεδομένων της έρευνας γίνεται με τη μέθοδο των ημιδομημένων συνεντεύξεων που πραγματοποιούνται σε δείγμα ξένων φοιτητών/τριών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Τα ευρήματα της έρευνας δείχνουν ότι ενώ, στις πολιτικές προσέλκυσης των ξένων φοιτητών έχει δοθεί δέουσα σημασία, σημαντική είναι η προσπάθεια που πρέπει να γίνει για τις πρακτικές και τις πολιτικές ένταξης και ενσωμάτωσης των ξένων φοιτητών με σκοπό την αποδοχή της διαφορετικότητας και τη διαχείριση της ετερότητας. 1219 156 162 The use of analogies as a teaching tool for explaining the basic concepts of physics in university education Η χρήση των αναλογιών ως διδακτικό εργαλείο για την επεξήγηση βασικών εννοιών της φυσικής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση Analogy in education is an important teaching strategy. Teachers and textbook authors use analogies to help students understand new and difficult concepts. Analogical reasoning is dominant in everyday speech of people and acts as a tool of reflection and interpretation. The purpose of this study is to investigate the use of analogies in university physics textbooks and to investigate the way in which they are structured and presented. Three physics textbooks studied for the presence of analogies and totally were detected 97 analogies. Then, analogies classified according to various criteria such as analogical relationship, subject, presentation format, level of enrichment etc. As a result of the analysis, it was found that authors do make extensive use of analogies and they are used primarily for concepts that have a high level of abstraction and are poorly understood by students. Η αναλογία στον χώρο της εκπαίδευσης αποτελεί μια σημαντική διδακτική στρατηγική. Τόσο οι εκπαιδευτικοί, όσο και οι συγγραφείς των πανεπιστημιακών εγχειριδίων κάνουν χρήση των αναλογιών για να βοηθήσουν τους μαθητές να κατανοήσουν νέες και δύσκολες έννοιες. Ο αναλογικός συλλογισμός είναι κυρίαρχος στην καθημερινή ομιλία των ανθρώπων και λειτουργεί ως εργαλείο σκέψης και ερμηνείας. Σκοπός αυτής της έρευνας είναι η μελέτη της χρήσης των αναλογιών στα πανεπιστημιακά εγχειρίδια Φυσικής και η διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο αυτές δομούνται και παρουσιάζονται. Τρία διδακτικά βιβλία Φυσικής μελετήθηκαν για την ύπαρξη ή όχι αναλογιών και συνολικά καταγράφηκαν 97 αναλογίες. Στη συνέχεια, οι αναλογίες κατηγοριοποιήθηκαν σύμφωνα με διάφορα κριτήρια, όπως αναλογική σχέση, γνωστικό αντικείμενο, τρόπος παρουσίασης, επίπεδο εμπλουτισμού κ.ά. Σαν αποτέλεσμα της έρευνας βρέθηκε ότι οι συγγραφείς κάνουν εκτεταμένη χρήση αναλογιών και τις χρησιμοποιούν κυρίως σε έννοιες, που έχουν υψηλό επίπεδο αφαίρεσης και είναι δύσκολα κατανοητές από τους μαθητές. 1220 183 195 Classroom organization and administration class in elementary school θεωρητική προσέγγιση των παραγόντων του χώρου, του παιδαγωγικού κλίματος και της πειθαρχίας The purpose of this master thesis is the bibliographic exploration of the issue of Classroom Management in the Greek Elementary School. The subject of the thesis focuses on the analysis, description and interpretation of three key sub-factors of this issue.These factors are the organization of the classroom, the shaping of the pedagogical climate (classroom climate) and the maintenance of discipline in the classroom. From the review of greekand foreign literature and articles and the review of relevant research studies, a lot of data emerged.The main conclusion of the thesis is that the issue of Classroom Managementis a matter of communicative and social interaction in the classroom, both between the teacher and the pupils, as well as the students among them.Hence, the teacher has the possibility to manage the organizational-administrative issues of the organization of the classroom, the shaping of the pedagogical climate and the maintenance of discipline in the classroomusing as a basic tool-instrument the direct communication and social interaction with students, which takes place during the day-to-day pedagogical and didactic process in the classroom. Σκοπός της παρούσας μεταπτυχιακής διπλωματικής εργασίας είναι η βιβλιογραφική διερεύνηση του θέματος της Οργάνωσης και Διοίκησης της Σχολικής Τάξης στο Ελληνικό Δημοτικό Σχολείο. Η θεματική της εργασίας εστιάζεται στην ανάλυση, την περιγραφή και την ερμηνεία τριών βασικών επιμέρους παραγόντων του συγκεκριμένου ζητήματος. Αυτοί οι παράγοντες είναι η οργάνωση του χώρου της αίθουσας διδασκαλίας, η διαμόρφωση του παιδαγωγικού κλίματος και η διατήρηση της πειθαρχίας στη σχολική τάξη. Από την ανασκόπηση ελληνικής και ξένης βιβλιογραφίας και αρθρογραφίας και την επισκόπηση σχετικώνερευνητικών μελετών προέκυψαν αρκετά δεδομένα. Το βασικό συμπέρασμα της εργασίας είναι ότι το θέμα της Οργάνωσης και Διοίκησης της Σχολικής Τάξης αποτελεί ένα ζήτημα επικοινωνιακής και κοινωνικής αλληλεπίδρασης στην τάξη τόσο μεταξύ του εκπαιδευτικού και των μαθητών όσο και των μαθητών μεταξύ τους. Ως εκ τούτου, ο εκπαιδευτικός έχει τη δυνατότητα να διευθετήσει τα επιμέρους οργανωτικά-διοικητικά ζητήματα της διαρρύθμισης του χώρου της σχολικής αίθουσας, της διαμόρφωσης του παιδαγωγικού κλίματος και της διατήρησης της πειθαρχίας στην τάξη χρησιμοποιώντας ως βασικό εργαλείο-όργανο-κριτήριο την άμεση επικοινωνία και κοινωνική αλληλεπίδρασή του με τους μαθητές, η οποία συντελείται κατά τη διεξαγωγή της καθημερινής παιδαγωγικής και διδακτικής διαδικασίας στη σχολική τάξη. 1221 186 179 Retail banking in the prefecture of Arta. Research of the views of Epirus bank’s clients’. Λιανική τραπεζική στην περιοχή της Άρτας. Οι απόψεις των πελατών της τράπεζας Ηπείρου. The purpose of this bachelor’s thesis is to analyze and interpret the views of the customers of the Cooperative Bank of Epirus for the products and services provided by the bank today. This thesis consists of two parts, the bibliographic review and the research.The bibliographic review provides a theoretical analysis of consumer behavior in the financial sector and how they react when making investment decisions and whether they are affected. Also, the financial operations and their role within the bank are analyzed so that the public learns the role of each one individually. In addition, reference is made to the concepts of savings, investment and speculation. Information is presented regarding e-banking and the modern banking system in Greece. Finally, data on the Cooperative Bank of Epirus are provided.The second, research, part initially presents the methodology followed for the implementation of the research. Then reference is made to the questionnaire, designed to collect the answers from the customers of the Cooperative Bank of Epirus. Finally, the results are processed, presented and discussed Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να αναλύσει και να ερμηνεύσει τις απόψεις των πελατών της Συνεταιριστικής Τράπεζας Ηπείρου για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που παρέχει η τράπεζα στη σημερινή εποχή. Η συγκεκριμένη εργασία αποτελείται από δύο μέρη, τη βιβλιογραφική επισκόπηση και το ερευνητικό μέρος.Στη βιβλιογραφική ανασκόπηση γίνεται θεωρητική ανάλυση για τις συμπεριφορές των καταναλωτών στο χρηματοοικονομικό τομέα και πως αυτοί αντιδρούν την στιγμή που παίρνουν επενδυτικές αποφάσεις και κατά πόσο επηρεάζονται. Επίσης, αναλύεται η επιρροή του χρηματοοικονομικού συστήματος μέσα στο τραπεζικό χώρο ως προς το ευρύ κοινό. Επιπλέον, γίνεται αναφορά στις έννοιες της αποταμίευσης, της επένδυσης και της κερδοσκοπίας. Παρουσιάζονται πληροφορίες αναφορικά με την ηλεκτρονική τραπεζική (e-banking) και το σύγχρονο τραπεζικό σύστημα στην Ελλάδα. Τέλος, παρατίθενται στοιχεία σχετικά με την Συνεταιριστική Τράπεζα Ηπείρου.Στο δεύτερο, ερευνητικό, μέρος αρχικά παρουσιάζεται η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε για την υλοποίηση της έρευνας. Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στο ερωτηματολόγιο, που σχεδιάστηκε για την συλλογή των απαντήσεων από τους πελάτες της Συνεταιριστικής Τράπεζας Ηπείρου. Τέλος, γίνεται επεξεργασία, παρουσίαση και συζήτηση των αποτελεσμάτων. 1222 441 443 design, implementation and evaluation of a psycho-educational program in early adolescence children for the reduction of the feeling of fear-anxiety and the change of attitudes regarding the framework of death Σχεδιασμός, εφαρμογή και αξιολόγηση ενός ψυχο-εκπαιδευτικού προγράμματος σε παιδιά πρώιμης εφηβείας για τη μείωση του αισθήματος του φόβου-άγχους και την αλλαγή στάσεων αναφορικά με το πλαίσιο του θανάτου The present study aims to evaluate a psycho-educational program in order to reduce children's sense of fear and anxiety in early adolescence and change attitudes towards death. It is the first study, in Greece and abroad, that, in addition to evaluating its effectiveness, also studies the group procedures that contribute to the implementation of this program. The study included 226 primary and secondary school students from the district of Ioannina (103 in the intervention group and 123 in the control group) aged at 11-14 (M = 12.28 ± 15.61, 12.80 ± 4.38). The intervention program included activities to identify the cognitive triangle, namely the connection of emotions with thought and behavior, cognitive reconstruction, learning and applying appropriate management strategies, as well as the strengthening of an optimistic way of thinking regarding to life's valuable gift. The students who participated in the intervention program had a statistically significant reduction in their sense of fear-anxiety concerning death compared to the students in the control group. Encouraging were also the findings of the follow-up measurement, which took place 6 months after the end of the intervention program, that depicted either low levels of fear-anxiety, or even further reduction in a statistically significant manner. Accordingly, the results were positive in terms of the positive change in the attitude of the students towards death to the post-test but also to the follow-up measurements. Specific therapeutic factors emerged during the intervention and their importance varied according to the stage of group development. A special finding, in terms of therapeutic factors, is the fact that apart from the cognitive factors, emotional factors also emerged to a large extent. At the same time, the students developed a good therapeutic alliance with the coordinator from the beginning and formed a positive perception of her facilitation attitudes with statistically significant changes, during and at the end of the intervention. Finally, a good group climate was formed throughout the intervention with statistically significant changes. It is noteworthy that boys and girls benefited equally, as did older and younger students. In conclusion, the present study suggests that a group psychoeducational intervention reduces significantly children's sense of fear-anxiety concerning death and helps them change their attitudes towards it in a more positive way by emphasizing the value of life. Respectively, group processes contribute effectively to the work of a group intervention coordinator. Such programs can be applied to mixed groups, as well as to the aforementioned ages, as the results seem to be encouraging. Η παρούσα έρευνα αποσκοπεί στην αξιολόγηση ενός ψυχοεκπαιδευτικού προγράμματος για τη μείωση του αισθήματος του φόβου-άγχους παιδιών πρώιμης εφηβείας και την αλλαγή στάσεων απέναντι στο πλαίσιο του θανάτου. Είναι η πρώτη μελέτη σε Ελλάδα κι εξωτερικό που πέρα από την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας μελετά και τις ομαδικές διαδικασίες που συντελούν κατά τη διάρκεια της εφαρμογής του εν λόγω προγράμματος. Στην έρευνα συμμετείχαν 226 μαθητές Δημοτικών και Γυμνασίων Σχολείων του νομού Ιωαννίνων (103 στην ομάδα παρέμβασης και 123 στην ομάδα ελέγχου) 11-14 ετών (Μ.Ο. = 12,28 ± 15,61, 12,80 ± 4,38). Το πρόγραμμα παρέμβασης περιελάμβανε δραστηριότητες για την αναγνώριση του γνωστικού τριγώνου, δηλαδή της σύνδεσης των συναισθημάτων με τη σκέψη και τη συμπεριφορά, τη γνωστική αναδόμηση, την εκμάθηση και εφαρμογή κατάλληλων στρατηγικών διαχείρισης, καθώς και την ενίσχυση ενός αισιόδοξου τρόπου σκέψης σχετικά με το πολύτιμο δώρο της ζωής. Οι μαθητές που συμμετείχαν στο πρόγραμμα παρέμβασης σημείωσαν στατιστικά σημαντική μείωση στο αίσθημα του φόβου-άγχους τους απέναντι στον θάνατο συγκριτικά με τους μαθητές της ομάδας ελέγχου. Ενθαρρυντικά ήταν και τα ευρήματα από την επαναληπτική μέτρηση, που πραγματοποιήθηκε 6 μήνες μετά τη λήξη του προγράμματος παρέμβασης, τα οποία έδειξαν είτε να διατηρούνται τα χαμηλά επίπεδα του φόβου-άγχους είτε να μειώνονται ακόμη περισσότερο με στατιστικά σημαντικό τρόπο. Αντίστοιχα, θετικά ήταν τα αποτελέσματα ως προς τη θετική αλλαγή των στάσεων των μαθητών απέναντι στον θάνατο και στη μεταμέτρηση, αλλά και την επαναληπτική μέτρηση. Κατά τη διάρκεια της παρέμβασης λειτούργησαν συγκεκριμένοι θεραπευτικοί παράγοντες, η σημασία των οποίων μεταβαλλόταν ανάλογα με το στάδιο ανάπτυξης των ομάδων. Ιδιαίτερο εύρημα ως προς τους θεραπευτικούς παράγοντες αποτελεί το γεγονός ότι πέρα από τους γνωστικούς παράγοντες αναδείχθηκαν σε μεγάλο ποσοστό και οι συναισθηματικοί παράγοντες. Παράλληλα, οι μαθητές δημιούργησαν εξαρχής μια καλή θεραπευτική συμμαχία με τη συντονίστρια και διαμόρφωσαν μια θετική αντίληψη για τις διευκολυντικές στάσεις της με στατιστικά σημαντικές μεταβολές κατά τη διάρκεια και το τέλος της παρέμβασης. Διαμορφώθηκε ένα καλό ομαδικό κλίμα σε όλη τη διάρκεια της παρέμβασης με στατιστικά σημαντικές μεταβολές. Αξιοσημείωτο είναι ότι αγόρια και κορίτσια ωφελήθηκαν εξίσου, όπως, επίσης, μεγαλύτεροι και μικρότεροι μαθητές. Συμπερασματικά, η παρούσα έρευνα υποδεικνύει ότι μια ομαδική ψυχοεκπαιδευτική παρέμβαση μειώνει σε σημαντικό βαθμό το αίσθημα του φόβου-άγχους των παιδιών για τον θάνατο και τους βοηθά να αλλάξουν τις στάσεις τους απέναντι σε αυτόν με έναν πιο θετικό τρόπο δίνοντας έμφαση στην αξία της ζωής. Αντίστοιχα, οι ομαδικές διαδικασίες συμβάλλουν πρακτικά στο έργο ενός συντονιστή ομαδικών παρεμβάσεων. Τέτοιου είδους προγράμματα είναι δυνατό να εφαρμόζονται σε μεικτού τύπου ομάδες, όπως και στις προαναφερθείσες ηλικίες, καθώς τα αποτελέσματα φαίνεται να είναι ενθαρρυντικά. 1223 162 185 Η συμβολή των ηλεκτροδιαγνωστικών τεστ στην αξιολόγηση και εντόπιση του βαθμού βλάβης του προσωπικού νεύρου IN THE PRESENT COMPARATIVE STUDY WERE CONDUCTED FOUR (4) ELECTROPHYSIOLOGICAL TESTS TO 131 PATIENTS WITH PERIPHERAL FACIAL PALCY, FOR THE PURPOSE OF THE DETERMINATION OF THEIR CONTRIBUTION IN THE EVALUATION OF THE FUNCTIONABILITY OF THE FACIAL NERVE DURING ITS DISORDERS AND THE DETERMINATION OF THE % PERCENTAGEOF CREDIBILITY AND ERROR OF EACH METHOD. THE TWO OUT OF THE FOUR ELECTROPHYSIOLOGICAL TESTS (ELECTRONEUROGRAPHY, FACIAL NERVE LATENCY TEST) AS THEY ARE OBJECTIVE QUANTITATIVE METHODS, WERE IN THE BEGINNING APPLIED TO A GROUP TO 80 PERSONS WITH THE FUNCTIONS OF THEIR NORMAL VALUES WHICH AS WE FOUND ARE 3MV+-0,85 FOR THE ELECTRONEUROGRAPHY AND 3,187+-0,35 FOR THE FACIAL NERVE LATENCY TEST. AFTER EACH TEST SEPARATELY TO THE SAME GROUP OF PATIENTS, FOLLOWED THE COMPARATIVE STUDY OF THE 4 ELECTROPHYSIOLOGICAL TEST FROM WHICH WE FOUND THE FOLLOWING : 1. THE NERVE EXCITABILITY TEST, PRESENT GREAT PERCENTAGE OF ERROR (16%)WHILE IN CERTAIN CASES PRESENT GREAT RETARDATION (OVER 18 DAYS) TO REVEAL THE DEGENERATION OF THE NERVE. (ABSTRACT TRUNCATED) ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΕΦΑΡΜΟΣΤΗΚΑΝ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΗΛΕΚΤΡΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΣΕ 131 ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΗ ΠΑΡΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΝΕΥΡΟΥ, ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΟΥΜΕ ΤΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΝΕΥΡΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΟΥΜΕ ΕΠΙ ΤΟΙΣ % ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΘΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΘΕ ΜΕΘΟΔΟΥ. ΟΙ ΔΥΟ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΗΛΕΚΤΡΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ,ΔΗΛΑΔΗ Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΕΥΡΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Ο ΛΑΝΘΑΝΩΝ ΧΡΟΝΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΝΕΥΡΟΥ, ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΕΣ ΠΟΣΟΣΤΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ, ΕΦΑΡΜΟΣΤΗΚΑΝ ΑΡΧΙΚΑ ΣΕ ΜΙΑ ΟΜΑΔΑ 80 ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΝΕΥΡΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΟΥΝ ΟΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΙΜΕΣ ΤΟΥΣ, ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΟΠΩΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΑΜΕ ΕΙΝΑΙ 3MV +- 0.85ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΕΥΡΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ 3,187 MSEC +- 0,35 ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΑΝΘΑΝΟΝΤΑ ΧΡΟΝΟ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΝΕΥΡΟΥ. Η ΚΑΘΕ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΕΓΙΝΕ ΞΕΧΩΡΙΣΤΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΟΜΑΔΑ ΑΣΘΕΝΩΝ ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ Η ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΟΚΙΜΑΣΙΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΑΜΕ ΤΑ ΕΞΗΣ: 1. Η ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΕΡΕΘΙΣΤΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΝΕΥΡΟΥ-NERVE EXCITABILITY TEST, ΕΧΕΙ ΜΕΓΑΛΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΛΑΘΟΥΣ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΝΕΡΧΕΤΑΙ ΣΤΟ 16% ΚΑΙ ΣΕ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕ ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ (ΑΝΩ ΤΩΝ 18 ΗΜΕΡΩΝ) ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΔΕΙΞΗ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΕΚΦΥΛΙΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΥΡΟΥ. (ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ) 1224 468 538 Antihypertensive effect and cardio-renal protection in hypertensive patients with the use of aliskiren Αντιυπερτασική δράση και νεφρό-καρδιαγγειακή προστασία υπερτασικών ασθενών με τη χορήγηση αλισκιρένης Inhibition of the renin-angiotensin system (RAS) is a critical approach in the management of arterial hypertension, especially in patients with albuminuria. It is well proven that the direct renin inhibitor aliskiren shows comparable clinical efficacy to the angiotensin II receptor blocker valsartan on blood pressure control and albuminuria. However, there is only limited data on the effect of these two RAS blockers in improving arterial stiffness. It has been also suggested that aliskiren has a long half-life and maintains a blood pressure lowering effect following a missed dose. Primary aim of this thesis was to investigate whether aliskiren or valsartan could improve arterial stiffness in hypertensive patients with albuminuria who are already on antihypertensive therapy. In addition, we tested the hypothesis that every other day (eod) administration of aliskiren has the same effects as the once daily (od) dosing in albuminuric hypertensive patients. Thirty-four patients with hypertension and albuminuria less than 1000 mg/g, after a washout period, were randomized to aliskiren or valsartan in a 24-week randomized parallel-group study. A nonsignificant difference in blood pressure was seen between the two treatment groups. Albuminuria was significantly reduced in both groups (56% for the aliskiren group, p<0.05, and 38% for the valsartan group, p<0.05). Only valsartan but not aliskiren significantly reduced carotid-femoral pulse wave velocity (–1.1 ± 0.8 m/s (p=0.02) for valsartan and +0.1 ± 0.7 m/s (ns) for aliskiren). No significant difference was found between the groups in arterial stiffness indices after the 24-week treatment period. Thirteen patients from the aliskiren group after the completion of the first 24-week follow up period were switched to an alternate day regime of aliskiren administration for an additional period of 24 weeks. At the end of the study, the 48-h ambulatory BP monitoring was divided into two 24 h periods. The mean 24h systolic BP, and the mean daytime systolic and diastolic BP were significantly lower (P < 0.05) in the first 24h (when aliskiren was administered) compared with the second period. Central hemodynamics showed no significant differences at any time during monitoring. Administration of aliskiren continued to have the same anti proteinuric effect on the alternate day protocol. Differences in plasma renin activity, plasma renin concentration, and aldosterone level measurements were not significant. The results of this study showed that valsartan improves the pulse wave velocity to a greater extent than aliskiren, despite similar antihypertensive and antiproteinuric effect. Overall aliskiren and valsartan appear to have a similar effect on the indices of arterial stiffness. Systematic review of the literature confirms these results. The BP lowering effect of the administration of aliskiren every 48 hours, although adequate, is less efficient compared with once daily administration, despite the fact that in terms of reducing albuminuria, it appears to be effective. Σύμφωνα με τις τελευταίες κατευθυντήριες οδηγίες για την υπέρταση οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της ΑΙI (αΜΕΑ) και οι ανταγωνιστές των υποδοχέων ΑΤ1 της ΑΙΙ (ΑRΒs) είναι φάρμακα πρώτης επιλογής στην πρόληψη και τη θεραπεία της αρτηριακής υπέρτασης και της καρδιαγγειακής νόσου. Η αλισκιρένη, ο μοναδικός από το στόμα αναστολέας της ρενίνης, εμφανίζει αντιυπερτασική δράση παρόμοια ή και καλύτερη από αυτήν των άλλων αντιυπερτασικών φαρμάκων που αποκλείουν τον άξονα ρενίνης αγγειοτενσίνης όπως οι αΜΕΑ και οι ΑRΒs. Επίσης συγκρίσιμη είναι η αντιπρωτεϊνουρική της δράση με τους αΜΕΑ και τους ΑRΒs. Λίγα όμως είναι τα δεδομένα για την επίδραση της στην ευενδότητα των αγγείων και την αρτηριακή σκληρία. Επιπρόσθετα έχει παρατηρηθεί πως ο χρόνος ημιζωής του φαρμάκου ξεπερνά τις 40 ώρες ενώ διατηρεί την αντιυπερτασική του δράση μετά από μία χαμένη δόση. Πρωτεύων σκοπός αυτής της μελέτης ήταν να διερευνηθεί εάν η αλισκιρένη σε σύγκριση με τη βαλσαρτάνη μπορεί να βελτιώσει την αρτηριακή σκληρία σε υπερτασικούς ασθενείς με λευκωματουρία που βρίσκονται ήδη στην αντιυπερτασική αγωγή. Επιπλέον εξετάσαμε την υπόθεση αν η παρ’ ημέρα χορήγηση της αλισκιρένης έχει τα ίδια αποτελέσματα με την άπαξ ημερησίως σε υπερτασικούς ασθενείς με λευκωματινουρία. Τριάντα τέσσερις ασθενείς με υπέρταση και λευκωματουρία λιγότερο από 1000 mg/g, μετά από μια περίοδο έκπλυσης, τυχαιοποιήθηκαν στην αλισκιρένη ή βαλσαρτάνη σε μια 24-εβδομάδων τυχαιοποιημένη μελέτη παράλληλων ομάδων. Μια μη σημαντική διαφορά στην αρτηριακή πίεση παρατηρήθηκε και στις δύο ομάδες θεραπείας κατά την περίοδο της παρακολούθησης. Η λευκωματουρία μειώθηκε στατιστικά σημαντικά και στις δύο ομάδες (56% για την ομάδα αλισκιρένη, p <0,05, και 38% για την ομάδα βαλσαρτάνη, p <0,05). Η βαλσαρτάνη αλλά όχι η αλισκιρένη μείωσε σημαντικά ταχύτητα σφυγμικού κύματος σε καρωτίδο-μηριαίο επίπεδο (-1,1 ± 0,8 m/s (p = 0.02) για τη βαλσαρτάνη και 0,1 ± 0,7 m/s (ns) για την αλισκιρένη, αντίστοιχα). Μετά από περίοδο παρακολούθησης 24 εβδομάδων δε βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων στη μεταβολή των δεικτών της αρτηριακής σκληρίας. Δεκατρείς ασθενείς από την ομάδα της αλισκιρένης μετά την ολοκλήρωση της περιόδου παρακολούθησης των 24 εβδομάδων συνέχισαν την παρακολούθηση και πέρασαν σε πρόγραμμα παρ’ ημέρα χορήγησης της αλισκιρένης για ένα επιπλέον χρονικό διάστημα 24 εβδομάδων. Στο τέλος της παρακολούθησης αξιολογήθηκε 48ωρη περιπατητική παρακολούθηση αρτηριακής πίεσης σε δύο περιόδους. Η μέση συστολική 24ωρη αρτηριακή πίεση, και η μέση ημερήσια συστολική και διαστολική 24ωρη αρτηριακή πίεση ήταν σημαντικά χαμηλότερα (p<0,05) στο πρώτο 24h (όταν ο ασθενής λάμβανε την αλισκιρένη) συγκριτικά με το δεύτερο 24ωρο. Οι δείκτες της αρτηριακής σκληρίας δεν παρουσίασαν σημαντικές διαφορές σε οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης. Η χορήγηση της αλισκιρένης εξακολούθησε να έχει την ίδια επίδραση στην πρωτεϊνουρία στο πρωτόκολλο της παρ’ ημέρα χορήγησης. Οι διαφορές στην δραστικότητα της ρενίνης του πλάσματος, στη συγκέντρωση ρενίνης στο πλάσμα, και στις μετρήσεις της αλδοστερόνης δεν ήταν σημαντικές. Τα αποτελέσματα της μελέτης μάς έδειξαν ότι η βαλσαρτάνη βελτιώνει την ταχύτητα σφυγμικού κύματος σε μεγαλύτερο βαθμό από την αλισκιρένη, παρά την παρόμοια αντιυπερτασική και αντιπρωτεϊνουρική δράση. Συνολικά όμως τόσο η αλισκιρένη όσο και η βαλσαρτάνη φαίνεται να έχουν παρόμοια επίδραση στους δείκτες της αρτηριακής σκληρίας. Συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας επιβεβαιώνει αυτά τα αποτελέσματα. Η αντιυπερτασική δράση της χορήγησης αλισκιρένης κάθε 48 ώρες, αν και επαρκής, είναι λιγότερο αποτελεσματική παρά την ικανοποιητική αντιπρωτεϊνουρική της δράση. 1225 212 214 Αξιολόγηση επαγγελματικής κόπωσης στο νοσηλευτικό προσωπικό που εργάζεται στο Νοσοκομείο Παίδων «Π. & Α. Κυριακού» The aim of the present study is to investigate the level of burnout syndrome among nurses that work in the Hospital for child "P. & A. Kyriakou". Is studied also the relation of three dimensions of the burnout syndrome (emotional exhaustion, depersonalization and reduced personal accomplishment) with various demographic characteristics of sample (sex, age, study, years of previous experience). The sample of the study comprised 153 nurses that worked in various nursing departments, from which the 131 were women and the 22 men. Became segregation of departments in special and simple departments, with criterion the policy that follows the hospital and the segregation with base the special benefits that are given (days off, bonus). For the measurement of the level of burnout syndrome was used the Maslach Burnout Inventory (1986). The results showed that the burnout syndrome of nurses which works in the Hospital for child "P. & A. Kyriakou" oscillated in mediocre levels. Statistically important differences were located only for the factor emotional exhaustion concerning the under study remainder variables. More concretely, was not observed important differentiation in three dimensions of burn-out syndrome in regard to the sex, while bigger in age and more experienced participating with secondary education that works in the simple departments reported higher levels of emotional exhaustion. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση του επιπέδου της επαγγελματικής εξουθένωσης των νοσηλευτών που εργάζονται στο Νοσοκομείο Παίδων «Π. & Α. Κυριακού». Μελετάται επίσης η σχέση των τριών διαστάσεων της επαγγελματικής εξουθένωσης (συναισθηματική εξάντληση, αποπροσωποποίηση και έλλειψη προσωπικών επιτευγμάτων) με διάφορα δημογραφικά χαρακτηριστικά του δείγματος (φύλο, ηλικία, σπουδές, έτη προϋπηρεσίας). Το δείγμα αποτέλεσαν 153 νοσηλευτές που εργάζονταν σε διάφορα νοσηλευτικά τμήματα, εκ των οποίων οι 131 ήταν γυναίκες και οι 22 άνδρες. Έγινε διαχωρισμός των τμημάτων σε ειδικά και απλά τμήματα, με κριτήριο την πολιτική που ακολουθεί το νοσοκομείο και το διαχωρισμό με βάση τις ειδικές παροχές που δίνονται (άδεια, επίδομα). Για τη μέτρηση του επιπέδου επαγγελματικής εξουθένωσης χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο καταγραφής της επαγγελματικής εξουθένωσης των Maslach και Jackson (1986). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η επαγγελματική εξουθένωση των νοσηλευτών οι οποίοι εργάζονται στο Νοσοκομείο Παίδων «Π. & Α. Κυριακού» κυμάνθηκε σε μέτρια επίπεδα. Στατιστικώς σημαντικές διαφορές εντοπίστηκαν μόνο για τον παράγοντα συναισθηματική εξάντληση σε σχέση με τις υπό μελέτη υπόλοιπες μεταβλητές. Πιο συγκεκριμένα, δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφοροποίηση στις τρεις διαστάσεις της επαγγελματικής εξουθένωσης αναφορικά με το φύλο, ενώ οι μεγαλύτεροι σε ηλικία και περισσότερο έμπειροι συμμετέχοντες δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που εργάζονται στα απλά τμήματα ανέφεραν υψηλότερα επίπεδα συναισθηματικής εξάντλησης. 1226 219 218 This study is about a concise and comprehensive overview of the artistic creation of Kyriakos Rokos (1945-), one of the most important sculptors of modern Greek art, through the concepts of time and space. In the first chapter we will follow the artistic career of the artist, from his student years to the present day. We will peruse Kyriakos Rokos as a human, a teacher and an artist and try to understand the nature of his work and the general way of his thinking and creating. In the second chapter, we will deal with the relationship of space and time in art, we will see how these two concepts are presented or contained in various works of art over the years, and how they affect the effort of humans and artists to ascribe, understand and interpret their liquidity. In the third chapter will deal with the relationship of Kyriakos Rokos and his views regarding the nature of the art of his time, the concepts of space and time, and how all these factors together contribute to his work. Through a selection of thematic categories and works of art, we will discover the artistic identity of Rokos through the concepts of space and time, his influences, and finally his effort to express his views and anything else his time commands. Αντικείμενο αυτής της μελέτης είναι μια συνοπτική και όσο το δυνατόν περιεκτική επισκόπηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Κυριάκου Ρόκου (1945-), ενός από τους σημαντικότερους γλύπτες της νεοελληνικής τέχνης, μέσα από το πρίσμα των εννοιών του χρόνου και του χώρου. Στο πρώτο κεφάλαιο θα παρακολουθήσουμε την καλλιτεχνική διαδρομή του καλλιτέχνη, από τα σπουδαστικά του χρόνια έως τις μέρες μας. Θα ανιχνεύσουμε τον Κυριάκο Ρόκο ώς άνθρωπο, δάσκαλο και καλλιτέχνη και θα προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τα χαρακτηριστικά του έργου του και τον γενικότερο τρόπο σκέψης και δημιουργίας. Στο δεύτερο κεφάλαιο, θα αναφερθούμε στη σχέση του χώρου και του χρόνου με την τέχνη, θα δούμε πώς αυτές οι δύο έννοιες παρουσιάζονται ή εμπεριέχονται στα διάφορα έργα τέχνης και πώς επηρεάζουν την προσπάθεια του ανθρώπου και του καλλιτέχνη να αποδώσει, να κατανοήσει και να ερμηνεύσει τη ρευστότητά τους. Στο τρίτο κεφάλαιο, θα αναφερθούμε στη σχέση του Κυριάκου Ρόκου και στις απόψεις του ως προς την φύση της τέχνης της εποχής του, το χώρο και το χρόνο, την «κοσμοθεωρία» του, και πώς όλοι αυτοί οι παράγοντες μαζί συμβάλλουν στο έργο του. Μέσω μιας επιλογής θεματικών κατηγοριών και έργων, θα δούμε την εικαστική ταυτότητα του Ρόκου με γνώμονα το χώρο και το χρόνο, τις επιδράσεις που δέχθηκε και τέλος την προσπάθειά του να εκφράσει τις απόψεις του καθώς και όλα όσα η εποχή προστάζει. 1227 201 173 The role of the teacher - thinker in the context of transformational in the classroom Ο ηγετικός μετασχηματιστικός ρόλος του εκπαιδευτικού στο πλαίσιο της σχολικής τάξης The purpose of this study was to investigate the role of the teacher-thinker in the context of transformational leadership in the classroom. In the theoretical part, particular emphasis is placed on transformative leadership and the role of education in this context. Initially, reference is made to the concept of leadership in education and the leading role of the teacher within the classroom. The study focuses on their skills and their leading profile in the organization and formation of the school climate and norms of behavior, on the implementation of leadership by both men and women in education and the difference between leadership and management, in order to clarify some basic terms before proceeding to the analysis of transformational leadership in specific. Subsequently, the transformational leadership in education is analyzed as a modern form of leadership. Meanwhile, emotional intelligence is mentioned as a key characteristic of a transformative and leading figure. Finally, the work focuses on the tasks and responsibilities of the teacher as a transformative leader and the social and advisory dimension of this role emphasizing the critical thinking and the emancipatory character of transformational leadership. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η ανάδειξη του ρόλου του εκπαιδευτικού-στοχαστή στο πλαίσιο της σχολικής τάξης, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη μετασχηματιστική ηγεσία. Αρχικά, γίνεται αναφορά στην έννοια της ηγεσίας στην εκπαίδευση και προσδιορίζεται ο ηγετικός ρόλος του εκπαιδευτικού στο πλαίσιο της σχολικής τάξης. Συγκεκριμένα, σημείο αναφοράς αποτελούν οι ικανότητές του, το ηγετικό του προφίλ στην οργάνωση και διαμόρφωση του σχολικού κλίματος και των κανόνων συμπεριφοράς, η εφαρμογή της ηγεσίας τόσο από άνδρες όσο και από γυναίκες στην εκπαίδευση, καθώς και η διαφορά ανάμεσα στην ηγεσία και τη διοίκηση, ώστε να διευκρινιστούν ορισμένοι βασικοί όροι πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση της μετασχηματιστικής ηγεσίας συγκεκριμένα. Ακολούθως, αναλύεται η μετασχηματιστική ηγεσία στην εκπαίδευση ως μία σύγχρονη μορφή ηγεσίας. Παράλληλα, γίνεται αναφορά στη συναισθηματική νοημοσύνη ως βασικό χαρακτηριστικό μιας μετασχηματιστικής ηγετικής φυσιογνωμίας. Τέλος, η εργασία εστιάζεται στα καθήκοντα και τις ευθύνες του εκπαιδευτικού ως μετασχηματιστικού ηγέτη και στην κοινωνική και συμβουλευτική διάσταση του ρόλου του, δίνοντας έμφαση στον κριτικό στοχασμό και στο χειραφετικό χαρακτήρα της μετασχηματιστικής ηγεσίας. 1228 390 355 Το σκάνδαλο του "Προλόγου" του Λυρικού Βίου του Άγγελου Σικελιανού The publication of ‘Prologos’ of “Lyrikos Vios” by Angelos Sikelianos in September 1st, 1942, created a scandal during the German Occupation. The perception of “Prologos” by the critics during the 1940s seems to be a very interesting issue. This can be explained by the disputes and the conflicts concerning idelogical beliefs among the critics that reflect the general ideological conflicts that take place at the same time within the society. The main reasons that this conflict took place can be detected first of all in the language and the literary style of the text. Furthermore it was a text where A. Sikelianos analyses himself, his poetry, and his opinion about life. Writing this text he focuses only on a very small part of the population, on an ‘elit’. During the German Occupation emerges the demand of the popular majority for a mass production of literature and the demand to be this literature clear and easily understandable. The leftist critics expressed their opposition for this text because they wanted literature to be easy and understandable by the people. Moreover the journalists expressed their opposition, because they worked in wide-circulation newspapers, therefore it was eloquent to demand texts that can be easily and widely understood. Finally some anticommunist critics were negative about this text due to personal confrontation with Sikelianos. On the contrary, Sikelianos was supported by the most eminent representatives of the 1930’s generation, that had conservative beliefs, through Nea Estia magazine. Although that Sikelianos didn’t take part during this conflict he was really annoyed. However, his opinion and his way of thinking has started to change from the second half of the 1940’s. He became less arrogant while he wrote his tragedies “Sibylla” and “O thanatos tou Digeni”, that have antifascist meanings. The reactions against “Prologos” can be explained by the time of publication. On the one hand this time the impact of the left party is obvious in the majority of the population, on the other hand during the german Occupation took place several of reclassifications in the fields of literature. Most of the people wanted an art that could be easily understandable and could express their thoughts and emotions, affected by the facts that took place in the society at the same time. ‘Prologos’ was the cause and offered the appropriate context in order to express their demand. Η δημοσίευση του «Προλόγου» στο Λυρικό Βίο από τον Άγγελο Σικελιανό την 1η Σεπτέμβρη του 1942, δημιούργησε ένα σκάνδαλο μέσα στην καρδιά της Κατοχής. Η πρόσληψη του «Προλόγου» από κριτικούς της δεκαετίας του 1940 παρουσιάζει πολλαπλό ενδιαφέρον. Αυτό συμβαίνει επειδή κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης εποχής λαμβάνουν χώρα ιδεολογικές διαμάχες ανάμεσα στους κριτικούς στο πεδίο της λογοτεχνίας που αντικατοπτρίζουν τις αντίστοιχες ιδεολογικές διαμάχες μέσα στην κοινωνία. Οι κυριότερες αιτίες για τις οποίες ξέσπασε η διαμάχη εντοπίζονται πρώτον στη γλώσσα και στο ύφος του κειμένου και δεύτερον στο περιεχόμενο του κειμένου καθώς ήταν αυτοαναλυτικό, σκοτεινό, που απευθυνόταν μόνο σε μια πνευματική ελίτ. Την εποχή της γερμανικής Κατοχής λαμβάνει χώρα η ζήτηση του απλού λαού για τη λογοτεχνία και η απαίτησή του να είναι αυτή η λογοτεχνία κατανοητή από το ευρύ κοινό. Οι αριστεροί κριτικοί επειδή ήθελαν μια λογοτεχνία κατανοητή από τις μάζες ήταν από τους πρώτους οι οποίοι εξέφρασαν αντιρρήσεις για τον «Πρόλογο». Επίσης την αντίδρασή τους εξέφρασαν και οι δημοσιογράφοι γιατί δούλευαν σε έντυπα ευρείας κυκλοφορίας επομένως ήταν ευνόητο να επιθυμούν κείμενα κατανοητά από το λαό. Τέλος και μερικοί αντικομουνιστές κριτικοί ήταν αρνητικοί για το κείμενο για προσωπικούς λόγους αντιπαράθεσης με το Σικελιανό γιατί είχε αρχίσει να αναπτύσσει φιλοεαμική δράση. Στον αντίποδα τον Α. Σικελιανό στήριξαν οι κυριότεροι εκπρόσωποι της γενιάς του 1930, κυρίως συντηρητικοί, μέσω του περιοδικού Νέα Εστία. Ο Σικελιανός αν και δε συμμετείχε στη δημόσια συζήτηση ενοχλήθηκε από τις αντιδράσεις γύρω από τον «Πρόλογο». Ωστόσο ο τρόπος που έχει αρχίσει να βλέπει τα πράγματα ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1940 έχει αρχίσει να αλλάζει. Ήδη γίνεται πιο χαμηλότονος ενώ γράφει τις τραγωδίες Σίβυλλα και O θάνατος του Διγενή με αντιφασιστικό χαρακτήρα. Οι αντιδράσεις εναντίον του κειμένου εξηγούνται λόγω της εποχής. Εκείνη την εποχή αφενός επιβεβαιώνεται η απήχηση της Αριστεράς σε πλατιά στρώματα, αφετέρου την περίοδο της γερμανικής Κατοχής υπήρξαν σημαντικές ζυμώσεις στον τομέα της λογοτεχνίας. Ο λαός ήθελε μια τέχνη κατανοητή, που να εκφράζει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του και στρατευμένη στην ιστορική συγκυρία, ο «Πρόλογος» ήταν η αφορμή και το πλαίσιο προκειμένου να εκφράσει αυτή του την απαίτηση. 1229 343 339 Community detection in undirected graphs using a new quality measure Εντοπισμός κοινοτήτων σε μη κατευθυνόμενα γραφήματα με ένα νέο κριτήριο ποιότητας διαμέρισης The detection of communities is of great significance in sociology, biology, computer science and other disciplines where complex systems are often represented as graphs or networks. One of the most interesting properties of graphs representing real systems is community structure, i.e. the partitioning of graph nodes into clusters, with many edges joining nodes of the same cluster and comparatively few edges joining nodes of different clusters. This hard but important problem has attracted an increasing scientific interest over the past few years and several techniques have been proposed, especially for the case where the number of communities is not known in advance. The most popular family of community detection methods is based on the optimization of the so called ‘modularity’ criterion using various clustering approaches. The modularity of a community is defined as fraction of the edges that fall within a given group minus the expected fraction if edges were distributed at random. However, it has been shown that modularity has several drawbacks, such as for example the ‘resolution limit’, i.e., it is unable to detect small communities. We introduce a new quality measure to evaluate a partitioning of a graph into communities that is called ‘inclusion’. This quality measure evaluates how well each node is ‘included’ in its community by considering both its existing and its non-existing edges. We have implemented several techniques to optimize the inclusion criterion. A first technique follows the agglomerative principles, as it starts with every node in a separate community and iteratively merges communities so that inclusion is improved. A second technique is similarly initialized, but instead of community merging, it improves the inclusion of the partitioning by moving each time a single node to another community. Another method is based on evaluating the solutions provided by spectral clustering. In the experimental evaluation we conducted, it has been shown that the inclusion measure is very effective in evaluating communities and usually leads to improved community detection results without requiring the a-priori specification of the number of communities. Ο εντοπισμός κοινοτήτων παίζει σημαντικό ρόλο στην κοινωνιολογία, βιολογία, επιστήμη υπολογιστών καθώς και σε όλους τους τομείς όπου πολύπλοκα συστήματα , συχνά αναπαρίστανται ως γραφήματα η δίκτυα. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες ιδιότητες που έχει η αναπαράσταση με γραφήματα, είναι η δομή του σε κοινότητες, δηλαδή, η διαμέριση του γράφου σε συστάδες που απαρτίζονται από κόμβους που συνδέονται με πολλούς κόμβους της ίδιας συστάδας μέσο ακμών, και όσο δυνατόν λιγότερους κόμβους που ανήκουν σε άλλες συστάδες. Αυτό το πρόβλημα, παρά την δυσκολία του, έχει κεντρίσει το ενδιαφέρων διάφορων επιστημών τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα να προταθούν αρκετές τεχνικές επίλυσης του προβλήματος, κυρίως για τις περιπτώσεις όπου ο αριθμός των συστάδων δεν είναι γνωστός εκ των προτέρων. Η πιο γνωστή οικογένεια μεθόδων εντοπισμού κοινοτήτων είναι βασισμένη στην βελτιστοποίηση του κριτηρίου ‘modularity’ με διάφορες τεχνικές ομαδοποίησης. Το modularity για μια κοινότητα ορίζεται ως ένα κλάσμα των ακμών μέσα σε μία συστάδα μείον τον κλάσμα των αναμενόμενων ακμών αν οι ακμές είχαν τοποθετηθεί τυχαία. Παρόλα αυτά, το κριτήριο modularity, έχει αρκετά μειονεκτήματα όπως για παράδειγμα η ανικανότητά του να ανιχνεύσει μικρές σε μέγεθος κοινότητες. Σε αυτήν την εργασία, προτείνουμε ένα καινούρια κριτήριο διαμέρισης, εν ονόματι ‘inclusion’. Αυτό το κριτήριο εκτιμάει πόσο καλά ένα κόμβος ‘συμπεριλαμβάνεται’ στην κοινότητα του εξετάζοντας την ύπαρξη ακμών αλλά και την μη-ύπαρξη ακμών. Έχουμε υλοποιήσει αρκετές τεχνικές για την βελτιστοποίηση του κριτηρίου. Η πρώτη τεχνική ακολουθεί την agglomerative λογική , καθώς ξεκινάει τοποθετώντας κάθε κόμβο σε ξεχωριστή κοινότητα και έπειτα συνενώνει κοινότητες έτσι ώστε να βελτιωθεί το inclusion. Η επόμενη τεχνική που υλοποιήσαμε, έχει παρόμοια αρχική κατάσταση με την πρώτη, αλλά αντί να συνενώνει κοινότητες, μετακινεί ένα κόμβο κάθε φορά σε άλλη κοινότητα. Μία άλλη τεχνική, ήταν να αξιολογήσουμε τις λύσεις που παρήγαγε ο αλγόριθμος του spectral clustering. Στην πειραματική αξιολόγηση που κάναμε, τα αποτελέσματα έδειξαν πως το κριτήριο inclusion είναι αρκετά αποδοτικό στον εντοπισμό κοινοτήτων και συνήθως οδηγεί σε καλύτερες λύσεις του προβλήματος χωρίς να χρειάζεται να προσδιορίσουμε τον αριθμό των κοινοτήτων εκ των προτέρων. 1230 278 273 This thesis is concerned with numerical methods for the solution of linear algebraic systems. First, we present introductory concepts and some useful results from Linear Algebra and Numerical Linear Algebra. Definitions of inner products, norms, some special kinds of matrices, vector sequences and sequences of matrices, as well as their convergence properties. Next, for completeness, we present the Iterative Methods that yeild of approximations to the solution, i.e. a sequence of vectors generated from a recursive iterative process. The most well known methods, referred to as classical iterative methods, are the Jacobi, Gauss - Seidel, SOR and SSOR methods. In the main part of the thesis, we study the iterative minimization methods or methods based on Krylov subspaces. The methods we study, are listed in chronological order in which they were introduced. We begin with the Orthomin(1) and Steepest Descent methods. For these methods we present the basic mathematical theory and provide estimates for the norms of the residual - vector and the error - vector. Moreover, we present improved methods as regards complexity, memory requirements, as well as stability. These are the Conjugate Gradient and Generalized Minimal Residual methods. The latter methods are based on the orthogonalization of a Krylov subspace. In each method we describe, we point out the advantages and disadvantages, as well as the necessity of further development. Finally, we present modifications of these methods relying on a kind of biorthogonalization of a Krylov subspace (construction of two sets of vectors, where the elements of the one set are orthogonal to the elements of the other). These are the Quasi Minimal Residual (QMR), Conjugate Gradient Squared (CGS) and BiConjugate Gradient Stabilized (BiCGSTAB) methods. ii Η παρούσα διατριβή αναφέρεται σε αριθµητικές µεθόδους επίλυσης γραµµικών αλγεβρικών συστηµάτων. Αρχικά, γίνεται µια σύντοµη παρουσίαση εισαγωγικών εννοιών και κάποιων χρήσιµων στοιχείων Γραµµικής ΄Αλγεβρας, καθώς και Αριθ- µητικής Γραµµικής ΄Αλγεβρας. 6ίνονται ορισµοί εσωτερικών γινοµένων, νορµών, πινάκων ειδικής µορφής, ακολουθιών διανυσµάτων και πινάκων και συνθηκών σύγκλισής τους. Στη συνέχεια καταγράφονται, για την πληρότητα του θέµατος, οι Απλές Επαναληπτικές Μέθοδοι, που βασίζονται στην προσέγγιση της λύσης από µια ακολουθία διανυσµάτων που παράγεται από µια αναδροµική επαναληπτική διαδικασία. Οι πιο γνωστές είναι, γνωστές ως κλασικές επαναληπτικές µέθοδοι, οι µέθοδοι Jacobi, Gauss - Seidel, SOR και SSOR. Στο κύριο µέρος της εργα- σίας µελετώνται και παρουσιάζονται οι επαναληπτικές µέθοδοι ελαχιστοποίησης ή µέθοδοι που βασίζονται σε υποχώρους Krylov. Οι µέθοδοι αυτές αναφέρονται µε τη χρονολογική σειρά µε την οποία εισήχθησαν. Αρχίζουµε µε τις µεθόδους Or- thomin(1) και Απότοµης Καθόδου - Steepest Descent. Γι΄ αυτές παρουσιάζεται η βασική µαθηµατική θεωρία και δίνονται εκτιµήσεις για τις νόρµες διανυσµάτων υπόλοιπου και σφάλµατος. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται µέθοδοι πιο εξελιγ- µένες ως προς την πολυπλοκότητα, τις απαιτήσεις µνήµης και την ευστάθεια. Αυτές είναι µέθοδοι όπως η Μέθοδος Συζυγών Κλίσεων - Conjugate Gradient και η Γενικευµένη Μέθοδος Ελαχίστου Υπολοίπου - Generalized Minimal Resi- dual. Βασίζονται στην ορθογωνοποίηση ενός υποχώρου Krylov. Σε κάθε µέθοδο τονίζονται τα πλεονεκτήµατα και τα µειονεκτήµατα, καθώς και η ανάγκη για πε- ραιτέρω εξέλιξη. Τελικά, παρουσιάζονται παραλλαγές των µεθόδων αυτών που βασίζονται σε ένα είδος διορθογωνοποίησης του υποχώρου Krylov (κατασκευή δύο συνόλων διανυσµάτων των οποίων τα στοιχεία του ενός είναι ορθογώνια ως προς τα στοιχεία του άλλου). Αυτές είναι η µέθοδος Ηµιελαχίστου Υπολοίπου - QMR, η Τετραγωνική Μέθοδος Συζυγών Κλίσεων - CGS και η Ευσταθειοποι- ηµένη Μέθοδος Δισυζυγών Κλίσεων - BiCGSTAB. 1231 188 218 The scope of this thesis is to examine several issues and questions, the SM and its standard extensions leave open, and to offer new proposals and possible solutions. Such solutions are believed to eventually lead us into a more elaborate and perhaps more fundamental theory. In what follows we mainly discuss the SM and two of its standard extensions, commonly referred to as Supersymmetry (SUSY) and Grand Unified Theory (GUT). In our investigation, we have mainly focused on the fermion flavour problem, namely the puzzle of the origin of the fermionic masses and mixing. That is examined through the viewpoint of an SU(5) nonminimal GUT as well as through the Lospided approach, consistent among others with an SO(10) symmetry. We also examine another type of symmetry (R-symmetry) which besides its phenomenological importance for the consistency of our models could in principle offer a possible solution on the flavour problem. In our research we have developed useful techniques which lead to new theoretical realizations followed by certain predictions and implications. Some of them, are expected to be either confirmed or ruled out by future experiments in the following years. Ο στόχος της παρούσας διατριβής είναι να εξετάσει δίαφορα θέματα και ερωτήματα που το Καθιερωμένο Πρότυπο (ΚΠ) και οι συνήθεις επεκτάσεις του αφήνουν αναπάντητα, και να προσφέρει νέες προτάσεις και πιθανές λύσεις. Τέτοιες λύσεις, θα μπορούσαν τελικά να μας οδηγήσουν σε μια πιο εκλεπτυσμένη και πιθανώς πιο θεμελιώδη θεωρία. Σε όσα ακολουθούν συζητάμε κυρίως το ΚΠ και δύο από τις καθιερωμένες επεκτάσεις του, αυτές που συχνά αναφέρονται ως Υπερσυμμετρία (ΥΣ) και Μεγάλη Ενοποιημένη Θεωρία (ΜΕΘ). Η μελέτη μας επικεντρώνεται κυρίως σε αυτό που αποκαλείται ως πρόβλημα της 'γεύσης' των φερμιονίων, δηλαδή το αίνιγμα της προέλευσης των παρατηρούμενων φερμιονικών μαζών και αναμίξεων. Αυτή, εξετάζεται από την σκοπιά μιας επέκτασης στο καθιερωμένο ΥΣ- SU(5) μοντέλο αλλά και μέσω μιας άλλης νέας προσέγγισης βασισμένης στα ασύμμετρα (Lopsided) μοντέλα (Lopsided) . Η τελευταία προσέγγιση δίνει και την δυνατότητα υλοποίησης ενός ΜΕΘ μοντέλου βασισμένου στην SO(10) συμμετρία. Επίσης συζητήσαμε και τις φαινομενολογικές προεκτάσεις μιας διαφορετικού τύπου συμμετριάς (R-συμμετρία) η οποία πέραν της σημασίας της για την συνέπεια της γενικότερης θεωρίας εν δυνάμει θα μπορούσε να προσφέρει λύσεις στο αίνιγμα των φερμιονικών μαζών και αναμίξεων. Κατά την έρευνά μας αναπτύξαμε χρήσιμες τεχνικές που οδηγούν σε νέες θεωρητικές προσεγγίσεις και οι οποίες συνοδεύονται από συγκεκριμένες προβλέψεις και συνέπειες. Καποιες από αυτές αναμένεται είτε να επιβεβαιωθούν είτε να απορριφθούν από τα αντίστοιχα πειράματα στα επόμενα χρόνια. 1232 667 731 Μελέτη της μεταβλητότητας του καρδιακού ρυθμού στη χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια Purpose: Cardiopulmonary disorders coexist with, and contribute to, the morbidity and mortality of Chronic Obstructive Pulmonary Disease (COPD). Various other morbidities have the same or similar causative factors – while exhibiting similar pathophysiological development - as COPD (e.g. heart failure and smoking). Morbidity and mortality examples for COPD that are complicated by comorbidities include congestive heart disease and heart alterations (which are detected in 64% of patients with COPD). Furthermore, it appears that there is a "contribution" (with significant systemic consequences) of COPD in heart disease. Hypoxemia and respiratory acidosis have been implicated as a major cause of cardiac arrhythmias in patients with COPD. Relevant mechanisms include an increase in catecholamines (due to hypercapnia and hypoxemia) that is accompanied by fluid retention and peripheral edema. Thus, given that the cardiac output remains stable and systemic vascular resistance is low (due to the vasodilation caused by hypercapnia), the resulting low blood pressure acts through neurohormonal mechanisms that promote water and electrolyte retention and are responsible for increasing the blood norepinephrine concentration and, potentially, contribute to arrhythmogenesis. Apart from these "systemic" approach, at the level of the heart itself, two important hypotheses have been advanced regarding arrhythmogenesis in COPD: 1) that arrhythmias are the result of hypoxia, hypercapnia or disturbance of acid-base balance, or 2) that arrhythmias they are the result of autonomic neuropathy. The purpose of this study is to investigate the relationship between COPD and cardiac arrhythmias and particularly the impact and relationships between COPD and heart rate variability (HRV) Material and Methods: We studied a total of 68 consecutive patients (30 women and 38 men, mean age 67.37 years (standard deviation 10.24 years) who had given all their consent. Their inclusion was conditional on their being free of hypertension, heart failure, ischemic heart disease, valvular, supraventricular and ventricular arrhythmias, atrial fibrillation or flutter, disturbances of conduction and diabetes. Based on previous studies we excluded patients under medication that prolongs the QT interval, some antibiotics, psychiatric drugs or cholinergic competitors. Finally, patients who under treatment with sympathomimetic drugs and / or aminophylline were also excluded. All patients underwent pulmonary function tests and ECG, while their blood gases were determined. All ECG recordings were performed with patients in a supine position and while in a regular and relaxed breathing pattern. All patients were at rest before the start of measurements Each EEG recording lasted 3 minutes, and each patient completed about 45 respiratory cycles. 1. From the data collected were calculated, two different ECG parameters: The dispersion of the QT interval (QTd), which is associated with ventricular repolarization and 2. The coefficient of variation of the RR interval (CVRR), via the instantaneous heart rate. For the analysis of our results we used a combination of regression methods (single or multiple, where and when appropriate) and methods of heuristic analysis, using the following procedure: 1. Reviewed of the independence of our independent variables. 2. Created the final table of data; we retained only those patients for whom we had complete data set 3. Checked for any and all correlations that may exist between the independent and dependent parameters of our sample 4. Created correlation matrices for each independent parameter and the remaining independent or dependent parameters 5. Created color maps of any relations that became evident (for better visualization) 6. Organized the results for each parameter to allow their analysis with methods of heuristic analysis Results: In our study, we used the CVRR (as the best index of HRV and, therefore, of autonomic neuropathy. We examined all potential correlations of PaO2, PaCO2, pH and HCO3 to the dispersion of the QT interval and CVRR. Based on our results we rejected the electropathy hypothesis (i.e., that arrhythmia is a result of hypoxia, hypercapnia, or acid-base balance disorders) and found that the CVRR correlated with PaO2. We, therefore, conclude that hypoxemia (decreased PaO2) leads to the reduction of CVRR, which, in turn, is linked to autonomic neuropathy. It follows that hypoxemia is the likely mechanism of sudden cardiac death in COPD. Σκοπός: Οι καρδιοπνευμονικές διαταραχές συνυπάρχουν με, και συνεισφέρουν, στη νοσηρότητα και θνητότητα της Χρόνιας Αποφρακτικής Πνευμονοπάθειας (ΧΑΠ) καθώς διάφορες νοσηρότητες έχουν τους ίδιους ή παρόμοιους αιτιολογικούς παράγοντες – αλλά και εμφανίζουν παρόμοιες παθοφυσιολογικές εξελίξεις - με την ΧΑΠ όπως, π.χ., η καρδιακή ανεπάρκεια και, ιδίως, το κάπνισμα. Παραδείγματα νοσηρότητας και θνητότητας της ΧΑΠ που επιπλέκονται από συνοσηρότητες είναι η συμφορητική καρδιοπάθεια και οι καρδιακές μεταβολές που διαπιστώνονται στο 64% των ασθενών με ΧΑΠ. Παράλληλα, διαφαίνεται ότι υπάρχει μια «συνεισφορά» (με σημαντικές συστημικές συνέπειες) της ΧΑΠ στην καρδιακή νόσο. Η υποξαιμία και η αναπνευστική οξέωση έχουν ενοχοποιηθεί ως βασικό αίτιο των τυχόν καρδιακών αρρυθμιών επί ασθενών με ΧΑΠ μέσω μηχανισμών όπως η αύξηση των κατεχολαμινών, ιδιαίτερα όταν η υπερκαπνία και η υποξαιμία συνοδεύονται από κατακράτηση υγρών και περιφερικό οίδημα. Έτσι, καθώς η καρδιακή παροχή παραμένει φυσιολογική ενώ οι συστημικές αγγειακές αντιστάσεις παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα (λόγω της αγγειοδιασταλτικής δράσεως της υπερκαπνίας), η επακόλουθος χαμηλή αρτηριακή πίεση δρα μέσω νευροορμονικών μηχανισμών για την κατακράτηση νερού και ηλεκτρολυτών και ταυτόχρονα ευθύνεται για την αύξηση της συγκέντρωσης της νορεπινεφρίνης στο αίμα, συνεισφέροντας, πιθανόν, στην αρρυθμογένεση. Πέρα όμως από την παραπάνω «συστημική» θεώρηση, Στο επίπεδο της ίδιας της καρδιάς, έχουν προταθεί δύο σημαντικές υποθέσεις για αρρυθμογένεση στη ΧΑΠ: 1) ότι οι αρρυθμίες είναι αποτέλεσμα της υποξαιμίας, υπερκαπνίας ή διαταραχών της οξεοβασικής ισορροπίας, ή 2) ότι οι αρρυθμίες αυτές είναι αποτέλεσμα της αυτόνομης νευροπάθειας που χαρακτηρίζει τη ΧΑΠ. Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ ΧΑΠ και των καρδιακών αρρυθμιών και ειδικότερα των τυχόν επιπτώσεων και των σχέσεων που υφίστανται μεταξύ της ΧΑΠ και της μεταβλητότητας του καρδιακού ρυθμού (HRV ή heart rate variability) Υλικό και μέθοδοι: Στη μελέτη μας συμπεριλήφθηκαν συνολικά 68 συνεχόμενοι ασθενείς (30 γυναίκες και 38 άνδρες, μέσης ηλικίας 67,37 ετών (τυπική απόκλιση 10,24 έτη), οι οποίοι είχαν δώσει όλοι τη συγκατάθεσή τους. Η συμπερίληψή τους έγινε υπό την προϋπόθεση ότι δεν παρουσίαζαν υπέρταση, καρδιακή ανεπάρκεια, ισχαιμική καρδιοπάθεια, βαλβιδοπάθειες, υπερκοιλιακές και κοιλιακές διαταραχές του καρδιακού ρυθμού, κολπική μαρμαρυγή ή πτερυγισμό, διαταραχές της αγωγιμότητας ή, τέλος, σακχαρώδη διαβήτη. Με βάση προηγούμενες μελέτες δεν συμπεριλήφθηκαν επίσης ασθενείς που έπαιρναν φάρμακα που παρατείνουν το ΗΚΓραφικό διάστημα QT, μερικά αντιβιοτικά, ψυχιατρικά φάρμακα ή χολινεργικούςί ανταγωνιστές. Τέλος, αποκλείστηκαν οι ασθενείς που βρίσκονταν υπό θεραπεία με συμπαθητικομιμητικά φάρμακα και / ή αμινοφυλλίνη. Όλοι οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε πνευμονικές λειτουργικές δοκιμασίες και ΗΚΓ ενώ στην πλειοψηφία τους υποβλήθηκαν σε ταυτόχρονη μέτρηση των αερίων του αίματος Όλες οι ηλεκτροκαρδιογραφικές καταγραφές διεξήχθησαν με τους ασθενείς σε ύπτια θέση και υπό τακτική και ήρεμη αναπνοή ενώ οι ασθενείς ήταν ξεκούραστοι πριν την έναρξη της μέτρησης ενώ η κάθε ηλεκτροκαρδιογραφική καταγραφή διαρκούσε 3 λεπτά, και ο κάθε ασθενής ολοκλήρωσε περίπου 45 αναπνευστικούς κύκλους. Από τα στοιχεία που συλλέχτηκαν υπολογίστηκαν, καταρχήν δύο διαφορετικές ηλεκτροκαρδιογραφικές παράμετροι: 1. Η διασπορά (dispersion) του διαστήματος QT (QTd), που συνδέεται με την κοιλιακή επαναπόλωση (Okin PM και συν., 2000[87]) και 2. Ο συντελεστής μεταβλητότητας του διαστήματος RR (CVRR), μέσω του στιγμιαίου καρδιακού ρυθμού. Για την ανάλυση των αποτελεσμάτων μας χρησιμοποιήσαμε ένα συνδυασμό μεθόδων παλινδρόμησης (απλής ή πολλαπλής, κατά περίπτωση) και μεθόδων ευρετικής ανάλυσης (heuristic analysis) ακολουθώντας την παρακάτω διαδικασία: 1. ελέγξαμε την ανεξαρτησία των ανεξάρτητων μεταβλητών μας μεταξύ τους. 2. δημιουργήσαμε τον τελικό πίνακα των στοιχείων μας διατηρώντας μόνο εκείνους τους ασθενείς για τους οποίους είχαμε πλήρη στοιχεία 3. ελέγξαμε, πολλαπλώς, τις τυχόν συσχετίσεις μεταξύ των ανεξάρτητων και των εξαρτημένων παραμέτρων μας 4. δημιουργήσαμε πίνακες συσχέτισης για την κάθε ανεξάρτητη παράμετρο με τις υπόλοιπες ανεξάρτητες παραμέτρους καθώς και με την εξαρτημένη 5. δημιουργήσαμε χρωματικούς χάρτες των σχέσεων που προκύπτουν για την καλύτερη εποπτεία τους 6. οργανώσαμε τα αποτελέσματα για την κάθε παράμετρο ώστε να είναι δυνατή η ανάλυσή τους με ευρετικές μεθόδους Αποτελέσματα: Στη μελέτη μας, χρησιμοποιήσαμε τον CVRR (ως καλύτερο δείκτη της HRV και, επομένως, της δυσλειτουργίας του αυτόνομου νευρικού συστήματος. Εξετάσαμε όλες τις πιθανότητες συσχετίσεων των PaO2, PaCO2, pH και HCO3 με την διασπορά του διαστήματος QT και τον CVRR. Με τον τρόπο αυτό αποκλείσαμε την υπόθεση της ηλεκτροπάθειας (ότι, δηλαδή, οι αρρυθμίες είναι αποτέλεσμα της υποξαιμίας, υπερκαπνίας ή διαταραχών της οξεοβασικής ισορροπίας) και βρήκαμε ότι CVRR συσχετίζεται με την PaO2. Ως εκ τούτου, μπορεί να υποτεθεί ότι η υποξαιμία (μείωση της PaO2) οδηγεί σε μείωση του CVRR, ο οποίος, με τη σειρά του, έχει έντονα συνδεθεί με δυσλειτουργία του αυτονόμου νευρικού συστήματος η οποία είναι ο πιθανός μηχανισμός του αιφνίδιου καρδιακού θανάτου ασθενών με ΧΑΠ. 1233 11 12 (An analysis based on the American archival sources and diplomatic documents) Δωδώνη: επιστημονική επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων; Τόμ. 10 (1981) 1234 542 593 The pedagogical transformation of the kindergarten's outdoor environments into learning and play places through participatory approaches Η παιδαγωγική αναδιαμόρφωση των υπαίθριων περιβαλλόντων του νηπιαγωγείου σε τόπους μάθησης και παιχνιδιού μέσω συμμετοχικών προσεγγίσεων In an international perspective, there is a growing interest in outdoor environments and how they are related to children's learning and development (Moser & Martinsen 2010; Mannion, Fenwick & Lynch 2013; Christie, Higgins & McLaughlin 2014, Waller et al., 2017). All the above researchers agree that the cultural and physical environment plays a vital role in children’s development and learning. At the same time, current research approaches prove that the learning-space relationship is not a simple quantitative relationship where better environments "produce" better learning (Woolner et al., 2012), and propose the transformation of outdoor learning spaces into places that contain dynamic and versatile possibilities and opportunities for the entire school community.The great lack of research data in Greece on: (1) outdoor learning and play environments, (2) children’s participation in decision- making and in the designing process, and (3) the participatory methods as tools for the pedagogy of listening and the interpretation of children; creates an overriding field of research where the necessity of this research lies. The present PhD thesis explores the quality of the Greek kindergarten outdoor environments and describes the rationale of their improvement and the educational opportunities that they can offer as learning and playing spaces. The content of the present thesis stresses the need for a systematic review of the perception of outdoor play in Greek society and then the conduction of an empirical research consisting of three emerging phases. Initially, we intended to study the perspectives, experiences and practices of kindergarten teachers regarding the organization, use and role of outdoor environments in the educational reality. Secondly, we examined how some factors, such as the involvement of the entire school community (children, teachers, parents) in decision-making, designing and implementation of changes, can influence the quality, use and the perception of outdoor school environments as learning and play spaces that are horizontally involved in all aspects of kindergarten’s everyday life.The empirical research is structured in three phases, examining the emerging research questions. Initially through conducting semi-structured interviews with kindergarteners we studied the perspectives, views, experiences and practices of kindergarten teachers regarding outdoor learning and play. Based on the research questions that emerged after the analysis of the interviews, the second research- phase consisted of the kindergarten teachers’ monthly calendars records and interviews, offering both qualitative and quantitative data on the use of outdoor environments. Subsequently, in view of the findings of the first two phases, the third research phase involved the implementation of the Participatory Action Research (PAR) in two school units.The research findings add new data to the international scientific research, that aims at the continuous empowerment of all those involved in the educational process in order to involve them in designing the learning and play environments and their learning experiences. The outcomes of the present research indicate that the participants were enabled to explore and discover challenges that affected their lives, to motivate change within themselves, as well as their surroundings. Our findings revealed that we unlocked changes on (1) the outdoor settings (sense of identity, multiple affordances, flexible structures), and (2) the educational culture (reappraisal of the educational value of outdoor play, construction of a sustainable participatory culture with children Την τελευταία δεκαετία η παγκόσμια έρευνα εκδηλώνει ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον σε θέματα γύρω από τα υπαίθρια περιβάλλοντα σε συνάρτηση με τη μάθηση και την ανάπτυξη των παιδιών (Moser & Martinsen 2010, Mannion, Fenwick & Lynch 2013, Christie, Higgins & McLaughlin 2014, Waller et al., 2017), επισημαίνοντας την εκπαιδευτική σημασία των χώρων αυτών και την εγγενή ανάγκη των παιδιών για άμεσες εμπειρίες με το φυσικό τους περιβάλλον. Παράλληλα, έρευνες έχουν αποδείξει πως τα φυσικά και αρχιτεκτονικά στοιχεία των υπαίθριων χώρων δεν αρκούν αποκλειστικά για την αναβάθμιση αυτών των χώρων σε τόπους μάθησης, καθώς εξίσου σημαντικοί θεωρούνται και οι κοινωνικοί, πολιτισμικοί και προσωπικοί παράγοντες (Γερμανός, 2015).. Οι σύγχρονες ερευνητικές προσεγγίσεις αποδεικνύουν πως σχέση χώρου - μάθησης δεν είναι μια ποσοτική σχέση από την οποία τα καλύτερα περιβάλλοντα μάθησης "παράγουν" καλύτερες διαδικασίες μάθησης (Woolner et al., 2012), και προτείνουν τη δημιουργία υπαίθριων μαθησιακών περιβαλλόντων που θα περιέχουν δυναμικές και ευπροσάρμοστες δυνατότητες για όλη τη σχολική κοινότητα.Η μεγάλη έλλειψη ερευνητικών δεδομένων στην Ελλάδα, σχετικά με: (1) τη μάθηση και το παιχνίδι σε υπαίθρια περιβάλλοντα, (2) το συμμετοχικό σχεδιασμό σε σχολικά περιβάλλοντα και (3) τις συμμετοχικές μεθόδους ως εργαλεία για την παιδαγωγική της ακρόασης και την ερμηνεία των παιδιών δημιουργεί ένα επιτακτικό πεδίο έρευνας στο οποίο έγκειται και η αναγκαιότητα της παρούσας έρευνας,Η παρούσα διατριβή εστιάζει στην παιδαγωγική ποιότητα των υπαίθριων σχολικών χώρων και περιγράφει το σκεπτικό της βελτίωσης τους και των εκπαιδευτικών ευκαιριών που οι χώροι αυτοί προσφέρουν, ως πεδία μάθησης και παιχνιδιού. Διερευνά αρχικά τη προσέγγιση της Μάθησης και του Παιχνιδιού σε Υπαίθρια Περιβάλλοντα (Outdoor Learning and Play), ως νέα έννοια, που απεγκλωβίζει τις διαδικασίες τις μάθησης από τα στενά πλαίσια της σχολικής τάξης και προσαρμόζεται στις ανάγκες της καθημερινής πραγματικότητας της ζωής των παιδιών, αξιοποιώντας τα φυσικά στοιχεία του περιβάλλοντος. Εν συνεχεία, εξετάζει πώς ορισμένοι παράγοντες, όπως είναι η συμμετοχή όλης της σχολικής κοινότητας (παιδιά, εκπαιδευτικοί, γονείς) στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, σχεδιασμού και υλοποίησης αλλαγών, μπορούν να επιδράσουν στην ποιότητα, χρήση, αξιοποίηση και αντίληψη των υπαίθριων περιβαλλόντων του νηπιαγωγείου ως τόπους μάθησης και παιχνιδιού που θα διαπερνούν οριζόντια όλες τις πτυχές της εκπαιδευτικής καθημερινότητας στο νηπιαγωγείο.Η εμπειρική έρευνα διαρθρώνεται σε τρία στάδια εξετάζοντας τα αναδυόμενα ερευνητικά ερωτήματα. Αρχικά μέσω της διεξαγωγής ημι-δομημένων συνεντεύξεων με νηπιαγωγούς μελετήσαμε τις γνώσεις, τις απόψεις, τις εμπειρίες και τις πρακτικές των νηπιαγωγών σχετικά με την οργάνωση, τη χρήση και το ρόλο των υπαίθριων περιβαλλόντων στην εκπαιδευτική καθημερινότητα. Με βάση τα ερευνητικά ερωτήματα που αναδύθηκαν μέσω της ανάλυσης των συνεντεύξεων, προέκυψε η διεξαγωγή του δεύτερου σταδίου της έρευνας που αφορούσε την καταγραφή μηνιαίων ημερολογίων από τους νηπιαγωγούς προσφέροντας τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά δεδομένα σχετικά με τη χρήση των υπαίθριων περιβαλλόντων στην εκπαιδευτική καθημερινότητα. Εν συνεχεία, με γνώμονα τα πορίσματα των δύο πρώτων σταδίων προέκυψε το τρίτο στάδιο της έρευνας που περιλάμβανε τη διεξαγωγή της Συμμετοχικής Έρευνας Δράσης (ΣΕΔ) σε δύο σχολικές μονάδες. Τα πορίσματα της έρευνας έρχονται να προσθέσουν νέα δεδομένα στην διεθνή τάση της επιστημονικής έρευνας που αποσκοπεί στην συνεχή ενδυνάμωση όλων των εμπλεκόμενων στην εκπαιδευτική διαδικασία προκειμένου να συμμετάσχουν ενεργά στην διαμόρφωση των περιβαλλόντων μάθησης και παιχνιδιού και των μαθησιακών εμπειριών . Κατά τη διάρκεια της Συμμετοχικής Έρευνας Δράσης οι συμμετέχοντες (παιδιά, νηπιαγωγούς, γονείς) ενδυναμώθηκαν προκειμένου να διερευνήσουν, να ανακαλύψουν και να διαχειριστούν τις προκλήσεις που επηρεάζουν τη ζωή τους με αποτέλεσμα να ξεκλειδώσουν αλλαγές τόσο στην (1) οργάνωση και σχεδιασμό των υπαίθριων χώρων του νηπιαγωγείου (αίσθηση ταυτότητας, πολλαπλές ευκαιρίες, ευέλικτες δομές), όσο και στην (2) εκπαιδευτική κουλτούρα (επανεκτίμηση της εκπαιδευτικής αξίας του υπαίθριου παιχνιδιού, κατασκευή μιας βιώσιμης συμμετοχικής κουλτούρας με παιδιά). 1235 230 253 Immunohistochemical study of angiogenesis and vasculogenic mimicry in melanocytic tumors of the eye and the periocular area Ανοσοϊστοχημική μελέτη της αγγειογένεσης και της αγγειακής μίμησης σε μελανοκυτταρικούς όγκους του οφθαλμού και της περιοφθαλμικής περιοχής Aim. The aim of the present study is to study angiogenesis and vascular mimicry in benign and malignant melanocytic tumors of the eye and the periocular region. Materials and methods. Histological sections from 118 patients were examined. Eighty-eight of the patients had nevi, most of which were conjunctival, while the remaining 30 had malignant melanomas, mostly choroidal. Histological sections were stained either with haematoxylin- eosin or immunohistochemically. Angiogenesis was assessed by studying microvascular density, using antibodies against the endothelial cell markers, CD31 and CD34. Vascular-like channels between neoplastic cells, that were not lined by endothelial cells, and thus were negative for CD31 and CD34, represented areas of vasculogenic mimicry. Results. Angiogenesis was more pronounced in melanomas compared to melanocytic nevi. Angiogenesis was increased in melanomas with high mitotic index and/or epithelioid cell preponderance, compared to melanomas with low mitotic index and/or spindle cell predominance. Vasculogenic mimicry areas were evident in many melanomas and in several nevi. Melanomas with more aggressive histologic features had more extensive areas of vasculogenic mimicry compared to less aggressive tumors. Conclusions. Both angiogenesis and vasculogenic mimicry are more evident in melanomas compared to nevi of the eye and the periocular region. The presence of vasculogenic mimicry in some nevi is a very interesting finding that might have prognostic implications. Σκοπός. Η μελέτη της αγγειογένεσης, καθώς και της αγγειακής μίμησης, σε καλοήθη και κακοήθη μελανοκυτταρικά νεοπλάσματα της οφθαλμικής και περιοφθαλμικής περιοχής. Υλικό και μέθοδος. Εκτιμήθηκαν ιστολογικές τομές από 118 ασθενείς, εκ των οποίων οι 88 είχαν σπίλους κυρίως του επιπεφυκότα, ενώ οι υπόλοιποι 30 είχαν μελανώματα οφθαλμού, η πλειοψηφία των οποίων ήταν χοριοειδικά. Η εκτίμηση της αγγειογένεσης έγινε με ανοσοϊστοχημική χρώση για τους δείκτες ενδοθηλιακών κυττάρων CD31 και CD34, με βάση την οποία προσδιορίστηκε η μικροαγγειακή πυκνότητα. Η αγγειακή μίμηση, δηλαδή η παρουσία αυλών οι οποίοι δεν επενδύονται από ενδοθηλιακά αλλά από νεοπλασματικά κύτταρα, και συνεπώς είναι αρνητικοί στις ανοσοχρώσεις για CD31 και CD34, εκτιμήθηκε στις τομές αιματοξυλίνης-ηωσίνης. Αποτελέσματα. Η αγγειογένεση ήταν αυξημένη στα μελανώματα συγκριτικά με τους σπίλους. Μελανώματα με αυξημένο αριθμό μιτώσεων και/ή αποτελούμενα κυρίως από επιθηλιοειδή κακοήθη μελανοκύτταρα είχαν περισσότερα νεοαγγεία, συγκρινόμενα με λιγότερο επιθετικά μελανώματα βάσει ιστολογικών χαρακτηριστικών, και συγκεκριμένα με μελανώματα αποτελούμενα από ατρακτόμορφα κύτταρα και/ή με σπάνιες μιτώσεις. Το φαινόμενο της αγγειακής μίμησης παρατηρήθηκε στο ήμισυ περίπου των μελανωμάτων και ήταν πιο έντονο σε εκείνα με επιθετικά χαρακτηριστικά. Επίσης, αν και παρατηρήθηκε και σε σπίλους, ήταν σαφώς σε μικρότερο βαθμό από τα μελανώματα. Συμπεράσματα. Τόσο η αγγειογένεση όσο και η αγγειακή μίμηση εμφανίζονται σε μεγαλύτερο βαθμό στα μελανώματα συγκριτικά με τους σπίλους της περιοχής του οφθαλμού. Η διαπίστωση του φαινομένου της αγγειακής μίμησης και σε σπίλους μπορεί να αυξάνει την πιθανότητα κακοήθους εξαλλαγής τους και αποτελεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παρατήρηση. 1236 752 940 Analysis modal of sandwich structures honeycomb core with finite element method Δυναμική ανάλυση σύνθετων δομών τύπου sandwich με κυψελοειδή πυρήνα με τη μέθοδο των πεπερασμένων στοιχείων In the present work, the free vibration of honeycomb cored sandwich plates is studied. The main purpose is to obtain the results of natural frequencies and eigenmodes that appear during the dynamical behavior of plates. The analytical methods for their determination for this kind of structures are usually impossible. Thus, numerical methods are applied, the finite element method being the most significant. The modelling and simulation of the structure are carried out in ANSYS commercial package. In the first place, a healthy sandwich panel is analyzed in order to take the proper decisions for its design. In the second place, the behavior of the same panel containing a debonding between the skin and the core is examined in order to investigate the damage influence on the panel’s modal characteristics and to find a signal that informs about the presence of the damage. In the first chapter, a general presentation of cellular and honeycomb materials takes place along with a summary of their manufacturing process giving the reasons for their wide application in lightweight structures. In the second chapter, the mechanical behavior of honeycomb materials is presented along with their most common homogenization technique based on Ashby – Gibson theory. The resulted effective properties can simplify the analysis of honeycomb structures. In the third chapter, the architecture, the properties and the most common types of failure of sandwiches are presented, making a brief reference on their mechanics. In the fourth chapter, an extensive presentation of finite element numerical method takes place, for both static and dynamic analysis of structural components. After a synopsis of vibrations phenomenon, the whole procedure of the method is developed through elasticity energy theorems and the solution of its equation is explained, both for static and dynamic problems. In the fifth chapter, the two main categories of equivalent macro – mechanical behavior of honeycomb composite plates are presented. The equivalent plate model, formed by a plate of isotropic and homogenous material, belongs in the first category of equivalent single layer models, while, the equivalent sandwich model, formed by every layer considering its effective properties, belongs in the second category of discrete layer models. In the sixth chapter, the steps of equivalent models’ creation and simulation in ANSYS are presented, along with the formation of the exact geometrical model of honeycomb sandwich plate, utilizing the program’s capabilities. The types of finite elements used for the discretization of the layers are also presented. Those elements are considered the most suitable for the kinematics of layers. In the seventh chapter, the results of the modal analysis of the previous models are presented for three different case studies, in order to verify the validity of the models for the prediction of the real modal behavior. In the eighth chapter, the most common damage that appears in the free vibration state is mentioned, as well as the attempts for its finite element modelling and its detection through natural frequencies shift before it poses a threat for the safety of the structure. In the ninth chapter, the natural frequency results of a sandwich containing a debonding are presented. It seems that the presence of damage leads to the natural frequencies’ reduction, which can be treated as a ‘signal’ of its existence. The influence of skin to core debonding is investigated in conjunction with its size, its shape and the plate’s boundary conditions so to gather adequate information for a non-destructive method scheme. In the case of healthy honeycomb sandwich plate, we can come to the conclusion that the model which exhibits the best accuracy in combination with the number of finite elements is the equivalent sandwich model. Even more, this model can grasp the special features of each layer and embed new ones, just like the adhesive layer. This model is suitable for the conduction of plate design optimization, as well as, for the investigation of damage influence. In regard with the modal behavior of sandwich panels containing a skin to core debonding, it is clearly observed that the natural frequencies are decreased with the increase of damage area and the restraint of the boundary conditions. This attitude is eminent especially in higher frequencies. Moreover, as an indication of a damage existence can be the sudden appearance of phenomena, just like the “cross – over” where the inversion of eigenmodes series shows up. Lastly, the plate with circular debonding zone is more sensitive in comparison with the plates with the square or through-the-width zone. Η παρούσα εργασία αφορά τη μελέτη και την ανάλυση της δυναμικής συμπεριφοράς σύνθετων δομών τύπου sandwich με κυψελοειδή honeycomb πυρήνα. Ο κύριος σκοπός της ανάλυσης είναι η εξαγωγή των αποτελεσμάτων των φυσικών συχνοτήτων και των ιδιομορφών που παρουσιάζει η δομή κατά την διάρκεια των ελεύθερων ταλαντώσεων της. Οι αναλυτικές μέθοδοι για τον προσδιορισμό αυτών των μεγεθών σε αυτού του είδους τα δομικά στοιχεία είναι συχνά αδύνατες, για αυτό το λόγο χρησιμοποιούνται αριθμητικές μέθοδοι για τον προσδιορισμό τους με προεξέχουσα τη μέθοδο των πεπερασμένων στοιχείων. Η μοντελοποίηση και η προσομοίωση της δομής γίνεται στο σύγχρονο περιβάλλον του εμπορικού υπολογιστικού πακέτου ANSYS. Σε πρώτο στάδιο, γίνεται η μελέτη της «υγιούς» πλάκας sandwich, ώστε να ληφθούν οι κατάλληλες επιλογές για τον σχεδιασμό της και σε δεύτερο στάδιο γίνεται η μελέτη της πλάκας με τη παρουσία της βλάβης αποκόλλησης ανάμεσα στα στρώματα του κελύφους και του πυρήνα, ώστε να διερευνηθεί η επίδραση της στην δυναμική συμπεριφορά με απώτερο στόχο την εύρεση κάποιου «σήματος» που θα ειδοποιεί για την παρουσία της αποκόλλησης. Στο πρώτο κεφάλαιο, γίνεται μια γενική παρουσίαση των κυψελοειδών υλικών και των υλικών honeycomb, συνοδευμένη με μια περίληψη του τρόπου παραγωγής τους, που αιτιολογούν την ευρεία χρήση τους στις ελαφρές κατασκευές. Στο δεύτερο κεφάλαιο, παρουσιάζεται η μηχανική συμπεριφορά των υλικών honeycomb και η θεωρία των Ashby και Gibson που είναι η πιο διαδεδομένη μέθοδος ομογενοποίησης τους, από την οποία εξάγονται οι ισοδύναμες ελαστικές ιδιότητες τους. Χρησιμοποιώντας αυτές τις ιδιότητες μπορεί να απλοποιηθεί η μελέτη των δομών που εμπεριέχουν υλικά honeycomb, λαμβάνοντας αξιόπιστα αποτελέσματα, όπως έχει προκύψει τουλάχιστον από την βιβλιογραφία. Στο τρίτο κεφάλαιο, παρουσιάζεται η αρχιτεκτονική, οι ιδιότητες και οι συνηθέστεροι τύποι αστοχίας των δομών sandwich, κάνοντας ακόμα και μια περιληπτική αναφορά στις θεωρίες για την μελέτη της μηχανικής συμπεριφοράς τους. Στο τέταρτο κεφάλαιο, γίνεται μια εκτενής παρουσίαση της αριθμητικής μεθόδου των πεπερασμένων στοιχείων, αρχικά για την στατική και κατόπιν για δυναμική συμπεριφορά των δομικών στοιχείων. Αφού γίνεται μια περίληψη του φαινομένου των ταλαντώσεων, των μεγεθών που το περιγράφουν και της σημασίας του για τις κατασκευές, αναπτύσσεται όλη η διαδικασία ανάπτυξης της μεθόδου μέσω των ενεργειακών θεωρημάτων ελαστικότητας και εξηγούνται οι τρόποι επίλυσης των εξισώσεων που καταλήγει η μέθοδος, τόσο για τα στατικά όσο και για τα δυναμικά προβλήματα. Στο πέμπτο κεφάλαιο, παρουσιάζονται οι δύο κύριες κατηγορίες των ισοδύναμων μακρομηχανικών μοντέλων για τη μελέτη της μηχανικής συμπεριφοράς των δομών sandwich με πυρήνα honeycomb. Στη πρώτη κατηγορία ανήκει το μοντέλο της ισοδύναμης πλάκας, όπου δημιουργείται μια πλάκα από ένα ομογενές και ισότροπο υλικό, ενώ στη δεύτερη κατηγορία ανήκει το μοντέλο του ισοδύναμου sandwich, όπου κάθε στρώση προσεγγίζεται από ένα ομογενές υλικό οι ιδιότητες του οποίου προκύπτουν από κατάλληλες θεωρίες ομογενοποίησης. Στο έκτο κεφάλαιο, παρουσιάζονται τα βήματα που ακολουθούνται για την δημιουργία των παραπάνω μοντέλων και για την προσομοίωση της δυναμικής συμπεριφοράς τους στο περιβάλλον του ANSYS. Εκτός από τα ισοδύναμα μοντέλα, παρουσιάζεται και η διαδικασία κατασκευής ενός μοντέλου με την ακριβή γεωμετρία του πυρήνα honeycomb, αξιοποιώντας έτσι τις δυνατότητες που περιέχει το εμπορικό πρόγραμμα, που επιτρέπουν τον λεπτομερή σχεδιασμό ακόμα και περίπλοκων γεωμετριών. Δίνεται επίσης και ο τύπος των πεπερασμένων στοιχείων βάση των οποίων γίνεται η διακριτοποίηση των στρώσεων και της δομής και τα οποία θεωρούνται τα πιο ικανά για την προσέγγιση της κινηματικής των sandwich. Στο έβδομο κεφάλαιο, γίνεται η παρουσία των αποτελεσμάτων της προσομοίωσης της δυναμικής συμπεριφοράς των τριών μοντέλων, που παρουσιάστηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια. Τα αποτελέσματα προκύπτουν για τρεις διαφορετικές μελέτες περιπτώσεων, ώστε να εξακριβωθεί η αξιοπιστία των μοντέλων για την πρόβλεψη της πραγματικής δυναμικής συμπεριφοράς της δομής sandwich. Στο όγδοο κεφάλαιο, γίνεται αναφορά στην πιο συχνή βλάβη που εμφανίζεται στο sandwich με πυρήνα honeycomb κατά τη δυναμική συμπεριφορά του, της αποκόλλησης μεταξύ των στρωμάτων του κελύφους και του πυρήνα και τις προσπάθειες για την μοντελοποίηση της και τον εντοπισμό της πριν γίνει επικίνδυνη, μέσω της μεταβολής των φυσικών συχνοτήτων της πλάκας sandwich. Στο ένατο κεφάλαιο, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των φυσικών συχνοτήτων της δυναμικής συμπεριφοράς του sandwich με αποκόλληση. Όπως, φαίνεται η παρουσία της βλάβης έχει ως συνέπεια τη μείωση των συχνοτήτων, κάτι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως της σήμα της ύπαρξης της. Η επίδραση της παρουσίας της αποκόλλησης διερευνάται σε σχέση με το μέγεθος της περιοχής της, τις συνθήκες σύνδεσης της πλάκας με τα άλλα τμήματα της κατασκευής που ανήκει, καθώς και με το σχήμα της περιοχής αποκόλλησης, ώστε να αποκομιστούν πληροφορίες για την κατάστρωση μιας μη καταστροφικής μεθοδολογίας για τον εντοπισμό της ατέλειας της πλάκας. Με την παρατήρηση των αποτελεσμάτων για την δυναμική συμπεριφοράς του sandwich με πυρήνα honeycomb βγαίνει το συμπέρασμα πως το μοντέλο που παρουσιάζει τον καλύτερο συνδυασμό ακρίβειας και αριθμού πεπερασμένων στοιχείων, είναι το μοντέλο του ισοδύναμου sandwich. Ακόμα, μπορεί να συλλάβει τις ιδιαιτερότητες της κάθε στρώσης και να ενσωματώσει και άλλα χαρακτηριστικά που μπορεί να δώσουν ακόμα περισσότερη ακρίβεια, όπως το στρώμα κόλλας. Το μοντέλο αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την διεξαγωγή μελετών βελτιστοποίησης του σχεδιασμού και της επίδρασης βλαβών στα δυναμικά χαρακτηριστικά, δίνοντας αξιόπιστα αποτελέσματα. Όσον αφορά την δυναμική συμπεριφορά των πλακών που περιέχουν αποκόλληση μεταξύ των στρώσεων του κελύφους και του πυρήνα, παρατηρείται πως οι ιδιοσυχνότητες τους μειώνονται όσο αυξάνει το μέγεθος της βλάβης και όσο οι συνοριακές συνθήκες τους γίνονται πιο περιοριστικές. Αυτή η συμπεριφορά γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στις μεγάλες ιδιοσυχνότητες. Ακόμα, ως ένδειξη της παρουσίας της βλάβης μπορεί να θεωρηθεί και η εμφάνιση και των άλλων φαινομένων που παρατηρούνται, όπως η αντιστροφή της σειράς των ιδιομορφών με την αύξηση της ζώνης της ατέλειας. Τέλος, η πλάκα με τη ζώνη αποκόλλησης με κυκλικού σχήματος παρουσιάζει μεγαλύτερη ευαισθησία στη μεταβολή των δυναμικών χαρακτηριστικών της σε σχέση με τις πλάκες που περιέχουν ζώνη τετραγωνικού σχήματος και ζώνη σχήματος λωρίδας. 1237 240 261 THE PURPOSE OF THE PRESENT WORK WAS TO STUDY THE MODE OF INHERITANCE OF CHRONICSIMPLE GLAUCOMA IN THE NORTH WESTERN DISTRICT OF GREECE NAMED EPIRUS. AN EPIDEMIOLOGICAL, CLINICAL AND GENETIC STUDY OF THIN DISORDER HAS BEEN ACCOMPLISHED AMONG 1441 INDIVIDUALS, BELONGING TO ELEVEN PEDIGREES, EXTENDING IN FOUR TO SIX GENERATIONS. THE FAMILIES AND THE INDIVIDUALS WHO WERE EXAMINED COME FROM EPIRUS AND THEY WERE ALL OVER 30 YEARS OLD. THERE WAS NO BLOOD RELATIONSHIP BETWEEN ANYONE OF THE ELEVEN PEDIGREES. IN THIS STUDY THE CRITERIA FOR DIAGNOSIS WAS BASED ON ELEVATED INTRAOCCULAR PRESSURE (>21 MMHG) AFTER REPEATED TONOMETRIC MEASUREMENTS, FINDINGS OF CUPPING AND ATROPHY OF THE OPTIC DISC, CHARACTERISTIC FIELD LOSS, OPEN ANGLES WITH NO OTHER EVIDENCE OF SECONDARY OR HEREDITARY GLAUCOMAAND A POSSITIVE WATER-DRINKING TEST. 368 OF THE 1441 INDIVIDUALS WERE OFFSPRINGS, AGED 30 YEARS OR MORE, ALIVE OR DEAD, AND THEY HAD DIRECT BLOOD RELATIONSHIP TO THE PROPOSITUS. 316 OF THEM WERE ALIVE AND WERE EXAMINED. THE AFFECTED OFFSPRINGS (ALIVE OR DEAD) WERE 67, BUT ONLY 45 WERE ALIVE AND 44 WERE ABLE TO BE EXAMINED. NONE OF THE UNRELATED SPOUSES MARRYING INTO THE PEDIGREES WERE AFFECTED OF THE DISEASE. THE GENETIC ANALYSIS OF THE RESULTS AND THE NUMBER OF THE AFFECTED INDIVIDUALS OF AFFECTED PARENTS IN THE PRESENT WORK OF PEOPLE OF EPIRUS,SUGGESTED THAT THE ENTITY IS INHERRITED IN AN AUTOSOMAL DOMINANT FASHION CAUSED BY A SINGLE AUTOSOMAL DOMINANT GENE AND IS A DISEASE OF LATE ONSET. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΤΑΝ ΝΑ ΔΙΑΣΑΦΗΝΙΣΤΕΙ Ο ΤΡΟΠΟΣ, ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΚΛΗΡΟΝΟΜΕΙΤΑΙ ΤΟ ΧΡΟΝΙΟ ΑΠΛΟ ΓΛΑΥΚΩΜΑ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ. ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΑΜΕ ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΚΗ, ΚΛΙΝΙΚΗ ΚΑΙ ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΘΗΣΗ ΑΥΤΗ ΣΕ ΕΝΔΕΚΑ (11) ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΑ ΔΕΝΔΡΑ ΜΕ 1441 ΑΤΟΜΑ, ΠΟΥ ΕΚΤΕΙΝΟΝΤΑΙ ΣΕ 4-6 ΓΕΝΕΕΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΑΠΟ ΕΝΑΝ ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΧΘΟΝΕΣ ΗΠΕΙΡΩΤΕΣ. ΣΤΑ 11 ΔΕΝΔΡΑ ΔΕΝ ΠΑΡΑΤΗΡΗΘΗΚΕ ΚΑΜΜΙΑ ΕΞ'ΑΙΜΑΤΟΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ. ΕΞΕΤΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣΑΜΕ ΚΥΡΙΩΣ ΑΤΟΜΑ ΗΛΙΚΙΑΣ 30 ΕΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΩ. ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΑΜΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟ ΤΩΝ ΠΑΣΧΟΝΤΩΝ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΕΞΗΣ: ΟΙ ΤΙΜΕΣ ΤΗΣ ΕΝΔΟΦΘΑΛΜΙΑΣ ΠΙΕΣΗΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΠΑΝΕΙΛΗΜΜΕΝΕΣ ΤΟΝΟΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗΣ (>21MMHG), Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΚΟΙΛΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΧΡΩΜΑΤΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΟΠΤΙΚΗΣ ΘΗΛΗΣ, ΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΟΠΤΙΚΟΥ ΠΕΔΙΟΥ, Η ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ ΑΝΟΙΚΤΗΣ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΘΙΟΥ ΘΑΛΑΜΟΥ ΜΕ ΑΠΟΥΣΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΔΕΥΤΕΡΟΠΑΘΟΥΣ 'Η ΚΑΙ ΣΥΓΓΕΝΟΥΣ ΓΛΑΥΚΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΘΕΤΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΥΔΡΟΠΟΣΙΑΣ. ΑΠΟ ΤΑ 1441 ΑΤΟΜΑ, ΤΑ 368 ΕΙΝΑΙ ΤΕΚΝΑ ΗΛΙΚΙΑΣ 30 ΕΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΩ, ΖΩΝΤΑ ΚΑΙ ΜΗ, ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΑΜΕΣΗ ΕΞ'ΑΙΜΑΤΟΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΤΟΥ PROPOSITUS (ΔΕΙΚΤΕΣ). ΑΠΟ ΤΑ 368 ΑΥΤΑ ΤΕΚΝΑ ΤΑ 316 ΕΙΝΑΙ ΖΩΝΤΑ ΚΑΙ ΕΞΕΤΑΣΑΜΕ ΤΑ 315. ΑΠΟ ΤΑ 368 ΤΕΚΝΑ ΖΩΝΤΑ ΚΑΙ ΜΗ, ΑΝΕΥΡΕΘΗΚΑΝ ΠΑΣΧΟΝΤΑ ΑΠΟ ΧΡΟΝΙΟ ΑΠΛΟ ΓΛΑΥΚΩΜΑ ΤΑ 67. ΑΠΟ ΤΑ 67 ΠΑΣΧΟΝΤΑ ΤΕΚΝΑ, ΖΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ ΤΑ 45 ΚΑΙ ΕΞΕΤΑΣΑΜΕ ΤΑ 44. ΣΗΜΕΙΩΝΕΤΑΙΟΤΙ ΠΑΣΧΟΝΤΕΣ ΔΕΝ ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΣΤΟΥΣ 'Η ΣΤΙΣ ΣΥΖΗΓΟΥΣ ΤΩΝ ΤΕΚΝΩΝ ΚΑΙ ΣΤΑ 11 ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΑ ΔΕΝΔΡΑ. ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΜΑΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΘΗΚΕ ΟΤΙ ΤΟ ΧΡΟΝΙΟ ΑΠΛΟ ΓΛΑΥΚΩΜΑ ΣΤΑ 11 ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΑ ΔΕΝΔΡΑ, ΠΟΥ ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΑΝ, ΚΛΗΡΟΝΟΜΕΙΤΑΙ ΜΕ ΟΨΙΜΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΝΟΣΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΥΤΟΣΩΜΑΤΙΚΟ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΚΑΙ ΟΤΙ ΥΠΕΥΘΥΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΝΟΣΟΥ ΑΥΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΑΥΤΟΣΩΜΑΤΙΚΟ ΕΠΙΚΡΑΤΕΣ (ΜΕΙΖΟΝ)ΓΟΝΙΔΙΟ. 1238 11 11 Observational constraints on viable f(R) parametrizations with geometrical and dynamical probes Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Σχολή Επιστημών και Τεχνολογιών. Τμήμα Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών 1239 177 165 The present research work involves the synthesis, the molecular and morphologicalcharacterization of linear diblock copolymers of the PS-b-PDMS type and miktoarm starcopolymers of the PS(PDMS)n=2,3 and PDMS(PS)n=2,3 type respectively.Anionic polymerization via high vacuum techniques was employed along withsequential addition for the synthesis of the diblock copolymers. Anionic polymerization alongwith chlorosilane chemistry was also employed for the synthesis of all miktoarm starcopolymers.All samples were characterized via various techniques such as: size exlusionchromatography (SEC), membrane (MO) and vapor pressure (VPO) osmometry, protonnuclear magnetic resonance spectroscopy (1H-NMR), differential scanning calorimetry (DSC)and transmission electron microscopy (TEM).The main goal of this research was to synthesize linear and miktoarm star copolymerswhere the one block is polystyrene (PS) and the second polydimethylsiloxane (PDMS) andthe morphological characterization in order to make a first comparison between theexperimental data and the theoretical predictions already known for the PS-b-PI andPS(PI)n=2,3 system. Also an effort to explain the similarities and the discrepancies between theadopted morphologies of the PS/PDMS linear and non linear copolymers and the theoreticallypredicted through phase diagrams constructed via SCFT and experimental data for PS/PIsystems was made. Στα πλαίσια της παρούσης διδακτορικής διατριβής πραγματοποιήθηκε η σύνθεση, ο μοριακός και μορφολογικός χαρακτηρισμός γραμμικών δισυσταδικών συμπολυμερών τύπου PS-6-PDMS και μικτόκλωνων αστεροειδών συμτιολυμερών τύπου PS(PDMS)n=23 και PDMS(PS)n=2,3 αντίστοιχα.Χρησιμοποιήθηκε ο ανιοντικός πολυμερισμός σε συνδιασμό με τη μέθοδο της διαδοχικής προσθήκης για τη σύνθεση των γραμμικών δισυσταστικών συμπολυμερών και ο ανιοντικός πολυμερισμός σε συνδιασμό με τη χημεία χλωροσιλανίων για τη σύνθεση των μικτόκλωνων αστεροειδών συμπολυμερών. Όλα τα δείγματα χαρακτηρίστηκαν με διάφορες μεθόδους όπως η χρωματογραφία αποκλεισμού μεγεθών (SEC), η ωσμωμετρία μεμβράνης (ΜΟ) και τάσης ατμών (VPO), η φασματοσκοπία πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού πρωτονίου (’H-NMR), η διαφορική θερμιδομετρία σάρωσης (DSC) και η ηλεκτρονική μικροσκοπία διέλευσης (ΤΕΜ). Σκοπός της διατριβής ήταν η σύνθεση δειγμάτων απλής αλλά και πολύπλοκης αρχιτεκτονικής όπου η μία συστάδα είναι το πολυστυρένιο και η δεύτερη συστάδα η πολυ(διμεθυλοσιλοξάνη) και ο μορφολογικός τους χαρακτηρισμός προκειμένου να γίνει μία πρώτη σύγκριση ανάμεσα στα πειραματικά αποτελέσματα και στα θεωρητικά διαγράμματα φάσεων του συστήματος PS-b-PI και PS(PI)n=23 και να αιτιολογηθούν παρατηρούμενες συμφωνίες ή ασυμφωνίες μεταξύ υιοθετούμενων δομών και θεωρητικών προβλέψεων. 1240 270 274 Systematic review and meta-analysis in psycho-educational intervention programs for empathy Συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση σε ψυχοεκπαιδευτικά προγράμματα παρέμβασης για την ενσυναίσθηση Empathy is seen as a precursor to the development of prosocial behavior. It is an important factor in establishing healthy relationships with others and a cornerstone in the acquisition of effective interpersonal skills. It is no surprise that many psychoeducational programs have been designed and implemented to improve empathy, the ability to perceive each other's inner world as their own. The purpose of this study is to evaluate the data of a number of studies on the effectiveness of educational intervention programs in enhancing and improving empathy skill in people who had not received prior training. More specifically, the research question was: 'Determination of the effect size of psychoeducational interventions on empathy in untrained population groups (children, adolescents, etc.)'. The systematic review and meta-analysis method were used to investigate this query. The systematic review was carried out on the Google Scholar, Scopus and Medline bibliographical databases using specific words and phrases. More than 900 reports emerged. The meta-analysis included 20 studies, in line with the pre-determined exclusion and inclusion criteria, with a total of 2065 participants. The results showed that 30% of all studies (6 study articles) had a statistically significant effect on empathy compared to 70% (14 article studies). It is also worth noting that the way empathy is measured is a very important factor in the effectiveness of education programs. These results lead in a discussion on the tools for measuring empathy, its levels and models, as well as the content and design of psychoeducation programs. Finally, proposals are made for future research in this field of research. Η ενσυναίσθηση θεωρείται ως προπομπός της ανάπτυξης κοινωνικής συμπεριφοράς. Αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την εγκαθίδρυση υγιών σχέσεων με τους άλλους και ακρογωνιαίο λίθο στην απόκτηση αποτελεσματικών διαπροσωπικών δεξιοτήτων. Δεν αποτελεί έκπληξη, ότι πολλά εκπαιδευτικά προγράμματα έχουν σχεδιαστεί και υλοποιηθεί για τη βελτίωση της ενσυναίσθησης, της ικανότητας δηλαδή να αντιλαμβάνεται κανείς τον εσωτερικό κόσμο του άλλου σαν να ήταν δικός του. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η αξιολόγηση των δεδομένων ενός πλήθους μελετών σχετικά με την αποτελεσματικότητα ψυχοεκπαιδευτικών προγραμμάτων παρέμβασης στην ενίσχυση και βελτίωση της ενσυναίσθησης σε άτομα που δεν είχαν λάβει προηγούμενη εκπαίδευση στη συγκεκριμένη δεξιότητα. Πιο συγκεκριμένα το ερευνητικό ερώτημα ήταν: «Προσδιορισμός του βαθμού επίδρασης (effect size) των ψυχοεκπαιδευτικών παρεμβάσεων στην ενσυναίσθηση σε μη εκπαιδευμένες ομάδες πληθυσμού (παιδιά, έφηβοι κ.λπ.)». Για τη διερεύνηση του ερωτήματος χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της συστηματικής ανασκόπησης και μετα-ανάλυσης. Η συστηματική ανασκόπηση έγινε στις βιβλιογραφικές βάσεις δεδομένων Google Scholar, Scopus και Medline με τη χρήση συγκεκριμένων λέξεων και φράσεων. Προέκυψαν περισσότερες από 800 αναφορές. Στη μετα-ανάλυση συμπεριελήφθησαν 20 μελέτες, σύμφωνες με τα κριτήρια αποκλεισμού και συμπερίληψης που είχαν προαποφασιστεί, με σύνολο συμμετεχόντων 2065 άτομα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το 30% του συνόλου των μελετών (6 άρθρα-μελέτες) είχαν στατιστικά σημαντικό βαθμό επίδρασης στην ενσυναίσθηση έναντι του 70% (14 άρθρα μελέτες). Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι ο τρόπος που η ενσυναίσθηση μετράται αποτελεί πολύ σημαντικό παράγοντα στην αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων εκπαίδευσης. Τα αποτελέσματα αυτά είχαν ως απότοκο τη συζήτηση αναφορικά με τα εργαλεία μέτρησης της ενσυναίσθησης, των επιπέδων και μοντέλων της αλλά και το περιεχόμενο και τη σχεδίαση προγραμμάτων ψυχοεκπαίδευσης. Τέλος, διατυπώνονται προτάσεις για μελλοντικές έρευνες στον συγκεκριμένο ερευνητικό τομέα. 1241 154 166 Γεωμετρικές αναλλοίωτες και τοπολογία των υποπολυπτυγμάτων Riemann A long standing problem in Riemannian geometry research is to nd out to what extent several restrictions on curvatures of a Riemannian manifold M yield information on its topology. It should be interesting to study this question from the point of view of submanifold geometry. The main purpose of this thesis is to relate intrinsic and extrinsic invariants to the homology groups of submanifolds in space forms of nonnegative curvature. More precisely, we provide bounds on the Ricci curvature and the squared length of the second fundamental form of an immersed submanifold of a simply connected space form of nonnegative curvature which force homology to vanish. This allows us to use various topological results to obtain a homeomorphism between the submanifold and the unit sphere of the same dimension. Afterwards, we present some di erentiable sphere theorems for complete submanifolds. In fact, for those theorems we give alternative, shorter proofs based on previous results. Από τα παλαιότερα προβλήματα στην έρευνα της Γεωμετρίας Riemann, είναι η εύρεση του βαθμού κατά τον οποίο διάφοροι περιορισμοί στις καμπυλότητες ενός πολυπτύγματος Riemann αποδίδουν πληροφορίες για την τοπολογία του. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η μελέτη αυτού του προβλήματος από τη σκοπιά της γεωμετρίας των υποπολυπτυγμάτων. Ο βασικός σκοπός της παρούσας διατριβής είναι η επισήμανση της σχέσης μεταξύ των εσωτερικών και εξωτερικών αναλλοιώτων και των ομάδων ομολογίας υποπολυπτυγάτων με σταθερή, μη-αρνητική καμπυλότητα τομής. Συγκεκριμένα, ορίζουμε φράγματα για την καμπυλότητα Ricci και το τετράγωνο του μέτρου της δεύτερης θεμελιώδους μορφής ενός υποπολυπτύγματος εμβαπτισμένου σε έναν απλά συνεκτικό χώρο μορφής μη-αρνητικής καμπυλότητας, τα οποία οδηγούν σε μηδενισμό των ομάδων ομολογίας. Αυτό μας επιτρέπει τη χρήση διάφορων τοπολογικών αποτελεσμάτων ώστε να αποκτήσουμε έναν ομοιομορφισμό ανάμεσα στο υπό μελέτη υποπολύπτυγμα και τη μοναδιαία σφαίρα ίσης διάστασης. ΄Επειτα, παρουσιάζουμε κάποια θεωρήματα σφαίρας για πλήρη υποπολυπτύγματα για τα οποία παραθέτουμε διαφορετικές, πιο σύντομες αποδείξεις βασιζόμενοι σε αποτελέσματα που έχουν ήδη αποδειχθεί κατά τη διάρκεια της εργασίας. 1242 373 411 Differences in microbiological, physic-chemical and sensory properties of conventional versus sourdough bread Αξιολόγηση των ποιοτικών παραμέτρων ψωμιού με την προσθήκη προζύμης The objective of this study was to differentiate bread was prepared using baker’s yeast and sourdough on a qualitative and quantitative basis. For this purpose bread was prepred using baker’s yeast and soydough respectively. Microbiological analysis (TVC, lactic acid bacteria, Enterobacteriaceae, yeast – moulds and B. cereus) was performed on the two different types of bread. In addition, pH was measured as well as total titratable acidity (TTA). Additionally, their aromatic profile was studied with the SPME-GC/MS technique. Texture profile analysis (TPA) was carried out using an Instron dynamometer. Finally, organoleptic evaluation was carried out concerning the appearance, texture, taste and aroma of bread. Sampling was carried out at two-day intervals from day 0 to day 8 for the yeast bread samples and from day 0 to day 18 for the sourdough bread samples. The experiment was terminated when samples were no longer organoleptically acceptable to the consumer. The results showed that the shelf life of bread increased from 5 to ten days when sourdough was used. The microbiological growth was suppressed due to the acidic environment of sourdough bread and thus microbiological shelf life increased. For total mesophilic bacteria, reached 7 log cfu/g on the 7th – 8th day of storage for yeast bread, while for sourdough bread, it did not exceed the value 4 log cfu/g until the end of storage (day 18). pH and acidity measurements indicated that sourdough bread is more acidic. pH and acidity values (in mlNaOH 0.1N) for sourdough bread were between 6.71 - 6.36 and 7.9 - 8.7 respectively, while for yeast bread between 5.7 - 5.5 and 4 - 6.75 respectively. SPME-GC/MS analysis of flavor compounds showed that the main compounds detected in both breads are: ethanol, hexanol, hexanal, 1-octene-3-ol, heptanal, hexane, nonalanine, 3-methylbutanal, 3-methylbutanol, 2-methylbutanol, 2-methylpropanol and benzaldehyde. Acetic acid and furfural were detected only in the sourdough bread. Texture analysis showed that sourdough bread is harder, less elastic and more consistent than yeast bread. Organoleptically, sourdough bread has a richer aroma and sour taste according to the panelists’ comments. Chromatographic analysis mainly showed the presence of acetic acid, which is absent from yeast bread as it derives from lactic acid fermentation. Αντικείμενο της παρούσας έρευνας ήταν η διαφοροποίηση, σε ποιοτική και ποσοτική βάση, του ψωμιού που παράγεται με μαγιά και του ψωμιού που παράγεται με προζύμι. Για το σκοπό αυτό παρασκευάστηκε ψωμί με προζύμι και συμβατική μαγιά αντίστοιχα. Στο ψωμί πραγματοποιήθηκαν μικροβιολογικές αναλύσεις (ΟΜΧ, γαλακτικά βακτήρια, Εντεροβακτηριοειδή, Ζύμες-μύκητες και B. cereus. Επιπλέον έγιναν μετρήσεις του pH καθώς και προσδιορισμός της Ολικής Ογκομετρούμενης Οξύτητας (ΟΟΟ) – TotalTitratableAcidity (TTA). Επιπροσθέτως μελετήθηκε το αρωματικό τους προφίλ με την τεχνική της HS-SPME-GC/MS, καθώς επίσης έγινε και η αξιολόγηση της υφής τους με την μέθοδο textureprofileanalysis (TPA) με δυναμόμετρο Instron. Τέλος έγινε οργανοληπτική αξιολόγηση, στην οποία αξιολογήθηκαν η εμφάνιση, η υφή, η γεύση και το άρωμα του ψωμιού. Η δειγματοληψία γινόταν ανά διαστήματα δύο ημερών από την ημέρα 0 έως την ημέρα 8 για τα δείγματα ψωμιού με μαγιά και από την ημέρα 0 έως την ημέρα 18 για τα δείγματα ψωμιού με προζύμι. Το πείραμα τερματίστηκε όταν τα δείγματα δεν ήταν πλέον οργανοληπτικά αποδεκτά από τον καταναλωτή. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η διάρκεια ζωής του ψωμιού αυξάνεται από 5 σε 10 ημέρες με την προσθήκη προζυμιού. Η ανάπτυξη μικροοργανισμών καταστέλεται λόγω του όξινου περιβάλλοντος στο ψωμί με προζύμι και επομένως αυξάνεται ο χρόνος ζωής του προϊόντος. Για την ολική μεσόφιλη χλωρίδα ο πληθυσμός 7 logcfu/g έφτασε την τιμή 7 την 7η-8η ημέρα συντήρησης για το ψωμί με μαγιά ενώ για το ψωμί με προζύμι δεν ξεπέρασε την τιμή 4 μέχρι και το τέλος του πειράματος (18η ημέρα). Οι μετρήσεις του pΗ και της οξύτητας έδειξαν ότι το ψωμί με προζύμι ήταν πιο όξινο. Οι τιμές pH και οξύτητας (σε mlNaOH 0.1N) για το ψωμί με προζύμι κυμάνθηκαν μεταξύ των τιμών 6,71 – 6,36 και 7,9 – 8,7 αντιστοιχα, ενώ για το ψωμί με μαγιά μεταξύ των τιμών 5,7 – 5,5 και 4 – 6,75 αντιστοιχα. H ανάλυση των πτητικών συστατικών των δύο ψωμιών με SPME-GC/MS έδειξε ότι οι κύριες ενώσεις που ανιχνεύονται είναι: αιθανόλη, εξανόλη, εξανάλη, 1-οκτέν-3-όλη, επτανάλη, εξάνιο, εννεανάλη, 3-μέθυλο-βουτανάλη, 3-μέθυλο-βουτανόλη, 2-μέθυλο-βουτανόλη, 2-μέθυλο-προπανόλη και βενζαλδεΰδη. Το οξικό οξύ (παράγωγο γαλακτικής ζύμωσης) και η φουρφουράλη ανιχνεύτηκαν μονο στο ψωμί με προζύμι, ενώ ακετοΐνη (3-υδροξυ-βουτανόνη) και διακετύλιο (2,3-βουτανοδιόνη) ανιχνεύτηκαν μόνο στο ψωμί με μαγιά. Η ανάλυση υφής έδειξε ότι το ψωμί με προζύμι είναι ένα σκληρό, λιγότερο ελαστικό και πιο συνεκτικό προϊόν σε σχέση με το ψωμί με τη μαγιά. Οργανοληπτικά το ψωμί με προζύμι είχε πιο πλούσιο άρωμα και ξινή γεύση σύμφωνα με τα σχόλια των κριτών. 1243 177 186 Nikephoros III Botaneiates, was Byzantine emperor from 1078 to 1081. He was born in 1002, and became a general during the reign of Byzantine Emperor Constantine IX Monomachos and Romanos IV Diogenes. Under Michael VII Doukas he became governor of the Anatolic theme and commander of the troops in Asia. He revolted against Michael VII, and with the connivance of the Seljuk Turks marched upon Nicaea, where he proclaimed himself emperor. As emperor, Botaneiates was supported by his general Alexios I Komnenos, who managed to stifle the revolt of Bryennios in Thrace as well as the revolt of Nikephoros Basilakes in Thessalonike both of whom claimed the throne. The policy followed by the emperor, was not one the gravity of the situation required. The state became even more destitute. The grave economic crisis led anew to a devaluation of both golden and silver currency. Finally, Alexios I Komnenos himself revolted. After a three-day siege he entered the capital, forced Botaneiates to abdicate and become a monk. Nikephoros III Botaneiates died later that year, on 10 December 1081. Ο Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης, ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 1078 έως το 1081. Γεννήθηκε το 1002 και έγινε στρατηγός κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου και του Ρωμανού Δ΄ Διογένη. Κατά τη βασιλεία του Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα έγινε διοικητής του Ανατολικού θέματος και διοικητής των στρατευμάτων στην Ασία. Επαναστάτησε εναντίον του Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα, και με τη βοήθεια των Σελτζούκων Τούρκων βάδισε προς τη Νίκαια, όπου ανακήρυξε τον εαυτό του αυτοκράτορα. Ως αυτοκράτορας, ο Βοτανειάτης υποστηρίχθηκε από τον στρατηγό του Αλέξιο Α΄ Κομνηνό, ο οποίος κατάφερε να καταπνίξει την εξέγερση του Βρυέννιου στη Θράκη καθώς και την εξέγερση του Νικηφόρου Βασιλάκιου στη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι διεκδίκησαν τον θρόνο. Η πολιτική που ακολούθησε ο αυτοκράτορας, δε διακρίθηκε για τη σοβαρότητα που απαιτούσε η κατάσταση. Το κράτος έγινε ακόμη πιο άπορο. Η σοβαρή οικονομική κρίση οδήγησε εκ νέου στην υποτίμηση τόσο του χρυσού όσο και του αργύρου. Τέλος, ο ίδιος ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός εξεγέρθηκε. Μετά από μια τριήμερη πολιορκία μπήκε στην πρωτεύουσα, ανάγκασε τον Βοτανειάτη να παραιτηθεί και να γίνει μοναχός. Ο Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης πέθανε λίγο αργότερα, στις 10 Δεκεμβρίου 1081. 1244 455 455 Study of biological activity and chemical composition of botanical extracts Μελέτη βιολογικής δράσης και χημικής σύστασης εκχυλισμάτων, σειράς βοτάνων It is well known that plants have been used for centuries to treat various diseases. Their action is due to the bioactive compounds they contain. Due to the many benefits that they exhibit, efforts are constantly being made to identify the bioactive constituents of plants, with the ultimate aim to utilize them for the preparation of pharmaceutical preparations. The aim of this thesis is the study of the chemical consistency and the biological activity of extracts from plants grown in the region of Epirus. Phytochemical screening tests were carried out to assess the existence of certain classes of compounds as well as fingerprints of the extracts were obtained using nuclear magnetic resonance spectroscopy.Plant extracts were studied for their bactericidal activity, their effect on proliferation and migration rate of eukaryotic cells (cancerous and non-cancerous), their effect on the cell cycle of immortalized eukaryotic cells, their anti-inflammatory and their antioxidant activity. From the results of the in vitro experiments, three extracts were selected, namely Cistus creticus, Juniperus communis and Urtica dioica L. The Cistus creticus extract showed the highest antioxidant activity, the Juniperus communis extract had the highest anti-inflammatory activity, while the Urtica dioica L. extract showed the highest proliferative activity in immortalized HEK-293 and immortalized keratinocytes. Based on the in vitro experiments, the three aforementioned plant extract can be used to promote wound healing and as such, to be used in such applications. Therefore, the wound healing effect of the extracts was studied on rat skin. In vivo experiments showed that the Urtica dioica L. extract causes faster healing of the dorsal part of the rat. In addition, wound healing that was applied daily with the Urtica dioica L extract proved to be faster than commercial formulation, with the extract yielding complete wound healing in 9 days, compared to the commercial formulation which resulted in complete healing of the wound 11 days. In the control sample, the wound healing occurs within 14 days. Histological study of rat wounds confirms differences between control wounds and those treated with ointment containing the Urtica dioica L. extract, mainly involving inflammation, the presence and arrangement of fibroblasts, collagen, angiogenesis and reperfusion. Based on all the above, it is validated that pharmaceutical plants are an inexhaustive source of phytochemicals which can be used in various applications. Based on the experiments conducted herein, results were obtained for the first time regarding the wound healing activity of plants, that have been scarcely studied up to now. At the same time, following the suggested way to prepare the plant extracts, the basis for the research of new biological activities is put forward. This can give a huge boost to the commercialization of Epirus’ flora. Είναι ευρέως γνωστό ότι τα φυτά χρησιμοποιούνται εδώ και αιώνες για τη θεραπεία διαφόρων ασθενειών. Η δράση τους οφείλεται στα βιοδραστικά συστατικά που περιέχουν. Λόγω των πολλών πλεονεκτημάτων που εμφανίζουν, γίνεται συνεχώς προσπάθεια για ταυτοποίηση των βιοδραστικών συστατικών των φυτών, με απώτερο σκοπό την αξιοποίησή τους για την παρασκευή φαρμακευτικών σκευασμάτων. Σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι η μελέτη εκχυλισμάτων από φυτά της Ηπείρου, τόσο ως προς τη βιολογική τους δράση, όσο και ως προς τη χημική τους σύσταση. Πιο συγκεκριμένα επιλέχθηκαν 20 φυτά της Ηπείρου. Μετά την παρασκευή των εκχυλισμάτων των φυτών ακολούθησε φυτοχημική ανάλυση για την ύπαρξη ορισμένων κατηγοριών ενώσεων καθώς και λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων με χρήση φασματοσκοπίας πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού. Τα εκχυλίσματα των φυτών μελετήθηκαν ως προς τη βακτηριοκτόνο δράση τους, την επίδρασή τους στον πολλαπλασιασμό και τη μεταναστευτική ικανότητα ευκαρυωτικών κυττάρων (καρκινικών και μη), την επίδρασή τους στον κυτταρικό κύκλο ευκαρυωτικών αθανατοποιημένων κυττάρων, την αντιφλεγμονώδη και την αντιοξειδωτική τους δράση. Από τα in vitro πειράματα επιλέχθηκαν τα εκχυλίσματα της λαδανιάς, του κεδροκούκουτσου και της τσουκνίδας. Πιο συγκεκριμένα, το εκχύλισμα της λαδανιάς εμφάνισε την υψηλότερη αντιοξειδωτική δράση, το εκχύλισμα του κεδροκούκουτσου την υψηλότερη αντιφλεγμονώδη δράση, ενώ το εκχύλισμα της τσουκνίδας εμφάνισε τη μεγαλύτερη πολλαπλασιαστική δράση σε αθανατοποιημένα κύτταρα ΗΕΚ-293 και αθανατοποιημένα κερατινοκύτταρα, συνοδευόμενη από υψηλή μεταναστευτική επιτάχυνση. Με βάση τα αποτελέσματα που προέκυψαν, τα παραπάνω εκχυλίσματα θεωρούνται αξιόλογα για να χρησιμοποιηθούν για την ταχύτερη επούλωση δερματικών τραυμάτων. Ως εκ τούτου, μελετήθηκε η επουλωτική δράση τους σε δέρμα επιμυών. Από τα in vivo πειράματα προέκυψε πως το εκχύλισμα της τσουκνίδας προκαλεί την ταχύτερη επούλωση του τραύματος του ραχιαίου τμήματος των επιμυών. Επιπλέον η επούλωση του τραύματος στο οποίο πραγματοποιούταν καθημερινή επάλειψη με το εκχύλισμα τσουκνίδας αποδείχθηκε ταχύτερη από εμπορικό σκεύασμα, με το εκχύλισμα τσουκνίδας να επιφέρει πλήρη επούλωση του τραύματος σε 9 ημέρες, έναντι του εμπορικού σκευάσματος το οποίο επιφέρει πλήρη επούλωση του τραύματος σε 12 ημέρες. Στο δείγμα ελέγχου η επούλωση του τραύματος πραγματοποιείται σε 14 ημέρες. Ιστολογική μελέτη των τραυμάτων των επιμυών επιβεβαιώνει διαφορές μεταξύ των τραυμάτων ελέγχου και των τραυμάτων τα οποία υποβλήθηκαν σε θεραπεία με αλοιφή που περιείχε το εκχύλισμα της τσουκνίδας, που αφορούν κυρίως τη φλεγμονή, την παρουσία και τη διάταξη των ινοβλαστών, το κολλαγόνο, την αγγειογένεση και την επανεπιθηλίωση.Με βάση όλα τα παραπάνω, επιβεβαιώνεται ότι τα φαρμακευτικά φυτά αποτελούν μια ανεξάντλητη πηγή φυτοχημικών ενώσεων που μπορούν να εμφανίσουν ποικίλες δράσεις. Με τη διεξαγωγή των πειραμάτων αυτών προέκυψαν για πρώτη φορά δεδομένα σε σχέση με την επουλωτική δράση που έχουν φυτά, τα οποία ελάχιστα έχουν μελετηθεί έως τώρα, ενώ ταυτόχρονα με τον τρόπο παρασκευής των εκχυλισμάτων θέτονται οι βάσεις για την εύρεση νέων βιολογικών δράσεων, γεγονός που μπορεί να δώσει τεράστια αύξηση στην εμπορική εκμετάλλευση της χλωρίδας της Ηπείρου. 1245 378 313 he assessment of the educator and the educational work in Greek education Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού και του εκπαιδευτικού έργου στην ελληνική εκπαίδευση The specific doctoral thesis consists of five chapters. Initially in the first chapter we deal with the essential limitations of the basic (meanings) notions that we are to use in order to clarify the functional character and the role of the assessment in education. Also, are made clear the purpose and the necessity of its application, the prevailing models that appeared and the forms of its fulfillment as well. Moreover, we push forward the theoretical base and the dominant orientations of the valuation of the educational work in the European Union, by connecting the assessment with both the quality and the effectiveness towards education. In the following chapter we describe the research methodology which means in other words the selection of the subject, the aim, the material, the queries and the method that we are going to use in the research.In the fourth chapter are presented and analyzed the findings of the research, starting from the time period of the Greek nation’s establishment (1833) till 1982 when the institution of the inspector was abolished. In this specific analysis, some crucial points compose the most important stages and the facts (statutes and institutional regulations) as it concerns to the assessment of educators’ work. Particular emphasis is given to the institution of inspector and to the assessing reports. Furthermore, are presented and analyzed the facts of the period 1982 – 2009 in which the assessment of the educational work was never applied in any form. After that, it follows the period till 2011 in which the new law for the assessment of the educational work was applied on probation on a school level. In the next (chapter) unit are displayed the findings that are connected with the positions and the reactions of the educators as it concerns the valuation of their work. In relation to this subject it follows the unit in which a brief presentation of the most important findings linked to empirical researches take place. These have to do with the educators’ opinions as it concerns both their valuation and the assessment of the educational work.Finally, the last chapter includes the general discussion of the valuation of the research findings as well as the final ascertainments. Η παρούσα διδακτορική διατριβή απαρτίζεται από πέντε κεφάλαια. Αρχικά, στο πρώτο κεφάλαιο προβαίνουμε στις απαραίτητες οριοθετήσεις των βασικών εννοιών που θα χρησιμοποιήσουμε, προκειμένου να αποσαφηνιστούν ο λειτουργικός χαρακτήρας και ο ρόλος της αξιολόγησης στην εκπαίδευση. Αναδεικνύονται, επίσης, ο σκοπός και η αναγκαιότητα εφαρμογής της, τα επικρατέστερα μοντέλα που εμφανίστηκαν, καθώς και οι μορφές πραγμάτωσής της. Ακολούθως, αναδεικνύουμε το θεωρητικό υπόβαθρο και τους κυρίαρχους προσανατολισμούς της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συνδέοντας την αξιολόγηση με την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα στην εκπαίδευση. Στο κεφάλαιο που έπεται περιγράφουμε τη μεθοδολογία της έρευνας, δηλαδή την επιλογή του θέματος, τον σκοπό, το υλικό, τα ερωτήματα και τη μέθοδο που θα χρησιμοποιήσουμε στην έρευνα. Στο τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζονται και αναλύονται τα ευρήματα της έρευνας, ξεκινώντας από τη χρονική περίοδο ίδρυσης του ελληνικού κράτους (1833) μέχρι το 1982 που καταργήθηκε ο θεσμός του Επιθεωρητή. Στη συγκεκριμένη ανάλυση, σημεία πραγμάτευσης αποτελούν τα σημαντικότερα στάδια και γεγονότα (νομοθετήματα και θεσμικές ρυθμίσεις), αναφορικά με την αξιολόγηση του έργου των εκπαιδευτικών, με ιδιαίτερη έμφαση στον θεσμό του Επιθεωρητή και στις εκθέσεις αξιολόγησης. Στη συνέχεια παρουσιάζονται και αναλύονται τα δεδομένα του διαστήματος 1982-2009, κατά το οποίο δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην πράξη η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου σε οποιαδήποτε μορφή. Μετά ακολουθεί η περίοδος μέχρι το 2011, κατά την οποία εφαρμόστηκε πιλοτικά ο νέος νόμος για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου σε επίπεδο σχολικής μονάδας. Στην επόμενη ενότητα παρουσιάζονται τα ευρήματα που αφορούν τις θέσεις και τις αντιδράσεις των εκπαιδευτικών στην αξιολόγηση του έργου τους. Σε συνδυασμό με το θέμα αυτό, ακολουθεί η ενότητα, στην οποία γίνεται συνοπτική παρουσίαση των σημαντικότερων ευρημάτων από εμπειρικές έρευνες, που αφορούν τις απόψεις των εκπαιδευτικών για την αξιολόγησή τους και την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου. Τέλος, το τελευταίο κεφάλαιο περιλαμβάνει τη γενική συζήτηση και αξιολόγηση του συνόλου των ευρημάτων της έρευνας, καθώς και τις τελικές διαπιστώσεις. 1246 445 461 Carries development that can be tuned against different types of cancers and methologies for identifying the responsible conditions for the modification of cysteines to sulphenic acid Ανάπτυξη φορέων με ρυθμιστική ικανότητα στόχευσης διαφορετικών τύπων καρκίνων και μεθοδολογιών για τον εντοπισμό συνθηκών υπεύθυνων για την τροποποίηση κυστεϊνών σε σουλφενικό οξύ The current thesis consist of two chapters, which are connected as described below.Initially, we designed and synthesized a molecule that could act as multi-cargo drug delivery system and can be tuned against different type of cancer (Chapter 1.1). We actually developed a combined anticancer drug delivery system, that can be tuned for every different type of cancer and effectively attack specific sites. This chapter presents the therapeutic ability of this system against Glioblastoma Multiform (GBMs), an aggressive type of brain cancer. The resulting multi-cargo drug delivery system presented enhanced cell uptake as well as selective cytotoxicity in several glioblastoma cell lines without any side-effect in normal cells. Additionally, we conjugated a chromophore group, allowing the use of the resulting system as a theranostic agent. The use of the above drug delivery system as a theranostic agent, was the cause of the next study (Chapter 1.2), to develop a photo-stable chromophore group. For this reason we conjugated on Tat and GnRH peptide, two discrete chromophore groups that show strong luminescence in the visible region: (a) carboxy-fluorescein (5(6)-FAM) which exhibits green fluorescence and (b) a carboxy substituted ruthenium polypyridyl complex which exhibits red phosphorescence, and we compared their physicochemical properties on living cells. The photo-stable ruthenium complex showed enhanced photophysical properties on this study, suggesting that this two new peptide conjugates (Ru-Tat and Ru-GnRH) could be used for novel applications on targeting drug delivey.Additionally, is shown that protein S-sulphenylation is a transient post-translational multiple modification of cysteine side chain. Given the importance that this redox mediated transient S-sulphenylation of cysteine thiols can have as crucial regulatory mechanism of pathology, physiology and cell signaling, discovery of new S-sulphenylated sites in proteins is of paramount importance towards understanding how protein function is regulated upon redox conditions. We have developed the PRESS (PRotEin S- Sulphenylation server), which can effectively predict whether a cysteine thiol is prone to undergo S-sulfenylation (Chapter 2.1).The possibilities and the information that PRESS server offers, we contacted to the synthesis of four peptide models that bare a cysteine residue. Τhe peptide models were studied in detail by the use of NMR spectroscopy about how the microenvironment and various parameters can affect the cysteine oxidation to sulphenic acid (Chapter 2.2). NMR was a useful analytical tool on the current study, from which we came to conclusions about the effect of the charge of the side chain of the neighbor amino acids, the effect of the cysteines pKas and the solvent and temperature contribution during the cysteine thiol modification to sulphenic acid. Η παρούσα διατριβή αποτελείται από δύο επιμέρους κεφάλαια τα οποία συνδέονται μεταξύ τους όπως συνοπτικά περιγράφεται παρακάτω. Αρχικά, σχεδιάσαμε και συνθέσαμε ένα μόριο που μπορεί να δρα ως πολυφορτιακό όχημα παράδοσης φαρμακευτικών ουσιών και δύναται να ρυθμιστεί ενάντια σε συγκεκριμένα καρκινικά κύτταρα (κεφάλαιο 1.1). Πρόκειται για την ανάπτυξη ενός αντικαρκινικού - συνδυαστικού συστήματος χορήγησης φαρμάκων, που μπορεί να ρυθμιστεί ενάντια σε διαφορετικούς τύπους καρκίνου και να επιτίθεται αποτελεσματικά σε συγκεκριμένα κύτταρα. Το κεφάλαιο αυτό παρουσιάζει το θεραπευτικό δυναμικό αυτού του συστήματος έναντι των πολυμορφικών γλοιοβλαστωμάτων (GBMs), μια επιθετική μορφή καρκίνου του εγκεφάλου. Το προκύπτον πολυφορτιακό σύστημα χορήγησης φαρμάκων (τριμοριακό) παρουσιάζει ενισχυμένη κυτταρική πρόσληψη, καθώς και εκλεκτική κυτταροτοξικότητα σε κυτταρικές σειρές γλοιοβλαστώματος, χωρίς οποιαδήποτε παρενέργεια σε φυσιολογικά κύτταρα. Στην ίδια τριμοριακή ένωση ένας φθορίζων ανιχνευτής έχει επίσης ενσωματωθεί επιτρέποντας τη δυνατότητα χρησιμοποίησης του τριμοριακού φορέα ως θερανοστικό (theranostic) μέσο (θεραπεία και διάγνωση).Η χρήση του τριμοριακού φορέα ως θεραναστικό μέσο, έδωσε ώθηση για την επόμενη μελέτη (κεφάλαιο 1.2). Αποσκοπώντας στην αναπτυξη μίας φωτοσταθερής χρωμοφόρας ομάδας, πραγματοποιήσαμε σύζευξη του Tat και GnRH πεπτιδίου με δύο διακριτές χρωμοφόρες ομάδες που παρουσιάζουν ισχυρή φωταύγεια στο ορατό φάσμα: (α) την καρβοξυφλουορεσκεϊνη (5(6)-FAM) που αποδίδει πράσινο φθορισμό και (β) το πολυπυριδινικό σύμπλοκο του ρουθηνίου ([Ru(bipy)2(mcb)]2+) που αποδίδει κόκκινο φωσφορισμό, και συγκρίναμε τις φυσικοχημικές τους ιδιότητες σε ζωντανά κύτταρα. Το φωτο-σταθερό χρωμοφόρο συμπλόκου του ρουθηνίου έδειξε προηγμένες φωτοφυσικές ιδιότητες σε αυτήν τη μελέτη, γεγονός που υποδηλώνει ότι τα δύο νέα πεπτιδικά συζεύγματα (Ru-Tat και Ru-GnRH) μπορούν να χρησιμοποιηθούν για νέες στρατηγικές εφαρμογές στη στοχευμένη χορήγηση φαρμάκων.Επιπλέον, έχει αποδειχθεί ότι η S-σουλφενυλίωση είναι μία κρίσιμη ενδιάμεση κατάσταση σε μια ποικιλία τροποποιήσεων της παράπλευρης ομάδας της κυστεΐνης. Δεδομένης της σημασίας που αυτή η οξειδοαναγωγική μεσολάβηση και παροδική S-σουλφενυλίωση της θειολικής κυστεΐνης υιοθετείται ως ρυθμιστικός μηχανισμός της παθολογίας, της φυσιολογίας και κυτταρικής σηματοδότησης, η ανακάλυψη νέων S-σουλφενυλιωμένων θέσεων σε πρωτεΐνες είναι μεγάλης σημασίας για την κατανόηση του μηχανισμού λειτουργίας της πρωτεΐνης υπό οξειδοαναγωγικές συνθήκες. Αναπτύξαμε τον διακομιστή PRESS (PROTEIN S-SULFENYLATION SERVER), o οποίoς μπορεί να προβλέψει αποτελεσματικά εκείνες τις κυστεϊνικές θειόλες μίας πρωτεΐνης που είναι επιρρεπείς σε S-σουλφενυλίωση (κεφάλαιο 2.1).Ορμώμενοι από τις δυνατότητες που προσφέρει ο διακομιστής PRESS, και τις πληροφορίες που παρέχει, προβήκαμε στην σύνθεση τεσσάρων πεπτιδικών μοντέλων που φέρουν κυστεΐνη. Τα πεπτιδικά μοντέλα μελετήθηκαν εκτενώς με χρήση φασματοσκοπίας ΝΜR ως προς το μικροπεριβάλλον και τις διάφορες παραμέτρους που μπορούν να επηρεάσουν την οξείδωση της κυστεΐνης προς σουλφενικό οξύ. Το NMR αποδείχθηκε ιδιαίτερα χρήσιμο αναλυτικό εργαλείο στην παρούσα μελέτη, από την οποία εξάγονται συμπεράσματα σχετικά με την επίδραση του φορτίου των γειτονικών αμινοξέων, την επίδραση του pKa των κυστεϊνών και τη συνεισφορά του διαλύτη και της θερμοκρασίας στη διαδικασία μετατροπής της κυστεϊνικής θειόλης σε σουλφενικό οξύ (κεφάλαιο 2.2). 1247 394 409 Detection of diagnostic and prognostic microRNAs expressions signatures in liposarcoma Διερεύνηση διαγνωστικών και προγνωστικών υπογράφων έκφρασης microRNAs στα λιποσαρκώματα Soft tissue sarcomas, are rare heterogeneous groups tumors of mesechimal origin, and publications related to the involvement of microRnas in mechanisms of carcinogenicity and progression of these tumors are relatively few compared with studies concerning microRnas in epithelial tumors. In the present study we reviewed most published studies as concern microRnas implication in the most frequent sarcomas, in cells, cell lines and tissues specimens as well as publications for vivo studies.In our review we conclude that mir-155, mir-143, mir-145, mir-451, mir-21 showed crucial influence at specific molecular processes in liposarcomas development , as well as in other subtypes of sarcomas, affecting the metastatic potential, differentiation, apoptosis and other essential cellular functions suggesting candidates molecules for investigation in our study. Moreover ,in some other studies were used for the differential diagnosis between the subtypes of liposarcoma, between liposarcomas with other sarcomas, or for discrimination liposarcomas from adipose tissue or lipomas. In no one of the preceding studies expression of these miRnas in liposarcomas were correlated with prognosis and more important with survival. Having available a total of 62 liposarcomas and 21 lipomas tissue specimens the expression levels of these 5 miRnas were determined by the method reverse transcription- real time /quantative polymerase chain reaction (qPCR) with relative quantification based on detection of specific stable reference genes (mir-103 and mir-191) using two algorithms for normalization .The results of the experiments demonstrated the ability of these mirnas in differential diagnosis between lipomas and liposarcomas, and also a different expression pattern of mirRnas for high grade tumors ,in older patients and between different subtypes of liposarcoma. The agreement of this research with previous studies in these results demonstrate the validity of the samples and the accuracy of the experimental procedure. Prognosis for patients based on expression levels of miRnas, as rezults from the statistical analysis, revealed that mir -155 is an independent predictor of poor prognosis in terms of overall survival as confirmed by multivariate analysis. A possible explanation for the poor prognosis of survival in mir-155 high patients, is the molecular basis of suppression in casein kinase-a expression by mir-155 ,the increase in b-catenin signaling and b-catenin/cyclin D1 expression , and activation of E-cadherin/b-catenin complex as well as the increase in adhesion capacity in cellular membrane via this molecule. This case will be considered for future research. Στα σαρκώματα μαλακών μορίων ,μια σπάνια ετερογενής ομάδα μεσεκχυματογενούς προέλευσης όγκων ,οι δημοσιεύσεις που αφορούν την εμπλοκή των microRnas στους μηχανισμούς της καρκινογένεσης και εξέλιξης των όγκων αυτών είναι σχετικά λίγες εν σύγκριση με τις μελέτες που αφορούν τα microRnas στους επιθηλιακούς όγκους. Στην παρούσα έρευνα εξετάστηκαν οι περισσότερες δημοσιευμένες μελέτες που αφορούν την δράση των microRnas στα πιο συχνά σαρκώματα τόσο σε επίπεδο κυττάρων, κυτταρικών σειρών, όσο και ιστών καθώς και in vivo. Στις δημοσιεύσεις της ανασκόπησης που κάναμε φάνηκε ότι τα mir-155, mir-143, mir-145, mir-451, mir-21 παρουσίασαν δράση στοχεύοντας συγκεκριμένους μοριακούς παράγοντες στα λιποσαρκωμάτα, όπως και σε άλλους υποτύπους σαρκωμάτων , επηρεάζοντας το μεταστατικό δυναμικό, την διαφοροποίηση ,την απόπτωση αλλά και άλλες βασικές κυτταρικές διαδικασίες καθιστώντας τα υποψήφια για τη μελέτη μας. Επίσης σε κάποιες μελέτες χρησιμοποιήθηκαν στην διαφορική διάγνωση μεταξύ των υποτύπων των λιποσαρκωμάτων, στην διαφορική διάγνωση με άλλα σαρκώματα ή και για τον διαχωρισμό του λιπώδους ιστού απο το λιποσάρκωμα. Σε καμιά όμως απο τις προηγηθείσες μελέτες δεν συσχετίσθηκε η έκφραση αυτών των miRnas στα λιποσαρκώματα με την πρόγνωση των ασθενών όπως και με την επιβίωση αυτών. Έχοντας ένα σύνολο 62 λιποσαρκωμάτων και 21 λιπωμάτων πραγματοποιήθηκε προσδιορισμός της έκφρασης των 5 αυτών miRnas με την μέθοδο της αντίστροφης μεταγραφής και real time – ποσοτικής αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης, βασισμένη σε σχετική ποσοτικοποίηση βάσει εύρεσης συγκεκριμένων σταθερών γονιδίων αναφοράς (mir-103 και mir-191) χρησιμοποιώντας δυο αλγόριθμους .Τα αποτελέσματα των πειραμάτων ανέδειξαν την ικανότητα των mirnas στην διαφορική διάγνωση μεταξύ των λιπωμάτων και των λιποσαρκωμάτων, την διαφορετική έκφραση τους ηψηλής κακοήθειας όγκους ,και στις μεγαλύτερες ηλικίες ασθενών καθώς και μεταξύ των διαφόρων υποτύπων λιποσαρκωμάτων. Η συμφωνία της παρούσας έρευνας με προηγούμενες έρευνες σε αυτά τα αποτελέσματα καταδεικνύει, την εγκυρότητα του δείγματος καθώς και την ορθότητα της πειραματικής διαδικασίας. Όσον αφορά την έκβαση της πρόγνωσης των ασθενών βάσει των επιπέδων έκφρασης των εξεταζόμενων miRnas, απο την στατιστική ανάλυση διαπιστώθηκε ότι το mir-155 αποτελεί εναν ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα κακής πρόγνωσης της ολικής επιβίωσης των ασθενών όπως επιβεβαιώθηκε απο την πολυπαραγοντική ανάλυση των δεδομένων. Μια πιθανή εξήγηση της κακής πρόγνωσης της επιβίωσης των mir-155 high ασθενών ,αποτελεί το μοριακό υπόβαθρο της καταστολής της έκφρασης της casein kinase-α απο το mir-155 και η αύξησης της ρύθμισης της b-catenin/cyclin D1 που προσδίδει η αύξηση της b-catenin σηματοδότησης όπως και ενεργοποιησή της ως σύμπλοκο μαζί με την E-cadherin με την ιδιότητα προκλητικού μορίου στην κυτταρική μεμβράνη. Η υπόθεση αυτή αναμένεται να εξετασθεί σε μελλοντική έρευνα . 1248 377 380 Θεωρητική μελέτη διάδοσης ηλεκτρονίων και ηλεκτρική αγωγιμότητα γραφενίου υπό την παρουσία ηλεκτρικών και μαγνητικών διακυμάνσεων The purpose of this work is to study the transport of Dirac fermions and the electric conductance of graphene modulated by magnetic and electric barriers. When the electrons propagate through electric barriers then it is observed that the transmission is one, T = 1, and as a result it is impossible to control the electric conductance of graphene. This phenomenon is called Klein tunneling. An alternative way to overcome this phenomenon is by using magnetic fields. At the first chapter we present some aspects of the physics of graphene. First of all, we present theoretical background of graphene, after that the electronic structure of graphene and finally the transport of Dirac fermions in graphene modulated by electric and magnetic barriers. At the second chapter, we study the transmission of electrons as a function of Fermi Energy through rectangular magnetic barriers. Although, it is impossible to make them (the magnetic field sets of delta-function), it is estimated analyti- cally via Transfer Matrices and we calculate the transmission coefficient. After that we present the realistic model which are trapezoid magnetic barriers and an even more realistic model which are triangular magnetic barriers. The triangu- lar magnetic barriers are the most stable structure and it is easy to make them. Afterwards, we present the dependence of transmission coefficient by importing noises. Finally, we present the electric conductance of graphene through multiple magnetic barriers (for all three structures we study) and its dependence from finite temperatures. From this study we conclude that, our proposed magnetic barrier structure really plays the role of tunneling barrier in contrast to the conventional electric barriers. By changing the dimensions of magnetic barriers it is possible to control the transport properties of Dirac fermions. As a result it is possible to control the conductance of graphene because this the property that we examine in this work. By studying different structures of barriers (rectangular, trapezoid and trian- gular) we conclude that we can control the band gap and the quantum interference which is observed in the band gap because of the multiple reflections of electrons. An application in which is used the graphene is transistor. As we know, the gra- phene has a pronounced ambipolar electric field effect and the mobilities of the charges are very high. Σκοπός της εργασίας αυτής είναι η µελέτη της διάδοσης των ηλεκτρονίων και η ηλεκτρική αγωγιµότητα του γραφενίου υπό την παρουσία ηλεκτρικών και µαγνητι- κών διακυµάνσεων. ΄Οταν τα ηλεκτρόνια διαδίδονται διαµέσου ηλεκτρικών εµποδίων τότε παρατηρείται τέλεια διέλευση, T = 1 και δεν µπορεί κανείς να ελέγξει την ηλεκτρική αγωγιµότητα του γραφενίου. Το φαινόµενο αυτό ονοµάζεται Klein Tun- neling. ΄Ενας εναλλακτικός τρόπος για να ξεπεραστεί το φαινόµενο αυτό είναι η χρήση ανοµοιογενών µαγνητικών πεδίων, όπου και παρουσιάζεται στην παρούσα διπλωµατική εργασία. Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζεται το θεωρητικό υπόβαθρο για το γραφένιο. Αρχικά, παρουσιάζεται η ιστορική αναδροµή για το γραφένιο, στη συνέχεια η η- λεκτρονιακή δοµή του γραφενίου και έπειτα η διέλευση των ηλεκτρονίων διαµέσου ηλεκτρικών και µαγνητικών εµποδίων. Στο δεύτερο κεφάλαιο µελετήθηκε η διέ- λευση των ηλεκτρονίων σαν συνάρτηση της ενέργειας Fermi διαµέσου ορθογώνιων µαγνητικών εµποδίων. Αν και είναι αδύνατον να φτιαχτούν (το µαγνητικό πεδίο δίνεται από τη συνάρτηση δέλτα), λύνεται αναλυτικά µέσω των πινάκων µετάβασης (Transfer Matrices) όπου και υπολογίζεται ο συντελεστής διέλευσης. Στη συνέχεια παρουσιάζεται το ρεαλιστικό µοντέλο που είναι τα τραπέζια µαγνητικά εµπόδια και το πιο ρεαλιστικό µοντέλο τα τρίγωνα µαγνητικά εµπόδια. Τα τρίγωνα µαγνητικά εµπόδια µπορούν να φτιαχτούν εύκολα και είναι η πιο σταθερή διάταξη. ΄Επειτα, µε- λετήθηκε η εξάρτηση του συντελεστή διέλευσης µε την εισαγωγή µη οµοιόµορφου µαγνητικού πεδίου (θορύβου). Τέλος, παρουσιάζεται η ηλεκτρική αγωγιµότητα του γραφενίου διαµέσου πολλαπλών µαγνητικών εµποδίων (και για τις τρεις διατάξεις που µελετήθηκαν) και η εξάρτηση της από πεπερασµένες θερµοκρασίες. Από τη µελέτη αυτή συµπεραίνουµε ότι η παρουσία µαγνητικού φράγµατος παίζει πραγµατικά το ρόλο του εµποδίου για τα φερµιόνια Dirac σε αντίθεση µε τα ηλεκτρικά εµπόδια. Αλλάζοντας τις διαστάσεις του µαγνητικού φράγµατος είναι δυνατός ο έλεγχος των ιδιοτήτων µεταφοράς των φερµιονίων Dirac. ΄Ετσι µπορεί κανείς να ελέγξει την αγωγιµότητα του γραφενίου, γιατί αυτή είναι και η ιδιότητα που µας ενδιαφέρει στην παρούσα διπλωµατική εργασία. Μελετώντας διαφορετικές διατάξεις εµποδίων (ορθογώνιο, τραπέζιο και τρίγωνο) καταλήγουµε στο συµπέρασµα ότι ελέχγεται το χάσµα και η κβαντική συµβολή η οποία παρατηρείται µέσα στο χάσµα (φράγµα) λόγω των πολλαπλών ανακλάσεων των ηλεκτρονίων. Μία από τις εφαρµογές που έχει είναι τα τρανζίστορς, γιατί όπως γνωρίζουµε το γραφένιο έχει έντονη αµφιπολική αντίδραση σε ένα ηλεκτρικό πεδίο αλλά και οι κινητικότητες των φορέων του είναι υψηλές. 1249 432 421 Επιγενετικοί δείκτες και ρυθμιστές σε βλαστικά και διαφοροποιημένα κύτταρα Τhis work focuses on the study of mice carring a heterozygous and homozygous mutation in the lamin B receptor (LBR). The experimental approaches used can be divided into three categories: a) morphological analysis of different tissues and cells, b) biochemical analysis of nuclear proteins and c) analysis of the transcriptional activity in genomic-wide level. Initially, the following tissues were studied in paraffin sections: skin, spleen, small intestine, large intestine, stomach, liver, kidney, brain, heart and lungs. At the same time, immunohistochemical stains were performed in paraffin sections, cryosections or smears (isolated splenocytes), using antibodies against the nuclear lamins, LBR or keratins 8 and 19. Finally, the ability of T-lymphocytes to transit from the quiescent state (G0) to proliferative state, after induction with PHA, was examined. These experiments showed that the architecture of most tissues and the distribution of the proteins studied were not affected by mutations in LBR. Nevertheless, from the morphological study it would appear that alopecia, which is observed in homozygous animals, is due to the selective epidermal hyperplasia of the stratum conreum, whereas cachexia, which eventually leads to death, can be correlated to intestinal epithelium lesions. This idea is based on the fact that the epithelium of the small instestine in homozygous animals is characterized by the presence of chromatin clumps in the nuclear envelope that produce an interesting “mosaic” phenotype. The morphological analysis which we performed was complemented by biochemical analysis of the post-translational modifications in histones H3 and H2A with mass spectrometry. Pull down experiments were also performed by using the three heterochromatin protein 1 (HP1) isoforms and LBR as “baits”. The above experiments did not reveal any significant differences between the wild type and the mutant animals. The above data, in combination with the cachectic phenotype of the homozygous animals, made necessary the use of DNA microarray technology, so that the change in transcriptional activity of the genes which are expressed in the small intestine can be examined. This kind of analysis revealed 149 target-genes, whose transcriptional activity is notably different in homozygous animals. Many of these genes correspond to transcription factors, while other relate (directly or indirectly) to the intake and ingestion of nutrients. Smad3 and Banf1 genes presented an increase of their RNA levels and this was confirmed by the use of Real-Time PCR. The same was performed for the Areg, Reg3b/Pap, Vimentin and I-FABP2 genes. From our study it can be concluded that LBR plays an important role in the transcriptional control of specific genes, a view that is in good agreement with recent results that have been approved in the recent literature. Η παρούσα διδακτορική διατριβή εστιάζεται στη μελέτη ποντικών οι οποίοι φέρουν, σε ετερόζυγη ή ομόζυγη μορφή, μία μετάλλαξη στον υποδοχέα της λαμίνης Β (LBR). Οι πειραματικές προσεγγίσεις που χρησιμοποιήθηκαν κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες: α) μορφολογική ανάλυση διαφόρων ιστών και κυττάρων, β) βιοχημική ανάλυση πυρηνικών πρωτεϊνών και γ) ανάλυση του προτύπου έκφρασης σε επίπεδο γονιδιώματος. Αρχικά, μελετήθηκαν οι ακόλουθοι ιστοί σε τομές παραφίνης: δέρμα, σπλήνας, λεπτό έντερο, παχύ έντερο, στόμαχος, ήπαρ, νεφροί, εγκέφαλος, καρδιά και πνεύμονες. Ταυτόχρονα, πραγματοποιήθηκαν ανοσοϊστοχημικές χρώσεις σε τομές παραφίνης, κρυο-τομές, ή επιχρίσματα (απομονωμένα σπληνοκύτταρα) χρησιμοποιώντας αντισώματα που αναγνωρίζουν τις πυρηνικές λαμίνες, τον LBR, ή τις κερατίνες 8 και 19. Τέλος, μελετήθηκε η ικανότητα των Τ-λεμφοκυττάρων να μεταβαίνουν από τη φάση ηρεμίας (G0) σε φάση κυτταρικού πολλαπλασιασμού, μετά από ειδική επαγωγή με PHA. Τα πειράματα αυτά έδειξαν ότι η αρχιτεκτονική των περισσότερων ιστών και η κατανομή των πρωτεϊνών που εξετάστηκαν δεν έχουν επηρεαστεί από τη μετάλλαξη στον LBR. Παρόλα ταύτα, από τη μορφολογική μελέτη προέκυψαν ενδείξεις ότι η αλωπεκία που παρατηρείται στα ομόζυγα ζώα οφείλεται σε εκλεκτική υπερπλασία της κεράτινης στοιβάδας της επιδερμίδας, ενώ η καχεξία που τελικά οδηγεί στον θάνατο μπορεί να συσχετίζεται με βλάβες του εντερικού επιθηλίου. Αυτή η υπόθεση βασίζεται στο γεγονός ότι το επιθήλιο του λεπτού εντέρου στα ομόζυγα ποντίκια χαρακτηρίζεται από την παρουσία συσσωματωμάτων χρωματίνης στον πυρηνικό φάκελο που εμφανίζουν έναν ενδιαφέροντα «μωσαϊκό» φαινότυπο. Η μορφολογική ανάλυση που πραγματοποιήσαμε συμπληρώθηκε με βιοχημική ανάλυση των μετα-μεταφραστικών τροποποιήσεων στις ιστόνες Η3 και Η2Α με φασματοσκοπίας μάζας. Επίσης, πραγματοποιήθηκαν πειράματα συγκατακρήμνισης χρωματίνης χρησιμοποιώντας ως «δόλωμα» τις τρεις ισομορφές της ετεροχρωματινικής πρωτεΐνης HP1 και τον LBR. Τα παραπάνω πειράματα δεν αποκάλυψαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα αγρίου τύπου και τα μεταλλαγμένα ζώα. Τα παραπάνω δεδομένα, σε συνδυασμό με τον καχεκτικό φαινότυπο των ομόζυγων ζώων, έκαναν απαραίτητη τη χρήση της τεχνολογίας μικροσυστοιχιών DNA, ώστε να εξεταστεί η αλλαγή στο πρότυπο έκφρασης των γονιδίων που εκφράζονται στο λεπτό έντερο. Η ανάλυση αυτού του τύπου αποκάλυψε 149 γονίδια-στόχους των οποίων η μεταγραφική δράση είναι σημαντικά διαφορετική στα ομόζυγα ζώα. Πολλά από αυτά τα γονίδια αντιστοιχούν σε μεταγραφικούς παράγοντες, ενώ άλλα σχετίζονται (άμεσα ή έμμεσα) με την πρόσληψη και απορρόφηση θρεπτικών υλών. Τα γονίδια Smad3 και Banf1 παρουσίασαν αύξηση των επιπέδων του RNA τους και αυτό επιβεβαιώθηκε με τη χρήση ποσοτικής PCR. Με τον ίδιο τρόπο μελετήθηκαν τα επίπεδα μεταγραφής των γονιδίων Areg, Reg3b/Pap, Vimentin και I-FABP2. Από τη μελέτη μας συμπεραίνεται ότι ο LBR διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο μεταγραφικό έλεγχο συγκεκριμένων γονιδίων, άποψη που συμφωνεί με αποτελέσματα που έχουν δημοσιευθεί στην πρόσφατη βιβλιογραφία. 1250 217 241 Teachers’ socialization and especially special educators’ socialization, is a decisive factor in shaping their behavior and their attitudes within social and school community. In addition, emotional tension influences teachers’ behavior and action. The purpose of this research is to study the levels of emotional tension and the levels of socialization, as well as investigate a possible correlation between these two concepts depending on whether they are working on general or special education. 285 special educators 288 teachers (as a control group) working at elementary schools in Greece, took part in the survey. A three-part questionnaire used as a research tool. Results indicated that some individual characteristics and especially gender, age, place of residence and leisure activities, have a significant effect on the emotional tension of teachers, while characteristics such as age, training in special education, occupations in their free time and religious conscience, affect their socialization It has also been shown that there is a negative linear correlation between the emotional tension and the socialization of special educators, although there is no statistically significant correlation between the emotional tension and the socialization of teachers in general. Understanding the importance of socialization and emotional tension of teachers can contribute to a deeper understanding and thus to an appropriate improvement of their attitude towards their students and towards society. Η κοινωνικοποίηση των εκπαιδευτικών και συγκεκριμένα των ειδικών παιδαγωγών αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς και της στάσης τους στο πλαίσιο του κοινωνικού συνόλου και της σχολικής κοινότητας. Η συναισθηματική ένταση, επίσης επηρεάζει σημαντικά τη συμπεριφορά και δράση των εκπαιδευτικών. Σκοπός της παρούσας ερευνητικής εργασίας, είναι η μελέτη των επιπέδων συναισθηματικής έντασης και της κοινωνικοποίησης, καθώς και η διερεύνηση ύπαρξης σχέσης ή μη, μεταξύ αυτών των παραγόντων για τους ειδικούς παιδαγωγούς και για τους εκπαιδευτικούς γενικής αγωγής. Στην έρευνα συμμετείχαν 288 εκπαιδευτικοί της γενικής αγωγής (ως ομάδα ελέγχου) και 285 ειδικοί παιδαγωγοί, οι οποίοι εργάζονται σε δημοτικά σχολεία σε όλη την Ελλάδα, ενώ ως ερευνητικό εργαλείο χρησιμοποιήθηκε ένα ερωτηματολόγιο το οποίο αποτελείται από τρία μέρη. Αναφορικά με τα αποτελέσματα, προέκυψε ότι κάποια ατομικά χαρακτηριστικά και συγκεκριμένα το φύλο, η ηλικία, ο τόπος κατοικίας και οι ασχολίες στον ελεύθερο χρόνο, επιδρούν σημαντικά στη συναισθηματική ένταση των εκπαιδευτικών, ενώ χαρακτηριστικά όπως η ηλικία, η επιμόρφωση στην ειδική αγωγή, οι ασχολίες τον ελεύθερο χρόνο και η θρησκευτική συνείδηση, επιδρούν στην κοινωνικοποίηση τους. Φάνηκε ακόμα, ότι στη γενική εκπαίδευση, δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ της συναισθηματικής έντασης και της κοινωνικοποίησης των εκπαιδευτικών, αλλά για τους ειδικούς παιδαγωγούς διαπιστώθηκε ότι υπάρχει αρνητική γραμμική συσχέτιση μεταξύ της συναισθηματικής έντασης και της κοινωνικοποίησής τους. Η κατανόηση της σημασίας της κοινωνικοποίησης και τoυ παράγοντα της συναισθηματικής έντασης των εκπαιδευτικών, μπορεί να συμβάλλει στη βελτίωση της στάσης τους απέναντι τόσο στους μαθητές τους όσο και στην κοινωνία. 1251 465 443 Synthesis, characterization and structure/ properties relation of triblock terpolymers Σύνθεση, χαρακτηρισμός και σχέση δομής-ιδιοτήτων τρισυσταδικών τριπολυμερών In the current PhD thesis, fourteen (14) triblock terpolymers of the Α-b-Β-b-C type, were synthesized, where A, B, C are three blocks, with monomeric units exhibiting different chemical composition. The three blocks are polystyrene (PS), poly(butadiene) [with microstructure either high-1,4 (≈90%, PB1,4) or high-1,2 (100%, PB1,2)] and poly(dimethylsiloxane) (PDMS). Four different combinations were synthesized: PS-b-PB1,4-b-PDMS, PB1,4-b-PS-b-PDMS, PS-b-PB1,2-b-PDMS, PB1,2-b-PS-b-PDMS. The synthesis of the triblock terpolymers was achieved via anionic polymerization and sequential addition of monomers under high vacuum conditions. The synthesis of these terpolymers was accomplished with the use of well purified reagents and specific glass apparatuses manufactured by scientific glass blowing and the use of high vacuum technique. All final triblock terpolymers (Α-b-Β-b-C), as well as their homopolymer precursors and intermediate products (A and A-b-B) were molecularly characterized with size exclusion chromatography (SEC) , vapor pressure or membrane osmometry (VPO, ΜΟ), as well as with proton nuclear magnetic resonance spectroscopy (1H-NMR), leading to the conclusion that they can be considered model polymers exhibiting high molecular and compositional homogeneity. With the use of differential scanning calorimetry (DSC), the above samples (intermediate diblock precursors and final triblock terpolymers) were studied in order to calculate thermal transitions (Tg, Tc, Tm) for the different blocks of the samples and verify the possible partial mixing or not, by comparing the values of the glass transition temperatures (Tg) of the different blocks of the terpolymers with those of corresponding homopolymers according to the literature. The morphological characterization was accomplished with transmission electron microscopy (TEM) for all final samples and small angle X-ray scattering (SAXS) for nine of them. More specifically, the microphase separation of the terpolymers synthesized in this thesis was verified even for samples with very low total average number molecular weight ( ). The results indicated substantial differences of the adopted morphologies when compared with those reported in the literature for other triblock terpolymer sequences with similar compositions. Also, for verification of the three phases during TEM observation, staining of the PB blocks was necessary through vapors of aqueous solution of osmium tetroxide (OsO4) in order to alter the electron density and these blocks appear darker, the PDMS appeared as the grey phase and that of PS was white, in most cases. Furthermore, in samples with very low total the dimensions of the unit cell of the adopted morphologies was significantly low in the range between 15-20 nm. As for contact angle measurements, dilute solutions of the samples in toluene with concentration 1% w/v and 3% w/v were placed on silicon wafer and glass substrates and their contact angle with the two different substrates was measured. Water droplets were also placed on thin films of the samples which were deposited in specific substrates as well as in respective bulk films. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή, συντέθηκαν συνολικά δεκατέσσερα (14) γραμμικά τρισυσταδικά τριπολυμερή του τύπου Α-b-Β-b-Γ, όπου Α, Β, Γ είναι τρεις συστάδες διαφορετικής χημικής σύστασης. Πιο συγκεκριμένα οι συστάδες είναι το πολυστυρένιο (PS), το πολυ(βουταδιένιο) είτε υψηλής μικροδομής -1,4 (≈90%, PB1,4) είτε υψηλής μικροδομής -1,2 (100%, PB1,2) και η πολυ(διμεθυλοσιλοξάνη) (PDMS). Μελετήθηκαν τέσσερις διαφορετικοί συνδυασμοί: PS-b-PB1,4-b-PDMS, PB1,4-b-PS-b-PDMS, PS-b-PB1,2-b-PDMS, PB1,2-b-PS-b-PDMS. Τα δείγματα συντέθηκαν με τη μέθοδο του ανιοντικού πολυμερισμού, την τεχνική υψηλού κενού και τη διαδοχική προσθήκη μονομερών. Για τη χρήση αυτής της τεχνικής χρησιμοποιήθηκαν υπερκάθαρα αντιδραστήρια και υάλινες αυτοσχέδιες συσκευές, που κατασκευάστηκαν μέσω επιστημονικής υαλουργίας, καθώς και η γραμμή υψηλού κενού. Όλα τα τελικά προϊόντα (Α-b-Β-b-Γ), καθώς και τα πρόδρομα ενδιάμεσα ομοπολυμερή και συμπολυμερή (Α και Α-b-Β) χαρακτηρίστηκαν με χρωματογραφία αποκλεισμού μεγεθών (SEC) και οσμωμετρία τάσης ατμών ή οσμωμετρία μεμβράνης (VPO, ΜΟ) για να προσδιοριστούν η κατανομή μέσων μοριακών βαρών (Đ) και τα μέσα μοριακά βάρη κατ’ αριθμό ( ) αντίστοιχα. Επίσης με την χρωματογραφία αποκλεισμού μεγεθών έγινε και ποιοτικός έλεγχος της επιτυχούς σύνθεσης των τριπολυμερών κατά την πορεία των αντιδράσεων πολυμερισμού. Η σύσταση των τριπολυμερών ως προς το κλάσμα μάζας της κάθε συστάδας καθώς και ο προσδιορισμός των μικροδομών των συστάδων του πολυ(βουταδιενίου) υπολογίστηκαν μέσω φασματοσκοπίας πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού πρωτονίου (1H-NMR). Με τη χρήση της διαφορικής θερμιδομετρίας σάρωσης (DSC) μελετήθηκαν όλα τα τελικά τρισυσταδικά τριπολυμερή καθώς και τα ενδιάμεσα συμπολυμερή τους για τον υπολογισμό των θερμοκρασιακών μεταπτώσεων (Tg, Tc, Tm) των διαφορετικών συστάδων των τριπολυμερών και την μελέτη της αναμιξιμότητας ή μη των συστάδων μέσω του υπολογισμού της θερμοκρασίας υαλώδους μετάπτωσης (Tg) και συγκρίνοντας τις τιμές με αυτές των αντίστοιχων ομοπολυμερών. Με την ηλεκτρονική μικροσκοπία διέλευσης (TEM) και την σκέδαση ακτίνων-Χ υπό μικρές γωνίες (SAXS), τα δείγματα χαρακτηρίστηκαν μορφολογικά και επιβεβαιώθηκε ο μικροφασικός τους διαχωρισμός ακόμα και στις περιπτώσεις δειγμάτων με πολύ χαμηλό συνολικό . Προέκυψαν σημαντικές διαφορές ως προς τις υιοθετούμενες μορφολογίες σε σχέση με αυτές που αναφέρονται στην βιβλιογραφία για αντίστοιχες συστάσεις και αναλογίες συστάδων. Επίσης για την επιβεβαίωση των τριών φάσεων με ΤΕΜ ήταν απαραίτητη η βαφή των συστάδων ΡΒ με ατμούς υδατικού διαλύματος τετροξειδίου του οσμίου (OsO4) ώστε να μεταβληθεί η ηλεκτρονιακή πυκνότητα και να εμφανίζεται ως η μαύρη φάση, με γκρι την φάση του PDMS και άσπρη την φάση του PS στις περισσότερες των περιπτώσεων. Επίσης, προέκυψε μικροφασικός διχωρισμός σε δείγματα με πολύ χαμηλό συνολικό οδηγώντας σε συμμετρίες με χαρακτηριστική διάσταση της μοναδιαίας κυψελίδας σε εύρος τιμών 15-20 nm.Τέλος, όλα τα δείγματα των γραμμικών τρισυσταδικών τριπολυμερών χαρακτηρίστηκαν επιφανειακά με την τεχνική της μέτρησης γωνίας επαφής, τόσο ως διαλύματα πάνω σε υποστρώματα πυριτίου και γυαλιού, όσο και ως λεπτά υμένια και υμένια σε μορφή τήγματος (bulk), σε σχέση με μία σταγόνα νερού. 1252 734 807 Χρήση ετεροκυκλικών ενώσεων του αζώτου για την αντιμετώπιση εντόμων των αποθηκευμένων γεωργικών προϊόντων και τροφίμων και αξιολόγηση παραγόντων οι οποίοι επιδρούν στην εντομοκτόνο δράση τους Members of the pyrrole group are likely to have interesting properties that merit additional investigation as insecticides at the post-harvest stages of agricultural commodities. In this context, we investigate the insecticidal activity of 13 new pyrrole derivatives (under the trivial names 2a-syn, 2a-anti, 2f-syn, 2f-anti, 3a, 3g, 3i, 3k, 3l, 3m, 3h, and 0665), of which seven were selected. In the present Doctoral Thesis, we evaluated the insecticidal activity of the novel pyrrole derivatives 3a, 3g, 3i, 3k, 3l, 3m and 3h against adults or larvae of Tribolium confusum Jaquelin du Val (Coleoptera: Tenebrionidae) and larvae of Ephestia kuehniella Zeller (Lepidoptera: Pyralidae) at different doses (0.1, 1 and 10 ppm), exposure intervals (7, 14 and 21 days or 1, 2, 7, 14, 21 days), temperatures (20, 25 and 30 oC), relative humidity (RH) (55 and 75 %) levels and commodities (wheat, maize, barley). For T. confusum adults, in the case of the pyrrole derivative 3i, mortality was low and it did not exceed 32.2% in wheat treated with 10 ppm 3i at 30°C and 55 % RH. In the case of the pyrrole derivative 3k, mortality reached 67.8% at 30°C and 55 % RH in wheat treated with 10 ppm after 21 days of exposure. Progeny production was very low (<1 individual/vial in the case of 3i and ≤0.7 individuals/ vial in the case of 3k) in all combinations of 55% RH, including control. All T. confusum adults were dead at all doses on barley treated with 3i after 21d of exposure, while for 3k mortality was >92%. Progeny production was very low (≤1 individual per vial) at all doses for both pyrrole derivatives. For T. confusum larvae, in the case of the pyrrole derivative 3i, at the highest dose, mortality was 82.2% at 25°C and 55% RH whereas in the case of 3k it reached 77.8% at the same combination. In contrast, mortality at 75% RH remained lower than at 55% RH. For barley, all exposed larvae were found dead at all doses of both pyrrole derivates after 7d of exposure. On maize, mortality was not complete with any dose of both pyrrole derivatives but it exceeded 96% with 3k at 10 ppm after 21d of exposure. For E. kuehniella larvae, the highest mortalities, 44.4 and 63.3%, were observed in 10 ppm at 25°C and 55% RH for both pyrrole derivatives (3i and 3k). For barley, mortality was complete at 1 and 10 ppm of 3i and all doses of 3k at 7d of exposure. After 14d of exposure, all larvae were dead at 0.1 ppm of 3i. The pyrrole derivative 3a exhibited the highest insecticidal activity, while 3g, 3l, 3m and 3h caused similar mortality against larvae of T. confusum. Apart of the level of efficacy, all tested pyrrole derivatives performed similarly according temperature. We found that increase in temperature increased mortality in the majority of the tested combinations. Generally, the pyrrole derivatives caused the highest mortality levels at 30 oC. The pyrrole derivatives 3a, 3g, 3l and 3m were affected by relative humidity at almost all combinations tested. The 75 % level of RH moderated the efficacy of the pyrrole derivatives, while the 55 % enhanced it. Mortality of T. confusum and E. kuehniella on maize was much lower on treated maize than barley or wheat. However, 100 % control of both species was recorded only on treated barley. All examined compounds of the present Doctoral Thesis differ in the ester substituent and the alkyl group connected to sulfur. It seems that the aromatic character of the pyrrole and the flatness of the system are necessary for the activity of these compounds, given that the pyrrole derivatives 2a-syn, 2a-anti, 2f-syn and 2f-anti, which lack this characteristic, were not toxic. It is also evident that the insecticidal activity of pyrrole derivatives is related to the fact that the nitrogen atom should not be substituted. In fact, the aromatic pyrrole derivative 0665, which has a nitrogen atom substituted with an alkyl group, resulted in average toxicity against all tested insect-targets. However, the most toxic compounds are 3a, 3g, 3h, 3i, 3k, 3l and 3m, which holds both characteristics, and were proved highly effective against E. kuehniella and T. confusum. The results of the present Doctoral Thesis indicate that the pyrrole derivatives tested could serve as grain protectants against the noxious stored-product insects T. confusum and E. kuehniella under certain biotic and abiotic conditions. Τα μέλη της ομάδας των πυρρολίων είναι πιθανόν να έχουν εντομοκτόνες ιδιότητες οι οποίες χρήζουν έρευνα στα μετασυλλεκτικά στάδια των γεωργικών προϊόντων. Σε αυτό το πλαίσιο, διερευνήθηκε η εντομοκτόνος δράση 13 νέων παραγώγων του πυρρολίου (δίνοντας τις κοινές ονομασίες 2a-syn, 2a-anti, 2f-syn, 2f-anti, 3a, 3g, 3i, 3k, 3l, 3m, 3h, 3e και 0665), από τα οποία επιλέχθησαν τα επτά. Στην παρούσα Διδακτορική Διατριβή αξιολογήθηκε η εντομοκτόνος δράση των νέων παραγώγων του πυρρολίου 3a, 3g, 3i, 3k, 3l, 3m και 3h, κατά των ακμαίων ή προνυμφών Tribolium confusum Jaquelin du Val (Coleoptera: Tenebrionidae) και των προνυμφών Ephestia kuehniella Zeller (Lepidoptera: Pyralidae) σε διαφορετικές δόσεις (0,1, 1 και 10 ppm), διαστήματα εκθέσεως (7, 14 και 21 ημέρες ή 1, 2, 7, 14 και 21 ημέρες), θερμοκρασίες (20, 25 και 30 oC), επίπεδα σχετικής υγρασίας (ΣΥ) (55 και 75%) και προϊόντα (σιτάρι, αραβόσιτος, κριθάρι). Για τα ακμαία T. confusum, στην περίπτωση του παραγώγου του πυρρολίου 3i, η θνησιμότητα ήταν χαμηλή και δεν υπερέβη το 32,2% στον σίτο στην δόση των 10 ppm του 3i στους 30 °C και 55% ΣΥ. Στην περίπτωση του παραγώγου του πυρρολίου 3k, η θνησιμότητα έφθασε στο 67,8% στους 30 °C και 55% ΣΥ στο σιτάρι στην δόση των 10 ppm μετά από 21 ημέρες εκθέσεως. Η παραγωγή των απογόνων ήταν πολύ χαμηλή (<1 άτομο / φιαλίδιο για το 3i και ≤0,7 ατόμων / φιαλίδιο για το 3k) σε όλους τους συνδυασμούς του 55% ΣΥ, συμπεριλαμβανομένων των μαρτύρων. Όλα τα ακμαία T. confusum ήσαν νεκρά σε όλες τις δόσεις του κριθαριού όπου εφαρμόστηκε το 3i μετά από 21 ημέρες εκθέσεως, ενώ για το 3k η θνησιμότητα ήταν >92%. Η παραγωγή των απογόνων ήταν πολύ χαμηλή (≤1 άτομο ανά φιαλίδιο) σε όλες τις δόσεις και για τα δύο παράγωγα του πυρρολίου. Για τις προνύμφες Τ. confusum, στην περίπτωση του παραγώγου του πυρρολίου 3i, στην υψηλότερη δόση, η θνησιμότητα ήταν 82,2% στους 25 °C και 55% ΣΥ ενώ στην περίπτωση του 3k έφτασε το 77,8% στον ίδιο συνδυασμό. Αντίθετα, η θνησιμότητα στο 75% ΣΥ παρέμεινε χαμηλότερη από το 55% ΣΥ. Για το κριθάρι, μετά από 7 ημέρες εκθέσεως όλες οι εκτεθειμένες προνύμφες βρέθηκαν νεκρές σε όλες τις δόσεις και των δυο παραγώγων του πυρρολίου. Στον αραβόσιτο, η θνησιμότητα δεν ήταν πλήρης σε όλες τις δόσεις των εξετασθέντων παραγώγων του πυρρολίου, αλλά υπερέβη το 96% στα 10 ppm του 3k μετά από 21 ημέρες εκθέσεως. Για τις προνύμφες E. kuehniella παρατηρήθηκαν οι υψηλότερες θνησιμότητες, 44,4 και 63,3%, στα 10 ppm στους 25 °C και 55% ΣΥ για τα δύο παράγωγα του πυρρολίου, 3i και 3k. Στο κριθάρι, η θνησιμότητα ήταν πλήρης στις δόσεις των 1 και 10 ppm του 3i και σε όλες τις δόσεις του 3k στις 7 ημέρες εκθέσεως. Μετά από 14 ημέρες, όλες οι προνύμφες ήσαν νεκρές στο 0,1 ppm του 3i. Το παράγωγο του πυρρολίου 3a επέδειξε την υψηλότερη εντομοκτόνο δράση, ενώ τα 3g, 3l, 3m και 3h προκάλεσαν παρόμοια θνησιμότητα κατά των προνυμφών Τ. confusum. Εκτός από το επίπεδο της αποτελεσματικότητας, όλα τα δοκιμασθέντα παράγωγα του πυρρολίου έδρασαν παρομοίως με βάση την θερμοκρασία. Διαπιστώθηκε ότι η αύξηση της θερμοκρασίας αύξησε τη θνησιμότητα στην πλειονότητα των δοκιμασθέντων συνδυασμών. Γενικώς, τα παράγωγα του πυρρολίου προκάλεσαν τα υψηλότερα επίπεδα θνησιμότητας στους 30 oC. Τα παράγωγα πυρρολίου 3a, 3g, 3l και 3m επηρεάστηκαν από την ΣΥ σε όλους σχεδόν τους συνδυασμούς οι οποίοι εξετάστηκαν. Το επίπεδο της ΣΥ 75% μείωσε την αποτελεσματικότητα των παραγώγων του πυρρολίου, ενώ το 55% την αύξησε. Η θνησιμότητα των T. confusum και E. kuehniella στον αραβόσιτο ήταν χαμηλότερη από το κριθάρι ή το σιτάρι. Ωστόσο, ο πλήρης έλεγχος, 100% και των δύο ειδών εντόμων καταγράφηκε μόνο στο κριθάρι. Όλες οι εξετασθέντες ενώσεις της παρούσας Διδακτορικής Διατριβής διαφέρουν στον εστερικό υποκαταστάτη και στην άλκυλο ομάδα που συνδέεται στο θείο. Φαίνεται ότι ο αρωματικός χαρακτήρας του πυρρολίου και η επίπεδη δομή του είναι απαραίτητα για τη δραστικότητα των ενώσεων, δεδομένου ότι τα παράγωγα του πυρρολίου 2a-syn, 2a-anti, 2f-syn και 2f-anti, δεν ήσαν τοξικά. Κατέστη προφανές ότι η εντομοκτόνος δράση των παραγώγων του πυρρολίου σχετίζεται με το γεγονός ότι το άτομο του αζώτου δεν πρέπει να υποκατασταθεί. Στην πραγματικότητα, το αρωματικό παράγωγο του πυρρολίου 0665, το οποίο έχει ένα άτομο αζώτου υποκατεστημένο με άλκυλο ομάδα, είχε ως αποτέλεσμα τη μέτρια τοξικότητα έναντι όλων των δοκιμασθέντων ειδών εντόμων. Εν τούτοις, οι πιο τοξικές ενώσεις βρέθηκαν να είναι οι 3a, 3g, 3h, 3i, 3k, 3l και 3m, οι οποίες διατηρούν τα δύο προαναφερθέντα χαρακτηριστικά, και αποδείχθηκαν ιδιαιτέρως αποτελεσματικές κατά των E. kuehniella και Τ. confusum. Τα αποτελέσματα της παρούσας Διδακτορικής Διατριβής καταδεικνύουν ότι νέα παράγωγα του πυρρολίου θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως προστατευτικά των σπόρων κατά των T. confusum και E. kuehniella, σοβαρών εχθρών των αποθηκευμένων προϊόντων, υπό συγκεκριμένες βιοτικές και αβιοτικές συνθήκες. 1253 97 102 Η συμβολή της φυσικής στην εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης: βιοϊατρική τεχνολογία THIS DISSERTATION PRESENTS THE IMPORTANCE OF PHYSICS IN THE DEVELOPMENT OF MEDICAL SCIENCE AND THE BIOMEDICAL TECHNOLOGY. IN THE FIRST PART IT ANALYSES THE PRINCIPLES OF PHYSICS WHICH BEING ACCEPTED BY MEDICINE, MOVED THIS SCIENCE FROM THE WRONG FRAME OF ANATOMIC PHYSIOLOGICAL SYSTEM OF GALINOS, AND FROM METAPHYSICAL AND VITALISTIC THOUGHTS, AND LED IT TO THE RIGHT APPROACH OF OBSERVATION, EXPERIMENT, RESEARCH, THE LOGIC THEORY AND LAW, WHICH RESULTED IN ESTABLISHING MEDICINE AS A PHYSICAL SCIENCE. THE SECOND PART IS DEALING WITH BIOMEDICAL TECHNOLOGY-WHICH IS A CONSIDERABLE SECTOR OF MEDICINE-AND THE DEVELOPMENT OF BIOMEDICAL TECHNOLOGY IN GREECE. Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΣΤΗ ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ. ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ Η ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ, ΤΗΝ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΕ ΑΠΟ ΤΑ ΛΑΘΕΜΕΝΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΤΟΜΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΑΛΗΝΟΥ, ΤΟΥ ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΥ, ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΙΤΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΙΔΕΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΟ ΣΩΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΩΣ, ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΣ, ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ, ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ, ΤΗΝ ΚΑΤΕΣΤΗΣΕ ΔΗΛΑΔΗ ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ. ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΗ ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΝΟΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. 1254 384 447 Οι νομισματικές εκδόσεις των ελληνικών πόλεων του ΒΔ ελλαδικού χώρου The subject of this study is focused on the numismatic types minted in the name of the Epirotic tribes, Molossi, Chaones, Thesproti and Kassopaioi and their federal institutions, Epirote Symmachia and Epirote League. Τhis thesis includes also the mint production of Corinthian colonies in Illyria, Apollonia and Dyrrachium. The comparative research deriving from the mint production of these centers between Epirus and Illyria contributes to define matters of cult and political ideology. The recent archaeological research based on hoard evidence and the publication of numismatic material enhance new data for the redating of these types. We have concluded that exempt from the Koinon of Molossi, the rest of the Epirotic tribes minted their first issues after Pyrrhus campaign in the West (280-274 BC.). These contemporary issues confirm their independent political stance as members of Epirote Symmachia under the leadership of Pyrrhus and his successors. After the fall of Aiakids’ dynasty (232 BC.), a new federal organization was formed, Epirote Koinon minting a series of silver and bronze coins. The numismatic types allude the influence of the last Macedonian kings Philip V and Perseus over Epirotes. After the battle of Pydna (167 BC.), and during the 1st century BC., the infiltration of roman prototypes is evident on the epirotic numismatic types. Illuminating is the case of the bronze issues minted in the name of priest Menedemos Argeades. The geopolitical position of Apollonia and Dyrrachium was crucial for the conquest of the Principate. Severe battles were afflicted during Roman Civil Wars in their district which affected the local mint production. The cult of Apollo is dominant in the numismatic types of Apollonia. Apollo was considered as the protector of Roman Republic and for this reason, his figure was depicted on coins of Junius Brutus and Gaius Cassius. Following their example, Octavian chose to differentiate himself from Marcus Antonius, ‘New Dionysos’. Moreover, Apollonians pursue the benevolence of Octavian and his protection. Nevertheless, Dyrrachians chose to abstain from the influence of Rome and Apollonia. The Dyrrachian types follow prototypes from Greek East, mainly by Ptolemaic Egypt. This tendency may be attributed to the influence of Marcus Antonius and Cleopatra. We assume that Dyrrachians pursue the protection of Marcus Antonius in order to avert the transformation of their city to colonia, a decision taken by Julius Caesar (48 BC.). Ως αντικείμενο μελέτης αυτής της εργασίας συμπεριλήφθησαν οι νομισματικοί τύποι που εκδόθηκαν στο όνομα των ισχυρών φύλων της περιοχής, των Μολοσσών, των Χαόνων, των Θεσπρωτών και των Κασσωπαίων, και των πολιτικών συνασπισμών που συγκροτήθηκαν, της Συμμαχίας και του Κοινού των Ηπειρωτών. Παραθέτουμε επίσης τη νομισματική παραγωγή των κορινθιακών αποικιών, της Απολλωνίας και του Δυρραχίου. Η συγκριτική μελέτη που ανακύπτει από τη νομισματική μικροτεχνία των δύο όμορων περιοχών της Ιλλυρίας και της Ηπείρου αποσκοπεί στον προσδιορισμό ζητημάτων λατρείας και πολιτικής ιδεολογίας. Τα ανασκαφικά δεδομένα των τελευταίων χρόνων που προέκυψαν από τη δημοσίευση του περιεχομένου των θησαυρών και νέων νομισματικών τύπων προσθέτουν στοιχεία συμβάλλοντας σε αναχρονολογήσεις του υπό μελέτη υλικού. Διαπιστώσαμε ότι με εξαίρεση το Κοινό των Μολοσσών, τα υπόλοιπα φύλα της Ηπείρου εξέδωσαν νόμισμα για πρώτη φορά μετά την εκστρατεία του Πύρρου στη Δύση (280-274 π.Χ). Οι σύγχρονες εκδόσεις των φύλων αυτών επιβεβαιώνουν επίσης την αυτόνομη παρουσία τους μέσα στο ευέλικτο πλαίσιο της Συμμαχίας των Ηπειρωτών υπό την ηγεσία του Πύρρου και των διαδόχων του. Μετά την πτώση της δυναστείας (232 π.Χ.), συγκροτήθηκε το Κοινό των Ηπειρωτών, στο όνομα του οποίου εκδόθηκαν μία σειρά από αργυρά και χάλκινα νομίσματα. Στους νομισματικούς τύπους του Κοινού διαφαίνεται ότι οι Ηπειρώτες τέθηκαν υπό τη σφαίρα επιρροής του μακεδονικού βασιλείου επί Φιλίππου Ε΄και Περσέα. Μετά τη μάχη της Πύδνας (167 π.Χ.), και ιδιαίτερα σε όλη τη διάρκεια του 1ου αι. π.Χ., είναι διακριτή η διείσδυση των ρωμαϊκών προτύπων στις παραστάσεις των εγχώριων κοπών. Ενδεικτική είναι η περίπτωση των ονομαστικών εκδόσεων του ιερέως Μενεδήμου Αργεάδη. Η γεωπολιτική θέση της Απολλωνίας και του Δυρραχίου υπήρξε καθοριστική για τη διεκδίκηση της ανώτατης πολιτικής αρχής στο ρωμαϊκό κόσμο. Στην επικράτειά τους διεξήχθησαν σφοδρές στρατιωτικές αναμετρήσεις κατά τους Ρωμαϊκούς Εμφυλίους πολέμους, οι οποίες είχαν αντίκτυπο στη νομισματική τους παραγωγή. Στους τύπους της Απολλωνίας κυριαρχεί η λατρεία του Απόλλωνος, μίας θεότητος που προβλήθηκε στη Ρώμη ως προστάτη του ρεπουμπλικανικού καθεστώτος. Μετά τους Καισαροκτόνους, ο Οκταβιανός επέλεξε να προβληθεί ως ευνοούμενος του θεού και ως αντίπαλο δέος του «διονυσιαστή» Μάρκου Αντωνίου. Παράλληλα, οι Απολλωνιάτες επεδίωξαν να διαφυλάξουν την εύνοια του Οκταβιανού και να αποκτήσουν έναν προστάτη. Στον αντίποδα, οι Δυρράχιοι επέλεξαν να διαφοροποιηθούν από τους νομισματικούς τύπους των Απολλωνιατών και της Ρώμης και να στραφούν περισσότερο σε πρότυπα της Ελληνικής Ανατολής. Η διείσδυση των ανατολικών αυτών θεοτήτων στις εγχώριες κοπές θα πρέπει ενδεχομένως να αποδοθεί στην επιρροή του Μάρκου Αντωνίου και της Κλεοπάτρας. Στους νομισματικούς τύπους του Δυρραχίου πιθανολογούμε ότι αντανακλάται η προσπάθεια των κατοίκων να προσεταιριστούν το Μάρκο Αντώνιο, με στόχο την αποτροπή του μετασχηματισμού της πόλεως σε colonia, μία απόφαση που ήταν ήδη ειλημμένη από τον Ιούλιο Καίσαρα (48 π.Χ.) και η εφαρμογή της οποίας ελλόχευε διαρκώς. 1255 128 117 The family image, the way it is demonstrated in the contents of the Anthology literature contexts of the Primary school Η εικόνα της οικογένειας όπως αποτυπώνεται στα περιεχόμενα των Ανθολογίων Λογοτεχνικών Κειμένων του Δημοτικού Σχολείου This dissertation, records and analyzes the subjects related to the family as it in the contents of the Anthology Literature Contexts of the greek Primary School. It is an analysis of the content of the above books. Content analysis is a method which concerns less the tone of the text and more the ideas expressed. This research method examines the frequency at which the institution of the family is found, the forms and patterns of family shown, as well as interpersonal relationships between its members. The dissertation comes to an end with the exposition of the conclusions that are being emerged by the analysis of the Antheological content. Η παρούσα εργασία καταγράφει και αναλύει τα θέματα τα οποία σχετίζονται με την οικογένεια στα περιεχόμενα των Ανθολογίων Λογοτεχνικών Κειμένων του Δημοτικού σχολείου στην Ελλάδα. Αποτελεί ανάλυση περιεχόμενου των παραπάνω βιβλίων. Η ανάλυση περιεχομένου είναι μια μέθοδος η οποία αφορά λιγότερο το ύφος του κειμένου και περισσότερο τις εκφραζόμενες ιδέες. Μέσα από την ερευνητική αυτή μέθοδο εξετάζεται η συχνότητα κατά την οποία συναντάται ο θεσμός της οικογένειας, οι μορφές και τα πρότυπα οικογένειας που προβάλλονται καθώς και οι διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ των μελών της. Η εργασία ολοκληρώνεται με την παράθεση των συμπερασμάτων τα οποία προέκυψαν από την ανάλυση των περιεχομένων των Ανθολογίων. 1256 266 295 Objectives: To assess the predictive performance of cervical length at presentation and 24 hours later in women with symptoms of preterm laboυr. Materials and methods: Cervical length was measured transvaginally at presentation and 24 hours later in 122 women presenting with threatened preterm labour between 24 and 36 gestational weeks. One measurement at presentation was also taken in 22 symptomatic women with preterm premature rupture of membranes (PPROM). The outcome measures were birth within one week, before 32 and before 35 weeks. Results: For women with intact membranes, six delivered within 1 week of presentation. The sensitivity and specificity of a cervical length <15 mm at admission for delivery within one week was 83.3 and 95.8%, respectively. A reduction of >20% in cervical length 24 hours after admission predicted 50% of preterm deliveries within 1 week, with a specificity of 92.7%; in combination with cervical length at presentation it did not improve the prediction. The same was observed for birth before 32 weeks (N = 9) and birth before 35 weeks (N = 15). For women with PPROM, cervical length <15 mm, for birth within one week, had sensitivity, PPV and NPV of 50.0%, 60.0% and 87.5% respectively and cervical length < 25 mm had sensitivity, PPV and NPV of 50.0%, 70.0% and 41.7% respectively. Conclusions: Women with threatened preterm labour and a cervical length of <15 mm at presentation are at high risk of delivering preterm. Cervical change in the following 24 hours does not seem to improve the prediction. Symptomatic women with PPROM are at high risk for preterm birth regardless of cervical length. Σκοπός: Η αξιολόγηση της προγνωστικής αξίας του µήκους του τραχήλου της µήτρας κατά την παρουσίαση και 24 ώρες αργότερα σε γυναίκες µε συµπτωµατολογία πρόωρου τοκετού. Ασθενείς και µέθοδοι: Σε 122 συµπτωµατικές γυναίκες µεταξύ 24 και 36 εβδοµάδων κύησης µετρήθηκε διακολπικά µε υπέρηχο το µήκος τραχήλου κατά την παρουσίαση και 24 ώρες αργότερα. Επίσης, σε 22 γυναίκες µε πρώιµη πρόωρη ρήξη υµένων µετρήθηκε µία φορά το µήκος τραχήλου κατά την παρουσίαση. Τα τελικά αποτελέσµατα ήταν τοκετός µέσα σε µία εβδοµάδα, πριν τις 32 και πριν τις 35 εβδοµάδες. Αποτελέσµατα: Στις γυναίκες µε ακέραιους υµένες, έξι γέννησαν µέσα σε µία εβδοµάδα από την παρουσίαση. Η ευαισθησία και η ειδικότητα του µήκους τραχήλου < 15 mm κατά την παρουσίαση για τοκετό εντός µιας εβδοµάδας ήταν 83,3 και 95,8 αντίστοιχα. Μία µείωση > 20% στο µήκος τραχήλου 24 ώρες µετά την παρουσίαση προέβλεπε το 50% των πρόωρων τοκετών εντός µιας εβδοµάδας µε ειδικότητα 92,7%. Η µείωση αυτή του µήκους τραχήλου σε συνδυασµό µε το µήκος τραχήλου κατά την παρουσίαση δε βελτίωνε την πρόβλεψη του πρόωρου τοκετού. Το ίδιο παρατηρήθηκε για τοκετό πριν τις 32 εβδοµάδες (Ν=9) και πριν τις 35 εβδοµάδες (Ν=15). Για τις γυναίκες µε πρόωρη ρήξη υµένων, µήκος τραχήλου < 15 mm, για τοκετό εντός µιας εβδοµάδας, είχε ευαισθησία, θετική προγνωστική αξία (PPV) και αρνητική προγνωστική αξία (NPV), 50%, 60% και 87,5% αντίστοιχα και µήκος τραχήλου < 25 mm είχε ευαισθησία, PPV και NPV 50%, 70% και 41,7% αντίστοιχα. Συµπεράσµατα: Οι συµπτωµατικές γυναίκες µε ακέραιους υµένες και µήκος τραχήλου < 15 mm κατά την παρουσίαση, έχουν υψηλό κίνδυνο για πρόωρο τοκετό. Το µήκος τραχήλου έπειτα από 24 ώρες δε φαίνεται να βελτιώνει την πρόβλεψη του πρόωρου τοκετού. Οι συµπτωµατικές γυναίκες µε πρόωρη ρήξη των εµβρυϊκών υµένων έχουν υψηλό κίνδυνο για πρόωρο τοκετό ασχέτως από το µήκος τραχήλου. 1257 380 369 the opinions and perceptions of general and special educators about inclusion-co-education to students with autistic spectrum disorder in typical education class at schools of general education οι απόψεις-αντιλήψεις των παιδαγωγών γενικής και ειδικής αγωγής για τη συμπερίληψη - συνεκπαίδευση των μαθητών με ΔΑΦ στην τάξη τυπικής εκπαίδευσης σε σχολεία γενικής αγωγής In recent decades, there has been a growing debate about how to successfully implement accession policy. The inclusion / inclusion of all students in the school of general education has in recent decades fueled the interest of many sciences with many countries now making legislative changes. The inclusion of all students in the school of general education has in recent decades fueled the interest of many sciences with many countries now making legislative changes. An increase has been observed in recent years in the population of people with autism spectrum disorder, which results in teachers facing a new reality. Nowadays, the general education of students with ASD is increasing. So teachers are invited to include them in their class by providing them with the best possible education with the help of special education teachers. The present study attempts to investigate the views of teachers of general and special education on inclusion of students with ASD in the mainstream classroom, the enhancement of teachers' knowledge and experiences through their role, and their impact in student learning and integration. The research participants were sixteen general and special education teachers serving primary schools in the Arta and Preveza counties during the 2019-2020 school year. The research was conducted using the semi-structured interview. According to the results of the survey, all teachers had knowledge of the disorder, but the specialized educators had more specialized knowledge. Overall, teachers expressed positive views on the inclusion of students with ASD and no significant differences were found between these general and special education. The characteristics of the student with ASD have been shown to be an important factor in the views of all participants regarding the choice of framework for study, as well as the collaboration between teachers for successful inclusion. In addition, the importance of continuing education on autism and inclusion has emerged as a factor that has a significant impact on inclusive education for all participants. Finally, in general, teachers consider that inclusion contributes greatly to the socialization of children with ASD and point out that the school-family relationship is important for the smooth integration and development of the child. Τις τελευταίες δεκαετίες αυξάνεται η συζήτηση για την επιτυχή εφαρμογή της ενταξιακής πολιτικής. Η συνεκπαίδευση /συμπερίληψη όλων των μαθητών στο σχολείο της γενικής αγωγής, έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον πολλών επιστημών με πολλές χώρες να προβαίνουν πλέον και σε νομοθετικές αλλαγές. Αύξηση παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στον πληθυσμό των ατόμων με διαταραχή αυτιστικού φάσματος, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα οι εκπαιδευτικοί να έρχονται αντιμέτωποι με μια νέα πραγματικότητα. Στις μέρες μας η φοίτηση μαθητών με ΔΑΦ στο γενικό σχολείο ολοένα και αυξάνεται. Οι εκπαιδευτικοί λοιπόν καλούνται να τους συμπεριλάβουν στην τάξη τους παρέχοντάς τους την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση με τη βοήθεια των εκπαιδευτικών ειδικής αγωγής. Η παρούσα μελέτη επιχειρεί τη διερεύνηση των απόψεων των εκπαιδευτικών γενικής και ειδικής αγωγής για τη συνεκπαίδευση /συμπερίληψη των μαθητών με ΔΑΦ στην τάξη του γενικού σχολείου, την ανάδειξη των γνώσεων και των εμπειριών των εκπαιδευτικών μέσα από το ρόλο του καθενός, καθώς και την επίδρασή τους στη μάθηση και την ένταξη των μαθητών. Οι συμμετέχοντες στην έρευνα ήταν δεκαέξι εκπαιδευτικοί γενικής και ειδικής αγωγής που υπηρετούσαν σε σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης των νομών Άρτας και Πρέβεζας τη σχολική χρονιά 2019-2020. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με τη χρήση της ημι-δομημένης συνέντευξης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας όλοι οι εκπαιδευτικοί είχαν γνώσεις για τη διαταραχή, αλλά οι ειδικοί παιδαγωγοί διέθεταν λίγο πιο εξειδικευμένες γνώσεις. Στο σύνολό τους οι εκπαιδευτικοί εξέφρασαν θετικές απόψεις για τη συμπερίληψη των μαθητών με ΔΑΦ και δεν διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ αυτών της γενικής και της ειδικής αγωγής. Τα χαρακτηριστικά του μαθητή με ΔΑΦ αναδείχτηκαν σε σημαντικό παράγοντα σύμφωνα με τις απόψεις όλων των συμμετεχόντων σχετικά με την επιλογή του πλαισίου φοίτησης, όπως και η συνεργασία μεταξύ των εκπαιδευτικών για την επιτυχημένη συμπερίληψη. Επίσης, η σημασία της συνεχούς επιμόρφωσης σε θέματα αυτισμού και εφαρμογής της συμπερίληψης αναδείχτηκε ως παράγοντας που επηρεάζει σημαντικά τη συνεκπαίδευση για όλους τους συμμετέχοντες. Τέλος, στο σύνολό τους οι εκπαιδευτικοί θεωρούν πως η συμπερίληψη συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στην κοινωνικοποίηση των παιδιών με ΔΑΦ και επισημαίνουν ταυτόχρονα πως πολύ σημαντική καθίσταται η σχέση σχολείου - οικογένειας για την ομαλή ένταξη και ανάπτυξη του παιδιού. 1258 442 450 evaluation of two vitrification systems (open and closed) in human oocytes and their impact in the developmental and clinical potential of the resulting embryos Κρυοσυντήρηση ανθρώπινων ωαρίων με τη μέθοδο της υαλοποίησης (vitrification) Vitrification is a cryopreservation technique. In this thesis we present our work on oocyte vitrification. Open and closed systems for human oocyte cryopreservation have been compared. Moreover, in order to examine the efficiency of vitrification on oocytes we compared clinically fresh and aseptically vitrified oocytes. In this project we included two experimental sets and three clinical trials. In the experimental sets we focused on determining the best protocol for vitrifying and warming human oocytes. When the appropriate protocol was set up, the clinical trials were generated. In the first trial a comparison of closed and open vitrified oocytes was performed. In order to maximize the importance of our findings we used sibling donated oocytes which vitrified either with open or with closed system. The second trial had as a purpose to explore the clinical efficiency of oocyte vitrification. A similar set up was adopted and sibling oocytes from the same donors were separated in two groups. One group involved patients that used fresh oocytes for their cycles and the second group included patients that used vitrified oocytes. Finally, a third trial was performed in order to examine whether the use of laser assisting hatching technique prior embryo transfer is beneficial. The purpose of this trial was to explore whether vitrification/warming induces zona pellucida hardening and whether laser assisting hatching could overcome this important barrier to implantation. A stepwise protocol for addition and removal of the cryoprotectants in and out of the cells is important in order to increase the biological and clinical efficiency of oocyte vitrification. Warming process was found to be as important as cooling. Closed devices for oocyte vitrification were proven to be as efficient as open. When the correct protocol was acquired, closed vitrified oocytes gave similar results to fresh oocytes. Finally, laser assisted hatching was found to be beneficial for the clinical result. Vitrification has been proven to be the gold standard technique for cryopreserving oocytes. The clinical results that were achieved after vitrification of oocytes were comparable to those deriving from fresh oocytes. The outcome of this research is very promising and could be used in order to give and answer to an everlasting debate between those that insist that open system vitrification is potentially harmful for the biological material and those that criticize the low cooling rate of closed system is lethal for the cells. Closed vitrification is a highly efficient technique and can replace open devices for human oocyte vitrification, leaving behind any concern regarding the biosafety of the human tissue. Η υαλοποίηση είναι μία τεχνική κρυοσυντήρησης. Η διατριβή αυτή είχε σαν αρχικό στόχο να μελετήσει την εφαρμογή κλειστών και ανοιχτών συστημάτων υαλοποίησης στα ανθρώπινα ωάρια και να συγκρίνει τις τεχνικές μεταξύ τους. Επιπλέον, προκειμένου να εξεταστεί η κλινική αποτελεσματικότητα της υαλοποίησης των ωαρίων, συγκρίναμε με άμεσο τρόπο την επάρκεια των φρέσκων και υαλοποιημένων ωαρίων. Αυτή η διατριβή αποτελείται από δύο πειραματικά μέρη και από τρεις κλινικές μελέτες. Τα πειραματικά μέρη είχαν ως στόχο την ανεύρεση του καλύτερου πρωτόκολλου για την υαλοποίηση και αναθέρμανση των ανθρώπινων ωαρίων. Όταν το κατάλληλο πρωτόκολλο διαμορφώθηκε, οι κλινικές δοκιμές έλαβαν μέρος. Στην πρώτη κλινική μελέτη πραγματοποιήθηκε σύγκριση μεταξύ των κλειστών και ανοικτών συστημάτων υαλοποίησης. Προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η σημαντικότητα των ευρημάτων μας, χρησιμοποιήσαμε αδελφό ωάρια από δωρεά που υαλοποιήθηκαν είτε με ανοιχτό είτε με κλειστό σύστημα. Η δεύτερη δόκιμη είχε ως σκοπό να διερευνήσει την κλινική αποτελεσματικότητα του ωαρίου υαλοποίησης. Μια παρόμοια μεθοδολογία με τη πρώτη μελέτη εγκρίθηκε και έτσι χρησιμοποιήθηκαν αδελφό ωάρια από την ίδια δότρια τα οποία χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Οι ασθενείς της πρώτης ομάδας έλαβαν τα φρέσκα ωάρια και της δεύτερης τα υαλοποιημένα. Τέλος, σε μια τρίτη δοκιμή εξετάστηκε κατά πόσον η υποβοηθουμένη εκκόλαψη με χρήση λέιζερ λίγο πριν την μεταφορά εμβρύων που προέρχονται από υαλοποιημένα ωάρια είναι ευεργετική. Έμμεσος σκοπός αυτής της μελέτης ήταν να διερευνήσει κατά πόσον η υαλοποίηση δημιουργεί σκλήρυνση της διαφανούς ζώνης, προκαλώντας δυσκολία στην επίτευξη εκκόλαψης, δημιουργώντας έτσι ένα σημαντικό εμπόδιο για την εμφύτευση του εμβρύου. Η χρήση ενός πρωτοκόλλου με σταδιακή προσθήκη και απομάκρυνση των κρυοπροστατευτικών μέσα και έξω από τα κύτταρα είναι σημαντική και αυξάνει τη βιολογική και κλινική αποτελεσματικότητα των υαλοποιημένων ωαρίων. Η υψηλοί ρυθμοί αναθέρμανσης βρέθηκαν να είναι εξίσου σημαντικοί με αυτούς της ψύξης. ΟΙ κλειστού τύπου συσκευές για την υαλοποίηση ανθρώπινων ωαρίων αποδείχθηκε ότι είναι εξίσου αποτελεσματικές με τις ανοιχτού τύπου συσκευές. Τα υαλοποιημένα ωάρια, με κλειστού τύπου συσκευές, έδωσαν παρόμοια κλινικά αποτελέσματα με τα φρέσκα ωάρια. Τέλος, η υποβοηθούμενη εκκόλαψη με χρήση λέιζερ βρέθηκε να είναι επωφελής για τα κλινικά αποτελέσματα. Η υαλοττοίηση αποτελεί την χρυσή επιτομή στην κρυοσυντήρηση των ωαρίων. Τα κλινικά αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν μετά από υαλοποίηση ωοκυττάρων ήταν συγκρίσιμα με εκείνα που εξασφαλίζουν τα φρέσκα ωοκύτταρα. Το αποτέλεσμα αυτής της διατριβής είναι πολύ ενθαρρυντικά και θα μπορούσαν να αποτελέσουν την απάντηση σε μια διαρκή αντιπαράθεση μεταξύ εκείνων που ετημενουν ότι η ανοιχτού τύπου υαλοποιηση είναι δυνητικά επιβλαβής για το βιολογικό υλικό και εκείνων που επικρίνουν το χαμηλό ποσοστό ψύξης του κλειστού συστήματος, θεωρώντας πως είναι θανατηφόρο για τα κύτταρα. Η κλειστή τύπου υαλοποίηση είναι μια πολύ αποτελεσματική τεχνική και μπορεί να αντικαταστήσει την ανοιχτού τύπου υαλοποίηση, αφήνοντας πίσω κάθε ανησυχία σχετικά με τη βιολογική ασφάλεια των ανθρώπινων ιστών. 1259 124 121 Poetry and Ideology in the filmography of Theodoros Angelopoulos "Eternity and a Day" Ποίηση και ιδεολογία στο κινηματογραφικό έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου "Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα" The purpose of the study is to detect and highlight the concept of Poetry and illuminate the Ideological hues in a film representation of, the retained as an alloy, reality of time of one Day that diffuses into Eternity. Space, Time, Memory and Dream are encapsulated and converging, as the empirical and intimate dimensions of human existence are interwoven, reconciled and unified by their cinematic performance. The recast of the eternal questions that universally and timelessly vibrate our consciousness, through a singular multi-sensory cinematic language, affirms the aesthetic and ideological vision of the work of Theo Angelopoulos, as an authentic and integral part of the Greek and worldwide Cinema of Poetry. Σκοπός της εργασίας είναι η ανίχνευση και η ανάδειξη της έννοιας της Ποιητικής και ο φωτισμός των Ιδεολογικών αποχρώσεων στην κινηματογραφική αναπαράσταση της, συγκροτούμενης ως κράμα, πραγματικότητας του χρόνου της μιας Μέρας που διαχέεται στην Αιωνιότητα. Ο Χώρος, ο Χρόνος, η Μνήμη και το Όνειρο συμπυκνώνονται και συγκλίνουν ως εμπειρικές και ενδόμυχες διαστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, συνυφαίνονται, συμφιλιώνονται και ενιαιοποιούνται άρρηκτα, μέσω της κινηματογραφικής τους απόδοσης. Η αναδιατύπωση των αιώνιων ερωτημάτων που καθολικά και διαχρονικά δονούν τη συνείδηση, μέσω μιας ιδιάζουσας πολυαισθητηριακής κινηματογραφικής γλώσσας, καταφάσκει την αισθητική και ιδεολογική θεώρηση του έργου του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ως αυθεντικό και αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού και παγκόσμιου Κινηματογράφου της Ποίησης. 1260 294 306 Λιγνιτική δραστηριότητα και περιβαλλοντική μετανάστευση στη Δυτική Μακεδονία There is limited literature concerning positions and the role of the educational community with regard to mining activity, and more specifically in areas where settlements are forced to relocate due to this activity. Thus, the purpose of this research is to investigate the views of teachers of the Western Macedonia Lignite Center on the consequences of the activity in the area and the forced movements of different settlements, as well as on the pedagogical approach of the particular issue in the school. More specifically, the research questions concerned: a) teachers’ ideas about lignite activity and its consequences in the region; b) their ideas about the relocation of settlements due to activity; c) pupils’ and parents’ ideas about the matter from their teacher’s perspective, and d) the pedagogical approach of the issue in school. For this purpose, 12 individual semi-structured interviews were carried out with primary and secondary teachers, all of whom are related to these settlements, either because of their origin and residence in them or / and because of their work in schools of the settlements. The interviews were analyzed using the thematic analysis method. The results show that teachers identify both the positive and the negative effects of the activity. The positive concerns mainly in the economic sector, while the negative are mainly in the environment, health and socio-cultural sector. On the move, educators who have an origin from settlements seem to be more interested in the issue, while parents and pupils have been working on that, especially in recent years. As regards the pedagogical approach of the issue, it has been found that most teachers are more involved in the subject and do not elaborate specific environmental programs. However, they think that the role of the school and theirs is decisive. Η ανάδειξη των θέσεων και του ρόλου της εκπαιδευτικής κοινότητας, σε περιοχές όπου πραγματοποιείται εξορυκτική δραστηριότητα σχετικά με αυτό το ζήτημα και πιο συγκεκριμένα σε περιοχές που λαμβάνει χώρα αναγκαστική μετεγκατάσταση οικισμών εξαιτίας αυτής της δραστηριότητας, δεν εντοπίζεται μέχρι σήμερα στη διεθνή βιβλιογραφία. Έτσι, σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η διερεύνηση των απόψεων εκπαιδευτικών του Λιγνιτικού Κέντρου Δυτικής Μακεδονίας σχετικά με τις συνέπειες που επιφέρει η δραστηριότητα στην περιοχή και τις αναγκαστικές μετακινήσεις που υφίστανται διάφοροι οικισμοί, αλλά και σχετικά με την παιδαγωγική προσέγγιση του συγκεκριμένου ζητήματος στο σχολείο. Πιο αναλυτικά, τα ερευνητικά ερωτήματα αφορούν: α) τις απόψεις των εκπαιδευτικών για τη λιγνιτική δραστηριότητα και τις συνέπειές της στην περιοχή, β) τις απόψεις τους για τη μετακίνηση των οικισμών εξαιτίας της δραστηριότητας, γ) τις απόψεις μαθητών και γονέων για το ζήτημα μέσα από το πρίσμα των εκπαιδευτικών καθώς και δ) την παιδαγωγική προσέγγιση του ζητήματος στο σχολείο. Για τον σκοπό αυτό πραγματοποιήθηκαν 12 ατομικές ημι-δομημένες συνεντεύξεις σε εκπαιδευτικούς, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας, που όλοι σχετίζονται με τους οικισμούς αυτούς, είτε λόγω καταγωγής και διαμονής τους σε αυτούς είτε/και λόγω εργασίας τους σε σχολεία των οικισμών. Οι συνεντεύξεις αναλύθηκαν με τη μέθοδο της θεματικής ανάλυσης. Στα αποτελέσματα διαπιστώνεται πως οι εκπαιδευτικοί εντοπίζουν τόσο τις θετικές όσο και τις αρνητικές συνέπειες της δραστηριότητας. Οι θετικές αφορούν κυρίως τον οικονομικό τομέα, ενώ οι αρνητικές κυρίως τον τομέα του περιβάλλοντος, της υγείας και της κοινωνίας-πολιτισμού. Σχετικά με την μετακίνηση οι εκπαιδευτικοί που έχουν καταγωγή από τους οικισμούς φαίνεται να ενδιαφέρονται περισσότερο για το ζήτημα, ενώ γονείς και μαθητές ασχολούνται με αυτό κυρίως τα τελευταία χρόνια. Όσον αφορά την παιδαγωγική προσέγγιση του ζητήματος, διαπιστώθηκε πως οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί ασχολούνται επιφανειακά με το θέμα και την εκπόνηση σχετικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων και δραστηριοτήτων. Ωστόσο, θεωρούν πως ο ρόλος του σχολείου και ο δικός τους είναι καθοριστικός. 1261 464 418 The aim of this doctoral thesis is to detect in which way Hume is related to Plutarch. To find out if and to what extent Plutarch influenced the Scottish philosopher. Whether there are elements of his philosophical and historical thought which Hume adopted, comprehended, distorted, or ignored in his own texts. In the first chapter there is an attempt is made cast light on the life and works of Plutarch. Initially, there are provided some biographical data. Then there is an exploration of Plutarch’s relation to philosophy. He is examined in the light of the moral author and philosopher. Afterwards, Plutarch is examined as a source of ancient Greek philosophy. The next issue investigated is Plutarch as a historian and at the end of the first chapter, there is a discussion of Plutarch’s influence on posterior thinkers. The first unit of the second’s part first chapter, focuses through two autobiographical texts, on the life of Hume. I examine his admiration and respect for Plutarch, as these are outlined from Hume’s personal pages and letters. Plutarch’s influence becomes more intense in Hume’s Essays. Of the forty seven essays he has written, there are also ten, which refer to Plutarch and his views, either by reproducing them correctly or by changing them, either by distorting them or by suppressing mention of them. The second unit deals with the juxtaposition of these views. At the same time, Hume had also been influenced by the views of Plutarch while he was writing the History of England. Investigating this influence is the subject of the second chapter. The significant element they have in common is the demand for historical truth. The preamble to Theseus’ life bears great resemblance to the opening pages of Hume’s history. The common address of historical truth, the common viewpoints and the almost identical style of writing, lead me to conclude that Hume had the Preamble in mind when he was putting his own views in writing. The second element resulting from the comparison of the two philosophers is their common view on the human psyche. They know that human nature does not have only one dimension and that its twofold character helps, projects, gives meaning to, or destroys its owner. Each person’s character is the one responsible for his thoughts, decisions, actions and his future. This view is expressed through Plutarch’s Lives, and Hume’s History. Additional common elements are some folklore references as well as the fact that both thinkers were in the same way related to scientific thought. Faith in sciences and continuous progress and development resides in their pages.Taking all the above into account, I believe that the texts and standpoints of these two philosophers have been presented in a comprehensive way and that Plutarch’s influence on Hume has been made evident. Ο σκοπός αυτής της διδακτορικής διατριβής είναι να ανιχνεύσει τη σχέση του Hume με τον Πλούταρχο. Να βρει εάν και έως ποιό σημείο ο Πλούταρχος επηρέασε με τις ιδέες και τα κείμενά του τον Σκώτο φιλόσοφο. Εάν υπάρχουν στοιχεία της φιλοσοφικής και ιστορικής σκέψης του, τα οποία ο Hume έχει υιοθετήσει, κατανοήσει, διαστρεβλώσει, ή αγνοήσει στα δικά του κείμενα.Για μα δοθεί μια ολοκληρωμένη εικόνα των δύο φιλοσόφων, στο πρώτο κεφάλαιο επιχειρείται μια παρουσίαση του Πλουτάρχου. Δίνονται κάποια βιογραφικά στοιχεία και στη συνέχεια εξετάζεται ο Πλούταρχος υπό το πρίσμα του ηθικού συγγραφέα και φιλοσόφου. Κατόπιν εξετάζεται ο Πλούταρχος ως πηγή της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Επίσης διερευνάται είναι ο Πλούταρχος ως ιστορικός. Στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου προβάλλεται η επίδραση του Πλουτάρχου στους μεταγενέστερους στοχαστές.Στη συνέχεια, στο δεύτερο μέρος το πρώτο κεφάλαιο έχει ως επίκεντρο τη ζωή του φιλόσοφου David Hume. Εξετάζεται η σχέση του με τον Πλούταρχο, έτσι όπως αυτή διαγράφεται από τις προσωπικές σελίδες και τις επιστολές του φιλοσόφου. Πέραν όμως της εμφάνισης στις προσωπικές σελίδες, η επίδραση του Πλουτάρχου καθίσταται εντονότερη και συχνότερη στα Δοκίμιά του. Από τα σαράντα επτά δοκίμια υπάρχουν δέκα, τα οποία αναφέρουν τον Πλούταρχο και τις απόψεις του, είτε αναπαράγοντάς τες σωστά, είτε αλλάζοντάς τες, είτε αλλοιώνοντάς τες, είτε αποσιωπώντας τες. Με την παράθεση αυτών των απόψεων, καταπιάνεται η δεύτερη ενότητα του πρώτου κεφαλαίου. Ταυτόχρονα όμως ο Hume έχει επηρεαστεί και κατά τη διάρκεια της συγγραφής και της Ιστορίας της Αγγλίας από τις απόψεις του Βοιωτού φιλοσόφου. Η διερεύνηση αυτή αποτελεί το αντικείμενο του δεύτερου κεφαλαίου.Το σημαντικό στοιχείο που είναι κοινό, είναι η απαίτηση για ιστορική αλήθεια. Το προοίμιο του βίου του Θησέα, με τις εναρκτήριες σελίδες της ιστορίας του Hume παρουσιάζουν μεγάλη ομοιομορφία. Επίσης ένα επιπλέον στοιχείο που απορρέει από την σύγκριση των δύο φιλοσόφων είναι η κοινή αντίληψη για την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση. Γνωρίζουν πως η ανθρώπινη φύση δεν είναι μονοδιάστατη και πως ο διττός της χαρακτήρας βοηθά, προβάλει, νοηματοδοτεί ή καταστρέφει τον κάτοχό της. Ο χαρακτήρας του καθενός ανθρώπου, είναι αυτός που ευθύνεται για τις σκέψεις, τις αποφάσεις, τις πράξεις και το μέλλον του. Η άποψη αυτή εκφράζεται μέσω των Βίων του Πλούταρχου καθώς και στην Ιστορία του Hume. Επιπλέον κοινά στοιχεία που εξετάζονται είναι κάποιες λαογραφικές αναφορές καθώς και η σχέση και των δύο με την επιστημονική σκέψη. Η εμπιστοσύνη στις επιστήμες και στη συνεχή πρόοδο και εξέλιξη ενυπάρχει στις σελίδες τους. Κατόπιν όλων των προαναφερθέντων, θεωρώ πως έχει δοθεί μια συνολική εικόνα των κειμένων και των απόψεων των δύο φιλοσόφων και έχει διαφανεί η επίδραση του Πλουτάρχου στον Hume. 1262 249 274 Αξιολόγηση της οργάνωσης της παιδαγωγικής επικοινωνίας από τον εκπαιδευτικό The purpose of this study is to examine the primary school teachers’ opinions on the organization of pedagogical communication with their students. More specifically, a clarification of the terms “pedagogical interaction” and “pedagogical communication” was attempted. Also, an attempt was made to deepen the teachers’ opinions on their main role in school, as well as their personal characteristics and practices that influence the classroom communication and the impact that communication between teachers and students may have in the educational process. In order to draw some conclusions on the above, data of ten in-depth interviews with teachers was analyzed through quality content analysis. The basic categories formed referred to the general characteristics of pedagogical communication, the practices and behaviors of the teacher that affect pedagogical communication, the characteristics of the teacher's personality that influence pedagogical communication, the characteristics of the school class and the school environment that affect pedagogical communication and the impact of pedagogical communication on students. The findings showed the importance of a number of characteristics of both the teacher and the educational environment, which have a positive or negative impact on teachers and students communication. Furthermore, emphasis was placed on teachers’ concerns and suggestions on how to interact better and solve the problems that arise in the classroom regarding teacher and student communication. What is more, the findings give the opportunity for further examination of this issue and contribute to the formulation of proposals that aim at strengthening the teachers’ role and working better with the students. Η παρούσα εργασία έχει ως απώτερο στόχο τη διερεύνηση των απόψεων των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης σχετικά με την οργάνωση της παιδαγωγικής επικοινωνίας με τους μαθητές. Πιο συγκεκριμένα, έγινε απόπειρα αποσαφήνισης των εννοιών της παιδαγωγικής επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης, καθώς και προσπάθεια εμβάθυνσης στις απόψεις των εκπαιδευτικών σχετικά με το ρόλο τους στο σύγχρονο σχολείο, τις πρακτικές και τα χαρακτηριστικά των εκπαιδευτικών που επηρεάζουν την επικοινωνία στη σχολική τάξη και τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η επικοινωνία που αναπτύσσεται μεταξύ των μετεχόντων στην εκπαιδευτική διαδικασία. Προκειμένου να προκύψουν ορισμένα συμπεράσματα σχετικά με τα παραπάνω αξιοποιήθηκαν δεδομένα, τα οποία προέκυψαν από δέκα διεξοδικές συνεντεύξεις με τους εκπαιδευτικούς και εξετάσθηκαν μέσω της ποιοτικής ανάλυσης περιεχομένου. Τα θέματα που προέκυψαν αναφέρονταν στα γενικότερα χαρακτηριστικά της παιδαγωγικής επικοινωνίας, τις πρακτικές και συμπεριφορές του εκπαιδευτικού που επηρεάζουν την παιδαγωγική επικοινωνία, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του εκπαιδευτικού που επηρεάζουν την παιδαγωγική επικοινωνία, τα χαρακτηριστικά της σχολικής τάξης και του σχολικού περιβάλλοντος που επηρεάζουν την παιδαγωγική επικοινωνία και τις επιπτώσεις της οργάνωσης της παιδαγωγικής επικοινωνίας στους μαθητές. Τα ευρήματα που προέκυψαν ανέδειξαν πλήθος χαρακτηριστικών τόσο του εκπαιδευτικού όσο και του σχολικού περιβάλλοντος, τα οποία ασκούν θετική ή και αρνητική επίδραση στην επικοινωνία εκπαιδευτικού και μαθητών. Επιπλέον, δόθηκε έμφαση στους προβληματισμούς και τις προτάσεις των εκπαιδευτικών σχετικά με την αλληλεπίδραση και την επίλυση των προβλημάτων που ανακύπτουν στη σχολική τάξη όσον αφορά στην επικοινωνία εκπαιδευτικού και μαθητών. Τα συμπεράσματα που προέκυψαν δίνουν τη δυνατότητα περαιτέρω προβληματισμού πάνω στο συγκεκριμένο θέμα και συμβάλλουν στη διατύπωση προτάσεων που στοχεύουν στην ενδυνάμωση του ρόλου του εκπαιδευτικού ως παιδαγωγού και στην καλύτερη συνεργασία του με τους μαθητές. 1263 149 163 Research on the Greek elementary student teachers’ views over the concepts of lntercultural education and sustainability Διερεύνηση των αντιλήψεων των φοιτητών στο Π.Τ.Δ.Ε. Ιωαννίνων σχετικά με τις έννοιες της διαπολιτισμικότητας και της αειφορίας This paper approaches the Greek elementary student teachers’ views over the concepts of lnterculturalism and sustainability, intercultural education and sustainable development, as well as of the common conclusions that are converged by the two notions. The survey that was conducted by the aid of the students of Primary Education in the University of Ioannina using the methodological tool of semi-structured interview, is presented following the presentation of the theoretical part. Having taken into consideration the outcome of the survey, it is inferred that the undergraduate teachers have quite a lack of knowledge on the notions of Inreculturalism and are hardly aware on the issue of Sustainability. Therefore, they feel neither interculturally adequate to cope with the role of the teacher, nor properly qualified on sustainability, so as to apply its principles in class. Η παρούσα εργασία προσεγγίζει το ζήτημα των αντιλήψεων προπτυχιακών δασκάλων πάνω σε θέματα διαπολιτισμικότητας και αειφορίας, διαπολιτισμικής εκπαίδευσης και αειφόρου ανάπτυξης, καθώς και τα κοινά σημεία πάνω στα οποία συγκλίνουν οι δύο έννοιες. Μετά το θεωρητικό μέρος της εργασίας, παρουσιάζεται η έρευνα που διεξήχθη με τη χρήση του ποιοτικού μεθοδολογικού εργαλείου της ημιδομημένης συνέντευξης σε φοιτητές του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Από τα ευρήματα της έρευνας προκύπτει ότι, ενώ υπάρχουν σημαντικά πεδία σύνδεσης της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης με την αειφόρο ανάπτυξη, ωστόσο οι μελλοντικοί δάσκαλοι έχουν ελλιπή γνώση γύρω από το περιεχόμενο της διαπολιτισμικότητας και σχεδόν άγνοια γύρω από την έννοια της αειφορίας. Ως συνέπεια αυτού δεν αντιλαμβάνονται και τα πεδία ταύτισης των δύο εννοιών. Επίσης, προκύπτει ότι δεν αισθάνονται διαπολιτισμικά επαρκείς, προκειμένου να ανταπεξέλθουν στον εκπαιδευτικό τους ρόλο, ούτε κατάλληλα καταρτισμένοι για να διδάξουν σύμφωνα με τις αρχές της εκπαίδευσης για την αειφορία. 1264 130 118 The martyrdom of the saint ascetic and miracle worker Azis (BHG 2052) In this work, the seven-page edition (173v - 179v) of the manuscript Vaticanus graecus 807 was published, where the Synaxarian entry of the martyrdom of saint Azis is located. The manuscript was studied, critically transcribed and critically edited. The work initially contains general historical information of the 3rd and early 4th century and includes the martyrdom of the saint in the time of Diocletian's persecutions with reference to previous persecutions against Christians. Information is given about Isauria, the country of origin of the saint, and the religious atmosphere of that time, as well as the Monthly is analyzed as a hagiological species and its origin. The ancient text, the translation and some comments on the text are delivered. Στην εργασία αυτή, έγινε η έκδοση επτά φύλλων (173v – 179v) του χειρογράφου Vaticanus graecus 807, όπου βρίσκεται η συναξαριακή καταχώρηση του βίου του αγίου Άζη. Έγινε μελέτη του χειρογράφου, κριτική μεταγραφή και κριτική επεξεργασία πάνω στο κείμενο. Η εργασία περιλαμβάνει, αρχικά, γενικές ιστορικές πληροφορίες της εποχής του 3ου και αρχών του 4ου αιώνα και εντάσσει το μαρτύριο του αγίου στην εποχή των διωγμών του Διοκλητιανού με αναφορά στους προηγούμενους διωγμούς εναντίον των χριστιανών. Στη συνέχεια, δίνονται στοιχεία για την Ισαυρία, την χώρα καταγωγής του αγίου και την θρησκευτική ατμόσφαιρα της εποχής εκείνης, καθώς και αναλύεται σύντομα το μηνολόγιο ως αγιολογικό είδος και η προσέλευσή του. Παραδίδεται το αρχαίο κείμενο, η μετάφραση και ορισμένα σχόλια πάνω στο κείμενο. 1265 399 396 Extraintestinal manifestations in idiopathic inflammatory bowel disease in adults and adolescents, in NW Greece Εξωεντερικές εκδηλώσεις στην ιδιοπαθή φλεγμονώδη πάθηση των εντέρων σε ενήλικες και εφήβους, στην ΒΔ Ελλάδα Introduction: Extraintestinal manifestations are common in patients with inflammatory bowel disease (IBD). These manifestations can affect many organs, joints, skin, eyes and hepatobiliary tract. Among patients with IFN, approximately 36% of them will have at least one extra-intestinal manifestation for life. Objective: The aim of this study is the detailed recording of extraintestinal manifestations in Idiopathic Inflammatory Bowel Disease in Adults and Adolescents who are monitored by the Hepato-Gastroenterology Unit of the A / P Clinic of the University Hospital of Ioannina and Ioannina of Ioannina and Ioannina. Methodology: A retrospective study recorded the extraintestinal manifestations of patients with IBD from 1982 to 2010, with the aim of searching for all the epidemiological data of external manifestations of IBD patients. These patients are monitored in the Hepato-Gastroenterology unit of the AD Pathological Clinic of the P.G.N. Ioannina and the Gastroenterologists of NW Greece and the data collection was done from the medical files and the archive of the unit. A total of 556 patients participated in the study. The first part of the tool concerned the demographic characteristics of the patients, the second part the characteristics of the disease and the third part included information related to the extraintestinal manifestations. Statistical analysis was performed with SPSS 25. Results: According to the results of the present study, 70.06% of patients suffered from ulcerative colitis, while 29.94% from Crohn's disease. 65.95% of patients with ulcerative colitis were diagnosed in left colitis, while 59.15% of patients with Crohn's disease were diagnosed in venous colitis. 89.90% did not show recurrent disease. 51.1% were diagnosed with the disease between 1982 and 2000. 5.08% were referred by another specialty due to extraintestinal manifestation. Only 0.91% of patients died during the years of this recording, while only 0.73% died due to extraintestinal manifestation. The mean days of hospitalization due to IBD was 20.2 ± 18.8 days, while the mean days of hospitalization due to extrauterine manifestation was 2.2. 5.1 days. Some extraintestinal manifestations were related to the activity of the disease. [7] Conclusions: A better understanding and further advances in knowledge of the mechanisms involved in the pathogenesis of extraintestinal manifestations in patients with IBD are of fundamental importance to ensure an appropriate diagnosis and management of these conditions, which can often be even more debilitating than the actual inflammatory bowel disease. Εισαγωγή: Οι εξωεντερικές εκδηλώσεις είναι συχνές σε ασθενείς με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου (ΙΦΝΕ). Αυτές οι εκδηλώσεις μπορούν να επηρεάσουν πολλά όργανα, αρθρώσεις, δέρμα, μάτια και ηπατοχολική οδό. Μεταξύ των ασθενών με ΙΦΝΕ περίπου 36% από αυτούς θα έχουν τουλάχιστον μια εξωεντερική εκδηλώση δια βίου. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η αναλυτική καταγραφή των εξωεντερικών εκδηλώσεων στην Ιδιοπαθή Φλεγμονώδη Πάθηση των Εντέρων σε Ενήλικες και Εφήβους οι οποίοι παρακολουθούνται από την Ηπατο-Γαστρεντερολογική Μονάδα της Α’ Π/Θ Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων και τη Γαστρεντερολογική Ομάδα της Βορειοδυτικής Ελλάδας. Μεθοδολογία: Πραγματοποιήθηκε αναδρομική καταγραφή των εξωεντερικών εκδηλώσεων των ασθενών με ΙΦΝΕ από το έτος 1982 έως και το έτος 2010, με στόχο την αναζήτηση όλων των επιδημιολογικών δεδομένων εξωεντερικών εκδηλώσεων των ΙΦΝΕ ασθενών. Οι συγκεκριμένοι ασθενείς παρακολουθούνται στην Ηπατο-Γαστρεντερολογική μονάδα της Α΄ Παθολογικής κλινικής του Π.Γ.Ν. Ιωαννίνων και από τους Γαστρεντερολόγους της ΒΔ Ελλάδας και η συλλογή των στοιχείων έγινε από τους ιατρικούς φακέλους και το αρχείο της μονάδας. Στην έρευνα συμμετείχαν συνολικά 556 ασθενείς. Το πρώτο μέρος του εργαλείου αφορούσε τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των ασθενών, το δεύτερο μέρος τα χαρακτηριστικά της ασθένειας και το τρίτο μέρος περιλάμβανε πληροφορίες σχετικές τις εξωεντερικές εκδηλώσεις. Η στατιστική ανάλυση πραγματοποιήθηκε με το SPSS 25. Αποτελέσματα: Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης το 70,06% των ασθενών έπασχε από ελκώδη κολίτιδα, ενώ το 29,94% από νόσο Crohn. Το 65,95% των ασθενών που έπασχε από ελκώδη κολίτιδα εντοπίστηκε η νόσος στην αριστερή κολίτιδα, ενώ το 59,15% των ασθενών που έπασχε από νόσο Crohn εντοπίστηκε η νόσος στην ειλείτιδα. Το 89,90% δεν εμφάνισε περιπρωκτική νόσο. Το 51,1% διέγνωσαν τη νόσο μεταξύ 1982 και 2000. Το 5,08% παραπέμφθηκε από άλλη ειδικότητα λόγω εξωεντερικής εκδήλωσης. Μόνο το 0,91% ασθενών απεβίωσε κατά τα έτη της παρούσας καταγραφής, ενώ μόνο 0,73% απεβίωσαν λόγω εξωεντερικής [5] εκδήλωσης. Η μέση τιμή των ημερών νοσηλείας λόγω ΙΦΝΕ ήταν 20,2 ±18,8 ημέρες, ενώ των ημερών νοσηλείας λόγω εξωεντερικής εκδήλωσης ήταν 2,2 ±5,1 ημέρες. Κάποιες εξωεντερικές εκδηλώσεις είχαν σχέση με την ενεργητικότητα της πάθησης. Συμπεράσματα: Η καλύτερη κατανόηση και οι περαιτέρω εξελίξεις στη γνώση των μηχανισμών που εμπλέκονται στην παθογένεση των εξωεντερικών εκδηλώσεων σε ασθενείς με ΙΦΝΕ είναι θεμελιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της κατάλληλης διάγνωσης και διαχείρισης αυτών των καταστάσεων, οι οποίες μπορεί συχνά να είναι ακόμη πιο εξουθενωτικές από την πραγματική φλεγμονώδη νόσο του εντέρου. 1266 143 141 Children characters-refugees through children's literature in the last ten years Οι παιδικοί ήρωες πρόσφυγες μέσα στην παιδική λογοτεχνία τα τελευταία δέκα χρόνια Through the present dissertation we focus at approaching, studying and presenting on the social problem of refugees and how it is presenting through the children’s literature. In the framework of intercultural education and integration of foreign and refugees students in greek schools, we focus on the characters- refugees of the books, in order to understand the life and the feelings of these children. After the presentation of the books, we try to study the language, that every writer uses, and, mostly, the way he presents the characters. Finally, we try to compare the conclusions that we came about each book. This way we conclude at the similarities and the differences of the books and we recommend some ways that these books can be useful and the everyday life and at education life, too. Η παρούσα διπλωματική εργασία επιδιώκει να προσεγγίσει, να μελετήσει και να παρουσιάσει το προσφυγικό κοινωνικό ζήτημα και πως αυτό παρουσιάζεται μέσα από την παιδική λογοτεχνία. Στα πλαίσια της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης και της ένταξης των αλλοδαπών και προσφύγων μαθητών στα ελληνικά σχολεία, επικεντρωνόμαστε στους ήρωες - πρόσφυγες των βιβλίων, προκειμένου να αντιληφθούν οι αναγνώστες τη ζωή και τα συναισθήματα των παιδιών αυτών. Αφού παρουσιάσουμε τα βιβλία στο σύνολό τους, προσπαθούμε να εστιάσουμε στη γλώσσα που χρησιμοποιεί κάθε συγγραφέας και, κυρίως, στον τρόπο που παρουσιάζει τους ήρωες - πρόσφυγες. Τέλος, επιχειρούμε τη σύγκριση των συμπερασμάτων που καταλήξαμε για κάθε βιβλίο. Έτσι, διαπιστώνουμε τις ομοιότητες και τις διαφορές τους και προτείνουμε τρόπους με τους όποιους θα μπορούσαν τα βιβλία αυτά να είναι χρήσιμα τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και στην εκπαιδευτική πράξη. 1267 203 239 H επαγγελματική ανάπτυξη του εκπαιδευτικού μέσα από τις διαδικασίες αυτοαξιολόγησης του σχολείου The purpose of the study is to examine the possibilities of self-assessment as factor in order to promote the professional growth of primary school teachers. An in-depth approach to the teachers’ opinions of the notions of self-assessment, professional growth and their relationship was attempted, framed by the meaning of school nowadays. The experience of the introduction of self-assessment in schools was also considered. In order to achieve this purpose, data of twenty in-depth interviews with primary school teachers was analyzed by content and theme in qualitative means. The basic categories formed are the following: self-assessment, professionalism and its growth, the process of self-assessment, the relationship between self-assessment and professional growth and the context of the modern school. The findings showed the importance of in-depth coverage of essential matters about education, such as the undermining of the role of school and its procedures. Furthermore, the thoughts and propositions of the teachers are presented, as far as self-assessment, professional growth and school improvement are concerned. Additionally, the findings contributed in the thorough examination of important educational policy matters and their introduction in schools. The results of the study, also, provide useful insights about the empowerment of modern schools and professionals by promoting cooperation and self-reflection. Η παρούσα εργασία στοχεύει στη διερεύνηση των δυνατοτήτων της αυτοαξιολόγησης ως εργαλείου επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Επιχειρήθηκε η εμβάθυνση στις απόψεις των εκπαιδευτικών σε σχέση με τις έννοιες της αυτοαξιολόγησης, της επαγγελματικής ανάπτυξης και της σχέσης μεταξύ τους, εντός του πλαισίου του σύγχρονου σχολείου και με αφετηρία τις εμπειρίες των εκπαιδευτικών από την εφαρμογή της αυτοαξιολόγησης. Χρησιμοποιήθηκαν, λοιπόν, για το σκοπό αυτό τα δεδομένα που προέκυψαν από τη διεξαγωγή είκοσι σε βάθος συνεντεύξεων και μελετήθηκαν μέσα από την ποιοτική ανάλυση του περιεχομένου των θεμάτων που προέκυψαν. Τα θέματα που αναλύθηκαν αφορούσαν την έννοια της αυτοαξιολόγησης, τον επαγγελματισμό και την ανάπτυξή του, τη διαδικασία διεξαγωγής της αυτοαξιολόγησης, τη σχέση αυτοαξιολόγησης και επαγγελματικής ανάπτυξης και το ευρύτερο πλαίσιο του σύγχρονου σχολείου. Τα ευρήματα που προέκυψαν από την έρευνα ανέδειξαν την σημασία της εμβάθυνσης σε σοβαρά προβλήματα που πλήττουν την εκπαίδευση, σύμφωνα με τους εκπαιδευτικούς, όπως η αποδυνάμωση του ρόλου του σχολείου και των λειτουργών του. Ανέδειξαν τους προβληματισμούς και τις προτάσεις των εκπαιδευτικών όσον αφορά την αυτοαξιολόγηση, την επαγγελματική ανάπτυξη και τη βελτίωση της εκπαίδευσης. Επιπλέον, συνέβαλαν στην εμβάθυνση σε ζητήματα που απασχολούν τον σχεδιασμό της εκπαιδευτικής πολιτικής και την εφαρμογή της στις σχολικές μονάδες. Τα αποτελέσματα της έρευνας ενέχουν προεκτάσεις για την ενδυνάμωση των σύγχρονων σχολείων και των επαγγελματιών που τα στελεχώνουν στη βάση της καλλιέργειας ενεργών συλλογικοτήτων που προωθούν τη συνεργασία και τον αναστοχασμό. 1268 189 166 The aim of the present thesis was to study the mural paintings of Saints Three church in Kastoria, which according to the dedicatory inscription, was built and decorated in 1401. The mural decoration is the work of two anonymous painters. We examined the historical events during the second half of the 14th century in Kastoria, the architecture of the church, the dedicatory inscription and the iconographical program. We presented in detail the iconography of the scenes of the Eucharistic-Liturgical cycle, the Dodekaorton, the Passion cycle and the iconographical types of the saints in full length. We also made a brief reference to frescoes on church’s exterior walls. Then we examined the frescoes in the context of art in 14th-15th century in Kastoria. In the end, we formulated the findings which concern the practice of the two painters, who follow selectively compositions and figures from other older monuments creating new compositions and contributing to the creation of an iconographical tradition, which will be continued in the monuments’ painting of the so called “art school of Kastoria” in the last quarter of the 15th and first decades of the 16th century. Σκοπός της μεταπτυχιακής εργασίας ήταν η μελέτη των τοιχογραφιών του ναού των Αγίων Τριών στην Καστοριά ο οποίος, σύμφωνα με την κτιτορική επιγραφή, χτίστηκε και τοιχογραφήθηκε το 1401. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος είναι έργο δύο ανωνύμων ζωγράφων. Eξετάσαμε το ιστορικό πλαίσιο κατά το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα στην Καστοριά, την αρχιτεκτονική του ναού, την κτιτορική επιγραφή και το εικονογραφικό πρόγραμμα. Παρουσιάσαμε αναλυτικά την εικονογραφία των σκηνών του Ευχαριστιακού–Λειτουργικού κύκλου, του Δωδεκαόρτου, του κύκλου των Παθών και τους εικονογραφικούς τύπους των μεμονωμένων ολόσωμων μορφών. Ακόμη κάναμε μία μικρή αναφορά στις τοιχογραφίες των εξωτερικών τοίχων του ναού. Στη συνέχεια εξετάσαμε τις τοιχογραφίες στο πλαίσιο της τέχνης του 14ου-15ου αιώνα στην Καστοριά. Τέλος, διατυπώσαμε τα συμπεράσματα που αφορούν στην τακτική των δύο ζωγράφων, οι οποίοι ακολουθούν επιλεκτικά συνθέσεις και μορφές από διάφορα παλαιότερα μνημεία δημιουργώντας νέες συνθέσεις και συμβάλλοντας στη δημιουργία μίας εικονογραφικής παράδοσης, η οποία θα συνεχιστεί στη ζωγραφική των μνημείων της λεγόμενης «σχολής της Καστοριάς» του τελευταίου τετάρτου του 15ου και των πρώτων δεκαετιών του 16ου αιώνα. 1269 366 383 Πεπτιδικά ανάλογα της ενδοκυττάριας περιοχής της υπομονάδας αΙΙb του υποδοχέα αΙΙbβ3 για τη μελέτη της αιμοπεταλιακής ενεργοποίησης The aim of the present study was to contribute to the evaluation of the role of the acidic Cterminal region of the αIIb cytoplasmic tail, the αIIb 1000LEEDDEEGE1008 amino acid motif. For the above purpose we used the synthetic peptides based on the cytoplasmic region of αIIb subunit: LEEDDEEGE, CF-LEEDDEEGE (CF-CarboxyFluorescein), palmitoyl-KLEEDDEEGE, palmitoyl-K(CF)-LEEDDEEGE, palmitoyl-K-989KGVFFKR995, LAEDDEEGE, palmitoyl-K-LAEDDEEGE, LEADDEEGE, palmitoyl-K-LEADDEEGE, LEEDAEEGE, palmitoyl-K-LEEDAEEGE, LEEDDAEGE, palmitoyl-K-LEEDDAEGE, palmitoyl-K-1000LEEDDE1005, palmitoyl-K-1005EEGE1008 and the scramled peptide palmitoyl-K-GDDEELEEE as control. The synthetic peptides, CF-LEEDDEEGE and palmitoyl-K(CF)-LEEDDEEGE were used to examine their membrane permeability, with confocal microscopy. Only the lipid modified peptide is platelet permeable. The effects of all the synthetic peptides in regulating integrin activation and platelet aggregation, were examined in washed human platelets. Our results, in combination with other reported data, support the assumption that interaction of the membrane proximal sequence 989KGVFFKR995 of the cytoplasmic domain of αIIb with the acidic terminal 1000LEEDDEEGE1008 motif may be an important structural factor in platelet signaling, leading to their activation and aggregation. In addition, we studied the modified peptide analogues of palmitoyl-K-LEEDDEEGE, with alanine substitution at positions 1001, 1003, 1004 and 1005, in washed platelets stimulated with thrombin or palmitoyl-KKVGFFKR. In washed platelets stimulated with thrombin or palmitoyl-K-KVGFFKR, we found that the inhibitory activity of alanine modified peptide was diminished in contrast with palmitoyl-K-LEEDDEEGE. Especially, the substitution D1004A was the most important as it gave the higher IC50=290 μΜ, compare to IC50=110 μΜ, for the palmitoyl-KLEEDDEEGE. The non palmitoylated peptides did not inhibit the platelet aggregation, probably due to their inability to penetrate the platelet membrane, so as to act to the interior of the cell. The scrambled palmitoylated peptide with the same acidic amino acids, palmitoyl-KGDDEELEEE, also showed significantly lower inhibitory activity. The above results suggest that the palmitoyl-K-LEEDDEEGE peptide may have a specific function in modulating the αIIbβ3 activation. As for the palmitoyl-K-1000LEEDDE1005 and palmitoyl-K- 1005EEGE1008 modified peptides, they also showed an important inhibitory activity in platelet aggregation, comparable with that of the palmitoyl-K-1000LEEDDEEGE1008. The first peptide might bind the intracellular calcium or/and interacts with signaling proteins, inhibiting their action. The second peptide possibly interacts with the cytoplasmic domain 989-995 of αIIb subunit, inhibiting the integrin activation or/and interacts with signaling proteins, inhibiting their action. Ο σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η συνεισφορά στην κατανόηση του ρόλου του όξινου C-τελικού άκρου της κυτταροπλασματικής περιοχής της υπομονάδας αIIb , δηλαδή του μοτίβου αIIb 1000LEEDDEEGE1008. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιήθηκαν συνθετικά πεπτίδια βασισμένα στην κυτταροπλασματική περιοχή της υπομονάδας αIIb τα: LEEDDEEGE, CF-LEEDDEEGE (CF-καρβοξυφλουορεσκεΐνη), παλμιτοϋλο-KLEEDDEEGE, παλμιτοϋλο-K(CF)-LEEDDEEGE, παλμιτοϋλο-K-989KGVFFKR995, LAEDDEEGE, παλμιτοϋλο-K-LAEDDEEGE, LEADDEEGE, παλμιτοϋλο-K-LEADDEEGE, LEEDAEEGE, παλμιτοϋλο-K-LEEDAEEGE, LEEDDAEGE, παλμιτοϋλο-K-LEEDDAEGE, παλμιτοϋλο-K-1000LEEDDE1005, παλμιτοϋλο-K-1005EEGE1008 και το scramled πεπτίδιο παλμιτοϋλο-K-GDDEELEEE ως control. Τα συνθετικά πεπτίδια, CF-LEEDDEEGE και παλμιτοϋλο-K(CF)-LEEDDEEGE χρησιμοποιήθηκαν για να ελεγχθεί η διαπερατότητα της μεμβράνης, με συνεστιακή μικροσκοπία. Μόνο το τροποποιημένο με τη λιπόφιλη παλμιτοϋλο- ομάδα πεπτίδιο διαπερνά την αιμοπεταλιακή μεμβράνη. Εξετάστηκε η επίδραση όλων των συνθετικών πεπτιδίων στη ρύθμιση της ενεργοποίησης της ιντεγκρίνης και στην αιμοπεταλιακή συσσώρευση, σε πλυμένα ανθρώπινα αιμοπετάλια. Τα πειραματικά αποτελέσματα, σε συνδυασμό με βιβλιογραφικά δεδομένα, υποστηρίζουν την υπόθεση ότι η αλληλεπίδραση της αλληλουχίας 989KGVFFKR995, της κοντινής στη μεμβράνη ενδοκυττάριας περιοχής της υπομονάδας αIIb, με το όξινο C-τελικό άκρο 1000LEEDDEEGE1008, είναι πιθανώς ένας σημαντικός δομικός παράγοντας στην αιμοπεταλιακή σηματοδότηση, οδηγώντας στην ενεργοποίηση και στη σηματοδότησή τους. Επιπρόσθετα, μελετήθηκαν τα τροποποιημένα με αλανίνη και παλμιτοϋλιωμένα πεπτιδικά ανάλογα στα οποία οι θέσεις 1001, 1003, 1004 και 1005 του παλμιτοϋλο-K-LEEDDEEGE, αντικαταστάθηκαν από αλανίνη, σε πλυμένα αιμοπετάλια και ενεργοποιημένα με θρομβίνη ή με το παλμιτοϋλο-K-KVGFFKR. Η ανασταλτική τους δράση βρέθηκε μειωμένη συγκριτικά με του παλμιτοϋλο-K-LEEDDEEGE. Ειδικότερα, η αντικατάσταση D1004A ήταν η πιο σημαντική, καθώς έδωσε το υψηλότερο IC50=290 μΜ, σε σύγκρισή με το IC50=110 μΜ του παλμιτοϋλο-K-LEEDDEEGE. Τα μη παλμιτοϋλιωμένα πεπτιδικά ανάλογα δεν ανέστειλαν την συσσώρευση των αιμοπεταλίων, πιθανώς επειδή δεν μπορούν να διαπεράσουν την αιμοπεταλιακή μεμβράνη, ώστε να δράσουν στο εσωτερικό του κυττάρου. Το scrambled πεπτίδιο με το ίδια όξινα αμινοξέα, παλμιτοϋλο-K-GDDEELEEE, επίσης έδειξε σημαντικά μειωμένη ανασταλτική δράση. Τα παραπάνω αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι το παλμιτοϋλο-K-LEEDDEEGE, πιθανώς έχει εξειδικευμένη δράση στη ρύθμιση της ενεργοποίησης της ιντεγκρίνης αIIbβ3. Όσο για τα τροποποιημένα πεπτιδικά ανάλογα παλμιτοϋλο-K-1000LEEDDE1005 και παλμιτοϋλο-K-1005EEGE1008, έδειξαν ανασταλτική δράση στη συσσώρευση των αιμοπεταλίων συγκρίσιμη με αυτή του παλμιτοϋλο-K-LEEDDEEGE. Το παλμιτοϋλο-K-LEEDDE πιθανώς δεσμεύει τα ιόντα ασβεστίου της κυτταροπλασματικής περιοχής ή/και αλληλεπιδρά με διάφορες ενδοκυττάριες, σηματοδοτικές πρωτεΐνες, εμποδίζοντας τη δράση τους. Το παλμιτοϋλο-K-EEGE πιθανώς αλληλεπιδρά με την κοντινή στη μεμβράνη περιοχή 989-995, εμποδίζοντας έτσι τη διαμορφωτική αλλαγή του υποδοχέα, ώστε να ενεργοποιηθεί ή/και αλληλεπιδρά με διάφορες ενδοκυττάριες, σηματοδοτικές πρωτεΐνες, εμποδίζοντας τη δράση τους. 1270 229 267 Antegrade cardioplegia as a cause of acute saphenous vein endothelial damage in patients undergoing on pump coronary artery bypass surgery Η οξεία βλάβη του ενδοθηλίου των φλεβικών μοσχευμάτων που προκαλείται από τη χορήγηση ορθόδρομης καρδιοπληγίας δια αυτών σε επεμβάσεις αορτοστεφανιαίας παράκαμψης Background: The administration of antegrade cardioplegia through vein grafts after the completion of each distal anastomosis is a common practice in coronary artery bypass grafting (CABG). However, the cardioplegic solution may disrupt the vein endothelium and contribute to late vein graft atherosclerotic disease. This study aimed at evaluating the possible impact of the cardioplegic solution on vein graft endothelium. Methods: 52 patients (16 women and 36 men) aged 68±8.5 years that underwent on pump coronary revascularization with at least one vein graft were enrolled. Sections of grafts from the greater saphenous vein were obtained prior to and after delivery of potassium antegrade cardioplegic solution through them. These sections were then examined histologically with immunochemical stain and CD 34 index. The endothelial damage and length of vein specimens of both graft sections were evaluated. Results: The endothelial damage of vein specimens appeared to be increased significantly with exposure to antegrade cardioplegia in male and female patients (P from Wilcoxon tests <0.001, for both genders). The increase in the length of vein specimens was significant too (P from Wilcoxon test <0.001 for men and P=0.001 for women). Conclusions: Antegrade cardioplegia delivered through vein grafts causes substantial damage on vein endothelium. This may have an adverse effect on long term graft patency. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η χορήγηση διαλύματος καρδιοπροστασίας δια των φλεβικών μοσχευμάτων κατά τη διάρκεια της επέμβασης Αορτοστεφανιαίας παράκαμψης αποτελεί συνήθη πρακτική. Ωστόσο, το καρδιοπληγικό διάλυμα είναι πιθανό να προκαλέσει βλάβη στο ενδοθήλιο του φλεβικού μοσχεύματος και με τον τρόπο αυτό να συμβάλλει στην αθηρωματική νόσο των φλεβικών μοσχευμάτων. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η εκτίμηση της πιθανής επίδρασης του καρδιοπληγικού διαλύματος στο ενδοθήλιο του φλεβικού μοσχεύματος. ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ 52 ασθενείς, 16 γυναίκες και 36 άνδρες, ηλικίας 68±8.5 ετών, υποβλήθηκαν σε επέμβαση Αορτοστεφανιαίας παράκαμψης με χρήση τουλάχιστον ενός φλεβικού μοσχεύματος και εντάχθηκαν στη μελέτη. Ελήφθησαν τμήματα μείζονος σαφηνούς φλέβας πριν και μετά από τη χορήγηση ορθόδρομης καρδιοπληγίας διά αυτών. Τα τμήματα αυτά εξετάσθηκαν παθολογοανατομικά με ανοσοϊστοχημική χρώση και το δείκτη CD 34. Ακολούθως εκτιμήθηκε η ενδοθηλιακή βλάβη καθώς και το μήκος τόσο των τμημάτων που δεν εκτέθηκαν στο καρδιοπληγικό διάλυμα, όσο και αυτών από τα οποία διήλθε καρδιοπληγία κατά τη διάρκεια της επέμβασης. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Η ενδοθηλιακή βλάβη των δειγμάτων των φλεβών φαίνεται να ήταν σημαντικά αυξημένη μετά από έκθεση στο καρδιοπληγικό διάλυμα, τόσο στους άρρενες όσο και στους θήλεις ασθενείς (P from Wilcoxon tests <0.001 και για τα δύο φύλα). Η αύξηση του μήκους του δείγματος του φλεβικού μοσχεύματος ήταν επίσης σημαντική για την εξαγωγή των αποτελεσμάτων (P from Wilcoxon test <0.001 για τους άνδρες και P=0.001 για τις γυναίκες). ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η ορθόδρομη καρδιοπληγία που χορηγείται διά των φλεβικών μοσχευμάτων προκαλεί σημαντική βλάβη στο φλεβικό ενδοθήλιο. Αυτό μπορεί να έχει αρνητική επίδραση στην απώτερη βατότητα των φλεβικών μοσχευμάτων. 1271 314 277 The current study entitled " Renewable Resources and Green economy " was developed in the frame of the postgraduate programme of the Department of Accounting and Finance, University of Ioannina, Greece. More specifically, this study presents the establishment and the use of the renewable resources in Greece as a need to adopt good practices and policies based on the Green economy; a measure that possibly reduce and gradually solve in the future the existing environmental problem. In order to overcome this major energy and environmental problem, some important green and environmentally friendly solutions are analytically attended based on an extended literature review mainly focused on the renewable resources and Green energy. Herein, the renewable resources in Greece and Europe are presented in details accompanying the most important goals that have been set in each decade from 2010 to 2030. A detailed report based on the renewable resources that have appeared and used in Greece, such as the Wind energy, the Solar energy, the Geothermal energy, the Biomass, the Hydroelectric and the Wave energy, are analytically discussed in this study as well as their advantages and disadvantages that have on the environment and the society at large. The current thesis also refers to the Green Economy assets, starting with the definition of the term, the basic principles and its contribution on the handling of this important environmental problem both in Greece, Europe and beyond. Finally, there are actions related to the protection, restoration and the conservation of the natural ecosystems performing as possible future solutions that will significantly contribute to the adoption of green economy practices, such as the abolition of the lignite use in energy production, the consumer awareness on issues concerning the environment and its protection and the induction of a new type of consumer, the green consumer representing a new citizen type with more environmentally friendly way of leaving and consuming goods. Η παρούσα εργασία με τίτλο «Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και Πράσινη Οικονομία» εκπονήθηκε στα πλαίσια του μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης «Διοίκηση Επιχειρήσεων και Οργανισμών» του τμήματος Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Πιο συγκεκριμένα η εργασία κάνει μια εκτενή αναφορά στην ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στη χώρα μας και στην ανάγκη για υιοθέτηση πρακτικών που να βασίζονται στην πράσινη οικονομία, με σκοπό να περιοριστεί και μελλοντικά να επιλυθεί το μεγάλο ενεργειακό και περιβαλλοντικό πρόβλημα που υπάρχει. Για την επίλυση του περιβαλλοντικού προβλήματος παρουσιάζονται μετά από βιβλιογραφική έρευνα και μελέτη κάποιες σημαντικές πράσινες και φιλικές προς το περιβάλλον λύσεις, όπως είναι η ανάπτυξη των ΑΠΕ. Πιο αναλυτικά, παρατίθεται η ιστορική αναδρομή των ΑΠΕ στην Ελλάδα και στην Ευρώπη καθώς και οι σημαντικότεροι στόχοι που έχουν τεθεί ανά δεκαετία από το 2010 έως και το 2030. Αναλυτική αναφορά γίνεται στις ΑΠΕ που αναπτύσσονται στην Ελλάδα, όπως είναι η Αιολική ενέργεια, η Ηλιακή ενέργεια, η Γεωθερμία, η Βιομάζα, η Υδροηλεκτρική και η Κυματική ενέργεια, καθώς και τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που χαρακτηρίζει την κάθε μια από αυτές. Η παρούσα έρευνα μελετά παράλληλα και την Πράσινη οικονομία, με την ανάλυση του ορισμού της, τις βασικές αρχές που ακολουθεί καθώς και τη συμβολή της στην επίλυση σημαντικών περιβαλλοντικών προβλημάτων τόσο στην Ελλάδα όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Τέλος, παρουσιάζονται δράσεις που αφορούν την προστασία και αποκατάσταση των οικοσυστημάτων καθώς και μελλοντικές λύσεις που θα συμβάλλουν σημαντικά στην υιοθέτηση πρακτικών πράσινης οικονομίας, όπως είναι η κατάργηση της χρήσης λιγνίτη για παραγωγή ενέργειας καθώς και η ευαισθητοποίηση των καταναλωτών και η πλήρη ενημέρωσή τους για θέματα που αφορούν το περιβάλλον και την προστασία του, όπως και η καθιέρωση της φιλοσοφίας του πράσινου καταναλωτή. 1272 157 202 Εφαρμογή και αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας ενός ψυχοεκπαιδευτικού προγράμματος για τη μείωση του άγχους και την αύξηση του ευ ζην με τη χρήση του χιούμορ μαθητών δημοτικού The purpose of the present master thesis was the implementation and evaluation of a psychoeducational eight season program, which was designed in order to achieve the reduction of anxiety and the increasement of well-being with the use of humor in 10 to 12- year-old primary school children. Our survey involved 87 children, separated in two groups, intervention group (n=39) and control group (n=48). Students in both groups completed before and after the application of the program the Children’sManifestAnxietyScaleRevised (CMAS-R), the StirlingChildren’sWell–beingScale (SCWBS), the MultidimensionalSenseofHumorScaleforSchool–AgedChildren (MSHSC) and the DepressionInventory (CDI). The results showed that although the children of the intervention group indicated ostensibly higher levels of anxiety at the end of the program, they showed increasement in well-being and sense of humor compared to the children of the control group, where there were no statistically significant differences. Overall, the research findings support the efficacy of the program in the increasement of childrens’ well-being with the use of humor. Σκοπός της παρούσας διατριβής ήταν η εφαρμογή και η αξιολόγηση ενός ψυχοεκπαιδευτικούπρογράμματος οκτώ συναντήσεων με σκοπό τη μείωση του άγχους και την αύξηση του ευ ζην με τη χρήση του χιούμορ μαθητών δημοτικού ηλικίας 10-12 ετών. Στην έρευνα συμμετείχαν 87 παιδιά, τα οποία διαχωρίστηκαν στην ομάδα παρέμβασης (n= 39) και την ομάδα ελέγχου (n= 48). Τα παιδιά και των δύο ομάδων συμπλήρωσαν πριν και μετά την εφαρμογή του προγράμματος το Ερωτηματολόγιο Παιδικού Έκδηλου Άγχους (Children’sManifestAnxietyScaleRevised – CMAS-R), το ερωτηματολόγιο Ευ Ζην για Παιδιά του Stirling (StirlingChildren’sWell–beingScale - SCWBS), την Πολυδιάστατη Κλίμακα Μέτρησης της Αίσθησης του Χιούμορ για Παιδιά (MultidimensionalSenseofHumorScaleforSchool–AgedChildren - MSHSC) και την Κλίμακα Παιδικής Κατάθλιψης (ChildrenDepressionInventory - CDI). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα παιδιά της ομάδας παρέμβασης παρόλο που δήλωσαν φαινομενικά υψηλότερο άγχος μετά τη λήξη του προγράμματος, παρουσίασαν αύξηση του ευ ζην και της αίσθησης του χιούμορ συγκριτικά με τα παιδιά της ομάδας ελέγχου, όπου δεν υπήρξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές. Συνολικά, τα ευρήματα της έρευνας υποστηρίζουν την αποτελεσματικότητα του προγράμματος ως προς την αύξηση του ευ ζην των παιδιών με τη χρήση του χιούμορ. 1273 432 444 The critical evaluation of philosophical systems by Petros Vrailas Armenis (1812-1884) Η κριτική αποτίμηση φιλοσοφικών συστημάτων από τον Πέτρο Βράιλα Αρμένη (1812-1884) The purpose of this thesis is to investigate whether and how the eclectic philosopher Petros Vrailas Armenis (1912-1984) develops a critical philosophical discourse in the critical evaluation of philosophical systems. Vrailas, considering philosophy as a road squeezed with truths that the philosopher must seek and collect, develops his philosophical reflection in a dialectical way and through the historical and critical treatment of other philosophical systems. The dialectical approach to the ideas of past or modern philosophers is projected by eclectic philosophers as a guarantor of their critical attitude towards the views of other philosophers and proof of their non-dogmatism. To investigate the achievement of this goal by Vrailas, this thesis juxtaposes the philosopher's positions with the positions of the philosophers that the philosopher uses in his eclectic approach. The contrast of these views is accompanied by criticism of their main points and a focus on the strength of Vrailas’s arguments. This is an interpretative and critical approach to the philosopher's positions through which his reasoning is highlighted, his assumptions and the validity of his arguments are checked. The analysis of the findings leads to conclusions that can be summarized as follows: Vrailas attempts to systematize philosophy into a system that would definitively respond to fundamental philosophical questions, hoping that, by applying the means and principles of philosophy, he would succeed in contributing to the reconciliation of religion and philosophy. His commitment to the creation of a well-fortified philosophical structure, free of fallacies and logical cracks, traps the spirit of the philosopher and restricts free criticism. Vraillas exercises strict control over the positions of the philosophers he judges, and in this sense the philosopher has critical thinking. However, the philosopher cannot be completely freed from the weights of bondage associated with his religion, his faith, the historical-political age of his time, and the imperatives of the school he chooses to follow. Examining his system as one of the stations in the history of Modern Greek philosophy, it can be argued that the philosophical discourse, which is developed within it, organizes and systemically selects elements of spirituality and rationality. It is a system in which criticism is exhausted in shielding the positions of the philosopher to interpret all human experience and not to leave unanswered questions. Under these conditions, it is rather difficult for Vrailas's philosophical discourse to be perceived as genuinely critical. However, if one considers his philosophical journey as a genuine struggle against the ephemeral, then it can be argued that his presence in the field of philosophy is totally important. Σκοπός της παρούσας διατριβής ήταν να διερευνηθεί το εάν και με ποιον τρόπο ο εκλεκτικός φιλόσοφος Πέτρος Βράιλας Αρμένης (1912-1984) αναπτύσσει κριτικό φιλοσοφικό λόγο κατά την κριτική αποτίμησή του φιλοσοφικών συστημάτων. Ο Βράιλας, θεωρώντας τη φιλοσοφία ως ένα δρόμο σπαρμένο με αλήθειες που ο φιλόσοφος πρέπει να ψάξει και να συλλέξει, αναπτύσσει τον φιλοσοφικό του στοχασμό με τρόπο διαλεκτικό και δια της ιστορικής και κριτικής αντιμετώπισης άλλων φιλοσοφικών συστημάτων. Ο διαλεκτικός τρόπος προσέγγισης των ιδεών προγενέστερων ή συγχρόνων φιλοσόφων προβάλλεται από τους εκλεκτικούς φιλοσόφους ως εγγυητής της κριτικής στάσης τους απέναντι στις απόψεις των άλλων φιλοσόφων και απόδειξη της μη δογματικότητάς τους. Για τη διερεύνηση επίτευξης αυτού του στόχου εκ μέρους του Βράιλα, στην παρούσα διατριβή παρουσιάζονται οι θέσεις του φιλοσόφου και αντιπαρατίθενται οι θέσεις των φιλοσόφων τους οποίους ο Βράιλας αξιοποιεί στην εκλεκτική προσέγγισή του. Η κατ’ αντιδιαστολή παράθεση αυτών των απόψεων συνοδεύεται από κριτική των κυριότερων σημείων τους και εστίαση στην ισχύ των βραϊλιανών επιχειρημάτων. Πρόκειται για μια ερμηνευτική και κριτική προσέγγιση των θέσεων του φιλοσόφου μέσα από την οποία αναδεικνύεται η συλλογιστική μέθοδός του, ελέγχονται οι παραδοχές του και η εγκυρότητα των επιχειρημάτων του. Η ανάλυση των ευρημάτων οδηγεί στην εξαγωγή συμπερασμάτων που μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: Ο Βράιλας επιχειρεί να συστηματοποιήσει τη φιλοσοφία σε ένα σύστημα που θα απαντούσε οριστικά στα θεμελιώδη φιλοσοφικά ερωτήματα ελπίζοντας ότι εφαρμόζοντας τα μέσα και τις αρχές της φιλοσοφίας θα επιτύχει να συμβάλλει στη συμφιλίωση θρησκείας και φιλοσοφίας. Η προσήλωσή του στη δημιουργία μιας καλά οχυρωμένης φιλοσοφικής κατασκευής, απαλλαγμένης από πλάνες και λογικές ρωγμές, παγιδεύει το πνεύμα του φιλοσόφου και περιορίζει την ελεύθερη κριτική. Ο Βράιλας ασκεί αυστηρό έλεγχο στις θέσεις των κρινόμενων από αυτόν φιλοσόφων και υπό αυτήν την έννοια ο φιλόσοφος διαθέτει κριτική σκέψη. Ωστόσο ο φιλόσοφος δεν μπορεί να απελευθερωθεί πλήρως από βαρίδια - δεσμά που σχετίζονται με τη θρησκευτικότητα, την πίστη του, το ιστορικό-πολιτικό γίγνεσθαι της εποχής του και τις επιταγές της σχολής που επιλέγει να ακολουθήσει. Εξετάζοντας το σύστημά του ως έναν από τους σταθμούς στην ιστορία της νεοελληνικής φιλοσοφίας, μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο φιλοσοφικός λόγος, ο οποίος αναπτύσσεται μέσα σε αυτό, οργανώνει και συστηματοποιεί επιλεκτικά, στοιχεία πνευματοκρατίας και ορθολογισμού. Πρόκειται για ένα σύστημα μέσα στο οποίο η κριτική εξαντλείται στη θωράκιση των θέσεων του φιλοσόφου ώστε να ερμηνεύεται όλη η ανθρώπινη εμπειρία και να μην μένουν αναπάντητα ερωτήματα. Υπό αυτούς τους όρους είναι μάλλον δύσκολο ο φιλοσοφικός λόγος του Βράιλα να εκληφθεί ως γνήσια κριτικός. Ωστόσο αν δει κανείς το φιλοσοφικό του ταξίδι ως αντίδοτο στον εφησυχασμό, τότε μπορεί να υποστηριχθεί ότι η παρουσία του στον χώρο της φιλοσοφίας είναι σημαντική ως παράδειγμα προς τους νεότερους. 1274 517 586 Η μέθοδος των πεπερασμένων στοιχείων για τη δυναμική ανάλυση πλακών Mindlin και μεμβρανών The object of this study is the dynamic analysis of Mindlin plates and membranes using the finite element method. Specifically weak forms of membrane equation of motion and Mindlin plates extracted and applied by means of two programs developed in Matlab programming language in neoprene circular surface with diameter equal to 0.112 m. The programs for these two models solve the dynamic problem of free vibration of the circular surface with its circumference anchored and the dynamic problem on which a time-dependent force is imposed to the center of the circular surface and within an area equal to 6 10-5 m2 while the circumference is still anchored. Firstly the natural frequencies and mode shapes of the circular neoprene for both models are determined, while secondly by applying the Newmark's method in finite element the displacements caused by force in circular neoprene are identified for both the membrane and Mindlin plate model. The main objective of the project is to understand the basic principles of the finite element method its capabilities and the programming implementation specifically to the Matlab programming language. Therefore first section deals with the finite element method, beginning with an introduction that states some features of the method and the steps followed during its implementation. In light of these steps the first section is divided into subsections. Appendices A and B list the two programs developed for the membrane equation of motion and for Mindlin plate equations of motion. Membrane equation of motion and weak formulation is presented in the second section while Section 5.1 lists the results of the study. The membrane dynamic analysis is performed in order to study the initial tensile stress effect to the eigenvalues of the circular neoprene's free oscillation. As shown in section 5.1.1 increase of the initial tensile stress causes eigenvalues to increase. Then membrane is subjected to time-dependented force to its center within an area equal to 6 10 -5 m2 and by Newmark's method the effect of the initial tensile stress to the displacements caused in one of the central nodes is examined. According to Section 5.1.2 which presents the results of this study as initial tensile stress increase neoprene membrane requires larger forces in order to achieve the same displacements. The Mindlin plates equations of motion and their weak formulation demonstrated in section 3, while in Section 5.2 the results of the study are presented. For this model the effect of plate thickness is examined in the eigenvalues while the circular neoprene freely oscillates. According to section 5.2.1 as the thickness increases the eigenvalues also increases, especially the natural frequencies that are larger than the first-fundamental. The effect of the neoprene circular plate thickness is examined in case that a time dependent force acts at its center within an area equal to 6 10-5 m2. By means of Newmark's method in finite elements, the maximum displacement caused in one of the central nodes is calculated each time for a different plate thickness. These results are shown in section 5.2.2, according to which a thicker plate requires larger force in order to cause the same displacement. Αντικείμενο της παρούσας εργασίας αποτελεί η δυναμική ανάλυση πλακών Mindlin και μεμβρανών στα πλαίσια της γραμμικότητας με τη χρήση της μεθόδου των πεπερασμένων στοιχείων. Συγκεκριμένα αναπτύσσονται οι ασθενείς εξισώσεις κίνησης της μεμβράνης καθώς και των πλακών Mindlin και με τη βοήθεια των προγραμμάτων που αναπτύχθηκαν στη γλώσσα προγραμματισμού Matlab εφαρμόζονται σε κυκλική επιφάνεια νεοπρενίου διαμέτρου ίσης με 0.112 m. Τα προγράμματα για τα δύο αυτά μοντέλα επιλύουν το δυναμικό πρόβλημα της ελεύθερης ταλάντωσης της κυκλικής επιφάνειας με πακτωμένη την περιφέρεια της, καθώς και το δυναμικό πρόβλημα στο οποίο επιβάλλεται μια χρονικά εξαρτημένη δύναμη στο κέντρο της κυκλικής επιφάνειας και σε εμβαδόν ίσο με 6 10-5 m2, ενώ η περιφέρεια εξακολουθεί να είναι πακτωμένη. Στην πρώτη περίπτωση προσδιορίζονται οι ιδιοσυχνότητες και οι ιδιομορφές του κυκλικού νεοπρενίου για τα δύο μοντέλα, ενώ στη δεύτερη περίπτωση με εφαρμογή της μεθόδου Newmark στα πεπερασμένα στοιχεία προσδιορίζονται οι μετατοπίσεις που προκαλεί η δύναμη στο κυκλικό νεοπρένιο τόσο για το μοντέλο της μεμβράνης όσο και για το μοντέλο της πλάκας Mindlin. Ο βασικός στόχος της διπλωματικής είναι η κατανόηση των βασικών αρχών της μεθόδου των πεπερασμένων στοιχείων και των δυνατοτήτων της καθώς και η εφαρμογή της στον προγραμματισμό και συγκεκριμένα στη γλώσσα προγραμματισμού Matlab. Συνεπώς στην πρώτη ενότητα αναλύεται η μέθοδος των πεπερασμένων στοιχείων, αρχίζοντας από μια εισαγωγή στην οποία αναφέρονται κάποια χαρακτηριστικά της μεθόδου καθώς και τα βήματα που ακολουθούνται κατά την υλοποίηση της. Με γνώμονα αυτά τα βήματα η ενότητα ένα διαρθρώνεται σε υποενοτήτες. Στα παραρτήματα Α και Β παρατίθενται τα προγράμματα που αναπτύχθηκαν για την εξίσωση κίνησης της μεμβράνης και για τις εξισώσεις κίνησης των πλακών Mindlin. Στην δεύτερη ενότητα αποδεικνύεται η εξίσωση κίνησης των μεμβρανών, αναπτύσσεται η ασθενής διατύπωση της και στην ενότητα 5.1 παρατίθενται τα αποτελέσματα της μελέτης της. Η εφαρμογή της μεθόδου στην δυναμική ανάλυση της μεμβράνης γίνεται με σκοπό την μελέτη της επίδρασης της αρχικής εφελκυστικής τάσης στις τιμές των ιδιοσυχνοτήτων της ελεύθερης ταλάντωσης του κυκλικού νεοπρενίου. Όπως φαίνεται στην ενότητα 5.1.1 αύξηση της αρχικής εφελκυστικής τάσης προκαλεί αύξηση στις τιμές των ιδιοσυχνοτήτων. Σε δεύτερο στάδιο η μεμβράνη υπόκειται σε χρονικά εξαρτημένη δύναμη στο κέντρο της σε εμβαδόν ίσο με 6 10-5 m2 και εξετάζεται με τη μέθοδο Newmark στα πεπερασμένα στοιχεία η επίδραση της αρχικής εφελκυστικής τάσης στις μετατοπίσεις που προκαλούνται σε έναν από τους κεντρικούς κόμβους στους οποίους ασκείται και η δύναμη. Στην ενότητα 5.1.2 παρουσιάζονται τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης σύμφωνα με τα οποία μια αύξηση της αρχικής τάσης οδηγεί στην απαίτηση μεγαλύτερης δύναμης για να προκαλέσει την ίδια μετατόπιση στη μεμβράνη νεοπρενίου. Οι εξισώσεις κίνησης των πλακών Mindlin καθώς και η ασθενής διατύπωσης τους αποδεικνύονται στην ενότητα 3, ενώ στην ενότητα 5.2 παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της μελέτης. Στο πρόβλημα της ελεύθερης ταλάντωσης της κυκλικής πλάκας νεοπρενίου, εξετάζεται η επίδραση του πάχους της πλάκας στις τιμές των ιδιοσυχνοτήτων. Σύμφωνα με την ενότητα 5.2.1 όσο μεγαλώνει το πάχος τόσο αυξάνονται οι τιμές των ιδιοσυχνοτήτων ιδιαίτερα για τις ιδιοσυχνότητες που είναι μεγαλύτερες από την πρώτη-θεμελιώδη. Η επίδραση του πάχους της κυκλικής πλάκας νεοπρενίου εξετάζεται και για την περίπτωση που μια χρονικά εξαρτώμενη δύναμη δρα στο κέντρο της και σε εμβαδόν ίσο με 6 10-5 m2. Με την βοήθεια της μεθόδου Newmark στα πεπερασμένα στοιχεία υπολογίζεται η μέγιστη μετατόπιση που προκαλείται σε έναν από τους κεντρικούς κόμβους στους οποίους ασκείται και η δύναμη για διαφορετικό πάχος κάθε φορά. Τα αποτελέσματα αυτά φαίνονται στην ενότητα 5.2.2, σύμφωνα με την οποία για μεγαλύτερο πάχος πλάκας απαιτείται μεγαλύτερη δύναμη για να προκαλέσει την ίδια μετατόπιση. 1275 190 201 The relationship of the self-sympathy of elderly adults that have lost their partner with their quality of life, in the nursing adult care Η σχέση της αυτο-συμπόνιας των ηλικιωμένων που έχουν απωλέσει το σύντροφό τους με την ποιότητα ζωής τους, στα πλαίσια της φροντίδας ενηλίκων Introduction: The quality of life of the elderly and the elderly is affected by many factors, such as their mental and physical health, and the loss of their partner in combination with the limitation of their social contact significantly affects the elderly. Aim: To investigate the quality of life with self-compassion in the elderly population who have lost their partner. Method: The present study was to be carried out in the framework of the Postgraduate Program in Adult Nursing from September 2019 to February 2020. The research tools used were a) the Scale of Psychopathology (SCL-90), b) the Self-Compassion Scale (SCS); c) the Health Survey Questionnaire and a socio-demographic questionnaire. Results: The psychopathology of older widows and their quality of life are influenced by their level of self-compassion. Factors such as gender, siblings, place of residence, educational attainment, and older people's illnesses affect the psychopathology and quality of life of older people. Conclusions: The quality of life of elderly widows is determined by their level of self-compassion. Εισαγωγή: Η ποιότητα της ζωής των ηλικιωμένων που βρίσκονται στη φάση της τρίτης και τέταρτης ηλικίας επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, όπως είναι η ψυχική και σωματική τους υγεία ενώ και η απώλεια του συντρόφου τους σε συνδυασμό με τον περιορισμό των κοινωνικών τους επαφών επηρεάζουν σημαντικά τους ηλικιωμένους. Σκοπός: Η διερεύνηση της ποιότητας ζωής με την αυτοσυμπόνια, στο πληθυσμό ηλικιωμένων που έχουν χάσει το σύντροφό τους. Μέθοδος: Η παρούσα έρευνα θα πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Νοσηλευτική Φροντίδα Ενηλίκων», από τον Σεπτέμβριο του 2019 έως τον Φεβρουάριο του 2020. Τα ερευνητικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν ήταν α) η Κλίμακα Ψυχοπαθολογίας (SCL-90), β) η Κλίμακα Αυτοσυμπόνιας / Self- Compassion Scale (SCS), γ) το Ερωτηματολόγιο Επισκόπησης της Υγείας και ένα ερωτηματολόγιο κοινωνικοδημογραφικών στοιχείων. Αποτελέσματα: Η ψυχοπαθολογία των ηλικιωμένων χήρων και η ποιότητα της ζωής τους επηρεάζονται από το επίπεδο αυτοσυμπόνιας τους. Παράγοντες όπως το φύλο, τα αδέρφια, ο τόπος διαμονής το εκπαιδευτικό επίπεδο και οι παθήσεις της τρίτης ηλικίας επηρεάζουν την ψυχοπαθολογία και τη ποιότητα ζωής των ηλικιωμένων. Συμπεράσματα: Η ποιότητα ζωής των ηλικιωμένων χήρων καθορίζεται από το επίπεδο αυτοσυμπόνιας τους. 1276 179 164 Molecular identification and phylogenetic analysis of isolated parasite of the species Dirofilaria repens Μοριακή ταυτοποίηση και φυλογενετική ανάλυση απομονωθέντος παρασίτου Dirofilaria repens Phylogenetics, which is a subfield of evolutionary biology, in combination with bioinformatics is currently considered to be the most reliable tool for accurate molecular identification of parasites causing human or animal diseases. An extensive synopsis of the most typical methodologies and problems encountered is presented, together with a phylogenetic tree building process description. Additionally, the molecular identification of a nematode helminth surgically removed from a human eye and microscopically being identified as Dirofilaria spp. was performed. The molecular identification was based on the comparison of the 12S rRNA (MK192091), 18S rRNA (MK192092, MK192093) and COI (MK210632) sequences of this helminth with the respective sequences of other organisms using the MEGA-X software package and the proper database provided by NCBI. The 12S rRNA and 18S rRNA parasite of interest sequences proved to be identical (100% similarity), while its COI sequence was 99% similar to Dirofilaria repens sequences from Italy (KX265072, AB973229 and AB973225 respectively). These findings resulted to its identification as nematode of the species Dirofilaria repens. Η φυλογενετική, υποκλάδος της επιστήμης της εξελικτικής βιολογίας, με τη βοήθεια της βιοπληροφορικής, αποτελεί το πλέον αξιόπιστο μέσο για την μοριακή ταυτοποίηση των παρασίτων που προκαλούν νόσο στον άνθρωπο. Στην παρούσα μελέτη έγινε μία προσπάθεια εισαγωγής στον τομέα της φυλογενετικής ανάλυσης, μέσω συνολικής περιγραφής των πιο χαρακτηριστικών μεθοδολογιών και προβλημάτων της. Συγκεκριμένα επιχειρήθηκε να περιγραφούν τα διάφορα τμήματα κατασκευής ενός φυλογενετικού δέντρου και να ταυτοποιηθεί μοριακά ένας έλμινθας, ο οποίος είχε αφαιρεθεί χειρουργικά από ανθρώπινο οφθαλμό, μέσω σύγκρισης των 12S rRNA (MK192091), 18S rRNA (MK192092, MK192093) και COI (MK210632) αλληλουχιών του με αντίστοιχες αλληλουχίες άλλων οργανισμών, στην ανάλογη βάση δεδομένων του NCBI, με χρήση του πακέτου λογισμικού MEGA-X. Οι αλληλουχίες 12S και 18S rRNA του υπό μελέτη έλμινθα παρουσίασαν συντελεστή ομοιότητας 100% και η COI 99% με αντίστοιχες αλληλουχίες ελμίνθων του είδους Dirofilaria repens με προέλευση από την Ιταλία (KX265072, AB973229 και AB973225 αντίστοιχα), γεγονός που οδήγησε και στην τελική ταυτοποίησή του ως Dirofilaria repens. 1277 110 128 Phenomenological and cosmological implications of classically scale-invariant standard model extensions Φαινομενολογία και κοσμολογία επεκτάσεων του καθιερωμένου προτύπου με κλασική συμμετρία κλίμακας n this thesis, we investigate the phenomenology and cosmological consequences of classically scale-invariant Standard Model extensions. We explore how models with classical scale invariance, where all mass scales are dynamically generated, can address various contemporary high-energy physics problems without destabilizing the Higgs mass. The vacuum stability, dark matter and neutrino mass problems are simultaneously addressed in an SU(2)X extension. We also explore an SU(3)X extension due to its rich phenomenology regarding dark matter. Finally, we address the dynamical generation of the Planck scale in conjunction with the theory of cosmic inflation and study various aspects pertaining to the inflationary observables. Στην παρούσα διατριβή, ερευνούμε τη φαινομενολογία και την κοσμολογία επεκτάσεων του Καθιερωμένου Προτύπου με κλασική συμμετρία κλίμακας. Αναλύουμε το πώς μοντέλα με κλασική συμμετρία κλίμακας, όπου όλες οι κλίμακες μάζας γεννιούνται δυναμικά, δύνανται να λύσουν να λύσουν διάφορα προβλήματα της σύγχρονης φυσικής υψηλών ενεργειών χωρίς να αποσταθεροποιούν τη μάζα του Higgs. Τα προβλήματα της ευστάθειας του κενού, της σκοτεινής ύλης και της μάζας των νετρίνων λύνονται ταυτόχρονα σε μια επέκταση με μια νέα SU(2)X συμμετρία βαθμίδας. Ερευνούμε επίσης μια επέκταση με SU(3)X λόγω της πλούσιας φαινομελογίας της αναφορικά με την σκοτεινή ύλη. Τέλος, μελετάμε τη δυναμική γέννηση της κλίμακας Planck σε συνδυασμό με τη θεωρία του κοσμικού πληθωρισμού και αναλύουμε διάφορα ζητήματα σχετιζόμενα με τις παρατηρούμενες ποσότητες. 1278 264 254 Bioactive glasses have gained ground in the field of Biomedicine because of their ability to enforce Osteogenesis and Angiogenesis. Bioactive glasses were first introduced by Hench and his colleagues towards the end of 1960s. 45S5 Bioglass 1 (SiO2-CaO- Na2O-P2O5) was the first artificial inorganic material which was able to attach to a living bone so as to create a solid and firmly tied interface. Through the mixture of different percentages of these four oxides, several types of bioactive glasses have been developed to improve their innate properties. Other oxides can be also added to offer certain therapeutic activity. One of the challenges in Tissue Engineering is the development of new bioactive glasses which will have important properties, as, for example, bio-disintegration, osteoconduction and controlled disintegration, which will in turn be combined with natural or synthetic polymeric materials that will provide easier handling of the synthetic material as well as the possibility of drug delivery. Thus, it is of primary importance to develop scaffolds from bioactive glasses which will be able to decompose controllably so as to form a layer of calcium phosphate which will then allow the attachment, proliferation and diversification of cells. These scaffolds must have mechanical properties similar to those of the tissue which they are expected to replace and, also, adequate porosity so as to allow both the migration of cells and angiogenesis. It is impossible for only one material to effectively respond to this challenge of Engineering. The purpose of the present MA dissertation is to analyse the role and the effects of bioactive glasses on applications of Tissue Engineering. Οι βιοενεργές ύαλοι (ΒΥ) έχουν κερδίσει έδαφος στον τομέα της βιοϊατρικής επιστήμης λόγω της ικανότητάς τους να ενισχύουν την οστεογένεση και την αγγειογένεση. Οι βιοενεργές ύαλοι εισήχθησαν για πρώτη φορά από τον Hench και τους συνεργάτες του στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Το 45S5 Bioglass1 (SiO2-CaO-Na2O-P2O5) ήταν το πρώτο τεχνητό ανόργανο υλικό που ήταν σε θέση να συνδεθεί με το ζωντανό οστό προς δημιουργία μιας σταθερής και σφιχτά συνδεδεμένης διεπιφάνειας. Με την ανάμειξη διαφορετικών ποσοστών αυτών των τεσσάρων οξειδίων, έχουν αναπτυχθεί αρκετοί τύποι βιοενεργών υάλων για να βελτιώσουν τις εγγενείς ιδιότητες τους. Άλλα οξείδια μπορούν επίσης να προστεθούν για να προσδώσουν ειδικές θεραπευτικές δράσεις. Μία από τις προκλήσεις στην τεχνική ιστών είναι η ανάπτυξη νέων βιοενεργών υλικών που να παρουσιάζουν σημαντικές ιδιότητες όπως είναι η βιοαποικοδόμηση, η οστεοαγωγιμότητα, η ελεγχόμενη αποικοδόμηση και να τα συνδυάσουν με φυσικά ή συνθετικά πολυμερή τα οποία θα παρέχουν ευκολότερο χειρισμό του σύνθετου υλικού καθώς επίσης και δυνατότητα χορήγησης φαρμάκων. Είναι επομένως υψίστης σημασίας η ανάπτυξη ικριωμάτων από βιοενεργές υάλους που θα είναι ικανά να αποικοδομούνται ελεγχόμενα και να σχηματίζουν ένα στρώμα φωσφορικού ασβεστίου που θα επιτρέψει την προσκόλληση, τον πολλαπλασιασμό και τη διαφοροποίηση των κυττάρων. Τα ικριώματα αυτά θα πρέπει να έχουν μηχανικές ιδιότητες όμοιες με αυτές του ιστού που πρόκειται να αντικαταστήσουν και να έχουν επαρκές πορώδες για τη μετανάστευση των κυττάρων και την αγγειογένεση. Είναι απίθανο ένα μόνο υλικό να λύσει αυτήν την πρόκληση μηχανικής. Σκοπός της συγκεκριμένης μεταπτυχιακής διατριβής είναι να αναλυθεί ο ρόλος και η επίδραση των βιοενεργών υάλων σε εφαρμογές ιστικής μηχανικής. 1279 213 214 The present dissertation focuses on the study of the refugee issue in Greece after 2015 and aims to investigate the representation of the refugees living in our country by the Greek Mass Media. To achieve this, quantitative and qualitative content analysis of 1,880 selected articles of widely circulated newspapers was used. The results show media support to the refugees and the influence they exert on the Greek population on this subject. The dissertation is divided into a theoretical and an empirical part. In the theoretical part, the legal framework for the protection of refugees and the criteria for the inclusion, cessation and exclusion of a person from the refugee status, according to the Greek and foreign language bibliography, is initially presented. Also, European refugee-related treaties are more extensively mentioned as part of the European asylum policy. Moreover, reference is made to Greece's attitude towards refugees and the measures the country has taken to support them. Finally, suggestions are made for refugee’s integration into the Greek society. In the empirical part of the paper, the goals, the objectives, the sample, the research tool, the analysis of the research data, the results and the discussion of these results are presented. Last but not least, the bibliography used in the preparation of this study is presented. Η συγκεκριμένη εργασία επικεντρώθηκε στη μελέτη του προσφυγικού ζητήματος στην Ελλάδα μετά το έτος 2015 και αποσκοπεί στη διερεύνηση της αναπαράστασης των προσφύγων που διαμένουν στη χώρα μας από τα ελληνικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού χρησιμοποιήθηκε η ποσοτική και ποιοτική ανάλυση περιεχομένου 1.880 επιλεγμένων άρθρων εφημερίδων ευρείας κυκλοφορίας. Τα αποτελέσματα διαπίστωσαν την υποστήριξη των Μ.Μ.Ε. προς τους πρόσφυγες και την επιρροή που ασκούν στον ελληνικό πληθυσμό γι’ αυτό το θέμα. Η διπλωματική εργασία χωρίζεται σε θεωρητικό και εμπειρικό μέρος. Στο θεωρητικό μέρος, αρχικά παρουσιάζεται το νομικό πλαίσιο της προστασίας των προσφύγων και τα κριτήρια υπαγωγής, παύσης και αποκλεισμού ενός ατόμου από το καθεστώς του πρόσφυγα, σύμφωνα με την ελληνόγλωσση και ξενόγλωσση βιβλιογραφία. Επίσης, αναφέρονται εκτενέστερα οι ευρωπαϊκές συνθήκες που σχετίζονται με τους πρόσφυγες ως μέρος της Ευρωπαϊκής πολιτικής για το άσυλο. Ακόμη, γίνεται αναφορά στη στάση της Ελλάδας προς τους πρόσφυγες και τα μέτρα που η ίδια έλαβε για την υποστήριξή τους. Τέλος, παρατίθενται ορισμένες προτάσεις που μπορούν να υιοθετηθούν, ώστε οι πρόσφυγες να ενσωματωθούν στον ελληνικό κοινωνικό ιστό. Στο εμπειρικό μέρος της εργασίας, παρουσιάζονται οι σκοποί, οι στόχοι, το δείγμα, το ερευνητικό εργαλείο, η ανάλυση των δεδομένων της έρευνας, τα αποτελέσματα και η συζήτηση αυτών των αποτελεσμάτων. Τέλος, παρατίθεται η βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε στην εκπόνηση της παρούσας εργασίας. 1280 304 319 Μελέτη της εναπόθεσης μορίων νερού στην επιφάνεια χαλκού (111) με υπολογισμούς πρώτων αρχών The hydrophilicity, the hydrophobicity as well as the related antifouling capability of the metallic surfaces have various technological applications like corrosion, heterogeneous catalysis, biological sensors, etc. Studies have shown that the characterization of a metallic surface as hydrophilic or hydrophobic is correlated with the number of metal's d-electrons which are responsible for the binding of water molecules to the surface, strengthening in that way the surface's hydrophilicity. In this thesis a theoretically study, with Density Functional Theory, has been performed for the behavior of several water molecules structures adsorbed on Cu (111) using SIESTA code. The energetically favored H2O site was found to be the “On top” where the O lays over a Cu surface atom, due to the lowest binding energy and the shorter O-Cu bond length. The second favored relax site was the bridge one, followed by the hcp and the fcc positions with total energy differences up to 0.2eV. The cases of H2O dimmer, trimmer and hexamer follow the same behavior. In particular the hexamer with the 2d structure (Cyclic) prefers the On top site compared to the 3d prism and cage ones. These results indicate that the H2O clusters may prefer the 2d coating compared to the 3d and can be used for the design of a hydrophilic Cu-based surface coating. In addition, calculations proved that water structures form bonded states with the Cu atoms through their heteroatom Oxygen at the energy range mainly from -4 eV to -5.5 eV. Furthermore, close to the Fermi level we mainly noticed antibonding hybridizations between the water molecules and the substrate. Finally ab initio Molecular Dynamics simulations were performed on hexamer structures. The results reveal the collapse of 3d structures into 2d while the Cyclic structure remained upon temperature raise. DFT-Molecular Dynamics at room temperature are in line with the DFT static calculations. Η υδροφιλία, η υδροφοβία και η σχετική αντιρρυπαντική ικανότητα των μεταλλικών επιφανειών έχουν σημαντικές τεχνολογικές εφαρμογές στη διάβρωση, ετερογενή κατάλυση, στους βιολογικούς αισθητήρες κ.ά. Έρευνες έχουν δείξει πως ο χαρακτηρισμός μιας μεταλλικής επιφάνειας ως υδρόφιλη ή υδρόφοβη σχετίζεται με τον αριθμό των μεταλλικών d ηλεκτρονίων που θεωρούνται υπεύθυνα για τη δέσμευση των μορίων νερού στην επιφάνεια, ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό την υδροφιλία της. Στην παρούσα εργασία, μελετήθηκε θεωρητικά η συμπεριφορά δομών μορίων νερού στην επιφάνεια Χαλκού (111) με τη θεωρία Συναρτησιακού Πυκνότητας Φορτίου (Density Functional Theory) χρησιμοποιώντας το κώδικα SIESTA. Για το μονομερές, η on top θέση βρέθηκε ενεργειακά προτιμητέα, με το άτομο του Οξυγόνου να βρίσκεται πάνω από ένα επιφανειακό άτομο Χαλκού, παρουσιάζοντας τη χαμηλότερη ενέργεια δέσμευσης και το μικρότερου μήκους στο δεσμό Οξυγόνου-Χαλκού. Ακολουθούν οι Bridge, Hcp και Fcc θέσεις με διαφορά στην ενέργεια έως 0.2eV. Τα διμερές, τριμερές και εξαμερές ακολουθούν ίδια συμπεριφορά με το μονομερές. Συγκεκριμένα, το εξαμερές με την επίπεδη δομή (Cyclic) δύο διαστάσεων προτιμάται αντί των δύο τρισδιάστατων δομών (Cage, Prism) που μελετήθηκαν. Τα αποτελέσματα δείχνουν πως προτιμάται η δι-διάστατη κάλυψη των ΣΜ νερού σε σχέση με αυτή των τριών διαστάσεων υποδηλώνοντας ότι σε αυτές τις διαστάσεις νάνο η επιφάνεια του Χαλκού είναι υδρόφιλη. Επιπλέον, οι υπολογισμοί πρώτων αρχών απέδειξαν ότι οι δομές νερού μπορούν να σχηματίσουν δεσμικές καταστάσεις με τα άτομα του Χαλκού μέσω του ετεροατόμου τους (Οξυγόνου) στο ενεργειακό φάσμα στις χαμηλές ενέργειες κυρίως από -4 eV έως -5.5 eV. Επίσης, κοντά στο επίπεδο Fermi παρατηρήθηκαν κυρίως αντι-δεσμικά τροχιακά ανάμεσα στα μόρια του νερού και το υπόστρωμα. Τέλος, προσομοιώσεις πρώτων αρχών Μοριακής Δυναμικής πραγματοποιήθηκαν στις τρεις δομές για το εξαμερές. Τα αποτελέσματα έδειξαν την κατάρρευση των τρισδιάστατων δομών με την αύξηση της θερμοκρασίας εν αντιθέσει με την επίπεδη δομή που παρέμεινε σχεδόν αναλλοίωτη. Τα αποτελέσματα της Μοριακής Δυναμικής σε θερμοκρασία δωματίου επιβεβαίωσαν αυτά των στατικών υπολογισμών DFT. 1281 340 296 ανίχνευση μονοτροπικότητας κατανομών χρησιμοποιώντας τεστ ομοιομορφίας Recognizing unimodal data distributions is of great significance in statistics, machine learning and data science. Well-known distributions, such as Gaussian, Student’s t, Gamma, Chi-square, Exponential and Cauchy are typical examples of unimodal distributions. Also the uniform distribution is considered as an extreme unimodal case. The characteristic property of a unimodal distribution is that data values are gathered around a single value (peak), which is the mode of the distribution. Due to this property, data can be characterized as homogeneous, forming a single and coherent group. Unimodality tests have been proposed to decide on the unimodality of a set of data values, thus providing useful knowledge about the structure of the data. For example, if a dataset is unimodal, the data values are “gathered” thus applying a clustering method is unnecessary. Current unimodality tests decide exclusively about the existence (or not) of a single mode and do not focus on the statistical modeling of the data. We propose a new unimodality test called Unimodal-Uniform test (UU-test) to decide if a set of data values has been a generated by a unimodal distribution or not. The method utilizes the empirical cumulative density function (ecdf) and attempts to obtain a unimodal piecewise linear approximation of the ecdf under the constraint that the data corresponding to each linear segment follow the uniform distribution. An attractive feature of the proposed approach is that not only it decides on unimodality, but it also produces a generative model of the unimodal data in the form of a mixture of uniform distributions. Thus, it can be used for statistical data modeling. Modeling unimodal data is typically performed by fitting a specific single unimodal distribution, usually a Gaussian distribution. This approach lacks flexibility since it cannot efficiently model data samples generated by asymmetric distributions. The uniform mixture model produced by the UU-test is able to model unimodal distributions with arbitrary shape. In the experimental evaluation we conducted, it is shown that the UU-test is effective both in deciding unimodality/multimodality and also in providing accurate statistical models of unimodal data. Η αναγνώριση μονοτροπικών κατανομών διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη στατιστική, τη μηχανική μάθηση και την ανάλυση δεδομένων. Γνωστές κατανομές, όπως οι: Κανονική, Student’s t, Γάμμα, Χι-τετράγωνο, Εκθετική και Cauchy είναι παραδείγματα μονοτροπικών κατανομών. Επίσης, η Ομοιόμορφη κατανομή είναι μια ακραία περίπτωση μονοτροπικής κατανομής. Η χαρακτηριστική ιδιότητα των μονοτροπικών κατανομών είναι ότι τα δεδομένα βρίσκονται πολύ κοντά σε μία τιμή, η οποία είναι η κορυφή της κατανομής. Εξαιτίας αυτής της ιδιότητας, τα δεδομένα χαρακτηρίζονται ως ομοιογενή, σχηματίζοντας μία συνεκτική ομάδα. Τα τελευταία χρόνια έχουν προταθεί τεστ μονοτροπικότητας που αποφασίζουν τη μονοτροπικότητα ενός συνόλου δεδομένων, παρέχοντας χρήσιμη γνώση για τη δομή των δεδομένων. Για παράδειγμα, εάν ένα σύνολο δεδομένων είναι μονοτροπικό, οι τιμές των δεδομένων είναι «συγκεντρωμένες», επομένως δεν χρειάζεται η εφαρμογή μεθόδων ομαδοποίησης. Τα τεστ μονοτροπικότητας που έχουν προταθεί αποφασίζουν αποκλειστικά για την ύπαρξη (ή όχι) μοναδικής κορυφής και δεν εστιάζουν στη στατιστική μοντελοποίηση δεδομένων. Προτείνουμε ένα νέο τεστ μονοτροπικότητας που λέγεται Μονοτροπικό-Ομοιόμορφο τεστ (UU-τεστ) για να αποφασίζουμε εάν ένα σύνολο δεδομένων έχει παραχθεί από μονοτροπική κατανομή ή όχι. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιεί την εμπειρική συνάρτηση κατανομής και προσπαθεί να κατασκευάσει μια μονοτροπική κατά τμήματα γραμμική προσέγγιση αυτής υπό τον περιορισμό ότι τα δεδομένα που αντιστοιχούν σε κάθε γραμμικό κομμάτι να ακολουθούν Ομοιόμορφη κατανομή. Ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό της προτεινόμενης προσέγγισης είναι ότι δεν αποφασίζει μόνο τη μονοτροπικότητα δεδομένων, αλλά συγχρόνως παράγει ένα μοντέλο για μονοτροπικά δεδομένα που έχει τη μορφή μεικτών Ομοιόμορφων κατανομών. Επομένως, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για στατιστική μοντελοποίηση δεδομένων. Η μοντελοποίηση μονοτροπικών δεδομένων πραγματοποιείται «ταιριάζοντας» σε αυτά μια συγκεκριμένη μονοτροπική κατανομή, συνήθως την Κανονική κατανομή. Αυτή η προσέγγιση όμως, στερείται ευελιξίας καθώς δεν μπορεί να μοντελοποιήσει αποτελεσματικά δείγματα δεδομένων που έχουν παραχθεί από ασύμμετρες κατανομές. Το ομοιόμορφο μεικτό μοντέλο που παράγει το UU-τεστ μπορεί να μοντελοποιήσει μονοτροπικές κατανομές οποιουδήποτε μεγέθους. 1282 148 137 The principal aim of this thesis is to present the construction of the unbounded stable derived category of a locally Noetherian Grothendieck category and to analyze some applications in Algerbraic Geometry and Representation Theory. The thesis consists of four Chapters. In the first Chapter we analyze some basic elements of Abelian Categories, emphasizing on the Localization Theory of such categories. In the second Chapter we introduce the notion of triangulated categories, ad we analyze the basic theory of homotopical and derived categories. The third Chapter is devoted to the presentation of some non-trivial results about Category Theory that we shall need in the sequel and more specifically we introduce the important concepts of localization sequences and recollement. In the last Chapter we present the construction of the stable derived category, analyzing further an application from Algebraic Geometry and describing a construction of Gorenstein injective approximations and Tate cohomology. Ο κεντρικός στόχος της παρούσας Διατριβής είναι η παρουσίαση της μη φραγμένης ευσταθούς παραγόμενης κατηγορίας μίας τοπικά Noetherian κατηγορίας του Grothendieck και η ανάλυση μερικών εφαρμογών αυτής της κατασκευής στην Αλγεβρική Γεωμετρία και την Θεωρία Αναπαραστάσεων. Η Διατριβή αποτελείται από τέσσερα Κεφάλαια. Στο πρώτο Κεφάλαιο αναλύουμε μερικά βασικά στοιχεία από τη Θεωρία Αβελιανών Κατηγοριών, δίνοντας έμφαση στη Θεωρία τοπικοποίησης τέτοιων κατηγοριών. Στο δεύτερο Κεφάλαιο εισάγουμε την έννοια των τριγωνισμένων κατηγοριών, και αναλύουμε τη βασική θεωρία των ομοτοπικών και παραγόμενων κατηγοριών. Το τρίτο Κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην παρουσίαση ορισμένων μη τετριμμένων αποτελεσμάτων, τα οποία θα χρειαστούμε στη συνέχεια, και ειδικότερα ειάσγουμε τις έννοιες των localization sequences και του recollement. Στο τελευταίο Κεφάλαιο της διατριβής παρουσιάζουμε την κατασκευή της ευσταθούς παραγόμενης κατηγορίας, αναλύοντας περαιτέρω μία εφαρμογή στην Αλγεβρική Γεωμετρία και περιγράφοντας μία κατασκευή Gorenstein ενέσιμων προσεγγίσεων και συνομολογίας Tate. 1283 310 322 Διδασκαλία της νεοελληνικής γλώσσας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση με αξιοποίηση ΤΠΕ Since the period when the Technologies of Information and Communication (TIC) were directly connected with the field of education, it was created for and against argumentation in the use of TIC within the framework of pedagogic process. The last decades a considerable number of surveys were conducted. They put emphasis not only on the redefinition of the Teaching of cognitive segments but also on the role they play on the New Technologies in the learning process. Through the bibliographic survey it is ascertained that although there is a great number of researches into the exploitation of TIC, there are no interventions which are directly linked to the teaching approaches of cognitive segments and in this particular case with the teaching of linguistic subject in the primary school. Therefore, the aim of this dissertation is to present three educational models for the teaching of the Greek Language in the Primary Education. The exceptional characteristic of these particular educational models is that they exploit the TIC and they have been designed according to three different teaching approaches of the native language teaching. In particular, the educational design of the first educational model was made according to the principles of structuralist approach of linguistic teaching, the second according to the communicative model of language learning and the third according to the whole language standard. The design well as the implementation of these educational models had as an ultimate aim the relative study of all the parameters and elements which take place during the linguistic teaching process. The project is completed with the result presentation of experimental implementation of the models in the fifth grade class of the Experimental Primary School. The sample is consisted of 25 students. The methodology of this particular effort was about the design of survey action. This investigative design is an integrated method of both qualitative and quantitative survey. Από την εποχή που οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας (ΤΠΕ) συνδέθηκαν άμεσα με τον τομέα της εκπαίδευσης, δημιουργήθηκε η επιχειρηματολογία υπέρ ή κατά της χρήσης των ΤΠΕ στο πλαίσιο της παιδαγωγικής διαδικασίας. Τις τελευταίες δεκαετίες πραγματοποιήθηκαν πολλές έρευνες, οι οποίες δίνουν έμφαση τόσο στον επαναπροσδιορισμό της Διδακτικής των γνωστικών αντικειμένων όσο και στον ρόλο που διαδραματίζουν οι Νέες Τεχνολογίες στη μάθηση. Μέσα από τη βιβλιογραφική επισκόπηση διαπιστώνεται ότι, αν και υπάρχει μεγάλο πλήθος ερευνών για την αξιοποίηση των ΤΠΕ στην εκπαιδευτική πράξη, δεν υπάρχουν παρεμβάσεις που να συνδέονται άμεσα με διδακτικές προσεγγίσεις γνωστικών αντικειμένων και στη συγκεκριμένη περίπτωση με τη διδακτική του γλωσσικού μαθήματος στο δημοτικό. Επομένως, στόχος της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι να παρουσιαστούν τρία πρότυπα εκπαιδευτικά σενάρια για τη διδασκαλία της Νεοελληνικής Γλώσσας στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Τα συγκεκριμένα εκπαιδευτικά σενάρια έχουν ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι αξιοποιούν τις ΤΠΕ και επιπλέον έχουν σχεδιαστεί σύμφωνα με τρεις διαφορετικές διδακτικές προσεγγίσεις της διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας. Αναλυτικότερα, ο εκπαιδευτικός σχεδιασμός του πρώτου εκπαιδευτικού σεναρίου σχεδιάστηκε σύμφωνα με τις αρχές της δομιστικής προσέγγισης της γλωσσικής διδασκαλίας, του δεύτερου σύμφωνα με το επικοινωνιακό μοντέλο εκμάθησης της γλώσσας και του τρίτου κατά το μοντέλο της ολικής γλώσσας. Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση των εν λόγω εκπαιδευτικών σεναρίων είχε ως απώτερο σκοπό τη συγκριτική μελέτη όλων των παραμέτρων και στοιχείων που λαμβάνουν χώρα κατά τη διαδικασία της γλωσσικής διδασκαλίας. Η εργασία ολοκληρώνεται με την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της πειραματικής εφαρμογής των σεναρίων σε μια Ε΄ τάξη ενός Πειραματικού Δημοτικού Σχολείου με δείγμα 25 μαθητές. Η μεθοδολογία της συγκεκριμένης προσπάθειας επρόκειτο για σχεδιασμό έρευνας δράσης. Ο ερευνητικός αυτός σχεδιασμός είναι μεικτή μέθοδο τόσο ποιοτικής όσο και ποσοτικής έρευνας. Στο πλαίσιο της ποσοτικής έρευνας χρησιμοποιήθηκε η συγκεκριμένη ομάδα μαθητών ως πειραματική ομάδα και αναζητήθηκε μια δεύτερη ομάδα μαθητών ενός άλλου Πειραματικού Δημοτικού Σχολείου η οποία αποτέλεσε την ομάδα ελέγχου. Τα δεδομένα που συλλέχτηκαν μελετήθηκαν και αποδόθηκαν συγκριτικά. 1284 154 164 η περίπτωση του μαθήματος της ιστορίας στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση This essay examines the application of self-assessment of Primary Education students' performance in History. This is a bibliographic review - study, the purpose of which was to formulate a proposal for the implementation of self-assessment of performance. Initially, the educational assessment, the performance of the students and their assessment is analyzed. Then, the principles, goals, criteria, forms and techniques that the student's performance evaluation can receive are identified. Subsequently, the influence of Interdisciplinarity and Interdisciplinarity on both the Greek educational reality and the history lesson is explored. As for the History lesson, the aims and objectives of the course, its modern teaching and the means and methods used to evaluate the performance of students in it, through school textbooks, are reviewed. Finally, the term self-assessment is clarified, its purpose, methodology and teaching are investigated and suggestions for its implementation are presented for each class of the Primary School where the History lesson is taught. Η παρούσα εργασία εξετάζει την εφαρμογή της αυτοαξιολόγησης της επίδοσης των μαθητών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης στο μάθημα της Ιστορίας. Πρόκειται για βιβλιογραφική ανασκόπηση – μελέτη, σκοπός της οποίας είναι η διαμόρφωση μιας πρότασης για την εφαρμογή της αυτοαξιολόγησης της επίδοσης. Αρχικά, ερευνάται η εκπαιδευτική αξιολόγηση. Στη συνέχεια, εντοπίζονται οι αρχές, οι στόχοι, τα κριτήρια, οι μορφές και οι τεχνικές που μπορεί να λάβει η αξιολόγηση της επίδοσης του μαθητή. Μετέπειτα, πραγματοποιείται διερεύνηση της επιρροής που ασκούν η διαθεματικότητα και η διεπιστημονικότητα τόσο στην ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα όσο και στο μάθημα της Ιστορίας. Έτσι, πραγματοποιείται ανασκόπηση των σκοπών και των στόχων του μαθήματος, της σύγχρονης διδακτικής του, των μέσων και μεθόδων που πραγματώνεται η αξιολόγηση της επίδοσης των μαθητών σε αυτό, μέσω των σχολικών εγχειριδίων. Τέλος, αποσαφηνίζεται ο όρος «αυτοαξιολόγηση», ερευνάται η σκοποθεσία, η μεθοδολογία και η διδασκαλία της και παρουσιάζονται προτάσεις εφαρμογής της για κάθε τάξη του Δημοτικού Σχολείου, όπου διδάσκεται το μάθημα της Ιστορίας. 1285 267 250 Investigation of the occupational exhaustion syndrome in nurses in nurses in the Hematology clinic of the University Hospital of Ioannina Διερεύνηση του συνδρόμου επαγγελματικής εξουθένωσης στους νοσηλευτές της αιματολογικής κλινικής του ΠΓΝΙ The project has title "Investigation of the occupational exhaustion syndrome in nurses in nurses in the Hematology clinic of the University Hospital of loannina". Firstly, the second chapter mentions the purpose and goals of research. Through the creation of a research question (P.I.C.O.), the rationale of the project is justified. Followed by a reflection using the personal example. In the third chapter a bibliographic review is made: the background of the subject is described, the databases which used, critical bibliography analysis and at last, the research gap. The design of the research is described in detail in the fourth chapter: the scientific position and methodology which used, the sampling technique, the criteria for acceptance and exclusion of the sample, its description, the place taken, the method by which the data were collected, the method of analysis and the ethics of the survey. In the fifth chapter are presented the result of the survey: the thematic units and the statistical analysis of the data. Here is a summary of the results. The sixth chapter contains correlation of the thematic units of the research with the broader literature, an evaluation of the research process is carried out and finally, ways of applying the results are proposed. In the last seventh chapter we come to the conclusion of this research. In the appendix to the paper, after the referral list, there is the Research Protocol, the information from for the participants and informed consent and the questionnaire used were included. Η εργασία με θέμα «Διερεύνηση του συνδρόμου επαγγελματικής εξουθένωσης στους νοσηλευτές της Αιματολογικής κλινικής του ΠΓΝ Ιωαννίνων» εκπονήθηκε στα πλαίσια της διπλωματικής εργασίας για το ΠΜΣ «Νοσηλευτική Παθολογία». Αρχικά αναφέρονται στο δεύτερο κεφάλαιο ο στόχος και οι σκοποί που τον εξυπηρετούν. Μέσω της δημιουργίας ερευνητικής ερώτησης (P.I.C.O.) αιτιολογείται το σκεπτικό της εργασίας. Ακολουθεί αναστοχασμός με τη χρήση προσωπικού σχετικού παραδείγματος. Στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται βιβλιογραφική ανασκόπηση: περιγράφεται το υπόβαθρο του θέματος, η συστηματική βιβλιογραφική ανασκόπηση και οι μηχανές αναζήτησης που χρησιμοποιήθηκαν, ακολουθεί κριτική ανάλυση της βιβλιογραφίας και τέλος το ερευνητικό κενό που υπάρχει και που αποτέλεσε κριτήριο για την διεξαγωγή της συγκεκριμένης εργασίας. Ο σχεδιασμός της έρευνας περιγράφεται αναλυτικά στο τέταρτο κεφάλαιο: η επιστημονική θέση και η μεθοδολογία που έχει χρησιμοποιηθεί, η δειγματοληπτική τεχνική, τα κριτήρια αποδοχής και αποκλεισμού του δείγματος, η περιγραφή του, ο χώρος που διεξήχθη, η μέθοδος με την οποία συλλέχθηκαν τα δεδομένα, η μέθοδος ανάλυσης τους και η ηθική της έρευνας. Στο πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της έρευνας: οι θεματικές ενότητες και η στατιστική ανάλυση των δεδομένων. Ακολουθεί περίληψη των αποτελεσμάτων. Το έκτο κεφάλαιο περιλαμβάνει συσχετισμούς των θεματικών ενοτήτων της έρευνας με την ευρύτερη βιβλιογραφία, γίνεται αξιολόγηση της ερευνητικής διαδικασίας και τέλος προτείνονται τρόποι εφαρμογής των αποτελεσμάτων. Στο τελευταίο έβδομο κεφάλαιο καταλήγουμε στα συμπεράσματα της συγκεκριμένης έρευνας. Στο παράρτημα της εργασίας, μετά τη λίστα παραπομπών, συμπεριλαμβάνεται το Ερευνητικό Πρωτόκολλο, το έντυπο πληροφόρησης των συμμετεχόντων και ενήμερης συγκατάθεσης και τέλος το ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιήθηκε. 1286 109 121 Development of a patient management system though the GNU Health open - source platform Ανάπτυξη συστήματος διαχείρισης ασθενών μέσω της πλατφόρμας ανοιχτού κώδικα GNU Health This dissertation briefly introduces the medical terminology and the general scientific foundation needed to understand the GNU Health ecosystem. It utilizes medical data, standardized information systems, and mobile health to enter the free software world. Then, it moves on to the GNU Health field by studying the needs that must be covered and the requirements for its installation. The practical part of this work regards its installation by a software engineer, its configuration by the database administrator and its use by the pediatrician. Finally, some inexpensive and beneficial extensions of the program will be mentioned. Η παρούσα διπλωματική εργασία ξεκινά με μία σύντομη εισαγωγή στην ιατρική ορολογία και την γενικότερη επιστημονική θεμελίωση που είναι απαραίτητη για την κατανόηση του οικοσυστήματος του GNU Health. Στην συνέχεια με την χρήση ιατρικών δεδομένων, πρότυπων πληροφοριακών συστημάτων και κινητής υγείας περνά στον κόσμο του ελεύθερου λογισμικού. Έπειτα μεταβαίνει σε πεδία σχετικά με το GNU Health μελετώντας τις ανάγκες που επιθυμεί να καλύψει και τις απαιτήσεις για την εγκατάστασή του. Το πρακτικό μέρος της εργασίας αφορά την εγκατάστασή του από κάποιον μηχανικό λογισμικού, την ρύθμισή του από τον διαχειριστή της βάσης δεδομένων και την χρήση του από τον παιδίατρο. Κλείνοντας, θα αναφερθούν κάποιες ανέξοδες και πολύ χρήσιμες επεκτάσεις του προγράμματος. 1287 253 272 Intravenous administration of centhaquin in a swine model of cardiac arrest induced by ventricular fibrillation Ενδοφλέβια χορήγηση σενθακίνης σε χοίρειο μοντέλο καρδιακής ανακοπής επαγόμενης από κοιλιακή μαρμαρυγή Background: Centhaquin citrate is a novel agent being developed for use in the treatment of haemorrhagic shock. The aim of our study was to assess whether the administration of centhaquin would improve initial resuscitation success, 24-hour survival, and neurologic outcome compared with adrenaline alone in a porcine model of ventricular fibrillation. Material and methods: Ventricular fibrillation was induced in 20 healthy Landrace/Large White piglets. The animals were randomized to receive placebo plus adrenaline 0,02 mg/kg (n=10, Group C) and adrenaline 0,02 mg/kg plus centhaquin 0,015 mg/kg (n=10, Group S). All animals were resuscitated according to the 2010 European Resuscitation Council guidelines. Haemodynamic variables were measured before arrest, during arrest and resuscitation, and during the first two hours after return of spontaneous circulation (ROSC). Survival and a neurologic alertness score were measured at 24 hours after ROSC. Results: A significant difference was observed in ROSC rate between the two groups, as 10 animals (100%) from Group S and 4 animals (40%) from Group C achieved ROSC (p=0,011). Systolic, diastolic, and mean aortic pressure and coronary perfusion pressure were significantly higher in Group S at the end of the second cycle of CPR. In our study, all subjects with ROSC survived for 24 hours, while we observed no statistically significant differences in neurologic examination (Group C 100±0, Group S 96 ±12,64 p=0,527). Conclusions: The addition of centhaquin to adrenaline improved ROSC rates in a swine model of VF cardiac arrest. Εισαγωγή: Η σενθακίνη είναι ένας νέος παράγοντας που αναπτύσσεται για χρήση στη θεραπεία της αιμορραγικής καταπληξίας. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνηθεί αν η χορήγηση σενθακίνης θα βελτίωνε την ανάκτηση αυτόματης κυκλοφορίας, την 24ωρη επιβίωση και τη νευρολογική έκβαση συγκριτικά με την αδρεναλίνη μόνο, σε χοίρειο μοντέλο κοιλιακής μαρμαρυγής. Υλικό και Μέθοδοι: Τα χοίρεια μοντέλα που συμπεριελήφθησαν στη μελέτη ήταν 20 υγιή Landrace/Large White στα οποία προκλήθηκε κοιλιακή μαρμαρυγή. Τα ζώα τυχαιοποιήθηκαν να λάβουν εικονικό φάρμακο συν αδρεναλίνη 0,02mg/kg (n=10, Ομάδα C) και αδρεναλίνη 0,02mg/kg συν σενθακίνη 0,015mg/kg (n=10, Ομάδα S). Όλα τα ζώα αναζωογονήθηκαν σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες του 2010 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Αναζωογόνησης. Οι αιμοδυναμικές μεταβλητές μετρήθηκαν πριν την ανακοπή, κατά τη διάρκεια της αναζωογόνησης και στη διάρκεια των 2 πρώτων ωρών μετά από την ανάκτηση της αυτόματης κυκλοφορίας. Επίσης, αξιολογήθηκε η 24ωρη επιβίωση καθώς και η νευρολογική κατάσταση των ζώων. Αποτελέσματα: Σημαντική διαφορά παρατηρήθηκε στον ρυθμό ανάκτησης της αυτόματης κυκλοφορίας μεταξύ των δύο ομάδων, καθώς 10 ζώα (100%) από την ομάδα S και 4 ζώα (40%) από την ομάδα C πέτυχαν ROSC (p=0.011). Η συστολική, διαστολική και μέση αορτική πίεση αλλά και η πίεση πλήρωσης των στεφανιαίων αγγείων ήταν σημαντικά υψηλότερες στην ομάδα S στο τέλος του 2ου κύκλου της ΚΑΑ. Στη μελέτη μας, όλα τα ζώα που ανέκτησαν αυτόματη κυκλοφορία επιβίωσαν για 24 ώρες, ενώ δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στην νευρολογική εξέταση (Ομάδα C 100±0, Oμάδα S 96 ±12,64 p=0,527). Συμπέρασμα: Η χορήγηση σενθακίνης με αδρεναλίνη βελτίωσε τα ποσοστά ROSC και την 24ωρη επιβίωση σε χοίρειο μοντέλο καρδιακής ανακοπής επαγόμενης από κοιλιακή μαρμαρυγή. 1288 14 10 Και το πουλί παράκουσε: a narrative technique in the Iliad and modern Greek folksongs Δωδώνη Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος Φιλολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων; Τόμ. 28 (1999) 1289 215 262 Η κατανόηση της μοναξιάς από παιδιά ηλικίας 4 έως 8 ετών και η σχέση της με τη θεωρία τους για τον νου Σhe present study had two goals; a first goal was to examine the understanding of loneliness of preschool and school- age children and to investigate their ability to distinguish between the concepts of loneliness and solitude. Secondly, it was aimed to investigate the links between children‟s ability to distinguish the concepts of loneliness- solitude and their ToM performance. In this study participated 90 children that were classified into three age groups; 4-year, 6-year and 8-year-old. For the assessment of children‟s ability to understand loneliness were conducted private interviews. Moreover, it was used an experimental task consisted of eight hypothetical stories that assessed children‟s ability to distinguish between the concepts of loneliness and solitude. ToM was assessed through eight first- and second- order experimental tasks. The results showed that children describe loneliness with reference to negative emotion, isolation and lack of company and that the variable of age affects both children‟s ability to distinguish between the concepts of loneliness and aloneness and their perception of solitude. Apart from that, it was found that with advancing age children are more able to distinguish between experiences of loneliness and solitude depicted in stories based on the intentions, motives and emotions of hypothetical peers. Finally, the results suggested a ToM influence in specific domains of loneliness and solitude understanding. Δύο ήταν οι στόχοι της παρούσας έρευνας. Αφενός, στόχο αποτέλεσε η εξέταση της κατανόησης της μοναξιάς από παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας και της ικανότητας τους για διάκριση του επώδυνου και ευεργετικού τύπου της. Αφετέρου στόχος ήταν να διερευνηθεί η σχέση ανάμεσα στην ικανότητα κατανόησης της μοναξιάς και στη ΘτΝ. Στην έρευνα συμμετείχαν 90 παιδιά τα οποία ταξινομήθηκαν με βάση την ηλικία τους σε τρεις ομάδες: 4-χρονα, 6-χρονα και 8-χρονα. Για την αξιολόγηση της ικανότητας των παιδιών να κατανοούν την έννοια της μοναξιάς στα παιδιά χορηγήθηκαν 1) συνέντευξη αποτελούμενη από ερωτήσεις σχετικές με τον ορισμό της μοναξιάς και τη διάκριση των επιμέρους τύπων της και 2) πειραματικό έργο αποτελούμενο από οκτώ ιστορίες το οποίο εξέταζε την ικανότητα των παιδιών να διακρίνουν την επώδυνη από την ευεργετική μοναξιά. Η αξιολόγηση της ΘτΝ έγινε με τη χρήση οκτώ πειραματικών έργων που εξέταζαν δεξιότητες ΘτΝ α’ και β’ τάξης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα παιδιά περιγράφουν τη μοναξιά με βάση το δυσάρεστο συναίσθημα, την απομόνωση και την απουσία συντροφιάς και πως η ηλικία επιδρά στη διάκριση της επώδυνης από την κυριολεκτική μοναξιά, αλλά και στην αναγνώριση της ευεργετικής πτυχής της. Επιπλέον, διαπιστώθηκε πως με την πρόοδο της ηλικίας τα παιδιά διακρίνουν με μεγαλύτερη επιτυχία τους ήρωες που βιώνουν επώδυνη και ευεργετική μοναξιά βάσει των προθέσεων, κινήτρων και συναισθημάτων τους. Τέλος, βρέθηκε πως υπάρχει σχέση ανάμεσα στις επιδόσεις των παιδιών στα έργα της ΘτΝ και σε συγκεκριμένες διαστάσεις κατανόησης της επώδυνης και ευεργετικής μοναξιάς. 1290 11 10 Αυγή/Αυγαί: some observations on the homeric perception of light and vision Δωδώνη Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος Φιλολογίας Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων: Τομ. 22 (1993) 1291 162 174 Διερεύνηση της συλλογικής δημιουργικότητας μαθητών δημοτικού μέσω δραστηριοτήτων κατασκευής μαθηματικού προβλήματος αξιοποιώντας ως πλαίσιο την αρχαία ελληνική ιστορία Many researchers suggest linking creativity with problem posing activities. Frequently mentioned indicators of creative problem posing by students are fluency, flexibility and originality. The purpose of this research was to investigate the collective creativity of elementary students. The evaluation of creativity was carried out using problem posing activities. The context of the activities was Ancient Greek History, which the students had been taught in previous classes. The survey was conducted in the city of Rzeszow in Poland and a total of 24 students of the fifth grade participated. The students were divided into 6 groups and each group worked in a different activity. The groups were homogeneous regarding the mathematical ability. The results of the survey indicated that all groups were able to construct mathematical problems. Differences were observed in the degree of creativity of individual groups. Concerning the different activity which was given to the students there were no differences in the degree of creativity which was observed by the groups. Πολλοί ερευνητές προτείνουν τη σύνδεση της δημιουργικότητας με δραστηριότητες κατασκευής προβλημάτων. Συχνά αναφερόμενοι δείκτες της δημιουργικής κατασκευής προβλημάτων από τους μαθητές, αποτελούν η ευχέρεια, η ευελιξία και η πρωτοτυπία. Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η διερεύνηση της συλλογικής δημιουργικότητας των μαθητών δημοτικού. Η αξιολόγηση της δημιουργικότητας πραγματοποιήθηκε με τη χρήση δραστηριοτήτων κατασκευής προβλήματος. Το πλαίσιο των δραστηριοτήτων αποτέλεσε η Αρχαία Ελληνική Ιστορία, την οποία οι μαθητές είχαν διδαχθεί σε προηγούμενες τάξεις. Η έρευνα διεξήχθη στην πόλη Rzeszow της Πολωνίας και συμμετείχαν συνολικά 24 μαθητές της πέμπτης τάξης. Οι μαθητές χωρίστηκαν σε 6 ομάδες και ανά τρεις ομάδες εργάσθηκαν σε διαφορετική δραστηριότητα. Οι ομάδες ήταν ομοιογενείς ως προς τη μαθηματική επίδοση. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι όλες οι ομάδες ήταν ικανές να κατασκευάσουν μαθηματικά προβλήματα. Διαφοροποιήσεις παρατηρήθηκαν ως προς το βαθμό δημιουργικότητας των επιμέρους ομάδων. Όσον αφορά τη διαφορετική δραστηριότητα που δόθηκε στους μαθητές, δεν εντοπίστηκαν διαφορές ως προς τον βαθμό δημιουργικότητας που σημείωσαν οι ομάδες. 1292 457 453 The notion of time in the philosophy of Cornelius Castoriadis and the ontology of the social-historical Η έννοια του χρόνου στη φιλοσοφία του Κορνήλιου Καστοριάδη και η οντολογία του κοινωνικοϊστορικού This dissertation explores the different aspects of the notion of time in the philosophy of Cornelius Castoriadis, in order to highlight the central importance of temporality in the social ontology and the philosophical anthropology of his later work, as well as the importance of this work for the philosophy of time. The problem of time in general underlines the central philosophical questions of knowledge, existence, and being. Castoriadis’ ontology is an original approach to the philosophical problem of temporality, since in this context time is considered as the primary magma and the necessary and sufficient condition of ontological creation. Magma, for Castoriadis, is the ontological background of every social-historical form, from which an indeterminate number of sets can be exported but which cannot be reduced to the sum of those sets. In the context of Castoriadis’ philosophy, ontological creation is the emergence of alterity, the emergence of a new form which cannot be reduced to previous determinations, and time is defined as the constant flow of the creation and destruction of forms, in a way that time is identified with Being. The research was conducted according to the method of historical-critical clarification (elucidation). Historical-critical research takes into account the philosophical texts, but also the historical sources and the socio-historical conditions of the texts and the authors, placing the history of philosophy within the context of social history in general. In the first part, Castoriadis’ critique of traditional philosophy is presented, and, through it, the fundamental concepts and categories used by the ensemblistic- identitary logic, as regards the problematic of time. Castoriadis distinguishes between two main different approaches of time in traditional Western philosophy, the objective-cosmological approach and the subjective-phenomenological approach, each of which treats time as a phenomenon of nature or as a phenomenon of consciousness, respectively. To both, Castoriadis juxtaposes the logic of magmas. The second part examines Castoriadis’ social ontology based on historical and social phenomena related to the concept of temporality. Through the detailed discussion of Castoriadis' approach to the issues of birth, death, love and politics, the different, contradictory and complementary temporalities of the individual soul, the social individual, society and the natural world are highlighted. The different temporalities of heteronomous and democratic societies, as well as the socio-historical conditions of a free public time according to the project of social autonomy, are discussed. In the conclusions that follow, Castoriadis' temporal ontology is critically reviewed, along with his critique of the ontology of determinacy, which constitutes his own approach to a philosophy of praxis based on the notion of creative time that emphasizes the human ability to change social temporality through collective deliberate action, thus transforming history. Η παρούσα διατριβή ερευνά τις διάφορες όψεις της έννοιας του χρόνου στη φιλοσοφία του Κορνήλιου Καστοριάδη, με σκοπό να αναδειχθεί η κεντρική σημασία της χρονικότητας στην κοινωνική οντολογία και τη φιλοσοφική ανθρωπολογία του ύστερου έργου του, αλλά και η σημασία του έργου αυτού για τη φιλοσοφική θεώρηση του χρόνου. Το πρόβλημα του χρόνου προσδιορίζει εν γένει τα κεντρικά φιλοσοφικά ερωτήματα της γνώσης, της ύπαρξης και του όντος. Η οντολογία του Καστοριάδη αποτελεί μία νέα προσέγγιση στη φιλοσοφική προβληματική της χρονικότητας, στο πλαίσιο της οποίας ο χρόνος συνιστά το πρωταρχικό μάγμα και την αναγκαία και ικανή συνθήκη της οντολογικής δημιουργίας. Μάγμα ονομάζεται το οντολογικό υπόβαθρο κάθε κοινωνικοϊστορικής μορφής, εκ του οποίου μπορεί να εξαχθεί απροσδιόριστος αριθμός συνόλων, αλλά το οποίο δεν μπορεί να αναχθεί στο άθροισμα ή το σύνολο των συνόλων αυτών. Στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του Καστοριάδη ως οντολογική δημιουργία θεωρείται η ανάδυση της ετερότητας, ως ετερότητα θεωρείται η εμφάνιση μίας καινούργιας μορφής η οποία δεν ανάγεται σε προηγούμενους καθορισμούς, και ο χρόνος θεωρείται ως η διαρκής δημιουργία και καταστροφή των μορφών, κατά τρόπο που ο χρόνος καθ’ εαυτός ταυτίζεται με το Είναι. Η έρευνά αναπτύσσεται σύμφωνα με τη μέθοδο της ιστορικοκριτικής διαύγασης (elucidation). Η ιστορικοκριτική έρευνα λαμβάνει υπόψιν τα κείμενα, αλλά και τις ιστορικές πηγές και τις κοινωνικοϊστορικές συνθήκες της ερμηνευτικής των κειμένων, τοποθετώντας την ιστορία της φιλοσοφίας στο πλαίσιο της κοινωνικής ιστορίας εν γένει. Στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται η κριτική του Καστοριάδη στην παραδοσιακή φιλοσοφία και, μέσω αυτής, η πραγμάτευση των θεμελιακών εννοιών και κατηγοριών που χρησιμοποιεί η συνολιστική-ταυτιστική λογική. Ο Καστοριάδης διακρίνει δύο κύριες προσεγγίσεις του χρόνου στη Δυτική φιλοσοφία, την αντικειμενική-κοσμολογική προσέγγιση και την υποκειμενική-φαινομενολογική προσέγγιση, έκαστη εκ των οποίων αντιμετωπίζει το χρόνο ως φαινόμενο της φύσης ή ως φαινόμενο της συνείδησης, αντίστοιχα. Σε αυτές αντιπαραθέτει τη λογική των μαγμάτων. Το δεύτερο μέρος αποτελεί μία παρουσίαση της κοινωνικής οντολογίας του Καστοριάδη με βάση τα ιστορικά και κοινωνικά φαινόμενα που σχετίζονται με την έννοια της χρονικότητας. Μέσα από την λεπτομερή πραγμάτευση της προσέγγισης του Καστοριάδη στα ζητήματα της γέννησης, του θανάτου, του έρωτα και της πολιτικής, αναδεικνύονται οι διαφορετικές, αντιθετικές και συμπληρωματικές χρονικότητες της ατομικής ψυχής, του κοινωνικού ατόμου, του κοινωνικού συνόλου και του φυσικού κόσμου. Παρουσιάζονται οι διαφορετικές χρονικότητες των ετερόνομων και των δημοκρατικών κοινωνιών, καθώς και οι κοινωνικοϊστορικές προϋποθέσεις ενός ελεύθερου δημόσιου χρόνου σύμφωνα με το πρόταγμα της κοινωνικής αυτονομίας. Στα συμπεράσματα, όπου επανεκτιμώνται κριτικά οι θέσεις του Καστοριάδη που συνιστούν την κριτική του στην οντολογία της καθοριστικότητας και συγκροτούν την δική του πρόταση για μία φιλοσοφία της πράξης, στηριγμένη σε μία οντολογία του δημιουργικού χρόνου, που καταφάσκει στη δυνατότητα του ανθρώπου να μεταβάλλει, μέσω της λελογισμένης πράξης, τον κοινωνικό χρόνο, αλλάζοντας την Ιστορία. 1293 283 322 Οι αντιλήψεις των εκπαιδευτικών που διδάσκουν την αγγλική γλώσσα στο δημοτικό σχολείο για την επαγγελματική τους ανάπτυξη During the recent years, there has been observed a tendency of the English language teachers to obtain post graduate studies degrees, attendance of seminars relevant to their work object and the new technologies. It is obvious that this tendency is necessitated up to a point by the needs of the job market and the competition. However, the concern remains to what degree this tendency involves substantial and real internal incentives. The aim remains to be the professional development of English language teachers in primary education, and this resulted in the research topic of this study. In particular, the present paper conducts a literature review and qualitative research to investigate this issue. The essay first addresses the importance of English language teaching at school and its existence and conducts a study on the relative education of English teachers. It also attempts to explore the nature of teaching by clarifying the notions of 'function', 'public service' and 'profession', where this attempt is continued with the analysis of professionalism and the importance of professional development for the field of teaching. Professional development is subject to an in-depth study and a research overview for English language teachers. Given the gap in the Greek articles on the professional development of the English language teachers, this subject has been selected for analysis in order to extract modern data. The results of the research prove the lack of pedagogical training and teaching competence in the English language and literature schools of our country. This lack is recognized by participants who, while trying to fill the gap of their core curriculum, take the individual training initiative to have a professional development in order to meet the requirements of the teacher's profession. Έχει παρατηρηθεί τα τελευταία χρόνια η τάση των εκπαιδευτικών της αγγλικής γλώσσας να επιδιώκουν την απόκτηση μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών, την παρακολούθηση σεμιναρίων σχετικά με το αντικείμενό τους και τις νέες τεχνολογίες. Φαίνεται ότι η τάση αυτή επιβάλλεται ως ένα βαθμό από τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και του ανταγωνισμού. Ωστόσο, παραμένει ο προβληματισμός κατά πόσο η τάση αυτή ενέχει ουσιώδη και πραγματικά εσωτερικά κίνητρα. Ο στόχος εμμένει να είναι η επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών Αγγλικής γλώσσας της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. και αυτό αποτέλεσε το αντικείμενο της παρούσας έρευνας. Ειδικότερα, στην παρούσα εργασία πραγματοποιείται βιβλιογραφική ανασκόπηση και ποιοτική έρευνα προκειμένου να διερευνηθεί το εν λόγω ζήτημα. Η εργασία αρχικά πραγματεύεται την σημασία της διδασκαλίας της Αγγλικής γλώσσας στο σχολείο και την ύπαρξή της σε αυτό και πραγματοποιεί μια μελέτη αναφορικά με την επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών της Αγγλικής. Ακόμα, γίνεται απόπειρα να διερευνηθεί ο χαρακτήρας της διδασκαλίας, μέσα από την αποσαφήνιση των εννοιών «λειτούργημα», «δημοσιοϋπαλληλική δουλειά» και «επάγγελμα», όπου στην ουσία η απόπειρα αυτή συνεχίζεται με την ανάλυση του επαγγελματισμού και την σπουδαιότητα της επαγγελματικής ανάπτυξης στον τομέα της διδασκαλίας. Η επαγγελματική ανάπτυξη υπόκειται σε μια αναλυτική μελέτη και στα πλαίσια αυτής, πραγματοποιείται μια ερευνητική επισκόπηση όσον αφορά τους εκπαιδευτικούς Αγγλικής γλώσσας. Δεδομένου του ερευνητικού ελλείμματος που υπάρχει στην ελληνική αρθρογραφία σχετικά με την επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών αγγλικής γλώσσας, επιλέχθηκε το εν λόγω θέμα προς ανάλυση με σκοπό να εξαχθούν σύγχρονα δεδομένα και συμπεράσματα. Τα αποτελέσματα της έρευνας αποδεικνύουν το έλλειμμα που υπάρχει ως προς την παιδαγωγική κατάρτιση και την διδακτική επάρκεια στις σχολές Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας αλλά και στα κρατικά επιμορφωτικά προγράμματα της χώρας μας. Το εν λόγω έλλειμμα αναγνωρίζεται από τους συμμετέχοντες, οι οποίοι προσπαθώντας να καλύψουν το κενό των βασικών τους σπουδών, παίρνουν την ατομική πρωτοβουλία για επιμόρφωση για να έχουν επαγγελματική ανάπτυξη, προκειμένου να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού. 1294 224 236 Development of novel methods for the extraction and recovery of metal nanoparticles from environmental samples Ανάπτυξη νέων μεθόδων για την εκχύλιση και ανάκτηση μεταλλικών νανοσωματιδίων από περιβαλλοντικά δείγματα The present doctoral thesis focuses on the effort to further improvemet both the sensitivity and selectivity of nanoparticle analysis methods in environmental samples, as existing methods require specialized and expensive equipment (eg single-element ICP-MS) as well as complex and time consuming extraction processes, although still unsuccessful, in many cases sufficient sensitivity for the analysis of trace amounts of metal nanoparticles in environmental samples. At the same time, the purpose of the doctoral dissertation is to develop a method of sequential (gradual) extraction of nanoparticles from solid samples, allowing a better understanding of the mechanisms and phenomena related to the interaction of nanoparticles in the environment. To achieve this goal the research focuses on the development of new methods based on (a) microextraction of gold and silver nanoparticles into suspended supermolecular agglomerates and determination by atomic absorption spectroscopy by electrothermal atomization; Picketing-type emulsions (emulsions formed during the adsorption of colloidal particles at the interface between the organic and aqueous phases) followed by re-extraction and oxidative solubilization and suitably adapted for the extraction of large volumes and (c) sequential extraction to evaluate the mobility and fractionation of metal nanoparticles in soils. For each method the experimental working conditions were optimized and successfully applied to real environmental samples with very satisfactory results. H παρούσα διδακτορική διατριβή επικεντρώνεται στην προσπάθεια περαιτέρω βελτίωσης τόσο της ευαισθησίας όσο και της εκλεκτικότητας των μεθόδων ανάλυσης νανοσωματιδίων σε περιβαλλοντικά δείγματα, καθώς οι υπάρχουσες μέθοδοι απαιτούν εξειδικευμένο και ακριβό εξοπλισμό (π.χ. single-element ICP-MS) καθώς και πολύπλοκες και χρονοβόρες διαδικασίες εκχύλισης, χωρίς παρόλα αυτά να επιτυγχάνουν, σε πολλές περιπτώσεις επαρκή ευαισθησία για την ανάλυση ιχνοποσοτήτων μεταλλικών νανοσωματιδίων σε περιβαλλοντικά δείγματα. Παράλληλα σκοπός της διδακτορικής διατριβής είναι η ανάπτυξη μιας μεθόδου διαδοχικής (βαθμωτής) εκχύλισής των νανοσωματιδίων από στερεά δείγματα, επιτρέποντας την καλύτερη κατανόηση των μηχανισμών και των φαινομένων που σχετίζονται με την αλληλεπίδραση των νανοσωματιδίων στο περιβάλλον. Για την επίτευξη του στόχου αυτού η έρευνα επικεντρώνεται στην ανάπτυξη νέων μεθόδων βασισμένες α) στην μικροεκχύλιση νανοσωματιδίων χρυσού και αργύρου σε αιωρούμενα υπερμοριακά συσσωματώματα και προσδιορισμός με φασματοσκοπία ατομικής απορρόφησης με ηλεκτροθερμική ατομοποίηση β) στην υγρή μικροεκχύλιση διασπαρμένου σταγονιδίου (Dispersive Suspended Microextraction- DSME) μέσω σχηματισμού μικρογαλακτωμάτων τύπου Picketing (γαλακτώματα που σχηματίζονται κατά την προσρόφηση κολλοειδών σωματιδίων στη διεπιφάνεια μεταξύ οργανικής και υδατικής φάσης) ακολουθούμενη από επανεκχύλιση και οξειδωτική διαλυτοποίηση και κατάλληλα προσαρμοσμένη για την εκχύλιση μεγάλων όγκων δειγμάτων γ) στην εκχύλιση νανοσωματιδίων με διαλυτοποιούμενα φυλλόμορφα διυδροξείδια Mg/Al μέσω συγκαταβύθισης και δ) στη διαδοχική εκχύλιση για την εκτίμηση της κινητικότητας και της κλασματοποίησης μεταλλικών νανοσωματιδίων σε εδάφη. Για κάθε μέθοδο βελτιστοποιήθηκαν οι πειραματικές συνθήκες εργασίας και εφαρμόστηκαν επιτυχώς σε πραγματικά περιβαλλοντικά δείγματα με πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα. 1295 198 224 The fear of pain in addicts as a barrier to the successful outcome of methadone maintenance treatment Ο φόβος του πόνου ως εμπόδιο στην επιτυχή έκβαση της θεραπείας υποκατάστασης με μεθαδόνη Background: A complete therapy for opioid addiction based on methadone maintenance treatment includes, among others, a successful detoxification and ongoing abstinence. Objective: The fear of pain in addicts as a barrier to methadone withdrawal. Method: Census sample data of 94 patients from the OKANA methadone clinics of Attica in Greece were extracted on the fear of pain, related to the dose reduction. Results: The present study showed positive correlation trends between the current methadone dose and fear of pain, as well as a negative correlation among the stabilization dose and fear of pain. The results highlighted that fear of pain increased as the divergence of the current dose out of the stabilization dose diminished. Increased levels of pain fear were found in patients living alone and in those not born in Greece. Conclusions: The findings suggest that gradual reduction of methadone doses is probably accompanied by lesser fear of pain, presumably related to withdrawal syndrome. Future research should focus on the fear of pain bringing out correlations with the gradual withdrawal course of the substitute (rather than the actual dosage itself). Εισαγωγή: Η ολοκληρωμένη θεραπεία της εξάρτησης από τα οπιοειδή που βασίζεται στη θεραπεία συντήρησης με μεθαδόνη, μεταξύ άλλων παραμέτρων, περιλαμβάνει την επιτυχή διαδικασία αποτοξίνωσης και απόσυρσης από το υποκατάστατο όπως και τη συνεχή αποχή από όλες τις ουσίες (συμπεριλαμβανομένου του υποκατάστατου). Αντικείμενο: Ο φόβος του πόνου στους εξαρτημένους ως εμπόδιο στη μείωση της δοσολογίας της μεθαδόνης. Μέθοδος: Δεδομένα ενός καθολικού απογραφικού δείγματος 94 ασθενών των μονάδων μεθαδόνης του ΟΚΑΝΑ στην περιφέρεια Αττικής στην Ελλάδα εξήχθησαν στο πεδίο του φόβου του πόνου που σχετίζεται με τη μείωση της μεθαδόνης κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Αποτελέσματα: Τα αποτελέσματα έδειξαν αυξημένα επίπεδα φόβου του πόνου στους ασθενείς που διαβιούν μόνοι τους. Ο φόβος του πόνου αφορούσε κυρίως τον φόβο του πόνου που σχετίζεται με τις ιατρικές παρεμβάσεις. Ο φόβος του πόνου φάνηκε να αυξάνει όσο μειωνόταν η διαφορά της παρούσας δοσολογίας από τη δοσολογία σταθεροποίησης, συγκριτικά με εκείνους στους οποίους η διαφορά αυτή αυξανόταν. Συμπεράσματα: Τα ευρήματα προτείνουν ότι η σταδιακή μείωση της δοσολογίας της μεθαδόνης συνοδεύεται μάλλον από χαμηλότερα επίπεδα φόβου του πόνου, που πιθανώς σχετίζεται με το φόβο των στερητικών συμπτωμάτων. Η μελλοντική έρευνα θα πρέπει να εστιάσει στις συσχετίσεις του φόβο του πόνου με την βαθμιαία πορεία μείωσης της δοσολογίας στο υποκατάστατο (και όχι με τη τρέχουσα δοσολογία αυτή καθαυτή). 1296 241 228 This work will present the basic lines over which symptoms’ confrontation, right and in due time diagnosis, medico-pharmaceutical management and ways of treatment are often used to treat a clinical problem such as urolithiasis and renal colic that follows it. Final objective of this presentation is to constitute a sufficient introductive and informative tool so much to the medical and medical auxiliary personnel as well as anyone else that might be concerned. The work is constituted by two main parts. The first part with the title " Urolithiasis " aims in presenting the basic theoretical directions of pathophysiology, clinical examination and the ways of diagnosis of symptoms that define the practice of medical investigation of urolithiasis and are produced from this renal colic, for this work is shaped taking into consideration the continuous developments and differentiations in the medical space. The second part with the title "Special Part" includes the analytic presentation of research that was carried out the time interval March until August 2006, when it was put into trial the effectiveness of pharmaceutical management in the confrontation of incidents of patients that ware submitted in extracoproreal lithothripsy, that took place in Private Hospital of Athens. This work closes with conclusions and reflections on further study as to witch are the objectives and the points that should be taken into account in order to confront this problem creatively and provide an individualised therapy using the newer data that technology offers. Η εργασία αυτή θα κινηθεί στα πλαίσια μιας εμπεριστατωμένης εισαγωγής στις βασικές αρχές που διέπουν την αιτιολογία, τον τρόπο αντιμετώπισης των συμπτωμάτων, τη σωστή και έγκαιρη διάγνωση, την ιατροφαρμακευτική διαχείριση και τέλος τον τρόπο θεραπείας ενός συχνά αντιμετωπιζόμενου κλινικού προβλήματος, όπως είναι η ουρολιθίαση κι ως αποτέλεσμα αυτής, ο κολικός νεφρού. Απώτερος στόχος της παρουσίασης αυτής είναι να αποτελέσει ένα επαρκές εισαγωγικό και ενημερωτικό εργαλείο τόσο προς το ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό, όσο και για όποιον άλλο ενδιαφέρεται για το ζήτημα αυτό. Η εργασία αποτελείται από δύο κύρια μέρη. Το πρώτο μέρος με τον τίτλο «Ουρολιθίαση» στοχεύει στο να παρουσιάσει τις βασικές θεωρητικές κατευθύνσεις της παθοφυσιολογίας, κλινικής εξέτασης και τους τρόπους διάγνωσης των συμπτωμάτων που διέπουν την πρακτική της ιατρικής διερεύνησης της ουρολιθίασης και του παραγόμενου εξ αυτού νεφρικού κολικού, όπως αυτός διαμορφώνεται με γνώμονα τις συνεχείς εξελίξεις και διαφοροποιήσεις στον ιατρικό χώρο. Το δεύτερο μέρος με τον τίτλο «Ειδικό Μέρος» εμπεριέχει την αναλυτική παρουσίαση της έρευνας που διεξήχθη το χρονικό διάστημα Μάρτιος έως Αύγουστος 2006, προκειμένου να δοκιμαστεί η αποτελεσματικότητα της φαρμακευτικής διαχείρισης στην αντιμετώπιση περιστατικών ασθενών που υποβλήθηκαν σε εξωσωματική λιθοτριψία, που έλαβαν χώρα σε Ιδιωτικό Νοσοκομείο των Αθηνών Η εργασία καταλήγει με συμπεράσματα και προβληματισμούς για περαιτέρω μελέτη και κυρίως τους στόχους και τα σημεία που πρέπει κάθε ενδιαφερόμενος να προσέξει, προκειμένου να χρησιμοποιήσει δημιουργικά και εξατομικευμένα τα νεότερα δεδομένα στην αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού. 1297 11 13 The tentative analysis of the ideological roles of the educational system Δωδώνη : επιστημονική επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων; Τόμ. 11 (1982) 1298 208 211 Sorbents and separation membranes involving ionic liquid phases as precursors Ροφητικά υλικά και μεμβράνες διαχωρισμού με εμπλοκή πρόδρομων φάσεων ιοντικών υγρών Ionic Liquids (ILs) are a class of compounds composed exclusively of ions and are liquids at temperatures below to 100°C, whereas the most widely used ILs remain liquid even at ambient temperatures. These compounds are of special interest in recent years since they compile a combination of remarkable features, such as low melting points, negligible vapor pressure and ability to dissolve a plurality of components, high chemical and thermal stability and great chemical tunability. In this dissertation, porous adsorbents and separation membranes were developed utilizing ILs as precursors. Specifically, efforts were undertaken to develop liquid membranes using the method of post-synthesis modification of porous substrates with ILs and sol-gel method. In the sol-gel method the IL was one of the components of the synthetic procedures that also served as structure directing agent of the porous network in which it was trapped. In addition, ILs were used as precursors for developing porous carbon adsorbents and porous carbon membranes for gas separations. The developed porous carbons were studied with respect to the adsorption properties for various gases as well as to their catalytic properties for oxygen reduction/reaction, whereas the developed liquid and carbon membranes were evaluated for their separation properties. Τα «Ιοντικά Υγρά» είναι μια κατηγορία ενώσεων που αποτελούνται αποκλειστικά από ιόντα και είναι υγρά σε θερμοκρασίες κάτω των 100οC, ενώ τα πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα Ιοντικά Υγρά παραμένουν υγρά ακόμα και σε θερμοκρασία περιβάλλοντος. Οι ενώσεις αυτές αποτελούν αντικείμενο ενεργούς μελέτης τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας ενός συνδυασμού αξιοσημείωτων χαρακτηριστικών που επιδεικνύουν, όπως τα χαμηλά σημεία τήξης τους, η αμελητέα τάση ατμών τους, η ικανότητα διαλυτοποίησης-διάλυσης πληθώρας συστατικών, η υψηλή χημική και θερμική σταθερότητά τους και η ευκολία ελέγχου της χημείας τους. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή έγινε προσπάθεια ανάπτυξης πορωδών προσροφητών και μεμβρανών διαχωρισμού με εμπλοκή προδρόμων φάσεων Ιοντικού Υγρού. Συγκεκριμένα, έγινε προσπάθεια ανάπτυξης υγρών μεμβρανών Ιοντικού Υγρού με τη μέθοδο τροποποίησης πορώδους μέσου και με τη μέθοδο διαλύματος-πηκτής. Στη δεύτερη περίπτωση το Ιοντικό Υγρό αποτελούσε συστατικό της σύνθεσης, ενώ ταυτόχρονα λειτουργούσε και ως μέσο οικοδόμησης της πορώδους δομής της μεμβράνης στην οποία και εγκλωβιζόταν. Επιπλέον, αναπτύχθηκαν πορώδεις ανθρακoύχοι προσροφητές και πορώδεις ανθρακούχες μεμβράνες διαχωρισμού με ανθρακοποίηση Ιοντικών Υγρών ως πρόδρομη ύλη. Οι ανεπτυγμένοι ανθρακούχοι προσροφητές μελετήθηκαν ως προς τις ιδιότητες προσρόφησης διαφόρων αερίων καθώς και ως προς τις καταλυτικές ιδιότητές τους για εφαρμογές αντιδράσεων αναγωγής οξυγόνου, ενώ προσδιορίστηκαν και οι ιδιότητες διαχωρισμού διαφόρων αερίων των ανεπτυγμένων υγρών και ανθρακούχων μεμβρανών. 1299 9 10 Ψυχοκοινωνικές εκδηλώσεις σε ασθενείς που πάσχουν από χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια Psychosocial manifestations in patients with chronic obstructive pulmonary disease 1300 399 391 Composite retrotransposons SVA (SINE-R, VNTR, Alu) are the evolutionarily youngest family of complex retrotransposons in hominoids. They are present in ~ 2670 copies in the human genome reference sequence and have been implicated in causing genetic diseases (Leukemia, neurofibromatosis etc) through various mechanisms. It has been suggested that they are mobilized by the ORF2 LINE-1 protein whereas their transcriptional regulation remains highly obscured. In the present study, we recovered the full-length SVAs of the human genome using UCSC database. Following categorization according to their genomic location, we found that the vast majority of SVAs are adjacent to the transcription start site, or within genes. In order to isolate an active SVA, specific primers were designed and used to clone SVA transcripts from leukemic cells. Nucleotide comparison (BLASTNCBI) proved the homology with SVA elements and cloned sequences were mapped to the human genome. DNA was extracted from blast cells of a patient with acute Blymphoblastic leukemia and an SVA-C, residing in the first intron of the SMOC-1 gene (SVASMOC1-L) was cloned. Remarkably, it was characterized by a 347 nucleotide truncation in the VNTR region compared to the corresponding reference SVA in the human genome. SVASMOC1-L was labeled with an EGFP-based retrotransposition cassette (SVA /EGFP-INT), designed to detect EGFP expression solely upon the occurrence of an SVA retrotransposition event. Following transfection and FACS analysis of cell clones, we found that retrotranspositionally positive cells were 0.1-32% of total cells in A549 single and massive clone cells, 0.5-4.8% in massive and single HeLa clones, and 4.7-6.3% in H1299 massive clones. Transfection of HUT-78 and Jurkat cells resulted in high retrotransposition frequencies reaching 31.7- and 70.8%, respectively. Retrotransposition events were detected in most cases by means of EGFP-positive cells by UV microscopy and further identified as genomic insertions by PCR analysis. Elevated retrotransposition events were associated with phenotypic changes, autophagic phenomena, acquisition of invasiveness and stem cell properties in A549 cells. In A549 clone cells, SVASMOC1-L was mobilized by: a. ORF2-LINE-1 reverse transcriptase, b. deacetylase inhibitors (Trichostatin-A, valproic acid), c. the anticancer drug Etoposide and d. induced oxidative stress by hydrogen peroxide and arsenic. The results of this study demonstrate for the first time that: 1. a VNTRtruncated SVA retrotransposon is active, 2. proliferating cells, such as cancer cells, provide an amenable environment for generation of retrotransposition events and 3. an SVA with a high retrotransposition-potential may contribute to the malignant progression of leukemia. Τα σύνθετα ρετροτρανσποζόνια SVA (SINE-R, VNTR, Alu) αποτελούν την εξελικτικά νεότερη οικογένεια σύνθετων ρετρομεταθετών στοιχείων στο ανθρώπινο γένωμα. Απαντώνται σε ~2670 αντίγραφα και ενοχοποιούνται για την πρόκληση γενετικών ασθενειών (πχ. λευχαιμία, νευροϊνωμάτωση κλπ) με διάφορους μηχανισμούς. Έχει υποστηριχθεί ότι κινητοποιούνται από την πρωτεΐνη ORF2 των LINE-1 ωστόσο η μεταγραφική τους ρύθμιση παραμένει άγνωστη σε μεγάλο βαθμό. Στην παρούσα μελέτη ανακτήθηκαν, αρχικά, τα πλήρους μήκους SVA του ανθρώπινου γενώματος μέσω της βάσης δεδομένων UCSC. Έγινε κατηγοριοποίηση ανάλογα με τη γενωμική τους θέση και βρέθηκε ότι σχεδόν το σύνολο των SVA εδράζονται παρακείμενα στη θέση έναρξης της μεταγραφής ή εντός γονιδίων. Με στόχο την απομόνωση ενός ενεργού SVA, χρησιμοποιήθηκαν ειδικοί εκκινητές και κλωνοποιήθηκαν μεταγραφήματα SVA από κύτταρα λευχαιμικού ασθενούς. Μέσω νουκλεοτιδικής σύγκρισης (BLAST-NCBI) αποδείχτηκε η ομολογία με ακολουθίες SVA οι οποίες και χαρτογραφήθηκαν στο ανθρώπινο γένωμα. Χρησιμοποιώντας DNA από βλάστες ενός ασθενή με οξεία Β-λεμφοβλαστική λευχαιμία κλωνοποιήθηκε το SVA-C που εδράζεται στο 1ο ιντρόνιο του γονιδίου SMOC-1 (SVASMOC1-L). Ωστόσο αυτό χαρακτηρίστηκε από έλλειψη 347 νουκλεοτιδίων στην περιοχή VNTR σε σχέση με το αντίστοιχο SVA στο γονιδίωμα αναφοράς. Το SVASMOC1-L σημάνθηκε με ειδική κασέτα ανίχνευσης ρετρομετάθεσης που εξασφαλίζει την έκφραση της φθορισμογόνου πρωτεΐνης EGFP αποκλειστικά και μόνο, έπειτα από ένα γεγονός ρετρομετάθεσης (SVA/EGFP-INT). Μετά από διαμόλυνση και ανάλυση FACS σε κυτταρικούς κλώνους βρέθηκε ότι τα θετικά σε ρετρομετάθεση κύτταρα αποτελούσαν το 0.1-32% του συνόλου σε μαζικούς και μονήρεις κλώνους Α549, το 0.5-4.8% σε μαζικούς και μονήρεις κλώνους HeLa και το 4.7-6.3% σε μαζικούς κλώνους Η1299. Διαμόλυνση σε κύτταρα HUT-78 και Jurkat απέδωσε συχνότητες ρετρομετάθεσης 31.7- και 70.8%, αντίστοιχα. Τα γεγονότα ρετρομετάθεσης ανιχνεύθηκαν στις περισσότερες περιπτώσεις μέσω EGFP-θετικών κυττάρων με μικροσκοπία UV, τα οποία περαιτέρω πιστοποιήθηκαν ως γενωμικές ενσωματώσεις με ανάλυση PCR. Τα αυξημένα γεγονότα ρετρομετάθεσης συσχετίστηκαν σε κύτταρα Α549 με αλλαγή φαινοτύπου, φαινόμενα αυτοφαγίας, απόκτηση διηθητικότητας και ιδιοτήτων βλαστικών κυττάρων. Σε κύτταρα κλώνων Α549, βρέθηκε ότι το SVASMOC1-L μπορεί να κινητοποιηθεί από: α. την αντίστροφη μεταγραφάση ORF2 των LINE-1, β. αναστολείς των αποακετυλασών (Τριχοστατίνη- Α και βαλπροϊκό οξύ), γ. το αντικαρκινικό φάρμακο Ετοποσίδιο και δ. επαγόμενο οξειδωτικό στρες από υπεροξείδιο του υδρογόνου και αρσενικό. Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης αποδεικνύουν πειραματικά για πρώτη φορά ότι: 1. ένα VNTR-ελλειμματικό ρετροτρανσποζόνιο SVA είναι ρετρομεταθετικά ενεργό, 2. πολλαπλασιαστικά ενεργά κύτταρα, όπως τα καρκινικά, παρέχουν τις προϋποθέσεις για την τέλεση γεγονότων ρετρομετάθεσης και 3. ένα SVA με υψηλό δυναμικό ρετρομετάθεσης, μπορεί να συμβάλλει στην κακοήθη εξέλιξη της λευχαιμίας. 1301 153 171 Η προσαρμογή στην αναπηρία ως παράμετρος διαμόρφωσης του ψυχολογικού ευ ζην των ατόμων με αναπηρία This research study aims to study the psychological wellbeing of people with disabilities, particularly those with visual, acoustic, motor or chronic illnesses, as well as to examine the impact of admission and adaptation on disability in shaping the psychological wellbeing of people. At the same time, the survey examines whether demographic data and disability-related elements are regulatory factors that determine their psychological wellbeing. Statistical analysis has shown that adaptation to disability, the type of disability, the existence of leisure activities and the marital status are important predictors of the dimensions of psychological well-being. Moreover, the psychological wellbeing of people with disabilities has been differentiated on the basis of demographic characteristics such as the working situation, the educational level, the monthly income and income / expenses ratio. The results are discussed on the basis of the pre-existing bibliography, while proposals are made for the development of further research activity in the subject under investigation. Η παρούσα ερευνητική μελέτη έχει ως σκοπό να μελετήσει το ψυχολογικό ευ ζην των ατόμων με αναπηρία και συγκεκριμένα ατόμων με οπτική, ακουστική, κινητική αναπηρία ή χρόνιες ασθένειες, καθώς και να εξετάσει την επίδραση της αποδοχής και προσαρμογής στην αναπηρία στη διαμόρφωση του ψυχολογικού ευ ζην των ατόμων. Παράλληλα, η έρευνα εξετάζει αν στοιχεία δημογραφικά και στοιχεία που αφορούν στην κατάσταση της αναπηρίας είναι ρυθμιστικοί παράγοντες που διαμορφώνουν το ψυχολογικό ευ ζην τους. Από τη στατιστική ανάλυση προέκυψε ότι η προσαρμογή στην αναπηρία, το είδος της αναπηρίας, η ύπαρξη δραστηριοτήτων ελεύθερου χρόνου και η οικογενειακή κατάσταση αποτελούν σημαντικούς προβλεπτικούς παράγοντες των διαστάσεων του ψυχολογικού ευ ζην. Ακόμη, το ψυχολογικό ευ ζην των ατόμων με αναπηρία, διαφοροποιήθηκε με βάση δημογραφικά χαρακτηριστικά όπως η εργασιακή κατάσταση, το μορφωτικό επίπεδο, το μηνιαίο εισόδημα και η σχέση εισοδήματος- εξόδων. Τα αποτελέσματα συζητούνται με βάση την προϋπάρχουσα βιβλιογραφία, ενώ κατατίθενται και προτάσεις για ανάπτυξη περεταίρω ερευνητικής δραστηριότητας στο υπό διερεύνηση θέμα. 1302 252 234 Μετεγχειρητική έκπτωση γνωσιακών λειτουργιών και γενική αναισθησία It was Bedford in 1955 who first recorded that some of the elderly patients who were subjected to operations under general anaesthesia “were never the same” postoperatively. This change, which is nowadays evaluated by means of psychometric tests, is termed postoperative cognitive dysfunction (POCD). The deficit differs in each patient regarding the duration and the intensity and may involve all levels of cognition such as language comprehension, visual-spatial intelligence, process of speech, abstract thinking and social integration. It can be distinguished in early and late POCD when it is observed within the first 7 days or 3 months post-operation respectively. These events are associated with a higher rate of postoperative complications, increased length of hospital stay and have an impact on the patient’s wellbeing and quality of life. Furthermore, data have shown a positive relation to mortality in elderly patients that develop POCD 3 months postoperatively. Even though POCD is common after cardiac operations, its incidence remains significant in non-cardiac ones (25.8% -40% in the 1st week, 9.9% at 3 months and 1% at 2 years postoperatively) with even higher rates in more than 60- years-old patients. The pathophysiology of POCD still remains unclear. Several mechanisms have been proposed including neurotoxicity of volatile anaesthetics, inflammation, anticholinergic activity, low intraoperative cerebral oxygenation and cerebral microemboli. The aim of this study was to evaluate the impact of propofol and sevoflurane anaesthetic agents on early and late postoperative cognitive function of elderly patients and to assess the role of inflammation at the same time frame. Η αλλαγή στην γνωσιακή λειτουργία που παρατηρείται μετά από μια χειρουργική επέμβαση και σήμερα αξιολογείται με ψυχομετρικές δοκιμασίες, περιγράφεται ως μετεγχειρητική έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών (ΜΕΝΛ- Postoperative Cognitive Dysfunction-POCD). Το γνωστικό αυτό έλλειμμα, που διαφέρει σε κάθε ασθενή στη χρονική διάρκεια και στο βαθμό, μπορεί να αφορά όλο το εύρος των γνωστικών λειτουργιών, την οπτική και ακουστική μνήμη, τις διεργασίες μνήμης, την οπτικοχωρική δεξιότητα, τις διεργασίες λόγου, την κοινωνική ενσωμάτωση. Διακρίνεται σε βραχυπρόθεσμη μέχρι 7 ημέρες μετεγχειρητικά και μακροπρόθεσμη όταν εμφανίζεται έως 3 μήνες μετά Στα διαγνωστικά κριτήρια συμπεριλαμβάνονται η έκπτωση της μνήμης (μειωμένη ικανότητα εκμάθησης ή ανάκλησης πληροφοριών), η διαταραχή των εκτελεστικών λειτουργιών (οργάνωση, προγραμματισμός, αλληλουχία), η διαταραχή στην προσοχή ή στην ταχύτητα επεξεργασίας των πληροφοριών και οι διαταραχές λόγου (κατανόηση και εύρεση λέξεων). Παρόλο που είναι συχνή μετά από καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις, παρουσιάζει σημαντική επίπτωση και στις μη-καρδιοχειρουργικές (25.8% -40% την 1η εβδομάδα, 9.9% στους 3 μήνες και 1% 2 έτη μετεγχειρητικά) με ακόμα μεγαλύτερη συχνότητα σε ασθενείς άνω των 60 ετών. Οι παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί δεν έχουν πλήρως διευκρινιστεί. Έχουν προταθεί η τοξικότητα των αναισθητικών παραγόντων, η φλεγμονώδης διεργασία, η αντιχολινεργική δραστηριότητα, η μείωση της εγκεφαλικής οξυγόνωσης και τα εγκεφαλικά μικροέμβολα. Ο σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι να εκτιμήσει την επίδραση της προποφόλης και του σεβοφλουρανίου στην βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη εμφάνιση μετεγχειρητικής έκπτωσης νοητικών λειτουργιών σε ηλικιωμένους ασθενείς και να διερευνήσει τον ρόλο της φλεγμονής. 1303 274 285 Η επίδραση του θετικού - αρνητικού συναισθήματος στη χρήση στρατηγικών αντιμετώπισης του άγχους σε γονείς ατόμων με αναπηρία The purpose of this research is to investigate the stress of parents with disabilities, namely people with Mental Disabilities and ASD, as well as the parents of people with typical development. At the same time, the coping strategies used by parents of people with and without disabilities are considered, and the attempt is being made to explore their positive and, respectively, negative emotion. The measurement of the above variables was carried out with three self-referencing questionnaires, which were given to one hundred and twenty-eight parents of Mental Disabilities and LSD, which consisted of the experimental group and one hundred and twenty-three parents of children with typical development, that named the control group. The first questionnaire looked at stress from a specific situation and the stress as a characteristic of their personality, the second looked at the coping strategies, which they use in stressful situations, and the third looked at the levels of positive and negative emotion. The data was processed using the SPSS. statistical packet 21.0. The results showed that the parents of people with Mental Disabilities have moderate to high levels of stress, which proved to be greater than the other groups in the sample. All three groups were more likely to use active strategies to deal with stress, other than passive strategies. They were also found to have more positive emotion than the negative one, with the parents of people with Mental Disabilities to appear with more negative emotion than the other two groups in the sample. Finally, statistically significant correlations were also found between variables of this research, highlighting how one variable can be affected by the existence of the other. Θεμελιώδης σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η διερεύνηση του άγχους των γονέων ατόμων με αναπηρία, και συγκεκριμένα ατόμων με Νοητική Αναπηρία και ΔΑΦ, καθώς και των γονέων ατόμων με τυπική ανάπτυξη. Παράλληλα, εξετάζονται οι στρατηγικές αντιμετώπισης του άγχους που χρησιμοποιούν οι γονείς ατόμων με και χωρίς αναπηρία, και επιχειρείται, επίσης, η διερεύνηση του θετικού και αντίστοιχα, του αρνητικού τους συναισθήματος. Η μέτρηση των παραπάνω μεταβλητών πραγματοποιήθηκε με τρία ερωτηματολόγια αυτοαναφοράς, τα οποία χορηγήθηκαν σε εκατόν είκοσι οκτώ γονείς ατόμων με Νοητική Αναπηρία και ΔΑΦ, τα οποία αποτέλεσαν την πειραματική ομάδα και εκατόν είκοσι τρεις γονείς ατόμων με τυπική ανάπτυξη που αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Το πρώτο ερωτηματολόγιο εξέτασε το άγχος από μια κατάσταση και το άγχος ως χαρακτηριστικό τη προσωπικότητάς τους, το δεύτερο εξέτασε τις στρατηγικές αντιμετώπισης που κάνουν χρήση σε καταστάσεις άγχους και το τρίτο εξέτασε τα επίπεδα του θετικού και του αρνητικού τους συναισθήματος. Η επεξεργασία των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με το στατιστικό πακέτο SPSS. 21.0. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι γονείς ατόμων με Νοητική Αναπηρία εμφανίζουν μέτρια προς υψηλά επίπεδα άγχους, το οποίο αναδείχθηκε μεγαλύτερο, σε σχέση με τις υπόλοιπες ομάδες του δείγματος. Βρέθηκε επίσης, από τις 3 ομάδες μεγαλύτερη χρήση ενεργητικών στρατηγικών αντιμετώπισης του άγχους, ως προς αυτές που θεωρούνται από την βιβλιογραφία ως παθητικές. Εντοπίστηκε, ακόμα, να διαθέτουν περισσότερο θετικό συναίσθημα, σε σχέση με το αρνητικό, με τους γονείς ατόμων με Νοητική Αναπηρία να εμφανίζονται με περισσότερο αρνητικό συναίσθημα ως προς τις υπόλοιπες δύο ομάδες του δείγματος. Βρέθηκαν, τέλος, στατιστικά σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ των μεταβλητών της έρευνας, αναδεικνύοντας τον βαθμό που μπορεί να επηρεάζεται η μία μεταβλητή από την ύπαρξη της άλλης μεταβλητής. 1304 279 276 Recommending packages of items to groups of users has several applications, including recommending vacation packages to groups of tourists, entertainment packages to groups of friends, or sets of courses to groups of students. In this thesis, we focus on a novel aspect of package-to-group recommendations, that of fairness. Specifically, when we recommend a package to a group of people, we ask that this recommendation is fair in the sense that every group member is satisfied by a sufficient number of items in the package. We explore two definitions of fairness. We call the first one proportionality, where each user in the group must have at least a number m of items ranked in the top Δ% of his/her preferences. We call the second alternative envy-freeness ,where each user must have at least m items in package, where he/she is ranked at the top Δ% of the users that rated the items. We mostly use m = 1 and call these cases single proportionality and single envy-freeness respectively.We also explore cases for m > 1. We show for either definition the problem of finding the most fair package is NP-hard. We exploit the fact that our problem can be modeled as a coverage problem (single coverage for m = 1 and multi-coverage for m > 1), and we propose greedy algorithms that find approximate solutions within reasonable time. In addition, we study two extensions of the problem, where we impose category or spatial constraints on the items to be included in the candidate packages for recommendation. We evaluate the appropriateness of the fairness models and the performance of the proposed algorithms using real data from Yelp, and a user study. Η σύσταση πακέτων με πολλαπλά αντικείμενα σε ομάδες από χρήστες έχει πολλαπλές εφαρμογές, συμπεριλαμβανομένου την πρόταση πακέτου διακοπών σε ομάδα από τουρίστες, πακέτου διασκέδασης σε ομάδα απο φίλους ή πακέτου μα- θημάτων σε ομάδα από σπουδαστές. Σε αυτή τη πτυχιακή, επικεντρωνόμαστε σε μια πολύ σημαντική πτυχή του προβλήματος συστάσεων πακέτων σε ομάδα χρη- στών, αυτή της δικαιότητας. Συγκεκριμένα όταν προτείνουμε ένα πακέτο σε μια ομάδα χρηστών, εξετάζουμε αν αυτό είναι δίκαιο για όλους τους χρήστες, με την έννοια ότι κάθε μέλος της ομάδας είναι ικανοποιημένο από επαρκή αριθμό αντι- κειμένων στο πακέτο. Μελετάμε δύο ορισμούς για τη δικαιότητα. Ονομάζουμε τον πρώτο απο αυτούς αναλογικότητα, όπου κάθε χρήστης πρέπει να έχει στο πακέτο έναν αριθμό απο τουλάχιστον m αντικείμενα τα οποία να βρίσκονται στα κορυφαία Δ% των προτιμήσεων του. Ονομάζουμε τη δεύτερη εναλλακτικη χωρίς-ζήλια ,όπου κάθε χρήστης πρέπει να έχει τουλάχιστον m αντικείμενα στο πακέτο, στα οποία να βρίσκεται στους κορυφαίους Δ% από τους χρήστες που τα βαθμολόγησαν. Κυρίως χρησιμοποιούμε m = 1 και καλούμε αυτές τις περιπτώσεις απλή αναλογικότητα και απλή χωρίς-ζήλια, αντίστοιχα. Επιπρόσθετα, μελετάμε και περιπτώσεις όπου m > 1. Δείχνουμε ότι και για τους δύο ορισμούς, το πρόβλημα είναι NP-Hard. Εκμεταλλευόμαστε το γεγονός ότι μπορεί να μοντελοποιηθεί σαν ένα πρόβλημα κάλυψης (απλής κάλυψης για m = 1 και πολλαπλής κάλυψης για m > 1), και προ- τείνουμε άπληστους αλγόριθμους που βρίσκουν προσεγγιστικές λύσεις σε λογικούς χρόνους. Επιπλέον, μελετάμε δύο επεκτάσεις του προβλήματος, όπου επιβάλλουμε περιορισμούς με κατηγορίες και χωρικούς περιορισμούς στα αντικείμενα που θα συμπεριληφθούν στο προς πρόταση πακέτο. Τέλος αξιολογούμε την καταλληλό- τητα του μοντέλου δικαιότητας και την επίδοση των προτεινόμενων αλγορίθμων, με πραγματικά δεδομένα απο το Yelp και με μια μελέτη χρηστών. 1305 239 230 Learning greek language as second language in Serbia in Primary Education Εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας ως δεύτερης στη Σερβία στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση The subject of this study is the acquisition of Greek language as mother or/and second language from primary school students in Serbia. For this purpose, a survey was conducted, in which the lessons of Departments of Learning Greek Language as Mother Tongue for children aged between six and twelve years old were observed for some period in Belgrade, Serbia. The aim of this survey is the observation and study of the errors that students of Greek school in Serbia make, during the procedure of teaching and learning of Greek language. The sample consists students who come from mixed or pure Greek families living in Serbia. The methodology used for this research is the method of observation and method of taking notes. The students’ errors are categorized in wider groups and they are presented for each class and also for all pupils together. It is observed that the majority of errors that primary school students make during the Greek language learning in the Greek school in Serbia, are primarily influenced by the Serbian language, which is the language that students mostly use for their socialization. This survey gives a picture of the conditions, in which Greek language lessons are held in Serbia, a subject that not many studies have dealed with. For that reason, this thesis is considering to be a begging of further researches on this interesting issue. Αντικείμενο της παρούσας εργασίας αποτελεί η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας ως μητρικής ή/και δεύτερης γλώσσας από μαθητές/τριες δημοτικού στη Σερβία. Στο πλαίσιο αυτό, πραγματοποιήθηκε έρευνα, κατά την οποία παρακολουθήθηκαν για ορισμένο χρονικό διάστημα τα μαθήματα των Τμημάτων της Ελληνικής Γλώσσας ως Μητρικής για παιδιά ηλικίας έξι έως δώδεκα ετών στο Βελιγράδι, στη Σερβία. Σκοπός της έρευνας είναι η παρατήρηση και η μελέτη των λαθών που κάνουν οι μαθητές/τριες του ελληνικού δημοτικού σχολείου στη Σερβία, κατά τη διδασκαλία και εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας. Το δείγμα αποτελείται από μαθητές/τριες που προέρχονται από μικτές ή αμιγώς ελληνικές οικογένειες που ζουν στη Σερβία. Η μεθοδολογία που ακολουθείται, για την έρευνα αυτή, είναι η παρατήρηση και η καταγραφή σημειώσεων. Τα λάθη των μαθητών ταξινομούνται σε ευρύτερες κατηγορίες και παρουσιάζονται τόσο ανά τάξη όσο και συνολικά, για όλους τους μαθητές/τριες του δημοτικού σχολείου. Παρατηρείται πως τα περισσότερα λάθη που πραγματοποιούν οι μαθητές/τριες του ελληνικού δημοτικού σχολείου στη Σερβία, κατά την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, αποτελούν, κατά κύριο λόγο επιρροή της σερβικής γλώσσας, η οποία αποτελεί και τη γλώσσα κοινωνικοποίησης των μαθητών. Η έρευνα αυτή δίνει μια εικόνα των συνθηκών πραγματοποίησης των μαθημάτων της ελληνικής γλώσσας στη Σερβία, θέμα με το οποίο ελάχιστες έρευνες έχουν ασχοληθεί. Για αυτό το λόγο, η παρούσα μεταπτυχιακή εργασία αποτελεί έναυσμα για την πραγματοποίηση περαιτέρω ερευνών πάνω στο ενδιαφέρον αυτό ζήτημα. 1306 289 227 The notion of the effective school principle, as this is justified in the relevant bibliography The present research explores the notion of the effective school principle, as this is justified in the relevant bibliography. Initially the review of the existing bibliography defines the notions of educative system, school and effective school. It also considers the conditions and characteristics of school effectiveness and there is a reference to the education movement of school effectiveness. Subsequently, the principle's contribution to the school's effectiveness is highlighted and at the same time there are presented the methods and strategies he is obliged to follow to achieve his goal. Furthermore, the principle's role is investigated, according to the theoretical and inquiring approaches of the school effectiveness, in performing the school duties that are derived from his role as principal. What is also analyzed are the characteristics, skills and abilities that make him effective as a principle. Finally, there is examined whether it is possible to effectively fulfill his role in the greek reality. The main conclusion of the research is that the principle's contribution in the school's effectiveness is decisive, as this is largely dependent on the factors of school efficiency. It is also noted that the role of the effective principle is versatile, complex, demanding and is not limited in an administrative and performing role. Finally we assume that in Greece, the principle has got mainly an executive role with limited leading responsibilities. He has to manage and control many directives and orders coming from the central ministry administration as a result on the one hand of a centralised system and on the other of a selection system for staff and executives that does not aim at their qualitative development in their role. Στην παρούσα μελέτη διερευνάται ο αποτελεσματικός διευθυντής του σχολείου, όπως αυτός παρουσιάζεται στη βιβλιογραφία. Αρχικά, με την επισκόπηση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας, προσδιορίζονται οι όροι σύστημα, σχολείο και αποτελεσματικό σχολείο, εξετάζονται οι παράγοντες και τα χαρακτηριστικά σχολικής αποτελεσματικότητας και γίνεται αναφορά στο κίνημα για τα αποτελεσματικά σχολεία. Στη συνέχεια, αναδεικνύεται η συμβολή του Διευθυντή στην αποτελεσματικότητα του σχολείου και παρουσιάζονται οι στρατηγικές και οι πρακτικές που οφείλει να υιοθετεί. Έπειτα, διερευνάται ο ρόλος του διευθυντή, σύμφωνα με τις θεωρητικές και ερευνητικές προσεγγίσεις της σχολικής αποτελεσματικότητας στην άσκηση των καθηκόντων που απορρέουν από το ρόλο του και αναλύονται τα χαρακτηριστικά, οι δεξιότητες και οι ικανότητες που τον καθιστούν αποτελεσματικό. Τέλος, εστιάζοντας στην ελληνική πραγματικότητα εξετάζουμε αν είναι εφικτό να επιτελέσει αποτελεσματικά τον ρόλο του Το βασικό συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι η συμβολή του διευθυντή στην αποτελεσματικότητα του σχολείου είναι καθοριστική, καθώς από αυτόν εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό οι παράγοντες σχολικής αποτελεσματικότητας. Ακόμη διαπιστώνουμε πως ο ρόλος του αποτελεσματικού διευθυντή είναι πολύπλευρος, σύνθετος, απαιτητικός και σε καμία περίπτωση δεν εξαντλείται μόνο στον διοικητικό, διεκπεραιωτικό τομέα. Τέλος, συμπεραίνουμε πως ο διευθυντής του σχολείου στη χώρα μας έχει έναν ρόλο κυρίως εκτελεστικό, οι επιτελικές του αρμοδιότητες είναι περιορισμένες και συνήθως διαχειρίζεται πλήθος εντολών, που προέρχονται από την κεντρική διοίκηση λόγω τόσο του συγκεντρωτικού συστήματος εκπαίδευσης όσο και του μηχανισμού επιλογής των διευθυντικών στελεχών που δεν έχει στόχο την ποιοτική ανάπτυξή τους. 1307 438 427 Πεποιθήσεις των νηπιαγωγών, δασκάλων και καθηγητών σχετικά με τη χρήση της ιστορίας των φσικών επιστημών (ΙΦΕ) στη διδασκαλία τους The purpose of this study was to investigate the beliefs of preschool teachers, primary school teachers and physics teachers of secondary education about (a) the nature of scientific knowledge, (b) science learning, and (c) the aims of science education. In the present work the History of Science (HoS) is employed as a frame, as a context or as a “natural place” for the investigation of the above mentioned beliefs of the teachers. As far as methodology is concerned, the present research followed the “mixed method”, aiming at the “triangulation” of data. More specifically, (a) questionnaires were used for data collection, (b) scenarios with open questions to be answered by the subjects of the research were constructed, and (c) semi-structured interviews for the recording of the teachers’ beliefs were employed. The research finally showed that there are no statistically diversifiable beliefs among teachers as for the factor “specialization”. “Studies” and “years of service” are factors that contribute to differentiation of beliefs concerning traditional questions related to scientific knowledge. “Gender” is presented as a statistically important factor in the teachers’ beliefs as for the acceptance of more “modern” (constructivist) approaches. A comparison between quantitative and qualitative research: The comparative results of these two methods of research lead to the following remarks: a) A particular regard must be paid to the verbally stated beliefs of teachers, so that they will be taken into account in any possible future action aiming to change and improve teachers’ beliefs in the direction of more modern constructivist approaches. b) The use of the “HoS” as a frame of the research was proved to be satisfactory as results from the teachers’ answers to the questions of the qualitative research. The teachers transfer their beliefs about scientific knowledge (science) to the area of learning processes. This is an explicit indication that has to be taken into account while designing both the teachers’ initial training programs and their further education programs. The answers of the teachers in the qualitative research can be developed in a way that their statistically important differences converge to the direction of the more “modern” approaches. As it results from the data of qualitative research, teachers’ beliefs about the aims of science education are almost the same as their beliefs about science learning. This means that teachers want their beliefs about science learning to be included in the aims of science education. Finally, the fact that physics teachers’ beliefs about the traditional aims of science education proved to be less positivist than the relevant answers of primary school and preschool teachers indicates their “reaction” to the traditional way of science teaching in Secondary Education. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η διερεύνηση των πεποιθήσεων νηπιαγωγών, δασκάλων και καθηγητών φυσικής της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (α) για τη φύση της επιστημονικής γνώσης, (β) για τη μάθηση στις Φυσικές Επιστήμες και (γ) για τους σκοπούς της εκπαίδευσης στις Φυσικές Επιστήμες (ΦΕ). Στην παρούσα εργασία η Ιστορία των Φυσικών Επιστημών (ΙΦΕ) αξιοποιείται ως πλαίσιο, ως περιβάλλον ή ως “φυσιολογικός τόπος” για τη διερεύνηση των πεποιθήσεων των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων. Από την πλευρά της μεθοδολογίας, η παρούσα έρευνα ακολούθησε τη “μικτή μέθοδο”, με σκοπό την τριγωνοποίηση των δεδομένων. Συγκεκριμένα, χρησιμοποιήθηκαν ερωτηματο-λόγια για τη συλλογή δεδομένων στα ερωτήματα της έρευνας, κατασκευάστηκαν σενάρια, στα οποία ζητήθηκαν ανοικτές απαντήσεις των εκπαιδευτικών για τα ερωτήματα της έρευνας, και, τέλος, χρησιμοποιήθηκαν ημιδομημένες συνεντεύξεις για την καταγραφή των πεποιθήσεων των εκπαιδευτικών. Η έρευνα τελικά δεν κατέδειξε στατιστικά διαφοροποιήσιμες πεποιθήσεις ως προς τον παράγοντα “ειδικότητα”. Οι “σπουδές” και τα “έτη υπηρεσίας” είναι παράγοντες που συντελούν στη διαφοροποίηση ως προς παραδοσιακά ζητήματα που σχετίζονται με την επιστημονική γνώση. Το “φύλο” εμφανίζεται ως στατιστικά σημαντικός παράγοντας στις πεποιθήσεις των εκπαιδευτικών ως προς την αποδοχή πιο “σύγχρονων” απόψεων. Σύγκριση μεταξύ ποσοτικής και ποιοτικής έρευνας: Τα συγκριτικά αποτελέσματα των δύο μεθόδων της έρευνας οδηγούν στις παρακάτω επισημάνσεις: α) Πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στη λεκτική εκφορά των πεποιθήσεων των εκπαιδευτικών, ώστε αυτή να αξιοποιηθεί σε τυχόν μελλοντικές δράσεις οι οποίες αποσκοπούν στην αλλαγή και βελτίωση των πεποιθήσεων προς πιο σύγχρονες προσεγγίσεις. β) Η αξιοποίηση του πλαισίου της ΙΦΕ κρίνεται ικανοποιητική, όπως προκύπτει από την παράθεση των απαντήσεων των εκπαιδευτικών στις ερωτήσεις των σεναρίων. Οι εκπαιδευτικοί μεταφέρουν τις πεποιθήσεις τους για την επιστημονική γνώση (επιστήμη) στη μάθηση. Αυτό είναι μια σαφής υπόδειξη τόσο για τη δομή των προγραμμάτων των αρχικών σπουδών όσο και για τα προγράμματα συνεχιζόμενης επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών. Οι απαντήσεις των εκπαιδευτικών στην ποιοτική έρευνα μπορούν να αξιοποιηθούν με τρόπο ώστε οι στατιστικά σημαντικές διαφορές τους να συγκλίνουν προς την κατεύθυνση πιο “σύγχρονων” προσεγγίσεων. Όπως προκύπτει από τα δεδομένα της ποιοτικής έρευνας, η εικόνα των πεποιθήσεων των εκπαιδευτικών για τους σκοπούς της εκπαίδευσης στις ΦΕ είναι περίπου ίδια με αυτή για τη μάθηση στις ΦΕ. Αυτό σημαίνει ότι οι εκπαιδευτικοί επιθυμούν οι πεποιθήσεις τους για τη μάθηση στις ΦΕ να συμπεριληφθούν στους σκοπούς της εκπαίδευσης στις ΦΕ. Τέλος, η καταγραφή των πεποιθήσεων των φυσικών για τους παραδοσιακούς σκοπούς της εκπαίδευσης στις ΦΕ ως λιγότερο θετικιστικών από τις αντίστοιχες των δασκάλων και των νηπιαγωγών είναι ενδεικτική της «αντίδρασής» τους στον παραδοσιακό τρόπο διδασκαλίας των Φυσικών Επιστημών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. 1308 801 992 Development and study of low-dimensional hybrid and nanocomposite materials based on layered nanostructures Ανάπτυξη και μελέτη χαμηλοδιάστατων υβριδικών και νανοσύνθετων υλικών με βάση φυλλόμορφες νανοδομές The extraordinary physicochemical properties and the high specific area of 2D materials render them very attractive for a plethora of potential applications; they can be used as platforms for integrating different moieties, clusters, molecules or nanomaterials into hybrids, allowing for the creation of composites with new or enhanced properties. On the other hand, the importance of preparing layer-by-layer hybrid films relies on the ability to control the architecture, the thickness, and the functionality of the formed nanostructures. The aim of this thesis focuses on the development and study of novel low-dimensional films and hybrids based on layered nanomaterials such as graphene and germanane, assembled with the help of the Langmuir-Blodgett (LB) technique. The Langmuir-Blodgett technique is one of the most promising layer-by-layer methods for preparing thin films with varying layer composition (organic or/and inorganic nanostructures). This bottom-up approach allows to accurately control the thickness of the deposited film and allows for a homogeneous deposition over large areas with a high degree of structural order. Numerous studies have been reported during the past years concerning the assembly of graphene sheets and different building blocks by the LB method in order to produce hybrid thin films with enhanced optoelectronic and mechanical properties. Such single layer or multilayer systems can be employed in a variety of different application areas such as in electronics, solar cells and sensors, as described in Chapter 2. Much of the research effort on graphene focuses on its use in the development of new hybrid nanostructures suitable for applications in gas storage, heterogeneous catalysis, gas/liquid separations, nanosensing, and biomedicine. Towards this aim, in Chapter 3 we describe a bottom-up approach, which combines the self-assembly with the Langmuir-Schaefer (LS) deposition technique in order to fabricate graphene-based layered hybrid materials that host fullerene molecules within the interlayer space. As was revealed by conductivity measurements, the presence of C60 within the interlayer spacing lowers the resistivity of the hybrid material as compared to the pure organographene matrix. This graphene/fullerene hybrid could ideally be used as transparent electrodes as well as in thin film transistors or supercapacitors. Motivated by the previous work, a further investigation of graphene-based hybrid thin films fabricated by the same bottom-up approach but hosting fullerene derivatives was reported in Chapter 4. More specifically, fullerols (C60(OH)24) and bromo-fullerenes (C60Br24) molecules were integrated in graphene oxide (GO) layers by combining the Langmuir-Schaefer technique with one and two selfassembly steps respectively. The hybrid thin films were characterized by a variety of techniques in order to prove the presence of the fullerene derivatives between the GO layers. Moreover, wetting experiments revealed that the ODA-GO-C60(OH)24 hybrid system exhibits a more hydrophobic character than ODA-GO-HEX-C60Br24, suggesting that the hydrophobicity doesn’t depend on the functional groups of the pristine nanomaterials but on the morphology of the hybrid system. These novel fullerene-based hybrid films could be candidates for potential applications in photovoltaics, sensors, or optoelectronic devices as well as in photocatalysis and drug delivery. In Chapter 5 a new class of highly ordered hydrophilic luminescent carbon dot (C-dot) intercalated graphene oxide structures was reported for the first time; the material was produced by combining the Langmuir-Schaefer method with self-assembly. The precise thickness control combined with homogeneous deposition makes the LS technique ideal for preventing aggregation of carbon-based nanostructures such as fullerene or carbon dots in hybrid systems. C-dots with a mean diameter of 4 nm were produced by microwave-assisted pyrolysis, which is a convenient method because it is lowcost, facile and efficient. The transparency of the hybrid multilayers consisting of C-dots sandwiched between graphene oxide showed could be controled by adjusting the number of the deposited layers. The high quality photoluminescence with narrow emissions of C-dots is preserved in these multilayer films. These novel hybrid systems are suitable for applications such as nanoprobes, optoelectronic devices and transparent electrodes as well as for drug delivery. Germanane (GeH), the germanium graphane-analogue has recently attracted considerable interest due to its high mobility, non-zero band gap and optoelectronic properties. In Chapter 6, we describe how germanane was produced at room temperature by a new synthetic approach based on the topotatic deintercalation of β-CaGe2 in aqueous HF solution. The exfoliated germanane nanosheets can be assembled into deposited monolayer films with different packing density exploiting the Langmuir-Schaefer method. The coverage, uniformity and single-layer level control of the assembly was confirmed by π-Α isotherms and AFM measurements. The antimicrobial activity of germanane in aqueous dispersion and in monolayers form was investigated for the first time. Our results revealed that an antimicrobial effect of germanane for Gram-negative and Gram-positive bacteria, with an especiallly outstanding activity against Brevibacterium bacterial strains. The monolayers produced by the Langmuir-Schaefer might be applied in the future as high efficiency antimicrobial surfaces in hospitals and in the food industry. Οι εξαιρετικές φυσικοχημικές ιδιότητες και η υψηλή ειδική επιφάνεια των 2D υλικών, τα καθιστούν ιδιαίτερα ελκυστικά σε μια πληθώρα εφαρμογών. Ανάμεσα σε άλλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πλατφόρμες για την ενσωμάτωση διαφορετικών συστάδων, μορίων ή νανοϋλικών επιτρέποντας τη δημιουργία υβριδίων και σύνθετων υλικών με νέες ή βελτιωμένες ιδιότητες. Από την άλλη πλευρά, η σπουδαιότητα της παρασκευής στρώμα με στρώμα (layer-by-layer) υβριδικών υμενίων, έγκειται στο γεγονός του ελέγχου της αρχιτεκτονικής, του πάχους, και της λειτουργικότητας των σχηματιζόμενων νανοδομών. Τα κεφάλαια της παρούσας διδακτορικής διατριβής επικεντρώνονται στην ανάπτυξη και μελέτη χαμηλοδιάστατων υβριδικών υμενίων αποτελούμενων από ανόργανες φυλλόμορφες νανοδομές όπως το γραφένιο και το γερμανάνιο, κάνοντας χρήση της μεθόδου Langmuir-Blodgett (LB). Η τεχνική Langmuir-Blodgett είναι μια από τις πιο ελπιδοφόρες στρώμα-με- στρώμα τεχνικές για την προετοιμασία λεπτών υμενίων με ποικίλες συστάσεις στρωμάτων (οργανικές ή/και ανόργανες νανοδομές). Αυτή η bottom-up προσέγγιση δίνει τη δυνατότητα για τον ακριβή έλεγχο του πάχους του μονοστρώματος ενώ επιτρέπει την ομοιογενή εναπόθεσή του σε μεγάλες περιοχές και επιφάνειες με υψηλό βαθμό δομικής τάξης. Πολυάριθμες μελέτες έχουν αναφερθεί τα τελευταία χρόνια, στην τροποποίηση των φύλλων γραφενίου με την LB τεχνική με σκοπό την παραγωγή υβριδικών λεπτών υμενίων για την βελτιστοποίηση των οπτοηλεκτρονικών και μηχανικών ιδιοτήτων του γραφενίου. Αυτά τα μονοστρωματικά ή πολυστρωματικά συστήματα με τις εξαιρετικές ιδιότητες, χρησιμοποιούνται σε ένα μεγάλο εύρος εφαρμογών, από ηλεκτρονικά συστήματα, φωτοβολταϊκά ως και αισθητήρες όπως περιγράφεται στο 2ο κεφάλαιο. Ένα μεγάλο μέρος της επιστημονικής έρευνας σχετικά με το γραφένιο επικεντρώνεται στη χρήση του ως δομικό στοιχείο για την ανάπτυξη νέων υβριδικών νανοδομών με σαφώς καθορισμένες διαστάσεις και ιδιότητες, κατάλληλες για εφαρμογές όπως η αποθήκευση αερίων, η ετερογενή κατάλυση, ο διαχωρισμός αερίων/υγρών, οι νανοαισθητήρες και η βιοϊατρική. Προς την κατεύθυνση αυτή, στο 3ο κεφάλαιο περιγράφεται μια bottom-up προσέγγιση, η οποία συνδυάζει την αυτο-οργάνωση με την τεχνική εναπόθεσης Langmuir-Schaefer (LS) με σκοπό την δημιουργία υβριδικών υμενίων με βάση το γραφένιο στο οποίο περιέχονται μόρια φουλερενίων (C60) εντός του ενδοστρωματικού χώρου του φυλλόμορφου υλικού. Συμπερασματικά, παρατηρήθηκε ότι η παρουσία των μορίων C60 στον ενδωστρωματικό χώρο του γραφενίου οδηγεί σε αύξηση της ηλεκτρικής αγωγιμότητας του υβριδικού υμενίου συγκριτικά με το οργανο- τροποποιημένο γραφένιο. Τέτοια υβριδικά υλικά σαν το αυτό του γραφενίου/φουλερενίου μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως υλικά σε εφαρμογές όπως τα διαφανή ηλεκτρόδια, τα τρανζίστορ ή ως υπερπυκνωτές. Μια περαιτέρω έρευνα για την ανάπτυξη υβριδικών υμενίων με βάση το γραφένιο στο οποίο περιέχονται παράγωγα μόρια των C60 παρουσιάζεται στο 4ο κεφάλαιο. Πιο συγκεκριμένα, φουλερόλια (C60(OH)24) και βρώμο-φουλερένια (C60Br24) εντέθηκαν ανάμεσα στα φύλλα οξειδίου το γραφενίου (GO) συνδυάζοντας την τεχνική Langmuir-Schaefer με ένα ή δύο στάδια της τεχνικής αυτο-οργάνωσης, αντίστοιχα. Τα υβριδικά λεπτά υμένια χαρακτηρίστηκαν με μια πληθώρα τεχνικών με στόχο την επιβεβαίωση της ύπαρξης των παραγώγων των φουλερενίων ανάμεσα στα φύλλα του GO. Όπως παρατηρήθηκε από τις μετρήσεις διαβροχής το υβριδικό σύστημα ODA-GO-C60(OH)24, παρουσιάζει έναν πιο υδρόφοβο χαρακτήρα συγκριτικά με το σύστημα ODA-GO-HEX-C60Br24 υποδηλώνοντας ότι η υδροφοβικότητα δεν εξαρτάται από τις λειτουργικές ομάδες των αρχικών νανοϋλικών αλλά από την σχηματιζόμενη μορφολογία του υβριδικού συστήματος. Τα παραγόμενα υβριδικά λεπτά υμένια με βάση το γραφένιο στο οποίο περιέχονται παράγωγα των C60 μορίων συνιστούν νέα υβριδικά συστήματα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως ιδανικά νανοϋλικά για εφαρμογές στα oπτοηλεκτρονικά συστήματα, στα φωτοβολταϊκά, στα φάρμακα καθώς επίσης και στον τομέα της φωτοκατάλυσης. Στο 5ο κεφάλαιο, περιγράφεται η ενσωμάτωση νανοτελειών άνθρακα (Cdots) στη δομή του γραφενίου για πρώτη φορά, κάνοντας χρήση μιας τροποποιημένης Langmuir-Schaefer τεχνικής. Πιο συγκεκριμένα νέα υβριδικά πολυστρωματικά υμένια αποτελούμενα από οξείδιο του γραφενίου και εντεθειμένες φωτοβόλες νανοτελείες άνθρακα παρασκευάστηκαν συνδυάζοντας την τεχνική Langmuir- Schaefer με την τεχνική της αυτο- οργάνωσης. Ο ακριβής έλεγχος σε συνδυασμό με την ομοιογενή εναπόθεση, καθιστά την LS τεχνική ιδανική για την πρόληψη της συσσωμάτωσης των νανοδομών άνθρακα σε υβριδικά συστήματα, όπως τα φουλερένια και οι νανοτελείες άνθρακα. Οι νανοτελείες άνθρακα, με μέση διάμετρο 4 nm, παρήχθησαν με πυρόλυση υποβοηθούμενη από μικροκύματα, η οποία είναι μια προτιμητέα μέθοδος εξαιτίας τους χαμηλού κόστους, της εύκολης εγκατάστασης και της αποτελεσματικότητάς της. Τα υβριδικά πολυστρωματικά υμένια αποτελούμενα από εντεθειμένες νανοτελείες άνθρακα ανάμεσα στα φύλλα του οξειδίου του γραφενίου, παρουσίασαν ελεγχόμενη διαφάνεια ανάλογα με την προσαρμογή του αριθμού των εναποτεθειμένων στρωμάτων. Τέλος, τα υβριδικά πολυστρωματικά υμένια εμφανίζουν υψηλής ποιότητας φωτοφωταύγεια με στενές εκπομπές γεγονός που οφείλεται στην επιτυχημένη ενσωμάτωση των νανοτελειών άνθρακα ανάμεσα σε φύλλα γραφενίου. Αυτά τα πολυστρωματικά υμένια αποτελούν ένα καινοτόμο υβριδικό σύστημα κατάλληλο για μια πληθώρα εφαρμογών όπως οι νανοανιχνευτές, οι οπτοηλεκτρονικές διατάξεις και τα διαφανή ηλεκτρόδια, καθώς επίσης και σε συστήματα χορήγησης φαρμάκων. Το γερμανάνιο (GeH), ένα ανάλογο του γραφενίου, έχει προσελκύσει πρόσφατα ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω των οπτοηλεκτρονικών ιδιοτήτων του καθώς και λόγο της σταθερότητάς του. Η υψηλή κινητικότητα των ηλεκτρονίων, το μη μηδενικό ενεργειακό χάσμα και οι χαμηλές διαστάσεις καθιστούν το γερμανάνιο ένα πολλά υποσχόμενο δισδιάστατο υλικό για μια πληθώρα εφαρμογών υψηλής απόδοσης. Στο 6ο κεφάλαιο, το γερμανάνιο παρασκευάστηκε σε θερμοκρασία περιβάλλοντος με μία καινούρια μέθοδο σύνθεσης βασιζόμενη στην τοποτακτική απένθεση της φάσης β-CaGe2 σε υδατικό διάλυμα HF. Επιπλέον χρησιμοποιήθηκε η οργάνωση Langmuir Schaefer για τον έλεγχο της πυκνότητας των αποφυλλοποιημένων νανοφυλλιδίων γερμανανίου, με σκοπό την δημιουργία νέων μονοστρωματικών υμενίων. Η επικάλυψη, η ομοιομορφία και ο έλεγχος της οργάνωσης σε μονοατομικό επίπεδο επιβεβαιώθηκαν από τις π-Α ισόθερμες καμπύλες καθώς και από την μικροσκοπία ατομικών δυνάμεων (AFM). Η αντιμικροβιακή δράση του γερμανανίου σε υδατική διασπορά καθώς και σε μορφή μονοστρωματικού υμενίου διερευνήθηκε για πρώτη φορά με τη βοήθεια της μεθόδου πλάκας μικροτίτλου και των βιώσιμων κυττάρων επιβίωσης σε επιφάνειες επικαλυπτόμενες με γερμανάνιο, αντίστοιχα. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα η αντιμικροβιακή δράση του γερμανανίου εξαρτάται από τη δομική διαφορά των κυτταρικών μεμβρανών και τη σύνθεση του κυτταρικού τοιχώματος των Gram-αρνητικών και Gram-θετικών βακτηριδίων. Πιο συγκεκριμένα, τα αποτελέσματα της υδατικής διασποράς του γερμανίου αποκάλυψαν ότι κατά τη διάρκεια των πρώτων έξι ωρών η βακτηριακή ανάπτυξη καταστέλλεται πολύ έντονα ενώ μία εξαιρετική αντιμικροβιακή δράση των υμενίων γερμανανίου παρατηρήθηκε για τα βακτηριακά στελέχη Brevibacterium. Τα μονοατομικά υμένια που παρασκευάστηκαν με την μέθοδο Langmuir-Schaefer θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στο μέλλον ως αντιμικροβιακές επιφάνειες υψηλών αποδόσεων σε νοσοκομεία καθώς επίσης και στη βιομηχανία τροφίμων. 1309 210 200 "Documents of communication and contacts through the findings of the Final Neolithic - Early Bronze Age in Epirus" "Τεκμήρια επικοινωνίας και επαφών μέσα από τα ευρήματα της Τελικής Νεολιθικής – Πρώιμης Εποχής του Χαλκού στην Ήπειρο" Epirus is a geographical region of the Western Balkans. It extends from the Ionian Sea to the west to the Pindos Mountains to the east and from the Ambracian Gulf to the south to the Gulf of Vlora and the Ceraunian Mountains to the north. Today Epirus is divided between the region of Epirus in NW Greece and the prefectures of Vlora, Argyrokastro and Berat in southern Albania. Findings of the Final Neolithic and Early Bronze Age in Epirus include settlements in Doliana Ioannina (3770-2925 BC), Ayia Marina Pedini Ioannina (3900-3000 BC) and Goutsoura Paramythia Thesprotia (2920-2400 π.Χ.). Also, eleven copper axes and a copper chisel, found at seven sites in Epirus, date back to the 3rd millennium BC and give indirect information about the Early Bronze Age. The pottery of the settlements and the copper axes demonstrate communication and contacts between the inhabitants of Epirus and the inhabitants of other regions through a network of population movements, contacts and exchanges that extended over a large area outside Epirus. They show that Epirus during the Final Neolithic and Early Bronze Age was orientated towards the Adriatic North, the western and central Balkans. Η Ήπειρος αποτελεί γεωγραφική περιφέρεια των ΝΔ Βαλκανίων. Εκτείνεται από το Ιόνιο πέλαγος στα δυτικά έως την οροσειρά της Πίνδου στα ανατολικά και από τον Αμβρακικό κόλπο στα νότια έως τον κόλπο του Αυλώνα και τα Κεραύνια όρη στο Βορρά. Σήμερα η Ήπειρος είναι διαιρεμένη μεταξύ της περιφέρειας Ηπείρου στη ΒΔ Ελλάδα και τους νομούς Αυλώνα, Αργυροκάστρου και Μπεράτι στη Ν. Αλβανία. Ευρήματα της Τελικής Νεολιθικής και Πρώιμης Εποχής του Χαλκού στην Ήπειρο αποτελούν οι οικισμοί στα Δολιανά Ιωαννίνων (3770-2925 π.Χ.), στην Αγία Μαρίνα Πεδινής Ιωαννίνων (3900-3000 π.Χ.) και στην Γκούτσουρα Παραμυθιάς Θεσπρωτίας (2920-2400 π.Χ.). Ακόμη, ένδεκα χάλκινοι πελέκεις και μία χάλκινη σμίλη, που βρέθηκαν σε επτά θέσεις της Ηπείρου, χρονολογούνται στη 3η χιλιετία π.Χ. και δίνουν έμμεσες πληροφορίες για την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Η κεραμική των οικισμών και οι χάλκινοι πελέκεις δείχνουν επαφές των κατοίκων της Ηπείρου με πληθυσμούς άλλων περιοχών μέσα από ένα δίκτυο μετακινήσεων, επαφών και ανταλλαγών που καταλάμβανε μία μεγάλη περιοχή εκτός Ηπείρου. Φανερώνουν πως η Ήπειρος κατά την Τελική Νεολιθική και Πρώιμη Εποχή του Χαλκού ήταν στραμμένη προς τον Αδριατικό Βορρά, τα δυτικά και κεντρικά Βαλκάνια. 1310 359 334 Design, synthesis and biological evaluation of bioconjugates for selective drug delivery and tumour targeting Σχεδιασμός, σύνθεση και βιολογική αξιολόγηση βιοσυζηγών για την εκλεκτική απελευθέρωση φαρμάκου και στόχευση όγκων Chemotherapy is still one of the primary modalities for the treatment of cancer. However, the application of free anticancer drugs has several drawbacks due to the high toxicity, the lack of selectivity and the low bioavailability. The main objective of the current PhD thesis was to improve the activity mainly of antiproliferative drugs but also of other drugs and bioactive compounds. To achieve this, two axes were followed:a) Design, synthesis and biological evaluation of bioconjugates for selective drug delivery and tumour targeting: Two antiproliferative drugs were studied gemcitabine and sunitinib. Selective drug delivery was achieved by the conjugation of these drugs to gonadotropin-releasing hormone (GnRH) peptide in order to target the GnRH receptor, which is found to over express in different tumor cells. First the chemistry of drug-peptide conjugation was studied and more specific the oxime bonds, the carboxylic acid ester bonds and the carbamate bonds in chemical linkers. Then the biological evaluation of bioconjugates was tested in androgen-independent CaP cell lines followed by the pharmacokinetic study in mice. The results showed that the bioconjugates showed better anticancer activity or stability than the parent drugs. In this way, effective concentration of drugs at target can be achieved by selecting the linker with specific bonds according to required condition of particular drug.b) Molecular hybrids: In the synthesis of molecular hybrids, gemcitabine (anticancer) and quercetin (antioxidant/anticancer) were studied. The hybrid product of gemcitabine with lipoic acid (prooxidant) showed better anticancer and prooxidant activity than the parent compounds. About quercetin: Synthesis of the different hybrids for different purposes were presented. First, quercetin-aminoacids hybrids are useful for improving biological availability by improving aqueous solubility (quercetin-glutamic acid) of quercetin, which was the major cause of quercetin low bioavailability. Second, quercetin used for conjugation with the Losartan and Captopril drugs, which are used for antihypertension. As we know lowering blood pressure is the only treatment available for hypertensive patients, and therefore lowering blood pressure causes oxidative stress in vascular level in hypertension treatment. Therefore our molecular hybrid Quercetin-Losartan and Quercetin-Cprotpil will help to minimize hypertension as well as generated oxidative stress. Η χημειοθεραπεία αποτελεί ακόμα μία από τις κύριες μεθόδους αντιμετώπισης του καρκίνου. Ωστόσο η εφαρμογή των αντικαρκινικών φαρμάκων σε ελεύθερη μορφή έχει πολλά μειονεκτήματα λόγω, της υψηλής τοξικότητας, της έλλειψης επιλεκτικότητας και της χαμηλής βιοδιαθεσιμότητας των φαρμάκων αυτών. Ο κυρίως στόχος της παρούσας διατριβής ήταν η βελτίωση της δραστικότητας φαρμάκων (κυρίως αντικαρκινικών) καθώς και άλλων βιοδραστικών ενώσεων. Για το σκοπό αυτό ακολουθήθηκαν δύο άξονες: α) Σχεδιασμός, σύνθεση και βιολογική αξιολόγηση βιοσυζυγών για την εκλεκτική απελευθέρωση φαρμάκου και στόχευση όγκων. Μελετήθηκαν δύο ευρέως γνωστά αντικαρκινικά φάρμακα, η γεμσιταμπίνη και η σουνιτινίμπη. Η εκλεκτική απελευθέρωση αυτών των φαρμάκων επιτεύχθηκε με την σύζευξή τους σε γοναδοεκλυτίνη με στόχο τον μεμβρανικό υποδοχέα GnRH , ο οποίος υπερεκφράζεται σε πολλά είδη καρκινικών κυττάρων. Αρχικά, μελετήθηκε η χημεία σύζευξης φαρμάκου με πεπτίδιο όπου μελετήθηκαν δεσμοί όπως αυτός της οξίμης καθώς και εστερικοί δεσμοί τόσο καρβοξυλικού οξέος όσο και του καρβαμικού, ως χημικοί συνδέτες. Στη συνέχεια μελετήθηκε η βιολογική αξιολόγηση των βιοσυζυγών που συντέθηκαν σε ανδρογονοανεξάρτητες κυτταρικές σειρές CaP και ακολούθησε η φαρμακοκινητική μελέτη σε ποντίκια. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα νέα βιοσυζυγή εμφάνισαν βελτιωμένη αντικαρκινική δράση ή σταθερότητα από τα μητρικά φάρμακα. β) Σχεδιασμός και σύνθεση υβριδικών ενώσεων, όπου μελετήθηκε η σύνθεση υβριδικών μορίων του αντικαρκινικού φαρμάκου γεμσιταμπίνη και του φυσικού αντιοξειδωτικού / αντικαρκινικού φλαβονοειδούς, κερσετίνη. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το υβριδικό μόριο της γεμσιταμπίνης με το φυσικό προοξειδωτικό λιποϊκό οξύ εμφάνισε καλύτερη αντικαρκινική και προοξειδωτική δράση από της πρόδρομες ενώσεις. Αναφορικά με την κερσετίνη, παρουσιάζεται η σύνθεση διαφορετικών υβριδίων για διαφορετικούς σκοπούς. Έτσι, τα υβριδικά μόρια της κερσετίνης με αμινοξέα είναι χρήσιμα για την βελτίωση της βιοδιαθεσιμότητας του φλαβονοειδούς βελτιώνοντας την υδατοδιαλυτότητά της (κερσετίνη-γλουταμινικό οξύ). Επιπλέον, καθώς το οξειδωτικό στρες συμβάλει στην υπέρταση και όπως γνωρίζουμε μελετήθηκε η σύνθεση υβριδικών μορίων του φυσικού αντιοξειδωτικού κερσετίνη με τα αντιυπερτασικά φάρμακα λοσαρτάνη και captopril. Ως εκ τούτου, τα μοριακά υβριδικά μόρια Κερσετίνη-Λοσαρτάνη και Κερσετίνη-Caprotpil πιστεύεται ότι θα βοηθήσουν στην μείωση της υπέρτασης, καθώς καταπολεμάται το οξειδωτικό στρες. 1311 535 555 Επαναληπτικές μέθοδοι γραμμικών και μη γραμμικών μερικών διαφορικών εξισώσεων ελλειπτικού τύπου A large number of physical and mathematical problems can be modeled with Partial Differential Equations (PDEs). Most physical problems are accurately described by 2nd order PDEs. Although some of these equations may under certain circumstances can be solved analytically, most of them they do not have analytical solution and can only be solved numerically with the help of numerical methods. Numerical methods have been developed rapidly over the last decades due to the evolution of numerical analysis, computer science and the construction of high-speed computers. The reason is obvious if one takes into account that numerical methods require a huge number of mathematical operations that can only be performed with the help of a computer. The problem under consideration deals with the solution of elliptical partial differential equations (Laplace and Poisson PDEs) and in particular the Dirichlet boundary value problem in two spatial dimensions. To solve numerically the physical problem described in this thesis, we end up to the solution of an algebraic system of the form Ax = b, A ∈ Rn,n, b ∈ R. To derive this system we utilized two discretization methods, namely the finite difference and the finite volume methods. The obtained numerical solutions were plotted in contour graphs and the results were compared with the analytical solutions where available. Initially, a general reference and categorization of the 2nd order PDEs is taking place. The elliptical Laplace and Poisson equations were studied. We present the analytical solutions of both Laplace and Poisson PDEs for comparison with the corresponding numerical solutions. We then describe the numerical discretization methods, the finite differences and the finite volumes methods, the application of which leads to the algebraic system mentioned above. We further present the iterative numerical methods for the solution of the 2nd order elliptic partial differential equations. In the next chapter, we present three iterative methods for the solution of linear algebraic systems, such as the steepest descend method, the conjugate gradient method and the generalized method of minimal residuals. A brief mathematical description of these method follows. Emphasis is placed on the application of the three iterative methods. We also introduce a numerical method that combines the above mentioned iterative methods with Newton’s method for solving non-linear algebraic systems. The resulting system, linear or non-linear, is numerically solved by selecting one or more of the available methods and comparing them. At the end of the thesis, the developed numerical code, written in Matlab, is presented in an appendix. We deduce that all three iterative methods give trusted results. Of these three methods, the conjugate gradient method and the generalized minimal residual method are equivalent for symmetric matrices. These methods are predominantly better compared to the steepest descent method in terms of the iterations and the convergence speed. Concerning the error, methods yield results very close to the analytical solution where it is available. In summary, we dealt with: • problems that result in large-scale systems, • implementation of iterative methods in both linear and non-linear systems (Newton’s method), • comparing analytical and numerical results that have good agreement for both Laplace and Poisson PDEs and • implementation in the programming environment Matlab with a numerical code listed in the appendix of this thesis. Σ’ ένα μεγάλο αριθμό φυσικών και μαθηματικών προβλημάτων χρειάζεται μοντελοποίηση με Μερικές Διαφορικές εξισώσεις. Τα περισσότερα φυσικά προβλήματα περιγράφονται με ακρίβεια από Μερικές Διαφορικές Εξισώσεις των οποίων η ανώτερη τάξης παράγωγος είναι η δεύτερη. Αν και κάποιες από τις εξισώσεις αυτές μπορούν κάτω από ορισμένες συνθήκες να λυθούν αναλυτικά, κατά κανόνα οι περισσότερες απο αυτές δεν λύνονται αναλυτικά παρά μόνο με την βοήθεια αριθμητικών μεθόδων. Οι αριθμητικές μέθοδοι επίλυσης αναπτύχθηκαν ραγδαία τις τελευταίες δεκαετίες, λόγω της εξέλιξης της επιστήμης της πληροφορικής και της κατασκευής ταχύτατων Η/Υ. Ο λόγος είναι προφανής αν λάβει κανείς υπόψη του ότι οι αριθμητικές μέθοδοι απαιτούν ένα τεράστιο αριθμό μαθηματικών πράξεων που μόνο με τη βοήθεια του Η/Υ μπορούν να εκτελεστούν. Το πρόβλημα που εξετάζουμε στην παρούσα εργασία αφορά την επίλυση ελλειπτικών μερκών διαφορικών εξισώσεων (Laplace και Poisson) και συγκεκριμένα το πρόβλημα Dirichlet σε δυο διαστάσεις. Η επίλυση του αλγεβρικού συστήματος Ax = b, A ∈ Rn,n, b ∈ Rn, στο οποίο καταλήγουμε εάν προσπαθήσουμε να λύσουμε αριθμητικά ένα φυσικό πρόβλημα και συγκεκριμένα με τις μεθόδους πεπερασμένων διαφορών και πεπερασμένων όγκων είναι το βασικό ζητούμενο σε αυτή την εργασία. Στη συνέχεια γίνεται αναπαράσταση των αριθμητικών λύσεων του προβλήματος με γραφήματα και η σύγκριση τους με τις αναλυτικές λύσεις όπου αυτές είναι γνωστές. Συγκεκριμένα γίνεται μια γενική αναφορά και κατηγοριοποίηση των Μερικών Διαφορικών εξισώσεων. Οι ελλειπτικές εξισώσεις τις οποίες μελετήσαμε είναι οι Laplace και Poisson. Παρουσιάζονται οι αναλυτικές λύσεις τόσο της Laplace όσο και της Poisson με σκοπό την σύγκρισή τους με τις αντίστοιχες αριθμητικές λύσεις. Στη συνέχεια περιγράφονται οι αριθμητικές μέθοδοι διακριτοποίησης των πεπερασμένων διαφορών και των πεπερασμένων όγκων, η εφαρμογή των οποίων οδηγεί στο αλγεβρικό σύστημα, που προαναφέραμε. Αναπαράγονται οι τύποι πεπερασμένων διαφορών και πεπερασμένων όγκων και αναπτύσσονται μέθοδοι επίλυσης για ελλειπτικές μερικές διαφορικές εξισώσεις 2ης τάξης. Στο επόμενο κεφάλαιο γίνεται παρουσίαση των διάφορων επαναληπτικών μεθόδων όπως η μέθοδος απότομης καθόδου, η μέθοδος συζυγών κλίσεων και η γενικευμένη μέθοδος ελαχίστων υπολοίπων τις οποίες εφαρμόσαμε για την επίλυση του αλγεβρικού συστήματος. ΄Εμφαση δίνεται στην εφαρμογή των μεθόδων με μια σύντομη μαθηματική περιγραφή αυτών. Περιγράφεται επίσης μια μέθοδος που συνδυάζει τις επαναληπτικές μεθόδους με την μέθοδο του Νεύτωνα για την επίλυση μη γραμμικών συστημάτων. Επιλύεται το σύστημα που προκύπτει, γραμμικό ή μη γραμμικό, επιλέγοντας μια ή περισσότερες απο τις διαθέσιμες μεθόδους και γίνεται η μεταξύ τους σύγκριση. Στο τέλος της εργασίας παρατίθεται κώδικας σε Matlab από την εφαρμογή του οποίου προέκυψαν τα αριθμητικά αποτελέσματα που παρουσιάζονται στην διπλωματική εργασία. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι ότι και οι τρεις επαναληπτικές μέθοδοι δίνουν αξιόπιστα αποτελέσματα. Από τις τρεις αυτές μεθόδους, η μέθοδος συζυγών κλίσεων και η γενικευμένη μέθοδος ελαχίστων υπολοίπων είναι ισοδύναμες για την επίλυση συστημάτων στα οποία ο πίνακας των συντελεστών A είναι συμμετρικός. Υπερτερούν σε σχέση με την μέθοδο της απότομης καθόδου όσον αφορά τον αριθμό των επαναλήψεων και την ταχύτητα σύγκλισης. ΄Οσον αφορά το σφάλμα οι μέθοδοι δίνουν αποτελέσματα πολύ κοντά στην αναλυτική λύση όπου αυτή είναι διαθέσιμη. Συνοψίζοντας, ασχοληθήκαμε με: • προβλήματα που καταλήγουν σε μεγάλης κλίμακας συστήματα, • εφαρμογή των επαναληπτικών μεθόδων σε γραμμικά αλλά και σε μη γραμμικά συστήματα (μέθοδος του Νεύτωνα), • σύγκριση αναλυτικών και αριθμητικών αποτελεσμάτων τα οποία έχουν καλή συμφωνία τόσο για την Laplace όσο και για την Poisson και • υλοποίηση στο προγραμματιστικό περιβάλλον Matlab με κώδικα ο οποίος παρατίθεται στο παράρτημα. 1312 416 431 Computational design of functional Fe-X (X=Cu, Co, Mn) coatings and nanoclusters for environmentally sustainable applications Υπολογιστική μελέτη λειτουργικών Fe-X (X=Cu, Co, Mn) επιστρώσεων και νανοσυσσωματωμάτων για περιβαλλοντικά βιώσιμες εφαρμογές The interest in the environmentally friendly and sustainable Fe-X (X=Cu, Co, Mn) nanoclusters and coatings is increased nowadays due to their potential superior magnetic properties that can lead to applications in multiple fields like catalysis and drug delivery. In this thesis, we performed density functional calculations in order to study the Fe-X (X=Cu, Co, Mn) nanoclusters aiming in finding the optimum configurations and cluster sizes exhibiting the highest magnetic moment (MM). We choose Cu substitution since it is a classical nonmagnetic element while the well-known Co and Mn magnetic elements exhibit Ferromagnetic (FM) and Antiferromagnetic (AFM) coupling with Fe respectively. For these reasons, we explore various cluster sizes considering several compositions and atomic conformations analyzing the electronic density of states (EDOS), the wave functions (WF) and the electron population. We found that the FeCu clusters exhibit the highest Fe local MM when Fe is at cluster’s surface sites having the smallest number of Cu neighbours that do not contribute in the systems’ magnetic properties. On the contrary, FeCo clusters exhibit a FM coupling with Co and Fe atoms and yield the highest average clusters MM, while the Fe local MM is equal to FeCu cases. The FeMn clusters show an average cluster MM close to zero, mimicking the FeCu totalaverage MM trend due to the Mn-Mn AFM coupling. The electronic density of states of 13- and 55-atom clusters exhibit discrete and localized states, resulting in a half metallic character. In particular, the FeCu clusters display a fully occupied Spin-up Fe 3d electronic density of states yielding wavefunctions with homogeneous charge distribution. On the contrary, the Spin-down is almost unoccupied exhibiting dangling bonding states close to the homo state. The FeCo or FeMn clusters’ are characterized by Fe 3d electronic states that hybridize strongly with the Co or Mn 3d for both spin up and spin down EDOS’s. In addition, the bigger clusters (147 and 309 atoms) show a band-like behaviour and metallic features. In all cases, the nano-clusters exhibit higher MM than the Fe thin films reaching a plateau above 120 atoms. Concluding, the FM Fe-Co clusters or Fe coating on Co/Cu(111) are suggested as the best candidate for Fe-based systems with equivalent total and local Fe MM compared to the corresponding Fe-Cu and Fe-Mn systems. We believe that these results can contribute to future developments in the design of Fe-X (X=Cu, Co, Mn) environmentally sustainable smart magnetic clusters or coatings. Το ενδιαφέρον για τους φιλικά προς το περιβάλλον και βιώσιμα Fe-X (X = Cu, Co, Mn) νανοσυσσωματώματα και επικαλύψεις αυξάνεται σήμερα λόγω των πιθανών ανώτερων μαγνητικών ιδιοτήτων τους που μπορούν να οδηγήσουν σε εφαρμογές σε πολλαπλά πεδία όπως η κατάλυση και η παράδοση φαρμάκων. Σε αυτή τη διατριβή, πραγματοποιήσαμε υπολογισμούς συναρτησιακού πυκνότητας φορτίου προκειμένου να μελετήσουμε τα νανοσυσσωματώματα Fe-X (X = Cu, Co, Mn) με στόχο την εύρεση των βέλτιστων ρυθμίσεων και μεγεθών συστάδων που εμφανίζουν την υψηλότερη μαγνητική ροπή (MM). Επιλέγουμε υποκατάσταση Cu καθώς είναι ένα κλασικό μη μαγνητικό στοιχείο, ενώ τα γνωστά μαγνητικά στοιχεία Co και Mn εμφανίζουν σύζευξη Ferromagnetic (FM) και Antiferromagnetic (AFM) με Fe αντίστοιχα. Για αυτούς τους λόγους, διερευνούμε διάφορα μεγέθη συστάδων λαμβάνοντας υπόψη διάφορες συνθέσεις και ατομικέςδιαμορφώσεις που αναλύουν την ηλεκτρονική πυκνότητα καταστάσεων (EDOS), τις κυματοσυναρτήσεις (WF) και τον πληθυσμό των ηλεκτρονίων. Διαπιστώσαμε ότι τα νανοσυσσωματώματα FeCu εμφανίζουν το υψηλότερο τοπικό MM Fe όταν το Fe βρίσκεται σε περιοχές επιφανείας του συμπλέγματος με τον μικρότερο αριθμό γειτόνων Cu που δεν συμβάλλουν στις μαγνητικές ιδιότητες του συστήματος. Αντίθετα, τα νανοσυσσωματώματα FeCo εμφανίζουν σύζευξη FM με άτομα Co και Fe και αποδίδουν τον υψηλότερο μέσο όρο συστάδων MM, ενώ το τοπικό MM Fe είναι ίσο με τα περιστατικά FeCu. Τα νανοσυσσωματώματα FeMn δείχνουν μια μέση συστάδα MM κοντά στο μηδέν, μιμείται τη συνολική μέση τάση MM του FeCu λόγω της ζεύξης Mn-Mn AFM. Η ηλεκτρονική πυκνότητα καταστάσεων συστάδων 13- και 55 ατόμων εμφανίζει διακριτές και εντοπισμένες καταστάσεις, με αποτέλεσμα μισό μεταλλικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, οι συστάδες FeCu εμφανίζουν μια πλήρως καταλαμβανόμενη ηλεκτρονική πυκνότητα Spin-up Fe 3dκαταστάσεων που αποδίδουν κυματοσυνδέσεις με ομοιογενή κατανομή φορτίου. Αντίθετα, το Spin-down είναι σχεδόν άδειο και εμφανίζει ανασταλτικές καταστάσεις σύνδεσης κοντά στηνκατάσταση homo. Οι συστάδες FeCo ή FeMn χαρακτηρίζονται από ηλεκτρονικές καταστάσεις Fe 3d που υβριδοποιούνται έντονα με το Co ή το Mn 3d τόσο για την περιστροφή όσο και για την περιστροφή των EDOS. Επιπλέον, τα μεγαλύτερα νανοσυσσωματώματα (147 και 309 ατόμων) δείχνουν μια συμπεριφορά που μοιάζει με εκείνη των επιστρώσεων και μεταλλικά χαρακτηριστικά. Σε όλες τις περιπτώσεις, τα νανοσυσσωματώματα εμφανίζουν υψηλότερο MM από τα λεπτά υμένια Feπου συγκλίνουν πάνω από 120 άτομα. Συμπερασματικά, τα νανοσυσσωματώματα FM Fe-Co ή οι επιστρώσεις Fe στο Co / Cu (111) προτείνονται ως ο καλύτερος υποψήφιος για συστήματα βασισμένα σε Fe με ισοδύναμο συνολικό και τοπικό Fe MM σε σύγκριση με τα αντίστοιχα συστήματα Fe-Cu και Fe-Mn. Πιστεύουμε ότι αυτά τα αποτελέσματα μπορούν να συμβάλουν στις μελλοντικές εξελίξεις στο σχεδιασμό Fe-X (X = Cu, Co, Mn) περιβαλλοντικά βιώσιμων έξυπνων μαγνητικών συστάδων ή επιχρισμάτων. 1313 124 128 Klebsiella pneumoniae is a major multidrug-resistant pathogenic bacterium (MDR) and is an important source of hospital infections associated with high morbidity and mortality. Over the last few decades, there has been an increase in the resistance of K. pneumoniae strains to a wide range of antibiotics mainly due to acquired resistance genes: KPC, MBL, NDMand OXA-48. Antibiotics used to treat infections are β-lactam antibiotics, such as cephalosporins, carbapenems, alone or in combination with β-lactamase inhibitors, and others as tigecycline, polymyxins, quinolones and aminoglycosides. Diagnostic investigation is based on phenotypically and molecular methods. The epidemiological study proves that there is a worldwide spread, sporadic and/or endemic. Recognizing unique markers for specific high-risk clones will help to effectively identify carriers, prevent transmission, and to improve diagnosis. Η Klebsiella pneumoniae είναι ένα σημαντικό παθογόνο βακτήριο, ανθεκτικό σε πολλαπλά φάρμακα (MDR) και αποτελεί σημαντική πηγή νοσοκομειακών λοιμώξεων που συνδέονται με υψηλή νοσηρότητα και θνητότητα. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, υπήρξε αύξηση της αντοχής στελεχών Κ.pneumoniae σε ένα ευρύ φάσμα αντιβιοτικών με υπεύθυνα γονίδια τα εξής: KPC, NDM-1 KAI OXA-48. Αντιβιοτικά που χρησιμοποιούνται για την θεραπεία λοιμώξεων είναι τα β-λακταμικά αντιβιοτικά, μόνα τους ή σε συνδυασμό με αναστολείς των β-λακταμασών, όπως κεφαλοσπορίνες, καρβαπενέμες, τιγεκυκλίνη, πολυμυξίνες, κινολόνες και αμινογλυκοσίδες. Η διερεύνηση γίνεται με φαινοτυπικές και με μοριακές μεθόδους. Η επιδημιολογική μελέτη αποδεικνύει ότι υπάρχει παγκόσμια διασπορά, με σπορδική και με ενδημική εξάπλωση. Η αναγνώριση μοναδικών δεικτών για συγκεκριμένους κλώνους υψηλού κινδύνου θα βοηθήσει στην αποτελεσματική ανεύρεση των φορέων, στον έλεγχο της μετάδοσης και θα βελτιώσει τη διάγνωση. 1314 221 217 Events of modern Greek history from the aspect of the greek children's literature Γεγονότα της νεότερης ελληνικής ιστορίας μέσα από την παιδική λογοτεχνία Through the present dissertation we focus at approaching, studying and presenting events of modern Greek history from the aspect of the Greek children’s literature. Especially, the time periods, who we focus, are benchmarks for the modern Greek society. So we approach the time periods of World War II and the German occupation, the Civil war and the dictatorship of 1967. The books, which we have choose, are relative with the topic of every time period and with the recognition of every writer, as that makes more possible that they will be chosen by a child. Every historical period is represented by two literature books, so the number is equal for everyone. Firstly, we present the historical events. To continue, after the complete presentation of the literature books, we try to interpreting the way that every writer talks to children for each historical period, and for all of them too. Through the comparison of the books between them and with the historical events, it is possible to reach to conclusions about: a) the relativity of the literature books with the historical reality, b) the way every historical period is described by two different writers, c) the way writer of children’s literature approach the historical matters, in a general purview. Η παρούσα διπλωματική εργασία επιδιώκει να προσεγγίσει, να μελετήσει και να παρουσιάσει τα γεγονότα της νεότερης ελληνικής ιστορίας υπό το πρίσμα της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας. Ειδικότερα, οι χρονικές περίοδοι, στις οποίες εστιάζει, αποτελούν σημεία αναφοράς για τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Προσεγγίζει, λοιπόν, τις περιόδους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Κατοχής, του Εμφυλίου πολέμου και της δικτατορίας του 1967. Τα βιβλία, που επιλέχθηκαν, είναι σχετικά με τη θεματολογία της κάθε περιόδου και με βάση την αναγνωρισιμότητα του συγγραφέα, αφού αυτό καθιστά πιο πιθανό να επιλεχθούν τα βιβλία αυτά από κάποιο παιδί. Κάθε ιστορική περίοδος εκπροσωπείται μέσα από δύο λογοτεχνικά έργα, ώστε ο αριθμός να είναι ίσος για όλες. Αρχικά, πραγματοποιείται μία παρουσίαση των ιστορικών γεγονότων. Στη συνέχεια, αφού παρουσιαστούν πλήρως τα λογοτεχνικά έργα, γίνεται μία προσπάθεια ερμηνείας του τρόπου που ο κάθε συγγραφέας μιλά στα παιδιά για την εκάστοτε ιστορική περίοδο, αλλά και για όλες συνολικά. Με τη σύγκριση των βιβλίων τόσο με τα ιστορικά γεγονότα όσο και μεταξύ τους, καθίσταται δυνατό να καταλήξουμε σε διαπιστώσεις: α) για τη συνδεσιμότητα των λογοτεχνικών έργων με την πραγματικότητα, β) για τον τρόπο που περιγράφεται η κάθε ιστορική περίοδος από δύο διαφορετικούς συγγραφείς και γ) για τον τρόπο που οι συγγραφείς παιδικής λογοτεχνίας προσεγγίζουν τα ιστορικά ζητήματα, σε γενικότερο πλαίσιο. 1315 454 457 Synthesis, characterization and catalytic activity of La(Sr)Fe(Co)O3 perovskites Σύνθεση, χαρακτηρισμός και καταλυτική δραστικότητα περοβσκιτών La(Sr)Fe(Co)O3 Perovskites possess the general form ΑΒΧ3 where A and B are metal cations connected with an anion X, usually oxygen. These materials exhibit interesting properties and are widely used in catalytic applications. Their properties and consequently their uses are determined by the procedure followed for their synthesis. The perovskites of this thesis were prepared by the sol gel auto combustion method in presence of glycine (-Gly) or anionic surfactant glycolic acid ethoxylate layryl ether (-AS) and La was substituted with Sr in the A-site of the structure (La1-xSrxFeO3-Gly and La1-xSrxFeO3-AS) and Fe with Co in the Bsite (LaFe1-xCoxO3-Gly and LaFe1-xCoxO3-AS). The materials were characterized by thermal analysis, X-Ray Powder Diffraction, X-Ray Fluorescence Spectroscopy, Mössbauer Spectroscopy, Fourier Transform Infrared Spectroscopy, Ν2 porosimetry, Diffuse Light Scattering, Ο2 Temperature programmed adsorption-desorption and Scanning Electron Microscopy. The catalytic activity of the perovskites was evaluated in the NO reduction by CO. La1-xSrxFeO3-Gly materials exhibit well crystalline perovskite phases and are mesoporous materials with surface areas 22-53 m2/g. Increase in the substitution led to decrease of Fe3+ and increase of Fe4+ in the perovskite phase. The perovskites exhibit the property of oxygen reverse uptake. La1-xSrxFeO3AS exhibit not only the classic perovskite phase but also SrCO3, Fe2O3 and perovskites homologous series. These materials are mesoporous with areas 6-13 m2/g, exhibits Fe3+ out of the perovskite structure and do not exhibit oxygen reverse uptake. The B-site substituted perovskites (LaFe1-xCoxO3Gly and LaFe1-xCoxO3-AS) exhibit well crystalline perovskite phases, surface areas 22-11 and 13-9 m2/g and do not exhibit the oxygen reverse uptake. The materials exhibit catalytic activity toward the reduction of NO by CO in the temperature range 100600oC. At low temperatures the reduction of NO yields to N2O production whereas at higher temperatures leads to N2. The activity of La1-xSrxFeO3-Gly exhibits a strong correlation with the oxygen reverse uptake and increase of oxygen reverse uptake leads to decrease of activity, attributed to the decomposition of perovskite phase into SrCO3, Fe2O3 and the homologous perovskite series during the NO reduction reaction. Moreover, N2O decomposition over La1-xSrxFeO3-Gly seems to be inhibited by oxygen reverse uptake, affecting the selectivity of NO reduction. The activity of La1-xSrxFeO3-AS do not exhibit a systematic change and the relative activity of La1-xSrxFeO3-AS with regard to La1-xSrxFeO3-Gly materials is attributed to the decomposition of the perovskite phase into SrCO3, Fe2O3 and the homologous perovskite series either during the synthesis of the materials or during the NO reduction. In the perovskites LaFe1-xCoxO3-Gly and LaFe1-xCoxO3-AS, increase in the substitution leads to increase of activity expressed as conversion per m2, due to the reduction of perovskite phase LaFe(Co)O3 into Ruddlesden-Popper phase La2CoO4 and the creation of La2CoO4-LaCoO3 systems which enhances the reduction of NO by CO. Περοβσκίτες ονομάζονται οι ενώσεις με γενικό τύπο ΑΒΧ3 όπου Α και Β είναι δύο κατιόντα, μέταλλα ή στοιχεία μετάπτωσης και Χ ένα ανιόν συνήθως οξυγόνο. Εμφανίζουν σημαντικές ιδιότητες και χρησιμοποιούνται ευρέως σε καταλυτικές διεργασίες. Οι περοβσκίτες παρασκευάστηκαν με τη μέθοδο καύσης παρουσία γλυκίνης (-Gly) ή ανιονικού επιφανειοδραστικού glycolic acid ethoxylate layryl ether (-AS) και πραγματοποιήθηκε σταδιακή υποκατάσταση του La από Sr στην Α-θέση της περοβσκιτικής δομής (La1-xSrxFeO3-Gly και La1xSrxFeO3-AS) ή του Fe από Co στη Β-θέση της δομής (LaFe1-xCoxO3-Gly και LaFe1-xCoxO3-AS). Τα υλικά χαρακτηρίστηκαν με θερμικής ανάλυση, περίθλαση ακτίνων Χ, φασματομετρία ακτίνων Χ, φασματοσκοπία Mössbauer, φασματοσκοπία υπερύθρου με μετασχηματισμό Fourier, προσρόφησηεκρόφησης Ν2, κοκκομετρική ανάλυση, θερμοπρογραμματιζόμενη προσρόφηση-εκρόφηση Ο2 και ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωση. Η καταλυτική δραστικότητα των περοβσκιτών μελετήθηκε στην αντίδραση αναγωγής του μονοξειδίου του αζώτου (ΝΟ) από το μονοξείδιο του άνθρακα (CO). Οι La1-xSrxFeO3-Gly εμφάνισαν καλά κρυσταλλωμένη περοβσκιτική δομή και ήταν μεσοπορώδη υλικά με επιφάνειες 22-53 m2/g. Η αύξηση της υποκατάστασης οδήγησε σε μείωση του Fe3+ και αύξηση του Fe4+. Τα υλικά εμφάνισαν την ιδιότητα του αντιστρεπτά προσλαμβανόμενου οξυγόνου. Τα αντίστοιχα υλικά La1-xSrxFeO3-AS, εμφάνισαν εκτός της κλασσικής περοβσκιτικής φάσης και τις φάσεις του SrCO3, του Fe2O3 και ομόλογων περοβσκιτικών σειρών. Τα υλικά ήταν μεσοπορώδη με επιφάνειες 6-13 m2/g, παρατηρήθηκε Fe3+ εκτός της περοβσκιτικής φάσης και δεν εμφάνισαν αντιστρεπτά προσλαμβανόμενο οξυγόνο. Οι περοβσκίτες που παρασκευάστηκαν με υποκατάσταση στη Β-θέση (LaFe1-xCoxO3-Gly και LaFe1-xCoxO3-AS) εμφάνισαν καλά κρυσταλλωμένη περοβσκιτική δομή, ειδικές επιφάνειες που 22-11 m2/g και 13-9 m2/g και δεν εμφάνισαν αντιστρεπτή παραλαβή οξυγόνου. Όλα τα υλικά εμφάνισαν δραστικότητα στην αναγωγή του ΝΟ από το CO σε εύρος θερμοκρασιών 100600oC. Σε χαμηλές θερμοκρασίες, η αναγωγή του ΝΟ οδήγησε στην παραγωγή Ν2Ο ενώ σε υψηλές θερμοκρασίες σε παραγωγή Ν2. Η δραστικότητα των La1-xSrxFeO3-Gly παρουσίασε άμεση συσχέτιση με την ιδιότητα να προσλαμβάνουν αντιστρεπτά οξυγόνο. Αύξηση της υποκατάστασης οδήγησε σε αύξηση του αντιστρεπτά προσλαμβανόμενου οξυγόνου και σε μείωση της δραστικότητας που αποδίδεται στην αποδόμηση της περοβσκιτικής φάσης και την εμφάνιση των φάσεων SrCO3, του Fe2O3 και των ομόλογων περοβσκιτικών σειρών κατά τη διάρκεια της αντίδρασης. Μελετώντας τη διάσπαση του Ν2Ο παρατηρήθηκε ότι στα υλικά La1-xSrxFeO3-Gly που εμφανίζουν αντιστρεπτά προσλαμβανόμενο οξυγόνο, παρεμποδίζεται η αντίδραση μετατροπής του Ν2Ο, επηρεάζοντας την εκλεκτικότητα της αντίδρασης αναγωγής του NO. Στα υλικά La1-xSrxFeO3-AS, δεν παρατηρήθηκε συστηματική μεταβολή της δραστικότητας με την αντίστοιχη μεταβολή του βαθμού υποκατάστασης. Η σχετική δραστικότητα των La1-xSrxFeO3-AS ως προς τα La1-xSrxFeO3-Gly υλικά αποδίδεται στην αποδόμηση της περοβσκιτικής φάσης είτε κατά το στάδιο της σύνθεσης των υλικών είτε κατά τη διάρκεια της αντίδρασης. Η αύξηση της υποκατάστασης Fe με Co στα υλικά LaFe1-xCoxO3-Gly και LaFe1-xCoxO3-AS οδήγησε σε αύξηση της καταλυτικής δραστικότητας, εκφρασμένη ανά m2 επιφάνειας, εξαιτίας της αναγωγής της περοβσκιτικής φάσης LaFe(Co)O3 στη δομή Ruddlesden-Popper La2CoO4 και την δημιουργία συστημάτων La2CoO4-LaCoO3, γεγονός που ευνοεί την αναγωγή του ΝΟ από το CO. 1316 616 582 The subject of this dissertation is the study of gas phase molecules under the influence of a two-color laser field with a frequency ratio 2 (ω/2ω scheme). As far as the pho-toinization process is concerned, the combination of the fundamental frequency and its second harmonic, results to the breaking of the parity symmetry. Additionally, the profile of the electric field is no longer symmetric. During the first applications, the ω/2ω fields were used in order to prepare gaseous samples consisting of oriented molecules, making a step forward to the prior molecular alignment studies. This scheme proved quite successful towards achieving oriented molecular samples. Furthermore, it contributed to the experimental study of the ionization of small molecules along with the validity check of the theoretical ionization models MO-SFA and MO-ADK [1],[2]. The control over the directionality of the molecular fragments [3] and the optimization of the high harmonics yield [4] constitute some more examples. Within the framework of the present work, an asymmetric two-color ω/2ω laser field was developed by utilizing the fundamental frequency of an ultrashort (~30 fs) laser field with an 800 nm (800/400 nm) central wavelength. Initially, we investigated the photodissociation of small inorganic molecules, namely N2, CO and N2O. The study of CO and N2 molecules enabled us to understand the interaction mechanism between the ω/2ω field and the target molecules (selective ionization of oriented molecules). Following the study of diatomic molecules, the triatomic linear and asymmetric molecule of nitrous oxide (N2O) was a reasonable next step. As in the case of the diatomics, the mechanism of selective ionization of oriented molecules was also determined. Additionally, a peculiar dependence over the phase φ in fragments resulting via the photodissociation process N2O2+ ^NO++ N+ was recorded. It was attributed to the existence of two dissociation channels of the doubly charged parent ion. These lead to fragments with the same characteristics (m/z, KER) and therefore indistinctable by a conventional ToF mass spectrometer. Moreover, the study of substituted N2O enabled us to discern three-body dissociation channels and draw conclusions on the molecular bond stretching during dissociation. In the last part of the dissertation, the organic molecules of methanol and toluene were studied. Under irradiation with strong laser fields these molecules change their geometry, i.e. converting to another stereoisomer via hydrogen movement along the molecular skeleton (hydrogen migration). Our data analysis enabled us to extract information on the structure of the stereoisomer before the dissociation. Specifically, in methanol molecule and through the fragments' directionality, we have concluded that in the dissociation channel CH3OD2+ ^COH++H2D+ the hydrogen migration takes place from the oxygen site towards the carbon-site of the molecule. Moreover, it has been discerned that some of methanol fragments involve two dissociation mechanisms -a fast and a slow one- leading to ions with the same characteristics. Finally, the study on the toluene molecule revealed for the first time a dissociation channel leading to high kinetic energy H+ , H+ molecular ions. Comparative assessment of deuterated labelled toluene isotopes enabled us to conclude that these highly energetic fragments derive exclusively in the methyl moiety of the molecule. The dependence on the ω/2ω phase φ can be used as an experimental parameter for controlling the emission direction of the H+ and H+ ions. The above study with asymmetric ω/2ω laser fields has led to new information concerning the molecules under investigation. Additionally, it extends the limits of the two-color ω/2ω technique application. In the aforementioned known applications have also been added, the usage to distinguish dissociation channel starting from different precursor states that lead to fragments with same characteristics, a deeper understanding of hydrogen migration procedures, as well as the ability to control the emission direction of molecular fragments. Θέμα της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη μορίων της αέριας φάσης υπό την επίδραση πεδίου laser δύο χρωμάτων με λόγο συχνοτήτων 2 (σχήμα ω/2ω). Ο συνδυασμός της θεμελιώδους συχνότητας και της δεύτερης αρμονικής, όσον αφορά στις διαδικασίες φωτοϊο-νισμού, συνεπάγεται σπάσιμο της συμμετρίας κατοπτρισμού. Επιπλέον αυτού, το προφίλ του ηλεκτρικού πεδίου του παλμού είναι πλέον ασύμμετρο. Στις πρώτες εφαρμογές τα πεδία ω/2ω χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη αέριου δείγματος προσανατολισμένων μορίων και ήρθε ως η συνέχεια των εργασιών γύρω από την επίτευξη μοριακής ευθυγράμμισης. Το σχήμα αυτό αποδείχτηκε αρκετά επιτυχημένο στην κατεύθυνση της επίτευξης προσανατολισμένου δείγματος μορίων και συντέλεσε στο να μελετηθεί πειραματικά ο ιονισμός μικρών μορίων και να ελεγχθεί η ισχύς των θεωρητικών μοντέλων ιονισμού MO-SFA,MO-ADK [1],[2]. Ο έλεγχος της κατευθυντικότητας μοριακών θραυσμάτων [3] και η βελτιστοποίηση της παραγωγής υψηλών αρμονικών [4] είναι μερικά ακόμη παραδείγματα. Στα πλαίσια της παρούσας εργασίας αναπτύχθηκε διάταξη δημιουργίας ασύμμετρου πεδίου laser δύο χρωμάτων ω/2ω με χρήση της θεμελιώδους συχνότητας ενός υπερβραχέους (30 fs) laser κεντρικού μήκους κύματος 800 nm (800/400 nm). Αρχικά μελετήθηκε η φωτοδιάσπαση μικρών ανόργανων μορίων και συγκεκριμένα των N2, CO και N2O. Η μελέτη των μορίων CO και Ν2 μας έδωσε την δυνατότητα να κατανοήσουμε τον μηχανισμό αλληλεπίδρασης του πεδίου ω/2ω με τα μόρια (επιλεκτικός ιονισμός προσανατολισμένων μορίων). Το τριατομικό γραμμικό και ασύμμετρο μόριο N2O υπήρξε ένα εύλογο επόμενο μετά την μελέτη των διατομικών. Διαπιστώθηκε η δυνατότητα επιλεκτικού ιονισμού προσανατολισμένων μορίων. Καταγράφηκε επιπροσθέτως μια ιδιαίτερη εξάρτηση των θραυσμάτων που προκύπτουν μέσω της φωτοδιάσπασης N2O2+ ^NO++N+ ως προς την φάση φ του ασύμμετρου πεδίου ω/2ω η οποία αποδίδεται στην ύπαρξη δύο καναλιών διάσπασης του διπλά φορτισμένου πατρικού ιόντος τα οποία αποδίδουν προϊόντα με ίδια χαρακτηριστικά (m/z,KER) και συνεπώς μη-διακριτά με τις συμβατικές μεθόδους φωτοδιάσπασης σε ένα φάσμα μάζας ToF. Επιπλέον, η μελέτη του υποκατεστημένου N2O μας έδωσε την δυνατότητα να διακρίνουμε κανάλια διάσπασης τριών σωμάτων και να βγάλουμε συμπέρασμα για τον τρόπο που επιμηκύνονται οι δεσμού του μορίου καθώς αυτό οδηγείται σε διάσπαση. Στο τελευταίο κομμάτι της εργασίας μελετήθηκαν τα οργανικά μόρια της μεθανόλης και του τολουολίου. Κάτω από ακτινοβόληση με ισχυρά πεδία laser τα μόρια αυτά αλλάζουν γεωμετρία περνώντας σε ένα άλλο στερεοϊσομερές μέσω της μετακίνησης υδρογόνων στο μοριακό σκελετό. Η ανάλυση των δεδομένων μας έδωσε την δυνατότητα να εξάγουμε πληροφορίες για την δομή του στερεοϊσομερούς πριν την διάσπαση. Συγκεκριμένα στο μόριο της μεθανόλης και μέσω της κατευθυντικότητας των θραυσμάτων συμπεράναμε ότι στο κανάλι ch3 od2+ ^coh++ h2d+ η μεταφορά υδρογόνου γίνεται από την μεριά του οξυγόνου προς την μεριά του άνθρακα. Επιπλέον, διακρίνουμε ότι και σε κάποια από τα θραύσματα της μεθανόλης ενέχονται δύο μηχανισμοί-ένας γρήγορος και ένας αργός- που οδηγούν σε ιόντα ίδιων χαρακτηριστικών. Τέλος, στο μόριο του τολουολίου παρατηρήθηκε για πρώτη φορά κανάλι παραγωγής H+ υψηλής κινητικής ενέργειας. Η συγκριτική αξιολόγηση με τα δευτεριωμένα παράγωγά του καθώς και η εξάρτησή του από την φάση φ του πεδίου ω/2ω μας οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι το θραύσμα αυτό προκύπτει αποκλειστικά στο μεθύλιο του μορίου. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι η φάση φ του πεδίου ω/2ω μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μια πειραματική παράμετρος για τον έλεγχο της κατευθυντικότητας της εκπομπής των μοριακών θραυσμάτων H+, H+ από το τολουόλιο. Η παραπάνω μελέτη με ασύμμετρα πεδία laser ω/2ω, πέραν των καινούργιων πληροφοριών που αποκομίστηκαν σε σχέση με τα μόρια που μελετήθηκαν, διευρύνει επιπροσθέτως τα όρια αξιοποίησής της. Στις ήδη γνωστές εφαρμογές του που αναφέρθηκαν παραπάνω, προστέθηκαν η εφαρμογή τους για την διάκριση καναλιών διαφορετικής πρόδρομης κατάστασης που οδηγούν σε θραύσματα ίδιων χαρακτηριστικών, η βαθύτερη κατανόηση των διαδικασιών μεταφοράς υδρογόνου και η δυνατότητα ελέγχου της κατευθυντικότητας εκπομπής μοριακών θραυσμάτων. 1317 457 477 Η εκπαίδευση και ο κοινωνικός της ρόλος στις εκτός των ορίων του νεοελληνικού κράτους ελληνικές επαρχίες In the research that follows we attempt to present a theoretical proposal with conceptual parameters and in connection with the socio-economic system, important axes that are related with the organisation and the monitoring of education in the apartment of Lasithi of Crete during later Ottoman domination and Cretan State. The period of later Ottoman domination, same after the signature of Convention of Halepas in October 1878, existed for Crete more generally and for the prefecture of Lasithi more specifically a period of important social, economic and political realignments. A new season, that already was opened with the publication of Decree Hatti Hoymagjoyn, involved indubitably changes in structure, economic operation, social practices and the ideology of local social shaping, that influenced catalytic and the educational issues. In these new frames, the education, apart from a national affair, began to become, more and more a self-determined, social and political activity to achievement of social operations with a view to it leading the citizens to a predetermined national and social behavior. At this period, the financing of schools from the monastic revenues but also the national orientation of education led to the control of educational system from the self-governmental collective bodies in which the Church had serious reason after it was called to manage economically mainly the inflation of educational sector. Simultaneously, we observe that, the education at the examined period from asyntactic becomes suddenly point of friction between a liberal and reforming endogenous portion of layers that emanates from the secondary sector of production and one conservative. The liberal layers press for continuous reforms in the space of education that however appears to be compatible with structures of society that have been proved waterproof in each rationalism. Later, the Cretan State adopted a evolutionary form according to which her duty was the modernisation, which kept pace with the projection of new political and social ideal as the justice, the education, the rights of person and citizen, the safety etc The Cretan State under the situation of stagnation that prevailed in the interior of island and under the influences of West disputed the old situation, it invoked urban type democracy and it centrally adopted the idea of progress via the growth checked and uniform for all the island’s educational system. Thus, the progressive dependence of finances of education by the central power as well as the imposition of specific system of ideological orientations which was presented as necessity and required effectiveness from the educational system were also accompanied by the increase of extent of control of educational system from the central power therefore were solidified the characteristics of coexistence administrative and pedagogic competences which functioned in the frames of hierarchy of competences that were ceded delegatorily by the central power Στην έρευνα που ακολουθεί, καταβάλλεται προσπάθεια να παρουσιαστούν, με βάση ένα σύνολο θεωρητικών προτάσεων και εννοιολογικών παραμέτρων και σε συνάρτηση με το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα έτσι όπως εξυφαίνεται και προσδιορίζεται ιστορικο-πολιτικά, ορισμένες σημαντικές μεταβλητές που σχετίζονται με την οργάνωση και την εποπτεία της χριστιανικής εκπαίδευσης στο διαμέρισμα του Λασιθίου της Κρήτης κατά τη διάρκεια της ύστερης τουρκοκρατίας και της Κρητικής Πολιτείας. Η περίοδος της ύστερης Τουρκοκρατίας, ιδίως μετά από την υπογραφή της Σύμβασης της Χαλέπας τον Οκτώβριο του 1878, υπήρξε για την Κρήτη γενικότερα και για το Διαμέρισμα του Λασιθίου ειδικότερα μια εποχή σημαντικών κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών ανακατατάξεων. H νέα εποχή, που είχε ήδη ανοίξει με την έκδοση του Διατάγματος Χάττι Χουμαγιούν, επέφερε αναμφίβολα αλλαγές στη δομή, την οικονομική λειτουργία, τις κοινωνικές πρακτικές και την ιδεολογία του τοπικού κοινωνικού σχηματισμού οι οποίες επηρέασαν καταλυτικά και τα εκπαιδευτικά πράγματα. Μέσα σ’ αυτά τα νέα πλαίσια, η εκπαίδευση, εκτός από μια εθνική υπόθεση, άρχισε να γίνεται όλο και περισσότερο μια αυτοδιοικητική, κοινωνική και πολιτική δραστηριότητα προς εκπλήρωση κοινωνικών λειτουργιών με σκοπό να οδηγήσει τους ανθρώπους σε μια προκαθορισμένη εθνική και κοινωνική συμπεριφορά. Κατά την περίοδο αυτή, η χρηματοδότηση των σχολείων από τις μοναστηριακές προσόδους αλλά και ο εθνικός προσανατολισμός της εκπαίδευσης οδήγησε στον έλεγχο του εκπαιδευτικού συστήματος από αυτοδιοικούμενα συλλογικά όργανα στα οποία η Εκκλησία είχε σοβαρό λόγο αφού κλήθηκε να διαχειριστεί οικονομικά κυρίως την διόγκωση του εκπαιδευτικού τομέα. Ταυτόχρονα, παρατηρούμε ότι η εκπαίδευση κατά την εξεταζόμενη περίοδο από ασύντακτη έγινε ξαφνικά σημείο τριβής ανάμεσα σε μια συντηρητική και μια φιλελεύθερη και μεταρρυθμιστική μερίδα. Τα φιλελεύθερα στρώματα πίεζαν για συνεχείς μεταρρυθμίσεις στο χώρο της εκπαίδευσης που όμως φαίνεται να μην ήταν συμβατές με τις ίδιες τις δομές μιας κοινωνίας που είχε αποδειχτεί αδιάβροχη σε κάθε ορθολογισμό. Αργότερα, από την Κρητική Πολιτεία υιοθετήθηκε ένα εξελικτικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο το πιο επείγον καθήκον της ήταν ο εκσυγχρονισμός, ο οποίος συμβάδιζε με την προβολή νέων πολιτικών και κοινωνικών ιδανικών όπως η δικαιοσύνη, η μόρφωση, τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, η ασφάλεια κ.λ.π. Η Κρητική Πολιτεία κάτω από την κατάσταση στασιμότητας που επικρατούσε στο εσωτερικό του νησιού και κάτω από τις επιρροές της Δύσης αμφισβήτησε την παλιά κατάσταση, επικαλέστηκε την αστικού τύπου δημοκρατία και ενστερνίστηκε την ιδέα της προόδου μέσω της ανάπτυξης ενός κεντρικά ελεγχόμενου και ομοιόμορφου για όλο το νησί εκπαιδευτικού συστήματος. Έτσι, η σταδιακή εξάρτηση των οικονομικών της εκπαίδευσης από την κεντρική εξουσία καθώς και η επιβολή συγκεκριμένου συστήματος ιδεολογικών προσανατολισμών το οποίο παρουσιαζόταν ως αναγκαιότητα και απαιτούσε αποτελεσματικότητα από το εκπαιδευτικό σύστημα συνοδεύτηκε από την αύξηση της έκτασης του ελέγχου του εκπαιδευτικού συστήματος από την κεντρική εξουσία. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, παγιώθηκαν τα χαρακτηριστικά της συνύπαρξης διοικητικών και παιδαγωγικών αρμοδιοτήτων σε μονομελή όργανα τα οποία λειτουργούσαν μέσα στα πλαίσια μιας ιεραρχίας αρμοδιοτήτων που εκχωρούνταν εξουσιοδοτικά από την κεντρική εξουσία. 1318 292 301 Optoelectronic modeling of organic photovoltaic enhanced with plasmonic nanoparticles Οπτοηλεκτρονική μοντελοποίηση οργανικών φωτοβολταϊκών ενισχυμένων με πλασμονικά νανοσωματίδια The maximum organic solar cell efficiencies are about 11-12%. Meanwhile the inorganic solar cells have efficiencies of 25%. However the efficiency of organic solar cells is constantly increasing, as well as their stability, through improvements in materials (active polymers, electrodes’ materials etc.) and in their production processes. The low OSCs efficiencies come from the low charge carrier mobilities in the organic semiconductors and high recombination rates. These two factors limit the thickness of the active layers and therefore the absorption. In order to increase the absorption within the active layer, we use a variety of light trapping mechanisms like the use of photonic structures, or metallic nanostructures. The most widespread technique is the usage of plasmonic nanostructures, which takes advantage of the plasmonic phenomena in order to enhance the efficiency. In this work we perform a full optoelectronic study of the behavior of two different nanoparticle sizes under two configurations each inside the active layer, keeping the active layer thickness fixed. The target is to study the effect of carrier mobility (electrons and holes, in the range from 10-7 to 10-10 m2/Vs for each carrier) on the plasmonic enhancement each plasmonic configuration causes. The results are always compared to a device without nanoparticles. We find that for different mobility values there is a different plasmonic configuration that yields the highest performance enhancement. In general, there is no mobility value combination for which we cannot find a proper plasmonic configuration. On the flip side, there are cases where the wrong plasmonic configuration can lead to serious performance losses. In most cases the largest losses are caused by small nanoparticles close to the anode side, a fact that is in agreement with recent optical simulations. Οι υψηλότερες αποδόσεις οργανικών ηλιακών κυττάρων φτάνουν το 11-12% και είναι σημαντικά χαμηλότερες από αυτές των ανόργανων ηλιακών κυττάρων. Ωστόσο βελτιώνονται συνεχώς. Επιπλέον βελτιώνεται και η σταθερότητά τους με ανάπτυξη νέων οργανικών υλικών, ηλεκτροδίων, βοηθητικών στρωμάτων καθώς και με νέες μεθόδους επεξεργασίας. Οι χαμηλές αποδόσεις των οργανικών ηλιακών κυττάρων αποδίδονται στις χαμηλές ευκινησίες αγωγιμότητας των φορέων στα οργανικά υλικά σε συνδυασμό με υψηλούς ρυθμούς επανασυνδυασμού φορέων. Οι δύο αυτοί παράγοντες περιορίζουν σημαντικά το πάχος του φωτοενεργού στρώματος και συνεπώς το ποσό της απορροφημένης ακτινοβολίας. Μια λύση σε αυτό το πρόβλημα μπορούν να δώσουν τεχνικές παγίδευσης φωτός στο φωτοενεργό στρώμα χωρίς να απαιτείται αύξηση του πάχους του. Τέτοιες τεχνικές είναι για παράδειγμα η χρήση φωτονικών δομών, ή μεταλλικών νανοδομών. Από τις προηγούμενες τεχνικές, η πιο ευρέως διαδεδομένη είναι η χρήση μεταλλικών νανοδομών, που εκμεταλλεύεται τα πλασμονικά φαινόμενα για αύξηση της απόδοσης. Στην παρούσα εργασία γίνεται πλήρης οπτοηλεκτρονική μελέτη της συμπεριφοράς δύο διαφορετικών μεγεθών νανοσωματιδίων σε δύο διαμορφώσεις το καθένα μέσα στο φωτοενεργό στρώμα, κρατώντας σταθερό το πάχος του ενεργού στρώματος. Σκοπός είναι η μελέτη της επίδρασης της ευκινησίας των φορέων (ηλεκτρονίων και οπών, σε ένα εύρος από 10-7 έως 10-10 m2/Vs για τον καθένα) στην πλασμονική ενίσχυση που προκαλεί η κάθε πλασμονική διαμόρφωση. Τα αποτελέσματα συγκρίνονται κάθε φορά με τη διάταξη χωρίς νανοσωματίδια. Βρίσκουμε ότι για διαφορετικές τιμές των δύο ευκινησιών είναι διαφορετική η πλασμονική διαμόρφωση που δίνει την μέγιστη ενίσχυση στην απόδοση. Γενικά, δεν υπάρχει συνδυασμός τιμών ευκινησιών για τον οποίο να μην μπορούμε να βρούμε κατάλληλη πλασμονική διαμόρφωση. Στον αντίποδα, υπάρχουν περιπτώσεις που η λάθος πλασμονική διαμόρφωση μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές απώλειες απόδοσης. Στις περισσότερες περιπτώσεις τις μεγαλύτερες απώλειες προκαλεί η περίπτωση των μικρών νανοσωματιδίων κοντά στην άνοδο, το οποίο έρχεται σε συμφωνία με τα οπτικά αποτελέσματα που είχαν μελετηθεί ήδη. 1319 333 341 Occupational/work stress as a predictor/parameter of job satisfaction and physiological well-being among Greek special education teachers Το εργασιακό στρες των ειδικών παιδαγωγών ως παράγοντας επίδρασης της ψυχικής ευεξίας και της επαγγελματικής ικανοποίησης Teachers, as they are already widely known and commonly accepted, are the cornerstone for achieving a properly structured and successful educational system. In order to develop a correct and successful education system, it is necessary to understand the factors, associated with teacher performance, and more specifically these factors are work stress and job satisfaction. Work stress and the job satisfaction of teachers has become a major issue in exploring several studies in the international area, because it is inextricably linked with the assurance of psychological well-being and calm, with the efficiency and creativity of the same as well as its immediate environment. The purpose of this research is to investigate the factors of work stress that affect the quality of professional satisfaction, as well as the factors influencing their psychological well-being. Furthermore, the levels of work stress of the two groups of teachers in general, the levels of job satisfaction of the two groups of teachers and finally their levels of psychological well-being are explored. In order to identify the factors that affect labor stress and the job satisfaction of teachers, primary data gathered through questionnaires was used. The sample consisted of 300 teachers of special and general primary education. Statistical analysis and analysis of data showed that levels of work-related stress in teachers of general education are around the same level, with teachers of special education showing little more stress. Regarding the factors, from which teachers of special and general education are satisfied, it was found that they are differentiated by group. However, the main sources of job satisfaction are the good working conditions, proper and meaningful interpersonal relationships with the principal and colleagues and the proper use of their professional skills. Finally, the levels of psychological well-being of both groups are considered quite high. In conclusion, as the findings have revealed, work-related stress significantly affects both their job satisfaction and their psychological health and well-being. Οι εκπαιδευτικοί, όπως είναι ήδη ευρέως γνωστό και κοινά αποδεκτό, αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο για την επίτευξη ενός σωστά δομημένου και επιτυχημένου εκπαιδευτικού συστήματος. Για να αναπτυχθεί ένα σωστό και επιτυχημένο εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να γίνει κατανόηση των παραγόντων που συνδέονται με την απόδοση των εκπαιδευτικών, και αυτοί οι παράγοντες είναι το εργασιακό στρες και η επαγγελματική τους ικανοποίηση. Το εργασιακό στρες και η επαγγελματική ικανοποίηση των εκπαιδευτικών έχει αναδειχθεί κύριο θέμα στη διερεύνηση αρκετών μελετών στο διεθνή χώρο, γιατί συνδέεται άρρηκτα με την εξασφάλιση ψυχικής ευεξίας και ηρεμίας, με την αποτελεσματικότητα και δημιουργικότητα του ιδίου αλλά και του άμεσου περιβάλλοντος του. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να διερευνήσει τους παράγοντες του εργασιακού στρες που επηρεάζουν την ποιότητα της επαγγελματικής ικανοποίησης, καθώς και τους παράγοντες που επηρεάζουν την ψυχική τους ευεξία. Ακόμη, διερευνώνται τα επίπεδα του εργασιακού στρες των δυο ομάδων των εκπαιδευτικών γενικότερα, τα επίπεδα της επαγγελματικής ικανοποίησης των δυο ομάδων των εκπαιδευτικών και τέλος τα επίπεδα της ψυχικής τους ευεξίας. Για να εντοπιστούν οι παράγοντες που επηρεάζουν το εργασιακό στρες και την επαγγελματική ικανοποίηση των εκπαιδευτικών, χρησιμοποιήθηκαν πρωτογενή στοιχεία που συγκεντρώθηκαν μέσω ερωτηματολογίων. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 300 συνολικά εκπαιδευτικοί ειδικής και γενικής αγωγής. Από την στατιστική επεξεργασία και την ανάλυση των δεδομένων προκύπτει ότι τα επίπεδα του εργασιακού στρες των εκπαιδευτικών ειδικής και γενικής αγωγής, κυμαίνονται περίπου στα ίδια επίπεδα, με τους εκπαιδευτικούς ειδικής αγωγής να παρουσιάζονται ελάχιστα πιο στρεσαρισμένοι. Αναφορικά με τους παράγοντες, από τους οποίου αντλούν ικανοποίηση οι εκπαιδευτικοί ειδικής και γενικής αγωγής, διαπιστώθηκε ότι διαφοροποιούνται ανά ομάδα. Παρόλα αυτά, οι κυριότερες πηγές άντλησης επαγγελματικής ικανοποίησης είναι οι καλές εργασιακές συνθήκες, οι σωστές και ουσιαστικές διαπροσωπικές σχέσεις με τον διευθυντή και τους συναδέλφους και η σωστή αξιοποίηση των επαγγελματικών τους δεξιοτήτων. Τέλος, τα επίπεδα της ψυχικής ευεξίας και των δυο ομάδων θεωρούνται αρκετά υψηλά. Συμπερασματικά, όπως διαφάνηκε κι από τα ευρήματα, το εργασιακό στρες επηρεάζει σημαντικά τόσο την επαγγελματική τους ικανοποίηση όσο και την ψυχική τους υγεία και ευεξία. 1320 537 644 Αποθήκευση, επεξεργασία και ανάλυση μεγάλων εξελισσόμενων γραφημάτων In recent years, increasing amounts of graph structured data are being made available from a variety of sources, such as social, citation, computer and hyperlink networks. Their continuous evolution is becoming a subject that attracts considerable attention, and finds a wide spectrum of applications ranging from social network marketing to virus propagation and digital forensics. Although the analysis of the graph evolution is important of our understanding of the network, the main focus of research has been on efficiently storing and retrieving the graph snapshots. Furthermore, processing graph data through a variety of graph queries including reachability, distance and pattern-based ones, is limited to static graphs, leaving query processing on evolving graphs unexplored. This dissertation focus on managing and querying the full history of a graph as it evolves. We introduce a compact representation of an evolving graph, where each graph element i.e., node or edge is annotated with the set of time intervals that refer to the existence of each element through the graph evolution. We then include studies of different ways of extracting information from the evolving graph by posing different queries on a sequence of graph snapshots. We call such queries historical queries. In particular, we first introduce historical graph traversal queries that consider paths that exist in a sufficient number of graph snapshots. We exploit variants of two types of historical traversal queries, reachability and shortest paths. Historical reachability queries ask whether two nodes are connected in some time instance, in all time instances, or in a sufficient number of time instances whereas historical shortest path queries ask for the shortest path between two nodes posing requirements on the lifespan of such paths. We provide efficient algorithms for supporting historical graph traversal queries. We propose effective implementations of our algorithms based on time index structures for in-memory and graph database systems, and provide an extensive experimental evaluation of various aspects of our approach. We also formalize a new problem that of finding the top-k most durable matches of an input graph pattern query, that is the matches that exist for the longest period of time. Locating durable matches in the evolution of large graphs is important for our understanding of the network, and it may be crucial for many applications. Applying previous approaches to pattern matching problem at each snapshot and aggregating the results for large networks and long sequences is computationally expensive, since all matches have to be generated at each snapshot, including those appearing only once. Thus, we propose a new efficient and effective approach that uses appropriate time indexes to prune the search space and strategies to estimate the duration of the seeking matches in large evolving graphs. Furthermore, we systematically study density in evolving graphs, and provide definitions for density over multiple graph snapshots, that capture different semantics of connectedness over time. We study the complexity of the different variants of the problem and we propose a generic algorithmic framework for solving our problems, that works in linear time. Our experimental evaluation shows both the efficiency of our algorithms and the usefulness of the problems.Finally, we introduce three approaches of modeling evolving graphs in native graph databases, as well as, algorithms for processing historical queries that use these approaches. Τα τελευταία χρόνια, αυξανόμενες ποσότητες δεδομένων που αναπαριστώνται από γραφήματα διατίθενται από διάφορες πηγές, όπως τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης, τα δίκτυα παραπομπής, τα δίκτυα ηλεκτρονικών υπολογιστών και τα δίκτυα υπερσύνδεσης. Η συνεχής εξέλιξη τους γίνεται ένα θέμα που προσελκύει ιδιαίτερη προσοχή και βρίσκει ένα ευρύ φάσμα εφαρμογών που κυμαίνονται από το μάρκετινγκ στα κοινωνικά δίκτυα έως τη διάδοση των ιών και την ψηφιακή εγκληματολογία. Αν και η ανάλυση της εξέλιξης των γραφημάτων είναι σημαντική για να κατανοήσουμε το δίκτυο, ο κύριος στόχος της έρευνας τα τελευταία χρόνια ήταν η αποτελεσματική αποθήκευση και ανάκτηση των στιγμιότυπων της εξέλιξης του γραφήματος. Επιπλέον, η επεξεργασία δεδομένων γραφημάτων μέσω μιας ποικιλίας ερωτήσεων σε γραφήματα (graph queries), όπως της προσπελασιμότητας, της εύρεσης απόστασης και μοτίβων, περιορίζεται στα στατικά γραφήματα, αφήνοντας ανεξερεύνητη την επεξεργασία ερωτήσεων στα εξελισσόμενα γραφήματα. Παρόλο που υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για την επεξεργασία στατικών γραφημάτων μέσω μιας ποικιλίας ερωτήσεων σε γραφήματα (graph queries), όπως της προσπελασιμότητας, της εύρεσης απόστασης και μοτίβων, η αναζήτηση στο ιστορικό ενός εξελισσόμενου γραφήματος είναι πολύ λιγότερο μελετημένη. Στόχος αυτής της διατριβής είναι η διαχείριση και διερεύνηση της ιστορίας ενός γραφήματος καθώς εξελίσσεται. Παρουσιάζουμε μια συμπαγή αναπαράσταση ενός εξελισσόμενου γραφήματος, όπου κάθε στοιχείο του π.χ. κόμβος ή ακμή, σημειώνεται με το σύνολο χρονικών διαστημάτων που δηλώνουν την ύπαρξη κάθε στοιχείου κατά την διάρκεια της εξέλιξης του γραφήματος. Στη συνέχεια παρουσιάζουμε μελέτες διαφορετικών τρόπων εξαγωγής πληροφοριών από το εξελισσόμενο γράφημα θέτοντας διαφορετικά ερωτήματα σε μια ακολουθία στιγμιότυπων γραφημάτων. Αναφερόμαστε σε τέτοιου είδους ερωτήματα ως ιστορικά ερωτήματα (historical queries). Συγκεκριμένα, παρουσιάζουμε πρώτα ιστορικά ερωτήματα διάσχισης ενός γραφήματος που λαμβάνουν υπόψη τις διαδρομές που υπήρχαν σε επαρκή αριθμό στιγμιότυπων του γραφήματος. Χρησιμοποιούμε παραλλαγές δύο τύπων ιστορικών ερωτήσεων διάσχισης, της προσβασιμότητας και της εύρεσης συντομότερων διαδρομών. Τα ερωτήματα ιστορικής προσβασιμότητας ρωτούν αν δύο κόμβοι συνδέονται είτε σε κάποια χρονική στιγμή, είτε σε όλες τις χρονικές στιγμές ή σε επαρκή αριθμό χρονικών στιγμών, ενώ τα ιστορικά ερωτήματα εύρεσης συντομότερων διαδρομών ζητούν τη συντομότερη διαδρομή μεταξύ δύο κόμβων θέτοντας περιορισμούς ως προς τη διάρκεια ζωής αυτών των διαδρομών. Παρέχουμε αποτελεσματικούς αλγόριθμους για την υποστήριξη ιστορικών ερωτημάτων διάσχισης σε γραφήματα. Προτείνουμε αποτελεσματικές υλοποιήσεις των αλγορίθμων μας που κάνουν χρήση χρονικών ευρετηρίων σε συστήματα που βρίσκονται εξολοκλήρου στη μνήμη και σε συστήματα βάσεων γραφημάτων. Στη συνέχεια, παρουσιάζουμε μια εκτενή πειραματική αξιολόγηση διαφόρων πτυχών της προσέγγισής μας. Ορίζουμε επίσης το νέο πρόβλημα της εύρεσης των k πιο ανθεκτικών ισομορφικών γραφημάτων ενός μοτίβου εισόδου, δηλαδή την εύρεση των γραφημάτων που είναι ισομορφικά με το μοτίβο εισόδου και υπάρχουν για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Η εύρεση τέτοιων γραφημάτων είναι σημαντική για την κατανόηση του δικτύου και μπορεί να είναι κρίσιμη για πολλές εφαρμογές. Εφαρμόζοντας τις προηγούμενες προσεγγίσεις στο πρόβλημα εύρεσης ισομορφικών γραφημάτων ενός μοτίβου εισόδου σε κάθε στιγμιότυπο και τη συγκέντρωση των αποτελεσμάτων, είναι υπολογιστικά ακριβό για μεγάλα δίκτυα. Αυτό συμβαίνει γιατί όλα τα ισομορφικά γραφήματα του μοτίβου εισόδου πρέπει να βρεθούν σε κάθε στιγμιότυπο, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εμφανίζονται μόνο μία φορά. Για τον λόγο αυτό, προτείνουμε μια νέα αποδοτική και αποτελεσματική προσέγγιση που χρησιμοποιεί κατάλληλα χρονικά ευρετήρια για να μειώνει τον χώρο αναζήτησης όπως και στρατηγικές αναζήτησης για να υπολογίζει τη διάρκεια ζωής των γραφημάτων που αναζητούμε. Επιπλέον, μελετάμε το πρόβλημα της εύρεσης του συνόλου των κόμβων που είναι πιο πυκνά συνδεδεμένοι σε όλα τα στιγμιότυπα του εξελισσόμενου γραφήματος. Παρέχουμε ορισμούς για την πυκνότητα σε πολλαπλά στιγμιότυπα γραφημάτων, που καταγράφουν διαφορετικές σημασιολογίες της συνδεσιμότητας των κόμβων κατά την πάροδο του χρόνου, και μελετάμε τις αντίστοιχες παραλλαγές του προβλήματος. Μελετάμε την πολυπλοκότητα των διαφορετικών παραλλαγών του προβλήματος και προτείνουμε ένα γενικό αλγοριθμικό πλαίσιο για την επίλυση των προβλημάτων μας, που λειτουργεί σε γραμμικό χρόνο. Η πειραματική μας αξιολόγηση δείχνει τόσο την αποτελεσματικότητα των αλγορίθμων όσο και τη χρησιμότητα των προβλημάτων. Τέλος, παρουσιάζουμε τρεις προσεγγίσεις για τη μοντελοποίηση των εξελισσόμενων γραφημάτων σε βάσεις γραφημάτων, καθώς και τους αλγορίθμους για την επεξεργασία ιστορικών ερωτημάτων που χρησιμοποιούν αυτές τις προσεγγίσεις. 1321 481 498 Algorithmic techniques for detection and classification of digital objects Αλγοριθμικές τεχνικές ανίχνευσης και κατάταξης ψηφιακών αντικειμένων In this PhD Thesis there have been studied the algorithmic techniques for the detection and classification of digital object. In the area of digital objects, this Thesis focuses mainly on the investigation of designing and proposing algorithmic techniques that detect and classify (in terms of indexing) a specific category of digital objects, the one of software, and more precisely the malicious software, providing finally an integrated algorithmic framework for protection against malicious software. Malicious authors, in order to avoid traditional detection methods, have developed highly sophisticated practices focusing on mutating their produced malicious samples, incorporating mutation engines that mutate the structure of the generated malicious samples (i.e., polymorphism and metamorphism). On the first development axis of this thesis, the research focuses on the design and the proposal of a mutation-tolerant graph-based representation of malicious software sample's behavior (behavioral graph) resulted from System-call Dependency Graphs, or, for short ScDG, a Directed Acyclic Graph produced through Dynamic Taint Analysis of the executed sample. So, in the first state we propose the Group Relation Graph, or, for short GrG, a Directed Weighted Graph that is an abstraction of ScDG resulting after grouping disjoint vertices of it, utilizing the property that system-calls can be merged into groups based on their similar functionality. Further, we extent this approach by proposing the Coverage Graph, or, for short CvG, where we investigating the dominating relations among the vertices of GrGs regarding the vertex weight and degree. Additionally, extending the potentials of the above graph-based representations, we also propose the Temporal Graphs, that actually depict the structural evolution of the previously proposed graphs (i.e., GrG and CvG) by depicting their structures through instances captured over specific periods. Among others, we propose a set of similarity metrics that utilize quantitative, relational and qualitative characteristics of the above graph-based representations of malicious software sample's behavior, utilizing them in order to experimentally evaluate the detection and classification potentials of our model. Moreover, since the usage of mobile devices exhibits a wide spread, dependently of te adoption of IoT, throughout this thesis, it has also been studied the development of graph-based algorithmic techniques that would integrate the overall algorithmic framework for protection against malicious software by investigating graph-based strategies for suppressing and finally avoiding potential pandemics caused by malware's spread. More precisely, we propose a set of graph-based techniques for modeling the topology of towns-planning, the node mobility patterns as also the propagation behavior, incorporating them to develop an algorithmic technique that defines the maximum permitted time required by a counter- measure to take effect removing the malware from an infected device (i.e., response time) in order to finally the pandemic spread. Finally, the precision of the proposed approach is tested throughout a series of repetitive (Monte Carlo) series of experiments of various epidemic models and set of factors that affect the malware's spread. Σε αυτή τη διδακτορική διατριβή διερευνήθηκαν οι αλγοριθμικές τεχνικές για την ανίχνευση και τη κατάταξη ψηφιακών αντικειμένων. Στον τομέα των ψηφιακών αντικειμένων, η παρούσα εργασία επικεντρώνεται κυρίως στη μελέτη του σχεδιασμού και της περαιτέρω ανάπτυξης αλγοριθμικών τεχνικών ανίχνευσης και κατάταξης μιας συγκεκριμένης κατηγορίας ψηφιακών αντικειμένων, αυτής του λογισμικού και πιο συγκεκριμένα του κακόβουλου λογισμικού, δημιουργώντας εν τέλει ένα ολοκληρωμένο αλγοριθμικό πλαίσιο για την προστασία ενάντια σε αυτό. Οι δημιουργοί των κακόβουλων λογισμικών, προκειμένου να αποφύγουν τις καθιερωμένες μεθόδους ανίχνευσης, έχουν αναπτύξει ευφυείς τεχνικές που εστιάζουν στη μετάλλαξη των παραγόμενων κακόβουλων λογισμικών, ενσωματώνοντας μηχανισμούς μετάλλαξης που στόχο έχουν να τροποποιήσουν ριζικά τη δομή των παραγόμενων δειγμάτων. Ως εκ τούτου, στον πρώτο άξονα, η έρευνα επικεντρώνεται στο σχεδιασμό και την πρόταση μιας αναπαράστασης μέσω γραφήματος της συμπεριφοράς του δείγματος κακόβουλου λογισμικού (συμπεριφοριστικό γράφημα) ανθεκτικής σε μεταλλάξεις, η οποία προκύπτει από τα Γραφήματα Εξάρτησης Κλήσεων Συναρτήσεων Συστήματος (κατευθυνόμενα άκυκλα γραφήματα), τα οποία κατασκευάζονται αντλώντας πληροφορία από την εκτέλεση δυναμικής ανάλυσης του εκτελεσθέντος κακόβουλου λογισμικού. Έτσι, σε πρώτο επίπεδο, προτείνουμε το Γράφημα Συσχετίσεων Ομάδων (κατευθυνόμενο έμβαρο γράφημα) το οποίο προκύπτει έπειτα από ομαδοποίηση των κόμβων του γραφήματος Εξάρτησης Κλήσεων Συναρτήσεων Συστήματος, αξιοποιώντας την ιδιότητα ότι οι κλήσεις συναρτήσεων συστήματος μπορούν να συγχωνευθούν σε ομάδες ανάλογα με την ομοειδή λειτουργικότητά τους. Επιπρόσθετα, επεκτείνουμε αυτή την προσέγγιση προτείνοντας το Γράφημα Κάλυψης, όπου διερευνούμε τις ``σχέσεις κυριαρχίας" μεταξύ των κόμβων του γραφήματος Συσχετίσεων Ομάδων, αναφορικά με το βάρος και το βαθμό αυτών. Επιπλέον, επεκτείνοντας τις δυνατότητες των παραπάνω γραφημάτων προτείνουμε επίσης τα Χρονικά Μεταβαλλόμενα Γραφήματα, τα οποία απεικονίζουν τη δομική εξέλιξη των προτεινόμενων γραφημάτων (δηλ. Γραφήματα Συσχετίσεων Ομάδων και Γραφήματα Κάλυψης) απεικονίζοντας την εξέλιξη στη δομή τους μέσω στιγμιότυπων αυτών, τα οποία καταγράφονται ανα συγκεκριμένες περιόδους. Μεταξύ άλλων, προτείνουμε ένα σύνολο μετρικών ομοιότητας, όπου αξιοποιούνται τα ποσοτικά, σχεσιακά και ποιοτικά χαρακτηριστικά των παραπάνω γραφημάτων αναφορικά με τη συμπεριφορά των κακόβουλων λογισμικών, αξιοποιώντας αυτές τις μετρικές για τη μετέπειτα αποτίμηση των δυνατοτήτων ανίχνευσης και κατάταξης των προταθέντων μοντέλων. Επιπλέον, δεδομένου ότι η χρήση των φορητών συσκευών παρουσιάζει ευρεία εξάπλωση, κατά την εκπόνηση της παρούσας διατριβής μελετήθηκε η ανάπτυξη αλγοριθμικών τεχνικών βασισμένων σε γραφήματα, οι οποίες θα ολοκληρώνουν το ευρύτερο αλγοριθμικό πλαίσιο προστασίας ενάντια στο κακόβουλο λογισμικό, με τη διερεύνηση στρατηγικών βασισμένων σε γραφήματα για την καταστολή και περαιτέρω αποφυγή εν δυνάμει πανδημικών φαινομένων που θα προκύψουν από την εξάπλωση του κακόβουλου λογισμικού. Πιο συγκεκριμένα, προτείνουμε μια σειρά τεχνικών για τη μοντελοποίηση της τοπολογίας του πολεοδομικού σχεδιασμού, των μοτίβων κίνησης των φορητών συσκευών καθώς επίσης και της συμπεριφοράς μετάδοσης (αναφορικά με το ακολουθούμενο επιδημιολογικό μοντέλο), συντονίζοντας τα μοντέλα αυτά στην πλαισίωση μιας αλγοριθμικής τεχνικής που θα καθορίζει τον μέγιστο επιτρεπόμενο χρονικό όριο που απαιτείται από ένα αντίμετρο προστασίας προκειμένου να απομακρυνθεί το κακόβουλο λογισμικό από μια μολυσμένη συσκευή (χρόνος απόκρισης), ώστε τελικά να αποφευχθεί η πανδημία. Τέλος, η ευρύτερη απόδοση της προτεινόμενης προσέγγισης παρουσιάζεται μέσα από μια σειρά επαναλαμβανόμενων πειραμάτων (Monte Carlo) ακολουθώντας διαφορετικά επιδημιολογικά μοντέλα, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη και ένα σύνολο παραγόντων που επηρεάζουν την εξάπλωση του κακόβουλου λογισμικού. 1322 217 252 Despite its significance, the teacher-student relationship in higher education remains an under-researched field. The current study used constructivist grounded theory, in order to enrich the relevant discussion. More specifically, it aimed at exploring how the teacher-student relationship in higher education develops (and gradually evolves) based on the perceptions and experiences of the parties involved. The research sub-questions were concerned with (a) defining the teacher-student relationship in higher education, (b) identifying its quality traits, as well as (c) the factors that hinder its development and (d) examining its boundaries. Data was collected by intensive interviewing twenty teacher educators and by five focus groups with twenty-five Master’s degree students in Educational Sciences. A combined exploration of the professors' and students' perceptions and experiences surfaced the teacher-student relationship in higher education as a multidimensional construct, characterised by a multitude of quality traits and shifting boundaries depending on the definition of the situation. Thus, the current study theorised the teacher-student relationship as a complex dynamic phenomenon which, despite the teachers’ hierarchical superiority, is characterised by mutuality and reciprocity in all its manifestations: eagerness/desire and responsibility in forming and maintaining it, developing quality traits, overcoming obstacles, maintaining boundaries and experiencing the positive effects. The study provides suggestions for improving the quality of higher education and a variety of ideas for future research. Παρά τη σημαντικότητά της, η παιδαγωγική σχέση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει διερευνηθεί ελάχιστα. Η παρούσα έρευνα αξιοποίησε την κονστρουκτιβιστική θεμελιωμένη θεωρία, με σκοπό να εμπλουτίσει τη σχετική συζήτηση. Πιο συγκεκριμένα, εξέτασε πώς αναπτύσσεται (και εξελίσσεται) η παιδαγωγική σχέση στο μεταπτυχιακό επίπεδο, όπως την αντιλαμβάνονται και τη βιώνουν οι μετέχοντες σε αυτή. Τα επιμέρους ερευνητικά ερωτήματα αφορούσαν (α) τον ορισμό της παιδαγωγικής σχέσης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, (β) τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της, (γ) τους παράγοντες που εμποδίζουν τη δημιουργία της και (δ) τα όριά της. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν με ατομικές σε βάθος συνεντεύξεις είκοσι καθηγητριών/ών και με πέντε ομάδες εστίασης που διενεργήθηκαν με συνολικά εικοσιπέντε μεταπτυχιακές φοιτήτριες και φοιτητές, οι οποίες/οι δίδασκαν και φοιτούσαν αντίστοιχα σε μεταπτυχιακά προγράμματα Επιστημών Αγωγής. Συστηματοποιώντας συνδυαστικά τις αντιλήψεις και τις εμπειρίες των καθηγητριών/ών και των φοιτητριών/ών, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό συνέκλιναν, η παρούσα έρευνα θεωρητικοποίησε την παιδαγωγική σχέση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ως μια πολυδιάστατη έννοια, χαρακτηριζόμενη από μια πολλαπλότητα ποιοτικών χαρακτηριστικών και μια μεταβλητότητα ως προς τα όρια ανάλογα με τον ορισμό της εκάστοτε περίστασης. Η συστηματική συγκριτική ανάλυση των δεδομένων κατέδειξε ως κεντρική κατηγορία την παιδαγωγική σχέση ως ένα σύνθετο δυναμικό φαινόμενο που, παρά τον κεντρικό ρόλο των διδασκόντων/ουσών λόγω θέσης, χαρακτηρίζεται από αμοιβαιότητα σε όλες του τις εκφάνσεις: διάθεση/επιθυμία και ευθύνη διαμόρφωσης και διατήρησης, ανάπτυξη ποιοτικών χαρακτηριστικών, υπέρβαση πιθανών εμποδίων, διατήρηση των ορίων, βίωση των συνεπειών που επιφέρει. Τα αποτελέσματα της έρευνας καταλήγουν σε ορισμένες χρήσιμες προτάσεις για τη βελτίωση της ποιότητας των σπουδών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και σε μια πληθώρα ιδεών για περαιτέρω έρευνα. 1323 272 229 Child’s first love and young love in texts of modern Greek literature Ο παιδικός και νεανικός έρωτας σε κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας Literature and literary texts have been, through years, the subject of study for various sciences and have been approached by different methods, such as historical, sociological or pedagogical methods. One of the sciences that has been intensively involved with literature is Psychoanalysis. From the beginnings of the psychoanalytic theories appearance, there has been an intense effort from the researchers to approach the inner world of human being, through works of art, as they have been considered to be imprints of the artist’s soul. The present thesis examines the child’s first love in four literary texts, with the contribution of the psychosexual development theory by Sigmund Freud. It consist of two major parts. The first part contains the theoretical framework. At first it examines the relation between literature and psychoanalysis and how psychoanalysis was accepted, at first, in Greece. The first part is completed with the presentation and analysis of the Psychosexual Statement by Freud. The second and main part, the four novels and short stories are presented. The novels are: Leonis by Giorgos Theotokas, Aeolian Land by Ilias Venezis, The first love by Ioannis Kondilakis and the short story Miss- Nitsa by M. Karagatsis. Every text is presented separately. First, there is a brier reference to the author of the novel about his work and life. Afterwards, there is the presentation of the novel, the plot of the text. The last part of each novel is the analysis of the child’s first love, as it showed in the text. Finally, the conclusions of the study are stated in last chapter. Η λογοτεχνία και τα έργα της, με το πέρασμα των χρόνων, έχει αποτελέσει αντικείμενο ερευνών ποικίλων επιστημών και διαφόρων μεθόδων προσέγγισης, όπως είναι η ιστορική, η κοινωνιολογική ή η παιδαγωγική προσέγγιση. Μια από τις επιστήμες που ασχολήθηκε εντατικά με τη Λογοτεχνία, είναι η Ψυχανάλυση. Από τις απαρχές της εμφάνισης των ψυχαναλυτικών θεωριών, υπήρξε έντονη η προσπάθεια των ερευνητών να προσεγγίσουν τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου μέσα από τα έργα τέχνης, όπως αυτά θεωρήθηκαν αποτύπωμα της ψυχής του δημιουργού. Η παρούσα εργασία εξετάζει τον πρώτο παιδικό έρωτα σε τέσσερα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, με εργαλείο τη θεωρία της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης, όπως αυτή διατυπώθηκε από τον Freud. Η εργασία χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος περικλείει το θεωρητικό πλαίσιο. Συγκεκριμένα τη σχέση της ψυχανάλυσης με τη λογοτεχνία και την υποδοχή της επιστήμης αυτής στον ελλαδικό χώρο. Η ολοκλήρωση του πρώτου μέρους γίνεται με την παρουσίαση της ψυχοσεξουαλικής θεωρίας του Freud. Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει τα λογοτεχνικά κείμενα που έχουν επιλεγεί: Λεωνής του Γιώργου Θεοτοκά, Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη, Η κυρία- Νίτσα του Μ. Καραγάτση και Η πρώτη Αγάπη του Ιωάννη Κονδυλάκη. Το κάθε έργο παρουσιάζεται ξεχωριστά. Αρχικά γίνεται μια σύντομη αναφορά στον δημιουργό, παρουσιάζεται έπειτα το κείμενο και ακολουθεί η εξέταση και ανάλυση του παιδικού έρωτα, όπως αυτός περιγράφεται στο κείμενο. Στο τέλος της παρούσας εργασίας συνοψίζονται τα συμπεράσματα. 1324 250 243 Contribute to the quality control of selected feeds of productive animals based on chemical and microbiological analyzes Συμβολή στον ποιοτικό έλεγχο επιλεγμένων ζωοτροφών παραγωγικών ζώων με βάση χημικές και μικροβιολογικές αναλύσεις In this thesis selected composite feeding stuffs of productive animals produced by VIOZOIS SA were studied. In particular, the behavior and the variability of 9 important factors regarding their composition and their microbiological status were studied. In order to carry out the necessary chemical and microbiological analyzes the procedures that are EU regulations such as 152/2009 of 27 January 2009 (Moisture-Ash-Proteins-Fat-Fibrous-Phosphorus) were followed with absolute precision and step by step. First Commission Directive of 15 June 1971 determining Calcium. For the detection of Aflatoxins, the Enzyme-linked immunosorbent assay (ELISA) was used which is a biochemical method for detecting the presence of an antibody or antigen in a sample and for the Salmonella detection of the BIO RAD RAPID Salmonella / Agar method. Results were processed and compared with those of the National Food Control Authority (EFET). In the useful conclusions drawn, it is of interest the compliance of the particular company and the products it produces with the European and international guidelines and practices and the faithful application of the international standard ISO 22000: 2005. In the theoretical part there is an extensive reference to the feed, the ingredients, their role and their contribution to the health and productivity of productive animals. Tables indicate the situation in our country as well as statistics for the whole planet with regard to the livestock population and food production nowadays, but also in the near future. Στην παρούσα διατριβή μελετήθηκαν επιλεγμένες σύνθετες ζωοτροφές παραγωγικών ζώων που παρήχθησαν από την εταιρεία ΒΙΟΖΩΗΣ Α.Ε. Ειδικότερα μελετήθηκε η συμπεριφορά και η διακύμανση 9 σημαντικών παραγόντων που αφορούν την σύστασή τους καθώς και την μικροβιολογική τους κατάσταση. Για την πραγματοποίηση των απαιτούμενων χημικών και μικροβιολογικών αναλύσεων τηρήθηκαν με απόλυτη ακρίβεια και βήμα-βήμα οι διαδικασίες που είναι κανονισμοί της Ε.Ε όπως ο 152/2009 της 27 Ιανουαρίου 2009 (Υγρασία-Τέφρα-Πρωτεΐνες-Λίπος-Ινώδεις ύλες-Φωσφόρος) και η πρώτη οδηγία της Επιτροπής της 15 Ιουνίου 1971 περί προσδιορισμού του Ασβεστίου. Για την ανίχνευση Αφλατοξινών, χρησιμοποιήθηκε η ανοσοενζυμική μέθοδος - Enzyme-linked immunosorbent assay (ELISA) που είναι βιοχημική μέθοδος ανίχνευσης της παρουσίας ενός αντισώματος ή ενός αντιγόνου σε ένα δείγμα και για την ανίχνευση Σαλμονέλας η μέθοδος BIO RAD RAPID Salmonella/Agar. Τα αποτελέσματα επεξεργάστηκαν και συγκρίθηκαν με αυτά του εθνικού φορέα ελέγχου τροφίμων (ΕΦΕΤ). Στα χρήσιμα συμπεράσματα που εξήχθησαν, ενδιαφέρον παρουσιάζει η συμμόρφωση της συγκεκριμένης επιχείρησης καθώς και των προϊόντων που παράγει με τις ευρωπαϊκές και διεθνείς οδηγίες και πρακτικές και η πιστή εφαρμογή του διεθνούς προτύπου ISO 22000:2005. Στο θεωρητικό μέρος γίνεται εκτενής αναφορά στις ζωοτροφές, τα συστατικά τους, τον ρόλο τους και την συμβολή τους στην υγεία και την παραγωγικότητα των παραγωγικών ζώων. Πίνακες αποτυπώνουν την κατάσταση στην χώρα μας καθώς και στατιστικά στοιχεία για όλο τον πλανήτη όσον αφορά τον πληθυσμό της ζωικής παραγωγής και την παραγωγή τροφίμων στις μέρες μας αλλά και στο κοντινό μέλλον. 1325 8 11 floudas-2005-Glass transition in peptides. Temperature and pressure effects..pdf Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Σχολή Επιστημών και Τεχνολογιών. Τμήμα Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών 1326 358 315 Study of the graphitic reinforcement of hierarchical epoxy matrix composites Μελέτη γραφιτικής ενίσχυσης ιεραρχικών σύνθετων υλικών με μήτρα εποξειδικής ρητίνης Hierarchical graphitic reinforcements are one of the most promising approaches towards the exploitation of the full capabilities of nanomaterials in advanced Carbon Fiber Reinforced Composites (CFRCs). Nano-engineering of the Carbon Fiber (CF) surfaces, following a biomimetic approach, can lead to the improvement of the structural integrity, as well as impart additional functionalities to the final composites. The structural hierarchy which is ubiquitous in natural systems, such as wood or bones, accounts for some combinations of characteristics which are uncommon in human-made materials, i.e. high stiffness and high strength. A nano-designed architecture of growing interest is the Carbon Nanotube (CNT) “coated” CF, which can entail numerous positive effects including through-thickness and interply matrix reinforcement of CFRCs, while simultaneously enabling or enhancing additional multifunctional characteristics such as electrical and thermal conductivity and strain sensing. Within this context, two of the most widely used approaches for the production of hierarchical reinforcements for CFRPs are the growth of CNTs on CFs by Chemical Vapor Deposition (CVD) techniques and the deposition of CNTs on CFs by wet chemical modifications of their surfaces. However, an easily scalable, economical process has not been presented hitherto. This thesis aimed at developing an understanding of the interactions of the CNTs with the CFs and the epoxy matrix and to the implementation of this knowledge in order to design and optimise a simple process for the preparation of hierarchical reinforcements with enhanced mechanical and multifunctional properties. A dip coating process, which relied on the wet chemical modification of the surfaces of the CFs and the CNTs, was designed and optimised. This process is promising for use on various applications since it allows for the control of the thickness of the resulting coating by CNTs. The morphology, physicochemical and mechanical properties and Raman strain sensitivity of the hierarchical reinforcements produced by both these methods were investigated. Then, the hierarchical reinforcements were embedded in epoxy matrices, and the interfacial properties of model composites, as well as the residual thermal stresses, were also evaluated. Finally, laminated composites were produced, and their interlaminar properties, as well as their electrical response, were studied. Οι ιεραρχικές γραφιτικές ενισχύσεις αποτελούν μια πολλά υποσχόμενη προσέγγιση στον κλάδο τον προηγμένων σύνθετων υλικών καθώς παρέχουν τη δυνατότητα της πλήρους εκμετάλλευσης των ιδιοτήτων των νανο-υλικών. Η τροποποίηση των επιφανειών των ινών άνθρακα με νανο-δομές, ακολουθώντας μια βιομιμητική προσέγγιση, μπορεί να οδηγήσει στη βελτίωση της δομικής ακεραιότητας καθώς και στην εμφάνιση ή ενίσχυση διαφόρων λειτουργικοτήτων στα τελικά σύνθετα υλικά. Πιο συγκεκριμένα, μια αρχιτεκτονική δομή που προσελκύει αυξανόμενο ερευνητικό ενδιαφέρον είναι οι ιεραρχικές ίνες άνθρακα, δηλαδή ίνες επικαλυμμένες με νανοσωλήνες άνθρακα (ΝΣΑ). Αυτή η δομή προσδίδει πολλαπλά πλεονεκτήματα όπως διαστρωματική ενίσχυση σε ινοπλισμένα σύνθετα υλικά, αυξημένη ηλεκτρική και θερμική αγωγιμότητα καθώς και λειτουργικότητες όπως η ανίχνευση της παραμόρφωσης από το ίδιο το σύνθετο. Δύο από τις πιο γνωστές μεθόδους παρασκευής των ιεραρχικών ενισχύσεων είναι η τεχνική της χημικής εναπόθεσης ατμών και η εναπόθεση ΝΣΑ στην επιφάνεια των ινών άνθρακα μέσω υγρών χημικών τροποποιήσεων. Ωστόσο, έως σήμερα δεν έχει παρουσιαστεί μια εύκολα επεκτάσιμη και συμφέρουσα λύση παρασκευής ιεραρχικών ενισχύσεων. Η παρούσα διδακτορική διατριβή επιδιώκει την κατανόηση των αλληλεπιδράσεων των ΝΣΑ με τις ίνες άνθρακα και την εποξειδική μήτρα και στην εφαρμογή αυτής της γνώσης για το σχεδιασμό μιας απλής διαδικασίας παρασκευής ιεραρχικών ενισχύσεων με βελτιωμένες μηχανικές ιδιότητες και πολυλειτουργικότητες. Η εργασία ανέπτυξε και βελτιστοποίησε μια απλή μέθοδο χημικής τροποποίησης των επιφανειών των ινών και των ΝΣΑ και εμβάπτισης η οποία επιτρέπει τον έλεγχο του πάχους του στρώματος επικάλυψης. Οι ιεραρχικές ενισχύσεις που παράχθηκαν μέσω των δύο παραπάνω μεθόδων μελετήθηκαν ως προς τη μορφολογία, τις φυσικοχημικές και μηχανικές ιδιότητες τους καθώς και την λειτουργικότητα της ανίχνευσης της παραμόρφωσης μέσω της τεχνικής Raman. Έπειτα οι ιεραρχικές ενισχύσεις ενσωματώθηκαν σε εποξειδικές μήτρες και μελετήθηκαν οι διεπιφανειακές ιδιότητες καθώς και οι παραμένουσες τάσεις στις διεπιφάνειες των μοντέλων συνθέτων υλικών. Στο τελικό στάδιο, παρασκευάστηκαν πολυστρωματικά ινοπλισμένα ιεραρχικά σύνθετα υλικά τα οποία αξιολογήθηκαν ως προς τη διαστρωματική αντοχή και τις ηλεκτρικές τους ιδιότητες. 1327 462 431 INTRODUCTION: Anxiety disorders constantly appear to be more common than other mentaldisorders, with reportedly high lifetime (16, 6%) and one year (10, 6%) prevalence rates. Among them, Panic Disorder and (until recently) Obsessive Compulsive Disorder display significant comorbidity in many epidemiological studies, with serious impact in the quality of patients’ lives.AIM: The aim of the present study was to describe the prevalence and sociodemographic associations of panic disorder (PD), obsessive compulsive disorder (OCD) and related subthreshold symptoms and to appraise the comorbidity, use of services and impact on quality of life of these syndromes, in two representative samples of the adolescent and adult general population in Greece.METHODS: for the purposes of this study 2 samples are used, a) a total of 2427 adolescents (15-18 years) attending senior high schools in Greece were selected for a detailed psychiatric interview and b) a secondary analysis of the 2009-2010 general population Greek psychiatric morbidity survey (4902 participants living in private households, response rate 54%). Psychiatric disorders in both samples were assessed with the revised Clinical Interview Schedule (CIS-R). Quality of life was assessed with the EuroQoL EQ-5D in the second sample. Use of alcohol, nicotine and cannabis, and several socio-demographic and socioeconomic variables were also assessed, RESULTS: a) The prevalence of OCD in the adolescents’ sample was 1.39% (95% confidence interval [CI]: 1.05–1.84) while that of subclinical obsessive–compulsive symptoms was 2.77% (2.22–3.45). Financial difficulties of the family were the only socio-demographic variable that was significantly associated with OCD but not with subclinical symptoms. In the adult population sample 1.69% of the participants (95% confidence interval [CI]: 1.33% – 2.05%) met criteria for OCD while 2.79% met criteria for subthreshold obsessive-compulsive symptoms (95% CI: 2.33% - 3.26%). For both samples, in the adjusted analysis very few sociodemographic associations remained statistically significant. Although the full-blown syndrome was more severe in terms of comorbidity and quality of life our results showed that even subthreshold obsessive-compulsive symptoms were associated with significant comorbidity and reductions in quality of life. Use of mental health services was relatively limited but significantly increased in the case of comorbidity with depression. b) 1.87% of the participants (95% confidence interval [CI]: 1.50% – 2.26%) met criteria for PD and 1.61% metcriteria for subclinical PD (95% CI: 1.26% - 1.96%). PD or subclinical PD was independently associated with a limited number of sociodemographic and socioeconomic variables especially after the adjusted analysis. Both panic related conditions involved significant reductions in quality of life and elevated utilization of health services for both medical and psychological reasons in comparison to healthy participants. CONCLUSION: Both clinical and subclinical versions of the researched syndromes test the levels of public health in Greece with substantial comorbidity and impaired quality of life. The abovementioned consequences appear to be milder in the subclinical syndromes. ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Οι αγχώδεις διαταραχές εμφανίζονται σταθερά να είναι οι πιο συχνές ψυχικές παθήσεις, καθώς παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά δια βίου επιπολασμού (16,6%) και επιπολασμού ενός έτους (10,6%). Ανάμεσα τους η Διαταραχή Πανικού και (μέχρι προσφάτως) η Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή, οι οποίες σύμφωνα με επιδημιολογικές μελέτες φαίνεται να παρουσιάζουν σημαντική συννοσηρότητα και γενικότερα σοβαρές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής. ΣΤΟΧΟΣ της παρούσας διατριβής είναι η εκτίμηση του επιπολασμού της Διαταραχής Πανικού και της Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχής, των επίπεδων συννοσηρότητας με άλλες ψυχιατρικές διαταραχές καθώς και της επίδρασή των δύο αυτών συνδρόμων στην ποιότητα ζωής των ασθενών και της χρήσης υπηρεσιών υγείας, σε δύο αντιπροσωπευτικά δείγματα του ελληνικού πληθυσμού, εφήβων και ενηλίκων.ΔΕΙΓΜΑ-ΜΕΘΟΔΟΣ: Χρησιμοποιήθηκε α) δείγμα μαθητών λυκείων ηλικίας 15 – 18 ετών οι οποίοι φοιτούσαν σε 23 σχολικές μονάδες της Ηπείρου, της Αιτωλοακαρνανίας, της Αττικής (Καλλιθέα) και της Πάρου (Ν=2.431) και β) αντιπροσωπευτικό δείγμα του γενικού ενήλικου Ελληνικού πληθυσμού (Ν=4894). Για την εκτίμηση της ψυχιατρικής νοσηρότητας σε κάθε δείγμα χρησιμοποιήθηκε η αναθεωρημένη Κλινική Διαγνωστική Συνέντευξη (CIS-R). Η εξέταση της ποιότητας ζωής στο δεύτερο δείγμα έγινε με την χρήση του εργαλείου EuroQoL EQ-5D. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ:α) Ο επιπολασμός της ΙΨΔ στο δείγμα εφήβων ήταν 1.39% (95% διάστημα εμπιστοσύνης [CI]: 1,05%-1,84%) ενώ αυτός των υποκλινικών ιδεοψυχαναγκαστικών συμπτωμάτων ήταν 2.77% [CI]: 2,22%-3,45%). Το 1,69% των ενήλικων συμμετεχόντων (95% διάστημα εμπιστοσύνης [CI]: 1,33%-2,05%) πληρούσαν τα κριτήρια για ΙΨΔ ενώ 2,79% πληρούσαν τα κριτήρια για τα ιδεοψυχαναγκαστικά υποκλινικά συμπτώματα (95% CI: 2.33% - 3,26%). Επίσης και στα δύο δείγματα, στην σταθμισμένη ανάλυση, λίγες κοινωνικοδημογραφικές συσχετίσεις παρέμειναν στατιστικά σημαντικές. Επίσης τόσο η ΙΨΔ όσο και η υποκλινική της εκδοχή , στα δείγματα εφήβων και ενηλίκων, σχετίζονται με σημαντικές εκπτώσεις στην ποιότητα ζωής των και αυξημένη συννοσηρότητα, αν και στην περίπτωση του κλινικού συνδρόμου η επιπτώσεις ήταν πιο σοβαρές. Τέλος η χρήση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας υπήρξε σχετικά περιορισμένη και αυξανόταν σε περίπτωση συννοσηρότητας με κατάθλιψη. β) το 1,87% των συμμετεχόντων (95% διάστημα εμπιστοσύνης [CI]: 1,50%-2,26%) πληρούσαν τα κριτήρια για ΔΠ και 1,61% πληρούσαν τα κριτήρια για τα υποκλινικά συμπτώματα πανικού (95% CI: 1,26% - 1,96%). Η ΔΠ ή τα υποκλινικά συμπτώματα πανικού συσχετίστηκαν μόνο με έναν περιορισμένο αριθμό κοινωνικοδημογραφικών καικοινωνικοοικονομικών μεταβλητών, ειδικότερα μετά την σταθμισμένη ανάλυση. Επίσης και τα δύο αυτά σύνδρομα πανικού σχετίζονται με σημαντικές εκπτώσεις στην ποιότητα ζωής των ασθενών και αυξημένη χρήση των υπηρεσιών υγείας για ψυχολογικά ή παθολογικά αίτια σε σύγκριση με υγιή άτομα. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Τόσο τα κλινικά σύνδρομα της ΙΨΔ και της ΔΠ όσο και οι υποκλινικέςεκδοχές τους δοκιμάζουν τα επίπεδα υγείας των υπό εξέταση πληθυσμών, και σχετίζονται μεσημαντικές εκπτώσεις στην ποιότητα ζωής τους, καθώς παρατηρούνται υψηλές συννοσηρότητες με άλλες ψυχιατρικές διαταραχές. Οι παραπάνω επιπτώσεις παρουσιάζονται ηπιότερες στα υποκλινικά σύνδρομα. 1328 197 197 Αλληλεπίδραση οργανικών φωτοσυλλεκτικών υλικών με υλικά βασισμένα σε άνθρακα από προσομοίωση μοριακής δυναμικής In this thesis we studied the interaction of two organic molecules, PCBM and 3HT4, in the gas phase and on carbon-based substrates making use of the simulation method. The substrates studied are graphene, six single walled carbon nanotubes arranged in parallel and at the same level with each other, a single wall carbon nanotube radius 0.48 nm and finally a single wall carbon nanotube radius of 1 nm. The simulation was done with Molecular Dynamics and the use of GAFF (General Amber Force Field) force field.The aim of the research is to investigate the structure of the molecules in the two above cases and finding the preferred energy structure. Also, we investigated the dispersing of energy of the different structures from the preferred energy and the adsorption energy of the molecules in the respective surfaces. The thesis is divided into four chapters. The first is a bibliographic description of such existing systems, thus explaining why we chose to study such systems. In the second chapter we study and explain the process that was followed while in the third we display the results and comment on them and finally in the fourth chapter we show our final conclusions. Στην παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή μελετήσαμε τις αλληλεπιδράσεις δυο οργανικών μορίων, του PCBM και του 3HT4, στην αέρια φάση και σε υποστρώματα με βάση τον άνθρακα, κάνοντας χρήση της μεθόδου της προσομοίωσης. Τα υποστρώματα που μελετήθηκαν είναι το γραφένιο, έξι νανοσωλήνες άνθρακα μονού τοιχώματος τοποθετημένοι παράλληλα και στο ίδιο επίπεδο μεταξύ τους, ένας νανοσωλήνας άνθρακα ακτίνας 0.48 nm μονού τοιχώματος και τέλος, ένας νανοσωλήνας άνθρακα ακτίνας 1 nm μονού τοιχώματος. Η προσομοίωση έγινε με Μοριακή Δυναμική και χρήση του πεδίου δυνάμεων GAFF (General Amber Force Field). Σκοπός της έρευνας είναι η διερεύνηση των δομών των μορίων στις δυο παραπάνω περιπτώσεις και η εύρεση της ενεργειακά προτιμητέας δομής τους. Επίσης, ερευνήσαμε και τη διασπορά της ενέργειας των διαφορετικών δομών από την ενεργειακά προτιμητέα δομή των μορίων και την ενέργεια προσρόφησης των μορίων στις εκάστοτε επιφάνειες. Η διατριβή χωρίζεται σε τέσσερα κεφάλαια. Στο πρώτο γίνεται μια βιβλιογραφική επισκόπηση παρόμοιων συστημάτων, εξηγώντας έτσι τον λόγο για τον οποίο επιλέξαμε να μελετήσουμε τα συγκεκριμένα συστήματα. Στο δεύτερο μελετούμε και εξηγούμε την ακολουθηθείσα διαδικασία, στο τρίτο προβάλλουμε τα αποτελέσματα και τα σχολιάζουμε και, τέλος, στο τέταρτο παρουσιάζουμε τα τελικά συμπεράσματα. 1329 223 262 Reinforcement Learning is a machine learning approach for constructing intelligent agents and solving control problems. The agent learns by interacting with its environment over a period of time, without relying on exemplary supervision or complete model of the environment. The task is to discover a target in the presence of obstacles by maximizing the reward signal received and constructing appropriate value functions. In this work we focus on the navigation of mini robotic vehicles, which are equipped with two vibration motors. These mini robots are used in a simulated environment for medical applications under a microscope. A reinforcement learning multi-agent system is introduced for navigation of multiple mini robots in unknown environments. The goal is to build appropriate decision (navigation) rules for every robot in order to reach their target, and at the same time to maintain (sub) optimal navigation paths by avoiding other mobile robots. We assume that the robots start from different locations, they all share the same map and they are moving simultaneously. An appropriate reward function is used that takes into account the existence of other mini robots in its neighborhood at every step. The reinforcement learning agents were created on-line using the Q-learning algorithm. The system has been implemented in ROS (Robot Operating System) environment and has been evaluated through various noisy cases and variable number of robots. Η ενισχυτική μάθηση, Reinfoecement Learning (RL), είναι μια κατηγορία της μηχανικής μάθησης που χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή τους ευφυείς πράκτορες και λύνει τα προβλήματα έλεγχου. Ένας πράκτορας μαθαίνει από την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον του χωρίς υποδειγματικό επιβλέποντα ή μοντέλο του περιβάλλοντος. Η διεργασία είναι να βρεθεί τον στόχο το οποίο βρίσκεται ανάμεσα εμπόδια από τη μεγιστοποίηση της ανταμοιβής, χτίζοντας τις κατάλληλες συναρτήσεις αξίας. Η εργασία πραγματεύεται την αυτόνομη πλοήγηση μίνι-ρομποτικών συστημάτων, τα οποία εξοπλισμένα με δύο μικρές κινητήρες δόνησης. Τα οποία είναι πλατφόρμα μικρομετατοπίσεων με φυγοκεντρικούς ενέργειας. Αυτά τα τα μίνι-ρομπότ χρησιμοποιούνται σε προσομοιώσεις περιβάλλοντα για ιατρικές εφαρμογές υπό μικροσκόπιο. Παρουσιάζεται η ενισχυτική μάθηση πολλαπλών πρακτόρων συστημάτων για την πλοήγηση μίνι-ρομποτικών συστημάτων σε άγνωστα περιβάλλοντος. Ο στόχος είναι να χτίζει κατάλληλη πολιτική αποφάσεών (πλοήγηση) σε κάθε ρομπότ (πράκτορα) για να φτάνουν στους στόχους τους. Παράλληλα, να διατηρούν (υπό) βέλτιστα μονοπάτια και αποφεύγον άλλα ρομπότ τα οποία κυκλοφορούν μέσα στο ίδιο περιβάλλον. Υποθέτουμε ότι κάθε ρομπότ ξεκινούν από διαφορετικές θέσεις όμως μοιράζουν ίδιο χάρτη (χώρο διεργασία) και κινούνται ταυτόχρονα. Χρησιμοποιείται κατάλληλη συνάρτηση ανταμοιβής ή οποία αναγνωρίζει γειτονικά ρομπότ σε κάθε βήμα. Ο πράκτορας ενισχυτικής μάθησης δημιουργείταιαπευθείας(on-line) χρησιμοποιώντας αλγόριθμο Q-learning και συμμετέχει σε πολλαπλούς πράκτορες συστημάτων. Παρουσιάσουμε και την χρήση του ε-greedy στο Q-learning. Το οποίο είναι μια μέθοδο εξερεύνησης στο περιβάλλον με την πιθανότητα εξερεύνησης. Χρησιμοποιείται το κατάλληλο παράμετρο της πιθανότητας εξερεύνησης και μπορεί να κατάληξει στην βέλτιστη πολιτική. Κάθε ρομπότ (κάθε πράκτορες) έχουν τον δικό τους στόχο και δουλεύουν σε συνεργατική περιβάλλον. Το σύστημα έχει υλοποιηθεί μέσω ROS (Robot Operating System) και έχει αξιολογηθεί με πολλαπλές θορυβώδες περιπτώσεις και πολλαπλά ρομπότ. 1330 199 168 Η διαχρονική εξέλιξη του αριθμού και η χωροταξική κατανομή των φαρμακείων στην Ελλάδα THE SUBJECT OF THE PRESENT STUDY IS THE EVOLUTION IN TIME OG PHARMACIES IN GREECE AND THEIR SPATIAL DISTRIBUTION IN ALL REGIONS OF THE COUNTRY. THE NUMBER OF DINPENCENES IN GREECE IS LARGE WITH A TREND OF FURTHER INCREASE DURING THE LASTTWENTY YEARS. IN 1958 THERE WERE OPERATING 1351 DRUG STORES IN THE WHOLE COUNTRY, WHERE IN 1985 THE NUMBER INCREASD TO 5.994 I.E. A FOUR FOLD INCREASE. THE POPULATION DENSITY REFFERING TO A PHARMACY CHANGED RADICALLY. FROM A RATE OF 6.050 INHABITANTS CORRESPONDING TO A DRUGSTORE THE RATE FELL TO 1.657 PEOPLE AND IT CONTINUES TO FALL. THERE IS A NOTICEBLY IRREGULAR SPATIAL DISTRIBUTION OF PHARMACIES IN THE WHOLE COUNTRY. IN ATHENS, ATTICA AND THESSALONIKI THE NUMBER OF DRUG STORES IS VERY EXCESSIVE. ON THE OTHER HAND THERE IS OR SCARCITY OF PHARMACEUTICAL SHOPS IN SOME PREFECTIONS AND MUNICIPALITIES, LIKE THE PREFECTURES OF THESPROTIA, GREVENA AND EURYTANIA. IT IS EARLY TO RECOGNISE A LACK OF OFFICIAL POLICY AND PLANNING PROCEDURES ON THE REGULATIONS CONCERNING THE LICENCING OF DRUG STORES IN VARIOUS AREAS OF THE COUNTRY. THIS LEADS TO SERIOUS PROBLEMS ON DRUG DISPENCE AND ALSO IT CONSTITUTES A BIG PUBLIC HEALTH PROBLEM, MAINLY CONNECTED WITH CONSUMPTION OF MEDICAMENTS. Η ΕΡΕΥΝΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΑΡΙΘΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΤΑΛΗΞΕ ΣΤΑ ΕΞΗΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: 1. ΤΑ ΦΑΡΜΑΚΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ Ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΟΥΣ ΑΥΞΑΝΕΤΑΙ ΕΤΗΣΙΩΣ ΜΕ ΤΕΛΕΙΩΣ ΑΛΟΓΙΣΤΟ ΡΥΘΜΟ. ΤΟ 1968 ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣΑΝ 1,351 ΦΑΡΜΑΚΕΙΑ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗ ΧΩΡΑ, ΕΝΩΝ ΤΟ1985 Ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΟΥΣ ΑΝΗΛΘΕ ΣΕ 5.994. 2. Η ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑ ΑΝΑ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ, ΜΕΤΑΒΛΗΘΗΚΕ ΡΙΖΙΚΑ. ΤΟ 1958 ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟΥΣΑΝ 6.050 ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΑΝΑ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ, ΤΟ 1985 Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΑΥΤΗ ΕΠΕΣΕ ΣΕ 1.657. 3. ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΤΟΝΗ ΑΝΙΣΟΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΙΩΝ ΣΤΗ ΧΩΡΑ. 4. ΔΙΑΠΙΣΤΩΝΕΤΑΙ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΦΑΡΜΑΚΕΙΩΝ. 5. ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΔΥΣΚΑΘΟΡΙΣΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΤΗΝ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΑΝΟΧΗ, ΤΗΝ ΕΛΛΕΙΨΗ ΜΕΤΡΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗΣ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΤΟΥ ΕΛΑΧΙΣΤΟΥ ΑΡΙΘΜΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΙΩΝ. 6. Η ΥΠΕΡΠΛΗΘΩΡΑ ΦΑΡΜΑΚΕΙΩΝ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ ΠΙΘΑΝΟΤΑΤΑ ΣΥΜΒΑΛΛΕΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΥΘΡΥΛΟΥΜΕΝΗ ΑΛΛΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΟΜΕΝΗ ΠΟΛΥΦΑΡΜΑΚΙΑ. 7. ΠΡΟΤΕΙΝΕΤΑΙ Η ΜΕΛΕΤΗ ΕΝΤΑΞΕΩΣ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΑΡΙΘΜΟΥ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΙΩΝ ΣΕ ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΟ ΣΧΗΜΑ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΑΡΟΧΗΣΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. 1331 225 241 Fear of pain and its consequences is a central issue in the research on pain. The evaluation of patients with respect to the influence of the fear of the pain and anxiety as well as the tension and the possible relation with the painful experience it is a challenging goal, given the wide variety of information needed for an overall assessment of pain. Aim: The aim of this study is to investigate the potential relationship of the fear of pain with the experience of psychiatric pathology in persons hospitalized with a psychiatric problem. Methodology: A correlational, cross – sectional design was designed. The study sample consisted of seventy patients hospitalized in a psychiatric clinic. Well known scale were used in order to measure the necessary parameters. Results: The stressful event in childhood is a factor influencing the appearance of the fear of physical pain in the adulthood. Moreover, differentiation was appeared between patients with schizophrenia and patients suffering from bipolar disorder. An indicative result is that patients with schizophrenia are particularly sensitive to psychic pain. Conclusions: The genesis and evolution of the emotion of the fear of the pain depends on the experiences of childhood and the wider psycho-social situation. We propose the establishment of educational programs for the health care staff in order to improve the diagnostic ability of the fear of the pain. Ο φόβος του πόνου αποτελεί ένα πυρηνικό θέμα, στο πλαίσιο της έρευνας για τον πόνο και τις επιπτώσεις του. H αξιολόγηση των ασθενών σε σχέση με την επίδραση του φόβου και του άγχους, στην ένταση και στην αντιμετώπιση της επώδυνης εμπειρίας, είναι ένας στόχος προκλητικός, λόγω της ευρείας ποικιλίας των πληροφοριών που απαιτείται για μια γενική αξιολόγηση του πόνου. Σκοπός: Ο στόχος της παρούσας ερευνητικής μελέτης είναι η διερεύνηση της σχέσης του συναισθήματος του φόβου του πόνου με την βιωμένη εμπειρία μιας ψυχιατρικής παθολογίας στα άτομα που νοσηλεύονται με κάποιο ψυχιατρικό πρόβλημα. Μεθοδολογία: Πρόκειται για περιγραφική μελέτη συσχέτισης με συγχρονικές συγκρίσεις. Το δείγμα αποτέλεσαν εβδομήντα ασθενείς που νοσηλευόταν σε ψυχιατρική κλινική. Η μέτρηση των απαραίτητων παραμέτρων πραγματοποιήθηκε με τη χρήση τεσσάρων κλιμάκων. Επιπλέον, χρησιμοποιήθηκε κατάλληλα διαμορφωμένο ερωτηματολόγιο καταγραφής ψυχοκοινωνικών δεδομένων. Αποτελέσματα: Το στρεσογόνο γεγονός στην παιδική ηλικία είναι παράγοντας γένεσης φόβου για τον σωματικό πόνο. Επιπλέον, υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ των ασθενών που πάσχουν από σχιζοφρένεια από τους ασθενείς που πάσχουν από συναισθηματική διαταραχή. Ενδεικτικά, αναφέρεται πως οι ασθενείς με σχιζοφρένεια εμφανίζουν ιδιαίτερη ευαισθησία στον ψυχικό πόνο, πόνος που τους προκαλεί ιδιαίτερο φόβο και τους διαχωρίζει από τους ασθενείς διπολικής διαταραχής. Συμπεράσματα: Η γένεση και η εξέλιξη του συναισθήματος του φόβου του πόνου εξαρτάται από τα βιώματα του κατά την παιδική ηλικία αλλά και την ευρύτερη ψυχοκοινωνική του κατάσταση. Προτείνεται η ενημέρωση και εκπαίδευση του ειδικού προσωπικού με στόχο τη βελτίωση της ικανότητας διάγνωσης του ιδιαίτερου αυτού φόβου στους ασθενείς κάθε κατηγορίας. 1332 570 666 Study of the role of coagulation factors Xa and thrombin in atherothrombosis Μελέτη του ρόλου των παραγόντων πήξης Xa και θρομβίνης στην αθηροθρόμβωση Endothelial cells play a crucial role in atherosclerosis. Endothelial dysfunction contributes to the first stages of plaque formation through the recruitment of leukocytes to the endothelium. The rupture of the atherosclerotic plaque leads to platelet activation and thrombosis. Endothelial progenitor cells (EPCs) are pluripotent cells that differentiate into mature endothelial cells, contributing to endothelial regeneration. It has been proved that circulating CD34+ cells differentiate into EPCs after their interaction with platelets and that this interaction leads to further maturation into endothelial cells. Coagulation factors Xa (FXa) and thrombin, apart from their haemostatic role, exhibit also non-haemostatic cellular effects that are mediated through protease-activated receptors (PARs), which are found on various cell types, such as platelets and endothelial cells. The aim of the present study was to investigate the role of FXa and thrombin in platelet activation and aggregation, as well as their role in EPC activation. For this purpose, the role of these factors in platelet activation and aggregation, as well as the effect of the direct oral anticoagulants rivaroxaban and dabigatran, which target FXa and thrombin respectively, was studied using PRP, washed platelets and whole blood. Additionally, the role of PAR-1 in FXa- or thrombin-induced platelet activation and aggregation was studied using the selective PAR-1 antagonist, vorapaxar. Platelet activation and aggregation were evaluated using light transmittance aggregometry, impendance aggregometry and flow cytometry. Moreover, the role of PAR-1 in the differentiation of CD34+ cells into EPCs, as well as on the formation of CD34+ cells/platelets conjugates, were aso studied using flow cytometry. Consequently, the role of FXa and thrombin in late-outgrowth endothelial cell activation (OECs) was investigated using the membrane expression of the adhesion molecule ICAM-1, as well as the expression of MCP-1, as activation markers. The role of rivaroxaban and dabigatran, as well as the role of PAR-1 on OEC activation by FXa and thrombin, were also evaluated. The present study proved that FXa and thrombin are potent platelet agonists and that FXa exhibits a delayed aggregatory effect. Platelet activation by these factors is mediated mainly via PAR-1. Furthermore, rivaroxaban and dabigatran inhibit FXa- and thrombin-induced platelet aggregation in a dose-dependent manner, without showing selectivity over one factor. PAR-1 also mediates the differentiation of CD34+ cells into EPCs, as well as the formation of CD34+ cells/platelets conjugates. The present study also proved that FXa and thrombin induce the expression of ICAM-1 and MCP-1 from OECs, mainly though PAR-1 activation. Vorapaxar does not fully inhibit thrombin-induced ICAM-1 expression and MCP-1 secretion from OECs, whereas it fully inhibits the above expression from HUVECs, a result that suggests the contribution of PAR-4 in this expression from OECs. Rivaroxaban and dabigatran inhibit in a dose-dependent manner FXa- and thrombin-induced ICAM-1 expression and MCP-1 secretion, respectively. An interesting finding that was observed for the first time was the enhancement of the thrombin-induced ICAM-1 expression and MCP-1 secretion by rivaroxaban. This enchancement effect was inhibited by vorapaxar, showing the participation of PAR-1 in this action. In conclusion, platelet and endothelial cell activation by FXa and thrombin could contribute in atherothrombosis. In addition, their action on OECs could be beneficial on endothelial regeneration. Even though in the present study various cellular effects of FXa and thrombin were investigated, more studies are required in order to fully decipher their role, as well as the contribution of their respective drugs, in atherothrombosis, endothelial regeneration and angiogenesis. Τα ενδοθηλιακά κύτταρα και τα αιμοπετάλια διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην αθηροθρόμβωση. Η ενδοθηλιακή δυσλειτουργία συμβάλλει στα πρώτα στάδια της αθηρωμάτωσης, διαμέσου της στρατολόγησης των λευκοκυττάρων στο ενδοθήλιο. Η ρήξη της αθηρωματικής πλάκας οδηγεί στην ενεργοποίηση των αιμοπεταλίων και τη θρόμβωση. Τα πρόδρομα ενδοθηλιακά κύτταρα (endothelial progenitor cells, EPCs) αποτελούν πολυδύναμα κύτταρα τα οποία διαφοροποιούνται σε ώριμα, συμμετέχοντας στην αναγέννηση του ενδοθηλίου. Είναι αποδεδειγμένο ότι τα κυκλοφορούντα CD34+ κύτταρα μετά από την αλληλεπίδρασή τους με τα αιμοπετάλια διαφοροποιούνται σε EPCs, ενώ η παραπάνω αλληλεπίδραση οδηγεί στην περαιτέρω ωρίμανση τους σε ώριμα ενδοθηλιακά κύτταρα. Οι παράγοντες πήξης Xa (factor Xa, FXa) και θρομβίνη, εκτός του αιμοστατικού τους ρόλου, εμφανίζουν μη αιμοστατικές κυτταρικές δράσεις που διαμεσολαβούνται από τους υποδοχείς που ενεργοποιούνται από πρωτεάσες (protease-activated receptors, PARs) και εντοπίζονται σε πληθώρα κυτταρικών τύπων, συμπεριλαμβανομένων των αιμοπεταλίων και των ενδοθηλιακών κυττάρων. Σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής ήταν η διερεύνηση της δράσης των FXa και θρομβίνης στην ενεργοποίηση και συσσώρευση των αιμοπεταλίων, καθώς και την ενεργοποίηση πρόδρομων ενδοθηλιακών κυττάρων. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, μελετήθηκε η επίδραση των παραγόντων αυτών στην αιμοπεταλιακή ενεργοποίηση και συσσώρευση σε PRP, πλυμένα αιμοπετάλια ή ολικό αίμα, καθώς και ο ρόλος των άμεσων από του στόματος αναστολέων του FXa και της θρομβίνης, rivaroxaban και dabigatran, αντίστοιχα. Ακόμη, μελετήθηκε ο ρόλος του υποδοχέα PAR-1 στην επαγόμενη από τον FXa ή τη θρομβίνη αιμοπεταλιακή ενεργοποίηση και συσσώρευση, με τη χρήση του εκλεκτικού ανταγωνιστή του υποδοχέα, vorapaxar. Η αιμοπεταλιακή ενεργοποίηση και συσσώρευση εκτιμήθηκε με τις μεθόδους της συσσωρευομετρίας οπτικής διαπερατότητας, συσσωρευομετρίας εμπέδησης και κυτταρομετρίας ροής. Επιπρόσθετα, μελετήθηκε ο ρόλος του PAR-1 στη διαφοροποίηση των CD34+ κυττάρων προς EPCs, καθώς και στη δημιουργία συζευγμάτων CD34+ κυττάρων/αιμοπεταλίων, με τη μέθοδο της κυτταρομετρίας ροής. Εν συνεχεία, μελετήθηκε η δράση των FXa και θρομβίνης στην ενεργοποίηση προχωρημένης ωρίμανσης ενδοθηλιακών κυττάρων (late-outgrowth endothelial cells, OECs), χρησιμοποιώντας ως δείκτες ενεργοποίησης τη μεμβρανική έκφραση του μορίου προσκόλλησης ICAM-1 και την έκκριση του MCP-1. Πραγματοποιήθηκε μελέτη του ρόλου των rivaroxaban και dabigatran, καθώς και του PAR-1, στην επαγόμενη από τους δύο παράγοντες ενδοθηλιακή ενεργοποίηση. Η παρούσα μελέτη απέδειξε ότι τόσο ο FXa όσο και η θρομβίνη αποτελούν ισχυρούς αγωνιστές της αιμοπεταλιακής ενεργοποίησης και συσσώρευσης, με τον FXa να έχει μία χρονικά καθυστερημένη δράση. Η δράση των δύο παραγόντων βρέθηκε να διαμεσολαβείται από τον PAR-1. Επιπρόσθετα, τα rivaroxaban και dabigatran ανέστειλαν δοσο-εξαρτώμενα την αιμοπεταλιακή συσσώρευση που προκαλείται από τον FXa και τη θρομβίνη, χωρίς να παρουσιάζεται εκλεκτικότητα ως προς το φάρμακο-στόχο. Επιπρόσθετα, ο PAR-1 βρέθηκε να διαμεσολαβεί και τη διαφοροποίηση των CD34+ κυττάρων προς EPCs, αλλά και τη δημιουργία συζευγμάτων CD34+ κυττάρων/αιμοπεταλίων. Ακόμη, η παρούσα μελέτη απέδειξε ότι ο FXa και η θρομβίνη επάγουν την έκφραση του ICAM-1 και την έκκριση του MCP-1 από τα OECs, συμβάντα που διαμεσολαβούνται κυρίως από τον PAR-1. Το vorapaxar δεν ανέστειλε πλήρως την επαγόμενη από τη θρομβίνη έκφραση του ICAM-1 και την έκκριση του MCP-1 από τα OECs, σε αντίθεση με τα HUVECs στα οποία η αναστολή ήταν πλήρης, αποτέλεσμα που προτείνει και τη συμμετοχή του PAR-4 στα OECs. Τα rivaroxaban και dabigatran ανέστειλαν δοσο-εξαρτώμενα την επαγόμενη από τον FXa και τη θρομβίνη, αντίστοιχα, έκφραση του ICAM-1 και την έκκριση του MCP-1. Ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα που παρατηρήθηκε για πρώτη φορά ήταν ότι το rivaroxaban ενίσχυσε την επαγόμενη από τη θρομβίνη έκφραση του ICAM-1 και την έκκριση του MCP-1. Η ενισχυτική δράση του rivaroxaban ανεστάλη από το vorapaxar, γεγονός που υποδηλώνει τη συμμετοχή του PAR-1 στο φαινόμενο αυτό. Συμπερασματικά, η ενεργοποίηση των αιμοπεταλίων και των ενδοθηλιακών κυττάρων από τον FXa και τη θρομβίνη θα μπορούσε να συμβάλει στην αθηροθρόμβωση. Επιπρόσθετα, η δράση των παραγόντων αυτών στα πρόδρομα ενδοθηλιακά κύτταρα θα μπορούσε να είναι ευεργετική για την αναγέννηση του ενδοθηλίου. Παρά το γεγονός ότι η παρούσα μελέτη διερεύνησε εκτενώς ένα ευρύ φάσμα μη αιμοστατικών κυτταρικών δράσεων του FXa και της θρομβίνης, περισσότερες μελέτες απαιτούνται για να διαλευκανθεί πλήρως ο ρόλος των παραγόντων αυτών, αλλά και η συμβολή των φαρμάκων που στοχεύουν τη δράση τους στην αθηροθρόμβωση, την αναγέννηση του ενδοθηλίου και την αγγειογένεση. 1333 66 82 μνήμες του πολέμου της Αλγερίας στα μυθιστορήματα των Maurice Attia, Didier Daeninckx, Jean Claud Izzo και Gilles Vincent This study examines the "Algerian War" (1954-1962) and its multiple memories, as they emerge until today on both sides of the Mediterranean. As a guide for this study have been chosen the crime novels of Maurice Attia, Didier Daeninckx, Jean Claud Izzo and Gilles Vincent, which are representative examples of crime fiction, a genre that interacts with history and offers a contemporary critical look at society. Η παρούσα εργασία εξετάζει τον «Πόλεμο της Αλγερίας» (1954-1962) και τις πολλαπλές μνήμες αυτού, έτσι όπως αναδύονται μέχρι και σήμερα στις δύο πλευρές της Μεσογείου. Οδηγό της έρευνας αποτελούν τα αστυνομικά μυθιστορήματα των Maurice Attia, Didier Daeninckx, Jean Claud Izzo και Gilles Vincent, αντιπροσωπευτικά δείγματα της αστυνομικής λογοτεχνίας, ενός είδους που συνδιαλέγεται προνομιακά με την ιστορία και προσφέρει μια σύγχρονη κριτική ματιά στην κοινωνία. 1334 466 414 The role of anti-inflammatory drugs in peripheral nerve regeneration in an experimental model of end to side neurorrhaphy in rats Μελέτη του ρολού των μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φάρμακων στην περιφερική νευρική αναγέννηση σε πειραματικό μοντέλο τελικό-πλάγιας νευρικής συρραφής Objectives: The main aim of this study was the evaluation of the effect of the Non-Steroid Anti-Inflammatory Drugs in peripheral nerve regeneration in an experimental model of double end-to-side neurorrhaphy in rats. Specifically in this study, we tried to access the positive or negative effect of the NSAIDs ibuprofen and naproxen in nerve regeneration. Materials-Methods: For the completion of the study we used 44 adult male Wistar rats who were divided into 4 groups: Group A where the peroneal nerve was dissected and repaired with a double end-to-side neurorrhaphy to the tibial nerve with the distance between the 2 neurorrhaphies to be 6 mm, Group B in which the same procedures as in Group A were performed with the difference that n this group the NSAID ibuprofen was administered to the rats for 7 days after the operation, Group C in which the same procedures as in group A were performed with the difference that in this group the NSAID naproxen was administered to the rats for 7 days after the operation and Group D in which the same procedures as in group B were performed with the difference that in this group a compression injury to the donor nerve-tibial nerve was done. In all the rats the contralateral limb was used as control. The functional evaluation of the peroneal nerve for nerve regeneration was performed before and after the operation up to the 56th day postoperative with the use f Peroneal Function Index (PFI). The same day a second operation took place and nerve tissue samples for histopathological examination (density of neuraxons per surface unit) and the anterior tibialis muscle was dissected for weight evaluation between the operated and the uninjured side. Results: From the evaluation of the functional and histopathological results the animals of Group B had statistically significant better-superior results compared to the animals of Group A and C. Also Group B had better results in regard to the weight of the anterior tibialis muscle compared to Group A and C. From this study, we report that ibuprofen can stimulate peripheral nerve regeneration in an experimental model of double end-to-side neurorrhaphy in rats. Naproxen does not seem to have the same effect. In Group D due to the donor nerve injury, we could not observe any improvement in the regeneration phase. Conclusion: This study reports that after peripheral nerve injury the use of the NSAID ibuprofen can stimulate peripheral nerve regeneration in an experimental mode of double end-to-side neurorrhapy in rats. This medication can be used to improve the nerve rehabilitation in humans after nerve injury. Further studies to determine the exact dosage and duration of use are needed to extract safer results. Σκοπός: Η πραγματοποίηση της μελέτης αυτής αποσκοπεί στον έλεγχο της επίδρασης των Μη Στεροειδών Αντι-Φλεγμονωδών Φαρμάκων στην περιφερική νευρική αναγέννηση σε ένα πειραματικό μοντέλο διπλής τελικο-πλάγιας νευροσυρραφής σε επίμυες. Συγκεκριμένα με τη μελέτη αυτή έγινε προσπάθεια να αποδειχθεί η θετική ή αρνητική επίδραση συγκεκριμένων ΜΣΑΦ (ιβουπροφαίνη και ναπροξένη) στην νευρική αναγέννηση. Υλικό-Μέθοδος: Για την πραγματοποίηση της μελέτης χρησιμοποιήθηκαν 44 ενήλικοι αρσενικοί επίμυες τύπου Wistar οι οποίοι χωρίστηκαν σε 4 ομάδες: ομάδα Α στην οποία πραγματοποιήθηκε διατομή του περονιαίου νεύρου και διπλή τελικο-πλάγια νευροσυρραφή του στο κνημιαίο νεύρο με απόσταση 6 mm μεταξύ των 2 νευροσυρραφών, ομάδα Β στην οποία πραγματοποιήθηκαν οι ίδιες διαδικασίες με την ομάδα Α με τη διαφορά ότι στα πειραματόζωα χορηγήθηκε το ΜΣΑΦ ιβουπροφαίνη για 7 ημέρες μετά την χειρουργική επέμβαση, στην ομάδα Γ στην οποία πραγματοποιήθηκαν οι ίδιες διαδικασίες με την ομάδα Α με τη διαφορά ότι στα πειραματόζωα χορηγήθηκε το ΜΣΑΦ ναπροξένη για 7 ημέρες μετά την επέμβαση και στην ομάδα Δ στην οποία πραγματοποιήθηκαν οι ίδιες διαδικασίες με την ομάδα Α με τη διαφορά ότι προξενήθηκε βλάβη συμπίεσης στο κνημιαίο νεύρο. Σε όλα τα πειραματόζωα το ετερόπλευρο σκέλος χρησιμοποιήθηκε σαν μάρτυρας. Η λειτουργική αξιολόγηση του περονιαίου νεύρου για τον έλεγχο της νευρικής αναγέννησης πραγματοποιήθηκε ανά τακτά χρονικά διαστήμα τα μέχρι την 56η ημέρα με τη βοήθεια του δείκτη Peroneal Function Index (PFI). Την ημέρα αυτή πραγματοποιήθηκε δεύτερη χειρουργική επέμβαση για τη λήψη νευρικού ιστού για ιστολογική εξέταση (πυκνότητα νευραξόνων) και του προσθίου κνημιαίου μυός για τον προσδιορισμό του βάρους του. Αποτελέσματα: Από την αξιολόγηση της λειτουργικής και ιστολογικής εκτίμησης η ομάδα Β παρουσίασε στατιστικά σημαντικά πλεονεκτικότερα αποτελέσματα σε σχέση με τις ομάδες Α και Γ. Επίσης η ομάδα Β εμφάνισε βελτιωμένα αποτελέσματα όσον αφορά το βάρος του προσθίου κνημιαίου μυός σε σχέση με τις ομάδες Α και Γ. Παρατηρήσαμε ότι η δράση της ιβουπροφαίνης και όχι της ναπροξένης ευόδωσε την περιφερική νευρική αναγέννηση στο πειραματικό μοντέλο διπλής τελικο-πλάγιας νευροσυρραφής που χρησιμοποιήσαμε. Στην ομάδα Δ λόγω της βλάβης του νεύρου δότη δεν παρατηρήθηκε βελτίωση των αποτελεσμάτων. Συμπέρασμα: Η παρούσα μελέτη αποδεικνύει ότι μετά από περιφερική νευρική βλάβη η χρήση του ΜΣΑΦ της ιβουπροφαίνης μπορεί να ευοδώει την περιφερική νευρική αναγέννηση σε πειραματικό μοντέλο διπλής τελικο-πλάγιας νευροσυρραφής σε επίμυες. Συνεπώς μπορεί να χορηγηθεί επικουρικά για τη βελτιστοποίηση των αποτελεσμάτων μετά από περιφερική νευρική βλάβη στον άνθρωπο. Περαιτέρω μελέτες απαιτούνται για τον καθορισμό της δόσης και της διάρκειας χορήγησης για το βέλτιστο αποτέλεσμα. 1335 446 452 The purpose of this PhD dissertation was to study the work of painter and engraver Angelos Theodoropoulos. We started researching biographical details in Athens registry to verify the date of birth. We continued with his studies in Leonteio Lyceum and at the school of Fine Arts to see the influences he had received from his professors and see how he evolved later. So, we have shown that the project is very large and covers a wide spectrum in the field of Visual Arts: engravings, Monotypes, paintings, book illustrations, sketches and cartoons in newspapers. We have rightly pointed out that Theodoropoulos belongs today to the pioneers of engraving. We realized that Theodoropoulos inspired by the historical events of his era, Greek and International, and therefore these are intertwined with their time and comment. For example, the reference in Eleftherios Venizelos’ electoral victory at 12-8-1910. This indicates a direct acceptance of the project in its era. We studied and commented book illustrations. These are the work of Thlimenoi Theoi entiposeis apo to Parisi, by Kostas Athanatos, Dyo Agapes by Nikos Velmos, Ta Theia Dora by Zacharias Papantoniou. Of course, his contribution to this field has its own significance for the designer of his work. Then we worked with the main volume of his work which are the engravings. We showed that he was dealt with all kinds of engraving and did a) woodcuts b) engravings. At woodcuts used right and oblique wood, where he studied the shadings and the internal structure of the site. In the engravings he used all the techniques. Theodoropoulos’ thematic area covers a wide range: still lifes, landscapes, island landscapes, portraits, nudes. Through the analysis we realized that different, each time technique, gives a different aesthetic result. We have noticed that here again the era does not leave him unaffected. The war, the occupation, the famine recorded in his works. From the technical point of view, it became clear that Theodoropoulos studied all major painters, Greeks and foreigners (Parthenis, Maleas, Bouzianis, Cézanne, Mattisse, Ingres, Munch, Kirchener), but also Le Corbusier another revitalizer of art. Therefore, his broad knowledge is an item you have to highlight. It became clear through the analysis that Theodoropoulos impressed all the new trends in Europe: Impressionism, Expressionism, Cubism, Fauvism and he assimilated and he used the new elements in his work. We showed in this thesis that eventually Theodoropoulos creates a pictorial universe, which refers and intertwined with the history, the tradition, the Greek and European mainstream. This conjugation of Greek and European is one of the elements presented in this thesis. We, in order to study the work of Angelos Theodoropoulos, we used the tools of construction project. Σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής ήταν η μελέτη του έργου του ζωγράφου και χαράκτη Άγγελου Θεοδωρόπουλου. Ξεκινήσαμε ερευνώντας στο Ληξιαρχείο Αθηνών τα βιογραφικά του στοιχεία, για να εξακριβώσουμε τη χρονολογία γέννησής του. Συνεχίσαμε με τις σπουδές του στο Λεόντειο Λύκειο και στη Σχολή Καλών Τεχνών για να δούμε τις επιδράσεις που δέχτηκε από τους καθηγητές του και να διαπιστώσουμε την εξέλιξή του στη συνέχεια. Έτσι δείξαμε ότι το έργο του είναι πολύ μεγάλο και καλύπτει ένα μεγάλο φάσμα στο χώρο των εικαστικών τεχνών: χαρακτικά, μονοτυπίες, έργα ζωγραφικά, εικονογραφήσεις βιβλίων, σκίτσα και γελοιογραφίες σε εφημερίδες. Δείξαμε ότι δικαίως ο Θεοδωρόπουλος ανήκει σήμερα στους πρωτοπόρους της χαρακτικής. Στα γελοιογραφίες δείξαμε ότι τα ιστορικά γεγονότα της εποχής, ελληνικά και διεθνή, εμπνέουν το Θεοδωρόπουλο και συνεπώς αυτές είναι συνυφασμένες με την εποχή τους και τη σχολιάζουν. Αναφορά π.χ. στην εκλογική νίκη του Ελευθερίου Βενιζέλου στις 12-8-1910. Οι γελοιογραφίες δημοσιεύονται σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής του. Το γεγονός αυτό δείχνει μια άμεση αποδοχή του έργου στην εποχή του. Μελετήσαμε και σχολιάσαμε τις εικονογραφήσεις βιβλίων. Πρόκειται για το έργο Θλιμμένοι θεοί. Εντυπώσεις από το Παρίσι του Κώστα Αθάνατου, το Φως που καίει του Κώστα Βάρναλη, τις Δύο Αγάπες του Νίκου Βέλμου, τα Θεία Δώρα του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Ασφαλώς η συνεισφορά του στον τομέα αυτό έχει τη δική της σημασία για το μελετητή του έργου του. Στη συνέχεια ασχοληθήκαμε με τον κύριο όγκο του έργου του που είναι τα χαρακτικά. Δείξαμε ότι ασχολήθηκε με όλα τα είδη της χαρακτικής και έκανε α) ξυλογραφίες β) χαλκογραφίες. Στις ξυλογραφίες χρησιμοποίησε ορθό και πλάγιο ξύλο, όπου μελέτησε τις φωτοσκιάσεις και την εσωτερική δομή του χώρου. Στις χαλκογραφίες χρησιμοποίησε όλες τις τεχνικές. Δείξαμε ότι οι θεματικές του καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα: νεκρές φύσεις, τοπία, νησιώτικα τοπία, πορτρέτα, γυμνά. Δείξαμε ακόμη ότι η διαφορετική, κάθε φορά τεχνική, δίνει διαφορετικό αισθητικό αποτέλεσμα. Διαπιστώσαμε ότι και εδώ η εποχή δεν τον αφήνει ανεπηρέαστο. Ο πόλεμος, η κατοχή, η πείνα καταγράφονται στα έργα του. Από πλευράς τεχνικής διαπιστώσαμε και δείξαμε στην παρούσα διατριβή ότι ο Θεοδωρόπουλος μελέτησε όλους τους μεγάλους ζωγράφους, Έλληνες και ξένους (Παρθένη, Μαλέα, Μπουζιάνη, Cézanne, Mattisse, Ingres, Munch, Kirchener), αλλά και τους ευρύτερα ανανεωτές της τέχνης, όπως ο Le Corbusier. Επομένως η ευρυμάθειά του είναι ένα στοιχείο που φιλοδοξήσαμε να αναδείξουμε. Αφουγκράστηκε λοιπόν όλα τα νέα ρεύματα στην Ευρώπη: του ιμπρεσιονισμού, εξπρεσιονισμού, κυβισμού, φωβισμού και αφομοίωσε και χρησιμοποίησε τα νέα στοιχεία στο έργο του. Δείξαμε στην παρούσα διατριβή ότι τελικά ο Θεοδωρόπουλος δημιουργεί ένα εικαστικό σύμπαν, το οποίο παραπέμπει και συνυφαίνεται με την ιστορία, την παράδοση, το Ελληνικό και ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Αυτή η σύζευξη Ελληνικού και Ευρωπαϊκού είναι ένα από τα στοιχεία εκείνα που παρουσιάζονται στην παρούσα διατριβή. Εμείς, προκειμένου να μελετήσουμε το έργο του Άγγελου Θεοδωρόπουλου, χρησιμοποιήσαμε τα εργαλεία του δομικού εγχειρήματος. 1336 216 205 In my thesis with the theme « The note of suicide: between literature and testimony», Ιattempt to give an answer to questions concerning the relation between suicide and literature and after I will focus on the farewell letters of Greeks and Foreign Litterateurs in 19th and 20th centuries. Starting with an overview of modern sociological and philosophical perceptions of the act of suicide and the extent to which writers as sensitive individuals are prone to it. Subsequently, I investigate the motives that prompted them to this act, focusing on the thematic and morphological characteristics of their last handwritten notes, in my attempt to shape the poetics of the suicide note. Following the chronological axis first to the Greeks (men and women) then to the foreigners who are autocrats I relied on the textual method in combination with the comparative method in order to comment on farewell letters. From the study of the last notes of the 19th and 20th centuries of Greek and foreign scholarly writers, we have found that their basic features, such as the adoption of a confessional and personal tone and style, and the use of self-referential speech are related to personal literature. However, I consider that most of the suicide notes are the simple testimonies or the last texts of the writer. Στη μεταπτυχιακή διπλωματική μου εργασία με τίτλο « Το σημείωμα αυτοκτονίας: μεταξύ λογοτεχνίας & μαρτυρίας» επιχειρώ αρχικά να δώσω απάντηση σε ερωτήματα αναφορικά με τη σχέση της αυτοκτονίας με τη λογοτεχνία και στη συνέχεια να επικεντρωθώ στις αποχαιρετιστήριες επιστολές Ελλήνων και ξένων λογοτεχνών του 19=ου και 20=ού αιώνα. Ξεκινώντας από μία επισκόπηση των σύγχρονων κοινωνιολογικών και φιλοσοφικών αντιλήψεων για την πράξη της αυτοχειρίας και το βαθμό που οι λογοτέχνες ως ευαίσθητα άτομα είναι επιρρεπή σε αυτή, αναζητώ στη συνέχεια τα κίνητρα που τους ώθησαν σε αυτή τους την πράξη, εστιάζοντας στα θεματικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά των τελευταίων ιδιόχειρων σημειωμάτων τους, στην προσπά-θειά μου να διαμορφώσω την ποιητική του αυτοκτονικού σημειώματος. Ακολουθώντας το χρονολογικό άξονα πρώτα στους Έλληνες (άντρες και γυναίκες) και κατόπιν στους ξένους αυτόχειρες λογοτέχνες βασίστηκα στην κειμενοκεντρική μέθοδο, την οποία συνοδεύει η συγκριτική για το σχολιασμό των αποχαιρετιστήριων επιστολών. Από τη μελέτη των τελευταίων σημειωμάτων των Ελλήνων και ξένων αυτόχειρων λογοτεχνών του 19ου και 20ού αιώνα, διαπιστώσαμε πως βασικά χαρακτηριστικά τους, όπως η υιοθέτηση εξομολογητικού και προσωπικού τό-νου και ύφους και η χρήση αυτοαναφορικού λόγου συνηγορούν υπέρ της συνάφειάς τους με τον ειδολογικό χώρο της προσωπικής λογοτεχνίας, αν και θεωρώ πως τα περισσότερα είναι απλές μαρτυρίες ή τα τελευταία κείμενα του γράφοντος υποκειμένου. 1337 394 375 her literary work for children and young people and her contribution to the greek children’s literature: intertextuality, humour and narrative techniques in her texts το συγγραφικό έργο και η συμβολή της στην προώθηση της παιδικής/νεανικής λογοτεχνίας: διακειμενικότητα, χιούμορ, αφηγηματικές τεχνικές στο λογοτεχνικό της έργο In the present thesis, while investigating the literary works and actions of Angeliki Varella for the promotion of children’s literature during the period 1966 - 2013, we attempted to present a comprehensive and coherent picture of her life project and her contribution to children’s literature. Through archival research, bibliography research and interviews we traced elements for her participation in Journals for children and young people, for her involvement in the Women's Literary Society and in the Circle of the Greek Children’s Book, for her contribution to the Journal Diadromes (Routes) (1986- ), as well as her rounds of visits to schools for the promotion of book reading. For the analysis of her prose project we relied on the theory of literature, such as narratology, poetics, intertextuality and humour theories. Relationality with distinguished creators in modern Greek literature, and also among the writer’s own works in some cases, could be figured in various ways as we studied intertextuality in the author’s works. With the use of verbal and referential humour, of irony, of satire, of humouristic titles and of humourous characters the author offers optimistic pictures of life to the child or the young reader, aiming at the same time at the encouragement of their critical thinking. By applying contemporary narrative theory and mainly Gerard Genette’s theory based on the three categories of ‘tense’, ‘mood’, and ‘voice’, we analysed texts of the author, we detected a wide repertoire of her narrative options and focused on the literary qualities of her texts. In conclusion, by studying and classifying Angeliki Varella’s texts in genres, by identifying characteristics in connection always with the main trends of children’s literature, by analyzing intertextual and humorous utterances, as well as narrative techniques in her texts, we proved that the author in her literary work, while comprising a numerous array of texts, puts emphasis not only on the ‘what’, the content, but also on the ‘how’, the literariness of her works. Angeliki Varella abhors establishing a typical communication with the readers of her texts. At the same time, she is interested in their delightment, their entertainment and the enhancement of their reading ability, the strengthening of their ties with the book and them being creative and energetic readers. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή εξετάζοντας το συγγραφικό έργο και τη δραστηριοποίηση της Αγγελικής Βαρελλά στο χώρο της Παιδικής Λογοτεχνίας κατά το χρονικό διάστημα 1966-2013, επιχειρήσαμε την παρουσίαση μιας συνολικής, συγκροτημένης εικόνας του έργου της και της συμβολής της στην προώθηση της Παιδικής Λογοτεχνίας. Με βιβλιογραφική και αρχειακή έρευνα αλλά και με τη μέθοδο της συνέντευξης εντοπίσαμε στοιχεία για τη συνεργασία της συγγραφέως με περιοδικά που απευθύνονταν σε παιδιά και νέους, για τη δράση της στη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά, στον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, όπως και στο περιοδικό Διαδρομές (1986- ), αλλά και για τις επισκέψεις της σε σχολεία και βιβλιοθήκες. Για την ανάλυση του πεζογραφικού της έργου βασιστήκαμε στη θεωρία της λογοτεχνίας, όπως η αφηγηματολογία, η θεωρία της πρόσληψης, η ποιητική, η διακειμενικότητα, αλλά και σε θεωρίες του χιούμορ. Μελετώντας τη διακειμενικότητα σε έργα της συγγραφέως, διαπιστώθηκε η διαλογικότητά της με καταξιωμένους δημιουργούς της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, αλλά και μεταξύ των έργων της συγγραφέως σε ορισμένες περιπτώσεις. Με τη χρήση του λεκτικού και του καταστασιακού χιούμορ, της ειρωνείας, του σατιρικού λόγου, της χιουμοριστικής τιτλοφόρησης, όπως και με την παρουσία των χαρακτήρων που διαθέτουν χιούμορ, η συγγραφέας προβάλλει μια αισιόδοξη στάση ζωής στο μικρό ή νεαρό αναγνώστη, αποβλέποντας ταυτόχρονα στην άσκηση της κριτική του ικανότητας. Βασιζόμενοι κυρίως στη θεωρία του Gerard Genette σχετικά με τις τεχνικές της αφήγησης («χρόνος», «τρόπος», «φωνή»), αναλύσαμε κείμενα της συγγραφέως και διαπιστώσαμε την ποικιλία των αφηγηματικών επιλογών και τη λογοτεχνικότητα των κειμένων. Συμπερασματικά, με την ειδολογική κατάταξη και τη μελέτη του πεζογραφικού έργου της Αγγελικής Βαρελλά, με την ανίχνευση των χαρακτηριστικών του σε συνάφεια πάντοτε με τα γνωρίσματα και τις τάσεις της Παιδικής Λογοτεχνίας, με την παρουσίαση και την ανάλυση των διακειμένων, των χιουμοριστικών εκφωνημάτων και των αφηγηματικών τεχνικών του, διαφάνηκε η ευρύτητα και ο πλούτος του έργου ενώ ακόμη αποδείχθηκε πως η συγγραφέας αποδίδει σημασία, όχι μόνο στο «τι», στο περιεχόμενο, αλλά και στο «πώς», στη λογοτεχνικότητα των έργων της. Η Αγγελική Βαρελλά αποστρέφεται μια τυπική επικοινωνία με τον αναγνώστη και ενδιαφέρεται για την τέρψη του και την ψυχαγωγία του, για τον προβληματισμό του, για την ενίσχυση των δεσμών του με το βιβλίο και για την ενεργητική, δημιουργική του ανάγνωση. 1338 201 199 Business intelligence systems application to tourist enterprises of the Region of Epirus. Συστήματα επιχειρηματικής ευφυΐας. Εφαρμογή στις τουριστικές επιχειρήσεις της Περιφέρειας Ηπείρου. Technology developments have always affected all areas of humanity to a greater or lesser degree. In recent years there has been a rapid development of information systems. Businesses, in their quest to become competitive and ensure their survival, strive to keep pace with the evolution of technology and make the most of the opportunities and tools it offers. This dissertation deals with business intelligence systems and their application in the tourism companies of the Region of Epirus. To carry out this bachelor's thesis, 100 questionnaires were distributed to tourist companies operating in the region of Epirus, from September 2019 to January 2021. The results were entered into Excel and single and double output tables and pie charts were created with lines and rings. The results were then commented on. The situation of tourism in Epirus is presented in the form of a case study at the end of the work, in a separate annex. In this way, an attempt was made to answer the central question of the present work, which concerns the use and operation of business intelligence systems in tourism companies in Epirus and their digital promotion. Οι εξελίξεις στην τεχνολογία ανέκαθεν επηρέαζαν όλους τους τομείς της ανθρωπότητας σε μικρό ή μεγάλο βαθμό. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία ραγδαία ανάπτυξη των συστημάτων πληροφορικής. Οι επιχειρήσεις, στην προσπάθειά τους να γίνουν ανταγωνιστικές και να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους, προσπαθούν να συμβαδίζουν με την εξέλιξη της τεχνολογίας και να εκμεταλλεύονται στο έπακρο τις δυνατότητες και τα εργαλεία που τους προσφέρει. Η διπλωματική αυτή εργασία έχει αντικείμενο τα συστήματα επιχειρηματικής ευφυΐας και την εφαρμογή τους στις τουριστικές επιχειρήσεις της Περιφέρειας Ηπείρου. Για να πραγματοποιηθεί αυτή η διπλωματική εργασία διανεμήθηκαν 100 ερωτηματολόγια σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τουριστικό κλάδο στην Ήπειρο, από τον Σεπτέμβριο του 2019 έως τον Ιανουάριο του 2021. Τα αποτελέσματα εισήχθηκαν στο excel και δημιουργήθηκαν πίνακες μονής και διπλής εξόδου και διαγράμματα σε μορφή πίτας, στηλών, γραμμών και δακτυλίων. Στη συνέχεια έγινε σχολιασμός των αποτελεσμάτων. Η κατάσταση του τουρισμού στην Ήπειρο παρουσιάζεται σε μορφή case study στο τέλος της εργασίας, σε ξεχωριστό παράρτημα. Κατά αυτό τον τρόπο έγινε προσπάθεια να απαντηθεί το κεντρικό ερώτημα της παρούσας εργασίας, που αφορά τη χρήση και λειτουργία των συστημάτων επιχειρηματικής ευφυΐας στις τουριστικές επιχειρήσεις στην Ήπειρο και την ψηφιακή προώθηση αυτών. 1339 447 371 Η διαμόρφωση της ταυτότητας των μαθητών μέσα από τα ανθολόγια λογοτεχνικών κειμένων στο γυμνάσιο The aim of this paper is to trace the different sorts of identity that students of secondary education (Gymnasium) are to form through Modern Greek Literature teaching process. More specifically, there has been close scrutiny into the 1566/85 Law, the Cross Curriculum Framework (D.E.P.P.S.) and Record of Courses (A.P.S.) (both the general part and that one especially for Modern Greek Literature), the new Curriculum Framework for Modern Greek Literature (Athens 2011), the Books of Modern Greek Literature (student‟s book for grades A and C: thematic units and content) and teacher‟s book (for the same grades). Content Analysis is the method employed for the research process. The final sorts of identity that came to the surface are the following ones: cognitive, web-based, national, identity of otherness, religious, ideological, social, environmental, cultural, sexual orientation and sex identity. The final result has shown that the prevailing sorts of identity are the following: cognitive, ideological, social and cultural. The structuring of cognitive identity is based upon the critical approach towards the plethora of information in the era of evolution and technology (knowledge of the new knowledge and the way to approach it). The prominent feature of the ideological identity is the formation of critical thinking and optimistic attitude towards life (this is stressed more in the new Curriculum Framework). Yet, there has been noted the avoidance on behalf of the Curriculum to let students form a critical attitude towards current political issues and towards the notion of one‟s being Hellenic (concerning: border integrity, the continuity of Greek nation and culture, and the acknowledgement of Greek orthodox Christianity). Social identity is structured upon the so-far well-established institutions (mainly that of „family‟) while the employment of memory as an asset ensures the continuity of the aforementioned institutions. Each personal achievement drives towards common advancement and it is through this framework that personal vocational distinction has to be understood. However, some social conventions are to be revised while this also falls within the scope of the role of literature and of the spiritual leaders. Cultural identity is established through the formation of positive attitude towards multinational and multicultural societies (through teaching foreign literature as well) while Greek culture is to be understood as equivalent to the global cultural scene.[6] The final goal of this research is the reformation of the Curriculum Framework for all schools provided that there will be no position for teaching extracts from whole literature books while supporting all sorts of identity equally will be a potential as well. Also, the new Curriculum Framework for Modern Greek Literature has been positively assessed; yet, teacher‟s personality remains the regulating factor determining the implementation and interpretation of the goals of the new Curriculum. Σκοπός της διπλωματικής εργασίας είναι να ανιχνεύσει τα είδη ταυτότητας τα οποία διαμορφώνουν οι μαθητές μέσα από τη διδασκαλία των Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Γυμνάσιο. Συγκεκριμένα, μελετήθηκαν ο Νόμος 1566/85, τα Δ.Ε.Π.Π.Σ. (Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών) και Α.Π.Σ. (Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών) (γενικό μέρος και ειδικά για τη λογοτεχνία), το νέο Πρόγραμμα Σπουδών για τη Λογοτεχνία (Αθήνα 2011), τα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (βιβλίο μαθητή για τις Α' και Γ' τάξεις: θεματικές ενότητες και περιεχόμενο) και το Βιβλίο Εκπαιδευτικού(για τις ίδιες τάξεις). Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για την ερευνητική προσέγγιση είναι η Ανάλυση Περιεχομένου. Οι τελικές κατηγορίες ταυτότητας που προέκυψαν είναι οι εξής: γνωστική, διαδικτυακή, εθνική, ετερότητας, θρησκευτική, ιδεολογική, κοινωνική, περιβαλλοντική, πολιτισμική, σεξουαλικού προσανατολισμού και φύλου. Το γενικό συμπέρασμα έδειξε ότι κυριαρχούν τα εξής είδη ταυτότητας: γνωστική, ιδεολογική, κοινωνική και πολιτισμική. Η δόμηση της γνωστικής ταυτότητας βασίζεται στην κριτική προσέγγιση της πληθώρας των πληροφοριών κατά την εποχή της εξέλιξης και της τεχνολογίας (γνώση της νέας γνώσης και τον τρόπο πρόσβασης σ’ αυτήν). Η ιδεολογική ταυτότητα φέρει ως κύριο χαρακτηριστικό της τη διαμόρφωση κριτικού πνεύματος και αισιόδοξης στάσης προς τη ζωή (περισσότερο έντονα στο νέο Πρόγραμμα Σπουδών). Ωστόσο, αποφεύγεται η προτροπή προς τους μαθητές για διαμόρφωση κριτικής στάσης απέναντι σε σύγχρονα πολιτικά προβλήματα όπως και απέναντι στην έννοια της «ελληνικότητας» (εδαφική ακεραιότητα, «αρραγές» του ελληνικού έθνους, συνέχεια της παράδοσης και επιβεβαίωση της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης). Η κοινωνική ταυτότητα δομείται πάνω στους ήδη παγιωμένους θεσμούς (κυρίως της οικογένειας), ενώ η εργαλειοποίηση της μνήμης εξασφαλίζει τη συνέχεια των θεσμών. Κάθε ατομική βελτίωση στόχο έχει τη συλλογική πρόοδο και μέσα σε τέτοιο πλαίσιο νοείται και η επαγγελματική καταξίωση. Ωστόσο, κάποιες κοινωνικές συμβάσεις αναθεωρούνται και εδώ έγκειται ο ρόλος της λογοτεχνίας και του πνευματικού ανθρώπου. Η πολιτισμική ταυτότητα εδραιώνεται με τη διαμόρφωση θετικής στάσης απέναντι σε πολυεθνικές και πολυπολιτισμικές κοινωνίες (μέσα από τη διδασκαλία ξένης λογοτεχνίας, επίσης), ενώ ο ελληνικός πολιτισμός κατανοείται ως ισότιμος στο παγκόσμιο πολιτισμικό στερέωμα. Τελικός στόχος είναι η αναμόρφωση των Προγραμμάτων Σπουδών, στα οποία δεν θα έχει θέση η αποσπασματικότητα και θα υποστηρίζονται όλα τα είδη ταυτότητας ισότιμα. Το νέο Πρόγραμμα Σπουδών, επίσης, αξιολογείται θετικά, ρυθμιστικός παράγοντας, ωστόσο, για την εφαρμογή και ερμηνεία του παραμένει η προσωπικότητα του εκπαιδευτικού. 1340 10 11 6 Centimeter observations of solar active regions with 6 resolution Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Σχολή Επιστημών και Τεχνολογιών. Τμήμα Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών 1341 243 195 Evaluating the organisation, administration and operation of a multi teaching posts Primary School Αξιολόγηση της οργάνωσης, διοίκησης και λειτουργίας ενός πολυθέσιου Δημοτικού Σχολείου This essay has explored and evaluated the operational framework for the primary schools with a multiplicity of teaching posts, emphasizing on issues of their everyday operation. It has dealt with the organization and administration of the specific educational institute on a legislative framework level, as well as with the description of its operation, through the analytical data presentation for a whole school year. It consists of two general parts, the theoretical one and the empirical one, which comprise five individual chapters. In the first and second chapters we have the necessary concept approaches for the basic concepts employed on issues of evaluation, organization and administration, whereas in the third chapter we have the basic legislative framework for the operation of primary schools, the emphasis being on the school facilities with a multiplicity of teaching posts. In the following chapter, issues of the daily operation of these schools are described, along with the presentation of controversial issues amongst the agents of education, as well as the shortcomings of the legislative framework, with the use of the methodological tools of “Content Analysis” and “Case Study”. Simultaneously, for immediacy reasons, there are suggestions made for the settlement of these issues. The fifth and final chapter includes the general evaluation of the organization and administration of the schools with a multiplicity of teaching posts followed by a discussion and the final ascertainments are made. Η παρούσα εργασία διερεύνησε και αξιολόγησε το πλαίσιο λειτουργίας των πολυθέσιων Δημοτικών Σχολείων, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στα ζητήματα της καθημερινότητας αυτών. Ασχολήθηκε με την οργάνωση και τη διοίκηση του συγκεκριμένου τύπου σχολείου, σε επίπεδο νομοθετικού πλαισίου, αλλά και περιγραφής της λειτουργίας τους, μέσα από την αναλυτική παρουσίαση στοιχείων που καλύπτουν ένα πλήρες σχολικό έτος. Αποτελείται από δύο μέρη, το θεωρητικό και το εμπειρικό, τα οποία απαρτίζονται από πέντε επιμέρους κεφάλαια. Στο πρώτο και δεύτερο κεφάλαιο γίνονται οι απαραίτητες προσεγγίσεις των βασικών εννοιών που θα χρησιμοποιηθούν σε ζητήματα αξιολόγησης, οργάνωσης και διοίκησης, ενώ στο τρίτο παρουσιάζεται το βασικό νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας των Δημοτικών Σχολείων, με έμφαση στις πολυθέσιες σχολικές μονάδες. Στο κεφάλαιο που ακολουθεί, χρησιμοποιώντας τα μεθοδολογικά εργαλεία της «Ανάλυσης Περιεχομένου» και της «Μελέτης Περίπτωσης», περιγράφονται ζητήματα της καθημερινής λειτουργίας αυτών των σχολείων, παρουσιάζονται θέματα που αποτελούν «σημεία τριβής» ανάμεσα στους συντελεστές της εκπαίδευσης, καθώς και ελλείψεις του νομοθετικού πλαισίου. Συγχρόνως, για λόγους αμεσότητας, κατατίθενται προτάσεις για την επίλυση αυτών των ζητημάτων. Το πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο, περιλαμβάνει τη γενική αξιολόγηση της οργάνωσης και διοίκησης των πολυθέσιων Δημοτικών Σχολείων, γίνεται συζήτηση και αποτυπώνονται οι τελικές διαπιστώσεις. 1342 114 125 Κριτήρια σχεδίασης λογισμικού για άτομα με δυσλεξία σε σχέση με το έλλειμμα στην ανάγνωση The purpose of the present study is to propose several instructional design criteria for reading software in the particular case of dyslexia. The present study reviews the available literature on reading and dyslexia on the one hand, and the use of ICT (Information and Communications Technologies) in reading instruction, practice and intervention on the other. At first, reading difficulties in relation to dyslexia are discussed. Next, studies are reviewed that mainly involve the use of educational software for instruction or intervention in various aspects of reading (phonological awareness, decoding and comprehension) for students with reading difficulties. Finally, a number of pedagogical criteria for software instructional design that are considered suitable in dyslexia are formulated. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η πρόταση παιδαγωγικών κριτηρίων σχεδίασης λογισμικών ανάγνωσης που απευθύνονται σε άτομα με δυσλεξία. Στην παρούσα μελέτη γίνεται επισκόπηση της διαθέσιμης βιβλιογραφίας σε σχέση με την ανάγνωση και δυσλεξία από τη μια και τη χρήση των ΤΠΕ (Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών) στην αναγνωστική διδασκαλία, παρέμβαση και εξάσκηση από την άλλη. Αρχικά συζητιέται το θέμα των αναγνωστικών δυσκολιών στη διαταραχή της δυσλεξίας. Στη συνέχεια επισκοπούνται κυρίως μελέτες με θέμα τη διδασκαλία ή παρέμβαση σε διάφορους τομείς της αναγνωστικής λειτουργίας (φωνολογική ενημερότητα, αποκωδικοποίηση, κατανόηση) με τη χρήση εκπαιδευτικών λογισμικών σε μαθητές με αναγνωστικές δυσκολίες. Τέλος, διατυπώνονται κάποια ενδεικτικά κριτήρια σχεδίασης λογισμικών κατάλληλα για την περίπτωση της δυσλεξίας. 1343 129 155 Ανοσοϊστοχημική μελέτη του πλακούντα με ιδιαίτερη έμφαση στα κύτταρα Hofbauer A COMPARATIVE IMMUNOHISTOLOGICAL STUDY WAS DONE BETWEEN THE THREE TRIMESTERS PLACENTAS DURING THE PHENOLOGICAL CHARACTERISTICS OF HAFBAUER CELLS AND TROPHOBLAST. WE EXAMINED 54 PLACENTAS AT VARIOUS GESTATIONAL AGES. THE HAFBAUER CELLS SHOWED POSSITIVE STAINING FOR THE ANTIGENS MACROPHAGE-DAKO, A1-ACT, A1- AT, T4, LEU3AT3B, LCA, VIMENTIN, AND NEGATIVE FOR LSZ, IL-2R, T6, PAN-B, PAN-T, S-100 PROTEIN, CALLA, EMA, CYTOFERATIN. LEU-MS POSITIVITY WAS ONLY FOUND IN THE SECOND AND THIRD TRIMESTER. THESE FINDINGS FAVOR THE HYPOTHESIS OF THE MONOCYTIC ORIGIN OF THE HOFBAUER CELLS. THE CYTOTROPHOBLAST WAS POSITIVE FOR CALLA AND NEGATIVE FOR EMA. THE OPPOSITE WAS TRUE FOR SYNCYTIOTROPHOBLAST WAS FEWER THAN IN THE CYTOTROPHOBLAST. THIS FINDING ADDITIONALLY TO THE PRESENT OF CALLA AND EMA IN THE TROPHOBLAST, CONFIRMS THE VIEW THAT THE TROPHOBLAST MATURES IN THE PROGRESS OF PREGNANCY. ΕΓΙΝΕ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΟΣΟΙΣΤΟΧΗΜΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΠΛΑΚΟΥΝΤΩΝ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΤΡΙΜΗΝΩΝ ΤΗΣ ΚΥΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΦΑΙΝΟΤΥΠΙΚΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΣΤΟ ΚΥΤΤΑΡΟ HOFBAUER ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΡΟΦΟΒΛΑΣΤΗ. ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ 54 ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΙ ΠΛΑΚΟΥΝΤΕΣ. ΤΑ ΚΥΤΤΑΡΑ HAFBAUER ΗΤΑΝ ΠΑΝΤΟΤΕ ΘΕΤΙΚΑ ΣΤΑ ΑΝΤΙΓΟΝΑ, MACROPHAGE-DAKO, A1-ACT, A1-AT, T4, LEU3AT3B, LCA ΚΑΙ VIMENTIN ΚΑΙ ΑΡΝΗΤΙΚΑ ΣΤΑ ΑΝΤΙΓΟΝΑ LSZ, IL- 2R, T6, PAN-B, PAN-T ΚΑΙ S-100 PROTEIN, LALLA, EMA, CYTOFERATIN. ΣΤΟ ΑΝΤΙΓΟΝΟ HLA-DR ΗΤΑΝ ΑΡΝΗΤΙΚΟ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΤΡΙΜΗΝΟ ΚΑΙ ΘΕΤΙΚΟ ΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΤΡΙΜΗΝΟ, ΕΝΩ ΤΟ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟ ΙΣΧΥΕ ΓΙΑ ΤΟ LEU-MS. ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΑΥΤΑ ΕΝΙΣΧΥΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΙΣΤΙΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΩΝΚΥΤΤΑΡΩΝ HOFBAUER ΚΑΙ ΟΤΙ Ο ΑΝΟΣΟΙΣΤΟΧΗΜΙΚΟΣ ΤΟΥΣ ΦΑΙΝΟΤΥΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΣΥΝΑΡΤΗΣΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΦΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΝΩΡΙΜΟΤΗΤΟΣ. Η ΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΥΤΤΑΡΟΤΡΟΦΟΒΛΑΣΤΗΣ ΣΤΟ CALLA ΚΑΙ Η ΑΡΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΤΟ ΕΜΑ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΧΡΩΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΥΤΙΟΤΡΟΦΟΒΛΑΣΤΗΣ ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ Κ1-67 ΘΕΤΙΚΩΝ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΚΥΡΙΩΣ ΣΤΗΝ ΚΥΤΤΑΡΟΤΡΟΦΟΒΛΑΣΤΗ, ΕΝΙΣΧΥΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΟΤΙ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΗΝ ΜΗΤΡΙΚΗ ΣΤΙΒΑΔΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΥΤΙΟΤΡΟΦΟΒΛΑΣΤΗΣ . 1344 294 335 Psycho-Educational nterventions for adults with post traumatic stress symptoms a systematic review and meta-analysis Συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση ψυχοεκπαιδευτικών παρεμβάσεων για ενήλικες με συμπτώματα μετατραυματικού στρες Psychoeducation is a common mental health treatment. However, its use in the framework of traumatic stress is limited and research evidence concerning its effectiveness is scarce and inconclusive. The purpose of the current study is to assess the research evidence concerning the effectiveness of psychoeducation in the treatment/prevention of post-traumatic stress symptoms for adults who have experienced a traumatic or potentially traumatic event. Thus, the research question was whether psychoeducation is more effective in treating/preventing post-traumatic stress symptoms in adults compared to other treatments. The method of systematic review and meta-analysis was used to address the research questions. The systematic review took place in Scopus and Medline with combinations of keywords without restrictions concerning date and language of publication. As significant levels of heterogeneity were expected, a random-effects meta-analysis with subgroups was performed. 17 studies were included in the systematic review and 12 studies in the meta-analysis. The most important finding of this study refers to the comparison of psychoeducation to treatment-as-usual. The systematic review resulted in 7 studies with 1360 participants which compare psychoeducation to treatment-as-usual. There does not seem to be any clear difference between psychoeducation and treatment-as-usual, and this result is not statistically significant. Heterogeneity was substantial in most cases. According to the current study, psychoeducation is a neutral treatment for reducing post-traumatic stress symptoms, with effects similar to those of treatment-as-usual. However, its improvement and reassessment in other areas of interest, beyond symptom remission, is strongly advised, as psychoeducation might be more beneficial in other areas, such as normalization of symptoms. Finally, several issues concerning the theoretical framework, content and goal setting of psychoeducation are discussed and suggestions for future research in this field are proposed. Αν και η ψυχοεκπαίδευση αποτελεί μια διαδεδομένη πλέον θεραπευτική προσέγγιση στο χώρο της ψυχικής υγείας, η χρήση της στα πλαίσια του τραυματικού στρες είναι περιορισμένη και τα ερευνητικά στοιχεία σχετικά με την αποτελεσματικότητά της είναι λίγα και ασαφή. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η αξιολόγηση των ερευνητικών δεδομένων σχετικά με την αποτελεσματικότητα της ψυχοεκπαίδευσης για την αντιμετώπιση/πρόληψη των συμπτωμάτων μετατραυματικού στρες μετά από ένα τραυματικό ή δυνητικά τραυματικό γεγονός σε ενήλικα άτομα. Διατυπώθηκε, λοιπόν, το εξής ερευνητικό ερώτημα: εάν η ψυχοεκπαίδευση είναι περισσότερο αποτελεσματική στην αντιμετώπιση/πρόληψη των συμπτωμάτων μετατραυματικού στρες σε ενήλικα άτομα σε σύγκριση με άλλες θεραπείες. Για τη διερεύνηση του ερευνητικού ερωτήματος χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της συστηματικής ανασκόπησης και μετα-ανάλυσης. Η συστηματική ανασκόπηση έλαβε χώρα στις βιβλιογραφικές βάσεις Scopus και Medline με συνδυασμούς λέξεων-κλειδιών, χωρίς περιορισμούς στη χρονολογία ή τη γλώσσα. Όσον αφορά τη μετα-ανάλυση, καθώς η ετερογένεια αναμενόταν να είναι σημαντική, προτιμήθηκε ως μοντέλο σύνθεσης των δεδομένων το μοντέλο των τυχαίων επιδράσεων και η ανάλυση έγινε σε υπο-ομάδες, ανάλογα με τη θεραπεία σύγκρισης. Τελικά, 17 μελέτες συμπεριλήφθησαν στη συστηματική ανασκόπηση και 12 στη μετα-ανάλυση. Το κυριότερο εύρημα της παρούσας εργασίας αφορά τη σύγκριση της ψυχοεκπαίδευσης με τη συνήθη θεραπεία. Από τη συστηματική ανασκόπηση προέκυψαν 7 μελέτες με 1360 συμμετέχοντες που συγκρίνουν την ψυχοεκπαίδευση με τη συνήθη θεραπεία. Δεν αναδείχθηκε κάποια ξεκάθαρη διαφορά μεταξύ αυτών των θεραπειών, εύρημα το οποίο δεν ήταν στατιστικά σημαντικό, ενώ η ετερογένεια στις περισσότερες αναλύσεις ήταν ουσιαστική. Τα ευρήματα της παρούσας εργασίας υποδεικνύουν ότι η ψυχοεκπαίδευση αποτελεί μια ουδέτερη θεραπεία για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων μετατραυματικού στρες, με επίδραση παρόμοια με αυτή της συνήθους θεραπείας. Προτείνεται, ωστόσο, η βελτίωση και η εκ νέου αξιολόγησή της και σε άλλους τομείς, πέραν της συμπτωματολογίας, όπως π.χ. στην ομαλοποίηση των συμπτωμάτων, καθώς εκεί ενδέχεται να είναι περισσότερο επωφελής. Τέλος, θίγονται θέματα που αφορούν τη θεωρητική πλαισίωση, το περιεχόμενο και τη στοχοθεσία της ψυχοεκπαίδευσης στα πλαίσια του τραυματικού στρες και διατυπώνονται προτάσεις για μελλοντική έρευνα σε αυτό το ερευνητικό πεδίο. 1345 118 129 SYNTHESIS,REACTIONS AND STUDIES BY THE CIRCULAR DICHROISM OF THE COMPLEXES OF HEAVY METALS WITH PIPECOLIC ACID,L-AZETIDINE-2-CARBOXYLIC ACID AND THEIR DERIVATIVES Σύνθεση, αντιδράσεις και μελέτη με στροφικό διχρωϊσμό των σύμπλοκων ενώσεων διαφόρων βαρέων μετάλλων με πιπεκολικό οξύ, L-αζετιδινο-2-καρβοξυλικό οξύ και παράγωγά τους THE MONOCHELATES AND BISCHELATES COMPLEXES OF PT(II)AND PD(II) WITH L-AZETIDINE-2-CARBOXYLIC ACID (L-AZET)AN HOMOLOGUE OF L-PRDINE WERE PREPARED:K[PT(L-AZET)CL2],PT(L-AZET)2,PD(L-AZET)2.THESE COMPLEXES WERE INVESTIGATED BY I.R.,N.M.R. AND CIRCULAR DICHROISM. THE CRYSTAL STRUCTURE OF PT(L-AZET)2,AND PD(L-AZET)2 WERE RESOLVED BY X-RAYS STRACTURAL ANALYSIS.THE COMPLEXES OF K[PD(L-PIPE)CL2],PD(L-PIPE)2,K[PT(L-PIPE)CL2],PT(L-PIPE)2,PD(N-ME-L-PIPE)2, PT(N-ME-L-PIPE)2 WERE ALSO PREPARED AND INVESTIGATED WITH I.R., N.M.R.,VISIBLE-N.V. AND CIRCULAR DICHROISM.(L-PIPE=PIPECOLIC ACID,N-ME-L-PIPE=N-METHYL-L-PIPECOLIC ACID).THE SIGNS OFTHE CIRCULAR DICHROISM (CD) D-D TRANSITION BANDS OF THEESE COMPLEXES CAN BE EXPLAINED USING THE HEXADECANT RULE.CD MEASUREMENTS REVEAL TRANS CONFIGURATION FOR THE BIS CHELATES COMPLEXES IN WATER SOLUTION.THE BIS-CHELATES COMPLEXES OF L-AZET HAVE THE SAME STRUCTURES IN WATER AS IN THE SOLID. ΤΑ ΜΟΝΟΧΗΛΙΚΑ ΚΑΙ ΔΙΧΗΛΙΚΑ ΣΥΜΠΛΟΚΑ K[PT (L-ΑΖΚΑ)CL2],T (L-ΑΖΚΑ)2 ΚΑΙPD (L-ΑΖΚΑ)2 ΜΕ L-ΑΖΚΑ=L-ΑΖΕΤΙΝΙΔΟ-2-ΚΑΡΒΟΞΥΛΙΚΟ ΟΞΥ,ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΛΟΓΟ ΤΗΣ ΠΡΟΛΙΝΗΣ,ΣΥΝΕΤΕΘΗΣΑΝ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΑΝ ΜΕ ΦΑΣΜΑΤΟΣΚΟΠΙΕΣ I.R.,N.M.R.,U.V.-ΟΡΑΧΟΥ ΚΑΙ ΣΤΡΟΦΙΚΟΥ ΔΙΧΡΩΙΣΜΟΥ.Η ΕΥΡΕΣΗ ΤΗΣ ΚΡΥΣΤΑΛΙΚΗΣ ΔΟΜΗΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΔΙΧΗΛΙΚΩΝ ΣΥΜΠΛΟΚΩΝ ΕΓΙΝΕ ΜΕ ΑΚΤΙΝΕΣ Χ.ΕΠΙΣΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΘΗΣΑΝ ΤΑ ΜΟΝΟΧΗΛΙΚΑ ΚΑΙ ΔΙΧΗΛΙΚΑ ΣΥΜΠΛΟΚΑ K[PD (L-ΠΙΠΕ)CL2],PD(L-ΠΙΠΕ)2,K[PT(L-ΠΙΠΕ)CL2],PT(L-ΠΙΠΕ)2,PT(Ν-ΜΕ-L-ΠΙΠΕ)2 ΜΕ L-ΠΙΠΕ=L-ΠΙΠΕΚΟΛΙΚΟ ΟΞΥ ΚΑΙ Ν-ΜΕ-L-ΠΙΠΕ= Ν-ΜΕΘΥΛΟ-L-ΠΙΠΕΚΟΛΙΚΟ ΟΞΥ.ΤΑ ΣΥΜΠΛΟΚΑ ΑΥΤΑ ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΑΝ ΜΕ ΦΑΣΜΑΤΟΣΚΟΠΙΕΣ I.R.,N.M.R.,U.V.-ΟΡΑΤΟΥ ΚΑΙ ΣΤΡΟΦΙΚΟΥ ΔΙΧΡΩΙΣΜΟΥ.ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΦΑΣΜΑΤΩΝ ΣΤΡΟΦΙΚΟΥ ΔΙΧΡΩΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ D-D ΜΕΤΑΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΣΥΜΠΛΟΚΩΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΕΞΗΓΗΘΟΥΝ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΑ ΤΩΝ ΔΕΚΑΤΩΝ ΕΚΤΩΝ.ΟΙΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΣΤΡΟΦΙΚΟΥ ΔΙΧΡΩΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΧΗΛΙΚΑ ΣΥΜΠΛΟΚΑ ΣΕ ΥΔΑΤΙΚΟ ΔΙΑΛΥΜΑ ΔΕΙΧΝΟΥΝ TRANS ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ.ΤΑ ΔΙΧΗΛΙΚΑ ΣΥΜΠΛΟΚΑΜΕ L-ΑΖΚΑ ΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ ΣΕ ΣΤΕΡΕΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ. 1346 452 430 With the analysis of the metricological features in the Garden of Graces of Caesarios Dapontes, a poetic composition written in six thousand five hundred and eleven fifteen-syllable verses, the tribal lyric-stylistic-poetic is attempted. They are examined extensively, by chapters in the form of a preface, introduction and epilogue, measure, accent, rhythm, rhyme, and the use of enjambment within the dominant context of isometry. In the first part of the thesis we examine the content of the Garden of Graces, the publishing activity around the poetic composition, Daponte's lyrical art as to the influences that he mainly accepted in the use of the fifteen-syllable verse and the literary criticism (19th-20th century). In the second part of the paper a close examination of the text is carried out, and through examples the measure, the tone, the rhythm, the rhyme, the isometry and the enjambment are studied. It was found that the tonal variety of the poetic composition contributes to its rhythmic variety. In addition, the various vocal, phonological, morphological, syntactic, semantic combinations are many numerically and often produce unexpected effects on the rhythm. Through the categorization of rhyme, various groups of rheumatic words emerged in terms of phonological, morphological and semantic associations. The sound reproduction of the final sounds and the vocal richness of the Garden of Graces make Daponte's rhymes unique and inventive in terms of linguistic, grammatical, phonological, vocal, editorial and morphological diversity. It has also been found that rhyme in the Garden of Graces contributes to the development of more and more specific meanings. Rima, as a symbolic construction in the Garden of Graces, can be described as a cultural venture. Found in socio-cultural foundations, the phonological and semantic role of rhyme contributed to the function of rhyme as a stylistic mechanism. In addition, the rhyme of the Garden of Graces, which is organized alphabetically and framed with charts, was created to allow the presentation of the frequency of the rhyme words in the composition and to reveal the rhythmic, tonal, morphological and phonological variety of the composition, as well as the linguistic wealth. Linking the syntax to the metric and sub-section of the verse or the semi-unit helped to better study enjambment and isometry, as well as to study the relationship of form and content. Daponte's isometry bears influences from the earlier poetic tradition (poetry, isometry of the works of Cretan Renaissance, etc.), giving a seemingly similarity to this phenomenon. Striding with its gradations largely determines many aspects of narrative synthesis and is unpredictable rhythmically. Moreover, the relationship of the enjambment with the rhythms of the composition reveals the inextricable bond of the two metrological phenomena within the narrative, in keeping with the intentions of the creator at a time. Με την ανάλυση των μετρικολογικών στον Κήπο Χαρίτων του Καισάριου Δαπόντε, μιας ποιητικής σύνθεσης γραμμένης σε έξι χιλιάδες πεντακόσιους έντεκα δεκαπεντασύλλαβους στίχους, επιχειρείται η εξέταση του τρίπτυχου στιχουργική-υφολογία-ποιητική. Εξετάζονται διεξοδικά, κατά κεφάλαια πλαισιωμένα από πρόλογο, εισαγωγή και επίλογο, το μέτρο, ο τονισμός, ο ρυθμός, η ομοιοκαταληξία, και η χρήση του διασκελισμού μέσα στο κυρίαρχο πλαίσιο της ισομετρίας. Στο πρώτο μέρος της εργασίας εξετάζονται το περιεχόμενο του Κήπου Χαρίτων, η εκδοτική δραστηριότητα γύρω από την ποιητική σύνθεση, η στιχουργική τέχνη του Δαπόντε ως προς τις επιρροές κυρίως που δέχτηκε στην χρήση του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου στίχου καθώς και η λογοτεχνική κριτική (19ος-20ός αιώνας) ως προς τη στιχουργική τέχνη του Δαπόντε. Στο δεύτερο μέρος της εργασίας γίνεται μια εκ του σύνεγγυς εξέταση του κειμένου και μέσα από παραδείγματα μελετώνται το μέτρο, ο τόνος, ο ρυθμός, η ομοιοκαταληξία, η ισομετρία κι ο διασκελισμός. Διαπιστώθηκε ότι η τονική ποικιλία της ποιητικής σύνθεσης συντείνει στη ρυθμική ποικιλία της. Επιπλέον, οι ποικίλοι φωνητικοί, φωνολογικοί, μορφολογικοί, συντακτικοί, σημασιολογικοί συνδυασμοί είναι πολλοί αριθμητικά και δημιουργούν πολλές φορές απροσδόκητα αποτελέσματα στον ρυθμό. Μέσα από τις κατηγοριοποιήσεις της ομοιοκαταληξίας προέκυψαν ποικίλες ομάδες λέξεων ρίμας ως προς τους φωνολογικούς, μορφολογικούς και σημασιολογικούς συσχετισμούς. Η ηχητική επανάληψη των τελικών ήχων κι ο φωνητικός πλούτος του Κήπου Χαρίτων καθιστούν τις ρίμες του Δαπόντε μοναδικές κι ευρηματικές ως προς τη γλωσσική, γραμματική, φωνολογική, φωνηεντική, συντακτική και μορφολογική ποικιλία. Διαπιστώθηκε ακόμη ότι η ρίμα στον Κήπο Χαρίτων συμβάλλει στην ανάπτυξη περισσότερων και ειδικότερων σημασιών. Η ρίμα, ως συμβολική κατασκευή στον Κήπο Χαρίτων, δύναται να χαρακτηρισθεί ως ένα πολιτισμικό εγχείρημα. Ιδωμένος σε κοινωνιο-πολιτισμικές βάσεις, ο φωνολογικός και σημασιολογικός ρόλος της ρίμας συνέβαλε στη λειτουργία της ρίμας ως υφολογικού μηχανισμού. Επιπλέον, συγκροτήθηκε το ριμάριο του Κήπου Χαρίτων, το οποίο είναι οργανωμένο αλφαβητικά και πλαισιωμένο με γραφήματα, για να καταστεί δυνατή η παρουσίαση της συχνότητα των λέξεων ρίμας στη σύνθεση και να αναδειχθεί η ρυθμική, τονική, μορφολογική και φωνολογική ποικιλία της σύνθεσης, καθώς και ο γλωσσικός πλούτος της. Η σύνδεση της σύνταξης με τη μετρική ενότητα και υπο-ενότητα του στίχου ή ημιστιχίου βοήθησαν αφενός στην καλύτερη μελέτη του διασκελισμού και της ισομετρίας, καθώς και στη μελέτη της σχέσης μορφής και περιεχομένου. Η ισομετρία του Δαπόντε φέρει επιδράσεις από την προγενέστερη ποιητική παράδοση (δημοτική ποίηση, ισομετρία των έργων της κρητικής αναγέννησης κτλ.), δίνοντας φαινομενικά μια ομοιότητα ως προς αυτό το φαινόμενο. Ο διασκελισμός με τις διαβαθμίσεις του καθορίζει σε μεγάλο βαθμό πολλά σημεία της αφήγησης της σύνθεσης και είναι απρόβλεπτος ρυθμικά. Επιπλέον, η σχέση του διασκελισμού με τις ρίμες της σύνθεσης αναδεικνύει τον άρρηκτο δεσμό των δύο μετρικολογικών φαινομένων μέσα στην αφήγηση, συμβαδίζοντας με τις προθέσεις του δημιουργού κάθε φορά. 1347 294 272 Development of molecular materials that function simultaneously as water adsorbents and humidity sensors Ανάπτυξη μοριακών υλικών που λειτουργούν ταυτόχρονα ως αισθητήρες και προσροφητικά υγρασίας In the present thesis, we follow α synthetic approach that belongs to the general field of the synthesis and characterization of coordination polymers with flexible ligands. Within this context, we have dealt with the synthesis of a zinc complex with tricarballylic acid, with molecular formula [Zn3(PTC)2(H2O)4].2H2O (complex 1). Tricarballylic acid is a highly flexible ligand. This property gives its complexes attributes of "soft crystals". The hydrated structure of the complex has been mainly studied by single-crystal X-ray crystallography and its description is explained in detail in the present study. Subsequently, we performed experiments in which we doped the initial complex (1) with cobalt ions, in various molar ratios. From these experiments, we received seven microcrystalline solids : [(Zn0,99Co0,01)3(PTC)2(H2O)4].2H2O [2], [(Zn0,95Co0,05)3(PTC)2(H2O)4].2H2O [3], [(Zn0,90Co0,10)3(PTC)2(H2O)4].2H2O [4], [(Zn0,80Co0,20)3(PTC)2(H2O)4].2H2O [5], [(Zn0,70Co0,30)3(PTC)2(H2O)4].2H2O [6], [(Zn0,60Co0,40)3(PTC)2(H2O)4].2H2O [7] and[(Zn0,50Co0,50)3(PTC)2(H2O)4].2H2O [8]. All complexes were prepared under mild conditions and characterized using electron spectroscopy (UV-Vis), infrared spectroscopy (IR), thermal measurements (TG-DTA) and powder X-ray crystallography. With the assistance of characterization techniques, it was proven that complexes 2-6 are isostrucural to complex 1 and that the cobalt ions which are introduced into the structure, occupy the position of the zinc ions with octahedral geometry. Increased concentrations of Co(II) lead to mixtures and poorly identified products. Finally, we performed some experiments in order to investigate the properties of complexes 2-8. After dehydration and rehydration of the complexes in aqueous conditions, we observed that all seven solids exhibit reversible adsorption of water molecules, with simultaneous reversible deformation of the framework. What is more, during the adsorption cycles we observed a change in the color between hydrated and dehydrated species. Accordingly, these materials are considered suitable for their use as adsorbents and as optical moisture sensors. Στην παρούσα διατριβή ακολουθούμε μια συνθετική προσέγγιση που ανήκει στο γενικότερο πεδίο της σύνθεσης και του χαρακτηρισμού πολυμερών ένταξης με εύκαμπτους υποκαταστάτες. Σε αυτό το πλαίσιο ασχοληθήκαμε με τη σύνθεση ενός συμπλόκου ψευδαργύρου με τρικαρβαλλυλικό οξύ, με μοριακό τύπο [Zn3(PTC)2(H2O)4].2H2O (σύμπλοκο 1). Το τρικαρβαλλυλικό οξύ είναι ένας ιδιαίτερα εύκαμπτος υποκαταστάτης, και αυτή του η ευκαμψία δίνει στα σύμπλοκά του χαρακτηριστικά «μαλακών κρυστάλλων». Η ένυδρη δομή του συμπλόκου μελετήθηκε, κυρίως, μέσω κρυσταλλογραφίας ακτίνων Χ μονοκρυστάλλου και στην παρούσα εργασία υπάρχει η αναλυτική περιγραφή της. Στη συνέχεια, ακολούθησαν πειράματα ιχνηθέτησης του αρχικού συμπλόκου (1) με ιόντα κοβαλτίου, σε διάφορες γραμμομοριακές αναλογίες. Από τα πειράματα αυτά, παραλάβαμε εφτά μικροκρυσταλλικά στερεά:[(Zn0,99Co0,01)3(PTC)2(H2O)4].2H2O [2], [(Zn0,95Co0,05)3(PTC)2(H2O)4].2H2O [3],[(Zn0,90Co0,10)3(PTC)2(H2O)4].2H2O [4], [(Zn0,80Co0,20)3(PTC)2(H2O)4].2H2O [5], [(Zn0,70Co0,30)3(PTC)2(H2O)4].2H2O [6], [(Zn0,60Co0,40)3(PTC)2(H2O)4].2H2O [7] και[(Zn0,50Co0,50)3(PTC)2(H2O)4].2H2O [8]. Όλα τα σύμπλοκα παρασκευάστηκαν κάτω από ήπιες συνθήκες και χαρακτηρίσθηκαν με τη χρήση ηλεκτρονιακής φασματοσκοπίας (UV-Vis), φασματοσκοπίας υπερύθρου (IR), Θερμικών μετρήσεων (TG-DTA) και κρυσταλλογραφίας ακτίνων Χ κόνεως. Με τη βοήθεια των τεχνικών χαρακτηρισμού αποδείξαμε ότι τα σύμπλοκα 2-6 είναι ισοδομικά με το σύμπλοκο 1 και ότι το κοβάλτιο που εισάγουμε στη δομή καταλαμβάνει τη θέση του ψευδαργύρου που έχει οκταεδρική γεωμετρία ένταξης. Αυξημένες συγκεντρώσεις Co(II) οδηγούν σε μίγματα. Τέλος, ακολούθησαν πειράματα για τον έλεγχο των ιδιοτήτων που παρουσιάζουν οι δομές των συμπλόκων 2-8. Κατόπιν αφυδάτωσης και επανενυδάτωσης των συμπλόκων σε υδατικό περιβάλλον, παρατηρούμε ότι και τα εφτά στερεά παρουσιάζουν αντιστρεπτή προσρόφηση μορίων νερού, με ταυτόχρονη αντιστρεπτή παραμόρφωση του πλέγματος. Επίσης, κατά τη διάρκεια των προσροφητικών κύκλων παρατηρείται μεταβολή στο χρώμα των στερεών. Σύμφωνα με τα παραπάνω, τα υλικά αυτά θεωρούνται κατάλληλα για τη χρήση τους ως προσροφητικά και ως οπτικοί αισθητήρες υγρασίας. 1348 469 492 Characteristics and typicality of chest pain in suspected patients for stable coronary heart disease Χαρακτηριστικά και τυπικότητα θωρακικού πόνου σε ασθενείς με υποψία για σταθερή στεφανιαία νόσο Coronary artery disease (CAD) is among the leading causes of morbidity and mortality in developed countries. Angina is an important clinical symptom for underlying CAD and its characteristics (i.e. typicality) are currently important in identifying patients with significant CAD. However, these associations were shown in populations from older studies that do not match modern treatment and referral strategies. In the present study we aimed to investigate the association of chest pain characteristics with classical cardiovascular risk factors as well as the presence of angiographic CAD in a cohort of patients undergoing coronary angiography for suspected stable CAD in the current era.Consecutive patients undergoing coronary angiography for suspected stable CAD in a single University hospital clinical center were enrolled in our study. Traditional clinical classification of chest pain as typical anginal, atypical anginal and no chest pain was used. The presence of significant angiographic CAD was assessed using standard coronary angiography and the GENSINI score and the SYNTAX score were also calculated to assess the extent of CAD. According to the results of our study, male asymptomatic subjects were referred more often for angiography compared to women. Moreover, the prevalence of asymptomatic patients or typical symptoms did not differ according to the presence of diabetes. Typical symptoms were associated with a higher prevalence of CAD compared to the absence of chest pain. Atypical symptoms were associated with a lower prevalence of CAD compared to the absence of symptoms. Similar associations were observed in diabetic and non diabetic populations. In multivariate analysis, typical angina symptoms remained an independent predictor of CAD. The typicality of symptoms alone could predict the presence of CAD with greater accuracy compared to other classical risk factors or hs-CRP. In multivariate analysis, the addition of these factors to symptoms further improved the predictive accuracy of our model. Finally, in patients with established coronary atherosclerosis (i.e. GENSINI >0) the characteristics of anginal symptoms were not associated with the extent of CAD after adjustment for other risk factors. In conclusion, in a modern cohort of patients referred for coronary angiography for stable CAD, the presence of typical angina symptoms was the most important independent predictor of significant CAD although it was not related to the extent of CAD. Interestingly, diabetes was not associated with greater prevalence of atypical or absence of symptoms and did not influence much the association of symptoms typicality with CAD presence. The relation of atypical symptoms with lower CAD prevalence compared to asymptomatic status probably reflects different management and referral strategies in this group of patients. In the future, prospective data should be collected including more heterogeneous populations and deriving from several centers of reference, so as more valid models to be developed, being thus better applied to the general population. Μια από τις σημαντικότερες αιτίες θνητότητας και θνησιμότητας στις ανεπτυγμένες χώρες είναι η στεφανιαία νόσος. Η στηθάγχη αποτελεί το κυρίαρχο κλινικό σύμπτωμα ενδεικτικό υποκείμενης στεφανιαίας νόσου και η τυπικότητά της έχει συσχετιστεί με την παρουσία σημαντικής νόσου. Παρ’ όλα αυτά, οι συσχετίσεις αυτές προέκυψαν από πληθυσμούς παλαιότερων μελετών που δεν ταιριάζουν με τις σύγχρονες στρατηγικές αντιμετώπισης και παραπομπής. Στη παρούσα μελέτη επιδιώξαμε να μελετήσουμε τη συσχέτιση των χαρακτήρων του θωρακικού άλγους με κλασικούς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου καθώς και την παρουσία αγγειογραφικά τεκμηριωμένης στεφανιαίας νόσου σε μια σύγχρονη κοόρτη ασθενών που υποβλήθηκαν σε στεφανιογραφικό έλεγχο λόγω υποψίας σταθερής στεφανιαίας νόσου. Στη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε συμπεριλήφθησαν 690 διαδοχικοί ασθενείς οι οποίοι υποβλήθηκαν σε στεφανιογραφικό έλεγχο λόγω υποψίας σταθερής στεφανιαίας νόσου σε ένα μόνο κέντρο αναφοράς (Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων). Για την κατάταξη του θωρακικού πόνου χρησιμοποιήθηκε η παραδοσιακή κλινική ταξινόμηση που τον διαχωρίζει σε τυπική στηθάγχη , άτυπη στηθάγχη και μη στηθαγχικό θωρακικό πόνο. Η παρουσία σημαντικής αγγειογραφικά στεφανιαίας νόσου εκτιμήθηκε με την στεφανιογραφία (εξέταση εκλογής για την διάγνωση στεφανιαίας νόσου) ενώ υπολογίστηκαν και τα Gensini και Syntax scores προκειμένου να εκτιμηθεί η έκταση της νόσου. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα στα οποία κατέληξε η μελέτη μας οι ασυμπτωματικοί άνδρες παραπέπονται πιο συχνά για στεφανιογραφικό έλεγχο σε σχέση τις ασυμπτωματικές γυναίκες. Επιπλέον, ο επιπολασμός των ασυμπτωματικών ασθενών και της παρουσίας τυπικής στηθάγχης δε διέφερε σε σχέση με την παρουσία ή όχι σακχαρώδη διαβήτη. Η τυπική στηθάγχη συσχετίστηκε με υψηλότερο επιπολασμό στεφανιαίας νόσου σε σχέση με την απουσία συμπτωμάτων ενώ η παρουσία άτυπων συμπτωμάτων συνδέθηκε με χαμηλότερο επιπολασμό συγκριτικά με τους ασυμπτωματικούς ασθενείς. Οι συσχετίσεις αυτές δεν διέφεραν μεταξύ των υποομάδων των διαβητικών και μη διαβητικών ασθενών. Σε πολυπαραγοντική ανάλυση, η τυπική στηθάγχη αποτέλεσε τον μοναδικό ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα στεφανιαίας νόσου. Επίσης η τυπικότητα των συμπτωμάτων μπορεί να προβλέψει με μεγαλύτερη ακρίβεια την παρουσία στεφανιαίας νόσου σε σχέση με άλλους κλασικούς καρδιαγγειακούς παράγοντες ή δείκτες φλεγμονής (hs-CRP). Σε πολυπαραγοντική ανάλυση ο συνυπολογισμός κι άλλων παραγόντων επιπρόσθετα των συμπτωμάτων φαίνεται να βελτιώνει την προγνωστική αξία του μοντέλου μας. Τέλος, σε ασθενείς με τεκμηριωμένη στεφανιαία νόσο (Gensini>0) ο χαρακτήρας των στηθαγχικών συμπτωμάτων δεν συσχετίστηκε με την έκταση της στεφανιαίας νόσου. Συμπερασματικά λοιπόν, η παρουσία τυπικής στηθάγχης στη κοόρτη μας ήταν ο σημαντικότερος ανεξάρτητος προγνωστικός παράγοντας σημαντικής στεφανιαίας νόσου παρ’ όλο που δεν συσχετίστηκε με την έκτασή της. Ενδιαφέρον παρουσίασε η αποτυχία συσχέτισης των διαβητικών ασθενών με την παρουσία περισσοτέρων μη τυπικών συμπτωμάτων ή/και την απουσία τους. Ο σακχαρώδης διαβήτης φάνηκε να μην επηρεάζει την συσχέτιση της τυπικότητας των συμπτωμάτων με την παρουσία στεφανιαίας νόσου. Η συσχέτιση των άτυπων συμπτωμάτων με χαμηλότερο επιπολασμό στεφανιαίας νόσου σε σχέση με την απουσία συμπτωμάτων πιθανώς αντικατοπτρίζει διαφορετικές στρατηγικές διαχείρισης και παραπομπής σε αυτή την ομάδα ασθενών. Στο μέλλον, προοπτικά δεδομένα που θα περιλαμβάνουν πληθυσμούς με μεγαλύτερη ετερογένεια και από περισσότερα κέντρα αναφοράς πρέπει να συλλεχθούν για την ανάπτυξη περισσότερο έγκυρων μοντέλων που θα τυγχάνουν καλύτερης εφαρμογής στο γενικό πληθυσμό. 1349 211 232 Μεταβολισμός του φωσφόρου στα ερυθροκύτταρα τελειομηνών νεογνών στη διάρκεια του πρώτου χρόνου ζωής WE STUDIED NORMAL FULL TERM, NEWBORNS ON THE 4TH DAY OF LIFE AND NORMAL INFANTSIN THE 3RD, 6TH, 9TH AND 12TH MONTH OF THEIR LIVES . WE DETERMINED THE LEVELS OF INORGANIC PHOSPHATE (P1) IN PLASMA AND RED BLOOD CELLS, PLASMA CALCIUM, HT AND THE ORGANIC METABOLITES OF ADENOSINE TRIPHOSPHATE (ATP) AND 2,3 DIPHOSPHOGLYCEROTE (2,3 DPG) IN CRYTHROCYTES. THE PLASMA CALCIUM (P1CA) INCREASED TILL THE 6TH MONTH OF LIFE AND THEN BY THE END OF THE FIRST YEAR IT FELL TO LOWER THAN THE BASIC LEVELS. THE PLASMA (P1(PIP) WAS REDUCED TILL THE 6TH MONTH OF LIFE ANDAFTER THEN IT REMAINED STABLE. THE RED BLOOD CELL'S P1 (RBCP1) INCREASES DURING THE 12 MONTHS. THE RATION RBCP1 IS LOW AFTER BIRTH AND IT INCREASES TILL THE 6TH MONTH OF P1P1 OF LIFE WHEN IT REACHES THE VALUE OF NORMAL ADULTS ATP INCREASES TILL THE 9TH MONTH. 2,3 DPG FALLS TILL THE 6TH MONTH IT INCREASES TILL THE 9TH MONTH AND THEN IT REMAINS STABLE. ALSO IN OUR STUDY WE SEE A PARALLEL FALL OF HT AND 2,3 DPG. HENCE IT SEEMS THAT THE ORGANIC AND INORGANIC PHOSPHATES METABOLISM IN THE ERYTHROCYTES AND PROBABLY IN OTHER CELLS TOO, FOLLOWS A DIFFERENT PATTERN THAN THAT OF PLASMA PHOSPHATE DURING THE FIRST YEAR OF LIFE. ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΑΝ, ΣΕ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΑ ΝΕΟΓΝΑ 1 ΗΜΕΡΩΝ ΚΑΙ ΒΡΕΦΗ 3,6,9 ΚΑΙ 12 ΜΗΝΩΝ, ΟΙ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΦΩΣΦΟΡΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΣΤΑ ΕΡΥΘΡΑ ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΤΟΥ ΑΤΡ ΚΑΙ 2,3 DPG ΣΤΑ ΕΡΥΘΡΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΗΤ ΚΑΙ CA ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ. ΤΟ CA ΠΛΑΣΜΑΤΟΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕ ΜΙΑ ΜΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΑΝΟΔΟ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ 6Ο ΜΗΝΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ, ΕΝΩΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΕΠΕΣΕ ΣΕ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΟ ΤΩΝ ΑΡΧΙΚΩΝ ΕΠΙΠΕΔΑ. Ο ΦΩΣΦΟΡΟΣ ΠΛΑΣΜΑΤΟΣ ΗΤΑΝ ΨΗΛΟΣ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΕΙΓΜΑ, ΜΕΙΩΘΗΚΕ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ 6Ο ΜΗΝΑ ΣΕ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΚΑΙ ΕΚΤΟΤΕ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ ΣΤΑΘΕΡΟΣ. Η ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΑΝΙΟΝΤΩΝ ΤΟΥ ΦΩΣΦΟΡΟΥ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΤΗΣ ΜΕΜΒΡΑΝΗΣ ΤΟΥ ΕΡΥΘΡΟΚΥΤΤΑΡΟΥ ΠΟΥΕΚΦΡΑΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΛΟΓΟ RBCP1/P1 ΟΡΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕ ΧΑΜΗΛΕΣ ΤΙΜΕΣ ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΕΦΘΑΣΕ ΣΤΟΝ 6Ο ΜΗΝΑ ΤΙΣ ΤΙΜΕΣ ΕΝΗΛΙΚΟΥ . ΑΥΤΟ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΣΤΑΘΕΡΗ ΑΥΞΗΣΗ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ Ο ΑΝΟΡΓΑΝΟΣ ΦΩΣΦΟΡΟΣ ΤΩΝ ΕΡΥΘΡΟΚΥΤΤΑΡΩΝ, ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΩΝ 12 ΜΗΝΩΝ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ. Η ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΤΟΥ ΑΤΡ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΑΥΞΗΣΗ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ 9Ο ΜΗΝΑ. ΟΙ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 2,3 DPG ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΑΝ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗΠΤΩΣΗ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΥΣ 6 ΜΗΝΕΣ. ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΥΞΗΘΗΚΑΝ ΣΤΟΥΣ 9 ΜΗΝΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΕΙΝΑΝ ΣΕ ΣΤΑΘΕΡΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ. ΠΑΡΑΤΗΡΗΘΗΚΕ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΗΤ ΚΑΙ ΤΟΥ 2,3 DPG. ΣΥΝΟΛΙΚΑ Ο ΟΡΓΑΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΝΟΡΓΑΝΟΣ ΦΩΣΦΟΡΟΣ ΣΤΑ ΕΡΥΘΡΟΚΥΤΤΑΡΑ ΚΑΙ ΠΙΘΑΝΟΝ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΑ ΚΥΤΤΑΡΑ, ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΗ ΤΟΥ ΕΞΩΚΥΤΤΑΡΙΟΥ ΦΩΣΦΟΡΟΥ, ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΖΩΗΣ. 1350 200 196 The feedback function of the students' assessment from the point of view of the Primary Education teachers in Thesprotia Η ανατροφοδοτική λειτουργία της αξιολόγησης των μαθητών από τη σκοπιά των εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης του Ν. Θεσπρωτίας The aim of the present study was to examine the conceptions of primary school teachers in the prefecture of Thesprotia about the feedback function of students’ assessment. To achieve this, a quantitative research was carried out on 180 teachers serving in primary schools in Thesprotia and a questionnaire was used as a data collection tool. From the results of the data analysis it was found that the majority of the sample teachers consider that the students’ assessment mainly serves purposes of strengthening and supporting the teaching and learning processes and less purposes of classifying-hierarchizing the students. It has also been found that participating teachers perceive feedback as part of the assessment process and believe to a great extent that it performs important functions for both themselves and students. Furthermore, teachers’ tendency to agree with the position that feedback needs to meet certain conditions in order to be effective and found that the way in which it is provided plays a decisive role. Finally, important conclusions were drawn about the factors that teachers perceive as inhibiting in the process of student feedback. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η διερεύνηση των αντιλήψεων των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης του νομού Θεσπρωτίας σχετικά με την ανατροφοδοτική λειτουργία της αξιολόγησης των μαθητών. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού πραγματοποιήθηκε ποσοτική έρευνα σε 180 εκπαιδευτικούς που υπηρετούσαν σε δημοτικά σχολεία της Θεσπρωτίας και ως εργαλείο συλλογής των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο. Από τα αποτελέσματα της ανάλυσης των δεδομένων διαπιστώθηκε ότι η πλειονότητα των εκπαιδευτικών του δείγματος θεωρεί ότι η αξιολόγηση των μαθητών εξυπηρετεί κυρίως σκοπούς ενίσχυσης και υποστήριξης των διδακτικών και μαθησιακών διαδικασιών και λιγότερο σκοπούς ταξινόμησης-ιεράρχησης των μαθητών. Επίσης, βρέθηκε ότι οι συμμετέχοντες εκπαιδευτικοί εκλαμβάνουν την ανατροφοδότηση ως μέρος της διαδικασίας της αξιολόγησης και πιστεύουν σε μεγάλο βαθμό ότι επιτελεί σημαντικές λειτουργίες τόσο για τους ίδιους όσο και για τους μαθητές. Ακόμη, αναδείχθηκε η τάση των εκπαιδευτικών να συμφωνούν με τη θέση ότι η ανατροφοδότηση πρέπει να πληροί συγκεκριμένες προϋποθέσεις, προκειμένου να είναι αποτελεσματική και διαπιστώθηκε ότι ο τρόπος με τον οποίο παρέχεται παίζει καθοριστικό ρόλο. Τέλος, προέκυψαν σημαντικά συμπεράσματα για τους παράγοντες που οι εκπαιδευτικοί θεωρούν ως ανασταλτικούς κατά τη διαδικασία της ανατροφοδότησης των μαθητών. 1351 157 164 The entry of a great number of economic migrants and refugees recently in Greece has contributed to the creation of a multicultural social composition. As a direct consequence, terms like “identity”, “racism”, “xenophobia”, come to the foreground particularly in the field of education and impose the need to discover an educational policy that meets the needs of the society and creates favorable conditions for a harmonious co-existence of foreign and native pupils. In this process, the school and the teachers have a key-role, as through them the principles and objectives of “intercultural education” will be translated into practice by guiding students to become critically minded, democratic, active citizens governed by the principles of respect, understanding and acceptance of diversity. The research has shown that the graduates of the Department of Primary Education of Ioannina are inspired by these principles and also recognize and respond to the teaching needs in classes with culturally and linguistically diverse student population. Η είσοδος μεγάλου αριθμού οικονομικών μεταναστών και προσφύγων τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα έχει συντελέσει στην δημιουργία μιας πολυπολιτισμικής κοινωνικής σύνθεσης. Ως άμεσο επακόλουθο της κατάστασης αυτής όροι, όπως «ταυτότητα», «ρατσισμός», ξενοφοβία», έρχονται στο προσκήνιο ιδιαίτερα στον χώρο της εκπαίδευσης και επιβάλλουν την ανάγκη για εύρεση μιας εκπαιδευτικής πολιτικής που θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας και θα δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για την αρμονική συμβίωση και την ομαλή ένταξη των αλλοδαπών μαθητών στην ελληνική πραγματικότητα. Σε αυτή την διαδικασία κομβικός κρίνεται ο ρόλος του σχολείου και ιδιαίτερα του εκπαιδευτικού, μέσω του οποίου οι αρχές και οι στόχοι αυτού που ονομάζεται διαπολιτισμική εκπαίδευση θα μετουσιωθούν σε πράξη οδηγώντας τους μαθητές στο να γίνουν κριτικά σκεπτόμενοι, ενεργοί πολίτες που διαπνέονται από τις αρχές του σεβασμού, της κατανόησης και της αποδοχής της διαφορετικότητας. Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε φάνηκε ότι οι απόφοιτοι του ΠΤΔΕ Ιωαννίνων διαπνέονται από αυτές τις αρχές, αναγνωρίζουν και ανταποκρίνονται στις ανάγκες διδασκαλίας σε τάξεις με πολιτισμικά και γλωσσικά διαφοροποιημένο μαθητικό πληθυσμό. 1352 369 340 Associations of fear of pain with coping strategies and sence of coherence in Primary Health Care workers Συσχέτιση του φόβου του πόνου των στρατηγικών αντιμετώπισης και της αίσθησης συνοχής σε εργαζόμενους στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Introduction: Pain is one of the greatest human fears. People with strong Sense of Coherence (SOC) manage to deal effectively with stressful situations, such as pain and maintain good physical and mental health. Purpose: The assessment of the fear of pain in primary health care workers and the detection of possible correlations between the fear of pain, the coping strategies and the Sense of Coherence. Material and Method: The sample consisted of 94 employees in Primary Health Care. For data collection were used: the FPQ-III, the BRIEF-COPE and the Sense of Coherence scale (SOC). Results: The analysis of FPQ-III showed the highest mean score in the subscale FPQ-III major (34.29 ± 6.78). Analyzing the BRIEF-COPE inventory, the highest score was found in Planning (3.37 ± 0.61), Positive Reframing (3.20 ± 0.71), Acceptance and Active Coping (3.10 ± 0.66 and 3.04 ± 0.69 respectively). Examining the possible existence of correlations between dimensions of the FPQ-III and the BRIEF-COPE, a positive correlation was observed between the subscale FPQ-III minor and Self-distraction (p <0.05), as well as a positive correlation between the subscale FPQ-III major with Self-distraction (p <0.01), Religion (p <0.01), Emotional support (p <0.05), Denial (p <0.05) and Self-blame (p <0.05). In FPQ-III medical, a positive correlation was found between Self-distraction (p <0.05) and Denial (p <0.05), while there was a positive correlation between the FPQ-III total and the dimensions: Self-distraction (p <0.01), Denial (p <0.01), Religion (p <0.05), Venting (p <0.05) and Emotional support (p <0.05). In Sense of Coherence scale (SOC) a fairly high mean score (138.79 ± 21.41) was observed. Regarding the correlations between the BRIEF-COPE with the SOC, a positive correlation was found with the so-called "adaptive" mechanisms and negative correlations with the "maladaptive" mechanisms. Conclusions: The participants seemed to have a high Sense of Coherence, which positively influences the adoption of adaptive coping strategies. However, when tested for possible correlations between the FPQ-III and the BRIEF-COPE, it was found that the scores of FPQ-III are positively correlated with 'maladaptive' mechanisms such as the Self-distraction and Denial, which probably means that the fear of pain motivates different coping strategies. Εισαγωγή: Ο πόνος είναι από τους μεγαλύτερους φόβους του ανθρώπου. Οι άνθρωποι με ισχυρή αίσθηση συνοχής (SOC) καταφέρνουν να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά στρεσσογόνες καταστάσεις, όπως ο πόνος και να διατηρούν καλή σωματική και ψυχική υγεία. Σκοπός: Η εκτίμηση του φόβου του πόνου σε εργαζομένους της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, καθώς και η ανίχνευση πιθανών συσχετίσεων μεταξύ του φόβου του πόνου, των στρατηγικών αντιμετώπισης και της Αίσθησης Συνοχής. Υλικό και Μέθοδος: Το δείγμα αποτέλεσαν 94 εργαζόμενοι στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας. Για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκαν: το FPQ-III, η BRIEF-COPE και η Κλίμακα Sense of Coherence (SOC). Αποτελέσματα: Από την ανάλυση του FPQ-III προέκυψε υψηλότερη μέση τιμή στην υποκλίμακα FPQIII major (34,29±6,78). Αναλύοντας την κλίμακα BRIEF-COPE, φάνηκε υψηλότερη τιμή στο Σχεδιασμό (3,37±0,61), τη Θετική Επανεκτίμηση (3,20±0,71), την Αποδοχή και την Ενεργή Αντιμετώπιση (3,10±0,66 και 3,04±0,69 αντίστοιχα). Κατά τη διερεύνηση για την ύπαρξη συσχετίσεων μεταξύ των διαστάσεων του FPQ-III και της BRIEF-COPE παρατηρήθηκε θετική συσχέτιση μεταξύ της υποκλίμακας FPQ III minor και της Απόσπασης προσοχής (p<0.05), καθώς και θετική συσχέτιση μεταξύ της υποκλίμακας FPQ-III major με την Απόσπαση προσοχής (p<0.01), τη Θρησκεία (p<0.01), τη Συναισθηματική στήριξη (p<0.05), την Άρνηση (p<0.05) και την Αυτομομφή (p<0.05). Στο FPQ-III medical βρέθηκε θετική συσχέτιση με την Απόσπαση προσοχής (p<0.05) και την Άρνηση (p<0.05), ενώ προέκυψε θετική συσχέτιση μεταξύ του FPQ-III total και των διαστάσεων: Απόσπαση προσοχής (p<0.01), Άρνηση (p<0.01), Θρησκεία (p<0.05), Εκτόνωση συναισθημάτων (p<0.05) και Συναισθηματική στήριξη (p<0.05). Όσον αφορά στην Αίσθηση Συνοχής (SOC) παρατηρήθηκε αρκετά υψηλή τιμή (138,79±21,41). Αναφορικά με τον έλεγχο συσχετίσεων της BRIEF-COPE με τη SOC, προέκυψε θετική συσχέτιση με τους λεγόμενους «προσαρμοστικούς» μηχανισμούς και αρνητικές συσχετίσεις με τους «δυσπροσαρμοστικούς» μηχανισμούς. Συμπεράσματα: Οι συμμετέχοντες φάνηκε πως έχουν υψηλή αίσθηση συνοχής, που επηρεάζει θετικά στην υιοθέτηση προσαρμοστικών στρατηγικών αντιμετώπισης. Ωστόσο, όταν ελέγχονται πιθανές συσχετίσεις μεταξύ FPQ-III και BRIEF-COPE, προκύπτει ότι οι διαστάσεις του FPQ-III συσχετίζονται θετικά με «δυσπροσαρμοστικούς» μηχανισμούς, όπως η Απόσπαση Προσοχής και η Άρνηση, γεγονός που πιθανά σημαίνει ότι ο φόβος του πόνου κινητοποιεί άλλες στρατηγικές αντιμετώπισης. 1353 398 400 Μελέτες για την ανακάλυψη νέων θεμελιωδών αλληλεπιδράσεων με γεγονότα πολλαπλών πιδάκων σωματίων στο πείραμα CMS του LHC A study for the search of two hypothetical vector bosons, called Coloron and Axigluon, is presented, and their possible existence is a signature of new fundamental strong interactions beyond the standard model. According to the theory, their production refers to a resonance and their decay leads to the production of two massive intermediate particles (hyper – pion and sigma, accordingly), while the latter are forced to decay further to two gluons, resulting in a final state of eight jets. The mass range of the vector bosons is set between for the Coloron and for the Axigluon, in steps of . The mass of the intermediate massive scalar particles, is set to be equal to ¼ and 1/3 of the vector boson’s mass. The mass width of the vector boson is set to be equal to 10% and 20% resulting to four scenarios. This study is based on events from proton – proton collisions, collected by the CMS detector, at the LHC. The collected data correspond to a total recorded luminosity of with energy in the center of the mass. The main background for the above process is QCD events. The estimation of the background is done (a) using simulated Monte Carlo events from MadGraph + Pythia6 generator and (b) using data – driven techniques. Two different methods used in this analysis (MultiVariate Analysis method and Cut & Count method), without observing any significant difference between the data and the background. Thus, we calculated the upper limits for every mass point with the results depending on the method and scenario. For the Coloron, the lowest excluded mass is while the highest is between (Cut & Count method) and (Multi Variate Analysis method), depending on the scenario. For the Axigluon, the lowest excluded mass is while the highest is between (Cut & Count method) and (Multi Variate Analysis method), depending on the scenario. All the upper limits refer to 95% confidence level and have been published to the arXiv (1608.01224v1) . In addition to the above, a High Level Trigger is built, dedicated to multijet events, called HLT_PFHT750_4JetPt50. Its special characteristic is the lower threshold of the scalar sum of all the transverse momenta, , but also the high acceptance (in comparison to the previous multijet triggers). The new trigger is working during the new LHC RUNII at 13 TeV center of the mass energy collecting data for various analyses. Παρουσιάζεται μια μελέτη σχετικά με την αναζήτηση δύο ανυσματικών μποζονίων, τα οποία κα- λούνται Coloron και Axigluon και η ύπαρξη των οποίων αποτελεί απόδειξη νέων ισχυρών αλληλε- πιδράσεων πέραν του καθιερωμένου προτύπου. Σύμφωνα με την θεωρία, η δημιουργία τους απα- ντάται σε συντονισμούς και η διάσπασή τους οδηγεί στην εμφάνιση δύο έμμαζων ενδιάμεσων βαθ- μωτών σωματίων (hyper – pion και σ, αντίστοιχα), με τα τελευταία να διασπώνται σε δύο γκλουόνια, καταλήγοντας σε τελικές καταστάσεις, οκτώ πιδάκων σωματίων. Το εύρος μάζας των ανυσματικών μποζονίων, κυμάνθηκε μεταξύ για το Coloron και για το Axigluon, σε βήματα των . Η μάζα των ενδιάμεσων εμμάζων βαθμωτών σωματίων, τέθηκε ίση με το 1/4 και το 1/3 της μάζας του ανυσματικού μποζονίου. Το πλάτος μάζας των ανυσματικών μποζονίων τέθηκε ίσο με 10% και 20%, καταλήγοντας σε τέσσερα σενάρια. Η μελέτη βασίστηκε σε γεγονότα που προήλθαν από συγκρούσεις πρωτονίου – πρωτονί- ου, που συλλέχθηκαν από τον ανιχνευτή CMS, του LHC. Τα συλλεχθέντα δεδομένα, αντιστοιχούν σε συνολική καταγεγραμμένη φωτεινότητα ίση με ενέργειας στο κέντρο μάζας. Το κυρίαρχο υπόβαθρο αφορά γεγονότα της QCD και η εκτίμησή του έγινε με χρήση προσο- μοιωμένων γεγονότων (MadGraph + Pythia) αλλά και με απευθείας εξαγωγή από τα πειραματικά δεδομένα (data – driven). Έγινε χρήση δύο μεθόδων (Ανάλυσης Πολλαπλών Μεταβλητών και Απο- κοπής και Μέτρησης), χωρίς να παρατηρηθεί κάποια ιδιαίτερη διαφοροποίηση μεταξύ των κατανο- μών υποβάθρου και πειραματικών δεδομένων. Στη συνέχεια, ο υπολογισμός των άνω ορίων πραγ- ματοποιήθηκε για όλα τα σημεία μάζας και τα αποτελέσματα εξαρτώνται από την μέθοδο και το σε- νάριο. Όσον αφορά το Coloron, η χαμηλότερη αποκλειόμενη μάζα είναι 0.6TeV ενώ η ανώτερη κυ- μαίνεται, ανάλογα με το σενάριο μεταξύ (μέθοδος Αποκοπής και Μέτρησης) και (μέθοδος Ανάλυσης Πολλαπλών Μεταβλητών). Όσον αφορά το Axigluon, η χαμη- λότερη αποκλειόμενη μάζα είναι 0.6TeV ενώ η ανώτερη κυμαίνεται, ανάλογα με το σενάριο μεταξύ (μέθοδος Αποκοπής και Μέτρησης) και (μέθοδος Ανάλυσης Πολλα- πλών Μεταβλητών). Τα άνω όρια έχουν υπολογιστεί στο 95% του επιπέδου εμπιστοσύνης και έχουν δημοσιευτεί στο arXiv (1608.01224v1). Σε συνδυασμό με τα παραπάνω, υλοποιήθηκε ένας σκανδαλιστής υψηλού επιπέδου, που καλείται HLT_PFHT750_4JetPt50 με σημαντικό χαρακτηρι- στικό το χαμηλότερο όριο ως προς το βαθμωτό άθροισμα των εγκάρσιων ορμών ενός γεγονότος, και επιτυγχάνει μεγαλύτερη αποδεκτικότητα (σε σύγκριση με τους προκατόχους του). Λειτουρ- γεί καθ’ όλη τη διάρκεια του Run II ( στο κέντρο μάζας) συλλέγοντας δεδομένα για διάφορες αναλύσεις. 1354 1467 1598 Introduction. Rehabilitation with dental prosthetic restorations and implants is an important andcommonly accepted treatment in dentistry. Increasingly, scientific evidence supports the use ofosseointegrated dental implants to restore the oral cavity of partially or completely edentulouspatients. The main objective is to improve the quality of life. The menopausal period is a special time in the life of women with symptoms and medical problems, such as osteoporosis and osteopenia, which may hamper both women's dental treatment and, consequently, their quality of life. The placement of dental implants is a safe method for aesthetic and functional treatment of tooth loss. Menopause is characterized by loss of endogenous estrogen and osteoporosis, a systemic skeletal disease characterized by a decrease in bone mineral density and susceptibility to fractures. There is a few data about dental implant placement techniques in the special group of menopausal women with and without osteoporosis and their quality of life has not been studied in detail. Aim. For this reason, this PhD thesis entitled "MENOPAUSE, OSTEOPOROSIS AND DENTAL IMPLANTS", examines -for the first time in Greek women- the relationship and the possible interactions and intermittent effects that dental implants and dental prostheses can have on the oral health (OHIP, OHQoL) and mainly on the quality of life of menopausal women with or without osteoporosis or osteopenia. It also investigates the extent of information provided by dentists to menopausal women undergoing the mentioned dental prostheses, as well as the information on the possible side effects of therapeutic regimens given on menopause and osteoporosis. Materials and Methods. The material of our study consisted of a hundred menopausal women. The protocol of this cohort study was approved by the University of Ioannina, Greece. The patients come from theObstetrics and Gynecology Clinic of the University Hospital of Ioannina and the Department of Climacteric and Menopause of the Second Obstetrics and Gynecology Clinic of Aretaieio University Hospital of the National and Kapodistrian University of Athens, Greece. Participants in this multicenter study were interviewed and given their consent to participate in this study. The method involved collecting demographic data, the clinical trial conducted by a single examiner by personal communication. Questionnaires were administered in Greek to 100 participating menopausal / postmenopausal women (Greek women) aged 43 years and over, with osteopenia or with or without osteoporosis, with or without dental implants and implant restorations, or conventional prosthetic restorations, that participated in this study. Menopausal/postmenopausal were judged on the basis of either secondary, definitive amenorrhoea or based on follicular stimulation hormone values (FSH) (Early Menopause= 20-40mIU/mL, Menopause= >40mIU/mL), estradiol (>20pg/mL and <20pg/mL) and clinical risk factors (e.g. history of osteoporotic fractures). The Mean Value of women’s age who participated was 63,62 years old (deviation 43 - 94 years). During the clinical trial, patients included were fully and clearly informed orally and in writing to complete a standard questionnaire on quality of life, the Oral Health Impact Profile (OHIP-14), with extra questions. The questionnaire consisted of selected quality of life questions in such a way as to escalate from introductory questions to more personal ones. Participants were given the necessary time and conditions to feel comfortable completing the questionnaire, including medical and dental (mainly prosthodontic) questions. Data collection began with the development of a database that allowed the storage and processing of information on each patient and implant. The study form included aquestionnaire based on OHIP-14 and included some additional questions tailored to the needs of our study. Special consideration is given to quality of life before and after the placement of dentalimplants and restorations. Results. The questionnaires revealed a significant improvement concerning women’s life quality and well-documented information about the problems their dental implants and restorations may cause in association with menopause and/or osteoporosis. 1) Overall, participants have a statistically significant better "functional" and "psychological" feeling after prosthetic rehabilitation than before and with and without implants. The mean differences observed, which refer to a significant reduction in dental discomfort after prosthetic rehabilitation, are statistically significant. 2) We observe a significant improvement in "dietary difficulty" after prosthetic rehabilitation due to it, since "dietary difficulty" is the most annoying parameter before prosthetic rehabilitation. 3) Also, the "psychological distress" that manifests as stress in 29% of patients is due to functional reasons, while a much smaller proportion (10%) to cosmetic reasons.4) Even the "psychological distress" expressed as shame is due to aesthetic reasons that exist before prosthetic rehabilitation to 31%, while this percentage is then reduced to 16%. Overall, in 14% of women there are both categories (aesthetic and functional problems) but after the dental restoration this rate is significantly reduced (to 4%), due to prosthetic, conventional and implant restorations. 5) The vast majority of participants accept the benefits of implants over cost (43% state that, in economic terms, the cost/benefit ratio was positive while an additional 44% described it as "reasonable") and only 13% of participants reported a rather negative cost/benefit ratio. 6) Dental practice in the treatment of patients with osteoporosis/osteopenia is as follows: 95% of participants reported that their attending dentist recommended implant placement, while three out of four also reported that their dentist informed them of the possible implant problems that may arise from osteoporosis. 7) We also conclude that participants were informed about the problems that may arise with implant placement either by osteoporosis or by osteoporosis’ treatment in cases following treatment with either bisphosphonates or a combination of bisphosphonates and nonbisphosphonates. 8) Bisphosphonate treatmt does indeed appear to cause significantly more problems with implant placement compared to other types of medication. This is because bisphosphonate treatment has the highest rate (80%) of implant placement problems (4 out of 5 participants), while non-bisphosphonate treatment has 30% implant placement problems. Still, 33% of combined treatment with non-bisphosphonates and bisphosphonates cause implant placementproblems, with only 13.5% of women experiencing problems when they do not receive treatment for osteoporosis. This correlation yields statistically significant results (Υ2=11.158,ΒΔ=3, p=0.011<0.02). 9) The highest proportion of implant problems (39.1%) was reported to participants with an osteoporosis diagnosis. The corresponding rate in participants with a diagnosis of osteopenia was only 21.4%. 10) Participants following hormone replacement therapy reported that there were problems with implant placement in 19% while those who did not follow this treatment reported problems in 27.3%. 11) Smoking (regardless of the number of cigarettes) has been found to cause problems in 21.1-25% of women, as well as 26.2% of non-smokers. 12) The level of education is related to hormone replacement therapy. Thus, women graduates of Higher Education Institutions, Technological Educational Institutions and Postgraduate Programms are receiving hormone replacement therapy and are working or unemployed, while on the other hand, Primary/Secondary/High School graduates with occupational status referred to as home do not receive hormone replacement therapy. The occupational category of retired participants seems to be the category where the 50% receive hormone replacement therapy. 13) Women with osteoporosis and taking bisphosphonates or a combination of bisphosphonates - non bisphosphonates are aware of the problems associated with implant placement. Women with osteopenia or without osteoporosis have no problems with implant placement and there was no need to be informed of potential problems. Multivariate Factor Analysis of Correlations Between Variables “Smoking Classes”, “Diagnosis of Osteoporosis”, “Information from a Dentist about Implantation Due to Osteoporosis Drugs”, “Information from a Dentist about dental Implantation Problems because of osteoporosis” and “Type of pharmaceutical treatment for osteoporosis”, overall, has a statistically significant result: Υ2=728.251, ΒΔ=225, p=0.000<<0.01. 14) It was concluded that receiving hormone replacement therapy appears to be related to non-treatment for osteoporosis, since 41.9% of participants receiving hormone replacement medication do not receive any osteoporotic medication. What is more, 35.5% of participants taking hormone replacement medications also reported receiving non-bisphosphonates. Finally, bisphosphonates and combinations of bisphosphonates and non-bisphosphonates were obtained from participants who were also receiving hormone replacement therapy, at significantly lower rates: 12.9% and 9.7%,respectively. This correlation yields statistically significant results (Υ2=10.530, ΒΔ=3, p=0.015<0.02). We can say that there is a tendency (correlation) when taking hormone replacement therapy, the likelihood of osteoporosis treatment is increasing. We could formulate thehypothesis of a dipole for “drug treatment” or "non-drug treatment" that seems to dominateour sample's perceptions. Conclusions. It was found that there is important improvement in women's quality of life, concerning the parameters of “mouth pain”, “chewing pain”, “stress”, “eating difficulty”, “meal break”, “relaxation”, “shame”, “irritability”, “satisfaction with life”, “dysfunction”, “speech”, “taste”, “tooth sensation” and “workplace behaviour”, after prosthodontic rehabilitations. In addition, the dental practice with appropriate information and treatment in the group of menopausal women with or without osteoporosis or osteopenia is usual and adequate. It is also significant the information for the side effects of the medication for osteoporosis in cases with dental implants, especially if the patient uses biphosphonates. The level of education is the important parameter in receiving or not hormone replacement therapy or other treatment as well for the osteoporosis. Εισαγωγή. Η αποκατάσταση με προσθετικές εργασίες και εμφυτεύματα αποτελεί σημαντική και κοινώς αποδεκτή θεραπεία στην οδοντιατρική. Η ολοένα αυξανόμενη επιστημονική τεκμηρίωση υποστηρίζει τη χρήση οστεοενσωματούμενων εμφυτευμάτων για την αποκατάσταση της στοματικής κοιλότητας των μερικώς ή ολικά νωδών ασθενών. Βασικός στόχος είναι η βελτίωση της ποιότητας ζωής. Η εμμηνοπαυσιακή περίοδος είναι μια ιδιαίτερη περίοδος της ζωής των γυναικών με συμπτώματα και ιατρικά προβλήματα, όπως είναι η οστεοπόρωση και η οστεοπενία, που πιθανόν δυσκολεύουν και την οδοντιατρική θεραπεία των γυναικών και κατ’ επέκταση την ποιότητα ζωής τους. Η τοποθέτηση οδοντικών εμφυτευμάτων είναι μια ασφαλής μέθοδος για την αισθητική και λειτουργική θεραπεία της απώλειας δοντιών. Η εμμηνόπαυση χαρακτηρίζεται από απώλεια ενδογενών οιστρογόνων και οστεοπόρωση, μια συστηματική σκελετική ασθένεια που χαρακτηρίζεται από μείωση της οστικής πυκνότητας και ευαισθησία σε κατάγματα. Υπάρχουν λίγα στοιχεία σχετικά με τις τεχνικές τοποθέτησης οδοντικών εμφυτευμάτων στην ειδική ομάδα των εμμηνοπαυσιακών γυναικών με και χωρίς οστεοπόρωση και η ποιότητα ζωής τους δεν έχει μελετηθεί λεπτομερώς. Για το λόγο αυτό η παρούσα Διδακτορική Διατριβή (ΔΔ) με τίτλο "ΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΗ, ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗ ΚΑΙ ΟΔΟΝΤΙΚΑ ΕΜΦΥΤΕΥΜΑΤΑ”, μελετά για πρώτη φορά σε Ελληνίδες τη σχέση και τις πιθανές αλληλεπιδράσεις και αμφίδρομες επιπτώσεις που μπορεί να έχουν τα οδοντικά εμφυτεύματα και οι συμβατικές και επιεμφυτευματικές προσθετικές εργασίες στη στοματική υγεία (OHIP, OHQoL), αλλά κυρίως στην ποιότητα ζωής γυναικών στην εμμηνόπαυση με ή χωρίς οστεοπόρωση ή οστεοπενία. Επίσης διερευνά το βαθμό ενημέρωσης από τους οδοντιάτρους των εμμηνοπαυσιακών γυναικών στις οποίες γίνονται οι αναφερθείσες οδοντιατρικές παρεμβάσεις, αλλά και την ενημέρωση για τις πιθανές παρενέργειες ή αμφίδρομες επιπτώσεις από τα θεραπευτικά σχήματα που χορηγούνται στην εμμηνόπαυση και οστεοπόρωση. Υλικά και μέθοδοι. Το υλικό της μελέτης μας αποτέλεσαν εκατό εμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Το πρωτόκολλο της μελέτης κοορτής εγκρίθηκε από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Οι ασθενείς προέρχονται από την Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων και το Τμήμα Κλιμακτηρίου κι Εμμηνόπαυσης της Β’ Μαιευτικής και Γυναικολογικής Κλινικής του Αρεταίειου Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Οι συμμετέχουσες στην πολυκεντρική αυτή μελέτη ερωτήθηκαν και έδωσαν τη συναίνεση/συγκατάθεσή τους ώστε να λάβουν μέρος σε αυτή την έρευνα. Η μεθοδολογία περιέλαβε τη συλλογή δημογραφικών δεδομένων και την κλινική εξέταση από έναν μόνο εξεταστή με προσωπική συνάντηση και επικοινωνία. Χορηγήθηκαν ερωτηματολόγια στα ελληνικά στις 100 συμμετέχουσες εμμηνοπαυσιακές/μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες (Ελληνίδες) ηλικίας 43 ετών και άνω, με οστεοπενία ή οστεοπόρωση, με ή χωρίς οδοντικά εμφυτεύματα και επιεμφυτευματικές αποκαταστάσεις, ή συμβατικές προσθετικές αποκαταστάσεις) που συμμετείχαν σε αυτήν την έρευνα. Εμμηνοπαυσιακές/μετεμμηνοπαυσιακές κρίθηκαν με βάση είτε δευτεροπαθή-αυτόματη, οριστική αμηνόρροια είτε μετά από χειρουργική αμφοτερόπλευρη ωοθηκεκτομή ή με βάση τις τιμές της ορμόνης διέγερσης ωοθυλακίων (FSH) (Πρόωρη Εμμηνόπαυση= 20-40 mIU/mL, Εμμηνόπαυση= >40mIU/mL, οιστραδιόλης (>20 pg/mL και <20 pg/mL) και κλινικούς παράγοντες κινδύνου (π.χ. ιστορικό με οστεοπορωτικά κατάγματα και ιστορικό θραύσης). Η μέση ηλικία των γυναικών που συμμετείχαν ήταν 63,62 έτη (εύρος 43 - 94 ετών). Κατά τη διάρκεια της κλινικής εξέτασης, οι ασθενείς που συμπεριλήφθηκαν, ενημερώθηκαν πλήρως και σαφώς προφορικά και γραπτά, να συμπληρώσουν ένα τυποποιημένο ερωτηματολόγιο σχετικά με την ποιότητα ζωής, το Oral Health Impact Profile (OHIP-14), με επιπλέον ερωτήσεις. Το ερωτηματολόγιο αποτελείται από επιλεγμένες ερωτήσεις ποιότητας ζωής με σειρά κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει κλιμάκωση από τις εισαγωγικές ερωτήσεις προς τις περισσότερο προσωπικές. Στις συμμετέχουσες δόθηκε ο απαραίτητος χρόνος και οι συνθήκες να νιώθουν άνετα κατά τη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου που περιλαμβάνει και ερωτήσεις που αφορούν στο ιατρικό και οδοντιατρικό (προσθετικό κυρίως) ιστορικό. Η συλλογή δεδομένων ξεκίνησε με την κατάρτιση μιας βάσης δεδομένων που επέτρεπε την αποθήκευση και επεξεργασία πληροφοριών που αφορούν κάθε ασθενή εμφύτευμα και προσθετική εργασία. Το έντυπο μελέτης περιελάμβανε ερωτηματολόγιο που βασίστηκε στο OHIP-14 και περιελάμβανε και κάποιες επιπλέον ερωτήσεις προσαρμοσμένες στις ανάγκες της μελέτης μας. Δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην ποιότητα ζωής πριν και μετά την τοποθέτηση εμφυτευμάτων και αποκαταστάσεων. Αποτελέσματα. Τα ερωτηματολόγια αποκάλυψαν σημαντική βελτίωση στην ποιότητα ζωής των γυναικών και τεκμηριωμένες πληροφορίες για τα προβλήματα που μπορεί να προκληθούν από τα εμφυτεύματα σε σχέση με την εμμηνόπαυση και/ή την οστεοπόρωση. 1) Συνολικά, μπορούμε να πούμε ότι οι συμμετέχουσες εμφανίζουν στατιστικά σημαντική καλύτερη «λειτουργική» και «ψυχολογική» εικόνα μετά την προσθετική αποκατάσταση σε σχέση με το πριν αυτής. Οι διαφορές μέσων όρων που παρατηρούνται και οι οποίες αναφέρονται σε μια αισθητή μείωση της δυσφορίας λόγω οδοντιατρικών ζητημάτων μετά από την προσθετική αποκατάσταση, είναι στατιστικά σημαντικές. 2) Παρατηρούμε σημαντική βελτίωση στη «δυσκολία διατροφής» μετά την προσθετική αποκατάσταση που οφείλεται σε αυτή, δεδομένου ότι η «δυσκολία διατροφής» είναι η παράμετρος με τη μεγαλύτερη ενόχληση πριν την προσθετική αποκατάσταση. 3) Επίσης η «ψυχολογική δυσφορία» που εκδηλώνεται σαν άγχος στο 29% των ασθενών, οφείλεται σε λειτουργικούς λόγους, ενώ ένα αρκετά μικρότερο ποσοστό (10%) σε αισθητικούς λόγους. 4) Ακόμη η «ψυχολογική δυσφορία» που εκφράζεται ως ντροπή οφείλεται σε αισθητικούς λόγους που υπάρχουν πριν την προσθετική αποκατάσταση στο 31%, ενώ το ποσοστό αυτό μειώνεται μετά σε 16%. Συνολικά στην πριν κατάσταση στο 14% των γυναικών υπάρχουν και οι δύο κατηγορίες (αισθητικά και λειτουργικά προβλήματα) αλλά στην μετά την οδοντική αποκατάσταση αυτό το ποσοστό μειώνεται σημαντικά (στο 4%), που οφείλεται στις προσθετικές αποκαταστάσεις, συμβατικές και επιεμφυτευματικές. 5) Η μεγάλη πλειοψηφία των συμμετεχουσών αποδέχονται τα οφέλη των εμφυτευμάτων έναντι του κόστους (σε ποσοστό 43% δηλώνουν ότι, με οικονομικούς όρους, η σχέση κόστους/οφέλους ήταν θετική ενώ ένα επιπλέον 44% την χαρακτηρίζει ως «λογική») και μόνο ένα 13% των συμμετεχουσών αναφέρει μάλλον αρνητική σχέση κόστους/οφέλους. 6) Η οδοντιατρική πρακτική ως προς την αντιμετώπιση των ασθενών με οστεοπόρωση/οστεοπενία έχει ως εξής: Το 95% των συμμετεχουσών δηλώνει ότι ο/η οδοντίατρος που τις παρακολουθεί, συνέστησε την τοποθέτηση εμφυτευμάτων ενώ οι τρεις στις τέσσερις αναφέρουν επίσης ότι ο/η οδοντίατρός τους τις ενημέρωσε σχετικά με τα πιθανά προβλήματα εμφυτευμάτων που μπορούν να προκύψουν λόγω οστεοπόρωσης. 7) Επίσης συμπεραίνουμε ότι οι συμμετέχουσες είχαν ειδοποιηθεί σχετικά με τα προβλήματα που μπορούν να προκύψουν ως προς την τοποθέτηση εμφυτευμάτων είτε από την οστεοπόρωση είτε από τη φαρμακευτική αγωγή της οστεοπόρωσης στις περιπτώσεις που ακολουθούν φαρμακευτική αγωγή είτε με διφωσφονικά είτε με συνδυασμό διφωσφονικών και μη-διφωσφονικών σκευασμάτων. 8) Τα διφωσφονικά σκευάσματα όντως φαίνεται να προκαλούν σαφώς περισσότερα προβλήματα σχετικά με την τοποθέτηση εμφυτευμάτων σε σύγκριση με τους υπόλοιπους τύπους φαρμακευτικής αγωγής. Αυτό προκύπτει διότι η φαρμακευτική αγωγή με διφωσφονικά σκευάσματα παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό (80%) προβλημάτων κατά τη τοποθέτηση εμφυτευμάτων (οι 4 στις 5 συμμετέχουσες), ενώ η φαρμακευτική αγωγή με μη-διφωσφονικά σκευάσματα εμφάνισε στο 30% προβλήματα κατά την τοποθέτηση εμφυτευμάτων. Ακόμη σε ποσοστό 33% η συνδυαστική φαρμακευτική αγωγή με μη-διφωσφονικά και διφωσφονικά σκευάσματα δημιουργεί προβλήματα στην τοποθέτηση εμφυτευμάτων, ενώ μόλις στο 13.5% των γυναικών εμφανίζονται προβλήματα όταν δεν λαμβάνουν κάποια θεραπευτική αγωγή για την οστεοπόρωση. Η συγκεκριμένη συσχέτιση αποδίδει στατιστικά σημαντικά αποτελέσματα (Χ2=11.158, ΒΕ=3, p=0.011<0.02). 9) Το υψηλότερο ποσοστό προβλημάτων εμφυτευμάτων (39.1%)—αναφέρθηκε στις συμμετέχουσες με διάγνωση οστεοπόρωσης. Το αντίστοιχο ποσοστό στις συμμετέχουσες με διάγνωση οστεοπενίας ήταν μόλις 21.4%. 10) Οι συμμετέχουσες που ακολουθούν φαρμακευτική αγωγή ορμονικής υποκατάστασης δηλώνουν ότι υπήρξαν προβλήματα στην τοποθέτηση εμφυτευμάτων σε ποσοστό 19% ενώ αυτές που δεν ακολουθούν δηλώνουν προβλήματα σε ποσοστό 27.3%. 11) Το κάπνισμα (ανεξάρτητα του αριθμού των τσιγάρων) προέκυψε ότι δημιουργεί προβλήματα στο 21.1-25% των γυναικών, όσο περίπου και το ποσοστό 26.2% των μη καπνιζουσών. 12) Το επίπεδο μόρφωσης συνδέεται με τη θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης. Έτσι γυναίκες απόφοιτες ΑΕΙ, ΤΕΙ και Μεταπτυχιακών ακολουθούν φαρμακευτική αγωγή ορμονικής υποκατάστασης και είναι εργαζόμενες ή άνεργες, ενώ οι απόφοιτες Δημοτικού/Γυμνασίου/Λυκείου με επαγγελματική κατάσταση που αναφέρεται ως οικιακά, αντίθετα, δεν ακολουθούν φαρμακευτική αγωγή ορμονικής υποκατάστασης. Η επαγγελματική κατηγορία των συμμετεχουσών που δηλώνουν συνταξιούχοι φαίνονται να τοποθετούνται περίπου στο μέσο: οι πιθανότητες περίπου μοιράζονται σχετικά με το αν ακολουθούν φαρμακευτική αγωγή ορμονικής υποκατάστασης ή όχι. 13) Οι γυναίκες με οστεοπόρωση και λήψη διφωσφονικών ή συνδυασμού διφωσφονικών -μη-διφωσφονικών είναι ενημερωμένες για τα προβλήματα σχετικά με την τοποθέτηση εμφυτευμάτων. Οι γυναίκες με οστεοπενία ή αρνητικό αποτέλεσμα για οστεοπόρωση δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα σχετικά με την τοποθέτηση εμφυτευμάτων και δεν χρειάστηκε να ενημερωθούν για πιθανά προβλήματα. Η πολλαπλή παραγοντική ανάλυση των αντιστοιχιών μεταξύ των μεταβλητών «Κατηγορίες Καπνίσματος», «Διάγνωση εξέτασης οστεοπόρωσης», «Ενημέρωση από οδοντίατρο σχετικά με την τοποθέτηση εμφυτευμάτων λόγω φαρμάκων οστεοπόρωσης», «Ενημέρωση από οδοντίατρο σχετικά με την τοποθέτηση εμφυτευμάτων λόγω οστεοπόρωσης», «Υπήρξαν προβλήματα εμφυτευμάτων λόγω οστεοπόρωσης» και «Τύπος φαρμακευτικής αγωγής ως προς την αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης», συνολικά, παρουσιάζει στατιστικά σημαντικό αποτέλεσμα: Χ2=728.251, ΒΕ=225, p=0.000<<0.01. 14) Συμπερασματικά προέκυψε ότι η λήψη θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης φαίνεται να σχετίζεται με την μη-λήψη φαρμακευτικής αγωγής για την οστεοπόρωση, αφού το 41.9% των συμμετεχουσών που κάνουν λήψη φαρμάκων ορμονικής υποκατάστασης, δεν ακολουθούν κάποια φαρμακευτική θεραπεία για την οστεοπόρωση. Επίσης το 35.5% των συμμετεχουσών που κάνουν λήψη φαρμάκων ορμονικής υποκατάστασης, δηλώνουν επίσης ότι λαμβάνουν μη-διφωσφονικά σκευάσματα. Τέλος, τα διφωσφονικά και οι συνδυασμοί διφωσφονικών και μη-διφωσφονικών σκευασμάτων λαμβάνονται από τις συμμετέχουσες που λαμβάνουν επίσης θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, σε εμφανώς χαμηλότερα ποσοστά: 12.9% και 9.7% αντίστοιχα. Η συγκεκριμένη συσχέτιση αποδίδει στατιστικά σημαντικά αποτελέσματα (Χ =10.530, ΒΕ=3, p=0.015<0.02). Μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει μια τάση (συσχέτιση) όταν γίνεται λήψη φαρμάκων ορμονικής υποκατάστασης αυξάνεται η πιθανότητα της λήψης φαρμακευτικής αγωγής ως προς την οστεοπόρωση. Θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε την υπόθεση ως προς ένα δίπολο περί «φαρμακευτικής αντιμετώπισης» ή «μη-φαρμακευτικής αντιμετώπισης» φαίνεται να κυριαρχεί στις αντιλήψεις του δείγματος μας. Συμπεράσματα. Βρέθηκε ότι η ποιότητα ζωής όπως εκφράζεται στις παραμέτρους «πόνος στο στόμα», «πόνος κατά τη μάσηση», «άγχος», «δυσκολία διατροφής», «διακοπή γεύματος», «χαλάρωση», «ντροπή», «εκνευρισμός», «ικανοποίηση από τη ζωή», «δυσλειτουργία», «ομιλία», «γεύση», «αίσθηση δοντιών» και «συμπεριφορά στο χώρο εργασίας», βελτιώθηκε σημαντικά μετά τις προσθετικές αποκαταστάσεις. Ακόμη η οδοντιατρική πρακτική σωστής ενημέρωσης και εφαρμογής θεραπειών με εμφυτεύματα και επιεμφυτευματικών ή άλλων προσθετικών εργασιών σε εμμηνοπαυσιακές γυναίκες με ή χωρίς οστεοπόρωση ή οστεοπενία είναι συνήθης και ικανοποιητική. Επίσης σημαντική είναι και η αντίστοιχη πρακτική ενημέρωσης για τις αλληλεπιδράσεις φαρμάκων για την οστεοπόρωση και προσθετικών οδοντιατρικών θεραπειών. Ιδιαίτερα δε στη χρήση διφωσφονικών επιβάλλεται σωστή ενημέρωση και πρακτική, δεδομένου ότι εμφανίζονται σοβαρές επιπλοκές. Το επίπεδο μόρφωσης αποτελεί παράμετρο καλής ή μη συμμόρφωσης στη λήψη θεραπειών ορμονικής υποκατάστασης και οστεοπόρωσης. 1355 205 185 Bibliographic review of intercultural education in Greece from the political changeover until today Βιβλιογραφική ανασκόπηση της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα από τη μεταπολίτευση έως σήμερα In recent years, the integration of students from countries with different cultural backgrounds has become more and more intense in the Greek Education system. This integration takes place after the relocation of citizens from their place of residence due to socio-economic factors, with the expectation that they will find a better future in the country where they are settling. Greece, therefore, is called to implement an educational policy that will be able to meet the needs of modern society and will create favorable conditions for the harmonious coexistence of immigrants in the Greek reality. As a consequence of this situation, terms such as "multiculturalism", "interculturalism", "intercultural education", come to the foreground, under the pressure of the massive influx of immigrants and refugees. In the context of intercultural education, legislative arrangements and educational policy programs with the aim of learning the Greek language come into force. Despite any activities and tactics applied in the field of education, issues of identity and intense reflection arise. The educational system remains attached to ideological and superficial approaches, promoting the Greek language and culture and not taking into account the mother tongue of migrant and foreign students. Τα τελευταία χρόνια γίνεται ολοένα και πιο έντονη στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα η ένταξη μαθητών από χώρες με διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο. Η ένταξη αυτή πραγματοποιείται ύστερα από τις μετακινήσεις πολιτών από τον τόπο διαμονής τους λόγω κοινωνικοοικονομικών παραγόντων, με την προσδοκία να βρουν ένα καλύτερο μέλλον στη χώρα όπου εγκαθίστανται. Η Ελλάδα λοιπόν, καλείται να εφαρμόσει μια εκπαιδευτική πολιτική που θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας και θα δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για την αρμονική συμβίωση των μεταναστών στην ελληνική πραγματικότητα. Ως επακόλουθο της κατάστασης αυτής, όροι όπως «πολυπολιτισμικότητα», «διαπολιτισμικότητα», «διαπολιτισμική εκπαίδευση», έρχονται στο προσκήνιο, υπό το καθεστώς αθρόων μεταναστευτικών και προσφυγικών εισροών. Στο πλαίσιο της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, τίθενται σε ισχύ νομοθετικές ρυθμίσεις και προγράμματα εκπαιδευτικής πολιτικής με στόχο την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας. Παρά τις όποιες δραστηριοποιήσεις όμως και τακτικές που εφαρμόζονται στο χώρο της εκπαίδευσης, προκύπτουν ζητήματα ταυτότητας και έντονου αναστοχασμού. Το εκπαιδευτικό σύστημα παραμένει προσκολλημένο σε ιδεολογικές και επιφανειακές προσεγγίσεις, προωθώντας την ελληνική γλώσσα και πολιτισμό και μη λαμβάνοντας υπόψη τη μητρική γλώσσα των μεταναστών και αλλοδαπών μαθητών. 1356 179 215 Ο πειστικός λόγος στη γλώσσα της δικηγορίας και η συμβολή του στην εκπαίδευση One of the characteristics traits that distinguish humans from other creatures is the reason. It is a means by which man can express his feelings to externalize his thoughts, his ideas, his opinions and his ruminations. Since ancient times the growing lighting a speech was compelling human need to express with a convincing reason why the arguments to each transaction that had to be done. So slowly was born and cultivated rhetoric art in the 5th-4th century b. c. in ancient Athens. The most important orators among others was Demosthenes, Lysias, Isocrates and Aischynis. Aristotle was a philosopher, teacher and orator who inspired and will inspire scholars from around the world. Today, in primary and secondary education through the curriculum of studies students are taught to think, to reflect, to justify and substantiate their opinions, to argue. There should be scientific teachers trained for this role. This paper is based in the bibliographic method and critical presentation and aims to highlight the convincing reason to practice language via art of rhetoric and how convincing reasons can contribute to education. Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που διακρίνουν τον άνθρωπο από τα άλλα όντα είναι ο λόγος. Είναι ένα μέσο με το οποίο ο άνθρωπος μπορεί να εκφράσει τα συναισθήματα του, να εξωτερικεύσει τις σκέψεις του, τις ιδέες του, τις απόψεις του, τις γνώμες του, τους συλλογισμούς του. Από την αρχαιότητα η καλλιέργεια του λόγου υπήρξε επιτακτική ανάγκη του ανθρώπου για να εκφράσει με πειστικό λόγο τα επιχειρήματα του σε κάθε συναλλαγή που καλείτο να κάνει. Έτσι, σιγά-σιγά γεννήθηκε και καλλιεργήθηκε η ρητορική τέχνη τον 5ο-4ο αιώνα π.Χ. στην αρχαία Αθήνα. Οι σημαντικότεροι ρήτορες μεταξύ άλλων ήταν ο Δημοσθένης, ο Λυσίας, ο Αισχύνης και ο Ισοκράτης. Ο Αριστοτέλης υπήρξε φιλόσοφος, δάσκαλος και ρήτορας που ενέπνευσε και θα εμπνέει μελετητές από όλον τον κόσμο. Σήμερα, στα σχολεία της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μέσω του αναλυτικού προγράμματος σπουδών οι μαθητές διδάσκονται να σκέφτονται, να συλλογίζονται, να αιτιολογούν και να τεκμηριώνουν τις απόψεις τους, να επιχειρηματολογούν. Θα πρέπει να υπάρχουν δάσκαλοι επιστημονικά εκπαιδευμένοι για αυτό το ρόλο. Η παρούσα εργασία εδράζεται στη βιβλιογραφική μέθοδο και την κριτική παρουσίαση και σκοπό έχει να αναδείξει τον πειστικό λόγο στη γλώσσα της δικηγορίας δια μέσω της ρητορικής τέχνης και πώς ο πειστικός λόγος μπορεί να συνεισφέρει στην εκπαίδευση. 1357 501 532 In recent years, the volume and complexity of the data we collect and are called to analyze are increasing at an explosive rate. The idea of extracting useful knowledge from large volumes of data is common in many disciplines of science, from Statistics to Physics, Econometrics to Pattern Recognition and Adaptive Control. Data analysis is the process of collecting and organizing data in order to draw useful conclusions from it. The science of data analysis uses analytical and logical reasoning to obtain information from data. The main purpose of data analysis is to turn information into useful knowledge so that the knowledge gained can be used to make informed decisions. Statistical language R, on the other hand, has several state-of-the-art techniques for statistical data analysis. R can handle large volumes and different types of data and enables the creation of high-quality graphics. It is an open source language that constantly integrates new libraries (and consequently new analysis methodologies) thus evolving in capabilities and range of applications. Finally, there is a huge network of experienced users who can provide a high level of support for R. In this work we deal with the analysis of panel data using R. Panel data provides information on sizes that relate to both entities (businesses, individuals, geographical areas, etc.) and their evolution over time. That is, the panel data has two dimensions: the cross-sectional dimension and the time-series dimension. For this reason, the application of regression methods to panel data is more complex than that of simple layered data. A variety of estimation methods for panel data models have been developed in the literature that allow for the relaxation of many restrictive assumptions of the single stratified data model, and lead to alternative efficiency measures. These methods include the pooled model, the Fixed Effect model, and the Random Effect Model. More specifically, the current study consists of five chapters. First, the first chapter examines some of the key concepts of the R programming language but also some of the advantages of using this language. Then, in the second chapter, those models based on data panels are analyzed. In particular, the following essential elements are explained: a) the concept of data panels, b) their advantages and disadvantages, c) the evaluation of data panel regression models. Then, in the third chapter the main command sand in particular the plm package, available in the R for the management and analysis of panel data are given. In addition, in the fourth chapter, an empirical analysis is carried out to analyze the determinants of High Technology Exports. High Technology Exports are considered an important factor for the sustainable economic development of a country. For this reason, the need to investigate the possible determinants that affect high-tech exports to various countries around the world has attract researcher’s interest in recent years. To investigate these determinants, we analyzed panel data from 15 countries of the European Union for the period 2007-2018. Finally, the fifth chapter presents the conclusions that emerge from this study. Τα τελευταία χρόνια ο όγκος και η πολυπλοκότητα των δεδομένων που συλλέγουμε και καλούμαστε να αναλύσουμε αυξάνονται με εκρηκτικούς ρυθμούς. Η ιδέα της άντλησης χρήσιμων γνώσεων από μεγάλους όγκους δεδομένων είναι κοινή σε πολλούς κλάδους της επιστήμης, από τη Στατιστική έως τη Φυσική, από την Οικονομετρία έως την Αναγνώριση Προτύπων και τον Προσαρμοστικό Έλεγχο. Η ανάλυση δεδομένων είναι η διαδικασία συλλογής και οργάνωσης δεδομένων προκειμένου να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα από αυτήν. Η επιστήμη της ανάλυσης δεδομένων χρησιμοποιεί αναλυτικό και λογικό συλλογισμό για να αποκτήσει πληροφορίες από τα δεδομένα. Ο κύριος σκοπός της ανάλυσης δεδομένων είναι να μετατρέψει την πληροφορία σε χρήσιμη γνώση, έτσι ώστε η λαμβανόμενη γνώση να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων. Από την άλλη πλευρά, η στατιστική γλώσσα R διαθέτει μια σειρά από τις πιο σύγχρονες τεχνικές για τη στατιστική ανάλυση δεδομένων. Η R μπορεί να χειριστεί μεγάλο όγκο και διαφορετικούς τύπους δεδομένων και δίνει τη δυνατότητα δημιουργίας υψηλής ποιότητας γραφικών. Είναι μια γλώσσα ανοικτού κώδικα που ενσωματώνει συνεχώς νέες βιβλιοθήκες (και κατά συνέπεια νέες μεθοδολογίες ανάλυσης) με αποτέλεσμα να εξελίσσεται σε δυνατότητες και εύρος εφαρμογών. Τέλος, υπάρχει ένα τεράστιο δίκτυο έμπειρων χρηστών που μπορεί να παρέχει υψηλού επιπέδου υποστήριξη. Σε αυτήν την εργασία ασχολούμαστε με την ανάλυση δεδομένων πάνελ (panel data)με χρήση της R. Τα δεδομένα πάνελ παρέχουν πληροφορίες για μεγέθη που αφορούν τόσο σε επιμέρους οντότητες (επιχειρήσεις, άτομα, γεωγραφικές περιοχές κλπ) όσο και στην χρονική εξέλιξή τους. Δηλαδή, τα δεδομένα panel έχουν δύο διαστάσεις: τη διαστρωματική (cross-sectional) διάσταση και τη διάσταση της χρονολογικής σειράς (time-series). Για το λόγο αυτό, η εφαρμογή μεθόδων παλινδρόμησης σε δεδομένα panel είναι πιο πολύπλοκη από αυτή των απλών διαστρωματικών δεδομένων. Μια ποικιλία μεθόδων εκτίμησης για τα μοντέλα δεδομένων panel έχουν αναπτυχθεί στη βιβλιογραφία που επιτρέπουν την χαλάρωση πολλών περιοριστικών παραδοχών του μοντέλου διαστρωματικών δεδομένων, και οδηγούν σε εναλλακτικές προϋποθέσεις για την αποτελεσματικότητα (efficiency) τους. Οι μέθοδοι αυτές περιλαμβάνουν το μοντέλο ενιαίων δεδομένων (pooled model), το μοντέλο σταθερών επιδράσεων (Fixed Effect model) και μοντέλο τυχαίων επιδράσεων (Random Effect Model). Αναλυτικότερα, η τρέχουσα μελέτη αποτελείται από πέντε κεφάλαια. Κατ’ αρχάς, το πρώτο κεφάλαιο εξετάζει ορισμένες βασικές έννοιες της γλώσσας προγραμματισμού R αλλά και ορισμένων πλεονεκτημάτων ως προς τη χρήση της γλώσσας αυτής. Εν συνεχεία, στο δεύτερο κεφάλαιο, αναλύονται τα υποδείγματα εκείνα που αφορούν σε δεδομένα πάνελ. Ειδικότερα, επεξηγούνται τα εξής ουσιώδη στοιχεία: α)η έννοια των πάνελ δεδομένων, β)τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα αυτών, γ)η εκτίμηση των μοντέλων παλινδρόμησης δεδομένων πάνελ. Έπειτα, στο τρίτο κεφάλαιο δίνονται οι κυριότερες εντολές που διαθέτει η γλώσσα προγραμματισμού R και ειδικότερα το πακέτο plm, για τη διαχείριση και την ανάλυση δεδομένων πάνελ. Στο τέταρτο κεφάλαιο, πραγματοποιείται μια εμπειρική ανάλυση για τη μελέτη των παραγόντων που επηρεάζουν τις Εξαγωγές Υψηλής Τεχνολογίας ως μελέτη περίπτωσης. Οι Εξαγωγές Υψηλής Τεχνολογίας (High Technology Exports HTX) θεωρούνται σημαντικός παράγοντας για τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας. Για το λόγο αυτό, η ανάγκη διερεύνησης των πιθανών προσδιοριστικών παραγόντων που επηρεάζουν τις εξαγωγές υψηλής τεχνολογίας σε διάφορες χώρες του πλανήτη έχει τραβήξει το ενδιαφέρον των ερευνητών κατά τα τελευταία χρόνια. Για τη διερεύνηση των παραγόντων αυτών προβήκαμε στην ανάλυση δεδομένων πάνελ από 15 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το χρονικό διάστημα 2007-2018. Τέλος, στο πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη συγκεκριμένη μελέτη 1358 407 402 Διερεύνηση γνωστικών διεργασιών σε εκπαιδευτικά εικονικά περιβάλλοντα Information and Communication Technologies (ICT) is an umbrella term that includes a wide range of tools available to educational technology, nowadays. Recent research has shown that computers are affecting the way students think, learn, and develop their metacognitive skills. Virtual Reality (VR) is providing a new dimension to computer applications and is considered as a modern tool available to support learning processes. Educational virtual environments have many applications in learning, even on a practical level. The present thesis approaches the triptych: cerebral operations, virtual reality and education by the point of view of cognitive operations. The research approaches specific brain operations related to the interaction of individuals with virtual environments. Methodologically, it concerns a comparative study of virtual and real environments, focusing mainly on optical stimuli. Basic tool of the study are measurements related to the functioning of the human brain, the part of the body that receives stimuli from the environment and where perceptions, thoughts and ideas are produced. Measurements are being done through electroencephalography (EEG), e technique that records electrical cerebral activity in real time. Analysis is being supported by mathematical tools and is based on the behavior of the most important electrical brain rhythms (alpha, theta, beta, gamma and delta). In order to derive conclusions, certain cognitive operations, than can be described or detected - even partially - by the EEG, are being used. Research has revealed similarities and differences in cerebral operations between the two environments, related to cognitive operations such as attention, selective attention, mental workload and working memory, as well as operations that accompany and/or produce the perception and counting of objects, the perception of movement, the presence of other individual, orientation and spatial navigation, optical awareness, optic-space operation in general, alertness and vigilance, discrimination of objects with complex or difficult criteria and effects on the emotional state. Even though an attempt to derive generalized models of cerebral activity would be considered unachievable within the present research framework and notable differences between participants were observed in some activities, it is possible to observe general tendencies that reveal similarities and difference between real and virtual environments. Some differences are justified by corresponding differences in the perception ways are activated the virtual reality devices and are more or less expected. However, most differences are not observed in the processing of primary optical information, but mainly in a secondary associative process, while the most important differences are observed at the appearance of other person Οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών (ΤΠΕ) αγκαλιάζουν ένα ευρύτατο φάσμα από τα εργαλεία που διαθέτει σήμερα η εκπαιδευτική τεχνολογία. Η σχετική επιστημονική έρευνα έχει δείξει ότι οι υπολογιστές επιδρούν στον τρόπο που οι σημερινοί μαθητές σκέφτονται, μαθαίνουν και αναπτύσσουν τις μεταγνωστικές τους δυνατότητες. Η εικονική πραγματικότητα παρέχει μια νέα διάσταση στις εφαρμογές της επιστήμης των υπολογιστών και θεωρείται ως ένα από τα πλέον σύγχρονα εργαλεία στη μαθησιακή διαδικασία. Τα εκπαιδευτικά εικονικά περιβάλλοντα βρίσκουν όλο και περισσότερες εφαρμογές στη μαθησιακή διαδικασία, ακόμη και σε πρακτικό επίπεδο. Η παρούσα διατριβή κινείται στο τρίπτυχο εγκεφαλικές λειτουργίες, εικονική πραγματικότητα και εκπαίδευση με σημείο αναφοράς τις γνωστικές λειτουργίες. Η ερευνητική προσέγγιση θέτει επιμέρους θέματα εγκεφαλικών λειτουργιών που αφορούν στην αλληλεπίδραση ατόμων με εικονικά περιβάλλοντα και μεθοδολογικά αφορά σε συγκριτική μελέτη εικονικών και παρόμοιων πραγματικών περιβαλλόντων με κυρίαρχα τα οπτικά ερεθίσματα. Βασικό εργαλείο είναι οι μετρήσεις στον ανθρώπινο εγκέφαλο χρησιμοποιώντας την τεχνική της ηλεκτροεγκεφαλογραφίας, η οποία με την κατάλληλη μαθηματική υποστήριξη μπορεί να καταγράψει την ηλεκτρική εγκεφαλική λειτουργία σε πραγματικό χρόνο. Η ανάλυση βασίζεται στη συμπεριφορά των σημαντικότερων εγκεφαλικών ρυθμών (άλφα, θήτα, βήτα, γάμα και δέλτα). Για την εξαγωγή συμπερασμάτων χρησιμοποιούνται ορισμένες γνωστικές λειτουργίες των οποίων οι αντίστοιχες εγκεφαλικές λειτουργίες μπορούν να περιγραφούν ή ανιχνευθούν - έστω και μερικώς - με το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα. Η έρευνα ανέδειξε ομοιότητες και διαφορές στις εγκεφαλικές λειτουργίες ανάμεσα στα δύο περιβάλλοντα σε γνωστικές λειτουργίες όπως η προσοχή, η επιλεκτική προσοχή, ο νοητικός φόρτος και η λειτουργία της μνήμης εργασίας, καθώς και σε λειτουργίες που συνοδεύουν ή/και παράγουν την αντίληψη και καταμέτρηση αντικειμένων, την αντίληψη της κίνησης, τη παρουσία άλλου ατόμου, το προσανατολισμό, την οπτικο-χωρική λειτουργία γενικά, τις καταστάσεις ετοιμότητας και αναμονής, τη διάκριση αντικειμένων με πιο σύνθετα ή δύσκολα κριτήρια, τις επιδράσεις στη συναισθηματική κατάσταση. Αν και μια απόπειρα γενίκευσης προτύπων εγκεφαλικής δραστηριότητας θεωρείται ανέφικτη στα πλαίσια της παρούσας έρευνας και παρόλο που σε ορισμένες διεργασίες παρατηρήθηκαν σημαντικές ασυμφωνίες ανάμεσα στους συμμετέχοντες, είναι δυνατό να προκύψουν παρατηρήσεις με γενικότερη εμβέλεια, που αφορούν περισσότερο σε τάσεις και όχι σε πρότυπα εγκεφαλικής λειτουργίας και αναδεικνύουν ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα σε πραγματικά και εικονικά περιβάλλοντα. Ορισμένες από τις διαφορές δικαιολογούνται από αντίστοιχες διαφορές στις αντιληπτικές οδούς που ενεργοποιούν οι συσκευές εικονικής πραγματικότητας και είναι ως ένα σημείο αναμενόμενες. Οι περισσότερες όμως διαφορές δεν παρατηρούνται στην επεξεργασία των πρωτογενών οπτικών δεδομένων, αλλά κυρίως σε μια δευτερογενή συνειρμική επεξεργασία, ενώ οι σημαντικότερες διαφορές παρατηρούνται κατά την εμφάνιση άλλου ανθρώπου 1359 214 176 from the folk tradition and the mythology in the modern fairy tale With the present work, the study of the mermaid as an expression of ideology in the modern fairy tale is attempted, starting from the mythology and the folk tradition. First, the myth-fairy mermaid coordinates are presented with their demarcation and the methodology we followed is described, the study material is limited and the presentation of the way in which it will be examined in the present study is done. The work is structured in three parts. In the first part, a chronological review is made of the appearance of the mermaid in mythology, in other traditions and in greek culture in general. This is followed by a presentation of the mermaid in works of modern greek literature and an analysis of Andersen's little mermaid and the disguised form of Disney, the two main fairy tales that made the mermaid known throughout the world. In the third chapter, the material is examined, and the basic ideas and motifs of the fairy tales are noted. Also, the conclusions of the study are recorded, which emerge through the observation of the mermaid in the modern illustrated fairy tale and ideas and suggestions are given for other relevant studies. Finally, the appendix with the pictures follows. Με την παρούσα εργασία επιχειρείται η μελέτη της γοργόνας ως έκφραση ιδεολογίας στο σύγχρονο παραμύθι με αφετηρία τη μυθολογία και τη λαϊκή παράδοση. Αρχικά, παρουσιάζονται οι συντεταγμένες μύθος-παραμύθι-γοργόνα με την οριοθέτησή τους και περιγράφεται η μεθοδολογία που ακολουθήσαμε, γίνεται περιορισμός του υλικού της μελέτης και η παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο θα εξεταστεί στην παρούσα μελέτη. Η εργασία διαρθρώνεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος, γίνεται μια χρονολογική ανασκόπηση για την εμφάνιση της γοργόνας στη μυθολογία, σε άλλες παραδόσεις και γενικότερα στον ελληνικό πολιτισμό. Στη συνέχεια, ακολουθεί παρουσίαση της γοργόνας σε έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας και γίνεται ανάλυση της μικρής γοργόνας του Andersen και της διασκευασμένης μορφής της Disney, τα δύο βασικά παραμύθια που έκαναν γνωστή τη γοργόνα σε ολόκληρο τον κόσμο. Στο τρίτο κεφάλαιο, γίνεται η εξέταση του υλικού και σημειώνονται οι βασικές ιδέες και τα μοτίβα των παραμυθιών. Ακόμη, καταγράφονται τα συμπεράσματα της μελέτης, τα οποία προκύπτουν μέσα από την παρατήρηση της γοργόνας στο σύγχρονο εικονογραφημένο παραμύθι και δίνονται ιδέες και προτάσεις για άλλες σχετικές μελέτες. Τέλος, ακολουθεί το παράρτημα με τις εικόνες. 1360 185 177 Determination of mechanical quantities from the study of screw dislocations in Al, Cu (FCC) and W (BCC) from molecular dynamics simulations Προσδιορισμός μηχανικών ιδιοτήτων από τη μελέτη Ελικοειδών εξαρμώσεων στο Al, Cu (FCC) και W (BCC) με προσομοιώσεις μοριακής δυναμικής The determination of elastic constants and, in general, of mechanical quantities of solids can be realized computationally using numerical techniques such as finite elements, finite displacements or fluctuations theory approximation. In all these approaches special caution is required when applied, the computational accuracy is not guaranteed, while the temperature effects can not been taken into account. In this work, a different approach is suggested based on the introduction of a screw dislocation in the solid and the determination of the mechanical strain energy as a function of the distance after quenching or thermodynamical equilibration of the system. From the logarithmic dependence of energy to the distance, it is possible to calculate mechanical quantities, i.e. shear modulus. The method was applied in three different cases Al, Cu (FCC) and W (BCC) in order to verify the generality of the approach. The results have been compared to experimental data and theoretical values in bibliography. In addition, the potential for W is original and proved very reliable. Ο προσδιορισμός ελαστικών σταθερών και γενικά μηχανικών ποσοτήτων στα στερεά μπορεί να γίνει υπολογιστικά κάνοντας χρήση αριθμητικών τεχνικών όπως πεπερασμένα στοιχεία, πεπερασμένες διαφορές ή προσεγγίσεις θεωρίας διαταραχών. Σε όλες αυτές τις προσεγγίσεις απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στην εφαρμογή, η ακρίβεια των υπολογισμών δεν είναι εξ αρχής εγγυημένη, ενώ η επίδραση της θερμοκρασίας δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη. Στη παρούσα εργασία προτείνεται μία διαφορετική προσέγγιση που βασίζεται στην εισαγωγή μιας ελικοειδούς εξάρμωσης στο στερεό και στο προσδιορισμό της μηχανικής ενέργειας συναρτήσει της απόστασης μετά από εφησυχασμό ή θερμοδυναμική ισορροπία του συστήματος. Από τη λογαριθμική εξάρτηση της ενέργειας με την απόσταση είναι δυνατόν να προσδιοριστούν μηχανικές ποσότητες όπως το μέτρο διάτμησης. Η μέθοδος εφαρμόστηκε στις περιπτώσεις τριών διαφορετικών συστημάτων (Al, Cu (FCC) και W (BCC) προκειμένου να βεβαιωθεί η γενικότητα της προσέγγισης. Τα αποτελέσματα συγκρίνονται πολύ καλά με τα πειραματικά και θεωρητικά δεδομένα της βιβλιογραφίας, ενώ αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι το πρότυπο για το W είναι πρωτότυπο και αποδείχτηκε πολύ αξιόπιστο. 1361 270 262 factors that affect the choice of book and characteristics of translated books during 2011-2017 παράγοντες επιλογής και χαρακτηριστικά των μεταφρασμένων παιδικών βιβλίων το διάστημα 2011-2017 This paper attempts to highlight the characteristics of Greek children's books translated abroad as well as the factors that influence the selection of specific books for translation. To achieve this goal, the official catalogs of the Hellenic Foundation for Culture were searched in order to detect which Greek books were translated abroad during the period 2011-2017. Additionally, interviews of persons working in the field of writing and distribution of books were conducted in order to provide a complete picture of the promotion children's book. The above actions made it possible to identify specific features of the translated children's books for the period 2011-2017 on four categories: a) the subject; b) the illustration; c) the characterization of the books as educational or non-educational; and d) the characterization of the book as part of a literary series or not. In addition to these characteristics, the languages, in which the Greek children's books have been translated, were examined so as to find out whether there are specific countries that translate the books of Greek production. Moreover, through the interviews, it was investigated which features of the above work as factors for the promotion and the translation of children's books. It is worth noting that, within the characteristics, the feature of illustration is the most common and acts as a translating factor. Finally, it is, also, important to mark that for countries with large book markets such as China, a feature that acts as a factor of translation is the characterization of the book as part of a literary series. Η παρούσα εργασία επιχειρεί να αναδείξει τα χαρακτηριστικά των ελληνικών παιδικών βιβλίων που μεταφράζονται στο εξωτερικό αλλά και τους παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή συγκεκριμένων βιβλίων προς μετάφραση. Για την επίτευξη του παραπάνω στόχου, αρχικά, πραγματοποιήθηκε διερεύνηση και μελέτη των επίσημων καταλόγων του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού για τα ελληνικά βιβλία που έχουν μεταφραστεί στο εξωτερικό το διάστημα 2011-2017. Επιπρόσθετα, προκειμένου να διαμορφωθεί μία πλήρη εικόνα του τρόπου προώθησης των παιδικών βιβλίων, διεξήχθησαν συνεντεύξεις με πρόσωπα από το χώρο της συγγραφής και της διακίνησης των βιβλίων. Με τις παραπάνω ενέργειες κατέστη δυνατός ο εντοπισμός συγκεκριμένων χαρακτηριστικών των μεταφρασμένων παιδικών βιβλίων για το διάστημα 2011-2017 σχετικά με τέσσερις κατηγορίες: α) τη θεματολογία, β) την εικονογράφηση, γ) το χαρακτηρισμό των βιβλίων ως διδακτικά λογοτεχνικά ή αμιγώς λογοτεχνικά και δ) το χαρακτηριστικό των βιβλίων να ανήκουν σε μία λογοτεχνική σειρά ή όχι. Επιπλέον, παράλληλα με τα χαρακτηριστικά, εξετάστηκαν και οι γλώσσες στις οποίες έχουν μεταφραστεί τα ελληνικά παιδικά βιβλία, έτσι ώστε να εντοπιστεί εάν υπάρχουν συγκεκριμένες χώρες που μεταφράζουν τα βιβλία της ελληνικής παραγωγής. Στη συνέχεια, μέσω των συνεντεύξεων, διερευνήθηκε ποια χαρακτηριστικά από τα παραπάνω λειτουργούν και ως παράγοντες υπέρ της προώθησης και της μετάφρασης των παιδικών βιβλίων στο εξωτερικό. Αξίζει να σημειωθεί ότι, από όσα χαρακτηριστικά ανιχνεύθηκαν, η εικονογράφηση αποτελεί το πιο συχνό χαρακτηριστικό, το οποίο λειτουργεί και ως παράγοντας επίδρασης υπέρ της μετάφρασης. Τέλος, είναι, επίσης, σημαντικό να σημειωθεί ότι για χώρες με μεγάλες αγορές, όπως η Κίνα, χαρακτηριστικό που λειτουργεί ως παράγοντας είναι η ιδιότητα του βιβλίου ως μέρος μιας λογοτεχνικής σειράς. 1362 487 479 H αξιολόγηση των ομαδικών διαδικασιών σε ένα ψυχοεκπαιδευτικό πρόγραμμα για την καλλιέργεια της συγχωρητικότητας σε παιδιά ηλικίας 9 έως 12 ετών The present study refers to the evaluation of group procedures of a psychoeducational program of six meetings (duration: 6 weeks), aiming at the development of forgiveness, the reduction of anger, the increase of empathy and social skills, using the technique of story telling. The sample consisted of 30 children of the 3rd, 4th, 5th and 6th grade, aged 9 – 12, coming from the city of Ioannina. The variants studied, which refer to group procedures, are: the therapeutic factors, the perception of the relationship to the coordinators and the therapeutic alliance. More specifically, we examined the existence of differentiation at the beginning and the end of the program, regarding the variants mentioned above and if any of them were correlated. The tools used for measuring the variants above were: the Psychoeducational Group Alliance Scale for Children (Brouzos, Vassilopoulos, & Baourda, 2018), which was filled in by the group members at the end of each meeting, the Therapeutic Factors Inventory of 25 sentences (Yalom, 1995), which was filled in at the 2nd, 4th and 6th meeting, the Therapeutic Factor Inventory-8 (Tasca, Cabrera, Kristjansson, Macnair-Semands, Joyce,& Ogrodniczuk, 2016), which was filled in only at the 2nd meeting, the Barrett-Lenard Relationship Inventory: FormOS-40 (1962), which was filled in at the 2nd and 6th meeting and the CALPAS-C, California Psychotherapy Alliance Scale (Gaston & Marmar, 1994), which was filled in at the 1st, 3rd and 5th meeting. With regard to the results, it was found that the therapeutic factors of the three moments that were evaluated were most developed during the second meeting, thus already from the initial group meetings. A significant increase was also observed in the variant of therapeutic alliance between the beginning and the end of the program, whereas an increase was generally observed, meeting after meeting. In addition, a statistically significant difference in the participants’ perception of the coordinators appeared to exist between the initial and final meetings, with the best mean in the overall perception of the coordinators at the second meeting, compared to the sixth. Within the same tool, the two features of the coordinators, the Level of Regard and unconditional Acceptance had a high mean. Finally, the correlation analysis showed a statistically significant relation between the therapeutic alliance and the therapeutic factors only at the beginning of the program, while a correlation also existed between the variants of the overall perception of the coordinator and the level of regard and unconditional acceptance at the beginning as well as the end of psychoeducation. In total, it is obvious through the discussion of the present survey that the appearance of therapeutic factors is influenced by the design of the psychoeducational program and the selection of activities; that the appearance of therapeutic factors contributes to the development of the therapeutic alliance and that the coordinators’ behaviors, such as the level of regard and unconditional acceptance towards the participants can be decisive for the efficiency of the program. Η παρούσα έρευνα αφορά την αξιολόγηση των ομαδικών διαδικασιών ενός ψυχοεκπαιδευτικού προγράμματος έξι συναντησεων (διάρκεια: 6 εβδομάδες), με στόχο την καλλιέργεια της συγχωρητικότητας, τη μείωση του θυμού, την αύξηση της ενσυναίσθησης και των κοινωνικών δεξιοτήτων με τη χρήση της τεχνικής storytelling. Το δείγμα αποτελούταν από 30 παιδιά της, Γ΄, Δ΄, Ε΄ και ΣΤ΄ του δημοτικού, ηλικίας 9-12 ετών, που προέρχονταν από την πόλη των Ιωαννίνων. Οι μεταβλητές που μελετήθηκαν και οι οποίες αφορούν τις ομαδικές διαδικασίες είναι : οι θεραπευτικοί παράγοντες, η αντίληψη της σχέσης με τις συντονίστριες και η θεραπευτική συμμαχία. Συγκεκριμένα εξετάστηκε αν υπήρξε διαφοροποίηση στην έναρξη και τη λήξη του προγράμματος στις παραπάνω μεταβλητές και αν κάποιες από αυτές είχαν συσχέτσιση μεταξύ τους. Τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη μέτρηση των παραπάνω μεταβλητών ήταν: η Κλίμακα Συμμαχίας Ψυχοεκπαιδευτικών Ομάδων για Παιδιά (Psychoeducational Group Alliance Scale for Children˙ Brouzos, Vassilopoulos, & Baourda, 2018) που συμπληρωνόταν από τα μέλη των ομάδων στο τέλος κάθε συνάντησης, το Ερωτηματολόγιο θεραπευτικών παραγόντων25 προτάσεων (Yalom,1995) που συμπληρώθηκε στην δεύτερη, τέταρτη και έκτη συνάντηση, τοΕρωτηματολόγιο θεραπευτικών παραγόντων 8 προτάσεων (ThetherapeuticFactorInventory-8, Tasca, Cabrera, Kristjansson, Macnair-Semands, Joyce, &Ogrodniczuk, 2016) που συμπληρώθηκε μόνο στη δεύτερη συνάντηση, τοΕρωτηματολόγιο σχέσης Barrett-Lenard (Barrett-LenardRelationshipInventory: FormOS–40, 1962) που συμπληρώθηκε στη δεύτερη και έκτη συνάντηση και το Ερωτηματολόγιο θεραπευτικής συμμαχίας (CALPAS-C, CaliforniaPsychotherapyAllianceScale – Gaston&Marmar, 1994) που συμπληρώθηκε στην πρώτη, τρίτη και πέμπτη συνάντηση. Αναφορικά με τα αποτελέσματα βρέθηκε ότι οι θεραπευτικοί παράγοντες από τις τρεις χρονικές στιγμές που αξιολογήθηκαν, αναπτύχθηκαν περισσότερο κατά τη δεύτερη συνάντηση, ήδη δηλαδή από τις αρχικές συναντήσεις των ομάδων. Επίσης σημαντική αύξηση παρατηρήθηκε στη μεταβλητή της θεραπευτικής συμμαχίας ανάμεσα στην έναρξη και λήξη του προγράμματος, αλλά αύξηση παρατηρούταν γενικώς και από συνάντηση σε συνάντηση. Ακόμη σχετικά με την αντίληψη των μελών με τις συντονίστριες φάνηκε να υπάρχει και πάλι στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των αρχικών και τελικών συναντήσεων, με καλύτερο μέσο όρο στη συνολική αντίληψη για τις συντονίστριες να υπάρχει στη δεύτερη συνάντηση έναντι της έκτης. Στο ίδιο εργαλείο αυξημένο μέσο όρο για αυτή συνάντηση είχαν και τα δυο γνωρίσματα των συντονιστριών, η Αναγνώριση και η Αποδοχή άνευ όρων. Τέλος οι αναλύσεις συσχέτισης έδειξαν ότι υπάρχει στατιστικά σημαντική σχέση: μεταξύ της θεραπευτικής συμμαχίας και των θεραπευτικών παραγόντων μόνο στην έναρξη του προγράμματος ενώ συσχέτιση υπήρξε και μεταξύ των μεταβλητών της συνολικής αντίληψης για της συντονίστρια με την αναγνώριση και την αποδοχή άνευ όρων τόσο στην έναρξη, όσο και στη τέλος της ψυχοεκπαίδευσης. Συνολικά όπως φαίνεται από τη συζήτηση της παρούσας έρευνας φαίνεται ότι η εμφάνιση των θεραπευτικών παραγόντων επηρεάζεται από τον σχεδιασμό του ψυχοεκπαιδευτικού προγράμματος και την επιλογή των δραστηριοτήτων, ότι η εμφάνιση θεραπευτικών παραγόντων συμβάλλει στην ανάπτυξη της θεραπευτικής συμμαχίας και ότι οι συμπεριφορές των συντονιστριών, όπως η αναγνώριση και η ανευ όρων αποδοχή προς τα μέλη, μπορούν να είναι καθοριστικές για την αποτελεσματικότητα του προγράμματος. 1363 561 556 Μελέτη της βλάβης του νωτιαίου μυελού και του παγκρέατος μετά από αποκλεισμό της θωρακοκοιλιακής αορτής σε χοίρους Βackground: Ischemia and reperfusion of spinal cord and pancreas during operations that require occlusion of the thoracoabdominal aorta may lead to the development of paraplegia/paraparesis, subclinical pancreatic damage or, rarely, acute pancreatitis. In this study we investigated the nature, severity and progress of these injuries after 45 minutes of thoracoabdominal aortic occlusion in pigs.Materials and Methods: A total of 24 market pigs (27-32 Kgr) were used. The animals were divided into two groups: group I (n=6) which underwent sham operation and was the control group and group II (n=18) which underwent thoracoabdominal aortic occlusion for 45 minutes. According to the time point of sacrifice during reperfusion, group II animals were further divided into three subgroups: group IIa (10 hours), group IIb (48 hours) and group IIc (120 hours). The aortic occlusion was accomplished intravascularly with two occlusion-balloon catheters under fluoroscopic guidance. Neurologic evaluation was performed by an independent observer according to Tarlov scale. After sacrifice the lower thoracic and lumbar spinal cords were harvested for histological study. The same groups of pigs were used for the study of pancreatic injury: group A (sham operation), group B (aortic occlusion) and subgroups: group B1 (10hours), group B2 (48 hours) and group B3 (120 hours). After sacrifice the pancreas of each animal was surgically exposed and macroscopically evaluated for any sign of acute pancreatitis according to several specific criteria. In each study the histologic evaluation consisted of haematoxylin & eosin staining and TUNEL reaction, in order to assess the nature, severity and progress of injuries based on several histologic patterns (number of motor neurons, grade of spinal cord inflammation, neuronal apoptosis, pancreatic injury (edematous or necrotic/hemorrhagic) severity score and acinar cell apoptotic index). The results were statistically analyzed for their significance.Results: With regard to spinal cord, immediate paraplegia was observed. Histological analysis detected an approximately 55% reduction in motor neurons between 0 and 10 hours (P=0.004) and an additional 25% reduction between 48 and 120 hours, without any neuronal loss between 10 and 48 hours. Furthermore, a gradually developed inflammatory reaction was observed in spinal cord gray matter, reaching a pick at 48 hours and remaining at these levels until 120 hours. TUNEL staining was negative for neuronal apoptosis at any time point of reperfusion. With regard to pancreas, the occurrence of acute pancreatitis was not statistically significant. The injury severity score was found to be mildly elevated at 10 hours of reperfusion, only in trems of edematous features (P=0.001) and restored to normal levels thereafter. Apoptotic index, was found to be constantly elevated to mild levels at 10 and 48 hours after reperfusion (P=0.003) with a tendency to decrease towards sham levels by the fifth day (P=0.009).Conclusions: In spinal cord, 45 minutes of thoracoabdominal aortic occlusion, which is a prolonged ischemic stimulus for this organ, leads to a severe, biphasic motor neuron loss with development of significant inflammatory reaction in gray matter. The latter may be a major contributor of delayed neuronal death. TUNEL staining failed to detect apoptotic neuronal loss at any time of reperfusion. In pancreas, the same type of aortic occlusion does not seem to induce acute pancreatitis, but only a subclinical, mild, edematous injury of the gland, which occurs in the early phases of reperfusion and is abolished later. An important event in pancreas during reperfusion is the development of a constant apoptotic acinar cell injury of mild degree. Εισαγωγή: Η ισχαιμία και επαναιμάτωση του νωτιαίου μυελού και του παγκρέατος μετά από επεμβάσεις που απαιτούν αποκλεισμό της θωρακοκοιλιακής αορτής μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση παραπληγίας/παραπάρεσης, υποκλινικής βλάβης του παγκρέατος ή σπανιότερα οξείας παγκρεατίτιδας. Η παρούσα μελέτη ερευνά τη βαρύτητα, φύση και εξέλιξη αυτών των βλαβών μετά από εφαρμογή 45 λεπτών θωρακοκοιλιακού αορτικού αποκλεισμού σε χοίρους.Υλικό και Μέθοδος: Xρησιμοποιήθηκαν συνολικά 24 χοίροι εμπορίου (27-32Kgr). Οι χοίροι χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, την ομάδα Ι(n=6), η οποία υποβλήθηκε σε ψευδή επέμβαση και αποτέλεσε την ομάδα ελέγχου και την ομάδα ΙΙ(n=18), η οποία υποβλήθηκε σε θωρακοκοιλιακό αορτικό αποκλεισμό για 45 λεπτά. Ανάλογα με τη χρονική στιγμή της θανάτωσης μετά την επαναιμάτωση η ομάδα ΙΙ χωρίστηκε σε τρεις ίσες υποομάδες: ΙΙa(10 ώρες), ΙΙb(48 ώρες) και ΙΙc(120 ώρες). Ο αορτικός αποκλεισμός πραγματοποιήθηκε ενδαγγειακά με χρήση ειδικών καθετήρων-μπαλονιών υπό ακτινοσκοπικό έλεγχο. Η νευρολογική εκτίμηση των πειραματόζωων έγινε από ανεξάρτητο παρατηρητή με βάση την κλίμακα Tarlov. Μετά τη θανάτωση ελήφθησαν ιστοτεμάχια της κατώτερης θωρακικής και οσφυϊκής μοίρας του νωτιαίου μυελού για ιστολογική μελέτη. Οι ίδιοι χοίροι χρησιμοποιήθηκαν και για τη μελέτη του παγκρέατος, και οι αντίστοιχες πειραματικές ομάδες ήταν: ομάδα Α(n=6, ομάδα ελέγχου), ομάδα Β(n=18, ομάδα αορτικού αποκλεισμού) και υποομάδες Β1(10 ώρες), Β2(48 ώρες) και Β3 (120 ώρες). Μετά τη θανάτωση γινόταν χειρουργική αποκάλυψη του παγκρέατος και έλεγχος αυτού για σημεία οξείας παγκρεατίτιδας βάση μακροσκοπικών κριτηρίων. Ταυτόχρονα λαμβάνονταν ιστοτεμάχια για περαιτέρω ιστολογική εκτίμηση. Σε κάθε μελέτη η ιστολογική εκτίμηση έγινε με χρώση αιματοξυλίνης/ηωσίνης και χρώση TUNEL, ώστε να προσδιοριστεί η βαρύτητα, φύση και εξέλιξη της κάθε βλάβης χρησιμοποιώντας συγκεκριμένες ιστολογικές παραμέτρους (αριθμός κινητικών νευρώνων, βαθμός φλεγμονώδους αντίδρασης νωτιαίου μυελού, απόπτωση κινητικών νευρώνων, βαθμός ιστολογικής (οιδηματώδους ή νεκρωτικής/αιμορραγικής) βλάβης παγκρέατος και αποπτωτικός δείκτης λοβιακών κυττάρων παγκρέατος). Τα αποτελέσματα αναλύθηκαν στατιστικά για την σημαντικότητά τους.Αποτελέσματα: Όσον αφορά στο νωτιαίο μυελό παρατηρήθηκε άμεση παραπληγία. Ιστολογικά διαπιστώθηκε περίπου 55% απώλεια κινητικών νευρώνων μεταξύ 0 και 10 ωρών (P=0.004) και επιπλέον 25% μεταξύ 48 και 120 ωρών (P<0.001), χωρίς απώλεια νευρώνων μεταξύ 10 και 48 ωρών. Επίσης διαπιστώθηκε σταδιακή ανάπτυξη φλεγμονώδους αντίδρασης στη φαιά ουσία, η οποία έφτανε στο μέγιστο επίπεδο στις 48 ώρες και διατηρούταν σε αυτό στη συνέχεια (P<0.001). Η χρώση TUNEL ήταν αρνητική για απόπτωση στους κινητικούς νευρώνες σε όλες τις χρονικές φάσεις. Όσον αφορά στο πάγκρεας δεν παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική ανάπτυξη οξείας παγκρεατίτιδας. O βαθμός ιστολογικής βλάβης βρέθηκε ελαφριά αυξημένος στις 10 ώρες μετά την επαναιμάτωση μόνο όσον αφορά τους οιδηματώδεις χαρακτήρες (P=0.001), ενώ ήταν φυσιολογικός στη συνέχεια. Ο αποπτωτικός δείκτης ήταν ελαφριά, αλλά σταθερά συξημένος στις 10 και 48 ώρες μετά την επαναιμάτωση (P=0.003), με τάση υποχώρησης προς το φυσιολογικά επίπεδα στις 120 ώρες (P=0.009). Συμπεράσματα: Στο νωτιαίο μυελό, τα 45 λεπτά θωρακοκοιλιακού αορτικού αποκλεισμού, τα οποία για το όργανο αυτό αποτελούν παρατεταμένο ισχαιμικό ερέθισμα, οδηγούν σε μεγάλη, διφασική απώλεια κινητικών νευρώνων και σημαντική ανάπτυξη φλεγμονώδους αντίδρασης στη φαιά ουσία, η οποία πιθανότατα να επάγει σε έναν βαθμό τον όψιμο θάνατο των νευρώνων. Με τη χρώση TUNEL δεν αναδείχθηκε αποπτωτικός θάνατος νευρώνων σε καμία φάση της επαναιμάτωσης. Στο πάγκρεας, ο ίδιος αποκλεισμός, δεν φαίνεται να οδηγεί σε ανάπτυξη οξείας παγκρεατίτιδας παρά σε μια ελαφριάς μορφής, υποκλινική οιδηματώδη βλάβη του αδένα, η οποία αναπτύσσεται πρώιμα και υποχωρεί στη συνέχεια. Επίσης σημαντικό γεγονός κατά την επαναιμάτωση του παγκρέατος είναι η εμφάνιση σχετικά μικρού βαθμού απόπτωσης των λοβιακών κυττάρων. 1364 218 255 Alterations in physicochemical and microbial parameters in N.W. Greece's waters and potential impacts on humans and the environment Διακυμάνσεις φυσικοχημικών και μικροβιακών παραμέτρων των υδάτων στη Β.Δ. Ελλάδα και πιθανές επιπτώσεις στον άνθρωπο και το περιβάλλον Water is the most abundant natural resource which, in order to be suitable for human consumption, must undergo the appropriate treatment. Water treatment plants remove all undesirable components in order to achieve the standards defined by the Greek National Legislation and the European Directive for the protection of public health. The aim of this postgraduate thesis was to digitize and analyse the microbiological records (Aerobic Colonies Count at 37oC and 22oC, Escherichia coli, Total Coliforms, Enterococcus, Intestinal Enterococci, Clostridium Perfrigens, Pseudomonas) collected from 2013 to 2018 in North-western Greece and to associate them with the chlorine residue. The records were originally digitized using the Microsoft Excel 365 program (per year and season). The averages, standard deviations, and medians were calculated with the statistical software IBM SPPS Statistics Version 20.0. One-way Anova analysis was performed to identify any differences between the parameter values per season. The quality of drinking water in north-west Greece has improved considerably in recent years. However, the detection of microbial values (especially for E. Coli) outside the normal range should alarm the authorities and motivate them to address the problems detected, as early as possible, in order to provide drinking water completely free of any microbial load. Το νερό είναι ένα φυσικό αγαθό το οποίο για να γίνει κατάλληλο προς ανθρώπινη κατανάλωση πρέπει να υποστεί την κατάλληλη επεξεργασία και έλεγχο. Στις μονάδες επεξεργασίας νερού πραγματοποιείται η απομάκρυνση όλων των ανεπιθύμητων συστατικών ώστε να επιτευχθούν οι καθορισμένες παραμετρικές τιμές που καθορίζονται από τις Εθνική Νομοθεσία και την Ευρωπαϊκή Οδηγία και οι οποίες είναι απαιτητές για την ανθρώπινη κατανάλωση και τη προστασία της δημόσιας υγείας. Στόχος της παρούσας μεταπτυχιακής εργασίας ήταν να ψηφιοποιηθούν και να αναλυθούν δεδομένα μικροβιολογικών αναλύσεων (ΟΜΧ 37oC και 22oC, Escherichia coli, Ολικά κολοβακτηριοειδή, εντερόκοκκοι, εντερόκοκκοι παχέος εντέρου, Clostridium perfrigens, ψευδομονάδα) που πραγματοποιήθηκαν το διάστημα 2013-2018 στη Βορειοδυτική Ελλάδα και να συσχετιστούν με φυσικοχημικές αναλύσεις και συγκεκριμένα το υπολειμματικό χλώριο. Τα αρχεία ψηφιοποιήθηκαν αρχικά με τη χρήση του προγράμματος Microsoft Excel 365 ανά έτος και εποχή και τα δεδομένα εισήχθησαν στο πρόγραμμα IBM SPPS Statistics Version 20.0 μέσω του οποίου υπολογίστηκαν οι μέσοι όροι, οι τυπικές αποκλίσεις και οι διάμεσοι. Τέλος πραγματοποιήθηκε ανάλυση διασποράς (one way anova) για να εντοπιστούν τυχόν διακυμάνσεις μεταξύ των τιμών των παραμέτρων ανά εποχή. Η ποιότητα του πόσιμου νερού στην ΒΔ Ελλάδα έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια αν και χρήζει ιδιαίτερου προβληματισμού το γεγονός ότι εντοπίστηκαν δείγματα με μικροβιακές τιμές εκτός των φυσιολογικών ορίων. Η έγκαιρη ανίχνευση και αντιμετώπιση των προβλημάτων στο σύστημα ύδρευσης είναι σημαντική ώστε ο καταναλωτής να προμηθεύεται πόσιμο νερό πλήρως απαλλαγμένο από οποιοδήποτε μικροβιακό φορτίο και χωρίς κανένα κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. 1365 112 115 λαογραφικά μουσεία και συλλογές στην περιφερειακή ενότητα Καρδίτσας This master aims to contribute in the research of local cultural history of the regional unit of Karditsa, trying to trace the local folklore museums and collections of this area, which rescue, preserve and exhibit aspects of thessalikou popular material and civilization, to register their history, their content and their faction. Also, to detect their particular profile of each collection, and yet to present the people, who connect with all the above, framed by the historical area and life of each area. All these, was achieved with field work at the areas of the folklore museums and collections, as well as with interviews with the people, who are closely connected with them. Η εργασία αυτή έχει σκοπό να συμβάλλει στη μελέτη της τοπικής πολιτισμικής ιστορίας της Περιφερειακής Ενότητας Καρδίτσας, προσπαθώντας να ιχνηλατήσει τα τοπικά λαογραφικά μουσεία και τις λαογραφικές συλλογές της περιοχής, που διασώζουν, διατηρούν και εκθέτουν όψεις του θεσσαλικού λαϊκού υλικού βίου και πολιτισμού, να καταγράψει την ιστορία τους, το περιεχόμενο τους και την λειτουργία τους. Να εντοπίσει ακόμη, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε συλλογής αλλά και να παρουσιάσει τους ανθρώπους που συνδέονται με όλα τα παραπάνω, μέσα στο ιστορικό πλαίσιο και γίγνεσθαι του τόπου. Όλα αυτά φυσικά, με επιτόπια έρευνα στους χώρους των λαογραφικών μουσείων και συλλογών καθώς και με συνεντεύξεις με τους ανθρώπους που τα στελεχώνουν. 1366 186 223 Hsp70, is a protein member of the “heat shock proteins” family. Its physiological role, (as a molecule chaperone), is to contribute to the correct protein folding, in the cell and to avoid their congregation, assisting in this way, in cell homeostasis. In stress conditions, it helps cell to survive after exposure in a stress conditions or in lethal injuries. Its physiological role, is achieved, when in certain amounts, during cell cycle. Upregulation of Hsp70, by specific factors, inhibits apoptosis signaling pathways, leading in cell survival. In cancer, upregulation of Hsp70, thus enhancing survival, leads to tumorigenesis, to deregulation of cellular proliferation, to increased mobility of cancer cells (metastasis) and to neovasculogenesis. Elevated amounts, confer to tumor cells, resistant to chemotherapeutic drugs. Downregulation of the Hsp70, (downregulation of Hsp90 too), by inhibition or knockdown, can reduce or even eliminate the tumor. Therefore, Hsp70, can be a possible therapeutic target in the treatment of cancer. Inhibition of Hsp70, can be possible, by inhibition the activity of its transcription factor, in the gene promoter, using antibodies against Hsp70, using specific inhibitors, or using extracellular Hsp70 that acts as immunogenic. Η Hsp70, είναι μία πρωτεΐνη, που ανήκει στην οικογένεια των πρωτεϊνών θερμικού σοκ. Ο φυσιολογικός της ρόλος, είναι να βοηθά, σαν μοριακός συνοδός, στη σωστή αναδίπλωση των πρωτεϊνών, μέσα στο κύτταρο και να αποτρέπει τη συσσωμάτωσή τους, βοηθώντας με αυτόν τον τρόπο, στη διατήρηση της ομοιόστασης του κυττάρου. Σε καταστάσεις στρες, βοηθά το κύτταρο να επιβιώνει μετά από έκθεση σε αντίξοες συνθήκες, καθώς και μετά από θανατηφόρα τραύματα. Το φυσιολογικό της ρόλο, τον επιτυγχάνει, σε συγκεκριμένα ποσά έκφρασης, κατά τη διάρκεια του κυτταρικού κύκλου. Όταν η έκφρασή της, αυξορρυθμίζεται, από συγκεκριμένους παράγοντες, αναστέλλει σηματοδοτικά μονοπάτια απόπτωσης, οδηγώντας, έτσι, σε αύξηση της επιβίωσης. Σε περίπτωση εμφάνισης καρκίνου, αυξορρύθμιση της Hsp70, άρα και αύξηση της επιβίωσης, οδηγεί σε ογκογένεση, σε απορρύθμιση του κυτταρικού πολλαπλασιασμού, σε αύξηση της κινητικότητας των καρκινικών κυττάρων, (μετάσταση) και σε νεοαγγειογένεση. Αυξημένα ποσά της, προσδίδουν, στα καρκινικά κύτταρα, αντοχή στα χορηγούμενα χημειοθεραπευτικά φάρμακα. Συνεπώς, η μειορρύθμισή της Hsp70, (με παράλληλη μειορρύθμιση και της Hsp90), μέσω αναστολής ή εξάλειψής της (knockdown), μπορεί να προκαλέσει την μείωση ή και την εξάλειψη του όγκου, κάτι που την καθιστά δυνατό θεραπευτικό στόχο στην αντιμετώπισή του. Η αναστολή της Hsp70, μπορεί να γίνει δυνατή, με την αναστολή της δράσης των μεταγραφικών παραγόντων στον υποκινητή του γονιδίου της, με χρήση αντισωμάτων που την αντιμετωπίζουν, με χρήση ειδικών αναστολέων, ή με χρήση εξωκυτταρικής Hsp70 που δρα σαν ανοσογόνο. 1367 117 116 The aim of this study is to investigate the strategies that learners of Greek as a second or foreign language in Center for the Study of the Hellenic Language and Culture, in the University of Ioannina, adopt in order to understand vocabulary in writing. During this study the learners answered a questionnaire. The results indicated that looking for clues in the word itself and the use of the meaning of other words in the same sentence play the most important role in understanding vocabulary. This conclusion probably reinforces the power of the morphological and syntagmatic axis in the sentence and confirms the holistic approach with all the matters that have to do with the teaching of vocabulary. Στόχος της παρούσας έρευνας είναι να διερευνήσει τις στρατηγικές που υιοθετούν οι διδασκόμενοι την ελληνική ως δεύτερη ή ξένη γλώσσα στο Κέντρο Διδασκαλίας Ελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού, του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων με σκοπό να κατανοήσουν το λεξιλόγιο στο γραπτό λόγο. Κατά τη διάρκεια της έρευνας οι διδασκόμενοι απάντησαν σε ένα ερωτηματολόγιο. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι η χρήση των γραμματολογικών ενδείξεων της καινούριας λέξης και η κατανόηση της σημασίας της με τη βοήθεια άλλων λέξεων στην πρόταση, παίζουν το πιο σημαντικό ρόλο στην κατανόηση του λεξιλογίου. Αυτό το συμπέρασμα πιθανόν ενισχύει τη δύναμη του μορφολογικού, καθώς και του συνταγματικού άξονα στην πρόταση και επιβεβαιώνει την ολιστική προσέγγιση των θεμάτων που σχετίζονται με τη διδασκαλία του λεξιλογίου. 1368 568 540 Biofuels are the most favorable alternative source of fuels. Thus, the aim of this thesis was to study the reactions and mechanisms of enzymatic esterification by hydrolases (KM-IFO-0288-A, CALB, LipA), targeting to the production of biofuel through esterification reactions of fatty acids derived from the oxygenation of residues from the beverage industries (Mixture A) with ethanol and 1-butanol at high yields and ester concentrations so that to make this production economically viable and sustainable with the ultimate goal of gradual self-sufficiency from fossil fuels. In order to achieve the above objectives, protocols of kinetic methodologies were employed, such as proton inventories (P.I.), calculation of the solvent isotope effect (S.I.E.) and kinetic isotope effect (K.I.E.), response surface methodology (RSM), and multi criteria decision analysis (MCDA).Consequently, for the KM-IFO-0288-A protease a full characterization was performed based on a new experimental sequence (P.I., pH and absolute temperature profiles in systems of increasing ionic strength, as well as P.I. in a broad pH range where the used hydrolase was active) in order to further investigate its mechanism and appropriateness for use in non-conventional reaction media. Then, immobilization of the KM-IFO-0288-A protease was achieved, followed by esterification reactions with Mixture A and ethanol, in anhydrous solvent-free reaction environment targeting to biofuel production catalyzed by KM-IFO-0288-A protease.Subsequently and by using the enzymes, immobilized lipase B, from Candida antarctica (CALB), and immobilized lipase A, from B. subtilis (LipA), a series of esterifications of Mixture A were performed with ethanol and 1-butanol, in anhydrous n-hexane as solvent. Throughout these esterification reactions the following were applied: (a) the methodology of response surfaces to optimize the responses in % yield and the total ester concentration, in the esterification reaction mixture, and (b) the total solution of each operated experimental design by the multiple criteria decision analysis (MCDA). It followed a kinetic study of the enzymatic reaction of esterification of butyric acid with ethanol and deuterated ethanol with CALB, in anhydrous n-hexane solvent, as well as the estimation of K.I.E.As conclusions emerged, from the previous experimental processes, firstly the development of a new methodology that allows the investigation of the mechanisms of action and the dynamic behavior of enzymes. In particular, it was found that: (a) the isotopic fractionation factors ΦT are referred to the transferred protons from the catalytic residues, (b) a pH-dependent conversion of the referred ΦT hydrogen bonds to LBHB (low barrier hydrogen bonds) results an increase of nucleophilicity of catalytic S, and (c) conversion of some areas of protease’s structure in areas of increased flexibility facilitating catalysis and depending on both the pH value and the ionic strength of the reaction mixture.Thereafter, an integrated and cost-effective process was developed by which a pervaporation membrane reactor (it was investigated the beneficial contribution of the removal of the produced H2O from the reaction mixture) produced a new generation biofuel which reached a yield of 97.4% in 16 hours and at ester concentration of 3.35 M, representing an increase of about 500% relative to previous reports.Another important conclusion was the best fitting of the kinetic data (firstly in enzyme kinetic studies) by surface equations, where the parameters of the existing esterification mechanism were determined more reliably, irrespectively of the concentrations of the used substrates. Thus, as well as by the application of the technique of K.I.E., it has been shown that ping-pong bi-bi type kinetics are followed during the abovementioned esterification reactions, which are inhibited by both substrates. Τα βιοκαύσιμα αποτελούν την ευνοϊκότερη επιλογή εναλλακτικής πηγής καυσίμων. Έτσι, σκοπός της παρούσης διατριβής ήταν η μελέτη αντιδράσεων και μηχανισμών ενζυμικής εστεροποίησης με υδρολάσες (ΚΜ-IFO-0288-Α, CALB, LipA), που ως τελικό στόχο είχε την παραγωγή βιοκαυσίμου, μέσω αντιδράσεων εστεροποίησης λιπαρών οξέων προερχόμενων από οξυγένεση υπολειμμάτων βιομηχανιών ποτοποιίας (Μίγμα Α), με αιθανόλη και 1-βουτανόλη, σε υψηλές % αποδόσεις και συγκεντρώσεις εστέρα ώστε μια τέτοια παραγωγή να καταστεί οικονομικά συμφέρουσα και βιώσιμη με απώτερο σκοπό την σταδιακή απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Για την επίτευξη των παραπάνω σκοπών και στόχων χρησιμοποιηθήκαν δόκιμες κινητικές μεθοδολογίες, όπως η καταμέτρηση πρωτονίων (P.I.), ο υπολογισμός του ισοτοπικού φαινόμενου διαλύτη (S.I.E.) και του κινητικού ισοτοπικού φαινόμενου (K.I.E.), η μεθοδολογία των αποκριτικών επιφανειών (RSM), καθώς και η ανάλυση πολλαπλών κριτηρίων λήψης αποφάσεων (MCDA).Έτσι, για την πρωτεάση ΚΜ-IFO-0288-Α, πραγματοποιήθηκε ένας πλήρης χαρακτηρισμός βασισμένος σε μία νέα αλληλουχία πειραμάτων (διαγράμματα τιμών P.I., pH και απόλυτης θερμοκρασίας σε συστήματα αυξανόμενης ιονικής ισχύος, καθώς και P.I. σε ένα ικανό εύρος τιμών pH, όπου αυτή η υδρολάση ήταν δραστική) με σκοπό την περεταίρω διερεύνηση του μηχανισμού της αλλά και της καταλληλόλητάς της για χρήση σε μη συμβατικά μέσα αντίδρασης. Ακολούθησε ακινητοποίηση της πρωτεάσης ΚΜ-IFO-0288-Α, καθώς και αντιδράσεις εστεροποίησης με Μίγμα Α και αιθανόλη, σε σύστημα χωρίς διαλύτη (άνυδρες συνθήκες), για παραγωγή βιοκαυσίμου, καταλυόμενες από την πρωτεάση ΚΜ-IFO-0288-Α.Στην συνέχεια με χρήση των ενζύμων ακινητοποιημένη λιπάση Β από Candida antarctica (CALB) και ακινητοποιημένη λιπάση-Α από Β. subtilis (LipA) πραγματοποιήθηκε μια σειρά εστεροποιήσεων του Μίγματος Α με αιθανόλη και 1-βουτανόλη, σε διαλύτη άνυδρο κ-εξάνιο Σε αυτές τις εστεροποιήσεις εφαρμόστηκαν: (α) η μεθοδολογία των αποκριτικών επιφανειών, για την βελτιστοποίηση των αποκρίσεων σε % απόδοση και ολική συγκέντρωση εστέρα στο μίγμα της αντίδρασης εστεροποίησης και (β) ολική λύση κάθε εφαρμοσθέντος πειραματικού σχεδιασμού μέσω της ανάλυσης πολλαπλών κριτηρίων λήψης αποφάσεων (MCDA). Ακολούθησε κινητική μελέτη της ενζυμικής αντίδρασης εστεροποίησης βουτυρικού οξέος με αιθανόλη και δευτεριωμένη αιθανόλη με CALB, σε διαλύτη άνυδρο κ-εξάνιο, καθώς και υπολογισμός του K.I.E. της κάθε παραμέτρου.Ως συμπεράσματα, από τις προηγούμενες πειραματικές διαδικασίες, προέκυψε αρχικά η ανάπτυξη μίας νέας μεθοδολογίας που επιτρέπει την διερεύνηση των μηχανισμών δράσης και της δυναμικής συμπεριφοράς ενζύμων. Συγκεκριμένα, προσδιορίστηκε ότι: (α) οι ισοτοπικοί παράγοντες κλασμάτωσης ΦT αναφέρονται στα μεταφερόμενα πρωτόνια των καταλυτικών καταλοίπων, (β) η pH-εξαρτώμενη μετατροπή των δεσμών υδρογόνου, στους οποίους αναφέρεται ο ΦT, σε LBHB (δεσμοί υδρογόνου χαμηλού φράγματος), έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της πυρηνοφιλίας της καταλυτικής S (γ) η μετατροπή περιοχών της πρωτεάσης σε περιοχές αυξημένης ευπλασίας (IDPRs), που εξαρτώνται τόσο από την τιμή pH όσο και από την ιονική ισχύ του μίγματος της αντίδρασης.Στην συνέχεια αναπτύχθηκε μια ολοκληρωμένη και οικονομικά αποδοτική διεργασία μέσω της οποίας σε αντιδραστήρα μεμβράνης υπερεξάτμισης (διερευνήθηκε η ευεργετική συμβολή της απομάκρυνσης του παραγόμενου Η2Ο από το μίγμα της αντίδρασης) πραγματοποιήθηκε παραγωγή βιοκαυσίμου νέας γενιάς η οποία έφθασε σε απόδοση 97.4 % σε 16 ώρες και σε συγκέντρωση εστέρα 3.35 Μ, γεγονός που συνιστά αύξηση περίπου 500 % σε σχέση με προηγούμενες αναφορές.Ένα ακόμη σημαντικό συμπέρασμα προέκυψε από την προσαρμογή των κινητικών δεδομένων (για πρώτη φορά σε μελέτες ενζυμικής κινητικής) με εξισώσεις επιφάνειας, όπου προσδιορίστηκαν πιο αξιόπιστα οι παράμετροι του ισχύοντος μηχανισμού εστεροποίησης, ανεξάρτητα από τις συγκεντρώσεις των χρησιμοποιούμενων υποστρωμάτων. Έτσι, καθώς και με την εφαρμογή της τεχνικής του Κ.Ι.Ε. αποδείχτηκε ότι ακολουθείται κινητική συστήματος τύπου ping-pong bi-bi με αναστολή και από τα δύο υποστρώματα. 1369 78 81 In this thesis we will study Tate cohomology for finite groups. We will outline the foundations of homological algebra starting with complete and bar resolutions which will be applied on the functors H**(-,-) studying their main properties. We will apply the theory built thus far to the case of group cohomology to classify equivalence classes of group extensions. The Theorem of Chevalley and Artin-Tate will be proved using Herbrand's quotient along with the Nakayama-Tate conditions for cohomological triviality. Στην διατριβή αυτή θα μελετήσουμε τη συνομολογία του Tate για πεπερασμένες ομάδες. Θα δώσουμε μια εισαγωγή στην ομολογιακή άλγεβρα μελετώντας πλήρεις αναλύσεις και τη ραβδοειδή διάλυση τις οποίες θα εφαρμόσουμε στους συναρτητές H**(-,-) των οποίων θα παρουσιάσουμε κύριες ιδιότητες. Μια εφαρμογή των προηγουμένων θα είναι η σχέση της συνομολογίας ομάδων με τις κλάσεις ισοδυναμίας επεκτάσεων μιας πεπερασμένης ομάδας. Θα αποδειχθεί το Θεώρημα των Chevalley και Artin-Tate μέσω του πηλίκου του Herbrand όπως και οι συνθήκες των Nakayama-Tate για συνομολογιακά τετριμμένα πρότυπα. 1370 130 158 Η μελέτη της αναστολής της συσσώρευσης των αιμοπεταλίων μέσω τριμεταζιδίνης και άλλων μεθοξυφαινολικών παράγωγων, ως ένδειξη συμμετοχής ελευθέρων ριζών στην αιμοπεταλιακή συσσώρευση IN THE PRESENT STUDY, TRIMETHOXYPHENYL COMPOUNDS, WERE STUDIED IN ORDER TO ELUCIDATE THE IMPLICATION OF FREE RADICALS FOR PLATELET AGGREGATION. THE STUDY WAS PERFORMED ON WASHED RABBIT PLATELETS AND HUMAN PLATELET RICH PLASMA. A.A, PAF, ADP, EPINEPHRINE AND COLLAGEN WERE USED AS AGONIST. ALL TRIMETHOXYPHENYLCOMPOUNDS TESTED, INHIBITORED PLATELET AGGREGATION, USED AT CONCENTRATIONS FROM 0.00001M TO 0.001M. TRIMETAZIDINE EXHIBITED THE MOST POTENT INHIBITORY EFFECT FROM ALL SUBSTANCES. RESULTS REVEAL THAT PLATELET AGGREGATION CAN BE INHIBITED BY POTENT FREE RADICAL SCAVENGERS. THE ABOVE IS INDICATIVE FOR A COMMON STEP OF BIOCHEMICAL PATHWAYS IN WHICH FREE OXYGEN RADICALS ARE INVOLVED. FINALLY TRIMETAZIDINE IS A POTENT THOUGH NO SPECIFIC INHIBITOR OF PLATELET AGGREGATION IN VITRO AND EX VIVO AND COULD PROBABLY BE EFFECTIVE IN APPROPRIATE DOSES, FOR THE PREVENTION AND/OR TREATMENT OF THROMBOTIC EPISODES. ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΑΝ ΤΡΙΜΕΘΟΞΥΦΑΙΝΟΛΙΚΑ ΜΟΡΙΑ, ΜΕ ΚΥΡΙΟ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΝ ΤΡΙΜΕΤΑΖΙΔΙΝΗ, ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗ ΤΗΣ ΕΜΠΛΟΚΗΣ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΡΙΖΩΝ ΣΤΗΝ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ ΤΩΝ ΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΩΝ. Η ΜΕΛΕΤΗ ΔΙΕΞΗΧΘΗ ΣΕ ΠΛΥΜΜΕΝΑ ΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΑΚΟΥΝΕΛΙΟΥ ΚΑΙ ΣΕ ΠΛΟΥΣΙΟ ΣΕ ΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΑ ΠΛΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. ΟΛΑ ΤΑ ΜΕΘΟΞΥΦΑΙΝΟΛΙΚΑ ΜΟΡΙΑ ΕΞΕΔΗΛΩΣΑΝ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ ΤΩΝ ΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΩΝ.Η ΤΡΙΜΕΤΑΖΙΔΙΝΗ ΕΞΕΔΗΛΩΣΕ ΤΗΝ ΜΕΓΙΣΤΗ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΣΕ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕ ΤΑ ΑΛΛΑ ΜΟΡΙΑ. ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΟΥΝ ΟΤΙ Η ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ ΤΩΝ ΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΩΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΝΑΣΤΑΛΕΙ ΑΠΟ ΔΥΝΗΤΙΚΟΥΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΡΙΖΩΝ. Η ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΕΝΟΣ ΚΟΙΝΟΥ ΣΗΜΕΙΟΥ ΤΩΝ ΒΙΟΧΗΜΙΚΩΝ ΟΔΩΝ ΤΗΣ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗΣ, ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΣΗΜΕΙΟ ΕΜΠΛΕΚΟΝΤΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΡΙΖΕΣ ΟΞΥΓΟΝΟΥ. ΕΝ ΤΕΛΕΙ Η ΤΡΙΜΕΤΑΖΙΔΙΝΗ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΔΥΝΗΤΙΚΟΣ ΑΝ ΚΑΙ ΟΧΙ ΕΙΔΙΚΟΣ ΑΝΑΣΤΟΛΕΑΣ ΤΗΣ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΩΝ IN VITRO ΚΑΙ EX VIVO ΚΑΙ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΔΡΑΣΤΙΚΗ ΣΕ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΔΟΣΕΙΣ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ/Η ΤΗΝ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΘΡΟΜΒΩΤΙΚΩΝ ΕΠΕΙΣΟΔΙΩΝ. 1371 848 824 Study of α-synuclein's heterologous expression in yeast and its interactions with endogenous metabolic factors Μελέτη της ετερόλογης έκφρασης της α-συνουκλεΐνης στον ζυμομύκητα και της αλληλεπίδρασής της με ενδογενείς μεταβολικούς παράγοντες A-synuclein is a protein of 140 amino acids, which is encoded by the gene SNCA and expressed mainly in the presynaptic terminal of the dopaminergic neurons of the substancia nigra pars compacta in the basal ganglia of the human brain. Its accumulation in the internal of the neurons results in their degeneration and the manifestation of Parkinson’s disease. Saccharomyces cerevisiae is used in modeling human diseases, especially neurodegenerative disorders because of the high conservation of essential mechanisms in the sub-cellular level between yeast and neurons. The aim of this dissertation was to establish a model of Parkinson's disease by transferring α-synuclein gene forms to Saccharomyces cerevisiae and the subsequent study of α-synuclein interaction with yeast metabolic pathways implicated in the trehalose biosynthesis and factors that the latter regulates. Trehalose is a non-reducing disaccharide which is found in a plethora of organisms in the nature, including yeasts. It is characterized by its ability to maintain proteins in the right folded formation and inhibit the formation of protein aggregates, while assisting in the confrontation of many kinds of cell stress. In the results of this work all available forms of α-synuclein genes were transferred in yeast cells and their expression was confirmed and it has been shown that the protein is not a toxic agent for yeast in the first 24 hours of its life, whereas toxic phenotypes replicated reliably either by the exogenous use of 1,4-dithiothreitol (DTT) or by yeast cell chronological aging in combination with the expression of α-synuclein. During the viability studies, the high external osmolarity (HEO) condition in the cells was carried out in order to increase the life span of the yeasts in chronological aging and the treatment favored cell viability in the presence as well as in the absence of SNCA. Afterwards, a gradual increase in α-synuclein expression levels in the four cell growth phases was confirmed, where only initial accumulation of α-synuclein was observed in the chronological aging phenotype. Under these observations, gene expression studies were taken place and as resulted of these experiments, in the chronological aging phase, suppression phenomena from the expression of α-synuclein in the transcriptional levels of trehalose’s synthase were observed, although the stimulus for the production of trehalose was increased. In addition, decreased transcriptionals levels in the mechanism of autophagy were detected by the continuous and increasing expression of SNCA. Subsequently, the studies were extended to mutant strains of S. cerevisiae for the three studied trehalose metabolism genes, tps1Δ, tps2Δ and ts11Δ. In tps1Δ, trehalose biosynthesis is impossible and throughout the study it has shown toxicity to the presence of α-synuclein with elevated levels of SNCA expression, decreased viability, particularly in chronological aging, and cytoplasmic aggregates from the exponential growth phase. Gene expression studies revealed elevated expression levels of some of the studied genes in the exponential phase as a response to stress and suppressed expression levels in the distal growth phases indicating the toxic ending of the cells. These indications showed that the HEO condition was unable to improve the viability of the cells in the absence of trehalose synthase. Respectively for tps2Δ cells, which do not biosynthesize trehalose phosphatase and accumulate 6-phospho-trehalose as a by-product, the viability studies in the presence of α-synuclein showed significant suppression and toxic effects in stable expression of the protein in all growth phases, while a global appearance of cytoplasmic inclusions was observed in all growth phases, highlighting the most toxic phenomenon. Furthemore, a generalized suppression of the expression in most of the studied genes in the presence of α-synuclein was observed, revealing toxic effects on the metabolic profile of the cells and the necessity of phosphatase to fill the HEO condition. Finally, in the tsl1Δ strain, in which the trehalose biosynthesis complex partially lost its sensitivity, the phenomena observed by α-synuclein expression were very mild, without greatly decreasing the viability of the cells, without cytoplasmic aggregates of the protein, but with a fall in SNCA expression in the static phase, which may explain the non-toxic phenotype and the balanced gene expression levels. Additionally, it was noticed that the HEO condition can act without the Tsl1p molecule. With the therapeutic intervention with exogenous trehalose in all of the studied cells in the static phase, cell viability increased and the cytoplasmic inclusion bodies that the cells previously carried degraded. From the gene expression studies it appeared that trehalose triggered transcriptionally the autophagy mechanism in wild-type cells, but this was impossible to take place in tps1Δ cells, noting the importance of trehalose synthase as a molecule necessary for the transcriptional activation of the autophagy mechanism. The last step of the present study was the investigation of α-synuclein protein interactions with yeast proteins. For this purpose, a chimeric α-synuclein that had been overexpressed, was interfaced with total protein lysates from wild type yeast cells and tps1Δ mutant cells. The molecule identified primarily to interact with α-synuclein was glyceraldehyde-3-phosphate dehydrogenase (GAPDH) and secondarily fructose diphosphate aldolase. These proteins appear to play important roles in many cellular pathways of S. cerevisiae cells. Η α-συνουκλεΐνη αποτελεί μία πρωτεΐνη 140 αμινοξέων η οποία κωδικοποιείται από το γονίδιο SNCA και εκφράζεται κυρίως στο προσυναπτικό άκρο των ντομαπινεργικών νευρώνων της συμπαγούς μοίρας της μέλαινας ουσίας των βασικών γαγγλίων του ανθρώπινου εγκεφάλου. Η συσσώρευσή της στο εσωτερικό των νευρώνων οδηγεί στην εκφύλισή τους με αποτέλεσμα την εκδήλωση της νόσου Parkinson. Ο Saccharomyces cerevisiae χρησιμοποιείται για τη μοντελοποίηση ανθρώπινων νόσων, ειδικότερα νευροεκφυλιστικών διαταραχών, λόγω της υψηλής διατήρησης ουσιωδών μηχανισμών στο υποκυτταρικό επίπεδο μεταξύ νευρώνων και ζυμομύκητα. Στόχο της παρούσας διατριβής αποτέλεσε η εγκατάσταση ενός μοντέλου της νόσου του Parkinson η οποία θα στηριζόταν στη μεταφορά μορφών γονιδίων της α-συνουκλεΐνης στον Saccharomyces cerevisiae. Παράλληλα, επιλέχθηκε η επακόλουθη μελέτη της αλληλεπίδρασης της α-συνουκλεΐνης με μεταβολικά μονοπάτια του ζυμομύκητα που εμπλέκονται στην βιοσύνθεση της τρεχαλόζης και παράγοντες που η παρουσία αυτής ρυθμίζει. Η τρεχαλόζη είναι ένας μη αναγωγικός δισακχαρίτης που απαντάται στους ζυμομύκητες και χαρακτηρίζεται από την ιδιότητά της να διατηρεί τις πρωτεΐνες στην σωστά αναδιπλωμένη τους μορφή και να εμποδίζει το σχηματισμό συσσωματωμάτων, ενώ βοηθά στην αντιμετώπιση πολλών κυτταρικών στρες. Στα αποτελέσματα της διατριβής πραγματοποιήθηκε και τεκμηριώθηκε η μεταφορά και η έκφραση όλων των διαθέσιμων μορφών της α-συνουκλεΐνης στα κύτταρα του ζυμομύκητα και αποδείχθηκε πως η πρωτεΐνη δεν αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για τον ζυμομύκητα στις πρώτες 24 ώρες της ανάπτυξής του, ενώ οι τοξικές επιδράσεις της εμφανίζονται είτε σε συνδυασμό με την εξωγενή παροχή 1,4-διθειο-θρεϊτόλης (DTT) είτε κατά την χρονολογική γήρανση των κυττάρων Saccharomyces cerevisiae που την εκφράζουν. Κατά τη μελέτη της βιωσιμότητας εφαρμόσθηκε η συνθήκη υψηλής εξωτερικής οσμωτικότητας (ΗΕΟ) στα κύτταρα με σκοπό να αυξηθεί το εύρος ζωής των ζυμομυκήτων στην χρονολογική γήρανση και αποδείχθηκε πως η συνθήκη ευνόησε την βιωσιμότητα των κυττάρων παρουσία και απουσία του SNCA. Ακολούθως, διαπιστώθηκε η βαθμιαία αύξηση των επιπέδων έκφρασης της α-συνουκλεΐνης στις τέσσερις φάσεις ανάπτυξης των κυττάρων, όπου παρατηρήθηκε μόνο αρχόμενη συσσώρευση της α-συνουκλεΐνης στον φαινότυπο της χρονολογικής γήρανσης. Στο πλαίσιο αυτό μέσω μελετών της γονιδιακής έκφρασης στην φάση της χρονολογικής γήρανσης διαπιστώθηκαν κατασταλτικά φαινόμενα από την έκφραση της α-συνουκλεΐνης στα μεταγραφικά επίπεδα της συνθάσης της τρεχαλόζης, παρότι το ερέθισμα για την παραγωγή τρεχαλόζης φερόταν αυξημένο. Ακόμη, ανιχνεύτηκαν κατεσταλμένα μεταγραφικά επίπεδα στο σκέλος της αυτοφαγίας από την συνεχόμενη και αυξανόμενη έκφραση του SNCA. Στην συνέχεια, οι μελέτες επεκτάθηκαν σε μεταλλαγμένα στελέχη S. cerevisiae ως προς τα τρία μελετώμενα γονίδια του μεταβολισμού της τρεχαλόζης, τα tps1Δ, tps2Δ και tsl1Δ. Στο tps1Δ είναι αδύνατη η βιοσύνθεση τρεχαλόζης και εμφάνισε καθ’ όλη την διάρκεια της μελέτης του τοξικότητα στην παρουσία της α-συνουκλεΐνης με αυξημένα επίπεδα έκφρασης του SNCA, μειωμένη βιωσιμότητα κυρίως στην χρονολογική γήρανση και κυτταροπλασματικά συσσωματώματα από την εκθετική φάση ανάπτυξης. Οι μελέτες γονιδιακής έκφρασης ανέδειξαν ένα προφίλ απόκρισης στο στρες από την εκθετική φάση και κατεσταλμένα επίπεδα έκφρασης στις απώτερες φάσεις ανάπτυξης μαρτυρώντας την τοξική κατάληξη των κυττάρων, οπότε φάνηκε πως η συνθήκη ΗΕΟ αδυνατούσε να βελτιώσει την βιωσιμότητα των κυττάρων απουσία της συνθάσης της τρεχαλόζης. Αντίστοιχα για τα κύτταρα tps2Δ, τα οποία δεν βιοσυνθέτουν φωσφατάση της τρεχαλόζης και συσσωρεύουν 6-φωσφο-τρεχαλόζη ως παραπροϊόν, οι μελέτες βιωσιμότητας παρουσία της α-συνουκλεΐνης έδειξαν σημαντική καταστολή και τοξικά φαινόμενα σε σταθερή έκφραση της πρωτεΐνης σε όλες τις φάσεις ανάπτυξης, ενώ παρατηρήθηκε καθολική εμφάνιση κυτταροπλασματικών εγκλείστων σε όλες τις φάσεις ανάπτυξης, αναδεικνύοντας τον πιο τοξικό φαινότυπο μεταξύ αυτών που διερευνήθηκαν. Ακόμη, διαπιστώθηκε μια γενικευμένη καταστολή της έκφρασης των περισσοτέρων μελετώμενων γονιδίων παρουσία της α-συνουκλεΐνης, αναδεικνύοντας τοξικά φαινόμενα στο μεταβολικό προφίλ των κυττάρων και την αναγκαιότητα της φωσφατάσης για την πλήρωση της συνθήκης ΗΕΟ. Τέλος, στο στέλεχος tsl1Δ, στο οποίο το σύμπλοκο βιοσύνθεσης της τρεχαλόζης έχει απωλέσει μερικώς την ρυθμιστική ευαισθησία του, τα φαινόμενα που παρατηρήθηκαν από την έκφραση της α-συνουκλεΐνης ήταν πολύ ήπια, χωρίς μεγάλη πτώση της βιωσιμότητας των κυττάρων, χωρίς κυτταροπλασματικά συσσωματώματα της πρωτεΐνης, αλλά με πτώση της έκφρασης του SNCA στην στατική φάση, γεγονός που μπορεί να ερμηνεύει τον μη τοξικό φαινότυπο και τα εξισορροπημένα επίπεδα γονιδιακής έκφρασης που παρατηρήθηκαν. Επίσης, φάνηκε πως η δράση της συνθήκης ΗΕΟ δεν επηρεάζεται από την απουσία του Tsl1p. Με την δοκιμή της θεραπείας όλων των κυττάρων με χορήγηση εξωγενούς τρεχαλόζης στη στατική φάση ανάπτυξης παρατηρήθηκε ότι με αυτή την παρέμβαση η βιωσιμότητα των κυττάρων αυξήθηκε, ενώ δεν παρατηρήθηκαν κυτταροπλασματικά έγκλειστα στα κύτταρα που προηγουμένως τα έφεραν. Από τις μελέτες γονιδιακής έκφρασης φάνηκε πως η τρεχαλόζη ενεργοποίησε μεταγραφικά τον μηχανισμό της αυτοφαγίας στα κύτταρα αγρίου τύπου, αλλά αυτό δεν συνέβη στα κύτταρα tps1Δ, γεγονός που υποδηλώνει την σημαντικότητα της συνθάσης της τρεχαλόζης ως μόριο απαραίτητο για την μεταγραφική ενεργοποίηση του αυτοφαγικού μηχανισμού. Τέλος, διερευνήθηκε η αλληλεπίδραση της α-συνουκλεΐνης με πρωτεΐνες του ζυμομύκητα. Για το σκοπό αυτό υπερεκφράστηκε μία χιμαιρική α-συνουκλεΐνη που υπεβλήθη σε αλληλεπίδραση με ολικά πρωτεϊνικά εκχυλίσματα των αγρίου τύπου κυττάρων και των μεταλλαγμένων κυττάρων tps1Δ. Το μόριο που ταυτοποιήθηκε κατ’ εξοχήν να αλληλεπιδρά με την α-συνουκλεΐνη ήταν η αφυδρογονάση της 3-φωσφορικής γλυκεραλδεΰδης (GAPDH) και δευτερευόντος η αλδολάση της διφωσφορικής φρουκτόζης. Οι πρωτεΐνες αυτές φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο σε πολλά κυτταρικά μονοπάτια των κυττάρων S. cerevisiae. 1372 732 663 «Development of electromechanical and electrical systems for the formation and transmission of signals of biological and chemical origin for the purpose of action on biological organisms and biological systems in general Ηλεκτρομαγνητικά πεδία διαμορφωμένα βάσει φασμάτων συντονισμού ουσιών The acute phase protein HSP-70 belongs to a group of proteins with multifunctional roles, one of which is to protect the cell from thermal and oxidative stress. It is a highly conservative structure and it occurs in all cellular systems. The present Dissertation is aiming at studying the effect of electromagnetic resonance frequency fields of this protein on human cells. Two cell lines were used: 1. Cervical cancer cells (HeLa cells), a well-characterized and widely used cell line. 2. Genetically modified HeLa cells, in which the HSP-70 acute phase protein gene has been silenced. These types of cells are unable to survive under mild thermal and oxidative stress. The resonant frequencies of HSP-70 were obtained from isolated pure protein using the experimental device Multi Chanel Dynamic Exciter. The same device was also used in order to store and emit the electromagnetic waves. The methodology followed is described briefly at the followings: plates with cell cultures of the aforementioned cell lines were exposed, in a Faraday cage, under the emission of specific, recorded electromagnetic waves at predetermined intervals. Each exposure was followed by the incubation of the cells for 24 hours. After the completion of the desired exposures in each case, a mild thermal shock, 43 °C for one hour, was performed, by means of a water bath. The cultures were then returned to incubation for 24 hours. To study the effect of electromagnetic fields on the stressed cultures, cell growth measurements were taken and monitored for 6 days, as well as statistical measurements of colony formation capacity were also estimated. In addition, Western blots were performed to confirm whether or not the acute phase HSP-70 protein was produced in the genetically modified cells that had regained viability. In our study, the differentiating activity of various factors on the K562 cell line was also investigated. More specifically, the 13-cis retinoic acid as a representative of retinoids, the human recombinant erythropoietin and the amine were studied. Moreover, the electromagnetic resonance spectra (in the low frequency spectrum) of 13-cis retinoic acid and erythropoietin were obtained and the possibility of increasing their activity under simultaneous exposure of K562 cells in these spectra (Bohm-Aharonov effect) was examined. In addition, the possibility for differentiation of these cells was tested using only the electromagnetic fields of the resonant spectra, using as a negative control (blank) a random frequency spectrum. The exposure of K562 cell line to the retinoic and erythropoietin resonant spectra yielded results similar to those of the above substances. The results are presented by the cell growth rate curves, where a significant decrease in growth rate is recorded in all cases. In addition, a change in the color of the cells was observed, especially in the case of hemin administration, where the cell sediment after centrifugation receives a red staining, indicating the presence of hemoglobin. The amounts of hemoglobin produced are also measured by indirect photometric determination and specialized staining. The study is performed by the colorimetric assay, which is because the function of hemoglobin pseudoperoxidase oxidizes 2,7-diaminofluorescent to fluorescent cyanide, which is easily measured and recorded as it absorbs in a relatively wide range but peaks at 610 nm. The absorbents obtained will be correlated with hemoglobin’s concentration in the samples using a standard absorption curve constructed using pure human hemoglobin solutions. The in vivo experiments, in which six groups (and one control of controls group) of Wistar rats became anemic after the administration of pharmacological and toxicological protocol, also showed that anemic rats exposed to electromagnetic fields formed according to the erythropoietin resonance spectra corrected their anemia in comparison to the control animals. Electromagnetic fields’ effects are stronger when there is a simultaneously administration of iron, folic acid and ascorbic acid supplements. Finally, the actions of the electromagnetic fields seem to act synergistically to the erythropoietin’s action when it is administered intraperitoneally, as well as to the administration of iron, folic acid and ascorbic acid. Therefore, in the present dissertation, we find multiple effects of electromagnetic fields in vitro and in vivo levels. These data are valuable and require greater and more detailed investigation at the molecular level in order to determine if there is gene expression or other phenomena related to protein synthesis. Η πρωτεΐνη οξείας φάσεως HSP-70 ανήκει σε μία ομάδα πρωτεϊνών με πολλαπλούς ρόλους, ένας από τους οποίους είναι η προστασία του κυττάρου από θερμικά και οξειδωτικά στρες. Είναι εξαιρετικά συντηρημένη και εμφανίζεται σε όλα τα κυτταρικά συστήματα. Σκοπός του πειράματος και θέμα της παρούσης Διδακτορικής Διατριβής είναι η μελέτη της επίδρασης ηλεκτρομαγνητικών πεδίων συχνοτήτων συντονισμού της εν λόγω πρωτεΐνης επάνω σε ανθρώπινα κύτταρα. Χρησιμοποιήθηκαν δύο κυτταρικές σειρές: 1. Καρκινικά κύτταρα του τραχήλου της μήτρας (HeLa cells), μία καλά χαρακτηρισμένη και πολύ χρησιμοποιημένη κυτταρική σειρά. 2. Γενετικά τροποποιημένα κύτταρα HeLa στα οποία έχει αποσιωπηθεί το γονίδιο της πρωτεΐνης οξείας φάσεως HSP-70. Τα κύτταρα αυτά αδυνατούν να επιβιώσουν κάτω από ήπια θερμικά και οξειδωτικά στρες. Οι συχνότητες συντονισμού της HSP-70 ελήφθησαν από απομονωμένη καθαρή πρωτεΐνη με χρήση της πειραματικής συσκευής Multi-Channel Dynamic Exciter. Η ίδια διάταξη χρησιμοποιήθηκε επίσης για την αποθήκευση και εκπομπή των Ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε σε γενικές γραμμές είχε ως εξής: Καλλιέργειες των προαναφερθέντων κυτταρικών σειρών σε τρυβλία εκτίθεντο εντός κλωβού Faraday στα καταγεγραμμένα ηλεκτρομαγνητικά κύματα για προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα. Μετά από κάθε έκθεση ακολουθούσε επώαση των κυττάρων για 24 ώρες. Μετά το πέρας των επιθυμητών σε κάθε περίπτωση εκθέσεων πραγματοποιούνταν ένα ήπιο θερμικό σοκ, 43°C για μία ώρα, με χρήση υδατόλουτρου. Εν συνεχεία οι καλλιέργειες επιστρέφονταν στην επώαση για 24 ώρες. Για τη μελέτη της επίδρασης των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων στις στρεσαρισμένες καλλιέργειες ελήφθησαν μετρήσεις ανάπτυξης των επεξεργασμένων κυττάρων για διάστημα 6 ημερών καθώς και στατιστικές μετρήσεις ικανότητας σχηματισμού αποικίας. Επιπλέον, πραγματοποιήθηκαν αποτυπώματα κατά Western ούτως ώστε να επιβεβαιωθεί η παραγωγή ή μη της πρωτεΐνης οξείας φάσεως HSP-70 στα γενετικά τροποποιημένα κύτταρα που ανέκτησαν την ικανότητα επιβίωσης. Επίσης στην μελέτη μας έγινε διερεύνηση της διαφοροποιητικής δράσης διαφόρων παραγόντων επί της κυτταρικής σειράς Κ562. Συγκεκριμένα μελετήθηκαν το 13-cis retinoic acid ως εκπρόσωπος των ρετινοειδών η ανθρώπινη ανασυνδυασμένη ερυθροποιητίνη. Παράλληλα ελήφθησαν τα ηλεκτρομαγνητικά φάσματα συντονισμού (στο φάσμα χαμηλών συχνοτήτων) των δύο πρώτων και εξετάστηκε η δυνατότητα αύξησης της δράσης τους υπό ταυτόχρονη έκθεση των κυττάρων Κ562 στα φάσματα αυτά (φαινόμενο Bohm - Aharonov). Επιπλέον ελέγχθηκε η δυνατότητα διαφοροποίησης των εν λόγω κυττάρων με χρήση μόνο των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων φασμάτων συντονισμού, χρησιμοποιώντας ως αρνητικό έλεγχο ένα τυχαίο φάσμα συχνοτήτων. Η έκθεση των Κ562 στα φάσματα συντονισμού του ρετινοϊκού και της ερυθροποιητίνης έδωσε αποτελέσματα παρόμοια με αυτά των παραπάνω ουσιών. Τα αποτελέσματα παρίστανται δια της μορφής καμπυλών ρυθμού ανάπτυξης των κυττάρων, όπου καταγράφεται σημαντική μείωση του ρυθμού ανάπτυξης σε όλες τις περιπτώσεις. Επιπλέον παρατηρήθηκε αλλαγή του χρωματισμού των κυττάρων και ειδικότερα στην περίπτωση χορήγησης αιμίνης, όπου το κυτταρικό ίζημα μετά από φυγοκέντρηση λαμβάνει ερυθρά χρώση υποδεικνύοντας την ύπαρξη αιμοσφαιρίνης. Επίσης, οι ποσότητες της παραγόμενης αιμοσφαιρίνης μετρούνται με έμμεσο φωτομετρικό προσδιορισμό και εξειδικευμένη χρώση. Η μελέτη πραγματοποιείται με χρωματομετρική μέθοδο (colorimetric assay) η οποία βασίζεται στο ότι η λειτουργία ψευδοϋπεροξειδάσης της αιμοσφαιρίνης οξειδώνει το 2,7- διαμινοφθορένιο προς κυανό του φθορενίου, το οποίο εύκολα φωτομετρείται καθώς απορροφά σε σχετικά ευρύ φάσμα αλλά με κορύφωση στα 610 nm. Οι ληφθείσες απορροφήσεις θα συσχετισθούν με συγκέντρωση αιμοσφαιρίνης στα δείγματα χρησιμοποιώντας πρότυπη καμπύλη απορρόφησης κατασκευασμένη με χρήση διαλυμάτων καθαρής ανθρώπινης αιμοσφαιρίνης. Τα in vivo πειράματα στα οποία έξι ομάδες επιμύων Wistar κατέστησαν αναιμικές με φαρμακολογικό – τοξικολογικό τρόπο έδειξαν επίσης ότι οι αναιμικοί επίμυες που εκτίθενται σε ηλεκτρομαγνητικά πεδία διαμορφωμένα σύμφωνα με τα φάσματα συντονισμού της ερυθροποιητίνης διορθώνουν την αναιμία, ως προς τα ζώα ελέγχου. Οι δράσεις των πεδίων είναι ισχυρότερες όταν στα ζώα χορηγούνται συμπληρώματα σιδήρου, φυλλικού οξέος και ασκορβικού οξέος. Εκτός από τις έξι αυτές ομάδες υπήρξε και μια έβδομη ομάδα ελέγχου των ελέγχων η οποία αφέθηκε ελεύθερη από παρεμβάσεις. Τέλος οι δράσεις των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων φαίνεται να συνεργούν με την δράση χορηγούμενης ερυθροποιητίνης ενδοπεριτοναϊκά καθώς και χορήγηση σιδήρου, φυλλικού οξέος και ασκορβικού οξέος. Συνεπώς στην παρούσα διατριβή διαπιστώνουμε πολλαπλές δράσεις των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων σε επίπεδο in vitro και in vivo. Τα δεδομένα αυτά είναι αξιόλογα και χρήζουν μεγαλύτερης και λεπτομερέστερης διερεύνησης σε μοριακό επίπεδο προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχει έκφραση γονιδίων ή άλλα φαινόμενα σχετιζόμενα με την πρωτεϊνική σύνθεση. 1373 230 215 Η μελέτη της προεγχειρητικής ελαστικότητας και μετεγχειρητικής διορθώσεως του σκολιωτικού κυρτώματος 46 PATIENTS WITH IDIOPATHIC SCOLIOSIS WERE OPERATED USING HARRINGTON DISTRACTION RODS AND POSTERIOR SPINAL FUSION, DURING THE LAST TEN YEARS, AT THE ORTHOPAEDIC DEPARTMENT OF THE UNIVERSITY OF IOANNINA MEDICAL SCHOOL. CURVE ELASTICITY WAS PREOPERATIVELY MEASURED SO THAT THE POSTOPERATIVE DEGREE OF CORRECTION COULD BE PREDICTED. ELASTICITY MEASUREMENT WAS DONE WITH THE PATIENT ON SUPINE POSITION USING MANUAL TRACTION. THE MEAN PREOPERATIVE OF THE THORACIC CURVES WAS 60,7WITH THE THORACOLUMBAR AND LUMBAR CURVES BEING 55,7 AND 50,6 RESPECTIVELY. USING MANUAL TRACTION, THE CURVES WERE FOUND TO CORRECT DOWN TO 33,9 FOR THE THORACIC CURVES AND 27,1 AND 30,6 FOR THE THORACOLUMBAR AND LUMBAR CURVES. IN SURGERY, USING HARRINGTON DISTRACTION RODS, FURTHER CORRECTION WAS OBTAINED AND THE MEAN FINAL CURVE WAS MEASURED 22,2 FOR THE THORACIC, 19,0 FOR THE THORACOLUMBAR AND 21,8 FOR THE LUMBAR CURVES. RESULTS SHOWED THAT THE MAGNITUDE OF FINAL CORRECTION WAS GREATER FOR THE THORACOLUMBAR CURVES (MEAN CORRECTION 65,8%) WHICH WERE FOLLOWED BY THE THORACIC (MEAN CORRECTION 63,4%) AND THE LUMBAR CURVES (56,9%). IN THE FEMALE PATIENT GROUP (N=33) THE MAGNITUDE OF FINAL CORRECTION WAS GREATER (67,0%) COMPARED TO THE MALE GROUP (N=13) WHERE THE MEAN CORRECTION WAS 53,8%. THE TECHNIQUE OF MANUAL TRACTION FOR THE ASSESSMENT OF PREOPERATIVE CURVE ELASTICITY IN IDIOPATHIC SCOLIOSIS, IS PROVED FROM THIS STUDY, TO BE A RELIABLE METHOD FOR THE PREDICTION OF THE CORRECTABILITY OF THE SCOLIOTIC CURVE USINGHARRINGTON DISTRACTION RODS. 46 ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΙΔΙΟΠΑΘΗ ΣΚΟΛΙΩΣΗ ΧΕΙΡΟΥΡΓΗΘΗΚΑΝ ΜΕ ΡΑΒΔΟΥΣ HARRINGTON ΚΑΙ ΟΠΙΣΘΙΑ ΣΠΟΝΔΥΛΟΔΕΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ 10 ΕΤΩΝ, ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΠΕΔΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ. Η ΕΛΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΤΩΜΑΤΩΝ ΕΛΕΓΧΘΗΚΕ ΠΡΟΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΑ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΕΙ Ο ΒΑΘΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΩΣ ΜΕΤΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΑ. Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΕΛΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΕΓΙΝΕ ΜΕ ΤΗΝ ΜΕΘΟΔΟ ΤΗΣ ΕΛΞΕΩΣ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΣΕ ΥΠΤΙΑ ΘΕΣΗ. ΠΡΟΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΑ Ο ΜΕΣΟΣ ΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΩΡΑΚΙΚΩΝ ΚΥΡΤΩΜΑΤΩΝ ΗΤΑΝ 60,7 ΤΩΝ ΘΩΡΑΚΟΟΣΦΥΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΣΦΥΙΚΩΝ ΗΤΑΝ 55,7 ΚΑΙ 50,0 ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ. ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΞΗ ΤΑ ΚΥΡΤΩΜΑΤΑ ΔΙΟΡΘΩΘΗΚΑΝ, ΤΑ ΘΩΡΑΚΙΚΑ ΣΤΙΣ 33,9 ΤΑ ΘΩΡΑΚΟΟΣΦΥΙΚΑ ΣΤΙΣ 27,1 ΚΑΙ ΤΑ ΟΣΦΥΙΚΑ ΣΤΙΣ 30,6. ΜΕ ΤΗΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΡΑΒΔΩΝ ΔΙΑΤΑΣΕΩΣ HARRINGTON, ΕΠΕΤΕΥΧΘΗ ΠΕΡΑΙΤΕΡΟΥ ΔΙΟΡΘΩΣΗ, Η ΟΠΟΙΑ ΗΤΑΝ 22,2 ΓΙΑ ΤΑ ΘΩΡΑΚΙΚΑ 19,0 ΓΙΑ ΤΑ ΘΩΡΑΚΟΟΣΦΥΙΚΑ ΚΑΙ 21,8 ΓΙΑ ΤΑ ΟΣΦΥΙΚΑ. ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΔΕΙΞΑΝ ΟΤΙ Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΕΠΕΤΕΥΧΘΗ ΣΤΑ ΘΩΡΑΚΟΟΣΦΥΙΚΑ ΚΥΡΤΩΜΑΤΑ (ΠΟΣΟΣΤΟ ΔΙΟΡΘΩΣΕΩΣ 65,8). ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΝ ΤΑ ΘΩΡΑΚΙΚΑ (ΠΟΣΟΣΤΟ ΔΙΟΡΘΩΣΕΩΣ 63,4%) ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΤΑ ΟΣΦΥΙΚΑ (ΠΟΣΟΣΤΟ ΔΙΟΡΘΩΣΕΩΣ 56,9%). ΣΤΟΝ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΠΛΗΘΥΣΜΟ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ (Ν=33) Η ΤΕΛΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ 67,0%, ΗΤΑΝ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΣΕ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΡΡΕΝΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ (Ν=33) ΠΟΥ ΗΤΑΝ 53,8%. ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΛΕΤΗ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΟΤΙ Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΕΩΣ ΣΕ ΥΠΤΙΑ ΘΕΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΑΣΦΑΛΗ ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΣΚΟΛΙΩΤΙΚΩΝ ΚΥΡΤΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ ΚΑΤΑ ΑΚΡΙΒΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΝ ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΤΗΣ ΜΕΤΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΗΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΡΑΒΔΩΝ ΔΙΑΤΑΣΕΩΣ HARRINGTON. 1374 370 359 Study of qualitative characteristics of novel wines produced from co-vinification of grape juice and pomegranate juice Μελέτη ποιοτικών χαρακτηριστικών κρασιών που προκύπτουν από συνοινοποίηση γλεύκους και χυμού από ρόδια Wine is one of the major beverages with important organoleptic and nutritional value. A large circle of economic activity is developed around this product. The search for new foods and beverages with innovative organoleptic and functional characteristics is a trend which is supported by the consumers.Pomegranate is a fruit with high amount in antioxidants and this doctoral thesis dealt with the idea of using pomegranate juice together with grape juice in the vinification for wine production. Experimental wines were produced from grape varieties widely cultivated in Greece, with the participation of pomegranate juice from “Wonderful” variety which is also grown in our country. The mixing ratio of grape juice and pomegranate juice at the beginning of the fermentation was 90% -10% and 70% -30% respectively.Vinification was followed by analysis of main chemical characteristics as alcohol content, pH, total acidity, free sulphite and antioxidant potential by calculating the total phenols (Folin-Ciocalteu method) and the binding capacity of free radical (DPPH method). A number of aromatic compounds were determined which have a significant contribution to the wine aroma. Finally organoleptic testing was done in the experimental wines. All these parameters were measured as a function of storage time lasted up to three years. Similar measurements were performed in reference wines which were produced only from grape juice.The presence of pomegranate in these experimental wines reduced the alcohol content and pH and increased the total acidity. The produced wines showed differences in the basic chemical parameters not only at the beginning of storage time but also during their maturation in the bottle. Based on the above findings, the wines with pomegranate juice showed better preservation levels and more desirable organoleptic characteristics in most cases.The comparison and the evolution of their nutritional value in terms of the antioxidant characteristics were also interesting; the presence of pomegranate in many cases even at low content (10%), increased the concentration of total phenols and the antioxidant activity.The results of this doctoral thesis can help in the production of innovative types of wines and simultaneously can contribute to a more extensive research on this kind of co-vinification of grape and pomegranate juice. Το κρασί αποτελεί ένα από τα βασικότερα ευφραντικά το οποίο έχει σημαντική οργανοληπτική και διατροφική αξία. Η αναζήτηση νέων τροφίμων και ποτών με καινοτόμα οργανοληπτικά και βιολειτουργικά χαρακτηριστικά αποτελεί μία τάση η οποία στηρίζεται από τους καταναλωτές.Το ρόδι αποτελεί έναν καρπό με μεγάλη περιεκτικότητα σε αντιοξειδωτικές ουσίες και η παρούσα διδακτορική διατριβή ασχολήθηκε με την ιδέα της χρήσης του στην παραγωγή κρασιού με συνοινοποίησή του με χυμό σταφυλιού. Για τον σκοπό αυτό παράχθηκαν κρασιά από ευρέως καλλιεργούμενες ποικιλίες σταφυλιών στην Ελλάδα με την συμμετοχή χυμού ροδιού της ποικιλίας Wonderful η οποία επίσης καλλιεργείται στην χώρα μας. Η αναλογία ανάμειξης γλεύκους και χυμού ροδιού κατά την έναρξη της ζύμωσης ήταν 90%-10% και 70%-30% αντίστοιχα.Την οινοποίηση ακολούθησαν αναλύσεις βασικών χημικών χαρακτηριστικών όπως οι αλκοολικοί βαθμοί, το pH, η ολική οξύτητα, το ελεύθερο θειώδες αλλά και του αντιοξειδωτικού δυναμικού μέσω του υπολογισμού των ολικών φαινολών (μέθοδος Folin-Ciocalteu) και της ικανότητας δέσμευσης της ελεύθερης ρίζας DPPH*. Ακόμη προσδιορίστηκε ένας αριθμός αρωματικών ενώσεων οι οποίες έχουν σημαντική συμβολή στην διαμόρφωση του αρώματος των κρασιών. Τέλος πραγματοποιήθηκε οργανοληπτικός έλεγχος των καινοτόμων κρασιών. Όλες αυτές οι παράμετροι μετρήθηκαν σε συνάρτηση με τον χρόνο αποθήκευσης και διήρκεσαν έως και τρία χρόνια. Αντίστοιχες μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν και σε κρασιά-μάρτυρες τα οποία είχαν παραχθεί μόνο από χυμό σταφυλιού.Η παρουσία του ροδιού στα καινοτόμα κρασιά ελάττωσε τον αλκοολικό βαθμό και το pH και αύξησε την ολική οξύτητα. Παράχθηκαν κρασιά με διαφορές στις βασικές τους χημικές παραμέτρους όχι μόνο στην αρχή της αποθήκευσης τους αλλά και κατά την ωρίμανσή τους σε φιάλη. Με βάση τα παραπάνω ευρήματα, στα κρασιά με χυμό ροδιού παρατηρήθηκαν στις περισσότερες περιπτώσεις καλύτερα επίπεδα συντήρησης και περισσότερο επιθυμητά οργανοληπτικά χαρακτηριστικά.Η σύγκριση και η εξέλιξη της διατροφικής τους αξίας όσον αφορά τα αντιοξειδωτικά τους χαρακτηριστικά παρουσίασε επίσης ενδιαφέρον καθώς το ποσοστό ροδιού σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και σε μικρή περιεκτικότητα (10%), αύξησε εμφανώς την συγκέντρωση των ολικών φαινολών όπως και την ικανότητα δέσμευσης της ελεύθερης ρίζας DPPH*.Τα αποτελέσματα της παρούσας διδακτορικής διατριβής μπορούν να βοηθήσουν στην δημιουργία καινοτόμων τύπων κρασιών και ταυτόχρονα να συνεισφέρουν σε μία πιο εκτεταμένη έρευνα πάνω στην συνοινοποίηση γλεύκους και χυμού ροδιού. 1375 469 496 learning hierarchies in the literature of general chemistry and in the states-of-matter approach (SOMA): question evaluation ιεραρχίες μάθησης στη βιβλιογραφία της γενικής χημείας και στην προσέγγιση των καταστάσεων της ύλης (SOMA): αξιολόγηση των ερωτήσεων των αντίστοιχων κεφαλαίων Target:The aim of the study was initially recorded and studied the way of presenting the chemical bonds of university books General Chemistry and Chemistry textbooks of secondary education . Then show how to connect knowledge in chemistry books and organization structures of knowledge used.Then record how far questions of university textbook General Chemistry , evaluate different kinds of knowledge and skills including metacognition , what mental processes should follow the student in order to respond and to compare these books as to what their questions and the purpose of achieving . Finally realized research and teaching intervention to identify students' comprehension difficulties and students in the capital of the chemical bond.Method:In the first stage of the evaluation included the following steps: a. Description and study of the presentation of chemical bonds for each book individually and b. Overall comparison of all books together , for the presentation of specific features. After that, recognition , analysis and classification of basic data and links that relate to these key elements. Finally, the organization of knowledge of books presented using concepts maps and the qualitative ranking based on external characteristics thus highlighting the fundamental differences in the structures. The question assessment tool used, a clear type of knowledge required by the question and the mental process that the student should follow in order to give the answer. The research process took place in two rounds. In a’ circle, since teachers have completed their teaching given questionnaires completed by trainees. In b’ cycle we took action in two schools. Each school had a control group that was taught section of the chemical bond exclusively using the textbook and an experimental group in which the chemical bond and the types of taught exclusively by standard teaching intervention , which was given to teachers. Then the same questionnaire with the a’ circle was completed in the b circle too.Results:Most books studying the ionic bond first, state in intermolecular bonds as forces and linking concepts electronegativity and polarity with covalent bond and Coulomb forces and octet rule with ionic bond. While all the books used the same basic elements, the organizational structures of knowledge was totally different and dominated by links of descriptive models. The majority of questions in the books was assessing declarative knowledge base level, and there was a complete absence of metacognitive and group questions.Finally they found difficulties in understanding basic chemical concepts used in the study of chemical bonding , such as electronegativity , the Lewis structures , the rule of the octet , the Coulomb forces , the others polarity of students a high school class and freshmen students. The teaching intervention improved considerably the number of correct answers and their level in Solo taxonomy. Στόχος; Στόχος της διατριβής ήταν αρχικά να καταγραφεί και να μελετηθεί ο τρόπος παρουσίασης των χημικών δεσμών από πανεπιστημιακά βιβλία Γενικής Χημείας αλλά και εγχειρίδια Χημείας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Στη συνέχεια να παρουσιαστεί ο τρόπος σύνδεσης της γνώσης σε βιβλία Χημείας και οι δομές οργάνωσης της γνώσης που χρησιμοποιούνται. Έπειτα να καταγράψει σε τι βαθμό οι ερωτήσεις των πανεπιστημιακών εγχειριδίων Γενικής Χημείας, αξιολογούν διάφορα είδη γνώσεων και δεξιοτήτων συμπεριλαμβανομένης και της μεταγνώσης, ποιες νοητικές διεργασίες πρέπει να ακολουθήσει ο φοιτητής έτσι ώστε να απαντήσει και να συγκρίνει τα βιβλία αυτά ως προς τα είδη των ερωτήσεών τους και τον σκοπό που επιτυγχάνουν. Τέλος πραγματοποιήθηκε έρευνα και διδακτική παρέμβαση με σκοπό τον εντοπισμό δυσκολιών κατανόησης των μαθητών και φοιτητών στο κεφάλαιο του χημικού δεσμού. Μέθοδος;Στο πρώτο στάδιο η αξιολόγηση περιελάμβανε τα παρακάτω στάδια: α. Περιγραφή και μελέτη του τρόπου παρουσίασης του Χημικού δεσμού για κάθε βιβλίο ξεχωριστά και β. σύγκριση συνολικά όλων των βιβλίων μαζί, ως προς τον τρόπο παρουσίασης συγκεκριμένων χαρακτηριστικών. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε αναγνώριση, ανάλυση και κατηγοριοποίηση βασικών στοιχείων αλλά και των συνδέσμων που σχετίζουν τα βασικά αυτά στοιχεία. Τέλος η οργάνωση της γνώσης των βιβλίων παρουσιάστηκε, χρησιμοποιώντας χάρτες εννοιών και ταξινομώντας την ποιοτικά με βάση εξωτερικά χαρακτηριστικά αναδεικνύοντας έτσι τις θεμελιώδεις διαφορές στις δομές της. Το εργαλείο αξιολόγησης των ερωτήσεων που χρησιμοποιήθηκε, κατέγραψε το είδος της γνώσης που απαιτούσε η ερώτηση αλλά και την νοητική διεργασία που έπρεπε να ακολουθήσει ο μαθητής έτσι ώστε να δώσει την απάντηση. Η ερευνητική διαδικασία πραγματοποιήθηκε σε δύο κύκλους. Στον α ΄ κύκλο, αφού οι εκπαιδευτικοί ολοκλήρωσαν την διδασκαλία τους, δόθηκαν ερωτηματολόγια τα οποία συμπληρώθηκαν από τους εκπαιδευόμενους. Στον β ΄ κύκλο, πραγματοποιήθηκε παρέμβαση σε δύο σχολεία της Δ.Ε. Κάθε σχολείο είχε μία ομάδα ελέγχου στην οποία διδάχτηκε το κεφάλαιο του χημικού δεσμού αποκλειστικά χρησιμοποιώντας το σχολικό βιβλίο και μία πειραματικά ομάδα, στην οποία ο χημικός δεσμός και τα είδη του διδάχτηκαν αποκλειστικά από πρότυπη διδακτική παρέμβαση, η οποία δόθηκε στους εκπαιδευτικούς. Στη συνέχεια, συμπληρώθηκαν τα ίδια ερωτηματολόγια με τον α ΄ κύκλο και από τις δύο ομάδες. Αποτελέσματα;Τα περισσότερα βιβλία μελετούν τον ιοντικό δεσμό πρώτο, αναφέρουν τους διαμοριακούς δεσμούς ως δυνάμεις και συνδέουν τις έννοιες ηλεκτραρνητικότητα, και πολικότητα με τον ομοιοπολικό δεσμό ενώ δυνάμεις Coulomb και κανόνα οκτάδας με τον ιοντικό δεσμό. Ενώ όλα τα βιβλία χρησιμοποίησαν τα ίδια βασικά στοιχεία, οι δομές οργάνωσης της γνώσης ήταν τελείως διαφορετικές και κυριάρχησαν οι σύνδεσμοι των περιγραφικών μοντέλων. Η πλειοψηφία των ερωτήσεων στα βιβλία αξιολογούσε δηλωτική γνώση βασικού επιπέδου, ενώ παρατηρήθηκε η πλήρης απουσία μεταγνωστικών και ομαδικών ερωτήσεων. Τέλος εντοπίστηκαν δυσκολίες στην κατανόηση βασικών χημικών εννοιών που χρησιμοποιούνται στην μελέτη του χημικού δεσμού, όπως είναι η ηλεκτραρνητικότητα, οι δομές Lewis, ο κανόνας της οκτάδας, οι δυνάμεις Coulomb, η πολικότητα κ.ά., από μαθητές α΄ τάξης λυκείου αλλά και πρωτοετείς φοιτητές. Η διδακτική παρέμβαση βελτίωσε αρκετά τον αριθμό των σωστών απαντήσεων αλλά και το επίπεδό τους με βάση τη μέθοδο Solo. 1376 118 145 Το επαγγελματικό ήθος του Έλληνα εκπαιδευτικού κατά την άσκηση των καθηκόντων του This work seeks an approach to professional ethics, deontology and the professional consistency of a Greek teacher of primary school in the exercise of his duties. Research through references defines the term profession and vocation, gives the moral definition of professional ethics and consistency, outlining the educational profile through his beliefs and the demands of society and makes a brief historical overview of the evaluation of the teaching ethics. Subsequently explores aspects of the teachers themselves of professional ethics, the utility of recording binding rules within the framework of a code of conduct for the profession, the awareness they have concerning their duties and obligations, and their views on the promotion and evaluation of ethics in their profession. Η παρούσα εργασία επιδιώκει μια προσέγγιση στο επαγγελματικό ήθος, την επαγγελματική δεοντολογία και την υπηρεσιακή συνέπεια του Έλληνα εκπαιδευτικού του δημοτικού σχολείου κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Η έρευνα μέσα από βιβλιογραφικές αναφορές προσδιορίζει τον όρο επάγγελμα και λειτούργημα, δίνει τον ορισμό του ήθους, της επαγγελματικής δεοντολογίας και υπηρεσιακής συνέπειας, σκιαγραφεί το προφίλ του εκπαιδευτικού, μέσα από τις πεποιθήσεις του αλλά και τις απαιτήσεις της κοινωνίας και προβαίνει σε μια σύντομη ιστορική ανασκόπηση της αξιολόγησης της υπηρεσιακής συνέπειας του εκπαιδευτικού. Εν συνεχεία, ερευνά απόψεις των ίδιων των εκπαιδευτικών για το επαγγελματικό τους ήθος, την χρησιμότητα καταγραφής δεσμευτικών κανόνων στα πλαίσια ενός κώδικα δεοντολογίας για το επάγγελμα, την ενημέρωση που έχουν αναφορικά με τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις τους και τις απόψεις τους για την προαγωγή και αξιολόγηση της δεοντολογίας στο επάγγελμά τους. 1377 467 420 Η αξιολόγηση του διδακτικού έργου των εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ήπειρο (1940-1980) We attempted with this thesis to study not only the process of the appreciation on teaching work but also the same the educators for almost four decades based on the Public Record Office, as the Reports of the Educators Ability on duty , which the qualified judges had worded period by period (School Inspectors, General Inspectors, Headmasters etc.). Our target is to spotlight the institution of appreciation on teaching work with all its positive and negative points, to outline the judges profile and role during 1940 - 1980 and to be led in discoveries for the advisability of the process or not and of course the avoidance of basic potential disadvantages in case of its restoration in our educational system. The text of the introductory reports was examined in a) its entirety b) the matter and the records of the research which defined their category in thematic unities, which where aroused by them. When all the phrases, which included information relative with the searching questions, were recorded per thematic unit, then they were categorized and became the object of the analysis and version. The word was used as the essential point of recording. The information that arose from the classification and the analysis of the facts a) can be confirmed direct b) can be parallel and contribute to the credibility and the objectivity of the research. On the descriptive field the presentation of the records included pictures, which give quantitative information. After close study of the introductory reports of the qualified vehicles and the whole process of appreciation we were led to the following conclusions. The most of R.E.A. were written for male educators. During the four decades (40 - 80) the most R.E.A. were written in period 67 - 74. From all the qualified vehicles of the appreciation 90,5 % were men and 9,5 % were women. The appreciation was being focused not only to the teaching work but also to the other fields (scientific formation, administrative ability, conscientiousness, action behavior in and out of duty). The institution of appreciation didn't run in an organized and methodical way most of the times. Sometimes, it ran in a fragmentary way and splintery, as there were educators, to whom between their appreciation, there was an interval from 7 to 16 years. It was proved that the long duty is not condition for the educators teaching improvement. The sharp antithetical judgments among the judges make us think regard to the credibility and the reliability of the appreciation. The absence of communication between the educators and the judges, the lack of the feedback in their work and the judges prejudice against them, who are under appreciation because of their ideological convictions, ran in an inhibitive way at the expense of the institution of appreciation, which the educators never confront positively. Με την διατριβή αυτή επιχειρήσαμε να μελετήσουμε τη διαδικασία της αξιολόγησης του διδακτικού έργου αλλά και των ίδιων των εκπαιδευτικών για τέσσερις δεκαετίες περίπου, βασιζόμενοι σε αρχειακό υλικό, όπως οι Εκθέσεις Υπηρεσιακής Ικανότητας <Ε.Υ.Ι> των εκπαιδευτικών, τις οποίες είχαν συντάξει οι καθ' ύλην αρμόδιοι αξιολογητές ανά περίοδο (Επιθεωρητές, Γενικοί Επιθεωρητές, Δ/ντές σχολείων κλπ.). Στόχος μας είναι να φωτίσουμε το θεσμό της αξιολόγησης του διδακτικού έργου με όλα τα θετικά και αρνητικά του σημεία, να σκιαγραφήσουμε το προφίλ των αξιολογητών και το ρόλο τους κατά τη χρονική περίοδο 1940 - 1980, και να οδηγηθούμε σε διαπιστώσεις για τη σκοπιμότητα ή μη αυτής της διαδικασίας και την αποφυγή ενδεχόμενων βασικών μειονεκτημάτων σε περίπτωση επαναφοράς της στο εκπαιδευτικό μας σύστημα.Το κείμενο των εισηγητικών εκθέσεων εξετάστηκε α) στην ολότητά του β) το υλικό και τα στοιχεία της έρευνας προσδιόρισαν την κατηγοριοποίησή τους σε θεματικές ενότητες , οι οποίες προέκυπταν απ' αυτά. Αφού καταγράφηκαν ανά θεματική ενότητα όλες οι φράσεις, οι οποίες περιείχαν πληροφορίες σχετικές με τα ερευνητικά ερωτήματα, κατατάχτηκαν σε κατηγορίες και έγιναν αντικείμενο ανάλυσης και ερμηνείας.Ως βασική μονάδα καταγραφής χρησιμοποιήθηκε η λέξη. Οι πληροφορίες που προέκυψαν από την ταξινόμηση και ανάλυση των δεδομένων α) μπορούν να επαληθευτούν άμεσα β) παραλληλιζόμενες μεταξύ τους συμβάλλουν στην αξιοπιστία και αντικειμενικότητα της έρευνας. Στο περιγραφικό επίπεδο η παρουσίαση των στοιχείων περιλαμβάνει πίνακες, οι οποίοι δίνουν ποσοτικές πληροφορίες.Μετά από εξονυχιστική μελέτη των εισηγητικών εκθέσεων των καθ' ύλην αρμοδίων φορέων και της όλης διαδικασίας της αξιολόγησης, οδηγηθήκαμε στα ακόλουθα συμπεράσματα. Οι περισσότερες Ε.Υ.Ι. συντάχθηκαν για άντρες εκπαιδευτικούς. Στη διάρκεια των τεσσάρων δεκαετιών (40-80) οι περισσότερες Ε.Υ.Ι. συντάχθηκαν στη χρονική περίοδο 67 - 74. Από τους φορείς αξιολόγησης το 90,5 % ήταν άντρες, το 9,5 % γυναίκες. Η αξιολόγηση επικεντρωνόταν όχι μόνο στο διδακτικό έργο αλλά και σε άλλους τομείς (επιστημονική συγκρότηση, διοικητική ικανότητα, ευσυνειδησία, δράση - συμπεριφορά εντός - εκτός της υπηρεσίας). Ο θεσμός της αξιολόγησης δεν λειτούργησε πάντα οργανωμένα και συστηματικά, ενίοτε λειτούργησε αποσπασματικά και κατακερματισμένα αφού υπήρξαν καθηγητές στους οποίους μεταξύ των αξιολογήσεών τους παρεμβαλλόταν διάστημα από 7 έως 16 χρόνια. Η πολύχρονη υπηρεσία απεδείχθη ότι δεν αποτελεί προϋπόθεση βελτίωσης της διδακτικής απόδοσης των εκπαιδευτικών. Οι έντονες αντιθετικές κρίσεις μεταξύ των αξιολογητών μας προβληματίζουν σχετικά με την αξιοπιστία και εγκυρότητα της αξιολόγησης.Η απουσία επικοινωνίας μεταξύ εκπαιδευτικών και αξιολογητών, η έλλειψη ανατροφοδότησης στο έργο τους αλλά και η προκατάληψη των αξιολογητών έναντι των αξιολογουμένων λόγω των ιδεολογικών τους πεποιθήσεων λειτούργησαν ανασταλτικά σε βάρος του θεσμού της αξιολόγησης, τον οποίο ποτέ οι εκπαιδευτικοί δεν αντιμετώπισαν θετικά. 1378 10 9 Διαταραχές ελλειματικής προσοχής/ υπερκινητικότητας: λοινωνικότητα και θεωρία του νου Attention deficit/ hyperactivity disorders: social behaviour and theory of mind 1379 383 368 Η Ευρωπαϊκή πολιτική στην ανώτατη εκπαίδευση και οι διοικητικές προσαρμογές στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων his diploma thesis focuses on the analysis and recording of the European and national legislation of the last decades, which has shaped and formed a stable framework of ideological, political, educational and, consequently, administrative functioning of the highest level of education in the EU and in Greece. The University of Ioannina, as an educational institution, is a specific case for studying the way of its management. Thus, through the recording of empirical evidence from members of the particular educational community, the impact and degree of harmonization of the particular educational community can be examined on the way of coordination, comparing or harmonization of the European directives. The main question and aim of this project is to examine how the corresponding educational policy of Europe is experienced in the educational reality of higher education in this partcular institution and to outline the way in which the EU's educational policy is adopted. In order to achieve the study objective, a chronological inventory of EU policy development was initially selected from 1957 onwards, an in-depth analysis of the main European texts (Maastricht Treaty, Joint Declaration of the Sorbonne, Bologna Process, Copenhagen Process, Luxembourg Declaration) in direct comparison with the Greek legal texts and directives of the Ministry of Education, analyzing concepts and parameters which are subject to a critical point of view. The research questions (evaluation, mobility, merger of departments and their abolition, lifelong learning, competitiveness and comparability, ECTS, European Space for Hihger Education) were drawn from the official European texts in order to determine the implementation or not of a series of laws and directives, which ultimately define a specific ideological, political and economic policy. Methodologically, this research draws on its inno- logical and analytical tools from the sciences of Sociology and the Politics of Education, because the subject deals with specific issues of social and political dimensions. Into the research demo the qualitative approach was applied; the survey method was also used and the semi-structured interview used as a research tool. For the data process, the content thematic analysis was implemented. The findings of the research project prooved that the University of Ioannina, although it has entered into a convergence with European standards, has not yet developped those characteristics that would make it competitive and comparable to modern developments in an educationally internationalized environment. Η διπλωματική αυτή εργασία επικεντρώνεται στην ανάλυση και καταγραφή της ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας των τελευταίων δεκαετιών, τα οποία διαμόρφωσαν και διαμορφώνουν ένα σταθερό πλαίσιο ιδεολογικής, πολιτικής, εκπαιδευτικήςκαι, συνεπώς, διοικητικής λειτουργίας της ανώτατης βαθμίδας εκπαιδεύσεως στην Ε.Ε. και στην Ελλάδα. Το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, ως εκπαιδευτικόίδρυμα, αποτελεί μια συγκεκριμένη περίπτωση για τη μελέτη του τρόπου διοικησης του. Έτσι, μέσα από την καταγραφή εμπειρικών στοιχείων μελών της συγκεκριμένης εκπαιδευτικής κοινότητας, μπορεί να εξεταστεί η απήχηση και ο βαθμός εναρμόνισης του συγκεκριμένου Α.Ε.Ι. στο συντονισμό, τη σύγκριση ή την εναρμόνιση των ευρωπαϊκών οδηγιών. Βασικό ερώτημα και στόχος του συγκεκριμένου εγχειρήματος είναι η ανάγκη αναζήτησης του τρόπου με τον οποίο βιώνεται στην εκπαιδευτική πραγματικότητα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης η ασκούμενη αντίστοιχη εκπαιδευτική πολιτική της Ευρώπης και να σκιαγραφηθεί ο τρόπος πρόσληψηςτης χαρασσόμενης εκπαιδευτικής πολιτικής της Ε.Ε. Για την επίτευξη του στόχου μελέτης επιλέχθηκε αρχικώς μια χρονολογική καταγραφή εξέλιξης της πολιτικής της Ε.Ε. από το 1957 και εξής,•μια εμπεριστατωμένη ανάλυση των βασικών ευρωπαϊκών κειμένων (Συνθήκη Μάαστριχ, Κοινή Δήλωση Σορβόννης, Διακήρυξη Μπολόνιας, Διαδικασία Κοπεγχάγης, Διακήρυξη Λουξεμβούργου) σε άμεση αντιπαραβολή και συνάρτηση με τα ελληνικά νομικά κείμενα και οδηγίες του Υπουργείου Παιδείας, αναλύοντας έννοιες και παραμέτρους που τίθενται υπό μια κριτική θεώρηση. Τα ερευνητικά ερωτήματα (αξιολόγηση, κινητικότητα, συγχώνευση Τμημάτων και κατάργηση αυτών, δια βίου εκπαίδευση, ανταγωνιστικότητα και συγκρισιμότητα, ECTS, Ε.Χ.Α.Ε) αντλήθηκαν από την πραγμάτευση των επίσημων ευρωπαϊκών κειμένων, προκειμένου να διαπιστωθεί η εφαρμογή ή όχι μιας σειράς νομοθετημάτων και οδηγιών, που εντέλει χαράσσουν μια συγκεκριμένη ιδεολογική, πολιτική και οικονομική πολιτική. Μεθοδολογικά, η έρευνα αυτή αντλεί τα εννοιoλογικά και αναλυτικά εργαλεία της από τις επιστήμες της Κοινωνιολογίας και της Πολιτικής της Εκπαίδευσης, λόγω του ότι το θέμα άπτεται των συγκεκριμένων ζητημάτων με κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις. Το ερευνητικό διάβημα που επιχειρήθηκε ακολούθησε την ποιοτική προσέγγιση με τη μέθοδο της επισκόπησης και με ερευνητικό εργαλείο την ημιδομημένη συνέντευξη. Η επεξεργασία των δεδομένων έγινε με βάση την θεματική ανάλυση περιεχομένου. Τα πορίσματα του ερευνητικού εγχειρήματος τεκμηριώνουν την άποψη το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, αν και έχει μπει σε τροχιά σύγκλισης με τα ευρωπαικά δεδομένα δεν έχειακόμη επιτύχει να αναπτύξει εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα το καθιστούσαν ανταγωνιστικό και εφάμιλλο προς τις σύγχρονες εξελίξεις σ’ ένα περιβάλλον εκπαιδευτικά διεθνοποιημένο. 1380 155 145 The project «It never happened», is a complete visual proposition, which, through a series of artworks, aspires to comment on the conservative way of thinking that is shown in the Greek public space, as well as make propositions for its necessary renewal. Through the analysis of the sociopolitical circumstances, the special characteristics of the local identity, but also of the importance of the historical sequence, it is attempted a new total approach. Plus, the concepts of monument and nation , are studied thoroughly, in order to showcase the special features of the public sphere in general. The very oeuvre, wants to speak critically about all of the above and introduce the issue of heterotopia, in relation to the work of art. Stereotypes and symbols become tools, but also the initiatives for public intervention. The target is to create an interactive audience, through a series of installations, which wish to engage the society as a whole. Το «It never happened» αποτελεί μια ολοκληρωμένη εικαστική πρόταση, η οποία μέσα από μια ποικιλία έργων, φιλοδοξεί να σχολιάσει τον συντηρητισμό που επικρατεί στον δημόσιο χώρο στην Ελλάδα, καθώς και να κάνει προτάσεις για την αναγκαία ανανέωσή του. Μέσα από μια ανάλυση των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών, των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της τοπικής ταυτότητας, αλλά και της σπουδαιότητας της ιστορικής συνέχειας, επιχειρείται μια νέα προσέγγιση στα πράγματα. Επιπλέον, μελετώνται έννοιες όπως αυτές του μνημείου και του έθνους, προκειμένου να καταδειχθούν οι ιδιαιτερότητες του δημόσιου πεδίου στο σύνολό του. Το έργο καθαυτό, θέλει να μιλήσει κριτικά για όλα τα παραπάνω και να θέσει το ζήτημα της ετεροπίας σε σχέση με το έργο τέχνης. Στερεότυπα και σύμβολα γίνονται τα εργαλεία, αλλά και οι αιτίες για δημόσιες παρεμβάσεις. Στόχος είναι η ενεργοποίηση του κοινού, μέσα από μια σειρά εγκαταστάσεων που θέλουν να προβληματίσουν και να επηρεάσουν την κοινωνία στο σύνολό της. 1381 190 196 Reading books in the primary school are the main textbooks for forming students. They are the first interaction of the student with the culture of writing and the world of books. Through reading and writing, their lives change qualitatively and enter in the world of literacy. The purpose of this thesis is to first to approach and study the primers and textbooks "My Language" and second to get the nowadays interdisciplinary language books. An approach from a linguistic point of view, teaching, literary, aesthetic and ideological covering the period from 1955 to today. The study refers to the educational reforms that contributed to the change of textbooks, while attempting a throwback from the first primer to the current book of language. Then attention is given to the thematic content of reading books and the ideological nature of language courses. Moreover an analysis is performed on whether the students come into contact with children's literature through textbooks. Additionally, within this thesis, an analysis on the illustrations on reading books and sex discrimination is performed. Finally, the contribution of the school library as a means of enhancing the children's literature is assessed. Τα αναγνωστικά βιβλία, είναι για το δημοτικό σχολείο τα βασικότερα εγχειρίδια για την εκπαίδευση των μαθητών. Είναι η πρώτη επαφή του μαθητή με τον πολιτισμό της γραφής και τον κόσμο του βιβλίου. Μέσα από την ανάγνωση και τη γραφή, η ζωή του μαθητή αλλάζει ποιοτικά και εντάσσεται στον κόσμο της εγγραμματοσύνης. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η προσέγγιση του Αλφαβηταρίου και των σχολικών εγχειριδίων « Η Γλώσσα μου» στη συνέχεια, για να φτάσουμε στα σημερινά διαθεματικά βιβλία της γλώσσας. Μια προσέγγιση, από σκοπιά γλωσσική, διδακτική, λογοτεχνική, αισθητική και ιδεολογική που καλύπτει τη χρονική περίοδο από το 1955 έως σήμερα. Η μελέτη αυτή αναφέρεται στις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που συντέλεσαν στην αλλαγή των σχολικών βιβλίων, ενώ ταυτόχρονα επιχειρείται μια ιστορική αναδρομή από το πρώτο αλφαβητάρι μέχρι το σημερινό βιβλίο της γλώσσας. Στη συνέχεια έμφαση δίνεται στο θεματικό περιεχόμενο των αναγνωστικών, αλλά και στο ιδεολογικό χαρακτήρα των γλωσσικών μαθημάτων. Επιπλέον αναλύεται κατά πόσο οι μαθητές έρχονται σε επαφή με την Παιδική Λογοτεχνία μέσω των σχολικών εγχειριδίων. Στην παρούσα εργασία, μελετήθηκε επίσης, το θέμα της εικονογράφησης στα αναγνωστικά βιβλία και αναλύθηκε η διάκριση των φύλων σε αυτά. Τέλος, μελετήθηκε η συμβολή της σχολικής βιβλιοθήκης ως μέσο ενίσχυσης της παιδικής λογοτεχνίας. 1382 172 182 Ανάπτυξη ασύρματου ενεργειακά αυτόνομου συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης με FPGA και IOT The subject of the present MSc thesis is the development of a wireless, energy efficient early warning system. The system collects measurements of a couple of physicochemical parameters of river water, stores and transmits them wirelessly via a TFTP server to an internet terminal station. In particular, the energy autonomous system for sampling - measuring - storing the temperature and conductivity of the water, the TFTP server, the synchronization of the complete system, the power supply based on photovoltaic panels and superconductors is described. The sampling – measuring process control includes the water pumping, the measurement of the water parameters, the parameter digitization and storage in a microSD card and their transmission to the internet terminal station. The process control circuit is developed in a programmable FPGA. The FPGA circuit is described in VHDL and in addition a MicroBlaze microprocessor is also included. The data is received by a TFTP client on a computer at the Department of Physics of the University of Ioannina and they are presented on a web page. Το αντικείμενο της παρούσας μεταπτυχιακής διπλωματικής εργασίας είναι η ανάπτυξη ενός ασύρματου, ενεργειακά αυτόνομου συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης. Το σύστημα συλλέγει μετρήσεις φυσικοχημικών παραμέτρων του νερού ενός ποταμού, τις αποθηκεύει και εν’ συνεχεία τις μεταδίδει ασύρματα μέσω ενός διακομιστή TFTP. Περιγράφεται η ανάπτυξη ενός συστήματος δειγματοληψίας – μέτρησης – αποθήκευσης των τιμών της θερμοκρασίας και της αγωγιμότητας του νερού ενός ποταμού, η υλοποίηση ενός διακομιστή TFTP για την αποστολή των δεδομένων, το σύστημα συγχρονισμού των σταθμών ασύρματης αναμετάδοσης των παραπάνω μετρήσεων και το σύστημα τροφοδοσίας του συστήματος βασιζόμενο σε φωτοβολταϊκά στοιχεία και υπερπυκνωτές. Συγκεκριμένα, το νερό αντλείται περιοδικά σε ανοξείδωτο δοχείο με αισθητήρα θερμοκρασίας και αγωγιμότητας. Το σήμα του αισθητήρα μετατρέπεται σε ψηφιακό και οδηγείται για αποθήκευση σε μια κάρτα microSD και αποστέλλεται μέσω ενός διακομιστή TFTP. Η όλη διαδικασία αναπτύχθηκε σε ένα προγραμματιζόμενο ολοκληρωμένο FPGA. Το κύκλωμα στο FPGA, περιγράφεται σε VHDL και περιλαμβάνει επιπλέον έναν μικροεπεξεργαστή MicroBlaze. Τα δεδομένα παραλαμβάνονται από ένα σύστημα TFTP που λειτουργεί σε ένα προσωπικό υπολογιστή στο Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και παρουσιάζονται σε ιστοσελίδα. 1383 1086 1180 Development of right ventricular implants in pulmonary hypertension Ανάπτυξη εμφυτευμάτων για χρήση στο μυοκάρδιο της δεξιάς κοιλίας μετά από πνευμονική υπέρταση initially leads to hypertrophy and ultimately to right heart failure or even death. Indeed, pulmonary arterial hypertension (PAH) is a lethal disease with high rates of mortality and morbidity. Also, if not diagnosed and treated promptly, then average survival is only 2.8 years. Nonetheless, prognosis and diagnosis is still determined by the hypertrophy and by the right ventricular dilation and dysfunction. There are three main therapeutic options for the treatment of pulmonary hypertension, pharmacological treatments, mechanical support of the right ventricle (using special devices), and the use of biomaterials and implants. Regarding the latter option, a thorough literature review shows that there is no scientific documentation reporting on implants developed for use in right ventricular myocardium after pulmonary hypertension. The presentstudy aims at covering this gap by proposing a Road Map for the development of biomaterials for implants that can be used to treat (prevent, treat) pulmonary hypertension. Thus, this investigation comprises two distinct stages. The first one concerns the selection, qualification and optimization of a biomaterial that can be a candidate for being used for this purpose. The second one highlights the development (in terms of biology, surgery practice and performance, microstructure, chemistry, and mechanics) of the interface and the interactions between the implant and the outer surface of the myocardium, where the membrane is placed, as a major issue for predicting and understanding the performance of a biomaterial in the treatment of the disease, following the appropriate medicalprotocol proposed by the surgeon as far as its application in the heart is concerned. In the light of the specific application in the present case and the level of the research undertaken in this study, the most suitable geometry of the biomaterial was selected to be that of a membrane. Then, eight qualification criteria were defined, which must satisfy a biomaterial in order to be selected as candidate for use in the treatment of the disease. These are (1) the ability to create a membrane, (2) the good quality of the membrane, (3) the flexibility in order to be able to wrap around the epicardial tissue, (4) the tuning ability to regulate the mechanical properties in order to approach those of the cardiac tissue, (5) the tuning ability to regulate the thickness, (6) neutral pH, (7) in vitro and in vivo biocompatibility, and (8) biodegradability within a specific period of time. A series of hydrogels were produced, starting with PEG (poly (ethylene glycol)) and its derivatives ofPEGSDA (PEG sebacate diacrylate) and OPF (oligo poly (ethylene glycol) fumarate), followed by hydrogels of natural polysaccharides based on alginic acid and chitosan. The hydrogels based on PEG and alginic acid did not meet the qualification criteria and were, therefore, rejected from further consideration and experimentation. However, chitosan hydrogels showed better behavior. Therefore, various preparation methods were tested in order to produce a membrane that meets the qualification criteria. The parameters tested were the molecular weight (medium and low molecular weight chitosan was used), the neutralization solution (NaOH, KOH, β-GP), and theneutralization procedure (immersion or drop wise). Any combination of these three factors affects the mechanism of hydrogel formation and therefore the quality of the final product. The membrane with the optimal properties was prepared by the gelation process, using NaOH solution as a neutralizing agent without solvent evaporation. The properties of this membrane, which met the selection criteria, were determined experimentally. The determination of the degree of deacetylation, of the structural features of the membrane, by using X-ray diffraction and infrared (FT-IR) spectroscopy, of the microstructure and the texture (porosity) of the membrane, of the thermal properties, the sorption ability in PBS and water at 37 ° C, and the mechanical properties, was experimentally carried out. The mechanical properties were measured by tensile strength experiments in dry and wet environment as well as after the membrane immersion in blood plasma and PBS at 37° C for estimating the degradation of mechanical properties in a physiological environment over time, and by dynamic mechanical analysis (DMA) measurements in a dry and wet environment, to determine the storage modulus (E ') and of the damping factor (tanδ). The above properties were measured in order to evaluate whether this membrane mimics the properties ofthe heart tissue. The results showed that the physicochemical properties and the microstructure allow the membrane to be regarded as a candidate for use in the particular application, while its mechanical properties are in good agreement with the values of the myocardial tissue. Then, the interface developed between the selected membrane and cells or cardiac tissue was studied. Invitro biological tests were performed in fibroblast cell culture (NIH3T3). The results showed evidence of viability and growth of fibroblasts in the chitosan membrane, suggesting the biocompatibility of the membrane. Then, in vivo tests, by implanting the membrane in Wistar rats, were conducted. The results showed that a surgeon can easily and reliably handle the membrane, the membrane was positioned accurately around the heart and remained firmly in place within the period of implantation (30 days), without causing any problems or death in animals. There was also evidence of degradation. After the animals euthanasia, the foreign body response recorded the bestpossible biological response to the implanted material, where a significant reduction in inflammatory and a prominent increase of newly formed vessels were recorded. Then, the chemistry of the interface between the membrane and the myocardial tissue after implantation of 2 and 7 days was studied. The heart tissue wrapped around with membrane was obtained from the animals and theinterface was separated. The detached surfaces were examined by infrared spectroscopy (FT-IR) and X-ray photoelectron spectroscopy (XPS). The experimental findings were interpreted with the aid of results calculated theoretically by using the density functional theory (DFT) according to the B3LYP / 6-31G method. Both experimental and theoretical results suggested a strong interaction between membrane and tissue, attributed to ionic and hydrogen bonds. Finally, computational modeling was performed by developing a realistic simulation model of the human heart, in order to evaluate the effect of the membrane prepared on wall stress, deformation, and displacement inthe case of pulmonary hypertension. Before solving the problem, the three-dimensional geometry of the right ventricle was first constructed, followed by creating fluid and solid mesh and finally by defining the boundary conditions and the properties of the fluid and solid ventricular wall. Various thicknesses of membranes (1, 2, 3 mm) and Young modulus (0.3 - 0.7 MPa) were tested. The work ends with a discussion, the conclusions, and proposals for future research. Με τον όρο πνευμονική υπέρταση ορίζεται η αύξηση της πνευμονικής αρτηριακής πίεσης σε τιμές μεγαλύτερες από τις φυσιολογικές. Αυτή η αύξηση έχει ως άμεση συνέπεια την πρόκληση υπερφόρτισης πίεσης της δεξιάς κοιλίας της καρδιάς, η οποία οδηγεί αρχικά σε υπερτροφία και τελικά σε δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια και ακόμη και στο θάνατο. Πράγματι, η πνευμονική αρτηριακή υπέρταση (pulmonary arterial hypertension, PAH) αποτελεί μια θανατηφόρο νόσο με μεγάλα ποσοστά θνησιμότητας και νοσηρότητας. Επίσης, αν δεν διαγνωσθεί και αντιμετωπιστεί έγκαιρα, μετά η μέση επιβίωση είναι μόλις 2,8 έτη. Όμως, παρόλα αυτά, ακόμα και στις μέρες μας, η πρόγνωση και η διάγνωσή της ουσιαστικά εξακολουθεί να καθορίζεται από την ανάπτυξη υπερτροφίας και τελικά από τη διάταση και δυσλειτουργία της δεξιάς κοιλίας. Γενικά, για την αντιμετώπιση της πνευμονικής υπέρτασης υπάρχουν τρεις κύριες θεραπευτικές επιλογές, οι οποίες είναι οι φαρμακολογικές θεραπείες, η μηχανική υποστήριξη της δεξιάς κοιλίας (με τη χρήση συσκευών υποβοήθησης), και η χρήση βιοϋλικών και εμφυτευμάτων. Αναφορικά με την τελευταία, η βιβλιογραφική ανασκόπηση δείχνει ότι δεν υπάρχει συστηματική καταγεγραμμένη εμπειρία για εμφυτεύματα για χρήση στο μυοκάρδιο της δεξιάς κοιλίας μετά από πνευμονική υπέρταση. Η παρούσα εργασία επικεντρώνεται στην κάλυψη του κενού αυτού, προτείνοντας, εν είδει Οδικού Χάρτη (Road Map), μία στρατηγική ανάπτυξης βιοϋλικών για κατασκευή εμφυτευμάτων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση (πρόληψη, θεραπεία) της πνευμονικής υπέρτασης. Έτσι η έρευνα που αναλήφθηκε στην παρούσα διατριβή έχει δύο διακριτά στάδια. Το πρώτο αφορά στην επιλογή, στην πρόκριση και στην αριστοποίηση του βιοϋλικού που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό αυτό. Το δεύτερο αναδεικνύει τη μελέτη (υπό το πρίσμα της βιολογίας, της ιατρικής, της μικροδομής, της χημείας, και της μηχανικής) της διεπιφάνειας και των αλληλεπιδράσεων μεταξύ του εμφυτεύματος και της εξωτερικής επιφάνειας του μυοκαρδίου όπου τοποθετείται η μεμβράνη, ως μείζονος σπουδαιότητας ζήτημα για την πρόβλεψη και την κατανόηση της απόδοσης του βιοϋλικού στην αντιμετώπιση της νόσου, ακολουθώντας το ενδεδειγμένο ιατρικό πρωτόκολλο που θα προτείνει ο χειρουργός για τη συγκεκριμένη εφαρμογή. Αφού προκρίθηκε το σχήμα του εμφυτεύματος, ως η καταλληλότερη επιλογή για το βιοϋλικό που θα εφαρμοστεί στη συγκεκριμένη περίπτωση (και για τη φάση της έρευνας που αναλήφθηκε στην παρούσα εργασία), ορίστηκαν οχτώ κριτήρια πρόκρισης, τα οποία πρέπει να ικανοποιεί ένα βιοϋλικό για να μπορεί να επιλεγεί ως υποψήφιο να χρησιμοποιηθεί στην αντιμετώπιση της νόσου. Αυτά ήταν (1) η δυνατότητα δημιουργίας μεμβράνης, (2) τα καλά ποιοτικά χαρακτηριστικά της μεμβράνης, (3) η ευκαμψία για να μπορεί να περιβάλλει επικαρδιακά τον ιστό, (4) οι ελεγχόμενες-ρυθμιζόμενες μηχανικές ιδιότητες ώστε να είναι παρόμοιες με αυτές του καρδιακού ιστού, (5) το ελεγχόμενο-ρυθμιζόμενο πάχος, (6) το ουδέτερο pH, (7) η βιοσυμβατότητα in vitro και in vivo, και (8) η ικανότητα βιοαποικοδόμησης σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Αναπτύχθηκαν μια σειρά υδροπηκτωμάτων, ξεκινώντας από το PEG (πολυ(αιθυλενογλυκόλη)) και τα παράγωγά του PEGSDA (PEG sebacate diacrylate) και OPF (oligo poly(ethylene glycol) fumarate), και στη συνέχεια υδροπηκτώματα των φυσικών πολυσακχαριτών με βάση το αλγινικό οξύ και τη χιτοζάνη. Τα πρώτα υδροπηκτώματα με βάση το PEG καθώς και αυτό του αλγινικού οξέος δεν ικανοποιούσαν τα κριτήρια πρόκρισης και για το λόγο αυτό αποκλείστηκαν από περαιτέρω θεώρηση και μελέτη. Αντίθετα, τα υδροπηκτώματα της χιτοζάνης έδειξαν καλύτερη συμπεριφορά και για το λόγο αυτό, έγινε εις βάθος μελέτη διαφόρων τρόπων παρασκευής του υδροπηκτώματος αυτού με σκοπό να ικανοποιηθούν τα κριτήρια πρόκρισης. Οι παράμετροι που ελέγχθηκαν ήταν το μοριακό βάρος της χιτοζάνης (χρησιμοποιήθηκε μεσαίου και χαμηλού μοριακού βάρους χιτοζάνη), το διάλυμα εξουδετέρωσης (NaOH, KOH, β-GP), και ο τρόπος εξουδετέρωσης (εμβάπτιση ή αργή ενστάλαξη). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι κάθε συνδυασμός των τριών αυτών παραγόντων επηρεάζει το μηχανισμό σχηματισμού του υδροπηκτώματος και κατά συνέπεια την ποιότητα του τελικού προϊόντος. Τελικά, η μεμβράνη με τις βέλτιστες ιδιότητες παρασκευάστηκε με τη μέθοδο της ζελατινοποίησης, χρησιμοποιώντας ως παράγοντα εξουδετέρωσης διάλυμα NaOH, χωρίς να πραγματοποιηθεί εξάτμιση διαλύτη. Οι ιδιότητες της μεμβράνης αυτής, που ικανοποιούσε τα κριτήρια επιλογής, προσδιορίστηκαν πειραματικά. Αυτές ήταν ο προσδιορισμός του βαθμού αποακετυλίωσης, τα δομικά χαρακτηριστικά της μεμβράνης που προσδιορίστηκαν με τη χρήση περίθλασης ακτίνων Χ και φασματοσκοπίας μέσου υπερύθρου (FT-IR), η μικροδομή και η υφή (πορώδες) της πορώδους μεμβράνης, οι θερμικές ιδιότητες, η ρόφηση σε υγρό περιβάλλον (PBS και νερό) στους 37°C, και οι μηχανικές ιδιότητες, οι οποίες μετρήθηκαν με πειράματα αντοχής σε εφελκυσμό σε ξηρό και υγρό περιβάλλον, καθώς και μετά από παραμονή της μεμβράνης σε πλάσμα αίματος και PBS στους 37^ για την εκτίμηση της υποβάθμισης των μηχανικών ιδιοτήτων σε φυσιολογικό περιβάλλον με το χρόνο, και με μετρήσεις δυναμικής μηχανικής ανάλυσης (DMA) σε ξηρό και υγρό περιβάλλον για τον προσδιορισμό του μέτρου αποθήκευσης (Ε’) και του συντελεστή απόσβεσης (tanδ). Οι ιδιότητες αυτές μετρήθηκαν με σκοπό να αξιολογηθεί κατά πόσο η μεμβράνη προσεγγίζει τις ιδιότητες του καρδιακού ιστού. Πράγματι, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι φυσικοχημικές ιδιότητες και η μικροδομή επιτρέπουν τη θεώρηση της μεμβράνης ως υποψήφιας για χρήση στη συγκεκριμένη εφαρμογή, οι δε τιμές των μηχανικών ιδιοτήτων προσεγγίζουν αρκετά ικανοποιητικά της τιμές του ιστού του μυοκαρδίου. Στη συνέχεια, με βάση τις ιδιότητες που προσδιορίστηκαν, έγινε μελέτη της διεπιφάνειας μεταξύ της μεμβράνης και κυττάρων ή καρδιακού ιστού. Στην αρχή διεξήχθη βιολογικός in vitro έλεγχος με κυτταροκαλλιέργειες ινοβλαστών (NIH3T3), ο οποίος έδειξε την επιβίωση και την ανάπτυξη των κυττάρων αυτών στη μεμβράνη χιτοζάνης, υποδεικνύοντας τη βιοσυμβατότητα της μεμβράνης που κατασκευάστηκε. Ακολούθησε ο in vivo έλεγχος με εμφύτευση της μεμβράνης επικαρδιακά σε φυσιολογικούς επίμυες τύπου Wistar, ο οποίος έδειξε ότι o χειρουργός μπορεί εύκολα και αξιόπιστα να χειριστεί τη μεμβράνη στο χειρουργείο, η οποία τοποθετείται με ακρίβεια γύρω από την καρδιά και παραμένει σταθερή στη θέση της καθ’ όλη την περίοδο της εμφύτευσης (30 ημέρες), δεν προκαλεί προβλήματα ή θάνατο στα ζώα και δίνει ενδείξεις αποικοδόμησης. Μετά την ευθανασία των ζώων, η μελέτη αντίδρασης ξένου σώματος κατέγραψε την καλύτερη δυνατή εξέλιξη ως απόκριση του εμφυτευόμενου υλικού, όπου καταγράφτηκαν σημαντική μείωση των φλεγμονωδών στοιρείων και εμφανής αύξηση νέων αγγείων σε ένα ραλαρό υπόστρωμα που προσομοιάζει αυτό της φυσιολογικής υποεπικαρδιακής στοιβάδας. Το επόμενο βήμα ήταν η μελέτη της ρημείας της διεπιφάνειας μεταξύ της μεμβράνης και του ιστού του μυοκαρδίου μετά από αλληλεπίδραση (δηλαδή εμφύτευση) 2 και 7 ημερών. Ελήφθη ο ιστός της καρδιάς «τυλιγμένος» με τη μεμβράνη, από τα ζώα και ακολούθησε ο διαρωρισμός της διεπιφάνειας τους. Η μελέτη των επιφανειών μετά το διαρωρισμό, έγινε πειραματικά με ρρήση φασματοσκοπίας υπερύθρου (FT-IR) και φασματοσκοπίας φωτοηλεκτρονίων ακτίνων Χ (XPS), καθώς και υπολογιστικά, ρρησιμοποιώντας τη θεωρία συναρτησιακών της ηλεκτρονιακής πυκνότητας (DFT), σύμφωνα με τη μέθοδο B3LYP/6-31G. Αμφότερα τα πειραματικά και τα θεωρητικά αποτελέσματα έδειξαν την ισρυρή αλληλεπίδραση μεταξύ μεμβράνης και ιστού, η οποία οφείλεται στην ανάπτυξη ιοντικών δεσμών και δεσμών υδρογόνου. Τέλος, με τη ρρήση υπολογιστικής μοντελοποίησης αναπτύρθηκε ένα ρεαλιστικό μοντέλο προσομοίωσης της ανθρώπινης καρδιάς και έγινε εκτίμηση της επίδρασης της μεμβράνης που παρασκευάστηκε, στα μεγέθη της τοιρωματικής τάσης, της παραμόρφωσης και της μετατόπισης, στην περίπτωση της πνευμονικής υπέρτασης. Για την επίλυση του προβλήματος, πρώτα κατασκευάστηκε η τρισδιάστατη γεωμετρία της δεξιάς κοιλίας, ακολούθησε η διακριτοποίηση για το τοίρωμα και το ρευστό (αίμα), και τέλος ορίστηκαν οι συνοριακές συνθήκες και οι ιδιότητες του ρευστού και του τοιρώματος. Δοκιμάστηκαν διαφορετικά πάρη μεμβρανών (1, 2, 3 mm) και διαφορετικά μέτρα ελαστικότητας (0,3 - 0,7 MPa). Η εργασία ολοκληρώνεται με τη συζήτηση, την παράθεση των συμπερασμάτων και με προτάσεις για μελλοντική έρευνα. 1384 222 209 Testaments of Koroni Messinia of the Ottonian period (1836 – 1862) The object of this dissertation is the investigation and reconstruction of the historical time of the economic and social life of Koroni Messinia, through a set of 51 wills and 2 special acts of the Ottonian period, as part of the unified Greek space, as formed after 1830. Within this framework, we will approach the meaning of the covenant, the types of contractual acts in particular public wills, as our material consists entirely only from this category, the conditions under which drafted the text, but the relationship of the possessors with this action. We will also look at the ideological tone of the body's information, the gender of the authors, the authors, the witnesses (value, use, professional disposition) and the socio-economic relations of individuals both in relation to their family and as members of the local community. In addition, our wills are of interest not only as works of secular life, but also as "settling " issues of spiritual insecurity, people who, fearing the imminent death, reveal to us the relationship with the structures of the religious community to the extent that they exist and function within the framework of popular religiosity, but also the principle of charity as a moral rule of the new "national" institutions of the Greek kingdom. Αντικείμενο της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η διερεύνηση και η ανασύνθεση του ιστορικού χρόνου της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της Κορώνης Μεσσηνίας, μέσα από ένα σύνολο 51 διαθηκών και 2 ειδικών πράξεων της οθωνικής περιόδου, ως τμήματος του ενοποιημένου ελληνικού χώρου, έτσι όπως σχηματίστηκε μετά το 1830. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, θα προσεγγίσουμε την έννοια της διαθήκης, τα είδη των δικαιοπρακτικών πράξεων και δη των δημόσιων διαθηκών, καθώς το υλικό μας αποτελείται εξ ολοκλήρου μόνο από αυτή την κατηγορία, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συντάχθηκε το κείμενο, αλλά και τη σχέση των διαθετών ή των διαθέτιδων με την ενέργεια αυτή. Επίσης, θα εξετάσουμε την ιδεολογική χροιά των πληροφοριών του συγκεκριμένου σώματος, το φύλο των συγγραφέων, τους συντάκτες, τους μάρτυρες (αξία, χρήση, επαγγελματική διάθεση) και τις κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις των προσώπων τόσο σε σχέση με την οικογένειά τους όσο και ως μέλη της τοπικής κοινωνίας. Επιπλέον, οι διαθήκες μας ενδιαφέρουν όχι μόνο ως έργα της κοσμικής ζωής, αλλά και ως «τακτοποίηση» ζητημάτων πνευματικής ανασφάλειας, ανθρώπων που φοβούμενοι το άωρον του θανάτου, μας αποκαλύπτουν τη σχέση με τις δομές της θρησκευτικής κοινότητας στο βαθμό που υπάρχουν και λειτουργούν μέσα στο πλαίσιο της λαϊκής θρησκευτικότητας, αλλά και την αρχή της φιλανθρωπίας ως ηθικού κανόνα των νέων «εθνικών» θεσμών του ελληνικού βασιλείου. 1385 157 124 The aim of this MA Dissertation is to highlight the concepts of freedom and slavery, as these emerge in the political philosophy of Aristotle, and especially in his Politics, Nicomachean Ethics and Metaphysics. The dissertation is comprised by six chapters, the first chapter analyzing mainly the structure and the basic concepts of the Politics, while providing the definition of freedom according to Aristotle. In the second chapter a historical retrospection of slavery is presented as far as Ancient Greece is concerned and in the third chapter Aristotle’s definition of slavery is analysed and explained. In the fourth chapter it is attempted to answer the question whether Aristotle’s argument of slavery (phusikē douleia) and of natural slaves (phusikoi douloi) is adequately justified or not by Aristotle. In the fifth chapter the psychological character of the slave (doulos) is analyzed. Finally, in the sixth conclusionary chapter, , the questions that arose in this MA Dissertation are presented and evaluated. Στόχος της παρούσης εργασίας αποτελεί η εξέταση των εννοιών της ελευθερίας και της δουλείας, όπως αυτές αναδύονται στην φιλοσοφία του Αριστοτέλη και ειδικότερα στα έργα του Πολιτικά, Ηθικά Νικομάχεια και Μετά τα Φυσικά. Η εργασία αποτελείται από έξι κεφάλαια με το πρώτο να αναλύει κυρίως την δομή και τις βασικότερες έννοιες των Πολιτικών, ενώ παράλληλα δίδεται ο ορισμός του ελεύθερου. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζεται μια ιστορική αναδρομή της δουλείας στην αρχαία Ελλάδα και στο τρίτο κεφάλαιο δίδεται ο ορισμός της δουλείας. Εν συνεχεία, στο τέταρτο κεφάλαιο γίνεται μια προσπάθεια να απαντηθεί το ερώτημα αν είναι δίκαιη η ύπαρξη δούλων και στο πέμπτο κεφάλαιο αναλύεται ο ψυχολογικός χαρακτήρας του δούλου. Τέλος, στο έκτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα συμπεράσματα που προέκυψαν κατά την εκπόνηση της διπλωματικής εργασίας. 1386 233 207 The aim of this thesis is to examine the aspects of politics in the Ajax of Sophocles. The context of our thesis specified like this: in the first chapter of our thesis with the title “Ajax-Odysseus: two types of politic virtue” we investigate the relation of Ajax and Odysseus under the special aspect of the conflict between the old competitive code of ethics and the new code of co-operative values set by the city. In our study we are concerned with the question about the judgment of Achilles’ arms in the modern age of the tragic poet. In this context, is also of particular interest the political meaning of two basic principles of the archaic code, sophrosyne and hybris and which of the two models represents the Ajax and the Odysseus. At the same time, we examine the function of the shield of Ajax, the foremost symbol in the Homeric epic, in the new political contexts of the 5th century BC. In the second chapter of our paper with the title “Nature and the limits of political power”, we look at a major political problem that arises after the suicide of the main hero of the tragedy, the Ajax, the controversy over the burial of his body. In the two successive quarrels (Menelaus-Teukros and Agamemnon-Teukros-Odysseus), the lexical data reveal how the political leaders, Menelaus and Agamemnon, perceive the relationship between lords and nobles. Στόχος της παρούσας εργασίας αποτελεί η εξέταση των όψεων του πολιτικού στον Αίαντα του Σοφοκλή. Το πλαίσιο έρευνας των κεφαλαίων της εργασίας μας προσδιορίζεται ως εξής: στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας μας με τίτλο «Αίας-Οδυσσέας: δύο τύποι πολιτικής αρετής», εξετάζουμε τη σχέση Αίαντα-Οδυσσέα υπό το συγκεκριμένο πρίσμα της αντιπαράθεσης του παλαιού ανταγωνιστικού κώδικα ηθικής και του νέου κώδικα συνεργατικών αξιών που θέτει η πόλις. Στη μελέτη μας μας απασχολεί το ζήτημα της κρίσεως των όπλων του Αχιλλέα στη σύγχρονη εποχή του τραγικού ποιητή. Στο πλαίσιο αυτό παρουσιάζει επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον η πολιτική νοηματοδότηση δύο βασικών αρχών του αρχαϊκού κώδικα, της σωφροσύνης και της ύβρεως και ποιο από τα δύο μοντέλα εκπροσωπεί ο Αίαντας και ο Οδυσσέας. Παράλληλα, εξετάζουμε τη λειτουργία της ασπίδας του Αίαντα, του κατεξοχήν του συμβόλου στο ομηρικό έπος, στα νέα πολιτικά συμφραζόμενα του 5ου π.Χ. αιώνα. Στο δεύτερο κεφάλαιο της εργασίας μας με τίτλο «Η φύση και τα όρια της πολιτικής εξουσίας», εξετάζουμε ένα μείζον πολιτικό πρόβλημα που προκύπτει μετά την αυτοκτονία του ομώνυμου πρωταγωνιστή, του Αίαντα, τη διαμάχη για τον ενταφιασμό του σώματός του. Στους δύο διαδοχικούς αγώνες λόγων (Μενέλαος-Τεύκρος και Αγαμέμνονας-Τεύκρος-Οδυσσέας), τα λεξιλογικά δεδομένα αποκαλύπτουν το πώς αντιλαμβάνονται οι πολιτικοί ηγέτες, ο Μενέλαος και ο Αγαμέμνονας, τη σχέση μεταξύ αρχόντων και αρχομένων. 1387 290 295 Ecological architecture, in addition to functionality and morphology, focuses on its users' comfort conditions, the use of ecological materials and the quality of construction. In accordance with European and national legislation, ecological architecture must be applied as a design philosophy to school buildings as well, so that students feel comfortable, the energy footprint is minimized and the environment is protected. Ecological materials are recyclable and can be assimilated by the environment. They do not require high energy consumption in order to be produced and processed and neither do they consume large amounts of natural and raw materials. Moreover, they are not toxic and they do not harm the users' health or the environment. The configuration and construction of school buildings affects the health but also the learning performance and behaviour of students. The use of ecological materials in the construction of school buildings is important, because schools are considered a child's second home and certainly they must meet the parents' expectations. The environmental characteristics of a classroom, such as light, thermal comfort, acoustics and aesthetics, as well as the indoor air quality, are closely related to the students' and teachers' performance and behaviour. Therefore, thermal, visual and acoustic comfort conditions are paramount for any classroom. In order to investigate and understand all of the above, this paper will analyze examples of school buildings, in Greece and from abroad, that have been designed with ecological materials and are in accordance with the principles of bioclimatic design. Then, all the reasons for which it is necessary to design school buildings based on ecological and bioclimatic architecture, so that the space where children spend most of their childhood offers them the right environment for a healthy physical and mental development, will be summarized Η οικολογική αρχιτεκτονική, πέραν της λειτουργικότητας και της μορφολογίας, επικεντρώνεται στις συνθήκες άνεσης των χρηστών, στη χρήση οικολογικών υλικών και στην ποιότητα της κατασκευής. Οφείλει, πλέον και σύμφωνα με την ευρωπαϊκή και εθνική νομοθεσία, να εφαρμόζεται ως φιλοσοφία σχεδιασμού και στα κτίρια σχολείων με στόχο την άνεση των μαθητών, την ελαχιστοποίηση του ενεργειακού αποτυπώματος και την προστασία του περιβάλλοντος. Τα οικολογικά υλικά είναι ανακυκλώσιμα και αφομοιώσιμα από το περιβάλλον, δεν απαιτούν μεγάλη κατανάλωση ενέργειας για την παραγωγή και επεξεργασία τους, δεν καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες φυσικών και πρώτων υλών και δεν είναι τοξικά ή βλαβερά για την υγεία των χρηστών και για το περιβάλλον. Η διαμόρφωση και η κατασκευή του σχολικού κτιρίου επηρεάζει την υγεία αλλά και τη μαθησιακή επίδοση και τη συμπεριφορά των μαθητών. Η χρήση των οικολογικών υλικών στην κατασκευή των σχολικών κτιρίων είναι σημαντική, διότι το σχολείο θεωρείται το δεύτερο σπίτι ενός παιδιού και σίγουρα ο χώρος αυτός οφείλει να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των γονέων. Τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά της τάξης, όπως το φως, η θερμική άνεση, η ακουστική και η αισθητική, καθώς και η ποιότητα του εσωτερικού αέρα, συσχετίζονται απόλυτα με την απόδοση και τη συμπεριφορά των μαθητών και των εκπαιδευτικών. Επομένως, οι συνθήκες θερμικής, οπτικής και ακουστικής άνεσης είναι εξέχουσας σημασίας για κάθε σχολική αίθουσα. Για την διερεύνηση και κατανόηση όλων των παραπάνω, θα αναλυθούν στην εργασία παραδείγματα από κτίρια σχολείων, στην Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό, που σχεδιάστηκαν με οικολογικά υλικά και με σεβασμό στις αρχές του βιοκλιματικού σχεδιασμού. Στη συνέχεια, θα συνοψιστούν όλοι οι λόγοι για τους οποίους είναι αναγκαία η σχεδίαση των σχολικών κτιρίων με βάση την οικολογική και βιοκλιματική αρχιτεκτονική, ώστε ο χώρος όπου τα παιδιά περνούν το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής τους ηλικίας να τους προσφέρει το κατάλληλο περιβάλλον για την υγιή σωματική και πνευματική τους ανάπτυξη. 1388 927 885 Metabolic syndrome and bone disease in patients with chronic kidney disease Μεταβολικό σύνδρομο και οστική νόσος σε ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο Background. The incidence of obesity and MS has reached epidemic proportions and is a significant public health problem. Among their many effects on the human body are those on bone metabolism markers, notably vitamin D and parathyroid hormone (PTH). On the other hand, bone and mineral metabolism disorders are a prevalent complication of CKD. Purpose. The study aimed to investigate the effect of obesity and MS on bone metabolism markers and primarily on the levels of vitamin D metabolites [25(OH)D and 1.25(OH)2D] and PTH. In the present study, we have evaluated the effect on the same factors of chronic kidney disease (CKD). Methods. The study consists of two parts. In part one, 104 individuals with a high body mass index (BMI>25kg/m2) were studied, which, according to WHO guidelines, regarded as the threshold to be considered overweight. Participants were divided into 3 groups according to the level of estimated glomerular filtration rate (eGFR-MDRD ml / min / 1.73m2): G1 ≥ 60 (n = 53), G2 30–59 (n = 35) and G3 15–29 (n = 16). Fifty individuals with BMI>25kg/m2 and corresponding eGFR levels were the control group: G1-nw (n = 23), G2-nw (n = 18) and G3-nw (n = 9). In part two, we explored the effect of MS on bone metabolism indices. Firstly, we studied the effect of MS on bone metabolism markers in 83 adult patients with CKD defined as a decrease in eGFR below 60 ml/min/1.73m2. Patients were divided into two groups according to the presence (n = 56) or not (n = 27) of MS. Secondly, we examined the effect of CKD on bone metabolism markers in 112 adult subjects with MS separated in two groups of 56 individuals each depending on the presence of eGFR <60 ml/min/1.73m2. Results. Part 1. The mean serum 25(OH)D value of subjects with BMI> 25kg/m2 was 19.9 ± 6.4ng / ml and was significantly different from that of normal subjects (24.9±6.3ng/ml, p<0.001). Overweight/obese participants had lower serum 25(OH)D levels than subjects with BMI <25kg/m2 at all glomerular filtration levels. In contrast, levels of the active form of 1.25(OH)2D were comparably similar between overweight / obese in both total [48.4 (34.2, 60.9) pg / ml versus 46.3 (38.7, 60.9) pg / ml, as in all subgroups and the same was observed with parathyroid hormone. The presence of increased body weight did not differentiate calcium and phosphorus levels. In all G1-G3 groups, the mean serum 25(OH)D concentration was below the recommended levels (30ng/ml): 97 of the 104 subjects (93%) had levels below the above value. Although in the control group the deficiency of 25(OH)D was significantly less in both the total (74%, p <0.001) and the subgroups, only 1 out of 4 had sufficient levels. All patients with stage 4 CKD had insufficient levels of 25(OH)D irrespective of BMI. Increased BMI, female sex and reduced eGFR were independently associated with low 25(OH)D levels. Decreased eGFR and elevated serum phosphorus levels had a positive effect on PTH and a negative on 1.25(OH)2D. Compared to overweight / obese but normal fasting glucose (NFG) subjects, patients with diabetes had lower 25(OH)D (17.8±5.6 versus 21.0±6.5 ng/ml, p = 0.035), and 1.25( OH)2D [40.9 (31.4, 56.0) vs. 53.8 (43.3, 67.9) pg / ml, p = 0.031] and higher levels of parathyroid hormone [82.0 (55.3, 127.0) vs. 55.79 (48.0, 97.0) pg/ml, p = 0.041 ]. Besides, only one of the 28 patients with diabetes had adequate levels of 25(OH)D (4%).Part 2. People with CKD and additional MS had significantly lower levels of 25(OH)D (17.9±6.4 ng/ml versus 24.1±7.7 ng/ml p <0.001) and an increased likelihood of inadequate 25(OH)D<30ng / ml (96.4% vs. 70.4%, p = 0.001). Differences in 25(OH)D levels were not as expected from a corresponding decrease in 1,25(OH)2D nor in an increase in PTH or cases of secondary hyperparathyroidism (SHPT). However, only the waist circumference of the components of the MS was correlated with 25(OH)D levels (p = 0.014). No significant differentiation of 25(OH)D in patients with eGFR <60 ml/min / 1.73m2 was observed in the population with MS. In contrast, patients with MS in addition to decreased glomerular filtration had a mean decrease of 1.25(OH)2D compared with those with MS and eGFR> 60ml / min / 1.73m2 (39.2±16.1 pg/ml versus 56.7±17.7 pg/ml, p <0.001). and much higher median PTH value [92.1 (54.7, 132.9) pg / ml versus 51.6 (34.9, 80.1) pg / ml, p <0.001]. Significantly increased was also the percentage of individuals with parathormone values above this group's 64.3% (or 36 of 56) versus 30.4% (17/56). Conclusions. Levels of 25(OH)D, the main index of vitamin D body stores are lower in people with elevated body mass index and people with MS irrespectively of eGFR. However, in the case of the MS, the absence of correlation with components other than the waist circumference indicates it is more likely the presence of obesity rather than the syndrome itself is responsible for the low 25(OH)D levels.Low eGFR and not obesity or the presence of MS is the primary determinant for 1,25(OH)2D and PTH levels as well as for the incidence of SHPT. This observation raises questions as to whether low 25(OH)D levels correspond to a true vitamin D deficiency but also whether the 30ng/ml level of adequacy is high and should be re-examined. CKD affects 1,25(OH)2D and PTH levels strongly than 25(OH)D indicating that in the pathogenesis of SHPT of CKD the role of other factors such hyperphosphatemia and increased FGF-23 thus the reduced synthesis of 1,25(OH)2D, is stronger than any reduced levels of 25(OH)D. Εισαγωγή. Μεταξύ των πολλών επιπτώσεων της παχυσαρκίας και του Μεταβολικού Συνδρόμου (ΜΣ) της στον ανθρώπινο οργανισμό είναι και αυτές στους δείκτες οστικού μεταβολισμού και κυρίως την βιταμίνη D και την παραθορμόνη (PTH). Οι διαταραχές του μεταβολισμού των οστών και των μεταλλικών στοιχείων (CKD-MBD) συνιστούν επίσης επιπλοκή της Χρόνιας Νεφρικής Νόσου (ΧΝΝ). Σκοπός. Σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση της επίδρασης της παχυσαρκία και του ΜΣ στα επίπεδα των μεταβολιτών της βιταμίνης D [25(OH)D και 1,25(OH)2D] και της PTH συνεκτιμώντας την επίδραση της ΧΝΝ στους ίδιους παράγοντες. Μέθοδοι. Η μελέτη χωρίζεται σε 2 ενότητες. Στην 1η ενότητα μελετήθηκαν 104 άτομα με αυξημένο Δείκτη Μάζας Σώματος (BMI>25kg/m2). Μελετήθηκαν 3 ομάδες, διαφορετικών επιπέδων εκτιμώμενης σπειραματικής διήθησης (eGFR-MDRD ml/min/1.73m2) : G1 ≥ 60 (n=53), G2 30–59 (n=35) και G3 15–29 (n=16). Πενήντα άτομα με BMI>25kg/m2 και ανάλογα επίπεδα eGFR αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου:G1-nw (n=23),G2-nw(n=18) και G3-nw (n=9). Στη 2η ενότητα εξετάστηκε η επίδραση του ΜΣ στους δείκτες οστικού μεταβολισμού. Μελετήθηκαν συνολικά 139 άτομα που χωρίστηκαν σε 3 ομάδες ανάλογα με την παρουσία ή όχι ΜΣ και ΧΝΝ. Η ΧΝΝ ορίστηκε ως eGFR<60 ml/min/1.73m2 με βάση τον ορισμό της ομάδας εργασίας KDIGO, ενώ για τη διάγνωση του Μεταβολικού Συνδρόμου χρησιμοποιήθηκε ο ορισμός του NCEP ATP III. Οι ομάδες διαμορφώθηκαν ως εξής: 1.ΜΣ eGFR<60 ml/min/1.73m2), n=56, 2. ΜΣ και eGFR<60 ml/min/1.73m2, n=56 και 3. eGFR<60 ml/min/1.73m2 απουσία μεταβολικού συνδρόμου, n=27. Αποτελέσματα. Ενότητα 1. Η μέση 25(OH)D ορού των ατόμων με BMI>25kg/m2 ήταν 19.9±6.4ng/ml σημαντικά μικρότερη αυτών με φυσιολογικό BMI (24.9±6.3ng/ml, p<0.001). Οι υπέρβαροι/παχύσαρκοι συμμετέχοντες είχαν χαμηλότερα επίπεδα 25(OH)D ορού σε σχέση με τα άτομα με BMI<25kg/m2 ανεξαρτήτως eGFR. Αντίθετα τα επίπεδα της 1,25(OH)2D ήταν συγκριτικά παρόμοια μεταξύ υπέρβαρων/παχύσαρκων και ατόμων κανονικού βάρους τόσο στο σύνολο [48.4 (34.2, 60.9)pg/ml έναντι 46.3 (38.7, 60,9)pg/ml, p=0.890] όσο και σε όλες τις επιμέρους υποομάδες και το ίδιο παρατηρήθηκε για την PTH. H παρουσία αυξημένου σωματικού βάρους δεν διαφοροποιούσε τα επίπεδα ασβεστίου και φωσφόρου στον ορό του αίματος. Σε όλες τις ομάδες G1-G3, η μέση 25(OH)D ορού ήταν μικρότερη 30ng/ml: 97 από τα 104 άτομα (93%) είχαν επίπεδα κατώτερα της παραπάνω τιμής. Αν και στην ομάδα ελέγχου η έλλειψη 25(OH)D ήταν σημαντικά μικρότερη τόσο στο σύνολο (74%, p<0.001) όσο και στις επιμέρους ομάδες, μόνο 1 στους 4 είχε επαρκή επίπεδα. Όλοι οι ασθενείς με ΧΝΝ σταδίου 4 είχαν ανεπαρκή επίπεδα 25(OH)D ορού ανεξαρτήτως BMI. Ο BMI, το θήλυ φύλο και ο μειωμένος eGFR σχετιζόταν ανεξάρτητα με χαμηλά επίπεδα 25(OH)D. Ο μειωμένος eGFR και τα αυξημένα επίπεδα φωσφόρου ορού συνοδευόταν από αύξηση της PTH και μείωση της 1,25(OH)2D. Σε σύγκριση με τα υπέρβαρα/παχύσαρκα αλλά με φυσιολογική γλυκόζη νηστείας (NFG) άτομα, οι ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη (ΣΔ) βρέθηκε πως είχαν χαμηλότερη 25(OH)D ορού (17.8±5.6 έναντι 21.0±6.5 ng/ml, p=0.035), και 1,25(OH)2D [40.9 (31.4, 56.0) έναντι 53.8 (43.3, 67.9) pg/ml, p=0.031] και υψηλότερα επίπεδα PTH [82.0 (55.3, 127.0) έναντι 55.79 (48.0, 97.0) pg/ml, p=0.041]. Επιπρόσθετα, βρέθηκε πως μόνο ένας εκ των 28 πασχόντων από ΣΔ είχε επαρκή επίπεδα 25(OH)D ορού (4%).Ενότητα 2. Τα άτομα με ΧΝΝ και επιπρόσθετα ΜΣ είχαν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα 25(OH)D ορού (17.9 ±6.4 ng/ml έναντι 24.1 ±7.7 ng /ml p<0.001) και αυξημένη συχνότητα ανεπάρκειας 25(OH)D (96.4% έναντι 70.4%,p=0.001) σε σύγκριση με αυτούς που έπασχαν από ΧΝΝ μόνο. Οι διαφοροποιήσεις ως προς τα επίπεδα της 25(OH)D ορού δεν συνοδεύονταν από ανάλογη μείωση της 1,25(OH)2D ούτε από αύξηση της PTH ορού ή των περιπτώσεων ΔΥΠΘ. Από τις παραμέτρους του ΜΣ, μόνο η περίμετρος μέσης εμφάνισε συσχέτιση με τα επίπεδα της 25(OH)D ορού (p=0.014). Στον πληθυσμό των ατόμων που έπασχαν από ΜΣ δεν διαπιστώθηκε σημαντική διαφοροποίηση της 25(OH)D ορού σε ασθενείς με επιπρόσθετα ΧΝΝ (eGFR<60 ml/min/1.73m2). Αντίθετα οι ασθενείς που επιπρόσθετα του ΜΣ είχαν και μειωμένη σπειραματική διήθηση, βρέθηκε ότι είχαν επίπεδα 1,25(OH)2D σημαντικά μειωμένα έναντι αυτών με ΜΣ και eGFR>60ml/min/1.73m2 (39.2±16.1 pg/ml έναντι 56.7 ±17.7pg/ml, p<0.001). και υψηλότερη διάμεση τιμή PTH [92.1 (54.7, 132.9) pg/ml έναντι 51.6 (34.9, 80.1) pg/ml, p<0.001]. Σημαντικά αυξημένο ήταν και το ποσοστό ατόμων με τιμή παραθορμόνης ανώτερη των τιμών αναφοράς στην ομάδα αυτή: 64.3% (ή 36 εκ των 56 ατόμων) έναντι 30.4% (17/56 ατόμων). Συμπεράσματα. Τα επίπεδα 25(OH)D ορού (που είναι ο κύριος δείκτης των αποθηκών βιταμίνης D του οργανισμού) είναι χαμηλότερα σε υπέρβαρα/παχύσαρκα άτομα αλλά και σε άτομα με ΜΣ ανεξάρτητα από τα επίπεδα σπειραματικής διήθησης. Ωστόσο στην περίπτωση του ΜΣ, η απουσία συσχέτισης με τις επιμέρους παραμέτρους του συνδρόμου πλην της περιμέτρου μέσης δείχνουν ότι πιθανότερο η παχυσαρκία παρά το ΜΣ καθαυτό ευθύνεται για τα χαμηλά επίπεδα της 25(OH)D ορού. Καθοριστικός παράγοντας για την ύπαρξη μειωμένης 1,25(OH)2D,αυξημένης PTH ορού και συχνότητας ΔΥΠΘ, τόσο σε υπέρβαρα/παχύσαρκα όσο και σε άτομα με ΜΣ είναι ο μειωμένος eGFR και όχι η μειωμένη 25(OH)D. Το γεγονός αυτό εγείρει ερωτήματα για το κατά πόσον τα χαμηλά επίπεδα της 25(OH)D ορού συνιστούν πραγματική έλλειψη βιταμίνης D, αλλά και για το κατά πόσον το όριο επάρκειας των 30ng/ml, είναι υψηλό και θα πρέπει να επανεξεταστεί. Η ΧΝΝ επηρεάζει τα επίπεδα της 1,25(OH)2D ορού και της PTH ορού ισχυρότερα από αυτά της 25(OH)D, ενδεικτικό του ότι στην παθογένεση του ΔΥΠΘ της ΧΝΝ ο ρόλος άλλων παραγόντων (όπως η υπερφωσφαταιμία, η μείωση σύνθεσης καλσιτριόλης λόγω του μειωμένου αριθμού λειτουργικών νεφρώνων και αύξησης του FGF-23, η μείωση του αριθμού των VDR και η αντίσταση του σκελετού στις δράσεις της PTH) είναι καθοριστικότερος από τα τυχόν μειωμένα επίπεδα της 25(OH)D ορού. 1389 523 474 Evaluation of causal associations in the context of meta-analyses of randomized clinical trials Αποτίμηση σχέσεων αιτιότητας σε μετα-αναλύσεις τυχαιοποιημένων κλινικών δοκιμών The main aim of this doctoral thesis is the identification, systematic evaluation and the prospect of generalization of methodologies and of specific effect metrics which allow for a causal interpretation of the results from meta-analyses of randomized clinical trials (RCTs). Three separate studies were carried out on both methodological and empirical evaluation, with specific objectives (a) the identification and implementation of a causally explicit framework for meta–analyses, (b) the evaluation of the credibility of potentially causal associations from meta-analyses of RCTs and (c) the description and quantification of known causal associations using a clinically relevant metric. In the first research paper, a systematic review of methodologies pertaining to the implementation of a causally explicit framework for meta-analyses of RCTs was performed. A total of three distinct methodological approaches were identified. Such methodologies have begun to emerge in the literature only during the last couple of years. Application of such methodologies may allow for the interpretation of meta-analysis results as causal estimates and could potentially lead to higher levels of evidence. However, methodological limitations stemming from the assumptions regarding the data generation process and sampling of the RCTs may hamper any attempt for a valid causal interpretation or generalization of the estimands. The second research paper investigated the possibility of an empirical evaluation of potential causal relationships by implementing a series of complementary analyses in order assess the epidemiological credibility of associations from meta-analyses of RCTs. Omega-3 fatty acid supplementation in relation to the reduction of the risk of “hard” cardiovascular outcomes was used as a clinical example. At this stage, the disadvantage of evaluating all interventions as an overall treatment group, regardless of the dosing regimen, emerged. Omega-3 supplements at low doses (<2 g/day) did not appear to be associated with cardiovascular outcomes. This conclusion seems unlikely to change from future research, as it is supported by sufficient scientific evidence. In contrast, the evidence for higher doses was limited and any emerging benefit of high-dose omega-3 supplementation should be further evaluated. The final research paper evaluated the empirical evidence base of the top 15 bestselling drugs using both meta-analyses of RCTs and individual RCTs. The Number Needed to Treat (NNT) metric was used as a clinically relevant measure of effect. Overall, two separate drug profiles emerged, focusing either a) on efficacy, where the observed beneficial NNTs on efficacy were remarkably small, or b) on safety and ease of use, with much higher beneficial NNTs on efficacy but with good safety profiles and without any serious adverse effects. However, despite the abundance of available clinical comparisons, the high heterogeneity between the studied populations along with the moderate quality of the evidence make hamper any attempts to generalize NNTs while maintaining a causal interpretation. Overall, the present thesis highlights a) the challenges of describing causal associations using meta-analyses and b) the fact that although meta-analysis techniques fail to explicitly demonstrate causality, the possibility such associations holding can be supported by strong epidemiological evidence. However, accounting for potential sources of heterogeneity is crucial in terms of generalizability and clinical significance of the findings. Ο κεντρικός στόχος της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι ο προσδιορισμός, η συστηματική αξιολόγηση και η δυνατότητα γενίκευσης μεθοδολογιών και μέτρων σχέσης που επιτρέπουν την αναγνώριση και εκτίμηση σχέσεων αιτιότητας όταν εκείνες προκύπτουν από μετα-αναλύσεις τυχαιοποιημένων κλινικών δοκιμών (ΤΚΔ). Πραγματοποιήθηκαν τρεις ερευνητικές εργασίες που αφορούσαν τόσο τη μεθοδολογική όσο και την εμπειρική αποτίμηση, με επιμέρους στόχους (α) την αναγνώριση και αξιολόγηση μεθοδολογικών προσεγγίσεων, (β) την αξιολόγηση της εγκυρότητας των ευρημάτων από μετα-αναλύσεις ΤΚΔ και (γ) την περιγραφή και ποσοτικοποίηση γνωστών σχέσεων αιτιότητας μέσω ενός κλινικά σχετικού δείκτη. Η πρώτη εργασία αφορούσε μία ανασκόπηση της μεθοδολογικής βιβλιογραφίας για προσεγγίσεις που επιτρέπουν την έκφραση μίας σχέσης αιτιώδους συνάφειας μέσω μετααναλύσεων ΤΚΔ. Η αποτίμηση αυτή αναδεικνύει την περιορισμένη βιβλιογραφία όσον αφορά το συνδυασμό τεχνικών μετα-ανάλυσης και αιτιώδους συμπερασματολογίας για την επίτευξη υψηλότερων επιπέδων τεκμηρίων. Οι προσπάθειες αυτές έχουν αρχίσει να αναπτύσσονται μόλις τα τελευταία χρόνια. Η ύπαρξη περιορισμών όσον αφορά τις υποθέσεις και παραδοχές των μεθοδολογιών αυτών μπορεί να δυσχεραίνουν τη δυνατότητα για αιτιώδη ερμηνεία και γενικευσιμότητα των εκτιμητών. Επιπλέον, επιχειρήθηκε η δυνατότητα εμπειρικής αποτίμησης δυνητικών σχέσεων αιτιότητας μέσω εφαρμογής μίας σειράς στατιστικών αναλύσεων οι οποίες έχουν στόχο τη διερεύνηση της επιδημιολογικής εγκυρότητας των αποτελεσμάτων μετα-αναλύσεων ΤΚΔ. Χρησιμοποιήθηκε ως κλινικό παράδειγμα η χορήγηση συμπληρωμάτων διατροφής ω-3 λιπαρών οξέων σε σχέση με τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης «σκληρών» καρδιαγγειακών εκβάσεων. Στο στάδιο αυτό αναδείχθηκε το μειονέκτημα της αξιολόγησης των παρεμβάσεων ως μία συνολική ομάδα θεραπείας ανεξάρτητα από το χορηγούμενο δοσολογικό σχήμα. Τα συμπληρώματα διατροφής ω-3 σε χαμηλές δόσεις (<2 g/ημέρα) δε φάνηκε να συσχετίζονται με καρδιαγγειακές εκβάσεις. Το συμπέρασμα αυτό φαίνεται απίθανο να μεταβληθεί από μελλοντικές έρευνες, καθώς υποστηρίζεται από επαρκή επιστημονικά τεκμήρια. Αντιθέτως, τα τεκμήρια για υψηλότερες δόσεις ήταν περιορισμένα και οποιοδήποτε αναδυόμενο όφελος των υψηλών δόσεων θα πρέπει να αξιολογηθεί περαιτέρω. Τέλος, πραγματοποιήθηκε μία εμπειρική αποτίμηση της βάσης τεκμηρίων των 15 κορυφαίων σε πωλήσεις φαρμάκων με τη χρήση μετα-αναλύσεων αλλά και μεμονωμένων ΤΚΔ. Χρησιμοποιήθηκε ως μέτρο εκτίμησης ο δείκτης «αριθμός ατόμων που πρέπει να θεραπευτούν (Number Needed to Treat - NNT)». Συνολικά, αναδύθηκαν δύο ξεχωριστά προφίλ φαρμάκων, εστιάζοντας είτε α) στην αποτελεσματικότητα, με εντυπωσιακά μικρούς ωφέλιμους NNT, είτε β) στην ασφάλεια και την ευκολία χρήσης, με καλό προφίλ ασφάλειας και χωρίς σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες, αλλά με υψηλότερους NNT στην αποτελεσματικότητα. Ωστόσο, φάνηκε πως παρά την πληθώρα των διαθέσιμων κλινικών συγκρίσεων, η υψηλή ετερογένεια των υπό μελέτη πληθυσμών καθώς και η μέτρια ποιότητα των τεκμηρίων δυσχεραίνουν την όποια προσπάθεια γενίκευσης των NNT διατηρώντας την αιτιώδη τους ερμηνεία. Συνολικά, η παρούσα διατριβή αναδεικνύει α) τις προκλήσεις που υπάρχουν στην περιγραφή σχέσεων αιτιότητας με τη χρήση μετα-αναλύσεων και β) το γεγονός πως παρότι τεχνικές μεταανάλυσης αδυνατούν να αποδείξουν ρητά μία σχέση αιτιότητας, μπορούν να δώσουν ισχυρές ενδείξεις για την πιθανότητα ύπαρξης σχέσεων αιτιώδους συνάφειας. Ωστόσο, η αντιμετώπιση πηγών ετερογένειας είναι καίριας σημασίας όσον αφορά τη γενικευσιμότητα και την κλινική σημασία των ευρημάτων. 1390 155 178 Σχεδιασμός, σύνθεση και βιολογική αξιολογήση βιοσυζευγμάτων Γεμσιταβίνης για εκλεκτική στόχευση καρκινικών κυττάρων Peptide-Drug conjugates have accumulated a tremendous much interest over the past few years as effective therapeutics for cancer, due to the selectivity and targeting that can provide. This thesis was based on this concept, where the rational design, synthesis and biological evaluation of relevant bioconjugates took place. Specifically, we synthesized and evaluated bioconjugates containing as the cytotoxic agent the well-known anti-cancer drug Gemcitabine and as a targeting agent either a peptide analogue of Gonadotropin Releasing Hormone (GnRH) that binds selectively to the GnRHR or a peptide (HER2-BP1) that binds to the Epidermal Growth Factor Receptor HER2. These conjugates were evaluated for their cytotoxicity in different cancer cell lines, their human plasma stability and the release of gemcitabine from the bioconjugate. Also, the synthesis of the labeled peptide analogues of GnRH and HER2-BP1 with the 5(6) -carboxyfluorescein dye was conducted and evaluated their cell uptake by various cancer cell lines utilizing flow cytometry and confocal microscopy. Τα συζεύγματα Φαρμάκου-Πεπτιδίου έχουν συγκεντρώσει ιδαιίτερη προσοχή τα τελευταία χρόνια για την αντιμετώπιση του καρκίνου, λόγω της ικανότητας που παρουσιάζουν να στοχεύουν εκλεκτικά υποδοχείς που υπερεκφράζονται στα καρκινικά κύτταρα. Σ’ αυτή τη κατεύθυνση βασίστηκε και η παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή, όπου πραγματοποιήθηκε ο λογικός σχεδιασμός, η σύνθεση και η βιολογική αξιολόγιση διάφορων βιοσυζευγμάτων. Συγκεκριμένα, συντέθηκαν και αξιολογήθηκαν βιοσυζεύγματα που περιέχουν ως κυτταροτοξικό παράγοντα το ευρέως γνωστό αντικαρκινικό φάρμακο Γεμσιταβίνη και ως παράγοντα στόχευσης είτε ένα πεπτιδικό ανάλογο της εκλυτικής ορμόνης των γοναδοτροπινών (GnRH) που στοχεύει τον αντίστοιχο υποδοχέα (GnRHR) και ένα πεπτίδιο (HER2-BP1) το οποίο και δεσμεύεται εκλεκτικά στον υποδοχέα του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα HER2. Τα συζεύγματα αυτά ελέγχθηκαν ως προς το βιολογικό τους προφίλ σε καλλιέργειες καρκινικών κυττάρων ως προς την invitro κυτταροτοξικότητα, αποδέσμευση της Γεμσιταβίνης και σταθερότητάς τους σε ανθρώπινο πλάσμα. Επίσης, πραγματοποιήθηκε η σύνθεση των επισημασμένων με τη χρωστική 5(6)-καρβοξυφλουορεσκεΐνη πεπτιδικών αναλόγων του GnRΗ και του HER2-BP1 και ελέγχθηκε η πρόσληψή τους από διάφορες καρκινικές σειρές με τη χρήση κυτταρομετρίας ροής και συνεστιακής μικροσκοπίας. 1391 226 232 The school celebration of the 25th of March praises the glorious historical event of the Greek Revolution of 1821. The historical event is characterized by its controversial and multifaceted character, which proves its different critical approaches. School celebrations are part of the broader context of history teaching and are linked to the purpose of national education, which includes the formation of collective memory, as well as to the ideological character of history. The purpose of the History lesson seems to be changing as evidenced by the revised and new Curricula of the History lesson, emphasizing multifaceted issues, the development of students’ critical and historical thinking, the tolerance and cooperation of nations, as well as the respect for diversity between cultures. The purpose of this paper is to examine the application of multiperspectivity in the preparation and interpretation of the celebration of the 25th of March by primary education teachers. In addition, the aim of this paper is to answer the implicit question of whether teachers perceive that this celebration differs from history as a science. In conclusion, the present study will draw conclusions as to whether teachers are interested in the meaning of the March 25 school celebration or whether they perceive it as an hour of non-critical lesson. Findings important for the understanding of the teaching of History in the present era and its evolution. Ο σχολικός εορτασμός της 25ης Μαρτίου εξυμνεί το ένδοξο ιστορικό γεγονός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Το ιστορικό αυτό γεγονός χαρακτηρίζεται από τον αμφιλεγόμενο και πολυπρισματικό του χαρακτήρα, που αποδεικνύει τις διαφορετικές κριτικές προσεγγίσεις του. Οι σχολικοί εορτασμοί συγκαταλέγονται στο ευρύτερο πλαίσιο της διδακτικής της Ιστορίας και συνδέονται με τον σκοπό της εθνικής διαπαιδαγώγησης, μέσα στον οποίο εντάσσεται η διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης, καθώς και με τον ιδεολογικό χαρακτήρα της Ιστορίας. Η στοχοθεσία του μαθήματος της Ιστορίας φαίνεται να αλλάζει όπως μαρτυρούν τα αναθεωρημένα και νέα Αναλυτικά Προγράμματα και Προγράμματα Σπουδών για το μάθημα της Ιστορίας, δίνοντας σημασία σε πολυπρισματικά ζητήματα, στην ανάπτυξη κριτικής και ιστορικής σκέψης των μαθητών, στην ανοχή και τη συνεργασία των εθνών, καθώς και τον σεβασμό στη διαφορετικότητα μεταξύ των πολιτισμών. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η εξέταση της εφαρμογής της πολυπρισματικότητας στην προετοιμασία και ερμηνεία του εορτασμού της 25ης Μαρτίου, από τη μεριά εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Επιπλέον, επιδιωκόμενος στόχος της παρούσας εργασίας είναι να απαντήσει στο υπονοούμενο ερώτημα του εάν οι εκπαιδευτικοί αντιλαμβάνονται πως ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου είναι κάτι διαφορετικό από την Ιστορία ως επιστήμη. Εν κατακλείδι, από την παρούσα έρευνα θα εξαχθούν συμπεράσματα για το αν οι εκπαιδευτικοί ενδιαφέρονται για το νόημα του σχολικού εορτασμού της 25ης Μαρτίου ή αν τον αντιλαμβάνονται ως μία ώρα μη κριτικού μαθήματος. Πορίσματα σημαντικά για την κατανόηση της διδακτικής της Ιστορίας στη σημερινή εποχή και την εξέλιξή της. 1392 218 221 Despite its significance, the educational work of the Management Authorities of Natural Protected Areas has been scarcely explored. The need for implementation of educational programs for both citizens of local community and the natural protected areas is evident according to literature review. The purpose of this study is to report to what extent Greek management authorities implement educational programs and actions as well as to highlight the key features and potential of these action programs/ actions. More specifically, the research objectives concern: 1) investigation of the relationship between authorities and the local communities, 2) recording the profile of the individuals who plan and implement educational programs-actions, 3) identification of key features of these programs and actions, 4) reporting the estimated impact of the programs-actions on the local community and the protected area, 5) reporting the problems and difficulties that the authorities have to deal with during the implementation of the programs-actions, and 6) reporting the needs for upgrading educational programs-actions. The data were collected with semi - structured interviews in depth by employees in 21 protected areas in Greece. The interviews were analyzed using the qualitative analysis method. The results show that all the authorities which participated in study implement educational programs and actions with significant benefits to citizens and protected areas despite the difficulties that are faced. Παρά την σημαντικότητά του, το εκπαιδευτικό έργο των Φορέων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών έχει διερευνηθεί ελάχιστα. Η αναγκαιότητα υλοποίησης εκπαιδευτικών προγραμμάτων τόσο για τους ανθρώπους των τοπικών κοινωνιών όσο και για τις φυσικές προστατευόμενες περιοχές είναι εμφανής από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η ανάδειξη του βαθμού υλοποίησης προγραμμάτων και δράσεων περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης από τους ελληνικούς φορείς διαχείρισης, καθώς και της αποτύπωσης των βασικών χαρακτηριστικών αυτών των προγραμμάτων-δράσεων και των δυνατοτήτων τους. Πιο αναλυτικά, οι στόχοι της έρευνας αφορούν: 1) τη διερεύνηση της σχέσης των φορέων με την τοπική κοινωνία, 2) την καταγραφή του προφίλ των ατόμων που σχεδιάζουν και υλοποιούν τα προγράμματα-δράσεις, 3) τον προσδιορισμό των βασικών χαρακτηριστικών των προγραμμάτων-δράσεων, 4) την καταγραφή του εκτιμώμενου αντίκτυπου των προγραμμάτων δράσεων στη τοπική κοινότητα και την προστατευόμενη περιοχή, 5) την καταγραφή των προβλημάτων και δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι φορείς σχετικά με την υλοποίηση των προγραμμάτων-δράσεων, και 6) την καταγραφή των αναγκών αναβάθμισης των εκπαιδευτικών προγραμμάτων και δράσεων. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν με ημιδομημένες συνεντεύξεις εις βάθος από εργαζομένους σε 21 φορείς προστατευόμενων περιοχών στην Ελλάδα. Οι συνεντεύξεις αυτές αναλύθηκαν με την μέθοδο της ποιοτικής ανάλυσης περιεχομένου. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι όλοι οι φορείς που συμμετείχαν στην μελέτη υλοποιούν εκπαιδευτικά προγράμματα και δράσεις με σημαντικά οφέλη προς τους πολίτες και τις προστατευόμενες περιοχές παρά τα δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. 1393 217 225 The geographical location, the landscape and the Greek relief map, influence its climate and create the best conditions under which the bioclimatic building design can grow. To implement sustainable building design, the climatological conditions must be utilized efficiently in order to less energy consumption and achieve the desired comfort temperatures. In an era characterized by the overexploitation of natural resources and goods, the above architectural trend and attitude becomes more imperative. It is worth mentioning that not choosing the bioclimatic design in the construction of a building in Greece is not due to financial cost but mainly due to Greek mentality. Tourism is a radical growing socio-economic phenomenon with significant environmental consequences. As a result, the touristic demand is turning to new alternative forms of tourism and Greece is the ideal place for this new trend to flourish, due to the unique geomorphology. The climate change could affect the formation of tourism industry, both spatially and chronically. This makes the sustainable development of Greek tourism necessary. In this study, six Greek tourist units are analyzed. Each one of them is built in different climate zones and have both bioclimatic characteristics and follow a green development policy. Design, functional, and energy issues are approached through these examples to understand and especially decode the basic bioclimatic principles in tourism. Η γεωγραφική θέση, η τοπιογραφική διαμόρφωση και το ανάγλυφο της Ελλάδας αποτελούν παράγοντες που επηρεάζουν το κλίμα της και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του βιοκλιματικού σχεδιασμού. Για την υλοποίηση του αειφορικού σχεδιασμoύ κτιρίων είναι απαραίτητη η καλύτερη αξιοποίηση των κλιματολογικών δεδομένων, προκειμένου να έχουμε χαμηλότερη ενεργειακή κατανάλωση και επίτευξη των επιθυμητών θερμοκρασιών άνεσης. Χαρακτηριστικό της σημερινής εποχής είναι η υπερεκμετάλλευση φυσικών πόρων και αγαθών, γεγονός που καθιστά την παραπάνω αρχιτεκτονική στάση και τάση επιβεβλημένη. Αξίζει να σημειωθεί ότι το να μην επιλέγεται η βιοκλιματική θεώρηση στην κατασκευή ενός κτιρίου στην Ελλάδα, δεν είναι λόγω οικονομικού κόστους αλλά κυρίως λόγω νοοτροπίας. O τουρισμός αποτελεί ένα ταχύτατα αναπτυσσόμενο κοινωνικοοικονομικό φαινόμενο με σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η τουριστική ζήτηση να στρέφεται σε νέες εναλλακτικές μορφές τουρισμού, με την Ελλάδα, λόγω της ιδιαίτερης γεωμορφολογίας της, να μπορεί να γίνει δυνητικά ένας ιδανικός τόπος ανάπτυξής τους. Η κλιματική αλλαγή, μπορεί να επηρεάσει την διαμόρφωση της τουριστικής βιομηχανίας τόσο χωρικά όσο και χρονικά. Αυτό καθιστά την αειφορική/βιώσιμη ανάπτυξη του τουρισμού απαραίτητη για την διασφάλιση του ελληνικού τουριστικού προϊόντος. Βάσει των παραπάνω, αναλύονται έξι ελληνικές τουριστικές μονάδες σε διαφορετικές κλιματικές ζώνες της χώρας μας, που διαθέτουν βιοκλιματικά χαρακτηριστικά και ακολουθούν πράσινη πολιτική ανάπτυξης. Μέσα από τα παραδείγματα αυτά προσεγγίζονται ζητήματα σχεδιαστικά, λειτουργικά και ενεργειακά, πραγματοποιώντας μια προσπάθεια κατανόησης και κυρίως αποκωδικοποίησης των βασικών βιοκλιματικών αρχών στον τουρισμό 1394 512 472 The views of the teachers of the preschool education for the teaching of the natural sciences in the kindergarten in the light of the theory of activity Οι απόψεις των εκπαιδευτικών της προσχολικής εκπαίδευσης για την διδασκαλία των φυσικών επιστημών στο νηπιαγωγείο υπό το πρίσμα της θεωρίας της δραστηριότητας In the Greek Curriculum, Natural Sciences occupy an important place under the section "Environmental Studies", emphasis is placed on the stages of development of activities, which include the selection of materials based on the subject, the detection of children's ideas, experimentation with system, making forecasts, checking them, recording findings and drawing conclusions. Resistance of teachers has been identified in the adoption of modern teaching approaches and methods, in the observance of the new orientations of the CAs, and adherence to tried and tested practices, by adopting a teacher-centered teaching model. The present research makes a bibliographic review on subjects of Natural Sciences in Preschool Education, such as the Pedagogical Knowledge of the Content of Natural Sciences, the theory of expansive learning, the Theory of Activity and the teaching of the earthquake in the Kindergarten in the light of the cultural-historical theory of the activity. Seeks the position of Natural Sciences in the Department of Natural Sciences and in New Curriculum for the Kindergarten and investigates the thematic unit of the earthquake in Preschool Education and the role of Seismic Planning and Protection Organization. The problem of research is developed and we try to answer a series of questions. What is the attitude of the teachers in the Preschool Education in relation to the content of the Natural Sciences and especially the subject of the earthquake? Do they know in depth the content of the Natural Sciences and especially the subject of the earthquake and for that and do they teach the subject of the earthquake as Natural Sciences? Do the teachers in the kindergarten adopt the teaching course given by the DEPPS, the new PS and the theory of activity or do they remain attached to traditional teaching models due to lack of knowledge? Do pre-school teachers teach earthquake protection political protection because of the importance they give to it or because of the lack of knowledge on the subject of earthquake? Do teachers in pre-school education need training in Science and the subject of earthquake or due to the lack of knowledge they have in the direction of their curricula do they need teaching models, step by step teaching simulation and supervisory material (experiments, tools)? The research was organized in two phases, in the first phase a quantitative research was done and in the second phase a qualitative one. During the first phase, data were collected from 30 kindergarten teachers in the Prefecture of Kozani, through semi-structured interviews, to investigate the way in which kindergarten teachers approach the concept of earthquake. The analysis of the content of the recorded material is based on predefined and emerging categories and subcategories. During the second phase, 112 questionnaires were collected from kindergarten teachers serving in the Prefecture of Kozani. The following is the process of statistical processing of the data collected from the quantitative research. The last chapter presents the conclusions of the research and future extensions. Στο Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών οι Φυσικές Επιστήμες κατέχουν σημαντική θέση υπό την ενότητα «Μελέτη Περιβάλλοντος», δίνεται έμφαση στα στάδια ανάπτυξης δραστηριοτήτων, που περιλαμβάνουν την επιλογή υλικών με γνώμονα το διδακτικό αντικείμενο, την ανίχνευση των ιδεών των παιδιών, τον πειραματισμό με συστηματική παρατήρηση, τη διατύπωση προβλέψεων, έλεγχο αυτών, την καταγραφή ευρημάτων και εξαγωγή συμπερασμάτων. Έχει εντοπιστεί αντίσταση των εκπαιδευτικών στην υιοθέτηση σύγχρονων διδακτικών προσεγγίσεων και μεθόδων, στην τήρηση των νέων προσανατολισμών των ΑΠ, και προσκόλληση σε δοκιμασμένες πρακτικές, με υιοθέτηση δασκαλοκεντρικού μοντέλου διδασκαλίας.Η παρούσα έρευνα κάνει βιβλιογραφική ανασκόπηση σε θέματα των Φυσικών Επιστημών στην Προσχολική Εκπαίδευση, όπως η Παιδαγωγική Γνώση του Περιεχομένου των Φυσικών Επιστημών, η θεωρία της επεκτατικής μάθησης, η Θεωρίας της Δραστηριότητας και η διδασκαλία του σεισμού στο Νηπιαγωγείο υπό το πρίσμα της πολιτισμικής-ιστορικής θεωρίας της δραστηριότητας. Αναζητά τη θέση των Φυσικών Επιστημών στο Δ.Ε.Π.Π.Σ. και στα Νέα Π.Σ. για το Νηπιαγωγείο και διερευνά τη θεματικής ενότητα του σεισμού στην Προσχολική Εκπαίδευση και το ρόλο του Ο.Α.Σ.Π. Αναπτύσσεται η προβληματική της έρευνας και επιχειρούμε να απαντήσουμε σε μια σειρά ερωτημάτων. Ποια είναι η στάση των εκπαιδευτικών στην Προσχολική Αγωγή σε σχέση με περιεχόμενο των Φυσικών Επιστημών και ειδικά τη θεματική του σεισμού; Γνωρίζουν σε βάθος το περιεχόμενο των Φυσικών Επιστημών και ειδικά τη θεματική του σεισμού και για αυτό και διδάσκουν τη θεματική του σεισμού ως Φυσικές Επιστήμες; Οι εκπαιδευτικοί στο νηπιαγωγείο υιοθετούν την πορεία διδασκαλίας που δίνεται από το ΔΕΠΠΣ, τα νέα Π.Σ και την θεωρία της δραστηριότητας ή παραμένουν προσκολλημένοι σε παραδοσιακά μοντέλα διδασκαλίας λόγω έλλειψης γνώσεων; Οι εκπαιδευτικοί στην Προσχολική Αγωγή διδάσκουν στη θεματική του σεισμού πολιτική προστασία λόγω της σημαντικότητας που δίνουν σε αυτήν ή λόγω της έλλειψης γνώσεων πάνω στη θεματική του σεισμού; Οι εκπαιδευτικοί στην προσχολική αγωγή έχουν ανάγκη από επιμόρφωση στις Φυσικές Επιστήμες και στη θεματική του σεισμού ή λόγω της έλλειψης γνωστικού πεδίου που έχουν από την κατεύθυνση των αναλυτικών προγραμμάτων σπουδών τους χρειάζονται υποδείγματα διδασκαλίας, βήμα βήμα προσομοίωση διδασκαλίας και εποπτικό υλικό (πειράματα, εργαλεία); Η έρευνα οργανώθηκε σε δύο φάσεις, στην ά φάση έγινε ποσοτική έρευνα και στη β΄ φάση ποιοτική. Κατά την α΄ φάση, συλλέχθηκαν δεδομένα από 30 νηπιαγωγούς του Νομού Κοζάνης, μέσα από ημι-δομημένες συνεντεύξεις, για να διερευνηθεί ο τρόπος με τον οποίο οι νηπιαγωγοί προσεγγίζουν την έννοια του σεισμού. Η ανάλυση του περιεχομένου του καταγεγραμμένου υλικού, βασίζεται σε προκαθορισμένες αλλά και αναδυόμενες κατηγορίες και υποκατηγορίες. Κατά τη θεματική ανάλυση, οι αναφορές που σχετίζονται με τα μεθοδολογικά χαρακτηριστικά των δραστηριοτήτων συμπεριλήφθηκαν σε προκαθορισμένα Θέματα. Κατά τη διάρκεια της β΄ φάσης, συλλέχθηκαν 112 ερωτηματολόγια από νηπιαγωγούς που υπηρετούν στο Νομό Κοζάνης. Ακολούθως παρουσιάζεται η διαδικασία στατιστικής επεξεργασίας των δεδομένων που συλλέχθηκαν από την ποσοτική έρευνα. Στο τελευταίο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα συμπεράσματα της έρευνας και οι μελλοντικές προεκτάσεις. 1395 389 352 This work’s general theme is part of software engineering and more specifically of the evaluation of its quality. Software evaluation is quite necessary as it contributes significantly to its quality improvement. The work focuses on a particular category of software improvements. Specifically, the improvements which modify the internal structure of the source code without affecting its functionality, better known as code refactoring. We describe the 68 refactoring techniques contained in Martin Fowler’s catalog of refactorings and we group them into 6 distinct categories: Method Composition, Method Call Improvement, Conditional Expression Simplification, Generalization Improvement, Data Organization and Feature Movement Between Objects. The large number of those techniques in combination with the fact that programmers avoid the use of automated tools leads to an inefficient code refactoring process. In regards to this, we propose a new method of structured code refactoring based on the Map of refactorings. The Map of refactorings is a graph in which each node is represented by one of the 68 refactoring techniques and each edge represents a relationship between them. The three types of relationships that we propose derive from the study of Fowler’s catalog of refactorings and are as follows: Succession Relationship, "Part of" Relationship and "Instead of" Relationship. The study of the Map of refactorings showed that the Extract Method and Move Method techniques are the most basic ones in the refactoring process while the Extract Superclass and Extract Subclass are the most complex. For the visualization of the Map of Refactorings and so as to make it available to the developer, we developed an Eclipse plug-in named Refactoring Trip Advisor. In addition this tool provides useful information for every refactoring technique as well as the feature of automatic identification of refactoring opportunities for some of them. For the evaluation of Refactoring Trip Advisor we provided the source code of two methods in a number of developers and asked them to refactor one of them manually and the other one with the help of our tool. The results showed that the majority of users, at least doubled the number of the refactorings they implemented while using Refactoring Trip Advisor. We also observed that the refactoring process’ duration while using Refactoring Trip Advisor, increased for some users and decreased for some others. Finally, the users generally reported positive feedback from their experience using our tool. Η εργασία αυτή εντάσσεται στα πλαίσια της τεχνολογίας λογισμικού και συγκεκριμένα στην αξιολόγηση της ποιότητας αυτού. Η αξιολόγηση του λογισμικού είναι αρκετά αναγκαία καθώς αυτή συμβάλει σημαντικά στην ποιοτική του βελτίωση. Η εργασία επικεντρώνεται σε κάποια συγκεκριμένη κατηγορία βελτιώσεων του λογισμικού. Συγκεκριμένα, στις βελτιώσεις που μεταβάλλουν την εσωτερική δομή του πηγαίου κώδικα χωρίς όμως να επηρεάζουν την λειτουργικότητα του, γνωστό και ως ανακατασκευή κώδικα. Περιγράφονται οι 68 τεχνικές ανακατασκευής που περιέχονται στον κατάλογο του Martin Fowler και ομαδοποιούνται σε 6 κατηγορίες. Η πληθώρα αυτή των τεχνικών σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι προγραμματιστές αποφεύγουν την χρήση των αυτοματοποιημένων εργαλείων οδηγεί στην μη αποτελεσματική διαδικασία ανακατασκευής κώδικα. Στηριζόμενοι σε αυτό, προτείνουμε μια νέα μέθοδο συγκροτημένης ανακατασκευής κώδικα η οποία βασίζεται στον Χάρτη Ανακατασκευών. Ο Χάρτης Ανακατασκευών είναι ένα γράφημα στο οποίο κάθε κόμβος αποτελεί μια από τις 68 τεχνικές ανακατασκευής και κάθε ακμή ένα είδος συσχέτισης μεταξύ αυτών. Τα τρία είδη συσχέτισης που προτείνουμε, προέρχονται από την μελέτη του καταλόγου του Fowler και είναι τα εξής: Σχέση Διαδοχής, Σχέση “Μέρος από” και Σχέση “Αντί για”. Η μελέτη του Χάρτη έδειξε πως οι τεχνικές Extract Method και Move Method αποτελούν τις βασικότερες στην διαδικασία ανακατασκευής ενώ οι τεχνικές Extract Superclass και Extract Subclass είναι οι πιο πολύπλοκές. Για την οπτικοποιήση του Χάρτη Ανακατασκευών και για την αξιοποίηση του από τον προγραμματιστή, αναπτύσσεται μια επέκταση του Eclipse με το όνομα Refactoring Trip Advisor. Το εργαλείο αυτό επίσης παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για κάθε τεχνική ανακατασκευής και για μερικές από αυτές προσφέρει την δυνατότητα του αυτόματου εντοπισμού ευκαιριών ανακατασκευής στον κώδικα του χρήστη. Για την αξιολόγηση του Refactoring Trip Advisor δώσαμε τον κώδικα δύο μεθόδων σε έναν αριθμό από προγραμματιστές και τους ζητήσαμε να ανακατασκευάσουν τον έναν χειροκίνητα και τον άλλον με την βοήθεια του εργαλείου. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η πλειοψηφία των χρηστών, τουλάχιστον διπλασίασε το πλήθος των ανακατασκευών που εφάρμοσε χρησιμοποιώντας τον Refactoring Trip Advisor. Επίσης παρατηρήθηκε ότι ο χρόνος εκτέλεσης της διαδικασίας ανακατασκευής με τον Refactoring Trip Advisor, για μερικούς χρήστες μειώθηκε και για κάποιους άλλους αυξήθηκε. Τέλος οι χρήστες ανέφεραν γενικά θετικά σχόλια από την εμπειρία τους με τη χρήση του εργαλείου. 1396 271 261 its contribution to decision-making and reformulation of school units’ administration Η διαμοιραζόμενη ηγεσία στο Ελληνικό και Αγγλικό εκπαιδευτικό σύστημα The aim of this research is the study of the distributed leadership model, as the most tested and effective model of management and organization of educational units in England nowadays. At the same time, the model of shared practices is contrasted with the Greek school administration, in an effort to detect the degree of convergence or deviation between the English and Greek mentality, regarding the consultation conditions and the dynamics of collective decision-making processes. The structure of an autonomous school system is not unaffected by sociological, endogenous and exogenous, factors. Both the unbalanced internal factors - within the school environment - as well as the external conditions and circumstances, affect the course of school processes and provoke each physical leadership to respond to current challenges, based on its own temperament and philosophy. The sample of English principals consists of teachers in the upper, middle and lower levels of school leadership, while that of Greek principals consists of people who have at least fifteen years of experience in education, experience of foreign schools or administrative qualifications based on their CVs. The action-research, after delimiting and negotiating the topic among the involved parties, used the semi-structured interview as a data collection tool. As a basic conclusion, it turns out that distributed leadership can be applied to existing traditional education structures with benefits for both sides (win-win), managers and staff. Sociological and institutional factors, such as the «governing body» and the «Ofsted» assessment mechanism, in combination with the "social need" to upgrade a school to an "outstanding" status, play a leading role in decision-making. Αντικείμενο της παρούσας έρευνας είναι η μελέτη του μοντέλου της διαμοιραζομένης ηγεσίας (distributed leadership), ως το πιο δοκιμασμένο και αποτελεσματικό μοντέλο διοίκησης και οργάνωσης των εκπαιδευτικών μονάδων της Αγγλίας στις μέρες μας. Συνάμα, το μοντέλο των διαμοιραζόμενων πρακτικών αντιπαραβάλλεται με την ελληνική σχολική διοίκηση, σε μια προσπάθεια να ανιχνευτεί ο βαθμός σύγκλισης ή απόκλισης της αγγλικής και ελληνικής νοοτροπίας, αναφορικά με τις συνθήκες διαβούλευσης και τη δυναμική των συλλογικών διαδικασιών στη λήψη των αποφάσεων. Η δομή ενός αυτόνομου διοικητικού συστήματος των σχολικών μονάδων δεν είναι ανεπηρέαστη από κοινωνιολογικούς παράγοντες, ενδογενείς και εξωγενείς. Τόσο οι αστάθμητοι εσωτερικοί συντελεστές –στο χώρο του σχολείου –όσο και οι εξωτερικές συνθήκες και συγκυρίες, επιδρούν στην πορεία των σχολικών διεργασιών και προκαλούν την εκάστοτε φυσική ηγεσία να απαντήσει στις εκάστοτε προκλήσεις, βασιζόμενη στη δική της ιδιοσυγκρασία και φιλοσοφία. Το δείγμα των Άγγλων διευθυντών αποτελείται από εκπαιδευτικούς στις ανώτερες, μεσαίες και κατώτερες βαθμίδες σχολικής ηγεσίας, ενώ των Ελλήνων διευθυντών από άτομα που έχουν τουλάχιστον δεκαπενταετή πείρα στην εκπαίδευση, την εμπειρία σχολείων εξωτερικού ή και τα διοικητικά προσόντα με βάση τα βιογραφικά τους. Η έρευνα-δράση, αφού οριοθέτησε και διαπραγματεύτηκε το ζήτημα μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων, αξιοποίησε την ημιδομημένη συνέντευξη ως εργαλείο συλλογής δεδομένων. Ως βασικό συμπέρασμα, προκύπτει ότι η διαμοιραζόμενη ηγεσία μπορεί να εφαρμοστεί στις υπάρχουσες παραδοσιακές δομές εκπαίδευσης με οφέλη και για τις δύο πλευρές (win-win), διευθυντές και προσωπικό. Κοινωνιολογικοί και θεσμικοί παράγοντες, όπως το «governing body», ο αξιολογικός μηχανισμός «Ofsted» σε συνδυασμό με την «κοινωνική ανάγκη» αναβάθμισης ενός σχολείου σε «outstanding», παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη λήψη των αποφάσεων. 1397 87 83 the use of an educational game in order to study strategies and dexterity of students η χρήση ενός επιτραπέζιου παιχνιδιού στη μελέτη μαθηματικών δεξιοτήτων και στρατηγικών μαθητών Δημοτικού In the present study, the board game "FarMess" was constructed and piloted. The aim of the research was to examine the relationship between pupils' performance in mathematics and in the specific game. The results of the survey confirmed the initial predictions according to which high math level students had a better performance in board games, making good use and utilizing strategies and known mathematical processes, as opposed to low math level students. Στην παρούσα εργασία κατασκευάστηκε και εφαρμόστηκε πιλοτικά το επιτραπέζιο παιχνίδι «ΑγροτοΜπερδέματα». Στόχος της έρευνας ήταν να εξεταστεί η σχέση της επίδοσης των μαθητών στα Μαθηματικά με την απόδοσή τους στο συγκεκριμένο παιχνίδι. Τα αποτελέσματα της έρευνας επιβεβαίωσαν τις αρχικές προβλέψεις ότι οι μαθητές υψηλών μαθηματικών δεξιοτήτων είχαν καλύτερη απόδοση στο επιτραπέζιο παιχνίδι, κάνοντας σωστή χρήση και αξιοποίηση στρατηγικών και γνωστών μαθηματικών διαδικασιών, σε αντίθεση με τους μαθητές χαμηλών μαθηματικών δεξιοτήτων. 1398 226 213 Η αξιοπιστία της ακουστικής οδού στην εκπαίδευση ατόμων με οπτική αναπηρία The present research studies the electric cerebral function of people who suffer from visual disability aiming at spotting the differentiation between them and those people who do not display visual disability, with regard to latent time and amplitude of voltage, for the farther purpose of improving the education of the people with visual disability. Auditory Evoked Potentials have been used and the auditory stimuli were words with or without semantic content (words - pseudo words). At the experimental procedure, 5 individuals with visual disability and 5 individuals without visual disability have participated. The results of the research have proved that individuals with visual disability work out the auditory stimuli faster, whether they are words with no semantic content or words with semantic content, in relation to people who do not have visual disability. Moreover, differentiations have been observed of the amplitude of voltage between the two groups. There has also been recorded a faster working out of words with semantic content in relation to words with no semantic content by individuals who do not display visual disability. On the other hand, in the case of individuals with visual disability, there has been achieved a faster working out of pseudo-words in comparison to words. Nevertheless, particularly in Greece, the research data in the specific field are limited, so the specific research effort has sparked off farther examination. Η παρούσα έρευνα μελετά την ηλεκτρική εγκεφαλική λειτουργία ατόμων με οπτική αναπηρία, επιδιώκοντας να εντοπίσει διαφοροποιήσεις ως προς τον λανθάνοντα χρόνο και τα πλάτη τάσης σε σχέση με άτομα που δεν παρουσιάζουν οπτική αναπηρία, με απώτερο στόχο την παροχή ερευνητικών δεδομένων που θα συμβάλλουν στη βελτίωση της εκπαίδευσης των ατόμων με οπτική αναπηρία. Χρησιμοποιήθηκαν Ακουστικά Προκλητά Δυναμικά και τα ακουστικά ερεθίσματα αποτέλεσαν λέξεις με και χωρίς σημασιολογικό περιεχόμενο (λέξεις - ψευδολέξεις). Στην πειραματική διαδικασία συμμετείχαν 5 άτομα με οπτική αναπηρία και 5 άτομα δίχως οπτική αναπηρία. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν πως τα άτομα με οπτική αναπηρία επεξεργάζονται γρηγορότερα τα ακουστικά ερεθίσματα, είτε είναι λέξεις δίχως σημασιολογικό περιεχόμενο είτε λέξεις με σημασιολογικό περιεχόμενο σε σχέση με τα άτομα που δεν παρουσιάζουν οπτική αναπηρία. Ακόμη, παρατηρήθηκαν διαφοροποιήσεις ως προς τα πλάτη τάσης μεταξύ των δύο ομάδων. Επίσης, καταγράφηκε γρηγορότερη επεξεργασία των λέξεων με σημασιολογικό περιεχόμενο σε σχέση με τις λέξεις άνευ σημασιολογικού περιεχομένου από τα άτομα που δεν παρουσιάζουν οπτική αναπηρία. Αντίθετα, στην περίπτωση των ατόμων με οπτική αναπηρία σημειώθηκε γρηγορότερη επεξεργασία των ψευδολέξεων σε σύγκριση με τις λέξεις. Ωστόσο, ιδιαίτερα στην Ελλάδα τα ερευνητικά δεδομένα στο συγκεκριμένο πεδίο είναι περιορισμένα, με αποτέλεσμα η συγκεκριμένη ερευνητική προσπάθεια να αποτελεί έναυσμα για περαιτέρω διερεύνηση. 1399 350 388 Preschool education activities for the environmental dimension of light Δραστηριότητες στην προσχολική εκπαίδευση για την περιβαλλοντική διάσταση του φωτός Involving infants in the natural sciences is considered necessary because young children appear to form very early ideas, interpretations, theories of concepts and phenomena in the natural world and are therefore able to approach relevant issues at a first level. The purpose of the present study is to investigate the pre-existing perceptions of infants regarding concepts that define the environmental dimension of light and to compare them with the new perceptions that infants form after the intervention. Specifically, some of the key research questions are: Do infants understand the concept of light as an energy provider? Do infants understand the role of light in plant development? Can infants understand the meaning of the greenhouse effect, natural or non-natural, after appropriate teaching intervention? Is it possible to perceive ozone and its role in nature in kindergarten after appropriate teaching intervention? How are infants' perceptions of the environmental dimension of light reconstructed after teaching intervention? Does Project Method enhance child involvement in Science Teaching intervention in Preschool Education? Subsequently, activities and experiments are planned and implemented, based on a constructive approach. The reason for choosing this approach over others is that learning in the Natural Sciences is done through a rational and natural process, which is combined not only with the understanding of physical concepts but also with the development of skills in scientific processes as well as with the development of a scientific culture by the students themselves. The method followed is the project method, where the study of an environmental problem is developed through the investigation of the factors that contribute to its creation, the explanation of how these factors influence its phase and evolution, the identification and exploring alternatives for addressing it, evaluating the proposed solutions for selecting the most appropriate solution and developing actions for its implementation. The sample of the study consisted of 14 toddlers studying in a full-day kindergarten section. Data were collected through questionnaires, structured interviews, observation, recording of users' actions and study of child paintings. Nvivo12 software was used for statistical analysis of the data. Η ενασχόληση των νηπίων με τις φυσικές επιστήμες θεωρείται αναγκαία, γιατί τα μικρά παιδιά φαίνεται να διαμορφώνουν από πολύ νωρίς τις πρώτες ιδέες, ερμηνείες, θεωρίες για έννοιες και φαινόμενα του φυσικού κόσμου και είναι, επομένως, σε θέση να προσεγγίσουν σχετικά ζητήματα σε ένα πρώτο επίπεδο. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να διερευνήσει τις προϋπάρχουσες αντιλήψεις των νηπίων αναφορικά με έννοιες που ορίζουν την περιβαλλοντική διάσταση του φωτός και να τις συγκρίνει με τις νέες αντιλήψεις που διαμορφώνουν τα νήπια μετά τη διδακτική παρέμβαση. Πιο συγκεκριμένα, κάποια από τα βασικά ερευνητικά ερωτήματα είναι τα εξής: Αντιλαμβάνονται τα νήπια την έννοια του φωτός ως παρόχου ενέργειας; Αντιλαμβάνονται τα νήπια τον ρόλο του φωτός στην ανάπτυξη των φυτών; Μπορούν τα νήπια να αντιληφθούν την έννοια του φαινομένου του θερμοκηπίου, φυσικού και μη, μετά την κατάλληλη διδακτική παρέμβαση; Είναι εφικτή η αντίληψη του όζοντος και του ρόλου του στη φύση στο νηπιαγωγείο μετά από κατάλληλη διδακτική παρέμβαση; Πώς αναδομούνται οι αντιλήψεις των νηπίων για την περιβαλλοντική διάσταση του φωτός μετά τη διδακτική παρέμβαση; Ενισχύει η μέθοδος Project την εμπλοκή των παιδιών στην διδακτική παρέμβαση των Φυσικών Επιστημών στην προσχολική εκπαίδευση; Εν συνεχεία, πραγματοποιείται σχεδιασμός και υλοποίηση δραστηριοτήτων και πειραμάτων, στηριζόμενων πάνω στην εποικοδομητική προσέγγιση. Ο λόγος που επιλέγεται η συγκεκριμένη προσέγγιση έναντι άλλων είναι το ότι διαμέσου αυτής η μάθηση στις Φυσικές Επιστήμες γίνεται μέσα από μία λογική και φυσική διαδικασία, η οποία συνδυάζεται όχι μόνο με την κατανόηση των φυσικών εννοιών αλλά και με την ανάπτυξη δεξιοτήτων σε επιστημονικές διαδικασίες καθώς και με την ανάπτυξη επιστημονικής νοοτροπίας από τους ίδιους τους μαθητές. Η μέθοδος που ακολουθείται είναι η μέθοδος project, όπου η μελέτη ενός περιβαλλοντικού προβλήματος, αναπτύσσεται μέσα από τη διερεύνηση των παραγόντων που συμβάλλουν στη δημιουργία του, την επεξήγηση του τρόπου με τον οποίο οι παράγοντες αυτοί επηρεάζουν τη φάση και την εξέλιξή του, τον εντοπισμό και τη διερεύνηση εναλλακτικών λύσεων για την αντιμετώπισή του, την αξιολόγηση των προτεινόμενων λύσεων για την επιλογή της καταλληλότερης λύσης και την ανάπτυξη δράσεων για την εφαρμογή της. Το δείγμα της έρευνας αποτελούν 14 νήπια που φοιτούν σε ολοήμερο τμήμα Νηπιαγωγείου. Η συλλογή των δεδομένων έγινε με ερωτηματολόγια, δομημένες συνεντεύξεις, με παρατήρηση, με καταγραφή των ενεργειών των χρηστών και με μελέτη του παιδικού ιχνογραφήματος. Για την στατιστική ανάλυση των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε το λογισμικό Nvivo12. 1400 377 408 Understanding in depth the experiences of nursing students of the Technological Educational Institute of Epirus from their participation in the internships in the year 2017 Κατανοώντας σε βάθος τις εμπειρίες των φοιτητών νοσηλευτικής του ΤΕΙ Ηπείρου απο τη συμμετοχή τους στις διαδικασίες πρακτικής άσκησης κατά το έτος 2017 Background: Clinical practice in undergraduate studies is of particularly importance of nursing education as it covers the gap between theory and practice. The exploration of students‟ views and experiences has been identified as the most appropriate method for assessing clinical practice education as on the one hand it contributes to its development and on the other hand it enhances the development of students and the nursing profession. Aim: The aim of this current study is to investigate if the support and guidance received by students during their clinical practice education helped them both academically and personally. Materials & Methods: This is a qualitative study. Data was collected using semi-structured interviews. The sample consisted of 5 students who were in the 4th year of their studies and specifically at the stage where they exercise their clinical practice in one of the two hospitals of Ioannina (University General Hospital of Ioannina and General Hospital of Ioannina „„G. Xatzikostas‟‟). Data analysis was applied with qualitative methodological approach and specifically with «in vivo» coding technique and content thematic analysis. Results: From data analysis twelve categories were emerged, each of them was grouped and were created six thematic units. According to students‟ interpretations the following themes were developed: 1) factors that lead to choose the nursing profession, 2) the gap between theory and practice and the need to enhance knowledge 3) factors that contribute to acquire positives and negatives experiences, 4) the role of nursing staff and the supervisor in clinical practice environment 5) factors that promote learning in clinical practice environment and 6) the expectations for the future, that views and experiences of students were captured through the process of interviews. Conclusion: The quality of nursing students‟ clinical education depends to a large extent of the quality of clinical experience they acquire in their contact with clinical practice environment. A positive and supportive clinical environment enriched in clinical experiences offer students the opportunity to cultivate their knowledge and empower their spirit. The collaboration both with nursing staff and their supervisor is a key factor in effective learning and achieving their goals in the clinical practice environment. Εισαγωγή: H πρακτική άσκηση στα πλαίσια των προπτυχιακών σπουδών αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό μέρος της νοσηλευτικής εκπαίδευσης καθώς καλύπτει το κενό που υπάρχει ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη. Η διερεύνηση των απόψεων και των εμπειριών των φοιτητών έχει χαρακτηριστεί ως η πιο κατάλληλη μέθοδος για την αξιολόγηση της κλινικής άσκησης αφενός γιατί συμβάλλει στην ανάπτυξη της και αφετέρου γιατί ενισχύει την εξέλιξη των φοιτητών και του νοσηλευτικού επαγγέλματος. Σκοπός: Η παρούσα ερευνητική εργασία διερευνά κατά πόσο η υποστήριξη και η καθοδήγηση που έλαβαν οι φοιτητές κατά τη διάρκεια της πρακτικής τους άσκησης τους βοήθησε τόσο σε ακαδημαϊκό όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Υλικό & Μέθοδος: Η συγκεκριμένη μελέτη αποτελεί μια ποιοτική έρευνα. Η συλλογή των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο των ημιδομημένων συνεντεύξεων. Το δείγμα αποτέλεσαν 5 φοιτητές που βρίσκονταν στο 4ο έτος των σπουδών τους και συγκεκριμένα στο στάδιο όπου διενεργούσαν την πρακτική τους άσκηση σε ένα από τα δύο νοσοκομεία της πόλης των Ιωαννίνων (Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων και Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων “Γ. Χατζηκώστα”). Η ανάλυση των δεδομένων εφαρμόστηκε με την ποιοτική μεθοδολογική προσέγγιση και συγκεκριμένα με την τεχνική κωδικοποίησης «in vivo» και τη θεματική ανάλυση περιεχομένου. Αποτελέσματα: Από την ανάλυση των δεδομένων προέκυψαν δώδεκα κατηγορίες οι οποίες ομαδοποιήθηκαν και δημιουργήθηκαν έξι θεματικές ενότητες. Σύμφωνα με τις ερμηνείες των φοιτητών προέκυψαν οι παρακάτω θεματικές ενότητες: 1) Οι παράγοντες που οδηγούν στην επιλογή του νοσηλευτικού επαγγέλματος, 2) το κενό μεταξύ της θεωρίας και της πράξης και η αναγκαιότητα ενίσχυσης γνώσεων, 3) οι παράγοντες που συμβάλλουν στην απόκτηση θετικών και αρνητικών εμπειριών, 4) ο ρόλος του νοσηλευτικού προσωπικού και του επόπτη καθηγητή στο κλινικό περιβάλλον άσκησης, 5) οι παράγοντες που προωθούν την εκμάθηση στο κλινικό περιβάλλον, και 6) οι προσδοκίες για το μέλλον, στις οποίες αποτυπώθηκαν οι απόψεις και οι εμπειρίες των φοιτητών μέσα από τη διαδικασία των συνεντεύξεων. Συμπεράσματα: Η ποιότητα της κλινικής εκπαίδευσης των φοιτητών νοσηλευτικής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ποιότητα της κλινικής εμπειρίας που αποκτούν κατά την επαφή τους με το κλινικό περιβάλλον άσκησης. Ένα θετικό και υποστηρικτικό κλινικό περιβάλλον πλούσιο σε κλινικές εμπειρίες, προσφέρει τη δυνατότητα στους φοιτητές να καλλιεργήσουν τις γνώσεις τους και να ενδυναμώσουν το πνεύμα τους. Η συνεργασία τόσο με το νοσηλευτικό προσωπικό όσο και με τον επόπτη καθηγητή τους, αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για την αποτελεσματική εκμάθηση και επίτευξη των στόχων τους στο κλινικό περιβάλλον άσκησης. 1401 189 178 The formation of cultural identity in the light of critical pedagogy Η διαμόρφωση της πολιτισμικής ταυτότητας υπό το πρίσμα της κριτικής παιδαγωγικής The present postgraduate thesis was completed in the context of the Programme of Postgraduate Studies in the «Sciences of Education», and more specifically in the field of Intercultural Studies, held by the Pedagogical Department of Elementary Education of the University of Ioannina. The aim of the research was to define the structure of one’s cultural identity, to investigate the concept of identity as a social construction and to examine the role collectivities play in contemporary society. Grounded not only in the views of Critical Theory and Critical Pedagogy but also in the «Theory of Communicational Action» expressed by Habermas, this thesis was realized with the application of the qualitative method of the semi-structured interview as a means of collecting data. The sample consisted of fifteen (15) Primary School Teachers who were called to answer thirty two (32) questions, grouped in five (5) distinct categories, related to the topic of exploration. Finally, the thesis is made up of eight chapters, the eighth of which is the Appendix, in which the questions and the transcripts of the interviews are included. Η παρούσα Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του Π.Μ.Σ «Επιστήμες της Αγωγής» του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων –και ειδικότερα στην κατεύθυνση της Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης-, αποσκοπούσε στην έρευνα σχετικά με το πώς δομείται η πολιτισμική ταυτότητα του ατόμου, ποιος είναι ο ρόλος των συλλογικοτήτων στη σύγχρονη κοινωνία, καθώς επίσης και στη διερεύνηση της έννοιας της ταυτότητας ως κοινωνικής κατασκευής. Αξιοποιώντας τόσο προσεγγίσεις που ανήκουν στον χώρο της Κριτικής Θεωρίας και της Κριτικής Παιδαγωγικής όσο και τη «Θεωρία της Επικοινωνιακής Δράσης» του Habermas, η παρούσα εργασία κινήθηκε στο πλαίσιο της ποιοτικής μεθόδου έρευνας, με μεθοδολογικό εργαλείο για τη συλλογή των δεδομένων τις ημιδομημένες συνεντεύξεις. Οι συμμετέχοντες στην έρευνα ήταν δεκαπέντε (15) εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και το ερωτηματολόγιο περιελάμβανε τριάντα δύο (32) ερωτήσεις, οι οποίες είχαν ομαδοποιηθεί σε πέντε (5) ομάδες ερωτήσεων, ανάλογα με το εκάστοτε αντικείμενο διερεύνησης. Τέλος, η παρούσα εργασία αποτελείται από οχτώ κεφάλαια, τελευταίο εκ των οποίων είναι το Παράρτημα, το οποίο περιλαμβάνει το ερωτηματολόγιο και το σύνολο των απομαγνητοφωνημένων συνεντεύξεων. 1402 503 488 Historical Archives of the Archbishopric (“Holy Metropolis”) of Crete ο Τιμόθεος Βενέρης (1877-1941) από την εκπαιδευτική πράξη στην ιστορία των ιδεών The thesis concerns education in Crete (1901-1950), as it is depicted through Timotheos Veneris’ educational work and writings. Veneris, through his status as a teacher and Hierarch, taught his students, with both words and actions, about ethical values and the right way of thinking and acting, mainly based on Religious Education, which was one of the subjects he taught. It is well known that education of those years was based on the traditional way of teaching, i.e. it was a teacher -centred one. Nevertheless, Timotheos Veneris placed the student as the centre of education and aimed at the general development of his personality, so the educational process turned out to be student-centred, a theory that is observed in the present time. Veneris was a progressive teacher for those years and made use of every opportunity in order to teach his students and gradually lead them to realize that man progresses and does great things only through education, having as models both the national heroes and the bright spiritual stars of Orthodoxy, who laid the solid foundations for the moral and spiritual accomplishment according to the teaching and the archetype of Christ. The research was conducted in the Historical Archives of the Archbishopric of Crete, the Holy Metropolis of Rethymno and Avlopotamos, the Holy Monastery of Agarathos, the Ministry of Foreign Affairs and the Family Archives provided and managed by P. Kousouris. In addition, various contemporary bibliographic sources have been investigated, concerning or referring to Timotheos Veneris as well as the Hierarch’s published writings. Initially the historical context of the era is explored, a brief review of the history of the Church of Crete from the beginning of its foundation to the moment when the Hierarch appears in the historical context, and then his personality and work is studied, which focuses on his general contribution to education and the Church of Crete, both when he was appointed as a teacher in Chania and Heraklion and during his pastoral work as Bishop of Rethymno and Avlopotamos and Archbishop (“Metropolitis”) of Crete. After that reference is made to the ecclesiastical law concerning the Church of Crete that belongs to the Patriarchate, to the indictment against the Hierarch, which led to his unjustified dismissal by the Ecumenical Patriarchate and to the daily press reports about Timotheos Veneris. From the whole research it is concluded that the Hierarch fell victim to a band, as he himself said, who did not want him for Archbishop (“Metropolitis”). The thesis proves: a) Timotheos Veneris’ important contribution as a teacher and Hierarch during a particularly difficult historical period of the Great Island of Crete, b) That the Ecumenical Patriarchate did not want to support Veneris, who was a royalist and had corresponding ideology and c) according to investigations that emerged, the man who set Arkadi alight was Emmanuel Skoulas and not Yambouthakis, as it is considered to this day, so the historical truth about this issue must be put on a different base. Η διατριβή αφορά στην εκπαίδευση στην Κρήτη (1901-1950), όπως αυτή απεικονίζεται μέσα από το εκπαιδευτικό έργο και τα συγγράμματα του Τιμόθεου Βενέρη. Ο Βενέρης, μέσα από την ιδιότητά του ως εκπαιδευτικός και ιεράρχης, δίδαξε με λόγια και έργα τους μαθητές του ως προς τις ηθικές αξίες και τον ορθό τρόπο σκέψης και δράσης, ορμώμενος κυρίως από το μάθημα των θρησκευτικών, το οποίο ήταν ένα από τα μαθήματα που δίδασκε. Είναι γνωστό ότι η εκπαίδευση εκείνα τα χρόνια στηριζόταν στον παραδοσιακό τρόπο, ήταν δηλαδή δασκαλοκεντρική. Παρόλ’ αυτά, ο Τιμόθεος Βενέρης έθετε ως κέντρο της εκπαίδευσης τον μαθητή και στόχευε στην εν γένει ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, οπότε η εκπαιδευτική διαδικασία απέβαινε μαθητοκεντρική, κάτι που παρατηρείται στα σημερινά χρόνια. Ο Βενέρης ήταν ένας προοδευτικός για εκείνα τα χρόνια εκπαιδευτικός και χρησιμοποιούσε κάθε ευκαιρία να διδάξει τους μαθητές του και να τους οδηγήσει σταδιακά στο να συνειδητοποιήσουν ότι μόνο μέσα από την εκπαίδευση ο άνθρωπος προοδεύει και μεγαλουργεί, έχοντας ως πρότυπό του τόσο τους εθνικούς ήρωες όσο και τους πνευματικούς φωτεινούς αστέρες της ορθοδοξίας, οι οποίοι έθεταν τις στέρεες βάσεις για την ηθικοπνευματική τελείωση των μαθητών, σύμφωνα με τις διδαχές και το αρχέτυπο του Χριστού. Η έρευνα έγινε στα Ιστορικά Αρχεία της Αρχιεπισκοπής Κρήτης, της Μητρόπολης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, της Ιεράς Μονής Αγκαράθου, του Υπουργείου Εξωτερικών και του οικογενειακού Αρχείου που διαθέτει και διαχειρίζεται ο Π. Κουσουρής. Επιπλέον διερευνήθηκαν διάφορες σύγχρονες βιβλιογραφικές πηγές που αφορούν ή αναφέρονται στον Τιμόθεο Βενέρη, όπως και τα εκδοθέντα συγγράμματα του Ιεράρχη. Αρχικά διερευνάται το ιστορικό πλαίσιο της εποχής, επιχειρείται μία σύντομη αναδρομή στην ιστορία της Εκκλησίας της Κρήτης από την αρχή της ίδρυσής της μέχρι τη χρονική στιγμή που εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο ο εν λόγω Ιεράρχης και στη συνέχεια μελετάται η προσωπικότητα και το έργο του Τιμόθεου Βενέρη, το οποίο εστιάζεται στην εν γένει προσφορά του στην εκπαίδευση και στην Εκκλησία της Κρήτης τόσο όταν διορίστηκε ως εκπαιδευτικός στα Χανιά και το Ηράκλειο όσο κατά την ποιμαντορία του ως Επίσκοπος Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου και Μητροπολίτης Κρήτης. Έπειτα γίνεται αναφορά στο εκκλησιαστικό δίκαιο που αφορά στην Εκκλησία της Κρήτης που υπάγεται στο Πατριαρχείο, στο κατηγορητήριο κατά του Ιεράρχη που οδήγησε στην αδικαιολόγητη παύση του από μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου και στις αναφορές του ημερήσιου Τύπου για τον Τιμόθεο Βενέρη. Από την όλη έρευνα εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο Ιεράρχης έπεσε θύμα σπείρας, όπως ανέφερε ο ίδιος, που δεν τον ήθελε για Μητροπολίτη. Μέσα από τη διατριβή αποδεικνύεται: α) η σημαντική προσφορά του Τιμόθεου Βενέρη ως εκπαιδευτικού και ιεράρχη σε μία ιδιαίτερα δύσκολη ιστορική περίοδο της Μεγαλονήσου, β) ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν ήθελε να στηρίξει τον Βενέρη που είχε φιλοβασιλικά φρονήματα και αντίστοιχη ιδεολογία και γ) σύμφωνα από τις έρευνες που προέκυψαν, ο πυρπολητής του Αρκαδίου ήταν ο Εμμανουήλ Σκουλάς και όχι ο Γιαμπουδάκης που θεωρείται μέχρι σήμερα, οπότε η ιστορική αλήθεια περί του εν λόγω θέματος πρέπει να τεθεί σε άλλη βάση. 1403 291 364 Οικογενειακοί ρόλοι και αξίες ανδρών και γυναικών στη σύγχρονη ελληνική οικογένεια The term “family” has been studied since the beginning of the last century by a large number of researchers and many disciplines. The purpose of this thesis is to study the perceptions of men and women in the modern Greek family through the roles and values that its members bring to it. Individual research objectives are to investigate whether the family roles of father, mother, grandfather and grandmother are related to the geographical proximity of family members as well as to whether family members’ roles are related to family values. The sample of our study consisted of 666 parents of preschool children aged between 23-57 years, from all geographical regions of Greece. Males are 187 which corresponds to 28.08% with an average age of 40 years(SD = 6.23) and females are 479 which corresponds to 71.62% with an average age of 36.39 years (SD = 5.38). The research tools used are the Geographical Proximity Scale (Georgas et al. 2001), which studies the emotional bonds and the geographical distance among the members of the nuclear and extended family, the Family Roles Scale (Georgas et al., 2006) consisting of 22 statements exploring respondents perceptions of family roles and functions of members within the family and the Family Values Scale (Georgas, 1999) consisting of 18 proposals on family values and examines the perceptions of the values of family members. Responses were coded using the statistical analysis program IBM SPSS Statistics (v.23). In conclusion, the sample responses show that the mother is still superior to the emotional role and care of the children while the financial contribution is the same for both parents. Also, men perceive the father’s family role as a member of the family with a significant contribution to all areas within it. Ο όρος «οικογένεια» μελετάται ήδη από τις αρχές του περασμένου αιώνα από πλήθος ερευνητών και πολλών επιστημονικών πεδίων. Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι η μελέτη των αντιλήψεων των ανδρών και των γυναικών στη σύγχρονη ελληνική οικογένεια μέσα από τους ρόλους και τις αξίες που φέρουν τα μέλη της σε αυτή. Επιμέρους ερευνητικοί στόχοι είναι η διερεύνηση του κατά πόσο οι οικογενειακοί ρόλοι του πατέρα, της μητέρας, του παππού και της γιαγιάς συνδέονται με τη γεωγραφική εγγύτητα των μελών της οικογένειας όπως επίσης κατά πόσο σχετίζονται οι οικογενειακοί ρόλοι των μελών με τις οικογενειακές αξίες. Το δείγμα της έρευνάς μας αποτελείται από 666 γονείς παιδιών προσχολικής ηλικίας 23-57 ετών, από όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα της Ελλάδας. Οι άνδρες είναι το 28,08% (n=187) με μέσο όρο ηλικίας 40 ετών (SD=6,23) και οι γυναίκες είναι το 71,62% (n=479) με μέσο όρο ηλικίας 36,39 ετών (SD=5,38). Τα ερευνητικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν είναι το Ερωτηματολόγιο Γεωγραφικής εγγύτητας (Georgas et al. 2001), το οποίο μελετά τους συναισθηματικούς δεσμούς και την απόσταση μεταξύ των μελών της πυρηνικής και της ευρύτερης οικογένειας, το Ερωτηματολόγιο Οικογενειακών Ρόλων/FamilyRoles Scale (Georgas, Giotsa, Mylonas & Bafiti, 2006) που αποτελείται από 22 προτάσεις-δηλώσεις και διερευνά τις αντιλήψεις των ερωτώμενων για τους οικογενειακούς ρόλους και λειτουργίες των μελών μέσα στην οικογένεια και το Ερωτηματολόγιο Οικογενειακών Αξιών/Family Values Scale (Georgas, 1999) που αποτελείται από 18 προτάσεις που αφορούν οικογενειακές αξίες. Η κωδικοποίηση των απαντήσεων έγινε με τη χρήση του ερευνητικού προγράμματος στατιστικής ανάλυσης IBM SPSS Statistics (v.23). Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στις αντιλήψεις των συμμετεχόντων για τους ιεραρχικούς ρόλους του πατέρα και της μητέρας, ως προς το φύλο τους. Επίσης, παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές, ως προς το φύλο των συμμετεχόντων, σχετικά με τον οικονομικό ρόλο του πατέρα, της μητέρας, του παππού και της γιαγιάς. Συμπερασματικά, από τις απαντήσεις του δείγματος παρατηρούμε ότι η μητέρα εξακολουθεί να υπερτερεί στο συναισθητικό ρόλο και στη φροντίδα των παιδιών ενώ η οικονομική συμβολή είναι και για τους δύο γονείς η ίδια. Επίσης, οι άνδρες του δείγματος αντιλαμβάνονται τον οικογενειακό ρόλο του πατέρα ως ένα μέλος της οικογένειας με πολύ σημαντική συμβολή σε όλους τους τομείς μέσα σε αυτή. 1404 269 255 interpretation and critical approach on the grounds of analytical philosophy ερμηνευτικές προσεγγίσεις και κριτική στο πεδίο της αναλυτικής φιλοσοφίας The study of language, aiming at the understanding of its natural origin, as it is suggested through the mental processes and the structures of its use, is directly and timelessly connected with both philosophy and psychology, while, during the last decades, it provokes the scientific interest of cognitive science, especially neurosciences. A unique and invaluable gift of human nature, it is widely known that the language is interpreted through intellectual abilities of the highest order. One of the greatest philosophers and linguists alive, the prolific scientist Noam Chomsky, was and still is engaged to the scientific study of the linguistic origin and competence, contributing the best to the dynamic evolution of Theoretic and Applied Linguistics. The epitome of this contribution is considered to be his theory of Universal Grammar, which advocates, as its title denotes, the universality of language, through the demonstration of the common principles and parameters in all languages.Universal as well, is the idea that language is acquired through the activation the activation of thought and innate knowledge. Nevertheless, despite the platonic dimension of language, pointed out by Chomsky in the Universal Grammar, obvious is the influence of the Analytic Philosophy, especially the Philosophy of Language, regarding the determination and exploration of language as creativity. It is its creative nature that reverses any critical approach which interprets linguistic expression as imitation (mimesis) and product of mere social and cultural osmosis. Chomsky studies the language not just scientifically, but rather in a masterful manner, combining harmoniously the classical philosophical views with the scientific findings of the modern era. Η μελέτη της γλώσσας, με σκοπό την κατανόηση της φυσικής της προέλευσης, όπως αυτή υποδηλώνεται μέσα από τις νοητικές διεργασίες και τις δομές της χρήσης της, συνδέεται άμεσα και διαχρονικά με τη φιλοσοφία και την ψυχολογία, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες προκαλεί το επιστημονικό ενδιαφέρον της γνωσιακής επιστήμης, και ειδικά των νευροεπιστημών. Μοναδικό και ανεκτίμητο χάρισμα του ανθρώπου, είναι πλέον γνωστό ότι η γλώσσα ερμηνεύεται μέσα από διανοητικές ικανότητες ανώτερης τάξης. Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους και γλωσσολόγους εν ζωή, ο πολυγραφότατος Noam Chomsky, ασχολήθηκε και ασχολείται με την επιστημονική μελέτη της προέλευσης και κατάκτησης της γλώσσας, συμβάλλοντας τα μέγιστα στη δυναμική εξέλιξη της θεωρητικής και εφαρμοσμένης γλωσσολογίας. Η επιτομή της συμβολής αυτής, η θεωρία του περί Καθολικής Γραμματικής, πρεσβεύει, όπως περίτρανα δηλώνει ο τίτλος της, την οικουμενικότητα της γλώσσας, μέσα από την ανάδειξη των κοινών αρχών και παραμέτρων όλων των γλωσσών. Οικουμενική είναι και η ιδέα ότι η γλώσσα κατακτάται μέσα από την ενεργοποίηση της σκέψης και της έμφυτης γνώσης. Βέβαια, παρά την πλατωνική διάσταση της γλώσσας που αναδεικνύει ο Chomsky στη συγγραφή της Καθολικής Γραμματικής, είναι η επιρροή της Αναλυτικής Φιλοσοφίας και συγκεκριμένα της Φιλοσοφίας της Γλώσσας, στον καθορισμό και τη διερεύνηση της γλώσσας ως δημιουργία. Είναι η δημιουργική της φύση που ανατρέπει κάθε κριτική προσέγγιση που θέλει τη γλωσσική έκφραση ως μίμηση και προϊόν κοινωνικής και πολιτισμικής όσμωσης μόνο. Ο Chomsky μελετά τη γλώσσα όχι απλά επιστημονικά αλλά αριστοτεχνικά, συνδέοντας με αρμονικό τρόπο τις κλασικές φιλοσοφικές αντιλήψεις με τα ερευνητικά ευρήματα της σύγχρονης εποχής. 1405 96 84 In the literacy sources, there aren’t many references to west Lokris, a fact that is reflected in bibliography. With focus on the geography, the history and the state, we attempt to highlight and evaluate the available ancient sources. In the first part, we present the classical cities of west Locris, through the archeological findings. In the second part, we describe the position of west Locris in the pan-hellenic military conflicts. Finally, in the third part, we evaluate the political situation and the state of the west Lokris, mainly with the aid of the relevant epigraphic material. Στις φιλολογικές πηγές, δεν υπάρχουν πολλές αναφορές στη δυτική Λοκρίδα, γεγονός που αποτυπώνεται στη βιβλιογραφία. Με άξονες την γεωγραφία, την ιστορία και την πολιτεία, επιχειρούμε να αναδείξουμε και να αξιολογήσουμε τις διαθέσιμες αρχαίες πηγές. Στο πρώτο μέρος, παρουσιάζουμε τις κλασικές πόλεις της δυτικής Λοκρίδας, μέσα από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Στο δεύτερο μέρος, περιγράφουμε τη θέση της δυτικής Λοκρίδας στις πανελλήνιες στρατιωτικές συγκρούσεις. Τέλος, στο τρίτο μέρος, αξιολογούμε την πολιτική κατάσταση και το πολίτευμα της δυτικής Λοκρίδας, κυρίως με τη βοήθεια του σχετικού επιγραφικού υλικού. 1406 315 339 Transcriptional study of genes involved in catabolic degradation pathways of aromatic compounds in Arthrobacter phenanthrenivorans Sphe3 Μελέτη της μεταγραφής γονιδίων που εμπλέκονται σε καταβολικές πορείες αποδόμησης αρωματικών ενώσεων από το βακτήριο Arthrobacter phenanthrenivorans, Sphe3 Polycyclic Aromatic Hydrocarbons (PAHs) are ubiquitous environmental pollutants, whose carcinogenicity and recalcitrance has caused great public health concern. One of the most effective ways of removing these compounds from the environment is microbial biodegradation. Arthrobacter phenanthrenivorans Sphe3 is capable of using phenanthrene as the sole source of carbon and energy. In silico studies have led to the identification of genes involved in PAH degradation both in the catabolic plasmids and the chromosome of Sphe3. In the present work the transcription of 11 Sphe3 dioxygenase genes and a transcriptional factor gene were studied in order to investigate the different catabolic pathways in relation to various aromatic growth substrates. Sphe3 cells were cultured on MM M9 with glucose, phenanthrene, phthalate, protocatechuate, benzoate and gentisate as sole carbon sources and transcription of the genes was studied by real-time qRT-PCR. All the PAH catabolic genes seemed to be induced at different levels depending on the substrate. The ring hydroxylating dioxygenase genes of the large catabolic plasmid seem to be responsible for the initial dioxygenation of aromatic compounds in Sphe3. In the presence of phenanthrene and its intermediate metabolites (phthalate and protocatechuate), the catabolic pathway seems to proceed through the o-phthalate pathway and further 4,5-dioxygenation of protocatechuate, whereas, 3,4-dioxygenation of protocatechuate seems to be favored when benzoate is used as a substrate. In the presence of benzoate and gentisate different catabolic pathways seem to be used by strain Sphe3 since the expression of catechol and gentisate dioxygenases is favored. Further research through “omics” studies in order to gain insight into the different catabolic pathways used by Sphe3 is required. The elucidation of such catabolic pathways would lead to a better understanding of the biodegradation mechanisms employed by bacteria for the dissipation of xenobiotic compounds and therefore, pave the way towards more efficient bioremediation approaches. Οι πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες (PAHs) είναι ευρέως διαδεδομένοι και δομικά ποικιλόμορφοι, κοινοί περιβαλλοντικοί ρυπαντές προερχόμενοι από φυσικές διεργασίες (δασικές πυρκαγιές), αλλά και από ανθρωπογενείς δραστηριότητες (επεξεργασία πετρελαίου). Χαρακτηρίζονται από ιδιότητες καρκινογένεσης και μεταλλαξιγένεσης και συνιστούν απειλή για την ανθρώπινη υγεία μέσω της βιοσυσσώρευσής τους στην τροφική αλυσίδα. Ένας από τους αποτελεσματικότερους τρόπους απομάκρυνσης των PAH από το περιβάλλον είναι η μικροβιακή βιοαποδόμηση. Οι μικροοργανισμοί δια μέσου πολύπλοκων μεταβολικών διεργασιών επιτυγχάνουν την πλήρη εξάλειψη των αρωματικών ρυπαντών με οικονομικό τρόπο κι έτσι κατέχουν εξέχουσας σημασίας ρόλο στην εξυγίανση του περιβάλλοντος μέσω της διεργασίας της βιοαποδόμησης. Το στέλεχος Arthrobacter phenanthrenivorans Sphe3, που απομονώθηκε από έδαφος ρυπασμένο με κρεοζωτέλαιο, έχει την ιδιότητα να καταβολίζει αρωματικές ενώσεις όπως φαινανθρένιο, φθαλικό και πρωτοκατεχοϊκό οξύ ως μοναδικές πηγές άνθρακα και ενέργειας. Μετά από in silico μελέτες επιλέχθηκαν τα γονίδια έντεκα διοξυγονασών και ενός μεταγραφικού παράγοντα του Sphe3 που εμπλέκονται στις πορείες καταβολισμού των PAH και μελετήθηκαν τα επίπεδα μεταγραφής τους με real-time qRT-PCR, όταν το Sphe3 καλλιεργείται σε MM M9 με γλυκόζη, φαινανθρένιο, φθαλικό, πρωτοκατεχοϊκό, βενζοϊκό ή γεντισικό οξύ ως μοναδική πηγή άνθρακα. Όλα τα υπό μελέτη γονίδια επάγονται σε διαφορετικά επίπεδα ανάλογα το υπόστρωμα. Την αρχική υδροξυλίωση των υποστρωμάτων φαίνεται να επιτελούν τα γονίδια των διοξυγονασών υδροξυλίωσης αρωματικού πυρήνα που εντοπίζονται στο μεγάλο πλασμίδιο του Sphe3. Παρουσία φαινανθρενίου και των ενδιάμεσων μεταβολιτών του (φθαλικό και πρωτοκατεχοϊκό οξύ) φαίνεται να ακολουθείται η πορεία του ο-φθαλικού και στη συνέχεια η πορεία 4,5-σχάσης του πρωτοκατεχοϊκού οξέος, ενώ η πορεία 3,4-σχάσης του πρωτοκατεχοϊκού φαίνεται να ευνοείται σε υπόστρωμα βενζοϊκού οξέος. Παρουσία βενζοϊκού και γεντισικού οξέος φαίνεται πως το Sphe3 χρησιμοποιεί διαφορετικές καταβολικές πορείες, εφόσον ευνοείται η μεταγραφή των διοξυγονασών της κατεχόλης και του γεντισικού. Περαιτέρω μελέτες μέσω των “–omics” τεχνολογιών θα ρίξουν φως στις διαφορετικές πορείες καταβολισμoύ στο Sphe3. Η γνώση των καταβολικών αυτών πορειών θα οδηγήσει στην καλύτερη κατανόηση των μηχανισμών βιοαποδόμησης που χρησιμοποιούν τα βακτήρια για τη διάσπαση ξενοβιοτικών ουσιών και θα βοηθήσει στο σχεδιασμό αποδοτικότερων στρατηγικών βιοαποκατάστασης. 1407 218 239 Η συμβολή της πίστης στο Θεό και της χριστιανικής θρησκείας στον τρόπο που ο άνθρωπος διαχειρίζεται τον σωματικό πόνο Background: The relationship between physical pain and Christian faith is the subject of a growing body of research, as many people seem to rely on their faith in God in order to cope with pain. Objectives: To assess the effects of faith in God and religiosity on physical pain. Search strategy: Systematic review based on MEDLINE search (24 June 2007). Selection criteria: All types of studies (apart from reviews) that assessed the relationship between religiosity- spirituality and physical pain. Data collection: The author studied each article and extracted the data. A qualitative synthesis of the data was performed. Main results: 10 studies met the inclusion criteria. Although the results showed that there is an association between religious coping and pain, they did not make it clear what that association is.The parameters measured were not the same in every article, and in particular there was variability in the parameters measured concerning the religious coping in each. Some of them had a positive relationship with pain and some negative. Conclusions: Pain is associated with faith in God and the Christian religion, sometimes in a positive way and sometimes negative, depending on which religious coping method is used each time and which instrument is used to measure it. More research needs to be done in order to determine the exact relationships. Τον τελευταίο καιρό φαίνεται να υπάρχει αυξανόμενο ενδιαφέρον πάνω στο θέμα της επίδρασης της χριστιανικής πίστης στον ανθρώπινο πόνο, καθώς πολλοί είναι εκείνοι οι άνθρωποι που στρέφονται στο Θεό και στηρίζονται στη θρησκευτική τους πίστη ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τον σωματικό τους πόνο. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να παρουσιάσει τα αποτελέσματα από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας πάνω σε αυτό ακριβώς το θέμα. Πρόκειται για μια συστηματική ανασκόπηση που πραγματοποιήθηκε στην ιατρική ηλεκτρονική βάση δεδομένων MEDLINE στις 24 Ιουνίου 2007. Συμπεριλήφθηκαν όλες εκείνες οι μελέτες, εκτός των ανασκοπήσεων, που προσέγγισαν τη σχέση της χριστιανικής πίστης με τον σωματικό πόνο. Την εξαγωγή των δεδομένων ακολούθησε η ποιοτική σύνθεσή τους. Επιλέχθηκαν δέκα μελέτες, ως επί το πλείστον συγχρονικές, που πληρούσαν τα κριτήρια επιλογής. Παρόλο που τα αποτελέσματα έδειξαν πως υπάρχει σχέση ανάμεσα στη θρησκευτική πίστη και τον πόνο, δεν ήταν ξεκάθαρο τι είδους σχέση ήταν αυτή. Υπήρξε μεγάλη ποικιλία στις παραμέτρους της θρησκευτικής πίστης που προσεγγίστηκαν σε κάθε άρθρο, κάποιες από αυτές με θετική και κάποιες με αρνητική επίδραση στον πόνο. Συμπερασματικά, ο πόνος σχετίζεται με την πίστη στον Θεό κάποιες φορές με θετικό και κάποιες άλλες με αρνητικό τρόπο, ανάλογα με το ποιες στρατηγικές διαχείρισης του πόνου προτιμώνται κάθε φορά και με ποια εργαλεία γίνεται η αξιολόγησή τους. Περισσότερες έρευνες είναι ανάγκη να γίνουν, ώστε να καθοριστεί η ακριβής συσχέτιση. 1408 506 536 Η συσχέτιση των οικογενειακών σχέσεων με τη θεραπευτική συμμόρφωση σε άτομα με μυοσκελετικό πόνο The rheumatic diseases are ranked among the most commonly treated diseases in primary health care and constitute the leading reason of physical disability in people aged over 15 years old. The prevalence of rheumatic diseases in the general adult population of Greece, in women and in men is 19.9%, 26.9%, 33.7%, 19.9% respectively (Andrianakos et al, 2003). Rheumatic diseases constitute the most common reason of chronic health problems (38.7%) with significant social and economic consequences. The purpose of this study is to investigate the possible correlations between relationships within the family and therapeutic compliance of people with pain in the knee or hip. After the appropriate statistical analysis, the sample of this research was divided into two groups, patients with moderate compliance and patients with a strong compliance. There was a comparison between the two groups as to the compliance and a) some social – demographic factors, b) some forms of pain management such as medication, physiotherapy, gym, spa, c) hostility, d) various dimensions of their family environment, e) some symptoms of psychopathology and f) experiences in close relationships. 65 patients with pain in the knee/s or hip/s, who were between the ages of 18-70, participated in the present research. All of them were married or lived with a partner. The data collection took place from February 2010 to June of the same year. The sample came from patients of the General Regional Hospital of Serres, the Social Security Institution of Serres and from private physiotherapy centres in Serres, Athens and Kavala. The research tools that were used were the following: a) the Hostility and Direction of Hostility Questionnaire (HDHQ), b) the Family Environment Scale (Form R-FES), Moos and Moos, c) the Symptom Checklist 90-R and d) the Experiences in Close Relationships Scale. The statistical analysis was carried out with a) descriptive statistics, b) the Pearson’s χ2 or the Fisher's Exact Test, when it was not possible to use the Pearson’s χ2, c) the Independent Samples T-Test, d) the One Sample T-Test and e) the Kendall Tau-b. The statistical analysis showed that the intensity of pain constitutes an indicative factor influencing the therapeutic compliance (P = 0,079). Patients with strong pain were more compliant than the patients with milder pain. For both comparative groups, group with mild compliance and group with intense compliance, it was reported statistically a significant differentiation as to the gym (P= 0.033). Patients that are therapeutically compliant exercise at 50%, while those who are less compliant do not exercise at a rate of 75.9%. Perhaps, the most important finding of this study is the statistical significance that emerged for the control factor in the family. According to the family environment scale, the subscale of control showed a statistically significant difference between the two comparison groups of patients (P = 0,025).The patients’ families with greater compliance are governed by a powerful control. They are more organized hierarchically, have stronger rules and more entrenched operating procedures. This research was conducted under the guidance of the Laboratory of Medical Psychology, Medical School, University of Ioannina. Τα ρευματικά νοσήματα συγκαταλέγονται στα συχνότερα νοσήματα τα οποία αντιμετωπίζονται στο πρωτοβάθμιο επίπεδο υγειονομικής φροντίδας καθώς και η κυριότερη αιτία σωματικής ανικανότητας σε άτομα ηλικίας άνω των 15 ετών. Ο επιπολασμός των ρευματικών νοσημάτων στον ελληνικό ενήλικο πληθυσμό είναι 26,9%, με ποσοστό 33,7% στις γυναίκες και 19,9% στους άνδρες (Ανδριανάκος και συν, 2003). Αποτελούν την πιο κοινή αιτία χρόνιων προβλημάτων υγείας (38,7%) με σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Σκοπός της παρούσας ερευνητικής εργασίας είναι η αναζήτηση πιθανών συσχετίσεων μεταξύ των σχέσεων μέσα στην οικογένεια και της θεραπευτικής συμμόρφωσης ατόμων με πόνο στο γόνατο ή και το ισχίο. Το δείγμα της έρευνα, έπειτα από την ανάλογη στατιστική επεξεργασία χωρίστηκε σε δύο ομάδες, τους ασθενείς με ήπια συμμόρφωση και τους ασθενείς με έντονη συμμόρφωση. Πραγματοποιήθηκε σύγκριση μεταξύ των δύο ομάδων ως προς τη συμμόρφωση και α) κάποιους κοινωνικό – δημογραφικούς παράγοντες, β) κάποιες μορφές διαχείρισης του πόνου όπως λήψη φαρμάκων, φυσιοθεραπείες, γυμναστική, ιαματικά λουτρά, γ) την επιθετικότητα, δ) τις διάφορες διαστάσεις του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, ε) κάποια συμπτώματα ψυχοπαθολογίας και στ) τον τρόπο βίωσης των διαπροσωπικών τους σχέσεων. Στην έρευνα έλαβαν μέρος 65 ασθενείς, από 18-70 ετών, με πόνο στο γόνατο/α ή και στο ισχίο/α οι οποίοι ήταν παντρεμένοι ή συμβίωναν με κάποιο σύντροφο. Η συλλογή των δεδομένων πραγματοποιήθηκε από τον Φεβρουάριο του 2010 έως και τον Ιούνιο του ίδιου έτους. Το δείγμα προήλθε από ασθενείς του Γενικού Νομαρχιακού Νοσοκομείου Σερρών, του ΙΚΑ Σερρών και ασθενείς ιδιωτών φυσιοθεραπευτών των Σερρών, των Αθηνών και της Καβάλας. Τα ερευνητικά εργαλεία τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ήταν α) το Ερωτηματολόγιο Επιθετικότητας και Κατεύθυνσης της Επιθετικότητας -Hostility and Direction of Hostility Questionnaire, β) η Κλίμακα Οικογενειακού Περιβάλλοντος - Family Environment Scale, Form R-FES, των Moos and Moos, γ) η Κλίμακα Ψυχοπαθολογίας – Symtom Checklist 90-R και δ) η Κλίμακα Βιωμάτων στις Διαπροσωπικές Σχέσεις - Experiences in Close Relationships Scale. Η στατιστική επεξεργασία πραγματοποιήθηκε με α) περιγραφικούς δείκτες, β) το χ2 του Pearson και όπου δεν εκπληρώνονταν οι προϋποθέσεις για τον υπολογισμό του, χρησιμοποιήθηκε η ακριβής δοκιμασία κατά Fisher (Fisher's Exact Test), γ) τη δοκιμασία δύο ανεξάρτητων πληθυσμών (Independent Samples T-Test), δ) το One Sample T-Test και ε) το μη παραμετρικό συντελεστή συσχετίσεως Kendall Tau-b. Από την ανάλυση προέκυψε ότι η ένταση του πόνου αποτελεί ενδεικτικό παράγοντα επηρεασμού της θεραπευτικής συμμόρφωσης (P= 0,079). Τα άτομα με έντονο πόνο ήταν περισσότερο συμμορφωμένα σε σχέση με τα άτομα με ηπιότερο πόνο. Για τις δύο συγκρινόμενες ομάδες, ομάδα με ήπια συμμόρφωση και ομάδα με έντονη συμμόρφωση, στατιστικά σημαντική διαφοροποίηση προέκυψε για τη γυμναστική (Ρ=0,033). Οι ασθενείς οι οποίοι είναι θεραπευτικά συμμορφωμένοι γυμνάζονται σε ποσοστό 50% ενώ όσοι είναι λιγότερο συμμορφωμένοι δεν γυμνάζονται σε ποσοστό 75,9%. Το σημαντικότερο ίσως εύρημα της συγκεκριμένης μελέτης είναι η στατιστική σημαντικότητα η οποία προέκυψε για τον παράγοντα του ελέγχου μέσα στην οικογένεια. Με βάση την κλίμακα του Οικογενειακού Περιβάλλοντος για την υποκλίμακα του ελέγχου προέκυψε στατιστικά σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ των δύο συγκρινόμενων ομάδων των ασθενών (P=0,025). Οι οικογένειες των ασθενών με μεγαλύτερη συμμόρφωση διέπονται από ισχυρότερο έλεγχο. Οι οικογένειες αυτές είναι περισσότερο οργανωμένες ιεραρχικά, έχουν ισχυρότερους κανόνες ενώ διέπονται και από περισσότερο παγίωμενες διαδικασίες λειτουργίας. Η παρούσα έρευνα διενεργήθηκε με την καθοδήγηση του Εργαστηρίου Ιατρικής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. 1409 544 491 a contributing towards elucidation of its role in Alzheimer's disease Μελέτη της αλληλεπίδρασης των ιόντων Cu(II) με πεπτιδικά μοντέλα της τ-προτεΐνης Alzheimer's disease (AD) is a chronic neurodegenerative brain disease, the most common cause of dementia. Tau-protein microtubules (an important part important part of neuron cells skeleton) dissociation in consequence of the tau hyperphosporylation, results in protein aggregation into the intracellular neurons space in the form of deposits known as neurofibrillary tangles (NFT's). The above process (one of the Alzheimer's disease findings) results in gradual neurons degeneration and death. On the other hand, the role of metal ions, and in particular of the biologically significant Cu(II) ion (whose homeostasis is affected by the disease), has not been fully elucidated. In particular, despite the importance of tau-protein and its role in neurodegeneration, there is not yet a definite answer whether Cu(II) mediates the formation of NFT’s. The most important finding so far is that Cu (II) may interact quite efficiently with a histidine residue (imidazole ring) and a backbone amide (peptide) nitrogen atom.In addition, unlike the well documented Cu(II)-Aβ system, thermodynamic (potentiometric) studies where the overall stability constants of Cu(II)-peptide models could be calculated don’t exist. The determination of the stability constants which actually reflect the binding strength is a very important task because it might provide answers related to the Cu(II) distribution in different biological targets, especially in those who normally store and supply Cu(II). In an attempt to contribute in this field, the phosphorylated (Ser) and non-phosphorylated peptide Ac-Gly-Ser-Thr-Glu-Asn-Leu-His-NH2 (261-268 fragment of the longest tau isoform, located at the tau-microtubules binding site) were synthesized. Both potentiometric (for the first time) and spectroscopic (visible and EPR spectroscopy) techniques were used to study their interaction with the Cu(II) ions. The ligands coordination trend towards Cu(II) is the expected one for peptides bearing a histidine residue at the C-terminus .His imidazole nitrogen atom acts as initial anchor site followed by the subsequent deprotonation and coordination of the backbone amide donors. The presence of the phosphate group results in a slight differentiation of the Cu(II) binding affinity of the peptides. It has been observed that it is higher for the phosphorylated analogue at acidic pH values whereas the trend is reversed in alkaline medium. In the first case, the main cause of this differentiation was attributed to electrostatic interaction (or hydrogen bonding) (pH~6) of the Ser (OP (O) O22-) ... Lys-ε-NH3+ groups, while in the second to the axial Cu(II) coordination of the phosphate group. At the same time, it was found that at physiological pH (~ 7.4) both peptides form a thermodynamically very stable 3N {Nim, 2N-amide) complex, in contrast to literature data supporting 2N species regardless of the peptide model sequence length. Both the detection of the above-mentioned, possibly redox-active 3N species at physiological pH, as well as the indirect (electrostatic interaction-hydrogen bonding) or direct (Cu (II)-phosphate axial coordination) interactions in the phosphorylated peptide, could lead (in the first case) to an increase in the concentration of reactive oxygen species (ROS) and oxidative stress, while in the second, diminished PP2A phosphatase activity, resulting in an increment of phosphorylated tau levels. The results of this work are expected to shed more light towards the elucidation of the role of the interaction between Cu(II) and t-protein with the ultimate aim of understanding the mechanism leading to Alzheimer's disease. Η νόσος Alzheimer (Alzheimer Disease, ΑD) είναι μια χρόνια νευροεκφυλιστική ασθένεια του εγκεφάλου και αποτελεί το συχνότερο αίτιο της άνοιας. Η υπερφωσφορυλίωση της tau-πρωτεΐνης οδηγεί στην αποσύνδεσή της απ’ τους μικροσωληνίσκους καθώς και στη συσσωμάτωσή της στον ενδοκυττάριο χώρο με τη μορφή αποθέσεων γνωστών ως νευροινώδη συσσωματώματα (NFT’s). Η παραπάνω διεργασία είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της νόσου Alzheimer, που οδηγεί στον σταδιακό εκφυλισμό και τελικά στο θάνατο των νευρώνων. Παράλληλα, ο ρόλος των μεταλλικών ιόντων και κυρίως του βιολογικά σημαντικού ιόντος Cu(II) (η ομοιόσταση του οποίου επηρεάζεται σημαντικά κατά τη νόσο Alzheimer) δεν έχει πλήρως διευκρινιστεί. Oι γνώσεις μας είναι ιδιαίτερα φτωχές ειδικά όσον αφορά την εμπλοκή του ιόντος Cu(II) στο σχηματισμό των NFT’s. Αυτές περιορίζονται στη διαπίστωση ότι ο Cu(II) μπορεί να αλληλεπιδράσει με ένα ιστιδινικό κατάλοιπο (ιμιδαζολικός δακτύλιος) και ένα αμιδικό (πεπτιδικό) άτομο αζώτου, ενώ απουσιάζουν θερμοδυναμικές μελέτες (σε αντίθεση με το Αβ αμυλοειδές) όπου θα μπορούσε να προσδιοριστεί η σταθερά σχηματισμού του συμπλόκου Cu(II)-πεπτιδικού μοντέλου (άρα και η δεσμευτική ισχύς του πεπτιδίου). Σε μια προσπάθεια να συνεισφέρουμε σε αυτό το πεδίο συνθέσαμε το φωσορυλιωμένο (Ser) και μη πεπτίδιο Ac-Gly-Ser-Thr-Glu-Asn-Leu-His-ΝΗ2, τμήμα (261-268) της μεγαλύτερου μήκους ισομορφής της τ-πρωτείνης, που εντοπίζεται στο σημείο δέσμευσης της τ-πρωτεΐνης με τους μικροσωληνίσκους και μελετήσαμε για πρώτη φορά ποτενσιομετρικά αλλά και φασματοσκοπικά (φασματοσκοπία ορατού και EPR) την αλληλεπίδρασή τους με τα ιόντα Cu(II). Η πορεία συμπλοκοποίησης είναι η αναμενόμενη για πεπτίδια που περιέχουν το αμινοξύ ιστιδίνη στο C-τελικό άκρο και περιλαμβάνει αρχική ένταξη μέσω του ατόμου αζώτου του ιμιδαζολικού δακτυλίου και την εν συνεχεία διαδοχική αποπρωτονίωση και ένταξη αμιδικών (πεπτιδικών) ατόμων δοτών. Η παρουσία της φωσφορικής ομάδας έχει ως αποτέλεσμα μια μικρή διαφοροποίηση της δεσμευτικής ισχύος των πεπτιδίων όσον αφορά τον ιόν Cu(II) αφού παρατηρήθηκε ότι σε όξινες τιμές pH είναι μεγαλύτερη για το φωσφορυλιωμένο ενώ σε αλκαλικές η τάση αντιστρέφεται. Ως κύριο αίτιο αυτής της διαφοροποίησης προτάθηκε ηλεκτροστατική αλληλεπίδραση (ή δεσμοί υδρογόνου) τύπου Ser(OP(O)O22-)...Lys-ε-ΝΗ3+ για την πρώτη περίπτωση (pH ~6) και αξονική ένταξη της φωσφορικής ομάδας για τη δεύτερη. Παράλληλα βρέθηκε ότι σε φυσιολογική τιμή pH (~7.4) και τα δυο πεπτίδια σχηματίζουν ένα θερμοδυναμικά πολύ σταθερό σύμπλοκο τύπου ένταξης 3Ν {NIm, 2N-amide}, σε αντίθεση με βιβλιογραφικά δεδομένα που υποστηρίζουν ένταξη 2Ν ανεξαρτήτως μήκους αμινοξικής αλληλουχίας. Τόσο η ανίχνευσή των παραπάνω, πιθανότατα οξειδοαναγωγικά ενεργών συμπλόκων 3Ν σε φυσιολογική τιμή pH, όσο και η έμμεση (ηλεκτροστατικές αλληλεπίδράσεις-δεσμοί υδρογόνου) ή άμεση (αξονική ένταξη με το ιόν Cu(II)) συμμετοχή της φωσφορικής ομάδας του καταλοίπου σερίνης στο φωσφορυλιωμένο πεπτίδιο, θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην πρώτη περίπτωση στην αύξηση της συγκέντρωσης ενεργών μορφών οξυγόνου (ROS) και του οξειδωτικού stress, ενώ στη δεύτερη σε αδυναμία του εννζύμου φωσφατάση PP2Α να επιτελέσει το βιολογικό του ρόλο, με αποτέλεσμα την αύξηση των επιπέδων της φωσφορυλιωμένης tau. Τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας αναμένεται να συμβάλλουν στη διαλεύκανση του ρόλου της αλληλεπίδρασης μεταξύ του ιόντος Cu(II) και της τ-πρωτεΐνης, έχοντας ως απώτερο στόχο την κατανόηση του μηχανισμού που οδηγεί στη νόσο Alzheimer. 1410 218 224 Παιχνίδια, ιστορικές πληροφορίες και αναλογίες στη διδακτική της χημείας, με έμφαση στις αναλογίες με έντονο κοινωνικό περιεχόμενο - Επιπτώσεις στη διδακτική πράξη, στη στάση των μαθητών και στη μάθηση. ΤHIS TREATISE HAS TO DO WITH FIRSTLY HOW MUCH THE USE OF ANALOGIES DURING TEACHING CHEMISTRY HELPS FOR THE ACCOMPLISHMENT OF TEACHING AIMS ACCORDING TO BLOOM AND THE STUDENTS' ACHIEVEMENTS IN RELATION TO THEIR MENTAL ABILITY. SECONTLY IT DEALS WITH THE EFFECTS ON THE ACCOMPLISHMENT OF SENTIMENTAL AIMS ACCORDING TO KRATHWALL AND THE STUDENTS' REACTION TOWARDS THE USE OF ANALOGIES, GAMES HAVING TO DO WITH CHEMISTRY AND THE HISTORICAL INFORMATION GIVEN DURING THETEACHING PROCESS IN RELATION TO THEIR PERSONAL CHARACTERISTICS BECAUSE OF THE USE OF CHEMICAL GAMES. IN THE RESEARCH ON ANALOGIES WHICH TOOK PLACE IN SCHOOL FOR A LONG PERIOD OF TIME (THREE YEARS) THE EXPERIMENTAL COMPARATIVE METHOD ACCORDING TO THE TWA MODEL HAS BEEN USED. IN THE RESEARCH ON GAMES ANDISTORICAL INFORMATION THE INQURING DESCRIPTATIVE METHOD HAS BEEN USED. THE RESULTS OF THE RESEARCH ARE: A. THE USE OF ANALOGIES CONTRIBUTES EFFECTIVELY TO THE ACCOMPLISHMENTS OF THE AIMS ONES ABOUT KNOWLEDGE OF CHEMISTRY AND EFFECTS POSITIVELY ON THE STUDENTS' ACHIEVEMENTS PARTICULARLY THOSE ACCORDING TO PIAGET. B. THE CHEMICAL GAMES AND THE ISTORICAL INFORMATION GIVEN HELP TO THE ACCO- MPLISHMENTS OF THE SENTIMENTAL AIMS THE LESSON OF CHEMISTRY POSES. C. THE STUDENTS WITHOUT TAKING INTO CONSIDERATION THEIR PERSONAL CHARACTERI- STICS REACT POSITIVELY TOWARDS THESE TEACHING METHODS WITH SUPERIORITY TO THOSE WHO WERE RATHER AKWARD TO THE ANALOGIES. ΣΤΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΕΡΕΥΝΑΤΑΙ ΚΑΤΑ ΠΟΣΟ Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΑΝΑΛΟΓΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ ΕΠΙΔΡΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΩΝ ΣΤΟΧΩΝ ΚΑΤΑ BLOOM ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΝΟΗΤΙΚΗΣ ΤΟΥΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ. ΕΠΙΣΗΣ ΕΡΕΥΝΑΤΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΑΙΧΝΙΔΙΩΝ (ΜΕ ΧΥΜΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟ- ΜΕΝΟ) ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΣΤΟΧΩΝ ΚΑΤΑ KRATHWOHL ΚΑΙ Η ΣΤΑΣΗ-ΠΡΟΤΙΜΗ- ΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΩΝ, ΠΑΙΧΝΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗ- ΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥΣ. ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΝΑΛΟΓΙΩΝ Η ΟΠΟΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΕ ΠΕΡΙ- ΒΑΛΛΟΝ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΕΠΙ ΜΑΚΡΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ (3 ΕΤΗ) ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΕ Η ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ TEACHING WITH ANALOGIES (TWA). ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗ ΕΠΙ ΤΩΝ ΠΑΙΧΝΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΕ Η ΔΙΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ-ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ. ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ-ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΙΝΑΙ: Α: Η ΧΡΗΣΗ ΑΝΑΛΟΓΙΩΝ ΣΥΜΒΑΛΛΕΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΤΩΝ ΓΝΩΣΤΙΚΩΝ ΣΤΟΧΩΝ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΧΥΜΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΣΚΕΙ ΘΕΤΙΚΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΣΤΟΥΣ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΥΣ(2Β) ΚΑΤΑ PIAGET. Β: ΤΑ ΧΥΜΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΥΜΒΑΛΛΟΥΝ ΘΕΤΙΚΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΤΩΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΣΤΟΧΩΝ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΧΥΜΕΙΑΣ. Γ: ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥΣ ΔΙΑΚΕΙΝΤΑΙ ΘΕΤΙΚΑ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕ ΤΑΣΕΙΣ ΥΠΕΡΟΧΗΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΕΡΓΩΝ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ. 1411 182 188 Ψυχοεκπαιδευτική παρέμβαση για τη μείωση του φαινομένου του χαρούμενου θύτη σε παιδιά προσχολικής ηλικίας The aim of this research was to investigate the effectiveness of a psycho-educational program aimed at reducing the "happy victimizer phenomenon" through the education of children, aged 4-7, in the ability to understand guilt. Based on the conversational approach, the program used stories as a trigger for conversation about the emotional and mental states of their heroes, emphasizing the understanding of the moral emotion of guilt. A total of 25 children participated in the research, of which 15 participated in the program (experimental group) and the other 10 participated only in the pre and post evaluation (control group). For the realization of the research objectives, a series of measurements were performed with tools that examined the understanding of basic and complex emotions, the understanding of guilt, the conscience and the theory of the mind of the participants. The results of the research showed that after the implementation of the program, the phenomenon of the happy victimizer in the experimental group was significantly reduced, but not in the control group. The findings are being discussed in connection with recent investigations in this area. Στόχος της παρούσας έρευνας ήταν να διερευνήσει την αποτελεσματικότητα ενός ψυχοεκπαιδευτικού προγράμματος που αποσκοπούσε στη μείωση του φαινομένου του «χαρούμενου θύτη» μέσω της εκπαίδευσης παιδιών ηλικίας από 4- έως 7- ετών σε δεξιότητες κατανόησης της ενοχής. Έχοντας ως βάση του την επικοινωνιακή προσέγγιση, το πρόγραμμα αξιοποίησε ιστορίες ως έναυσμα για συζήτηση σχετικά με τις συναισθηματικές και νοητικές καταστάσεις των ηρώων τους, δίνοντας έμφαση στην κατανόηση του ηθικού συναισθήματος της ενοχής. Στην έρευνα πήραν μέρος συνολικά 25 παιδιά, εκ των οποίων τα 15 συμμετείχαν στο ψυχοεκπαιδευτικό πρόγραμμα (πειραματική ομάδα) ενώ τα άλλα 10 συμμετείχαν μόνο στην πριν και μετά αξιολόγηση (ομάδα ελέγχου). Για την υλοποίηση των στόχων της έρευνας πραγματοποιήθηκε μια σειρά μετρήσεων με εργαλεία που εξέταζαν την κατανόηση βασικών και σύνθετων συναισθημάτων, την κατανόηση του συναισθήματος της ενοχής, την ενσυνειδησία και τη θεωρία του νου των συμμετεχόντων. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι μετά την εφαρμογή του προγράμματος μειώθηκε σημαντικά το φαινόμενο του χαρούμενου θύτη στην πειραματική ομάδα αλλά όχι στην ομάδα ελέγχου. Τα ευρήματα συζητούνται σε σχέση με πρόσφατες έρευνες στην περιοχή αυτή. 1412 257 331 In recent years, composite materials have been growing in industrial and commercial scale applications. These materials stand out for their excellent mechanical properties in relation to their weight. To extend the life of the material after a damage, the scientific community has been focusing on methods of healing these materials. One of these techniques is self-healing materials. Inspired from biological organisms, self-healing materials have the characteristic of the almost automatic healing when they suffer some damage e.g. crack. Specifically, for self-healing polymeric matrix materials there are 3 manufacturing methods: 1. Embedding of microcapsules inside the matrix 2. Polymers with intrinsic self-healing properties 3. Construction of vascular networks within the material This thesis focuses on the first manufacturing method of self-healing materials.Precisely, microcapsules were prepared by the method of in situ (direct) emulsion polymerization in 5 different diameter ranges. The aim was to estimate the effect of the diameter on the rate of self-healing. Scanning Electron Microscopy (SEM) applied in order to measure the diameter and estimate the size distribution of each category. In addition, thermal analysis was performed by Thermogravimeter Analysis (TGA) and Differential Scanning Calorimetry (DSC) methods to control the thermal stability of the capsules and to confirm the encapsulation of the resin and solvent respectively.Also, through Raman spectroscopy, their structure was identified. Tapered Double Cantilever Beam (TDCB)and fiber reinforced composites specimens were constructed in order to find the healing efficiency regarding of microcapsule diameter. Furthermore, reference specimens were produced, without the self-healing system, to find the knockdown effect after the incorporation of the self-healing system. Τα τελευταία χρόνια, τα σύνθετα υλικά έχουν ολοένα και περισσότερες εφαρμογές σε βιομηχανική κι όχι μόνο κλίμακα. Πρόκειται για υλικά με εξαιρετικές μηχανικές ιδιότητες σε σχέση με το βάρος τους, αλλά και ικανοποιητική αντίσταση στη διάβρωση. Για την επέκταση της διάρκειας ζωής τους μετά από μια βλάβη αλλά και κατ’ επέκταση την ενίσχυση της αντοχής σε μερικές περιπτώσεις, η επιστημονική κοινότητα επικεντρώθηκε σε μεθόδους επούλωσης των υλικών αυτών.Μια από αυτές τις τεχνικές είναι και τα αυτο-ιάσιμα υλικά (self-healingmaterials). Εμπνευσμένα από τους βιολογικούς οργανισμούς, τα αυτο-ιάσιμα υλικά έχουν το χαρακτηριστικό της, σχεδόν, αυτόματης επούλωσης, όταν υποστούν κάποια βλάβη π.χ. ρωγμή. Συγκεκριμένα για τααυτο-ιάσιμα υλικά πολυμερικής μήτρας υπάρχουν 3 μέθοδοι κατασκευής: 1. Ενσωμάτωση μικρο-καψουλών στο υλικό (Capsule-based) 2. Πολυμερή με εγγενείς ιδιότητες αυτο-ίασης (Intrinsic) 3. Κατασκευή δικτύων μέσα στο υλικό (Vascular) Η παρούσα εργασία επικεντρώθηκε στον πρώτο τρόπο κατασκευής αυτο-ιάσιμων υλικών. Πιο συγκεκριμένα, παρασκευάστηκαν μικρο-κάψουλες με την μέθοδο του insitu(απ’ ευθείας) πολυμερισμούγαλακτώματος σε 5 διαφορετικές κλίμακες διαμέτρου. Στόχος ήταν η εκτίμηση της επίδρασης της διαμέτρου στο ποσοστό ικανότητας αυτο-ίασης. Για την μέτρηση και κατανομή μεγέθους της κάθε κατηγορίας για την εύρεση της μέσης διαμέτρου εφαρμόστηκε απεικόνιση τους μέσω Ηλεκτρονικής Μικροσκοπίας Σάρωσης (ScanningElectronMicroscopy, SEM). Συμπληρωματικά, για τον έλεγχο της θερμικής σταθερότητας των καψουλών αλλά και την επιβεβαίωση της ενθυλάκωσης της ρητίνης και του διαλύτη πραγματοποιήθηκαν θερμικές αναλύσεις, με τη μέθοδο Θερμοβαρυμετρικής Ανάλυσης (ThermogravimeterAnalysis, TGA)και τη μέθοδο της Διαφορικής Θερμιδομετρίας Σάρωσης (Differential Scanning Calorimetry, DSC) αντίστοιχα.Ακόμη, μέσω της φασματοσκοπίας Raman, έγινε και ταυτοποίηση της δομής των μικρο-καψουλών. Έπειτα κατασκευάστηκαν δοκίμιακαταπόνησης διπλής γεωμετρίας (TaperedDoubleCantileverBeam, TDCB) καθώς και δοκίμια ινοπλισμένων σύνθετων υλικών με ίνες γυαλιού,για την εύρεση του ποσοστού ικανότητας αυτο-ίασης κάθε κατηγορίαςμικρο-καψουλών και κατά πόσο αυτό επηρεάζεται από τη διάμετρο τους. Επίσης κατασκευάστηκαν δοκίμια ίδιου τύπου χωρίς την εισαγωγή του συστήματος αυτο-ίασης για την εύρεση του ποσοστού υποβάθμισης ή αναβάθμισης (knockdowneffect)του δοκιμίου μετά την εισαγωγή του συστήματος. Τέλος, παρουσιάζονται όλα τα αποτελέσματα, διαγράμματα και φωτογραφίες από όλη την πειραματική διαδικασία, καθώς και τα συμπεράσματα που προέκυψαν. Επιπλέον, γίνονται κάποιες προτάσεις για μελλοντική έρευνα στον τομέα αυτόν. 1413 251 248 Η επίδραση της υπερεκλεκτικής διατομής των πνευμονογαστρικών νέυρων και των προσταγλανδινών στις βλάβες του γαστροδωδεκαδακτυλικού βλεννογόνου από τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα THE AIM OF THIS STUDY WAS TO ASSESS THE EFFECTIVENESS OF HIGHLY SELECTIVE VAGOTOMY (HSV) AND/OR MISOPROSTOL IN THE PROTECTION OF THE GASTRODUODENAL MUCOSA FROM INJURIOUS EFFECT OF THE DICLOFENAC SODIUM (DS). FORTY MONGREL DOGS WERE RANDOMLY ALLOCATED INTO 4 GROUPS OF 10 ANIMALS EACH. DS (1MG/KG BODY WEIGHT) WAS GIVEN I.M FOR 12 CONSECUTIVE DAYS TO THE ANIMALS OF THE GROUP I, WHILE IN THOSE OF THE GROUP II A HSV WAS PERFORMED AND A MONTH LATER DS WAS GIVEN AS IN THE PREVIOUS GROUP. DS WAS GIVEN IN COMBINATION H MISOPROSTOL (200 MCG PER OS QID) FOR12 DAYS IN THE ANIMALS OF THE GROUP III. HSV WAS CARRIED OUT IN THE ANIMALS OFTHE GROUP IV AND A MONTH LATER DS AND MISOPROSTOL WERE GIVEN AS IN THE GROUP III. ALL THE ANIMALS WERE SACRIFICED AFTER THE COMPLETION OF THE DRUG ADMINISTRATION AND THE GASTRODUODENAL MUCOSA WAS EXAMINED FOR MACROSCOPIC AND HISTOLOGIC LESIONS. THE FINDINGS SHOWED THAT: A) THE MUCOSAL LESIONS OF GASTROPATHY DUE TOTHE INJURIOUS EFFECT OF DS WERE MORE FREQUENTLY LOCATED IN THE STOMACH THAN INTHE DUODENUM (GROUP I, P=O.03, MCNEMAR TEST), B) HSV ALONE AND MISOPROSTOL ALONE DID NOT PROTECT GASTRODUODENAL MUCOSA FROM THE INJURIOUS EFFECT OF DS (GROUPII, P=0,474 AND GROUP III, P=0,08 AND P=0,65, FISHER'S EXACT TEST) AND C) THE COMBINATION OF HSV WITH MISOPROSTOL DID PROTECT THE GASTRIC MUCOSA (GROUP IV, P=0,007, FISHER'S EXACT TEST) WHILE THE PROTECTION THAT THIS COMBINATION OFFEREDTO THE DUODENAL MUCOSA WAS NOT SIGNIFICANT (GROUP IV, P=0,08, FISHER'S EXACT TEST). ΣΚΟΠΟΣ ΗΤΑΝ Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑΣ Η ΥΠΕΡΕΚΛΕΚΤΙΚΗ ΔΙΑΤΟΜΗ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΟΝΟΓΑΣΤΡΙΚΩΝ ΝΕΥΡΩΝ (ΥΔΠΝ) ΚΑΙ Η ΜΙΣΟΠΡΟΣΤΟΛΗ ΝΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΣΟΥΝ, ΧΩΡΙΣΤΑ 'Η ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ,ΤΟ ΓΑΣΤΡΟΔΩΔΕΚΑΔΑΚΤΥΛΙΚΟ ΒΛΕΝΟΓΟΝΟ (ΓΔΒ) ΑΠΟ ΤΗ ΒΛΑΠΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΝΑΤΡΙΟΥΧΟΥ ΔΙΚΛΟΦΑΙΝΑΚΗΣ (ΝΔ). 40 ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΖΩΑ ΣΚΥΛΟΙ ΧΩΡΙΣΘΗΚΑΝ ΣΕ 4 ΙΣΑΡΙΘΜΕΣ ΟΜΑΔΕΣ. ΣΤΗΝ ΟΜΑΔΑ Ι ΧΟΡΗΓΗΘΗΚΕ ΝΔ, 1MG/KG. ΒΣ, Ι.Μ., ΓΙΑ 12 ΣΥΝΕΧΕΙΣ ΗΜΕΡΕΣ, ΕΝΩ Η ΟΜΑΔΑΙΙ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΕ ΥΔΠΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ 1 ΜΗΝΑ ΧΟΡΗΓΗΘΗΚΕ, ΟΜΟΙΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΟΜΑΔΑ Ι, ΝΔ. ΣΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΙΙΙ ΧΟΡΗΓΗΘΗΚΑΝ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΩΣ, ΓΙΑ 12 ΣΥΝΕΧΕΙΣ ΗΜΕΡΕΣ, ΜΙΣΟΠΡΟΣΤΟΛΗ, 200 MG/6H, P.O. ΚΑΙ ΝΔ ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΕΝΩ Η ΟΜΑΔΑ IV ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΕ ΥΔΠΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ 1 ΜΗΝΑ ΕΛΑΒΕ ΜΙΣΟΠΡΟΣΤΟΛΗ ΚΑΙ ΝΔ ΟΠΩΣ Η ΟΜΑΔΑ ΙΙΙ. ΣΤΗΝ ΟΜΑΔΑ Ι ΟΛΑ ΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΖΩΑ ΕΙΧΑΝ ΒΛΑΒΕΣ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑΧΟ ΚΑΙ 4 ΕΙΧΑΝ ΣΤΟ ΔΩΔΕΚΑΔΑΚΤΥΛΟ, ΣΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΙΙ ΒΛΑΒΕΣ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑΧΟ ΕΙΧΑΝ 8 ΚΑΙ ΣΤΟ ΔΩΔΕΚΑΔΑΚΤΥΛΟ 4, ΣΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΙΙΙ ΒΛΑΒΕΣ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑΧΟ ΕΙΧΑΝ 6 ΚΑΙ ΣΤΟ ΔΩΔΕΚΑΔΑΚΤΥΛΟ 6, ΕΝΩ ΣΤΗΝ ΟΜΑΔΑ IV ΒΛΑΒΕΣ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑΧΟ ΕΙΧΑΝ ΜΟΝΟ 2 ΚΑΙ ΟΛΑ ΕΙΧΑΝ ΑΝΕΠΑΦΟ ΔΩΔΕΚΑΔΑΚΤΥΛΟ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: Α) Η ΒΛΑΠΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΝΔ ΑΦΟΡΑ ΚΥΡΙΩΣ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑΧΟ (ΟΜΑΔΑ Ι, Ρ=Ο,03, MCNEMAR TEST), Β) Η ΥΔΠΝ ΚΑΙ Η ΜΙΣΟΠΡΟΣΤΟΛΗ, ΧΩΡΙΣΤΑ, ΔΕΝ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΣΑΝ ΤΟ ΓΔΒ (ΟΜΑΔΑ ΙΙ, Ρ=Ο,474, ΚΑΙ ΟΜΑΔΑ ΙΙΙ, Ρ=0,08 ΚΑΙ Ρ=0,65, FISHER'S EXACT TEST), Γ) Ο ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ ΥΔΠΝ ΚΑΙ ΜΙΣΟΠΡΟΣΤΟΛΗΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΣΕ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΤΟ ΣΤΟΜΑΧΟ ΕΝΩ Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΣΤΟ ΔΩΔΕΚΑΔΑΚΤΥΛΟ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ (ΟΜΑΔΑ IV, Ρ=0,007 ΚΑΙ Ρ=0,08, FISHER'S EXACT TEST). 1414 264 297 Dimografic study of first episode of psychosis at University Hospital of Ioannina Δημογραφικά στοιχεία ασθενών από την υπηρεσία έγκαιρης παρέμβασης στην ψύχωση της Ψυχιατρικής Κλινικής του Π.Γ.Ν.Ι In recent years there is a growing interest from clinicians, investigators and health policy makers on the first episode of psychosis (FEP). As a result, a large number of studies on pathophysiology, etiology and treatment, even from the prodromal stages of a psychotic disorder have been published. Our classic knowledge for the symptomatology of such disorders has been enhanced by the contribution of genetics and neurosciences, which facilitate understanding and treatment of these syndromes. Currently available treatments are not completely satisfactory and the prevailing view is that interventions should be applied as early as possible after the onset of a FEP and to be multimodal, that is the implementation of drug treatment, as well as psychological and psychosocial treatment. It is widely accepted that early intervention improves prognosis and facilitates recovery. Prognosis of psychotic disorders remains moderate and outcome is impeded by symptomatology, high rates of alcohol/substance abuse, and poor treatment adherence and disengagement from services. The last two decades there is a tendency toward interventions at the perceived as “high risk” population. This is strongly supported by several investigators, but others have criticized this tendency, which is uncertain whether can be effective when implemented in routine clinical practice. Moreover, there have been raised important ethical concerns. Despite the ongoing debate, several early intervention services have been developed worldwide and their work is published at scientific journals. In Greece the first early intervention service has been developed at the University Hospital of Ioannina, and the present study regarding the FEP incidence at Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί μεγάλο ενδιαφέρον των κλινικών, των ερευνητών αλλά και των στελεχών που διαμορφώνουν την πολιτική υγείας για το πρώτο επεισόδιο ψύχωσης. Ως αποτέλεσμα έχει δημοσιευτεί πλήθος ερευνών πάνω στην παθοφυσιολογία, αιτιολογία και κυρίως θεραπεία των ψυχωτικών διαταραχών από τα πρώιμα στάδια, καθώς είναι από όλους αποδεκτό ότι η έγκαιρη παρέμβαση αυξάνει τις πιθανότητες ανάρρωσης. Οι κλασσικές μας γνώσεις για τη συμπτωματολογία των ψυχωτικών διαταραχών έχουν πια πλαισιωθεί από τη συνεισφορά της γενετικής και των νευροεπιστημών, που διευκολύνει την κατανόηση και ανοίγει νέους δρόμους στη θεραπεία τέτοιων συνδρόμων. Οι ως τώρα διαθέσιμες θεραπείες δεν είναι πλήρως ικανοποιητικές κι έτσι έχει επικρατήσει η άποψη πως οι παρεμβάσεις πρέπει να γίνονται όσο το δυνατό νωρίτερα κατά την έναρξη του ψυχωτικού επεισοδίου και να είναι πολυεπίπεδες, δηλαδή εκτός από τη φαρμακευτική αγωγή να εφαρμόζονται ψυχολογικές και ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις. Η πρόγνωση των ψυχωτικών διαταραχών παραμένει μέτρια, καθώς εκτός από τη φύση των συμπτωμάτων, η ευνοϊκή έκβαση παρεμποδίζεται από τα υψηλά ποσοστά χρήσης ουσιών από τους ασθενείς και από την απομάκρυνση από τις υπηρεσίες υγείας και την ελλιπή συμμόρφωση με τη θεραπεία. Η τακτική της τελευταίας εικοσαετίας να γίνονται παρεμβάσεις ακόμη και σε θεωρούμενους ως υψηλού κινδύνου για ανάπτυξη ψύχωσης πληθυσμούς, αν και υποστηρίζεται με σθένος από ορισμένους ερευνητές, συγκεντρώνει πολλές επικρίσεις και είναι αμφίβολο αν είναι αποτελεσματική σε συνθήκες καθημερινής κλινικής πράξης. Εκφράζονται ακόμη επιφυλάξεις για το αν είναι δεοντολογική. Σε κάθε περίπτωση έχουν δημιουργηθεί πολλές ανά τον κόσμο υπηρεσίες έγκαιρης παρέμβασης και το έργο τους δημοσιεύεται στο διεθνή επιστημονικό τύπο. Στην Ελλάδα η πρώτη υπηρεσία έγκαιρης παρέμβασης στην ψύχωση σχηματίστηκε στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων και στο πλαίσιο της λειτουργίας της διεξήχθη η παρούσα μελέτη για την επίπτωση του πρώτου ψυχωτικού επεισοδίου. 1415 190 206 Η νεοελληνική λογοτεχνία και ο ρόλος της στην ιστορική συνειδητοποίηση των παιδιών με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες Literary historical texts have the potential to be used as narratives of historical sources and to create historical consciousness for children with special learning difficulties, as the validity of narrative at the level of theory is also a consequence in the level of didactic act. The purpose of the present study is to attempt to examine the relationship of Modern Greek literature to the formation of the historical consciousness of children with special learning 131 difficulties. The result of this theoretical study is a teaching example of an approach to historical knowledge for both preschool children and primary school children with special learning difficulties. The text that we use is ηthe Plati Potami of Yannis Berati, as a narrative-testimony that unfolds almost parallel to the historical events. In conclusion, the historical consciousness is shaped by its literary transformation, which leads to the understanding of human nature. Children with special learning difficulties can become members of the cultural product, as through the literary text, (excerpt or whole), there is the flexibility and the possibility to be able to initiate in the secrets of narration but also to deepen the historical knowledge. Τα λογοτεχνικά ιστορικά κείμενα, έχουν τη δυνατότητα να αξιοποιηθούν ως αφηγήματα ιστορικών πηγών και να δημιουργήσουν ιστορική συνείδηση στα παιδιά με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, καθώς η εγκυρότητα της αφήγησης σε επίπεδο θεωρίας αποτελεί και συνέπεια σε επίπεδο διδακτικής πράξης. Ο σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να επιχειρήσει να εξετάσει τη σχέση της νεοελληνικής λογοτεχνίας στη διαμόρφωση της ιστορικής συνείδησης των παιδιών με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες. Το αποτέλεσμα αυτής της θεωρητικής μελέτης, είναι ένα διδακτικό παράδειγμα για προσέγγιση της ιστορικής γνώσης τόσο σε παιδιά προσχολικής ηλικίας όσο και σε παιδιά δημοτικής εκπαίδευσης με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες. Το κείμενο που αξιοποιούμε είναι το Πλατύ ποτάμι του Γιάννη Μπεράτη, ως αφήγηση-μαρτυρία η οποία εκτυλίσσεται σχεδόν παράλληλα με τα ιστορικά γεγονότα. Συμπερασματικά, η ιστορική συνειδητοποίηση διαμορφώνεται μέσα από τη λογοτεχνική μετάπλασή τη , η οποία οδηγεί στην κατανόηση της ανθρώπινης φύσης. Τα παιδιά με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες μπορούν να γίνουν κοινωνοί του πολιτισμικού προϊόντος, καθώς μέσα από το λογοτεχνικό κείμενο, (απόσπασμα ή ολόκληρο), υπάρχει η ευελιξία και η δυνατότητα να μυηθούν στα μυστικά της αφήγησης αλλά και να εμβαθύνουν στην ιστορική γνώση. διαμορφώνοντας τη σκέψη τους καλύτερα από ότι μέσα από ένα ιστορικό εγχειρίδιο. 1416 275 301 The presentation of childhood in the school textbooks of modern greek language in primary school Η παρουσίαση της παιδικής ηλικίας στα σχολικά εγχειρίδια της νεοελληνικής γλώσσας του δημοτικού σχολείου The present work deals with the presentation of childhood in the school textbooks of the Primary School Language. Undoubtedly, childhood is a given period of time in every person's life.Childhood and child perceptions vary from season to era and are directly dependent on any changes in the social institutions and the value system of each society. School textbooks are the main teaching tools in everyday school reality.The Language Course is taught in all classes of the Primary School and covers the highest rate of teaching hours in the timetable.A qualitative approach to content analysis has sought to identify childhood representations in all school textbooks in the primary school.The editing of school textbooks was done by class. The following thematic categories were identified: a) Characteristics of children b) Child and family c) Child and friends d) Child and school e) Child and adults of the wider social environment f) Acquaintance with children from other countries g) Acquaintancewithchildren'srights h) Child and environment i) Child and leisure The school textbooks of the language course present childhood as an age during which members have specific features.Most texts focus on the interpersonal and social relationships of children.Children in modern school textbooks are presented as active social subjects who show their personal interest in children from other countries, for their rights,in protecting the environment. They take advantage of free time by participating in pleasant and creative activities. This research study has resulted in valuable knowledge about the representation of childhood in the school textbooks of the Language.Its findings could be data for future discussion and research. Η εργασία πραγματεύεται την παρουσίαση της παιδικής ηλικίας στα σχολικά εγχειρίδια της Γλώσσας του Δημοτικού Σχολείου. Αναμφισβήτητα η παιδική ηλικία αποτελεί μία δεδομένη χρονική περίοδο στη ζωή κάθε ανθρώπου. Οι αντιλήψεις για την παιδική ηλικία και το παιδί διαφοροποιούνται από εποχή σε εποχή κι εξαρτώνται άμεσα από τις όποιες αλλαγές υφίστανται οι κοινωνικοί θεσμοί και το αξιακό σύστημα κάθε κοινωνίας. Τα σχολικά εγχειρίδια αποτελούν τα κυριότερα μέσα διδασκαλίας στην καθημερινή σχολική πραγματικότητα. Το μάθημα της Γλώσσας διδάσκεται σε όλες τις τάξεις του Δημοτικού Σχολείου και καλύπτει το υψηλότερο ποσοστό διδακτικών ωρών στο ωρολόγιο πρόγραμμα.Μέσω της ποιοτικής προσέγγισης ανάλυσης περιεχομένου επιδιώχθηκε να εντοπιστούν οι αναπαραστάσεις της παιδικής ηλικίας σε όλα τα σχολικά εγχειρίδια της Γλώσσας στο Δημοτικό Σχολείο. Η επεξεργασία και ανάλυση των σχολικών εγχειριδίων υλοποιήθηκε ανά τάξη. Επισημάνθηκαν οι ακόλουθες θεματικές κατηγορίες: α) Χαρακτηριστικά γνωρίσματα των παιδιών β) Παιδί και οικογένεια γ) Παιδί και φίλοι δ) Παιδί και σχολείο ε) Παιδί και ενήλικες του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος στ) Γνωριμία με παιδιά άλλων χωρών ζ) Γνωριμία με τα δικαιώματα των παιδιών η) Παιδί και περιβάλλον θ) Παιδί και ελεύθερος χρόνος Τα σχολικά εγχειρίδια του γλωσσικού μαθήματος παρουσιάζουν την παιδική ηλικία ως μία ηλικία κατά τη διάρκεια της οποίας τα μέλη της διαθέτουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Τα περισσότερα κείμενα εστιάζουν στις διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις των παιδιών. Τα παιδιά στα σύγχρονα σχολικά εγχειρίδια παρουσιάζονται ως δρώντα κοινωνικά υποκείμενα που εκδηλώνουν το προσωπικό τους ενδιαφέρον για παιδιά άλλων χωρών, για τα δικαιώματά τους, για την προστασία του περιβάλλοντος. Αξιοποιούν τον ελεύθερο χρόνο συμμετέχοντας σε ευχάριστες και δημιουργικές δραστηριότητες. Η παρούσα ερευνητική μελέτη κατέληξε σε πολύτιμη γνώση αναφορικά με την αναπαράσταση της παιδικότητας στα σχολικά εγχειρίδια της Γλώσσας. Τα πορίσματά της θα μπορούσαν να αποτελέσουν δεδομένα για μελλοντική συζήτηση και έρευνα. 1417 164 161 The present thesis constitutes a survey about the children - refugees’ educational needs in Epirus. Drawing upon our educational experience, as it has developed within the context of the non-formal programme of the University of Ioannina which aims at refugees, we made an effort to feature these needs and record the basic educational approaches which correspond to them as well as the limitations which define the volatile condition of refugee populations in Greece and, especially, in Epirus. Trough the participant observation, which lasted eleven months in a sample of 43 children - refugees 6-12 years old -who reside in two refugee camps (Perama and Agia Eleni)- we collected data about the specific population’s educational needs and we present them in combination with our main choices for their fulfillment. The axes in which our results are organized are the supply of positive educational climate and safety, the teaching of Greek as second language, the identity reinforcement and the enhancement of social skills of these students. Η παρούσα διπλωματική εργασία αποτελεί μια ερευνητική μελέτη για τις εκπαιδευτικές ανάγκες των παιδιών - προσφύγων στην Ήπειρο. Αντλώντας από την εκπαιδευτική μας εμπειρία, έτσι όπως αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος μη τυπικής εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων που απευθύνεται σε πρόσφυγες, επιχειρήσαμε να αναδείξουμε αυτές τις ανάγκες και να καταγράψουμε βασικές εκπαιδευτικές προσεγγίσεις που ανταποκρίνονται σε αυτές, αλλά και στους περιορισμούς που προσδιορίζουν τη ρευστή κατάσταση των προσφυγικών πληθυσμών στην Ελλάδα και, ειδικότερα, στην Ήπειρο. Μέσω συμμετοχικής παρατήρησης συνολικής διάρκειας έντεκα μηνών, σε δείγμα 43 παιδιών - προσφύγων ηλικίας 6-12 ετών -που διέμεναν σε δύο δομές φιλοξενίας (Πέραμα και Αγία Ελένη)- συλλέξαμε δεδομένα για τις εκπαιδευτικές ανάγκες του εν λόγω πληθυσμού και τις παρουσιάζουμε σε συνδυασμό με βασικές μας επιλογές κάλυψής τους. Οι άξονες γύρω από τους οποίους οργανώνονται τα αποτελέσματά μας είναι η παροχή θετικού εκπαιδευτικού κλίματος και ασφάλειας, η διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας, η ενδυνάμωση της ταυτότητας και η ενίσχυση των κοινωνικών δεξιοτήτων των εν λόγω μαθητών. 1418 257 275 Computational study of microfluidics and mechanical biosensors (suspended microcantilevers) Yπολογιστική μελέτη μικρορροϊκών διατάξεων και μηχανικών βιοαισθητήρων In this work, a computational study of microfluidics and mechanical biosensors (suspended microcantilevers) is employed using the Finite Elements Method. The aim of this work is to fabricate a Lab-on-a-Chip (LoC) and a Point-of-Care (PoC) device to measure the dynamic viscosity of the Newtonian and Non-Newtonian fluids. This type of biosensors has shown extremely promising results and applications in the field of the biosensors. The current thesis is divided into 8 Chapters. In Chapter 1, a brief introduction to microfluidics is presented. The most important and useful for this work definitions are introduced. In Chapter 2, the origin, the types and the functionality of the biosensors are presented. In Chapter 3, a specific type of mechanical biosensors, the suspended microcantilever, is analyzed. In Chapter 4, the evolution in the field of the suspended microcantilevers, as well as the Finite Elements Method (FEM) simulation of them, is introduced. In Chapter 5, the different mechanical biosensors’ geometries that are used, the hypothesis, the equations and the boundary conditions of the problem are introduced. Chapter 6, is dedicated to the numerical solution of the current problem by employing FEM. In Chapter 7, the results of our experiments are presented. Finally, Chapter 8, summarizes the conclusions of the current work. The results of the simulations predict a highly sensitive biosensor comparing to previous published works. The proposed microcantilever was tested using Newtonian and Non-Newtonian fluids showing promising results. Finally, its small size is crucial for its integration into LoC and PoC devices. Η παρούσα εργασία, εστιάζεται στην υπολογιστική μελέτη μικρορροϊκών διατάξεων και μηχανικών βιοαισθητήρων με την Μέθοδο των Πεπερασμένων Στοιχείων. Σκοπός, έιναι η ενσωμάτωσή τους σε συσκευές Lab-on-a-Chip (LoC) και Point-of-Care (PoC) που θα μετράνε το δυναμικό ιξώδες Νευτωνικών και Μη-Νευτωνικών υγρών. Ο συγκεκριμένος τύπος βιοαισθητήρων παρουσιάζει πολλά υποσχόμενα αποτελέσματα και ποικίλες εφαρμογές στον χώρο των βιοαισθητήρων. Η εργασία χωρίζεται σε 8 Κεφάλαια. Στο Πρώτο Κεφάλαιο, γίνεται μια σύντομη εισαγωγή της εργασίας, εισάγοντας τους σημαντικότερους και χρησιμότερους ορισμούς. Στο Δεύτερο Κεφάλαιο, αναλύονται οι σημαντικότεροι τύποι βιοαισθητήρων καθώς και ο τρόπος λειτουργίας τους. Στο Τρίτο Κεφάλαιο, θα αναλυθεί μια ειδική κατηγορία των μηχανικών βιοαισθητήρων αυτή των ροηφόρων μηχανικών μικρο-βιοαισθητήρων (suspended microcantilevers). Το Τέταρτο Κεφάλαιο, εστιάζει στην έως τώρα εξέλιξη αυτών των βιοαισθητήρων καθώς και στην θεωρητική μοντελοποίησή τους με την Μέθοδο των Πεπερασμένων Στοιχείων. Στο Πέμπτο Κεφάλαιο, εισάγοται οι διαφορετικές γεωμετρίες του μηχανικού βιοαισθητήρα προς μελέτη, οι απαραίτητες υποθέσεις, οι εξισώσεις και οι συνοριακές συνθήκες που εξυπηρετούν την επίλυση του προβλήματος. Το Κεφάλαιο Έξι, εστιάζει στην αριθμητική επιλύση του προβλήματος με την Μέθοδο των Πεπερασμένων Στοιχείων εξετάζονατας την συμπεριφορά των βιοαισθητήρων. Το Έβδομο Κεφάλαιο, φιλοξενεί τα αποτέλεσματα της εργασίας όπως αυτά καθορίζονται από την φύση του προβλήματος. Τέλος, στο Όγδοο Κεφάλαιο, παρατίθενται τα συμπεράσματα των αριθμητικών μοντελοποιήσεων. Τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων συγκλίνουν προς έναν εξαιρετικά ευαίσθητο βιοαισθητήρα και αντιπαραβάλλονται με αυτών της βιβλιογραφίας. Ακόμη, αντικείμενο μελέτης των επιδόσεων του προτεινόμενου βιοαισθητήρα, αποτέλεσαν δείγματα από Νευτωνικά και μη- Νευτωνικά ρευστά. Τα αποτελέσματα που εξήχθησαν υποδηλώνουν εναν εξεραιτικά ευαίσθητο και μεγάλης ακρίβειας βιοαισθητήρα. Τέλος, εξ’ αιτίας του μικρού μεγέθους της εν λόγω διάταξης καθίσταται δυνατή η εφαρμογή της σε LoC και PoC συσκευές. 1419 251 263 Infant's psychopedagogic prerequisities for their entry in primary education Οι ψυχοπαιδαγωγικές προϋποθέσεις μετάβασης του νηπίου στο δημοτικό σχολείο Among the objectives of this thesis was to investigate whether the studied group of infants attending nursery possess the required skills necessary for their successful entry in primary education. These mainly include certain age-related skills/abilities as well as emotional and social behaviors that are generally considered acceptable within the school environment. Children’s individual, family and environmental characteristics were also investigated. As such characteristics we can define their sex, way of birth, their parents’ educational background and type of work/career as well as their home and school location. These were used to examine whether they significantly influence children’s psychological adaptation to school. The statistical processing of data was conducted using the SPSS packet and the technique of factor analysis was specifically used for the study of infants’ characteristics.The findings showed that a) the majority of infants do possess the skills/abilities necessary for their successful entry in primary education, b) infants’ skills/abilities are significantly related to their fathers’ occupation, c) sex influences infants’ level of success in certain skills/abilities with girls being better-in comparison to boys of the same age, d) mothers’ general level of education significantly influences their children’s success in activities requiring multiple skills/abilities, e) cesarean section, as a way of birth, is significantly related with the exhibition of higher levels of fear, sadness and withdrawal in children, f) the above behaviors are also influenced by the school location and seem to be more often observed in areas with lower living standards. Μεταξύ των στόχων της μελέτης αυτής ήταν να διερευνηθεί εάν τα υπό μελέτη νήπια πληρούν τις προϋποθέσεις που κρίνονται αναγκαίες για τη μετάβασή τους στη δημοτική εκπαίδευση. Αυτές κυρίως αναφέρονται στην κατάκτηση τόσο των αντίστοιχων δεξιοτήτων της ηλικίας τους όσο και των συναισθηματικών και κοινωνικών συμπεριφορών που είναι γενικά αποδεκτές στο σχολικό χώρο. Επίσης, διερευνήθηκε εάν συγκεκριμένα ατομικά, οικογενειακά και περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά των νηπίων μπορούν να επηρεάσουν τη ψυχολογική προσαρμογή και την απόδοση των νηπίων στο σχολείο τους. Ως τέτοια χαρακτηριστικά εκλαμβάνεται το φύλο, ο τρόπος γέννησης, το μορφωτικό επίπεδο των γονέων και το είδος της εργασίας τους, ο τόπος διαμονής και η περιοχή του σχολείου.Η στατιστική επεξεργασία των δεδομένων έγινε με τη χρήση του προγράμματος SPSS και χρησιμοποιήθηκε η τεχνική της παραγοντικής ανάλυσης για τη μελέτη των χαρακτηριστικών των νηπίων. Τα ευρήματα έδειξαν ότι: α) η πλειοψηφία των νηπίων έχουν κατακτήσει σε ικανοποιητικό βαθμό τις ικανότητες/δεξιότητες που κρίνονται απαραίτητες για την επιτυχή μετάβασή τους στο δημοτικό, β) οι ικανότητες/δεξιότητες των νηπίων συσχετίζονται σημαντικά με το επάγγελμα του πατέρα, γ) το φύλο επηρεάζει τον βαθμό επιτυχίας σε συγκεκριμένες ικανότητες/δεξιότητες, με τα κορίτσια να υπερέχουν έναντι των αγοριών της ίδιας ηλικίας, δ) το γενικό μορφωτικό επίπεδο της μητέρας επηρεάζει αποφασιστικά τον μέσο όρο επιτυχίας των νηπίων σε δραστηριότητες που απαιτούν πολλαπλές ικανότητες/δεξιότητες, ε) η καισαρική τομή -ως τρόπος γέννησης- σχετίζεται με υψηλότερα επίπεδα εκδήλωσης συμπεριφορών φόβου, λύπης και απομόνωσης των νηπίων και στ) οι παραπάνω συμπεριφορές φαίνεται επίσης να επηρεάζονται σημαντικά από την περιοχή του σχολείου και να αυξάνονται σε περιοχές με χαμηλότερο επίπεδο διαβίωσης. 1420 213 250 κοινωνικο-πολιτισμικά χαρακτηριστικά των προπτυχιακών φοιτητών/τριών του Ε.Α.Π. In recent years, the evolution of technology has greatly influenced the evolution of education. It is an innovation that trainees are now able to study remotely, adjusting their time and place of study away from the educational institution and the teacher in charge. In our country, the possibility of distance education at undergraduate and postgraduate level is provided by the Greek Open University (EAP). The purpose of this research work is to investigate the way in which undergraduate programs of the ΕAP affect the reproduction of social inequalities. The sample of the research was 160 undergraduate students of the EAP who answered the questionnaire while another undergraduate students were interviewing in greater detail. Questionnaire and interview were used as data collection tool. The results of the survey showed that factors such as gender, age, area of residence, occupation and level of education of the participant as well as occupation and level of education of the participant's father and grandfather, the EAP program and difficulties participants 'perceptions are related to participants' satisfaction but also to their view of the opportunities presented by studying in the EAP. In conclusion, it seems that the social origins of the student population are related to the degree that the EAP has contribute to the reproduction of social inequalities. Τα τελευταία χρόνια η εξέλιξη των τεχνολογικών μέσων έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη της εκπαίδευσης. Αποτελεί καινοτομία το γεγονός ότι οι εκπαιδευόμενοι πλέον έχουν τη δυνατότητα εξ αποστάσεως φοίτησης, ρυθμίζοντας μόνοι τους το χρόνο και τον τόπο μελέτης τους χωρίς να είναι απαραίτητη η φυσική παρουσία στο εκπαιδευτικό ίδρυμα και η δια ζώσης επικοινωνία με τον υπεύθυνο καθηγητή. Στη χώρα μας, τη δυνατότητα της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο παρέχει το Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο (Ε.Α.Π.). Σκοπός της παρούσας ερευνητικής εργασίας είναι η διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο επιδρά η φοίτηση στα προπτυχιακά προγράμματα του ΕΑΠ στην αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων. Δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 160 προπτυχιακοί/κές φοιτητές/τριες του Ε.Α.Π. οι οποίοι απάντησαν στις ερωτήσεις του ερωτηματολογίου ενώ υπήρξαν προπτυχιακοί/κές φοιτητές/τριες που έδωσαν συνέντευξη στον ερευνητή αναλύοντας με περισσότερες λεπτομέρειες τη θέση τους. Ως μέσα συλλογής των δεδομένων χρησιμοποιήθηκαν το ερωτηματολόγιο και η συνέντευξη. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι παράγοντες όπως είναι το φύλο, η ηλικία, η περιοχή μόνιμης κατοικίας, το επάγγελμα και το επίπεδο εκπαίδευσης του συμμετέχοντα αλλά και το επάγγελμα και το επίπεδο εκπαίδευσης του πατέρα και του παππού του συμμετέχοντα, το πρόγραμμα ΕΑΠ και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι συμμετέχοντες σχετίζονται με την ικανοποίηση των συμμετεχόντων αλλά και την άποψή τους σχετικά με τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται μέσω της φοίτησης στο ΕΑΠ. Συμπερασματικά, φαίνεται πως η κοινωνική προέλευση του φοιτητικού πληθυσμού σχετίζεται με τον βαθμό που το Ε.Α.Π. συμβάλλει στην αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων. 1421 273 291 The effects of school violence and their relationship with mental health in the school environment Τα φαινόμενα της σχολικής επιθετικότητας και η σχέση τους με την ψυχική υγεία στο περιβάλλον του σχολείου This study aims to determine the prevalence of school aggression among adolescents livingstudents in high schools in Greece and the associations of school aggression with physical,psychological symptoms of adolescents ands ocioeconomic factors. The sample involved 5614adolescents students, 15 to 18 years who were enrolled in 25 general high schools north westernGreece, Schools in typical residential area of Kallithea in Athens and Schools island region ofGreece, Paros. The study was conducted in two phases: the first phase screened with a symptomsquestionnaire, which included a brief assessment of symptoms does the CIS-Rinter viewused inthe study. Instratified random sampling were selected 2431 students to participate in the secondphase of the analytical electronic interview. The school aggression was measured by the revisedquestionnaire Olweus, psychiatric symptoms with the revised clinical diagnostic interview(CISR)andsomatic symptoms with appropriate questionnaire similar study of the World HealthOrganization. The sociodemographic variables were assessed byself-report of their students. The10.4% of students reported that there was a victim of aggressionand16.5% report involvement asperpetrator. Frequent involvement however(at least once per week) had fewer children(1.4% and2.8% respectively). Βullies have stable and linear correlation with psychiatric symptoms, while thevictims showed no correlation mainly with serious psychiatric symptomatology. Both bullies andvictims were more likely to report "back pain" in the multivariate analysis. The behavior of theperpetrator seems to be influenced by the economic difficulties of the family and theunemployed father. Obesityis associated with victimization. The kind of father' s work affectstheir bullies.Overall, the involved adolescent students in school aggression exhibit somatic and psychiatricsymptoms. Major economic and social factors appear to affect pupils' involvement in schoolaggression Η παρούσα μελέτη αποσκοπεί να προσδιορίσει τον επιπολασμό της σχολικής επιθετικότητας σεδείγμα εφήβων μαθητών σε Λύκεια στη Ελλάδα καθώς και τις συσχετίσεις της σχολικήςεπιθετικότητας με σωματικά, τα ψυχολογικά συμπτώματα των εφήβων και μεκοινωνικοοικονομικούς παράγοντες. Το δείγμα αφορούσε 5614 εφήβων μαθητών, 15-18 χρονώνπου φοιτούσαν σε 25 Γενικά Λύκεια της Βορειοδυτικής Ελλάδας, Λύκεια στην τυπική αστικήπεριοχή της Καλλιθέας στην Αθήνα και Λύκεια της νησιωτικής περιοχής της Ελλάδας, της Πάρου.Η μελέτη έγινε σε δύο φάσεις: στην πρώτη φάση χρησιμοποιήθηκε ερωτηματολόγιο διαλογήςψυχιατρικών συμπτωμάτων, το οποίο περιελάμβανε μια συνοπτική αξιολόγηση τωνσυμπτωμάτων που εκτιμά η συνέντευξη CIS-R που χρησιμοποιήθηκε στη μελέτη. Με τη μέθοδοτης στρωματοποιημένης τυχαίας δειγματοληψίας επιλέχτηκαν 2431 μαθητές, για νασυμμετέχουν στη δεύτερη φάση της αναλυτικής ηλεκτρονικής συνέντευξης. Η σχολικήεπιθετικότητα μετρήθηκε με το αναθεωρημένο ερωτηματολόγιο του Olweus, τα ψυχιατρικάσυμπτώματα με την αναθεωρημένη κλινική διαγνωστική συνέντευξη (CIS-R) και τα σωματικάσυμπτώματα με κατάλληλο ερωτηματολόγιο ανάλογης μελέτης του Παγκόσμιου ΟργανισμούΥγείας. Οι κοινωνικοδημογραφικές μεταβλητές εκτιμήθηκαν με αυτο-αναφορά από τουςμαθητές.Το 10,4 % των μαθητών αναφέρει ότι υπήρξε θύμα επιθετικότητας και το 16,5% αναφέρειεμπλοκή ως θύτης. Συχνή εμπλοκή ωστόσο (τουλάχιστον μια φορά ανά εβδομάδα) είχανλιγότερα παιδιά (1,4% και 2,8% αντίστοιχα). Οι θύτες παρουσιάζουν σταθερή και γραμμικήσυσχέτιση με τα ψυχιατρικά συμπτώματα, ενώ τα θύματα παρουσίασαν συσχέτιση κυρίως με τησοβαρή ψυχιατρική συμπτωματολογία. Τόσο οι θύτες όσο και τα θύματα ήταν πιο πιθανό νααναφέρουν «πόνο στη μέση» στην πολυμεταβλητή ανάλυση. Η συμπεριφορά του θύτη φαίνεταινα επηρεάζεται από τις οικονομικές δυσκολίες της οικογένειας και από την ανεργία του πατέρα. Η παχυσαρκία συσχετίζεται με τη θυματοποίηση. Το είδος της εργασίας του πατέρα επηρεάζειτους θύτες. 104Συνoπτικά, οι εμπλεκόμενοι έφηβοι μαθητές στη σχολική επιθετικότητα εμφανίζουν σωματικά καιψυχιατρικά συμπτώματα. Σημαντικοί οικονομικοί και κοινωνικοί παράγοντες φαίνονται ναεπηρεάζουν την εμπλοκή των μαθητών στη σχολική επιθετικότητα. 1422 105 99 Τhe thesis is attempting to explain a wide set of collective representations and social strategies in the Greek island of Kalymnos through “ghouliasmena”, stories of ghosts and mysterious entities -vividly metaphysical-, stories that lie in the core of the communities’ orality. “Ghouliasmena” stories help us discern the underlying conflicts between the social classes in Kalymnos, and they help us explain the ways and means by which the rich and socially powerful try to defend their status while the less powerful try to compose a collective understanding of the world and a solid way to fight back the authority of the few through narration and deed. H διατριβή προσπαθεί να προσεγγίσει συλλογικές αναπαραστάσεις και κοινωνικές στρατηγικές στο νησί της Καλύμνου μέσα από τα «γουλιασμένα», ιστορίες με έντονα μεταφυσικό χαρακτήρα οι οποίες βρίσκονται στο επίκεντρο της προφορικότητας της κοινότητας. Τα «γουλιασμένα» αφήνουν να αναδυθεί μια ιδιαίτερη συγκρουσιακή συνθήκη μεταξύ των κοινωνικών τάξεων στην Κάλυμνο που καθορίζεται από την προσπάθεια των οικονομικά και κοινωνικά ισχυρών να υπερασπίσουν και να εδραιώσουν την υπέρτερη θέση τους μέσα από την κυρίαρχη αφήγηση που προβάλλουν και των υπάλληλων ομάδων να αντιπροτείνουν μια αναπαράσταση του κόσμου όπου ο καταπιεζόμενος μπορεί να προβάλλει πολλές και ενδιαφέρουσες μορφές αντίστασης ενάντια στην εξουσία των ολίγων. 1423 235 247 Κυτταρομετρική προσέγγιση στη διάγνωση των Τ- λεμφουπερπλαστικών συνδρόμων Due to the rapid development of flow cytometry technology in various medical disciplines and fields, the following postgraduate thesis was completed. In particular, the main topic of lymphomas and especially of T-lymphomas, which their heterogeneity and their cytochemistry are complex and unknown in many cases, will be analyzed in 6 chapters independently and explicitly related to each other. The first chapters will present the general data of the cells and the forms of pathological cells in the various subgroups of lymphomas. It will then describe how the machine of flow cytometer works and its principle of method . The order in which the topics will be presented is the function of normal blood cells and how they behave in pathological conditions. Also, to understand how flow cytometer works in these fields and its valuable help in prognosis, early diagnosis and effective treatment of lymphomas and more specifically of T-lymphomas. In the last two chapters, there are 10 incidents of different types of T-lymphomas, in full picture when diagnosed by flow cytometry, histological examination and further molecular techniques for additional diagnostic value. Also, the latest literature data on therapies and the further development of flow cytometry will be presented. Finally, the work will conclude with the conclusions from the author and the scientists who have dealt with the clarification of the major issue of T-lymphocytes and recorded at work under the rules governing patients' personal rights. Με αφορμή την αλματώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας της κυτταρομετρίας ροής σε διάφορους ιατρικούς κλάδους και τομείς ολοκληρώθηκε η παρακάτω μεταπτυχιακή εργασία. Ειδικότερα, θα αναλυθεί σε 6 κεφάλαια αυτοτελή, αλλά και ρητά συνδεδεμένα μεταξύ τους, το μείζον θέμα των λεμφωμάτων και ειδικότερα των Τ-λεμφωμάτων, των οποίων η ετερογένεια και η κυτταροχημεία τους είναι πολύπλοκη και άγνωστη σε πολλές περιπτώσεις. Τα πρώτα κεφάλαια θα παρουσιάσουν τα γενικά στοιχεία των κυττάρων και τις μορφές των παθολογικών κυττάρων στις διάφορες υποομάδες λεμφωμάτων. Στη συνέχεια, θα περιγραφεί ο τρόπος λειτουργιάς του κυτταρομετρητή ροής και η αρχή μεθόδου του. Τα θέματα θα παρουσιαστούν με την ακόλουθη σειρά: τη λειτουργία των φυσιολογικών κυττάρων του αίματος και πως ‘’συμπεριφέρονται ‘’ σε παθολογικές καταστάσεις, τον τρόπο λειτουργίας του κυτταρομετρητη ροής σε αυτά τα πεδία και την πολύτιμη βοήθεια του στη πρόγνωση, έγκαιρη διάγνωση και αποτελεσματική θεραπεία των λεμφωμάτων και πιο ειδικά των Τ-λεμφωμάτων. Στα τελευταία 2 κεφάλαια παρατίθενται 10 περιστατικά διαφόρων τύπων Τ-λεμφωμάτων σε πλήρη εικόνα κατά τη διάγνωση από την κυτταρομετρία ροής, η ιστολογική εξέταση και περαιτέρω μοριακές τεχνικές για επιπλέον διαγνωστική αξία. Επίσης, θα παρουσιαστούν τα τελευταία δεδομένα της βιβλιογραφίας για τις θεραπείες και την περαιτέρω εξέλιξη της κυτταρομετρίας ροής. Τέλος, η εργασία θα ολοκληρωθεί με τα συμπεράσματα από την πλευρά του συγγραφέα και των επιστημόνων που ασχολήθηκαν για την αποσαφήνιση του μείζονος θέματος των Τ-λεμφωμάτων. Είναι σημαντικό να τονιστεί πως η εργασία έχει καταγραφεί βάσει των κανόνων που διέπουν τα προσωπικά δικαιώματα των ασθενών . 1424 283 273 In this thesis, our goal is to study the existence of solutions for boundary value problems. It should be noted that we are not interested in finding solutions, only in studying their existence. We want to ensure that there is at least one or at least a number of solutions. There are boundary value problems which can be solved and others which can not be solved, for which we can apply approximation techniques. For those boundary value problems which can not be solved, we must first ensure the existence of solutions. In this thesis, we describe the techniques which can be used in order to ensure the existence of non–negative, and in certain cases positive, solutions for boundary value problems, using fixed point theorems. The thesis consists of five chapters and the bibliography. In the first chapter, we mention some concepts in Functional Analysis which we need in the process. We also mention the four fixed point theorems we chose to apply and the methodologies used in the next chapters. Finally, we present some applications of the results in Natural Sciences. Each one of the remaining chapters, refers respectively to the fixed point theorem of Schauder, the fixed point theorem of Krasnoselskii, the fixed point theorem of Avery–Henderson and the fixed point theorem of Leggett–Williams. In each chapter we present in detail the methodology used in order to apply the specific fixed point theorem and we provide specific numerical applications of the theoretical results. Special attention is paid to presenting the results in a unified way throughout the whole thesis and pointing out the relations between them. Finally we present a detailed list of the papers and books we used in this thesis. Στη διατριβή αυτή σκοπός μας είναι να μελετήσουμε την ύπαρξη λύσης προβλημάτων συνοριακών τιμών, αλλά όχι και την επίλυσή τους. Θέλουμε να εξασφαλίσουμε ότι υπάρχει τουλάχιστον μία ή τουλάχιστον ένας αριθμός μη αρνητικών λύσεων. Υπάρχουν προβλήματα συνοριακών τιμών για τα οποία μπορούμε να βρούμε λύση και άλλα που δεν μπορούν να επιλυθούν και για τα οποία εφαρμόζουμε προσεγγιστι-κές μεθόδους. Για τα προβλήματα συνοριακών τιμών που δεν μπορούν να επιλυθούν, προκειμένου να εφαρμοστούν οι προσεγγιστικές μέθοδοι, πρέπει πρώτα να έχουμε εξασφαλίσει την ύπαρξη λύσης. Στην παρούσα διατριβή, περιγράφουμε τις τεχνικές που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε έτσι ώστε με τη χρήση θεωρημάτων σταθερού σημείου να εξασφαλίσουμε την ύπαρξη μη αρνητικών, και κατά περίπτωση θετικών, λύσεων προβλημάτων συνοριακών τιμών. Η διατριβή αποτελείται από πέντε κεφάλαια και τη βιβλιογραφία. Στο πρώτο κεφάλαιο αναφέρουμε έννοιες από τη Συναρτησιακή Ανάλυση τις οποίες χρειαζόμαστε στη συνέχεια. Επίσης αναφέρονται τα τέσσερα θεωρήματα σταθερού σημείου που επιλέγουμε να εφαρμόσουμε καθώς και οι μεθοδολογίες συνοπτικά, τις οποίες αναπτύσσουμε αναλυτικά σε καθένα από τα επόμενα κεφάλαια. Τέλος παρουσιάζουμε εφαρμογές σε φυσικά προβλήματα. Το καθένα από τα επόμενα κεφάλαια αναφέρεται αντίστοιχα στο Θεώρημα Σταθερού Σημείου του Schauder, στο Θεώρημα Σταθερού Σημείου του Krasnoselskii, στο Θεώρημα Σταθερού Σημείου των Avery-Henderson και στο Θεώρημα Σταθερού Σημείου των Leggett-Williams. Σε κάθε ένα κεφάλαιο αναπτύσσεται αναλυτικά η μεθοδολογία που χρησιμοποιούμε για την εφαρμογή του συγκεκριμένου θεωρήματος και δίνονται συγκεκριμένα αριθμητικά παραδείγματα που εξασφαλίζουν την εφαρ-μοσιμότητα των θεωρητικών συμπερασμάτων. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην παρουσίαση των συμπερασμάτων με ενιαίο τρόπο σε όλα τα κεφάλαια και στη μεταξύ τους διασύνδεση. Τέλος παραθέτουμε έναν εκτενή κατάλογο εργασιών και βιβλίων σχετικών με το αντικείμενο της διατριβής, από όπου έχουμε αντλήσει τα συμπεράσματα που παρουσιάζονται εδώ. 1425 362 410 Οι πληροφορίες που χρειάζονται οι ασθενείς για τον μετεγχειρητικό πόνο και τη διαχείριση του Aim: Almost all patients need detailed preoperative preparatory information about the postoperative pain and its management. The aim of this study is the recording of the kind of information patients need preoperatively about the postoperative pain and if they are affected by the patients’ age, gender, educational level, previous surgical experience or preoperative stress. Method: After getting the approval from our hospital’s Ethics and Deontology Committee, questionnaires with fixed questions were distributed preoperatively to consenting, consecutive surgical patients. The questionnaires included patients’ demographics and questions related about postoperative pain and its management. There were two possible answers: “Yes, I want to know’” and “No, I don’t want to know’. Results: 212 (94,2%) patients out of the total 225 that participated in the study, wanted information about the POP. The patients’ main concern relates to pain management issues after being discharged, such as what they should do if the pain persists (79,7%), what medication they should take (77,4%) and who they should talk to if the pain does not decrease when at home (75,5%). 75,9% of the patients want to know the duration of the pain. Next in order of preference comes the information regarding the analgesics that they need to take, such as how often they can ask for analgesics (68,4%) and who to ask for (73,1%), if there will be side effects (63,7) and how long these will last (65,6%), what medication they should take (63,2%) and alternative methods of analgesia (63,2%). Lastly, they are less concerned about the route of drug administration (56,6%) and the possibility of addiction (42%). The patients want to be informed primarily with a personal interview (59,4%) or with an interview combined with written information (27,8%). 77,8% of the patients believe that they will feel calmer if they get the information they need about the POP. The gender is the demographic factor that mostly affects the order of preference in relation to the other demographic factors. Conclusion: The majority of the patients want to be informed about the POP and mainly about its management after being discharged from hospital. They would prefer to be orally informed before the surgery, believing that this will make them calmer. Σκοπός: Σχεδόν όλοι οι ασθενείς που πρόκειται να χειρουργηθούν, θέλουν πληροφορίες για την χειρουργική επέμβαση και την αναισθησία. Θέλουν όμως πληροφορίες και για τον μετεγχειρητικό πόνο. Η μελέτη μας αποσκοπεί στην καταγραφή του είδους των πληροφοριών που θέλουν οι ασθενείς προεγχειρητικά για τον ΜΤΠ και αν αυτές επηρεάζονται από παράγοντες όπως την ηλικία, το φύλο, το επίπεδο μόρφωσης, την προηγούμενη εμπειρία χειρουργικής επέμβασης ή το επίπεδο του προεγχειρητικού άγχους. Μέθοδος: Μετά από έγκριση της Επιτροπής Ηθικής και Δεοντολογίας του νοσοκομείου, διανεμήθηκαν προεγχειρητικά, σε συνεχόμενους ασθενείς προγραμματισμένους για χειρουργική επέμβαση, ερωτηματολόγια με προσχεδιασμένες ερωτήσεις που αφορούσαν τον ΜΤΠ και τη διαχείριση του. Η διανομή, η συμπλήρωση και η συλλογή των ερωτηματολογίων έγινε την προηγούμενη μέρα της επέμβασης πριν την προεγχειρητική αναισθησιολογική επίσκεψη. Εκτός από τα δημογραφικά στοιχεία των ασθενών υπήρχαν ερωτήσεις για τον ΜΤΠ με δύο δυνατές απαντήσεις: «Ναι, θέλω να ξέρω" και "Όχι, δεν θέλω να ξέρω» Αποτελέσματα: 212 (94,2%) ασθενείς, από το σύνολο 225 που συμμετείχαν στη μελέτη, θέλουν πληροφορίες σχετικά με τον ΜΤΠ. Κυρίως θέλουν πληροφορίες για τη διαχείριση του ΜΤΠ μετά την έξοδο τους από το νοσοκομείο, όπως το τι πρέπει να κάνουν αν ο πόνος επιμένει στο σπίτι (79,7%), τι φάρμακα θα πρέπει να λάβουν (77,4%) και με ποιον θα μιλήσουν αν ο πόνος δεν υποχωρεί στο σπίτι (75,5%). Το 75,9% των ασθενών θέλει να γνωρίζει τη διάρκεια του μετεγχειρητικού πόνου. Ακολουθούν στη σειρά προτίμησης πληροφορίες σχετικά με τα αναλγητικά φάρμακα που θα πάρουν, όπως, πόσο συχνά μπορούν να ζητούν αναλγητικά (68,4%) και από ποιον (73,1%), αν αυτά θα έχουν παρενέργειες (63,7%) και πόσο θα διαρκέσουν (65,6%), τι είδους φάρμακα θα πάρουν (63,2%) ή άλλες εναλλακτικές μεθόδους αναλγησίας (63,2%). Τέλος, ενδιαφέρονται λιγότερο για την οδό χορήγησης των φαρμάκων (56,6%) και την πιθανότητα εθισμού σε αυτά (42%). Οι ασθενείς θέλουν να ενημερώνονται κυρίως με προσωπική συνέντευξη (59,4%) ή με μια συνέντευξη σε συνδυασμό με γραπτές πληροφορίες (27,8%). Το 77,8% των ασθενών πιστεύουν ότι θα νιώσουν πιο ήρεμοι, αν πάρουν τις πληροφορίες που χρειάζονται για τον ΜΤΠ. Το φύλο είναι ο δημογραφικός παράγοντας που επηρεάζει περισσότερο τις επιμέρους ερωτήσεις - κυρίως τη σειρά προτίμησης- με μικρότερη την επίδραση των άλλων παραγόντων που μελετήθηκαν. Συμπέρασμα: Η συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών θέλει να ενημερωθεί για τον ΜΤΠ και κυρίως για τη διαχείριση του μετά την έξοδο τους από το νοσοκομείο. Προτιμούν την προφορική κυρίως ενημέρωση, πριν τη χειρουργική επέμβαση, πιστεύοντας ότι έτσι θα είναι πιο ήρεμοι. 1426 245 253 Main objective of the thesis is to analyze book-tax differences that occur on Greek enterprises using confidential tax data from the Greek Ministry of Finance. The results provide valid information about the exact amount of taxable income (the size of taxable profits or tax losses) as well as the identification of the main sources that create the difference between accounting and taxable income in Greek firms. As well according to the international literature, the results show that the accounting profits (accounting losses) as published in the annual financial statements of a company, are deviated significantly from taxable profits (tax losses) that the firm declare to tax authorities through the annual tax return form. It is identified that the main source of book-tax differences is non-deductible expenses and tax losses carryforward. In addition, this thesis focuses on two econometric models. The first examine the relation between the quality of profits and book-tax differences in Greek companies, while the second investigates the magnitude of tax avoidance / tax evasion (also in Greek firms) and the macroeconomic fluctuations of Greek economy. The results show that as long as the conformity level is higher (or the level of book-tax differences is lower), the quality of the company's accounting profits is higher. Moreover, the analysis based on quantitative results combining firm-level and macroeconomic data, demonstrate that (all other things being equal) during recession phases (expansion phases) firms tend to avoid but not evade taxes (not avoid but instead evade taxes). Κύριος στόχος της διατριβής είναι η ανάλυση των λογιστικών και φορολογικών διαφορών των επιχειρήσεων στην Ελλάδα χρησιμοποιώντας εμπιστευτικά φορολογικά δεδομένα που παραχωρήθηκαν επίσημα από το Υπουργείο Οικονομικών. Τα αποτελέσματα παρέχουν έγκυρες πληροφορίες για τον εντοπισμό των κυριότερων πηγών της διαφοράς μεταξύ λογιστικού και φορολογητέου εισοδήματος. Σύμφωνα και με τη διεθνή βιβλιογραφία τα ευρήματά μας δείχνουν ότι το λογιστικό κέρδος (λογιστική ζημία) των ετήσιων δημοσιευμένων οικονομικών καταστάσεων της επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από το φορολογητέο κέρδος (φορολογητέα ζημία) της επιχείρησης όπως αυτό δηλώνεται στις φορολογικές αρχές μέσα από την ετήσια φορολογική δήλωση. Εντοπίζεται ότι κύρια πηγή των διαφορών μεταξύ λογιστικού και φορολογητέου αποτελέσματος αποτελούν οι δαπάνες που δεν αναγνωρίζονται για έκπτωση καθώς και η μεταφερομένη φορολογική ζημιά προηγούμενων χρήσεων. Επιπλέον η παρούσα διατριβή διερευνά δυο βασικές ερευνητικές υποθέσεις. Η πρώτη αφορά την σχέση που υφίσταται μεταξύ ποιότητας των κερδών και διαφορών λογιστικού -φορολογητέου εισοδήματος των ελληνικών επιχειρήσεων, ενώ η δεύτερη το μέγεθος της φοροδιαφυγής/φοροαποφυγής των επιχειρήσεων και των μακροοικονομικών διακυμάνσεων της Eλληνικής οικονομίας. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι όσο το επίπεδο συμμόρφωσης είναι υψηλότερο (ή αλλιώς το επίπεδο των λογιστικών-φορολογικών διαφορών είναι χαμηλότερο) η ποιότητα των λογιστικών κερδών των επιχειρήσεων είναι υψηλότερη. Ταυτόχρονα η ανάλυση των δεδομένων αποδεικνύει ότι υπάρχει αρνητική συσχέτιση μεταξύ των οικονομικών συνθηκών, όπως μετριέται από το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, και της φοροαποφυγής των επιχειρήσεων. Απεναντίας η σχέση μεταξύ της φοροδιαφυγής των επιχειρήσεων και των οικονομικών συνθηκών είναι θετική. Με άλλα λόγια, ceteris paribus, κατά τη φάση της ύφεσης (επέκτασης), οι επιχειρήσεις τείνουν να φοροαποφεύγουν αλλά όχι να φοροδιαφεύγουν (δεν φοροαποφεύγουν, αλλά φοροδιαφεύγουν). 1427 191 188 Μοντέλα ελέγχου αποθεμάτων πεπερασμένου ορίζοντα υπό τη θεώρηση περιορισμών εκπομπών ρύπων The present thesis aims to explore the effects of carbon emission constraints to inventory control for finite horizon problems. Those constraints are quantified in order to take into account the present legislations, as they implement the United Nations Framework Convention on Climate Change (UNFCCC) and the Kyoto Protocol directions. The thesis consists of three chapters. In the first chapter, the main carbon emission restriction policies, that are applied internationally, are presented. In particular, the policies that are described are the carbon cap, carbon tax, carbon cap-and-trade and carbon offset. In the second chapter, the relevant literature for finite horizon inventory models is reviewed. In the third chapter, two modifications of the model of Akbalik and Rapine (2014) are proposed. Furthermore, comparisons are made, through extended numerical examples, between the proposed models and the models of Akbalik and Rapine (2014), Helmrich et al. (2015) and Palak et al. (2014) (with the carbon offset and carbon cap-and-trade policies). The results indicate that the optimal solution does not depend on the carbon emission policy, in the case that the policy allows the purchase of more carbon emission allowances. Finally, further research directions are proposed. Η παρούσα διατριβή σκοπεύει στην διερεύνηση της επίδρασης περιορισμών εκπομπών ρύπων, στη διαχείρηση αποθεμάτων πεπερασμένου οριίζοντα. Οι περιορισμοί αυτοί ποσοτικοποιούνται προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ισχύουσα νομοθεσία, που αποτελεί υλοποίηση της Σύμβασης Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για τις Κλιματικές Μεταβολές (UNFCCC) και του Πρωτοκόλλου του Κιότο. Η διατριβή αποτελείται από τρία κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο περιγράφονται οι βασικές οδηγίες περιορισμών εκπομπών ρύπων όπως αυτές εφαρμόζονται διεθνώς. Συγκεκριμένα, περιγράφονται οι οδηγίες carbon cap, carbon tax, cap and trade και carbon offset. Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται ανασκόπηση της βιβλιογραφίας που αφορά μοντέλα διαχείρησης πεπερασμένου ορίζοντα, κατηγοριοποιώντας τα βάσει των προαναφερθέντων οδηγιών. Στο τρίτο κεφάλαιο προτείνονται δύο τροποποιήσεις του μοντέλου των Akbalik and Rapine (2014). Επιπλέον, γίνεται σύγκριση των προτεινόμενων μοντέλων, μέσω εκτεταμένων αριθμητικών παραδειγμάτων, με εκείνα των Akbalik and Rapine (2014), Helmrich et al. (2015) και Palak et al. (2014) (υπό τις οδηγίες αντιστάθμησης και εμπορίας εκπομπών ρύπων). Τα αποτελέσματα δίνουν ενδείξεις ότι η βέλτιστη πολιτική δεν εξαρτάται από τον περιορισμό εκπομπών ρύπων στην περίπτωση που επιτρέπεται η αγορά επιπλέον δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων. Τέλος, προτείνονται θέματα για περαιτέρω έρευνα. 1428 429 466 Analysis of whole and regional composition of the human body with dual-energy X-ray absorptiometry (DXA) Ανάλυση της συνολικής και τμηματικής σύστασης του ανθρώπινου σώματος με απορροφησιομετρία δύο ενεργειακών ομάδων ακτίνων Χ (DXA) In this study, BMD and body composition of total body and subregions were measured in 330 caucasian Greek, healthy women aged 20-85 years using a Hologic QDR Discovery W DXA scanner. Reference values for BMD and body composition were determined and age-related changes were recorded and analyzed. These data were then compared with databases derived from other studies, as well as the National Health and Nutrition Examination Survey (NHANES) database. The peak BMD and BMC for the total body was 1.136 g/cm2 and 2211.4 g, and were achieved at 36-40 and 35-37 years, respectively. In the NHANES database corresponding values were 1.122 g/cm2 (p=0.926) and 2198 g (p=0.843) and were achieved at 40-44 years. The peak %fat in the total body and the peak ratios %fat trunk to %fat legs and fat trunk to fat limbs were 41%, 1.7, and 1.140 and were achieved at 63-73, 63-79, and 59-85 years, respectively. Accordingly, the NHANES values were 43% (p=0.088), 0.906 (p=0), and 1.011 (p=0.19) and were achieved at 65-70 years. The peak ratio lean to height2 in the total body was 17.7 kg/m2 at 62-66 years, whereas in the NHANES the peak was 16.36 kg/m2 (p=0.256) at 45-49 years. The peak ratio lean to height2 in the limbs was 7.1 kg/m2 at 55-65 years, whereas in the NHANES the peak was 6.95 kg/m2 (p=0.961) at 55-65 years. Regarding relationship between bone mass and soft tissue composition, lean mass showed better correlation with bone mass than fat mass (r2=0,623 vs 0,295). Finally, BMD of the lumbar spine provided by whole body scanning showed excellent correlation with BMD of the local lumbar spine, r2 =0.93, p=0, so theoretically one of these two examinations could be utilized in clinical practice.In Greek women, reference values for peak BMD and BMC of the total body were very silmilar to those of NHANES. Although peak % total fat was similar in both Greek women and NHANES, Greek women compared with US white women, have significantly greater truncal fat for all ages, implying a greater risk for obesityassociated diseases. Reference values for peak ratio lean to height2 were similar. To the best of our knowledge these are the first reference values for total body measurements in Greek women. These data aim to help clinicians interpret and monitor measurements of bone densitometry and total body composition in Greek women. Without proper reference database, patient care, of those with bone diseases and/or body composition derangement, would be inadequate and could lead to inappropriate treatment. Στην παρούσα μελέτη, μετρήθηκε η οστική πυκνότητα και αναλύθηκε η σύσταση ολόκληρου του σώματος και τμημάτων του σε 330 καυκάσιες, Ελληνίδες υγιείς γυναίκες ηλικίας 20-85 ετών με Hologic QDR Discovery W DXA. Υπολογίστηκαν τιμές αναφοράς για την οστική πυκνότητα και τη σύσταση του σώματος και αναλύθηκε η ηλικιακή τους μεταβολή. Τα στοιχεία αυτά συγκρίθηκαν μεάλλες μελέτες της διεθνούς βιβλιογραφίας, όπως και με τη βάση δεδομένων NHANES (National Health and Nutrition Examination Survey), την καθιερωμένη έρευνα για την εθνική υγεία και διατροφή στις Η.Π.Α. Η κορυφαία BMD και BMC ήταν 1.136 g/cm2 και 2211.4 g σε ολόκληρο το σώμα και επιτεύχθηκε στα 36-40 και 35-37 έτη αντίστοιχα. Στη βάση NHANES οι αντίστοιχες τιμές ήταν 1.122 g/cm2 (p=0.926) και 2198 g (p=0.843) και επιτεύχθηκε στα 40-44 έτη. Το κορυφαίοποσοστό ολόσωμου λίπους, ο κορυφαίος λόγος λίπους στον κορμό προς τα κάτω άκρα και ο κορυφαίος λόγος λίπους στον κορμό προς τα άκρα ήταν 41%, 1.7 και 1.140 και επιτεύχθηκαν στα 63-73, 63-79 και 59-85 έτη αντίστοιχα. Οι ανάλογες τιμές στη NHANES ήταν 43% (p=0.088), 0.906 (p=0) και 1.011 (p=0.19) και επιτεύχθηκαν στα 65-70 έτη. Ο κορυφαίος λόγος ολόσωμων λοιπών ουσιών προς το ύψος2 ήταν 17.7 kg/m2 στα 62-66 έτη, ενώ στη μελέτη NHANES ήταν 16.36 kg/m2 (p=0.256) στα 45-49 έτη. Ο κορυφαίος λόγος λοιπών ουσιών των άκρων προς το ύψος2 ήταν 7.1kg/m2 στα 55-65 έτη, ενώ στη NHANES ήταν 6.95 kg/m2 (p=0.961) στα 55-65 έτη. Όσον αφορά τη σχέση της οστικής μάζας με τα συστατικά των μαλακών μορίων βρέθηκε ότι οι λοιπές ουσίες παρουσίασαν υψηλότερη συσχέτιση με την οστική μάζα παρά η λιπώδης μάζα (r2=0,623 vs 0,295 αντίστοιχα). Τέλος, η συσχέτιση των τιμών μεταξύ της οστικής πυκνότητας της οσφύος που προκύπτει από την ολόσωμη σάρωση και της τοπικής σάρωσης ήταν άριστη r2 =0.93, p=0, ώστε θεωρητικά να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην κλινική πράξη η μία εκ των δύο εξετάσεων. Οι τιμές αναφοράς για τις κορυφαίες ολόσωμες BMD και BMC των ενήλικων Ελληνίδων γυναικών ήταν πολύ παρόμοιες με αυτές της NHANES. Αν και δεν υπήρχε σημαντική διαφορά στο κορυφαίο ποσοστό ολόσωμου λίπους μεταξύ των Ελληνίδων και της NHANES, παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά στην κατανομή αυτού με επιλεκτική συσσώρευση λίπους στον κορμό των Ελληνίδων, εύρημα πουμπορεί να συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο με νοσήματα που σχετίζονται με την παχυσαρκία. Οι τιμές αναφοράς για τον κορυφαίο λόγο λοιπών ουσιών προς ύψος2 ήταν παρόμοιες. Από ότι γνωρίζουμε αυτές είναι οι πρώτες τιμές αναφοράς ολόσωμων μετρήσεων στις Ελληνίδες. Τα στοιχεία αυτά σκοπό έχουν να βοηθήσουν τους κλινικούς γιατρούς στην ερμηνεία και παρακολούθηση των αποτελεσμάτων οστικής πυκνομετρίας και σύστασης του σώματος των Ελληνίδων. Χωρίς τηνκατάλληλη βάση δεδομένων, η φροντίδα προς τους ασθενείς με οστική νόσο και/ή διαταραχή στη σύσταση του σώματος είναι ανεπαρκής και μπορεί να οδηγήσει σε πλημμελή αντιμετώπιση. 1429 295 320 Αξιολόγηση των εργασιών στο σχολικό βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Τάξης Δημοτικού Σχολείου ως προς το παιδαγωγικό τους περιεχόμενο The current thesis investigates the pedagogical content of the assignments in the History Handbook of Elementary School. The work is structured in two parts: Theoretical and empirical. The theoretical part begins with the concept and basic parameters of educational evaluation and specifically is referred to the definition, aims, subject and criteria (Chapter One). Then, a theoretical substantiation of the role and criteria of evaluation of educational material, regards to curricula, school textbooks and educational software is attempted (Chapter Two). In the next chapter (Chapter Three), part of the theoretical discussion is about the role, objectives of the History lesson and the criteria for evaluating History textbooks. After that, the content of the student’s assessment is presented to clarify the meaning and performance measurement. The theoretical approach to school activities follows and focuses on the role of questions and the analysis of question’s taxonomy (Chapter Four). The empirical part includes the research methodology (Chapter Fifth) and the presentation of the findings based on the investigation of the taxonomies of questions in school textbooks. In this research the categories on which the questions are being studied are with criterion a. the cognitive functions that they operate on, b. the type of response they give (Amidon and Hunter), c. the Stanford University classification, d. the Bloom model, e. the Brown and Wragg category, f. the taxonomies related to text comprehension used by Couloubaritsi (2003) and g. the ability for content or extensions based on interdisciplinarity (Chapter Six). Finally, the last chapter includes the discussion of the findings and conclusion. Overall, the study demonstrates that categorizing and analyzing questions helps the teacher to organize the lesson, to set specific goals, and ultimately to understand better the level of appropriacy of the questions which are included in the school book. Η παρούσα εργασία διερευνά το παιδαγωγικό περιεχόμενο των εργασιών στο εγχειρίδιο Ιστορίας της ΣΤ΄ Τάξης του Δημοτικού Σχολείου. Η εργασία συναρθρώνεται από δύο μέρη: Το θεωρητικό και το εμπειρικό. Το θεωρητικό μέρος ξεκινά με την έννοια και τις βασικές παραμέτρους της εκπαιδευτικής αξιολόγησης και συγκεκριμένα αναφέρεται στον ορισμό, τους σκοπούς, το αντικείμενο και τα κριτήρια (Κεφάλαιο Πρώτο). Στη συνέχεια, επιχειρείται η θεωρητική τεκμηρίωση του ρόλου και των κριτηρίων της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού υλικού, το οποίο αφορά τα Προγράμματα Σπουδών, τα σχολικά εγχειρίδια και τα εκπαιδευτικά λογισμικά (Κεφάλαιο Δεύτερο). Στο επόμενο κεφάλαιο (Κεφάλαιο Τρίτο), μέρος της θεωρητικής πραγμάτευσης αποτελεί ο ρόλος, οι στόχοι του μαθήματος της Ιστορίας και τα κριτήρια αξιολόγησης των σχολικών εγχειριδίων της Ιστορίας. Ακολούθως, παρουσιάζεται το περιεχόμενο της αξιολόγησης του μαθητή για να διαφωτιστεί η έννοια και η μέτρηση της επίδοσης. Ακολουθεί η θεωρητική προσέγγιση των σχολικών εργασιών και γίνεται εστίαση στον ρόλο των ερωτήσεων και ανάλυση των ταξινομιών των ερωτήσεων (Κεφάλαιο Τέταρτο). Το εμπειρικό μέρος περιλαμβάνει την ερευνητική μεθοδολογία (Κεφάλαιο Πέμπτο) και την παρουσίαση των ευρημάτων βάσει διερεύνησης των κατηγοριών των ερωτήσεων του σχολικού εγχειριδίου. Στη συγκεκριμένη εργασία οι κατηγορίες μελέτης των ερωτήσεων είναι με κριτήριο α) τις νοητικές λειτουργίες που δραστηριοποιούν, β) τον τύπο της απάντησης που προκαλούν (Amidon και Hunter), γ) την ταξινομία του Πανεπιστημίου Stanford, δ) την ταξινομία του Bloom και των συνεργατών του, ε) την κατηγορία Brown και Wragg, στ) τις ταξινομίες που χρησιμοποίησε η Κουλουμπαρίτση (2003) για την κατανόηση κειμένων και ζ) τη δυνατότητα διαθεματικού περιεχομένου ή προεκτάσεων (Κεφάλαιο Έκτο). Τέλος, το τελευταίο κεφάλαιο περιλαμβάνει και τη συζήτηση αυτών και τις καταληκτικές διαπιστώσεις. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η κατηγοριοποίηση και η ανάλυση των ερωτήσεων βοηθά τον εκπαιδευτικό να οργανώσει καλύτερα το μάθημα, να θέσει συγκεκριμένους στόχους και εν τέλει να κατανοήσει καλύτερα τη διδακτική λειτουργικότητα των ερωτήσεων που περιέχει το σχολικό εγχειρίδιο. 1430 301 290 Η διερεύνηση της ροής στο πεδίο των εκπαιδευτικών ψηφιακών παιχνιδιών Following the existing scientific interest on the field of educational digital game aiming on learning, this study aims to examine flow in relation to the field of educational digital games. The fragmented, confusing and non common way of examining flow, creates the need for an aggregated research on the term on the field of educational digital games. The necessary literature review that was conducted is based on 25 research papers following the implementation of specific criteria. As a result four (4) main axes of the restricted literature body were found referring to flow characteristics and measurement of flow, use of flow as an education digital game quality criterion, relations between flow and learning and the effects of individuals’ characteristics on flow. The results of the literature research indicate most commonly the use of quantitive measures of flow, where they take the form of different questionnaires, which make use of the main nine (9) characteristics of flow. Moreover, flow is recognized by the sum of the research articles as a distinctive element on the quality of educational digital games, without correlating specific game elements to certain characteristics of flow. In the field of educational digital games, flow is shown to have a positive presence, often being considered as a beneficial factor related to learning and motivation. Regarding the individuals’ characteristics in relation to flow, a clear image cannot be drawn, due to contradicting research results. Taking into account the results of the present study and the limitations of the literature review that was conducted, this research concludes to the need of restructuring the empirical research attempts on the subject. This restructuring may encompass common theoretical assumptions, more valid and reliable methodological choices and more sufficient measuring tools, aiming the examination of flow characteristics and the connection with educational digital games and learning. Με δεδομένο το επιστημονικό ενδιαφέρον που συγκεντρώνεται για τον χώρο των εκπαιδευτικών ψηφιακών παιχνιδιών με στόχο τη μάθηση, η παρούσα έρευνα αποσκοπεί στη διερεύνηση της ροής στο χώρο των εκπαιδευτικών ψηφιακών παιχνιδιών. Ο αποσπασματικός, συγκεχυμένος και μη καθολικός τρόπος διερεύνησης της ροής δημιουργεί την ανάγκη για μια συνολική διερεύνηση του όρου αναφορικά με τα εκπαιδευτικά ψηφιακά παιχνίδια..Η συνακόλουθη βιβλιογραφική ανασκόπηση βασίζεται σε 25 ερευνητικά άρθρα τα οποία βρέθηκαν ύστερα από εφαρμογή συγκεκριμένων κριτηρίων διαλογής. Ερευνήθηκαν τέσσερις (4) κύριοι άξονες στο σύνολο της περιορισμένης βιβλιογραφίας που αφορούν τα χαρακτηριστικά της ροής και τρόπους μέτρησης αυτών, την χρήση της ροής ως κριτήριο ποιότητας ενός εκπαιδευτικού ψηφιακού παιχνιδιού, την σχέση της ροής με τη μάθηση και την επίδραση ατομικών χαρακτηριστικών στην ροή. Τα αποτελέσματα της ανασκόπησης αναδεικνύουν τη σχεδόν καθολική επικράτηση της χρήσης ποσοτικών εργαλείων μέτρησης της ροής, με τη μορφή διαφορετικών τύπων ερωτηματολογίων τα οποία συνήθως συγκλίνουν στα 9 χαρακτηριστικά της ροής. Ακόμη, η ροή αναγνωρίζεται από το σύνολο των ερευνών ως καθοριστικό στοιχείο ένδειξης της ποιότητας των σχεδιασμένων εκπαιδευτικών ψηφιακών παιχνιδιών, δίχως ωστόσο, την αντιστοίχισή της με συγκεκριμένα στοιχεία σχεδιασμού. Επιπλέον, η ροή φαίνεται να έχει μία θετική παρουσία στο χώρο των εκπαιδευτικών ψηφιακών παιχνιδιών, αποκτώντας συχνά θετική συσχέτιση με τη μάθηση και την παροχή κινήτρων. Αναφορικά με τα ατομικά χαρακτηριστικά δεν παρουσιάζεται μία σαφής εικόνα, λόγω αντίθετων αποτελεσμάτων ερευνών. Λαμβάνοντας υπόψη τα συγκεντρωθέντα ευρήματα και τους περιορισμούς της βιβλιογραφικής ανασκόπησης που διενεργήθηκε, η έρευνα καταλήγει στην ανάδειξη της ανάγκης αναδιάρθρωσης των εμπειρικών ερευνητικών προσπαθειών. Πεδία αναδιάρθρωσης ενδέχεται να αποτελέσουν κοινές θεωρητικές παραδοχές, εγκυρότερες και πιο αξιόπιστες μεθοδολογικές επιλογές, και αποδοτικότερα εργαλεία μέτρησης, με στόχο τη διερεύνηση χαρακτηριστικών της ροής και σύνδεσης αυτών με τα εκπαιδευτικά ψηφιακά παιχνίδια και τη μάθηση. 1431 474 513 Ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων και η διοίκηση της σχολικής μονάδας στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση The subject of this study is the assessment of the participation of the Association of Parents and Guardians in the decision-making on the management of school units. The analysis is structured in two level. In the first level, we examined how this participation is organised individually and collectively through institutional arrangements. In the second level, we interviewed presidents of Associations of Parents and Guardians of Primary Schools in Ioannina. The aim of this study is to investigate the parental participation in the management of the school units through the Association of Parents and Guardians and look into how the presidents of the Associations of Parents and Guardians experience and perceive their participation in the management of school units. After going through legal texts, it was concluded that legislators determine four levels of collective organisation of the parents: the Association of Parents and Guardians is engaged in the school unit (first level); the Parents Union is engaged in the municipalities (second level); the Parents Federation is engaged in the administrative regions (third level); the Parents Confederation is engaged across national territory (fourth level). Furthermore, legal texts recognise the parental participation in school education as both an individual and a collective right and determine the collective participation in the so-called “public participation bodies” through representatives. These bodies for educational management are the following: school council school committees and school community council municipal and community educational committee regional and provincial educational committee School council is the only body of direct management of school units in which parents can participate through representatives . Its aim is to ensure the smooth running of the schools, gather opinions about ways to plan educational work and contribute to the realisation of this planning. Semi-structured interviews of the presidents of ten Associations of Parents and Guardians were conducted, as regards their opinion on their participation in the management of the school units. After transcribing the interviews, it was concluded that the parental participation in the management of the school units is limited without essential role and depends on school manager’s will, since the institution of the school councils in not active. The ceremonial role of the Association of Parents and Guardians is restricted in organising celebrations, helping financially to cover the costs for operational needs and repair of building damages, and give their pro forma approval to how available financial resources will be utilised. As a conclusion, the principals of the model “total quality management”, which constitutes the theoretical background of this study, are not applied, because:  the Association of Parents and Guardians does not participate in the management of the school units, parents do not engage and do not cooperate with teachers for the organisation of the school units and the improvement of learning, parents (“clients”) are not satisfied with the provided services, and “sterile” school knowledge is not upgraded. Αντικείμενο ανάλυσης της παρούσας εργασίας αποτελεί η διερεύνηση της συμμετοχής του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων στη λήψη αποφάσεων για τη διοίκηση της σχολικής μονάδας Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Η πραγμάτευση αυτή οργανώνεται σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο εξετάζεται ο τρόπος με τον οποίο αυτή η συμμετοχή καθορίζεται, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο μέσω του Σ.Γ.Κ., από τις αντίστοιχες θεσμικές ρυθμίσεις της πολιτείας. Ενώ στο δεύτερο, πραγματοποιούνται συνεντεύξεις με προέδρους Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων δημοτικών σχολείων Ιωαννίνων. Στόχος της συγκεκριμένης έρευνας είναι να διερευνήσει αφενός τον τρόπο με τον οποίο προσδιορίζεται σε νομικά κείμενα η γονική συμμετοχή μέσω του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων στη διοίκηση της σχολικής μονάδας και αφετέρου το πώς οι πρόεδροι Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων Δημοτικών σχολείων Ιωαννίνων βιώνουν και αντιλαμβάνονται τη συμμετοχή τους στη διοίκηση της σχολικής μονάδας. Από την ανάλυση των νομοθετικών κειμένων διαπιστώθηκε ότι ο νομοθέτης προσδιορίζει τέσσερα επίπεδα συλλογικής οργάνωσης των γονέων, το πρώτο στη σχολική μονάδα ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων, το δεύτερο στο δήμο-επαρχία η ένωση γονέων, το τρίτο στην περιφέρεια η ομοσπονδία γονέων και το τέταρτο στην εθνική επικράτεια η συνομοσπονδία γονέων. Παράλληλα, στα νομοθετικά κείμενα αναγνωρίζεται η γονική συμμετοχή στη σχολική εκπαίδευση τόσο ως ατομικό όσο και ως συλλογικό δικαίωμα και καθορίζεται η συλλογική συμμετοχή, μέσω εκπροσώπων, στα λεγόμενα «όργανα λαϊκής συμμετοχής» για τη διοίκηση της εκπαίδευσης, που είναι: Α. Το σχολικό συμβούλιο Β. Οι σχολικές επιτροπές & το συμβούλιο σχολικής κοινότητας Γ. Δημοτική και κοινοτική επιτροπή παιδείας Δ. Περιφερειακή και επαρχιακή επιτροπή παιδείας Το σχολικό συμβούλιο αποτελεί το μόνο όργανο άμεσης διοίκησης της σχολικής μονάδας στο οποίο συμμετέχουν οι γονείς και έργο του είναι η εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του σχολείου και η διατύπωση γνώμης για τον προγραμματισμό του εκπαιδευτικού έργου και για την υλοποίηση του προγραμματισμού αυτού. Η ημιδομημένη συνέντευξη είναι η μέθοδος της εμπειρικής έρευνας και πραγματοποιήθηκαν 10 συνεντεύξεις με προέδρους Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων όσον αφορά τις απόψεις τους για τη συμμετοχή τους στη διοίκηση της σχολικής μονάδας. Ενώ η Ανάλυση Περιεχομένου χρησιμοποιήθηκε για την επεξεργασία των κειμένων από τις απομαγνητοφωνήσεις των συνεντεύξεων. Από την επεξεργασία αυτή προκύπτει ότι η συμμετοχή των γονέων στη διοίκηση της σχολικής μονάδας παραμένει περιθωριακή και πολύ περιορισμένη με εθιμοτυπικό χαρακτήρα και εξαρτώμενη από τη βούληση του/της διευθυντή/ύντριας, καθώς ο θεσμός του σχολικού συμβουλίου δεν ενεργοποιείται. Ειδικότερα, ο Σ.Γ.Κ. περιορίζεται στο να συνδράμει στη διοργάνωση εθιμοτυπικών εορταστικών εκδηλώσεων, στην οικονομική αρωγή για την κάλυψη λειτουργικών αναγκών και την επιδιόρθωση φθορών του κτιρίου και στην τυπική παροχή έγκρισης για τη διευθέτηση ζητημάτων αναφορικά με τη διαχείριση των διαθέσιμων οικονομικών πόρων του σχολείου. Συνάγεται, λοιπόν, το συμπέρασμα ότι οι αρχές του μοντέλου «Διοίκηση Ολικής Ποιότητας», που αποτελεί και το θεωρητικό υπόβαθρό της παρούσας έρευνας, φαίνεται να μην εφαρμόζονται, καθώς: Ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων δεν συμμετέχει στη διοίκηση του σχολείου. Δεν ενεργοποιούνται οι γονείς ούτε συνεργάζονται με τους εκπαιδευτικούς για την οργάνωση της σχολικής ζωής και τη βελτίωση της μάθησης. Δεν επιτυγχάνεται η ικανοποίηση του «πελάτη» γονέα από τις παρεχόμενες υπηρεσίας. Δεν αναβαθμίζεται η ποιότητα της σχολικής γνώσης, που θεωρείται «στείρα».